You are on page 1of 36

Ιστορία της Ελλάδας του 20ού αιώνα, επι . Χ. Χατζηιωσήφ, τό ος Β2 (Αθήνα: Βιβλιόρα α, 2003), σ. 9"35.

Γ. Θ. ΜΑΥΡΟΓΟΡ ΑΤΟΣ

ΟΙ ΕΘΝΙΚΕΣ ΜΕΙΟΝΟΤΗΤΕΣ

1. Τα όρια της εθνικής ο οιογένειας


Η υποχρεωτική ανταλλαγή πληθυσ ών ε την Τουρκία το 1923 επέτρεψε στην
Ελλάδα να αποκτήσει « ονο ιάς» αξιοζήλευτη ο οιογένεια ως εθνικό κράτος. Αυτή
ήταν η πιο ά εση και ορατή σκοπι ότητα και συνέπεια της ανταλλαγής, που
υπογρα ίστηκε κατά κόρον. 5ρα ατικός και ριζικός υπήρξε ο «εξελληνισ ός» ειδικά
της ελληνικής Μακεδονίας και της ελληνικής (5υτικής) Θράκης. Σύ φωνα ε την πιο
διαδεδο ένη εκτί ηση, το ποσοστό των Ελλήνων υπερδιπλασιάστηκε στη Μακεδονία
(από 43% σε 89%) και υπερτριπλασιάστηκε στη Θράκη (από 17% σε 62%). Τα
συγκεκρι ένα ποσοστά επιδέχονται α φισβήτηση. Παρα ένει, ωστόσο,
αδια φισβήτητο το κρίσι ο γεγονός ότι οι Έλληνες (γηγενείς και πρόσφυγες)
αποτελούσαν πλέον τη συντριπτική πλειοψηφία του πληθυσ ού και των δύο
περιφερειών.
Aστόσο, το εγάλο επίτευγ α έ εινε ανολοκλήρωτο. Από την υποχρεωτική
ανταλλαγή πληθυσ ών ε την Τουρκία, εξαιρέθηκαν εξαρχής οι Τούρκοι
ουσουλ άνοι της Θράκης και εκ των υστέρων οι (Αλβανοί) Τσά ηδες της Ηπείρου.
Εξάλλου, η ανταλλαγή πληθυσ ών ε τη Βουλγαρία από το 1919 δεν ήταν (ούτε
πορούσε να είναι) υποχρεωτική, ε αποτέλεσ α να παρα είνουν στη Μακεδονία
Σλαβόφωνοι ε βουλγαρική ταυτότητα.
Η ση ασία και η επικινδυνότητα αυτών των ειονοτήτων για το ελληνικό κράτος δεν
επήγαζε από τους αριθ ούς, αλλά από τη γεωγραφική τους θέση. Μολονότι α ελητέες
αριθ ητικά στο σύνολο του πληθυσ ού (βλ. Πίνακα), οι τρεις αυτές ειονότητες
παρέ εναν συ παγείς σε παρα εθόριες περιοχές, απέναντι ή, πάντως, κοντά σε
«συγγενικά» τους ό ορα κράτη. Μπορούσαν, κατά συνέπεια, να στηρίξουν εδαφικές
βλέψεις σε βάρος της ακεραιότητας του ελληνικού κράτους.
Περισσότερο έ εση επικινδυνότητα ε φάνιζαν δύο ακό η ειονότητες. Μολονότι
δεν συνδέονταν ε ό ορο κράτος, πορούσαν και αυτές να στηρίξουν σχέδια σε βάρος
της ελληνικής κυριαρχίας στις περιοχές τους. Πρόκειται για τους «ρου ανίζοντες»
2

Κουτσοβλάχους της Πίνδου και για τους Σεφαραδίτες Εβραίους της Θεσσαλονίκης—
της πόλης που υπήρξε το κατεξοχήν ήλο της Έριδος στη Νότια Βαλκανική.
Θα ήταν ασφαλώς διαφορετική η κατάσταση αν οι πέντε αυτές εθνικές ειονότητες
ήσαν διασκορπισ ένες σε όλη την ελληνική επικράτεια ή, έστω, αν ήσαν
συγκεντρω ένες στη Νότια Ελλάδα, ακριά από τα σύνορα. Εύγλωττη είναι η
αντιδιαστολή των πέντε ε ία έκτη εθνική ειονότητα, που αποτελούσαν όσοι
Αρ ένιοι είχαν καταφύγει στην Ελλάδα ως πρόσφυγες ετά τη Μικρασιατική
Καταστροφή. 5ιασκορπισ ένοι σε διάφορα αστικά κέντρα, ταυτίζονταν ε ένα έθνος
τόσο ακρινό ώστε να ην προκύπτει η παρα ικρή ανησυχία. Πέρα από την κοινή
έχθρα εναντίον των Τούρκων και πέρα από την κοινή τους οίρα ε τους Έλληνες
πρόσφυγες, η ίδια η προσωρινότητα της παρα ονής τους στην Ελλάδα καθιστούσε την
παρουσία τους σχεδόν αδιόρατη ( ε συνέπεια να αγνοείται και από τη σχετική ε τις
ειονότητες βιβλιογραφία). Από πολύ νωρίς άρχισε η οργανω ένη ετανάστευσή τους
στη Σοβιετική Ένωση (Γεωργία και Αρ ενία), που ολοκληρώθηκε ετά το Β΄
Παγκόσ ιο Πόλε ο.

ΟΙ ΕΘΝΙΚΕΣ ΜΕΙΟΝΟΤΗΤΕΣ ΣΤΗΝ ΕΛΛΑ Α


ΣΥΜΦ%ΝΑ ΜΕ ΤΙΣ ΑΠΟΓΡΑΦΕΣ ΤΟΥ 1928 ΚΑΙ ΤΟΥ 1940

Μειονότητα Θρήσκευ α Μητρική γλώσσα Απογραφή 1928 Απογραφή 1940

Τούρκοι ουσουλ άνοι τουρκική 86.506 94.509

Τσά ηδες ουσουλ άνοι αλβανική 18.598 20.000 ;

Σλάβοι ορθόδοξοι ακεδονοσλαβική 81.844 86.079

Κουτσοβλάχοι ορθόδοξοι κουτσοβλαχική 19.679 57.263

Σεφαραδίτες
Εβραίοι ισραηλίτες ισπανοεβραϊκή 63.000 52.706

Αρ ένιοι ορθόδοξοι αρ ενική 31.038 26.796

ΣΥΝΟΛΙΚΟΣ ΠΛΗΘΥΣΜΟΣ 6.204.684 7.344.860

ΣΗΜ. Τα αποτελέσ ατα της απογραφής του 1940 (που δεν δη οσιεύτηκαν ποτέ επίση α)
όπως αναφέρονται στο Chr. Christidès, Le camouflage macédonien à la lumière des faits et
des chiffres, Αθήνα 1949, σ. 62. Λείπει ό ως ο αριθ ός των Τσά ηδων, που συ πληρώνεται
κατ’ εκτί ηση.
3

2. Ορισ οί και αριθ οί


Για να θεωρηθούν εθνικές ειονότητες στο ελληνικό κράτος οι έξη ο άδες που
προαναφέρθηκαν, αρκεί το αντικει ενικό γεγονός ότι, σε εγαλύτερο ή ικρότερο
βαθ ό, ταυτίζονταν όχι ε το ελληνικό, αλλά ε άλλο έθνος. Το κριτήριο ό ως αυτό
δεν προσφέρεται για την ακριβή εκτί ηση του όγκου τους. Η εθνική συνείδηση ενός
εκάστου δεν ήταν δυνατό τότε να διαπιστωθεί ε ασφάλεια (ιδίως ε ασφάλεια για τον
ίδιο). Έτσι, οι κατα ετρήσεις και εκτι ήσεις ε κριτήριο την ιδιαίτερη γλώσσα ή τη
θρησκεία οιραία συ περιλα βάνουν άτο α ε αδια όρφωτη, ρευστή ή και ελληνική
ολαταύτα εθνική συνείδηση. Όπως θα φανεί στη συνέχεια, οι αριθ ητικοί
υπολογισ οί εξαρτώνται, σε τελευταία ανάλυση, από τον προηγού ενο χαρακτηρισ ό
ιας ειονότητας ως εθνικής ή ως, απλώς, «εθνοτικής» (ethnic), γλωσσικής ή
θρησκευτικής.

Οι Τούρκοι της Θράκης


Σε σύγκριση ε τις άλλες ειονότητες, εγαλύτερη αξιοπιστία και ακρίβεια έχουν οι
αριθ οί που αναφέρονται στους Τούρκους και τους άλλους ουσουλ άνους της
Θράκης. 5εν υπήρχαν ακό η, τότε, λόγοι συσκότισης. Αντίθετα, η εξαίρεσή τους
από την υποχρεωτική ανταλλαγή πληθυσ ών συνεπαγόταν την κατα έτρησή τους και
άλιστα την έκδοση σχετικών πιστοποιητικών από την αρ όδια Μικτή Επιτροπή.
Μέχρι το 1934, είχαν εκδοθεί συνολικά 106.000 τέτοια πιστοποιητικά.1 Από το
σύνολο αυτό και σύ φωνα ε την απογραφή του 1928, περίπου 87.000 ήσαν
Τούρκοι, περίπου 17.000 ήσαν Πο άκοι και οι υπόλοιποι Τσιγγάνοι.
Από τη σκοπιά της Ελλάδας, οι Τούρκοι της Θράκης εξαιρέθηκαν από την
υποχρεωτική ανταλλαγή των πληθυσ ών σε αντιστάθ ισ α για την παρα ονή του
Οικου ενικού Πατριαρχείου και ανάλογης ελληνικής ειονότητας στην
Κωνσταντινούπολη. Με τις δύο συ ετρικές εξαιρέσεις, Ελλάδα και Τουρκία
συ φώνησαν στην ουσία να ανταλλάξουν όχι πληθυσ ούς, αλλά «ο ήρους». Εφεξής,
η εταχείριση της ειονότητας στη ία χώρα θα αποτελούσε εγγύηση για τη
εταχείριση της αντίστοιχης ειονότητας στην άλλη.
Χρησι οποιήθηκε (πολύ αργότερα) το οψιγενές επιχείρη α ότι δεν πρόκειται τάχα
για εθνική ειονότητα, αλλά όνο για θρησκευτική. Πρόκειται δηλ. όνο για
«Έλληνες ουσουλ άνους» ( ία κατασκευή κατεξοχήν οξύ ωρη σε προοπτική

1
5ιβάνη, σ.174.
4

χιλιετίας) και όχι για Τούρκους. Για τις εξαιρέσεις, ό ως, ισχύει ό,τι ακριβώς ίσχυσε
για τους ανταλλαξί ους. Πέρα από το ίδιο το γρά α της Σύ βασης περί
υποχρεωτικής ανταλλαγής, που χρησι οποιεί, εναλλακτικά, και τους όρους
«Έλληνες» και «Τούρκοι» (ακό η και στον τίτλο της), είναι πασίδηλο ότι η
θρησκεία χρησί εψε όνο ως αντικει ενικό και άλιστα α άχητο τεκ ήριο εθνικής
ταυτότητας. Η ανταλλαγή έπρεπε να είναι υποχρεωτική, χωρίς να αφήνεται κανένα
περιθώριο ατο ικής επιλογής. Άλλωστε ε ποιά λογική, ένα καταρχήν ανεξίθρησκο
κράτος, όπως η Ελλάδα, και ένα αχητικά κοσ ικό, όπως η κε αλική Τουρκία, θα
συναποφάσιζαν την ανταλλαγή θρησκευτικών αποκλειστικά ειονοτήτων και το
βίαιο ξεριζω ό σχεδόν δύο εκατο υρίων ανθρώπων, ε τις ευλογίες άλιστα των
Μεγάλων 5υνά εων και της ΚτΕ;
Από άλλους λόγους πηγάζει ένας εύλογος δισταγ ός να χαρακτηριστούν οι Τούρκοι
της Θράκης εξαρχής ως εθνική ειονότητα. Μεταξύ τους επικρατούσαν οι
Παλαιότουρκοι ή Παλαιο ουσουλ άνοι, προσκολλη ένοι στη θρησκευτική
παράδοση και το οθω ανικό παρελθόν. Η επιφυλακτική έως απροκάλυπτα εχθρική
στάση τους απέναντι στην κε αλική Τουρκία, ισοδυνα ούσε ε αποξένωση και
αποκοπή τους από το υπόλοιπο τουρκικό έθνος και το νέο του κράτος. Από την
πλευρά του, το ελληνικό κράτος είχε κάθε συ φέρον να ενθαρρύνει αυτή την
κατάσταση, όπως και έκανε αρχικά, προκαλώντας τις δια αρτυρίες της Τουρκίας.2
Τους Παλαιο ουσουλ άνους ευνοούσε εξάλλου και η θέσπιση χωριστού «εκλογικού
συλλόγου» από το 1923, δηλ. ιδιαίτερης εκλογικής περιφέρειας για όλους τους
ουσουλ άνους της Θράκης, που περιλά βανε και τον αγροτικό πληθυσ ό των
βουλγαρόφωνων Πο άκων, κατεξοχήν προσηλω ένων στη θρησκεία και την
παράδοση.
Aστόσο, στο βω ό της ελληνοτουρκικής προσέγγισης που επιχείρησε υπεραισιόδοξα
ο Βενιζέλος το 1928"30, θυσιάστηκε η έχρι τότε πολιτική και πολλά ερείσ ατά της.
Κατ’ απαίτηση της Άγκυρας, απο ακρύνθηκαν από τη Θράκη περίπου 150
αντικε αλικοί που είχαν καταφύγει εκεί, ε επικεφαλής τον τελευταίο ανώτατο
θρησκευτικό ηγέτη (σεϊχουλισλά η) του οθω ανικού καθεστώτος. Άνοιξε επιπλέον
τουρκικό προξενείο στην Κο οτηνή. Εκ έρους της Ελλάδας, δεν πορούσε να
υπάρξει επιση ότερη παραδοχή ότι η Τουρκία εδικαιούτο να ενδιαφέρεται για

2
Ladas, σσ. 494"495.
5

ο οεθνείς της (όχι βέβαια για «ο όθρησκους»). Έγινε επίσης αποδεκτή η επιβολή
καίριων κε αλικών εταρρυθ ίσεων, όπως του λατινικού αλφαβήτου.
Από τη στιγ ή εκείνη είχε πλέον δρο ολογηθεί ανεπιστρεπτί η σταδιακή ετατροπή
του ουσουλ ανικού πληθυσ ού σε κανονική εθνική ειονότητα, ε την προσχώρηση
όχι όνο Τούρκων αλλά, στη συνέχεια, και Πο άκων στον τουρκικό εθνικισ ό. Από
το 1933, οι οπαδοί του κε αλισ ού απέκτησαν επιπλέον την υποστήριξη του Λαϊκού
Κό ατος, που έσπευσε να τους προσεταιριστεί ετά την άνοδό του στην εξουσία.

