Αποθείωση απαερίων κατα την καύση βιομάζας

You might also like

You are on page 1of 28

ΑΠΟΘΕΙΩΣΗ ΑΠΑΕΡΙΩΝ

ΚΑΤΑ ΤΗΝ ΚΑΥΣΗ ΒΙΟΜΑΖΑΣ

13 ΙΑΝΟΥΑΡΙΟΥ 2020
ΤΡΙΑΝΤΑΦΥΛΛΟΥ ΜΑΡΙΟΣ
Περιεχόμενα
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 1: ΕΙΣΑΓΩΓΗ ............................................................................................................ 2
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 2: ΚΑΥΣΗ ΒΙΟΜΑΖΑΣ .............................................................................................. 3
2.1 Εισαγωγή............................................................................................................................. 3
2.2 Συστήματα καύσης της βιομάζας ...................................................................................... 4
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 3: ΑΕΡΙΕΣ ΕΚΠΟΜΠΕΣ .......................................................................................... 11
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 4: ΜΕΤΡΑ ΜΕΙΩΣΗΣ ΕΚΠΟΜΠΩΝ ........................................................................ 13
4.1 Εισαγωγή........................................................................................................................... 13
4.2 Πρωτοβάθμια μέτρα ελέγχου εκπομπών ....................................................................... 14
4.2.1 Υδρογονοαποθείωση και αλκυλίωση. ........................................................................ 14
4.2.2 Διεργασία Westvaco ..................................................................................................... 14
4.2.3 Απορρόφηση του SO2 από κλίνη οξειδίου του χαλκού ............................................... 15
4.2.4 Εκχυλιστική αποθείωση ................................................................................................ 15
4.2.5 Οξειδωτική αποθείωση ................................................................................................. 16
4.3 Δευτεροβάθμια μέτρα ελέγχου εκπομπών ..................................................................... 17
4.3.1 Limestone Forced Oxidation ........................................................................................ 17
4.3.2 Πλυντρίδες ..................................................................................................................... 18
4.3.3 Σακόφιλτρα.................................................................................................................... 23
4.4.4 Διεργασία Wellman-Lord (W-L) .................................................................................... 25
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ ........................................................................................................................ 27

1
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 1: ΕΙΣΑΓΩΓΗ
Η βιομάζα περιλαμβάνει οποιοδήποτε υλικό προέρχεται από ζωντανούς οργανισμούς. Για
ενεργειακούς σκοπούς περιλαμβάνει κάθε τύπο οργανικής ύλης που μπορεί να
χρησιμοποιηθεί για την παραγωγή στερεών, υγρών ή αέριων καυσίμων. Σύμφωνα με τον
Ν.3468/2006, αρ. 2 παρ. 8, ως βιομάζα ορίζεται, το « βιοαποικοδομήσιμο κλάσμα
προϊόντων, αποβλήτων και καταλοίπων που προέρχονται από τις γεωργικές,
συμπεριλαμβανομένων φυτικών και ζωικών ουσιών, τις δασοκομικές και τις συναφείς
βιομηχανικές δραστηριότητες, καθώς και το βιοαποικοδομήσιμο κλάσμα βιομηχανικών
αποβλήτων και αστικών λυμάτων και απορριμμάτων». Αποτελεί δεσμευμένη μορφή της
ηλιακής ενέργειας και προέρχεται από την φωτοσυνθετική δραστηριότητα των φυτικών
οργανισμών. Η χλωροφύλλη των φυτών μετασχηματίζει την ηλιακή ενέργεια με μια σειρά
διεργασιών, χρησιμοποιώντας ως βασικές πρώτες ύλες διοξείδιο του άνθρακα από την
ατμόσφαιρα καθώς και νερό και ανόργανα συστατικά από το έδαφος.

CO2 + H20+ ηλιακή ενέργεια +χλωροφύλλη = CH20 + 02

Στον παρακάτω παρουσιάζεται η σύσταση μερικών ειδών καύσιμης βιομάζας. Από τη


στιγμή που σχηματίζεται η βιομάζα, μπορεί να χρησιμοποιηθεί ως πηγή ενέργειας. Σήμερα
η βιομάζα χρησιμοποιείται ευρέως και θεωρείται ένας περιβαλλοντικά καθαρός και
επαρκής τρόπος για την παραγωγή θερμικής ή ηλεκτρικής ενέργειας.

Η βιομάζα μπορεί να υποστεί καύση, πυρόλυση και αεριοποίηση για να μετατραπεί σε


υγρά ή αέρια καύσιμα. Στην πυρόλυση η βιομάζα θερμαίνεται σε υψηλές θερμοκρασίες
απουσία αέρα, χωρίς να καεί για παραγωγή στερεών, υγρών και αερίων καυσίμων.
Επιδιώκεται η βιομάζα να μετατραπεί σε υγρό πυρόλυσης, το βιοέλαιο το οποίο μπορεί να
αξιοποιηθεί για παραγωγή ηλεκτρισμού και θερμότητας. Με την ίδια διεργασία, μπορούν
να παραχθούν διάφορα προϊόντα όπως υγρή φαινόλη, κόλλες, μονωτικοί αφροί κ.α. Κατά
την διεργασία της αεριοποίησης παράγεται βιοαέριο σε ειδικούς αντιδραστήρες, οι οποίοι
θερμαίνουν τη βιομάζα σε περιβάλλον φτωχό σε οξυγόνο και σε θερμοκρασία περί τους
850 °C. Η απ’ ευθείας καύση (ή συνδυασμένη καύση με κάποιο ορυκτό καύσιμο) αποτελεί
τον αρχαιότερο τρόπο ενεργειακής εκμετάλλευσης της βιομάζας. Είναι η περισσότερο
χρησιμοποιούμενη μέθοδος μετατροπής της σε ενέργεια και παρέχει πάνω από το 90% της
ενέργειας που παράγεται από την βιομάζα. Σε σύγκριση με τις άλλες δύο μεθόδους δηλαδή
με την αεριοποίηση και την πυρόλυση, είναι η απλούστερη και η πιο εξελιγμένη, και τα
συστήματα καύσεως βιομάζας μπορούν εύκολα να αναβαθμιστούν.

2
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 2: ΚΑΥΣΗ ΒΙΟΜΑΖΑΣ

2.1 Εισαγωγή

Η καύση της βιομάζας είναι ένα σύνολο εξώθερμων χημικών αντιδράσεων κατά τη
διάρκεια των οποίων η χημική ενέργεια της βιομάζας μετατρέπεται σε θερμική. Ως καύση
μπορεί να οριστεί κάθε ταχεία οξείδωση από την οποία παράγεται θερμότητα.
Προκειμένου να ξεκινήσει η καύση της βιομάζας θα πρέπει η θερμοκρασία της να υπερβεί
την θερμοκρασία ανάφλεξης που είναι διαφορετική για κάθε τύπο καύσιμης βιομάζας και
να υπάρχει ικανοποιητική ποσότητα οξυγόνου. Κατά τη διάρκεια της καύσης η βιομάζα
διέρχεται από τα παρακάτω τρία στάδια ανάλογα με τις επικρατούσες θερμοκρασίες:

 Ξήρανση: Κατά τη διάρκεια της ξήρανσης η θερμοκρασία της βιομάζας αυξάνεται


μέχρι τους 100°C , η φυσική υγρασία της βιομάζας μετατρέπεται σε υδρατμούς και
την εγκαταλείπει. Η διεργασία της εξάτμισης απορροφά θερμότητα που έχει ως
αποτέλεσμα τη μείωση της θερμοκρασίας στο θάλαμο καύσης και την επακόλουθη
μείωση της ταχύτητας διεξαγωγής των αντιδράσεων καύσης.

 Αποπτητικοποίηση : Πραγματοποιείται η θερμική αποδόμηση της βιομάζας και η


απελευθέρωση πτητικών αερίων σε περίπου 150-200°C. Τα πτητικά αποτελούνται
κυρίως από οργανικές πίσσες, ελαφρά σταθερά αέρια (CO, CO2, H2 κλπ.),
υδρατμούς, ελαφρούς αέριους υδρογονάνθρακες (CH4, C2H4, κλπ.) και οργανικά
αέρια ,τα οποία βρίσκονται κατά την δειγματοληψία στο μη-πισσώδες υγρό
συμπύκνωμα (ακεταλδεΰδη, ακρολεΐνη, ακετόνη, μεθανόλη, φουράνιο κλπ.). Αν τα
πτητικά δεσμεύονται μέσα στη στερεή της μάζα και η θερμοκρασία είναι χαμηλή
συμπυκνώνονται στο εξανθράκωμα.

 Καύση στερεών εξανθρακωμάτων: Μετά το στάδιο της αποπτητικοποίησης της


βιομάζας ακολουθεί η καύση (οξείδωση) των στερεών εξανθρακωμάτων που έχουν
απομείνει και που αποτελούν το 10 % - 20 % του αρχικού βάρους της βιομάζας.
Είναι πολύ σημαντικό να επιτευχθεί η ολοκλήρωση της καύσης των στερεών
εξανθρακωμάτων αλλιώς προκύπτουν αρκετά σημαντικές ανεπιθύμητες συνέπειες.
Προκαλείται μείωση στο βαθμό απόδοσης της μονάδας καύσης. Μεγάλα ποσοστά
άκαυστων σωματιδίων στην τέφρα παρασύρονται από τα καυσαέρια και
δημιουργούν πρόβλημα στη λειτουργία των εναλλακτών θερμότητας και στα
φίλτρα καθαρισμού των καυσαερίων. Επίσης η μεγάλη περιεκτικότητα άκαυστων
σωματιδίων στη τέφρα (πάνω από 6%) δυσκολεύει πολύ τη μετέπειτα διάθεση της
τέφρας που παράγεται από τη μονάδα.

Η καύση της βιομάζας με υψηλό βαθμό απόδοσης απαιτεί υψηλή θερμοκρασία καύσης ,
επαρκή περίσσεια οξυγόνου, επαρκή χρόνο καύσης και ανάμειξη βιομάζας με τα αέρια
καύσης και εξαρτάται από το μέγεθος των σωματιδίων, το περιεχόμενο σε υγρασία, το
περιεχόμενο της τέφρας, το περιεχόμενο σε πτητικά συστατικά και την περίσσεια αέρα.

