You are on page 1of 14

Ο ΑΓΙΟΣ ΝΕΚΤΑΡΙΟΣ

ΠΑΤΗΡ ΚΑΙ ΔΙΔΑΣΚΑΛΟΣ ΤΗΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ

Ὁ λογοτέχνης καί κριτικός θεάτρου Κωστῆς Μπαστιᾶς στό ὑπέροχο


ἔργο του γιά τόν Παπαδιαμάντη εὔστοχα ἐπισημαίνει:
«Ἡ ἐπιστήμη ἐκλαϊκεύεται. Ἡ φιλοσοφία ἐκλαϊκεύεται. Ἡ πίστη ὅμως
δέν μπορεῖ νά καταντήσει λαϊκίστικα συνθήματα. Ἡ πίστη ὁμολογεῖται μέ
τήν μαρτυρία· καί μαρτυρία εἶναι ὁ ἀντίποδας τῆς προπαγάνδας. Ὁ
Χριστός δέν γύρεψε οὔτε δικηγόρους, οὔτε προπαγανδιστές. Ζήτησε
μάρτυρες. Ἡ ἀληθής μαρτυρία εἶναι δύναμη κεντρομόλος, ἐπειδή
ἀκτινοβολεῖ. Ὁ φιλόσοφος Μπέρξον τό εἶχε συλλάβει αὐτό ὅταν ἔγραφε
γιά τούς ἁγίους: «Οἱ ἅγιοι δέν μᾶς χρειάζεται νά κάνουν τίποτε ἄλλο,
παρά μόνο νά ὑπάρξουν. Ἡ ὕπαρξή τους καί μόνο ἀποτελεῖ κλήση...».
Ὁ ἅγιος Νεκτάριος ἔγινε μάρτυρας τοῦ Χριστοῦ, ἔδωσε δηλαδή
μαρτυρία γιά τόν Χριστό, μέ ἕνα κορυφαῖο τρόπο: ἔγινε διδάσκαλος καί
πατέρας τῆς Ἐκκλησίας. Συνηθίζουμε νά θεωροῦμε μάρτυρες μόνο
αὐτούς πού ὑπέμειναν βασανιστήρια καί μαρτυρικό θάνατο γιά τόν
Χριστό. Η πρωταρχική όμως σημασία της λέξης μάρτυρας είναι: αυτός
που βεβαιώνει την αλήθεια ενός γεγονότος. Του αγίου Νεκταρίου
ολόκληρη η ζωή, και όχι μόνο το οσιακό τέλος, ήταν μια μαρτυρία, όχι
απλώς ότι υπάρχει Θεός αλλά ότι «ο Θεός τόσο πολύ αγάπησε τον κόσμο
ώστε έδωσε τον Υιό του να θυσιαστεί για τη σωτηρία του κόσμου»
«Οὕτως ἠγάπησεν ὁ Θεός τόν κόσμον ὥστε τόν Υἱόν αὐτοῦ τόν μονογενῆ
ἔδωκεν, ἵνα πᾶς ὁ πιστεύων εἰς αὐτόν μή ἀπόληται ἀλλ’ ἔχῃ ζωήν
αἰώνιον» (Ἰω. 3, 16).
Αυτή τή μαρτυρία ο άγιος Νεκτάριος την έδινε σέ όλη του τη ζωή
με το να γίνει διδάσκαλος και πατέρας της Εκκλησίας.
Γιά τήν Εκκλησία οι έννοιες ἤ μάλλον τα λειτουργήματα του
διδασκάλου και του πατέρα δεν ταυτίζονται υποχρεωτικά. Ένας
διδάσκαλος μπορεῖ να μην είναι και πατέρας. Ο απόστολος Παύλος λέει
ότι «μπορεί νά ἔχετε μυρίους παιδαγωγούς ἐν Χριστῷ, ἀλλά ἐγώ μόνο
εἶμαι ὁ πατέρας σας· ἐγώ σᾶς γέννησα διά τοῦ Εὐαγγελίου τοῦ Χριστοῦ»
(Α΄ Κορ. 4, 15). Ο πατέρας όμως, ο αληθινός πατέρας είναι φυσικά και
διδάσκαλος· πρέπει νά είναι και διδάσκαλος. Κι αν αυτό ισχύει για τον
κατά σάρκα πατέρα, πολύ περισσότερο πρέπει να ισχύει γιά τον κατά
πνεύμα πατέρα.
Επιχειρώντας να δούμε πρώτα τον άγιο Νεκτάριο ως διδάσκαλο της
Εκκλησίας θα πρέπει να ανατρέξουμε στις ρίζες του δέντρου, στην
παιδική του ηλικία, όταν με παρότρυνση της ευλαβούς γιαγιάς του
μάθαινε και αποστήθιζε προσευχές και ύμνους. Απήγγελλε συχνά τον
πεντηκοστό ψαλμό, και όταν έφθανε στόν στίχο «διδάξω ἀνόμους τάς
ὁδούς σου καί ἀσεβεῖς ἐπί σέ ἐπιστρέψουσι», διέκοπτε την κανονική
συνέχεια και επανελάμβανε πολλές φορές τόν στίχο, δείχνοντας έτσι την
κλίση που είχε προς τη διδασκαλία και το κήρυγμα. Στον πρόλογο του
βιβλίου του «Ἱερῶν καί φιλοσοφικῶν λογίων θησαύρισμα» ὁ ἴδιος
ἐξομολογεῖται ὅτι «αυτόν τον ζήλο και τον διακαή πόθο» τον είχε πρίν
ακόμη γίνει έφηβος. Έτσι, όταν δεκατεσσάρων ετών έπιασε δουλειά σε
καπνοπωλείο της Κωνσταντινούπολης, μη έχοντας άλλες δυνατότητες,
το ευρηματικό του μυαλό κατέληξε στο να γράφει ρητά αρχαίων και
εκκλησιαστικών συγγραφέων πάνω σε καπνοσακκούλες, ώστε, όσοι από
περιέργεια τα διαβάζουν, να ωφελούνται. Σήμερα ο νόμος υποχρεώνει τις
εταιρείες να βάζουν πάνω στις καπνοσακκούλες και στα κουτιά
τσιγάρων μηνύματα θανάτου, μπας και μειωθούν οι καπνιστές. Ο νεαρός
Αναστάσιος (αυτό ήταν το κοσμικό του όνομα) έγραφε πάνω στις
καπνοσακκούλες μηνύματα ζωής όχι με την αφελή προσδοκία ότι κάποιοι
θα σταματούσαν να καπνίζουν αλλά με την ελπίδα και την ευχή να
καρπίσει ο λόγος του Θεού, έστω κι αν τον έσπερνε εκεί όπου μάλλον
οργώνει ο διάβολος.
Από τά είκοσι μέχρι τα τριάντα του αξιώθηκε να εργαστεί και ως
λαϊκός διδάσκαλος στη Χίο. Παράλληλα εκήρυττε και στην Εκκλησία, στη
βιβλιοθήκη μάλιστα της κοινότητας Λιθίου σωζόταν (μέχρι το 1968) και
ο εκεί πρώτος εκκλησιαστικός του λόγος. Στο διάστημα αυτό έχει
αρχίσει να μελετάει με ζήλο όχι μόνο τους Πατέρες της Εκκλησίας αλλά
και αρχαίους συγγραφείς, όπως δείχνει και η αποστολή σημειώσεών του
από τον Ηρόδοτο σε μοναχό της Νέας Μονής Χίου. Σε ηλικία 39 ετών, ως
διάκονος πλέον Νεκτάριος, πήρε το πτυχίο της Θεολογίας, έχοντας μάθει
Εβραϊκά, Λατινικά, αρκετά Ιταλικά και πολύ καλά Γαλλικά. Το πλήθος
τῶν βιβλίων που συνέγραψε, που καλύπτουν σχεδόν όλους τους τομείς
της θεολογικής επιστήμης, δείχνουν ότι θα μπορούσε κάλλιστα να
ακολουθήσει ακαδημαϊκή καριέρα. Δεν το επιδίωξε.
Προτίμησε, ως γνήσιος Διδάσκαλος της Εκκλησίας, να έχει - κατά
τόν άγιο Γρηγόριο τον Θεολόγο - «πρᾶξιν ἐλλόγιμον» καί «λόγον
ἔμπρακτον». Ἀγάπησε τό «λέγειν πρακτικῶς» καί τό «πράττειν λογικῶς».
