You are on page 1of 22

της Κρήτης παραμύθοι

Ευρετήριο
Ευρετήριο................................................................................................................................. 1
Πράξη Α’ - Στο Αρχονταρίκι της Πηνελόπης, αρχοντικό του Οδυσσέα.................................. 2
Μια χώρα…....................................................................................................................... 3
Πράξη Β’ – Ο Μίνωας επιφορτίζεται την ευθύνη του λειτουργού........................................ 6
Πράξη Γ’ - Η Γέννηση του Μινώταυρου................................................................................ 9
Ύβρις του Μίνωα............................................................................................................... 9
Πράξη Δ’ - Αυτοεξόριστος ο Δαίδαλος και η πτήση............................................................ 11
Ο Μίνωας μαθαίνει το μυστικό της Πασιφάης............................................................... 11
Ο Δαίδαλος και ο Ίκαρος πετούν..................................................................................... 12
Πράξη Ε’ – Ο Δαίδαλος ταξιδεύει στην Κύμη...................................................................... 14
Πράξη ΣΤ’ – Η αποκάλυψη του Οδυσσέα........................................................................... 17
της Κρήτης παραμύθοι - Παρουσίαση................................................................................ 21
Κόστος Παραγωγής............................................................................................................. 22

στη Κρήτη το Γενάρη του 7000 μετά του Μίνωα


Στέλιος Νερολαδάκης 1
της Κρήτης παραμύθοι

Πράξη Α’ - Στο Αρχονταρίκι της Πηνελόπης, αρχοντικό του


Οδυσσέα
(ραψωδία Τ, Οδύσσειας Ομήρου)

- Μελανθώ: Ακόμα εδώ θα μας φορτώνεσαι στο σπίτι τριγυρνώντας


όλη τη νύχτα, ξένε, ρίχνοντας τα μάτια στις γυναίκες;
Χαίρου που βρήκες τώρα κι έφαγες, και φεύγα, κακομοίρη,
μην πω δαυλί ν᾿ αρπάξω κι έξαφνα βρεθείς δαρμένος όξω
- Αίθωνας: Γυναίκα ανάποδη, τι κόρωσες και τα 'βαλες μαζί μου;
Τάχα γιατί φορώ παλιόρουχα και δε βωδιάζω μύρα,
κι όπως με σπρώχνει η ανάγκη, ζήτουλας στα σπίτια τριγυρίζω;
Τέτοιοι είναι πάντα οι διακονιάρηδες κι αυτοί που παραδέρνουν! Ήταν
καιρός που σε αρχοντόσπιτο κι εγώ στον κόσμο ζούσα
και πλούτη αφέντευα, και χάριζα συχνά στο διακονιάρη,
όποιος κι αν λάχαινε στην πόρτα μου κι όποια κι αν είχε ανάγκη.
Κι ακόμα σκλάβους είχα αρίφνητους κι άλλα αγαθά περίσσια,
όσα 'χει αυτός που ζει περίκαλα και πλούσιο τόνε κράζουν. Μα ο γιος του
Κρόνου, ο Δίας, τ᾿ αφάνισε᾿ τέτοια η βουλή του θα 'ταν.
Και συ, γυναίκα, κι αν ανάμεσα στις σκλάβες λουλουδίζεις
τις άλλες τώρα, μήπως κάποτε τα χάσεις όλα, κάλλη όταν ο χρόνος ο
αδυσώπητος περάσει από πάνω σου και ξιπασιές, αν τύχει αγριεύοντας
και σε οχτρευτεί η κυρά σου, γη κι ο Οδυσσέας αν φτάσει᾿, απόμεινε
μαθές ελπίδα ακόμα, κι από τις σκλάβες, όσες άπρεπα φέρνουνται στο
σπίτι του, καμιά δεν του ξεφεύγει.
- Πηνελόπη: Σκύλα ξαδιάντροπη, ξετσίπωτη, τις άνομες δουλειές σου
θαρρείς δε βλέπω; Στο κεφάλι σου μια μέρα θα ξεσπάσουν!
Όλα δεν τα 'ξερες, δεν τ᾿ άκουσες από την ίδια εμένα,
τον ξένο τούτο πως λογάριαζα στο αρχονταρίκι μέσα να τον ρωτήσω για
τον άντρα μου, που μ᾿ έλιωσε ο καημός του; Ξένε, για τούτο πρώτα θα
'θελα να σε ρωτήσω ατή μου ποιος είσαι; πούθε; που η πατρίδα σου και
που οι γονιοί σου εσένα;
- Αίθωνας: Κυρά μου, Πηνελόπη, ποιος στη γη την άμετρη θνητός μπορεί
για σένα κακά ποτέ να πει, που η δόξα σου στα ουράνια πλάτη φτάνει;
Του αρχοντικού Οδυσσέα συντρόφισσα, κυρά μου τιμημένη,
ρωτάς για τη γενιά μου, βλέπω, και για την πατρίδα μου.
Σε βάσανα με ρίχνεις όμως τώρα κι απ᾿ όσα με κρατούνε πιότερα᾿,
πιότεροι καημοί στα στήθια μου θα ανάψουν, αν με πάρουν οι
θύμησες… τέτοια μαθές η μοίρα του ανθρώπου, που ως εγώ απ᾿ τον
τόπο του καιρούς και χρόνια λείπει και τυραννιέται παραδέρνοντας σε
πλήθος ξένα μέρη… Μα ας είναι, κι έτσι θα σου πω τα γύρεψες ν᾿
ακούσεις και να μάθεις:

στη Κρήτη το Γενάρη του 7000 μετά του Μίνωα


Στέλιος Νερολαδάκης 2
της Κρήτης παραμύθοι

Μια χώρα…
- Αίθωνας: Μια χώρα, Γής και Θάλασσα, που γέννησε τον άνθρωπο, εκεί
πρώτη φορά ο άνθρωπος στα δυό του πόδια επάνω περπάτησε, μια
χώρα, που γεννάει Θεούς, εκεί οι αρχαίοι ξεχασμένοι Θεοί γεννήθηκαν, κι
εκείνοι άλλους Θεούς εγέννησαν, ο Ουρανός και η Γή γέννησαν τους 11
Τιτάνες, Κρόνο, Υπερίων, Κοίο, Ιαπετό, Ωκεανό, Κρειό, την Ρέα, Θέμις, την
Μνημοσύνη, Φοίβη και Τιθύς, που για κατοικία τους τον ιερό εκείνο τόπο
διάλεξαν. Ο Κρόνος πρεσβύτερος, τη χώρα διαφέντευε και όριζε, δίκαιος
και στους ανθρώπους εκεί την αγάπη δίδαξε. Στην εποχή του
Κρόνου, όταν εκείνος δέσποζε, ζούσαν και οι άνθρωποι της χώρας μου
σαν θεοί· ο νους τους ξέγνοιαστος, πάθη και συμφορές μακριά τους,
μήτε τα μαύρα γηρατειά τους άγγιζαν· άφθαρτοι κι αναλλοίωτοι, πόδια
και χέρια, στις χαρές δοσμένοι, κι ό,τι κακό, έμενε απ᾽ έξω. Τον φόβο του
Θανάτου, δεν ένιωθαν γιατί ότι ο Θάνατος μονάχα προσωρινός ότι είναι
γνώριζαν, όπως τα άνθη και τα στάχια που το χειμώνα μαραίνονται και
σαπίζουν μα την άνοιξη τα ίδια ανθίζουν πάλι και μυρίζουν. Γνώριζαν
πως μια απλή ταπεινή ζωή σε αρμονία με την φύση, στην αναγέννηση
οδηγεί και ο Θάνατος το όχημα είναι μόνο. Ακόμη κι όταν πέθαιναν, ήταν
ο θάνατός τους ύπνος που τους δάμαζε, τόσο καλά τον Θάνατο γνώριζαν
που τον χρησιμοποιούσαν για να διδάξουν στους αμύητους ξένους
επισκέπτες την αξία της ζωής, σε θαλάμους χτισμένους στο σχήμα του
πέλεκυ του διπλού μέσα συνοδευόταν από ντόπιους και ξάπλωνε με την
θέληση του εκείνος που ήθελε να διδαχτεί και βαθιά πολύ κοιμόταν τόσο
βαθιά που πέθαινε νόμιζες ενώ εκείνος, ζούσε, τον Θάνατο του. Κι ο
μεγαλύτερος από τους ιερείς ο μέγας καθαρτής Επιμενίδης κοιμήθηκε σε
μια σπηλιά για χρόνους 57, Επιμενίδειος ύπνος. Όλοι οι κάτοικοι της
χώρας, αγνοί και θέλησαν να μοιραστούν την γνώση της αγάπης και της
αρμονικής ζωής, κι είχανε όλα τα καλά δικά τους· χωράφια γόνιμα τους
έδιναν καρπό από μόνα τους, μεγάλη κι άφθονη σοδειά· κι εκείνοι πράοι,
ησυχασμένοι σε έργα ευχάριστα, ευλογημένοι με τα πολλά αγαθά τους...
την Μάνα ΓΗ, αγαπούσαν και σεβόντουσαν, την μεγάλη θεά τους, την
θεραπευτική της δύναμη γνώριζαν - τους πονεμένους κι άρρωστους που
ερχόταν για να τους ιάνουν, στο χώμα τους ξάπλωναν γυμνούς. Για
εκείνο, όλα τα μεγάλα ιερά, είτε βαθιά σπηλιάρια των βουνών είτε
θαλασσόβρεχτα ήταν, και κανείς απ’ τους σημερινούς Θεούς μας, τα ιερά
αυτά θα ζήλευε γιατί με χρυσοπλούμιστα αγάλματα και αφιερώματα δεν
ήταν στολισμένα, ούτε μαρμάρινες κολώνες πολύτεχνα σκαλισμένες τους
ναούς τους δεν στήριζαν, άγρια πέτρα και νερό ήταν. Και τα αφιερώματα;
ότι ιερό η φύση στους ανθρώπους πρόσφερε, λάδι, μέλι και κριθάρι. Τότε
λοιπόν, σε αυτή τη χώρα, σε αυτόν τον ιερό τόπο γεννήθηκε το πρώτο
κράτος, η πρώτη που σήμερα Ελληνική την λέμε τέχνη… Κι όταν με τον
καιρό της γης το χώμα σκέπασε τούτο το γένος των Τιτάνων, έγιναν
επιχθόνια πνεύματα, αγνά, καλόγνωμα, να διώχνουν το κακό, φύλακες
των θνητών ανθρώπων. Αυτοί φυλάν το δίκιο, αυτοί αποτρέπουνε τα
ανόσια έργα· κυκλοφορούν, ντυμένοι την ομίχλη, σ᾽ όλη την οικουμένη,
πηγή ευτυχίας και πλούτου - τέτοια βασιλική τιμή τους έλαχε. Έπειτα νέοι
άνθρωποι ήρθαν και νέους Θεούς έπλασαν, νέο γένος Θεών και
στη Κρήτη το Γενάρη του 7000 μετά του Μίνωα
Στέλιος Νερολαδάκης 3
της Κρήτης παραμύθοι

