Professional Documents
Culture Documents
Ƒ - ¡-É - Î-Ä - Ä - É-Libre PDF
Ƒ - ¡-É - Î-Ä - Ä - É-Libre PDF
Γ. Θ. ΜΑΥΡΟΓΟΡ ΑΤΟΣ
ΟΙ ΕΘΝΙΚΕΣ ΜΕΙΟΝΟΤΗΤΕΣ
Κουτσοβλάχους της Πίνδου και για τους Σεφαραδίτες Εβραίους της Θεσσαλονίκης—
της πόλης που υπήρξε το κατεξοχήν ήλο της Έριδος στη Νότια Βαλκανική.
Θα ήταν ασφαλώς διαφορετική η κατάσταση αν οι πέντε αυτές εθνικές ειονότητες
ήσαν διασκορπισ ένες σε όλη την ελληνική επικράτεια ή, έστω, αν ήσαν
συγκεντρω ένες στη Νότια Ελλάδα, ακριά από τα σύνορα. Εύγλωττη είναι η
αντιδιαστολή των πέντε ε ία έκτη εθνική ειονότητα, που αποτελούσαν όσοι
Αρ ένιοι είχαν καταφύγει στην Ελλάδα ως πρόσφυγες ετά τη Μικρασιατική
Καταστροφή. 5ιασκορπισ ένοι σε διάφορα αστικά κέντρα, ταυτίζονταν ε ένα έθνος
τόσο ακρινό ώστε να ην προκύπτει η παρα ικρή ανησυχία. Πέρα από την κοινή
έχθρα εναντίον των Τούρκων και πέρα από την κοινή τους οίρα ε τους Έλληνες
πρόσφυγες, η ίδια η προσωρινότητα της παρα ονής τους στην Ελλάδα καθιστούσε την
παρουσία τους σχεδόν αδιόρατη ( ε συνέπεια να αγνοείται και από τη σχετική ε τις
ειονότητες βιβλιογραφία). Από πολύ νωρίς άρχισε η οργανω ένη ετανάστευσή τους
στη Σοβιετική Ένωση (Γεωργία και Αρ ενία), που ολοκληρώθηκε ετά το Β΄
Παγκόσ ιο Πόλε ο.
Σεφαραδίτες
Εβραίοι ισραηλίτες ισπανοεβραϊκή 63.000 52.706
ΣΗΜ. Τα αποτελέσ ατα της απογραφής του 1940 (που δεν δη οσιεύτηκαν ποτέ επίση α)
όπως αναφέρονται στο Chr. Christidès, Le camouflage macédonien à la lumière des faits et
des chiffres, Αθήνα 1949, σ. 62. Λείπει ό ως ο αριθ ός των Τσά ηδων, που συ πληρώνεται
κατ’ εκτί ηση.
3
1
5ιβάνη, σ.174.
4
χιλιετίας) και όχι για Τούρκους. Για τις εξαιρέσεις, ό ως, ισχύει ό,τι ακριβώς ίσχυσε
για τους ανταλλαξί ους. Πέρα από το ίδιο το γρά α της Σύ βασης περί
υποχρεωτικής ανταλλαγής, που χρησι οποιεί, εναλλακτικά, και τους όρους
«Έλληνες» και «Τούρκοι» (ακό η και στον τίτλο της), είναι πασίδηλο ότι η
θρησκεία χρησί εψε όνο ως αντικει ενικό και άλιστα α άχητο τεκ ήριο εθνικής
ταυτότητας. Η ανταλλαγή έπρεπε να είναι υποχρεωτική, χωρίς να αφήνεται κανένα
περιθώριο ατο ικής επιλογής. Άλλωστε ε ποιά λογική, ένα καταρχήν ανεξίθρησκο
κράτος, όπως η Ελλάδα, και ένα αχητικά κοσ ικό, όπως η κε αλική Τουρκία, θα
συναποφάσιζαν την ανταλλαγή θρησκευτικών αποκλειστικά ειονοτήτων και το
βίαιο ξεριζω ό σχεδόν δύο εκατο υρίων ανθρώπων, ε τις ευλογίες άλιστα των
Μεγάλων 5υνά εων και της ΚτΕ;
Από άλλους λόγους πηγάζει ένας εύλογος δισταγ ός να χαρακτηριστούν οι Τούρκοι
της Θράκης εξαρχής ως εθνική ειονότητα. Μεταξύ τους επικρατούσαν οι
Παλαιότουρκοι ή Παλαιο ουσουλ άνοι, προσκολλη ένοι στη θρησκευτική
παράδοση και το οθω ανικό παρελθόν. Η επιφυλακτική έως απροκάλυπτα εχθρική
στάση τους απέναντι στην κε αλική Τουρκία, ισοδυνα ούσε ε αποξένωση και
αποκοπή τους από το υπόλοιπο τουρκικό έθνος και το νέο του κράτος. Από την
πλευρά του, το ελληνικό κράτος είχε κάθε συ φέρον να ενθαρρύνει αυτή την
κατάσταση, όπως και έκανε αρχικά, προκαλώντας τις δια αρτυρίες της Τουρκίας.2
Τους Παλαιο ουσουλ άνους ευνοούσε εξάλλου και η θέσπιση χωριστού «εκλογικού
συλλόγου» από το 1923, δηλ. ιδιαίτερης εκλογικής περιφέρειας για όλους τους
ουσουλ άνους της Θράκης, που περιλά βανε και τον αγροτικό πληθυσ ό των
βουλγαρόφωνων Πο άκων, κατεξοχήν προσηλω ένων στη θρησκεία και την
παράδοση.
Aστόσο, στο βω ό της ελληνοτουρκικής προσέγγισης που επιχείρησε υπεραισιόδοξα
ο Βενιζέλος το 1928"30, θυσιάστηκε η έχρι τότε πολιτική και πολλά ερείσ ατά της.
Κατ’ απαίτηση της Άγκυρας, απο ακρύνθηκαν από τη Θράκη περίπου 150
αντικε αλικοί που είχαν καταφύγει εκεί, ε επικεφαλής τον τελευταίο ανώτατο
θρησκευτικό ηγέτη (σεϊχουλισλά η) του οθω ανικού καθεστώτος. Άνοιξε επιπλέον
τουρκικό προξενείο στην Κο οτηνή. Εκ έρους της Ελλάδας, δεν πορούσε να
υπάρξει επιση ότερη παραδοχή ότι η Τουρκία εδικαιούτο να ενδιαφέρεται για
2
Ladas, σσ. 494"495.
5
ο οεθνείς της (όχι βέβαια για «ο όθρησκους»). Έγινε επίσης αποδεκτή η επιβολή
καίριων κε αλικών εταρρυθ ίσεων, όπως του λατινικού αλφαβήτου.
Από τη στιγ ή εκείνη είχε πλέον δρο ολογηθεί ανεπιστρεπτί η σταδιακή ετατροπή
του ουσουλ ανικού πληθυσ ού σε κανονική εθνική ειονότητα, ε την προσχώρηση
όχι όνο Τούρκων αλλά, στη συνέχεια, και Πο άκων στον τουρκικό εθνικισ ό. Από
το 1933, οι οπαδοί του κε αλισ ού απέκτησαν επιπλέον την υποστήριξη του Λαϊκού
Κό ατος, που έσπευσε να τους προσεταιριστεί ετά την άνοδό του στην εξουσία.
3
5ιβάνη, σσ. 234"236.
6
και στις δύο ειονότητες. Από το 1935 άλιστα, η ένταση κλι ακώθηκε ξανά από την
αλβανική πλευρά, ε την απροκάλυπτη υποκίνηση της Ιταλίας.
Η παράταση της αβεβαιότητας για την τύχη τους, έχρι το 1926, είχε ως οιραία
συνέπεια να πληγούν οι Τσά ηδες από την προσφυγική εγκατάσταση περισσότερο
από οποιαδήποτε άλλη ειονότητα. Όσο θεωρούνταν ακό η ανταλλάξι οι,
δη ιουργήθηκαν τετελεσ ένα γεγονότα σε βάρος των ιδιοκτησιών τους, που στη
συνέχεια στάθηκε αδύνατο να ανατραπούν. Στο πλαίσιο της αγροτικής
εταρρύθ ισης, απαλλοτριώθηκαν όχι όνο τα τσιφλίκια των πέηδων, αλλά ακό η
και ικροϊδιοκτησίες.4 Παρά τις εταγενέστερες σχετικές ρυθ ίσεις, το ζήτη α της
απόδοσης ή ικανοποιητικής αποζη ίωσης των ιδιοκτησιών που το ελληνικό κράτος
αφαίρεσε από τους Τσά ηδες παρέ εινε άλυτο.
Έτσι, οι Τσά ηδες είχαν ανοικτούς λογαριασ ούς ε το ελληνικό κράτος και ε
τους Έλληνες συντοπίτες τους. Ήσαν επιπλέον η όνη εθνική ειονότητα που
πορούσε να υπολογίζει στη δραστήρια συ παράσταση όχι όνο της διπλανής
« ητέρας"πατρίδας» (Αλβανίας), αλλά και ίας Μεγάλης 5ύνα ης—της Ιταλίας.
