You are on page 1of 19

ΘΟΥΚΥΔΙΔΟΥ

ΙΣΤΟΡΙΑΙ

Αρχαία Ελληνική Θεματογραφία


Γεωργαντζόγλου - Α’ Εξάμηνο
ΙΣΤΟΡΙΩΝ Α
Παράγραφος 22
Η μέθοδος έρευνας

[1.22.1] Καὶ ὅσα μὲν λόγῳ εἶ πον ἕκαστοι ἢ Και όσα είπε καθένας μέσω λόγων, είτε όσοι επρόκειτο να
μέλλοντες πολεμήσειν ἢ ἐν αὐτῷ ἤδη ὄντες, πολεμήσουν (Βνζ. κατὰ τὰς παραμονὰς τοῦ πολέμου), είτε
χαλεπὸν τὴν ἀκρί βειαν αὐτὴν τῶν όσοι το έκαναν ήδη, είναι δύσκολο να απομνημονευθεί η
λεχθέντων διαμνημονεῦσαι ἦν ἐμοί τε ὧν
1 ακρίβεια όσων ειπώθηκαν και για μένα, γι’ αυτά όσα ο ίδιος
αὐτὸς ἤκουσα καὶ τοῖ ς ἄλλοθέν ποθεν ἐμοὶ άκουσα, και για εκείνους που μου τα ανακοίνωσαν ἀπὸ τὰ
διάφορα μέρη ὅπου τοὺς ἤκουσαν. Γι’ αυτό έχουν γραφτεί
ἀπαγγέλλουσιν· ὡς δ’ ἂν ἐδόκουν ἐμοὶ
έτσι, όπως μου φαινόταν ότι καθε ομιλητής θα ήταν
ἕκαστοι περὶ τῶν αἰ εὶ παρόντων τὰ δέοντα
περισσότερο πρέπον να μιλήσει στην εκάστοτε περίπτωση
μάλιστ’ εἰ πεῖ ν, ἐχομένῳ ὅτι ἐγγύτατα τῆς και προσηλούμενος συγχρόνως όσο το δυνατό πιο πολύ
ξυμπάσης γνώμης τῶν ἀληθῶς λεχθέντων, στην γενική ιδέα εκείνων που πράγματι ειπώθηκαν.
οὕτως εἴ ρηται.2 Τα γεγονότα, εξ άλλου, του πολέμου έκρινα καθήκον μου
να γράψω, όχι λαμβάνων τας πληροφορίας μου από τον
πρώτον τυχόντα, ούτε όπως τα εφανταζόμην, αλλ' αφού
υπέβαλα εις ακριβέστατον έλεγχον και εκείνα των οποίων
[1.22.2] τὰ δ’ ἔργα τῶν πραχθέντων ἐν τῷ υπήρξα αυτόπτης μάρτυς και όσα έμαθα από άλλους.
πολέμῳ οὐκ ἐκ τοῦ παρατυχόντος Αλλ' η εξακρίβωσίς των ήτο έργον δύσκολον, διότι οι
πυνθανόμενος ἠξί ωσα γράφειν, οὐδ’ ὡς αυτόπται μάρτυρες των διαφόρων γεγονότων δεν εξέθεταν
τα ίδια πράγματα κατά τον ίδιον τρόπον, αλλ' έκαστος
ἐμοὶ ἐδόκει, ἀλλ’ οἷ ς τε αὐτὸς παρῆν καὶ
αναλόγως της μνήμης του ή της ευνοίας, την οποίαν είχε
παρὰ τῶν ἄλλων ὅσον δυνατὸν ἀκριβεί ᾳ περὶ
προς τον ένα η τον άλλον αντίπαλον.
ἑκάστου ἐπεξελθών.3 Ο αποκλεισμός του μυθώδους από την ιστορίαν μου ίσως
την καταστήση ολιγώτερον τερπνήν ως ακρόαμα, θα μου
[1.22.3] ἐπιπόνως δὲ ηὑρί σκετο, διότι οἱ είναι όμως αρκετόν, εάν το έργον μου κρίνουν ωφέλιμον
παρόντες τοῖ ς ἔργοις ἑκάστοις οὐ ταὐτὰ όσοι θελήσουν να έχουν ακριβή αντίληψιν των γεγονότων,
περὶ τῶν αὐτῶν ἔλεγον, ἀλλ’ ὡς ἑκατέρων τις όσα έχουν ήδη λάβει χώραν, και εκείνων τα οποία κατά την
εὐνοί ας ἢ μνήμης ἔχοι. ανθρωπίνην φύσιν μέλλουν να συμβούν περίπου όμοια.
Διότι την ιστορίαν μου έγραψα ως θησαυρόν παντοτεινόν
και όχι ως έργον προωρισμένον να υποβληθή εις
[1.22.4] καὶ ἐς μὲν ἀκρόασιν ἴ σως τὸ μὴ διαγωνισμόν και ν' αναγνωσθή εις επήκοον των πολλών,
μυθῶδες αὐτῶν ἀτερπέστερον φανεῖ ται· διά να λησμονηθή μετ' ολίγον.
ὅσοι δὲ βουλήσονται τῶν τε γενομένων τὸ
σαφὲς σκοπεῖ ν καὶ τῶν μελλόντων ποτὲ
αὖθις κατὰ τὸ ἀνθρώπινον τοιούτων καὶ
παραπλησί ων ἔσεσθαι, ὠφέλιμα κρί νειν
αὐτὰ ἀρκούντως ἕξει4. κτῆμά τε ἐς αἰ εὶ
μᾶλλον ἢ ἀγώνισμα ἐς τὸ παραχρῆμα ἀκούειν
ξύγκειται.

ἔχομαι: προσηλώνομαι σε κάτι


ἐπεξέρχομαι: εξετάζω λεπτομερώς
εὑρίσκω: εξακριβώνω
εὔνοια: ευνοϊκή διάθεση (εδώ: προς τον έναν ή τον άλλον από τους αντιπάλους)
ἀτερπής: μη ευχάριστος
ἀρκούντως ἕχει: είναι αρκετό

1 χαλεπὸν ἦν ἐμοί τε καὶ τοῖς ἀπαγγέλουσι: δοτικές προσωπικές του κρίνοντος προσώπου ή του πάσχοντος)
2 ὅτι οὕτως εἵρηται, ἐγγύτατα τῆς ξυμπάσης γνώμης τῶν ἀληθῶς λεχθέντων: η σωστή συντακτική σειρά δηλώνει επεξήγηση
3 Ουδ’... ουδ’... ἀλλ’ οἷς τε αὐτὸς παρῆν καὶ οἷς παρὰ τῶν ἄλλων ἔμαθον ὅσον δυνατὸν ἀκριβείᾳ περὶ ἑκάστου ἐπεξελθών: οι δύο

δευτερεύουσες αναφορικές λειτουργούν επεξηγηματικά στο περὶ ἑκάστου (μτφρ. «για κάθε ένα, και για όσα ήμουν παρόν, και
για όσα έμαθα από άλλους»)
4 ἀρκούντως ἕξει αὐτὰ κρίνειν ὠφέλιμα, ὅσοι...: στο πρωτότυπο κείμενο οι δευτερεύουσες-υποκείμενα της απρόσωπης

έκφρασης προτάσσονται για έμφαση


παραχρῆμα: χρήση
ξύγκειται: συντάσσεται, δημιουργείται
Παράγραφος 70
Τί λογής πλάσματα είναι αυτοί οι Αθηναίοι;

Στο απόσπασμα, προερχόμενο από δημηγορία σε συνάντηση των συμμάχων της Σπάρτης, ανήκει στον λόγο των Κορινθίων,
οι οποίοι ανέβηκαν μάλιστα στο βήμα, αφού είχαν προηγηθεί πολλοί λόγοι και το κλίμα είχε οξυνθεί. Στον λόγο τους
καταλογίζουν στους Σπαρτιάτες πως δεν έχουν συνειδητοποιήσει ποιοί είναι οι Αθηναίοι, ούτε πόσο ριζικά διαφέρουν στα
πάντα από τους ίδιους. Συγκρίνοντας τους μεν με τους δε, δίνουν έναν εντυπωσιακό χαρακτηρισμό των Αθηναίων.

[1.70.1] «Καὶ ἅμα, εἴ περ τινὲς καὶ ἄλλοι, Αλλά συγχρόνως, περισσότερο από κάθε άλλον, θεωρούμε πως
ἄξιοι νομί ζομεν εἶ ναι τοῖ ς πέλας ψόγον έχουμε το δικαίωμα να ψέγουμε τους γείτονες, καθώς άλλωστε
ἐπενεγκεῖ ν, ἄλλως τε καὶ μεγάλων τῶν είναι και τα συμφέροντα μεγάλα, τα οποία δεν μας δίνετε την
διαφερόντων καθεστώτων, περὶ ὧν οὐκ εντύπωση ότι καταλαβαίνετε, ούτε ότι έχετε αναλογιστεί ποτέ ως
τώρα, προς τί είδους ανθρώπους, που είναι οι Αθηναίοι, θα
αἰ σθάνεσθαι ἡμῖ ν γε δοκεῖ τε, οὐδ’
πολεμήσετε, και πόσο διαφέρουν από σας, ή καλύτερα, πως
ἐκλογί σασθαι πώποτε πρὸς οἵ ους ὑμῖ ν
διαφέρουν στα πάντα.
Ἀθηναί ους ὄντας καὶ ὅσον ὑμῶν καὶ ὡς πᾶν Πράγματι, εκείνοι είναι νεωτεριστές και έξυπνοι-ικανοί και να
διαφέροντας ὁ ἀγὼν ἔσται. σχεδιάσουν και να επιτελέσουν στην πράξη όσα τυχόν
αποφασίζουν. Εσείς, από την άλλη, αρκείστε στο να διατηρείτε τα
[1.70.2] οἱ μέν γε νεωτεροποιοὶ καὶ ήδη κεκτημένα και τίποτε παραπάνω να μην επινοείτε, ενώ ούτε τα
ἐπινοῆσαι ὀξεῖ ς καὶ ἐπιτελέσαι ἔργῳ ἃ ἂν αναγκαία δεν εφαρμόζετε στην πράξη.
γνῶσιν· ὑμεῖ ς δὲ τὰ ὑπάρχοντά τε σῴζειν καὶ Εκείνοι πάλι είναι τολμηροί και πάνω από την δύναμή τους,
ἐπιγνῶναι μηδὲν καὶ ἔργῳ οὐδὲ τἀναγκαῖ α διακινδυνεύουν και παρά τα προστάγματα της λογικής τους και
ἐξικέσθαι. ελπίζουν στις πιο δύσκολες καταστάσεις. Όσον αφορά εσάς, το
χαρακτηριστικό σας είναι να πράττετε κατώτερα από τις δυνάμεις
[1.70.3] αὖθις δὲ οἱ μὲν καὶ παρὰ δύναμιν σας και ούτε σε όσα η λογική σας παρουσιάζει ως βέβαια να μην
πιστεύετε, και ακόμη να νομίζετε πως ποτέ δεν θα απαλλαγείτε από
τολμηταὶ καὶ παρὰ γνώμην κινδυνευταὶ
τα δεινά.
καὶ ἐν τοῖ ς δεινοῖ ς εὐέλπιδες· τὸ δὲ
Και ακόμη και ακούραστοι, σε σχέση με εσάς τους αναβλητικούς,
ὑμέτερον τῆς τε δυνάμεως ἐνδεᾶ πρᾶξαι τῆς και μη φοβούμενοι να ταξιδέψουν, σε σχέση με εσάς που
τε γνώμης μηδὲ τοῖ ς βεβαί οις πιστεῦσαι τῶν περισσότεροι ενδημείτε· διότι εκείνοι μεν θεωρούν πως με την
τε δεινῶν μηδέποτε οἴ εσθαι απουσία τους κάτι μπορεί να κερδίσουν, ενώ εσείς πως με την
ἀπολυθήσεσθαι. εκστράτευση θα χάσετε και τα ήδη υπάρχοντα.
Και όταν βγαίνουν νικητές κερδίζουν τα μέγιστα, και όταν ηττώνται
υποχωρούν στον ελάχιστο βαθμό.
Ακόμη, χρησιμοποιούν τα σώματά τους στον αγώνα για την πόλη
[1.70.4] καὶ μὴν καὶ ἄοκνοι πρὸς ὑμᾶς τους, σαν να τους ήταν εντελώς ξένα, αλλά είναι εντελώς
μελλητὰς καὶ ἀποδημηταὶ πρὸς εξοικιωμένοι με τον να χρησιμοποιούν και την λογική τους, για να
πράττουν για την υπεράσπισή της.
ἐνδημοτάτους· οἴ ονται γὰρ οἱ μὲν τῇ
Και αν τυχόν δεν επιτύχουν όσα σχεδίαζαν, θεωρούν πως έχασαν
ἀπουσί ᾳ ἄν τι κτᾶσθαι, ὑμεῖ ς δὲ τῷἐπελθεῖ ν
κιόλας κάτι που είχαν, κι αν, από την άλλη, τυχόν κερδίσουν
καὶ τὰ ἑτοῖ μα ἂν βλάψαι. κτήσεις με τις εκστρατείες τους, πως αυτά είναι λίγα, συγκριτικά με
όσα πρόκειται να επιτύχουν ακόμα με τις πράξεις τους. Αν, βέβαια,
[1.70.5] κρατοῦντές τε τῶν ἐχθρῶν ἐπὶ τυχόν αποτύχουν σε κάτι που προσπάθησαν (καὶ πείρᾳ -- αν και το
πλεῖ στον ἐξέρχονται καὶ νικώμενοι ἐπ’ προσπάθησαν), αντελπίζοντας άλλα αναπληρώνουν το έλλειμμα·
ἐλάχιστον ἀναπί πτουσιν. διότι μόνο αυτοί και αποκτούν και ελπίζουν όμοια, όσα
[1.70.6] ἔτι δὲ τοῖ ς μὲν σώμασιν σχεδιάζουν, εξαιτίας του ότι εφαρμόζουν πολύ γρήγορα όσα
ἀλλοτριωτάτοις ὑπὲρ τῆς πόλεως χρῶνται, τῇ αποφασίζουν.
δὲ γνώμῃ οἰ κειοτάτῃ ἐς τὸ πράσσειν τι ὑπὲρ Και για όλα αυτά με δυσκολίες και κινδύνους μοχθούν σε όλη τους
αὐτῆς. την ζωή, και απολαμβάνουν ελάχιστα από όσα έχουν διότι συνεχώς
αποκτούν περισσότερα, και γιορτή δεν θεωρούν άλλο πράγμα από
το να πράξουν τα δέοντα, και θεωρούν ως μεγαλύτερη συμφορά την
[1.70.7] καὶ ἃ μὲν ἂν ἐπινοήσαντες μὴ
«ἡσυχίαν τῆς ἀπραξίας», παρά «τὴν ἐπίπονον δρᾶσιν».
ἐπεξέλθωσιν, οἰ κεί ων στέρεσθαι ἡγοῦνται,
Επομένως, αν συγκεφαλαιώνοντας έλεγε κανείς πως είναι
ἃ δ’ ἂν ἐπελθόντες κτήσωνται, ὀλί γα πρὸς τὰ γεννημένοι εκ φύσεως για να μην βρίσκουν ησυχία ούτε οι ίδιοι
μέλλοντα τυχεῖ ν πράξαντες. ἢν δ’ ἄρα του ούτε τους άλλους ανθρώπους να αφήνουν ήσυχους, ορθά θα το
καὶ πεί ρᾳ σφαλῶσιν, ἀντελπί σαντες ἄλλα έλεγε.
ἐπλήρωσαν τὴν χρεί αν· μόνοι
γὰρ ἔχουσί τε ὁμοί ως καὶ ἐλπί ζουσιν ἃ ἂν
ἐπινοήσωσι διὰ τὸ ταχεῖ αν τὴν ἐπιχεί ρησιν
ποιεῖ σθαι ὧν ἂν γνῶσιν.

