Professional Documents
Culture Documents
Αντόνιο Γκράμσι - ΕΠΙΛΕΓΜΕΝΗ ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΑΡΘΡΟΓΡΑΦΙΑ (1916-1925)
Αντόνιο Γκράμσι - ΕΠΙΛΕΓΜΕΝΗ ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΑΡΘΡΟΓΡΑΦΙΑ (1916-1925)
Αντόνιο Γκράμσι - ΕΠΙΛΕΓΜΕΝΗ ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΑΡΘΡΟΓΡΑΦΙΑ (1916-1925)
1
Επιλογές και μετάφραση από τα ιταλικά
Χρίστος Αλεξανδρίδης
Γλωσσική επιμέλεια
Λίτα Κοταρά
2
ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ
Πρόλογος 4
Αδιάφοροι 8
Περιθώρια 10
Ουτοπία 23
Εργατική δημοκρατία 33
Προς αναρχικούς 53
Το Κομουνιστικό Κόμμα 57
Αυταπάτες 65
3
ΠΡΟΛΟΓΟΣ
Ο Γκράμσι, πριν αναπτύξει σε βάθος μέσα στην απομόνωση της φυλακής την
πολιτική του σκέψη, που αποκρυσταλλώθηκε στις σημειώσεις που κρατούσε και οι
οποίες εκδόθηκαν για πρώτη φορά το 1948, μετά το θάνατό του, με τον τίτλο
Τετράδια Φυλακής, είχε αφήσει ένα σημαντικότατο, σε όγκο και σε σημασία,
αρθρογραφικό έργο αποτελούμενο από πολιτικά κείμενα, κριτική τέχνης και
λογοτεχνίας, θέματα γλωσσολογίας, χρονογραφήματα κ.α.
Είναι γνωστό πως ο Γκράμσι υπήρξε αγωνιστής διανοούμενος. Μεταξύ της
πολιτικής-αγωνιστικής του δράσης και της σκέψης του η σχέση ήταν αμφίδρομη, γι’
αυτό δεν μπορεί να κατανοηθεί πλήρως το έργο του χωρίς την παράλληλη γνώση της
πολιτικής-αγωνιστικής του δράσης. Ο ίδιος μέσα από τη φυλακή θα γράψει: «Ο
μεγάλος πολιτικός δεν μπορεί παρά να είναι πολύ «μορφωμένος», δηλαδή πρέπει να
«γνωρίζει» το μέγιστο των στοιχείων που συνθέτουν την παρούσα ζωή· να τα
γνωρίζει όχι «μέσα από τα βιβλία», ως «ευρυμάθεια», αλλά με τρόπο «ζωντανό», ως
χειροπιαστή ουσία πολιτικής «διαίσθησης» ».
Μέσα στα άρθρα που δημοσιεύει ακατάπαυστα στα πλαίσια της πολιτικής
δράσης του βρίσκονται τα σπέρματα της σκέψης του που αργότερα, στην
αναγκαστική απραξία της φυλακής, θα βλαστήσουν και θα δώσουν καρπούς που θα
εμπλουτίσουν τη μαρξιστική σκέψη και το εργατικό κίνημα με θεωρητικά και
πρακτικά ζητήματα μεγάλης σημασίας, όπως είναι η έννοια της ηγεμονίας, ο ρόλος
των διανοουμένων, η σπουδαιότητα της ιδεολογίας και της κουλτούρας, ο πόλεμος
των θέσεων και ο πόλεμος των κινήσεων, το κομουνιστικό κόμμα ως σύγχρονος
«ηγεμόνας», ο αμερικανισμός και ο φορδισμός κ.α.
Τα κείμενα που επιλέξαμε να παρουσιάσουμε εδώ αποτελούν μικρό μέρος
μόνο της πλούσιας αρθρογραφίας του Γκράμσι μέσα από τις στήλες του περιοδικού
τύπου των ετών 1917 έως 1925, κυρίως του l’ Ordine Nuovo (περιοδικό του
Σοσιαλιστικού Κόμματος στην αρχή, με ιδρυτή τον Γκράμσι, και αργότερα όργανο
του Κομουνιστικού Κόμματος Ιταλίας) και της εφημερίδας l’ Unità, είναι ωστόσο
ενδεικτικά του τρόπου με τον οποίο χρησιμοποιούσε την πένα του σαν όπλο ενάντια
στους αντιπάλους του εργατικού κινήματος στα ταραχώδη χρόνια, για την Ιταλία
αλλά και για την Ευρώπη, που ακολούθησαν τη λήξη του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου.
Πολλά από αυτά όμως δεν είναι άρθρα πολεμικής, αλλά έχουν σκοπό να
διαπαιδαγωγήσουν και να καθοδηγήσουν τις μάζες σε θέματα επίκαιρα και κρίσιμα
για τον επικείμενο, όπως πίστευε ο ίδιος, σοσιαλιστικό μετασχηματισμό της ιταλικής
κοινωνίας: τα εργοστασιακά συμβούλια, ο ρόλος των συνδικάτων στον καπιταλισμό,
η αστική και κομματική γραφειοκρατία, ο εργάτης-παραγωγός συνειδητός και
συμμέτοχος σε αντίθεση με τον εργάτη-σκλάβο του εργοδότη και της μηχανής, η
πολιτική ηθική, η πειθαρχία, το νέο (κομουνιστικό) κόμμα κ.α.
Τα πολιτικά κείμενα αυτά είναι, φυσικά, γραμμένα εν θερμώ και εκείνο που
προκαλεί εντύπωση στο σημερινό αναγνώστη είναι το επαναστατικό πνεύμα από το
οποίο διαπνέονται. Ο Γκράμσι την εποχή εκείνη πίστευε στο επικείμενο της
επανάστασης στην Ιταλία, λαβαίνοντας υπόψη τις κοινωνικοοικονομικές συνθήκες
στη χώρα του αμέσως μετά τον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο, την όξυνση της ταξικής
πάλης με καταλήψεις εργοστασίων, απεργίες, διαδηλώσεις και αιματηρές
συγκρούσεις με την αστυνομία, τη στροφή ενός μεγάλου μέρους των μαζών προς τα
4
αριστερά (οι βουλευτικές εκλογές του 1919 έδωσαν τη νίκη στους σοσιαλιστές), αλλά
και στο διεθνές επίπεδο τη νικηφόρα έκβαση της μπολσεβίκικης επανάστασης και την
εγκαθίδρυση του πρώτου Κράτους των Σοβιέτ. Οι κατοπινές σκέψεις του για την
περίοδο αυτή θα τον οδηγήσουν στο συμπέρασμα ότι, ενώ οι θέσεις του για τα
Εργοστασιακά Συμβούλια (κατά το πρότυπο των Σοβιέτ) ήταν ορθές και παρόλο που
οι μάζες ήταν όντως έτοιμες για την επανάσταση, το κίνημα ωστόσο ηττήθηκε, με
αποτέλεσμα την άνοδο του φασισμού στην εξουσία, γιατί εκείνο που έλειπε ήταν ένα
επαναστατικό κόμμα που θα τις οργάνωνε και θα τις καθοδηγούσε μέχρι τη νίκη. Το
Σοσιαλιστικό Κόμμα δεν μπόρεσε να σταθεί στο ύψος των περιστάσεων, γι’ αυτό και
η ομάδα των κομουνιστών αναγκάστηκε να το εγκαταλείψει το 1921 και να
δημιουργήσει το Κομουνιστικό Κόμμα Ιταλίας, το οποίο όμως, παρά την απήχηση
που είχε, σύμφωνα με τον Γκράμσι, στις μάζες έφτασε πολύ αργά για να μπορέσει να
ηγηθεί της επανάστασης και να μπει φραγμός στα σχέδια των αστών για εκφασισμό
της ιταλικής κοινωνίας και πολιτικής.
Χρίστος Αλεξανδρίδης
5
ΟΙ ΕΦΗΜΕΡΙΔΕΣ ΚΑΙ ΟΙ ΕΡΓΑΤΕΣ
6
Παρόλα αυτά η ένοχη υποχωρητικότητα του εργάτη απέναντι στον αστικό
τύπο είναι χωρίς όρια. Θα πρέπει να αντιδράσουμε σ’ αυτό και να επαναφέρουμε τον
εργάτη στην ακριβή εκτίμηση της πραγματικότητας.
Πρέπει να πούμε και να επαναλάβουμε ότι το κέρμα που δίνεται έτσι, από
συνήθεια, στον εφημεριδοπώλη είναι ένα μία σφαίρα στα χέρια του αστικού τύπου
που θα τη ρίξει, την κατάλληλη στιγμή, στην μάζα των εργατών.
Εάν οι εργάτες πείθονταν γι’ αυτή την πολύ στοιχειώδη αλήθεια, θα
μποϊκοτάριζαν τον αστικό τύπο με την ίδια ομοθυμία και πειθαρχία με την οποία η
αστική τάξη μποϊκοτάρει τις εφημερίδες των εργατών, δηλαδή το σοσιαλιστικό τύπο.
Μην ενισχύετε οικονομικά τον αστικό τύπο, που είναι αντίπαλός σας. Να ποια
θα πρέπει να είναι η πολεμική μας κραυγή αυτή την περίοδο της καμπάνιας που έχει
εξαπολύσει όλος ο αστικός τύπος για ανανέωση των συνδρομών.
Μποϊκοτάρετέ τον, μποϊκοτάρετέ τον, μποϊκοτάρετέ τον!
Πηγή πρωτοτύπου:
http://www.liberliber.it/mediateca/libri/g/gramsci/scritti_politici_volume_1/pdf/scritt_
p.pdf
7
ΑΔΙΑΦΟΡΟΙ
Μισώ τους αδιάφορους. Πιστεύω, όπως ο Φρίντριχ Χέμπελ, ότι «ζω σημαίνει
είμαι ενταγμένος»1. Δεν μπορούν να υπάρχουν μόνον άνθρωποι, ξένοι προς την πόλη.
Όποιος πραγματικά ζει δεν μπορεί να μην είναι πολίτης και να μην είναι ενταγμένος.
Η αδιαφορία είναι αβουλία, είναι παρασιτισμός, είναι δειλία, δεν είναι ζωή. Γι’ αυτό
μισώ τους αδιάφορους.
Η αδιαφορία είναι το βάρος της ιστορίας. Είναι το βαρίδι στο πόδι του
ανανεωτή, είναι η αδρανής ύλη μέσα στην οποία πνίγονται συχνά οι λαμπρότεροι
ενθουσιασμοί, είναι το τέλμα που περιβάλλει την παλιά πόλη και την προστατεύει
καλύτερα και από τα πιο στέρεα τείχη, καλύτερα και από τα στήθη των πολεμιστών
της, επειδή ρουφάει μέσα στις λασπώδεις δίνες της τους επιτιθέμενους και τους
αποδεκατίζει και τους αποθαρρύνει και καμία φορά τους κάνει να εγκαταλείπουν τον
ηρωικό αγώνα.
Η αδιαφορία δρα έντονα μέσα στην ιστορία. Δρα παθητικά, ωστόσο δρα.
Είναι το μοιραίο, είναι εκείνο στο οποίο δεν μπορεί να βασίζεται κανείς, είναι εκείνο
που κάνει άνω κάτω τα προγράμματα, που ανατρέπει και τα καλύτερα σχέδια, είναι
το ακατέργαστο υλικό που εξεγείρεται κατά της ευφυΐας και τη στραγγαλίζει. Ό, τι
συμβαίνει, το κακό που πέφτει πάνω σε όλους, το πιθανό καλό που μια ηρωική πράξη
(γενικής αξίας) μπορεί να γεννήσει, δεν οφείλονται τόσο στην πρωτοβουλία των
λίγων που δρουν, όσο στην αδιαφορία, στην απάθεια των πολλών. Ό, τι συμβαίνει δεν
συμβαίνει επειδή κάποιοι το θέλουν να γίνει έτσι, όσο επειδή η μάζα των ανθρώπων
αποποιείται τη βούλησή της, αφήνει τους άλλους να ενεργούν, αφήνει να μεγαλώσει
ο γόρδιος δεσμός, τον οποίο κατόπιν μόνο ένα σπαθί θα μπορέσει να κόψει, αφήνει
να γίνουν νόμοι, τους οποίους αργότερα μόνο μία εξέγερση μπορεί να καταργήσει,
αφήνει να ανέβουν στην εξουσία άνθρωποι, τους οποίους αργότερα μια ανταρσία θα
μπορέσει να ανατρέψει . Το μοιραίο που φαίνεται να κυριαρχεί στην ιστορία δεν είναι
τίποτε άλλο παρά το απατηλό φαινόμενο αυτής της αδιαφορίας, αυτής της απάθειας.
Γεγονότα ωριμάζουν στη σκιά, λίγα χέρια, χωρίς την επίβλεψη και τον έλεγχο
κανενός, υφαίνουν τον ιστό της συλλογικής ζωής και η μάζα τα αγνοεί, επειδή δεν
ενδιαφέρεται. Τα πεπρωμένα μιας εποχής χειραγωγούνται ανάλογα με τις
περιορισμένες οπτικές, τους άμεσους στόχους, τις προσωπικές φιλοδοξίες και τα
πάθη μικρών, δραστήριων ομάδων, ενώ η μάζα των ανθρώπων τα αγνοεί, επειδή δεν
νοιάζεται. Τα γεγονότα όμως, που έχουν έτσι ωριμάσει, εξωτερικεύονται, ο ιστός που
υφάνθηκε στη σκιά έχει ολοκληρωθεί και τότε φαίνεται σαν να έχει παρασύρει όλους
και όλα το μοιραίο, φαίνεται σαν να είναι η ιστορία ένα τεράστιο φυσικό φαινόμενο,
μία έκρηξη ηφαιστείου, ένας σεισμός, του οποίου είναι θύματα οι πάντες, αυτοί που
ήθελαν και αυτοί που δεν ήθελαν, αυτοί που ήξεραν και αυτοί που δεν ήξεραν, οι
ενεργοί, αλλά και οι αδιάφοροι. Και αυτοί οι τελευταίοι εξοργίζονται, θα ήθελαν να
μην υποστούν τις συνέπειες, θα ήθελαν να φανεί ξεκάθαρα ότι δεν επιθυμούσαν τις
εξελίξεις, ότι δεν φέρουν καμία ευθύνη. Μερικοί κλαψουρίζουν αξιολύπητα, άλλοι
βρίζουν χυδαία, αλλά κανένας ή λίγοι διερωτώνται: εάν είχα κάνει κι εγώ το καθήκον
1
Friedrich Hebbel, Diario (Ημερολίγιο), μετάφραση στα ιταλικά και εισαγωγή από τον Scipio
Slapater, εκδ. Carabba, Lanciano 1912 (“Cultura dell’ anima”), p. 82. “Ζω σημαίνει είμαι ενταγμένος»
(σκέψη αρθ. 2127). Η ίδια σκέψη του Hebbel δημοσιεύτηκε στο :Grido del Popolo» της 27ης Μαΐου
1916, μαζί με τις ακόλουθες δύο «σκέψεις» προερχόμενες από το ίδιο έργο: «1. Ένας φυλακισμένος
είναι ένας κήρυκας της ελευθερίας. 2. Προσάπτουν συχνά στους νέους ότι πιστεύουν πως ο κόσμος
μόλις έχει αρχίσει μαζί τους. Οι γέροι όμως πιστεύουν συχνότερα ακόμη ότι ο κόσμος τελειώνει μαζί
τους. Ποιο είναι το χειρότερο;»
8
μου, εάν είχα προσπαθήσει να δώσω αξία στη θέλησή μου, στην άποψή μου, θα
συνέβαινε άραγε ό, τι συνέβη; Κανένας όμως ή λίγοι νιώθουν ένοχοι για την
αδιαφορία τους, για το σκεπτικισμό τους, για το γεγονός ότι δεν έδωσαν και αυτοί
χείρα βοηθείας, ούτε δραστηριοποιήθηκαν μέσα στα πλαίσια εκείνων των ομάδων
των πολιτών που, για να αποφύγουν το κακό που προέκυψε τελικά, πάλευαν για να
φέρουν το καλό που εκείνοι σχεδίαζαν.
Οι περισσότεροι από τους αδιάφορους, αντί για πραγματικά γεγονότα,
προτιμούν να μιλούν για ιδεατές αποτυχίες, για προγράμματα που κατέρρευσαν
τελειωτικά και για άλλα παρόμοια ευτράπελα. Κι έτσι ξαναρχίζουν να απέχουν από
κάθε υπευθυνότητα. Και δεν είναι βέβαια που δε βλέπουν καθαρά τα πράγματα, και
δεν είναι ικανοί μερικές φορές να προτείνουν ωραιότατες λύσεις στα πιο επείγοντα
προβλήματα ή σ’ εκείνα που, αν και απαιτούν μεγάλη προετοιμασία και πολύ χρόνο,
είναι ωστόσο το ίδιο επείγοντα. Οι λύσεις αυτές όμως μένουν ωραιότατα άγονες, η
συμβολή ωστόσο αυτή στη συλλογική ζωή δεν εμψυχώνεται από κανένα ηθικό φως·
είναι προϊόν διανοουμενίστικης περιέργειας και όχι έντονη αίσθηση ιστορικής
ευθύνης που μας θέλει όλους ενεργούς μέσα στη ζωή, που δεν ανέχεται
αγνωστικισμούς και αδιαφορίες κανενός είδους.
Μισώ τους αδιάφορους και για τον επιπλέον λόγο ότι με ενοχλεί η κλάψα
τους, ως αιωνίων αθώων. Ζητώ να λογοδοτήσει καθένας από αυτούς για το πώς
εκτέλεσε το καθήκον που η ζωή του έταξε και του τάσσει καθημερινά, για ό, τι έκανε
και κυρίως για ό, τι δεν έκανε. Και νομίζω ότι θα μπορούσα να είμαι αμείλικτος, ότι
δεν θα έπρεπε να σπαταλήσω τον οίκτο μου, ότι δεν θα έπρεπε να μοιραστώ μαζί τους
τα δάκρυά μου. Είμαι ενταγμένος, ζωντανός, αισθάνομαι μέσα στις ρωμαλέες
συνειδήσεις των ανθρώπων της παράταξής μου να πάλλει ήδη η δράση της
μελλοντικής πόλης, που οι ίδιοι χτίζουν . Και στην πόλη αυτή η αλυσίδα της
κοινωνίας δε βαραίνει τους λίγους, στην πόλη αυτή κάθε τι που συμβαίνει δεν
οφείλεται στην τύχη, στο μοιραίο, αλλά είναι το ευφυές έργο των πολιτών. Εδώ δεν
υπάρχει κανείς που να στέκεται στο παράθυρο και να κοιτάζει τους λίγους που
θυσιάζονται, που αναλίσκονται στη θυσία. Ακόμη όμως κι εκείνος που στέκεται στο
παράθυρο ως σκοπός, να θέλει να καρπωθεί το λίγο καλό που η δράση των λίγων
προσφέρει και να ξεσπάει την απογοήτευσή του κατακρίνοντας τον θυσιαζόμενο, τον
αναλισκόμενο, επειδή δεν πέτυχε στο σκοπό του.
Ζω, είμαι ενταγμένος. Για αυτό μισώ όποιον δεν είναι ενταγμένος, μισώ τους
αδιάφορους.
[ Δημοσιεύτηκε στο μοναδικό τεύχος του περιοδικού «La città futura» (Η μελλοντική
πόλη), στις 11 Φεβρουαρίου του 1917. Ήταν έκδοση της νεολαίας Πεδεμοντίου
(Τουρίνου) του Σοσιαλιστικού Κόμματος Ιταλίας (ΣΚΙ) και ο Γκράμσι επιμελήθηκε τη
σύνταξη του περιοδικού. Ο στόχος ήταν να «εκπαιδεύσει και να διαπλάσει» τους
νεαρούς σοσιαλιστές στην «πολιτική πειθαρχία», στην αλληλεγγύη και στην οργανωμένη
ζωή του κόμματος. Έτσι εξηγείται και το παραινετικό και ηθοπλαστικό ύφος του
κειμένου του Γκράμσι.]
9
ΠΕΡΙΘΩΡΙΑ
1
Η προσπάθεια που κάνουμε για να κατακτήσουμε μια αλήθεια μας κάνει να
νομίζουμε κάπως πως η αλήθεια αυτή είναι δικιά μας, έστω και εάν στη νέα της
εκδοχή δεν έχει προστεθεί τίποτα πραγματικά δικό μας, ούτε καν μία ελαφρά
προσωπική μας απόχρωση. Να γιατί συχνά γίνεται ασυναίσθητα λογοκλοπή και
απογοητεύεται κανείς για την ψυχρότητα υποδοχής θέσεων που θεωρούσε ικανές να
ταρακουνήσουν και να ενθουσιάσουν τους άλλους. Φίλε μου, το ξαναλέμε με λύπη,
έχεις ανακαλύψει το αυγό του Κολόμβου. Εμένα όμως δεν μ’ ενδιαφέρει να είμαι
εκείνος που ανακάλυψε το αυγό του Κολόμβου. Προτιμώ να επαναλαμβάνω μιαν
αλήθεια που είναι ήδη γνωστή παρά να σπαταλώ φαιά ουσία για να κατασκευάζω
λαμπρές παραδοξολογίες, πνευματώδη λογοπαίγνια, λεκτικούς ακροβατισμούς, που
μπορεί να προκαλούν ευθυμία, αλλά δεν προκαλούν τη σκέψη.
Τα λαχανικά της πλέμπας κάνουν πάντα την πιο θρεπτική και πιο ορεκτική
σούπα επειδή ακριβώς είναι μαγειρεμένη με τα πλέον συνηθισμένα υλικά. Μ’ αρέσει
να βλέπω να την καταβροχθίζουν με γεμάτες κουταλιές άνθρωποι δυνατοί, με
πλούσια γαστρικά υγρά που κουβαλάνε μέσα στη δύναμη της θέλησής τους και των
μυών τους το μέλλον. Και η πιο τετριμμένη αλήθεια δεν έχει αρκετά ειπωθεί
προκειμένου να γίνει αξίωμα και ερέθισμα δράσης για όλους τους ανθρώπους.
Όταν συζητάς μ’ έναν αντίπαλο, προσπάθησε να μπεις στη θέση του. Θα τον
καταλάβεις καλύτερα και ίσως καταλήξεις στο συμπέρασμα ότι έχει λίγο ή
περισσότερο δίκιο. Για ένα διάστημα ακολούθησα αυτή τη συμβουλή των σοφών, οι
θέσεις όμως των αντιπάλων μου ήταν τόσο βρώμικες που κατέληξα στο συμπέρασμα
ότι καμιά φορά είναι καλύτερα να τους αδικείς παρά να αισθάνεσαι αηδία μέχρι
λιποθυμίας.
10
είναι πάντα η ευτέλειά τους, η έλλειψη χαρακτήρα και ευφυΐας. Υπάρχουν οι
ερασιτέχνες της πίστης, όπως και οι ερασιτέχνες της γνώσης.
Και αυτό στην καλύτερη των υποθέσεων. Για πολλούς η κρίση συνείδησης
δεν είναι παρά μία συναλλαγματική που έχει λήξει ή η επιθυμία ν’ ανοίξουν ένα
τρεχούμενο λογαριασμό.
Λέγεται ότι στην Ιταλία έχουμε το χειρότερο σοσιαλισμό της Ευρώπης. Έστω:
η Ιταλία ίσως έχει το σοσιαλισμό που της αξίζει.
Η πρόοδος τις περισσότερες φορές δεν είναι άλλο από τη συμμετοχή ενός όλο
και μεγαλύτερου αριθμού ατόμων στην απόλαυση ενός αγαθού. Ο εγωισμός είναι ο
κολεκτιβισμός των ορέξεων και των αναγκών του ενός: κολεκτιβισμός είναι ο
εγωισμός όλων των προλεταρίων του κόσμου. Οι προλετάριοι δεν είναι βέβαια
αλτρουιστές, σύμφωνα με την σημασία που δίνουν στη λέξη οι μαλθακοί
ανθρωπιστές. Ο εγωισμός όμως του προλεταριάτου εξευγενίζεται από το γεγονός ότι
το προλεταριάτο έχει συνειδητοποιήσει πως δεν μπορεί να τον ικανοποιήσει
ολοκληρωτικά, χωρίς να τον ικανοποιήσουν ταυτόχρονα όλα τα άλλα άτομα που
ανήκουν στην τάξη του. Και γι’ αυτό ο προλεταριακός εγωισμός δημιουργεί αμέσως
την ταξική αλληλεγγύη.
11
Και διαλύθηκε ο μύθος της επιστήμης2, ή για να το πούμε καλύτερα, η
επιστήμη περιορίστηκε στην ανάληψη του μόνου καθήκοντος που της επετράπη·
χάθηκε η τυφλή εμπιστοσύνη στα συμπεράσματά της και έδυσε, κατά συνέπεια, ο
μύθος στο στήσιμο του οποίου η ίδια συνέβαλε αποφασιστικά. Το προλεταριάτο
όμως ανανεώθηκε· καμία απογοήτευση δεν είναι ικανή να ανατρέψει την πεποίθησή
του, όπως καμία πάχνη δεν μπορεί να καταστρέψει το βλαστάρι που είναι γεμάτο
ζωτικούς χυμούς. Αναλογίστηκε την ισχύ του και σκέφτηκε πόσες δυνάμεις του
χρειάζονται για να φτάσει στο στόχο του. Εξευγενίστηκε περισσότερο αποκτώντας
συνείδηση των όλο και μεγαλύτερων δυσκολιών που τώρα συναντάει και με την
προοπτική των όλο και μεγαλύτερων θυσιών που καταλαβαίνει ότι πρέπει να κάνει.
Έλαβε χώρα μία διαδικασία εσωτερικοποίησης: μεταφέρθηκε από έξω προς το
εσωτερικό ο παράγοντας ιστορία: μια περίοδο επέκτασης την ακολουθεί πάντα μία
περίοδος εντατικοποίησης. Το φυσικό νόμο, τη μοιραία πορεία των γεγονότων, στην
οποία πιστεύουν οι ψευτο-επιστήμονες, τα έχει αντικαταστήσει η επίμονη θέληση του
ανθρώπου.
Ο σοσιαλισμός δεν πέθανε, επειδή δεν πέθαναν για χάρη του οι άνθρωποι
καλής θέλησης.
Κοροϊδεύανε και κοροϊδεύουν ακόμα την αξία αριθμός, γιατί τάχα δεν είναι
άλλο παρά μία δημοκρατική αξία, όχι επαναστατική· πρόκειται δηλαδή για ψήφο και
όχι για οδόφραγμα. Ο αριθμός όμως, η μάζα, χρησίμευσε για να δημιουργηθεί ένας
νέος μύθος: ο μύθος της καθολικότητας, ο μύθος της παλίρροιας που ανεβαίνει
ακατάσχετη και εκκωφαντική και η οποία θα γκρεμίσει εκ θεμελίων την αστική πόλη
που στηρίγματά της έχει τα προνόμια. Ο αριθμός, η μάζα (τόσοι πολλοί στη
Γερμανία, στη Γαλλία, στην Αμερική, στην Ιταλία… και κάθε χρόνο ο αριθμός τους
να αυξάνει, να αυξάνει …) εδραιώνει την πεποίθηση που κάθε άτομο έχει ότι
συμμετέχει σε κάτι το μεγαλειώδες που ωριμάζει και του οποίου κάθε έθνος, κάθε
κόμμα, κάθε κομματική οργάνωση, κάθε ομάδα, κάθε άτομο είναι ένα μόριο που
λαβαίνει και αποδίδει ενισχυμένο το ζωτικό χυμό, ο οποίος κυκλοφορεί και
εμπλουτίζει ολόκληρο το σώμα του παγκόσμιου σοσιαλισμού. Τα εκατομμύρια των
πρωτόζωων που κολυμπούν μέσα στον Ειρηνικό Ωκεανό συνθέτουν απέραντα
στρώματα κοραλλιογενή κάτω από την επιφάνεια της θάλασσας· με ένα σεισμό τα
στρώματα αυτά αναδύονται από τη θάλασσα και μία νέα ήπειρος σχηματίζεται. Τα
εκατομμύρια των σοσιαλιστών, διάσπαρτα σε όλο τον κόσμο δουλεύουν και αυτοί για
τη κατασκευή μιας νέας ηπείρου και ο σεισμός [δυο γραμμές κομμένες από τη
λογοκρισία].
Πιο εύκολα πείθει κανείς κάποιον που δεν έχει λάβει ποτέ μέρος στην
πολιτική ζωή παρά κάποιον που ήταν μέλος ενός κόμματος ήδη διαμορφωμένου και
με πλούσια παράδοση. Είναι τεράστια η δύναμη που εξασκεί η παράδοση επάνω στις
ψυχές των ανθρώπων. Ένας άνθρωπος της εκκλησίας, ένας φιλελεύθερος, που
γίνονται σοσιαλιστές, είναι μηχανισμοί που μπορούν από τη μια στιγμή στην άλλη να
εκραγούν με θανατηφόρα αποτελέσματα για το σύνδεσμό μας. Οι παρθένες ψυχές
2
débâcle della scienza στο πρωτότυπο (σ.τ.μ.)
