Professional Documents
Culture Documents
gr/eadd/handle/10442/35687
ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ Π. ΠΡΕΝΤΟΣ
Διδακτορική διατριβή
Επιβλέπων Καθηγητής:
Κωνσταντίνος Δεληκωσταντής
Αθήνα 2014
Οι μη χριστιανικές θρησκείες στο μάθημα των
Θρησκευτικών του Δημοτικού σχολείου
Διδακτορική διατριβή
ΕΘΝΙΚΟ ΚΑΙ ΚΑΠΟΔΙΣΤΡΙΑΚΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΑΘΗΝΩΝ
ΘΕΟΛΟΓΙΚΗ ΣΧΟΛΗ - ΤΜΗΜΑ ΘΕΟΛΟΓΙΑΣ
ΤΟΜΕΑΣ ΣΥΣΤΗΜΑΤΙΚΗΣ ΘΕΟΛΟΓΙΑΣ
ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ Π. ΠΡΕΝΤΟΣ
Διδακτορική διατριβή
Επιβλέπων Καθηγητής:
Κωνσταντίνος Δεληκωσταντής
Αθήνα 2014
Βραχυγραφίες
4
Πρόλογος
5
ολοκλήρωσαν τη φάση της πιλοτικής τους εφαρμογής, εν μέσω
έντονου δημοσίου διαλόγου και αντιπαραθέσεων, ενώ τον Ιούνιο
του 2014 δημοσιεύτηκε η αναθεωρημένη τους έκδοση.
6
επιτροπή στις 15-12-2014), για τις οποίες κατεβλήθη μεν η
προσπάθεια να χρησιμοποιηθούν με φειδώ, αλλά η διαρκής ροή
νέων δεδομένων, ο όγκος και η σοβαρότητα των αναρτημένων στο
διαδίκτυο πληροφοριών που αφορούσαν στην εργασία, σε
συνδυασμό με τη μη ύπαρξη έντυπης έκδοσής τους, επέβαλε τη
διευρυμένη χρήση τους.
7
Περιεχόμενα
Βραχυγραφίες ……………………………...………………...…………...….……4
Πρόλογος …………………………………….……………...………………..…….5
Περιεχόμενα..…………………………..………………………..………..….…......8
Εισαγωγή …...……………………………………….…………..….......….……...11
Πρώτο Κεφάλαιο
Το νομικό πλαίσιο του θρησκευτικού μαθήματος. ………………..….....25
1.1 Το νομικό πλαίσιο του θρησκευτικού μαθήματος σε σχέση με τη
θρησκευτική και πολιτισμική ετερότητα. …………….……………..…..…….25
1.2 Το Ελληνικό Σύνταγμα και το ζήτημα της «επικρατούσας» θρησκείας.
………………………………………………………………………………..............32
1.3 Το ζήτημα της απαλλαγής από το θρησκευτικό μάθημα……....……....41
Δεύτερο Κεφάλαιο
Το θρησκευτικό μάθημα στο σύγχρονο Δημοτικό σχολείο………........49
2.1 Η διδασκαλία του θρησκευτικού μαθήματος στο πλαίσιο της
σύγχρονης ευρωπαϊκής εκπαιδευτικής πραγματικότητας............................49
2.2 Η διδασκαλία των άλλων θρησκειών στην ιστορία του θρησκευτικού
μαθήματος στην Ελλάδα………………………………………….…………......73
2.3 Η διδασκαλία του θρησκευτικού μαθήματος στο ελληνικό Δημοτικό
σχολείο.......................................................................................................................79
2.4 Το εν ισχύι Αναλυτικό Πρόγραμμα Σπουδών του θρησκευτικού
μαθήματος του Δημοτικού σχολείου (2006), τα διδακτικά εγχειρίδια και οι
αναφορές τους στη θρησκευτική ετερότητα…………………………………..88
2.5 Το νέο πιλοτικό Αναλυτικό Πρόγραμμα Σπουδών του θρησκευτικού
μαθήματος του Δημοτικού σχολείου (2011) και οι αναφορές του στη
θρησκευτική ετερότητα …………...……………………..………....……..……107
2.6 Η νέα, αναθεωρημένη έκδοση του Αναλυτικού Προγράμματος
Σπουδών του θρησκευτικού μαθήματος του Δημοτικού σχολείου (2014).130
2.7 Η γλωσσική και θρησκευτική εκπαίδευση στα μειονοτικά Δημοτικά
σχολεία της Δυτικής Θράκης……………………………………….………….141
Τρίτο Κεφάλαιο
Ο μαθητής ως βασική συνιστώσα του θρησκευτικού
μαθήματος…………………………………….………….……………………...149
3.1 Η γνωστική ετοιμότητα του μαθητή του Δημοτικού σχολείου, ως προς
τη διδασκαλία των άλλων θρησκειών στο θρησκευτικό μάθημα………..149
3.2 Η ψυχοσυναισθηματική ανάπτυξη του μαθητή του Δημοτικού
σχολείου……………………………………………………………………….......161
3.3 Η ηθική ανάπτυξη του μαθητή του Δημοτικού σχολείου……………..168
3.4 Η θρησκευτική ανάπτυξη του μαθητή του Δημοτικού
σχολείου………………………………………………………………………..….178
8
Τέταρτο Κεφάλαιο
Ο δάσκαλος ως βασική συνιστώσα του θρησκευτικού
μαθήματος…………………………………………………………….................190
4.1 Η προσωπικότητα του δασκάλου, ως παράγοντας σταθερότητας και
αξιοπιστίας στο διδακτικό του έργο………………………………..………....190
4.2 Η σημασία της θρησκειοπαιδαγωγικής κατάρτισης του δασκάλου, για
τη διδασκαλία των άλλων θρησκειών στο Δημοτικό σχολείο……..……...196
4.3 H επιμόρφωση των δασκάλων στη σχολική θρησκευτική αγωγή…...207
4.4 Ο θεολόγος καθηγητής ως δάσκαλος ειδικότητας στο Δημοτικό
σχολείο…………………………………………………..…..............................….214
Πέμπτο Κεφάλαιο
Τα επικρατέστερα μοντέλα διδασκαλίας του θρησκευτικού
μαθήματος, σε αναφορά προς τη διδασκαλία των άλλων θρησκειών.
Συγκριτική προσέγγιση και αξιολόγηση……………........................……217
5.1 Το «ομολογιακό» μοντέλο διδασκαλίας του θρησκευτικού
μαθήματος……………………………………...……..…......................................217
5.1.1 Κριτική θεώρηση της πρότασης του «ομολογιακού» μοντέλου
διδασκαλίας ………………………………………….…….…..……..…………..222
5.2 Το θρησκειολογικό μοντέλο διδασκαλίας του θρησκευτικού
μαθήματος……………………………………………………….…………..........226
5.2.1 Κριτική θεώρηση της πρότασης του θρησκειολογικού μοντέλου
διδασκαλίας… ………………..…………………..……………………..………..229
5.3 Το πολιτιστικό μοντέλο διδασκαλίας του θρησκευτικού
μαθήματος………………………………………………………...……..……......237
5.3.1 Η πολυπολιτισμική και η διαπολιτισμική θρησκευτική αγωγή…….237
5.3.2 Η φύση του ζητήματος της πολυπολιτισμικότητας στην ελληνική
κοινωνία……………………………………………………………...……..……..240
5.3.3 Κριτική θεώρηση της πρότασης του πολιτιστικού μοντέλου
διδασκαλίας……………………..………….……………….…………….....…...243
5.4 Το βιβλικό μοντέλο διδασκαλίας του θρησκευτικού
μαθήματος………………………………………………………………………...249
5.4.1 Κριτική θεώρηση της πρότασης του βιβλικού μοντέλου
διδασκαλίας.…........................................................................................................254
5.5 Το ουδέτερο μοντέλο διδασκαλίας του θρησκευτικού
μαθήματος…….…………………………………………………………………..256
5.5.1 Κριτική θεώρηση της πρότασης του ουδέτερου μοντέλου
διδασκαλίας….……………………………………………………………………258
5.6 Το διαθρησκειακό μοντέλο διδασκαλίας του θρησκευτικού
μαθήματος (ο θρησκευτικός συγκρητισμός) ..…………...…..…………..261
5.6.1 Κριτική θεώρηση της πρότασης του διαθρησκειακού μοντέλου
διδασκαλίας……………………………………………………………………….264
9
Έκτο Κεφάλαιο
Η διδασκαλία των μη χριστιανικών θρησκειών στο μάθημα των
Θρησκευτικών στο Δημοτικό σχολείο……………………………………..266
6.1 Το προτεινόμενο μοντέλο διδασκαλίας των μη χριστιανικών
θρησκειών στο θρησκευτικό μάθημα………………..………………………..266
Συμπεράσματα…………………………...……………………..…...….………291
Παραρτήματα…………………………………..………………….….…..…….301
Βιβλιογραφία ……………………………………………………..….……........313
10
Εισαγωγή
11
με σκεπτικισμό, καθόσον θεωρείται ότι η ελληνική κοινωνία δεν
είναι δυνατό να χαρακτηριστεί συλλήβδην ως πλουραλιστική ή
πολυπολιτισμική, ώστε να εφαρμοστούν αντίστοιχα μοντέλα
διδασκαλίας στην εκπαιδευτική διαδικασία.
είναι δύσκολο να οριστεί επακριβώς. Και αυτό γιατί, τόσο η έννοια του πολιτισμού, όσο και
της ετερότητας, όπως οι έννοιες του πλουραλισμού και της εκκοσμίκευσης, είναι
πολυσήμαντες έννοιες. Διαφορετικές χρήσεις των εννοιών του πολιτισμού και της
ετερότητας αντανακλούν διαφορετικές ιδεολογικές τοποθετήσεις, που μπορεί να είναι
φιλοσοφικές, κοινωνιολογικές, θρησκευτικές ή οτιδήποτε άλλο. Ως εκ τούτου κάθε
προσπάθεια να οριστεί τι σημαίνει πολιτισμική ετερότητα, εξαρτάται από το είδος της
ιδεολογίας από την οποία διακατέχονται όσοι ιστορικοί, κοινωνιολόγοι, φιλόσοφοι,
πολιτικοί, εκπαιδευτικοί, θρησκευτικοί ηγέτες ασχολούνται με θέματα στα οποία
εμπλέκεται η χρήση των όρων πολιτισμός και ετερότητα». Ε. Περσελή, «Πολιτισμική
ετερότητα και σχολική θρησκευτική αγωγή στην Ευρώπη και ιδιαίτερα στην Ελλάδα»,
Εισήγηση στο συνέδριο: «Διαπολιτισμική εκπαίδευση σε μια διευρυμένη Ευρώπη»,
Ινστιτούτο Παιδείας Ομογενών και Διαπολιτισμικής Εκπαίδευσης (Αθήνα, 25-
26/10/2002), σ.1.
12
«Τεχνοπώλιο» του N. Postman 3 διευρύνει μεν την επικοινωνία με
τους υπόλοιπους ανθρώπους, όμως, λόγω της άμεσης και
ανεξέλεγκτης ροής πληροφοριών που προσφέρει μέσα από τους
διαύλους της (τηλεόραση, υπολογιστής, διαδίκτυο) 4, μπορεί να
οδηγήσει σε κοινωνική απομόνωση 5 ή στη διαμόρφωση
λανθασμένων ή ακραίων απόψεων για την κοινωνία, τους
ανθρώπους και τις συνιστώσες του βίου τους. Κατά συνέπεια, για να
μπορέσουν οι μαθητές να διεξέλθουν ομαλά κάθε στάδιο
ανάπτυξης (γνωστικής, ψυχοσυναισθηματικής, θρησκευτικής,
ηθικής), θα πρέπει να διαθέτουν ορισμένα θεμελιώδη κριτήρια
αξιολόγησης των μηνυμάτων που δέχονται και εκπέμπουν
καθημερινά. Η ευθύνη της σχολικής εκπαίδευσης στο σημείο αυτό
είναι μεγάλη, τόσο για τη γνωστική τους ανάπτυξη, τομέας με
πολλές μεταβολές που συνδέονται και με την ηλικιακή τους
ωρίμανση, όσο και για τη διάπλαση, διατήρηση και πρόοδο του
«προσωπικού» τους ήθους και του λεγόμενου «αρχικού πολιτισμού»,
της απόκτησης, δηλαδή, της γλωσσικής, πολιτισμικής και
θρησκευτικής τους ταυτότητας, παράλληλα με την προοδευτική
ανοχή, κατανόηση και ενσωμάτωση της ετερότητας στη ζωή τους.
5 Σε μελέτη του Ινστιτούτου Stanford το 2000, με τίτλο «Internet and society», οι Norman
Nie και Lutz Erbring συμπέραναν ότι: «The Internet could be the ultimate isolating technology
that further reduces our participation in communities even more than television did before it». Βλ.
http://www.socy.umd.edu/alan/webuse/handouts/Nie%20and%20Erbring-
Internet%20and%20Society%20a%20Preliminary%20Report.pdf. (Προσπελάστηκε στις 15-
12-2014).
13
Οι θρησκευτικές πεποιθήσεις των Ελλήνων μαθητών
διαμορφώνονται και επηρεάζονται, κατ΄αρχάς, από την
οικογενειακή θρησκευτική και πολιτισμική τους κληρονομιά. Γι’
αυτό και το περιεχόμενο της ορθόδοξης παράδοσης ανέκαθεν
μονοπώλησε τη διδακτέα ύλη του θρησκευτικού μαθήματος, ενώ η
ελλιπής εκπαιδευτική πολιτική, οργάνωση και προετοιμασία για τη
συνάντηση με τον πολιτισμικό πλουραλισμό και τη θρησκευτική
ποικιλομορφία στη σχολική ζωή, προξένησε και προξενεί
αισθήματα αβεβαιότητας και φόβου για τη σταθερότητα και
βιωσιμότητα της πολιτισμικής και θρησκευτικής ταυτότητας των
Ελλήνων μαθητών. Η διαπιστούμενη αυτή αντίδραση παραμένει
έντονη σε μεγάλη μερίδα πολιτών, καθόσον, η αναγκαστική
συνύπαρξη με τους νομίμους ή παρανόμους μετανάστες που
εγκαταβιούν στη χώρα, συνδέεται στη συνείδησή τους με την
πιθανή απώλεια της ιδιοπροσωπίας τους ή/και την αλλοίωση των
πολιτιστικών και θρησκευτικών ιδιαιτεροτήτων τους. Το γεγονός
αυτό θέτει τη βάση και την απαρχή μιας σιωπηλής, αλλά ισχυρής
αντίληψης, πάνω στην οποία εύκολα ερείδονται αισθήματα
αποξένωσης, επιθετικότητας ή και εχθρότητας απέναντι στο
διαφορετικό.
14
μαθητών, με τις θρησκευτικές εορτές να συμπληρώνουν την, κατ’
αυτούς, θρησκευτική σχολική κουλτούρα 7. Με άλλα λόγια,
ισχυρίζονται ότι η θρησκευτική εκπαίδευση ξεπερνά τα όριά της,
προσιδιάζοντας μια χριστιανική θρησκευτική αγωγή με καθαρά
κατηχητικό προσανατολισμό. Αυτό συμβαίνει, όπως υποστηρίζει ο
Ε. Περσελής, «γιατί η ελληνική Ορθοδοξία διατηρεί σε μεγάλο βαθμό
την ομοιογένειά της και επομένως θεωρείται ως κυρίαρχη, η
επονομαζόμενη «πολιτική θρησκεία» της χώρας, στο βαθμό που η
συντριπτική πλειοψηφία του πληθυσμού βαπτίζεται και ανήκει,
τυπικά τουλάχιστο, σ’ αυτή την Εκκλησία» 8, ενώ και η σκοποθεσία
του θρησκευτικού μαθήματος «συνίσταται στο ότι οι μαθητές θα
πρέπει να μάθουν να ζουν τη χριστιανική ζωή και να εφαρμόζουν τις
χριστιανικές αρετές στην καθημερινή τους ζωή» 9. Παρόλα αυτά, ο
ίδιος επισημαίνει ότι: «Ενώ η σχολική θρησκευτική αγωγή θεωρείται
ότι μεταδίδει θρησκευτικές γνώσεις μιας συγκεκριμένης
θρησκευτικής παράδοσης, από την άλλη αμφισβητείται αυτή η
λειτουργία. Μ’ άλλα λόγια, κατά ειρωνικό τρόπο, το σημαντικότερο
μέρος της σύγχρονης θεολογικής κριτικής για τη σχολική
θρησκευτική αγωγή στρέφεται εναντίον του γνωσιολογικού
χαρακτήρα που έχει αυτή» 10.
7 Βλ. Εφημερίδα «Αυγή» (25/11/2012), το άρθρο του Τ. Κουράκη, «Να διεκδικήσουμε τον
διαχωρισμό κράτους - Εκκλησίας με συναίνεση και διάλογο» καθώς και το άρθρο
«Θρησκειολογικό μάθημα και κατάργηση της πρωινής προσευχής και του
εκκλησιασμού», της Άννας Φραγκουδάκη στις 27/4/2011, στο:
http://www.pentapostagma.gr/2011/05/blog-post_5821.html#.U1i4AlcaxaQ.
(Προσπελάστηκε στις 15-12-2014).
8 Βλ. Ε. Περσελή, Χριστιανική Αγωγή και σύγχρονος κόσμος, Αρμός, Αθήνα 1994, σ.79.
10 Ό.π., σ.147.
15
κοσμικό και όχι εκκλησιαστικό περιβάλλον σπουδών, αλλά και από
την αδυναμία συμφωνίας της επιστημονικής κοινότητας ως προς τη
φιλοσοφία προσανατολισμού του Α.Π.Σ. του θρησκευτικού
μαθήματος. Ο Κ. Κορναράκης αναφέρει σχετικά: «Η έρευνα της
βιβλιογραφίας περί της θρησκευτικής αγωγής στην Πρωτοβάθμια
εκπαίδευση, αποκαλύπτει εκ διαμέτρου αντιθετικές θέσεις και
απόψεις, ως προς τη φυσιογνωμία και τους σκοπούς του μαθήματος.
Το γεγονός ότι φορείς της θρησκευτικής εκπαιδεύσεως, με διακριτούς
ρόλους, όπως η Εκκλησία (με την κατηχητική της αγωγή), οι
Θεολογικές σχολές (οι οποίες προετοιμάζουν τους εκπαιδευτικούς
που θα διδάξουν το μάθημα στη Δευτεροβάθμια εκπαίδευση), το
Παιδαγωγικό Ινστιτούτο (το οποίο σχεδιάζει τις μαθησιακές
στρατηγικές) αλλά και δάσκαλοι και θεολόγοι (οι οποίοι έχουν
συναντήσει στην πράξη τα προβλήματα της μαθησιακής διαδικασίας),
αδυνατούν να συντονίσουν τις ενέργειές τους, σημαίνει πρακτικώς ότι
κάθε ένας από τους φορείς αυτούς οραματίζεται κατά μόνας το
μέλλον της θρησκευτικής αγωγής. Αυτό συμβαίνει είτε επειδή το
εκάστοτε προτεινόμενο μοντέλο διδασκαλίας δεν τυγχάνει της
επιδοκιμασίας των υπολοίπων φορέων είτε διότι δεν επιτυγχάνει από
κοινού με τους φορείς αυτούς να εξεύρουν κοινά σημεία συγκλίσεων
(π.χ. για ποιο μάθημα Θρησκευτικών ενδιαφερόμεθα: για εκείνο που
έχει βιωματικό πνευματικό προσανατολισμό ή εκείνο που αποτελεί
«χρηστικό» εργαλείο στη σύγχρονη πολιτισμική πραγματικότητα) ή
επίσης διότι ενσυνειδήτως παρακάμπτει το οποιοδήποτε ενδεχόμενο
συνεργασίας. Έτσι όμως, εμφανίζονται άλλου τύπου ερωτήματα, όπως
λ.χ., ποιά σχέση θα έχει η εκπαίδευση των αποφοίτων των ΠΤΔΕ ή
των Θεολογικών σχολών με τις προτάσεις και τον σχεδιασμό του
μαθήματος από το Π.Ι., εφόσον δεν συμπίπτουν οι θέσεις τους για τη
φυσιογνωμία και κατ’ επέκταση διδασκαλία του μαθήματος; Πρέπει
να διδάσκεται υποχρεωτικά ή να είναι μάθημα επιλογής» 12;
16
Σε κάθε περίπτωση, η ασκούμενη κριτική δείχνει να αγνοεί τις
μεταβολές που έχουν συντελεστεί στο περιεχόμενο και στη δομή του
θρησκευτικού μαθήματος, τόσο στα εν ισχύι Αναλυτικά
Προγράμματα Σπουδών (2003), όσο και στα νέα πιλοτικά (2011) τα
οποία, όπως υποστηρίζουν οι συγγραφείς τους, «εκθέτουν την
ορθόδοξη πίστη ως αναντίρρητη διάσταση της ελληνικής ιστορικής
συνείδησης, προσφέρουν πληροφορίες και για τα υπόλοιπα
θρησκεύματα και ομολογίες, με ηλικιακά και αναπτυξιακά κριτήρια,
αναπτύσσουν την κριτική σκέψη των μαθητών, έχουν ως αφετηρία τα
προσωπικά τους βιώματα, σχετίζονται με τις εμπειρίες τους,
δομούνται πάνω στις ανάγκες τους και έχουν γνωστικό και όχι
κατηχητικό χαρακτήρα» 13. Δεν επιδιώκουν, δηλαδή, ούτε τα μεν ούτε
τα δε την επιτακτική αποδοχή του περιεχομένου τους από τους
μαθητές (το φαινόμενο αποκαλείται “ιδεολογικός διαποτισμός”,
“endoctrinement” ή “indoctrination” και ορθώς επικρίνεται) 14,
καθόσον η επιβολή «πίεσης» στους μαθητές, με σκοπό ν’
αποδεχθούν οποιαδήποτε συγκεκριμένη πίστη, πέραν του έκνομου
χαρακτήρα της, θεωρείται ως αντιμορφωτική διαδικασία, ενώ
αντίκειται και στη χριστιανική διδασκαλία περί αγάπης και
σεβασμού της ανθρώπινης ελευθερίας. Εξάλλου, εάν συνέβαινε
αυτό, θα αποτελούσε την πλέον επικίνδυνη μορφή αγωγής, διότι θα
αντιστρατευόταν την ελευθερία της σκέψης των μαθητών, όντας
ένας άμεσος εξαναγκασμός τους για άκριτη αποδοχή του
προσφερόμενου θρησκευτικού υλικού, πολλώ δε μάλλον, με τη
συμμετοχή των εκπαιδευτικών, οι οποίοι με σκόπιμο
πειθαναγκασμό, μέθοδο την οποία προϋποθέτει ο προσηλυτισμός,
θα τους πίεζαν να υιοθετήσουν συγκεκριμένες θρησκευτικές
απόψεις και πεποιθήσεις 15. Αντ’αυτού, το περιεχόμενο του
14Περισσότερα για τον ιδεολογικό διαποτισμό, βλ.: Ε. Περσελή, Χριστιανική Αγωγή και
σύγχρονος κόσμος, Αρμός, Αθήνα 1994, σ.207 και Ομάδα πρωτοβουλίας
Πανεπιστημιακών Καθηγητών, Υπόμνημα προς τον Υπουργό Εθνικής Παιδείας και
Θρησκευμάτων, Αθήνα, 3 Ιουνίου 2009, σ.3.
15Ο Ε. Περσελής αναφέρει σχετικά: «οι εκπαιδευτικοί ούτε προωθούν ούτε εξωθούν σε
απόλυτη υπακοή σε κανένα από τα δόγματα, τις ιδεολογίες ή τις πεποιθήσεις. Αντίθετα,
καταβάλλεται προσπάθεια, ώστε να προάγουν το κριτικό πνεύμα και την ελεύθερη
επιλογή των διδασκομένων, για την αποδοχή ή απόρριψη των πάσης φύσεως δογμάτων,
17
προσφερόμενου θρησκευτικού μαθήματος αποτυπώνει τον διάλογο
και τις απαντήσεις στα πανανθρώπινα ερωτήματα για τη σχέση
Θεού-ανθρώπου, Θεού-περιβάλλοντος, ανθρώπου-περιβάλλοντος,
όπως αυτά αναδύονται κατά τη διάρκεια της γνωστικής εξέλιξης
των μαθητών. Τα ερωτήματα αυτά αποτελούν αντικείμενο
συζήτησης και έρευνας, μέσα από τις απαντήσεις που έχουν δοθεί
και από τις άλλες θρησκείες εκτός του Χριστιανισμού.
18
θρησκευτική ετερότητα στο εύρος που του ζητείται από τα νέα
Αναλυτικά Προγράμματα;
• Τα στοιχεία για τις άλλες θρησκείες που απαντούν σε αυτά,
προσφέρονται σύμφωνα με τα παιδαγωγικά χαρακτηριστικά,
την ηλικία και τις μορφωτικές ανάγκες και απαιτήσεις των
μαθητών του Δημοτικού σχολείου;
• Υπάρχουν θεολογικοί ή παιδαγωγικοί λόγοι που εμποδίζουν
το θρησκευτικό μάθημα να διευρύνει τη σκοποθεσία του και
να προσαρμοστεί στα σύγχρονα κοινωνικά και εκπαιδευτικά
δεδομένα;
• Ποιά από τις προτάσεις διδασκαλίας του θρησκευτικού
μαθήματος θα μπορούσε να κριθεί επαρκής και υλοποιήσιμη
στο Δημοτικό σχολείο, η ακολουθούμενη διαθεματική ή αυτή
του «Προγράμματος διαδικασίας», την οποία κομίζουν τα νέα
Π.Σ.;
• Είναι δυνατή η σύγκλιση και ο συγκερασμός στοιχείων από τις
επικρατέστερες παιδαγωγικές προσεγγίσεις του θρησκευτικού
μαθήματος, με σκοπό την ανάδειξη ενός κοινά αποδεκτού και
υλοποιήσιμου μοντέλου;
• Η προπτυχιακή θρησκειοπαιδαγωγική κατάρτιση και η
μετέπειτα επιμόρφωση που λαμβάνουν οι δάσκαλοι κρίνονται
επαρκείς για την ορθή και εμπεριστατωμένη διδασκαλία του
θρησκευτικού μαθήματος, με βάση τις αυξημένες απαιτήσεις
των εν ισχύι, αλλά και των νέων Α.Π.;
16Η μέθοδος διδασκαλίας αναφέρεται στην εσωτερική δομή που συνέχει τις διδακτικές
και μαθησιακές δραστηριότητες και τις καθιστά ικανές να οδηγήσουν τον μαθητή στη
μάθηση. Αναφέρεται, δηλαδή, στις διαδικασίες μέσα από τις οποίες αναμένεται ο
μαθητής να κατανοήσει το περιεχόμενο κάθε διδασκόμενης έννοιας.
19
αυτή μαθαίνουν και ενισχύουν την πίστη και τη δέσμευσή τους
απέναντι στη θρησκεία που έχουν επιλέξει.
• Τη μέθοδο «μαθαίνω για τη θρησκεία», όπου η θρησκεία
διδάσκεται περιγραφικά και ιστορικά, τα ιερά κείμενα δεν
αντιμετωπίζονται ως ιερά βιβλία, άλλα ως θρησκευτικά-
λογοτεχνικά κείμενα, με σκοπό να κατανοήσουν οι μαθητές την
άξια και τη διδασκαλία της εκάστοτε θρησκείας. Με άλλα λόγια,
στη μέθοδο αυτή, οι διάφορες θρησκευτικές παραδόσεις διδάσκονται
περισσότερο ως εκφράσεις θρησκευτικού πολιτισμού, ενώ η
σύγκριση μεταξύ τους εστιάζεται στην προσπάθεια κατανόησης των
αξιών, των πεποιθήσεων και των πρακτικών τους. Η μέθοδος
αναφέρεται «σε αυτό που οι μαθητές μαθαίνουν για τις πεποιθήσεις,
τις διδασκαλίες και τις πρακτικές των μεγάλων θρησκευτικών
παραδόσεων του κόσμου, αλλά και σε ό, τι μαθαίνουν για τη φύση της
πίστης, τα όρια της ανθρώπινης φύσης, τι σημαίνει να είσαι άνθρωπος
δηλαδή, όπως αυτό εκφράζεται μέσα από τις επιμέρους θρησκευτικές
πεποιθήσεις ή στάσεις» 17.
• Τη μέθοδο «μαθαίνω από τη θρησκεία», όπου έχει ως κέντρο
της τις εμπειρίες των μαθητών και τις υπαρξιακές τους
αναζητήσεις, στοχεύοντας στην ανάπτυξη της κριτικής τους
ικανότητας για την αντιμετώπιση διαφόρων θρησκευτικών και
ηθικών ζητημάτων. Σε αυτή, η διδασκαλία της θρησκείας δεν
αποτελεί σκοπό, αλλά μέσο για την ανάπτυξη των προσωπικών
τους αντιλήψεων, μέσα από μια διαδικασία συνεχούς
ανατροφοδότησης. Η μέθοδος προάγει την ενεργό συμμετοχή των
μαθητών στη διδασκαλία, καθόσον αυτοί δεν μαθαίνουν μια
(«ομολογιακό» μοντέλο) ή πολλές (θρησκειολογικό μοντέλο)
θρησκείες, αλλά μέσα από τις εμπειρίες τους αντιμετωπίζουν
κριτικά το θρησκευτικό φαινόμενο, διαμορφώνοντας την προσωπική
τους άποψη γι΄ αυτό (μαθητοκεντρική προσέγγιση). Η μέθοδος
επικεντρώνεται στη συμβολή κάθε θρησκείας στην εξέλιξη του
ανθρώπινου πολιτισμού, δίνοντας βαρύτητα στα κοινά τους
στοιχεία, σε μια προσπάθεια διαμόρφωσης μιας, κοινής
θρησκευτικής ταυτότητας, που αναπτύσσεται παράλληλα με την
εντόπια πολιτισμική ταυτότητα των μαθητών. Επιδιώκεται, επίσης,
17G. Teece, «Is it learning about and from religions, religion or religious education? And is it
any wonder some teachers don’t get it»?, British Journal of Religious Education, 32 (2010),
σσ.93-103, εδώ σ.94.
20
ο θρησκευτικός αυτοπροσδιορισμός του μαθητή μέσα από την
κριτική κατανόηση του θρησκευτικού φαινομένου, σε συνδυασμό με
την κατά το δυνατόν πληρέστερη βιωματική διδασκαλία της
προσωπικής του πίστης, ώστε η μετέπειτα κρίση του να είναι
αποτέλεσμα σαφούς γνώσης και κατοχής μιας συγκεκριμένης
θρησκευτικής ταυτότητας. Στο πλαίσιο δε της αυτοαξιολόγησης που
λαμβάνει χώρα κατά τη διδασκαλία, ο N. Fancourt προτείνει ένα
κυκλικό μοτίβο ερωτήσεων που βοηθά στην προώθηση της «αυτό-
γνωσίας» των μαθητών. Δηλαδή: την self-identity (ποιος είμαι;), την
αυτό-αποδοχή (πώς με βλέπουν οι άλλοι;), την self-illumination
(γιατί είμαι όπως είμαι;), την αυτό-ρύθμιση (πρέπει να αλλάξω και
σε τι;) και την αυτό-αξιολόγηση (πώς αισθάνομαι για τον εαυτό
μου;) 18. Σύμφωνα δε, με τον M. Grimmitt, η μάθηση από τη
θρησκεία, είναι «αυτό που οι μαθητές μαθαίνουν από τις σπουδές
τους στη θρησκεία για τον εαυτό τους και περιλαμβάνει δύο
διαφορετικούς τύπους αξιολόγησης: την απρόσωπη αξιολόγηση που
είναι σε θέση να διακρίνει και να ασκήσει κριτική στις πεποιθήσεις
και στις πρακτικές των διαφόρων θρησκευτικών παραδόσεων και την
προσωπική αξιολόγηση, η οποία ενώ ξεκινά ως μια γενική προσπάθεια
αντιμετώπισης και αξιολόγησης των θρησκευτικών πεποιθήσεων και
αξιών, μετατρέπεται σε διαδικασία αυτοαξιολόγησης για τον
μαθητή» 19. Η μέθοδος αποτελεί, επίσης, μια απόπειρα επίλυσης των
προβλημάτων της σύγχρονης πλουραλιστικής κοινωνίας, με βάση
τις κοινές ηθικές αξίες που απαντούν σε όλες τις θρησκείες.
18N. Fancourt, «I’m less intolerant’: reflexive self‐assessment in religious education», British
Journal of Religious Education, Vol.32, No.3, September 2010, σσ.291–305, εδώ σ.292.
19G. Teece, «Is it learning about and from religions, religion or religious education? And is it
any wonder some teachers don’t get it»?, British Journal of Religious Education Vol.32, March
2010, σσ.93-103, εδώ σ.94.