Χάρη στη συντονισ ένη παρέ βασή τους, άλλωστε, παρέ ειναν τελικά οι Τσά ηδες
στην περιοχή τους, αντί να εκπατρισθούν στην Τουρκία.
Μετά την επιτυχία αυτή και τις άλλες υποχωρήσεις του Πάγκαλου σε αλβανικές
αξιώσεις, εύγλωττη υπήρξε η ε φάνιση Κό ατος της Τσα ουριάς στις εκλογές του
1926. Από τον ίδιο τον τίτλο διαφαίνονται οι χωριστικές του διαθέσεις. Επικεφαλής
ήταν ο Αλή Ντίνο πέης, που είχε εκλεγεί αντιβενιζελικός βουλευτής το 5εκέ βριο
του 1915 (χάρη στην τότε αποχή των Φιλελευθέρων). Σε κατεξοχήν ευνοϊκές
συνθήκες (και λόγω αναλογικού εκλογικού συστή ατος), το Κό α της Τσα ουριάς
συγκέντρωσε συνολικά όλις 1.539 ψήφους (δηλ. ούτε καν όλες τις ψήφους των
Τσά ηδων) στις εκλογικές περιφέρειες Ιωαννίνων και Πρεβέζης, χωρίς βέβαια να
εκλέξει βουλευτή. Τα αποτελέσ ατα αυτά ήσαν τόσο κατώτερα των προθέσεων, ώστε
το εγχείρη α δεν είχε συνέχεια.
4
Ό.π., σ. 251 υποσ. 89.
7
5
Κωστόπουλος, σσ. 33"45.
6
Καρακασίδου, σ. 291.
8
αζικότερο στην Ανατολική και την Κεντρική Μακεδονία, ενώ ελάχιστα άγγιξε τη
5υτική, από όπου έφυγαν λιγότεροι από 6.000.7
Η άφιξη και εγκατάσταση Ελλήνων προσφύγων ασφαλώς υπήρξε ο δραστικότερος
καταλύτης που ώθησε Σλαβόφωνους γηγενείς να εταναστεύσουν στη Βουλγαρία.
Για όσους έ ειναν, η σύγκρουση ε τους πρόσφυγες εξελίχθηκε σε αδυσώπητη πάλη
για τον έλεγχο όχι όνο της γης, αλλά και της τοπικής εξουσίας. Μοιραία, η πάλη
απέκτησε όχι απλώς εθνοτικό, αλλά εθνικό χαρακτήρα. Για τους πρόσφυγες, οι
Σλαβόφωνοι χωρίς διάκριση ήσαν συλλήβδην «Βούλγαροι», που δεν είχαν θέση στο
ελληνικό κράτος. Για τους ντόπιους, οι πρόσφυγες ήσαν βέβαια ξένοι εισβολείς και
άρπαγες. Η εκδίωξή τους έγινε όνι ος και διακαής πόθος. 5εν έλειψαν άλιστα τα
αι ατηρά επεισόδια σε όλη τη διάρκεια του Μεσοπολέ ου.
Στην αντιπαράθεσή τους ε τους πρόσφυγες, δηλ. και ε το ελληνικό κράτος, οι
Βούλγαροι, οι Σλαβο ακεδόνες και γενικότερα οι Σλαβόφωνοι είχαν την α έριστη
συ παράσταση του Αντιβενιζελισ ού, τουλάχιστον έχρι το 1933. Αυτήν την
παράταξη συνέχισαν λοιπόν να υποστηρίζουν (όπως είχαν κάνει το 1915"20), αφού
είχε ελπίδες να έρθει στην εξουσία και να ανατρέψει τα τετελεσ ένα της
προσφυγικής εγκατάστασης, όπως υποσχόταν. Στο ΚΚΕ στράφηκε ικρή όνο
ειοψηφία, που ό ως αυξήθηκε ση αντικά το 1935"36, χάρη και στην παράλληλη
δράση της κο ουνιστικής ΕΜΕΟ (Ενω ένης). Είχαν άλλωστε αρχίσει να
διαψεύδονται οι προσδοκίες, ετά την άνοδο του Αντιβενιζελισ ού στην εξουσία. Η
πιο βάναυση διάψευση ακολούθησε επί Μεταξά, ε πρωτοφανή σε έκταση και
αυθαιρεσία αστυνο ικά έτρα για την εξάλειψη της «απαγορευ ένης γλώσσας».8
5έκα χρόνια νωρίτερα, οι Σλαβόφωνοι είχαν ψηφίσει αζικά για τον ίδιο Μεταξά, ως
αρχηγό τότε των Ελευθεροφρόνων.
7
Christidès, σσ. 72"75 και Κωστόπουλος, σ. 33.
8
Κωστόπουλος, σσ. 162"180.
9
Αβέρωφ, σ. 20.
10
όσοι ταυτίζονταν ε το ρου ανικό έθνος ή, πάντως, απέρριπταν την ένταξή τους στο
ελληνικό. Αντίθετα, η συντριπτική πλειοψηφία είχε προ πολλού ασπαστεί την ελληνική
ταυτότητα και τον ελληνικό εθνικισ ό, ε κορυφαίο παράδειγ α τον ίδιο τον Ιωάννη
Κωλέττη.
Όπως και στην περίπτωση των Σλαβοφώνων, οι απογραφές του 1928 και του 1940
φαίνεται ότι καταγράφουν την πρώτη ιδίως κατηγορία και πάντως όχι το σύνολο.
Όπως αρτυρεί ως αυτόπτης ο Αβέρωφ για την απογραφή του 1940, οι άλλοι
θεωρούσαν «ντροπή» να δηλώσουν την κουτσοβλαχική ως ητρική γλώσσα.10 Αν
έχει δίκιο, προκύπτει το ερώτη α γιατί ο αριθ ός όσων δεν είχαν τέτοιο ενδοιασ ό
τριπλασιάστηκε το 1940 σε σύγκριση ε το 1928.
Σε σύγκριση ε τις άλλες εθνικές ειονότητες, οι «ρου ανίζοντες» Κουτσοβλάχοι (ή
απλώς Βλάχοι) απολά βαναν προνο ιακό καθεστώς. Σε κα ία άλλη περίπτωση δεν
παραχώρησε η Ελλάδα ειονοτικά δικαιώ ατα σε τέτοια έκταση και άλιστα χωρίς
α οιβαιότητα (αφού δεν υπήρχε ελληνική ειονότητα στη Ρου ανία). Η παραχώρηση
έγινε ήδη το 1913 από τον Βενιζέλο, προκει ένου να εξασφαλίσει την κρίσι η
υποστήριξη της Ρου ανίας στις διαπραγ ατεύσεις για τη Συνθήκη του Βουκουρεστίου.
Με τις ρυθ ίσεις αυτές, οι Κουτσοβλάχοι αναγνωρίστηκαν στην ουσία ως
ρου ανική εθνική ειονότητα. Τα σχολεία και άλλα ιδρύ ατα που προορίζονταν γι’
αυτούς χρη ατοδοτούσε απευθείας (και πλουσιοπάροχα) το ρου ανικό κράτος. Αυτό
δεν ε πόδισε την Ιταλία να ε φανιστεί στη συνέχεια ως αυτόκλητος προστάτης των
Κουτσοβλάχων, εξαιτίας της λατινικής, υποτίθεται, καταγωγής όχι όνο της γλώσσας
τους, αλλά και των ιδίων. Το 1918, άλιστα, ενθάρρυνε την ανακήρυξη (στην
Κορυτσά) ιας εφή ερης «5η οκρατίας της Πίνδου». Μετά είκοσι (και πλέον) έτη,
εντελώς αναχρονιστικά, αυτή η «δη οκρατία» έ ελλε να επανε φανιστεί ως
«πριγκηπάτο».
Με τη Ρου ανία, δεν υπήρχε βέβαια περίπτωση (ούτε ανάγκη) να προβεί η Ελλάδα
σε ανταλλαγή πληθυσ ών. Μολαταύτα, ετά από αίτη α της Ρου ανίας, το ελληνικό
κράτος είχε την ευκαιρία να απαλλαγεί από τουλάχιστον 2.000 οικογένειες
«ρου ανιζόντων» Κουτσοβλάχων, που ετανάστευσαν στη 5οβρουτσά την περίοδο
1925"29.11
Πέρα από τις δελεαστικές υποσχέσεις της ρου ανικής κυβέρνησης (που επειγόταν
να εποικίσει τη 5οβρουτσά ε ο οεθνείς ώστε να αντισταθ ίσει το βουλγαρικό
10
Ό.π., σ. 19.
11
5ιβάνη, σσ. 109"112.