ανθρώπων στη χώρα μου και πάλι γεννηθήκαν. Ξεχάστηκε του Κρόνου
όμως η αγάπη και η ανάμνηση του η αγνή, ξεχάστηκαν, και τούτο το νέο
γένος ξεκίνησε με πόνο και διχόνοια. Ο Κρόνος, είπαν τούτοι οι νέοι
άνθρωποι, φοβήθηκε πως την διαφέντεψή του κόσμου του θα έπαιρνε
ένα παιδί του και τον ίδιο θα τον σκότωνε, γι αυτό και τα παιδιά του όλα
τα κατάπινε. Όμως, η Ρέα τον γιό του Κρόνου, κρυφά από τον ίδιο
γέννησε σε μια σπηλιά του ιερού βουνού που Ίδη το ονομάζουμε, τον
Πατέρα των δικών μας Θεών, τον Δία. Κοιλοπονώντας η Ρέα, και μη
μπορώντας να φωνάξει γιατί την θέση της θα αποκάλυπτε στον Κρόνο,
έμπηξε βαθιά στη Γη τα δάχτυλα της κι από την Γή μέσα, άξαφνα δέκα
δαίμονες με ανθρώπινη μορφή ξεπήδησαν, οι Ιδαίοι Δάχτυλοι, αγαθοί ως
ήταν θέλησαν τους ανθρώπους να βοηθήσουν, εκείνοι πρώτοι την τέχνη
του σιδήρου και της φωτιάς στους ανθρώπους της χώρας μου δίδαξαν,
και από ένα βουνό, Βερέκυνθο το ονόμασαν, έσκαβαν μεγάλους λάκκους
και από το χώμα του έπαιρναν το σίδερο και με την φωτιά το έπλαθαν.
Μα κάποτε του βρέφους το κλάμα ο Κρόνος άκουσε, και με μιάς στο
Ιδαίον σπήλαιο κατέβηκε το θείο βρέφος να μαζέψει, μα εκεί αντίκρισε
τους τρομερούς Κουρήτες ντυμένους με φορεσιά πολεμική, να χορεύουν
έξω από το μέγα σπήλαιο, χορό τρανό, να χτυπούν τις ασπίδες τους,
κρότος βαρύς ακούγοταν, και εκείνες οι ασπίδες μέσα στο σκοτάδι να
σπιθίζουν, να χτυπούν με δύναμη τα πόδια τους στη γής οι χορευτές,
χαμογελαστοί μεθυσμένοι λες από την δύναμη και την αντρειοσύνη τους,
ατρόμητοι έτοιμοι τα σκαλιά του Άδη να κατέβουν, τρόμαξε, λένε, ο
Κρόνος και έφυγε. Μεγάλωσε ο Δίας στη σπηλιά την ιερή μέσα, με μέλι
που τον τάιζε η νύμφη Μέλισσα και με γάλα της αίγας Αμάλθεια, κι έξω
από την σπηλιά φύλακες τρομεροί οι χρυσές μέλισσες κανέναν δεν
άφηναν το κατώφλι της σπηλιάς να περάσει…
- Πηνελόπη: Ξένε, με προσοχή σε άκουσα, σαν δάσκαλος και σαν σοφός
ακούγεσαι που τόσα έμαθε στα αμέτρητα ταξίδια του, και θαύμασα τα
λόγια που μόνο αγάπη έχουν για τον τόπο σου, αλλά και αποκοτιά
μεγάλη, γιατί αν αλήθεια είναι όσα λες για τους Θεούς και την γενέτειρά
τους θα σ’ανταμείψουν με άμετρες χαρές, όμως αν από περηφάνια
ψεύτικη φουσκώσαν τα γέρικα στήθια σου κι αδίκως καυχιέσαι για τον
τόπο που σε γέννησε, φοβάμαι πως μεγάλη τιμωρία θα σε έβρει . Και
ποια είναι τούτη η Γής, που τόσο τρανή είναι, ποιοι είναι οι άνθρωποι της
και ποιος την διαφεντεύει΄… κι αν τόσα σήμερα μου έμαθες για την
Θεογονία και την καταγωγή των ανθρώπων, εσένα πως σε λέσινε και ποιο
ναι τ’ονομά σου, ακόμα δεν μου είπες.

- Αίθωνας: Μια χώρα, η Κρήτη, μέσα βρίσκεται στο πέλαο το κρασάτο,


περίσσια πλούσια, θαλασσόζωστη, πανώρια᾿ πολιτείες έχει ενενήντα᾿
μύριοι, αρίφνητοι ζουν πάνω άνθρωποι, κι είναι πολλές οι γλώσσες τους,
ανάκατες. Θρέφει Αχαιούς η Κρήτη, και βέρους Κρητικούς αντρόκαρδους,
και Δωριείς, που ζούνε σε τρεις φυλές, κι ακόμα Κύδωνες και Πελασγούς
αρχόντους. Μια πολιτεία, Κνωσό την είπανε, τρανή, και λειτουργός της,
ο Μίνωας, κύρης του κύρη μου, του αντρόκαρδου του Δευκαλίωνα, κι

στη Κρήτη το Γενάρη του 7000 μετά του Μίνωα


Στέλιος Νερολαδάκης 4
της Κρήτης παραμύθοι

είχε δυό γιους γεννήσει ο Δευκαλίωνας, το Δομενέα και μένα τον πιο
μικρό, με βγάλαν Αίθωνα — τρανό είναι τ᾿ όνομά μου!.

- Πηνελόπη: Η Κρήτη, και ο Μίνωας;; Γι αυτόν τον τόπο τόση ώρα μου
μιλείς με ξυπασιά μεγάλη; Μα πως μπορεί λοιπόν όλα ετούτα που λες να είναι
αλήθεια; Αφού Αίθωνα, γνωρίζεις φαντάζομαι καλά πως έχει επικρατήσει αυτή
η φήμη για τον Μίνωα ως απαίδευτου και σκληρού. Πως;

- Αίθωνας; Για το λόγο που κι εσύ αν σωστά συλλογάσαι, θα


παρατηρήσεις, πως αν θέλεις να κερδίσεις καλή φήμη, όπως και κάθε
άνθρωπος, πρέπει να μην σε μισήσει κανένας ποιητής. Οι ποιητές μπορούν να
επηρεάσουν τη φήμη κάποιου οτιδήποτε κι αν πούν, είτε τον επαινέσουν είτε
τον κατηγορήσουν. Το σφάλμα του Μίνωα ήταν το να πολεμήσει εναντίον της
Αθήνας, όπου υπάρχει πολλή σοφία και κάθε λογής ποιητές ασχολούνται με τα
άλλα είδη της ποίησης και με την τραγωδία… Απ΄όλα τα είδη της ποίησης η
τραγωδία είναι το πιο ψυχαγωγικό και το πιο αγαπητό στον κόσμο. Με την
τραγωδία επιτέθηκαν οι Αθηναίοι εναντίον του Μίνωα και τον εκδικηθήκαν για
τους φόρους που τους είχε αναγκάσει να πληρώνουν. Αυτό ήταν το σφάλμα του
Μίνωα έγινε μισητός στους Αθηναίους γι’ αυτό του αποδώσανε μια τόσο κακή
φήμη. Και τέτοια επιτυχία είχαν των ποιητών τα λόγια, που οι άνθρωποι τα
έκαναν τραγούδι και διήγημα για τα παιδιά, και το διήγημα έμελλε ιστορία να
γενεί για την Ελλάδα ολάκερη, και όλοι εσείς μακριά από την Κρήτη μια άλλη
αλήθεια να έχετε για τον τόπο μου και τους ανθρώπους της. Μα αν θέλεις δώσε
μου λίγο από τον χρόνο σου επιπλέον, το ίδιο αυτό συναρπαστικό διήγημα κι
εγώ να σου πώ θέλω, μα κάπως αλλιώτικο γιατί γνωρίζω να σου πω αλήθειες
που ποτέ οι ποιητές δεν σου είπαν γιατί σίγουρα με την ίδια γνώμη που έχεις
σήμερα δεν θα έμενες, κι έπειτα εκείνο που η καρδιά σου πιότερο πεθυμά να
μάθει θα σου πώ.

στη Κρήτη το Γενάρη του 7000 μετά του Μίνωα


Στέλιος Νερολαδάκης 5
της Κρήτης παραμύθοι

Πράξη Β’ – Ο Μίνωας επιφορτίζεται την ευθύνη του


λειτουργού

Στην Κρήτη, πριν από χιλιάδες χρόνια, οι κάτοικοι της πιο μεγάλης χώρας, της
Κνωσού, μα και στις άλλες πόλεις στην Φαιστό, στην Αμνισό, στην Λατώ, στο Μόχλο,
στη Γεράπετρο, στη Δρήρο, στην Πρασό και στην Κυδωνία, ζούσαν (όσο μπορούσαν)
με ειρήνη και γαλήνη.

Στην Κνωσό, τότε λειτουργούσε ένας μακρινός Παππούς μου, Μίνωας κι


εκείνος στ’ όνομα, αγαπημένος γιός του Δία και της Ευρώπης. Έξυπνος εφευρέτης,
έφτιαξε ένα μικρό ευκίνητο καράβι, την Επτακτήριδο, κι είχε έτσι καταφέρει να
διώξει από τη θάλασσα της Κρήτης πειρατές κι επίδοξους κατακτητές,
προσφέροντας στους Κρήτες ασφάλεια κι ευημερία.

Καθώς, λοιπόν, οι Κρήτες πια ταξίδευαν στη θάλασσα άφοβα, άρχισαν να


κουβαλούν με τα καράβια τους όσα αγαθά τούς έδινε η γη τους και να τα
ανταλλάζουν μ’ αγαθά άλλων λαών σε θάλασσες και σε στεριές όλου του κόσμου.
Λάδι κι ελιές, βότανα, στάρι, κρασί, κεραμικά και χρυσοπλούμιστα αγγεία,
κοσμήματα κι ότι άλλο έβγαζε ο ευλογημένος αυτός τόπος κι έφτιαχναν τα άξια
χέρια τους.

Τον ίδιο εκείνον τον καιρό, ζούσε στη Κρήτη κι άλλος ένας ξακουστός
εφευρέτης μα και σπουδαίος καλλιτέχνης και γλύπτης – ο Δαίδαλος.

