You are on page 1of 112

Πανεπιστήμιο Λευκωσίας

Διεθνείς Σχέσεις και Ευρωπαϊκές Σπουδές

Λευκωσία, Κύπρος

ΟΙ ΣΧΕΣΕΙΣ ΤΩΝ ΗΠΑ ΚΑΙ ΤΗΣ ΛΔΚ


ΥΠΟ ΤΟ ΠΡΙΣΜΑ ΤΗΣ ΡΕΑΛΙΣΤΙΚΗΣ
ΠΡΟΣΕΓΓΙΣΗΣ

ΤΗΣ

ΑΛΕΞΑΝΔΡΑΣ-ΜΑΡΙΑΣ ΤΡΑΓΚΑ

«Αυτό το έγγραφο υποβλήθηκε για την εκπλήρωση μέρους των απαιτήσεων του εξ'
αποστάσεως Μεταπτυχιακού Προγράμματος του Πανεπιστημίου Λευκωσίας στις
Διεθνείς και Ευρωπαϊκές Σπουδές (Σεπτέμβριος/2019)»

Μακεδονιτίσσης 46, CY-2417


Τ.Θ. 24005, CY-1700
Λευκωσία, Κύπρος
1
2
Μεταπτυχιακή Εργασία

Στις

Διεθνείς Σχέσεις και Ευρωπαϊκές Σπουδές


Της

Αλεξάνδρας-Μαρίας Τράγκα

«Υποβλήθηκε για μερική εκπλήρωση των απαιτήσεων του εξ' αποστάσεως


Μεταπτυχιακού Προγράμματος του Πανεπιστημίου Λευκωσίας στις Διεθνείς και
Ευρωπαϊκές Σπουδές»

Εγκρίθηκε από: Ημερομηνία έγκρισης:

……………………………… ………………………
(Όνομα)
(Θέση)

……………………………… ………………………
(Όνομα)
(Θέση)

……………………………… ………………………
(Όνομα)
(Πρόεδρος Τμήματος)

3
Ευχαριστίες
Ο Κομφούκιος παρακινούσε τα άτομα να ξεχνούν τους πόνους της ζωής, αλλά
ποτέ την καλοσύνη των ανθρώπων. Για την ολοκλήρωση αυτής της εργασίας,
στηρίχθηκα στην καλοσύνη πολλών.
Έτσι, θα ήθελα να ευχαριστήσω το Δρ. Μιχάλη Κοντό, Επίκουρο Καθηγητή
Διεθνών Σχέσεων του Τμήματος Πολιτικών Επιστημών και Διακυβέρνησης, της
Νομικής Σχολής του Πανεπιστημίου Λευκωσίας, όχι μόνο για την άριστη
συνεργασία, αλλά και για την ανοχή, σεβασμό και ανθρωπιά που επέδειξε κατά τη
διάρκεια εκπόνησης της παρούσας έρευνας.
Επίσης, ευχαριστώ, το σύνολο του εκπαιδευτικού προσωπικού του εξ'
αποστάσεως Μεταπτυχιακού Προγράμματος του Πανεπιστημίου Λευκωσίας στις
Διεθνείς και Ευρωπαϊκές Σπουδές, γιατί ήταν δίπλα μου, οδηγοί και συνοδοιπόροι
στο υπέροχο ταξίδι της γνώσης.
Το Μιχάλη Μούγια, ο οποίος συνέβαλλε τα μέγιστα στην ολοκλήρωση αυτού
του έργου και τους φίλους μου, που υπέμειναν στωικά τα ξενύχτια και την
απουσία μου.
Θέλω ακόμα να ευχαριστήσω τη μητέρα μου, Χριστίνα, τον πρώτο μεγάλο
δάσκαλο που συνάντησα στη ζωή μου. Την αγαπώ, τη σέβομαι, τη θαυμάζω και
την εκτιμώ.

4
Περίληψη
Ποιος μπορεί στο τέλος της δεύτερης δεκαετίας του 21ου αιώνα, να ισχυριστεί πώς
δεν έχει ακούσει να μιλούν για την Κίνα, αυτή την απρόβλεπτη και μυστηριώδη
χώρα, διοργανώτρια των Ολυμπιακών Αγώνων του 2008 και μέλος του
Παγκόσμιου Οργανισμού Εμπορίου (Bessière 2007, σ. 11); Δε χρειάζεται να είναι
κανείς έμπειρος μελετητής των Διεθνών Σχέσεων για να διαπιστώσει ότι η Λαϊκή
Δημοκρατία, με την κουλτούρα, την ιστορία, την πειθαρχία και την οικονομική
της ευρωστία (Χατζηγάκης & Χατζηγάκης 2010, σ. 133), απασχολεί τη διεθνή
συζήτηση (Leonard 2008, σ. 13). Σήμερα, ο δράκος της Ασίας, όχι μόνο προχωρά
αλματωδώς σε εντυπωσιακό βαθμό (Kennedy 1991, σ. 26), αλλά σύμφωνα με
τους περισσότερους αναλυτές, είναι μακροπρόθεσμα ο πιο σοβαρός διεκδικητής
της παγκόσμιας ηγεμονίας (Πετρόπουλος & Χουλιάρας 2014, σ. 11).
Η άνοδος της Κίνας αποτελεί λιγότερο το αποτέλεσμα της αύξησης της
στρατιωτικής της δύναμης από όσο το αποτέλεσμα της ανταγωνιστικής παρακμής
των Ηνωμένων Πολιτειών, που πηγάζει από παράγοντες όπως οι απαρχαιωμένες
υποδομές, η ανεπαρκής έμφαση στην Έρευνα και Ανάπτυξη και μια φαινομενικά
δυσλειτουργική κυβερνητική διαδικασία (Kissinger 2012). Τα καίρια ερευνητικά
ερωτήματα που εύλογα θέτουν οι θεωρητικοί των Διεθνών Σχέσεων -κατά
συνέπεια και η γράφουσα στο παρόν πόνημά της- είναι το εάν η αύξηση της
σχετικής ισχύος της Κίνας θα επηρεάσει τις σινο-αμερικανικές σχέσεις και το εάν
η μείωση της σχετικής ισχύος των Ηνωμένων Πολιτειών της Αμερικής και ο
συνεπακόλουθος φόβος τους για επιδείνωση της θέσης τους στο διεθνές σύστημα,
θα αυξήσουν την τάση βίαιης σύγκρουσης, της αμοιβαίας πυρηνικής αποτροπής
του ηλεκτρονικού και του υβριδικού πολέμου μεταξύ των δύο. Αν και η
συγγραφέας του παρόντος πονήματος, φρονεί ότι τα δύο κράτη, δεν πρόκειται να
εμπλακούν -τουλάχιστον βραχυπρόθεσμα- σε οιαδήποτε μορφής θερμή
σύγκρουση, καθώς θα προηγηθούν πόλεμοι δι’ αντιπροσώπων (proxy wars) με
την παράλληλη διεξαγωγή κάποιου τύπου «ψύχραιμου» ή «ατάραχου πολέμου»
(cool war), ωστόσο, οι απόψεις των διεθνολόγων και λοιπών ερευνητών,
διίστανται.
Ο Samuel Huntington, στο «The Clash of Civilizations», βλέπει την
πιθανότητα στρατιωτικής σύγκρουσης μεταξύ Κίνας και Ηνωμένων Πολιτειών ως
κορύφωση της αντιπαράθεσης μεταξύ Δυτικού και Ανατολικού πολιτισμού -ένα
σενάριο Ημέρας Κρίσεως-, που επαναλαμβάνεται στο βιβλίο των Richard
Bernstein και Ross H. Munro, «The Coming Conflict with China»
(Μουρδουκούτας & Arayma 2006, σ. 21). O Graham Allison, καθηγητής του
πανεπιστημίου του Harvard, υποστηρίζει πώς οι δύο υπερδυνάμεις, έχουν
εγκλωβιστεί σε μία «Θουκυδίδεια παγίδα», αντίστοιχη του Πελοποννησιακού
Πολέμου, η οποία προέκυψε εξαιτίας της ανόδου του αθηναϊκού ιμπεριαλισμού
και του φόβου που αυτός προκάλεσε στη Σπάρτη. Ο ιστορικός εκτιμά ότι η ίδια
δυναμική βρίσκεται σήμερα σε εξέλιξη και ότι οι δύο υπερδυνάμεις μπορεί να
εμπλακούν σε πόλεμο (Iefimerida 2018a). Τον κώδωνα του κινδύνου κρούει και ο
John Mearsheimer ο οποίος διατείνεται με βεβαιότητα ότι η άνοδος της ΛΔΚ δεν
πρόκειται να είναι ειρηνική και προειδοποιεί ότι ο ανταγωνισμός ασφάλειας
5
ανάμεσα στις ΗΠΑ και την Κίνα θα ενταθεί μέσα στα επόμενα χρόνια, με
πιθανότητα ένοπλης σύρραξης (Mearsheimer 2006, σ. 160). Αντίθετα, ο Zbigniew
Brzezinski. εξέφρασε την άποψη ότι η Αμερική θα πρέπει να μην εγκαταλείψει
την προσπάθεια χειρισμού της ΛΔΚ σε πλαίσια συνεργασίας, θέση, που βρίσκει
σύμφωνο και το Henry Kissinger. Η Κίνα, υπογραμμίζει ο τελευταίος, δεν έχει
δείξει στη μακρά ιστορία της ιμπεριαλιστική συμπεριφορά, εφόσον τα σύνορά της
δεν έχουν ουσιαστικά μεταβληθεί εδώ και 2.000 χρόνια (Χατζηγάκης &
Χατζηγάκης 2010, σ. 223). Και ο John Ikenberry, πιστεύει ότι το σημερινό
παγκοσμιοποιημένο σύστημα δεν ευνοεί μεγάλες πολεμικές συγκρούσεις
(Ikenberry 2008, σ. 32).
Σκοπός της ανά χείρας εργασίας, είναι η σύνταξη περιπτωσιολογικής μελέτης
για τον έλεγχο της ρεαλιστικής προσέγγισης με ιδιαίτερη έμφαση στη θεωρία του
κύκλου της ισχύος. Προς τούτο, αναμένεται να γίνει ιδιαίτερη μνεία στη
στρατιωτική, την οικονομική και την πολιτική ισχύ. Σε ό,τι αφορά στη σχετική
ισχύ, για την ερμηνεία της, θα αντληθούν στοιχεία από το «Perception and
Misperception in International Politics» του Robert Jervis και το άρθρο του
Gideon Rose «Neoclassical Realism and Theories of Foreign Policy»
συνδυαζόμενα με τη θεωρία περί διλήμματος ασφαλείας και τη Θουκυδίδεια
Παγίδα, όπως αυτή διατυπώθηκε στο βιβλίο του Graham Allison «Destined for
War». Για τον έλεγχο της προαναφερόμενης θεώρησης, έχει προκριθεί η κατά
Evera διαδικασία συμφωνίας τύπου 2, με παρατηρούμενο το ζεύγος Ηνωμένες
Πολιτείες της Αμερικής-Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας. Λαμβάνοντας υπόψη το
γεγονός ότι στη θεωρία του κύκλου της ισχύος, η σχετική ισχύς ενός κράτους,
αποτελεί την Ανεξάρτητη Μεταβλητή (ΑΜ) με Μεταβλητές Συνθήκης (ΜΣ) το
ΑΕΠ, το κατά κεφαλήν ΑΕΠ, το μέγεθος των Ενόπλων Δυνάμεων, τον Αμυντικό
Προϋπολογισμό, το Μέγεθος του Πληθυσμού και την Τεχνολογική Καινοτομία,
μπορεί να οδηγήσει στην Εξαρτημένη Μεταβλητή του πολέμου (ΕΜ) μέσω της
Παρεμβατικής Μεταβλητής (ΠΜ), της αντίληψης ενός κράτους για τη θέση του
στην ιεραρχία, μπορούμε να καταλήξουμε σε γενικευμένη συγκεκριμένη ερμηνεία
για την πιθανότητα πολέμου μεταξύ των ΗΠΑ και της Κίνας. Οι καταγραφές των
τιμών των Αιτιωδών Φαινομένων και των Προϋποτιθέμενων Φαινομένων θα
συλλεχθούν από αναφορές διεθνών οργανισμών και των κυβερνήσεων των δύο
κρατών, ενώ το Παρεμβαίνον Φαινόμενο, θα αναζητηθεί μέσα από τα πραγματικά
γεγονότα όπως αυτά εκφράζονται τόσο στις ομιλίες/δηλώσεις/Δελτία Τύπου των
εμπλεκόμενων κυβερνήσεων όσο και από την κάλυψη των τεκταινομένων από τα
Μέσα Μαζικής Ενημέρωσης και τις αναλύσεις-μελέτες επιφανών οικονομολόγων
και διεθνολόγων.
Το παρόν πόνημα, είναι δομημένο σε τέσσερα κεφάλαια. Το πρώτο κεφάλαιο,
αποτελεί μία θεωρητική περιδιάβαση στην έννοια της ισχύος, στην ανάλυση της
νεορεαλιστικής θεωρίας του κύκλου της ισχύος και της σύγκρισής της με την
κατά Organski θεωρία περί της μετατόπισης ισχύος. Το δεύτερο κεφάλαιο,
πραγματεύεται το τέλος της Pax Americana, όπως αυτή προκύπτει μέσα από την
οικονομική παρακμή των ΗΠΑ, την υποχώρηση της αμερικανικής στρατιωτικής
ισχύος και την άνοδο του πολιτικού αντι-αμερικανισμού. Το τρίτο κεφάλαιο, θα
μπορούσε να θεωρηθεί μία, τρόπον τινά, «ακτινογραφία» της Λαϊκής
Δημοκρατίας της Κίνας. Στο πλαίσιο της ανάλυσης προσεγγίζονται οι
6
Μεταβλητές Συνθήκης/συντελεστές ισχύος του δράκου της Ασίας, ήτοι η
οικονομική, η στρατιωτική, η ήπια ισχύς και οι διμερείς και πολυμερείς σχέσεις
του με τα λοιπά κράτη της υφηλίου. Το τέταρτο κεφάλαιο, τέλος, αναλύει τις
σινο-αμερικανικές σχέσεις υπό το πρίσμα της θεωρίας του κύκλου της ισχύος.
Στόχος, δεν είναι η απλή παράθεση και ανάλυση γεγονότων, αλλά η παροχή μίας
δυναμικής εικόνας, μέσω της διερεύνησης επί μέρους φαινομένων όπως η κρίση
του ’97, το Ζήτημα της Ταϊβάν, η αντιπαράθεση στη Νότια Σινική Θάλασσα και
το Σύμφωνο της Σαγκάης.

7
Πίνακας περιεχομένων

Ευχαριστίες .............................................................................................................................. 4

Περίληψη ................................................................................................................................. 5

Κατάλογος Εικόνων ............................................................................................................... 10

Κατάλογος Γραφημάτων ........................................................................................................ 11

Εισαγωγή: Το μετα-διπολικό διεθνές σύστημα ...................................................................... 12

Κεφάλαιο 1ο: H ρεαλιστική προσέγγιση και η θεωρία του κύκλου της ισχύος ....................... 14

1.1. Αντί εισαγωγής: Βασικές αρχές της ρεαλιστικής θεώρησης ........................................... 14

1.2. Έννοια και χαρακτηριστικά της ισχύος ........................................................................... 15

1.3. Βασικές αρχές της θεωρίας του κύκλου της ισχύος ......................................................... 19

1.4. Κύκλοι ή μετατοπίσεις ισχύος; ........................................................................................ 22

Κεφάλαιο 2ο: Η παρακμή της αμερικανικής ισχύος ............................................................... 25

2.1. Εισαγωγή: Το τέλος της Pax Americana ......................................................................... 25

2.2. Η οικονομική παρακμή της αυτοκρατορίας ..................................................................... 26

2.3. Η υποχώρηση της αμερικανικής στρατιωτικής ισχύος .................................................... 32

2.4. Η άνοδος του πολιτικού αντι-αμερικανισμού .................................................................. 37

Κεφάλαιο 3ο: Η άνοδος της Κίνας .......................................................................................... 42

3.1. Εισαγωγή: Η ακτινογραφία μίας (υπερ)δύναμης ............................................................. 42

3.2. Οι πυλώνες της κινεζικής ισχύος ..................................................................................... 43

3.2.1. Οικονομική ισχύς ......................................................................................................... 43

3.2.2. Στρατιωτική ισχύς ........................................................................................................ 48

3.2.3. Διμερείς και πολυμερείς σχέσεις ως συντελεστής ισχύος ............................................. 52

3.2.4. Ήπια ισχύς .................................................................................................................... 56

Κεφάλαιο 4ο: Οι σινο-αμερικανικές σχέσεις και η θεωρία του κύκλου της ισχύος................. 60

4.1. Εισαγωγή: Η μάχη των Γιγάντων .................................................................................... 60

4.2.Οι σινο-αμερικανικές σχέσεις υπό το πρίσμα της θεωρίας του κύκλου της ισχύος .......... 61

4.3. Η κρίση του ’97 και η επιρροή της στις σχέσεις ΗΠΑ-Κίνας.......................................... 70

4.4. Το Ζήτημα της Ταϊβάν και οι σινο-αμερικανικές σχέσεις ............................................... 76

4.5. Η αντιπαράθεση ΗΠΑ-Κίνας στη Νότια Σινική Θάλασσα .............................................. 81

4.6. Το Σύμφωνο της Σαγκάης και οι σινο-αμερικανικές σχέσεις .......................................... 87


8
Επίμετρο ................................................................................................................................. 93

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ.................................................................................................................... 96

9
Κατάλογος Εικόνων

Εικόνα 1 Ο παλαιός και ο νέος δρόμος του Μεταξιού σελ. 46


Εικόνα 2 Η Νότια Σινική Θάλασσα σε αριθμούς σελ. 82
Εικόνα 3 Οι διαφιλονικούμενες περιοχές σελ. 84
Εικόνα 4 Τα μέλη του Οργανισμού Συνεργασίας της Σαγκάης σελ. 89

10
Κατάλογος Γραφημάτων

Γράφημα 1 Ο κύκλος της ισχύος των μεγάλων δυνάμεων σελ. 20


Γράφημα 2 Σημεία καμπής για την πιθανή έναρξη ενός μεγάλου πολέμου σελ. 21
Γράφημα 3 Το προσωπικό των αμερικανικών Ενόπλων Δυνάμεων σελ. 35
Γράφημα 4 Σύγκριση Ενόπλων Δυνάμεων ΗΠΑ-Κίνας σελ. 50
Γράφημα 5 Η υποτίμηση των νομισμάτων των τίγρεων της Α. Ασίας σελ. 71
Γράφημα 6 Η ανάπτυξη της Ταϊβάν και του παγκόσμιου ΑΕΠ σελ. 77

11
Εισαγωγή: Το μετα-διπολικό διεθνές σύστημα
Ένα τεράστιο κενό ισχύος και εξουσίας, άφησε πίσω του η κατάρρευση του
σοσιαλιστικού μπλοκ, εφόσον η πτώση της μίας εκ των δύο υπερδυνάμεων, που
όχι μόνο είχε εγκλωβίσει στο δόγμα Brezhnev πληθώρα κρατών της Ανατολικής
Ευρώπης (Wallerstein 2005, σ. 102), αλλά συγκροτούσε και το διπολικό,
παραδοσιακό, βεστφαλικό, ψυχροπολεμικό σύστημα (Hooker 2014, σ. 14),
προσωρινά μόνο καλύφθηκε από τις Ηνωμένες Πολιτείες. Όπως τόνισε και ο Eric
Hobsbawm, η κατάρρευση της ΕΣΣΔ κατέστρεψε το σύστημα που είχε
σταθεροποιήσει τις διεθνείς σχέσεις για περίπου σαράντα χρόνια (Φούσκας 2009,
σ. 45), καθώς η πόλωση, συχνά μανιχαϊκή και ο μαραθώνιος εξοπλισμών μεταξύ
των δύο παικτών (Kennedy 1991, σ. 25), αντικαταστάθηκε από έναν αβέβαιο
κόσμο, όπου η μόνη αναγνωρίσιμη υπερδύναμη ήταν πλέον ο αγγλοσαξωνικός
άξονας (Φούσκας 2009, σ. 45). Όπως συνέβαινε με τις αυτοκρατορίες πριν τη
σύγχρονη εποχή, στη διάρκεια της δεκαετίας του ’90, η Pax Americana
διασφάλισε ένα διεθνές σύστημα που είχε σχετική ειρήνη και ασφάλεια, μέσω της
εφαρμογής των κανόνων μίας φιλελεύθερης διεθνούς οικονομικής τάξης δηλαδή
του ελεύθερου εμπορίου και της ελευθερίας της κίνησης κεφαλαίων (Gilpin
2007b, σ. 248). Ωστόσο οι Ηνωμένες Πολιτείες, δεν αρκέστηκαν στα κεκτημένα
από τον Ψυχρό Πόλεμο, αλλά εμφανίστηκαν ως αναθεωρητική δύναμη
προκειμένου να αξιοποιήσουν τη νίκη τους, προς όφελος των ιδίων και μόνο
(Walt 2007, σ. 11). Όργανο επιβολής και ικανοποίησης των συμφερόντων τους,
ήταν το ΝΑΤΟ, -η μακροβιότερη και ισχυρότερη ηγεμονική συμμαχία που
γνώρισε ποτέ ο κόσμος- το οποίο έπαψε να είναι μία περιφερειακή αμυντική
συμμαχία και αναδείχθηκε σε έναν παρεμβατικό φορέα αλλά και φορέα
υπερεθνικής προσέγγισης και ενοποίησης (Κουσκουβέλης 2010, σ. 247). Για να
το θέσουμε πιο απλά, για μία δεκαετία μόνο, το κατά Watson εκκρεμές,
εμφανίστηκε να μετακινείται προς τα πίσω, προς την κατεύθυνση της
μεγαλύτερης εξουσίας και τάξης, τόσο στρατηγικής, όσο και οικονομικής
(Watson 2010, σ. 522).
Αυτό όμως, που όμως είναι λιγότερο γνωστό -ή είναι πιο επώδυνο να γίνει
παραδεκτό λόγω των διαφόρων ιδεολογιών περί «αποδυνάμωσης του έθνους-
κράτους ενόψει της παγκοσμιοποίησης», είναι το γεγονός της ύπαρξης ενός
«πολύ-πολικού» κόσμου (Φούσκας 2008, σ. 12), δηλαδή η ύπαρξη και άλλων
μεγάλων δυνάμεων, μία σειρά από χώρες μεσαίου διαμετρήματος και πολλές
μικρότερες χώρες (Αρβανιτόπουλος 2003, σ. 15). Ήδη από το 1970, ο κόσμος
ήταν ήδη κατά κάποιο τρόπο τριπολικός από οικονομικής απόψεως, με ένα
βιομηχανικό κέντρο με έδρα τη Βόρεια Αμερική, ένα ευρωπαϊκό κέντρο με έδρα
τη Γερμανία και ένα ασιατικό κέντρο με έδρα την Ιαπωνία, η οποία ήταν τότε η
περιοχή με την πιο δυναμική ανάπτυξη παγκοσμίως (Tvxs 2013), ενώ το μερίδιο
του Τρίτου Κόσμου, στο συνολικό ακαθάριστο προϊόν, που πιεζόταν διαρκώς
προς τα κάτω μετά το Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, αποσυμπιεζόταν σταθερά (Kennedy
1991, σ. 25-26). Το παρόν σύστημα, περιλαμβάνει ένα Κοντσέρτο Δυνάμεων
(Watson 2010), που έχει αναλάβει τη διευθέτηση των διεθνών προβλημάτων όπως
στο Κουβέιτ και στο Κοσσυφοπέδιο, μετά από πρωτοβουλία της υπερδύναμης
12
αλλά και κατόπιν συνεννόησης με τις υπόλοιπες μεγάλες δυνάμεις, οι οποίες, σε
περίπτωση που διαφωνήσουν, έχουν τη δυνατότητα να φέρουν σημαντικά
προσκόμματα στη δράση των ΗΠΑ. Πολλές άλλωστε αιτίες ανταγωνισμών και
πολέμου διαχρονικά παραμένουν οι ίδιες, όπως η επιθυμία για αύξηση της ισχύος,
οι οικονομικοί ανταγωνισμοί, οι εθνικισμοί, οι πολιτισμικές και θρησκευτικές
αντιπαλότητες και οι εδαφικές διεκδικήσεις (Αρβανιτόπουλος 2003, σ. 101). Έτσι,
η Ρωσία είναι αποφασισμένη διατηρήσει τη θέση της στην περιοχή της Κασπίας
θάλασσας, στο Ιράν/Ιράκ, στα Βαλκάνια και στον Καύκασο (Φούσκας 2008, σ.
298), η Κίνα, με το μεγαλύτερο πληθυσμό και στρατό στον κόσμο και με το
μεγαλύτερο ΑΕΠ, να επεκτείνει έτι περαιτέρω την κυριαρχία της (Thomson 2017,
σ. 2), ενώ η Γερμανία, προωθεί μέσω της ΕΕ, τα οικονομικά της συμφέροντα,
πέραν των ορίων της Ευρώπης (Φούσκας 2008, σ. 298). Από την άλλη,
υποστηρίζει ο Huntington, το μεταψυχροπολεμικό διεθνές σύστημα δεν είναι ούτε
πολυπολικό, γιατί το πολυπολικό σύστημα χαρακτηρίζεται από την «ύπαρξη
πολλών μεγάλων δυνάμεων εφάμιλλης ισχύος που ανταγωνίζονται η μία την άλλη
από μεταβαλλόμενους σχηματισμούς» (Αρβανιτόπουλος 2003, σ. 91). Και αυτό
διότι στη νέα τάξη πραγμάτων, «όλοι οι καλοί χωράνε», μέχρι και τα αδύναμα-
αποτυχημένα κράτη της Αφρικής, της Μέσης Ανατολής και της περιφέρειας της
Ρωσίας (Hooker 2014, σ. 14). Τότε, πώς θα μπορούσαμε να χαρακτηρίσουμε το
παρόν διεθνές σύστημα; Με δεδομένη τη στενή σχέση ΗΠΑ-Ευρωπαϊκής Ένωσης
και κυρίως την αδυναμία αντισυσπείρωσης, το διεθνές σύστημα μπορεί να
χαρακτηριστεί ως μονοπολικό. Με δεδομένη ωστόσο την πολιτική και
στρατιωτική ανεξαρτησία της Ρωσίας, της Κίνας ή ακόμα και της Ινδίας, θα
μπορούσε να χαρακτηριστεί ως ηγεμονικό-πολυπολικό (Κουσκουβέλης 2010, σ.
253). Αναμφίβολα, διάγουμε μία περίοδο συστημικής ρευστότητας, καθώς
τρέχουσες εξελίξεις σε διάφορα ζητήματα διεθνούς πολιτικής ίσως διαμορφώσουν
αποφασιστικά τη δομή, αλλά και τη «διακυβέρνηση» του διεθνούς συστήματος
κατά τα χρόνια που ακολουθούν.

13
Κεφάλαιο 1ο: H ρεαλιστική προσέγγιση και η θεωρία
του κύκλου της ισχύος

1.1. Αντί εισαγωγής: Βασικές αρχές της ρεαλιστικής θεώρησης

Είμαι ρεαλιστής, περιμένω θαύματα.

Wayne W. Dyer

Την επαύριο του πέρατος του Ψυχρού Πολέμου, αλλά και καθ’ όλη τη διάρκεια
της δεκαετίας του 1990, η θεώρηση του ρεαλισμού, δέχθηκε μία ιδιαίτερα
σφοδρή κριτική, καθώς η συνεργασία και η αλληλεξάρτηση, απροσδόκητα,
ξεπέρασαν το δίλημμα ασφαλείας (Guzzini 2017, σ. 10). Με ρίζες που φθάνουν
έως το Θουκυδίδη, το Machiavelli, τον Hobbes και τον Clausewitz και
σύγχρονους εκπροσώπους τους Edward Carr, Hans Morgenthau, Nicholas
Spykman, Raymond Aron, Henry Kissinger, Zbigniew Brzezinski, Samuel
Huntington, Robert Gilpin, Stanley Hoffman και Stephen Krasneο, ο ρεαλισμός,
είναι η παλαιότερη και περισσότερο θεμελιωμένη θεώρηση, καθώς μετρά
παράδοση χιλιετιών. Οι διεθνολόγοι της ρεαλιστικής σχολής των Διεθνών
Σχέσεων, εστιάζουν κυρίως στα κράτη που βρίσκονται στο επίκεντρο του
διακρατικού συστήματος, τα ισχυρότερα κράτη και δη τις μεγάλες δυνάμεις.
Για τον Carr, το σωστό σημείο αφετηρίας, είναι η ύπαρξη βαθιά
αντικρουόμενων συμφερόντων, τόσο μεταξύ των κρατών, όσο και μεταξύ των
ανθρώπων (Jackson & Sorensen 2006, σ. 52 & 74). Για τον Morgenthau, η
ανθρώπινη φύση αποτελεί τη βάση των διεθνών σχέσεων. Με δεδομένο λοιπόν
πώς οι άνθρωποι κοιτούν το συμφέρον τους και επιζητούν την ισχύ έναντι των
υπολοίπων, είναι λογικό να αναπτύσσεται επιθετικότητα. Σύμφωνα με τον
Morgenthau: «Όποιος διαθέτει έστω και λίγη γνώση για την ανθρώπινη φύση θα
πειστεί ότι στο σύνολο της ιστορίας της ανθρωπότητας, το συμφέρον, είναι η
πρωτεύουσα αρχή. και πώς κάθε άνθρωπος, λιγότερο ή περισσότερο, βρίσκεται υπό
την επιρροή της» (Morgenthau 1993, σ. 14). Οι βασικές θεωρητικές ιδέες και
παραδοχές του ρεαλισμού, όπως διατυπώθηκαν από τον Kenneth Waltz, είναι:

Το διεθνές σύστημα είναι άναρχο και ανταγωνιστικό. Δεν υπάρχει παγκόσμια


κυβέρνηση. Αντίθετα, υπάρχει ένα σύστημα κυρίαρχων εξοπλισμένων κρατών,
αντιμέτωπων το ένα με το άλλο. Η διεθνής πολιτική λοιπόν, χαρακτηρίζεται από
αναρχία, όπου τα κράτη αγωνίζονται να αυξήσουν το μερίδιο της εξουσίας που
τους αναλογεί.
Τα κράτη είναι ορθολογικές οντότητες που συνυπολογίζουν το κόστος και το
όφελος των επιλογών τους και επιδιώκουν τη μεγιστοποίηση του κέρδους.
Ενεργούν με βάση το «εθνικό» τους συμφέρον. Το γεγονός πώς όλα τα κράτη
διαφυλάττουν το εθνικό τους συμφέρον, σημαίνει πώς οι άλλες χώρες και
κυβερνήσεις δεν μπορούν να χαίρουν ποτέ απόλυτης εμπιστοσύνης. Όλες οι
14
διεθνείς συμφωνίες είναι προσωρινές και μπορούν να λειτουργήσουν υπό την
προϋπόθεση ότι τα κράτη θα επιδείξουν τη βούλησή τους να τις τηρήσουν.
Με αυτή τη λογική λοιπόν, οι συνθήκες, συμφωνίες, κανόνες, νόμοι, έθιμα,
συμβάσεις κ.λπ. ανάμεσα στα κράτη αποτελούν απλά πρόσκαιρες διευθετήσεις,
που θα παραβιαστούν αν αποδειχθεί εν τέλει πώς αντίκεινται στα εθνικά
συμφέροντα των κρατών.
Τα κράτη στο άναρχο διεθνές σύστημα, αναγκάζονται να λάβουν μέτρα, για να
αυξήσουν την ασφάλειά τους, δηλαδή την επιβίωση, τη διατήρηση της εδαφικής
κυριαρχίας και της εθνικής ανεξαρτησίας/αυτονομίας τους (Μπόση 2014, σ. 28 &
29).

Συνεπώς, ο ρεαλισμός μπορεί να μας κατευθύνει στην εξέταση του ρόλου των
κρατών, στην πιθανολόγηση των συμφερόντων τους και στην παρατήρηση της
συμπεριφοράς τους με βάση τα εθνικά τους συμφέροντα και κυρίως τα
πρωταρχικώς ομολογούμενα συμφέροντα ασφαλείας και ισχύος. Στο ρεαλισμό,
στηρίζονται η θεωρία της ισορροπίας της ισχύος, η θεωρία περί σταθερότητας, η
θεωρία της (συμβατικής και πυρηνικής) αποτροπής, η θεωρία για την κούρσα των
εξοπλισμών, οι θεωρίες περί διεξαγωγής πολέμου, η θεωρία του κύκλου της
ισχύος (άνοδος και πτώση των μεγάλων δυνάμεων), οι θεωρίες περί ηγεμονίας και
οι θεωρίες περί συμμαχιών. Τέλος, λόγω του αξιωματικά δεσπόζοντος ρόλου του
κράτους στον κλασικό ρεαλισμό, μπορεί να στηριχθεί η κρατικοκεντρική
προσέγγιση στη διεθνή πολιτική οικονομία (Κουσκουβέλης 2010, σ. 62-64).

1.2. Έννοια και χαρακτηριστικά της ισχύος

Τὸ ἄρχειν ἥδιστον.

Αριστοτέλης

«Η ισχύς είναι σαν τον καιρό», γράφει ο Joseph Nye (Nye 2004a, σ. 1). Καθένας
εξαρτάται από αυτήν, όλοι μιλάνε γι’ αυτήν αλλά λίγοι την κατανοούν. Όπως
ακριβώς οι γεωργοί και μετεωρολόγοι προσπαθούν να προβλέψουν τον καιρό, οι
πολιτικοί ηγέτες και οι αναλυτές προσπαθούν να περιγράψουν και να προβλέψουν
τις αλλαγές στις σχέσεις ισχύος (Παρίσης 2011, σ. 25). Τι είναι όμως η ισχύς ή
πολιτική ισχύς; Είναι η εξουσία που κατέχει η πολιτική ηγεσία, η επιρροή που
ορισμένα άτομα μπορούν να ασκήσουν πάνω σε άλλα ή η ικανότητα που έχει ένας
δρών να επιτυγχάνει αυτό που επιθυμεί (Βαρβαρούσης 2004, σ. 202);
Στο πλέον βασικό επίπεδο, ο Hans Morgenthau, υποστήριζε ότι η πολιτική,
είναι ένας αγώνας για την απόκτηση εξουσίας πάνω στους ανθρώπους και
ανεξάρτητα από τον τελικό στόχο, η ισχύς είναι ο άμεσος σκοπός και οι τρόποι
απόκτησης, διατήρησης και επίδειξης της ισχύος καθορίζουν την τεχνική της
πολιτικής δράσης (Morgenthau 1965, σ. 195). Ο Max Weber αναφέρει ότι ισχύς
είναι η ικανότητα που έχει ένα κράτος να υπερασπίζει τα συμφέροντά του, να
υλοποιεί τους στόχους του, ανεξάρτητα αν τούτο έρχεται σε αντίθεση με τα
15
συμφέροντα άλλων δρώντων (Weber 1978, σ. 53). Ο Kenneth Waltz γράφει ότι,
κάποιος είναι ισχυρός στο μέτρο που επηρεάζει άλλους περισσότερο από ότι αυτοί
μπορούν να τον επηρεάσουν (Waltz 1979, σ. 195). Κατά το Harold Lasswell,
ισχύς είναι η συμμετοχή στη λήψη αποφάσεων (Lasswell & Kaplan 1951, σ. 241).
Κατά τον Karl Deutsch, είναι η δυνατότητα αλλαγής των αλλαγών, οι οποίες σε
διαφορετική περίπτωση δε θα επέρχονταν (Deutsch 1967, σ. 239). Υπέρτερος
όλων, ο Θουκυδίδης που αναγνώρισε, ίσως, περισσότερο από κάθε άλλον τη
βαρύτητα και το ρόλο που παίζει η ισχύς στις διεθνείς σχέσεις. Ήδη στο
εισαγωγικό του μέρος μας συμβουλεύει να εκτιμούμε την πραγματική δύναμη
ενός κράτους: «Θα πρέπει να εξετάζουμε τη συμπεριφορά των κρατών όχι από την
εξωτερική τους εμφάνιση, αλλά από τις πραγματικές τους δυνάμεις» (Θουκυδίδης
Α’ 10,3 1991, σ. 37).
Για να κατανοήσουμε την ισχύ στο πλαίσιο συγκεκριμένων πολιτικών
καταστάσεων του εσωτερικού ή του διεθνούς πολιτικού αγώνα, αλλά και για να
μελετήσουμε καλύτερα την έννοια και τη μορφή της, θα πρέπει να γνωρίζουμε
και, αν όχι, να επιχειρούμε να προσδιορίσουμε τα χαρακτηριστικά της: τον κάτοχο
της ισχύος, το μέγεθός της, τον τομέα δραστηριοτήτων στον οποίο μπορεί να
εφαρμοστεί, την αποτελεσματικότητά της, το σημείο ισορροπίας και το κόστος
χρήσης της (Κουσκουβέλης 2010). Η ισχύς ενός κράτους, μπορεί να μετρηθεί σε
στρατιωτική και οικονομική δύναμη αναλόγως των αποτελεσμάτων που αυτές
μπορεί να προκαλέσουν ενώ το μέγεθός της, υπάρχει πιθανότητα να προκαλέσει
δέος σε φίλους και αντιπάλους (Kaviani 2017, σ. 31). Συναφής με τον τομέα των
δραστηριοτήτων είναι η ένταση της ισχύος, η αποτελεσματικότητά της. Πράγματι
ένας συντελεστής ισχύος -όπως ο πληθυσμός, η γεωγραφία κ.λπ.-μπορεί να είναι
διαθέσιμος σε περισσότερα του ενός κράτη, χωρίς όμως να διαθέτουν όλα την ίδια
αποτελεσματικότητα στο να επιβάλλουν τη θέλησή τους στους κατά περίπτωση
τομείς διεθνών δραστηριοτήτων (Κουσκουβέλης 2010, σ. 145). Επιπλέον, η
αποτελεσματικότητα της ισχύος μπορεί να υπολογίζεται και με βάση το
αναμενόμενο κόστος της χρήσης της, υλικό και πολιτικό (π.χ. το κόστος της
χρήσης πυρηνικών όπλων) (Schweller 2016, σ. 2).
Ωστόσο, η ισχύς, δε μπορεί να προσδιοριστεί ως ένα απόλυτο μέγεθος καθ’ ότι
αυτή, είναι εγγενώς σχετική και ως εκ τούτου, αποτελεί μία εννοιολογική σφαίρα
που απομακρύνεται από την άμεση παραγωγή μετρήσιμων οικονομικών
αποτελεσμάτων. Ο Charles Doran τονίζει ότι η διεθνής συμπεριφορά ενός
κράτους, εξαρτάται από τη σύγκριση της απόλυτης ικανότητάς του (αριθμητής) με
την απόλυτη ικανότητα του συστήματος (παρονομαστής) στη σχετική αναλογία
ισχύος -με λίγα λόγια, τον τρέχοντα λόγο και την προβλεπόμενη μεταβολή του-
(Doran 2012a, σ. 76). Ο κυριότερος εκπρόσωπος του νεοκλασικού ρεαλισμού,
Gideon Rose, προσθέτει μία ακόμα παράμετρο: εάν λάβουμε υπόψη το γεγονός
ότι οι επιλογές της εξωτερικής πολιτικής γίνονται από πραγματικούς πολιτικούς
ηγέτες και ελίτ, οι αντιλήψεις των οποίων έχουν απόλυτη σημασία, μπορεί να
συναχθεί το συμπέρασμα ότι η εξωτερική πολιτική των κρατών, ενδέχεται να μην
παρακολουθεί απαραιτήτως τις αντικειμενικές τάσεις. Επιπλέον, οι ηγέτες και οι
ελίτ δεν έχουν πάντα την πλήρη ελευθερία να αποσπάσουν και να κατευθύνουν
τους εθνικούς τους πόρους όπως θα επιθυμούσαν. Επομένως, η ανάλυση για την
ισχύ, πρέπει να εξετάσει και τη δομή των κρατών, διότι αυτά επηρεάζουν το
16
ποσοστό των εθνικών πόρων που μπορούν να διατεθούν στην εξωτερική πολιτική
(Rose 1998, σ. 147). Και ο Robert Jervis, θεωρεί ότι πρέπει να ληφθούν υπόψη οι
έννοιες της γενναιοδωρίας και της ευγνωμοσύνης. Σύμφωνα με το Jervis, πολλοί
«ρεαλιστές» θα υποστήριζαν ότι μόνο ένας ανόητος πολιτικός θα επηρεαζόταν
από τα συναισθήματά του. Αλλά εάν προσδιορίσουμε τη γενναιοδωρία ως μία
περίπτωση όπου το κράτος Α δεν εκμεταλλεύεται την αδυναμία του κράτους Β
και ορίσουμε την ευγνωμοσύνη ως ένα παράδειγμα όπου το κράτος Β αντιδρά με
παρόμοιο τρόπο, αυτοί οι όροι μπορούν να περιγράψουν τη συμπεριφορά των
κρατών ακόμα και εάν εξαιρεθούν τα αλτρουιστικά κίνητρα (Jervis 2017, σ. 43).
Σε κάθε περίπτωση η ισχύς και οι συναφείς της έννοιες απορρέουν από
συντελεστές ισχύος. Στη βιβλιογραφία των Διεθνών Σχέσεων απαντά κανείς
πολλές προσπάθειες προσδιορισμού των συντελεστών ισχύος και δημιουργίας
καταλόγων. Ο Nicolas Spykman, προσφέρει έναν κατάλογο με δέκα συντελεστές
ισχύος: έκταση, φύση των συνόρων, πληθυσμό, πρώτες ύλες, οικονομική και
τεχνολογική ανάπτυξη, νομισματική ισχύ, εθνική ομοιογένεια, κοινωνική συνοχή,
πολιτική σταθερότητα και πολιτικό φρόνημα (Spykman 1942, σ. 19). Ο Πάρις
Βαρβαρούσης από την πλευρά του, δίνει έμφαση στη στρατιωτική ισχύ, τη
γεωπολιτική, τη δημογραφία, τους φυσικούς πόρους, την οικονομία, το εμπόριο
και τον πολιτισμικό παράγοντα (Βαρβαρούσης 2004). Εκ των ανωτέρω, δεν
υφίσταται ούτε ένας που να μην ασχολείται, με τη σκληρή, στρατιωτική ισχύ.
Η στρατιωτική ισχύς, είναι η υπέρτατη μορφή ισχύος στις Διεθνείς Σχέσεις, εν
τούτοις χρησιμοποιείται συνήθως ως έσχατο μέσο για την επίλυση διαφορών ή
τον προσδιορισμό των σχέσεων μεταξύ των κρατών (Βώκος 2008). Η
στρατιωτική καθαρά ισχύς εξαρτάται από το μέγεθος και κυρίως την οργάνωση
των ενόπλων του δυνάμεων, που είναι μία σύνθεση στελεχών, εξοπλισμών
(Κουσκουβέλης 2010, σ. 166) και των αμυντικών δαπανών (Παρίσης 2011, σ.
181). Κατά το Robert Gilpin, ιδιαίτερη έμφαση πρέπει να δοθεί και στην
αποτελεσματικότητα των συγκοινωνιών και των επικοινωνιών καθώς έχουν
βαθιές συνέπειες για τη χρήση στρατιωτικής ισχύος, τη φύση της πολιτικής
οργάνωσης και το πρότυπο των οικονομικών δραστηριοτήτων (Gilpin 2007b, σ.
106-107). Σε ό,τι αφορά στις στρατιωτικές καινοτομίες, -που κατά τη διάρκεια
του Ψυχρού Πολέμου αποκλήθηκαν ως RMA (Revolution in Military Affairs)
(Παρίσης 2011, σ. 47)- αυτές είναι σημαντικές, όταν αυξάνουν ή μειώνουν το
μέγεθος της περιοχής πάνω στην οποία είναι επικερδές να εκτείνει κανείς τη
στρατιωτική προστασία που παρέχει με αντάλλαγμα την αποκόμιση προσόδων
(Gilpin 2007b, σ. 112). Εδώ και περισσότερο από μία δεκαετία, ο όρος RMA
χρησιμοποιείται στη Δύση -κυρίως στις ΗΠΑ- προκειμένου να δηλωθούν οι
καινοτομίες που προήλθαν από τη μαζική χρήση των ηλεκτρονικών μέσων και της
πληροφορικής, στην οργάνωση, διοίκηση και έλεγχο των στρατιωτικών
δυνάμεων, το χειρισμό και την κατεύθυνση των οπλικών συστημάτων καθώς και
στη διεξαγωγή των επιχειρήσεων.
Η οικονομική ισχύς αποτελεί το θεμέλιο της στρατιωτικής ισχύος και
απαραίτητη προϋπόθεση για τη μακροπρόθεσμη ανάπτυξη της δεύτερης (Παρίσης
2011, σ. 169). Ο Raymond Aron γράφει πώς «δεν υπάρχει μεγάλος σύγχρονος
στρατός χωρίς βιομηχανία» (Aron 2003, σ. 75). Αναλόγως, το ιστορικό αρχείο

17
υπαινίσσεται ότι υπάρχει, σε τελική ανάλυση, μία πολύ ξεκάθαρη σχέση ανάμεσα
στην οικονομική άνοδο και πτώση μίας μεμονωμένης μεγάλης δύναμης και στην
ανάπτυξη και παρακμή της ως σημαντικής στρατιωτικής δύναμης (ή παγκόσμιας
αυτοκρατορίας) (Kennedy 1991, σ. 28). Τα οικονομικά συμφέροντα όμως και οι
οικονομικοί υπολογισμοί, παίζουν αυξημένο ρόλο και στον καθορισμό της
εξωτερικής πολιτικής εφόσον ο αγώνας για ισχύ και η επιθυμία για οικονομικό
κέρδος είναι άρρηκτα συνδεδεμένα (DeAnne 1987, σ. 376). Η ποσοτικοποίηση
της οικονομικής ισχύος παρουσιάζει τις δικές της δυσκολίες. Ο πιο εύχρηστος και
διαδεδομένος δείκτης είναι το Ακαθάριστο Εγχώριο Προϊόν (ΑΕΠ) που μετράει
το σύνολο των προϊόντων και των υπηρεσιών που παράγονται και
ανταλλάσσονται έναντι χρηματικών ποσών σε μία χώρα. Το ΑΕΠ, ενσωματώνει
τη δημογραφία και το επίπεδο ανάπτυξης. Παρά τις ατέλειές του, αποτελεί τον
καταλληλότερο δείκτη για την εκτίμηση του διεθνούς καταμερισμού οικονομικής
ισχύος (Παπασωτηρίου 2009, σ. 38).
Σύμφωνα με το Robert Gilpin, το διεθνές πολιτικό σύστημα και σύστημα
ασφαλείας παρέχουν το απαραίτητο πλαίσιο εντός του οποίου λειτουργεί η
διεθνής οικονομία. Από την άλλη, οι εθνικές και οι διεθνείς οικονομίες παράγουν
τον πλούτο ο οποίος αποτελεί το θεμέλιο του διεθνούς πολιτικού συστήματος. Οι
πολιτικές αλλαγές συχνά υπονομεύουν τη σταθερότητά του και μπορούν ακόμη
να οδηγήσουν σε διεθνή σύρραξη (Gilpin 2007b). Για την αποτροπή αυτού του
ενδεχομένου, κάθε μονάδα, επιδιώκει να αυξήσει την ισχύ της προκειμένου να
επιτύχει την επονομαζόμενη από το Hendley Bull ισορροπία ισχύος, ήτοι μία
κατανομή ισχύος που να μην επιτρέπει σε κανένα κράτος να βρεθεί σε θέση
υπεροχής, ώστε να μπορεί να επιβάλει τη βούλησή του στα άλλα (Bull 1995, σ.
189). Ως εκ τούτου, η σύναψη συμμαχιών με τρίτα κράτη με στόχο την
εξισορρόπηση του αντιπάλου (Λοϊζου 2018) και την ενίσχυση του ίδιου του
κράτους, η απόκτηση σφαιρών επιρροής (spheres of influence) (Gardner 1993), η
δημιουργία ενδιάμεσων ουδέτερων ζωνών (buffer zones) (Beehner & Meibauer
2016) και η απόκτηση πυρηνικών όπλων λόγω της αμοιβαίως εξασφαλισμένης
καταστροφής (Mutual Assured Destruction-MAD) (Παρίσης 2011, σ. 158), είναι
καθοριστικής σημασίας. Πάρα ταύτα, οδηγούν, στο παράδοξο του λεγόμενου
«διλήμματος ασφαλείας» (security dilemma), σύμφωνα με το οποίο η ενίσχυση
της άμυνας ενός κράτους προσλαμβάνεται από άλλα κράτη ως επιθετική κίνηση,
προκαλώντας έτσι ένα φαύλο κύκλο εξοπλισμών που εντείνει, αντί να ενισχύει,
την αίσθηση ανασφάλειας και κατά συνέπεια το ενδεχόμενο πολέμου (Jervis
1978, σ. 174-175). Δεν υπάρχει διέξοδος από το διεθνές δίλημμα ασφαλείας
αντίστοιχη με αυτήν που προαναφέραμε σε προσωπικό επίπεδο, καθότι είναι
αδύνατο να δημιουργηθεί ένα παγκόσμιο κράτος ή μία οικουμενική
διακυβέρνηση. Και αυτό διότι αντίθετα με τους ανθρώπους στη φυσική
κατάσταση, τα κυρίαρχα κράτη δεν είναι διατεθειμένα να απεμπολήσουν την
ανεξαρτησία τους, ως αντάλλαγμα για κάποια νεφελώδη εγγύηση ασφαλείας
(Jackson & Sorensen 2006, σ. 120).

18
1.3. Βασικές αρχές της θεωρίας του κύκλου της ισχύος

Του κύκλου τα γυρίσματα που ανεβοκατεβαίνου


και του τροχού που ώρες ψηλά κι ώρες στα βάθη πηαίνου.

Βιτσέντζος Κορνάρος

Η ιστορία της ανθρωπότητας διαμορφώνεται από γραμμικές και κυκλικές


εξελίξεις. Οι γραμμικές εξελίξεις -όπως η πρόοδος της επιστήμης-, απορρέουν
κυρίως από τη συνεχή μετατόπιση προς ολοένα πιο ορθολογικές προσεγγίσεις στα
προβλήματα που την απασχολούν. Οι κυκλικές εξελίξεις αφορούν
επαναλαμβανόμενα φαινόμενα στις ανθρώπινες υποθέσεις. Η άνοδος και η πτώση
των μεγάλων δυνάμεων, αποτελεί το πιο βαρυσήμαντο διαχρονικό παράδειγμα
κυκλικής εξέλιξης στην παγκόσμια ιστορία (Παπασωτηρίου 2009, σ. 13).
Βασιζόμενος σε αυτό το αξίωμα, ο καθηγητής Διεθνών Σχέσεων του
Πανεπιστημίου Johns Hopkins, Charles Doran, επιχείρησε το 1964, με την
εισαγωγή της θεωρίας του κύκλου της ισχύος, όχι μόνο να εξηγήσει το πώς οι
μεταβολές της ισχύος στο σύστημα, οδηγούν στην ακμή και την παρακμή των
κρατών (Midlarsky 2000, σ. 334-335) αλλά, σε αντίθεση με τη θεωρία περί
ισορροπίας ισχύος, η οποία βασίζεται στη γραμμικότητα και λειτουργεί στατικά,
να επιφέρει μία τομή, να αναλύσει ένα κάθετο επίπεδο, προσθέτοντας τον
παράγοντα «χρόνο», ώστε να αναδείξει την αδιάκοπη κινητικότητα των κρατών
(Κουσκουβέλης 1997, σ. 125). Με λίγα λόγια, ο Doran υποστηρίζει ότι το κράτος,
διέρχεται από σειρά -διαδοχικών- φάσεων σχετικής ισχύος και θέσης στην
ιεραρχία του διεθνούς συστήματος. Η διαρκής μετάβαση του κράτους από τη μία
φάση στην άλλη για μεγάλες χρονικές περιόδους, επηρεάζει την εξωτερική
πολιτική του και ειδικότερα την τάση του να εμπλακεί σε ηγεμονικό πόλεμο
(“major war") (Doran, 1983, σ. 165), στα χαρακτηριστικά του οποίου
περιλαμβάνονται η μεγάλη ένταση -δηλαδή ο υψηλός δείκτης απωλειών στο πεδίο
της μάχης-, η μεγάλη διάρκεια -δηλαδή η πολύμηνη διάρκεια εχθροπραξιών- και
το μεγάλο μέγεθος -δηλαδή ο αριθμός των κρατών που εμπλέκονται στην
πολεμική σύγκρουση- (Κουσκουβέλης 1997, σ. 124). Προκειμένου να διεξαχθεί
ανάλυση των διεθνών παραγόντων και να προβλεφθεί η μελλοντική άνοδος ή
πτώση τους -και κατά συνέπεια η πιθανότητα διεξαγωγής ηγεμονικού πολέμου-, η
θεωρία απαιτεί από τον αναλυτή να καθορίσει ως βασικό πλαίσιο αναφοράς,
πρώτα το εξεταζόμενο σύστημα, τους συντελεστές του συστήματος αυτού (μαζί
με τα έτη εισόδου και εξόδου τους), τις συγκεκριμένες υλικές δυνατότητες που
περιλαμβάνονται στην αξιολόγηση της ισχύος (Kissane 2005, σ. 108) -όπως το
ΑΕΠ, το μέγεθος των ενόπλων δυνάμεων, οι αμυντικές δαπάνες, το μέγεθος του
πληθυσμού και η τεχνολογική καινοτομία (Doran 2012b)- και το είδος των
συμμαχικών συνασπισμών (Κουσκουβέλης 1997, σ. 120).

