Professional Documents
Culture Documents
Οι Σχέσεις των ΗΠΑ και της ΛΔΚ υπό το Πρίσμα της Ρεαλιστικής Προσέγγισης
Οι Σχέσεις των ΗΠΑ και της ΛΔΚ υπό το Πρίσμα της Ρεαλιστικής Προσέγγισης
Λευκωσία, Κύπρος
ΤΗΣ
ΑΛΕΞΑΝΔΡΑΣ-ΜΑΡΙΑΣ ΤΡΑΓΚΑ
«Αυτό το έγγραφο υποβλήθηκε για την εκπλήρωση μέρους των απαιτήσεων του εξ'
αποστάσεως Μεταπτυχιακού Προγράμματος του Πανεπιστημίου Λευκωσίας στις
Διεθνείς και Ευρωπαϊκές Σπουδές (Σεπτέμβριος/2019)»
Στις
Αλεξάνδρας-Μαρίας Τράγκα
……………………………… ………………………
(Όνομα)
(Θέση)
……………………………… ………………………
(Όνομα)
(Θέση)
……………………………… ………………………
(Όνομα)
(Πρόεδρος Τμήματος)
3
Ευχαριστίες
Ο Κομφούκιος παρακινούσε τα άτομα να ξεχνούν τους πόνους της ζωής, αλλά
ποτέ την καλοσύνη των ανθρώπων. Για την ολοκλήρωση αυτής της εργασίας,
στηρίχθηκα στην καλοσύνη πολλών.
Έτσι, θα ήθελα να ευχαριστήσω το Δρ. Μιχάλη Κοντό, Επίκουρο Καθηγητή
Διεθνών Σχέσεων του Τμήματος Πολιτικών Επιστημών και Διακυβέρνησης, της
Νομικής Σχολής του Πανεπιστημίου Λευκωσίας, όχι μόνο για την άριστη
συνεργασία, αλλά και για την ανοχή, σεβασμό και ανθρωπιά που επέδειξε κατά τη
διάρκεια εκπόνησης της παρούσας έρευνας.
Επίσης, ευχαριστώ, το σύνολο του εκπαιδευτικού προσωπικού του εξ'
αποστάσεως Μεταπτυχιακού Προγράμματος του Πανεπιστημίου Λευκωσίας στις
Διεθνείς και Ευρωπαϊκές Σπουδές, γιατί ήταν δίπλα μου, οδηγοί και συνοδοιπόροι
στο υπέροχο ταξίδι της γνώσης.
Το Μιχάλη Μούγια, ο οποίος συνέβαλλε τα μέγιστα στην ολοκλήρωση αυτού
του έργου και τους φίλους μου, που υπέμειναν στωικά τα ξενύχτια και την
απουσία μου.
Θέλω ακόμα να ευχαριστήσω τη μητέρα μου, Χριστίνα, τον πρώτο μεγάλο
δάσκαλο που συνάντησα στη ζωή μου. Την αγαπώ, τη σέβομαι, τη θαυμάζω και
την εκτιμώ.
4
Περίληψη
Ποιος μπορεί στο τέλος της δεύτερης δεκαετίας του 21ου αιώνα, να ισχυριστεί πώς
δεν έχει ακούσει να μιλούν για την Κίνα, αυτή την απρόβλεπτη και μυστηριώδη
χώρα, διοργανώτρια των Ολυμπιακών Αγώνων του 2008 και μέλος του
Παγκόσμιου Οργανισμού Εμπορίου (Bessière 2007, σ. 11); Δε χρειάζεται να είναι
κανείς έμπειρος μελετητής των Διεθνών Σχέσεων για να διαπιστώσει ότι η Λαϊκή
Δημοκρατία, με την κουλτούρα, την ιστορία, την πειθαρχία και την οικονομική
της ευρωστία (Χατζηγάκης & Χατζηγάκης 2010, σ. 133), απασχολεί τη διεθνή
συζήτηση (Leonard 2008, σ. 13). Σήμερα, ο δράκος της Ασίας, όχι μόνο προχωρά
αλματωδώς σε εντυπωσιακό βαθμό (Kennedy 1991, σ. 26), αλλά σύμφωνα με
τους περισσότερους αναλυτές, είναι μακροπρόθεσμα ο πιο σοβαρός διεκδικητής
της παγκόσμιας ηγεμονίας (Πετρόπουλος & Χουλιάρας 2014, σ. 11).
Η άνοδος της Κίνας αποτελεί λιγότερο το αποτέλεσμα της αύξησης της
στρατιωτικής της δύναμης από όσο το αποτέλεσμα της ανταγωνιστικής παρακμής
των Ηνωμένων Πολιτειών, που πηγάζει από παράγοντες όπως οι απαρχαιωμένες
υποδομές, η ανεπαρκής έμφαση στην Έρευνα και Ανάπτυξη και μια φαινομενικά
δυσλειτουργική κυβερνητική διαδικασία (Kissinger 2012). Τα καίρια ερευνητικά
ερωτήματα που εύλογα θέτουν οι θεωρητικοί των Διεθνών Σχέσεων -κατά
συνέπεια και η γράφουσα στο παρόν πόνημά της- είναι το εάν η αύξηση της
σχετικής ισχύος της Κίνας θα επηρεάσει τις σινο-αμερικανικές σχέσεις και το εάν
η μείωση της σχετικής ισχύος των Ηνωμένων Πολιτειών της Αμερικής και ο
συνεπακόλουθος φόβος τους για επιδείνωση της θέσης τους στο διεθνές σύστημα,
θα αυξήσουν την τάση βίαιης σύγκρουσης, της αμοιβαίας πυρηνικής αποτροπής
του ηλεκτρονικού και του υβριδικού πολέμου μεταξύ των δύο. Αν και η
συγγραφέας του παρόντος πονήματος, φρονεί ότι τα δύο κράτη, δεν πρόκειται να
εμπλακούν -τουλάχιστον βραχυπρόθεσμα- σε οιαδήποτε μορφής θερμή
σύγκρουση, καθώς θα προηγηθούν πόλεμοι δι’ αντιπροσώπων (proxy wars) με
την παράλληλη διεξαγωγή κάποιου τύπου «ψύχραιμου» ή «ατάραχου πολέμου»
(cool war), ωστόσο, οι απόψεις των διεθνολόγων και λοιπών ερευνητών,
διίστανται.
Ο Samuel Huntington, στο «The Clash of Civilizations», βλέπει την
πιθανότητα στρατιωτικής σύγκρουσης μεταξύ Κίνας και Ηνωμένων Πολιτειών ως
κορύφωση της αντιπαράθεσης μεταξύ Δυτικού και Ανατολικού πολιτισμού -ένα
σενάριο Ημέρας Κρίσεως-, που επαναλαμβάνεται στο βιβλίο των Richard
Bernstein και Ross H. Munro, «The Coming Conflict with China»
(Μουρδουκούτας & Arayma 2006, σ. 21). O Graham Allison, καθηγητής του
πανεπιστημίου του Harvard, υποστηρίζει πώς οι δύο υπερδυνάμεις, έχουν
εγκλωβιστεί σε μία «Θουκυδίδεια παγίδα», αντίστοιχη του Πελοποννησιακού
Πολέμου, η οποία προέκυψε εξαιτίας της ανόδου του αθηναϊκού ιμπεριαλισμού
και του φόβου που αυτός προκάλεσε στη Σπάρτη. Ο ιστορικός εκτιμά ότι η ίδια
δυναμική βρίσκεται σήμερα σε εξέλιξη και ότι οι δύο υπερδυνάμεις μπορεί να
εμπλακούν σε πόλεμο (Iefimerida 2018a). Τον κώδωνα του κινδύνου κρούει και ο
John Mearsheimer ο οποίος διατείνεται με βεβαιότητα ότι η άνοδος της ΛΔΚ δεν
πρόκειται να είναι ειρηνική και προειδοποιεί ότι ο ανταγωνισμός ασφάλειας
5
ανάμεσα στις ΗΠΑ και την Κίνα θα ενταθεί μέσα στα επόμενα χρόνια, με
πιθανότητα ένοπλης σύρραξης (Mearsheimer 2006, σ. 160). Αντίθετα, ο Zbigniew
Brzezinski. εξέφρασε την άποψη ότι η Αμερική θα πρέπει να μην εγκαταλείψει
την προσπάθεια χειρισμού της ΛΔΚ σε πλαίσια συνεργασίας, θέση, που βρίσκει
σύμφωνο και το Henry Kissinger. Η Κίνα, υπογραμμίζει ο τελευταίος, δεν έχει
δείξει στη μακρά ιστορία της ιμπεριαλιστική συμπεριφορά, εφόσον τα σύνορά της
δεν έχουν ουσιαστικά μεταβληθεί εδώ και 2.000 χρόνια (Χατζηγάκης &
Χατζηγάκης 2010, σ. 223). Και ο John Ikenberry, πιστεύει ότι το σημερινό
παγκοσμιοποιημένο σύστημα δεν ευνοεί μεγάλες πολεμικές συγκρούσεις
(Ikenberry 2008, σ. 32).
Σκοπός της ανά χείρας εργασίας, είναι η σύνταξη περιπτωσιολογικής μελέτης
για τον έλεγχο της ρεαλιστικής προσέγγισης με ιδιαίτερη έμφαση στη θεωρία του
κύκλου της ισχύος. Προς τούτο, αναμένεται να γίνει ιδιαίτερη μνεία στη
στρατιωτική, την οικονομική και την πολιτική ισχύ. Σε ό,τι αφορά στη σχετική
ισχύ, για την ερμηνεία της, θα αντληθούν στοιχεία από το «Perception and
Misperception in International Politics» του Robert Jervis και το άρθρο του
Gideon Rose «Neoclassical Realism and Theories of Foreign Policy»
συνδυαζόμενα με τη θεωρία περί διλήμματος ασφαλείας και τη Θουκυδίδεια
Παγίδα, όπως αυτή διατυπώθηκε στο βιβλίο του Graham Allison «Destined for
War». Για τον έλεγχο της προαναφερόμενης θεώρησης, έχει προκριθεί η κατά
Evera διαδικασία συμφωνίας τύπου 2, με παρατηρούμενο το ζεύγος Ηνωμένες
Πολιτείες της Αμερικής-Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας. Λαμβάνοντας υπόψη το
γεγονός ότι στη θεωρία του κύκλου της ισχύος, η σχετική ισχύς ενός κράτους,
αποτελεί την Ανεξάρτητη Μεταβλητή (ΑΜ) με Μεταβλητές Συνθήκης (ΜΣ) το
ΑΕΠ, το κατά κεφαλήν ΑΕΠ, το μέγεθος των Ενόπλων Δυνάμεων, τον Αμυντικό
Προϋπολογισμό, το Μέγεθος του Πληθυσμού και την Τεχνολογική Καινοτομία,
μπορεί να οδηγήσει στην Εξαρτημένη Μεταβλητή του πολέμου (ΕΜ) μέσω της
Παρεμβατικής Μεταβλητής (ΠΜ), της αντίληψης ενός κράτους για τη θέση του
στην ιεραρχία, μπορούμε να καταλήξουμε σε γενικευμένη συγκεκριμένη ερμηνεία
για την πιθανότητα πολέμου μεταξύ των ΗΠΑ και της Κίνας. Οι καταγραφές των
τιμών των Αιτιωδών Φαινομένων και των Προϋποτιθέμενων Φαινομένων θα
συλλεχθούν από αναφορές διεθνών οργανισμών και των κυβερνήσεων των δύο
κρατών, ενώ το Παρεμβαίνον Φαινόμενο, θα αναζητηθεί μέσα από τα πραγματικά
γεγονότα όπως αυτά εκφράζονται τόσο στις ομιλίες/δηλώσεις/Δελτία Τύπου των
εμπλεκόμενων κυβερνήσεων όσο και από την κάλυψη των τεκταινομένων από τα
Μέσα Μαζικής Ενημέρωσης και τις αναλύσεις-μελέτες επιφανών οικονομολόγων
και διεθνολόγων.
Το παρόν πόνημα, είναι δομημένο σε τέσσερα κεφάλαια. Το πρώτο κεφάλαιο,
αποτελεί μία θεωρητική περιδιάβαση στην έννοια της ισχύος, στην ανάλυση της
νεορεαλιστικής θεωρίας του κύκλου της ισχύος και της σύγκρισής της με την
κατά Organski θεωρία περί της μετατόπισης ισχύος. Το δεύτερο κεφάλαιο,
πραγματεύεται το τέλος της Pax Americana, όπως αυτή προκύπτει μέσα από την
οικονομική παρακμή των ΗΠΑ, την υποχώρηση της αμερικανικής στρατιωτικής
ισχύος και την άνοδο του πολιτικού αντι-αμερικανισμού. Το τρίτο κεφάλαιο, θα
μπορούσε να θεωρηθεί μία, τρόπον τινά, «ακτινογραφία» της Λαϊκής
Δημοκρατίας της Κίνας. Στο πλαίσιο της ανάλυσης προσεγγίζονται οι
6
Μεταβλητές Συνθήκης/συντελεστές ισχύος του δράκου της Ασίας, ήτοι η
οικονομική, η στρατιωτική, η ήπια ισχύς και οι διμερείς και πολυμερείς σχέσεις
του με τα λοιπά κράτη της υφηλίου. Το τέταρτο κεφάλαιο, τέλος, αναλύει τις
σινο-αμερικανικές σχέσεις υπό το πρίσμα της θεωρίας του κύκλου της ισχύος.
Στόχος, δεν είναι η απλή παράθεση και ανάλυση γεγονότων, αλλά η παροχή μίας
δυναμικής εικόνας, μέσω της διερεύνησης επί μέρους φαινομένων όπως η κρίση
του ’97, το Ζήτημα της Ταϊβάν, η αντιπαράθεση στη Νότια Σινική Θάλασσα και
το Σύμφωνο της Σαγκάης.
7
Πίνακας περιεχομένων
Ευχαριστίες .............................................................................................................................. 4
Περίληψη ................................................................................................................................. 5
Κεφάλαιο 1ο: H ρεαλιστική προσέγγιση και η θεωρία του κύκλου της ισχύος ....................... 14
1.3. Βασικές αρχές της θεωρίας του κύκλου της ισχύος ......................................................... 19
Κεφάλαιο 4ο: Οι σινο-αμερικανικές σχέσεις και η θεωρία του κύκλου της ισχύος................. 60
4.2.Οι σινο-αμερικανικές σχέσεις υπό το πρίσμα της θεωρίας του κύκλου της ισχύος .......... 61
4.3. Η κρίση του ’97 και η επιρροή της στις σχέσεις ΗΠΑ-Κίνας.......................................... 70
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ.................................................................................................................... 96
9
Κατάλογος Εικόνων
10
Κατάλογος Γραφημάτων
11
Εισαγωγή: Το μετα-διπολικό διεθνές σύστημα
Ένα τεράστιο κενό ισχύος και εξουσίας, άφησε πίσω του η κατάρρευση του
σοσιαλιστικού μπλοκ, εφόσον η πτώση της μίας εκ των δύο υπερδυνάμεων, που
όχι μόνο είχε εγκλωβίσει στο δόγμα Brezhnev πληθώρα κρατών της Ανατολικής
Ευρώπης (Wallerstein 2005, σ. 102), αλλά συγκροτούσε και το διπολικό,
παραδοσιακό, βεστφαλικό, ψυχροπολεμικό σύστημα (Hooker 2014, σ. 14),
προσωρινά μόνο καλύφθηκε από τις Ηνωμένες Πολιτείες. Όπως τόνισε και ο Eric
Hobsbawm, η κατάρρευση της ΕΣΣΔ κατέστρεψε το σύστημα που είχε
σταθεροποιήσει τις διεθνείς σχέσεις για περίπου σαράντα χρόνια (Φούσκας 2009,
σ. 45), καθώς η πόλωση, συχνά μανιχαϊκή και ο μαραθώνιος εξοπλισμών μεταξύ
των δύο παικτών (Kennedy 1991, σ. 25), αντικαταστάθηκε από έναν αβέβαιο
κόσμο, όπου η μόνη αναγνωρίσιμη υπερδύναμη ήταν πλέον ο αγγλοσαξωνικός
άξονας (Φούσκας 2009, σ. 45). Όπως συνέβαινε με τις αυτοκρατορίες πριν τη
σύγχρονη εποχή, στη διάρκεια της δεκαετίας του ’90, η Pax Americana
διασφάλισε ένα διεθνές σύστημα που είχε σχετική ειρήνη και ασφάλεια, μέσω της
εφαρμογής των κανόνων μίας φιλελεύθερης διεθνούς οικονομικής τάξης δηλαδή
του ελεύθερου εμπορίου και της ελευθερίας της κίνησης κεφαλαίων (Gilpin
2007b, σ. 248). Ωστόσο οι Ηνωμένες Πολιτείες, δεν αρκέστηκαν στα κεκτημένα
από τον Ψυχρό Πόλεμο, αλλά εμφανίστηκαν ως αναθεωρητική δύναμη
προκειμένου να αξιοποιήσουν τη νίκη τους, προς όφελος των ιδίων και μόνο
(Walt 2007, σ. 11). Όργανο επιβολής και ικανοποίησης των συμφερόντων τους,
ήταν το ΝΑΤΟ, -η μακροβιότερη και ισχυρότερη ηγεμονική συμμαχία που
γνώρισε ποτέ ο κόσμος- το οποίο έπαψε να είναι μία περιφερειακή αμυντική
συμμαχία και αναδείχθηκε σε έναν παρεμβατικό φορέα αλλά και φορέα
υπερεθνικής προσέγγισης και ενοποίησης (Κουσκουβέλης 2010, σ. 247). Για να
το θέσουμε πιο απλά, για μία δεκαετία μόνο, το κατά Watson εκκρεμές,
εμφανίστηκε να μετακινείται προς τα πίσω, προς την κατεύθυνση της
μεγαλύτερης εξουσίας και τάξης, τόσο στρατηγικής, όσο και οικονομικής
(Watson 2010, σ. 522).
Αυτό όμως, που όμως είναι λιγότερο γνωστό -ή είναι πιο επώδυνο να γίνει
παραδεκτό λόγω των διαφόρων ιδεολογιών περί «αποδυνάμωσης του έθνους-
κράτους ενόψει της παγκοσμιοποίησης», είναι το γεγονός της ύπαρξης ενός
«πολύ-πολικού» κόσμου (Φούσκας 2008, σ. 12), δηλαδή η ύπαρξη και άλλων
μεγάλων δυνάμεων, μία σειρά από χώρες μεσαίου διαμετρήματος και πολλές
μικρότερες χώρες (Αρβανιτόπουλος 2003, σ. 15). Ήδη από το 1970, ο κόσμος
ήταν ήδη κατά κάποιο τρόπο τριπολικός από οικονομικής απόψεως, με ένα
βιομηχανικό κέντρο με έδρα τη Βόρεια Αμερική, ένα ευρωπαϊκό κέντρο με έδρα
τη Γερμανία και ένα ασιατικό κέντρο με έδρα την Ιαπωνία, η οποία ήταν τότε η
περιοχή με την πιο δυναμική ανάπτυξη παγκοσμίως (Tvxs 2013), ενώ το μερίδιο
του Τρίτου Κόσμου, στο συνολικό ακαθάριστο προϊόν, που πιεζόταν διαρκώς
προς τα κάτω μετά το Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, αποσυμπιεζόταν σταθερά (Kennedy
1991, σ. 25-26). Το παρόν σύστημα, περιλαμβάνει ένα Κοντσέρτο Δυνάμεων
(Watson 2010), που έχει αναλάβει τη διευθέτηση των διεθνών προβλημάτων όπως
στο Κουβέιτ και στο Κοσσυφοπέδιο, μετά από πρωτοβουλία της υπερδύναμης
12
αλλά και κατόπιν συνεννόησης με τις υπόλοιπες μεγάλες δυνάμεις, οι οποίες, σε
περίπτωση που διαφωνήσουν, έχουν τη δυνατότητα να φέρουν σημαντικά
προσκόμματα στη δράση των ΗΠΑ. Πολλές άλλωστε αιτίες ανταγωνισμών και
πολέμου διαχρονικά παραμένουν οι ίδιες, όπως η επιθυμία για αύξηση της ισχύος,
οι οικονομικοί ανταγωνισμοί, οι εθνικισμοί, οι πολιτισμικές και θρησκευτικές
αντιπαλότητες και οι εδαφικές διεκδικήσεις (Αρβανιτόπουλος 2003, σ. 101). Έτσι,
η Ρωσία είναι αποφασισμένη διατηρήσει τη θέση της στην περιοχή της Κασπίας
θάλασσας, στο Ιράν/Ιράκ, στα Βαλκάνια και στον Καύκασο (Φούσκας 2008, σ.
298), η Κίνα, με το μεγαλύτερο πληθυσμό και στρατό στον κόσμο και με το
μεγαλύτερο ΑΕΠ, να επεκτείνει έτι περαιτέρω την κυριαρχία της (Thomson 2017,
σ. 2), ενώ η Γερμανία, προωθεί μέσω της ΕΕ, τα οικονομικά της συμφέροντα,
πέραν των ορίων της Ευρώπης (Φούσκας 2008, σ. 298). Από την άλλη,
υποστηρίζει ο Huntington, το μεταψυχροπολεμικό διεθνές σύστημα δεν είναι ούτε
πολυπολικό, γιατί το πολυπολικό σύστημα χαρακτηρίζεται από την «ύπαρξη
πολλών μεγάλων δυνάμεων εφάμιλλης ισχύος που ανταγωνίζονται η μία την άλλη
από μεταβαλλόμενους σχηματισμούς» (Αρβανιτόπουλος 2003, σ. 91). Και αυτό
διότι στη νέα τάξη πραγμάτων, «όλοι οι καλοί χωράνε», μέχρι και τα αδύναμα-
αποτυχημένα κράτη της Αφρικής, της Μέσης Ανατολής και της περιφέρειας της
Ρωσίας (Hooker 2014, σ. 14). Τότε, πώς θα μπορούσαμε να χαρακτηρίσουμε το
παρόν διεθνές σύστημα; Με δεδομένη τη στενή σχέση ΗΠΑ-Ευρωπαϊκής Ένωσης
και κυρίως την αδυναμία αντισυσπείρωσης, το διεθνές σύστημα μπορεί να
χαρακτηριστεί ως μονοπολικό. Με δεδομένη ωστόσο την πολιτική και
στρατιωτική ανεξαρτησία της Ρωσίας, της Κίνας ή ακόμα και της Ινδίας, θα
μπορούσε να χαρακτηριστεί ως ηγεμονικό-πολυπολικό (Κουσκουβέλης 2010, σ.
253). Αναμφίβολα, διάγουμε μία περίοδο συστημικής ρευστότητας, καθώς
τρέχουσες εξελίξεις σε διάφορα ζητήματα διεθνούς πολιτικής ίσως διαμορφώσουν
αποφασιστικά τη δομή, αλλά και τη «διακυβέρνηση» του διεθνούς συστήματος
κατά τα χρόνια που ακολουθούν.
13
Κεφάλαιο 1ο: H ρεαλιστική προσέγγιση και η θεωρία
του κύκλου της ισχύος
Wayne W. Dyer
Την επαύριο του πέρατος του Ψυχρού Πολέμου, αλλά και καθ’ όλη τη διάρκεια
της δεκαετίας του 1990, η θεώρηση του ρεαλισμού, δέχθηκε μία ιδιαίτερα
σφοδρή κριτική, καθώς η συνεργασία και η αλληλεξάρτηση, απροσδόκητα,
ξεπέρασαν το δίλημμα ασφαλείας (Guzzini 2017, σ. 10). Με ρίζες που φθάνουν
έως το Θουκυδίδη, το Machiavelli, τον Hobbes και τον Clausewitz και
σύγχρονους εκπροσώπους τους Edward Carr, Hans Morgenthau, Nicholas
Spykman, Raymond Aron, Henry Kissinger, Zbigniew Brzezinski, Samuel
Huntington, Robert Gilpin, Stanley Hoffman και Stephen Krasneο, ο ρεαλισμός,
είναι η παλαιότερη και περισσότερο θεμελιωμένη θεώρηση, καθώς μετρά
παράδοση χιλιετιών. Οι διεθνολόγοι της ρεαλιστικής σχολής των Διεθνών
Σχέσεων, εστιάζουν κυρίως στα κράτη που βρίσκονται στο επίκεντρο του
διακρατικού συστήματος, τα ισχυρότερα κράτη και δη τις μεγάλες δυνάμεις.
Για τον Carr, το σωστό σημείο αφετηρίας, είναι η ύπαρξη βαθιά
αντικρουόμενων συμφερόντων, τόσο μεταξύ των κρατών, όσο και μεταξύ των
ανθρώπων (Jackson & Sorensen 2006, σ. 52 & 74). Για τον Morgenthau, η
ανθρώπινη φύση αποτελεί τη βάση των διεθνών σχέσεων. Με δεδομένο λοιπόν
πώς οι άνθρωποι κοιτούν το συμφέρον τους και επιζητούν την ισχύ έναντι των
υπολοίπων, είναι λογικό να αναπτύσσεται επιθετικότητα. Σύμφωνα με τον
Morgenthau: «Όποιος διαθέτει έστω και λίγη γνώση για την ανθρώπινη φύση θα
πειστεί ότι στο σύνολο της ιστορίας της ανθρωπότητας, το συμφέρον, είναι η
πρωτεύουσα αρχή. και πώς κάθε άνθρωπος, λιγότερο ή περισσότερο, βρίσκεται υπό
την επιρροή της» (Morgenthau 1993, σ. 14). Οι βασικές θεωρητικές ιδέες και
παραδοχές του ρεαλισμού, όπως διατυπώθηκαν από τον Kenneth Waltz, είναι:
Συνεπώς, ο ρεαλισμός μπορεί να μας κατευθύνει στην εξέταση του ρόλου των
κρατών, στην πιθανολόγηση των συμφερόντων τους και στην παρατήρηση της
συμπεριφοράς τους με βάση τα εθνικά τους συμφέροντα και κυρίως τα
πρωταρχικώς ομολογούμενα συμφέροντα ασφαλείας και ισχύος. Στο ρεαλισμό,
στηρίζονται η θεωρία της ισορροπίας της ισχύος, η θεωρία περί σταθερότητας, η
θεωρία της (συμβατικής και πυρηνικής) αποτροπής, η θεωρία για την κούρσα των
εξοπλισμών, οι θεωρίες περί διεξαγωγής πολέμου, η θεωρία του κύκλου της
ισχύος (άνοδος και πτώση των μεγάλων δυνάμεων), οι θεωρίες περί ηγεμονίας και
οι θεωρίες περί συμμαχιών. Τέλος, λόγω του αξιωματικά δεσπόζοντος ρόλου του
κράτους στον κλασικό ρεαλισμό, μπορεί να στηριχθεί η κρατικοκεντρική
προσέγγιση στη διεθνή πολιτική οικονομία (Κουσκουβέλης 2010, σ. 62-64).
Τὸ ἄρχειν ἥδιστον.
Αριστοτέλης
«Η ισχύς είναι σαν τον καιρό», γράφει ο Joseph Nye (Nye 2004a, σ. 1). Καθένας
εξαρτάται από αυτήν, όλοι μιλάνε γι’ αυτήν αλλά λίγοι την κατανοούν. Όπως
ακριβώς οι γεωργοί και μετεωρολόγοι προσπαθούν να προβλέψουν τον καιρό, οι
πολιτικοί ηγέτες και οι αναλυτές προσπαθούν να περιγράψουν και να προβλέψουν
τις αλλαγές στις σχέσεις ισχύος (Παρίσης 2011, σ. 25). Τι είναι όμως η ισχύς ή
πολιτική ισχύς; Είναι η εξουσία που κατέχει η πολιτική ηγεσία, η επιρροή που
ορισμένα άτομα μπορούν να ασκήσουν πάνω σε άλλα ή η ικανότητα που έχει ένας
δρών να επιτυγχάνει αυτό που επιθυμεί (Βαρβαρούσης 2004, σ. 202);
Στο πλέον βασικό επίπεδο, ο Hans Morgenthau, υποστήριζε ότι η πολιτική,
είναι ένας αγώνας για την απόκτηση εξουσίας πάνω στους ανθρώπους και
ανεξάρτητα από τον τελικό στόχο, η ισχύς είναι ο άμεσος σκοπός και οι τρόποι
απόκτησης, διατήρησης και επίδειξης της ισχύος καθορίζουν την τεχνική της
πολιτικής δράσης (Morgenthau 1965, σ. 195). Ο Max Weber αναφέρει ότι ισχύς
είναι η ικανότητα που έχει ένα κράτος να υπερασπίζει τα συμφέροντά του, να
υλοποιεί τους στόχους του, ανεξάρτητα αν τούτο έρχεται σε αντίθεση με τα
15
συμφέροντα άλλων δρώντων (Weber 1978, σ. 53). Ο Kenneth Waltz γράφει ότι,
κάποιος είναι ισχυρός στο μέτρο που επηρεάζει άλλους περισσότερο από ότι αυτοί
μπορούν να τον επηρεάσουν (Waltz 1979, σ. 195). Κατά το Harold Lasswell,
ισχύς είναι η συμμετοχή στη λήψη αποφάσεων (Lasswell & Kaplan 1951, σ. 241).
Κατά τον Karl Deutsch, είναι η δυνατότητα αλλαγής των αλλαγών, οι οποίες σε
διαφορετική περίπτωση δε θα επέρχονταν (Deutsch 1967, σ. 239). Υπέρτερος
όλων, ο Θουκυδίδης που αναγνώρισε, ίσως, περισσότερο από κάθε άλλον τη
βαρύτητα και το ρόλο που παίζει η ισχύς στις διεθνείς σχέσεις. Ήδη στο
εισαγωγικό του μέρος μας συμβουλεύει να εκτιμούμε την πραγματική δύναμη
ενός κράτους: «Θα πρέπει να εξετάζουμε τη συμπεριφορά των κρατών όχι από την
εξωτερική τους εμφάνιση, αλλά από τις πραγματικές τους δυνάμεις» (Θουκυδίδης
Α’ 10,3 1991, σ. 37).
Για να κατανοήσουμε την ισχύ στο πλαίσιο συγκεκριμένων πολιτικών
καταστάσεων του εσωτερικού ή του διεθνούς πολιτικού αγώνα, αλλά και για να
μελετήσουμε καλύτερα την έννοια και τη μορφή της, θα πρέπει να γνωρίζουμε
και, αν όχι, να επιχειρούμε να προσδιορίσουμε τα χαρακτηριστικά της: τον κάτοχο
της ισχύος, το μέγεθός της, τον τομέα δραστηριοτήτων στον οποίο μπορεί να
εφαρμοστεί, την αποτελεσματικότητά της, το σημείο ισορροπίας και το κόστος
χρήσης της (Κουσκουβέλης 2010). Η ισχύς ενός κράτους, μπορεί να μετρηθεί σε
στρατιωτική και οικονομική δύναμη αναλόγως των αποτελεσμάτων που αυτές
μπορεί να προκαλέσουν ενώ το μέγεθός της, υπάρχει πιθανότητα να προκαλέσει
δέος σε φίλους και αντιπάλους (Kaviani 2017, σ. 31). Συναφής με τον τομέα των
δραστηριοτήτων είναι η ένταση της ισχύος, η αποτελεσματικότητά της. Πράγματι
ένας συντελεστής ισχύος -όπως ο πληθυσμός, η γεωγραφία κ.λπ.-μπορεί να είναι
διαθέσιμος σε περισσότερα του ενός κράτη, χωρίς όμως να διαθέτουν όλα την ίδια
αποτελεσματικότητα στο να επιβάλλουν τη θέλησή τους στους κατά περίπτωση
τομείς διεθνών δραστηριοτήτων (Κουσκουβέλης 2010, σ. 145). Επιπλέον, η
αποτελεσματικότητα της ισχύος μπορεί να υπολογίζεται και με βάση το
αναμενόμενο κόστος της χρήσης της, υλικό και πολιτικό (π.χ. το κόστος της
χρήσης πυρηνικών όπλων) (Schweller 2016, σ. 2).