11
πλειοψηφία τους που απέρριπτε τον ελληνικό εθνικισ ό και την αφο οίωση στο
ελληνικό κράτος, αν στους σιωνιστές προστεθούν οι σοσιαλιστές (από το 1924
κο ουνιστές). Οι οπαδοί της αφο οίωσης παρέ ειναν ικρή ειοψηφία έχρι το
τραγικό τέλος. Στο απόγειο της δύνα ής τους, οι σιωνιστές συγκέντρωσαν 64% στις
κοινοτικές εκλογές του 1930, οι κο ουνιστές 16% και οι οπαδοί της αφο οίωσης
όλις 14%. Παρά τη είωση της σιωνιστικής πλειοψηφίας το 1934, οι οπαδοί της
αφο οίωσης και πάλι δεν ξεπέρασαν το 19%.12
Η εβραϊκή Θεσσαλονίκη των αρχών του 20ού αιώνα είχε ία οναδικότητα (που
δεν έχει αναδειχθεί στην ήδη πληθωρική ελληνική βιβλιογραφία). 5εν ήταν όνο ία
εβραϊκή πόλη, ε βάση την πλειοψηφία των κατοίκων της. Ήταν επίσης ία πλήρης
σύγχρονη εβραϊκή κοινωνία—η οναδική τότε στον κόσ ο ολόκληρο. 5ιέθετε
δηλαδή στο εσωτερικό της ολόκληρο το καπιταλιστικό ταξικό φάσ α, από
εγαλοαστούς τραπεζίτες και βιο ήχανους έως προλετάριους εργάτες (ή και
«λου πεν"προλετάριους»), χωρίς κανένα ενδιά εσο κενό. Από ένα σιωνιστή,
πορούσε να θεωρηθεί σαν πρώτη υλοποίηση του άπιαστου ακό η ορά ατος. Έλειπε
όνο η πολιτική κυριαρχία. Υπήρχε ό ως ευρύτατη αυτονο ία στο προστατευτικό
οθω ανικό πλαίσιο, από τέσσερις ήδη αιώνες.
Μόνο έτσι γίνεται τελικά κατανοητή η προσκόλληση της ειονότητας σ’ αυτό το
πρόσφατα χα ένο παρελθόν και η άρνησή της να αποδεχθεί την ελληνική κατάκτηση
ως τετελεσ ένο και α ετάκλητο γεγονός, στο οποίο όφειλε πλέον να προσαρ οστεί.
Το 1912, οι Εβραίοι της Θεσσαλονίκης δεν είχαν απλώς γνωρίσει ία εταβολή
κρατικής κυριαρχίας, όπως άλλοι πληθυσ οί. Είχαν χάσει την πόλη τους και τον
κόσ ο τους.
Από τη στιγ ή εκείνη, άρχισε ία ακατάσχετη παρακ ή, που συνοδεύτηκε από
αλλεπάλληλα κύ ατα ετανάστευσης, στην Παλαιστίνη και αλλού. Μέχρι το 1940, ο
εβραϊκός πληθυσ ός της Θεσσαλονίκης είχε ειωθεί σε 50.000 περίπου.
Αντιπροσώπευε πλέον όλις ένα πέ πτο του πληθυσ ού της πόλης όπου άλλοτε ήταν
πλειοψηφία.
Καίριο πλήγ α για τους Εβραίους υπήρξε προπαντός η συρρίκνωση του
οικονο ικού ρόλου της Θεσσαλονίκης, ετά τη χάραξη νέων κρατικών συνόρων το
1913, που την απέκοψαν από την ευρύτερη έχρι τότε ενδοχώρα της. Η εγάλη
πυρκαγιά του 1917 τερ άτισε βίαια τη συ παγή εβραϊκή παρουσία στην καρδιά της
12
Constantopoulou and Veremis, σσ. 170 και 237"239.
13
Μετά τη θρια βευτική επάνοδο του Βενιζέλου στην εξουσία το 1928, επιχειρήθηκε
ία προσέγγιση της εβραϊκής ηγεσίας και ειδικά των σιωνιστών ε το Κό α
Φιλελευθέρων. Οι προσδοκίες ό ως διαψεύστηκαν βάναυσα από το πογκρό του
Κά πελ, που απέδειξε στους Εβραίους της Θεσσαλονίκης ότι δεν πορούσαν να
υπολογίζουν στην προστασία των βενιζελικών κρατικών αρχών απέναντι στις
επιθέσεις των επίσης βενιζελικών προσφύγων και εφη ερίδων. Ακολούθησε εύλογα
αζική (επι)στροφή του εβραϊκού πληθυσ ού στον Αντιβενιζελισ ό, από το 1932.
Μετά την άνοδό του στην εξουσία το 1933, καταργήθηκε επιτέλους ο χωριστός
εκλογικός σύλλογος, ε συνέπεια τη διενέργεια επαναληπτικής εκλογής στο σύνολο
του νο ού τον Ιούλιο. Ο αντιση ιτισ ός των βενιζελικών της Θεσσαλονίκης έφθασε
τότε στο ση είο να αρνηθούν στον ίδιο τον Βενιζέλο τη συ ετοχή Εβραίου
υποψηφίου στον επίση ο συνδυασ ό. 5ικαιώθηκαν ό ως από τον εκλογικό τους
θρία βο.13 Μόνο η δικτατορία του Μεταξά εξασφάλισε στους Εβραίους της
Θεσσαλονίκης τα τελευταία ήσυχα χρόνια τους, ε τη διάλυση της ΕΕΕ και τη
φί ωση του αντιση ιτικού τύπου.
13
Mavrogordatos, σ. 260.
15
Από τις ειονότητες, στο στόχαστρο αυτής της εκπαιδευτικής εξόρ ησης βρίσκονταν
προπαντός οι Σλαβόφωνοι της Μακεδονίας. Ο ελληνικός εθνικισ ός είχε ήδη ακρά
παράδοση και αξιόλογη αποτελεσ ατικότητα στο χώρο τους, όπου δρούσε από το 1869
ο Σύλλογος προς 5ιάδοσιν των Ελληνικών Γρα άτων, σε στενή συνεργασία ε το
ελληνικό κράτος. Παρά τις ελλείψεις και τις παλινδρο ήσεις (ιδίως ετά το 1933), τα
ακροπρόθεσ α αποτελέσ ατα της βενιζελικής εκπαιδευτικής πολιτικής στο πεδίο
αυτό υπήρξαν οπωσδήποτε ση αντικά. Όπως δείχνουν οι περισσότεροι Κουτσοβλάχοι
(ανεπηρέαστοι από τα ρου ανικά σχολεία), αλλά και οι πολυπληθέστεροι Αρβανίτες
της Παλαιάς Ελλάδας, η αφο οίωση δεν προϋποθέτει αναγκαστικά την εξάλειψη της
ιδιαίτερης ητρικής γλώσσας, αλλά παρα ένει συ βατή και ε τη διγλωσσία. Χάρη
στη βενιζελική εκπαιδευτική πολιτική, το ίδιο ασφαλώς συνέβη ε πολλούς
Σλαβόφωνους.
Αγνοείται συνήθως, παρά την πολύπλευρη ση ασία της, ία άλλη όψη της
βενιζελικής πολιτικής για την αφο οίωση των ειονοτήτων: η αγροτική εταρρύθ ιση,
που εγκαινίασε η Προσωρινή Κυβέρνηση της Θεσσαλονίκης το 1917. 5ικαιολογώντας
την πολιτική αυτή στη Βουλή, στις 27 Ιανουαρίου 1920, ο Βενιζέλος τόνισε
χαρακτηριστικά: «Έχο εν καθήκον, όχι όνον τους ο ογενείς καλλιεργητάς της γης να
αποκαταστήσω εν εις ιδιοκτήτας, αλλά ... και τους πολυαρίθ ους αλλογενείς
πληθυσ ούς, οι οποίοι περιελήφθησαν εντός των Ελληνικών ορίων. Μόνον υπό τον όρον
αυτόν θα εί εθα βέβαιοι, ότι θα κατακτήσω εν αυτούς, όχι όνον πολιτικώς και
στρατιωτικώς, αλλά και ψυχικώς...»
Βέβαια, στη συνέχεια, η αγροτική αποκατάσταση των προσφύγων απορρόφησε
εγάλο έρος των εκτάσεων που κανονικά θα διανέ ονταν σε γηγενείς ακτή ονες.
Αυτή ακριβώς ήταν και η πηγή των συγκρούσεων εταξύ προσφύγων και γηγενών
(Ελλήνων και η) στην ύπαιθρο. Aστόσο, παράλληλα ε την προσφυγική
αποκατάσταση, που δη ιούργησε περίπου 170.000 νέους ικροϊδιοκτήτες, η αγροτική
εταρρύθ ιση επίσης ετέτρεψε σε ικροϊδιοκτήτες 130.000 γηγενείς ακτή ονες. Από
τους 30.000 (τουλάχιστον) στη Μακεδονία, πολλοί (αν όχι οι περισσότεροι) ήσαν
Σλαβόφωνοι.14 Πέρα από την ίδια την αποκατάστασή τους σε ιδιοκτήτες, πρόσθετη
ώθηση για την αφο οίωσή τους έδωσε η απόσπασή τους από τη σλαβική διευρυ ένη
οικογένεια και η αναγκαστική ετάβασή τους στο ελληνικό πρότυπο της πυρηνικής
οικογένειας (όπως ση ειώθηκε ήδη).