Ἔτσι ὁ λόγος του ἔγινε βροντή, ἐπειδή ἡ ζωή του ἦταν ἀστραπή. Στό
πρόσωπο τοῦ ἁγίου Νεκταρίου ἐπληρώθη τό ρηθέν ἀπό τόν σοφώτατο καί
ἁγιώτατο πατέρα τῆς Ἐκκλησίας Ἰσίδωρο τόν Πηλουσιώτη 1: «Ἡ ἁγία
ζωή χωρίς τά πολλά λόγια ώφελεῖ περισσότερο ἀπό τά πολλά κηρύγματα
χωρίς φωτεινή ζωή. Διότι ὁ ἅγιος ὠφελεῖ καί μέ τή σιωπή του, ἐνῶ ὁ μή
ἅγιος καί βοῶν ἐνοχλεῖ. Ἄν ὅμως συνδυασθεῖ ἡ ἁγία ζωή μέ
καλλιεργημένο λόγο καί πλούσια παιδεία, τότε φιλοσοφίας ἁπάσης
ἀποτελοῦσιν ἄγαλμα». «Ἄγαλμα» στά ἀρχαῖα σημαίνει αὐτό που σέ
κάνει νά ἀγάλλεσαι, νά χαίρεσαι. Καί «φιλοσοφία» σημαίνει ἀγάπη για
τη σοφία και για τήν ὄντως ἀλήθεια. Ἑπομένως ὅταν ὀνομάζουμε τόν
ἄγιο Νεκτάριο «ἄγαλμα φιλοσοφίας ἁπάσης», ἐννοοῦμε ὅτι ἀποτελεῖ τήν
προσωποποίηση της χαρᾶς πού χαρίζει ἡ λαχτάρα - πρωτίστως - γιά τήν
πηγή τῆς ἀλήθειας, πού εἶναι ὁ Χριστός αλλά και για την κατα κόσμον
σοφία.
Ὁ ἅγιος δεν υποτιμούσε την κοσμική σοφία. Στήν «Ποιμαντική» του
τό τονίζει ότι ο ποιμένας πρέπει νά έχει όσο το δυνατόν καλύτερη καί
ευρύτερη μόρφωση· πρέπει νά είναι κάτοχος και της θύραθεν σοφίας και
όχι μόνο της Πατερικής και Εκκλησιαστικής. Καί πρέπει νά διδάσκει «το
ἑαυτοῦ ποίμνιον πάντοτε καί πανταχοῦ». Ὁ ἅγιος Νεκτάριος προφανῶς
1
Ἐπιστολή Β΄, 275, Ἱέρακι τῷ λαμπροτάτῳ
συμφωνοῦσε μέ τόν ἄγιο Κοσμᾶ τόν Αἰτωλό, πού ἔλεγε ὅτι «ἡ πίστις μας
δέν ἐστερεώθη ἀπό ἀμαθεῖς ἁγίους, ἀλλά ἀπό σοφούς καί
πεπαιδευμένους, οἵτινες καί τάς ἁγίας Γραφάς ἀκριβῶς μᾶς ἐξήγησαν καί
διά θεοπνεύστων λόγων ἀρκούντως μᾶς ἐφώτισαν...». Σίγουρα θά
συμφωνοῦσε καί μέ τόν μακαριστό π. Γεώργιο Φλωρόφσκι, πού ἔλεγε ὅτι
«ἀποτελεῖ θανάσιμη ἁμαρτία2 τό νά ἰσχυριζόμαστε, μάλιστα σήμερα, ὅτι
μποροῦν νά διδάσκουν καί νά ποιμαίνουν ἀπλανῶς ἐν τῇ Ἐκκλησίᾳ ἀ-
παίδευτοι ἄνθρωποι». Καί κατέληγε ὁ Φλωρόφσκι: «Δυστυχῶς ἡ
Ὀρθοδοξία κατάντησε νά εἶναι ἡ ὁμολογία τῶν ‘ἁπλῶν ἀνθρώπων’ καί
τῶν χωρικῶν. Αὐτή ὅμως εἶναι ἡ πιό ἐπικίνδυνη μορφή σκοταδισμοῦ, πού
μετατρέπει τήν Ὀρθοδοξία σέ κάποιο εἶδος ἠθικολογικοῦ φολκλόρ».
Προφανέστατα θά προσυπέγραφε αὐτές τις διαπιστώσεις ὁ ἅγιος
Νεκτάριος.
Ο άγιος είχε μελετήσει πολύ την Ορθόδοξη Θεολογία. Τα βιβλία του
για τις Οικουμενικές Συνόδους, η Χριστολογία του, τα έργα του σχετικά
με τους αιρετικούς, για τα αίτια του Σχίσματος και τόσες άλλες
θεολογικές μελέτες δείχνουν τη βαθειά Πατερική του κατάρτιση και το
γνήσιο ορθόδοξο φρόνημά του. Διέκρινε όμως τον «κατ’ επίγνωσιν
ζηλωτήν» τῆς πίστεως από τον «ου κατ’ επίγνωσιν ζηλωτήν». Ο «κατ’
επίγνωσιν ζηλωτής» δεν είναι βέβαια ποτέ μειωμένης ορθοδόξου
αυτοσυνειδησίας άνθρωπος. Είναι τηρητής των πατρίων παραδόσεων και
διακαίεται από τόν πόθο για στερέωση και διάδοση της ορθόδοξης
πίστης» αλλά είναι πάντοτε ευγενής, νηφάλιος, συνετός και γεμάτος
αγάπη για τα πλανηθέντα αδέλφια του. Αντίθετα ο «ου κατ’ επίγνωσιν
ζηλωτής» αυτοχαρακτηρίζεται φρουρός της πίστης, εύχεται στον Θεό να
ρίξει φωτιά εξ ουρανού να κάψει τους αιρετικούς, έχει μίσος προς τους
ετεροδόξους, είναι φίλερις και φιλοτάραχος. Και συμπεραίνει ο άγιος
Νεκτάριος: «Ο ου κατ’ επίγνωσιν ζηλωτής είναι άνθρωπος ολέθριος για
την Εκκλησία». Ο άγιος ετόνιζε ότι «η χωλαίνουσα πίστις των αιρετικών
δεν επιτρέπεται ούτε καν να αλλοιώσει και να υποβαθμίσει το πρός
αυτούς της αγάπης συναίσθημα. Η αγάπη ουδέποτε χάριν δογματικής
τινός διαφοράς πρέπει να θυσιάζεται». Ενδεικτικά μόνο να αναφέρουμε
την εκτενή και σε ευγενέστατο κλίμα αλληλογραφία του αγίου με τον
ηγούμενο της Μονής Κρυπτοφέρρης της Ρώμης Ουνίτη Αρσένιο. Επίσης
την προθυμία με την οποία ο άγιος δέχθηκε να φοιτήσουν στη Ριζάρειο
Κόπτες από την Εκκλησία της Αιγύπτου.
῾Ο άγιος Νεκτάριος εφάρμοζε το του αγίου Γρηγορίου του
Θεολόγου. που έλεγε: «Οὐ γάρ νικῆσαι ζητοῦμεν, ἀλλά προσλαβεῖν
ἀδελφούς, ὧν τῷ χωρισμῷ σπαρασσόμεθα» (P.G. 36,440B). «Ο στόχος
μας δεν είναι να κατατροπώσουμε τους αιρετικούς και να τους
εξουθενώσουμε, αλλά να τους φέρουμε πάλι στην αγκαλιά μας, στην
αγκαλιά της Εκκλησίας, αυτούς, που ο χωρισμός τους απο μάς, μάς κάνει
να σπαράζουμε από πόνο. ῞Οταν ἡ καρδιά τοῦ ποιμένος σπαράζει ἀπό
πόνο γιά τά πρόβατα πού πλανήθηκαν εἰς νομάς ἀλλοτρίους, δέν ὑπάρχει
καθόλου χῶρος οὔτε γιά ἴχνος μισαλλοδοξίας· «῎Αν γάρ μισήσῃς, πῶς
2
π. Γεωργίου Φλωρόφσκι, Ἡ πορεία τῆς Ρωσικῆς Θεολογίας, στό «Θεολογία, Ἀλήθεια καί Ζωή», ἐκδ.
Ζωή, Ἀθῆναι 1962, σελ. 56
ἐπιστρέψεις ῥαδίως τόν πλανώμενον;» ρωτάει ὁ ἅγιος ᾿Ιωάννης ὁ
Χρυσόστομος. Καί κάπου ἀλλοῦ τονίζει· «Οὐκ αὐθεντίας δεῖ τῷ
διδασκάλῳ μόνον ἀλλά καί προσηνείας πολλῆς» (ΕΠΕ 23,422). Φυσικά
στηριζόμαστε στην αυθεντία της Μιάς αληθείας αλλά η μαρτυρία της
αληθείας δεν γίνεται με «φωτιά και τσεκούρι» αλλά με τρόπο μειλίχιο και
γλυκύ. Προσήνεια σημαίνει κατά τόν Χρυσορρήμονα ᾿Ιωάννη ὅτι ὁ
ποιμήν διδάσκει ἀκόμη καί «τούς ἀντιδιατιθεμένους ἐν ἀνεξικακίᾳ καί
πραΰτητι».
