You are on page 1of 3

WHEEL INFO

τύχη

τύχη
Short Definition
τύχη, τύχη, τύχης, ἡ, fortune, shame

Frequency
τύχη is the 325th most frequent word

LSJ Middle Liddell Examples from the Corpus

τύχη [ῠ], ἡ, Boeot. τιούχα IG 7.2809.1 (Hyettus, iii B. C.), τούχα ib.3083 (Lebad., iii B. C.): (τεύχω, τυγχάνω A. I.2):

A the act of a god, τύχᾳ δαίμονος Pi. O. 8.67; ἄπαιδές ἐσμεν δαίμονός τινος τύχῃ E. Med. 671; τύχᾳ θεῶν
Pi. P. 8.53; σὺν θεοῦ τύχᾳ, σὺν Χαρίτων τύχᾳ, Id. N. 6.24, 4.7; θείῃ τύχῃ Hdt. 1.126, 3.139, 4.8, 5.92.γʹ; ἐὰν
θεία τις συμβῇ τ. Pl. R. 592a; θείᾳ τινὶ τύχῃ Id. Ep. 327e; ἐκ θείας τύχης S. Ph. 1326; δαιμονίως ἔκ τινος
τ. Pl. Ti. 25e; πῶς οὖν μάχωμα θνητὸς ὢν θείᾳ τύχῃ; S. Fr. 196; ἆρα θείᾳ κἀπόνῳ τάλας τύχῃ [ὄλωλε]; Id.
OC 1585; ἐμὲ . . δαιμονία τις τύχη κατέχει Pl. Hp.Ma. 304c: ἄσημα δʼ οὐκέτʼ ἐστὶν οἷ φθίνει τύχα
Κύπριδος E. Hipp. 371 (lyr.); ἐξεπλήσσου τῇ τ. τῇ τῶν θεῶν Id. IA 351 (troch.); δαίμονος τύχα βαρεῖα Id.
Rh. 728 (lyr.); τὰς . . δαιμόνων τ. ὅστις φέρει κάλλιστα Id. Fr. 37.
b the act of a human being, πέμψον τινʼ ὅστις σημανεῖ—ποίας τύχας; will order—what action? Id. IT 1209
(troch.).
2 esp. ἀναγκαία τύχη, as a paraphrase for Ἀνάγκη, Necessity, Fate, τέθνηκʼ Ὀρέστης ἐξ ἀναγκαίας τύχης
S. El. 48; τῆς ἀ. τ. οὐκ ἔστιν οὐδὲν μεῖζον ἀνθρώποις κακόν Id. Aj. 485; πρόστητʼ ἀ. τ. ib.803; εἴ τις ἀ. τ.
γίγνοιτο Pl. Lg. 806a: also pl., ἀλλʼ ἥκομεν γὰρ εἰς ἀναγκαίας τύχας θυγατρὸς αἱματηρὸν ἐκπρᾶξαι
φόνον E. IA 511.
II regarded as an agent or cause beyond human control:
1 fortune, providence, fate, πάντα τύχη καὶ μοῖρα, Περίκλεες, ἀνδρὶ δίδωσι Archil. 16; ἡμῖν ἐκ πάντων
τοῦτʼ ἀπένειμε τύχη Simon. 100; πύργοις δʼ ἀπειλεῖ δείνʼ, ἃ μὴ κραίνοι τύχη A. Th. 426; ἐπʼ εὐμενεῖ
τύχᾳ Pi. O. 14.15; μετὰ τύχης ευʼμενοῦς Pl. Lg. 813a; κατελθὼν δεῦρο πρευμενεῖ τύχῃ A. Ag. 1647;