19
Ο κύκλος της ισχύος των μεγάλων δυνάμεων
[Πηγή: https://goo.gl/Hykczh]

Ο Doran έχει δύο θεμελιώδεις αρχές που χρησιμοποιούνται για τον καθορισμό
του κύκλου ισχύος και των μεταβάσεών του. Αυτές οι αρχές χρησιμοποιούνται για
να εξηγήσουν «τι θέτει σε κίνηση του κύκλους και ποιες είναι οι ιδιομορφίες της μη
γραμμικότητας της σχετικής αλλαγής ισχύος» (Pepe & Krolik 2017, σ. 21). Η
πρώτη θεμελιώδης αρχή της θεωρίας του κύκλου της ισχύος, είναι κομψή στην
απλότητά της: Το μερίδιο ισχύος ενός κράτους, θα αυξηθεί όταν ο ρυθμός
ανάπτυξής του είναι μεγαλύτερος από τους περιορισμούς που θέτει το σύστημα.
Επιπλέον, ένα κράτος θα αναπτυχθεί γρηγορότερα όταν ενεργοποιηθεί η αλλαγή
των κύκλων της ισχύος όλων των μελών του διεθνούς συστήματος (Midlarsky
2000, σ. 336). Η δεύτερη θεμελιώδης αρχή του κύκλου της ισχύος εξηγεί ότι
ακόμη και όταν οι διαφορετικοί ρυθμοί ανάπτυξης ενός κράτους παραμείνουν
αμετάβλητοι σε όλο το σύστημα, η σχετική αύξηση ισχύος του κράτους θα
επιταχυνθεί μόνο για λίγο και στη συνέχεια θα αρχίσει (στο σημείο F) λόγω των
ορίων του συστήματος (πεπερασμός συστημικού μεριδίου), μετά από μία σύντομη
άνοδο (Ζ) μία στροφή στη σχετική παρακμή. Ομοίως, η επιτάχυνση της παρακμής
θα αρχίσει (στο σημείο καμπής L) να επιβραδύνεται σε ένα ελάχιστο επίπεδο.
Αυτή η αρχή εξηγεί τα όρια του συστήματος λόγω της ανταγωνιστικότητας του
μεριδίου ισχύος και ορίζει τα τέσσερα σημεία καμπής, που σχετίζονται με τις
αβεβαιότητες και ανασφάλειες των εθνών (Pepe & Krolik 2017, σ. 21) και τη
διεξαγωγή ενός ηγεμονικού πολέμου (Hülser 2013, σ. 8). Σύμφωνα με το Doran
«ο κίνδυνος επίσπευσης της εκτεταμένης πολεμικής σύρραξης είναι μεγαλύτερος σε
τέσσερα σημεία του κύκλου». Τα σημεία αυτά είναι «τα δύο σημεία καμπής στις δύο
πλευρές του κύκλου και το κατώτερο και ανώτερο σημείο του» (Κουσκουβέλης
2010, σ. 351). Και αυτό, διότι η πρώτη καμπή και τα ανώτερα σημεία καμπής
δημιουργούν αμφιβολίες ως προς το εάν το κράτος μπορεί να αναλάβει όλους
τους στόχους εξωτερικής πολιτικής που έχει προβλέψει για τις επόμενες γενιές. Η
ανατροπή στην τάση των προσδοκιών αποτελεί σοκ για τους λήπτες αποφάσεων,
οι οποίοι πρέπει να αντιμετωπίσουν ξαφνικά τόσο τα αναπόφευκτα όρια του
συστήματος όσο και τη μνημειώδη αβεβαιότητα, καθότι δεν γνωρίζουν σε ποιες
ενέργειες πρέπει να προβούν προκειμένου το κράτος του οποίου ηγούνται, να
προσαρμοστεί στις νέες καταστάσεις που προκύπτουν (Κουσκουβέλης 1997, σ.
125).
20
Σημεία καμπής κατά τα οποία είναι πιθανή η έναρξη ενός μεγάλου πολέμου
[Πηγή: https://goo.gl/Hykczh]

Γιατί η αντιστροφή στις προσδοκίες έρχεται σα σοκ (Midlarsky 2000, σ. 341);


Μία γραμμή, που εφάπτεται στην καμπύλη της ισχύος, προβάλλει την πρότερη
εξωτερική πολιτική του κράτους. Καθώς αυτή η εφαπτόμενη (προβολή) κινείται
κατά μήκος του κύκλου μίας νέας ανερχόμενης δύναμης, γίνεται όλο και πιο
απότομη, υποδηλώνοντας ακόμη μεγαλύτερες μελλοντικές προοπτικές. Κάθε
απομάκρυνση από το παρελθόν, δημιουργεί μεγαλύτερες προσδοκίες για το
μέλλον. Η τροχιά των μελλοντικών προσδοκιών της εξωτερικής πολιτικής
σταματά να στρέφεται προς τα αριστερά και μετατοπίζεται απότομα και
αναξιόπιστα προς τα δεξιά. Τότε, εμφανίζεται μία ασυνέχεια στις προσδοκίες για
το μελλοντικό ρόλο της εξωτερικής πολιτικής δεδομένου ότι όλα όσα σκέφτηκε
προηγουμένως η κυβέρνηση για τις μελλοντικές προοπτικές της, αποδεικνύονται
ξαφνικά λάθος (Doran 2012b). Το να ανακαλυφθεί ξαφνικά αυτή η μνημειώδης
αλλαγή στη μοίρα ενός κράτους, είναι ανησυχητικό για κάθε κυβέρνηση διότι όσο
μεγαλύτερος είναι ο παγκόσμιος ρόλος που έχει αναλάβει το κράτος, τόσο
περισσότερο διακυβεύεται το κρίσιμο σημείο και τόσο πιο δύσκολη είναι η
μελλοντική του προσαρμογή. Αντιστοίχως, το αναπτυσσόμενο κράτος, είναι
πιθανό να υποκύψει στον πειρασμό της αναβαλλόμενης ικανοποίησης, δηλαδή το
δίλημμα για το εάν θα πρέπει να αναλάβει τον ηγεμονικό του ρόλο τώρα ή
αργότερα, με τους δικούς του όρους, χωρίς ανταγωνισμό (Midlarsky 2000, σ.
348). Έτσι, οι λήπτες αποφάσεων, γίνονται ιδιαίτερα ευάλωτοι στην υπερβολική
αντίδραση, στην εσφαλμένη αντίληψη και στην αύξηση της χρήσης της ισχύος
ενώ η τάση τους να ξεκινήσουν ή να ανταποκριθούν σε επιθετικές ενέργειες, είναι
πολύ μεγαλύτερη από ό,τι άλλες φορές στο παρελθόν (Hebron, Patrick & Rudy
2007, σ. 4).
Ωστόσο, ο πόλεμος, δεν είναι σίγουρο ότι θα συμβεί (Hülser 2013, σ. 8),
εφόσον είναι δυνατόν ένα κράτος να είναι διαχρονικά ισχυρό σε επίπεδο διεθνούς
συστήματος, χωρίς να παίζει πάντα ηγεμονικό ρόλο σε αυτό, όπως η
Ρωσία/ΕΣΣΔ/Ρωσία ή να επιθυμεί να παίξει ρόλο σε αυτό όπως οι ΗΠΑ σε
21
περιόδους της ιστορίας τους. Το δεύτερο ζήτημα είναι αν κατά την καθοδική
πορεία τους οι φθίνουσες ηγεμονικές δυνάμεις κάνουν πόλεμο. Τουλάχιστον στον
20ό αιώνα το Ηνωμένο Βασίλειο παρέδωσε τα σκήπτρα στις ΗΠΑ, ενώ η
ΕΣΣΔ/Ρωσία δεν προσέφυγαν σε πόλεμο κατά τη στιγμή της συρρίκνωσης της
ευρύτερης αυτοκρατορίας (Κουσκουβέλης 2010, σ. 352). Ο Chui πιστεύει ότι το
πέρασμα από τα σημεία καμπής αυξάνει μάλλον την πιθανότητα συμμαχιών
μεταξύ των εθνών, καθώς αισθάνονται την ανάγκη σταθεροποίησης του διεθνούς
περιβάλλοντος. Αυτό το αποτέλεσμα, μπορεί να οφείλεται στο γεγονός ότι η
απόφαση να ενταχθεί σε μια συμμαχία μπορεί να είναι πολύ πιο εύκολη από την
απόφαση για τη διεξαγωγή του πολέμου. Με τα πορίσματα τούτα, ο Chui
εξακολουθεί να υποστηρίζει τη θεωρία του κύκλου της ισχύος, καθώς το πέρασμα
από τα σημεία καμπής αυξάνει την ανάγκη για ασφάλεια και σταθερότητα που με
τη σειρά του υποδηλώνει ότι αυτές οι φάσεις συνδέονται με μεγαλύτερες
αβεβαιότητες και απειλές για την ασφάλεια (Hülser 2013, σ. 8).
Η θεωρία του κύκλου της ισχύος, είναι επομένως μία θεωρία για τη
μεταβαλλόμενη δομή του διεθνούς συστήματος και του μη γραμμικού προτύπου
της αύξησης και της μείωσης της σχετικής ισχύος ενός κράτους που περιλαμβάνει
αυτή τη μεταβαλλόμενη δομή (Midlarsky 2000, σ. 340). Αυτή η μοναδική
«δυναμική κατάσταση» του κράτους και του συστήματος καθορίζει τον αριθμό
των παικτών στο κεντρικό σύστημα και ποιος παίκτης έχει την εξουσία όταν και
πώς οι κανόνες της ισορροπίας αρχίσουν να εμφανίζονται. Τα ανερχόμενα και τα
φθίνοντα κράτη αλληλεπιδρούν, συνεργάζονται και ανταγωνίζονται το ένα το
άλλο (Doran 2012b). Η Σπάρτη και η Αθήνα, η Μακεδονία και η Ρώμη, το
Βυζάντιο και οι Άραβες, η Οθωμανική Αυτοκρατορία και η Ισπανία, η Κίνα και η
Ιαπωνία ή οι ΗΠΑ με την Ιαπωνία στην Άπω Ανατολή (Κουσκουβέλης 2010, σ.
351-352), θα είναι εδώ για να μας θυμίζουν τους ξεχωριστούς, αδυσώπητους και
ανθεκτικούς κύκλους ισχύος μεμονωμένων κρατών του κεντρικού συστήματος,
που σαρώθηκαν από τις παλίρροιες της ιστορίας (Doran 2012b).

1.4. Κύκλοι ή μετατοπίσεις ισχύος;

Πόλεμος πάντων μὲν πατήρ ἐστι, πάντων δὲ βασιλεύς.

Ηράκλειτος

Η ανάλυση των αιτιών των διεθνών συγκρούσεων, είναι ένα από τα πιο σημαντικά
προβλήματα που καλούνται να αντιμετωπίσουν οι κοινωνικές επιστήμες.
Λαμβάνοντας υπόψη τη δυναμική της ισχύος, ένα ευρύ φάσμα θεωριών έχει
δημιουργηθεί για να μετρήσει τη σύγκρουση, την κρίση και τον πόλεμο (Hebron,
Patrick & Rudy 2007, σ. 1). Διαφορετική από τη θεωρία του Doran, μία ιδιαίτερη
έννοια, αυτή της «μετατόπισης ισχύος» έχει μία μακρά και οικεία παράδοση στην
επιστημονική βιβλιογραφία για τη διπλωματική ιστορία και την ισορροπία της
ισχύος. Εκεί, ο όρος «μετατόπιση» συχνά υποδηλώνει, λόγω της αλλαγής στην

22
ισότητα μεταξύ των κρατών, μία μεταβολή στην ίδια την ισορροπία (Doran &
Mellon 2009, σ. 1).
O Robert Gilpin, στο εμβληματικό έργο του «Πόλεμος και Αλλαγή στη Διεθνή
Πολιτική», υποστήριξε ότι «η ανισορροπία στο διεθνές σύστημα οφείλεται σε μία
αυξανόμενη διάσταση ανάμεσα στην υφιστάμενη διακυβέρνηση του συστήματος και
στην ανακατανομή της ισχύος στο σύστημα αυτό». Παρότι η ιεραρχία του γοήτρου,
η κατανομή εδαφών, οι κανόνες του συστήματος και η διεθνής κατανομή
εργασίας συνεχίζουν να ευνοούν την παραδοσιακή κυρίαρχη δύναμη ή δυνάμεις,
η βάση ισχύος στην οποία σε τελική ανάλυση στηρίζεται η διακυβέρνηση του
συστήματος έχει διαβρωθεί λόγω της διαφορετικής μεγέθυνσης και ανάπτυξης
μεταξύ των κρατών (Gilpin 2007b, σ. 313). Ως εκ τούτου, αποτελεί καθοριστικό
και αδυσώπητο μηχανισμό, που κρίνει τις τύχες των δυνάμεων και των λαών.
Όπως διαπίστωνε ο Mackinder το 1919, «οι μεγάλοι πόλεμοι της ιστορίας -τους
τελευταίους αιώνες είχαμε έναν παγκόσμιο πόλεμο σχεδόν κάθε εκατό χρόνια- είναι
το αποτέλεσμα, άμεσο ή έμμεσο, της άνισης ανάπτυξης των εθνών»
(Παπασωτηρίου 2009, σ. 17).
Κατά τον Kenneth Waltz, «η δομή ενός συστήματος μεταβάλλεται, όταν
υπάρχουν αλλαγές στην κατανομή της ισχύος μεταξύ των μονάδων του συστήματος»
(Waltz 1979, σ. 97), ενώ o Mearsheimer, συσχετίζει την ανοδική πορεία της
ισχύος μίας ανερχόμενης δύναμης με την προβολή αναθεωρητικών βλέψεων ως
προς τον επαναπροσδιορισμό των κανόνων του παιχνιδιού και την αναδιάταξη της
διεθνούς καθεστηκυίας τάξης πραγμάτων. Ειδικότερα, η μεταβολή στην κατανομή
ισχύος προέρχεται, συνήθως, από αλλαγές στην παραγωγική διαδικασία που
ευνοούν τη μεγέθυνση της οικονομίας. Μ’ αυτό τον τρόπο συντελείται μία
διαδικασία βαθμιαίας μετάβασης ισχύος η οποία, όμως, κυοφορεί μία δομικά
άνιση κατάσταση μεταξύ των προνομίων που απολαμβάνουν οι κατεστημένες
δυνάμεις ως απόρροια της θετικής προς τα συμφέροντά τους διεθνούς τάξης, που
οι ίδιες έχουν διαμορφώσει και των μειονεκτημάτων που έχουν οι ανερχόμενες
δυνάμεις, λόγω του γεγονότος ότι καλούνται να αποδεχθούν μία διεθνή τάξη η
οποία δεν τις ευνοεί. Το αποτέλεσμα είναι ότι αναπτύσσονται οξύτατες εντάσεις
και διαμάχες, με οριστική κατάληξη τον πόλεμο (Πετρόπουλος & Χουλιάρας
2014, σ. 84).
Μία παρόμοια αντίληψη με τους προαναφερομένους, σχετικά με την
ισορροπία και κατανομή ισχύος, υιοθέτησε ο A.F.K. Organski (Κουσκουβέλης
1997, σ. 123). Χρησιμοποιώντας μία πυραμίδα, ο Organski, περιγράφει το διεθνές
σύστημα με όρους κατανομής ισχύος, με μερικά ισχυρά κράτη στην κορυφή και
πολλά αδύναμα στη βάση. Το ισχυρότερο κράτος, η κυρίαρχη δύναμη, καθιερώνει
και διατηρεί το status quo για να προωθήσει τα μακροπρόθεσμα συμφέροντά του.
Τα κράτη που επωφελούνται από το status quo, θα ικανοποιηθούν με το σύστημα
και ο πόλεμος μεταξύ τους δεν είναι πιθανός. Τα κράτη που δεν επωφελούνται
από το διεθνές σύστημα ή δεν είναι ικανοποιημένα από αυτό για κάποιο άλλο
λόγο, μπορεί να επιχειρήσουν να αμφισβητήσουν την ηγετική ικανότητα του
κυρίαρχου κράτους. Και επειδή τα αδύναμα κράτη έχουν ελάχιστες πιθανότητες
να νικήσουν το κυρίαρχο κράτος στο διεθνές σύστημα, ένας αμφισβητίας πρέπει
να επιτύχει ισοτιμία ισχύος με το κυρίαρχο κράτος (Hebron, Patrick & Rudy 2007,

23
σ. 6). Με λίγα λόγια, ο Organski, υπαινίσσεται ότι η ιεραρχία δεν είναι
απαραίτητη για τη «σταθερότητα», αλλά είναι αναγκαία για την επίτευξη της
«στοχαστικής ισορροπίας». Ιεραρχία σημαίνει «ύπαρξη σημαντικής διαφοράς όσον
αφορά την ισχύ μεταξύ των κρατών, τέτοια που να υπάρχει μία μεγάλη διαφορά
μεταξύ του ισχυρότερου και του ασθενέστερου κράτους στο εσωτερικό μίας
συγκεκριμένης διεθνούς συγκεντρωτικής συμμαχίας ή στο εσωτερικό μίας χαλαρής
αυτοκρατορίας». Η προϋπόθεση αυτή συμβάλλει στην επίλυση των διαφορών και
στην αποφυγή πόλωσης. Βοηθά επίσης τις μεγάλες δυνάμεις να αισθάνονται
ασφαλείς, όταν βρίσκονται επικεφαλής μίας ομάδας (Κουσκουβέλης 1997, σ.
125).
Εάν μπαίναμε σε διαδικασία σύγκρισης μεταξύ των θεωριών περί κύκλου της
ισχύος και μετατόπισης ισχύος, θα διαπιστώναμε ότι τόσο ο Doran, όσο και ο
Organski, παρέχουν χρήσιμα πλαίσια εντός των οποίων εξετάζονται η συμμετοχή
της ισχύος στις διεθνείς συγκρούσεις, στην ειρήνη και στον πόλεμο (Hebron,
Patrick & Rudy 2007, σ. 2). Ωστόσο, η ιδέα ότι η μετατόπιση ισχύος, ως
«μετατόπιση στην ισορροπία» δεν είναι ίδια με αυτή της κίνησης ενός κράτους ή
μίας ομάδας κρατών, προς τα πάνω ή προς τα κάνω υπό οποιαδήποτε
μακροπρόθεσμη έννοια (Doran & Mellon 2009, σ. 1), διότι απουσιάζει η
μεταβλητή του χρόνου, που στη θεωρία του Doran είναι παρούσα (Hebron,
Patrick & Rudy 2007, σ. 2). Επιπλέον, η έννοια της «μετατόπισης ισχύος» ως
«ισορροπίας» είναι πολύ πιο αθροιστική και πλουραλιστική (Doran & Mellon
2009, σ. 1), ενώ δεν υπολογίζει με σαφή τρόπο τη διαφορά της ισχύος. Διότι πόσο
μεγάλη πρέπει να είναι η διαφορά της ισχύος προκειμένου να παρατηρηθεί το
φαινόμενο της ιεραρχίας ή της ηγεμονίας μίας χώρας (Κουσκουβέλης 1997, σ.
132); Σε ό,τι αφορά στην ισχύ αυτή καθ’ εαυτή, οι θεωρίες περί μετατόπισης
ισχύος, αποφεύγουν να προσδιορίσουν τόσο τον τύπο της μεταβολής της, όσο και
τους όρους με τους οποίους ερμηνεύεται η παρακμή, καθ’ ότι δεν ορίζεται εάν
αυτή συμβαίνει με την απόλυτη ή τη σχετική ισχύ. Η θεωρία περί μετατόπισης
ισχύος, τέλος, εξισώνει την έννοια της «μετατόπισης της ισχύος» με μεγάλες
διαφοροποιήσεις στη δομή του συστήματος με όρους ακμής και παρακμής των
κρατών. Αυτή η συνολική άνοδος και πτώση αντιστοιχεί στα μεγάλα τμήματα του
κύκλου ισχύος που βρίσκονται μεταξύ των σημείων καμπής. Το να αγνοήσουμε
τα σημεία καμπής είναι σα να μην αναγνωρίζουμε την πλήρη δυναμική της
αλλαγής που πρέπει να εμφανιστεί στους κύκλους ισχύος. Η έννοια της
«μετατόπισης της ισχύος», ως εκ τούτου, θα αναφέρεται απλώς σε μεγάλα
τμήματα της καμπύλης του κύκλου της ισχύος, όπου η άνοδος και η παρακμή των
κρατών είναι πιο ορατή άρα και πιο αποδιοργανωτική στην παγκόσμια τάξη -που
είναι το ακριβώς αντίθετο από τη θεωρία του κύκλου της ισχύος αναφορικά με τα
κρίσιμα διαστήματα στον κύκλο της ισχύος- (Doran & Mellon 2009). Μολαταύτα,
η θεωρία περί μετατόπισης ισχύος παρά τις όποιες αδυναμίες της, έχει πρακτική
χρησιμότητα, καθώς ενσωματώνει ζητήματα όπως η πυρηνική αποτροπή, ο
ανταγωνισμός εξοπλισμών, η δημοκρατική ειρήνη και τα περιφερειακά
υποσυστήματα στον αναπτυσσόμενο κόσμο (Hebron, Patrick & Rudy 2007, σ. 2).

24
Κεφάλαιο 2ο: Η παρακμή της αμερικανικής ισχύος

2.1. Εισαγωγή: Το τέλος της Pax Americana

Αυτή η γενιά Αμερικανών έχει ραντεβού με το πεπρωμένο.

Franklin Roosevelt

Οι Ηνωμένες Πολιτείες σε παρακμή; Κατά τη διάρκεια της δεκαετίας του 1990,


λίγα άτομα θα δέχονταν έναν παρόμοιο ισχυρισμό (Wallerstein 2005, σ. 33).
Μετά το πέρας του Ψυχρού Πολέμου, για πρώτη φορά, μία μη ευρασιατική
δύναμη, οι ΗΠΑ, αναδείχθηκαν κατά τα φαινόμενα ως ο βασικός διαιτητής στον
ευρασιατικό συσχετισμό δυνάμεων, αλλά επίσης ως η μεγαλύτερη παγκόσμια
δύναμη. (Brzezinski 1998, σ. 17). Για αρκετά μεγάλο διάστημα, οι Ηνωμένες
Πολιτείες, έθεταν τους κανόνες και έκαναν χρήση της παγκοσμιοποίησης
προκειμένου να αναμορφώσουν τον κόσμο κατά βούληση (Kupchan 2007, σ.
223). Ωστόσο, η αμερικανική «αυτοκρατορία», βίωσε και βιώνει μία
ανεπίστρεπτη και οργανική κρίση (Φούσκας 2009, σ. 18).
Διότι μπορεί οι ΗΠΑ να διαθέτουν ακόμη την πρωτοκαθεδρία στη χορήγηση
των περισσότερων διδακτορικών στον τομέα της επιστήμης και τεχνολογίας
(Εθνικός Κήρυξ 2018), οικονομικά, να έχουν ειδικό βάρος σε ζητήματα εμπορίου
και χρηματιστικών συναλλαγών (Kupchan 2007, σ. 55) και κυρίαρχη θέση σε
βασικούς διεθνείς οργανισμούς (Walt 2007, σ. 60), στρατιωτικά, να
εξακολουθούν να έχουν ανυπέρβλητη παγκόσμια εμβέλεια και πολιτισμικά, να
ασκούν μία αδιαμφισβήτητη έλξη (Brzezinski 1998, σ. 55), ωστόσο, η σχετική
ισχύς τους λέει μία διαφορετική ιστορία (Pepe & Krolik 2017, σ. 26). Η σχετική
ισχύς των Ηνωμένων Πολιτειών, κορυφώθηκε στα μέσα του προηγούμενου αιώνα
(1941) και από τότε έχει μειωθεί. Η ένταξη της Κίνας και της Ευρωπαϊκής
Ένωσης στο κύριο σύστημα ισχύος, έχει συμβάλλει περαιτέρω στη μείωση της
σχετικής ισχύος που κατακρατά η υπερδύναμη. Όπως σημειώνουν οι Doran και
Parsons, δεν αρκεί το κράτος να βιώνει την ανάπτυξη των εκτιμώμενων
δυνατοτήτων του, προκειμένου να «αναπτύξει» την καμπύλη του κύκλου ισχύος
του -το κράτος πρέπει επίσης να «εξελίσσει» το ρυθμό αλλαγής άλλων κρατών
του υπό έρευνα συστήματος- (Kissane 2005, σ. 117). Οι Αμερικανοί αναλυτές,
έχουν ήδη αρχίσει να προσλαμβάνουν την πραγματικότητα. Σε έκθεση των
αμερικανικών υπηρεσιών πληροφοριών και οργανισμών γεωπολιτικής,
διαπιστώνεται με ωμή γλώσσα ότι «οι ΗΠΑ θα έχουν αυξημένη σημασία στο
διεθνές σύστημα στα επόμενα 15-20 χρόνια, αλλά θα έχουν λιγότερη ισχύ στο νέο
πολυπολικό κόσμο. Οι ΗΠΑ δε θα είναι πρώτοι μεταξύ ίσων» (Χατζηγάκης &
Χατζηγάκης 2010, σ. 228).
Σκοπός του παρόντος κεφαλαίου, είναι η τεκμηρίωση των στοιχείων που
καταδεικνύουν ότι οι Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής, αντιμετωπίζουν τόσο το
φάσμα της οικονομικής παρακμής, όσο και της υποχώρησης της στρατιωτικής
τους ισχύος, σε συνδυασμό με την άνοδο του πολιτικού αντι-αμερικανισμού.
25
2.2. Η οικονομική παρακμή της αυτοκρατορίας

Η αμερικανική αυτοκρατορία πέθανε.

Gore Vidal

Η οικονομική δύναμη είναι το θεμέλιο της εθνικής ισχύος. Για πάνω από 1,5
αιώνα οι Ηνωμένες Πολιτείες ευλογήθηκαν με τη μεγαλύτερη οικονομία του
κόσμου (Walt 2007, σ. 60). Η πλεονεκτική γεωγραφική θέση τους και η
αυτάρκειά τους σε πρώτες ύλες και πλουτοπαραγωγικούς πόρους, τους έδωσε την
πολυτέλεια να ακολουθήσουν μία πολιτική απομονωτισμού και αποχής από τις
ισορροπίες του διεθνούς συστήματος κατά τη διάρκεια του 19ου αιώνα και να
διοχετεύσουν την ενέργειά τους στην οικονομική ανάπτυξη (Αρβανιτόπουλος
2003, σ. 103).
Το 1914, οι Ηνωμένες Πολιτείες παρήγαγαν 455 εκατομμύρια τόνους
άνθρακος, πολύ περισσότερο από τα 292 εκατομμύρια της Βρετανίας και από τα
277 της Γερμανίας. Ήταν ο μεγαλύτερος παραγωγός πετρελαίου του κόσμου και ο
μεγαλύτερος καταναλωτής χαλκού. Η παραγωγή τους σε ακατέργαστο σίδηρο,
ήταν μεγαλύτερη από τη συνολική παραγωγή των τριών επόμενων δυνάμεων μαζί
(Γερμανίας, Βρετανίας, Γαλλίας) και η παραγωγή της σε χάλυβα σχεδόν ίση προς
το άθροισμα εκείνης των τεσσάρων επόμενων χωρών (Γερμανίας, Βρετανίας,
Ρωσίας και Γαλλίας). Ήταν, στην πραγματικότητα, μία ολόκληρη αντίπαλη
ήπειρος, που αναπτυσσόταν τόσο γρήγορα, ώστε πλησίαζε στο σημείο να
ξεπεράσει την Ευρώπη (Kennedy 1991, σ. 326). Έτσι, όταν ξέσπασε ο Α’
Παγκόσμιος Πόλεμος, η αυξανόμενη οικονομική ισχύς της Αμερικής
αντιστοιχούσε στο 33% του παγκόσμιου ΑΕΠ, εκτοπίζοντας κατ’ αυτόν τον
τρόπο τη Μεγάλη Βρετανία από τη θέση της ηγετικής βιομηχανικής δύναμης.
Μετά το Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, η οικονομία της Αμερικής στεκόταν ξέχωρα
από όλες τις άλλες, αντιστοιχώντας από μόνη της στο 50% του παγκόσμιου ΑΕΠ
(Brzezinski 1998, σ. 51) ενώ κατείχε το 55% της εργοστασιακής παραγωγής, είχε
αυτάρκεια στον τομέα της ενέργειας και σε άλλες πηγές υδρογονανθράκων
(Φούσκας 2009, σ. 82), διέθετε εφεδρείες χρυσού 20 δισεκατομμυρίων δολαρίων -
περίπου τα δύο τρίτα του παγκόσμιου συνόλου των 33 δισεκατομμυρίων
δολαρίων- και το ήμισυ της παγκόσμιας ναυτιλίας (Kennedy 1990, σ. 464). Από
αυτή την πλεονεκτική θέση, απορρίπτοντας την επιστροφή στον απομονωτισμό
και περιορίζοντας τους φραγμούς στο εμπόριο και στις επενδύσεις ώστε να
δημιουργηθούν και να διατηρηθούν οι θεσμοί στους οποίους στηρίζεται η
παρούσα διεθνής οικονομική τάξη (Walt 2007, σ. 80), οι ΗΠΑ ενεπλάκησαν στον
Ψυχρό Πόλεμο εναντίον της Σοβιετικής Ένωσης, η οποία πρόβαλλε ως απειλή σε
στρατιωτικό, διπλωματικό, οικονομικό και ιδεολογικό επίπεδο (Αρβανιτόπουλος
2003, σ. 104-105).
Στα τέλη της δεκαετίας του 1950 και στις αρχές της δεκαετίας του 1960
εμφανίστηκαν οι πρώτες ρωγμές. Το αμερικανικό νόμισμα άρχισε να γίνεται
απόλυτα πληθωριστικό, ειδικότερα όσον αφορούσε στη σχέση του με τα
ευρωπαϊκά νομίσματα και το ιαπωνικό (Φούσκας 2009, σ. 32), την ώρα που τα
26
προϊόντα τόσο της Ευρώπης όσο και της Χώρας του Ανατέλλοντος Ηλίου,
άρχισαν να γίνονται ανταγωνιστικά και μέσα στην εγχώρια αμερικανική αγορά
(Wallerstein 2005, σ. 74). Κατά την ίδια περίοδο, η αναλογία των ΗΠΑ στα
παγκόσμια (εκτός της Comecon) αποθέματα χρυσού συρρικνώθηκε ανελέητα, από
68% (1950) σε 27% μόνον (1973) (Kennedy 1990, σ. 556). Ο πόλεμος του
Βιετνάμ, αποτέλεσε γεγονός με καταστρεπτικές συνέπειες για τη θέση των ΗΠΑ
ως κυρίαρχης οικονομικής δύναμης σε παγκόσμιο επίπεδο (Wallerstein 2005, σ.
39). Αφήνοντας κατά μέρος το τρομακτικό ανθρώπινο κόστος, ο πόλεμος στοίχισε
στην αμερικανική κυβέρνηση περίπου 113 δις δολάρια και στην οικονομία των
ΗΠΑ 220 δις δολάρια επιπλέον. Το αμερικανικό κράτος, ως ο διαχειριστής των
τυπογραφείων που δημιουργούσαν το παγκόσμιο νόμισμα, άρχισε να τυπώνει όσα
δολάρια χρειαζόταν η αμερικανική πολεμική μηχανή. Σιγά-σιγά όμως, οι εγχώριες
τιμές άρχισαν να ανεβαίνουν, καθώς η ποσότητα δολαρίων αυξανόταν εντός των
ΗΠΑ, πολλά από τα δολάρια αυτά μετανάστευαν στο εξωτερικό, μειώνοντας τα
πραγματικά κέρδη των αμερικανικών εταιρειών κατά 17%, ενώ μεταξύ του 1965
και του 1970, οι αυξήσεις των τιμών είχαν ως αποτέλεσμα ο μέσος πραγματικός
μισθός των Αμερικανών εργατών να μειωθεί κατά 2%. Έτσι, δημιουργήθηκε ένα
βουνό δημόσιου χρέους που υπερέβαινε τα 70 δισεκατομμύρια δολάρια
(Βαρουφάκης 2012, σ. 184).
Ο «αμερικανικός αιώνας», που με τόση ζέση εξύμνησε ο Henry Jay Lewis στο
περιοδικό Life το 1941, τελείωσε άδοξα τη δεκαετία του 1970 (Barber 1998, σ.
111), όταν η οικονομική στασιμότητα, συνέβαλλε αφενός στην κατάρρευση του
«εξελικτισμού», της άποψης δηλαδή ότι κάθε έθνος θα μπορούσε να ανακάμψει
οικονομικά εάν η πολιτεία λάμβανε τα κατάλληλα μέτρα (Wallerstein 2005, σ. 40)
και αφετέρου, στην αποκάλυψη ότι η αμερικανική παραγωγή πετρελαίου, που
έφτασε στο μέγιστο επίπεδο των 11,6 εκατομμυρίων βαρελιών την ημέρα, άρχισε
να μειώνεται, αυξάνοντας την εξάρτηση από τις ξένες πηγές πετρελαίου και
φυσικού αερίου (Φούσκας 2009, σ. 183), στο 28% της κατανάλωσης. Την ίδια
στιγμή, παρατηρήθηκαν συνεχείς μετατοπίσεις της παραγωγής από τη Βόρεια
Αμερική, τη Δυτική Ευρώπη ακόμα και από την Ιαπωνία, σε άλλα σημεία του
πλανήτη, για τα οποία είχε επανειλημμένα υποστηριχθεί ότι είναι
βιομηχανοποιημένα, άρα και αναπτυσσόμενα. Με άλλα λόγια, αυτό που συνέβη
είναι ότι αυτές οι ημιπεριφερειακές χώρες έγιναν αποδέκτες των βιομηχανιών που
παρουσίαζαν πλέον τα μικρότερα κέρδη (Wallerstein 2005, σ. 76). Τα
τεκταινόμενα εκείνης της εποχής, μπορούν να αποτυπωθούν με απόλυτη ενάργεια,
στις δηλώσεις του John Connally, Υπουργού Οικονομικών του Nixon, ο οποίος
δήλωσε στους δημοσιογράφους ότι «το πρόβλημα είναι τόσο μεγάλο, που δε
μπορούμε να συνεχίσουμε έτσι. Ειλικρινά, έχουμε προβλήματα και ήρθαμε στους
φίλους μας να ζητήσουμε τη βοήθειά τους όπως ακριβώς εκείνοι, τόσες φορές στο
παρελθόν ζητούσαν βοήθεια από εμάς όταν αντιμετώπιζαν προβλήματα»
(Βαρουφάκης 2012, σ. 189).
Η δεκαετία του ’80 είναι δυνατό να συνοψιστεί σε μερικές φράσεις-κλειδιά. Η
πρώτη ήταν η «κρίση των χρεών», που οδήγησε σε κατάρρευση όχι μόνο τη
Λατινική Αμερική, αλλά και την Ανατολική και Κεντρική Ευρώπη. Η δεύτερη
φράση-κλειδί, ήταν οι «ιπτάμενες χήνες» της Ανατολικής Ασίας (Wallerstein
2005, σ. 79), η επέλαση δηλαδή της Ιαπωνίας και των προσφάτως
27
εκβιομηχανισμένων κρατών της Νοτιοανατολικής Ασίας, που μετέτρεψαν τις
ιδέες των Αμερικανών σε καινοτομίες που οδήγησαν σε νέα προϊόντα, ενώ η Κίνα
και μία άλλη ομάδα αναπτυσσόμενων χωρών της Ασίας ξεκίνησαν να
κατασκευάζουν τα προϊόντα αυτά σε μαζική κλίμακα (Μουρδουκούτας & Arayma
2006, σ. 129). Η παραγωγή αυτοκινήτων είναι ίσως ο ευκολότερος τρόπος, για να
φωτίσει κανείς τη ροπή που συνιστά αυτή την ιστορία: το 1960, οι ΗΠΑ
κατασκεύασαν 6,65 εκατομμύρια αυτοκινήτων, το οποίο αντιστοιχούσε σε ένα
σεβαστό 52% της παγκόσμιας παραγωγής σε τέτοια οχήματα -η οποία ανερχόταν
σε 12,8 εκατομμύρια-. Το 1980 παρήγαγε μόνο το 23% του παγκόσμιου συνόλου,
από τη στιγμή όμως που το τελευταίο αριθμούσε 30 εκατομμύρια μονάδες η
απόλυτη αμερικανική παραγωγή είχε αυξηθεί κατά 6,9 εκατομμύρια μονάδες
(Kennedy 1990, σ. 554). Στην τρίτη φράση, περιλαμβάνεται ο «μιλιταριστικός
κεϊνσιανισμός» της κυβέρνησης Reagan (Wallerstein 2005, σ. 80), που για να
αντιμετωπίσει την ελαττούμενη άνοδο της παραγωγικότητας η οποία στον
ιδιωτικό τομέα έπεσε από 2,4% (1965-1972), σε 1,6% (1972-1977), σε 0,2%
(1977-1982) (Kennedy 1990, σ. 557) και για να χρηματοδοτήσει τα δύο
ελλείμματα των ΗΠΑ -του δημόσιου ελλείμματος και του ελλείμματος στο
ισοζύγιο των εμπορικών συναλλαγών- χωρίς να περικοπούν οι δημόσιες δαπάνες,
συμπίεσε το εργασιακό κόστος ώστε να λειτουργήσει ως μαγνήτης για τα ξένα
κεφάλαια που αναζητούσαν επικερδείς επιχειρηματικές ευκαιρίες. Παράλληλα, η
κυβέρνηση Reagan, στο όνομα της «συνετής» δημοσιονομικής πολιτικής και της
«μείωσης» του μεγέθους του κράτους, αύξανε ιλιγγιωδώς τις αμυντικές δαπάνες
και μείωνε με εξίσου ιλιγγιώδη ρυθμό τους φόρους που κατέβαλλαν οι
πλουσιότεροι Αμερικανοί. Προφανώς, τα ελλείμματα αυξάνονταν από μία
κυβέρνηση που ορκιζόταν ότι είχε στόχο τη μείωσή τους (Βαρουφάκης 2012, σ.
198). Η τέταρτη φράση ήταν η άνθηση των «ομολόγων-αστραπή» στο
αμερικανικό χρηματιστήριο αξιών, που βασικά σήμαινε τη σύναψη μεγάλων
δανείων από την πλευρά των μεγάλων επιχειρήσεων, με σκοπό την κερδοσκοπική
αποκόμιση άμεσων κερδών εις βάρος της παραγωγικής διαδικασίας. Όλο αυτό
προκάλεσε κάμψη, υπό την έννοια ότι οι άνθρωποι που ανήκαν στα μεσαία
εισοδήματα, υποχρεώθηκαν να αναζητήσουν εργασία με χαμηλότερες αποδοχές
(Wallerstein 2005, σ. 80).
Κάπως έτσι, λοιπόν, ξεκίνησε η νέα περίοδος. Ήταν μία περίοδος που οι
Ηνωμένες Πολιτείες μπορούσαν να συντηρούν ανέξοδα δύο ολοένα αυξανόμενα
ελλείμματα: ένα στο εμπορικό ισοζύγιο με τον υπόλοιπο κόσμο και ένα του
προϋπολογισμού της ομοσπονδιακής κυβέρνησης (Βαρουφάκης 2012, σ. 198).
Την εποχή που ο Ψυχρός Πόλεμος ολοκληρώθηκε, το μερίδιο των ΗΠΑ στο
παγκόσμιο ΑΕΠ και ειδικότερα το μερίδιό τους στην παγκόσμια βιομηχανική
παραγωγή είχε σταθεροποιηθεί γύρω στο 30% (Brzezinski 1998, σ. 51), οι δείκτες
ανεργίας είχαν μειωθεί, ο πληθωρισμός ήταν χαμηλός και το τεράστιο
αμερικανικό χρέος είχε ρευστοποιηθεί, γεγονός που επέφερε αξιόλογο
πλεόνασμα. Σε γενικές γραμμές, οι Αμερικανοί τα εξέλαβαν όλα αυτά ως
ισχυροποίηση του αμερικανικού ονείρου, της δημοσιονομικής πολιτικής των
κυβερνώντων και, ως υπόσχεση για ένα συνεχές ένδοξο μέλλον. Είναι πλέον
αρκετά ξεκάθαρο ότι τα ανωτέρω δεν αποτελούσαν απλώς όνειρο, αλλά
ψευδαίσθηση και μάλιστα επικίνδυνη (Wallerstein 2005, σ. 23). Διότι πώς αλλιώς
28
μπορεί να εξηγηθεί η απόφαση δανεισμού των ΗΠΑ, για τη διεξαγωγή του
Πολέμου στον Περσικό Κόλπο (Brzezinski & Scowcroft 2010, σ. 211) και το
γεγονός ότι ουδείς κατανόησε πώς η δραματική άνοδος του χρηματιστηρίου, που
στις 31 Δεκεμβρίου 1999 είχε αύξηση του δείκτη Dow Jones κατά 300% και του
Nasdaq 800% από την αντίστοιχη περίοδο του 1989, άρχισε να μοιάζει πολύ με
την αντίστοιχη στα τέλη της δεκαετίας του 1920 όπου συνέβη το μεγάλο κραχ
(Kupchan 2007, σ. 187); Δεν προβληματίστηκε κανείς για τη μείωση του μεριδίου
των αμερικανικών πολυεθνικών στις ξένες πωλήσεις των 100 πολυεθνικών του
κόσμου από 30% σε 25% (Φούσκας 2009, σ. 225) ή για την αύξηση του
αμερικανικού εμπορικού ελλείμματος από τα 167 δισεκατομμύρια δολάρια το
1998 στα 262 δισεκατομμύρια το 1999 και τα 376 δισεκατομμύρια το 2000
(Kupchan 2007, σ. 194); Κάποιοι, γνώριζαν. Η κυβέρνηση Clinton ανέλαβε την
εξουσία, πιστεύοντας ότι η επιδίωξη μίας «στρατηγικής της ανταγωνιστικότητας»
θα αποκαθιστούσε τη διεθνή ανταγωνιστικότητα της αμερικανικής οικονομίας.
Ωστόσο, η μερκαντιλιστική ή γεωοικονομική θέση της κυβέρνησης Clinton που
προέκυψε από την πεποίθηση ότι διεξάγεται ένας αγώνας κερδισμένων ή
χαμένων, θα είχε ως αποτέλεσμα άσχημα σχεδιασμένες και ριψοκίνδυνες
πολιτικές, περιλαμβανομένων και πολυδάπανων βιομηχανικών πολιτικών και
συγκρουσιακών εμπορικών πολιτικών (Gilpin 2007a, σ. 223). Σύμπτωση δεν
αποτελεί ούτε το γεγονός ότι ο Πρόεδρος Bush, έχοντας κερδίσει στην Πολιτεία
της Δυτικής Virginia, κατά τις εκλογές του 2000 και έχοντας σχεδόν εξασφαλίσει
την πλειοψηφία στην Pennsylvania προχώρησε το Μάρτιο του 2002 στην επιβολή
υπερβολικών δασμών στον εισαγόμενο χάλυβα ώστε να προστατεύσει τους
Αμερικανούς κατασκευαστές (Kupchan 2007, σ. 441-442).
Το τρομοκρατικό χτύπημα της 11ης Σεπτεμβρίου 2001, τερμάτισε βίαια την
επίπλαστη περίοδο ευημερίας της δεκαετίας του 1990. Η Αμερική, δεχόμενη ένα
τεράστιο πλήγμα στο διεθνές της κύρος, θα διεξήγαγε δύο πολέμους, που για την
ίδια αποδείχθηκαν καταστροφικοί: την επιχείρηση «Διαρκής Ελευθερία» στο
Αφγανιστάν -(Tvxs 2011) -με κόστος διεξαγωγής τα 2 τρισεκατομμύρια δολάρια
(Sahadi 2017)- και τον πόλεμο στο Ιράκ που χρηματοδοτήθηκε κυρίως από τους
Ασιάτες (Brzezinski & Scowcroft 2010, σ. 211) και κόστισε περί τα 1,06
τρισεκατομμύρια (Amadeo 2019). Πλήγμα όμως απετέλεσε και η εισαγωγή του
ευρώ στα τέλη του 1999, καθώς σε λίγα μόλις χρόνια κατέστη μία καλή
εναλλακτική λύση και ήδη έχει καθιερωθεί ως το δεύτερο στη σειρά νόμισμα στην
παγκόσμια αγορά. Λίγο πριν από την εισαγωγή του, το σύνολο των εκκρεμών
ομολόγων και τραπεζογραμματίων σε νομίσματα που πλέον εισχώρησαν στο
ευρώ ήταν μόνο το 28% των χορηγιών παγκοσμίως, ενώ για το δολάριο το
αντίστοιχο ποσοστό ήταν 45%. Μέχρι τα μέσα του 2003 η διαφορά αυτή είχε
μειωθεί κατά πολύ: το μερίδιο των χορηγιών σε δολάρια είχε πέσει στο 43%, ενώ
αυτό του ευρώ είχε ανέλθει στο 41% (Φούσκας 2009, σ. 55). Το χαμηλό ευρώ
όμως, έκανε φθηνότερες και τις ευρωπαϊκές εξαγωγές, διευρύνοντας ουσιαστικά
το αμερικανικό εμπορικό έλλειμμα, το οποίο είχε ήδη διογκωθεί ως αποτέλεσμα
της χρηματιστηριακής κρίσης στην Ανατολική Ασία και της υποτίμησης των
νομισμάτων της περιοχής (Kupchan 2007, σ. 193-194). Έτσι, καμία αμερικανική
εταιρεία δεν κατάφερε να κυριαρχήσει στις μεγάλες βιομηχανίες μέσα στο 2002
και το αμερικανικό μερίδιο εξαγωγών εμπορικών υπηρεσιών, το ταχύτερα
29
αναπτυσσόμενο τμήμα της παγκόσμιας οικονομίας, στεκόταν στο 24% το 2001,
ενώ η ΕΕ κατείχε το 23-40%, εάν μετρηθούν και οι ενδοκοινοτικές εξαγωγές
(Φούσκας 2009, σ. 225). Το γεγονός αυτό, είχε επίπτωση και στην
απασχολησιμότητα. Σύμφωνα με την αμερικανική στατιστική υπηρεσία, ο
αριθμός των απασχολουμένων Αμερικανών που κερδίζουν 25.000 έως 75.000
δολάρια ετησίως μειώθηκε το 2003, ενώ ο αριθμός αυτών που κερδίζουν
περισσότερα ή λιγότερα αυξήθηκε. Τα άτομα που ζουν κάτω από το επίσημο όριο
της φτώχειας έφτασαν από τα 1,3 εκατομμύρια το 2003 στα 35,9 εκατομμύρια.
Γενικά, οι πραγματικοί μισθοί -δηλαδή αυτοί που είναι μικρότεροι του
πληθωρισμού- είτε έχουν μείνει σταθεροί είτε μειώνονται σε όλη την αμερικανική
οικονομία, ενώ σε κάποιους τομείς της βιομηχανίας η ύφεση είναι εντυπωσιακή
(Kynge 2007, σ. 156-157).
Η κρίση του 2008, για τους ανυποψίαστους, ήρθε ως κεραυνός εν αιθρία. Οι
ρίζες του κακού εντοπίζονται στις αρχές της δεκαετίας του 2000 όταν έγιναν
δυσανάλογες επενδύσεις στην κτηματομεσιτική αγορά των Ηνωμένων Πολιτειών.
Μόνο τον Ιούλιο του 2005, υπεγράφησαν 1 εκατομμύριο 389 χιλιάδες πωλητήρια
συμβόλαια. Οι τιμές των ακινήτων έκαναν ράλι. Οικογένειες μεσαίων
εισοδηματικά στρωμάτων, έβαζαν υποθήκη τα σπίτια τους και έπαιρναν
μεγαλύτερα δάνεια. Η κατάρρευση δεν άργησε να έρθει. Οι δανειολήπτες άρχισαν
να μην πληρώνουν τις δόσεις τους, τα κατασχετήρια πολλαπλασιάζονταν. Η
προσφορά σε ακίνητα ξεπερνούσε πλέον τη ζήτηση και οι τιμές
κατακρημνίστηκαν (Euronews 2018). To 2008 η κρίση στην αμερικανική αγορά
ακινήτων μετεξελίχθηκε σε τραπεζική κρίση. Η επενδυτική τράπεζα Bear Stearns
διασώθηκε μόνο χάρη στην εξαγορά της από την J.P. Morgan, ενώ το Σεπτέμβριο
οι αμερικανικές Αρχές αναγκάστηκαν να στηρίξουν με δισεκατομμύρια δολάρια
τις εξειδικευμένες τράπεζες για στεγαστικά Fannie Mae και Freddie Mac. Όταν
λίγο αργότερα στις 15 Σεπτεμβρίου του 2008 η επενδυτική τράπεζα Lehman
Brothers κήρυξε πτώχευση, δεν ήταν λίγοι εκείνοι που πίστεψαν σε ΗΠΑ και
Ευρώπη ότι η κρίση ήταν «διαχειρίσιμη». Εν τέλει η αμερικανική οικονομία ήρθε
αντιμέτωπη με τη χειρότερη οικονομική κρίση των τελευταίων δεκαετιών (Tvxs
2018).
Έντεκα έτη μετά, οι Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής, δεν έχουν ανακάμψει
από τη χρηματοπιστωτική λαίλαπα εφόσον στην ουσία, η κρίση του 2008 έθεσε
τέλος στο αμερικανικό -και παγκόσμιο κατά συνέπεια πρότυπο- επισφαλούς
οικονομικής ανάπτυξης (Φούσκας 2009, σ. 44). Τη στιγμή που γράφονται αυτές οι
γραμμές, 46,5 εκατομμύρια άνθρωποι ζουν κάτω από τα όρια της φτώχειας, το
20% των Αμερικανών είναι άνεργοι ή υποαπασχολούμενοι (Trump 2017, σ. 108),
ενώ όσοι έχουν την ατυχία να εργάζονται, θα διαπιστώσουν ότι η αύξηση των
μισθών τους, αγγίζει με δυσκολία το πενιχρό 2% (Curr 2016, σ. 55). Στα
ανωτέρω συμβάλλει και ο διαφοροποιημένος δείκτης γεννήσεων, ανάμεσα στις
λευκές εθνολογικά ομάδες από τη μία και στις μαύρες και ισπανικές ομάδες από
την άλλη, -για να μην αναφερθούμε στην μεταβαλλόμενη εισροή μεταναστών στις
Ηνωμένες Πολιτείες-, που οδήγησε στην απώλεια εκατομμυρίων καλά
αμειβόμενων θέσεων εργασίας και στην αντικατάστασή τους από εκατομμύρια
ισχνά αμειβόμενες θέσεις (Kennedy 1990, σ. 672).

30
Το δημόσιο χρέος των ΗΠΑ, ξεπερνά τα 19 τρισεκατομμύρια δολάρια (Trump
2017, σ.110) ενώ κάθε έτος, χάνονται 5 τρισεκατομμύρια δολάρια, το ένα τρίτο
δηλαδή του Ακαθάριστου Εγχώριου Προϊόντος τους (Fleming, Qualkenbush &
Chapa χ.χ.). Ταυτόχρονα, το State Department αποδυναμώνεται οικονομικά, με
οδηγίες για «πάγωμα» προσλήψεων, μειώσεις προσωπικού και περιορισμό του
προϋπολογισμού του κατά σχεδόν 30% (Έλλις 2018). Οι Αμερικανοί, ανησυχούν
και για το έλλειμμα στο εμπορικό ισοζύγιο (Barber 1998, σ. 117). Για δεκαετίες, η
στήριξη των εξαγωγών από την κυβέρνηση υπήρξε υπό την αιγίδα του
Οργανισμού Οικονομικής Συνεργασίας και Ανάπτυξης (ΟΟΣΑ), ενός διεθνούς
οργανισμού που καθορίζει υπεύθυνα πρότυπα για τις εξαγωγικές πιστώσεις των
μελών του. Το 1999, σχεδόν το 100% της εξαγωγικής πίστωσης διέπονταν από
τους κανόνες του. Μέχρι το 2004, με την αύξηση των κινεζικών εξαγωγών, το
μερίδιο της στήριξης των εξαγωγών που διέπεται από τον ΟΟΣΑ είχε πέσει
περίπου στα δύο τρίτα. Έως το 2013, το μερίδιο είχε πέσει στο ένα τρίτο
(Hochberg 2015, σ. 60). Έτσι, οι ΗΠΑ απέκτησαν σημαντικά ελλείμματα στις
εμπορικές τους συναλλαγές με την Ιαπωνία, τον Καναδά, τη Γερμανία, την Κίνα,
τη Νότια Κορέα και την Ιταλία (Barber 1998, σ. 117).
Στα προαναφερόμενα έρχεται να προστεθεί και η σχετική βιομηχανική
παρακμή της χώρας, όταν εκτιμηθεί έναντι της παγκόσμιας παραγωγής, σε
παλαιότερα είδη όπως τα υφάσματα, ο σίδηρος και ο χάλυβας, τα χημικά και τα
πλοία (Kennedy 1990, σ. 664-665). Σύμφωνα με μία πρόσφατη μελέτη, περίπου
το 25% των κερδών που έχουν οι αμερικανικές πολυεθνικές σήμερα προέρχεται
από τις ξένες θυγατρικές τους. Για να το πούμε κι αλλιώς, το 25% της
αγοραστικής αξίας αυτών των επιχειρήσεων -2,7 τρισεκατομμύρια δολάρια-
βασίζεται στα κέρδη που προκύπτουν από τις αλλοδαπές εταιρείες, οι οποίες
εκμεταλλεύονται τα φθηνά εργατικά χέρια αναπτυσσόμενων κρατών, όπως η Κίνα
και το Μεξικό. Τελικά όμως αυτά τα κέρδη επιβαρύνουν τις βιομηχανίες και τις
δουλειές που συντηρούν τη Μέση Αμερική (Kynge 2007, σ. 155). Σε ό,τι αφορά
στις επενδύσεις στην Έρευνα και Ανάπτυξη, αυτές, καταποντίζονται αργά σε
σχέση με άλλα κράτη (Kennedy 1990, σ. 555). Η κακή πολιτική προμηθειών,
είναι ένας μόνο λόγος που οι Ηνωμένες Πολιτείες έχουν αρχίσει να χάνουν το
τεχνολογικό τους πλεονέκτημα. Πράγματι, οι αποτιμήσεις δισεκατομμυρίων στη
Silicon Valley έχουν συσκοτίσει τα βασικά προβλήματα στον τρόπο με τον οποίο
οι ΗΠΑ αναπτύσσουν και υιοθετούν την τεχνολογία. Για παράδειγμα, μία αύξηση
του αριθμού των δικαστικών διαφορών για τα διπλώματα ευρεσιτεχνίας, έχει
μειώσει τη χρηματοδότηση των επιχειρηματικών κεφαλαίων και τις επενδύσεις
για τις μικρές επιχειρήσεις, ενώ οι αυστηροί κανονισμοί ενίσχυσαν τους
μεγάλους, παλαιούς εργοδότες (Bessen 2015, σ. 55), θέτοντας την καινοτομία σε
κίνδυνο, διότι τα πιο επικίνδυνα άλματα, τείνουν να προέρχονται όχι από τις ήδη
καθιερωμένες επιχειρήσεις αλλά από τις νεοϊδρυθείσες, οι οποίες ελάχιστα έχουν
να χάσουν (Litan 2015, σ. 47).
Στο εκρηκτικό κοκτέιλ, έρχεται να προστεθεί και η δραματική κατάσταση
στην οποία βρίσκονται οι υποδομές της χώρας (Trump 2017, σ. 150). Σε αυτό,
συνέβαλλε το γεγονός ότι η μεταπολεμική οικονομική ηγεμονία της Αμερικής,
ενισχύθηκε από την απόφασή της να εστιάσει την προσοχή της στην
αυτοκινητοβιομηχανία. Η επιλογή των αυτοκινητοδρόμων αντί των
31
σιδηροδρομικών γραμμών και η κατασκευή ενός τεράστιου συστήματος εθνικών
οδών που ένωναν τις πολιτείες σήμαινε ότι οι βιομηχανίες από τις οποίες
εξαρτάται το αυτοκίνητο -χάλυβα, αλουμινίου, χρωμίου, πετρελαίου, καουτσούκ,
τσιμέντου, ασφάλτου και ηλεκτρονικής-, θα συνέχιζαν να εκτρέφουν όχι μόνο τις
αμυντικές δαπάνες του δημόσιου τομέα, αλλά και τις καταναλωτικές δαπάνες του
ιδιωτικού (Barber 1998, σ. 114). Σύμφωνα με το νυν Πρόεδρο των ΗΠΑ, Donuld
Trump, μία στις εννέα γέφυρες στην Αμερική είναι δομικά ανεπαρκής, ενώ
περίπου μία στις τέσσερις χαρακτηρίζεται ήδη λειτουργικά απαρχαιωμένη και
σχεδόν το ένα τρίτο από αυτές έχουν υπερβεί την προβλεπόμενη διάρκεια χρήσης
τους. Ο Barry LePatner, ο οποίος έχει γράψει βιβλίο σχετικά με το θέμα,
επεσήμανε τα εξής: «Από το 1989 έχουν σημειωθεί περισσότερες από 600 ζημιές σε
γέφυρες της χώρας και ένας μεγάλος αριθμός γεφυρών σε όλες τις πολιτείες συνιστά
πραγματικό κίνδυνο για το επιβατικό κοινό» (Trump 2017 σ. 150).
Κατόπιν των ανωτέρω, θα μπορούσαμε να καταλήξουμε με ασφάλεια στο
συμπέρασμα ότι η περίοδος του οικονομικού μονοπολισμού των ΗΠΑ, έχει
παρέλθει οριστικά και αμετάκλητα. Διότι, αν και η παγκόσμια οικονομία
αναμφισβήτητα θα παρουσιάσει μεταβολές στα χρόνια που έρχονται, τη μία
ημέρα οι Ηνωμένες Πολιτείες θα δείχνουν ανίκητες, την επόμενη γερασμένες.
Αλλά εν μέσω των σκαμπανεβασμάτων, η οικονομική κυριαρχία της Αμερικής
βαθμιαία θα εξασθενήσει (Kupchan 2007, σ. 141). Από εκεί απορρέει το γεγονός
ότι τα αιτήματα για ανανέωση και αναδιοργάνωση, προέρχονται, τουλάχιστον,
τόσο από τη Δεξιά, όσο και από την Αριστερά. Η ίδια τους η ύπαρξη όμως
αποτελεί, κατά ειρωνικό τρόπο, μία επιβεβαίωση της παρακμής, κατά το ότι μία
τέτοια αναταραχή απλώς δε θα ήταν απαραίτητη λίγες δεκαετίες πριν, όταν το
προβάδισμα του έθνους ήταν αδιαμφισβήτητο. «Ένας δυνατός άνδρας»,
παρατήρησε σαρδόνια ο συγγραφέας G. K. Chesterton, «δεν ανησυχεί για τη
σωματική του αποτελεσματικότητα». Μόνο όταν εξασθενήσει, αρχίζει και συζητά
για θέματα υγείας. Κατά τον ίδιο τρόπο, όταν μία μεγάλη δύναμη είναι δυνατή και
ακαταμάχητη, θα είναι πολύ πιο απίθανο να συζητήσει για την ικανότητά της να
ανταπεξέλθει στις υποχρεώσεις της, απ’ όσο όταν είναι σχετικά ασθενέστερη
(Kennedy 1990, σ. 670).

