Professional Documents
Culture Documents
Αποθείωση απαερίων κατα την καύση βιομάζας
Αποθείωση απαερίων κατα την καύση βιομάζας
Αποθείωση απαερίων κατα την καύση βιομάζας
13 ΙΑΝΟΥΑΡΙΟΥ 2020
ΤΡΙΑΝΤΑΦΥΛΛΟΥ ΜΑΡΙΟΣ
Περιεχόμενα
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 1: ΕΙΣΑΓΩΓΗ ............................................................................................................ 2
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 2: ΚΑΥΣΗ ΒΙΟΜΑΖΑΣ .............................................................................................. 3
2.1 Εισαγωγή............................................................................................................................. 3
2.2 Συστήματα καύσης της βιομάζας ...................................................................................... 4
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 3: ΑΕΡΙΕΣ ΕΚΠΟΜΠΕΣ .......................................................................................... 11
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 4: ΜΕΤΡΑ ΜΕΙΩΣΗΣ ΕΚΠΟΜΠΩΝ ........................................................................ 13
4.1 Εισαγωγή........................................................................................................................... 13
4.2 Πρωτοβάθμια μέτρα ελέγχου εκπομπών ....................................................................... 14
4.2.1 Υδρογονοαποθείωση και αλκυλίωση. ........................................................................ 14
4.2.2 Διεργασία Westvaco ..................................................................................................... 14
4.2.3 Απορρόφηση του SO2 από κλίνη οξειδίου του χαλκού ............................................... 15
4.2.4 Εκχυλιστική αποθείωση ................................................................................................ 15
4.2.5 Οξειδωτική αποθείωση ................................................................................................. 16
4.3 Δευτεροβάθμια μέτρα ελέγχου εκπομπών ..................................................................... 17
4.3.1 Limestone Forced Oxidation ........................................................................................ 17
4.3.2 Πλυντρίδες ..................................................................................................................... 18
4.3.3 Σακόφιλτρα.................................................................................................................... 23
4.4.4 Διεργασία Wellman-Lord (W-L) .................................................................................... 25
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ ........................................................................................................................ 27
1
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 1: ΕΙΣΑΓΩΓΗ
Η βιομάζα περιλαμβάνει οποιοδήποτε υλικό προέρχεται από ζωντανούς οργανισμούς. Για
ενεργειακούς σκοπούς περιλαμβάνει κάθε τύπο οργανικής ύλης που μπορεί να
χρησιμοποιηθεί για την παραγωγή στερεών, υγρών ή αέριων καυσίμων. Σύμφωνα με τον
Ν.3468/2006, αρ. 2 παρ. 8, ως βιομάζα ορίζεται, το « βιοαποικοδομήσιμο κλάσμα
προϊόντων, αποβλήτων και καταλοίπων που προέρχονται από τις γεωργικές,
συμπεριλαμβανομένων φυτικών και ζωικών ουσιών, τις δασοκομικές και τις συναφείς
βιομηχανικές δραστηριότητες, καθώς και το βιοαποικοδομήσιμο κλάσμα βιομηχανικών
αποβλήτων και αστικών λυμάτων και απορριμμάτων». Αποτελεί δεσμευμένη μορφή της
ηλιακής ενέργειας και προέρχεται από την φωτοσυνθετική δραστηριότητα των φυτικών
οργανισμών. Η χλωροφύλλη των φυτών μετασχηματίζει την ηλιακή ενέργεια με μια σειρά
διεργασιών, χρησιμοποιώντας ως βασικές πρώτες ύλες διοξείδιο του άνθρακα από την
ατμόσφαιρα καθώς και νερό και ανόργανα συστατικά από το έδαφος.
2
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 2: ΚΑΥΣΗ ΒΙΟΜΑΖΑΣ
2.1 Εισαγωγή
Η καύση της βιομάζας είναι ένα σύνολο εξώθερμων χημικών αντιδράσεων κατά τη
διάρκεια των οποίων η χημική ενέργεια της βιομάζας μετατρέπεται σε θερμική. Ως καύση
μπορεί να οριστεί κάθε ταχεία οξείδωση από την οποία παράγεται θερμότητα.
Προκειμένου να ξεκινήσει η καύση της βιομάζας θα πρέπει η θερμοκρασία της να υπερβεί
την θερμοκρασία ανάφλεξης που είναι διαφορετική για κάθε τύπο καύσιμης βιομάζας και
να υπάρχει ικανοποιητική ποσότητα οξυγόνου. Κατά τη διάρκεια της καύσης η βιομάζα
διέρχεται από τα παρακάτω τρία στάδια ανάλογα με τις επικρατούσες θερμοκρασίες:
Η καύση της βιομάζας με υψηλό βαθμό απόδοσης απαιτεί υψηλή θερμοκρασία καύσης ,
επαρκή περίσσεια οξυγόνου, επαρκή χρόνο καύσης και ανάμειξη βιομάζας με τα αέρια
καύσης και εξαρτάται από το μέγεθος των σωματιδίων, το περιεχόμενο σε υγρασία, το
περιεχόμενο της τέφρας, το περιεχόμενο σε πτητικά συστατικά και την περίσσεια αέρα.
Το μέγεθος των σωματιδίων της βιομάζας επηρεάζει την ταχύτητα ολοκλήρωσης της
καύσης. Όσο μεγαλύτερες είναι οι διαστάσεις των σωματιδίων που διοχετεύουμε στον
3
αντιδραστήρα τόσο περισσότερος χρόνος χρειάζεται για την καύση τους. Το περιεχόμενο σε
υγρασία της βιομάζας επηρεάζει τη θερμογόνο δύναμη της. Όταν η βιομάζα περιέχει
αυξημένα ποσοστά υγρασίας τότε η θερμογόνος δύναμή της μειώνεται επειδή οι
περιεχόμενες ποσότητες νερού απορροφούν θερμική ενέργεια προκειμένου να περάσουν
στην αέρια φάση. Στην περίπτωση που ο θάλαμος καύσης τροφοδοτείται με βιομάζα
χαμηλής περιεκτικότητας υγρασίας (υψηλή θερμογόνο δύναμη) θα πρέπει να
προβλέπονται διατάξεις ψύξης του θαλάμου καύσης ώστε η υπερβολική αύξηση της
θερμοκρασίας να μην προκαλέσει φθορές. Στην αντίθετη περίπτωση θα πρέπει τα
τοιχώματα του αντιδραστήρα να είναι μονωμένα ώστε να αποφευχθεί η πτώση της
θερμοκρασίας που μπορεί να προκαλέσει τη διακοπή της διαδικασίας.
