Professional Documents
Culture Documents
της Κρήτης παραμύθοι 21 Σεπτεμβρίου 2017.odt
της Κρήτης παραμύθοι 21 Σεπτεμβρίου 2017.odt
Ευρετήριο
Ευρετήριο................................................................................................................................. 1
Πράξη Α’ - Στο Αρχονταρίκι της Πηνελόπης, αρχοντικό του Οδυσσέα.................................. 2
Μια χώρα…....................................................................................................................... 3
Πράξη Β’ – Ο Μίνωας επιφορτίζεται την ευθύνη του λειτουργού........................................ 6
Πράξη Γ’ - Η Γέννηση του Μινώταυρου................................................................................ 9
Ύβρις του Μίνωα............................................................................................................... 9
Πράξη Δ’ - Αυτοεξόριστος ο Δαίδαλος και η πτήση............................................................ 11
Ο Μίνωας μαθαίνει το μυστικό της Πασιφάης............................................................... 11
Ο Δαίδαλος και ο Ίκαρος πετούν..................................................................................... 12
Πράξη Ε’ – Ο Δαίδαλος ταξιδεύει στην Κύμη...................................................................... 14
Πράξη ΣΤ’ – Η αποκάλυψη του Οδυσσέα........................................................................... 17
της Κρήτης παραμύθοι - Παρουσίαση................................................................................ 21
Κόστος Παραγωγής............................................................................................................. 22
Μια χώρα…
- Αίθωνας: Μια χώρα, Γής και Θάλασσα, που γέννησε τον άνθρωπο, εκεί
πρώτη φορά ο άνθρωπος στα δυό του πόδια επάνω περπάτησε, μια
χώρα, που γεννάει Θεούς, εκεί οι αρχαίοι ξεχασμένοι Θεοί γεννήθηκαν, κι
εκείνοι άλλους Θεούς εγέννησαν, ο Ουρανός και η Γή γέννησαν τους 11
Τιτάνες, Κρόνο, Υπερίων, Κοίο, Ιαπετό, Ωκεανό, Κρειό, την Ρέα, Θέμις, την
Μνημοσύνη, Φοίβη και Τιθύς, που για κατοικία τους τον ιερό εκείνο τόπο
διάλεξαν. Ο Κρόνος πρεσβύτερος, τη χώρα διαφέντευε και όριζε, δίκαιος
και στους ανθρώπους εκεί την αγάπη δίδαξε. Στην εποχή του
Κρόνου, όταν εκείνος δέσποζε, ζούσαν και οι άνθρωποι της χώρας μου
σαν θεοί· ο νους τους ξέγνοιαστος, πάθη και συμφορές μακριά τους,
μήτε τα μαύρα γηρατειά τους άγγιζαν· άφθαρτοι κι αναλλοίωτοι, πόδια
και χέρια, στις χαρές δοσμένοι, κι ό,τι κακό, έμενε απ᾽ έξω. Τον φόβο του
Θανάτου, δεν ένιωθαν γιατί ότι ο Θάνατος μονάχα προσωρινός ότι είναι
γνώριζαν, όπως τα άνθη και τα στάχια που το χειμώνα μαραίνονται και
σαπίζουν μα την άνοιξη τα ίδια ανθίζουν πάλι και μυρίζουν. Γνώριζαν
πως μια απλή ταπεινή ζωή σε αρμονία με την φύση, στην αναγέννηση
οδηγεί και ο Θάνατος το όχημα είναι μόνο. Ακόμη κι όταν πέθαιναν, ήταν
ο θάνατός τους ύπνος που τους δάμαζε, τόσο καλά τον Θάνατο γνώριζαν
που τον χρησιμοποιούσαν για να διδάξουν στους αμύητους ξένους
επισκέπτες την αξία της ζωής, σε θαλάμους χτισμένους στο σχήμα του
πέλεκυ του διπλού μέσα συνοδευόταν από ντόπιους και ξάπλωνε με την
θέληση του εκείνος που ήθελε να διδαχτεί και βαθιά πολύ κοιμόταν τόσο
βαθιά που πέθαινε νόμιζες ενώ εκείνος, ζούσε, τον Θάνατο του. Κι ο
μεγαλύτερος από τους ιερείς ο μέγας καθαρτής Επιμενίδης κοιμήθηκε σε
μια σπηλιά για χρόνους 57, Επιμενίδειος ύπνος. Όλοι οι κάτοικοι της
χώρας, αγνοί και θέλησαν να μοιραστούν την γνώση της αγάπης και της
αρμονικής ζωής, κι είχανε όλα τα καλά δικά τους· χωράφια γόνιμα τους
έδιναν καρπό από μόνα τους, μεγάλη κι άφθονη σοδειά· κι εκείνοι πράοι,
ησυχασμένοι σε έργα ευχάριστα, ευλογημένοι με τα πολλά αγαθά τους...