12
των αγροτών, όταν πεισθούν για μια αλήθεια, θυσιάζονται γι’ αυτή, κάνουν τα πάντα
για να την πραγματοποιήσουν. Ο προσηλυτισμένος είναι πάντα σχετικιστής.
Δοκίμασε στον ίδιο του τον εαυτό το πόσο εύκολο είναι να λαθέψει κανείς στην
επιλογή της πορείας του. Για το λόγο αυτό του απομένει κατά βάθος ένας
σκεπτικισμός. Όποιος είναι σκεπτικιστής δεν έχει το απαραίτητο θάρρος για δράση.
Προτιμώ στο κίνημά μας να συμπαραταχθεί ένας αγρότης παρά ένας
καθηγητής πανεπιστημίου. Μόνο που ο αγρότης θα πρέπει να προσπαθήσει να
αποκτήσει τόση εμπειρία και τόση ευρύτητα πνεύματος όση μπορεί να έχει ένας
πανεπιστημιακός, έτσι που να μην είναι στείρα η δράση του και η πιθανή του θυσία.
Πηγή πρωτοτύπου:
http://www.liberliber.it/mediateca/libri/g/gramsci/scritti_politici_volume_1/pdf/scritt_
p.pdf
13
Η ΕΠΑΝΑΣΤΑΣΗ ΕΝΑΝΤΙΑ ΣΤΟ «ΚΕΦΑΛΑΙΟ»
Η επανάσταση των μπολσεβίκων έχει οριστικά πάρει τη θέση της μέσα στη
γενική επανάσταση του ρωσικού λαού. Οι μαξιμαλιστές που μέχρι πριν δύο μήνες
ήταν ο απαραίτητος καταλύτης για να μη βαλτώσουν τα γεγονότα, για να μη
σταματήσει ο αγώνας δρόμου προς το μέλλον, δίνοντας τη θέση του σε κάποια
οριστική μορφή τακτοποίησης (που δεν θα ήταν άλλη, παρά μια αστική
τακτοποίηση), έγιναν κύριοι της εξουσίας, εγκαθίδρυσαν τη δική τους δικτατορία και
επεξεργάζονται τώρα τις σοσιαλιστικές μορφές στις οποίες η επανάσταση θα πρέπει
τελικά να προσαρμοστεί για να συνεχίσει να αναπτύσσεται αρμονικά, χωρίς
υπερβολικά μεγάλες συγκρούσεις, ξεκινώντας από τις μεγάλες κατακτήσεις που
έχουν ήδη πραγματοποιηθεί.
Η επανάσταση των μπολσεβίκων είναι γεμάτη από ιδεολογίες μάλλον, παρά
από γεγονότα. (Γι’ αυτό, κατά βάθος, λίγο μας ενδιαφέρει να μάθουμε περισσότερα
από όσα γνωρίζουμε). Είναι η επανάσταση ενάντια στο Κεφάλαιο του Καρλ Μαρξ.
Το Κεφάλαιο του Μαρξ ήταν στη Ρωσία το βιβλίο των αστών μάλλον, παρά των
προλετάριων. Ήταν η κριτική απόδειξη της μοιραίας αναγκαιότητας να σχηματισθεί
στη Ρωσία μία αστική τάξη, να ξεκινήσει μία καπιταλιστική εποχή, να εγκαθιδρυθεί
ένας δυτικού τύπου πολιτισμός, πριν το προλεταριάτο μπορέσει καν να σκεφτεί την
εξέγερσή του, τις ταξικές του διεκδικήσεις, την επανάστασή του. Τα γεγονότα
ξεπέρασαν τις ιδεολογίες. Τα γεγονότα τίναξαν στον αέρα τα κριτικά σχήματα
σύμφωνα με τα οποία η ιστορία της Ρωσίας θα έπρεπε να εξελιχθεί κατά τις επιταγές
των κανόνων του ιστορικού υλισμού. Οι μπολσεβίκοι απεμπολούν τον Καρλ Μαρξ,
επιβεβαιώνουν, με τη μαρτυρία της δράσης που άσκησαν, των κατακτήσεων που
πραγματοποίησαν, ότι οι κανόνες του ιστορικού υλισμού δεν είναι τόσο απαράβατοι
όπως θα μπορούσε να πιστέψει κανείς και όπως όντως είχε γίνει πιστευτό.
Κι όμως υπάρχει κάτι το αναπόφευκτο και σ’ αυτά τα γεγονότα και, εάν οι
μπολσεβίκοι απεμπολούν μερικούς ισχυρισμούς του Κεφαλαίου, δεν απεμπολούν,
ωστόσο, την έμμονη σκέψη του, τη ζωογόνα. Αυτοί δεν είναι «μαρξιστές», αυτό είναι
όλο. Δεν κατέστρωσαν επάνω στα έργα του Δάσκαλου μία εξωτερική θεωρία
δογματικών και αδιαμφισβήτητων ισχυρισμών. Ζουν τη μαρξιστική σκέψη, αυτή που
δεν πεθαίνει ποτέ, που είναι η συνέχεια της ιταλικής και γερμανικής ιδεαλιστικής
σκέψης και που στην περίπτωση του Μαρξ καλύφθηκε από μια κρούστα θετικισμού
και νατουραλισμού. Και αυτή η σκέψη θέτει πάντα ως μέγιστο ιστορικό παράγοντα
όχι τα ακατέργαστα οικονομικά γεγονότα, αλλά τον άνθρωπο, την κοινωνία των
ανθρώπων, των ανθρώπων που πλησιάζουν ο ένας τον άλλο, που συνεννοούνται ο
ένας με τον άλλο, που αναπτύσσουν, μέσω αυτών των επαφών (του πολιτισμού) μία
συλλογική κοινωνική βούληση και καταλαβαίνουν τα οικονομικά γεγονότα και τα
κρίνουν και τα προσαρμόζουν στη βούλησή τους, μέχρι που να γίνει αυτή η
κινητήρια δύναμη της οικονομίας, ο πλαστουργός της αντικειμενικής
πραγματικότητας, που ζει και κινείται και αποκτά χαρακτήρα ηφαιστειακής λάβας,
που μπορεί να διοχετευθεί όπου και όπως στη βούληση είναι αρεστό.
Ο Μαρξ προέβλεψε το προβλέψιμο. Δεν μπορούσε να προβλέψει τον
ευρωπαϊκό πόλεμο (εννοεί τον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο σ.τ.μ.), ή καλύτερα δεν
μπορούσε να προβλέψει τη διάρκεια και τα αποτελέσματα που είχε ο πόλεμος αυτός.
Δεν μπορούσε να προβλέψει ότι αυτός ο πόλεμος, μέσα σε τρία χρόνια ανείπωτης
δυστυχίας, ανείπωτων αθλιοτήτων, θα είχε προκαλέσει στη Ρωσία αυτή τη συλλογική
λαϊκή βούληση που προκάλεσε. Μία βούληση αυτού του είδους κανονικά, για να
σχηματιστεί, χρειάζεται μια μακρά διεργασία εκτεταμένων διεισδύσεων, μια μεγάλη
14
σειρά ταξικών εμπειριών. Οι άνθρωποι είναι νωθροί, χρειάζεται να οργανωθούν,
πρώτα εξωτερικά, σε σωματεία, σε ενώσεις, έπειτα εσωτερικά, στη σκέψη τους, στη
βούλησή τους […]3 μιας αδιάκοπης συνέχειας και πολλαπλότητας εξωτερικών
ερεθισμάτων. Ιδού γιατί, κανονικά, οι κανόνες ιστορικής κριτικής του μαρξισμού
αγγίζουν την πραγματικότητα, τη συλλαμβάνουν και την καθιστούν προφανή και
διακριτή. Κανονικά, μέσω της ταξικής πάλης, όλο και πιο έντονης, οι δύο τάξεις του
καπιταλιστικού κόσμου δημιουργούν την ιστορία. Το προλεταριάτο νιώθει την
τωρινή του αθλιότητα, βρίσκεται συνέχεια σε κατάσταση δυσφορίας και πιέζει την
αστική τάξη για να βελτιώσει τις δικές του συνθήκες. Παλεύει, υποχρεώνει την
αστική τάξη να βελτιώσει την τεχνική παραγωγής, να καταστήσει χρησιμότερη την
παραγωγή για να γίνει δυνατή η ικανοποίηση των πιο επειγουσών αναγκών του. Είναι
ένας επίπονος αγώνας δρόμου προς το καλύτερο, αγώνας που επιταχύνει το ρυθμό
της παραγωγής, που αυξάνει συνέχεια το σύνολο των αγαθών τα οποία θα
εξυπηρετήσουν την κοινότητα. Και σ’ αυτόν τον αγώνα δρόμου πολλοί πέφτουν και
καθιστούν πιο επείγουσα την επιθυμία των εναπομεινάντων, και η μάζα βρίσκεται
πάντα σε αναβρασμό, και ο λαός-χάος βάζει όλο και περισσότερη τάξη στη σκέψη
του, συνειδητοποιεί όλο και περισσότερο την ισχύ του, την ικανότητά του να
αναλαμβάνει την κοινωνική ευθύνη, να γίνεται ο κύριος της τύχης του.
Όλα αυτά κανονικά. Όταν τα γεγονότα επαναλαμβάνονται με ένα
ορισμένο ρυθμό. Όταν η ιστορία ξετυλίγεται σε στιγμές όλο και περισσότερο
σύνθετες και πλούσιες σε νόημα και σε αξία, όμως στιγμές παρόμοιες. Στην Ρωσία
όμως ο πόλεμος χρησίμευσε για να βγάλει από τη νωθρότητα τις βουλήσεις. Αυτές,
μέσα από τις συσσωρευμένες δυστυχίες τριών ετών, ενώθηκαν τάχιστα. Ο λιμός ήταν
επικείμενος, η πείνα, ο θάνατος από την πείνα μπορούσε να χτυπήσει τους πάντες, να
τσακίσει μ’ ένα χτύπημα δεκάδες εκατομμύρια ανθρώπους. Οι βουλήσεις ενώθηκαν,
πρώτα μηχανικά και μετά την πρώτη επανάσταση, ενεργά και πνευματικά.
Το σοσιαλιστικό κήρυγμα έφερε το ρωσικό λαό σε επαφή με τις εμπειρίες των
άλλων προλεταριάτων. Το σοσιαλιστικό κήρυγμα ζωντανεύει δραματικά, για μια
στιγμή, την ιστορία του προλεταριάτου, τους αγώνες του ενάντια στον καπιταλισμό,
τη μακρά σειρά προσπαθειών που πρέπει να κάνει για να χειραφετηθεί με ιδεώδη
τρόπο από τα δεσμά δουλοπρέπειας που το καθιστούσαν ποταπό, για να μεταβληθεί
σε μία νέα συνείδηση, να γίνει μία ζωντανή μαρτυρία ενός κόσμου που πρέπει να
έρθει. Το σοσιαλιστικό κήρυγμα δημιούργησε την κοινωνική βούληση του ρωσικού
λαού. Γιατί θα έπρεπε να περιμένει να επαναληφθεί η ιστορία της Αγγλίας στη
Ρωσία, να σχηματισθεί και στη Ρωσία μία αστική τάξη, να προκληθεί η ταξική πάλη
για να γεννηθεί η ταξική συνείδηση και να λάβει τελικά χώρα η καταστροφή του
καπιταλιστικού κόσμου; Ο ρωσικός λαός πέρασε από αυτές τις εμπειρίες με τη
σκέψη, έστω με τη σκέψη μιας μειοψηφίας. Ξεπέρασε αυτές τις εμπειρίες. Τις
χρησιμοποιεί για να εδραιωθεί τώρα, όπως θα χρησιμοποιήσει τις δυτικές
καπιταλιστικές εμπειρίες για να φτάσει σε σύντομο χρονικό διάστημα στο ύψος της
παραγωγής του δυτικού κόσμου. Η Βόρεια Αμερική είναι από καπιταλιστική άποψη
πιο προηγμένη από την Αγγλία, επειδή στη Βόρεια Αμερική οι αγγλοσάξονες
ξεκίνησαν με μιας από το στάδιο στο οποίο είχε φτάσει η Αγγλία μετά από μια
μακροχρόνια εξέλιξη. Το ρωσικό προλεταριάτο, εκπαιδευμένο σοσιαλιστικά, θ’
αρχίσει την ιστορία του από το μέγιστο στάδιο παραγωγής στο οποίο έφτασε η
σημερινή Αγγλία, επειδή, μιας και πρέπει ν’ αρχίσει, θ’ αρχίσει από το άριστο που
έλαβε χώρα αλλού και από αυτό το άριστο θα λάβει την ώθηση να φτάσει εκείνη την
οικονομική ωριμότητα που, σύμφωνα με το Μαρξ, είναι αναγκαία συνθήκη του
3
Κενό στο κείμενο
15
κολεκτιβισμού. Οι επαναστάτες θα δημιουργήσουν οι ίδιοι τις αναγκαίες συνθήκες
για την πλήρη και ολοκληρωμένη πραγματοποίηση του ιδεώδους τους. Θα τις
δημιουργήσουν συντομότερα απ’ ό, τι έκανε ο καπιταλισμός. Οι κριτικές που έκαναν
οι σοσιαλιστές στο αστικό σύστημα για ν’ αποκαλύψουν τις ατέλειές του, τη
διασπάθιση του πλούτου, θα χρησιμεύσουν στους επαναστάτες για να ενεργήσουν
καλύτερα, για ν’ αποφύγουν αυτή τη διασπάθιση και τις ελλείψεις. Στην αρχή θα
είναι ο κολεκτιβισμός της μιζέριας, των δεινών. Οι ίδιες όμως οι συνθήκες της
μιζέριας και των δεινών θα είχαν κληρονομηθεί και από ένα αστικό καθεστώς. Ο
καπιταλισμός δεν θα μπορούσε να κάνει αμέσως στη Ρωσία περισσότερα από όσα θα
μπορέσει να κάνει ο κολεκτιβισμός. Σήμερα θα έκανε πολύ λιγότερα, επειδή θα είχε
αμέσως απέναντι ένα προλεταριάτο δυσαρεστημένο, οργισμένο, ανήμπορο πλέον να
αντέξει και άλλα χρόνια τους πόνους και τις πίκρες που θα έφερνε η οικονομική
δυσπραγία. Ακόμη και από απόλυτη, ανθρώπινη άποψη, ο εσπευσμένος σοσιαλισμός
είχε στη Ρωσία τη δικαιολόγησή του. Τα δεινά που κουβαλάει μαζί της η ειρήνη
μπορούν να γίνουν υποφερτά μόνο εφόσον οι προλετάριοι καταλάβουν ότι η
εξαφάνισή τους στο συντομότερο χρονικό διάστημα εξαρτάται από τη θέλησή τους,
από την επιμονή τους στη δουλειά.
Υπάρχει η εντύπωση ότι οι μαξιμαλιστές αποτελούν αυτήν τη στιγμή την
αυθόρμητη έκφραση, τη βιολογικά αναγκαία, για να μην κατρακυλήσει η ρωσική
ανθρωπιά στη φοβερότερη καταστροφή, για να μπορέσει η ρωσική ανθρωπιά,
αφοσιωμένη στο γιγαντιαίο, αυτόνομο έργο της ανάπλασής της, να αισθανθεί
λιγότερο έντονα τα ερεθίσματα του πεινασμένου λύκου και να μη γίνει η Ρωσία ένα
τεράστιο σφαγείο όπου τα θηρία ξεσκίζονται συναμεταξύ τους.
16
ΑΤΟΜΙΚΙΣΜΟΣ ΚΑΙ ΚΟΛΕΚΤΙΒΙΣΜΟΣ
18
Ο αστικός ατομικισμός δημιουργεί έτσι αναγκαστικά στο προλεταριάτο την
τάση προς τον κολεκτιβισμό. Στο άτομο-καπιταλιστή αντιπαρατίθεται το
συνεταιρισμένο άτομο, στον καταστηματάρχη ο συνεταιρισμός. Το συνδικάτο γίνεται
ένα συλλογικό άτομο που ανανεώνει τον ελεύθερο ανταγωνισμό, τον υποχρεώνει να
πάρει νέες μορφές ελευθερίας και δράσης. Η πλειοψηφία των ατόμων οργανώνεται,
αναπτύσσει τους δικούς της νόμους νέας συνύπαρξης, δημιουργεί τις δεξιότητες,
συνηθίζει στην υπευθυνότητα, στο αφιλοκερδές, στην πρωτοβουλία χωρίς άμεσο
στόχο το προσωπικό κέρδος. Διαδίδονται μ’ αυτόν τον τρόπο οι ιδεώδεις και ηθικές
συνθήκες για τον ερχομό του κολεκτιβισμού, για την οργάνωση της κοινωνίας.
Δημιουργείται μια ηθική ατμόσφαιρα όπου δεν θα θριαμβεύουν οι τεμπέληδες και οι
ανεύθυνοι, όπου θα υπάρχει βέβαιη ιστορική πρόοδος, υλοποίηση μιας ζωής
ανώτερης από όλες εκείνες του παρελθόντος.
19
Ο ΔΙΚΟΣ ΜΑΣ ΜΑΡΞ
21
πειθαρχημένη για τους δικούς της ξεχωριστούς σκοπούς, χωρίς παρεκκλίσεις και
ταλαντεύσεις. Σημαίνει σταθερή και ευθύγραμμη πορεία προς τον μέγιστο στόχο,
χωρίς εξοχικούς περιπάτους στα καταπράσινα λιβάδια της εγκάρδιας αδερφοσύνης,
γεμάτους τρυφερότητα εξαιτίας της πράσινης χλόης και των δηλώσεων εκτίμησης και
αγάπης.
Είναι όμως περιττό το επίρρημα «μαρξιστικά», γιατί μπορεί να οδηγήσει σε
παρεξηγήσεις και σε πλημμυρίδα αερολογιών και κούφιων εκφράσεων. Μαρξιστικός,
μαρξιστικά … επίθετο και επίρρημα φθαρμένα σαν νομίσματα που έχουν περάσει
από πολλά χέρια.
Ο Καρλ Μάρξ είναι για μας δάσκαλος πνευματικής και ηθικής ζωής και όχι
βοσκός οπλισμένος με βουκέντρα. Είναι αυτός που παρακινεί ενάντια στην
πνευματική τεμπελιά, που ξυπνά τις καλές δράσεις οι οποίες λαγοκοιμούνται και
πρέπει να αφυπνιστούν για τον αγώνα τον καλό. Είναι ένα παράδειγμα εντατικής και
επίμονης δουλειάς για την επίτευξη της καθαρής τιμιότητας των ιδεών, της αναγκαίας
σταθερής κουλτούρας ενάντια στην κενολογία και στο αφηρημένο. Είναι ογκόλιθος
ανθρωπιστικής σοφίας και σκέψης, που δεν φυλάγεται πριν μιλήσει, που δεν βάζει το
χέρι στην καρδιά για να αισθανθεί, αλλά κατασκευάζει ατράνταχτους συλλογισμούς
οι οποίοι περικλείουν την πραγματικότητα στο ουσιαστικό της περιεχόμενο και
κυριαρχούν επ’ αυτής, εισδύουν στα μυαλά των ανθρώπων και διαλύουν τα
κατακάθια των προκαταλήψεων και των έμμονων ιδεών, ενδυναμώνουν τα ηθικά
χαρακτηριστικά.
Ο Καρλ Μαρξ δεν είναι για μας το παιδάκι που κλαψουρίζει στην κούνια ή ο
γενειοφόρος άντρας που τρομάζει τους νεωκόρους. Δεν είναι κανένα από τα
ανέκδοτα επεισόδια της βιογραφίας του, καμία λαμπρή ή χοντροκομμένη στάση τού
παρουσιαστικού του. Είναι ένας ευρύς και ήρεμος σκεπτόμενος νους, είναι μια
ξεχωριστή στιγμή της αγωνιώδους αιώνιας έρευνας που η ανθρωπότητα διεξάγει, για
ν’ αποκτήσει συνείδηση του είναι και του γίγνεσθαί της, για να συλλάβει το
μυστηριώδη ρυθμό της ιστορίας και να διευρύνει το μυστήριο, για να γίνει πιο δυνατή
στη σκέψη και στη δράση. Είναι ένα κομμάτι αναγκαίο και αναπόσπαστο του
πνεύματός μας, που δεν θα ήταν αυτό που είναι, εάν ο Μαρξ δεν υπήρχε, δεν είχε
αναπτύξει τη σκέψη του, δεν είχε δημιουργήσει σπίθες φωτός με την ορμή του
πάθους και των ιδεών του, της δυστυχίας του και των ιδεωδών του.
Τιμώντας το Μαρξ για τα εκατό χρόνια από τη γέννησή του, το διεθνές
προλεταριάτο τιμά τον εαυτό του, τη συνειδητή δύναμή του, το δυναμισμό της
κατακτητικής του επιθετικότητας, που θα υποσκάψει τα θεμέλια της κυριαρχίας των
προνομίων και θα προετοιμαστεί για τον τελικό αγώνα ο οποίος θα είναι η κορωνίδα
όλων των προσπαθειών και όλων των θυσιών.
[Δημοσιεύτηκε ανυπόγραφο στο περιοδικό Il grido del Popolo, στις 4 Μαΐου 1918]
Πηγή πρωτοτύπου:
http://www.liberliber.it/mediateca/libri/g/gramsci/scritti_politici_volume_1/pdf/scritt_
p.pdf
22
ΟΥΤΟΠΙΑ
23
έτσι που η δράση να προσανατολιστεί προς μία ορισμένη κατεύθυνση, παρά προς μία
άλλη.
Στη ζωή καμία πράξη δεν μένει χωρίς αποτέλεσμα, και η πίστη σε μία θεωρία
παρά σε μία άλλη έχει τις ξεχωριστές αντανακλάσεις της επάνω στην πράξη. Το
λάθος επίσης αφήνει τα σημάδια του, αφού, εκλαϊκευμένο και αποδεκτό, μπορεί να
καθυστερήσει (όχι, φυσικά, να εμποδίσει) την επίτευξη ενός στόχου.
Αυτό αποτελεί απόδειξη του γεγονότος ότι η οικονομική δομή δεν είναι
εκείνη που καθορίζει άμεσα την πολιτική πράξη, αλλά η ερμηνεία που δίνουμε σ’
αυτήν και στους αποκαλούμενους νόμους που καθορίζουν την πορεία της. Οι νόμοι
αυτοί δεν έχουν τίποτα το κοινό με τους φυσικούς νόμους, παρόλο που και αυτοί οι
τελευταίοι δεν αποτελούν αντικειμενικά γεγονότα, αλλά είναι κατασκευάσματα της
νόησής μας, χρήσιμα σχήματα στην πράξη για τη διευκόλυνση της μελέτης και της
διδασκαλίας.
Τα γεγονότα δεν εξαρτώνται από την αυθαίρετη βούληση ενός ατόμου, ούτε
καν από εκείνη μιας ομάδας, έστω και πολυάριθμης. Εξαρτώνται από τις βουλήσεις
των πολλών, οι οποίες αποκαλύπτονται κατά την πραγματοποίηση ή μη ορισμένων
πράξεων και των αντίστοιχων πνευματικών συμπεριφορών. Εξαρτώνται ακόμη από
τη συνειδητοποίηση που έχει μία μειοψηφία για αυτές τις βουλήσεις και από τη
σχετική ικανότητά της να τις κατευθύνει προς ένα κοινό σκοπό, αφού τις έχει εντάξει
μέσα στις δυνάμεις του Κράτους.
Γιατί τα άτομα, στην πλειοψηφία τους, κάνουν μόνο ορισμένες πράξεις;
Επειδή δεν έχουν άλλο κοινωνικό στόχο παρά τη διατήρηση της φυσικής και ηθικής
οντότητάς τους. Έτσι συμβαίνει και προσαρμόζονται στις περιστάσεις,
επαναλαμβάνουν μηχανικά ορισμένες συμπεριφορές οι οποίες, από την εμπειρία τους
ή από την παιδεία που έχουν λάβει (αποτέλεσμα της εμπειρίας άλλων),
αποδεικνύονται κατάλληλες προς επίτευξη του στόχου που έχουν βάλει, δηλαδή την
επιβίωσή τους. Αυτή η ομοιότητα των πράξεων της πλειοψηφίας παράγει μία
ομοιότητα και στα αποτελέσματα, δίνει στην οικονομική δράση μία ορισμένη δομή κι
έτσι γεννιέται η έννοια του νόμου. Μόνο η επιδίωξη ενός ανώτερου στόχου φθείρει
αυτή την προσαρμογή στο περιβάλλον. Εάν ο στόχος του ανθρώπου δεν είναι η απλή
επιβίωση, αλλά η ποιότητα ζωής, πραγματοποιούνται μεγαλύτερες προσπάθειες και,
ανάλογα με τη διάδοση του ανώτερου στόχου του ανθρώπου, γίνεται κατορθωτός ο
μετασχηματισμός του περιβάλλοντος, εγκαθιδρύονται νέες ιεραρχίες, διαφορετικές
από τις υπάρχουσες που ρύθμιζαν τις σχέσεις των ατόμων με το Κράτος και οι οποίες
τείνουν να υποκατασταθούν από τις νέες προκειμένου να επιτευχθεί ευρέως ο
ανώτερος σκοπός του ανθρώπου.
Εκείνος που θέτει αυτούς τους ψευτο-νόμους ως κάτι το απόλυτο, ξένο προς
τις ατομικές βουλήσεις, και όχι ως ψυχολογική προσαρμογή στο περιβάλλον,
οφειλόμενη στην αδυναμία κάθε ατόμου ξεχωριστά (αφού δεν είναι οργανωμένα τα
άτομα και κατά συνέπεια είναι αβέβαια για το μέλλον), δεν μπορεί να φανταστεί ότι η
ψυχολογία μπορεί ν’ αλλάξει, ότι η αδυναμία μπορεί να μετατραπεί σε δύναμη. Κι
όμως έτσι συμβαίνει και καταρρίπτεται ο νόμος, ο ψευτο-νόμος. Τα άτομα βγαίνουν
από τη μοναξιά τους και συνενώνονται. Πώς όμως γίνεται αυτή η διεργασία της
συνένωσης; Και αυτήν επίσης δεν μπορεί κανείς να την κατανοήσει παρά με το ίδιο
μέτρο του απόλυτου νόμου, της ομαλότητας και όταν – εξ αιτίας της καθυστερημένης
ενασχόλησης ή της προκατάληψης - ο νόμος δεν εμφανίζεται αμέσως ακούγονται
κριτικές φωνές: ουτοπία, ουτοπιστές.
24
Ο Λένιν, λοιπόν, είναι ένας ουτοπιστής, το ρωσικό προλεταριάτο, από την
έναρξη της επανάστασης μέχρι σήμερα, ζει μέσα στην πλήρη ουτοπία και μία φοβερή
αφύπνιση το περιμένει αδυσώπητα.
Εάν στη ρωσική ιστορία εφαρμοστούν τα αφηρημένα, γενικά σχήματα,
φτιαγμένα για να γίνει κατορθωτή η παρακολούθηση των σταδίων της φυσιολογικής
εξέλιξης της οικονομικο-πολιτικής δραστηριότητας του δυτικού κόσμου, το
συμπέρασμα δεν μπορεί να είναι άλλο από αυτό. Κάθε ιστορικό φαινόμενο όμως
είναι «μοναδικό»· η ανάπτυξη καθορίζεται από το ρυθμό της ελευθερίας· η έρευνα
δεν πρέπει να καθορίζεται από τη γενική αναγκαιότητα, αλλά ν’ ανταποκρίνεται σε
ειδικές ανάγκες. Το προτσές αιτίων-αποτελεσμάτων πρέπει να μελετηθεί στο πλαίσιο
των ίδιων των ρωσικών γεγονότων και όχι από γενική και αφηρημένη σκοπιά.
Στα γεγονότα της Ρωσίας υπάρχει αναμφίβολα σχέση αναγκαιότητας και αυτή
είναι σχέση καπιταλιστικής αναγκαιότητας: ο πόλεμος υπήρξε η οικονομική
προϋπόθεση, το σύστημα πρακτικής ζωής που καθόρισε το νέο Κράτος, που έκανε
αναγκαία τη δικτατορία του προλεταριάτου: ο πόλεμος που η καθυστερημένη Ρωσία
υποχρεώθηκε να διεξαγάγει με τις ίδιες μορφές όπως τα πιο προηγμένα καπιταλιστικά
Κράτη.
Στην πατριαρχική Ρωσία δεν μπορούσαν να λάβουν χώρα εκείνες οι
συγκεντρώσεις πληθυσμών που γίνονται σε μια βιομηχανική χώρα και οι οποίες
αποτελούν τις προϋποθέσεις για να γνωριστούν οι προλετάριοι μεταξύ τους, να
οργανωθούν και ν’ αποκτήσουν συνείδηση της δύναμής τους ως τάξη για την
πραγμάτωση ενός γενικού ανθρώπινου σκοπού. Μια χώρα με εκτατική γεωργία
απομονώνει τους ανθρώπους, καθιστά αδύνατη την όμοια και διάχυτη
συνειδητοποίηση, κάνει αδύνατη την κοινωνική συνένωση των προλεταρίων, τη
συγκεκριμένη ταξική συνείδηση που δίνει το μέτρο της δύναμής της και τη βούληση
εγκαθίδρυσης ενός καθεστώτος το οποίο νομιμοποιείται εις το διηνεκές από τη
δύναμη αυτή.