ὁρμώμενον βροτοῖσιν εὐπόμπῳ τύχῃ Id. Eu. 93: personified, Σώτειρα Τύχα Pi. O. 12.2; Τ. Σωτήρ A. Ag.
664, cf. S. OT 80; ἐμαυτὸν παῖδα τῆς Τ. νέμων τῆς εὖ διδούσης ib. 1080; <Τύχα> . . Προμαθείας
θυγάτηρ Alcm. 62, cf. Pi. Fr. 41, D.Chr. 63.7; πάντων τύραννος ἡ Τύχη ʼστὶ τῶν θεῶν Trag.Adesp. 506,
cf. 505; Τύχα, μερόπων ἀρχά τε καὶ τέρμα . . προφερεστάτα θεῶν Lyr.Adesp. 139.
2 chance, regarded as an impersonal cause, τύχη φορὰ ἐξ ἀδήλου εἰς ἄδηλον, καὶ ἡ ἐκ τοῦ αὐτομάτου
αἰτία δαιμονίας πράξεως Pl. Def. 411b; coupled with τὸ αὐτόματον, Arist. Ph. 195b31, al.; defined as
αἰτία ἄδηλος ἀνθρωπίνῳ λογισμῷ Stoic. 2.281; πειρῶ τύχης ἄνοιαν ἀνδρείως φέρειν Men. 812; τὰ τῆς
τύχης φέρειν δεῖ γνησίως τὸν εὐγενῆ Antiph. 281, cf. Apollod.Com. 17, Alex. 252, Men. 205; οὐκ
ἔχουσιν αἱ τ. φρένας Alex. 287; τῆς ἀναγκαίας μέν, ἀγνώμονος δὲ τ. οὐχ ὡς δίκαιον ἦν, ἀλλʼ ὡς
ἐβούλετο, κρινάσης τὸν ἀγῶνα D. Ep. 2.5; personified and said to be blind, Men. 417b, Kon. 14, Plu.
2.98a; τί δʼ ἂν φοβοῖτʼ ἄνθρωπος, ᾧ τὰ τῆς τ. κρατεῖ, πρόνοια δʼ ἐστὶν οὐδενὸς σαφής; S. OT 977; ἂν
μὲν ἡ τ. συνεπιλαμβάνηται . ., ἂν δʼ ἀντιπίπτῃ τὰ τῆς τ., Plb. 2.49.7,8; ἡ Τ. σχεδὸν ἅπαντα τὰ τῆς
οἰκουμένης πράγματα πρὸς ἓν ἔκλινε μέρος Id. 1.4.1, cf. 1.63.9, 2.38.5, 36.17.1; τῆς Τ. ὥσπερ
ἐπίτηδες ἀναβιβαζούσης ἐπὶ σκηνὴν τὴν τῶν Ῥοδίων ἄγνοιαν Id. 29.19.2, cf. 23.10.16, Dem.Phal. 39J.;
οὐκ ἂν ἐν τύχῃ γίγνεσθαι σφίσι would not depend on chance, Th. 4.73; ὁ πόλεμος φιλεῖ ἐς τύχας
περιίστασθαι Id. 1.78, cf. 69; τύχῃ by chance, S. Ant. 1182, Ph. 546, Th. 1.144, etc.; opp. φύσει, Pl. Prt.
323d; ἀπὸ τύχης, opp. ἀπὸ παρασκευῆς, Lys. 21.10; opp. ἀπὸ φύσεως, Arist. Metaph. 1032a29; ἀπὸ τ.
ἀπροσδοκήτου Pl. Lg. 920d; ἐκ τύχης Id. Phdr. 265c, R. 499b, etc.; διὰ τύχην Isoc. 4.132, 9.45; δίκαιος