[1.70.8] καὶ ταῦτα μετὰ πόνων πάντα καὶ


κινδύνων δι’ ὅλου τοῦ αἰ ῶνος μοχθοῦσι,
καὶ ἀπολαύουσιν ἐλάχιστα τῶν ὑπαρχόντων
διὰτὸ αἰ εὶ κτᾶσθαι καὶ μήτε ἑορτὴν ἄλλο τι
ἡγεῖ σθαι ἢ τὸ τὰδέοντα πρᾶξαι ξυμφοράν τε
οὐχ ἧσσον ἡσυχί αν ἀπράγμονα ἢ ἀσχολί αν
ἐπί πονον·

[1.70.9] ὥστε εἴ τις αὐτοὺς ξυνελὼν φαί η


πεφυκέναι ἐπὶ τῷμήτε αὐτοὺς ἔχειν ἡσυχί αν
μήτε τοὺς ἄλλους ἀνθρώπους ἐᾶν, ὀρθῶς ἂν
εἴ ποι.

οἱ πέλας: οι γείτονες
ἄξιός εἰμι: εδώ. έχω το δικαίωμα
εἴπερ τινὲς καὶ ἄλλοι: περισσότερο από κάθε άλλον
τὰ διαφέροντα: τα συμφέροντα
ἐξικέσθαι:
ἐνδεᾶ:
ἀπολύομαι:
ἄοκνοι: δραστήριοι μελλητάς: αναβλητικοί
ἀποδημηταί: ταξιδιάρηδες ἐνδημοτάτους: ενδημικοί
τῷ ἐπελθεῖν: μέσω εκστρατειών
ἐξέρχονται: βγαίνουν (πχ. καλύτεροι, πλουσιότεροι, βελτιωμένοι...)
ἀναπίπτουσι: υποχωρούν
ὀλίγα πρὸς τὰ μέλλοντα: λίγα, συγκριτικά με όσα πρόκειται να...
ξυνελών: συγκεφαλαιώνοντας
Παράγραφος 138.3
Ο Θεμιστοκλής

[1.138.3] Ἦν γὰρ ὁ Θεμιστοκλῆς Διότι ο Θεμιστοκλής, έχοντας αποδείξει βέβαια την σωματική του
βεβαιώτατα δὴ φύσεως ἰ σχὺν δηλώσας και δύναμη και μάλιστα με ιδιαίτερη διάκριση σε αυτό, ήταν περισσότερο
διαφερόντως τι ἐς αὐτὸ μᾶλλον ἑτέρου από κάθε άλλον άξιος θαυμασμού. Με την έμφυτή του αντιληπτική
ἄξιος θαυμάσαι· οἰ κεί ᾳ γὰρ ξυνέσει καὶ ικανότητα, την οποία ούτε διδάχτηκε ούτε μέσω της εμπειρίας
ανέπτυξε, και τα παρόντα εκτιμούσε οξύτατα χωρίς πολλή σκέψη, και
οὔτε προμαθὼν ἐς αὐτὴν οὐδὲν οὔτ’
τα μέλλοντα να γίνουν ἐπὶ μακρὸν διάστημα χρόνου προείκαζεν
ἐπιμαθών, τῶν τε παραχρῆμα δι’ ἐλαχί στης
ἄριστα (Βνζ.). Και εκείνα με τα οποία ασχολείτο, ήταν ικανός και να
βουλῆς κράτιστος γνώμων καὶ τῶν τα εξηγεί, όσα δε του ήταν άγνωστα, μπορούσε να τα κρίνει επαρκώς.
μελλόντων ἐπὶ πλεῖ στον τοῦ γενησομένου Καλύτερα από όλους προέβλεπε και το καλό και το κακό, που δεν
ἄριστος εἰ καστής· καὶ ἃ μὲν μετὰ χεῖ ρας φαινόταν ακόμη (δλδ. που ήταν δύσκολο να φανεί πως έτσι θα
ἔχοι, καὶ ἐξηγήσασθαι οἷ ός τε, ὧν δ’ εκτυλιστούν τα πράγματα). Και συγκεφαλαιώνοντας με την φυσική
ἄπειρος εἴ η, κρῖ ναι ἱ κανῶς οὐκ του δύναμη και με ελάχιστη προμελέτη αναδείχθηκε αυτός ο πιο
ἀπήλλακτο· τό τε ἄμεινον ἢ χεῖ ρον ἐν τῷ καλός να σχεδιάζει τις μελλοντικές κινήσεις της πόλης.
ἀφανεῖ ἔτι προεώρα μάλιστα. καὶ το
ξύμπαν εἰ πεῖ ν φύσεως μεν δυνάμει,
μελέτης δὲ βραχύτητι κράτιστος δὴ οὗτος
αὐτοσχεδιάζειν τὰ δέοντα ἐγένετο.

Παράγραφοι 145-146
Η απόρριψη των προτάσεων της Σπάρτης

[1.145.1] Ὁμὲν Περικλῆς τοιαῦτα εἶ πεν, οἱ Έτσι μίλησε ο Περικλής, και οι Αθηναίοι θεωρώντας ότι αυτός τους
δὲ Ἀθηναῖ οι νομίσαντες ἄριστα σφίσι συμβουλεύει τα άριστα ψήφισαν όσα συνιστούσε, και αποκρίνονταν
παραινεῖ ν αὐτὸν ἐψηφίσαντο ἃ ἐκέλευε, στους Λακεδαιμονίους σύμφωνα με την γνώμη εκείνου, και καθ’
καὶ τοῖ ς Λακεδαιμονίοις ἀπεκρίναντο τῇ έκαστο ζήτημα και κατά το σύνολο, ότι δεν θα κάνουν τίποτε
ἐκείνου γνώμῃ, καθ᾽ ἕκαστά τε ὡς ἔφρασε διατασσόμενοι και ότι είναι έτοιμοι να αρθούν οι αιτιάσεις σύμφωνα
με τις συνθήκες, στην βάση της ισοτιμίας και της δικαιοσύνης.
καὶ τὸ ξύμπαν, οὐδὲν κελευόμενοι
ποιήσειν, δίκῃ δὲ κατὰ τὰς ξυνθήκας Αυτές ήταν οι αιτίες και οι διαφορές και για τις δύο αντιμαχόμενες
ἑτοῖ μοι εἶ ναι διαλύεσθαι περὶ τῶν παρατάξεις πριν τον πόλεμο, που άρχισαν ευθύς μετά τα γεγονότα
ἐγκλημάτων ἐπὶ ἴ σῃ καὶ ὁμοίᾳ. καὶ οἱ μὲν στην Επίδαμνο και την Κέρκυρα. Ωστόσο, συνέχιζαν να
ἀπεχώρησαν ἐπ᾽ οἴ κου καὶ οὐκέτι επικοινωνούν μεταξύ τους και να μεταβαίνουν ο ένας στην χώρα του
ὕστερον ἐπρεσβεύοντο· άλλου, χωρίς κύρηκα αλλά όχι και χωρίς υποψία. Διότι τα γεγονότα
[1.146.1] αἰ τίαι δὲ αὗται καὶ διαφοραὶ ήταν διάρρηξη των συνθηκών και μπορούσε να δώσει αφορμή για
ἐγένοντο ἀμφοτέροις πρὸ τοῦ πολέμου, πόλεμο.
ἀρξάμεναι εὐθὺς ἀπὸ τῶν ἐν Ἐπιδάμνῳ καὶ
Κερκύρᾳ· ἐπεμείγνυντο δὲ ὅμως ἐν αὐταῖ ς
καὶ παρ᾽ ἀλλήλους ἐφοίτων ἀκηρύκτως
μέν, ἀνυπόπτως δὲ οὔ· σπονδῶν γὰρ
ξύγχυσις τὰ γιγνόμενα ἦν καὶ πρόφασις
τοῦ πολεμεῖ ν.
ΙΣΤΟΡΙΩΝ Β
Παράγραφοι 47-54
Ο λοιμός της Αθήνας