Ιδιαίτερα στο θέμα της ένωσης με τους παπικούς, ο άγιος
Νεκτάριος, έστω κι αν με ρεαλισμό διαπίστωνε ότι με τις μέχρι τότε
διατυπωθείσες παραχωρήσεις και υποχωρήσεις του Πάπα προς την
Ορθόδοξη Εκκλησία η ένωση είναι αδύνατη, παρ’ όλα αυτά
υποστήριζε ότι ο εν αγάπῃ ειλικρινής διάλογος «είναι λίαν πιθανόν»
να ελκύσει τους ετεροδόξους - τους ειλικρινώς αναζητούντας την
αλήθεια ετεροδόξους - και να τους οδηγήσει σε επιστροφή πρός την
Μία Εκκλησία.
Η προσήνεια, η ταπείνωση και η αγάπη διέπνεε όλο το
ιεραποστολικό έργο του αγίου Ιεράρχη και ιδιαίτερα το κήρυγμά
του.
Γιά τήν ποιότητα καί τήν καρποφορία τοῦ κηρύγματος τοῦ ἁγίου
εἶναι ἐνδεικτικές οἱ μαρτυρίες τοῦ πιστοῦ λαοῦ ἀπό ὅλες τίς περιοχές,
ὅπου ἐκήρυξε. Ὅταν τό 1892 ὁ ὑπουργός Ἐκκλησιαστικῶν τόν μετέθεσε
ἀπό τήν Εὔβοια στή Λακωνία, οἱ Εὐβοεῖς κατέθεσαν διαμαρτυρία με 1000
υπογραφές, ὅπου ἔγραφαν: «Ἡ πόλις ἡμῶν θέλει τόν ἱεροκήρυκά της π.
Νεκτάριον, τόν σεμνόν καί ἀληθῆ τοῦ Εὐαγγελίου κήρυκα, τόν διά τοῦ
κηρύγματός του ἀναπλάττοντα τάς καρδίας τῶν ἀκροατῶν του καί
ὁδηγοῦντα αὐτούς εἰς νομάς σωτηρίους». Οἱ 1000 υπογραφές στη
διαμαρτυρία έφεραν αποτέλεσμα και η μετάθεση δεν έγινε. Αλλά καί
όταν τελικά - γιά λόγους εκκλησιαστικούς - μετατέθηκε στη Φθιώτιδα, η
εφημερίδα της Χαλκίδας «Εύριπος» τον αποχαιρέτισε με λόγια, που
δείχνουν πῶς θά ήθελε ο λαός μας τον αληθινό κήρυκα του θείου λόγου:
«Ο Μητροπολίτης Πενταπόλεως Νεκτάριος με τήν ευφράδεια και τήν
πειθώ του λόγου του κατέθελξε τά ὦτα τῶν ἐκκλησιαζομένων. Ἀνήρ
λίαν εὐπαίδευτος διαφέρει τῶν συνήθων ἐκκλησιαστικῶν ρητόρων, τῶν
ὁποίων ἡ ρητορική ικανότητα περιορίζεται σε λίγες κοινοτοπίες καί
αφόρητες χειρονομίες. Σε κάθε λόγο του βρίσκει καί νέο θέμα, το οποίο
πραγματεύεται φιλοσοφικώτατα καί εὐφραδέστατα».
Η «καχεξία» του εκκλησιαστικού κηρύγματος ταλαιπωρεῖ από
αιώνων την Εκκλησία και μάλιστα σε οικουμενικό επίπεδο. Ο σύγχρονος
του αγίου Νεκταρίου άγγλος λογοτέχνης Άντονυ Τρόλοπ γράφει
χαρακτηριστικά: «Ἴσως νά μήν ὑπάρχει στόν πολιτισμένο κόσμο σήμερα
(και όχι βέβαια μόνο στόν 19ο αἰώνα) μεγαλύτερη ταλαιπωρία
ἐπιβεβλημένη στό κοινό ἀπό τήν ὑποχρέωσή του νά ἀκούει κηρύγματα.
Μόνον ἕνας κληρικός, κατά τή διάρκεια τοῦ κηρύγματος, ἔχει τή
δυνατότητα νά κρατάει σιωπηλό τό ἀκροατήριό του καί νά τό βασανίζει
ὀργιάζοντας μέ τίς κοινοτοπίες του. Δέν μᾶς ὑποχρεώνουν βέβαια νά
πᾶμε στήν Ἐκκλησία. Θέλουμε ὡστόσο κάτι παραπάνω: Θέλουμε νά μή
μᾶς ὑποχρεώνουν νά μήν πᾶμε! Εἴμαστε ἀποφασισμένοι νά ἀπολαμβά-
νουμε τήν παρηγορία τῆς κοινῆς λατρείας· θέλουμε ὅμως νά γίνεται, χω-
ρίς ἡ πλήξη νά ξεπερνᾶ τά ἀνθρώπινα ὅρια ἀντοχῆς· καί νά μή φεύγουμε
ἀπό τόν Οἶκο τοῦ Κυρίου σάν δραπέτες, πού λαχταροῦν νά γλυτώσουν».
Ο Τρόλοπ αναφέρεται στα ποιμαντικά κενά της Εκκλησίας της
Αγγλίας, αλλά - όπως έγραφε και η εφημερίδα της Χαλκίδας - στην
Ορθόδοξη Ελλάδα τα πράγματα δεν είναι καλύτερα. Το καταγγέλλει
εύστοχα σήμερα και ο Χρήστος Γιανναράς: «Ἡ θεολογική γλῶσσα πού
μιλᾶνε οἱ περισσότεροι ἀπό τούς ποιμένες στήν Ἑλλάδα, εἶναι μιά
γλῶσσα ὁλότελα ἄσχετη μέ τήν ἀγωνία γιά τή ζωή καί τόν θάνατο. Ἔχω
τήν ἀπορία: Αὐτοί οἱ ἄνθρωποι (οἱ κηρύττοντες) πέρασαν ποτέ ἀπό τήν
ἀγωνία γιά τήν πραγματικότητα πού ἐκπροσωποῦν οἱ λέξεις καί τά νοή-
ματα τῆς γλώσσας τους; Μάτωσαν ποτέ; Ξαγρύπνησαν ποτέ, παλεύοντας
μέ τήν ἀμφιβολία, μέ τήν ἀντίθετη ἄποψη; Ἔζησαν ποτέ τήν τραγική
δίψα γιά κάποιο χειροπιαστό «σημεῖο» ἐμπειρίας τῆς ζωῆς πού νικάει τόν
θάνατο; Ἄν ναί, τότε πῶς εἶναι δυνατό νά μιλᾶνε γι' αὐτά τά
συγκλονιστικά κατορθώματα, πού εἶναι οἱ βεβαιότητες τῆς πίστης, μέ
τρόπο τόσο οὐδέτερο καί ἐπαγγελματικό;»
Ο άγιος Νεκτάριος δεν ήταν ένας επαγγελματίας ιεροκήρυκας. Ο
Θεός ξέρει πόσο «μάτωσε» καί πόσο ξαγρύπνησε παλεύοντας να σηκώνει
έναν από τους βαρύτερους σταυρούς, τον σταυρό της συκοφαντίας, και
τόν ακόμη βαρύτερο σταυρό, τον σταυρό της συγγνώμης προς τους
επαγγελματίες και καριερίστες κληρικούς που τον συκοφαντούσαν και
τον κατάτρεχαν σχεδόν σε όλη του τη ζωή. Ο άγιος Νεκτάριος, όπως
όλοι οι άγιοι ποιμένες της Εκκλησίας μας, ποτέ δέν είδε την ιερωσύνη
σαν ευκαιρία για λαμπρή καριέρα. Η ιερωσύνη γι΄ αυτόν, όπως και για
τον Αρχιερέα Χριστό, ήταν μόνο σταυρός. Για την ιερωσύνη του Χριστού,
Θύτης και θύμα ταυτίζονται. Ο Θύτης είναι καί το θύμα. Γι’ αυτό και μια
από τίς προσφιλεῖς ενασχολήσεις του αγίου ήταν να φιλοτεχνεί σταυρούς
και να γράφει πάνω σ’ αυτούς: «Σταυρός μερίς βίου μου». «Η ζωή μου
είναι ένας συνεχής σταυρός». Και ο λόγος ενός εσταυρωμένου
ιεροκήρυκα δεν μπορεί να μήν αγγίζει τις καρδιές των πιστών.