Τόσο καλός, λένε πως ήταν, που τ’ αγάλματά του έμοιαζαν ζωντανά, με μάτια
που θαρρείς πως σε κοιτούσαν, χέρια και πόδια που νόμιζες θα κινηθούν, θα
τρέξουν και γι΄ αυτό, λένε, ότι τα δέναν με σκοινιά μη φύγουν.

Δεν ήτανε όμως από την αρχή έτσι ρόδινα τα πράγματα.

Την ημέρα που ο Μίνωας θα αποφάσιζε μαζί με τα αδέλφια του, Ραδάμανθυ


και Σαρπηδόνα ποιος θα λειτουργούσε στην Κρήτη, ζήτησε την βοήθεια του
Ποσειδώνα. Προσευχήθηκε στον θεό της θάλασσας και τον παρακαλούσε:

- Μίνωας: Ιώ Ποσειδώνα, δέξου την προσφορά μου και βοήθησε, εμένα


τον γιό του Δία, στ’ αδέλφια μου τους Κρήτες ν’ αποδείξω, ότι την εύνοια
και την συμπάθεια σου έχω.
Κι έτσι άξιος θα είμαι, με Αγάπη και με τους νόμους του Δία, να τους
οδηγήσω.
Ω Πελάγιε Θεέ, ταύρο στείλε μου λαμπρό, μέσα απ’ τα κύματα να βγει, κι
εγώ για σένα θα τον θυσιάσω και με το κρέας του θα ευφράνω τους
πιστούς σου.
Έτσι δεήθηκε ο Μίνωας και κίνησε να συναντήσει τ’ αδέλφια του στην
ακροθαλασσιά. Εκεί, κάλεσε δυνατά τον Ποσειδώνα:
στη Κρήτη το Γενάρη του 7000 μετά του Μίνωα
Στέλιος Νερολαδάκης 6
της Κρήτης παραμύθοι

- Μίνωας: Ω Πελάγιε Θεέ μου Ποσειδώνα, εισάκουσέ με τον πιστό σου!


Κι ο Ποσειδώνας τον εισάκουσε κι έστειλε ταύρο όμορφο, λευκό – μέσα απ’
τη θάλασσα ξεπρόβαλε και στήθηκε εμπρός του τρομερός. Τότε τ’ αδέλφια του μα κι
ο λαός μακάρισαν και δόξασαν τον Μίνωα, ζητώντας να τους οδηγήσει.

- Ευρώπη: Μίνωα, Νόμιε, γιέ μου, Θεών και Ανθρώπων εκλεκτέ, ευθύνη
μεγάλη ανέλαβες, στους Ανθρώπους να μάθεις ξανά πως με την αγάπη
να ζουν γιατί το ξέχασαν, μαζί με τα αδέρφια σου τον κόσμο από την
σκοτεινή άγνοια να βγάλετε και κάθε χρόνους εννέα στο ιερό θα βγαίνεις
το σπήλαιο του βουνού που φωνάζει, τον Γιουχτά, τους νόμους να
παίρνεις από τον Θεό και Πατέρα σου τον Δία σε όλους τους Ανθρώπους
να διδάξεις. Μα λάβε και τούτα τα εκλεχτά δώρα που πρώτος ο Πατέρας
σου μου χάρισε, εκεί που οι Ώρες είχαν στρώσει το νυφικό κρεβάτι μας,
στον αειθαλή τον πλάτανο της Γόρτυνας. Το κυνήγι γνωρίζω πως σου
αρέσει για αυτό δίνω σου τον διάπονο ακούραστο τον Κρητικό το σκύλο,
που θήραμα στο κόσμο δεν υπάρχει να του ξεφύγει, άδικα μην του
ζητήσεις όμως ποτέ αγρίμι να κυνηγήσει, να κυνηγάς όσο πρέπει για να
φάς και όχι για παιχνίδι. Λάβε και το κοντάρι ετούτο που το στόχο του
κυνηγού πάντα πετυχαίνει, την αρραγή λάμα του τη σιδερένια οι Ιδαίοι
δάχτυλοι στο αμώνι και στην φωτιά την εφτιάξαν, πρόσεξε γιέ μου όμως,
όπλο είναι και φτιάχτηκε για να φονεύει, καρδιά θηρίου από ανθρώπου
δεν ξεχωρίζει, γι αυτό παρακαλώσε πρόσεχε και άσκοπα ποτέ σου μην το
μεταχειριστείς. Δέξου τον Τάλω, τον χάλκινο γίγαντα που ο μέγας
Κνώσιος Δαίδαλος έφτιαξε για να με υπερασπίζει, γρήγορος όπως είναι
γύρω από την Κρήτη θα περιφέρεται, θα ελέγχει και όλους θα μας
προστατεύει. Τους νόμους του Πατέρα σου σε πλάκες χάλκινες γράψε
του και δώσε τις του να τις διακηρύσσει και να επιβάλει τους νόμους σε
όλα τα χωριά μακριά από τις πόλεις της Κρήτης. Να θυμάσαι όμως πως
κατασκεύασμα Ανθρώπου αλάθευτο δεν υπάρχει, και τούτος ο χάλκινος
αγέραστος γίγαντας που κι αν ακόμα ο χρόνος και του Ανθρώπου το
σπαθί δεν μπορούν να βλάψουν, έχει φλέγα αδύναμη στο σφυρό του το
αριστερό κι ένα καρφί που εμποδίζει το αίμα να κυλήσει έξω, κι όσο
σκληρό κι αλύγιστο είναι το κορμί του, τόσο αγαθή κι ευκολόπλαστη
είναι η καρδιά του κι εύκολα πιστεύει τους Ανθρώπους.

Συγκινημένος δέχτηκε τα δώρα της μητέρας του, και την συμβουλή της
αμέσως έκανε πράξη. Γωνάτισε και αγκάλιασε τα πόδια των αδερφών του,
Ραδάμανθυ και Σαρπηδόνα. Γνωρίζοντας πόσο αγαθός και δίκαιος ήταν ο
Ραδάμανθυς ο αδερφός του, του ζήτησε να ταξιδέψει και να δώσει τους νόμους του
Δία σ’ όλες τις πολιτείες και να δικάζει δίκαια όλες τις αντιπαραθέσεις του ποίμνιού
του. Και στον ατρόμητο Σαρπηδόνα ζήτησε να επιλέξει τους καλύτερους ταξιδεύσει

στη Κρήτη το Γενάρη του 7000 μετά του Μίνωα


Στέλιος Νερολαδάκης 7
της Κρήτης παραμύθοι

άμεσα στην Ασία να βρει τον αδελφό της Μάνας τους της Ευρώπης τον Κίλικα,
φίλους λαούς νέους να γνωρίσει και να κάνει.

- Ραδάμανθυς: Στην χήνα την αδάμαστη, στον πλάτανο τον ιερό της
Γόρτυνας και στο λουλούδι του στύρακα το εκλεκτό ορκίζομαι αδερφέ
μου, τους Θεόπνευστους δίκαιους νόμους της αγάπης να διδάξω στους
ανθρώπους, όπου ο φοίβος Ήλιος, πατέρας της Μάνας μας, τους πάγους
έχει λιώσει, ορκίζομαι στη Γή να φτάσω αδερφέ μου.

- Σαρπηδών: Μίνωα, αδερφέ μου, ευθύς το βιός μου περιμαζώνω και το


δρόμο για το λιμάνι τ’απάνεμο της Κνωσσού παίρνω και από την
θάλασσα στην μακρινή Λυκία στο στρουφικτό τον Ξάνθο πάνω φθάνω κι
εκεί θα εγκατασταθώ. Πόλεις θα ιδρύσω στο όνομα του Πατέρα μας του
αργικέραυνου Δία και τους νόμους του θα διαφυλάττω σε όλη την Ασία.

στη Κρήτη το Γενάρη του 7000 μετά του Μίνωα


Στέλιος Νερολαδάκης 8
της Κρήτης παραμύθοι

Πράξη Γ’ - Η Γέννηση του Μινώταυρου


Ύβρις του Μίνωα
- Μίνωας: Στο κάλεσμα μου πάλι ανταποκρίθηκε ο Θεός, την προσευχή
μου εισάκουσε. Τώρα, κι εγώ οφείλω την υπόσχεση μου να κρατήσω και
στο βωμό του τον Ταύρο να θυσιάσω…..
Μα πώς μια τέτοια θεϊκή ομορφιά να σφαγιάσω;……Πώς ένα τέτοιο θείο
δώρο να χαλάσω;…….
Έναν άλλον, τον καλύτερο απ’ τους δικούς μας, θα προσφέρω – κι αυτόν
για πάντα στην Κρήτη θα κρατήσω.

Κι έτσι ο Μινωας ασεβεί προς τον Θεό και δεν θυσιάζει το ζώο που του
έστειλε κι αυτό εξόργισε τον Θεό της θάλασσας.

- Ποσειδώνας: Υβρις! Υβρις! Πως τόλμησε ο Μίνωας ΕΜΕΝΑ να


προσβάλλει!! Μα αφού τόσο πολύ το ζώο αυτό αγάπησε. Ο Ταύρος
Πατέρας του γιού του θα γενεί, διάδοχο ξακουστό θα αποκτήσει, για
πάντα το όνομα του, άσβηστο από τις μνήμες των ανθρώπων

Κι ο Ποσειδώνας έστειλε το παιδί της Αφροδίτης, τον Έρωτα στην γυναίκα


του Μίνωα, Πασιφάη, και με τα τεχνάσματα του, ο Έρωτας, έκανε μια γυναίκα να
αγαπήσει ένα ζώο, η Πασιφάη αγάπησε τον όμορφο ταύρο.

- Πασιφάη: Πόσο όμορφος, τούτος ο ταύρος είναι, η μυρωδιά δική του


είναι ή τα λουλούδια των κήπων της Κνωσσού του νού μου έχουν ζαλίσει;
και στη κόμη του πόσο θα ήθελα τα χέρια μου να μπλέξω. Ω Θεά
Αφροδίτη, που ποτέ δεν ξέχασα προς τιμήν σου θυσία να κάνω, βοήθησε,
εμένα, την κόρη του Ήλιου. Μια αγάπη που δεν ντρέπομαι γι αυτήν σαν
αφύσικη να ήταν, κι ας μην τιμά τους νόμους του Δία και του Μίνωα,
παρακαλώ σε, σμίξε μας.

- Αφροδίτη: Κόρη η αγάπη νόμους αψηφά, Θεού και ανθρώπου,


Φεγκαροπρόσωπη του Ήλιου Θυγατέρα, τον χαλκοτέχνη Δαίδαλο κάλεσε,
και ζήτησε του αγελάδα να κατασκευάσει που με αληθινή να μοιάζει,
εκείνος μόνο, έργα φτιάχνει που ξεγελούν το μάτι.