2.3. Η υποχώρηση της αμερικανικής στρατιωτικής ισχύος

Η Αμερική μπορεί να πηγαίνει στην κόλαση,


αλλά τουλάχιστον δεν κάθεται ακίνητη.

E.E. Cummings

Η αμερικανική εξωτερική πολιτική, είναι ένα κράμα πραγματισμού και


ιδεαλισμού (Αρβανιτόπουλος 2003, σ. 13). Εκλαμβάνοντας εαυτοίς ως την
κορυφαία στην ιεραρχία υπερδύναμη του διεθνούς συστήματος του 21ου αιώνα
(Wallerstein 2005, σ. 340), οι ΗΠΑ, διαχειρίζονται τις καθημερινές διπλωματικές
τους υποθέσεις με πραγματισμό, αλλά προωθούν τις ιστορικές ηθικές τους

32
πεποιθήσεις με ιδεολογικό ζήλο (Αρβανιτόπουλος 2003, σ. 13). Αυτή η εικόνα
που διατηρούν για τον εαυτό τους βασίζεται κυρίως στην υπέρμετρη στρατιωτική
τους ισχύ, που υπερβαίνει κατά πολύ τις δυνατότητες οποιουδήποτε άλλου
κράτους ή και πολλών κρατών σε συνδυασμό (Wallerstein 2005, σ. 340).
Εκμεταλλευόμενες τη διάνοιξη νέων περιφερειακών διαδρόμων μετά την
κατάρρευση της ΕΣΣΔ (Φούσκας 2008, σ. 40), οι Ηνωμένες Πολιτείες, βρέθηκαν
να ελέγχουν όχι μόνο όλους τους ωκεανούς και όλες τις θάλασσες του κόσμου,
αλλά ανέπτυξαν μία στρατιωτική ικανότητα, που δεν επιδέχεται αμφισβήτηση, για
τον αμφίβιο έλεγχο των ακτών (Brzezinski 1998, σ. 49). Η Αμερική διαθέτει 725
στρατιωτικές εγκαταστάσεις έξω από το έδαφός της, από τις οποίες 17 είναι
κανονικές βάσεις. Επιπλέον, από τα 1,4 εκατομμύρια άτομα του ενεργού
στρατιωτικού προσωπικού των ΗΠΑ, περίπου 250.000 είναι αναπτυγμένα σε
υπερπόντιες χώρες και οι Ηνωμένες Πολιτείες είναι σε θέση να ασκούν σημαντική
επιρροή και έλεγχο σε στρατηγικές συμμαχίες και σύμφωνα, που δημιουργούν
περιφερειακοί δρώντες (Φούσκας 2008, σ. 307). Οι ΗΠΑ διαθέτουν το
μεγαλύτερο και πιο ανεπτυγμένο οπλοστάσιο στρατηγικών πυρηνικών όπλων και
είναι το μόνο κράτος, που κατέχει τόσο μεγάλο οπλοστάσιο πυρομαχικών
μεγάλης ακρίβειας στόχευσης και ολοκληρωμένες ικανότητες παρακολούθησης,
διοίκησης και ελέγχου. Το στρατιωτικό προσωπικό τους, είναι επίσης πολύ
καλύτερα εκπαιδευμένο (Walt 2007, σ. 64).
Πάρα ταύτα, ό,τι λάμπει, δεν είναι χρυσός. Διότι μπορεί αυτή τη στιγμή να
διανύουμε την περίοδο του στρατιωτικού μονοπολισμού, με τις ΗΠΑ να κατέχουν
την ηγεμονική θέση στην ιεραρχία, ωστόσο, οι αναλυτές, κάνουν συστηματικά το
ίδιο λάθος στις προβλέψεις τους, καθώς βασίζονται υπερβολικά στο παρόν
(Kupchan 2007, σ. 140) και δε λαμβάνουν υπόψη τους τις μακροπρόθεσμες τάσεις
όπως αυτές αποτυπώνονται στη θεωρία του κύκλου της ισχύος. Τη θέση αυτή
έρχεται να επιβεβαιώσει ο Paul Kennedy, ο οποίος υποστηρίζει πώς αν και οι
Ηνωμένες Πολιτείες παραμένουν μία ιδιαίτερης κλάσης δύναμη, δε μπορούν να
αποφύγουν την αντιμετώπιση δύο μεγάλου βεληνεκούς δοκιμασιών για τη
μακροβιότητα κάθε μεγάλης δύναμης που κατέχει την υπ’ αριθμόν ένα θέση στις
παγκόσμιες υποθέσεις: κατά πόσο μπορεί, στο στρατιωτικό-στρατηγικό πεδίο, να
διατηρήσει μία λογική ισορροπία μεταξύ των θεωρούμενων ως αμυντικών
απαιτήσεων του έθνους και των μέσων που διαθέτει, για να συντηρήσει τις
δεσμεύσεις αυτές. Και κατά πόσον, σε συσχέτιση με τα ανωτέρω, μπορεί να
συντηρήσει τις τεχνολογικές και οικονομικές βάσεις της δύναμής του από τη
σχετική διάβρωση, που προκαλούν τα ολοένα μετατοπιζόμενα σχήματα της
παγκόσμιας παραγωγής (Kennedy 1990, σ. 652).
Πριν πενήντα χρόνια, δεν υπήρχε επιτιθέμενος, όσο τολμηρός και να ήταν, που
θα μπορούσε να ελπίζει ότι θα νικούσε στα πεδία της μάχης την Αμερική, καθώς
οι γραμμές ανεφοδιασμού της βασίζονταν σε μία τεράστια αφθονία φυσικών
πόρων. Όμως, τη δεκαετία του 1980, είχαν εξαφανιστεί και τα τελευταία ίχνη της
πολυπόθητης αυτάρκειας και οι ΗΠΑ εξαρτώνταν από εισαγωγές όπως οι
περισσότεροι εμπορικοί εταίροι της. Οι Ηνωμένες Πολιτείες είχαν εκμεταλλευτεί
σε πολύ μεγάλο βαθμό τα αποθέματά τους για να πετύχουν την παγκόσμια
ηγεμονία και τα εκμεταλλεύτηκαν ακόμα περισσότερο για να τη διατηρήσουν στα
μεταπολεμικά χρόνια, όταν οι σχέσεις τους με τη Σοβιετική Ένωση γίνονταν
33
ολοένα και πιο ψυχρές την ίδια στιγμή που η εσωτερική οικονομική τους
μεγέθυνση υπερθέρμαινε την οικονομία (Barber 1998, σ. 95). Σε ό,τι αφορά στις
αμυντικές δαπάνες, οι ΗΠΑ, αν και δεσμεύουν λιγότερο από το 4% του ΑΕΠ τους
(Παπασωτηρίου 2009, σ. 94), -ποσοστό που αντιστοιχεί περίπου στο 40% των
παγκόσμιων αμυντικών δαπανών (Walt 2007, σ. 62)- έχουν γνώση του γεγονότος
ότι η σχετική αναλογία τους στην ανά την υφήλιο παραγωγή και στον πλούτο,
είναι η μισή από ό,τι ήταν κατά τη διάρκεια της δεκαετίας του 1960 (Kennedy
1990, σ. 553). Έτσι, η εμμονή του βαθέως αμερικανικού κράτους στη χρήση της
στρατιωτικής ισχύος, μπορεί να ερμηνευτεί και ως αντίδραση στη φθίνουσα
οικονομική τους ισχύ. Όπως έγραψε ο Gunter Frank τον Ιούνιο του 1999, «η
Washington βλέπει τη στρατιωτική της ισχύ σαν άσο στο μανίκι της, που μπορεί να
εκμεταλλευτεί, για να υπερισχύσει των αντιπάλων της στον επερχόμενο αγώνα για
τους φυσικούς πόρους» (Φούσκας 2009, σ. 48).
Οι Ηνωμένες Πολιτείες, δαπανούν επίσης περισσότερα για να παραμείνουν
στην πρωτοπορία της στρατιωτικής τεχνολογίας. Το 2002, δαπάνησαν 48,7
δισεκατομμύρια δολάρια για τη στρατιωτική Έρευνα και Ανάπτυξη και το 2003
εκτιμάται πως δαπάνησαν 56,8 δισεκατομμύρια δολάρια. Το 2002 οι συνολικές
αμυντικές δαπάνες των άλλων σημαντικών δυνάμεων ήταν: Γαλλία 38
δισεκατομμύρια δολάρια, Γερμανία 31 δισεκατομμύρια δολάρια, Ρωσία 48
δισεκατομμύρια δολάρια, Ιαπωνία 37 δισεκατομμύρια δολάρια και Κίνα 48,3
δισεκατομμύρια δολάρια (Walt 2007, σ. 316). Ωστόσο, το στρατιωτικό
προβάδισμα των ΗΠΑ έχει ήδη αρχίσει να φθίνει, καθώς λαμβάνει ελάχιστα
υπόψη τις νέες στρατηγικές προκλήσεις, όπως (Το Βήμα 2009) τα φαινόμενα των
επιθέσεων αυτοκτονίας και του φυλετικού πολέμου (Φούσκας 2008, σ. 153), τις
κυβερνοεπιθέσεις, τα όπλα μαζικής καταστροφής -χημικά, βιολογικά ή
ραδιενεργά-, τη διακίνηση ναρκωτικών, την παράνομη μετανάστευση και το
οργανωμένο έγκλημα (Hooker 2014, σ. 13). Επιπροσθέτως, ακόμη και οι
προηγμένες τεχνολογίες στις οποίες κυριαρχούσαν, όπως το παγκόσμιο
δορυφορικό σύστημα εντοπισμού θέσης (GPS), που οδηγεί τις «έξυπνες» βόμβες
στους στόχους τους, είναι εύκολο πλέον να εξουδετερωθούν από κράτη σαν την
Κίνα, η οποία αναπτύσσει την κατάλληλη διαστημική τεχνολογία (Το Βήμα
2009). Μέχρι πρότινος, το Πεντάγωνο, ως φαίνεται πώς περί αλλού τύρβαζε,
καθώς δεν είχε διαθέσει σημαντικούς πόρους στην ανάπτυξη κβαντικών
τεχνολογιών για την ενίσχυση της ασφάλειας των στρατιωτικών επικοινωνιών
(Johnson 2017). Αυτός είναι άλλωστε και ο λόγος που ο νυν πρόεδρος των
Ηνωμένων Πολιτειών, ζήτησε τη δημιουργία μίας αμερικανικής «διαστημικής
δύναμης» λέγοντας ότι «το διάστημα είναι ένας τομέας στον οποίο λαμβάνει χώρα
ο πόλεμος, όπως ακριβώς συμβαίνει στην ξηρά, τον αέρα και τη θάλασσα» (Boyd
2018).
Σύμφωνα με το Donald Trump, «αυτή τη στιγμή οι ΗΠΑ, βρίσκονται σε κακή
κατάσταση καθώς το μέγεθος των δυνάμεών τους μειώνεται, ενώ δεν υπάρχει η
δυνατότητα να οδηγηθούν τα άτομα που εκπαιδεύονται στο επίπεδο που πρέπει να
βρίσκονται» (Trump 2017, σ. 56). Είναι γεγονός ότι ήδη από τη δεκαετία του
1990, η στρατιωτική ετοιμότητα μειώθηκε, η εκπαίδευση δεινοπάθησε, οι
στρατιωτικές αμοιβές υποχώρησαν 15% κάτω από τις αντίστοιχες του πολιτικού
προσωπικού, το ηθικό χάθηκε και οι υπηρεσίες έθεσαν στην αχρησία τον
34
υπάρχοντα εξοπλισμό για να εμποδίσουν τα αεροσκάφη να πετάξουν, τα πλοία να
αποπλεύσουν και τα τανκ να κινηθούν. Η αυξανόμενη δυσκολία στη
στρατολόγηση ατόμων στις ένοπλες δυνάμεις ή η διατήρηση του αριθμού τους,
δεν προκαλεί έκπληξη (Rice 2000, σ. 50-51). Έτσι, σε μία μόνο δεκαετία, οι
Ένοπλες Δυνάμεις των Ηνωμένων Πολιτειών απώλεσαν 700.000 άτομα
προσωπικού -περίπου το ένα τρίτο της ενεργού δύναμής τους-, αλλά η απώλεια
των δυνάμεων μάχης ήταν ακόμα πιο σοβαρή. Σε επίπεδο δομής, ο στρατός
μειώθηκε από 18 ενεργά τμήματα σε 10, το Πολεμικό Ναυτικό έχασε 212 πλοία
(από 566 σε 354) ενώ η Πολεμική Αεροπορία μειώθηκε από τις 36 σε 20 πτέρυγες
μαχητών, μια συνολική μείωση της τάξεως του 45% (Hooker 2014, σ. 11).
Επιπλέον, οι Ένοπλες Δυνάμεις δεν είναι κατάλληλες για επίθεση ενάντια σε
μεγάλη δύναμη διότι μπορεί να έχουν εντυπωσιακές ικανότητες προβολής
στρατιωτικής ισχύος σε κάθε γωνιά του πλανήτη, οι χερσαίες δυνάμεις, ωστόσο,
είναι σχετικά μικρές (Παπασωτηρίου 2009, σ. 102).

Το προσωπικό των αμερικανικών Ενόπλων Δυνάμεων σε αριθμούς (1974-2016)


[Πηγή: https://www.cfr.org/article/demographics-us-military]

Αποτυχημένες όμως, είναι και όλες οι προσπάθειες επιβολής της παγκόσμιας


τάξης μέσω των Ενόπλων Δυνάμεων. Εάν ληφθεί υπόψη η ρήση του Carl von
Clausewitz περί του «πολέμου ως συνέχισης πολιτικής με άλλα μέσα» (Ήφαιστος
2015b), θα μπορούσαμε να υποθέσουμε ότι ήδη από το Βιετνάμ -τον πρώτο
πόλεμο που οι ΗΠΑ είχαν σαφώς χάσει (Kennedy 1990, σ. 550)-, οι πολιτικοί
τους στόχοι μετά την κάθε εισβολή, συχνά δεν επιτυγχάνοντο. Είναι αλήθεια ότι
μετά τον Ψυχρό Πόλεμο, οι Αμερικανοί, υποπίπτοντας στο σφάλμα της
στρατηγικής υπερεπέκτασης, δηλαδή των υπέρμετρα φιλόδοξων στόχων που δεν
είναι δυνατό να υποστηριχθούν από τα διατιθέμενα μέσα (Koliopoulos & Platias
2010), ανέλαβαν μία μεγάλη σειρά διεθνών δεσμεύσεων, στέλνοντας
στρατεύματα για μόνιμη παρουσία στα τέσσερα σημεία του πλανήτη (Kupchan
2007, σ. 24). Αλλά οι αμερικανικές δυνάμεις, μπορεί να κατανοούν πλήρως τους
κανόνες εμπλοκής, δε γνωρίζουν όμως τους κανόνες απεμπλοκής. Όπως είδαμε να
35
συμβαίνει στο Ιράκ, στο Αφγανιστάν και στην παλαιστινιακή ζώνη, ακόμα και οι
πιο εκπαιδευμένοι και σύγχρονοι στρατοί του κόσμου, δε μπορούν να
καταβάλλουν την κοινωνική και ατομική αντίσταση των ανταρτών, είτε στις
πόλεις, είτε σε απρόσιτες γεωγραφικά περιοχές. Επιπρόσθετα, όπως έδειξε η
περίπτωση της Γεωργίας, τον Αύγουστο του 2008, οι ΗΠΑ φαίνονται ανήμπορες
να αντιτάξουν ισχύ, στην ισχύ των Ρώσων (Φούσκας 2009, σ. 67). Ταυτόχρονα, οι
συνεχιζόμενες διεκδικήσεις του αλβανικού εθνικισμού για μία «Μεγάλη
Αλβανία» καθώς και η επισφαλής κατάσταση στη Βοσνία και στην Κροατία
δείχνουν ότι η προσπάθεια των Ηνωμένων Πολιτειών να σταθεροποιήσουν τα
Βαλκάνια και να φέρουν ασφάλεια στην περιοχή μετά τον Ψυχρό Πόλεμο έχει
«στεφθεί» από αποτυχία μάλλον παρά από επιτυχία (Φούσκας 2008, σ. 142). Ως
εκ τούτου, αντί τα αμερικανικά εγχειρήματα να προκαλέσουν «σοκ και δέος» στα
δυσάρεστα αυταρχικά καθεστώτα, τους έδωσαν άλλο ένα άλλοθι, για να
αναβάλλουν τις μεταρρυθμίσεις και άλλη μία συναισθηματικά φορτισμένη
ιστορία κακοποίησης από τον ξένο παράγοντα (Παπασωτηρίου 2009, σ. 228).
Κατόπιν των ανωτέρω, θα μπορούσαμε με ευκολία να συμπεράνουμε ότι οι
ΗΠΑ, θα παραμείνουν η ισχυρότερη στρατιωτική δύναμη σε παγκόσμιο επίπεδο
για αρκετά χρόνια. Ωστόσο, σύμφωνα με μελέτη του Ινστιτούτου Ενίσχυσης της
Παγκόσμιας Ειρήνης σχετικά με το μακροπρόθεσμο περιβάλλον ασφαλείας στην
Ασία, φαίνεται ότι η Washington θα αντιμετωπίσει ολοένα και σοβαρότερη
περικοπή των αμυντικών της δαπανών, που θα περιορίσει (Swaine 2015, σ. 148)
την ικανότητά της να προβάλλει σε παγκόσμιο επίπεδο τη στρατιωτική της ισχύ,
καθώς ο βαρύς εξοπλισμός που διαθέτει, ίσως αποδειχθεί αναποτελεσματικός για
την αντιμετώπιση των μελλοντικών απειλών (Το Βήμα 2009). Αυτό, εξηγεί μία
σειρά πραγμάτων. Εξηγεί γιατί οι Ηνωμένες Πολιτείες δεν έχουν τη δυνατότητα
να διατηρούν την ειρήνη στα διάφορα σημεία του πλανήτη, αλλά μόνο επιχειρούν
στην επιβολή της. Εξηγεί επίσης εν μέρει γιατί οι αμερικανικοί σύμμαχοι θα
πρέπει να μοιράζονται το οικονομικό βάρος των συμμαχικών αποστολών του
ΝΑΤΟ και άλλα καθήκοντα διοίκησης και προμήθειας όπλων. Εξηγεί γιατί
ζητείται από τους Ευρωπαίους να προσφέρουν υπηρεσίες μετά την πώληση σε
ανασυγκρότηση και πρωτοβουλίες δωρεών στον απόηχο των αμερικανικών
βομβαρδισμών (Φούσκας 2009, σ. 226). Σε κάθε περίπτωση, η παρακμάζουσα υπ’
αριθμόν ένα δύναμη, αντιμετώπισε, αντιμετωπίζει και θα αντιμετωπίσει απειλές,
όχι τόσο της ασφάλειας της πατρώας γης -στην περίπτωση των Ηνωμένων
Πολιτειών -η προοπτική να κατακτηθούν από ένα στρατό εισβολής είναι
απόμακρη-, όσο των συμφερόντων της στο εξωτερικό, συμφερόντων τόσο
εκτεταμένων, ώστε να μη μπορεί να τα προασπίζει όλα ταυτοχρόνως και από την
άλλη πλευρά είναι δύσκολο να εγκαταλείψει οποιοδήποτε από αυτά, χωρίς να
διατρέχει περαιτέρω κινδύνους (Kennedy 1990 σ. 653).

36
2.4. Η άνοδος του πολιτικού αντι-αμερικανισμού

H λογική της δύναμης έχει φαινομενικά


καταστρέψει τη δύναμη της λογικής.

Ghassan Salame

Στη δεύτερη συζήτηση μεταξύ υποψηφίων στην προεδρική προεκλογική


εκστρατεία του 2000, ο υποψήφιος και μετέπειτα Πρόεδρος των ΗΠΑ George W.
Bush, δήλωσε ότι τα άλλα έθνη θα προσελκύονταν από τις Ηνωμένες Πολιτείες
εάν αυτές ήταν ισχυρές αλλά «ταπεινές» (Walt 2007, σ. 277). Αντιθέτως, εάν οι
Ηνωμένες Πολιτείες είναι ένα υπεροπτικό έθνος, τότε θα τις αντιπαθούσαν
(Παπασωτηρίου 2009, σ. 193). Το ένστικτο του Bush ήταν σωστό, αν και οι
αποφάσεις τις οποίες πήρε ως πρόεδρος δείχνουν ότι δεν πίστευε αληθινά αυτά
που έλεγε. Πράγματι, μετά την πτώση της Σοβιετικής Ένωσης και τη διάλυση του
Συμφώνου της Βαρσοβίας, οι ΗΠΑ, απολάμβαναν μία θέση ισχύος άγνωστη επί
αιώνες (Walt 2007, σ. 37). Σύμφωνα με το Zbigniew Brzezinski, η αμερικανική
παγκόσμια ισχύς ασκήθηκε μέσα από ένα διεθνές σύστημα ιδιαίτερου
αμερικανικού σχεδιασμού, που αντανακλούσε την εσωτερική αμερικανική
εμπειρία (Brzezinski 1998, σ. 53), ενώ όταν δεν πρωταγωνιστούσαν με εμφανή
τρόπο, οι Ηνωμένες Πολιτείες καθόριζαν και έθεταν τους κανόνες από τα
παρασκήνια. Το ΝΑΤΟ, το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο (ΔΝΤ), η Παγκόσμια
Τράπεζα, το Φόρουμ Οικονομικής Συνεργασίας Ασίας-Ειρηνικού (APEC) και ο
Παγκόσμιος Οργανισμός Εμπορίου είναι όλοι πολύπλοκοι οργανισμοί με πολλά
μέλη και σύνθετη διαδικασία λήψης αποφάσεων στους οποίους οι ΗΠΑ
ασκούσαν επί μακρόν αθόρυβα κυρίαρχη επιρροή (Kupchan 2007, σ. 135-136).
Μετά το 1989, πρωταρχική μέριμνα κατέστη ο εκδημοκρατισμός. Η στρατηγική
αυτή επιλογή στράφηκε αποτελεσματικά προς την πάλαι ποτέ σφαίρα επιρροής
της ΕΣΣΔ: τις χώρες της κεντρικής και ανατολικής Ευρώπης και των Βαλκανίων
(Tvxs 2019a). Έτσι, οι αρχές του 21ου αιώνα, σημαδεύτηκαν από το θρίαμβο των
δημοκρατικών ιδανικών πάνω στα οποία ιδρύθηκαν οι Ηνωμένες Πολιτείες και
για τα οποία έχυσαν πολύ αίμα. Γύρω στις εκατόν είκοσι από τις περίπου
διακόσιες χώρες στον κόσμο έχουν σήμερα, -έστω και κατ’ επίφασην-,
δημοκρατικές κυβερνήσεις.
Καθώς παρακολουθούσαν τα γεγονότα, οι περισσότεροι από τους
στρατηγικούς αναλυτές των ΗΠΑ ήταν βέβαιοι όχι μόνο ότι η αμερικανική
υπεροχή ήταν ακλόνητη, αλλά και ότι είχε φτάσει επιτέλους μία μακρά περίοδος
ειρήνης ανάμεσα στις μεγάλες δυνάμεις (Kupchan 2007, σ. 29-30). Αυτή η
αυταρέσκεια εξέθρεψε την αίσθηση ότι, πραγματικά, η ιστορική πορεία είχε
τερματιστεί και ότι βιώναμε την κλιμάκωση κάποιας μορφής ιστορικής
διαδικασίας. Το τέλος της ιστορίας. Και ότι, ουσιαστικά, οι Ηνωμένες Πολιτείες,
μπορούσαν να επαναπαυθούν στις δάφνες τους και να απολαύσουν τη νέα,
αυτοκρατορική τους ταυτότητα (Brzezinski & Scowcroft 2010, σ. 33), που μόνο
με τη Ρώμη μπορούσε να συγκριθεί (Walt 2007, σ. 37). Τέτοιου είδους
βεβαιότητα για τη μακροημέρευση της αμερικανικής εποχής δεν είναι μόνο
37
λανθασμένη, αλλά και επικίνδυνη. Η Αμερική φαίνεται ότι διέπραξε το ίδιο λάθος
που έκαναν τα περισσότερα άλλα μεγάλα έθνη στο παρελθόν πριν από αυτή
(Kupchan 2007, σ. 30). Το λάθος εντοπίζεται στη σκέψη ότι μπορούσαν πλέον να
υπαγορεύουν τους κανόνες του παιχνιδιού και ότι αυτοί οι νέοι κανόνες θα της
επέτρεπαν να αποφασίζει πότε να κηρύσσει την έναρξη ενός πολέμου, πώς να τον
διεξαγάγει, πώς να τον προλαμβάνει και να τον αποτρέπει (Brzezinski &
Scowcroft 2010, σ. 33). Έτσι, παρά τις αντιδράσεις της διεθνούς κοινότητας και
σε αρκετές περιπτώσεις, χωρίς την έγκριση του Συμβουλίου Ασφαλείας των
Ηνωμένων Εθνών, οι ΗΠΑ, εισέβαλλαν στα Βαλκάνια, στην Ανατολική Ευρώπη,
στο Αφγανιστάν και στη Μέση Ανατολή ως «απελευθερωτές» για να φέρουν τα
«φώτα του δυτικού πολιτισμού στους βαρβάρους» (Φούσκας 2008, σ. 28), ενώ
προς χάριν της μονομερούς δράσης, απομακρύνθηκαν και από τους διεθνείς
θεσμούς που οι ίδιες δημιούργησαν. Ο Bill Clinton αρνήθηκε το 1997 να
υπογράψει τη διεθνή συνθήκη απαγόρευσης των ναρκών εδάφους, η οποία έχαιρε
της υποστήριξης 123 εθνών, o George W. Bush δήλωσε αντίθετος με το Διεθνές
Ποινικό Δικαστήριο και αποχώρησε από το Πρωτόκολλο του Kyoto (Kupchan
2007, σ. 402-403) και ο Donald Trump, απέσυρε την Αμερική από το Σύμφωνο
Συνεργασίας των Δύο Πλευρών του Ειρηνικού (TPP) και τη Συμφωνία των
Παρισίων για την κλιματική αλλαγή (Beddoes 2017, σ. 23).
Ακόμη και αν όλες αυτές οι ενέργειες ήταν εξ’ ολοκλήρου αμυντικές, αυτή η
ιστορία αποτελεί γόνιμο έδαφος για τον αντιαμερικανισμό (Walt 2007, σ. 126).
Μια δημοσκόπηση του Ευρωβαρομέτρου διαπίστωσε ότι η πλειοψηφία των
Ευρωπαίων πιστεύει ότι οι Ηνωμένες Πολιτείες τείνουν να διαδραματίζουν
αρνητικό ρόλο στην καταπολέμηση της φτώχειας σε παγκόσμιο επίπεδο, στην
προστασία του περιβάλλοντος και στη διατήρηση της ειρήνης στον κόσμο (Nye
2004b, σ. 255) με τις θετικές εκτιμήσεις, να υπερβαίνουν τις αρνητικές, μόνο σε
σχέση με την «πάλη κατά της τρομοκρατίας» (Walt 2007, σ. 327-328). Μια
μελέτη της εταιρείας Roper του 2003 κατέδειξε ότι «για πρώτη φορά από το 1998,
οι καταναλωτές σε 30 χώρες εξέφρασαν την απογοήτευσή τους για την Αμερική
απορρίπτοντας τα προϊόντα της Nike ή τα McDonalds». Την ίδια στιγμή, εννέα από
τις 12 κορυφαίες ασιατικές και ευρωπαϊκές εταιρείες, συμπεριλαμβανομένης της
Sony, της BMW και της Panasonic, είδαν τα ποσοστά τους να αυξάνονται (Nye
2004b, σ. 256). Σύμφωνα με τον Keith Reinhard, Πρόεδρο της διαφημιστικής
εταιρείας DDB Worldwide: «Οι ξένοι μεταθέτουν την οργή τους για την
αμερικανική κυβέρνηση στις Ηνωμένες Πολιτείες και από τις Ηνωμένες Πολιτείες
στις αμερικανικές επιχειρήσεις». Η εικόνα των ΗΠΑ είναι ιδιαίτερα άσχημη και
στον αραβικό και ισλαμικό κόσμο. Μία έρευνα που πραγματοποιήθηκε τον Ιούνιο
του 2004 σε έξι αραβικές χώρες, επιβεβαίωσε ότι αυτοί οι πληθυσμοί είχαν
συντριπτικά αρνητικές απόψεις για το ρόλο της Αμερικής στον κόσμο, παρά την
κάπως θετική στάση απέναντι στην επιστήμη και την τεχνολογία της, τις ταινίες
και την τηλεόραση, ακόμη και απέναντι στον ίδιο τον αμερικανικό λαό (Walt
2007, σ. 102). Η δημοτικότητα των Ηνωμένων Πολιτειών, μειώθηκε έτι
περαιτέρω, μετά την εκλογή του Donald Trump, με το συνολικό σκορ τους να
μειώνεται από το 2016 έως το 2017, κατά 10% (McClory 2017, σ. 46). Και επειδή
οι περισσότερες κυβερνήσεις, -ιδιαίτερα αυτές των ισχυρών κρατών- οφείλουν να
διατηρούν τη λαϊκή υποστήριξη για να παραμείνουν στην εξουσία, η Washington
38
δε μπορεί να υπαγορεύει τις απόψεις τους για τη διεθνή συμπεριφορά της
Αμερικής.
Στο εμβληματικό έργο του, «Στρατηγικές Αντίστασης στην Ηγεμονία των
ΗΠΑ», ο Stephen Walt, κατηγοριοποιεί τα αίτια αντίθεσης στην εξωτερική
πολιτική των Ηνωμένων Πολιτειών. Πρώτος και πιο προφανής λόγος, τα κράτη τα
οποία θεωρούν ότι οι Ηνωμένες Πολιτείες είναι βασικά εχθρικές, θα απορρίψουν
την ευθυγράμμιση με τις ΗΠΑ και είναι πιθανό να υιοθετήσουν μία πολιτική που
θα τις αψηφά ανοικτά. Δεύτερον, μερικά κράτη μπορεί να αντιτίθενται στην
πολιτική της Αμερικής σε έναν περιορισμένο αριθμό ζητημάτων, προσπαθώντας
ταυτοχρόνως να διατηρήσουν καλές σχέσεις με την Washington σε άλλα πεδία.
Τρίτον, κάποια κράτη μπορεί να επιλέξουν ν’ αντισταθούν στις Ηνωμένες
Πολιτείες, επειδή ανησυχούν για τις ευρύτερες επιπτώσεις τις οποίες έχει η
αμερικανική πρωτοκαθεδρία. Σε ό,τι αφορά στις στρατηγικές τους, τα κράτη,
έχουν επίσης τρεις επιλογές: την εξισορρόπηση, η οποία επιτυγχάνεται μέσω της
επιστράτευσης εσωτερικών δυνάμεων ή της συμμαχίας με άλλους, της ματαίωσης
των στόχων των ΗΠΑ με την αγνόηση των απαιτήσεών τους και τη στρατηγική
της δέσμευσης, που περιλαμβάνει τη χρήση κανόνων και θεσμών για τον
περιορισμό των δράσεών τους (Walt 2007, σ. 54).
Κατόπιν των ανωτέρω, δεν προξενεί καμία εντύπωση η υποκρυπτόμενη
πολλές φορές ρήξη μεταξύ της Ευρώπης και της Αμερικής. Διότι μπορεί η διεθνής
αλληλεγγύη που αναπτύχθηκε αμέσως μετά τις επιθέσεις στη Νέα Υόρκη και την
Washington να ήταν παρηγορητική και χρήσιμη, όμως, δεν επεκτάθηκε σε βάθος.
Οι εταίροι των ΗΠΑ ήταν μεν πρόθυμοι να μοιραστούν πληροφορίες και να
συμβάλλουν στην εφαρμογή του νόμου. Όταν όμως τέθηκε θέμα στρατιωτικών
αντιποίνων, η συμμαχία εξέφρασε τη διστακτικότητά της σχεδόν αμέσως
(Kupchan 2007, σ. 410). Έντονες ήταν και οι αποδοκιμασίες για την εμπλοκή των
Ηνωμένων Πολιτειών στο Ιράκ, καθώς η Γαλλία και η Γερμανία, δύο από τις
μεγαλύτερες δυνάμεις της Ευρασίας, εναντιώθηκαν στην ηγεμονική αξίωση για
αλλαγή καθεστώτος στην περιοχή (Φούσκας 2008, σ. 14). Οι Γάλλοι θεώρησαν
αυτή την αντίδραση ως ευκαιρία για να τεθούν επικεφαλής της ευρωπαϊκής κοινής
γνώμης και να εκδιώξουν τις ΗΠΑ από την Ευρώπη (Brzezinski & Scowcroft
2010, σ. 306), ενώ οι Γερμανοί εξέφρασαν έντονη δυσπιστία για τους λόγους που
οι Ηνωμένες Πολιτείες έκαναν τον πόλεμο, όπως η εικαζόμενη σύνδεση του Ιράκ
με την Al-Qaeda και η επικείμενη απειλή των όπλων μαζικής καταστροφής. Ο
συνδυασμός αυτός, προκάλεσε ένα κλίμα άνθισης των θεωριών συνομωσίας.
Μέχρι τον Ιούλιο του 2003, το ένα τρίτο των Γερμανών κάτω από την ηλικία των
τριάντα, υποστήριζαν ότι η αμερικανική κυβέρνηση θα μπορούσε ακόμα και να
διοργανώσει τις αρχικές επιθέσεις της 11ης Σεπτεμβρίου (Nye 2004b, σ. 257). Οι
ευρω-ατλαντικές σχέσεις δε βελτιώθηκαν ούτε μετά την εκλογή του Donald
Trump, καθώς η Ευρώπη, έχει κληθεί να προσαρμοστεί στη νέα πραγματικότητα
του «Πρώτα η Αμερική». Οι σχέσεις μεταξύ ΕΕ και ΗΠΑ, χειροτέρευσαν
ραγδαία. Ωστόσο, μετά την επίσκεψη του προέδρου της Κομισιόν, Jean-Claude
Juncker τον Ιούλιο του περασμένου έτους, προετοιμάστηκαν νέες διμερείς
συνομιλίες για εμπορικά ζητήματα (Delegation of the European Union to the
United States 2018).

39
Σήμερα, η ρήξη μεταξύ Ευρώπης και Αμερικής έχει περιπλακεί από έναν
ισχυρότερο ιδεολογικό ανταγωνισμό, ο οποίος στρέφει και τις δύο ενάντια σε
εναλλακτικά συστήματα τα οποία παρακάμπτουν τη Δύση (Leonard 2008, σ. 23).
Για τα ισλαμικά κράτη, η κοινωνία και ο πολιτισμός της Αμερικής είναι εγγενώς
κακοί ή ανήθικοι. Θρησκευτικοί φονταμενταλιστές και άλλοι εξτρεμιστές
καταδικάζουν τον ηδονισμό και τη σεξουαλική ελευθεριότητα της αμερικανικής
λαϊκής κουλτούρας και υποδεικνύουν τα υψηλά ποσοστά διαζυγίων, παιδιών
εκτός γάμου και άλλων κοινωνικών δεινών (Walt 2007, σ. 112). Έτσι, δεν
προξενεί καμία εντύπωση το γεγονός ότι η Αίγυπτος, η οποία ήταν από τους
σθεναρότερους συμμάχους των Ηνωμένων Πολιτειών στον πρώτο πόλεμο του
Περσικού, απώλεσε προσωρινά την εμπιστοσύνη της προς τις ΗΠΑ (Brzezinski &
Scowcroft 2010, σ. 72). Τις αμερικανο-αιγυπτιακές σχέσεις, διέσωσε η άνοδος του
Fatah al Sisi, υπό την προεδρία του οποίου, η Αίγυπτος έχει αρχίσει να
συνεργάζεται σιωπηρά σε θέματα ασφαλείας, ειδικά στο Σινά, με το Ισραήλ, τον
ισχυρότερο σύμμαχο της Washington στο πλαίσιο της ειρηνευτικής συμφωνίας
του 1979 (Η Καθημερινή 2019b). Αλλά και η Σαουδική Αραβία, κατά τη διάρκεια
του πολέμου στο Ιράκ, ανακοίνωσε ότι τα πολεμικά αεροσκάφη των Ηνωμένων
Πολιτειών μπορούσαν να χρησιμοποιήσουν τον εθνικό εναέριο χώρο της, αλλά
δεν θα τους επιτρεπόταν να πραγματοποιήσουν αεροπορικές επιδρομές από τις
στρατιωτικές βάσεις της. Οι Σαουδάραβες αρνήθηκαν αρχικά ακόμη και να
παγώσουν τους τραπεζικούς λογαριασμούς ομάδων υπόπτων για τρομοκρατική
δράση (Kupchan 2007, σ. 411). Έκτοτε, οι σχέσεις των δύο κρατών, δεν έχουν
βελτιωθεί σημαντικά. Πρόσφατα, το Υπουργείο Εξωτερικών της Σαουδικής
Αραβίας, καταδίκασε την ομόφωνη έγκριση από την αμερικανική Γερουσία ενός
ψηφίσματος με το οποίο χαρακτηρίζεται «υπεύθυνος» για τη δολοφονία του
δημοσιογράφου Jamal Khashoggi, ο πρίγκιπας διάδοχος Mohammed bin Salman
(CNN Greece 2018). Τέλος, θα πρέπει να σημειώσουμε ότι στην περιοχή της
Μέσης Ανατολής, η υποχώρηση της αμερικανικής επιρροής αποτελεί αιτία
ενδυνάμωσης του σιιτικού Ιράν (Kontos 2016, σ. 24).
Στην Ασία η δυσαρέσκεια της κοινής γνώμης για την αμερικανική
στρατιωτική παρουσία στη Νότια Κορέα και οι ανησυχίες για την αμερικανική
διπλωματία στην περιοχή περιέπλεξαν τις προσπάθειες των ΗΠΑ να πετύχουν ένα
«ενιαίο μέτωπο» κατά της αναβίωσης του πυρηνικού προγράμματος της Βόρειας
Κορέας (Walt 2007, σ. 228). Η ισχυρή πυρηνική Ρωσία στην προσπάθειά της να
ανακτήσει το status της πρώην ΕΣΣΔ δεν προτίθεται να υιοθετήσει παθητική
στάση απέναντι στις απειλές που δέχεται η Βόρεια Κορέα, ούτε όμως και να
λειτουργήσει συγκρουσιακά απέναντι στην Washington, καθώς έχει θέσει άλλες
προτεραιότητες στην εξωτερική της πολιτική. Η εξίσωση όμως δεν είναι καθόλου
απλή, καθώς το καθεστώς του Kim Jong-Un διατηρεί σημαντικότατες σχέσεις και
με την Κίνα (Newsbeast 2017). ΛΔΚ και Ρωσία όμως δεν αντέδρασαν μόνο στο
ζήτημα της Βόρειας Κορέας, αλλά και στην υπεροχή των ΗΠΑ με την
προσπάθειά τους να λύσουν τα ζητήματα που προκαλούσαν τριβές ενισχύοντας
άλλες μορφές συνεργασίας στον τομέα της ασφάλειας, διαδικασία η οποία
κορυφώθηκε με την υπογραφή, τον Ιούλιο του 2001, επίσημης συνθήκης φιλίας.
Αν και η συνθήκη δε στόχευε κάποια συγκεκριμένη χώρα, ο ρητός στόχος της
ήταν να ενθαρρύνει μία «νέα διεθνή τάξη πραγμάτων» και Ρώσοι σχολιαστές την
40
περιέγραφαν ως «πράξη φιλίας έναντι της Αμερικής» (Walt 2007, σ. 163). Από
την πλευρά τους οι Ηνωμένες Πολιτείες, δεν αποσκοπούν στο να συνθλίψουν ή να
καταστρέψουν τη Ρωσία ή την Κίνα (Φούσκας 2008, σ. 18). Επιθυμούν να
δημιουργήσουν ένα συνασπισμό εξισορρόπησης, σχεδιασμένο να ελέγξει την
άνοδο της ΛΔΚ, κατά τον ίδιο τρόπο που η Μεγάλη Βρετανία, η Γαλλία, η
Γερμανία, η Ιταλία, η Ιαπωνία και η ίδια η Κίνα, ένωσαν τις δυνάμεις τους για να
περιορίσουν τη Σοβιετική Ένωση (Mearsheimer 2010, σ. 391).
Συμπερασματικά, θα μπορούσαμε να υποστηρίξουμε ότι η δεσπόζουσα ισχύς
από μόνη της μπορεί περισσότερο να βλάψει, παρά να ωφελήσει ένα έθνος. Όταν
είναι ανεξέλεγκτη, η υπεροχή συχνά ενθαρρύνει την επιθετικότητα και προκαλεί
είτε το σχηματισμό εχθρικών, αντίρροπων συνασπισμών (Kupchan 2007, σ.39),
είτε την ανησυχία φιλικών δημοκρατιών (Walt 2007, σ. 37). Έτσι, η Washington,
παραμένει πολιτικά απομονωμένη. Στην πραγματικότητα ουδείς -με εξαίρεση το
Ισραήλ- πιστεύει ότι η στάση των Ηνωμένων Πολιτειών έχει νόημα ή ότι υπάρχει
λόγος ενθάρρυνσής τους (Wallerstein 2005, σ. 49). Εν ολίγοις, οι ΗΠΑ
χαράμισαν ίσως ένα από τα πολυτιμότερά τους πλεονεκτήματα -τη διεθνή τους
νομιμότητα (Kupchan 2007, σ. 16)-. Είναι περίεργο πώς οι πολιτικοί ιθύνοντες
στην Αμερική αδυνατούν να καταλάβουν ότι η ηθική μίας δύναμης είναι το
μεγαλύτερο πολιτικό της όπλο (Χατζηγάκης & Χατζηγάκης 2010, σ. 228).

41
Κεφάλαιο 3ο: Η άνοδος της Κίνας

3.1. Εισαγωγή: Η ακτινογραφία μίας (υπερ)δύναμης

Πρέπει να κυβερνήσουμε τη Γη.

Mao Zedong

Η Κίνα αποτελεί το πρώτο κράτος μετά το πέρας του Ψυχρού Πολέμου το οποίο
διαθέτει τη δυνατότητα, το μέγεθος και την πλανητική διάσταση που του
επιτρέπει να διαμορφώσει τον κόσμο με βάση τη δική του εικόνα (Leonard 2008,
σ. 31). Ρόλος, που μεταξύ των άλλων αποτελεί σαφή ένδειξη του αποτελέσματος
της πορείας την οποία ακολούθησε αυτή η χώρα, από το αναγκαστικό της άνοιγμα
στον υπόλοιπο κόσμο έως τις μέρες μας και όπου στη διάρκειά της πολλές φορές
έμοιαζε να έχει φτάσει ως τη διάλυση. Με γεωγραφική έκταση τα 9.600.000 τ.
χλμ. -δηλαδή εφάμιλλη των ΗΠΑ (Πετρόπουλος & Χουλιάρας 2014, σ. 299)- και
πληθυσμό 1,3 δις (Kynge 2007, σ. 143), ο δράκος της Ασίας είναι σε πολλούς
τομείς παγκόσμιος ηγέτης, ενώ αναμένεται να συνεχίσει την ανοδική του τροχιά.
Σύμφωνα με τη βάση δεδομένων του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου για τη
Διεύθυνση Εμπορικών Στατιστικών, είναι η μεγαλύτερη πηγή εμπορίου για
περίπου 140 χώρες, με τις εμπορικές του δραστηριότητες να αντιπροσωπεύουν
περίπου το 13% της παγκόσμιας ανάπτυξης από το 2000 έως το 2012 (Angang
2015, σ. 11).
Η ΛΔΚ πρέπει να είναι η πιο ενσυνείδητα ανερχόμενη δύναμη στην ιστορία. Η
μέτρηση της ΣΕΙ -ακρωνύμιο για τη Συνεκτική Εθνική Ισχύ- έχει γίνει εθνική
έμμονη ιδέα. Η ΣΕΙ για τους Κινέζους αναλυτές στρατηγικής αποτελεί κάτι
παραπάνω από κομψό ακρωνύμιο. Από την εποχή του Sun Tzu και μετά, οι
Κινέζοι κατέληξαν στο συμπέρασμα ότι μόνο με την παρατήρηση των αδυναμιών
των αντιπάλων μπορείς να αντιληφθείς και τα δικά σου δυνατά σημεία (Leonard
2008, σ. 149). Αυτός είναι άλλωστε και ο λόγος για τον οποίο τις δύο τελευταίες
δεκαετίες, ο Λαϊκός Απελευθερωτικός Στρατός (ΛΑΣ) της Κίνας, έχει
μεταμορφωθεί από μια μεγάλη αλλά απαρχαιωμένη δύναμη σε ικανό, σύγχρονο
στρατό (RAND Corporation χ.χ) κάτοχο προηγμένων όπλων (Johnson 2017), που
του επιτρέπουν να υπερασπιστεί την επικράτειά της Κίνας στο έδαφος, τον αέρα
και τη θάλασσα (Men χ.χ). Το ανωτέρω, προξενεί ανησυχία στο δυτικό κόσμο,
που θεωρεί ότι το Πεκίνο συνιστά απειλή για την Ανατολική Ασία, ενώ άλλοι
υποστηρίζουν ότι προετοιμάζεται για να κυριεύσει τον κόσμο στρατιωτικά. Η
αλήθεια είναι ότι οι Κινέζοι διεξάγουν ένα πόλεμο σε όλες τις ηπείρους, όχι με
την κλασσική έννοια του όρου, αλλά υλοποιώντας μία επιθετική εμπορική
πολιτική έναντι της Δύσης, χορηγώντας χαμηλότοκα δάνεια σε κράτη της
Αφρικής και της Λατινικής Αμερικής και διαθέτοντας τους περισσότερους
στρατιώτες στον ΟΗΕ για ειρηνευτικές επιχειρήσεις, από όλα τα μέλη του
Συμβουλίου Ασφαλείας. Με άλλα λόγια, ενεργούν επιθετικά μεν, αλλά
χρησιμοποιώντας ήπια και όχι σκληρή ισχύ (Παρίσης 2011, σ. 56).
42
Σκοπός του παρόντος κεφαλαίου, είναι η ανάλυση των αιτίων που συνέβαλλαν
στην οικονομική ανάπτυξη, το στρατιωτικό εκσυγχρονισμό, την πολιτική επιρροή
και τη χρήση της ήπιας ισχύος ήτοι των πυλώνων που στήριξαν και μετέτρεψαν
την Κίνα σε αυτό που είναι σήμερα: μία εν δυνάμει παγκοσμίας εμβέλειας
υπερδύναμη, αντίπαλο των Ηνωμένων Πολιτειών της Αμερικής.

3.2. Οι πυλώνες της κινεζικής ισχύος

3.2.1. Οικονομική ισχύς

Είναι καιρός να γνωρίσουμε την ευημερία.


Η Κίνα ήταν φτωχή για χίλια χρόνια.

Deng Xiaoping

Η σταδιακή ανάδειξη της Κίνας ως υποψήφια υπερδύναμη, βασίστηκε κυρίως


στην οικονομική της ισχύ. Σύμφωνα με τις απόψεις του κομματικού περιοδικού
Qiushi του ΚΚΚ, «η μακροπρόθεσμη οικονομική ανάπτυξη μαζί και η στρατηγική
της ατζέντα οικοδομήθηκαν με βάση το σεβασμό του διεθνούς περιβάλλοντος και τις
απόψεις υπέρ της εθνικής της ανάπτυξης» (Μπόση 2014, σ. 244).
Η Λαϊκή Δημοκρατία έχει ρυθμούς που ξαφνιάζουν. Με ποσοστά ανάπτυξης
της τάξεως του 9-10% (Trump 2017, σ. 67), μία οικονομία με ετήσια παραγωγή
11 τρισεκατομμυρίων δολαρίων (Rabinovitch 2018, σ. 81), αποθεματικό 3
τρισεκατομμυρίων ευρώ (Garton 2011) και δημόσιο χρέος 9,4% (Πετρόπουλος &
Χουλιάρας 2014, σ. 99), ο δράκος της Ασίας επέτυχε να ανέλθει από την 7η θέση
της παγκόσμιας κατάταξης των οικονομιών το 2000 (Παπασωτηρίου 2013, σ.
347), στην 6η θέση το 2002 (Bessière 2007, σ. 15), στην 4η το 2006 (Χατζηγάκης
& Χατζηγάκης 2010, σ. 255), στην 3η το 2007 (Leonard 2008, σ. 14), για να
καταλήξει να είναι η 2η μεγαλύτερη οικονομία του κόσμου, συνεισφέροντας το
14,6% του παγκόσμιου Ακαθάριστου Εγχώριου Προϊόντος (ΑΕΠ), ποσοστό που
ήταν υψηλότερο αν συνυπολογιζόταν η συμμετοχή του Hong Kong, αλλά
χαμηλότερο από το αντίστοιχο 19,2% των ΗΠΑ (Πετρόπουλος & Χουλιάρας
2014, σ. 91).
Οι ανωτέρω αλλαγές, δεν ήταν δυνατόν να μην οδηγήσουν στη βελτίωση του
βιοτικού επιπέδου των Κινέζων πολιτών. Τριακόσια εκατομμύρια άνθρωποι
ξέφυγαν από την απόλυτη φτώχεια και διακόσια εκατομμύρια εγκατέλειψαν την
ύπαιθρο προκειμένου να εργαστούν στη βιομηχανία. Εκατό εκατομμύρια Κινέζοι
πολίτες συγκροτούν σήμερα τη λεγόμενη μεσαία τάξη και 500.000 έγιναν
εκατομμυριούχοι (Leonard 2008, σ. 55). Σήμερα ένας στους δύο Κινέζους έχει
κινητό, οι έγχρωμες τηλεοράσεις βρίσκονται σε κάθε σπίτι (Χατζηγάκης &
Χατζηγάκης 2010, σ. 247), ενώ ο εξερχόμενος τουρισμός ανέρχεται στα 100
εκατομμύρια ταξίδια στο εξωτερικό (Keqiang 2016, σ. 74). Οι βελτιώσεις που
έχουν επέλθει είναι φανερές και από το γεγονός πώς οι περισσότεροι εργαζόμενοι
στις πόλεις έχουν υγειονομική περίθαλψη. Επίσης, έχει κατοχυρωθεί το ελάχιστο
43
επίδομα ανεργίας για όσους έχουν ήδη εργαστεί (Χατζηγάκης & Χατζηγάκης
2010, σ. 261).
Για τη λαϊκή φαντασία, η έναρξη της ανάβασης της ΛΔΚ προς την κορυφή,
ήταν αποτέλεσμα των ενεργειών ενός άνδρα, που συχνά ονομάζεται ο
«αρχιτέκτονας» της ανόρθωσης της χώρας, του Deng Xiaoping (Kynge 2007, σ.
28). Το μεγάλο μονοπάτι που χάραξε ο Deng από τα τέλη της δεκαετίας του 1970,
είχε ως πρότυπο την Ιαπωνία και τις τίγρεις της Νοτιοανατολικής Ασίας. Η
θεμελιώδης οργανωτική αρχή πίσω από το σχέδιο για την οικονομική μεγέθυνση
της Κίνας ήταν η δημιουργία μίας διπλής οικονομίας στην οποία θα υπήρχαν
Ειδικές Οικονομικές Ζώνες (ΕΟΖ), οι οποίες θα μιμούνταν τη Σιγκαπούρη και το
Hong Kong και θα αποτελούσαν νησίδες στις οποίες οι επενδύσεις δεν αφήνονταν
στο έλεος της «αγοράς», αλλά κατευθύνονταν στο πλαίσιο συμφωνιών μεταξύ του
Πεκίνου και των πολυεθνικών που εκείνο προσκαλούσε να εγκατασταθούν εκεί
υπό δύο βασικούς όρους: πρώτον, τη δέσμευση των πολυεθνικών να μεταφέρουν
συγκεκριμένες τεχνολογίες στην Κίνα και, δεύτερον, περιορισμούς στο ποσοστό
κέρδους που θα μπορούσαν οι εταιρείες να εξάγουν αντί να το επανεπενδύουν στη
Λαϊκή Δημοκρατία (Βαρουφάκης 2012, σ. 428). Προκειμένου να δοθούν κίνητρα
στους ξένους επενδυτές, οι ΕΟΖ, προσέφεραν δύο χρόνια φοροαπαλλαγής επί των
κερδών από την πρώτη χρονιά και ύστερα μία ελάφρυνση κατά 50% για τρία
χρόνια. Επιπλέον, για να παρακινηθεί η επανεπένδυση των κερδών στην Κίνα, οι
κινεζικές αρχές παραχώρησαν επιστροφή φόρου 40% επί του επενδυμένου ποσού
(Bessière 2007, σ. 39). Η επιτυχία των πρώτων ΕΟΖ ήταν τόσο μεγάλη, που πέρα
από το άνοιγμα της χώρας σε αρκετές παράκτιες πόλεις, όπως αυτή της Shenzhen
(Χατζηγάκης & Χατζηγάκης 2010, σ. 245) και της Pudong (Χατζόπουλος 2000, σ.
19), η χώρα προχώρησε το 2007 στην εξαγγελία ίδρυσης πέντε Ειδικών
Οικονομικών Ζωνών, όχι στη ΛΔΚ, αλλά στη Ζάμπια, τον Άγιο Μαυρίκιο, στην
Τανζανία, ενώ σε σκληρό ανταγωνισμό βρίσκονται η Νιγηρία, η Λιβερία και το
Πράσινο Ακρωτήριο για τη φιλοξενία των άλλων δύο (Leonard 2008, σ. 201).
Η εισροή τεχνογνωσίας και επενδύσεων από της αλλοδαπής προελεύσεως
εταιρείες και την κινεζική διασπορά (Bessière 2007, σ. 40), η βιομηχανική
κατασκοπεία, η παραγωγή απομιμήσεων (Kynge 2007, σ.82) και το χαμηλό
κόστος εργασίας (Παπασωτηρίου 2013, σ. 349), έθεσαν τις βάσεις όχι μόνο για
την κατάκτηση από την Κίνα της κυρίαρχης θέσης ως παραγωγού βιομηχανικών
αγαθών, αλλά και της μετατροπής των χθεσινών συνεταίρων σε αυριανούς
ανταγωνιστές, εφόσον ορισμένοι Κινέζοι κατασκευαστές επιθυμούν την
αυτονομία τους για να προωθήσουν τη δική τους μάρκα στη διεθνή αγορά
(Bessière 2007, σ. 86). Ο ανταγωνισμός με τα κινεζικά προϊόντα γίνεται δομικά
και ποιοτικά ακόμη πιο άνισος λόγω του υποτιμημένου νομίσματος, του yuan
(Χατζηγάκης & Χατζηγάκης 2010, σ. 265). Η Λαϊκή Δημοκρατία, αντιστάθηκε
επιτυχώς στις ρηματικές πιέσεις των ΗΠΑ να ανατιμήσει το νόμισμά της,
κάνοντας σαφές ότι θα ασχοληθεί με το ζήτημα αυτό όταν θεωρήσει η ίδια ότι
έχει έρθει η ώρα (Leonard 2008, σ. 205). Έτσι, το κρατικό τραπεζικό σύστημα
μπορεί να παρέχει φθηνές πιστώσεις στις εθνικές επιχειρήσεις (Χατζηγάκης &
Χατζηγάκης 2010, σ. 265), -οι οποίες αποτελούν και την πλειοψηφία των
επιχειρήσεων του δράκου της Ασίας- (Μουρδουκούτας & Arayma 2006, σ. 32),
ενώ η κεντρική κυβέρνηση παρέχει συχνά γενναιόδωρες απαλλαγές ΦΠΑ
44
(Χατζηγάκης & Χατζηγάκης 2010, σ. 265) -της τάξεως του 17% (Kynge 2007, σ.
94)- στους εξαγωγείς, με αποτέλεσμα όχι μόνο την υπερβάλλουσα προσφορά,
αλλά και την καταστροφή τιμών (Μουρδουκούτας & Arayma 2006, σ. 31).
Λανθασμένη θα μπορούσε να θεωρηθεί η υπόθεση ότι «αν και η Κίνα έχει
κάνει τεράστια βήματα από τη δεκαετία του 1980, είναι καταδικασμένη να
παραμείνει μία δύναμη μεσαίας τεχνολογίας» (Kynge 2007, σ. 142). Διά της
αύξησης της κρατικής χρηματοδότησης για την Έρευνα και την Ανάπτυξη (Ε&Α)
από το 1,75% του ΑΕΠ το 2010 στο 2,20% (Angang 2015, σ. 10) -ήτοι 232
δισεκατομμύρια δολάρια (Mauldin 2018)- το 2016 και της παροχής κινήτρων στις
περισσότερες μεγάλες εταιρείες τεχνολογίας να ιδρύσουν κέντρα Ε&Α στο
Πεκίνο, στη Σαγκάη ή οπουδήποτε αλλού (Kynge 2007, σ. 149), η Κίνα, όχι μόνο
επέτυχε να μεταβληθεί στο δεύτερο μεγαλύτερο χορηγό Έρευνας και Ανάπτυξης
στον κόσμο (Angang 2015, σ. 10), αλλά και να ξεπεράσει τις Ηνωμένες Πολιτείες
τόσο στην κατοχύρωση πατεντών -225 έναντι 91 το 2017- (Ράπτης 2018), όσο και
να γίνει η χώρα με το μεγαλύτερο αριθμό επιστημονικών δημοσιεύσεων (Εθνικός
Κήρυξ 2018). Τομείς όπως η βιοτεχνολογία, η διαστημική, η πυρηνική τεχνολογία
(Kynge 2007), η τεχνητή νοημοσύνη (Coy κ.ά. 2018) και η κατασκευή
μικροϋπολογιστών (Bessière 2007, σ. 45), τηλεοράσεων, μητρικών πλακών και
κινητήρων αυτοκινήτων (Kynge 2007, σ. 207), γνωρίζουν άνθηση που μόνο η
Ιαπωνία της δεκαετίας του ’80 είχε γνωρίσει. Αλλά η ΛΔΚ, δε σταματά εδώ.
Ιδιαίτερες ανησυχίες αλλά και σημείο τριβής με την Washington, προξενεί το
πρόγραμμα «Made in China», βάσει του οποίου το Πεκίνο, στοχεύει σε
βιομηχανίες που κυμαίνονται από την τεχνητή νοημοσύνη, την αεροδιαστημική
και την επαυξημένη και την εικονική πραγματικότητα, έως τις σιδηροδρομικές και
ναυτιλιακές μεταφορές υψηλής ταχύτητας και τα νέα ενεργειακά οχήματα (Office
of Trade & Manufacturing 2018).
Με εξίσου αρμονικό τρόπο το κράτος προώθησε τον εκσυγχρονισμό της
χώρας στον τομέα των αναγκαίων υποδομών, πολλαπλασιάζοντας την κατασκευή
λιμανιών, αυτοκινητοδρόμων, σιδηροδρομικών δικτύων, γεφυρών, φραγμάτων,
ουρανοξυστών και εκπληκτικών έργων για τους Ολυμπιακούς Αγώνες
(Χατζηγάκης & Χατζηγάκης 2010, σ. 263). Έτσι, διά της αντιγραφής του
μοντέλου και των μεθόδων των ΗΠΑ, η Κίνα, επέτυχε να κατασκευάσει ήδη ένα
κουβάρι από δρόμους, ράγες και σήραγγες, που επιτρέπει σε 66 εκατομμύρια
ανθρώπους να ταξιδεύουν μεταξύ των εννέα ηπειρωτικών πόλεων της επαρχίας
Guangdong, συν το Hong Kong και το Macau, που συναποτελούν το δέλτα του
ποταμού Pearl (Carter 2018, σ. 80). Παράλληλα με την κατασκευή των
αυτοκινητοδρόμων, η ΛΔΚ αναβιώνει και την ανάπτυξη των σιδηροδρόμων που
παρατηρήθηκε στην Αμερική το 19ο αιώνα, αλλά σε μεγαλύτερη κλίμακα.
Υπάρχουν σχέδια για την κατασκευή μίας σιδηροδρομικής γραμμής μεγάλης
ταχύτητας, που θα συνδέσει το Πεκίνο με τη Σαγκάη, ενώ σε λίγο ολοκληρώνεται
η γραμμή Qinghai-Θιβέτ, μία τεχνολογική πρόκληση που θυμίζει την κατασκευή
του αμερικανικού διηπειρωτικού σιδηροδρόμου μέσα από τη Sierra Nevada
(Kynge 2007, σ. 51). Στο πλαίσιο των εκσυγχρονιστικών προσπαθειών στον
τομέα των υποδομών, εντάσσεται και η κάλυψη των ηλεκτροδοτικών αναγκών, με
τη δημιουργία πολλών εργοστασίων ενέργειας κάθε χρόνο. Σαφώς, όλα τα
τεχνολογικά ευρήματα δεν είναι εμπνευσμένα από την Αμερική (Χατζηγάκης &
45
Χατζηγάκης 2010, σ. 264). Το «σύγχρονο σινικό τείχος», το φράγμα των Τριών
Φαραγγιών, χρειάστηκε 15 χρόνια και 16 εκατομμύρια τόνους σκυροδέματος για
να δαμάσει την ορμή του μεγάλου ποταμού Yangtze (Τσιάρας 2011).
Η εκπόνηση όμως έργων υποδομών εκ μέρους της Λαϊκής Δημοκρατίας, δεν
περιορίζεται αποκλειστικά και μόνο στο εσωτερικό της χώρας (Κακλατζής 2018).
Εμπνεόμενος από τη μερκαντιλιστική εκδοχή του σχεδίου Marshall (Mauldin
2018), o ΓΓ του Κομμουνιστικού Κόμματος της Κίνας, Xi Jinping, προέβαλλε την
αναβίωση του αρχαίου εμπορικού «Δρόμου του Μεταξιού», υπό την ονομασία
«Μία Ζώνη, Ένας Δρόμος» (Enikonomia 2018). Το επενδυτικό σχέδιο-μαμούθ,
εκτείνεται σε 65 χώρες και το 70% του πληθυσμού του πλανήτη, τα τρία τέταρτα
των ενεργειακών πόρων του, το ένα τέταρτο των αγαθών και υπηρεσιών και το
28% του παγκόσμιου ΑΕΠ -περίπου 21 τρισεκατομμύρια δολάρια- (Campell
2017). Ο στόχος του προγράμματος των 900 δισεκατομμυρίων δολαρίων, είναι η
κατασκευή αγωγών και λιμανιών στο Πακιστάν, γεφυρών στο Μπαγκλαντές και
σιδηροδρομικών δικτύων στη Ρωσία. Μερικά ακόμα μεγάλα σχέδια είναι η
κατασκευή αυτοκινητόδρομων, εργοστασίων, μονάδων παραγωγής αιολικής
ενέργειας στο Πακιστάν, η κατασκευή τεράστιου λιμανιού στη Σρι Λάνκα, ενός
αυτοκινητόδρομου στην Ινδονησία, αλλά και βιομηχανικού πάρκου στην
Καμπότζη (Κακλατζής 2018). Ιδιαίτερες ανησυχίες προκαλεί στα κράτη της
Αρκτικής η ανακοίνωση του Πεκίνου για την επέκταση της πρωτοβουλίας «Μία
Ζώνη, Ένας Δρόμος» στην περιοχή, διά της κατασκευής υποδομών και της
εκπόνησης εμπορικών δοκιμαστικών ταξιδίων, ανοίγοντας κατ’ αυτό τον τρόπο το
δρόμο για τις αρκτικές ναυτιλιακές διαδρομές που θα αποτελέσουν έναν «Πολικό
Δρόμο του Μεταξιού» (Reuters 2018). Το 2018 ο νέος Δρόμος του Μεταξιού θα
αποκτήσει και ψηφιακή διάσταση. Η Κίνα θα επεκτείνει την κάλυψη του εθνικού
της συστήματος δορυφορικής πλοήγησης στις 60 και πλέον χώρες κατά μήκος της
ζώνης του δρόμου αυτού. Έως το 2020 η Λαϊκή Δημοκρατία, έχει ως στόχο να
ανταγωνιστεί ευθέως το Global Positioning System (GPS) της Αμερικής και να
επεκτείνει τις υπηρεσίες της παγκοσμίως, με ένα δίκτυο 35 δορυφόρων (Smith
2018, σ. 83).