Ωστόσο, η ισχύς, δε μπορεί να προσδιοριστεί ως ένα απόλυτο μέγεθος καθ’ ότι
αυτή, είναι εγγενώς σχετική και ως εκ τούτου, αποτελεί μία εννοιολογική σφαίρα
που απομακρύνεται από την άμεση παραγωγή μετρήσιμων οικονομικών
αποτελεσμάτων. Ο Charles Doran τονίζει ότι η διεθνής συμπεριφορά ενός
κράτους, εξαρτάται από τη σύγκριση της απόλυτης ικανότητάς του (αριθμητής) με
την απόλυτη ικανότητα του συστήματος (παρονομαστής) στη σχετική αναλογία
ισχύος -με λίγα λόγια, τον τρέχοντα λόγο και την προβλεπόμενη μεταβολή του-
(Doran 2012a, σ. 76). Ο κυριότερος εκπρόσωπος του νεοκλασικού ρεαλισμού,
Gideon Rose, προσθέτει μία ακόμα παράμετρο: εάν λάβουμε υπόψη το γεγονός
ότι οι επιλογές της εξωτερικής πολιτικής γίνονται από πραγματικούς πολιτικούς
ηγέτες και ελίτ, οι αντιλήψεις των οποίων έχουν απόλυτη σημασία, μπορεί να
συναχθεί το συμπέρασμα ότι η εξωτερική πολιτική των κρατών, ενδέχεται να μην
παρακολουθεί απαραιτήτως τις αντικειμενικές τάσεις. Επιπλέον, οι ηγέτες και οι
ελίτ δεν έχουν πάντα την πλήρη ελευθερία να αποσπάσουν και να κατευθύνουν
τους εθνικούς τους πόρους όπως θα επιθυμούσαν. Επομένως, η ανάλυση για την
ισχύ, πρέπει να εξετάσει και τη δομή των κρατών, διότι αυτά επηρεάζουν το
16
ποσοστό των εθνικών πόρων που μπορούν να διατεθούν στην εξωτερική πολιτική
(Rose 1998, σ. 147). Και ο Robert Jervis, θεωρεί ότι πρέπει να ληφθούν υπόψη οι
έννοιες της γενναιοδωρίας και της ευγνωμοσύνης. Σύμφωνα με το Jervis, πολλοί
«ρεαλιστές» θα υποστήριζαν ότι μόνο ένας ανόητος πολιτικός θα επηρεαζόταν
από τα συναισθήματά του. Αλλά εάν προσδιορίσουμε τη γενναιοδωρία ως μία
περίπτωση όπου το κράτος Α δεν εκμεταλλεύεται την αδυναμία του κράτους Β
και ορίσουμε την ευγνωμοσύνη ως ένα παράδειγμα όπου το κράτος Β αντιδρά με
παρόμοιο τρόπο, αυτοί οι όροι μπορούν να περιγράψουν τη συμπεριφορά των
κρατών ακόμα και εάν εξαιρεθούν τα αλτρουιστικά κίνητρα (Jervis 2017, σ. 43).
Σε κάθε περίπτωση η ισχύς και οι συναφείς της έννοιες απορρέουν από
συντελεστές ισχύος. Στη βιβλιογραφία των Διεθνών Σχέσεων απαντά κανείς
πολλές προσπάθειες προσδιορισμού των συντελεστών ισχύος και δημιουργίας
καταλόγων. Ο Nicolas Spykman, προσφέρει έναν κατάλογο με δέκα συντελεστές
ισχύος: έκταση, φύση των συνόρων, πληθυσμό, πρώτες ύλες, οικονομική και
τεχνολογική ανάπτυξη, νομισματική ισχύ, εθνική ομοιογένεια, κοινωνική συνοχή,
πολιτική σταθερότητα και πολιτικό φρόνημα (Spykman 1942, σ. 19). Ο Πάρις
Βαρβαρούσης από την πλευρά του, δίνει έμφαση στη στρατιωτική ισχύ, τη
γεωπολιτική, τη δημογραφία, τους φυσικούς πόρους, την οικονομία, το εμπόριο
και τον πολιτισμικό παράγοντα (Βαρβαρούσης 2004). Εκ των ανωτέρω, δεν
υφίσταται ούτε ένας που να μην ασχολείται, με τη σκληρή, στρατιωτική ισχύ.
Η στρατιωτική ισχύς, είναι η υπέρτατη μορφή ισχύος στις Διεθνείς Σχέσεις, εν
τούτοις χρησιμοποιείται συνήθως ως έσχατο μέσο για την επίλυση διαφορών ή
τον προσδιορισμό των σχέσεων μεταξύ των κρατών (Βώκος 2008). Η
στρατιωτική καθαρά ισχύς εξαρτάται από το μέγεθος και κυρίως την οργάνωση
των ενόπλων του δυνάμεων, που είναι μία σύνθεση στελεχών, εξοπλισμών
(Κουσκουβέλης 2010, σ. 166) και των αμυντικών δαπανών (Παρίσης 2011, σ.
181). Κατά το Robert Gilpin, ιδιαίτερη έμφαση πρέπει να δοθεί και στην
αποτελεσματικότητα των συγκοινωνιών και των επικοινωνιών καθώς έχουν
βαθιές συνέπειες για τη χρήση στρατιωτικής ισχύος, τη φύση της πολιτικής
οργάνωσης και το πρότυπο των οικονομικών δραστηριοτήτων (Gilpin 2007b, σ.
106-107). Σε ό,τι αφορά στις στρατιωτικές καινοτομίες, -που κατά τη διάρκεια
του Ψυχρού Πολέμου αποκλήθηκαν ως RMA (Revolution in Military Affairs)
(Παρίσης 2011, σ. 47)- αυτές είναι σημαντικές, όταν αυξάνουν ή μειώνουν το
μέγεθος της περιοχής πάνω στην οποία είναι επικερδές να εκτείνει κανείς τη
στρατιωτική προστασία που παρέχει με αντάλλαγμα την αποκόμιση προσόδων
(Gilpin 2007b, σ. 112). Εδώ και περισσότερο από μία δεκαετία, ο όρος RMA
χρησιμοποιείται στη Δύση -κυρίως στις ΗΠΑ- προκειμένου να δηλωθούν οι
καινοτομίες που προήλθαν από τη μαζική χρήση των ηλεκτρονικών μέσων και της
πληροφορικής, στην οργάνωση, διοίκηση και έλεγχο των στρατιωτικών
δυνάμεων, το χειρισμό και την κατεύθυνση των οπλικών συστημάτων καθώς και
στη διεξαγωγή των επιχειρήσεων.
Η οικονομική ισχύς αποτελεί το θεμέλιο της στρατιωτικής ισχύος και
απαραίτητη προϋπόθεση για τη μακροπρόθεσμη ανάπτυξη της δεύτερης (Παρίσης
2011, σ. 169). Ο Raymond Aron γράφει πώς «δεν υπάρχει μεγάλος σύγχρονος
στρατός χωρίς βιομηχανία» (Aron 2003, σ. 75). Αναλόγως, το ιστορικό αρχείο
17
υπαινίσσεται ότι υπάρχει, σε τελική ανάλυση, μία πολύ ξεκάθαρη σχέση ανάμεσα
στην οικονομική άνοδο και πτώση μίας μεμονωμένης μεγάλης δύναμης και στην
ανάπτυξη και παρακμή της ως σημαντικής στρατιωτικής δύναμης (ή παγκόσμιας
αυτοκρατορίας) (Kennedy 1991, σ. 28). Τα οικονομικά συμφέροντα όμως και οι
οικονομικοί υπολογισμοί, παίζουν αυξημένο ρόλο και στον καθορισμό της
εξωτερικής πολιτικής εφόσον ο αγώνας για ισχύ και η επιθυμία για οικονομικό
κέρδος είναι άρρηκτα συνδεδεμένα (DeAnne 1987, σ. 376). Η ποσοτικοποίηση
της οικονομικής ισχύος παρουσιάζει τις δικές της δυσκολίες. Ο πιο εύχρηστος και
διαδεδομένος δείκτης είναι το Ακαθάριστο Εγχώριο Προϊόν (ΑΕΠ) που μετράει
το σύνολο των προϊόντων και των υπηρεσιών που παράγονται και
ανταλλάσσονται έναντι χρηματικών ποσών σε μία χώρα. Το ΑΕΠ, ενσωματώνει
τη δημογραφία και το επίπεδο ανάπτυξης. Παρά τις ατέλειές του, αποτελεί τον
καταλληλότερο δείκτη για την εκτίμηση του διεθνούς καταμερισμού οικονομικής
ισχύος (Παπασωτηρίου 2009, σ. 38).
Σύμφωνα με το Robert Gilpin, το διεθνές πολιτικό σύστημα και σύστημα
ασφαλείας παρέχουν το απαραίτητο πλαίσιο εντός του οποίου λειτουργεί η
διεθνής οικονομία. Από την άλλη, οι εθνικές και οι διεθνείς οικονομίες παράγουν
τον πλούτο ο οποίος αποτελεί το θεμέλιο του διεθνούς πολιτικού συστήματος. Οι
πολιτικές αλλαγές συχνά υπονομεύουν τη σταθερότητά του και μπορούν ακόμη
να οδηγήσουν σε διεθνή σύρραξη (Gilpin 2007b). Για την αποτροπή αυτού του
ενδεχομένου, κάθε μονάδα, επιδιώκει να αυξήσει την ισχύ της προκειμένου να
επιτύχει την επονομαζόμενη από το Hendley Bull ισορροπία ισχύος, ήτοι μία
κατανομή ισχύος που να μην επιτρέπει σε κανένα κράτος να βρεθεί σε θέση
υπεροχής, ώστε να μπορεί να επιβάλει τη βούλησή του στα άλλα (Bull 1995, σ.
189). Ως εκ τούτου, η σύναψη συμμαχιών με τρίτα κράτη με στόχο την
εξισορρόπηση του αντιπάλου (Λοϊζου 2018) και την ενίσχυση του ίδιου του
κράτους, η απόκτηση σφαιρών επιρροής (spheres of influence) (Gardner 1993), η
δημιουργία ενδιάμεσων ουδέτερων ζωνών (buffer zones) (Beehner & Meibauer
2016) και η απόκτηση πυρηνικών όπλων λόγω της αμοιβαίως εξασφαλισμένης
καταστροφής (Mutual Assured Destruction-MAD) (Παρίσης 2011, σ. 158), είναι
καθοριστικής σημασίας. Πάρα ταύτα, οδηγούν, στο παράδοξο του λεγόμενου
«διλήμματος ασφαλείας» (security dilemma), σύμφωνα με το οποίο η ενίσχυση
της άμυνας ενός κράτους προσλαμβάνεται από άλλα κράτη ως επιθετική κίνηση,
προκαλώντας έτσι ένα φαύλο κύκλο εξοπλισμών που εντείνει, αντί να ενισχύει,
την αίσθηση ανασφάλειας και κατά συνέπεια το ενδεχόμενο πολέμου (Jervis
1978, σ. 174-175). Δεν υπάρχει διέξοδος από το διεθνές δίλημμα ασφαλείας
αντίστοιχη με αυτήν που προαναφέραμε σε προσωπικό επίπεδο, καθότι είναι
αδύνατο να δημιουργηθεί ένα παγκόσμιο κράτος ή μία οικουμενική
διακυβέρνηση. Και αυτό διότι αντίθετα με τους ανθρώπους στη φυσική
κατάσταση, τα κυρίαρχα κράτη δεν είναι διατεθειμένα να απεμπολήσουν την
ανεξαρτησία τους, ως αντάλλαγμα για κάποια νεφελώδη εγγύηση ασφαλείας
(Jackson & Sorensen 2006, σ. 120).
18
1.3. Βασικές αρχές της θεωρίας του κύκλου της ισχύος
Βιτσέντζος Κορνάρος
19
Ο κύκλος της ισχύος των μεγάλων δυνάμεων
[Πηγή: https://goo.gl/Hykczh]
Ο Doran έχει δύο θεμελιώδεις αρχές που χρησιμοποιούνται για τον καθορισμό
του κύκλου ισχύος και των μεταβάσεών του. Αυτές οι αρχές χρησιμοποιούνται για
να εξηγήσουν «τι θέτει σε κίνηση του κύκλους και ποιες είναι οι ιδιομορφίες της μη
γραμμικότητας της σχετικής αλλαγής ισχύος» (Pepe & Krolik 2017, σ. 21). Η
πρώτη θεμελιώδης αρχή της θεωρίας του κύκλου της ισχύος, είναι κομψή στην
απλότητά της: Το μερίδιο ισχύος ενός κράτους, θα αυξηθεί όταν ο ρυθμός
ανάπτυξής του είναι μεγαλύτερος από τους περιορισμούς που θέτει το σύστημα.
Επιπλέον, ένα κράτος θα αναπτυχθεί γρηγορότερα όταν ενεργοποιηθεί η αλλαγή
των κύκλων της ισχύος όλων των μελών του διεθνούς συστήματος (Midlarsky
2000, σ. 336). Η δεύτερη θεμελιώδης αρχή του κύκλου της ισχύος εξηγεί ότι
ακόμη και όταν οι διαφορετικοί ρυθμοί ανάπτυξης ενός κράτους παραμείνουν
αμετάβλητοι σε όλο το σύστημα, η σχετική αύξηση ισχύος του κράτους θα
επιταχυνθεί μόνο για λίγο και στη συνέχεια θα αρχίσει (στο σημείο F) λόγω των
ορίων του συστήματος (πεπερασμός συστημικού μεριδίου), μετά από μία σύντομη
άνοδο (Ζ) μία στροφή στη σχετική παρακμή. Ομοίως, η επιτάχυνση της παρακμής
θα αρχίσει (στο σημείο καμπής L) να επιβραδύνεται σε ένα ελάχιστο επίπεδο.
Αυτή η αρχή εξηγεί τα όρια του συστήματος λόγω της ανταγωνιστικότητας του
μεριδίου ισχύος και ορίζει τα τέσσερα σημεία καμπής, που σχετίζονται με τις
αβεβαιότητες και ανασφάλειες των εθνών (Pepe & Krolik 2017, σ. 21) και τη
διεξαγωγή ενός ηγεμονικού πολέμου (Hülser 2013, σ. 8). Σύμφωνα με το Doran
«ο κίνδυνος επίσπευσης της εκτεταμένης πολεμικής σύρραξης είναι μεγαλύτερος σε
τέσσερα σημεία του κύκλου». Τα σημεία αυτά είναι «τα δύο σημεία καμπής στις δύο
πλευρές του κύκλου και το κατώτερο και ανώτερο σημείο του» (Κουσκουβέλης
2010, σ. 351). Και αυτό, διότι η πρώτη καμπή και τα ανώτερα σημεία καμπής
δημιουργούν αμφιβολίες ως προς το εάν το κράτος μπορεί να αναλάβει όλους
τους στόχους εξωτερικής πολιτικής που έχει προβλέψει για τις επόμενες γενιές. Η
ανατροπή στην τάση των προσδοκιών αποτελεί σοκ για τους λήπτες αποφάσεων,
οι οποίοι πρέπει να αντιμετωπίσουν ξαφνικά τόσο τα αναπόφευκτα όρια του
συστήματος όσο και τη μνημειώδη αβεβαιότητα, καθότι δεν γνωρίζουν σε ποιες
ενέργειες πρέπει να προβούν προκειμένου το κράτος του οποίου ηγούνται, να
προσαρμοστεί στις νέες καταστάσεις που προκύπτουν (Κουσκουβέλης 1997, σ.
125).
20
Σημεία καμπής κατά τα οποία είναι πιθανή η έναρξη ενός μεγάλου πολέμου
[Πηγή: https://goo.gl/Hykczh]
Ηράκλειτος
Η ανάλυση των αιτιών των διεθνών συγκρούσεων, είναι ένα από τα πιο σημαντικά
προβλήματα που καλούνται να αντιμετωπίσουν οι κοινωνικές επιστήμες.
Λαμβάνοντας υπόψη τη δυναμική της ισχύος, ένα ευρύ φάσμα θεωριών έχει
δημιουργηθεί για να μετρήσει τη σύγκρουση, την κρίση και τον πόλεμο (Hebron,
Patrick & Rudy 2007, σ. 1). Διαφορετική από τη θεωρία του Doran, μία ιδιαίτερη
έννοια, αυτή της «μετατόπισης ισχύος» έχει μία μακρά και οικεία παράδοση στην
επιστημονική βιβλιογραφία για τη διπλωματική ιστορία και την ισορροπία της
ισχύος. Εκεί, ο όρος «μετατόπιση» συχνά υποδηλώνει, λόγω της αλλαγής στην
22
ισότητα μεταξύ των κρατών, μία μεταβολή στην ίδια την ισορροπία (Doran &
Mellon 2009, σ. 1).
O Robert Gilpin, στο εμβληματικό έργο του «Πόλεμος και Αλλαγή στη Διεθνή
Πολιτική», υποστήριξε ότι «η ανισορροπία στο διεθνές σύστημα οφείλεται σε μία
αυξανόμενη διάσταση ανάμεσα στην υφιστάμενη διακυβέρνηση του συστήματος και
στην ανακατανομή της ισχύος στο σύστημα αυτό». Παρότι η ιεραρχία του γοήτρου,
η κατανομή εδαφών, οι κανόνες του συστήματος και η διεθνής κατανομή
εργασίας συνεχίζουν να ευνοούν την παραδοσιακή κυρίαρχη δύναμη ή δυνάμεις,
η βάση ισχύος στην οποία σε τελική ανάλυση στηρίζεται η διακυβέρνηση του
συστήματος έχει διαβρωθεί λόγω της διαφορετικής μεγέθυνσης και ανάπτυξης
μεταξύ των κρατών (Gilpin 2007b, σ. 313). Ως εκ τούτου, αποτελεί καθοριστικό
και αδυσώπητο μηχανισμό, που κρίνει τις τύχες των δυνάμεων και των λαών.
Όπως διαπίστωνε ο Mackinder το 1919, «οι μεγάλοι πόλεμοι της ιστορίας -τους
τελευταίους αιώνες είχαμε έναν παγκόσμιο πόλεμο σχεδόν κάθε εκατό χρόνια- είναι
το αποτέλεσμα, άμεσο ή έμμεσο, της άνισης ανάπτυξης των εθνών»
(Παπασωτηρίου 2009, σ. 17).
Κατά τον Kenneth Waltz, «η δομή ενός συστήματος μεταβάλλεται, όταν
υπάρχουν αλλαγές στην κατανομή της ισχύος μεταξύ των μονάδων του συστήματος»
(Waltz 1979, σ. 97), ενώ o Mearsheimer, συσχετίζει την ανοδική πορεία της
ισχύος μίας ανερχόμενης δύναμης με την προβολή αναθεωρητικών βλέψεων ως
προς τον επαναπροσδιορισμό των κανόνων του παιχνιδιού και την αναδιάταξη της
διεθνούς καθεστηκυίας τάξης πραγμάτων. Ειδικότερα, η μεταβολή στην κατανομή
ισχύος προέρχεται, συνήθως, από αλλαγές στην παραγωγική διαδικασία που
ευνοούν τη μεγέθυνση της οικονομίας. Μ’ αυτό τον τρόπο συντελείται μία
διαδικασία βαθμιαίας μετάβασης ισχύος η οποία, όμως, κυοφορεί μία δομικά
άνιση κατάσταση μεταξύ των προνομίων που απολαμβάνουν οι κατεστημένες
δυνάμεις ως απόρροια της θετικής προς τα συμφέροντά τους διεθνούς τάξης, που
οι ίδιες έχουν διαμορφώσει και των μειονεκτημάτων που έχουν οι ανερχόμενες
δυνάμεις, λόγω του γεγονότος ότι καλούνται να αποδεχθούν μία διεθνή τάξη η
οποία δεν τις ευνοεί. Το αποτέλεσμα είναι ότι αναπτύσσονται οξύτατες εντάσεις
και διαμάχες, με οριστική κατάληξη τον πόλεμο (Πετρόπουλος & Χουλιάρας
2014, σ. 84).
Μία παρόμοια αντίληψη με τους προαναφερομένους, σχετικά με την
ισορροπία και κατανομή ισχύος, υιοθέτησε ο A.F.K. Organski (Κουσκουβέλης
1997, σ. 123). Χρησιμοποιώντας μία πυραμίδα, ο Organski, περιγράφει το διεθνές
σύστημα με όρους κατανομής ισχύος, με μερικά ισχυρά κράτη στην κορυφή και
πολλά αδύναμα στη βάση. Το ισχυρότερο κράτος, η κυρίαρχη δύναμη, καθιερώνει
και διατηρεί το status quo για να προωθήσει τα μακροπρόθεσμα συμφέροντά του.
Τα κράτη που επωφελούνται από το status quo, θα ικανοποιηθούν με το σύστημα
και ο πόλεμος μεταξύ τους δεν είναι πιθανός. Τα κράτη που δεν επωφελούνται
από το διεθνές σύστημα ή δεν είναι ικανοποιημένα από αυτό για κάποιο άλλο
λόγο, μπορεί να επιχειρήσουν να αμφισβητήσουν την ηγετική ικανότητα του
κυρίαρχου κράτους. Και επειδή τα αδύναμα κράτη έχουν ελάχιστες πιθανότητες
να νικήσουν το κυρίαρχο κράτος στο διεθνές σύστημα, ένας αμφισβητίας πρέπει
να επιτύχει ισοτιμία ισχύος με το κυρίαρχο κράτος (Hebron, Patrick & Rudy 2007,
23
σ. 6). Με λίγα λόγια, ο Organski, υπαινίσσεται ότι η ιεραρχία δεν είναι
απαραίτητη για τη «σταθερότητα», αλλά είναι αναγκαία για την επίτευξη της
«στοχαστικής ισορροπίας». Ιεραρχία σημαίνει «ύπαρξη σημαντικής διαφοράς όσον
αφορά την ισχύ μεταξύ των κρατών, τέτοια που να υπάρχει μία μεγάλη διαφορά
μεταξύ του ισχυρότερου και του ασθενέστερου κράτους στο εσωτερικό μίας
συγκεκριμένης διεθνούς συγκεντρωτικής συμμαχίας ή στο εσωτερικό μίας χαλαρής
αυτοκρατορίας». Η προϋπόθεση αυτή συμβάλλει στην επίλυση των διαφορών και
στην αποφυγή πόλωσης. Βοηθά επίσης τις μεγάλες δυνάμεις να αισθάνονται
ασφαλείς, όταν βρίσκονται επικεφαλής μίας ομάδας (Κουσκουβέλης 1997, σ.
125).
Εάν μπαίναμε σε διαδικασία σύγκρισης μεταξύ των θεωριών περί κύκλου της
ισχύος και μετατόπισης ισχύος, θα διαπιστώναμε ότι τόσο ο Doran, όσο και ο
Organski, παρέχουν χρήσιμα πλαίσια εντός των οποίων εξετάζονται η συμμετοχή
της ισχύος στις διεθνείς συγκρούσεις, στην ειρήνη και στον πόλεμο (Hebron,
Patrick & Rudy 2007, σ. 2). Ωστόσο, η ιδέα ότι η μετατόπιση ισχύος, ως
«μετατόπιση στην ισορροπία» δεν είναι ίδια με αυτή της κίνησης ενός κράτους ή
μίας ομάδας κρατών, προς τα πάνω ή προς τα κάνω υπό οποιαδήποτε
μακροπρόθεσμη έννοια (Doran & Mellon 2009, σ. 1), διότι απουσιάζει η
μεταβλητή του χρόνου, που στη θεωρία του Doran είναι παρούσα (Hebron,
Patrick & Rudy 2007, σ. 2). Επιπλέον, η έννοια της «μετατόπισης ισχύος» ως
«ισορροπίας» είναι πολύ πιο αθροιστική και πλουραλιστική (Doran & Mellon
2009, σ. 1), ενώ δεν υπολογίζει με σαφή τρόπο τη διαφορά της ισχύος. Διότι πόσο
μεγάλη πρέπει να είναι η διαφορά της ισχύος προκειμένου να παρατηρηθεί το
φαινόμενο της ιεραρχίας ή της ηγεμονίας μίας χώρας (Κουσκουβέλης 1997, σ.
132); Σε ό,τι αφορά στην ισχύ αυτή καθ’ εαυτή, οι θεωρίες περί μετατόπισης
ισχύος, αποφεύγουν να προσδιορίσουν τόσο τον τύπο της μεταβολής της, όσο και
τους όρους με τους οποίους ερμηνεύεται η παρακμή, καθ’ ότι δεν ορίζεται εάν
αυτή συμβαίνει με την απόλυτη ή τη σχετική ισχύ. Η θεωρία περί μετατόπισης
ισχύος, τέλος, εξισώνει την έννοια της «μετατόπισης της ισχύος» με μεγάλες
διαφοροποιήσεις στη δομή του συστήματος με όρους ακμής και παρακμής των
κρατών. Αυτή η συνολική άνοδος και πτώση αντιστοιχεί στα μεγάλα τμήματα του
κύκλου ισχύος που βρίσκονται μεταξύ των σημείων καμπής. Το να αγνοήσουμε
τα σημεία καμπής είναι σα να μην αναγνωρίζουμε την πλήρη δυναμική της
αλλαγής που πρέπει να εμφανιστεί στους κύκλους ισχύος. Η έννοια της
«μετατόπισης της ισχύος», ως εκ τούτου, θα αναφέρεται απλώς σε μεγάλα
τμήματα της καμπύλης του κύκλου της ισχύος, όπου η άνοδος και η παρακμή των
κρατών είναι πιο ορατή άρα και πιο αποδιοργανωτική στην παγκόσμια τάξη -που
είναι το ακριβώς αντίθετο από τη θεωρία του κύκλου της ισχύος αναφορικά με τα
κρίσιμα διαστήματα στον κύκλο της ισχύος- (Doran & Mellon 2009). Μολαταύτα,
η θεωρία περί μετατόπισης ισχύος παρά τις όποιες αδυναμίες της, έχει πρακτική
χρησιμότητα, καθώς ενσωματώνει ζητήματα όπως η πυρηνική αποτροπή, ο
ανταγωνισμός εξοπλισμών, η δημοκρατική ειρήνη και τα περιφερειακά
υποσυστήματα στον αναπτυσσόμενο κόσμο (Hebron, Patrick & Rudy 2007, σ. 2).
24
Κεφάλαιο 2ο: Η παρακμή της αμερικανικής ισχύος
Franklin Roosevelt
Gore Vidal
Η οικονομική δύναμη είναι το θεμέλιο της εθνικής ισχύος. Για πάνω από 1,5
αιώνα οι Ηνωμένες Πολιτείες ευλογήθηκαν με τη μεγαλύτερη οικονομία του
κόσμου (Walt 2007, σ. 60). Η πλεονεκτική γεωγραφική θέση τους και η
αυτάρκειά τους σε πρώτες ύλες και πλουτοπαραγωγικούς πόρους, τους έδωσε την
πολυτέλεια να ακολουθήσουν μία πολιτική απομονωτισμού και αποχής από τις
ισορροπίες του διεθνούς συστήματος κατά τη διάρκεια του 19ου αιώνα και να
διοχετεύσουν την ενέργειά τους στην οικονομική ανάπτυξη (Αρβανιτόπουλος
2003, σ. 103).
Το 1914, οι Ηνωμένες Πολιτείες παρήγαγαν 455 εκατομμύρια τόνους
άνθρακος, πολύ περισσότερο από τα 292 εκατομμύρια της Βρετανίας και από τα
277 της Γερμανίας. Ήταν ο μεγαλύτερος παραγωγός πετρελαίου του κόσμου και ο
μεγαλύτερος καταναλωτής χαλκού. Η παραγωγή τους σε ακατέργαστο σίδηρο,
ήταν μεγαλύτερη από τη συνολική παραγωγή των τριών επόμενων δυνάμεων μαζί
(Γερμανίας, Βρετανίας, Γαλλίας) και η παραγωγή της σε χάλυβα σχεδόν ίση προς
το άθροισμα εκείνης των τεσσάρων επόμενων χωρών (Γερμανίας, Βρετανίας,
Ρωσίας και Γαλλίας). Ήταν, στην πραγματικότητα, μία ολόκληρη αντίπαλη
ήπειρος, που αναπτυσσόταν τόσο γρήγορα, ώστε πλησίαζε στο σημείο να
ξεπεράσει την Ευρώπη (Kennedy 1991, σ. 326). Έτσι, όταν ξέσπασε ο Α’
Παγκόσμιος Πόλεμος, η αυξανόμενη οικονομική ισχύς της Αμερικής
αντιστοιχούσε στο 33% του παγκόσμιου ΑΕΠ, εκτοπίζοντας κατ’ αυτόν τον
τρόπο τη Μεγάλη Βρετανία από τη θέση της ηγετικής βιομηχανικής δύναμης.
Μετά το Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, η οικονομία της Αμερικής στεκόταν ξέχωρα
από όλες τις άλλες, αντιστοιχώντας από μόνη της στο 50% του παγκόσμιου ΑΕΠ
(Brzezinski 1998, σ. 51) ενώ κατείχε το 55% της εργοστασιακής παραγωγής, είχε
αυτάρκεια στον τομέα της ενέργειας και σε άλλες πηγές υδρογονανθράκων
(Φούσκας 2009, σ. 82), διέθετε εφεδρείες χρυσού 20 δισεκατομμυρίων δολαρίων -
περίπου τα δύο τρίτα του παγκόσμιου συνόλου των 33 δισεκατομμυρίων
δολαρίων- και το ήμισυ της παγκόσμιας ναυτιλίας (Kennedy 1990, σ. 464). Από
αυτή την πλεονεκτική θέση, απορρίπτοντας την επιστροφή στον απομονωτισμό
και περιορίζοντας τους φραγμούς στο εμπόριο και στις επενδύσεις ώστε να
δημιουργηθούν και να διατηρηθούν οι θεσμοί στους οποίους στηρίζεται η
παρούσα διεθνής οικονομική τάξη (Walt 2007, σ. 80), οι ΗΠΑ ενεπλάκησαν στον
Ψυχρό Πόλεμο εναντίον της Σοβιετικής Ένωσης, η οποία πρόβαλλε ως απειλή σε
στρατιωτικό, διπλωματικό, οικονομικό και ιδεολογικό επίπεδο (Αρβανιτόπουλος
2003, σ. 104-105).
Στα τέλη της δεκαετίας του 1950 και στις αρχές της δεκαετίας του 1960
εμφανίστηκαν οι πρώτες ρωγμές. Το αμερικανικό νόμισμα άρχισε να γίνεται
απόλυτα πληθωριστικό, ειδικότερα όσον αφορούσε στη σχέση του με τα
ευρωπαϊκά νομίσματα και το ιαπωνικό (Φούσκας 2009, σ. 32), την ώρα που τα
26
προϊόντα τόσο της Ευρώπης όσο και της Χώρας του Ανατέλλοντος Ηλίου,
άρχισαν να γίνονται ανταγωνιστικά και μέσα στην εγχώρια αμερικανική αγορά
(Wallerstein 2005, σ. 74). Κατά την ίδια περίοδο, η αναλογία των ΗΠΑ στα
παγκόσμια (εκτός της Comecon) αποθέματα χρυσού συρρικνώθηκε ανελέητα, από
68% (1950) σε 27% μόνον (1973) (Kennedy 1990, σ. 556). Ο πόλεμος του
Βιετνάμ, αποτέλεσε γεγονός με καταστρεπτικές συνέπειες για τη θέση των ΗΠΑ
ως κυρίαρχης οικονομικής δύναμης σε παγκόσμιο επίπεδο (Wallerstein 2005, σ.