Ο Δαίδαλος δεν μπορούσε να αρνηθεί τη βοήθεια του στην Πασιφάη,


φτιάχνει ξύλινη κούφια αγελάδα και την ντύνει με δέρμα αληθινής και έβαλε μέσα
της να καθίσει η Πασιφάη. Βάζει έπειτα τροχούς και οδηγεί το νέο του έργο στα
χωράφια που βοσκούσε ο ταύρος, με αυτό το εφεύρημα ο πολυμήχανος Δαίδαλος
κατάφερε να ξεγελάσει το ταύρο που ενώθηκε με την Πασιφάη.
Εννέα μήνες πέρασαν και γεννήθηκε το παιδί που όπως είχε «προνοήσει» ο
Ποσειδώνας έμελλε να γίνει γνωστό σε όλους τους λαούς του κόσμου και το όνομα
του να προκαλεί φόβο και δέος ακόμα, αιώνες μετά. Η Πασιφάη όμως αγάπησε κι
αυτό της το παιδί, κι ας ήταν διαφορετικό: είχε κεφάλι ταύρου και σώμα ανθρώπου,
στη Κρήτη το Γενάρη του 7000 μετά του Μίνωα
Στέλιος Νερολαδάκης 9
της Κρήτης παραμύθοι

μα η αγάπη του γονέα όπως κάθε αληθινή αγάπη είναι τυφλή. Αστέριο τον είπανε,
κι έπειτα οι άνθρωποι τον είπαν Μινώταυρο…
Εννέα μήνες έθρεφε στα σπλάχνα της η Πασιφάη, η γυναίκα του Μίνωα, τον
Μινώταυρο, κι ίσως μόνο όσοι παράφορα αγαπούν μπορούν να καταλάβουν πως
μπορεί να αγαπήσει κάποιος έναν άνθρωπο που είναι μισός ταύρος. Τον θήλασε και
τον καλανέθρεψε η Πασιφάη τον Μινώταυρο όπως τον γιό της τον Ανδρόγεω και την
κόρη της την Αριάδνη, όμως η όψη του και οι τρόποι του τρόμαζαν τους ανθρώπους.
Κι έτσι ο Μίνωας κάλεσε τον Δαίδαλο και του ζήτησε να σχεδιάσει και να χτίσει μια
φυλακή όπου μοναχικός φύλακας της μέσα θα ήταν ο Μινώταυρος.
- Μίνωας: «Κνώσιε» Δαίδαλε πολυμήχανε, Φορές πολλές, τίμησες την
Κρήτη με τα έργα σου, έργα που και οι Θεοί φθόνησαν, σαν το θέατρο
της Κνωσσού, το χοροστάσι της Αριάδνης, την βοήθειά σου και σήμερα
ζητούμε. Καλά γνωρίζεις τον γιό μας τον Αστέριο… η κατάρα και το μένος
των Θεών για τα λάθη μου, λάθεψαν τον καρπό μου, η αγάπη της Μάνας
του όμως τον μεγάλωσε, μα αρκετή τούτη η αγάπη δεν ήταν για να τον
αλλάξει, κι ούτε αλήθεια προσπαθήσαμε γιατί το κάθε του παιδί, ο
γονιός σαν ξεχωριστό και πλουμιστό το αγαπάει, όπως κι αν είναι.
Σίγουρα για τί πράγμα σου μιλώ γνωρίζεις, καθώς κι εσείς με την
αγαπημένη σου την Ναύκρατη, έτσι τον γιό σας τον Ίκαρο θα αγαπάτε.
Τούτη η αγάπη, η γονική, μας συμβουλεύει, και από του κόσμου την κακή
ματιά να τον κρύψουμε, πεθυμούμε. Το σπίτι του γιού μας, επιδέξιε
Δαίδαλε, σου ζητούμε να φτιάξεις, μα να ναι πρέπει τέτοιο, που όποιος
άνθρωπος προσπαθήσει να διαβεί το σκαλοπάτι του, ποτέ να μην
καταφέρει το δρόμο της επιστροφής να βρεί και τον Μινώταυρο να
μαρτυρήσει.

- Δαίδαλος: Μίνωα, αξιοκράτη, γιέ του Δία, φορές πολλές με τίμησες, και
έργα, πολλά μου ανάθεσες και γι αυτή σου την εμπιστοσύνη σε
ευχαριστώ. Κι αν ποτέ έσφαλα στη κρίση μου και στην τέχνη μου,
συγχώρησε με, τεχνίτης όμως είμαι ταπεινός και λίγος και μικρός
μπροστά στη μεγίστη τέχνη και γνώση της φύσης, ανεπαρκής νιώθω σαν
συλλογούμε με τί τέχνη η Φύση, το τελειότερο καλλιτέχνημά της έφτιαξε,
τον άνθρωπο, κανένα εργαλείο ποτέ δεν θα με βοηθήσει το χέρι που το
κρατά να αντιγράψω μόνο. Μα και η Φύση, καλλιτέχνης, σφάλει κι αυτή
στη προσπάθεια της το τέλειο να αριστεύσει, σπόρος λαθεμένος ο
Αστέριος, ο Μινώταυρος δικός σου δεν είναι αξιοκράτη Μίνωα, γιέ της
Ευρώπης, μα της Μάνας όλων μας, της Φύσης. Τιμωρός φυλακή το σπίτι
του παιδιού σου θα γίνει για όποιον τα σκαλοπάτια του να περάσει
τολμήσει. Διάδρομοι στενοί και στρουφιχτά μονοπάτια σαν στρόβιλος
ποταμού θα είναι, που τον παραβάτη στην καταβόθρα θα οδηγούν και
θα τον ρουφάνε. Με τη βοήθεια του Ίκαρου, το σπίτι αυτό θα φτιάξουμε,
και κανείς άλλος εκτός από εσένα Μίνωα, το μυστικό του δεν θα
γνωρίζει.

Κι έφτιαξαν τον Λαβύρινθο, και μέσα κατοίκησε ο Μινώταυρος,

στη Κρήτη το Γενάρη του 7000 μετά του Μίνωα


Στέλιος Νερολαδάκης 10
της Κρήτης παραμύθοι

Πράξη Δ’ - Αυτοεξόριστος ο Δαίδαλος και η πτήση


Ο Μίνωας μαθαίνει το μυστικό της Πασιφάης
Περνούσε ο καιρός ειρηνικά αλλά κάποια μέρα, ο Μίνωας έμαθε το μυστικό,
έμαθε για κείνη την ξύλινη αγελάδα που είχε κατασκευάσει ο πολυμήχανος τεχνίτης.
Οργίστηκε, πληγώθηκε γιατί ένιωσε προδομένος από τον άνθρωπο που του είχε
εμπιστευθεί τόσα πολλά, όμως ποτέ δεν σκέφθηκε να τον τιμωρήσει διότι θυμόταν
ότι όλα ξεκίνησαν από ένα δικό του λάθος. Ο Δαίδαλος όμως, περήφανος άντρας και
θαυμαστής του έργου του Μίνωα, αποφάσισε να φύγει για πάντα από την πολιτεία
της Κνωσού.
- Δαίδαλος: Πασιφάη, κόρη του Ήλιου, άξια κι εσύ σαν το σύζυγο σου το
Μίνωα είσαι, και τα σοφά σου πάντοτε όλοι μας με προσοχή ακούμε
λόγια, παρακαλώ σε όμως, νοιώσε με, την εμπιστοσύνη του Μίνωα
πρόδωσα, ντρέπομαι γι αυτό πολύ, για την συγγνώμη του δεν είμαι
άξιος, και με τον γιό μου τον Ίκαρο να φύγουμε δίχως να τον
συναντήσουμε πρέπει.
- Πασιφάη: Δίκιο δεν είναι, Δαίδαλε εσύ για τα δικά μου πάθη να
πληρώσεις, μα κι ο Μίνωας παντού σε αναζητεί, να σου μιλήσει θέλει,
πώς θαρρείς πως από το βλέμμα του θα ξεφύγεις; Πλοία στη θάλασσα
και ιερείς στους κάμπους και στα δάση, μονάχα ο ουρανός ελεύθερος μα
πουλιά δεν είστε.
Κι ο Δαίδαλος με τον γιό του, αποχαιρετούν την Ναύκρατη, Μητέρα του
Ίκαρου και σύζυγο του Δαίδαλου και αφήνουν την Κνωσσό και πηγαίνουν από βουνό
σε βουνό και από σπηλιάρι σε σπηλιάρι για να αποφύγουν τους ανθρώπους…
Ο Δαίδαλος ένα μεσημέρι σε βράχο ψηλά από την θάλασσα, ήρεμος
αγνάντευε και καμάρωνε την ομορφιά της Κρήτης, τον πλησίασε ο Ίκαρος.
- Ίκαρος: Πατέρα, πάνσοφε και πολυμήχανε, σένα που την σκέψη και την
τέχνη σου πολλοί ζήλεψαν, σύμβουλος και μηχανικός θεών κι ανθρώπων,
πως και τώρα δεν αντιλαμβάνεσαι τον κίνδυνο; γύρω μας ούτε εχθροί,
μα ούτε φύλακες και στρατιώτες, δεν μας κυνηγούν, μα κινδυνεύεις ένα
καλό και πιστό σου φίλο να χάσεις, πάμε Πατέρα, τον Μίνωα να
συναντήσουμε;
- Δαίδαλος: Γιέ μου, έσφαλα και ατίμασα τον Μίνωα, καλά το γνώριζα πως
εδώ θα έφτανα όμως προτίμησα την Πασιφάη να βοηθήσω την αγάπη να
βρει, τώρα όμως να πληρώσω πρέπει γιατί τον φίλο μου ν΄αντικρίσω δεν
μπορώ...ντρέπομαι
- Δαίδαλος: Γιέ μου, δίπλα μου κάθισε… καλά κοίτα από εδώ ψηλά και πες
μου τί βλέπεις;
- Ίκαρος: Βλέπω κάτω στη θάλασσα πλοία αμέτρητα, με φουσκωμένα
πανιά και κουπιά που σπρώχνουν την θάλασσα, να αυτά με τα κίτρινα
πανιά από την Κύπρο φορτωμένα χαλκό είναι, με τα κόκκινα από την
Αίγυπτο φίλντισι και πολύτιμους λίθους φέρνουν, και εκείνα με τα μπλέ
τα μεγάλα από μακριά κουβαλούν κασσίτερο και κεχριμπάρι. Μα τούτα
με τα σκαριά τα ετοιμοπόλεμα είναι που με τρομάζουν και εκείνοι οι