Ο παλαιός και ο νέος δρόμος του Μεταξιού

46
[Πηγή: http://tiny.cc/2zn0bz]

Προκειμένου να επιτευχθεί η ταχύρρυθμη οικονομική ανάπτυξη του δράκου


της Ασίας, οι ίδιοι πόροι της ΛΔΚ σε άνθρακα και πετρέλαιο έτυχαν ταχείας
εκμετάλλευσης, όπως και τα αποθέματά της σε άλλα πολύτιμα ορυκτά. Στα 1980,
η παραγωγή των 37 εκατομμυρίων τόνων χάλυβος ήταν μπροστά από την
αντίστοιχη βρετανική ή γαλλική και η κατανάλωση ενέργειας από σύγχρονες
πηγές, ήταν διπλάσια από οποιουδήποτε ηγετικού ευρωπαϊκού κράτους. Ως την
εποχή εκείνη, επίσης, η αναλογία της στην παγκόσμια βιομηχανική απόδοση είχε
ανέβει στο 5,0% (από 3,9% το 1973) και πλησίαζε τη δυτικογερμανική (Kennedy
1990, σ. 539). Έκτοτε, η κινεζική ηγεσία εγκατέλειψε το δόγμα της «αυτάρκειας»
ως πυλώνα της ενεργειακής ασφάλειας, αναζητώντας νέες πολιτικές, ικανές να
αντιμετωπίσουν την κλιμακούμενη ζήτηση. Το 2011, η Κίνα ήταν ο δεύτερος
μεγαλύτερος καταναλωτής και εισαγωγέας πετρελαίου στον κόσμο μετά την
Αμερική (Πετρόπουλος & Χουλιάρας 2014, σ. 301) ενώ οι εισαγωγές αλουμινίου,
νικελίου, χαλκού και σιδηρομεταλλευμάτων αυξήθηκαν από το 7% της
παγκόσμιας ζήτησης το 1990, στο αναμενόμενο 40% στο τέλος της δεκαετίας
(Kynge 2007, σ. 273-274). Για να καλύψει τις αυξανόμενες ενεργειακές ανάγκες
του, το Πεκίνο, κάνει συμφωνίες με αρκετά κράτη-παραγωγούς ενέργειας που
βρίσκονται στο στόχαστρο της Δύσης όπως, για παράδειγμα, το Ιράν, το
Ουζμπεκιστάν, τη Βενεζουέλα (Παπασωτηρίου 2013, σ. 363-364) και τη Ρωσία,
τον 5ο κατά σειρά προμηθευτή πετρελαίου της Κίνας (Φούσκας 2009, σ. 192).
Ιδιαίτερα αισθητές είναι και οι σχέσεις της Κίνας με αφρικανικά κράτη, όπως το
Σουδάν, το Τσαντ, η Νιγηρία, η Αγκόλα, η Αλγερία, η Γκαμπόν και η Ισημερινή
Γουϊνέα, από τα οποία και αντλεί περί το 28% του πετρελαίου και του φυσικού
αερίου που καταναλώνει (Παρίσης 2011, σ. 179).
Συμπερασματικά, θα μπορούσαμε να υποστηρίξουμε ότι η Λαϊκή Δημοκρατία,
αν και ακολουθεί το μονοπάτι της εκβιομηχάνισης που άνοιξαν οι ΗΠΑ κατά το
19ο αιώνα, η Ιαπωνία τη δεκαετία του 1950 και άλλες χώρες πιο πρόσφατα, το
μέγεθος και η ταχύτητα της αναγέννησής της την κάνει να ξεχωρίζει. Πολλά από
τα επιτεύγματά της ίσως δε θα ήταν δυνατά χωρίς την εισροή ξένων κεφαλαίων,
γνώσεων, τεχνολογίας και δίχως την πρόσβαση στις ξένες αγορές (Kynge 2007, σ.
46). Πάρα ταύτα, η Κίνα, ενσωματώθηκε στην παγκόσμια οικονομία όχι
απαραίτητα με τους δικούς της όρους, αλλά πάντως εμμένοντας στα δικά της
χαρακτηριστικά (Leonard 2008, σ. 15). Άρα πότε η οικονομία της, θα ξεπεράσει
αυτήν της Αμερικής βάσει της συναλλαγματικής ισοτιμίας της αγοράς; Σύμφωνα
με το Richard Cooper, αν η οικονομία της ΛΔΚ γνώριζε κάθε χρόνο ανάπτυξη
μεγαλύτερη κατά τρεις ποσοστιαίες μονάδες από εκείνη των Ηνωμένων
Πολιτειών, θα χρειαζόταν να περάσουν 24 χρόνια για να υπερβεί το Ακαθάριστο
Εγχώριο Προϊόν της Κίνας εκείνο των ΗΠΑ (Walt 2007, σ. 316). Ωστόσο, δεν
πρέπει να παραγνωρίζεται το γεγονός ότι λόγω του εμπορίου -το οποίο ξεπερνά τα
δύο τρίτα της οικονομίας της Λαϊκής Δημοκρατίας-, το Πεκίνο είναι πολύ
ευάλωτο στον προστατευτισμό που μπορεί να ακολουθήσει τη μείωση της καλής
θέλησης της Δύσης. Έτσι, το βασικό ερώτημα για το μέλλον, δεν είναι πόσο θα
επηρεάσει η άνοδος της Κίνας τον κόσμο, αλλά μέχρι ποιο βαθμό θα επιτρέψει ο
κόσμος στο δράκο της Ασίας να συνεχίσει την άνοδό του (Kynge 2007, σ. 271).
47
3.2.2. Στρατιωτική ισχύς

Κάνετε τον πόλεμό σας και εγώ θα κάνω το δικό μου.

Mao Zedong

Ωστόσο, η οικονομική ανάπτυξη είναι η κύρια, αλλά όχι ο μοναδική έκφανση


ισχύος. Κατά συνέπεια, μία εκτενής αναφορά στο στρατιωτικό παράγοντα -και
λόγω της αλληλεξάρτησης/αλληλεπίδρασής του με την οικονομία-, κρίνεται
απαραίτητη (Πετρόπουλος & Χουλιάρας 2014, σ. 13). Διότι, μπορεί στις αρχές
της δεκαετίας του 1980 η ΛΔΚ να περιέκοψε εκείνη την εποχή τις αμυντικές της
δαπάνες (Kynge 2007, σ. 212), όμως ενέγραψε τον εκσυγχρονισμό του στρατού
της σε μία παραδοσιακή πολιτική αυτοάμυνας ώστε να διασφαλίσει την κυριαρχία
και την ασφάλειά της με ανεξάρτητο και αυτόνομο τρόπο (Bessière 2007, σ. 201).
Η σινική στρατηγική κουλτούρα εμπεριέχει το συνδυασμό των αρχών του Sun
Tzu και της ρεαλιστικής πολιτικής. Ουσιαστικά, πρόκειται για τακτική που
περιλαμβάνει την έννοια της αντεπίθεσης, εφόσον ο εχθρός έχει κινηθεί επιθετικά
πρώτος (Πετρόπουλος & Χουλιάρας 2014, σ. 219).
Ο κινεζικός στρατιωτικός προϋπολογισμός, είναι σε συνεχή άνοδο (Bessière
2007, σ. 204). Σύμφωνα με το Διεθνές Ινστιτούτο Ερευνών της Στοκχόλμης, το
μερίδιο της Κίνας στις παγκόσμιες αμυντικές δαπάνες αυξήθηκε από περίπου 6%
το 2008 σε 13% το 2017 (Coy κ.ά. 2018), ανεβάζοντάς τη στη δεύτερη θέση, μετά
τις Ηνωμένες Πολιτείες (Doran 2012b). Για την εξεύρεση πόρων, ο δράκος της
Ασίας, δε βασίζεται αποκλειστικά στην επανεπένδυση μέρους των κερδών που
αποκομίζει από τη ραγδαία ανάπτυξη του εμπορίου του. Προκειμένου να
χρηματοδοτήσει το πρόγραμμα εκσυγχρονισμού του, το Πεκίνο, καταφεύγει σε
πωλήσεις όπλων (Bessière 2007, σ. 205) σε κράτη της αφρικανικής ηπείρου
(Παρίσης 2011, σ. 179) και σε χώρες που έχουν τεθεί στο περιθώριο του δυτικού
παράγοντα, όπως το Ιράν και το Πακιστάν. Στη δεκαετία του ’80, μάλιστα, είχε
προκαλέσει σκάνδαλο πουλώντας βαλλιστικούς πυραύλους στη Σαουδική
Αραβία.
Οι ανωτέρω περιγραφόμενες ενέργειες, συνέβαλλαν στην εγκατάλειψη από
τον κινεζικό στρατό ενός απαρχαιωμένου εξοπλισμού, στην ενίσχυση και τον
εκσυγχρονισμό της αεροπορίας της, της ναυτικής της αεροπορίας, της πυρηνικής
της δύναμης και ιδιαιτέρως του ναυτικού της (Bessière 2007, σ. 195). Κινέζοι
στρατιωτικοί ειδήμονες μελέτησαν επισταμένως τις στρατιωτικές επιχειρήσεις
των ΗΠΑ και επεδίωξαν να διαμορφώσουν συμβατικές στρατιωτικές επιλογές οι
οποίες θα μπορούσαν να επιτρέψουν στην πολύ πιο αδύναμη Λαϊκή Δημοκρατία
να αντέξει -ή τουλάχιστον να επιβάλλει υψηλό κόστος- σε άμεση σύγκρουση με
τις ανώτερες αμερικανικές δυνάμεις (Walt 2007, σ. 180). Έτσι, αντί να προσπαθεί
να φθάσει την ισχύ του Πενταγώνου σε όλα τα επίπεδα, η κινεζική προσέγγιση
τείνει προς μία «ασύμμετρη» στρατηγική προσδιορισμού και εκμετάλλευσης των
ασθενών σημείων του αντιπάλου (Leonard 2008, σ. 179).
Η ΛΔΚ, ενίσχυσε επίσης την ικανότητα στόχευσης στους κρίσιμους
αμερικανικούς στρατιωτικούς πόρους και περιορισμού της ικανότητας ελιγμών
48
του ναυτικού των Ηνωμένων Πολιτειών σε διεθνή ύδατα (Krepinevich 2015, σ.
79-80). Αρωγός της, η πρόσκτηση ευρέως φάσματος ναυτικών μονάδων, όπλων
και οπλικών συστημάτων, συμπεριλαμβανομένων βαλλιστικών Κ/Β κατά πλοίων
(ASBM), Κ/Β Cruise κατά πλοίων, πλοίων επιφανείας (αεροπλανοφόρα, Α/Τ,
Φ/Γ, κορβέτες, περιπολικά, αμφίβια, Ν/ΘΗ, πλοία Δ/Μ, πλωτά νοσοκομεία),
ναρκών (διαθέτει περισσότερες από 50.000), Α/Φ, συστημάτων C4ISR, πύραυλων
Cruise κατά στόχων ξηράς (LACMs), αντιαεροπορικών Κ/Β (SAMs) και Α/Φ
οπλισμένων με πυραύλους Cruise κατά πλοίων (ASCMs) (Μαρτζούκος 2016, σ.
6). Παράλληλα, επιδιώκεται η ανάπτυξη ισχυρής υποβρυχιακής δύναμης με
τεχνολογία χαμηλού σήματος εντοπισμού (stealth), για την προστασία των
ναυτικών οδών επικοινωνίας των εξαγωγών της και της αποφυγής στραγγαλισμού
των ζωτικών της διαύλων ανεφοδιασμού (Πετρόπουλος & Χουλιάρας 2014, σ.
219). Αυτό δημιουργεί εντάσεις και ανησυχίες, παρά τις φιλειρηνικές διακηρύξεις
της Κίνας. Στην Washington διατυπώνονται σφοδρές επιφυλάξεις και οι decision
makers της χώρας αυτής δέχονται εισηγήσεις για άμεση αναβάθμιση του
αμερικανικού στόλου του Ειρηνικού και για καλλιέργεια ψυχρού πολέμου με το
Πεκίνο (Χατζηγάκης & Χατζηγάκης 2010, σ. 382-383). Ωστόσο, το κινεζικό
ναυτικό, παραμένει κατώτερο από το αντίστοιχο αμερικανικό. Στην περιοχή της
Νότιας Σινικής Θάλασσας, εξακολουθεί να εξαρτάται από τα μικρά σκάφη και τα
σκάφη του Λιμενικού Σώματος, ενώ η ικανότητα των κινεζικών πλοίων
επιφανείας, παραμένει χαμηλή. Οι νέοι τύποι των αεροπλανοφόρων (Ross 2013) -
το σοβιετικά σχεδιασμένο Liaoning (Martosko 2017) και το κινεζικής εμπνεύσεως
ναυπηγούμενο στο λιμάνι του Dalian (Το Βήμα 2016)-, έχουν μικρότερο μέγεθος
από το κανονικό, στερούνται αεροσκαφών και είναι τρωτά έναντι των
αμερικανικών δυνάμεων. Είναι πρωτίστως πλοία για την αύξηση του κινεζικού
κύρους, παρά πολεμικά (Ross 2013).
Επιπλέον, η Λαϊκή Δημοκρατία, μείωσε το έμψυχο δυναμικό της και ανέπτυξε
την πλευρά της τεχνικής επιμόρφωσης των αξιωματικών της (Bessière 2007, σ.
195-196). Η σχεδιαζόμενη μείωση του προσωπικού του ΛΑΣ (που περιλαμβάνει
το ναυτικό και την πολεμική αεροπορία) από 4,2 σε 2,5 εκατομμύρια, είναι, στην
πραγματικότητα, μία άνοδος της πραγματικής δύναμης, από τη στιγμή που μεγάλο
μέρος του αριθμού αυτού συνίστατο απλώς από βοηθητικά στρατεύματα, που
χρησιμοποιούντο για κατασκευές σιδηροδρόμων και σε πολιτικά καθήκοντα
(Kennedy 1990, σ. 573). Η φιλοδοξία του Πεκίνου είναι να μετατρέψει έναν
αξιόλογο ποσοτικά στρατό σε ποιοτικό στρατό, αποτελεσματικό, πλούσιο σε
επιστημονικές και τεχνικές γνώσεις, ο οποίος να αποτελείται από επίλεκτα
στρατεύματα κινεζικού τύπου (Bessière 2007, σ. 196). Τις τελευταίες τρεις
δεκαετίες το ΚΚΚ εκπαίδευσε το ΛΑΣ στο συμβατικό, τον πυρηνικό, τον πόλεμο
αντεπιχειρήσεων (Fleming, Qualkenbush & Chapa χ.χ.), τον ανθυποβρυχιακό
πόλεμο, τη στοχοποίηση από μεγάλες αποστάσεις και στην εξάρτηση από το
εξωτερικό για ορισμένα συστήματα των πλοίων της (Μαρτζούκος 2016, σ. 6).
Σύμφωνα με επίσημους λογαριασμούς των μέσων κοινωνικής δικτύωσης,
περισσότερες από 50 μονάδες μάχης, συμπεριλαμβανομένων 2.100 αξιωματικών,
συμμετέχουν σε πέντε βάσεις εκπαίδευσης. Αυτές οι πέντε διοικήσεις
υποστήριξης, που αντιπροσωπεύουν τις πέντε στρατηγικές τοποθεσίες της Κίνας,

49
ιδρύθηκαν από τον Πρόεδρο Xi Jinping, το Φεβρουάριο του 2016, για να
αντικαταστήσουν επτά στρατιωτικές μονάδες (Chan 2018).

Σύγκριση Ενόπλων Δυνάμεων ΗΠΑ-Κίνας


[Πηγή: https://www.reuters.com/investigates/china-military/#article/part8]

Σε ό,τι αφορά στα πυρηνικά, η Κίνα, μέχρι σήμερα, ασκεί σε ελάχιστο βαθμό
την πολιτική της πυρηνικής αποτροπής (Brzezinski & Scowcroft 2010, σ. 189). Η
Λαϊκή Δημοκρατία κατέχει μικρή ποσότητα πυρηνικών όπλων για την αυτοάμυνά
της, που είναι έτοιμη να χρησιμοποιήσει αποκλειστικά και μόνο για αντεπιθέσεις
αντιποίνων. Ενώ ήδη από τη δεκαετία του ’70 και του ’80, διαθέτει τέτοιου
επιπέδου πυρηνική τεχνολογία ώστε να μπορεί να κατασκευάσει βόμβα νετρονίου
(Χατζόπουλος 2000, σ. 120), το Πεκίνο, μέχρι τώρα, αρκέστηκε σε μία ελάχιστη
στρατηγική πυρηνική δύναμη, που αποτελείται κυρίως από 100 έως 200
πυρηνικές κεφαλές, με τις οποίες είναι εξοπλισμένοι διηπειρωτικοί πύραυλοι
εδάφους-εδάφους (Bessière 2007, σ. 198).
Οι διαστημικές δραστηριότητες της Κίνας, ακολούθησαν την αντίθετη πορεία.
Στόχος του Πεκίνου δεν είναι να αρχίσει «πόλεμο των άστρων» με τις ΗΠΑ. Στη
θέση του, βάλθηκε να υπονομεύσει το αμερικανικό στρατιωτικό δόγμα με την
ανάπτυξη οπλικών συστημάτων ικανών να καταστρέψουν τους δορυφόρους οι
οποίοι παρέχουν στις Ηνωμένες Πολιτείες τον κύριο όγκο πληροφοριών
στρατιωτικού ενδιαφέροντος (Leonard 2008, σ. 181). Τα τελευταία χρόνια, ο ΛΑΣ
έχει κάνει δοκιμές ενός αντιδορυφορικού πυραύλου, που χρησιμοποιεί λέιζερ σε
τυφλούς αμερικανικούς δορυφόρους (Krepinevich 2015, σ. 79), ενώ το 2016,
εκτόξευσε τον πρώτο δικό του κβαντικό δορυφόρο -γνωστός και ως Micius-, ο
οποίος αποδεικνύει την ταχεία πρόοδο της κινεζικής κβαντικής επιστήμης των
πληροφοριών (Johnson 2017). Η επιβραδυνόμενη οικονομία δε θα επηρεάσει τις
διαστημικές φιλοδοξίες της ΛΔΚ, όπως τα σχέδια για κατασκευή διαστημικού
σταθμού και, πιθανόν σε μία δεκαετία περίπου, την αποστολή ανθρώπου στη
Σελήνη (Milles 2015, σ. 67). Εάν η Κίνα είναι σε θέση να υπερκεράσει τις ΗΠΑ
για να γίνει η πρώτη «διαστημική δύναμη» στον κόσμο, τότε θα αποτελέσει μια
50
σοβαρή πρόκληση για την αμερικανική στρατιωτικο-τεχνολογική υπεροχή -ειδικά
για τις αμερικανικές στρατιωτικές δυνατότητες και τη συλλογή πληροφοριών-
(Johnson 2017).
Κατανοώντας ότι σήμερα, ένας ιός πληροφοριακών συστημάτων μπορεί να
αποδειχθεί πολύ πιο ισχυρό όπλο από ένα μαχητικό αεροσκάφος F-16 (Kupchan
2007, σ. 106), οι Κινέζοι στρατιωτικοί αξιωματούχοι τονίζουν επίσης ότι είναι
αναγκαίο να αναπτύξουν ηλεκτρονικές τεχνικές και τεχνικές ψηφιακού πολέμου,
προκειμένου να εκμεταλλευτούν το γεγονός ότι οι Ηνωμένες Πολιτείες
στηρίζονται στην τεχνολογία της πληροφορικής (Walt 2007, σ. 180). Ήδη από το
1999, δύο στρατηγοί του Λαϊκού Απελευθερωτικού Στρατού, σε βιβλίο τους υπό
τον τίτλο «Απεριόριστος Πόλεμος» (ΑΠ), εξέφρασαν την άποψη ότι κατά τη
διάρκεια του πολέμου, «ο καλύτερος τρόπος για να επιτευχθεί η νίκη είναι ο
έλεγχος και όχι ο θάνατος». (Thornton 2018). Η ΛΔΚ, ενέπλεξε επιτυχώς τον
κυβερνοπόλεμο ως τον κύριο επιταχυντή του ΑΠ, λόγω της σχετικά χαμηλής
επένδυσης και τη δυσκολία απόδοσης ευθυνών σε ένα συγκεκριμένο δράστη. Την
ίδια ώρα στην Αμερική και το λοιπό δυτικό κόσμο, η κυβερνοασφάλεια
παραμένει αμετάβλητη, λόγω κυρίως των αποτυχημένων στρατηγικών της στον
κυβερνοχώρο, της έλλειψης λογοδοσίας, της υπερβολικής αυτοπεποίθησης και της
υπερβολικής εξάρτησης από εγγενώς παραπλανητικά προϊόντα. Αυτό καθίσταται
σαφές από τον ολοένα αυξανόμενο ρυθμό του αριθμού, της συχνότητας και των
συνολικών ζημιών από τις κυβερνοεπιθέσεις (Fleming, Qualkenbush & Chapa
χ.χ.).
Κατόπιν των ανωτέρω, θα μπορούσαμε με ευκολία να συμπεράνουμε ότι
ακόμη και αν η απόλυτη στρατιωτική ικανότητα της Κίνας δεν είναι επισήμως ίση
με εκείνη των Ηνωμένων Πολιτειών, το Πεκίνο έχει την δυνατότητα να
δημιουργήσει μη αποδεκτούς κινδύνους σε μια σύγκρουση με την Washington,
καθώς αναπτύσσει όλο και περισσότερο εξελιγμένα μέσα για να αμφισβητήσει τα
παραδοσιακά πλεονεκτήματα των ΗΠΑ (Kissinger 2012). Αυτός ο νέος
στρατηγικός προσανατολισμός διαφαίνεται σαφώς σε έγγραφο του Πενταγώνου
το οποίο δημοσιεύθηκε τον Ιούνιο του 2000 υπό τον τίτλο «Joint Vision 2020»
(Κοινό Όραμα 2020). Σε αυτό το έγγραφο, η Κίνα, ορίζεται ως ο μέλλων
αντίπαλος με τους διπλωματικούς όρους «peer competitor» (ανταγωνιστής ιδίου
επιπέδου). Τα σενάρια συγκρούσεων που μελετώνται στο Πεντάγωνο και στις
κυριότερες πολιτείες αφορούν στη μεγάλη τους πλειοψηφία την ασιατική περιοχή
(Bessière 2007, σ. 198). Δε μπορεί, παρά να σκεφτεί κάποιος ότι οι Κινέζοι, τα
επόμενα είκοσι χρόνια θα σκύβουν το κεφάλι για να ολοκληρώσουν τις
μεταρρυθμίσεις τους. Μετά θα το σηκώσουν και θα δείξουν τη δύναμή τους
(Χατζόπουλος 2000, σ. 48).

51
3.2.3. Διμερείς και πολυμερείς σχέσεις ως συντελεστής ισχύος

Κανείς, χάνει με την υπεροψία


και κερδίζει με τη μετριοπάθεια.

Αρχαία κινεζική παροιμία

Η άνοδος της Κίνας στις κορυφαίες θέσεις της δομής του διεθνούς συστήματος
είναι μία εξέλιξη που συντελέστηκε σχεδόν πριν μία εικοσαετία ως απόρροια της
ραγδαίας μεγέθυνσης της οικονομίας της, σε συνδυασμό με τη συμβολή των
συντελεστών ισχύος που κατείχε, δηλαδή, του μεγάλου πληθυσμού, της μεγάλης
εδαφικής έκτασης, της αναβάθμισης των στρατιωτικών της δυνατοτήτων και των
πυρηνικών της όπλων (Πετρόπουλος & Χουλιάρας 2014, σ. 113). Ωστόσο, η
ολοένα και μεγαλύτερη εμπλοκή του Δράκου στις διεθνείς υποθέσεις,
πραγματοποιείται με προσοχή. Η επιθετική στάση των άλλων «αυτοκρατοριών»
του παρελθόντος, δε φαίνεται να αποτελεί το πρότυπό της (Χατζηγάκης &
Χατζηγάκης 2010, σ. 204). Έτσι, αντί να μιμείται τη φιλοπόλεμη διάθεση της
Γερμανίας του αυτοκράτορα Γουλιέλμου ή της ιαπωνικής αυτοκρατορίας, η Κίνα
(Leonard 2008, σ. 153) μέσω του δόγματος περί «ειρηνικής ανόδου»
(Χατζόπουλος 2000, σ. 35), μοιάζει να μη νοιάζεται παρά μόνο για την αποφυγή
των συγκρούσεων (Leonard 2008, σ. 153). Σύμφωνα με το Χαράλαμπο
Παπασωτηρίου, δύο λόγοι εξηγούν τη στάση αυτή. Πρώτον, η ΛΔΚ ως ο
μεγαλύτερος ίσως πρόσφατος κερδισμένος από το ανοικτό διεθνές οικονομικό
σύστημα, που έστησαν μεταπολεμικά και συνεχίζουν να διαχειρίζονται οι ΗΠΑ,
δε θέλει λόγω διεθνών τριβών να προκαλέσει δυτικά μέτρα προστατευτισμού
εναντίον της. Δεύτερον, δεν επιθυμεί η άνοδός της σε υλικούς συντελεστές
ισχύος, να προκαλέσει συσπείρωση εναντίον της από τις άλλες μεγάλες δυνάμεις
(Παπασωτηρίου 2013, σ. 124). Η υποστήριξή της στον ΟΗΕ (Bessière 2007, σ.
82) αλλά και σε άλλους διεθνείς οργανισμούς, όπως το Διεθνές Νομισματικό
Ταμείο και η Παγκόσμια Τράπεζα (Blackwill & Tellis 2015, σ. 15), είναι λίαν
ενδεικτική της εξωτερικής της πολιτικής. Παρά την αυξημένη συμμετοχή της στις
διάφορες ψηφοφορίες, η Κίνα έχει την τάση να παρεμβαίνει μόνο στις
περιπτώσεις που διακυβεύονται συμφέροντα (Bessière 2007, σ. 82), όπως η
αξιόπιστη πρόσβασή της σε πρώτες ύλες ή ενεργειακούς πόρους καθώς και σε
αγορές προϊόντων (Brzezinski & Scowcroft 2010, σ. 165).
Η ρεαλιστική αντιμετώπιση που επιδεικνύει η Λαϊκή Δημοκρατία σε όλα τα
ζητήματα που άπτονται των σχέσεών της με άλλες χώρες, οφείλεται στην πάγια
θέση της να μην εμπλέκεται στις εσωτερικές ιδιομορφίες και τις οποιεσδήποτε
ιδιαιτερότητες των κρατών με τα οποία συνεργάζεται εμπορικά (Μπόση 2014, σ.
249). Το Πεκίνο, παραμένει πιστό στη θεωρία των «Τριών Κόσμων», του Mao
Zedong, το οποίο βασίζεται σε πλαίσιο πέντε αρχών:

Της αρχής του σεβασμού της κυριαρχίας και της εδαφικής ακεραιότητας.
Της αρχής της μη επίθεσης.

52
Της αρχής της μη επέμβασης του ενός κράτους στις εσωτερικές υποθέσεις του
άλλου.
Της αρχής της ισότητας και της αμοιβαίας ωφέλειας.
Της ειρηνικής συνύπαρξης.

Με λίγα λόγια, η Κίνα, παρέχει πολλές ευκαιρίες στις χώρες αυτές να


συναλλάσσονται μαζί της -και μάλιστα με ευνοϊκούς όρους-, χωρίς να
«ισοπεδώνει» την εθνική τους κυριαρχία (Χατζηγάκης & Χατζηγάκης 2010, σ.
208). Διότι ενώ η Συναίνεση της Washington τίθεται κατά της κρατικής
παρέμβασης στην οικονομία και υπέρ των ιδιωτικοποιήσεων, υπέρ της ισχυρής
προστασίας των ιδιοκτησιακών δικαιωμάτων και υπέρ του λεγόμενου
θεραπευτικού σοκ, ο Καπιταλισμός του Κίτρινου Ποταμού ενθαρρύνει τις
δημόσιες επενδύσεις για την προώθηση της καινοτομίας, την προστασία της
δημόσιας περιουσίας και τις σταδιακές μεταρρυθμίσεις μέσω των Ειδικών
Οικονομικών Ζωνών (Leonard 2008, σ. 203). Αρωγός του, τα κινεζικά αποθέματα
οικονομικών πόρων τα οποία είναι προς διάθεση στις χώρες ενδιαφέροντος και
ανέρχονται στο ποσό των 1,3 τρισεκατομμυρίων δολαρίων έναντι 35
δισεκατομμυρίων που διαθέτει για δάνεια το ΔΝΤ. Το Πεκίνο, λοιπόν, επιχειρεί
μεθοδικά και συστηματικά να αντιστρέψει τη δυτική αρχή πώς η φιλελεύθερη
δημοκρατία είναι το θεμέλιο της ανάπτυξης, υποστηρίζοντας διαρκώς πώς η
οικονομική ανάπτυξη πρέπει να προηγηθεί της πολιτικής μεταρρύθμισης
(Χατζηγάκης & Χατζηγάκης 2010, σ. 207).
Κατά τη διάρκεια της τελευταίας δεκαετίας, η Λαϊκή Δημοκρατία, έχει
εξελιχθεί στο σημαντικότερο εμπορικό εταίρο της Αφρικής. Το 2012, η αξία των
αφροκινεζικών εμπορικών συναλλαγών ανήλθε σε 198 δισεκατομμύρια δολάρια,
καταγράφοντας μία αύξηση 19,3% σε σχέση με το 2011 (Πετρόπουλος &
Χουλιάρας 2014, σ. 287). Η προώθηση των κινεζικών συμφερόντων στην Αφρική
δεν έχει μόνο οικονομικό περιεχόμενο αλλά και πολιτικές προεκτάσεις, οι οποίες
αναπτύσσονται κυρίως λόγω της ανάγκης της Κίνας να διατηρήσει και να
επεκτείνει την επιρροή της στις χώρες από τις οποίες αντλεί το πετρέλαιο και τις
λοιπές πρώτες ύλες (Παρίσης 2011, σ. 179). Ακολουθώντας το παράδειγμα των
ΗΠΑ, οι οποίες συνεργάστηκαν με αυταρχικές κυβερνήσεις που στερούνταν
κοινωνικής αποδοχής (Μπόση 2014, σ. 302), το Πεκίνο, διακήρυξε σε Λευκή
Βίβλο του 2005 ότι θα προσέφερε οικονομική βοήθεια χωρίς πολιτικούς όρους
(Leonard 2008, σ. 166) και προσέφερε άσυλο και προστασία σε πολλούς από τους
κατά διαστήματα εκδιωγμένους ηγέτες των αφρικανικών κρατών, για παράδειγμα
στον Al Bashir του Σουδάν ή στο R. Mugabe της Ζιμπάμπουε (Μπόση 2014, σ.
250). Η πολιτική δραστηριότητα της ΛΔΚ στην Αφρική, δεν περιορίζεται εδώ. Το
Πεκίνο, έχει συμβάλλει στην επίλυση συγκρούσεων και την προαγωγή της
ειρήνης σε διάφορα κράτη παρέχοντας υπηρεσίες διαμεσολάβησης και
αναπτύσσοντας ειρηνευτικές δυνάμεις (Πετρόπουλος & Χουλιάρας 2014, σ. 291),
ενώ υποστήριξε σταθερά και την επίσημη υποψηφιότητα τριών αφρικανικών
κρατών (Νιγηρία, Νότια Αφρική και Αίγυπτο) για την απόκτηση μόνιμης έδρας
στο Συμβούλιο Ασφαλείας του ΟΗΕ (Χατζηγάκης & Χατζηγάκης 2010, σ. 213).
Στην ενίσχυση των διπλωματικών σχέσεων συμβάλλουν και οι τακτικές
53
συναντήσεις κορυφής, όπως το Forum China-Africa Cooperation (FOCAC) με τη
συμμετοχή υπουργών από την Κίνα και 48 αφρικανικών κρατών (Παρίσης 2011,
σ. 179).
Παράλληλα, οικοδομεί προσεκτικά τις σχέσεις της με τις χώρες της Μέσης
Ανατολής, από τις οποίες προμηθεύεται το 46% των αναγκών της σε πετρέλαιο
(Χατζηγάκης & Χατζηγάκης 2010, σ. 288). Το Ιράν και η Σαουδική Αραβία
κατέχουν πρωτεύοντα ρόλο στην κάλυψη των ενεργειακών της αναγκών, ενώ
σημαντική προσπάθεια γίνεται για περαιτέρω ισχυροποίηση της θέσης του
Πεκίνου στην περιοχή, με επέκταση των δεσμών και στα λοιπά κράτη-μέλη του
Συμβουλίου Συνεργασίας του Κόλπου (Πετρόπουλος & Χουλιάρας 2014, σ. 311-
312). Ως προς το Ιράν, αν και οι Κινέζοι δεν επιθυμούν να αποκτηθεί η
δυνατότητα παραγωγής πυρηνικών από το θεοκρατικό καθεστώς (Brzezinski &
Scowcroft 2010, σ. 263-264), η Λαϊκή Δημοκρατία, είναι στενός φίλος της
Τεχεράνης στο Συμβούλιο Ασφαλείας του ΟΗΕ, όπου η Κίνα είναι μία από τις
πέντε χώρες με δικαίωμα άσκησης βέτο στα ψηφίσματα που προτείνονται (Kynge
2007, σ. 279). Κατευθυνόμενοι στο δυτικό ημισφαίριο, προς τη Λατινική
Αμερική, θα διαπιστώσουμε για μία ακόμα φορά, ότι η περιοχή, άλλαξε ριζικά
εξαιτίας της ανόδου της ΛΔΚ. Αργεντινή και Βραζιλία μετέτρεψαν τους αγρούς
τους σε μονάδες μαζικής παραγωγής που εφοδιάζουν 1,3 δισεκατομμύρια
Κινέζους καταναλωτές με τρόφιμα -κυρίως σόγια και κρέας-, ενώ την ίδια στιγμή,
το υπέδαφός τους προσφέρει τεράστιες ποσότητες ορυκτών καυσίμων, για την
τροφοδότηση του μεταποιητικού τομέα του δράκου της Ασίας (Βαρουφάκης
2012, σ. 433). Κατά τη διάρκεια μάλιστα ενός ταξιδιού στη Λατινική Αμερική
προς το τέλος του 2016, ο Xi Jinping ανακοίνωσε τα κυβερνητικά σχέδια για την
αύξηση του εμπορίου και των επενδύσεων μεταξύ Κίνας και Νότιας Αμερικής,
κατά 150% μέσα στα επόμενα δέκα χρόνια (McClory 2017, σ. 22).
Για τους ίδιους λόγους για τους οποίους αναπτύσσει σχέσεις τόσο με τα
αφρικανικά, όσο και με τα κράτη της Μέσης Ανατολής και της Λατινικής
Αμερικής, ο Δράκος, αρχίζει να επιδεικνύει αυξανόμενο ενδιαφέρον για την
ανεξαρτησία των πλούσιων σε ενεργειακούς πόρους χωρών της Κεντρικής Ασίας
(Brzezinski 1998, σ. 285). Ποια είναι αυτά τα κράτη; Είναι το Καζακστάν, το
Κιργιστάν, το Τατζικιστάν, το Τουρκμενιστάν, το Πακιστάν, το Αφγανιστάν, το
Ουζμπεκιστάν, το Αζερμπαϊτζάν -και φυσικά-, η Ρωσία και η Ινδία. Αυτά,
συγκροτούν μία ζώνη που αρχίζει από τη Γεωργία, καλύπτει όλη την περιοχή της
Κασπίας και απλώνεται ανατολικά ως και τη δυτική Κίνα, δηλαδή τις επαρχίες
Xinjiang και Θιβέτ (Χατζηγάκης & Χατζηγάκης 2010, σ. 292). Τον Απρίλιο του
1996, η ΛΔΚ, η Ρωσία, το Καζακστάν, η Κιργισία και το Τατζικιστάν υπέγραψαν
κοινή συμφωνία για συνοριακά ζητήματα και για θέματα ασφάλειας (Brzezinski
1998, σ. 285), ενώ όταν ο τέως Πρόεδρος του Ουζμπεκιστάν Islam Karimov,
επισκέφθηκε το Πεκίνο το 2005, συνήψε συμφωνία 600 εκατομμυρίων, βάσει της
οποίας, η Εθνική Εταιρεία Πετρελαίου της Κίνας αποκτούσε πρόσβαση σε 23
πετρελαιοπηγές της χώρας (Kynge 2007, σ. 278). Επιβεβαιώνοντας τους
μεγαλύτερους φόβους του Zbigniew Brzezinski περί ενός μεγάλου συνασπισμού
μεταξύ της Λαϊκής Δημοκρατίας, της Ρωσίας και του Ιράν (Brzezinski 1998, σ.
103), το Πεκίνο, επεδίωξε επαναπροσέγγιση με τη Ρωσία ενισχύοντας σε μεγάλο
βαθμό, τους οικονομικούς και στρατιωτικούς δεσμούς. Η εκτεταμένη κινεζο-
54
ρωσική αμυντική συνεργασία περιλαμβάνει διαβουλεύσεις μεταξύ υψηλού
επιπέδου στρατιωτικό προσωπικό και κοινά εκπαιδευτικά προγράμματα και
ασκήσεις, συμπεριλαμβανομένων κοινών ασκήσεων αντιτρομοκρατίας κατά την
τελευταία δεκαετία, πραγματοποιηθείσες είτε διμερώς είτε υπό την αιγίδα του
Οργανισμού της Συνεργασίας της Σαγκάης (European Council on Foreign
Relations 2016, σ. 10-11).
Αν και η Κίνα είναι σε διαμάχη σε μεθοριακό επίπεδο με την Ινδία από το
1947 (Bessière 2007, σ. 114), συγχρόνως προωθεί στενή συνεργασία μαζί της,
επικαλούμενη τα αμοιβαία συμφέροντα των δύο κρατών στους τομείς της
οικονομίας, του εμπορίου, του περιβάλλοντος και της σταθεροποίησης της
ειρήνης, τόσο στην περιοχή των Ιμαλαίων όσο και της Νοτιοανατολικής Ασίας.
Ταυτόχρονα, προωθεί συνεργασία με το Πακιστάν, εκφράζοντας τη διάθεσή της
να το βοηθήσει στην απόκτηση πυρηνικής βόμβας, παρά την αρνητική στάση της
Ινδίας (Χατζηγάκης & Χατζηγάκης 2010, σ. 384). Η Κίνα είναι, από το 1969, ο
κυριότερος προμηθευτής του Πακιστάν σε πυρηνικούς εξοπλισμούς και σε
τεχνολογίες αναγκαίες για την κατασκευή βαλλιστικών πυραύλων, κάτι που,
ειρήσθω εν παρόδω, είναι κάπως αντιφατικό με την πολιτική αφοπλισμού που
αναγγέλλει το Πεκίνο (Bessière 2007, σ. 121). Πέραν αυτών, η ΛΔΚ υποσχέθηκε
στο Πακιστάν ότι θα βοηθήσει στην αποκατάσταση της εθνικής οδού Karakoram,
κατά μήκος της κοιλάδας του Ινδού ποταμού. Η οδός Karakoram, μήκους 1.300
χιλιομέτρων, έχει στρατηγική σημασία γιατί θα αποτελέσει τη δίοδο της Κίνας
προς την Αραβική Θάλασσα και έτσι θα υπάρχει ασφαλής σύνδεση των
πετρελαιοπαραγωγών ισλαμικών χωρών της ΝΑ Ασίας με το εσωτερικό της Κίνας
(Χατζηγάκης & Χατζηγάκης 2010, σ. 385).
Όσον αφορά στη Νοτιοανατολική Ασία, οι μεσαίου βεληνεκούς δυνάμεις που
συναποτελούν την Ένωση των Κρατών της Νοτιοανατολικής Ασίας (ASEAN)
(McClory 2017, σ. 19), ανησυχούν για τη σταθερότητα των αμερικανικών
προθέσεων στην περιοχή. Οι Ασιάτες ανησυχούν επίσης για το συνδυασμό της
συνεχιζόμενης εμπλοκής της Αμερικής στη Μέση Ανατολή, τις σχέσεις των ΗΠΑ
με τη Ρωσία, τους υπαινιγμούς για απομονωτισμό και για μία ολοένα και πιο
δυσλειτουργική άσκηση εσωτερικής πολιτικής. Όλα αυτά έχουν κάνει τις
Ηνωμένες Πολιτείες μία λιγότερο προβλέψιμη μεταβλητή στον ασιατικό
υπολογισμό ισχύος (Medcalf & Mohan 2014). Ο δράκος της Ασίας, δεν ήταν
δυνατό να αφήσει την ευκαιρία ανεκμετάλλευτη. Έτσι, η Κίνα θα ξεκινήσει μία
προσέγγιση με την ASEAN, θα επιχειρήσει να συνεργαστεί με τα κράτη της
Ινδοκίνας για την καλύτερη διαχείριση και εκμετάλλευση του ποταμού Mekong,
ενώ θα συμμετάσχει και στις εργασίες προς τη δημιουργία της EAC μέσα από την
ASEAN+3 - μαζί με την Ιαπωνία και τη Νότιο Κορέα- αλλά και το East Asia
Summit. Ως δύο από τις πιο σημαντικές κινεζικές πρωτοβουλίες ξεχωρίζουν, η
εποικοδομητική στάση της κινεζικής ηγεσίας όταν δεν υποτίμησε το κινεζικό
renminbi το 1997 αλλά και η υπογραφή της «Διακήρυξης για τη Συμπεριφορά των
Μερών στη Νότια Σινική Θάλασσα», το Νοέμβριο του 2002 (Πετρόπουλος &
Χουλιάρας 2014, σ. 281). Σχέδια για έναν Ειρηνικό δίχως την αμερικανική
εξουσία και επιρροή, εκπονεί και ο παραδοσιακός σύμμαχος των ΗΠΑ, η
Ιαπωνία. Απομακρυνόμενη από τον ειρηνικό χαρακτήρα του Συντάγματός της, η
Χώρα του Ανατέλλοντος Ηλίου, επιχείρησε (McClory 2017, σ. 19) -και λόγω του
55
διαφιλονικούμενου καθεστώτος των νήσων Senkaku/Diaoyu (Πετρόπουλος &
Χουλιάρας 2014, σ. 128)-, να αναθεωρήσει το άρθρο 9 του ιαπωνικού
Συντάγματος, που απαγορεύει αποτελεσματικά την κήρυξη πολέμου (McClory
2017, σ.19). Πέραν όμως των εδαφικών αντιπαραθέσεων με την Κίνα, η Ιαπωνία
έχει εμπλακεί σε μία οικονομική σύγκλιση άνευ προηγουμένου όσον αφορά στην
ταχύτητα και στο βάθος της. Περίπου 16.000 ιαπωνικές εταιρείες
δραστηριοποιούνται στην Κίνα, 150.000 Κινέζοι φοιτητές σπουδάζουν σε
ιαπωνικά πανεπιστήμια και ένα εκατομμύριο Κινέζοι εργάζονται σε ιαπωνικές
επιχειρήσεις (Kynge 2007, σ. 285).
Τέλος, η ΛΔΚ, εντείνει τις σχέσεις της με την Ευρωπαϊκή Ένωση οι οποίες
δεν παύουν να αναπτύσσονται και να εντείνονται συνεχώς σε όλους τους τομείς,
σε βάση ισότιμη και αμοιβαίου σεβασμού (Bessière 2007, σ. 155). ΕΕ και Λαϊκή
Δημοκρατία, όχι μόνο είναι αμοιβαία ο μεγαλύτερος εμπορικός εταίρος της άλλης
πλευράς, αλλά οι Κινέζοι ηγέτες συσκέπτονται τακτικά με τους Ευρωπαίους
αξιωματούχους, ενώ και οι δύο πλευρές μιλούν ανοικτά για το στρατηγικό
«συνεταιρισμό» τους. Έχουν ήδη εκπονηθεί σχέδια για στρατιωτικές ανταλλαγές,
αρκετές ευρωπαϊκές χώρες πραγματοποίησαν ήδη ασκήσεις έρευνας και διάσωσης
μαζί με κινεζικές ναυτικές δυνάμεις, ενώ άλλες μορφές στρατηγικού διαλόγου
γίνονται όλο και πιο συχνές (Walt 2007, σ. 171). Όπως οι ίδιοι οι Κινέζοι ηγέτες
έχουν δηλώσει, «υποστηρίζουμε την Ευρωπαϊκή Ένωση, η οποία άλλωστε
αντισταθμίζει τη δύναμη των Ηνωμένων Πολιτειών».
Κατόπιν των ανωτέρω, θα μπορούσε με ευκολία να συναχθεί το συμπέρασμα
ότι η Κίνα, όσο μεταμορφώνεται, οικοδομεί τη διπλωματία της με προσοχή και
σύνεση, απαλλαγμένη από δογματισμούς και ιδεολογικές αγκυλώσεις
(Χατζηγάκης & Χατζηγάκης 2010, σ. 265). Διότι με τον ίδιο τρόπο που η
ισόρροπη ανάπτυξη αποτελεί τη βασιλική οδό των μεταρρυθμιστών στην
εσωτερική πολιτική, είναι εξίσου ζωτικής σημασίας για τη ΛΔΚ να διαθέτει αυτό
που οι Κινέζοι ακαδημαϊκοί αποκαλούν «ισορροπημένο προφίλ ισχύος». Το Ying
της οικονομικής ισχύος πρέπει να ισορροπεί με το Yang της στρατιωτικής,
πολιτικής και ηθικής δύναμης. Το αποτέλεσμα, είναι εμφανές: η φωνή της Κίνας
ακούγεται από το Darfur μέχρι την Τεχεράνη, από το Caracas μέχρι την Αβάνα,
από το Νέο Δελχί μέχρι την Αγία Πετρούπολη και από το Harare μέχρι τη
Λουάντα (Leonard 2008, σ. 188).

3.2.4. Ήπια ισχύς

Η ισχύς μαζί με τους άλλους μπορεί


να είναι πιο αποτελεσματική από
την ισχύ έναντι των άλλων.