Και δεν είναι φυσικά μόνο ο λόγος· είναι η όλη παρουσία του ανθρώ-
που, που έχει ως δόξα του τον σταυρό του Χριστού, και που με τη δύναμη
του Εσταυρωμένου σηκώνει με υπομονή και τον δικό του σταυρό. Στους
χαιρετισμούς του Σταυρού λέμε: «Χαίρε Σταυρέ, αγίων άγιον βλέμμα».
Και μόνο το άγιον βλέμμα των αγίων διδάσκει και μεταδίδει το φως και
τη δόξα του Σταυρού. Και αυτό περισσότερο το αντιλαμβάνονται οι
απλές ψυχές του πιστού λαού. Με πολύ απλοϊκό τρόπο, μια γυναίκα της
Αίγινας, που γνώρισε τον άγιο Νεκτάριο, συνόψισε όσα υψηλά, αλλά
πολλές φορές δυσνόητα και συγκεχυμένα λένε και γράφουν όσοι
πολυλογούν περί θεολογίας του προσώπου: «Φαινόταν από τό πρόσωπο
πώς θα αγιάσει. Θαρρείς στο πρόσωπό του ήταν ζωγραφισμένη η αρετή».
Αλλά και ο μαθητής του και μετέπειτα καθηγητής της Θεολογίας
Λεωνίδας Φιλιππίδης έγραφε για τον άγιο: «Μοσχοβολούσε αρετή,
πραότητα και καλωσύνη. Ήταν εξαϋλωμένος εν σώματι».
Βασική πηγή ακτινοβολίας του αγίου Νεκταρίου ήταν πρωτίστως ο
αγώνας του να σηκώνει με συνέπεια τον σταυρό του μοναχού. Γι΄ αυτό
και έγινε απλανής οδηγός των μοναχών. Αλλά και η ορατή κληρονομιά
που μας άφησε είναι ένα μοναστήρι. Ως γνήσιος όμως διδάσκαλος δεν
έπαψε ποτέ να έχει πνεύμα μαθητείας. Ανδρώθηκε κοντά σε Κολλυβάδες
αγίους. Είχε πνευματικό πατέρα τον μεγάλο «Κολλυβά» άγιο Αρσένιο της
Πάρου και συνδέθηκε στενά με τον διακριτικό Γέροντα Παχώμιο Αρελά,
αδελφό της Νέας Μονής Χίου, ο οποίος ξεχώριζε για τη βαθειά του
ευσέβεια, ανεξικακία και φιλανθρωπία. Αλλά και αργότερα ως επίσκοπος
συνέχισε να μαθητεύει κοντά σε - κατά κόσμον - αγράμματα αλλά
αγιασμένα γεροντάκια του Αγίου Όρους. Κάποτε με τον χαρισματικό
Παπα-Μηνά τον Μαυροβούνιο, όπως αναφέρουν αγιορείτες, ο άγιος
συνομιλούσε επί δύο μερόνυχτα, χωρίς να καταλάβουν πώς πέρασε η
ώρα. Και, όταν ανήσυχος ο υποτακτικός τού Παπα-Μηνά χτύπησε την
πόρτα για να δεί τι συμβαίνει, άκουσε τον Γέροντά του να τού λέει:
«Ευλογημένε, πέντε λεπτά είναι που συζητάμε με τον άγιο Πενταπόλεως!
Δεν μας αφήνεις ακόμα λίγο;» Χρειάστηκε να δούν τον σελιδοδείκτη στο
Μηναίο, για να καταλάβουν πόσος χρόνος είχε περάσει!
Στενότερο πνευματικό δεσμό δημιούργησε με την φωτεινή μορφή
τοῦ Γέροντα Δανιήλ του Κατουνακιώτη, από τον οποίο ως ταπεινός
μαθητής ζήτησε να στείλει στις μοναχές του στην Αίγινα οδηγίες για την
οργάνωση της μοναστικής τους αδελφότητας από τον πλούτο της πείρας
του. Ο Γέροντας Δανιήλ με το καθαρό του βλέμμα κατάλαβε το ύψος της
αγιότητας του αγίου Νεκταρίου και χωρίς καμία διάθεση υπερβολής τον
χαρακτήριζε από τότε «άνδρα αγιώτατον, Πατέρα διορατικώτατον,
εφάμιλλον τοις παλαιοίς αγίοις Πατράσι, άλλον Μέγαν Βασίλειον»!
Εκείνος που παρακολούθησε πιο κοντά τις τελευταίες δοκιμασίες
του αγίου Νεκταρίου, τον διακόνησε, τον σαβάνωσε, τον κήδεψε, είδε τα
πρώτα θαύματά του, αγιογράφησε την πρώτη εικόνα του, έγινε ο
εφημέριος και ο πνευματικός των μοναζουσών και δάσκαλός τους στην
αγιογραφία και στην ψαλτική, ήταν ο επίσης πρώην αγιορείτης άγιος
Σάββας ο Νέος της Καλύμνου, ο οποίος διηγείτο για τον άγιο: «Έμεινα
μαζί του χρόνια. Εγώ τον περιποιήθηκα. Εγώ του μαγείρευα. Γνώρισα
καλά την αρετή του. Γνώρισα και τη μαρτυρική ζωή του».
Κλείνοντας τη σύντομη αναφορά στον σύνδεσμο του αγίου
Νεκταρίου με το άγιον Όρος, θα πούμε ότι η φωτιά που κρατούσε
αναμμένη τη λαμπάδα της διδασκαλίας τοῦ αγίου Νεκταρίου ήταν ο
έρωτάς του για την αγγελική πολιτεία καί η αγάπη του για την
ησυχαστική ζωή. Για εξήντα χρόνια, πριν αποσυρθεί στο μοναστήρι του
στην Αίγινα, ἔζησε και εργάστηκε μέσα στον κόσμο, πολλές φορές «ως
πρόβατο εν μέσῳ λύκων», χωρίς να ξεχάσει ποτέ ότι πρώτα είναι
μοναχός. Και ότι από την ημέρα της κουράς του είχε πεθάνει για τον
κόσμο. Έτσι και ως ιερέας και ως επίσκοπος δεν άφησε ποτέ το πνεύμα
της εκκοσμίκευσης να τον αλλοτριώσει, και να κινδυνέψει από
ολοφώτεινος φάρος να καταντήσει κεράκι που τρεμοσβήνει. Ο ίδιος
έλεγε ότι «το μέλλον της Ορθοδοξίας θα στηριχθή στα μοναστήρια της,
αρκεί να παραμένουν φάροι που θα ακτινοβολούν το ανέσπερο «Φως
Χριστού πᾶσι τοῖς ἐγγύς καί τοῖς μακράν».
* * *
Τι να πει πρωτοπεί κανείς για τον άγιον Νεκτάριο και ως Πατέρα
και Ποιμένα της Εκκλησίας; Κατ΄ αρχήν τι θα πει «πατέρας»; Οἱ Γάλλοι
φοιτητές κατά την εξέγερσή τους τόν Μάιο τοῦ 1968 έγραφαν στούς τοί-
χους τῆς Σορβόννης: «Τί εἶναι ὁ Θεός; Εἶναι μιά εἰκόνα τοῦ πατέρα, πού
ἐκπληρώνει ἐξ ὁρισμοῦ μιά καταπιεστική λειτουργία». Πόσο έχει
διαστρεβλωθεί η εικόνα του Θεού ως πατέρα στη σημερινή κοινωνία;
Πόσο ευθυνόμαστε κι εμείς οι Χριστιανοί γι’ αυτή τη διαστρέβλωση;
Μήπως δίκαια παραπονιόταν ο υπαρξιστής φιλόσοφος Σάρτρ, όταν έλεγε:
«Έψαχνα για ένα Θεό αληθινό πατέρα, κι αυτοί (δηλ. οι Χριστιανοί της
εποχής του) μου έδειξαν ενα Θεό-Αφεντικό».
Πόσο καταπιεστής είναι ένας πατέρας, όταν σηκώνεται τη νύχτα,
για να καθαρίσει τις τουαλέτες της Ριζαρείου που λερώνουν τα παιδιά
του; Πόσο αφεντικό είναι ένας πατέρας, όταν βάζει στον εαυτό του
επιτίμιο ασιτίας για τα παραπτώματα όχι τα δικά του αλλά των παιδιών
του; Πόσο ψυχρός είναι ένας πατέρας, όταν γράφει στις μοναχές του
(τον πρώτο καιρό που δεν είχαν ούτε τα απαραίτητα): «Αν κρυώνετε,
ψράψτε μου να σας στείλω δυό μικρά ζωστικά πού έχω» ἤ σέ άλλη
επιστολή τους λέει: «Με τον ταχυδρόμο σας στέλνω και μια φιάλη
κολώνια ως φάρμακο· σήμερα τη δέχονται και οι γιατροί· ας μην
αποκρούεται εξ άκρας αυστηρότητος». Πόσο άσπλαχνος είναι ένας πατέ-
ρας, όταν μη έχοντας καθόλου χρήματα (απο τις ελεημοσύνες οι τσέπες
του ήταν συνήθως άδειες) για να δώσει σέ κάποιον που του ζητούσε για
να αγοράσει φάρμακα, ο άγιος του πρόσφερε μια καινούργια φορεσιά
εσώρουχα που του είχαν χαρίσει. Μάλιστα, για να βοηθήσει φτωχούς,
στερούσε πολλές φορές και τον καθημερινό άρτο από τις μοναχές της
Μονής, και τους ξεπροβόδιζε από την πόρτα του μαντριού της Μονής,
για να μή γίνεται αντιληπτή σέ κανένα η φιλανθρωπία του.