39). Αφήνοντας κατά μέρος το τρομακτικό ανθρώπινο κόστος, ο πόλεμος στοίχισε
στην αμερικανική κυβέρνηση περίπου 113 δις δολάρια και στην οικονομία των
ΗΠΑ 220 δις δολάρια επιπλέον. Το αμερικανικό κράτος, ως ο διαχειριστής των
τυπογραφείων που δημιουργούσαν το παγκόσμιο νόμισμα, άρχισε να τυπώνει όσα
δολάρια χρειαζόταν η αμερικανική πολεμική μηχανή. Σιγά-σιγά όμως, οι εγχώριες
τιμές άρχισαν να ανεβαίνουν, καθώς η ποσότητα δολαρίων αυξανόταν εντός των
ΗΠΑ, πολλά από τα δολάρια αυτά μετανάστευαν στο εξωτερικό, μειώνοντας τα
πραγματικά κέρδη των αμερικανικών εταιρειών κατά 17%, ενώ μεταξύ του 1965
και του 1970, οι αυξήσεις των τιμών είχαν ως αποτέλεσμα ο μέσος πραγματικός
μισθός των Αμερικανών εργατών να μειωθεί κατά 2%. Έτσι, δημιουργήθηκε ένα
βουνό δημόσιου χρέους που υπερέβαινε τα 70 δισεκατομμύρια δολάρια
(Βαρουφάκης 2012, σ. 184).
Ο «αμερικανικός αιώνας», που με τόση ζέση εξύμνησε ο Henry Jay Lewis στο
περιοδικό Life το 1941, τελείωσε άδοξα τη δεκαετία του 1970 (Barber 1998, σ.
111), όταν η οικονομική στασιμότητα, συνέβαλλε αφενός στην κατάρρευση του
«εξελικτισμού», της άποψης δηλαδή ότι κάθε έθνος θα μπορούσε να ανακάμψει
οικονομικά εάν η πολιτεία λάμβανε τα κατάλληλα μέτρα (Wallerstein 2005, σ. 40)
και αφετέρου, στην αποκάλυψη ότι η αμερικανική παραγωγή πετρελαίου, που
έφτασε στο μέγιστο επίπεδο των 11,6 εκατομμυρίων βαρελιών την ημέρα, άρχισε
να μειώνεται, αυξάνοντας την εξάρτηση από τις ξένες πηγές πετρελαίου και
φυσικού αερίου (Φούσκας 2009, σ. 183), στο 28% της κατανάλωσης. Την ίδια
στιγμή, παρατηρήθηκαν συνεχείς μετατοπίσεις της παραγωγής από τη Βόρεια
Αμερική, τη Δυτική Ευρώπη ακόμα και από την Ιαπωνία, σε άλλα σημεία του
πλανήτη, για τα οποία είχε επανειλημμένα υποστηριχθεί ότι είναι
βιομηχανοποιημένα, άρα και αναπτυσσόμενα. Με άλλα λόγια, αυτό που συνέβη
είναι ότι αυτές οι ημιπεριφερειακές χώρες έγιναν αποδέκτες των βιομηχανιών που
παρουσίαζαν πλέον τα μικρότερα κέρδη (Wallerstein 2005, σ. 76). Τα
τεκταινόμενα εκείνης της εποχής, μπορούν να αποτυπωθούν με απόλυτη ενάργεια,
στις δηλώσεις του John Connally, Υπουργού Οικονομικών του Nixon, ο οποίος
δήλωσε στους δημοσιογράφους ότι «το πρόβλημα είναι τόσο μεγάλο, που δε
μπορούμε να συνεχίσουμε έτσι. Ειλικρινά, έχουμε προβλήματα και ήρθαμε στους
φίλους μας να ζητήσουμε τη βοήθειά τους όπως ακριβώς εκείνοι, τόσες φορές στο
παρελθόν ζητούσαν βοήθεια από εμάς όταν αντιμετώπιζαν προβλήματα»
(Βαρουφάκης 2012, σ. 189).
Η δεκαετία του ’80 είναι δυνατό να συνοψιστεί σε μερικές φράσεις-κλειδιά. Η
πρώτη ήταν η «κρίση των χρεών», που οδήγησε σε κατάρρευση όχι μόνο τη
Λατινική Αμερική, αλλά και την Ανατολική και Κεντρική Ευρώπη. Η δεύτερη
φράση-κλειδί, ήταν οι «ιπτάμενες χήνες» της Ανατολικής Ασίας (Wallerstein
2005, σ. 79), η επέλαση δηλαδή της Ιαπωνίας και των προσφάτως
27
εκβιομηχανισμένων κρατών της Νοτιοανατολικής Ασίας, που μετέτρεψαν τις
ιδέες των Αμερικανών σε καινοτομίες που οδήγησαν σε νέα προϊόντα, ενώ η Κίνα
και μία άλλη ομάδα αναπτυσσόμενων χωρών της Ασίας ξεκίνησαν να
κατασκευάζουν τα προϊόντα αυτά σε μαζική κλίμακα (Μουρδουκούτας & Arayma
2006, σ. 129). Η παραγωγή αυτοκινήτων είναι ίσως ο ευκολότερος τρόπος, για να
φωτίσει κανείς τη ροπή που συνιστά αυτή την ιστορία: το 1960, οι ΗΠΑ
κατασκεύασαν 6,65 εκατομμύρια αυτοκινήτων, το οποίο αντιστοιχούσε σε ένα
σεβαστό 52% της παγκόσμιας παραγωγής σε τέτοια οχήματα -η οποία ανερχόταν
σε 12,8 εκατομμύρια-. Το 1980 παρήγαγε μόνο το 23% του παγκόσμιου συνόλου,
από τη στιγμή όμως που το τελευταίο αριθμούσε 30 εκατομμύρια μονάδες η
απόλυτη αμερικανική παραγωγή είχε αυξηθεί κατά 6,9 εκατομμύρια μονάδες
(Kennedy 1990, σ. 554). Στην τρίτη φράση, περιλαμβάνεται ο «μιλιταριστικός
κεϊνσιανισμός» της κυβέρνησης Reagan (Wallerstein 2005, σ. 80), που για να
αντιμετωπίσει την ελαττούμενη άνοδο της παραγωγικότητας η οποία στον
ιδιωτικό τομέα έπεσε από 2,4% (1965-1972), σε 1,6% (1972-1977), σε 0,2%
(1977-1982) (Kennedy 1990, σ. 557) και για να χρηματοδοτήσει τα δύο
ελλείμματα των ΗΠΑ -του δημόσιου ελλείμματος και του ελλείμματος στο
ισοζύγιο των εμπορικών συναλλαγών- χωρίς να περικοπούν οι δημόσιες δαπάνες,
συμπίεσε το εργασιακό κόστος ώστε να λειτουργήσει ως μαγνήτης για τα ξένα
κεφάλαια που αναζητούσαν επικερδείς επιχειρηματικές ευκαιρίες. Παράλληλα, η
κυβέρνηση Reagan, στο όνομα της «συνετής» δημοσιονομικής πολιτικής και της
«μείωσης» του μεγέθους του κράτους, αύξανε ιλιγγιωδώς τις αμυντικές δαπάνες
και μείωνε με εξίσου ιλιγγιώδη ρυθμό τους φόρους που κατέβαλλαν οι
πλουσιότεροι Αμερικανοί. Προφανώς, τα ελλείμματα αυξάνονταν από μία
κυβέρνηση που ορκιζόταν ότι είχε στόχο τη μείωσή τους (Βαρουφάκης 2012, σ.
198). Η τέταρτη φράση ήταν η άνθηση των «ομολόγων-αστραπή» στο
αμερικανικό χρηματιστήριο αξιών, που βασικά σήμαινε τη σύναψη μεγάλων
δανείων από την πλευρά των μεγάλων επιχειρήσεων, με σκοπό την κερδοσκοπική
αποκόμιση άμεσων κερδών εις βάρος της παραγωγικής διαδικασίας. Όλο αυτό
προκάλεσε κάμψη, υπό την έννοια ότι οι άνθρωποι που ανήκαν στα μεσαία
εισοδήματα, υποχρεώθηκαν να αναζητήσουν εργασία με χαμηλότερες αποδοχές
(Wallerstein 2005, σ. 80).
Κάπως έτσι, λοιπόν, ξεκίνησε η νέα περίοδος. Ήταν μία περίοδος που οι
Ηνωμένες Πολιτείες μπορούσαν να συντηρούν ανέξοδα δύο ολοένα αυξανόμενα
ελλείμματα: ένα στο εμπορικό ισοζύγιο με τον υπόλοιπο κόσμο και ένα του
προϋπολογισμού της ομοσπονδιακής κυβέρνησης (Βαρουφάκης 2012, σ. 198).
Την εποχή που ο Ψυχρός Πόλεμος ολοκληρώθηκε, το μερίδιο των ΗΠΑ στο
παγκόσμιο ΑΕΠ και ειδικότερα το μερίδιό τους στην παγκόσμια βιομηχανική
παραγωγή είχε σταθεροποιηθεί γύρω στο 30% (Brzezinski 1998, σ. 51), οι δείκτες
ανεργίας είχαν μειωθεί, ο πληθωρισμός ήταν χαμηλός και το τεράστιο
αμερικανικό χρέος είχε ρευστοποιηθεί, γεγονός που επέφερε αξιόλογο
πλεόνασμα. Σε γενικές γραμμές, οι Αμερικανοί τα εξέλαβαν όλα αυτά ως
ισχυροποίηση του αμερικανικού ονείρου, της δημοσιονομικής πολιτικής των
κυβερνώντων και, ως υπόσχεση για ένα συνεχές ένδοξο μέλλον. Είναι πλέον
αρκετά ξεκάθαρο ότι τα ανωτέρω δεν αποτελούσαν απλώς όνειρο, αλλά
ψευδαίσθηση και μάλιστα επικίνδυνη (Wallerstein 2005, σ. 23). Διότι πώς αλλιώς
28
μπορεί να εξηγηθεί η απόφαση δανεισμού των ΗΠΑ, για τη διεξαγωγή του
Πολέμου στον Περσικό Κόλπο (Brzezinski & Scowcroft 2010, σ. 211) και το
γεγονός ότι ουδείς κατανόησε πώς η δραματική άνοδος του χρηματιστηρίου, που
στις 31 Δεκεμβρίου 1999 είχε αύξηση του δείκτη Dow Jones κατά 300% και του
Nasdaq 800% από την αντίστοιχη περίοδο του 1989, άρχισε να μοιάζει πολύ με
την αντίστοιχη στα τέλη της δεκαετίας του 1920 όπου συνέβη το μεγάλο κραχ
(Kupchan 2007, σ. 187); Δεν προβληματίστηκε κανείς για τη μείωση του μεριδίου
των αμερικανικών πολυεθνικών στις ξένες πωλήσεις των 100 πολυεθνικών του
κόσμου από 30% σε 25% (Φούσκας 2009, σ. 225) ή για την αύξηση του
αμερικανικού εμπορικού ελλείμματος από τα 167 δισεκατομμύρια δολάρια το
1998 στα 262 δισεκατομμύρια το 1999 και τα 376 δισεκατομμύρια το 2000
(Kupchan 2007, σ. 194); Κάποιοι, γνώριζαν. Η κυβέρνηση Clinton ανέλαβε την
εξουσία, πιστεύοντας ότι η επιδίωξη μίας «στρατηγικής της ανταγωνιστικότητας»
θα αποκαθιστούσε τη διεθνή ανταγωνιστικότητα της αμερικανικής οικονομίας.
Ωστόσο, η μερκαντιλιστική ή γεωοικονομική θέση της κυβέρνησης Clinton που
προέκυψε από την πεποίθηση ότι διεξάγεται ένας αγώνας κερδισμένων ή
χαμένων, θα είχε ως αποτέλεσμα άσχημα σχεδιασμένες και ριψοκίνδυνες
πολιτικές, περιλαμβανομένων και πολυδάπανων βιομηχανικών πολιτικών και
συγκρουσιακών εμπορικών πολιτικών (Gilpin 2007a, σ. 223). Σύμπτωση δεν
αποτελεί ούτε το γεγονός ότι ο Πρόεδρος Bush, έχοντας κερδίσει στην Πολιτεία
της Δυτικής Virginia, κατά τις εκλογές του 2000 και έχοντας σχεδόν εξασφαλίσει
την πλειοψηφία στην Pennsylvania προχώρησε το Μάρτιο του 2002 στην επιβολή
υπερβολικών δασμών στον εισαγόμενο χάλυβα ώστε να προστατεύσει τους
Αμερικανούς κατασκευαστές (Kupchan 2007, σ. 441-442).
Το τρομοκρατικό χτύπημα της 11ης Σεπτεμβρίου 2001, τερμάτισε βίαια την
επίπλαστη περίοδο ευημερίας της δεκαετίας του 1990. Η Αμερική, δεχόμενη ένα
τεράστιο πλήγμα στο διεθνές της κύρος, θα διεξήγαγε δύο πολέμους, που για την
ίδια αποδείχθηκαν καταστροφικοί: την επιχείρηση «Διαρκής Ελευθερία» στο
Αφγανιστάν -(Tvxs 2011) -με κόστος διεξαγωγής τα 2 τρισεκατομμύρια δολάρια
(Sahadi 2017)- και τον πόλεμο στο Ιράκ που χρηματοδοτήθηκε κυρίως από τους
Ασιάτες (Brzezinski & Scowcroft 2010, σ. 211) και κόστισε περί τα 1,06
τρισεκατομμύρια (Amadeo 2019). Πλήγμα όμως απετέλεσε και η εισαγωγή του
ευρώ στα τέλη του 1999, καθώς σε λίγα μόλις χρόνια κατέστη μία καλή
εναλλακτική λύση και ήδη έχει καθιερωθεί ως το δεύτερο στη σειρά νόμισμα στην
παγκόσμια αγορά. Λίγο πριν από την εισαγωγή του, το σύνολο των εκκρεμών
ομολόγων και τραπεζογραμματίων σε νομίσματα που πλέον εισχώρησαν στο
ευρώ ήταν μόνο το 28% των χορηγιών παγκοσμίως, ενώ για το δολάριο το
αντίστοιχο ποσοστό ήταν 45%. Μέχρι τα μέσα του 2003 η διαφορά αυτή είχε
μειωθεί κατά πολύ: το μερίδιο των χορηγιών σε δολάρια είχε πέσει στο 43%, ενώ
αυτό του ευρώ είχε ανέλθει στο 41% (Φούσκας 2009, σ. 55). Το χαμηλό ευρώ
όμως, έκανε φθηνότερες και τις ευρωπαϊκές εξαγωγές, διευρύνοντας ουσιαστικά
το αμερικανικό εμπορικό έλλειμμα, το οποίο είχε ήδη διογκωθεί ως αποτέλεσμα
της χρηματιστηριακής κρίσης στην Ανατολική Ασία και της υποτίμησης των
νομισμάτων της περιοχής (Kupchan 2007, σ. 193-194). Έτσι, καμία αμερικανική
εταιρεία δεν κατάφερε να κυριαρχήσει στις μεγάλες βιομηχανίες μέσα στο 2002
και το αμερικανικό μερίδιο εξαγωγών εμπορικών υπηρεσιών, το ταχύτερα
29
αναπτυσσόμενο τμήμα της παγκόσμιας οικονομίας, στεκόταν στο 24% το 2001,
ενώ η ΕΕ κατείχε το 23-40%, εάν μετρηθούν και οι ενδοκοινοτικές εξαγωγές
(Φούσκας 2009, σ. 225). Το γεγονός αυτό, είχε επίπτωση και στην
απασχολησιμότητα. Σύμφωνα με την αμερικανική στατιστική υπηρεσία, ο
αριθμός των απασχολουμένων Αμερικανών που κερδίζουν 25.000 έως 75.000
δολάρια ετησίως μειώθηκε το 2003, ενώ ο αριθμός αυτών που κερδίζουν
περισσότερα ή λιγότερα αυξήθηκε. Τα άτομα που ζουν κάτω από το επίσημο όριο
της φτώχειας έφτασαν από τα 1,3 εκατομμύρια το 2003 στα 35,9 εκατομμύρια.
Γενικά, οι πραγματικοί μισθοί -δηλαδή αυτοί που είναι μικρότεροι του
πληθωρισμού- είτε έχουν μείνει σταθεροί είτε μειώνονται σε όλη την αμερικανική
οικονομία, ενώ σε κάποιους τομείς της βιομηχανίας η ύφεση είναι εντυπωσιακή
(Kynge 2007, σ. 156-157).
Η κρίση του 2008, για τους ανυποψίαστους, ήρθε ως κεραυνός εν αιθρία. Οι
ρίζες του κακού εντοπίζονται στις αρχές της δεκαετίας του 2000 όταν έγιναν
δυσανάλογες επενδύσεις στην κτηματομεσιτική αγορά των Ηνωμένων Πολιτειών.
Μόνο τον Ιούλιο του 2005, υπεγράφησαν 1 εκατομμύριο 389 χιλιάδες πωλητήρια
συμβόλαια. Οι τιμές των ακινήτων έκαναν ράλι. Οικογένειες μεσαίων
εισοδηματικά στρωμάτων, έβαζαν υποθήκη τα σπίτια τους και έπαιρναν
μεγαλύτερα δάνεια. Η κατάρρευση δεν άργησε να έρθει. Οι δανειολήπτες άρχισαν
να μην πληρώνουν τις δόσεις τους, τα κατασχετήρια πολλαπλασιάζονταν. Η
προσφορά σε ακίνητα ξεπερνούσε πλέον τη ζήτηση και οι τιμές
κατακρημνίστηκαν (Euronews 2018). To 2008 η κρίση στην αμερικανική αγορά
ακινήτων μετεξελίχθηκε σε τραπεζική κρίση. Η επενδυτική τράπεζα Bear Stearns
διασώθηκε μόνο χάρη στην εξαγορά της από την J.P. Morgan, ενώ το Σεπτέμβριο
οι αμερικανικές Αρχές αναγκάστηκαν να στηρίξουν με δισεκατομμύρια δολάρια
τις εξειδικευμένες τράπεζες για στεγαστικά Fannie Mae και Freddie Mac. Όταν
λίγο αργότερα στις 15 Σεπτεμβρίου του 2008 η επενδυτική τράπεζα Lehman
Brothers κήρυξε πτώχευση, δεν ήταν λίγοι εκείνοι που πίστεψαν σε ΗΠΑ και
Ευρώπη ότι η κρίση ήταν «διαχειρίσιμη». Εν τέλει η αμερικανική οικονομία ήρθε
αντιμέτωπη με τη χειρότερη οικονομική κρίση των τελευταίων δεκαετιών (Tvxs
2018).
Έντεκα έτη μετά, οι Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής, δεν έχουν ανακάμψει
από τη χρηματοπιστωτική λαίλαπα εφόσον στην ουσία, η κρίση του 2008 έθεσε
τέλος στο αμερικανικό -και παγκόσμιο κατά συνέπεια πρότυπο- επισφαλούς
οικονομικής ανάπτυξης (Φούσκας 2009, σ. 44). Τη στιγμή που γράφονται αυτές οι
γραμμές, 46,5 εκατομμύρια άνθρωποι ζουν κάτω από τα όρια της φτώχειας, το
20% των Αμερικανών είναι άνεργοι ή υποαπασχολούμενοι (Trump 2017, σ. 108),
ενώ όσοι έχουν την ατυχία να εργάζονται, θα διαπιστώσουν ότι η αύξηση των
μισθών τους, αγγίζει με δυσκολία το πενιχρό 2% (Curr 2016, σ. 55). Στα
ανωτέρω συμβάλλει και ο διαφοροποιημένος δείκτης γεννήσεων, ανάμεσα στις
λευκές εθνολογικά ομάδες από τη μία και στις μαύρες και ισπανικές ομάδες από
την άλλη, -για να μην αναφερθούμε στην μεταβαλλόμενη εισροή μεταναστών στις
Ηνωμένες Πολιτείες-, που οδήγησε στην απώλεια εκατομμυρίων καλά
αμειβόμενων θέσεων εργασίας και στην αντικατάστασή τους από εκατομμύρια
ισχνά αμειβόμενες θέσεις (Kennedy 1990, σ. 672).
30
Το δημόσιο χρέος των ΗΠΑ, ξεπερνά τα 19 τρισεκατομμύρια δολάρια (Trump
2017, σ.110) ενώ κάθε έτος, χάνονται 5 τρισεκατομμύρια δολάρια, το ένα τρίτο
δηλαδή του Ακαθάριστου Εγχώριου Προϊόντος τους (Fleming, Qualkenbush &
Chapa χ.χ.). Ταυτόχρονα, το State Department αποδυναμώνεται οικονομικά, με
οδηγίες για «πάγωμα» προσλήψεων, μειώσεις προσωπικού και περιορισμό του
προϋπολογισμού του κατά σχεδόν 30% (Έλλις 2018). Οι Αμερικανοί, ανησυχούν
και για το έλλειμμα στο εμπορικό ισοζύγιο (Barber 1998, σ. 117). Για δεκαετίες, η
στήριξη των εξαγωγών από την κυβέρνηση υπήρξε υπό την αιγίδα του
Οργανισμού Οικονομικής Συνεργασίας και Ανάπτυξης (ΟΟΣΑ), ενός διεθνούς
οργανισμού που καθορίζει υπεύθυνα πρότυπα για τις εξαγωγικές πιστώσεις των
μελών του. Το 1999, σχεδόν το 100% της εξαγωγικής πίστωσης διέπονταν από
τους κανόνες του. Μέχρι το 2004, με την αύξηση των κινεζικών εξαγωγών, το
μερίδιο της στήριξης των εξαγωγών που διέπεται από τον ΟΟΣΑ είχε πέσει
περίπου στα δύο τρίτα. Έως το 2013, το μερίδιο είχε πέσει στο ένα τρίτο
(Hochberg 2015, σ. 60). Έτσι, οι ΗΠΑ απέκτησαν σημαντικά ελλείμματα στις
εμπορικές τους συναλλαγές με την Ιαπωνία, τον Καναδά, τη Γερμανία, την Κίνα,
τη Νότια Κορέα και την Ιταλία (Barber 1998, σ. 117).
Στα προαναφερόμενα έρχεται να προστεθεί και η σχετική βιομηχανική
παρακμή της χώρας, όταν εκτιμηθεί έναντι της παγκόσμιας παραγωγής, σε
παλαιότερα είδη όπως τα υφάσματα, ο σίδηρος και ο χάλυβας, τα χημικά και τα
πλοία (Kennedy 1990, σ. 664-665). Σύμφωνα με μία πρόσφατη μελέτη, περίπου
το 25% των κερδών που έχουν οι αμερικανικές πολυεθνικές σήμερα προέρχεται
από τις ξένες θυγατρικές τους. Για να το πούμε κι αλλιώς, το 25% της
αγοραστικής αξίας αυτών των επιχειρήσεων -2,7 τρισεκατομμύρια δολάρια-
βασίζεται στα κέρδη που προκύπτουν από τις αλλοδαπές εταιρείες, οι οποίες
εκμεταλλεύονται τα φθηνά εργατικά χέρια αναπτυσσόμενων κρατών, όπως η Κίνα
και το Μεξικό. Τελικά όμως αυτά τα κέρδη επιβαρύνουν τις βιομηχανίες και τις
δουλειές που συντηρούν τη Μέση Αμερική (Kynge 2007, σ. 155). Σε ό,τι αφορά
στις επενδύσεις στην Έρευνα και Ανάπτυξη, αυτές, καταποντίζονται αργά σε
σχέση με άλλα κράτη (Kennedy 1990, σ. 555). Η κακή πολιτική προμηθειών,
είναι ένας μόνο λόγος που οι Ηνωμένες Πολιτείες έχουν αρχίσει να χάνουν το
τεχνολογικό τους πλεονέκτημα. Πράγματι, οι αποτιμήσεις δισεκατομμυρίων στη
Silicon Valley έχουν συσκοτίσει τα βασικά προβλήματα στον τρόπο με τον οποίο
οι ΗΠΑ αναπτύσσουν και υιοθετούν την τεχνολογία. Για παράδειγμα, μία αύξηση
του αριθμού των δικαστικών διαφορών για τα διπλώματα ευρεσιτεχνίας, έχει
μειώσει τη χρηματοδότηση των επιχειρηματικών κεφαλαίων και τις επενδύσεις
για τις μικρές επιχειρήσεις, ενώ οι αυστηροί κανονισμοί ενίσχυσαν τους
μεγάλους, παλαιούς εργοδότες (Bessen 2015, σ. 55), θέτοντας την καινοτομία σε
κίνδυνο, διότι τα πιο επικίνδυνα άλματα, τείνουν να προέρχονται όχι από τις ήδη
καθιερωμένες επιχειρήσεις αλλά από τις νεοϊδρυθείσες, οι οποίες ελάχιστα έχουν
να χάσουν (Litan 2015, σ. 47).
Στο εκρηκτικό κοκτέιλ, έρχεται να προστεθεί και η δραματική κατάσταση
στην οποία βρίσκονται οι υποδομές της χώρας (Trump 2017, σ. 150). Σε αυτό,
συνέβαλλε το γεγονός ότι η μεταπολεμική οικονομική ηγεμονία της Αμερικής,
ενισχύθηκε από την απόφασή της να εστιάσει την προσοχή της στην
αυτοκινητοβιομηχανία. Η επιλογή των αυτοκινητοδρόμων αντί των
31
σιδηροδρομικών γραμμών και η κατασκευή ενός τεράστιου συστήματος εθνικών
οδών που ένωναν τις πολιτείες σήμαινε ότι οι βιομηχανίες από τις οποίες
εξαρτάται το αυτοκίνητο -χάλυβα, αλουμινίου, χρωμίου, πετρελαίου, καουτσούκ,
τσιμέντου, ασφάλτου και ηλεκτρονικής-, θα συνέχιζαν να εκτρέφουν όχι μόνο τις
αμυντικές δαπάνες του δημόσιου τομέα, αλλά και τις καταναλωτικές δαπάνες του
ιδιωτικού (Barber 1998, σ. 114). Σύμφωνα με το νυν Πρόεδρο των ΗΠΑ, Donuld
Trump, μία στις εννέα γέφυρες στην Αμερική είναι δομικά ανεπαρκής, ενώ
περίπου μία στις τέσσερις χαρακτηρίζεται ήδη λειτουργικά απαρχαιωμένη και
σχεδόν το ένα τρίτο από αυτές έχουν υπερβεί την προβλεπόμενη διάρκεια χρήσης
τους. Ο Barry LePatner, ο οποίος έχει γράψει βιβλίο σχετικά με το θέμα,
επεσήμανε τα εξής: «Από το 1989 έχουν σημειωθεί περισσότερες από 600 ζημιές σε
γέφυρες της χώρας και ένας μεγάλος αριθμός γεφυρών σε όλες τις πολιτείες συνιστά
πραγματικό κίνδυνο για το επιβατικό κοινό» (Trump 2017 σ. 150).
Κατόπιν των ανωτέρω, θα μπορούσαμε να καταλήξουμε με ασφάλεια στο
συμπέρασμα ότι η περίοδος του οικονομικού μονοπολισμού των ΗΠΑ, έχει
παρέλθει οριστικά και αμετάκλητα. Διότι, αν και η παγκόσμια οικονομία
αναμφισβήτητα θα παρουσιάσει μεταβολές στα χρόνια που έρχονται, τη μία
ημέρα οι Ηνωμένες Πολιτείες θα δείχνουν ανίκητες, την επόμενη γερασμένες.
Αλλά εν μέσω των σκαμπανεβασμάτων, η οικονομική κυριαρχία της Αμερικής
βαθμιαία θα εξασθενήσει (Kupchan 2007, σ. 141). Από εκεί απορρέει το γεγονός
ότι τα αιτήματα για ανανέωση και αναδιοργάνωση, προέρχονται, τουλάχιστον,
τόσο από τη Δεξιά, όσο και από την Αριστερά. Η ίδια τους η ύπαρξη όμως
αποτελεί, κατά ειρωνικό τρόπο, μία επιβεβαίωση της παρακμής, κατά το ότι μία
τέτοια αναταραχή απλώς δε θα ήταν απαραίτητη λίγες δεκαετίες πριν, όταν το
προβάδισμα του έθνους ήταν αδιαμφισβήτητο. «Ένας δυνατός άνδρας»,
παρατήρησε σαρδόνια ο συγγραφέας G. K. Chesterton, «δεν ανησυχεί για τη
σωματική του αποτελεσματικότητα». Μόνο όταν εξασθενήσει, αρχίζει και συζητά
για θέματα υγείας. Κατά τον ίδιο τρόπο, όταν μία μεγάλη δύναμη είναι δυνατή και
ακαταμάχητη, θα είναι πολύ πιο απίθανο να συζητήσει για την ικανότητά της να
ανταπεξέλθει στις υποχρεώσεις της, απ’ όσο όταν είναι σχετικά ασθενέστερη
(Kennedy 1990, σ. 670).
E.E. Cummings
32
πεποιθήσεις με ιδεολογικό ζήλο (Αρβανιτόπουλος 2003, σ. 13). Αυτή η εικόνα
που διατηρούν για τον εαυτό τους βασίζεται κυρίως στην υπέρμετρη στρατιωτική
τους ισχύ, που υπερβαίνει κατά πολύ τις δυνατότητες οποιουδήποτε άλλου
κράτους ή και πολλών κρατών σε συνδυασμό (Wallerstein 2005, σ. 340).
Εκμεταλλευόμενες τη διάνοιξη νέων περιφερειακών διαδρόμων μετά την
κατάρρευση της ΕΣΣΔ (Φούσκας 2008, σ. 40), οι Ηνωμένες Πολιτείες, βρέθηκαν
να ελέγχουν όχι μόνο όλους τους ωκεανούς και όλες τις θάλασσες του κόσμου,
αλλά ανέπτυξαν μία στρατιωτική ικανότητα, που δεν επιδέχεται αμφισβήτηση, για
τον αμφίβιο έλεγχο των ακτών (Brzezinski 1998, σ. 49). Η Αμερική διαθέτει 725
στρατιωτικές εγκαταστάσεις έξω από το έδαφός της, από τις οποίες 17 είναι
κανονικές βάσεις. Επιπλέον, από τα 1,4 εκατομμύρια άτομα του ενεργού
στρατιωτικού προσωπικού των ΗΠΑ, περίπου 250.000 είναι αναπτυγμένα σε
υπερπόντιες χώρες και οι Ηνωμένες Πολιτείες είναι σε θέση να ασκούν σημαντική
επιρροή και έλεγχο σε στρατηγικές συμμαχίες και σύμφωνα, που δημιουργούν
περιφερειακοί δρώντες (Φούσκας 2008, σ. 307). Οι ΗΠΑ διαθέτουν το
μεγαλύτερο και πιο ανεπτυγμένο οπλοστάσιο στρατηγικών πυρηνικών όπλων και
είναι το μόνο κράτος, που κατέχει τόσο μεγάλο οπλοστάσιο πυρομαχικών
μεγάλης ακρίβειας στόχευσης και ολοκληρωμένες ικανότητες παρακολούθησης,
διοίκησης και ελέγχου. Το στρατιωτικό προσωπικό τους, είναι επίσης πολύ
καλύτερα εκπαιδευμένο (Walt 2007, σ. 64).