Joseph Nye

Μία από τις κρίσιμες εκφράσεις κύκλων της κινεζικής εξωτερικής πολιτικής είναι
η ruan quanli -το κινεζικό αντίστοιχο του όρου «ήπια ισχύς»-. Αυτή η έννοια -που

56
έγινε της μόδας κατά τη δεκαετία του 1990 (Leonard 2008, σ. 162-163)-,
προτάθηκε από τον Πολιτικό Επιστήμονα του Πανεπιστημίου του Harvard,
Joseph Nye και ορίζεται ως η ικανότητα επίτευξης του επιθυμητού, μέσω του
γοήτρου και της έλξης, παρά μέσω του εξαναγκασμού και της δωροδοκίας (Nye
2004a, σ. 5). Η ήπια ισχύς ενός κράτους εξαρτάται από πολλούς παράγοντες,
συμπεριλαμβανομένων της απόδοσής του, της παγκόσμιας εικόνας και τη
διεθνούς του φήμης (Nye 2004a).
To σημείο εκκίνησης, απετέλεσε η ανάλυση των πολιτικών των ΗΠΑ. Το
Πεκίνο μελέτησε τον τρόπο με τον οποίο ο Θείος Sam κατάφερε να συμβολίζει
την ελευθερία και την ευημερία, πώς το Άγαλμα της Ελευθερίας, η Διακήρυξη
των Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων, η Coca-Cola, τα Mc Donald’s, το CNN και το
Hollywood, έγιναν οι αποτελεσματικότεροι πρεσβευτές της αμερικανικής
κοσμοθεωρίας, περισσότερο από το ίδιο το Υπουργείο Εξωτερικών (Leonard
2008, σ. 164). Υπερβαίνοντας τις επενδύσεις των Ηνωμένων Πολιτειών, του
Ηνωμένου Βασιλείου, της Γαλλίας, της Γερμανίας και της Ιαπωνίας διά της
αύξησης των δαπανών για την ήπια ισχύ στα 10 δισεκατομμύρια δολάρια ετησίως
(McClory 2017, σ. 70), η Κίνα, άρχισε να μιμείται αυτές τις τεχνικές (Leonard
2008, σ. 164).
Τα δυνατά σημεία της, βρίσκονται στις πολιτιστικές της επιδιώξεις (McClory
2017, σ. 49). Ο Δράκος γνωρίζει καλά ότι ο πολιτισμός -το σύνολο δηλαδή των
υλικών και πνευματικών επιτευγμάτων ενός λαού-, αποτέλεσε βασικό παράγοντα
στην προσπάθειά του να εμφανιστεί ως αυτόνομος δυναμικός δρών στο διεθνές
σύστημα (Βαρβαρούσης 2004, σ. 234). Πρώτη στάση στη διατήρηση, προστασία
και προβολή της μακράς ιστορίας της χώρας, αποτελεί η καταχώρηση των
μνημείων πολιτιστικής κληρονομιάς της, στον κατάλογο του Εκπαιδευτικού,
Επιστημονικού και Πολιτιστικού Οργανισμού των Ηνωμένων Εθνών (UNESCO).
Στις προσπάθειές της να γίνει το κορυφαίο έθνος, η κινεζική κυβέρνηση έχει ρίξει
στο όλο εγχείρημα πολύ χρήμα, marketing και ανθρώπινο δυναμικό. Η ΛΔΚ έχει
επίσης καταχωρήσει παραδοσιακές πρακτικές όπως το μογγολικό τραγούδι του
«λαιμού», τις ξύλινες αψιδωτές γέφυρες και πολλές μορφές κινεζικής όπερας ως
άυλη πολιτιστική κληρονομιά (Blau 2017, σ. 76). Το Πεκίνο όμως δε σταματά
εδώ. Το Υπουργείο Παιδείας της Λαϊκής Δημοκρατίας, ίδρυσε 500 Ινστιτούτα
Κομφούκιου (Leonard 2008, σ. 164) -εκ των οποίων τα 100, στις ΗΠΑ (Economy
2017)-, για τη διάδοση της κινεζικής γλώσσας και πολιτισμού, με τον ίδιο τρόπο
που το Βρετανικό Συμβούλιο και το Ινστιτούτο Goethe το κάνουν για τον
ευρωπαϊκό πολιτισμό. Η ΛΔΚ υπολογίζει ότι ο αριθμός των ξένων υπηκόων που
μαθαίνουν κινεζικά τετραπλασιάστηκε και έφτασε το 2010 τα 100 εκατομμύρια
(Leonard 2008, σ. 165). Αξιοσημείωτο είναι και το γεγονός ότι στις περιοχές που
Ινστιτούτα Κομφούκιου ακόμα δεν υφίστανται, η Κίνα, έχει προβλέψει την
ανάπτυξη από τις κατά τόπους πρεσβείες της, πολιτιστικών προγραμμάτων και
εκδηλώσεων γύρω από την Κινεζική Πρωτοχρονιά (McClory 2017, σ. 70). Στη
γοητεία του Δράκου, υποκύπτει και η αμερικανική κινηματογραφική βιομηχανία
(InBusiness News 2015) διότι την ώρα που η Κίνα εφαρμόζει μέτρα ελέγχου στην
παραγωγή και προβολή των κινηματογραφικών ταινιών αντίστοιχους με εκείνους
της Γαλλίας -δε θα πρέπει να υπερβαίνουν το 30% της συνολικής αγοράς (Barber

57
1998, σ. 281)-, αμερικανικές εταιρείες παραγωγής, ανακοινώνουν συνεργασίες με
τις αντίστοιχες κινεζικές (InBusiness News 2015).
Στην ενίσχυση της εθνικής υπερηφάνειας και της παγκόσμιας εικόνας του
Πεκίνου (Blau 2018), συμβάλλουν όχι μόνο η κινεζική εκμετάλλευση των
μεγάλων διεθνών εκδηλώσεων -στον αθλητισμό, οι Ολυμπιακοί Αγώνες του 2008,
οι Χειμερινοί Ολυμπιακοί Αγώνες του 2022 ή η πίεση της κομμουνιστικής
ηγεσίας για την πραγματοποίηση εκδηλώσεων όπως η Shanghai Expo (McClory
2017, σ.71)- αλλά και η προβολή αυτών των γεγονότων από Παγκόσμια Δίκτυα
Ενημέρωσης, όπως το συγκρότημα της China Central Television, η εφημερίδα
China Daily (Χατζόπουλος 2000, σ. 49 & 53) και το πρακτορείο ειδήσεων Xinhua
στα πρότυπα του CNN, του Reuters και του Associated Press (Leonard 2008, σ.
165). Την ίδια στιγμή, κανένα αμερικανικό Μέσο Μαζικής Ενημέρωσης δεν έχει
την ευκαιρία να προσφέρει το περιεχόμενό του απευθείας στον κινεζικό λαό
(Economy 2017), εφόσον η κυβέρνηση της ΛΔΚ γνωρίζοντας τη δύναμη των
δορυφορικών μεταδόσεων, δεν απαγόρευσε τις δορυφορικές κεραίες -που μπορεί
να δει κανείς σχεδόν παντού στις ταράτσες των πολυκατοικιών στο Πεκίνο ή στη
Σαγκάη- αλλά επέτρεψαν τη χρήση τους μόνο για την αναμετάδοση κινεζικών
προγραμμάτων (Barber 1998, σ. 282).
Πέραν της χρήσεως της «εικόνας», από τα Παγκόσμια Δίκτυα Ενημέρωσης, η
Κίνα, δίνει έμφαση και στην απόκτηση βιωματικών εμπειριών από της αλλοδαπής
προελεύσεως πολιτών. Περίπου 138 εκατομμύρια τουρίστες επισκέφθηκαν τη
ΛΔΚ το 2016, σημειώνοντας αύξηση 3,5% σε σχέση με το 2015. Ομοίως, 122
εκατομμύρια Κινέζοι επισκέπτες έφυγαν το 2016 στο εξωτερικό, σημειώνοντας
αύξηση της τάξεως του 4,3% από το προηγούμενο έτος. Η ανταλλαγή
επισκεπτών, θα δώσει στον κόσμο μία εικόνα για τον κινεζικό πολιτισμό, την
ιστορία και την οικονομική της δύναμη -οι οποίοι και θα ενισχύσουν έτι
περαιτέρω την ήπια ισχύ του Δράκου (The Conversation 2018)-. Στην υλοποίηση
της ανωτέρω περιγραφόμενης προσπάθειας συνέβαλλε και η επένδυση της Κίνας
στην ερευνητική αριστεία. Σύμφωνα με το Mark Leonard, ορισμένα πανεπιστήμιά
της διεκδικούν να ανταγωνιστούν τα κορυφαία αμερικανικά (Leonard 2008, σ.
21), με πάνω από 400.000 διεθνείς φοιτητές που παρακολουθούν τα προγράμματα
σπουδών τους (McClory 2017, σ. 70). Το γεγονός αυτό, εκ παραλλήλου με την
ταχεία διεθνοποίηση, τις πολιτικές υποστήριξης των ξένων φοιτητών και την
οικονομική προσιτότητα του κόστους μελέτης και διαβίωσης σε σύγκριση με τη
Δύση, σημαίνει ότι η Κίνα θα μπορούσε σύντομα να γίνει ο κορυφαίος
προορισμός για τους διεθνείς φοιτητές. Και το αντίστροφο, είναι επίσης αλήθεια.
Από τους 5 εκατομμύρια διεθνείς φοιτητές που παρακολουθούν την τριτοβάθμια
εκπαίδευση εκτός των χωρών τους, σχεδόν το 25% είναι Κινέζοι (The
Conversation 2018).
Η πλέον ενδιαφέρουσα πλευρά της ατζέντας ήπιας ισχύος της Κίνας είναι το
μήνυμα που απευθύνει στον κόσμο (Leonard 2008, σ. 165). Στο Βιετνάμ, σε
ομιλία του, ο Πρόεδρος Xi Jinping ακολουθώντας τους κανόνες που οι ίδιες οι
ΗΠΑ για το συμφέρον τους θέσπισαν, σημείωσε ότι η παγκοσμιοποίηση είναι μία
«αμετάκλητη ιστορική τάση» και προήγαγε τα πολυμερή εμπορικά καθεστώτα.
Παρουσίασε ένα όραμα για το μέλλον που είναι διασυνδεδεμένο και προσκάλεσε

58
«περισσότερα κράτη να ανέβουν στο γρήγορο τρένο της κινεζικής ανάπτυξης» (The
Conversation 2018). Η Κίνα, δεν ομιλεί θεωρητικά. «Σκύβει» ήδη με προσοχή
στην αντιμετώπιση των διεθνών προβλημάτων. Το 2009 ανακοίνωσε σχέδια
μείωσης των εκπομπών διοξειδίου του άνθρακα κατά 40-45% έως το 2020, σε
σύγκριση με τα επίπεδα του 2005. Στη συνέχεια, το 2014, δήλωσε ότι ήθελε τα
επίπεδα εκπομπών άνθρακα να φτάσουν στην υψηλότερη τιμή τους γύρω στο
2030 και ότι θα προσπαθούσε να φέρει αυτή την ημερομηνία ακόμα πιο κοντά, ει
δυνατόν. Ακόμα και αφού ο Donald Trump ανακοίνωσε ότι η Αμερική θα
αποχωρήσει από τη Συμφωνία των Παρισίων για την κλιματική αλλαγή, η στάση
της κυβέρνησης και του λαού της Κίνας δε μεταβλήθηκε. Αντιθέτως, πολλοί
κάλεσαν τη χώρα να αναλάβει μεγαλύτερη ευθύνη για χάρη της ανθρωπότητας
(Shuli 2018, σ. 84).
Πρόσφατη δημοσκόπηση της διεθνούς υπηρεσίας του BBC έδειξε ότι η
επιρροή της ΛΔΚ στην υφήλιο αντιμετωπίζεται θετικά από την πλειοψηφία των
πολιτών σε 14 από τις 22 χώρες που εξετάστηκαν (συνολικά το 48% θεωρεί την
επιρροή της Κίνας θετική, που υπερβαίνει κατά 10% τα αντίστοιχα ποσοστά των
ΗΠΑ) (Leonard 2008, σ. 169). Πάρα ταύτα, η Λαϊκή Δημοκρατία, έχει πέσει στον
υποδείκτη της Κυβέρνησης, που σημαίνει ότι θα πρέπει να εργαστεί σκληρά εάν
επιθυμεί να συνεχίσει να αναπτύσσει τους πόρους της ήπιας ισχύος της (McClory
2017, σ. 49). Μεσοπρόθεσμα όμως, η Κίνα, θα αποτελέσει πιθανώς τον κύριο
κερδισμένο από τη μείωση της ήπιας ισχύος των Ηνωμένων Πολιτειών μετά την
ανάληψη της διακυβέρνησης από το Donald Trump (The Conversation 2018).
Εκεί που οι ΗΠΑ εμφανίζονται πολεμοχαρείς, οι Κινέζοι διαμορφωτές πολιτικές
μιλούν για την ειρήνη. Εκεί που η αμερικανική εξωτερική πολιτική προσφεύγει σε
κυρώσεις και επιβάλλει τη διεθνή απομόνωση προκειμένου να στηρίξει τις
πολιτικές της επιδιώξεις, οι Κινέζοι προσφέρουν βοήθεια και αγορές χωρίς όρους.
Εκεί που η Αμερική επιβάλλει τις προτιμήσεις της στους επιφυλακτικούς της
συμμάχους, ο Δράκος ανάγει σε αρετή την προσεκτική ακρόαση των αιτημάτων
όλων των κρατών του κόσμου (Leonard 2008, σ. 170). Ωστόσο, η άνοδος της
Κίνας ως η κορυφαία δύναμη με ήπια ισχύ, δε θα είναι χωρίς εμπόδια. Πρέπει να
αντιμετωπίσει τα συνοριακά ζητήματα με τους γείτονές της, να λύσει τα θέματα
της Νότιας Σινικής Θάλασσας και να βρει λύσεις για τα εκτεταμένα προβλήματα
της ρύπανσης του περιβάλλοντος. Παρά τις προκλήσεις αυτές, οι πολλές
αποτυχίες των Ηνωμένων Πολιτειών και η αποδεδειγμένη κοινωνική και
οικονομική επιτυχία της Κίνας - καθώς και η αυξανόμενη χρήση της ήπιας ισχύος
της-, σημαίνουν ότι ο ασιατικός γίγαντας βρίσκεται σε άνοδο (The Conversation
2018).

59
Κεφάλαιο 4ο: Οι σινο-αμερικανικές σχέσεις και η
θεωρία του κύκλου της ισχύος

4.1. Εισαγωγή: Η μάχη των Γιγάντων

Η Κίνα βιάζει τη χώρα μας.

Donald Trump

Στις 19 Ιανουαρίου 2011, ο Πρόεδρος των ΗΠΑ Barack Obama και ο Κινέζος
Πρόεδρος Hu Jintao, εξέδωσαν κοινή ανακοίνωση μετά το πέρας της επίσκεψης
του Hu στην Washington. Κάθε πλευρά διαβεβαίωνε την άλλη σχετικά με την
κύρια ανησυχία της, ανακοινώνοντας ότι «οι Ηνωμένες Πολιτείες επικροτούν μια
ισχυρή, ευημερούσα και επιτυχή Κίνα, η οποία παίζει μεγαλύτερο ρόλο στις
παγκόσμιες υποθέσεις. Η ΛΔΚ καλωσορίζει τις ΗΠΑ ως ένα έθνος της περιοχής του
Ειρηνικού Ωκεανού που συμβάλλει στην ειρήνη, τη σταθερότητα και την ευημερία
στην περιοχή» (Kissinger 2012). O Obama, όπως κατεδείχθει αργότερα, είχε
ακολουθήσει επακριβώς τη συμβουλή του υφυπουργού Εξωτερικών της
κυβέρνησης Bush, του ικανότατου διπλωμάτη Christopher Hill, ο οποίος άφησε
την ακόλουθη παρακαταθήκη: «Μην κάνετε κήρυγμα στους Κινέζους. Πιστεύω πώς
αν καταφέρουμε να βρούμε λύση στο πρόβλημα του Darfur, θα είναι επειδή έχουμε
συνεργαστεί με την Κίνα. Η ΛΔΚ έχει εξελιχθεί σε δύναμη με την οποία πρέπει να
συνεργαστούμε σε θέματα ασφάλειας παγκόσμιας εμβέλειας» (Χατζηγάκης &
Χατζηγάκης 2010, σ. 378-379). Πάρα ταύτα και καθώς η συνεργασία επί εποχής
Obama, είχε ενταθεί, το ίδιο συνέβη και με τις διαμάχες, εφόσον οι σινο-
αμερικανικές σχέσεις, είναι ιστορικά διφορούμενες και ασταθείς (Bessière 2007,
σ. 129). Για τη ΛΔΚ, η Αμερική, θα έπρεπε να είναι φυσικός σύμμαχος, αφού η
Washington στο παρελθόν δεν είχε άμεσα σχέδια για την ηπειρωτική Ασία και
αντιτάχθηκε ιστορικά στους ιαπωνικούς και ρωσικούς σφετερισμούς εις βάρος της
πιο αδύναμης Κίνας. Εν τούτοις, οι Ηνωμένες Πολιτείες, δεν είναι πλέον ο
αντίπαλος της Ιαπωνίας στην άλλη πλευρά του ωκεανού, ενώ διατηρούν στενούς
δεσμούς με την Ταϊβάν και με αρκετά έθνη της Νοτιοανατολικής Ασίας
(Brzezinski 1998, σ. 262).
Αλλά και η οικονομική ισχύς της Κίνας, αποτελεί μία μοναδικότητα, την
οποία η Αμερική δεν είχε αντιμετωπίσει με αντίστοιχο αντίπαλο στο παρελθόν
(Μπόση 2014, σ. 244). Ισχύς, που σε ένα μεγάλο βαθμό αυξήθηκε αρχικά εξ’
αιτίας των λανθασμένων χειρισμών των ΗΠΑ, οι οποίες, προσπαθώντας να
εντάξουν τη ΛΔΚ σταθερά σε ένα δίκτυο θεσμών και κανόνων που έχουν
διαμορφωθεί από τις Ηνωμένες Πολιτείες και τους προσέδωσαν το ρόλο του
ηγεμόνα σταθεροποιητή (Walt 2007, σ. 16), δημιούργησαν εν τέλει μία αμήχανη
κατάσταση, σύμφωνα με την οποία, η οικονομική ανάπτυξη της Κίνας,
αναβάθμισε την τελευταία σε πρώτου μεγέθους αντίπαλο της Washington
(Blackwill & Tellis 2015, σ. 12). Εάν μάλιστα προστεθούν, όπως έχει ήδη
προαναφερθεί, η συνεργασία της ΛΔΚ με το Ιράν και το Πακιστάν, στο ζήτημα
60
της διάδοσης της τεχνολογίας των βαλλιστικών πυραύλων και η κλοπή μυστικών
για τα πυρηνικά, τότε το δίλημμα ασφαλείας είναι εμφανές (Rice 2000, σ. 56). Με
βάση την προοπτική αυτή, η έκκληση για συνεργασία ΗΠΑ-ΛΔΚ φαίνεται
ξεπερασμένη, ακόμα και αφελής (Kissinger 2012).
Σκοπός του παρόντος κεφαλαίου, είναι η ανάλυση, γενικότερων και
ειδικότερων εκφάνσεων και ζητημάτων που άπτονται των σινο-αμερικανικών
σχέσεων όπως ο κυβερνοπόλεμος, τα ανθρώπινα δικαιώματα, η κρίση του ’97, το
πρόβλημα της Ταϊβάν η αντιπαράθεση των δύο υπερδυνάμεων στη Νότια Σινική
Θάλασσα και το Σύμφωνο της Σαγκάης, ζητημάτων, που επηρεάζουν όχι μόνον το
περιφερειακό υποσύστημα της Νοτιοανατολικής και Ανατολικής Ασίας αλλά και
την ίδια τη μορφή του σύγχρονου διεθνούς συστήματος.

4.2.Οι σινο-αμερικανικές σχέσεις υπό το πρίσμα της θεωρίας του


κύκλου της ισχύος

Γινόμενα πάντα κατ᾽ ἔριν καὶ χρεών.

Ηράκλειτος

Ένα οξύ στρατηγικό δίλημμα αντιμετωπίζουν οι Ηνωμένες Πολιτείες της


Αμερικής αναφορικά με τη Λαϊκή Δημοκρατία, καθώς η ανάπτυξη σχέσεων με το
Δράκο, χαρακτηρίζεται από έναν πολύπλοκο συνδυασμό ανταγωνισμού και εν
μέρει συνεργασίας, που μαστίζεται από αμοιβαία καχυποψία και δυσπιστία. Ένα
εκκρεμές, που στο ένα άκρο του περιλαμβάνει την υπερβολική αντίδραση και στο
άλλο, την απουσία αντιδράσεων. Και αυτό διότι η υπερβολική αντίδραση επιφέρει
τον κίνδυνο της κλιμάκωσης, ενώ η απουσία αντιδράσεων ίσως ενθαρρύνει την
Κίνα, η οποία θα μπορούσε να περάσει τη μετριοπάθεια των ΗΠΑ για αδυναμία ή
υποχώρηση της δέσμευσής τους στην περιοχή της Ασίας-Ειρηνικού (RAND χ.χ.).
Στον 21ο αιώνα, άλλωστε, το κυριότερο συμφέρον της αμερικανικής πολιτικής
εθνικής ασφαλείας, παραμένει ίδιο με αυτό του 1776, -τη διασφάλιση της
ισορροπίας ισχύος στις δύο υπερωκεάνιες πλευρικές περιοχές της- (Ross 2013).
Όσο οι μεγάλες δυνάμεις του ανατολικού ημισφαιρίου βρίσκονται σε ισορροπία
μεταξύ τους, καμία δε θα είναι σε θέση να προβάλλει ισχύ ενάντια στις Ηνωμένες
Πολιτείες. Εάν μία μεγάλη δύναμη ανατρέψει την ισορροπία ισχύος στο
ανατολικό ημισφαίριο, τότε θα ελέγχει τόσους πόρους, ώστε να είναι σε θέση να
απειλήσει τις ΗΠΑ, χωρίς να αντιμετωπίζει αντιπερισπασμούς (Παπασωτηρίου
2009, σ. 108). Οι εποχές ωστόσο αλλάζουν και μαζί με αυτές και το μερίδιο
ισχύος που κατέχει κάθε κράτος στο διεθνές σύστημα. Όπως έχει ήδη καταδειχθεί
σε προηγούμενα κεφάλαια, οι Αμερικανοί, υποπίπτοντας στο σφάλμα της
στρατηγικής υπερεπέκτασης, κατανόησαν πώς όχι μόνο δε μπορούσαν να κάνουν
ό,τι επιθυμούσαν, αλλά πώς το κενό ισχύος που προέκυπτε, έτεινε να καλυφθεί
από την εμφάνιση νέων δυνάμεων (Walt 2007, σ. 15), όπως η Κίνα, ο ρυθμός
ανάπτυξης της οποίας είναι μεγαλύτερος από τους περιορισμούς που θέτει το
σύστημα (Midlarsky 2000, σ. 336). Για τις ΗΠΑ, η ΛΔΚ, δεν είναι μία

61
ακμάζουσα φιλελεύθερη δημοκρατία και ένας αξιόπιστος εταίρος των Ηνωμένων
Πολιτειών αλλά μία ολοένα πιο οικονομικά και στρατιωτικά ισχυρή χώρα, που
επιδιώκει να τις ωθήσει έξω από την Ασία και να διαμορφώσει διεθνή πρότυπα
που να ταιριάζουν στους δικούς της στόχους (Economy 2018). Οι αντιλήψεις
αυτές είναι τόσο πολύ διαδεδομένες, ώστε, σύμφωνα με δημοσκοπήσεις που
διεξήχθησαν στις αρχές της δεκαετίας του 1990, η Κίνα, κατατάχθηκε δεύτερη,
πίσω μόνο από το Ιράν, στον κατάλογο των κρατών που αντιπροσώπευαν τη
μεγαλύτερη πρόκληση για την Αμερική (Μουρδουκούτας & Arayma 2006, σ. 20).
Από την κινεζική πλευρά, οι συγκρουσιακές ερμηνείες ακολουθούν μια
αντίστροφη λογική. Βλέπουν τις Ηνωμένες Πολιτείες ως μια πληγωμένη
υπερδύναμη, αποφασισμένη να εμποδίσει την άνοδο κάθε αμφισβητία του status
quo, (Kissinger 2012), κάθε δύναμης, με λίγα λόγια, που θα ήθελε να αλλάξει την
ισορροπία ισχύος προς όφελός της (Rice 2000, σ. 56). Επομένως, απλώς και μόνο
επειδή είναι αυτό που είναι και είναι εκεί που είναι, η Αμερική γίνεται ο ακούσιος
αντίπαλος της Κίνας (Brzezinski 1998, σ. 291).
Η ΛΔΚ σήμερα παρουσιάζει σαφώς μεγαλύτερο κίνδυνο για τις ΗΠΑ από ό,τι
κατά τη διάρκεια του Ψυχρού Πολέμου, όπου οι σχέσεις των δύο κρατών,
πέρασαν, διαδοχικά δύο φάσεις: από το 1949 έως και το 1972 και από το 1972,
έως το 1989 (Miller 2012, σ. 14). Μετά το Pearl Harbor, οι Ηνωμένες Πολιτείες,
πέρασαν πακέτο βοήθειας προς την Κίνα ύψους 630 εκατομμυρίων δολαρίων και
άλλων 500 εκατομμυρίων δολαρίων σε δάνειο, προκειμένου να λειτουργήσει
μεταπολεμικά ως αντίβαρο τόσο στη Μεγάλη Βρετανία, όσο και στη Σοβιετική
Ένωση (Παπασωτηρίου 2013, σ. 207). Ο στόχος των ΗΠΑ, όμως όχι μόνο δεν
εκπληρώθηκε, αλλά στα 1949, έλαβε χώρα ένα γεγονός που χαρακτηρίστηκε με
το βαρύγδουπο τίτλο ως «απώλεια της Κίνας», μία εξαιρετικά ενδιαφέρουσα
φράση, η οποία δεν έχει ποτέ τεθεί υπό αμφισβήτηση (Tvxs 2013). Με μία
περισσότερο από θρησκευτική, αίσθηση, η Washington ένιωθε ότι είχε μία
«αποστολή» στην Κίνα, αποστολή, η οποία δεν εκπληρώθηκε λόγω της Κινεζικής
Επανάστασης και την ανάληψη της εξουσίας από το Máo Zédōng. Εκείνη την
εποχή, η κυβέρνηση Truman, είχε απορρίψει την υποστήριξη προς τον Chiang
Kai-shek, έβλεπε με περιφρόνηση τα «υπολείμματα» της κυβέρνησης της Ταϊβάν
και σκέπτονταν να ακολουθήσει τους Βρετανούς, που είχαν αναγνωρίσει το
Κομμουνιστικό καθεστώς του Máo. Εν τούτοις, μέσα σε ένα χρόνο, η Ταϊβάν
υποστηριζόταν και προστατευόταν από το στόλο των ΗΠΑ και η ίδια η ΛΔΚ
θεωρείτο δριμύς εχθρός, κατά του οποίου -τουλάχιστον σύμφωνα με το
MacArthur -, θα καθίστατο αναγκαία η χρήση ατομικών όπλων, προκειμένου να
αντιμετωπισθούν οι επιθέσεις του (Kennedy 1990, σ. 494-495). Στη δεκαετία του
1950, το δημογραφικό πλεονέκτημα του Δράκου, του επέτρεψε να βγει από τον
Πόλεμο της Κορέας (1950-1953) σε κατάσταση ισοπαλίας με τις Ηνωμένες
Πολιτείες, ενώ, το 1960, η ΛΔΚ βρέθηκε σε αντιπαράθεση με τις ΗΠΑ, λόγω των
βάσεών τους στην Ιαπωνία, στη Νότια Κορέα, στην Ταϊβάν, στις Φιλιππίνες και
στο Νότιο Βιετνάμ (Παπασωτηρίου 2013, σ. 304). Στις αρχές της δεκαετίας του
’70, οι Ηνωμένες Πολιτείες, έτειναν χείρα φιλίας προς την Κίνα και κατέληξαν σε
συνεννόηση, δηλαδή ότι από κοινού θα αντιστέκονταν στη σοβιετική ηγεμονία
(Brzezinski & Scowcroft 2010, σ. 164-165). Αρχιτέκτονας της διπλωματικής
επανάστασης που προκλήθηκε από τη σταθερή σινο-αμερικανική rapprochement
62
(Kennedy 1990, σ. 525), ήταν ο γκουρού της αμερικανικής διπλωματίας, Henry
Kissinger (Λυκοκάπης 2018), η μυστική επίσκεψη του οποίου στο Πεκίνο τον
Ιούλιο του 1971, άνοιξε το δρόμο στην επίσκεψη του Nixon στη ΛΔΚ κατά τους
πρώτους μήνες του 1972 (Παπασωτηρίου 2013, σ. 313). Το ανωτέρω
περιγραφόμενο γεγονός, είχε μία προφανή επίπτωση στον παγκόσμιο συσχετισμό
δυνάμεων, καθώς η Ιαπωνία ένιωθε ότι επιτέλους μπορούσε να συνάψει τη σχέση
με τη Λαϊκή Δημοκρατία, πράγμα που θα έδινε μία επιπλέον ώθηση στο ακμάζον
ασιατικό της εμπόριο. Φαινόταν ότι ο Ψυχρός Πόλεμος στην Ασία τερματίσθηκε
(Kennedy 1990, σ. 525). Από τότε και έως το 1989, οι ΗΠΑ, για την Κίνα,
ανέλαβαν το ρόλο κάποιου παντοδύναμου θεού, για τον εξευμενισμό του οποίου,
η ΛΔΚ, όφειλε να κρύψει τη λάμψη της κάτω από δουλοπρεπείς σχεδόν
συμπεριφορές προβαίνοντας σε τελετουργικές θυσίες σε ζητήματα από τη Βόρεια
Κορέα μέχρι το Σουδάν προκειμένου να ικανοποιήσει τις απαιτήσεις τους. Σε ένα
κάπως βαθύτερο επίπεδο, η Κίνα αναγκάστηκε να προσαρμοστεί στους κανόνες
της παγκοσμιοποιημένης υφηλίου, που οδηγείται από το αμερικανικό κεφάλαιο
και την αμερικανική στρατιωτική ισχύ (Leonard 2008, σ. 40).
Το τέλος του Ψυχρού Πολέμου άλλαξε πολλά βασικά γνωρίσματα της
παγκόσμιας πολιτικής, αλλά δεν επηρέασε την ουσία της φύσης του διεθνούς
συστήματος εφόσον τα κράτη, εξακολουθούν να ανησυχούν για το εάν κάποιος
παίκτης γίνει ισχυρότερος από τους υπόλοιπους και ιδιαίτερα αν γίνει τόσο
ισχυρός, που να μπορεί να επιβάλλει τη θέλησή του ατιμωρητί (Walt 2007, σ.
104-105). Στη δεκαετία του ’80, τη δεκαετία δηλαδή της κατάρρευσης της
Σοβιετικής Ένωσης, αντίπαλος των ΗΠΑ κατέστη η Ιαπωνία, με το ραγδαίως
αυξανόμενο εμπορικό της πλεόνασμα και τις εντυπωσιακές της επενδύσεις στα
«χωράφια» των Ηνωμένων Πολιτειών (Μουρδουκούτας & Arayma 2006, σ. 18).
Κατά τη διάρκεια της δεκαετίας του ‘90, περίοδο υποχώρησης της Ιαπωνίας, η
Κίνα αντικατέστησε, την ΕΣΣΔ με την ιδιότητα του «εχθρού», στο βαθμό που οι
Ηνωμένες Πολιτείες αντελήφθησαν, (Bessière 2007, σ. 111) τους έντονους
ρυθμούς οικονομικής της ανάπτυξης, τα ραγδαίως αυξανόμενα εμπορικά
πλεονάσματα με τις ΗΠΑ και την ενίσχυση της στρατιωτικής ισχύος της
(Μουρδουκούτας & Arayma 2006, σ. 18). Η αναβάθμιση της ΛΔΚ στο επίπεδο
του «εχθρού», προκάλεσε διαταραχή των σινο-αμερικανικών σχέσεων, με
χαρακτηριστικότερη την κρίση που ξέσπασε κατά τη διάρκεια της σφαγής της
πλατείας Tiananmen, το 1989, την κρίση της Ταϊβάν το 1996 και το περιστατικό
ΕΡ3 το 2001 -όπου ένα αμερικανικό κατασκοπευτικό αεροσκάφος συγκρούστηκε
με ένα κινεζικό- (Miller 2012, σ. 14). Το 1989, σαν αντίδραση στην καταστολή, οι
Ηνωμένες Πολιτείες, ως υπερασπιστές της ελευθερίας, ήταν οι πρώτες που
επέβαλλαν κυρώσεις, όπως η διακοπή των πωλήσεων όπλων και τεχνολογιών
αιχμής στην Κίνα, η διακοπή των εμπορικών συναλλαγών και η παροχή ασύλου
σε πολλούς Κινέζους αντιφρονούντες (Bessière 2007, σ. 133). Μία δεκαετία
αργότερα, κατά τη διάρκεια του ΝΑΤΟϊκού πολέμου στο Κόσσοβο, η Ρωσία και η
ΛΔΚ, αντιτάχθηκαν σθεναρά στην εκστρατεία και η ίδια η κρίση επέφερε -
ανάμεσα στα άλλα τραγικά επεισόδια- το βομβαρδισμό της κινεζικής πρεσβείας
στο Βελιγράδι (Φούσκας 2008, σ. 76). Με τα ερείπια του συγκροτήματος να
καπνίζουν ακόμα, η Washington ανακοίνωσε ότι ο βομβαρδισμός ήταν τραγικό
λάθος: ένας αγχωμένος πιλότος χρησιμοποίησε παλιό χάρτη (Kynge 2007, σ.
63
286). Για το Δράκο, οι αιτίες του «δυστυχήματος» και οι εξηγήσεις, δεν ήταν
πειστικές. Ζητήσε να συνεχίσουν οι έρευνες, να τιμωρηθούν οι υπεύθυνοι, να
αποζημιωθούν τα θύματα -3 νεκροί και 25 τραυματίες- και οι ζημίες που έγιναν
σε ολόκληρο το κτίριο της πρεσβείας (Χατζόπουλος 2000, σ. 34). Όταν αυτό
ανακοινώθηκε στον κόσμο, πραγματική οργή κατέκλυσε το Πεκίνο αλλά και το
μεγαλύτερο μέρος της χώρας (Kynge 2007, σ. 286). Κινέζοι φοιτητές, πέταξαν
πέτρες στην οικία του Αμερικανού πρέσβη στο Πεκίνο (Χατζόπουλος 2000, σ.
45), την ώρα που ξένοι κάτοικοι, άρχισαν να δέχονται όλο και περισσότερες
ερωτήσεις από τους Κινέζους για τη χώρα καταγωγής τους. Ξαφνικά ο αριθμός
των Βρετανών και των Αμερικανών αυτοαπασχολουμένων άρχισε να μειώνεται
τραγικά, ενώ όσοι έλεγαν ότι είναι Αυστραλοί, Νοτιοαφρικανοί και Καναδοί
αυξήθηκαν (Kynge 2007, σ. 287). Και τον Απρίλιο του 2001, ύστερα από μία
σύγκρουση στον αέρα και την αναγκαστική προσγείωση ενός αμερικανικού
κατασκοπευτικού αεροπλάνου στην Κίνα (Kupchan 2007, σ. 213), προκλήθηκαν
ζωηρές εντάσεις ανάμεσα στα δύο κράτη. Το επεισόδιο έκλεισε με μία επιστολή
συγγνώμης, που παρουσίασε ο πρέσβης των Ηνωμένων Πολιτειών στο όνομα του
προέδρου Bush και του Υπουργού Εξωτερικών, Powell και τη δέσμευση των
ιδίων, να περιορίσουν τον αριθμό των εποπτικών τους πτήσεων στη ζώνη.
Το περιστατικό με το αμερικανικό κατασκοπευτικό αεροπλάνο, καταδεικνύει
και κάτι ακόμη: την ανησυχία των αμερικανικών υπηρεσιών, που είναι
πεπεισμένες για την ανάγκη να γνωρίζουν την παρούσα κατάσταση και τα πιθανά
επιτεύγματα των αντίπαλων στρατιωτικών δυνάμεων (Bessière 2007, σ. 131).
Μετά την κρίση του 1996 στο στενό της Ταϊβάν (η οποία θα αναλυθεί στο
υποκεφάλαιο 4.4.), η κυβέρνηση Clinton ξεκίνησε τη στρατηγική μετάβαση της
Αμερικής προς την Ανατολική Ασία, με την πρώτη εκ νέου ανάπτυξη υποβρυχίου
από την Ευρώπη στο Guam (Ross 2013), στην Okinawa και στη Hawaii (Leonard
2008, σ. 184), πολιτική που ακολούθησε και ο George Bush Jr, υπό την προεδρία
του οποίου, πραγματοποιήθηκαν ασκήσεις, με την Ταϊλάνδη για τη μάχη ενάντια
στη διασυνοριακή διακίνηση ναρκωτικών ανάμεσα στην Κίνα και στη Βιρμανία
(Bessière 2007, σ. 111). Ο ανταγωνισμός μεταξύ ΗΠΑ-ΛΔΚ, αποτυπώνεται
άριστα στη Στρατηγική Εθνικής Ασφαλείας του 2002, όπου χαιρετιζόταν η
εμφάνιση μίας «ισχυρής, ειρηνικής και ευημερούσας Κίνας», αλλά υπήρξε
προειδοποίηση ότι αν η Λαϊκή Δημοκρατία προσπαθούσε να αποκτήσει
«προηγμένες στρατιωτικές ικανότητες», θα ήταν σα να ακολουθούσε έναν
«ξεπερασμένο δρόμο», που θα «παρεμπόδιζε την επιδίωξή της για εθνικό μεγαλείο»
(Walt 2007, σ. 78). Ο Obama, δε θα μπορούσε σε καμία των περιπτώσεων, να
αλλάξει τις στρατηγικές επιδιώξεις των Ηνωμένων Πολιτειών, όπως είχαν
αναπτυχθεί από τους προκατόχους του. Έτσι, εντός του 2012, ελήφθη η απόφαση
μεταφοράς του κυρίου όγκου της αμερικανικής ναυτικής δύναμης στον Ειρηνικό
Ωκεανό, η νέα πώληση όπλων στην Ταϊβάν, η δημιουργία νέας ναυτικής βάσης
στην Αυστραλία και η συμφωνία για αύξηση των αμερικανικών στρατιωτικών
δυνάμεων στις Φιλιππίνες (Πετρόπουλος & Χουλιάρας 2014, σ. 225). Ο
συνεχιζόμενος εκσυγχρονισμός της αμυντικής ικανότητας των ΗΠΑ είναι επίσης,
ιδιαίτερα σημαντικός για την αποφυγή της ανόδου της Κίνας (Ross 2013). Το
Πεντάγωνο, επενδύει ένα ολοένα και αυξανόμενο μερίδιο από τους
συρρικνούμενους πόρους του (Krepinevich 2015, σ. 78), σε όπλα και οπλικά
64
συστήματα νέας τεχνολογίας (τ. Ford CVN-78, τ. Virginia SSN-774, τ. Flight III
DDG-51, UUVs, UAVs, F-35C JSF, F/A 18/F, EA-18G, E-2 Hawkey, P-8A
MMA, electromagneticrailgun EMRG, solid state lasers SSLs, hypervelocity
projectile HPV κ.λπ.) (Μαρτζούκος 2016, σ. 7). Οι άνωθεν στρατηγικές κινήσεις
της Washington, δημιούργησαν στο Πεκίνο μία αίσθηση ασφυξίας και
περικύκλωσης, ενεργοποιώντας εθνικιστικά ανακλαστικά (Πετρόπουλος &
Χουλιάρας 2014, σ. 225). Ανταπαντώντας, η Κίνα, ενίσχυσε τη στρατιωτική της
παρουσία στην περιοχή, επιχειρώντας εναέριες αναγνωριστικές αποστολές πάνω
από την Ταϊβάν, τη Νότια Κορέα, το Βιετνάμ, τη Νότια Σινική Θάλασσα, όπως
και θαλάσσιες αναγνωριστικές αποστολές στην Ιαπωνία (Bessière 2007, σ. 132).
Η επί μακρόν σοβούσα αναμέτρηση μεταξύ των δύο δυνάμεων, δεν
περιορίζεται αποκλειστικά και μόνο στις περιοδικές κρίσεις και το στρατιωτικό
ανταγωνισμό, αλλά περιλαμβάνει σειρά επιθετικών κινήσεων, αντιποίνων και
επεισοδίων κυβερνοπολέμου (Ρουμπίνα 2014) και κατασκοπίας. Το 1995, οι
ΗΠΑ, υποψιάστηκαν τη ΛΔΚ για πυρηνική κατασκοπεία και το Μάιο του 1999,
αναφορά που εκθέτει λεπτομερειακά τον τρόπο με τον οποίο η Κίνα απέκτησε
πληροφορίες για το αμερικανικό πυρηνικό οπλοστάσιο προκαλεί σκάνδαλο, αφού
καταδεικνύει σημαντική παρείσφρηση (Bessière 2007, σ. 131). Οι Ηνωμένες
Πολιτείες, δε μπορούσαν να μείνουν με σταυρωμένα χέρια. Με την αντιπαράθεση
να έχει ήδη μεταφερθεί στο πεδίο της υψηλής τεχνολογίας, η ένταση άρχισε να
κλιμακώνεται, όταν οι αμερικανικές Αρχές άσκησαν δίωξη κατά πέντε
αξιωματικών του κινεζικού στρατού, οι οποίοι κατηγορήθηκαν ότι παρενέβησαν
στα ηλεκτρονικά αρχεία μεγάλων αμερικανικών επιχειρήσεων (Ρουμπίνα 2014),
που ειδικεύονται στους τομείς της ενέργειας και του μετάλλου. Από την πλευρά
του, το κινεζικό Υπουργείο Αμύνης, κατηγόρησε τις ΗΠΑ για «υποκρισία» και
για τη χρήση «δύο μέτρων και δύο σταθμών» (Capital 2014). Η κινεζική
κυβέρνηση όμως δεν αρκέσθηκε μόνο σε διαμαρτυρίες, αλλά απαγόρευσε στις
κρατικές υπηρεσίες να αντικαταστήσουν το λογισμικό Windows XP της Microsoft
με το νεότερο Windows 8 (Ρουμπίνα 2014). Οι εγκλήσεις και οι αντεγκλήσεις
συνεχίστηκαν με αμείωτο ρυθμό και το 2018, όπου σύμφωνα με την ετήσια
έκθεση που δημοσίευσε η Τεχνική Ομάδα Ανταποκρίσεων Έκτακτης Ανάγκης
(CNCERT) της ΛΔΚ, 14.000 διακομιστές στις ΗΠΑ που έχουν μολυνθεί από ιό
Trojan ή από botnet, μόλυναν 3,34 εκατομμύρια διακομιστές στην Κίνα, ενώ ο
κινεζικός τηλεπικοινωνιακός γίγαντας Huawei ισχυρίστηκε ότι υποψιάζεται πως η
αμερικανική κυβέρνηση εισέβαλε σε διακομιστή της (Sputnik Ελλάδα 2019). Ο
σινο-αμερικανικός κυβερνοπόλεμος έχει λάβει τόσο μεγάλες διαστάσεις, ώστε ο
Αντιπρόεδρος, Mike Pence, δήλωσε σε ομιλία του στο Ινστιτούτο Hudson, τον
Οκτώβριο του 2018 ότι «αυτό που κάνουν οι Ρώσοι ωχριά σε σύγκριση με αυτό
που κάνει η Κίνα» (Tvxs 2019b).
Υπάρχει επίσης μειωμένη συνεργασία Λαϊκής Δημοκρατίας-Ηνωμένων
Πολιτειών σε διεθνή ζητήματα (Ross 2013), εφόσον πολλά κράτη, -ακόμη και αν
έχουν σοβαρά παράπονα από τη ΛΔΚ-, αναγνωρίζουν ότι η μεγάλη αυτή χώρα
είναι η μοναδική που μπορεί να αποτελέσει αντίβαρο στην οικονομική και
πολιτική δύναμη των ΗΠΑ (Χατζηγάκης & Χατζηγάκης 2010, σ. 218). Ως εκ
τούτου, παρά την τυπική συνεργασία μεταξύ των δύο υπερδυνάμεων κατά τη
διάρκεια της δεκαετίας του 1990 για τις ανθρωπιστικές επεμβάσεις της
65
Washington (Ross 2013), υφίστανται αναφορές που υποστηρίζουν ότι η Λαϊκή
Δημοκρατία παραχώρησε τεχνολογία οπτικών ινών, για την ενίσχυση των
αντιαεροπορικών αμυντικών ικανοτήτων του Ιράκ (Walt 2007, σ. 169) την ώρα
που η βελτίωση των σινοϊρανικών σχέσεων υπονομεύει τις αμερικανικές
κυρώσεις. Μέχρι το 2005 η κυβέρνηση Bush, είχε επιβάλλει εξήντα δύο φορές
κυρώσεις σε κινεζικές εταιρείες για παράβαση αμερικανικών ή διεθνών ελέγχων
σχετικά με τη μεταφορά τεχνολογίας όπλων στο Ιράν και σε άλλα κράτη
(Φούσκας 2009, σ. 192). Και ενώ από το 2006 έως το 2010 η Κίνα υπερψήφισε
πέντε ψηφίσματα του Συμβουλίου Ασφαλείας του ΟΗΕ για τη στήριξη των
αμερικανικών αποφάσεων, αντιτάχθηκε στις προσπάθειες των ΗΠΑ να
καταστήσουν αυστηρότερες τις κυρώσεις, αναγκάζοντας την Washington να
παρακάμψει τα Ηνωμένα Έθνη (Ross 2013). Σε ό,τι αφορά στο Αφγανιστάν, η
ΛΔΚ, ανήσυχη για την κατάσταση στο Xinjiang, ναι μεν ενέκρινε τις αποφάσεις
1368 και 1373 του Συμβουλίου Ασφαλείας του ΟΗΕ, οι οποίες επέτρεπαν στις
Ηνωμένες Πολιτείες να αμυνθούν ενάντια στους τρομοκράτες και αυτούς που
τους βοηθούν με αντεπιθέσεις, αλλά επιθυμούσε ο ΟΗΕ να διατηρήσει
βαρύνουσα θέση στη διαχείριση αυτής της συμμαχίας και οι στρατιωτικές
ενέργειες να σκοπεύουν μόνο συγκεκριμένους στόχους, για την αποφυγή
τραυματισμού των αμάχων (Bessière 2007, σ. 153). Αντίστοιχη, ίσως και
σκληρότερη, ήταν η στάση της Κίνας, στο ζήτημα της Λιβύης. Το Πεκίνο,
αντιτασσόμενο στην υπό του ΝΑΤΟ αεροπορική επίθεση εναντίον του Gaddafi,
απείχε από την ψηφοφορία επί του Ψηφίσματος 1973 του ΟΗΕ (Junbo & Méndez
2015, σ. 11) και, σε συνεργασία με τη Ρωσία και την Ινδία, ζήτησε την
κατάπαυση του πυρός, προκειμένου να αποφευχθεί μία νέα «ανθρωπιστική
κρίση» (Tisdall 2011). Σε -σχεδόν- ευθεία αντιπαράθεση με τις ΗΠΑ, ήρθε ο
Δράκος, κατά τη διάρκεια της συριακής κρίσης, καθώς από την έναρξη του
εμφυλίου, το 2011, η ΛΔΚ, άσκησε βέτο σε έξι Ψηφίσματα για τη Συρία
(Huffington Post Greece 2017) και το 2014, απέρριψε το αίτημα του Διεθνούς
Ποινικού Δικαστηρίου για τη διεξαγωγή ερευνών περί της πιθανής διάπραξης
εγκλημάτων πολέμου (Al Jazeera 2017).
Δεν πρέπει να μας διαφεύγει ένας ακόμη παράγοντας: η αναγωγή του
αιτήματος των ανθρωπίνων δικαιωμάτων σε υπερόπλο (Χατζηγάκης &
Χατζηγάκης 2010, σ. 191). Σύμφωνα με το νυν Πρόεδρο των ΗΠΑ, Donald
Trump, το ΚΚΚ, «ελέγχει την πρόσβαση των πολιτών της στο διαδίκτυο,
καταδιώκει τους πολιτικούς της αντιπάλους, κλείνει εφημερίδες, φυλακίζει
διαφωνούντες, περιορίζει τις ατομικές ελευθερίες, εξαπολύει ηλεκτρονικές επιθέσεις
και χρησιμοποιεί τις δυνάμεις της σε ολόκληρο τον κόσμο προκειμένου να
χειραγωγεί οικονομίες» (Trump 2017, σ. 66). O Trump, φυσικά δεν είναι ο πρώτος
που, προκειμένου να αμαυρώσει τη διεθνή εικόνα της Κίνας, κάνει αναφορά στο
ζήτημα των ανθρωπίνων δικαιωμάτων. Ο Zbigniew Brzezinski, χρησιμοποίησε
την ίδια οδό για να φθείρει το σοβιετικό καθεστώς και να νικήσει χωρίς πόλεμο,
εφόσον η προβολή των gulang και των «ψυχιατρικών κλινικών», αποκάλυψαν
στην ανθρωπότητα την πραγματική φύση του σοβιετικού συστήματος. Παρόμοια
τακτική φοβούνται οι Κινέζοι πώς θα ακολουθηθεί και για τη χώρα τους. Στη
σημερινή Κίνα, παρά τις επίσημες απαγορεύσεις, λειτουργούν πολλές οργανώσεις
με τη μορφή ΜΚΟ, πολλές εκ των οποίων, έχουν γραφεία στο Manhattan, με
66
διοικητικά συμβούλια και έσοδα μη ανακοινώσιμα (Χατζηγάκης & Χατζηγάκης
2010, σ. 182). Το Μάρτιο μάλιστα του 2001, οι ανωτέρω οργανώσεις αλλά και οι
ΗΠΑ, δεν τήρησαν ούτε τα προσχήματα: 41 Αμερικανοί κοινοβουλευτικοί της
Βουλής των Αντιπροσώπων κάλεσαν τη ΔΟΕ να μην παραχωρήσει τη
διοργάνωση των Ολυμπιακών Αγώνων στη Λαϊκή Δημοκρατία, εξαιτίας της
«φρικτής» πολιτικής της. Οι ίδιοι διατύπωσαν την ιδέα να της την αναθέσουν,
μόνο με αντάλλαγμα την απελευθέρωση των πολιτικών κρατουμένων και το
σεβασμό αυτών (Bessière 2007, σ. 149-150). Την ίδια ακριβώς περίοδο,
παρουσιάστηκαν από το πουθενά δεκάδες περίεργες τέτοιες «οργανώσεις» που
τροφοδοτούσαν συστηματικά τους επίσημους φορείς, τον Τύπο και το διαδίκτυο
με καταγγελίες κατά της Κίνας, ενώ προέβαιναν σε συνεχείς εκκλήσεις για
μποϋκοτάζ των αγώνων (Χατζηγάκης & Χατζηγάκης 2010, σ. 191). Κραυγαλέα
όμως είναι και η υποστήριξη που παρέχουν οι Ηνωμένες Πολιτείες στον ηγέτη
του Falun Gong, μίας αρχαίας κινέζικης εξάσκησης διαλογισμού Li Hongzhi
(Ξενογιάννη 2013). Οι Αρχές έθεσαν το Falun Gong εκτός νόμου,
χαρακτηρίζοντάς το ως «αιρετικό» σε ό,τι αφορά στα χαρακτηριστικά του, όπως η
δημιουργία διαδοχικών μυστικών οργανώσεων και οι σοβαρές αδικίες που
προκλήθηκαν στην κοινωνία από τη διεξαγωγή δημόσιων εκδηλώσεων. Ο Li
Hongzhi, αποχώρησε από τη ΛΔΚ και σε μία προσπάθεια πρόκλησης του ΚΚΚ,
συνεχίζει πλέον τη δράση του από τις Ηνωμένες Πολιτείες, όπου βρήκε καταφύγιο
το 1998 (Bessière 2007, σ. 73). Οι ΗΠΑ, δεν ξεχνούν ούτε την εξέγερση της
Πλατείας Tiananmen, αφού ο Υπουργός Εξωτερικών, Mike Pompeo, κάλεσε με
ανακοίνωσή του την Κίνα να τιμήσει την 30ή επέτειο, απελευθερώνοντας όλους
τους κρατούμενους που έχουν φυλακιστεί επειδή προασπίστηκαν τα ανθρώπινα
δικαιώματα στη χώρα (Η Ναυτεμπορική 2019). Κατόπιν των ανωτέρω, η ΛΔΚ δε
θα μπορούσε να παραμείνει αδρανής. Ήδη από το 2016, με σειρά νομοθετικών
ρυθμίσεων, συμπεριλαμβανομένου του νόμου για την καταπολέμηση της
τρομοκρατίας και ενός σχεδίου νόμου για την ασφάλεια στον κυβερνοχώρο,
παρασχέθηκαν ευρείες εξουσίες στην αστυνομία ώστε να ελέγξει τους
εργαζομένους των ΜΚΟ, να παρακολουθεί τα οικονομικά τους, να ρυθμίζει το
έργο τους και να κλείνει τα γραφεία τους, όποτε κρίνεται απαραίτητο (Wong &
Martina 2016). Το Κόμμα προωθεί συστηματικά, με επιτυχία και αξιοπιστία και
μία πολιτική συμμαχίας με διανοουμένους -πολλοί από αυτούς συμμετείχαν στην
εξέγερση της πλατείας Tiananmen-, με ιδιοκτήτες επιχειρήσεων και με
τεχνοκράτες, οι οποίοι επιθυμούν ταχύτατη τεχνολογική ανάπτυξη (Χατζηγάκης
& Χατζηγάκης 2010, σ. 192) και με έκθεση υπό τον τίτλο «Ανθρώπινα
Δικαιώματα στις Ηνωμένες Πολιτείες το 2018», κατέδειξε με τη σειρά του, τους
τομείς παραβίασης των ανθρωπίνων δικαιωμάτων στις ΗΠΑ: την παραβίαση των
πολιτικών δικαιωμάτων, την αύξηση της εισοδηματικής ανισότητας, την
επιδείνωση των φυλετικών διακρίσεων, τις αυξανόμενες απειλές κατά των
γυναικών, των παιδιών και των μεταναστών, καθώς και τις παραβιάσεις
ανθρωπίνων δικαιωμάτων που προκαλούνται από μονομερείς ενέργειες της
Αμερικής (Xinhua 2019).
Πάρα ταύτα, ή μάλλον λόγω των πολυάριθμων διαφορών τους, τα δύο
γιγάντια έθνη, είναι οικονομικά αλληλεξαρτώμενα (Coy κ.ά. 2018). Αυτή τη
στιγμή, δεν υπάρχει ούτε ένα σοβαρό εργοστάσιο στην California (Χατζόπουλος
67
2000, σ. 65), το Ohio, το Idaho, το Νέο Μεξικό κ.ά. (Χατζηγάκης & Χατζηγάκης
2010, σ. 224), που να μην έχει έστω και μία, κάποιας μορφής συναλλαγή με την
Κίνα (Χατζόπουλος 2000, σ. 65), ανεβάζοντας τον αριθμό των εργαζομένων που
απασχολούνται σε αυτά στους 360.000 (Χατζηγάκης & Χατζηγάκης 2010, σ.
224). Αλλά και οι αμερικανικές πολυεθνικές επιχειρήσεις, προκειμένου να
μεγιστοποιήσουν τις αποδόσεις των μετόχων τους (Kynge 2007, σ. 141),
μετέφεραν τις μεταποιητικές τους βάσεις σε χώρες με φθηνά εργατικά χέρια και
χαμηλό κόστος όπως η ΛΔΚ, γεγονός που τις βοήθησε να αυξήσουν τα κέρδη
τους και ευνόησε τους καταναλωτές (ΑΠΕ-ΜΠΕ 2018). Όμως, με αυτή την
ενέργεια απειλούν να κλείσουν πολλούς από τους μικρούς, μακροχρόνιους
προμηθευτές τους (Kynge 2007, σ. 141), καθώς το Πεκίνο, πέραν των άλλων,
απαιτεί από τις αμερικανικές επιχειρήσεις που δραστηριοποιούνται στην Κίνα, να
δημιουργούν κοινοπραξία με εγχώριες επιχειρήσεις, «υποκλέπτοντας» την
τεχνογνωσία των ΗΠΑ αλλά και των υπόλοιπων κρατών που δραστηριοποιούνται
στην ασιατική χώρα (Λυκοκάπης 2018). Η ανωτέρω πολιτική, προκάλεσε δριμείες
αντιδράσεις στις συνδικαλιστικές οργανώσεις των Ηνωμένων Πολιτειών. Η AFL-
CIO, η ισχυρότερη συνδικαλιστική οργάνωση των ΗΠΑ (Χατζηγάκης &
Χατζηγάκης 2010, σ. 377), θεωρεί πώς η απαγόρευση εκ μέρους των κινεζικών
Αρχών, ίδρυσης ανεξάρτητων σωματείων για τους εργάτες, στοχεύει στη
συνειδητή διατήρηση των χαμηλών ημερομισθίων, αφού η έλλειψη οργάνωσης,
τους εμποδίζει να διεκδικήσουν μεγαλύτερες απολαβές (Kynge 2007, σ. 226). Το
αποτέλεσμα, είναι, αυτό που τόσο ο τέως πρόεδρος Barack Obama, όσο και ο
Donald Trump έχουν, ευθαρσώς επισημάνει. Ο Obama, είχε δηλώσει σε
προεκλογική ομιλία του ότι οι «εργάτες βλέπουν τις δουλειές τους και τα εργαλεία
τους να πακετάρονται και να φεύγουν για την Κίνα» (Χατζηγάκης & Χατζηγάκης
2010, σ. 377), ενώ ο Trump, προτού αναλάβει τον προεδρικό θώκο, έγραφε πώς
«η ΛΔΚ, έχει καταστρέψει ολόκληρες βιομηχανίες καταφεύγοντας σε
χαμηλόμισθους εργάτες, μας έχει στοιχίσει δεκάδες χιλιάδες θέσεις εργασίας, έχει
κατασκοπεύσει τις επιχειρήσεις μας και έχει κλέψει την τεχνολογία μας» (Trump
2017, σ. 68). Με την οικονομική κρίση, ωστόσο, του 2008, φάνηκε και η
εξάρτηση του Δράκου από την Αμερική: 68.000 μικρομεσαίες επιχειρήσεις στη
ΛΔΚ-που παρήγαν προϊόντα για την αμερικανική αγορά- έκλεισαν το 2008, θέση,
που επιβεβαιώνει ο τέως Υπουργός Ανθρωπίνων Πόρων και Κοινωνικής
Πρόνοιας Yin Weimin, ο οποίος εκτιμούσε ότι το πρώτο τρίμηνο του 2009 τα
πράγματα θα χειροτέρευαν» (Χατζηγάκης & Χατζηγάκης 2010, σ. 379). Η Κίνα,
όμως, όχι μόνο ξεπέρασε την κρίση, αλλά επέτυχε την αύξηση του εμπορικού
ελλείμματος με τις Ηνωμένες Πολιτείες. Από το 2006 έως το 2016, το έλλειμμα
στο ισοζύγιο υπηρεσιών της Λαϊκής Δημοκρατίας με τις ΗΠΑ αυξήθηκε
περισσότερο από 30 φορές (ΑΠΕ-ΜΠΕ 2018) και, το πρώτο τρίμηνο του 2017,
αυξήθηκε κατά 15,2% (Dollar 2018), ανεβάζοντας το χάσμα στα 375,2
δισεκατομμύρια δολάρια (The Guardian 2018a). Η αποφασιστικότητα της ΛΔΚ
για τη διατήρηση της υπεροχής της, αντικατοπτρίζεται στην επένδυση εκ μέρους
της κυβέρνησης, του 40% του εμπορικού της πλεονάσματος σε κρατικά ομόλογα
των Ηνωμένων Πολιτειών και όχι στη δική της οικονομία (Μουρδουκούτας &
Arayma 2006, σ. 109). Κατέχοντας ομολογίες 1,17 τρισεκατομμυρίων δολαρίων
(Kuo 2018), η ΛΔΚ είναι σε θέση να ασκήσει σημαντικές πιέσεις. Και, καθώς η
68
αμερικανική οικονομία έχει εισέλθει σε μία πολύ δύσκολη περίοδο που ίσως
διαρκέσει αρκετά χρόνια, ο αμερικανικός λαός, ανακάλυψε με επώδυνο τρόπο το
βαθμό στον οποίο έχει υπερχρεωθεί στην οικονομική δύναμη της Ανατολικής
Ασίας (Brzezinski & Scowcroft 2010, σ. 209-210). Αυτός άλλωστε είναι και ο
λόγος για τον οποίο, σε επίσημο τηλεγράφημα της τέως Υπουργού Εξωτερικών
Hillary Clinton και του τότε Αυστραλού πρωθυπουργού Kevin Rudd, η Clinton,
υποστήριξε ότι «δε μπορείς να δείξεις πυγμή στον τραπεζίτη σου» (Βαρουφάκης
2012, σ. 427).
Μπροστά στη ζοφερή για τις ΗΠΑ πραγματικότητα, η πολιτική της
Washington, επί πολλά έτη, ήταν χαοτική. Διότι ενώ την άνοιξη του 1994, η
Λαϊκή Δημοκρατία, πέτυχε να παραταθεί το καθεστώς των προνομιακών
οικονομικών σχέσεών της με τις Ηνωμένες Πολιτείες, χωρίς να υποχρεωθεί να
πραγματοποιήσει ούτε μία πολιτική παραχώρηση (Barber 1998, σ. 278), το 1999,
ο Κινέζος πρωθυπουργός επισκέφθηκε έξι μεγάλες πόλεις των ΗΠΑ για απ’
ευθείας επαφές με τους Αμερικανούς μεγαλοεπιχειρηματίες (Χατζόπουλος 2000,
σ. 65) και το 2002 ο τέως Πρόεδρος George Bush Jr παραχώρησε στη ΛΔΚ, τη
θέση του μόνιμου εμπορικού εταίρου, ωστόσο, (Bessière 2007, σ. 133), επί
προεδρίας Obama και εφόσον η ίδια η Αμερική είχε συμβάλλει στην αύξηση του
εμπορικού ελλείμματος, οι Ηνωμένες Πολιτείες, πραγματοποίησαν προσφυγή
στον Παγκόσμιο Οργανισμό Εμπορίου εναντίον των δασμών που επιβάλλει η
Κίνα στις εξαγωγές αμερικανικών οχημάτων ώστε «να κριθεί ότι η ΛΔΚ είναι
υπεύθυνη», για αθέμιτες εμπορικές πρακτικές που ζημιώνουν Αμερικανούς
αυτοκινητοβιομήχανους (Newsbeast 2012). Και όλα αυτά, την ώρα που ο ίδιος
πρόεδρος, ανακοίνωνε με τον Κινέζο Αντιπρόεδρο Xi Jinping τη Διεθνή Ομάδα
Εργασίας για τις εξαγωγικές πιστώσεις, μια πρωτοβουλία που αποσκοπούσε στην
επίτευξη μιας σειράς υπεύθυνων διεθνών κατευθυντήριων γραμμών (Hochberg
2015, σ. 64). Πιο συνεκτική αλλά και συνεπής προς τις προεκλογικές του
δεσμεύσεις, θα μπορούσε να χαρακτηριστεί η πολιτική του νυν Προέδρου των
ΗΠΑ, Donald Trump, ο οποίος, θεωρώντας πώς η Λαϊκή Δημοκρατία «χρειάζεται
το εμπόριο με την Αμερική, περισσότερο από ό,τι οι ίδιες οι Ηνωμένες Πολιτείες το
χρειάζονται» (Trump 2017, σ. 69), επανέφερε τον εμπορικό προστατευτισμό και
απέδειξε ότι τα ισχυρά κράτη μπορούν να καταργούν τους κανόνες, αν κάτι τέτοιο
τα εξυπηρετεί (Χατζηγάκης & Χατζηγάκης 2010, σ. 379). Με βασικά αιτήματα
ένα πιο ευέλικτο σύστημα συναλλαγματικής ισοτιμίας (Kynge 2007, σ. 140), τη
μείωση του εμπορικού ελλείμματος κατά τουλάχιστον 200 δισεκατομμύρια
δολάρια μέχρι το 2020 (The Guardian 2018a), τον περιορισμό των πολυάριθμων
αθέμιτων πολιτικών και πρακτικών που σχετίζονται με την αμερικανική
τεχνολογία και πνευματική ιδιοκτησία, -όπως η εξαναγκαστική μεταφορά
τεχνολογίας στις κινεζικές εταιρείες- (Office of Trade & Manufacturing 2018) και
την απαίτηση της διάλυσης του «Made in China 2025» (Coy κ.ά. 2018), η
κυβέρνηση Trump, επέβαλλε δασμούς σε κινέζικα προϊόντα της τάξης των 250
δισεκατομμυρίων δολαρίων (Dorcas & Chipman 2019) ενώ δεσμεύθηκε να
επιβάλει πρόσθετους δασμούς 10% σε κινεζικές εισαγωγές ύψους 300
δισεκατομμυρίων δολαρίων από την 1η Σεπτεμβρίου (Έθνος 2019). Σάλο,
προκάλεσε και η προσθήκη στον κατάλογο των εταιρειών με τις οποίες οι
αμερικανικές εταιρείες δε μπορούν να συναλλάσσονται, της δεύτερης
69
μεγαλύτερης εταιρείας κατασκευής smartphone στον κόσμο, μετά τη Samsung, τη
Huawei (Η Καθημερινή 2019a), με πιθανότητα χαλάρωσης των περιοριστικών
μέτρων, μόνο εάν επιτευχθεί νέα εμπορική συμφωνία ανάμεσα στις ΗΠΑ και στην
Κίνα (Sputnik 2019).
Από την πλευρά της, η ΛΔΚ, επέβαλλε δασμούς σε αμερικανικά προϊόντα
αξίας 110 δισεκατομμυρίων δολαρίων, απειλεί με τη λήψη ποιοτικών μέτρων που
θα επηρεάσουν τις επιχειρήσεις των Ηνωμένων Πολιτειών που
δραστηριοποιούνται στην Κίνα (Dorcas & Chipman 2019) και απέστειλε το
μήνυμα πώς προτίθεται να αφήσει τη συναλλαγματική ισοτιμία να υποχωρήσει
στο χαμηλότερο επίπεδο από το 2010, πέρα από το συμβολικό όριο των 7 guan
ανά δολάριο (Ράπτης 2019). Είναι προφανές πώς, ο ασιατικός γίγαντας
ενδιαφέρεται πρωτίστως να διατυπώσει ένα πολιτικό μήνυμα –και αυτό
συνίσταται στο ότι δεν σκοπεύει να εκβιαστεί (Ράπτης 2018)-. Η Κίνα δεν είναι
διατεθειμένη ούτε να εξετάσει τα μέγιστα ζητήματα, όπως τη δέσμευση για
μείωση της εμπορικής ανισορροπίας ή την εγκατάλειψη της βιομηχανικής
πολιτικής «Made in China 2025» (Dollar 2018). Ως φαίνεται, το Πεκίνο, έχει
επιλογές. «Ο κόσμος λέει συχνά ότι η Αμερική χρειάζεται την Κίνα και η Κίνα την
Αμερική. Αλλά αυτό δεν είναι πια αλήθεια», επισημαίνει ο Joseph Stiglitz. Και
συνεχίζει: «Η Λαϊκή Δημοκρατία, μπορεί να χρηματοδοτήσει τους δικούς της
πολίτες, που έχουν μεγαλύτερη ικανότητα να καταναλώσουν μεγάλες ποσότητες
αγαθών και να ενισχύσουν την οικονομική ανάπτυξη της χώρας τους. Οι Κινέζοι
έχουν, λοιπόν, δύο επιλογές, ενώ εμείς όχι, διότι δεν υπάρχει άλλη χώρα ικανή να
καλύψει οικονομικά το αμερικανικό έλλειμμα» (Χατζηγάκης & Χατζηγάκης 2010,
σ. 225). Εάν, λοιπόν, η κινεζική οικονομία εγκαταλείψει την οικονομική πολιτική
των φθηνών εξαγωγών -πολιτική που θα χρεωκοπήσει μακροπρόθεσμα- και
στραφεί σε εγχώρια πρότυπα συσσώρευσης με βάση υψηλούς μισθούς και
κυρίαρχη πίστωση, τότε η κατάρρευση των ΗΠΑ θα αποτελέσει ένα απλό ζήτημα
χρόνου (Φούσκας 2009, σ. 72). Απομένει να δούμε, ποια στάση θα κρατήσει εν
τέλει η ΛΔΚ, όταν το Σεπτέμβριο, επιβληθούν οι νέοι δασμοί εκ μέρους των
Ηνωμένων Πολιτειών.

