You are on page 1of 5

Οι Ακριάτες

Κυριάκος Δ. Παπαδόπουλος

Το χωριό, μια χούφτα μικρά σπιτάκια γύρω από τον μικρό ναό της Παναγίας της Ιαματικής,
κρυβόταν βαθιά μέσα στο δάσος, μη και το βρουν οι Σαρακηνοί και το κουρσέψουν. Οι κάτοικοί του
ήρθαν χρόνια πριν από τα χαμηλά κυνηγημένοι, ήρθαν ένας ένας κι έκατσαν σ’ αυτόν τον
ευλογημένο τόπο, που το έφτιαξε κάποιος αροκόπος χρόνια πολλά πριν. Κατοίκησαν εδώ, στον
Αροκοπά, όπου είχαν ασφάλεια και μια Παναγιά θαυματουργή. Πόσο ν’ αντέξουν τις άγριες
επιθέσεις, πότε των κουρσάρων, πότε των Σαρακηνών, πότε των κάθε λογής αγριάνθρωπων που
ορμούσαν απ’ το πουθενά κι έκλεβαν, βίαζαν και λεηλατούσαν.
Κούρνιαζε το μικρό χωριό σ’ αυτή την όμορφη γωνιά, ζούσε ειρηνικά και νηφάλια,
καλλιεργώντας τη γη και βόσκοντας πρόβατα. Ολόγυρα βουνά, δάση, νερά πολλά και λαγκαδιές,
ένας παράδεισος για ανθρώπους που προτιμούσαν την ησυχία, περήφανοι που ξεγέλασαν τον
Χάρο και κρύφτηκαν, έτοιμοι να τον δεχτούν μόνο στα βαθιά γεράματα.
Ολόγυρα βουνά πολλά, ωσάν τειχιά που έκοβαν τους επιδρομείς. Στ’ ανατολικά ένα βουνό
υψωνόταν κι αγνάντευε τον κόσμο ολόγυρα. Από κει κατηφόριζε ετούτη τη στιγμή ο Ακριάτης
Μόδεστος, ένας λεπτός κι ευκίνητος χωριάτης με μεγάλα μουστάκια και μακριά μαλλιά. Η δούλεψή
του ήταν να αγναντεύει με τα γερακίσια μάτια του απ’ την κορφή του βουνού τη θάλασσα, μίλια
μακριά, για να δώσει μήνυμα αν έβλεπε πλοία κουρσάρικα να πλησιάζουν. Τούτη η ικανότητά του
να βλέπει μακριά, τον έκανε σπουδαίο, έγινε το μάτι και το αφτί του χωριού. Πήγε κι έκατσε στη
μέση της αυλής του χωριού, άναψε φωτιά και περίμενε. Σε λίγο άρχισαν να μαζεύονται εκεί ένας
ένας οι άντρες και οι γέροντες του χωριού, ήρθε κι ο ιερέας· έκατσαν γύρω από τη λαμπρατζιά και
περίμεναν σιγομουρμουρίζοντας μεταξύ τους. Άμα ήρθε και ο αρχηγός του χωριού, ο Γεροπαναής,
τρισέγγονος του πρώτου Αροκόπου, ο ακριάτης Μόδεστος σηκώθηκε με σεβασμό κι είπε τούτα τα
λόγια:
«Η Παναγιά της Αμματικής να σ’ έχει καλά Γεροπαναή! Άκου τώρα τα μαντάτα μου: Μακριά η
θάλασσα καθαρή, γυαλοκοπά από τις αχτίνες του ήλιου, κανένα πλεούμενο πουθενά, μήτε βάρκα
μήτε πανί. Στην πεδιάδα και στα βουνά γαλήνη κι ησυχία, οι χωριάτες μάχονται στα χωράφια και
στ’ αμπέλια. Όλα καλά!»