Ο πόλεμος είναι η μέγιστη συγκέντρωση της οικονομικής δραστηριότητας στα
χέρια λίγων (των διευθυνόντων του Κράτους) και σ’ αυτήν αντιστοιχίζεται η μέγιστη
συγκέντρωση ανθρώπων στους στρατώνες και στα χαρακώματα. Η Ρωσία στη
διάρκεια του πολέμου ήταν πράγματι η χώρα της ουτοπίας: απέναντι σε μια βάρβαρη
εισβολή το Κράτος πίστεψε πως μπορούσε να κάνει έναν πόλεμο τεχνικής,
οργάνωσης, πνευματικής αντίστασης, τέτοιον που θα μπορούσαν να
πραγματοποιήσουν μόνο άνθρωποι που θα τους είχαν ενδυναμώσει πνευματικά και
σωματικά το εργοστάσιο και η μηχανή. Ο πόλεμος ήταν η ουτοπία, και η τσαρική,
πατριαρχική Ρωσία διαλύθηκε κάτω από την τρομερή πίεση που δέχτηκε από έναν
εμπειροπόλεμο εχθρό, αλλά και από την πίεση που και η ίδια επέβαλε στον εαυτό της.
Οι συνθήκες όμως που προκλήθηκαν τεχνητά, μέσω της τεράστιας δύναμης του
δεσποτικού κράτους, παρήγαγαν τις αναγκαίες συνέπειες: οι μεγάλες μάζες των
ανθρώπων που ήταν κοινωνικά απομονωμένοι, παραγκωνισμένοι, συγκεντρωμένοι σε
μικρό γεωγραφικό χώρο, ανέπτυξαν νέα αισθήματα, ανέπτυξαν μία ανήκουστη
ανθρώπινη αλληλεγγύη. Όσο περισσότερο αισθάνονταν αδύναμοι πρώτα, μέσα στην
απομόνωσή τους, και υπέκυπταν στο δεσποτισμό, τόσο μεγαλύτερη υπήρξε γι’
αυτούς η αποκάλυψη της συλλογικής τους δύναμης, τόσο πιο επιτακτική και ισχυρή η
επιθυμία να τη διατηρήσουν κι επάνω σ’ αυτή να οικοδομήσουν τη νέα κοινωνία.
Η δεσποτική πειθαρχία διαλύθηκε και μία περίοδος χάους τη διαδέχτηκε. Οι
άνθρωποι προσπαθούσαν να οργανωθούν, πώς όμως; Και πώς να διατηρήσουν την
ανθρώπινη ενότητα τους, που δημιουργήθηκε μέσα στα βάσανα;
25
Και να η απάντηση του φιλισταίου: οι αστοί έπρεπε να αποκαταστήσουν την
τάξη μέσα από χάος, επειδή πάντοτε έτσι συνέβαινε, επειδή την πατριαρχική και
φεουδαρχική οικονομία πάντα τη διαδέχεται η αστική οικονομία το αστικό πολιτικό
Σύνταγμα. Ο φιλισταίος δεν βλέπει σωτηρία έξω από τα προκαθορισμένα σχήματα,
δεν αντιλαμβάνεται την ιστορία παρά μόνο ως ένα φυσικό οργανισμό που διέρχεται
από σταθερά και προβλέψιμα στάδια ανάπτυξης. Εάν σπείρεις ένα βελανίδι, είσαι
σίγουρος ότι δεν θα φυτρώσει τίποτε άλλο παρά μια βελανιδιά, που αναπτύσσεται
αργά και που θα δώσει καρπούς μόνο μετά από ορισμένα χρόνια. Η ιστορία όμως δεν
είναι ένα δάσος από βελανιδιές και οι άνθρωποι δεν είναι βελανίδια.
Πού ήταν, στη Ρωσία, η αστική τάξη η οποία θα ήταν ικανή να εκπληρώσει
αυτό το καθήκον; Και εάν η κυριαρχία της είναι φυσικός νόμος, πώς και δεν
λειτούργησε ο νόμος αυτός;
Αυτή η αστική τάξη δεν εμφανίστηκε. Λίγοι αστοί προσπάθησαν να
επιβληθούν και ανατράπηκαν. Θα έπρεπε άραγε να νικήσουν, θα έπρεπε να
επιβληθούν, αν και λίγοι, ανίκανοι και αδύναμοι; Ποιο θείο χρίσμα θα έπρεπε να
έχουν οι δυστυχείς, ούτως ώστε να θριαμβεύσουν ηττώμενοι; Ο ιστορικός υλισμός
λοιπόν δεν είναι άλλο παρά η επανεμφάνιση της ελέω Θεού εξουσίας, του θεϊκού
δικαίου;
Όποιος βρίσκει τον Λένιν ουτοπιστή, όποιος ισχυρίζεται ότι η απόπειρα της
δικτατορίας του προλεταριάτου στη Ρωσία είναι μία ουτοπική απόπειρα, δεν μπορεί
να είναι συνειδητός σοσιαλιστής, δεν έχει οικοδομήσει την κουλτούρα του
μελετώντας τη θεωρία του ιστορικού υλισμού, δεν είναι παρά ένας καθολικός που
έχει βαλτώσει στις Γραφές. Αυτός είναι ο μοναδικός και αυθεντικός ουτοπιστής.
Ουτοπία είναι, πράγματι, η ανικανότητα σύλληψης της ιστορίας ως ελεύθερης
εξέλιξης, η θέαση του μέλλοντος ως κάτι το σταθερό που έχει κιόλας διαμορφωθεί, η
πίστη σε προκατασκευασμένα σχέδια. Ουτοπία είναι ο φιλισταιισμός, όπως τον
χλευάζει ο Χάινριχ Χάινε: οι ρεφορμιστές είναι οι φιλισταίοι και οι ουτοπιστές του
σοσιαλισμού, όπως οι οπαδοί του προστατευτισμού και οι εθνικιστές είναι οι
φιλισταίοι και οι ουτοπιστές της καπιταλιστικής αστικής τάξης. Ο Χάινριχ φον
Τράιτσκε είναι ο κύριος εκπρόσωπος του γερμανικού φιλισταιισμού ( οι γερμανοί
εραστές του Κράτους είναι τα πνευματικά του τέκνα), όπως ο Ογκίστ Κόντ και ο
Ιππόλυτος Τεν αντιπροσωπεύουν το γαλλικό φιλισταιισμό και ο Βιντσέντσο
Τζομπέρτι τον ιταλικό. Είναι αυτοί που κηρύσσουν την ιστορική εθνική αποστολή ή
πιστεύουν στις προσωπικές κλήσεις, είναι όλοι αυτοί που υποθηκεύουν το μέλλον και
πιστεύουν ότι μπορούν να το περιορίσουν μέσα στα προκατασκευασμένα τους
σχέδια, που δεν αντιλαμβάνονται τη θεία ελευθερία και γκρινιάζουν συνεχώς για το
παρελθόν, επειδή τα γεγονότα εξελίχτηκαν άσχημα.
Δεν αντιλαμβάνονται την ιστορία ως ελεύθερη εξέλιξη – ελεύθερες δράσεις,
που γεννιούνται και ολοκληρώνονται ελεύθερα – διαφορετική από τη φυσική εξέλιξη,
όπως ο άνθρωπος και οι ενώσεις των ανθρώπων είναι διαφορετικά από τα μόρια και
τις ενώσεις τους. Δεν έχουν μάθει πως η ελευθερία είναι η έμμονη ισχύς της ιστορίας,
που διαλύει κάθε προκατασκευασμένο σχήμα. Οι φιλισταίοι του σοσιαλισμού έχουν
υποβιβάσει τη σοσιαλιστική θεωρία σε πατσαβούρα της σκέψης, την έχουν βρομίσει
και εξεγείρονται με αστείο τρόπο ενάντια σε όποιον, κατά τη γνώμη τους, δεν τη
σέβεται.
Στη Ρωσία η ελεύθερη πραγματοποίηση των ατομικών και κοινών ενεργειών
γκρέμισε τα εμπόδια των λόγων και των προκατασκευασμένων σχεδίων. Η αστική
τάξη προσπάθησε να επιβάλει την κυριαρχία της και απέτυχε. Το προλεταριάτο
ανέλαβε τη διεύθυνση της πολιτικής και οικονομικής ζωής και έχει θέσει σε
26
εφαρμογή τη δική του τάξη πραγμάτων. Τη δική του τάξη πραγμάτων και όχι το
σοσιαλισμό, επειδή ο σοσιαλισμός δεν πραγματοποιείται με ένα μαγικό γένοιτο. Ο
σοσιαλισμός είναι ένα γίγνεσθαι, μια εξέλιξη κοινωνικών στιγμών, όλο και πιο
πλούσιων σε συλλογικές αξίες. Το προλεταριάτο θέτει σε εφαρμογή τη δική του τάξη
πραγμάτων, δημιουργώντας πολιτικούς θεσμούς που να εξασφαλίζουν την ελεύθερη
πορεία αυτής της εξέλιξης, που να διασφαλίζουν τη διάρκεια της εξουσίας του.
Η δικτατορία είναι ο βασικότερος θεσμός που εξασφαλίζει την ελευθερία, που
εμποδίζει τους αιφνιδιασμούς φατριαστικών μειοψηφιών. Είναι εγγύηση ελευθερίας
επειδή δεν πρόκειται για μία μέθοδο διάρκειας, επιτρέπει όμως να δημιουργηθούν και
να σταθεροποιηθούν οργανισμοί διάρκειας μέσα στους οποίους η δικτατορία θα
διαλυθεί, αφού εκπληρώσει το σκοπό της.
Μετά την επανάσταση η Ρωσία δεν ήταν ακόμη ελεύθερη, επειδή δεν υπήρχαν
οι εγγυήσεις της ελευθερίας, επειδή η ελευθερία δεν ήταν ακόμη οργανωμένη.
Το πρόβλημα ήταν η δημιουργία μίας ιεραρχίας, η οποία όμως να είναι
ανοιχτή, να μη μπορεί να αποκρυσταλλωθεί σε κάστες και σε τάξεις.
Από τη μάζα, από τον αριθμό έπρεπε να φτάσουν στη μονάδα, έτσι που να
υπάρχει μία κοινωνική ενότητα και η εξουσία να είναι μόνο πνευματική.
Οι ζωντανοί πυρήνες αυτής της ιεραρχίας είναι τα Σοβιέτ και τα λαϊκά
κόμματα. Τα Σοβιέτ είναι η πρωτογενής οργάνωση που πρέπει να ολοκληρωθεί και
να αναπτυχθεί και οι μπολσεβίκοι γίνονται το κυβερνών κόμμα επειδή υποστηρίζουν
πως η ισχύς του Κράτους πρέπει να εξαρτάται και να ελέγχεται από τα Σοβιέτ.
Το χάος στη Ρωσία επικεντρώνεται γύρω από αυτή την τάξη πραγμάτων:
αρχίζει η νέα τάξη. Μία ιεραρχία δημιουργείται: από την ανοργάνωτη και
βασανισμένη μάζα περνάμε στους οργανωμένους εργάτες και αγρότες, στα Σοβιέτ,
στο μπολσεβικικό κόμμα και στον ένα: στο Λένιν. Είναι η ιεραρχική διαβάθμιση του
γοήτρου και της εμπιστοσύνης που σχηματίσθηκε αυθόρμητα, που διατηρείται με την
ελεύθερη επιλογή.
Πού βρίσκεται η ουτοπία σ’ αυτό τον αυθορμητισμό; Ουτοπία είναι η εξουσία
και όχι ο αυθορμητισμός, και είναι ουτοπία στο βαθμό που γίνεται καριέρα, γίνεται
κάστα και έχει την απαίτηση να είναι αιώνια. Η ελευθερία δεν είναι ουτοπία επειδή
είναι πρωταρχική επιδίωξη, επειδή όλη η ιστορία των ανθρώπων είναι πάλη και
εργασία για τη δημιουργία κοινωνικών θεσμών που να εξασφαλίζουν το μέγιστο της
ελευθερίας.
Αφού σχηματισθεί αυτή η ιεραρχία, εξελίσσεται σύμφωνα με τη λογική της.
Τα Σοβιέτ και το μπολσεβικικό κόμμα δεν είναι κλειστοί οργανισμοί,
διαμορφώνονται συνεχώς. Να πού κυριαρχεί η ελευθερία, να πού διασφαλίζεται η
ελευθερία. Εδώ δεν υπάρχουν κάστες, εδώ υπάρχουν μόνο οργανισμοί σε διαρκή
εξέλιξη. Αντιπροσωπεύουν την πρόοδο της συνειδητοποίησης, αντιπροσωπεύουν την
ικανότητα για οργάνωση της ρωσικής κοινωνίας.
Όλοι οι εργάτες μπορούν να συμμετάσχουν στα Σοβιέτ, όλοι οι εργάτες
μπορούν να συμβάλουν έτσι ώστε να τα αλλάξουν και να τα κάνουν
αντιπροσωπευτικότερα της θέλησης και των επιθυμιών τους. Η πορεία που έχει πάρει
η ρωσική πολιτική ζωή τείνει να συμπέσει με την ηθική ζωή, με το γενικευμένο
πνεύμα του ρωσικού ανθρωπισμού. Γίνεται μία συνεχής ανταλλαγή ανάμεσα στις
βαθμίδες της ιεραρχίας: το άξεστο άτομο εξευγενίζεται μέσα από το διάλογο για την
εκλογή του αντιπροσώπου του στο Σοβιέτ, αλλά και αυτός ο ίδιος μπορεί να είναι
αντιπρόσωπος· ελέγχει αυτές τις οργανώσεις, επειδή μπορεί να τις παρακολουθεί
συνεχώς, αφού βρίσκονται κοντά στον τόπο κατοικίας του. Αποκτά την αίσθηση της
κοινωνικής υπευθυνότητας, γίνεται ενεργός πολίτης αποφασίζοντας για τις τύχες της
27
χώρας του. Η εξουσία και η συνειδητοποίηση απλώνονται, μέσω αυτής της ιεραρχίας,
από τον ένα στους πολλούς, και η κοινωνία τότε γίνεται κάτι το πρωτοφανέρωτο στην
ιστορία.
Αυτό είναι το ζωτικό άλμα της νέας ρωσικής ιστορίας. Τι ουτοπικό υπάρχει σ’
αυτό; Πού είναι το προκαθορισμένο σχέδιο που πρέπει να μπει σ’ εφαρμογή ακόμη
και ενάντια στις οικονομικές και πολιτικές συνθήκες; Η ρωσική επανάσταση είναι η
κυριαρχία της ελευθερίας: η οργάνωση βασίζεται στο αυθόρμητο και όχι στην
αυθαιρεσία ενός «ήρωα» που επιβάλλεται με τη βία. Είναι μία ανύψωση του
ανθρώπου συνεχής και συστηματική, που ακολουθεί μία ιεραρχία, που δημιουργεί
σταδιακά τα απαραίτητα όργανα της νέας κοινωνικής ζωής.
Τότε λοιπόν δεν πρόκειται για το σοσιαλισμό;….. Όχι, δεν πρόκειται για το
σοσιαλισμό, με την αμφίβολη έννοια που δίνουν στη λέξη οι φιλισταίοι,
κατασκευαστές τεραστίων σχεδίων. Πρόκειται για την ανθρώπινη κοινωνία που
αναπτύσσεται υπό τον έλεγχο του προλεταριάτου. Όταν αυτό οργανωθεί στην
πλειοψηφία του, η κοινωνική ζωή θα είναι πλουσιότερη σε σοσιαλιστικό περιεχόμενο
απ’ ό,τι είναι τώρα και η πορεία προς το σοσιαλισμό θα εντείνεται και θα
τελειοποιείται, επειδή ο σοσιαλισμός δεν εγκαθιδρύεται μια καθορισμένη στιγμή,
αλλά είναι ένα διαρκές γίγνεσθαι, μία αέναη εξέλιξη υπό καθεστώς ελευθερίας
οργανωμένης και ελεγχόμενης από την πλειοψηφία των πολιτών, ή του
προλεταριάτου.
[Δημοσιεύτηκε στην Τορινέζικη έκδοση της εφημερίδας Avanti!, στις 25 Ιουλίου 1918]
Πηγή πρωτοτύπου:
http://www.liberliber.it/mediateca/libri/g/gramsci/scritti_politici_volume_1/pdf/scritt_
p.pdf
28
ΚΡΑΤΟΣ ΣΗΜΑΙΝΕΙ ΚΥΡΙΑΡΧΙΑ
Στο άρθρο του Γιατί είμαι άνθρωπος της τάξης ο καθηγητής Μπαλμπίνο
Τζιουλιάνο4 έθεσε ένα θέμα τιμιότητας και πολιτικής γαλαντομίας σε εκείνους που
ακόμα «πιστεύουν» στο σοσιαλισμό, στην πάλη των τάξεων, στον οικονομικό
ντετερμινισμό και σε άλλες υλιστικές μεταφυσικές φαντασιώσεις. Ο καθηγητής
Μπαλμπίνο Τζιουλιάνο «πίστεψε» και αυτός κάποτε σε «όλα αυτά τα πράγματα»,
σήμερα όμως δεν τα «πιστεύει» πλέον. Την πεποίθηση και την πίστη του τις έχει
αφιερώσει σε ιδέες και σε έννοιες υψηλότερες και πιο ζωντανές. Επέστρεψε στο
Ματσίνι5 και έχει πεισθεί ότι το κοινωνικό πρόβλημα είναι ουσιαστικά ηθικό
πρόβλημα, πρόβλημα κουλτούρας, πνευματικής παιδείας εν γένει. Καθαίρεσε το
Κομουνιστικό μανιφέστο και στη θέση του έβαλε Τα καθήκοντα του ανθρώπου.
Ο Μπαλμπίνο Τζουλιάνο είναι ουσιαστικά ένας δάσκαλος, κατά συνέπεια
θέλει η προσωπική του εμπειρία να μην πάει χαμένη. Και να που η προσωπική
εμπειρία του Μπαλμπίνο Τζιουλιάνο γίνεται «παγκόσμια σταθερά», θεωρητικά, και
γεννά ένα κανόνα πρακτικής δράσης: νέοι, που από πνευματική τεμπελιά ή από
δικηγορίστικη σοφιστική, «πιστεύετε» ακόμη στο σοσιαλισμό, αναστοχαστείτε,
αφιερώστε την ενέργεια της σκέψης σας στην εσωτερική σας κάθαρση και στη
μελέτη των χειροπιαστών προβλημάτων!
Πιστεύω πως ο Μπαλμπίνο Τζιουλιάνο «πίστεψε» στο σοσιαλισμό, δεν
νομίζω όμως ότι «υπήρξε» σοσιαλιστής. Η πνευματική ιστορία ( ή το πνευματικό
χρονικό) του Μπαλμπίνο Τζιουλιάνο, όπως του Γκαετάνο Σαλβέμινι6, καθώς και
όλων των διανοουμένων που «πίστεψαν» στο σοσιαλισμό, αποτελούν και αυτά μία
στιγμή της ιστορίας της σύγχρονης καπιταλιστικής κοινωνίας: είναι η πονεμένη
ιστορία της μικροαστικής τάξης, αυτής της μεσαίας τάξης που στην Αγγλία και στη
Γαλλία κατέλαβε την κρατική εξουσία, αλλά στην Ιταλία και στη Ρωσία δεν μπόρεσε
να φέρει εις πέρας κανένα συγκεκριμένο καθήκον και υπήρξε επαναστατική μέχρι
του σημείου που η εργατική τάξη, αδύναμη και διαλυμένη, ανήγαγε σε θεωρία τη
διαλεκτική της δικής της, ιδιαίτερης κοινωνικής λειτουργίας και ήταν για τους
διανοούμενους εξωτερικό δεδομένο για να κατασκευάσουν ιδεολογικούς μύθους. Και
επέστρεψε στην «τάξη» μόλις η εργατική τάξη, ενωμένη κοινωνικά, απέκτησε ισχύ
και άρχισε να πραγματοποιεί, με τις δικές της διαδικασίες και μεθόδους, το δικό της
ξεχωριστό γίγνεσθαι, διαλύοντας κάθε διανοουμενίστικα προκατασκευασμένο σχήμα
από τους σπουδαιοφανείς μικροαστούς.
Ο σοσιαλισμός υπήρξε για το Μπαλμπίνο Τζουλιάνο πράξη πίστης σε έναν
φυσικό νόμο που υπερβαίνει το πνεύμα. Ο σοσιαλισμός του, επομένως, δεν ήταν
πράξη ζωής, αλλά καθαρή αντανάκλαση συναισθημάτων, ένας μυστικισμός, όχι μία
πρακτική. Ακόμη και σήμερα δεν έχει ξεπεράσει με κριτικό πνεύμα αυτή τη στιγμή
της σκέψης του. Αυτό που συνέβη εντός του είναι μία απλή μετατόπιση, μία
υποκατάσταση του εμπειρικού περιεχομένου, αλλά η ανωριμότητα δεν έγινε
ωριμότητα παρά τη χρήση και την κατάχρηση της ιδεαλιστικής φρασεολογίας.
4
Balbino Giuliano (1879-1958). Ιταλός πολιτικός, πανεπιστημιακός και ιστορικός. Ενεργό μέλος του
φασιστικού κόμματος έλαβε διάφορα δημόσια αξιώματα την περίοδο του φασισμού (βουλευτής,
γερουσιαστής, πρύτανης) (σ.τ.μ.)
5
Giuseppe Mazzini (1805-1872). Ιταλός πατριώτης, πολιτικός, φιλόσοφος και δημοσιογράφος. Οι
ιδέες και η πολιτική του δραστηριότητα συνέβαλαν σε μεγάλο βαθμό στην ενοποίηση της Ιταλίας και
τη δημιουργία του ιταλικού κράτους (σ.τ.μ.)
6
Gaetano Salvemini (1873-1957). Ιταλός ιστορικός, πολιτικός και σοσιαλιστής αντιφασίστας (σ.τ.μ.).
29
Ο οικονομικός ντετερμινισμός, πριν ακόμα γίνει επιστημονικό θεμέλιο της
οικονομικής και πολιτικής δράσης της εργατικής τάξης, αποτελεί ιστορική
αυτοσυνείδηση της εργατικής τάξης, είναι κανόνας δράσης, είναι ηθική υποχρέωση.
Η θεωρία της ταξικής πάλης μπορεί να λογαριάζεται λιγότερο ζωντανή και λιγότερο
υψιπετής από τη θεωρία του Ματσίνι, αυτή όμως δεν είναι παρά μία αφηρημένη
εκτίμηση, καθαρά διανοουμενίστικη. Στο ιστορικό γίγνεσθαι η θεωρία της ταξικής
πάλης είναι ανώτερη από τη θεωρία του Ματσίνι, όσο η κριτική είναι ανώτερη από το
συναίσθημα, όσο η κριτική βούληση είναι ανώτερη από την παιδιάστικη θέληση, όσο
η ανάγκη, που έγινε συνειδητοποίηση, είναι ανώτερη από την κενή ανθρωπιστική
φρασεολογία, η οποία αυταπατάται όταν νομίζει ότι αρκεί να βάλεις έναν υψηλό
στόχο για να είναι αυτός ηθικός και ανώτερος.
Ο Μπαλμπίνο Τζουλιάνο είναι ένας λάτρης του αφηρημένου, δεν είναι
ρεαλιστής, είναι ένας καθολικός, όχι ένας ιδεαλιστής.
Παροτρύνει τους νέους στη μελέτη των «συγκεκριμένων προβλημάτων» και
υποστηρίζει πως το κοινωνικό πρόβλημα είναι ηθικό πρόβλημα, πρόβλημα
πνευματικής παιδείας.
Τα «συγκεκριμένα προβλήματά» του όμως είναι απλώς προβλήματα
εμπειρικής πολιτικής. Το συγκεκριμένο δεν είναι άλλο από εμπειρικός περιορισμός
στο χρόνο και στο χώρο, καθαρή υλιστική ορολογία, που, ιδωμένη στο επίπεδο της
τέχνης, θα μας οδηγούσε πάλι στις θεωρίες περί λογοτεχνικών ειδών και στην
αισθητική του περιεχομένου.
Συγκεκριμένο σημαίνει οργάνωση και η οργάνωση των κοινωνικών
προβλημάτων ξαναβρίσκεται μέσα στην πολιτική, η οποία είναι η δημιουργική πράξη
του πρακτικού πνεύματος. Η ατομική «γνώση» και «βούληση» πρέπει να
υλοποιηθούν σε «εξουσία», εάν έχουν κάποιο συγκεκριμένο σκοπό, εάν θέλουν να
είναι «γαλαντομία» και «τιμιότητα».
Το πρόβλημα το συγκεκριμένο δεν λύνεται παρά μόνο μέσα στα πλαίσια του
Κράτους και κατά συνέπεια δεν μπορεί να είμαστε «συγκεκριμένοι» χωρίς μία γενική
αντίληψη της ουσίας και των ορίων του Κράτους. Και δεδομένου ότι το Κράτος
αποτελεί κυριαρχία οργανωμένη σε εξουσία δεν μπορεί να είμαστε συγκεκριμένοι
χωρίς μία γενική αντίληψη της έννοιας της κυριαρχίας, χωρίς μία προσαρμογή της
ατομικής μας δράσης προς τη γενική δράση που ενεργεί μέσω της κυριαρχίας και
εκφράζεται μέσω όλου του σύνθετου μηχανισμού της δημόσιας διοίκησης.
Ο Τζουλιάνο δεν είναι ιδεαλιστής, είναι ένας θετικιστής αγγλικού τύπου με
φτιασίδια ιδεαλιστικής φρασεολογίας. Σαν καλός πουριτανός βλέπει το κοινωνικό
πρόβλημα ως ηθικό πρόβλημα, ως εσωτερική κάθαρση η οποία πρέπει να επιτευχθεί
μέσω της κουλτούρας και της ατομικής παιδείας. Το κοινωνικό πρόβλημα δεν είναι
πλέον για τον Τζουλιάνο ένα ιστορικό θέμα, μία αναγκαία στιγμή της σταδιακής
εξέλιξης της ανθρώπινης κοινωνίας, που πρέπει να ξεπεραστεί ιστορικά, ενισχύοντας
με υλική και πνευματική δύναμη την εργατική τάξη που θα βάλει στη βάση της
κυριαρχίας και του Κράτους τη διαδικασία παραγωγής αγαθών, μέσω της οποίας όλοι
οι άνθρωποι θα αποκτήσουν πνευματική ευγένεια και θα υποκαταστήσουν, με αυτό
τον τρόπο, την εμπειρία της δημοκρατικής «πλειοψηφίας» που οργανώνεται μέσω της
βίας και της δημαγωγικής απάτης. Για τον Τζουλιάνο, αντίθετα, το κοινωνικό
πρόβλημα μετατρέπεται πάλι σε πρόβλημα του κακού, όπως το αντιλαμβάνονται οι
καθολικοί και όπως το αντιλαμβάνονται οι επίγονοι του εγκυκλοπαιδικού
διαφωτισμού, οι οποίοι έχουν θρονιαστεί μέσα στα δημόσια πανεπιστήμια. Τιθέμενο
κατ’ αυτό τον τρόπο, το πρόβλημα για έναν ιδεαλιστή είναι μία φρασεολογική
κενότητα και είναι άλυτο «πολιτικά»· είναι μια αστεία μεταμφίεση του χριστιανικού
30
πνεύματος· είναι μία κακή πράξη· είναι απαρχή κοινωνικής διαστροφής και ατομικού
σκεπτικισμού, είναι η διακοπή της ιστορικής ζωής για χάρη ενός ασκητισμού του
οποίου τα κοινόβια βρίσκονται μέσα στις βιβλιοθήκες και το τυπικό του στις
ρητορικές κονταρομαχίες και στις πολεμικές των δημοσιεύσεων.
Εάν ο Τζιουλιάνο δεν είχε «πιστέψει» στο σοσιαλισμό, αλλά ήταν όντως
σοσιαλιστής, εάν η ανωριμότητα της αντίληψής του ως διανοουμένου γινόταν
ωριμότητα μέσα από την δημιουργική πράξη της θεωρητικής συνειδητοποίησης και
της πρακτικής εφαρμογής, άλλα προβλήματα συγκεκριμένα θα είχε προτείνει για
στοχασμό και για λύση-δράση.
Η θεωρία του ιστορικού υλισμού έχει τα δικά της συγκεκριμένα παιδευτικά
και πνευματικά προβλήματα και οι διανοούμενοι του σοσιαλισμού έχουν άμεσα
καθήκοντα, όταν μεταφέρουν στην πράξη το φιλοσοφικό στοχασμό. Στα καθήκοντα
αυτά όμως ο Τζουλιάνο δεν ανταποκρίθηκε και αυτή την έλλειψη ανταπόκρισής του
τη δικαιολογεί με την αποτυχία των θεωριών.