Το μέγεθος των σωματιδίων της βιομάζας επηρεάζει την ταχύτητα ολοκλήρωσης της
καύσης. Όσο μεγαλύτερες είναι οι διαστάσεις των σωματιδίων που διοχετεύουμε στον

3
αντιδραστήρα τόσο περισσότερος χρόνος χρειάζεται για την καύση τους. Το περιεχόμενο σε
υγρασία της βιομάζας επηρεάζει τη θερμογόνο δύναμη της. Όταν η βιομάζα περιέχει
αυξημένα ποσοστά υγρασίας τότε η θερμογόνος δύναμή της μειώνεται επειδή οι
περιεχόμενες ποσότητες νερού απορροφούν θερμική ενέργεια προκειμένου να περάσουν
στην αέρια φάση. Στην περίπτωση που ο θάλαμος καύσης τροφοδοτείται με βιομάζα
χαμηλής περιεκτικότητας υγρασίας (υψηλή θερμογόνο δύναμη) θα πρέπει να
προβλέπονται διατάξεις ψύξης του θαλάμου καύσης ώστε η υπερβολική αύξηση της
θερμοκρασίας να μην προκαλέσει φθορές. Στην αντίθετη περίπτωση θα πρέπει τα
τοιχώματα του αντιδραστήρα να είναι μονωμένα ώστε να αποφευχθεί η πτώση της
θερμοκρασίας που μπορεί να προκαλέσει τη διακοπή της διαδικασίας.

Η βιομάζα περιέχει διάφορες προσμίξεις που δεν έχουν τη δυνατότητα να καούν και στο
τέλος της καύσης εμφανίζονται με τη μορφή της τέφρας. Οι ποσότητες τέφρας που
προκύπτουν είναι ανεπιθύμητες καθώς δημιουργούν την ανάγκη ύπαρξης κατάλληλων
διατάξεων για τον διαχωρισμό των σωματιδίων τέφρας που παρασύρονται από τη ροή των
καυσαερίων. Η τέφρα που περιέχεται στη ξυλώδη βιομάζα, για παράδειγμα, προέρχεται
από τις ποσότητες του χώματος και της σκόνης που έχουν απορροφηθεί από το φλοιό των
δέντρων, από τα άλατα που απορροφούνται μέσω των ριζών και περιέχει μικρές ποσότητες
βαρέων μετάλλων. Η τέφρα είναι κακός αγωγός της θερμότητας. Έτσι στα συστήματα
καύσης με σχάρα η τέφρα προστατεύει τη σχάρα από τις υψηλές θερμοκρασίες. Επίσης, τα
άλατα που περιέχονται στην τέφρα, που βασίζονται σε ενώσεις του καλίου και του νατρίου,
δίνουν μία κολλώδη υφή στην τέφρα σε αυξημένες θερμοκρασίες δημιουργώντας
προβλήματα επικαθίσεων στους εναλλάκτες θερμότητας του λέβητα.

Τα πτητικά συστατικά της βιομάζας αναλογούν περίπου στο 60 % - 80 % της συνολικής


μάζας στην ξυλώδη βιομάζα υπολογισμένα σε ξηρή βάση. Αυτό έχει ως συνέπεια στα
πρώτα στάδια της καύσης το 80 % του βάρους της βιομάζας να μετατραπεί σε διάφορα
αέρια ενώ μόνο το 20 % του βάρους της βιομάζας να καταλήξει στα τελευταία στάδια της
καύσης, σε στερεά εξανθρακώματα. Μεγάλη περιεκτικότητα σε πτητικά σημαίνει ότι το
μεγαλύτερο μέρος της ενέργειας του καυσίμου ελευθερώνεται γρήγορα στην αέρια φάση.
Έτσι, ο θάλαμος καύσης πρέπει να διαμορφώνεται καταλλήλως ώστε να εξασφαλίζει την
πλήρη καύση των αερίων αυτών. Αλλά και η ροή του αέρα καύσης θα πρέπει να
προσαρμόζεται παρέχοντας μεγαλύτερη παροχή δευτεροβάθμιας ροής αέρα για την καύση
των πτητικών. Για μία δεδομένη ποσότητα βιομάζας χρειάζεται μία συγκεκριμένη ποσότητα
αέρα, δηλαδή οξυγόνου, για τη καύση της. Σε αυτήν την περίπτωση ο λόγος αέρα ,λ,
ισούται με 1. Στην περίπτωση που παρέχουμε περισσότερο στα καυσαέρια θα υπάρχουν
ποσότητες οξυγόνου και ο λόγος αέρα θα λαμβάνει τιμές μεγαλύτερης της μονάδας.

2.2 Συστήματα καύσης της βιομάζας

Τα συστήματα καύσης της βιομάζας είναι:

 Σύστηματα καύσης σταθερής κλίνης (fixed-bed combustion)

Σε αυτή την κατηγορία αντιδραστήρων μία πρωτοβάθμια ροή αέρα εισέρχεται στον
αντιδραστήρα διαμέσου μίας σταθερής κλίνης όπου και λαμβάνει χώρα η ξήρανση,
η αποπτητικοποίηση μέρους της βιομάζας και η καύση του υπόλοιπου μέρους της

4
βιομάζας. Τα αέρια που εκλύονται καίγονται σε μία δεύτερη ζώνη καύσης
εισάγοντας μία δευτεροβάθμια ροή αέρα.

Οι αντιδραστήρες καύσης σταθερής κλίνης τύπου σχάρας είναι κατάλληλοι για είδη
βιομάζας με υψηλή περιεκτικότητα σε υγρασία, με μεγάλη διακύμανση μεγέθους
των σωματιδίων και με υψηλή περιεκτικότητα σε τέφρα. Η μεταφορά και διανομή
των σωματιδίων βιομάζας πάνω στη σχάρα πρέπει να γίνεται ομαλά και
ομοιόμορφα ώστε να αποφευχθεί ο σχηματισμός κενών χώρων πάνω στη σχάρα
και να αποφευχθεί ο διαχωρισμός ιπτάμενης τέφρας και άκαυστων σωματιδίων
από τη βιομάζα που βρίσκεται πάνω στη σχάρα. Για την καύση πρέπει να
εξασφαλίζεται ομοιόμορφη παροχή αέρα σε όλες τις περιοχές της σχάρας.
Διαφορετικά προκαλούνται επικαθίσεις, αυξάνονται τα ποσοστά ιπτάμενης τέφρας
και απαιτείται περίσσεια οξυγόνου για μία ολοκληρωμένη καύση. Η πρωτοβάθμια
παροχή αέρα πρέπει να χωρίζεται σε επιμέρους παροχές για να ρυθμίζεται η
ποσότητα αέρα π0ου διοχετεύεται ανάλογα με τις απαιτήσεις των αντίστοιχων
περιοχών ξήρανσης, αεριοποίησης και καύσης της βιομάζας.

Η σχέση της κατεύθυνσης της ροής της βιομάζας με την κατεύθυνση της φλόγας
ορίζει τρείς κατηγορίες αντιδραστήρων καύσης βιομάζας τύπου σχάρας: ομοροής
(η φλόγα έχει την ίδια κατεύθυνση με την βιομάζα), αντιροής (η φλόγα έχει την
αντίθετη κατεύθυνση με την βιομάζα) και εγκάρσιου ρεύματος (συνδυασμός των
δύο προηγούμενων τύπων). Προκειμένου να επιτευχθεί έλεγχος της θερμοκρασίας
μέσα στο θάλαμο καύσης πραγματοποιείται η επανακυκλοφορία των καυσαερίων
και ψύχονται τα τοιχώματα του θαλάμου καύσης με νερό. Η ψύξη μειώνει τον
όγκου των καυσαερίων και παρεμποδίζει της επικαθήσεις των σωματιδίων τέφρας
πάνω στις επιφάνειες του θαλάμου καύσης.

Ανάλογα με τον τρόπο λειτουργείας της σχάρας και τον τρόπο εισαγωγής της
βιομάζας ορίζονται οι αντιδραστήρες καύσης:

Τύπου σχάρας μεταφοράς: Η σχάρα αποτελείται από ομοιόμορφες μεταλλικές


επιφάνειες οι οποίες ενώνονται μεταξύ τους σχηματίζοντας ένα ταινιόδρομο που
κινείται μέσα στο θάλαμο καύσης. Τα σωματίδια βιομάζας εισέρχονται στον
αντιδραστήρα με τροφοδότες διασποράς, όπως παρουσιάζεται στην εικόνα 1. Κατά
τη διάρκεια της μεταφοράς της βιομάζας λαμβάνει χώρα η καύση της και στο τέλος
της διαδρομής καταλήγουν οι άκαυστες ποσότητες τέφρας.

Εικόνα 1 Αντιδραστήρας καύσης τύπου σχάρας μεταφοράς

5
Τύπου σταθερής σχάρας με κλίση: Για τη μεταφορά της βιομάζας πάνω στη σχάρα
χρησιμοποιείται η δύναμη της βαρύτητας μέσω της κλίσης της σχάρας. Η σχάρα
είναι διάτρητη έτσι ώστε να εισέρχεται μέσω αυτής η πρωτοβάθμια ροή αέρα. Η
βιομάζα καθώς μετακινείται προς χαμηλότερα επίπεδα διέρχεται διαδοχικά από τα
στάδια της ξήρανσης, της αποπτητικοποίησης και της καύσης ενώ στο τέλος της
σχάρας έχει απομείνει η τέφρα.

Τύπου παλινδρομικά κινούμενης οριζόντιας ή υπό κλίση σχάρας: Η σχάρα, η οποία


είναι οριζόντια ή υπό κλίση, αποτελείται από επιμέρους μικρότερες σχάρες
τοποθετημένες σε σειρά, οι οποίες βρίσκονται υπό κλίση και μετακινούνται
παλινδρομικά μπρος πίσω. Τα σωματίδια βιομάζας μεταφέρονται προς
χαμηλότερα επίπεδα υποβοηθούμενα και από το βάρος τους. Με αυτόν τον τρόπο
τα σωματίδια βιομάζας αναμειγνύονται καλύτερα μεταξύ τους. Επίσης, οι σειρές
από μεταλλικές επιφάνειες έχουν τη δυνατότητα να κινούνται με διαφορετική
ταχύτητα μεταξύ τους ανάλογα με τα διαφορετικά στάδια καύσης της βιομάζας

Εικόνα 2 Αντιδραστήρας καύσης τύπου παλινδρομικά κινούμενης οριζόντιας σχάρας

Τύπου δονούμενης σχάρας: Η εισαγωγή της βιομάζας γίνεται με τροφοδότες


διασποράς. Η πρωτοβάθμια ροή αέρα εισάγεται μαζί με το καύσιμο αλλά και από
τη διάτρητη σχάρα. Η δόνηση της σχάρας μετακινεί τη βιομάζα κατά μήκος της για
να καταλήξει στο χώρο συλλογής της τέφρας.

