You are on page 1of 4

ΤΑ ΠΡΟΣΩΠΑ ΤΟΥ ΔΙΟΝΥΣΟΥ

Τα πρόσωπα του Διονύσου Αρχέγονες εικόνες της άφθαρτης ζωής με


πρωταγωνιστή τον οίνο και την έκσταση , από την Πιερία και τη Σκύρο
έως τον Ταΰγετο.

BHMAGAZINO 19-02-2017

Ο Διόνυσος, μεγάλη η χάρη του χιλιάδες χρόνια τώρα, πρόσφερε ένα


πεδίο άσκησης απεριόριστης ελευθερίας.
Οι αρχαίοι Έλληνες, οι οποίοι πίεζαν τον νου τους να φτάσει πολύ πιο
πέρα από τα αισθητά, έως τον απειροελάχιστο κόκκο της ύλης του
Δημόκριτου, το σύμπαν των ιδεών του Πλάτωνα ή την ευδαιμονία του
Αριστοτέλη, νοσταλγούσαν την ελευθερία του μύθου για να
διασκεδάζουν τα δεσμά του λόγου. Ο λόγος τους ήταν πιο υπερβατικός
από τη θρησκεία τους, η οποία πατούσε στέρεα στη γη, και οι θεοί τους
ήταν πιο ανθρώπινοι και από τους θνητούς φιλοσόφους. Είχαν
διακριτές αρμοδιότητες, διαβουλεύονταν, ζήλευαν, εκδικούνταν,
ραδιουργούσαν, εξαπατούσαν, ερωτεύονταν, έτρωγαν, έπιναν,
χόρευαν. Και πιο έξαλλα γήινος από τους γήινους, ο Διόνυσος, ένας
μετανάστης από τη μακρινή Ανατολή, κατά μία εκδοχή, που έγινε όμως
τόσο οικείος με όλους, θεούς και ανθρώπους, όσο κανένας άλλος.
Ίσως γιατί αποθέωνε την αρχέγονη εικόνα της άφθαρτης ζωής, όπως
υπογράμμισε ο Καρλ Κερένυϊ με το έργο του «Διόνυσος» (εκδ.
Βιβλιοπωλείο της Εστίας).

Σε έναν αμφορέα του ζωγράφου ο Aμάσιος οι ακόλουθοι του Διονύσου


Σειληνοί έχουν στήσει ένα τρελό πανηγύρι με αυλητή γύρω από έναν
αυτοσχέδιο ληνό όπου αδειάζουν το πανέρι με τα σταφύλια για να τα
πατήσουν και να βγάλουν το κρασί. Περίπου όπως στην πλατεία του
Κίτρους της Πιερίας την τελευταία Κυριακή της Αποκριάς, όπου έχουν
πιάσει τον χορό γύρω από τα παλιά κοφίνια του τρύγου που καίγονται
για να διώξουν κάθε κακό.
Τους παρακολουθούμε από το εστιατόριο του Αδάμου, καθώς
απολαμβάνουμε ουρά μοσχαριού στιφάδο ψημένη στη γάστρα,
συνοδεία της λευκής «Βασίλισσας» και του κόκκινου «Δεσποτικού». Ο
Γιώργος Αδάμος είναι σκαπανέας της αναβίωσης των αμπελιών στην
αρχαία Πύδνα, υπό τις ευλογίες των παλαιών και νέων θεών. Καθώς
μιλάει με πάθος για το κρασί, μας δίνει και τη συνταγή του πολύ
ιδιαίτερου φαγητού που μας ετοίμασε, μία από τις βασικές ουσίες του
οποίου είναι ο χυμός του καθαγιασμένου αμπελιού: Τα καθαρισμένα
κομμάτια της ουράς χρειάζονται πλύσιμο και στράγγισμα για να μπουν
στο τηγάνι και να τσιγαριστούν στο ελαιόλαδο (ή στο καλαμποκέλαιο)
και να δημιουργηθεί γύρω τους η κρούστα που θα φυλακίσει στο
εσωτερικό τους τα υγρά που θα τα ψήσουν στη συνέχεια. Στο μεταξύ
έχουν καθαριστεί τα μικρά, ξερά κρεμμυδάκια του στιφάδου και
κολυμπούν σε χλιαρό νερό και λίγο ξίδι για λιγότερα δάκρυα.
Τσιγαρίζονται και αυτά στο ίδιο λάδι.
Τα κομμάτια της ουράς μπαίνουν ξανά στην κατσαρόλα με νερό και
κρασί για να πάρουν βράση και όταν βράσουν αρκετά και μείνουν με
λίγα υγρά, μπαίνουν στο ταψί ή σε ένα πήλινο σκεύος, μαζί με τα
κρεμμύδια, δύο φύλλα δάφνης, κόκκους μπαχαριού και πιπέρι άκοπο,
πιπέρι τριμμένο, αλάτι και δέκα δαμάσκηνα με το κουκούτσι τους, για
να είναι πιο νόστιμα. Σε άλλο σκεύος αναμειγνύονται 1,5 λίτρο κόκκινο
κρασί και δύο κουταλιές πελτέ. Αυτά είναι αρκετά για να καλύψουν τις
μερίδες μιας ουράς, οι οποίες αν δεν ψηθούν σε γάστρα, σφραγίζονται
με αλουμινόχαρτο και μπαίνουν στον φούρνο, στους 180°C,
για τέσσερις με πέντε ώρες.