Η βιομάζα περιέχει διάφορες προσμίξεις που δεν έχουν τη δυνατότητα να καούν και στο
τέλος της καύσης εμφανίζονται με τη μορφή της τέφρας. Οι ποσότητες τέφρας που
προκύπτουν είναι ανεπιθύμητες καθώς δημιουργούν την ανάγκη ύπαρξης κατάλληλων
διατάξεων για τον διαχωρισμό των σωματιδίων τέφρας που παρασύρονται από τη ροή των
καυσαερίων. Η τέφρα που περιέχεται στη ξυλώδη βιομάζα, για παράδειγμα, προέρχεται
από τις ποσότητες του χώματος και της σκόνης που έχουν απορροφηθεί από το φλοιό των
δέντρων, από τα άλατα που απορροφούνται μέσω των ριζών και περιέχει μικρές ποσότητες
βαρέων μετάλλων. Η τέφρα είναι κακός αγωγός της θερμότητας. Έτσι στα συστήματα
καύσης με σχάρα η τέφρα προστατεύει τη σχάρα από τις υψηλές θερμοκρασίες. Επίσης, τα
άλατα που περιέχονται στην τέφρα, που βασίζονται σε ενώσεις του καλίου και του νατρίου,
δίνουν μία κολλώδη υφή στην τέφρα σε αυξημένες θερμοκρασίες δημιουργώντας
προβλήματα επικαθίσεων στους εναλλάκτες θερμότητας του λέβητα.
Σε αυτή την κατηγορία αντιδραστήρων μία πρωτοβάθμια ροή αέρα εισέρχεται στον
αντιδραστήρα διαμέσου μίας σταθερής κλίνης όπου και λαμβάνει χώρα η ξήρανση,
η αποπτητικοποίηση μέρους της βιομάζας και η καύση του υπόλοιπου μέρους της
4
βιομάζας. Τα αέρια που εκλύονται καίγονται σε μία δεύτερη ζώνη καύσης
εισάγοντας μία δευτεροβάθμια ροή αέρα.
Οι αντιδραστήρες καύσης σταθερής κλίνης τύπου σχάρας είναι κατάλληλοι για είδη
βιομάζας με υψηλή περιεκτικότητα σε υγρασία, με μεγάλη διακύμανση μεγέθους
των σωματιδίων και με υψηλή περιεκτικότητα σε τέφρα. Η μεταφορά και διανομή
των σωματιδίων βιομάζας πάνω στη σχάρα πρέπει να γίνεται ομαλά και
ομοιόμορφα ώστε να αποφευχθεί ο σχηματισμός κενών χώρων πάνω στη σχάρα
και να αποφευχθεί ο διαχωρισμός ιπτάμενης τέφρας και άκαυστων σωματιδίων
από τη βιομάζα που βρίσκεται πάνω στη σχάρα. Για την καύση πρέπει να
εξασφαλίζεται ομοιόμορφη παροχή αέρα σε όλες τις περιοχές της σχάρας.
Διαφορετικά προκαλούνται επικαθίσεις, αυξάνονται τα ποσοστά ιπτάμενης τέφρας
και απαιτείται περίσσεια οξυγόνου για μία ολοκληρωμένη καύση. Η πρωτοβάθμια
παροχή αέρα πρέπει να χωρίζεται σε επιμέρους παροχές για να ρυθμίζεται η
ποσότητα αέρα π0ου διοχετεύεται ανάλογα με τις απαιτήσεις των αντίστοιχων
περιοχών ξήρανσης, αεριοποίησης και καύσης της βιομάζας.
Η σχέση της κατεύθυνσης της ροής της βιομάζας με την κατεύθυνση της φλόγας
ορίζει τρείς κατηγορίες αντιδραστήρων καύσης βιομάζας τύπου σχάρας: ομοροής
(η φλόγα έχει την ίδια κατεύθυνση με την βιομάζα), αντιροής (η φλόγα έχει την
αντίθετη κατεύθυνση με την βιομάζα) και εγκάρσιου ρεύματος (συνδυασμός των
δύο προηγούμενων τύπων). Προκειμένου να επιτευχθεί έλεγχος της θερμοκρασίας
μέσα στο θάλαμο καύσης πραγματοποιείται η επανακυκλοφορία των καυσαερίων
και ψύχονται τα τοιχώματα του θαλάμου καύσης με νερό. Η ψύξη μειώνει τον
όγκου των καυσαερίων και παρεμποδίζει της επικαθήσεις των σωματιδίων τέφρας
πάνω στις επιφάνειες του θαλάμου καύσης.
Ανάλογα με τον τρόπο λειτουργείας της σχάρας και τον τρόπο εισαγωγής της
βιομάζας ορίζονται οι αντιδραστήρες καύσης:
5
Τύπου σταθερής σχάρας με κλίση: Για τη μεταφορά της βιομάζας πάνω στη σχάρα
χρησιμοποιείται η δύναμη της βαρύτητας μέσω της κλίσης της σχάρας. Η σχάρα
είναι διάτρητη έτσι ώστε να εισέρχεται μέσω αυτής η πρωτοβάθμια ροή αέρα. Η
βιομάζα καθώς μετακινείται προς χαμηλότερα επίπεδα διέρχεται διαδοχικά από τα
στάδια της ξήρανσης, της αποπτητικοποίησης και της καύσης ενώ στο τέλος της
σχάρας έχει απομείνει η τέφρα.