Ο Γεροπαναής, άφησε τα χείλη του ν’ ανοίξουν σ’ ένα χαμόγελο ευτυχίας, οι κυνόδοντες
καβαλίκεψαν το κάτω χείλι, τα μάτια έλαμψαν χαρούμενα.
«Καλά τα μαντάτα σου, Ακριάτη. Η Παναγιά να βοηθήσει να ’ναι κάθε μέρα έτσι!»
Στράφηκε ύστερα κι ατένισε τους χωριάτες του ολόγυρα κι είπε:
«Όλοι στις δουλειές σας, λεύτερα κι άνεγνοιας να χαίρεστε τη ζωή σας. Καλά να’ ναι και ο Ρήγας
Ισάκιος, που έδιωξε τον φεουδάρχη Ασκούρη κι έδωσε και σε μας τους φτωχούς ένα κομμάτι γης να
καλλιεργούμε.»
Ο παπάς τον λοξοκοίταξε, πήρε το θάρρος κι είπε:
«Μα οι άρχοντες του τόπου δεν τον θέλουν, τους πήρε τις περιουσίες, τους έπνιξε στους φόρους…,
κι ύστερις ο άρχοντας Ασκούρης που διαφέντευε τον Αροκοπά λαλεί πως ο Άγιος της Πάφου,
δοξάζωτόνομά του, καταριέται τον Ισάκιο πως είναι κακός, μοχθηρός και άσωτος, πως τυραγνεί
τους λας…»
Ο γέρο-Παναής κούνησε το κεφάλι, μα δεν αποκρίθηκε. Όλοι, εξάλλου, γνώριζαν πως από τότε
που έγινε Ρήγας ο Ισάκιος, οι λας δεν υποφέρουν, πως πήραν πίσω τα χωράφια που άρπαξαν με το
ζόρι οι άρχοντες. Οι λας δεν τυραγνιούνται, όσο για τους άρχοντες, εκείνοι έχασαν τα χωράφια που
άρπαξαν με το ζόρι απ’ τους χωρικούς, κι αυτό δεν τους αρέσει. Μ΄ αυτές τις σκέψεις σηκώθηκε και
πήγε στην καλύβα του να σκεφτεί το καλό των ανθρώπων. Οι κάτοικοι σκόρπισαν στα χωράφια κι
άρχισαν να δουλεύουν με όρεξη, γιατί άλλο να δουλεύεις τη δική σου γη κι άλλο τη γη του ξένου.

***
Ήταν χειμώνας κι ο καιρός αγριεμένος, έκανε τον τόπο σκοτεινό, τα βουνά χάθηκαν πίσω από τα
μαύρα σύγνεφα και τα δάση σκοτείνιασαν, έγιναν μπλαβιά. Ο Ακριάτης στην κορφή του βουνού
τουρτουρούσε μα δεν το κουνούσε ρούπι, ατένισε τη θάλασσα μακριά, που έσμιξε με τον ουρανό
και παρακολουθούσε τα αφρισμένα κύματα που έκαναν λευκές πινελιές στη μαυροσούρα του
τοπίου. Ξάφνου βλέπει ένα πλοίο, μικρό σαν καρυδότσουφλο, λόγω του μάκρους, να μάχεται με το
κύμα, ύστερα άλλο ένα, κι’ ύστερα ένα τρίτο. Τα πανιά τους έγιναν κουρέλια, τα κατάρτια
τσακισμένα, κι ο δυνατός αγέρας τα έσπρωχνε ακυβέρνητα. Θεόρατα κύματα τα έδερναν στα
πλευρά, τα σήκωναν στη ράχη τους κι όλο τα έσπρωχναν προς τη στεριά. Εκεί στα ρηχά
τσακίστηκαν στους σκοπέλους της Αμαθούντας και το νερό πλημμύρισε τ’ αμπάρια. Οι ναύτες
έπεφταν απ’ την κουπαστή να γλιτώσουν τον πνιγμό, κάποιοι τα κατάφεραν, μπήκαν στο νερό και
τσαλαβουτώντας μέσα στις βαριές στολές τους έβγαιναν στη στεριά. Μα ούτε εκεί βρήκαν τον
λυτρωμό, γιατί όρμησαν οι στρατιώτες του Ρήγα, που καραδοκούσαν στην ακτή, και τους έπιασαν
ένα-ένα αιχμαλώτους.