Τύπου περιστρεφόμενης κωνικής σχάρας: Η κωνική σχάρα σχηματίζεται από


επιμέρους κωνικές μεταλλικές επιφάνειες οι οποίες περιστρέφονται με αντίθετη
φορά. Οι κωνικές επιφάνειες είναι διάτρητες για να τις διαπερνά η πρωτοβάθμια
ροή αέρα καύσης. Η βιομάζα εισάγεται από το κάτω μέρος της σχάρας στην

6
κορυφή της κωνικής σχάρας με τη βοήθεια ενός κοχλία. Τα σωματίδια της βιομάζας
μετακινούνται από την κορυφή της κωνικής σχάρας προς τη βάση της. Η
περιστροφή των κωνικών επιφανειών με διαδοχικά αντίθετες φορές εξασφαλίζει
την ομοιόμορφη κατανομή της βιομάζας σε όλη την εξωτερική επιφάνεια της
κωνικής σχάρας. Τα αέρια διαφεύγουν από την κωνική σχάρα και καίγονται σε ένα
δεύτερο θάλαμο καύσης με δευτερεύων αέρας καύσης.

Εικόνα 3 Αντιδραστήρας καύσης τύπου περιστρεφόμενης κωνικής σχάρας

Επιπλέον ορίζονται οι αντιδραστήρες τύπου περιστρεφόμενου κώνου, τύπου ακίνητης


κωνικής σχάρας και τύπου τσιγάρου.

 Συστήματα καύσης ρευστοποιημένης κλίνης (fluidised bed combustion)

Tα σωματίδια βιομάζας καίγονται όταν εισέρχονται μέσα σε μία ρευστοποιημένη


κλίνη. Αναλόγως την ταχύτητα του μέσου ρευστοποίησης διακρίνουμε την
αναβράζουσα ρευστοποιημένη κλίνη (BFB) και τη κυκλοφορούσα ρευστοποιημένη
κλίνη (CFB). Μία ρευστοποιημένη κλίνη αποτελείται από έναν κυλινδρικό
αντιδραστήρα μέσα στον οποίο υπάρχουν σωματίδια του μέσου πλήρωσης και
σωματίδια βιομάζας σε ρευστοποιημένη κατάσταση. Η ρευστοποίηση της κλίνης
γίνεται τροφοδοτώντας τον αντιδραστήρα από τη βάση του, διαμέσου ενός
διανομέα, με το μέσο ρευστοποίησης που είναι και η πρωτοβάθμια ροή αέρα
καύσης. Το μέσο πλήρωσης αποτελεί το 90 % με 98 % του βάρους των σωματιδίων
που ρευστοποιούνται μέσα στον αντιδραστήρα. Το υπόλοιπο ποσοστό είναι τα
σωματίδια της βιομάζας. Η θερμοκρασία καύσης διατηρείται σε χαμηλά
επίπεδα,800 – 900°C, ώστε να αποτρέπεται η πυροσυσσωμάτωση των σωματιδίων
τέφρας μέσα στην κλίνη. Ο έλεγχος της θερμοκρασίας μέσα στην ρευστοποιημένη
κλίνη γίνεται με εναλλάκτες θερμότητας που τοποθετούνται μέσα στην κλίνη, με
επανακυκλοφορία των καυσαερίων ή με έγχυση νερού.

Οι αντιδραστήρες ρευστοποιημένης κλίνης απαιτούν μεγάλο χρονικό διάστημα για


να φθάσουν στο σημείο σταθερής λειτουργίας τους (πχ 15hr). Σε αυτό το διάστημα
χρησιμοποιούνται, βοηθητικά συστήματα καύσης που χρησιμοποιούν πετρέλαιο ή
φυσικό αέριο προκειμένου η θερμοκρασία της ρευστοποιημένης κλίνης να
βρίσκεται στα επιθυμητά επίπεδα. Οι εκπομπές των καυσαερίων μπορούν να
μειωθούν σε NOX λόγω των καλών συνθηκών καύσης που επιτυγχάνονται. Επίσης

7
λόγω της καλής ανάμειξης των σωματιδίων χρησιμοποιούνται πρόσθετα
σωματίδια υλικών (ασβεστόλιθος) για την κατακράτηση των ποσοτήτων θείου.
Στους αντιδραστήρες ρευστοποιημένης κλίνης το μέσο πλήρωσης παρασύρεται από
τη ροή των καυσαερίων. Επομένως, απαιτείται η πρόσθεση νέων ποσοτήτων του
μέσου πλήρωσης και διατάξεις διαχωρισμού και συλλογής των σωματιδίων που
έχουν παρασυρθεί.

Τύπου αναβράζουσας ρευστοποιημένης κλίνης: Το μέσο πλήρωσης συνήθως είναι


άμμος πυριτίου με μέση διάμετρο κόκκων 1 mm και καταλαμβάνει τα χαμηλότερα
τμήματα του αντιδραστήρα. Η πρωτοβάθμια ροή αέρα εισέρχεται μέσω ενός
διανομέα από τη βάση του αντιδραστήρα με ταχύτητες 1-2,5 m/sec και ρευστοποιεί
την κλίνη. Η δευτεροβάθμια ροή αέρα εισάγεται από ακροφύσια που είναι
τοποθετημένα σε υψηλότερα επίπεδα της ρευστοποιημένης κλίνης. Η καύσιμη
βιομάζα που εισέρχεται μέσα στον αντιδραστήρα αντιστοιχεί στο 1 % - 2 % της
ρευστοποιημένης κλίνη.

Εικόνα 4 Αντιδραστήρας καύσης τύπου αναβράζουσας ρευστοποιημένης κλίνης

Τύπου κυκλοφορούσας ρευστοποιημένης κλίνης: H ταχύτητα του μέσου


ρευστοποίησης είναι 5 -10 m/sec και με μέγεθος σωματιδίων 0,2–0,4 mm. Έτσι με
αυξημένες ταχύτητες του μέσου ρευστοποίησης και μειωμένο μέγεθος σωματιδίων
επιτυγχάνεται η μεταφορά των σωματιδίων μέσω της ροής των καυσαερίων εκτός
του αντιδραστήρα καύσης. Στη συνέχεια, τα καυσαέρια οδηγούνται σε ένα
διαχωριστή τύπου κυκλώνα. Εκεί τα σωματίδια του μέσου πλήρωσης λόγω
μεγαλύτερου βάρους χάνουν ύψος και οδηγούνται πίσω στο θάλαμο καύσης. Τα
σωματίδια τέφρας παρασύρονται από τα θερμά καυσαέρια και οδηγούνται στις
διατάξεις επεξεργασίας των καυσαερίων που ακολουθούν. Παρόλα αυτά όμως

8
ορισμένες ποσότητες τέφρας καταλήγουν μέσα στην κλίνη όπου και
συσσωρεύονται. Γι’ αυτό το λόγο είναι απαραίτητη μία διάταξη απομάκρυνσης της
τέφρας από την κλίνη όπως φαίνεται και στην εικόνα 5 (ash classifier). Η
θερμοκρασία της ρευστοποιημένης κλίνης κυμαίνεται μεταξύ 800 – 900°C και
ρυθμίζεται με υδρόψυκτα τοιχώματα του θαλάμου καύσης ή με εξωτερικούς
εναλλάκτες θερμότητας που ψύχουν την κυκλοφορούσα άμμο κατά την επιστροφή
της στον αντιδραστήρα. Ο στροβιλισμός που επιτυγχάνεται σε αντιδραστήρες
κυκλοφορούσας ρευστοποιημένης κλίνης οδηγεί σε ομοιόμορφη κατανομή
θερμοκρασίας μέσα στην κλίνη και πιο έντονη εναλλαγή θερμότητας μεταξύ της
βιομάζας και του μέσου πλήρωσης επιτυγχάνοντας αυξημένο βαθμό απόδοσης
καύσης. Για να επιτευχθούν σταθερές συνθήκες καύσης εκτός από τη πρωτοβάθμια
ροή αέρα που εισάγεται από τη βάση του αντιδραστήρα εισάγεται και μία
δευτεροβάθμια ροή αέρα από υψηλότερα σημεία του αντιδραστήρα.

Εικόνα 5 Αντιδραστήρας καύσης τύπου κυκλοφορούσας ρευστοποιημένης κλίνης

 Καύση πολύ λεπτών σωματιδίων σκόνης (dust combustion)

Αυτή η κατηγορία αντιδραστήρων είναι κατάλληλη για την καύση σωματιδίων


βιομάζας των οποίων η διάμετρος είναι μικρότερη από 2 mm (πχ. πριονίδι). Τα
σωματίδια βιομάζας εισέρχονται μέσα στον θάλαμο καύσης αντιδραστήρων

9
εξαναγκασμένης ροής (εικόνα 6) με έγχυση (injection) με τη βοήθεια πρωτοβάθμιας
ροής αέρα καύσης όπου και λαμβάνει χώρα η καύση τους ενώ αυτά αιωρούνται
μέσα στον αντιδραστήρα. Εδώ η πρωτοβάθμια ροή αέρα καύσης είναι ταυτόχρονα
και το μέσο μεταφοράς της βιομάζας. Για την εκκίνηση του αντιδραστήρα είναι
απαραίτητος ένας βοηθητικός καυστήρας που ως καύσιμο μπορεί να χρησιμοποιεί
φυσικό αέριο ή πετρέλαιο. Όταν η θερμοκρασία μέσα στο θάλαμο καύσης φθάσει
στην επιθυμητή τιμή, ξεκινά η τροφοδοσία της καύσιμης βιομάζας και η λειτουργία
καυστήρα σταματά. Το μέγεθος των σωματιδίων πρέπει να είναι μικρότερο από 20
mm και η περιεκτικότητά τους σε υγρασία να μην ξεπερνά το 20 % κ.β. Το μείγμα
αέρα – καυσίμου εισάγεται με έγχυση εφαπτομενικά στον κυλινδρικό θάλαμο
καύσης ακολουθώντας μία περιστροφική και ελικοειδή τροχιά. Στον πρώτο θάλαμο
καύσης επανεισάγεται μέρος των καυσαερίων έτσι ώστε να ενισχυθεί η
περιστροφική κίνηση των αερίων και των σωματιδίων. Στην έξοδο του πρώτου
θαλάμου καύσης σχηματίζεται μία στένωση όπου και εισάγεται η δευτεροβάθμια
ροή αέρα καύσης προκειμένου να επιτευχθεί μία καλή ανάμειξη. Μετά τον πρώτο
θάλαμο καύσης ακολουθεί ένας δεύτερος, μεγαλύτερος θάλαμος καύσης στον
οποίο εισάγεται η τριτοβάθμια ροή αέρα καύσης. Λόγω της μεγάλης ταχύτητας των
καυσαερίων η τέφρα παρασύρεται και μόνο ένα ποσοστό αυτής τελικά καταλήγει
στο σύστημα συγκέντρωσης τέφρας που υπάρχει στη βάση του δεύτερου θαλάμου
καύσης. Άλλος αντιδραστήρας καύσης μικρόκοκκων σωματιδίων βιομάζας είναι ο
αντιδραστήρας καύσης τύπου κυκλώνα.