[2.47.1] Τοιόσδε μὲν ὁ τάφος ἐγένετο ἐν τῷ [47] Έτσι λοιπόν έγινε η ταφή αυτό τον χειμώνα, και αφού αυτός
χειμῶνι τούτῳ· καὶ διελθόντος αὐτοῦ πέρασε τέλειωσε και το πρώτο έτος τουπολέμου. Ευθύς δε με την
πρῶτον ἔτος τοῦ πολέμου τοῦδε ἐτελεύτα. αρχήν του επομένου θέρους, οι Πελοποννήσιοι και λοιποί σύμμαχοι,
[2.47.2] τοῦ δὲ θέρους εὐθὺς ἀρχομένου με τα δύο τρίτα των δυνάμεών των, όπως και την πρώτην φοράν, υπό
Πελοποννήσιοι καὶ οἱ ξύμμαχοι τὰ δύο την αρχηγίαν του βασιλέως των Λακεδαιμονίων Αρχιδάμου, υιού του
Ζευξιδάμου, εισέβαλαν εις την Αττικήν, όπου στρατοπεδεύσαντες
μέρη ὥσπερ καὶ τὸ πρῶτον ἐσέβαλον ἐς τὴν
ήρχισαν να ερημώνουν την γην. [3] Και πριν παρέλθουν πολλαί
Ἀττικήν (ἡγεῖ το δὲ Ἀρχίδαμος ὁ ημέραι από της εισβολής, παρουσιάσθη διά πρώτην φοράν εις τας
Ζευξιδάμου Λακεδαιμονίων βασιλεύς), Αθήνας ο λοιμός, ο οποίος ελέγετο μεν ότι είχεν ενσκήψει
καὶ καθεζόμενοι ἐδῄουν τὴν γῆν. [2.47.3] προηγουμένως πολλαχού, και εις την Λήμνον και εις άλλας χώρας,
καὶ ὄντων αὐτῶν οὐ πολλάς πω ἡμέρας ἐν αλλά πουθενά δεν εμνημονεύετο λοιμώδης νόσος τοιαύτης
τῇ Ἀττικῇ ἡ νόσος πρῶτον ἤρξατο γενέσθαι εκτάσεως, ούτε φθορά ανθρώπων τόσον μεγάλη. [4] Διότι ούτε
τοῖ ς Ἀθηναίοις, λεγόμενον μὲν καὶ ιατροί, οι οποίοι, αγνοούντες την φύσιν της ασθενείας, επεχείρουν
πρότερον πολλαχόσε ἐγκατασκῆψαι καὶ διά πρώτην φοράν να την θεραπεύσουν, αλλ᾽ απέθνησκαν οι ίδιοι
περὶ Λῆμνον καὶ ἐν ἄλλοις χωρίοις, οὐ μάλλον, καθόσον και περισσότερον ήρχοντο εις επαφήν με αυτήν,
μέντοι τοσοῦτός γε λοιμὸς οὐδὲ φθορὰ ούτε άλλη καμία ανθρωπίνη τέχνη ηδύνατο να βοηθήση. Ό,τι αφορά
οὕτως ἀνθρώπων οὐδαμοῦ ἐμνημονεύετο εξ άλλου τας προς τους θεούς παρακλήσεις ή τας προς τα μαντεία
επικλήσεις και τα τοιαύτα, τα πάντα ήσαν ανωφελή, και επί τέλους
γενέσθαι. [2.47.4] οὔτε γὰρ ἰ ατροὶ
οι άνθρωποι, καταβληθέντες από το κακόν, παρητήθησαν αυτών.
ἤρκουν τὸ πρῶτον θεραπεύοντες ἀγνοίᾳ,
ἀλλ᾽ αὐτοὶ μάλιστα ἔθνῃσκον ὅσῳ καὶ
μάλιστα προσῇσαν, οὔτε ἄλλη ἀνθρωπεία
τέχνη οὐδεμία· ὅσα τε πρὸς ἱ εροῖ ς
ἱ κέτευσαν ἢ μαντείοις καὶ τοῖ ς τοιούτοις
ἐχρήσαντο, πάντα ἀνωφελῆ ἦν,
τελευτῶντές τε αὐτῶν ἀπέστησαν ὑπὸ τοῦ
κακοῦ νικώμενοι.
[2.48.1] ἤρξατο δὲ τὸ μὲν πρῶτον, ὡς [48] Η νόσος ήρχισε το πρώτον, ως λέγεται, από την νοτίως της
λέγεται, ἐξ Αἰ θιοπίας τῆς ὑπὲρ Αἰ γύπτου, Αιγύπτου κειμένην Αιθιοπίαν, από όπου κατέβη έπειτα εις την
ἔπειτα δὲ καὶ ἐς Αἴ γυπτον καὶ Λιβύην Αίγυπτον και την Λιβύην και επεξετάθη εις το πλείστον μέρος της
κατέβη καὶ ἐς τὴν βασιλέως γῆν τὴν Περσικής αυτοκρατορίας. [2] Εις δε την πόλιν των Αθηνών
πολλήν. [2.48.2] ἐς δὲ τὴν Ἀθηναίων ενέσκηψεν αιφνιδίως και προσέβαλε κατά πρώτον τους κατοίκους
του Πειραιώς, και διά τούτο ελέχθη από αυτούς ότι οι
πόλιν ἐξαπιναίως ἐσέπεσε, καὶ τὸ πρῶτον
Πελοποννήσιοι είχαν ρίψει δηλητήριον εις τας δεξαμενάς, διότι
ἐν τῷΠειραιεῖ ἥψατο τῶν ἀνθρώπων, ὥστε κρήναι δεν υπήρχαν ακόμη εκεί. Αλλ᾽ ύστερον έφθασε και εις την
καὶ ἐλέχθη ὑπ᾽ αὐτῶν ὡς οἱ Πελοποννήσιοι άνω πόλιν και από τότε ηύξησε μεγάλως η θνησιμότης. [3] Καθείς
φάρμακα ἐσβεβλήκοιεν ἐς τὰ φρέατα· δε, είτε ιατρός είτε άπειρος της ιατρικής, ημπορεί, αναλόγως της
κρῆναι γὰρ οὔπω ἦσαν αὐτόθι. ὕστερον δὲ ατομικής του κρίσεως, να ομιλή περί της πιθανής προελεύσεώς της
καὶ ἐς τὴν ἄνω πόλιν ἀφίκετο, καὶ και περί των αιτίων, τα οποία νομίζει ικανά να επιφέρουν τοιαύτην
ἔθνῃσκον πολλῷ μᾶλλον ἤδη. [2.48.3] διατάραξιν των υγιεινών συνθηκών. Αλλ᾽ εγώ, που και ο ίδιος έπαθα
λεγέτω μὲν οὖν περὶ αὐτοῦ ὡς ἕκαστος από την νόσον, και με τα ίδια τα μάτια μου είδα άλλους πάσχοντας,
γιγνώσκει καὶ ἰ ατρὸς καὶ ἰ διώτης, ἀφ᾽ θα εκθέσω την πραγματικήν της πορείαν και θα περιγράψω τα
ὅτου εἰ κὸς ἦν γενέσθαι αὐτό, καὶ τὰς συμπτώματά της, η ακριβής παρατήρησις των οποίων θα επιτρέψη
αἰ τίας ἅστινας νομίζει τοσαύτης ασφαλέστερον εις τον καθένα που θα ήθελε να τα σπουδάση
επιμελώς να κάμη την διάγνωσίν της, εάν ποτέ ήθελε και πάλιν
μεταβολῆς ἱ κανὰς εἶ ναι δύναμιν ἐς τὸ
ενσκήψει.
μεταστῆσαι σχεῖ ν· ἐγὼδὲ οἷ όν τε ἐγίγνετο
λέξω, καὶ ἀφ᾽ ὧν ἄν τις σκοπῶν, εἴ ποτε
καὶ αὖθις ἐπιπέσοι, μάλιστ᾽ ἂν ἔχοι τι
προειδὼς μὴ ἀγνοεῖ ν, ταῦτα δηλώσω αὐτός
τε νοσήσας καὶ αὐτὸς ἰ δὼν ἄλλους
πάσχοντας.
[2.49.1] τὸ μὲν γὰρ ἔτος, ὡς ὡμολογεῖ το, ἐκ [49] Το έτος τωόντι εκείνο, κατά κοινήν ομολογίαν, έτυχε μέχρι της
πάντων μάλιστα δὴ ἐκεῖ νο ἄνοσον ἐς τὰς στιγμής της εισβολής της νόσου να είναι κατ᾽ εξοχήν απηλλαγμένον
ἄλλας ἀσθενείας ἐτύγχανεν ὄν· εἰ δέ τις από άλλας ασθενείας. Εάν όμως κανείς υπέφερε τυχόν
καὶ προύκαμνέ τι, ἐς τοῦτο πάντα προηγουμένως από καμίαν άλλην ασθένειαν, όλαι κατέληγαν εις
ἀπεκρίθη. [2.49.2] τοὺς δὲ ἄλλους ἀπ᾽ αυτήν. [2] Όσοι εξ άλλου ήσαν ώς τότε υγιείς, χωρίς καμίαν φανεράν
οὐδεμιᾶς προφάσεως, ἀλλ᾽ ἐξαίφνης αιτίαν, προσεβάλλοντο αιφνιδίως από πονοκέφαλον με ισχυρόν
ὑγιεῖ ς ὄντας πρῶτον μὲν τῆς κεφαλῆς πυρετόν και ερυθήματα και φλόγωσιν των οφθαλμών, και το
θέρμαι ἰ σχυραὶ καὶ τῶν ὀφθαλμῶν εσωτερικόν του στόματος, ο φάρυγξ και η γλώσσα εγίνοντο ευθύς
ἐρυθήματα καὶ φλόγωσις ἐλάμβανε, καὶ αιματώδη, και η εκπνοή ήτον αφύσικος και δυσώδης. [3] Κατόπιν
των φαινομένων αυτών, επηκολούθουν πτερνισμοί και βραχνάδα,
τὰ ἐντός, ἥ τε φάρυγξ καὶ ἡ γλῶσσα, εὐθὺς
και μετ᾽ ολίγον το κακόν κατέβαινεν εις το στήθος, συνοδευόμενον
αἱ ματώδη ἦν καὶ πνεῦμα ἄτοπον καὶ από ισχυρόν βήχα. Και όταν προσέβαλλε τον στόμαχον, επροκάλει
δυσῶδες ἠφίει· [2.49.3] ἔπειτα ἐξ αὐτῶν ναυτίαν, και ταύτην επηκολούθουν, με μεγάλην μάλιστα
πταρμὸς καὶ βράγχος ἐπεγίγνετο, καὶ ἐν ταλαιπωρίαν, εμετοί χολής, όσοι περιγράφονται υπό των ιατρών. [4]
οὐ πολλῷ χρόνῳ κατέβαινεν ἐς τὰ στήθη ὁ Και εις άλλους μεν αμέσως, εις άλλους δε πολύ βραδύτερον,
πόνος μετὰ βηχὸς ἰ σχυροῦ· καὶ ὁπότε ἐς παρουσιάζετο τάσις προς εμετόν ατελεσφόρητος, προκαλούσα
τὴν καρδίαν στηρίξειεν, ἀνέστρεφέ τε ισχυρόν σπασμόν, ο οποίος εις άλλους μεν κατέπαυεν, εις άλλους δε
αὐτὴν καὶ ἀποκαθάρσεις χολῆς πᾶσαι ὅσαι εξηκολούθει επί πολύ. [5] Το σώμα εξωτερικώς δεν παρουσιάζετο
ὑπὸ ἰ ατρῶν ὠνομασμέναι εἰ σὶ ν ἐπῇσαν, πολύ θερμόν εις την αφήν, ούτε ήτο ωχρόν, αλλ᾽ υπέρυθρον,
καὶ αὗται μετὰ ταλαιπωρίας μεγάλης. πελιδνόν, έχον εξανθήματα μικρών φλυκταινών και ελκών.
[2.49.4] λύγξ τε τοῖ ς πλέοσιν ἐνέπιπτε Εσωτερικώς όμως εθερμαίνετο τόσον πολύ, ώστε οι ασθενείς δεν
ηνείχοντο ούτε τα ελαφρότατα ενδύματα ή σινδόνια, και επέμεναν να
κενή, σπασμὸν ἐνδιδοῦσα ἰ σχυρόν, τοῖ ς
είναι γυμνοί, και μεγίστην ησθάνοντο ευχαρίστησιν, αν ημπορούσαν
μὲν μετὰ ταῦτα λωφήσαντα, τοῖ ς δὲ καὶ
να ριφθούν εντός ψυχρού ύδατος. Πολλοί δε πράγματι, οι οποίοι
πολλῷ ὕστερον. [2.49.5] καὶ τὸ μὲν είχαν μείνει ανεπιτήρητοι, ερρίφθησαν εις δεξαμενάς, διότι
ἔξωθεν ἁπτομένῳ σῶμα οὔτ᾽ ἄγαν θερμὸν κατετρύχοντο από δίψαν άσβεστον, αφού και το πολύ και το ολίγον
ἦν οὔτε χλωρόν, ἀλλ᾽ ὑπέρυθρον, ποτόν εις ουδέν ωφέλει. [6] Και η αδυναμία τού ν᾽ αναπαυθούν,
πελιτνόν, φλυκταίναις μικραῖ ς καὶ καθώς και η αϋπνία, τους εβασάνιζαν διαρκώς. Και το σώμα,
ἕλκεσιν ἐξηνθηκός· τὰ δὲ ἐντὸς οὕτως εφόσον η νόσος ήτο εις την ακμήν της, δεν κατεβάλλετο, αλλ᾽ αντείχε
ἐκάετο ὥστε μήτε τῶν πάνυ λεπτῶν καταπληκτικώς εις την ταλαιπωρίαν, ώστε ή απέθνησκαν οι πλείστοι
ἱ ματίων καὶ σινδόνων τὰς ἐπιβολὰς μηδ᾽ την εβδόμην ή ενάτην ημέραν εκ του εσωτερικού πυρετού, πριν
ἄλλο τι ἢ γυμνοὶ ἀνέχεσθαι, ἥδιστά τε ἂν εξαντληθούν εντελώς αι δυνάμεις των, ή, εάν διέφευγαν την κρίσιν,
ἐς ὕδωρ ψυχρὸν σφᾶς αὐτοὺς ῥίπτειν. καὶ η νόσος κατήρχετο περαιτέρω εις την κοιλίαν και επροκάλει ισχυράν
πολλοὶ τοῦτο τῶν ἠμελημένων ἀνθρώπων έλκωσιν, και συγχρόνως επήρχετο ισχυρά διάρροια, ούτως ώστε
κατά το μεταγενέστερον τούτον στάδιον οι πολλοί απέθνησκαν από
καὶ ἔδρασαν ἐς φρέατα, τῇ δίψῃ ἀπαύστῳ
εξάντλησιν. [7] Διότι το νόσημα, αφού ήρχιζεν από την κεφαλήν,
ξυνεχόμενοι· καὶ ἐν τῷὁμοίῳκαθειστήκει όπου το πρώτον εγκαθίστατο, εξετείνετο βαθμηδόν εφ᾽ όλου του
τό τε πλέον καὶ ἔλασσον ποτόν. [2.49.6] σώματος, και αν κανείς ήθελε διαφύγει τον θάνατον, προσέβαλλε τα
καὶ ἡ ἀπορία τοῦ μὴ ἡσυχάζειν καὶ ἡ άκρα, όπου άφηνε τα ίχνη του. [8] Καθόσον το νόσημα προσέβαλλε
ἀγρυπνία ἐπέκειτο διὰ παντός, καὶ τὸ και τα αιδοία και τα άκρα των χειρών και ποδών, και πολλοί
σῶμα, ὅσονπερ χρόνον καὶ ἡ νόσος χάνοντες αυτά εσώζοντο, μερικοί μάλιστα έχαναν και τους
ἀκμάζοι, οὐκ ἐμαραίνετο, ἀλλ᾽ ἀντεῖ χε οφθαλμούς. Άλλοι πάλιν, ευθύς μετά την θεραπείαν, επάθαιναν
παρὰ δόξαν τῇ ταλαιπωρίᾳ, ὥστε ἢ γενικήν αμνησίαν και δεν ανεγνώριζαν ούτε εαυτούς, ούτε τους
διεφθείροντο οἱ πλεῖ στοι ἐναταῖ οι καὶ οικείους των.
ἑβδομαῖ οι ὑπὸ τοῦ ἐντὸς καύματος, ἔτι
ἔχοντές τι δυνάμεως, ἢ εἰ διαφύγοιεν,
ἐπικατιόντος τοῦ νοσήματος ἐς τὴν
κοιλίαν καὶ ἑλκώσεώς τε αὐτῇ ἰ σχυρᾶς
ἐγγιγνομένης καὶ διαρροίας ἅμα ἀκράτου
ἐπιπιπτούσης οἱ πολλοὶ ὕστερον δι᾽ αὐτὴν
ἀσθενείᾳ διεφθείροντο. [2.49.7] διεξῄει
γὰρ διὰ παντὸς τοῦ σώματος ἄνωθεν
ἀρξάμενον τὸ ἐν τῇ κεφαλῇ πρῶτον
ἱ δρυθὲν κακόν, καὶ εἴ τις ἐκ τῶν μεγίστων
περιγένοιτο, τῶν γε ἀκρωτηρίων
ἀντίληψις αὐτοῦ ἐπεσήμαινεν. [2.49.8]
κατέσκηπτε γὰρ ἐς αἰ δοῖ α καὶ ἐς ἄκρας
χεῖ ρας καὶ πόδας, καὶ πολλοὶ
στερισκόμενοι τούτων διέφευγον, εἰ σὶ δ᾽
οἳ καὶ τῶν ὀφθαλμῶν. τοὺς δὲ καὶ λήθη
ἐλάμβανε παραυτίκα ἀναστάντας τῶν
πάντων ὁμοίως, καὶ ἠγνόησαν σφᾶς τε
αὐτοὺς καὶ τοὺς ἐπιτηδείους.
[2.50.1] γενόμενον γὰρ κρεῖ σσον λόγου [50] Ο χαρακτήρ τωόντι της νόσου ήτο τοιούτος, ώστε δεν ημπορεί
τὸ εἶ δος τῆς νόσου τά τε ἄλλα να περιγραφή επαρκώς διά λόγων, και όχι μόνον η σφοδρότης της
χαλεπωτέρως ἢ κατὰ τὴν ἀνθρωπείαν προσβολής εκάστου κρούσματος υπερέβαινε γενικώς την
φύσιν προσέπιπτεν ἑκάστῳ καὶ ἐν τῷδε ανθρωπίνην αντοχήν, αλλά και κατά τούτο απεδείχθη σαφέστατα ότι
ἐδήλωσε μάλιστα ἄλλο τι ὂν ἢ τῶν δεν επρόκειτο διά καμίαν από τας συνήθεις ανθρωπίνας ασθενείας,
καθόσον τα όρνεα και τα τετράποδα, όσα τρώγουν τα ανθρώπινα
ξυντρόφων τι· τὰ γὰρ ὄρνεα καὶ
πτώματα, μολονότι πολλοί νεκροί έμεναν άταφοι, ή δεν επλησίαζαν
τετράποδα ὅσα ἀνθρώπων ἅπτεται, αυτούς, ή αν έτρωγαν από τα πτώματα, εψοφούσαν. [2] Απόδειξις
πολλῶν ἀτάφων γιγνομένων ἢ οὐ προσῄει τούτου είναι η αναμφισβήτητος εξαφάνισις των ορνέων τούτων, τα
ἢ γευσάμενα διεφθείρετο. [2.50.2] οποία δεν έβλεπε κανείς ούτε πέριξ των πτωμάτων, ούτε αλλού
τεκμήριον δέ· τῶν μὲν τοιούτων ὀρνίθων πουθενά. Ενώ προκειμένου περί των σκύλων, το αποτέλεσμα ήτον
ἐπίλειψις σαφὴς ἐγένετο, καὶ οὐχ ἑωρῶντο ακόμη περισσότερον καταφανές, ως εκ του ότι συμβιούν με τους
οὔτε ἄλλως οὔτε περὶ τοιοῦτον οὐδέν· οἱ ανθρώπους.
δὲ κύνες μᾶλλον αἴ σθησιν παρεῖ χον τοῦ
ἀποβαίνοντος διὰ τὸ ξυνδιαιτᾶσθαι.
[2.51.1] τὸ μὲν οὖν νόσημα, πολλὰ καὶ [51] Τοιούτος λοιπόν ήτον ο γενικός χαρακτήρ της ασθενείας, διότι
ἄλλα παραλιπόντι ἀτοπίας, ὡς ἑκάστῳ παραλείπω πολλά άλλα ασυνήθη συμπτώματα, κατά τα οποία τα
ἐτύγχανέ τι διαφερόντως ἑτέρῳ πρὸς καθέκαστα κρούσματα διέφεραν τα μεν από τα δε. Και εφόσον
ἕτερον γιγνόμενον, τοιοῦτον ἦν ἐπὶ πᾶν διήρκει η νόσος, καμία άλλη από τας συνήθεις ασθενείας δεν
τὴν ἰ δέαν. καὶ ἄλλο παρελύπει κατ᾽ παρηνώχλει τους κατοίκους, εάν δε τυχόν παρουσιάζετο κανέν
κρούσμα, απέληγεν εις αυτήν. [2] Και άλλοι μεν απέθνησκαν ένεκα
ἐκεῖ νον τὸν χρόνον οὐδὲν τῶν εἰ ωθότων·