Οι Τσά ηδες της Ηπείρου


Μιαν ακό η πανηγυρική επιβεβαίωση του εθνικού χαρακτήρα που είχε η
ανταλλαγή πληθυσ ών ε την Τουρκία αποτελεί η εκ των υστέρων εξαίρεση των
Τσά ηδων της Ηπείρου. Μολονότι ουσουλ άνοι, εξαιρέθηκαν τελικά ως Αλβανοί,
ετά από πιέσεις της Αλβανίας, που υποστήριζε η Ιταλία.
Οι Τσά ηδες (18.598 σύ φωνα ε την απογραφή του 1928) ήσαν συγκεντρω ένοι
κυρίως στη Θεσπρωτία και ειδικότερα στις επαρχίες Μαργαριτίου, Φιλιατών και
Παρα υθιάς. Στην περίπτωσή τους, έγινε α έσως φανερό πόσο αναντικατάστατο
ήταν τελικά το θρήσκευ α ως α άχητο τεκ ήριο εθνικότητας σε ία υποχρεωτική
ανταλλαγή. Εντολοδόχοι της ΚτΕ προσπάθησαν το 1925 να εκ αιεύσουν αξιόπιστες
δηλώσεις από έναν πληθυσ ό που όχι όνο δεν είχε αντι ετωπίσει έχρι τότε το
ζήτη α της εθνικής του ταυτότητας, αλλά και είχε γίνει πλέον έρ αιο αντιφατικών
πιέσεων. Το ζήτη α έκλεισε χάρη στη ονο ερή απόφαση του Πάγκαλου, το 1926,
να παρα είνουν όλοι οι Τσά ηδες (εκτός από 3.000 περίπου που είχαν ήδη
εταφερθεί στην Τουρκία).3
Όπως στην περίπτωση των Τούρκων της Θράκης, έτσι και στην περίπτωση των
Τσά ηδων υπήρχε στην ουσία ία κατάσταση «α οιβαίας ο ηρίας», αφού η Ελλάδα
από την πλευρά της ενδιαφερόταν για την ελληνική ειονότητα στη Νότια Αλβανία
(Βόρειο Ήπειρο). Aστόσο, η Ελλάδα δεν πορούσε να επιση οποιήσει αυτή την
κατάσταση α οιβαιότητας (όπως ε την Τουρκία) χωρίς να υπονο εύσει οποιαδήποτε
ελλοντική εδαφική βλέψη της στη Βόρειο ΄Ηπειρο. Για τον ίδιο λόγο, ούτε καν
εξέτασε την απερίφραστη πρόταση της Αλβανίας, το 1925, να γίνει υποχρεωτική
ανταλλαγή των Τσά ηδων ε τους Έλληνες της Βορείου Ηπείρου. Έτσι, η
κατάσταση α οιβαιότητας δεν ε πόδισε τις εντάσεις, που είχαν δυσ ενή αντίκτυπο

3
5ιβάνη, σσ. 234"236.
6

και στις δύο ειονότητες. Από το 1935 άλιστα, η ένταση κλι ακώθηκε ξανά από την
αλβανική πλευρά, ε την απροκάλυπτη υποκίνηση της Ιταλίας.
Η παράταση της αβεβαιότητας για την τύχη τους, έχρι το 1926, είχε ως οιραία
συνέπεια να πληγούν οι Τσά ηδες από την προσφυγική εγκατάσταση περισσότερο
από οποιαδήποτε άλλη ειονότητα. Όσο θεωρούνταν ακό η ανταλλάξι οι,
δη ιουργήθηκαν τετελεσ ένα γεγονότα σε βάρος των ιδιοκτησιών τους, που στη
συνέχεια στάθηκε αδύνατο να ανατραπούν. Στο πλαίσιο της αγροτικής
εταρρύθ ισης, απαλλοτριώθηκαν όχι όνο τα τσιφλίκια των πέηδων, αλλά ακό η
και ικροϊδιοκτησίες.4 Παρά τις εταγενέστερες σχετικές ρυθ ίσεις, το ζήτη α της
απόδοσης ή ικανοποιητικής αποζη ίωσης των ιδιοκτησιών που το ελληνικό κράτος
αφαίρεσε από τους Τσά ηδες παρέ εινε άλυτο.
Έτσι, οι Τσά ηδες είχαν ανοικτούς λογαριασ ούς ε το ελληνικό κράτος και ε
τους Έλληνες συντοπίτες τους. Ήσαν επιπλέον η όνη εθνική ειονότητα που
πορούσε να υπολογίζει στη δραστήρια συ παράσταση όχι όνο της διπλανής
« ητέρας"πατρίδας» (Αλβανίας), αλλά και ίας Μεγάλης 5ύνα ης—της Ιταλίας.
Χάρη στη συντονισ ένη παρέ βασή τους, άλλωστε, παρέ ειναν τελικά οι Τσά ηδες
στην περιοχή τους, αντί να εκπατρισθούν στην Τουρκία.
Μετά την επιτυχία αυτή και τις άλλες υποχωρήσεις του Πάγκαλου σε αλβανικές
αξιώσεις, εύγλωττη υπήρξε η ε φάνιση Κό ατος της Τσα ουριάς στις εκλογές του
1926. Από τον ίδιο τον τίτλο διαφαίνονται οι χωριστικές του διαθέσεις. Επικεφαλής
ήταν ο Αλή Ντίνο πέης, που είχε εκλεγεί αντιβενιζελικός βουλευτής το 5εκέ βριο
του 1915 (χάρη στην τότε αποχή των Φιλελευθέρων). Σε κατεξοχήν ευνοϊκές
συνθήκες (και λόγω αναλογικού εκλογικού συστή ατος), το Κό α της Τσα ουριάς
συγκέντρωσε συνολικά όλις 1.539 ψήφους (δηλ. ούτε καν όλες τις ψήφους των
Τσά ηδων) στις εκλογικές περιφέρειες Ιωαννίνων και Πρεβέζης, χωρίς βέβαια να
εκλέξει βουλευτή. Τα αποτελέσ ατα αυτά ήσαν τόσο κατώτερα των προθέσεων, ώστε
το εγχείρη α δεν είχε συνέχεια.

Οι Σλάβοι της Μακεδονίας


Τούρκοι, Τσά ηδες, Πο άκοι διακρίνονται, περιχαρακώνονται και τελικά
κατα ετρούνται χάρη στο ουσουλ ανικό τους θρήσκευ α, που λειτούργησε ως το
πιο καθοριστικό κριτήριο διαχωρισ ού στα Βαλκάνια επί πολλούς αιώνες. Αντίθετα,

4
Ό.π., σ. 251 υποσ. 89.
7

ο σλαβικός πληθυσ ός της Μακεδονίας δεν διαφοροποιείται θρησκευτικά από τους


άλλους ορθόδοξους πληθυσ ούς της Νότιας Βαλκανικής. 5ιακριτικό του γνώρισ α
θεωρήθηκε ανέκαθεν η γλώσσα, ε αποτέλεσ α ατέρ ονες δια άχες για την
ταξινό ησή της (είτε ως βουλγαρικής διαλέκτου, είτε ως αυτοτελούς σλαβικής
γλώσσας), καθώς και για τις υποδιαιρέσεις της σε τοπικά ιδιώ ατα.5
5εν ήταν πάντως η γλώσσα η όνη ιδιαιτερότητα αυτού του πληθυσ ού, ούτε ίσως
η ση αντικότερη. 5ιατηρούσε επίσης άλλα στοιχεία σλαβικού πολιτισ ού, όπως η
διευρυ ένη αγροτική οικογένεια (zadruga)—ή «πατριά» στην ορολογία του Κ.
Καραβίδα. 5εν επρόκειτο, λοιπόν, απλώς για «Σλαβόφωνους», αλλά και για Σλάβους
πολιτισ ικά (ανεξάρτητα από καταγωγή ή εθνική συνείδηση). Ο Καραβίδας άλιστα
θεωρούσε την πατριά πολύ πιο αξεπέραστο ε πόδιο από τη γλώσσα για τον
εξελληνισ ό και την αφο οίωσή τους, προτείνοντας έτρα για την επίσπευση της
οιραίας διάλυσής της (υπό την πίεση του καπιταλισ ού). Στο έτρο που
επωφελήθηκαν και Σλαβόφωνοι γηγενείς από την αγροτική εταρρύθ ιση, η διανο ή
ατο ικών κλήρων σε αρχηγούς πυρηνικών οικογενειών είχε ακριβώς το αποτέλεσ α
που επιθυ ούσε ο Καραβίδας.6
Σλαβόφωνοι, Σλαβο ακεδόνες ή Βούλγαροι; Πρόκειται τελικά για τρεις
ο όκεντρους κύκλους, δηλ. για τρία διαφορετικά ανθρώπινα σύνολα. Με όνο
κριτήριο τη χρήση σλαβικού ιδιώ ατος, οι Σλαβόφωνοι της Μακεδονίας ήσαν
περίπου 165.000 (και πάντως δεν ξεπερνούσαν τις 200.000). Βρίσκονταν ό ως
συγκεντρω ένοι στη 5υτική Μακεδονία και αποτελούσαν την πλειοψηφία του
πληθυσ ού στο νο ό (και την επαρχία) Φλωρίνης.
Σύ φωνα ε τις ίδιες εκτι ήσεις, από το σύνολο αυτό σχεδόν οι ισοί, αν όχι
περισσότεροι, πορούσαν δικαιολογη ένα να θεωρηθούν Σλαβόφωνοι Έλληνες, επειδή
είχαν ταυτιστεί ε την ελληνική πλευρά ως «πατριαρχικοί» την περίοδο της
βουλγαρικής Εξαρχίας και του Μακεδονικού Αγώνα (κερδίζοντας την ονο ασία
«Γραικο άνοι»).
Οι Σλαβόφωνοι που δεν είχαν (ούτε αποδέχονταν) την ελληνική ταυτότητα, ως
πρώην «εξαρχικοί», υπολογίζονταν σε περίπου 90.000. 5εν είναι ίσως σύ πτωση ότι
οι απογραφές τόσο του 1928 όσο και του 1940 κατέληξαν σε παραπλήσιο αριθ ό (βλ.
Πίνακα). Πέρα από τυχόν αυθαίρετες επιλογές των απογραφέων, πορεί να υποθέσει
κανείς ότι και οι ίδιοι οι ενδιαφερό ενοι, αν δεν αποδέχονταν την ελληνική

5
Κωστόπουλος, σσ. 33"45.
6
Καρακασίδου, σ. 291.
8

ταυτότητα, ήσαν διατεθει ένοι να δηλώσουν ως ητρική γλώσσα τη


« ακεδονοσλαβική». Από αυτούς, σύ φωνα ε όλες τις ενδείξεις, οι περισσότεροι
είχαν ακό η βουλγαρική ταυτότητα στη διάρκεια του Μεσοπολέ ου.
Ανά εσα στους Γραικο άνους και τους Βουλγάρους, υπήρχε ανα φίβολα ία
τρίτη, ενδιά εση κατηγορία, χωρίς ε πεδω ένη εθνική ταυτότητα—από τις
προσφερό ενες. Σ’ αυτήν ταιριάζει περισσότερο η ονο ασία Σλαβο ακεδόνες. Από
εθνοτική ο άδα, είχαν, όπως αποδείχθηκε, τις προϋποθέσεις να εξελιχθούν τελικά σε
ιδιαίτερο σλαβικό έθνος (συ παρασύροντας και πολλούς που είχαν πριν βουλγαρική
ταυτότητα). Τέλος, α ελητέος ήταν ο αριθ ός των Σλαβοφώνων που ήσαν
διατεθει ένοι να δηλώσουν Σέρβοι.
Η Ελλάδα επιχείρησε να απαλλαγεί από το βουλγαρικό της πληθυσ ό ε τη
σύ βαση εθελοντικής ανταλλαγής που υπέγραψε ε την ηττη ένη Βουλγαρία στο
Νεϊγύ το 1919, ετά από πρωτοβουλία του Βενιζέλου. Συ φωνήθηκε, ακριβέστερα, η
α οιβαία και εθελούσια ετανάστευση των ελλήνων υπηκόων βουλγαρικής
καταγωγής και των βουλγάρων υπηκόων ελληνικής καταγωγής. Για υποχρεωτική
ανταλλαγή δεν πορούσε βέβαια να γίνει λόγος, αφού η γλώσσα ασφαλώς δεν
προσφερόταν ούτε ως αδια φισβήτητο ατο ικό γνώρισ α, ούτε ως α άχητο τεκ ήριο
εθνικής καταγωγής.
Για την Ελλάδα, αυτή η ανταλλαγή πληθυσ ών δεν είχε τα επιδιωκό ενα
αποτελέσ ατα. Παρά τις πιέσεις που ανα φίβολα ασκήθηκαν, δεν αναχώρησαν
τελικά για τη Βουλγαρία όλοι οι Σλαβόφωνοι που ταυτίζονταν ’ αυτήν. Για να η
φύγουν, ασκήθηκαν αντίρροπες και κάποτε δραστικότερες πιέσεις από τη βουλγαρική
πλευρά και ιδίως από την Εσωτερική Μακεδονική Επαναστατική Οργάνωση
(ΕΜΕΟ). Εξάλλου και η άκαιρη υπογραφή του Πρωτοκόλλου Πολίτη"Καλφώφ το
1924 ενθάρρυνε πολλούς να παρα είνουν στην Ελλάδα, ε την προσδοκία ότι θα
προστατεύονταν εφεξής ως βουλγαρική ειονότητα. Έτσι, ενώ όσοι ετανάστευσαν
στη Βουλγαρία πορούσαν πλέον να τεκ αίρονται Βούλγαροι, δεν ίσχυε το
αντίστροφο για όσους έ ειναν.
Σύ φωνα ε την τελική έκθεση της αρ όδιας Μικτής Επιτροπής της ΚτΕ, έχρι το
1932 ετανάστευσαν στη Βουλγαρία συνολικά 66.000 άτο α ε βάση τη σύ βαση
του Νεϊγύ. Έλαβαν επίσης αποζη ιώσεις άλλα 36.000 άτο α που είχαν καταφύγει
στη Βουλγαρία πριν το 1920 (ιδίως την εποχή του Β΄ Βαλκανικού Πολέ ου). Όπως
προκύπτει από τη γεωγραφική κατανο ή όσων ετανάστευσαν, το φαινό ενο υπήρξε
9

αζικότερο στην Ανατολική και την Κεντρική Μακεδονία, ενώ ελάχιστα άγγιξε τη
5υτική, από όπου έφυγαν λιγότεροι από 6.000.7
Η άφιξη και εγκατάσταση Ελλήνων προσφύγων ασφαλώς υπήρξε ο δραστικότερος
καταλύτης που ώθησε Σλαβόφωνους γηγενείς να εταναστεύσουν στη Βουλγαρία.
Για όσους έ ειναν, η σύγκρουση ε τους πρόσφυγες εξελίχθηκε σε αδυσώπητη πάλη
για τον έλεγχο όχι όνο της γης, αλλά και της τοπικής εξουσίας. Μοιραία, η πάλη
απέκτησε όχι απλώς εθνοτικό, αλλά εθνικό χαρακτήρα. Για τους πρόσφυγες, οι
Σλαβόφωνοι χωρίς διάκριση ήσαν συλλήβδην «Βούλγαροι», που δεν είχαν θέση στο
ελληνικό κράτος. Για τους ντόπιους, οι πρόσφυγες ήσαν βέβαια ξένοι εισβολείς και
άρπαγες. Η εκδίωξή τους έγινε όνι ος και διακαής πόθος. 5εν έλειψαν άλιστα τα
αι ατηρά επεισόδια σε όλη τη διάρκεια του Μεσοπολέ ου.
Στην αντιπαράθεσή τους ε τους πρόσφυγες, δηλ. και ε το ελληνικό κράτος, οι
Βούλγαροι, οι Σλαβο ακεδόνες και γενικότερα οι Σλαβόφωνοι είχαν την α έριστη
συ παράσταση του Αντιβενιζελισ ού, τουλάχιστον έχρι το 1933. Αυτήν την
παράταξη συνέχισαν λοιπόν να υποστηρίζουν (όπως είχαν κάνει το 1915"20), αφού
είχε ελπίδες να έρθει στην εξουσία και να ανατρέψει τα τετελεσ ένα της
προσφυγικής εγκατάστασης, όπως υποσχόταν. Στο ΚΚΕ στράφηκε ικρή όνο
ειοψηφία, που ό ως αυξήθηκε ση αντικά το 1935"36, χάρη και στην παράλληλη
δράση της κο ουνιστικής ΕΜΕΟ (Ενω ένης). Είχαν άλλωστε αρχίσει να
διαψεύδονται οι προσδοκίες, ετά την άνοδο του Αντιβενιζελισ ού στην εξουσία. Η
πιο βάναυση διάψευση ακολούθησε επί Μεταξά, ε πρωτοφανή σε έκταση και
αυθαιρεσία αστυνο ικά έτρα για την εξάλειψη της «απαγορευ ένης γλώσσας».8
5έκα χρόνια νωρίτερα, οι Σλαβόφωνοι είχαν ψηφίσει αζικά για τον ίδιο Μεταξά, ως
αρχηγό τότε των Ελευθεροφρόνων.