Εικόνα 6 Αντιδραστήρας καύσης πολύ λεπτών σωματιδίων σκόνης

10
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 3: ΑΕΡΙΕΣ ΕΚΠΟΜΠΕΣ
Οι βασικότερες εκπομπές από τη χρήση της βιομάζας είναι αέριες. Το πλήθος και το είδος
των ρυπαντών από τα διαφορετικά είδη της βιομάζας εξαρτάται κυρίως

 από τη μέθοδο επεξεργασίας που χρησιμοποιείται (καύση, πυρόλυση,


αεριοποίηση)
 από τις ιδιότητες των καυσίμων
 από την επιμέρους τεχνολογία της μεθόδου που χρησιμοποιείται και τις
επικρατούσες συνθήκες
 από τα πρωτεύοντα και δευτερεύοντα μέτρα μείωσης τους

Τα καύσιμα από βιομάζα περιέχουν μεγάλη ποικιλία συστατικών, έχουν διαφορετικές


πυκνότητες, διαφορετικές περιεκτικότητες σε υγρασία και διαφορετικές θερμοχημικές
συμπεριφορές. Γι' αυτό το λόγο έχουν εξελιχθεί και αναπτυχθεί πολλές τεχνολογίες
θερμοχημικών διεργασιών (καύση, πυρόλυση, αεριοποίηση) και τεχνολογίες ελέγχου των
καυσαερίων. Oι τεχνολογίες ελέγχου των εκπομπών από την καύση οποιουδήποτε ορυκτού
καυσίμου μπορούν να εφαρμοστούν και για τη χρήση της βιομάζας ως καύσιμο. Όλες οι
εφαρμογές βιομάζας μπορούν να βελτιστοποιηθούν για να μειωθούν οι εκπομπές που
προκύπτουν από την ατελή καύση. Όμως, για περαιτέρω μείωση των εκπομπών, ή για τη
μείωση των εκπομπών από την τέλεια καύση μπορούν να εφαρμοστούν επιπλέον μέτρα.
Για την καύση βιομάζας, η νομοθεσία αναφέρεται στην ατελή καύση και σε ορισμένα
μικροσωματίδια και το μονοξείδιο του άνθρακα CO. Σε κάποιες περιπτώσεις τηρούνται
κανονισμοί και για εκπομπές οξειδίων του αζώτου ΝΟX, οι οποίες μπορούν να περιοριστούν
με τις βασικές τεχνολογίες ελέγχου και από δευτερεύουσες τεχνολογίες. Όσον αφορά τις
εκπομπές οξειδίων του θείου από την καύση ξύλου δεν είναι σημαντικές επειδή δεν
περιέχει μεγάλες ποσότητες θείου. Όμως από την καύση μίσχανθου οι εκπομπές διοξειδίου
του θείου είναι σημαντικές και γι’ αυτό το λόγο πρέπει να εφαρμοστούν τεχνολογίες
ελέγχου και περιορισμού αυτών των εκπομπών.

Οι αέριες εκπομπές διοξειδίου του άνθρακα CO2, οξειδίων του αζώτου NOX, υδροχλωρικού
οξέος HCI, βαρέων μετάλλων, σωματιδιακής ύλης, στα οποία θα πραγματοποιηθεί μία
σύντομη αναφορά και οξειδίων του θείου SOX, που είναι ο κύριος ρύπος της παρούσας
εργασίας, μπορούν να προκύψουν από την τέλεια καύση βιομάζας.

Το διοξειδίου του άνθρακα προέρχεται από τον άνθρακα που περιέχουν όλα τα καύσιμα
βιομάζας. Θεωρείται ότι συμβάλει άμεσα στο φαινόμενο του θερμοκηπίου αλλά
αποδεικνύεται ότι έχει ουδέτερη συμμέτοχη στο φαινόμενο. Αυτό συμβαίνει επειδή το
διοξειδίου του άνθρακα έχει δεσμευθεί από την ατμόσφαιρα κατά τη διάρκεια
σχηματισμού της βιομάζας. Για αυτό τον λόγο βιομάζα είναι ανανεώσιμη πηγή ενέργειας.

Τα οξείδια του αζώτου προέρχονται από την οξείδωση του αζώτου της βιομάζας κατά την
καύση των αερίων και κατά την καύση του εξανθρακωμάτος. Το βασικότερο οξείδιο του
αζώτου είναι το μονοξείδιο NO, που στην ατμόσφαιρά μετατρέπεται σε διοξείδιο NO2. Τα
συστατικά της βιομάζας που περιέχουν άζωτο είναι η αμμωνία ,ΝΗ3, και το υδροκυάνιο
,HCN. Εάν υπάρχει επαρκή ποσότητα οξυγόνου Ο2, η αμμωνία ΝΗ3 και το υδροκυάνιο HCN
θα μετατραπούν σε μονοξείδιο του αζώτου NO. Σε μεγάλες ποσότητες καυσίμων, το
μονοξείδιο του αζώτου NO θα αντιδράσει με την αμμωνία NH3 και το υδροκυάνιο HCN,
σχηματίζοντας άζωτο N2. Σχηματισμός του ΝΟΧ πραγματοποιείται στα αέρια μετά την
κυρίως καύση, αν η συγκέντρωση οξυγόνου Ο2 είναι υψηλή και αν χρόνο παραμονής είναι

11
μεγάλος. Επίσης το άζωτο στην ατμόσφαιρα μπορεί να αντιδράσει με το μεθάνιο CH4,
σχηματίζοντας υδροκυάνιο HCN, το οποίο έπειτα ακολουθεί τις αντιδράσεις σχηματισμού
ΝΟΧ. Άρα οι εκπομπές του ΝΟx που προέρχονται από την καύση της βιομάζας αυξάνονται
ανάλογα με το περιεχόμενο άζωτο του καυσίμου, την περίσσεια αέρα, και την θερμοκρασία
καύσης και μετατρέπονται σε ΝΟx, Ν2Ο, ή Ν2. Τέλος, το υποξείδιο του αζώτου Ν2Ο
δημιουργείται αποκλειστικά από την οξείδωση του καυσίμου και απαντάται σε χαμηλές
περιεκτικότητες.

Το χλώριο που περιέχεται στη καύσιμη βιομάζα ή θα εκλύεται σαν υδροχλωρικό οξύ ή θα
σχηματίσει άλατα και θα ελευθερωθεί υπό αυτήν τη μορφή ή ίχνη του θα εκλύονται σαν
διοξίνες ή οργανικά χλωριούχα συστατικά. Εκπομπές μορίων μπορούν να προέλθουν από
την ιπτάμενη τέφρα, η οποία προέρχεται από την επικάθιση της σε απαέρια και άλατα, σαν
αποτέλεσμα των αντιδράσεων μεταξύ του καλλίου ή του νατρίου και του χλωρίου ή του
θείου. Τα βαρέα μέταλλα της βιομάζας (χαλκός Cu, μόλυβδος Pb, κάδμιο Cd, υδράργυρος
Hg) μπορούν να παραμείνουν στην τέφρα, να εξατμιστούν, να προσκολληθούν στα
σωματίδια που θα διαφύγουν στην ατμόσφαιρα ή να διαφύγουν με την ιπτάμενη τέφρας.

Τα οξείδια του θείου SOX είναι αποτέλεσμα της πλήρους οξείδωσης του θείου του
καυσίμου. Σχηματίζεται πάντα σε μικρές ποσότητες, όταν η πρώτη ύλη περιέχει θείο.
Κυρίως σχηματίζεται SO2 (σε ποσοστό 95%), και ίσως και SO3 σε χαμηλότερες θερμοκρασίες
(σε ποσοστό 5%). Το θείο από το καύσιμο δε θα μετατραπεί όλο σε SΟx θα παραμένει στην
τέφρα ή εκλύεται σαν άλας ή σαν υδρόθειο Η2S σε χαμηλότερες θερμοκρασίες. Οι
εκπομπές οξειδίων του θείου μπορούν να μειωθούν με πρωτεύοντα αλλά και με
δευτερεύοντα μέτρα μείωσης. Στο περιβάλλον προκαλεί φαινόμενα όπως αυτό που
ονομάζουμε αντίστροφο φαινόμενο του θερμοκηπίου μέσω του σχηματισμού
αερολυμάτων, καθώς επίσης είναι υπεύθυνο για το σχηματισμό της όξινης βροχής και τη
δημιουργία καυσαερίων και νέφους. Με την εμφάνισή του μπορούν να προκληθούν και
βλάβες στην χλωρίδα, καθώς και διάβρωση ορισμένων υλικών. Τέλος, έχει επιπτώσεις στο
ανθρώπινο αναπνευστικό σύστημα. Η αντίδραση παραγωγής SO2 είναι:

S + O2->SO2

Η εκπομπές από την ατελή καύση οφείλονται στην έλλειψη οξυγόνου, σε χαμηλές
θερμοκρασίες καύσης, σε μικρούς χρόνους παραμονής και στην κακή ανάμειξη του αερίου
καύσης με την βιομάζα στον θάλαμο καύσης. Τα συστατικά που εκλύονται στην
ατμόσφαιρα από την ατελή καύση είναι το μονοξείδιο του άνθρακα (CO), πτητικές
οργανικές ουσίες (NMVOC), πολυκυκλικοί αρωματικοί υδρογονάνθρακες (PAHS),
σωματιδιακή ύλη (αιθανόλη, κάρβουνο, πίσσα), πολυχλωρο-διοξίνες και φουράνες
(PCDD/PCDF), αμμωνία (NH3), όζον (O3) και μεθάνιο (CH4).