ανεπαρκούς νοσηλείας, άλλοι όμως μολονότι υπεβάλλοντο εις
ὃ δὲ καὶ γένοιτο, ἐς τοῦτο ἐτελεύτα. επιμελεστάτην τοιαύτην. Αλλ᾽ ουδέ και κανέν φάρμακον, δύναμαι
[2.51.2] ἔθνῃσκον δὲ οἱ μὲν ἀμελείᾳ, οἱ δὲ σχεδόν να είπω, ευρέθη, του οποίου η χρήσις να είναι
καὶ πάνυ θεραπευόμενοι. ἕν τε οὐδὲ ἓν αποτελεσματική, [3] διότι εκείνο που ωφέλει τον ένα, αυτό το ίδιον
κατέστη ἴ αμα ὡς εἰ πεῖ ν ὅ τι χρῆν έβλαπτε τον άλλον, και καμία ιδιοσυγκρασία, όπως απεδείχθη, δεν
προσφέροντας ὠφελεῖ ν· [2.51.3] τὸ γάρ ήτον αρκετά ισχυρά διά να αντισταθή, ή αρκετά ασθενής, όπως
τῳ ξυνενεγκὸν ἄλλον τοῦτο ἔβλαπτεν· αποφύγη την ασθένειαν, αλλά όλοι αδιακρίτως υπέκυπταν εις αυτήν,
σῶμά τε αὔταρκες ὂν οὐδὲν διεφάνη πρὸς και εκείνοι ακόμη που εθεραπεύοντο με πάσαν ιατρικήν επιμέλειαν.
αὐτὸ ἰ σχύος πέρι ἢ ἀσθενείας, ἀλλὰ πάντα [4] Και το φοβερώτερον εις όλην αυτήν την ασθένειαν ήτο όχι μόνον
ξυνῄρει καὶ τὰ πάσῃ διαίτῃ η αποθάρρυνσις των θυμάτων, όταν αντελαμβάνοντο ότι
θεραπευόμενα. [2.51.4] δεινότατον δὲ προσεβλήθησαν από την νόσον (διότι το πνεύμα των παρεδίδετο
αμέσως εις απελπισίαν και εγκατέλειπαν εαυτούς εις την τύχην και
παντὸς ἦν τοῦ κακοῦ ἥ τε ἀθυμία ὁπότε τις
δεν ανθίσταντο κατά της ασθενείας), αλλά και το γεγονός ότι,
αἴ σθοιτο κάμνων (πρὸς γὰρ τὸ ἀνέλπιστον νοσηλεύοντες ο εις τον άλλον, εμολύνοντο και απέθνησκαν ωσάν
εὐθὺς τραπόμενοι τῇ γνώμῃ πολλῷμᾶλλον πρόβατα. [5] Και τούτο προεκάλει τους περισσοτέρους θανάτους,
προΐ εντο σφᾶς αὐτοὺς καὶ οὐκ ἀντεῖ χον), διότι ή απέφευγαν εκ φόβου να επικοινωνούν προς αλλήλους και οι
καὶ ὅτι ἕτερος ἀφ᾽ ἑτέρου θεραπείας ασθενείς απέθνησκαν εγκατελελειμμένοι, εις τρόπον ώστε πολλαί
ἀναπιμπλάμενοι ὥσπερ τὰ πρόβατα κατοικίαι ερημώθησαν δι᾽ έλλειψιν νοσηλείας, είτε επικοινωνούσαν
ἔθνῃσκον· καὶ τὸν πλεῖ στον φθόρον τοῦτο και απέθνησκαν εκ της μολύνσεως. Η τελευταία αύτη τύχη
ἐνεποίει. [2.51.5] εἴ τε γὰρ μὴ ᾽ θέλοιεν επεφυλάσσετο ιδίως εις τους οπωσδήποτε αντιποιουμένους
δεδιότες ἀλλήλοις προσιέναι, ἀπώλλυντο ευγένειαν αισθημάτων, διότι, θεωρούντες τούτο καθήκον τιμής,
ἐρῆμοι, καὶ οἰ κίαι πολλαὶ ἐκενώθησαν επεσκέπτοντο τους φίλους των, αψηφούντες τον προσωπικόν
ἀπορίᾳ τοῦ θεραπεύσοντος· εἴ τε κίνδυνον, ενώ αντιθέτως οι ίδιοι οι συγγενείς, καταβαλλόμενοι από
προσίοιεν, διεφθείροντο, καὶ μάλιστα οἱ το μέγεθος της συμφοράς, εβαρύνοντο επί τέλους και παρήτουν και
αυτούς τους θρήνους υπέρ των αποθνησκόντων. [6] Ακόμη όμως
ἀρετῆς τι μεταποιούμενοι· αἰ σχύνῃ γὰρ
περισσότερον ευσπλαχνίζοντο τους θνήσκοντας και τους ασθενείς
ἠφείδουν σφῶν αὐτῶν ἐσιόντες παρὰ τοὺς όσοι είχαν θεραπευθή από την νόσον, διότι και εγνώριζαν αυτήν εξ
φίλους, ἐπεὶ καὶ τὰς ὀλοφύρσεις τῶν ιδίας πείρας και ήσαν του λοιπού οι ίδιοι πλήρεις θάρρους, καθόσον
ἀπογιγνομένων τελευτῶντες καὶ οἱ η νόσος δεν προσέβαλλε δις τον ίδιον άνθρωπον, μετά κακής
οἰ κεῖ οι ἐξέκαμνον ὑπὸ τοῦ πολλοῦ κακοῦ τουλάχιστον εκβάσεως. Και όχι μόνον εμακαρίζοντο αυτοί από τους
νικώμενοι. [2.51.6] ἐπὶ πλέον δ᾽ ὅμως οἱ άλλους, αλλά και οι ίδιοι, ένεκα της υπερβολής της παρούσης χαράς
διαπεφευγότες τόν τε θνῄσκοντα καὶ τὸν των, είχαν ως προς το μέλλον κάποιαν επιπολαίαν ελπίδα ότι δεν θ᾽
πονούμενον ᾠκτίζοντο διὰ τὸ προειδέναι απέθνησκαν πλέον ούτε από άλλην ασθένειαν.
τε καὶ αὐτοὶ ἤδη ἐν τῷθαρσαλέῳεἶ ναι· δὶ ς
γὰρ τὸν αὐτόν, ὥστε καὶ κτείνειν, οὐκ
ἐπελάμβανεν. καὶ ἐμακαρίζοντό τε ὑπὸ
τῶν ἄλλων, καὶ αὐτοὶ τῷ παραχρῆμα
περιχαρεῖ καὶ ἐς τὸν ἔπειτα χρόνον
ἐλπίδος τι εἶ χον κούφης μηδ᾽ ἂν ὑπ᾽
ἄλλου νοσήματός ποτε ἔτι διαφθαρῆναι.
[2.52.1] ἐπίεσε δ᾽ αὐτοὺς μᾶλλον πρὸς τῷ [52] Αλλά την εκ της νόσου ταλαιπωρίαν επηύξησεν η συγκέντρωσις
ὑπάρχοντι πόνῳ καὶ ἡ ξυγκομιδὴ ἐκ τῶν του πληθυσμού της υπαίθρου χώρας εντός της πόλεως.1 Οι νεωστί
ἀγρῶν ἐς τὸ ἄστυ, καὶ οὐχ ἧσσον τοὺς ιδίως εισελθόντες υπέφεραν περισσότερον. [2] Διότι δια την έλλειψιν
ἐπελθόντας. [2.52.2] οἰ κιῶν γὰρ οὐχ οικιών ηναγκάζοντο να ζουν εντός παραπηγμάτων πνιγηρών ως εκ
ὑπαρχουσῶν, ἀλλ᾽ ἐν καλύβαις πνιγηραῖ ς του θέρους, και οι θάνατοι επήρχοντο εν τω μέσω μεγάλης αταξίας.
Νεκροί έκειντο οι μεν επί των δε, και ημιθανείς εκυλίοντο εντός των
ὥρᾳ ἔτους διαιτωμένων ὁ φθόρος ἐγίγνετο
δρόμων προς όλας τας κρήνας, ως εκ της ασβέστου δίψης, και οι
οὐδενὶ κόσμῳ, ἀλλὰ καὶ νεκροὶ ἐπ᾽ ιεροί περίβολοι, εντός των οποίων είχαν κατασκηνώσει, ήσαν
ἀλλήλοις ἀποθνῄσκοντες ἔκειντο καὶ ἐν πλήρεις νεκρών, οι οποίοι απέθνησκαν εντός αυτών. [3] Διότι επειδή
ταῖ ς ὁδοῖ ς ἐκαλινδοῦντο καὶ περὶ τὰς το κακόν τους κατεβασάνιζεν, οι άνθρωποι μη γνωρίζοντες ποίον θα
κρήνας ἁπάσας ἡμιθνῆτες τοῦ ὕδατος είναι το τέλος των, ολιγώρως είχον προς πάντα θείον και
ἐπιθυμίᾳ. τά τε ἱ ερὰ ἐν οἷ ς ἐσκήνηντο ανθρώπινον νόμον. [4] Ως εκ τούτου, τα έθιμα, προς τα οποία
νεκρῶν πλέα ἦν, αὐτοῦ ἐναποθνῃσκόντων· συνεμορφώνοντο έως τότε, προκειμένου περί ενταφιασμού,
[2.52.3] ὑπερβιαζομένου γὰρ τοῦ κακοῦ κατεπατήθησαν όλα, και καθείς έθαπτε τους νεκρούς του όπως
οἱ ἄνθρωποι, οὐκ ἔχοντες ὅ τι γένωνται, ημπορούσε. Πολλοί μάλιστα, ένεκα ελλείψεως των απαιτουμένων
ἐς ἀλιγωρίαν ἐτράποντο καὶ ἱ ερῶν καὶ δια την ταφήν υλικών, λόγω του ότι πολλοί εκ της οικογενείας των
ὁσίων ὁμοίως. [2.52.4] νόμοι τε πάντες είχαν ήδη προαποθάνει, προσέφευγαν εις μέσα ταφής βδελυρά. Διότι
άλλοι μεν απέθεταν πρώτον τον ιδικόν των νεκρόν επί ξένης πυράς
ξυνεταράχθησαν οἷ ς ἐχρῶντο πρότερον
και την ήναπταν, προλαμβάνοντες εκείνους που την είχαν στήσει,
περὶ τὰς ταφάς, ἔθαπτον δὲ ὡς ἕκαστος
άλλοι δε, ενώ άλλοςνεκρός εκαίετο ήδη, έρριπταν επάνω εκείνον που
ἐδύνατο. καὶ πολλοὶ ἐς ἀναισχύντους έφεραν και έφευγαν.
θήκας ἐτράποντο σπάνει τῶν ἐπιτηδείων
διὰ τὸ συχνοὺς ἤδη προτεθνάναι σφίσιν·
ἐπὶ πυρὰς γὰρ ἀλλοτρίας φθάσαντες τοὺς
νήσαντας οἱ μὲν ἐπιθέντες τὸν ἑαυτῶν
νεκρὸν ὑφῆπτον, οἱ δὲ καιομένου ἄλλου
ἐπιβαλόντες ἄνωθεν ὃν φέροιεν ἀπῇσαν.
[2.53.1] πρῶτόν τε ἦρξε καὶ ἐς τἆλλα τῇ [53] Αλλ᾽ η νόσος εισήγαγε προσέτι και άλλας χειροτέρας μορφάς
πόλει ἐπὶ πλέον ἀνομίας τὸ νόσημα. ῥᾷον ανομίας εις την πόλιν. Διότι πολλοί, οι οποίοι προηγουμένως
γὰρ ἐτόλμα τις ἃ πρότερον ἀπεκρύπτετο απέκρυπτον την επίδοσίν των εις αθεμίτους ηδονάς, παρεδίδοντο
μὴ καθ᾽ ἡδονὴν ποιεῖ ν, ἀγχίστροφον τὴν ήδη εις αυτάς χωρίς καμίαν επιφύλαξιν, καθόσον έβλεπαν πόσον
μεταβολὴν ὁρῶντες τῶν τε εὐδαιμόνων καὶ αιφνιδία ήτον η μετάπτωσις, αφ᾽ ενός μεν των πλουσίων, οι οποίοι
εξαίφνης απέθνησκαν, αφ᾽ ετέρου δε των τέως εντελώς απόρων, οι
αἰ φνιδίως θνῃσκόντων καὶ τῶν οὐδὲν
οποίοι εις μίαν στιγμήν υπεισήρχοντο εις τας περιουσίας εκείνων.
πρότερον κεκτημένων, εὐθὺς δὲ τἀκείνων [2] Ως εκ τούτου, απεφάσιζαν να χαρούντην ζωήν των όσον
ἐχόντων. [2.53.2] ὥστε ταχείας τὰς ημπορούσαν ταχύτερον, επιδιδόμενοι εις τας απολαύσεις, διότι
ἐπαυρέσεις καὶ πρὸς τὸ τερπνὸν ἠξίουν εθεώρουν και την ζωήν και τον πλούτον εξίσου εφήμερα. [3] Και
ποιεῖ σθαι, ἐφήμερα τά τε σώματα καὶ τὰ κανείς δεν ήτο διατεθειμένος να υποβάλλεται προκαταβολικώς εις
χρήματα ὁμοίως ἡγούμενοι. [2.53.3] καὶ ταλαιπωρίας προς επιδίωξιν σκοπού, τον οποίον ενόμιζεν ενάρετον,
τὸ μὲν προσταλαιπωρεῖ ν τῷ δόξαντι καλῷ αφού εθεώρει αμφίβολον, αν θα επιζήση, διά να πραγματοποίηση
οὐδεὶ ς πρόθυμος ἦν, ἄδηλον νομίζων εἰ αυτόν, μόνον δε ό,τι παρείχεν άμεσον απόλαυσιν, και ό,τι καθ᾽
πρὶ ν ἐπ᾽ αὐτὸ ἐλθεῖ ν διαφθαρήσεται· ὅτι οιονδήποτε τρόπον ωδήγει εις τούτο, τούτο κατήντησε να θεωρήται
δὲ ἤδη τε ἡδὺ πανταχόθεν τε ἐς αὐτὸ και ενάρετον και χρήσιμον. [4] Αλλά φόβος των θεών ή νόμος των
κερδαλέον, τοῦτο καὶ καλὸν καὶ ανθρώπων κανείς δεν τους συνεκράτει, αφ᾽ ενός μεν διότι βλέποντες
ότι όλοι εξ ίσου απέθνησκαν, έκριναν ότι καμία δεν υπήρχε διαφορά
χρήσιμον κατέστη. [2.53.4] θεῶν δὲ
μεταξύ ευσεβείας και ασεβείας, εξ άλλου δε επειδή κανείς δεν
φόβος ἢ ἀνθρώπων νόμος οὐδεὶ ς ἀπεῖ ργε, επίστευεν ότι θα επιζήση, διά να δώση λόγον των εγκλημάτων του
τὸ μὲν κρίνοντες ἐν ὁμοίῳ καὶ σέβειν καὶ και τιμωρηθή δι᾽ αυτά. Τουναντίον, όλοι εθεώρουν ότι η ήδη
μὴ ἐκ τοῦ πάντας ὁρᾶν ἐν ἴ σῳ κατεψηφισμένη κατ᾽ αυτών και επί των κεφαλών των επικρεμαμένη
ἀπολλυμένους, τῶν δὲ ἁμαρτημάτων τιμωρία ήτο πολύ βαρυτέρα και ότι, πριν επιπέση κατ᾽ αυτών,
οὐδεὶ ς ἐλπίζων μέχρι τοῦ δίκην γενέσθαι εύλογον ήτο να χαρούν οπωσδήποτε την ζωήν των.
βιοὺς ἂν τὴν τιμωρίαν ἀντιδοῦναι, πολὺ δὲ
μείζω τὴν ἤδη κατεψηφισμένην σφῶν
ἐπικρεμασθῆναι, ἣν πρὶ ν ἐμπεσεῖ ν εἰ κὸς
εἶ ναι τοῦ βίου τι ἀπολαῦσαι.
[2.54.1] τοιούτῳ μὲν πάθει οἱ Ἀθηναῖ οι [54] Εις τοιαύτην συμφοράν περιπεσόντες οι Αθηναίοι,
περιπεσόντες ἐπιέζοντο, ἀνθρώπων τ᾽ εταλαιπωρούντο, καθόσον και εντός της πόλεως η θνησιμότης ήτο
ἔνδον θνῃσκόντων καὶ γῆς ἔξω μεγάλη και εκτός αυτής τα κτήματά των ερημώνοντο. [2] Μερικοί
δῃουμένης. [2.54.2] ἐν δὲ τῷ κακῷ οἷ α μάλιστα κατά την διάρκειαν της δυστυχίας ενθυμήθησαν, όπως ήτο
φυσικόν, τον επόμενον στίχον, περί του οποίου οι πρεσβύτεροι απ᾽
εἰ κὸς ἀνεμνήσθησαν καὶ τοῦδε τοῦ ἔπους,
αυτούς εβεβαίωναν, ότι εψάλλετο εις παλαιοτέραν εποχήν·
φάσκοντες οἱ πρεσβύτεροι πάλαι
«Θα έλθη δωρικός πόλεμος και λοιμός μαζί μ᾽ αυτόν.»
ᾄδεσθαι «ἥξει Δωριακὸς πόλεμος καὶ [3] Είναι αληθές ότι αντέτειναν μερικοί ότι ο παλαιός στίχος
λοιμὸς ἅμ᾽ αὐτῷ.» [2.54.3] ἐγένετο μὲν ωμιλούσε περί λιμού και όχι λοιμού, αλλ᾽ επί του παρόντος
οὖν ἔρις τοῖ ς ἀνθρώποις μὴ λοιμὸν επεκράτησε φυσικά η γνώμη ότι η λέξις, της οποίας είχε γίνει χρήσις
ὠνομάσθαι ἐν τῷἔπει ὑπὸ τῶν παλαιῶν, ἀλλὰ εις το άσμα, ήτο λοιμός, καθόσον οι άνθρωποι εμνημόνευαν τον
λιμόν, ἐνίκησε δὲ ἐπὶ τοῦ παρόντος στίχον σύμφωνα με τα παθήματά των. Αλλ᾽ εάν ποτέ επέλθη άλλος
δωρικός πόλεμος μετά τον σημερινόν, και συμπέση να επέλθη λιμός,
εἰ κότως λοιμὸν εἰ ρῆσθαι· οἱ γὰρ
μου φαίνεται πιθανόν ότι τον στίχον θα ψάλλουν με την λέξιν αυτήν.
ἄνθρωποι πρὸς ἃ ἔπασχον τὴν μνήμην [4] Ενθυμήθησαν επίσης, όσοι τον εγνώριζαν, και τον προς τους
ἐποιοῦντο. ἢν δέ γε οἶ μαί ποτε ἄλλος Λακεδαιμονίους χρησμόν, όταν εις ερώτησίν των προς τον θεόν, εάν
πόλεμος καταλάβῃ Δωρικὸς τοῦδε ὕστερος πρέπη να πολεμήσουν, ούτος απήντησεν ότι, εάν διεξαγάγουν τον
καὶ ξυμβῇ γενέσθαι λιμόν, κατὰ τὸ εἰ κὸς πόλεμον με όλας των τας δυνάμεις, θα νικήσουν, βεβαιών συνάμα
οὕτως ᾄσονται. [2.54.4] μνήμη δὲ ἐγένετο ότι και αυτός θα τους βοηθήση. [5] Όσον λοιπόν αφορά τον
καὶ τοῦ Λακεδαιμονίων χρηστηρίου τοῖ ς χρησμόν, τα τότε συμβαίνοντα εθεώρουν σύμφωνα με τας
εἰ δόσιν, ὅτε ἐπερωτῶσιν αὐτοῖ ς τὸν θεὸν προβλέψεις του. Το βέβαιον είναι ότι η νόσος ήρχισεν ευθύς μετά την
εἰ χρὴ πολεμεῖ ν ἀνεῖ λε κατὰ κράτος εισβολήν των Πελοποννησίων, και εις μεν την Πελοπόννησον δεν
πολεμοῦσι νίκην ἔσεσθαι, καὶ αὐτὸς ἔφη επεξετάθη, τουλάχιστον εις βαθμόν άξιον λόγου, αλλ᾽ εθέρισε προ
ξυλλήψεσθαι. [2.54.5] περὶ μὲν οὖν τοῦ πάντων μεν τας Αθήνας, έπειτα δε και μερικούς πολυανθρωποτέρους
συνοικισμούς. Τοιαύτη υπήρξεν η πορεία της νόσου.
χρηστηρίου τὰ γιγνόμενα ᾔκαζον ὁμοῖ α
εἶ ναι· ἐσβεβληκότων δὲ τῶν
Πελοποννησίων ἡ νόσος ἤρξατο εὐθύς,
καὶ ἐς μὲν Πελοπόννησον οὐκ ἐσῆλθεν,
ὅτι καὶ ἄξιον εἰ πεῖ ν, ἐπενείματο δὲ
Ἀθήνας μὲν μάλιστα, ἔπειτα δὲ καὶ τῶν
ἄλλων χωρίων τὰ πολυανθρωπότατα.
ταῦτα μὲν τὰ κατὰ τὴν νόσον γενόμενα.
Παράγραφοι 59-60
Οι Αθηναίοι στρέφονται κατά του Περικλή και αυτός απολογείται