Πάρα ταύτα, ό,τι λάμπει, δεν είναι χρυσός. Διότι μπορεί αυτή τη στιγμή να
διανύουμε την περίοδο του στρατιωτικού μονοπολισμού, με τις ΗΠΑ να κατέχουν
την ηγεμονική θέση στην ιεραρχία, ωστόσο, οι αναλυτές, κάνουν συστηματικά το
ίδιο λάθος στις προβλέψεις τους, καθώς βασίζονται υπερβολικά στο παρόν
(Kupchan 2007, σ. 140) και δε λαμβάνουν υπόψη τους τις μακροπρόθεσμες τάσεις
όπως αυτές αποτυπώνονται στη θεωρία του κύκλου της ισχύος. Τη θέση αυτή
έρχεται να επιβεβαιώσει ο Paul Kennedy, ο οποίος υποστηρίζει πώς αν και οι
Ηνωμένες Πολιτείες παραμένουν μία ιδιαίτερης κλάσης δύναμη, δε μπορούν να
αποφύγουν την αντιμετώπιση δύο μεγάλου βεληνεκούς δοκιμασιών για τη
μακροβιότητα κάθε μεγάλης δύναμης που κατέχει την υπ’ αριθμόν ένα θέση στις
παγκόσμιες υποθέσεις: κατά πόσο μπορεί, στο στρατιωτικό-στρατηγικό πεδίο, να
διατηρήσει μία λογική ισορροπία μεταξύ των θεωρούμενων ως αμυντικών
απαιτήσεων του έθνους και των μέσων που διαθέτει, για να συντηρήσει τις
δεσμεύσεις αυτές. Και κατά πόσον, σε συσχέτιση με τα ανωτέρω, μπορεί να
συντηρήσει τις τεχνολογικές και οικονομικές βάσεις της δύναμής του από τη
σχετική διάβρωση, που προκαλούν τα ολοένα μετατοπιζόμενα σχήματα της
παγκόσμιας παραγωγής (Kennedy 1990, σ. 652).
Πριν πενήντα χρόνια, δεν υπήρχε επιτιθέμενος, όσο τολμηρός και να ήταν, που
θα μπορούσε να ελπίζει ότι θα νικούσε στα πεδία της μάχης την Αμερική, καθώς
οι γραμμές ανεφοδιασμού της βασίζονταν σε μία τεράστια αφθονία φυσικών
πόρων. Όμως, τη δεκαετία του 1980, είχαν εξαφανιστεί και τα τελευταία ίχνη της
πολυπόθητης αυτάρκειας και οι ΗΠΑ εξαρτώνταν από εισαγωγές όπως οι
περισσότεροι εμπορικοί εταίροι της. Οι Ηνωμένες Πολιτείες είχαν εκμεταλλευτεί
σε πολύ μεγάλο βαθμό τα αποθέματά τους για να πετύχουν την παγκόσμια
ηγεμονία και τα εκμεταλλεύτηκαν ακόμα περισσότερο για να τη διατηρήσουν στα
μεταπολεμικά χρόνια, όταν οι σχέσεις τους με τη Σοβιετική Ένωση γίνονταν
33
ολοένα και πιο ψυχρές την ίδια στιγμή που η εσωτερική οικονομική τους
μεγέθυνση υπερθέρμαινε την οικονομία (Barber 1998, σ. 95). Σε ό,τι αφορά στις
αμυντικές δαπάνες, οι ΗΠΑ, αν και δεσμεύουν λιγότερο από το 4% του ΑΕΠ τους
(Παπασωτηρίου 2009, σ. 94), -ποσοστό που αντιστοιχεί περίπου στο 40% των
παγκόσμιων αμυντικών δαπανών (Walt 2007, σ. 62)- έχουν γνώση του γεγονότος
ότι η σχετική αναλογία τους στην ανά την υφήλιο παραγωγή και στον πλούτο,
είναι η μισή από ό,τι ήταν κατά τη διάρκεια της δεκαετίας του 1960 (Kennedy
1990, σ. 553). Έτσι, η εμμονή του βαθέως αμερικανικού κράτους στη χρήση της
στρατιωτικής ισχύος, μπορεί να ερμηνευτεί και ως αντίδραση στη φθίνουσα
οικονομική τους ισχύ. Όπως έγραψε ο Gunter Frank τον Ιούνιο του 1999, «η
Washington βλέπει τη στρατιωτική της ισχύ σαν άσο στο μανίκι της, που μπορεί να
εκμεταλλευτεί, για να υπερισχύσει των αντιπάλων της στον επερχόμενο αγώνα για
τους φυσικούς πόρους» (Φούσκας 2009, σ. 48).
Οι Ηνωμένες Πολιτείες, δαπανούν επίσης περισσότερα για να παραμείνουν
στην πρωτοπορία της στρατιωτικής τεχνολογίας. Το 2002, δαπάνησαν 48,7
δισεκατομμύρια δολάρια για τη στρατιωτική Έρευνα και Ανάπτυξη και το 2003
εκτιμάται πως δαπάνησαν 56,8 δισεκατομμύρια δολάρια. Το 2002 οι συνολικές
αμυντικές δαπάνες των άλλων σημαντικών δυνάμεων ήταν: Γαλλία 38
δισεκατομμύρια δολάρια, Γερμανία 31 δισεκατομμύρια δολάρια, Ρωσία 48
δισεκατομμύρια δολάρια, Ιαπωνία 37 δισεκατομμύρια δολάρια και Κίνα 48,3
δισεκατομμύρια δολάρια (Walt 2007, σ. 316). Ωστόσο, το στρατιωτικό
προβάδισμα των ΗΠΑ έχει ήδη αρχίσει να φθίνει, καθώς λαμβάνει ελάχιστα
υπόψη τις νέες στρατηγικές προκλήσεις, όπως (Το Βήμα 2009) τα φαινόμενα των
επιθέσεων αυτοκτονίας και του φυλετικού πολέμου (Φούσκας 2008, σ. 153), τις
κυβερνοεπιθέσεις, τα όπλα μαζικής καταστροφής -χημικά, βιολογικά ή
ραδιενεργά-, τη διακίνηση ναρκωτικών, την παράνομη μετανάστευση και το
οργανωμένο έγκλημα (Hooker 2014, σ. 13). Επιπροσθέτως, ακόμη και οι
προηγμένες τεχνολογίες στις οποίες κυριαρχούσαν, όπως το παγκόσμιο
δορυφορικό σύστημα εντοπισμού θέσης (GPS), που οδηγεί τις «έξυπνες» βόμβες
στους στόχους τους, είναι εύκολο πλέον να εξουδετερωθούν από κράτη σαν την
Κίνα, η οποία αναπτύσσει την κατάλληλη διαστημική τεχνολογία (Το Βήμα
2009). Μέχρι πρότινος, το Πεντάγωνο, ως φαίνεται πώς περί αλλού τύρβαζε,
καθώς δεν είχε διαθέσει σημαντικούς πόρους στην ανάπτυξη κβαντικών
τεχνολογιών για την ενίσχυση της ασφάλειας των στρατιωτικών επικοινωνιών
(Johnson 2017). Αυτός είναι άλλωστε και ο λόγος που ο νυν πρόεδρος των
Ηνωμένων Πολιτειών, ζήτησε τη δημιουργία μίας αμερικανικής «διαστημικής
δύναμης» λέγοντας ότι «το διάστημα είναι ένας τομέας στον οποίο λαμβάνει χώρα
ο πόλεμος, όπως ακριβώς συμβαίνει στην ξηρά, τον αέρα και τη θάλασσα» (Boyd
2018).
Σύμφωνα με το Donald Trump, «αυτή τη στιγμή οι ΗΠΑ, βρίσκονται σε κακή
κατάσταση καθώς το μέγεθος των δυνάμεών τους μειώνεται, ενώ δεν υπάρχει η
δυνατότητα να οδηγηθούν τα άτομα που εκπαιδεύονται στο επίπεδο που πρέπει να
βρίσκονται» (Trump 2017, σ. 56). Είναι γεγονός ότι ήδη από τη δεκαετία του
1990, η στρατιωτική ετοιμότητα μειώθηκε, η εκπαίδευση δεινοπάθησε, οι
στρατιωτικές αμοιβές υποχώρησαν 15% κάτω από τις αντίστοιχες του πολιτικού
προσωπικού, το ηθικό χάθηκε και οι υπηρεσίες έθεσαν στην αχρησία τον
34
υπάρχοντα εξοπλισμό για να εμποδίσουν τα αεροσκάφη να πετάξουν, τα πλοία να
αποπλεύσουν και τα τανκ να κινηθούν. Η αυξανόμενη δυσκολία στη
στρατολόγηση ατόμων στις ένοπλες δυνάμεις ή η διατήρηση του αριθμού τους,
δεν προκαλεί έκπληξη (Rice 2000, σ. 50-51). Έτσι, σε μία μόνο δεκαετία, οι
Ένοπλες Δυνάμεις των Ηνωμένων Πολιτειών απώλεσαν 700.000 άτομα
προσωπικού -περίπου το ένα τρίτο της ενεργού δύναμής τους-, αλλά η απώλεια
των δυνάμεων μάχης ήταν ακόμα πιο σοβαρή. Σε επίπεδο δομής, ο στρατός
μειώθηκε από 18 ενεργά τμήματα σε 10, το Πολεμικό Ναυτικό έχασε 212 πλοία
(από 566 σε 354) ενώ η Πολεμική Αεροπορία μειώθηκε από τις 36 σε 20 πτέρυγες
μαχητών, μια συνολική μείωση της τάξεως του 45% (Hooker 2014, σ. 11).
Επιπλέον, οι Ένοπλες Δυνάμεις δεν είναι κατάλληλες για επίθεση ενάντια σε
μεγάλη δύναμη διότι μπορεί να έχουν εντυπωσιακές ικανότητες προβολής
στρατιωτικής ισχύος σε κάθε γωνιά του πλανήτη, οι χερσαίες δυνάμεις, ωστόσο,
είναι σχετικά μικρές (Παπασωτηρίου 2009, σ. 102).
36
2.4. Η άνοδος του πολιτικού αντι-αμερικανισμού
Ghassan Salame
39
Σήμερα, η ρήξη μεταξύ Ευρώπης και Αμερικής έχει περιπλακεί από έναν
ισχυρότερο ιδεολογικό ανταγωνισμό, ο οποίος στρέφει και τις δύο ενάντια σε
εναλλακτικά συστήματα τα οποία παρακάμπτουν τη Δύση (Leonard 2008, σ. 23).
Για τα ισλαμικά κράτη, η κοινωνία και ο πολιτισμός της Αμερικής είναι εγγενώς
κακοί ή ανήθικοι. Θρησκευτικοί φονταμενταλιστές και άλλοι εξτρεμιστές
καταδικάζουν τον ηδονισμό και τη σεξουαλική ελευθεριότητα της αμερικανικής
λαϊκής κουλτούρας και υποδεικνύουν τα υψηλά ποσοστά διαζυγίων, παιδιών
εκτός γάμου και άλλων κοινωνικών δεινών (Walt 2007, σ. 112). Έτσι, δεν
προξενεί καμία εντύπωση το γεγονός ότι η Αίγυπτος, η οποία ήταν από τους
σθεναρότερους συμμάχους των Ηνωμένων Πολιτειών στον πρώτο πόλεμο του
Περσικού, απώλεσε προσωρινά την εμπιστοσύνη της προς τις ΗΠΑ (Brzezinski &
Scowcroft 2010, σ. 72). Τις αμερικανο-αιγυπτιακές σχέσεις, διέσωσε η άνοδος του
Fatah al Sisi, υπό την προεδρία του οποίου, η Αίγυπτος έχει αρχίσει να
συνεργάζεται σιωπηρά σε θέματα ασφαλείας, ειδικά στο Σινά, με το Ισραήλ, τον
ισχυρότερο σύμμαχο της Washington στο πλαίσιο της ειρηνευτικής συμφωνίας
του 1979 (Η Καθημερινή 2019b). Αλλά και η Σαουδική Αραβία, κατά τη διάρκεια
του πολέμου στο Ιράκ, ανακοίνωσε ότι τα πολεμικά αεροσκάφη των Ηνωμένων
Πολιτειών μπορούσαν να χρησιμοποιήσουν τον εθνικό εναέριο χώρο της, αλλά
δεν θα τους επιτρεπόταν να πραγματοποιήσουν αεροπορικές επιδρομές από τις
στρατιωτικές βάσεις της. Οι Σαουδάραβες αρνήθηκαν αρχικά ακόμη και να
παγώσουν τους τραπεζικούς λογαριασμούς ομάδων υπόπτων για τρομοκρατική
δράση (Kupchan 2007, σ. 411). Έκτοτε, οι σχέσεις των δύο κρατών, δεν έχουν
βελτιωθεί σημαντικά. Πρόσφατα, το Υπουργείο Εξωτερικών της Σαουδικής
Αραβίας, καταδίκασε την ομόφωνη έγκριση από την αμερικανική Γερουσία ενός
ψηφίσματος με το οποίο χαρακτηρίζεται «υπεύθυνος» για τη δολοφονία του
δημοσιογράφου Jamal Khashoggi, ο πρίγκιπας διάδοχος Mohammed bin Salman
(CNN Greece 2018). Τέλος, θα πρέπει να σημειώσουμε ότι στην περιοχή της
Μέσης Ανατολής, η υποχώρηση της αμερικανικής επιρροής αποτελεί αιτία
ενδυνάμωσης του σιιτικού Ιράν (Kontos 2016, σ. 24).
Στην Ασία η δυσαρέσκεια της κοινής γνώμης για την αμερικανική
στρατιωτική παρουσία στη Νότια Κορέα και οι ανησυχίες για την αμερικανική
διπλωματία στην περιοχή περιέπλεξαν τις προσπάθειες των ΗΠΑ να πετύχουν ένα
«ενιαίο μέτωπο» κατά της αναβίωσης του πυρηνικού προγράμματος της Βόρειας
Κορέας (Walt 2007, σ. 228). Η ισχυρή πυρηνική Ρωσία στην προσπάθειά της να
ανακτήσει το status της πρώην ΕΣΣΔ δεν προτίθεται να υιοθετήσει παθητική
στάση απέναντι στις απειλές που δέχεται η Βόρεια Κορέα, ούτε όμως και να
λειτουργήσει συγκρουσιακά απέναντι στην Washington, καθώς έχει θέσει άλλες
προτεραιότητες στην εξωτερική της πολιτική. Η εξίσωση όμως δεν είναι καθόλου
απλή, καθώς το καθεστώς του Kim Jong-Un διατηρεί σημαντικότατες σχέσεις και
με την Κίνα (Newsbeast 2017). ΛΔΚ και Ρωσία όμως δεν αντέδρασαν μόνο στο
ζήτημα της Βόρειας Κορέας, αλλά και στην υπεροχή των ΗΠΑ με την
προσπάθειά τους να λύσουν τα ζητήματα που προκαλούσαν τριβές ενισχύοντας
άλλες μορφές συνεργασίας στον τομέα της ασφάλειας, διαδικασία η οποία
κορυφώθηκε με την υπογραφή, τον Ιούλιο του 2001, επίσημης συνθήκης φιλίας.
Αν και η συνθήκη δε στόχευε κάποια συγκεκριμένη χώρα, ο ρητός στόχος της
ήταν να ενθαρρύνει μία «νέα διεθνή τάξη πραγμάτων» και Ρώσοι σχολιαστές την
40
περιέγραφαν ως «πράξη φιλίας έναντι της Αμερικής» (Walt 2007, σ. 163). Από
την πλευρά τους οι Ηνωμένες Πολιτείες, δεν αποσκοπούν στο να συνθλίψουν ή να
καταστρέψουν τη Ρωσία ή την Κίνα (Φούσκας 2008, σ. 18). Επιθυμούν να
δημιουργήσουν ένα συνασπισμό εξισορρόπησης, σχεδιασμένο να ελέγξει την
άνοδο της ΛΔΚ, κατά τον ίδιο τρόπο που η Μεγάλη Βρετανία, η Γαλλία, η
Γερμανία, η Ιταλία, η Ιαπωνία και η ίδια η Κίνα, ένωσαν τις δυνάμεις τους για να
περιορίσουν τη Σοβιετική Ένωση (Mearsheimer 2010, σ. 391).
Συμπερασματικά, θα μπορούσαμε να υποστηρίξουμε ότι η δεσπόζουσα ισχύς
από μόνη της μπορεί περισσότερο να βλάψει, παρά να ωφελήσει ένα έθνος. Όταν
είναι ανεξέλεγκτη, η υπεροχή συχνά ενθαρρύνει την επιθετικότητα και προκαλεί
είτε το σχηματισμό εχθρικών, αντίρροπων συνασπισμών (Kupchan 2007, σ.39),
είτε την ανησυχία φιλικών δημοκρατιών (Walt 2007, σ. 37). Έτσι, η Washington,
παραμένει πολιτικά απομονωμένη. Στην πραγματικότητα ουδείς -με εξαίρεση το
Ισραήλ- πιστεύει ότι η στάση των Ηνωμένων Πολιτειών έχει νόημα ή ότι υπάρχει
λόγος ενθάρρυνσής τους (Wallerstein 2005, σ. 49). Εν ολίγοις, οι ΗΠΑ
χαράμισαν ίσως ένα από τα πολυτιμότερά τους πλεονεκτήματα -τη διεθνή τους
νομιμότητα (Kupchan 2007, σ. 16)-. Είναι περίεργο πώς οι πολιτικοί ιθύνοντες
στην Αμερική αδυνατούν να καταλάβουν ότι η ηθική μίας δύναμης είναι το
μεγαλύτερο πολιτικό της όπλο (Χατζηγάκης & Χατζηγάκης 2010, σ. 228).
41
Κεφάλαιο 3ο: Η άνοδος της Κίνας
Mao Zedong
Η Κίνα αποτελεί το πρώτο κράτος μετά το πέρας του Ψυχρού Πολέμου το οποίο
διαθέτει τη δυνατότητα, το μέγεθος και την πλανητική διάσταση που του
επιτρέπει να διαμορφώσει τον κόσμο με βάση τη δική του εικόνα (Leonard 2008,
σ. 31). Ρόλος, που μεταξύ των άλλων αποτελεί σαφή ένδειξη του αποτελέσματος
της πορείας την οποία ακολούθησε αυτή η χώρα, από το αναγκαστικό της άνοιγμα
στον υπόλοιπο κόσμο έως τις μέρες μας και όπου στη διάρκειά της πολλές φορές
έμοιαζε να έχει φτάσει ως τη διάλυση. Με γεωγραφική έκταση τα 9.600.000 τ.
χλμ. -δηλαδή εφάμιλλη των ΗΠΑ (Πετρόπουλος & Χουλιάρας 2014, σ. 299)- και
πληθυσμό 1,3 δις (Kynge 2007, σ. 143), ο δράκος της Ασίας είναι σε πολλούς
τομείς παγκόσμιος ηγέτης, ενώ αναμένεται να συνεχίσει την ανοδική του τροχιά.
Σύμφωνα με τη βάση δεδομένων του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου για τη
Διεύθυνση Εμπορικών Στατιστικών, είναι η μεγαλύτερη πηγή εμπορίου για
περίπου 140 χώρες, με τις εμπορικές του δραστηριότητες να αντιπροσωπεύουν
περίπου το 13% της παγκόσμιας ανάπτυξης από το 2000 έως το 2012 (Angang
2015, σ. 11).
Η ΛΔΚ πρέπει να είναι η πιο ενσυνείδητα ανερχόμενη δύναμη στην ιστορία. Η
μέτρηση της ΣΕΙ -ακρωνύμιο για τη Συνεκτική Εθνική Ισχύ- έχει γίνει εθνική
έμμονη ιδέα. Η ΣΕΙ για τους Κινέζους αναλυτές στρατηγικής αποτελεί κάτι
παραπάνω από κομψό ακρωνύμιο. Από την εποχή του Sun Tzu και μετά, οι
Κινέζοι κατέληξαν στο συμπέρασμα ότι μόνο με την παρατήρηση των αδυναμιών
των αντιπάλων μπορείς να αντιληφθείς και τα δικά σου δυνατά σημεία (Leonard
2008, σ. 149). Αυτός είναι άλλωστε και ο λόγος για τον οποίο τις δύο τελευταίες
δεκαετίες, ο Λαϊκός Απελευθερωτικός Στρατός (ΛΑΣ) της Κίνας, έχει
μεταμορφωθεί από μια μεγάλη αλλά απαρχαιωμένη δύναμη σε ικανό, σύγχρονο
στρατό (RAND Corporation χ.χ) κάτοχο προηγμένων όπλων (Johnson 2017), που
του επιτρέπουν να υπερασπιστεί την επικράτειά της Κίνας στο έδαφος, τον αέρα
και τη θάλασσα (Men χ.χ). Το ανωτέρω, προξενεί ανησυχία στο δυτικό κόσμο,
που θεωρεί ότι το Πεκίνο συνιστά απειλή για την Ανατολική Ασία, ενώ άλλοι
υποστηρίζουν ότι προετοιμάζεται για να κυριεύσει τον κόσμο στρατιωτικά. Η
αλήθεια είναι ότι οι Κινέζοι διεξάγουν ένα πόλεμο σε όλες τις ηπείρους, όχι με
την κλασσική έννοια του όρου, αλλά υλοποιώντας μία επιθετική εμπορική
πολιτική έναντι της Δύσης, χορηγώντας χαμηλότοκα δάνεια σε κράτη της
Αφρικής και της Λατινικής Αμερικής και διαθέτοντας τους περισσότερους
στρατιώτες στον ΟΗΕ για ειρηνευτικές επιχειρήσεις, από όλα τα μέλη του
Συμβουλίου Ασφαλείας. Με άλλα λόγια, ενεργούν επιθετικά μεν, αλλά
χρησιμοποιώντας ήπια και όχι σκληρή ισχύ (Παρίσης 2011, σ. 56).
42
Σκοπός του παρόντος κεφαλαίου, είναι η ανάλυση των αιτίων που συνέβαλλαν
στην οικονομική ανάπτυξη, το στρατιωτικό εκσυγχρονισμό, την πολιτική επιρροή
και τη χρήση της ήπιας ισχύος ήτοι των πυλώνων που στήριξαν και μετέτρεψαν
την Κίνα σε αυτό που είναι σήμερα: μία εν δυνάμει παγκοσμίας εμβέλειας
υπερδύναμη, αντίπαλο των Ηνωμένων Πολιτειών της Αμερικής.
Deng Xiaoping
46
[Πηγή: http://tiny.cc/2zn0bz]
Mao Zedong
49
ιδρύθηκαν από τον Πρόεδρο Xi Jinping, το Φεβρουάριο του 2016, για να
αντικαταστήσουν επτά στρατιωτικές μονάδες (Chan 2018).
Σε ό,τι αφορά στα πυρηνικά, η Κίνα, μέχρι σήμερα, ασκεί σε ελάχιστο βαθμό
την πολιτική της πυρηνικής αποτροπής (Brzezinski & Scowcroft 2010, σ. 189). Η
Λαϊκή Δημοκρατία κατέχει μικρή ποσότητα πυρηνικών όπλων για την αυτοάμυνά
της, που είναι έτοιμη να χρησιμοποιήσει αποκλειστικά και μόνο για αντεπιθέσεις
αντιποίνων. Ενώ ήδη από τη δεκαετία του ’70 και του ’80, διαθέτει τέτοιου
επιπέδου πυρηνική τεχνολογία ώστε να μπορεί να κατασκευάσει βόμβα νετρονίου
(Χατζόπουλος 2000, σ. 120), το Πεκίνο, μέχρι τώρα, αρκέστηκε σε μία ελάχιστη
στρατηγική πυρηνική δύναμη, που αποτελείται κυρίως από 100 έως 200
πυρηνικές κεφαλές, με τις οποίες είναι εξοπλισμένοι διηπειρωτικοί πύραυλοι
εδάφους-εδάφους (Bessière 2007, σ. 198).
Οι διαστημικές δραστηριότητες της Κίνας, ακολούθησαν την αντίθετη πορεία.
Στόχος του Πεκίνου δεν είναι να αρχίσει «πόλεμο των άστρων» με τις ΗΠΑ. Στη
θέση του, βάλθηκε να υπονομεύσει το αμερικανικό στρατιωτικό δόγμα με την
ανάπτυξη οπλικών συστημάτων ικανών να καταστρέψουν τους δορυφόρους οι
οποίοι παρέχουν στις Ηνωμένες Πολιτείες τον κύριο όγκο πληροφοριών
στρατιωτικού ενδιαφέροντος (Leonard 2008, σ. 181). Τα τελευταία χρόνια, ο ΛΑΣ
έχει κάνει δοκιμές ενός αντιδορυφορικού πυραύλου, που χρησιμοποιεί λέιζερ σε
τυφλούς αμερικανικούς δορυφόρους (Krepinevich 2015, σ. 79), ενώ το 2016,
εκτόξευσε τον πρώτο δικό του κβαντικό δορυφόρο -γνωστός και ως Micius-, ο
οποίος αποδεικνύει την ταχεία πρόοδο της κινεζικής κβαντικής επιστήμης των
πληροφοριών (Johnson 2017). Η επιβραδυνόμενη οικονομία δε θα επηρεάσει τις
διαστημικές φιλοδοξίες της ΛΔΚ, όπως τα σχέδια για κατασκευή διαστημικού
σταθμού και, πιθανόν σε μία δεκαετία περίπου, την αποστολή ανθρώπου στη
Σελήνη (Milles 2015, σ. 67). Εάν η Κίνα είναι σε θέση να υπερκεράσει τις ΗΠΑ
για να γίνει η πρώτη «διαστημική δύναμη» στον κόσμο, τότε θα αποτελέσει μια
50
σοβαρή πρόκληση για την αμερικανική στρατιωτικο-τεχνολογική υπεροχή -ειδικά
για τις αμερικανικές στρατιωτικές δυνατότητες και τη συλλογή πληροφοριών-
(Johnson 2017).
Κατανοώντας ότι σήμερα, ένας ιός πληροφοριακών συστημάτων μπορεί να
αποδειχθεί πολύ πιο ισχυρό όπλο από ένα μαχητικό αεροσκάφος F-16 (Kupchan
2007, σ. 106), οι Κινέζοι στρατιωτικοί αξιωματούχοι τονίζουν επίσης ότι είναι
αναγκαίο να αναπτύξουν ηλεκτρονικές τεχνικές και τεχνικές ψηφιακού πολέμου,
προκειμένου να εκμεταλλευτούν το γεγονός ότι οι Ηνωμένες Πολιτείες
στηρίζονται στην τεχνολογία της πληροφορικής (Walt 2007, σ. 180). Ήδη από το
1999, δύο στρατηγοί του Λαϊκού Απελευθερωτικού Στρατού, σε βιβλίο τους υπό
τον τίτλο «Απεριόριστος Πόλεμος» (ΑΠ), εξέφρασαν την άποψη ότι κατά τη
διάρκεια του πολέμου, «ο καλύτερος τρόπος για να επιτευχθεί η νίκη είναι ο
έλεγχος και όχι ο θάνατος». (Thornton 2018). Η ΛΔΚ, ενέπλεξε επιτυχώς τον
κυβερνοπόλεμο ως τον κύριο επιταχυντή του ΑΠ, λόγω της σχετικά χαμηλής
επένδυσης και τη δυσκολία απόδοσης ευθυνών σε ένα συγκεκριμένο δράστη. Την
ίδια ώρα στην Αμερική και το λοιπό δυτικό κόσμο, η κυβερνοασφάλεια
παραμένει αμετάβλητη, λόγω κυρίως των αποτυχημένων στρατηγικών της στον
κυβερνοχώρο, της έλλειψης λογοδοσίας, της υπερβολικής αυτοπεποίθησης και της
υπερβολικής εξάρτησης από εγγενώς παραπλανητικά προϊόντα. Αυτό καθίσταται
σαφές από τον ολοένα αυξανόμενο ρυθμό του αριθμού, της συχνότητας και των
συνολικών ζημιών από τις κυβερνοεπιθέσεις (Fleming, Qualkenbush & Chapa
χ.χ.).
Κατόπιν των ανωτέρω, θα μπορούσαμε με ευκολία να συμπεράνουμε ότι
ακόμη και αν η απόλυτη στρατιωτική ικανότητα της Κίνας δεν είναι επισήμως ίση
με εκείνη των Ηνωμένων Πολιτειών, το Πεκίνο έχει την δυνατότητα να
δημιουργήσει μη αποδεκτούς κινδύνους σε μια σύγκρουση με την Washington,
καθώς αναπτύσσει όλο και περισσότερο εξελιγμένα μέσα για να αμφισβητήσει τα
παραδοσιακά πλεονεκτήματα των ΗΠΑ (Kissinger 2012). Αυτός ο νέος
στρατηγικός προσανατολισμός διαφαίνεται σαφώς σε έγγραφο του Πενταγώνου
το οποίο δημοσιεύθηκε τον Ιούνιο του 2000 υπό τον τίτλο «Joint Vision 2020»
(Κοινό Όραμα 2020). Σε αυτό το έγγραφο, η Κίνα, ορίζεται ως ο μέλλων
αντίπαλος με τους διπλωματικούς όρους «peer competitor» (ανταγωνιστής ιδίου
επιπέδου). Τα σενάρια συγκρούσεων που μελετώνται στο Πεντάγωνο και στις
κυριότερες πολιτείες αφορούν στη μεγάλη τους πλειοψηφία την ασιατική περιοχή
(Bessière 2007, σ. 198). Δε μπορεί, παρά να σκεφτεί κάποιος ότι οι Κινέζοι, τα
επόμενα είκοσι χρόνια θα σκύβουν το κεφάλι για να ολοκληρώσουν τις
μεταρρυθμίσεις τους. Μετά θα το σηκώσουν και θα δείξουν τη δύναμή τους
(Χατζόπουλος 2000, σ. 48).
51
3.2.3. Διμερείς και πολυμερείς σχέσεις ως συντελεστής ισχύος
Η άνοδος της Κίνας στις κορυφαίες θέσεις της δομής του διεθνούς συστήματος
είναι μία εξέλιξη που συντελέστηκε σχεδόν πριν μία εικοσαετία ως απόρροια της
ραγδαίας μεγέθυνσης της οικονομίας της, σε συνδυασμό με τη συμβολή των
συντελεστών ισχύος που κατείχε, δηλαδή, του μεγάλου πληθυσμού, της μεγάλης
εδαφικής έκτασης, της αναβάθμισης των στρατιωτικών της δυνατοτήτων και των
πυρηνικών της όπλων (Πετρόπουλος & Χουλιάρας 2014, σ. 113). Ωστόσο, η
ολοένα και μεγαλύτερη εμπλοκή του Δράκου στις διεθνείς υποθέσεις,
πραγματοποιείται με προσοχή. Η επιθετική στάση των άλλων «αυτοκρατοριών»
του παρελθόντος, δε φαίνεται να αποτελεί το πρότυπό της (Χατζηγάκης &
Χατζηγάκης 2010, σ. 204). Έτσι, αντί να μιμείται τη φιλοπόλεμη διάθεση της
Γερμανίας του αυτοκράτορα Γουλιέλμου ή της ιαπωνικής αυτοκρατορίας, η Κίνα
(Leonard 2008, σ. 153) μέσω του δόγματος περί «ειρηνικής ανόδου»
(Χατζόπουλος 2000, σ. 35), μοιάζει να μη νοιάζεται παρά μόνο για την αποφυγή
των συγκρούσεων (Leonard 2008, σ. 153). Σύμφωνα με το Χαράλαμπο
Παπασωτηρίου, δύο λόγοι εξηγούν τη στάση αυτή. Πρώτον, η ΛΔΚ ως ο
μεγαλύτερος ίσως πρόσφατος κερδισμένος από το ανοικτό διεθνές οικονομικό
σύστημα, που έστησαν μεταπολεμικά και συνεχίζουν να διαχειρίζονται οι ΗΠΑ,
δε θέλει λόγω διεθνών τριβών να προκαλέσει δυτικά μέτρα προστατευτισμού
εναντίον της. Δεύτερον, δεν επιθυμεί η άνοδός της σε υλικούς συντελεστές
ισχύος, να προκαλέσει συσπείρωση εναντίον της από τις άλλες μεγάλες δυνάμεις
(Παπασωτηρίου 2013, σ. 124). Η υποστήριξή της στον ΟΗΕ (Bessière 2007, σ.
