You are on page 1of 3

ΟΙ ΜΗΤΕΡΕΣ ΤΩΝ ΗΡΩΩΝ ΜΑΣ ΑΝΑΠΟΛΟΥΝ

Δήμητρα και Τούλα Μηλιώτη

Μέσα στὸ πλῆθος τῶν ὀνομάτων – στὸ μητρῶο θυμάτων – βρίσκουνται οἱ δύο ἀδελφὲς μαζί
ὅπως μαζί ἀγωνιστήκανε.

Πηγαίνοντας στὸ σπίτι τῆς Κυρίας Μηλιώτη γιὰ νὰ πάρω τὰ στοιχεῖα ποὺ μοῦ χρειάζονταν
σκέφτομαι πῶς θάπρεπε ν’ ἀρχίσω γιὰ νὰ μὴν ταράξω τὴν πονεμένη ψυχὴ τῆς τραγικῆς
μητέρας. Πόσο δύσκολη στάθηκε ἡ στιγμὴ τούτη. Δὲν ἦταν ἡ πρώτη φορὰ ποὺ πήγαινα στὸ
σπίτι αὐτὸ. Ὑπολόγιζα ὅμως πὼς ὁ χρόνος θἄκανε τὴ δουλειά του καὶ πὼς οἱ δικοί τῶν
κοριτσιῶν θἆχαν βρῆ μιὰ σχετικὴ γαλήνη. Καὶ ὅμως, κάθε ἄλλο παρὰ τὴ γαλήνη αὐτὴ βρῆκα
στὸ χαροκαμένο σπιτικό. Τὰ πρόσωπα τῶν συγγενῶν ἦταν κομμένα ἀπὸ φρέσκο κλάμμα.
Χαιρέτησα ὡστόσο χωρὶς νὰ κάνω καμμιὰ ἐρώτηση. Ἡ μητέρα ποὺ νόμιζε πὼς ἤξερα
κούνησε τὸ κεφάλι κι’ ἐνῶ τρέχαν τὰ μάτια της μοῦ λέει :
- Πάει καὶ ὁ πατέρας τους. Ὅλο καὶ ξεκληρίζεται τὸ σπίτι μου. Δὲ βάσταξε τὸν πόνο τῶν
παιδιῶν του. Καὶ μοὔλεγε ἐμένα νὰ κάνω ὑπομονή. Ἐμεῖς οἱ γυναῖκες κλαῖμε καὶ ξεδίνομε,
ἐνῷ ἐκεῖνος ἄφησε τὸν πόνο νὰ τὸν φάη. Τὸν χάσαμε απὸ συμφόρηση μέσα σὲ τρεῖς μέρες.
Ἡ ἀτμόσφαιρα εἶναι βαρειά, καθόμαστε στὸ δωμάτιο τῶν κοριτσιῶν. Δύο μεγάλες
φωτογραφίες τους βρίσκονται ἀπάνω στὸν μπουφὲ. Τὰ χαρούμενα πρόσωπα τους, τὰ
βιβλία τους στὶς μικρὲς ἐταζεροῦλες, τὰ πράγματα ποὺ ἄγγιζαν. Γιὰ μιὰ στιγμὴ μποροῦσαν
ὅλα αὐτὰ νὰ δώσουν τὴν αὐταπάτη πὼς δὲν πέρασε ὁ θάνατος ἀπ’ ἐκεῖ. Μὰ εἶναι ἡ μάμα
παρέκει, βουτηγμένη στὰ μαῦρα της καὶ τὴ συμφορὰ της. Μιὰ στιγμὴ γυρίζει τὸ βλέμμα της
ἐκεῖ ποὺ ἦταν καρφωμένο τὸ δικὸ μου – στὶς φωτογραφἰες καὶ μὲ βγάζει ἀπὸ τὴ δύσκολη
θέση νὰ κάνω τὶς ἐρωτήσεις μου. Μοῦ λέει :
- Μὴ φοβάσαι νὰ μὲ ρωτήσης ὅ,τι θέλεις. Δὲ θὰ μοῦ κάνης κακό. Ὅταν μιλῶ γιὰ τὰ παιδιὰ
μου, τὰ νοιώθω πιὸ κοντὰ μου, τόσο ποὺ νομίζω πὼς κάποτε θ’ ἀνοίξη ἡ πόρτα καὶ θὰ δῶ
τὶς δυό μου κοπέλλες, γελαστὲς καὶ χαρούμενες ὅπως ἦταν πάντα νὰ μπαίνουνε στὸ σπίτι.
Προσπαθῶ νὰ τὴν παρηγορήσω. Μοῦ ἀπαντᾶ ἀναστενάζοντας :
- Κακὰ τὰ ψέμματα παιδάκι μου, τὰ κορίτσια μου δὲν θὰ ξανάρθουν πιά. Ἄν μοῦ ἄφηναν
τουλάχιστον τὴ μία θὰ τὴν εἶχα παρηγοριὰ γιὰ τὴν ἄλλη. Τώρα ἔχασα καὶ τὸν πατέρα τους. .