Οι Κουτσοβλάχοι της Πίνδου


Παραπλήσια ε την περίπτωση του σλαβικού πληθυσ ού της Μακεδονίας
ε φανίζεται η κατάσταση των Κουτσοβλάχων στην ευρύτερη περιοχή της Πίνδου. Με
κριτήριο το γλωσσικό ιδίω α και άλλες πολιτισ ικές ιδιαιτερότητες, επρόκειτο για
εγάλη εθνοτική ο άδα, της τάξεως των 150 έως 200.000.9 Από αυτούς ό ως όνο ία
ικρή, κατά τα φαινό ενα, ειοψηφία πορεί να χαρακτηριστεί εθνική ειονότητα:

7
Christidès, σσ. 72"75 και Κωστόπουλος, σ. 33.
8
Κωστόπουλος, σσ. 162"180.
9
Αβέρωφ, σ. 20.
10

όσοι ταυτίζονταν ε το ρου ανικό έθνος ή, πάντως, απέρριπταν την ένταξή τους στο
ελληνικό. Αντίθετα, η συντριπτική πλειοψηφία είχε προ πολλού ασπαστεί την ελληνική
ταυτότητα και τον ελληνικό εθνικισ ό, ε κορυφαίο παράδειγ α τον ίδιο τον Ιωάννη
Κωλέττη.
Όπως και στην περίπτωση των Σλαβοφώνων, οι απογραφές του 1928 και του 1940
φαίνεται ότι καταγράφουν την πρώτη ιδίως κατηγορία και πάντως όχι το σύνολο.
Όπως αρτυρεί ως αυτόπτης ο Αβέρωφ για την απογραφή του 1940, οι άλλοι
θεωρούσαν «ντροπή» να δηλώσουν την κουτσοβλαχική ως ητρική γλώσσα.10 Αν
έχει δίκιο, προκύπτει το ερώτη α γιατί ο αριθ ός όσων δεν είχαν τέτοιο ενδοιασ ό
τριπλασιάστηκε το 1940 σε σύγκριση ε το 1928.
Σε σύγκριση ε τις άλλες εθνικές ειονότητες, οι «ρου ανίζοντες» Κουτσοβλάχοι (ή
απλώς Βλάχοι) απολά βαναν προνο ιακό καθεστώς. Σε κα ία άλλη περίπτωση δεν
παραχώρησε η Ελλάδα ειονοτικά δικαιώ ατα σε τέτοια έκταση και άλιστα χωρίς
α οιβαιότητα (αφού δεν υπήρχε ελληνική ειονότητα στη Ρου ανία). Η παραχώρηση
έγινε ήδη το 1913 από τον Βενιζέλο, προκει ένου να εξασφαλίσει την κρίσι η
υποστήριξη της Ρου ανίας στις διαπραγ ατεύσεις για τη Συνθήκη του Βουκουρεστίου.
Με τις ρυθ ίσεις αυτές, οι Κουτσοβλάχοι αναγνωρίστηκαν στην ουσία ως
ρου ανική εθνική ειονότητα. Τα σχολεία και άλλα ιδρύ ατα που προορίζονταν γι’
αυτούς χρη ατοδοτούσε απευθείας (και πλουσιοπάροχα) το ρου ανικό κράτος. Αυτό
δεν ε πόδισε την Ιταλία να ε φανιστεί στη συνέχεια ως αυτόκλητος προστάτης των
Κουτσοβλάχων, εξαιτίας της λατινικής, υποτίθεται, καταγωγής όχι όνο της γλώσσας
τους, αλλά και των ιδίων. Το 1918, άλιστα, ενθάρρυνε την ανακήρυξη (στην
Κορυτσά) ιας εφή ερης «5η οκρατίας της Πίνδου». Μετά είκοσι (και πλέον) έτη,
εντελώς αναχρονιστικά, αυτή η «δη οκρατία» έ ελλε να επανε φανιστεί ως
«πριγκηπάτο».
Με τη Ρου ανία, δεν υπήρχε βέβαια περίπτωση (ούτε ανάγκη) να προβεί η Ελλάδα
σε ανταλλαγή πληθυσ ών. Μολαταύτα, ετά από αίτη α της Ρου ανίας, το ελληνικό
κράτος είχε την ευκαιρία να απαλλαγεί από τουλάχιστον 2.000 οικογένειες
«ρου ανιζόντων» Κουτσοβλάχων, που ετανάστευσαν στη 5οβρουτσά την περίοδο
1925"29.11
Πέρα από τις δελεαστικές υποσχέσεις της ρου ανικής κυβέρνησης (που επειγόταν
να εποικίσει τη 5οβρουτσά ε ο οεθνείς ώστε να αντισταθ ίσει το βουλγαρικό

10
Ό.π., σ. 19.
11
5ιβάνη, σσ. 109"112.
11

στοιχείο), αυτό το εταναστευτικό ρεύ α (όπως και το αντίστοιχο προς Βουλγαρία)


οφειλόταν προπαντός στη αζική εγκατάσταση των Ελλήνων προσφύγων. Aς
κτηνοτρόφοι, οι Κουτσοβλάχοι γνώρισαν τις καταστρεπτικές συνέπειες που είχε η
προσφυγική αποκατάσταση και γενικότερα η αγροτική εταρρύθ ιση για την
παραδοσιακή (νο αδική) κτηνοτροφία. Οι έχρι τότε διαθέσι ες εκτάσεις για βοσκή
συρρικνώθηκαν δρα ατικά, στην προσπάθεια να εξευρεθεί καλλιεργήσι ος κλήρος
για όσο το δυνατό περισσότερους πρόσφυγες (και ντόπιους ακτή ονες).
Τέλος, οι Κουτσοβλάχοι βρέθηκαν και αυτοί στο στόχαστρο της αστυνο ικής
αυθαιρεσίας κατά την εκστρατεία που εξαπολύθηκε, επί Μεταξά, για την εξάλειψη
των «ξένων» γλωσσών. Κατά συνέπεια, ο τριπλασιασ ός όσων δήλωσαν την
κουτσοβλαχική ως ητρική γλώσσα το 1940 ίσως ερ ηνεύεται ως αντίδραση στην
καταπίεση του ελληνικού κράτους—ανάλογη ε εκείνη των Σλαβοφώνων και ε
παρό οιες προεκτάσεις για το ά εσο έλλον.

Οι Σεφαραδίτες Εβραίοι της Θεσσαλονίκης


Για λόγους κατανοητούς, ετά το Ολοκαύτω α και την ίδρυση του Ισραήλ, γίνεται
συχνά το λάθος να αποδίδεται εκ των υστέρων και αναδρο ικά στους Εβραίους της
Ελλάδας ία ο οιογένεια που δεν είχαν. Αν αγνοηθούν ιδιαίτερες αλλά ολιγάνθρωπες
κοινότητες (όπως της Κέρκυρας), υπήρχαν κατά βάση δύο εντελώς διαφορετικές
εβραϊκές ειονότητες: ία θρησκευτική και ία εθνική.
Στην Παλαιά ιδίως Ελλάδα, οι Έλληνες ισραηλίτες προσέγγιζαν την κατάσταση που
αποτελεί στόχο και ιδανική κατάληξη της αφο οίωσης. Από τους συ πολίτες τους,
δεν διακρίνονταν παρά όνο στο θρήσκευ α και (ενδεχο ένως) στο ονο ατεπώνυ ο.
Όπως αποδείχθηκε στην Κατοχή, αρκούσε καταρχήν η επίση α πιστοποιη ένη
αλλοίωση αυτών των δύο στοιχείων για την απόκρυψη της εβραϊκής τους ταυτότητας.
5ια ετρικά αντίθετη ήταν η κατάσταση των Σεφαραδιτών Εβραίων στη Βόρεια
Ελλάδα και ιδίως στη Θεσσαλονίκη—την πόλη που έχρι το 1912 υπήρξε προπαντός
δική τους. Στο πλαίσιο του ελληνικού κράτους, δεν αποτελούσαν απλώς εθνοτική
ο άδα, ε ιδιαίτερη γλώσσα (την ισπανοεβραϊκή) και πολιτισ ό, αλλά και εθνική
ειονότητα (όπως τους χαρακτήριζε και το ΚΚΕ).
Ο χαρακτηρισ ός τους ως εθνικής ειονότητας πηγάζει από δύο αδια φισβήτητα
και συ πληρω ατικά δεδο ένα: την ταύτιση ε τον εβραϊκό εθνικισ ό και την
απόρριψη του ελληνικού. Η πλειοψηφία τους ακολουθούσε τον εβραϊκό εθνικισ ό,
δηλ. το σιωνισ ό, σε διάφορες εκδοχές και αποχρώσεις. Ακό η εγαλύτερη ήταν η
12

πλειοψηφία τους που απέρριπτε τον ελληνικό εθνικισ ό και την αφο οίωση στο
ελληνικό κράτος, αν στους σιωνιστές προστεθούν οι σοσιαλιστές (από το 1924
κο ουνιστές). Οι οπαδοί της αφο οίωσης παρέ ειναν ικρή ειοψηφία έχρι το
τραγικό τέλος. Στο απόγειο της δύνα ής τους, οι σιωνιστές συγκέντρωσαν 64% στις
κοινοτικές εκλογές του 1930, οι κο ουνιστές 16% και οι οπαδοί της αφο οίωσης
όλις 14%. Παρά τη είωση της σιωνιστικής πλειοψηφίας το 1934, οι οπαδοί της
αφο οίωσης και πάλι δεν ξεπέρασαν το 19%.12
Η εβραϊκή Θεσσαλονίκη των αρχών του 20ού αιώνα είχε ία οναδικότητα (που
δεν έχει αναδειχθεί στην ήδη πληθωρική ελληνική βιβλιογραφία). 5εν ήταν όνο ία
εβραϊκή πόλη, ε βάση την πλειοψηφία των κατοίκων της. Ήταν επίσης ία πλήρης
σύγχρονη εβραϊκή κοινωνία—η οναδική τότε στον κόσ ο ολόκληρο. 5ιέθετε
δηλαδή στο εσωτερικό της ολόκληρο το καπιταλιστικό ταξικό φάσ α, από
εγαλοαστούς τραπεζίτες και βιο ήχανους έως προλετάριους εργάτες (ή και
«λου πεν"προλετάριους»), χωρίς κανένα ενδιά εσο κενό. Από ένα σιωνιστή,
πορούσε να θεωρηθεί σαν πρώτη υλοποίηση του άπιαστου ακό η ορά ατος. Έλειπε
όνο η πολιτική κυριαρχία. Υπήρχε ό ως ευρύτατη αυτονο ία στο προστατευτικό
οθω ανικό πλαίσιο, από τέσσερις ήδη αιώνες.
Μόνο έτσι γίνεται τελικά κατανοητή η προσκόλληση της ειονότητας σ’ αυτό το
πρόσφατα χα ένο παρελθόν και η άρνησή της να αποδεχθεί την ελληνική κατάκτηση
ως τετελεσ ένο και α ετάκλητο γεγονός, στο οποίο όφειλε πλέον να προσαρ οστεί.
Το 1912, οι Εβραίοι της Θεσσαλονίκης δεν είχαν απλώς γνωρίσει ία εταβολή
κρατικής κυριαρχίας, όπως άλλοι πληθυσ οί. Είχαν χάσει την πόλη τους και τον
κόσ ο τους.
Από τη στιγ ή εκείνη, άρχισε ία ακατάσχετη παρακ ή, που συνοδεύτηκε από
αλλεπάλληλα κύ ατα ετανάστευσης, στην Παλαιστίνη και αλλού. Μέχρι το 1940, ο
εβραϊκός πληθυσ ός της Θεσσαλονίκης είχε ειωθεί σε 50.000 περίπου.
Αντιπροσώπευε πλέον όλις ένα πέ πτο του πληθυσ ού της πόλης όπου άλλοτε ήταν
πλειοψηφία.
Καίριο πλήγ α για τους Εβραίους υπήρξε προπαντός η συρρίκνωση του
οικονο ικού ρόλου της Θεσσαλονίκης, ετά τη χάραξη νέων κρατικών συνόρων το
1913, που την απέκοψαν από την ευρύτερη έχρι τότε ενδοχώρα της. Η εγάλη
πυρκαγιά του 1917 τερ άτισε βίαια τη συ παγή εβραϊκή παρουσία στην καρδιά της

12
Constantopoulou and Veremis, σσ. 170 και 237"239.
13

πόλης. Με την ανοικοδό ηση, όπως σχεδιάστηκε, σχεδόν ο ισός εβραϊκός


πληθυσ ός εκτοπίστηκε από το κέντρο σε περιφερειακούς συνοικισ ούς (παρό οιους
ε τους προσφυγικούς).
Μέχρι το 1920, οι Εβραίοι της Θεσσαλονίκης πορούσαν ακό η να ελπίζουν ότι η
τύχη της πόλης τους δεν είχε οριστικά κριθεί και να προωθούν (σε διεθνές επίπεδο)
σχέδια που αποσκοπούσαν στην απόσπασή της από την ελληνική κυριαρχία. Μετά το
1923, ωστόσο, δεν υπήρχε πλέον έδαφος για παρό οιες ελπίδες και σχέδια. Αντίθετα
άλιστα, ο ερχο ός των προσφύγων ολοκλήρωσε τον α ετάκλητο «εξελληνισ ό» της
οθω ανικής Θεσσαλονίκης.
Η σύγκρουση των προσφύγων ε τους Εβραίους της Θεσσαλονίκης ξεπέρασε σε
σφοδρότητα κάθε ανάλογη περίπτωση σύγκρουσής τους ε άλλες εθνικές
ειονότητες ή και γενικότερα ε γηγενείς. Πολλοί παράγοντες συνέβαλαν σ’ αυτό. Ο
έλεγχος της οικονο ικής ζωής της Θεσσαλονίκης δεν πορεί βέβαια να συγκριθεί, ως
υλικό διακύβευ α, ε τη διεκδίκηση χωραφιών και βοσκοτόπων, όπως αλλού. Οι
Εβραίοι δεν διέθεταν ούτε την προστασία ό ορου κράτους, ούτε δυνατότητες
ένοπλης βίας (όπως οι Τσά ηδες και οι Σλαβο ακεδόνες). Στην περίπτωσή τους, ο
επιθετικός εθνικισ ός των προσφύγων τροφοδοτήθηκε και από την απύθ ενη
δεξα ενή του αντιση ιτισ ού. Τέλος, το αστικό περιβάλλον ευνόησε την ανάπτυξη
και τη δράση αζικού αντιση ιτικού κινή ατος, ε αιχ ή του δόρατος την Εθνική
Ένωση «Η Ελλάς» (γνωστότερη ως ΕΕΕ ή «τρία Ε»), που ιδρύθηκε το 1927. Μετά
από αλλεπάλληλα επεισόδια, αποκορύφω α της σύγκρουσης υπήρξε ο ε πρησ ός
του εβραϊκού συνοικισ ού Κά πελ τον Ιούνιο του 1931.
Οι Εβραίοι της Θεσσαλονίκης (ακό η και οι σοσιαλιστές) είχαν αρχικά υποστηρίξει
τον Αντιβενιζελισ ό, στις εκλογές του 1915 και του 1920. Γι’ αυτούς (όπως και για
τους ουσουλ άνους της Θράκης), ο Μεσοπόλε ος εγκαινιάστηκε ε τη θέσπιση
χωριστού «εκλογικού συλλόγου», δηλ. ιδιαίτερης εκλογικής περιφέρειας, από το
1923. Μολονότι παρουσιάστηκε σαν εγγύηση κοινοβουλευτικής τους εκπροσώπησης,
για τους ίδιους δεν έπαψε να αποτελεί απαράδεκτο «εκλογικό γκέτο». Το 1923, η
δια αρτυρία τους πήρε τη ορφή καθολικής σχεδόν αποχής από τις εκλογές
συντακτικής συνέλευσης. Το 1926, ωστόσο, που δεν ίσχυσε ο χωριστός σύλλογος,
όλες οι εβραϊκές πολιτικές δυνά εις (εκτός από τους κο ουνιστές) επέλεξαν την
αυτοαπο όνωση και ε φανίστηκαν ε κοινό συνδυασ ό ως «Εβραϊκή Πολιτική
Ένωση».
14

Μετά τη θρια βευτική επάνοδο του Βενιζέλου στην εξουσία το 1928, επιχειρήθηκε
ία προσέγγιση της εβραϊκής ηγεσίας και ειδικά των σιωνιστών ε το Κό α
Φιλελευθέρων. Οι προσδοκίες ό ως διαψεύστηκαν βάναυσα από το πογκρό του
Κά πελ, που απέδειξε στους Εβραίους της Θεσσαλονίκης ότι δεν πορούσαν να
υπολογίζουν στην προστασία των βενιζελικών κρατικών αρχών απέναντι στις
επιθέσεις των επίσης βενιζελικών προσφύγων και εφη ερίδων. Ακολούθησε εύλογα
αζική (επι)στροφή του εβραϊκού πληθυσ ού στον Αντιβενιζελισ ό, από το 1932.
Μετά την άνοδό του στην εξουσία το 1933, καταργήθηκε επιτέλους ο χωριστός
εκλογικός σύλλογος, ε συνέπεια τη διενέργεια επαναληπτικής εκλογής στο σύνολο
του νο ού τον Ιούλιο. Ο αντιση ιτισ ός των βενιζελικών της Θεσσαλονίκης έφθασε
τότε στο ση είο να αρνηθούν στον ίδιο τον Βενιζέλο τη συ ετοχή Εβραίου
υποψηφίου στον επίση ο συνδυασ ό. 5ικαιώθηκαν ό ως από τον εκλογικό τους
θρία βο.13 Μόνο η δικτατορία του Μεταξά εξασφάλισε στους Εβραίους της
Θεσσαλονίκης τα τελευταία ήσυχα χρόνια τους, ε τη διάλυση της ΕΕΕ και τη
φί ωση του αντιση ιτικού τύπου.