Τελικά μήπως αυτός ο όντως αληθινός πατέρας δεν ήταν απλώς
πατέρας αλλά μάλλον μια στοργικότατη μανούλα για τά παιδιά του;
Άραγε αυτό δεν είναι και το πρότυπο του πατέρα που φανέρωσε ο Θεός
στον Προφήτη Ησαΐα; «Ἐστω κι αν μια μάνα παραμελήσει τα παιδιά που
κοιλοπόνεσε να τα γεννήσει, εγώ δεν πρόκειται να σας ξεχάσω και να μη
σας φροντίσω» (Ήσ. 49, 15) «Μή επιλήσεται γυνή του παιδίου αυτής, τοῦ
μή ελεήσαι τα έκγονα της κοιλίας αυτής· εί δε και επιλάθοιτο ταύτα
γυνή, ἀλλ’ εγώ οὐκ ἐπιλήσομαί σου, είπεν Κύριος». Και αν αυτή η πατρική
αγάπη πρέπει να εκδηλώνεται ως μητρική στοργή σχετικά με τις υλικές
ανάγκες των τέκνων, πολύ περισσότερο αυτό πρέπει να συμβαίνει και
στην ικανοποίηση των πνευματικῶν αναγκών τους.
Την πνευματική πατρότητα ως μητρότητα μᾶς την παρουσιάζει και
ο απόστολος Παύλος λέγοντας στούς Γαλάτες: «Τεκνία μου, πάλιν ὠδίνω
(ὑμᾶς), (κοιλοπονάω για σάς) ἄχρις οὗ μορφωθῇ Χριστός ἐν ὑμῖν» (Γαλ. 4,
19). Με αυτά τά λόγια κατέθετε τη δική του εμπειρία «κυοφορίας» και
επαναλαμβανόμενου «τοκετού» των πνευματικών του τέκνων. Θαυμάζει
ο άγιος Χρυσόστομος, φωνάζοντας: Πού ακούστηκε «το παιδί για
δεύτερη φορά να διατείνει τήν μητρική γαστέρα;...». Είναι φανερό από
τούς αναφερθέντες όρους τοκετός, ωδίνες, μητρική γαστήρ (οι οποίοι
δεν είναι καθόλου τεχνικοί όροι), ότι για την Εκκλησία ο πνευματικός
πατέρας οφείλει να είναι, όχι ο πατέρας, αλλά μάλλον η μανούλα των
πνευματικών του τέκνων. Και εχουμε την άνεση να χρησιμοποιούμε τον
όρο μανούλα όχι ποιητικῇ ἀδείᾳ αλλά επειδή τα πρότυπα πνευματικής
πατρότητας ή μάλλον «μητρότητας» άγιοι απόστολοι Παύλος και
Ιωάννης, προτιμούν τον όρο τεκνία αντί του όρου τέκνα.
Ο άγιος Νεκτάριος «επόμενος τοις αγίοις Αποστόλοις και τοις α-
γίοις Πατράσι» έγινε αληθινός πατέρας για τα παιδιά του, δηλαδή μια
στοργική μανούλα, που όχι απλώς τα εξομολογούσε, τα στήριζε πνευ-
ματικά και τα οδηγούσε είς νομάς σωτηρίους αλλά έφτασε να γίνει και
τσαγκάρης τους φτιάχνοντας με τα ίδια του τα χέρια, χέρια επισκόπου,
τις παντόφλες τους. Το εξωτερικό δωμάτιο από το σπίτι που έμενε
απέναντι από το μοναστήρι το μετέτρεψε σε υποδηματοποιείο. Εκεί τον
θυμούνταν παλιότεροι Αιγινήτες, φορώντας την πέτσινη ποδιά του
τσαγκάρη να κατασκευάζει τις παντόφλες της αδελφότητας.
Αυτά τα προχωρημένα μαθήματα πνευματικής πατρότητας =
μητρότητας τα κατέγραψε ο άγιος Νεκτάριος στο υπέροχο βιβλίο του
ΠΟΙΜΑΝΤΙΚΗ, όπου μιλώντας για τον Προφήτη Μωϋσή ως πρότυπο
ποιμένα, μας θυμίζει τι τοῦ είπε ο Θεός, όταν του ανέθεσε να οδηγήσει
τον Εβραϊκό λαό στη γή της Επαγγελίας. Τού είπε: «Πάρε αυτόν τόν λαό
στην αγκαλιά σου, όπως παίρνει η μάνα στην αγκαλιά της το βρέφος που
θηλάζει»! (Αριθ. 11, 11).
Στο σημείο αυτό ας μας επιτραπεί να αναφερθούμε και στη
φροντίδα του για τους ασθενείς. Ο άγιος Νεκτάριος ως άνθρωπος με
ανοικτό μυαλό και πλατειά μόρφωση αλλά και συγχρόνως με βαθειά
ταπείνωση είχε επίγνωση των ορίων των γνώσεων και των δυνατοτήτων
του. Μπορεί να είχε γίνει «πολυτεχνίτης» για να βοηθάει στις υλικές
ανάγκες των παιδιών του αλλά ήξερε ότι δεν ήταν παντογνώστης και
παντοδύναμος. Σε θέματα υγείας δεν θεώρησε τον εαυτό του ποτέ
θαυματουργό και θεραπευτή. Σαφώς προσευχόταν πολύ για την ίαση των
ασθενών αλλά είχε τη σύνεση πρώτα να τους στέλνει στον γιατρό.
Εμπιστευόταν τους γιατρούς με υγιή ταπείνωση και δεχόταν τις
θεραπευτικές αγωγές που τοῦ επέβαλαν.
Ιδιαίτερα σε θέματα ψυχικής υγείας συνιστούσε πρωτίστως τη
βοήθεια της επιστήμης μαζί βεβαίως με τη δύναμη της προσευχής και
των Μυστηρίων. Ἀπευθυνόμενος σέ μία πνευματική του θυγατέρα γράφει
τά ἑξῆς:
«Περί τῆς καταστάσεώς σου, σοῦ λέγω ὅτι εἶναι ἀποτελέσματα ἐν
μέρει τῆς ἀσθενείας σου. Φαίνεται ὅτι εἶσαι ὑστερική, καί ἡ νόσος
ἐξασθένησε τό νευρικό σου σύστημα καί σέ κατέστησε νευροπαθῆ καί
πολύ εὐαίσθητη... Ὁ πειρασμός ἐπωφελεῖται ἀπό τήν πάθησή σου καί σέ
θλίβει, ἀποδίδοντας ὅλη τήν ἐκ τῆς ὑστερικῆς σου καταστάσεως
νευροπάθεια στήν ἀδιόρθωτη γνώμη σου, καί ἔτσι σέ ὠθεῖ στήν
ἀπελπισία. Μάθε λοιπόν, ὅτι αὐτά πού σοῦ ὑποβάλλει ὁ πονηρός εἶναι
ψευδῆ, καί μή τά δέχεσαι. Φρόντισε νά ἐνισχύσεις λίγο τό νευρικό σου
σύστημα, καί πάψε νά ταράζεσαι ἀπό τούς λογισμούς... Ὅταν
θεραπευθῆ τό σῶμα σου, θά θε ραπευθῆ καί ἡ ψυχή σου. Ἄκουσέ με
λοιπόν καί φρόντισε γιά τήν θεραπεία σου... νά σοῦ στείλει ο γιατρός
φάρμακα για τις υστερικές γυναίκες...»3.
Τά ψυχο-νευρολογικά λοιπόν προβλήματα - ἐκτός ἀπό τήν
ἀπαραίτητη προσευχή καί συμμετοχή στήν Μυστηριακή ζωή τῆς
Ἐκκλησίας - χρειάζονται καί τήν χημική βοήθεια τῆς φαρμακευτικῆς
ἀγωγῆς, ἡ ὁποία ρυθμίζει καί θεραπεύει τήν σωματική διάσταση τοῦ
προβλήματος καί ἐξασφαλίζει τίς προϋποθέσεις ἰσορροπημένης καί
ὑγιοῦς καλλιέργειας τῆς πνευματικῆς ζωῆς.
