You are on page 1of 2

Μπορεί να θεωρηθεί ως μία γενικότερη αλληγορική παράσταση των δοκιμασιών της Κρήτης, των

αγώνων των κατοίκων της να απελευθερωθούν και να ενωθούν με τη μικρή τότε ελεύθερη Ελλάδα.
Επίσης αλληγορικά μπορεί να συσχετιστεί με τη λογοτεχνική παράδοση του νησιού. Η περιπέτεια
του ήρωα παραλληλίζεται με την πορεία που ακολούθησαν τα χειρόγραφα των σπουδαίων έργων
της κρητικής λογοτεχνίας, αφότου η νήσος κατελήφθη από τους Τούρκους (1669). Όπως ο ήρωας
Κρητικός καταλήγει ζητιάνος στη νέα του πατρίδα, έτσι και τα έργα της κρητικής λογοτεχνία είχαν
καταλήξει σε περιφρονημένα λαϊκά ακούσματα στα Επτάνησα[11].

Το ποίημα λειτουργεί επίσης και ως πρόδρομη αφήγηση της Έσχατης Κρίσης συνδυάζοντας
ιδιότυπα την πλατωνική και τη χριστιανική παράδοση, γυρνώντας μας πίσω σ' έναν ιδιότυπο
ορφισμό-πυθαγορισμό που απηχεί όμως και τον Φιτσίνο αλλά και τον Χέγκελ (Hegel)[12]: Αυτό το
επίπεδο βρίσκεται στο απώτατο μέλλον και υπερβαίνοντας τον φυσικό χρόνο είναι υπερβατικό και
μεταφυσικό, αφού αναφέρεται στην ανάσταση των νεκρών και στην Έσχατη Κρίση. Αφορά την
οραματική συνάντηση του Κρητικού με τις ψυχές των νεκρών και την εμφάνιση της αγαπημένης του
στις πύλες του Παραδείσου. Θέμα που τον απασχολεί ξανά έντονα στο τέλος της ζωής του, στα
λεγόμενα «Ώριμα Ιταλικά ποιήματα» και συγκεκριμένα στη «Γυναίκα με το βελούδο» (κατά τη
μετάφραση του Γ. Καλοσγούρου) "La Donna Velata".

Ο ποιητής μάλιστα φαίνεται να συναιρεί τις δύο προαναφερθείσες οπτικές, το ιστορικό με το


ιδεαλιστικό, στον ενδεικτικό στίχο: «Κι εφώναζα: ω θεϊκιά κι όλη αίματα Πατρίδα!», όπου η πατρίδα
λειτουργεί ως διπλός τόπος, τόσο δηλ. ως ο πραγματικός ιστορικός τόπος, στον εθνικο-κρατικό του
σχηματισμό, όσο και στο επέκεινα.

Ας ακούσουμε όμως καλύτερα τον ίδιο τον ποιητή που σημειώνει βιαστικά στο περιθώριο του
χειρογράφου: «Il tuono fondamentale tenga fermo il centro profondo della Nazionalita e si sollevi
perpendicolarmente [...][13]» δηλ. «Ο βασικός τόνος ας μένει σταθερά στο βαθύ κέντρο της
Εθνικότητας και ας υψώνεται κατακόρυφα», σύμφωνα με την μετάφραση του Στυλιανού Αλεξίου[14].
Λέει μάλιστα σε γράμμα του προς τον Γέωργιο Τερτσέτη: «Κι όσο για την ποίηση, πρόσεξε καλά,
Γιώργη μου, γιατί βέβαια καλό είναι να ρίχνει κανείς τις ρίζες του πάνω σ' αυτά τ' αχνάρια [τα
δημοτικά, τα κλέφτικα τραγούδια], δεν είναι όμως καλό να σταματά εκεί. Πρέπει να υψώνεται
κατακόρυφα ["perpendicolarmente"]. [...] Η κλέφτικη ποίηση είναι όμορφη και ενδιαφέρουσα καθώς
μ' αυτήν παράστησαν ανεπιτήδευτα οι κλέφτες τη ζωή τους, τις ιδέες τους και τα αισθήματα τους.
Δεν έχει το ίδιο ενδιαφέρον στο δικό μας στόμα. Το έθνος ζητά από μας το θησαυρό της δικής μας
διάνοιας, της ατομικής, ντυμένον εθνικά»[15].

«Τα υψηλά, αν και κρυπτικά νοήματά του»[16], που σημειώνουν οι Γαραντούδης και Παραδείση, μας
παραπέμπουν και στον πρώην υμνητή και οικογενειακό φίλο του Διονυσίου Σολωμού, Σπυρίδωνα
Ζαμπέλιο, ο οποίος μετατρέπεται σε μεταθανάτιο επικριτή του με το φυλλάδιο του Πόθεν η κοινή
λέξις «τραγουδώ»; Σκέψεις περί της ελληνικής ποιήσεως (1859), όπου και κατηγορεί τον ποιητή πως
αυτομόλησε στον γερμανικό μυστικισμό και, παιρνώντας μας και στο ζήτημα της
αποσπασματικότητας, πως η κουρασμένη μούσα του ουδέν «άφισεν εις κληρονομίαν ολομελές και
πλήρες επικόν δοκίμιον»[17].

Η Φεγγαροντυμενη είναι, όπως και Η Γυναίκα της Ζάκυθος και η Donna Velata (Η Γυναίκα με το
μαγνάδι κατά τον Γ. Καλοσγούρο), η γυναικεία μορφή του σολωμικού έργου που προκάλεσε και
προκαλεί διαφορετικές ερμηνείες και διαφωνίες ως προς την ταυτότητα της. Ενώ κατά την
επικρατέστερη -σε πρώτο επίπεδο- εκδοχή, πρόκειται για την ίδια την αρραβωνιαστικιά του
Κρητικού, την ψυχή δηλ. της μνηστής που φεύγει[18], η μορφή αυτή ανοίγεται σαφώς και σε άλλες
λειτουργίες. Κατά τον Ερατοσθένη Καψωμένο πρόκειται για μια παγανιστική «επιφάνεια»[19]. Κατά
τον Σάββα Μιχαήλ πρόκειται για μια Μητρική Μορφή, με τα κεφαλαία γράμματα να παραπέμπουν
προφανώς σε μια πρωταρχική θεία μορφή. Συγκεκριμένα o Μιχαήλ σημειώνει: «Ο ναυαγός Κρητικός
κι ο Σολωμός κι όλοι οι ναυαγισμένοι της Ιστορίας μπορούν να δουν να επανέρχεται ανοίκεια,
φεγγαροντυμένη, πανέμορφη, η οικεία Μητρική Μορφή, όπως τότε [κατά τους στίχους του
ποιήματος] «πολύν καιρό οπίσω», στα πρώτα όνειρα, «[σ] τ' όνειρο, όταν με έθρεφε το γάλα της
μητρός μου»[20]. Όπως και να έχει «η υποβολή μιας σκηνής με την ξαφνική εμφάνιση της
«Φεγγαροντυμένης», που αναδύεται από τη θάλασσα και καθαγιάζει όλη τη φύση, είναι
εντυπωσιακή»[21] κατά τον Mario Vitti (Μάριο Βίττι).

You might also like