«Το κόκκινο αμπέλι» είναι ο μοναδικός πίνακας που ο μυθικός Βαν


Γκογκ κατάφερε να πουλήσει εν ζωή. Στην ίδια απόχρωση, την ίδια
χρονιά, το 1888, στον ίδιο τόπο, αφού ζει μαζί με τον Βαν Γκογκ, ο Πολ
Γκογκέν ζωγραφίζει τον «Τρύγο στην Αρλ». Πάντα το αμπέλι, το κρασί,
ο Διόνυσος, διέγειραν τον νου και τη φαντασία των καλλιτεχνών.
Ο Καραβάτζιο ζωγράφισε τον «Εφηβο Βάκχο» στεφανωμένο με
κλώνους και καρπούς του αμπελιού, να φορά το αδιόρατο μειδίαμα της
γλυκιάς ζάλης που προκαλεί ο οίνος.
Ο μύθος λέει ότι ένα φίδι έμαθε τον Διόνυσο να απολαμβάνει τον χυμό
του σταφυλιού. Για να τον εξασφαλίσει εφηύρε τον πιο αρχέγονο τρόπο
παραγωγής του κρασιού, το πάτημα των σταφυλιών μέσα στο κοίλωμα
του βράχου.
Την ίδια εποχή με τον «Εφηβο Βάκχο», 1594-1596, όταν και ο ίδιος ο
Καραβάτζιο βρισκόταν στο νοσοκομείο, ζωγράφισε τον ωχρό
«Αρρωστο Βάκχο», στεφανωμένο με κλωνάρια κισσού. Ο κισσός
συμβολίζει τον Διόνυσο τις εποχές που το αμπέλι βρίσκεται σε χειμερία
νάρκη και μοιάζει νεκρό.
Ο κισσός μοιάζει με φίδι καθώς βλασταίνει μέσα στον χειμώνα στις
ρεματιές των παρυφών του Ταϋγέτου, γύρω από το χωριό Νέδουσα,
και αναρριχάται στους υγρούς κορμούς των δέντρων. Εκεί βρίσκουν τα
βλαστάρια οι μυημένοι στο αρχέγονο δρώμενο της Καθαράς Δευτέρας
και το φορούν στεφάνι στα μαλλιά τους. Τα μουντζουρωμένα πρόσωπά
τους λάμπουν από την έκσταση του γλεντιού καθώς γυρίζουν από
σπίτι σε σπίτι, τρώνε και πίνουν. Μοιάζουν όντως με αρχαία
διονυσιακή πομπή, με τους Σάτυρους, τους Σειληνούς και τον αυλητή.
Τότε η πομπή είχε στο κέντρο της έναν ληνό επάνω σε άρμα, μέσα
στον οποίο οι Σάτυροι και οι Σειληνοί πατούσαν τα σταφύλια, ενώ
ακουγόταν η μελωδία του αυλού που έδινε ρυθμό στους πατητές.
Τώρα, στη Νέδουσα, ο αυλός και το νταούλι δίνουν τον ρυθμό στην
πομπή των νέων και των μεγαλύτερων Σατύρων, οι οποίοι μπορεί να
μην πατούν σταφύλια, αλλά παρουσιάζουν όλες τις άλλες χειμωνιάτικες
αγροτικές ασχολίες και άλλα στιγμιότυπα από την καθημερινή ζωή σε
ένα χωριό ξωμάχων. Από μια αποθήκη στην άκρη του χωριού
ξεχύνονται προς την πλατεία με την πέτρινη εκκλησιά οι «τράγοι» με τα
μακριά κέρατα, καθώς ο βοσκός πασχίζει να τους συγκρατήσει με το
σχοινί που τους έχει δεμένους. Επειτα οι «τράγοι» γίνονται ζευγάρι
βοδιών με τη συνοδεία των οποίων ο γεωργός σπέρνει και οργώνει με
το ξύλινο άροτρο τα σοκάκια και την πλατεία. Και μετά
μεταμορφώνονται σε γαμήλια πομπή και κατόπιν σε νεκρική, αλλά
χωρίς ίχνος λύπης, αφού και αυτή η παράσταση, όπως και όλες οι
προηγούμενες, καταλήγουν σε ζωηρό χορό και σε ιερό θόρυβο με όλα
τα διονυσιακά χαρακτηριστικά, τους Σατύρους με προβιές και κέρατα
τράγων, τον εκστασιασμό, τη μέθη, τον ενθουσιασμό, τα ερωτικά
πειράγματα, την αγωνία για καλή σοδειά, την ανάσταση, μια αρχέγονη
εικόνα της άφθαρτης ζωής.
Ο ιερός θόρυβος που προκαλούν οι Γέροι στη Σκύρο το βράδυ του
Σαββάτου, πριν από την τελευταία Κυριακή της Αποκριάς, είναι
πραγματικά εκκωφαντικός. Δεν είναι μόνο τα πενήντα και βάλε βαριά
κουδούνια που οι Γέροι έχουν περασμένα με ξύλινες θηλιές στη μέση
τους και τα κουνούν δαιμονισμένα, αλλά και το παρουσιαστικό τους,
που σαν τον Πάνα και τους ακολούθους του τρομάζουν τους θεατές.
Με τα τόσα «τσοκάνια», το κατάμαυρο «καπότο» από τραγόμαλλο και
την κουκούλα, την προσωπίδα από το δέρμα ενός ολόκληρου μικρού
ριφιού, το μακρύ και χοντρό μπαστούνι, φαντάζουν τεράστιοι,
παντοδύναμοι, σχεδόν δαιμονικοί. Οι Κορέλες με τον αέρινο χορό, το
χρωματιστό μαντίλι, την παραδοσιακή φορεσιά και την κεντημένη
ποδιά, μοιάζουν τόσο εύθραυστες μπροστά στους γίγαντες με το
παραδοσιακό κοντοβράκι του βοσκού, τα «τροχάδια» και τις
«τροχαδόκαλτσες», το βοσκίστικο ζωνάρι και το πολύχρωμο μαντίλι
στον λαιμό. Δημιουργούν μεγάλο κακό για να προκαλέσουν το καλό.
Καλώς να ορίσει, μαζί με τον «θεό-προσωπείο», όπως ονόμαζαν στην
αρχαία Αθήνα το ειδώλιο στον ναό όπου γιόρταζαν τα γενέθλια του
Διονύσου, στο Λήναιο. l