την Μάνα ΓΗ, αγαπούσαν και σεβόντουσαν, την μεγάλη θεά τους, την
θεραπευτική της δύναμη γνώριζαν - τους πονεμένους κι άρρωστους που
ερχόταν για να τους ιάνουν, στο χώμα τους ξάπλωναν γυμνούς. Για
εκείνο, όλα τα μεγάλα ιερά, είτε βαθιά σπηλιάρια των βουνών είτε
θαλασσόβρεχτα ήταν, και κανείς απ’ τους σημερινούς Θεούς μας, τα ιερά
αυτά θα ζήλευε γιατί με χρυσοπλούμιστα αγάλματα και αφιερώματα δεν
ήταν στολισμένα, ούτε μαρμάρινες κολώνες πολύτεχνα σκαλισμένες τους
ναούς τους δεν στήριζαν, άγρια πέτρα και νερό ήταν. Και τα αφιερώματα;
ότι ιερό η φύση στους ανθρώπους πρόσφερε, λάδι, μέλι και κριθάρι. Τότε
λοιπόν, σε αυτή τη χώρα, σε αυτόν τον ιερό τόπο γεννήθηκε το πρώτο
κράτος, η πρώτη που σήμερα Ελληνική την λέμε τέχνη… Κι όταν με τον
καιρό της γης το χώμα σκέπασε τούτο το γένος των Τιτάνων, έγιναν
επιχθόνια πνεύματα, αγνά, καλόγνωμα, να διώχνουν το κακό, φύλακες
των θνητών ανθρώπων. Αυτοί φυλάν το δίκιο, αυτοί αποτρέπουνε τα
ανόσια έργα· κυκλοφορούν, ντυμένοι την ομίχλη, σ᾽ όλη την οικουμένη,
πηγή ευτυχίας και πλούτου - τέτοια βασιλική τιμή τους έλαχε. Έπειτα νέοι
άνθρωποι ήρθαν και νέους Θεούς έπλασαν, νέο γένος Θεών και
στη Κρήτη το Γενάρη του 7000 μετά του Μίνωα
Στέλιος Νερολαδάκης 3
της Κρήτης παραμύθοι
ανθρώπων στη χώρα μου και πάλι γεννηθήκαν. Ξεχάστηκε του Κρόνου
όμως η αγάπη και η ανάμνηση του η αγνή, ξεχάστηκαν, και τούτο το νέο
γένος ξεκίνησε με πόνο και διχόνοια. Ο Κρόνος, είπαν τούτοι οι νέοι
άνθρωποι, φοβήθηκε πως την διαφέντεψή του κόσμου του θα έπαιρνε
ένα παιδί του και τον ίδιο θα τον σκότωνε, γι αυτό και τα παιδιά του όλα
τα κατάπινε. Όμως, η Ρέα τον γιό του Κρόνου, κρυφά από τον ίδιο
γέννησε σε μια σπηλιά του ιερού βουνού που Ίδη το ονομάζουμε, τον
Πατέρα των δικών μας Θεών, τον Δία. Κοιλοπονώντας η Ρέα, και μη
μπορώντας να φωνάξει γιατί την θέση της θα αποκάλυπτε στον Κρόνο,
έμπηξε βαθιά στη Γη τα δάχτυλα της κι από την Γή μέσα, άξαφνα δέκα
δαίμονες με ανθρώπινη μορφή ξεπήδησαν, οι Ιδαίοι Δάχτυλοι, αγαθοί ως
ήταν θέλησαν τους ανθρώπους να βοηθήσουν, εκείνοι πρώτοι την τέχνη
του σιδήρου και της φωτιάς στους ανθρώπους της χώρας μου δίδαξαν,
και από ένα βουνό, Βερέκυνθο το ονόμασαν, έσκαβαν μεγάλους λάκκους
και από το χώμα του έπαιρναν το σίδερο και με την φωτιά το έπλαθαν.
Μα κάποτε του βρέφους το κλάμα ο Κρόνος άκουσε, και με μιάς στο
Ιδαίον σπήλαιο κατέβηκε το θείο βρέφος να μαζέψει, μα εκεί αντίκρισε
τους τρομερούς Κουρήτες ντυμένους με φορεσιά πολεμική, να χορεύουν
έξω από το μέγα σπήλαιο, χορό τρανό, να χτυπούν τις ασπίδες τους,
κρότος βαρύς ακούγοταν, και εκείνες οι ασπίδες μέσα στο σκοτάδι να
σπιθίζουν, να χτυπούν με δύναμη τα πόδια τους στη γής οι χορευτές,
χαμογελαστοί μεθυσμένοι λες από την δύναμη και την αντρειοσύνη τους,
ατρόμητοι έτοιμοι τα σκαλιά του Άδη να κατέβουν, τρόμαξε, λένε, ο
Κρόνος και έφυγε. Μεγάλωσε ο Δίας στη σπηλιά την ιερή μέσα, με μέλι
που τον τάιζε η νύμφη Μέλισσα και με γάλα της αίγας Αμάλθεια, κι έξω
από την σπηλιά φύλακες τρομεροί οι χρυσές μέλισσες κανέναν δεν
άφηναν το κατώφλι της σπηλιάς να περάσει…
- Πηνελόπη: Ξένε, με προσοχή σε άκουσα, σαν δάσκαλος και σαν σοφός
ακούγεσαι που τόσα έμαθε στα αμέτρητα ταξίδια του, και θαύμασα τα
λόγια που μόνο αγάπη έχουν για τον τόπο σου, αλλά και αποκοτιά
μεγάλη, γιατί αν αλήθεια είναι όσα λες για τους Θεούς και την γενέτειρά
τους θα σ’ανταμείψουν με άμετρες χαρές, όμως αν από περηφάνια
ψεύτικη φουσκώσαν τα γέρικα στήθια σου κι αδίκως καυχιέσαι για τον
τόπο που σε γέννησε, φοβάμαι πως μεγάλη τιμωρία θα σε έβρει . Και
ποια είναι τούτη η Γής, που τόσο τρανή είναι, ποιοι είναι οι άνθρωποι της
και ποιος την διαφεντεύει΄… κι αν τόσα σήμερα μου έμαθες για την
Θεογονία και την καταγωγή των ανθρώπων, εσένα πως σε λέσινε και ποιο
ναι τ’ονομά σου, ακόμα δεν μου είπες.
είχε δυό γιους γεννήσει ο Δευκαλίωνας, το Δομενέα και μένα τον πιο
μικρό, με βγάλαν Αίθωνα — τρανό είναι τ᾿ όνομά μου!.
