Professional Documents
Culture Documents
Οι τραγικές μέρες, μετά την επίθεση των Γερμανών στην Ελλάδα του Παντελή Στεφ. Αθανασιάδη
Οι τραγικές μέρες, μετά την επίθεση των Γερμανών στην Ελλάδα του Παντελή Στεφ. Αθανασιάδη
Ο τιτάνιος αγώνας που διεξήγαγε η Ελλάδα, εναντίον του φασισμού και του ναζισμού
κατά το 1940-1941, υπήρξε μοναδικός και κατεγράφη ως αγώνας ενός μικρού έθνους που
αγωνίζονταν για την ελευθερία του, εναντίον δύο αυτοκρατοριών.
Ο άνισος αγώνας παρά το ότι προκάλεσε τον παγκόσμιο θαυμασμό είχε τραγικό τέλος,
αφού τελικά η μικρή Ελλάδα κατελήφθη από τους εισβολείς Ναζί. Η είσοδος της Γερμανίας
στον πόλεμο, έκρινε το τελικό αποτέλεσμα, που οδήγησε την Ελλάδα στην συνθηκολόγηση.
Ήδη από τις 7 Απριλίου κατέφθαναν τα άσχημα νέα της κατάρρευσης του σερβικού
μετώπου και της καθόδου των Γερμανών από την κοιλάδα του Αξιού.
Η αλληλουχία όμως των δραματικών γεγονότων που αφορούσαν άμεσα την Ελλάδα,
άρχισε από τις 10 Απριλίου 1941.
Η καθυστέρηση όμως της έκδοσης από την Αθήνα της διαταγής σύμπτυξης των
στρατευμάτων, άρχισε να δημιουργεί φαινόμενα απείθειας και διάλυσης. Όταν εκδόθηκε η
διαταγή σύμπτυξης στις 12 Απριλίου 1941, τα πάντα εξελίχθηκαν σε άτακτη υποχώρηση.
Όλοι πλέον πίστευαν ότι είναι άσκοπη η αιματοχυσία.
Αυτές τις τραγικές στιγμές θα παρακολουθήσουμε μέσα από μια έκθεση του λοχαγού
Πυροβολικού Ιωάννη Αμπατζόγλου, ο οποίος βρέθηκε συμπτωματικά σχετικά κοντά στον
στρατηγό Γεώργιο Τσολάκογλου, που πήρε τις δραματικές αποφάσεις, γνωρίζοντας εκ των
προτέρων, ότι η Ιστορία θα τον καταδικάσει. Η έκθεσή του Αμπατζόγλου, υπάρχει στα
αρχεία της Διεύθυνσης Ιστορίας Στρατού.
Στην περιοχή Μπαλντούμας συνάντησε το 13ο Σύνταγμα Πεζικού της ΧΙ Μεραρχίας υπό
τον αντισυνταγματάρχη Καμπάνη ο οποίος του είπε, ότι διατάχθηκε να καταυλισθεί εκεί και
να περιμένει διαταγές. Στις 12 Απριλίου πλέον, έφτασε και το επιτελείο της Μεραρχίας το
οποίο όρισε ως Σταθμό Διοικήσεως το Μέτσοβο. Την ίδια μέρα έφτασε και το 50 ο Σύνταγμα
Πεζικού το οποίο καταυλίσθηκε στην περιοχή Αγίας Σωτήρας στο 25 ο χιλμ της οδού
Ιωαννίνων- Μετσόβου.
Τα πάντα χάνονταν. Ο διοικητής της ΧΙΙ Μεραρχίας ανέφερε στο Τακτικό Συγκρότημα
Κεντρικής Μακεδονίας ότι«όλαι αι μονάδες της Μεραρχίας είχον διαλυθεί κατά την άφιξίν
των εις χώρον νοτίως του Αλιάκμονος, των αξιωματικών αδυνατούντων να συγκρατήσωσι
τους φεύγοντας άνδρας, ότι η Μεραρχία του δεν απετελείτο πλέον παρά μόνον από τον
ίδιον και το επιτελείον του και τους διοικητάς των Συνταγμάτων του».
Δραματική ήταν και η κατάσταση στον τομέα του Τμήματος Στρατιάς Δυτικής
Μακεδονίας (ΤΣΔΜ), που διοικούσε ο στρατηγός Τσολάκογλου, ο οποίος ζήτησε να
προχωρήσει προς την Ήπειρο, για να μην κυκλωθεί.