4.3. Η κρίση του ’97 και η επιρροή της στις σχέσεις ΗΠΑ-Κίνας

Δυστυχώς επτωχεύσαμεν.

Χαρίλαος Τρικούπης

Είκοσι δύο έτη πέρασαν από το καλοκαίρι του 1997, όταν μία σοβαρή
χρηματοπιστωτική κρίση έθεσε απότομα τέλος στο οικονομικό θαύμα των κρατών
της Ανατολικής Ασίας, τη χειρότερη κατάρρευση που υπέστη περιοχή από τη
δεκαετία του 1930 (Gilpin 2007a, σ. 326). Μερικές εβδομάδες νωρίτερα, οι
οικονομίες αυτές, παρουσιάζονταν ως πρότυπα υγείας και ζωτικότητας -οι
αποκαλούμενες «ασιατικές τίγρεις»- (Klein 2010, σ. 355), εφόσον είχαν υψηλούς
δείκτες αποταμιεύσεων/επενδύσεων, εκπαίδευση, συνετή μακροοικονομική
πολιτική και συσσώρευση συντελεστών (Gilpin 2007a, σ. 397). Μετά την
70
κατάρρευση του συστήματος, η απώλεια των αποταμιεύσεων, ήταν τόσο μεγάλη,
που το περιοδικό Economist, την παρομοίασε με τα αποτελέσματα «ενός πολέμου
μεγάλης κλίμακας» (Klein 2010, σ. 355). Εργοτάξια εγκαταλείφθηκαν, νομίσματα
υποτιμούνταν με ραγδαίο ρυθμό, οι επενδύσεις στέρεψαν, η ανεργία ενέτεινε τις
κοινωνικές εντάσεις, ενώ η φτώχεια άρχισε πάλι να αυξάνεται (Βαρουφάκης
2012, σ. 382). Οι ανωτέρω περιγραφόμενες συνθήκες, οδήγησαν σε μέτρα
απελπισίας. Στη Νότια Κορέα, τρία εκατομμύρια άνθρωποι παρέδωσαν
κοσμήματα, αθλητικά μετάλλια και έπαθλα, προκειμένου να χρησιμοποιηθούν
ώστε να αποπληρωθούν τα χρέη της χώρας και στην Ινδονησία πολίτες
εισέβαλλαν με τη βία σε καταστήματα αρπάζοντας ό,τι μπορούσαν να
μεταφέρουν. Σε μία -φρικτή μάλιστα- περίπτωση, ξέσπασε πυρκαγιά σε ένα
εμπορικό κέντρο της Τζακάρτα, όπου εκατοντάδες άτομα κάηκαν ζωντανά (Klein
2010, σ. 357). Τα προβλήματα άρχισαν στην Ταϊλάνδη στα μέσα του 1997, λόγω
της φήμης, ότι η οικονομία είχε φθάσει σε τόσο μεγάλο σημείο κορεσμού και
υπερθέρμανσης, ώστε, η μόνη λύση ήταν η φυγή κεφαλαίων και η (Kupchan
2007, σ. 196) υποτίμηση του baht έναντι του αμερικανικού δολαρίου (Carson &
Clark 2013). Το φιλιππινέζικο peso ήταν το επόμενο στη σειρά για να
ακολουθήσει η ινδονησιακή rupiah και η Ταϊβάν (Kupchan 2007, σ. 197). Το
Hong Kong αντιμετώπισε αρκετές μεγάλες, αλλά ανεπιτυχείς κερδοσκοπικές
επιθέσεις στο νόμισμά του, γεγονός που προκάλεσε παγκοσμίως μία
βραχυπρόθεσμη μαζική πώληση μετοχών, ενώ οι σοβαρές πιέσεις του ισοζυγίου
πληρωμών στη Νότια Κορέα έφεραν τη χώρα στο χείλος της χρεοκοπίας (Carson
& Clark 2013). Μέσα σε ένα έτος, 600 δισεκατομμύρια δολάρια χάθηκαν από τις
χρηματιστηριακές αγορές της Ασίας -ένας πλούτος που για τη συσσώρευσή του
είχαν απαιτηθεί δεκαετίες- (Klein 2010, σ. 356).

Η υποτίμηση των νομισμάτων των τίγρεων της Α. Ασίας ήταν δραματική


[Πηγή: http://tiny.cc/ar189y]

Στο παρελθόν θεωρούνταν αδιανόητο, ότι θα μπορούσε να συμβεί μία


χρηματοπιστωτική κρίση τέτοιου μεγέθους. Εκ των υστέρων, ωστόσο, μία
71
κάποιου είδους κρίση φαίνεται να ήταν αναπόφευκτη, δεδομένων όλων εκείνων
των πραγμάτων που θα μπορούσαν να εξελιχθούν άσχημα τα χρόνια που
προηγήθηκαν (Gilpin 2007a, σ. 326). Πάρα ταύτα, συναίνεση για τα αίτια της
οικονομικής κρίσης στην Ανατολική Ασία, μεταξύ των αναλυτών, δεν υφίσταται.
Ορισμένοι υποστηρίζουν ότι η καρδιά του προβλήματος βρισκόταν (Kupchan
2007, σ. 205) στην παράλογη ευφορία των διεθνών επενδυτών (Gilpin 2007a, σ.
406), τη στιγμή που άλλοι, θεωρούν ότι η είσοδος της Κίνας στις παγκόσμιες
αγορές, εκτός από την καταστροφή τιμών που επέφερε, συνέβαλλε και στην
οικονομική θύελλα που έπληξε τη Νοτιοανατολική Ασία (Μουρδουκούτας &
Arayma 2006, σ. 58). Η αλήθεια, ωστόσο, κατά την άποψη της γραφούσης, είναι
ακόμη πιο περίπλοκη και βασίζεται, στη σχέση των κρατών της περιοχής, με τις
μεγάλες δυνάμεις και υπερδυνάμεις. Σύμφωνα με το Μιχάλη Κοντό, «από την
επαύριο της αμερικανικής ανεξαρτησίας, η απομόνωση του νεοσύστατου κράτους
από την Ευρώπη είχε οδηγήσει σε στροφή προς τον Ειρηνικό για την κάλυψη των
αναγκών του εμπορικού ισοζυγίου της χώρας, ανάγκη, που διατηρήθηκε και
ενισχύθηκε κατά τον 20ό αιώνα» (Κοντός 2016, σ. 320). Με τη μείωση της
βρετανικής παρουσίας στη Νοτιοανατολική Ασία και την άνοδο του στρατού ως
κυρίαρχο θεσμό στην κοινωνία, ο βασικός εξωτερικός σύνδεσμος των κρατών της
περιοχής, ήταν όλο και περισσότερο με το στρατό των ΗΠΑ (Craig 2000). Έτσι, η
Νότια Κορέα, η Ταϊλάνδη, η Μαλαισία και η Σιγκαπούρη αναπτύχθηκαν με
ταχύτατο ρυθμό και μπήκαν στο δρόμο της καπιταλιστικής συσσώρευσης που
οδηγεί στην απόδραση από την ένδεια (Βαρουφάκης 2012, σ. 182),
διασφαλίζοντας κατ’ αυτόν τον τρόπο, την αρχιτεκτονική ασφαλείας και τα
εμπορικά συμφέροντα των Ηνωμένων Πολιτειών, διά της ανάπτυξης συμμαχικών
σχέσεων και της διατήρησης μίας ισορροπίας δυνάμεων (Κοντός 2016, σ. 320).
Από τα μέσα της δεκαετίας του 1980 και έως τις αρχές του 1990, το ζεστό
ιαπωνικό χρήμα διαχύθηκε στη Νοτιοανατολική Ασία (Craig 2000), μία εξέλιξη
που εξυπηρετούσε έναν από τους στόχους της Συμφωνίας Plaza, ένα είδος
αποζημίωσης του Τόκυο για τη συμμόρφωσή του στην αμερικανική βούληση
(Βαρουφάκης 2012, σ. 380). Οι εξαγωγές προς τις Ηνωμένες Πολιτείες,
αυξήθηκαν δραματικά διότι δεν αρκούσε μόνο η μεγάλη αύξηση της παραγωγής
που οφείλεται στο ιαπωνικό κεφάλαιο, αλλά και το γεγονός ότι πολλές εγχώριες
εταιρείες στηριζόταν σε μεγάλο βαθμό σε αυτό (Craig 2000). Τα εμπορικά
πλεονάσματα σε σχέση με τις ΗΠΑ, ανέβηκαν στα ύψη και η Αμερική, τερμάτισε
το μήνα του μέλιτος, ζητώντας παραχωρήσεις με τη μορφή ανοίγματος των
αγορών τους στα αμερικανικά προϊόντα (Μουρδουκούτας & Arayma 2006, σ. 49).
Οι χώρες της Νοτιοανατολικής Ασίας υπέκυψαν στις πιέσεις. Ξένα κεφάλαια τις
κατέκλυσαν, με συνέπεια να αυξηθούν οι τιμές των ακινήτων και των μετοχών,
αλλά και να μεγαλώσουν τα ελλείμματα στα ισοζύγια των εμπορικών τους
συναλλαγών με την Ιαπωνία (Βαρουφάκης 2012, σ. 381). Η κρίση πλέον, ήταν
θέμα χρόνου. Η πρώτη αξιοσημείωτη αδυναμία του απελευθερωμένου
χρηματοπιστωτικού συστήματος ήρθε το 1994, όταν η Κίνα υποτίμησε το
νόμισμά της για την προώθηση των εξαγωγών της. Αυτό, ακολουθήθηκε το 1995
από την υποτίμηση του yen Ιαπωνίας έναντι του δολαρίου ΗΠΑ (Craig 2000). Η
υποτίμηση των νομισμάτων, τροφοδότησαν τις φυσαλίδες τιμών στις τιμές των
ακινήτων και της χρηματιστηριακής αγοράς. Αν και οι φούσκες αυτές
72
κορυφώθηκαν στα τέλη του 1993, μέχρι τα τέλη του 1997 οι τιμές των μετοχών
υποχώρησαν στο 29% περίπου των επιπέδων του 1995, ενώ ο δείκτης μετοχών
της εταιρείας ακινήτων υποχώρησε στο 10% του επιπέδου του 1995 (Siriwardana
& Iddamalgoda 2003, σ .3). Η πτώση στην αγορά των πωλήσεων ακινήτων και η
μείωση του δανεισμού, επιδείνωσε τα προβλήματα των ταμειακών ροών
προγραμματιστών και τις προεπιλογές για τις πληρωμές τόκων (Craig 2000). Οι
τράπεζες ανακαλούσαν τα δάνεια που είχαν χορηγήσει, η αγορά ακινήτων
κατέρρευσε (Klein 2010, σ. 356) και οι επιχειρήσεις είδαν απότομη αύξηση της
αξίας των εξωτερικών τους χρεών στο τοπικό νόμισμα, αντιμετωπίζοντας μέχρι
και τον κίνδυνο της αφερεγγυότητας (Carson & Clark 2013).
Όταν η ασιατική χρηματιστηριακή κρίση ξεδιπλωνόταν το 1997-1998, η
Ιαπωνία πρότεινε τη δημιουργία μίας ειδικής τράπεζας για την προώθηση της
νομισματικής σταθερότητας στην περιοχή (Kupchan 2007, σ. 136), για να
εισπράξει την άρνηση των Ηνωμένων Πολιτειών, οι οποίες επεδίωκαν τον πλήρη
οικονομικό και πολιτικό έλεγχο των κρατών της περιοχής. Λαμβάνοντας υπόψη
αυτό το γεγονός και για την προστασία των 2,5 εκατομμυρίων αμερικανικών
θέσεων εργασίας λόγω των εμπορικών τους συναλλαγών με την Ανατολική Ασία
(Κοντός 2016, σ. 320), οι ΗΠΑ, οι μόνες που εξακολουθούσαν να βιώνουν
οικονομική ανάπτυξη, έκαναν χρήση, μετά την αποδοχή της πρότασης Clinton
από τη σύνοδο των G-7, του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου, στο οποίο έχουν
μεγαλύτερη φωνή από οποιοδήποτε άλλο έθνος (Gilpin 2007a, σ. 329-330). Ως
βασική στρατηγική, προκειμένου να βοηθηθούν τα κράτη που πλήττονταν από
την κρίση, ήταν να ανοικοδομήσουν τα επίσημα αποθέματά τους και να
αγοράσουν χρόνο ώστε να προσαρμόσουν την πολιτική τους για να
αποκαταστήσουν την εμπιστοσύνη, να σταθεροποιήσουν τις οικονομίες τους,
ελαχιστοποιώντας ταυτόχρονα, την πιθανότητα διάρρηξης των σχέσεων των
κρατών αυτών με τους πιστωτές τους (Carson & Clark 2013). Η μοναδική χώρα
που αντιστάθηκε στο ΔΝΤ ήταν η Μαλαισία, εξαιτίας του σχετικά μικρού χρέους
της. Τα υπόλοιπα κράτη, ζητούσαν ξένο συνάλλαγμα υπερβολικά απεγνωσμένα
για να αρνηθούν τα δεκάδες εκατομμύρια που θα τους δάνειζε το Διεθνές
Νομισματικό Ταμείο: η Ταϊλάνδη, οι Φιλιππίνες, η Ινδονησία και η Νότια Κορέα
προσήλθαν όλες στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων (Klein 2010, σ. 361). Για να
αντιμετωπιστούν οι διαρθρωτικές αδυναμίες που έγιναν φανερές μετά την κρίση,
οι ενισχύσεις εξαρτήθηκαν από σημαντικές μεταρρυθμίσεις της εσωτερικής
πολιτικής (Carson & Clark 2013). Η τραγωδία βεβαίως, ήταν ότι αυτές οι
πολιτικές ήταν εντελώς ακατάλληλες για οικονομίες των τίγρεων της Ανατολικής
Ασίας, που το πρόβλημά τους δεν ήταν οι υπέρμετρες κοινωνικές δαπάνες ή η
διαφθορά, αλλά ο υπέρμετρος δανεισμός από τις τράπεζες και η κρίση
ρευστότητας που ακολούθησε τη φυγή των κεφαλαίων (Βαρουφάκης 2012, σ.
382). Για παράδειγμα, το πρόγραμμα της θεραπείας-σοκ στην Ταϊλάνδη, δε
συζητήθηκε στην Εθνοσυνέλευση, αλλά επιβλήθηκε με τέσσερα διατάγματα
έκτακτης ανάγκης, ενώ στη Νότια Κορέα, το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο, σε μία
απροκάλυπτα ανοικτή παρέμβαση στις πολιτικές διαδικασίες ενός ανεξάρτητου
έθνους, το ΔΝΤ αρνήθηκε να αποδεσμεύσει τα χρήματα μέχρι οι τέσσερις
κυριότεροι υποψήφιοι των προεδρικών εκλογών να δεσμευτούν ότι εάν νικούσαν,
θα ακολουθούσαν τους νέους κανόνες (Klein 2010, σ. 363-364). Πάρα ταύτα και
73
ύστερα από μία αποτρόπαιη περίοδο λιτότητας την οποία επέβαλλε η
φονταμενταλιστική λογική του ΔΝΤ, οι τίγρεις σταδιακά ανέκαμψαν, εξαιτίας των
πολύ μεγάλων υποτιμήσεων των εθνικών νομισμάτων τους (Βαρουφάκης 2012, σ.
382).
Σε ό,τι αφορά στην Κίνα, ισχύει, αυτό που ο John Kennedy, είχε αναφέρει,
πολλές δεκαετίες πριν την κρίση του ’97, ότι δηλαδή, «στα κινεζικά, η λέξη
«κρίση», γράφεται με δύο γράμματα. Το ένα σημαίνει κίνδυνος και το άλλο,
ευκαιρία». Πράγματι, η ΛΔΚ, όχι μόνο επωφελήθηκε εξασφαλίζοντας τη
σταθερότητά της και μη υποκύπτοντας στο ΔΝΤ, αλλά προώθησε τις
αναπτυξιακές της προοπτικές, όταν οι άλλες ασιατικές οικονομίες -
συμπεριλαμβανομένης της Ιαπωνίας- κλονίστηκαν συθέμελα (Χατζηγάκης &
Χατζηγάκης 2010, σ. 203). Ως εκ τούτου και εκμεταλλευόμενη τις συνθήκες, η
Κίνα, επέτυχε να μετατρέψει το εμπορικό ισοζύγιο με την ΕΕ από ελλειμματικό
σε πλεονασματικό, εφόσον λόγω της οικονομικής κρίσεως στη ΝΑ Ασία, η
Ευρωπαϊκή Ένωση αποτέλεσε, κατά το 1998, τον τέταρτο σημαντικότερο ξένο
επενδυτή στην Κίνα -μετά το Hong Kong και τις ΗΠΑ- (Χατζόπουλος 2000, σ.
113). Και, επιχειρώντας να πάρει για μία ακόμα φορά τη ρεβάνς, μετά τον
ξεριζωμό της κινεζικής επιρροής από τη Νοτιοανατολική Ασία εξαιτίας της
γαλλο-βρετανικής αποικιακής επέκτασης, της Ρωσίας και της Ιαπωνίας κατά τη
διάρκεια του 19ου αιώνα (Brzezinski 1998, σ. 283), αξιοποίησε τόσο τα ζητήματα
γεωπολιτικών ρηγμάτων που απασχολούν τα κράτη της Ανατολικής Ασίας
(Kupchan 2007, σ. 502), όσο και την ακλόνητη απόφαση των κυβερνήσεων που
θέλησαν να βγουν από την κρίση να μην καλέσουν ξανά το ΔΝΤ (Βαρουφάκης
2012, σ. 382). Το 1997, ήταν μία από τις ελάχιστες χώρες που έλαβε μέρος, ως
μονάδα, στη χρηματοοικονομική διάσωση της Ταϊλάνδης και της Ινδονησίας
(Bessière 2007, σ. 117). Άλλωστε, οι σχέσεις που είχε αναπτύξει η ΛΔΚ ειδικά με
την Ταϊλάνδη, είχαν παρελθόν. Μετά το πέρας του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου και
πριν τη μετατόπιση του ενδιαφέροντος των ΗΠΑ στην περιοχή της Ασίας-
Ειρηνικού, πέντε σινο-ταϊλανδικά τραπεζικά συγκροτήματα με ρίζες στη ναυτιλία,
τις εμπορικές συναλλαγές και την ασφάλιση έκαναν συμμαχίες με μια διαδοχή
στρατιωτικών κυβερνήσεων, που χρειάστηκαν χρηματοδότηση για τα
κυβερνητικά έργα τους μέσω της χορήγησης τιμολογίων για τους εισαγόμενους
κατασκευαστές (Craig 2000). Οι προσπάθειες του Πεκίνου, για τη διάσωση των
ασιατικών οικονομιών, ειδικά από τα δύο προαναφερόμενα κράτη, δεν έμεινε
χωρίς απάντηση. Ο πρωθυπουργός της Ταϊλάνδης, Chuan Leekpai, ευχαρίστησε
επανειλημμένα την Κίνα για τη διατήρηση της ισοτιμίας του guan και την
καταβολή 1 δισεκατομμυρίου δολαρίων ΗΠΑ για τη στήριξη της Ταϊλάνδης.
Ομοίως, ο εκπρόσωπος τύπου της κυβέρνησης της Σιγκαπούρης, George Yeo,
κατηγορώντας την Ιαπωνία ότι παραιτείται από τις παγκόσμιες ευθύνες της,
σημείωσε ότι «η αποφασιστικότητα της κινεζικής κυβέρνησης να μην υποτιμήσει το
guan για να αποσταθεροποιήσει την Ασία, θα μείνει για πολύ καιρό στη μνήμη μας»
(Sharma 2002, σ. 33-34).
Η άνοδος της Κίνας στην περιοχή, ειδικά μετά την ενίσχυση της θέσης της από
την κρίση του ’97 και εντεύθεν, αποτελεί πρόκληση για την εθνική ασφάλεια των
Ηνωμένων Πολιτειών (Ross 2013), οι οποίες προσπάθησαν να περιορίσουν τις
επιπτώσεις αυτής της τάσης με δύο τρόπους: από τη μία, έφθασαν μέχρι το σημείο
74
να ενθαρρύνουν την Κίνα να ενταχθεί σε οργανισμούς, όπως ο Παγκόσμιος
Οργανισμός Εμπορίου (ΠΟΕ) και από την άλλη, (βλ. 4.2.), (Walt 2007, σ. 77),
επεδίωξαν την αύξηση της στρατιωτικής και πολιτικής παρουσίας τους στην
περιοχή (Ross 2013). Η πρώτη αίτηση ένταξης του Πεκίνου στον Παγκόσμιο
Οργανισμό Εμπορίου, χρονολογείται από το 1986 και αφορούσε στον προκάτοχο
του ΠΟΕ, τη ΓΣΔΕ. Έκτοτε, η ΛΔΚ διαπραγματευόταν τους όρους ένταξής της με
τους κυριότερους εμπορικούς εταίρους της, εισάγοντας στην εθνική και τοπική
της νομοθεσία τις αναγκαίες μεταρρυθμίσεις στο οικονομικό της σύστημα, ώστε
να συμμορφωθεί με τους κανόνες του ΠΟΕ (Bessière 2007, σ. 63-64). Η ένταξη
της Λαϊκής Δημοκρατίας στον Παγκόσμιο Οργανισμό Εμπορίου, το 2001,
αποτελεί σημείο αναφοράς, όχι μόνο στις εμπορικές σχέσεις μεταξύ ΗΠΑ-ΛΔΚ
αλλά και γενικότερα ως απόπειρα ελέγχου του Δράκου, μέσω της προοδευτικής
ένταξης σε αυτόν στοιχείων της οικονομίας της αγοράς (Πετρόπουλος &
Χουλιάρας 2014, σ. 155). Με αυτή την ευκαιρία, ο εκπρόσωπος της Κίνας
υπέγραψε δεσμεύσεις, υποχρεώσεις, 82 τον αριθμό, στο όνομα της χώρας του, για
τη μεταρρύθμιση του επενδυτικού καθεστώτος, τη φιλελευθεροποίηση του εύρους
των δικαιωμάτων εμπορίας και πρόσβαση των ξένων σε αυτά τα δικαιώματα, την
τροποποίηση του συστήματος καθορισμού των τιμών για τη φλελευθεροποίησή
τους κ.λπ. (Bessière 2007, σ. 60-61). Ωστόσο, όπως έχει ήδη αναφερθεί, το
Πεκίνο, εξακολουθεί τις προστατευτικές του πολιτικές, λόγω του εμπορίου -το
οποίο ξεπερνά τα δύο τρίτα της οικονομίας της Κίνας- (βλ. 3.2.1.), οπότε, η
προσπάθεια των ΗΠΑ για έλεγχο της ΛΔΚ, μέσω των διεθνών οργανισμών,
μπορεί να κριθεί ως αποτυχημένη. Οι Ηνωμένες Πολιτείες, έχουν επίσης
ενισχύσει την προοδευτική παρουσία τους στην Ανατολική Ασία, ενώ η
ολοκλήρωση το 1999 ενός βαρέως τύπου πλοίου στο λιμάνι Changi της
Σιγκαπούρης, προσέφερε στο αμερικανικό Πολεμικό Ναυτικό μία σύγχρονη και
ολοκληρωμένη εγκατάσταση μεταφοράς αεροσκαφών στη Νότια Σινική Θάλασσα
(Ross 2013).
Η χρηματοοικονομική κρίση στην Ανατολική Ασία, μας έδωσε μία απλή
γεύση του πόσο γρήγορα και αμείλικτα μπορούν να εξαπλωθούν οι αναταράξεις
στην παγκόσμια οικονομία, εφόσον υπάρχουν διάφορα κανάλια μέσω των οποίων
μπορούν να μεταδοθούν σε άλλα κράτη, συμπεριλαμβανομένου και του φόβου
της ανταγωνιστικής υποτίμησης ή των πάσης φύσεως χρηματοπιστωτικών
διασυνδέσεων (Kupchan 2007, σ. 196-197). Αυτό που βασικά πρέπει να
σημειωθεί για την κατάρρευση αυτή, είναι ότι η ύφεση χτύπησε εν τέλει την
Ανατολική Ασία και τις γύρω περιοχές και ακολούθησαν, η Ρωσία και η Βραζιλία
(Wallerstein 2005, σ. 83). Μέχρι το καλοκαίρι του 2000, τα κράτη που είχαν
πληγεί είχαν γρήγορα ανακάμψει από την κρίση και τις συνέπειές της (Gilpin
2007a, σ. 405). Η αλήθεια βεβαίως είναι ότι, μία εικοσαετία μετά, η Ασία δεν έχει
βγει ακόμα από την κρίση. Όταν 24 εκατομμύρια άνθρωποι χάνουν τις δουλειές
τους μέσα σε δύο έτη, η απόγνωση ριζώνει τόσο βαθιά, ώστε καμία κουλτούρα δε
μπορεί να την απορροφήσει εύκολα. Και εκφράζεται με διαφορετικές μορφές, από
μία σημαντική άνοδο του θρησκευτικού εξτρεμισμού στην Ινδονησία και στην
Ταϊλάνδη, μέχρι την εκρηκτική αύξηση της παιδικής πορνείας (Klein 2010, σ.
372). Η κρίση όμως, κατέδειξε και κάτι ακόμη: ότι η Ανατολική Ασία είναι
δυνητικά πολύ ισχυρή, γεωγραφικά πολύ εξαπλωμένη και απλά πολύ μεγάλη για
75
να υποταχτεί εύκολα ακόμα και σε μία ισχυρή Κίνα, αλλά είναι επίσης πολύ
αδύναμη και πολύ κατακερματισμένη πολιτικά για να μη γίνει, τουλάχιστον, ζώνη
στην οποία είναι σεβαστά τα συμφέροντα της ΛΔΚ (Brzezinski 1998, σ. 322).
Έτσι, η Washington παρακολουθεί με προσοχή προς τα πού… το πάει ο Δράκος
(Χατζόπουλος 2000, σ. 64) και επιχειρεί να επαναβεβαιώσει τις τοπικές δυνάμεις
ότι η ασφάλειά τους δεν απειλείται από την άνοδο της Λαϊκής Δημοκρατίας (Ross
2013).

4.4. Το Ζήτημα της Ταϊβάν και οι σινο-αμερικανικές σχέσεις

Δεν θα επιτρέψουμε ποτέ και σε κανέναν


να διαχωρίσει την Ταϊβάν από την Κίνα.

Hu Jintao

Μείζον στρατηγικό διακύβευμα στις σινο-αμερικανικές σχέσεις, παραμένει από το


πέρας του Β’ Παγκοσμίου πολέμου, το Ζήτημα της Ανεξαρτησίας της Ταϊβάν
(Bessière 2007, σ. 109), ένα ζήτημα πολύπλοκο, καθώς η προσέγγιση αλλά και η
μετέπειτα επίσημη αναγνώριση της ΛΔΚ από τις ΗΠΑ, ήρθε εξήντα χρόνια
αργότερα από την αναγνώριση της Δημοκρατίας της Κίνας (Πανοπούλου 2017).
Η Ταϊβάν είναι ένα είδος γεωγραφικού νάνου, στρατηγικού όμως, γίγαντα
(Bessière 2007, σ. 109). Η θέση της στους θαλάσσιους διαύλους που περιβάλλουν
τη Νότια Σινική Θάλασσα και εκτείνονται προς την Ιαπωνία, της δίνουν ιδιαίτερη
σημασία (Kynge 2007, σ. 282), καθώς ο έλεγχος του πορθμού της, από όπου
περνάει πάνω από το 70% του πετρελαίου της Μέσης Ανατολής με προορισμό την
Ιαπωνία και τη Νότια Κορέα, θα ήταν πλεονέκτημα σε περίοδο έντασης. Το νησί
επίσης, έχει πολύ πλούσιο έδαφος που δε μπορεί να αφήσει αδιάφορες το ΚΚΚ.
Είναι γόνιμο, παραγωγός τσαγιού και φρούτων, με πλούσιους δασικούς πόρους
και πολλές αλυκές (Bessière 2007, σ. 103), ενώ διαθέτει μία από τις πιο
προηγμένες και ανθηρές οικονομίες στην Ασία και έχει ιστορικά μία από τις
ταχύτερα αναπτυσσόμενες οικονομίες στον κόσμο (Διαβούλευση 2018). Το ΑΕΠ
της Ταϊβάν είναι με βάση την αγοραστική δύναμη, το 19ο μεγαλύτερο παγκοσμίως
με τους εργαζομένους, να έχουν μεγαλύτερο διαθέσιμο εισόδημα σε σχέση με
τους ομολόγους τους στην Κορέα, την Ιαπωνία, τη Γαλλία και το Ηνωμένο
Βασίλειο (ΑΝΚΟ 2017). Στα μυστικά της επιτυχίας του ασιατικού τίγρη,
περιλαμβάνεται η παραγωγή πρωτότυπων προϊόντων με ιδιαίτερη έμφαση στα
εξαρτήματα για ηλεκτρονικούς υπολογιστές και τη νανοτεχνολογία (Euronews
2014), η εξαγωγή των οποίων, διευκολύνεται από την εισδοχή του από το 2002,
στους κόλπους του Παγκόσμιου Οργανισμού Εμπορίου (Υπουργείο Εξωτερικών,
Ελληνική Δημοκρατία χ.χ.).

76
Σύγκριση της ανάπτυξης της Ταϊβάν με την ανάπτυξη του παγκόσμιου ΑΕΠ
[Πηγή: http://tiny.cc/w8t68y]

Η Λαϊκή Δημοκρατία θεωρεί την Ταϊβάν, που κατέκτησε η δυναστεία Ching


στα τέλη του 17ου αιώνα, ως εθνικό της έδαφος (Παπασωτηρίου 2013, σ. 125) και
απειλεί να εισβάλλει αν οι ηγέτες της διακηρύξουν την ανεξαρτησία τους (Kynge
2007, σ. 281-282), σε αντίθεση με τους κατοίκους του νησιού, που έχουν αρχίσει
να φλερτάρουν όλο και περισσότερο με την ιδέα της τυπικά ξεχωριστής ύπαρξής
τους ως έθνους-κράτους (Brzezinski 1998, σ. 266). Ο πληθυσμός της Ταϊβάν
ωστόσο είναι μικτός, καθώς 12% αποτελείται από Κινέζους που μετανάστευσαν
το 1949 υποχωρώντας από την ηπειρωτική Κίνα κατά τη διάρκεια της
Επανάστασης, ενώ οι υπόλοιποι απαρτίζονται από παλαιότερα κινεζικά
μεταναστευτικά ρεύματα. Για τη ΛΔΚ, η όποια ανακήρυξη της ανεξαρτησίας της
Ταϊβάν, είτε με δημοψήφισμα είτε με τροποποίηση του συντάγματος, συνιστά
casus belli (Παπασωτηρίου 2013, σ. 360). Η δυσφορία του Πεκίνου εξαιτίας της
ξεχωριστής ύπαρξης της Ταϊβάν εντείνεται (Brzezinski 1998, σ. 266), καθώς η
απώλεια του κύρους του στο ζήτημα της νήσου θα ήταν μία ταπείνωση (Bessière
2007, σ. 111) όπως τον καιρό των «άνισων συνθηκών» μετά τον «πόλεμο του
οπίου» το 19ου αιώνα (Αγγελόπουλος 2008) και μία απειλή για την εσωτερική της
σταθερότητα, δεδομένου ότι η νήσος, είναι η μοναδική κοινότητα που διαθέτει,
εδώ και είκοσι περίπου χρόνια, τη δική της μορφή δημοκρατίας δυτικού τύπου
(Bessière 2007, σ. 187). Αυτό που καθιστά τους Κινέζους τόσο ευαίσθητους στο
πολιτικό της σύστημα, είναι η σωστή εκτίμηση ότι οι κάτοικοι της Ταϊβάν θα
ψήφιζαν υπέρ της ανεξαρτησίας αν δε ζούσαν υπό τη δαμόκλειο σπάθη της
κινεζικής στρατιωτικής απειλής. Και ό,τι ισχύει για την Ταϊβάν θα μπορούσε να
ισχύσει και για τις υπόλοιπες μειονότητες της ΛΔΚ, όπως τους Θιβετιανούς, τους
Ουιγούρους και τους κατοίκους της επαρχίας Xinjian. Η Κίνα, όπως και η πρώην
Σοβιετική Ένωση, είναι περισσότερο αυτοκρατορία, παρά έθνος-κράτος. Και η
εμπειρία της ΕΣΣΔ, θεωρείται απόδειξη ότι η δημοκρατία οδηγεί στην
αποσύνθεση του έθνους (Leonard 2008, σ. 119).
Το πρόβλημα της Ταϊβάν γεννήθηκε με τη δημιουργία της ΛΔΚ, την 1η
Οκτωβρίου 1949, ενώ η κυβέρνηση της Δημοκρατίας της Κίνας έβρισκε
καταφύγιο στην Taipei, πρωτεύουσα του νησιού, στις 8 Δεκεμβρίου του ίδιου
έτους. Η κυβέρνηση αυτή που έχαιρε τότε της υποστήριξης των περισσότερων
ξένων κρατών, μεταξύ των οποίων η Γαλλία και οι Ηνωμένες Πολιτείες (Bessière
77
2007, σ. 104), ήταν επίσημα αναγνωρισμένη από τη διεθνή κοινότητα, στη θέση
της κομμουνιστικής Κίνας (Χατζηγάκης & Χατζηγάκης 2010, σ. 37). Μετά το
θάνατο του Chiang Kai-shek το 1975, ο γιος του, Chiang Ching-kuo και οι
διάδοχοί του, ανέλαβαν σταδιακά, κατά τις δεκαετίες του 1980 και του 1990, να
μετατρέψουν το αυταρχικό καθεστώς σε δημοκρατία (Παπασωτηρίου 2013, σ.
360). Το 1992, συμφωνία που επετεύχθη μεταξύ των αντιπροσώπων του ΚΚΚ και
του πολιτικού κόμματος Kuomintang, το οποίο κυβερνούσε εκείνη την εποχή την
Ταϊβάν, όριζε ότι υπάρχει μόνο «μία Κίνα». Ωστόσο, η συναίνεση του ’92,
επιτρέπει διαφορετικές ερμηνείες, εφόσον τόσο το Πεκίνο όσο και η Taipei
συμφωνούν μεν ότι η Ταϊβάν ανήκει στη ΛΔΚ, όμως, εξακολουθούν να
διαφωνούν για το ποια οντότητα ήταν το νόμιμο κυβερνητικό σώμα της Κίνας
(Albert 2019). Οι σχέσεις Πεκίνου-Taipei μπήκαν σε τροχιά επιδείνωσης το 1999,
όταν ο τότε πρόεδρος Lee Teng-hui, εγκαταλείποντας την πολιτική της «μίας
Κίνας», διακήρυξε ότι στο εξής η Ταϊβάν θα διεκδικεί την πολιτική ισότητα με τη
Λαϊκή Δημοκρατία, αποβλέποντας σε σχέσεις «κυρίαρχου κράτους απέναντι σε
κυρίαρχο κράτος» (Η Καθημερινή 2001). Η δήλωση του Lee δεν έφθασε μέχρι την
ανακήρυξη ανεξαρτησίας. Πάρα ταύτα, ενίσχυσε τις υποψίες της Κίνας πώς, πάρα
την επίσημη θέση του κυβερνώντος Εθνικιστικού Κόμματος της Ταϊβάν, το οποίο
επιθυμεί την επανένωση, ο πρόεδρος Lee προάγει την ανεξαρτησία, πράγμα το
οποίο θα προκαλούσε την ένοπλη αντίδραση του Πεκίνου (Χατζόπουλος 2000, σ.
102). Το 2000, το Kuomintang, έχασε την εξουσία και αντικαταστάθηκε από το
Δημοκρατικό Προοδευτικό Κόμμα (Παπασωτηρίου 2013, σ. 360), ο ηγέτης του
οποίου, Chen Shui-bian, οργάνωσε δημοψήφισμα σχετικά με το ζήτημα
ανάπτυξης πολυπλοκότερων αντιπυραυλικών μέσων, για να αντισταθμίσουν τους
πεντακόσιους περίπου κινεζικούς πυραύλους που σημαδεύουν το νησί. Ακόμη και
εάν δεν κατέληξε στο αναμενόμενο αποτέλεσμα, εξαιτίας ανεπαρκούς συμμετοχής
των ψηφοφόρων, παραμένει όμως συμβολικό από τη διενέργειά του και μόνο
(Bessière 2007, σ. 107). Ωστόσο, ο Chen Shui-bian, δεν περιορίστηκε μόνο στη
διενέργεια δημοψηφισμάτων. Το 2007, ένα χρόνο πριν από την αποχώρησή του
από τον προεδρικό θώκο, υιοθέτησε κομματικό ψήφισμα υπέρ της υιοθέτησης από
την Ταϊβάν δικής τους εθνικής ταυτότητας, ξεχωριστής από την κινεζική.
Παραδόξως στο θέμα αυτό το ΚΚΚ και το Kuomintang, είναι σύμμαχοι ενάντια
σε κάθε τάση ανεξαρτησίας (Παπασωτηρίου 2013, σ. 360).
Πίσω από την Ταϊβάν έχει κάνει την εμφάνισή της μία εντεινόμενη
αντιπαλότητα των δύο μεγάλων δυνάμεων (Brzezinski & Scowcroft 2010, σ. 178)
εφόσον οι Ηνωμένες Πολιτείες ήρθαν, πολλές φορές σε αντίθεση με την αρχή της
«μίας Κίνας» (Bessière 2007, σ. 110). Η εμπλοκή των ΗΠΑ στο ζήτημα της
ανεξαρτησίας του νησιού, χρονολογείται ήδη από την πρώτη δεκαετία του
Ψυχρού Πολέμου, όταν στις 3 Σεπτεμβρίου 1954 η ΛΔΚ βομβάρδισε τις νήσους
Quemoy, οι οποίες βρίσκονταν στην κατοχή των Κινέζων «εθνικιστών», που μετά
την τελική επικράτηση του Máo Zédōng στον εμφύλιο το 1949, ήλεγχαν την
Ταϊβάν. Η κυβέρνηση Eisenhower ανέλαβε την προάσπιση της Ταϊβάν και των
παράκτιων νήσων, ενώ η αμερικανική στρατιωτική και πολιτική ηγεσία συζήτησε
ακόμη και το ενδεχόμενο της χρήσης τακτικών πυρηνικών όπλων εναντίον της
Κίνας. Στις 23 Απριλίου 1955, στη διάσκεψη του Bandung, ο πρωθυπουργός της
ΛΔΚ Zhou Enlai, σε μία προσπάθεια αποκλιμάκωσης της έντασης στην Άπω
78
Ανατολή γενικά και στα Στενά της Ταϊβάν ειδικότερα, ανακοίνωσε ότι το Πεκίνο
ήταν πρόθυμο να ξεκινήσει διαπραγματεύσεις με τις ΗΠΑ. Η κρίση, είχε
ουσιαστικά τερματιστεί. Στροφή 180 μοιρών, πραγματοποιήθηκε με τη συνειδητή
προσπάθεια ανεξαρτητοποίησης της Λαϊκής Δημοκρατίας από το σοβιετικό
έλεγχο, η οποία κινήθηκε σε διάφορα επίπεδα (Κουρκουβέλας 2013). Μετά τη
σινοσοβιετική ρήξη και δεδομένου ότι η Μόσχα προσέκειτο ευνοϊκά προς το
καθεστώς της Ταϊβάν, το Πεκίνο νομιμοποίησε την εμπλοκή των Ηνωμένων
Πολιτειών, εφόσον τις παρακίνησε να αυξήσουν τις ναυτικές τους δυνάμεις τόσο
στον Ινδικό Ωκεανό, όσο και στο Δυτικό Ειρηνικό (Kennedy 1990, σ. 515-516).
Τον Ιούλιο του 1977, ο Κάρτερ, παρά την αντίδραση της ρεπουμπλικανικής
αντιπολίτευσης και παρά το ακανθώδες ζήτημα της ανάγκης ακύρωσης της
Αμοιβαίας Αμυντικής Συμφωνίας μεταξύ ΗΠΑ και ΛΔΚ, έλαβε την απόφαση της
εξομάλυνσης των σινο-αμερικανικών σχέσεων (Κοντός 2016, σ. 331). Στο κοινό
ανακοινωθέν μεταξύ της Λαϊκής Δημοκρατίας και των Ηνωμένων Πολιτειών την
1η Ιανουαρίου 1979, οι ΗΠΑ διέκοψαν επισήμως τους διπλωματικούς τους
δεσμούς με την Ταϊβάν υπέρ του Πεκίνου (The Guardian 2018b) και καθόρισαν το
πλαίσιο των ημιεπίσημων σχέσεων με τη νήσο, διά της έγκρισης από το Κογκρέσο
του «Νόμου για τις Σχέσεις με την Ταϊβάν» (Κοντός 2016, σ. 332). Ο ανωτέρω
Νόμος, επέτρεψε την ανάπτυξη εμπορικών δεσμών με το νησί, την πώληση των
αναγκαίων για την άμυνά του (Bessière 2007, σ. 105), ενώ υπήρξε και δέσμευση
προάσπισης της Taipei, σε περίπτωση εισβολής (Kynge 2007, σ. 282). Πάρα
ταύτα, οι σινο-αμερικανικές σχέσεις καθ’ αυτές εξακολούθησαν να διάγουν
περιόδους σχετικής έντασης. Μετά τα γεγονότα της Tiananmen και επί προεδρίας
Bush του πρεσβύτερου, το 1992, ακολούθησε η πώληση μαχητικών αεροσκαφών
τύπου F-16 στην Ταϊβάν (Κοντός 2016, σ. 337), η οποία αποτέλεσε αντικείμενο
έντονων διαξιφισμών μεταξύ ΗΠΑ και ΛΔΚ.
Το γεγονός που οδήγησε την κατάσταση στα άκρα, ήταν η παροχή visa το
1995 στον Πρόεδρο της Ταϊβάν Lee Teng-hui, για την πραγματοποίηση ομιλίας
στο Πανεπιστήμιο Cornell, όπου είχε σπουδάσει (Khan 2018). Στο Πεκίνο είχε
εδραιωθεί η αντίληψη ότι η ενδεχόμενη διάδοση της πρακτικής των επισκέψεων
από πλευράς Lee σε σημαντικές πρωτεύουσες όπως η Washington, θα μπορούσε
να δημιουργήσει τις προϋποθέσεις διεθνούς αναγνώρισης της Ταϊβάν (Κοντός
2016, σ. 338). Διαμαρτυρόμενη έντονα για την πολιτική των ΗΠΑ, η ΛΔΚ
ανακάλεσε τον πρεσβευτή της, ακύρωσε υψηλού επιπέδου αμυντικές συνομιλίες
(Khan 2018) και, προκειμένου να εκφοβίσει τον αντίπαλο, εκτόξευσε κατά τη
διάρκεια στρατιωτικών ασκήσεων πυραύλους DF-15 στο θαλάσσιο χώρο γύρω
από την Ταϊβάν (Νιζάμης χ.χ.). Η Αμερική, για λόγους που παραμένουν
μυστηριώδεις, δεν έπραξε τίποτα. Όταν όμως το 1996, κατά την ημέρα
διεξαγωγής των προεδρικών εκλογών της νήσου, η Κίνα αποφάσισε να δοκιμάσει
περισσότερους πυραύλους και να διεξάγει περισσότερες ασκήσεις (Khan 2018), η
Washington, αντέδρασε άμεσα, προχωρώντας στην αποστολή δύο αμερικανικών
αεροπλανοφόρων στην περιοχή, του U.S.S. Independence και του U.S.S. Nimitz,
μαζί με τους συνοδευτικούς τους στολίσκους (Κοντός 2016, σ. 339). Στις 8 Μαΐου
1999, ένα έκτακτο γεγονός ήρθε να διαταράξει εκ νέου τις σχέσεις μεταξύ των
Ηνωμένων Πολιτειών και της Λαϊκής Δημοκρατίας. Σε απάντηση πυραυλικών
βολών του ΛΑΣ στα ανοικτά των ακτών της Ταϊβάν, οι ΗΠΑ είχαν τότε κάνει
79
επίδειξη δύναμης, διά της ανάπτυξης δύο πυρηνικών αεροπλανοφόρων, μέσα στον
πορθμό. Το επεισόδιο έμεινε εκεί και οι δύο χώρες επανέλαβαν τις διπλωματικές
ανταλλαγές που είχαν ξεκινήσει νωρίτερα, έως ότου, ο Πρόεδρος Lee, εκφωνήσει
τον περίφημο λόγο περί ύπαρξης δύο διαφορετικών κρατικών οντοτήτων,
προξενώντας το φόβο των Κινέζων ηγετών, που, μετά και το βομβαρδισμό της
κινεζικής πρεσβείας στο Βελιγράδι, (Bessière 2007, σ. 130), θεώρησαν πώς πίσω
από τη διακήρυξη, κρυβόταν η Washington (Χατζόπουλος 2000, σ. 101), η οποία
χρησιμοποιούσε τη νήσο ως μοχλό εκφοβισμού. Οι εντάσεις, συνεχίστηκαν με
αμείωτο ρυθμό καθώς το 2001 κατά τη διάρκεια της προεδρίας του Bush του
νεότερου ενεκρίθη η πώληση τεσσάρων αντιτορπιλικών κλάσεως Kidd (Η
Καθημερινή 2001). Το Πεκίνο, οργισμένο, αντέδρασε μέσω του Υπουργείου
Εξωτερικών, που σε ανακοίνωσή του, υποστήριξε πώς η δράση αυτή, αποτελεί
«ξεκάθαρη παραβίαση των κινεζικών κυριαρχικών δικαιωμάτων και ανάμειξη στις
εσωτερικές του υποθέσεις» (ΤΑ ΝΕΑ 2001). Στις αρχές του 2004, οι Ηνωμένες
Πολιτείες, προς ιδιαίτερη ικανοποίηση της ΛΔΚ, δήλωσαν πώς δε στηρίζουν τις
φιλοδοξίες της Ταϊβάν για ανεξαρτησία και πώς προτιμούν τη διατήρηση του
status quo. Ικανοποίηση που επισκιάστηκε από την επίσημη αναγγελία της 14ης
Μαΐου με την οποία δηλώνουν τη στήριξη της υποψηφιότητας της Ταϊβάν για τον
Παγκόσμιο Οργανισμό Εμπορίου (Bessière 2007, σ. 130). Εγκλήσεις και
αντεγκλήσεις προέκυψαν και το Δεκέμβριο του 2016, όταν ο Donald Trump, λίγες
μόλις ημέρες πριν την ορκωμοσία του, πραγματοποίησε τηλεφωνική συνομιλία με
τον πρόεδρο της Ταϊβάν, μία, σύμφωνα με το Πεκίνο, «μικροπρεπής ενέργεια». Ο
διπλωματικός πόλεμος, μόλις είχε αρχίσει. Στις 17 Μαρτίου του 2018, ο Trump
επικύρωσε νομοσχέδιο που προβλέπει στενότερους δεσμούς μεταξύ των ΗΠΑ και
της Ταϊβάν (Λυκοκάπης 2018) και λίγες ημέρες αργότερα, υπέγραψε Ταξιδιωτική
Πράξη ώστε να ενθαρρύνει τις επισκέψεις των Αμερικανών και των Ταϊβανών
επισήμων «σε όλα τα επίπεδα» (The Guardian 2018b).
Η Ταϊβάν μακροπρόθεσμα, ίσως αποτελέσει την αφορμή μίας σύγκρουσης,
όμως δε θα είναι απαραιτήτως και η αιτία (Brzezinski & Scowcroft 2010, σ.178).
Και αυτό, διότι όπως υποστηρίζει ο David Shambaugh, ένας Αμερικανός ειδικός
σε ζητήματα κινεζικού στρατού, μετά την επιθετική ανανέωση των δυνατοτήτων
του ΛΑΣ, η ισορροπία της στρατιωτικής δύναμης στα Στενά έχει γείρει σημαντικά
προς όφελος της Κίνας (Kynge 2007, σ. 282). Επιπλέον, σύμφωνα με τις
υπηρεσίες αμερικανικών πληροφοριών, ο κινεζικός στρατός, προκειμένου να
καταστήσει απαγορευτικά υψηλό για τις ΗΠΑ το κόστος τυχόν στρατιωτικής τους
εμπλοκής (Παπασωτηρίου 2013, σ. 126), εγκαθιστά κάθε χρόνο γύρω στους
πενήντα πυραύλους μέσου βεληνεκούς απέναντι από την Taipei, γεγονός που
αντιπροσωπεύει, ενδεχομένως, μία από τις μεγαλύτερες συγκεντρώσεις
επιθετικών όπλων στον κόσμο (Bessière 2007, σ. 109). Το επίπεδο ανησυχίας
πρόκειται να αυξηθεί κι άλλο, διότι το Πεκίνο δεν έχει άλλη επιλογή από το να
προσπαθήσει να αντιστυλώσει τις γραμμές εφοδιασμού του από τη Μέση
Ανατολή μέσω των στενών Malaka, του θαλάσσιου ανάμεσα στην Ινδονησία και
στη Μαλαισία, μέσω του οποίου περνάει όλο το εισαγόμενο πετρέλαιο της Ασίας.
Η πιθανότητα σύγκρουσης με τις ΗΠΑ για την Ταϊβάν σημαίνει ότι η Κίνα δε θα
μπορεί να βασιστεί στα αμερικανικά πλοία για την αστυνόμευση των Στενών.
Πρέπει να στήσει το δικό της δίκτυο ναυτικής στήριξης στην περιοχή και έχει
80
αρχίσει να ασχολείται με αυτό το καθήκον, με ταχύτητα και αποφασιστικότητα
(Kynge 2007, σ. 284). Από την πλευρά των ΗΠΑ, η υποχώρηση μπροστά στη
ΛΔΚ θα αποτελούσε έμμεση επίσημη αναγνώριση της κυριαρχίας του Πεκίνου
στην Ταϊβάν, στην οποία οι Αμερικανοί δε θέλουν να συγκατατεθούν για
πολιτικούς κυρίως, λόγους καθώς εμφανίζεται ως το κατάλοιπο του Ψυχρού
Πολέμου και του αγώνα ενάντια στον κομμουνισμό, αλλά και ως μία δικαιολογία
για να νομιμοποιήσουν την αυξανόμενη στρατιωτική τους παρουσία στη
Νοτιοανατολική Ασία (Bessière 2007, σ. 111). Με τις δύο δυνάμεις να είναι τόσο
ανυποχώρητες, οποιαδήποτε αλλαγή στη στρατιωτική ισορροπία στα Στενά της
Ταϊβάν είναι, για την περιοχή Ασίας-Ειρηνικού, θέμα ανησυχίας (Kynge 2007, σ.
282).