ΠΩΣ ΠΙΑΣΤΗΚΑΝ

Ἡ ἀτμόσφαιρα εἶχε ἀπαλύνει. Η Τοῦλα καὶ ἡ Δήμητρα μᾶς χαμογελοῦσαν στὶς


φωτογραφίες. Τὶς νοιώθαμε τόσο ζωντανὲς ποὺ νόμιζες πὼς θἄνοιγαν τὰ χείλη τους γιὰ νὰ
πάρουν μέρος στὴν κουβέντα μας.
Τώρα μπορῶ νὰ ρωτήσω ἐλεύθερα :
- Πότε ἀκριβῶς πιάστηκαν ταὰ κορίτσια σας;
- Θὰ σοῦ πῶ. Τὶς τελευταῖες μέρες τοῦ Δεκέμβρη του 1943, εἰδοποίησαν τὴν Τοῦλα μου
πὼς μιὰ προδότρα, Μαρία τὴ λέγανε, γύριζε μὲ ἰταλικὴ στολὴ μέσα σ’ ἕνα αὐτοκίνητο
γεμάτο ταγματασφαλῖτες καὶ πρόδινε ὅσους δὲ θέλανε νὰ πουληθοῦνε στὸν κατακτητὴ. Ἡ
Τοῦλα ὕστερ’ ἀπ’ αὐτὸ ἔφυγε ἀπ’ τὸ σπίτι.
Στὶς 3 Ἰανουαρίου τοῦ 1944 κατὰ τὶς 9 τὸ βράδυ ἔζωσαν τὸ σπίτι καμμιὰ σαρανταριὰ
ταγματασφαλῖτες. Μέσα μπῆκαν πέντε μὲ τὰ πιστόλια στὸ χέρι. Ρίχτηκαν στὸν ἄντρα μου,
ποὺ κάτι πῆγε νὰ πῆ καὶ τὸν χτύπησαν ἄσχημα. Τὸ ἴδιο καὶ τὸ μικρὸ μου γυιό. Ὕστερα
πῆραν τὸ μεγάλο τὸ Μιχάλη, καὶ τὴ Δήμητρα λέγοντας, καθῶς ἔφευγαν, πὼς ἄν δὲν
παρουσιαστῆ ἡ Τοῦλα θὰ πιάσουνε ὅλο μας τὸ σόϊ.
Σώπασε γιὰ λίγο, στέναξε μὲ πόνο καὶ συνέχισε :
-Τοὺς πῆγαν ὅλους στὰ Παληὰ ἀνάκτορα καὶ τοὺς κλείσανε σ’ ἕνα μπουντρούμι. Ἐκεῖ
τοὺς βασάνισαν μέρες και τοὺς ἄφησαν μόνο μὲ νερὸ. Μεταχειρηστήκαμε ὅλα τὰ μέσα γιὰ
νὰ τοὺς σώσουμε.