Ο Ακριάτης Μόδεστος έμεινε άφωνος να βλέπει και να πασκίζει να καταλάβει. Μα ύστερα
κατέβηκε ορμητικός, έτρεξε μ’ όλη τη δύναμή του στο χωριό, όπου βρήκε τον γέρο-Παναή να μιλά
με τον κυνηγό Βασίλη για τον Σπήλιο.
«Είναι μεγάλος ο Σπήλιος ετούτος που λαλείς», ρωτούσε ο Γεροπαναής τον Βασίλη.
«Είναι μεγάλος, παππού, πολύ μεγάλος», αποκρίθηκε με σεβασμό ο Βασίλης.
«Και χωράει όλο το χωριό να μπει μέσα;»
«Χωράει όλο το χωριό και βάλε…»
Δεν άντεξε ο Ακριάτης να περιμένει, όρμησε μέσα κι αφού χαιρέτησε βιαστικά είπε με μια
ανάσα:
«Ήρθαν ξένοι στρατιώτες με τρία πλοία, τσακίστηκαν στα βράχια της Αμαθούντας κι άμα βγήκαν
στη στεριά, τους άρπαξαν οι στρατιώτες του Ρήγα…»
Ο Γεροπαναής, άμα άκουσε τα λόγια του Ακριάτη, πετάχτηκε και στάθηκε όρθιος. Ύστερα
στράφηκε προς τον Βασίλη, είπε προστακτικά:
«Καθαρίστε τον Σπήλιο, βάλτε μέσα ρούχα και τρόφιμα πολλά, βάλτε μπόλικο νερό, κρασί και ξίδι,
βότανα ιατρικά του βουνού, φτιάξτε χαλούμια πολλά που αντέχουν, αναράδες ξηρές, παστά κρέατα
και τσαμαρέλλες, λουκάνικα και απόχτιν, σταφίδες και καρύδια, μέλι και άλας, βάλτε μπόλικα
ποξαμάδια, γεμίστε τη σπηλιά με τρόφιμα που δεν χαλούν».
Άμα έφυγε τρεχάτος ο Βασίλης να εκτελέσει τις εντολές, ο Γεροπαναής έπεσε στο κρεβάτι κι
έκλεισε τα μάτια.
«Τι συμβαίνει, γέροντα», ρώτησε ο Ακριάτης. «Είσαι άρρωστος; Θες να σου κάνω ένα αφέψημα
από βότανα του βουνού;»
Ο Γεροπαναής μισάνοιξε το ένα μάτι.
«Όχι! Πήγαινε πίσω στη θέση σου κι αγνάντευε. Να μου λες τα μαντάτα τρεις φορές τη μέρα.»
«Τι συμβαίνει, παππού; Δεν έχουμε πια ειρήνη;»
« Η ειρήνη και ο πόλεμος, γιε μου, σ’ αυτό τον τόπο, είναι σαν τη μέρα με τη νύχτα. Πήγαινε,
πήγαινε…»
Έφυγε τρεχάτος γεμάτος έγνοιες κι απορίες. Τι εννοούσε ο γέροντας; Και γιατί να γεμίσουν με
τόσα πράγματα τον Σπήλιο; Όταν έφτασε στην κορφή του Παρατηρητηρίου, ατένισε την παραλία
απ’ άκρη σ’ άκρη, είδε πως δεν υπήρχαν στρατοί στη στεριά ούτε πλοία στη θάλασσα κι ηρέμησε.