Εἶναι ἄξιο πολλῆς προσοχῆς, ὅτι ἐπηρεασμένος ἀπό τόν ἅγιο
Νεκτάριο καί ἕνας γερασμένος στήν ἄσκηση ἡσυχαστής ἁγιορείτης
τονίζει ὅτι προϋπόθεση ὑγιοῦς πνευματικῆς ζωῆς εἶναι ἡ - ΚΑΙ μέ
φάρμακα - ἀποκατάσταση τῆς ὑγείας τοῦ νευροψυχικά ἀσθενοῦς.
Ὁ ἁγιορείτης Γέροντας Ἰωσήφ ὁ Ἡσυχαστής (†1959) σέ μία ἐπιστολή
του, γράφει σέ ἕνα πνευματικοπαίδι του, πού ἀντιμετώπιζε προβλήματα
μέ τά νεῦρα του:
«Θάρρος! Δέν εἶσαι μόνον ἐσύ. Εἶναι κόσμος πολύς. Παλαιότερα
ἦλθαν κοντά μου πολλοί, καί μέ προσευχή καί νηστεία θεραπεύθηκαν.
Τώρα ὅμως, δέν με ακούει ο Κύριος, γιά να μάθω και τα φάρμακα και
τους γιατρούς... Διάβασα καί τοῦ ἁγίου Νεκταρίου τίς ἐπιστολές, καί
εἶδα πόσο πρόσεχε στούς γιατρούς και τα φάρμακα ένας τόσο μεγάλος
άγιος! Ἐγώ ὁ φτωχός ἀσκητής γέρασα στήν ἔρημο, καί ἤθελα μόνο μέ
τήν πίστη νά θεραπεύσω. Τώρα μαθαίνω κι εγώ ότι χρειάζονται και τα
φάρμακα και η χάρις!... Λοιπόν, τώρα θά λέω καί ἐγώ σάν τόν ἅγιο: Κύτ-
ταξε νά γίνεις καλά· νά διορθώσεις τά νεῦρα σου...· καί θά βρεῖς πάλι τήν
προσευχή σου καί τήν εἰρήνη...»4.
Ήδη από την Αίγυπτο ο άγιος Νεκτάριος, ως πνευματικός πατέρας
ανέπαυε και καλλιεργούσε τις ψυχές, που τοῦ εμπιστευόταν ο Θεός. Οι
πρώτες μοναχές της Αιγίνης ηταν παιδιά του από την Αίγυπτο. Το
μεγαλύτερο όμως κομμάτι της ζωής του, δεκατέσσερα χρόνια, το έδωσε
στη Ριζάρειο Σχολή. Κι εκεί δεν έπαψε να είναι αυτό που πάντα ήταν:
Διδάσκαλος και πατέρας. Επειδή όμως η Ριζάρειος ήταν ένα φυτώριο
πατέρων και ποιμένων της Εκκλησίας, ο άγιος πόνεσε ιδιαίτερα αυτή του
την οικογένεια και αναλώθηκε κυριολεκτικά στο να θρέψει και να
στηρίξει αυτές τις ψυχές. Όταν πήγε στη Ριζάρειο βρήκε πολλά που
έπρεπε να διορθωθοῦν. Πολλές εύπορες οικογένειες έστελναν τα παιδιά
τους εκεί, επειδή το ποιοτικό επίπεδο των σπουδών ήταν υψηλό, και όχι
επειδή ενδιαφέρονταν να ιερωθούν. Ο άγιος με πολύ πόνο αναγκάστηκε
κάποτε να διώξει τέσσερεις μαθητές από τη Σχολή, που είχαν ξεφύγει
αρκετά και έκαναν ζημιά και στούς άλλους. Τους έδιωξε μάλιστα λίγο
πρίν πάρουν το πτυχίο τους, έστω κι αν κάποιοι υψηλά ιστάμενοι
παρενέβησαν υπέρ αυτών. Σε επιστολή του προς τις μοναχές του
εξομολογείται ότι αυτό τόν πόνεσε ασύγκριτα περισσότερο από το ότι
3
Ποιμαντικές Ἐπιστολές Ἁγίου Νεκταρίου, ἐκδ. «Ὑπακοή» 2000, σελ. 59
4
Γέροντος Ἰωσήφ τοῦ Ἡσυχαστοῦ, «Ἔκφρασις Μοναχικῆς Ἐμπειρίας» ἔκδ. 1985, σελ. 284
δεν είχε χρήματα για να στείλει για τη συντήρηση της Μονής. Έπρεπε
όμως να γίνει, για να διασωθεί ο εκκλησιαστικός χαρακτήρας της
Σχολής. Ο διάδοχός του στη Ριζάρειο (και μετέπειτα Αρχιεπίσκοπος)
Χρυσόστομος Παπαδόπουλος θα ομολογήσει ότι με τον Πενταπόλεως
Νεκτάριο «η Σχολή επανεύρε την εσωτερική της γαλήνη» καί ότι
αποκαταστάθηκε το κύρος της Ριζαρείου ως εκκλησιαστικής σχολής.
Ο άγιος αγάπησε τη σχολή και τα παιδιά της σαν αληθινός πατέρας.
Φρόντιζε για τά πάντα: για τη βελτίωση της διατροφής τους, για την
άθλησή τους που τη θεωρούσε πολύ σημαντική, για τον κήπο της σχολής,
που ήταν δικό του δημιούργημα· εισήγαγε το μάθημα των Γεωπονικών,
ώστε οι απόφοιτοι να μπορούν με την καλλιέργεια της γης να βοηθούνται
βιοποριστικά (τότε οι ιερείς δεν μισθοδοτούνταν από το κράτος)·
πρότεινε στο κράτος και προώθησε την επαγγελματική αποκατάσταση
των αποφοίτων μέχρι τη χειροτονία τους. Πάνω από όλα όμως μερίμνησε
για την οργάνωση έντονης και υποδειγματικής λατρευτικής ζωής.
Φυσικά πρώτος αυτός ήταν λαμπάδα προσευχής. Ένας παλαιός μαθητής
της σχολής θυμάται ότι τις νυκτερινές ώρες, όταν όλοι κοιμόντουσαν
είχε αντιληφθεί τον Άγιο Σχολάρχη να κατεβαίνει και να πηγαίνει στη
νότια έξοδο της σχολής πρός τον κήπο· καί εκεί τον έβλεπε υπό
οποιεσδήποτε καιρικές συνθήκες να προσεύχεται γονατιστός για πολλή
ώρα σε χώρο, όπου παλιά ήταν ένα μικρό παρεκκλήσιο.
Σχετικά με το κορυφαίο έργο της προσευχής ο άγιος τόνιζε στα
πνευματικά του παιδιά και ιδιαίτερα στις μοναχές του, (προφανώς και σε
μάς στον βαθμό που θέλουμε να νιώθουμε παιδιά του), ότι τα λόγια της
προσευχής πρέπει να μιλάνε στην καρδιά μας. Να μήν κάνουμε τυπική
προσευχή αλλά ζωντανή λατρεία. Και μάλιστα κάνει επιτακτική την
προτροπή του λέγοντας: «Επιθυμώ να με εννοείτε τι λέγω». Φυσικά τα
λόγια της προσευχής, για να μιλάνε στην καρδιά μας πρέπει πρωτίστως
να περνάνε μέσα από το μυαλό μας. Πρέπει απαραιτήτως το μυαλό μας
να τα καταλαβαίνει. Αν τα λόγια της προσευχής και των ύμνων περνάνε
πάνω από τα κεφάλια μας, τότε μάλλον έχουμε μόνο τύπο προσευχής. Ο
σοφός μακαριστός Γέροντας Θεόκλητος ο Διονυσιάτης σχολιάζοντας την
εντολή του του αγίου Νεκταρίου «θέλω τα λόγια της προσευχής να
μιλάνε στήν καρδιά σας» λέει εν ταπεινώσει: «Ύστερα από πενήντα
χρόνια λατρευτική ζωή σε αυστηρό κοινόβιο, τώρα καταλαβαίνω τη
λεπτή διάκριση ζωντανής λατρείας και τυπικής προσευχής με ένα
άκαμπτο τυπικό»5.
Ας επιτραπεί να πούμε ότι είναι πολύ σημαντικό, ένας αγιορείτης μέ
τέτοια παιδεία και μέ τέτοια πείρα κοινοβιακης ζωής, να διαπιστώνει ότι
το τυπικό δεν πρέπει να είναι «άκαμπτο» αλλά εύκαμπτο, ευέλικτο και
προσαρμοσμένο στις εκάστοτε ανάγκες του ποιμνίου, κάτι βέβαια που
συχνά το αναφέρει στις επιστολές του ο διακριτικός άγιος Νεκτάριος.