14
Π.χ. Καρακασίδου, σσ. 290"293.
17
Στο στόχαστρο της πολιτικής για την αφο οίωση των ειονοτήτων βρέθηκαν επίσης
οι Σεφαραδίτες Εβραίοι της Θεσσαλονίκης, που κλήθηκαν απερίφραστα να ι ηθούν
το υπαρκτό πρότυπο των Ελλήνων ισραηλιτών της Παλαιάς Ελλάδας. Στην περίπτωσή
τους, ό ως, δεν υπήρχε εκπαιδευτικό κενό, όπως στην ύπαιθρο. Υπήρχε αντίθετα ένα
πυκνό πλέγ α κοινοτικών, ξένων και άλλων ιδιωτικών σχολείων, ε επικεφαλής τα
γαλλόφωνα της Alliance Israélite Universelle. Το 1929, όλις 10% των Εβραίων
αθητών φοιτούσε σε ελληνικά σχολεία.15 Στα περισσότερα εβραϊκά σχολεία, η
διδασκαλία της ελληνικής γλώσσας και γενικότερα της ελληνικής παιδείας δεν
απέκτησε ποτέ προτεραιότητα, εξαιτίας κυρίως της σθεναρής σιωνιστικής αντίστασης
στην ιδέα της αφο οίωσης. Με τις συνθήκες αυτές, τα αποτελέσ ατα της αφο οίωσης
έχρι το τέλος του Μεσοπολέ ου παρέ ειναν πενιχρά έως α φίβολα—και πάντως
κατώτερα των βενιζελικών προσδοκιών.
Τα ξένα σχολεία δεν αντι ετωπίστηκαν από τη βενιζελική πολιτική ως ανασχετικά
της αφο οίωσης όνο στην περίπτωση των Εβραίων της Θεσσαλονίκης. Ο Νό ος 4862
του 1930, που περιόρισε δραστικά τη λειτουργία ξένων σχολείων, έθιξε επίσης τα
κεκτη ένα των Ελλήνων καθολικών στις Κυκλάδες, προκαλώντας τις δια αρτυρίες
τους (και την εντονότερη πρόσδεσή τους στον Αντιβενιζελισ ό).
Στην περίπτωση ουσουλ άνων, όπως οι Τούρκοι, οι Τσά ηδες (αλλά και οι
Πο άκοι), δεν πορούσε να γίνει σοβαρός λόγος για αφο οίωση, αλλά άλλον για
ισότι η ενσω άτωση, στην καλύτερη περίπτωση. Στο ση είο ακριβώς αυτό
ε φανίζεται καθοριστικός ο ιστορικός ρόλος της θρησκείας ως εθνικής διαχωριστικής
γρα ής. Την αφο οίωση άλλωστε απέκλειε η έ πρακτη αναγνώριση των Τσά ηδων
και των Τούρκων ως εθνικών ειονοτήτων. Έτσι, δεν δόθηκε ιδιαίτερη βαρύτητα
ούτε καν στην εκ άθηση της ελληνικής γλώσσας.16 Στην οπτική της ισότι ης
ενσω άτωσης εντάσσεται προπαντός ο χωριστός «εκλογικός σύλλογος» για τους
ουσουλ άνους της Θράκης. Είναι χαρακτηριστικό ότι οι Τσά ηδες δια αρτύρονταν
για την έλλειψη κοινοβουλευτικής τους εκπροσώπησης, που θα πορούσε ό ως να
εξασφαλιστεί όνο ε ανάλογη ρύθ ιση (αν το επέτρεπαν οι σχέσεις ε την
Αλβανία).17
Πρωταρχικό έσο για την εξουδετέρωση των απειλών που αντιπροσώπευαν οι
ειονότητες υπήρξε βέβαια η εγκατάσταση των Ελλήνων προσφύγων, τόσο γενικά
15
Βασιλικού, σ. 136.
16
5ιβάνη, σ. 176 και 252.
17
Ό.π., σ. 241.
18
στη Βόρεια Ελλάδα, όσο και ειδικά σε επιλεγ ένες παρα εθόριες περιοχές (όπου
δη ιουργήθηκαν συνολικά 254 συνοικισ οί). Με την αξεπέραστη α εσότητα και
ακριβολογία των διατυπώσεών του, ο Βενιζέλος είχε προδιαγράψει την πολιτική αυτή
ήδη από το 1919, όταν εισηγήθηκε την ελληνοβουλγαρική ανταλλαγή στο Νεϊγύ.
Επιδίωξή του ήταν «η ενσφήνωσις ελληνικών πληθυσ ών εκεί όπου οι αλλογενείς
τοιούτοι είναι συ παγείς».18 Αυτή η ιδέα της ενσφήνωσης ελληνικών πληθυσ ών
βρήκε ετά το 1923 ευρύτατο πεδίο εφαρ ογής, χάρη στον ερχο ό των προσφύγων
από την Τουρκία και προπαντός των Ποντίων, που θεωρήθηκαν καταλληλότεροι ως
νέοι «ακρίτες» στα σύνορα.
Στο κεφάλαιο της εξουδετέρωσης των κινδύνων εντάσσεται επίσης εγάλη ποικιλία
άλλων έτρων για τις ειονότητες. Για παράδειγ α, η ενθάρρυνση των
Παλαιο ουσουλ άνων από το ελληνικό κράτος ( έχρι το 1930) απο όνωνε την
τουρκική ειονότητα από το τουρκικό κράτος (όπως ση ειώθηκε ήδη). Κατεξοχήν
εύγλωττα είναι δύο ακό η παραδείγ ατα, από το χώρο της ειονοτικής εκπαίδευσης.
Η ρηξικέλευθη χρήση λατινικών χαρακτήρων στο αλφαβητάριο που ετοι άστηκε το
1925 για την εκπαίδευση των Σλαβοφώνων στη γλώσσα τους (το γνωστό Abecedar)
φαινόταν προορισ ένη να ε ποδίζει εφεξής την επικοινωνία τους τόσο ε τη
Βουλγαρία όσο και ε τη Σερβία (που διατηρούσαν το κυριλλικό αλφάβητο).19
Ακριβώς αντίστροφα, η διατήρηση της παραδοσιακής αραβικής γραφής στην
εκπαίδευση των Τούρκων, έχρι το 1929, ε πόδιζε την επικοινωνία τους ε την
κε αλική Τουρκία (που είχε υιοθετήσει το λατινικό αλφάβητο).
Η εξωτερική πολιτική
Η βενιζελική πολιτική για τις ειονότητες ήταν βέβαια συνυφασ ένη ε ία νέα
εξωτερική πολιτική, ετά το 1922. Παρά τη Μικρασιατική Καταστροφή, η Ελλάδα
έβγαινε τελικά ωφελη ένη από τη δεκαετία 1910"20. 5εν είχε πλέον εδαφικές
βλέψεις σε κανένα γειτονικό κράτος, ε όνη εξαίρεση τη Βόρειο Ήπειρο (κι αυτή
λανθάνουσα). Κατά συνέπεια, η Ελλάδα είχε κάθε λόγο να στηρίζει τη νέα διεθνή
τάξη που προέκυψε από τον Α΄ Παγκόσ ιο Πόλε ο και ενσάρκωνε η ΚτΕ. Ήδη από
το 1920 υπέγραψε, αζί ε τη Συνθήκη των Σεβρών, ειδική σύ βαση για την
προστασία των ειονοτήτων στις Νέες Χώρες (που άρχισε τυπικά να ισχύει όλις το
1924). Γενικότερα, η Ελλάδα αποδέχθηκε ανενδοίαστα το σύστη α διεθνούς
18
Ό.π., σ. 58.
19
Κωστόπουλος, σσ. 97"100.
19
προστασίας των ειονοτήτων που θέσπισε η ΚτΕ και, κατ’ επέκταση, τη διαρκή
εποπτεία των αρ οδίων οργάνων του διεθνούς οργανισ ού.
Επιπλέον, ετά την Καταστροφή, η Ελλάδα βρέθηκε εντελώς εξαρτη ένη από την
ΚτΕ για την εφαρ ογή της υποχρεωτικής ανταλλαγής πληθυσ ών ε την Τουρκία και
ιδίως για την αποκατάσταση των προσφύγων, προπαντός ε τη σύναψη σχετικού
δανείου. Προέκυψε λοιπόν ία κατεξοχήν ειρωνική διαλεκτική. Η εγγύηση καλής
εταχείρισης των ειονοτήτων υπήρξε απαραίτητη προϋπόθεση για τη διεθνή
οικονο ική βοήθεια που ήταν αναγκαία για την αποκατάσταση των Ελλήνων
προσφύγων—σε βάρος, τελικά, των ίδιων ειονοτήτων.