4.5. Η αντιπαράθεση ΗΠΑ-Κίνας στη Νότια Σινική Θάλασσα

Είμαστε αποφασισμένοι
να διασφαλίσουμε την κυριαρχία
και την ασφάλεια της χώρας
και να υπερασπιστούμε
την εδαφική μας ακεραιότητα.

Xi Jinping

Ορισμένοι υποστηρίζουν πως στα ύδατα του Δυτικού Ειρηνικού ωκεανού


περιφέρονται σήμερα τόσα υποβρύχια, όσα κάποτε στα νερά του Βόρειου
Ατλαντικού (Ήφαιστος 2015a). Αναμφίβολα, οι αλληλεπικαλυπτόμενες και
πολλαπλές διεκδικήσεις τμημάτων της Νότιας Σινικής Θάλασσας από σχεδόν όλα
τα κράτη της Νοτιοανατολικής Ασίας και την Κίνα, σε συνδυασμό με την αύξηση
της σημασίας της περιοχής (Πετρόπουλος & Χουλιάρας 2014, σ. 281) λόγω της
ανακάλυψης σημαντικών κοιτασμάτων πετρελαίου και φυσικού αερίου
(Παπασωτηρίου 2013, σ. 362), που σύμφωνα με υπολογισμούς των ΗΠΑ, είναι
τουλάχιστον ίσα με εκείνα του Μεξικού, (Cobus χ.χ.), έχει οξύνει τις
αντιπαραθέσεις (Παπασωτηρίου 2013, σ. 362).
Η απρόσκοπτη και αδιάλειπτη συνέχεια των κινεζικών εμπορικών ροών προς
τον υπόλοιπο κόσμο, η κατάκτηση στρατιωτικών, οικονομικών και πολιτικών
«προγεφυρωμάτων», σε στρατηγικά σημεία του πλανήτη, η επίτευξη της
ενεργειακής αυτάρκειας και η αποφυγή της οικονομικής ασφυξίας μέσω ενός
πιθανού μελλοντικού εμπάργκο από ανταγωνιστικές δυνάμεις (Πετρόπουλος &
Χουλιάρας 2014, σ. 221), αποτελούν τους πυλώνες της νέας υψηλής στρατηγικής
του Κομμουνιστικού Κόμματος, το οποίο επιχειρεί όχι μόνο να εδραιώσει πλήρως
τη θαλάσσια κυριαρχία του και να προσανατολιστεί προς τις υπηρεσίες και την
υπερπόντια ναυτιλία, (Καΐρη 2017), αλλά και να εκφράσει ολοένα και πιο ηχηρά
την αντίθεσή του στο δίκτυο διμερών συμμαχιών της Αμερικής, οι οποίες
αποτελούν τη βάση της αρχιτεκτονικής ασφάλειας στον Ειρηνικό -με την
Αυστραλία, την Ιαπωνία, τις Φιλιππίνες, τη Νότια Κορέα και την Ταϊλάνδη-.
81
(Long 2016, σ. 64). Η στρατηγική της ΛΔΚ, έχει θορυβήσει γειτονικές χώρες
όπως (Η Καθημερινή 2015) οι Φιλιππίνες, το Βιετνάμ, η Μαλαισία, η Ινδονησία,
το Μπρουνέι και η Ταϊβάν (Bessière 2007, σ. 112), οι οποίες επίσης διεκδικούν
την επίμαχη περιοχή (Η Καθημερινή 2015). Καίριας σημασίας είναι η λεγόμενη
«γραμμή των εννέα σημείων» (nine dash line), βάσει της οποίας το Πεκίνο
αξιώνει κυριαρχικά δικαιώματα σχεδόν σε όλη τη θαλάσσια έκταση και
επικαλύπτει τις Αποκλειστικές Οικονομικές Ζώνες (ΑΟΖ) των προαναφερομένων
κρατών. Από την άλλη πλευρά, οι διεκδικήσεις των νησιών, βραχονησίδων και
των υφάλων στη Νότια Σινική Θάλασσα, ενδεχομένως να θέσουν ένα νομικό
προηγούμενο αναφορικά με την ερμηνεία της UNCLOS σχετικά με το ποιοι
γεωλογικοί σχηματισμοί δικαιούνται θαλάσσιες ζώνες (Καΐρη 2017).

Η Νότια Σινική Θάλασσα σε αριθμούς


[Πηγή: http://tiny.cc/vffu8y]

Μεταξύ των διεκδικητών, υφίστανται πέραν των άλλων, έξι διαφορετικές


συνοριακές αμφισβητήσεις αναφορικά με το θαλάσσιο σύνορο που αντίκειται στα
βιετναμέζικα παράλια μεταξύ της Κίνας, της Ταϊβάν και του Βιετνάμ, το
θαλάσσιο σύνορο που κείται βόρεια του Borneo μεταξύ της Κίνας, της
Μαλαισίας, των Φιλιππίνων και της Ταϊβάν, το θαλάσσιο σύνορο στην περιοχή
βόρεια της ακτής των νησιών Natuna μεταξύ της Κίνας, της Ινδονησίας και της
Ταϊβάν, το θαλάσσιο σύνορο έξω από την ακτή του Palawan και του Luzon
μεταξύ της Κίνας, των Φιλιππίνων και της Ταϊβάν, το θαλάσσιο σύνορο αλλά και
τα νησιά Sumba, συμπεριλαμβανομένου του Ambalat, μεταξύ της Ινδονησίας, της
Μαλαισίας και των Φιλιππίνων και το θαλάσσιο σύνορο και τα νησιά στο στενό
του Luzon μεταξύ της Κίνας, των Φιλιππίνων και της Ταϊβάν (Council on Foreign
Relations χ.χ.).
Ιδιαίτερη μνεία, οφείλει να γίνει στη διαφιλονικούμενη περιοχή των νήσων
Spratly, που με επιφάνεια λιγότερο από πέντε τετραγωνικά χιλιόμετρα για το
κυριότερο νησί, αποτελούν το μήλον της έριδος λόγω των αποθεμάτων τους σε
υδρογονάνθρακες και τη γεωγραφική τους θέση (Bessière 2007, σ. 112). Οκτώ
από τις νήσους βρίσκονται υπό σινικό έλεγχο, ενώ τα στρατεύματα του Βιετνάμ
ελέγχουν το μεγαλύτερο αριθμό των Spratly -29 τον αριθμό-. Επιπλέον, οκτώ
νησιά ελέγχονται από τις Φιλιππίνες, πέντε από τη Μαλαισία, δύο από το
Μπρουνέι και ένα από την Ταϊβάν (Πέππας 2016). Οι Spratly έχουν αποτελέσει
εστία εντάσεων καθώς το 1988, το Βιετνάμ, σε σύγκρουση με την Κίνα, έχασε
περί τους εξήντα στρατιώτες (BBC 2016). Και ενώ πριν το 2011 το ΠΝ του
Δράκου δεν είχε σταματήσει κανένα πλοίο των Φιλιππίνων που επιχειρούσε σε
82
αμφισβητούμενα ύδατα ούτε έστελνε κυβερνητικά πλοία γύρω από τα νησιά
(Ross 2013), το 2014, πλοία της κινεζικής Ακτοφυλακής, εμπόδισαν τις
Φιλιππίνες να αποκτήσουν πρόσβαση στα φυλάκιά τους (Krepinevich 2015, σ.
79). Προς θεμελίωση μάλιστα των κυριαρχικών του δικαιωμάτων, το Πεκίνο, διά
της μεταφοράς χιλιάδων τόνων άμμου από άλλα τμήματα του βυθού με ειδικά
πλοία, κατασκευάζει τεχνητά νησιά τα οποία στη συνέχεια εξοπλίζει με
αεροδιαδρόμους, λιμάνια και αντιαεροπορικά συστήματα (Γουργιώτη 2017). Θα
πρέπει να σημειωθεί η ύπαρξη σημαντικών θαλάσσιων, κυριαρχικών διαφορών
και στις νήσους Paracel (Πέππας 2016), τις οποίες, ο Λαϊκός Στρατός, πήρε υπό
την κατοχή του το 1974, μετά την εκδίωξη μίας βιετναμέζικης στρατιωτικής
μονάδας. Οι εντάσεις μεταξύ του Βιετνάμ και της ΛΔΚ, συνεχίστηκαν και
δεκατέσσερα έτη αργότερα, όταν η Κίνα κατασκεύασε εκεί αεροναυτική βάση
(Bessière 2007, σ. 113) και το 2014 εξέδρα γεώτρησης, η οποία απετέλεσε το
αίτιο πολλαπλών συγκρούσεων μεταξύ των βιετναμέζικων και των κινεζικών
πλοίων. Περαιτέρω διαφορά φαίνεται να υπάρχει για την ιδιοκτησία του υφάλου
Scarborough (στα κινεζικά Huangyan) ο οποίος απέχει λίγο περισσότερο από 100
μίλια (160 χλμ.) από τις Φιλιππίνες και 500 μίλια από τη ΛΔΚ. Στα περιστατικά
που έλαβαν χώρα μεταξύ της Κίνας και των Φιλιππίνων, περιλαμβάνονται οι
εκατέρωθεν κατηγορίες για εισβολή στον ύφαλο (BBC 2016) και η
πραγματοποίηση από το κινεζικό ΠΝ, ναυτικών περιπολιών, σε ύδατα που
θεωρούνται αμφισβητούμενα (Ross 2013).
Νομική βάση των κινεζικών επιχειρημάτων, είναι η άποψη πώς η Νότια Σινική
Θάλασσα, αποτελεί νόμιμη εθνική πατρογονική κληρονομιά (Brzezinski 1998, σ.
266). Το Πεκίνο υποστηρίζει ότι τα δικαιώματά του στην περιοχή χρονολογούνται
εδώ και αιώνες, όταν οι αλυσίδες των νήσων θεωρούνταν αναπόσπαστα κομμάτια
του κινεζικού έθνους (BBC 2016). Το 1946, σύμφωνα με τις Διακηρύξεις του
Καίρου του 1943 και του Potsdam του 1945, η Κίνα κατέλαβε τα συμπλέγματα
Paracel και Spratly από την Ιαπωνία. Παρόλα αυτά, δεν υπήρξε αντίδραση από
κανένα κράτος και, έτσι, απεστάλη εκεί ναυτικό, προκειμένου να ανεγερθούν
μνημεία (Καΐρη 2017). Το 1947, η ΛΔΚ, εξέδωσε χάρτη που περιγράφει
λεπτομερώς τους ισχυρισμούς της, καταδεικνύοντας ότι τα δύο συγκροτήματα
βρίσκονται εξ’ ολοκλήρου στην επικράτειά της. Το Βιετνάμ αμφισβητεί έντονα
τις αιτιάσεις του Πεκίνου, υποστηρίζοντας ότι η Λαϊκή Δημοκρατία, διεκδίκησε
την κυριαρχία επί των νήσων από το 1940 και εντεύθεν. Το Βιετνάμ, τονίζει ότι
ασκούσε διακυβέρνηση στα νησιά Paracel και Spratly από το 17ο αιώνα -και ότι
διαθέτει τα απαιτούμενα αποδεικτικά έγγραφα- (BBC 2016). Το 1947 το
καθεστώς Kuomintang υιοθέτησε τη «γραμμή με τις έντεκα παύλες», που έβαζε
σχεδόν ολόκληρη τη Νότια Σινική Θάλασσα μαζί με πολλές βραχονησίδες στην
κινεζική επικράτεια. Το 1953 υιοθέτησε τη «γραμμή με τις εννέα παύλες», που
ήταν σχεδόν ίδια με την προηγούμενη (Παπασωτηρίου 2013, σ. 361), ενώ το 1958
δημοσίευσε τη «Δήλωση περί της Θαλάσσιας Κυριαρχίας», η οποία μέχρι και
σήμερα αποτελεί τον πυλώνα της θαλάσσιας τάξης. Βάσει αυτού του εγγράφου, η
ΛΔΚ διεκδικούσε αιγιαλίτιδα ζώνη 12 ν.μ. και για όλα τα νησιά και βραχονησίδες
εντεύθεν της «γραμμής των 9 σημείων» (Καΐρη 2017). Το 1989, παρά τη
σκλήρυνση της στάσης του Κομμουνιστικού Κόμματος στο εσωτερικό της χώρας,
η ηγεσία, ψήφισε νόμο αναγνώρισης ολόκληρης της περιοχής της Νότιας Σινικής
83
Θάλασσας, ως κινεζικού εδάφους (Πετρόπουλος & Χουλιάρας 2014, σ. 267), ενώ
με νόμο του 1998, κήρυξε ΑΟΖ εύρους 200 ν.μ. από τις γραμμές βάσεως, από τις
οποίες υπολογίζονταν οι λοιπές ζώνες και υφαλοκρηπίδα εύρους 200 ν.μ. (Καΐρη
2017). Το 2002, σε μία άριστη κίνηση διπλωματικού ελιγμού, το Πεκίνο,
υπέγραψε μαζί με τα λοιπά ενδιαφερόμενα κράτη τη «Διακήρυξη για τη
Συμπεριφορά των Μερών στη Θάλασσα της Νότιας Κίνας» (Πετρόπουλος &
Χουλιάρας 2014, σ. 281), ενός κώδικα καλής συμπεριφοράς. Η Λαϊκή
Δημοκρατία δεν κάνει σε αυτήν καμία παραχώρηση, αλλά δεσμεύτηκε να
εγκαταλείψει κάθε επεκτατική κίνηση (Bessière 2007, σ. 113). Οι εδαφικές
διεκδικήσεις του Πεκίνου δέχθηκαν καίριο νομικό πλήγμα το 2016, όταν, το
Διαιτητικό Δικαστήριο το συσταθέν σύμφωνα με τις πρόνοιες του Παραρτήματος
VII της Σύμβασης των Ηνωμένων Εθνών για το Δίκαιο της Θάλασσας (UNCLOS
– United Nations Convention on the Law of the Sea), -ερήμην της ΛΔΚ εφόσον
αρνήθηκε να συμμετάσχει στη διαδικασία- προς έκπληξη όλων, ομοφώνως έλαβε
απόφαση εις βάρος της (Ioannides 2019).

Οι διαφιλονικούμενες περιοχές
[Πηγή: https://www.bbc.com/news/world-asia-pacific-13748349]

Σε μία προσπάθεια εξισορρόπησης και ανάσχεσης της Κίνας, ώστε να μην


αποκτήσει καθεστώς υπερδύναμης, οι ΗΠΑ, παρακάμπτοντας το γεγονός ότι οι
ίδιες δεν έχουν προχωρήσει σε επικύρωση της UNCLOS (Καΐρη 2017), επιμένουν
ότι τα τεχνητά νησιά δε δικαιούνται χωρικών υδάτων -όπως ορίζεται από το
Διεθνές δίκαιο μία θαλάσσια έκταση ακτίνας 12 μιλίων γύρω από κάθε στεριά ή
νησί-. Η Αμερική επιθυμεί να επιβεβαιώσει το δικαίωμά της στην «ελεύθερη
ναυσιπλοΐα» στέλνοντας πολεμικά πλοία και αεροσκάφη στις συγκεκριμένες
περιοχές (Long 2016, σ. 63). Από την άλλη πλευρά, το ΚΚΚ επιμένει ότι οι
δραστηριότητες αναγνωρίσεων, που αναλαμβάνονται χωρίς προηγούμενη
ειδοποίηση και χωρίς την άδειά του, παραβιάζουν το Κινεζικό και Διεθνές Δίκαιο.
Με άξονα αυτό το επιχείρημα, αναχαιτίζει τακτικά αναγνωριστικές πτήσεις, που
84
πραγματοποιούνται στην ΑΟΖ της από αεροσκάφη των Ηνωμένων Πολιτειών.
Περιοδικά, το πράττει με επιθετικό τρόπο, αυξάνοντας τον κίνδυνο ατυχήματος,
όπως συνέβη τον Απρίλιο 2001, όταν, όπως έχει αναφερθεί (βλ. 4.2.) ένα
αμερικανικό, αναγνωριστικό αεροπλάνο «EP-3» συγκρούστηκε με ένα κινεζικό
μαχητικό «F-8», κοντά στο νησί Hainán (Πέππας 2016). Τα ατυχή συμβάντα
όμως, δε σταματούν εδώ. Τον Ιούνιο του 2009, ένα κινεζικό υποβρύχιο
συμπτωματικά συγκρούστηκε με μια υποθαλάσσια συστοιχία σόναρ που
ρυμουλκούταν από ένα αμερικανικό αντιτορπιλικό που ευρισκόταν στη Νότια
Σινική Θάλασσα, για να συμμετάσχει σε μια κοινή στρατιωτική άσκηση με τα
μέλη της ASEAN (Men χ.χ.). Και, σε λιγότερο από επτά εβδομάδες μετά την
ανάληψη των καθηκόντων του τέως Προέδρου Barack Obama, κινεζικά πλοία και
αεροσκάφη αντιμετώπισαν το αμερικανικό σκάφος USNS Impeccable, ένα πλοίο
επιτήρησης στα ύδατα νότια του Hainán και του ζήτησαν να φύγει. Ενόσω το
Πεκίνο υπερασπιζόταν τις ενέργειές του, οι ΗΠΑ ανέφεραν ότι είχαν το δικαίωμα
να βρίσκονται εκεί και ότι το πλοίο τους παρενοχλούνταν. Για την προστασία του
Impeccable, o Obama απάντησε με καθοδηγούμενους πυραύλους (Cobus χ.χ.).
Συνάμα, το Πεκίνο έχει ξεκινήσει ουσιαστικό εκσυγχρονισμό των θαλάσσιων
δυνάμεών του. Αποκτά ναυτικές δυνατότητες για την επιβολή απαιτήσεων της
κυριαρχίας και της δικαιοδοσίας του με τη χρήση όπλων, εάν και εφόσον
χρειαστεί (Πέππας 2016). Σύμφωνα με ανώτερο αξιωματικό του ΛΑΣ, «ο Λαϊκός
Απελευθερωτικός Στρατός είναι αποφασισμένος να αναπτύξει επαρκή στρατιωτική
ικανότητα για να εξασφαλίσει δύο πράγματα: πρώτον, να λύσει το πρόβλημα της
Ταϊβάν, με στρατιωτική ισχύ αν είναι απαραίτητο και, δεύτερον, να σπρώξει την
αμερικανική παρουσία έξω από τη Νοτιοανατολική Ασία» (Παπασωτηρίου 2013, σ.
362). Έτσι, από το 2000, η Κίνα έχει εντάξει στο στόλο της 30 σύγχρονα
συμβατικά υποβρύχια, 14 αντιτορπιλικά, 22 φρεγάτες και περίπου 26 κορβέτες.
Στόχος του καθεστώτος, είναι η ανάπτυξη ικανοτήτων οι οποίες, σε μία
ενδεχόμενη σύγκρουση με τις ΗΠΑ, θα θέσουν τις δυνάμεις της τέως
υπερδύναμης σε κίνδυνο (Πέππας 2016). Προκειμένου να επιτευχθεί το ανωτέρω,
το 2018, έστειλε για πρώτη φορά στρατηγικά βομβαρδιστικά ικανά να φέρουν
πυρηνικά όπλα. Όπως υποστηρίζει η αμερικανική δεξαμενή σκέψης Asia
Maritime Trasparency Initiative, η άσκηση έγινε στη νήσο Woody, τη μεγαλύτερη
βάση της Κίνας στης Νήσους Paracel, απ’ όπου τα βομβαρδιστικά H-6K με
ακτίνα δράσης 3.000 χλμ., μπορούν να καλύψουν όλη τη Νοτιοανατολική Ασία
(Iefimerida 2018b). Ιδιαίτερα επίφοβη για τις Ηνωμένες Πολιτείες είναι η
ανάπτυξη πυραύλων cruise (ASCM) και συστημάτων πυραύλων αέρος-επιφανείας
(SAM), σε τρεις αμφισβητούμενες περιοχές: τον Ύφαλο Mischief, τον Ύφαλο
Fiery Cross και τον Ύφαλο Subi. Το σύστημα ASCM είναι το YJ 12B, ένα από τα
πιο εξελιγμένα συστήματα πυραύλων της ΛΔΚ. Με εμβέλεια τα 545 χλμ., πετάει
με ταχύτητα Mach 3 και μπορεί να ελιχθεί για να αποφύγει τα συστήματα
αντιπυραυλικής άμυνας. Ο συνδυασμός του εύρους και της ταχύτητας, καθιστά
δύσκολη την παρακολούθηση και την καταστροφή του (Davis 2018).
Οι πιέσεις όμως της Washington, δεν περιορίζονται μόνο στην αποστολή
πολεμικών πλοίων και αεροσκαφών. Ένας νέος, διπλωματικός πόλεμος, λαμβάνει
χώρα ιδιαιτέρως από την έναρξη του 21ου αιώνα και εντεύθεν. Στη σύνοδο της
ASEAN τον Ιούλιο του 2010 η Αμερικανίδα Υπουργός Εξωτερικών Hillary
85
Clinton υιοθέτησε τη στάση ότι οι διαφορές στη Νότια Σινική Θάλασσα, πρέπει
να λυθούν ειρηνικά σε πολυμερές πλαίσιο και πώς οι θαλάσσιες διελεύσεις στην
περιοχή πρέπει να παραμείνουν ελεύθερες (Πετρόπουλος & Χουλιάρας 2014, σ.
127). Όταν τα περισσότερα κράτη της ASEAN συμφώνησαν με τις μάλλον
κοινότυπες αυτές θέσεις, ο Υπουργός Εξωτερικών της ΛΔΚ ξέσπασε
κατηγορώντας τα ότι συσπειρώνονται ενάντια στην Κίνα που είναι μεγάλη, ενώ
αυτά είναι μικρά. Η Λαϊκή Δημοκρατία, επιδιώκει να λύσει τις διαφορές της σε
διμερή πλαίσια και όχι πολυμερώς (Παπασωτηρίου 2013, σ. 362), διά της
διπλωματίας της επιβολής. Στόχος της, να πιέσει τις τοπικές δυνάμεις να
ξανασκεφτούν τη συνεργασία τους με τη στρατηγική ανάπτυξη των ΗΠΑ στην
περιφέρειά τους, συμβάλλοντας έτι περαιτέρω στην αποσταθεροποίηση της
περιοχής (Ross 2013). Και αυτό διότι οι διεκδικούντες τη θαλάσσια έκταση επί
του παρόντος δε διαθέτουν επαρκείς δυνατότητες επιτήρησης για να
παρακολουθούν ακόμη και τις δικές τους Αποκλειστικές Οικονομικές Ζώνες,
πόσο μάλλον τη στρατιωτική ανάπτυξη της ΛΔΚ και των υποδομών στα τεχνητά
νησιά της (Ratner 2018). Επιπλέον, οι μικρότερες ασιατικές χώρες, θα
δυσκολευτούν να διατηρήσουν τις εξαιρετικές τους σχέσεις με τις Ηνωμένες
Πολιτείες, καθώς ολοένα και περισσότερο θα πρέπει να κάνουν επιλογές. Έπρεπε
να το πράξουν στις αποφάσεις που σχετίζονται με την ασφάλεια, όπως η
συμφωνία της Σιγκαπούρης να φιλοξενήσει τα νέα αμερικανικά πολεμικά πλοία ή
η απόφαση των Φιλιππίνων να χαλαρώσουν την αντίθεσή τους στην παρουσία
αμερικανικών δυνάμεων. Όμως, πρέπει να διαλέξουν πλευρά και σε οικονομικά
ζητήματα. Ακόμα και οι πιστοί σύμμαχοι των ΗΠΑ, αγνόησαν τις αντιρρήσεις
τους, εφόσον έγιναν ιδρυτικοί μέτοχοι της κινεζικής νέας Ασιατικής Τράπεζας
Επενδύσεων Υποδομών (Asian Infrastructure Bank), η οποία μετρά 93 κράτη-
μέλη (Ζούγκλ@ 2019). Έτσι, ο ASEAN σήμερα, είναι περισσότερο διχασμένος
από ποτέ (Ratner 2018).
Με βάση τα ανωτέρω, η Νότια Σινική Θάλασσα, δε θεωρείται τυχαία η
«δεύτερη Περσική Θάλασσα» (Πέππας 2016). Ένα είναι βέβαιο: η κατάσταση
πρόκειται να χειροτερεύσει με μαθηματική ακρίβεια (Καΐρη 2017). Και αυτό,
διότι εάν οι Φιλιππίνες συγκρουστούν στη διαφιλονικούμενη περιοχή του Reed,
που βρίσκεται ογδόντα ναυτικά μίλια από το Palawan, η Αμερική θα μπορούσε
να εμπλακεί, λόγω της Συνθήκης του 1951 για Αμοιβαία Άμυνα μεταξύ ΗΠΑ-
Φιλιππίνων. Όπως ορίζεται στην εν λόγω Συνθήκη: «Κάθε μέρος αναγνωρίζει ότι
μια ένοπλη επίθεση στην περιοχή του Ειρηνικού, σε καθένα από τα συμβαλλόμενα
μέρη, θα ενεργούσε εναντίον των κοινών κινδύνων, σύμφωνα με τις συνταγματικές
διαδικασίες του» (Πέππας 2016). Αλλά και δίχως την πιθανότητα σύγκρουσης με
τις Φιλιππίνες, πλέον, οιαδήποτε προσπάθεια των λοιπών κρατών για κατάργηση
της «γραμμής των εννέα σημείων», θα αποτελεί και ένα μικρό διπλωματικό
επεισόδιο στην προσπάθεια από την πλευρά της Κίνας για άσκηση πραγματικής
και αδιάκοπης κυριαρχίας (Καΐρη 2017).

86
4.6. Το Σύμφωνο της Σαγκάης και οι σινο-αμερικανικές σχέσεις

Ubi concordia, ibi victoria.


(Όπου ενότητα, εκεί νίκη).

Λατινικό ρητό

Ιδιαίτερη ανησυχία έχει προξενήσει στις Ηνωμένες Πολιτείες, ο δυνητικός,


κινεζικής εμπνεύσεως ανταγωνιστής της Βορειοατλαντικής Συμμαχίας (Leonard
2008, σ.174) υπό την ονομασία «Οργανισμός Συνεργασίας της Σαγκάης» (ΟΣΣ),
επίσης γνωστός ως Σύμφωνο της Σαγκάης (Vashishth 2017). Οι ΗΠΑ, έχουν
αρχίσει να συνειδητοποιούν, ότι ο μονοπολικός χαρακτήρας της παλαιάς εποχής,
όπου η Αμερική, είχε τη δυνατότητα να προβάλλει την ισχύ της, σε οποιοδήποτε
σημείο του κόσμου για την προάσπιση των συμφερόντων της, μέσω της
συσπείρωσης 29 κρατών στο ΝΑΤΟ και της δημιουργίας στρατιωτικών βάσεων
ανά τον κόσμο, έχει φτάσει στο τέλος της (Κατωπόδης 2018). Ο ΟΣΣ, ως
διακυβερνητικός (Albert 2015), ευρασιατικός πολιτικός, οικονομικός και
στρατιωτικός οργανισμός (Vashishth 2017) είναι μοναδικός στο είδος του, καθώς
διαψεύδει την επικρατούσα αντίληψη ότι μόνο οι δυτικές χώρες μπορούν να
ιδρύσουν επιτυχείς περιφερειακές οργανώσεις (Leonard 2008, σ. 173). Και, αν και
δηλώνει πώς δεν είναι αντιαμερικανική συμμαχία, οι διεθνείς του θέσεις
διαψεύδουν αυτή τη δήλωση (Bessière 2007, σ. 142).
Ο Οργανισμός Συνεργασίας της Σαγκάης, αποτελεί συνέχεια της «Ομάδας των
5 της Σαγκάης» του 1996, ενός συνεργατικού διακανονισμού ο οποίος ιδρύθηκε
με πρωτοβουλία της Κίνας και αποτελείτο από τη ΛΔΚ, τη Ρωσία, το Καζακστάν,
το Κιργιστάν και το Τατζικιστάν (Χατζηγάκης & Χατζηγάκης 2010, σ. 214).
Εκείνη την ταραγμένη εποχή, τέσσερα έτη μετά την πτώση της Σοβιετικής
Ένωσης, τα πέντε προαναφερόμενα κράτη, επιχειρώντας να λύσουν τις
συνοριακές τους διαφορές (Bessière 2007, σ. 142), άρχισαν με τη
διαπραγμάτευση συνθηκών αποστρατικοποίησης της μήκους 4.300 μιλίων
συνοριακής γραμμής (Leonard 2008, σ. 172), ενώ ο Οργανισμός, σταδιακά, με τη
συνδρομή και του Vladimir Putin (Bessière 2007, σ. 142), επεξέτεινε τους
στόχους του ώστε να περιλαμβάνουν την αυξημένη συνεργασία στρατιωτικού και
αντιτρομοκρατικού χαρακτήρα, την ανταλλαγή πληροφοριών (Albert 2015), τον
κυβερνοπόλεμο, την πολιτιστική συνεργασία και την οικονομία (Vashishth 2017).
Το 2001, σε αυτές τις συμφωνίες προσχώρησε το Ουζμπεκιστάν και η ομάδα
μετονομάστηκε σε «Οργανισμό Συνεργασίας της Σαγκάης» (Χατζηγάκης &
Χατζηγάκης 2010, σ. 214). Ένα έτος αργότερα, τον Ιούνιο του 2002, οι ηγέτες
των έξι αυτών κρατών συναντήθηκαν στην Αγία Πετρούπολη όπου υπέγραψαν
τον καταστατικό χάρτη του Οργανισμού, που προσδιόριζε τους σκοπούς και τον
τρόπο δομής και λειτουργίας του, προσδίδοντάς του επιπλέον, μία ξεκάθαρη
θεσμική διάσταση (Κατωπόδης 2018). Ως έδρες του ΟΣΣ, ορίστηκαν η
Γραμματεία που βρίσκεται στο Πεκίνο και η Περιφερειακή Αντιτρομοκρατική
Δομή που βρίσκεται στην Tashkent, την πρωτεύουσα του Ουζμπεκιστάν (Leonard
2008, σ. 172-173), ενώ το νεοϊδρυθέν επιχειρηματικό συμβούλιο, βρήκε στέγη
87
στη Μόσχα. Ταυτοχρόνως, οργανώθηκαν συνεργασίες σε οικονομικά, νομοθετικά
και στρατιωτικοσυνοριακά, ζητήματα, με επιστέγασμα τη διεξαγωγή δύο κοινών
στρατιωτικών ασκήσεων (Χατζηγάκης & Χατζηγάκης 2010, σ. 214).
Κατά τη σύνοδο κορυφής του 2005, στην πρωτεύουσα του Καζακστάν Astana,
τα μέλη του ΟΣΣ υπέγραψαν διακήρυξη με την οποία απαίτησαν από τις ΗΠΑ να
θέσουν προθεσμία για την απόσυρση όλων των στρατευμάτων της από την
Κεντρική Ασία (Leonard 2008, σ. 174) και το 2006, ο Οργανισμός, συνήψε
συμφωνίες για να συμμετάσχει σε κοινά ενεργειακά έργα όπως η εξόρυξη
υδρογονανθράκων και η από κοινού χρήση των υδάτινων πόρων (Vashishth
2017). Οι ηγέτες του ΟΣΣ, δεν παρέλειψαν να λοιδωρήσουν τη Δύση, εφόσον,
κατά τη διάρκεια της συνόδου κορυφής, υποδέχθηκαν έναν από τους κατά Bush
Jr, εκπροσώπους του «Άξονα του Κακού», τον Ιρανό δηλαδή ηγέτη Mahmood
Ahmadinejad (Leonard 2008, σ. 174). Το Σεπτέμβριο του 2014, μετά την
Αποστολή Ειρήνης του μπλοκ, τη μεγαλύτερη στρατιωτική άσκηση με όρους
εμπλεκόμενων στρατευμάτων, η οποία έλαβε χώρα στην Κίνα, ο ΟΣΣ καθάρισε
όλα τα νομικά εμπόδια για την επέκτασή του, ώστε η Ινδία και το Πακιστάν να
ξεκινήσουν τη διαδικασία ένταξης στη διάσκεψη της Ufa, τον Ιούλιο του 2015. Η
Λευκορωσία, πρώην μέλος του κύκλου διαλόγου, αναβαθμίστηκε σε κράτος-
παρατηρητή με την Αρμενία, το Αζερμπαϊτζάν, την Καμπόντια και το Νεπάλ να
έχουν οριστεί ως εταίροι στο διάλογο (Albert 2015). Το 2015, η Ινδία και το
Πακιστάν υπέγραψαν το μνημόνιο υποχρεώσεων προκειμένου να ξεκινήσουν τη
διαδικασία προσχώρησης στον Οργανισμό (Vashishth 2017). Η εισδοχή των δύο
αυτών κρατών στον ΟΣΣ, το 2017, σηματοδοτεί ένα θρυλικό επίτευγμα καθώς,
ενώ στο παρελθόν καταλάμβανε έδαφος που αντιστοιχούσε στα τρία πέμπτα της
ευρασιατικής ηπείρου και πληθυσμό 1,5 δισεκατομμυρίων, το ένα τέταρτο
δηλαδή του παγκόσμιου πληθυσμού (Albert 2015), τώρα εκπροσωπεί τη φωνή 3
δισεκατομμυρίων ατόμων (Vashishth 2017)! Ο Οργανισμός, αναμένεται να
επεκταθεί έτι περαιτέρω, καθώς, όπως επισημαίνει και ο πρωθυπουργός της
Ρωσίας, Dimitri Medvedev, το Ιράν και το Αφγανιστάν, υπέβαλαν αίτηση ένταξης
στον ΟΣΣ (Guldogan 2017). Το Ιράν συμμετέχει ως κράτος-παρατηρητής από το
2005, -όμως οι οικονομικές κυρώσεις που είχαν επιβληθεί στη χώρα τα
προηγούμενα έτη έχουν καθυστερήσει την πλήρη ένταξή του- (Κατωπόδης 2018).
Σήμερα, ο Οργανισμός, αποτελείται από οκτώ κράτη-μέλη, τέσσερα κράτη-
παρατηρητές, το Αφγανιστάν, τη Λευκορωσία, το Ιράν και τη Μογγολία και έξι
συνεργάτες διαλόγου, ήτοι το Αζερμπαϊτζάν, την Αρμενία, την Καμπόντια, το
Νεπάλ, τη Σρι Λάνκα και την Τουρκία (The Ministry of Foreign Affairs, Republic
of Kazakhstan 2018).

88
Τα μέλη του Οργανισμού Συνεργασίας της Σαγκάης
[Πηγή: http://tiny.cc/ch2h9y]

Μέσα από το ΟΣΣ -ο οποίος παίρνει το όνομα μίας απαστράπτουσας


κινεζικής πόλης, δηλαδή της Σαγκάης- (Χατζηγάκης & Χατζηγάκης 2010, σ. 214)
προβάλλονται αξίες, οι οποίες είναι οι αρχές του κινεζικού κράτους (Leonard
2008, σ. 173). Πέρα όμως από τα πολιτισμικά, υπάρχουν ζωτικά συμφέροντα τα
οποία κρύβονται πίσω από την οικοδόμηση αυτής της συνεργασίας (Χατζηγάκης
& Χατζηγάκης 2010, σ. 214-215) καθώς η ΛΔΚ, θεωρεί ότι το ευρασιατικό
στερέωμα, είναι όχι μόνο το εφαλτήριο για την απόκτηση της δυνατότητας
παγκόσμιας προβολής ισχύος, αλλά μέσω του Οργανισμού, μπορεί να αποκτήσει
τη δυνατότητα να αναβαθμίσει το καθεστώς ασφάλειας στην Κεντρική και
Νοτιοανατολική Ασία και, την ίδια στιγμή, να δημιουργήσει ευνοϊκότερες
συνθήκες για τη συνέχιση της οικονομικής της ανάπτυξης (Κατωπόδης 2018).
Έτσι, μόνο τυχαίο δε μπορεί να θεωρηθεί το γεγονός ότι ο ΟΣΣ, έχει εντείνει την
εστίασή του στις περιφερειακές οικονομικές πρωτοβουλίες, όπως η πρόσφατα
αναγγελθείσα συγχώνευση του «κινεζικού» Δρόμου του Μεταξιού και της
«ρωσικής» Ευρασιατικής Ένωσης (Albert 2015). Η ΛΔΚ όμως, ασκεί και
αποτελεσματική οικονομική διπλωματία εφόσον το 2009, δάνεισε 10
δισεκατομμύρια δολάρια στα μέλη του ΟΣΣ, που υφίσταντο τις συνέπειες της
παγκόσμιας οικονομικής κρίσης (Vashishth 2017). Ένας επιπλέον παράγοντας
που καθιστά τον Οργανισμό τόσο σημαντικό για την εξυπηρέτηση των
συμφερόντων της, είναι και το γεγονός ότι τα κράτη της Κεντρικής Ασίας,
διαθέτουν μερικά από τα μεγαλύτερα αποθέματα πετρελαίου και φυσικού αερίου
στον κόσμο. Το Πεκίνο, προσπαθεί να αξιοποιήσει τους ενεργειακούς πόρους για
την αυξανόμενη ζήτησή του, το Καζακστάν και η Ρωσία είναι οι κυρίαρχοι
εξαγωγείς ενέργειας, το Ουζμπεκιστάν χρειάζεται όλο και περισσότερο τους
ενεργειακούς του πόρους για την εγχώρια ανάπτυξη και κατανάλωση και οι
οικονομίες του Κιργιστάν και του Τατζικιστάν παραμένουν αδύναμες (Albert
2015).

89
Η Ρωσία από την άλλη πλευρά, ο έτερος κινητήρας του ΟΣΣ, μπορεί μεν να
επιδιώκει συστηματικά η Κίνα να καταστεί κεντρικός της συνέταιρος στην
περιοχή (Χατζηγάκης & Χατζηγάκης 2010, σ.297), διότι αφενός, συντηρεί την
πολεμική της βιομηχανία διά της πώλησης όπλων (Brzezinski & Scowcroft 2010,
σ. 258) και κατοχυρώνει την ασφάλειά της (Χατζηγάκης & Χατζηγάκης 2010, σ.
215), ωστόσο, ο Οργανισμός, για τη Μόσχα, είναι δίκοπο μαχαίρι (Brzezinski &
Scowcroft 2010, σ. 258) εφόσον τα μετα-σοβιετικά μέλη του ΟΣΣ -Καζακστάν,
Κιργιστάν, Τατζικιστάν, και Ουζμπεκιστάν-, παρασύρονται στη γεωστρατηγική
τροχιά της Κίνας (Grossman 2017). Για πρώτη φορά από την εποχή της εισβολής
των Μογγόλων, σινικά στρατεύματα βρέθηκαν στο δυτικό Καζακστάν και σε
εδάφη της Ρωσίας στην περιοχή, στο πλαίσιο κοινών στρατιωτικών ασκήσεων,
γεγονός που συνιστά μία άκρως συμβολική, νέα πραγματικότητα (Brzezinski &
Scowcroft 2010, σ. 258). Η Μόσχα έχει ακόμα περισσότερους λόγους να
αισθάνεται ανασφάλεια, αφού οι δεκαετίες έντονης ανάπτυξης οδήγησαν την Κίνα
στην παγκόσμια σκηνή, ενώ η Ρωσία, μετά την προσάρτηση της Κριμαίας το
2014, τον αποκλεισμό της από τη G8 και τη συνεχιζόμενη ανάμειξή της στη
σύγκρουση στην Ουκρανία, βρέθηκε αντιμέτωπη με την οικονομική αναταραχή
και τη γεωπολιτική απομόνωση (Albert 2015). Έτσι, και προκειμένου να
παρεμποδίσει τις προσπάθειες του Πεκίνου, η Μόσχα έχει εδώ και καιρό
καθυστερήσει την εφαρμογή των κινεζικών πρωτοβουλιών που θα επιτρέψουν στο
Πεκίνο να αποκομίσει μεγαλύτερα οφέλη από το περιφερειακό εμπόριο,
συμπεριλαμβανομένης της θέσπισης μιας εμπορικής συμφωνίας και της ίδρυσης
μιας τράπεζας (Grossman 2017). Πάρα ταύτα, όπως και οι γείτονές της στην
Κεντρική Ασία, η Ρωσία αναζητά τρόπους ώστε να επωφεληθεί από τις σινικές
επενδύσεις όπως οι ενεργειακές συμφωνίες και οι συμφωνίες για την ανάπτυξη
κατασκευαστικών έργων (Albert 2015).
Βασικό πλεονέκτημα του ΟΣΣ είναι ότι δε θέτει πολιτικά ζητήματα ή
οποιεσδήποτε διαδικασίες εκδημοκρατισμού, όπως επιχείρησαν να εισαχθούν -με
πλήρη αποτυχία- από τις λεγόμενες «έγχρωμες επαναστάσεις» («πορτοκαλί»
επανάσταση στην Ουκρανία, «επανάσταση της τουλίπας» στο Κιργιστάν κ.λπ.)
(Χατζηγάκης & Χατζηγάκης 2010, σ. 215). Η Μόσχα και το Πεκίνο μάλιστα,
παρείχαν αμφότερες πολιτική υποστήριξη στον Ουζμπέκο Πρόεδρο Islam
Karimov όταν κατέστειλε διαδηλώσεις υπέρ του εκδημοκρατισμού της χώρας στο
Andijan το 2005, ενώ η Κίνα οργάνωσε εκπαιδευτικά σεμινάρια καταστολής
εξεγέρσεων για τις αστυνομικές δυνάμεις αρκετών κρατών της Κεντρικής Ασίας
(Leonard 2008, σ. 174). Οι ανωτέρω αντιλήψεις, αποτυπώνονται και σε θεσμικό
επίπεδο, δεδομένου ότι ο Οργανισμός, υιοθετεί αποφάσεις που λαμβάνονται με
συναίνεση και όλα τα κράτη-μέλη πρέπει να τηρούν την αρχή της μη
επιθετικότητας και της μη παρέμβασης στις εσωτερικές υποθέσεις (Albert 2015).
Οι ΗΠΑ, δικαίως ανησυχούν για αυτές τις εξελίξεις (Leonard 2008, σ. 173). Η
Washington ευνοεί την εξάπλωση της δημοκρατίας εν μέρει επειδή θεωρεί ότι οι
άλλοι λαοί είναι πιο πιθανό να υιοθετήσουν το ελεύθερο εμπόριο και διότι θα
κλίνουν περισσότερο στο να υποστηρίζουν την Αμερική στη διεθνή αρένα. Για
την εκπλήρωση αυτού του στόχου, οι ΗΠΑ έθεσαν ως όρο για την εισδοχή σε
οργανισμούς όπως το ΝΑΤΟ, την εφαρμογή δημοκρατικών μεταρρυθμίσεων
(Walt 2007, σ. 86). Οι Ηνωμένες Πολιτείες, επομένως, αισθάνονται ιδιαίτερη
90
επιφύλαξη, εφόσον τα κράτη-μέλη του ΟΣΣ, αποτελώντας τον κορμό μίας
συμμαχίας εθνικής κυριαρχίας, θα είναι σε θέση να αναχαιτίσουν τις δυτικές
απόπειρες παρέμβασης στα εσωτερικά των άλλων κρατών, με την επίκληση της
προστασίας των ανθρωπίνων δικαιωμάτων και της διάδοσης των δημοκρατικών
αξιών.
Τελικός στόχος του Οργανισμού είναι η δημιουργία στην Κεντρική Ασία ενός
συστήματος παρόμοιου με το Βορειοατλαντικό Σύμφωνο (Χατζηγάκης &
Χατζηγάκης 2010, σ. 215). Η παραπάνω συνεργασία, αν κυλήσει ομαλά, δύναται
να περιορίσει σε μεγάλο βαθμό την επέκταση της επιρροής του Βορειοτλαντικού
Συμφώνου στην Κεντρική Ασία (Κατωπόδης 2018). Οι ΗΠΑ, κατανοούν ότι δεν
είναι τόσο μεγάλη υπερδύναμη, ώστε να έχουν δύο ΝΑΤΟ: ένα στον Ατλαντικό
και ένα στην Ασία. Στην Ασία, άλλωστε, δεν έχει τη δυνατότητα να δημιουργήσει
ενιαία αμυντική ζώνη. Η παρουσία της Κίνας και η στρατιωτική συνεργασία της
με τη Ρωσία δημιουργεί καινούριο σκηνικό (Χατζηγάκης & Χατζηγάκης 2010, σ.
315), εφόσον τα δύο κράτη, επιδίωξαν να υπενθυμίσουν στην Washington ότι η
υπερβολικά μονομερής πολιτική της μπορούσε να οδηγήσει μελλοντικά, σε
«σκληρότερη» εξισορρόπηση (Walt 2007, σ. 170). Αυτό έχει ως συνέπεια, ο
συνδυασμός σχέσεων Μόσχας-Πεκίνου στην περιοχή να κάνει πολύ δύσκολο το
αμερικανικό παιχνίδι. Δεν είναι, πάντως, λίγοι εκείνοι που υποστηρίζουν πως, για
να διασφαλίσουν οι ΗΠΑ τα συμφέροντά τους, σχεδίασαν το γνωστό «άνοιγμα
του ΝΑΤΟ προς Ανατολάς», προκαλώντας την αντίδραση τόσο της Ρωσίας, όσο
και της ΛΔΚ, η έκανε γνωστό ότι μία τέτοια επέκταση του ΝΑΤΟ στην Κεντρική
Ασία -και μάλιστα ως τα σύνορά της-, συνιστά άμεση και σοβαρότατη απειλή για
την εθνική της ασφάλεια (Χατζηγάκης & Χατζηγάκης 2010, σ. 292). Ιδιαίτερη
ανησυχία στους Αμερικανούς, προκαλεί και η εισδοχή της Ινδίας και του
Πακιστάν στους κόλπους του Οργανισμού, διότι πλέον ο ΟΣΣ, περιλαμβάνει
τέσσερις πυρηνικές δυνάμεις, τρεις από τις μεγαλύτερες οικονομίες του κόσμου
και τεράστια αποθέματα ενεργειακών πόρων (Leonard 2008, σ. 173). Σε
περίπτωση δε που η Τουρκία του Recep Tayyip Erdogan, αναβαθμιστεί από
συνεργάτης διαλόγου σε μέλος του ΟΣΣ, τότε, όχι μόνο θα τορπιλιστούν οι
ενταξιακές της διαπραγματεύσεις με την ΕΕ, αλλά το ΝΑΤΟ, θα χάσει ένα κράτος
με μεγάλο στρατηγικό βάθος (Η Καθημερινή 2016).
Σύμφωνα με εκτιμήσεις του ρωσικού Ινστιτούτου Στρατηγικών Σπουδών, η
Κίνα θα επικρατήσει στην περιοχή ποδηγετώντας τα μικρά κράτη της Κεντρικής
Ασίας. Θα το κάνει όμως με τρόπο που δε θα οδηγεί σε σύγκρουση με τις ΗΠΑ.
Θα εφαρμόσει την πολιτική που η κινεζική σοφία διδάσκει: «Νίκησε τον εχθρό
χωρίς να τον αντιμετωπίσεις στο πεδίο της μάχης». Η μετατόπιση αυτή θα
προκαλέσει σεισμικές ανακατατάξεις στην πολιτική πραγματικότητα της Δύσης.
(Χατζηγάκης & Χατζηγάκης 2010, σ. 315). Ωστόσο, υφίστανται απόψεις και περί
του αντιθέτου, οι οποίες υποστηρίζουν ότι οι μακροπρόθεσμες σχέσεις Κίνας-
Ρωσίας, ενδέχεται στο μέλλον να χαρακτηρισθούν από την αναβίωση των
παλαιών γεωπολιτικών ανταγωνισμών τους, με τη ΛΔΚ όμως να βρίσκεται πλέον
στη θέση της γεωπολιτικά επεκτεινόμενης δύναμης (Παπασωτηρίου 2013, σ.
365). Και, καθώς οι εντάσεις μεταξύ της Ινδίας και του Πακιστάν θα
επιδεινώνονται, το Πεκίνο οφείλει να συστήσει και στις δύο πλευρές να μην
κάνουν χρήση του Οργανισμού ως πλατφόρμα άσκησης κριτικής (Grossman
91
2017). Όπως υποστηρίζουν Κινέζοι αναλυτές, ο ΟΣΣ δε θα υποστηρίξει καμία
απόπειρα διεθνοποίησης των διμερών διαφορών, βάζοντας έτσι φρένο, στις
πιθανές επιδιώξεις των δύο μελών του (Vashishth 2017). Απομένει να δούμε, ποια
θα είναι τελικά η μετεξέλιξη του Οργανισμού και πώς αυτή, θα επηρεάσει το
διεθνές περιβάλλον και το υποσύστημα της Κεντρικής -και όχι μόνο- Ασίας.