ΣΤΟΥ ΧΑΤΖΗΚΩΣΤΑ

Σὲ δέκα πέντε μέρες κάλεσαν τὸ Μιχάλη, ἀφοῦ τοῦ εἶπαν πὼς ἄν ἤθελε τὴ ζωὴ του, δὲν
ἔπρεπε νὰ πῆ λέξη γιὰ ὅσα τοῦ εἶχαν κάνει καὶ πὼς τὸν ἔβγαλαν αὐτὸν γιὰ νὰ βρῆ τὴν
ἀδελφὴ του. Ὕστερα ἀπὸ μέρες μεταφέρανε τὴ Δήμητρα στοῦ Χατζηκώστα.
- Αὐτὴν τὴν κράτησαν σὰ νὰ λέμε ὅμηρο;
- Ναὶ, ὥσπου νὰ παρουσιαστῆ ἡ Τοῦλα. Ἐκεῖ τὸ παιδί μου ἀρρώστησε. Εἶχε τριαντεννέα
πυρετὸ κάθε μέρα. Στὴν ἀρχὴ δὲν μᾶς ἐπέτρεπαν νὰ ἐπικοινωνήσουμε. Τὰ καταφέραμε
ὅμως καὶ τὴν εἶδε ἕνας γιατρός καὶ τῆς στείλαμε καὶ λίγο φαγητὸ. Η Τούλα ἀπὸ ἐντωμεταξὺ
πῆγε στὸ λόφο τοῦ Σκουζέ. Εἶχε βγάλει μιὰ ψεύτικη ταυτότητα καὶ φρόντιζε νὰ φύγη γιὰ τὸ
βουνὸ. Τὴν πρόδωσαν ὅμως καὶ στὸ τέλος κατάφεραν καὶ τὴν ἐπισαν στὸ δρόμο. Αὐτὸ στὶς
15 Φεβρουαρίου. Τὴν πρόδωσε κάποια Ἀσημίνα ποὺ τῆς εἶχε δώσει ἕνα σημείωμα – τώρα
βρίσκεται στὴ φυλακὴ· εἶχε πολλοὐς προδώσει στοὺς Γερμανοὺς. Μὰ καὶ τὸ παιδὶ μου δὲν
καθόταν φρόνιμα. Ἔπαιρνε μέρος σὲ κάθε πατριωτική ἐκδήλωση, ἀψηφώντας τὸν μεγἀλο
κίνδυνο.
- Θυμᾶμαι, εἶπε τύχαμε πολλὲς φορές μαζί.
- Ναὶ. Πήγανε καὶ τὴν Τοῦλα μου στὰ Παλιά Ἀνάκτορα καὶ τὴν κακοποίησαν γιὰ νὰ
μαρτυρήση. Τὸ ἕνα τὸ μάτι της ἦταν πρισμένο καὶ μαῦρο. Στὰ Παλιά Ἀνάκτορα ἦταν ἡ
Μαρία. Εἶπε καὶ φέρανε μπροστὰ της τὴν Τοῦλα. Ξαπλωμένη σ’ ἕνα ντιβάνι ἄρχισε νὰ τὴ
ρωτᾶ. Τῆς ἀνέφερε διάφορα γνωστὰ της ὀνόματα καὶ τὴ ρωτοῦσε ἄν ἤτανε κι’ αὐτοὶ μαζί
της. Η Τοῦλα δὲν ἀπαντοῦσε. Ὕστερ’ ἀπὸ αὐτὸ τὴν κατέβασαν σ’ ἕνα ἀπαίσιο μπουντροῦμι
καὶ τὴν ἄφησαν μέρες νηστικὴ. Ἕνα πρωΐ τὴν πήγανε κι’ αὐτὴ στοῦ Χατζηκώστα. Τὰ ἴδια
μαρτύρια καὶ ἐκεῖ γιὰ νὰ τὴν κάνουν νὰ μιλήση, νὰ προδώση τοὺς συνενόχους της. Τὰ ἴδια
κάνανε καὶ τῆς Δήμητρας. Τὶς ἐξεβίαζαν ἀκόμη γιὰ νὰ ὑπογράψουν πὼς ἀποκηρύχνουν τὸ
Ε.Α.Μ. λέγοντας τες πὼς θὰ τὶς βγάλουν ἀπ’ τὴ φυλακὴ. Τὰ κορίτσια μου ὅμως δὲν
ὑπέκυπταν. Οὕτε τοὺς συντρόφους τους προδίνανε, οὔτε τὴ δήλωση ὑπογράφανε.
Η Τοῦλα μοὔγραφε συχνά.
- Ἔχετε τὰ γράμματά της;
- Μονάχα δύο. Αὐτὰ εδῶ.
Σηκώθηκε καὶ σὲ λίγο μοὔφερε δὺο μικρὰ χαρτάκια καθαρογραμμένα. Τὰ πῆρα μὲ
συγκἰνηση καὶ τὰ διάβασα. Ἀντιγράφω ἐδῶ τὸ πιὸ λιγόλογο. Τὤχε στείλει ἡ Τοῦλα μὲ μιὰ
κοπέλλα ποὺ ἀποφυλακίστηκε.
«Ἀγαπητὴ μαμά,
Μὲ τὸ κορίτσι αὐτὸ εἴμαστε πολὺ φίλες. Τρώγαμε καὶ κοιμόμαστε μαζί. Μὴ
στεναχωριέσαι . Νὰ τρῶς καὶ νὰ πίνης γιὰ σὲ βροῦμε γερὴ ὅταν θὰ βγοῦμε.
Σᾶς φιλοῦμε ὅλους,
Τοῦλα καὶ Δήμητρα»