12
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 4: ΜΕΤΡΑ ΜΕΙΩΣΗΣ ΕΚΠΟΜΠΩΝ

4.1 Εισαγωγή
Η μείωση των βλαβερών εκπομπών αερίων πραγματοποιείται αποφεύγοντας τη
δημιουργία απαερίων (πρωτοβάθμια μέτρα) ή απομακρύνοντας τις ουσίες που έχουν ήδη
δημιουργηθεί κατά την καύση (δευτεροβάθμια μέτρα). Η επιλογή της βέλτιστης μεθόδου
αποθείωσης είναι περίπλοκη διαδικασία, επειδή κάθε μέθοδος μπορεί να εφαρμοστεί υπό
ορισμένες συνθήκες. Η ταξινόμηση των μεθόδων αποθείωσης είναι:

 Με βάση το χημική διεργασία κατηγοριοποιούνται σε απορροφητικές ,


προσροφητικές , καταλυτικές
 Με βάση την επαναχρησιμοποίηση του ροφητικού υλικό σε αναγεννήσιμες ή μη
αναγεννήσιμες.
 Με βάση την δημιουργία αποβλήτων σε διεργασίες που δημιουργούν απόβλητα ή
δεν δημιουργούν
 Με βάση την διεργασία αποθείωσης σε ένυδρες ή άνυδρες

Η απορρόφηση του SO2 από τα καυσαέρια πραγματοποιείται με την διαλυτοποίηση τους


σε διαλύματα ή με υδατικό εναιώρημα. Υπάρχουν πολλά είδη απορροφητών και η επιλογή
τους εξαρτάται από τον όγκο των απαερίων, τις ιδιότητες των υγρών και των αερίων, το
ποσοστό του θείου στα καυσαέρια ,το ιξώδες των ρευστών και από την διάβρωση του
εξοπλισμού.
Στην προσρόφηση του SO2 πραγματοποιείται η δέσμευση του σε στερεές επιφάνειες
(προσροφητές) και η αποτελεσματικότητα των μεθόδων εξαρτάται από την επιφάνεια
επαφής, από το είδος, το μέγεθος και την προσροφητική ικανότητα του προσροφητή, από
την θερμοκρασία, από τις φυσικοχημικές ιδιότητες των ουσιών, από την ποσότητα των
απαερίων προς καθαρισμό.

Υπάρχουν δυο κύριες μέθοδοι για την αποθείωση των καπναερίων. Η άνυδρη και η
ένυδρη. Η ένυδρη μέθοδος καθαρισμού είναι πιο διαδεδομένη. Το μεγαλύτερο ποσοστό
των συστημάτων αποθείωσης καπναερίων, χρησιμοποιούν την ένυδρη μέθοδο καθαρισμού
με άσβεστο. Ένα μικρό ποσοστό των μονάδων λειτουργούν με τη άνυδρη μέθοδο
καθαρισμού ή άλλες διαδικασίες απορρόφησης.

Στις ένυδρες μεθόδους η ουσίες που χρησιμοποιούνται για την αποθείωση ψεκάζονται σε
υγρή μορφή. Είναι οι πιο διαδεδομένες μέθοδοι και συνηθώς χρησιμοποιούνται χημικές
ενώσεις του ασβεστίου σαν απορροφητές . Tο SO2 μετατρέπεται σε θειικό ανιόν και σε
θειικό ασβέστιο. Η αποθείωση γίνεται σε πλυντρίδες.

Στις άνυδρες μεθόδους η αποθείωση πραγματοποιείται σε ξηρό περιβάλλον. Αυτές οι


μέθοδοι έχουν χαμηλό βαθμό αποθείωσης (30-40 %), χαμηλό κόστος ροφητών και απλές

13
διατάξεις. Συνήθως η βιομάζα αναμειγνύεται με άνθρακα και μεταφέρεται στον θάλαμο
καύσης.

Η βασική αρχή αποθείωσης και η πιο διαδεδομένη τεχνική αποθείωσης των καυσαερίων
είναι ο καταιονισμός του ρεύματος των καυσαερίων με νερό που περιέχει ανθρακικό
ασβέστιο. Το ανθρακικό ασβέστιο δεσμεύει το διοξείδιο του θείου και παράγει γύψο, ο
οποίος και συλλέγεται στη βάση της στήλης καταιονισμού. Η εγκατάσταση μοιάζει με την
πλυντρίδα απομάκρυνσης των στερεών σωματιδίων. Η βασική διαφορά είναι ότι η
δέσμευση του διοξειδίου του θείου γίνεται με τρόπο χημικό και όχι με απλό, φυσικό
παρασυρμό από το καταιονιζόμενο νερό. Η αποθείωση των καυσαερίων έχει στη βάση την
χημική εξίσωση

CaCO + SO + ½ O -> CaSO + CO


3 2 2 4 2

Εναλλακτικά, μειώνεται η περιεκτικότητα του καυσίμου σε θείο παρά η δέσμευση το SO


2
μετά την καύση.

4.2 Πρωτοβάθμια μέτρα ελέγχου εκπομπών


Τα πρωτοβάθμια μέτρα ελέγχου των εκπομπών, έχουν σαν στόχο την αρχική παρεμπόδιση
της δημιουργίας των εκπομπών. Γενικά, τα βασικότερα πρωτοβάθμια μέτρα όλων των
αέριων ρύπων είναι η τροποποίηση της σύνθεσης των καυσίμων, η μείωση της
περιεχόμενης τους υγρασίας , η μείωση του μεγέθους των σωματιδίων , η επιλογή και η
βελτίωση του εξοπλισμού καύσης, η σταδιακή καύση με αέρα, η σταδιακή τροφοδοσία
καυσίμων και οι καταλυτικοί μετατροπείς.

4.2.1 Υδρογονοαποθείωση και αλκυλίωση.


Οι μέθοδοι αποθείωσης χημικής αντίδρασης που εφαρμόζονται σε βιομηχανική κλίμακα
είναι η υδρογονοαποθείωση ή η αλκυλίωση. Η υδρογονοαποθείωση είναι <<η διεργασία
που χρησιμοποιείται για την καταλυτική σταθεροποίηση των προϊόντων πετρελαίου και/ή
την επιλεκτική απομάκρυνση στοιχείων από προϊόντα ή τροφοδοσίες διεργασιών μέσω της
αντίδρασης τους με υδρογόνο>>. Ο κύριος στόχος τις διεργασίας είναι η απομάκρυνση των
ενώσεων θείου. Οι καταλύτες υδρογόνουν τα μόρια που συνδέονται με το θείο με
αποτέλεσμα την απελευθέρωση του ως H2S. Η αλκυλίωση αυξάνει το μοριακό βάρος των
μορίων που συνδέονται με το θείο και το σημείο βρασμού τους. Αυτό επιτρέπει μεθόδους
απόσταξης για την απομάκρυνση του θείου.

4.2.2 Διεργασία Westvaco


Ένα ξηρό σύστημα που αναπτύχθηκε από τον Westvaco το οποίο παράγει στοιχειακό θείο.
Ο άνθρακας καταλύει την αντίδραση του SO2 σε H2SO4, προλαμβάνοντας έτσι την εκρόφηση

14
του SO2. Ο άνθρακας μπορεί να αναγεννηθεί με πλύση με νερό, παράγοντας ένα αραιό
ρεύμα θειικού οξέος που συχνά εξουδετερώνεται και απορρίπτεται.

Η διεργασία Westvaco περιλαμβάνει τέσσερα κύρια στάδια, τα οποία όλα


πραγματοποιούνται σε πολυβάθμια ρευστοποιημένη κλίνη που λειτουργεί συνεχώς και με
αντιροή. Αρχικά, το SO2 απορροφάτε από τον άνθρακα:

Ο άνθρακας μεταφέρεται μέσω της ροής στο επόμενο δοχείο, όπου το θειικό οξύ αντιδρά
με το υδρόθειο, με αποτέλεσμα την απορρόφηση του στοιχειακού θείου

Στην επόμενη κλίνη η θερμοκρασία αυξάνεται για να επιτευχθεί η εξάτμιση και η ανάκτηση
του ενός τετάρτου του θείου. Αυτό που παραμένει αντιδρά με το υδρογόνο που έχει
αγοραστεί για την παραγωγή H2S. Ο αναγεννημένος άνθρακας ανακυκλώνεται με την
επιστροφή του πίσω στην αρχή.

4.2.3 Απορρόφηση του SO2 από κλίνη οξειδίου του χαλκού


Αποτελεί μια ξηρή μέθοδο απομάκρυνσης του SO2. Η απορρόφηση με οξείδιο του χαλκού
είναι μια από τις λίγες διεργασίες που μπορούν να ελέγξουν ταυτόχρονα το SO2 και τα ΝΟx.
Η απορρόφηση των SOx και η αντίδραση πραγματοποιείται στους 398 °C για το σχηματισμό
θειικού χαλκού. Η κλίνη αναγεννάται με αναγωγικό αέριο (Η2 ή Η2 + CO) για το σχηματισμό
συμπυκνωμένου ρεύματος SO2. Κατά τη διάρκεια της αναγέννησης, η κλίνη μετατρέπεται
σε χαλκό, αλλά αργότερα οξειδώνεται σε οξείδιο του χαλκού όταν βρίσκεται σε λειτουργία
προσρόφησης.

4.2.4 Εκχυλιστική αποθείωση

Η εκχυλιστική αποθείωση βασίζεται στο γεγονός ότι οι οργανικές θειούχες ενώσεις είναι
διαλυτές σε κάποιους διαλύτες. Η εκχυλιστική αποθείωση των θειούχων ενώσεων
πραγματοποιείται χρησιμοποιώντας κάποιο υδατοδιαλυτό πολικό διαλύτη. Σε μια δεξαμενή
ανάμειξης οι θειούχες ενώσεις μεταφέρονται από το καύσιμο στον διαλύτη μέσω της
εκχύλισης. Έπειτα το μίγμα διαλύτη-καυσίμου εισέρχεται σε έναν διαχωριστήρα όπου το
αποθειωμένο καύσιμο διαχωρίζεται από τον διαλύτη. Οι θειούχες ενώσεις διαχωρίζονται
από τον διαλύτη με απόσταξη και ο διαλύτης ανακυκλώνεται. Οι διαλύτες που
χρησιμοποιούνται συχνά είναι το διμεθυλοφορμαμίδιο (Dimethylformamide, DMF), το
διμεθυλοσουλφοξείδιο (Dimethylsulfoxide, DMSO), το ακετονιτριλίο και οι πυρολιδόνες, η

15
ακετόνη, η αιθανόλη και οι πολυαιθυλενογλυκολες. Η διεργασία δεν απαιτεί υψηλή πίεση
και θερμοκρασία καθώς και δεν αλλάζει η χημική δομή των συστατικών του καυσίμου..

4.2.5 Οξειδωτική αποθείωση


Η ικανότητα των διάφορων διαλυτών να εκχυλίζουν τις θειούχες ενώσεις μπορεί να
βελτιωθεί εάν πρώτα οξειδωθούν οι θειούχες ενώσεις. Η οξείδωση από μόνη της ως
διεργασία μειώνει τα επίπεδα τους θείου στο καύσιμο και καθιστά το θείο που παρέμεινε
επιδεκτικό σε εκχύλιση με διαλύτες που δεν ήταν αποτελεσματικοί σε εκχύλιση μη
οξειδωμένων θειούχων ενώσεων.

Τα βασικά στάδια της οξειδωτικής αποθείωσης είναι δύο


α) Οξείδωση
β) Υγρή εκχύλιση.