στη Κρήτη το Γενάρη του 7000 μετά του Μίνωα


Στέλιος Νερολαδάκης 11
της Κρήτης παραμύθοι

στρατιώτες στους κάμπους με δόρατα και ξίφη και ασπίδες που στο φως
του τρανού Ήλιου αστράφτουν…
- Δαίδαλος: Γιατί γιέ μου επιλέγεις τούτα να θωρείς; Μην αφήνεις τον
φόβο τα μάτια σου να κουκλώνει. Κοίτα πόσο μικρό φαίνεται το
μεγαλύτερο πλοίο μες στην απέραντη θάλασσα, δες πόσο αδύναμος
φαίνεται ο στρατιώτης μπροστά στο βουνό τούτο. Εσύ και θάλασσα και
βουνό είσαι, το φως μα και το έρεβος μέσα σου, όλα που τα μάτια σου
κοιτούνε κι όλα αυτά που δεν βλέπουν, όλα αυτά είσαι. Γίνε λοιπόν… Μα
σήκω τώρα γιατί δουλειά μπροστά μας έχουμε πολύ, έλα να συλλέξουμε
φτερά των πουλιών πάνω απ’ τις πέτρες τούτες και καλάμια ξερά να
μαζέψουμε, και κάνναβη, σχοινί γερό για να φτιάξουμε και με κερί που
θα μας χαρίσει η θεά μέλισσα τα φτερά να κολλήσουμε.
Ο Δαίδαλος συζητεί, εξηγεί και κατασκευάζουν με τον Ίκαρο φτερούγες πολύ
μεγάλες ικανές να τους απογειώσουν και να τους κρατήσουν στον αέρα για ώρες
πολλές, κι έτσι να αποδράσουν από την Κρήτη.
- Ίκαρος: Πατέρα, σε ευχαριστώ και καταλαβαίνω, τον άνθρωπο τον
αγαπάς και δεν τον φοβάσαι, όμως τους θεούς που η κατοικία τους οι
ουρανοί είναι δεν φοβάσαι μην τους προσβάλεις, πετώντας σαν το
πουλί;
- Δαίδαλος: Τέκνο μου, αγαπημένο, η κατοικία των Θεών μέσα σου είναι,
άρα και στον ουρανό και στη θάλασσα και στο κάτω Κόσμο βρίσκονται.
Σέβας στην θάλασσα στον Ήλιο τον άνεμο και τα άστρα, στον αέρα, τη
φύση ολάκερη να έχεις. Κι όταν πετάς να θυμάσαι, ότι αληθινά φτερά
δεν έχουμε, και η θάλασσα τους ανθρώπους και τα πουλιά αν αγαπά και
θρέφει, τα δικά μας τα φτερά αν βρέξει θα βαρύνει, μην χαμηλοπετάξεις
ποτέ υγιέ μου. Κι ο ζωοδότης Ήλιος, θαλπερός και παρήγορος αν είναι,
καταδικασμένος μένει την αγκαλιά του ουδείς να μην βαστά, γιατί τούτη
η αγκαλιά μόνο, σφοδρή και διάπυρη είναι, μην ψιλοπετάξεις ποτέ υγιέ
μου.
Παρατηρούν τα πουλιά για μέρες πολλές και με υπομονή ετοιμάζουν σχέδιο
για την πτήση τους, ο Δαίδαλος διδάσκει στον Ίκαρο πώς να οδηγείτε από τα άστρα
το βράδυ, το ένστικτό του να εμπιστεύεται και να παρατηρεί και να διαβάζει τα
σημάδια της φύσης.

Ο Δαίδαλος και ο Ίκαρος πετούν


Κι έφτασε η μέρα που φύσηξε ο Ζέφυρος ο άνεμος ο δυτικός, και άνοιξαν τα
φτερά τους κι αντανακλούσε το φως του Ήλιου στα πούπουλα τα λευκά, όμοιοι με
πουλιά, σαν πελώριες σκάρες, ήταν Πατέρας και γιός. Στάθηκαν στην άκρη του
βράχου κι έσπρωξαν το έδαφος ταυτόχρονα, αφέθηκαν στο κενό, εμπιστεύτηκαν
αντρίκια τις φτερούγες τους και τον Ζέφυρο, φοβήθηκαν και οι δύο, μα θαρραλέος
και γενναίος είναι αυτός που φοβάται μα τολμάει κι έτσι τον φόβο από πολέμιο τον
κάνει σύμβουλο καλό.
Πρωτόγνωρη για τους ανθρώπους η αίσθηση του πετάγματος, ο νούς
πασχίζει να καταλάβει, γιατί όλα πολύ γρήγορα γι αυτόν συμβαίνουν, σύντομα
αφήνει τις αισθήσεις και την καρδιά να οδηγήσουν, σαν γέλιο μωρού ακούγεται και
στη Κρήτη το Γενάρη του 7000 μετά του Μίνωα
Στέλιος Νερολαδάκης 12
της Κρήτης παραμύθοι

ζεσταίνει την καρδιά ο αέρας που γρήγορα περνάει από τα αυτιά τους, αραιός
πολύς και άοσμος, μα γρήγορα πάλι αλλάζει και θαρρείς πως κουβαλάει όλες αυτές
τις μυρωδιές των βοτάνων και των ψηλών βουνών της Κρήτης και έπειτα πάλι
αλμυρός γίνεται και γεύεσαι το αλάτι των κυμάτων, τα μάτια τους που στην αρχή
από φόβο μόνο μπροστά, ευθεία τον ορίζοντα κοιτούσαν, τώρα δεν ξέρουν τι πρώτο
να χαρούν, κι όλα φαίνονται τόσο διαφορετικά και τόσο απέραντα μα και μικρά…
- Ίκαρος: Μα πόσο δίκιο ο Πατέρας μου είχε, πόσο είναι όλα ασήμαντα
των ανθρώπων τα έργα από εδώ ψηλά, ίσα που διακρίνω την Κνωσσό,
αυτή που μέσα στα σοκάκια της, γοητεύεσαι και χάνεσαι, και το
τρομερότερο των έργων μας ο λαβύρινθος; άφαντος είναι. Και οι
στρατιώτες που τόσο φοβόμουν ανήμποροι εδώ πάνω να με φτάσουν
σίγουρο είναι. ΠΟΣΟ ΔΙΚΙΟ ΕΙΧΕΣ ΠΑΤΕΡΑ, ΚΟΙΤΑ ΜΕ, ΕΓΙΝΑ, ΕΓΙΝΑ ΠΟΥΛΙ
ΚΑΙ ΒΟΥΝΟ ΚΑΙ ΑΕΡΑΣ ΚΑΙ… ΘΕΟΣ ΕΓΙΝΗΚΑ ΑΦΟΥ ΑΝΘΡΩΠΟΣ ΔΕΝ ΘΑ
ΜΠΟΡΟΥΣΕ ΕΔΩ ΝΑ ΦΤΑΣΕΙ, ΚΟΙΤΑ ΜΕ ΠΟΣΟ ΨΗΛΑ, ΜΠΟΡΩ ΤΟΝ ΗΛΙΟ
ΝΑ ΦΤΑΣΩ…
- Δαίδαλος: Ίκαρεεε μην ψηλοπετάς… παιδί μου;!;
Έπεσε, ο Ίκαρος έπεσε στη θάλασσα, χάθηκε πολύ γρήγορα από τα
δακρυσμένα μάτια του Πατέρα του. Παρανόησε τα λόγια του, η φωτιά της νιότης
που έφλεγε μέσα του έλιωσε το κερί απ’ τις φτερούγες του, δεν ήταν ο Ήλιος, μα η
φλόγα της καρδιάς του. Ο Δαίδαλος ο πολυμήχανος, ο καλλιτέχνης, ο σοφός, πρώτη
φορά ανήμπορος κι αδύναμος ήταν να βοηθήσει, έκλαψε, έκλαψε πολύ και θρήνησε
όμως δεν σταμάτησε να πετάει, έπρεπε να συνεχίσει το ταξίδι του, έπρεπε να
ολοκληρώσει αυτό που με τον Ίκαρο είχαν ξεκινήσει κι αν τα κατάφερνε άδικα δεν
θα είχε πεθάνει ο γιός του. Συνέχισε να πετά δίχως να ξεχάσει ποτέ το γιό του, μόνο
την θλίψη του πήραν και έσβησαν τα αρώματα και οι αισθήσεις και οι χαρές της
πτήσης και του ταξιδιού, και αφέθηκε να ζήσει πάλι την χαρά αυτή.

στη Κρήτη το Γενάρη του 7000 μετά του Μίνωα


Στέλιος Νερολαδάκης 13
της Κρήτης παραμύθοι

Πράξη Ε’ – Ο Δαίδαλος ταξιδεύει στην Κύμη

Ώσπου έφθασε πάνω από στεριά που του έμοιαζε, φιλόξενη, και ιερή όπως η
Κρήτη του. Χαμήλωσε τα φτερά ώσπου τα πόδια του άγγιξαν την γή, τρέκλιζαν και
παραπατούσαν για πολύ ώρα λές και είχαν ξεχάσει να βαδίζουν. Πόσο αδύναμη
είναι η μνήμη του ανθρώπου πολλές φορές, για λίγο μόνο αν αλλάξει τις συνήθειες
του, ο άνθρωπος, ταιριάζει στις καινούριες και ξεχνάει τις παλιές. Είχε φθάσει στη
Κύμη, της σημερινής Ιταλίας, εκεί έχτισε χρυσόστεγο ναό στον Απόλλωνα τον Θεό
του Ήλιου.
- Δαίδαλος: Λάβε Ω Απόλλωνα, Δελφίνιε, Παιάων, θεραπευτή, Θεέ του
Ηλιου και του φωτός, τούτες τις φτερούγες, ως ένδειξη ευγνωμοσύνης σου
τις αφιερώνω, και παρακαλώ σε, οβολό ο άμοιρος Πατέρας, για το γιό μου,
δεν ευδοκίμησα να αποθέσω - για πλερωμή του Χάροντα - για το πέρασμα
του Ίκαρου στην άλλη όχθη του Αχέροντα ποταμού, μερίμνησε, παρακαλώ
σε.