6
κορυφή της κωνικής σχάρας με τη βοήθεια ενός κοχλία. Τα σωματίδια της βιομάζας
μετακινούνται από την κορυφή της κωνικής σχάρας προς τη βάση της. Η
περιστροφή των κωνικών επιφανειών με διαδοχικά αντίθετες φορές εξασφαλίζει
την ομοιόμορφη κατανομή της βιομάζας σε όλη την εξωτερική επιφάνεια της
κωνικής σχάρας. Τα αέρια διαφεύγουν από την κωνική σχάρα και καίγονται σε ένα
δεύτερο θάλαμο καύσης με δευτερεύων αέρας καύσης.
7
λόγω της καλής ανάμειξης των σωματιδίων χρησιμοποιούνται πρόσθετα
σωματίδια υλικών (ασβεστόλιθος) για την κατακράτηση των ποσοτήτων θείου.
Στους αντιδραστήρες ρευστοποιημένης κλίνης το μέσο πλήρωσης παρασύρεται από
τη ροή των καυσαερίων. Επομένως, απαιτείται η πρόσθεση νέων ποσοτήτων του
μέσου πλήρωσης και διατάξεις διαχωρισμού και συλλογής των σωματιδίων που
έχουν παρασυρθεί.
8
ορισμένες ποσότητες τέφρας καταλήγουν μέσα στην κλίνη όπου και
συσσωρεύονται. Γι’ αυτό το λόγο είναι απαραίτητη μία διάταξη απομάκρυνσης της
τέφρας από την κλίνη όπως φαίνεται και στην εικόνα 5 (ash classifier). Η
θερμοκρασία της ρευστοποιημένης κλίνης κυμαίνεται μεταξύ 800 – 900°C και
ρυθμίζεται με υδρόψυκτα τοιχώματα του θαλάμου καύσης ή με εξωτερικούς
εναλλάκτες θερμότητας που ψύχουν την κυκλοφορούσα άμμο κατά την επιστροφή
της στον αντιδραστήρα. Ο στροβιλισμός που επιτυγχάνεται σε αντιδραστήρες
κυκλοφορούσας ρευστοποιημένης κλίνης οδηγεί σε ομοιόμορφη κατανομή
θερμοκρασίας μέσα στην κλίνη και πιο έντονη εναλλαγή θερμότητας μεταξύ της
βιομάζας και του μέσου πλήρωσης επιτυγχάνοντας αυξημένο βαθμό απόδοσης
καύσης. Για να επιτευχθούν σταθερές συνθήκες καύσης εκτός από τη πρωτοβάθμια
ροή αέρα που εισάγεται από τη βάση του αντιδραστήρα εισάγεται και μία
δευτεροβάθμια ροή αέρα από υψηλότερα σημεία του αντιδραστήρα.
9
εξαναγκασμένης ροής (εικόνα 6) με έγχυση (injection) με τη βοήθεια πρωτοβάθμιας
ροής αέρα καύσης όπου και λαμβάνει χώρα η καύση τους ενώ αυτά αιωρούνται
μέσα στον αντιδραστήρα. Εδώ η πρωτοβάθμια ροή αέρα καύσης είναι ταυτόχρονα
και το μέσο μεταφοράς της βιομάζας. Για την εκκίνηση του αντιδραστήρα είναι
απαραίτητος ένας βοηθητικός καυστήρας που ως καύσιμο μπορεί να χρησιμοποιεί
φυσικό αέριο ή πετρέλαιο. Όταν η θερμοκρασία μέσα στο θάλαμο καύσης φθάσει
στην επιθυμητή τιμή, ξεκινά η τροφοδοσία της καύσιμης βιομάζας και η λειτουργία
καυστήρα σταματά. Το μέγεθος των σωματιδίων πρέπει να είναι μικρότερο από 20
mm και η περιεκτικότητά τους σε υγρασία να μην ξεπερνά το 20 % κ.β. Το μείγμα
αέρα – καυσίμου εισάγεται με έγχυση εφαπτομενικά στον κυλινδρικό θάλαμο
καύσης ακολουθώντας μία περιστροφική και ελικοειδή τροχιά. Στον πρώτο θάλαμο
καύσης επανεισάγεται μέρος των καυσαερίων έτσι ώστε να ενισχυθεί η
περιστροφική κίνηση των αερίων και των σωματιδίων. Στην έξοδο του πρώτου
θαλάμου καύσης σχηματίζεται μία στένωση όπου και εισάγεται η δευτεροβάθμια
ροή αέρα καύσης προκειμένου να επιτευχθεί μία καλή ανάμειξη. Μετά τον πρώτο
θάλαμο καύσης ακολουθεί ένας δεύτερος, μεγαλύτερος θάλαμος καύσης στον
οποίο εισάγεται η τριτοβάθμια ροή αέρα καύσης. Λόγω της μεγάλης ταχύτητας των
καυσαερίων η τέφρα παρασύρεται και μόνο ένα ποσοστό αυτής τελικά καταλήγει
στο σύστημα συγκέντρωσης τέφρας που υπάρχει στη βάση του δεύτερου θαλάμου
καύσης. Άλλος αντιδραστήρας καύσης μικρόκοκκων σωματιδίων βιομάζας είναι ο
αντιδραστήρας καύσης τύπου κυκλώνα.
10
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 3: ΑΕΡΙΕΣ ΕΚΠΟΜΠΕΣ
Οι βασικότερες εκπομπές από τη χρήση της βιομάζας είναι αέριες. Το πλήθος και το είδος
των ρυπαντών από τα διαφορετικά είδη της βιομάζας εξαρτάται κυρίως
Οι αέριες εκπομπές διοξειδίου του άνθρακα CO2, οξειδίων του αζώτου NOX, υδροχλωρικού
οξέος HCI, βαρέων μετάλλων, σωματιδιακής ύλης, στα οποία θα πραγματοποιηθεί μία
σύντομη αναφορά και οξειδίων του θείου SOX, που είναι ο κύριος ρύπος της παρούσας
εργασίας, μπορούν να προκύψουν από την τέλεια καύση βιομάζας.