82) αλλά και σε άλλους διεθνείς οργανισμούς, όπως το Διεθνές Νομισματικό
Ταμείο και η Παγκόσμια Τράπεζα (Blackwill & Tellis 2015, σ. 15), είναι λίαν
ενδεικτική της εξωτερικής της πολιτικής. Παρά την αυξημένη συμμετοχή της στις
διάφορες ψηφοφορίες, η Κίνα έχει την τάση να παρεμβαίνει μόνο στις
περιπτώσεις που διακυβεύονται συμφέροντα (Bessière 2007, σ. 82), όπως η
αξιόπιστη πρόσβασή της σε πρώτες ύλες ή ενεργειακούς πόρους καθώς και σε
αγορές προϊόντων (Brzezinski & Scowcroft 2010, σ. 165).
Η ρεαλιστική αντιμετώπιση που επιδεικνύει η Λαϊκή Δημοκρατία σε όλα τα
ζητήματα που άπτονται των σχέσεών της με άλλες χώρες, οφείλεται στην πάγια
θέση της να μην εμπλέκεται στις εσωτερικές ιδιομορφίες και τις οποιεσδήποτε
ιδιαιτερότητες των κρατών με τα οποία συνεργάζεται εμπορικά (Μπόση 2014, σ.
249). Το Πεκίνο, παραμένει πιστό στη θεωρία των «Τριών Κόσμων», του Mao
Zedong, το οποίο βασίζεται σε πλαίσιο πέντε αρχών:
Της αρχής του σεβασμού της κυριαρχίας και της εδαφικής ακεραιότητας.
Της αρχής της μη επίθεσης.
52
Της αρχής της μη επέμβασης του ενός κράτους στις εσωτερικές υποθέσεις του
άλλου.
Της αρχής της ισότητας και της αμοιβαίας ωφέλειας.
Της ειρηνικής συνύπαρξης.
Joseph Nye
Μία από τις κρίσιμες εκφράσεις κύκλων της κινεζικής εξωτερικής πολιτικής είναι
η ruan quanli -το κινεζικό αντίστοιχο του όρου «ήπια ισχύς»-. Αυτή η έννοια -που
56
έγινε της μόδας κατά τη δεκαετία του 1990 (Leonard 2008, σ. 162-163)-,
προτάθηκε από τον Πολιτικό Επιστήμονα του Πανεπιστημίου του Harvard,
Joseph Nye και ορίζεται ως η ικανότητα επίτευξης του επιθυμητού, μέσω του
γοήτρου και της έλξης, παρά μέσω του εξαναγκασμού και της δωροδοκίας (Nye
2004a, σ. 5). Η ήπια ισχύς ενός κράτους εξαρτάται από πολλούς παράγοντες,
συμπεριλαμβανομένων της απόδοσής του, της παγκόσμιας εικόνας και τη
διεθνούς του φήμης (Nye 2004a).
To σημείο εκκίνησης, απετέλεσε η ανάλυση των πολιτικών των ΗΠΑ. Το
Πεκίνο μελέτησε τον τρόπο με τον οποίο ο Θείος Sam κατάφερε να συμβολίζει
την ελευθερία και την ευημερία, πώς το Άγαλμα της Ελευθερίας, η Διακήρυξη
των Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων, η Coca-Cola, τα Mc Donald’s, το CNN και το
Hollywood, έγιναν οι αποτελεσματικότεροι πρεσβευτές της αμερικανικής
κοσμοθεωρίας, περισσότερο από το ίδιο το Υπουργείο Εξωτερικών (Leonard
2008, σ. 164). Υπερβαίνοντας τις επενδύσεις των Ηνωμένων Πολιτειών, του
Ηνωμένου Βασιλείου, της Γαλλίας, της Γερμανίας και της Ιαπωνίας διά της
αύξησης των δαπανών για την ήπια ισχύ στα 10 δισεκατομμύρια δολάρια ετησίως
(McClory 2017, σ. 70), η Κίνα, άρχισε να μιμείται αυτές τις τεχνικές (Leonard
2008, σ. 164).
Τα δυνατά σημεία της, βρίσκονται στις πολιτιστικές της επιδιώξεις (McClory
2017, σ. 49). Ο Δράκος γνωρίζει καλά ότι ο πολιτισμός -το σύνολο δηλαδή των
υλικών και πνευματικών επιτευγμάτων ενός λαού-, αποτέλεσε βασικό παράγοντα
στην προσπάθειά του να εμφανιστεί ως αυτόνομος δυναμικός δρών στο διεθνές
σύστημα (Βαρβαρούσης 2004, σ. 234). Πρώτη στάση στη διατήρηση, προστασία
και προβολή της μακράς ιστορίας της χώρας, αποτελεί η καταχώρηση των
μνημείων πολιτιστικής κληρονομιάς της, στον κατάλογο του Εκπαιδευτικού,
Επιστημονικού και Πολιτιστικού Οργανισμού των Ηνωμένων Εθνών (UNESCO).
Στις προσπάθειές της να γίνει το κορυφαίο έθνος, η κινεζική κυβέρνηση έχει ρίξει
στο όλο εγχείρημα πολύ χρήμα, marketing και ανθρώπινο δυναμικό. Η ΛΔΚ έχει
επίσης καταχωρήσει παραδοσιακές πρακτικές όπως το μογγολικό τραγούδι του
«λαιμού», τις ξύλινες αψιδωτές γέφυρες και πολλές μορφές κινεζικής όπερας ως
άυλη πολιτιστική κληρονομιά (Blau 2017, σ. 76). Το Πεκίνο όμως δε σταματά
εδώ. Το Υπουργείο Παιδείας της Λαϊκής Δημοκρατίας, ίδρυσε 500 Ινστιτούτα
Κομφούκιου (Leonard 2008, σ. 164) -εκ των οποίων τα 100, στις ΗΠΑ (Economy
2017)-, για τη διάδοση της κινεζικής γλώσσας και πολιτισμού, με τον ίδιο τρόπο
που το Βρετανικό Συμβούλιο και το Ινστιτούτο Goethe το κάνουν για τον
ευρωπαϊκό πολιτισμό. Η ΛΔΚ υπολογίζει ότι ο αριθμός των ξένων υπηκόων που
μαθαίνουν κινεζικά τετραπλασιάστηκε και έφτασε το 2010 τα 100 εκατομμύρια
(Leonard 2008, σ. 165). Αξιοσημείωτο είναι και το γεγονός ότι στις περιοχές που
Ινστιτούτα Κομφούκιου ακόμα δεν υφίστανται, η Κίνα, έχει προβλέψει την
ανάπτυξη από τις κατά τόπους πρεσβείες της, πολιτιστικών προγραμμάτων και
εκδηλώσεων γύρω από την Κινεζική Πρωτοχρονιά (McClory 2017, σ. 70). Στη
γοητεία του Δράκου, υποκύπτει και η αμερικανική κινηματογραφική βιομηχανία
(InBusiness News 2015) διότι την ώρα που η Κίνα εφαρμόζει μέτρα ελέγχου στην
παραγωγή και προβολή των κινηματογραφικών ταινιών αντίστοιχους με εκείνους
της Γαλλίας -δε θα πρέπει να υπερβαίνουν το 30% της συνολικής αγοράς (Barber
57
1998, σ. 281)-, αμερικανικές εταιρείες παραγωγής, ανακοινώνουν συνεργασίες με
τις αντίστοιχες κινεζικές (InBusiness News 2015).
Στην ενίσχυση της εθνικής υπερηφάνειας και της παγκόσμιας εικόνας του
Πεκίνου (Blau 2018), συμβάλλουν όχι μόνο η κινεζική εκμετάλλευση των
μεγάλων διεθνών εκδηλώσεων -στον αθλητισμό, οι Ολυμπιακοί Αγώνες του 2008,
οι Χειμερινοί Ολυμπιακοί Αγώνες του 2022 ή η πίεση της κομμουνιστικής
ηγεσίας για την πραγματοποίηση εκδηλώσεων όπως η Shanghai Expo (McClory
2017, σ.71)- αλλά και η προβολή αυτών των γεγονότων από Παγκόσμια Δίκτυα
Ενημέρωσης, όπως το συγκρότημα της China Central Television, η εφημερίδα
China Daily (Χατζόπουλος 2000, σ. 49 & 53) και το πρακτορείο ειδήσεων Xinhua
στα πρότυπα του CNN, του Reuters και του Associated Press (Leonard 2008, σ.
165). Την ίδια στιγμή, κανένα αμερικανικό Μέσο Μαζικής Ενημέρωσης δεν έχει
την ευκαιρία να προσφέρει το περιεχόμενό του απευθείας στον κινεζικό λαό
(Economy 2017), εφόσον η κυβέρνηση της ΛΔΚ γνωρίζοντας τη δύναμη των
δορυφορικών μεταδόσεων, δεν απαγόρευσε τις δορυφορικές κεραίες -που μπορεί
να δει κανείς σχεδόν παντού στις ταράτσες των πολυκατοικιών στο Πεκίνο ή στη
Σαγκάη- αλλά επέτρεψαν τη χρήση τους μόνο για την αναμετάδοση κινεζικών
προγραμμάτων (Barber 1998, σ. 282).
Πέραν της χρήσεως της «εικόνας», από τα Παγκόσμια Δίκτυα Ενημέρωσης, η
Κίνα, δίνει έμφαση και στην απόκτηση βιωματικών εμπειριών από της αλλοδαπής
προελεύσεως πολιτών. Περίπου 138 εκατομμύρια τουρίστες επισκέφθηκαν τη
ΛΔΚ το 2016, σημειώνοντας αύξηση 3,5% σε σχέση με το 2015. Ομοίως, 122
εκατομμύρια Κινέζοι επισκέπτες έφυγαν το 2016 στο εξωτερικό, σημειώνοντας
αύξηση της τάξεως του 4,3% από το προηγούμενο έτος. Η ανταλλαγή
επισκεπτών, θα δώσει στον κόσμο μία εικόνα για τον κινεζικό πολιτισμό, την
ιστορία και την οικονομική της δύναμη -οι οποίοι και θα ενισχύσουν έτι
περαιτέρω την ήπια ισχύ του Δράκου (The Conversation 2018)-. Στην υλοποίηση
της ανωτέρω περιγραφόμενης προσπάθειας συνέβαλλε και η επένδυση της Κίνας
στην ερευνητική αριστεία. Σύμφωνα με το Mark Leonard, ορισμένα πανεπιστήμιά
της διεκδικούν να ανταγωνιστούν τα κορυφαία αμερικανικά (Leonard 2008, σ.
21), με πάνω από 400.000 διεθνείς φοιτητές που παρακολουθούν τα προγράμματα
σπουδών τους (McClory 2017, σ. 70). Το γεγονός αυτό, εκ παραλλήλου με την
ταχεία διεθνοποίηση, τις πολιτικές υποστήριξης των ξένων φοιτητών και την
οικονομική προσιτότητα του κόστους μελέτης και διαβίωσης σε σύγκριση με τη
Δύση, σημαίνει ότι η Κίνα θα μπορούσε σύντομα να γίνει ο κορυφαίος
προορισμός για τους διεθνείς φοιτητές. Και το αντίστροφο, είναι επίσης αλήθεια.
Από τους 5 εκατομμύρια διεθνείς φοιτητές που παρακολουθούν την τριτοβάθμια
εκπαίδευση εκτός των χωρών τους, σχεδόν το 25% είναι Κινέζοι (The
Conversation 2018).
Η πλέον ενδιαφέρουσα πλευρά της ατζέντας ήπιας ισχύος της Κίνας είναι το
μήνυμα που απευθύνει στον κόσμο (Leonard 2008, σ. 165). Στο Βιετνάμ, σε
ομιλία του, ο Πρόεδρος Xi Jinping ακολουθώντας τους κανόνες που οι ίδιες οι
ΗΠΑ για το συμφέρον τους θέσπισαν, σημείωσε ότι η παγκοσμιοποίηση είναι μία
«αμετάκλητη ιστορική τάση» και προήγαγε τα πολυμερή εμπορικά καθεστώτα.
Παρουσίασε ένα όραμα για το μέλλον που είναι διασυνδεδεμένο και προσκάλεσε
58
«περισσότερα κράτη να ανέβουν στο γρήγορο τρένο της κινεζικής ανάπτυξης» (The
Conversation 2018). Η Κίνα, δεν ομιλεί θεωρητικά. «Σκύβει» ήδη με προσοχή
στην αντιμετώπιση των διεθνών προβλημάτων. Το 2009 ανακοίνωσε σχέδια
μείωσης των εκπομπών διοξειδίου του άνθρακα κατά 40-45% έως το 2020, σε
σύγκριση με τα επίπεδα του 2005. Στη συνέχεια, το 2014, δήλωσε ότι ήθελε τα
επίπεδα εκπομπών άνθρακα να φτάσουν στην υψηλότερη τιμή τους γύρω στο
2030 και ότι θα προσπαθούσε να φέρει αυτή την ημερομηνία ακόμα πιο κοντά, ει
δυνατόν. Ακόμα και αφού ο Donald Trump ανακοίνωσε ότι η Αμερική θα
αποχωρήσει από τη Συμφωνία των Παρισίων για την κλιματική αλλαγή, η στάση
της κυβέρνησης και του λαού της Κίνας δε μεταβλήθηκε. Αντιθέτως, πολλοί
κάλεσαν τη χώρα να αναλάβει μεγαλύτερη ευθύνη για χάρη της ανθρωπότητας
(Shuli 2018, σ. 84).
Πρόσφατη δημοσκόπηση της διεθνούς υπηρεσίας του BBC έδειξε ότι η
επιρροή της ΛΔΚ στην υφήλιο αντιμετωπίζεται θετικά από την πλειοψηφία των
πολιτών σε 14 από τις 22 χώρες που εξετάστηκαν (συνολικά το 48% θεωρεί την
επιρροή της Κίνας θετική, που υπερβαίνει κατά 10% τα αντίστοιχα ποσοστά των
ΗΠΑ) (Leonard 2008, σ. 169). Πάρα ταύτα, η Λαϊκή Δημοκρατία, έχει πέσει στον
υποδείκτη της Κυβέρνησης, που σημαίνει ότι θα πρέπει να εργαστεί σκληρά εάν
επιθυμεί να συνεχίσει να αναπτύσσει τους πόρους της ήπιας ισχύος της (McClory
2017, σ. 49). Μεσοπρόθεσμα όμως, η Κίνα, θα αποτελέσει πιθανώς τον κύριο
κερδισμένο από τη μείωση της ήπιας ισχύος των Ηνωμένων Πολιτειών μετά την
ανάληψη της διακυβέρνησης από το Donald Trump (The Conversation 2018).
Εκεί που οι ΗΠΑ εμφανίζονται πολεμοχαρείς, οι Κινέζοι διαμορφωτές πολιτικές
μιλούν για την ειρήνη. Εκεί που η αμερικανική εξωτερική πολιτική προσφεύγει σε
κυρώσεις και επιβάλλει τη διεθνή απομόνωση προκειμένου να στηρίξει τις
πολιτικές της επιδιώξεις, οι Κινέζοι προσφέρουν βοήθεια και αγορές χωρίς όρους.
Εκεί που η Αμερική επιβάλλει τις προτιμήσεις της στους επιφυλακτικούς της
συμμάχους, ο Δράκος ανάγει σε αρετή την προσεκτική ακρόαση των αιτημάτων
όλων των κρατών του κόσμου (Leonard 2008, σ. 170). Ωστόσο, η άνοδος της
Κίνας ως η κορυφαία δύναμη με ήπια ισχύ, δε θα είναι χωρίς εμπόδια. Πρέπει να
αντιμετωπίσει τα συνοριακά ζητήματα με τους γείτονές της, να λύσει τα θέματα
της Νότιας Σινικής Θάλασσας και να βρει λύσεις για τα εκτεταμένα προβλήματα
της ρύπανσης του περιβάλλοντος. Παρά τις προκλήσεις αυτές, οι πολλές
αποτυχίες των Ηνωμένων Πολιτειών και η αποδεδειγμένη κοινωνική και
οικονομική επιτυχία της Κίνας - καθώς και η αυξανόμενη χρήση της ήπιας ισχύος
της-, σημαίνουν ότι ο ασιατικός γίγαντας βρίσκεται σε άνοδο (The Conversation
2018).
59
Κεφάλαιο 4ο: Οι σινο-αμερικανικές σχέσεις και η
θεωρία του κύκλου της ισχύος
Donald Trump
Στις 19 Ιανουαρίου 2011, ο Πρόεδρος των ΗΠΑ Barack Obama και ο Κινέζος
Πρόεδρος Hu Jintao, εξέδωσαν κοινή ανακοίνωση μετά το πέρας της επίσκεψης
του Hu στην Washington. Κάθε πλευρά διαβεβαίωνε την άλλη σχετικά με την
κύρια ανησυχία της, ανακοινώνοντας ότι «οι Ηνωμένες Πολιτείες επικροτούν μια
ισχυρή, ευημερούσα και επιτυχή Κίνα, η οποία παίζει μεγαλύτερο ρόλο στις
παγκόσμιες υποθέσεις. Η ΛΔΚ καλωσορίζει τις ΗΠΑ ως ένα έθνος της περιοχής του
Ειρηνικού Ωκεανού που συμβάλλει στην ειρήνη, τη σταθερότητα και την ευημερία
στην περιοχή» (Kissinger 2012). O Obama, όπως κατεδείχθει αργότερα, είχε
ακολουθήσει επακριβώς τη συμβουλή του υφυπουργού Εξωτερικών της
κυβέρνησης Bush, του ικανότατου διπλωμάτη Christopher Hill, ο οποίος άφησε
την ακόλουθη παρακαταθήκη: «Μην κάνετε κήρυγμα στους Κινέζους. Πιστεύω πώς
αν καταφέρουμε να βρούμε λύση στο πρόβλημα του Darfur, θα είναι επειδή έχουμε
συνεργαστεί με την Κίνα. Η ΛΔΚ έχει εξελιχθεί σε δύναμη με την οποία πρέπει να
συνεργαστούμε σε θέματα ασφάλειας παγκόσμιας εμβέλειας» (Χατζηγάκης &
Χατζηγάκης 2010, σ. 378-379). Πάρα ταύτα και καθώς η συνεργασία επί εποχής
Obama, είχε ενταθεί, το ίδιο συνέβη και με τις διαμάχες, εφόσον οι σινο-
αμερικανικές σχέσεις, είναι ιστορικά διφορούμενες και ασταθείς (Bessière 2007,
σ. 129). Για τη ΛΔΚ, η Αμερική, θα έπρεπε να είναι φυσικός σύμμαχος, αφού η
Washington στο παρελθόν δεν είχε άμεσα σχέδια για την ηπειρωτική Ασία και
αντιτάχθηκε ιστορικά στους ιαπωνικούς και ρωσικούς σφετερισμούς εις βάρος της
πιο αδύναμης Κίνας. Εν τούτοις, οι Ηνωμένες Πολιτείες, δεν είναι πλέον ο
αντίπαλος της Ιαπωνίας στην άλλη πλευρά του ωκεανού, ενώ διατηρούν στενούς
δεσμούς με την Ταϊβάν και με αρκετά έθνη της Νοτιοανατολικής Ασίας
(Brzezinski 1998, σ. 262).
Αλλά και η οικονομική ισχύς της Κίνας, αποτελεί μία μοναδικότητα, την
οποία η Αμερική δεν είχε αντιμετωπίσει με αντίστοιχο αντίπαλο στο παρελθόν
(Μπόση 2014, σ. 244). Ισχύς, που σε ένα μεγάλο βαθμό αυξήθηκε αρχικά εξ’
αιτίας των λανθασμένων χειρισμών των ΗΠΑ, οι οποίες, προσπαθώντας να
εντάξουν τη ΛΔΚ σταθερά σε ένα δίκτυο θεσμών και κανόνων που έχουν
διαμορφωθεί από τις Ηνωμένες Πολιτείες και τους προσέδωσαν το ρόλο του
ηγεμόνα σταθεροποιητή (Walt 2007, σ. 16), δημιούργησαν εν τέλει μία αμήχανη
κατάσταση, σύμφωνα με την οποία, η οικονομική ανάπτυξη της Κίνας,
αναβάθμισε την τελευταία σε πρώτου μεγέθους αντίπαλο της Washington
(Blackwill & Tellis 2015, σ. 12). Εάν μάλιστα προστεθούν, όπως έχει ήδη
προαναφερθεί, η συνεργασία της ΛΔΚ με το Ιράν και το Πακιστάν, στο ζήτημα
60
της διάδοσης της τεχνολογίας των βαλλιστικών πυραύλων και η κλοπή μυστικών
για τα πυρηνικά, τότε το δίλημμα ασφαλείας είναι εμφανές (Rice 2000, σ. 56). Με
βάση την προοπτική αυτή, η έκκληση για συνεργασία ΗΠΑ-ΛΔΚ φαίνεται
ξεπερασμένη, ακόμα και αφελής (Kissinger 2012).
Σκοπός του παρόντος κεφαλαίου, είναι η ανάλυση, γενικότερων και
ειδικότερων εκφάνσεων και ζητημάτων που άπτονται των σινο-αμερικανικών
σχέσεων όπως ο κυβερνοπόλεμος, τα ανθρώπινα δικαιώματα, η κρίση του ’97, το
πρόβλημα της Ταϊβάν η αντιπαράθεση των δύο υπερδυνάμεων στη Νότια Σινική
Θάλασσα και το Σύμφωνο της Σαγκάης, ζητημάτων, που επηρεάζουν όχι μόνον το
περιφερειακό υποσύστημα της Νοτιοανατολικής και Ανατολικής Ασίας αλλά και
την ίδια τη μορφή του σύγχρονου διεθνούς συστήματος.
Ηράκλειτος
61
ακμάζουσα φιλελεύθερη δημοκρατία και ένας αξιόπιστος εταίρος των Ηνωμένων
Πολιτειών αλλά μία ολοένα πιο οικονομικά και στρατιωτικά ισχυρή χώρα, που
επιδιώκει να τις ωθήσει έξω από την Ασία και να διαμορφώσει διεθνή πρότυπα
που να ταιριάζουν στους δικούς της στόχους (Economy 2018). Οι αντιλήψεις
αυτές είναι τόσο πολύ διαδεδομένες, ώστε, σύμφωνα με δημοσκοπήσεις που
διεξήχθησαν στις αρχές της δεκαετίας του 1990, η Κίνα, κατατάχθηκε δεύτερη,
πίσω μόνο από το Ιράν, στον κατάλογο των κρατών που αντιπροσώπευαν τη
μεγαλύτερη πρόκληση για την Αμερική (Μουρδουκούτας & Arayma 2006, σ. 20).
Από την κινεζική πλευρά, οι συγκρουσιακές ερμηνείες ακολουθούν μια
αντίστροφη λογική. Βλέπουν τις Ηνωμένες Πολιτείες ως μια πληγωμένη
υπερδύναμη, αποφασισμένη να εμποδίσει την άνοδο κάθε αμφισβητία του status
quo, (Kissinger 2012), κάθε δύναμης, με λίγα λόγια, που θα ήθελε να αλλάξει την
ισορροπία ισχύος προς όφελός της (Rice 2000, σ. 56). Επομένως, απλώς και μόνο
επειδή είναι αυτό που είναι και είναι εκεί που είναι, η Αμερική γίνεται ο ακούσιος
αντίπαλος της Κίνας (Brzezinski 1998, σ. 291).
Η ΛΔΚ σήμερα παρουσιάζει σαφώς μεγαλύτερο κίνδυνο για τις ΗΠΑ από ό,τι
κατά τη διάρκεια του Ψυχρού Πολέμου, όπου οι σχέσεις των δύο κρατών,
πέρασαν, διαδοχικά δύο φάσεις: από το 1949 έως και το 1972 και από το 1972,
έως το 1989 (Miller 2012, σ. 14). Μετά το Pearl Harbor, οι Ηνωμένες Πολιτείες,
πέρασαν πακέτο βοήθειας προς την Κίνα ύψους 630 εκατομμυρίων δολαρίων και
άλλων 500 εκατομμυρίων δολαρίων σε δάνειο, προκειμένου να λειτουργήσει
μεταπολεμικά ως αντίβαρο τόσο στη Μεγάλη Βρετανία, όσο και στη Σοβιετική
Ένωση (Παπασωτηρίου 2013, σ. 207). Ο στόχος των ΗΠΑ, όμως όχι μόνο δεν
εκπληρώθηκε, αλλά στα 1949, έλαβε χώρα ένα γεγονός που χαρακτηρίστηκε με
το βαρύγδουπο τίτλο ως «απώλεια της Κίνας», μία εξαιρετικά ενδιαφέρουσα
φράση, η οποία δεν έχει ποτέ τεθεί υπό αμφισβήτηση (Tvxs 2013). Με μία
περισσότερο από θρησκευτική, αίσθηση, η Washington ένιωθε ότι είχε μία
«αποστολή» στην Κίνα, αποστολή, η οποία δεν εκπληρώθηκε λόγω της Κινεζικής
Επανάστασης και την ανάληψη της εξουσίας από το Máo Zédōng. Εκείνη την
εποχή, η κυβέρνηση Truman, είχε απορρίψει την υποστήριξη προς τον Chiang
Kai-shek, έβλεπε με περιφρόνηση τα «υπολείμματα» της κυβέρνησης της Ταϊβάν
και σκέπτονταν να ακολουθήσει τους Βρετανούς, που είχαν αναγνωρίσει το
Κομμουνιστικό καθεστώς του Máo. Εν τούτοις, μέσα σε ένα χρόνο, η Ταϊβάν
υποστηριζόταν και προστατευόταν από το στόλο των ΗΠΑ και η ίδια η ΛΔΚ
θεωρείτο δριμύς εχθρός, κατά του οποίου -τουλάχιστον σύμφωνα με το
MacArthur -, θα καθίστατο αναγκαία η χρήση ατομικών όπλων, προκειμένου να
αντιμετωπισθούν οι επιθέσεις του (Kennedy 1990, σ. 494-495). Στη δεκαετία του
1950, το δημογραφικό πλεονέκτημα του Δράκου, του επέτρεψε να βγει από τον
Πόλεμο της Κορέας (1950-1953) σε κατάσταση ισοπαλίας με τις Ηνωμένες
Πολιτείες, ενώ, το 1960, η ΛΔΚ βρέθηκε σε αντιπαράθεση με τις ΗΠΑ, λόγω των
βάσεών τους στην Ιαπωνία, στη Νότια Κορέα, στην Ταϊβάν, στις Φιλιππίνες και
στο Νότιο Βιετνάμ (Παπασωτηρίου 2013, σ. 304). Στις αρχές της δεκαετίας του
’70, οι Ηνωμένες Πολιτείες, έτειναν χείρα φιλίας προς την Κίνα και κατέληξαν σε
συνεννόηση, δηλαδή ότι από κοινού θα αντιστέκονταν στη σοβιετική ηγεμονία
(Brzezinski & Scowcroft 2010, σ. 164-165). Αρχιτέκτονας της διπλωματικής
επανάστασης που προκλήθηκε από τη σταθερή σινο-αμερικανική rapprochement
62
(Kennedy 1990, σ. 525), ήταν ο γκουρού της αμερικανικής διπλωματίας, Henry
Kissinger (Λυκοκάπης 2018), η μυστική επίσκεψη του οποίου στο Πεκίνο τον
Ιούλιο του 1971, άνοιξε το δρόμο στην επίσκεψη του Nixon στη ΛΔΚ κατά τους
πρώτους μήνες του 1972 (Παπασωτηρίου 2013, σ. 313). Το ανωτέρω
περιγραφόμενο γεγονός, είχε μία προφανή επίπτωση στον παγκόσμιο συσχετισμό
δυνάμεων, καθώς η Ιαπωνία ένιωθε ότι επιτέλους μπορούσε να συνάψει τη σχέση
με τη Λαϊκή Δημοκρατία, πράγμα που θα έδινε μία επιπλέον ώθηση στο ακμάζον
ασιατικό της εμπόριο. Φαινόταν ότι ο Ψυχρός Πόλεμος στην Ασία τερματίσθηκε
(Kennedy 1990, σ. 525). Από τότε και έως το 1989, οι ΗΠΑ, για την Κίνα,
ανέλαβαν το ρόλο κάποιου παντοδύναμου θεού, για τον εξευμενισμό του οποίου,
η ΛΔΚ, όφειλε να κρύψει τη λάμψη της κάτω από δουλοπρεπείς σχεδόν
συμπεριφορές προβαίνοντας σε τελετουργικές θυσίες σε ζητήματα από τη Βόρεια
Κορέα μέχρι το Σουδάν προκειμένου να ικανοποιήσει τις απαιτήσεις τους. Σε ένα
κάπως βαθύτερο επίπεδο, η Κίνα αναγκάστηκε να προσαρμοστεί στους κανόνες
της παγκοσμιοποιημένης υφηλίου, που οδηγείται από το αμερικανικό κεφάλαιο
και την αμερικανική στρατιωτική ισχύ (Leonard 2008, σ. 40).
Το τέλος του Ψυχρού Πολέμου άλλαξε πολλά βασικά γνωρίσματα της
παγκόσμιας πολιτικής, αλλά δεν επηρέασε την ουσία της φύσης του διεθνούς
συστήματος εφόσον τα κράτη, εξακολουθούν να ανησυχούν για το εάν κάποιος
παίκτης γίνει ισχυρότερος από τους υπόλοιπους και ιδιαίτερα αν γίνει τόσο
ισχυρός, που να μπορεί να επιβάλλει τη θέλησή του ατιμωρητί (Walt 2007, σ.
104-105). Στη δεκαετία του ’80, τη δεκαετία δηλαδή της κατάρρευσης της
Σοβιετικής Ένωσης, αντίπαλος των ΗΠΑ κατέστη η Ιαπωνία, με το ραγδαίως
αυξανόμενο εμπορικό της πλεόνασμα και τις εντυπωσιακές της επενδύσεις στα
«χωράφια» των Ηνωμένων Πολιτειών (Μουρδουκούτας & Arayma 2006, σ. 18).
Κατά τη διάρκεια της δεκαετίας του ‘90, περίοδο υποχώρησης της Ιαπωνίας, η
Κίνα αντικατέστησε, την ΕΣΣΔ με την ιδιότητα του «εχθρού», στο βαθμό που οι
Ηνωμένες Πολιτείες αντελήφθησαν, (Bessière 2007, σ. 111) τους έντονους
ρυθμούς οικονομικής της ανάπτυξης, τα ραγδαίως αυξανόμενα εμπορικά
πλεονάσματα με τις ΗΠΑ και την ενίσχυση της στρατιωτικής ισχύος της
(Μουρδουκούτας & Arayma 2006, σ. 18). Η αναβάθμιση της ΛΔΚ στο επίπεδο
του «εχθρού», προκάλεσε διαταραχή των σινο-αμερικανικών σχέσεων, με
χαρακτηριστικότερη την κρίση που ξέσπασε κατά τη διάρκεια της σφαγής της
πλατείας Tiananmen, το 1989, την κρίση της Ταϊβάν το 1996 και το περιστατικό
ΕΡ3 το 2001 -όπου ένα αμερικανικό κατασκοπευτικό αεροσκάφος συγκρούστηκε
με ένα κινεζικό- (Miller 2012, σ. 14). Το 1989, σαν αντίδραση στην καταστολή, οι
Ηνωμένες Πολιτείες, ως υπερασπιστές της ελευθερίας, ήταν οι πρώτες που
επέβαλλαν κυρώσεις, όπως η διακοπή των πωλήσεων όπλων και τεχνολογιών
αιχμής στην Κίνα, η διακοπή των εμπορικών συναλλαγών και η παροχή ασύλου
σε πολλούς Κινέζους αντιφρονούντες (Bessière 2007, σ. 133). Μία δεκαετία
αργότερα, κατά τη διάρκεια του ΝΑΤΟϊκού πολέμου στο Κόσσοβο, η Ρωσία και η
ΛΔΚ, αντιτάχθηκαν σθεναρά στην εκστρατεία και η ίδια η κρίση επέφερε -
ανάμεσα στα άλλα τραγικά επεισόδια- το βομβαρδισμό της κινεζικής πρεσβείας
στο Βελιγράδι (Φούσκας 2008, σ. 76). Με τα ερείπια του συγκροτήματος να
καπνίζουν ακόμα, η Washington ανακοίνωσε ότι ο βομβαρδισμός ήταν τραγικό
λάθος: ένας αγχωμένος πιλότος χρησιμοποίησε παλιό χάρτη (Kynge 2007, σ.