- Πηνελόπη: Η Κρήτη, και ο Μίνωας;; Γι αυτόν τον τόπο τόση ώρα μου
μιλείς με ξυπασιά μεγάλη; Μα πως μπορεί λοιπόν όλα ετούτα που λες να είναι
αλήθεια; Αφού Αίθωνα, γνωρίζεις φαντάζομαι καλά πως έχει επικρατήσει αυτή
η φήμη για τον Μίνωα ως απαίδευτου και σκληρού. Πως;
Στην Κρήτη, πριν από χιλιάδες χρόνια, οι κάτοικοι της πιο μεγάλης χώρας, της
Κνωσού, μα και στις άλλες πόλεις στην Φαιστό, στην Αμνισό, στην Λατώ, στο Μόχλο,
στη Γεράπετρο, στη Δρήρο, στην Πρασό και στην Κυδωνία, ζούσαν (όσο μπορούσαν)
με ειρήνη και γαλήνη.
Τον ίδιο εκείνον τον καιρό, ζούσε στη Κρήτη κι άλλος ένας ξακουστός
εφευρέτης μα και σπουδαίος καλλιτέχνης και γλύπτης – ο Δαίδαλος.
Τόσο καλός, λένε πως ήταν, που τ’ αγάλματά του έμοιαζαν ζωντανά, με μάτια
που θαρρείς πως σε κοιτούσαν, χέρια και πόδια που νόμιζες θα κινηθούν, θα
τρέξουν και γι΄ αυτό, λένε, ότι τα δέναν με σκοινιά μη φύγουν.
- Ευρώπη: Μίνωα, Νόμιε, γιέ μου, Θεών και Ανθρώπων εκλεκτέ, ευθύνη
μεγάλη ανέλαβες, στους Ανθρώπους να μάθεις ξανά πως με την αγάπη
να ζουν γιατί το ξέχασαν, μαζί με τα αδέρφια σου τον κόσμο από την
σκοτεινή άγνοια να βγάλετε και κάθε χρόνους εννέα στο ιερό θα βγαίνεις
το σπήλαιο του βουνού που φωνάζει, τον Γιουχτά, τους νόμους να
παίρνεις από τον Θεό και Πατέρα σου τον Δία σε όλους τους Ανθρώπους
να διδάξεις. Μα λάβε και τούτα τα εκλεχτά δώρα που πρώτος ο Πατέρας
σου μου χάρισε, εκεί που οι Ώρες είχαν στρώσει το νυφικό κρεβάτι μας,
στον αειθαλή τον πλάτανο της Γόρτυνας. Το κυνήγι γνωρίζω πως σου
αρέσει για αυτό δίνω σου τον διάπονο ακούραστο τον Κρητικό το σκύλο,
που θήραμα στο κόσμο δεν υπάρχει να του ξεφύγει, άδικα μην του
ζητήσεις όμως ποτέ αγρίμι να κυνηγήσει, να κυνηγάς όσο πρέπει για να
φάς και όχι για παιχνίδι. Λάβε και το κοντάρι ετούτο που το στόχο του
κυνηγού πάντα πετυχαίνει, την αρραγή λάμα του τη σιδερένια οι Ιδαίοι
δάχτυλοι στο αμώνι και στην φωτιά την εφτιάξαν, πρόσεξε γιέ μου όμως,
όπλο είναι και φτιάχτηκε για να φονεύει, καρδιά θηρίου από ανθρώπου
δεν ξεχωρίζει, γι αυτό παρακαλώσε πρόσεχε και άσκοπα ποτέ σου μην το
μεταχειριστείς. Δέξου τον Τάλω, τον χάλκινο γίγαντα που ο μέγας
Κνώσιος Δαίδαλος έφτιαξε για να με υπερασπίζει, γρήγορος όπως είναι
γύρω από την Κρήτη θα περιφέρεται, θα ελέγχει και όλους θα μας
προστατεύει. Τους νόμους του Πατέρα σου σε πλάκες χάλκινες γράψε
του και δώσε τις του να τις διακηρύσσει και να επιβάλει τους νόμους σε
όλα τα χωριά μακριά από τις πόλεις της Κρήτης. Να θυμάσαι όμως πως
κατασκεύασμα Ανθρώπου αλάθευτο δεν υπάρχει, και τούτος ο χάλκινος
αγέραστος γίγαντας που κι αν ακόμα ο χρόνος και του Ανθρώπου το
σπαθί δεν μπορούν να βλάψουν, έχει φλέγα αδύναμη στο σφυρό του το
αριστερό κι ένα καρφί που εμποδίζει το αίμα να κυλήσει έξω, κι όσο
σκληρό κι αλύγιστο είναι το κορμί του, τόσο αγαθή κι ευκολόπλαστη
είναι η καρδιά του κι εύκολα πιστεύει τους Ανθρώπους.
Συγκινημένος δέχτηκε τα δώρα της μητέρας του, και την συμβουλή της
αμέσως έκανε πράξη. Γωνάτισε και αγκάλιασε τα πόδια των αδερφών του,
Ραδάμανθυ και Σαρπηδόνα. Γνωρίζοντας πόσο αγαθός και δίκαιος ήταν ο
Ραδάμανθυς ο αδερφός του, του ζήτησε να ταξιδέψει και να δώσει τους νόμους του
Δία σ’ όλες τις πολιτείες και να δικάζει δίκαια όλες τις αντιπαραθέσεις του ποίμνιού
του. Και στον ατρόμητο Σαρπηδόνα ζήτησε να επιλέξει τους καλύτερους ταξιδεύσει
άμεσα στην Ασία να βρει τον αδελφό της Μάνας τους της Ευρώπης τον Κίλικα,
φίλους λαούς νέους να γνωρίσει και να κάνει.