οὐδεὶς ἀπὸ τύχης οὐδὲ διὰ τὴν τ. Arist. Pol. 1323b29; κατὰ τύχην Th. 3.49, X. HG 3.4.13; τῆς τ. εὖ
μετεστεώσης Hdt. 1.118; τὸ τῆς τ. ἀφανές E. Alc. 785, cf. D. 4.45.
III regarded as a result:
1 good fortune, success, δὸς ἄμμι τ. εὐδαιμονίην τε h.Hom. 11.5; μοῦνον ἀνδρὶ γένοιτο τ. Thgn. 130; τ.
μόνον προσείη Ar. Av. 1315 (lyr.); εἴ οἱ τ. ἐπίσποιτο Hdt. 7.10.δʹ, cf. 1.32; σὲ γὰρ θεοὶ ἐπορῶσι· οὐ γὰρ
ἄν . . ἐς τοσοῦτο τύχης ἀπίκευ ib.124; ἐπειδήπερ ἐν τούτῳ τύχης εἰσί Th. 7.33; σὺν τύχᾳ Pi. N. 5.48,
cf. S. Ph. 775; σὺν τ. τινί A Ch. 138, cf. Th. 472; τύχᾳ Pi. N. 10.25, E. El. 594 (lyr.); οὐ πεποιθότες τύχῃ
not believing in our good fortune, A. Ag. 668; γλῶσσαν ἐν τύχᾳ νέμων ib.685 (lyr.); σοφῶν γὰρ ἀνδρῶν
ταῦτα, μὴ ʼκβάντας τύχης, καιρὸν λαβόντας, ἡδονὰς ἄλλας λαβεῖν without stepping out of success
already attained, E. IT 907; τὰς γὰρ παρούσας οὐχὶ σῴζοντες τ. ὤλοντʼ ἐρῶντες μειζόνων ἀβουλίᾳ Id.
Fr. 1077: c. gen. rei, Ζεῦ τέλειʼ, αἰδῶ δίδοι καὶ τύχαν τερπνῶν γλυκεῖαν Pi. O. 13.115.
2 ill fortune, τὰς ἐκ θεῶν τύχας δοθείσας . . φέρειν S. Ph. 1317; κατὰ τύχας in misfortune, opp.κατὰ . .
εὐπραγίας, Pl. Lg. 732c; τοιαύτῃσι περιέπιπτον τύχῃσι Hdt. 6.16; τύχῃ by ill-luck, opp. ἀδικίᾳ, Antipho
6.1; opp. προνοίᾳ, Id. 5.6; ἔστιν ἡ τ. τοῦ ἄρξαντος the ill-luck is his who began the fray, Id. 4.4.8; of death,
ἢν χρήσωνται τύχῃ, i. e. if they are killed, E. Heracl. 714, cf. And. 1.120, X. Cyn. 5.29; δεχομένοις λέγεις
θανεῖν σε, τὴν τ. δʼ αἱρούμεθα A. Ag. 1653; τ. ἑλεῖν Id. Supp. 380, cf. Pr. 106, 274, 290 (anap.); ὦ τῆς
ἀώρου θύγατερ ἀθλία τύχης E. Hec. 425: personified, εἰ μὴ τὴν Τ. αὐτὴν λέγεις Misfortune herself,
ib.786.
3 in a neutral sense, mostly in pl. ‘fortunes’, ποίαις ὁμιλήσει τύχαις Pi. N. 1.61; πρὸς τὸ παρὸν ἀεὶ
βουλεύεσθαι καὶ ταῖς τ. ἐπακολουθεῖν Isoc. 6.34; τὴν ἐλπίδʼ οὐ χρὴ τῆς τ. κρίνειν πάρος the event, S.
Tr. 724; ἐπὶ τῇσι παρεούσῃσι τύχῃσι Hdt. 7.236; ἐγὼ δὲ τὴν παροῦσαν ἀντλήσω τ. A. Pr. 377; φέρειν
ἀνάγκη τὰς παρεστώσας τ. E. Or. 1024: c. gen. rei, κοινὰς εἶναι τὰς τ. τοῖς ἅπασι καὶ τῶν κακῶν καὶ
τῶν ἀγαθῶν Lys. 24. 22.
4 the quality of the fortune or fate may be indicated by an Adj., ἀγαθὴ τ. or ἡ ἀγαθὴ τ., A. Ag. 755 (lyr.), Ar.
Pax 360, D. Ep. 4.3, etc.; πολλῇ χρῷτʼ ἂν ἀγαθῇ τ. Pl. Lg. 640d; freq. in prayers and good wishes,
εὐχώμεσθα Διὶ . . θεσμοῖς τοῖσδε τ. ἀγαθὴν καὶ κῦδος ὀπάσσαι Sol.[31]; θεὸς τ. ἀγαθάν (sc. δότω) GDI
1930, al. (Delph., ii B. C.): in nom., θεός, τύχα ἀγαθά IG 42(1).47.1, 121.1 (Epid., iv B.C.), 73.1 (ibid., iii
B.C.): freq. in dat., ἀγαθῇ τύχῃ by Godʼs help, Lat. quod di bene vortant, ἀγαθᾷ τύχᾳ ib.103.119 (ibid., iv B.
C.); ἀλλʼ ἴωμεν ἀγαθῇ τ. Pl. Lg. 625c; ταῦτα ποιεῖτʼ ἀγ. τ. D. 3.18; τύχῃ ἀγαθῇ And. 1.120, Pl. Smp. 177e,
Cri. 43d, etc.; in Com. with crasis, ἡγοῦ δὴ σὺ νῷν τύχἀγαθῇ Ar. Av. 675, cf. 436, Ec. 131, Nicostr.Com.
19; as a formula in treaties, decrees, etc., Λάχης εἶπε, τύχῃ ἀγαθῇ τῇ Ἀθηναίων ποιεῖσθαι τὴν