Το διοξειδίου του άνθρακα προέρχεται από τον άνθρακα που περιέχουν όλα τα καύσιμα
βιομάζας. Θεωρείται ότι συμβάλει άμεσα στο φαινόμενο του θερμοκηπίου αλλά
αποδεικνύεται ότι έχει ουδέτερη συμμέτοχη στο φαινόμενο. Αυτό συμβαίνει επειδή το
διοξειδίου του άνθρακα έχει δεσμευθεί από την ατμόσφαιρα κατά τη διάρκεια
σχηματισμού της βιομάζας. Για αυτό τον λόγο βιομάζα είναι ανανεώσιμη πηγή ενέργειας.
Τα οξείδια του αζώτου προέρχονται από την οξείδωση του αζώτου της βιομάζας κατά την
καύση των αερίων και κατά την καύση του εξανθρακωμάτος. Το βασικότερο οξείδιο του
αζώτου είναι το μονοξείδιο NO, που στην ατμόσφαιρά μετατρέπεται σε διοξείδιο NO2. Τα
συστατικά της βιομάζας που περιέχουν άζωτο είναι η αμμωνία ,ΝΗ3, και το υδροκυάνιο
,HCN. Εάν υπάρχει επαρκή ποσότητα οξυγόνου Ο2, η αμμωνία ΝΗ3 και το υδροκυάνιο HCN
θα μετατραπούν σε μονοξείδιο του αζώτου NO. Σε μεγάλες ποσότητες καυσίμων, το
μονοξείδιο του αζώτου NO θα αντιδράσει με την αμμωνία NH3 και το υδροκυάνιο HCN,
σχηματίζοντας άζωτο N2. Σχηματισμός του ΝΟΧ πραγματοποιείται στα αέρια μετά την
κυρίως καύση, αν η συγκέντρωση οξυγόνου Ο2 είναι υψηλή και αν χρόνο παραμονής είναι
11
μεγάλος. Επίσης το άζωτο στην ατμόσφαιρα μπορεί να αντιδράσει με το μεθάνιο CH4,
σχηματίζοντας υδροκυάνιο HCN, το οποίο έπειτα ακολουθεί τις αντιδράσεις σχηματισμού
ΝΟΧ. Άρα οι εκπομπές του ΝΟx που προέρχονται από την καύση της βιομάζας αυξάνονται
ανάλογα με το περιεχόμενο άζωτο του καυσίμου, την περίσσεια αέρα, και την θερμοκρασία
καύσης και μετατρέπονται σε ΝΟx, Ν2Ο, ή Ν2. Τέλος, το υποξείδιο του αζώτου Ν2Ο
δημιουργείται αποκλειστικά από την οξείδωση του καυσίμου και απαντάται σε χαμηλές
περιεκτικότητες.
Το χλώριο που περιέχεται στη καύσιμη βιομάζα ή θα εκλύεται σαν υδροχλωρικό οξύ ή θα
σχηματίσει άλατα και θα ελευθερωθεί υπό αυτήν τη μορφή ή ίχνη του θα εκλύονται σαν
διοξίνες ή οργανικά χλωριούχα συστατικά. Εκπομπές μορίων μπορούν να προέλθουν από
την ιπτάμενη τέφρα, η οποία προέρχεται από την επικάθιση της σε απαέρια και άλατα, σαν
αποτέλεσμα των αντιδράσεων μεταξύ του καλλίου ή του νατρίου και του χλωρίου ή του
θείου. Τα βαρέα μέταλλα της βιομάζας (χαλκός Cu, μόλυβδος Pb, κάδμιο Cd, υδράργυρος
Hg) μπορούν να παραμείνουν στην τέφρα, να εξατμιστούν, να προσκολληθούν στα
σωματίδια που θα διαφύγουν στην ατμόσφαιρα ή να διαφύγουν με την ιπτάμενη τέφρας.
Τα οξείδια του θείου SOX είναι αποτέλεσμα της πλήρους οξείδωσης του θείου του
καυσίμου. Σχηματίζεται πάντα σε μικρές ποσότητες, όταν η πρώτη ύλη περιέχει θείο.
Κυρίως σχηματίζεται SO2 (σε ποσοστό 95%), και ίσως και SO3 σε χαμηλότερες θερμοκρασίες
(σε ποσοστό 5%). Το θείο από το καύσιμο δε θα μετατραπεί όλο σε SΟx θα παραμένει στην
τέφρα ή εκλύεται σαν άλας ή σαν υδρόθειο Η2S σε χαμηλότερες θερμοκρασίες. Οι
εκπομπές οξειδίων του θείου μπορούν να μειωθούν με πρωτεύοντα αλλά και με
δευτερεύοντα μέτρα μείωσης. Στο περιβάλλον προκαλεί φαινόμενα όπως αυτό που
ονομάζουμε αντίστροφο φαινόμενο του θερμοκηπίου μέσω του σχηματισμού
αερολυμάτων, καθώς επίσης είναι υπεύθυνο για το σχηματισμό της όξινης βροχής και τη
δημιουργία καυσαερίων και νέφους. Με την εμφάνισή του μπορούν να προκληθούν και
βλάβες στην χλωρίδα, καθώς και διάβρωση ορισμένων υλικών. Τέλος, έχει επιπτώσεις στο
ανθρώπινο αναπνευστικό σύστημα. Η αντίδραση παραγωγής SO2 είναι:
S + O2->SO2
Η εκπομπές από την ατελή καύση οφείλονται στην έλλειψη οξυγόνου, σε χαμηλές
θερμοκρασίες καύσης, σε μικρούς χρόνους παραμονής και στην κακή ανάμειξη του αερίου
καύσης με την βιομάζα στον θάλαμο καύσης. Τα συστατικά που εκλύονται στην
ατμόσφαιρα από την ατελή καύση είναι το μονοξείδιο του άνθρακα (CO), πτητικές
οργανικές ουσίες (NMVOC), πολυκυκλικοί αρωματικοί υδρογονάνθρακες (PAHS),
σωματιδιακή ύλη (αιθανόλη, κάρβουνο, πίσσα), πολυχλωρο-διοξίνες και φουράνες
(PCDD/PCDF), αμμωνία (NH3), όζον (O3) και μεθάνιο (CH4).