[59.1] Μετὰ δὲ τὴν δευτέραν ἐσβολὴν τῶν Αλλά μετά την δεύτερη εισβολή των Πελοποννησίων οι Αθηναίοι,
Πελοποννησίων οἱ Ἀθηναῖ οι, ὡς ἥ τε γῆ επειδή και τα κτήματά τους είχαν τεμαχιστεί για δεύτερη φορά και η
αὐτῶν ἐτέτμητο τὸ δεύτερον καὶ ἡ νόσος νόσος τους βασάνιζε μαζί με τον πόλεμο, άλλαζαν γνώμη, και αφενός
ἐπέκειτο ἅμα καὶ ὁ πόλεμος, ἠλλοίωντο θεωρούσαν τον Περικλή υπεύθυνο, διότι τάχα τους έπεισε να
πολεμούν και ότι εξαιτίας του έπεσαν στην συμφορά, αφετέρου είχαν
τὰς γνώμας, [59.2] καὶ τὸν μὲν Περικλέα
τάσεις ειρήνευσης με τους Λακεδαιμονίους. Αν και στείλαν πρεσβείες
ἐν αἰ τίᾳ εἶ χον ὡς πείσαντα σφᾶς πολεμεῖ ν
σε αυτούς γύρναγαν άπραγες. Και από παντού, λοιπόν, μην
καὶ δι' ἐκεῖ νον ταῖ ς ξυμφοραῖ ς γνωρίζοντας τι πια να κάνουν, επετίθεντο διαρκώς εναντίουν του
περιπεπτωκότες, πρὸς δὲ τοὺς Περικλή. Εκείνος βλέποντάς τους ερεθισμένους με την παρούσα
Λακεδαιμονίους ὥρμηντο ξυγχωρεῖ ν· καὶ κατάσταση και να πράττουν όσα ακριβώς ο ίδιος είχε προβλέψει,
πρέσβεις τινὰς πέμψαντες ὡς αὐτοὺς αφού συνεκάλεσε εκκλησία (ακόμη ήταν στρατηγός) επιθυμούσε να
ἄπρακτοι ἐγένοντο. πανταχόθεν τε τῇ τους ενθαρρύνει και διώχνοντας τα αισθήματα οργής τους να τους
γνώμῃ ἄποροι καθεστηκότες ἐνέκειντο τῷ καταπραΰνει και να τους κάνει αισιόδοξους. Προχώρησε λοιπόν στο
Περικλεῖ . [59.3] ὁ δὲ ὁρῶν αὐτοὺς πρὸς τὰ βήμα και είπε τα εξής:
παρόντα χαλεπαίνοντας καὶ πάντα
ποιοῦντας ἅπερ αὐτὸς ἤλπιζε, ξύλλογον
ποιήσας (ἔτι δ' ἐστρατήγει) ἐβούλετο
θαρσῦναί τε καὶ ἀπαγαγὼν τὸ ὀργιζόμενον
τῆς γνώμης πρὸς τὸ ἠπιώτερον καὶ
ἀδεέστερον καταστῆσαι· παρελθὼν δὲ
ἔλεξε τοιάδε.
[60.1] «Καὶ προσδεχομένῳ μοι τὰ τῆς Και τις εκδηλώσεις οργής εναντίον μου είχα προδεχτεί (διότι
ὀργῆς ὑμῶν ἔς με γεγένηται (αἰ σθάνομαι καταλαβαίνω τις αιτίες) και εκκλησία εξαιτίας αυτού συνεκάλεσα,
γὰρ τὰς αἰ τίας) καὶ ἐκκλησίαν τούτου για να απευθύνω ορισμένα υπόμνημα και παρατηρήσεις, εφόσον
ἕνεκα ξυνήγαγον, ὅπως ὑπομνήσω καὶ αδίκως δυσφορείτε για μένα και δεν αντέχετε τις συμφορές. Γιατί εγώ
μέμψωμαι εἴ τι μὴ ὀρθῶς ἢ ἐμοὶ πιστεύω πως όταν ολόκληρη η πόλη ευδοκιμεί, ωφελούνται τότε οι
πολίτες, παρά όταν ο καθένας τους ευδοκιμεί, ενώ η πόλη ως σύνολο
χαλεπαίνετε ἢ ταῖ ς ξυμφοραῖ ς εἴ κετε.
αποτυγχάνει. Γιατί ένας άνδρας που ευδοκιμεί ο ίδιος σε μια
[60.2] ἐγὼ γὰρ ἡγοῦμαι πόλιν πλείω κατεστραμμένη πατρίδα χάνεται κι αυτός μαζί της όχι λιγότερο, ενώ
ξύμπασαν ὀρθουμένην ὠφελεῖ ν τοὺς ο κακότυχος σε ευδοκιμούσα πόλη είναι πολύ περισσότερο πιθανό
ἰ διώτας ἢ καθ' ἕκαστον τῶν πολιτῶν να διασωθεί. Αφού λοιπόν η πόλη είναι ικανή να απαλύνει τις
εὐπραγοῦσαν, ἁθρόαν δὲ σφαλλομένην. συμφορές των πολιτών, ενώ ο καθένας μόνος του είναι αδύνατο να
[60.3] καλῶς μὲν γὰρ φερόμενος ἀνὴρ τὸ τις αντέξει, πώς λοιπόν δεν είναι χρέος όλων να την υπερασπίζονται,
καθ' ἑαυτὸν διαφθειρομένης τῆς και να μην κάνουν αυτό που κάνετε εσείς τώρα; Πληγέντες δηλαδή
πατρίδος οὐδὲν ἧσσον ξυναπόλλυται, από τις προσωπικές σας συμφορές ξεχνάτε την σωτηρία του κοινού
κακοτυχῶν δὲ ἐν εὐτυχούσῃ πολλῷ μᾶλλον καλού, και γίνεστε πολέμιοι και δικοί μου, που σας συμβούλευσα να
διασῴζεται. [60.4] ὁπότε οὖν πόλις μὲν γίνει πόλεμος, και των ίδιων σας των εαυτών, που έχετε ευθύνη, διότι
τὰς ἰ δίας ξυμφορὰς οἵ α τε φέρειν, εἷ ς δ' το συναποφασίσατε. Και οργίζεστε με τέτοιον άνδρα σαν εμένα, που
είμαι, θεωρώ, πιο ικανός από όλους να γνωρίζω τα δέοντα και να τα
ἕκαστος τὰς ἐκείνης ἀδύνατος, πῶς οὐ χρὴ
ερμηνεύω, ενώ είμαι και φιλόπατρις και δεν χρηματίζομαι. Διότι
πάντας ἀμύνειν αὐτῇ, καὶ μὴ ὃ νῦν ὑμεῖ ς
εκείνος που διαγνώσκει τα δέοντα, αλλά δεν τα συμβουλεύει ορθά,
δρᾶτε· ταῖ ς κατ' οἶ κον κακοπραγίαις είναι σαν να μην τα διέγνωσε καν. Εκείνος που μπορεί να κάνει και
ἐκπεπληγμένοι τοῦ κοινοῦ τῆς σωτηρίας τα δύο, αλλά δεν είναι φιλόπατρις, δεν κοιτάει το συμφέρον της
ἀφίεσθε, καὶ ἐμέ τε [60.5] τὸν πόλης, δεν μπορεί να μιλήσει το ίδιο γι’ αυτό. Κι αν κάποιος το ’χει
παραινέσαντα πολεμεῖ ν καὶ ὑμᾶς αὐτοὺς κι αυτό αλλά είναι φιλοχρήματος, όλα μπορούν να αγοραστούν.
οἳ ξυνέγνωτε δι' αἰ τίας ἔχετε. καίτοι ἐμοὶ Επομένως, αν πεισθήκατε από μένα να κάνετε τον πόλεμο,
τοιούτῳἀνδρὶ ὀργίζεσθε ὃς οὐδενὸς ἥσσων θεωρώντας ότι έχω αυτά τα προσόντα περισσότερο από κάθε άλλον,
οἴ ομαι εἶ ναι γνῶναί τε τὰ δέοντα καὶ δεν νομίζω ότι είναι ορθό να κατηγορούμαι τώρα ως πταίστης.
ἑρμηνεῦσαι ταῦτα, φιλόπολίς τε καὶ
χρημάτων κρείσσων. [60.6] ὅ τε γὰρ
γνοὺς καὶ μὴ σαφῶς διδάξας ἐν ἴ σῳκαὶ εἰ
μὴ ἐνεθυμήθη· ὅ τε ἔχων ἀμφότερα, τῇ δὲ
πόλει δύσνους, οὐκ ἂν ὁμοίως τι οἰ κείως
φράζοι· προσόντος δὲ καὶ τοῦδε, χρήμασι
δὲ νικωμένου, τὰ ξύμπαντα τούτου ἑνὸς ἂν
πωλοῖ το. [60.7] ὥστ' εἴ μοι καὶ μέσως
ἡγούμενοι μᾶλλον ἑτέρων προσεῖ ναι αὐτὰ
πολεμεῖ ν ἐπείσθητε, οὐκ ἂν εἰ κότως νῦν
τοῦ γε ἀδικεῖ ν αἰ τίαν φεροίμην.