- Ραδάμανθυς: Στην χήνα την αδάμαστη, στον πλάτανο τον ιερό της
Γόρτυνας και στο λουλούδι του στύρακα το εκλεκτό ορκίζομαι αδερφέ
μου, τους Θεόπνευστους δίκαιους νόμους της αγάπης να διδάξω στους
ανθρώπους, όπου ο φοίβος Ήλιος, πατέρας της Μάνας μας, τους πάγους
έχει λιώσει, ορκίζομαι στη Γή να φτάσω αδερφέ μου.
Κι έτσι ο Μινωας ασεβεί προς τον Θεό και δεν θυσιάζει το ζώο που του
έστειλε κι αυτό εξόργισε τον Θεό της θάλασσας.
μα η αγάπη του γονέα όπως κάθε αληθινή αγάπη είναι τυφλή. Αστέριο τον είπανε,
κι έπειτα οι άνθρωποι τον είπαν Μινώταυρο…
Εννέα μήνες έθρεφε στα σπλάχνα της η Πασιφάη, η γυναίκα του Μίνωα, τον
Μινώταυρο, κι ίσως μόνο όσοι παράφορα αγαπούν μπορούν να καταλάβουν πως
μπορεί να αγαπήσει κάποιος έναν άνθρωπο που είναι μισός ταύρος. Τον θήλασε και
τον καλανέθρεψε η Πασιφάη τον Μινώταυρο όπως τον γιό της τον Ανδρόγεω και την
κόρη της την Αριάδνη, όμως η όψη του και οι τρόποι του τρόμαζαν τους ανθρώπους.
Κι έτσι ο Μίνωας κάλεσε τον Δαίδαλο και του ζήτησε να σχεδιάσει και να χτίσει μια
φυλακή όπου μοναχικός φύλακας της μέσα θα ήταν ο Μινώταυρος.
- Μίνωας: «Κνώσιε» Δαίδαλε πολυμήχανε, Φορές πολλές, τίμησες την
Κρήτη με τα έργα σου, έργα που και οι Θεοί φθόνησαν, σαν το θέατρο
της Κνωσσού, το χοροστάσι της Αριάδνης, την βοήθειά σου και σήμερα
ζητούμε. Καλά γνωρίζεις τον γιό μας τον Αστέριο… η κατάρα και το μένος
των Θεών για τα λάθη μου, λάθεψαν τον καρπό μου, η αγάπη της Μάνας
του όμως τον μεγάλωσε, μα αρκετή τούτη η αγάπη δεν ήταν για να τον
αλλάξει, κι ούτε αλήθεια προσπαθήσαμε γιατί το κάθε του παιδί, ο
γονιός σαν ξεχωριστό και πλουμιστό το αγαπάει, όπως κι αν είναι.
Σίγουρα για τί πράγμα σου μιλώ γνωρίζεις, καθώς κι εσείς με την
αγαπημένη σου την Ναύκρατη, έτσι τον γιό σας τον Ίκαρο θα αγαπάτε.
Τούτη η αγάπη, η γονική, μας συμβουλεύει, και από του κόσμου την κακή
ματιά να τον κρύψουμε, πεθυμούμε. Το σπίτι του γιού μας, επιδέξιε
Δαίδαλε, σου ζητούμε να φτιάξεις, μα να ναι πρέπει τέτοιο, που όποιος
άνθρωπος προσπαθήσει να διαβεί το σκαλοπάτι του, ποτέ να μην
καταφέρει το δρόμο της επιστροφής να βρεί και τον Μινώταυρο να
μαρτυρήσει.
- Δαίδαλος: Μίνωα, αξιοκράτη, γιέ του Δία, φορές πολλές με τίμησες, και
έργα, πολλά μου ανάθεσες και γι αυτή σου την εμπιστοσύνη σε
ευχαριστώ. Κι αν ποτέ έσφαλα στη κρίση μου και στην τέχνη μου,
συγχώρησε με, τεχνίτης όμως είμαι ταπεινός και λίγος και μικρός
μπροστά στη μεγίστη τέχνη και γνώση της φύσης, ανεπαρκής νιώθω σαν
συλλογούμε με τί τέχνη η Φύση, το τελειότερο καλλιτέχνημά της έφτιαξε,
τον άνθρωπο, κανένα εργαλείο ποτέ δεν θα με βοηθήσει το χέρι που το
κρατά να αντιγράψω μόνο. Μα και η Φύση, καλλιτέχνης, σφάλει κι αυτή
στη προσπάθεια της το τέλειο να αριστεύσει, σπόρος λαθεμένος ο
Αστέριος, ο Μινώταυρος δικός σου δεν είναι αξιοκράτη Μίνωα, γιέ της
Ευρώπης, μα της Μάνας όλων μας, της Φύσης. Τιμωρός φυλακή το σπίτι
του παιδιού σου θα γίνει για όποιον τα σκαλοπάτια του να περάσει
τολμήσει. Διάδρομοι στενοί και στρουφιχτά μονοπάτια σαν στρόβιλος
ποταμού θα είναι, που τον παραβάτη στην καταβόθρα θα οδηγούν και
θα τον ρουφάνε. Με τη βοήθεια του Ίκαρου, το σπίτι αυτό θα φτιάξουμε,
και κανείς άλλος εκτός από εσένα Μίνωα, το μυστικό του δεν θα
γνωρίζει.