Κατά το πρώτο στάδιο της οξείδωσης οι οργανικές θειούχες ενώσεις μετατρέπονται σε


σουλφοξείδια και έπειτα σε σουλφόνες εξαιτίας της αντίδρασης με κάποιο οξειδωτικό. Ως
οξειδωτικά χρησιμοποιούνται νιτρικό οξύ και οξείδια του αζώτου αλλά παράγουν πολλά
απόβλητα. Διαφορετικά χρησιμοποιούνται οργανικά υπεροξείδια, οργανικά
υδροϋπεροξείδια και το υπεροξείδιο του υδρογόνου.

Τα οργανικά υπεροξείδια είναι ισχυρά οξειδωτικά που είναι ικανά να οξειδώσουν τις
θειούχες ενώσεις. Η σύνθεση τους πραγματοποιείται με την αντίδραση υπεροξειδίου του
υδρογόνου με κάποιο καρβοξυλικό οξύ (οξικό οξύ). Η ποσότητα όμως του οξειδωτικού που
απαιτείται είναι αρκετά μεγάλη με αποτέλεσμα η διεργασία αυτή να είναι οικονομικά
ασύμφορη. Εξαιτίας αυτού του γεγονότος, προστίθεται καταλύτης. Οι πιο συνηθισμένοι
καταλύτες είναι άλατα στοιχείων μετάπτωσης και ειδικά άλατα του βολφραμίου. Το πιο
ευρέως χρησιμοποιούμενο υδροϋπεροξείδιο είναι το t-βουτυλο υδροϋπεροξείδιο. Άλλα
υδροϋπεροξείδια που έχουν χρησιμοποιηθεί είναι το υπεροξείδιο της κυκλοεξανόνης και το
t-αμυλοϋδροϋπεροξείδιο. Συνήθως χρησιμοποιούνται καταλύτες μολυβδαινίου και
καταλύτες Μο/Al2O3. Το υπεροξείδιο του υδρογόνου είναι ένα εμπορικό προϊόν που
χρησιμοποιείται σε βιομηχανική κλίμακα με μεγάλο ποσοστό δραστικού οξυγόνου και δίνει
μόνο νερό ως παραπροϊόν. Για την οξείδωση των θειούχων ενώσεων υπεροξείδιο του
υδρογόνου χρησιμοποιείται βενζοφαινόνη. Η ένωση αυτή διεγείρεται κάτω από ήπια
ακτινοβολία και έπειτα ενεργοποιεί τις θειούχες ενώσεις οι οποίες οξειδώνονται από
υπεροξείδιο του υδρογόνου.

Το δεύτερο στάδιο της διεργασίας είναι η αφαίρεση των οξειδωμένων συστατικών από το
καύσιμο. Αυτή πραγματοποιείται, με υγρή εκχύλιση με κάποιον από τους διαλύτες που
αναφέρθηκαν στην εκχυλιστική αποθείωση. Το DMF και το DMSO έχουν υψηλό σημείο
βρασμού περίπου 300OC που είναι κοντά στο σημείο βρασμού των σουλφονών. Ως εκ
τούτου η ανάκτηση τους για επαναχρησιμοποίηση δεν είναι δυνατή με μια απλή απόσταξη.
Από την άλλη μεριά, το ακετονιτρίλιο έχει χαμηλό σημείο βρασμού (82°C) και διαχωρίζεται
εύκολα από τις σουλφόνες με απόσταξη.

16
4.3 Δευτεροβάθμια μέτρα ελέγχου εκπομπών

Τα δευτεροβάθμια μέτρα μείωσης των ανεπιθύμητων εκπομπών εφαρμόζονται για να


απομακρύνουν τις επιβλαβείς ουσίες από τα απαέρια, μόλις αυτά έχουν εγκαταλείψει το
λέβητα.

4.3.1 Limestone Forced Oxidation

Ένυδρη τεχνική αποθείωσης που πραγματοποιείται με την επαναλαμβανόμενη


κυκλοφορία ενός υδαρούς διαλύματος ασβέστου ή ασβεστόλιθου ή και των δύο μαζί, σε
ένα πύργο απορρόφησης (πλυντρίδα). Τα προς καθαρισμό αέρια εισχωρούν στη βάση του
πύργου και κινούνται ανοδικά διαμέσου των σταγονιδίων του υδαρούς διαλύματος που
ψεκάζεται μέσα στον πύργο. Το SO2 απορροφάται από το διάλυμα και στη συνέχεια
κατακρημνίζεται ως υγρό CaSO3, ενώ το καθαρισμένο αέριο εξέρχεται από την κορυφή του
πύργου. Το άλας αυτό μπορεί να μετατραπεί σε γύψο (CaSO4), ο οποίος μπορεί να
χρησιμοποιηθεί στη τσιμεντοβιομηχανία ή σε αγροτικές καλλιέργειες σαν λίπασμα. Η
άσβεστος ενισχύεται σε ένα ποσοστό 3-5% και MgO. Με τον τρόπο αυτό η ικανότητα
απομάκρυνσης του SO2 αυξάνεται.

Στα ένυδρα συστήματα αποθείωσης χρησιμοποιείται περισσότερο ο ασβεστόλιθος, επειδή


έχει χαμηλότερη αξία και δρα ως μέσο καθαρισμού. Η εισαγωγή αέρα στο διάλυμα μπορεί
να οδηγήσει σε οξείδωση σε ποσοστό του CaSO3 σε CaSO4. Έτσι αποφεύγεται η δημιουργία
επικαθίσεων αλάτων στα συστήματα καθαρισμού και ταυτόχρονα παράγεται ένα
ομοιογενές διάλυμα που αφυδατώνεται πιο εύκολα.

Η χρήση της ασβέστου παρουσιάζει μεγαλύτερα πλεονεκτήματα. Τα συστήματα αυτά,


ειδικά με τη χρήση δολομιτικής ασβέστου, επιτυγχάνουν την αποθείωση των καπναερίων
σε ποσοστό μέχρι και 98%. Ενώ με τη χρήση ασβεστόλιθου το ποσοστό αποθείωσης δε
ξεπερνά το 95%. Επίσης το μέγεθος του εξοπλισμού και η ποσότητα του προστιθέμενου
διαλύματος είναι πολύ μικρότερα. Για 1 m3 αερίου καταναλώνεται ποσότητα 3-5 L
διαλύματος ασβέστου και 15 L διαλύματος με ασβεστόλιθο.

Σε ένα σύστημα υγρής αποθείωσης με ασβεστόλιθο εξελίσσεται μία σειρά αντιδράσεων


στην υγρή ,αέρια και στερεή φάση. Οι χημικές διεργασίες που λαμβάνουν χώρα είναι η

17
απορρόφηση, εξουδετέρωση, αναγέννηση, οξείδωση και καθίζηση, οι οποίες μπορούν να
συμβούν ταυτόχρονα.
Αυτές οι αντιδράσεις μπορούν να αποδοθούν με μια γενική εξίσωση:

CaCO3 + SO2 + 2 H2O + ½ O2-> CaSO4 + 2H2O + CO2

Απορρόφηση: Το πρώτο στάδιο της διεργασίας απομάκρυνσης είναι η απορρόφηση του


διοξειδίου του θείου από το διάλυμα του απορροφητή. Από την απορρόφηση του
διοξειδίου του θείου από το διάλυμα παράγονται θειώδη και όξινα θειώδη ιόντα.

SO2(αέριο) + Η2Ο(υγρό)=H2SO3=HSO3- +H+


HSO3-=SO3-2+H+

Εξουδετέρωση: Στο διάλυμα , τα όξινα ανθρακικά και τα θειώδη ιόντα αντιδρούν με την
περίσσεια των ιόντων υδρογόνου αυξάνοντας το pH του διαλύματος.

Αναγέννηση: Τα αλκαλικά στοιχεία στο διάλυμα εξασφαλίζονται μέσω της διάλυσης του
ασβεστόλιθου

CaCO3(στερεό)+H+=Ca+2+HCO3-

Οξείδωση: Τα θειώδη και όξινα θειώδη ιόντα οξειδώνονται και παράγουν θειικά ιόντα.

HS03 - + ½O2 = SO4-2 + H+


SO3-2 + ½ O2 = SO4-2

Καθίζηση: Τα θειικά ιόντα στο διάλυμα αντιδρούν με τα υπάρχοντα ιόντα ασβεστίου και
καθιζάνουν σαν θειικό ασβέστιο.

Ca+2 + SΟ4 -2+ 2H2O (υγρό) = CaSO4 + 2H2O (στερεό)

4.3.2 Πλυντρίδες
Τα καυσαέρια καθαρίζονται μέσω της πρόσκρουσης, διάχυσης και απορρόφησής τους από
τα σταγονίδια που εκχύνονται. Η αποδοτικότητα των πλυντρίδων εξαρτάται από τον τύπο
της πλυντρίδας και από το μέγεθος των σωματιδίων. Όσο μειώνεται το μέγεθος των
σωματιδίων, μειώνεται και η απόδοση.

Πλυντρίδες χρησιμεύουν στον εξαγνισμό μολυσμένων αερίων με τα εξής χαρακτηριστικά:

 Έχουν κολλώδη μορφή και περιέχουν υλικά που απορροφώνται εύκολα στο νερό
 Εκρηκτικά, διαβρωτικά και καυστικά υλικά
 Κομμάτια που δεν διαχωρίζονται εύκολα στην κανονική μορφή τους
 Σωματίδια σε απαέρια με υψηλή περιεκτικότητα σε υγρασία

18
Υπάρχουν πολλά είδη πλυντρίδων με κοινό στόχο την επίτευξη τις καλύτερης επαφής
μεταξύ του υγρού και του μολυσμένου αέριου ρεύματος. Η επαφή κατορθώνεται με
ποικίλους τρόπους ψεκασμό υγρού, με τη διέλευση του αερίου μέσα από μια υγρή φάση
είτε με πρόσκρουσή του σε μια υγρή επιφάνεια.

Σε μια ένυδρη πλυντρίδα το αέριο ρεύμα εισέρχεται από το κάτω μέρος στο χώρο συλλογής
με κατεύθυνση προς τα πάνω. Έπειτα εισέρχεται το υγρό, με τη μορφή σταγονιδίων μικρής
διαμέτρου. Το υγρό, συνήθως νερό, διοχετεύεται ομοιόμορφα στη συσκευή συλλογής και
καταιονίζεται εσωτερικά ώστε να συμπαρασύρει τα σωματίδια στη βάση τις πλυντρίδας.
Από τη βάση τα ρυπογόνα σωματίδια μεταφέρονται σε ένα δοχείο και το αέριο εξέρχεται
καθαρό. Το νερό μετά την επεξεργασία, αποθηκεύεται στον πυθμένα τις πλυντρίδας και
ύστερα επανέρχεται στην διαδικασία.