Είχε τα μάτια καρφωμένα εκεί που έσμιγε ο ουρανός με τη θάλασσα, ώρες πολλές. Την ώρα του
μπουκώματος πήγε τρεχάτος στον Γεροπαναή κι έδωσε αναφορά:
«Μακριά η θάλασσα σκοτεινή μα καθαρή, κανένα πλεούμενο πουθενά, μήτε βάρκα μήτε πανί. Στην
πεδιάδα και στα βουνά γαλήνη κι ησυχία, οι χωριάτες μάχονται στα χωράφια και στ’ αμπέλια. Όλα
καλά!»
Στράφηκε τρέχοντας και κάθισε πάλι στη θέση του. Το μεσημέρι πήγε ξανά στον Γεροπαναή κι είπε
τούτα τα νέα: «Μακριά η θάλασσα σκοτεινιάζει απ’ τα σύννεφα, κανένα πλεούμενο πουθενά, μήτε
βάρκα μήτε πανί. Στην πεδιάδα και στα βουνά γαλήνη κι ησυχία, οι χωριάτες κάνουν διάλειμμα για
φαγητό. Όλα καλά!»
Το βράδυ, πριν σκοτεινιάσει έδωσε ξανά το ίδιο μήνυμα και πήγε ν’ αναπαυτεί.

***
Τριάντα μέρες πέρασαν γεμάτες από μια περίεργη αναμονή, οι αναφορές του Ακριάτη τέλειωναν
πάντα με τη φράση «Όλα καλά», και η ζωή των κατοίκων περνούσε μέσα στα συνηθισμένα
καλούπια εκτός από τις προετοιμασίες των φαγητών που δεν σταμάτησαν ούτε στιγμή. Κανένας
δεν γνώριζε τον λόγο των προετοιμασιών κι ούτε καταλάβαιναν την αγωνία του Γέροντα. Εκείνος
απτόητος έδινε συνέχεια παραγγελιές για το Σπήλιο, για τα τρόφιμα κι έλεγε στους κατοίκους να
περιμένουν οδηγίες. Όλοι, έστω κι αν δεν γνώριζαν ποιο κακό τους περιμένει, άκουγαν τα
προστάγματα του Γέροντα χωρίς αγκομαχητά και διαμαρτυρίες. Οι κάτοικοι μόλις έρχονταν από τα
χωράφια τους άρχιζαν να φτιάχνουν χαλούμια, ελιές κουμνιστές, ελιές μαύρες, παστά κρέατα,
τραχανά, κι όλα αυτά τα κουβαλούσαν στον Σπήλιο, όπου είχαν φτιάξει ράφια για να
αποθηκεύονται εύκολα και εύκολα να βρίσκονται.
Μια από εκείνες τις μέρες, ο Ακριάτης κατέβηκε φουριόζος απ’ το βουνό, έκανε σαν τρελός και
ξεφώνιζε αλαφιασμένος. Βρέθηκε μπροστά του ο Γεροπαναής, τον αντέκοψε με το χέρι.
«Κάνε κράτει, Μόδεστε. Τι τρέχει;»
«Πολλά πλοία στο ουρανοθάλασσο. Πριν μερικές μέρες ήρθε κι άραξε ένα πλοίο στα βαθιά, είπα
δεν είναι τίποτα, μα τώρα γέμισε ο τόπος από δαύτα. Μου φαίνεται πως τα πράγματα δεν πάνε
καλά.»
«Χμ. Πήγαινε πίσω στη θέση σου, γρήγορα. Λέγε μου τα νέα τακτικά.»
Έφυγε ο Ακριάτης κι ο Γεροπαναής έδωσε διαταγή να βρουν ένα βράχο ίσα με το άνοιγμα του
Σπήλιου, νάναι έτοιμοι να κλείσουν την είσοδο. Όλοι τότε μαζώχτηκαν κι άρχισαν να ψάχνουν για
βράχο που θα ταίριαζε με το στόμα του Σπήλιου. Ώσπου να βρουν πέρασαν μέρες. Στο μεταξύ ο
Ακριάτης έδωσε ετούτο το μήνυμα στο χωριό:
«Βγήκαν πολλοί ξένοι στρατιώτες στην ξηρά, γίνεται μάχη σκληρή στην ακτή, οι ξένοι είναι καλά
αρματωμένοι, οι στρατιώτες του Ρήγα είναι λίγοι και ξαρμάτωτοι, η μάχη συνεχίζεται...»