Αυτά τα καλά ήθη και έθιμα θα ήταν καλύτερα εάν δεν τα είχαν
"ευνουχήσει" τα ζόμπι με τα μαύρα, συνεπικουρούμενοι από τους
κρυόκωλους πασάδες, αγάδες και κλεφταρματωλούς της βολής, με τον
φόβο της κόλασης και την βιτρίνα του καθωσπρεπεισμού...
Στα μεγάλα αστικά κέντρα έχουν καταφέρει την ελαχιστοποίηση των
παλιών εθίμων της αρχαίας Ελλάδας, γιατί κακά τα ψέματα
όλες οι παγανιστικές γιορτές χρειάζονται γνήσιο φυσικό περιβάλλον και
όχι αντιαισθητικές τσιμεντοκατασκευές με κάδους σκουπι-
διών, αυτοκίνητα, σπασμένα πεζοδρόμια της συμφοράς και ρύπανση
κάθε μορφής και είδους, κάτι σε Χ.Υ.Τ.Α. Μπαγκλαντές π.χ.
Για αυτό να πιούμε το κρασάκι μας, να φάμε το κρεατάκι μας, να
βωμολοχήσουμε για τα στραβά, να χορέψουμε και να γελάσουμε,
σαν ένα μνημόσυνο στους γνήσιους προγόνους μας, στον πολιτισμό
μας και στη γλώσσα μας, καλή άνοιξη φιλάδελφοι, φκ.

You might also like