Εικόνα 7 Τα βασικότερα τμήματα συστήματος πλυντρίδας

Στις πλυντρίδες ξηρού καθαρισμού το αντιδραστήριο το οποίο χρησιμοποιείται για την


απορρόφηση αερίων είναι στερεό. Συνήθως χρησιμοποιείται ξηρός ασβέστης αλλά
περιστασιακά εναλλάσσεται και με όξινο ανθρακικό νάτριο που έχει πιο βελτιωμένη
λειτουργία στην δέσμευση του διοξειδίου του θείου (SO2) .O ασβέστης εισάγεται στο
ρεύμα των απαερίων όπου η θερμοκρασία κυμαίνεται από 140°C έως 200°C και το
επίπεδο υγρασίας είναι σταθερό. Το μείγμα που δημιουργείται διαπερνάτε σε
σακόφιλτρα, όπου ο ασβέστης κατακάθεται στις επιφάνειες των σάκων και έτσι το
ρεύμα φιλτράρεται περνώντας διαμέσου αυτών. Οι σάκοι καθαρίζονται σε τακτικά
χρονικά διαστήματα.

Οι πλυντρίδες μπορούν να διαχωριστούν με βάση το μηχανισμό επαφής:

Οι πλυντρίδες με θάλαμο ψεκασμού αποτελούν το απλούστερο τύπο πλυντρίδας. Τα


ρυπασμένα αέρια εισέρχονται στο θάλαμο και έρχονται σε επαφή με το υγρό που
παράγεται από τα ακροφύσια. Τα αέρια μπαίνουν στην πλυντρίδα από το κάτω μέρος και
έχουν κατεύθυνση προς το πάνω. Τα ακροφύσια εκκρίνουν σταγονίδια του υγρού προς την
αντίθετη φορά και αιχμαλωτίζουν τα κομμάτια που πρέπει να απομακρυνθούν από τα
αέρια.
Τα σταγονίδια που είναι αρκετά μεγάλα παρασύρονται από την βαρύτητα στον πάτο της
πλυντρίδας. Τα υπόλοιπα συλλέγονται από το αέριο σε ένα σημείο εξάλειψης έναντι των
ακροφυσίων. Όπως προαναφέρθηκε, σε αυτό τον τύπο τα σταγονίδια παράγονται μέσω
ακροφυσίων ψεκασμού (spray nozzles). Το μέγεθός τους, μετατρέπεται σε τέτοιο ώστε να
εφάπτονται, όσο το δυνατόν καλύτερα τα σωματίδια με την υγρή φάση.

19
Εικόνα 8 Πλυντρίδα κατακόρυφου θαλάμου ψεκασμού (αριστερά) και οριζοντίου (δεξιά)

Υπάρχουν πλυντρίδες με οριζόντιο θάλαμο ψεκασμού, με κατακόρυφο και με θάλαμο


ψεκασμού με κυκλώνα.

Στους θαλάμους ψεκασμού με κυκλώνα (spray cyclone chambers) η ροή του μολυσμένου
αέριου ρεύματος γίνεται με φυγοκεντρική δύναμη (εφαπτομενικά), ώστε να διαχωρίζονται
καλύτερα τα σταγονίδια. Το αέριο ρέει εντός του μηχανισμού με τη μορφή κυκλώνα. Η
είσοδος του αερίου προσαρμόζεται έτσι ώστε η ταχύτητά του να αυξάνεται καθώς
εισέρχεται. Το υγρό εξέρχεται μέσω ενός κεντρικού σωλήνα ή από το επάνω μέρος. Τα
σταγονίδια προσκρούουν στα τοιχώματα και πέφτουν στη βάση της πλυντρίδας.
Διαφορετικά, μένουν στο αέριο και εξαλείφονται λίγο πριν την έξοδο του από ένα
μηχανισμό.

Εικόνα 9 Πλυντρίδα θαλάμου ψεκασμού με κυκλώνα

20
Στις πλυντρίδες πρόσκρουσης σε υγρό (impingement scrubbers) τα σωματίδια
προσκρούουν σε μια στερεή ή υγρή επιφάνεια. Ο βαθμός απόδοσης είναι 97% για
σωματίδια μεγαλύτερα από 5μm. Οι πλυντρίδες τέτοιου τύπου είναι κάθετες και περιέχουν
αρκετές διατρητές πλάκες, από τις οποίες διέρχεται το απαέριο και εκτοξεύεται το υγρό. Το
υγρό ανακατεύεται με το αέριο και έχει καλύτερη επαφή σε σχέση με τους παραπάνω
τύπους.
Οι πλάκες καθαρίζονται τακτικά, διότι κρατούν τα εναπομείναντα κομμάτια από το αέριο.

Εικόνα 10 Πλυντρίδα πρόσκρουσης σε υγρό

Στις πλυντρίδες με πληρωτικά υλικά (packed bed scrubber) ένα στρώμα από πληρωτικά
υλικά εσωκλείεται. Το πληρωτικό υλικό παρέχει μια μεγάλη διαβρεχόμενη επιφάνεια για να
συμβεί η επαφή υγρού και αερίου. Το υγρό έκπλυσης τοποθετείται στην κορυφή του
πύργου και πέφτει προς τα κάτω. Έτσι διαβρέχει το στρώμα με το πληρωτικό υλικό ,
δημιουργώντας μια λεπτή στρώση. Πλυντρίδες με πληρωτικά υλικά μπορούν να
κατασκευαστούν από ειδικά μέταλλα, fiberglass reinforced plastic ή θερμοπλαστικά.

21
Εικόνα 11 Πλυντρίδα με πληρωτικά υλικά

Μια ακόμα επιπλέον κατηγορία πλυντρίδων, ανάλογα με το μηχανισμό επαφής των


σωματιδίων με το υγρό, είναι οι πλυντρίδες τύπου venturi. Οι πλυντρίδες venturi
απαρτίζονται από 3 τμήματα: ένα συγκλίνον τμήμα, ένα τμήμα λαιμού και ένα τμήμα
εκτροπής.

Το ρεύμα του αερίου εισέρχεται στο συγκλίνον τμήμα ή στην περιοχή του λαιμού και όσο η
περιοχή μειώνεται η ταχύτητά του αυξάνεται. Το απαέριο έρχεται σε επαφή με το ύδωρ και
προωθείται μέσω ενός συστήματος μεταφοράς στις σωληνώσεις. Οι υψηλές ταχύτητες στον
αυχένα προξενούν σταγονοποίηση του ύδατος και τα σταγονίδια παγιδεύουν τα σωματίδια
του ρύπου . Μετά το ύδωρ από τον αυχένα εισέρχεται στην περιοχή απόκλισης ,
επιτρέποντας την συσσώρευση των υγραμένων σωματιδίων. Το ύδωρ με τα σωματίδια
απομακρύνονται και συλλέγονται. Σαν διαχωριστές του υγρού και του αερίου
χρησιμοποιούνται ανακλαστήρες, κυκλώνες και περιστρεφόμενα πτερύγια.

Εικόνα 12 Πλυντρίδα Venturi

Όπως αναφέρθηκε προηγουμένως, το υγρό εισάγεται στο συγκλίνον τμήμα ή στην περιοχή
του λαιμού. Στο συγκλίνον τμήμα το υγρό επικαλύπτει το λαιμό της πλυντρίδας κάνοντάς
την πιο αποτελεσματική στη διαχείριση ζεστών και ξηρών αερίων που περιέχουν σκόνη.
Διαφορετικά, η σκόνη θα είχε την τάση να τρίβεται πάνω στον ξηρό λαιμό. Πλυντρίδες
venturi που ανάγονται στη δεύτερη περίπτωση , χρησιμοποιούνται για κρύα και υγρά
αέρια. Αυτό συμβαίνει επειδή, οι ξηροί λαιμοί είναι επιρρεπείς στη συσσώρευση στερεών

22
στοιβάδων και στην τριβή με τα σωματίδια της σκόνης. Σε μεγαλύτερες ροές η ομοιόμορφη
κατανομή του υγρού είναι δύσκολη. Για αυτό το λόγο γίνεται χρήση πρόσθετων φραγμάτων
ή διαφραγμάτων. Επίσης, έχουν χρησιμοποιηθεί πλυντρίδες με μακρύ στενό και ορθογώνιο
λαιμό ώστε να γίνει εφικτή η σωστή κατανομή του υγρού.

Εικόνα 13 Πλυντρίδα Venturi με ψεκασμό στο συγκλίνον τμήμα (αριστερά) και στο λαιμό (δεξιά)

Ένα σημαντικό πλεονέκτημα είναι η μικρή τους απαίτηση σε χώρο. Οι αγωγοί και οι
ανεμιστήρες των συσκευών είναι μικρότεροι και κοστίζουν λιγότερο. Οι πλυντρίδες
μειώνουν την θερμοκρασία και τον όγκο των αερίων, συνεπώς χρειάζονται και μικρότερα
εξαρτήματα. Επίσης δεν υπάρχουν περιορισμοί στη θερμοκρασία των αερίων.
Επεξεργάζονται αέρια σε υψηλές θερμοκρασίες και υγρασία χωρίς να παρουσιάζονται
προβλήματα συμπύκνωσης όπως στα σακόφιλτρα. Επίσης, δεν δημιουργούνται
δευτερογενείς πηγές σκόνης. Αυτό σημαίνει πως όταν συλληφθούν τα σωματίδια στο υγρό
δεν μπορούν να αποδράσουν και μένουν στη συσκευή. Έτσι ελαχιστοποιείται και ο
κίνδυνος φωτιάς και εκρήξεων.

Σημαντικό πρόβλημα των πλυντρίδων είναι η τάση τους να διαβρώνονται εύκολα.


Απαιτείται προσεκτική επιλογή υλικού διότι, επειδή τα αέρια μπορούν να γίνουν άκρως
διαβρωτικά. Εξαιτίας της μικρής απαίτησης χώρου και της έλλειψης κινητών μερών έχουν
μικρό λειτουργικό κόστος, όμως η απαίτηση για υψηλή ισχύ το αυξάνει. Υψηλή απόδοση
επιτυγχάνεται σε περιπτώσεις με πολλή χαμηλή πίεση που οδηγεί σε υψηλές δαπάνες.
Επιπλέον μπορεί να υπάρξουν προβλήματα στη διάθεση του νερού. Για την επίλυση του
χρειάζονται δεξαμενές καθίζησης και διαυγαστήρες λάσπης που προστίθενται στο
λειτουργικό κόστος των πλυντρίδων.