Και συνεχίζει ο π. Θεόκλητος προχωρώντας και στο ακανθώδες (ως μή
ώφειλε) θέμα της ευελιξίας και της κατανόησης της λειτουργικής
γλώσσας: «Ο άγιος Νεκτάριος έχοντας υπ’ όψει του την ολιγομάθεια και
τη δυσκολία των μοναζουσών στην κατανόηση της γλώσσας και των
5
Ποιμαντικές Ἐπιστολές Ἁγίου Νεκταρίου, ἐκδ. «Ὑπακοή» 2000, σελ. 18
νοημάτων των λειτουργικών βιβλίων, θέλησε να τους προσφέρει πιό
άμεσες πνευματικές γεύσεις με προσιτούς στη γλώσσα τους και στην
ψυχολογία τους ύμνους, ιδιαίτερα προς την Θεοτόκο, καρπούς του θείου
ερωτά του προς τον Χριστό και τη Μητέρα Του». Τέτοιος ύμνος είναι ως
γνωστόν, και ο δημοφιλέστατος ύμνος «Αγνή Παρθένε, Δέσποινα...», ο
οποίος μεταφρασμένος έχει εξαπλωθεί και ψάλλεται σχεδόν σε όλες τις
ορθόδοξες χώρες.
Επιτρέψτε μας πάλι, να κάνουμε την αυτονόητη διαπίστωση ότι
ολιγομάθεια και δυσκολία στην κατανόηση της γλώσσας της λατρείας,
δεν είχαν μόνο οι καλόγριες της Αίγινας, άλλα έχει η συντριπτική
πλειοψηφία του λαού μας. Ὁ μακαριστός π. Ἰωάννης Ρωμανίδης ἔλεγε
κάτι που είναι κοινό μυστικό, ὅτι «σέ ἐκκλησίασμα 300 ἀτόμων, πέντε
μόνο γνωρίζουν τί τεκταίνεται ἐκεῖ». Και είναι πολύ θλιβερό αυτό που ο
άγιος Νεκτάριος το είχε καταλάβει πριν από 100 χρόνια, να μήν αποτελεί
τουλάχιστον αγωνία ημών των σημερινών ποιμένων και να μήν κάνουμε
κάτι στον δρόμο πού άνοιξε ο άγιος Νεκτάριος. Των φρονίμων ολίγα!

Το φωτεινό παράδειγμα του αγίου Νεκταρίου είχε ένα ξεχωριστό


αντίκτυπο σε νέους ανθρώπους, δηλαδή σε ανθρώπους που είναι
ιδιαίτερα απαιτητικοί και αυστηροί κριτές των κληρικών. Όταν μετατέ-
θηκε από την Εύβοια στη Φθιώτιδα, εκατό νέοι από την Κάρυστο του
έστειλαν επιστολή με τις υπογραφές τους, όπου έγραφαν: «Οι νέοι της
Καρύστου σας ευγνωμονούμε για τις πατρικές νουθεσίες σας και την
επαγρύπνησή σας για την πνευματική μας πορεία». Το πιο ενδεικτικό
όμως ντοκουμέντο για την επίδραση του αγίου στη νεολαία αποτελεί μια
επιστολή ενός Ριζαρείτη από τη Λαμία, του Κωνσταντίνου Σακκόπουλου,
ο οποίος έγινε ένας από τα πιό πιστά πνευματικά του τέκνα και συνέχισε
και μετά την κοίμηση του αγίου να βοηθάει το μοναστήρι του. Ο
Σακκόπουλος, όταν ήταν τελειόφοιτος της Ριζαρείου έγραψε σε ένα
παιδικό φίλο του στη Λαμία, ο οποίος δεν τα πήγαινε τόσο καλά με τους
παπάδες: «Για το καλογεριλίκι και τους ρασοφόρους, που μού γράφεις,
πέφτεις έξω αγαπητέ μου. Δεν σε παρεξηγώ, μερικοί κληρικοί σε
απομάκρυναν από τον ορθό δρόμο. Ευτυχώς στις μέρες μας υπάρχει αυτή
η ωραία ψυχή του Σεβασμιωτάτου Διευθυντού μας, που νύχτα μέρα
μοχθεί να στελεχώσει την Εκκλησία με άξια στελέχη. Ο λόγος και το
παράδειγμά του μοιάζει με την αθόρυβη ποτιστική βροχή, που
αναζωογονεί, γονιμοποιεί και μεταβάλλει τη διψασμένη γή σε καρποφόρο
χωράφι. Το ομολογούν πολυάριθμοι συμμαθητές μου. Άραγε τι είναι αυτό
το ιδιαίτερο που ακτινοβολεί η ταπεινή εμφάνισή του; Τον βλέπεις να ζεί
μέσα στον κόσμο, κι όμως αισθάνεσαι ότι δεν είναι άνθρωπος του
κόσμου. Προσεύχεται χωρίς υπερβολή νύχτα και μέρα. Αγαπάει τους
πάντες και αφοπλίζει τους πονηρούς με το αθώο του βλέμμα. Φέρει
σάρκα, αλλά στο σώμα του αναθάλλει ο μοναχισμός της αγγελικής
παρθενίας. Είναι άνθρωπος αλλά ζει σαν άγγελος. Γύρω μου ζουν εκατό
περίπου νέοι με διαφορετικούς χαρακτήρες, με τάσεις προς το κοσμικό
φρόνημα και το ανεύθυνο των πράξεών τους, και σε κάθε αταξία τους
συσπειρώνονται και τρέμουν, όχι μήπως εξοργίσουν τον άγιο διευθυντή
-αυτό άλλωστε δεν θα τους έκανε εντύπωση- αλλά μήπως τον λυπήσουν
για τα παραπτώματά τους, μήπως τον αναγκάσουν να δακρύσει, μήπως
τον φέρουν σε βαθμό να αυτοτιμωρηθεί και να στερηθεί και αυτή την
απαραίτητη τροφή του. Όσαν να σου γράψω γι΄ αυτή τη σεμνή μορφή,
κινδυνεύω να παραλείψω πλήθος μυστικών χαρισμάτων της».
Ίσως δεν υπάρχει πιο αυθεντική φωτογραφία του αγίου Νεκταρίου
από αυτή την επιστολή του νεαρού Κωνσταντίνου. Ένας ψαλμός του
Δαυίδ λέει για τον Θεό: «Εκ στόματος νηπίων και θηλαζόντων κατηρτίσω
αίνον» (8,3). Ίσως είναι πιό δύσκολο να καταρτισθεί πηγαίος έπαινος και
δοξολογία για ένα δούλο του Θεού - και μάλιστα κληρικό - από το στόμα
ενός φοιτητή, ο οποίος απ’ ό,τι φαίνεται απηχεί και τα αισθήματα ακόμη
και των ατάκτων συμφοιτητών του.
Έχοντας τέτοια έξωθεν μαρτυρία και δή από νέους ανθρώπους ο
άγιος Νεκτάριος, μπορεί πλέον με παρρησία να διδάσκει στο υπέροχο βι-
βλίο του «Μάθημα Ποιμαντικής», αυτό που ο ίδιος έδειξε ζωντανά με το
παράδειγμά του: «Ὁ πνευματικός ποιμένας, ο πνευματικός πατέρας και
διδάσκαλος, αναπαύει τις καρδιές των πιστών, φέρνει ειρήνη στις
καρδιές τους, γίνεται τύπος και υπογραμμός της χριστιανικής ζωής και
αποβαίνει η αισθητή και ζωντανή εικόνα του χριστιανού, η οποία
προβάλλεται και στους εκτός της Εκκλησίας, έτσι ώστε θαυμάζοντας
την εικόνα να θαυμάζουν και την αληθινή πίστη μας και να λένε:
“Κοίταξε τι ποιμένες των λαών αναδεικνύει ο Χριστιανισμός!”». Καί
καταλήγει ο άγιος μιλώντας πάντα από προσωπική πείρα: «Η ιεροπρέπεια
του ποιμένα αποκρούει τις προσβολές, φιμώνει και τα απύλωτα στόματα
των συκοφαντών, περιφρουρεί από παντού τον ποιμένα και τον καθιστά
ανάλωτο».
Ίσως δεν υπάρχει άλλος σύγχρονος άγιος, που να συκοφαντήθηκε
τόσο, όσο ο άγιος Νεκτάριος. Το ιδιαίτερο και το βαρύτερο στην περί-
πτωσή του είναι ότι συκοφαντήθηκε και πολεμήθηκε από πρόσωπα της
Εκκλησίας. Τα «βιολιά» της λασπολογίας άρχισαν να
«παίζουν» από την Αίγυπτο, από το Πατριαρχείο Αλεξανδρείας. Τον
ακολούθησαν στην Εύβοια, όπου κι εκεί κλήθηκε σε απολογία για
κανονικά δήθεν παραπτώματα, και κορυφώθηκαν στην Αίγινα με τις
βαρύτατες συκοφαντίες από τη μητέρα μιας δόκιμης μοναχής για δήθεν
σχέσεις του με τις μοναχές και την υπάρξη ακόμη και εξώγαμων παιδιών.