3. Η πολιτική του Βενιζελισ ού


Πολιτική του ελληνικού κράτους έχρι το 1933 ήταν κατά βάση εκείνη του
Βενιζέλου και του Βενιζελισ ού ως παράταξης ( ε εξαίρεση τη ονοετή δικτατορία
του αποστάτη και αλλοπρόσαλλου Πάγκαλου το 1925"26). Άλλωστε, όνο στην
περίπτωση του Βενιζελισ ού πορεί να γίνει λόγος για συγκροτη ένη πολιτική, ε
συγκεκρι ένους στόχους και έτρα για την επίτευξή τους. Με ία φράση, κεντρικός
άξονας της πολιτικής αυτής ήταν η οικοδό ηση σύγχρονου εθνικού κράτους
φιλελεύθερων ευρωπαϊκών προδιαγραφών, σε συνθήκες ειρήνης και ε σεβασ ό στη
διεθνή νο ι ότητα, όπως τότε εκφραζόταν από την ΚτΕ. 5εν υπήρξε έκτοτε άλλη,
εναλλακτική και αξιόπιστη πρόταση για το ελληνικό κράτος.
Υπάρχει η επιπόλαιη εντύπωση ότι ο ενταφιασ ός της Μεγάλης Ιδέας το 1922
εσή ανε και το τέλος του εθνικισ ού, όπως τουλάχιστον εκφράστηκε από το
Βενιζελισ ό. Εσή ανε, ό ως, όνο το τέλος του αλυτρωτισ ού. Ο Βενιζελισ ός
αναπροσάρ οσε α έσως το περιεχό ενο του εθνικισ ού του στις νέες συνθήκες,
αναγνωρίζοντας την επιτακτική ανάγκη να συνεχιστεί το έργο της εθνικής
ολοκλήρωσης έσα στα οριστικά πλέον όρια του κράτους. Για την επίτευξη εθνικής

13
Mavrogordatos, σ. 260.
15

ο οιογένειας, δεν αρκούσε η άφιξη των προσφύγων. Χρειαζόταν επίσης η


αποκατάστασή τους και η αφο οίωσή τους. Έ ενε επίσης να ολοκληρωθεί η
ενσω άτωση των Νέων Χωρών στο εθνικό κράτος.
Η βενιζελική πολιτική ήταν οιραίο να έχει καταρχήν δυσ ενείς επιπτώσεις για τις
εθνικές (και τις άλλες) ειονότητες. 5εν αποτελεί ελληνική ιδιαιτερότητα, αλλά γενική
νο οτέλεια του σύγχρονου εθνικού κράτους η άτεγκτη επιβολή ο οιογένειας στο χώρο
κυριαρχίας του, δηλ. η εξάλειψη πλήθους ιδιαιτεροτήτων κάθε λογής—γλωσσικών,
θρησκευτικών και γενικότερα πολιτισ ικών. Στη διαδικασία αυτή, είναι αυτονόητο ότι
ε πλέκονται συ φέροντα, οικονο ικά και άλλα, και ότι θυσιάζονται τα κεκτη ένα
ειονοτήτων.
Κατεξοχήν απλό και εύγλωττο παράδειγ α προσφέρει ο ορισ ός της Κυριακής ως
ενιαίας η έρας υποχρεωτικής αργίας σε όλη την επικράτεια. Μολονότι υπαγορεύεται
από πολλαπλές ανάγκες και αντικει ενικές σκοπι ότητες, δεν παύει να προξενεί βλάβη
στους πιστούς θρησκειών που τηρούν άλλη έρα ως αργία. Έτσι η επιβολή της
Κυριακής αργίας και στη Θεσσαλονίκη, το 1924, υπήρξε πλήγ α για τους Εβραίους
καταστη ατάρχες, σε όφελος των Ελλήνων ανταγωνιστών τους.
Ανάλογο (και συναφές) παράδειγ α προσφέρει η ανοικοδό ηση της Θεσσαλονίκης
ετά την πυρκαγιά του 1917. Μολονότι υπαγορεύθηκε από αντικει ενικές ανάγκες και
από τις πιο σύγχρονες πολεοδο ικές αντιλήψεις, είχε επίσης ως συνέπεια τον
εξοβελισ ό της εβραϊκής φτωχολογιάς από το κέντρο της πόλης, σε όφελος του
«εξελληνισ ού» της.

Αφο οίωση, ενσω άτωση, εξουδετέρωση


Στόχοι της βενιζελικής πολιτικής για τις εθνικές ειονότητες ήσαν η αφο οίωση ή,
έστω, η ενσω άτωσή τους και, πάντως, η εξουδετέρωση κάθε ενδεχό ενης απειλής που
αντιπροσώπευαν για την εθνική κυριαρχία και την εδαφική ακεραιότητα του ελληνικού
κράτους.
Το ζήτη α της αφο οίωσης επικεντρώνεται συνήθως στο πεδίο της γλώσσας και της
εκπαίδευσης. Πράγ ατι, η βενιζελική εκπαιδευτική πολιτική, ε βασικό άξονα και
επίτευγ α την εξαετή υποχρεωτική εκπαίδευση στη δη οτική, υπηρετούσε συνειδητά
και το στόχο της αφο οίωσης—αρχικά των αλλοεθνών ή ξενογλώσσων, στη συνέχεια
και των προσφύγων (ιδίως των τουρκόφωνων). Τον ίδιο άλλωστε στόχο υπηρέτησε και
η κατασκευή περίπου 3.000 δη οτικών σχολείων το 1928"32.
16

Από τις ειονότητες, στο στόχαστρο αυτής της εκπαιδευτικής εξόρ ησης βρίσκονταν
προπαντός οι Σλαβόφωνοι της Μακεδονίας. Ο ελληνικός εθνικισ ός είχε ήδη ακρά
παράδοση και αξιόλογη αποτελεσ ατικότητα στο χώρο τους, όπου δρούσε από το 1869
ο Σύλλογος προς 5ιάδοσιν των Ελληνικών Γρα άτων, σε στενή συνεργασία ε το
ελληνικό κράτος. Παρά τις ελλείψεις και τις παλινδρο ήσεις (ιδίως ετά το 1933), τα
ακροπρόθεσ α αποτελέσ ατα της βενιζελικής εκπαιδευτικής πολιτικής στο πεδίο
αυτό υπήρξαν οπωσδήποτε ση αντικά. Όπως δείχνουν οι περισσότεροι Κουτσοβλάχοι
(ανεπηρέαστοι από τα ρου ανικά σχολεία), αλλά και οι πολυπληθέστεροι Αρβανίτες
της Παλαιάς Ελλάδας, η αφο οίωση δεν προϋποθέτει αναγκαστικά την εξάλειψη της
ιδιαίτερης ητρικής γλώσσας, αλλά παρα ένει συ βατή και ε τη διγλωσσία. Χάρη
στη βενιζελική εκπαιδευτική πολιτική, το ίδιο ασφαλώς συνέβη ε πολλούς
Σλαβόφωνους.
Αγνοείται συνήθως, παρά την πολύπλευρη ση ασία της, ία άλλη όψη της
βενιζελικής πολιτικής για την αφο οίωση των ειονοτήτων: η αγροτική εταρρύθ ιση,
που εγκαινίασε η Προσωρινή Κυβέρνηση της Θεσσαλονίκης το 1917. 5ικαιολογώντας
την πολιτική αυτή στη Βουλή, στις 27 Ιανουαρίου 1920, ο Βενιζέλος τόνισε
χαρακτηριστικά: «Έχο εν καθήκον, όχι όνον τους ο ογενείς καλλιεργητάς της γης να
αποκαταστήσω εν εις ιδιοκτήτας, αλλά ... και τους πολυαρίθ ους αλλογενείς
πληθυσ ούς, οι οποίοι περιελήφθησαν εντός των Ελληνικών ορίων. Μόνον υπό τον όρον
αυτόν θα εί εθα βέβαιοι, ότι θα κατακτήσω εν αυτούς, όχι όνον πολιτικώς και
στρατιωτικώς, αλλά και ψυχικώς...»
Βέβαια, στη συνέχεια, η αγροτική αποκατάσταση των προσφύγων απορρόφησε
εγάλο έρος των εκτάσεων που κανονικά θα διανέ ονταν σε γηγενείς ακτή ονες.
Αυτή ακριβώς ήταν και η πηγή των συγκρούσεων εταξύ προσφύγων και γηγενών
(Ελλήνων και η) στην ύπαιθρο. Aστόσο, παράλληλα ε την προσφυγική
αποκατάσταση, που δη ιούργησε περίπου 170.000 νέους ικροϊδιοκτήτες, η αγροτική
εταρρύθ ιση επίσης ετέτρεψε σε ικροϊδιοκτήτες 130.000 γηγενείς ακτή ονες. Από
τους 30.000 (τουλάχιστον) στη Μακεδονία, πολλοί (αν όχι οι περισσότεροι) ήσαν
Σλαβόφωνοι.14 Πέρα από την ίδια την αποκατάστασή τους σε ιδιοκτήτες, πρόσθετη
ώθηση για την αφο οίωσή τους έδωσε η απόσπασή τους από τη σλαβική διευρυ ένη
οικογένεια και η αναγκαστική ετάβασή τους στο ελληνικό πρότυπο της πυρηνικής
οικογένειας (όπως ση ειώθηκε ήδη).

14
Π.χ. Καρακασίδου, σσ. 290"293.
17

Στο στόχαστρο της πολιτικής για την αφο οίωση των ειονοτήτων βρέθηκαν επίσης
οι Σεφαραδίτες Εβραίοι της Θεσσαλονίκης, που κλήθηκαν απερίφραστα να ι ηθούν
το υπαρκτό πρότυπο των Ελλήνων ισραηλιτών της Παλαιάς Ελλάδας. Στην περίπτωσή
τους, ό ως, δεν υπήρχε εκπαιδευτικό κενό, όπως στην ύπαιθρο. Υπήρχε αντίθετα ένα
πυκνό πλέγ α κοινοτικών, ξένων και άλλων ιδιωτικών σχολείων, ε επικεφαλής τα
γαλλόφωνα της Alliance Israélite Universelle. Το 1929, όλις 10% των Εβραίων
αθητών φοιτούσε σε ελληνικά σχολεία.15 Στα περισσότερα εβραϊκά σχολεία, η
διδασκαλία της ελληνικής γλώσσας και γενικότερα της ελληνικής παιδείας δεν
απέκτησε ποτέ προτεραιότητα, εξαιτίας κυρίως της σθεναρής σιωνιστικής αντίστασης
στην ιδέα της αφο οίωσης. Με τις συνθήκες αυτές, τα αποτελέσ ατα της αφο οίωσης
έχρι το τέλος του Μεσοπολέ ου παρέ ειναν πενιχρά έως α φίβολα—και πάντως
κατώτερα των βενιζελικών προσδοκιών.
Τα ξένα σχολεία δεν αντι ετωπίστηκαν από τη βενιζελική πολιτική ως ανασχετικά
της αφο οίωσης όνο στην περίπτωση των Εβραίων της Θεσσαλονίκης. Ο Νό ος 4862
του 1930, που περιόρισε δραστικά τη λειτουργία ξένων σχολείων, έθιξε επίσης τα
κεκτη ένα των Ελλήνων καθολικών στις Κυκλάδες, προκαλώντας τις δια αρτυρίες
τους (και την εντονότερη πρόσδεσή τους στον Αντιβενιζελισ ό).
Στην περίπτωση ουσουλ άνων, όπως οι Τούρκοι, οι Τσά ηδες (αλλά και οι
Πο άκοι), δεν πορούσε να γίνει σοβαρός λόγος για αφο οίωση, αλλά άλλον για
ισότι η ενσω άτωση, στην καλύτερη περίπτωση. Στο ση είο ακριβώς αυτό
ε φανίζεται καθοριστικός ο ιστορικός ρόλος της θρησκείας ως εθνικής διαχωριστικής
γρα ής. Την αφο οίωση άλλωστε απέκλειε η έ πρακτη αναγνώριση των Τσά ηδων
και των Τούρκων ως εθνικών ειονοτήτων. Έτσι, δεν δόθηκε ιδιαίτερη βαρύτητα
ούτε καν στην εκ άθηση της ελληνικής γλώσσας.16 Στην οπτική της ισότι ης
ενσω άτωσης εντάσσεται προπαντός ο χωριστός «εκλογικός σύλλογος» για τους
ουσουλ άνους της Θράκης. Είναι χαρακτηριστικό ότι οι Τσά ηδες δια αρτύρονταν
για την έλλειψη κοινοβουλευτικής τους εκπροσώπησης, που θα πορούσε ό ως να
εξασφαλιστεί όνο ε ανάλογη ρύθ ιση (αν το επέτρεπαν οι σχέσεις ε την
Αλβανία).17
Πρωταρχικό έσο για την εξουδετέρωση των απειλών που αντιπροσώπευαν οι
ειονότητες υπήρξε βέβαια η εγκατάσταση των Ελλήνων προσφύγων, τόσο γενικά

15
Βασιλικού, σ. 136.
16
5ιβάνη, σ. 176 και 252.
17
Ό.π., σ. 241.
18

στη Βόρεια Ελλάδα, όσο και ειδικά σε επιλεγ ένες παρα εθόριες περιοχές (όπου
δη ιουργήθηκαν συνολικά 254 συνοικισ οί). Με την αξεπέραστη α εσότητα και
ακριβολογία των διατυπώσεών του, ο Βενιζέλος είχε προδιαγράψει την πολιτική αυτή
ήδη από το 1919, όταν εισηγήθηκε την ελληνοβουλγαρική ανταλλαγή στο Νεϊγύ.
Επιδίωξή του ήταν «η ενσφήνωσις ελληνικών πληθυσ ών εκεί όπου οι αλλογενείς
τοιούτοι είναι συ παγείς».18 Αυτή η ιδέα της ενσφήνωσης ελληνικών πληθυσ ών
βρήκε ετά το 1923 ευρύτατο πεδίο εφαρ ογής, χάρη στον ερχο ό των προσφύγων
από την Τουρκία και προπαντός των Ποντίων, που θεωρήθηκαν καταλληλότεροι ως
νέοι «ακρίτες» στα σύνορα.
Στο κεφάλαιο της εξουδετέρωσης των κινδύνων εντάσσεται επίσης εγάλη ποικιλία
άλλων έτρων για τις ειονότητες. Για παράδειγ α, η ενθάρρυνση των
Παλαιο ουσουλ άνων από το ελληνικό κράτος ( έχρι το 1930) απο όνωνε την
τουρκική ειονότητα από το τουρκικό κράτος (όπως ση ειώθηκε ήδη). Κατεξοχήν
εύγλωττα είναι δύο ακό η παραδείγ ατα, από το χώρο της ειονοτικής εκπαίδευσης.
Η ρηξικέλευθη χρήση λατινικών χαρακτήρων στο αλφαβητάριο που ετοι άστηκε το
1925 για την εκπαίδευση των Σλαβοφώνων στη γλώσσα τους (το γνωστό Abecedar)
φαινόταν προορισ ένη να ε ποδίζει εφεξής την επικοινωνία τους τόσο ε τη
Βουλγαρία όσο και ε τη Σερβία (που διατηρούσαν το κυριλλικό αλφάβητο).19
Ακριβώς αντίστροφα, η διατήρηση της παραδοσιακής αραβικής γραφής στην
εκπαίδευση των Τούρκων, έχρι το 1929, ε πόδιζε την επικοινωνία τους ε την
κε αλική Τουρκία (που είχε υιοθετήσει το λατινικό αλφάβητο).