Η θεωρία του ιστορικού υλισμού είναι η κριτική οργάνωση της γνώσης για τις
ιστορικές αναγκαιότητες που καθορίζουν τη διεργασία ανάπτυξης της ανθρώπινης
κοινωνίας. Δεν είναι η επιβεβαίωση ενός φυσικού νόμου, που εξελίσσεται
«απολύτως» υπερβαίνοντας το ανθρώπινο πνεύμα. Είναι αυτοσυνείδηση, ερέθισμα
προς δράση, όχι φυσική επιστήμη που εξαντλεί τους σκοπούς της στην εκμάθηση της
αλήθειας. Εάν η ιστορική «αναγκαιότητα» υπερβαίνει τη βούληση του ατόμου
θεωρούμενου ως καθαρού λόγου, ως εμπειρικού κυττάρου της κοινωνίας, τότε είναι
έμμονη σε κάθε άτομο, συγκεκριμένη στιγμή του καθολικού πνεύματος που
πραγματώνει τον ουσιώδη νόμο της ανάπτυξης: είναι επομένως «πράξη», συνεχής
υπέρβαση, συνεχής προσαρμογή του εμπειρικού ατόμου στην πνευματική
καθολικότητα.
Ο Τζουλιάνο δεν υπήρξε «πιστός» στο καθολικό πνεύμα, αυτός που, σαν
σοσιαλιστής, είχε το παιδευτικό καθήκον να εναρμονίσει τους εργάτες και τους
αγρότες με τις καθολικές ιστορικές αναγκαιότητες, όπως αυτές
συγκεκριμενοποιούνται και ορίζονται μέσα στα πλαίσια της ιστορικής λειτουργίας
της εργατικής τάξης. Σ’ αυτή την περίπτωση τα συγκεκριμένα προβλήματα θα ήταν
για εκείνον η διαπαιδαγώγηση της εργατικής τάξης στην συγκεκριμένη άσκηση της
κυριαρχίας της εργασίας, στην εγκαθίδρυση ενός νέου Κράτους που θα ρυθμίζει τη
δράση του με βάση την παραγωγική διαδικασία και το δυναμισμό της εργασίας, που
θα πάρει τη θέση του καπιταλιστικού Κράτους, το οποίο εξαρτάται από την ατομική
ιδιοκτησία των μέσων παραγωγής και ανταλλαγής και λατρεύει το χρυσό μόσχο, τον
τερατώδη Μολώχ που ζητά ανθρωποθυσίες προκειμένου ν’ αλλάξει χέρια η ατομική
ιδιοκτησία σε ατομικό και σε εθνικό επίπεδο.
Ο πόλεμος κατέστρεψε και στέρεψε τις πηγές πλούτου και προκάλεσε τρόμο
στους ανθρώπους με την προοπτική καταδίκης της μισής ανθρωπότητας σε θάνατο
από την πείνα και την ανέχεια, αφού είναι ανίκανο το ατομικιστικό καθεστώς του
ελεύθερου ανταγωνισμού να αναστηλώσει τα ερείπια και να δώσει νέες προοπτικές
στη ζωή των ανθρώπων. Σήμερα, υπό καθεστώς πλήρους κοινωνικής καταστροφής,
όταν το παν έχει διαλυθεί και κάθε αυταρχική ιεραρχία έχει ανατραπεί ανεπιστρεπτί,
το συγκεκριμένο πρόβλημα είναι να βοηθηθεί η εργατική τάξη να πάρει την πολιτική
εξουσία στα χέρια της, να μελετηθούν και να εξευρεθούν τα κατάλληλα μέσα έτσι
που η μεταβίβαση της κρατικής εξουσίας να πραγματοποιηθεί όσο γίνεται πιο
αναίμακτα και το νέο κομουνιστικό Κράτος να εγκαθιδρυθεί παντού, ύστερα από μια
σύντομη περίοδο επαναστατικής τρομοκρατίας.
31
Αυτό όμως το συγκεκριμένο διαφεύγει από τους διαφωτιστές της αφηρημένης
νόησης νοήσεως (ragione ragionante). Αυτοί, οι εμβριθείς μελετητές των
συγκεκριμένων προβλημάτων, θεωρούν τον μπολσεβικισμό ένα «ρωσικό»
φαινόμενο*, έχουν δολοφονήσει τον άνθρωπο χάριν της έννοιας, έχουν δολοφονήσει
το Κράτος χάριν του «προβλήματος» και της «τάξης» και στα πλαίσια της διεργασίας
εξαθλίωσης της ιστορικής συνείδησης μπορεί να καταλήξουν ταυτόσημοι με κάποιον
αντιπρόσωπο της δημόσιας τάξης.
* Στο προηγούμενο τεύχος του περιοδικού Energie Nove δημοσιεύτηκε ένα άρθρο
του Π. Μπαλάριο σχετικά με τον μπολσεβικισμό. Ένας Ιταλός αξιωματικός,
επιστρέφοντας από τη Μόσχα πριν λίγους μήνες, αφηγείται πως το Σοβιέτ της
Μόσχας σε κάθε σύνοδό του ζητά να του μεταφράσουν τις κρίσεις και τις εντυπώσεις
των λατινικών και αγγλοσαξονικών χωρών σχετικά με τον μπολσεβικισμό και τα
Σοβιέτ. Ο Ιταλός αξιωματικός ένιωσε προσβεβλημένος από τα γέλια των εργατών-
εκπροσώπων που προκλήθηκαν εξ αιτίας των ηλιθιοτήτων που τα ευρωπαϊκά έντυπα
γράφουν σχετικά με την πολιτική και οικονομική τους δραστηριότητα. Προσβλήθηκε
και αποκαρδιώθηκε, επειδή ο πόλεμος, φορέας στη Ρωσία μιας τάξης πραγμάτων, η
οποία συμπίπτει με την συνείδηση και τη θέληση όλης της ρωσικής κοινωνίας, και η
οποία τάξη αναπτύσσεται κατά ένα αιώνα κάθε χρόνο, αφού εξαρτάται από την καλή
θέληση των ανθρώπων μόνο, ο ίδιος πόλεμος, λοιπόν, στις χώρες μας δεν συνέβαλε
παρά μόνο στον πολλαπλασιασμό της ήδη πολυπληθούς ράτσας των ηλιθίων, που
μπερδεύουν τη ζωή και τη σκέψη με την τέχνη να κάνουν περιφρονητικούς
μορφασμούς.
[Δημοσιεύτηκε το Φεβρουάριο του 1919 στο περιοδικό Energie Nove που ίδρυσε και
διηύθυνε ο αντιφασίστας φιλελεύθερος πολιτικός και δημοσιογράφος Πιέρο Γκομπέτι
(1901-1926).]
32
ΕΡΓΑΤΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ
34
συμβούλια ενώνονται σε κομισαριάτα πόλης, που ελέγχονται και πειθαρχούν στο
Σοσιαλιστικό Κόμμα και στις επαγγελματικές ομοσπονδίες.
Ένα τέτοιο σύστημα εργατικής δημοκρατίας (συμπληρωμένο με αντίστοιχες
οργανώσεις των αγροτών) θα έδινε μορφή και πειθαρχία στις μάζες, θα ήταν ένα
υπέροχο σχολείο πολιτικής και διοικητικής εμπειρίας, θα ενέτασσε τις μάζες μέχρι
τον τελευταίο άνθρωπο, εθίζοντάς τες στην επιμονή και στη σταθερότητα, εθίζοντάς
τες στο να θεωρούν τον ίδιο τους τον εαυτό ως στρατό στο πεδίο της μάχης, που
χρειάζεται συνοχή εάν δεν θέλει να καταστραφεί και να υποδουλωθεί. Κάθε
εργοστάσιο θα σχημάτιζε ένα ή περισσότερα συντάγματα από αυτό το στρατό, με
τους δεκανείς του, με τις διαβιβάσεις του, με τους αξιωματικούς του, με το επιτελείο
του, με τους αντιπροσώπους του εκλεγμένους ελεύθερα και όχι διορισμένους άνωθεν.
Μέσω των συνελεύσεων, που θα πραγματοποιούνται σε κάθε εργοστάσιο, με τη
συνεχή δράση της προπαγάνδας και της πειθούς εκ μέρους των πιο
συνειδητοποιημένων στοιχείων, θα επιτευχθεί ένας ριζικός μετασχηματισμός της
εργατικής ψυχολογίας, θα προετοιμαστεί η μάζα καλύτερα και θα καταστεί ικανή να
ασκήσει εξουσία, θα διαμορφωθεί μία συνείδηση δικαιωμάτων και υποχρεώσεων του
συντρόφου και του εργαζόμενου, συγκεκριμένη και αποτελεσματική επειδή θα έχει
προκύψει αυθόρμητα από την τη ζωντανή και ιστορική εμπειρία.
Έχουμε ήδη πει ότι οι σύντομες αυτές σημειώσεις προτείνονται μόνο ως
έναυσμα για σκέψη και για προτροπή προς δράση. Κάθε όψη του προβλήματος θα
χρειαζόταν μια πλατιά και σε βάθος επεξεργασία, διαλεύκανση και συντονισμένη και
υποβοηθητική συμπλήρωση. Όμως η συγκεκριμένη και ολοκληρωμένη λύση των
προβλημάτων της σοσιαλιστικής ζωής μπορεί να δοθεί μόνο μέσα από την
κομουνιστική πρακτική: τη συζήτηση από κοινού, που αλλάζει με ευχάριστο τρόπο
τις συνειδήσεις ενώνοντάς τες και γεμίζοντάς τες με δρώντα ενθουσιασμό. Το να λες
την αλήθεια, το να φτάνεις μαζί με τους άλλους στην αλήθεια σημαίνει ότι έχεις
επιτελέσει μία κομουνιστική και επαναστατική πράξη.
Η φόρμουλα «δικτατορία του προλεταριάτου» πρέπει να πάψει να είναι μόνο
μία φόρμουλα, ένας τρόπος επίδειξης επαναστατικής φρασεολογίας. Όποιος επιθυμεί
το σκοπό πρέπει να επιθυμεί και τα μέσα. Η δικτατορία του προλεταριάτου είναι η
εγκαθίδρυση ενός νέου τύπου Κράτους, τυπικά προλεταριακού, στο οποίο
συναντιούνται οι θεσμικές εμπειρίες της καταπιεσμένης τάξης, στο οποίο η κοινωνική
ζωή της εργατικής και αγροτικής τάξης γίνεται σύστημα διαδεδομένο και ισχυρά
οργανωμένο.
Στο Κράτος αυτό δε χωρούν αυτοσχεδιασμοί. Οι Ρώσοι μπολσεβίκοι
κομουνιστές επί οχτώ μήνες δουλεύουν για να διαδώσουν και να υλοποιήσουν το
σύνθημα «όλη η εξουσία στα Σοβιέτ» και τα Σοβιέτ αυτά ήταν γνωστά στους Ρώσους
εργάτες από το 1905 ακόμη. Οι κομουνιστές πρέπει να αξιοποιήσουν τη ρωσική
εμπειρία και να εξοικονομήσουν χρόνο και δουλειά. Η δράση για την ανασυγκρότηση
θα απαιτήσει από μόνη της πολύ χρόνο και πολλή δουλειά και γι’ αυτό κάθε μέρα και
κάθε ενέργεια θα πρέπει να είναι διαθέσιμες για αυτό το σκοπό.
35
Η ΚΑΤΑΚΤΗΣΗ ΤΟΥ ΚΡΑΤΟΥΣ
36
Μερικές τάσεις του σοσιαλιστικού και προλεταριακού κινήματος είχαν θέσει
φανερά ως βασικό θέμα της επανάστασης την επαγγελματική οργάνωση των εργατών
και επάνω σ’ αυτή τη βάση στήριζαν την προπαγάνδα τους και τη δράση τους. Το
συνδικαλιστικό κίνημα φάνηκε προς στιγμήν να είναι ο πραγματικός εκφραστής του
μαρξισμού, πραγματικός εκφραστής της αλήθειας.
Το λάθος του συνδικαλισμού έγκειται στο ότι δέχτηκε ως μόνιμο γεγονός, ως
διαρκή τύπο εργατικής ένωσης το επαγγελματικό συνδικάτο με την παρούσα μορφή
και τις λειτουργίες του, που επιβλήθηκαν και δεν προτάθηκαν, και κατά συνέπεια δεν
μπορούν να έχουν μία σταθερή και προβλέψιμη γραμμή ανάπτυξης. Ο
συνδικαλισμός, που εμφανίστηκε ως η αρχή μιας φιλελεύθερης, «αυθόρμητης»
παράδοσης, υπήρξε στην πραγματικότητα μία από τις τόσες μεταμφιέσεις του
ιακωβίνικου και αφηρημένου πνεύματος.
Από εδώ προκύπτουν και τα λάθη του συνδικαλιστικού ρεύματος, που δεν
κατάφερε να πάρει τη θέση του Σοσιαλιστικού Κόμματος σε ό, τι αφορά το καθήκον
της επαναστατικής διαπαιδαγώγησης της εργατικής τάξης. Οι εργάτες και οι αγρότες
καταλαβαίνουν ότι όσο η τάξη των ιδιοκτητών και το δημοκρατικο-κοινοβουλευτικό
Κράτος υπαγορεύουν τους νόμους της ιστορίας, κάθε απόπειρα εξόδου από τη
σφαίρα αυτών των νόμων είναι μάταιη και γελοία. Είναι βέβαιο ότι στο γενικό
σχήμα, όπως το αντιλαμβάνεται η βιομηχανική κοινωνία, κάθε άνθρωπος μπορεί να
συμμετέχει ενεργά στη ζωή και να τροποποιεί το περιβάλλον μόνο εφόσον δρα ως
άτομο πολίτης, μέλος του δημοκρατικο-κοινοβουλευτικού Κράτους. Η φιλελεύθερη
εμπειρία δεν είναι άνευ σημασίας και δεν μπορεί να ξεπεραστεί παρά μόνο αφού
δοκιμαστεί. Η απολιτική στάση των απολιτικών δεν ήταν άλλο παρά ένας εκφυλισμός
της πολιτικής: το να αρνείσαι και να πολεμάς το Κράτος είναι πολιτική πράξη το ίδιο
όπως το να είσαι ενταγμένος μέσα στη γενική ιστορική δραστηριότητα που απαντάται
μέσα στο Κοινοβούλιο και στους Δήμους, που είναι λαϊκοί θεσμοί του Κράτους.
Ποικίλει η ποιότητα της πολιτικής πράξης: οι συνδικαλιστές δούλευαν εκτός
πραγματικότητας και κατά συνέπεια η πολιτική τους ήταν βασικά λαθεμένη· οι
κοινοβουλευτικοί σοσιαλιστές δούλευαν στο εσωτερικό των πραγμάτων, μπορούσαν
να σφάλουν (έκαναν πολλά και σημαντικά σφάλματα) αλλά δεν έκαναν λάθος από τη
σκοπιά της δράσης τους και γι’ αυτό θριάμβευσαν στο «συναγωνισμό»· οι μεγάλες
μάζες, εκείνες που με την επέμβασή τους αλλάζουν αντικειμενικά τις κοινωνικές
σχέσεις, οργανώθηκαν γύρω από το Σοσιαλιστικό Κόμμα. Παρ’ όλα τα λάθη και τις
παραλείψεις, το Κόμμα κατόρθωσε, σε τελευταία ανάλυση, να φέρει εις πέρας την
αποστολή του: να δώσει κάποια υπόσταση στο προλεταριάτο που πριν ήταν ένα
τίποτα, να του δώσει μία αυτοσυνείδηση, να δώσει στο κίνημα απελευθέρωσης ένα
νόημα ευθύ και ζωτικό που αντιστοιχούσε, στις γενικές του γραμμές, στη διεργασία
ιστορικής ανάπτυξης της ανθρώπινης κοινωνίας.
Το σημαντικότερο λάθος του σοσιαλιστικού κινήματος ήταν της ίδια φύσης
με εκείνο των συνδικαλιστών. Παίρνοντας μέρος στη γενική δράση της ανθρώπινης
κοινωνίας μέσα στο Κράτος, οι σοσιαλιστές ξέχασαν ότι η θέση τους έπρεπε να
συνεχίσει να είναι εκείνη της κριτικής στάσης, της αντίθεσης. Αφέθηκαν να
απορροφηθούν από την πραγματικότητα, δεν κυριάρχησαν επάνω σ’ αυτήν.
Οι μαρξιστές κομουνιστές πρέπει να χαρακτηρίζονται από μία ψυχολογία που
θα μπορούσαμε να την αποκαλέσουμε «μαιευτική». Δεν πρέπει να αφεθούν στην
πορεία των γεγονότων που καθορίζονται από τους νόμους του αστικού
ανταγωνισμού, αλλά να τηρήσουν κριτική αναμονή. Η ιστορία είναι ένα συνεχές
γίγνεσθαι, κατά συνέπεια είναι ουσιαστικά απρόβλεπτη. Αυτό όμως δε σημαίνει πως
«όλα» είναι απρόβλεπτα στο γίγνεσθαι της ιστορίας, πως, δηλαδή, η ιστορία είναι το
37
βασίλειο της αυθαιρεσίας και της ανεύθυνης ιδιοτροπίας. Η ιστορία είναι ταυτόχρονα
ελευθερία και αναγκαιότητα. Οι θεσμοί, στην ανάπτυξη και στη δράση των οποίων η
ιστορία παίρνει σάρκα και οστά, αναφύονται και διατηρούνται επειδή έχουν ένα
σκοπό και μία αποστολή να πραγματοποιήσουν. Αναφύονται και αναπτύσσονται
καθορισμένες αντικειμενικές συνθήκες παραγωγής υλικών αγαθών και πνευματικής
επίγνωσης των ανθρώπων. Εάν αυτές οι αντικειμενικές συνθήκες, που χάρη στη
μηχανική τους φύση είναι μετρήσιμες σχεδόν με μαθηματικό τρόπο, αλλάζουν,
αλλάζει και το σύνολο των σχέσεων που ρυθμίζουν και διαπλάθουν την ανθρώπινη
κοινωνία, αλλάζει ο βαθμός συνειδητοποίησης των ανθρώπων. Η κοινωνική
διαμόρφωση μετασχηματίζεται, οι παραδοσιακοί θεσμοί φτωχαίνουν, γίνονται
ακατάλληλοι για την αποστολή τους, περιττοί και εμπόδια. Εάν κατά τη διάρκεια του
ιστορικού γίγνεσθαι η διάνοια ήταν ανίκανη να συλλάβει έναν ρυθμό, να βάλει
εμπρός μια διαδικασία, η πολιτισμική ζωή θα ήταν αδύνατη. Η πολιτική ιδιοφυΐα
αναγνωρίζεται ακριβώς από αυτή την ικανότητα, της κατοχής, δηλαδή, του
μεγαλύτερου κατά το δυνατόν αριθμού συγκεκριμένων αναγκαίων και επαρκών όρων
για τον καθορισμό μιας διεργασίας ανάπτυξης και της ικανότητας, κατά συνέπεια, να
διαβλέπει το εγγύς και το απώτερο μέλλον και με βάση τη διαίσθηση αυτή να
σχεδιάζει τη λειτουργία ενός Κράτους, να διακινδυνεύει την τύχη ενός λαού. Υπ’
αυτή την έννοια ο Καρλ Μαρξ υπήρξε μακράν ο μεγαλύτερος από τις σύγχρονες
πολιτικές διάνοιες.
Οι σοσιαλιστές έχουν αποδεχτεί, συχνά παθητικά, την ιστορική
πραγματικότητα ως προϊόν της καπιταλιστικής πρωτοβουλίας. Έπεσαν στο λάθος
ψυχολογίας των φιλελεύθερων οικονομολόγων: πίστη στην αιωνιότητα των θεσμών
του δημοκρατικού Κράτους, στη θεμελιακή τους τελειότητα. Κατά τη γνώμη τους ο
τύπος των δημοκρατικών θεσμών μπορεί να διορθωθεί με μικροεπεμβάσεις εδώ κι
εκεί, αλλά βασικά πρέπει να είναι σεβαστός. Ένα παράδειγμα αυτής της στενόμυαλα
ματαιόδοξης ψυχολογίας έδωσε ο Φιλίπο Τουράτι με την αυστηρή του κριτική,
σύμφωνα με την οποία το κοινοβούλιο σε σχέση με το Σοβιέτ είναι σαν την πόλη σε
σχέση με τη βαρβαρική ορδή.
Από αυτή τη λαθεμένη αντίληψη για το ιστορικό γίγνεσθαι, από την
πολύχρονη πρακτική του συμβιβασμού και από μια τακτική «ανόητα»
κοινοβουλευτική, γεννιέται η σημερινή φόρμουλα «κατάκτησης του Κράτους».
Είμαστε πεπεισμένοι, μετά τις επαναστατικές εμπειρίες της Ρωσίας, της
Ουγγαρίας και της Γερμανίας, ότι το σοσιαλιστικό Κράτος δεν μπορεί να υλοποιηθεί
μέσα στα θεσμικά πλαίσια του καπιταλιστικού Κράτους, γιατί είναι ένα βασικά
καινούριο δημιούργημα σε σχέση προς αυτά, εάν όχι σε σχέση προς την ιστορία του
προλεταριάτου. Οι θεσμοί του καπιταλιστικού Κράτους είναι έτσι οργανωμένοι ώστε
ν’ ανταποκρίνονται στους σκοπούς του ελεύθερου ανταγωνισμού. Δεν είναι αρκετό ν’
αλλάξουμε τα άτομα για να οδηγήσουμε προς άλλη κατεύθυνση τη δράση τους. Το
σοσιαλιστικό Κράτος δεν είναι ακόμη ο κομουνισμός, η εγκαθίδρυση, δηλαδή, μιας
οικονομικής πρακτικής και ενός ήθους που να βασίζονται στην αλληλεγγύη·
πρόκειται για Κράτος μεταβατικό που ο προορισμός του είναι να εξαφανίσει τον
ανταγωνισμό μέσω της εξαφάνισης της ατομικής ιδιοκτησίας, των τάξεων, των
εθνικών οικονομιών και αυτό δεν μπορεί να επιτευχθεί από την κοινοβουλευτική
δημοκρατία. Η φόρμουλα «κατάκτηση του Κράτους» πρέπει να νοηθεί με την εξής
έννοια: δημιουργία ενός νέου τύπου Κράτους, που θα το γεννήσει η ενωτική εμπειρία
της προλεταριακής τάξης, και αντικατάσταση του δημοκρατικο-κοινοβουλευτικού
Κράτους από αυτό.
38
Κι στο σημείο αυτό επιστρέφουμε στην αφετηρία. Είπαμε ότι τα θεσμικά
όργανα του σοσιαλιστικού και προλεταριακού κινήματος της περιόδου που
προηγήθηκε του παρόντος δεν αναπτύχθηκαν αυτόνομα, αλλά ως αποτέλεσμα της
γενικής διαμόρφωσης της ανθρώπινης κοινωνίας, κυριαρχούμενης από τους
υπέρτατους νόμους του καπιταλισμού. Ο πόλεμος ανέτρεψε τη στρατηγική
κατάσταση της ταξικής πάλης. Οι καπιταλιστές έχασαν τα πρωτεία, η ελευθερία τους
περιορίστηκε, η ισχύς τους εκμηδενίστηκε. Η καπιταλιστική συγκέντρωση έφτασε
στο μέγιστο επιτρεπτό σ’ αυτήν σημείο, πραγματοποιώντας το παγκόσμιο μονοπώλιο
της παραγωγής και των ανταλλαγών. Η αντίστοιχη συγκέντρωση των εργατικών
μαζών έδωσε μία πρωτόγνωρη ισχύ στην προλεταριακή επαναστατική τάξη.
Τα παραδοσιακά θεσμικά όργανα του κινήματος έγιναν ανίκανα να
περιλάβουν τόσο δυναμισμό επαναστατικής ζωής. Η ίδια τους η μορφή είναι
ανεπαρκής για την πειθάρχηση των δυνάμεων που εισέδυσαν στην ιστορική
συνειδητή διεργασία. Αυτά τα θεσμικά όργανα δεν είναι νεκρά, είναι δημιουργήματα
του ελεύθερου ανταγωνισμού, πρέπει να συνεχίσουν να υπάρχουν μέχρι την
κατάργηση κάθε υπολείμματος ανταγωνισμού, μέχρι την πλήρη κατάργηση των
τάξεων και των κομμάτων, μέχρι τη συγχώνευση των εθνικών προλεταριακών
δικτατοριών στην Κομουνιστική Διεθνή. Πλάι σ’ αυτά όμως πρέπει να ξεφυτρώσουν
και να αναπτυχθούν θεσμικά όργανα νέου τύπου, κρατικού τύπου, που θα
υποκαταστήσουν ακριβώς τα ιδιωτικά και τα δημόσια θεσμικά όργανα του
δημοκρατικο-κοινοβουλευτικού Κράτους. Θεσμικά όργανα που να υποκαταστήσουν
το πρόσωπο του καπιταλιστή στις διοικητικές λειτουργίες και στη βιομηχανική ισχύ
και να υλοποιήσουν την αυτονομία του παραγωγού μέσα στο εργοστάσιο, θεσμικά
όργανα ικανά να αναλάβουν τη διευθυντική εξουσία όλων των λειτουργιών των
συναφών με το περίπλοκο σύστημα των σχέσεων παραγωγής και ανταλλαγής, που να
συνδέουν τα τμήματα ενός εργοστασίου μεταξύ τους, αποτελώντας τη στοιχειώδη
οικονομική μονάδα, που να συνδέουν τις διάφορες δραστηριότητες της αγροτικής
βιομηχανίας, θεσμικά όργανα, μα άλλα λόγια, τα οποία μέσω οριζοντίων και
καθέτων επιπέδων θα πρέπει να οικοδομήσουν το αρμονικό κτίριο της εθνικής και
διεθνούς οικονομίας, απελευθερωμένο από την περιττή και παρασιτική τυραννία των
ατομικών ιδιοκτητών.
Ποτέ έως τώρα η ώθηση και ο επαναστατικός ενθουσιασμός δεν υπήρξαν πιο
έντονοι στο προλεταριάτο της Δυτικής Ευρώπης. Έχουμε τη γνώμη όμως πως στη
διαυγή και ακριβή συνειδητοποίηση του σκοπού δεν αντιστοιχεί μία συνειδητοποίηση
το ίδιο διαυγής και ακριβής σε ό, τι αφορά τα κατάλληλα μέσα, την παρούσα στιγμή,
για την επίτευξη του σκοπού. Τώρα πια έχει ριζώσει μέσα στις μάζες η πεποίθηση ότι
το προλεταριακό Κράτος παίρνει σάρκα και οστά σε ένα σύστημα Συμβουλίων των
εργατών, αγροτών και στρατιωτών. Δεν έχει ακόμη σχηματιστεί μία αντίληψη
τακτικής που να εξασφαλίζει αντικειμενικά τη δημιουργία αυτού του Κράτους. Γι’
αυτό είναι αναγκαίο να δημιουργηθεί από τώρα ένα δίκτυο προλεταριακών θεσμικών
οργάνων, ριζωμένων μέσα στη συνείδηση των μεγάλων μαζών, ένα δίκτυο που θα
έχει εξασφαλίσει την πειθαρχία και τη διαρκή πίστη των μεγάλων μαζών μέσα στις
οποίες η τάξη των εργατών και των αγροτών, στο σύνολό της, θα πάρει μία μορφή
πλούσια σε δυναμισμό και δυνατότητα ανάπτυξης. Είναι βέβαιο ότι εάν σήμερα, με
τις παρούσες συνθήκες προλεταριακής οργάνωσης, πραγματοποιούνταν ένα κίνημα
μαζών με επαναστατικά χαρακτηριστικά, τα αποτελέσματα θα παγιώνονταν σε μία
καθαρά τυπική διόρθωση του δημοκρατικού Κράτους, θα κατέληγαν σε μία αύξηση
της ισχύος της Βουλής (μέσω μιας συντακτικής συνέλευσης) και στην αναρρίχηση
στην εξουσία των κατεργάρηδων αντικομουνιστών σοσιαλιστών. Η γερμανική και
39
αυστριακή εμπειρία πρέπει να μας διδάξει κάτι. Οι δυνάμεις του δημοκρατικού
Κράτους και της καπιταλιστικής τάξης είναι ακόμη τεράστιες. Δεν πρέπει να
αποκρύπτεται το γεγονός ότι ο καπιταλισμός αντέχει κυρίως εξ αιτίας των
συκοφαντών του και των λακέδων του και ο σπόρος αυτής της φάρας δεν έχει φυσικά
εξαφανιστεί.
Η δημιουργία του προλεταριακού Κράτους δεν είναι, τελικά, μια πράξη
θαυματουργή. Είναι και αυτή ένα γίγνεσθαι, είναι μία διεργασία ανάπτυξης.
Προϋποθέτει μία προπαρασκευαστική εργασία συστηματοποίησης και προπαγάνδας.