Και πρόσθετε: «’Ηκουσα εις το τέλος της συσκέψεως να λέγη ο Τσολάκογλου εις τον
Μέραρχον και επιτελάρχην του συντ/χην κ. Χρυσοχόου ότι έχει συνεννοηθεί μετά του
Άγγλου στρατηγού οι Έλληνες να φυλάξουν την ορεινήν περιοχήν οι δε Άγγλοι την
πεδιάδα».
Πέραν της έκθεσης του Αμπατζόγλου, όταν ο Τσολάκογλου έφτασε στην Καλαμπάκα
είχε διαλυθεί η δύναμη του Τμήματος Στρατιάς Κεντρικής Μακεδονίας, ετράπη σε ορεινές
τοποθεσίες χωρίς τροφές και εφόδια και η Ταξιαρχία των Βρετανών που υπήρχε
κατευθύνθηκε προς την Ελασσόνα. Την ίδια μέρα αποκόπηκε η οδός Καστοριάς- Γρεβενών
και οι Γερμανοί προχώρησαν χωρίς αντίσταση προς την Κοζάνη και τη Νεάπολη. Η
13η Μεραρχία πολεμούσε ακόμα στην Καστοριά και η 12η Ταξιαρχία στο Απόσκεπο.
Μετά τη λήψη της διαταγής ο Ιωάννης Αμπατζόγλου με τη βία απέσπασε αυτοκίνητα από
τμήματα που υποχωρούσαν ατάκτως προς τα Γρεβενά και ξεκίνησε για την Κατάρα, όπου
έφτασε τις πρωινές ώρες της15ης Απριλίου.
Εν τω μεταξύ στις 8 π.μ. οι Γερμανοί διέβησαν την οδική γέφυρα, 2,5 χιλιόμετρα
ανατολικά του Δισπηλιού, αφού την νύχτα την επισκεύασαν, γιατί είχε υποστεί
καταστροφές.
Στη συνέχεια ο Αμπατζόγλου πήγε στο Μέτσοβο για να συνεννοηθεί με τον Αρχηγό
Πυροβολικού της Μεραρχίας του, αντισυνταγματάρχη Πυροβολικού Κότσαλο, ο οποίος
τελικά τον διέταξε να τάξει τα πυροβόλα της Μοίρας του με άξονα βολής προς την
Κουτσούφλιανη, δηλαδή προς τη διάβαση Μετσόβου- Καλαμπάκας.
Επιστρέφοντας στην Κατάρα, διατάχθηκε να παραλάβει μαζί του και τον διοικητή του
50ου Συντάγματος Πεζικού αντισυνταγματάρχη Λούκα, να τον κατατοπίσει ώστε να
προσανατολίσει τις δυνάμεις του στον τομέα που έπρεπε να καλύπτει. Στην επιστροφή του,
όπως γράφει στην έκθεσή του ο Αμπατζόγλου, έβλεπε στο δρόμο τη διάλυση του
στρατεύματος «λόγω των ατάκτως υποχωρούντων τμημάτων του Γ’Σ.Σ.». Η κατάσταση ήταν
δραματική. Και κατά την ίδια αφήγηση «πολλάκις ηναγκαζόμην να κατέλθω του
αυτοκινήτου μου και δια των απειλών του περιστρόφου μου να διανοίγω δρομολόγιον. Περί
τα 10 χιλιόμετρα προ της κατάρας συνήντησα και δύο αυτοκίνητα μικρά, πολυτελείας, εις
ένα των οποίων επέβαινεν ο Στρατηγός Τσολάκογλου μετά του Επιτελάρχου του Συντ/χου κ.
Χρυσοχόου και εις το έτερον ήτο φορτωμέναι αι αποσκευαί. Σταματήσας το πρώτον
αυτοκίνητον εζήτησα την επέμβασιν του ειρημένου Στρατηγού δια την παρατηρουμένην
αταξίαν και εν πανικώ υποχώρησιν των τμημάτων του, παντός όπλου και Σώματος, ιδία
όμως μεταγωγικών άνευ αποχρώντος λόγου δεδομένου ότι εχθρικόν τμήμα δεν είχεν εισέτι
παρουσιασθεί εις την εν λόγω περιοχήν».
Ο Τσολάκογλου απάντησε:
Ύστερα από αυτό ο Αμπατζόγλου συνέχισε την πορεία του προς την Κατάρα μαζί με τον
αντισυνταγματάρχη Λούκα.