Παράγραφος 65
Η απόφαση συνέχισης του πολέμου, θάνατος του Περικλή και χαρακτηρισμός του

[65.1] Τοιαῦτα ὁ Περικλῆς λέγων ἐπειρᾶτο Με τέτοια λόγια προσπαθούσε ο Περικλής να πάρει από τους
τοὺς Ἀθηναίους τῆς τε ἐς αὑτὸν ὀργῆς Αθηναίους την οργή για εκείνον και να τους αποτρέψει το μυαλό από
παραλύειν καὶ ἀπὸ τῶν παρόντων δεινῶν τα παρόντα δεινά. Κι εκείνοι δημόσια πείθονταν στα επιχειρήματά
ἀπάγειν τὴν γνώμην. [65.2] οἱ δὲ δημοσίᾳ του και ούτε έστελναν πρεσβείες πλέον προς τους Λακεδαιμονίους
μὲν τοῖ ς λόγοις ἀνεπείθοντο καὶ οὔτε και με περισσότερη ορμή πολεμούσαν, κατ’ ιδίαν όμως λυπούνταν με
όσα πάθαιναν, αφενός ο λαός διότι έχοντας τα ελάχιστα ακόμη και
πρὸς τοὺς Λακεδαιμονίους ἔτι ἔπεμπον ἔς
τούτα έχανε, οι δε δυνατοί επειδή έχαναν και καλά κτήματα στην
τε τὸν πόλεμον μᾶλλον ὥρμηντο, ἰ δίᾳ δὲ περιοχή και στην μορφή οικοδομημάτων και πολυτελών κτηρίων και
τοῖ ς παθήμασιν ἐλυποῦντο, ὁ μὲν δῆμος κυρίως, επειδή είχαν πόλεμο αντί για ειρήνη. Και δεν σταμάτησαν να
ὅτι ἀπ' ἐλασσόνων ὁρμώμενος ἐστέρητο είναι οργισμένοι με εκείνον πριν πρώτα του επιβάλλουν χρηματικό
καὶ τούτων, οἱ δὲ δυνατοὶ καλὰ κτήματα πρόστιμο. Αλλά όχι πολύ αργότερα, όπως αρέσει στον «όχλο» να
κατὰ τὴν χώραν οἰ κοδομίαις τε καὶ κάνει, πάλι τον εξέλεξαν στρατηγό και του επέτρεψαν τα πάντα,
πολυτελέσι κατασκευαῖ ς ἀπολωλεκότες, αφενός διότι ήδη για τα ιδιωτικά τους παθήματα αισθάνονταν
τὸ δὲ μέγιστον, πόλεμον ἀντ' εἰ ρήνης λιγότερο πονεμένοι, αφετέρου διότι για όσα ήταν αναγκαία για την
ἔχοντες. [65.3] οὐ μέντοι πρότερόν γε οἱ πόλη τον θεωρούσαν ανεκτίμητο. Κι αυτό διότι, καθ’ όσον χρόνον
ξύμπαντες ἐπαύσαντο ἐν ὀργῇ ἔχοντες κυβέρνησε την πόλη κατά την διάρκεια της ειρήνης, ακολουθούσε
αὐτὸν πρὶ ν ἐζημίωσαν χρήμασιν. [65.4] σώφρονα πολιτική και την διαφύλαξε [την πόλη και την ειρήνη της],
και κατά την διάρκεια της εξουσίας του αυτή έγινε σπουδαιοτάτη, και
ὕστερον δ' αὖθις οὐ πολλῷ, ὅπερ φιλεῖ
όταν ήρθε ο πόλεμος, φάνηκε πως και σε αυτό εκτίμησε σωστά την
ὅμιλος ποιεῖ ν, στρατηγὸν εἵ λοντο καὶ
δύναμή της. Έζησε ακόμη για δύο χρόνια και έξι μήνες. Και μόλις
πάντα τὰ πράγματα ἐπέτρεψαν, ὧν μὲν πέθανε, ακόμη περισσότερο αναγνωρίστηκε η ορθότητα των
περὶ τὰ οἰ κεῖ α ἕκαστος ἤλγει ἀμβλύτεροι προβλέψεών του για τον πόλεμο. Διότι εκείνος υποστήριξε ότι θα
ἤδη ὄντες, ὧν δὲ ἡ ξύμπασα πόλις κυριαρχήσουν στον πόλεμο αν επεδίωκαν να καταστρέψουν τον
προσεδεῖ το πλείστου ἄξιον νομίζοντες αντίπαλο ολοκληρωτικά και αν θεράπευαν τον στόλο και όχι
εἶ ναι. [65.5] ὅσον τε γὰρ χρόνον προύστη επιδιώκοντας νέες κατακτήσεις αλλά χωρίς να θέσουν την πόλη σε
τῆς πόλεως ἐν τῇ εἰ ρήνῃ, μετρίως ἐξηγεῖ το κίνδυνο. Αλλά εκείνοι αυτά όλα τα έκαναν αντίθετα, και ακόμη και
καὶ ἀσφαλῶς διεφύλαξεν αὐτήν, καὶ για όσα θεωρούνται άσχετα με τον πόλεμο ακολούθησαν πολιτικές
ἐγένετο ἐπ' ἐκείνου μεγίστη, ἐπειδή τε ὁ προς ιδιωτικά τους συμφέροντα και κέρδη, με κακό τρόπο για τους
πόλεμος κατέστη, ὁ δὲ φαίνεται καὶ ἐν ίδιους και για τους συμμάχους, και όσα μεν κατάφεραν οφελούσαν
τούτῳ προγνοὺς τὴν δύναμιν. [65.6] περισσότερο τους ιδιώτες, αλλά για την πόλη ήταν λανθασμένα και
έβλαψαν την εξέλιξη του πολέμου. Η αιτία ήταν ότι εκείνος, έχοντας
ἐπεβίω δὲ δύο ἔτη καὶ ἓξ μῆνας· καὶ
καταστεί ανώτερος όλων των αξιωμάτων και με την ισχυρή του
ἐπειδὴ ἀπέθανεν, ἐπὶ πλέον ἔτι ἐγνώσθη ἡ γνώμη και καταφανώς αδωροδόκητος με χρήματα εξουσίαζε το
πρόνοια αὐτοῦ ἡ ἐς τὸν πόλεμον. [65.7] ὁ πλήθος, διατηρώντας το ελεύθερο ταυτόχρνα, και δεν καθοδηγείτο
μὲν γὰρ ἡσυχάζοντάς τε καὶ τὸ ναυτικὸν από αυτό, αλλά μάλλον ο ίδιος το καθοδηγούσε - και επειδή δεν
θεραπεύοντας καὶ ἀρχὴν μὴ λάμβανε την εξουσία με αθέμιτα μέσα δεν μιλούσε για να τους
ἐπικτωμένους ἐν τῷπολέμῳμηδὲ τῇ πόλει ευχαριστήσει, αλλά τους εναντιωνόταν, προκαλώντας την
κινδυνεύοντας ἔφη περιέσεσθαι· οἱ δὲ αγανάκτηση και την οργή τους. Κάθε φορά λοιπόν που τους έβλεπε
ταῦτά τε πάντα ἐς τοὐναντίον ἔπραξαν αλαζόνες, με τους λόγους του τους ενέπνεε τον φόβο και τον
καὶ ἄλλα ἔξω τοῦ πολέμου δοκοῦντα εἶ ναι σεβασμό, όποτε δε τους έβλεπε να δειλιάζουν, τους επανέφερε το
κατὰ τὰς ἰ δίας φιλοτιμίας καὶ ἴ δια κέρδη θάρρος. Θεωρητικά υπήρχε λοιπόν δημοκρατία, στην ουσία όμως
κακῶς ἔς τε σφᾶς αὐτοὺς καὶ τοὺς τους εξουσίαζε ο πρώτος πολίτης. Ενώ οι διάδοχοί του, αν και ήταν
μάλλον ίσοι μεταξύ τους, ορεγόμενοι ο καθένας τους να γίνει πρώτος
ξυμμάχους ἐπολίτευσαν, ἃ κατορθούμενα
κατευθύνονταν από τον δήμο και έπρατταν προς την ευχαρίστηση
μὲν τοῖ ς ἰ διώταις τιμὴ καὶ ὠφελία μᾶλλον εκείνου.
ἦν, σφαλέντα δὲ τῇ πόλει ἐς τὸν πόλεμον
βλάβη καθίστατο. [65.8] αἴ τιον δ' ἦν ὅτι
ἐκεῖ νος μὲν δυνατὸς ὢν τῷτε ἀξιώματι καὶ
τῇ γνώμῃ χρημάτων τε διαφανῶς
ἀδωρότατος γενόμενος κατεῖ χε τὸ πλῆθος
ἐλευθέρως, καὶ οὐκ ἤγετο μᾶλλον ὑπ'
αὐτοῦ ἢ αὐτὸς ἦγε, διὰ τὸ μὴ κτώμενος ἐξ οὐ
προσηκόντων τὴν δύναμιν πρὸς ἡδονήν τι
λέγειν, ἀλλ' ἔχων ἐπ' ἀξιώσει καὶ πρὸς
ὀργήν τι ἀντειπεῖ ν. [65.9] ὁπότε γοῦν
αἴ σθοιτό τι αὐτοὺς παρὰ καιρὸν ὕβρει
θαρσοῦντας, λέγων κατέπλησσεν ἐπὶ τὸ
φοβεῖ σθαι, καὶ δεδιότας αὖ ἀλόγως
ἀντικαθίστη πάλιν ἐπὶ τὸ θαρσεῖ ν.
ἐγίγνετό τε λόγῳμὲν δημοκρατία, ἔργῳδὲ
ὑπὸ τοῦ πρώτου ἀνδρὸς ἀρχή. [65.10] οἱ δὲ
ὕστερον ἴ σοι μᾶλλον αὐτοὶ πρὸς ἀλλήλους
ὄντες καὶ ὀρεγόμενοι τοῦ πρῶτος ἕκαστος
γίγνεσθαι ἐτράποντο καθ' ἡδονὰς τῷδήμῳ
καὶ τὰ πράγματα ἐνδιδόναι.
ΙΣΤΟΡΙΩΝ Γ
Παράγραφοι 79-82
Τα Κερκυραϊκά