Πρέπει να δοθεί μεγαλύτερη ανάπτυξη και μεγαλύτερες εξουσίες στα εργοστασιακά
προλεταριακά θεσμικά όργανα που ήδη υπάρχουν, να δημιουργηθούν παρόμοια στα
χωριά, να επιδιωχθεί οι άνθρωποι που τα απαρτίζουν να είναι κομουνιστές
συνειδητοποιημένοι ως προς την επαναστατική αποστολή που το θεσμικό όργανο
πρέπει να αναλάβει. Διαφορετικά όλος ο ενθουσιασμός μας, όλη η πίστη των
εργαζομένων μαζών δεν θα κατορθώσουν να εμποδίσουν την επανάσταση να
μετατραπεί, με άθλιο τρόπο, σε ένα νέο Κοινοβούλιο απατεώνων, επιπόλαιων και
ανεύθυνων, οπότε νέες και φοβερότερες θυσίες θα απαιτηθούν για τον ερχομό του
Κράτους των προλεταρίων.
Πηγή πρωτοτύπου:
http://www.liberliber.it/mediateca/libri/g/gramsci/scritti_politici_volume_1/pdf/scritt
_p.pdf
40
ΣΥΝΔΙΚΑΤΑ ΚΑΙ ΕΡΓΟΣΤΑΣΙΑΚΑ ΣΥΜΒΟΥΛΙΑ
42
λειτουργία να επιτελέσει. Και ο πλέον αδαής και ο πλέον καθυστερημένος εργάτης,
και ο πιο ματαιόδοξος, αλλά και ο πιο «πολιτισμένος» μηχανικός πείθονται στο τέλος
γι’ αυτή την αλήθεια μέσα από την εμπειρία της οργάνωσης του εργοστασίου. Τελικά
όλοι καταλήγουν στο να αποκτήσουν μία κομουνιστική συνείδηση μέσω της οποίας
θα κατανοήσουν το μεγάλο βήμα εμπρός που αντιπροσωπεύει η κομουνιστική
οικονομία σε σχέση με την καπιταλιστική οικονομία. Το Συμβούλιο είναι το
καταλληλότερο όργανο αμοιβαίας διαπαιδαγώγησης και ανάπτυξης του νέου
κοινωνικού πνεύματος που το προλεταριάτο μπόρεσε να εκφράσει ως αποτέλεσμα
της ζωντανής και γόνιμης εμπειρίας της εργασιακής κοινότητας. Η εργατική
αλληλεγγύη, που μέσα στο συνδικάτο αναπτύσσεται στα πλαίσια της πάλης ενάντια
στον καπιταλισμό, των βασάνων και των θυσιών, μέσα στο Συμβούλιο είναι θετική,
είναι διαρκής, υλοποιείται ακόμη και στις πιο αμελητέες στιγμές της βιομηχανικής
παραγωγής, αποτελεί το περιεχόμενο μιας συνείδησης ικανοποιημένης γιατί είναι ένα
σύνολο οργανικό, ένα ομοιογενές και συμπαγές σύστημα, το οποίο εργάζεται
αποτελεσματικά, παράγει κοινωνικό πλούτο έξω από συμφέροντα κι έτσι
επιβεβαιώνει την κυριαρχία του και πραγματώνει την εξουσία του και την ελευθερία
του, δημιουργό της ιστορίας.
Η ύπαρξη μιας οργάνωσης, που στα πλαίσιά της θα τοποθετείται η εργατική
τάξη, στην ομογενοποίησή της ως παραγωγική τάξη, και η οποία θα καθιστά δυνατή
μιαν αυθόρμητη και ελεύθερη ανάπτυξη άξιων και ικανών ιεραρχιών και
ατομικοτήτων, θα έχει σημαντικές και θεμελιώδεις αντανακλάσεις στη σύνθεση και
στο πνεύμα που εμψυχώνει τη δράση των συνδικάτων.
Το Εργοστασιακό Συμβούλιο βασίζεται κι αυτό στο επάγγελμα. Σε κάθε
τμήμα του εργοστασίου οι εργάτες κατατάσσονται σε ομάδες και κάθε ομάδα
αποτελεί μία μονάδα εργασίας (επαγγέλματος). Το Συμβούλιο αποτελείται από
αντιπροσώπους που οι εργάτες εκλέγουν ανά επάγγελμα (ανά ομάδα) σε κάθε τμήμα.
Κι ενώ το συνδικάτο βασίζεται στο άτομο, το Συμβούλιο βασίζεται στην οργανική
και συγκεκριμένη μονάδα του επαγγέλματος που πραγματώνεται κάτω από την
πειθάρχηση της βιομηχανικής διεργασίας. Η ομάδα (το επάγγελμα) καταλαβαίνει ότι
είναι κάτι το ξεχωριστό μέσα στο ομογενές σώμα της τάξης, ταυτόχρονα όμως
συνειδητοποιεί και την εμπλοκή της στο σύστημα πειθαρχίας και τάξης που καθιστά
δυνατή, με την ακριβή και συγκεκριμένη λειτουργία του, την εξέλιξη της παραγωγής.
Από την άποψη του οικονομικού και πολιτικού οφέλους το επάγγελμα είναι μέρος
αξεχώριστο και εντελώς σύμφωνο με το σώμα της τάξης. Διαφοροποιείται όμως από
αυτή από τεχνική άποψη και ως ανάπτυξη του ξεχωριστού εργαλείου που αυτή
χρησιμοποιεί στην εργασία. Έτσι, όλες οι βιομηχανίες είναι ομοιογενείς και
σύμφωνες σχετικά με την πραγματοποίηση της παραγωγής, διανομής και κοινωνικής
συγκέντρωσης του πλούτου, κάθε όμως βιομηχανία έχει ξεχωριστά ενδιαφέροντα σε
ό, τι αφορά την τεχνική οργάνωση της δικής της ιδιαίτερης δραστηριότητας.
Η ύπαρξη του Συμβουλίου κάνει τους εργάτες άμεσα υπεύθυνους για την
παραγωγή, τους σπρώχνει να βελτιώσουν την εργασία τους, εγκαθιδρύει μια
συνειδητή και εκούσια πειθαρχία, δημιουργεί μια ψυχολογία παραγωγού, δημιουργού
της ιστορίας. Οι εργάτες μεταφέρουν στο συνδικάτο αυτή τη νέα συνειδητοποίηση κι
έτσι το συνδικάτο, από την απλή του δράση της ταξικής πάλης, ρίχνει τώρα το βάρος
στη βασική δουλειά της αποτύπωσης στην οικονομική ζωή και στην τεχνική της
εργασίας ενός νέου σχήματος, ασχολείται με την επεξεργασία του τύπου εκείνου
οικονομικής ζωής και επαγγελματικής τεχνικής που χαρακτηρίζει τον κομουνιστικό
πολιτισμό. Υπ’ αυτή την έννοια τα συνδικάτα, που τα συγκροτούν οι καλύτεροι και
πιο συνειδητοί εργάτες, πραγματώνουν την κορυφαία στιγμή της ταξικής πάλης και
43
της δικτατορίας του προλεταριάτου. Δημιουργούν τις αντικειμενικές συνθήκες
εκείνες κατά τις οποίες οι τάξεις δεν μπορούν πλέον να υπάρχουν, ούτε να
αναγεννηθούν.
Αυτά τα κάνουν στη Ρωσία τα συνδικάτα της βιομηχανίας. Έχουν γίνει οι
οργανισμοί εκείνοι στους οποίους όλες οι επιμέρους δραστηριότητες μιας
βιομηχανίας αναμειγνύονται, συνδέονται, αρθρώνονται και σχηματίζουν μία μεγάλη
βιομηχανική ενότητα. Οι σπάταλοι ανταγωνισμοί απομακρύνονται, οι μεγάλες
διοικητικές υπηρεσίες εφοδιασμού, διανομής και συγκέντρωσης ενοποιούνται σε
μεγάλες κεντρικές υπηρεσίες. Τα συστήματα εργασίας, τα μυστικά κατασκευής, οι
νέες εφαρμογές γίνονται αμέσως κοινό κτήμα όλης της βιομηχανίας. Η πολλαπλότητα
των γραφειοκρατικών και πειθαρχικών λειτουργιών που χαρακτηρίζουν τις σχέσεις
της ιδιωτικής παραγωγής και την ατομική επιχείρηση, περιορίζεται μόνο στις
απαραίτητες ανάγκες της βιομηχανίας. Η εφαρμογή των συνδικαλιστικών αρχών στην
κλωστοϋφαντουργία επέτρεψε στη Ρωσία μία μείωση των γραφειοκρατών από
100.000 σε 3.500 υπαλλήλους.
Η οργάνωση ανά εργοστάσιο συνθέτει την τάξη (όλη την τάξη) σε μία
ομογενή και συνεκτική ενότητα που συμβάλλει δημιουργικά στη διεργασία
βιομηχανικής παραγωγής και την εξουσιάζει με σκοπό να την οικειοποιηθεί οριστικά.
Στην οργάνωση ανά εργοστάσιο επομένως υλοποιείται η προλεταριακή δικτατορία,
το κομουνιστικό Κράτος, που καταλύει την ταξική κυριαρχία στις πολιτικές
υπερδομές και στους γενικούς της μηχανισμούς.
Τα επαγγελματικά και βιομηχανικά συνδικάτα αποτελούν τη σταθερή
σπονδυλική στήλη του μεγάλου προλεταριακού σώματος. Επεξεργάζονται τις
ατομικές και τοπικές εμπειρίες και τις συγκεντρώνουν πραγματοποιώντας εκείνο το
εθνικό ισοζύγιο των συνθηκών εργασίας και παραγωγής πάνω στο οποίο βασίζεται
συγκεκριμένα η κομουνιστική ισότητα.
Για να γίνει όμως δυνατή η αποτύπωση επάνω στα συνδικάτα αυτής της
θετικά ταξικής και κομουνιστικής κατεύθυνσης είναι αναγκαίο οι εργάτες να
στρέψουν όλη τη βούλησή τους και την πίστη τους στην εδραίωση και στη διάδοση
των Συμβουλίων, στην οργανική ενοποίηση της εργατικής τάξης. Επάνω σ’ αυτό το
σταθερό και ομογενοποιημένο έδαφος θα ανθίσουν και θα αναπτυχθούν όλες οι
υπερδομές της κομουνιστικής δικτατορίας και οικονομίας.
Πηγή πρωτοτύπου:
http://www.liberliber.it/mediateca/libri/g/gramsci/scritti_politici_volume_2/pdf/scritt_
p.pdf
44
ΤΑ ΓΕΓΟΝΟΤΑ ΣΤΙΣ 2-3 ΔΕΚΕΜΒΡΙΟΥ 1919
Οι μικροαστοί
Η τύχη το έφερε και οι μέρες απεργίας και σοβαρών αναταραχών σε όλη τη Βόρεια
και Κεντρική Ιταλία συνέπεσαν με το αυθόρμητο ξέσπασμα ενός λαϊκού ξεσηκωμού
σε μία τυπική περιοχή του ιταλικού Νότου, στην Άντρια. Η έμφαση που δόθηκε στον
7
Εκατό Μαύροι ήταν η ονομασία ακροδεξιών εθνικιστικών παραστρατιωτικών ομάδων που είχαν
δημιουργηθεί στην τσαρική Ρωσία με την ανοχή (αν όχι και με την παρότρυνση του καθεστώτος)
κυρίως μετά την επανάσταση του 1905, με σκοπό την καταδίωξη και την τρομοκράτηση των
αντιφρονούντων, των Εβραίων και διαφόρων εθνικών μειονοτήτων στη Ρωσία. Πήραν ενεργό μέρος
σε όλα τα πογκρόμ κατά των Εβραίων που πραγματοποίησε το τσαρικό καθεστώς στις αρχές του 20 ου
αιώνα. (σ.τ.μ.)
46
ξεσηκωμό του προλεταριάτου των πόλεων ενάντια σ’ εκείνο το τμήμα της
μικροαστικής κάστας που απέκτησε κατά τη διάρκεια του πολέμου μια μιλιταριστική
φυσιογνωμία, και τώρα δεν θέλει να την χάσει, και ενάντια στην αστυνομία,
απέσπασε την προσοχή από την Άντρια, εμπόδισε στο να δοθεί η πρέπουσα σημασία
στα εκεί γεγονότα, στο να εκτιμηθεί σωστά η αξία τους.
Ελπίζουμε να μπορέσουμε να δώσουμε στους αναγνώστες μας σημαντικά
στοιχεία άμεσης παρατήρησης των αιτιών και της εξέλιξης των γεγονότων. Για την
ώρα περιοριζόμαστε να σημειώσουμε πως η περίπτωση, με τη σύμπτωση των δύο
εξεγέρσεων, προσέφερε σχεδόν ένα μοντέλο αυτού που θα πρέπει να είναι η ιταλική
επανάσταση. Από τη μια το προλεταριάτο υπό τη στενή έννοια, δηλαδή οι εργάτες
της βιομηχανίας και της εξειδικευμένης γεωργίας, από την άλλη οι φτωχοί αγρότες:
αυτές είναι οι δύο πτέρυγες του επαναστατικού στρατού.
Οι εργάτες της πόλης είναι επαναστάτες από διαπαιδαγώγηση, τους έχει
διαμορφώσει κατ’ αυτόν τον τρόπο η εξέλιξη της συνείδησής τους και ο σχηματισμός
της προσωπικότητάς τους μέσα στο εργοστάσιο, κύτταρο εκμετάλλευσης της
εργασίας. Οι εργάτες της πόλης βλέπουν στο εργοστάσιο τον τόπο όπου πρέπει ν’
αρχίσει η απελευθέρωση, το κέντρο ακτινοβολίας του κινήματος του ξεσηκωμού, γι’
αυτό το κίνημά τους είναι υγιές, είναι ισχυρό και θα είναι νικηφόρο. Οι εργάτες
προορίζονται ν’ αποτελέσουν, κατά τον ξεσηκωμό των πολιτών, το ακραίο και
ταυτόχρονα ρυθμιστικό στοιχείο, εκείνο που δεν θα επιτρέψει να σταματήσει η
μηχανή που πήρε εμπρός και θα τη διατηρήσει στο σωστό δρόμο. Αυτοί
αντιπροσωπεύουν από τώρα την κινητήρια δύναμη στην επανάσταση των μεγάλων
μαζών και ενσαρκώνουν με τρόπο ζωντανό τα συμφέροντα και τη θέληση των ίδιων
των μαζών.
Στην ύπαιθρο θα πρέπει να βασιζόμαστε κυρίως στη δράση και στην
υποστήριξη των φτωχών αγροτών, των «ακτημόνων». Αυτοί θα κινητοποιηθούν
σπρωγμένοι από την ανάγκη να λύσουν το βιοτικό τους πρόβλημα, όπως χθες οι
αγρότες της Άντρια, από την ανάγκη να αγωνιστούν για το ψωμί τους, και επιπλέον
από τη συνεχή ανάγκη, από τον πάντα υπαρκτό κίνδυνο του θανάτου από την πείνα ή
από το βόλι, θα υποχρεωθούν να πιέσουν και τα άλλα τμήματα του αγροτικού
πληθυσμού προκειμένου να τα υποχρεώσουν να δημιουργήσουν και στην ύπαιθρο
έναν οργανισμό ελέγχου, το συμβούλιο των αγροτών, το οποίο και εάν ακόμη
επιτρέψει την ύπαρξη ενδιάμεσων μορφών έγγειας ιδιοκτησίας (μικροϊδιοκτήτες), θα
δραστηριοποιηθεί εντούτοις προς την κατεύθυνση της συνοχής και του ψυχολογικού
και τεχνικού μετασχηματισμού, θα αποτελέσει τη βάση της κοινής ζωής στην
ύπαιθρο, το κέντρο μέσω του οποίου τα επαναστατικά στοιχεία θα μπορέσουν να
αξιοποιήσουν με τρόπο συγκεκριμένο και διαρκή τη βούλησή τους. Σήμερα και οι
αγρότες πρέπει να γνωρίζουν αυτό που πρέπει να γίνει, η δράση τους να απλώσει
ρίζες βαθιές και ανθεκτικές, να συμμετάσχουν, όπως οι εργάτες, στο παραγωγικό
προτσές του πλούτου.
Όπως οι εργάτες με το εργοστάσιο έτσι και οι αγρότες πρέπει να αντικρίζουν
το χωράφι σαν τη μελλοντική κοινότητα εργασίας. Η εξέγερση της ΄Αντρια μας λέει
πως το πρόβλημα έχει ωριμάσει, είναι το πρόβλημα, βασικά, όλου του ιταλικού
Νότου, το πρόβλημα της πραγματικής κατάκτησης της γης από εκείνους που τη
δουλεύουν. Το κόμμα μας έχει την υποχρέωση να θέσει στον εαυτό του το πρόβλημα
και να το λύσει. Η κατάκτηση της γης προετοιμάζεται σήμερα με τα ίδια όπλα με τα
οποία οι εργάτες προετοιμάζουν την κατάκτηση των εργοστασίων, δημιουργώντας,
δηλαδή, τους οργανισμούς εκείνους που θα επιτρέψουν στη μάζα που εργάζεται να
αυτοκυβερνάται στον τόπο της εργασίας της. Το κίνημα των εργατών και εκείνο των
47
αγροτών συγκλίνουν φυσικά προς μία και μοναδική κατεύθυνση, στη δημιουργία των
οργάνων της προλεταριακής εξουσίας.
Η ρωσική επανάσταση βρήκε ακριβώς τη δύναμή της και τη σωτηρία της στο
γεγονός ότι στη Ρωσία εργάτες και αγρότες, ξεκινώντας από αντίθετα σημεία,
παρακινούμενοι από διαφορετικά συναισθήματα, βρέθηκαν ενωμένοι για ένα κοινό
σκοπό, σε ένα κοινό αγώνα, επειδή και οι δύο πείστηκαν στην πράξη ότι δεν μπορούν
να απελευθερωθούν από την καταπίεση των αφεντικών, παρά μόνο δίνοντας στην
οργάνωσή τους για την κατάκτηση της εξουσίας ένα σχήμα που θα επέτρεπε να
απομακρύνουν άμεσα τον εκμεταλλευτή από τον τομέα της παραγωγής. Αυτό το
σχήμα ήταν το Συμβούλιο, ήταν το Σοβιέτ. Ο ταξικός πόλεμος και ο πόλεμος των
αγροτών ένωσαν έτσι τις τύχες τους αδιάσπαστα και είχαν ένα κοινό αποτέλεσμα ως
προς την κατασκευή ενός διευθυντικού οργάνου που αγκάλιαζε όλη τη ζωή της
χώρας.
Και σ’ εμάς το πρόβλημα τίθεται με τους ίδιους όρους. Ο εργάτης και ο
αγρότης πρέπει να συνεργαστούν με τρόπο συγκεκριμένο, συγκεντρώνοντας τις
δυνάμεις τους σε ένα και μοναδικό όργανο. Η εξέγερση τούς βρήκε ενωμένους και
σύμφωνους. Ο έλεγχος του εργοστασίου και η κατάκτηση της γης πρέπει να είναι ένα
και το αυτό πρόβλημα. Ο Βοράς και ο Νότος πρέπει να φέρουν εις πέρας μαζί το ίδιο
έργο, να προετοιμάσουν μαζί το μετασχηματισμό του έθνους σε παραγωγική
κοινότητα. Πρέπει να γίνεται όλο και πιο κατανοητό ότι μόνο οι εργαζόμενοι είναι
σήμερα σε θέση να λύσουν, και μάλιστα με τρόπο «ενωτικό», το πρόβλημα του
Νότου. Το πρόβλημα της ενότητας που τρεις γενεές αστών άφησαν άλυτο, θα λυθεί
από τους εργάτες και από τους αγρότες ενωμένους, μέσα στα πλαίσια μιας κοινής
πολιτικής, κατά την οποία θα κατορθώσουν να οργανώσουν και να καταστήσουν
νικηφόρα τη δικτατορία τους.
48
ΠΡΟΣ ΑΝΑΡΧΙΚΟΥΣ
Οι Ιταλοί αναρχικοί είναι πολύ οξύθυμοι επειδή είναι πολύ αλαζονικοί. Ήταν
πάντα πεπεισμένοι ότι είναι οι θεματοφύλακες της εξ αποκαλύψεως επαναστατικής
αλήθειας και αυτή η πεποίθηση έγινε «τερατώδης» από τη στιγμή που το
Σοσιαλιστικό Κόμμα, εξαιτίας της επίδρασης της ρωσικής επανάστασης και της
μπολσεβίκικης προπαγάνδας, οικειοποιήθηκε μερικά βασικά σημεία της μαρξιστικής
θεωρίας και τα εκλαϊκεύει με στοιχειώδη και γραφικό τρόπο στις μάζες των εργατών
και των αγροτών. Εδώ και λίγο καιρό οι Ιταλοί αναρχικοί δεν κάνουν άλλο από το να
επαναλαμβάνουν με ικανοποίηση: «Εμείς πάντα το λέγαμε! Είχαμε δίκιο εμείς!»,
χωρίς ποτέ να βάζουν στον εαυτό τους ερωτήματα του τύπου: Γιατί, ενώ έχουμε
δίκιο, δεν μας ακολουθεί η πλειοψηφία του ιταλικού προλεταριάτου; Γιατί η
πλειοψηφία του ιταλικού προλεταριάτου πάντα ακολουθούσε το Σοσιαλιστικό Κόμμα
και τις συνδικαλιστικές οργανώσεις που είναι σύμμαχοι του Σοσιαλιστικού
Κόμματος; (Γιατί το ιταλικό προλεταριάτο άφηνε πάντα το Σοσιαλιστικό Κόμμα και
τις σύμμαχες προς αυτό συνδικαλιστικές οργανώσεις να το «εξαπατούν»; Σ’ αυτές τις
ερωτήσεις οι Ιταλοί αναρχικοί θα μπορούσαν ν’ απαντήσουν διεξοδικά μόνο αφού
προηγουμένως δώσουν σοβαρά δείγματα ταπεινοφροσύνης και μετάνοιας: μόνο
εφόσον εγκαταλείψουν την αναρχική άποψη, την άποψη της απόλυτης αλήθειας και
αναγνωρίσουν ότι έσφαλαν όταν… είχαν δίκιο· μόνο εφόσον αναγνωρίσουν ότι η
απόλυτη αλήθεια δεν αρκεί για να σύρεις τις μάζες στη δράση, για να επαναφέρεις
στις μάζες το επαναστατικό πνεύμα, αλλά χρειάζεται μία συγκεκριμένη «αλήθεια»·
μόνο αφού αναγνωρίσουν ότι για τους σκοπούς της ανθρώπινης ιστορίας «αλήθεια»
είναι μόνο εκείνη που πραγματώνεται μέσα στη δράση, που πλημμυρίζει με πάθος και
κίνητρα την παρούσα συνείδηση, που μεταφράζεται σε κινήματα σε βάθος και σε
πραγματικές κατακτήσεις από μέρους των ίδιων των μαζών. Το Σοσιαλιστικό Κόμμα
ήταν πάντα το κόμμα του ιταλικού εργαζόμενου λαού: τα λάθη και οι παραλείψεις
του είναι τα λάθη και οι παραλείψεις του εργαζόμενου λαού της Ιταλίας· οι υλικές
συνθήκες της ιταλικής ζωής εξελίχτηκαν, εξελίχτηκε και η ταξική συνείδηση του
προλεταριάτου, το Σοσιαλιστικό Κόμμα έγινε πιο διακριτό πολιτικά, προσπάθησε να
αποκτήσει μια δική του ξεχωριστή θεωρία. Οι αναρχικοί έμειναν αμετακίνητοι και
συνεχίζουν να είναι αμετακίνητοι, υπνωτισμένοι από την πεποίθηση ότι βρίσκονταν
πάντα και βρίσκονται ακόμη και τώρα με το μέρος της αλήθειας. Το Σοσιαλιστικό
Κόμμα άλλαξε μαζί με το προλεταριάτο, άλλαξε γιατί έχει αλλάξει και η ταξική
συνείδηση του προλεταριάτου. Στην κινητικότητά του αυτή βρίσκεται η βαθιά
αλήθεια της μαρξιστικής θεωρίας, που σήμερα έγινε η δική του θεωρία, στην
κινητικότητα αυτή οφείλεται και το «αναρχικό» γνώρισμα του Σοσιαλιστικού
Κόμματος. Το γεγονός δεν θα έπρεπε να περάσει απαρατήρητο από τους έξυπνους
αναρχικούς και θα έπρεπε να τους κάνει να σκεφτούν. Η σκέψη θα μπορούσε να
οδηγήσει τους αναρχικούς στο συμπέρασμα ότι η ελευθερία, νοούμενη ως
πραγματική ιστορική εξέλιξη της προλεταριακής τάξης, δεν πραγματοποιήθηκε ποτέ
μέσα στις αναρχικές ομάδες, αλλά συντασσόταν πάντα με το Σοσιαλιστικό Κόμμα.
Ο αναρχισμός δεν είναι μία έννοια που έχει να κάνει με την εργατική τάξη και
μόνο μ’ αυτή και αυτός είναι ο λόγος του διαρκούς «θριάμβου» και της διαρκούς
«δικαίωσης» των αναρχικών. Ο αναρχισμός είναι η στοιχειώδης ανατρεπτική έννοια
κάθε καταπιεζόμενης τάξης και είναι η διάχυτη συνείδηση κάθε κυρίαρχης τάξης.
Δεδομένου ότι κάθε ταξική καταπίεση παίρνει μορφή στο πρόσωπο του Κράτους, ο
αναρχισμός είναι η στοιχειώδης ανατρεπτική έννοια που αποδίδει στο Κράτος αυτό
καθεαυτό την αιτία όλων των δεινών της καταπιεσμένης τάξης. Κάθε τάξη, από τη
49
στιγμή που θα γίνει κυρίαρχη, έχει κιόλας πραγματοποιήσει τη δική της αναρχική
έννοια, επειδή έχει φέρει εις πέρας τη δική της ελευθερία. Ο αστός ήταν αναρχικός
πριν η τάξη του καταλάβει την πολιτική εξουσία και επιβάλει στην κοινωνία το
κατάλληλο κρατικό καθεστώς για την προστασία του τρόπου καπιταλιστικής
παραγωγής. Ο αστός συνεχίζει να είναι αναρχικός και μετά την επανάστασή του
επειδή οι νόμοι του δικού του Κράτους δεν αποτελούν γι’ αυτόν περιορισμούς, είναι
δικοί του νόμοι, και ο αστός μπορεί να πει ότι ζει χωρίς νόμους, μπορεί να πει ότι ζει
αναρχικά, σε συνθήκες ελευθερίας. Ο αστός θα ξαναγίνει αναρχικός μετά την
προλεταριακή επανάσταση: τότε θα αντιληφθεί πάλι την ύπαρξη ενός Κράτους,
νόμων ξένων προς τη θέλησή του, εχθρικών προς τα συμφέροντά του, προς τις
συνήθειές του, προς την ελευθερία του· θα αντιληφθεί ότι το Κράτος είναι συνώνυμο
με περιορισμούς, επειδή το προλεταριακό Κράτος θα αφαιρέσει από την αστική τάξη
την ελευθερία να εκμεταλλεύεται το προλεταριάτο, επειδή το προλεταριακό Κράτος
θα είναι ο φύλακας ενός νέου τρόπου παραγωγής ο οποίος, αναπτυσσόμενος, θα
εξαφανίσει κάθε ίχνος καπιταλιστικής ιδιοκτησίας και κάθε δυνατότητα επαναφοράς
της.
Η ιδεολογία όμως της αστικής τάξης δεν υπήρξε ο αναρχισμός, αλλά η θεωρία
του φιλελευθερισμού, όπως η ιδεολογία της εργατικής τάξης δεν είναι ο αναρχισμός,
αλλά ο μαρξιστικός κομουνισμός. Κάθε τάξη είχε τη δική της ιδεολογία, δική της και
όχι κάποιας άλλης τάξης: ο αναρχισμός υπήρξε η «περιθωριακή» ιδεολογία κάθε
καταπιεσμένης τάξης, ο μαρξιστικός κομουνισμός είναι η ιδεολογία που χαρακτηρίζει
τη σύγχρονη εργατική τάξη και μόνο αυτή. Οι επαναστατικές θέσεις του μαρξισμού
γίνονται καβαλιστικά σύμβολα, ιδωμένες έξω από το σύγχρονο προλεταριάτο και τον
καπιταλιστικό τρόπο παραγωγής, του οποίου το σύγχρονο προλεταριάτο είναι η
συνέπεια. Το προλεταριάτο δεν είναι εχθρός του Κράτους αυτού καθεαυτού, όπως
δεν ήταν εχθρός του Κράτους αυτού καθεαυτού και η αστική τάξη. Η αστική τάξη
ήταν εχθρός του δεσποτικού Κράτους, της αριστοκρατικής εξουσίας, ήταν όμως υπέρ
του αστικού κράτους, υπέρ της αστικής δημοκρατίας. Το προλεταριάτο είναι εχθρός
του αστικού κράτους, είναι εχθρός της εξουσίας στα χέρια των καπιταλιστών και των
τραπεζιτών, είναι όμως υπέρ της δικτατορίας του προλεταριάτου, υπέρ της εξουσίας
στα χέρια των εργατών και των αγροτών. Το προλεταριάτο είναι υπέρ του κράτους
των εργατών, σαν μια φάση της ταξικής πάλης, φάση ανώτερη στη διάρκεια της
οποίας το προλεταριάτο υπερτερεί ως οργανωμένη πολιτική δύναμη. Ωστόσο οι
τάξεις εξακολουθούν να υπάρχουν, η κοινωνία εξακολουθεί να είναι διαιρεμένη σε
τάξεις, εξακολουθεί να υπάρχει ο τύπος που χαρακτηρίζει κάθε κοινωνία χωρισμένη
σε τάξεις. Το Κράτος εξακολουθεί να υπάρχει και βρίσκεται στα χέρια της εργατικής
τάξης και των αγροτών και χρησιμοποιείται από αυτές τις τάξεις για να τους
εξασφαλίσει την απρόσκοπτη ανάπτυξη, για να βάλει οριστικά στο περιθώριο της
ιστορίας την αστική τάξη, για να διασφαλίσει τις υλικές προϋποθέσεις σύμφωνα με
τις οποίες καμία ταξική καταπίεση να μη μπορεί να λάβει χώρα πάλι.