στρατιώτες στους κάμπους με δόρατα και ξίφη και ασπίδες που στο φως
του τρανού Ήλιου αστράφτουν…
- Δαίδαλος: Γιατί γιέ μου επιλέγεις τούτα να θωρείς; Μην αφήνεις τον
φόβο τα μάτια σου να κουκλώνει. Κοίτα πόσο μικρό φαίνεται το
μεγαλύτερο πλοίο μες στην απέραντη θάλασσα, δες πόσο αδύναμος
φαίνεται ο στρατιώτης μπροστά στο βουνό τούτο. Εσύ και θάλασσα και
βουνό είσαι, το φως μα και το έρεβος μέσα σου, όλα που τα μάτια σου
κοιτούνε κι όλα αυτά που δεν βλέπουν, όλα αυτά είσαι. Γίνε λοιπόν… Μα
σήκω τώρα γιατί δουλειά μπροστά μας έχουμε πολύ, έλα να συλλέξουμε
φτερά των πουλιών πάνω απ’ τις πέτρες τούτες και καλάμια ξερά να
μαζέψουμε, και κάνναβη, σχοινί γερό για να φτιάξουμε και με κερί που
θα μας χαρίσει η θεά μέλισσα τα φτερά να κολλήσουμε.
Ο Δαίδαλος συζητεί, εξηγεί και κατασκευάζουν με τον Ίκαρο φτερούγες πολύ
μεγάλες ικανές να τους απογειώσουν και να τους κρατήσουν στον αέρα για ώρες
πολλές, κι έτσι να αποδράσουν από την Κρήτη.
- Ίκαρος: Πατέρα, σε ευχαριστώ και καταλαβαίνω, τον άνθρωπο τον
αγαπάς και δεν τον φοβάσαι, όμως τους θεούς που η κατοικία τους οι
ουρανοί είναι δεν φοβάσαι μην τους προσβάλεις, πετώντας σαν το
πουλί;
- Δαίδαλος: Τέκνο μου, αγαπημένο, η κατοικία των Θεών μέσα σου είναι,
άρα και στον ουρανό και στη θάλασσα και στο κάτω Κόσμο βρίσκονται.
Σέβας στην θάλασσα στον Ήλιο τον άνεμο και τα άστρα, στον αέρα, τη
φύση ολάκερη να έχεις. Κι όταν πετάς να θυμάσαι, ότι αληθινά φτερά
δεν έχουμε, και η θάλασσα τους ανθρώπους και τα πουλιά αν αγαπά και
θρέφει, τα δικά μας τα φτερά αν βρέξει θα βαρύνει, μην χαμηλοπετάξεις
ποτέ υγιέ μου. Κι ο ζωοδότης Ήλιος, θαλπερός και παρήγορος αν είναι,
καταδικασμένος μένει την αγκαλιά του ουδείς να μην βαστά, γιατί τούτη
η αγκαλιά μόνο, σφοδρή και διάπυρη είναι, μην ψιλοπετάξεις ποτέ υγιέ
μου.
Παρατηρούν τα πουλιά για μέρες πολλές και με υπομονή ετοιμάζουν σχέδιο
για την πτήση τους, ο Δαίδαλος διδάσκει στον Ίκαρο πώς να οδηγείτε από τα άστρα
το βράδυ, το ένστικτό του να εμπιστεύεται και να παρατηρεί και να διαβάζει τα
σημάδια της φύσης.
ζεσταίνει την καρδιά ο αέρας που γρήγορα περνάει από τα αυτιά τους, αραιός
πολύς και άοσμος, μα γρήγορα πάλι αλλάζει και θαρρείς πως κουβαλάει όλες αυτές
τις μυρωδιές των βοτάνων και των ψηλών βουνών της Κρήτης και έπειτα πάλι
αλμυρός γίνεται και γεύεσαι το αλάτι των κυμάτων, τα μάτια τους που στην αρχή
από φόβο μόνο μπροστά, ευθεία τον ορίζοντα κοιτούσαν, τώρα δεν ξέρουν τι πρώτο
να χαρούν, κι όλα φαίνονται τόσο διαφορετικά και τόσο απέραντα μα και μικρά…
- Ίκαρος: Μα πόσο δίκιο ο Πατέρας μου είχε, πόσο είναι όλα ασήμαντα
των ανθρώπων τα έργα από εδώ ψηλά, ίσα που διακρίνω την Κνωσσό,
αυτή που μέσα στα σοκάκια της, γοητεύεσαι και χάνεσαι, και το
τρομερότερο των έργων μας ο λαβύρινθος; άφαντος είναι. Και οι
στρατιώτες που τόσο φοβόμουν ανήμποροι εδώ πάνω να με φτάσουν
σίγουρο είναι. ΠΟΣΟ ΔΙΚΙΟ ΕΙΧΕΣ ΠΑΤΕΡΑ, ΚΟΙΤΑ ΜΕ, ΕΓΙΝΑ, ΕΓΙΝΑ ΠΟΥΛΙ
ΚΑΙ ΒΟΥΝΟ ΚΑΙ ΑΕΡΑΣ ΚΑΙ… ΘΕΟΣ ΕΓΙΝΗΚΑ ΑΦΟΥ ΑΝΘΡΩΠΟΣ ΔΕΝ ΘΑ
ΜΠΟΡΟΥΣΕ ΕΔΩ ΝΑ ΦΤΑΣΕΙ, ΚΟΙΤΑ ΜΕ ΠΟΣΟ ΨΗΛΑ, ΜΠΟΡΩ ΤΟΝ ΗΛΙΟ
ΝΑ ΦΤΑΣΩ…
- Δαίδαλος: Ίκαρεεε μην ψηλοπετάς… παιδί μου;!;
Έπεσε, ο Ίκαρος έπεσε στη θάλασσα, χάθηκε πολύ γρήγορα από τα
δακρυσμένα μάτια του Πατέρα του. Παρανόησε τα λόγια του, η φωτιά της νιότης
που έφλεγε μέσα του έλιωσε το κερί απ’ τις φτερούγες του, δεν ήταν ο Ήλιος, μα η
φλόγα της καρδιάς του. Ο Δαίδαλος ο πολυμήχανος, ο καλλιτέχνης, ο σοφός, πρώτη
φορά ανήμπορος κι αδύναμος ήταν να βοηθήσει, έκλαψε, έκλαψε πολύ και θρήνησε
όμως δεν σταμάτησε να πετάει, έπρεπε να συνεχίσει το ταξίδι του, έπρεπε να
ολοκληρώσει αυτό που με τον Ίκαρο είχαν ξεκινήσει κι αν τα κατάφερνε άδικα δεν
θα είχε πεθάνει ο γιός του. Συνέχισε να πετά δίχως να ξεχάσει ποτέ το γιό του, μόνο
την θλίψη του πήραν και έσβησαν τα αρώματα και οι αισθήσεις και οι χαρές της
πτήσης και του ταξιδιού, και αφέθηκε να ζήσει πάλι την χαρά αυτή.