Περίπου 5 χιλιόμετρα προ της Κατάρας συνάντησε στρατιώτες του 13ου Συντάγματος
Πεζικού «φεύγοντας τροχάδην προς Ιωάννινα». Όταν σταμάτησε και τους ρώτησε ποιοι
ήταν, του απάντησαν ότι τους έδιωξε ο ταγματάρχης Βασίλειος Τσιτσεκλής, ο οποίος
μάλιστα έκαψε και τους χάρτες και τους είπε πως όλα τελείωσαν! Σε μικρή απόσταση
συνάντησε και τον ίδιο τον Τσιτσεκλή, που τον περιγράφει ως «κάτωχρον και οδεύοντα
προς Μέτσοβον»
Αλλά και ο ίδιος ο Τσολάκογλου έγραψε αργότερα στα Απομνημονεύματά του ότι
κατεθυνόμενος προς το Μέτσοβο πληροφορήθηκε πως οι φυγάδες των μονάδων
είχαν εμφανίσει «αναρχικήν κατάστασιν, διότι εσημειώθηκαν περιπτώσεις καθ’ ας
εβλήθησαν εν κινήσει αυτοκίνητα». Οι πληροφορίες που έφταναν ήταν ότι η διαρροή
οπλιτών ήταν μέγιστη, ενώ οι καταγόμενοι από την Μακεδονία και τη Θράκη, όταν έμαθαν
ότι οι Γερμανοί απέλυαν τους αιχμαλώτους και τους έστελναν στα σπίτια τους, άρχισαν να
διαρρέουν και αυτοί.
Όταν ο Αμπατζόγλου έφθασε στον καταυλισμό του, υπέδειξε στον διοικητή της
πυροβολαρχίας υπολοχαγό Ορέστη Βαλαλάκη την τοποθεσία, που πρέπει να καταλάβει,
καθώς και τα έργα απόκρυψης υλικού και προσωπικού, που πρέπει να γίνουν. Τα έργα
εκτελούνταν από τις 16 έως και τις 19 Απριλίου 1941. Εν τω μεταξύ εξακολούθησαν να
φεύγουν οι οπλίτες και οι αξιωματικοί του Γ’Σ.Σ. από την Καλαμπάκα και τα Γρεβενά, μέρα
και νύχτα. Παράλληλα με τα έργα και καταφύγια που εκτελούσε ο Αμπατζόγλου περίπου 2
χιλιόμετρα μακρύτερα ο λοχαγός του Μηχανικού Παππάς, προετοίμαζε αντιαρματικά
κωλύματα.
Κίνηση στο στράτευμα για συνθηκολόγηση και εμφάνιση του Μητροπολίτη Ιωαννίνων
Η 17η Απριλίου ήταν μια κρίσιμη μέρα. Η κρίση επιδεινώθηκε, καθώς έγιναν γνωστές
και κάποιες στάσεις ναυτών σε ναυτικές μονάδες.
Στις 18 Απριλίου ο στρατηγός Πιτσίκας τηλεγραφούσε προς την κυβέρνηση και το Γενικό
Επιτελείο, ότι η«κατάστασις έφθασεν εις το απροχώρητον. Τμήματα της XVII Μεραρχίας
εγκαταλείπουσιν τοποθεσίαν Λογγάριστα, καλύπτουσαν αριστερόν Ομάδος Μεραρχιών.
Α΄Σώμα Στρατού αναφέρει ομοίως διαρροήν ανδρών ΧΙΙΙ Μεραρχίας. XIIΜεραρχία
καλύπτουσα Μέτσοβον, διαρρέει. Προς Θεού, σώσατε Στρατόν από τους Ιταλούς».
Αυθημερόν ο Τσολάκογλου στέλνει στην Αθήνα τον επιτελάρχη του Χρυσοχόου για να
πείσει την ηγεσία να διατάξει συνθηκολόγηση ώστε να σταματήσει η αιματοχυσία. Ο
Χρυσοχόου δεν βρίσκει πνεύμα κατανόησης, ενώ ο Παπάγος απέκλειε τέτοιο ενδεχόμενο,
όσο βρετανικές δυνάμεις μάχονταν μαζί με τις ελληνικές. Το απόγευμα ο Χρυσοχόου με
σήμα του ενημερώνει τον Τσολάκογλου για την κατάσταση σύγχυσης και
αναποφασιστικότητας που συναντά στην Αθήνα και συνιστά ανάληψη πρωτοβουλιών από
τους στρατηγούς του μετώπου. Την επομένη στέλνει άλλο παρόμοιο σήμα μέσα από το
Γενικό Στρατηγείο. Πιστεύεται ότι αυτό ήταν το τελευταίο σήμα που επηρέασε τον
Τσολάκογλου και τον οδήγησε στην απόφαση για συνθηκολόγηση. Στην Αθήνα συνεχίζονταν
παράλληλα με την εθνική κρίση και η κυβερνητική κρίση, δεδομένου ότι ο Γεώργιος Β’ δεν
εύρισκε πρωθυπουργό να σχηματίσει κυβέρνηση μετά την αυτοκτονία του Κορυζή στις 18
Απριλίου. Πάγκαλος, Σοφούλης, Μαζαράκης αρνήθηκαν την εντολή και τελικά στις 21
Απριλίου ορκίσθηκε νέα κυβέρνηση υπό τον Εμμανουήλ Τσουδερό.