Η εξωτερική πολιτική
Η βενιζελική πολιτική για τις ειονότητες ήταν βέβαια συνυφασ ένη ε ία νέα
εξωτερική πολιτική, ετά το 1922. Παρά τη Μικρασιατική Καταστροφή, η Ελλάδα
έβγαινε τελικά ωφελη ένη από τη δεκαετία 1910"20. 5εν είχε πλέον εδαφικές
βλέψεις σε κανένα γειτονικό κράτος, ε όνη εξαίρεση τη Βόρειο Ήπειρο (κι αυτή
λανθάνουσα). Κατά συνέπεια, η Ελλάδα είχε κάθε λόγο να στηρίζει τη νέα διεθνή
τάξη που προέκυψε από τον Α΄ Παγκόσ ιο Πόλε ο και ενσάρκωνε η ΚτΕ. Ήδη από
το 1920 υπέγραψε, αζί ε τη Συνθήκη των Σεβρών, ειδική σύ βαση για την
προστασία των ειονοτήτων στις Νέες Χώρες (που άρχισε τυπικά να ισχύει όλις το
1924). Γενικότερα, η Ελλάδα αποδέχθηκε ανενδοίαστα το σύστη α διεθνούς

18
Ό.π., σ. 58.
19
Κωστόπουλος, σσ. 97"100.
19

προστασίας των ειονοτήτων που θέσπισε η ΚτΕ και, κατ’ επέκταση, τη διαρκή
εποπτεία των αρ οδίων οργάνων του διεθνούς οργανισ ού.
Επιπλέον, ετά την Καταστροφή, η Ελλάδα βρέθηκε εντελώς εξαρτη ένη από την
ΚτΕ για την εφαρ ογή της υποχρεωτικής ανταλλαγής πληθυσ ών ε την Τουρκία και
ιδίως για την αποκατάσταση των προσφύγων, προπαντός ε τη σύναψη σχετικού
δανείου. Προέκυψε λοιπόν ία κατεξοχήν ειρωνική διαλεκτική. Η εγγύηση καλής
εταχείρισης των ειονοτήτων υπήρξε απαραίτητη προϋπόθεση για τη διεθνή
οικονο ική βοήθεια που ήταν αναγκαία για την αποκατάσταση των Ελλήνων
προσφύγων—σε βάρος, τελικά, των ίδιων ειονοτήτων.
Περισσότερο, πάντως, και από τη διαρκή πίεση της ΚτΕ, την πολιτική του ελληνικού
κράτους απέναντι στις εθνικές ειονότητες επηρέασαν οι δι ερείς του σχέσεις ε τα
αντίστοιχα κράτη. 5όγ α της νέας εξωτερικής πολιτικής ήταν η ειρηνική εφεξής
συνύπαρξη και συνεργασία της Ελλάδας ε όλους τους γείτονές της, χωρίς
αναχρονιστικές αναδρο ές στο παρελθόν. Στην επιδίωξη αυτή, που εκδηλώθηκε
πανηγυρικότερα και συστη ατικότερα από τον ίδιο τον Βενιζέλο το 1928"32, η Ελλάδα
ήταν έτοι η να κάνει ση αντικές παραχωρήσεις σε ειονοτικά ζητή ατα, προκει ένου
να επιτευχθεί οριστική ρύθ ιση που ικανοποιούσε το αντίστοιχο γειτονικό κράτος.
Παρά τις ελληνικές προθέσεις, τέτοια οριστική ρύθ ιση επιτεύχθηκε σε δύο όνο
περιπτώσεις: των Κουτσοβλάχων και των Τούρκων. Στην πρώτη περίπτωση,
διατηρήθηκαν τα ρου ανικά σχολεία και τα άλλα προνό ια που είχαν παραχωρηθεί
στη Ρου ανία από το 1913. Το τότε αντάλλαγ α για την Ελλάδα (δηλ. οι τελικές
εδαφικές ρυθ ίσεις της Συνθήκης του Βουκουρεστίου) παρέ ενε, βέβαια, διαρκές και
ανεκτί ητο. Στη δεύτερη περίπτωση, ικανοποιήθηκαν ουσιαστικά όλες οι τότε
απαιτήσεις της κε αλικής Τουρκίας, ε την οποία υπήρχε ία κατάσταση «α οιβαίας
ο ηρίας» των εκατέρωθεν ειονοτήτων (περιλα βανο ένου και του Οικου ενικού
Πατριαρχείου).
Μολονότι και ε την Αλβανία υπήρχε στην ουσία ανάλογη κατάσταση «α οιβαίας
ο ηρίας» ειονοτήτων, ία οριστική ρύθ ιση σε όφελος των Τσά ηδων παρέ εινε
ανέφικτη, όχι όνο επειδή υπέβοσκαν εδαφικές βλέψεις εκατέρωθεν (αλβανικές για την
Τσα ουριά, ελληνικές για τη Βόρειο Ήπειρο), αλλά και επειδή η αλβανική πολιτική
δεν πόρεσε να χειραφετηθεί από την κηδε ονία και την καθοδήγηση της Ιταλίας, που
είχε βέβαια άλλες, ευρύτερες φιλοδοξίες.
Για την εξυπηρέτηση ποικίλων σκοπι οτήτων, έχει καλλιεργηθεί ο ύθος ότι το
ελληνικό κράτος τάχα δεν αναγνώρισε ποτέ την ύπαρξη των Σλάβων της Μακεδονίας,
20

ούτε τα δικαιώ ατά τους ως ειονότητας. Η αλήθεια είναι εντελώς διαφορετική. Μέχρι
το 1930, η Ελλάδα έδειξε επανειλη ένα την προθυ ία της να τους αναγνωρίσει, είτε
ως Βουλγάρους (το 1919 ε τη σύ βαση εθελοντικής ετανάστευσης και ξανά το 1924
ε το Πρωτόκολλο Πολίτη"Καλφώφ), είτε ως Σλαβο ακεδόνες (το 1925 ε το
Abecedar), είτε και ως Σέρβους (το 1926 από τον Πάγκαλο).
Η ίδια προθυ ία διακατείχε και τον ίδιο τον Βενιζέλο από το 1928. Το 1930, ωστόσο,
αναγκάστηκε πλέον να διαπιστώσει την ύπαρξη πλήρους αδιεξόδου. Οποιαδήποτε
κίνηση εκ έρους του ελληνικού κράτους, ιδίως στο κρίσι ο πεδίο της ειονοτικής
εκπαίδευσης, θα έστρεφε εναντίον του είτε τη Βουλγαρία (αν δεν γινόταν στα
βουλγαρικά), είτε τη Γιουγκοσλαβία (αν δεν γινόταν στα σερβοκροατικά), είτε και τις
δύο—αν τυχόν γινόταν σε τοπικό ιδίω α (όπως ακριβώς συνέβη ε το Abecedar). Στην
τελευταία άλιστα περίπτωση, Βουλγαρία και Γιουγκοσλαβία θα πορούσαν ακό η
και να απειλήσουν από κοινού την Ελλάδα (όπως δηλώθηκε ω ά από τους
Γιουγκοσλάβους το 1924). Κατά συνέπεια, ήταν προτι ότερο για την Ελλάδα να ην
κάνει απολύτως τίποτε.20
Το αδιέξοδο οφειλόταν προπαντός στη στάση της Γιουγκοσλαβίας. Στο δικό της
κο άτι της οθω ανικής Μακεδονίας (38 % του συνόλου), κατοικούσε συ παγής
σλαβικός πληθυσ ός, που η ίδια επιχειρούσε τότε να «εκσερβίσει» καταναγκαστικά.
Οποιαδήποτε αναγνώριση των Σλάβων της ελληνικής Μακεδονίας, είτε ως
Βουλγάρων, είτε ως ιδιαίτερης εθνότητας, συνιστούσε απειλή για την εδαφική
ακεραιότητα της Γιουγκοσλαβίας—απειλή έ εση, αλλά απείρως εγαλύτερη από ό,τι
ίσχυε για την Ελλάδα (λόγω της προσφυγικής εγκατάστασης στο δικό της κο άτι της
οθω ανικής Μακεδονίας).
Και αν ακό η η Ελλάδα επέλεγε να αγνοήσει τα γιουγκοσλαβικά συ φέροντα και τις
γιουγκοσλαβικές αντιδράσεις (όπως έκανε απερίσκεπτα ο Ν. Πολίτης το 1924), και
πάλι απουσίαζαν οι προϋποθέσεις ίας αξιόπιστης και οριστικής συνεννόησης ε τη
Βουλγαρία. Η Βουλγαρία δεν εννοούσε να εγκαταλείψει την απροκάλυπτα
«αναθεωρητική» στάση της, την άρνηση δηλ. να αποδεχθεί τα τετελεσ ένα του Α΄
Παγκοσ ίου Πολέ ου. 5ιατηρούσε βλέψεις ακό η και στην ελληνική Θράκη.
Εξάλλου, δεν απέ ενε πλέον ελληνική ειονότητα στη Βουλγαρία, ώστε να υπάρχει,
έστω, η υλική βάση ιας ισορροπίας, ε «α οιβαία ο ηρία» των εκατέρωθεν εθνικών
ειονοτήτων (όπως ε την Τουρκία και την Αλβανία).

20
Βενιζέλος προς Υπουργό Εξωτερικών Α. Μιχαλακόπουλο, 23 Νοε βρίου 1930, ΑΕΒ φάκ. 283.
21

Πάντως, το αδιέξοδο δεν επήγαζε όνο από τα αντίθετα συ φέροντα τριών εθνικών
κρατών. Στο τρίγωνο των σχέσεων Ελλάδας, Βουλγαρίας και Γιουγκοσλαβίας,
παρε βαλλόταν ένας κατεξοχήν ανεξέλεγκτος και αποσταθεροποιητικός παράγοντας: η
Εσωτερική Μακεδονική Επαναστατική Οργάνωση (ΕΜΕΟ), ε τις πρωτεϊκές
ετα ορφώσεις της. Στη Βουλγαρία και τη Γιουγκοσλαβία ο παράγοντας αυτός είχε
ασύγκριτα εγαλύτερη βαρύτητα από ό,τι στην Ελλάδα. Στη Βουλγαρία ιδίως, η
ΕΜΕΟ υπήρξε για εγάλο διάστη α αληθινό «κράτος εν κράτει» (προπαντός στο
βουλγαρικό κο άτι της οθω ανικής Μακεδονίας). Πέρα από τον επηρεασ ό των
εσωτερικών πολιτικών εξελίξεων ( ε κορυφαία στιγ ή την ανατροπή και δολοφονία
του πρωθυπουργού Στα πολίνσκι το 1923), εύγλωττο δείγ α του αποσταθεροποιητικού
δυνα ικού της ΕΜΕΟ προσφέρουν οι επιδρο ές κο ιτατζήδων στο ελληνικό έδαφος,
που εξώθησαν τον Πάγκαλο να εισβάλει στη Βουλγαρία το 1925, προκαλώντας την
καταδίκη της ΚτΕ. Ότι δεν έγινε τότε ελληνοβουλγαρικός πόλε ος οφείλεται
περισσότερο στον αφοπλισ ό της Βουλγαρίας ( ε βάση τη Συνθήκη του Νεϊγύ). Όταν
τελικά διαλύθηκε η ΕΜΕΟ το 1934, πήρε α έσως τη θέση της, ως ακό η πιο
αποσταθεροποιητικός παράγοντας, η κο ουνιστική ΕΜΕΟ (Ενω ένη), που είχε
ιδρυθεί το 1925. Η σύνδεση του Μακεδονικού ζητή ατος ε το φάσ α της
κο ουνιστικής ανατροπής εύλογα προκάλεσε πρόσθετη γενικευ ένη ανασφάλεια (και
απηνή καταστολή) και στα τρία ε πλεκό ενα κράτη.
Με τις συνθήκες αυτές, γίνεται τελικά κατανοητό ότι οποιαδήποτε αναγνώριση
σλαβικής ειονότητας εκ έρους της Ελλάδας δεν πορούσε παρά να πυροδοτήσει
απρόβλεπτες και ανεξέλεγκτες παρενέργειες. Όπως έγραφε επιγρα ατικά ο
νο άρχης Φλωρίνης Π. Καλλιγάς στον Βενιζέλο το 1930, θα ισοδυνα ούσε ε
απόσπαση του νο ού του από το ελληνικό κράτος.21
Στην περίπτωση του σλαβικού πληθυσ ού, ο συνωστισ ός και ο αδυσώπητος
ανταγωνισ ός των αυτόκλητων προστατών του οδηγούσε την ελληνική πολιτική σε
αδιέξοδο. Εντελώς αντίστροφα, κανένα γειτονικό (ή άλλο) κράτος δεν διεκδικούσε
τους Σεφαραδίτες Εβραίους και την προστασία τους ως ειονότητας. Αυτό εξηγεί
γιατί η αντιπαράθεσή τους ε τους πρόσφυγες αφέθηκε να πάρει εκρηκτικές και
τελικά ανεξέλεγκτες διαστάσεις (το 1931), που θα ήσαν αδιανόητες σε κάθε άλλη
περίπτωση εθνικής ειονότητας. 5εν κινδύνευαν, στην περίπτωση αυτή, οι σχέσεις
της Ελλάδας (ή ακό η και η ειρήνη) ε ό ορο κράτος.

21
Νο άρχης Φλωρίνης Π.Καλλιγάς προς Βενιζέλο, Αρ.Πρωτ.3394, 26 Φεβρουαρίου 1930, ΑΕΒ φάκ.
107.
22

Οι πιέσεις του διεθνούς (και ιδίως του α ερικανικού) εβραϊσ ού, στις οποίες και ο
Βενιζέλος και οι κορυφαίοι βενιζελικοί ήσαν οπωσδήποτε ευαίσθητοι, δεν
πορούσαν (τότε) να υποκαταστήσουν την προστασία ίας διακρατικής
συνεννόησης. Σε κατώτερα επίπεδα, εντός και εκτός κρατικού ηχανισ ού, δεν ήσαν
ούτε κατανοητές, ούτε καν αποδεκτές.
Η απουσία ενδιαφερό ενου κράτους ισοδυνα ούσε, σε τελευταία ανάλυση, και ε
την έλλειψη συνο ιλητή αξιόπιστου ή πάντως παραδεκτού από τη βενιζελική πλευρά.
Η ηγεσία της εβραϊκής κοινότητας δεν ήταν, όπως φαίνεται, σε θέση να τη δεσ εύσει
ε οριστικό τρόπο, εξαιτίας των σφοδρών ανταγωνισ ών και αντιπαραθέσεων στο
εσωτερικό της. Επιπλέον, η σιωνιστική της πλειοψηφία αξίωνε ουσιαστικά και
κάποτε απερίφραστα καθεστώς εθνικής ειονότητας. Αυτό ό ως δεν πορούσε να
γίνει αντικεί ενο διαπραγ άτευσης από τη βενιζελική πλευρά, απευθείας άλιστα ε
έλληνες υπηκόους και χωρίς να υπάρχει ενδιαφερό ενο κράτος.

Ο ορθολογισ ός και τα όριά του


Και στο ζήτη α των ειονοτήτων, υπήρξε ανεπανάληπτος ο ορθολογισ ός και ο
ρεαλισ ός της βενιζελικής πολιτικής—και του Βενιζέλου προσωπικά. Κατεξοχήν
δείγ α αυτής της ορθολογικής και ρεαλιστικής προσέγγισης υπήρξε η πρώι η
προθυ ία του Βενιζέλου να αποδεχθεί την ανταλλαγή πληθυσ ών ως ριζική έθοδο
επίλυσης των σχετικών ζητη άτων, ήδη από το 1914 ( ε την Τουρκία). Προτείνοντας
το 1919 την εθελοντική ανταλλαγή ε τη Βουλγαρία, προσδιόρισε απερίφραστα το
ζητού ενο, που είναι βέβαια ο ιδανικός στόχος του εθνικισ ού γενικά: «η
συγκέντρωσις εις τα αυτά εδάφη των ο οφύλων ... η κατά το δυνατόν υπαγωγή εις
έκαστον κράτος α ιγών πληθυσ ών ανηκόντων εις την αυτήν εθνικότητα».22 Μετά τη
Μικρασιατική Καταστροφή, ο Βενιζέλος έσπευσε ανενδοίαστα να αναλάβει
προσωπικά τη βαρύτατη ευθύνη της υποχρεωτικής ανταλλαγής των πληθυσ ών
( ολονότι προέβλεπε τότε ότι οι πρόσφυγες θα τον «αναθε ατίσουν»). Στη συνέχεια,
ορθολογισ ός και ρεαλισ ός χαρακτήρισαν την κοσ ογονία της προσφυγικής
αποκατάστασης έχρι την τελευταία της λεπτο έρεια (παρά τα επι έρους λάθη και τα
κενά).
Είχε βέβαια κάποια ανυπέρβλητα όρια ο ορθολογισ ός και ο ρεαλισ ός της
βενιζελικής πολιτικής (και του Βενιζέλου), ε ανυπολόγιστο κόστος για το ελληνικό

22
5ιβάνη, σ. 58.
23

κράτος στη ακρά διάρκεια. Για να παρα είνει το Οικου ενικό Πατριαρχείο στην
Ιστα πούλ, δηλ. σε διηνεκή «αιχ αλωσία» (κατά την έκφραση του Στήβεν
Ράνσι αν), έ ειναν Έλληνες στην Τουρκία και Τούρκοι στην Ελλάδα—σε ευθεία
αντίφαση ε τη λογική της ανταλλαγής και ε το διακηρυγ ένο στόχο της να
εξαλείψει τις εστίες ελλοντικών προστριβών. Για τον ίδιο πάντα λόγο, έγιναν στη
συνέχεια η αναστρέψι ες παραχωρήσεις στην Τουρκία σχετικά ε τους Τούρκους
της Θράκης, χωρίς να διασφαλίζεται η α οιβαιότητα, όπως αποδείχθηκε. Εξάλλου,
ολονότι εξαιρέθηκαν οι Τσά ηδες από την ανταλλαγή ε την Τουρκία, παρέ εινε
αδιανόητη η ανταλλαγή τους ε τους Έλληνες της Βορείου Ηπείρου. Αυτή η
ανταλλαγή, ωστόσο, θα συνιστούσε τη λογική κατάληξη και την τελείωση της
διαδικασίας που ορα ατιζόταν και δρο ολογούσε ο Βενιζέλος το 1919.