ΠΡΟΣ ΤΟ ΘΑΝΑΤΟ
- Στὶς 20 Ἀπριλίου - συνέχισε ἡ μητέρα τους,- οἱ Γερμανοὶ ζἠτησαν ὰπὸ τὸν Λάμπου
φιλακισμένους γιὰ τὸ Χαϊδάρι κι’ ἐκεῖνος παράδωσε διακόσιους ἄντρες καὶ εἰκοσι πέντε
γυναῖκες. Ἀνάμεσα σ’ αὐτὲς ἦταν καὶ οἱ κοροῦλες μου. Ἀπὸ τότε κόπηκε ἡ ἐπικοινωνία μας.
- Δὲν τοὺς στέλνατε δέματα;
- Δύο δέματα μόνο στείλαμε καὶ μοῦ γύρισαν τὰ ροῦχα τους μόνο γιὰ νὰ γράψουν δυὸ
λέξεις ἀπάνω : «εἴμαστε καλά». Ἄλλο τίποτα δὲν ἔμαθα γιὰ τὴ ζωὴ τους ἐκεῖ ἀπ’ αὐτές.
Στὶς 9 Μαΐου ἡμέρα Δευτέρα πῆραν δώδεκα γυναῖκες καὶ ἐνενῆντα ἄνδρες καὶ τοὺς
ἀπομόνωσαν. Ξέχασα νὰ σοῦ πῶ πὼς λίγες μέρες πρὶν, εἶχαν ἐκτελέσει πέντε γυναῖκες. Ἡ
Τοῦλα μοῦ ἔστειλε τότε ἕνα σημείωμα καὶ μοὔγραφε νὰ φροντίσουμε μὲ κάθε τρόπο νὰ τὶς
βγάλουμε γιατὶ κάθε μέρα βλέπουν τὸ θάνατο μπροστὰ τους. Ἐμεῖς πουλήσαμε ὅτι εἴχαμε
καὶ θὰ δίναμε σὲ κάποιον ποὺ συνεργάζονταν μὲ τὰ Ἔς - Ἔς καὶ ποῦ τὸν βρήκαμε μέσον
ἑνὸς φίλου τοῦ σπιτιοῦ, τριακόσιες χιλιάδες δραχμές γιὰ νὰ τὶς σώση. Μὰ ὅταν αὐτὸς πῆγε
τὴν ἄλλη μέρα στὸ Χαϊδάρι γιὰ νὰ στείλῃ μιὰ ἀποστολὴ στὴ Γερμανία καὶ ζήτησε τὰ κορίτσια
ἄκουσε πὼς εἴχανε ἐκτελεσθῆ στὸ Σκπευτήριο.
- Βρήκατε τοὺς τάφους τῶν κοριτσιῶν;
- Ναὶ. Ὁ νεκροθάφτης ποὺ ἔθαβε τοὺς ἐκτελεσμένους σημείωνε σ’ ἕνα χαρτὶ τοὺς
ἀριθμοὺς τῶν τάφων μὲ τὰ χαρακτηριστικὰ τοῦ κάθε πεθαμένου καὶ τὸ τὶ ροῦχα φοροῦσε.
Πῆγε ὁ Μιχάλης μὲ τὴ νύφη μου στὸ Νκροταφεῖο καὶ σύμφωνα μὲ ὅσα τοὺς εἶπε ὁ
νεκροθάφτης ἄνοιξαν δυό τάφους. Ὁ καθένας ἀπ’ αὐτοὺς ἔκρυβε καὶ ἀπὸ ἕνα κορίτσι μου.
Η Δήμητρα νόμιζες πὼς θὰ σοῦ μιλήση. Τὸ πρόσωπο τῆς Τούλας ἤταν παραμορφωμένο ἀπὸ
τὴν κακοποίηση.