12
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 4: ΜΕΤΡΑ ΜΕΙΩΣΗΣ ΕΚΠΟΜΠΩΝ
4.1 Εισαγωγή
Η μείωση των βλαβερών εκπομπών αερίων πραγματοποιείται αποφεύγοντας τη
δημιουργία απαερίων (πρωτοβάθμια μέτρα) ή απομακρύνοντας τις ουσίες που έχουν ήδη
δημιουργηθεί κατά την καύση (δευτεροβάθμια μέτρα). Η επιλογή της βέλτιστης μεθόδου
αποθείωσης είναι περίπλοκη διαδικασία, επειδή κάθε μέθοδος μπορεί να εφαρμοστεί υπό
ορισμένες συνθήκες. Η ταξινόμηση των μεθόδων αποθείωσης είναι:
Υπάρχουν δυο κύριες μέθοδοι για την αποθείωση των καπναερίων. Η άνυδρη και η
ένυδρη. Η ένυδρη μέθοδος καθαρισμού είναι πιο διαδεδομένη. Το μεγαλύτερο ποσοστό
των συστημάτων αποθείωσης καπναερίων, χρησιμοποιούν την ένυδρη μέθοδο καθαρισμού
με άσβεστο. Ένα μικρό ποσοστό των μονάδων λειτουργούν με τη άνυδρη μέθοδο
καθαρισμού ή άλλες διαδικασίες απορρόφησης.
Στις ένυδρες μεθόδους η ουσίες που χρησιμοποιούνται για την αποθείωση ψεκάζονται σε
υγρή μορφή. Είναι οι πιο διαδεδομένες μέθοδοι και συνηθώς χρησιμοποιούνται χημικές
ενώσεις του ασβεστίου σαν απορροφητές . Tο SO2 μετατρέπεται σε θειικό ανιόν και σε
θειικό ασβέστιο. Η αποθείωση γίνεται σε πλυντρίδες.
13
διατάξεις. Συνήθως η βιομάζα αναμειγνύεται με άνθρακα και μεταφέρεται στον θάλαμο
καύσης.
Η βασική αρχή αποθείωσης και η πιο διαδεδομένη τεχνική αποθείωσης των καυσαερίων
είναι ο καταιονισμός του ρεύματος των καυσαερίων με νερό που περιέχει ανθρακικό
ασβέστιο. Το ανθρακικό ασβέστιο δεσμεύει το διοξείδιο του θείου και παράγει γύψο, ο
οποίος και συλλέγεται στη βάση της στήλης καταιονισμού. Η εγκατάσταση μοιάζει με την
πλυντρίδα απομάκρυνσης των στερεών σωματιδίων. Η βασική διαφορά είναι ότι η
δέσμευση του διοξειδίου του θείου γίνεται με τρόπο χημικό και όχι με απλό, φυσικό
παρασυρμό από το καταιονιζόμενο νερό. Η αποθείωση των καυσαερίων έχει στη βάση την
χημική εξίσωση
14
του SO2. Ο άνθρακας μπορεί να αναγεννηθεί με πλύση με νερό, παράγοντας ένα αραιό
ρεύμα θειικού οξέος που συχνά εξουδετερώνεται και απορρίπτεται.
Ο άνθρακας μεταφέρεται μέσω της ροής στο επόμενο δοχείο, όπου το θειικό οξύ αντιδρά
με το υδρόθειο, με αποτέλεσμα την απορρόφηση του στοιχειακού θείου
Στην επόμενη κλίνη η θερμοκρασία αυξάνεται για να επιτευχθεί η εξάτμιση και η ανάκτηση
του ενός τετάρτου του θείου. Αυτό που παραμένει αντιδρά με το υδρογόνο που έχει
αγοραστεί για την παραγωγή H2S. Ο αναγεννημένος άνθρακας ανακυκλώνεται με την
επιστροφή του πίσω στην αρχή.
Η εκχυλιστική αποθείωση βασίζεται στο γεγονός ότι οι οργανικές θειούχες ενώσεις είναι
διαλυτές σε κάποιους διαλύτες. Η εκχυλιστική αποθείωση των θειούχων ενώσεων
πραγματοποιείται χρησιμοποιώντας κάποιο υδατοδιαλυτό πολικό διαλύτη. Σε μια δεξαμενή
ανάμειξης οι θειούχες ενώσεις μεταφέρονται από το καύσιμο στον διαλύτη μέσω της
εκχύλισης. Έπειτα το μίγμα διαλύτη-καυσίμου εισέρχεται σε έναν διαχωριστήρα όπου το
αποθειωμένο καύσιμο διαχωρίζεται από τον διαλύτη. Οι θειούχες ενώσεις διαχωρίζονται
από τον διαλύτη με απόσταξη και ο διαλύτης ανακυκλώνεται. Οι διαλύτες που
χρησιμοποιούνται συχνά είναι το διμεθυλοφορμαμίδιο (Dimethylformamide, DMF), το
διμεθυλοσουλφοξείδιο (Dimethylsulfoxide, DMSO), το ακετονιτριλίο και οι πυρολιδόνες, η
15
ακετόνη, η αιθανόλη και οι πολυαιθυλενογλυκολες. Η διεργασία δεν απαιτεί υψηλή πίεση
και θερμοκρασία καθώς και δεν αλλάζει η χημική δομή των συστατικών του καυσίμου..