Περισσότερο, πάντως, και από τη διαρκή πίεση της ΚτΕ, την πολιτική του ελληνικού
κράτους απέναντι στις εθνικές ειονότητες επηρέασαν οι δι ερείς του σχέσεις ε τα
αντίστοιχα κράτη. 5όγ α της νέας εξωτερικής πολιτικής ήταν η ειρηνική εφεξής
συνύπαρξη και συνεργασία της Ελλάδας ε όλους τους γείτονές της, χωρίς
αναχρονιστικές αναδρο ές στο παρελθόν. Στην επιδίωξη αυτή, που εκδηλώθηκε
πανηγυρικότερα και συστη ατικότερα από τον ίδιο τον Βενιζέλο το 1928"32, η Ελλάδα
ήταν έτοι η να κάνει ση αντικές παραχωρήσεις σε ειονοτικά ζητή ατα, προκει ένου
να επιτευχθεί οριστική ρύθ ιση που ικανοποιούσε το αντίστοιχο γειτονικό κράτος.
Παρά τις ελληνικές προθέσεις, τέτοια οριστική ρύθ ιση επιτεύχθηκε σε δύο όνο
περιπτώσεις: των Κουτσοβλάχων και των Τούρκων. Στην πρώτη περίπτωση,
διατηρήθηκαν τα ρου ανικά σχολεία και τα άλλα προνό ια που είχαν παραχωρηθεί
στη Ρου ανία από το 1913. Το τότε αντάλλαγ α για την Ελλάδα (δηλ. οι τελικές
εδαφικές ρυθ ίσεις της Συνθήκης του Βουκουρεστίου) παρέ ενε, βέβαια, διαρκές και
ανεκτί ητο. Στη δεύτερη περίπτωση, ικανοποιήθηκαν ουσιαστικά όλες οι τότε
απαιτήσεις της κε αλικής Τουρκίας, ε την οποία υπήρχε ία κατάσταση «α οιβαίας
ο ηρίας» των εκατέρωθεν ειονοτήτων (περιλα βανο ένου και του Οικου ενικού
Πατριαρχείου).
Μολονότι και ε την Αλβανία υπήρχε στην ουσία ανάλογη κατάσταση «α οιβαίας
ο ηρίας» ειονοτήτων, ία οριστική ρύθ ιση σε όφελος των Τσά ηδων παρέ εινε
ανέφικτη, όχι όνο επειδή υπέβοσκαν εδαφικές βλέψεις εκατέρωθεν (αλβανικές για την
Τσα ουριά, ελληνικές για τη Βόρειο Ήπειρο), αλλά και επειδή η αλβανική πολιτική
δεν πόρεσε να χειραφετηθεί από την κηδε ονία και την καθοδήγηση της Ιταλίας, που
είχε βέβαια άλλες, ευρύτερες φιλοδοξίες.
Για την εξυπηρέτηση ποικίλων σκοπι οτήτων, έχει καλλιεργηθεί ο ύθος ότι το
ελληνικό κράτος τάχα δεν αναγνώρισε ποτέ την ύπαρξη των Σλάβων της Μακεδονίας,
20
ούτε τα δικαιώ ατά τους ως ειονότητας. Η αλήθεια είναι εντελώς διαφορετική. Μέχρι
το 1930, η Ελλάδα έδειξε επανειλη ένα την προθυ ία της να τους αναγνωρίσει, είτε
ως Βουλγάρους (το 1919 ε τη σύ βαση εθελοντικής ετανάστευσης και ξανά το 1924
ε το Πρωτόκολλο Πολίτη"Καλφώφ), είτε ως Σλαβο ακεδόνες (το 1925 ε το
Abecedar), είτε και ως Σέρβους (το 1926 από τον Πάγκαλο).
Η ίδια προθυ ία διακατείχε και τον ίδιο τον Βενιζέλο από το 1928. Το 1930, ωστόσο,
αναγκάστηκε πλέον να διαπιστώσει την ύπαρξη πλήρους αδιεξόδου. Οποιαδήποτε
κίνηση εκ έρους του ελληνικού κράτους, ιδίως στο κρίσι ο πεδίο της ειονοτικής
εκπαίδευσης, θα έστρεφε εναντίον του είτε τη Βουλγαρία (αν δεν γινόταν στα
βουλγαρικά), είτε τη Γιουγκοσλαβία (αν δεν γινόταν στα σερβοκροατικά), είτε και τις
δύο—αν τυχόν γινόταν σε τοπικό ιδίω α (όπως ακριβώς συνέβη ε το Abecedar). Στην
τελευταία άλιστα περίπτωση, Βουλγαρία και Γιουγκοσλαβία θα πορούσαν ακό η
και να απειλήσουν από κοινού την Ελλάδα (όπως δηλώθηκε ω ά από τους
Γιουγκοσλάβους το 1924). Κατά συνέπεια, ήταν προτι ότερο για την Ελλάδα να ην
κάνει απολύτως τίποτε.20
Το αδιέξοδο οφειλόταν προπαντός στη στάση της Γιουγκοσλαβίας. Στο δικό της
κο άτι της οθω ανικής Μακεδονίας (38 % του συνόλου), κατοικούσε συ παγής
σλαβικός πληθυσ ός, που η ίδια επιχειρούσε τότε να «εκσερβίσει» καταναγκαστικά.
Οποιαδήποτε αναγνώριση των Σλάβων της ελληνικής Μακεδονίας, είτε ως
Βουλγάρων, είτε ως ιδιαίτερης εθνότητας, συνιστούσε απειλή για την εδαφική
ακεραιότητα της Γιουγκοσλαβίας—απειλή έ εση, αλλά απείρως εγαλύτερη από ό,τι
ίσχυε για την Ελλάδα (λόγω της προσφυγικής εγκατάστασης στο δικό της κο άτι της
οθω ανικής Μακεδονίας).
Και αν ακό η η Ελλάδα επέλεγε να αγνοήσει τα γιουγκοσλαβικά συ φέροντα και τις
γιουγκοσλαβικές αντιδράσεις (όπως έκανε απερίσκεπτα ο Ν. Πολίτης το 1924), και
πάλι απουσίαζαν οι προϋποθέσεις ίας αξιόπιστης και οριστικής συνεννόησης ε τη
Βουλγαρία. Η Βουλγαρία δεν εννοούσε να εγκαταλείψει την απροκάλυπτα
«αναθεωρητική» στάση της, την άρνηση δηλ. να αποδεχθεί τα τετελεσ ένα του Α΄
Παγκοσ ίου Πολέ ου. 5ιατηρούσε βλέψεις ακό η και στην ελληνική Θράκη.
Εξάλλου, δεν απέ ενε πλέον ελληνική ειονότητα στη Βουλγαρία, ώστε να υπάρχει,
έστω, η υλική βάση ιας ισορροπίας, ε «α οιβαία ο ηρία» των εκατέρωθεν εθνικών
ειονοτήτων (όπως ε την Τουρκία και την Αλβανία).
20
Βενιζέλος προς Υπουργό Εξωτερικών Α. Μιχαλακόπουλο, 23 Νοε βρίου 1930, ΑΕΒ φάκ. 283.
21
Πάντως, το αδιέξοδο δεν επήγαζε όνο από τα αντίθετα συ φέροντα τριών εθνικών
κρατών. Στο τρίγωνο των σχέσεων Ελλάδας, Βουλγαρίας και Γιουγκοσλαβίας,
παρε βαλλόταν ένας κατεξοχήν ανεξέλεγκτος και αποσταθεροποιητικός παράγοντας: η
Εσωτερική Μακεδονική Επαναστατική Οργάνωση (ΕΜΕΟ), ε τις πρωτεϊκές
ετα ορφώσεις της. Στη Βουλγαρία και τη Γιουγκοσλαβία ο παράγοντας αυτός είχε
ασύγκριτα εγαλύτερη βαρύτητα από ό,τι στην Ελλάδα. Στη Βουλγαρία ιδίως, η
ΕΜΕΟ υπήρξε για εγάλο διάστη α αληθινό «κράτος εν κράτει» (προπαντός στο
βουλγαρικό κο άτι της οθω ανικής Μακεδονίας). Πέρα από τον επηρεασ ό των
εσωτερικών πολιτικών εξελίξεων ( ε κορυφαία στιγ ή την ανατροπή και δολοφονία
του πρωθυπουργού Στα πολίνσκι το 1923), εύγλωττο δείγ α του αποσταθεροποιητικού
δυνα ικού της ΕΜΕΟ προσφέρουν οι επιδρο ές κο ιτατζήδων στο ελληνικό έδαφος,
που εξώθησαν τον Πάγκαλο να εισβάλει στη Βουλγαρία το 1925, προκαλώντας την
καταδίκη της ΚτΕ. Ότι δεν έγινε τότε ελληνοβουλγαρικός πόλε ος οφείλεται
περισσότερο στον αφοπλισ ό της Βουλγαρίας ( ε βάση τη Συνθήκη του Νεϊγύ). Όταν
τελικά διαλύθηκε η ΕΜΕΟ το 1934, πήρε α έσως τη θέση της, ως ακό η πιο
αποσταθεροποιητικός παράγοντας, η κο ουνιστική ΕΜΕΟ (Ενω ένη), που είχε
ιδρυθεί το 1925. Η σύνδεση του Μακεδονικού ζητή ατος ε το φάσ α της
κο ουνιστικής ανατροπής εύλογα προκάλεσε πρόσθετη γενικευ ένη ανασφάλεια (και
απηνή καταστολή) και στα τρία ε πλεκό ενα κράτη.