Ώσπου έφθασε πάνω από στεριά που του έμοιαζε, φιλόξενη, και ιερή όπως η
Κρήτη του. Χαμήλωσε τα φτερά ώσπου τα πόδια του άγγιξαν την γή, τρέκλιζαν και
παραπατούσαν για πολύ ώρα λές και είχαν ξεχάσει να βαδίζουν. Πόσο αδύναμη
είναι η μνήμη του ανθρώπου πολλές φορές, για λίγο μόνο αν αλλάξει τις συνήθειες
του, ο άνθρωπος, ταιριάζει στις καινούριες και ξεχνάει τις παλιές. Είχε φθάσει στη
Κύμη, της σημερινής Ιταλίας, εκεί έχτισε χρυσόστεγο ναό στον Απόλλωνα τον Θεό
του Ήλιου.
- Δαίδαλος: Λάβε Ω Απόλλωνα, Δελφίνιε, Παιάων, θεραπευτή, Θεέ του
Ηλιου και του φωτός, τούτες τις φτερούγες, ως ένδειξη ευγνωμοσύνης σου
τις αφιερώνω, και παρακαλώ σε, οβολό ο άμοιρος Πατέρας, για το γιό μου,
δεν ευδοκίμησα να αποθέσω - για πλερωμή του Χάροντα - για το πέρασμα
του Ίκαρου στην άλλη όχθη του Αχέροντα ποταμού, μερίμνησε, παρακαλώ
σε.
Αφού ταξίδεψε και περιπλανήθηκε αρκετά ο Δαίδαλος, έφθασε στην πόλη της
Κύμης της σημερινής Ιταλίας, εκεί τον υποδέχθηκε ο άρχοντας της πόλης ο
Κόκκαλος. Στη Κύμη, τον φιλοξένησαν και του έδωσαν αγάπη και στοργή μιας και ο
ίδιος τους το ανταπέδιδε με περίτεχνα έργα για την πόλη και παιχνίδια για τις κόρες
του άρχοντα.
Ένα πρωί οι κάτοικοι της Κύμης αντίκρισαν στο λιμάνι τους, ένα μικρό πλοίο που
ενώ ήταν φορτωμένο με στρατιώτες, φαινόταν ειρηνικές οι διαθέσεις τους.
Κατέβηκε μόνος του ένας ξένος, ευγενικός και γαλήνιος, μιλούσε για ένα γρίφο που
έψαχνε λύση… Πράγματι όλοι σαν κάτι να είχαν ακούσει, για κάποιον που γυρνούσε
νησιά και πόλεις και χωριά και διέδιδε ότι όποιος βρει λύση στο γρίφο του, θα του
εκπλήρωνε οποιαδήποτε επιθυμία του. Όπου κι αν είχε σταθεί όμως κανείς δεν
κατάφερε να του βρει λύση:
- Ξένος (Μίνωας): Όποιος μέσα από τούτο το καβούκι του χοχλιού
μπορέσει τούτη την κλωστή να περάσει, υπόσχομαι, ότι, η καρδιά του
επιθυμεί να λάβει.
- Αγγελιαφόρος Κόκκαλου: Ευγενή ξένε, απεσταλμένος του Κόκκαλου του
άρχοντα τούτης της πόλης είμαι. Το μήνυμα σου άκουσε και το καβούκι
του χοχλιού θα ήθελε να μου δώσεις γιατί σίγουρος είναι πως θα τα
καταφέρει.
Δίνει ο Ξένος τότε τον χοχλιό και την κλωστή στον αγγελιαφόρο και περίμενε
με αγωνία αν θα επέστρεφε με την λύση. Ο αγγελιαφόρος έτρεξε στην αυλή και
βρήκε τον Δαίδαλο να κάθετε σε πολυθρόνα που είχε σμιλεύσει σε πέτρα και να
παρατηρεί την φύση.
Μόλις πήρε στα χέρια του ο Ξένος τον χοχλιό, γέλασε, γέλασε δυνατά.
Ο Δαίδαλος όμως είχε ήδη κατέβει στη παραλία, αφού είχε καταλάβει ποιος
ήταν αυτός ο ξένος που είχε έρθει στη Κύμη ψάχνοντας λύση σε τέτοιο έξυπνο
γρίφο. Μόνο κάποιος πολύ έξυπνος και εφευρετικός θα σκεφτόταν ένα τέτοιο κόλπο
για να τον βρει και ποιος άλλος θα ερχόταν εδώ με καβούκι ενός Κρητικού χοχλιού;
Δεν είναι όλοι οι χοχλιοί ίδιοι και μόνο ο Κρητικός έχει τα χρώματα της Κρητικής γής
και καλοσχεδιασμένο επάνω του το κύμα της θάλασσας, λες και ο ίδιος καλλιτέχνης
που τα ζωγράφιζε αυτά τα κύματα στους τοίχους της Κνωσού τα είχε πρώτα
ζωγραφίσει στο χοχλιό. Μήνυμα ήταν, πρόσκληση του Μίνωα, για να επιστρέψει
μαζί του στη Κρήτη, όμως ο Δαίδαλος άλλο επιθυμούσε.