Τα οργανικά υπεροξείδια είναι ισχυρά οξειδωτικά που είναι ικανά να οξειδώσουν τις
θειούχες ενώσεις. Η σύνθεση τους πραγματοποιείται με την αντίδραση υπεροξειδίου του
υδρογόνου με κάποιο καρβοξυλικό οξύ (οξικό οξύ). Η ποσότητα όμως του οξειδωτικού που
απαιτείται είναι αρκετά μεγάλη με αποτέλεσμα η διεργασία αυτή να είναι οικονομικά
ασύμφορη. Εξαιτίας αυτού του γεγονότος, προστίθεται καταλύτης. Οι πιο συνηθισμένοι
καταλύτες είναι άλατα στοιχείων μετάπτωσης και ειδικά άλατα του βολφραμίου. Το πιο
ευρέως χρησιμοποιούμενο υδροϋπεροξείδιο είναι το t-βουτυλο υδροϋπεροξείδιο. Άλλα
υδροϋπεροξείδια που έχουν χρησιμοποιηθεί είναι το υπεροξείδιο της κυκλοεξανόνης και το
t-αμυλοϋδροϋπεροξείδιο. Συνήθως χρησιμοποιούνται καταλύτες μολυβδαινίου και
καταλύτες Μο/Al2O3. Το υπεροξείδιο του υδρογόνου είναι ένα εμπορικό προϊόν που
χρησιμοποιείται σε βιομηχανική κλίμακα με μεγάλο ποσοστό δραστικού οξυγόνου και δίνει
μόνο νερό ως παραπροϊόν. Για την οξείδωση των θειούχων ενώσεων υπεροξείδιο του
υδρογόνου χρησιμοποιείται βενζοφαινόνη. Η ένωση αυτή διεγείρεται κάτω από ήπια
ακτινοβολία και έπειτα ενεργοποιεί τις θειούχες ενώσεις οι οποίες οξειδώνονται από
υπεροξείδιο του υδρογόνου.
Το δεύτερο στάδιο της διεργασίας είναι η αφαίρεση των οξειδωμένων συστατικών από το
καύσιμο. Αυτή πραγματοποιείται, με υγρή εκχύλιση με κάποιον από τους διαλύτες που
αναφέρθηκαν στην εκχυλιστική αποθείωση. Το DMF και το DMSO έχουν υψηλό σημείο
βρασμού περίπου 300OC που είναι κοντά στο σημείο βρασμού των σουλφονών. Ως εκ
τούτου η ανάκτηση τους για επαναχρησιμοποίηση δεν είναι δυνατή με μια απλή απόσταξη.
Από την άλλη μεριά, το ακετονιτρίλιο έχει χαμηλό σημείο βρασμού (82°C) και διαχωρίζεται
εύκολα από τις σουλφόνες με απόσταξη.
16
4.3 Δευτεροβάθμια μέτρα ελέγχου εκπομπών
17
απορρόφηση, εξουδετέρωση, αναγέννηση, οξείδωση και καθίζηση, οι οποίες μπορούν να
συμβούν ταυτόχρονα.
Αυτές οι αντιδράσεις μπορούν να αποδοθούν με μια γενική εξίσωση:
Εξουδετέρωση: Στο διάλυμα , τα όξινα ανθρακικά και τα θειώδη ιόντα αντιδρούν με την
περίσσεια των ιόντων υδρογόνου αυξάνοντας το pH του διαλύματος.
Αναγέννηση: Τα αλκαλικά στοιχεία στο διάλυμα εξασφαλίζονται μέσω της διάλυσης του
ασβεστόλιθου
CaCO3(στερεό)+H+=Ca+2+HCO3-
Οξείδωση: Τα θειώδη και όξινα θειώδη ιόντα οξειδώνονται και παράγουν θειικά ιόντα.
Καθίζηση: Τα θειικά ιόντα στο διάλυμα αντιδρούν με τα υπάρχοντα ιόντα ασβεστίου και
καθιζάνουν σαν θειικό ασβέστιο.
4.3.2 Πλυντρίδες
Τα καυσαέρια καθαρίζονται μέσω της πρόσκρουσης, διάχυσης και απορρόφησής τους από
τα σταγονίδια που εκχύνονται. Η αποδοτικότητα των πλυντρίδων εξαρτάται από τον τύπο
της πλυντρίδας και από το μέγεθος των σωματιδίων. Όσο μειώνεται το μέγεθος των
σωματιδίων, μειώνεται και η απόδοση.
Έχουν κολλώδη μορφή και περιέχουν υλικά που απορροφώνται εύκολα στο νερό
Εκρηκτικά, διαβρωτικά και καυστικά υλικά
Κομμάτια που δεν διαχωρίζονται εύκολα στην κανονική μορφή τους
Σωματίδια σε απαέρια με υψηλή περιεκτικότητα σε υγρασία
18
Υπάρχουν πολλά είδη πλυντρίδων με κοινό στόχο την επίτευξη τις καλύτερης επαφής
μεταξύ του υγρού και του μολυσμένου αέριου ρεύματος. Η επαφή κατορθώνεται με
ποικίλους τρόπους ψεκασμό υγρού, με τη διέλευση του αερίου μέσα από μια υγρή φάση
είτε με πρόσκρουσή του σε μια υγρή επιφάνεια.
Σε μια ένυδρη πλυντρίδα το αέριο ρεύμα εισέρχεται από το κάτω μέρος στο χώρο συλλογής
με κατεύθυνση προς τα πάνω. Έπειτα εισέρχεται το υγρό, με τη μορφή σταγονιδίων μικρής
διαμέτρου. Το υγρό, συνήθως νερό, διοχετεύεται ομοιόμορφα στη συσκευή συλλογής και
καταιονίζεται εσωτερικά ώστε να συμπαρασύρει τα σωματίδια στη βάση τις πλυντρίδας.
Από τη βάση τα ρυπογόνα σωματίδια μεταφέρονται σε ένα δοχείο και το αέριο εξέρχεται
καθαρό. Το νερό μετά την επεξεργασία, αποθηκεύεται στον πυθμένα τις πλυντρίδας και
ύστερα επανέρχεται στην διαδικασία.
19
Εικόνα 8 Πλυντρίδα κατακόρυφου θαλάμου ψεκασμού (αριστερά) και οριζοντίου (δεξιά)
Στους θαλάμους ψεκασμού με κυκλώνα (spray cyclone chambers) η ροή του μολυσμένου
αέριου ρεύματος γίνεται με φυγοκεντρική δύναμη (εφαπτομενικά), ώστε να διαχωρίζονται
καλύτερα τα σταγονίδια. Το αέριο ρέει εντός του μηχανισμού με τη μορφή κυκλώνα. Η
είσοδος του αερίου προσαρμόζεται έτσι ώστε η ταχύτητά του να αυξάνεται καθώς
εισέρχεται. Το υγρό εξέρχεται μέσω ενός κεντρικού σωλήνα ή από το επάνω μέρος. Τα
σταγονίδια προσκρούουν στα τοιχώματα και πέφτουν στη βάση της πλυντρίδας.