Η υπονό ευση της βενιζελικής πολιτικής


Η βενιζελική πολιτική για τις ειονότητες, όπως περιγράφηκε σε γενικές γρα ές,
ανα φίβολα υπονο εύθηκε στην εφαρ ογή της από τις αποκλίνουσες αντιλήψεις των
διαφόρων κρατικών υπηρεσιών και τις αντίστοιχες συ περιφορές των εκτελεστικών
τους οργάνων. Ήταν ό ως οιραίο κάθε υπηρεσία (εποικισ ός, εκπαίδευση, στρατός,
χωροφυλακή) να έχει τη δική της οπτική, ανάλογα ε την ιδιαίτερη αποστολή της και
την ιδιαίτερη αντίληψη αυτής της αποστολής. Όπως έγραφε ο Γενικός 5ιοικητής
Ηπείρου Α. Καλεύρας στο Υπουργείο Εξωτερικών το 1930: «Ο αξιω ατικός της
χωροφυλακής είχεν ιδίαν εθνικήν πολιτικήν. Αι τοπικαί στρατιωτικαί αρχαί είχον
ωσαύτως ιδίαν εθνικήν πολιτικήν, ως επίσης οι εκπαιδευτικοί και οι εποικιστικοί
υπάλληλοι.»23
Απέ ενε λοιπόν στους εκάστοτε εκπροσώπους της κυβέρνησης (γενικούς διοικητές,
νο άρχες και επάρχους) το σισύφειο έργο του συντονισ ού και της χαλιναγώγησης.
Από το 1928, τη γενική εποπτεία ανέλαβε προσωπικά ο Βενιζέλος. Μία από τις
πρώτες καινοτο ίες του, ετά την επάνοδό του στην εξουσία, υπήρξε η δη ιουργία,
στο πλαίσιο του Πολιτικού Γραφείου του Πρωθυπουργού, ειδικού Γραφείου
Μειονοτήτων, ε επικεφαλής τον Κ. Στυλιανόπουλο. Η υπηρεσία αυτή πρόσφερε
πολύτι ο έργο, τόσο στη συλλογή πληροφοριών όσο και στην επεξεργασία
προτάσεων.

23
5ιβάνη, σ. 247.
24

Η πολιτική του Βενιζελισ ού για τις ειονότητες ανα φίβολα υπονο εύθηκε επίσης
από το ανεξέλεγκτο αντι ειονοτικό ένος των οπαδών του και ιδίως των προσφύγων,
στο έτρο άλιστα που πορούσαν να υπολογίζουν ( έχρι το 1933) στη εροληπτική
υποστήριξη των τοπικών κρατικών οργάνων. Το πιο ακραίο παράδειγ α προσφέρει η
αντιπαράθεση των βενιζελικών της Θεσσαλονίκης ε τους Εβραίους την περίοδο
1931"33 (από τον ε πρησ ό του Κά πελ έχρι και την επαναληπτική εκλογή). Ούτε
ο ίδιος ο Βενιζέλος πόρεσε τότε να ελέγξει τους τοπικούς εκπροσώπους και
υποστηρικτές του. Του αρνήθηκαν ακό η και το (αυτονόητο) δικαίω α να
συ περιλάβει στον επίση ο συνδυασ ό υποψήφιο της επιλογής του (δηλ. Εβραίο
οπαδό της αφο οίωσης).
Τέλος, η βενιζελική πολιτική για τις ειονότητες υπονο εύθηκε επίσης από τον
κο ατικό ανταγωνισ ό. Είναι χαρακτηριστικό ότι, στην απόγνωσή τους, νο άρχες ή
άλλοι εκπρόσωποι του ελληνικού κράτους σε ευαίσθητες περιοχές συχνά διατύπωναν
την ευχή να υπάρξει τοπική εκεχειρία εταξύ των ελληνικών κο άτων, ώστε να
παρουσιάζονται στις ειονότητες ε ενιαίο πρόσωπο, αντί να ψηφοθηρούν σε βάρος
της κρατικής πολιτικής.24 Κάτι τέτοιο ό ως ήταν αδιανόητο για τον Αντιβενιζελισ ό
και, ακό η πιο αυτονόητα, για το ΚΚΕ. Και οι δύο πόλοι, ολονότι δια ετρικά
αντίθετοι κατά τα άλλα, ενσάρκωναν στο Μεσοπόλε ο ία κοινή κατά βάθος
υπόσχεση: ότι τα τετελεσ ένα της προσφυγικής αποκατάστασης πορούσαν ακό η να
ανατραπούν, σε όφελος των ειονοτήτων. Επρόκειτο, τελικά, για ένα όνειρο
ολοκληρωτικής ακύρωσης της βενιζελικής πολιτικής.

4. Ο αλλοεθνής ως διαιτητής
Για ένα εθνικό κράτος, αποτελεί αφόρητο οξύ ωρο να παίζουν αλλοεθνείς
ρυθ ιστικό ρόλο στη χάραξη της πολιτικής του—ακό η κι αν είναι πολίτες του.
Ανεξάρτητα από συνταγ ατικές θεωρίες και ρυθ ίσεις, πρόκειται τελικά για
αξεπέραστο πολιτικό όριο στην ανοχή και την ενσω άτωση εθνικών ειονοτήτων.
Το οξύ ωρο παρουσιάστηκε ξαφνικά στις εκλογές της 31ης Μαΐου 1915, τις πρώτες
που διενεργήθηκαν στις Νέες Χώρες ετά την ένταξή τους στο ελληνικό κράτος. Στη
Μακεδονία, ο Αντιβενιζελισ ός κέρδισε τότε όλες σχεδόν τις έδρες (69 σε σύνολο 74)
χάρη στη αζική ψήφο Τούρκων, Σλαβοφώνων (δηλ. και Βουλγάρων), καθώς και
Σεφαραδιτών Εβραίων. Η αποχή των Φιλελευθέρων από τις επό ενες εκλογές, το
24
Π.χ. Νο άρχης Φλωρίνης Β. Μπάλκος προς Βενιζέλο, 30 Ιανουαρίου 1931, ΑΕΒ φάκ. 108. Πρβλ.
5ιβάνη, σσ. 335"336.
25

5εκέ βριο του 1915, αύξησε ακό η περισσότερο το εκλογικό βάρος των ειονοτήτων
και τη δυνατότητα εκπροσώπησής τους. Ήταν η όνη φορά που οι Τσά ηδες πόρεσαν
να εκλέξουν δύο βουλευτές (στο νο ό Πρεβέζης).
Τη στιγ ή που κρινόταν αν η Ελλάδα θα πολε ήσει την Τουρκία και τη Βουλγαρία,
συνιστούσε ασφαλώς υπέρτατη ειρωνεία να ψηφίζουν συ παγείς άζες Τούρκων και
Βουλγάρων στις ελληνικές εκλογές. Όπως έγραφε τότε ο Γ. Παπανδρέου, η υποστήριξή
τους στον Αντιβενιζελισ ό αποδείκνυε «καταφώρως ότι η ακολουθου ένη πολιτική,
ικανοποιούσα τους κληρονο ικούς εχθρούς, αντιστρατεύεται προς τα συ φέροντα του
έθνους». Για τους Σεφαραδίτες Εβραίους και τους Τσά ηδες (στο έτρο που αυτοί δεν
ταυτίζονταν ε την Τουρκία), ήταν επίσης πρόδηλο ότι ο Βενιζέλος αποτελούσε τον
πιο επίφοβο και ανεπιθύ ητο εκφραστή του ελληνικού εθνικισ ού.
Το Μάϊο του 1915, οι Φιλελεύθεροι πορούσαν ακό η να αντισταθ ίσουν την
απώλεια της Μακεδονίας χάρη στην πλειοψηφία που διατηρούσαν στην Παλαιά
Ελλάδα. Τον επό ενο 5εκέ βριο, η αποχή τους προεξοφλούσε το εκλογικό
αποτέλεσ α. Εντελώς διαφορετική ήταν η κατάσταση στις οιραίες εκλογές της 1ης
Νοε βρίου 1920. Και πάλι ο Αντιβενιζελισ ός κέρδισε 69 από τις 74 έδρες της
Μακεδονίας χάρη στην ψήφο των ειονοτήτων. Αυτή τη φορά, ό ως, οι 69
ακεδονικές έδρες αρκούσαν πλέον για να εξασφαλίσουν οριακή πλειοψηφία των
Φιλελευθέρων ( ετά την απώλεια της Παλαιάς Ελλάδας). Αν τις είχαν κερδίσει όλες,
θα είχαν 187 σε σύνολο 369 εδρών. Κατά συνέπεια, η τελική έκβαση των εκλογών
πορούσε να αποδοθεί και στην ψήφο των ειονοτήτων (αθροιστικά).
Σε εφαρ ογή του άρθρου 7 της σύ βασης των Σεβρών για την προστασία των
ειονοτήτων στις Νέες Χώρες, οι Φιλελεύθεροι είχαν ήδη ψηφίσει συνταγ ατική
διάταξη που επέτρεπε τη σύσταση χωριστών «εκλογικών συλλόγων» για τους
Τούρκους και τους Σεφαραδίτες Εβραίους. 5εν πρόλαβαν να την εφαρ όσουν στις
εκλογές της 1ης Νοε βρίου. Μετά τη Μικρασιατική Καταστροφή, ωστόσο, ία από
τις πρώτες εξαγγελίες της λεγό ενης Επανάστασης του 1922 ήταν ότι οι
ουσουλ άνοι Μακεδονίας και Θράκης θα ψήφιζαν εφεξής χωριστά, για 19 έδρες.
Μετά την ανταλλαγή των πληθυσ ών, οι βουλευτικές έδρες περιορίστηκαν σε
τέσσερις για τους ουσουλ άνους της Θράκης (ενώ στους Εβραίους της
Θεσσαλονίκης αναλογούσαν τέσσερις έδρες το 1923 και δύο στη συνέχεια).
Μετά την πρώτη εφαρ ογή το 1923, οι χωριστοί εκλογικοί σύλλογοι δεν ίσχυσαν το
1926, ούτε προβλέφθηκαν στο Σύνταγ α του 1927. Τους επανέφερε ό ως ο
Βενιζέλος το 1928 και ίσχυσαν έχρι και τις εκλογές του 1933. Αποτελούσαν
26

πράγ ατι εγγύηση κοινοβουλευτικής εκπροσώπησης των δύο ειονοτήτων, σε


( ερική έστω) εφαρ ογή της σχετικής σύ βασης των Σεβρών. Ταυτόχρονα,
αποτελούσαν εγγύηση για τους βενιζελικούς ότι το «άγος» του 1920 δεν πορούσε
πλέον να επαναληφθεί. Οι δύο ειονότητες δεν θα ήσαν πλέον σε θέση να κρίνουν
περισσότερες έδρες από εκείνες που τους αναλογούσαν.
Η εγγύηση αυτή κατέρρευσε ξαφνικά όταν καταργήθηκε ο εκλογικός σύλλογος των
Εβραίων ετά την εκλογική επικράτηση του Αντιβενιζελισ ού, το Μάρτιο του 1933,
και ορίστηκε επαναληπτική εκλογή για το σύνολο του νο ού Θεσσαλονίκης στις 2
Ιουλίου. Με βάση τα τοπικά εκλογικά αποτελέσ ατα του Μαρτίου και χάρη στο
πλειοψηφικό σύστη α, η κυβέρνηση Τσαλδάρη υπολόγιζε βάσι α ότι θα κέρδιζε και
τις 20 έδρες του νο ού Θεσσαλονίκης χάρη στις εβραϊκές ψήφους. Με τις 20
επιπλέον έδρες στη Βουλή, θα αχρήστευε τη βενιζελική πλειοψηφία της Γερουσίας,
αποκτώντας πλειοψηφία στις κοινές συνεδριάσεις των δύο νο οθετικών σω άτων,
δηλ. πλήρη ελευθερία όχι όνο στη νο οθεσία, αλλά και στην εκλογή Προέδρου της
5η οκρατίας, καθώς και στην περίπτωση αναθεώρησης του Συντάγ ατος. 5εν
επρόκειτο, λοιπόν, για εκλογική ανα έτρηση τοπικού ενδιαφέροντος. Περίπου 6.000
εβραϊκές ψήφοι ήσαν σε θέση να ανατρέψουν το συσχετισ ό δυνά εων σε εθνική
κλί ακα, σαρώνοντας τις τελευταίες θεσ ικές εγγυήσεις που απέ εναν στους
βενιζελικούς (χάρη στον έλεγχο της Γερουσίας), ετά άλιστα την άγρια δολοφονική
απόπειρα εναντίον του Βενιζέλου στις 6 Ιουνίου.
Από τη σκοπιά του βενιζελικού εθνικισ ού, επρόκειτο για εφιαλτική αναβίωση του
τραύ ατος του 1920, αφού αλλοεθνείς θα έκριναν ξανά την τύχη της χώρας. Πέρα και
πάνω από τον αντιση ιτικό φανατισ ό των προσφύγων και των άλλων βενιζελικών
της Θεσσαλονίκης (χάρη στον οποίο κέρδισαν τελικά την επαναληπτική εκλογή), το
γενικότερο ζήτη α του «αλλοεθνούς ως διαιτητή» έγινε σύνθη α του πολιτικού
αγώνα των βενιζελικών για δύο σχεδόν χρόνια, έχρι το Κίνη α του 1935.
Αυτό εξηγεί και την οξύτητα ε την οποία ο ίδιος ο Βενιζέλος επιτέθηκε στους
Εβραίους της Θεσσαλονίκης, ετά την εκλογή (χωρίς δηλ. να προσδοκά ά εσο
εκλογικό όφελος). Η άρνηση της αφο οίωσης και η ταυτόχρονη άρνηση του
χωριστού εκλογικού συλλόγου εκ έρους της εβραϊκής ηγεσίας συνιστούσε πράγ ατι
ία αντίφαση εξοργιστική για τους βενιζελικούς. Ο χωριστός εκλογικός σύλλογος
ταίριαζε σε ιδιαίτερη εθνική ειονότητα, όπως ήθελαν να παρα είνουν. Η κατάργησή
του προϋπέθετε την (καταρχήν έστω) αποδοχή της αφο οίωσης. Έτσι, ο Βενιζέλος
πορούσε βάσι α να τους κατηγορεί ότι, ε την κατάργηση του χωριστού εκλογικού
27

συλλόγου και ε τη δεδο ένη ισορροπία δυνά εων εταξύ των δύο εγάλων
παρατάξεων, είχαν επιδιώξει να παίξουν, ως εθνική ειονότητα, ρυθ ιστικό ρόλο
εντελώς δυσανάλογο ε τον αριθ ό τους.
Ο Βενιζέλος φρόντιζε πάντα να αντιδιαστέλλει τους Εβραίους της Θεσσαλονίκης
από τους Έλληνες ισραηλίτες της Παλαιάς Ελλάδας, στους οποίους αντίθετα
αναφερόταν ως πρότυπο αφο οίωσης. Αυτή η διάκριση, ωστόσο, δεν γινόταν από
πολλούς αντιση ίτες οπαδούς του, ε αποτέλεσ α να δια αρτύρονται οι ισραηλίτες
υποστηρικτές του. Μολονότι ο αντιση ιτισ ός της βάσης ανα φίβολα όξυνε και
χρω άτισε την αντιπαράθεση, ανάλογη θα ήταν ασφαλώς η αντίδραση του
βενιζελικού εθνικισ ού σε οποιαδήποτε άλλη περίπτωση εθνικής ειονότητας ε
παρό οιο ρυθ ιστικό ρόλο.