Είναι δυνατόν να υπάρξει σύγκληση με δεδομένη την πολεμική της διαφωνίας
μεταξύ κομουνιστών και αναρχικών; Είναι δυνατόν για τις αναρχικές ομάδες που
αποτελούνται από εργάτες με ταξική συνείδηση, δεν είναι δυνατόν για τις αναρχικές
ομάδες των διανοουμένων, των επαγγελματιών της ιδεολογίας. Για τους
διανοούμενους ο αναρχισμός είναι ένα είδωλο, είναι λόγος ύπαρξης της παρούσας και
μελλοντικής δράσης τους. Το Κράτος των εργατών θα είναι στην πραγματικότητα,
για τους αναρχικούς αγκιτάτορες, ένα «Κράτος», ένας περιορισμός της ελευθερίας,
ένας καταναγκασμός, όπως ακριβώς και για τους αστούς. Για τους αναρχικούς
εργάτες ο αναρχισμός είναι όπλο στον αγώνα ενάντια στην αστική τάξη. Το
50
επαναστατικό πάθος υπερβαίνει την ιδεολογία, το Κράτος που πολεμούν είναι στην
πραγματικότητα μόνο το αστικό καπιταλιστικό Κράτος και όχι το Κράτος αυτό
καθεαυτό, την ιδέα του κράτους. Η ιδιοκτησία που θέλουν να καταργήσουν δεν είναι
η «ιδιοκτησία» γενικά , αλλά η καπιταλιστική ιδιοκτησία. Για τους αναρχικούς
εργάτες ο ερχομός του Κράτους των εργατών θα είναι και ο ερχομός της ταξικής
ελευθερίας και, κατά συνέπεια, και της δικής τους ατομικής ελευθερίας, θα είναι η
διέξοδος για κάθε εμπειρία και για κάθε προσπάθεια θετικής πραγματοποίησης των
προλεταριακών ιδεωδών. Η δουλειά για την επαναστατική δημιουργία θα τους
απορροφήσει και θα τους κάνει πρωτοπόρους αγωνιστές, αφοσιωμένους και
πειθαρχημένους.
Στη θετική δράση της προλεταριακής δημιουργίας καμία διαφορά δεν θα
υπάρχει ανάμεσα στους εργάτες. Η κομουνιστική κοινωνία δεν μπορεί να δομηθεί
αυταρχικά, με νόμους και διατάγματα. Προκύπτει αυθόρμητα από την ιστορική
δράση της εργατικής τάξης, που θα πάρει την πρωτοβουλία μέσα από την
βιομηχανική και αγροτική παραγωγή και θα καταλήξει να την αναδιοργανώσει με
νέους τρόπους, με μία νέα τάξη πραγμάτων. Ο αναρχικός εργάτης θα εκτιμήσει τότε
την ύπαρξη μιας κεντρικής εξουσίας η οποία θα του εξασφαλίζει εις το διηνεκές την
αποκτηθείσα ελευθερία, που θα του επιτρέπει να μη διακόπτει κάθε τόσο το έργο που
άρχισε και να τρέχει να το υπερασπιστεί επαναστατικά. Θα εκτιμήσει ακόμα την
ύπαρξη ενός μεγάλου κόμματος καμωμένου από το καλύτερο κομμάτι του
προλεταριάτου, ενός κόμματος πολύ καλά οργανωμένου και πειθαρχημένου, που θα
κεντρίζει το ενδιαφέρον για την επαναστατική δημιουργία, που θα δίνει το
παράδειγμα της θυσίας, που θα καθοδηγεί με το παράδειγμα τις μεγάλες μάζες των
εργαζομένων και θα τις κάνει να ξεπεράσουν γρηγορότερα την κατάσταση
ταπείνωσης και κατάπτωσης στην οποία τις έχει οδηγήσει η καπιταλιστική
εκμετάλλευση.
Η σοσιαλιστική αντίληψη περί επαναστατικής διαδικασίας χαρακτηρίζεται
από δύο βασικά σημεία τα οποία ο Ρομέν Ρολάν συνόψισε στο μότο: « απαισιοδοξία
της νόησης, αισιοδοξία της βούλησης». Οι ιδεολόγοι του αναρχισμού ισχυρίζονται,
αντίθετα, ότι «ενδιαφέρονται» να αποκηρύξουν την απαισιοδοξία της σκέψης του
Καρλ Μαρξ, «αφού μία επανάσταση που θα είναι το αποτέλεσμα υπερβολικής
φτώχειας ή καταπίεσης θα είχε σαν συνέπεια την εγκαθίδρυση μιας αυταρχικής
δικτατορίας, η οποία θα μπορούσε να μας οδηγήσει ενδεχομένως (!) σε έναν κρατικό
σοσιαλισμό (!;), ποτέ όμως στον αναρχικό σοσιαλισμό» (L. Fabbri, Lettere ad un
socialista, Firenze 1014). Η σοσιαλιστική απαισιοδοξία επαληθεύτηκε με τραγικό
τρόπο από τα γεγονότα: το προλεταριάτο γκρεμίστηκε στη μεγαλύτερη άβυσσο της
φτώχειας και της καταπίεσης που θα μπορούσε ποτέ ανθρώπινο μυαλό να φανταστεί.
Οι ιδεολόγοι του αναρχισμού δεν μπορούν σ’ αυτή την κατάσταση ν’ αντιτείνουν
άλλο τίποτα παρά μία εξωτερική και χωρίς περιεχόμενο ψευτοεπαναστατική
φρασεολογία, βασιζόμενη στα πιο τετριμμένα μοτίβα λαϊκίστικης αισιοδοξίας. Οι
σοσιαλιστές αντιτείνουν εδώ μία ενεργητική οργανωτική δράση των καλύτερων και
πιο συνειδητών στοιχείων της εργατικής τάξης, οι σοσιαλιστές προσπαθούν με κάθε
τρόπο να προετοιμάσουν, μέσω αυτών των πρωτοποριακών στοιχείων, τις πλατιές
μάζες για να κατακτήσουν την ελευθερία και την ισχύ η οποία θα είναι εγγύηση
αυτής της ίδιας της ελευθερίας.
Η προλεταριακή τάξη είναι σήμερα τυχαία διασπαρμένη, στις πόλεις και στο
ύπαιθρο, γύρο από τις μηχανές ή πάνω στο χωράφι. Δουλεύει χωρίς να ξέρει το γιατί,
αναγκασμένη σε δουλική εργασία λόγω της πάντοτε παρούσας απειλής του θανάτου
από την πείνα ή το κρύο. Σχηματίζει συνδικαλιστικές και συνεταιριστικές ενώσεις,
51
από ανάγκη όμως οικονομικής αντίστασης, όχι από αυθόρμητη επιλογή, όχι σύμφωνα
με τα κελεύσματα που θα γεννούσε ελεύθερα ο νους της. Όλες οι ενέργειες της
προλεταριακής μάζας παίρνουν κατ’ ανάγκη μορφές καθοριζόμενες από τον
καπιταλιστικό τρόπο παραγωγής, καθοριζόμενες από την κρατική ισχύ της αστικής
τάξης.
Το να περιμένει κανείς μία μάζα ανθρώπων, που έχει υποβιβαστεί σε τέτοιες
συνθήκες σωματικής και πνευματικής σκλαβιάς, να προχωρήσει σε μία ιστορική
αυτόνομη εξέλιξη, το να περιμένει κανείς αυτή να ξεκινήσει αυτόνομα και να
συνεχίσει μία επαναστατική δημιουργία είναι καθαρή αυταπάτη ιδεολόγων. Το να
βασίζεται κανείς μόνο στη δημιουργική ικανότητα μιας τέτοιας μάζας και να μη
δουλεύει συστηματικά για την οργάνωση μιας μεγάλης στρατιάς συνειδητοποιημένων
και πειθαρχημένων στρατευμένων ατόμων, έτοιμων για κάθε θυσία, εκπαιδευμένων
στην ταυτόχρονη εκτέλεση μιας εντολής, έτοιμων ν’ αναλάβουν την πραγματική
ευθύνη της επανάστασης, έτοιμων να γίνουν οι συντελεστές της επανάστασης, είναι
μια αληθινή προδοσία προς την εργατική τάξη, είναι μια προκαταβολικά ασυνείδητη
αντεπανάσταση.
Οι Ιταλοί αναρχικοί είναι οξύθυμοι επειδή είναι αλαζονικοί. Αρπάζονται
εύκολα εμπρός στην προλεταριακή κριτική. Προτιμούν να τους κολακεύουν και να
τους καλοπιάνουν θεωρώντας τους πρωταθλητές στην επαναστατικότητα και στην
απόλυτη θεωρητική συνέπεια. Εμείς είμαστε πεπεισμένοι ότι για την επανάσταση
στην Ιταλία είναι αναγκαία η συνεργασία μεταξύ σοσιαλιστών και αναρχικών,
συνεργασία ειλικρινής και έντιμη δύο πολιτικών δυνάμεων, βασισμένη επάνω σε
συγκεκριμένα προλεταριακά προβλήματα. Πιστεύουμε, όμως, ότι είναι ανάγκη και οι
αναρχικοί να αναθεωρήσουν τα παραδοσιακά τους κριτήρια τακτικής, όπως έχει ήδη
κάνει το Σοσιαλιστικό Κόμμα, και να δικαιολογήσουν με σύγχρονο αιτιολογικό, σε
συνάφεια με το χρόνο και το χώρο, τις πολιτικές τους θέσεις. Οι αναρχικοί θα έπρεπε
να γίνουν πιο ελεύθεροι πνευματικά: είναι μία απαίτηση αυτή που δεν θα πρέπει να
φαντάζει υπερβολική σε όποιον ισχυρίζεται ότι θέλει ελευθερία και μόνο ελευθερία.
52
ΣΥΝΔΙΚΑΤΑ ΚΑΙ ΕΡΓΟΣΤΑΣΙΑΚΑ ΣΥΜΒΟΥΛΙΑ (ΙΙ)
54
αλλά σ’ αυτό το γεγονός βρίσκεται και μία αδυναμία του που μπορεί να δοκιμαστεί
χωρίς μεγάλους κινδύνους. Εάν εξάλλου το συνδικάτο στηριζόταν κατευθείαν στα
Συμβούλια, όχι για να τα εξουσιάσει, αλλά για να γίνει η ανώτερη μορφή τους, τότε
θα αντανακλούσε στο συνδικάτο η τάση που έχουν τα Συμβούλια ανά πάσα στιγμή να
βγουν από τη βιομηχανική νομιμότητα, να δώσουν διέξοδο ανά πάσα στιγμή στην
τελειωτική πράξη του ταξικού πολέμου.
Το συνδικάτο στην περίπτωση αυτή θα έχανε τη διαπραγματευτική του
ικανότητα, θα έχανε το χαρακτήρα του ως δύναμη πειθάρχησης και ως ρυθμιστής των
παρορμητικών δυνάμεων της εργατικής τάξης. Εάν οι συνδικαλισμένοι
εγκαθιδρύσουν μέσα στο συνδικάτο μία πειθαρχία με σκοπό την επανάσταση,
εγκαθιδρύσουν μία πειθαρχία που θα δίνει την εντύπωση στις μάζες ότι αποτελεί μιαν
ανάγκη για το θρίαμβο της εργατικής επανάστασης και όχι για την εξυπηρέτηση του
κεφαλαίου, τότε η πειθαρχία αυτή θα γίνει το δίχως άλλο αποδεκτή και θα υιοθετηθεί
και από το Συμβούλιο, θα γίνει ο φυσικός τρόπος δράσης του Συμβουλίου.
Εάν το συνδικάτο γίνει ένας οργανισμός επαναστατικής προπαρασκευής, και
σαν τέτοιο το αντιλαμβάνονται οι μάζες από τις δραστηριότητές του, από τους
ανθρώπους που το αποτελούν, από την προπαγάνδα που διεξάγει, τότε οι μάζες θα
δουν στο συγκεντρωτικό και απολυταρχικό χαρακτήρα του μια μεγάλη επαναστατική
δύναμη, μια επιπλέον προϋπόθεση (και μάλιστα από τις σημαντικότερες) για την
επιτυχία της πάλης σε βάθος.
Στην ιταλική πραγματικότητα ο συνδικαλιστικός υπάλληλος αντιλαμβάνεται
τη βιομηχανική νομιμότητα ως κάτι το αιώνιο. Πολύ συχνά την υπερασπίζεται από
μία άποψη που είναι η ίδια με εκείνη του ιδιοκτήτη. Βλέπει πάντα χάος και
αυθαιρεσία σε ό, τι συμβαίνει μέσα στην εργατική μάζα. Δεν γενικεύει την πράξη της
εξέγερσης του εργάτη στην καπιταλιστική πειθαρχία ως εξέγερση, αλλά ως
υλοποίηση μιας πράξης που μπορεί να είναι καθεαυτή χυδαία. Έτσι συνέβη και η
ιστορία του «αδιάβροχου του αχθοφόρου» είχε την ίδια διάδοση και ερμηνεύτηκε από
τη δημοσιογραφική ηλιθιότητα με τον ίδιο τρόπο όπως η ιστορία της
«κοινοκτημοσύνης των γυναικών στη Ρωσία». Υπό αυτές τις συνθήκες η
συνδικαλιστική πειθαρχία δεν μπορεί να είναι τίποτε άλλο παρά μια υπηρεσία
προσφερόμενη στο κεφάλαιο, υπό αυτές τις συνθήκες κάθε προσπάθεια υπαγωγής
του Συμβουλίου στο συνδικάτο δεν μπορεί παρά να θεωρηθεί αντιδραστική.
Οι κομουνιστές, εφόσον επιθυμούν η επαναστατική πράξη να είναι όσο το
δυνατόν συνειδητή και υπεύθυνη, θέλουν την επιλογή, όσο μπορεί να υπάρξει μία
επιλογή, της στιγμής του ξεσπάσματος της επίθεσης των εργατών να την κάνει το πιο
συνειδητό και υπεύθυνο κομμάτι της εργατικής τάξης, το κομμάτι εκείνο που είναι
οργανωμένο στο Σοσιαλιστικό Κόμμα και συμμετέχει πιο δραστήρια στη ζωή της
οργάνωσης. Για το λόγο αυτό οι κομουνιστές δεν μπορεί να επιθυμούν να χάσει το
συνδικάτο κάτι από την πειθαρχική του δραστηριότητα και από το συστηματικό του
συγκεντρωτισμό.
Οι κομουνιστές, οργανωμένοι σε μόνιμες ομάδες μέσα στα συνδικάτα και στα
εργοστάσια, πρέπει να μεταφέρουν στα συνδικάτα και στα εργοστάσια τις αντιλήψεις
τους, τις θέσεις τους, την τακτική της ΙΙΙ Διεθνούς, πρέπει να επηρεάζουν τη
συνδικαλιστική πειθαρχία και να καθορίζουν τους σκοπούς, πρέπει να επηρεάζουν
ακόμη τις αποφάσεις των Εργοστασιακών Συμβουλίων και να μετατρέπουν σε
επαναστατική συνείδηση και δημιουργία την παρόρμηση προς εξέγερση που είναι
συνέπεια της κατάστασης την οποία δημιουργεί ο καπιταλισμός στην εργατική τάξη.
Οι κομουνιστές του Κόμματος έχουν κάθε συμφέρον, επειδή στις πλάτες τους
πέφτει η μεγαλύτερη ιστορική ευθύνη, να δημιουργήσουν, με τη διαρκή δράση τους
55
μεταξύ των διαφόρων οργανώσεων της εργατικής τάξης, σχέσεις αλληλοδιείσδυσης
και φυσικής ανεξαρτησίας που να εμφυσούν στην πειθαρχία και στην οργάνωση το
επαναστατικό πνεύμα.
56
ΤΟ ΚΟΜΟΥΝΙΣΤΙΚΟ ΚΟΜΜΑ
57
ζωή ηθική που τείνει να γίνει γενικευμένη συνείδηση και στόχος για όλους τους
ανθρώπους.
Τα πολιτικά κόμματα είναι η αντανάκλαση και η ονοματολογία των
κοινωνικών τάξεων. Γεννιούνται, αναπτύσσονται, διαλύονται, ανανεώνονται ανάλογα
με τις μετατοπίσεις πραγματικής ιστορικής σημασίας που υφίστανται τα διάφορα
κοινωνικά στρώματα των τάξεων στα πλαίσια της πάλης τους, τα οποία βλέπουν
ριζικά αλλαγμένες τις συνθήκες ύπαρξης και εξέλιξής τους και αποκτούν μεγαλύτερη
και σαφέστερη συνειδητοποίηση του εαυτού τους και των ζωτικών συμφερόντων
τους.
Στην παρούσα ιστορική συγκυρία και ως επακόλουθο του ιμπεριαλιστικού
πολέμου, που άλλαξε βαθιά τη δομή του εθνικού και διεθνούς μηχανισμού
παραγωγής και ανταλλαγής, είναι χαρακτηριστική η ταχύτητα με την οποία
εκτυλίσσεται η διάσπαση των παραδοσιακών πολιτικών κομμάτων, που γεννήθηκαν
στο έδαφος της κοινοβουλευτικής δημοκρατίας, και η ανάδειξη νέων πολιτικών
οργανισμών. Αυτή η γενική διεργασία υπακούει σε μια εσωτερική αμείλικτη λογική
απότοκο της αποδόμησης των παλιών τάξεων και των κοινωνικών στρωμάτων και
των ταχύτατων περασμάτων από μία κατάσταση σε μιαν άλλη ολόκληρων
στρωμάτων του πληθυσμού σε όλη την επικράτεια, παντού όπου επικρατεί ο
καπιταλισμός.
Το Σοσιαλιστικό Κόμμα αυτοαποκαλείται υπέρμαχος των μαρξιστικών
θεωριών και θα έπρεπε, κατά συνέπεια, να χρησιμοποιεί αυτές τις θεωρίες ως πυξίδα
για να προσανατολίζεται μέσα στο πέλαγος των γεγονότων, θα έπρεπε να διαθέτει
εκείνη την ικανότητα ιστορικής πρόβλεψης που χαρακτηρίζει τους ευφυείς οπαδούς
της μαρξιστικής διαλεκτικής, θα έπρεπε να έχει ένα γενικό σχέδιο δράσης βασισμένο
σ’ αυτή την ιστορική πρόβλεψη και ακόμη να είναι σε θέση ν’ απευθύνει στην
αγωνιζόμενη εργατική τάξη συνθήματα καθαρά και ακριβή. Αντίθετα, το
Σοσιαλιστικό Κόμμα, το κόμμα θεματοφύλακας του μαρξισμού στην Ιταλία, είναι,
όπως το Λαϊκό Κόμμα, όπως το κόμμα των πιο καθυστερημένων τάξεων του ιταλικού
πληθυσμού, εκτεθειμένο σε κάθε είδους πιέσεις προερχόμενες από τις μάζες και
κινείται και διαφοροποιείται αφού έχουν ήδη μετακινηθεί και διαφοροποιηθεί οι
μάζες. Στην πραγματικότητα αυτό το Σοσιαλιστικό Κόμμα, που δηλώνει ότι είναι
οδηγός και παιδαγωγός των μαζών, δεν είναι τίποτα άλλο παρά ένας κακομοίρης
γραφιάς που καταγράφει τις δράσεις οι οποίες εκτελούνται αυθόρμητα από τις μάζες.
Αυτό το αξιοθρήνητο Σοσιαλιστικό Κόμμα, που αυτοπροσδιορίζεται ως η κεφαλή της
εργατικής τάξης, άλλο δεν είναι παρά το εμπόδιο που βάζει φρένο στον προλεταριακό
στρατό.
Εάν ετούτη η παράξενη πορεία του Σοσιαλιστικού Κόμματος, αυτή η
αλλόκοτη κατάσταση του πολιτικού κόμματος της εργατικής τάξης δεν έχει ακόμη
φέρει την καταστροφή, αυτό οφείλεται στο γεγονός ότι μέσα στην εργατική τάξη,
στις κομματικές οργανώσεις των πόλεων, στα συνδικάτα, στα εργοστάσια, στα χωριά
υπάρχουν δραστήριες ομάδες κομμουνιστών που έχουν συνείδηση της ιστορικής τους
αποστολής, δραστήριοι και προσεκτικοί στη δράση τους, ικανοί να καθοδηγήσουν
και να διαπαιδαγωγήσουν κατά τόπους τις μάζες του προλεταριάτου· οφείλεται
ακόμα στο γεγονός ότι υπάρχει εν δυνάμει, στους κόλπους του Σοσιαλιστικού
Κόμματος, ένα Κομουνιστικό Κόμμα από το οποίο αυτό που λείπει είναι μόνο η
φανερή οργάνωση, η συγκέντρωση και μία δική του πειθαρχία, για να αναπτυχθεί
γρήγορα, να κατακτήσει και να ανανεώσει το σύνολο του κόμματος της εργατικής
τάξης, να δώσει μία νέα κατεύθυνση στη Γενική Συνομοσπονδία Εργασίας και στο
συνεταιριστικό κίνημα.
58
Το άμεσο πρόβλημα της παρούσας περιόδου, που έπεται της πάλης των
εργατών της χαλυβουργίας και προηγείται του συνεδρίου κατά τη διάρκεια του
οποίου το Κόμμα πρέπει να λάβει μία σοβαρή και σαφή θέση απέναντι στην
Κομουνιστική Διεθνή, είναι ακριβώς εκείνο που έχει σχέση με την οργάνωση και τη
συγκέντρωση αυτών των κομουνιστικών δυνάμεων που υπάρχουν ήδη και δρουν.
Το Σοσιαλιστικό Κόμμα, μέρα με τη μέρα και με μεγάλη ταχύτητα, διαλύεται
και οδεύει προς την καταστροφή· οι τάσεις μέσα σε συντομότατο χρονικό διάστημα
έχουν λάβει νέα μορφή· εμπρός στις ευθύνες τους, που προκύπτουν από την ιστορική
δράση και από τα καθήκοντα της προσχώρησης στην Κομουνιστική Διεθνή,
άνθρωποι και ομάδες έχουν περιέλθει σε σύγχυση, έχουν μετατοπισθεί· το
διφορούμενο του κέντρου και του οπορτουνισμού έχει κερδίσει ένα μέρος της
διεύθυνσης του Κόμματος, έχει προκαλέσει αναταραχή και σύγχυση στις κομματικές
οργανώσεις.
Σ’ αυτή τη γενική απουσία συνειδητοποιήσεων, πίστης, βούλησης, σ’ αυτή τη
θύελλα μικροτήτων, δειλίας, ηττοπάθειας το χρέος των κομουνιστών είναι να
συσπειρωθούν σε αδιάρρηκτες ομάδες, να συμφωνήσουν, να είναι έτοιμοι στις
εντολές που θα τους δοθούν. Οι ειλικρινείς και ανιδιοτελείς κομουνιστές, στη βάση
των θέσεων που έχουν εγκριθεί από το ΙΙ Συνέδριο της ΙΙΙ Διεθνούς, στη βάση της
ειλικρινούς πειθαρχίας προς την ανώτατη αρχή του διεθνούς εργατικού κινήματος,
πρέπει να φέρουν εις πέρας τη δουλειά που απαιτείται ούτως ώστε, όσο το δυνατόν
γρηγορότερα, να οικοδομηθεί η κομουνιστική πτέρυγα του Ιταλικού Σοσιαλιστικού
Κόμματος, η οποία, για την καλή φήμη του ιταλικού προλεταριάτου, θα πρέπει, στο
Συνέδριο της Φλωρεντίας, να γίνει, κατ’ όνομα και στην πράξη, το Ιταλικό
Κομουνιστικό Κόμμα, παράρτημα της ΙΙΙ Κομουνιστικής Διεθνούς. Οι κομουνιστές
πρέπει ακόμη να δουλέψουν ούτως ώστε η κομουνιστική πτέρυγα να αποκτήσει
έναν οργανικό διευθυντικό μηχανισμό, ισχυρά συγκεντρωτικό, με τη δική του
πειθαρχημένη διάρθρωση σε όλα τα περιβάλλοντα όπου δρα, βρίσκεται και παλεύει η
εργατική τάξη και να έχει στη διάθεσή του ένα σύνολο υπηρεσιών και εργαλείων
ελέγχου για τη δράση και την προπαγάνδα, που να της παρέχουν, από σήμερα κιόλας,
εκείνες τις συνθήκες λειτουργίας και ανάπτυξης που είναι απαραίτητες για ένα
αληθινό και ανεξάρτητο κόμμα.
Οι κομουνιστές, που στην πάλη των εργατών της χαλυβουργίας, με τη δράση
και τις πρωτοβουλίες τους, έσωσαν την εργατική τάξη από μια καταστροφή, θα
πρέπει να βγάλουν τα τελικά συμπεράσματα της συμπεριφοράς και της ενέργειάς
τους αυτής, να διασώσουν, δηλαδή, τον αρχικό πυρήνα (επανοικοδομώντας τον) του
κόμματος της εργατικής τάξης, να δώσουν στο ιταλικό προλεταριάτο το
Κομουνιστικό Κόμμα που θα είναι σε θέση να οργανώσει το Κράτος των εργατών και
τις συνθήκες για τον ερχομό της κομουνιστικής κοινωνίας.8
8
Δυο μήνες αργότερα, τον Ιανουάριο του 1921, η ομάδα των κουμουνιστών θα αποσχισθεί από το
Ιταλικό Σοσιαλιστικό Κόμμα και θα ιδρύσει το Ιταλικό Κομουνιστικό Κόμμα. Τα άρθρο αυτό αποτελεί
προάγγελο της ίδρυσής του και αιτιολογεί, με έναν χαρακτηριστικά γκραμσιανό τρόπο σκέψης, την
αναγκαιότητα ύπαρξης του. (σ.τ.μ.)
59
Ο ΛΑΟΣ ΤΩΝ ΠΙΘΗΚΩΝ
9
Πρόκειται για την κατάληψη το Σεπτέμβριο του 1919 της πόλης Φιούμε, στα ιταλοκροατικά σύνορα,
από τον Ντ’ Ανούντσιο και 2000 λεγεωνάριους και η διακήρυξη από μέρους τους της ένωσής της με
την Ιταλία. Η ιταλική κυβέρνηση, υπό τη διεθνή πίεση, καταδίκασε την αυθαίρετη ενέργεια του Ντ’
Ανούντσιο και με την υπογραφή της συμφωνίας του Ραπάλο το Νοέμβριο του 1920, κηρύσσεται το
Ανεξάρτητο κράτος του Φιούμε και τον Ιανουάριο του 1921 αποχωρούν από την περιοχή ο Ντ’
Ανούντσιο με τους λεγεωνάριούς του (σ.τ.μ.)
10
Από το όνομα του Τζοβάνι Τζολίτι (1842-1928), Ιταλού πολιτικού, που χρημάτισε επανειλημμένα
πρωθυπουργός. Άφησε έντονα τα ίχνη του στην ιταλική πολιτική ζωή και η περίοδος δράσης του
έμεινε στην ιστορία ως τζολιτιανική εποχή (età giolittiana) (σ.τ.μ.)
11
Ουμπέρτο Ι της Ιταλίας (1844-1900). βασίλεψε στην Ιταλία από το 1878 έως το 1900 και ήταν γιός
του Βιτόριο Εμανουέλε ΙΙ του οίκου της Σαβοΐας, πρώτου βασιλιά της Ιταλίας (σ.τ.μ.)
12
Η «κόκκινη εβδομάδα» ήταν μια λαϊκής εξέγερσης, που ξεκίνησε από την Ανκόνα και επεκτάθηκε
στη περιοχή της Ρομάνια, της Τοσκάνης και σε άλλα μέρη της Ιταλίας, μεταξύ 7 και 14 Ιουνίου 1914,
ως διαμαρτυρία για μια σειρά από μεταρρυθμίσεις που εισήγαγε ο Τζοβάνι Τζολίτι. Οι αστυνομικοί
πυροβόλησαν στο πλήθος και υπήρξαν τρεις νεκροί στην Ανκόνα (σ.τ.μ.).