Με τις συνθήκες αυτές, γίνεται τελικά κατανοητό ότι οποιαδήποτε αναγνώριση
σλαβικής ειονότητας εκ έρους της Ελλάδας δεν πορούσε παρά να πυροδοτήσει
απρόβλεπτες και ανεξέλεγκτες παρενέργειες. Όπως έγραφε επιγρα ατικά ο
νο άρχης Φλωρίνης Π. Καλλιγάς στον Βενιζέλο το 1930, θα ισοδυνα ούσε ε
απόσπαση του νο ού του από το ελληνικό κράτος.21
Στην περίπτωση του σλαβικού πληθυσ ού, ο συνωστισ ός και ο αδυσώπητος
ανταγωνισ ός των αυτόκλητων προστατών του οδηγούσε την ελληνική πολιτική σε
αδιέξοδο. Εντελώς αντίστροφα, κανένα γειτονικό (ή άλλο) κράτος δεν διεκδικούσε
τους Σεφαραδίτες Εβραίους και την προστασία τους ως ειονότητας. Αυτό εξηγεί
γιατί η αντιπαράθεσή τους ε τους πρόσφυγες αφέθηκε να πάρει εκρηκτικές και
τελικά ανεξέλεγκτες διαστάσεις (το 1931), που θα ήσαν αδιανόητες σε κάθε άλλη
περίπτωση εθνικής ειονότητας. 5εν κινδύνευαν, στην περίπτωση αυτή, οι σχέσεις
της Ελλάδας (ή ακό η και η ειρήνη) ε ό ορο κράτος.
21
Νο άρχης Φλωρίνης Π.Καλλιγάς προς Βενιζέλο, Αρ.Πρωτ.3394, 26 Φεβρουαρίου 1930, ΑΕΒ φάκ.
107.
22
Οι πιέσεις του διεθνούς (και ιδίως του α ερικανικού) εβραϊσ ού, στις οποίες και ο
Βενιζέλος και οι κορυφαίοι βενιζελικοί ήσαν οπωσδήποτε ευαίσθητοι, δεν
πορούσαν (τότε) να υποκαταστήσουν την προστασία ίας διακρατικής
συνεννόησης. Σε κατώτερα επίπεδα, εντός και εκτός κρατικού ηχανισ ού, δεν ήσαν
ούτε κατανοητές, ούτε καν αποδεκτές.
Η απουσία ενδιαφερό ενου κράτους ισοδυνα ούσε, σε τελευταία ανάλυση, και ε
την έλλειψη συνο ιλητή αξιόπιστου ή πάντως παραδεκτού από τη βενιζελική πλευρά.
Η ηγεσία της εβραϊκής κοινότητας δεν ήταν, όπως φαίνεται, σε θέση να τη δεσ εύσει
ε οριστικό τρόπο, εξαιτίας των σφοδρών ανταγωνισ ών και αντιπαραθέσεων στο
εσωτερικό της. Επιπλέον, η σιωνιστική της πλειοψηφία αξίωνε ουσιαστικά και
κάποτε απερίφραστα καθεστώς εθνικής ειονότητας. Αυτό ό ως δεν πορούσε να
γίνει αντικεί ενο διαπραγ άτευσης από τη βενιζελική πλευρά, απευθείας άλιστα ε
έλληνες υπηκόους και χωρίς να υπάρχει ενδιαφερό ενο κράτος.
22
5ιβάνη, σ. 58.
23
κράτος στη ακρά διάρκεια. Για να παρα είνει το Οικου ενικό Πατριαρχείο στην
Ιστα πούλ, δηλ. σε διηνεκή «αιχ αλωσία» (κατά την έκφραση του Στήβεν
Ράνσι αν), έ ειναν Έλληνες στην Τουρκία και Τούρκοι στην Ελλάδα—σε ευθεία
αντίφαση ε τη λογική της ανταλλαγής και ε το διακηρυγ ένο στόχο της να
εξαλείψει τις εστίες ελλοντικών προστριβών. Για τον ίδιο πάντα λόγο, έγιναν στη
συνέχεια η αναστρέψι ες παραχωρήσεις στην Τουρκία σχετικά ε τους Τούρκους
της Θράκης, χωρίς να διασφαλίζεται η α οιβαιότητα, όπως αποδείχθηκε. Εξάλλου,
ολονότι εξαιρέθηκαν οι Τσά ηδες από την ανταλλαγή ε την Τουρκία, παρέ εινε
αδιανόητη η ανταλλαγή τους ε τους Έλληνες της Βορείου Ηπείρου. Αυτή η
ανταλλαγή, ωστόσο, θα συνιστούσε τη λογική κατάληξη και την τελείωση της
διαδικασίας που ορα ατιζόταν και δρο ολογούσε ο Βενιζέλος το 1919.
23
5ιβάνη, σ. 247.
24
Η πολιτική του Βενιζελισ ού για τις ειονότητες ανα φίβολα υπονο εύθηκε επίσης
από το ανεξέλεγκτο αντι ειονοτικό ένος των οπαδών του και ιδίως των προσφύγων,
στο έτρο άλιστα που πορούσαν να υπολογίζουν ( έχρι το 1933) στη εροληπτική
υποστήριξη των τοπικών κρατικών οργάνων. Το πιο ακραίο παράδειγ α προσφέρει η
αντιπαράθεση των βενιζελικών της Θεσσαλονίκης ε τους Εβραίους την περίοδο
1931"33 (από τον ε πρησ ό του Κά πελ έχρι και την επαναληπτική εκλογή). Ούτε
ο ίδιος ο Βενιζέλος πόρεσε τότε να ελέγξει τους τοπικούς εκπροσώπους και
υποστηρικτές του. Του αρνήθηκαν ακό η και το (αυτονόητο) δικαίω α να
συ περιλάβει στον επίση ο συνδυασ ό υποψήφιο της επιλογής του (δηλ. Εβραίο
οπαδό της αφο οίωσης).
Τέλος, η βενιζελική πολιτική για τις ειονότητες υπονο εύθηκε επίσης από τον
κο ατικό ανταγωνισ ό. Είναι χαρακτηριστικό ότι, στην απόγνωσή τους, νο άρχες ή
άλλοι εκπρόσωποι του ελληνικού κράτους σε ευαίσθητες περιοχές συχνά διατύπωναν
την ευχή να υπάρξει τοπική εκεχειρία εταξύ των ελληνικών κο άτων, ώστε να
παρουσιάζονται στις ειονότητες ε ενιαίο πρόσωπο, αντί να ψηφοθηρούν σε βάρος
της κρατικής πολιτικής.24 Κάτι τέτοιο ό ως ήταν αδιανόητο για τον Αντιβενιζελισ ό
και, ακό η πιο αυτονόητα, για το ΚΚΕ. Και οι δύο πόλοι, ολονότι δια ετρικά
αντίθετοι κατά τα άλλα, ενσάρκωναν στο Μεσοπόλε ο ία κοινή κατά βάθος
υπόσχεση: ότι τα τετελεσ ένα της προσφυγικής αποκατάστασης πορούσαν ακό η να
ανατραπούν, σε όφελος των ειονοτήτων. Επρόκειτο, τελικά, για ένα όνειρο
ολοκληρωτικής ακύρωσης της βενιζελικής πολιτικής.
4. Ο αλλοεθνής ως διαιτητής
Για ένα εθνικό κράτος, αποτελεί αφόρητο οξύ ωρο να παίζουν αλλοεθνείς
ρυθ ιστικό ρόλο στη χάραξη της πολιτικής του—ακό η κι αν είναι πολίτες του.
Ανεξάρτητα από συνταγ ατικές θεωρίες και ρυθ ίσεις, πρόκειται τελικά για
αξεπέραστο πολιτικό όριο στην ανοχή και την ενσω άτωση εθνικών ειονοτήτων.
Το οξύ ωρο παρουσιάστηκε ξαφνικά στις εκλογές της 31ης Μαΐου 1915, τις πρώτες
που διενεργήθηκαν στις Νέες Χώρες ετά την ένταξή τους στο ελληνικό κράτος. Στη
Μακεδονία, ο Αντιβενιζελισ ός κέρδισε τότε όλες σχεδόν τις έδρες (69 σε σύνολο 74)
χάρη στη αζική ψήφο Τούρκων, Σλαβοφώνων (δηλ. και Βουλγάρων), καθώς και
Σεφαραδιτών Εβραίων. Η αποχή των Φιλελευθέρων από τις επό ενες εκλογές, το
24
Π.χ. Νο άρχης Φλωρίνης Β. Μπάλκος προς Βενιζέλο, 30 Ιανουαρίου 1931, ΑΕΒ φάκ. 108. Πρβλ.