4.3.3 Σακόφιλτρα

Το σακόφιλτρο αποτελείται από τον σάκο, το ύφασμα και το στήριγμα, την κατασκευή
πάνω στην οποία τοποθετούνται τα σακόφιλτρα, την χοάνη συλλογής, το σύστημα
απομάκρυνσης της σκόνης και το σύστημα καθαρισμού των φίλτρων. Τα σακόφιλτρα

23
υφασμάτινων φίλτρων απομακρύνουν τη σκόνη από ένα αέριο ρεύμα μέσω ενός πορώδους
υφάσματος και του στρώματός της σκόνης που συσσωρεύεται πάνω σε αυτό. Το καθαρό
αέριο ρεύμα εξέρχεται από την εξωτερική μεριά του διηθητικού μέσου, ενώ η σκόνη
συλλέγεται από την εσωτερική πλευρά και περιοδικά απομακρύνεται από το ύφασμα.
Υπάρχουν πολλά είδη υφασμάτων που χρησιμοποιούνται, διαφορετικοί τρόποι ύφανσης,
μεγέθη σάκων και τρόποι διαμόρφωσης των σάκων.

Οι κυριότεροι τύποι σακόφιλτρων ανάλογα με τη μέθοδο απομάκρυνσης της σκόνης από


το σάκο είναι οι εξής:

 Σακόφιλτρα με ρεύμα αέρα αντίθετης ροής (reverse flow).


 Σακόφιλτρα με μηχανική δόνηση (shaker).
 Σακόφιλτρα δόνησης με αέρα υπό πίεση (pulse jet).

Όσον αφορά τη διάθεσή τους μετά τη χρήση διακρίνονται σε:

 Σακόφιλτρα μιας χρήσης (disposable) με φίλτρα με ίνες υάλου πάνω σε μεταλλική


βάση.
 Σακόφιλτρα που επαναχρησιμοποιούνται (non disposable) τα οποία είναι από
ύφασμα.

Τα σακόφιλτρα με ρεύμα αέρα αντίθετης ροής και με μηχανική δόνηση,


κατασκευάζονται με πολλά διαμερίσματα. Προκειμένου να επιτευχθεί ο καθαρισμός
απομονώνονται από τη ροή. Γίνεται εφαρμογή αντίθετης ροής ή μηχανικής δόνησης και η
σκόνη μαζεύεται στον συλλεκτήρα.

Εικόνα 14 Σακόφιλτρα αντίθετης ροής

Στα σακόφιλτρα θετικής πίεσης το αέριο ρεύμα που είναι ρυπασμένο θα περάσει μέσα από
τα σακόφιλτρα. Στην αρνητική πίεση ανεμιστήρας είναι κατάντη του σακόφιλτρου. Στην
πρώτη περίπτωση έχουμε φθηνότερα προβλήματα με τα πτερύγια των ανεμιστήρων, ενώ
στην δεύτερη περίπτωση έχουμε μία ενισχυμένη κατασκευή αλλά παρουσιάζει πρόβλημα
με την είσοδο του αέρα και στην χοάνη συλλογής.

Όσον αφορά τα είδη του υφάσματος που χρησιμοποιούνται για τα σακόφιλτρα είναι τα
παρακάτω. Τα πιληματοποιημένα υφάσματα (τύπου τσόχας) γίνονται με συμπίεση ινών
επάνω σε ένα υφασμάτινο υπόστρωμα. Οι ίνες είναι τοποθετημένες τυχαία και η πρόσδεση
στο υπόστρωμα γίνεται με χημικό τρόπο. Το στρώμα της σκόνης στηρίζεται στην επιφάνεια

24
της τσόχας, αλλά μερικά σωματίδια διεισδύουν μέσα στην τσόχα. Κάθε τυχαία ίνα έχει ως
στόχο να συλλέξει τα σωματίδια λόγω πρόσκρουσης και ανάσχεσης.

Ένα δεύτερο είδος υφάσματος που χρησιμοποιείται για τα σακόφιλτρα είναι το πλεγμένο
φίλτρο. Τα διάφορα είδη πλέξης έχουν και διαφορετικά ανοίγματα, κάτι που επηρεάζει την
αντοχή του υφάσματος και την διαπερατότητα. Η διαπερατότητα του υφάσματος επηρεάζει
την ποσότητα του αέρα που περνάει και την πτώση πίεσης. Μία πυκνή πλέξη συλλέγει
καλύτερα τα σωματίδια, αλλά αυξάνει το κόστος και την πτώση πίεσης.

Η επιλογή του βέλτιστου τύπου σακόφιλτρου εξαρτάται από τα χαρακτηριστικά της


σκόνης, την θερμοκρασία, την οξύτητα του αέριου ρεύματος, το λόγο διήθησης και τον
τρόπο καθαρισμού.

Τα πλεονεκτήματα της χρήσης των σακόφιλτρων είναι αρκετά. Επιτυγχάνουν πολύ υψηλές
αποδόσεις (99%), ακόμη και για μικρά σωματίδια. Μπορούν να επεξεργαστούν μεγάλο
εύρος ογκομετρικών παροχών. Αποτελούνται από επιμέρους στοιχεία που μπορούν να
συναρμολογηθούν στην μονάδα. Μπορούν να λειτουργήσουν με διάφορα είδη
σωματιδίων και απαιτούν χαμηλές πτώσεις πίεσης. Τα μειονεκτήματα που έχουν είναι τα
εξής: Απαιτούν μεγάλες επιφάνειες της στερεής έδρασης. Τα υφάσματα μπορούν να
πάθουν ζημιά από την υψηλή θερμοκρασία και από τα διαβρωτικά μέσα. Δεν λειτουργούν
σε περιβάλλον με υγρασία. Υπάρχει η πιθανότητα έκρηξης ή φωτιάς και χρειάζεται
αντικατάσταση των σάκων.

4.4.4 Διεργασία Wellman-Lord (W-L)

Η διεργασία Wellman-Lord (W-L) είναι η γνωστότερη διεργασία αποθείωσης απαερίων με


αναγέννηση. Τα τέσσερα στάδια της διεργασίας Wellman-Lord είναι :

1) Προ επεξεργασία καπναερίου


2) Απορρόφηση SO2 από διάλυμα θειώδους νατρίου
3) Επεξεργασία καθαρισμού υγρού διαλύματος θειώδους νατρίου
4) Διεργασία του συμπυκνωμένου ρεύματος αερίου SO2 που παρήχθη
μέσω της διεργασίας W-L σε εμπορεύσιμο προϊόν όπως το στοιχειακό
θείο ή το θειικό οξύ

Τα καπναέρια διέρχονται για προκαθαρισμό μέσα από πλυντρίδα τύπου Venturi, όπου ένα
διάλυμα θειώδους νατρίου (Na2SO3) συμμετέχει στην απορρόφηση του SO2 μέσα στον
πύργο

25
Μέρος από το θειώδες άλας (Na2SO3) οξειδώνεται σε θειικό (Na2SO4 )από το οξυγόνο.
Επίσης, κάθε θειικό τριοξείδιο που διέρχεται από τον προκαθαρισμό με πλυντρίδα
μετατρέπεται σε διάλυμα θειικού άλατος (Na2SO4).

Το θειικό νάτριο (Na2SO4) δεν συνεισφέρει σε επιπλέον απορρόφηση του SO2 και θα πρέπει
να απομακρυνθεί. Υπερβολική συσσώρευση θειικών προλαμβάνεται από τη συνεχή
εκκαθάριση του πυθμένα της μονάδας απορρόφησης. Εντούτοις, το ρεύμα από τον
πυθμένα της μονάδας απορρόφησης είναι πλούσιο σε δισουλφίδιο (Όξινο θειώδες νάτριο,
NaHSO3), έτσι το περισσότερο από αυτό οδηγείται για πρόσθετη επεξεργασία.

Μέρος υπολειμμάτων από τους πυθμένες στέλνεται σε ψύκτη / κρυσταλοποιητή, όπου


σχηματίζονται κρύσταλλοι θειικού νατρίου (Na2SO4) που είναι λιγότερο διαλυτοί. Από
εκεί, η λάσπη υπόκειται σε φυγοκέντρηση και τα στερεά ξηραίνονται και απομακρύνονται
για διάθεση. Αυτό που μένει από τη φυγοκέντρηση, το οποίο είναι πλούσιο σε δισουλφίδιο
NaHSO3, επιστρέφεται στη διεργασία. Τα υπόλοιπα των πυθμένων στέλνονται σε θερμικό
εξατμιστήρα/κρυσταλλοποιητή, όπου το SO2 απελευθερώνεται και αναγεννώνται
κρύσταλλοι θειώδους νατρίου Na2SO3. Η αντίδραση είναι:

Ο ατμός του νερού συμπυκνώνεται και ανακτάται, παράγοντας ένα συμπυκνωμένο ρεύμα
αερίου σε SO2 (αποτελούμενο περίπου από 85% SO2 και 15% Η2Ο).

26
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ

[1] Abdelaal: Flue cleaning systems – A review paper

[2] Daniela Dzhonova, Ljutzkan Ljutzanov: Energy efficient SO2 removal from flue gases using
the method of Well-Lord

[3] S. Zandaryaa and A. Buekens: POLLUTION CONTROL TECHNOLOGIES – Vol. II - Control of


Sulfur Oxides

[4] Kurt Carlsson: Gas cleaning in flue gas from combustion of biomass

[5] Wenbin Zhang, Hao Liu, Irfan Ul Hai, York Neubauer, Philipp Schroder2, Holger
Oldenburg, Alexander Seilkopf, Axel Kolling: Gas cleaning strategies for biomass gasification
product gas

[6] Renu Singh, Ashish Shukla: A review on methods of flue gas cleaning from combustion of
biomass

[7] Ευάγγελος Φλίτρης: Μονάδες ενεργειακής αξιοποίησης βιομάζας για παραγωγή


ηλεκτρισμού

[8] Τριανταφύλλου Γ. και Μανούτσογλου Ε.: Η ΣΥΜΒΟΛΗ ΤΗΣ ΑΣΒΕΣΤΟΥ ΣΤΗΝ


ΑΝΤΙΜΕΤΩΠΙΣΗ ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝΤΙΚΩΝ ΠΡΟΒΛΗΜΑΤΩΝ

[9] Βιτωράτος Θεόδωρος: Αποθείωση μέσων κλασμάτων πετρελαίου με χρήση ιοντικών


υγρών

[10] ΠΕΓΑ: B2-VI: Πλυντρίδες

[11] Ζήκος Παρ. Βασίλειος: Επιλογή βέλτιστου σχεδιασμού μονάδας καύσης απορριμμάτων
με την χρήση του προγράμματος super pro designer

[12] Δέσποινα Βάμβουκα: Αντιρυπογόνος Χρήσις Γαιανθράκων – Τεχνολογίες Αξιοποίησης


Γαιανθράκων Χαμηλής Τάξης

[13] Δέσποινα Βάμβουκα: ΒΙΟΜΑΖΑ,ΒΙΟΕΝΕΡΓΕΙΑ ΚΑΙ ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝ

27

You might also like