5. Η στάση του Αντιβενιζελισ ού


Η αρχική ταύτιση του Αντιβενιζελισ ού ε τις ειονότητες, το 1915, διατηρήθηκε
για είκοσι ολόκληρα χρόνια. Ακό η και το 1934, πορούσε αντίπαλη εφη ερίδα να
γράφει για το κυβερνών Λαϊκό Κό α ότι «θα ηδύνατο δικαίως να χαρακτηρίζεται
κό α των ξένων, αφού ανέκαθεν και συστη ατικώς έχει την προτί ησιν παντός
αλλογενούς εν Ελλάδι: Αλβανών εις τον νο όν Ιωαννίνων, Βουλγαρο ακεδόνων εις
την K. Μακεδονίαν, Εβραίων εις την Θεσσαλονίκην…».25
Η σταθερή ταύτιση του Αντιβενιζελισ ού ε τις ειονότητες επιδέχεται πολλαπλά
επίπεδα ερ ηνείας. 5εν αρκεί όνο το αβυσσαλέο ίσος εναντίον του Βενιζέλου και
των οπαδών του, που δικαιολογούσε τη χρήση κάθε έσου εκ έρους των
αντιβενιζελικών (όπως δείχνουν προπαντός οι επανειλη ένες απόπειρες δολοφονίας
του αρχηγού των Φιλελευθέρων).
Η ταύτιση ε τις ειονότητες ασφαλώς δεν ήταν απόρροια κάποιας συγκροτη ένης
ιδεολογικής θέσης ή συγκεκρι ένης ειονοτικής πολιτικής, όπως αποδεικνύεται και
από το γεγονός ότι ο Αντιβενιζελισ ός ουδέποτε απάντησε ουσιαστικά στις σχετικές
επικρίσεις των αντιπάλων του—ούτε τότε, ούτε στη εταγενέστερη ιστοριογραφία.
5εν αποτελούσε βέβαια απάντηση η συνήθης υπεκφυγή του Τσαλδάρη (το 1934) ότι
οι Τούρκοι της Θράκης και οι Εβραίοι της Θεσσαλονίκης ήσαν απλώς έλληνες
πολίτες ε διαφορετικό θρήσκευ α. Μόνο για τους Σλαβόφωνους αισθάνονταν την
ανάγκη, όσοι αντιβενιζελικοί πολιτευτές στηρίζονταν στην ψήφο τους (όπως ο Φ.

25
5ιβάνη, σ. 335 υποσ. 87.
28

5ραγού ης ή ο Σ. Γκοτζα άνης), να βεβαιώνουν ότι είχαν τάχα «σχεδόν όλοι»


ελληνική εθνική συνείδηση.
Ούτε, πάλι, ήταν η ταύτιση του Αντιβενιζελισ ού ε τις ειονότητες απόρροια ίας
γενικά ανεκτικής νοοτροπίας. Είχαν και οι αντιβενιζελικοί τους «Εβραίους» τους—
και αυτοί ήσαν οι πρόσφυγες, ήδη από το 1916.26 Για τους πρόσφυγες ζήτησαν οι
αντιβενιζελικοί χωριστούς εκλογικούς συλλόγους, το 1924. Για τους πρόσφυγες
πρότεινε ο αντιβενιζελικός τύπος το 1933 να φορέσουν, όχι το άστρο του 5αβίδ,
αλλά κίτρινα περιβραχιόνια, ώστε να διακρίνονται από ακριά. Τον ε πρησ ό των
προσφυγικών συνοικισ ών ορα ατιζόταν και κάποτε πραγ ατοποιούσε ο
αντιβενιζελικός όχλος ετά το 1933—σε απόλυτη αντιστοιχία ε τον ε πρησ ό του
εβραϊκού συνοικισ ού Κά πελ από πρόσφυγες το 1931. Αποκορύφω α του
αντιπροσφυγικού ρατσισ ού (και πιστοποίηση της συ ετρίας) πορεί να θεωρηθεί η
αποστροφή ενός βουλευτή Σπετσών στους πρόσφυγες συναδέλφους του, σχετικά ε
τους Εβραίους της Θεσσαλονίκης: «είναι πιο ρω ηοί από σας!»27
Στο επίπεδο της νοοτροπίας, αυτό που ένωνε τον Αντιβενιζελισ ό ε τις
ειονότητες (εθνικές και άλλες) δεν ήταν λοιπόν η ανεκτικότητα της διαφοράς (όπως
θα λέγα ε σή ερα), αλλά κατά βάθος η κοινή προσήλωση στο χα ένο παρελθόν και ο
αγώνας οπισθοφυλακής εναντίον των δυνά εων που το κατέστρεψαν. «Παρελθόν»
τιτλοφορούσε χαρακτηριστικά ο Γ. Α. Βλάχος το κύριο άρθρο του την παρα ονή των
εκλογών του 1926, όπου εξιδανίκευε την Ελλάδα όπως ήταν έχρι το 1910,
καταλήγοντας: «Την Ελλάδα αυτήν κατέστρεψεν ο Ελευθέριος Βενιζέλος».28 Με
παρό οιο τρόπο πορούσαν να προσωποποιήσουν οι εθνικές και άλλες ειονότητες
τις δυνά εις που κατέστρεψαν το δικό τους, κατά περίπτωση, παρελθόν. Έτσι, ο
Αντιβενιζελισ ός πορούσε να εκφράζει, ως ελάχιστος κοινός παρονο αστής, την
αντίσταση που πρόβαλλε κάθε ιδιαιτερότητα για την επιβίωσή της, απέναντι στη
νο οτέλεια του σύγχρονου εθνικού κράτους—όχι όνο Σεφαραδίτες Εβραίους και
Σλαβόφωνους, αλλά και Έλληνες καθολικούς και παλαιοη ερολογίτες.
Επιπλέον, η λογική του πελατειακού συστή ατος, ε την οποία ήταν εντελώς
διαποτισ ένος ο Αντιβενιζελισ ός, τον καθιστούσε πρόθυ ο και ικανό να προσφέρει
προστασία στις ειονότητες απέναντι στο ελληνικό κράτος, χωρίς προγρα ατικούς ή

26
Mavrogordatos, σσ. 193"207.
27
Συνεδρίαση 24ης Ιανουαρίου 1934, Εφη ερίς των Συζητήσεων, σ. 990.
28
Καθη ερινή, 5 Νοε βρίου 1926.
29

άλλους περιορισ ούς. Τη σύνδεση της παράταξης ε τις ειονότητες εξασφάλιζαν


ακριβώς τα προσωπικά πελατειακά δίκτυα των τοπικών πολιτευτών της.
Τέλος, ο Αντιβενιζελισ ός έ εινε εκτός εξουσίας ουσιαστικά έχρι το 1933 (χωρίς
να υπολογίζονται οι κυβερνήσεις συνεργασίας το 1926"28, ούτε η εφή ερη
κυβέρνηση Τσαλδάρη το 1932, ιδίως σε ό,τι αφορά τις ειονότητες). Είχε, κατά
συνέπεια, την πολυτέλεια της ανευθυνότητας στη διατύπωση υποσχέσεων σαν την
υπόσχεση ανατροπής των τετελεσ ένων της προσφυγικής αποκατάστασης.
Μόνο ετά την άνοδο στην εξουσία το 1933 ακολούθησε αναγκαστική
προσγείωση, όταν ο Αντιβενιζελισ ός βρέθηκε πλέον στη θέση (και την οπτική
γωνία) των αντιπάλων του, ως διαχειριστής των πάγιων κρατικών συ φερόντων. Το
1935 άλιστα, αντι ετώπισε ο ίδιος για πρώτη φορά το ζήτη α του «αλλοεθνούς ως
διαιτητή», όταν η αποχή των βενιζελικών από τις εκλογές του Ιουνίου άνοιξε το
ακεδονικό κουτί της Πανδώρας. Με το α φίση ο σύνθη α «Η Μακεδονία δια τους
Μακεδόνας», η Μακεδονική Ένωση του Σ. Γκοτζα άνη κέρδισε τότε τη αζική
υποστήριξη των Σλαβοφώνων, σε βάρος των κυβερνητικών συνδυασ ών.
Με την καίρια συ βολή του (πρώην βενιζελικού) Κονδύλη, η αυταρχική στροφή
του αντιβενιζελικού πλέον κράτους έβαλε στο στόχαστρο ιδίως τους Τσά ηδες και
τους Σλαβόφωνους, προαναγγέλλοντας όσα ακολούθησαν επί Μεταξά. Στο θεσ ικό
επίπεδο, την αυταρχική στροφή συ βολίζει κατεξοχήν η ετάβαση από το Γραφείο
Μειονοτήτων του Βενιζέλου στην Υπηρεσία Α ύνης του Κράτους, που ιδρύθηκε στις
αρχές του 1936. Μεταξύ άλλων, είχε ως αποστολή «την παρακολούθησιν των πάσης
φύσεως ξένων προπαγανδών, αι οποίαι ... ε φανίζονται υπό ορφήν εθνικιστικήν,
θρησκευτικήν, εκπαιδευτικήν, γλωσσικήν, ε πορικήν κλπ.»29

6. Η συνθη ατολογία του ΚΚΕ


Από την ίδρυσή του, το 1918, το Σοσιαλιστικό Εργατικό Κό α της Ελλάδος
(ΣΕΚΕ) είχε δείξει ιδιαίτερη ευαισθησία στο ζήτη α των εθνικών ειονοτήτων, χάρη
στη διεθνιστική ιδεολογία και τη συνακόλουθη απόρριψη του ελληνικού εθνικισ ού
που εκπορευόταν ιδίως από την εβραϊκή Φεντερασιόν της Θεσσαλονίκης—τη
ση αντικότερη και ασφαλώς αζικότερη από τις ιδρυτικές του συνιστώσες.
Η ετα όρφωση και ετονο ασία του σε Κο ουνιστικό Κό α της Ελλάδας
(Ελληνικό Τ ή α της Κο ουνιστικής 5ιεθνούς) το 1924 συνεπαγόταν, πάντως, ία

29
5ιβάνη, σσ. 255 και 345.
30

ποιοτική εταβολή. Το ΚΚΕ (ΕΤΚ5) υποχρεώθηκε να ασπαστεί την πολιτική της


5ιεθνούς στο «εθνικό» ζήτη α, που απηχούσε τις απόψεις των Βουλγάρων
κο ουνιστών, αλλά επιβλήθηκε από τους Σοβιετικούς τόσο στους Έλληνες όσο και
στους Γιουγκοσλάβους κο ουνιστές. 5ιακηρυγ ένος στόχος της πολιτικής αυτής
ήταν να ακυρώσει το οίρασ α της Μακεδονίας εταξύ Γιουγκοσλαβίας, Ελλάδας
και Βουλγαρίας, αλλά και το οίρασ α της Θράκης εταξύ Ελλάδας, Τουρκίας και
Βουλγαρίας. Συνοψιζόταν σε δύο συνθή ατα: «ενιαία και ανεξάρτητη Μακεδονία»
και «ενιαία και ανεξάρτητη Θράκη». Από το δεύτερο, ιδίως, φαίνεται α έσως πόσο
σαθρή ήταν η βάση της. Αν στη Μακεδονία υπήρχαν οι Σλαβο ακεδόνες, που
πορούσαν επιτέλους να θεωρηθούν ιδιαίτερος «Μακεδονικός λαός», στη Θράκη δεν
υπήρχε απολύτως τίποτε που να πορεί να θεωρηθεί ιδιαίτερος «Θρακικός λαός».
Φαίνεται επίσης πόσο η πολιτική αυτή υπηρετούσε ειδικά τις βουλγαρικές εθνικές
βλέψεις, που δεν περιορίζονταν στη Μακεδονία (όπως οι λανθάνουσες
γιουγκοσλαβικές), αλλά περιλά βαναν και τη Θράκη.
Με την επέ βαση της Κο ουνιστικής 5ιεθνούς και το διορισ ό νέας ηγεσίας υπό
το Νίκο Ζαχαριάδη το 1931, εγκαινιάστηκε η πιο ακραία φάση της συνθη ατολογίας
του ΚΚΕ. Το 5εκέ βριο του 1931, η 4η Ολο έλεια τόνιζε ότι: «Η Ελλάδα είναι
κράτος ι περιαλιστικό, που κατέκτησε δια της βίας ολόκληρες περιφέρειες
κατοικη ένες από άλλες εθνότητες (Μακεδονία και Θράκη), που τις καταπιέζει και τις
υποβάλλει σε ια αποικιακή εκ ετάλλευση, που καταδιώκει και εξοντώνει τις εθνικές
ειονότητες (Εβραίοι)».30
Μόνο η γενικότερη στροφή του κό ατος, ετά το Κίνη α του 1935 και ετά το 7ο
Συνέδριο της Κο ουνιστικής 5ιεθνούς, οδήγησε σε αλλαγή συνθη ατολογίας, που
εγκρίθηκε από το 6ο Συνέδριο του ΚΚΕ (ΕΤΚ5), το 5εκέ βριο του 1935. Μετά την
όψι η «ανακάλυψη» ότι ο πληθυσ ός στο ελληνικό κο άτι της Μακεδονίας ήταν
πλέον στην πλειοψηφία του ελληνικός, το νέο σύνθη α ήταν «πλέρια ισοτι ία στις
ειονότητες». Η ίδια ό ως απόφαση κατέληγε ότι «τελικά και οριστικά το ακεδονικό
ζήτη α θα λυθεί αδελφικά ετά τη νίκη της Σοβιετικής εξουσίας στα Βαλκάνια που θα
σκίσει τις άτι ες συνθήκες της ανταλλαγής των πληθυσ ών... Μόνον τότε ο
Μακεδονικός Λαός θα βρει την πλέρια εθνική του αποκατάσταση».31
5εν επρόκειτο λοιπόν για οριστική και α ετάκλητη εγκατάλειψη της έχρι τότε
πολιτικής του ΚΚΕ, όπως νο ίζεται. Όσοι πίστεψαν και υποστήριξαν το αντίθετο

30
Επίση α Κεί ενα, τ. 3ος, σ. 326.
31
Επίση α Κεί ενα, τ. 4ος, σ. 297.
31

ανακλήθηκαν στην τάξη α έσως ετά τις εκλογές, τον Ιανουάριο του 1936, όταν η
Κεντρική Επιτροπή καταδίκασε τις «θεωρίες ότι η Μακεδονία γένηκε ελληνική» σαν
«δεξιά οππορτουνιστική διαστρέβλωση της κο ατικής γρα ής».32
Πολλοί έχουν λόγους να υποβαθ ίζουν την πολιτική του ΚΚΕ για «ενιαία
ανεξάρτητη» Μακεδονία και Θράκη, σαν δυσάρεστη «λεπτο έρεια». Όπως, ό ως,
δείχνει το τελευταίο περιστατικό, η πολιτική του ΚΚΕ στο «εθνικό» ζήτη α ήταν
τόσο γνωστή (και τόσο επιζή ια για το κό α), ώστε είχαν λόγο και κίνητρο τα
κατώτερα στελέχη να διαλαλήσουν έχρις υπερβολής («οππορτουνιστικής
διαστρέβλωσης») την αλλαγή συνθή ατος. Άλλωστε, η πολιτική του ΚΚΕ είχε γίνει
πασίγνωστη χάρη στις διώξεις στελεχών, ελών και οπαδών του ε την κατηγορία
ότι επιδίωκαν «την απόσπασιν έρους εκ του όλου της Επικρατείας», σύ φωνα ε
τον ορισ ό του «ιδιώνυ ου» το 1929. Παραπέ ποντας στην αρχέγονη έννοια της
εσχάτης προδοσίας, η κατηγορία αυτή υπήρξε κατεξοχήν κατανοητή στους πολλούς,
χωρίς να υπάρχει πειστική αντίκρουση.
Μένει να εξεταστεί κατά πόσο η πολιτική αυτή είχε απήχηση στους ά εσα
ενδιαφερό ενους, δηλ. στις ίδιες τις εθνικές ειονότητες. Αφού δεν υπήρχε
«Θρακικός λαός», όνος αποδέκτης ήσαν ουσιαστικά οι Σλαβο ακεδόνες. Μία
ειοψηφία τους πράγ ατι υποστήριξε το ΚΚΕ από το 1926. Αυξήθηκε ό ως
ση αντικά το 1935"36, χάρη και στην παράλληλη δράση της κο ουνιστικής ΕΜΕΟ
(Ενω ένης), παίρνοντας το χαρακτήρα «λανθάνουσας εθνοτικής χειραφέτησης».33
Από τις άλλες ειονότητες, Τσά ηδες και Τούρκοι ελάχιστα απασχόλησαν το ΚΚΕ,
όπως δεν το απασχόλησαν γενικά οι θρησκευτικές ειονότητες. Πολύ εγαλύτερο
ενδιαφέρον έδειξε για τους Αρ ένιους και προπαντός για τους Σεφαραδίτες Εβραίους
της Θεσσαλονίκης. Στην περίπτωση ό ως των Εβραίων, η υποστήριξη στο ΚΚΕ
οφείλεται περισσότερο στην ταξική συνείδηση του εβραϊκού προλεταριάτου, ήδη από
την εποχή της Φεντερασιόν, παρά στην ίδια τη ειονοτική πολιτική του κό ατος.
Αντίθετα ε την προστασία που πρόσφερε στις ειονότητες ο Αντιβενιζελισ ός,
εκείνη που πρόσφερε το ΚΚΕ, ολονότι θε ελιω ένη ιδεολογικά, δεν είχε πρακτικό
αντίκρυσ α. Κατέληγε άλιστα να αποτελεί για τους ενδιαφερό ενους
«δηλητηριασ ένο δώρο», προκαλώντας βίαιες αντιδράσεις και απηνείς διώξεις. Η
σύνδεση των Εβραίων ε το ΚΚΕ τροφοδότησε τόσο τον αντιση ιτισ ό όσο και τον
αντικο ουνισ ό (όπως και σε άλλες χώρες). Ακό η πιο αρνητική για τους ίδιους

32
Ό.π., σ. 340.
33
Κωστόπουλος, σ. 152.
32

υπήρξε η σύνδεση των Σλαβο ακεδόνων ε το ΚΚΕ, αφού η επίση η πολιτική του
φαινόταν να υπηρετεί χωριστικά τους σχέδια, σε βάρος της ελληνικής Μακεδονίας. Η
χωρίς διάκριση αζική καταστολή κο ουνιστών και Σλαβοφώνων επρόκειτο να
κλι ακωθεί επί Μεταξά.