Κατά το βράδυ έδωσε άλλο μήνυμα:
«Οι ξένοι νίκησαν τους δικούς μας και τώρα τους κυνηγούν. Όλα άσχημα!»
Πέρασαν μέρες κι ο τόπος ερήμωσε. Τα πλοία άδεια στη θάλασσα και οι στρατιώτες εκτός θέας
του Ακριάτη. Στο μεταξύ οι χωρικοί βρήκαν ένα μεγάλο βράχο που ταίριαζε στο στόμα του Σπήλιου
και βάλθηκαν να το σπρώχνουν, να το κυλούν βάζοντας κορμούς δέντρων από κάτω, αλλά η
απόσταση ήταν μεγάλη και η κίνηση του βράχου αργή. Έτσι το νέο που ήρθε από τον Ακριάτη τους
βρήκε να βρίσκονται μισό μίλι μακριά από τον Σπήλιο. Ήρθε χαρούμενος ο Μοδέστος κι είπε:
«Οι ξένοι στρατιώτες μπήκαν στα πλοία τους και φεύγουν. Όλα καλά!»
Γέμισε χαρά και ξεφωνητά το χωριό μα ο Γεροπαναής τους αντέκοψε.
«Σταματάτε», φώναξε θυμωμένα. «Ποτέ μην χαίρεστε όταν βλέπετε ή ακούετε περίεργα πράγματα.
Αντίθετα, πρέπει να απορείτε και να γίνεστε περισσότερο επιφυλακτικοί.»
«Μα φεύγουν», είπε ένας χωρικός.
«Μπορεί να σάλπαραν, αλλά να μην φεύγουν», απάντησε ο Γεροπαναής. «Πού ακούστηκε οι
νικητές ενός πολέμου να το βάζουν στα πόδια; Πίσω στις δουλειές σας! Κι εσύ Ακριάτη Μοδέστο,
πήγαινε στον τόπο σου και μην χάσεις τίποτε από όσα γίνονται.»
Απορημένος ο Ακριάτης πήγε πίσω κι ανέβηκε στην κορφή του βουνού. Μόλις πρόλαβε να δει τα
πλοία των οχτρών να πλέουν παράλληλα με τις ακτές και να χάνονται από τα μάτια του στην
ανατολή. Η θάλασσα και όλη η γης, όσο έπιανε το μάτι του ήταν ήρεμη, ωσάν να μην έγινε μάχη
καμιά. Στο μεταξύ, οι χωρικοί συνέχισαν να σπρώχνουν τον βράχο που θα γινόταν η πόρτα του
Σπήλιου. Κι εκεί που η ζωή τους πήγαινε να πάρει τους συνηθισμένους της ρυθμούς, τρεις
στρατιώτες του Ρήγα έφτασαν λαχανιασμένοι και πετσοκομμένοι στον Αροκοπά. Χάθηκαν, είπαν,
τρέχοντας να γλυτώσουν από τους άγριους Εγγλέζους που κυνήγησαν τα στρατεύματα του
Ισαάκιου μέχρι τα βουνά. Ήταν τρομαγμένοι και πεινασμένοι. Έφαγαν και κοιμήθηκαν κι όταν
ξύπνησαν δεν ήθελαν να πάνε πουθενά.