21
«επικρατούσας θρησκείας» και το ζήτημα της απαλλαγής από το
μάθημα.
22
Στο Τέταρτο Κεφάλαιο γίνεται λόγος για το δάσκαλο, ως
βασικής συνιστώσας του θρησκευτικού μαθήματος. Ο δάσκαλος
είναι η κινητήριος δύναμη και ο φορέας υλοποίησης των
Αναλυτικών Προγραμμάτων, δηλαδή, κάθε προσπάθειας που έχει
στόχο τη βελτίωση του γνωστικού, συναισθηματικού, ψυχολογικού
και ηθικού υποβάθρου του μαθητή. Αποτελεί το πρότυπο, τον
οδηγό, αλλά ταυτόχρονα και τον ευγενή ακροατή που
αφουγκράζεται τις ανάγκες των μαθητών, προσφέροντας την
αρτιότερη και πληρέστερη μορφή αγωγής, της οποίας και ο ίδιος θα
πρέπει να είναι φορέας. Με βάση αυτές τις παραμέτρους,
εξετάζονται η προσωπικότητα, ο χαρακτήρας, το ήθος και η ψυχική
υγεία του, ως παράγοντες σταθερότητας και αξιοπιστίας στο
διδακτικό του έργο, η θρησκειοπαιδαγωγική κατάρτιση που
λαμβάνει ως υποψήφιος εκπαιδευτικός στα Παιδαγωγικά Τμήματα
Δημοτικής Εκπαίδευσης, αλλά και η μετέπειτα επιμόρφωσή του. Η
αναφορά στον εκπαιδευτικό ολοκληρώνεται με τη συζήτηση για τον
διορισμό των Θεολόγων Καθηγητών στην Πρωτοβάθμια
εκπαίδευση ως εκπαιδευτικών ειδικότητας.
23
ολοκληρώνεται, αποτυπώνονται το εύρος της μελέτης και η ποικιλία
των πηγών και βοηθημάτων που χρησιμοποιήθηκαν κατά τη
σύνταξή της.
20Όπως παρατηρεί ο Αρχ. Αλβανίας Αναστάσιος, «μια από τις μεγαλύτερες προκλήσεις
που έχει να αντιμετωπίσει η παιδεία σήμερα, είναι, να δώσει στην παγκοσμιοποίηση
ανθρωποκεντρικό περιεχόμενο. Να μεταδώσει στην ανθρωπότητα αξίες, κουλτούρα,
στάσεις και συμπεριφορές που εμπνέονται από το διάλογο, την αλληλεγγύη, την
αξιοπρέπεια, τη δικαιοσύνη, την κοινωνική ευθύνη και την αληθινή έννοια της
δημοκρατίας». Αρχ. Αλβανίας Αναστασίου, Παγκοσμιότητα και Ορθοδοξία, Ακρίτας,
Αθήνα 2000, σ.213.
24
Πρώτο Κεφάλαιο
25
και δεν είναι υποχρεωτικά εφαρμόσιμα για τα Κράτη-μέλη) 21, θα
καταδειχθεί η ποικιλία των τοποθετήσεων και ο σαφής
προσανατολισμός τους προς την ανεκτικότητα και την ισότιμη
αντιμετώπιση των ευρωπαίων πολιτών.
21 Βλ. Α. Μαρίνου, «Το Συμβούλιο της Ευρώπης, η διδασκαλία του μαθήματος των
Θρησκευτικών και η Δημοκρατία», στο:
http://www.discussion.gr/themata/thriskeftika/txt1.html. (Προσπελάστηκε στις 15-12-2014).
22 Ο όρος ανεξιθρησκία αναφέρεται στην ανοχή που δείχνει το κράτος απέναντι στις
θρησκείες που πρεσβεύουν οι πολίτες του, ενώ παράλληλα γνωρίζει και ανέχεται την
ύπαρξη και λειτουργία διαφόρων γνωστών θρησκειών. Πρόκειται ουσιαστικά για ένα
είδος "θρησκευτικής ανοχής" που αφορά στο αδιατάρακτο της λατρείας. Στην Ελλάδα, το
Σύνταγμα της Επιδαύρου, καθιερώνει την ανεξιθρησκία στο πρώτο του άρθρο. Το ισχύον
Σύνταγμα προστατεύει στο άρθρο 13 και την ανεξιθρησκία και τη θρησκευτική
ελευθερία. Ο Ε. Περσελής αναφέρει σχετικά: «Όλα τα συνταγματικά κείμενα που
συνετάγησαν από τοπικές ή εθνικές Συνελεύσεις, οι οποίες συνήλθαν στην
επαναστατημένη Ελλάδα, όριζαν ότι η ορθόδοξη θρησκεία είναι η κυρίαρχη (επικρατούσα)
θρησκεία της Ελλάδας. Παρ’ όλα αυτά, άλλες θρησκευτικές παραδόσεις και οι ιεροπραξίες
τους ήταν ανεκτές». Ε. Περσελή, Χριστιανική αγωγή και σύγχρονος κόσμος. Θέματα
θεωρίας και πράξης της χριστιανικής αγωγής, Αρμός, Αθήνα 1994, σ.152.
23Βλ. και Παράρτημα 1 της παρούσης. Αναλυτικότερα για τα κείμενα αυτά βλ. Α.
Σβώλου, Τα ελληνικά Συντάγματα 1822-1952, Η συνταγματική ιστορία της Ελλάδος,
Στοχαστής, Αθήνα 1972, σ. 65,79, 93, 111, 127, 145 και 167.
26
θεμέλιο στο οποίο βασίστηκαν αρκετές από τις Συνταγματικές
αρχές του μετέπειτα ελληνικού κράτους. Χαρακτηριστικά, στο
άρθρο 3 διακηρύσσεται: «Όλοι οι άνθρωποι, χριστιανοί και Τούρκοι,
κατά φυσικό λόγο είναι ίσοι».
• Στο Σύνταγμα της Επιδαύρου (1822), αναφέρεται: «Η
επικρατούσα θρησκεία στην ελληνική επικράτεια είναι η της
Ανατολικής Ορθοδόξου του Χριστού Εκκλησίας. Ανέχεται όμως η
Διοίκηση της Ελλάδος κάθε άλλη θρησκεία και οι τελετές και
ιεροπραγίες εκάστης αυτών εκτελούνται ακωλύτως» 24. Η διάταξη
αυτή επαναλήφθηκε αυτολεξεί και στο Προσωρινό Πολίτευμα της
Ελλάδος του 1823. Οι Έλληνες, συγκροτώντας την ιδρυτική Εθνική
Συνέλευση στην Επίδαυρο, όρισαν την ιδιότητα του Έλληνα με
μοναδική παράμετρο τη θρησκευτική του πίστη 25. Στο δε τμήμα Β΄
αναφέρεται: «Όσοι αυτόχθονες κάτοικοι της Επικρατείας της
Ελλάδος πιστεύουσιν εις Χριστόν, εισίν Έλληνες».
• Στο Σύνταγμα του 1975 κατοχυρώνεται η θρησκευτική
ελευθερία και προβλέπεται η υποχρέωση του κράτους να
καλλιεργεί, μέσω της εκπαίδευσης, την εθνική και θρησκευτική
συνείδηση των μαθητών. Τα άρθρα αυτά δεν μεταβλήθηκαν κατά
τις αναθεωρήσεις των ετών 1986 και 2001 26.
• Στο ισχύον Σύνταγμα, για πρώτη φορά, η διάταξη περί
«επικρατούσας θρησκείας» διαχωρίζεται από εκείνη που καθιερώνει
τη θρησκευτική ελευθερία και παρατίθεται αυτοτελώς στο Τμήμα
Β,΄ άρθρο 3, ως ιδιαίτερο τμήμα των βασικών διατάξεών του με
τίτλο: «Σχέσεις Εκκλησίας και Πολιτείας».
• Στο Πρώτο πρόσθετο Πρωτόκολλο για την Ευρωπαϊκή
Σύμβαση των δικαιωμάτων του ανθρώπου και των θεμελιωδών
27
ελευθεριών (ΕΣΔΑ, Παρίσι, 20/3/1952), το Άρθρο 2 αναφέρει: Παν
κράτος εν τη ασκήσει των αναλαμβανομένων υπ’ αυτού καθηκόντων
επί του πεδίου της μορφώσεως και της εκπαιδεύσεως θα σέβεται το
δικαίωμα των γονέων όπως εξασφαλίζωσι την μόρφωσιν και
εκπαίδευσιν ταύτην συμφώνως προς τας ιδίας αυτών θρησκευτικάς
και φιλοσοφικάς πεποιθήσεις. Τη Σύμβαση αυτή, η Ελλάδα την έχει
κυρώσει με τον Ν.53/1974, ενώ το Πρωτόκολλο, σύμφωνα με το
άρθρο 28.1 του Συντάγματος, αποτελεί δίκαιο υπέρτερο των νόμων
του ελληνικού κράτους 27. Στο σημείο αυτό, πρέπει να επισημανθεί
μία ατέλεια της ΕΣΔΑ, διότι, όπως επισημαίνει η Ομάδα
πρωτοβουλίας Πανεπιστημιακών Καθηγητών: «ενώ αναγνωρίζει
στους γονείς το δικαίωμα να προσδιορίζουν την θρησκευτική
εκπαίδευση των παιδιών τους σύμφωνα με τις δικές τους πεποιθήσεις,
αγνοεί τελείως την θέληση των ίδιων των παιδιών. Η ρύθμιση αυτή
δεν υπηρετεί την ελευθερία συνειδήσεως, αφού ο γονέας είναι
ενδεχόμενο να την προσβάλει στο πρόσωπο του παιδιού,
προβάλλοντας τη δική του κοσμοθεωρία» 28.
• Στη Σύμβαση για τα δικαιώματα του παιδιού (Ο.Η.Ε.
20/11/1989), στο Άρθρο 29.δ αναφέρεται ότι: «Η προετοιμασία του
παιδιού για μία υπεύθυνη ζωή σε μία ελεύθερη κοινωνία θα πρέπει να
γίνεται μέσα σε πνεύμα κατανόησης, ειρήνης, ανοχής, ισότητας των
φύλων και φιλίας ανάμεσα σε όλους του λαούς και τις εθνικιστικές,
εθνικές και θρησκευτικές ομάδες και στα πρόσωπα αυτόχθονης
καταγωγής», ενώ στο Άρθρο 30 ότι: «Στα κράτη όπου υπάρχουν
εθνικές, θρησκευτικές ή γλωσσικές μειονότητες ή πρόσωπα
αυτόχθονης καταγωγής, ένα παιδί αυτόχθονας ή που ανήκει σε μία
από αυτές τις μειονότητες, δεν μπορεί να στερηθεί το δικαίωμα να
έχει τη δική του πολιτιστική ζωή, να πρεσβεύει και να ασκεί τη δική
του θρησκεία ή να χρησιμοποιεί τη δική του γλώσσα από κοινού με τα
άλλα μέλη της ομάδας του», δίνοντας το στίγμα της θρησκευτικής
27Το άρθρο αναφέρει: «Οι γενικά παραδεδεγμένοι κανόνες του διεθνούς δικαίου, καθώς και
οι διεθνείς συμβάσεις, από την επικύρωσή τους με νόμο και τη θέση τους σε ισχύ σύμφωνα
με τους όρους καθεμιάς, αποτελούν αναπόσπαστο μέρος του εσωτερικού ελληνικού δικαίου
και υπερισχύουν από κάθε άλλη αντίθετη διάταξη νόμου».
28
ελευθερίας, την οποία θα πρέπει να απολαμβάνουν οι μαθητές που
ανήκουν σε εθνικές ή θρησκευτικές μειονότητες.
• Η Λευκή Βίβλος για την εκπαίδευση και κατάρτιση -
Διδασκαλία και εκμάθηση - Προς την Κοινωνία της Γνώσης Com(95)
590, Νοέμβριος 1995 29.
• Η σύσταση 12 του 2008 (CM/Rec (2008)12/28-7-09) του
Συμβουλίου των Υπουργών Παιδείας της Ε.Ε. προς τα κράτη μέλη,
για υποχρεωτική θρησκευτική αγωγή σε διαπολιτισμικό πλαίσιο
εκπαίδευσης, το οποίο διαμορφώθηκε από τη Λευκή Βίβλο για το
Διαπολιτισμικό Διάλογο (CM(2008)30/2 May 2008).
• Η Κοινοβουλευτική Συνέλευση του Συμβουλίου της Ευρώπης
(Parliamentary Assembly Council of Europe-PACE), εξέδωσε την
Οδηγία-Σύσταση 1720/4-10-2005 30 (μη υποχρεωτική), που αφορά
κυρίως σε χώρες όπου δεν διδάσκονται τα Θρησκευτικά, όπως η
Γαλλία, καθώς και σε κάποιες πρώην κομμουνιστικές χώρες, ώστε
να εντάξουν το μάθημα στο σχολικό τους πρόγραμμα. Η Συνέλευση
υιοθέτησε την αναφορά του A. Schneider για τη θρησκευτική
εκπαίδευση, στην οποία παρατηρούσε ότι, λόγω της έλλειψης
θρησκευτικών σπουδών στα σχολεία, δεν υπάρχει επαρκής
θρησκευτική γνώση και στις οικογένειες, συνιστώντας να
διδάσκονται οι κυριότερες θρησκείες στα Πρωτοβάθμια και
Δευτεροβάθμια σχολεία 31. Λόγω δε του πολυπολιτισμικού
περιβάλλοντος που υφίσταται σε διαφορετικό βαθμό και έκταση σε
κάθε ευρωπαϊκή χώρα, αλλά και του προσήκοντος σεβασμού στη
θρησκευτική ελευθερία των πολιτών, η Συνέλευση προτείνει την
υλοποίηση της διδασκαλίας της θρησκευτικής αγωγής με
αντικειμενικότητα απέναντι στην ιστορία των θρησκειών,
καλύπτοντας ακόμη και την αθεΐα. Συγκεκριμένα αναφέρει ότι: α.
Το θρησκευτικό μάθημα δεν θα πρέπει να υπερβαίνει τα όρια του
πολιτισμικού χαρακτήρα της θρησκείας, διότι δεν αποτελεί εργαλείο
κατήχησης, αλλά γνωστικό βοήθημα για την ευρύτερη και
29
πληρέστερη κατανόηση του φαινομένου της θρησκείας, β.
Παράλληλα με τη γνωριμία της εντόπιας θρησκευτικής παράδοσης
των μαθητών προτείνεται το θρησκειολογικό μοντέλο διδασκαλίας,
δηλαδή η ιστορική και περιγραφική διδασκαλία των διαφόρων
πλευρών του θρησκευτικού φαινομένου, χωρίς αναφορά στην πίστη
στο Θεό, ως καταλληλότερο έναντι του ουδετερόθρησκου μοντέλου,
σύμφωνα με το οποίο η ελευθερία της συνείδησης (το να έχει ή να
μην έχει κανείς θρησκεία) τοποθετείται πάνω από τη θρησκευτική
ελευθερία ή του «ομολογιακού» μοντέλου, στο οποίο η θρησκευτική
αγωγή πραγματοποιείται αυστηρά μέσα στα όρια μιας
συγκεκριμένης ομολογίας. γ. Η θρησκεία κάθε ατόμου,
συμπεριλαμβανομένης και της επιλογής του να μη θρησκεύεται
είναι μια αυστηρά προσωπική υπόθεση. Ωστόσο, αυτό δεν είναι
ασύμβατο με τη θεώρηση ότι, η καλή γενική γνώση των θρησκειών,
με στόχο την ανοχή, είναι σημαντικό στοιχείο για την άσκηση των
δημοκρατικών δικαιωμάτων του πολίτη. δ. Η εκπαίδευση θα πρέπει
να βοηθήσει τους μαθητές να ανακαλύψουν τις διαφορετικές
θρησκευτικές παραδόσεις, εκτός της δικής τους, καθόσον, όλοι
έχουν δικαίωμα να πιστεύουν πως η δική τους πίστη είναι η
αληθινή. ε. Να αντιμετωπίζεται με αμεροληψία η ιστορία των
σημαντικότερων θρησκειών και η επιλογή του αθεϊσμού. ζ. Οι
διδάσκοντες θα πρέπει να διαθέτουν ειδική κατάρτιση για το θέμα,
ενώ το κράτος οφείλει να μεριμνήσει για την παροχή της.
Παραγνωρίζεται, βέβαια, από τη Σύσταση ότι η πιθανή καθιέρωση
ενός θρησκειολογικού μαθήματος στα ευρωπαϊκά σχολεία, θα
προκαλούσε την αντίδραση των υπολοίπων θρησκευτικών
κοινοτήτων και κυρίως των Μουσουλμάνων, οι οποίοι επιθυμούν να
διδάσκονται αποκλειστικά τον Ισλαμισμό. Κατά συνέπεια, δεν είναι
δυνατό να εφαρμοστεί ένα ομοιόμορφο μοντέλο διδασκαλίας σε
όλες τις χώρες της Ευρώπης, χωρίς να παραβλεφθούν τα ιδιαίτερα
πολιτισμικά, ιστορικά, θρησκευτικά και κοινωνικά χαρακτηριστικά
τους.
30
ανθρώπινα δικαιώματα 32. Με άλλα λόγια, το κράτος δεν πρέπει να
επιτρέπει τη διάδοση θρησκευτικών αντιλήψεων, οι οποίες, πιθανόν
παραβιάζουν τα ανθρώπινα δικαιώματα, απαιτώντας από τους
θρησκευτικούς ηγέτες, να αποσαφηνίζουν τη θέση της θρησκείας
τους υπέρ της υπεροχής των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, όπως αυτά
ορίζονται από την Ευρωπαϊκή Σύμβαση για τα Δικαιώματα του
Ανθρώπου.
32 Recommendation 1804 (29/6/2007) State, religion, secularity and human rights, στο:
http://assembly.coe.int/mainf.asp?Link=/documents/adoptedtext/ta07/erec1804.htm.
(Προσπελάστηκε στις 15-12-2014).
31
1.2 Το Ελληνικό Σύνταγμα και το ζήτημα της «επικρατούσας
θρησκείας».
33 Βλ. Γ. Σωτηρέλη, Θρησκεία και εκπαίδευση, Αντ. Σάκκουλας, Αθήνα 1993, σ.213.
32
Το προοίμιο τού Ελληνικού Συντάγματος 35, αποτελεί
διακήρυξη της ορθόδοξης χριστιανικής πίστης, η οποία εμπλουτίζει
όλες τις επόμενες διατάξεις, ακόμη και τις μη επιδεχόμενες
αναθεώρηση, με συγκεκριμένο αξιολογικό περιεχόμενο 36. Τα δε
σχετιζόμενα με τη θρησκευτική ελευθερία άρθρα του είναι τα εξής:
• Το άρθρο 3.1 με τίτλο «Σχέσεις Εκκλησίας και Πολιτείας»
αναφέρεται στη θέση της Ορθόδοξης Εκκλησίας της Ελλάδας
στην ελληνική επικράτεια 37. Η αναφορά του άρθρου στην
ορθόδοξη χριστιανική θρησκεία ως «επικρατούσα», δεν
συνεπάγεται την όποια προνομιακή μεταχείριση των πιστών
της από το Κράτος. Ούτε όμως την εγγυάται ως θεσμό, αφού
αυτό θα σήμαινε χειραγώγηση της θρησκευτικής συνείδησης
των πολιτών προς συγκεκριμένη κατεύθυνση, γεγονός
ασυμβίβαστο με την ελευθερία της, με βάση και το άρθ.13.1.
Άλλωστε, η πίστη δεν μπορεί να θεμελιωθεί με κρατικό ή
Συνταγματικό καταναγκασμό 38.
• Το άρθρο 13.1, αναφέρεται στην ελευθερία της θρησκευτικής
συνείδησης, κατοχυρώνει τη θρησκευτική ελευθερία και τον
θρησκευτικό πλουραλισμό, ρυθμίζοντας τις σχέσεις του
38Η σχέση Εκκλησίας και Πολιτείας ορίζεται με τη λέξη «συνεργασία». Βλ. και Ν. 590/77
(ΦΕΚ Α 146). «Περί του Καταστατικού Χάρτου της Εκκλησίας της Ελλάδος», Κεφ. Α΄-
Γενικαί Διατάξεις, άρθ.2: «Η Εκκλησία της Ελλάδος συνεργάζεται μετά της Πολιτείας,
προκειμένου περί θεμάτων κοινού ενδιαφέροντος, ως τα της χριστιανικής αγωγής της
νεότητος».
33
κράτους με τις θρησκευτικές κοινότητες που
δραστηριοποιούνται στα όριά του.
• Το άρθρο 13.2, αναφέρεται στην ανεξιθρησκία και στον
προσηλυτισμό 39. Ο νομοθέτης εδώ, δεν επιδιώκει την
απαγόρευση της διάδοσης των θρησκευτικών ιδεών, αλλά τον
καταχρηστικό προσηλυτισμό, τη διάδοση, δηλαδή, των
θρησκευτικών ιδεών που γίνεται με αθέμιτο τρόπο ή μέσα, με
σκοπό τη μεταβολή των θρησκευτικών πεποιθήσεων των
πολιτών.
• Το άρθρο 16.2, σύμφωνα με το οποίο η Παιδεία «αποτελεί
βασική αποστολή του κράτους και έχει σκοπό την ηθική,
πνευματική και φυσική αγωγή των Ελλήνων, την ανάπτυξη της
εθνικής και θρησκευτικής συνείδησης και της διάπλασής τους
σε ελεύθερους πολίτες». Στο άρθρο δεν επιβάλλεται κάποιος
συγκεκριμένος θρησκευτικός προσανατολισμός της
εκπαίδευσης, καθώς ο όρος «θρησκευτική συνείδηση»
θεωρείται ότι αναφέρεται ευρύτερα στις θρησκευτικές
πεποιθήσεις. Κατά συνέπεια, το Σύνταγμα δέχεται ότι οι
μαθητές, μέσω του γνωστικού αντικειμένου της θρησκευτικής
αγωγής, μπορούν να γνωρίσουν εκτός του ορθοδόξου
δόγματος και τις άλλες μεγάλες, γνωστές θρησκείες και
δόγματα και με την γνώση αυτή ως αφετηρία, να
διαμορφώσουν σταδιακά, ελεύθερα και υπεύθυνα τη
θρησκευτική τους προσωπικότητα.
39Το άρθρο αναφέρει: «Κάθε γνωστή θρησκεία είναι ελεύθερη και τα σχετικά με τη
λατρεία της τελούνται ανεμπόδιστα υπό την προστασία των νόμων. Η άσκηση της
λατρείας δεν επιτρέπεται να προσβάλλει τη δημόσια τάξη ή τα χρηστά ήθη. Ο
προσηλυτισμός απαγορεύεται».
34
υποχρεούται να διδάσκει στα σχολεία της το θρησκευτικό μάθημα
κατά το ορθόδοξο δόγμα, διότι αυτό συνιστά τη θρησκεία της
πλειοψηφίας των Ελλήνων. Αλλά και το άρθρο 2 του Π.Δ.583/1982,
αναφέρει ότι «σκοπός του μαθήματος των Θρησκευτικών είναι να
κάνει τα παιδιά κοινωνούς των αληθειών της ορθόδοξης χριστιανικής
πίστης». Λόγω, όμως, του ότι ο όρος θρησκευτική συνείδηση
αναφέρεται σε όλη την ποικιλία των θρησκευτικών πεποιθήσεων, η
ανάπτυξή της δε σημαίνει αποκλειστικά την ανάπτυξη της
ορθόδοξης χριστιανικής συνείδησης, ενώ και το άρθρο 16.2 του
Συντάγματος, δεν επιτάσσει συγκεκριμένο προσανατολισμό της
θρησκευτικής εκπαίδευσης 40.
40Το άρθρο αναφέρει: «Η παιδεία αποτελεί βασική αποστολή του Κράτους και έχει σκοπό
την ηθική, πνευματική, επαγγελματική και φυσική αγωγή των Ελλήνων, την ανάπτυξη της
εθνικής και θρησκευτικής συνείδησης και τη διάπλασή τους σε ελεύθερους και υπεύθυνους
πολίτες».
35
όρος απαντά στα συνταγματικά κείμενα και άλλων χωρών
(Αυστρίας, Βουλγαρίας, Δανίας, Ιρλανδίας, Ισπανίας, Κύπρου), η
αναφορά αυτή έχει προκαλέσει διενέξεις μεταξύ των νομικών
κύκλων, διότι, ενώ η ανάπτυξη της θρησκευτικής συνείδησης και η
θρησκευτική ουδετερότητα του κράτους κατοχυρώνονται στο
Σύνταγμα με το Άρθρο 13.1 42, ταυτόχρονα αναιρούνται από το
άρθρο 3, διά του οποίου καθιερώνεται ως «επικρατούσα» θρησκεία η
Ορθόδοξη Ανατολική. Για να παρουσιαστεί δε ανάγλυφα ο
προβληματισμός και οι ερμηνευτικές προσεγγίσεις του όρου,
παρουσιάζουμε ακολούθως τις κυριότερες:
• Κατά τον Ι. Πέτρου, ο όρος «επικρατούσα θρησκεία» του
άρθρου 3 του Συντάγματος του 1975/2001 προέρχεται από την
εποχή που κατοχυρωνόταν απλώς η ανεξιθρησκία. Τότε,
σήμαινε την επίσημη θρησκεία. Τώρα, ερμηνεύεται ως η
θρησκεία της πλειοψηφίας, χωρίς, όμως, να δικαιολογούνται
τέτοιου είδους διαπιστωτικές αναφορές στο Σύνταγμα 43.
• Κατά τον Π. Δαγτόγλου, η έννοια της «επικρατούσας
θρησκείας» έχει τη σημασία μιας στατιστικής πλέον
διαπίστωσης 44.
• Σύμφωνα με τον Χ. Παπαστάθη, το ορθόδοξο δόγμα είναι η
«επικρατούσα θρησκεία», γιατί συνδέεται άμεσα με τις
παραδόσεις και την πλειονότητα των Ελλήνων 45.
• Ο Ν. Αλιβιζάτος αναφέρει ότι η Ορθοδοξία δεν είναι αλλά
«πρέπει να είναι» η «επικρατούσα θρησκεία» στην Ελλάδα,
42 Ο Μ. Σταθόπουλος υποστηρίζει ότι η σημασία του άρθρου 13.1, δεν είναι ότι το Κράτος
«..δε σέβεται το θρησκευτικό αίσθημα των πολιτών και δεν το προστατεύει. Οφείλει,
αντίθετα, να κατοχυρώνει τη θρησκευτική συνείδηση κάθε πολίτη (άρα όποια και αν είναι η
θρησκεία του), καθώς και την άσκηση της θρησκευτικής ελευθερίας και την ικανοποίηση
των λατρευτικών και λοιπών θρησκευτικών αναγκών του. Η προστασία αυτή είναι
προστασία ατομικών δικαιωμάτων που τελικά καταλήγει να είναι προστασία κάθε
θρησκείας». Μ. Σταθόπουλου, Σχέσεις Πολιτείας και Εκκλησίας, Σάκκουλας, Αθήνα 1993,
σ.24.
36
διότι το Σύνταγμα περιέχει επιτακτικούς κανόνες και όχι
απλώς διακηρύξεις 46.
• Ο Σ. Τρωιάνος υποστηρίζει ότι «επικρατούσα θρησκεία» είναι
η θρησκεία της συντριπτικής πλειονότητας του ελληνικού
λαού, ιδιότητα την οποία, ο νομοθέτης έχει συνδέσει με
ορισμένες έννομες συνέπειες. Το ζήτημα της εναρμόνισης της
θρησκευτικής ελευθερίας με την «επικρατούσα θρησκεία»,
αποτελεί μέρος του γενικότερου ζητήματος της εξάλειψης
κάθε μορφής διακρίσεων, άποψη διατυπωμένη σε αποφάσεις
του Συμβουλίου της Επικρατείας (3533/86, 3356/95, 2176/98) 47.
• Ο Α. Μαρίνος υποστηρίζει ότι ο όρος σημαίνει τη θρησκεία την
οποία πρεσβεύει η συντριπτική πλειοψηφία του ελληνικού
λαού και ότι με τον όρο αυτό δεν προσδίδεται στην ορθόδοξη
χριστιανική θρησκεία κάποια προνομιακή θέση έναντι των
άλλων εκκλησιών ή θρησκευτικών κοινοτήτων ούτε ότι οι
οπαδοί της απολαμβάνουν προνομίων σε σχέση με τους
οπαδούς άλλων θρησκειών. Εξάλλου, αν απολάμβανε
προνομιακής μεταχείρισης, θα ήταν αντίθετη προς τα άρθρα
13.1 και 13.3 του Συντάγματος 48.
• Κατά τον Κ. Χρυσόγονο ο όρος έχει διαπιστωτικό χαρακτήρα,
δηλαδή περιγράφει-διαπιστώνει μια κατάσταση και αποτελεί
48Το άρθρο 13.3 αναφέρει: «Οι λειτουργοί όλων των γνωστών θρησκειών υπόκεινται στην
ίδια εποπτεία της Πολιτείας και στις ίδιες υποχρεώσεις απέναντί της, όπως και οι
λειτουργοί της επικρατούσας θρησκείας» Βλ. και Α. Μαρίνου, Τα βασικά της θρησκευτικής
ελευθερίας, Σάκκουλας, Αθήνα-Κομοτηνή 2004, σ.51. Ο ίδιος συμπληρώνει: «Η
κατοχύρωση του δικαιώματος αυτού, δε σημαίνει θρησκευτική καθοδήγηση του λαού.
Κατοχυρώνεται το δικαίωμα κάθε Έλληνα πολίτη να καθορίζει το θρήσκευμα του παιδιού
του, όπως αυτός θέλει. Και αφού η συντριπτική πλειονότης των Ελλήνων ανήκει στην
Ορθόδοξη Εκκλησία, είναι σαν να λέει ο συντακτικός νομοθέτης, ότι υποχρεούται η
Πολιτεία να διδάσκει το μάθημα των Θρησκευτικών κατά το ορθόδοξο δόγμα ως
υποχρεωτικό, ώστε να αναπτυχθεί η θρησκευτική συνείδηση του μαθητού». Α. Μαρίνου,
«Η διδασκαλία του μαθήματος των Θρησκευτικών κατά το Σύνταγμα», στο: Θρησκευτική
παιδεία και σύγχρονη κοινωνία. Θέσεις και αντιθέσεις, Εν πλώ, Αθήνα 2006, σ.115,116,117.
37
μια κοινωνιολογικής υφής διαπιστωτική φράση, ενώ η διάταξη
δεν σημαίνει ότι η θρησκεία της Ορθόδοξης Εκκλησίας
υπερέχει και επιβάλλεται στην Ελλάδα ή ότι ασκεί εξουσία
στις υπόλοιπες Εκκλησίες 49.
50Βλ. Παράρτημα 1 της παρούσης. Ο X. Γιανναράς υποστηρίζει ότι «Το ελλαδικό εθνικό
κράτος δεν κατάλαβε ποτέ την καισαρική διαφορά της Εκκλησίας από τη θρησκεία. Γι’ αυτό
μέχρι και σήμερα, διατηρείται στο Σύνταγμα η οξύμωρη διατύπωση ότι επικρατούσα εν
Ελλάδι θρησκεία (sic) είναι η της Ανατολικής Ορθοδόξου Εκκλησίας και τα λοιπά
συμφραζόμενα παιδαριώδη». Xρ. Γιανναρά, «Να καταργηθεί το μάθημα των
Θρησκευτικών», Καθημερινή 07/09/2008. Ο Γιανναράς αναφέρεται, επίσης, στην ισχύ και
αξία της Εκκλησίας ως μοναδικού ενοποιητικού παράγοντα του θρησκευτικού και ηθικού
πολιτισμού των Ελλήνων: «Ενδεχόμενος χωρισμός Εκκλησίας και Κράτους θα είναι
ευεργετικός για την Εκκλησία. Θα την υποχρεώσει να αναζητήσει δυναμικά την κοινωνική
της γνησιότητα, το ξεπέρασμα της αλλοτρίωσής της σε κρατική “επικρατούσα θρησκεία”,
σε δεκανίκι του εθνικισμού. Πρόβλημα δυσφόρητο θα είναι ο χωρισμός για την Πολιτεία,
που δεν έχει με τίποτα να υποκαταστήσει τον μέχρι τώρα μοναδικό άξονα κοινωνικής και
πολιτιστικής συνοχής του Ελληνισμού στην κοιτίδα του και στη διασπορά του». Χρ.
Γιανναρά, «Επιπόλαιη προοδευτική διλεπιδειξία», Καθημερινή, 20-2-2005.