ΣΑΝ ΑΛΗΘΙΝΟΙ ΗΡΩΕΣ

Σώπασε πάλι ἡ ἄμοιρη μάνα ἐνῶ τὰ δάκρυα τρέχαν ἀκράτητα ἀπὸ τὰ μάτια της. Τῆς
ἔσφιξα τὸ χέρι βουβὴ ἀπ’ τὴ συγκίνηση καὶ τὴν ἄφησα νὰ κλάψῃ. Σὲ λίγο μοῦ εἴπε
σκουπίζοντας τὰ μάτια της :
-Πεθάνανε σὰν ἀληθινοὶ ἥρωες. Καὶ αὐτὸ εἶνε ποὺ μὲ παρηγορεῖ. Ἀργότερα τὰ μάθαμε
ὅλα. Τοὺς πήγανε στὸ Σκοπευτήριο. Ἐκεῖ πιάσανε τὸ χορὸ ὅλοι ἄντρες καὶ γυναῖκες.
Τραγούδησαν τὸν Ἐθνικὸ Ὕμνο καὶ δυὸ - δυὸ πηγαίνανε μπροστὰ στὸ ἀπόσπασμα. Τοὺς
κακούργους νὰ μὴ λυπηθοῦνε τέτοια νειᾶτα.
Προσπάθησα νὰ γυρίσω τὴν κουβέντα ἀλλοῦ.
- Εἴχανε ὄνειρα τὰ κορίτσια;
- Ἐκείνη τὴν ἐποχὴ τὸ μόνο ὄνειρό τους ἦταν ὁ ἀγώνας. Τὴν Τοῦλα μου θέλαμε νὰ τὴν
παντρέψουμε μὰ αὐτὴ δὲν ἤθελε ν’ ἀκούσῃ τίποτα. «Δὲν εἶναι καιρὸς γιὰ παντρειές μοῦ
ἔλεγε. Νὰ τελειώση ὁ πόλεμος καὶ νὰ φύγη ὁ λαὸς από τη σκλαβιά. Τώρα μητέρα, πρέπει
νἄχωμε ὅλη μας τὴν προσοχή στραμμένη στὸν ἀγῶνα μας. Τίποτα ἄλλο δὲν πρέπει νὰ μᾶς
ἀπασχολῆ.»
Καὶ δὲν τὶς ἀπασχόλησε. . . .
Θ. ΚΑΛΛΙΓΙΑΝΝΗ

You might also like