Διαφορετικά, μένουν στο αέριο και εξαλείφονται λίγο πριν την έξοδο του από ένα
μηχανισμό.
20
Στις πλυντρίδες πρόσκρουσης σε υγρό (impingement scrubbers) τα σωματίδια
προσκρούουν σε μια στερεή ή υγρή επιφάνεια. Ο βαθμός απόδοσης είναι 97% για
σωματίδια μεγαλύτερα από 5μm. Οι πλυντρίδες τέτοιου τύπου είναι κάθετες και περιέχουν
αρκετές διατρητές πλάκες, από τις οποίες διέρχεται το απαέριο και εκτοξεύεται το υγρό. Το
υγρό ανακατεύεται με το αέριο και έχει καλύτερη επαφή σε σχέση με τους παραπάνω
τύπους.
Οι πλάκες καθαρίζονται τακτικά, διότι κρατούν τα εναπομείναντα κομμάτια από το αέριο.
Στις πλυντρίδες με πληρωτικά υλικά (packed bed scrubber) ένα στρώμα από πληρωτικά
υλικά εσωκλείεται. Το πληρωτικό υλικό παρέχει μια μεγάλη διαβρεχόμενη επιφάνεια για να
συμβεί η επαφή υγρού και αερίου. Το υγρό έκπλυσης τοποθετείται στην κορυφή του
πύργου και πέφτει προς τα κάτω. Έτσι διαβρέχει το στρώμα με το πληρωτικό υλικό ,
δημιουργώντας μια λεπτή στρώση. Πλυντρίδες με πληρωτικά υλικά μπορούν να
κατασκευαστούν από ειδικά μέταλλα, fiberglass reinforced plastic ή θερμοπλαστικά.
21
Εικόνα 11 Πλυντρίδα με πληρωτικά υλικά
Το ρεύμα του αερίου εισέρχεται στο συγκλίνον τμήμα ή στην περιοχή του λαιμού και όσο η
περιοχή μειώνεται η ταχύτητά του αυξάνεται. Το απαέριο έρχεται σε επαφή με το ύδωρ και
προωθείται μέσω ενός συστήματος μεταφοράς στις σωληνώσεις. Οι υψηλές ταχύτητες στον
αυχένα προξενούν σταγονοποίηση του ύδατος και τα σταγονίδια παγιδεύουν τα σωματίδια
του ρύπου . Μετά το ύδωρ από τον αυχένα εισέρχεται στην περιοχή απόκλισης ,
επιτρέποντας την συσσώρευση των υγραμένων σωματιδίων. Το ύδωρ με τα σωματίδια
απομακρύνονται και συλλέγονται. Σαν διαχωριστές του υγρού και του αερίου
χρησιμοποιούνται ανακλαστήρες, κυκλώνες και περιστρεφόμενα πτερύγια.
Όπως αναφέρθηκε προηγουμένως, το υγρό εισάγεται στο συγκλίνον τμήμα ή στην περιοχή
του λαιμού. Στο συγκλίνον τμήμα το υγρό επικαλύπτει το λαιμό της πλυντρίδας κάνοντάς
την πιο αποτελεσματική στη διαχείριση ζεστών και ξηρών αερίων που περιέχουν σκόνη.
Διαφορετικά, η σκόνη θα είχε την τάση να τρίβεται πάνω στον ξηρό λαιμό. Πλυντρίδες
venturi που ανάγονται στη δεύτερη περίπτωση , χρησιμοποιούνται για κρύα και υγρά
αέρια. Αυτό συμβαίνει επειδή, οι ξηροί λαιμοί είναι επιρρεπείς στη συσσώρευση στερεών
22
στοιβάδων και στην τριβή με τα σωματίδια της σκόνης. Σε μεγαλύτερες ροές η ομοιόμορφη
κατανομή του υγρού είναι δύσκολη. Για αυτό το λόγο γίνεται χρήση πρόσθετων φραγμάτων
ή διαφραγμάτων. Επίσης, έχουν χρησιμοποιηθεί πλυντρίδες με μακρύ στενό και ορθογώνιο
λαιμό ώστε να γίνει εφικτή η σωστή κατανομή του υγρού.
Εικόνα 13 Πλυντρίδα Venturi με ψεκασμό στο συγκλίνον τμήμα (αριστερά) και στο λαιμό (δεξιά)
Ένα σημαντικό πλεονέκτημα είναι η μικρή τους απαίτηση σε χώρο. Οι αγωγοί και οι
ανεμιστήρες των συσκευών είναι μικρότεροι και κοστίζουν λιγότερο. Οι πλυντρίδες
μειώνουν την θερμοκρασία και τον όγκο των αερίων, συνεπώς χρειάζονται και μικρότερα
εξαρτήματα. Επίσης δεν υπάρχουν περιορισμοί στη θερμοκρασία των αερίων.
Επεξεργάζονται αέρια σε υψηλές θερμοκρασίες και υγρασία χωρίς να παρουσιάζονται
προβλήματα συμπύκνωσης όπως στα σακόφιλτρα. Επίσης, δεν δημιουργούνται
δευτερογενείς πηγές σκόνης. Αυτό σημαίνει πως όταν συλληφθούν τα σωματίδια στο υγρό
δεν μπορούν να αποδράσουν και μένουν στη συσκευή. Έτσι ελαχιστοποιείται και ο
κίνδυνος φωτιάς και εκρήξεων.
4.3.3 Σακόφιλτρα
Το σακόφιλτρο αποτελείται από τον σάκο, το ύφασμα και το στήριγμα, την κατασκευή
πάνω στην οποία τοποθετούνται τα σακόφιλτρα, την χοάνη συλλογής, το σύστημα
απομάκρυνσης της σκόνης και το σύστημα καθαρισμού των φίλτρων. Τα σακόφιλτρα
23
υφασμάτινων φίλτρων απομακρύνουν τη σκόνη από ένα αέριο ρεύμα μέσω ενός πορώδους
υφάσματος και του στρώματός της σκόνης που συσσωρεύεται πάνω σε αυτό. Το καθαρό
αέριο ρεύμα εξέρχεται από την εξωτερική μεριά του διηθητικού μέσου, ενώ η σκόνη
συλλέγεται από την εσωτερική πλευρά και περιοδικά απομακρύνεται από το ύφασμα.