51Ο Ι. Κορναράκης αναφέρει σχετικά ότι «Η διοίκησις της Εκκλησίας στηρίζει -αλλά και
εξαρτά- την ποιμαντική της διακονία από πολιτειακά ερείσματα! Δεν διαθέτει η ίδια το
38
Σε κάθε περίπτωση, το «άνοιγμα» του μαθήματος προς τις
άλλες θρησκείες κρίνεται αναγκαίο να υλοποιηθεί με ιδιαίτερη
προσοχή και, όντως, εφαρμόζεται στο περιεχόμενο των νέων
Αναλυτικών Προγραμμάτων (2011). Όπως υποστηρίζει και ο Χ.
Βασιλόπουλος, «δεν μπορούμε να μιλάμε για θρησκευτική αυτονομία,
όταν η παρεχόμενη θρησκευτική αγωγή περιορίζεται αποκλειστικά
στην επικρατούσα θρησκεία και δεν επιδιώκει την κατανόηση των
μεγαλυτέρων θρησκειών του κόσμου, καθώς και την καλλιέργεια
κριτικής θεώρησής τους από τους μαθητές» 52.
κύρος του επισκοπικού ή συνοδικού λόγου. Γι’ αυτό και προσπαθεί να επιστρατεύσει
εγκόσμια επιχειρήματα για την προστασία του μαθήματος των Θρησκευτικών. Η ζωντανή
Εκκλησία-δηλαδή, οι ταγοί της, με ακτινοβολία χαρισματικής προσφοράς στον σύγχρονο
κόσμο-δεν θα είχε ανάγκη να καταφεύγει στο Σύνταγμα ή στο επιχείρημα της
εγκυκλοπαιδικής αξίας του μαθήματος των Θρησκευτικών. Για να στηρίξει, σήμερα, η
Εκκλησία το θρησκευτικό μάθημα, επικαλείται την πτωχεία της λυτρωτικής της
παρουσίας στον κόσμο, χωρίς να το αντιλαμβάνεται!». Ι. Κορναράκη, Η κορυφή του
παγόβουνου, στο:
http://www.zoiforos.gr/index.php?option=com_content&task=view&id=238&Itemid=49.
(Προσπελάστηκε στις 15-12-2014).
52Χ. Βασιλόπουλου, Θρησκευτική αγωγή και αυτονομία του παιδιού, Θεσ/νίκη - Αθήνα
1996, σ.130.
39
αποχή από τροφές που απαγορεύει η θρησκεία, την ίδρυση
θρησκευτικών σχολείων κ.λπ.» 53.
54Π. Καραμούζη, Πολιτισμός και διαθρησκειακή αγωγή, Ελλ. Γράμματα, Αθήνα 2007,
σ.121.
40
1.3 Το ζήτημα της απαλλαγής από το θρησκευτικό μάθημα.
55Ο Α. Μαρίνος αναφέρει ότι το Ελληνικό Κράτος, «σεβόμενο το ιερό δικαίωμα της
θρησκευτικής ελευθερίας, θέλησε να κατοχυρώσει το δικαίωμα του μη ορθοδόξου μαθητή
να μην παρακολουθεί το μάθημα των Θρησκευτικών και να μη μετέχει στις άλλες
θρησκευτικές εκδηλώσεις (προσευχή και εκκλησιασμό) και να ζητήσει αζημίως γι’ αυτόν
την απαλλαγή του από αυτό». Α. Μαρίνου, «Η αλήθεια και η παραπληροφόρηση ως προς
το μάθημα των Θρησκευτικών», Κοινωνία 1 (1996), σ.24-25,30. Σημειώνουμε ότι η
δυνατότητα απαλλαγής από το μάθημα των Θρησκευτικών υφίσταται από το 1956 για
τους αλλόδοξους ή αλλόθρησκους μαθητές με ρυθμίσεις του Υπουργείου Παιδείας οι
οποίες βασίζονταν στο άρθρο 6 του Ν.4862/1931 και στο Ν. 2329/1953.
41
στο ζήτημα της παροχής θρησκευτικής εκπαίδευσης στους
απαλλασσόμενους μαθητές. Επίσης, δεν υπάρχουν δημοσιευμένα
επίσημα στοιχεία για τον αριθμό των απαλλαγών στην
Πρωτοβάθμια και Δευτεροβάθμια εκπαίδευση, ώστε να διαπιστωθεί
και αριθμητικά η χρησιμότητα του μέτρου. Εξάλλου, στην πράξη, το
δικαίωμα απαλλαγής καταστρατηγήθηκε από μαθητές που
επιθυμούσαν ένα μάθημα λιγότερο ή καλύτερη βαθμολογική
αξιολόγηση 56, παρότι «αποτελεί ψευδή δήλωση προς δημόσια αρχή η
αίτηση απαλλαγής από το θρησκευτικό μάθημα υπό Ορθοδόξων
μαθητών» 57. Δεν νοείται, λοιπόν, απαλλαγή από το μάθημα των
Θρησκευτικών για τους ορθόδοξους μαθητές για λόγους
θρησκευτικής συνείδησης, εφόσον η ανάπτυξή της «είναι
συνταγματική επιταγή δεσμευτική, τόσο για την Πολιτεία, όσο και για
τον αποδέκτη μαθητή που συμπράττει στην υλοποίησή της» 58.
58 Ό.π. σ.26.
42
αναφερόταν ότι παρέχεται η δυνατότητα απαλλαγής όλων των
μαθητών ανεξαρτήτως θρησκεύματος. Μόνο στην τελευταία
αναφερόταν ότι η δυνατότητα απαλλαγής για «λόγους συνείδησης»
αφορά μόνο στους «μη Ορθοδόξους» . Από αυτή τη φράση
συνάγεται μεν, ότι δυνατότητα απαλλαγής έχουν μόνον οι
αλλόθρησκοι ή ετερόδοξοι μαθητές, κάτι που σημαίνει έμμεση
αποκάλυψη των θρησκευτικών τους πεποιθήσεων, αλλά ο
Συνήγορος του Πολίτη στο υπ’ αρ. 19905.04.2.1/15-11-2004 πόρισμά
του επανέρχεται, αναφέροντας ότι το δικαίωμα της απαλλαγής δεν
αφορά μόνο στους αλλόθρησκους ή ετερόθρησκους, αλλά και σε
όσους ορθοδόξους μαθητές επιθυμούν να μη διδάσκονται τα
Θρησκευτικά 60. Οι εγκύκλιοι αυτές δεν βοήθησαν σε αυτό που
προσπαθούσε να θεραπεύσει η αρχική «περί απαλλαγής»
εγκύκλιος, δηλαδή, την αξίωση αποκάλυψης των ατομικών
43
θρησκευτικών πεποιθήσεων, δημιουργώντας, έτσι, δύο κατηγορίες
μαθητών: αυτούς που θα μετείχαν στα μορφωτικά, πολιτισμικά και
θρησκευτικά αγαθά που προσφέρει το μάθημα και αυτούς που δε
θα μετείχαν σε αυτά, αποκαλύπτοντας τις θρησκευτικές τους
ιδιαιτερότητες, καθώς η διαίρεση θα ήταν πλέον ορατή: οι χριστιανοί
μαθητές θα παρέμεναν στην τάξη, ενώ οι υπόλοιποι θα
αποχωρούσαν.
44
άνω, για λόγους θρησκευτικών πεποιθήσεων 62, η οποία ελέγχεται
για την ακρίβειά της, ενώ σύμφωνα με το άρθ.14.3 της Διεθνούς
Συμβάσεως για τα δικαιώματα του παιδιού, «..η ελευθερία της
δήλωσης της θρησκείας ή των πεποιθήσεών του παιδιού μπορεί να
υπόκειται μόνο στους περιορισμούς που ορίζονται από το νόμο και που
είναι αναγκαίοι για τη διαφύλαξη της δημόσιας ασφάλειας, της
δημόσιας τάξης, της δημόσιας υγείας και των δημοσίων ηθών ή των
ελευθεριών των θεμελιωδών δικαιωμάτων των άλλων». Τέτοιου
είδους περιορισμοί, όμως, δεν υφίστανται κατά τη δήλωση της
θρησκείας στην οποία ανήκει ο μαθητής. Κατά συνέπεια, κάθε
τέτοια δήλωση ότι δεν είναι λ.χ. χριστιανός ορθόδοξος, ώστε να
θεμελιώσει το δικαίωμα της απαλλαγής, είναι απόλυτα συμβατή με
τη νομολογία του Ε.Δ.Δ.Α. Εξάλλου, και αυτή η δήλωση επιθυμίας
απαλλαγής ενός μαθητή από το θρησκευτικό μάθημα φανερώνει
ότι ο δηλών δεν είναι ορθόδοξος και γι αυτό ζητά την απαλλαγή του
από αυτό. Η άποψη αυτή εξηγεί και την ευρύτατη αναγνώριση από
το Ε.Δ.Δ.Α. του δικαιώματος απαλλαγής, ακόμη και στην περίπτωση
όπου το μάθημα δεν είναι αποκλειστικά «ομολογιακό», αλλά
διευρυμένο και προς άλλες ομολογίες ή ακόμη κι αν επιφυλάσσει
μια ιδιαίτερη θέση σε κάποια απ' αυτές (επικρατούσα θρησκεία). Εφ’
όσον, λοιπόν, επιτρέπεται με αίτηση η μη παρακολούθηση του
μαθήματος, κάθε κράτος έχει τη διακριτική ευχέρεια να
διαμορφώσει το περιεχόμενο του με βάση μια θρησκεία ή ομολογία,
αρκεί να μην επιχειρείται μέσω της διδασκαλίας του
προσηλυτισμός. Όλα αυτά, βέβαια, κρίνονται υπό τις ειδικότερες
νομικές και κοινωνικές συνθήκες κάθε περίπτωσης, καθώς από την
45
νομολογία του Ε.Δ.Δ.Α. δεν προκύπτουν ενιαία κριτήρια γενικής
εφαρμογής του περιεχομένου της. Με βάση τα παραπάνω, η
θρησκευτική ουδετερότητα ενός κράτους δεν συνεπάγεται τον
αποκλεισμό της θρησκείας από την παρεχόμενη εκπαίδευση,
ενσωματώνοντας έτσι ακώλυτα τη θρησκευτική αγωγή στο
εκπαιδευτικό του σύστημα.
και αύριο. Μία άποψη με κριτήριο την παιδαγωγική και διδακτική του μαθήματος», Νέα
Παιδεία, τ.146 (2013), σσ. 123-135.
46
αναθεώρηση και την επανεξέταση των κριτηρίων λειτουργίας της
εκπαιδευτικής διαδικασίας μέσα στις πλουραλιστικές κοινωνίες» 64.
64Ε. Περσελή, «Πολιτισμική ετερότητα και σχολική θρησκευτική αγωγή στην Ευρώπη και
ιδιαίτερα στην Ελλάδα», Εισήγηση στο συνέδριο: «Διαπολιτισμική εκπαίδευση σε μια
διευρυμένη Ευρώπη». Ινστιτούτο Παιδείας Ομογενών και Διαπολιτισμικής Εκπαίδευσης,
Αθήνα, 26/10/2002, σ.2, και Ε. Περσελή, «Πολιτισμική ετερότητα και σχολική
θρησκευτική αγωγή στην Ευρώπη και ιδιαιτέρα στην Ελλάδα», Εκκλησιαστικός Φάρος,
Τόμος ΟΕ΄ (2004), σ.121.
65 Βλ. Πρόγραμμα Σπουδών στα Θρησκευτικά Δημοτικού και Γυμνασίου, Αθήνα 2011, σ.12.
47
«ύψιστης κοινωνικής σημασίας» 66. Εξάλλου, η δυνατότητα
απαλλαγής από το μάθημα ευνοεί τη θρησκευτική ημιμάθεια και τη
διαμόρφωση αναλφάβητων από θρησκευτικής, πολιτισμικής και
ηθικοκοινωνικής άποψης μαθητών. Αντίθετα, η δόμηση της
θρησκευτικής και πολιτισμικής ταυτότητάς τους, μέσα από ένα
υποχρεωτικό θρησκευτικό μάθημα, είναι εκείνη που θα συντελέσει
τα μέγιστα στη δημιουργία ελεύθερων προσωπικοτήτων.
66«Η θρησκευτική εκπαίδευση των μαθητών, όπως αναγνωρίζεται και διεθνώς, συνιστά όρο
της ηθικής και πνευματικής τους ανάπτυξης και έχει ύψιστη κοινωνική σημασία».
Δ.Ε.Π.Π.Σ. Θρησκευτικών 2003, σ.169.
48
Δεύτερο Κεφάλαιο
49
φυσιογνωμίας και των εθνικών ποικιλομορφιών, που συμβάλλουν στη
διαμόρφωση της εθνικής και πολιτισμικής ταυτότητας των
ευρωπαίων μαθητών» 68.
Δ.Ε.Π.Π.Σ.
68 ΚΑΙ Α.Π.Σ. Δημοτικού, στο: http://www.pi-
schools.gr/download/programs/depps/1Geniko_Meros.pdf, σ.4. (Προσπελάστηκε στις 15-12-
2014).
70Ο K. Ζορμπάς, Σύμβουλος της Αντιπροσωπείας της Εκκλησίας της Ελλάδος στην
Ευρωπαϊκή Ένωση αναφέρει: «Όλο και περισσότεροι νέοι επιλέγουν μόνοι τους τη
θρησκευτική ταυτότητα παρά την κληρονομούν, εν τούτοις πολλοί είναι εκείνοι που
δέχονται τους ηθικούς κανόνες της Θρησκείας». Βλ. http://www.amen.gr/article4181.
(Προσπελάστηκε στις 15-12-2014).
72Ο Ε. Περσελής επισημαίνει ότι «ακόμη και σε ευρωπαϊκές χώρες με πλούσια και
επιτυχημένη εμπειρία στην αντιμετώπιση θεμάτων σχετικών με την πολιτισμική
ετερότητα, το θρησκευτικό πλουραλισμό, τη φυλετική και εθνική ποικιλία κ.λπ., δεν
50
διατηρηθεί η κριτική άποψη απέναντι στις μεγάλες παγκόσμιες
θρησκείες και τους οπαδούς τους, αλλά και να προαχθεί η
κατανόηση και η ανοχή των ευρωπαίων πολιτών προς αυτούς. Για
τους λόγους αυτούς δεν είναι δυνατόν να υπάρξει ένα ομοιόμορφο
ή κοινά εφαρμοζόμενο μοντέλο διδασκαλίας του μαθήματος,
καθόσον αυτό διαμορφώνεται με βάση τις εκάστοτε γεωγραφικές,
ιστορικές και θρησκευτικές καταβολές των λαών, σε συνεργασία με
τις τοπικές Εκκλησίες, οι οποίες, επηρεάζουν την ακολουθούμενη
θρησκευτική πολιτική. Παρότι, όμως, προκρίνεται και προωθείται η
αρμονική συνύπαρξη με τους μετανάστες, η πολιτική αυτή δέχεται
ισχυρές κοινωνικές πιέσεις το τελευταίο διάστημα 73.
υπάρχει σύμφωνη γνώμη σχετικά με τις προϋποθέσεις που θα πρέπει να διέπουν γενικά
την εκπαίδευση και ειδικότερα τη θεωρία και πράξη της σχολικής θρησκευτικής αγωγής».
Ε. Περσελή, «Πολιτισμική ετερότητα και σχολική θρησκευτική αγωγή στην Ευρώπη και
ιδιαίτερα στην Ελλάδα», Εισήγηση στο συνέδριο: «Διαπολιτισμική εκπαίδευση σε μια
διευρυμένη Ευρώπη». Ινστιτούτο Παιδείας Ομογενών και Διαπολιτισμικής Εκπαίδευσης,
Αθήνα, 26/10/2002, σ.2. Ο δε P. Schreiner στη μελέτη του «Religious Education in Europe»,
αναφέρει σχετικά: «Different countries, with their own local, regional or national context have
different approaches to religious education. What are the reasons for the existing differences? The
factors, among others, or the layers that give rise to different approaches are the religious landscape in
the country, the role and value of religion in society, the relation between state and religion, the
structure of the education system and its underlying philosophical assumptions, history and politics».
Βλ. P. Schreiner, Religious Education in Europe, Oslo 2005, σ.3, στο:
http://resources.eun.org/etwinning/europa2.pdf. (Προσπελάστηκε στις 15-12-2014).
73Ο αριθμός των μεταναστών που εισήλθαν στην Ευρώπη το 2013 μέσω της Ιταλίας είναι
τριπλάσιος σε σχέση με το 2012 και ανέρχεται στους 42.000, γι΄ αυτό και ο πρωθυπουργός
της Μ. Βρετανίας, λόγω της έλευσης πολλαπλάσιου του αναμενόμενου αριθμού
μεταναστών από την ανατολική Ευρώπη, τάχθηκε υπέρ της απέλασης αστέγων
μεταναστών και του περιορισμού πρόσβασης στα επιδόματα ανεργίας και στέγασης, ενώ
επεδίωξε την επιβολή όρων και προϋποθέσεων στην ελεύθερη μετακίνηση πολιτών
εντός της ΕΕ. Επίσης, όπως κατέγραψε η ετήσια έκθεση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής
εναντίον του Ρατσισμού και της Μισαλλοδοξίας του Συμβουλίου της Ευρώπης (ECRI)
που δημοσιεύτηκε στις 25-10-2013, σημειώθηκε αύξηση των κρουσμάτων ρατσιστικής
συμπεριφοράς εναντίον των Μουσουλμάνων και των Ρομά στην Ευρώπη, Βλ.
http://www.skai.gr/news/world/article/248676/titloi-telous-gia-to-kedro-metanaston-tis-
labedouza/ και http://europa.eu/legislation_summaries/other/c10411_el.htm.
(Προσπελάστηκε στις 15-12-2014).
51
αίσθηση ανοχής και ασφάλειας και να βοηθήσει τους πολίτες να
κατανοήσουν καλύτερα τις κοινωνίες στις οποίες ζουν ή στις οποίες
μετακινούνται και εκείνες με τις οποίες έρχονται σε επαφή.
Συγχρόνως, προσφέρει τα εφόδια ώστε να κατανοήσουν και να
ερμηνεύσουν σύγχρονα προβλήματα του παγκοσμιοποιημένου κόσμου
με θρησκευτική διάσταση, όπως οι αδιάλλακτες φονταμενταλιστικές
κινήσεις και δράσεις, ο ρατσισμός, η ξενοφοβία και οι εθνικές
συγκρούσεις» 74.
Είναι χαρακτηριστικό ότι από τις 47 χώρες μέλη του Σ.Ε. 75, οι
44 προσφέρουν θρησκευτική αγωγή στα δημόσια σχολεία, με
εξαίρεση την Αλβανία, τη Γαλλία (εκτός της Αλσατίας) και τα
Σκόπια. Η Πολιτεία συναποφασίζει με τις θρησκευτικές κοινότητες
για το περιεχόμενό της, ενώ παρέχεται η δυνατότητα απαλλαγής
από το μάθημα. Στις περισσότερες περιπτώσεις, όμως, αυτό
υλοποιείται προς χάριν της επικρατούσας θρησκείας, δηλαδή, στην
περίπτωση των ευρωπαϊκών κρατών υπέρ του Χριστιανισμού. Γι΄
αυτό και διατυπώνονται αντίθετες απόψεις για την εκπαιδευτική
αυτή πολιτική, υποστηρίζοντας ότι οι στόχοι του εκπαιδευτικού
πλουραλισμού υποσκελίζονται από τον τρόπο που τον
αντιμετωπίζουν τα μεγάλα κράτη. Ο Β. Γιούλτσης αναφέρει σχετικά:
«Σε αυτά τα κράτη, ο θρησκευτικός πλουραλισμός αντιμετωπίζεται,
άλλοτε με την τακτική του απόλυτου χωρισμού της θρησκείας από
την Πολιτεία και άλλοτε με το σύστημα της αναγνωρίσεως ως
επίσημης, της θρησκείας που εκπροσωπεί μεγάλο σύνολο πιστών. Σε
ένα τέτοιο σχήμα, οι κοινωνικές μεταβολές που πραγματοποιούνται σε
εθνικό επίπεδο, δεν ακολουθούνται μοιραία από παράλληλες
μεταβολές των θρησκευτικών πεποιθήσεων, καθώς αυτές συνδέονται
με την αρχική εθνολογική προέλευση και διατηρούν μαζί με την
παράδοση έναν ισχυρό δεσμό για τη διαφύλαξη και διατήρηση της
αρχικής εθνολογικής ιδιαιτερότητας» 76.
52
Οι ανωτέρω διαπιστώσεις στηρίζονται και στο γεγονός ότι τα
τελευταία χρόνια, παρ’ όλες τις περί του αντιθέτου προσπάθειες,
παρατηρείται μια σαφής διαφοροποίηση της άποψης των
ευρωπαίων πολιτών ως προς την εξ ανατολών και νότου ετερότητα,
όσο αυτή επιδεικνύει το σκληρό της πρόσωπο, μέσα από τις ολοένα
κλιμακούμενες θρησκευτικές, πολιτικές και κοινωνικές διαμάχες
που λαμβάνουν χώρα στα κράτη προορισμού. Το αποτέλεσμα είναι,
μεγάλο μέρος της ευρωπαϊκής κοινής γνώμης να φοβάται ή να
απορρίπτει τον αναγκαστικό συγχρωτισμό και την επιβαλλόμενη εκ
των συνθηκών σχέση με το «διαφορετικό», με ισχυρές επιφυλάξεις,
τόσο για την πιθανή αλλοτρίωση της ταυτότητάς του (κυρίως σε
χώρες με μεγάλη θρησκευτική, πολιτισμική και γλωσσική
ομοιογένεια όπως η Ελλάδα), όσο και για την ασφάλεια της ζωής
του 77.
77Σύμφωνα με δημοσκόπηση της γαλλικής Le Monde (4-1-2011), για το 40% των Γάλλων
και των Γερμανών, το Ισλάμ αποτελεί «μάλλον απειλή», έναντι του 22% που τους θεωρεί
«παράγοντα πολιτιστικού εμπλουτισμού», ενώ το 38% δεν συμφωνεί με καμία από τις
δύο απόψεις. Το 68% των Γάλλων και το 75% των Γερμανών εκτιμούν, επίσης, ότι οι
μουσουλμάνοι και οι άνθρωποι μουσουλμανικής καταγωγής δεν έχουν ενσωματωθεί
σωστά στην κοινωνία τους. Πηγή: http://www.inews.gr/9/gia-to-40-ton-gallon-kai-ton-
germanon-to-islam-apotelei-apeili.htm. (Προσπελάστηκε στις 15-12-2014).
78Στο Δ.Ε.Π.Π.Σ. Δημοτικού αναφέρεται ότι: «αποτελεί θέση όλων των χωρών της Ε.Ε. η
προστασία της ιδιαίτερης φυσιογνωμίας της εθνικής εκπαίδευσης και η αποδοχή των
εθνικών ποικιλομορφιών και των στοιχείων εκείνων, τα οποία συμβάλλουν στη διαμόρφωση
της εθνικής και πολιτισμικής ταυτότητας του μαθητή - αυριανού πολίτη». Εφημερίδα της
Κυβερνήσεως, τ.2 Αρ. Φύλλου 303, 13 Μαρτίου 2003, Απόφ. 21072α/Γ2, σ.3735.
53
ανήκουν στην ίδια πολιτισμική ή θρησκευτική ομάδα με εμένα. Με
την ισχυρή, οι πεποιθήσεις μου είναι καλές και έγκυρες για εμένα,
ενώ οι πεποιθήσεις των άλλων είναι εξίσου καλές και έγκυρες για
εκείνους 79. Τα ευρωπαϊκά κράτη, υιοθετώντας κάποια από τις δύο
προσεγγίσεις, υλοποιούν την πολιτική μετανάστευσης και
πολιτισμικής συνοχής που θεωρούν ορθότερη, αναγνωρίζοντας
συνήθως την ύπαρξη και λειτουργία των γνωστών θρησκειών στο
έδαφός τους, με κάποιες ανακολουθίες 80.
79Βλ. J. Keast (επιμ.), Θρησκευτική ετερότητα και διαπολιτισμική εκπαίδευση: ένα βοήθημα
για τα σχολεία, Συμβούλιο της Ευρώπης, Αθήνα 2007, σ.219.
80«Οι θρησκείες», αναφέρει ο Ι. Πέτρου, «όταν είναι πλειοψηφία σε μια τοπική κοινωνία,
συνήθως αδιαφορούν για τις μειοψηφίες και θέλουν να επιβάλουν τη θέληση τους σε όλους,
υποστηρίζοντας ότι αυτό είναι για το καλό τους. Αντίθετα, όταν είναι μειοψηφίες,
διεκδικούν την εφαρμογή των ανθρωπίνων δικαιωμάτων και της θρησκευτικής
ελευθερίας». Ι. Πέτρου, Πολυπολιτισμικότητα και θρησκευτική ελευθερία, Παρατηρητής,
Θεσσαλονίκη 2003, σ.151.
54
Για το ευρωπαϊκό εκπαιδευτικό σύστημα, η θρησκευτική
αγωγή διαδραματίζει καθοριστικό ρόλο στη γνωστική και ηθική
ανάπτυξη των μαθητών, έχει μορφωτικό χαρακτήρα, στοχεύει στην
κατανόηση της θρησκευτικής ετερότητας, συνεπικουρεί στην
προσωπική καλλιέργεια και αντανακλά τις ιστορικοπολιτιστικές και
θρησκευτικές ιδιαιτερότητες κάθε χώρας. Αν και δε λείπουν οι
απόψεις που θεωρούν την εφαρμοζόμενη ευρωπαϊκή εκπαιδευτική
πολιτική ως δογματική 83, η διδασκαλία του θρησκευτικού
μαθήματος πραγματοποιείται με σεβασμό στο διαφορετικό, διότι, τα
Αναλυτικά Προγράμματα του μαθήματος ενθαρρύνουν τη γνωριμία
με τις άλλες θρησκείες μέσω της συγκριτικής μελέτης τους. Η
σκοποθεσία του μαθήματος συνοψίζεται στην κατανόηση της
επίδρασης των μεγάλων θρησκειών και ιδιαιτέρως του
Χριστιανισμού στον άνθρωπο, στις κοινωνίες και στον πολιτισμό,
στην ανάπτυξη της κριτικής σκέψης των μαθητών σε θρησκευτικά,
ηθικά και υπαρξιακά ζητήματα και στην ανάπτυξη του σεβασμού
και της ανεκτικότητας μεταξύ των μελών κάθε θρησκείας. Για
λόγους μεθοδολογικούς δε, έχει επικρατήσει η διάκριση του
μαθήματος σε δύο βασικά μοντέλα διδασκαλίας, το «ομολογιακό»
και το θρησκειολογικό, διάκριση που κρίνεται ανεπαρκής, εφόσον
δεν μπορεί να χαρακτηρίσει στην πληρότητά της την παρεχόμενη
θρησκευτική εκπαίδευση. Το μάθημα διδάσκεται, πέραν των
διαφοροποιήσεων αυτών, με τη συνταγματική ή μη κατοχύρωση του
και με την έντονη παρουσία της Εκκλησίας στη διαμόρφωση των
Αναλυτικών Προγραμμάτων και στον διορισμό των δασκάλων.
83«Σε πολλές χώρες της Ευρώπης» υποστηρίζει η Ε. Ζαμπέτα, «το θρησκευτικό μάθημα
έχει κατηχητικό χαρακτήρα και αναφέρεται στο ιστορικά κυρίαρχο δόγμα. Η δημόσια
εκπαίδευση έχει χαρακτήρα ενδογμάτισης και προσηλυτισμού. Η θρησκευτική ετερότητα
αντιμετωπίζεται ως μειοψηφούσα κατηγορία και δεν αναγνωρίζεται ως ισότιμη, στα
πλαίσια του εκπαιδευτικού συστήματος». Ε. Ζαμπέτα, Σχολείο και θρησκεία, Θεμέλιο,
Αθήνα 2003, σ.44.
55
Στην Αυστρία το θρησκευτικό μάθημα διδάσκεται
υποχρεωτικά με «ομολογιακό» χαρακτήρα και η ύλη του
καθορίζεται από τη Ρωμαιοκαθολική Εκκλησία. Η κυβέρνηση έχει
συνάψει Κονκορδάτο 84 με το Βατικανό, αναλαμβάνοντας την
υποχρέωση να το διδάσκει στα δημόσια σχολεία 85. Το αυστριακό
Σύνταγμα προστατεύει τη θρησκευτική ελευθερία (κεφ.1, άρθρ.7.1)
και η κυβέρνηση σέβεται το δικαίωμα της ελεύθερης θρησκευτικής
έκφρασης. Όλες οι σχετικές με το μάθημα των Θρησκευτικών
διατάξεις έχουν συμπεριληφθεί σε ειδική νομοθετική ρύθμιση που
καθορίζει τους όρους και τις προϋποθέσεις διδασκαλίας του,
παρέχοντας τη δυνατότητα απαλλαγής με τη συγκατάθεση των
γονέων. Οι καθηγητές του μαθήματος διορίζονται από το κράτος.
84«Το Κονκορδάτο αποτελεί διεθνή σύμβαση, η οποία δεσμεύει νομικά το κράτος που την
υπέγραψε. Αν δηλ. την παραβιάσει έχει διεθνή ευθύνη, αλλά και εσωτερική». Γ. Κρίππα,
«Το μάθημα των Θρησκευτικών από απόψεως νομικής-εγκληματολογικής», Κοινωνία, 2
(2009), σ.134. Επίσης βλ. Γ. Κρίππα, Η Συνταγματική κατοχύρωσις του μαθήματος των
Θρησκευτικών παρ’ ημίν και εν τη αλλοδαπή. Διάλεξη στο Δικηγορικό Σύλλογο Αθηνών
(17.1.1996), στο: http://www.discussion.gr/themata/thriskeftika/kripas1_1.html.
(Προσπελάστηκε στις 15-12-2014).
85Περισσότερα, βλ. στο: Dieter Schindlauer, Executive summary Discrimination on the grounds of
religion and belief, AUSTRIA, 26-06-2004,
(http://ec.europa.eu/employment_social/fundamental_rights/pdf/aneval/religion_a.pdf.
(Προσπελάστηκε στις 15-12-2014).
56
Στη Βουλγαρία, το νέο Σύνταγμα στο άρθρο 13 «Περί
Θρησκείας», ορίζει ότι η Ορθοδοξία είναι η «παραδοσιακή θρησκεία
του κράτους», ενώ η άσκηση οποιασδήποτε θρησκείας είναι
ελεύθερη. Η διδακτική προσέγγιση του μαθήματος είναι
ομολογιακή, με στοιχεία κατηχητισμού, αν και στο Αναλυτικό
Πρόγραμμα υπάρχουν αναφορές και σε άλλες θρησκείες, ιδιαίτερα
στο Ισλάμ. Έμφαση δίνεται, επίσης, στα υπαρξιακά και
ανθρωπολογικά ερωτήματα (Θεός, ζωή, θάνατος, αγάπη,
δικαιοσύνη, ειρήνη).
87«Dans les écoles, les colléges et les lycées publics, le port de signes ou tenues par lesquels les éléves
manifestent ostensiblement une appartenance religieuse est interdit». (Απόδοση: Στα σχολεία, στα
κολέγια και τα δημόσια λύκεια, η χρήση σημείων ή ενδυμάτων με τα οποία οι μαθητές
εμφανώς δηλώνουν θρησκευτικές πεποιθήσεις απαγορεύεται). Art. L. 141-5-1, 2004-228
15-3-2004, στο: http://legifrance.gouv.fr/affichTexte.do?cidTexte=JORFTEXT000000417977.
(Προσπελάστηκε στις 15-12-2014).
57
πίστη ως λατρευτικών γεγονότων, που εμπεριέχουν την προσωπική
επιλογή και για τούτο εντάσσονται στην ιδιωτική σφαίρα 88.
89Βλ. Ό. Γριζοπούλου, «Γύρω από το διάλογο για το μάθημα των Θρησκευτικών. Κάποιες
επισημάνσεις», Σύναξη 83 (2002), σ.67.
58
μαθητών στο μάθημα, καθώς και την ομολογιακή κατεύθυνση που
τους εκφράζει (άρθ. 7.2), εάν δηλαδή οι μαθητές θα
παρακολουθήσουν ρωμαιοκαθολική, ευαγγελική ή ορθόδοξη
θρησκευτική αγωγή. Αν και η αρχική διατύπωση του άρθρου
προέβλεπε και τη δυνατότητα αποχώρησης από το μάθημα, τελικά
προτιμήθηκε η δυνατότητα επιλογής μεταξύ ενός «ομολογιακού»
θρησκευτικού μαθήματος, το οποίο θα αντιστοιχεί στο θρήσκευμα
των μαθητών και ενός εναλλακτικού με περιεχόμενο την Ηθική.