Ἡ μὲν οὖν ναυμαχία τοιαύτη γενομένη Αφού λοιπόν έτσι εξελίχθηκε η ναυμαχία τελείωσε με την δύση του
ἐτελεύτα ἐς ἡλίου δύσιν, [79.1] καὶ οἱ ηλίου. Και οι Κερκυραίοι, φοβούμενοι μήπως οι εχθροί,
Κερκυραῖ οι δείσαντες μὴ σφίσιν ενθαρρυμένοι από την νίκη, πλεύσουν κατά της πόλης ή πάρουν τους
ἐπιπλεύσαντες ἐπὶ τὴν πόλιν ὡς αιχμαλώτους από το νησί ή κάνουν καμιά άλλη εχθρική ενέργεια,
κρατοῦντες οἱ πολέμιοι ἢ τοὺς ἐκ τῆς τους κρατούμενους από νησί μετέφεραν πάλι στον ναό της Ήρας και
οχύρωσαν την πόλη. Αλλά οι άλλοι δεν τόλμησαν να επιτεθούν στην
νήσου ἀναλάβωσιν ἢ καὶ ἄλλο τι
πόλη αν και επικράτησαν στην ναυμαχία, και έχοντας αιχμάλωτα
νεωτερίσωσι, τούς τε ἐκ τῆς νήσου πάλιν δεκατρία πλοία κερκυραϊκά απέπλευσαν στην κυρίως Ελλάδα, απ’
ἐς τὸ Ἥραιον διεκόμισαν καὶ τὴν πόλιν όπου και εξέπλεαν. Την επόμενη μέρα ούτε τότε έπλευσαν κατά της
ἐφύλασσον. [79.2] οἱ δ᾿ ἐπὶ μὲν τὴν πόλιν πόλεως, αν και επικρατούσε πολλή σύχγυση και αυτό παρακινούσε ο
οὐκ ἐτόλμησαν πλεῦσαι κρατοῦντες τῇ Βρασίδας, όπως λέγεται, τον Αλκίδα ο οποίος όμως δεν ήταν ίσος
ναυμαχίᾳ, τρεῖ ς δὲ καὶ δέκα ναῦς ἔχοντες στην ψήφο με εκείνον. Αποβιβαζόμενοι, λοιπόν, στο ακρωτήριο της
τῶν Κερκυραίων ἀπέπλευσαν ἐς τὴν Λευκίμμης λεηλαττούσαν τους αγρούς.
ἤπειρον, ὅθενπερ ἀνηγάγοντο. [79.3] τῇ
δ᾿ ὑστεραίᾳ ἐπὶ μὲν τὴν πόλιν οὐδὲν
μᾶλλον ἐπέπλεον, καίπερ ἐν πολλῇ ταραχῇ
καὶ φόβῳ ὄντας καὶ Βρασίδου
παραινοῦντος, ὡς λέγεται, Ἀλκίδᾳ,
ἰ σοψήφου δὲ οὐκ ὄντος· ἐπὶ δὲ τὴν
Λευκίμμην τὸ ἀκρωτήριον ἀποβάντες
ἐπόρθουν τοὺς ἀγρούς.
[80.1] ὁ δὲ δῆμος τῶν Κερκυραίων ἐν Αλλά το μέρος των δημοκρατικών Κερκυραίων, φοβούμενοι μήπως
τούτῳ περιδεὴς γενόμενος μὴ επιτεθεί ο στόλος, διαπραγματεύονταν με τους ικέτες και τους
ἐπιπλεύσωσιν αἱ νῆες, τοῖ ς τε ἱ κέταις λοιπούς ολιγαρχικούς, για το πώς θα σωθεί η πόλη, και έπεισαν
ᾖσαν ἐς λόγους καὶ τοῖ ς ἄλλοις, ὅπως μερικούς από αυτούς να επιβιβαστούν στα πλοία. Κι όμως
κατάφεραν να επανδρώσουν τριάντα πλοία. Οι Πελοποννήσιοι, από
σωθήσεται ἡ πόλις, καί τινας αὐτῶν
την άλλη, αφού λεηλάτησαν την γη μέχρι το μεσημέρι απέπλευσαν,
ἔπεισαν ἐς τὰς ναῦς ἐσβῆναι· ἐπλήρωσαν
και την νύκτα έλαβαν σήμα ότι πλησίαζαν εξήντα Αθηναϊκά πλοία
γὰρ ὅμως τριάκοντα προσδεχόμενοι τὸν από την Λευκάδα, τα οποία έστειλαν οι Αθηναίοι, πληροφορούμενοι
ἐπίπλουν. [80.2] οἱ δὲ Πελοποννήσιοι την στάση και ότι επρόκειτο να πλεύσουν κατά της Κέρκυρας τα
μέχρι μέσου ἡμέρας δῃώσαντες τὴν γῆν πλοία του Αλκίδα, και μαζί τους τον στρατηγό Ευρυμέδοντα, γιο του
ἀπέπλευσαν, καὶ ὑπὸ νύκτα αὐτοῖ ς Θουκλέους.
ἐφρυκτωρήθησαν ἑξήκοντα νῆες
Ἀθηναίων προσπλέουσαι ἀπὸ Λευκάδος·
ἃς οἱ Ἀθηναῖ οι πυνθανόμενοι τὴν στάσιν
καὶ τὰς μετ᾿ Ἀλκίδου ναῦς ἐπὶ Κέρκυραν
μελλούσας πλεῖ ν ἀπέστειλαν καὶ
Εὐρυμέδοντα τὸν Θουκλέους στρατηγόν.
[81.1] οἱ μὲν οὖν Πελοποννήσιοι τῆς Οι Πελοποννήσιοι λοιπόν την νύκτα αμέσως έφευγαν γρήγορα προς
νυκτὸς εὐθὺς κατὰ τάχος ἐκομίζοντο ἐπ᾿ την πατρίδα, πλέοντα παράλληλα με την στεριά. Και περνώντας τον
οἴ κου παρὰ τὴν γῆν· καὶ ὑπερενεγκόντες ισθμό των Κυκλάδων, ώστε να μην γίνουν αντιληπτοί καθώς
τὸν Λευκαδίων ἰ σθμὸν τὰς ναῦς, ὅπως μὴ περιπλέουν το νησί, συνέχισαν τον πλουν της επιστροφής. Οι
περιπλέοντες ὀφθῶσιν, ἀποκομίζονται. Κερκυραίοι, από την άλλη, μόλις κατάλαβαν τα Αττικά πλοία να
φτάνουν και ότι τα εχθρικά έφευγαν, αρχικά, αφού πήραν τους
[81.2] Κερκυραῖ οι δὲ αἰ σθόμενοι τάς τε
Μεσσήνιους, που πρότερον ήταν στα περίχωρα της πόλης, τους
Ἀττικὰς ναῦς προσπλεούσας τάς τε τῶν έφεραν στην πόλη, και διέταξαν να περιπλεύσουν όσα πλοία είχαν
πολεμίων οἰ χομένας, λαβόντες τούς τε γεμίσει, στον Υλλαϊκό λιμένα, και για όσο διαρκούσε αυτό να
Μεσσηνίους ἐς τὴν πόλιν ἤγαγον σκοτώνουν από τους έχθρους, όποιον τυχόν συνελάμβαναν. Και
πρότερον ἔξω ὄντας, καὶ τὰς ναῦς αποβιβάζοντας από τα πλοία όσους είχαν πείσει να επιβιβαστούν,
περιπλεῦσαι κελεύσαντες ἃς ἐπλήρωσαν τους δολοφονούσαν, και αφού πήγαν στον ναό της Ήρας έπεισαν
ἐς τὸν Ὑλλαϊκὸν λιμένα, ἐν ὅσῳ περίπου πενήντα άνδρες να τους δικάσουν, και τους καταδίκασαν
περιεκομίζοντο, τῶν ἐχθρῶν εἴ τινα όλους σε θάνατο. Και πολλοί από τους ικέτες, όσους δεν έπεισαν,
λάβοιεν, ἀπέκτεινον· καὶ ἐκ τῶν νεῶν βλέποντας αυτά που γίνονταν, σκότωναν ο ένας τον άλλον επί τόπου
ὅσους ἔπεισαν ἐσβῆναι ἐκβιβάζοντες στο ιερό, και κάποιοι κρεμώνταν από τα δέντρα, και άλλοι
ἀπεχρῶντο, ἐς τὸ Ἥ ραιόν τε ἐλθόντες τῶν αυτοκτονούσαν με όποιον τρόπο μπορούσε καθένας. Για επτά
ἱ κετῶν ὡς πεντήκοντα ἄνδρας δίκην ημέρες, κατά τις οποίες παρέμεινε ο Ευρυμέδων με τα εξήντα πλοία,
ὑποσχεῖ ν ἔπεισαν καὶ κατέγνωσαν οι Κερκυραίοι φόνευαν όσους από τους συμπολίτες τους θεωρούσαν
πάντων θάνατον. [81.3] οἱ δὲ πολλοὶ τῶν ότι είναι εχθροί, με τον πρόσχημα ότι σκότωναν τους καταλυτές της
ἱ κετῶν, ὅσοι οὐκ ἐπείσθησαν, ὡς ἑώρων τὰ δημοκρατίας, αλλά στην πραγματικότητα πέθαιναν και κάποιοι
γιγνόμενα, διέφθειρον αὐτοῦ ἐν τῷ ἱ ερῷ εξαιτίας προσωπικών έχθρεων, και άλλοι που τους χρωστούσαν
χρήματα από τους οφειλέτες τους. Και εμφανίστηκε ο θάνατος σε
ἀλλήλους, καὶ ἐκ τῶν δένδρων τινὲς
κάθε του μορφή, και από αυτά που συνήθως γίνονται σε τέτοιες
ἀπήγχοντο, οἱ δ᾿ ὡς ἕκαστοι ἐδύναντο περιστάσεις, τίποτε δεν υπήρξε που να μην συνέβη, και μάλιστα
ἀνηλοῦντο. [81.4] ἡμέρας τε ἑπτά, ἃς ακόμη περισσότερα. Γιατί και ο πατέρας σκότωνε το παιδί, και
ἀφικόμενος ὁ Εὐρυμέδων ταῖ ς ἑξήκοντα κάποιοι τραβιώνταν από τα ιερά και δολοφονούνταν κοντά σε αυτά,
ναυσὶ παρέμεινε, Κερκυραῖ οι σφῶν αὐτῶν και μερικοί άλλοι, αφού τους έχτισαν μέσα στο ιερό του Διονύσου,
τοὺς ἐχθροὺς δοκοῦντας εἶ ναι ἐφόνευον, πέθαναν.
τὴν μὲν αἰ τίαν ἐπιφέροντες τοῖ ς τὸν
δῆμον καταλύουσιν, ἀπέθανον δέ τινες
καὶ ἰ δίας ἔχθρας ἕνεκα, καὶ ἄλλοι
χρημάτων σφίσιν ὀφειλομένων ὑπὸ τῶν
λαβόντων· [81.5] πᾶσά τε ἰ δέα κατέστη
θανάτου, καὶ οἷ ον φιλεῖ ἐν τῷ τοιούτῳ
γίγνεσθαι, οὐδὲν ὅτι οὐ ξυνέβη καὶ ἔτι
περαιτέρω. καὶ γὰρ πατὴρ παῖ δα
ἀπέκτεινε καὶ ἀπὸ τῶν ἱ ερῶν ἀπεσπῶντο
καὶ πρὸς αὐτοῖ ς ἐκτείνοντο, οἱ δέ τινες
καὶ περιοικοδομηθέντες ἐν τοῦ Διονύσου
τῷἱ ερῷἀπέθανον.
[82.1] Οὕτως ὠμὴ <ἡ> στάσις Τόσο ωμά συνεχίστηκε η στάση, και φάνηκε ακόμη περισσότερο
προυχώρησε, καὶ ἔδοξε μᾶλλον, διότι ἐν [ωμή], διότι ήταν η πρώτη που έγινε, επειδή ύστερα και το σύνολο
τοῖ ς πρώτη ἐγένετο, ἐπεὶ ὕστερόν γε καὶ του Ελληνισμού, μπορούμε να πούμε, συνεταράχθη, και ως
πᾶν ὡς εἰ πεῖ ν τὸ Ἑλληνικὸν ἐκινήθη, αποτέλεσμα του ανταγωνισμού οι δημοκρατικοί καλούσαν σε
διαφορῶν οὐσῶν ἑκασταχοῦ τοῖ ς τε τῶν βοήθεια τους Αθηναίους και οι ολιγαρχικοί του Λακεδαιμονίους. Αν
και στην διάρκεια της ειρήνης δεν είχαν ούτε πρόφαση ούτε διάθεση
δήμων προστάταις τοὺς Ἀθηναίους
να τους καλούν, τώρα που ήταν πόλεμος και συμμαχίες έπρατταν, ο
ἐπάγεσθαι καὶ τοῖ ς ὀλίγοις τοὺς καθένας για να κατατροπώσει τους εχθρούς και μέσω αυτού να
Λακεδαιμονίους. καὶ ἐν μὲν εἰ ρήνῃ οὐκ ἂν επιβληθούν οι ίδιοι, εκείνοι που επιθυμούσαν να ανατρέψουν βίαια
ἐχόντων πρόφασιν οὐδ᾿ ἑτοίμων το καθεστώς. Και πολλά και θηριώδη επήλθαν στις πόλεις κατά τον
παρακαλεῖ ν αὐτούς, πολεμουμένων δὲ εμφύλιο, που πάντα γίνονταν και πάντα θα γίνονται, όσο η
καὶ ξυμμαχίας ἅμα ἑκατέροις τῇ τῶν ανθρώπινη φύση παραμένει ίδια, περισσότερο ή λιγότερο και σε κάθε
ἐναντίων κακώσει καὶ σφίσιν αὐτοῖ ς ἐκ περίπτωση διαφορετικά, ανάλογα με την μεταβολή της τύχης κάθε
τοῦ αὐτοῦ προσποιήσει ῥᾳδίως αἱ φορά. Διότι αν και κατά την διάρκεια ειρήνης και ευημερίας
ἐπαγωγαὶ τοῖ ς νεωτερίζειν τι επικρατούν ευγενέστερα αισθήματα και για τις πόλεις και για τους
βουλομένοις ἐπορίζοντο. [82.2] καὶ πολίτες, καθώς δεν πέφτουν άθελά τους στην ανάγκη. Αλλά ο
ἐπέπεσε πολλὰ καὶ χαλεπὰ κατὰ στάσιν πόλεμος, αφαιρώντας μέρα με την μέρα την ευημερία γίνεται βίαιος
δάσκαλος και και αφομοιώνει τις διαθέσεις των πολλών προς την
ταῖ ς πόλεσι, γιγνόμενα μὲν καὶ αἰ εὶ
παρούσα κατάσταση. Υπήρχε λοιπόν εμφύλιος στις πόλεις, και
ἐσόμενα, ἕως ἂν ἡ αὐτὴ φύσις ἀνθρώπων
εκείνες που είχαν καθυστερήσει, με το που πληροφορούνταν τα
ᾖ, μᾶλλον δὲ καὶ ἡσυχαίτερα καὶ τοῖ ς προγενόμενα, κατάφερναν με νέες τεχνικές πολύ να ξεπεράσουν, και
εἴ δεσι διηλλαγμένα, ὡς ἂν ἕκασται αἱ με την περιτεχνία των επιχειρήσεων, και με το να εκδικούνται με
μεταβολαὶ τῶν ξυντυχιῶν ἐφιστῶνται. ἐν τρόπους πρωτάκουστους. Και την καθιερωμένη σημασία των λέξεων
μὲν γὰρ εἰ ρήνῃ καὶ ἀγαθοῖ ς πράγμασιν αἵ στην πράξη την μετάλλαξαν, για να δικαιολογούν τις πράξεις τους. Η
τε πόλεις καὶ οἱ ἰ διῶται ἀμείνους τὰς τόλμη, δηλαδή, η παράλογη θεωρήθηκε ανδρεία προς τους
γνώμας ἔχουσι διὰ τὸ μὴ ἐς ἀκουσίους συντρόφους του κόμματος, η προνοητική αναβλητικότητα ευπρεπής
ἀνάγκας πίπτειν· ὁ δὲ πόλεμος ὑφελὼν τὴν δειλία, το να είναι σώφρων κανείς πρόσχημα του ανάνδρου, και το
εὐπορίαν τοῦ καθ᾿ ἡμέραν βίαιος να συνετεί κανείς προς όλα ολοκληρωτική βραδυκινησία. Η τυφλή
διδάσκαλος καὶ πρὸς τὰ παρόντα τὰς παραφορά κρίθηκε ανδρική αρετή, ενώ το η επιδίωξη ασφάλειας
ὀργὰς τῶν πολλῶν ὁμοιοῖ . [82.3] ἐστασίαζέ μέσω της περαιτέρω σκέψης λογική πρόφαση για υπεκφυγή. Και
όποιος παραπονιόταν για όλα θεωρείτο πιστός πάντοτε, ενώ εκείνος
τε οὖν τὰ τῶν πόλεων, καὶ τὰ
που του έφερνε αντίρρηση ύποπτος. Αν κάποιος τύχαινε να
ἐφυστερίζοντά που πύστει τῶν προσχεδιάζει να βλάψει κάποιον θεωρείτο συνετός, κι εκείνος που
προγενομένων πολὺ ἐπέφερε τὴν πρώτος αντιλαμβανόταν τις προθέσεις του ακόμη ισχυρότερος -
ὑπερβολὴν τοῦ καινοῦσθαι τὰς διανοίας εκείνος, από την άλλη, που προνοούσε, ώστε κανένα από τα δύο να
τῶν τ᾿ ἐπιχειρήσεων περιτεχνήσει καὶ τῶν μη χρειαστεί, θεωρείτο καταλύτης του κόμματος και φοβισμένος από
τιμωριῶν ἀτοπίᾳ. [82.4] καὶ τὴν εἰ ωθυῖ αν τους αντιπάλους. Και με μια φράση, εκείνος που προλάμβανε τον
ἀξίωσιν τῶν ὀνομάτων ἐς τὰ ἔργα άλλον στην διάπραξη κακού επαινείτο, το ίδιο και εκείνος που
ἀντήλλαξαν τῇ δικαιώσει. τόλμα μὲν γὰρ συμβούλευε έτσι όποιον δεν το είχε σκεφτεί. Ακόμη και οι συγγενικοί
ἀλόγιστος ἀνδρεία φιλέταιρος ἐνομίσθη, δεσμοί θεωρήθηκαν πιο ξένοι από τους δεσμούς μεταξύ των
μέλλησις δὲ προμηθὴς δειλία εὐπρεπής, κομματικών μελών, επειδή ήταν ετοιμότεροι να επιδείξουν τόλμη
τὸ δὲ σῶφρον τοῦ ἀνάνδρου πρόσχημα, χωρίς δισταγμούς. Γιατί αυτά τα κόμματα δεν συνιστούντο χάριν
αλληλοβοήθειας, και στην βάση των ισχύοντων νόμων, αλλά
καὶ τὸ πρὸς ἅπαν ξυνετὸν ἐπὶ πᾶν ἀργόν·
εξαιτίας της πλεονεξίας των ιδρυτών. Και η μεταξύ τους εμπιστοσύνη
τὸ δ᾿ ἐμπλήκτως ὀξὺ ἀνδρὸς μοίρᾳ δεν στηριζόταν στον θείο νόμο, παρά μάλλον στο ότι παρέβαιναν με
προσετέθη, ἀσφαλείᾳ δὲ τὸ κοινό τρόπο τον νόμο. Και ακόμη και όσα σωστά έλεγαν οι αντίπαλοι
ἐπιβουλεύσασθαι ἀποτροπῆς πρόφασις λαμβάνονταν με επιφυλακτικότητα, αν υπερτερούσαν [εκείνοι, προς
εὔλογος. [82.5] καὶ ὁ μὲν χαλεπαίνων του οποίους διετυπώνονταν οι προτάσεις], και όχι με
πιστὸς αἰ εί, ὁ δ᾿ ἀντιλέγων αὐτῷ ὕποπτος. γενναιοφροσύνη. Ήταν ανώτερο να αντεκδικηθεί κάποιος κάποιον,
ἐπιβουλεύσας δέ τις τυχὼν ξυνετὸς καὶ παρά ο ίδιος να μην πάθει εξ αρχής τίποτε.
ὑπονοήσας ἔτι δεινότερος· προβουλεύσας
δὲ ὅπως μηδὲν αὐτῶν δεήσει, τῆς τε
ἑταιρίας διαλυτὴς καὶ τοὺς ἐναντίους
ἐκπεπληγμένος. ἁπλῶς δὲ ὁ φθάσας τὸν
μέλλοντα κακόν τι δρᾶν ἐπῃνεῖ το, καὶ ὁ
ἐπικελεύσας τὸν μὴ διανοούμενον. [82.6]
καὶ μὴν καὶ τὸ ξυγγενὲς τοῦ ἑταιρικοῦ
ἀλλοτριώτερον ἐγένετο διὰ τὸ ἑτοιμότερον
εἶ ναι ἀπροφασίστως τολμᾶν· οὐ γὰρ μετὰ
τῶν κειμένων νόμων ὠφελίας αἱ τοιαῦται
ξύνοδοι, ἀλλὰ παρὰ τοὺς καθεστῶτας
πλεονεξίᾳ. καὶ τὰς ἐς σφᾶς αὐτοὺς πίστεις
οὐ τῷ θείῳ νόμῳ μᾶλλον ἐκρατύνοντο ἢ τῷ
κοινῇ τι παρανομῆσαι. [82.7] τά τε ἀπὸ τῶν
ἐναντίων καλῶς λεγόμενα ἐνεδέχοντο
ἔργων φυλακῇ, εἰ προύχοιεν, καὶ οὐ
γενναιότητι. ἀντιτιμωρήσασθαί τέ τινα
περὶ πλείονος ἦν ἢ αὐτὸν μὴ προπαθεῖ ν.
ΙΣΤΟΡΙΩΝ Δ
Παράγραφοι 126
Τα Κερκυραϊκά