Άλλη μια κρίσιμη μέρα, ήταν η 19η Απριλίου. Ο διοικητής του Τμήματος Στρατιάς Ηπείρου
στρατηγός Πιτσίκας, με αφορμή προτάσεις και εισηγήσεις διοικητών μονάδων, που έβλεπαν
τους άνδρες τους να διαρρέουν, ζητούσαν συνθηκολόγηση τόνιζε ότι «το τοιούτον
αντίκειται εις τα αρχάς μου, προς τον όρκον μου και προς τον στρατιωτικόν χαρακτήρα
μου». Ζητούσε από τους διοικητές των μονάδων να τηρηθεί η συνοχή, η πειθαρχία και η
τάξη, αναμένοντας τις αποφάσεις της κυβέρνησης και του Αρχιστρατήγου. Από τη Δυτική
Μακεδονία πάντως ο στρατηγός Μπάκος και οι Μέραρχοί του είχαν εκδηλωθεί ήδη υπέρ
της συνθηκολόγησης.
Το πρωί της 20ης Απριλίου περί τις 11.30 π.μ. μια μηχανοκίνητη γερμανική φάλαγγα
άρχισε να κινείται από τη γέφυρα της Μουργκάνας προς τα Ιωάννινα. Ο Αμπατζόγλου
ενημέρωσε τη Μεραρχία και ζήτησε εντολή βολής. Δεν του επέτρεψαν να χτυπήσει τη
φάλαγγα. Αυτός ενημέρωσε τον Κότσαλο, ότι και χωρίς διαταγή θα χτυπήσει τους
Γερμανούς όταν φθάσουν σε απόσταση βολής!!!
Πράγματι στις 12 μ.μ. άρχισε το Πυροβολικό να βάλει κατά της φάλαγγας, ενώ
ειδοποιήθηκε ο Παππάς να εκτελέσει τις προγραμματισμένες καταστροφές.
Στην αφήγηση του Αμπατζόγλου υπάρχει μια ασυμφωνία ως προς τις ώρες των
γεγονότων εκείνης της ημέρας. Ο Τσολάκογλου αναφέρει στα Απομνημονεύματά του ότι
μετά τις 2 μμ έφτασαν στο Σταθμό Διοίκησής του ο Μητροπολίτης Ιωαννίνων Σπυρίδων, και
ο συνταγματάρχης Μπαλής και του έφεραν επιστολή του στρατηγού Μπάκου. Μπάκος και
Δεμέστιχας τον εξουσιοδοτούσαν να υπογράψει συνθηκολόγηση με τους Γερμανούς, αφού
είχαν στείλει ένα τελεσίγραφο στην Αθήνα. Μεταξύ άλλων του έγραφαν: «Η προθεσμία
εξέπνευσε και πρέπει να ενεργήσωμεν δραστηρίως και κεραυνοβόλως, διότι δεν πρέπει να
ανεχθώμες να μας προδίδουν οι εν Αθήναις ανάλγητοι και αργυρώνητοι. Αλλ’ ούτε πρέπει ν’
ανεχθώμεν το αίσχος να μας διοική ο ανόητος Κοτζιάς και να κανονίζη την τύχην της
Πατρίδος και των σφαγιαζομένων τέκνων της. Γιώργο, τράβα αδίστακτα. Αι στιγμαί είναι
μεγάλαι και ιστορικαί κα ο Ελληνικός Λαός θα μας ευγνωμονή μια μέρα».