Αίτηση εξαίρεσης μπορεί να υποβάλλει ο κηδεμόνας ή ο ίδιος ο
μαθητής μετά το 14ο έτος της ηλικίας του. Ακόμα, όμως, κι όταν ο
μαθητής δεν επιθυμεί για προσωπικούς λόγους να παρακολουθήσει
μαθήματα ενός συγκεκριμένου δόγματος, είναι υποχρεωμένος να
παρακολουθήσει μαθήματα Ηθικής.
59
Η Ελλάδα, με 86%, βρίσκεται ανάμεσα στις πρώτες δέκα
χώρες του κόσμου με το υψηλότερο ποσοστό δηλωμένης
θρησκευτικότητας 90. Οι έλληνες πολίτες είναι ελεύθεροι να
προσδιορίσουν, να μεταβάλλουν ή να μην έχουν θρησκευτική
ταυτότητα, ενώ το Κράτος δέχεται τη συνύπαρξη και άλλων
θρησκειών με την επικρατούσα. Γι’ αυτό και η ανεκτικότητα
χαρακτηρίζεται νομικά, ως μια πραγματική κατάσταση και όχι ως
δικαίωμα 91. Το θρησκευτικό μάθημα είναι υποχρεωτικό στην
Πρωτοβάθμια και Δευτεροβάθμια εκπαίδευση, με εμφανή, παρά τις
βελτιώσεις στην ύλη του, τον «ομολογιακό» του προσανατολισμό
προς την Ορθόδοξη Ανατολική θρησκεία. Δικαίωμα εξαίρεσης έχουν
οι μαθητές με την κατάθεση αίτησης εξαίρεσης από τους γονείς
τους ή τους ίδιους, εφ’ όσον βρίσκονται σε ηλικία ικανή προς
δικαιοπραξία 92. Παρά δε την επιτυχή πορεία των εν ισχύι Α.Π. του
2003, συνετάχθησαν και ετέθησαν σε πιλοτική εφαρμογή το 2013
νέα Α.Π. του θρησκευτικού μαθήματος, τα οποία και
αναθεωρήθηκαν το 2014, με σκοπό την περαιτέρω διεύρυνση και τον
εμπλουτισμό της ύλης του, αλλά και την κατάθεση μιας
διαφορετικής διδακτικής προσέγγισης (Πρόγραμμα διαδικασίας).
91Σύμφωνα με τον Α. Μαρίνο «..στο δικαίωμα υφίσταται η υποχρέωση σεβασμού του από
την Πολιτεία, ενώ η πραγματική κατάσταση δεν δημιουργεί υποχρέωση, αλλά είναι
απόρροια πολιτικής βούλησης, η οποία μπορεί και να μεταβληθεί». Α. Μαρίνου, Τα βασικά
της θρησκευτικής ελευθερίας, Σάκκουλας, Αθήνα–Κομοτηνή 2004, σ.12.
60
μαθαίνοντας «από τη θρησκεία» 93. Η επίσημη Εκκλησία δεν
συνεργάζεται με την Πολιτεία στο εκπαιδευτικό σκέλος του
μαθήματος, ενώ η Πολιτεία δεν χρηματοδοτεί τις εκκλησιαστικές
δραστηριότητες. Στο μάθημα διδάσκονται στοιχεία από όλες τις
επίσημες θρησκείες που έχουν κοινότητες στη χώρα, ενώ η
δυνατότητα απαλλαγής ισχύει χωρίς αιτιολόγηση. Η Μ. Βρετανία
είναι η μόνη χώρα στην Ευρώπη, στην οποία διδάσκεται η
Συγκριτική Θρησκειολογία, με πρόγραμμα που διαμορφώνεται από
τα «Τοπικά Εκπαιδευτικά Συμβούλια» σε συνεργασία με τα
επιμέρους Συμβουλευτικά Σώματα για τη Θρησκευτική Εκπαίδευση
(SACRE) 94, τα οποία παρακολουθούν και υποστηρίζουν τις
δραστηριότητες του μαθήματος, καθώς και τις λατρευτικές
εκδηλώσεις, λαμβάνοντας υπ’ όψιν τις τοπικές συνθήκες και τη
θρησκευτική σύνθεση του μαθητικού πληθυσμού. Η δεσπόζουσα
προσέγγιση είναι η λεγόμενη φαινομενολογική ή προσέγγιση της
«άμεσης θρησκείας», όπως την εισηγήθηκε ο N. Smart 95. Ο Smart
επικεντρώνει το ενδιαφέρον του στη διδασκαλία των μεγάλων
θρησκειών και όχι αποκλειστικά στη διδασκαλία του Χριστιανισμού,
κατά τρόπο αντικειμενικό, παιδαγωγικό και μορφωτικό. Eπιχειρεί
τον προσανατολισμό του θρησκευτικού μαθήματος προς την
κατανόηση της σημασίας της θρησκείας, έτσι ώστε οι μαθητές να
αναπτύσσουν ικανότητες, χωρίς να ελέγχεται το πόσο πιστεύουν,
ενώ είναι αντίθετος με τον «ομολογιακό» χαρακτήρα του
μαθήματος. Οι προτάσεις του για τη διδασκαλία του μαθήματος
δίνουν έμφαση στη θεολογική βασική εκπαίδευση των παιδιών και
βασίζονται στη φαινομενολογική μέθοδο μελέτης της θρησκείας,
διά της οποίας οι μαθητές μπορούν να προσεγγίσουν το
Βλ. The Non-statutory National Framework (QCA, 2004b), στο: http://www.qca.org.uk /library
93
61
θρησκευτικό φαινόμενο μέσα από έξι διαστάσεις, τις οποίες συνέχει
αμοιβαία αλληλεξάρτηση (δογματική, μυθολογική, ηθική,
λατρευτική, βιωματική και κοινωνική) 96.
96Ο N. Smart δίνει τον ακόλουθο περιγραφικό ορισμό της θρησκείας: «Θρησκεία είναι
ένας οργανισμός με έξι διαστάσεις, που περιλαμβάνει με χαρακτηριστικό τρόπο δόγματα,
μύθους, ηθικές διδασκαλίες, ιεροτελεστίες και κοινωνικούς θεσμούς, και κινείται από
θρησκευτικές εμπειρίες διαφόρων ειδών». P. Williams – F. Clark, Εισαγωγή στη μελέτη των
θρησκειών. The open University, Κουτσουμπός Α.Ε., Αθήνα, 1991. σ.48.
97Στα άρθρα 16.3 και 27 αναφέρεται: «Καμία θρησκεία δεν πρέπει να έχει κρατικό
χαρακτήρα. Οι δημόσιες αρχές πρέπει να λαμβάνουν υπ’ όψιν τις θρησκευτικές
πεποιθήσεις του ισπανικού λαού και να ρυθμίζουν σύμφωνα με αυτές τις σχέσεις
συνεργασίας με την Καθολική Εκκλησία και τις άλλες ομολογίες», Σ. Γιαγκάζογλου, Το
μάθημα των Θρησκευτικών στο δημόσιο σχολείο και οι σχέσεις κράτους και Εκκλησίας,
στο: http://www.acadimia.gr/content/view/154/76/lang,el/.(Προσπελάστηκε στις 15-12-2014).
98Το Κονκορδάτο συνήφθη στις 4-12-1979, ενώ με τον Ν. «Περί εκπαιδεύσεως» της 3-5-
2006, κάθε σχολείο υποχρεούται να έχει καθηγητές για την διδασκαλία του μαθήματος
σε ομολογιακή βάση.
62
της Ρωμαιοκαθολικής Εκκλησίας, ενώ η παρακολούθησή του είναι
προαιρετική για τους μαθητές, οι γονείς των οποίων θα ζητήσουν
την απαλλαγή τους. Η στοχοθεσία του μαθήματος είναι
προσανατολισμένη προς τις ηθικές και κοινωνικές αξίες, το διάλογο
και τον σεβασμό της θρησκευτικής ετερότητας. Το Ισπανικό
Σύνταγμα με το άρθρο 16 παρέχει και προστατεύει πλήρως την
ανεξιθρησκία που είχε θεσμοθετηθεί από το 1868, ενώ, από τις 29
Δεκεμβρίου 1978 δεν υφίσταται ο όρος «επίσημη θρησκεία».
100 Όπως αναφέρει ο H. Schultze, «παρά το γεγονός ότι το Σύνταγμα της Ιταλικής
Δημοκρατίας κηρύσσει θρησκευτική ουδετερότητα, στην Ιταλία η σχολική θρησκευτική
αγωγή στηρίζεται αποκλειστικά στη θρησκευτική χριστιανική παράδοση της
Ρωμαιοκαθολικής Εκκλησίας». H. Schultze, «Christianity in European school education:
National heritage or world religion?», British Journal of Religious Education, 15 (1992), σ.37-42,
ιδιαίτερα σ.38.
63
την αξία της θρησκευτικής κουλτούρας και λαμβάνοντας υπόψη ότι
ο Ρωμαιοκαθολικισμός αποτελεί τμήμα της ιστορικής κληρονομίας
του ιταλικού λαού, βεβαιώνει ότι «..θα συνεχίσει τη θρησκευτική
εκπαίδευση στα δημόσια σχολεία» 101.
102Στο άρθρο 2.1 του Α΄ Μέρους του Κυπριακού Συντάγματος αναφέρεται: «Την
ελληνικήν κοινότητα αποτελούσιν άπαντες oι πολίται της Δημοκρατίας, οίτινες είναι
ελληνικής καταγωγής και έχουσιν ως μητρικήν γλώσσαν την ελληνικήν ή μετέχουσι των
ελληνικών πολιτιστικών παραδόσεων ή ανήκουσιν εις την Ελληνικήν Ορθόδοξον
Εκκλησίαν». Στο άρθρο 2.2 αναφέρεται: «Την τουρκικήν κοινότητα αποτελούσιν άπαντες oι
πολίται της Δημοκρατίας, οίτινες είναι τουρκικής καταγωγής και έχουσιν ως μητρικήν
γλώσσαν την τουρκικήν ή μετέχουσι των τουρκικών πολιτιστικών παραδόσεων ή είναι
μωαμεθανοί».
64
Στη Νορβηγία, το άρθρο 2 του Συντάγματος καθιστά τον
Λουθηρανισμό «κρατική θρησκεία» και το μάθημα των
Θρησκευτικών υποχρεωτικό για όλους τους ομόθρησκους και
προαιρετικό μόνο για τους αλλόθρησκους. Αναφέρεται
συγκεκριμένα: «Καθένας που κατοικεί εις το Βασίλειο, θα
απολαμβάνει τη θρησκευτική ελευθερία. Η Ευαγγελική Λουθηρανή
θρησκεία παραμένει η επίσημη θρησκεία του κράτους. Κάτοικοι
ανήκοντες εις αυτήν υποχρεούνται να εκπαιδεύουν τα τέκνα τους
συμφώνως προς αυτήν». Το 1997 καταργήθηκε το εναλλακτικό
μάθημα της Ηθικής και αντικαταστάθηκε από ένα μάθημα με τίτλο
«Christian knowledge and religious and ethical education». Η
Νορβηγική Βουλή δικαιολόγησε τη μεταβολή αυτή λέγοντας ότι
αποδείχθηκαν λανθασμένες οι επιλογές του χωρισμού των
μαθητών σε τάξεις Θρησκευτικών ή Ηθικής και της δυνατότητας
απαλλαγής από το μάθημα. Οι μαθητές θα πρέπει να συναντώνται
στην ίδια τάξη και να παρακολουθούν το ίδιο μάθημα, ανεξάρτητα
από το τι πιστεύουν ή σε ποια θρησκεία ανήκουν. Άλλωστε, όπου
εφαρμόστηκε η διαίρεση των μαθητών με κριτήριο τις θρησκευτικές
και κοσμικές τους πεποιθήσεις αποδείχθηκε αντίθετη προς την
αρχή ενός ενιαίου σχολείου για όλους, υποβαθμίζοντας το
εκπαιδευτικό σύστημα 104. Το περιεχόμενο του μαθήματος
καθορίζεται αποκλειστικά από την Πολιτεία χωρίς καμία επέμβαση
των θρησκευτικών κοινοτήτων, οι οποίες απλώς ενημερώνονται από
το κράτος και είναι ως επί το πλείστον θρησκειολογικό,
προσφέροντας βασικές γνώσεις των θρησκευτικών και μη
θρησκευτικών αντιλήψεων στους μαθητές, προκειμένου αυτοί να
είναι σε θέση να κατανοήσουν καλύτερα τον κόσμο και τους
ανθρώπους. Στο Δημοτικό σχολείο η διδασκαλία του μαθήματος
είναι υποχρεωτική με δικαίωμα εξαίρεσης, κατόπιν αιτήσεως των
γονέων ή των ίδιων των μαθητών από τα 16 τους χρόνια, αλλά
μόνον από τις λατρευτικές εκδηλώσεις και δραστηριότητες
(προσευχές, ύμνοι, εκκλησιασμός). Αν και υπάρχει ρητή πρόβλεψη
για αποφυγή του κατηχητισμού και της κηρυγματικής προσέγγισης,
η έμφαση στο Λουθηρανισμό είναι έντονη, ιδίως στις μικρότερες
65
τάξεις. Οι αλλαγές στο περιεχόμενο του μαθήματος αποτυπώθηκαν
και στις αναθεωρήσεις των Αναλυτικών Προγραμμάτων του 2002
και 2005, οπότε το μάθημα ονομάστηκε Kristendoms-religions-og
livssynskunnskap, (KRL). Σύμφωνα με αυτά, το μάθημα θα πρέπει
να καλύπτει τη διδασκαλία της Βίβλου και του Χριστιανισμού ως
μέρους της πολιτιστικής κληρονομιάς, τη διδασκαλία της
Ευαγγελικής Λουθηρανικής πίστης σε συγκριτική μελέτη με τις
άλλες χριστιανικές ομολογίες, τη διδασκαλία των μεγάλων
θρησκειών και φιλοσοφικών αντιλήψεων, τη διδασκαλία ηθικών και
φιλοσοφικών συστημάτων και την προώθηση της κατανόησης και
του σεβασμού των ηθικών αξιών του χριστιανισμού, την προώθηση
της αμοιβαίας κατανόησης και του σεβασμού άλλων αντιλήψεων
για τη ζωή. Παρά τις αλλαγές που σημειώθηκαν, όμως,
πρωταρχικός σκοπός της εκπαίδευσης παρέμεινε η αγωγή των
μαθητών σύμφωνα με τις χριστιανικές αρχές 105. Σύμφωνα δε με την
τελευταία εκπαιδευτική μεταρρύθμιση του 2005, το δικαίωμα της
απαλλαγής παραμένει, δεν αφορά, όμως, στο γνωστικό μέρος του
μαθήματος, αλλά στις σχετικές δραστηριότητες (εκκλησιασμός,
προσευχή, θρησκευτικές εορτές και εκδηλώσεις), όταν αυτές
έρχονται σε αντίθεση με τις θρησκευτικές πεποιθήσεις των
μαθητών.
105Βλ. Stig Klingstedt, “Norway Equality in Education and its application by the court:
Norway”, European Journal for Education Law and Policy (5), Ministry of Education, Oslo, 2001,
σσ.127–131.
66
Η Ουγγαρία στο Σύνταγμά της κατοχυρώνει την
ανεξιθρησκία και τον διαχωρισμό Κράτους και Εκκλησίας 106. Στη
χώρα λειτουργούν συνολικά 104 επίσημα αναγνωρισμένες
θρησκείες, ενώ στην απογραφή του 2001 περίπου 7,6 εκατ. του
ουγγρικού πληθυσμού δήλωσαν ότι ανήκουν σε 260 διαφορετικές
εκκλησίες ή θρησκείες. Το Κράτος παρέχει στις εκκλησίες
χρηματοδότηση με νόμο του 1997 (0,8% των εσόδων από το φόρο
εισοδήματος των πολιτών). Όσον αφορά στη θρησκευτική
εκπαίδευση, αυτή δεν είναι υποχρεωτική, καθώς αντί για τα
Θρησκευτικά, οι μαθητές μπορούν να επιλέξουν το μάθημα της
Ηθικής. Το θρησκευτικό μάθημα διδάσκεται σε όλες τις βαθμίδες
της εκπαίδευσης σε ομολογιακή βάση, με έμφαση στη γνώση της
χριστιανικής παράδοσης, ενώ δεν βαθμολογείται και δεν εξετάζεται.
Αναγνωρίζεται, επίσης, και η ανάγκη για την προσέγγιση και των
άλλων μεγάλων θρησκειών, καθώς και η ανάπτυξη του
οικουμενικού πνεύματος 107.
106 Στο άρθρο 60 του Συντάγματος παρ.1,2,3 αναφέρεται: «1. Στη Δημοκρατία της
Ουγγαρίας ο καθένας έχει δικαίωμα στην ελευθερία του σκέπτεσθαι, την ελευθερία
συνειδήσεως και τη θρησκευτική ελευθερία. 2. Το δικαίωμα αυτό περιλαμβάνει την
ελεύθερη επιλογή ή αποδοχή μιας θρησκείας ή πεποιθήσεων, καθώς και την ελευθερία
του να εκφράζεται κανείς δημόσια ή ιδιωτικά ή να αρνείται να εκφραστεί, να ασκεί τα
θρησκευτικά του καθήκοντα και να διδάσκει τις θρησκευτικές ή άλλες πεποιθήσεις του
με πράξεις θρησκευτικού χαρακτήρα, τελετές ή με οποιοδήποτε άλλο τρόπο, είτε
ατομικά είτε ομαδικά. 3. Στη Δημοκρατία της Ουγγαρίας ισχύει διαχωρισμός μεταξύ
εκκλησίας και κράτους». Βλ.
http://www.europarl.europa.eu/sides/getAllAnswers.do?reference=E-2002-
3416&language=EL. (Προσπελάστηκε στις 15-12-2014).
67
μαθήματος (Ηθική). Γενικές γνώσεις για τις μεγάλες θρησκείες του
κόσμου προσφέρονται και στο μάθημα της Ιστορίας.
109Βλ. The New Romanian National Curriculum, Ministry of National Education- National
Curriculum Council, μτφ. Anca Codreanu, Liliana Kiritescu - Prosper ASE Language Centre
και Cristina Radu, Cornelia Dumitriu - Institute for Educational Sciences, Bucharest, 2000,
σ.12.
68
Στη Ρωσία, τα Θρησκευτικά δεν έχουν ακόμη κατοχυρωθεί
νομοθετικά, αν και διδάσκονται στις περισσότερες περιοχές
υποχρεωτικά, κατ’ απαίτηση των γονέων. Ο αριθμός των
εκπαιδευτικών δεν επαρκεί, ώστε να καλυφθούν οι ανάγκες του
μαθήματος, διότι οι Θεολογικές Σχολές στη Ρωσία άρχισαν να
επαναλειτουργούν μόλις το 1990. Το Ρωσικό κράτος προχώρησε
πρόσφατα σε αναδιαμόρφωση του θρησκευτικού μαθήματος,
εμπλουτίζοντας το περιεχόμενό του με στοιχεία πολιτισμού και
ηθικής. Το 2002 εγκρίθηκε για τα δημόσια σχολεία των περιφερειών
της χώρας το υποχρεωτικό μάθημα «Βασικά στοιχεία ορθόδοξου
πολιτισμού», το οποίο αποτελεί μια σύνθεση γνώσεων από
διαφόρους επιστημονικούς κλάδους και βασίζεται σε ορθόδοξα
θεολογικά θεμέλια 110. Το πρόγραμμα εντάσσεται στις προσπάθειες
του Κρεμλίνου για την παροχή ηθικής και θρησκευτικής
εκπαίδευσης στους μαθητές και εφαρμόζεται πιλοτικά σε 12.000
περίπου σχολικές μονάδες. Από το 2010 σε μια προσπάθεια
δημιουργίας ενός ακόμη πιο ανοιχτού μαθήματος, που να
στηρίζεται στο σεβασμό της διαφορετικότητας, σε ορισμένες
περιφέρειες εισήχθη το μάθημα «Βασικά Στοιχεία Θρησκευτικών
πολιτισμών και Ηθική», ενώ, από το 2012 το μάθημα είναι
υποχρεωτικό σε όλα τα σχολεία της Ρωσικής επικράτειας. Παρότι
όμως οι μαθητές επιλέγουν ελευθέρα το περιεχόμενο του
μαθήματος που θα διδαχθούν (Ορθόδοξο δόγμα, Ισλαμισμός,
Βουδισμός, Ιουδαϊσμός ή ένα μάθημα με αναφορές και στα τέσσερα
κυρίαρχα θρησκευτικά δόγματα της χώρας), ο Ρωμαιοκαθολικισμός
και ο Προτεσταντισμός αποκλείστηκαν από το πρόγραμμα λόγω
αντιρρήσεων της Ορθόδοξης Εκκλησίας της Ρωσσίας 111.
110Το μάθημα διδάσκεται στο 81% των εκπαιδευτικών περιφερειών, εκτός άπό τίς
περιοχές στίς οποίες επικρατεί τό μουσουλμανικό στοιχείο ( Τσετσενία κλπ.). Βλ. και V.
Yaschenko, «Διδακτικές προτάσεις επί του μαθήματος Θρησκευτικών. Ορθόδοξος
πολιτισμός: παραδείγματα και μέθοδοι διδασκαλίας, στο: Τα Θρησκευτικά ως μάθημα
ταυτότητας και πολιτισμού, Βουλή των Ελλήνων, Αθήνα 2005, σ.192 και 194.
69
ύπαρξης» (1989). Το αρχικό γνωστικό αντικείμενο ήταν εξαρχής ο
χριστιανισμός (Κristendom) και η μελέτη της χριστιανικής πίστης
(kristendomskunskap). Το προσφερόμενο μάθημα, πλέον,
ονομάζεται «Θρησκειογνωσία» και είναι ένας συνδυασμός
διαλογικής γνώσης, κριτικού στοχασμού και υπαρξιακών
ζητημάτων με θρησκειολογικό προσανατολισμό. Το περιεχόμενό
του αναφέρεται στη μελέτη της θρησκείας (Religionskunskap) ή σε
κοινωνικές σπουδές (Samhallskunskap). Είναι υποχρεωτικό σε όλες
τις βαθμίδες της εκπαίδευσης και βασίζεται στη χριστιανική
διδασκαλία με έμφαση στον Λουθηρανισμό, ο οποίος θεωρείται
«εθνική» θρησκεία, ενώ δεν παρέχεται η δυνατότητα απαλλαγής. Το
περιεχόμενο του μαθήματος καλύπτει τις θεματικές: «Παράδοση
και πολιτισμός», «Ιστορικές σχέσεις Εκκλησίας και κοινωνίας», «Η
επίδραση του Χριστιανισμού στη σουηδική κοινωνία», «Ομοιότητες
και διαφορές μεταξύ των θρησκειών», «Μη θρησκευτικές αντιλήψεις
για τη ζωή», «Νέες θρησκείες και θρησκευτικά φαινόμενα». Οι
άλλες θρησκείες, διδάσκονται με έμφαση στις ομοιότητες και στις
διαφορές τους με τον Χριστιανισμό.
112Βλ. Finnish national board of education Νational Core Curriculum for general upper secondary
education intended for young people (27.8.2003), Finland 2003, σ.162.
70
Αυτοκέφαλες Εκκλησίες, το σχίσμα, τη δογματική διδασκαλία της
Ορθόδοξης Εκκλησίας, πληροφορίες για την Π.Δ., ενότητες που
προωθούν την κατανόηση προς τη θρησκευτική ετερότητα υπό το
ορθόδοξο πρίσμα, καθώς και μια πλήρη περιγραφή του πλαισίου
λειτουργίας της Ορθόδοξης Εκκλησίας στη Φινλανδία 113. Παρ’ όλα
αυτά, αν ζητηθεί εξαίρεση από την παρακολούθησή του από τρεις ή
περισσότερους μαθητές για λόγους θρησκευτικής συνείδησης, είναι
δυνατό να οργανωθεί από το σχολείο η διδασκαλία εναλλακτικού
μαθήματος, το οποίο ή θα ανταποκρίνεται στην ιδιαίτερη
θρησκευτική ομολογία των αιτούντων ή θα αναφέρεται σε γενικά
ζητήματα ανθρωπιστικής ηθικής 114.
71
θρησκευτικές πεποιθήσεις των άλλων» 116, ενώ, οι θρησκευτικές και
πολιτισμικές διαφορές και ιδιαιτερότητες γίνονται σεβαστές, υπό
την προϋπόθεση ότι δεν παραβιάζονται η ελευθερία της
θρησκευτικής συνείδησης και τα ατομικά δικαιώματα. Οι
διαπιστώσεις αυτές επιβεβαιώνονται και από μια έρευνα του
Πανεπιστημίου του Αμβούργου, για τη θέση των θρησκειών στην
ευρωπαϊκή εκπαίδευση, η οποία διήρκησε από το 2006 έως το 2009
(μέρος των αποτελεσμάτων της έχουν ανακοινωθεί) 117 και η οποία
εμφανίζει την Ευρώπη να αναπροσδιορίζει τη θέση των θρησκειών
στο σχολείο, εκτιμώντας το σημαντικό ρόλο που μπορούν αυτές να
διαδραματίσουν στη διαπολιτισμική επικοινωνία. Τονίζεται επίσης,
η ανάγκη ανάπτυξης του διαλόγου, ώστε να επιτευχθεί η ειρηνική
συμβίωση με τους «άλλους».
Ε. Περσελή, «Η θρησκευτική αγωγή στα χώρες της Ε.Ε. Προβλήματα και προοπτικές»,
116
Βλ.
117 http://www.redco.uni-hamburg.de/web/3480/4176/index.html, καθώς και
http://www.redco.unihamburg.de/cosmea/core/corebase/mediabase/awr/redco/research_findi
ngs/REDCo_exhibition.pdf. (Προσπελάστηκε στις 15-12-2014).
Σ. Δεσπότη, «Το μάθημα των Θρησκευτικών στο κέντρο της Ευρώπης», Εκκλησιαστική
118
Παρέμβαση,στο:http://www.zoiforos.gr/index.php?option=com_content&task=view&id=192
&Itemid=49. (Προσπελάστηκε στις 15-12-2014).
72
2.2 Η διδασκαλία των άλλων θρησκειών στην ιστορία του
θρησκευτικού μαθήματος στην Ελλάδα.
H πρώτη γραπτή και επίσημη μαρτυρία που διασώθηκε και αναφέρεται στη φροντίδα
119
73
χρέη, θέλουν διδάσκεσθαι και τα τού αγαθού πολίτου καθήκοντα διά
της ορθής ηθικής προσαρμοζόμενης εις τον ουράνιον νόμον του ιερού
Ευαγγελίου». Μετέπειτα, η κρατική εξουσία διορίζει στις 22 Μαρτίου
1833 με βασιλικό διάταγμα επταμελή Επιτροπή «προς διοργανισμόν
των σχολείων». Προτείνει, στα Δημοτικά σχολεία να διδάσκεται από
σχετικά διδακτικά εγχειρίδια η σύνοψη του ιστορικού τμήματος της
Αγίας Γραφής και η Κατήχηση, καθώς επίσης, η προσευχή των
μαθητών να τελείται 2 φορές ημερησίως 122.
122Το διάταγμα ανέφερε: «..θέλει γίνεσθαι προσευχή εωθινή και εσπερινή». Βλ. Ε.
Περσελή, Εξουσία και Θρησκευτική Αγωγή στην Ελλάδα του 19ου αιώνα, Γρήγορης, Αθήνα
1997, σ.12,56,68.
Το άρθρο 3 ανέφερε: «Περί διδαχής τής Κατηχήσεως εις τούς παίδας θέλει αποφασίζει
123
πάντοτε ο πατήρ, ή η μήτηρ εις έλλειψιν του πατρός, ή ο επίτροπος εις έλλειψιν
άμφοτέρων».
74
εκπαιδευτικής διαδικασίας» 125. Το διάταγμα εξέφραζε και την
επιθυμία του Maurer να εφαρμοστεί στην ελληνική εκπαίδευση η
αρχή της ίσης μεταχείρισης των μαθητών που προέρχονταν από
διαφορετικά θρησκευτικά περιβάλλοντα (καθολικοί, προτεστάντες,
μουσουλμάνοι), πολιτική σύμφωνη με τα τότε φιλελεύθερα
πολιτικά και εκπαιδευτικά ευρωπαϊκά πρότυπα 126.
Ε. Περσελή, Εξουσία και Θρησκευτική Αγωγή στην Ελλάδα του 19ου αιώνα, Γρήγορης,
125
128Για τις επικρατούσες θεολογικές και φιλοσοφικές τάσεις στην Ευρώπη του 19ου
αιώνα βλ.: A. Vidler, The Church in an age of revolution. 1789 to the present day, Penguin
Books, 1961, σ.22 κ.ε.
75
Επιπλέον, οι συντάκτες τους ενεπνέοντο από την αντίληψη ότι το
περιεχόμενο της έννοιας «θρησκεία», θα έπρεπε να διδαχθεί σε όλες
τις εκπαιδευτικές βαθμίδες, κατά τρόπο που «να ικανοποιεί τις
αναζητήσεις των μαθητών, αποφεύγοτας και αποκλείοντας κάθε
προσέγγιση του διδακτικού υλικού, η οποία θα καλλιεργούσε ένα
στείρο ευσεβισμό» 129. Το σημασιολογικό περιεχόμενο της έννοιας
«θρησκεία», όμως, εξακολουθούσε να ταυτίζεται με τη διδασκαλία
του Χριστιανισμού. Έτσι, παρότι με τα προγράμματα των ετών 1913
και 1931 εισήχθη για πρώτη φορά στην ελληνική εκπαίδευση η
διδασκαλία ορισμένων βασικών στοιχείων από τις άλλες μεγάλες
θρησκείες, «τα περιεχόμενά τους τόνιζαν εμφατικά την υπεροχή και
τη σπουδαιότητα της ορθόδοξης παράδοσης και λατρείας έναντι των
υπολοίπων» 130.
129 Ε. Περσελή, Σχολική Θρησκευτική Αγωγή. Μελετήματα, Γρηγόρης, Αθήνα 1998, σ.10.
76
Το 1926 ο Αλ. Δελμούζος διατύπωσε τη θέση ότι, σε σχέση με
τη θρησκευτική αγωγή, ο Εκπαιδευτικός Όμιλος 132 δεν θα έπρεπε να
μεταβάλει την πάγια θέση του για τον σημαντικό σκοπό που πρέπει
να έχει η θρησκευτική αγωγή στα σχολεία, δηλαδή την καλλιέργεια
του θρησκευτικού συναισθήματος των μαθητών. Ο Δ. Γληνός,
αντίθετα, υποστήριξε ότι το μάθημα των Θρησκευτικών αποτελεί
«κατ’ εξοχήν ζήτημα ελευθερίας της συνείδησης και επομένως δε
θεωρεί τη διδασκαλία του θρησκευτικού μαθήματος στα σχολεία
αναπόσπαστη από την έννοια της δημόσιας αγωγής» 133. Ο δε
Ελληνικός Διδασκαλικός Σύλλογος 134 τόνιζε την ανάγκη να
πληροφορούνται οι μαθητές διά μέσου της σχολικής θρησκευτικής
αγωγής και τις υφιστάμενες διαφορές μεταξύ της Ορθόδοξης
Εκκλησίας και των άλλων χριστιανικών Εκκλησιών, πρόταση η
οποία είχε ληφθεί υπόψη κατά τη σύνταξη του Αναλυτικού
Προγράμματος της Μέσης εκπαίδευσης το 1897 135.
Ο Ελληνικός Διδασκαλικός Σύλλογος ιδρύθηκε στην Αθήνα το 1873 και μέλη του ήταν
134
135Βλ. Ε. Περσελή, Εξουσία και Θρησκευτική Αγωγή στην Ελλάδα του 19ου αιώνα,
Γρήγορης, Αθήνα 1997, σ.239, 241.
77
Το 1931 και πάλι με πρωτοβουλία των Φιλελευθέρων
καταρτίστηκε νέο Α.Π. για τη Δευτεροβάθμια εκπαίδευση, με πιο
διευρυμένο περιεχόμενο από αυτό του προηγούμενου. Η δομή της
θρησκευτικής αγωγής παρέμεινε σχεδόν η ίδια, όμως, τονιζόταν
εμφατικά η σχέση της Ελληνικής Ορθόδοξης Εκκλησίας με τις άλλες
Ορθόδοξες ή μη χριστιανικές Εκκλησίες, παρότι διδάσκονταν με
προκατάληψη οι άλλες θρησκείες 137.
137 Βλ. Ε. Περσελή, Χριστιανική Αγωγή και σύγχρονος κόσμος, Αρμός, Αθήνα 1994, σ.160.
139 Βλ. Ε. Περσελή, Χριστιανική Αγωγή και σύγχρονος κόσμος, Αρμός, Αθήνα 1994, σ.199.
