You are on page 1of 2

ΜΑΡΤΥΡΙΟ / TORMENT

Άνοιξε τα μάτια της. Σκοτάδι πηχτό. Έκανε ν'απλώσει το χέρι ν'ανάψει το


πορτατίφ στο κομοδίνο. Κάτι σκληρό έκοψε την κίνηση του χεριού της. Κι από την
άλλη πλευρά το ίδιο. Προσπάθησε ν'ανασηκωθεί, το κεφάλι της χτύπησε σε κάτι.
Σήκωσε το χέρι και ψαχούλεψε το επίπεδο αντικείμενο που βρισκόταν από πάνω της
κόβοντάς της τον αέρα. Ύφασμα! Ψαχούλεψε το μέρος έως εκεί που έφτανε το χέρι
της. Ήταν κλεισμένη μέσα σ'ένα κουτί... Ένα κουτί στα μέτρα της...
"Δεν είναι δυνατόν", μονολόγησε. Γέλασε με τη μακάβρια ιδέα που κατρα-
κύλησε απ'τα βάθη του μυαλού της και ρίζωσε ζωντανή κι απειλητική μπροστά στα
μάτια της.
"Έι" φώναξε "μ'ακούει κανείς; Κόφτε την πλάκα..."
Περίμενε. Καμιά απάντηση. Απόλυτη ησυχία.
Μα τι έγινε; Πού πήγαν όλοι;

Μετά το πάρτυ μπήκε στ'αυτοκίνητο κι επειδή ήταν λίγο ζαλισμένη από το ποτό,
προσφέρθηκε ο άντρας της να οδηγήσει. Θυμόταν πως όταν πήγαν στο σπίτι έπεσε
στο κρεβάτι χωρίς ν'αλλάξει κι αποκοιμήθηκε αμέσως Κάτι της έλεγε ο άντρας της
αλλά δεν μπορούσε, ήταν αδύνατο να θυμηθεί...
Και νάτη τώρα μέσα σ'αυτό το κουτί,μόνη! Ένα ξύλινο κουτί ντυμένο εσωτερικά
με απαλό μετάξι. Ένα φέρετρο! Η διαπίστωση της θέσης της ανέβασε έναν
τρομοκρατημένο,βραχνό λυγμό στο λαρύγγι της. Τα μάτια της γέννησαν καυτά
δάκρυα...
Ανατρίχιασε κι ασυναίσθητα μάζεψε τα χέρια της στο στήθος. Δέχτηκε ακόμη ένα
σοκ ανακαλύπτοντας ότι ήταν γυμνή. Ένιωσε τις τσιμπιές του κρύου στα
μουδιασμένα της μέλη...
Πόση ώρα βρισκόταν εκεί μέσα; Γιατί; Αφού ήταν ακόμη ζωντανή, γιατί την
έθαψαν; Ποιός;

Τις σκέψεις της διέκοψαν κάτι μικροί, ακαθόριστοι, σύντομοι ήχοι που έσπασαν
την ησυχία και την ανάγκασαν να τεντώσει τ'αυτιά της για ν'ακούσει, να καταλάβει.
Κάτι γρατσούνιζε το ξύλο.
Ο αέρας είχε αραιώσει και δυσκολευόταν ν'αναπνεύσει. Έκλαιγε και το γυμνό της
σώμα τρανταζόταν από την ένταση των λυγμών της.
Με σπασμένα νεύρα άρχισε να ουρλιάζει και καθώς ο πανικός καταλάμβανε το
κουρασμένο της μυαλό, έσχιζε με τα νύχια της το ύφασμα, γρατσούνιζε το σκληρό
ξύλο, χτυπιόταν.
Σταμάτησε ξαφνικά. Κάτι άγγιζε το μάγουλό της καθώς κουνούσε απελπισμένη
το κεφάλι της αριστερά, δεξιά. Κάτι που βρισκόταν εκεί, στο πάτωμα του κουτιού.
Έστρεψε το κεφάλι της, άγγιξε το αντικείμενο με το μάγουλο. Με υπεράνθρωπη
προσπάθεια το έπιασε στο στόμα της και κατάφερε να το κρατήσει στα ματωμένα
χέρια της. Το ψηλάφησε. Ήταν ένας αναπτήρας.
Τον άναψε. Ήταν ο αναπτήρας που η ίδια είχε χαρίσει στον άντρα της πριν μια
εβδομάδα, στην επέτειό τους. Σκαλιστός, χρυσός και λαμπερός. Ήταν πραγματικά
πολύ όμορφος αλλά κι ακριβός αναπτήρας. Μα τι ζητούσε εκεί μέσα;

Πριν ακόμη φτάσει στο μυαλό της η απάντηση, τα λόγια του άντρα της
αναδύθηκαν και κάλυψαν το χώρο...
"Θυμάσαι αγάπη μου το νεκροταφείο; Εκείνο το μικρό, απομονωμένο
νεκροταφείο που είδαμε όταν ερχόμασταν στο σπίτι; Ξέρεις, είναι πολύ ωραία εκεί..."
Οι ήχοι συνεχίζονταν γύρω της. Ένας θόρυβος όμως, πιο δυνατός απ'τους
υπόλοιπους, ακούστηκε δίπλα στο δεξί της αυτί.
Ανεπαίσθητα γύρισε το κεφάλι προς την πηγή του θορύβου και το είδε στο φως
του αναπτήρα...

1
Το κεφάλι ενός τεράστιου, κακομούτσουνου αρουραίου είχε ξεπροβάλλει μέσα
από την τρύπα που έχασκε στα πλευρά του φερέτρου...
Το υπόλοιπο φέρετρο ήταν διάσπαρτο από σκοτεινές μικρές τρύπες απ'όπου
έπεφταν, γλιστρούσαν, σέρνονταν γλοιώδη, μικρά, τερατόμορφα σκουλήκια, στο
χρώμα της σάρκας, έτοιμα να κατασπαράξουν το περιεχόμενο του κουτιού...

Κάποιος διαβάτης που έτυχε να περνά μπροστά απ'το μικρό, ήσυχο, ξεχασμένο
κοιμητήριο άκουσε το φρικαλέο ουρλιαχτό που έσχισε σαν φαλτσέτα το βαθύ
σκοτάδι. Έντρομος άνοιξε το βήμα του και σε λίγο βρέθηκε να τρέχει,
καταϊδρωμένος παρά το τσουχτερό κρύο...

ΤΕΛΟΣ

( 10 Φεβρουαρίου 1988 )

 Δημήτρης Γ. Βέκιος

You might also like