Υπάρχουν πολλά είδη υφασμάτων που χρησιμοποιούνται, διαφορετικοί τρόποι ύφανσης,
μεγέθη σάκων και τρόποι διαμόρφωσης των σάκων.
Στα σακόφιλτρα θετικής πίεσης το αέριο ρεύμα που είναι ρυπασμένο θα περάσει μέσα από
τα σακόφιλτρα. Στην αρνητική πίεση ανεμιστήρας είναι κατάντη του σακόφιλτρου. Στην
πρώτη περίπτωση έχουμε φθηνότερα προβλήματα με τα πτερύγια των ανεμιστήρων, ενώ
στην δεύτερη περίπτωση έχουμε μία ενισχυμένη κατασκευή αλλά παρουσιάζει πρόβλημα
με την είσοδο του αέρα και στην χοάνη συλλογής.
Όσον αφορά τα είδη του υφάσματος που χρησιμοποιούνται για τα σακόφιλτρα είναι τα
παρακάτω. Τα πιληματοποιημένα υφάσματα (τύπου τσόχας) γίνονται με συμπίεση ινών
επάνω σε ένα υφασμάτινο υπόστρωμα. Οι ίνες είναι τοποθετημένες τυχαία και η πρόσδεση
στο υπόστρωμα γίνεται με χημικό τρόπο. Το στρώμα της σκόνης στηρίζεται στην επιφάνεια
24
της τσόχας, αλλά μερικά σωματίδια διεισδύουν μέσα στην τσόχα. Κάθε τυχαία ίνα έχει ως
στόχο να συλλέξει τα σωματίδια λόγω πρόσκρουσης και ανάσχεσης.
Ένα δεύτερο είδος υφάσματος που χρησιμοποιείται για τα σακόφιλτρα είναι το πλεγμένο
φίλτρο. Τα διάφορα είδη πλέξης έχουν και διαφορετικά ανοίγματα, κάτι που επηρεάζει την
αντοχή του υφάσματος και την διαπερατότητα. Η διαπερατότητα του υφάσματος επηρεάζει
την ποσότητα του αέρα που περνάει και την πτώση πίεσης. Μία πυκνή πλέξη συλλέγει
καλύτερα τα σωματίδια, αλλά αυξάνει το κόστος και την πτώση πίεσης.
Τα πλεονεκτήματα της χρήσης των σακόφιλτρων είναι αρκετά. Επιτυγχάνουν πολύ υψηλές
αποδόσεις (99%), ακόμη και για μικρά σωματίδια. Μπορούν να επεξεργαστούν μεγάλο
εύρος ογκομετρικών παροχών. Αποτελούνται από επιμέρους στοιχεία που μπορούν να
συναρμολογηθούν στην μονάδα. Μπορούν να λειτουργήσουν με διάφορα είδη
σωματιδίων και απαιτούν χαμηλές πτώσεις πίεσης. Τα μειονεκτήματα που έχουν είναι τα
εξής: Απαιτούν μεγάλες επιφάνειες της στερεής έδρασης. Τα υφάσματα μπορούν να
πάθουν ζημιά από την υψηλή θερμοκρασία και από τα διαβρωτικά μέσα. Δεν λειτουργούν
σε περιβάλλον με υγρασία. Υπάρχει η πιθανότητα έκρηξης ή φωτιάς και χρειάζεται
αντικατάσταση των σάκων.
Τα καπναέρια διέρχονται για προκαθαρισμό μέσα από πλυντρίδα τύπου Venturi, όπου ένα
διάλυμα θειώδους νατρίου (Na2SO3) συμμετέχει στην απορρόφηση του SO2 μέσα στον
πύργο
25
Μέρος από το θειώδες άλας (Na2SO3) οξειδώνεται σε θειικό (Na2SO4 )από το οξυγόνο.
Επίσης, κάθε θειικό τριοξείδιο που διέρχεται από τον προκαθαρισμό με πλυντρίδα
μετατρέπεται σε διάλυμα θειικού άλατος (Na2SO4).
Το θειικό νάτριο (Na2SO4) δεν συνεισφέρει σε επιπλέον απορρόφηση του SO2 και θα πρέπει
να απομακρυνθεί. Υπερβολική συσσώρευση θειικών προλαμβάνεται από τη συνεχή
εκκαθάριση του πυθμένα της μονάδας απορρόφησης. Εντούτοις, το ρεύμα από τον
πυθμένα της μονάδας απορρόφησης είναι πλούσιο σε δισουλφίδιο (Όξινο θειώδες νάτριο,
NaHSO3), έτσι το περισσότερο από αυτό οδηγείται για πρόσθετη επεξεργασία.
Ο ατμός του νερού συμπυκνώνεται και ανακτάται, παράγοντας ένα συμπυκνωμένο ρεύμα
αερίου σε SO2 (αποτελούμενο περίπου από 85% SO2 και 15% Η2Ο).
26
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
[2] Daniela Dzhonova, Ljutzkan Ljutzanov: Energy efficient SO2 removal from flue gases using
the method of Well-Lord
[4] Kurt Carlsson: Gas cleaning in flue gas from combustion of biomass
[5] Wenbin Zhang, Hao Liu, Irfan Ul Hai, York Neubauer, Philipp Schroder2, Holger
Oldenburg, Alexander Seilkopf, Axel Kolling: Gas cleaning strategies for biomass gasification
product gas
[6] Renu Singh, Ashish Shukla: A review on methods of flue gas cleaning from combustion of
biomass
[11] Ζήκος Παρ. Βασίλειος: Επιλογή βέλτιστου σχεδιασμού μονάδας καύσης απορριμμάτων
με την χρήση του προγράμματος super pro designer
27