78
αυτά αποκλείουν τη διδασκαλία των άλλων μεγάλων θρησκειών
από το σχολείο κατά τρόπο αντικειμενικό και υπεύθυνο, καθόσον η
προαναφερθείσα σκοποθεσία, προσκρούει στην επιδίωξη του ίδιου
Νόμου, οι μαθητές «..να διακατέχονται από πίστη προς τα γνήσια
στοιχεία της ορθόδοξης χριστιανικής παράδοσης» 140.
79
πληροφορήσει σφαιρικά για τα βασικά χαρακτηριστικά των άλλων
μεγάλων θρησκειών του κόσμου, αμβλύνοντας τις προκαταλήψεις
προς αυτές και τους πιστούς τους. Έτσι, το 2003, το Παιδαγωγικό
Ινστιτούτο δημοσίευσε το Διαθεματικό Ενιαίο Πλαίσιο
Προγράμματος Σπουδών (Δ.Ε.Π.Π.Σ.) και τα Αναλυτικά
Προγράμματα Σπουδών (Α.Π.Σ.) για την υποχρεωτική εκπαίδευση
(ΦΕΚ τ.Β' αρ. 303/1303-03). Η σκοποθεσία των Προγραμμάτων αυτών
χαρακτηρίστηκε ως εκσυγχρονισμένη, αφού περιελάμβανε «την
ανάδειξη της συμβολής του Χριστιανισμού στη συνοχή του σύγχρονου
κόσμου, την ευαισθητοποίηση των μαθητών απέναντι στους
σύγχρονους κοινωνικούς προβληματισμούς, την υπογράμμιση του
υπερφυλετικού, υπερεθνικού και οικουμενικού χαρακτήρα του
χριστιανικού μηνύματος, προβληματισμούς και διαπιστώσεις γύρω
από την πολυπολιτισμική, πολυφυλετική και πολυθρησκευτική δομή
των συγχρόνων κοινωνιών και τέλος, τη συνειδητοποίηση της ανάγκης
μιας διαχριστιανικής και διαθρησκειακής επικοινωνίας» 142. Ως προς
τη διεύρυνση του περιεχομένου τους προς τις άλλες ομολογίες και
θρησκείες, εκτός από τη διδασκαλία τους στη Β' τάξη του Λυκείου,
εισήχθησαν στις τελευταίες τάξεις του Δημοτικού Σχολείου
τέσσερις διδακτικές ενότητες για τον Ρωμαιοκαθολικισμό, τον
Προτεσταντισμό, τον Ιουδαϊσμό και το Ισλάμ. Με άλλα λόγια, η
προσπάθεια του 2003 ανεδείκνυε ένα θρησκευτικό μάθημα που
βοηθούσε στην κατανόηση της εντόπιας θρησκευτικής και
πολιτισμικής παράδοσης και εξέφραζε τον Ελληνικό θρησκευτικό
πολιτισμό, με σεβασμό προς την ετερότητα.
80
οι συχνές αναθεωρήσεις των Π.Σ. της Θρησκευτικής αγωγής στην
Ελλάδα, αναδεικνύουν μια γενικότερη αδυναμία της επιστημονικής
κοινότητας και των φορέων παροχής της να ομονοήσουν σε ένα
κοινά αποδεκτό μοντέλο διδασκαλίας της, που θα διαμορφώνει
επαρκώς τη θρησκευτική ταυτότητα των Ελλήνων μαθητών,
καλύπτοντας σταδιακά ως το λύκειο και την ετερότητα.
143Η ονομασία του μαθήματος στην Ελλάδα, είναι αντιγραφή του γερμανικού όρου
«Religionsunterricht». Βλ. Ι. Κογκούλη, «Η ωφέλιμος παιδεία και το ελληνικόν σχολείον»,
Κοινωνία 2 (2011), Αθήνα 2011, σσ.135-147, εδώ σ.144, ενώ με το διάταγμα «Περί του
προγράμματος των εν τοις Ελληνικοίς Σχολείοις και τοις Γυμνασίοις διδακτέων
μαθημάτων» του 1884, επί κυβέρνησης X. Τρικούπη (υπουργός «επί των Εκκλησιαστικών
και της Δημοσίας Εκπαιδεύσεως» Δ. Βουλπιώτης), καθιερώνεται και η ονομασία
«Θρησκευτικά», σε αντικατάσταση της μέχρι τότε ονομασίας «Ιερά γράμματα» ή «Ιερά
μαθήματα». Βλ. Ε. Περσελή, Εξουσία και Θρησκευτική Αγωγή στην Ελλάδα του 19ου αιώνα.
Γρήγορης, Αθήνα 1997, σ.241.
του ΄60, με κυριότερο χαρακτηριστικό του, την παραγνώριση των εθνικών ή φυλετικών
81
μεταγνώσης 146 και το «Curriculum», απαιτεί εξειδίκευση και ανοιχτό
πνεύμα από τον διδάσκοντα. Η γνώση και οι δεξιότητες που
προσφέρονται κατά τη διδασκαλία της «διαμορφώνουν στάσεις
ανεκτικότητας και καταλλαγής στους μαθητές, ενώ καλλιεργείται η
πολιτιστική και θρησκευτική τους ταυτότητα, διατυπώνουν αντίλογο
έναντι του φανατισμού και της μισαλλοδοξίας, αναπτύσσουν
θεμελιώδεις αξίες απαραίτητες για την προσωπική τους ζωή και για
τις σχέσεις τους με τους άλλους» 147 και διευρύνουν το οικογενειακό
αξιακό σύστημα πεποιθήσεων και αντιλήψεών τους.
Ευαισθητοποιούνται δε, ώστε «να αντιληφθούν και να εκτιμήσουν τα
στοιχεία που έχουν σχέση με τις βαθύτερες υπαρξιακές, εμπειρικές
και αισθητικές αναζητήσεις τους, εφόσον ζουν και κινούνται μέσα
στον κόσμο και στη φύση και συνυπάρχουν με τα άψυχα αντικείμενα
και τα έμψυχα υποκείμενα που τα περιβάλλουν». 148 Το θρησκευτικό
άποψη με κριτήριο την παιδαγωγική και διδακτική του μαθήματος», Νέα Παιδεία, τ.146,
Αθήνα 2013, σ.123.
82
μάθημα μεταβιβάζει ηθικές αξίες και αρχές, διαμορφώνει πρότυπα
και στάσεις με αφετηρία την αλήθεια, την αγάπη και την ελευθερία,
ενώ ταυτόχρονα συμβάλλει στην ανάπτυξη της θρησκευτικότητας
των μαθητών, διατηρώντας τα ιδιαίτερα στοιχεία του θρησκευτικού
τους πολιτισμού και προετοιμάζοντάς τους, ώστε να συμμετάσχουν
ενεργά στην κοινωνική ζωή, μέσα στην οποία θα συνεργάζονται
ειρηνικά με τους «άλλους» συμμαθητές τους. Δηλαδή, όπως
χαρακτηριστικά αναφέρει ο Ι. Μαρκαντώνης «διά του θρησκευτικού
μαθήματος, το σχολικό έθος γίνεται κοινωνικό ήθος» 149. Τα κριτήρια
αυτά, με τη συνδρομή της διαλογικής, συναφειακής (προσαρμογή
και σύνδεση του περιεχομένου του μαθήματος με τις τοπικές,
κοινωνικές συνθήκες διαβίωσης και τις εμπειρίες των μαθητών),
παραγωγικής (από το γενικό στο ειδικό) και επαγωγικής (διεύρυνση
των επιμέρους που οδηγούν στο όλο) προσέγγισης, τη
βιωματικότητα, την αυτενέργεια 150 και την εποπτεία,συμπληρώνουν
το θεωρητικό πλαίσιο των παιδαγωγικών αρχών, στις οποίες
βασίζεται η διδασκαλία του θρησκευτικού μαθήματος στο ελληνικό
Δημοτικό σχολείο.
83
ενώ σημαντική θέση στην ύλη του κατέχει και η ανάπτυξη της
θρησκευτικής τους συνείδησης. Από το Δημοτικό σχολείο μέχρι και
το Λύκειο, το μάθημα αποτελεί μια εξελικτική πορεία
συνειδητοποίησης, κατανόησης και αφομοίωσης πληροφοριών και
γνώσεων, προσφερόμενων με τη λεγόμενη «σπειροειδή» διάταξη
της ύλης». Είναι ανοικτό, πλουραλιστικό και ανεκτικό προς τις
άλλες χριστιανικές ομολογίες και θρησκείες, με γνωσιακό και
παιδαγωγικό χαρακτήρα, απαλλαγμένο από «ομολογιακές»,
κατηχητικές και ηθοπλαστικές αντιλήψεις και θεμελιώνεται κατ’
αρχάς στα μορφωτικά και πολιτιστικά αγαθά της ελληνικής
ορθόδοξης παράδοσης και του βυζαντινού πολιτισμού, αλλά και
στις μεγάλες θρησκευτικές παραδόσεις της Ευρώπης και του κόσμου
(Ρωμαικαθολικισμός, Προτεσταντισμός, Ιουδαϊσμός,
Μουσουλμανισμός). Απορρίπτεται δε ο φανατισμός και τονίζεται ο
σεβασμός των άλλων παραδόσεων και πολιτισμών, η ειρηνική
συμβίωση, η δικαιοσύνη και η προάσπιση των ανθρωπίνων
δικαιωμάτων. Μετουσιώνεται δε, σε αφομοιώσιμο διδακτικό υλικό
«με ένα περιγραφικό, μη αξιολογικό τρόπο, σεβόμενο την προσωπική,
οικογενειακή, εθνική και θρησκευτική ιδιαιτερότητά των μαθητών» 152.
Το ύφος της διδασκαλίας και η χρησιμοποιούμενη ορολογία,
βρίσκονται σε αναλογία με την πνευματική ωριμότητα και τα όποια
θρησκευτικά βιώματα των μαθητών του Δημοτικού σχολείου.
και ιδιαιτέρα στην Ελλάδα», Εκκλησιαστικός Φάρος ΟΕ΄ (2004) σσ.119-128, εδώ σ.122.
84
μπορεί να αξιοποιηθεί από τον εκπαιδευτικό ανάλογα, ώστε να
είναι πάντα προσαρμοσμένο στις ανάγκες και στις ιδιαιτερότητες
της «μαθητικής γεωγραφίας» της τάξης, ενώ δίδεται προσοχή στο
συσχετισμό των παρεχόμενων γνώσεων με τις νοητικές τους
ικανότητες, τις εμπειρίες και τις αναζητήσεις. Σε κάθε ενότητα
περιλαμβάνονται δραστηριότητες αξιολόγησης (ανοικτές, κλειστές,
σωστού–λάθους, ανάπτυξης, σχολιασμού), ενώ προτείνονται και
δραστηριότητες που απαιτούν τη μεταξύ των μαθητών συμμετοχή
και συνεργασία, μέσα από την αξιοποίηση ποικίλων πηγών
πληροφόρησης (βιβλιογραφία, τοπικά ή εθνικά μέσα ενημέρωσης,
περιοδικά, υπηρεσίες, διαδίκτυο).
85
διαμείβονται μεταξύ των μαθητών, κατά τη διαδρομή τους από και
προς τη σχολική μονάδα.
Βλ. Education and Religion: The Paths of Tolerance», Prospects, Quarterly Review of Comparative
158
86
η εκπαιδευτική πολιτική χαράσσεται από το Κράτος και διέπεται
από τις αρχές της αντικειμενικότητας, του πλουραλισμού και της
μετάδοσης των γνώσεων με κριτικό τρόπο. Γι’ αυτό και το
περιεχόμενό του προσφέρεται, δεν επιβάλλεται.
87
2.4 Το εν ισχύι Αναλυτικό Πρόγραμμα Σπουδών του
θρησκευτικού μαθήματος του Δημοτικού σχολείου (2003), τα
διδακτικά εγχειρίδια και οι αναφορές τους στη θρησκευτική
ετερότητα.
161 Εφημερίς της Κυβερνήσεως τ.2, αρ.303, 13-3-2003, Αποφάσεις υπ.αρ. 21072α/Γ2, Σ.3734.
162Γ. Γαϊτενίδη, Το μάθημα των Θρησκευτικών στο Δημοτικό σχολείο κατά την
πεντηκονταετία 1932-1982, Κυριακίδης, Θεσσαλονίκη 2000, σ.91.
88
• Τη σπουδή της ορθόδοξης χριστιανικής πίστης και παράδοσης,
αλλά και των άλλων θρησκευτικών παραδόσεων.
• «Την ανάπτυξη της κριτικής θρησκευτικότητας, του
πλουραλισμού και της πολυπολιτισμικής έκφρασης» 165.
• «Την καλλιέργεια πνεύματος αλληλεγγύης, την προαγωγή της
κοινωνικής συνοχής για την αντιμετώπιση των σύγχρονων κοινωνικών
προβλημάτων, το σεβασμό της θρησκευτικής ιδιαιτερότητας» 166 και
την προώθηση του πολιτισμού της ειρήνης.
89
• Δίνεται έμφαση στην ερευνητική και ανακαλυπτική μάθηση,
που ενθαρρύνεται από την ομαδοσυνεργατική και επικοινωνιακή
διδασκαλία.
• Καλλιεργούνται δεξιότητες μέσω διαλογικών και
συμμετοχικών δράσεων.
• Παρέχονται, ιδιαίτερα στη Στ΄τάξη, επαρκή στοιχεία γύρω
από τα πρόσωπα, τα έθιμα, τα σύμβολα, τις παραδόσεις, την
ιστορία, τα μνημεία και την κοινωνική και πολιτιστική ζωή
τεσσάρων μεγάλων θρησκειών και δογμάτων 168.
169Το Ι.Τ.Υ.Ε. είναι ένας ερευνητικός και τεχνολογικός φορέας με σκοπό την έρευνα και
την αποτελεσματική αξιοποίηση των Τεχνολογιών της Πληροφορίας και των
Επικοινωνιών (Τ.Π.Ε.). Ιδιαίτερη έμφαση δίνει στον τομέα της εκπαίδευσης και της διά
βίου μάθησης, με την ανάπτυξη και εφαρμογή των συμβατικών & ψηφιακών μέσων, την
έκδοση έντυπου και ηλεκτρονικού εκπαιδευτικού υλικού, τη διοίκηση και διαχείριση του
Πανελλήνιου Σχολικού Δικτύου, καθώς και την υποστήριξη της οργάνωσης και
λειτουργίας των ηλεκτρονικών υποδομών του Υπουργείου Παιδείας και Θρησκευμάτων
και όλων των εκπαιδευτικών μονάδων. Βλ. αναλυτικότερα στο:
http://www.cti.gr/el/.(Προσπελάστηκε στις 15-12-2014).
90
διαδραστικών εφαρμογών 172. Μια άλλη συγγενής πλατφόρμα, η
οποία δημιουργήθηκε παράλληλα με τον μετασχολιασμό των
διδακτικών αντικειμένων είναι ο «Εθνικός Συσσωρευτής
Εκπαιδευτικού Περιεχομένου» ή «Φωτόδεντρο» 173. Αποτελεί το
κεντρικό σημείο πρόσβασης στο ψηφιακό εκπαιδευτικό περιεχόμενο
που προαναφέρθηκε, προσφέροντας πληροφορίες και πηγές για τα
διδακτικά αντικείμενα και τα στοιχεία εμπλουτισμού τους,
αναλυτικά και ταξινομημένα.
91
χαρακτηριστικά τους (γνώσεις, έννοιες, σχέσεις, διαδικασίες),
επιχειρώντας «να τα διασυνδέσει και να τα συσχετίσει, σεβόμενη το
περιεχόμενό τους, προκειμένου να εξασφαλίσει την πληρέστερη και
σφαιρικότερη προσέγγισή τους» 175. Στα διαθεματικά προγράμματα,
το σημαντικό μέρος της διδασκαλίας και της μάθησης δεν είναι οι
γνώσεις που αποκτούν οι μαθητές, αλλά και οι διαδικασίες μέσα
από τις οποίες τις αποκτούν. Γι’ αυτό και παρ’ όλες τις διαφορές
τους στη διαδρομή που ακολουθούν, ώστε να αναδειχθούν αυτές οι
σχέσεις, οι δύο προσεγγίσεις δεν αντίκεινται η μία στην άλλη, αλλά
αλληλοσυμπληρώνονται. Τα διαθεματικά προγράμματα είναι
μαθητοκεντρικά-κοινωνιοκεντρικά και οργανώνονται γύρω από
θέματα που ενδιαφέρουν τους μαθητές 176, καταλύοντας τα όρια των
διακριτών μαθημάτων, ενώ τα διεπιστημονικά είναι γνωσιοκεντρικά
και οργανώνονται «σύμφωνα με τα περιεχόμενα των επί μέρους
επιστημών, επιχειρώντας συσχετίσεις μεταξύ τους, ώστε να
συμπληρωθούν οι γνώσεις των μαθητών από πολλαπλές οπτικές» 177.
Βλ. και Α. Κόπτση, Η διαθεματική διδασκαλία του μαθήματος των Θρησκευτικών στο
175
178Η μέθοδος Project είναι μια εκπαιδευτική διαδικασία που οδηγεί στη μόρφωση μέσω
μιας συγκεκριμένης διαδικασίας μάθησης. Είναι ένας τρόπος διδασκαλίας χωρίς
καθορισμένα όρια, αυστηρή οργάνωση και δομή, διότι η μάθηση πηγάζει από την
εμπειρία που αποκτούν οι μαθητές μέσα από την ενεργό συμμετοχή τους στις
διαδικασίες. Βλ. Ε. Τσαγκαρλή, Ειδική διδακτική των Θρησκευτικών. Διδασκαλίες
Μονοθεματικές-Διαθεματικές-Διεπιστημονικές-Project, Λύχνος, Αθήνα 2011, σ.188.
92
πρόσωπα της τοπικής και ευρύτερης κοινωνίας, δραματοποιήσεις,
αφηγήσεις, παρουσιάσεις, θεατρικά δρώμενα, δραστηριότητες που
ενεργοποιούν τη φαντασία και την πρωτοβουλία των μαθητών,
χρήση υλικού αντλημένου από το διαδίκτυο, επισκέψεις σε μνημεία,
μουσεία κ.λπ.) 179. Ο δάσκαλος λ.χ., μπορεί να διδάξει εκ
παραλλήλου την Ελληνική και Εβραϊκή κοσμογονία, σε συνδυασμό
με τις σύγχρονες φυσικές θεωρίες, προσφέροντας συνδυαστική
γνώση. Στην Περιβαλλοντική αγωγή, επίσης, μπορεί να τονιστεί η
θέση του Θεού στη δημιουργία του κόσμου και της φύσης και η αξία
της ανθρώπινης πρωτοβουλίας για την προστασία της. Οι
αγιογραφίες, η βυζαντινή μουσική, τα αντικείμενα μικροτεχνίας και
ξυλογλυπτικής, τα ιερά άμφια και τα σκεύη με τις ανάγλυφες
απεικονίσεις, όπως και κάθε άλλο αντικείμενο θρησκευτικής
τέχνης, συνδεόμενο με τα τοπικά ήθη, τα έθιμα και τις λατρευτικές
παραδόσεις, μπορούν να χρησιμοποιηθούν με επιτυχία στη
διαθεματική διδασκαλία του μαθήματος, διασυνδέοντας τις άλλες
επιστήμες με γεγονότα και καταστάσεις της καθημερινής ζωής των
μαθητών. Γι’ αυτό και η ύλη διαβαθμίζεται, εκκινώντας από απλά
ψυχικά και συναισθηματικά ερεθίσματα στις τάξεις Γ΄ και Δ΄ και,
ανάλογα με το περιεχόμενο των ενοτήτων εμπλουτίζεται με
επιπλεόν διαπολιτισμικά και ιστορικά στοιχεία. Οι προσφερόμενες
γνώσεις διανθίζονται από δραστηριότητες σχετιζόμενες με τη ζωή
των μαθητών, με αφετηρία οικείες τους παραστάσεις. Με τον τρόπο
αυτό, μέσα και από τις διαθεματικές προεκτάσεις, προωθείται η
διασύνδεσή της θρησκευτικής με την καθημερινή τους ζωή,
οδηγούμενοι στην αυτόνομη μάθηση, την οποία αποκτούν μέσα από
την ενεργό συμμετοχή τους σε σχετικές δραστηριότητες (δεξιότητας,
ικανότητας χρήσης ποικίλων πηγών και εργαλείων πληροφόρησης
και επικοινωνίας για την εξεύρεση, ανάλυση, αξιολόγηση και
παρουσίαση πληροφοριών) 180.
Βλ. Γ. Στάθη «Το μάθημα των Θρησκευτικών στην Πρωτοβάθμια εκπαίδευση», στο: Η
179
93
Ένας γενικότερος, αλλά εξίσου σημαντικός στόχος της
διαθεματικής προσέγγισης κατά τη διδασκαλία της θρησκευτικής
αγωγής είναι και η διάπλαση των χαρακτήρων των μαθητών μέσα
σε κλίμα ελευθερίας, η εξοικείωσή τους με τις διαδικασίες μάθησης,
καθώς και η καλλιέργεια πνεύματος αλληλοσεβασμού και
αποδοχής των μαθητών με διαφορετικό κοινωνικό και θρησκευτικό
υπόβαθρο.
181 Βλ. Η. Ματσαγγούρα, Θεωρία της διδασκαλίας, Gutenberg, Αθήνα 2001, σ.152 κ.εξ.
Για τις ταξινομίες των διδακτικών στόχων βλ. Β. Βloom, H ταξινομία των διδακτικών
182
στόχων. Τ.Α'. Γνωστικός Τομέας, Αθήνα 1986, σσ.260-270, Τόμ.Β'. Συναισθηματικός τομέας,
Αθήνα 1986, σσ.257-269 και Θ. Τριλλιανού, Μεθοδολογία της Σύγχρονης Διδασκαλίας.
Τόμ.Α΄, Αθήνα 1998, σ.141. Οι πιο γνωστές ταξινομίες αναφέρονται σε τρεις τομείς: στο
Γνωστικό τομέα (γνώση, κατανόηση, εφαρμογή, ανάλυση, σύνθεση, αξιολόγηση), στο
Συναισθηματικό τομέα (Πρόσληψη-Προσοχή, Ανταπόκριση, Αποτίμηση, Οργάνωση) και
στον Ψυχοκινητικό τομέα. Βλ. και Ε. Δημητρόπουλου, Εκπαιδευτική Αξιολόγηση-
Αξιολόγηση του μαθητή, Αθήνα 1989, σ. 40.
183 Α. Παπά, Διαπολιτισμική Παιδαγωγική και Διδακτική, Αθήνα 1998, σ.389 κ.εξ.
94
επιτυγχάνεται η εγγύτητα του σχολείου με την καθημερινή ζωή των
μαθητών, καθώς εκείνοι «ασκούνται να προσεγγίζουν προβλήματα
από διαφορετικές οπτικές γωνίες, να διακρίνουν την πολυπλοκότητά
τους και να αποφεύγουν μονόπλευρες λύσεις» 184. Ειδικότερα, οι
προτάσεις διδασκαλίας για το θρησκευτικό μάθημα που βασίζονται
στη μέθοδο curriculum, στοχεύουν στην κοινωνική δικαιοσύνη, στην
ανάπτυξη της κριτικής θρησκευτικής σκέψης, στη διαμόρφωση της
πολιτισμικής και θρησκευτικής ταυτότητας των μαθητών και στην
περιβαλλοντική τους ευαισθητοποίηση. Η θεωρητική αυτή βάση
ερείδεται σε τρεις παραμέτρους:
α. Η θρησκεία διαδραματίζει σημαντικό ρόλο στη μετάδοση
βασικών αρχών συμπεριφοράς στους μαθητές.
β. Στο σχολείο «θα πρέπει να διδάσκεται η θρησκεία, στην οποία
συμπυκνώνονται τα θεμελιώδη στοιχεία του εντόπιου πολιτισμού των
μαθητών» 185.
γ. «Οι μαθητές οικοδομούν ενεργητικά την ηθική και θρησκευτική
τους προσωπικότητα, ενσωματώνοντας σε αυτή τις απαραίτητες
θρησκευτικές και κοινωνικές γνώσεις» 186.
95
ορθόδοξου ήθους, τη σύζευξη Ορθοδοξίας και ελληνικής
ιστορίας, τη θρησκευτική και πολιτιστική ταυτότητα των
Ελλήνων. Το περιεχόμενό αυτό αποτελεί πρότυπο διαθεματικής
συνεργασίας με τα υπόλοιπα γνωστικά αντικείμενα, καθόσον,
αναφέρεται στον πολιτισμό, στο περιβάλλον, στην τέχνη, στην
ηθική ανάπτυξη, στις κοινωνικές σχέσεις, στην ελευθερία, στη
δικαιοσύνη, στην συναδέλφωση των λαών, στην αλληλεγγύη,
στην αγάπη, ενώ στιγματίζει την κοινωνική αδικία. Προσφέρει
γνωριμία με τις αξίες και τον πολιτισμό που διαμόρφωσε ο
Χριστιανισμός και η ορθόδοξη παράδοση στο πέρασμα των
αιώνων, αλλά και πληροφορίες για άλλες, μεγάλες θρησκείες
και δόγματα, ενώ προσεγγίζει το περιεχόμενο της πίστης,
διαμορφώνοντας ηθικά και κοινωνικά πρότυπα για τους
μαθητές. Το περιεχόμενο των διδακτικών ενοτήτων που αφορούν
στις άλλες θρησκείες αποτελεί υποχρεωτική διδακτέα ύλη για
όλους τους μαθητές και προσφέρεται χωρίς να αποσιωπώνται οι
ιδιαιτερότητες κάθε θρησκευτικής παράδοσης. Τα διδακτικά
εγχειρίδια πέραν των κειμένων, της εικονογράφησης, των
αφηγήσεων, των ποιημάτων και των παραθεμάτων που
διαθέτουν, δίνουν ιδιαίτερη βαρύτητα σε δραστηριότητες, οι
οποίες, πολλαπλασιάζουν την εμπειρία και κατοχυρώνουν την
αποκτηθείσα γνώση, προεκτείνοντάς τη μέσα από δύο πακέτα
εκπαιδευτικού λογισμικού, ομαδοποιημένα για τις τάξεις Γ΄-Δ΄
και Ε΄-Στ΄, τα οποία, προσφέρονται ως εποπτικά συμπληρώματα
των ομότιτλων διδακτικών ενοτήτων.
96
κρίνεται παιδαγωγικά ορθό, να αποσπαστούν οι μικροί μαθητές
κατά τη δημιουργία των θεμελίων του αρχικού τους πολιτισμού.
Α΄ και Β΄ τάξεις
Η θρησκευτική αγωγή στις Α΄ και Β΄ τάξεις του Δημοτικού
σχολείου ενσωματώνεται στη Μελέτη Περιβάλλοντος, με τα σχετικά
κείμενα να αφορούν κυρίως σε θρησκευτικές γιορτές κι επετείους 188.
Στο βιβλίο της Γλώσσας της Α΄ τάξης (1ο τεύχος) και στην παρέα
των παιδιών που πρωταγωνιστούν στις ενότητες, συμμετέχει ο
Σαμπέρ, χωρίς να παρέχονται άλλες πληροφορίες στους μαθητές
για το πρόσωπό του. Μόνο στο βιβλίο του Δασκάλου αναφέρεται ότι
«Ανάμεσά τους υπάρχει κι ένα παιδί οικογένειας μεταναστών από
την Ασία» (σ.13). Ο Σαμπέρ στις σ.70 και 72 διηγείται ένα παραμύθι
με αντίστοιχες ασκήσεις στο βιβλίο εργασιών του Μαθητή (σ.67),
από τις οποίες, «επιζητείται η ανάδειξη στοιχείων κοινών στους
ανθρώπινους πολιτισμούς» (βιβλίο Δασκάλου, σ.13), αν και μέσα
από το κείμενο δεν προκύπτει αυτή η ανάδειξη.
97
Στη Μελέτη Περιβάλλοντος της Α΄ τάξης και στην ενότητα
«Πώς είναι η τάξη μου» (σ.12), παρουσιάζονται τρεις διαφορετικές
εικόνες σχολείων (Άπω Ανατολής, Μουσουλμανικού, Αφρικανικού),
ενώ καλούνται οι μαθητές να διαπιστώσουν ομοιότητες και
διαφορές σε σχέση με το σχολείο και την τάξη τους. Στην ενότητα
«Άλλες οικογένειες» (σ.28), ως αφόρμηση, οι μαθητές καλούνται να
βρουν ομοιότητες και διαφορές της οικογένειάς τους με τις
οικογένειες των Κινέζων και των Ινδών που εικονίζονται στην
ενότητα.
98
ανάγκη συνύπαρξης και ενσωμάτωσής τους μέσα από την
επικοινωνία (φράσεις σε ξένες γλώσσες) και τα παιχνίδια, ενώ στην
ενότητα «Η Εκκλησία της συνοικίας» (σ.32), απεικονίζονται
εκκλησίες από διάφορα δόγματα ή θρησκείες (Καθολικός ναός,
Εβραϊκή συναγωγή, Μουσουλμανικό τέμενος στη Θράκη), μαζί με
μια αναφορά στο Δωδεκάθεο των Αρχαίων Ελλήνων.
Γ΄ τάξη
Στο βιβλίο των Θρησκευτικών της Γ΄ τάξης, στην ενότητα
«Όλα τα παιδιά του κόσμου είναι αδέλφια» (σ.29), γίνεται λόγος για
τα δικαιώματα των παιδιών και τη μη ύπαρξη διαφορών ανάμεσα
στους ανθρώπους, ανεξάρτητα από τις γεωγραφικές, φυλετικές και
θρησκευτικές τους καταβολές, με βάση το ρηθέν του Παύλου: «οὐκ
ἔνι ἄρσεν καὶ θῆλυ» 189. Οι παράμετροι αυτές, όμως, δεν αναλύονται
επαρκώς, παρ’ ότι στο βιβλίο του Δασκάλου (σ.36) αναφέρεται ως
πρώτος διδακτικός στόχος η κατανόηση από τους μαθητές ότι, «όλοι
οι άνθρωποι έχουν τα ίδια δικαιώματα στη ζωή, στη μόρφωση, στην
ελευθερία, στην εκπαίδευση, στην άμβλυνση θρησκευτικών
αντιπαραθέσεων και στη διαμόρφωση συνειδήσεων στο σύγχρονο
κόσμο». Στην ενότητα «Οι σχέσεις μας με τους άλλους και με τον
Θεό» (σ.44), υπάρχει και πάλι αναφορά στην ειρηνική συνύπαρξη
των ανθρώπων όταν υπακούουν σε κοινούς κανόνες και εντολές.
Στην ενότητα «Ζούμε με τους άλλους» (σ.86), γίνεται μια αναφορά
στις συγκρούσεις, οι οποίες προκύπτουν κατά τη συνύπαρξη και τη
συμβίωση με τους άλλους, με προτεινόμενη λύση στο τέλος της
ενότητας την προσευχή. Επίσης, στην υποενότητα «Συζητώ μέσα
στην τάξη», προτείνεται ως δεύτερο θέμα συζήτησης το: «Γιορτές
συμμαθητών μου από άλλες χώρες ή θρησκείες», προσφέροντας
189 Γαλ.3,28.
99
ευρύ πεδίο συζήτησης για το ζήτημα, με αντίστοιχη οδηγία και στο
βιβλίο του Δασκάλου (σ.81). Στην ενότητα «Με τους αληθινούς
φίλους πλουτίζουμε τη ζωή» (σ.90), η εισαγωγική εικόνα
παρουσιάζει δυο παιδιά διαφορετικής φυλής να παίζουν μαζί. Το
θέμα όμως, εξαντλείται εκεί, χωρίς άλλη αναφορά στο βιβλίο του
Μαθητή ή του Δασκάλου. Στην ενότητα «Ο καλός Σαμαρείτης»
(σ.95), γίνεται σαφέστατη αναφορά στον «πλησίον», αναφέροντας
ότι αυτός είναι «κάθε άνθρωπος ανεξάρτητα από φυλή, θρησκεία,
γλώσσα». Επίσης, στην υποενότητα «Η αγάπη δεν έχει χρώμα»,
γίνεται λόγος και για άλλες διαφορές (χρώματος, γλώσσας,
αναπηρίας), που πιθανόν διαφοροποιούν τους μαθητές αυτούς από
το σύνολο, ενώ στο βιβλίο του Δασκάλου, στις υποενότητες
«Πρόταση κυρίου διδακτικού στόχου» και «Εμπέδωση διδακτικών
στόχων» (σ.88), δίνονται επιπλέον οδηγίες για τη διαπραγμάτευση
του θέματος. Στα Α.Π., στις Θεματικές ενότητες - Διατιθέμενος
χρόνος (σ.145), προτείνεται η ένταξη διαφόρων πρωτοβουλιών στις
δραστηριότητες της ενότητας, όπως, η συγκέντρωση χρημάτων ή
ειδών πρώτης ανάγκης για αλλοεθνή ή ετερόθρησκα παιδιά ή
οικογένειες που έχουν ανάγκη.