«Εδώ θα μείνουμε», είπαν. «Πουθενά αλλού δεν έχει τόση ασφάλεια όσο εδώ»
Ο Γεροπαναής δέχτηκε τους στρατιώτες και τους έβαλε καθήκον να φυλάγουν το χωριό μέρα
νύχτα. Στο μεταξύ ο Ακριάτης έδινε τις αναφορές του, όπως πάντα:
«Μακριά η θάλασσα καθαρή, γυαλοκοπά από τις αχτίνες του ήλιου, κανένα πλεούμενο πουθενά,
μήτε βάρκα μήτε πανί. Στην πεδιάδα και στα βουνά γαλήνη κι ησυχία, οι χωριάτες μάχονται στα
χωράφια και στ’ αμπέλια. Όλα καλά!»
Περνούσαν οι μέρες με τα ίδια και τα ίδια κι όλοι απορούσαν που ο Γεροπαναής επέμενε να
φτιάχνουν ακόμη χαλούμια κι αναράδες, παξιμάδια και παστά κρέατα, να μαζεύουν μέλι και να
φτιάχνουν σταφίδες. Ο βράχος έφτασε τελικά στη σπηλιά και τοποθετήθηκε έτσι που με ένα
τράβηγμα από μέσα έκλεινε το στόμα της.
Δεν πέρασε πολύς καιρός κι ο Ακριάτης είδε κάτι σαν μια μακρόσυρτη οχιά να τυλίγεται στο
μονοπάτι των αμπελώνων. Άμα πλησίασε τούτη η οχιά έβγαλε μια πνιχτή φωνή κι ανατρίχιασε
σύγκορμος. Ύστερα κατέβηκε με φούρια κι έτρεξε να δώσει το μαντάτο:
«Πλήθος ξένων στρατιωτών πλησιάζουν τον Αροκοπά. Τα πράγματα δεν είναι καθόλου καλά».
Σε λίγο ήρθε κι ο στρατιώτης του Ρήγα που φύλαγε τα σύνορα του χωριού κι είπε πως έρχονται
Εγγλέζοι στρατιώτες, καλά αρματωμένοι, με άγριες διαθέσεις, πως τους κατάλαβε από τις στολές κι
από την ομιλία τους, που βγαίνει απ’ το λαρύγγι. Ο Γεροπαναής έδωσε αμέσως το σύνθημα να
μπουν όλοι στη σπηλιά κι εκεί να κρυφτούν. Πρώτα να πάνε τα γυναικόπαιδα, ύστερα οι γέροντες
και τελευταίοι οι άντρες. Δεν πρόλαβαν όμως να πάνε όλοι και οι Εγγλέζοι μπήκαν στο χωριό και
μάζεψαν όλους τους Αροκοπιάτες, όσους έμειναν πίσω. Μετέφεραν μαζί τους άλογα, μούλες
φορτωμένες, κάρα άδεια και ένα μεγάλο στρατό που αφάνιζε τα πάντα από όπου περνούσε. Ο
αρχηγός τους, ένας μαντράχαλος αγριάνθρωπος, με πανοπλία πάνω στην οποία ήταν
ζωγραφισμένος ένας μεγάλος σταυρός, στάθηκε στη μέση της πλατείας έχοντας δίπλα του τον
τόπακα άρχοντα Ασκούρη, που έκανε τον διερμηνέα. Είχε ξυρίσει τα γένια του, δείγμα υποταγής
στον Ριχάρδο. Ο Εγγλέζος μίλησε με την αγριοφωνάρα του και μετάφρασε ο Ασκούρης:
«Από τώρα και στο εξής το νησί ανήκει στον αφέντη μας, τον βασιλιά της Αγγλίας Ριχάρδο, ο οποίος
διατάζει όλους τους Κυπραίους να παραδώσουν το μισό της περιουσίας τους, διαφορετικά θα
πληρώσουν με τη ζωή τους».
Κι ενόσω έλεγε αυτά οι στρατιώτες έμπαιναν στα σπίτια, ήθελαν να λεηλατήσουν και να
κλέψουν, αλλά τα σπίτια ήταν άδεια, μήτε χρυσάφια βρήκαν, μήτε τρόφιμα, μήτε γυναίκες. Ο
Γεροπαναής έκανε ένα βήμα μπροστά κι είπε:
«Δεν έχουμε τίποτε, είμαστε φτωχό χωριό, αφήστε μας ήσυχους. Εμείς δεν βλάψαμε κανένα. Μην
μας βλάψετε ούτε κι εσείς».