7. Η δικτατορία του Μεταξά


Με την προστασία που εξασφάλισε στους Εβραίους της Θεσσαλονίκης και ε τη
γενικότερη απουσία επίση ου αντιση ιτισ ού, η δικτατορία του Μεταξά διαψεύδει την
εύκολη ταύτισή της ε το γερ ανικό ναζισ ό. Στο ζήτη α αυτό, υπήρξε συνεπής ε
την παράδοση του Αντιβενιζελισ ού, από τον οποίο προερχόταν. Εντελώς αντίθετα,
εξαπέλυσε πρωτοφανές κύ α τρο οκρατίας εναντίον των Σλαβοφώνων, αλλά και των
Κουτσοβλάχων και των Τσά ηδων.
Με διαταγή του Γενικού 5ιοικητή Μακεδονίας το 1936, επιδιώχθηκε η ά εση
εξάλειψη των η ελληνικών γλωσσικών ιδιω άτων και προπαντός των
σλαβο ακεδονικών, ε την αστυνο ική απαγόρευση της χρήσης τους και ε την
υποχρεωτική εκ άθηση των ελληνικών από το σύνολο του πληθυσ ού, σε νυκτερινά
σχολεία. Την ίδια εποχή, ο Γενικός 5ιοικητής Ηπείρου ορα ατιζόταν να διδάσκεται το
Κοράνι στα ελληνικά (για τους Τσά ηδες).34
Γίνεται ε φανής η απο άκρυνση όχι όνο από το φιλελευθερισ ό, αλλά και από
τον ορθολογισ ό της βενιζελικής περιόδου (όσο κι αν σχετικοποιηθούν). Η διεθνής
κατάσταση πράγ ατι επέβαλλε προετοι ασία για το ενδεχό ενο πολέ ου, ιδίως από
την πλευρά της Βουλγαρίας (αργότερα και της Αλβανίας, όταν καταλήφθηκε από την
Ιταλία). Η πολιτική αυτή όχι όνο απαιτούσε στρατιωτική προπαρασκευή ( ε την
αποπεράτωση της γρα ής Μεταξά, άλλα οχυρω ατικά έργα, εξοπλισ ούς, επιτελικά
σχέδια κ.ο.κ.), αλλά και δικαιολογούσε καταρχήν έτρα που περιόριζαν τους
παρα εθόριους πληθυσ ούς, όπως η επιτηρού ενη ζώνη, οι εκτοπίσεις ή ακό η και
οι ετακινήσεις πληθυσ ών (που προτάθηκαν, αλλά δεν εφαρ όστηκαν).35
Aστόσο, η υστερική επιδίωξη εξαφάνισης των «ξένων» γλωσσών από τη δη όσια
σφαίρα δεν είχε κα ία λογική συνάφεια ε την ά υνα της χώρας. Αντίθετα, την
υπονό ευε ά εσα και έ εσα. Η πολιτική αυτή—αν πορεί κανείς να την ονο άσει
έτσι—ισοδυνα ούσε ε πρόωρη και βεβιασ ένη ο ολογία χρεωκοπίας της
αφο οίωσης. Οι ελπίδες που το ελληνικό κράτος είχε εναποθέσει κυρίως στο
34
5ιβάνη, σ. 257.
35
Κωστόπουλος, σ. 177.
33

δάσκαλο εταφέρονταν πλέον στο χωροφύλακα, ε την αξίωση ά εσης επίτευξης


ορατών αποτελεσ άτων. Και στο πεδίο αυτό, όπως και γενικότερα, η δικτατορία
εσή ανε προπαντός την άλογη απόπειρα οριστικής επίλυσης προβλη άτων ε την
απονο ή στα αστυνο ικά όργανα της εθυστικής ελευθερίας να ετατρέπονται σε
τοπικούς τυράννους, ως απόλυτοι κύριοι της τύχης των πολιτών. Έτσι, για το
νο άρχη Κοζάνης το 1937, αρκούσε η ίδρυση σταθ ού Χωροφυλακής για να πάψει
«να ο ιλήται σχεδόν εξ ολοκλήρου η βουλγαρική γλώσσα».36
Για τέσσερα χρόνια, η εκστρατεία για την «εκρίζωση» των ειονοτικών γλωσσών
συνοδεύτηκε από πρωτοφανή βιαιότητα και αυθαιρεσία των κρατικών οργάνων, ε
θύ ατα κυρίως τους Σλαβόφωνους, αλλά και Κουτσοβλάχους. Πολιτική απόγνωσης,
εξωθούσε τα θύ ατά της επίσης σε απόγνωση. Πολιτική αδιέξοδη, δεν πορούσε εξ
ορισ ού να επιτύχει κανένα οριστικό αποτέλεσ α. Αντίθετα, ήταν πρόδηλο ότι
κατασκεύαζε αζικά εχθρούς όχι όνο του καθεστώτος, αλλά και του ελληνικού
κράτους διαχρονικά.
Χρειάζεται να υπογρα ιστεί εδώ ότι ο Βενιζέλος είχε απορρίψει το 1931 ανάλογες
προτάσεις. Στη σχετική εισήγησή του, ο αρ όδιος σύ βουλός του Κ. Στυλιανόπουλος
τόνιζε χαρακτηριστικά (και προφητικά) ότι τυχόν απαγόρευση της σλαβο ακεδονικής
γλώσσας «θα έχη αντίκτυπον εις βάρος της εθνικής συνειδήσεως, την οποίαν οφείλο εν
να κατακτήσω εν υπέρ η ών δια της χρηστής διοικήσεως και δια των λοιπών έργων
του πολιτισ ού» και ότι, ε παρό οια έτρα, «δεν κατακτώνται ψυχαί, αλλά
δη ιουργούνται αντίπαλοι και ενυφαίνονται αγώνες αλυτρωτισ ού».37
Αποκορύφω α του παραλογισ ού της δικτατορίας υπήρξε, το 1940"41, η εκτόπιση
Σλαβοφώνων ενώ τα παιδιά τους πολε ούσαν στο έτωπο.38 Όπως έχει παρατηρηθεί,
πολύ εύστοχα, το λογαριασ ό της δικτατορίας θα κληθούν να πληρώσουν πρώτα οι
ελληνικές κατοχικές αρχές και στη συνέχεια οι ελληνικές αντιστασιακές
οργανώσεις.39

8. Η δικαίωση της βενιζελικής πολιτικής


Όσα ακολούθησαν, στη διάρκεια του Β΄ Παγκοσ ίου Πολέ ου και της τριπλής
κατοχής της Ελλάδας από τη Γερ ανία, την Ιταλία και τη Βουλγαρία, δικαίωσαν

36
Ό.π., σ. 169.
37
Ό.π., σ. 137.
38
Ό.π., σ. 176.
39
Ό.π., σ. 180.
34

καταρχήν την πολιτική του ελληνικού κράτους και ειδικά την πολιτική του
Βενιζελισ ού στο ζήτη α των ειονοτήτων. Πράγ ατι εκδηλώθηκε έσω των εθνικών
ειονοτήτων η ανα ενό ενη απειλή κατά της ελληνικής κυριαρχίας. Και πράγ ατι
λειτούργησε ως ασπίδα της ελληνικής κυριαρχίας η προσφυγική εγκατάσταση, όπως
είχε επιδιωχθεί.
Στις συνθήκες της Κατοχής, οι Τσά ηδες πίστεψαν ότι πορούσαν πλέον να
πραγ ατοποιήσουν τα δικά τους αλυτρωτικά όνειρα, ε την προσάρτηση της περιοχής
τους στην Αλβανία. Το ίδιο και οι Σλαβο ακεδόνες, που στράφηκαν αρχικά προς τη
Βουλγαρία ως ο οεθνείς και, στη συνέχεια, προς τη Γιουγκοσλαβία, ε το όρα α της
χωριστής πλέον εθνότητας και κρατικής οντότητας στο πλαίσιο ο οσπονδιακού
συστή ατος. Ακό η και η ειοψηφία των Κουτσοβλάχων, που έχρι τότε ταυτιζόταν
ε τη Ρου ανία, έσπευσε να επωφεληθεί από την Ιταλική κατοχή και να επιδιώξει την
πραγ ατοποίηση ενός ονείρου αυτονο ίας, ε τη Λεγεώνα και το λεγό ενο
Πριγκηπάτο της Πίνδου.
Θα πορούσε ίσως να προβληθεί η αντίρρηση ότι η καταπίεση των ειονοτήτων
από το ελληνικό κράτος ήταν εκείνη που τις ώθησε να στραφούν εναντίον του όταν
βρέθηκε σε αδυνα ία να αντιδράσει. Ειδικά για τους Σλαβο ακεδόνες, υποστηρίζεται
βάσι α ότι η ακραία και βάναυση καταπίεση επί Μεταξά (που υπερακόντιζε
οτιδήποτε ίσχυσε πριν) έπαιξε καταλυτικό ρόλο για τη ετέπειτα στάση τους.
Aστόσο, είναι δύσκολο να φανταστεί κανείς ποιά ακριβώς ειονοτική πολιτική θα
πορούσε να είχε αποτρέψει εντελώς την ανθελληνική στροφή αυτών των τριών
εθνικών ειονοτήτων. Θα τις είχε δηλ. ε ποδίσει να επωφεληθούν από τη οναδική
ιστορική ευκαιρία που πρόσφερε ο πόλε ος. Μόνο ε τους Τούρκους της Θράκης δεν
συνέβη το ίδιο, επειδή η Τουρκία έ εινε ουδέτερη.
Άλλωστε, σε τελευταία ανάλυση, υπήρχαν δύο αλληλένδετοι υλικοί παράγοντες που
δεν θα πορούσαν σε κα ία περίπτωση να αγνοηθούν από τις ειονότητες: η
ιδιοκτησία της γης και η προσφυγική εγκατάσταση. Μεγάλες εκτάσεις είχαν αφαιρεθεί
από τους Τσά ηδες και τους Σλαβο ακεδόνες για να δοθούν στους πρόσφυγες, ενώ και
οι Κουτσοβλάχοι κτηνοτρόφοι είχαν πληγεί ανεπανόρθωτα από την αγροτική
εταρρύθ ιση, που συρρίκνωσε τα βοσκοτόπια. Κα ία πολιτική δεν θα είχε προλάβει
να συ φιλιώσει οριστικά αυτές τις ειονότητες ε όσα είχαν βιώσει, εντελώς
πρόσφατα, ως οικονο ική καταστροφή και ως αρπαγή των πατρογονικών τους εδαφών.
Ακό η λιγότερες α φιβολίες δικαιολογούνται ως πρός τη δικαίωση της βενιζελικής
πολιτικής για τη αζική προσφυγική εγκατάσταση στη Βόρεια Ελλάδα, ε στόχο τον
35

«εξελληνισ ό» της και την εξουδετέρωση των ειονοτήτων. Στη διάρκεια της Κατοχής
(αλλά και στη συνέχεια), οι πρόσφυγες αποδείχθηκαν πράγ ατι η πιο αποτελεσ ατική
ασπίδα για τη διαφύλαξη της ελληνικής κυριαρχίας στις νέες τους πατρίδες, είτε
αγωνίστηκαν από τις τάξεις του ΕΑΜ, είτε από τις τάξεις αντιπάλων οργανώσεων και
ο άδων (ακό η και εκείνων που κατέληξαν να συνεργαστούν ε τους Γερ ανούς).
Και εδώ θα πορούσε ίσως να αντιταχθεί ότι ακριβώς η σύγκρουση ε τούς
πρόσφυγες έστρεψε τις ειονότητες προς τους εχθρούς της Ελλάδας. Aστόσο, εύκολα
πορεί να φανταστεί κανείς τι θα εσή αινε, στη συγκυρία της Κατοχής, η απουσία
των προσφύγων και η συνακόλουθη κατοχή της γης αποκλειστικά από γηγενείς
ειονότητες σε αρκετές περιοχές. 5εν θα υπήρχε κανένα ε πόδιο, κανένα «αντίπαλο
δέος» για την εφαρ ογή σχεδίων κάθε λογής και προέλευσης σε βάρος της εδαφικής
ακεραιότητας του ελληνικού κράτους (ανεξάρτητα από την τελική έκβαση του
πολέ ου).
Τέλος, ακό η και στην ιδιαίτερη περίπτωση των Σεφαραδιτών Εβραίων,
δικαιώθηκε ε τον πιο τραγικό τρόπο η πολιτική της αφο οίωσης που πρέσβευαν ο
Βενιζελισ ός και οι οπαδοί του στο εσωτερικό της ειονότητας. Για το εγάλο όγκο
της, την κρίσι η ώρα, η έλλειψη αφο οίωσης εσή ανε την απουσία όχι όνο
πρακτικών δυνατοτήτων διαφυγής, αλλά και έ πρακτης αλληλεγγύης εκ έρους του
χριστιανικού πληθυσ ού. Εντελώς αντίθετα, στην Παλαιά Ελλάδα όχι όνο ο
χριστιανικός πληθυσ ός αλλά και οι αρχές ( ε επικεφαλής την Ορθόδοξη Εκκλησία
και την Αστυνο ία Πόλεων) έκαναν το παν για να κρύψουν και να σώσουν τους
ισραηλίτες συ πολίτες τους. Η «επιταγή» της αφο οίωσης είχε, τελικά, αντίκρυσ α
και εξαργυρώθηκε στο ακέραιο.

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ

Ξενόγλωσση

Christidès, Christ[ophoros], Le camouflage macédonien à la lumière des faits et des


chiffres, Αθήνα 1949.

Constantopoulou, Photini, and Veremis, Thanos (eds.), Documents on the History of


the Greek Jews: Records from the Historical Archives of the Ministry of Foreign
Affairs, Αθήνα 1998.
36

Cowan, Jane K. (ed.), Macedonia: The Politics of Identity and Difference, Λονδίνο
2000.

Kofos, Evangelos, Nationalism and Communism in Macedonia, Θεσσαλονίκη 1964.

Ladas, Stephen P., The Exchange of Minorities: Bulgaria, Greece, and Turkey, Νέα
Υόρκη 1932.

Mavrogordatos, George Th., Stillborn Republic: Social Coalitions and Party


Strategies in Greece, 1922j1936, Μπέρκλεϊ 1983.

Ελληνική

Αβέρωφ, Ευάγγελος Α., Η πολιτική πλευρά του Κουτσοβλαχικού ζητή ατος, Αθήνα
1948.

Αλεξανδρής, Αλέξης κ.ά., Οι ελληνοτουρκικές σχέσεις 1923j1987, Αθήνα 1988.

Βασιλικού, Μαρία, «Η εκπαίδευση των Εβραίων της Θεσσαλονίκης στο


Μεσοπόλε ο» στον τό ο της Εταιρείας Σπουδών Ο ελληνικός εβραϊσ ός
(επιστη ονικό συ πόσιο 3 και 4 Απριλίου 1998), σσ. 129"147.

Γούναρης, Βασίλης Κ., Μιχαηλίδης, Ιάκωβος 5. και Αγγελόπουλος, Γιώργος Β.


(επι .), Ταυτότητες στη Μακεδονία, Αθήνα 1997.

5άγκας, Αλέξανδρος και Λεοντιάδης, Γιώργος, Κο ιντέρν και Μακεδονικό ζήτη α:


Το ελληνικό παρασκήνιο, 1924, Αθήνα 1997.

5ιβάνη, Λένα, Ελλάδα και ειονότητες: Το σύστη α διεθνούς προστασίας της


Κοινωνίας των Εθνών, Αθήνα 1995.

Καρακασίδου, Αναστασία, Μακεδονικές ιστορίες και πάθη 1870j1990, Αθήνα 2000.

Κωστόπουλος, Τάσος, Η απαγορευ ένη γλώσσα: Κρατική καταστολή των σλαβικών


διαλέκτων στην ελληνική Μακεδονία, Αθήνα 2000.

Μιχαλόπουλος, 5η ήτρης, Σχέσεις Ελλάδας και Αλβανίας 1923j1928, Θεσσαλονίκη


χ.χ.

Τούντα"Φεργάδη, Αρετή, Ελληνοjβουλγαρικές ειονότητες: Πρωτόκολλο Πολίτηj


Καλφώφ, 1924j1925, Θεσσαλονίκη 1986.

You might also like