Δ΄ τάξη
Στο βιβλίο της Μελέτης Περιβάλλοντος και στην ενότητα
«Θρησκευτικά μνημεία στον τόπο μας» (σ. 46), απεικονίζεται ένα
τζαμί στη Θράκη, προσφέροντας την ευκαιρία στους μαθητές να
συζητήσουν για το Ισλάμ. Απώτερος γενικός στόχος είναι η
αναγνώριση, ο σεβασμός των ιδιαιτεροτήτων και η ομαλή και
απρόσκοπτη ένταξη των αλλόθρησκων μαθητών στη σχολική
κοινότητα και στον ευρύτερο κοινωνικό χώρο, μέσα από τη γνωριμία
με τις πολιτισμικές αξίες και τις θρησκευτικές παραδόσεις τους. Στο
βιβλίο των Θρησκευτικών και στην ενότητα «Πορευθείτε σε όλα τα
έθνη» (σ.78), υπάρχει σαφής αναφορά στο διαφορετικό και στο
δικαίωμα κάθε ανθρώπου, όπου κι αν ανήκει αυτός, να δεχθεί το
100
μήνυμα του Χριστού. Αν και αναφέρονται το χρώμα, η φυλή, η
γλώσσα και οι παραδόσεις, δεν αναφέρεται το διαφορετικό
θρήσκευμα, στο οποίο, κάποιοι μαθητές πιθανόν θα ανήκουν, ενώ
ακριβώς η ίδια φράση επαναλαμβάνεται και στο βιβλίο του
Δασκάλου (σ.77). Στη σ.79 ακολουθεί η εξιστόρηση των περιπετειών
των Αιδέσιου και Φρουμέντιου σε μια κατεξοχήν ειδωλολατρική
χώρα, την Αιθιοπία. Στο βιβλίο του Δασκάλου και στο εισαγωγικό
κείμενο του κεφαλαίου (σ.76), γίνεται αναφορά στο ιεραποστολικό
έργο της Εκκλησίας και στους λαούς που αυτό αγκαλιάζει. Παρότι
όμως, αναφέρονται ο διαφορετικός πολιτισμός, τα ήθη και τα έθιμα
των λαών αυτών, παραλείπεται οποιαδήποτε αναφορά στη
θρησκεία τους, αν και αυτή αποτελεί μια από τις αιτίες
δραστηριοποίησης της Ιεραποστολής, η διάδοση δηλαδή, του λόγου
του Θεού σε τόπους και ανθρώπους που τον αγνοούν. Η ενότητα
«Εργαζόμαστε για την ενότητα όλων» (σ. 90), αναφέρεται στην
υπαγωγή όλων με σεβασμό, αλληλοκατανόηση και χωρίς διακρίσεις
στην αγκαλιά της Εκκλησίας. Αυτή η πρόταση αποτελεί τον κύριο
διδακτικό στόχο (βιβλίο Δασκάλου, σ.87) με μια στοιχειώδη
παράθεση των δυσκολιών για την πραγματοποίησής της. Στα Α.Π.,
στις Θεματικές ενότητες - Διατιθέμενος χρόνος (σ.151), αν και
προτείνεται η σύνταξη της δραστηριότητας: «Οι μαθητές
καταγράφουν περιπτώσεις αλληλοβοήθειας λαών που ανήκουν σε
διαφορετικές θρησκείες», αυτό δεν υλοποιείται στην ενότητα.
Ε΄ τάξη
Στο βιβλίο των Θρησκευτικών της Ε΄ Δημοτικού, στο
κεφάλαιο Δ΄ «Δημιουργώντας έναν όμορφο κόσμο», σε όλες σχεδόν
τις ενότητες υπάρχει η δυνατότητα να εκφραστεί το «διαφορετικό»
και ο αλλόθρησκος μαθητής να μοιραστεί τις εμπειρίες του με τους
ορθόδοξους συμμαθητές του. Στην ενότητα «Αγία Σοφία: Ένα
θαύμα τέχνης» (σ.68), θα μπορούσε να υπάρχει, παρά την πληθώρα
της ύλης, μία μικρή αναφορά σε ναούς ή προσκυνηματικούς χώρους
άλλων δογμάτων και θρησκειών, ώστε να καταδειχθεί η σημασία
του ναού ως ιερού χώρου προσευχής, ως φορέα έκφρασης
θρησκευτικών και πολιτισμικών αξιών και ως κτίσματος με
ιδιώνυμα και ποικιλόμορφα θρησκευτικά, τεχνικά, δομικά,
καλλιτεχνικά, αισθητικά και πολιτισμικά χαρακτηριστικά. Στις
ενότητες «Τοιχογραφίες που διηγούνται πολλά» (σ.78), «Ψηφιδωτά
101
καλλιτεχνήματα» (σ.81) και «Μικροτεχνήματα» (σ.84), μπορούν να
πραγματοποιηθούν δραστηριότητες, οι οποίες, θα αναδεικνύουν την
καλλιτεχνική έκφραση και δημιουργία, μέσα από έργα
θρησκευτικής τέχνης (εικόνες, τοιχογραφίες, ψηφιδωτά) άλλων
θρησκειών, ως μέσων δοξολογίας του Θεού τους. Στην ενότητα
«Κατανυκτικοί ύμνοι και ψαλμοί» (σ.87) θα ήταν χρήσιμο να
παρατίθενται, εκτός των υφισταμένων, αποσπάσματα
θρησκευτικών ύμνων και κειμένων άλλων θρησκειών και
δογμάτων, με τη δυνατότητα ακρόασής τους στην τάξη, μέσα από
συνοδευτικό λογισμικό ή άλλο ψηφιακό διαδραστικό υλικό.
Ακολούθως, οι μαθητές, βασιζόμενοι στο περιεχόμενό τους, θα
μπορούσαν να προχωρήσουν σε μια συγκριτική αναφορά, με βάση
την υποενότητα «Τι εκφράζουμε με τους ύμνους» (σ.89), για το
περιεχόμενο, τα συναισθήματα, τον σκοπό και την ανάγκη που ωθεί
τους ανθρώπους να δημιουργήσουν και να αναπέμψουν ύμνους
στον Θεό, αλλά και τα αποτελέσματα που επιφέρει στην ψυχή τους
αυτού του είδους η επικοινωνία.
Στ΄ τάξη
Στο βιβλίο της Γλώσσας της Στ΄ Δημοτικού (1ο τεύχος), στην
ενότητα «Λέξεις..Φράσεις..Κείμενα» (σ.90), περιλαμβάνονται
κείμενα με πληροφορίες για τις μεγάλες θρησκείες (Ινδουισμός,
Ιουδαϊσμός, Βουδισμός, Χριστιανισμός, Ισλάμ), συνοδευόμενα από
αντιπροσωπευτικό φωτογραφικό υλικό και ασκήσεις, πάνω σε
κάποιο υποτιθέμενο αφιέρωμα στην εφημερίδα του σχολείου με
τίτλο «Θρησκείες στον κόσμο».
102
αναλύονται και άλλες παράμετροι (η αρχιτεκτονική, το
τελετουργικό, η προσευχή), με σχετική εικονογράφηση και
δραστηριότητες, ενώ οι ενότητες καταλήγουν χωρίς να προκαλούν,
στη διαπίστωση των ιδιαιτεροτήτων κάθε θρησκευτικής και
πολιτισμικής παράδοσης.
103
λειτουργεί ως συνοδευτικό εποπτικό υλικό, περιέχεται η ενότητα
«Ετερόδοξοι και αλλόθρησκοι», με το περιεχόμενο της οποίας
εμπλουτίζονται οι αντίστοιχες ενότητες με επιπλέον εικόνες και
πληροφορίες.
191 Ε. Περσελή, Σχολική Θρησκευτική Αγωγή. Μελετήματα, Γρηγόρης, Αθήνα 1998, σ.148.
104
Μια άλλη παρατήρηση είναι ότι η θρησκευτική ύλη, όπως
αποτυπώνεται στα εν χρήσει εγχειρίδια, ενώ βρίσκεται πολύ κοντά
στην καθημερινή πραγματικότητα που βιώνουν οι μαθητές, αρκετές
φορές, υπό το βάρος της διεξοδικής ανάπτυξής της, είναι
υπερβολική σε έκταση και ανάλυση 193 για τις δυνατότητές τους και
τις διατιθέμενες ώρες διδασκαλίας. Γι’ αυτό, κρίνεται απαραίτητη η
αναθεώρησή των κριτηρίων επιλογής της με αντίστοιχη, μικρότερη
σε έκταση και πλουσιότερη σε διαπολιτισμική ύλη.
Προσπελάστηκε στις 15-12-2014), σε ό,τι αφορά στο άνοιγμα προς τον «άλλο» (Α.Π.
σ.3,4,5), σε συνδυασμό με την προσπάθεια δημιουργίας και παγίωσης της ορθόδοξης
ταυτότητας στους μαθητές (Α.Π. σ.6), ξεκινώντας τη από την Α΄ τάξη του Δημοτικού,
παράμετροι, εκ των οποίων, η πρώτη απουσίαζε εξ ολοκλήρου από τα προηγούμενα
Α.Π., με μόνη αναφορά στο βιβλίο της Β΄ Τάξης και στην ενότητα 17, σ.73, όπου
αναφερόταν ότι, «όλοι είμαστε αδέρφια»). Στις θεματικές ενότητες του βιβλίου της Α΄
τάξης συναντούμε, πλέον, μαθήματα όπως: «Φίλος με όλους Β΄: πέραν της φυλής και του
πολιτισμού», «Φίλος με όλους Γ΄: πέραν της θρησκείας και του χρώματος», «Προσευχή για
όλους», «Μοιράζομαι με όλους», «Συνεργάζομαι με όλους», ενώ στη Β΄ τάξη: «Φίλος με
όλους Β΄: πέραν των θρησκευτικών διαφορών», «Φίλος με όλους Γ΄: πέραν των φυλετικών
διαφορών», «Φίλος με όλους Δ΄: πέραν των πολιτισμικών διαφορών», καταδεικνύοντας τη
μεταστροφή της διδακτικής προσέγγισης του μαθήματος, προς ένα πιο «ανοιχτό»,
διαπολιτισμικό μάθημα.
105
διεύρυνσης του περιεχομένου προς τον «άλλο» με μια στοχευμένη
αναδιάταξη και εμπλουτισμό της προσφερόμενης ύλης.
Το διαθεματικό μοντέλο που εφαρμόζεται στη διδασκαλία του
θρησκευτικού μαθήματος εδράζεται σε ρεαλιστικά, θεολογικά,
γνωσιολογικά και διαπολιτισμικά κριτήρια, προσαρμοσμένα στις
ανάγκες και στις δυνατότητες των μαθητών. Γι’ αυτό και κάθε
προσπάθεια βελτίωσής του εξ απόψεως διδακτικής, παιδαγωγικής ή
μεθοδολογικής, θα πρέπει να μην το μετατρέπει σε πεδίο
πειραματικής εφαρμογής με αμφίβολα αποτελέσματα. Αντιθέτως,
μέσα από την ύλη του θα πρέπει να προσφέρονται στέρεες βάσεις
για την οικοδόμηση της ορθόδοξης πίστης των μαθητών, ώστε,
διαμορφώνοντας την προσωπική τους θρησκευτική ταυτότητα, να
κατανοήσουν μετέπειτα και τη θρησκευτική και πολιτισμική
ετερότητα.
106
2.5 Το νέο πιλοτικό Αναλυτικό Πρόγραμμα Σπουδών του
θρησκευτικού μαθήματος του Δημοτικού σχολείου (2011) και οι
αναφορές του στη θρησκευτική ετερότητα.
195 Υπόμνημα για το Νέο πρόγραμμα Σπουδών στα Θρησκευτικά Δημοτικού και
Γυμνασίου. Βασικές πτυχές του Π.Σ. στα Θρησκευτικά Δημοτικού & Γυμνασίου. Σκοποί,
Θεματικές Ενότητες, Κεντρικές Ιδέες, Περιεχόμενα, στο:
http://www.protagon.gr/resources/toolip/doc/2012/12/15/epitroph-empeirognwmonwn-
ypomnhma-gia-to-neo-ps-sta-8rhskeytika-dhmotikoy--gymnasioy-2532012.pdf, σ.4.
(Προσπελάστηκε στις 15-12-2014).
107
κατανόηση των δογματικών, λατρευτικών, υπαρξιακών και
πολιτισμικών εκφράσεων της Ορθόδοξης Εκκλησίας, των άλλων
μεγάλων χριστιανικών ομολογιών και θρησκευμάτων, την
προσέγγιση της θρησκευτικής πίστης γενικότερα και του
Χριστιανισμού ιδιαίτερα, με κριτήρια πολιτισμικά, ηθικά, κοινωνικά,
ιστορικά και θεολογικά, την αποκωδικοποίηση του θρησκευτικού
υποβάθρου των πολιτισμικών παραδόσεων, την αναγνώριση των
θρησκευτικών διαστάσεων του σύγχρονου πολιτισμού και την
κατανόηση των αρνητικών ή επικίνδυνων εκφράσεων των
θρησκειών που αυτές εμπεριέχουν ή διατηρούν. Τα νέα Α.Π., όπως
αναφέρει ο εκ των συντακτών τους Ι. Στριλιγκάς, «είναι ένας
εκπαιδευτικός κόμβος, ένας διεξοδικός οδηγός για τη διδασκαλία των
Θρησκευτικών, μεθοδικά οργανωμένος με βάση συγκεκριμένες
παιδαγωγικές αρχές και θεολογικούς άξονες που περιλαμβάνει
προτεινόμενα διδακτικά θέματα, διαθέσιμα διδακτικά μέσα και
διδακτικές δραστηριότητες, που τίθενται υπό την κρίση του
εκπαιδευτικού και των μαθητών» 196.
196Γ. Στριλιγκά, «Ανοικτή επιστολή προς τον Καθηγητή κ. Η. Ρεράκη», στο: http://e-
theologia.blogspot.gr/2012/07/blog-post_24.html, σ.215. (Προσπελάστηκε στις 15-12-2014).
197 ΥΠΔΒΜΘ, Π.Ι., Πρόγραμμα Σπουδών στα Θρησκευτικά Δημοτικού, Αθήνα 2001, σ.11.
108
Τα ανωτέρω υλοποιούνται μέσα από το λεγόμενο
«Πρόγραμμα Διαδικασίας» 199, το οποίο αφορά στη διαδικασία
μάθησης που ακολουθείται και όχι τόσο στα περιεχόμενα της
γνώσης. Τα Προγράμματα είναι επικεντρωμένα στις μαθησιακές
διεργασίες οι οποίες επιλέγονται, ώστε «να διευκολύνουν τους
μαθητές να ανακαλύψουν, να δομήσουν και να αξιοποιήσουν
δημιουργικά τη γνώση, την ενοποίηση των διαδικασιών απόκτησής της
και τον αποφασιστικό ρόλο που θα διαδραματίζουν στην παραγωγή
και στην ερμηνεία των θρησκευτικών νοημάτων» 200. Τα δε θέματα και
οι προτεινόμενες διδακτικές δραστηριότητες θεωρούνται ως
βήματα διδασκαλίας και όχι ως διδακτέα ύλη. Μα άλλα λόγια,
βασικό χαρακτηριστικό του Προγράμματος Διαδικασίας θεωρείται ο
παιδαγωγικός αναπροσανατολισμός της διδακτικής πράξης στην
κατεύθυνση της διερευνητικής, βιωματικής και συνεργατικής
μάθησης, καθώς και η ακολουθούμενη διδακτική μεθοδολογία και
λιγότερο τα διδακτικά περιεχόμενα του μαθήματος 201.
199 ΥΠΔΒΜΘ, Π.Ι., Πρόγραμμα Σπουδών στα Θρησκευτικά Δημοτικού, Αθήνα 2001, σ.14.
109
στους κανόνες και στα νεότερα πορίσματα της Παιδαγωγικής
επιστήμης και στοχεύει «στην κριτική ανάπτυξη της θρησκευτικής
συνείδησης των μαθητών, με τις γνώσεις και τις αξίες που παρέχει
για τις θρησκείες και από τις θρησκείες, μέσα από μια διερευνητική,
ερμηνευτική και διαλογική προσέγγιση» 203, υπηρετώντας κοινωνικά
προτάγματα καθολικού χαρακτήρα, όπως ο «πολιτισμικός
εγκλιματισμός των μαθητών» 204, όρος συμπληρωματικός του
θρησκευτικού γραμματισμού που απευθύνεται όχι μόνο στους
έλληνες ορθοδόξους μαθητές, αλλά σε όλους, ανεξαρτήτως εθνικής
καταγωγής ή θρησκευτικής ταυτότητας. Με τον τρόπο αυτό
υλοποιείται και η επιθυμητή υπέρβαση του κατηχητισμού, που
θεωρείται από τους συντάκτες ότι διατρέχει το περιεχόμενο των εν
ισχύι Α.Π. Θρησκευτικής αγωγής και των εξ αυτών διδακτικών
εγχειριδίων. Η ύπαρξη στοιχείων από άλλες θρησκείες εξυπηρετεί
τον γνωσιακό, ηθικό και κοινωνικό στόχο του «θρησκευτικού
γραμματισμού» χωρίς να υπεισέρχεται σε ζητήματα πίστης,
παραμένοντας σε επίπεδο γνωσιακό και πολιτιστικό. Άλλωστε, ο
«θρησκευτικός γραμματισμός» έχει ως περιεχόμενο τις γνώσεις, την
πληροφόρηση, την εμπειρία και δεν αποτελείται απλώς από
πληροφορίες, αλλά περικλείει και τη δυναμική ενός θρησκευτικού
πολιτισμού που προετοιμάζει τον μαθητή να λειτουργήσει ως
πρόσωπο μέσα στο περιβάλλον του.
203 ΥΠΔΒΜΘ, Π.Ι., Πρόγραμμα Σπουδών στα Θρησκευτικά Δημοτικού, Αθήνα 2001, σ.13.
110
διαλεκτικό τρόπο, ενώ παραμένει «..κεντρικός ο λόγος της ορθόδοξης
θεολογίας και παράδοσης, η οποία μέσα από το θρησκευτικό μάθημα
καλείται να προχωρήσει επέκεινα και αυτής της νεωτερικότητας και
να αποδεχθεί τον πλουραλισμό και την ετερότητα, κατά τρόπον, ώστε
να μην την υποτιμά, να μην την σχετικοποιεί, πολύ δε περισσότερο να
μην εγκαταλείπει την αυτοσυνειδησία της» 205.
205 ΥΠΔΒΜΘ, Π.Ι., Πρόγραμμα Σπουδών στα Θρησκευτικά Δημοτικού, Αθήνα 2001, σ.17.
111
• Την διερεύνηση των πτυχών της τοπικής θρησκευτικής
ιστορίας.
• Τη διαμόρφωση πολιτισμικών αξιών.
• Την καλλιέργεια ηθικής και κοινωνικής ευαισθησίας στους
μαθητές.
• Την αποκωδικοποίηση του θρησκευτικού υποβάθρου
των μεγάλων θρησκευτικών παραδόσεων.
• Το σεβασμό της ιδιαίτερης θρησκευτικής και πολιτιστικής
προέλευσης κάθε μαθητή.
• Προωθείται η εμπειρική προσέγγιση της θρησκευτικής
γνώσης, επιχειρώντας συνδέσεις ανάμεσα στα πράγματα και στα
νοήματα, ενώ «χειραφετείται» ο μαθητής με τρόπο κριτικό και
αναστοχαστικό.
• Σε ό,τι αφορά στην αξιολόγηση, «ως προς τις γνώσεις
ελέγχεται η δυνατότητα των μαθητών όχι απλώς να τις
αναπαράγουν, αλλά κυρίως να τις συσχετίζουν, να τις ερμηνεύουν, να
τις κρίνουν, να τις εφαρμόζουν, να τις χρησιμοποιούν με κριτήρια και
να εμπνέονται από αυτές» 206.
112
προσευχής, το κήρυγμα) και στον Ιουδαϊσμό (το Σάββατο των
Εβραίων: η συναγωγή, ο ραβίνος, η τορά, τα κεριά) και να
συνειδητοποιήσουν τη σημασία και την αξία τους για τους πιστούς,
καθώς επίσης να αναγνωρίσουν και τα σύμβολα των θρησκειών: (ο
σταυρός, ο ιχθύς, η άμπελος, ο πέλεκυς, το άστρο του Δαβίδ, η
Μενορά, η ημισέληνος, το γιν και το γιανγκ, το ωμ, ο τροχός της
διδασκαλίας του Βούδα, ο λωτός). Ως δραστηριότητες προτείνονται
μια επίσκεψη σε ναό, συναγωγή ή τέμενος και η παρουσίαση μιας
γιορτής με φωτογραφίες ή video από έναν μαθητή άλλης θρησκείας.
Στο ζήτημα του εορτασμού των ιερών ημερών αφιερώνονται 4
δίωρα (Ενότητα 3. «Η χαρά της γιορτής. Τα Χριστούγεννα»), με
διδακτικό περιεχόμενο την εορτή των Χριστουγέννων, τη
γέννηση του Χριστού όπως αυτή αποτυπώνεται στο Κοράνι και
τις γιορτές των θρησκειών του κόσμου (Ρος Ασανά: Η αρχή της
χρονιάς για τους Εβραίους, το τέλος του Ramadan των
Μουσουλμάνων, το τέλος του χειμώνα και η αρχή της άνοιξης για
τους Ινδουιστές -Holi). Χαρακτηριστικές είναι οι Ενότητες 4 «Τα
παιδιά είναι χαρά» (6 ώρες) και 5 «Ποιος είναι ο Ιησούς Χριστός;»
(8 ώρες), με εμφανή την «ομολογιακό» τους χαρακτήρα,
καθόσον στην Ενότητα 4, τα Προσδοκώμενα Αποτελέσματα είναι
να εκφράσουν οι μαθητές συναισθήματα και σκέψεις για την
αντιμετώπιση των παιδιών από τον Χριστό, χωρίς όμως να
πληροφορούνται την άποψη για το ζήτημα των ιδρυτών των άλλων
θρησκειών. Στην Ενότητα 5, αφιερώνονται 8 διδακτικές ώρες
αποκλειστικά στο πρόσωπο του Χριστού, χωρίς καμία αναφορά
στα παιδικά χρόνια άλλων θρησκευτικών προσώπων (Βούδας,
Μωάμεθ). Στην Ενότητα 6 «Γιορτάζοντας το Πάσχα» (4 δίωρα),
προβλέπεται μια αναφορά στο Εβραϊκό Πάσχα. Στην Ενότητα 7
«Ο κόσμος μας, ένα στολίδι» (5 δίωρα), Προσδοκώμενα
Αποτελέσματα είναι, να ανακαλύψουν και να αξιολογήσουν οι
μαθητές τη στάση των θρησκειών απέναντι στη φύση,
αναγνωρίζοντας στοιχεία της στη λατρεία, τόσο του Χριστιανισμού,
όσο και των άλλων θρησκειών, με αφηγήσεις και ιστορίες (Άγιος
Φραγκίσκος της Ασίζης 207, Λαυσαϊκόν), με δραστηριότητες, όπως, η
διαδικτυακή αναζήτηση φωτογραφιών με ιερά προσκυνήματα από
113
ολόκληρο τον κόσμο, ένα παιχνίδι ρόλων ή ζωγραφιές με
θεματολογία τις ιστορίες για τα θρησκευτικά πρόσωπα και τη σχέση
τους με τη φύση.
114
γιατί). Στην 6η ενότητα («Οι προφήτες της Βίβλου») μέσα σε 4 δίωρα
περιλαμβάνονται μαθήματα από 9 διδακτικά εγχειρίδια (Γ΄
Δημοτικού έως και Α΄ Γυμνασίου) και από δύο εκπαιδευτικά
λογισμικά. Παρότι οι διδάσκοντες δεν είναι υποχρεωμένοι να
διδάξουν τα μαθήματα σε 4 δίωρα, αλλά να επιλέξουν και να
προσφέρουν τα σημαντικότερα στοιχεία από αυτά, το έργο τους θα
αποβεί δυσχερές, καθόσον δεν διαθέτουν στην πλειοψηφία τους την
ανάλογη κατάρτιση ή επιμόρφωση σε τέτοια ζητήματα. Μέσα από
το περιεχόμενο της Ενότητας 7 «Ιερά βιβλία» (5 δίωρα),
επιδιώκεται να γνωρίσουν οι μαθητές τα ονόματα του Θεού και τις
σημασίες τους στον Ιουδαϊσμό και στο Ισλάμ, τις ονομασίες των
ιερών βιβλίων του Ιουδαϊσμού, του Ισλάμ, αλλά και άλλων
θρησκειών, με προτεινόμενη δραστηριότητα την προσπάθεια των
μαθητών να γράψουν ένα μικρό κείμενο στην αραβική γλώσσα,
εκκινώντας από δεξιά προς τα αριστερά.
208 ΥΠΔΒΜΘ, Π.Ι., Πρόγραμμα Σπουδών στα Θρησκευτικά Δημοτικού, Αθήνα 2001, σ.47.
115
Γενικοί στόχοι τίθενται, ανάμεσα στα άλλα, να διερευνήσουν τις
απαντήσεις άλλων θρησκειών σε θεμελιώδεις διαστάσεις των
ανθρώπινων σχέσεων και να αναπτύξουν στάσεις σεβασμού της
θρησκευτικής και πολιτιστικής ετερότητας. Ειδικότερα, το μάθημα
στην Ε΄ Δημοτικού ξεκινά με την Ενότητα: «Μαθητές και
δάσκαλοι» (5 δίωρα), όπου παρουσιάζοντας μορφές και τύποι
σχολείων ανά τον κόσμο (Νορβηγία, φαβέλλες-Βραζιλία, Αφρική,
Ινδία, Αφγανιστάν). Άλλα θέματα της Ενότητας είναι τα πρόσωπα
των ιδρυτών των μεγάλων θρησκειών (Μωάμεθ, Κομφούκιος,
Βούδας), καθώς και εικόνες μαθητείας από τον Ιουδαϊσμό και το
Ισλάμ. Τα Προσδοκώμενα Αποτελέσματα είναι οι μαθητές «να
αναγνωρίζουν και αξιολογούν τον Χριστό ως δάσκαλο». Για την
ορθόδοξη χριστιανική θεολογία όμως, ο Χριστός είναι ο Υιός του
Θεού, ο Σωτήρας και Λυτρωτής της ανθρωπότητας. Δεν είναι
«δάσκαλος», με την έννοια του όρου που αποδίδεται στους ιδρυτές
των άλλων θρησκειών. Θα λέγαμε, ότι εδώ διακρίνουμε μια
συγκρητιστική προσέγγιση της αλήθειας του προσώπου του
Χριστού, σε σχέση με τους ιδρυτές των υπολοίπων θρησκειών. Στην
Ενότητα 2 «Για να ζούμε καλύτερα μαζί: Συμπόρευση με όρια και
κανόνες» (4 δίωρα), συζητούνται οι κανόνες που απαντούν σε
άλλες θρησκείες (Χαντίθ των Μουσουλμάνων, αφοσίωση των
Εβραίων στον Νόμο), χωρίς να γίνεται κατανοητή η διαφοροποίηση
της αξίας της τήρησης των εντολών του Χριστού από τους
χριστιανούς και η αφοσίωση λ.χ. των Εβραίων στον νόμο 209.
Ακολούθως, στην Ενότητα 3 «Προχωράμε αλλάζοντας» (4 δίωρα),
γίνεται αναφορά στη νηστεία, στη μετάνοια και στη συγχώρηση,
όπως αυτές απαντούν στις θρησκείες του κόσμου. Δεν σχετίζεται,
όμως, η χριστιανική μετάνοια, η εξομολόγηση και η άφεση των
αμαρτιών με τη νηστεία και την άσκηση των άλλων θρησκειών. Στις
προτεινόμενες δραστηριότητες παρατηρούμε κάποιες εκφραστικές
ασάφειες, όπως, «Ζακχαίος: Διάδρομος συνείδησης, κύκλος
κουτσομπολιού», ενώ στην ίδια ενότητα επισημαίνουμε ότι
λανθασμένα αναφέρεται ο Άγιος Διονύσιος Αιγίνης ο εκ Ζακύνθου
(1547-1622), ως «άγιος Διονύσιος Ζακύνθου», διότι δεν διετέλεσε
επίσκοπος στη Ζάκυνθο. Η 4η Ενότητα αποτελεί μια πλήρη
Η αφοσίωση (καννά) των Εβραίων αναφέρεται στο γεγονός ότι ο Ιεχωβά δεν ανέχεται
209
116
αναφορά στην Ορθόδοξη Εκκλησία. Έχει τίτλο: «Η Εκκλησία
του Χριστού» (5 δίωρα). Με βάση ιστορικά, Καινοδιαθηκικά,
συμβολικά, ετυμολογικά και διαθεματικά στοιχεία,
διαζωγραφείται η εικόνα της Ορθόδοξης Εκκλησίας ως
θεανθρώπινου ζώντος οργανισμού, συνδεμένου τόσο με τη
μυστηριακή, όσο και την καθημερινή ζωή των μαθητών. Στις
δραστηριότητες, όμως, προτείνεται ανεξήγητα η συλλογή και ο
χρωματισμός συμβόλων από άλλες θρησκείες (ο τροχός της ζωής,
Μάνταλα/Ινδουισμός, γιν-γιανγκ/Κίνα), ενώ αναφέρεται ότι «από το
βάθος ακούγεται μουσική», χωρίς να αναφέρεται το είδος της, η
σκοπιμότητα της ακρόασης ή πως συνδέεται η Εκκλησία του
Χριστού με τα σύμβολα των άλλων θρησκειών.
210 ΥΠΔΒΜΘ, Π.Ι., Πρόγραμμα Σπουδών στα Θρησκευτικά Δημοτικού, Αθήνα 2001, σ.55.
117
Χριστιανισμό ο όρος αποκτά ουσιαστικό νόημα, καθώς ένα πλήθος
ανθρώπων που εμπνεύστηκαν από το μεγαλείο της ζωής, του
σταυρικού θανάτου και της Ανάστασης του Χριστού και, αφού
έφτασαν σε υψηλότατο βαθμό πνευματικότητας και αγιοσύνης,
ανακηρύχτηκαν Άγιοι από την Εκκλησία με συγκεκριμένες
διαδικασίες και υπό προϋποθέσεις (ζωή, μαρτύριο, θαύματα,
μυροβλησία, χρόνος μετά τον θάνατο). Αναφέρεται επίσης, ότι «το
νοηματικό και εμπειρικό βάθος της αγιότητας είναι η φιλία και
ομοίωση του ανθρώπου με το Θεό» 211. Αυτή όμως η ομοίωση δεν
αναφέρεται πώς επιτυγχάνεται στις άλλες θρησκείες. Η
διαπραγμάτευση της Ενότητας ολοκληρώνεται με την υλοποίηση
«μελέτης περίπτωσης», μίας εργασίας, δηλαδή, πάνω σε κάποια από
τις θρησκευτικές μορφές που γνώρισαν οι μαθητές, η οποία θα
παρουσιαστεί στην τάξη. Διευρύνοντας το περιεχόμενο της
Ενότητας 3, η ενότητα 4 πραγματεύεται την παγκόσμια εξάπλωση
της χριστιανικής πίστης με τίτλο: «Από τους Χριστιανούς της
χώρας μας στους Χριστιανούς του κόσμου» (5 δίωρα), όπου ως
Προσδοκώμενα Αποτελέσματα από τούς μαθητές είναι να
αναγνωρίζουν τους έλληνες Χριστιανούς άλλων ομολογιών, να
παρουσιάσουν τα όποια κοινά χαρακτηριστικά της πίστης εκείνων
με την Ορθοδοξία και να ενημερωθούν για τις κοινές δράσεις τους.