63
286). Για το Δράκο, οι αιτίες του «δυστυχήματος» και οι εξηγήσεις, δεν ήταν
πειστικές. Ζητήσε να συνεχίσουν οι έρευνες, να τιμωρηθούν οι υπεύθυνοι, να
αποζημιωθούν τα θύματα -3 νεκροί και 25 τραυματίες- και οι ζημίες που έγιναν
σε ολόκληρο το κτίριο της πρεσβείας (Χατζόπουλος 2000, σ. 34). Όταν αυτό
ανακοινώθηκε στον κόσμο, πραγματική οργή κατέκλυσε το Πεκίνο αλλά και το
μεγαλύτερο μέρος της χώρας (Kynge 2007, σ. 286). Κινέζοι φοιτητές, πέταξαν
πέτρες στην οικία του Αμερικανού πρέσβη στο Πεκίνο (Χατζόπουλος 2000, σ.
45), την ώρα που ξένοι κάτοικοι, άρχισαν να δέχονται όλο και περισσότερες
ερωτήσεις από τους Κινέζους για τη χώρα καταγωγής τους. Ξαφνικά ο αριθμός
των Βρετανών και των Αμερικανών αυτοαπασχολουμένων άρχισε να μειώνεται
τραγικά, ενώ όσοι έλεγαν ότι είναι Αυστραλοί, Νοτιοαφρικανοί και Καναδοί
αυξήθηκαν (Kynge 2007, σ. 287). Και τον Απρίλιο του 2001, ύστερα από μία
σύγκρουση στον αέρα και την αναγκαστική προσγείωση ενός αμερικανικού
κατασκοπευτικού αεροπλάνου στην Κίνα (Kupchan 2007, σ. 213), προκλήθηκαν
ζωηρές εντάσεις ανάμεσα στα δύο κράτη. Το επεισόδιο έκλεισε με μία επιστολή
συγγνώμης, που παρουσίασε ο πρέσβης των Ηνωμένων Πολιτειών στο όνομα του
προέδρου Bush και του Υπουργού Εξωτερικών, Powell και τη δέσμευση των
ιδίων, να περιορίσουν τον αριθμό των εποπτικών τους πτήσεων στη ζώνη.
Το περιστατικό με το αμερικανικό κατασκοπευτικό αεροπλάνο, καταδεικνύει
και κάτι ακόμη: την ανησυχία των αμερικανικών υπηρεσιών, που είναι
πεπεισμένες για την ανάγκη να γνωρίζουν την παρούσα κατάσταση και τα πιθανά
επιτεύγματα των αντίπαλων στρατιωτικών δυνάμεων (Bessière 2007, σ. 131).
Μετά την κρίση του 1996 στο στενό της Ταϊβάν (η οποία θα αναλυθεί στο
υποκεφάλαιο 4.4.), η κυβέρνηση Clinton ξεκίνησε τη στρατηγική μετάβαση της
Αμερικής προς την Ανατολική Ασία, με την πρώτη εκ νέου ανάπτυξη υποβρυχίου
από την Ευρώπη στο Guam (Ross 2013), στην Okinawa και στη Hawaii (Leonard
2008, σ. 184), πολιτική που ακολούθησε και ο George Bush Jr, υπό την προεδρία
του οποίου, πραγματοποιήθηκαν ασκήσεις, με την Ταϊλάνδη για τη μάχη ενάντια
στη διασυνοριακή διακίνηση ναρκωτικών ανάμεσα στην Κίνα και στη Βιρμανία
(Bessière 2007, σ. 111). Ο ανταγωνισμός μεταξύ ΗΠΑ-ΛΔΚ, αποτυπώνεται
άριστα στη Στρατηγική Εθνικής Ασφαλείας του 2002, όπου χαιρετιζόταν η
εμφάνιση μίας «ισχυρής, ειρηνικής και ευημερούσας Κίνας», αλλά υπήρξε
προειδοποίηση ότι αν η Λαϊκή Δημοκρατία προσπαθούσε να αποκτήσει
«προηγμένες στρατιωτικές ικανότητες», θα ήταν σα να ακολουθούσε έναν
«ξεπερασμένο δρόμο», που θα «παρεμπόδιζε την επιδίωξή της για εθνικό μεγαλείο»
(Walt 2007, σ. 78). Ο Obama, δε θα μπορούσε σε καμία των περιπτώσεων, να
αλλάξει τις στρατηγικές επιδιώξεις των Ηνωμένων Πολιτειών, όπως είχαν
αναπτυχθεί από τους προκατόχους του. Έτσι, εντός του 2012, ελήφθη η απόφαση
μεταφοράς του κυρίου όγκου της αμερικανικής ναυτικής δύναμης στον Ειρηνικό
Ωκεανό, η νέα πώληση όπλων στην Ταϊβάν, η δημιουργία νέας ναυτικής βάσης
στην Αυστραλία και η συμφωνία για αύξηση των αμερικανικών στρατιωτικών
δυνάμεων στις Φιλιππίνες (Πετρόπουλος & Χουλιάρας 2014, σ. 225). Ο
συνεχιζόμενος εκσυγχρονισμός της αμυντικής ικανότητας των ΗΠΑ είναι επίσης,
ιδιαίτερα σημαντικός για την αποφυγή της ανόδου της Κίνας (Ross 2013). Το
Πεντάγωνο, επενδύει ένα ολοένα και αυξανόμενο μερίδιο από τους
συρρικνούμενους πόρους του (Krepinevich 2015, σ. 78), σε όπλα και οπλικά
64
συστήματα νέας τεχνολογίας (τ. Ford CVN-78, τ. Virginia SSN-774, τ. Flight III
DDG-51, UUVs, UAVs, F-35C JSF, F/A 18/F, EA-18G, E-2 Hawkey, P-8A
MMA, electromagneticrailgun EMRG, solid state lasers SSLs, hypervelocity
projectile HPV κ.λπ.) (Μαρτζούκος 2016, σ. 7). Οι άνωθεν στρατηγικές κινήσεις
της Washington, δημιούργησαν στο Πεκίνο μία αίσθηση ασφυξίας και
περικύκλωσης, ενεργοποιώντας εθνικιστικά ανακλαστικά (Πετρόπουλος &
Χουλιάρας 2014, σ. 225). Ανταπαντώντας, η Κίνα, ενίσχυσε τη στρατιωτική της
παρουσία στην περιοχή, επιχειρώντας εναέριες αναγνωριστικές αποστολές πάνω
από την Ταϊβάν, τη Νότια Κορέα, το Βιετνάμ, τη Νότια Σινική Θάλασσα, όπως
και θαλάσσιες αναγνωριστικές αποστολές στην Ιαπωνία (Bessière 2007, σ. 132).
Η επί μακρόν σοβούσα αναμέτρηση μεταξύ των δύο δυνάμεων, δεν
περιορίζεται αποκλειστικά και μόνο στις περιοδικές κρίσεις και το στρατιωτικό
ανταγωνισμό, αλλά περιλαμβάνει σειρά επιθετικών κινήσεων, αντιποίνων και
επεισοδίων κυβερνοπολέμου (Ρουμπίνα 2014) και κατασκοπίας. Το 1995, οι
ΗΠΑ, υποψιάστηκαν τη ΛΔΚ για πυρηνική κατασκοπεία και το Μάιο του 1999,
αναφορά που εκθέτει λεπτομερειακά τον τρόπο με τον οποίο η Κίνα απέκτησε
πληροφορίες για το αμερικανικό πυρηνικό οπλοστάσιο προκαλεί σκάνδαλο, αφού
καταδεικνύει σημαντική παρείσφρηση (Bessière 2007, σ. 131). Οι Ηνωμένες
Πολιτείες, δε μπορούσαν να μείνουν με σταυρωμένα χέρια. Με την αντιπαράθεση
να έχει ήδη μεταφερθεί στο πεδίο της υψηλής τεχνολογίας, η ένταση άρχισε να
κλιμακώνεται, όταν οι αμερικανικές Αρχές άσκησαν δίωξη κατά πέντε
αξιωματικών του κινεζικού στρατού, οι οποίοι κατηγορήθηκαν ότι παρενέβησαν
στα ηλεκτρονικά αρχεία μεγάλων αμερικανικών επιχειρήσεων (Ρουμπίνα 2014),
που ειδικεύονται στους τομείς της ενέργειας και του μετάλλου. Από την πλευρά
του, το κινεζικό Υπουργείο Αμύνης, κατηγόρησε τις ΗΠΑ για «υποκρισία» και
για τη χρήση «δύο μέτρων και δύο σταθμών» (Capital 2014). Η κινεζική
κυβέρνηση όμως δεν αρκέσθηκε μόνο σε διαμαρτυρίες, αλλά απαγόρευσε στις
κρατικές υπηρεσίες να αντικαταστήσουν το λογισμικό Windows XP της Microsoft
με το νεότερο Windows 8 (Ρουμπίνα 2014). Οι εγκλήσεις και οι αντεγκλήσεις
συνεχίστηκαν με αμείωτο ρυθμό και το 2018, όπου σύμφωνα με την ετήσια
έκθεση που δημοσίευσε η Τεχνική Ομάδα Ανταποκρίσεων Έκτακτης Ανάγκης
(CNCERT) της ΛΔΚ, 14.000 διακομιστές στις ΗΠΑ που έχουν μολυνθεί από ιό
Trojan ή από botnet, μόλυναν 3,34 εκατομμύρια διακομιστές στην Κίνα, ενώ ο
κινεζικός τηλεπικοινωνιακός γίγαντας Huawei ισχυρίστηκε ότι υποψιάζεται πως η
αμερικανική κυβέρνηση εισέβαλε σε διακομιστή της (Sputnik Ελλάδα 2019). Ο
σινο-αμερικανικός κυβερνοπόλεμος έχει λάβει τόσο μεγάλες διαστάσεις, ώστε ο
Αντιπρόεδρος, Mike Pence, δήλωσε σε ομιλία του στο Ινστιτούτο Hudson, τον
Οκτώβριο του 2018 ότι «αυτό που κάνουν οι Ρώσοι ωχριά σε σύγκριση με αυτό
που κάνει η Κίνα» (Tvxs 2019b).
Υπάρχει επίσης μειωμένη συνεργασία Λαϊκής Δημοκρατίας-Ηνωμένων
Πολιτειών σε διεθνή ζητήματα (Ross 2013), εφόσον πολλά κράτη, -ακόμη και αν
έχουν σοβαρά παράπονα από τη ΛΔΚ-, αναγνωρίζουν ότι η μεγάλη αυτή χώρα
είναι η μοναδική που μπορεί να αποτελέσει αντίβαρο στην οικονομική και
πολιτική δύναμη των ΗΠΑ (Χατζηγάκης & Χατζηγάκης 2010, σ. 218). Ως εκ
τούτου, παρά την τυπική συνεργασία μεταξύ των δύο υπερδυνάμεων κατά τη
διάρκεια της δεκαετίας του 1990 για τις ανθρωπιστικές επεμβάσεις της
65
Washington (Ross 2013), υφίστανται αναφορές που υποστηρίζουν ότι η Λαϊκή
Δημοκρατία παραχώρησε τεχνολογία οπτικών ινών, για την ενίσχυση των
αντιαεροπορικών αμυντικών ικανοτήτων του Ιράκ (Walt 2007, σ. 169) την ώρα
που η βελτίωση των σινοϊρανικών σχέσεων υπονομεύει τις αμερικανικές
κυρώσεις. Μέχρι το 2005 η κυβέρνηση Bush, είχε επιβάλλει εξήντα δύο φορές
κυρώσεις σε κινεζικές εταιρείες για παράβαση αμερικανικών ή διεθνών ελέγχων
σχετικά με τη μεταφορά τεχνολογίας όπλων στο Ιράν και σε άλλα κράτη
(Φούσκας 2009, σ. 192). Και ενώ από το 2006 έως το 2010 η Κίνα υπερψήφισε
πέντε ψηφίσματα του Συμβουλίου Ασφαλείας του ΟΗΕ για τη στήριξη των
αμερικανικών αποφάσεων, αντιτάχθηκε στις προσπάθειες των ΗΠΑ να
καταστήσουν αυστηρότερες τις κυρώσεις, αναγκάζοντας την Washington να
παρακάμψει τα Ηνωμένα Έθνη (Ross 2013). Σε ό,τι αφορά στο Αφγανιστάν, η
ΛΔΚ, ανήσυχη για την κατάσταση στο Xinjiang, ναι μεν ενέκρινε τις αποφάσεις
1368 και 1373 του Συμβουλίου Ασφαλείας του ΟΗΕ, οι οποίες επέτρεπαν στις
Ηνωμένες Πολιτείες να αμυνθούν ενάντια στους τρομοκράτες και αυτούς που
τους βοηθούν με αντεπιθέσεις, αλλά επιθυμούσε ο ΟΗΕ να διατηρήσει
βαρύνουσα θέση στη διαχείριση αυτής της συμμαχίας και οι στρατιωτικές
ενέργειες να σκοπεύουν μόνο συγκεκριμένους στόχους, για την αποφυγή
τραυματισμού των αμάχων (Bessière 2007, σ. 153). Αντίστοιχη, ίσως και
σκληρότερη, ήταν η στάση της Κίνας, στο ζήτημα της Λιβύης. Το Πεκίνο,
αντιτασσόμενο στην υπό του ΝΑΤΟ αεροπορική επίθεση εναντίον του Gaddafi,
απείχε από την ψηφοφορία επί του Ψηφίσματος 1973 του ΟΗΕ (Junbo & Méndez
2015, σ. 11) και, σε συνεργασία με τη Ρωσία και την Ινδία, ζήτησε την
κατάπαυση του πυρός, προκειμένου να αποφευχθεί μία νέα «ανθρωπιστική
κρίση» (Tisdall 2011). Σε -σχεδόν- ευθεία αντιπαράθεση με τις ΗΠΑ, ήρθε ο
Δράκος, κατά τη διάρκεια της συριακής κρίσης, καθώς από την έναρξη του
εμφυλίου, το 2011, η ΛΔΚ, άσκησε βέτο σε έξι Ψηφίσματα για τη Συρία
(Huffington Post Greece 2017) και το 2014, απέρριψε το αίτημα του Διεθνούς
Ποινικού Δικαστηρίου για τη διεξαγωγή ερευνών περί της πιθανής διάπραξης
εγκλημάτων πολέμου (Al Jazeera 2017).
Δεν πρέπει να μας διαφεύγει ένας ακόμη παράγοντας: η αναγωγή του
αιτήματος των ανθρωπίνων δικαιωμάτων σε υπερόπλο (Χατζηγάκης &
Χατζηγάκης 2010, σ. 191). Σύμφωνα με το νυν Πρόεδρο των ΗΠΑ, Donald
Trump, το ΚΚΚ, «ελέγχει την πρόσβαση των πολιτών της στο διαδίκτυο,
καταδιώκει τους πολιτικούς της αντιπάλους, κλείνει εφημερίδες, φυλακίζει
διαφωνούντες, περιορίζει τις ατομικές ελευθερίες, εξαπολύει ηλεκτρονικές επιθέσεις
και χρησιμοποιεί τις δυνάμεις της σε ολόκληρο τον κόσμο προκειμένου να
χειραγωγεί οικονομίες» (Trump 2017, σ. 66). O Trump, φυσικά δεν είναι ο πρώτος
που, προκειμένου να αμαυρώσει τη διεθνή εικόνα της Κίνας, κάνει αναφορά στο
ζήτημα των ανθρωπίνων δικαιωμάτων. Ο Zbigniew Brzezinski, χρησιμοποίησε
την ίδια οδό για να φθείρει το σοβιετικό καθεστώς και να νικήσει χωρίς πόλεμο,
εφόσον η προβολή των gulang και των «ψυχιατρικών κλινικών», αποκάλυψαν
στην ανθρωπότητα την πραγματική φύση του σοβιετικού συστήματος. Παρόμοια
τακτική φοβούνται οι Κινέζοι πώς θα ακολουθηθεί και για τη χώρα τους. Στη
σημερινή Κίνα, παρά τις επίσημες απαγορεύσεις, λειτουργούν πολλές οργανώσεις
με τη μορφή ΜΚΟ, πολλές εκ των οποίων, έχουν γραφεία στο Manhattan, με
66
διοικητικά συμβούλια και έσοδα μη ανακοινώσιμα (Χατζηγάκης & Χατζηγάκης
2010, σ. 182). Το Μάρτιο μάλιστα του 2001, οι ανωτέρω οργανώσεις αλλά και οι
ΗΠΑ, δεν τήρησαν ούτε τα προσχήματα: 41 Αμερικανοί κοινοβουλευτικοί της
Βουλής των Αντιπροσώπων κάλεσαν τη ΔΟΕ να μην παραχωρήσει τη
διοργάνωση των Ολυμπιακών Αγώνων στη Λαϊκή Δημοκρατία, εξαιτίας της
«φρικτής» πολιτικής της. Οι ίδιοι διατύπωσαν την ιδέα να της την αναθέσουν,
μόνο με αντάλλαγμα την απελευθέρωση των πολιτικών κρατουμένων και το
σεβασμό αυτών (Bessière 2007, σ. 149-150). Την ίδια ακριβώς περίοδο,
παρουσιάστηκαν από το πουθενά δεκάδες περίεργες τέτοιες «οργανώσεις» που
τροφοδοτούσαν συστηματικά τους επίσημους φορείς, τον Τύπο και το διαδίκτυο
με καταγγελίες κατά της Κίνας, ενώ προέβαιναν σε συνεχείς εκκλήσεις για
μποϋκοτάζ των αγώνων (Χατζηγάκης & Χατζηγάκης 2010, σ. 191). Κραυγαλέα
όμως είναι και η υποστήριξη που παρέχουν οι Ηνωμένες Πολιτείες στον ηγέτη
του Falun Gong, μίας αρχαίας κινέζικης εξάσκησης διαλογισμού Li Hongzhi
(Ξενογιάννη 2013). Οι Αρχές έθεσαν το Falun Gong εκτός νόμου,
χαρακτηρίζοντάς το ως «αιρετικό» σε ό,τι αφορά στα χαρακτηριστικά του, όπως η
δημιουργία διαδοχικών μυστικών οργανώσεων και οι σοβαρές αδικίες που
προκλήθηκαν στην κοινωνία από τη διεξαγωγή δημόσιων εκδηλώσεων. Ο Li
Hongzhi, αποχώρησε από τη ΛΔΚ και σε μία προσπάθεια πρόκλησης του ΚΚΚ,
συνεχίζει πλέον τη δράση του από τις Ηνωμένες Πολιτείες, όπου βρήκε καταφύγιο
το 1998 (Bessière 2007, σ. 73). Οι ΗΠΑ, δεν ξεχνούν ούτε την εξέγερση της
Πλατείας Tiananmen, αφού ο Υπουργός Εξωτερικών, Mike Pompeo, κάλεσε με
ανακοίνωσή του την Κίνα να τιμήσει την 30ή επέτειο, απελευθερώνοντας όλους
τους κρατούμενους που έχουν φυλακιστεί επειδή προασπίστηκαν τα ανθρώπινα
δικαιώματα στη χώρα (Η Ναυτεμπορική 2019). Κατόπιν των ανωτέρω, η ΛΔΚ δε
θα μπορούσε να παραμείνει αδρανής. Ήδη από το 2016, με σειρά νομοθετικών
ρυθμίσεων, συμπεριλαμβανομένου του νόμου για την καταπολέμηση της
τρομοκρατίας και ενός σχεδίου νόμου για την ασφάλεια στον κυβερνοχώρο,
παρασχέθηκαν ευρείες εξουσίες στην αστυνομία ώστε να ελέγξει τους
εργαζομένους των ΜΚΟ, να παρακολουθεί τα οικονομικά τους, να ρυθμίζει το
έργο τους και να κλείνει τα γραφεία τους, όποτε κρίνεται απαραίτητο (Wong &
Martina 2016). Το Κόμμα προωθεί συστηματικά, με επιτυχία και αξιοπιστία και
μία πολιτική συμμαχίας με διανοουμένους -πολλοί από αυτούς συμμετείχαν στην
εξέγερση της πλατείας Tiananmen-, με ιδιοκτήτες επιχειρήσεων και με
τεχνοκράτες, οι οποίοι επιθυμούν ταχύτατη τεχνολογική ανάπτυξη (Χατζηγάκης
& Χατζηγάκης 2010, σ. 192) και με έκθεση υπό τον τίτλο «Ανθρώπινα
Δικαιώματα στις Ηνωμένες Πολιτείες το 2018», κατέδειξε με τη σειρά του, τους
τομείς παραβίασης των ανθρωπίνων δικαιωμάτων στις ΗΠΑ: την παραβίαση των
πολιτικών δικαιωμάτων, την αύξηση της εισοδηματικής ανισότητας, την
επιδείνωση των φυλετικών διακρίσεων, τις αυξανόμενες απειλές κατά των
γυναικών, των παιδιών και των μεταναστών, καθώς και τις παραβιάσεις
ανθρωπίνων δικαιωμάτων που προκαλούνται από μονομερείς ενέργειες της
Αμερικής (Xinhua 2019).
Πάρα ταύτα, ή μάλλον λόγω των πολυάριθμων διαφορών τους, τα δύο
γιγάντια έθνη, είναι οικονομικά αλληλεξαρτώμενα (Coy κ.ά. 2018). Αυτή τη
στιγμή, δεν υπάρχει ούτε ένα σοβαρό εργοστάσιο στην California (Χατζόπουλος
67
2000, σ. 65), το Ohio, το Idaho, το Νέο Μεξικό κ.ά. (Χατζηγάκης & Χατζηγάκης
2010, σ. 224), που να μην έχει έστω και μία, κάποιας μορφής συναλλαγή με την
Κίνα (Χατζόπουλος 2000, σ. 65), ανεβάζοντας τον αριθμό των εργαζομένων που
απασχολούνται σε αυτά στους 360.000 (Χατζηγάκης & Χατζηγάκης 2010, σ.
224). Αλλά και οι αμερικανικές πολυεθνικές επιχειρήσεις, προκειμένου να
μεγιστοποιήσουν τις αποδόσεις των μετόχων τους (Kynge 2007, σ. 141),
μετέφεραν τις μεταποιητικές τους βάσεις σε χώρες με φθηνά εργατικά χέρια και
χαμηλό κόστος όπως η ΛΔΚ, γεγονός που τις βοήθησε να αυξήσουν τα κέρδη
τους και ευνόησε τους καταναλωτές (ΑΠΕ-ΜΠΕ 2018). Όμως, με αυτή την
ενέργεια απειλούν να κλείσουν πολλούς από τους μικρούς, μακροχρόνιους
προμηθευτές τους (Kynge 2007, σ. 141), καθώς το Πεκίνο, πέραν των άλλων,
απαιτεί από τις αμερικανικές επιχειρήσεις που δραστηριοποιούνται στην Κίνα, να
δημιουργούν κοινοπραξία με εγχώριες επιχειρήσεις, «υποκλέπτοντας» την
τεχνογνωσία των ΗΠΑ αλλά και των υπόλοιπων κρατών που δραστηριοποιούνται
στην ασιατική χώρα (Λυκοκάπης 2018). Η ανωτέρω πολιτική, προκάλεσε δριμείες
αντιδράσεις στις συνδικαλιστικές οργανώσεις των Ηνωμένων Πολιτειών. Η AFL-
CIO, η ισχυρότερη συνδικαλιστική οργάνωση των ΗΠΑ (Χατζηγάκης &
Χατζηγάκης 2010, σ. 377), θεωρεί πώς η απαγόρευση εκ μέρους των κινεζικών
Αρχών, ίδρυσης ανεξάρτητων σωματείων για τους εργάτες, στοχεύει στη
συνειδητή διατήρηση των χαμηλών ημερομισθίων, αφού η έλλειψη οργάνωσης,
τους εμποδίζει να διεκδικήσουν μεγαλύτερες απολαβές (Kynge 2007, σ. 226). Το
αποτέλεσμα, είναι, αυτό που τόσο ο τέως πρόεδρος Barack Obama, όσο και ο
Donald Trump έχουν, ευθαρσώς επισημάνει. Ο Obama, είχε δηλώσει σε
προεκλογική ομιλία του ότι οι «εργάτες βλέπουν τις δουλειές τους και τα εργαλεία
τους να πακετάρονται και να φεύγουν για την Κίνα» (Χατζηγάκης & Χατζηγάκης
2010, σ. 377), ενώ ο Trump, προτού αναλάβει τον προεδρικό θώκο, έγραφε πώς
«η ΛΔΚ, έχει καταστρέψει ολόκληρες βιομηχανίες καταφεύγοντας σε
χαμηλόμισθους εργάτες, μας έχει στοιχίσει δεκάδες χιλιάδες θέσεις εργασίας, έχει
κατασκοπεύσει τις επιχειρήσεις μας και έχει κλέψει την τεχνολογία μας» (Trump
2017, σ. 68). Με την οικονομική κρίση, ωστόσο, του 2008, φάνηκε και η
εξάρτηση του Δράκου από την Αμερική: 68.000 μικρομεσαίες επιχειρήσεις στη
ΛΔΚ-που παρήγαν προϊόντα για την αμερικανική αγορά- έκλεισαν το 2008, θέση,
που επιβεβαιώνει ο τέως Υπουργός Ανθρωπίνων Πόρων και Κοινωνικής
Πρόνοιας Yin Weimin, ο οποίος εκτιμούσε ότι το πρώτο τρίμηνο του 2009 τα
πράγματα θα χειροτέρευαν» (Χατζηγάκης & Χατζηγάκης 2010, σ. 379). Η Κίνα,
όμως, όχι μόνο ξεπέρασε την κρίση, αλλά επέτυχε την αύξηση του εμπορικού
ελλείμματος με τις Ηνωμένες Πολιτείες. Από το 2006 έως το 2016, το έλλειμμα
στο ισοζύγιο υπηρεσιών της Λαϊκής Δημοκρατίας με τις ΗΠΑ αυξήθηκε
περισσότερο από 30 φορές (ΑΠΕ-ΜΠΕ 2018) και, το πρώτο τρίμηνο του 2017,
αυξήθηκε κατά 15,2% (Dollar 2018), ανεβάζοντας το χάσμα στα 375,2
δισεκατομμύρια δολάρια (The Guardian 2018a). Η αποφασιστικότητα της ΛΔΚ
για τη διατήρηση της υπεροχής της, αντικατοπτρίζεται στην επένδυση εκ μέρους
της κυβέρνησης, του 40% του εμπορικού της πλεονάσματος σε κρατικά ομόλογα
των Ηνωμένων Πολιτειών και όχι στη δική της οικονομία (Μουρδουκούτας &
Arayma 2006, σ. 109). Κατέχοντας ομολογίες 1,17 τρισεκατομμυρίων δολαρίων
(Kuo 2018), η ΛΔΚ είναι σε θέση να ασκήσει σημαντικές πιέσεις. Και, καθώς η
68
αμερικανική οικονομία έχει εισέλθει σε μία πολύ δύσκολη περίοδο που ίσως
διαρκέσει αρκετά χρόνια, ο αμερικανικός λαός, ανακάλυψε με επώδυνο τρόπο το
βαθμό στον οποίο έχει υπερχρεωθεί στην οικονομική δύναμη της Ανατολικής
Ασίας (Brzezinski & Scowcroft 2010, σ. 209-210). Αυτός άλλωστε είναι και ο
λόγος για τον οποίο, σε επίσημο τηλεγράφημα της τέως Υπουργού Εξωτερικών
Hillary Clinton και του τότε Αυστραλού πρωθυπουργού Kevin Rudd, η Clinton,
υποστήριξε ότι «δε μπορείς να δείξεις πυγμή στον τραπεζίτη σου» (Βαρουφάκης
2012, σ. 427).
Μπροστά στη ζοφερή για τις ΗΠΑ πραγματικότητα, η πολιτική της
Washington, επί πολλά έτη, ήταν χαοτική. Διότι ενώ την άνοιξη του 1994, η
Λαϊκή Δημοκρατία, πέτυχε να παραταθεί το καθεστώς των προνομιακών
οικονομικών σχέσεών της με τις Ηνωμένες Πολιτείες, χωρίς να υποχρεωθεί να
πραγματοποιήσει ούτε μία πολιτική παραχώρηση (Barber 1998, σ. 278), το 1999,
ο Κινέζος πρωθυπουργός επισκέφθηκε έξι μεγάλες πόλεις των ΗΠΑ για απ’
ευθείας επαφές με τους Αμερικανούς μεγαλοεπιχειρηματίες (Χατζόπουλος 2000,
σ. 65) και το 2002 ο τέως Πρόεδρος George Bush Jr παραχώρησε στη ΛΔΚ, τη
θέση του μόνιμου εμπορικού εταίρου, ωστόσο, (Bessière 2007, σ. 133), επί
προεδρίας Obama και εφόσον η ίδια η Αμερική είχε συμβάλλει στην αύξηση του
εμπορικού ελλείμματος, οι Ηνωμένες Πολιτείες, πραγματοποίησαν προσφυγή
στον Παγκόσμιο Οργανισμό Εμπορίου εναντίον των δασμών που επιβάλλει η
Κίνα στις εξαγωγές αμερικανικών οχημάτων ώστε «να κριθεί ότι η ΛΔΚ είναι
υπεύθυνη», για αθέμιτες εμπορικές πρακτικές που ζημιώνουν Αμερικανούς
αυτοκινητοβιομήχανους (Newsbeast 2012). Και όλα αυτά, την ώρα που ο ίδιος
πρόεδρος, ανακοίνωνε με τον Κινέζο Αντιπρόεδρο Xi Jinping τη Διεθνή Ομάδα
Εργασίας για τις εξαγωγικές πιστώσεις, μια πρωτοβουλία που αποσκοπούσε στην
επίτευξη μιας σειράς υπεύθυνων διεθνών κατευθυντήριων γραμμών (Hochberg
2015, σ. 64). Πιο συνεκτική αλλά και συνεπής προς τις προεκλογικές του
δεσμεύσεις, θα μπορούσε να χαρακτηριστεί η πολιτική του νυν Προέδρου των
ΗΠΑ, Donald Trump, ο οποίος, θεωρώντας πώς η Λαϊκή Δημοκρατία «χρειάζεται
το εμπόριο με την Αμερική, περισσότερο από ό,τι οι ίδιες οι Ηνωμένες Πολιτείες το
χρειάζονται» (Trump 2017, σ. 69), επανέφερε τον εμπορικό προστατευτισμό και
απέδειξε ότι τα ισχυρά κράτη μπορούν να καταργούν τους κανόνες, αν κάτι τέτοιο
τα εξυπηρετεί (Χατζηγάκης & Χατζηγάκης 2010, σ. 379). Με βασικά αιτήματα
ένα πιο ευέλικτο σύστημα συναλλαγματικής ισοτιμίας (Kynge 2007, σ. 140), τη
μείωση του εμπορικού ελλείμματος κατά τουλάχιστον 200 δισεκατομμύρια
δολάρια μέχρι το 2020 (The Guardian 2018a), τον περιορισμό των πολυάριθμων
αθέμιτων πολιτικών και πρακτικών που σχετίζονται με την αμερικανική
τεχνολογία και πνευματική ιδιοκτησία, -όπως η εξαναγκαστική μεταφορά
τεχνολογίας στις κινεζικές εταιρείες- (Office of Trade & Manufacturing 2018) και
την απαίτηση της διάλυσης του «Made in China 2025» (Coy κ.ά. 2018), η
κυβέρνηση Trump, επέβαλλε δασμούς σε κινέζικα προϊόντα της τάξης των 250
δισεκατομμυρίων δολαρίων (Dorcas & Chipman 2019) ενώ δεσμεύθηκε να
επιβάλει πρόσθετους δασμούς 10% σε κινεζικές εισαγωγές ύψους 300
δισεκατομμυρίων δολαρίων από την 1η Σεπτεμβρίου (Έθνος 2019). Σάλο,
προκάλεσε και η προσθήκη στον κατάλογο των εταιρειών με τις οποίες οι
αμερικανικές εταιρείες δε μπορούν να συναλλάσσονται, της δεύτερης
69
μεγαλύτερης εταιρείας κατασκευής smartphone στον κόσμο, μετά τη Samsung, τη
Huawei (Η Καθημερινή 2019a), με πιθανότητα χαλάρωσης των περιοριστικών
μέτρων, μόνο εάν επιτευχθεί νέα εμπορική συμφωνία ανάμεσα στις ΗΠΑ και στην
Κίνα (Sputnik 2019).