«Ψέματα», ούρλιασε ο άρχοντας Ασκούρης, «Είστε ψωριάρηδες, γεννημένοι δούλοι, δεν σας αξίζει
να κατέχετε χωράφια…»
Ο μαντράχαλος εγγλέζος με τον τεράστιο σταυρό στο στήθος, έσπρωξε τον Ασκούρη με τον
αγκώνα του, κάτι του είπε στη λαρυγγώδη γλώσσα του. Εκείνος έστησε τ’ αφτί κι άκουγε, ύστερα
γύρισε προς το μέρος του Γεροπαναή κι είπε:
«Ο αφέντης βασιλιάς της Αγγλίας Ριχάρδος επιμένει πως πρέπει να παραδώσετε τα μισά από τα
υπάρχοντά σας, διαφορετικά θα σας πάρει το κεφάλι».
Ο Γεροπαναής άκουγε χωρίς να ταράξει ούτε τρίχα απ’ την κεφαλή του. Ατένισε άφοβα τον
σταυροφόρο κι είπε:
«Εμείς δεν έχουμε περιουσία, ότι βγάζουμε απ’ τη γη μόλις αρκούν για τις οικογένειες μας…»
«Και πού είναι οι οικογένειές σας;» ρώτησε άγρια ο Ασκούρης
Ο Γεροπαναής δεν μίλησε, μόνο έσκυψε το κεφάλι, έτοιμο να δεχτεί την πάλα. Κάποιοι
στρατιώτες που ερευνούσαν ολόγυρα επέστρεψαν σέρνοντας πρόβατα και κατσίκες. Ο Ασκούρης
ξάφνου κτύπησε το χέρι στο κούτελό του κι είπε με πάθος:
«Ξέρω! Ξέρω που τα κρύψατε. Εγώ αυτή τη γη την ξέρω σαν το πουγκί μου, την κληρονόμησα απ’
τον πατέρα μου που κι αυτός την πήρε με την άδεια του αυτοκράτορα Μανουήλ. Την ξέρω παθκιάν-
παθκιάν, δεν θα με ξεγελάσετε εμένα.»
Ύστερα μίλησε στον μαντράχαλο εισβολέα στη γλώσσα των Εγγλέζων. Εκείνος έδωσε με την
αγριοφωνάρα του μερικές οδηγίες στους στρατιώτες κι ένα μπουλούκι από δαύτους χύθηκε στο
δάσος, προς την κατεύθυνση του Σπήλιου.

***
Προς το τέλος της μέρας όλα τα τρόφιμα που αποθηκεύτηκαν στον Σπήλιο φορτώθηκαν στα κάρα.
Οι Εγγλέζοι πήραν όλα τα ζώα του χωριού, όλα τα χρυσαφικά που φορούσαν στο λαιμό τους οι
γυναίκες. Σκότωσαν τον Γεροπαναή και τους τρεις στρατιώτες του Ρήγα για να μείνουν οι λας χωρίς
κεφαλή και χωρίς προστασία. Στο τέλος έφυγαν παίρνοντας μαζί τους όχι τα μισά μα όλα τα
υπάρχοντα του χωριού. Ο άρχοντας Ασκούρης πήρε πίσω το φέουδό του κι οι χωρικοί έγιναν
δούλοι του, έγιναν μισταρκοί στο φέουδό του. Μόνο ο Ακριάτης έμεινε λεύτερος πάνω στα βουνά
κι από κει έβλεπε τα βάσανα που έφεραν οι Εγγλέζοι στο χωριό, έκλαιγε κι ορκιζόταν εκδίκηση.

ΤΕΛΟΣ

You might also like