- Δαίδαλος: Γιέ του Δία, αξιοκράτη Μίνωα, καλώς όρισες στη νέα μου
πατρίδα, που όπως η Κρήτη μας με αγάπησε και με φιλοξένησε. Το μήνυμα
σου με τον Κρητικό χοχλιό έλαβα, σε ευχαριστώ. Φορές πολλές με τίμησες
και σίγουρος είμαι πως περισσότερο η φιλία και η αγάπη σου σε κίνησε και
ως εδώ σε έφερε, παρά η επιθυμία σου να με τιμωρήσεις. Γνωρίζεις νομίζω
τι θα είναι αυτό που ως πλερωμή θα σου ζητήσω για την λύση του γρίφου,
αυτό που η καρδιά μου επιθυμεί είναι συγχώρεση, έτσι και η δική σου η
καρδιά θα αλαφρώσει, όμως στη Κρήτη και στη Κνωσό δεν θα σε
ακολουθήσω, εδώ θα μείνω, όμως αυτό το καβούκι άφησε μου αν θέλεις την
τελευταία μας συνάντηση για να θυμάμαι.
Πράγματι ήταν ο Μίνωας που δεν είχε ξεχάσει τον Δαίδαλο. Μόλις
αντιλήφθηκε ότι είχε δραπετεύσει από την Κρήτη, φόρτωσε στα Κρητικά πλοία
στρατιώτες και όπλα και βγήκε στις θάλασσες και στα νησιά για να βρει αυτόν που
θεωρούσε υπαίτιο για την γέννηση του Μινώταυρου. Όμως γνώριζε ότι θα τον
προστάτευαν, και θα τον έκρυβαν, γι’ αυτό επινόησε ένα πρόβλημα, ένα γρίφο τόσο
δύσκολο που γνώριζε ότι μόνο ο Δαίδαλος θα έλυνε.
- Μίνωας: Πολυμήχανε Δαίδαλε, άξιε καλλιτέχνη, ο θυμός τόσο ικανός δεν
είναι, τον άνθρωπο να παρακινήσει και να ταξιδεύσει σε θάλασσα και
στεριά. Μόνο η αγάπη και η μετανόησης τούτη την δύναμη έχουν, σε
γύρεψα παντού, μετανόησα, την απομόνωση δεν άξιζες, σφάλμα δικό
σου δεν ήταν ο Μινώταυρος μα ούτε και της Πασιφάης, εγώ από τον
Ποσειδώνα για την ύβρη τιμωρήθηκα μα εσύ από εμένα άδικα. Πόνεσα
σαν έμαθα το χαμό του Ίκαρου και θρήνησα σαν να ‘τανε παιδί μου… Η
επιθυμία σου να παραμείνεις εδώ, με θλίβει, γιατί ένα φίλο θα χάσω
από κοντά μου, αλλά για τον κόσμο μόνο καλό τούτο θα είναι. Δαίδαλε
μεγάλη είναι η ευθύνη τον τόπο σου και τις αξίες του να εκπροσωπείς και
να τις μοιράζεσαι με όλο τον υπόλοιπο κόσμο, όμως ικανότερος για τούτη
την δουλειά από εσένα άλλος δεν υπάρχει. Μαζί σου θα μείνουν και
τούτοι οι Κρητικοί ιερείς που ο Θεός Απόλλωνας ζήτησε να τους δείξεις το
δρόμο για τους Δελφούς. Λάβε και τούτο το δέντρο της ελιάς και φύτεψε
το να καρποφορήσει, λάβε και το χοχλιό για να σου θυμίζει την ημέρα
που με συγχώρησες, προς τιμήν σου και στο όνομα σου ιερό θα κτίσουμε
στη Κνωσό, και με την σύμφωνη γνώμη του Δία, ως Θεός θα τιμάσαι γιατί
κι αν Θεός δεν σε γέννησε, Θεόφραστο το έργο σου είναι. Με
ευγνωμοσύνη και σεβασμό για πάντα οι Κρητικοί θα σε θυμούνται και θα
σε τιμούν, γεια σου Δαίδαλε πολυμήχανε, πολύτροπε…φίλε μου.
- Πηνελόπη: Ξένε καλέ, κανείς στο σπίτι μου δεν ήρθε απ᾿ άλλα
μέρη ξένος, που πιο να τον συμπάθησα για την πολλή του γνώση'τι είναι
ό,τι βγάζεις απ᾿ το στόμα σου στοχαστικά και δίκιο..
- Αίθωνας: Μάρτυς μου ο Δίας, απ᾿ τους αθάνατους ο πιο τρανός κι ο
κάλλιος, και του Οδυσσέα το τζάκι του άψεγου, που εδέχτη εμέ τον ξένο,
πως όσα σου ιστορώ απαράλλαχτα αλήθεια είναι μιαν άκρη ως άλλη…
και χρόνος δεν θα γυρίσει και θα δεις τον Οδυσσέα να φτάνει, σ᾿ αυτού
του φεγγαριού τη λίγωση, στην πιάση του καινούργιου.