Από την πλευρά της, η ΛΔΚ, επέβαλλε δασμούς σε αμερικανικά προϊόντα
αξίας 110 δισεκατομμυρίων δολαρίων, απειλεί με τη λήψη ποιοτικών μέτρων που
θα επηρεάσουν τις επιχειρήσεις των Ηνωμένων Πολιτειών που
δραστηριοποιούνται στην Κίνα (Dorcas & Chipman 2019) και απέστειλε το
μήνυμα πώς προτίθεται να αφήσει τη συναλλαγματική ισοτιμία να υποχωρήσει
στο χαμηλότερο επίπεδο από το 2010, πέρα από το συμβολικό όριο των 7 guan
ανά δολάριο (Ράπτης 2019). Είναι προφανές πώς, ο ασιατικός γίγαντας
ενδιαφέρεται πρωτίστως να διατυπώσει ένα πολιτικό μήνυμα –και αυτό
συνίσταται στο ότι δεν σκοπεύει να εκβιαστεί (Ράπτης 2018)-. Η Κίνα δεν είναι
διατεθειμένη ούτε να εξετάσει τα μέγιστα ζητήματα, όπως τη δέσμευση για
μείωση της εμπορικής ανισορροπίας ή την εγκατάλειψη της βιομηχανικής
πολιτικής «Made in China 2025» (Dollar 2018). Ως φαίνεται, το Πεκίνο, έχει
επιλογές. «Ο κόσμος λέει συχνά ότι η Αμερική χρειάζεται την Κίνα και η Κίνα την
Αμερική. Αλλά αυτό δεν είναι πια αλήθεια», επισημαίνει ο Joseph Stiglitz. Και
συνεχίζει: «Η Λαϊκή Δημοκρατία, μπορεί να χρηματοδοτήσει τους δικούς της
πολίτες, που έχουν μεγαλύτερη ικανότητα να καταναλώσουν μεγάλες ποσότητες
αγαθών και να ενισχύσουν την οικονομική ανάπτυξη της χώρας τους. Οι Κινέζοι
έχουν, λοιπόν, δύο επιλογές, ενώ εμείς όχι, διότι δεν υπάρχει άλλη χώρα ικανή να
καλύψει οικονομικά το αμερικανικό έλλειμμα» (Χατζηγάκης & Χατζηγάκης 2010,
σ. 225). Εάν, λοιπόν, η κινεζική οικονομία εγκαταλείψει την οικονομική πολιτική
των φθηνών εξαγωγών -πολιτική που θα χρεωκοπήσει μακροπρόθεσμα- και
στραφεί σε εγχώρια πρότυπα συσσώρευσης με βάση υψηλούς μισθούς και
κυρίαρχη πίστωση, τότε η κατάρρευση των ΗΠΑ θα αποτελέσει ένα απλό ζήτημα
χρόνου (Φούσκας 2009, σ. 72). Απομένει να δούμε, ποια στάση θα κρατήσει εν
τέλει η ΛΔΚ, όταν το Σεπτέμβριο, επιβληθούν οι νέοι δασμοί εκ μέρους των
Ηνωμένων Πολιτειών.
4.3. Η κρίση του ’97 και η επιρροή της στις σχέσεις ΗΠΑ-Κίνας
Δυστυχώς επτωχεύσαμεν.
Χαρίλαος Τρικούπης
Είκοσι δύο έτη πέρασαν από το καλοκαίρι του 1997, όταν μία σοβαρή
χρηματοπιστωτική κρίση έθεσε απότομα τέλος στο οικονομικό θαύμα των κρατών
της Ανατολικής Ασίας, τη χειρότερη κατάρρευση που υπέστη περιοχή από τη
δεκαετία του 1930 (Gilpin 2007a, σ. 326). Μερικές εβδομάδες νωρίτερα, οι
οικονομίες αυτές, παρουσιάζονταν ως πρότυπα υγείας και ζωτικότητας -οι
αποκαλούμενες «ασιατικές τίγρεις»- (Klein 2010, σ. 355), εφόσον είχαν υψηλούς
δείκτες αποταμιεύσεων/επενδύσεων, εκπαίδευση, συνετή μακροοικονομική
πολιτική και συσσώρευση συντελεστών (Gilpin 2007a, σ. 397). Μετά την
70
κατάρρευση του συστήματος, η απώλεια των αποταμιεύσεων, ήταν τόσο μεγάλη,
που το περιοδικό Economist, την παρομοίασε με τα αποτελέσματα «ενός πολέμου
μεγάλης κλίμακας» (Klein 2010, σ. 355). Εργοτάξια εγκαταλείφθηκαν, νομίσματα
υποτιμούνταν με ραγδαίο ρυθμό, οι επενδύσεις στέρεψαν, η ανεργία ενέτεινε τις
κοινωνικές εντάσεις, ενώ η φτώχεια άρχισε πάλι να αυξάνεται (Βαρουφάκης
2012, σ. 382). Οι ανωτέρω περιγραφόμενες συνθήκες, οδήγησαν σε μέτρα
απελπισίας. Στη Νότια Κορέα, τρία εκατομμύρια άνθρωποι παρέδωσαν
κοσμήματα, αθλητικά μετάλλια και έπαθλα, προκειμένου να χρησιμοποιηθούν
ώστε να αποπληρωθούν τα χρέη της χώρας και στην Ινδονησία πολίτες
εισέβαλλαν με τη βία σε καταστήματα αρπάζοντας ό,τι μπορούσαν να
μεταφέρουν. Σε μία -φρικτή μάλιστα- περίπτωση, ξέσπασε πυρκαγιά σε ένα
εμπορικό κέντρο της Τζακάρτα, όπου εκατοντάδες άτομα κάηκαν ζωντανά (Klein
2010, σ. 357). Τα προβλήματα άρχισαν στην Ταϊλάνδη στα μέσα του 1997, λόγω
της φήμης, ότι η οικονομία είχε φθάσει σε τόσο μεγάλο σημείο κορεσμού και
υπερθέρμανσης, ώστε, η μόνη λύση ήταν η φυγή κεφαλαίων και η (Kupchan
2007, σ. 196) υποτίμηση του baht έναντι του αμερικανικού δολαρίου (Carson &
Clark 2013). Το φιλιππινέζικο peso ήταν το επόμενο στη σειρά για να
ακολουθήσει η ινδονησιακή rupiah και η Ταϊβάν (Kupchan 2007, σ. 197). Το
Hong Kong αντιμετώπισε αρκετές μεγάλες, αλλά ανεπιτυχείς κερδοσκοπικές
επιθέσεις στο νόμισμά του, γεγονός που προκάλεσε παγκοσμίως μία
βραχυπρόθεσμη μαζική πώληση μετοχών, ενώ οι σοβαρές πιέσεις του ισοζυγίου
πληρωμών στη Νότια Κορέα έφεραν τη χώρα στο χείλος της χρεοκοπίας (Carson
& Clark 2013). Μέσα σε ένα έτος, 600 δισεκατομμύρια δολάρια χάθηκαν από τις
χρηματιστηριακές αγορές της Ασίας -ένας πλούτος που για τη συσσώρευσή του
είχαν απαιτηθεί δεκαετίες- (Klein 2010, σ. 356).
Hu Jintao
76
Σύγκριση της ανάπτυξης της Ταϊβάν με την ανάπτυξη του παγκόσμιου ΑΕΠ
[Πηγή: http://tiny.cc/w8t68y]
Είμαστε αποφασισμένοι
να διασφαλίσουμε την κυριαρχία
και την ασφάλεια της χώρας
και να υπερασπιστούμε
την εδαφική μας ακεραιότητα.
Xi Jinping
Οι διαφιλονικούμενες περιοχές
[Πηγή: https://www.bbc.com/news/world-asia-pacific-13748349]
86
4.6. Το Σύμφωνο της Σαγκάης και οι σινο-αμερικανικές σχέσεις
Λατινικό ρητό
88
Τα μέλη του Οργανισμού Συνεργασίας της Σαγκάης
[Πηγή: http://tiny.cc/ch2h9y]
89
Η Ρωσία από την άλλη πλευρά, ο έτερος κινητήρας του ΟΣΣ, μπορεί μεν να
επιδιώκει συστηματικά η Κίνα να καταστεί κεντρικός της συνέταιρος στην
περιοχή (Χατζηγάκης & Χατζηγάκης 2010, σ.297), διότι αφενός, συντηρεί την
πολεμική της βιομηχανία διά της πώλησης όπλων (Brzezinski & Scowcroft 2010,
σ. 258) και κατοχυρώνει την ασφάλειά της (Χατζηγάκης & Χατζηγάκης 2010, σ.
215), ωστόσο, ο Οργανισμός, για τη Μόσχα, είναι δίκοπο μαχαίρι (Brzezinski &
Scowcroft 2010, σ. 258) εφόσον τα μετα-σοβιετικά μέλη του ΟΣΣ -Καζακστάν,
Κιργιστάν, Τατζικιστάν, και Ουζμπεκιστάν-, παρασύρονται στη γεωστρατηγική
τροχιά της Κίνας (Grossman 2017). Για πρώτη φορά από την εποχή της εισβολής
των Μογγόλων, σινικά στρατεύματα βρέθηκαν στο δυτικό Καζακστάν και σε
εδάφη της Ρωσίας στην περιοχή, στο πλαίσιο κοινών στρατιωτικών ασκήσεων,
γεγονός που συνιστά μία άκρως συμβολική, νέα πραγματικότητα (Brzezinski &
Scowcroft 2010, σ. 258). Η Μόσχα έχει ακόμα περισσότερους λόγους να
αισθάνεται ανασφάλεια, αφού οι δεκαετίες έντονης ανάπτυξης οδήγησαν την Κίνα
στην παγκόσμια σκηνή, ενώ η Ρωσία, μετά την προσάρτηση της Κριμαίας το
2014, τον αποκλεισμό της από τη G8 και τη συνεχιζόμενη ανάμειξή της στη
σύγκρουση στην Ουκρανία, βρέθηκε αντιμέτωπη με την οικονομική αναταραχή
και τη γεωπολιτική απομόνωση (Albert 2015). Έτσι, και προκειμένου να
παρεμποδίσει τις προσπάθειες του Πεκίνου, η Μόσχα έχει εδώ και καιρό
καθυστερήσει την εφαρμογή των κινεζικών πρωτοβουλιών που θα επιτρέψουν στο
Πεκίνο να αποκομίσει μεγαλύτερα οφέλη από το περιφερειακό εμπόριο,
συμπεριλαμβανομένης της θέσπισης μιας εμπορικής συμφωνίας και της ίδρυσης
μιας τράπεζας (Grossman 2017). Πάρα ταύτα, όπως και οι γείτονές της στην
Κεντρική Ασία, η Ρωσία αναζητά τρόπους ώστε να επωφεληθεί από τις σινικές
επενδύσεις όπως οι ενεργειακές συμφωνίες και οι συμφωνίες για την ανάπτυξη
κατασκευαστικών έργων (Albert 2015).
Βασικό πλεονέκτημα του ΟΣΣ είναι ότι δε θέτει πολιτικά ζητήματα ή
οποιεσδήποτε διαδικασίες εκδημοκρατισμού, όπως επιχείρησαν να εισαχθούν -με
πλήρη αποτυχία- από τις λεγόμενες «έγχρωμες επαναστάσεις» («πορτοκαλί»
επανάσταση στην Ουκρανία, «επανάσταση της τουλίπας» στο Κιργιστάν κ.λπ.)
(Χατζηγάκης & Χατζηγάκης 2010, σ. 215). Η Μόσχα και το Πεκίνο μάλιστα,
παρείχαν αμφότερες πολιτική υποστήριξη στον Ουζμπέκο Πρόεδρο Islam
Karimov όταν κατέστειλε διαδηλώσεις υπέρ του εκδημοκρατισμού της χώρας στο
Andijan το 2005, ενώ η Κίνα οργάνωσε εκπαιδευτικά σεμινάρια καταστολής
εξεγέρσεων για τις αστυνομικές δυνάμεις αρκετών κρατών της Κεντρικής Ασίας
(Leonard 2008, σ. 174). Οι ανωτέρω αντιλήψεις, αποτυπώνονται και σε θεσμικό
επίπεδο, δεδομένου ότι ο Οργανισμός, υιοθετεί αποφάσεις που λαμβάνονται με
συναίνεση και όλα τα κράτη-μέλη πρέπει να τηρούν την αρχή της μη
επιθετικότητας και της μη παρέμβασης στις εσωτερικές υποθέσεις (Albert 2015).
Οι ΗΠΑ, δικαίως ανησυχούν για αυτές τις εξελίξεις (Leonard 2008, σ. 173). Η
Washington ευνοεί την εξάπλωση της δημοκρατίας εν μέρει επειδή θεωρεί ότι οι
άλλοι λαοί είναι πιο πιθανό να υιοθετήσουν το ελεύθερο εμπόριο και διότι θα
κλίνουν περισσότερο στο να υποστηρίζουν την Αμερική στη διεθνή αρένα. Για
την εκπλήρωση αυτού του στόχου, οι ΗΠΑ έθεσαν ως όρο για την εισδοχή σε
οργανισμούς όπως το ΝΑΤΟ, την εφαρμογή δημοκρατικών μεταρρυθμίσεων
(Walt 2007, σ. 86). Οι Ηνωμένες Πολιτείες, επομένως, αισθάνονται ιδιαίτερη
90
επιφύλαξη, εφόσον τα κράτη-μέλη του ΟΣΣ, αποτελώντας τον κορμό μίας
συμμαχίας εθνικής κυριαρχίας, θα είναι σε θέση να αναχαιτίσουν τις δυτικές
απόπειρες παρέμβασης στα εσωτερικά των άλλων κρατών, με την επίκληση της
προστασίας των ανθρωπίνων δικαιωμάτων και της διάδοσης των δημοκρατικών
αξιών.
Τελικός στόχος του Οργανισμού είναι η δημιουργία στην Κεντρική Ασία ενός
συστήματος παρόμοιου με το Βορειοατλαντικό Σύμφωνο (Χατζηγάκης &
Χατζηγάκης 2010, σ. 215). Η παραπάνω συνεργασία, αν κυλήσει ομαλά, δύναται
να περιορίσει σε μεγάλο βαθμό την επέκταση της επιρροής του Βορειοτλαντικού
Συμφώνου στην Κεντρική Ασία (Κατωπόδης 2018). Οι ΗΠΑ, κατανοούν ότι δεν
είναι τόσο μεγάλη υπερδύναμη, ώστε να έχουν δύο ΝΑΤΟ: ένα στον Ατλαντικό
και ένα στην Ασία. Στην Ασία, άλλωστε, δεν έχει τη δυνατότητα να δημιουργήσει
ενιαία αμυντική ζώνη. Η παρουσία της Κίνας και η στρατιωτική συνεργασία της
με τη Ρωσία δημιουργεί καινούριο σκηνικό (Χατζηγάκης & Χατζηγάκης 2010, σ.
315), εφόσον τα δύο κράτη, επιδίωξαν να υπενθυμίσουν στην Washington ότι η
υπερβολικά μονομερής πολιτική της μπορούσε να οδηγήσει μελλοντικά, σε
«σκληρότερη» εξισορρόπηση (Walt 2007, σ. 170). Αυτό έχει ως συνέπεια, ο
συνδυασμός σχέσεων Μόσχας-Πεκίνου στην περιοχή να κάνει πολύ δύσκολο το
αμερικανικό παιχνίδι. Δεν είναι, πάντως, λίγοι εκείνοι που υποστηρίζουν πως, για
να διασφαλίσουν οι ΗΠΑ τα συμφέροντά τους, σχεδίασαν το γνωστό «άνοιγμα
του ΝΑΤΟ προς Ανατολάς», προκαλώντας την αντίδραση τόσο της Ρωσίας, όσο
και της ΛΔΚ, η έκανε γνωστό ότι μία τέτοια επέκταση του ΝΑΤΟ στην Κεντρική
Ασία -και μάλιστα ως τα σύνορά της-, συνιστά άμεση και σοβαρότατη απειλή για
την εθνική της ασφάλεια (Χατζηγάκης & Χατζηγάκης 2010, σ. 292). Ιδιαίτερη
ανησυχία στους Αμερικανούς, προκαλεί και η εισδοχή της Ινδίας και του
Πακιστάν στους κόλπους του Οργανισμού, διότι πλέον ο ΟΣΣ, περιλαμβάνει
τέσσερις πυρηνικές δυνάμεις, τρεις από τις μεγαλύτερες οικονομίες του κόσμου
και τεράστια αποθέματα ενεργειακών πόρων (Leonard 2008, σ. 173). Σε
περίπτωση δε που η Τουρκία του Recep Tayyip Erdogan, αναβαθμιστεί από
συνεργάτης διαλόγου σε μέλος του ΟΣΣ, τότε, όχι μόνο θα τορπιλιστούν οι
ενταξιακές της διαπραγματεύσεις με την ΕΕ, αλλά το ΝΑΤΟ, θα χάσει ένα κράτος
με μεγάλο στρατηγικό βάθος (Η Καθημερινή 2016).
Σύμφωνα με εκτιμήσεις του ρωσικού Ινστιτούτου Στρατηγικών Σπουδών, η
Κίνα θα επικρατήσει στην περιοχή ποδηγετώντας τα μικρά κράτη της Κεντρικής
Ασίας. Θα το κάνει όμως με τρόπο που δε θα οδηγεί σε σύγκρουση με τις ΗΠΑ.
Θα εφαρμόσει την πολιτική που η κινεζική σοφία διδάσκει: «Νίκησε τον εχθρό
χωρίς να τον αντιμετωπίσεις στο πεδίο της μάχης». Η μετατόπιση αυτή θα
προκαλέσει σεισμικές ανακατατάξεις στην πολιτική πραγματικότητα της Δύσης.
(Χατζηγάκης & Χατζηγάκης 2010, σ. 315). Ωστόσο, υφίστανται απόψεις και περί
του αντιθέτου, οι οποίες υποστηρίζουν ότι οι μακροπρόθεσμες σχέσεις Κίνας-
Ρωσίας, ενδέχεται στο μέλλον να χαρακτηρισθούν από την αναβίωση των
παλαιών γεωπολιτικών ανταγωνισμών τους, με τη ΛΔΚ όμως να βρίσκεται πλέον
στη θέση της γεωπολιτικά επεκτεινόμενης δύναμης (Παπασωτηρίου 2013, σ.
365). Και, καθώς οι εντάσεις μεταξύ της Ινδίας και του Πακιστάν θα
επιδεινώνονται, το Πεκίνο οφείλει να συστήσει και στις δύο πλευρές να μην
κάνουν χρήση του Οργανισμού ως πλατφόρμα άσκησης κριτικής (Grossman
91
2017). Όπως υποστηρίζουν Κινέζοι αναλυτές, ο ΟΣΣ δε θα υποστηρίξει καμία
απόπειρα διεθνοποίησης των διμερών διαφορών, βάζοντας έτσι φρένο, στις
πιθανές επιδιώξεις των δύο μελών του (Vashishth 2017). Απομένει να δούμε, ποια
θα είναι τελικά η μετεξέλιξη του Οργανισμού και πώς αυτή, θα επηρεάσει το
διεθνές περιβάλλον και το υποσύστημα της Κεντρικής -και όχι μόνο- Ασίας.
92
Επίμετρο
Ένα βαρυσήμαντο ιστορικό «τέλος εποχής» φέρνει η επί μακρόν αναπτυξιακή
δυναμική της Κίνας (Παπασωτηρίου 2013, σ. 369), που αργά και σταθερά, από τη
δεκαετία του 1990, είναι αυτή που αναδεικνύεται τελικά, στον πιο σοβαρό
διεκδικητή της παγκόσμιας ηγεμονίας (Leonard 2008, σ. 23). Η ΛΔΚ, διαθέτει
όλα τα πλεονεκτήματα, μίας εξελισσόμενης υπερδύναμης (Bessière 2007, σ. 219).
Εκμεταλλευόμενη τους κανόνες του παιχνιδιού, ακόμα και όταν οι προθέσεις της
τελούσαν υπό αμφισβήτηση (Χατζηγάκης & Χατζηγάκης 2010, σ. 379), η Κίνα
πέτυχε να μετατραπεί σε σημαντική πυρηνική δύναμη ενώ παραμένει μέλος του
Συμβουλίου Ασφαλείας του ΟΗΕ, η πιο πυκνοκατοικημένη χώρα του κόσμου, ένα
κράτος με πολύ σημαντικό φυσικό πλούτο και με ασύγκριτη οικονομική ανάπτυξη
(Bessière 2007, σ. 219). Η παρουσία της στο διεθνές στερέωμα είναι τόσο
δυναμική και ανατρεπτική, ώστε δεν είναι δυνατόν να μην επηρεάσει τη διεθνή
πολιτική σκηνή (Χατζηγάκης & Χατζηγάκης 2010, σ. 402). Από την ανάπτυξη
της Αφρικής μέχρι τη μεταρρύθμιση του συστήματος των Ηνωμένων Εθνών, από
το γύρο των εμπορικών διαπραγματεύσεων της Doha μέχρι το πυρηνικό
πρόγραμμα του Ιράν και από τη γενοκτονία στο Darfur μέχρι τις τιμές του
πετρελαίου στη Βενεζουέλα (Leonard 2008, σ. 33), οι θέσεις του Δράκου, όχι
μόνο λαμβάνονται υπόψη, αλλά σε πολλές περιπτώσεις, γίνονται απόλυτα
αποδεκτές. Αλλά η ΛΔΚ, δεν πρόκειται να σταματήσει εδώ. Παραφράζοντας τη
ρήση του Donald Trump, ο Graham Allison, υποστηρίζει πώς οι στοχεύσεις του
Πεκίνου, προκειμένου το Μέσο Βασίλειο να γίνει «Μεγάλο Ξανά», στο άμεσο
τουλάχιστον μέλλον θα περιλαμβάνει την άσκηση τέτοιου επιπέδου κυριαρχίας
στην Ασία, όπως πριν την περίοδο εισβολής των Δυτικών, την αποκατάσταση του
ελέγχου των εδαφών που συναποτελούν τη «Μεγάλη Κίνα» και την ανάκτηση της
ιστορικής σφαίρας επιρροής του τόσο κατά μήκος των συνόρων του όσο και στις
παρακείμενες θάλασσες (Allison 2018, σ. 109).
Η άνοδος της Λαϊκής Δημοκρατίας, όμως, επέφερε και ουσιαστική
αναδιάρθρωση του διεθνούς συστήματος, το οποίο, σύμφωνα με την άποψη της
γραφούσης, τείνει να μετατραπεί από μονοπολικό με στοιχεία πολυπολικού σε
διπολικό με στοιχεία πολυπολικού. Το νέο σύστημα θα αποτελείται από δύο
υπερδυνάμεις (ΗΠΑ και ΛΔΚ) και πολλές μεγάλες δυνάμεις, οι οποίες θα πρέπει
να λαμβάνονται υπόψη, καθώς θα συμμετέχουν πολλαπλώς σε οργανισμούς και
συμμαχίες όπως το ΝΑΤΟ και το Συμφώνο της Σαγκάης, ενώ οι κυρώσεις
αποχώρησης και επαναπροσανατολισμού τους, με την εισδοχή στον αντίπαλο
συνασπισμό, θα είναι περιορισμένες λόγω της οικονομικής αλληλεξάρτησης
μεταξύ των δύο κορυφαίων παικτών. Η νέα δομή, θα είναι μοναδική, καθώς δε θα
παραπέμπει στο παραδοσιακό σύστημα συσχετισμού δυνάμεων της Ευρώπης πριν
τον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο, αλλά θα σηματοδοτήσει ένα σημείο καμπής για μία
νέα εποχή η οποία θα στηρίζεται σε νέους κανόνες του παιχνιδιού (Kupchan 2007,
σ. 95). Ούτε όμως τα σχέδια περιορισμού του αντιπάλου που προέρχονται από τις
στρατηγικές του Ψυχρού Πολέμου, θα μπορούν να εφαρμοστούν. Η οικονομία της
ΕΣΣΔ ήταν αδύναμη και δεν επηρέαζε την παγκόσμια οικονομία. Η σύγχρονη
Κίνα, αντιθέτως, είναι ένας δυναμικός παράγοντας, καθώς αποτελεί τον κύριο
93
εμπορικό εταίρο για όλους τους γείτονές της και για τις περισσότερες από τις
δυτικές βιομηχανικές δυνάμεις, συμπεριλαμβανομένων των Ηνωμένων
Πολιτειών. Κατά συνέπεια, το ερώτημα για το εάν η αύξηση της σχετικής ισχύος
της Κίνας θα επηρεάσει τις σινο-αμερικανικές σχέσεις και το εάν η μείωση της
σχετικής ισχύος των Ηνωμένων Πολιτειών της Αμερικής και ο συνεπακόλουθος
φόβος τους για επιδείνωση της θέσης τους στο διεθνές σύστημα, θα αυξήσουν την
τάση βίαιης σύγκρουσης, της αμοιβαίας πυρηνικής αποτροπής του ηλεκτρονικού
και του υβριδικού πολέμου μεταξύ των δύο, παραμένει.
Εάν λάβουμε υπόψη τη Θεωρία του Κύκλου της Ισχύος -και την πρακτική
εφαρμογή ελέγχου της θεωρίας, στα κεφάλαια που προηγήθηκαν-, κατανοούμε ότι
ένα έθνος υφίσταται τη σχετική παρακμή μόνο όταν ένα άλλο έθνος κερδίζει
σημαντικό μερίδιο επί τοις εκατό. Η Κίνα είναι η μόνη χώρα αυτή την περίοδο
που έχει επεκτείνει σημαντικά τη σχετική της ισχύ, καθώς κατάφερε να την
αυξήσει από το 3% στο 18% σε μόνο 18 έτη (Pepe & Krolik 2017, σ. 26-27). Ο
κόσμος δεν θα στραφεί προς τη Δύση, αλλά μάλλον η Δύση θα στραφεί στη νέα
καρδιά της παγκόσμιας πολιτικής: την περιοχή της Ασίας-Ειρηνικού (Kissane
2005, σ. 118). Αυτό βεβαίως υποδηλώνει ότι το βάρος της εξωτερικής πολιτικής
των ΗΠΑ, στο διεθνές σύστημα όχι μόνο θα συρρικνωθεί, αλλά το διεθνές
σύστημα, θα πρέπει να κατανείμει στην Κίνα έναν πιο αποφασιστικό ρόλο στη
λήψη αποφάσεων (Pepe & Krolik 2017, σ. 28). Επιπλέον και καθώς οι προβλέψεις
βασίζονται στη ΘΚΙ, κύριο χαρακτηριστικό της οποίας είναι η εξισορρόπηση των
στρατιωτικών και οικονομικών δυνατοτήτων, δεν είναι δυνατόν να ισχυριστούμε
ότι η στρατιωτική κυριαρχία των ΗΠΑ επίσης θα συνεχιστεί (Kissane 2005, σ.
117). Φυσικά, μόνο και μόνο επειδή η Κίνα θέλει να είναι σε θέση να «αγωνιστεί
και να κερδίσει», δε σημαίνει ότι θέλει να πολεμήσει (Allison 2018, σ. 132). Η
στρατηγική της Κίνας είναι να αποφύγει τον πόλεμο, αλλά ταυτόχρονα να
εκφοβίσει κάθε μικρότερο κράτος μεμονωμένα, έτσι ώστε να το αναγκάσει να
παραιτηθεί από τα δικαιώματά του στη Νότια Σινική Θάλασσα. Έτσι,
αναβάλλοντας την άμεση αντιπαράθεση με τις Ηνωμένες Πολιτείες όσο το
δυνατόν περισσότερο, η ΛΔΚ θα προσπαθήσει να κάνει χρήση των οικονομικών
της πόρων, ώστε να εξαναγκάσει κάθε μικρότερο κράτος να υποταχθεί (Doran
2012a, σ. 85). Πάρα ταύτα, καθώς επιδιώκει την επίτευξη των στόχων της, ο
ανταγωνισμός με τις Ηνωμένες Πολιτείες, θα επιδεινωθεί λόγω των μεγάλων
πολιτισμικών διαφορών δεδομένου ότι, όπως υποστηρίζει και ο Lee Kuan Yew
«εάν η Αμερική εκτοπιστεί όχι στον κόσμο, αλλά μόνο στο Δυτικό Ειρηνικό από
έναν ασιατικό λαό που πολλοί απεχθάνονται και απορρίπτουν ως παρακμιακό,
αδύναμο, διεφθαρμένο και άστοχο, τότε θα δυσκολευτεί πολύ συναισθηματικά να το
αποδεχθεί. Η αίσθηση της πολιτισμικής υπεροχής των Αμερικανών, θα κάνει αυτή
την υπόθεση ακόμα πιο δύσκολη» (Allison 2018, σ. 132 & 140). Στην υπόθεση
αυτή έρχονται να προστεθούν και οι θέσεις του ιδίου του Doran που θεωρεί πώς
πολύ πριν φθάσει στην κορυφή, η Κίνα θα αντιμετωπίσει ένα πρώτο σημείο
καμπής εφόσον η πίεση που αισθάνεται, δεν προέρχεται από τις ΗΠΑ αλλά από
πολύ ένα μικρότερο κράτος που ανεβαίνει από τον πάτο του διεθνούς
συστήματος, δηλαδή την Ινδία. Κατά συνέπεια, η ΛΔΚ, ξαφνικά θα πρέπει να
αντιμετωπίσει μια ασυνέχεια στις προσδοκίες της για την εξωτερική πολιτική
όσον αφορά στο μελλοντικό ρόλο και την ασφάλειά της. Και καμία διαρθρωτική
94
αλλαγή δεν είναι τόσο τραυματική όσο η ασυνέπεια των προσδοκιών (Doran
2012a, σ. 80-82). Ως εκ τούτου, η Κίνα θα αντιμετωπίσει μια πιο αργή αύξηση
σχετικής ισχύος στο μέλλον και τα δύο έθνη, οι Ηνωμένες Πολιτείες και η Λαϊκή
Δημοκρατία, θα αντιμετωπίσουν ένα κρίσιμο σημείο καμπής στην τροχιά της
ισχύος τους και, έτσι, είναι πιθανότερο να εμπλακούν σε πόλεμο από ό,τι σε
φυσιολογικές εποχές (Hülser 2013, σ. 85).