60
Συνομοσπονδίας Εργατών να δώσουν ζωή στον απονεκρωμένο συνδικαλιστικό
έλεγχο) προσπαθεί με κάθε τρόπο να διατηρήσει μια θέση ιστορικής πρωτοβουλίας:
πιθηκίζει την εργατική τάξη, κατεβαίνει στους δρόμους.
Η νέα αυτή τακτική πραγματοποιείται με τρόπους και τύπους που ταιριάζουν
σε μία τάξη φαφλατάδων, σκεπτικιστών, διεφθαρμένων. Η εξέλιξη των γεγονότων,
που ονομάστηκαν «λαμπερές μέρες του Μάη»13, με τη δημοσιογραφική, ρητορική,
θεατρική, χυδαία τους αντανάκλαση κατά τη διάρκεια του πολέμου, μοιάζει με
προβολή στην πραγματικότητα μιας νουβέλας για τη ζούγκλα του Κίπλινγκ: της
νουβέλας του Μπαντάρ-Λογκ, του λαού των πίθηκων, ο οποίος πιστεύει ότι είναι
ανώτερος από όλους τους άλλους λαούς της ζούγκλας, ότι είναι κάτοχος όλης της
ευφυΐας, όλης της ιστορικής διαίσθησης, όλου του επαναστατικού πνεύματος, όλης
της κυβερνητικής σοφίας κ.τ.λ. κ.τ.λ.
Συνέβη το εξής: η μικροαστική τάξη, που υποδουλώθηκε στην κυβερνητική
εξουσία μέσω της κοινοβουλευτικής διαφθοράς, αλλάζει τον τύπο παροχής
υπηρεσιών, γίνεται αντικοινοβουλευτική και προσπαθεί να διαφθείρει το λαό. Την
περίοδο του πολέμου το Κοινοβούλιο ξεπέφτει τελείως: οι μικροαστοί προσπαθούν
να παγιώσουν τη νέα τους θέση και βαυκαλίζονται να πιστεύουν ότι έβγαλαν από τη
μέση την πάλη των τάξεων, ότι ανέλαβαν αυτοί τη διεύθυνση της εργατικής και
αγροτικής τάξης, ότι υποκατέστησαν τη σοσιαλιστική ιδέα, έμμονη στις μάζες, με ένα
περίεργο και αλλόκοτο ιδεολογικό μείγμα εθνικιστικού ιμπεριαλισμού, «πραγματικού
επαναστατισμού», «εθνικού συνδικαλισμού». Η άμεση δράση των μαζών στις 2 και 3
Δεκεμβρίου, μετά τη βία που ασκήθηκε στη Ρώμη από τη μεριά των αξιωματικών
εναντίον των σοσιαλιστών βουλευτών, έβαλε φρένο στην πολιτική δράση των
μικροαστών, που από εκείνη τη στιγμή και έπειτα προσπαθούν να οργανωθούν και να
συνταχθούν γύρω από αφεντικά πλουσιότερα και πιο σίγουρα από την επίσημη
κρατική ισχύ που έχει αδυνατίσει και ατονήσει εξ αιτίας του πολέμου.
Η περιπέτεια του Φιούμε είναι ο συναισθηματικός λόγος και ο πρακτικός
μηχανισμός αυτής της συστηματικής οργάνωσης, αλλά γίνεται αμέσως φανερό ότι η
σταθερή βάση της οργάνωσης είναι η άμεση υπεράσπιση της βιομηχανικής και
αγροτικής ιδιοκτησίας από την έφοδο της επαναστατικής εργατικής τάξης και των
φτωχών αγροτών. Αυτή η δραστηριότητα της μικροαστικής τάξης, που επίσημα
ακούει στο όνομα «φασισμός», δεν είναι χωρίς συνέπειες για το σύνολο του κράτους.
Η μικροαστική τάξη, αφού διέφθειρε και κατέστρεψε τον κοινοβουλευτικό θεσμό,
διαφθείρει και καταστρέφει και τους άλλους θεσμούς, τα βασικά στηρίγματα του
κράτους: το στρατό, την αστυνομία, τη δικαιοσύνη.
Διαφθορά και καταστροφή που οδηγούν σε καθαρή απώλεια, χωρίς κανένα
συγκεκριμένο σκοπό (ο μόνος συγκεκριμένος σκοπός θα έπρεπε να ήταν η
δημιουργία ενός νέου Κράτους, αλλά «ο λαός των πιθήκων» χαρακτηρίζεται ακριβώς
από οργανική ανικανότητα να φτιάξει ένα νόμο, να θεμελιώσει ένα Κράτος): ο
ιδιοκτήτης, για να προστατευτεί, χρηματοδοτεί και υποστηρίζει μία ιδιωτική
οργάνωση, η οποία, για να κρύψει την πραγματική της φύση, πρέπει να υιοθετήσει
«επαναστατικές» πολιτικές συμπεριφορές και να αποσυνθέσει την ισχυρότερη άμυνα
της ιδιοκτησίας, το Κράτος. Η τάξη των ιδιοκτητών επαναλαμβάνει, σε ό, τι αφορά
την εκτελεστική εξουσία, το ίδιο λάθος που έκανε και με το Κοινοβούλιο: πιστεύει
ότι θα μπορέσει να αμυνθεί καλύτερα από τις επιθέσεις της επαναστατικής τάξης,
13
Το Μάιο του 1915 ξεσπούν βίαιες διαδηλώσεις σε ολόκληρη την Ιταλία, παρακινημένες από τους
φιλοπόλεμους εθνικιστές, με επικεφαλής τον Ντ’ Ανούντσιο, υπέρ της εισόδου της χώρας στον
πόλεμο. Στις μέρες εκείνες ο Ντ’ Ανούντσιο έδωσε την ποιητική ονομασία «λαμπρές μέρες του Μάη»
(σ.τ.μ.)
61
εγκαταλείποντας τους θεσμούς του δικού της Κράτους στις υστερικές ιδιοτροπίες του
«λαού των πιθήκων», της μικροαστικής τάξης.
Η μικροαστική τάξη, ακόμα και σ’ αυτή την τελευταία πολιτική ενσάρκωση
του «φασισμού», έδειξε οριστικά την πραγματική της φύση ως υπηρέτριας του
καπιταλισμού και της έγγειας ιδιοκτησίας, ως πράκτορα της αντεπανάστασης. Έδειξε
όμως ότι είναι και θεμελιωδώς ανίκανη να φέρει εις πέρας οποιοδήποτε ιστορικό
καθήκον. Ο λαός των πιθήκων γεμίζει τις στήλες της επικαιρότητας, δεν παράγει
ιστορία, αφήνει τα ίχνη του στις εφημερίδες, δεν παρέχει υλικό για να γραφούν
βιβλία. Η μικροαστική τάξη, αφού κατέστρεψε το Κοινοβούλιο, καταστρέφει τώρα
και το αστικό Κράτος. Υποκαθιστά, σε όλο και μεγαλύτερη κλίμακα, το «κύρος» του
νόμου με την ιδιωτική βία, εξασκεί (και δεν μπορεί να κάνει διαφορετικά) αυτή τη
βία με χαοτικό τρόπο, άγρια, και ξεσηκώνει ενάντια στο Κράτος, ενάντια στον
καπιταλισμό, όλο και ευρύτερα στρώματα του πληθυσμού.
[Το άρθρο δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα «L’ Ordine Nuovo”, στις 2 Ιανουαρίου 1921.
Από την 1η Ιανουαρίου 1921 το ομώνυμο εβδομαδιαίο περιοδικό μετατρέπεται σε
καθημερινή εφημερίδα, η οποία αργότερα θα γίνει το επίσημο όργανο του ΚΚΙ. Θα
πάψει να εκδίδεται το 1922 και θα επανεκδοθεί από το 1924 έως το 1925, χρονιά κατά
την οποία καταργήθηκε η ελευθερία του τύπου από το φασιστικό καθεστώς. ]
62
ΑΝΘΡΩΠΟΙ ΜΕ ΣΑΡΚΑ ΚΑΙ ΟΣΤΑ
[Το άρθρο δημοσιεύτηκε στο «L’ Ordine Nuovo” στις 8 Μαΐου 1921, την επαύριον της
λήξης μιας από τις πιο μακροχρόνιες και σκληρές απεργίες των Ιταλών εργατών, που
εξελίχτηκε στις εγκαταστάσεις της Φίατ του Τουρίνου με αίτημα να σταματήσουν οι
απολύσεις και να βελτιωθούν οι μισθοί. Τελικά η εργοδοσία απέλυσε 3500 εργάτες,
αφού προηγουμένως κι εκείνη είχε προσφύγει σε λοκάουτ για να κάμψει τους
απεργούς.]
64
ΑΥΤΑΠΑΤΕΣ
Τα μέτρα κατά της ανεργίας συζητήθηκαν στη Βουλή τελευταία στη σειρά,
σαν να ήταν ένα οποιοδήποτε θέμα που ενδιέφερε μία περιορισμένη κατηγορία
ανθρώπων σε κάποιο χωριό. Από τον τρόπο που συζητήθηκαν και ψηφίστηκαν, ένα
πράγμα γίνεται φανερό: η βεβαιότητα ότι τα μέτρα θα διαιωνίσουν την υπάρχουσα
κατάσταση και ότι η ψήφισή τους έχει μόνο τυπική αξία, για τους ηλίθιους που
τρέφουν ακόμα αυταπάτες σχετικά με τη χρησιμότητα των ακαδημαϊκών
κονταροχτυπημάτων μέσα στο Κοινοβούλιο.
Η Βουλή στην πλειοψηφία της είναι πεπεισμένη ότι δεν υπάρχει θεραπεία για
την ανεργία και ότι τα προτεινόμενα μέτρα πρέπει να χρησιμεύσουν για να κάνουν
φανερή την καλή θέληση της κυβέρνησης για επίλυση της κρίσης. Έχουν απομείνει
μόνο οι σοσιαλιστές, οι οποίοι πιστεύουν ότι η κυβέρνηση με μία σώφρονα πολιτική
δημοσίων έργων μπορεί να κάνει κάτι για το ένα εκατομμύριο άνεργων εργατών. Η
κυβέρνηση και η αστική κοινοβουλευτική αντιπροσωπεία ξέρουν πολύ καλά ότι η
κρίση δεν μπορεί να έχει άλλη κατάληξη παρά μόνο την πείνα ενός μέρους της
εργατικής και αγροτικής τάξης.
Βέβαια, το θεωρούν νόμιμο αυτό, αφού για αυτούς είναι κάτι το φυσιολογικό.
Ερμηνεύουν την κρίση σαν κοινωνική θεομηνία, στην οποία οι εργάτες πρέπει να
υποκύψουν με το ίδιο σθένος όπως όταν αντιμετωπίζουν ένα λιμό. Η κυβέρνηση, ως
αστική αντιπροσώπευση, θέλοντας μάλιστα να φαίνεται ότι είναι μαζί με όλο το λαό,
μελετά σχέδια, υποβάλλει σχέδια νόμου, τα ψηφίζει για να κάνει τον κόσμο να
πιστέψει ότι ενδιαφέρεται πραγματικά για τη ζωή των εργατών και των αγροτών.
Ωστόσο υπάρχει ένα όριο: υπάρχει το όριο της ατομικής ιδιοκτησίας, που δεν μπορεί
να παραβιαστεί. Η λιμοκτονία των εργατών δεν μπορεί να δικαιολογήσει τη μείωση
του καπιταλιστικού κέρδους ή καλύτερα την παραβίαση του δικαιώματος της
ατομικής ιδιοκτησίας. Η κυβέρνηση και η αστική αντιπροσωπία είναι επομένως
συνεπείς όταν ψηφίζουν σχέδια νόμων που διαιωνίζουν μία κατάσταση. Έχουν πάντα
πρόχειρη μία δικαιολογία: την προάσπιση των προνομίων τους και την αδυναμία να
κάνουν περισσότερα χωρίς να διατρέξουν τον κίνδυνο εξαφάνισης. Επιβάλλοντας το
σεβασμό αυτού του ορίου, τα αστικά κόμματα είναι πεπεισμένα ότι στην
πραγματικότητα ενεργούν και για τα συμφέροντα των εργαζομένων.
Στους σοσιαλιστές, ως εκπροσώπους των προλεταρίων, θα άρμοζε, εάν δεν
ήταν αυτό που είναι, να αποκαλύψουν αυτή την ταξική πολιτική των αστικών
κυβερνήσεων και να αντιπαραθέσουν σ’ αυτή μια δική τους πολιτική, η οποία δεν θα
άφηνε καμία αμφιβολία στους εργαζομένους. Οι σοσιαλιστές όμως συμμερίζονται και
αυτοί τις ίδιες αυταπάτες και χάνουν τον καιρό τους συζητώντας το ένα ή το άλλο
άρθρο του σχεδίου νόμου, λες και η ανεργία, ειδικά αυτή την περίοδο, μπορεί
πραγματικά να βρει λύση με την υποβολή μιας ή περισσοτέρων τροποποιήσεων, που
ίσως αυξήσουν το επίδομα ανεργίας.
Η προσπάθεια να πείσουν τις μεγάλες μάζες των ανέργων εργατών ότι
μπορούν να έχουν εμπιστοσύνη στη βοήθεια της κυβέρνησης σημαίνει ότι θέλουν να
τις εξαπατήσουν. Σήμερα, που ο αριθμός των ανέργων αυξάνει με ταχείς ρυθμούς και
που η τάξη των εργοδοτών δεν έχει πλέον κανένα ενδοιασμό να πετάξει στο δρόμο
εκατοντάδες χιλιάδες οικογένειες εργατών, άλλα θα περίμενε κανείς από εκείνους
που έλαβαν την εντολή από την εργατική τάξη. Η πραγματικότητα όμως βρίσκεται
έξω από το Κοινοβούλιο. Οι εκπρόσωποι των εργατών, που θα έπρεπε να είχαν κάνει
ν’ ακουστεί δυνατά μέσα στο Κοινοβούλιο η φωνή διαμαρτυρίας των εργατών, που
υποφέρουν μέσα στην πείνα και στην εξαθλίωση, περιορίστηκαν να προτείνουν
65
κάποιες τροποποιήσεις στο κυβερνητικό σχέδιο νόμου. Όσο οι άνεργοι εργάτες
αυξάνουν σε αριθμό και η πείνα θερίζει όλο και περισσότερο τις οικογένειές τους,
αυτή η κοινοβουλευτική συμπεριφορά των εκπροσώπων των εργατών δεν μπορεί
παρά να θεωρηθεί εξαπάτηση και προδοσία.
Επιβεβαιώνει την αυταπάτη ότι εδώ έχουμε να κάνουμε με ανθρώπους της
κυβέρνησης και πολιτικούς, ενώ το ουσιαστικό πρόβλημα βρίσκεται μέσα στο
καθεστώς. Αυτό πρέπει να υποδείξουμε στις εργατικές μάζες ως την αιτία των δεινών
τους που πρέπει πρώτη αυτή να βγει από τη μέση για να φτάσουν στην
απελευθέρωσή τους από τα δεινά. Όλα τα άλλα είναι ρητορική, ακαδημαϊσμός. Τώρα
που η Βουλή επικύρωσε τα μέτρα κατά της ανεργίας, δεν θα ήμαστε κακοί προφήτες
εάν πούμε ότι η κρίση θα συνεχίσει να οξύνεται στη χώρα.
Σ’ αυτό δεν μας προετοιμάζει μήπως η επίθεση των βιομηχάνων για τη
μείωση των μισθών; Οι εργάτες υφαντουργίας βρίσκονται κιόλας στα πρόθυρα της
γενικής τους απεργίας σε όλη την Ιταλία, εάν οι εργοδότες δεν συμφωνήσουν στις
προτάσεις της Συνομοσπονδίας. Κι εδώ όμως δεν πρέπει να δημιουργούμε αυταπάτες.
Οι εργάτες δεν πρέπει να περιμένουν καμία βοήθεια από την παρέμβαση του
Κράτους. Οι εργάτες θυμούνται σε τι χρησίμεψε η επέμβαση του Τζολίτι στον αγώνα
των εργατών μετάλλου. Ούτε έχουν ξεχάσει τα αποτελέσματα που είχε στην Αγγλία η
επέμβαση του Λόυντ Τζορτζ στον αγώνα των ανθρακωρύχων. Και στη μία και στην
άλλη περίπτωση η κυβέρνηση επενέβη για να κάνει την εργατική τάξη να
παρεκκλίνει από τους στόχους του αγώνα και την αντίστασή της και να την
παραδώσει, με τη συνενοχή των εκπροσώπων της, στη θέληση των αφεντικών.
Η εργατική τάξη δεν έχει τίποτα να ελπίζει από τον ένα ή τον άλλο υπουργό.
Η εργατική τάξη δεν μπορεί παρά να βασίζεται μόνο στον εαυτό της. Κάθε διάταγμα,
κάθε σχέδιο νόμου δεν αποτελεί παρά ένα κομμάτι χαρτί για τους εργοδότες, των
οποίων η βούληση μπορεί να περιοριστεί μόνο από την ισχύ των ίδιων των εργατών
και ποτέ από τα όργανα του Κράτους.
Όποιος από το βήμα της Βουλής ή σε κάποια συγκέντρωση χρησιμοποιήσει
την αυθεντία ή το κύρος του για να πείσει τις μάζες ότι σήμερα η λύση της κρίσης
μπορεί να βρεθεί έξω από το γκρέμισμα του αστικού Κράτους, δεν του αξίζει άλλος
τίτλος παρά εκείνος του προδότη.
Είτε καταπολεμούν την ανεργία είτε τη μείωση των μισθών, η κυβέρνηση και
τα όργανά της δεν μπορεί παρά να είναι με το μέρος των εργοδοτών. Οι εργάτες να
θυμηθούν πώς κατέληξε το διάταγμα περί ελέγχου και να φυλαχτούν από κάθε
παρέμβαση του Κράτους στους αγώνες τους ενάντια στην τάξη των εργοδοτών. Η
μόνη αλήθεια, που δεν πρέπει ποτέ να ξεχνούν, είναι ότι από τους εργοδότες θα
καταφέρουν να πάρουν κάτι μόνο όσο είναι δυνατοί και ότι σήμερα ο μόνος δρόμος
σωτηρίας δεν είναι να περιμένουν βοήθεια και μέτρα από τις κυβερνήσεις των αστών,
αλλά να παλεύουν για την οριστική τους κατάρρευση.
Δεν θα ήταν άσκοπο να επαναλάβουμε άλλη μία φορά ότι όλα τα προβλήματα
που έχουν σχέση με τη ζωή της εργατικής τάξης σήμερα μπορούν να βρουν τη λύση
τους μόνο με την κατάληψη της πολιτικής ισχύος από την ίδια. Κάθε άλλος δρόμος
δεν μπορεί παρά να οδηγήσει μόνο σε επιμέρους και παραπλανητικές λύσεις την
εργατική τάξη.
66
ΟΥΤΕ ΦΑΣΙΣΜΟΣ, ΟΥΤΕ ΦΙΛΕΛΕΥΘΕΡΙΣΜΟΣ:
ΣΟΒΙΕΤΙΣΜΟΣ!
67
Ρίχνοντας το σύνθημά του το κόμμα μας δεν επεδίωκε να βάλει στη θέση του
αποτυγχάνοντος φασισμού τον παλιό φιλελευθερισμό, του οποίου η επονείδιστη
αποτυχία και το τελικό ξεπάστρεμα σημαδεύτηκαν από την πορεία στη Ρώμη14. Το
Κομουνιστικό Κόμμα από την αρχή της κρίσης του φασισμού δήλωνε ότι η τάξη των
εργατών και των αγροτών θα έπρεπε να είναι οι νεκροθάφτες του και ο διάδοχός του
στη εξουσία.
Για να νικηθεί ο φασισμός είναι απαραίτητη η δράση της μάζας του
βιομηχανικού προλεταριάτου και των αγροτών, η ταξική πάλη με όλες της τις
συνέπειες. Το προλεταριάτο μπορεί και πρέπει, χωρίς αμφιβολία, να χρησιμοποιήσει
στην πάλη του ενάντια στο φασισμό τις αντιστάσεις και τους αγώνες που
αναπτύχθηκαν στους κόλπους της αστικής και της μικροαστικής τάξης, αλλά χωρίς
την άμεση δράση ο φασισμός δεν θα μπορέσει ποτέ να ηττηθεί. Θέτοντας έτσι το
πρόβλημα είναι σαν να τίθεται ταυτόχρονα και το θέμα της διαδοχής του φασισμού.
Από τη στιγμή που θα ηττηθεί ο φασισμός, χάρη στη δράση των εργατικών και
αγροτικών μαζών, ο φιλελευθερισμός δεν έχει καμία δουλειά στη διαδοχή. Το
δικαίωμα σ’ αυτήν ανήκει στην κυβέρνηση των εργατών και των αγροτών, τη μόνη
που θα είναι ικανή να αφοπλίσει τις ένοπλες φασιστικές ομάδες και τη μόνη που θα
έχει την ειλικρινή θέληση να το κάνει, οπλίζοντας την εργατική τάξη και τους
αγρότες.
Προς το παρόν άλλο είναι το θέμα και όχι η επιστροφή στο Σύνταγμα, στη
δημοκρατία και στο φιλελευθερισμό. Αυτά είναι μελιστάλαχτα λόγια που η αστική
τάξη προσπαθεί να κάνει τους εργαζόμενους στην πόλη και στην ύπαιθρο να τα
καταπιούν, για να εμποδίσει την κρίση να λάβει τον πραγματικό της χαρακτήρα,
δηλαδή τη ρεβάνς των εργατών και των αγροτών ενάντια στο φασισμό που τους έχει
καταπιέσει και ενάντια στο φιλελευθερισμό που τους έχει ξεγελάσει και που, μέχρι
πριν λίγους μήνες, συνεργαζόταν ή προσπαθούσε να συνεργαστεί (Ντ’ Αραγκόνα,
Μπαλντέζι κ.τ.λ.) με το Μουσολίνι.
Η ιταλική κρίση δεν μπορεί να επιλυθεί παρά μόνο με τη δράση των
εργαζόμενων μαζών. Στο επίπεδο των κοινοβουλευτικών μηχανορραφιών δεν
υπάρχει πιθανότητα ξεπαστρέματος του φασισμού, παρά μόνο ενός συμβιβασμού που
θ’ αφήσει κυρίαρχη την αστική τάξη και τον υπηρέτη της ένοπλο φασισμό. Ο
φιλελευθερισμός, έστω και μπολιασμένος με τους αδένες του ρεφορμιστικού
πίθηκου, είναι ανίσχυρος. Ανήκει στο παρελθόν. Και όλοι οι Ντον Στούρτσο της
Ιταλίας, μαζί με τον Τουράτι και τον Βέλα, δεν θα καταφέρουν να του δώσουν την
αναγκαία νεότητα για να ξεπαστρέψει το φασισμό.
Μια ταξική κυβέρνηση των εργατών και αγροτών, που δε σκοτίζεται για το
Σύνταγμα, ούτε για τις ιερές αρχές του φιλελευθερισμού, αλλά είναι αποφασισμένη
να νικήσει οριστικά το φασισμό, να τον αφοπλίσει και να υπερασπιστεί ενώπιον όλων
των εκμεταλλευτών τα συμφέροντα των εργαζομένων στην πόλη και στην ύπαιθρο,
αυτή είναι η μόνη νεαρή δύναμη ικανή να ξεκαθαρίσει ένα παρελθόν καταπίεσης,
εκμετάλλευσης και εγκλημάτων και να δημιουργήσει ένα μέλλον πραγματικής
ελευθερίας για όλους τους εργαζόμενους.
14
Η περίφημη «πορεία στη Ρώμη» (marcia su Roma) υπήρξε μία βίαιη εκδήλωση των φασιστών για
την κατάληψη της εξουσίας. Στις 28 Οκτωβρίου 1922 ένοπλες φασιστικές ομάδες και μέλη του
κόμματος ξεκινούν από το Μιλάνο με επικεφαλής το Μουσολίνι και κατευθύνονται στη Ρώμη για να
ζητήσουν από το βασιλιά Βιτόριο Εμανουέλε ΙΙΙ να παραδώσει τη διακυβέρνηση της χώρας στο
Μουσολίνι, διαφορετικά απειλούσαν να την καταλάβουν με τη βία. Η πορεία κατέληξε στη Ρώμη στις
30 Οκτωβρίου 1922 και ο βασιλιάς ανέθεσε την εντολή σχηματισμού κυβέρνησης στο Μουσολίνι, ο
οποίος στη συνέχεια διέλυσε το κοινοβούλιο και κήρυξε φασιστική δικτατορία (Ιανουάριος 1925)
(σ.τ.μ.)
68
Σήμερα το Κομουνιστικό Κόμμα είναι το μόνο που επαναλαμβάνει αυτές τις
αλήθειες στο προλεταριάτο. Η επιρροή του αυξάνει, η οργάνωσή του αναπτύσσεται,
αλλά η πλειοψηφία των εργατών και αγροτών, παρασυρμένη από τη Συνομοσπονδία
Εργασίας, από το Μαξιμαλιστικό Κόμμα, που και αυτά με τη σειρά τους σύρονται
από τη συνταγματική αντιπολίτευση, δεν έχει ακόμη ανακτήσει την ταξική της
συνείδηση. Το Κομουνιστικό Κόμμα δεν έχει καταλάβει ότι η εργατική και αγροτική
τάξη είναι ο κύριος παράγοντας της κρίσης, αφού υπερέχει αριθμητικά και αποτελεί
μια μεγάλη νέα δύναμη, και ότι εάν δεν θέλει να αυταπατάται, πρέπει να δράσει στο
επίπεδο της ταξικής πάλης ως δύναμη ανεξάρτητη, που σύντομα θα γίνει
καθοριστική, και όχι στο επίπεδο της ταξικής συνεργασίας για ν’ αλλάξει μόνο τη
μάσκα της ιταλικής αστικής τάξης.
Το ουσιαστικό καθήκον του κόμματός μας έγκειται στο να περάσουν στους
εργάτες και τους αγρότες αυτές τις θεμελιώδεις ιδέες: μόνο η ταξική πάλη της μάζας
των εργατών και των αγροτών θα νικήσει το φασισμό, μόνο μια κυβέρνηση εργατών
και αγροτών είναι ικανή να ξεπαστρέψει το φασισμό και να εξαλείψει τις αιτίες του,
μόνο ο εξοπλισμός των εργατών και των αγροτών θα μπορέσει να αφοπλίσει τις
φασιστικές ομάδες. Όταν αυτές οι ουσιώδεις αλήθειες εισχωρήσουν στο πνεύμα της
μάζας των εργατών και αγροτών μέσω της ακούραστης προπαγάνδας μας, οι
εργαζόμενοι στα εργοστάσια και στους αγρούς, σε όποιο κόμμα και αν ανήκουν, θα
κατανοήσουν την ανάγκη δημιουργίας Εργατοαγροτικών Επιτροπών για την
υπεράσπιση των ταξικών συμφερόντων τους και για την πάλη ενάντια στο φασισμό.
Θα κατανοήσουν ότι αυτά είναι τα απαραίτητα εργαλεία της επαναστατικής
πάλης και της βούλησής τους να αντικαταστήσουν την κυβέρνηση των δολοφόνων
με μια κυβέρνηση των εργατών και των αγροτών. Τη στιγμή που τελειώνει το
Συνέδριο των φιλελεύθερων, το οποίο προσπαθεί για άλλη μια φορά να εξαπατήσει
τον εργαζόμενο λαό, απ’ άκρου εις άκρον της Ιταλίας, οι εργάτες και οι αγρότες
απαντούν στις ηχηρές και κενές του φλυαρίες: Ούτε φασισμός, ούτε
φιλελευθερισμός: σοβιετισμός!
69
ΓΙΑ ΜΙΑ ΜΑΖΙΚΗ ΙΔΕΟΛΟΓΙΚΗ ΠΡΟΕΤΟΙΜΑΣΙΑ
Από ποια ειδική ανάγκη της εργατικής τάξης και του κόμματός της, του
Κομουνιστικού Κόμματος, προέκυψε η πρωτοβουλία δημιουργίας της σχολής δι’
αλληλογραφίας, που τελικά αρχίζει να λειτουργεί με τη δημοσίευση της παρούσας
σημείωσης;
Εδώ και πέντε περίπου χρόνια το επαναστατικό εργατικό κίνημα έπεσε σε μια
κατάσταση παρανομίας ή ημιπαρανομίας. Η ελευθεροτυπία, το δικαίωμα του
συνέρχεσθαι, του συνεταιρίζεσθαι, η προπαγάνδα στην πράξη έχουν καταργηθεί. Η
εκπαίδευση των διευθυντικών στελεχών του προλεταριάτου δεν μπορεί πλέον να γίνει
ακολουθώντας τους δρόμους και τις μεθόδους που ήταν παραδοσιακοί στην Ιταλία
μέχρι το 1921.