[126.1] ‘εἰ μὲν μὴ ὑπώπτευον, ἄνδρες Αν δεν σας έβλεπα, Πελοποννήσιοι άνδρες, ότι βρίσκεστε σε σύγχυση
Πελοποννήσιοι, ὑμᾶς τῷ τε μεμονῶσθαι εξαιτίας του ότι έχετε απομονωθεί και του ότι οι επιτιθέμενοι είναι
καὶ ὅτι βάρβαροι οἱ ἐπιόντες καὶ πολλοὶ βάρβαροι και πολλοί, δεν θα επεδίωκα να σας συμβουλεύσω
ἔκπληξιν ἔχειν, οὐκ ἂν ὁμοίως διδαχὴν ἅμα παράλληλα με το να σας ενθαρρύνω. Τώρα όμως που είμαστε εμείς
τῇ παρακελεύσει ἐποιούμην· νῦν δὲ πρὸς μεν λίγοι και πολλοί οι εχθροί, με ένα σύντομο υπόμνημα και με
παρακίνηση θα επιχειρήσω να σας πείθω όσο πιο πολύ μπορώ. Γιατί
μὲν τὴν ἀπόλειψιν τῶν ἡμετέρων καὶ τὸ
σας ταιριάζει να είστε γενναίοι στον πόλεμο, όχι στην εκάστοτε
πλῆθος τῶν ἐναντίων βραχεῖ ὑπομνήματι παρουσία των συμμάχων, αλλά εξαιτίας της δικής σας γενναιότητος,
καὶ παραινέσει τὰ μέγιστα πειράσομαι και κανέναν πλήθος άλλων να μην φοβάστε, εσείς που δεν
πείθειν. [126.2] ἀγαθοῖ ς γὰρ εἶ ναι ὑμῖ ν προέρχεστε από τέτοιες πολιτείες, στις οποίες δεν εξουσιάζουν οι
προσήκει τὰ πολέμια οὐ διὰ ξυμμάχων πολλοί πάνω στους λίγους, αλλά μάλλον οι περισσότεροι τους
παρουσίαν ἑκάστοτε, ἀλλὰ δι' οἰ κείαν λιγότερους, έχοντας αποκτήσει την δυναστεία όχι με άλλον τρόπο,
ἀρετήν, καὶ μηδὲν πλῆθος πεφοβῆσθαι παρά κρατώντας την μαχόμενοι. Τους βαρβάρους που τώρα
ἑτέρων, οἵ γε μηδὲ ἀπὸ πολιτειῶν φοβάστε, εξαιτίας της απειρίας πρέπει να μάθετε, απ’ εσάς που
τοιούτων ἥκετε, ἐν αἷ ς οὐ πολλοὶ ὀλίγων αγωνιστήκατε εναντίον τους με τους Μακεδόνες και απ’ όσα εικάζω
ἄρχουσιν, ἀλλὰ πλεόνων μᾶλλον εγώ και πληροφορούμαι και από άλλους, πως δεν θα είναι τρομεροί.
ἐλάσσους, οὐκ ἄλλῳ τινὶ κτησάμενοι τὴν Γιατί στ’ αλήθεια μια ουσιαστικά αδύναμη εχθρική δύναμη που όμως
φαίνεται ισχυρή, όταν μαθευόταν γι’ αυτήν η αλήθεια, αυτό θα έδινε
δυναστείαν ἢ τῷ μαχόμενοι κρατεῖ ν.
περισσότερο θάρρος στους αμυνόμενους. Ενώ απέναντι σε μια
[126.3] βαρβάρους δὲ οὓς νῦν ἀπειρίᾳ
δύναμη ομολογουμένως ισχυρή, με περισσότερο ορμή θα μάχονταν
δέδιτε μαθεῖ ν χρή, ἐξ ὧν τε προηγώνισθε αν δεν γνώριζαν την πραγματική τους δύναμη. Αυτοί για εκείνους
τοῖ ς Μακεδόσιν αὐτῶν καὶ ἀφ' ὧν ἐγὼ που δεν γνωρίζουν φαίνονται να είναι πραγματικά φοβεροί. Γιατί και
εἰ κάζω τε καὶ ἄλλων ἀκοῇ ἐπίσταμαι, οὐ στην θέα του πλήθους τους είναι τρομεροί, και με την ένταση των
δεινοὺς ἐσομένους. [126.4] καὶ γὰρ ὅσα κραυγών τους αφόρητοι, και η ανούσια επανάσειση των όπλων
μὲν τῷ ὄντι ἀσθενῆ ὄντα τῶν πολεμίων ενέχει κάποιου είδους απειλητική πρόθεση. Στην σύγκρουσή τους
δόκησιν ἔχει ἰ σχύος, διδαχὴ ἀληθὴς όμως με τους αντιπάλους δεν είναι έτσι: διότι ούτε θα ντρέπονταν να
προσγενομένη περὶ αὐτῶν ἐθάρσυνε εγκαταλείψουν την μάχη αν αναγκάζονταν, έτσι άτακτα που ορμούν,
μᾶλλον τοὺς ἀμυνομένους· οἷ ς δὲ βεβαίως ενώ η φυγή και η έφοδος είναι ισάξια, αν ο αντίπαλος διατηρήσει
τι πρόσεστιν ἀγαθόν, μὴ προειδώς τις ἂν ψυχραιμία και ανδρεία (καθώς όταν ο καθένας διευθύνει τον εαυτό
αὐτοῖ ς τολμηρότερον προσφέροιτο. του στην διάρκεια της μάχης πολύ εύκολα για την σωτηρία του
βρίσκει εύσχημους προφάσεις), ενώ θεωρούν το να σας εκφοβήσουν
[126.5] οὗτοι δὲ τὴν μέλλησιν μὲν ἔχουσι
χωρίς κίνδυνο πιο έμπιστο από το να έρθουν στα χέρια· και γι’ αυτό
τοῖ ς ἀπείροις φοβεράν· καὶ γὰρ πλήθει εξάλλου κάνουν χρήση εκφοβισμού. Βλέπετε επομένως καθαρά πως
ὄψεως δεινοὶ καὶ βοῆς μεγέθει ἀφόρητοι, ότι τρομερό προϋπάρχει σε αυτούς, στην ουσία είναι κάτι τιποτένιο,
ἥ τε διὰ κενῆς ἐπανάσεισις τῶν ὅπλων ἔχει και μόνο την όραση και την ακοή εντυπωσιάζει.
τινὰ δήλωσιν ἀπειλῆς. προσμεῖ ξαι δὲ τοῖ ς
ὑπομένουσιν αὐτὰ οὐχ ὁμοῖ οι· οὔτε γὰρ
τάξιν ἔχοντες αἰ σχυνθεῖ εν ἂν λιπεῖ ν τινὰ
χώραν βιαζόμενοι ἥ τε φυγὴ καὶ ἡ ἔφοδος
αὐτῶν ἴ σην ἔχουσα δόξαν τοῦ καλοῦ
ἀνεξέλεγκτον καὶ τὸ ἀνδρεῖ ον ἔχει
(αὐτοκράτωρ δὲ μάχη μάλιστ' ἂν καὶ
πρόφασιν τοῦ σῴζεσθαί τινι πρεπόντως
πορίσειε), τοῦ τε ἐς χεῖ ρας ἐλθεῖ ν
πιστότερον τὸ ἐκφοβῆσαι ὑμᾶς ἀκινδύνως
ἡγοῦνται· ἐκείνῳ γὰρ ἂν πρὸ τούτου
ἐχρῶντο. [126.6] σαφῶς τε πᾶν τὸ
προϋπάρχον δεινὸν ἀπ' αὐτῶν ὁρᾶτε ἔργῳ
μὲν βραχὺ ὄν, ὄψει δὲ καὶ ἀκοῇ
κατασπέρχον.

You might also like