Γίνονται αναφορές στις άλλες Χριστιανικές παραδόσεις της χώρας
μας (ονόματα και τόποι, ναοί και εικόνες, λατρεία και έθιμα), καθώς
και στη δράση του Παγκοσμίου Συμβουλίου Εκκλησιών. Ως
δραστηριότητες, προτείνονται η συνέντευξη με έναν
ρωμαιοκαθολικό ιερέα και η διαπίστωση των ομοιοτήτων και
διαφορών στους ναούς, στα άμφια, στους λειτουργικούς τύπους,
ολοκληρώνοντας τη διαπραγμάτευση της Ενότητας με μια έρευνα,
για τους ναούς άλλων χριστιανικών παραδόσεων, που πιθανόν
βρίσκονται στην περιοχή που κατοικούν οι μαθητές. Η Ενότητα 5
«Θρησκείες στη χώρα μας» (5 δίωρα), αποτελεί συνέχεια της
Ενότητας 4, με αναφορά στις μεγάλες θρησκευτικές εορτές ανά
θρησκεία (Μαουλίντ/γενέθλια του Μωάμεθ, Πουρίμ/Εβραίοι,
Diwali/Ινδουϊστές, θρησκευτικές μέρες του Βουδισμού, ο χορός του
δράκου/Κίνα, η ιστορία της Ρούθ και η παραβολή του καλού
Σαμαρείτη). Για την εποπτική διδασκαλία της προτείνεται η
118
επίσκεψη σε μια Συναγωγή ή η συνομιλία με έναν ραβίνο, καθώς
και μια συνέντευξη με έναν μουσουλμάνο, όχι απαραίτητα
ιερωμένο. Στις Δραστηριότητες εντάσσεται και η κατασκευή ενός
κολλάζ ή ψηφιδωτού με υλικό επιλεγμένο από φωτογραφίες ναών,
ονόματα κοινοτήτων, σύμβολα και χρώματα θρησκειών, αγάλματα
και εικόνες, με Προσδοκώμενα Αποτελέσματα, να παρουσιάσουν οι
μαθητές στοιχεία για τις άλλες θρησκευτικές κοινότητες της
Ελλάδας, να συνειδητοποιήσουν και να αξιολογήσουν τη βιβλική
θέση για τον «άλλον» («εχθρός» στην Π.Δ., «πλησίον» στην Κ.Δ.), να
ευαισθητοποιηθούν απέναντι στη θρησκευτική ετερότητα και να
εντοπίσουν τις αναγνωρισμένες θρησκείες που υπάρχουν στην
Ελλάδα. Παρατηρούμε εδώ ότι αναφέρεται για δεύτερη φορά η
εορτή Diwali των Ινδουιστών, η οποία έχει ήδη αναφερθεί στην 4η
ενότητα της Δ΄ τάξης, χωρίς να εξηγείται γιατί θα πρέπει να
εμβαθύνουν οι μαθητές τόσο πολύ στο συγκεκριμένο ζήτημα,
καθόσον οι πληροφορίες που προσφέρονται στις προηγούμενες
τάξεις κρίνονται επαρκείς. Στην Ενότητα 7 «Πώς έφτασε η Αγία
Γραφή έως εμάς;» (4 δίωρα), σημειώνουμε ότι η ενασχόληση με το
ζήτημα «Η εύρεση των χειρογράφων του Κουμράν: Το
συναρπαστικό ταξίδι της Βίβλου στον χρόνο», παρότι διαθέτει ως
εργασία εξαιρετική προσβασιμότητα, διότι, μέσω του ιστοτόπου της
Αρχαιολογικής Υπηρεσίας του Ισραήλ, τα χειρόγραφα
προσφέρονται μεταφρασμένα , είναι δυνατόν να οδηγήσει τους
212
119
Το ζήτημα που επανέρχεται εδώ, μετά την αναθεώρηση των
Α.Π. του θρησκευτικού μαθήματος είναι η υλοποίηση των στόχων,
των προσεγγίσεων και των καλών πρακτικών που προτείνονται,
από έναν άρτια καταρτισμένο κι επιμορφωμένο δάσκαλο, με
επαρκή γνώση των θρησκευτικών πηγών και της θρησκευτικής
γλώσσας, κάτι που με τις προσφερόμενες προπτυχιακές σπουδές και
την ελλιπή επιμορφωτική διαδικασία παραμένει ζητούμενο. Με
άλλα λόγια, η υλοποίηση των ιδιαίτερα απαιτητικών στόχων των
νέων Αναλυτικών Προγραμμάτων είναι πιθανό να προσκρούσει
στην αδυναμία των θρησκειοπαιδαγωγικά απαίδευτων δασκάλων,
ώστε να εμβαθύνουν στο νέο εμπλουτισμένο περιεχόμενο,
καθιστώντας άνευ πρακτικής εφαρμογής την πρόταση διδασκαλίας
που κομίζουν. Πάντως, επιθυμία των συντακτών αποτελεί, «οι
δάσκαλοι του Δημοτικού σχολείου…κατά την εκπαιδευτική
διαδικασία, να αποστασιοποιούνται κατά το δυνατόν από τη θρησκεία
στην οποία ενδεχομένως ανήκουν» (Ο.Ε. σ.267), ενώ ισχυρίζονται ότι
«δεν υφίσταται καμία ιδιαίτερη, θρησκευτικού χαρακτήρα
προϋπόθεση για να διδάξει ένας δάσκαλος το Θρησκευτικό μάθημα»,
παραγνωρίζοντας ότι το περιεχόμενο του μαθήματος και η
διδασκαλία του μπορούν να αλλοιωθούν, τόσο από κάποιον
άθρησκο ή αγνωστικιστή δάσκαλο, όσο και από κάποιον ζηλωτή-
φονταμενταλιστή.
120
πρακτική κατάρτιση και συνεχή επιμόρφωση, απαίτηση που δεν
συμβαδίζει με τον τρόπο που αντιμετωπίζεται το μάθημα κυρίως σε
ό,τι αφορά στην επιμορφωτική του διαδικασία, η οποία είναι
συνήθως ελλιπής ή ανύπαρκτη. Θα είναι λοιπόν, ιδιαίτερα
κοπιώδες, να αντιμετωπίσουν οι δάσκαλοι επιτυχώς τον φόρτο της
ύλης, την ποικιλία των δραστηριοτήτων, τον θρησκειολογικό
προσανατολισμό και τη διαθεματική εξακτίνωση των νέων Α.Π.
121
ετησίως. Πώς, λοιπόν, θα καλυφθούν οι επιτευχούν οι
προσδοκώμενες επάρκειες του νέου Προγράμματος
Διαδικασίας κατά τη διάρκεια του σχολικού έτους;
• Στις 17 Ενότητες που συνολικά θα διδάσκονται από την Γ΄ έως
και την Στ΄ τάξη (4 στην Γ΄, 5 στη Δ΄, 4 στην Ε΄ και 4 στην Στ΄),
υπάρχουν αρκετές αναφορές στη θρησκευτική και
πολιτισμική ετερότητα, προσεγγίζοντας την ιστορικά,
παιδαγωγικά, γνωστικά και πολιτιστικά, διευρύνοντας
άκαιρα, κατά την άποψή μας, τον γνωστικό ορίζοντα των
μαθητών, με πληθώρα πληροφοριών σε υπερβολικό, συχνά,
βαθμό (λ.χ. Ενότητα 2, Γ΄τάξη), με άγνωστες συνέπειες. Για
παράδειγμα, τα «μαντάλα» στον Ινδουισμό, καθώς και το
«γιν-γιανγκ» στον Ταοϊσμό, είναι σχήματα και σύμβολα
θρησκευτικών τελετών, που συνδέονται με επικλήσεις σε
θεότητες απαιτώντας βωματική συμμετοχή του πιστού.
Εξάλλου, απαιτείται ενδελεχής έρευνα και μελέτη από τον
εκπαιδευτικό, ώστε να διδάξει στοιχεία όπως το κάρμα 213 και
να τα εντάξει στην ύλη με τέτοιο τρόπο, ώστε να καλύψει λ.χ.
τον βουδιστή ή τον μουσουλμάνο μαθητή.
• Προσδοκώνται υπερβολικές σε αριθμό «διδακτικές επάρκειες»
στο τέλος κάθε «κύκλου», γεγονός αδύνατο να συμβεί στα
χρονικά πλαίσια που διδάσκεται το μάθημα (Βλ. Δ' τάξη σ.45,
46) 214.
213Η λέξη κάρμα φέρεται περισσότερο ως σανσκριτική και σημαίνει γενικά πράξη. Κατά
τον Ινδουισμό και τον Βουδισμό, το κάρμα αναφέρεται στην έννοια του νόμου της
σχέσεως μεταξύ αιτίας και αποτελέσματος, προσδιορίζοντας ότι κάθε πράξη είναι
αποτέλεσμα αιτίας του παρελθόντος και συγχρόνως αιτία άλλων πράξεων που θ΄
ακολουθήσουν στο μέλλον. Έτσι ο νόμος του κάρμα ταυτίζεται με τον νόμο της
αιτιότητας, της αναπόφευκτης δηλαδή σχέσεως αιτίου και αιτιατού, ο νόμος της δράσης
και της αντίδρασης, ο νόμος της δικαιοσύνης και της ισορροπίας, που ακολουθούν την
εφαρμογή του σε κάθε εκδήλωση της ζωής με συνέπεια να διαμορφώνεται ανάλογα απ΄
αυτό το ίδιο το κάρμα. Σύμφωνα με τη δοξασία αυτή, το κάρμα ακολουθεί τον άνθρωπο
κατά τις επίγειες ενσαρκώσεις του, τις συνθήκες των οποίων και προσδιορίζει. Έτσι, όσο
ο άνθρωπος εξελίσσεται τόσο λιγότερο εξαρτάται από τα δεσμά του κάρμα, με συνέπεια
να καταστεί ο ίδιος συνειδητός δημιουργός των συνθηκών της ζωής του.
122
• Αναγνωρίζουν σύμβολα και ιερές πράξεις του Χριστιανισμού και άλλων θρησκειών και
ανακαλύπτουν το νόημά τους.
• Περιγράφουν ομοιότητες που υπάρχουν στις θρησκείες.
• Αναγνωρίζουν τους διαφορετικούς τρόπους με τους οποίους εκφράζονται οι θρησκείες.
• Διατυπώνουν απορίες και ερωτήματα.
• Αναγνωρίζουν τη θέση και τον ρόλο της θρησκείας στη ζωή των ανθρώπων.
Β. Ως προς την κατανόηση της πολιτιστικής εμβέλειας του θρησκευτικού φαινομένου:
• Αναγνωρίζουν θρησκευτικά μνημεία και σύμβολα στη γειτονιά, το χωριό, την πόλη τους,
την Ελλάδα και σε άλλες χώρες.
• Αντιλαμβάνονται το θρησκευτικό υπόβαθρο λαϊκών παραδόσεων και εθίμων.
• Κατανοούν την επιρροή της Βίβλου στη ζωή και στον πολιτισμό της Ελλάδας και της
Ευρώπης.
• Ανιχνεύουν την επιρροή ιερών κειμένων άλλων θρησκειών στη ζωή και στον πολιτισμό
άλλων χωρών.
Γ. Ως προς την προσωπική ανάπτυξη και καλλιέργεια αξιών και στάσεων:
• Ακούν προσεκτικά, ρωτούν και απαντούν με ευαισθησία γύρω από τα θρησκευτικά
ζητήματα και τις εμπειρίες –τις δικές τους και των άλλων.
• Συσχετίζουν τις ιδέες και τις εμπειρίες τους με αυτές των συμμαθητών τους και
μπαίνουν στη θέση τους.
• Αναπτύσσουν ενσυναίσθηση προς τα πρόσωπα των βιβλικών και άλλων θρησκευτικών
αφηγήσεων και αξιολογούν υπό το φως των όσων κατανόησαν τις δικές τους στάσεις και
επιλογές.
• Αντιλαμβάνονται ότι υπάρχουν κάποιες ερωτήσεις που αν και προκαλούν μεγάλες
απορίες στους ανθρώπους είναι δύσκολο να απαντηθούν.
• Αρχίζουν να διαμορφώνουν την αίσθηση της προσωπικής τους αξίας και ταυτότητας
(αυτοεκτίμηση)
• Εμπνέονται από τα θέματα που επεξεργάζονται και σχεδιάζουν εκδηλώσεις και δράσεις.
Δ. Ως προς την ανάπτυξη ηθικής συνείδησης (με άξονα το σχήμα «εγώ και οι άλλοι»):
• Συναισθάνονται τη χαρά και την αξία του να ανήκεις σε μια ομάδα.
• Αναγνωρίζουν τα χαρίσματα των άλλων.
• Αναγνωρίζουν και σέβονται τις επιθυμίες και τις ανάγκες των άλλων.
• Αναπτύσσουν σεβασμό στο διαφορετικό.
• Αντιλαμβάνονται τη θέση του άλλου.
• Καλλιεργούν και εκφράζουν συναισθήματα.
Ε. Ως προς την καλλιέργεια δημοκρατικής συνείδησης και πρακτικής:
• Συζητούν, συνεργάζονται και επικοινωνούν με όλους τους συμμαθητές τους ανεξάρτητα
από τη θρησκευτική ή πολιτιστική προέλευσή τους (κοινωνικές δεξιότητες).
• Ανακαλύπτουν στην Αγία Γραφή απαντήσεις γύρω από θεμελιώδη ζητήματα κοινωνικής
οργάνωσης και συμπεριφοράς.
• Εντοπίζουν τις επιπτώσεις των θρησκευτικών πιστεύω στη ζωή της κοινότητας –της
δικής τους και των άλλων.
ΣΤ. Ως προς τη συμμετοχή στη διδακτική διεργασία:
• Ερευνούν, μελετούν και στοιχειωδώς κρίνουν και αξιολογούν κείμενα, δεδομένα,
πληροφορίες και γεγονότα.
• Ζωντανεύουν πρόσωπα και αφηγήσεις παίζοντας ρόλους.
• Ζωγραφίζουν, κατασκευάζουν, τραγουδούν, χορεύουν εμπνευσμένοι από τα θέματα του
μαθήματος.
• Εκφράζουν προσωπικές ιδέες και σκέψεις πάνω στα υπό επεξεργασία ζητήματα.
123
• Στις ασκήσεις ή δραστηριότητες με θεματολογία τους ναούς
των διαφόρων θρησκειών, είναι παιδαγωγικά ορθό να μην
παρουσιάζονται όλοι μαζί σε κολλάζ, αλλά χωριστά και ανά
θρησκεία, ώστε να γίνεται διακριτός ο συμβολισμός και ο
σκοπός κάθε ναού. Διότι δεν είναι ορθό να συνυπάρχουν λ.χ. ο
ινδουιστικός ναός Κάρνι Μάτα (ναός των ποντικών) ή ο ναός
της θεάς Κάλι 215 σε κολλάζ μαζί με το χριστιανικό ναό, όπου
υμνείται ο Τριαδικός Θεός. Το ίδιο θα πρέπει να γίνει και με
τις γιορτές (Χριστουγέννων, Θεομητορικές, Αγίων), σε σχέση
με τις ταντρικές ιεροτελεστίες ή τις θυσίες ανθρώπων και
ζώων προς τιμή των θεοτήτων ή των βασιλέων 216,
θεωρούμενες ως παρόμοιες θρησκευτικές εκδηλώσεις.
• Οι θρησκείες στα νέα Α.Π. δεν αντιμετωπίζονται με βάση το
περιεχόμενο της πίστης που πρεσβεύουν, αλλά ως μια
ποικιλία θρησκευτικών προσανατολισμών, παρακάμπτοντας
το ζήτημα της μιας αληθινής θρησκείας στην οποία
αποκαλύπτεται ο Θεός, καθόσον όλες θεωρούνται ως
εκφράσεις του πλουραλισμού και της ποικιλίας ενός
παγκόσμιου θρησκευτικού πολιτισμού, παρότι γίνεται
αποδεκτό από τους συντάκτες ότι «υπάρχουν διαφορές γύρω
από τις θρησκείες που δεν είναι προς το παρόν εύκολο να
γεφυρωθούν» 217.
215Η θεά Κάλι (μαύρη μητέρα) των Ινδουιστών παρουσιάζεται ως γυναίκα μελαψού
χρώματος, με μακριά μαλλιά και τέσσερα χέρια. Στο ένα της χέρι κρατά το ξίφος, στο
δεύτερο, το κομμένο κεφάλι του γίγαντα, ενώ με τα άλλα δύο ενθαρρύνει τους πιστούς
της. Τα ενώτιά της είναι δύο πτώματα, ενώ φορά ένα περιδέραιο από ανθρώπινα κρανία.
Μοναδικό της ένδυμα είναι μία πλατειά ζώνη η οποία αποτελείται από δύο σειρές
κομμένων χεριών. Η γλώσσα της κρέμεται, τα μάτια της είναι κόκκινα όπως των
μεθυσμένων, ενώ το πρόσωπο και το στήθος της είναι γεμάτα αίμα.
216Βλ. Γρ. Ζιάκα, Ιερωσύνη και λατρεία στο Ισλάμ και τις Ανατολικές θρησκείες, στο:
http://www.ecclesia.gr/greek/holysynod/commitees/liturgical/z_symposio_1.html.
(Προσπελάστηκε στις 15-12-2014).
124
• Ο υπερφυλετικός, υπερεθνικός και οικουμενικός χαρακτήρας
του χριστιανικού μηνύματος για τη συνειδητοποίηση της
ανάγκης διαχριστιανικής και διαθρησκειακής επικοινωνίας,
τονίζεται μεν επαρκώς, λόγος, όμως, συγκροτημένος και
τεκμηριωμένος περί της διαμόρφωσης της θρησκευτικής
ταυτότητας του μαθητή προ και μέσα από την επαφή του με
το διαφορετικό, δεν γίνεται.
• Δημιουργείται η αίσθηση ότι επαρκούν οι διαθέσιμες
διδακτικές ώρες, ώστε να καλυφθούν τα ορθόδοξα, ετερόδοξα
και ετερόθρησκα ζητήματα που προβάλλονται στην ύλη των
νέων Α.Π., ενώ στην πραγματικότητα η εισαγωγή τους από
τόσο μικρές τάξεις και σε τέτοια ποσότητα, επιφέρει
αναγκαστική επιλογή και άνισο καταμερισμό της ύλης.
• Τα νέα Π.Σ. κινούνται βασιζόμενα στις ίδιες αρχές των
ισχυόντων, τις οποίες υποστηρίζουν ότι εμπλουτίζουν και
αναπτύσσουν περαιτέρω 218. Ποιες όμως συνθήκες άλλαξαν
και ποιες μεταβολές συνέβησαν στην ελληνική εκπαιδευτική
κοινότητα ή την ελληνική κοινωνία εν γένει, ώστε να καταστεί
αναγκαία η σύνταξη νέων Α.Π. του θρησκευτικού μαθήματος,
χωρίς να έχει διενεργηθεί έως τώρα κάποια αξιολογική έρευνα
για την επιτυχημένη ή όχι διαδρομή των εν ισχύι Π.Σ. και των
εγχειριδίων που τα συνοδεύουν;
• Εάν οι πολλαπλές αναφορές στα άλλα θρησκεύματα δεν
διδαχθούν, σε περιπτώσεις που η μαθητική γεωγραφία δεν
το επιβάλλει, σε τι συνίσταται η για παιδαγωγικούς λόγους
μεταβολή του περιεχομένου του μαθήματος, σε σχέση με τα
ισχύοντα Α.Π., εκτός του «Προγράμματος Διαδικασίας» και
της κονστρουκτιβιστικής προσέγγισης;
• Αναφέρεται ότι το περιεχόμενο των εν ισχύι Α.Π. διατηρείται
και στα νέα, με τη διαφορά ότι τώρα διερευνάται επαρκέστερα
το πεδίο εντός και μεταξύ των θρησκειών, γεγονός που
επιτρέπει στους μαθητές να μάθουν «για τις διαφορετικές
θρησκείες, τις πεποιθήσεις, τις παραδόσεις τις αξίες και τις
125
επιρροές τους στις κοινωνίες, στα άτομα, στις κοινότητες και
στους πολιτισμούς» 219. Ο υπερβολικός αυτός εμπλουτισμός
των νέων Α.Π. με όλα αυτά τα στοιχεία για τις άλλες
θρησκείες, δεν τεκμηριώνεται επαρκώς, όσον αφορά στο που
ερείδεται παιδαγωγικά, ψυχολογικά και θεολογικά (λ.χ., με
βάση ποια στοιχεία τεκμαίρεται ότι οι μαθητές της
Γ΄Δημοτικού θα μπορέσουν να αφομοιώσουν ή έστω να γίνουν
κοινωνοί τέτοιου όγκου πληροφοριών για τα άλλα
θρησκεύματα). Επιβάλλοντας στους μαθητές θρησκευτικές
γνώσεις και εμπειρίες άλλων θρησκειών, χάριν της
πολυπολιτισμικότητας, ακυρώνουμε την παιδαγωγική αρχή
του «εμπειρικού συνεχούς» (Dewey), η οποία υποστηρίζει ότι η
κατάκτηση νέων εμπειριών κατά τη διδασκαλία, θα πρέπει να
στηρίζεται σε προηγούμενες εμπειρίες, ως προϋπόθεση για
την απόκτηση νέων, συνθετότερων και ουσιαστικότερων.
• Ένα σημείο που μένει να διευκρινιστεί, επίσης, είναι οι συχνές
προτροπές για χρήση παλαιότερων εγχειριδίων θρησκευτικής
αγωγής, ακόμη και του έτους 1992, χωρίς να διευκρινίζεται το
αιτιολογικό και η χρησιμότητα αυτής της πρότασης, καθώς
και ο τρόπος προσπέλασης του περιεχομένου τους από τους
δασκάλους. Ως πιο πρόσφορη κρίνουμε την ψηφιοποίηση του
υλικού και την ανάρτησή του στον κόμβο του «Ψηφιακού
σχολείου» 220, εργασία απαραίτητη, ώστε τα εγχειρίδια να
γίνουν προσβάσιμα και λειτουργικά για τους εκπαιδευτικούς
και τους μαθητές.
• Επίσης, εφόσον μας ενδιαφέρει η ετερότητα, θα έπρεπε να
έχουν προηγηθεί κάποιες ερευνητικές εργασίες και η συλλογή
απαραίτητων στατιστικών στοιχείων της πρόσφατης
«μαθητικής γεωγραφίας» των Ελληνικών σχολείων, πριν
προβούμε σε μια τόσο ριζική αλλαγή του περιεχομένου των
Α.Π. Παρότι γνωρίζουμε πόσοι είναι οι νόμιμοι μετανάστες
126
στην Ελλάδα 221, πόσοι από αυτούς έχουν παιδιά που φοιτούν
τακτικά στο Δημοτικό σχολείο και πόσα από αυτά έχουν
εκδηλώσει διά των γονέων τους, την επιθυμία απαλλαγής
τους από το θρησκευτικό μάθημα για λόγους θρησκευτικής
συνείδησης; Πόσοι, επίσης, από αυτούς εγκαταλείπουν την
Πρωτοβάθμια εκπαίδευση προ της ολοκλήρωσής της;
• Δυσεπίλυτο πρόβλημα παραμένει, σύμφωνα και με τις
παραδοχές των συντακτών, το ζήτημα της ουσιαστικής και
διαρκούς κατάρτισης και επιμόρφωσης των εκπαιδευτικών
που θα υλοποιήσουν τα Προγράμματα, αυτή τη φορά με
ακόμη πιο διευρυμένο περιεχόμενο, με περισσότερες
πληροφορίες, με εξειδικευμένες αναφορές στην ετερότητα και
στις άλλες θρησκείες. Μέχρι και τον Σεπτέμβριο του 2014,
όμως, δεν είχε αναληφθεί κάποια πρωτοβουλία για το ζήτημα,
παρότι και η έλλειψη αναγνωρίζεται 222 και υπάρχει αδήριτη
ανάγκη μιας ολοκληρωμένης επιμορφωτικής διαδικασίας, που
θα βοηθήσει τους δασκάλους να υλοποιήσουν τη νέα
προσέγγιση, χωρίς αυτή να αποτελέσει λόγω εγγενών
αδυναμιών στην προσπέλαση της ύλης της, πάρεργο της
εκπαιδευτικής διαδικασίας.
221Οι υπήκοοι τρίτων χωρών που διαμένουν νόμιμα στην Ελλάδα, ανέρχονται στον
αριθμό των 537.237, σύμφωνα με τον αναπληρωτή υπουργό Εσωτερικών Χ. Αθανασίου.
Βλ.:http://www.e-go.gr/news/article.asp?catid=17826&subid=2&pubid=129310160.
(Προσπελάστηκε στις 15-12-2014).
127
θρησκευτικής συνείδησης και ταυτότητας των μαθητών, η οποία
μπορεί να διαμορφωθεί στην υπό εξέταση ηλικιακή ομάδα, μόνο
μέσα από τη διδασκαλία και την εμπειρία της εντόπιας
θρησκευτικής παράδοσης.
128
προσέγγισης του θρησκευτικού μαθήματος της οποίας τα
αποτελέσματα έγιναν δεκτά από την εκπαιδευτική κοινότητα, παρά
τις σχετικές ελλείψεις τους. Διατυπώνουμε, επίσης, και την
αμφιβολία μας για το εάν τα εν ισχύι Δ.Ε.Π.Π.Σ. και Α.Π.Σ., στα
οποία άλλωστε βασίζονται και τα νέα Α.Π., έλαβαν τον
απαραίτητο χρόνο, ώστε να αναδειχθούν μέσα από την
υλοποίησή τους τα θετικά τους στοιχεία, κυρίως όμως, εάν
αξιολογήθηκαν επαρκώς στη διδακτική πράξη και εάν η
εμπειρία αυτή χρησιμοποιήθηκε από τους συντάκτες των νέων
Α.Π., πριν προβούν στη σύνταξή τους.
129
2.6 Η νέα, αναθεωρημένη έκδοση του Αναλυτικού
Προγράμματος Σπουδών του θρησκευτικού μαθήματος του
Δημοτικού σχολείου (2014).
130
ανοχή, η ενσυναίσθηση, η κατανόηση, η κριτική στοχαστικότητα και η
ευρύτητα των οριζόντων του» (βλ. σ.12). Σε άλλο σημείο, επίσης,
αναφέρεται ότι: «..ένα θρησκευτικό μάθημα που εξετάζει θέματα
όπως η δικαιοσύνη, η ειρήνη, η καταλλαγή, η κοινωνική συνοχή, η
ανεξιθρησκία, η ευθύνη για τον κόσμο, η αναζήτηση προσωπικού
νοήματος, συνάντησης και σχέσης με τον Θεό και τον άλλο, η
δημιουργικότητα, η ηθική συμπεριφορά, η ευθύνη για τα κοινωνικά
προβλήματα-ζητήματα δηλαδή κρίσιμα για την κοινή ζωή των
ανθρώπων στην Ευρώπη τουλάχιστον- θεωρείται ότι προσφέρει
σπουδαίες ευκαιρίες, ώστε να εξεταστούν ζητήματα αποκλεισμού και
προκατάληψης απέναντι στη θρησκευτική διαφορετικότητα και ταυ-
τόχρονα να προταθούν και να αξιοποιηθούν οι βασικές προϋποθέσεις
και δυνατότητες για την ειρηνική συνύπαρξη των πολιτών σε
συνθήκες ευημερίας και κοινωνικής δικαιοσύνης» (σ.12), ζητήματα
που θίγονται ή τίθενται υπό διαπραγμάτευση εκτενώς στα εν ισχύι
Α.Π.Σ., όπως ομολογείται από τους συντάκτες 226. Σε ό,τι αφορά στην
κατεύθυνση της θρησκευτικής αγωγής, στην οποία
προσανατολίζονται τα νέα αναθεωρημένα Α.Π., «αναγνωρίζεται ότι
το θρησκευτικό μάθημα χρειάζεται: να προσφέρει γνώση και
κατανόηση για τα θρησκευτικά «πιστεύω» και τις θρησκευτικές
εμπειρίες, να προσανατολίσει το ενδιαφέρον των μαθητών στην
ποικιλία των θρησκευτικών δυνατοτήτων και ηθικών αντιλήψεων που
ανιχνεύονται στις θρησκευτικές εμπειρίες και να ενθαρρύνει τους
μαθητές, ώστε να ευαισθητοποιηθούν προς τη θρησκεία και προς τις
θρησκευτικές διαστάσεις της ζωής», μια θρησκειολογικού τύπου
131
αντιμετώπιση της θρησκευτικής ύλης, ενώ, χωρίς να απουσιάζει και
πάλι η κριτική για τα εν ισχύι («Η προσέγγιση αυτή αν και υπερβαίνει
παρωχημένες πρακτικές ομολογιακής μονοφωνίας»), υποστηρίζεται
ταυτόχρονα ότι η θρησκειολογική αυτή ύλη «δεν προσδίδει στο
θρησκευτικό μάθημα φαινομενολογικό γνωσιολογικό προσανατολισμό
ούτε το μετατρέπει σε τυπική θρήσκειολογική ενημέρωση, η οποία δεν
ανταποκρίνεται στα παιδαγωγικά χαρακτηριστικά, τα βαθύτερα
ερωτήματα και τα πραγματικά ενδιαφέροντα των μαθητών», γεγονός
που αντιβαίνει στα προηγούμενα. Στη συνέχεια αναφέρεται η ορθή
παραδοχή ότι «Η θρησκεία είναι βασική διήκουσα του πολιτισμού ενός
λαού, περιλαμβάνει και νοηματοδοτεί ουσιώδη πολιτιστικά γεγονότα
της ζωής του και συγκροτεί και χαρακτηρίζει την πολιτιστική ταυ-
τότητά του». Ωστόσο, εκφράζονται επιφυλάξεις για το πώς η ορθή
προσέγγιση των άλλων θρησκειών μπορεί να υλοποιηθεί, παρότι
στην εισαγωγή αναφέρεται ότι: «η πολιτισμική έμφαση δεν πρέπει να
οδηγεί στον σχετικισμό ή ακόμη χειρότερα στον συγκρητισμό ή και
στην παραθεώρηση ζητημάτων που συνδέονται τόσο με τους
θεμελιώδεις σκοπούς και τη διδασκαλία κάθε θρησκείας όσο και με
τις αντινομίες μεταξύ διαφορετικών θρησκειών. Είναι προφανές ύτι
υπάρχουν αγεφύρωτες διαφορές μεταξύ των θρησκειών και ίσως να
μην γεφυρωθούν ποτέ»(σ.13). Κατά τα φαινόμενα, η βασική
διαφοροποίηση των νέων Α.Π. από τα ισχύοντα είναι το νέο
«Πρόγραμμα Διαδικασίας» και η κονστρουκτιβιστική προσέγγιση,
αντικαθιστώντας τόσο το Α.Π. Περιεχομένων, αλλά και αυτό των
προκαθορισμένων στόχων (Στοχοθετικό Π.Σ. ή κλειστό Curriculum).
132
κόσμου). Επίσης, θα πρέπει να διορθωθεί το λάθος στις ενδεικτικές
δραστηριότητες «Ο άγιος Δημήτριος και δυο μικρά παιδιά, ψηφιδωτό
από τον Αγ. Δημήτριο Θεσσαλονίκης (ΙΙΙ)» (σ.43), διότι το ψηφιδωτό
δεν παριστάνει τον άγιο Δημήτριο, άλλά τόν άγιο Γεώργιο 227.
Βλ. http://www.inad.gr/index.php?option=com_content&view=article&id=110&Itemid=102.
227
133
δίωρα). Οι ενότητες 4,5 και 6 άλλαξαν σειρά (είναι πλέον η 5η, 6η και
7η). Επίσης, στην ενότητα 5 «Από τους Χριστιανούς της χώρας μας
στους Χριστιανούς του κόσμου» (σ.93), ένα εκ των βασικών θεμάτων
που στην πρώτη έκδοση είχε τίτλο: «Πολλές παραδόσεις, κοινή
συνείδηση», εννοώντας ασφαλώς τις ετερόδοξες παραδόσεις,
μετετράπη σέ «Διαφορετικές παραδόσεις, κοινή συνείδηση».
Θεωρούμε, όμως, ότι η διαφορετική θρησκευτική παράδοση
συνεπάγεται και διαφοροποιημένη εκκλησιαστική συνείδηση.
134
φορά τίθεται ορθώς το ζήτημα της νηστείας, έστω και ως παιχνίδι
ρόλων στις Ενδεικτικές Δραστηριότητες, ελλιπώς όμως. Και αυτό
διότι, ενώ αναφέρεται ότι: «Οι μαθητές δίνουν εξηγήσεις για την
περίοδο της νηστείας. Όλοι οι μαθητές αποφασίζουν τη δική τους
“νηστεία”: να μην παρακολουθούν TV ή να μην χρησιμοποιούν τον H/Y
για ένα διάστημα», παραλείπεται η σημαντικότερη και πιο αρμονικά
συνδεδεμένη με τη νηστεία (και την ενότητα) πρόταση, να
περιορίσουν τον θυμό τους, τα ψέματα και τις απρεπείς εκφράσεις
τους, τις κακές σκέψεις ή πράξεις προς τους συμμαθητές και τους
συνανθρώπους τους, αλλά και το φαγητό, αλλάζοντας τις
διατροφικές τους συνήθειες εκείνο το διάστημα, σε συνεννόηση με
τους γονείς τους, σημείο αναφοράς για την περίοδο που εξετάζεται.