Αφού ταξίδεψε και περιπλανήθηκε αρκετά ο Δαίδαλος, έφθασε στην πόλη της
Κύμης της σημερινής Ιταλίας, εκεί τον υποδέχθηκε ο άρχοντας της πόλης ο
Κόκκαλος. Στη Κύμη, τον φιλοξένησαν και του έδωσαν αγάπη και στοργή μιας και ο
ίδιος τους το ανταπέδιδε με περίτεχνα έργα για την πόλη και παιχνίδια για τις κόρες
του άρχοντα.
Ένα πρωί οι κάτοικοι της Κύμης αντίκρισαν στο λιμάνι τους, ένα μικρό πλοίο που
ενώ ήταν φορτωμένο με στρατιώτες, φαινόταν ειρηνικές οι διαθέσεις τους.
Κατέβηκε μόνος του ένας ξένος, ευγενικός και γαλήνιος, μιλούσε για ένα γρίφο που
έψαχνε λύση… Πράγματι όλοι σαν κάτι να είχαν ακούσει, για κάποιον που γυρνούσε
νησιά και πόλεις και χωριά και διέδιδε ότι όποιος βρει λύση στο γρίφο του, θα του
εκπλήρωνε οποιαδήποτε επιθυμία του. Όπου κι αν είχε σταθεί όμως κανείς δεν
κατάφερε να του βρει λύση:
- Ξένος (Μίνωας): Όποιος μέσα από τούτο το καβούκι του χοχλιού
μπορέσει τούτη την κλωστή να περάσει, υπόσχομαι, ότι, η καρδιά του
επιθυμεί να λάβει.
- Αγγελιαφόρος Κόκκαλου: Ευγενή ξένε, απεσταλμένος του Κόκκαλου του
άρχοντα τούτης της πόλης είμαι. Το μήνυμα σου άκουσε και το καβούκι
του χοχλιού θα ήθελε να μου δώσεις γιατί σίγουρος είναι πως θα τα
καταφέρει.

Δίνει ο Ξένος τότε τον χοχλιό και την κλωστή στον αγγελιαφόρο και περίμενε
με αγωνία αν θα επέστρεφε με την λύση. Ο αγγελιαφόρος έτρεξε στην αυλή και
βρήκε τον Δαίδαλο να κάθετε σε πολυθρόνα που είχε σμιλεύσει σε πέτρα και να
παρατηρεί την φύση.

- Αγγελιαφόρος Κόκκαλου: Δάσκαλε σου έφερα τον γρίφο του ξένου να


λύσεις και διαλαλεί πως όποιος τα καταφέρει οποιαδήποτε επιθυμία του
θα εκπληρώσει.
στη Κρήτη το Γενάρη του 7000 μετά του Μίνωα
Στέλιος Νερολαδάκης 14
της Κρήτης παραμύθοι

Ο Πολυμήχανος Δαίδαλος, κράτησε το άδειο καβούκι του χοχλιού μπροστά


στα μάτια του, σαν πολύτιμο πετράδι το περιεργαζόταν κάποιες στιγμές έμοιαζε σαν
να του μιλούσε, μετά πολύ ώρα έπιασε από το χώμα ένα μικρό μυρμήγκι κι από το
κορμό του δέντρου που ακουμπούσε πήρε λίγη ρετσίνη, με μια βελόνα τρύπησε
προσεκτικά στην άκρη το καβούκι του χοχλιού. Έπειτα με την ρετσίνη κόλλησε την
κλωστή στην πλάτη του μυρμηγκιού, το άφησε μέσα στο καβούκι κι αυτό σιγά σιγά
πέρασε από την άλλη μεριά μέσα από την μικρή τρύπα. Ο Αγγελιαφόρος από την
χαρά του χοροπηδούσε σαν παιδί και φυλούσε και παινούσε το Δαίδαλο. Ο
Δαίδαλος αφού ευχαρίστησε το μυρμήγκι προσφέροντας του λίγα ψίχουλα από το
σταρένιο παξιμάδι του, έδωσε στο αγγελιαφόρο το καβούκι του χοχλιού με
περασμένη την κλωστή για να το επιστρέψει στον ιδιοκτήτη του.

Μόλις πήρε στα χέρια του ο Ξένος τον χοχλιό, γέλασε, γέλασε δυνατά.

- Ξένος (Μίνωας): Τούτο το κατόρθωμα κανείς δεν θα μπορούσε άλλος


από τον Δαίδαλο να το επιτύχει, άρα εδώ κρύβεται, πήγαινε λοιπόν κι
ανάγγειλε στον Κόκκαλο ότι αν δεν μου τον παραδώσει έως αύριο το
πρωί, με την βία και τα όπλα θα τον πάρουμε μέσα από την αυλή του.

- Αγγελιαφόρος Κόκκαλου: Ξένε, δεν χρειάζεται κόπο να κάνω και το


μήνυμα σου να μεταφέρω στον Κόκκαλο. Την απάντηση του εγώ θα σου
την δώσω γιατί γνωρίζω ποια θα είναι, την ίδια θα λάμβανες εξάλλου
από οποιονδήποτε σε αυτή την πόλη. Ο Δαίδαλος πολλά έχει προσφέρει
σε αυτό τον τόπο και ότι και αν ισχυριστείς ότι κακό σου έχει προξενήσει,
όλοι μας θα τον υπερασπιστούμε και κανείς δεν θα στον παραδώσει
κακό για να του κάνεις.

Ο Δαίδαλος όμως είχε ήδη κατέβει στη παραλία, αφού είχε καταλάβει ποιος
ήταν αυτός ο ξένος που είχε έρθει στη Κύμη ψάχνοντας λύση σε τέτοιο έξυπνο
γρίφο. Μόνο κάποιος πολύ έξυπνος και εφευρετικός θα σκεφτόταν ένα τέτοιο κόλπο
για να τον βρει και ποιος άλλος θα ερχόταν εδώ με καβούκι ενός Κρητικού χοχλιού;
Δεν είναι όλοι οι χοχλιοί ίδιοι και μόνο ο Κρητικός έχει τα χρώματα της Κρητικής γής
και καλοσχεδιασμένο επάνω του το κύμα της θάλασσας, λες και ο ίδιος καλλιτέχνης
που τα ζωγράφιζε αυτά τα κύματα στους τοίχους της Κνωσού τα είχε πρώτα
ζωγραφίσει στο χοχλιό. Μήνυμα ήταν, πρόσκληση του Μίνωα, για να επιστρέψει
μαζί του στη Κρήτη, όμως ο Δαίδαλος άλλο επιθυμούσε.

- Δαίδαλος: Γιέ του Δία, αξιοκράτη Μίνωα, καλώς όρισες στη νέα μου
πατρίδα, που όπως η Κρήτη μας με αγάπησε και με φιλοξένησε. Το μήνυμα
σου με τον Κρητικό χοχλιό έλαβα, σε ευχαριστώ. Φορές πολλές με τίμησες
και σίγουρος είμαι πως περισσότερο η φιλία και η αγάπη σου σε κίνησε και
ως εδώ σε έφερε, παρά η επιθυμία σου να με τιμωρήσεις. Γνωρίζεις νομίζω
τι θα είναι αυτό που ως πλερωμή θα σου ζητήσω για την λύση του γρίφου,
αυτό που η καρδιά μου επιθυμεί είναι συγχώρεση, έτσι και η δική σου η
καρδιά θα αλαφρώσει, όμως στη Κρήτη και στη Κνωσό δεν θα σε

στη Κρήτη το Γενάρη του 7000 μετά του Μίνωα


Στέλιος Νερολαδάκης 15
της Κρήτης παραμύθοι

ακολουθήσω, εδώ θα μείνω, όμως αυτό το καβούκι άφησε μου αν θέλεις την
τελευταία μας συνάντηση για να θυμάμαι.
Πράγματι ήταν ο Μίνωας που δεν είχε ξεχάσει τον Δαίδαλο. Μόλις
αντιλήφθηκε ότι είχε δραπετεύσει από την Κρήτη, φόρτωσε στα Κρητικά πλοία
στρατιώτες και όπλα και βγήκε στις θάλασσες και στα νησιά για να βρει αυτόν που
θεωρούσε υπαίτιο για την γέννηση του Μινώταυρου. Όμως γνώριζε ότι θα τον
προστάτευαν, και θα τον έκρυβαν, γι’ αυτό επινόησε ένα πρόβλημα, ένα γρίφο τόσο
δύσκολο που γνώριζε ότι μόνο ο Δαίδαλος θα έλυνε.
- Μίνωας: Πολυμήχανε Δαίδαλε, άξιε καλλιτέχνη, ο θυμός τόσο ικανός δεν
είναι, τον άνθρωπο να παρακινήσει και να ταξιδεύσει σε θάλασσα και
στεριά. Μόνο η αγάπη και η μετανόησης τούτη την δύναμη έχουν, σε
γύρεψα παντού, μετανόησα, την απομόνωση δεν άξιζες, σφάλμα δικό
σου δεν ήταν ο Μινώταυρος μα ούτε και της Πασιφάης, εγώ από τον
Ποσειδώνα για την ύβρη τιμωρήθηκα μα εσύ από εμένα άδικα. Πόνεσα
σαν έμαθα το χαμό του Ίκαρου και θρήνησα σαν να ‘τανε παιδί μου… Η
επιθυμία σου να παραμείνεις εδώ, με θλίβει, γιατί ένα φίλο θα χάσω
από κοντά μου, αλλά για τον κόσμο μόνο καλό τούτο θα είναι. Δαίδαλε
μεγάλη είναι η ευθύνη τον τόπο σου και τις αξίες του να εκπροσωπείς και
να τις μοιράζεσαι με όλο τον υπόλοιπο κόσμο, όμως ικανότερος για τούτη
την δουλειά από εσένα άλλος δεν υπάρχει. Μαζί σου θα μείνουν και
τούτοι οι Κρητικοί ιερείς που ο Θεός Απόλλωνας ζήτησε να τους δείξεις το
δρόμο για τους Δελφούς. Λάβε και τούτο το δέντρο της ελιάς και φύτεψε
το να καρποφορήσει, λάβε και το χοχλιό για να σου θυμίζει την ημέρα
που με συγχώρησες, προς τιμήν σου και στο όνομα σου ιερό θα κτίσουμε
στη Κνωσό, και με την σύμφωνη γνώμη του Δία, ως Θεός θα τιμάσαι γιατί
κι αν Θεός δεν σε γέννησε, Θεόφραστο το έργο σου είναι. Με
ευγνωμοσύνη και σεβασμό για πάντα οι Κρητικοί θα σε θυμούνται και θα
σε τιμούν, γεια σου Δαίδαλε πολυμήχανε, πολύτροπε…φίλε μου.

