Professional Documents
Culture Documents
Ευρωπαϊκή Επιτροπή
κατά
(Άρθρα 278 και 279 ΣΛΕΕ· Κανονισμός Διαδικασίας του Δικαστηρίου, άρθρο 160 § 3)
(Άρθρο 19 § 1 ΣΕΕ· άρθρα 278 και 279 ΣΛΕΕ· Χάρτης των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων
της Ευρωπαϊκής Ένωσης, άρθρο 47)
(Άρθρα 2 και 19 § 1 ΣΕΕ· άρθρα 278 και 279 ΣΛΕΕ· Χάρτης των Θεμελιωδών
Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης, άρθρο 47)
(Άρθρο 19 § 1 ΣΕΕ· άρθρα 278 και 279 ΣΛΕΕ· Χάρτης των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων
της Ευρωπαϊκής Ένωσης, άρθρο 47
(βλ.σκέψη 29)
2. Η προϋπόθεση περί fumus boni juris πληρούται εφόσον ένας τουλάχιστον από
τους λόγους που προβάλλει ο αιτών τη λήψη προσωρινών μέτρων διάδικος προς
στήριξη της κύριας προσφυγής του δεν στερείται, εκ πρώτης όψεως, σοβαρού
ερείσματος. Τούτο συμβαίνει, ιδίως, οσάκις ένας από τους προβληθέντες λόγους
καταδεικνύει την ύπαρξη σύνθετων νομικών ζητημάτων των οποίων η επίλυση δεν
είναι προφανής και απαιτεί, ως εκ τούτου, ενδελεχή εξέταση στην οποία δεν μπορεί να
προβεί ο δικαστής των ασφαλιστικών μέτρων, αλλά πρέπει να αποτελέσει το
αντικείμενο της επί της ουσίας κύριας διαδικασίας, ή οσάκις η μεταξύ των διαδίκων
κατ’ αντιμωλία διαδικασία αναδεικνύει την ύπαρξη σοβαρής νομικής διαμάχης της
οποίας η επίλυση δεν είναι προφανής.
Πράγματι, κατά τη νομολογία αυτή, κάθε κράτος μέλος οφείλει να διασφαλίζει ότι τα
όργανα τα οποία εντάσσονται, ως «δικαστήρια», υπό την έννοια του δικαίου της
Ένωσης, στο εθνικό σύστημα ενδίκων βοηθημάτων στους «τομείς που διέπονται από
το δίκαιο της Ένωσης», κατά το άρθρο 19, παράγραφος 1, δεύτερο εδάφιο, ΣΕΕ,
πληρούν τις απαιτήσεις περί αποτελεσματικής δικαστικής προστασίας.
Για τη διασφάλιση της προστασίας αυτής, όμως, η διαφύλαξη της ανεξαρτησίας των
εν λόγω οργάνων έχει πρωταρχική σημασία, όπως επιβεβαιώνεται και από το άρθρο
47, δεύτερο εδάφιο, του Χάρτη, το οποίο ανάγει την πρόσβαση σε «ανεξάρτητο»
δικαστήριο σε μία από τις απαιτήσεις που συνδέονται με το θεμελιώδες δικαίωμα
πραγματικής προσφυγής.
Αφετέρου, λόγω του κύρους των αποφάσεων του Ανωτάτου Δικαστηρίου έναντι των
κατώτερων εθνικών δικαστηρίων, το ενδεχόμενο να μη διασφαλίζεται η ανεξαρτησία
του δικαστηρίου αυτού έως την έκδοση της οριστικής αποφάσεως δύναται να θέσει σε
κίνδυνο την εμπιστοσύνη των κρατών μελών και των δικαστηρίων τους στο δικαστικό
σύστημα του οικείου κράτους μέλους και, κατά συνέπεια, στην εκ μέρους του εν λόγω
κράτους μέλους τήρηση της αρχής του κράτους δικαίου.
Υπό τις περιστάσεις αυτές, οι αρχές της μεταξύ των κρατών μελών αμοιβαίας
εμπιστοσύνης και αμοιβαίας αναγνωρίσεως, που δικαιολογούνται από την παραδοχή
ότι τα κράτη μέλη αποδέχονται από κοινού σειρά κοινών αξιών στις οποίες στηρίζεται
η Ένωση, όπως η αρχή του κράτους δικαίου, ενδέχεται να τίθενται σε κίνδυνο.
Η αμφισβήτηση, όμως, των αρχών αυτών δύναται να έχει σοβαρά και ανεπανόρθωτα
αποτελέσματα ως προς την εύρυθμη λειτουργία της έννομης τάξεως της Ένωσης,
ειδικότερα δε στον τομέα της δικαστικής συνεργασίας σε αστικές και ποινικές
υποθέσεις, η οποία βασίζεται σε ιδιαιτέρως υψηλό βαθμό εμπιστοσύνης μεταξύ των
κρατών μελών όσον αφορά το ότι τα δικαστικά συστήματά τους πληρούν τις
απαιτήσεις περί αποτελεσματικής δικαστικής προστασίας.
Αντιθέτως, το συμφέρον του οικείου κράτους μέλους στην εύρυθμη λειτουργία του
Ανωτάτου Δικαστηρίου δεν δύναται να θιγεί κατά τέτοιο τρόπο σε περίπτωση κατά την
οποία ληφθούν τα προσωρινά μέτρα που ζητήθηκαν, πλην όμως, εν συνεχεία,
απορριφθεί η κύρια προσφυγή, δεδομένου ότι η λήψη αυτή προσωρινών μέτρων έχει
αποκλειστικώς ως αποτέλεσμα τη διατήρηση, για περιορισμένο χρονικό διάστημα, της
εφαρμογής του νομικού καθεστώτος που ίσχυε πριν από τη θέσπιση των
προμνημονευθεισών εθνικών διατάξεων.