Τα πιο δραστήρια εργατικά στοιχεία έχουν κυνηγηθεί, ελέγχονται για κάθε
κίνησή τους, για κάθε ανάγνωσή τους. Οι εργατικές βιβλιοθήκες έχουν καεί ή
διαλυθεί με άλλους τρόπους. Οι μεγάλες οργανώσεις και οι μεγάλες μαζικές
κινητοποιήσεις δεν υπάρχουν πλέον και δεν μπορούν να πραγματοποιηθούν.
Τα στρατευμένα μέλη του κόμματος δεν συμμετέχουν καθόλου ή
συμμετέχουν ελάχιστα στις συζητήσεις και στην ανταλλαγή ιδεών. Η απομονωμένη
ζωή ή η ευκαιριακή συνέλευση μικρών, περιορισμένων ομάδων, η συνήθεια που
μπορεί να επικρατήσει για μια πολιτική ζωή που σε άλλους καιρούς έμοιαζε να είναι
εξαίρεση, προκαλούν συναισθήματα, ψυχικές καταστάσεις, απόψεις που συχνά είναι
λανθασμένα και καμιά φορά και νοσηρά.
Τα νέα μέλη που κερδίζει το κόμμα σε μια τέτοια κατάσταση (πρόκειται
προφανώς για ανθρώπους ειλικρινείς με ακμαία επαναστατική πίστη) δεν μπορούν να
εκπαιδευτούν στις μεθόδους μας μέσω της πλατιάς δράσης, των πλατιών
συζητήσεων, του αμφίδρομου ελέγχου, που είναι χαρακτηριστικά μιας περιόδου
δημοκρατίας και νομιμότητας της μάζας.
Προβάλλει έτσι ένας πολύ σοβαρός κίνδυνος: η μάζα του κόμματος, αφού θα
έχει συνηθίσει, όντας στην παρανομία, να μη σκέφτεται τίποτε άλλο παρά τα
αναγκαία τεχνάσματα για να ξεφύγει από τις εκπλήξεις του καθεστώτος, αφού θα έχει
συνηθίσει να θεωρεί ως μόνες εφικτές και άμεσα οργανωτικές τις δράσεις μόνο
μικρών ομάδων (βλέποντας πως οι κυρίαρχοι φαινομενικά έχουν νικήσει και κρατούν
την εξουσία με τη δράση ενόπλων παρακρατικών ομάδων) υπάρχει ο κίνδυνος η μάζα
του κόμματος να απομακρυνθεί χωρίς να το καταλάβει από τη μαρξιστική αντίληψη
περί επαναστατικής δράσης του προλεταριάτου, κι ενώ φαίνεται να
ριζοσπαστικοποιείται, επειδή ακούγονται συχνά επαναλαμβανόμενες εξτρεμιστικές
προτάσεις και αιμοσταγείς φράσεις, στην πραγματικότητα να είναι ανίκανη η μάζα
αυτή να νικήσει τον εχθρό.
Η ιστορία της εργατικής τάξης, ειδικά την εποχή που διανύουμε, δείχνει πως ο
κίνδυνος αυτός δεν είναι φανταστικός. Η ανάκαμψη των επαναστατικών κομμάτων,
μετά από μία περίοδο παρανομίας, χαρακτηρίζεται συχνά από μία ισχυρή ώθηση προς
δράση για τη δράση, από την απουσία κάθε θεώρησης των πραγματικών σχέσεων των
κοινωνικών δυνάμεων, της διάθεσης των μεγάλων εργατικών και αγροτικών μαζών,
των συνθηκών εξοπλισμού κ.τ.λ.
Έχει συμβεί έτσι πολύ συχνά το επαναστατικό κόμμα να προκαλέσει τη
σφαγή του από την αντίδραση, που δεν είχε ακόμα αποσυντεθεί και της οποίας οι
εφεδρείες δεν είχαν σωστά εκτιμηθεί, και αυτό συνέβη μέσα στην αδιαφορία και την
παθητικότητα των μεγάλων μαζών, οι οποίες, μετά από κάθε αντιδραστική περίοδο,
70
γίνονται πολύ επιφυλακτικές και πανικοβάλλονται εύκολα κάθε φορά που
διαγράφεται η απειλή μιας επιστροφής στην κατάσταση από την οποία έχουν βγει.
Είναι δύσκολο, σε γενικές γραμμές, να μη γίνουν τέτοια λάθη. Γι’ αυτό πρέπει
το Κόμμα ν’ ανησυχήσει στην προκειμένη περίπτωση και να πραγματοποιήσει
συγκεκριμένες δράσεις που να τείνουν ειδικά να βελτιώσουν την κατάσταση και την
οργάνωσή του και να ανεβάσουν το πνευματικό επίπεδο των μελών που βρίσκονται
στις γραμμές του την περίοδο αυτή της λευκής τρομοκρατίας. Ο προορισμός αυτών
των μελών είναι ν’ αποτελέσουν τον κεντρικό πυρήνα, τον πιο ανθεκτικό σε κάθε
δοκιμασία και σε κάθε θυσία του Κόμματος, που θα οδηγήσει την επανάσταση και θα
διοικήσει το προλεταριακό Κράτος. Το πρόβλημα εμφανίζεται έτσι ευρύτερο και
περιπλοκότερο.
Η ανάκαμψη του επαναστατικού κινήματος και ειδικά η νίκη του θα φέρουν
στο Κόμμα μία μεγάλη μάζα νέων στοιχείων. Αυτά δεν μπορούν να απωθηθούν,
ειδικά όταν είναι προλεταριακής προέλευσης, αφού η ένταξή τους είναι ακριβώς ένα
από τα σημάδια τα πιο ενδεικτικά της επανάστασης που πραγματώνεται. Το
πρόβλημα όμως που μπαίνει είναι να εμποδίσουμε τον κεντρικό πυρήνα του
Κόμματος να βυθιστεί και να αποσυντεθεί μέσα στο νέο, ορμητικό κύμα.
Όλοι θυμόμαστε αυτό που συνέβη στην Ιταλία, μετά τον πόλεμο, στους
κόλπους του Σοσιαλιστικού Κόμματος. Ο κεντρικός πυρήνας, αποτελούμενος από
τους συντρόφους που έμειναν πιστοί στην υπόθεση κατά τη διάρκεια του
κατακλυσμού, συρρικνώθηκε μέχρι να πέσει στον αριθμό 16.000 περίπου. Στο
Συνέδριο του Λιβόρνου αντιπροσωπεύονταν 220.000 μέλη, δηλαδή υπήρχαν στο
κόμμα 200.000 εγγεγραμμένοι μετά τον πόλεμο, χωρίς πολιτική προετοιμασία, αδαείς
ή σχεδόν αδαείς από κάθε έννοια της μαρξιστικής θεωρίας, εύκολα θύματα των
μικροαστών φωνακλάδων και φανφαρόνων που αντιπροσώπευαν στα χρόνια 1919-
1920 το φαινόμενο του μαξιμαλισμού.
Δεν στερείται σημασίας το γεγονός ότι ο τωρινός επικεφαλής του
Σοσιαλιστικού Κόμματος και διευθυντής της εφημερίδας «Avanti!» είναι ακριβώς ο
Πιέτρο Νένι, που μπήκε στο Σοσιαλιστικό Κόμμα μετά το Λιβόρνο, ο οποίος όμως
συγκεντρώνει στον εαυτό του και συνοψίζει όλες τις ιδεολογικές αδυναμίες και τα
διακριτικά χαρακτηριστικά του μεταπολεμικού μαξιμαλισμού. Θα ήταν πράγματι
εγκληματικό εάν μέσα στο Κομουνιστικό Κόμμα πραγματοποιείτο τη φασιστική
περίοδο αυτό που συνέβη στο Σοσιαλιστικό Κόμμα την πολεμική περίοδο. Αυτό
όμως θα ήταν αναπόφευκτο, εάν το κόμμα μας δεν είχε μια ντιρεκτίβα και σ’ αυτόν
τον τομέα, εάν δεν μεριμνούσε εγκαίρως να ενισχύσει ιδεολογικά και πολιτικά τα
σημερινά του στελέχη και μέλη για να τους καταστήσει ικανούς να περιλάβουν και να
πλαισιώσουν μάζες ακόμα πιο ευρύτερες, χωρίς η οργάνωση να υποστεί πολλά
ταρακουνήματα και χωρίς η εικόνα του Κόμματος να αλλάξει.
Θέσαμε το πρόβλημα με τους σημαντικότερους πρακτικούς όρους. Αυτό όμως
έχει και μία βάση ανώτερη από κάθε άμεση συγκυρία. Ξέρουμε ότι η πάλη του
προλεταριάτου ενάντια στον καπιταλισμό εξελίσσεται σε τρία μέτωπα: το
οικονομικό, το πολιτικό και το ιδεολογικό.
Η οικονομική πάλη έχει τρεις φάσεις: την αντίσταση ενάντια στον
καπιταλισμό, δηλαδή τη στοιχειώδη συνδικαλιστική φάση· την επίθεση ενάντια στον
καπιταλισμό για τον εργατικό έλεγχο στην παραγωγή· την πάλη για την εξαφάνιση
του καπιταλισμού μέσω της κοινωνικοποίησης.
Η πολιτική πάλη έχει επίσης τρεις κύριες φάσεις: πάλη για να μπει φρένο στην
ισχύ της αστικής τάξης μέσα στο κοινοβουλευτικό Κράτος, δηλαδή για τη διατήρηση
ή τη δημιουργία μιας δημοκρατικής κατάστασης σε ισορροπία μεταξύ των τάξεων
71
που να δίνει τη δυνατότητα στο προλεταριάτο να οργανωθεί· πάλη για την κατάληψη
της εξουσίας και για τη δημιουργία του Κράτους των εργατών, δηλαδή μια πολιτική
πράξη σύνθετη μέσω της οποίας το προλεταριάτο κινητοποιεί γύρω του όλες τις
κοινωνικές, αντικαπιταλιστικές δυνάμεις (κατά κύριο λόγο την αγροτική τάξη) και τις
οδηγεί στη νίκη· φάση της δικτατορίας του προλεταριάτου, οργανωμένου σε
κυρίαρχη τάξη, προκειμένου να παραμερίσει τα τεχνικά και κοινωνικά εμπόδια που
παρεμβάλλονται στην πραγματοποίηση του κομουνισμού.
Η οικονομική πάλη δεν μπορεί να αποκοπεί από την πολιτική πάλη και ούτε η
μία ούτε η άλλη μπορούν να αποκοπούν από την ιδεολογική πάλη. Στην πρώτη
φάση, τη συνδικαλιστική, η οικονομική πάλη είναι αυθόρμητη, δηλαδή γεννιέται
αναπόφευκτα από την ίδια την κατάσταση στην οποία βρίσκεται το προλεταριάτο σε
αστικό καθεστώς, δεν είναι όμως από μόνη της επαναστατική, δηλαδή δεν οδηγεί
αναγκαστικά στο γκρέμισμα του καπιταλισμού, όπως υποστήριξαν και συνεχίζουν να
υποστηρίζουν με μικρότερη επιτυχία οι συνδικαλιστές. Και για του λόγου το αληθές
οι ρεφορμιστές ακόμα και οι φασίστες αποδέχονται τη στοιχειώδη συνδικαλιστική
πάλη και επιπλέον υποστηρίζουν ότι το προλεταριάτο ως τάξη δεν πρέπει να
αναπτύξει άλλο είδος πάλης, παρά μόνο τη συνδικαλιστική.
Η μόνη διαφορά μεταξύ ρεφορμιστών και φασιστών έγκειται στο γεγονός ότι
οι πρώτοι υποστηρίζουν ότι, εάν όχι το προλεταριάτο ως τάξη, οι προλετάριοι ως
άτομα, ως πολίτες θα πρέπει να αγωνιστούν και για τη «γενική δημοκρατία», δηλαδή
για την αστική δημοκρατία, με άλλα λόγια να αγωνιστούν μόνο για να διατηρήσουν ή
να δημιουργήσουν τις πολιτικές συνθήκες της καθαρής πάλης για τη συνδικαλιστική
αντίσταση.
Για να γίνει η συνδικαλιστική πάλη επαναστατικός παράγοντας πρέπει το
προλεταριάτο να τη συνοδεύσει με την πολιτική πάλη, δηλαδή το προλεταριάτο να
έχει συνειδητοποιήσει ότι είναι ο πρωταγωνιστής μιας γενικής πάλης που
περιλαμβάνει όλα τα ζωτικότερα προβλήματα της κοινωνικής οργάνωσης, με άλλα
λόγια να συνειδητοποιήσει ότι παλεύει για το σοσιαλισμό. Το στοιχείο
«αυθορμητισμός» δεν είναι αρκετό για την επαναστατική πάλη, δεν οδηγεί ποτέ την
εργατική τάξη πέρα από τα όρια της υπάρχουσας αστικής δημοκρατίας. Είναι
αναγκαίο το στοιχείο συνείδηση, το «ιδεολογικό» στοιχείο, δηλαδή η κατανόηση των
συνθηκών μέσα στις οποίες παλεύει κανείς, των κοινωνικών σχέσεων μέσα στις
οποίες ο εργάτης ζει, των θεμελιωδών τάσεων που δρουν μέσα στο σύστημα αυτών
των σχέσεων, της διεργασίας ανάπτυξης που η κοινωνία υφίσταται λόγω της ύπαρξης
στους κόλπους της ασίγαστων ανταγωνισμών κ.τ.λ.
Τα τρία μέτωπα προλεταριακής πάλης συμψηφίζονται μόνο σε ένα, για το
Κόμμα της εργατικής τάξης, που είναι τέτοιο ακριβώς επειδή συμπυκνώνει και
αντιπροσωπεύει όλες τις απαιτήσεις της γενικής πάλης. Δεν μπορούμε βέβαια να
ζητήσουμε από κάθε εργάτη της μάζας να έχει πλήρη συνείδηση όλης της περίπλοκης
λειτουργίας που η τάξη του είναι αποφασισμένη να διεξαγάγει κατά τη διαδικασία
ανάπτυξης της ανθρωπότητας: αυτό όμως πρέπει να ζητηθεί από τα μέλη του
κόμματος.
Δεν μπορούμε να προτείνουμε, πριν την κατάληψη του Κράτους, να αλλάξει
τελείως η συνείδηση όλης της εργατικής τάξης· θα ήταν ουτοπικό, επειδή η
συνείδηση της εργατικής τάξης ως τέτοιας αλλάζει μόνο όταν αλλάξει ο τρόπος ζωής
της ίδιας της τάξης, δηλαδή όταν το προλεταριάτο θα γίνει κυρίαρχη τάξη, θα έχει
στη διάθεσή το μηχανισμό παραγωγής και ανταλλαγής και την κρατική εξουσία.
Το κόμμα όμως μπορεί και πρέπει, στο σύνολό του, να αντιπροσωπεύει αυτή
την ανώτερη συνείδηση, διαφορετικά δεν θα είναι επικεφαλής, αλλά ουραγός των
72
μαζών, δεν θα τις οδηγεί, αλλά θα σύρεται από αυτές. Για αυτό το κόμμα πρέπει να
αφομοιώσει το μαρξισμό και πρέπει να τον αφομοιώσει στην παρούσα του μορφή ως
λενινισμό. Η θεωρητική δράση, η πάλη δηλαδή στο ιδεολογικό μέτωπο,
παραμελήθηκε πάντα από το ιταλικό εργατικό κίνημα.
Στην Ιταλία ο μαρξισμός (εξαιρουμένου του Αντόνιο Λαμπριόλα) μελετήθηκε
περισσότερο από τους αστούς διανοουμένους, για να του αλλοιώσουν τη φύση και να
τον μετατρέψουν σε εργαλείο της αστικής πολιτικής, παρά από τους επαναστάτες. Γι’
αυτό είδαμε μέσα στο Σοσιαλιστικό Κόμμα Ιταλίας να συνυπάρχουν ειρηνικά οι πιο
διαφορετικές τάσεις, είδαμε να αποτελούν επίσημες θέσεις του κόμματος οι πιο
αντιτιθέμενες απόψεις. Οι διευθύνοντες το κόμμα δεν φαντάστηκαν ποτέ ότι για να
παλέψουν ενάντια στην αστική ιδεολογία , δηλαδή για να απελευθερώσουν τις μάζες
από την επίδραση του καπιταλισμού, ήταν ανάγκη πρώτα να διαδώσουν μέσα στο
ίδιο το κόμμα τη μαρξιστική θεωρία και έπειτα να την προστατεύσουν από κάθε
παραποίηση. Αυτή η παράδοση στο κόμμα μας δεν έχει, τουλάχιστον ακόμη,
διακοπεί με συστηματικό τρόπο και με σημαντική και συνεχή δράση.
Παρ’ όλα αυτά λέγεται πως ο μαρξισμός είχε μεγάλη επιτυχία στην Ιταλία και
κατά μία έννοια αυτό είναι αλήθεια. Είναι αλήθεια όμως ότι από αυτή την επιτυχία
δεν ωφελήθηκε το προλεταριάτο, δεν συνέβαλε στη δημιουργία νέων μέσων πάλης,
δεν ήταν ένα επαναστατικό φαινόμενο. Ο μαρξισμός, δηλαδή μερικά αποσπάσματα
παρμένα από τα γραπτά του Μαρξ, χρησίμευσε στην ιταλική αστική τάξη, στην πάλη
της ενάντια στους εργαζόμενους, για να αποδείξει πως για τις ανάγκες της ανάπτυξής
της ήταν ανάγκη να στερηθούμε τη δημοκρατία, ήταν ανάγκη να ποδοπατηθούν οι
νόμοι, ήταν αναγκαίος ο περίγελος της ελευθερίας και της δικαιοσύνης: με άλλα
λόγια οι φιλόσοφοι της ιταλικής αστικής τάξης, στην πάλη τους ενάντια στους
εργαζόμενους, ονόμασαν μαρξισμό τη διαπίστωση ότι ο Μαρξ δημιούργησε
συστήματα που χρησιμοποιεί η αστική τάξη, χωρίς την ανάγκη δικαιολόγησης …
μαρξιστικής.
Και οι ρεφορμιστές, για να διορθώσουν αυτή τη δόλια ερμηνεία, έγιναν οι
ίδιοι δημοκρατικοί, έγιναν οι ίδιοι οι λιβανιστές όλων των καθαιρεμένων αγίων του
καπιταλισμού. Οι θεωρητικοί της ιταλικής αστικής τάξης είχαν την ικανότητα να
δημιουργήσουν την έννοια του «προλεταριακού έθνους», να υποστηρίξουν, δηλαδή,
ότι όλη η Ιταλία ήταν «προλεταριακή» και ότι η θεωρία του Μαρξ έπρεπε να
εφαρμοστεί στην πάλη της Ιταλίας ενάντια στα άλλα καπιταλιστικά κράτη και όχι
στην πάλη του ιταλικού προλεταριάτου ενάντια στον ιταλικό καπιταλισμό. Οι
«μαρξιστές» του Σοσιαλιστικού Κόμματος άφησαν να περάσουν αμαχητί αυτές οι
παρεκκλίσεις, που τις έκανε δεκτές κάποιος (ο Ενρίκο Φέρι) που περνιόταν για
μεγάλος θεωρητικός του σοσιαλισμού.
Αυτή ήταν η επιτυχία του μαρξισμού στην Ιταλία, το ότι χρησίμευσε, δηλαδή,
ως ο μαϊντανός όλων των δύσπεπτων σαλτσών που οι πιο αστόχαστοι τυχοδιώκτες
της πένας θέλησαν να βγάλουν για πούλημα. Υπ’ αυτή την έννοια μαρξιστές υπήρξαν
οι Ενρίκο Φέρι, Γκουλιέλμο Φερέρο, Ακίλε Λόρια, Πάολο Οράνο, Μπενίτο
Μουσολίνι…
Για να παλέψουμε ενάντια στη σύγχυση που δημιουργήθηκε κατ’ αυτό τον
τρόπο είναι αναγκαίο το Κόμμα να εντείνει και να συστηματοποιήσει τη δράση του
στον ιδεολογικό τομέα, να βάλει ως καθήκον του στρατευμένου αγωνιστή τη γνώση
της θεωρίας του μαρξισμού και του λενινισμού τουλάχιστον σε γενικές γραμμές. Το
Κόμμα μας δεν είναι ένα Κόμμα δημοκρατικό, τουλάχιστον υπό τη χυδαία έννοια που
δίδεται κοινώς σ’ αυτή τη λέξη. Είναι ένα Κόμμα συγκεντρωτικό εθνικώς και
73
διεθνώς. Στο διεθνές επίπεδο το Κόμμα μας αποτελεί ένα απλό τμήμα ενός
μεγαλύτερου Κόμματος, ενός παγκόσμιου Κόμματος.
Ποιες απηχήσεις μπορεί να έχει και είχε ήδη αυτός ο τύπος οργάνωσης, που
είναι πάντως μία αδήριτη ανάγκη της επανάστασης; Η ίδια η Ιταλία μας δίνει μία
απάντηση σ’ αυτή την ερώτηση. Από αντίδραση στην κακή συνήθεια του
Σοσιαλιστικού Κόμματος, μέσα στο οποίο συζητούσαν πολύ και αποφάσιζαν λίγο και
του οποίου η ενότητα έσπαγε σε άπειρα κομμάτια ασύνδετα εξ αιτίας της συνεχούς
σύγκρουσης των φραξιών, των τάσεων και συχνά των προσωπικών κλικών, στο δικό
μας Κόμμα καταλήξαμε να μη συζητάμε πλέον για τίποτα. Ο συγκεντρωτισμός, η
ενότητα στην κατεύθυνση και στην αντίληψη έγιναν ένας διανοητικός βάλτος. Σ’
αυτό συνέβαλε η ανάγκη της αδιάκοπης πάλης ενάντια στο φασισμό, ο οποίος, από
την ίδρυση ακόμα του Κόμματός μας, είχε ήδη περάσει στην πρώτη του ενεργό και
επιθετική δράση. Συνέβαλε όμως και η λαθεμένη αντίληψη του Κόμματος, έτσι όπως
εκτέθηκε στις «θέσεις για την τακτική» που παρουσιάστηκαν στο Συνέδριο της
Ρώμης.15
Ο συγκεντρωτισμός και η ενότητα έγιναν αντιληπτά κατά τρόπο υπερβολικά
μηχανικό: η Κεντρική Επιτροπή ή καλύτερα η Εκτελεστική Επιτροπή ήταν όλο το
Κόμμα, αντί να το αντιπροσωπεύει και να το διευθύνει. Εάν αυτή η αντίληψη
εφαρμοζόταν μόνιμα, το Κόμμα θα έχανε την ελκτική του δύναμη, θα αποκοβόταν
από τις μάζες. Για να ζήσει το Κόμμα και να βρίσκεται σε επαφή με τις μάζες πρέπει
κάθε μέλος του να είναι ένα ενεργό πολιτικό στοιχείο, να είναι ένας ιθύνων.
Επειδή ακριβώς το Κόμμα είναι πολύ συγκεντρωτικό, το ζητούμενο είναι ένα
ευρύ έργο προπαγάνδας και κινητοποίησης μέσα στις γραμμές του, είναι ανάγκη το
Κόμμα οργανωμένα να διαπαιδαγωγήσει τα μέλη του και να ανεβάσει το ιδεολογικό
τους υπόβαθρο. Συγκεντρωτισμός σημαίνει ότι σε κάθε περίπτωση ειδικά, ακόμη και
σε συνθήκες έντονης πολιορκίας, ακόμη και όταν οι επιτροπές διοίκησης δεν θα
μπορούν να λειτουργήσουν για μια ορισμένη περίοδο ή θα βρίσκονταν σε τέτοια
κατάσταση που να μην μπορούν να συνδεθούν με όλη την περιφέρεια, όλα τα μέλη
του Κόμματος στο χώρο τους να είναι σε θέση να προσανατολισθούν, να μπορούν να
αντλήσουν μέσα από την πραγματικότητα τα στοιχεία εκείνα που χρειάζονται για να
βγει μία γενική γραμμή δράσης, έτσι που η εργατική τάξη να μην αποθαρρυνθεί,
αλλά να νιώθει ότι καθοδηγείται και ότι μπορεί ακόμη να αγωνίζεται.
Επομένως η ιδεολογική προετοιμασία της μάζας είναι μία ανάγκη για την
επαναστατική πάλη, είναι μία από τις απαραίτητες συνθήκες για τη νίκη.
[Δημοσιεύτηκε τον Απρίλιο-Μάιο του 1925 στα πλαίσια της ιδεολογικής δουλειάς του
τμήματος agitprop του ΚΚΙ]
Πηγή πρωτοτύπου: http://www.antoniogramsci.com/preparaz.htm
15
Στο ΙΙ Συνέδριο του ΚΚΙ, που έλαβε χώρα στη Ρώμη από τις 20-24 Μαρτίου 1922, μπήκαν δύο
σημαντικά θέματα: το θέμα του «ενιαίου μετώπου» και εκείνο της οργάνωσης και της τακτικής που
έπρεπε να ακολουθήσει το κόμμα. Συντάκτες του δευτέρου ήτανε οι Μπορντίγκα και Τερατσίνι. Ο
Γκράμσι, αν και υποστήριξε το «ενιαίο μέτωπο», στάθηκε ωστόσο επιφυλακτικός και δεν πήρε θέση
στο θέμα της τακτικής (για το οποίο είχε αντιρρήσεις), επειδή η ομάδα του Μπορντίγκα ήταν ισχυρή
μέσα στο κόμμα. Δυο χρόνια αργότερα ο Γκράμσι θα πει στους Τολιάτι και Τερατσίνι πως οι θέσεις
για την τακτική και η αντίληψη περί κόμματος που περιγραφόταν σ’ αυτές άνοιγαν το δρόμο σε έναν
μεγάλο κίνδυνο: «στο στέρεμα του κόμματος από κάθε ατομική δραστηριότητα, στην παθητικότητα
της μάζας του κόμματος, στη βλακώδη βεβαιότητα ότι όπως και να’ χει υπήρχε κάποιος που τα
σκεφτόταν όλα και τα πρόβλεπε όλα». Το θέμα της οργάνωσης και της λειτουργίας του κόμματος θα
απασχολήσει επανειλημμένα τον Γκράμσι μέχρι που θα καταλήξει στην έννοια του κόμματος ως
Σύγχρονου Ηγεμόνα και θα γράψει: «Η αλήθεια είναι πως ιστορικά ένα κόμμα δεν είναι και δεν θα
είναι ποτέ καθορισμένο, αφού θα καθοριστεί όταν αυτό θα γίνει όλος ο λαός και, με άλλα λόγια, θα
εξαφανιστεί» (σ.τ.μ.)
74
ΒΟΥΛΗΣΗ ΤΩΝ ΜΑΖΩΝ ΚΑΙ ΒΟΥΛΗΣΗ ΤΩΝ
ΕΠΙΚΕΦΑΛΗΣ ΟΠΟΡΤΟΥΝΙΣΤΩΝ
75
μαζών, όπως γράφει η «Avanti!»). Όταν συμβαίνει το αντίθετο, όταν δηλαδή
αυθόρμητο σημαίνει τη βούληση των μαζών να υποτάξουν σ’ αυτό το σοσιαλισμό,
τότε πρόκειται για την αστική ιδεολογία η οποία, όχι λιγότερο αυθόρμητα,
επιβάλλεται στον εργάτη.
Με άλλα λόγια η βούληση των μαζών αντιστοιχεί στο ένστικτο· υποταγή στο
ένστικτο σημαίνει υποταγή στην αστική ιδεολογία, αφού στη σύγχρονη κοινωνία η
πρώτη ιδεολογία είναι πάντα αστική ιδεολογία. Αυτό έκανε πάντα το Σοσιαλιστικό
Κόμμα στην Ιταλία: υποτασσόταν στη «ενστικτώδη βούληση» των μαζών, χωρίς να
είναι ποτέ σε θέση να φέρει αυτές τις μάζες κάτω από τα φτερά του επαναστατικού
μαρξισμού.
Η αποτυχία του Σοσιαλιστικού Κόμματος στην Ιταλία ως κόμματος της
προλεταριακής επανάστασης έγκειται ακριβώς σ’ αυτή την αδυναμία κατανόησης της
λειτουργίας των προλεταριακών κομμάτων. Το Σοσιαλιστικό Κόμμα συνεχίζει ακόμη
και σήμερα να «υποτάσσει το σοσιαλισμό» στην αστική ιδεολογία, υποδουλώνοντας
τις σοσιαλιστικές μάζες στους ημι-φασίστες του Αβεντίνο.
Ιδού εις τι έγκειται η διαφορετική «βούληση» των κομμουνιστών από εκείνη
των μαξιμαλιστών: το Κομμουνιστικό Κόμμα παλεύει για να αποσπάσει τις μάζες
από την αστική ιδεολογία και να τις οδηγήσει στο έδαφος της επαναστατικής πάλης,
ενώ το Σοσιαλιστικό Κόμμα, με την υποταγή του στη βούληση των μαζών, υποτάσσει
τις μάζες στην αστική τάξη.
76
ΜΑΞΙΜΑΛΙΣΜΟΣ ΚΑΙ ΕΞΤΡΕΜΙΣΜΟΣ