5ιβάνη, σσ. 335"336.
25
5εκέ βριο του 1915, αύξησε ακό η περισσότερο το εκλογικό βάρος των ειονοτήτων
και τη δυνατότητα εκπροσώπησής τους. Ήταν η όνη φορά που οι Τσά ηδες πόρεσαν
να εκλέξουν δύο βουλευτές (στο νο ό Πρεβέζης).
Τη στιγ ή που κρινόταν αν η Ελλάδα θα πολε ήσει την Τουρκία και τη Βουλγαρία,
συνιστούσε ασφαλώς υπέρτατη ειρωνεία να ψηφίζουν συ παγείς άζες Τούρκων και
Βουλγάρων στις ελληνικές εκλογές. Όπως έγραφε τότε ο Γ. Παπανδρέου, η υποστήριξή
τους στον Αντιβενιζελισ ό αποδείκνυε «καταφώρως ότι η ακολουθου ένη πολιτική,
ικανοποιούσα τους κληρονο ικούς εχθρούς, αντιστρατεύεται προς τα συ φέροντα του
έθνους». Για τους Σεφαραδίτες Εβραίους και τους Τσά ηδες (στο έτρο που αυτοί δεν
ταυτίζονταν ε την Τουρκία), ήταν επίσης πρόδηλο ότι ο Βενιζέλος αποτελούσε τον
πιο επίφοβο και ανεπιθύ ητο εκφραστή του ελληνικού εθνικισ ού.
Το Μάϊο του 1915, οι Φιλελεύθεροι πορούσαν ακό η να αντισταθ ίσουν την
απώλεια της Μακεδονίας χάρη στην πλειοψηφία που διατηρούσαν στην Παλαιά
Ελλάδα. Τον επό ενο 5εκέ βριο, η αποχή τους προεξοφλούσε το εκλογικό
αποτέλεσ α. Εντελώς διαφορετική ήταν η κατάσταση στις οιραίες εκλογές της 1ης
Νοε βρίου 1920. Και πάλι ο Αντιβενιζελισ ός κέρδισε 69 από τις 74 έδρες της
Μακεδονίας χάρη στην ψήφο των ειονοτήτων. Αυτή τη φορά, ό ως, οι 69
ακεδονικές έδρες αρκούσαν πλέον για να εξασφαλίσουν οριακή πλειοψηφία των
Φιλελευθέρων ( ετά την απώλεια της Παλαιάς Ελλάδας). Αν τις είχαν κερδίσει όλες,
θα είχαν 187 σε σύνολο 369 εδρών. Κατά συνέπεια, η τελική έκβαση των εκλογών
πορούσε να αποδοθεί και στην ψήφο των ειονοτήτων (αθροιστικά).
Σε εφαρ ογή του άρθρου 7 της σύ βασης των Σεβρών για την προστασία των
ειονοτήτων στις Νέες Χώρες, οι Φιλελεύθεροι είχαν ήδη ψηφίσει συνταγ ατική
διάταξη που επέτρεπε τη σύσταση χωριστών «εκλογικών συλλόγων» για τους
Τούρκους και τους Σεφαραδίτες Εβραίους. 5εν πρόλαβαν να την εφαρ όσουν στις
εκλογές της 1ης Νοε βρίου. Μετά τη Μικρασιατική Καταστροφή, ωστόσο, ία από
τις πρώτες εξαγγελίες της λεγό ενης Επανάστασης του 1922 ήταν ότι οι
ουσουλ άνοι Μακεδονίας και Θράκης θα ψήφιζαν εφεξής χωριστά, για 19 έδρες.
Μετά την ανταλλαγή των πληθυσ ών, οι βουλευτικές έδρες περιορίστηκαν σε
τέσσερις για τους ουσουλ άνους της Θράκης (ενώ στους Εβραίους της
Θεσσαλονίκης αναλογούσαν τέσσερις έδρες το 1923 και δύο στη συνέχεια).
Μετά την πρώτη εφαρ ογή το 1923, οι χωριστοί εκλογικοί σύλλογοι δεν ίσχυσαν το
1926, ούτε προβλέφθηκαν στο Σύνταγ α του 1927. Τους επανέφερε ό ως ο
Βενιζέλος το 1928 και ίσχυσαν έχρι και τις εκλογές του 1933. Αποτελούσαν
26
συλλόγου και ε τη δεδο ένη ισορροπία δυνά εων εταξύ των δύο εγάλων
παρατάξεων, είχαν επιδιώξει να παίξουν, ως εθνική ειονότητα, ρυθ ιστικό ρόλο
εντελώς δυσανάλογο ε τον αριθ ό τους.
Ο Βενιζέλος φρόντιζε πάντα να αντιδιαστέλλει τους Εβραίους της Θεσσαλονίκης
από τους Έλληνες ισραηλίτες της Παλαιάς Ελλάδας, στους οποίους αντίθετα
αναφερόταν ως πρότυπο αφο οίωσης. Αυτή η διάκριση, ωστόσο, δεν γινόταν από
πολλούς αντιση ίτες οπαδούς του, ε αποτέλεσ α να δια αρτύρονται οι ισραηλίτες
υποστηρικτές του. Μολονότι ο αντιση ιτισ ός της βάσης ανα φίβολα όξυνε και
χρω άτισε την αντιπαράθεση, ανάλογη θα ήταν ασφαλώς η αντίδραση του
βενιζελικού εθνικισ ού σε οποιαδήποτε άλλη περίπτωση εθνικής ειονότητας ε
παρό οιο ρυθ ιστικό ρόλο.
25
5ιβάνη, σ. 335 υποσ. 87.
28
26
Mavrogordatos, σσ. 193"207.
27
Συνεδρίαση 24ης Ιανουαρίου 1934, Εφη ερίς των Συζητήσεων, σ. 990.
28
Καθη ερινή, 5 Νοε βρίου 1926.
29
29
5ιβάνη, σσ. 255 και 345.
30
30
Επίση α Κεί ενα, τ. 3ος, σ. 326.
31
Επίση α Κεί ενα, τ. 4ος, σ. 297.
31
ανακλήθηκαν στην τάξη α έσως ετά τις εκλογές, τον Ιανουάριο του 1936, όταν η
Κεντρική Επιτροπή καταδίκασε τις «θεωρίες ότι η Μακεδονία γένηκε ελληνική» σαν
«δεξιά οππορτουνιστική διαστρέβλωση της κο ατικής γρα ής».32
Πολλοί έχουν λόγους να υποβαθ ίζουν την πολιτική του ΚΚΕ για «ενιαία
ανεξάρτητη» Μακεδονία και Θράκη, σαν δυσάρεστη «λεπτο έρεια». Όπως, ό ως,
δείχνει το τελευταίο περιστατικό, η πολιτική του ΚΚΕ στο «εθνικό» ζήτη α ήταν
τόσο γνωστή (και τόσο επιζή ια για το κό α), ώστε είχαν λόγο και κίνητρο τα
κατώτερα στελέχη να διαλαλήσουν έχρις υπερβολής («οππορτουνιστικής
διαστρέβλωσης») την αλλαγή συνθή ατος. Άλλωστε, η πολιτική του ΚΚΕ είχε γίνει
πασίγνωστη χάρη στις διώξεις στελεχών, ελών και οπαδών του ε την κατηγορία
ότι επιδίωκαν «την απόσπασιν έρους εκ του όλου της Επικρατείας», σύ φωνα ε
τον ορισ ό του «ιδιώνυ ου» το 1929. Παραπέ ποντας στην αρχέγονη έννοια της
εσχάτης προδοσίας, η κατηγορία αυτή υπήρξε κατεξοχήν κατανοητή στους πολλούς,
χωρίς να υπάρχει πειστική αντίκρουση.
Μένει να εξεταστεί κατά πόσο η πολιτική αυτή είχε απήχηση στους ά εσα
ενδιαφερό ενους, δηλ. στις ίδιες τις εθνικές ειονότητες. Αφού δεν υπήρχε
«Θρακικός λαός», όνος αποδέκτης ήσαν ουσιαστικά οι Σλαβο ακεδόνες. Μία
ειοψηφία τους πράγ ατι υποστήριξε το ΚΚΕ από το 1926. Αυξήθηκε ό ως
ση αντικά το 1935"36, χάρη και στην παράλληλη δράση της κο ουνιστικής ΕΜΕΟ
(Ενω ένης), παίρνοντας το χαρακτήρα «λανθάνουσας εθνοτικής χειραφέτησης».33
Από τις άλλες ειονότητες, Τσά ηδες και Τούρκοι ελάχιστα απασχόλησαν το ΚΚΕ,
όπως δεν το απασχόλησαν γενικά οι θρησκευτικές ειονότητες. Πολύ εγαλύτερο
ενδιαφέρον έδειξε για τους Αρ ένιους και προπαντός για τους Σεφαραδίτες Εβραίους
της Θεσσαλονίκης. Στην περίπτωση ό ως των Εβραίων, η υποστήριξη στο ΚΚΕ
οφείλεται περισσότερο στην ταξική συνείδηση του εβραϊκού προλεταριάτου, ήδη από
την εποχή της Φεντερασιόν, παρά στην ίδια τη ειονοτική πολιτική του κό ατος.