- Πηνελόπη: Αμποτε, ξένε, αυτός ο λόγος σου σωστός να βγει ως την άκρη
Θα 'βλεπες τότε την αγάπη μου και πόσα θα χαιρόσουν δώρα από μένα,
να σε βλέπουνε και να σε μακαρίζουν. Ομως εγώ ψυχανεμίζουμαι τα
μέλλουνται να γενούν: Μήτε ο Oδυσσέας θα στρέψει σπίτι του μήτε και
συ κανέναν για συνεβγάλτη θα 'βρεις, τι έλειψαν πια απ'το παλάτι οι
αφέντες, σαν που ήταν ο Oδυσσέας, συνήθιζε να συνεβγάζει ή να δέχεται
τους τιμημένους ξένους. Έχω μια βάγια, γερόντισσα με νου κυβερνημένο,
αυτή που εβύζαξε κι ανάστησε το δόλιο εκείνο τον Οδυσσέα, η πρώτη,
που σαν τον γέννησε η μητέρα του, τον δέχτηκε στα χέρια' τούτη, κι ας
είναι δίχως δύναμη, τα πόδια θα σου πλύνει. Μον᾿ έλα τώρα, σήκω,
πλύνε τον, Ευρύκλεια μυαλωμένη, το συνομήλικο του αφέντη σου. Ποιος
ξέρει, κι ο Οδυσσέας τέτοια μπορεί ποδάρια σήμερα και τέτοια χέρια να
'χει' γερνούν τον άνθρωπο τα βάσανα μαθές και πριν της ώρας.
- Ευρύκλεια: Αχ, γιε μου, εγώ για σένα η δύστυχη! Πιό απ᾿ όλους τους
ανθρώπους το φόβο των θεών κι ας ένιωθες, σ᾿ οχτρεύτη ο Δίας
αλήθεια. Κανείς στο Δία τον κεραυνόχαρο δεν έχει κάψει τόσα παχιά
μεριά, βοδιών δεν πρόσφερε τρανές θυσίες κανένας, καθώς εσύ, και
δέουσουν, κάποτε σε γερατιά να φτάσεις μακαρισμένα και περίλαμπρο
το γιο σου ν᾿ αναστήσεις'και τώρα μόνο εσένα αρνήστηκε του γυρισμού
τη μέρα! Ποιος ξέρει, να του φέρνουνται άσκημα μπορεί κι εκείνου οι
δούλες,
σα φτάνει σε τρανό αρχοντόσπιτο, μακριά στα ξένα κάπου — καθώς και
σένα δα σου φέρθηκαν οι σκύλες τούτες όλες. Για να ξεφύγεις τα
τακρόλογα και την καταλαλιά τους, δε θέλεις να σε πλύνουν κι έσπρωξεν,
όχι άθελα μου, εμένα η Πηνελόπη τώρα, η φρόνιμη του Ικάριου
θυγατέρα. Και για χατίρι της αφέντρας μου και για δικό σου θέλω
τα πόδια να σου πλύνω᾿ μέσα μου ξεσηκώθηκαν τόσοι τώρα καημοί! Μα
ομπρός, το λόγο μου ν᾿ ακούσεις θέλω τώρα: Βασανισμένοι πλήθος
έφτασαν στα αρχοντικό μας ξένοι, μα λέω πως άλλον δεν αντίκρισα ποτέ
μου, του Οδυσσέα τόσο στα πόδια και στο ανάριμμα και στη φωνή να
μοιάζει.
Θεία δύναμη που χρόνους τόσους μέσα στα οργισμένα κύματα της
ζωντανό με κράτησε …
Κι όταν κι αυτό το χρέος μου τελέψω, κι αφού θυσίες προσφέρω
πάγκαλες στο ρήγα Ποσειδώνα, κριάρι και καπρί λατάρικο και ταύρο
σφάζοντας του, να στρέψω πίσω και στον τόπο μου τρανές βοδιών
θυσίες να κάμω στους θεούς, που αθάνατοι τα ουράνια πλάτη
ορίζουν, σε όλους γραμμή. Κι ακόμα ο θάνατος γλυκός, γαλήνιος θα 'ρθει
να με 'βρει αλάργα από τη θάλασσα, τα μάτια να μου κλείσει μες σε
βαθιά, καλά γεράματα᾿ κι ολόγυρα οι λαοί μου θα ζουν χαιράμενοι᾿ έτσι
μου 'λεγε πως θα τελέψουν όλα
Μύθοι υφαμένοι ξομπλιαστοί στο αρχαίο φαντό της ιστορίας της Κρήτης, γης ιερής
Ο Μίνωας όμως, αυτός που διδάσκεται κι έπειτα παραδίδει τους Θείους νόμους
στον αρχαίο κόσμο, διαπράττει ὕβριν κι αυτή είναι η πρώτη αντίφαση. Έπειτα τιμωρείται γι’
αυτήν του την ασέβεια από τον Ποσειδώνα και την ίδια την Αφροδίτη και τον Έρωτα που
παρασύρουν την αθώα και κατά τα άλλα πάνσοφη Πασιφάη να παρανοήσει υποκύπτοντας
στο αμάρτημα της λαγνείας κι αυτή είναι η δεύτερη αντίφαση
Ο Μίνωας δεν έπαψε να αναζητεί τον Δαίδαλο, ο ίδιος έφταιγε για την φυγή
του Δαίδαλου μιας και από ένα δικό του λάθος ξεκίνησαν όλα, δεν έψαχνε εκδίκηση
μα την λύτρωση – συγχώρεση. Γνώριζε καλά όμως ότι ο Δαίδαλος δεν θα του
εμφανιζόταν έτσι εύκολα γι’ αυτό και επινόησε έναν γρίφο που μόνο ένας σοφός
όπως ο Δαίδαλος θα έλυνε. Ένας Κρητικός χοχλιός και μια πορφυρή κλωστή,
πρόκληση - πρόσκληση του Μίνωα προς τον Δαίδαλο
Κόστος Παραγωγής
Προϋπολογισμός
Ηθοποιοί στην παράσταση: 4
Σκηνοθέτες: 1
Πρόβες σε εργατοώρες: 80
Συγγραφικά Δικαιώματα: 10% επί των ακαθάριστων εισπράξεων μετά την αφαίρεση
του φόρου δημοσίων θεαμάτων