Έτσι ό άγιος άξιώθηκε και του πιό δύσκολου αλλά και πιό ένδοξου
μακαρισμού του Χριστού: «Μακάριοί εστέ, όταν ονειδίσωσιν υμάς και
διώξωσι και είπωσι πάν πονηρόν ρήμα καθ΄ υμών ψευδόμενοι ένεκεν
εμού· χαίρετε και αγαλλιάσθε, ότι ο μισθός υμών πολύς εν τοις
ουρανοίς».
Η εκ μέρους του αγίου αντιμετώπιση των συκοφαντών του είναι
μάλλον η κορυφαία έμπρακτη διδασκαλία του, το πιό ένδοξο και φωτεινό
του στεφάνι. Με την απο καρδίας συγγνώμη του και προσευχή του για
τους διώκτες του μιμήθηκε τον Εσταυρωμένο Κύριο της Δόξης, που
συγχώρησε εμάς τους σταυρωτές Του. Έδινε και στις μοναχές του για
μνημόνευση τα ονόματα αυτών που τον λασπολόγησαν, για να τίς
εξασκεί κι αυτές σ΄ αυτό το θεοποιό αγώνισμα της συγγνώμης. Στην
συγκλονιστική επιστολή του πρός τον Πατριάρχη Αλεξανδρείας που
κατάφωρα τον αδίκησε και τον έδιωξε, όχι μόνο σπεύδει να τον
βεβαιώσει ότι ήδη έχει συγχωρήσει όλους όσοι τον αδίκησαν αλλά
έφθασε να ζητάει εκείνος συγγνώμη για ό,τι τυχόν τον παρεπίκρανε. Και
αργότερα, στη πιό σκληρή δοκιμασία του, ακόμη και τον ανακριτή που
πήγε στο μοναστήρι και - εκτός από τις βρισιές - έφτασε να σηκώσει και
χέρι εναντίον του, τον συγχώρησε και ευχήθηκε για την υγεία του, όταν
έμαθε ότι αρρώστησε βαριά.
Θυμίζει ιστορίες του Γεροντικού η σκηνή, που έξαλλος ο ανακριτής
δείχνει στον άγιο το πηγάδι της μονής κατηγορώντας τον ότι εκεί πετάει
«τα μούλικα», η μοναχή Θεοδοσία φωνάζει κλαίγοντας «Σεβασμιώτατε,
επί τέλους απαντείστε στον υβριστή σας», και εκείνος νηφάλιος και
γαλήνιος σιωπούσε· είχε το βλέμμα στραμμένο ψηλά και στηριζόμενος
στο μικρό του ραβδί έδειχνε τον ουρανό. Πώς μετά να μήν έχει ήδη από
αυτή τή ζωή συναντήσεις με τον άλλο άγιο της συγγνώμης, τον άγιο
Διονύσιο Ζακύνθου. Έτσι εξομολογιόταν στόν Σιμωνοπετρίτη
προηγούμενο Γέροντα Ιερώνυμο: «Χθές ευρισκόμην μετά του αγίου
Διονυσίου», τοῦ έλεγε με απλότητα, σαν να επρόκειτο για κάποιον
σύγχρονο φίλο του. Πως να μήν τον βλέπουν τα μικρά παιδιά να στέκεται
σέ κάποιες ακολουθίες ένα μέτρο πάνω από τη γή, όπως τον είδαν στην
νεκρώσιμη ακολουθία του ενάρετου ιερέα του Μητροπολιτικού Ναού
Αιγίνης π. Νικολάου Μουτσάτσου!
Εδώ εκπληρώνεται η υπόσχεση του Χριστού «ο ταπεινών εαυτόν
υψωθήσεται» όχι μόνο πνευματικά αλλά ... και σωματικά. Όσο ταπείνωνε
τον εαυτό του - ξεκινώντας από τα σωματικά - τόσο ο Θεός τον ύψωνε
και τον δόξαζε, ώστε τα καθαρά μάτια των παιδιών να τον βλέπουν να
μη πατάει στη γή όταν προσευχόταν ἤ λειτουργούσε. Πως να μην υψώσει
ο Θεός αυτόν, που αυτόπτες μάρτυρες από την Αίγινα, τον έβλεπαν μέσα
στον καλοκαιριάτικο ήλιο, με το ράσο τυλιγμένο στη ζώνη του και μέ ένα
ψάθινο καπέλλο στο κεφάλι, να σκάβει με αξίνα, και με το φτυάρι να
γεμίζει ένα καρότσι χώματα και πέτρες και να τα μεταφέρει σε μεγάλη
απόσταση! Βοηθούσε έτσι τους εργάτες της Μονής και παράλληλα
έβρισκε την ευκαιρία να τούς συμβουλεύει ως πνευματικός πατέρας. Το
ασυνήθιστο για το αξίωμά του παράδειγμα ταπείνωσης τό εμιμούντο και
τα μικρά παιδιά του νησιού, και καθάριζαν τα δρομάκια της Μονής από
τις μικρές πέτρες. Εκείνος επαινώντας τη συμμετοχή τους, τούς
πρόσφερε τρόφιμα και γλυκίσματα.
Αυτή την υγιή ταπείνωση και αγάπη ακτινοβολούσε προς όλους και
ιδιαίτερα προς τα πνευματικά του παιδιά. Και πολύ πονούσε όταν τα
έβλεπε - και ιδιαίτερα τις μοναχές του - να μη καλλιεργούν σωστά αυτές
τις κορυφαίες αρετές, τους κορυφαίους καρπούς του Αγίου Πνεύματος,
την ταπείνωση και την αγάπη, οι οποίες αρετές ουσιαστικά ταυτίζονται.
Σε μια μάλιστα επιστολή του προς την ηγουμένη Ξένη εκφράζει έντονα
αυτή την αγωνία του. Και τους τονίζει ότι, αν οι νηστείες και οι
αγρυπνίες δεν στοχεύουν και δεν καρποφορούν αυτές τις αρετές, τότε,
όπως λέει, «εκπέσατε της αποστολής σας και αποτύχατε του σκοπού
σας. Γι’ αυτό», τους λέει ο άγιος, «ταπεινωθήτε μέχρι εδάφους ενώπιον
του Κυρίου, διότι ο Κύριος βδελύσσεται τους υψηλοκαρδίους, αγαπά δε
και επισκέπτεται τους ταπεινούς τῇ καρδίᾳ. Αγωνίζεσθε λοιπόν να
ταπεινώσετε τον εγωισμό σας, που μοιάζει με πολυκέφαλη Ύδρα και
παρουσιάζεται ως απείθεια, παρακοή, αυταρέσκεια, δήθεν γνώση και
φρόνηση ότι τα ξέρετε όλα, απαίτηση, αξίωση, κενοδοξία, φιλοδοξία και
τόσα άλλα».
Η ανεπιτήδευτη ταπείνωσή του φαίνεται και από πολλά περιστατικά,
που δεν μπορούσαν να μείνουν κρυφά, όπως, όταν σε περιοδεία του στη
Σκόπελο φιλοξενήθηκε από τον φτωχό και ευλαβή ιερέα Βασίλειο
Αθανασιάδη, ο άγιος, για να εξοφλήσει όπως το ένιωθε το «χρέος» του,
απαίτησε και επέβαλλε στον σεβάσμιο ιερέα να δεχτεί να του πλύνει ο
ίδιος ο επίσκοπος τα πόδια!
Ρώτησα κάποιον αγωνιστή αδελφό της Μονής μας, ποιά θεωρεί ως
μεγαλύτερη αρετή του αγίου Νεκταρίου καί μου είπε: «Μα φυσικά την
ταπείνωσή του». Αυτή τον ανέδειξε και τον εδόξασε Πατέρα και
Διδάσκαλο της Εκκλησίας μέσα στον εικοστό αιώνα.
Θα έπρεπε να τελειώσω, αν ήθελα σε κάτι να μιμηθώ τον άγιο
Νεκτάριο, ζητώντας - αν όχι απαιτώντας - από τον π. Ιωάννη να δεχθεί
να του πλύνω τα πόδια. Επειδή δεν θα το κάνει, θα ζητήσω να με
συγχωρήσετε για την ακατάστατη παρουσίαση του θέματός μου και να
παρακαλέσω να εύχεσθε για την αδελφότητα της Μονής μας και για
μένα.

You might also like