Κι ανέβηκε ο Μίνωας, στο πλοίο του, την επτακτήριδο, δυνατά τα κουπιά


έσπρωχναν το νερό και ο αέρας φούσκωνε τα πανιά της, γρήγορα χάθηκε στον
ορίζοντα. Άφησαν πίσω τη Κύμη και σύντομα θα έφθαναν στο έρημο νησί της Κέας…

στη Κρήτη το Γενάρη του 7000 μετά του Μίνωα


Στέλιος Νερολαδάκης 16
της Κρήτης παραμύθοι

Πράξη ΣΤ’ – Η αποκάλυψη του Οδυσσέα

- Πηνελόπη: Ξένε καλέ, κανείς στο σπίτι μου δεν ήρθε απ᾿ άλλα
μέρη ξένος, που πιο να τον συμπάθησα για την πολλή του γνώση'τι είναι
ό,τι βγάζεις απ᾿ το στόμα σου στοχαστικά και δίκιο..
- Αίθωνας: Μάρτυς μου ο Δίας, απ᾿ τους αθάνατους ο πιο τρανός κι ο
κάλλιος, και του Οδυσσέα το τζάκι του άψεγου, που εδέχτη εμέ τον ξένο,
πως όσα σου ιστορώ απαράλλαχτα αλήθεια είναι μιαν άκρη ως άλλη…
και χρόνος δεν θα γυρίσει και θα δεις τον Οδυσσέα να φτάνει, σ᾿ αυτού
του φεγγαριού τη λίγωση, στην πιάση του καινούργιου.
- Πηνελόπη: Αμποτε, ξένε, αυτός ο λόγος σου σωστός να βγει ως την άκρη
Θα 'βλεπες τότε την αγάπη μου και πόσα θα χαιρόσουν δώρα από μένα,
να σε βλέπουνε και να σε μακαρίζουν. Ομως εγώ ψυχανεμίζουμαι τα
μέλλουνται να γενούν: Μήτε ο Oδυσσέας θα στρέψει σπίτι του μήτε και
συ κανέναν για συνεβγάλτη θα 'βρεις, τι έλειψαν πια απ'το παλάτι οι
αφέντες, σαν που ήταν ο Oδυσσέας, συνήθιζε να συνεβγάζει ή να δέχεται
τους τιμημένους ξένους. Έχω μια βάγια, γερόντισσα με νου κυβερνημένο,
αυτή που εβύζαξε κι ανάστησε το δόλιο εκείνο τον Οδυσσέα, η πρώτη,
που σαν τον γέννησε η μητέρα του, τον δέχτηκε στα χέρια' τούτη, κι ας
είναι δίχως δύναμη, τα πόδια θα σου πλύνει. Μον᾿ έλα τώρα, σήκω,
πλύνε τον, Ευρύκλεια μυαλωμένη, το συνομήλικο του αφέντη σου. Ποιος
ξέρει, κι ο Οδυσσέας τέτοια μπορεί ποδάρια σήμερα και τέτοια χέρια να
'χει' γερνούν τον άνθρωπο τα βάσανα μαθές και πριν της ώρας.
- Ευρύκλεια: Αχ, γιε μου, εγώ για σένα η δύστυχη! Πιό απ᾿ όλους τους
ανθρώπους το φόβο των θεών κι ας ένιωθες, σ᾿ οχτρεύτη ο Δίας
αλήθεια. Κανείς στο Δία τον κεραυνόχαρο δεν έχει κάψει τόσα παχιά
μεριά, βοδιών δεν πρόσφερε τρανές θυσίες κανένας, καθώς εσύ, και
δέουσουν, κάποτε σε γερατιά να φτάσεις μακαρισμένα και περίλαμπρο
το γιο σου ν᾿ αναστήσεις'και τώρα μόνο εσένα αρνήστηκε του γυρισμού
τη μέρα! Ποιος ξέρει, να του φέρνουνται άσκημα μπορεί κι εκείνου οι
δούλες,
σα φτάνει σε τρανό αρχοντόσπιτο, μακριά στα ξένα κάπου — καθώς και
σένα δα σου φέρθηκαν οι σκύλες τούτες όλες. Για να ξεφύγεις τα
τακρόλογα και την καταλαλιά τους, δε θέλεις να σε πλύνουν κι έσπρωξεν,
όχι άθελα μου, εμένα η Πηνελόπη τώρα, η φρόνιμη του Ικάριου
θυγατέρα. Και για χατίρι της αφέντρας μου και για δικό σου θέλω
τα πόδια να σου πλύνω᾿ μέσα μου ξεσηκώθηκαν τόσοι τώρα καημοί! Μα
ομπρός, το λόγο μου ν᾿ ακούσεις θέλω τώρα: Βασανισμένοι πλήθος
έφτασαν στα αρχοντικό μας ξένοι, μα λέω πως άλλον δεν αντίκρισα ποτέ
μου, του Οδυσσέα τόσο στα πόδια και στο ανάριμμα και στη φωνή να
μοιάζει.

στη Κρήτη το Γενάρη του 7000 μετά του Μίνωα


Στέλιος Νερολαδάκης 17
της Κρήτης παραμύθοι

- Αίθωνας: Όσοι μας βλέπουν με τα μάτια τους, γερόντισσα, μπροστά τους


παρόμοια λόγια λένε᾿ μοιάζουμε πολύ συνάλληλώς μας, καθώς και συ το
παρατήρησες μονάχη και μας το 'πες
- Ευρύκλεια: Αχ, ο Oδυσσέας εσύ 'σαι, γιόκα μου. Πιό πριν δε σ᾿ είχα
νιώσει, κι έπρεπε ολάκερο το ρήγα μου να ψαχουλέψω πρώτα.. κυρά μου
Πηνελόπη που είσαι και σίμωσε…
- Οδυσσέας: Μαία, το χαμό μου θέλησες; Δε μ᾿ έχεις θρέψει ατή σου σ᾿
αυτό το στήθος; Τώρα επέστρεψα στα είκοσι χρόνια απάνω μετά από
χίλια μύρια βάσανα στη γη την πατρική μου. Μα αφού με γνώρισες και
το 'βαλε θεός στο νου σου, κράτα το μυστικό, στο σπίτι μας κανείς να μην
το μάθει και μόνο όταν τους τρανούς μνηστήρες θεός μου δώσει
ν᾿αφανίσω, τότες μόνο στην Πηνελόπη θα φανερωθώ…
- Ευρύκλεια: Για ξύπνα, Πηνελόπη κόρη μου, τα μάτια σου να ιδούνε
ό,τι καιρούς και χρόνια αδιάκοπα λαχτάριζε η καρδιά σου.
Ήρθε ο Οδυσσέας, στο σπίτι του έφτασε, κι ας είχε αργήσει τόσο,
και τους μνηστήρες όλους σκότωσε τους άνομους, που έτρωγαν
το βιος του, ρήμαζαν το σπίτι του και παίδευαν το γιο του.
- Πηνελόπη: Ευρύκλεια, τα μυαλά σου εσήκωσαν τώρα οι θεοί᾿ μπορούνε
μαθές και τον περίσσια φρόνιμο ν᾿ αποτρελάνουν τούτοι, Τι με
αναμπαίζεις, που στο στήθος μου φωλιάζουν πίκρες μύριες,
τέτοια μωρόλογα ιστορώντας μου, κι απ᾿ το γλυκό με ασκώνεις
τον ύπνο;
- Ευρύκλεια: Δεν παίζω εγώ μαζί σου, κόρη μου, μον᾿ είπα την αλήθεια'
ήρθε ο Οδυσσέας, στο σπίτι του έφτασε, καθώς με ακούς μπροστά σου:
κείνος ο ξένος, που στο σπίτι μας τον αψηφούσαν όλοι!
Πρέπει ο Τηλέμαχος να κάτεχε καιρό τον ερχομό του, μα γνωστικός ως
ήταν, έκρυβε του κύρη του τη γνώμη, ως να πλερώσουν οι άντρες οι
άνομοι τις αδικίες που έκαμαν.
- Πηνελόπη: Αχ, έλα τώρα, καλομάνα μου, την πάσα αλήθεια πες μου!
Ψέμα αν δεν είναι πως εγιάγειρε, καθώς μου λες, στο σπίτι,
πως στους μνηστήρες τους αδιάντροπους έβαλε χέρι, ως ήταν
ένας αυτός, κι εκείνοι βρίσκουνταν όλοι μαζί εδώ μέσα;
- Ευρύκλεια: Δεν είδα κι ουδέ μου 'παν άκουσα τα βογγητά μονάχα
αυτών που σφάζουνταν καθόμασταν εμείς σκιαγμένες μέσα
στο γυναικίτη τον καλόφτιαστο᾿ σφιχταρμοσμένες πόρτες
μας κλειούσαν, ως που πια ο Τηλέμαχος ο γιος σου, απ᾿ το γονιό του
σταλμένος, έφτασε και μ᾿ έκραξε να πάω στο αρχονταρίκι.
- Πηνελόπη: Μη λες μεγάλα λόγια, μάνα μου, και μη γελάς ακόμα,
κατέχεις όλοι ποια θα νιώθαμε χαρά, κι εγώ περίσσια, μαζί κι ο γιος μας
ο Τηλέμαχος, αν πρόβελνε μπροστά μας. Όμως σωστός δεν είναι ο λόγος
σου κι αυτά που ξαφηγιέσαι' κάποιος αθάνατος θα σκότωσε τους
αντρειανούς μνηστήρες, για τ᾿ άνομά τους τα φερσίματα και τ᾿ άδικά