92
Επίμετρο
Ένα βαρυσήμαντο ιστορικό «τέλος εποχής» φέρνει η επί μακρόν αναπτυξιακή
δυναμική της Κίνας (Παπασωτηρίου 2013, σ. 369), που αργά και σταθερά, από τη
δεκαετία του 1990, είναι αυτή που αναδεικνύεται τελικά, στον πιο σοβαρό
διεκδικητή της παγκόσμιας ηγεμονίας (Leonard 2008, σ. 23). Η ΛΔΚ, διαθέτει
όλα τα πλεονεκτήματα, μίας εξελισσόμενης υπερδύναμης (Bessière 2007, σ. 219).
Εκμεταλλευόμενη τους κανόνες του παιχνιδιού, ακόμα και όταν οι προθέσεις της
τελούσαν υπό αμφισβήτηση (Χατζηγάκης & Χατζηγάκης 2010, σ. 379), η Κίνα
πέτυχε να μετατραπεί σε σημαντική πυρηνική δύναμη ενώ παραμένει μέλος του
Συμβουλίου Ασφαλείας του ΟΗΕ, η πιο πυκνοκατοικημένη χώρα του κόσμου, ένα
κράτος με πολύ σημαντικό φυσικό πλούτο και με ασύγκριτη οικονομική ανάπτυξη
(Bessière 2007, σ. 219). Η παρουσία της στο διεθνές στερέωμα είναι τόσο
δυναμική και ανατρεπτική, ώστε δεν είναι δυνατόν να μην επηρεάσει τη διεθνή
πολιτική σκηνή (Χατζηγάκης & Χατζηγάκης 2010, σ. 402). Από την ανάπτυξη
της Αφρικής μέχρι τη μεταρρύθμιση του συστήματος των Ηνωμένων Εθνών, από
το γύρο των εμπορικών διαπραγματεύσεων της Doha μέχρι το πυρηνικό
πρόγραμμα του Ιράν και από τη γενοκτονία στο Darfur μέχρι τις τιμές του
πετρελαίου στη Βενεζουέλα (Leonard 2008, σ. 33), οι θέσεις του Δράκου, όχι
μόνο λαμβάνονται υπόψη, αλλά σε πολλές περιπτώσεις, γίνονται απόλυτα
αποδεκτές. Αλλά η ΛΔΚ, δεν πρόκειται να σταματήσει εδώ. Παραφράζοντας τη
ρήση του Donald Trump, ο Graham Allison, υποστηρίζει πώς οι στοχεύσεις του
Πεκίνου, προκειμένου το Μέσο Βασίλειο να γίνει «Μεγάλο Ξανά», στο άμεσο
τουλάχιστον μέλλον θα περιλαμβάνει την άσκηση τέτοιου επιπέδου κυριαρχίας
στην Ασία, όπως πριν την περίοδο εισβολής των Δυτικών, την αποκατάσταση του
ελέγχου των εδαφών που συναποτελούν τη «Μεγάλη Κίνα» και την ανάκτηση της
ιστορικής σφαίρας επιρροής του τόσο κατά μήκος των συνόρων του όσο και στις
παρακείμενες θάλασσες (Allison 2018, σ. 109).
Η άνοδος της Λαϊκής Δημοκρατίας, όμως, επέφερε και ουσιαστική
αναδιάρθρωση του διεθνούς συστήματος, το οποίο, σύμφωνα με την άποψη της
γραφούσης, τείνει να μετατραπεί από μονοπολικό με στοιχεία πολυπολικού σε
διπολικό με στοιχεία πολυπολικού. Το νέο σύστημα θα αποτελείται από δύο
υπερδυνάμεις (ΗΠΑ και ΛΔΚ) και πολλές μεγάλες δυνάμεις, οι οποίες θα πρέπει
να λαμβάνονται υπόψη, καθώς θα συμμετέχουν πολλαπλώς σε οργανισμούς και
συμμαχίες όπως το ΝΑΤΟ και το Συμφώνο της Σαγκάης, ενώ οι κυρώσεις
αποχώρησης και επαναπροσανατολισμού τους, με την εισδοχή στον αντίπαλο
συνασπισμό, θα είναι περιορισμένες λόγω της οικονομικής αλληλεξάρτησης
μεταξύ των δύο κορυφαίων παικτών. Η νέα δομή, θα είναι μοναδική, καθώς δε θα
παραπέμπει στο παραδοσιακό σύστημα συσχετισμού δυνάμεων της Ευρώπης πριν
τον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο, αλλά θα σηματοδοτήσει ένα σημείο καμπής για μία
νέα εποχή η οποία θα στηρίζεται σε νέους κανόνες του παιχνιδιού (Kupchan 2007,
σ. 95). Ούτε όμως τα σχέδια περιορισμού του αντιπάλου που προέρχονται από τις
στρατηγικές του Ψυχρού Πολέμου, θα μπορούν να εφαρμοστούν. Η οικονομία της
ΕΣΣΔ ήταν αδύναμη και δεν επηρέαζε την παγκόσμια οικονομία. Η σύγχρονη
Κίνα, αντιθέτως, είναι ένας δυναμικός παράγοντας, καθώς αποτελεί τον κύριο
93
εμπορικό εταίρο για όλους τους γείτονές της και για τις περισσότερες από τις
δυτικές βιομηχανικές δυνάμεις, συμπεριλαμβανομένων των Ηνωμένων
Πολιτειών. Κατά συνέπεια, το ερώτημα για το εάν η αύξηση της σχετικής ισχύος
της Κίνας θα επηρεάσει τις σινο-αμερικανικές σχέσεις και το εάν η μείωση της
σχετικής ισχύος των Ηνωμένων Πολιτειών της Αμερικής και ο συνεπακόλουθος
φόβος τους για επιδείνωση της θέσης τους στο διεθνές σύστημα, θα αυξήσουν την
τάση βίαιης σύγκρουσης, της αμοιβαίας πυρηνικής αποτροπής του ηλεκτρονικού
και του υβριδικού πολέμου μεταξύ των δύο, παραμένει.
Εάν λάβουμε υπόψη τη Θεωρία του Κύκλου της Ισχύος -και την πρακτική
εφαρμογή ελέγχου της θεωρίας, στα κεφάλαια που προηγήθηκαν-, κατανοούμε ότι
ένα έθνος υφίσταται τη σχετική παρακμή μόνο όταν ένα άλλο έθνος κερδίζει
σημαντικό μερίδιο επί τοις εκατό. Η Κίνα είναι η μόνη χώρα αυτή την περίοδο
που έχει επεκτείνει σημαντικά τη σχετική της ισχύ, καθώς κατάφερε να την
αυξήσει από το 3% στο 18% σε μόνο 18 έτη (Pepe & Krolik 2017, σ. 26-27). Ο
κόσμος δεν θα στραφεί προς τη Δύση, αλλά μάλλον η Δύση θα στραφεί στη νέα
καρδιά της παγκόσμιας πολιτικής: την περιοχή της Ασίας-Ειρηνικού (Kissane
2005, σ. 118). Αυτό βεβαίως υποδηλώνει ότι το βάρος της εξωτερικής πολιτικής
των ΗΠΑ, στο διεθνές σύστημα όχι μόνο θα συρρικνωθεί, αλλά το διεθνές
σύστημα, θα πρέπει να κατανείμει στην Κίνα έναν πιο αποφασιστικό ρόλο στη
λήψη αποφάσεων (Pepe & Krolik 2017, σ. 28). Επιπλέον και καθώς οι προβλέψεις
βασίζονται στη ΘΚΙ, κύριο χαρακτηριστικό της οποίας είναι η εξισορρόπηση των
στρατιωτικών και οικονομικών δυνατοτήτων, δεν είναι δυνατόν να ισχυριστούμε
ότι η στρατιωτική κυριαρχία των ΗΠΑ επίσης θα συνεχιστεί (Kissane 2005, σ.
117). Φυσικά, μόνο και μόνο επειδή η Κίνα θέλει να είναι σε θέση να «αγωνιστεί
και να κερδίσει», δε σημαίνει ότι θέλει να πολεμήσει (Allison 2018, σ. 132). Η
στρατηγική της Κίνας είναι να αποφύγει τον πόλεμο, αλλά ταυτόχρονα να
εκφοβίσει κάθε μικρότερο κράτος μεμονωμένα, έτσι ώστε να το αναγκάσει να
παραιτηθεί από τα δικαιώματά του στη Νότια Σινική Θάλασσα. Έτσι,
αναβάλλοντας την άμεση αντιπαράθεση με τις Ηνωμένες Πολιτείες όσο το
δυνατόν περισσότερο, η ΛΔΚ θα προσπαθήσει να κάνει χρήση των οικονομικών
της πόρων, ώστε να εξαναγκάσει κάθε μικρότερο κράτος να υποταχθεί (Doran
2012a, σ. 85). Πάρα ταύτα, καθώς επιδιώκει την επίτευξη των στόχων της, ο
ανταγωνισμός με τις Ηνωμένες Πολιτείες, θα επιδεινωθεί λόγω των μεγάλων
πολιτισμικών διαφορών δεδομένου ότι, όπως υποστηρίζει και ο Lee Kuan Yew
«εάν η Αμερική εκτοπιστεί όχι στον κόσμο, αλλά μόνο στο Δυτικό Ειρηνικό από
έναν ασιατικό λαό που πολλοί απεχθάνονται και απορρίπτουν ως παρακμιακό,
αδύναμο, διεφθαρμένο και άστοχο, τότε θα δυσκολευτεί πολύ συναισθηματικά να το
αποδεχθεί. Η αίσθηση της πολιτισμικής υπεροχής των Αμερικανών, θα κάνει αυτή
την υπόθεση ακόμα πιο δύσκολη» (Allison 2018, σ. 132 & 140). Στην υπόθεση
αυτή έρχονται να προστεθούν και οι θέσεις του ιδίου του Doran που θεωρεί πώς
πολύ πριν φθάσει στην κορυφή, η Κίνα θα αντιμετωπίσει ένα πρώτο σημείο
καμπής εφόσον η πίεση που αισθάνεται, δεν προέρχεται από τις ΗΠΑ αλλά από
πολύ ένα μικρότερο κράτος που ανεβαίνει από τον πάτο του διεθνούς
συστήματος, δηλαδή την Ινδία. Κατά συνέπεια, η ΛΔΚ, ξαφνικά θα πρέπει να
αντιμετωπίσει μια ασυνέχεια στις προσδοκίες της για την εξωτερική πολιτική
όσον αφορά στο μελλοντικό ρόλο και την ασφάλειά της. Και καμία διαρθρωτική
94
αλλαγή δεν είναι τόσο τραυματική όσο η ασυνέπεια των προσδοκιών (Doran
2012a, σ. 80-82). Ως εκ τούτου, η Κίνα θα αντιμετωπίσει μια πιο αργή αύξηση
σχετικής ισχύος στο μέλλον και τα δύο έθνη, οι Ηνωμένες Πολιτείες και η Λαϊκή
Δημοκρατία, θα αντιμετωπίσουν ένα κρίσιμο σημείο καμπής στην τροχιά της
ισχύος τους και, έτσι, είναι πιθανότερο να εμπλακούν σε πόλεμο από ό,τι σε
φυσιολογικές εποχές (Hülser 2013, σ. 85).
Σύμφωνα με μία μελέτη της εταιρείας RAND, μετά από μόλις ένα χρόνο από
έναν συμβατικό πόλεμο, το αμερικανικό ΑΕΠ, θα μπορούσε να υποχωρήσει έως
και 10% και το κινεζικό κατά 35%, όπως ακριβώς και στη Μεγάλη Ύφεση. Και
εάν ο πόλεμος καταστεί πυρηνικός, τότε και τα δύο έθνη θα μπορούσαν να
καταστραφούν ολοκληρωτικά. Οι Κινέζοι και οι Αμερικανοί ηγέτες ξέρουν ότι
αυτά δεν πρέπει να συμβούν (Allison 2018, σ. 155). Αυτή άλλωστε, είναι και η
θέση του Donald Trump, ο οποίος, υποστηρίζει πώς «ενώ απέναντι στην Κίνα,
οφείλουμε να τηρήσουμε σθεναρή στάση και να τους υπενθυμίσουμε ότι είναι κακή
εμπορική πρακτική να εκμεταλλεύεσαι τον καλύτερο πελάτη σου, ύστερα, πρέπει να
καθίσουμε και να βρούμε μαζί πώς θα μπορέσουμε να οδηγηθούμε σε μία πιο δίκαιη
σχέση» (Trump 2017, σ. 71-72). Όμως, όσο άστοχη και αν ανεπιθύμητη είναι αυτή
η εξέλιξη, ωστόσο δεν σημαίνει ότι δεν είναι αδύνατο να υπάρξει. Οι πόλεμοι
συμβαίνουν ακόμα και όταν οι ηγέτες είναι αποφασισμένοι να τους αποφύγουν.
Τα γεγονότα ή οι ενέργειες των αντιπάλων, τους αναγκάζουν να λάβουν
αποφάσεις που διακινδυνεύουν το ξέσπασμα πολέμου, λόγω μη αποδοχής των
απαράδεκτων εναλλακτικών λύσεων. Ο Περικλής δεν ήθελε τον πόλεμο με τη
Σπάρτη. Ο Κάιζερ, δεν επιδίωξε πόλεμο με τη Μεγάλη Βρετανία (Allison 2018, σ.
155). Στο ερώτημα συνεπώς, για το εάν υφίσταται γενικότερη τάση θερμής
σύγκρουσης μεταξύ των δύο υπερδυνάμεων, η απάντηση είναι πώς, αυτή, δεν
πρόκειται να συμβεί, τουλάχιστον άμεσα. Όπως προβλέπει και ο ίδιος ο πατέρας
της Θεωρίας του Κύκλου της Ισχύος, Charles Doran, παρόλο που θα υπάρξουν
σημαντικές αλλαγές στην κατανομή της εξουσίας μεταξύ των μεγάλων διεθνών
παραγόντων, δε θα υπάρξει άμεσος κίνδυνος πολέμου επειδή η ΛΔΚ εξακολουθεί
να επωφελείται από το διεθνές σύστημα (Hülser 2013, σ. 6). Σε περίπτωση που
δεν υπάρξει κάποιο «ατύχημα», ΛΔΚ και ΗΠΑ, θα εμπλακούν σε πολέμους δι’
αντιπροσώπων (proxy wars) σε κεντρικά γεωστρατηγικά σημεία ανά τον πλανήτη,
ενώ το πιο πιθανό, είναι να εδραιωθεί μία «ισορροπία του οικονομικού τρόμου», η
οποία θα αποτελεί χαρακτηριστικό ενός «ψύχραιμου» ή «ατάραχου πολέμου»
(cool war), πολύ διαφορετικού από την εμπειρία του διπολικού κόσμου που
ακολούθησε το Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο (Πετρόπουλος & Χουλιάρας 2014, σ.
18).

95
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
Ελληνόφωνη βιβλιογραφία

Barber Benjamin (1998), Ο Κόσμος των Mac Κόντρα στους Τζιχάντ: Η


Παγκοσμιοποίηση και ο Φονταμενταλισμός Εχθροί της Δημοκρατίας και της
Ελευθερίας, 1η, Αθήνα, Εκδόσεις Καστανιώτη

Bessière Stéphanie (2007), Η Κίνα στην Αυγή του 21ου Αιώνα: Η Επιστροφή μίας
Δύναμης;, 1η, Αθήνα, Εκδόσεις Κέδρος

Brzezinski Zbigniew & Scowcroft Brent (2010), Η Αμερική και ο Κόσμος: Συζητήσεις
Σχετικά με το Μέλλον της Αμερικανικής Εξωτερικής Πολιτικής, 1η, Αθήνα, Εκδόσεις
Λιβάνη

Brzezinski Zbigniew (1998), Η Μεγάλη Σκακιέρα: Η Αμερικανική Υπεροχή και οι


Γεωστρατηγικές της Επιταγές, 1η, Αθήνα, Εκδόσεις Λιβάνη

Gilpin Robert (2007), Παγκόσμια Πολιτική Οικονομία: Η Διεθνής Οικονομική Τάξη,


6η, Αθήνα, Εκδόσεις Ποιότητα

Gilpin Robert (2007), Πόλεμος και Αλλαγή στη Διεθνή Πολιτική, 3η, Αθήνα, Εκδόσεις
Ποιότητα

Jackson Robert & Sorensen Georg (2006), Θεωρία και Μεθοδολογία των Διεθνών
Σχέσεων: Η Σύγχρονη Συζήτηση, 1η, Αθήνα, Εκδόσεις Gutemberg

Kennedy Paul (1991), Η Άνοδος και η Πτώση των Μεγάλων Δυνάμεων: Οικονομική
Μεταβολή και Στρατιωτική Σύγκρουση από το 1500 έως το 2000 (Α), 1η, Αθήνα,
Εκδόσεις Αξιωτελλής

Kennedy Paul (1990), Η Άνοδος και η Πτώση των Μεγάλων Δυνάμεων: Οικονομική
Μεταβολή και Στρατιωτική Σύγκρουση από το 1500 έως το 2000 (Α1), 1η, Αθήνα,
Εκδόσεις Αξιωτελλής

Klein Naomi (2010), Το Δόγμα του Σοκ: Η Άνοδος του Καπιταλισμού της
Καταστροφής, 1η, Αθήνα, Εκδόσεις Λιβάνη

Kupchan A. Charles (2007), Το Τέλος της Αμερικανικής Εποχής: Η Εξωτερική


Πολιτική των Ηνωμένων Πολιτειών και η Γεωπολιτική του 21 ου Αιώνα, 1η, Αθήνα,
Εκδόσεις Λιβάνη

96
Kynge James (2007), Η Κίνα Κατακτά τον Κόσμο: Η Άνοδος Ενός Φιλόδοξου Έθνους,
1η, Αθήνα, Εκδόσεις Νίκα

Leonard Mark (2008), Τι Σκέφτεται η Κίνα;, 1η, Αθήνα, Εκδόσεις Κριτική

Trump J. Donald (2017), Αμερική Σπουδαία Ξανά: Πώς να Διορθώσουμε την


Τραυματισμένη Αμερική μας, 1η, Αθήνα, Εκδόσεις Μίνωα

Wallerstein Immanuel (2005), Η Παρακμή της Αμερικανικής Ισχύος: Οι ΗΠΑ σε Ένα


Χαοτικό Κόσμο, 1η, Αθήνα, Εκδόσεις Εξάντα

Walt M. Stephen (2007), Στρατηγικές Αντίστασης στην Ηγεμονία των ΗΠΑ, 1η, Αθήνα,
Εκδόσεις Καστανιώτη

Watson Adam (2010), Η Εξέλιξη της Διεθνούς Κοινωνίας: Μία Συγκριτική Ιστορική
Ανάλυση, 4η, Αθήνα, Εκδόσεις Ποιότητα

Αρβανιτόπουλος Κωνσταντίνος (2003), Η Αμερικανική Εξωτερική Πολιτική Μετά τον


Ψυχρό Πόλεμο: Ιδεολογικά Ρεύματα, 1η, Αθήνα, Εκδόσεις Ποιότητα

Βαρβαρούσης Πάρις (2004), Διεθνείς Σχέσεις και Εξωτερική Πολιτική στον 21ο
Αιώνα, 1η, Αθήνα, Εκδόσεις Παπαζήση

Βαρουφάκης Γιάνης (2012), Παγκόσμιος Μινώταυρος: Οι Πραγματικές Αιτίες της


Κρίσης, 1η, Αθήνα, Εκδόσεις Λιβάνη

Θουκυδίδης (1991), Ιστορία 1: Αιτίες και Αφορμές του Πελοποννησιακού Πολέμου, 1η,
Αθήνα, Εκδόσεις Κάκτος

Κουσκουβέλης Ι. Ηλίας (2010), Εισαγωγή στις Διεθνείς Σχέσεις, 6η, Αθήνα, Εκδόσεις
Ποιότητα

Μουρδουκούτας Πάνος & Arayma Yuko (2006), Η Στρατηγική της Κίνας (Δεύτερος
Τόμος): Επιχειρηματική Στρατηγική σε μία Ημιπαγκοσμιοποιημένη Οικονομία, 1η,
Αθήνα, Εκδόσεις Σταμούλη

Μπόση Μαίρη (2014), Η Διεθνής Ασφάλεια στον Μεταψυχροπολεμικό Κόσμο: Οι


Αραβικές Εξεγέρσεις και η Περίπτωση της Συρίας, 1η, Αθήνα, Εκδόσεις Ποιότητα

Παπασωτηρίου Χαράλαμπος (2009), Η Διεθνής Πολιτική στον 21ο Αιώνα, 2η, Αθήνα,
Εκδόσεις Ποιότητα

97
Παπασωτηρίου Χαράλαμπος (2013), Η Κίνα από την Ουράνια Αυτοκρατορία στην
Ανερχόμενη Υπερδύναμη του 21ου Αιώνα, 1η, Αθήνα, Εκδόσεις Ποιότητα

Παρίσης Ιωάννης (2011), Παράγοντες Ισχύος στο Διεθνές Σύστημα, 1η, Αθήνα,
Εκδόσεις Ινφογνώμων

Πετρόπουλος Σωτήρης & Χουλιάρας Αστέρης (επιμ.) (2014), Η Κίνα και οι Άλλοι: Οι
Σχέσεις της Κίνας με την Ευρώπη και τον Κόσμο, 1η, Αθήνα, Εκδόσεις Παπαζήση

Φούσκας Κ. Βασίλης (2009), Αυτοκρατορία και Πόλεμος: Η Κρίση της Αμερικανικής


Υψηλής Στρατηγικής και η Ανάδυση της Πολυπολικότητας, 1η, Αθήνα, Εκδόσεις
Ποιότητα

Φούσκας Κ. Βασίλης (2008), Ζώνες Πολέμου: Η Αμερικανική Εξωτερική Πολιτική


στα Βαλκάνια και στην Ευρύτερη Μέση Ανατολή, 2η, Αθήνα, Εκδόσεις Ποιότητα

Χατζηγάκης Μ. Σωτήρης & Χατζηγάκης Σ. Μικελής (2010), Κίνα 1978-2008: Η


Αναγέννηση του Δράκου, 1η, Αθήνα, Εκδόσεις Καστανιώτη

Χατζόπουλος Αχιλλέας (2000), Κίνα 2000: Καπιταλισμός ή “Σοσιαλιστική Οικονομία


της Αγοράς;”, 1η, Αθήνα, Εκδόσεις Κάκτος

Ξενόγλωσση βιβλιογραφία

Allison Graham (2018), Destined for War: Can America and China Escape
Thucydides’s Trap?, Νέα Υόρκη, Εκδόσεις First Mariner Books

Aron Raymond (2003), Peace and War: A Theory of International Relations, Νέα
Υόρκη, Εκδόσεις Routledge

Bull Hedley (1995), The Anarchical Society: A Study of Order in World Politics, 2η,
Λονδίνο, Εκδόσεις Macmillan

Doran Charles F. (1983), “Power Cycle Theory and the Contemporary World
System”, στο Thompson W.R., Contending Approaches to World System Analysis,
Μπέβερλι Χιλς, Εκδόσεις Sage

Gardner C. Lloyd (1993), Spheres Of Influence: The Great Powers Partition Europe,
from Munich to Yalta, 1η, Σικάγο, Εκδόσεις Ivan R. Dee

98
Jervis Robert (2017), Perception and Misperception in International Politics: With a
New Preface by the Author, New Paperback Edition, Γούντστοκ, Εκδόσεις Princeton
University Press

Koliopoulos Constantinos & Platias G. Athanassios (2010), Thucydides on Strategy:


Athenian and Spartan Grand Strategies in the Peloponesian War and Their Relevance
Today, 1η, Νέα Υόρκη, Εκδόσεις Columbia University Press

Lasswell Harold D. & Kaplan Abraham (1951), Power and Society: A Framework for
Political Inquiry, Νιου Χέιβεν, Εκδόσεις Yale University Press

Midlarsky I. Manus (2000), Handbook of War Studies II, Μίσιγκαν, Εκδόσεις


University of Michigan Press

Morgenthau Hans J. (1993), Politics Among Nations: The struggle for power and
peace, Νέα Υόρκη, Εκδόσεις McGraw-Hill

Morgenthau Hans J. (1965), Scientific Man versus Power Politics, Σικάγο, Εκδόσεις
Phoenix

Nye S. Joseph (2004), Soft Power: The Means to Success in World Politics, Νέα
Υόρκη, Εκδόσεις Public Affairs

Spykman Nicholas John (1942), America’s Strategy in World Politics: The United
States and the Balance of Power, Νέα Υόρκη, Εκδόσεις Harcourt, Brace and
Company

Waltz Kenneth N. (1979), Theory of International Politics, Φιλιππίνες, Εκδόσεις


Addison-Wesley

Weber Max (1978), Economy and Society: An Outline of Interpretive Sociology, Λος
Άντζελες, Καλιφόρνια, Εκδόσεις University of California Press

Κυβερνητικές πηγές

Delegation of the European Union to the United States (2018), President Juncker Set
to Meet President Trump on July 25, 23/07/2018, http://tiny.cc/3ez1bz

Men Jing (NATO) χ.χ., Η Χρηματοοικονομική Κρίση θα κάνει την Κίνα μία
Υπερδύναμη;, Ημερομηνία Προσπέλασης 21/05/2018, https://goo.gl/cnokvk

99
Office of Trade and Manufacturing (The White House) (2018), “How China’s
Economic Aggression Threatens the Technologies and Intellectual Property of the
United States and the World”, 19/06/2018, https://www.whitehouse.gov/briefings-
statements/office-trade-manufacturing-policy-report-chinas-economic-aggression-
threatens-technologies-intellectual-property-united-states-world/

The Ministry of Foreign Affairs (Republic of Kazakhstan) (2018), “Shanghai


Cooperation Organization”, 25/09/2018, http://mfa.gov.kz/en/content-view/shos

Υπουργείο Εξωτερικών (Ελληνική Δημοκρατία) (χ.χ.), “Ταϊβάν/Κινεζική Ταϊπέι”,


Ημερομηνία Προσπέλασης 25/07/2019, https://www.mfa.gr/blog/dimereis-sheseis-tis-
ellados/?page=32?page=32

Διδακτορικές διατριβές

Κοντός Μιχάλης (2016), “Ο Παρεμβατισμός των Η.Π.Α. σε Περιφερειακές Κρίσεις:


Οι Περιφερειακές Παρεμβάσεις ως Εργαλείο Ηγεμονισμού”, Διδακτορική Διατριβή,
Τμήμα Διεθνών, Ευρωπαϊκών και Περιφερειακών Σπουδών, Πάντειο Πανεπιστήμιο
Κοινωνικών και Πολιτικών Επιστημών, Αθήνα

Μελέτες

Blackwill D. Robert & Tellis J. Ashley (2015), Revising U.S. Grand Strategy Toward
China, Council on Foreign Relations, Council Special Report No. 72, Μάρτιος 2015

European Council on Foreign Relations (2016), China and Russia: Gaming the
West?, ECFR, Οκτώβριος 2016

Guzzini Stefano (2017), Realist Theories and Practice, Danish Institute for
International Studies, Working Paper 2017:8

Hülser Sarah (2013), Power Cycle Theory Reconsidered: Is China going to destabilize
the Global Order?, Freie Universität Berlin, NFG Working Paper Series No. 06,
Ιούλιος 2013

Hooker R.D. Jr (2014), The Grand Strategy of the United States, Institute for National
Strategic Studies, INSS Strategic Monograph, National Defence University Press,
Washington D.C., Οκτώβριος 2014

Janbo Jian & Méndez Álvaro (2015), Change and Continuity in Chinese Foreign
Policy: China’s Engagement in the Libyan Civil War as a Case Study, The London
School of Economics and Political Science, LSE Global South Unit, Working Paper
No. 5/2015
100
McClory Jonathan (επιμ.) (2017), The Soft Power 30: A Global Ranking of Soft
Power, USC Center on Public Diplomacy, Portland, Ιούλιος 2017

Schweller L. Randall (2016), The Balance of Power in World Politics, Μάιος 2016,
DOI: 10.1093/acrefore/9780190228637.013.119

Siriwardana Mahinda & Iddamalgoda Anoma (2003), Effects of the Asian Economic
Crisis on Singapore and Its Policy Responses: A General Equilibrium Analysis,
University of New England, UNEAC Asia Papers No. 6, Ιανουάριος 2003

Thomson Jack (2017), Trump and the Future of US Grand Strategy, CSS Analysis in
Security Policy No. 212, Σεπτέμβριος 2017

Μαρτζούκος Βασίλειος (2016), Στρατηγικός Ανταγωνισμός στην Κινεζική Θάλασσα:


Συμπεράσματα από τις Ναυτικές Στρατηγικές ΗΠΑ και Κίνας. Γεωπολιτική
Θεώρηση και Θαλάσσια Στρατηγική Κίνας και ΗΠΑ, ΕΛΙΣΜΕ, Ιανουάριος 2016

Διασκέψεις

Doran F. Charles & Mellon W. Andrew (2009), “Power Cycles or Power Shifts?”,
paper presented to the International Political Science Association Meetings, Santiago,
Chile, Ιούλιος 2009

Αρθρογραφία

Angang Hu (2015), “Embracing China’s “New Normal”: Why the Economy is Still
on Track”, Foreign Affairs, Μάιος/Ιούνιος 2015, Vol. 94, Number 3, σ.8-12

Beddoes Zanny Minton (2017), “Πλανήτης Τραμπ”, Ο Κόσμος το 2017, The


Economist, Hazlis & Rivas, σ. 23-24

Beehner Lionel & Meibauer Gustav (2016), “The Futility of Buffer Zones in
International Politics”, Foreign Policy Research Institute, Καλοκαίρι 2016, Elsevier
Ltd, σ. 1-19

Bessen James (2015), “The Anti-Innovators: How Special Interests Undermine


Entrepreneurship”, Foreign Affairs, Ιανουάριος/Φεβρουάριος 2015, Vol. 94, Number
1, σ. 55-60

Blau Rosie (2017), “Η Νέα Μεγάλη Πορεία: Όλο και Περισσότεροι Κινέζοι Φοιτητές
Φεύγουν στο Εξωτερικό”, O Κόσμος το 2017, The Economist, Hazlis & Rivas, σ. 76

101
Carter Caroline (2018), “Μία Χώρα, Δύο Σημεία Ελέγχου”, O Κόσμος το 2018, The
Economist, Hazlis & Rivas, σ. 80

Curr Henry (2016), “Ασυνήθιστη Ανάκαμψη”, Ο Κόσμος το 2016, The Economist,


Hazlis & Rivas, σ. 55

Craig Julian C. (2000), “The Impact of the Asian Economic Crisis in Thailand”,
Managerial Finance, Vol. 26, Number 4, σ. 39-48

DeAnne Julius (1987), “Britain’s Changing International Interests: Economic


Influences on Foreign Policy Priorities”, International Affairs, Καλοκαίρι 1987, Vol.
63, Number 3, σ. 376-393

Deutsch Karl (1967), “On the Concepts of Politics and Power”, Journal of
International Affairs, Vol. 21, Number 2, σ. 232-241

Doran F. Charles (2012), “Power Cycle Theory and the Ascendance of China:
Peaceful or Stormy?”, SAIS Review, Άνοιξη/Χειμώνας 2012, Vol. 32, Number 1, σ.
73-87

Hebron Lui, Patrick James & Rudy Michael (2007), “Testing Dynamic Theories of
Conflict: Power Cycles, Power Transitions, Foreign Policy Crises and Militarized
Interstate Disputes”, International Interactions, 33:1, σ. 1-29

Hochberg P. Fred (2015), “Protecting America’s Competitive Advantage”, Foreign


Affairs, Μάιος/Ιούνιος 2015, Vol. 94, Number 3, σ. 59-65

Ikenberry G. John (2008), “The Rise of China and the Future of the West: Can the
Liberal System Survive?”, Foreign Affairs, Ιανουάριος/Φεβρουάριος 2008, Vol. 87,
Number 1, σ. 23-37

Jervis Robert (1978), “Cooperation Under the Security Dilemma”, World Politics,
Ιανουάριος 1978, Vol. 30, Number 2, σ. 167-214

Kaviani Reza (2017), “The Concept of Power in International Relations”,


International Journal of Political Science, Καλοκαίρι 2017, Vol. 7, Number 2, σ. 29-
36

Keqiang Li (2016), “Το Οικονομικό Σχέδιο της Κίνας”, O Κόσμος το 2016, The
Economist, Hazlis & Rivas, σ. 74

102
Kissane Dylan (2005), “2015 and the Rise of China: Power Cycle Analysis and the
Implications for Australia”, Security Challenges, 2005, Vol. 1, Number 1, σ. 105-121

Kontos Michalis (2016), “Hegemony and Balance of Power in the Middle East”,
Eastern Mediterranean Geopolitical Review, Φθινόπωρο 2016, Vol. 2, σ. 11-28

Krepinevich Andrew Jr. (2015), “How to Deter China: The Case for Archipelagic
Defence”, Foreign Affairs, Μάρτιος/Απρίλιος 2015, Vol. 94, Number 2, σ. 78-86

Litan Robert (2015), “Start-Up Slowdown: How the United States Can Regain Its
Entrepreneurial Edge”, Foreign Affairs, Ιανουάριος/Φεβρουάριος 2015, Vol. 94,
Number 1, σ. 47-53

Long Simon (2016), Σε ταλάντευση, O Κόσμος το 2016, The Economist, Hazlis &
Rivas, σ. 63-64
Mearsheimer J. John (2006), “China’s Unpeaceful Rise”, Current History, Απρίλιος
2006, 105, 690, σ. 160-162

Mearsheimer J. John (2010), “The Gathering Storm: China’s Challenge to US Power


in Asia”, The Chinese Journal of International Politics, Χειμώνας 2010, Vol. 3, Issue
4, σ. 381-396

Miller D. Paul (2012), “Five Pillars of American Grand Strategy”, Survival: Global
Politics and Strategy, Οκτώβριος/Νοέμβριος 2012, Vol. 54, Number 5, σ. 7-44

Milles James (2015), “Ακόμα πιο Μυώδης”, O Κόσμος το 2015, The Economist,
Hazlis & Rivas, σ. 67-68

Nye Joseph (2004), “Soft Power and American Foreign Policy”, Political Science
Quarterly, Καλοκαίρι 2004, Vol. 19, Number 2, σ. 255-270

Pepe S. Michael & Krolik Kaitlyn (2017), “Using Power Cycle Theory and Role
Realignment Theory to Recognize the International Roles of China and the United
States”, International Journal of Business and Social Science, Απρίλιος 2017, Vol. 8,
Number 4, σ. 20-28

Rabinovitch Simon (2018), “Ανάπτυξη Τύπου L”, The Economist, Hazlis & Rivas, σ.
81

Rice Condoleezza (2000), “Campaign 2000: Promoting the National Interest”,


Foreign Affairs, Ιανουάριος/Φεβρουάριος 2000, Vol. 79, Number 1, σ. 45-62

103
Rose Gideon (1998), “Neoclassical Realism and Theories of Foreign Policy”, World
Politics, Οκτώβριος 1998, Vol. 51, Νumber 1, σ. 144-172

Ross S. Robert (2013), “US Grand Strategy, the Rise of China, and US National
Security Strategy for East Asia”, Strategic Studies Quarterly, Καλοκαίρι 2013, σ. 20-
40

Sharma D. Shalendra (2002), “Why China Survived the Asian Financial Crisis?”,
Brazilian Journal of Political Economy, Απρίλιος-Ιούνιος 2002, Vol. 22, Number 22,
σ. 32-58

Shuli Hu (2018), “Η κλιματική ευαισθητοποίηση της Κίνας”, Ο Κόσμος το 2018, The


Economist, Hazlis & Rivas, σ. 84

Smith Colby (2018), “Ένας Ψηφιακός Δρόμος του Μεταξιού”, Ο Κόσμος το 2018,
The Economist, Hazlis & Rivas, σ. 83

Swaine D. Michael (2015), “The Real Challenge in the Pacific”, Foreign Affairs,
Μάιος/Ιούνιος 2015, Vol. 94, Number 3, σ. 145-153

Κουσκουβέλης Ηλίας (1997), “Η Έννοια της Σταθερότητας στη Θεωρία της Διεθνούς
Πολιτικής”, Το Βήμα των Κοινωνικών Επιστημών, Μάιος 1997, Τόμος ΣΤ’, Τεύχος
21, σ. 115-141

Διαδικτυακές πηγές

Albert Eleanor (2019), China-Taiwan Relations, Council on Foreign Relations,


27/06/2019, https://www.cfr.org/backgrounder/china-taiwan-relations

Albert Eleanor (2015), The Shanghai Cooperation Organization, Council on Foreign


Relations, 14/10/2015, https://www.cfr.org/backgrounder/shanghai-cooperation-
organization

Al Jazeera (2017), Russia and China Veto UN Resolution on Syria Sanctions,


28/02/2017, https://www.aljazeera.com/news/2017/02/russia-china-veto-resolution-
syria-sanctions-170228170547908.html

Amadeo Kimberly (2019), Cost of Iraq War, Its Timeline, and the Economic Impact,
The Balance, 25/06/2019, https://www.thebalance.com/cost-of-iraq-war-timeline-
economic-impact-3306301

BBC (2016), Why Is the South China Sea Contentious?, 12/07/2016,


http://www.bbc.com/news/world-asia-pacific-13748349
104
Boyd Alan (2018), Are China and America Getting Ready for a War in Space?, The
National Interest, 17/04/2018, http://tiny.cc/61x1bz

Capital (2014), Κινέζοι Πήραν Μυστικά Εταιρειών Πυρηνικής Ενέργειας Λένε οι


ΗΠΑ, 20/05/2014, https://www.capital.gr/epikairotita/2020226/kinezoi-piran-
mustika-etaireion-purinikis-energeias-lene-oi-ipa

Campell Charlie (2017), Ports, Pipelines, and Geopolitics: China's New Silk Road Is a
Challenge for Washington, Time, 23/10/2017, http://time.com/4992103/china-silk-
road-belt-xi-jinping-khorgos-kazakhstan-infrastructure/

Carson Michael & Clark John (2013), Asian Financial Crisis July 1997–December
1998, Federal Reserve History, 22/11/2003, https://goo.gl/WKDmZA
Chan Minnie (2018), Welcome to the Modern Military: China’s New Combat Units
Prepare for Electronic Warfare, South China Morning Post, 11/07/2018,
https://www.scmp.com/news/china/diplomacy-defence/article/2154550/welcome-
modern-military-chinas-new-combat-units-prepare

CNN Greece (2018), Η Σαουδική Αραβία Καταδικάζει την “Ανάμιξη” της Γερουσίας
των ΗΠΑ στην Υπόθεση Κασόγκι, 17/12/2018, http://tiny.cc/swy1bz

Cobus Pete (χ.χ.), Conflict and Diplomacy on the High Seas, Voice of America,
Ημερομηνία Προσπέλασης 23/05/2018, https://projects.voanews.com/south-china-
sea/

Council on Foreign Relations (χ.χ.), “China’s Maritime Disputes”, Ημερομηνία


Προσπέλασης 21/07/2019, http://www.cfr.org/asia-and-pacific/chinas-maritime-
disputes/p31345#!/?cid=otr-marketing_use-china_sea_InfoGuide

Coy Peter, Hamlin Kevin, Zhai Keith, Curran Enda & Mayenda Andrew (2018), The
U.S.-China Rivalry Is Just Getting Started, Bloomberg, 17/05/2018,
https://www.bloomberg.com/news/articles/2018-05-17/the-u-s-china-rivalry-is-just-
getting-started

Davis Malcolm (2018), China’s Strategic Strait in the South China Sea (Part 1), The
Strategist, 21/05/2018, https://www.aspistrategist.org.au/chinas-strategic-strait-in-the-
south-china-sea-part-1/

Dollar David (2018), Trump’s Hot-Cold Stance on China, Brookings, 15/05/2018,


https://www.brookings.edu/blog/order-from-chaos/2018/05/15/trumps-hot-cold-
stance-on-china/

105
Doran Charles (2012), Power Cycle Theory, the Shifting Tides of History, and
Statecraft: Interpreting China's Rise, The SAIS Europe Journal, 01/04/2012,
http://saisjournal.org/posts/power-cycle-theory-the-shifting-tides-of-history-and-
statecraft

Dorcas Wong & Chipman Koty Alexander (2019), The US-China Trade War: A
Timeline, China Briefing, 26/08/2019, https://www.china-briefing.com/news/the-us-
china-trade-war-a-timeline/

Economy Elizabeth (επιμ.) (2017), Beware Chinese Influence but Be Wary of a China
Witch Hunt, Council on Foreign Relations, 22/12/2017, https://goo.gl/vUcAzo

Economy Elizabeth (επιμ.) (2018), U.S. Policy Toward China: Dumping the Baby,
the Bathwater, and the Tub, Council on Foreign Relations, 15/02/2018,
https://goo.gl/PZzwBW

Enikonomia (2018), “Παγίδες” στον Δρόμο του Μεταξιού, 24/04/2018,


http://www.enikonomia.gr/international/186379,pagides-ston-dromo-tou-
metaxiou.html

Euronews (2018), Δέκα Χρόνια Μετά την Χρηματοπιστωτική Κρίση του 2008-Τι
Λέει η ΕΚΤ, 10/08/2018, https://gr.euronews.com/2018/08/10/deka-hronia-meta-thn-
hrhmatopistwtikh-krish-tou-2008-ti-leei-h-ekt

Euronews (2014), Η Ταϊβάν Χτίζει “Γέφυρες” με την Ευρωπαϊκή Ένωση,


08/01/2014, https://gr.euronews.com/2014/01/08/tentative-steps-towards-urgently-
needed-eu-taiwan-trade-deal

Fleming Casey T., Qualkenbush Eric L. & Chapa Anthony M. (χ.χ.), The New Global
Competitive Model Based on Cyber and Asymmetrical Hybrid Warfare, Ημερομηνία
Προσπέλασης 25/08/2019, https://smallwarsjournal.com/jrnl/art/new-global-
competitive-model-based-cyber-and-asymmetrical-hybrid-warfare

Garton Ash Timothy (2011), Η Κρίση στην Ευρώπη Διευκολύνει την Άνοδο της
Κίνας, Το Βήμα, 26/06/2011, http://www.tovima.gr/opinions/article/?aid=408195

Guldogan Diyar (2017), Joining of Pakistan, India “Strengthens” Shanghai Pact,


Anadolu Agency, 01/12/2017, https://www.aa.com.tr/en/asia-pacific/joining-of-
pakistan-india-strengthens-shanghai-pact/987533

Grossman Derek (2017), China Will Regret India's Entry Into the Shanghai
Cooperation Organization, The Diplomat, 24/07/2017, https://goo.gl/D6PhKQ

106
Huffington Post Greece (2017), ΟΗΕ: Βέτο από Ρωσία και Κίνα στην Επιβολή
Κυρώσεων στη Συρία, 28/02/2017, http://tiny.cc/ef71bz

Johnson James (2017), China’s Vision of the Future Networked Battlefield, The
Diplomat, 26/04/2017, https://thediplomat.com/2017/04/chinas-vision-of-the-future-
networked-battlefield/

Iefimerida (2018), Αμερικανός Ιστορικός Εξηγεί τη Σύγκρουση Κίνας-ΗΠΑ Μέσα


από το Θουκυδίδη–Συναρπαστικό, 07/01/2018, https://goo.gl/GTCxWE

Iefimerida (2018), Η Κίνα Έστειλε για Πρώτη Φορά Πυρηνικά Βομβαρδιστικά σε


Νησί στη Νότια Σινική Θάλασσα, 20/05/2018, https://goo.gl/s6xxua

In Business News (2015), Η Κίνα Κατακτά το Χόλυγουντ, 19/06/2015,


https://inbusinessnews.reporter.com.cy/financials/world/article/138560/i-kina-katakta-
to-choligynt

Ioannides A. Nicholas (2019), The China-Japan and Venezuela-Guyana Maritime


Disputes: How the Law on Underlimited Maritime Areas Addresses Unilateral
Hydrocarbon Activities, Blog of the European Journal of International Law,
25/01/2019, http://tiny.cc/jba9ez

Khan Shalman (2018), Αποφεύγοντας τον Πόλεμο Μεταξύ Αμερικής και Κίνας,
Foreign Affairs The Hellenic Edition, 04/12/2018, http://tiny.cc/tp51bz

Kissinger A. Henry (2012), Το Μέλλον των Σχέσεων ΗΠΑ-Κίνας: Η Σύγκρουση


Είναι μία Επιλογή, όχι Αναγκαιότητα, Foreign Affairs The Hellenic Edition,
10/05/2012, http://foreignaffairs.gr/articles/68781/henry-a-kissinger/to-mellon-ton-
sxeseon-ipa-%E2%80%93-kinas

Kuo Lily (2018), China and US Jockey for Tariff Concessions in Tit-for-Tat Trade
Standoff, The Guardian, 05/04/2018, https://goo.gl/FMf2Sg

Mauldin John (2018), U.S. And China Rivalry Is More Than A Trade War, Forbes,
26/04/2018, https://www.forbes.com/sites/johnmauldin/2018/04/26/u-s-china-rivalry-
is-more-than-a-trade-war/#7c58df3124d8

Martosko David (2017), Donald Trump Promises “12 Carrier Navy” as he Touts
Massive Military Buildup Aboard New Nuclear-Powered Aircraft Carrier and Pledges
that America’s Enemies will be in “Big, Big Trouble”, The Daily Mail, 2/3/2017,
http://www.dailymail.co.uk/news/article-4274294/Trump-push-Pentagon-upgrade-
aboard-US-aircraft-carrier.html

107
Medcalf Rory & Mohan C. Raja (2014), The U.S.-China Rivalry Has Asia on Edge:
Can “Middle Powers” Create Stability?, Brookings, 15/08/2014,
https://www.brookings.edu/opinions/the-u-s-china-rivalry-has-asia-on-edge-can-
middle-powers-create-stability/

Newsbeast (2012), ΗΠΑ Εναντίον Κίνας για τους Δασμούς στα Αυτοκίνητα,
06/07/2012, https://www.newsbeast.gr/financial/arthro/379745/ipa-enadion-kinas-gia-
tous-dasmous-sta-autokinita

Newsbeast (2017), Η Σύγκρουση ΗΠΑ-Βόρειας Κορέας, τα Πυρηνικά και ο Ρόλος


της Κίνας, Ρωσίας και Ευρώπης, 23/04/2017, http://tiny.cc/x5y1bz

RAND Corporation (χ.χ.), America and China: Rivalry and Partnership, Ημερομηνία
Προσπέλασης 23/05/2018, https://www.rand.org/research/primers/china.html

Ratner Ely (2018), Exposing China’s Actions in the South China Sea, Council on
Foreign Relations, 06/04/2018, https://www.cfr.org/report/exposing-chinas-actions-
south-china-sea

Reuters (2018), China Unveils Vision for “Polar Silk Road” across Arctic,
26/01/2018, https://www.reuters.com/article/us-china-arctic/china-unveils-vision-for-
polar-silk-road-across-arctic-idUSKBN1FF0J8

Sahady Jeanne (2017), The Financial Cost of 16 Years in Afghanistan, CNN Business,
22/08/2017, http://tiny.cc/ucx1bz

Sputnik Ελλάδα (2019), Έκθεση Αποκαλύπτει: Πιθανή Μία Παράλληλη Επίθεση των
ΗΠΑ κατά της Κίνας στο Διαδίκτυο και το Εμπόριο, 12/06/2019,
https://sputniknews.gr/texnologia/201906123728342-ekthesh-apokaluptei-epithesh-
hpa-kinas-emporio/

The Conversation (2018), China Steps into Soft Power Vacuum as the US Retreats
under Trump, 08/01/2018, http://theconversation.com/china-steps-into-soft-power-
vacuum-as-the-us-retreats-under-trump-89701

The Guardian (2018), China and US Reach “Consensus” on Reducing Trade Gap,
20/05/2018, https://www.theguardian.com/world/2018/may/20/china-and-us-reach-
consensus-on-reducing-trade-gap

The Guardian (2018), China Urges US to “Correct Mistake” on Taiwan, 18/03/2018,


https://www.theguardian.com/world/2018/mar/18/china-urges-us-to-correct-mistake-
on-taiwan

108
Thorton Rod (2018), Current Russian and Chinese Ways of Warfare: The End (?) of
Military Violence in Peer-State Conflict, Defence in Depth, 17/01/2018,
https://defenceindepth.co/2018/01/17/current-russian-and-chinese-ways-of-warfare-
the-end-of-military-violence-in-peer-state-conflict/

Tvxs (2011), Αφγανιστάν: Ο Ατελείωτος Πόλεμος, 07/10/2011,


https://tvxs.gr/news/san-simera/afganistan-deka-xronia-polemoy

Tvxs (2019), Η Σιωπηλή Επανάσταση στην Ανατολική Ευρώπη, 18/07/2019,


https://tvxs.gr/news/kosmos/i-siopili-epanastasi-stin-anatoliki-eyropi

Tvxs (2019), Ο Επικίνδυνος Πόλεμος Φθοράς ΗΠΑ-Κίνας, 04/03/2019,


https://tvxs.gr/news/kosmos/o-epikindynos-polemos-fthoras-ipa-kinas

Tvxs (2013), Ο Νόαμ Τσόμσκι για τη Φθίνουσα Αμερικανική Ηγεμονία, 05/02/2013,


http://tvxs.gr/news/egrapsan-eipan/o-noam-tsomski-gia-ti-fthinoysa-amerikaniki-
igemonia

Tvxs (2018), 2008: Πώς η Κρίση Ακινήτων των ΗΠΑ Εξελίχθηκε σε Παγκόσμια
Οικονομική Κρίση, 11/09/2018, https://m.tvxs.gr/mo/i/272464/f/news/kosmos/2008-
pos-i-krisi-akiniton-ton-ipa-ekselixthike-se-pagkosmia-oikonomiki-krisi.html

Tisdall Simon (2011), The Consesus on Intervention in Libya has Shattered, The
Guardian, 23/03/2011, http://tiny.cc/8t71bz

Vashishth Neha (2017), All You Need to Know About Shanghai Cooperation
Organisation, India Today, 07/06/2017, https://www.indiatoday.in/fyi/story/shanghai-
cooperation-organisation-pakistan-kashmir-china-sco-981500-2017-06-07#close-
overlay

Wong Sue-Lin & Martina Michael (2016), China Adopts Cyber Security Law in Face
of Oversees Opposition, Reuters, 07/11/2016, https://www.reuters.com/article/us-
china-parliament-cyber/china-adopts-cyber-security-law-in-face-of-overseas-
opposition-idUSKBN132049

Xinhua (2019), China Focus: China Issues Report on U.S. Human Rights Situation,
14/03/2019, http://www.xinhuanet.com/english/2019-03/14/c_137894687.htm

Αγγελόπουλος Γιώργος (2008), Κίνα: Από τον Κομφούκιο στον Μάο, ΤΑ ΝΕΑ,
09/08/2008, https://www.tanea.gr/2008/08/09/world/kina-apo-ton-komfoykio-ston-
mao/

109
ΑΝΚΟ (2017), Ευρωπαϊκή Επιχειρηματική Αποστολή στην Ταϊβάν 19-24/6/2017,
18/01/2017, http://www.anko.gr/index.php/el/2015-02-05-11-44-25/2015-02-20-11-
29-14/71-anko-2/461-evropaiki-epixeirimatiki-apostoli-stin-taivan-19-24-6-2017.html

ΑΠΕ-ΜΠΕ (2018), Τη Δική του Εκδοχή για την Εμπορική “Ανισορροπία” Κίνας-
ΗΠΑ Παρουσιάζει το Πρακτορείο Xinhua, Αθηναϊκό-Μακεδονικό Πρακτορείο
Ειδήσεων 28/03/2018, https://www.amna.gr/anaxinhua/article/243293/-Ti-diki-tou-
ekdochi-gia-tin-emporiki-anisorropia-Kinas-IPA-parousiazei-to-praktoreio-Xinhua

Βώκος Γεράσιμος (2008), Η Ηθική του Πολέμου, Το Βήμα, 24/11/2008,


https://www.tovima.gr/2008/11/24/opinions/i-ithiki-toy-polemoy/

Γουργιώτη Αλεξάνδρα (2017), Νησιά Made in China, Power Politics, 27/04/2017,


https://powerpolitics.eu/%CE%BD%CE%B7%CF%83%CE%B9%CE%AC-made-in-
china/
Διαβούλευση (2018), ΕΕ-Ταϊβάν: Στόχος η Σύναψη Διμερούς Επενδυτικής
Συμφωνίας, 23/11/2018, http://tiny.cc/ng41bz

Εθνικός Κήρυξ (2018), Η Κίνα Μεγαλύτερος Παραγωγός Επιστημονικών


Δημοσιεύσεων, Ξεπερνώντας και ΗΠΑ, 22/01/2018, https://goo.gl/x56h2A

Έθνος (2019), Τραμπ: Νέες Απειλές για Δασμούς 300 δις. σε Κινέζικα Προϊόντα,
02/08/2019, https://www.ethnos.gr/kosmos/53582_tramp-nees-apeiles-gia-dasmoys-
300-dis-se-kinezika-proionta

Έλλις Αθανάσιος (2018), Αμερικανική Διπλωματία σε Νευρική Κρίση, Η


Καθημερινή, 04/01/2018, https://goo.gl/4t9NzJ

Ζούγκλ@ (2019), Η Ασιατική Τράπεζα Επενδύσεων Μπαίνει στη Σερβία, 01/03/2019,


https://www.zougla.gr/money/agores/article/i-asiatiki-trapeza-ependiseon-mpeni-stin-
servia

Η Καθημερινή (2019), Google και Huawei “Πρωταγωνιστές” στον Εμπορικό Πόλεμο


ΗΠΑ-Κίνας, 20/05/2019, http://tiny.cc/w461bz

Η Καθημερινή (2016), Η Κίνα Πρόθυμη να Εξετάσει Τυχόν Στροφή της Τουρκίας,


21/11/2016, http://www.kathimerini.com.cy/gr/kosmos/254409/?ctype=ar

Η Καθημερινή (2001), Σκληρή Γραμμή από την Ταϊβάν Έναντι της Κίνας,
24/08/2001, https://www.kathimerini.gr/98929/article/epikairothta/kosmos/sklhrh-
grammh-apo-thn-taivan-enanti-ths-kinas

110
Η Καθημερινή (2015), Σύγκρουση Κίνας-ΗΠΑ για τη Νότια Σινική Θάλασσα,
16/05/2015, http://www.kathimerini.com.cy/gr/kosmos/207061/?ctype=ar

Η Καθημερινή (2019), Το Κάιρο Απέσυρε Συνέντευξη του Σίσι, 08/01/2019,


https://www.kathimerini.gr/1003554/article/epikairothta/kosmos/to-kairo-apesyre-
synentey3h-toy-sisi

Η Ναυτεμπορική (2019), Αντεγκλήσεις Κίνας-Πομπέο με Αιχμή τα Ανθρώπινα


Δικαιώματα, 04/06/2019, https://www.naftemporiki.gr/story/1483698/antegkliseis-
kinas-pompeo-me-aixmi-ta-anthropina-dikaiomata

Ήφαιστος Παναγιώτης (2015), “Διπλωματία και Στρατηγική των Μεγάλων


Δυνάμεων”. Με Αφορμή Σχόλιο για την Αντιπαράθεση ΗΠΑ-Κίνας, Παναγιώτης
Ήφαιστος, 07/11/2015, https://goo.gl/QG6wsP

Ήφαιστος Παναγιώτης (2015), Clausewitz: “O Πόλεμος Είναι η Συνέχεια της


Πολιτικής με Άλλα Μέσα”-Η Στρατηγική Κουλτούρα και η Κρατική Θεωρία στα
Πεδία της Στρατηγικής και η Κρίση των Ιμίων, Εκδόσεις Ποιότητα, 25/03/2015,
http://tiny.cc/55x1bz

Καΐρη Ελευθερία (2017), Νότια Σινική Θάλασσα: Μία Εμπόλεμη Ζώνη, Power
Politics, 21/03/2017, https://goo.gl/PEbgBZ

Κακλατζής Παύλος (2018), Ο Νέος Δρόμος του Μεταξιού, Power Politics,


15/01/2018, https://goo.gl/phVUgj

Κατωπόδης Πέτρος (2018), Η Χρησιμότητα του Οργανισμού Συνεργασίας της


Σαγκάης για την Κίνα, Power Politics, 25/01/2018, https://goo.gl/9N6yxW

Κουρκουβέλας Λυκούργος (2013), Η Κρίση της Ταϊβάν και η Σινοσοβιετική Ρήξη, Η


Καθημερινή, 29/09/2013, http://tiny.cc/ug51bz

Λυκοκάπης Γιώργος (2018), Οι ΗΠΑ, η Κίνα και η “Παγίδα του Θουκυδίδη”,


Εκδόσεις Ποιότητα, 27/03/2018, https://goo.gl/i2YFzj

Νιζάμης Κωνσταντίνος (χ.χ.), Η Κινεζική Πυραυλική Δύναμη και ο Ρόλος της στην
Απόσυρση των ΗΠΑ από τη Συνθήκη INF, Ινστιτούτο Διεθνών Σχέσεων, Ημερομηνία
Προσπέλασης 20/08/2019, http://www.idis.gr/?p=5338

Ξενογιάννη Γιώτα (2013), Φαλούν Γκονγκ: Μία Σύγχρονη Γενοκτονία της Κινεζικής
Κυβέρνησης, Το Βήμα, 18/02/2013, http://tiny.cc/lr61bz

111
Λοίζου (2018), Δημοσκόπηση: Τουρκικά Εμπόδια και στο Μέλλον, Η Σημερινή της
Κυριακής, 04/03/2018, https://simerini.sigmalive.com/article/2018/3/4/demoskpese-
tourkika-empodia-kai-sto-mellon/

Πανοπούλου Ιωάννα (2017), Η Πολιτική Των ΗΠΑ Για Το “One-China Policy”,


Power Politics, 10/03/2017, http://tiny.cc/9d41bz

Πέππας Στέφανος (2016), Νότια Σινική Θάλασσα- Πεδίο Σύγκρουσης στο Άμεσο
Μέλλον;, Liberal, 04/09/2016, https://www.liberal.gr/arthro/74779/amyna--
diplomatia/2016/notia-siniki-thalassa---pedio-sugkrousis--sto-ameso-mellon.html

Ράπτης Κώστας (2018), Διεθνής Ανησυχία για τον Εμπορικό Πόλεμο ΗΠΑ-Κίνας
προ των Θυρών, Capital, 08/04/2018, http://www.capital.gr/agores/3284662/diethnis-
anisuxia-gia-ton-emporiko-polemo-ipa-kinas-pro-ton-thuron

Ράπτης Κώστας (2019), ΗΠΑ και Κίνα Φλερτάρουν με το Σενάριο του


Συναλλαγματικού Πολέμου, Capital, 11/08/2019, http://tiny.cc/wh61bz

Σπάθη Ρουμπίνα (2014), Κλιμακώνεται ο Εμπορικός Πόλεμος ΗΠΑ-Κίνας, Η


Καθημερινή, 15/06/2014, https://goo.gl/EVJuPH

ΤΑ ΝΕΑ (2001), Κόντρα για τα Όπλα, 28/04/2001,


https://www.tanea.gr/2001/04/28/world/kontra-gia-ta-opla/

Το Βήμα (2009), Η Υπεροπλία των ΗΠΑ Έχει Αρχίσει να Αμφισβητείται,


19/07/2009, http://www.tovima.gr/world/article/?aid=279204

Το Βήμα (2016), Στρατιωτικός Ανταγωνισμός Κίνας-ΗΠΑ στον Ειρηνικό,


13/01/2016, http://www.tovima.gr/world/article/?aid=768230

Τσιάρας Γιώργος (2011), Ξέσπασε η Κατάρα του Φράγματος των Τριών Φαραγγιών,
Το Βήμα, 26/06/2011, https://www.tovima.gr/2011/06/26/world/ksespase-i-katara-toy-
fragmatos-twn-triwn-faraggiwn/

112

You might also like