ἐκεχειρίαν Decr. ap. Th. 4.118, etc.; ἀγ. τ. τῇ Ἀθηναίων IG 12.39.40; also ἐπʼ ἀγαθῇ τ. Ar. V. 869, cf. Pl.
Lg. 757e; μετʼ ἀγαθῆς τ. ib.732d; τύχῃ ἀμείνονι, ἐπʼ ἀμείνοσι τύχαις, ib.856e, 878a; also τύχᾳ σὺν ἔσλᾳ
Sapph. Supp. 9.4; ἐπὶ τύχῃσι χρηστῇσι Hdt. 1.119: with κακός or equivalent words, τ. παλίγκοτος A. Ag.
571; ἡ δέ τοι τ. κακὴ μὲν αὕτη γʼ ἀλλὰ συγγνώμην ἔχει S. Tr. 328; ἐν τοιᾷδε κείμενος κακῇ τ. Id. Aj.
323; τίς τῆσδʼ ἔτʼ ἐχθίων τύχη; A. Pers. 438; πρὶν αἰσχρᾷ περιπεσεῖν τύχῃ τινί E. Hec. 498; ὅταν τις
ἡμῶν δυστυχῆ λάβῃ τ. Id. Tr. 471, cf. Th. 5.102; ἀλιτηριώδης τ. Pl. Lg. 881e; ποινὴν καὶ κακὴν τ. S.E.
M. 5.16.
5 with gen. (or possess. Adj.) of the person who enjoys or endures the fortune or fate, τῶν ἐν Θερμοπύλαις
θανόντων εὐκλεὴς μὲν ἁ τύχα, καλὸς δʼ ὁ πότμος Simon. 4.2; θεῶν δʼ ὄπιν ἄφθιτον αἰτέω, Ξέναρκες,
ὑμετέραις τύχαις Pi. P. 8.72; ὤμοι βαρείας ἆρα τῆς ἐμῆς τ. S. Aj. 980; κατεδάκρυσε τὴν ἑαυτοῦ τ. X.
Cyr. 5.4.31; ἐπὶ τῇ τῶν Ἀρκάδων τ. ἥσθησαν Id. HG 7.1.32; πρὸς τὰς τ. τῶν ἐναντίων ἐπαίρεσθαι Th.
6.11; τῆς ὑμετέρας τ. D. 1.1; τὴν ἰδίαν τ. τὴν ἐμὴν καὶ τὴν ἑνὸς ἡμῶν ἑκάστου Id. 18.255.
IV the τ. or ἀγαθὴ τ. of a person or city is sts. thought of as permanently belonging to him or it, as a faculty
for good fortune, destiny, almost = δαίμων I.2, 11.3, τὸν δαίμονα καὶ τὴν τ. τὴν συμπαρακολουθοῦσαν τῷ
ἀνθρώπῳ φυλάξασθαι Aeschin. 3.157; ἐπισφαλές ἐστι πιστεύειν ἀνδρὸς ἑνὸς τύχῃ τηλικαῦτα
πράγματα Plu. Fab. 26; νὴ τὴν σὴν τ. Arr. Epict. 2.20.29: personified, θύειν Τύχῃ Ἀγαθῇ πατρὸς καὶ
μητρὸς Ποσειδωνίου κριόν SIG 1044.34 (Halic., iv/iii B. C.); a statue of the Τύχη of the City of Antioch
executed by Eutychides, Paus. 6.2.7: so of rulers, ἀγαθῇ τύχῃ τῇ Πτολεμαίου τοῦ Σωτῆρος OGI 16 (Halic.,
iii B.C.); διὰ τὴν τ. τοῦ θεοῦ καὶ κυρίου βασιλέως BGU 1764.8 (i B. C.); νὴ τὴν Καίσαρος τ. Arr. Epict.
4.1.14; ὀμνύω τὴν . . Σεβαστοῦ τ. Sammelb. 7440.19 (ii A. D.), cf. BGU 1583.23 (ii A. D.); of officials, e.g.
the ἐπιστράτηγος, ἐάν σου τῇ εὐμενεστάτῃ τύχῃ δόξῃ Sammelb. 7361.21 (iii A. D.).
2 = Lat. Fortuna; Τ. Σωτήριος, = Fortuna Redux, Mon.Anc.Gr. 6.7; Τ. Πρωτογένεια, = F. Primigenia, SIG 1133
(Delos, ii B. C.).
3 position, station in life, ἐγὼ μὲν δὴ τοιαύτῃ συμβεβίωκα τύχῃ . ., σὺ δʼ ὁ σεμνὸς . . σκόπει . . ποίᾳ τινὶ
κέχρησαι τύχῃ . . τὸ μέλαν τρίβων κτλ. D. 18.258; πάσῃ τ. καὶ ἡλικίᾳ BCH 15.184, 198,204 (Panamara);
οἰκέτης τὴν τ. Ael. NA 7.48; ἀμφίβολόν ἐστι πότερον ἡλικίας τοὔνομα ἢ τύχης Poll. 3.76; οἱ δουλικὴν
τ. εἰληχότες POxy. 1186.5 (iv A. D.), cf. 1101.7,11,21,24 (iv A. D.), etc.; rank, βουλευτικὴ τ. PLond.
3.1015.1,4 (vi A. D.), cf. Cod.Just. 1.3.52.1, 4.20.15.1, 9.5.2.
V Astrol. uses:
1 = Σελήνη, Vett. Val.126.15; ἀγαθὴ τ. the κλῆρος of the moon, Cat.Cod.Astr. 4.81.
2 ἀγαθὴ and κακὴ τ. names of two of the twelve regions, Vett. Val.69.13,14.
VI Pythag. name for 7, Theol.Ar. 44.

You might also like