στη Κρήτη το Γενάρη του 7000 μετά του Μίνωα


Στέλιος Νερολαδάκης 18
της Κρήτης παραμύθοι

τους έργα Τις αδικίες τους τούτοι πλέρωσαν, μα κι ο Οδυσσέας το δρόμο


του γυρισμού μακριά τον έχασε και χάθηκε κι ατός του.
- Ευρύκλεια: Ποιος λόγος, κόρη μου, σου ξέφυγε της δοντωσιάς το
φράχτη; πως ο άντρας σου ποτέ στο σπίτι του δε γέρνει πια — κι εκείνος
βρίσκεται μέσα, πλάι στο τζάκι του! Πάντα άπιστη η καρδιά σου. Όμως
για ένα άλλο εγώ ολοφάνερο σημάδι θα μιλήσω, για την πληγή, παλιά
που του αφήκε με τ᾿ άσπρο δόντι ο κάπρος' κει που τον έπλενα, τη
γνώρισα, και γύρεψα και σένα να σου τη δείξω, μα μου βούλωσε το
στόμα με τα χέρια, να μη μιλήσω᾿ ο νους του δούλευε μαθές και με
αμποδούσε. Μον᾿ έλα, ακλούθα μου, την ίδια μου ζωή στο ζύγι βάνω'
αν δεις πως σε γελώ, με θάνατο πικρό θανάτωσε με.
- Πηνελόπη: Η καρδιά βαθιά στα στήθη μου χαμένα τα 'χει τώρα᾿
λόγο να πω δεν έχω ανάκαρα μηδέ και να ρωτήσω, μηδέ και να σε δω
κατάματα. Μα αν είσαι αλήθεια εσύ, που τώρα γιάγειρες στο σπίτι σου,
το δίχως άλλο οι δυο μας θα γνωριστούμε, και καλύτερα᾿ τι βρίσκουνται
σημάδια, που μόνο εμείς οι δυο κατέχουμε, κρυφά απ᾿ τους άλλους
όλους.
- Οδυσσέας: Τώρα λερά και με παλιόρουχα θωρώντας με μπροστά σου
μου δείχνεις καταφρόνια, λέγοντας, εγώ δεν είμαι εκείνος.
- Πηνελόπη: Όμως αλήθεια μην οργίζεσαι και μη χολιας μαζί μου,
που μόλις σ᾿ είδα, την αγάπη μου δε σου 'δειξα σαν τώρα' ποτέ η καρδιά
μαθές στα στήθη μου δεν έπαψε να τρέμει, μην έρθει κάποιος με τα
λόγια του θνητός και με πλανέσει' τι άνομα κέρδη να σοφίζουνται
πολλούς θα βρεις στον κόσμο. Μα τώρα που έτσι κατακάθαρα μου τα
'πες τα σημάδια της κλίνης μας, που δεν τα κάτεχε κανείς στον κόσμον
άλλος ξον από μας τους δυο, το αντρόγενο, τώρα με πείθεις, όσο
αλύγιστη καρδιά κι αν κρύβω εντός μου.
- Οδυσσέας: Γυναίκα, αλήθεια όμως, δεν ετέλεψαν οι μόχτοι μου όλοι
ακόμα, μον᾿ κι άλλα βάσανα αλογάριαστα με καρτερούν ξοπίσω, τρανά κι
ασήκωτα᾿ δε γίνεται να τα ξεφύγω ως τέλος. Αυτά η ψυχή μου τα
προφήτεψε του Τειρεσία, τη μέρα στον Κάτω Κόσμο που κατέβηκα,
γυρεύοντας το δρόμο του γυρισμού για τους συντρόφους μου και για τον
ίδιο εμένα. Μον᾿ έλα, πάμε πια να γείρουμε, γυναίκα, στο κλινάρι, για να
φραθούμε στον ολόγλυκο παραδομένοι ύπνο. Μου παράγγελνε σε
πολιτείες να οδέψω θνητών πολλές, κουπί καλάρμοστο στο χέρι μου
κρατώντας, σε ανθρώπους ως να φτάσω, θάλασσα που δεν κατέχουν τι
είναι, να διδάξω, κι ουδέ ποτέ με αλάτι αρτίζουνε τα φαγητά που
τρώνε, να τους δώσω να δοκιμάσουν, κι ουδέ καράβια αλικομάγουλα
ποτέ αγνάντεψαν, μαζί τους να φτιάξω, μήτε κουπιά καλάρμοστα, που ως
φτερούγες δρομίζουν τα καράβια, μαζί τους να κωπηλατήσω. Στους
ανθρώπους εκεί, τα όσα γνώρισα και έμαθα στα τόσα ταξίδια μου να
διδάξω, την αγάπη την Κρόνια να τους ανάψω στις καρδιές του… την
Αγάπη για τον τόπο μου, την Ιθάκη, για εσένα και τον Γιό μας, αυτή την

στη Κρήτη το Γενάρη του 7000 μετά του Μίνωα


Στέλιος Νερολαδάκης 19
της Κρήτης παραμύθοι

Θεία δύναμη που χρόνους τόσους μέσα στα οργισμένα κύματα της
ζωντανό με κράτησε …
Κι όταν κι αυτό το χρέος μου τελέψω, κι αφού θυσίες προσφέρω
πάγκαλες στο ρήγα Ποσειδώνα, κριάρι και καπρί λατάρικο και ταύρο
σφάζοντας του, να στρέψω πίσω και στον τόπο μου τρανές βοδιών
θυσίες να κάμω στους θεούς, που αθάνατοι τα ουράνια πλάτη
ορίζουν, σε όλους γραμμή. Κι ακόμα ο θάνατος γλυκός, γαλήνιος θα 'ρθει
να με 'βρει αλάργα από τη θάλασσα, τα μάτια να μου κλείσει μες σε
βαθιά, καλά γεράματα᾿ κι ολόγυρα οι λαοί μου θα ζουν χαιράμενοι᾿ έτσι
μου 'λεγε πως θα τελέψουν όλα

στη Κρήτη το Γενάρη του 7000 μετά του Μίνωα


Στέλιος Νερολαδάκης 20
της Κρήτης παραμύθοι

της Κρήτης παραμύθοι - Παρουσίαση

Μύθοι υφαμένοι ξομπλιαστοί στο αρχαίο φαντό της ιστορίας της Κρήτης, γης ιερής

Άγνωστες εκδοχές γνωστών μύθων μπλέκονται μαζί με τους παραλλαγμένους


μύθους που οι τραγικοί Αθηναίοι ποιητές, για λόγους εμπορικούς, παράλλαξαν και μας
άφησαν παρακαταθήκη. Πλέκονται και εμφανίζονται αντιφάσεις που ο θεατής εύκολα
εντοπίζει. Παραμύθοι για τον ιεράρχη Μίνωα γιό του Δία και της Ευρώπης, την Πασιφάη
κόρη του Ήλιου και της Κρήτης και τον γιό της Αστέριο τον Μινώταυρο, για τον σοφό
Κρητικό Δαίδαλο, το νεαρό φλεγόμενο Ίκαρο… κι όλα ξεκινούν από εκεί που ο πολιτισμός
γεννήθηκε, την Κρήτη, την Κνωσό

Η Κρήτη με κέντρο την Κνωσό αποτελεί το μεγαλύτερο ιερό προσκύνημα στην


αρχαιότητα, μητρόπολη, θρησκευτικό άρα και πολιτικό κέντρο που πολλά οφείλει στον
ιεράρχη Μίνωα όπου με το θεάρεστο έργο του έχει κερδίσει την αγάπη και τον σεβασμό του
ποίμνιού του

Ο Μίνωας όμως, αυτός που διδάσκεται κι έπειτα παραδίδει τους Θείους νόμους
στον αρχαίο κόσμο, διαπράττει ὕβριν κι αυτή είναι η πρώτη αντίφαση. Έπειτα τιμωρείται γι’
αυτήν του την ασέβεια από τον Ποσειδώνα και την ίδια την Αφροδίτη και τον Έρωτα που
παρασύρουν την αθώα και κατά τα άλλα πάνσοφη Πασιφάη να παρανοήσει υποκύπτοντας
στο αμάρτημα της λαγνείας κι αυτή είναι η δεύτερη αντίφαση

Ο Δαίδαλος, επιστήμων, μηχανικός, τεχνίτης, σοφός, τα έργα του θαύμασαν Θεοί


και άνθρωποι, με μια αναπαράσταση ενός δικό του έργου στόλισε πολύ αργότερα ο ήρωας
Αχιλλέας την ασπίδα του. Στο γνωστό μύθο των τότε Αθηναϊκών θεάτρων όμως
παρουσιάζεται με μια κατασκευή του να βοηθάει την Πασιφάη να διαπράξει το ανήκουστο,
κι αυτή είναι η τρίτη αντίφαση. Έπειτα ντροπιασμένος αυτοεξορίζεται στα βουνά της
Κρήτης, όπου τον ακολουθεί και ο Ίκαρος. Πετούν αργότερα με φτερά που κατασκεύασαν οι
ίδιοι, για να φύγουν από την Κρήτη, πρωτόγνωρη για τους ανθρώπους η αίσθηση του
πετάγματος, κι ανείπωτη η χαρά τους να οσφραίνονται τον αέρα που κουβαλάει όλα
αυτά τα αρώματα της μοναδικής φύσης της Κρήτης, του έρωντα και της
φασκομηλιάς της ρίγανης και της μαντζουράνας και να γεύονται τον αφρό της
Θάλλασσας… “μην ψηλοπετάς παιδί μου” συμβούλεψε για πολλοστή μα στερνή
φορά ο Πατέρας το γιό του πριν ο Ίκαρος πέσει. Ο Ικαρος έπεσε μα ο Δαίδαλος
συνέχισε να πετάει και σύντομα ο θρήνος του θα έδινε πάλι τόπο στη χαρά, βρήκε
την γαλήνη ξανά στη φιλόξενη Κύμη της σημερινής Σικελίας

Ο Μίνωας δεν έπαψε να αναζητεί τον Δαίδαλο, ο ίδιος έφταιγε για την φυγή
του Δαίδαλου μιας και από ένα δικό του λάθος ξεκίνησαν όλα, δεν έψαχνε εκδίκηση
μα την λύτρωση – συγχώρεση. Γνώριζε καλά όμως ότι ο Δαίδαλος δεν θα του
εμφανιζόταν έτσι εύκολα γι’ αυτό και επινόησε έναν γρίφο που μόνο ένας σοφός
όπως ο Δαίδαλος θα έλυνε. Ένας Κρητικός χοχλιός και μια πορφυρή κλωστή,
πρόκληση - πρόσκληση του Μίνωα προς τον Δαίδαλο

στη Κρήτη το Γενάρη του 7000 μετά του Μίνωα


Στέλιος Νερολαδάκης 21
της Κρήτης παραμύθοι

Κόστος Παραγωγής

Προϋπολογισμός
Ηθοποιοί στην παράσταση: 4

Μουσικοί στην παράσταση: 1

Σκηνοθέτες: 1

Πρόβες σε εργατοώρες: 80

Κόστος ανά εργατοώρα συμπεριλαμβανομένου του ενσήμου: €11,10

Συνολικό Κόστος Προβών: €5.328,00


Σκηνοθεσία: €2.500,00 + ΦΠΑ

Συγγραφικά Δικαιώματα: 10% επί των ακαθάριστων εισπράξεων μετά την αφαίρεση
του φόρου δημοσίων θεαμάτων

Δικαιώματα Μουσικής: 2% επί των ακαθάριστων εισπράξεων μετά την αφαίρεση


του φόρου δημοσίων θεαμάτων

Μελέτη Φωτισμού Παράστασης: €1.000 + ΦΠΑ

Ακουστική Μελέτη Παράστασης/Χώρου: €500,00 + ΦΠΑ

Σκηνογράφος & Ενδυματολόγος: €700,00 +ΦΠΑ

Κατασκευή Σκηνικών – Ενδυμάτων: €500,00 + ΦΠΑ

Ηχογράφηση Μουσικής, εφέ και διαλόγων σε Studio Ηχογράφησης: €550,00 + ΦΠΑ

Συνολικό Κόστος Παραγωγής: €12.400,50


(συμπεριλαμβανομένου ΦΠΑ, δεν συμπεριλαμβάνονται τα συγγραφικά δικαιώματα καθώς και τα
δικαιώματα μουσικής)

στη Κρήτη το Γενάρη του 7000 μετά του Μίνωα


Στέλιος Νερολαδάκης 22

You might also like