Αντίθετα ε την προστασία που πρόσφερε στις ειονότητες ο Αντιβενιζελισ ός,
εκείνη που πρόσφερε το ΚΚΕ, ολονότι θε ελιω ένη ιδεολογικά, δεν είχε πρακτικό
αντίκρυσ α. Κατέληγε άλιστα να αποτελεί για τους ενδιαφερό ενους
«δηλητηριασ ένο δώρο», προκαλώντας βίαιες αντιδράσεις και απηνείς διώξεις. Η
σύνδεση των Εβραίων ε το ΚΚΕ τροφοδότησε τόσο τον αντιση ιτισ ό όσο και τον
αντικο ουνισ ό (όπως και σε άλλες χώρες). Ακό η πιο αρνητική για τους ίδιους
32
Ό.π., σ. 340.
33
Κωστόπουλος, σ. 152.
32
υπήρξε η σύνδεση των Σλαβο ακεδόνων ε το ΚΚΕ, αφού η επίση η πολιτική του
φαινόταν να υπηρετεί χωριστικά τους σχέδια, σε βάρος της ελληνικής Μακεδονίας. Η
χωρίς διάκριση αζική καταστολή κο ουνιστών και Σλαβοφώνων επρόκειτο να
κλι ακωθεί επί Μεταξά.
36
Ό.π., σ. 169.
37
Ό.π., σ. 137.
38
Ό.π., σ. 176.
39
Ό.π., σ. 180.
34
καταρχήν την πολιτική του ελληνικού κράτους και ειδικά την πολιτική του
Βενιζελισ ού στο ζήτη α των ειονοτήτων. Πράγ ατι εκδηλώθηκε έσω των εθνικών
ειονοτήτων η ανα ενό ενη απειλή κατά της ελληνικής κυριαρχίας. Και πράγ ατι
λειτούργησε ως ασπίδα της ελληνικής κυριαρχίας η προσφυγική εγκατάσταση, όπως
είχε επιδιωχθεί.
Στις συνθήκες της Κατοχής, οι Τσά ηδες πίστεψαν ότι πορούσαν πλέον να
πραγ ατοποιήσουν τα δικά τους αλυτρωτικά όνειρα, ε την προσάρτηση της περιοχής
τους στην Αλβανία. Το ίδιο και οι Σλαβο ακεδόνες, που στράφηκαν αρχικά προς τη
Βουλγαρία ως ο οεθνείς και, στη συνέχεια, προς τη Γιουγκοσλαβία, ε το όρα α της
χωριστής πλέον εθνότητας και κρατικής οντότητας στο πλαίσιο ο οσπονδιακού
συστή ατος. Ακό η και η ειοψηφία των Κουτσοβλάχων, που έχρι τότε ταυτιζόταν
ε τη Ρου ανία, έσπευσε να επωφεληθεί από την Ιταλική κατοχή και να επιδιώξει την
πραγ ατοποίηση ενός ονείρου αυτονο ίας, ε τη Λεγεώνα και το λεγό ενο
Πριγκηπάτο της Πίνδου.
Θα πορούσε ίσως να προβληθεί η αντίρρηση ότι η καταπίεση των ειονοτήτων
από το ελληνικό κράτος ήταν εκείνη που τις ώθησε να στραφούν εναντίον του όταν
βρέθηκε σε αδυνα ία να αντιδράσει. Ειδικά για τους Σλαβο ακεδόνες, υποστηρίζεται
βάσι α ότι η ακραία και βάναυση καταπίεση επί Μεταξά (που υπερακόντιζε
οτιδήποτε ίσχυσε πριν) έπαιξε καταλυτικό ρόλο για τη ετέπειτα στάση τους.
Aστόσο, είναι δύσκολο να φανταστεί κανείς ποιά ακριβώς ειονοτική πολιτική θα
πορούσε να είχε αποτρέψει εντελώς την ανθελληνική στροφή αυτών των τριών
εθνικών ειονοτήτων. Θα τις είχε δηλ. ε ποδίσει να επωφεληθούν από τη οναδική
ιστορική ευκαιρία που πρόσφερε ο πόλε ος. Μόνο ε τους Τούρκους της Θράκης δεν
συνέβη το ίδιο, επειδή η Τουρκία έ εινε ουδέτερη.
Άλλωστε, σε τελευταία ανάλυση, υπήρχαν δύο αλληλένδετοι υλικοί παράγοντες που
δεν θα πορούσαν σε κα ία περίπτωση να αγνοηθούν από τις ειονότητες: η
ιδιοκτησία της γης και η προσφυγική εγκατάσταση. Μεγάλες εκτάσεις είχαν αφαιρεθεί
από τους Τσά ηδες και τους Σλαβο ακεδόνες για να δοθούν στους πρόσφυγες, ενώ και
οι Κουτσοβλάχοι κτηνοτρόφοι είχαν πληγεί ανεπανόρθωτα από την αγροτική
εταρρύθ ιση, που συρρίκνωσε τα βοσκοτόπια. Κα ία πολιτική δεν θα είχε προλάβει
να συ φιλιώσει οριστικά αυτές τις ειονότητες ε όσα είχαν βιώσει, εντελώς
πρόσφατα, ως οικονο ική καταστροφή και ως αρπαγή των πατρογονικών τους εδαφών.
Ακό η λιγότερες α φιβολίες δικαιολογούνται ως πρός τη δικαίωση της βενιζελικής
πολιτικής για τη αζική προσφυγική εγκατάσταση στη Βόρεια Ελλάδα, ε στόχο τον
35
«εξελληνισ ό» της και την εξουδετέρωση των ειονοτήτων. Στη διάρκεια της Κατοχής
(αλλά και στη συνέχεια), οι πρόσφυγες αποδείχθηκαν πράγ ατι η πιο αποτελεσ ατική
ασπίδα για τη διαφύλαξη της ελληνικής κυριαρχίας στις νέες τους πατρίδες, είτε
αγωνίστηκαν από τις τάξεις του ΕΑΜ, είτε από τις τάξεις αντιπάλων οργανώσεων και
ο άδων (ακό η και εκείνων που κατέληξαν να συνεργαστούν ε τους Γερ ανούς).
Και εδώ θα πορούσε ίσως να αντιταχθεί ότι ακριβώς η σύγκρουση ε τούς
πρόσφυγες έστρεψε τις ειονότητες προς τους εχθρούς της Ελλάδας. Aστόσο, εύκολα
πορεί να φανταστεί κανείς τι θα εσή αινε, στη συγκυρία της Κατοχής, η απουσία
των προσφύγων και η συνακόλουθη κατοχή της γης αποκλειστικά από γηγενείς
ειονότητες σε αρκετές περιοχές. 5εν θα υπήρχε κανένα ε πόδιο, κανένα «αντίπαλο
δέος» για την εφαρ ογή σχεδίων κάθε λογής και προέλευσης σε βάρος της εδαφικής
ακεραιότητας του ελληνικού κράτους (ανεξάρτητα από την τελική έκβαση του
πολέ ου).
Τέλος, ακό η και στην ιδιαίτερη περίπτωση των Σεφαραδιτών Εβραίων,
δικαιώθηκε ε τον πιο τραγικό τρόπο η πολιτική της αφο οίωσης που πρέσβευαν ο
Βενιζελισ ός και οι οπαδοί του στο εσωτερικό της ειονότητας. Για το εγάλο όγκο
της, την κρίσι η ώρα, η έλλειψη αφο οίωσης εσή ανε την απουσία όχι όνο
πρακτικών δυνατοτήτων διαφυγής, αλλά και έ πρακτης αλληλεγγύης εκ έρους του
χριστιανικού πληθυσ ού. Εντελώς αντίθετα, στην Παλαιά Ελλάδα όχι όνο ο
χριστιανικός πληθυσ ός αλλά και οι αρχές ( ε επικεφαλής την Ορθόδοξη Εκκλησία
και την Αστυνο ία Πόλεων) έκαναν το παν για να κρύψουν και να σώσουν τους
ισραηλίτες συ πολίτες τους. Η «επιταγή» της αφο οίωσης είχε, τελικά, αντίκρυσ α
και εξαργυρώθηκε στο ακέραιο.
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
Ξενόγλωσση
Cowan, Jane K. (ed.), Macedonia: The Politics of Identity and Difference, Λονδίνο
2000.
Ladas, Stephen P., The Exchange of Minorities: Bulgaria, Greece, and Turkey, Νέα
Υόρκη 1932.
Ελληνική
Αβέρωφ, Ευάγγελος Α., Η πολιτική πλευρά του Κουτσοβλαχικού ζητή ατος, Αθήνα
1948.