Professional Documents
Culture Documents
Τα τρία μεγάλα πιθάρια ήταν θαμμένα χρόνια πολλά κάτω από τη γη. Εκεί
στο πετρόκτιστο σπίτι που έφτιαξε ένας από τους πρώτους μετανάστες από
την Ορόγκου, στις αρχές του δάσους, ο σπουδαίος εκείνος άντρας που έκανε
μια από τις πρώτες οικογένειες, δυο γιούες και τρεις κόρες κι έβαλε έτσι τις
βάσεις για το νέο χωριό, έθαψε τρία μεγάλα πιθάρια γεμάτα κρασί του
νάματος, με σκοπό να τα ανοίξει όταν θα άρμαζε τις θυγατέρες του. Τα χρόνια
πέρασαν, εκείνος πέθανε πρόωρα, την ίδια μέρα με τη γυναίκα του, δεν
έζησαν να παντρέψουν ούτε θυγατέρες ούτε γιούδες. Εκείνες βρήκαν την τύχη
τους με κάτι καλά παλληκάρια από το χωριό και μετακόμισαν εκεί. Ύστερα
έφυγαν και τα αδέρφια, παντρεύτηκαν σε άλλους τόπους. Το σπίτι άδειαζε,
ερημωνόταν. Μέρα με τη μέρα χανόταν κι ένα παράθυρο, χάθηκε κι η πόρτα,
ύστερα πήραν σειρά τα βολίκια και οι πέτρες, που ήταν καλά δουλεμένες,
πρώτο πράμα για το κτίσιμο νέου σπιτιού. Το σπίτι έγινε ερείπιο μέχρι που
χάθηκε εντελώς, δεν έμεινε ούτε σημάδι.
Τα πιθάρια, θαμμένα κάτω από τη γη, αποξεχάστηκαν, κανείς δεν γνώριζε
για την ύπαρξή τους, κι εκεί μέσα, το κρασί μέστωνε με το χρόνο. Όσο
πήγαινε ο καιρός γινόταν καλύτερο, έβγαζε μυρωδιές και γεύσεις που κανένας
δεν μπορούσε να απολαύσει. Κάποτε βρήκαν οι μέλισσες ένα σπάσιμο στο
βράχο κι η μυρωδιά του νάματος τους τράβηξε ωσάν να ήταν φιόρο του
κάμπου ή του βουνού, βρήκαν άνοιγμα στο στόμιο των πιθαριών, μπήκαν
μέσα κι έκτισαν εκεί την κυψέλη τους. Τριγύριζαν το βουνό και το δάσος,
μάζευαν τη γλυκάδα των ανθέων, έτρωγαν νάμα κι έφτιαχναν μέλι. Με τον
καιρό όμως μετανάστευσαν κι αυτές, η νέα βασίλισσα αποφάσισε να
μετοικήσει με όλο το νέο σμήνος σε άλλα μέρη. Τα πιθάρια έμειναν ξανά μόνα
τους, ώσπου μια μέρα ο βράχος φούσκωσε από ένα ταρακούνημα της γης κι
έκανε τα τρία πιθάρια να τσουγκρίσουν, όπως τσουγκρίζουν τα αβγά το
Πάσχα. Το νάμα ανακατώθηκε με το μέλι, με το κερί και με τις κηρήθρες. Από
το τσούγκρισμα αυτό ράγισαν όμως τα πιθάρια και το θαυμάσιο αυτό νάμα,
μυρωδάτο, γλυκύτατο και πηκτό βρήκε διέξοδο από μια ρωγμή κι έσταζε
αργά-αργά.
«Πιτ, πιτ, πιτ!»
Οι επιστήμονες από τη μια, οι κάτοικοι από την άλλη, συνεπαρμένοι από την
αντιπαράθεση θέσεων και την επιμονή τους στις δικές τους αντιλήψεις δεν
ασχολήθηκαν με το νέο αίνιγμα, δηλαδή πώς γίνεται και τα σπουργίτια της
Ζωοπηγής τραγουδούν σαν αηδόνια. Μέσα στη συννεφιά των
αντικρουόμενων αντιλήψεων και στον φανατισμό δεν έβρισκαν χρόνο για
άλλες σκέψεις. Το παιδί, όμως, που πρώτο ανακάλυψε τα αηδόνια-σπουργίτια
δεν μπορούσε να κοιμηθεί. Δεν τον ενοχλούσε το γεγονός της ταπεινής
καταγωγής των πουλιών της Ζωοπηγής, όσο το γεγονός ότι τα σπουργίτια
πουθενά στον κόσμο δεν τραγουδούν τόσο ωραία και μάλιστα καλύτερα κι απ’
τα αηδόνια. Γι’ αυτό αποφάσισε να λύσει εκείνος το αίνιγμα. Είχε παρατηρήσει
ότι υπάρχουν και σπουργίτια, συνήθως τα νεαρά, που το τιτίβισμά τους είναι
σπουργιτίσιο, δεν τραγουδούν όπως τα αηδόνια. Όταν μεγάλωναν, όμως,
αποκτούσαν κι αυτά την ιδιότητα του ωραίου τραγουδιστή. Γι’ αυτό αποφάσισε
να παρακολουθήσει ένα από τα νεαρά σπουργίτια.
Εκείνο το σπουργιτάκι, όταν έμαθε να πετά, κρατιόταν κοντά στη μαμά του.
Ύστερα έκανε μικρά μεθυσμένα πετάγματα γύρω απ’ τη φωλιά, ύστερα λίγο
πιο μακριά. Όταν μεγάλωσε αρκετά ακολούθησε ένα δυνατό σπουργίτι που
πίστευε ότι ήταν ο μπαμπάς του, εξάλλου τραγουδούσε τόσο ωραία που τον
έκανε να ζηλεύει και να ντρέπεται για το δικό του απλό τιτίβισμα. Το μεγάλο
σπουργίτι έκανε βόλτες όσο για να μπορεί το μικρό σπουργιτάκι να τον
ακολουθεί κι άμα τον πρόφτανε προχωρούσε πιο πάνω προς το δάσος. Εκεί
περίμενε.
Το μικρό σπουργιτάκι ένιωσε ένα άρωμα δυνατό που τον τραβούσε προς
τη γη, στην άκρη του δάσους. Κατέβηκε αργά κάνοντας κύκλους. Το άρωμα
τώρα ήταν πιο δυνατό, του θύμιζε σταφιδιασμένες ρόγες σταφυλιού
πασαλειμμένες με κανέλα, με χαρούπι και μέλι.