Σύμφωνα με μία μελέτη της εταιρείας RAND, μετά από μόλις ένα χρόνο από
έναν συμβατικό πόλεμο, το αμερικανικό ΑΕΠ, θα μπορούσε να υποχωρήσει έως
και 10% και το κινεζικό κατά 35%, όπως ακριβώς και στη Μεγάλη Ύφεση. Και
εάν ο πόλεμος καταστεί πυρηνικός, τότε και τα δύο έθνη θα μπορούσαν να
καταστραφούν ολοκληρωτικά. Οι Κινέζοι και οι Αμερικανοί ηγέτες ξέρουν ότι
αυτά δεν πρέπει να συμβούν (Allison 2018, σ. 155). Αυτή άλλωστε, είναι και η
θέση του Donald Trump, ο οποίος, υποστηρίζει πώς «ενώ απέναντι στην Κίνα,
οφείλουμε να τηρήσουμε σθεναρή στάση και να τους υπενθυμίσουμε ότι είναι κακή
εμπορική πρακτική να εκμεταλλεύεσαι τον καλύτερο πελάτη σου, ύστερα, πρέπει να
καθίσουμε και να βρούμε μαζί πώς θα μπορέσουμε να οδηγηθούμε σε μία πιο δίκαιη
σχέση» (Trump 2017, σ. 71-72). Όμως, όσο άστοχη και αν ανεπιθύμητη είναι αυτή
η εξέλιξη, ωστόσο δεν σημαίνει ότι δεν είναι αδύνατο να υπάρξει. Οι πόλεμοι
συμβαίνουν ακόμα και όταν οι ηγέτες είναι αποφασισμένοι να τους αποφύγουν.
Τα γεγονότα ή οι ενέργειες των αντιπάλων, τους αναγκάζουν να λάβουν
αποφάσεις που διακινδυνεύουν το ξέσπασμα πολέμου, λόγω μη αποδοχής των
απαράδεκτων εναλλακτικών λύσεων. Ο Περικλής δεν ήθελε τον πόλεμο με τη
Σπάρτη. Ο Κάιζερ, δεν επιδίωξε πόλεμο με τη Μεγάλη Βρετανία (Allison 2018, σ.
155). Στο ερώτημα συνεπώς, για το εάν υφίσταται γενικότερη τάση θερμής
σύγκρουσης μεταξύ των δύο υπερδυνάμεων, η απάντηση είναι πώς, αυτή, δεν
πρόκειται να συμβεί, τουλάχιστον άμεσα. Όπως προβλέπει και ο ίδιος ο πατέρας
της Θεωρίας του Κύκλου της Ισχύος, Charles Doran, παρόλο που θα υπάρξουν
σημαντικές αλλαγές στην κατανομή της εξουσίας μεταξύ των μεγάλων διεθνών
παραγόντων, δε θα υπάρξει άμεσος κίνδυνος πολέμου επειδή η ΛΔΚ εξακολουθεί
να επωφελείται από το διεθνές σύστημα (Hülser 2013, σ. 6). Σε περίπτωση που
δεν υπάρξει κάποιο «ατύχημα», ΛΔΚ και ΗΠΑ, θα εμπλακούν σε πολέμους δι’
αντιπροσώπων (proxy wars) σε κεντρικά γεωστρατηγικά σημεία ανά τον πλανήτη,
ενώ το πιο πιθανό, είναι να εδραιωθεί μία «ισορροπία του οικονομικού τρόμου», η
οποία θα αποτελεί χαρακτηριστικό ενός «ψύχραιμου» ή «ατάραχου πολέμου»
(cool war), πολύ διαφορετικού από την εμπειρία του διπολικού κόσμου που
ακολούθησε το Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο (Πετρόπουλος & Χουλιάρας 2014, σ.
18).
95
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
Ελληνόφωνη βιβλιογραφία
Bessière Stéphanie (2007), Η Κίνα στην Αυγή του 21ου Αιώνα: Η Επιστροφή μίας
Δύναμης;, 1η, Αθήνα, Εκδόσεις Κέδρος
Brzezinski Zbigniew & Scowcroft Brent (2010), Η Αμερική και ο Κόσμος: Συζητήσεις
Σχετικά με το Μέλλον της Αμερικανικής Εξωτερικής Πολιτικής, 1η, Αθήνα, Εκδόσεις
Λιβάνη
Gilpin Robert (2007), Πόλεμος και Αλλαγή στη Διεθνή Πολιτική, 3η, Αθήνα, Εκδόσεις
Ποιότητα
Jackson Robert & Sorensen Georg (2006), Θεωρία και Μεθοδολογία των Διεθνών
Σχέσεων: Η Σύγχρονη Συζήτηση, 1η, Αθήνα, Εκδόσεις Gutemberg
Kennedy Paul (1991), Η Άνοδος και η Πτώση των Μεγάλων Δυνάμεων: Οικονομική
Μεταβολή και Στρατιωτική Σύγκρουση από το 1500 έως το 2000 (Α), 1η, Αθήνα,
Εκδόσεις Αξιωτελλής
Kennedy Paul (1990), Η Άνοδος και η Πτώση των Μεγάλων Δυνάμεων: Οικονομική
Μεταβολή και Στρατιωτική Σύγκρουση από το 1500 έως το 2000 (Α1), 1η, Αθήνα,
Εκδόσεις Αξιωτελλής
Klein Naomi (2010), Το Δόγμα του Σοκ: Η Άνοδος του Καπιταλισμού της
Καταστροφής, 1η, Αθήνα, Εκδόσεις Λιβάνη
96
Kynge James (2007), Η Κίνα Κατακτά τον Κόσμο: Η Άνοδος Ενός Φιλόδοξου Έθνους,
1η, Αθήνα, Εκδόσεις Νίκα
Walt M. Stephen (2007), Στρατηγικές Αντίστασης στην Ηγεμονία των ΗΠΑ, 1η, Αθήνα,
Εκδόσεις Καστανιώτη
Watson Adam (2010), Η Εξέλιξη της Διεθνούς Κοινωνίας: Μία Συγκριτική Ιστορική
Ανάλυση, 4η, Αθήνα, Εκδόσεις Ποιότητα
Βαρβαρούσης Πάρις (2004), Διεθνείς Σχέσεις και Εξωτερική Πολιτική στον 21ο
Αιώνα, 1η, Αθήνα, Εκδόσεις Παπαζήση
Θουκυδίδης (1991), Ιστορία 1: Αιτίες και Αφορμές του Πελοποννησιακού Πολέμου, 1η,
Αθήνα, Εκδόσεις Κάκτος
Κουσκουβέλης Ι. Ηλίας (2010), Εισαγωγή στις Διεθνείς Σχέσεις, 6η, Αθήνα, Εκδόσεις
Ποιότητα
Μουρδουκούτας Πάνος & Arayma Yuko (2006), Η Στρατηγική της Κίνας (Δεύτερος
Τόμος): Επιχειρηματική Στρατηγική σε μία Ημιπαγκοσμιοποιημένη Οικονομία, 1η,
Αθήνα, Εκδόσεις Σταμούλη
Παπασωτηρίου Χαράλαμπος (2009), Η Διεθνής Πολιτική στον 21ο Αιώνα, 2η, Αθήνα,
Εκδόσεις Ποιότητα
97
Παπασωτηρίου Χαράλαμπος (2013), Η Κίνα από την Ουράνια Αυτοκρατορία στην
Ανερχόμενη Υπερδύναμη του 21ου Αιώνα, 1η, Αθήνα, Εκδόσεις Ποιότητα
Παρίσης Ιωάννης (2011), Παράγοντες Ισχύος στο Διεθνές Σύστημα, 1η, Αθήνα,
Εκδόσεις Ινφογνώμων
Πετρόπουλος Σωτήρης & Χουλιάρας Αστέρης (επιμ.) (2014), Η Κίνα και οι Άλλοι: Οι
Σχέσεις της Κίνας με την Ευρώπη και τον Κόσμο, 1η, Αθήνα, Εκδόσεις Παπαζήση
Ξενόγλωσση βιβλιογραφία
Allison Graham (2018), Destined for War: Can America and China Escape
Thucydides’s Trap?, Νέα Υόρκη, Εκδόσεις First Mariner Books
Aron Raymond (2003), Peace and War: A Theory of International Relations, Νέα
Υόρκη, Εκδόσεις Routledge
Bull Hedley (1995), The Anarchical Society: A Study of Order in World Politics, 2η,
Λονδίνο, Εκδόσεις Macmillan
Doran Charles F. (1983), “Power Cycle Theory and the Contemporary World
System”, στο Thompson W.R., Contending Approaches to World System Analysis,
Μπέβερλι Χιλς, Εκδόσεις Sage
Gardner C. Lloyd (1993), Spheres Of Influence: The Great Powers Partition Europe,
from Munich to Yalta, 1η, Σικάγο, Εκδόσεις Ivan R. Dee
98
Jervis Robert (2017), Perception and Misperception in International Politics: With a
New Preface by the Author, New Paperback Edition, Γούντστοκ, Εκδόσεις Princeton
University Press
Lasswell Harold D. & Kaplan Abraham (1951), Power and Society: A Framework for
Political Inquiry, Νιου Χέιβεν, Εκδόσεις Yale University Press
Morgenthau Hans J. (1993), Politics Among Nations: The struggle for power and
peace, Νέα Υόρκη, Εκδόσεις McGraw-Hill
Morgenthau Hans J. (1965), Scientific Man versus Power Politics, Σικάγο, Εκδόσεις
Phoenix
Nye S. Joseph (2004), Soft Power: The Means to Success in World Politics, Νέα
Υόρκη, Εκδόσεις Public Affairs
Spykman Nicholas John (1942), America’s Strategy in World Politics: The United
States and the Balance of Power, Νέα Υόρκη, Εκδόσεις Harcourt, Brace and
Company
Weber Max (1978), Economy and Society: An Outline of Interpretive Sociology, Λος
Άντζελες, Καλιφόρνια, Εκδόσεις University of California Press
Κυβερνητικές πηγές
Delegation of the European Union to the United States (2018), President Juncker Set
to Meet President Trump on July 25, 23/07/2018, http://tiny.cc/3ez1bz
Men Jing (NATO) χ.χ., Η Χρηματοοικονομική Κρίση θα κάνει την Κίνα μία
Υπερδύναμη;, Ημερομηνία Προσπέλασης 21/05/2018, https://goo.gl/cnokvk
99
Office of Trade and Manufacturing (The White House) (2018), “How China’s
Economic Aggression Threatens the Technologies and Intellectual Property of the
United States and the World”, 19/06/2018, https://www.whitehouse.gov/briefings-
statements/office-trade-manufacturing-policy-report-chinas-economic-aggression-
threatens-technologies-intellectual-property-united-states-world/
Διδακτορικές διατριβές
Μελέτες
Blackwill D. Robert & Tellis J. Ashley (2015), Revising U.S. Grand Strategy Toward
China, Council on Foreign Relations, Council Special Report No. 72, Μάρτιος 2015
European Council on Foreign Relations (2016), China and Russia: Gaming the
West?, ECFR, Οκτώβριος 2016
Guzzini Stefano (2017), Realist Theories and Practice, Danish Institute for
International Studies, Working Paper 2017:8
Hülser Sarah (2013), Power Cycle Theory Reconsidered: Is China going to destabilize
the Global Order?, Freie Universität Berlin, NFG Working Paper Series No. 06,
Ιούλιος 2013
Hooker R.D. Jr (2014), The Grand Strategy of the United States, Institute for National
Strategic Studies, INSS Strategic Monograph, National Defence University Press,
Washington D.C., Οκτώβριος 2014
Janbo Jian & Méndez Álvaro (2015), Change and Continuity in Chinese Foreign
Policy: China’s Engagement in the Libyan Civil War as a Case Study, The London
School of Economics and Political Science, LSE Global South Unit, Working Paper
No. 5/2015
100
McClory Jonathan (επιμ.) (2017), The Soft Power 30: A Global Ranking of Soft
Power, USC Center on Public Diplomacy, Portland, Ιούλιος 2017
Schweller L. Randall (2016), The Balance of Power in World Politics, Μάιος 2016,
DOI: 10.1093/acrefore/9780190228637.013.119
Siriwardana Mahinda & Iddamalgoda Anoma (2003), Effects of the Asian Economic
Crisis on Singapore and Its Policy Responses: A General Equilibrium Analysis,
University of New England, UNEAC Asia Papers No. 6, Ιανουάριος 2003
Thomson Jack (2017), Trump and the Future of US Grand Strategy, CSS Analysis in
Security Policy No. 212, Σεπτέμβριος 2017
Διασκέψεις
Doran F. Charles & Mellon W. Andrew (2009), “Power Cycles or Power Shifts?”,
paper presented to the International Political Science Association Meetings, Santiago,
Chile, Ιούλιος 2009
Αρθρογραφία
Angang Hu (2015), “Embracing China’s “New Normal”: Why the Economy is Still
on Track”, Foreign Affairs, Μάιος/Ιούνιος 2015, Vol. 94, Number 3, σ.8-12
Beehner Lionel & Meibauer Gustav (2016), “The Futility of Buffer Zones in
International Politics”, Foreign Policy Research Institute, Καλοκαίρι 2016, Elsevier
Ltd, σ. 1-19
Blau Rosie (2017), “Η Νέα Μεγάλη Πορεία: Όλο και Περισσότεροι Κινέζοι Φοιτητές
Φεύγουν στο Εξωτερικό”, O Κόσμος το 2017, The Economist, Hazlis & Rivas, σ. 76
101
Carter Caroline (2018), “Μία Χώρα, Δύο Σημεία Ελέγχου”, O Κόσμος το 2018, The
Economist, Hazlis & Rivas, σ. 80
Craig Julian C. (2000), “The Impact of the Asian Economic Crisis in Thailand”,
Managerial Finance, Vol. 26, Number 4, σ. 39-48
Deutsch Karl (1967), “On the Concepts of Politics and Power”, Journal of
International Affairs, Vol. 21, Number 2, σ. 232-241
Doran F. Charles (2012), “Power Cycle Theory and the Ascendance of China:
Peaceful or Stormy?”, SAIS Review, Άνοιξη/Χειμώνας 2012, Vol. 32, Number 1, σ.
73-87
Hebron Lui, Patrick James & Rudy Michael (2007), “Testing Dynamic Theories of
Conflict: Power Cycles, Power Transitions, Foreign Policy Crises and Militarized
Interstate Disputes”, International Interactions, 33:1, σ. 1-29
Ikenberry G. John (2008), “The Rise of China and the Future of the West: Can the
Liberal System Survive?”, Foreign Affairs, Ιανουάριος/Φεβρουάριος 2008, Vol. 87,
Number 1, σ. 23-37
Jervis Robert (1978), “Cooperation Under the Security Dilemma”, World Politics,
Ιανουάριος 1978, Vol. 30, Number 2, σ. 167-214
Keqiang Li (2016), “Το Οικονομικό Σχέδιο της Κίνας”, O Κόσμος το 2016, The
Economist, Hazlis & Rivas, σ. 74
102
Kissane Dylan (2005), “2015 and the Rise of China: Power Cycle Analysis and the
Implications for Australia”, Security Challenges, 2005, Vol. 1, Number 1, σ. 105-121
Kontos Michalis (2016), “Hegemony and Balance of Power in the Middle East”,
Eastern Mediterranean Geopolitical Review, Φθινόπωρο 2016, Vol. 2, σ. 11-28
Krepinevich Andrew Jr. (2015), “How to Deter China: The Case for Archipelagic
Defence”, Foreign Affairs, Μάρτιος/Απρίλιος 2015, Vol. 94, Number 2, σ. 78-86
Litan Robert (2015), “Start-Up Slowdown: How the United States Can Regain Its
Entrepreneurial Edge”, Foreign Affairs, Ιανουάριος/Φεβρουάριος 2015, Vol. 94,
Number 1, σ. 47-53
Long Simon (2016), Σε ταλάντευση, O Κόσμος το 2016, The Economist, Hazlis &
Rivas, σ. 63-64
Mearsheimer J. John (2006), “China’s Unpeaceful Rise”, Current History, Απρίλιος
2006, 105, 690, σ. 160-162
Miller D. Paul (2012), “Five Pillars of American Grand Strategy”, Survival: Global
Politics and Strategy, Οκτώβριος/Νοέμβριος 2012, Vol. 54, Number 5, σ. 7-44
Milles James (2015), “Ακόμα πιο Μυώδης”, O Κόσμος το 2015, The Economist,
Hazlis & Rivas, σ. 67-68
Nye Joseph (2004), “Soft Power and American Foreign Policy”, Political Science
Quarterly, Καλοκαίρι 2004, Vol. 19, Number 2, σ. 255-270
Pepe S. Michael & Krolik Kaitlyn (2017), “Using Power Cycle Theory and Role
Realignment Theory to Recognize the International Roles of China and the United
States”, International Journal of Business and Social Science, Απρίλιος 2017, Vol. 8,
Number 4, σ. 20-28
Rabinovitch Simon (2018), “Ανάπτυξη Τύπου L”, The Economist, Hazlis & Rivas, σ.
81
103
Rose Gideon (1998), “Neoclassical Realism and Theories of Foreign Policy”, World
Politics, Οκτώβριος 1998, Vol. 51, Νumber 1, σ. 144-172
Ross S. Robert (2013), “US Grand Strategy, the Rise of China, and US National
Security Strategy for East Asia”, Strategic Studies Quarterly, Καλοκαίρι 2013, σ. 20-
40
Sharma D. Shalendra (2002), “Why China Survived the Asian Financial Crisis?”,
Brazilian Journal of Political Economy, Απρίλιος-Ιούνιος 2002, Vol. 22, Number 22,
σ. 32-58
Smith Colby (2018), “Ένας Ψηφιακός Δρόμος του Μεταξιού”, Ο Κόσμος το 2018,
The Economist, Hazlis & Rivas, σ. 83
Swaine D. Michael (2015), “The Real Challenge in the Pacific”, Foreign Affairs,
Μάιος/Ιούνιος 2015, Vol. 94, Number 3, σ. 145-153
Κουσκουβέλης Ηλίας (1997), “Η Έννοια της Σταθερότητας στη Θεωρία της Διεθνούς
Πολιτικής”, Το Βήμα των Κοινωνικών Επιστημών, Μάιος 1997, Τόμος ΣΤ’, Τεύχος
21, σ. 115-141
Διαδικτυακές πηγές
Amadeo Kimberly (2019), Cost of Iraq War, Its Timeline, and the Economic Impact,
The Balance, 25/06/2019, https://www.thebalance.com/cost-of-iraq-war-timeline-
economic-impact-3306301
Campell Charlie (2017), Ports, Pipelines, and Geopolitics: China's New Silk Road Is a
Challenge for Washington, Time, 23/10/2017, http://time.com/4992103/china-silk-
road-belt-xi-jinping-khorgos-kazakhstan-infrastructure/
Carson Michael & Clark John (2013), Asian Financial Crisis July 1997–December
1998, Federal Reserve History, 22/11/2003, https://goo.gl/WKDmZA
Chan Minnie (2018), Welcome to the Modern Military: China’s New Combat Units
Prepare for Electronic Warfare, South China Morning Post, 11/07/2018,
https://www.scmp.com/news/china/diplomacy-defence/article/2154550/welcome-
modern-military-chinas-new-combat-units-prepare
CNN Greece (2018), Η Σαουδική Αραβία Καταδικάζει την “Ανάμιξη” της Γερουσίας
των ΗΠΑ στην Υπόθεση Κασόγκι, 17/12/2018, http://tiny.cc/swy1bz
Cobus Pete (χ.χ.), Conflict and Diplomacy on the High Seas, Voice of America,
Ημερομηνία Προσπέλασης 23/05/2018, https://projects.voanews.com/south-china-
sea/
Coy Peter, Hamlin Kevin, Zhai Keith, Curran Enda & Mayenda Andrew (2018), The
U.S.-China Rivalry Is Just Getting Started, Bloomberg, 17/05/2018,
https://www.bloomberg.com/news/articles/2018-05-17/the-u-s-china-rivalry-is-just-
getting-started
Davis Malcolm (2018), China’s Strategic Strait in the South China Sea (Part 1), The
Strategist, 21/05/2018, https://www.aspistrategist.org.au/chinas-strategic-strait-in-the-
south-china-sea-part-1/
105
Doran Charles (2012), Power Cycle Theory, the Shifting Tides of History, and
Statecraft: Interpreting China's Rise, The SAIS Europe Journal, 01/04/2012,
http://saisjournal.org/posts/power-cycle-theory-the-shifting-tides-of-history-and-
statecraft
Dorcas Wong & Chipman Koty Alexander (2019), The US-China Trade War: A
Timeline, China Briefing, 26/08/2019, https://www.china-briefing.com/news/the-us-
china-trade-war-a-timeline/
Economy Elizabeth (επιμ.) (2017), Beware Chinese Influence but Be Wary of a China
Witch Hunt, Council on Foreign Relations, 22/12/2017, https://goo.gl/vUcAzo
Economy Elizabeth (επιμ.) (2018), U.S. Policy Toward China: Dumping the Baby,
the Bathwater, and the Tub, Council on Foreign Relations, 15/02/2018,
https://goo.gl/PZzwBW
Euronews (2018), Δέκα Χρόνια Μετά την Χρηματοπιστωτική Κρίση του 2008-Τι
Λέει η ΕΚΤ, 10/08/2018, https://gr.euronews.com/2018/08/10/deka-hronia-meta-thn-
hrhmatopistwtikh-krish-tou-2008-ti-leei-h-ekt
Fleming Casey T., Qualkenbush Eric L. & Chapa Anthony M. (χ.χ.), The New Global
Competitive Model Based on Cyber and Asymmetrical Hybrid Warfare, Ημερομηνία
Προσπέλασης 25/08/2019, https://smallwarsjournal.com/jrnl/art/new-global-
competitive-model-based-cyber-and-asymmetrical-hybrid-warfare
Garton Ash Timothy (2011), Η Κρίση στην Ευρώπη Διευκολύνει την Άνοδο της
Κίνας, Το Βήμα, 26/06/2011, http://www.tovima.gr/opinions/article/?aid=408195
Grossman Derek (2017), China Will Regret India's Entry Into the Shanghai
Cooperation Organization, The Diplomat, 24/07/2017, https://goo.gl/D6PhKQ
106
Huffington Post Greece (2017), ΟΗΕ: Βέτο από Ρωσία και Κίνα στην Επιβολή
Κυρώσεων στη Συρία, 28/02/2017, http://tiny.cc/ef71bz
Johnson James (2017), China’s Vision of the Future Networked Battlefield, The
Diplomat, 26/04/2017, https://thediplomat.com/2017/04/chinas-vision-of-the-future-
networked-battlefield/
Khan Shalman (2018), Αποφεύγοντας τον Πόλεμο Μεταξύ Αμερικής και Κίνας,
Foreign Affairs The Hellenic Edition, 04/12/2018, http://tiny.cc/tp51bz
Kuo Lily (2018), China and US Jockey for Tariff Concessions in Tit-for-Tat Trade
Standoff, The Guardian, 05/04/2018, https://goo.gl/FMf2Sg
Mauldin John (2018), U.S. And China Rivalry Is More Than A Trade War, Forbes,
26/04/2018, https://www.forbes.com/sites/johnmauldin/2018/04/26/u-s-china-rivalry-
is-more-than-a-trade-war/#7c58df3124d8
Martosko David (2017), Donald Trump Promises “12 Carrier Navy” as he Touts
Massive Military Buildup Aboard New Nuclear-Powered Aircraft Carrier and Pledges
that America’s Enemies will be in “Big, Big Trouble”, The Daily Mail, 2/3/2017,
http://www.dailymail.co.uk/news/article-4274294/Trump-push-Pentagon-upgrade-
aboard-US-aircraft-carrier.html
107
Medcalf Rory & Mohan C. Raja (2014), The U.S.-China Rivalry Has Asia on Edge:
Can “Middle Powers” Create Stability?, Brookings, 15/08/2014,
https://www.brookings.edu/opinions/the-u-s-china-rivalry-has-asia-on-edge-can-
middle-powers-create-stability/
Newsbeast (2012), ΗΠΑ Εναντίον Κίνας για τους Δασμούς στα Αυτοκίνητα,
06/07/2012, https://www.newsbeast.gr/financial/arthro/379745/ipa-enadion-kinas-gia-
tous-dasmous-sta-autokinita
RAND Corporation (χ.χ.), America and China: Rivalry and Partnership, Ημερομηνία
Προσπέλασης 23/05/2018, https://www.rand.org/research/primers/china.html
Ratner Ely (2018), Exposing China’s Actions in the South China Sea, Council on
Foreign Relations, 06/04/2018, https://www.cfr.org/report/exposing-chinas-actions-
south-china-sea
Reuters (2018), China Unveils Vision for “Polar Silk Road” across Arctic,
26/01/2018, https://www.reuters.com/article/us-china-arctic/china-unveils-vision-for-
polar-silk-road-across-arctic-idUSKBN1FF0J8
Sahady Jeanne (2017), The Financial Cost of 16 Years in Afghanistan, CNN Business,
22/08/2017, http://tiny.cc/ucx1bz
Sputnik Ελλάδα (2019), Έκθεση Αποκαλύπτει: Πιθανή Μία Παράλληλη Επίθεση των
ΗΠΑ κατά της Κίνας στο Διαδίκτυο και το Εμπόριο, 12/06/2019,
https://sputniknews.gr/texnologia/201906123728342-ekthesh-apokaluptei-epithesh-
hpa-kinas-emporio/
The Conversation (2018), China Steps into Soft Power Vacuum as the US Retreats
under Trump, 08/01/2018, http://theconversation.com/china-steps-into-soft-power-
vacuum-as-the-us-retreats-under-trump-89701
The Guardian (2018), China and US Reach “Consensus” on Reducing Trade Gap,
20/05/2018, https://www.theguardian.com/world/2018/may/20/china-and-us-reach-
consensus-on-reducing-trade-gap
108
Thorton Rod (2018), Current Russian and Chinese Ways of Warfare: The End (?) of
Military Violence in Peer-State Conflict, Defence in Depth, 17/01/2018,
https://defenceindepth.co/2018/01/17/current-russian-and-chinese-ways-of-warfare-
the-end-of-military-violence-in-peer-state-conflict/
Tvxs (2018), 2008: Πώς η Κρίση Ακινήτων των ΗΠΑ Εξελίχθηκε σε Παγκόσμια
Οικονομική Κρίση, 11/09/2018, https://m.tvxs.gr/mo/i/272464/f/news/kosmos/2008-
pos-i-krisi-akiniton-ton-ipa-ekselixthike-se-pagkosmia-oikonomiki-krisi.html
Tisdall Simon (2011), The Consesus on Intervention in Libya has Shattered, The
Guardian, 23/03/2011, http://tiny.cc/8t71bz
Vashishth Neha (2017), All You Need to Know About Shanghai Cooperation
Organisation, India Today, 07/06/2017, https://www.indiatoday.in/fyi/story/shanghai-
cooperation-organisation-pakistan-kashmir-china-sco-981500-2017-06-07#close-
overlay
Wong Sue-Lin & Martina Michael (2016), China Adopts Cyber Security Law in Face
of Oversees Opposition, Reuters, 07/11/2016, https://www.reuters.com/article/us-
china-parliament-cyber/china-adopts-cyber-security-law-in-face-of-overseas-
opposition-idUSKBN132049
Xinhua (2019), China Focus: China Issues Report on U.S. Human Rights Situation,
14/03/2019, http://www.xinhuanet.com/english/2019-03/14/c_137894687.htm
Αγγελόπουλος Γιώργος (2008), Κίνα: Από τον Κομφούκιο στον Μάο, ΤΑ ΝΕΑ,
09/08/2008, https://www.tanea.gr/2008/08/09/world/kina-apo-ton-komfoykio-ston-
mao/
109
ΑΝΚΟ (2017), Ευρωπαϊκή Επιχειρηματική Αποστολή στην Ταϊβάν 19-24/6/2017,
18/01/2017, http://www.anko.gr/index.php/el/2015-02-05-11-44-25/2015-02-20-11-
29-14/71-anko-2/461-evropaiki-epixeirimatiki-apostoli-stin-taivan-19-24-6-2017.html
ΑΠΕ-ΜΠΕ (2018), Τη Δική του Εκδοχή για την Εμπορική “Ανισορροπία” Κίνας-
ΗΠΑ Παρουσιάζει το Πρακτορείο Xinhua, Αθηναϊκό-Μακεδονικό Πρακτορείο
Ειδήσεων 28/03/2018, https://www.amna.gr/anaxinhua/article/243293/-Ti-diki-tou-
ekdochi-gia-tin-emporiki-anisorropia-Kinas-IPA-parousiazei-to-praktoreio-Xinhua
Έθνος (2019), Τραμπ: Νέες Απειλές για Δασμούς 300 δις. σε Κινέζικα Προϊόντα,
02/08/2019, https://www.ethnos.gr/kosmos/53582_tramp-nees-apeiles-gia-dasmoys-
300-dis-se-kinezika-proionta
Η Καθημερινή (2001), Σκληρή Γραμμή από την Ταϊβάν Έναντι της Κίνας,
24/08/2001, https://www.kathimerini.gr/98929/article/epikairothta/kosmos/sklhrh-
grammh-apo-thn-taivan-enanti-ths-kinas
110
Η Καθημερινή (2015), Σύγκρουση Κίνας-ΗΠΑ για τη Νότια Σινική Θάλασσα,
16/05/2015, http://www.kathimerini.com.cy/gr/kosmos/207061/?ctype=ar
Καΐρη Ελευθερία (2017), Νότια Σινική Θάλασσα: Μία Εμπόλεμη Ζώνη, Power
Politics, 21/03/2017, https://goo.gl/PEbgBZ
Νιζάμης Κωνσταντίνος (χ.χ.), Η Κινεζική Πυραυλική Δύναμη και ο Ρόλος της στην
Απόσυρση των ΗΠΑ από τη Συνθήκη INF, Ινστιτούτο Διεθνών Σχέσεων, Ημερομηνία
Προσπέλασης 20/08/2019, http://www.idis.gr/?p=5338
Ξενογιάννη Γιώτα (2013), Φαλούν Γκονγκ: Μία Σύγχρονη Γενοκτονία της Κινεζικής
Κυβέρνησης, Το Βήμα, 18/02/2013, http://tiny.cc/lr61bz
111
Λοίζου (2018), Δημοσκόπηση: Τουρκικά Εμπόδια και στο Μέλλον, Η Σημερινή της
Κυριακής, 04/03/2018, https://simerini.sigmalive.com/article/2018/3/4/demoskpese-
tourkika-empodia-kai-sto-mellon/
Πέππας Στέφανος (2016), Νότια Σινική Θάλασσα- Πεδίο Σύγκρουσης στο Άμεσο
Μέλλον;, Liberal, 04/09/2016, https://www.liberal.gr/arthro/74779/amyna--
diplomatia/2016/notia-siniki-thalassa---pedio-sugkrousis--sto-ameso-mellon.html
Ράπτης Κώστας (2018), Διεθνής Ανησυχία για τον Εμπορικό Πόλεμο ΗΠΑ-Κίνας
προ των Θυρών, Capital, 08/04/2018, http://www.capital.gr/agores/3284662/diethnis-
anisuxia-gia-ton-emporiko-polemo-ipa-kinas-pro-ton-thuron
Τσιάρας Γιώργος (2011), Ξέσπασε η Κατάρα του Φράγματος των Τριών Φαραγγιών,
Το Βήμα, 26/06/2011, https://www.tovima.gr/2011/06/26/world/ksespase-i-katara-toy-
fragmatos-twn-triwn-faraggiwn/
112