Οι στιγμές ήταν άκρως δραματικές, Οι σκέψεις πολλές. Όταν πήρε τις αποφάσεις του ο
Τσολάκογλου έστειλε με αυτοκίνητο ως κήρυκες προς τους Γερμανούς τον συνταγματάρχη
Ν. Μπαλή, τον έφεδρο εκ μονίμων αντισυνταγματάρχη Πυροβολικού Γεώργιο Λαγά και τον
επίλαρχο Βλάχο να συζητήσουν για την σύναψη ανακωχής με σκοπό τον τερματισμό της
αιματοχυσίας
Εν τω μεταξύ πέρασε από τη Μοίρα Πυροβολικού του Αμπατζόγλου με μια
μοτοσυκλέτα ο επίλαρχος Βλάχος και αργότερα με αυτοκίνητο ο συνταγματάρχης Μπαλής,
ο αντισυνταγματάρχης Λαγάς και ένας υπολοχαγός, οι οποίοι είχαν ορισθεί ως επίτροποι
της ανακωχής.
Όμως οι στρατιώτες του 50ου Συντάγματος Πεζικού αμέσως μετά τη βολή του
Πυροβολικού άρχισαν να διαρρέουν πανικόβλητοι προς τα πίσω, αλλά δέχτηκαν να
επιστρέψουν στις θέσεις τους όταν πείσθηκαν από τους αξιωματικούς τους, ότι είχε γίνει
ανακωχή.
Το πρωί της 21ης Απριλίου πέρασε η φάλαγγα και μετά μια άλλη, ενώ όλοι οι Έλληνες εκεί
διατάχθηκαν να παραδώσουν τα υλικά και να πάνε στο Μέτσοβο. Εν τω μεταξύ είχε επέλθει
πλήρης διάλυση. Όλα τα τμήματα του βαρέως Πυροβολικού και του Πεζικού είχαν
διαρρεύσει, εκτός των οπλιτών της Μοίρας του Πεδινού Πυροβολικού.
Ο Αμπατζόγλου αναγκάσθηκε εκ των πραγμάτων να διαλύσει και το δικό του τμήμα και
ο ίδιος με λίγους στρατιώτες από την λεγόμενη Παλαιά Ελλάδα, κατευθύνθηκε στο
Μέτσοβο. Προηγουμένως όμως και παρά τις αντίθετες διαταγές προέβη σε καταστροφή
του υλικού και σε αχρήστευση των πυροβόλων.
Στο Μέτσοβο συνάντησε και άλλους αξιωματικούς κυρίως του επιτελείου της
Μεραρχίας με τους οποίους λογομάχησε.
Ο λοχαγός Ιωάννης Αμπατζόγλου κουβαλούσε μαζί του και το αρχείο της Μοίρας του
και ειδικά τις διαταγές, να μην βάλει εναντίον των Γερμανών. Στο Μέτσοβο τις παρέδωσε σε
έμπιστο πρόσωπό του να τις φυλάξει με ασφάλεια στο σπίτι του.
Τελικά αναχώρησε για την Αθήνα, από ορεινά δρομολόγια. Έφτασε στις 10 Μαΐου. Το
Νοέμβριο του 1941 ο Αμπατζόγλου διέφυγε στην Τουρκία για να συνεχίσει τον αγώνα κατά
των εισβολέων από τη Μέση Ανατολή. Στις 22 Νοεμβρίου 1941 έδωσε σειρά πληροφοριών
από την κατάσταση στην Ελλάδα, στο ελληνικό προξενείο της Σμύρνης.
Στην αναφορά του αυτή για την συνθηλόγηση, καταλήγοντας γράφει: «Εις τας
προκαταρκτικάς συννενοήσεις της ανακωχής ως επληροφορήθην εκ των υστέρων είχεν
αναμιχθή και ο Σεβασμιώτατος Ιωαννίνων Μητροπολίτης».
Στις 23 Απριλίου 1941, ο Γεώργιος Β’ και η κυβέρνηση Τσουδερού αναχώρησαν για την
Κρήτη, ενώ στο μέτωπο ο Τσολάκογλου υποχρεώθηκε να συνυπογράψει και τρίτο
πρωτόκολλο συνθηκολόγησης, αυτή την φορά με την συμμετοχή και των ηττημένων Ιταλών.
Τα γερμανικά τανκς εισήλθαν στην Αθήνα στις 27 Απριλίου… Άρχισε πλέον η μακριά και
σκληρή νύχτα της Ναζιστικής Κατοχής, με τις χιλιάδες θανάτους από την πείνα, τις άπειρες
εκτελέσεις αθώων στα βάρβαρα αντίποινα, οι υλικές καταστροφές και η γενική
εξαθλίωση….