135
υπερβολικά μεγάλο διάτημα των 10 διδακτικών ωρών, θα πρέπει να
καταπιαστούν με την Αγία Γραφή, το Ταό-Τε-Κίνγκ του Λάο Τσε, τις
Βέδες των Ινδουιστών και το Κοράνιο (από το οποίο ορθώς έχουν
απαλειφθεί λεπτομέρειες, όπως «ιερό αντικείμενο, τυλίγεται με
πολύτιμο ύφασμα, τοποθετείται σε υψηλό ράφι, αγγίζεται με
πλυμένα χέρια» της προηγούμενης έκδοσης).
228 Με τον όρο Ουνία, εννοούμε «ένα θρησκευτικοπολιτικό σχήμα, που επινοήθηκε από
τον Παπισμό για τον εκδυτικισμό της μη λατινικής Ανατολής, την πνευματικοπολιτική
δηλαδή υποταγή της στην εξουσία του Πάπα». Πρωτοπρεσβυτέρου Γεωργίου
Μεταλληνού, Ουνία: Μια θρησκευτικοπολιτική παπική εξουσία,
στο:http://archive.today/20120716094558/www.aegean.gr/agiostherapontas/magazine/apostol
i/issue/44/ounia.html. (Προσπελάστηκε στις 15-12-2014).
136
ομολογιακοί, έστω και διευρυμένου περιεχομένου. Στις Ενδεικτικές
Δραστηριότητες της ενότητας 1, δεν γίνεται αντιληπτή η διαδικασία
υλοποίησης της Γ1 (Μουσικό εργαστήριο με θέμα «όλοι είναι ίσοι
μπροστά στον Θεό» και «ζωγραφική με χρώματα που τους
εμπνέουν»). Στην ενότητα 2 «Διωγμοί και εξάπλωση του
Χριστιανισμού. Πρόσωπα και μαρτυρίες», θα πρέπει, τόσο στα
Προσδοκώμενα Αποτελέσματα, στα Βασικά Θέματα, όσο και στις
Ενδεικτικές Δραστηριότητες να προστεθούν αναφορές στη σημερινή
πραγματικότητα: Συμβαίνουν σήμερα διωγμοί; Από ποιούς, προς
ποιούς, σε ποιά μέρη, με ποιό τρόπο διώκονται όσοι διώκονται, για
ποιά αιτία ή λόγο, ποιοί παρεμβαίνουν για τη σωτηρία τους, με ποιό
τρόπο; Αυτή η σύνδεση με το σήμερα δεν υλοποιείται στην ενότητα,
παρά μόνο με το τελευταίο από τα Προσδοκώμενα Αποτελέσματα
«Ευαισθητοποιούνται απέναντι στο ζήτημα του διωγμού των
ανθρώπων για τα πιστεύω τους». Η νέα ενότητα 4 «Η Θεία
Ευχαριστία Πηγή και κορύφωση της ζωής της Εκκλησίας», αποτελεί
μια εξαιρετική προσθήκη, άκρως απαραίτητη για την κατάρτιση των
μαθητών στη σημαντικότερη λατρευτική πράξη των ορθοδόξων
Χριστιανών, την ένωσή τους με τον Θεό. Η ενότητα κρίνεται ως
πλήρης και τα 4 δίωρα που απαιτούνται για την υλοποίησή της είναι
επαρκή. Στην ενότητα 5 «Από τους Χριστιανούς της χώρας μας
στους Χριστιανούς του κόσμου», θα πρέπει να διευκρινιστεί ότι
ειδικά στην Ελλάδα, η εθνική ταυτότητα γίνεται προσπάθεια και να
ταυτισθεί και να υπονομευτεί με την θρησκευτική παράδοση του
μουσουλμανισμού στη Δ. Θράκη 229. Η ίδια αναφορά θα πρέπει να
επαναληφθεί και στην επόμενη ενότητα 6 «Θρησκείες στη χώρα
μας», στο 4ο Προσδοκώμενο Αποτέλεσμα. Τα (δ) και (στ)
Προσδοκώμενα Αποτελέσματα της ενότητας 5, και τα (β) και (γ) της
ενότητας 6 έχουν τύχει επεξεργασίας και αποδίδουν πιο ομαλά τα
ζητούμενα (δεν υπήρχαν στην πρώτη έκδοση). Λόγω, όμως, του
ιδιαίτερου χαρακτήρα που τέτοιες αναφορές έχουν, καθώς μπορεί
να εκτραπούν σε εθνικιστικές ή αντεθνικές, θα πρέπει να τύχουν
ιδιαίτερου χειρισμού από τον διδάσκοντα, δίνοντας βάρος
περισσότερο στη διάθεση γνωριμίας, σεβασμού και κατανόησης της
137
θρησκευτικής και πολιτισμικής ετερότητας, προϋποθέτοντας όμως
και από μέρους της τον σεβασμό και την αναγνώριση της εντόπιας
θρησκευτικής και πολιτισμικής παράδοσης.
138
μαθήματος στα δεδομένα της τάξης του, σε τάξεις όπου οι
ετερόθρησκοι ή αλλόθρησκοι μαθητές υπερτερούν σε αριθμό των
ορθοδόξων, λ.χ. σε ποσοστό 80%, όπως συμβαίνει σε ορισμένα
σχολεία των Αθηνών, τι περιεχόμενο θα έχει το μάθημα; Θα
μπορέσουν να ολοκληρώσουν τη βασική και θεμελιώδη προσέγγιση
της ορθόδοξης χριστιανικής πίστης και παράδοσης οι ορθόδοξοι
μαθητές ή υπό την αριθμητική υπεροχή των
αλλοδόξων/αλλοθρήσκων, η διδασκαλία θα αφιερωθεί κατά το
πλείστον στα δόγματα και στις θρησκείες που πρεσβεύουν εκείνοι,
αποκλείοντας ουσιαστικά την ανάπτυξη του «αρχικού πολιτισμού»
των ορθόδοξων;
139
του θρησκευτικού μαθήματος για κάθε τάξη. Επιπλέον, η καθολική
τους εφαρμογή, θα πρέπει να συνδυαστεί με μια ολοκληρωμένη
επιμορφωτική και παιδαγωγική υποστήριξη, η οποία θα βοηθήσει
τους εκπαιδευτικούς να κατανοήσουν τη νέα προσέγγιση και να την
εφαρμόσουν στην διδακτική πράξη με πληρότητα, ώστε το
εγχείρημα των νέων Α.Π. να προσφερθεί ολοκληρωμένο στην
εκπαιδευτική κοινότητα.
140
2.7 Η γλωσσική και θρησκευτική εκπαίδευση στα μειονοτικά
Δημοτικά σχολεία της Δυτικής Θράκης.
141
μουσουλμάνους και μη μουσουλμάνους μαθητές, με τον αριθμό
τους να ανέρχεται συνολικά σε 7.700 περίπου 234.
235Τα σημαντικότερα κείμενα που αφορούν στη μειονοτική εκπαίδευση στην Ελλάδα
είναι: Η διακρατική συμφωνία Ελλάδας-Τουρκίας (Άγκυρα 20-4-1951), το Νομοθετικό
Διάταγμα 3065 της 6-10-1954 (ΦΕΚ Α' 239/1954) «Περί τρόπου ιδρύσεως και λειτουργίας
Τουρκικών σχολείων Στοιχειώδους Εκπαιδεύσεως Δυτικής Θράκης και ρυθμίσεως
ζητημάτων τινών αφορώντων εις την εποπτείαν αυτών και τους Επιθεωτητάς τουρκικών
σχολείων Δυτικής Θράκης», η Υπ. απ. 149251/28.11.1957 «Περί Ωρολογίων και
Αναλυτικών Προγραμμάτων των μειονοτικών σχολείων (ΦΕΚ162/Β'/4-5-58), τα οποία
προβλέπονταν δίγλωσσα, η Συμφωνία πολιτικής συνεργασίας Ελλάδας-Τουρκίας, όπου
στο άρθρο 2 αναφέρεται ότι το Αναλυτικό Πρόγραμμα των σχολείων αυτών θα
καθορίζεται με βάση το αντίστοιχο των Δημόσιων σχολείων της Στοιχειώδους
εκπαίδευσης, ενώ στο άρθρο 3 ρυθμίζονται θέματα υποχρεωτικής φοίτησης, εγγραφής,
απουσιών κλπ., το Μορφωτικό Πρωτόκολλο (1968) «Σεβασμός της θρησκευτικής,
φυλετικής και εθνικής συνείδησης», που αφορά στη μειονοτική γλώσσα, στο εποπτικό
υλικό, στις σχολικές βιβλιοθήκες, στα σχολικά εγχειρίδια και στον σεβασμό της
θρησκευτικής, φυλετικής και εθνικής συνείδησης της μειονότητας, η Συμφωνία
πολιτιστικής συνεργασίας Ελλάδας-Τουρκίας, η οποία και καταργεί τη Συμφωνία του
1951, προάγοντας περαιτέρω τη συνεργασία των δύο χωρών σε θέματα πολιτισμού και
εκπαίδευσης, το Β.Δ 31/1968, το οποίο συνιστά την ιδρυτική πράξη της Ε.Π.Α.Θ., το
Νομοθετικό Διάταγμα 1109 της 25-1-1972 (ΦΕΚ Α' 17, 1972) «Περί τροποποιήσεως και
συμπληρώσεως και αντικαταστάσεως διατάξεων του Ν.Δ. 3065 και ρυθμίσεως
ζητημάτων τινων αφορώντων γενικώς εις την Εκπαίδευσιν της εν Δυτική Θράκη
μειονότητος», ο Ν. 694/1977, ο οποίος αφορά στο καθεστώς και τη νομική φύση των
Πρωτοβάθμιων σχολείων, η Υπ. Αποφ. 55369/78, όπου διατυπώνεται η αρχή της μη
προσβολής της θρησκευτικής πίστης και της εθνικής συνείδησης των μουσουλμάνων
μαθητών και ο Ν. 1566/85 «Δομή και λειτουργία της Α/βάθμιας και Β/βάθμιας Γενικής
Εκπαιδεύσεως».
142
(άρθρα 38-45), σύμφωνα με τα οποία, προσδιορίζεται το νομικό
καθεστώς προστασίας της στην Ελλάδα, ενώ η ελληνική Πολιτεία
θα έπρεπε να εξασφαλίσει χωριστή εκπαίδευση για τους
μουσουλμανόπαιδες. Η λειτουργία των Δημοτικών σχολείων
ρυθμίστηκε με επόμενα Προεδρικά Διατάγματα και Υπουργικές
αποφάσεις, διεπόμενη από πνεύμα διακρατικής αμοιβαιότητας που
είναι κυρίαρχο, τόσο στο κείμενο της Συνθήκης, όσο και στο
Ελληνοτουρκικό Πρωτόκολλο του 1968. Παρότι δε, η σύμβαση του
Συμβουλίου της Ευρώπης για την προστασία των μειονοτήτων
αναφέρει ότι καμία από τις διατάξεις της δεν μπορεί να ερμηνευθεί
από τον μειονοτικό πληθυσμό ως παραχώρηση δικαιωμάτων για
πράξεις αυτοδιάθεσης, αντίθετες με την υφιστάμενη πολιτική των
κρατών υποδοχής 237, η Ελλάδα είναι η μοναδική ευρωπαϊκή χώρα η
οποία, αναγνωρίζει την ισχύ του μουσουλμανικού νόμου στο έδαφός
της 238.
Άρθρο 21. Βλ. και Α. Μπρεδήμα, «Προστασία των εθνικών μειονοτήτων και εδαφική
237
ακεραιότητα των κρατών», στο: Δικαιώματα του Ανθρώπου, Αθήνα 2003, σ.399.
Η αναγνώριση έχει γίνει με τον Ν.1920-4/4/91, ο οποίος αποτελεί την επικύρωση της
238
143
Τουρκία, βάσει του διμερούς Μορφωτικού Πρωτοκόλλου Ελλάδας-
Τουρκίας, σε αναλογία με τους έλληνες εκπαιδευτικούς που
υπηρετούν στα σχολεία της ελληνικής μειονότητας στην
Κωνσταντινούπολη 240. Βασική προϋπόθεση για την πρόσληψη
μουσουλμάνου δασκάλου στα μειονοτικά σχολεία είναι η γνώση της
ελληνικής γλώσσας.
241 Πλήρης κατάλογος των βιβλίων για το σχολικό έτος 2014-15 υπάρχει στο υπ. αρ.
1022Β/80263/Ζ1 22-5-2014 έγγραφο του Υ.ΠΟ.ΠΑΙ.Θ. στο
:http://www.esos.gr/uploads/kcfinder/file/%CE%92%CE%99%CE%99%CE%A09-
0%CE%A5%CE%A8.pdf. (Προσπελάστηκε στις 15-12-2014).
Με το άρθρο 41 παρ.1, της Συνθήκης της Λωζάννης προβλέπεται η χρήση της μητρικής
242
144
Μελέτη Περιβάλλοντος και η Αγωγή του Πολίτη. Στην τουρκική
διδάσκονται η Τουρκική γλώσσα (46 ώρες την εβδομάδα συνολικά σε
όλες τις τάξεις), τα Θρησκευτικά (14 ώρες την εβδομάδα συνολικά σε
όλες τις τάξεις), η Φυσική, τα Μαθηματικά, τα Καλλιτεχνικά, η
Μουσική και η Γυμναστική 243. Πέραν δε της επίσημης τυπικής
θρησκευτικής εκπαίδευσης, στους μουσουλμάνους μαθητές
παρέχεται σε ειδικά φροντιστήρια και μία άτυπη, με κατηχητικό
περιεχόμενο σπουδών και διδασκαλία των ιερών κειμένων του
Κορανίου στα αραβικά, εμπλουτισμένων με στοιχεία ηθικής. Ακόμη,
υλοποιούνται προγράμματα θρησκευτικού περιεχομένου, στα οποία
ακούγεται η προσευχή πέντε φορές την ημέρα, διαβάζονται
αποσπάσματα από το Κοράνι, ενώ αφιερώνεται αρκετή ώρα στο
κήρυγμα. Απαραίτητη κρίνεται η επέκταση του θεσμού των
δίγλωσσων Νηπιαγωγείων, ούτως ώστε οι βάσεις της ελληνικής
γλώσσας να τίθενται από τα χρόνια της Προσχολικής αγωγής. Η
αναβολή εφαρμογής της ρύθμισης αυτής έχει ως αποτέλεσμα δύο
από τις τρείς μειονοτικές ομάδες (Πομάκοι, Αθίγγανοι), να μην
διδάσκονται τη μητρική τους γλώσσα, αλλά ούτε και τα βασικά
στοιχεία του πολιτισμού τους. Η αιτία του προβλήματος βρίσκεται
στην αποδοχή και ταύτιση από την ελληνική Πολιτεία της τουρκικής
γλώσσας με τον θρησκευτικό χαρακτήρα της μειονότητας, γεγονός
που οδήγησε στην ενιαία αντιμετώπιση των μειονοτικών ομάδων
και συνέβαλε στη θρησκειοποίηση της κοινωνικής τους ζωής (και
κατ’ επέκταση της εκπαίδευσης).
243Ε. Ζεγκίνη, «Μειονοτικά σχολεία, μειονοτική εκπαίδευση στη Θράκη», στο: Ανθρώπινα
δικαιώματα, πολιτισμικός πλουραλισμός και εκπαίδευση στη Ευρώπη, Ρόδος 2002, σ.89.
145
με αποτέλεσμα, να προωθείται έντονα στους μουσουλμάνους
μαθητές ο τουρκικός εθνικισμός, παρά το γεγονός ότι είχαν
αφαιρεθεί από αυτά αρκετά επίμαχα κεφάλαια. Από το 2000 και
εντεύθεν χρησιμοποιούνται νέα βιβλία που γράφονται και
τυπώνονται και πάλι στην Τουρκία, με τη δομή και το περιεχόμενο
των βιβλίων που χρησιμοποιούνται εκεί, αλλά, το περιεχόμενο τους
δεν ακολουθεί πλέον σχολαστικά τις προδιαγραφές των Α.Π. της
Τουρκίας, ενώ έχουν απαλειφθεί και ορισμένες εθνικιστικές ή
αλυτρωτικές αναφορές, αλλά και αρκετές θεματικές ενότητες με
αποτέλεσμα τη συνολική μείωση της διδακτέας ύλες (80 έως 100
σελίδες). Στη θεματολογία τους κυριαρχεί το Ισλάμ, με λιγοστές
αναφορές στις άλλες μονοθεϊστικές θρησκείες, που δεν ξεπερνούν
τις οκτώ σελίδες επί συνόλου τριακοσίων. Δεν απαντά, επίσης,
ουδεμία αναφορά σε άλλη ομολογία της ισλαμικής πίστης, πέραν
της σουννιτικής 244. Η διαθεματική προσέγγιση προωθείται ελάχιστα
στις προτεινόμενες ερωτήσεις και δραστηριότητες των εγχειριδίων,
ενώ προτείνεται και η προσέγγιση εξωθρησκευτικών ζητημάτων
γενικού ενδιαφέροντος (ενδυμασία των ανθρώπων των χρόνων της
Καινής Διαθήκης, διεθνείς ανθρωπιστικές οργανώσεις, φυσική,
χημεία, ελληνική και ανατολική μυθολογία). Από το 2000 και
εντεύθεν στο ελληνόφωνο πρόγραμμα χρησιμοποιούνται διδακτικά
εγχειρίδια που έχουν συνταχθεί υπό την αιγίδα του ελληνικού
Υ.ΠΟ.ΠΑΙ.Θ., με βάση τις ανάγκες των μουσουλμανοπαίδων 245. Σε
ό,τι αφορά στα εν χρήσει εγχειρίδια της γλώσσας, παρατηρούνται
λιγοστές αναφορές στα θρησκευτικά ζητήματα, ενώ απουσιάζουν οι
αναφορές στα θρησκευτικά πρόσωπα του Ισλάμ και στη διδασκαλία
τους. Όσες υπάρχουν, προέρχονται από άλλες θεματικές περιοχές
όπως, η φύση, το περιβάλλον, οι ανθρώπινες σχέσεις κ.λπ.
μειονοτικά Δημοτικά και Γυμνάσια της Θράκης, Κοινωνία 3 (2012), σσ.281-298, εδώ σ.287.
146
Το ελληνικό Κράτος προστατεύει τη μειονοτική εκπαίδευση
μέσα από την ανεξίθρησκη συμπεριφορά που εξαρχής επέδειξε
έναντι των μουσουλμάνων που βρίσκονται στην επικράτειά του,
προωθώντας την ισότιμη αντιμετώπιση των επιμέρους
πολιτισμικών ομάδων, οι οποίες συνθέτουν την πολυπολιτισμική
κοινωνία της Δυτικής Θράκης. Καθιέρωσε τη διδασκαλία των
μαθημάτων της Γλώσσας και των Θρησκευτικών στη μειονοτική
γλώσσα από μειονοτικούς δασκάλους και απαγόρευσε τη
διδασκαλία του ορθοδόξου δόγματος στους μουσουλμάνους
μαθητές, ενώ καθιερώθηκαν και θέσεις επιθεωρητών για την
επόπτευση της ομαλής λειτουργίας των σχολείων.
Συμπληρωματικά, στο πλαίσιο της Πράξης «Εκπαίδευση
αλλοδαπών και παλιννοστούντων μαθητών», υλοποιήθηκαν από το
Τμήμα Φιλολογίας του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου
Θεσσαλονίκης, κατά τη διάρκεια των σχολικών ετών 2010-2013,
αξιόλογες δράσεις με συναφές περιεχόμενο, σε δημόσια σχολεία της
Πρωτοβάθμιας εκπαίδευσης (Νηπιαγωγεία και Δημοτικά) όλων των
εκπαιδευτικών περιφερειών της χώρας 246. Αποφασίστηκε, επίσης,
και η ίδρυση «Εισαγωγικής Κατεύθυνσης Μουσουλμανικών
Σπουδών» στο Τμήμα Θεολογίας του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου
Θεσσαλονίκης (7/3/2014). Το Τμήμα Θεολογίας θα καταρτίζει το Π.Σ.
και θα έχει την ευθύνη για τον διορισμό του διδακτικού προσωπικού.
Θα προσφέρεται πανεπιστημιακή θεολογική εκπαίδευση στους
μουσουλμάνους μέλλοντες εκπαιδευτικούς (ιεροδιδασκάλους) της
Δυτικής Θράκης, σύμφωνα με τον Ν.4115/2013, ο οποίος επιτρέπει
στους ιεροδιδασκάλους να διδάσκουν το Κοράνι στα δημόσια
σχολεία. Δεν θα περιορίζεται όμως σε αυτούς, καθώς την
κατεύθυνση θα μπορούν να παρακολουθούν όλοι όσοι το
επιθυμούν, άρα και χριστιανοί.
147
Εξώφυλλα από τα διδασκόμενα βιβλία του γλωσσικού
μαθήματος στα μειονοτικά σχολεία της Δυτικής Θράκης.
148
Τρίτο Κεφάλαιο
Ι. Κογκούλη, Η ευχαριστιακή αγωγή εις την παιδικήν ηλικίαν των 6-13 ετών. Ορθόδοξος
247
θεώρησις και συμβολή εις την μυστηριακήν αγωγήν, Διατριβή επί διδακτορία,
Θεσσαλονίκη 1980, σ.99.
149
παρουσιάζεται με συγκεκριμένο και απλό τρόπο, «ενσωματώνοντάς
το ενεργητικά στις υπάρχουσες γνωστικές τους δομές, τις οποίες
διευρύνουν και αναβαθμίζουν διαρκώς» 250.
J. Piaget, Ψυχολογία και Παιδαγωγική, Νέα Σύνορα 1979, σ.170. Επίσης, βλ. Σ. Πολίτου,
251
252 Βλ. D. Fontana, Ψυχολογία για εκπαιδευτικούς, Σαβάλλας, Αθήνα 19953, σ.85.
150
διδάσκουμε στο παιδί μόνο ό,τι αντιστοιχεί στο στάδιο της
ανάπτυξής του, προώθησε περαιτέρω η κοινωνική θεωρία
ανάπτυξης του Lev Vygotsky, ο λεγόμενος «κοινωνικός
κονστρουκτιβισμός». Ο Vygotsky θεωρούσε ότι με την κατάλληλη
καθοδήγηση μπορούμε να διδάξουμε κάτι παραπάνω από αυτό που
μπορεί μόνο του να κατανοήσει το παιδί. Δηλαδή, ενώ ο Piaget
πίστευε ότι η μάθηση των αποτελεσμάτων των δράσεων των
παιδιών σχετίζεται με τον εξωτερικό τους κόσμο και ότι η
διδασκαλία δεν έχει θέση εδώ, ο Vygotsky τόνισε τη σημασία της
παρέμβασης των εκπαιδευτικών στη μάθηση αυτή. Ο τρόπος με τον
οποίο μαθαίνουν τα παιδιά αυτής της ηλικίας, υποστηρίζει ο
Vygotsky, είναι η εσωτερίκευση δραστηριοτήτων, συνηθειών,
λεξιλογίου και ιδεών των μελών της κοινότητας στην οποία
μεγαλώνουν. Οι ιδέες αυτές διαδραματίζουν κύριο ρόλο στη
μάθηση, καθόσον είναι αποτέλεσμα της γνωσιακής σύγκρουσης με
το καινούριο. Τα παιδιά της πρώτης σχολικής ηλικίας θα πρέπει να
δομούν τη νέα γνώση επάνω στην προϋπάρχουσα, ενώ
διαμορφώνουν σταδιακά ένα οργανωμένο και συνεκτικό σύστημα
σκέψης που τους επιτρέπει να ελέγχουν το περιβάλλον τους.
Ωστόσο, το σύστημα αυτό είναι αιχμάλωτο συγκεκριμένων
εμπειριών, επειδή η σκέψη τους είναι ακόμη περιορισμένη και έτσι
τείνουν να περιγράφουν μάλλον, παρά να εξηγούν τις
προσλαμβάνουσες παραστάσεις τους. Ο Vygotsky έθεσε ως πυρήνα
επιτυχίας της μαθησιακής διαδικασίας την εξεύρεση της «Ζώνης
επικείμενης ανάπτυξης του μαθητή», στο πλαίσιο της οποίας, με
την καθοδήγηση και βοήθεια ενός ενήλικα, το παιδί μπορεί να γίνει
αποτελεσματικότερο στο να επιλύει μέσα από την απόκτηση
μεταγνωστικών δεξιοτήτων, προβλήματα υψηλότερης δυσκολίας.
151
αλλά και την επίδραση των κοινωνικών και πολιτιστικών συνθηκών
του περιβάλλοντος στον τρόπο με τον οποίο ανταποκρίνονται και
ερμηνεύουν τις εμπειρίες τους. Ο Grimmitt ισχυρίζεται ότι η γνώση
είναι ανθρώπινο κατασκεύασμα, μια προσπάθεια τακτοποίησης και
οργάνωσης του κόσμου και των εμπειριών του και όχι απλά μια
αντανάκλαση της αντικειμενικής πραγματικότητας. Έτσι,
αντικειμενική πραγματικότητα δεν υπάρχει, η γνώση
κατασκευάζεται από κάθε παιδί ξεχωριστά, ενώ η διδασκαλία
εμπλέκει και διασυνδέει την υπάρχουσα εμπειρία του με τα
περιεχόμενα κάθε γνωστικού αντικειμένου.
=http%3A%2F%2F203.10.46.30%2Fmre%2F621%2Fmod13%2FGrimmittConstructPedagog.do
c&ei=zV4SU5GVAor9ywPpjIKYDw&usg=AFQjCNH61VRmu68gEx_aIUIQgAYpwAC3Lg&b
vm=bv.62286460,d.bGQ, σ.5,11. (Προσπελάστηκε στις 15-12-2014).
152
στρατηγικής, στάσεων, κινητικών δεξιοτήτων), ανάλογα με τους
στόχους και τη μέθοδο διδασκαλίας που ακολουθείται.
153
έννοιες κατανοούνται σε συνάρτηση με τις εμπειρίες που διαθέτουν
από την οικογένεια και το περιβάλλον τους, διεργασία που απαιτεί
διάρκεια, ώστε να αναπτυχθούν σε όλο τους το εύρος, μέσα από το
πραξιακό (που βασίζεται στην πράξη), το εικονικό (στο οποίο
χρησιμοποιείται η εικονοπλασία) και το συμβολικό στάδιο, όπου
χρησιμοποιείται μια συμβολοποίηση, συμπεριλαμβανομένης και της
γλώσσας 255. Η βαθμίδα αυτή χαρακτηρίζεται ως «προθρησκευτική»
και γι΄ αυτό είναι παιδαγωγικά και θεολογικά ορθό, η διδασκαλία
«να εκκινεί με βάση τις προσωπικές εμπειρίες τους, με κατεύθυνση
από αυτές προς το περιεχόμενο της θείας αποκάλυψης και όχι
αντίστροφα. Με άλλα λόγια, η δομή της ύλης και της διδασκαλίας θα
πρέπει να διέπονται από την αρχή της παιδοκεντρικότητας» 256.
255 Βλ. D. Fontana, Ψυχολογία για εκπαιδευτικούς, Σαβάλλας, Αθήνα 19953, σ.91.
154
μαθητών 259, όσον αφορά στο ρυθμό ανάπτυξης της θρησκευτικής
τους σκέψης. Εξάλλου, η θρησκευτική εκπαίδευση «δεν είναι μια
διαδικασία, η οποία ικανοποιεί αποκλειστικά τα κριτήρια της γνώσης
και της κατανόησης του περιεχομένου της, αλλά συμβάλλει στην
προαγωγή της προσωπικής ανάπτυξης, αυτονομίας και
κοινωνικοποίησης των μαθητών» 260. Στο θρησκευτικό μάθημα δεν
αξιολογούνται η πίστη, οι προβληματισμοί ή οι αμφιβολίες των
μαθητών για το περιεχόμενό του, αλλά ο βαθμός ανταπόκρισής
τους στους γνωστικούς του στόχους. Η μαθητοκεντρική αυτή
προϋπόθεση υπενθυμίζει ότι, πέρα από το «ποιος», το «τι» και το
«πώς», μας απασχολεί εξίσου και σε «ποιόν» απευθύνεται το
μάθημα. Διότι εάν ο διδάσκων χρησιμοποιεί, για παράδειγμα,
κυριολεκτική γλώσσα, η οποία αντιδιαστέλλεται προς τη
συμβολική 261 (στη χρήση λ.χ. του όρου «Σώμα Χριστού» για την
Εκκλησία), θα προκαλέσει σύγχυση και προβληματισμό στους
μαθητές. Είναι, δηλαδή, απαραίτητη η γνωστική, συναισθηματική
και υπαρξιακή σχέση του μαθητή με το σύμβολο, προκειμένου να
λειτουργήσει δημιουργικά και να νοηματοδοτηθεί το σημαίνον στο
155
οποίο αυτό αναφέρεται. Ένα θρησκευτικό σύμβολο εξάλλου, έχει
νόημα «μόνο για τους ανθρώπους που ανήκουν στην ίδια θρησκευτική
κοινότητα, ενώ για άλλους, το ίδιο σύμβολο δεν σημαίνει σχεδόν
τίποτε» 262. Και ο Μ. Grimmitt, εξάλλου, θεωρεί σημαντικό τον ρόλο
που διαδραματίζει η γλώσσα, αποτελώντας βασικό και κρίσιμο
στοιχείο-μέσο μεταφοράς της γνώσης από τον δάσκαλο στον
μαθητή, επειδή το νόημα των λέξεων θα πρέπει να αποδίδεται με
γνώμονα την εκφράστική ικανότητα των μαθητών. Η παράμετρος
«γλώσσα», όμως, προϋποθέτει και τη θρησκευτική γνώση. Χωρίς
αυτή, δεν μπορεί να πραγματοποιηθεί επιτυχώς η σύνδεση των
αληθειών της πίστης με την καθημερινή ζωή των μαθητών και τη
διατήρηση της ισορροπίας μεταξύ της δογματικής, ηθικής,
τελετουργικής, εμπειρικής και κοινωνικής διάστασης της
θρησκευτικής αγωγής.
Δ. Πνευματικού, Η ανάπτυξη της θρησκευτικής σκέψης στην παιδική και εφηβική ηλικία
262
156
λιγότερες αριθμητικά ενότητες, με μεγαλύτερη εμβάθυνση, αντί να
καλύπτουν πολλαπλές θεματικές με επιφανειακό τρόπο,
κατατείνοντας στην εφαρμογή και στον συσχετισμό όσων
γνωρίζουν με διάφορα άλλα γνωστικά πεδία (διαθεματικότητα) 264.
Διότι, όσο πιο συγκεκριμένη και σύμφωνη με τις ανάγκες τους είναι
η διδασκαλία, τόσο περισσότερο θα μπορέσουν να αφομοιώσουν το
περιεχόμενο του μαθήματος.
266 Βλ. Α. Καψάλη, Ε. Νημά, Σύγχρονη διδακτική, Κυριακίδης, Θεσσαλονίκη, 20082, σ.207.
157
υποτυπώδους θρησκευτικού υπόβαθρου των γονέων, της ελλιπούς
γνωστικής και κοινωνικής εμπειρίας των μαθητών, καθώς και της
ελλιπούς θρησκειοπαιδαγωγικής κατάρτισης των δασκάλων, είναι
αδύνατο οι μαθητές να κατανοήσουν τη σημασία της ετερότητας,
εφόσον προηγουμένως δεν έχουν διαμορφώσει την ταυτότητά τους
και δεν έχουν διδαχθεί επεξηγηματικά και παραδειγματικά τα
στοιχεία που τη συνθέτουν 267. Αν η θρησκευτική πληροφορία δεν
καλύπτει τις ψυχολογικές, κοινωνικές, πολιτισμικές, υπαρξιακές
αναζητήσεις, τα βιώματα και τις επιθυμίες, τις γνωστικές, ηθικές,
συναισθηματικές και θρησκευτικές ανάγκες και τα ενδιαφέροντα
των μαθητών, αν δεν συνδέεται με τις προηγούμενες εμπειρίες τους,
αν δεν ανταποκρίνεται στη δεκτικότητά τους, είναι αδύνατο να
μετουσιωθεί σε συνειδητή γνώση και εμπειρία. Με άλλα λόγια,
«αποβαίνει ατελέσφορη η προσπάθεια καλλιέργειας θρησκευτικών
εμπειριών, χωρίς να ληφθεί υπόψη το γνωστικό επίπεδο και το
υφιστάμενο κοινωνικοπολιτιστικό πλαίσιο ανάπτυξης των
μαθητών» . Προκειμένου, λοιπόν, να επιλεγεί το κατάλληλο
268
Επίσης βλ. του ιδίου, Το μάθημα των Θρησκευτικών στο Δημοτικό σχολείο κατά την
πεντηκονταετία 1932-1982, Κυριακίδης, Θεσσαλονίκη 2000, σ.189.
269Ο Η. Ρεράκης υποστηρίζει ότι «γνώσεις που αποκτήθηκαν χωρίς αρκετό υπόβαθρο για
να τις συγκροτήσει, είναι γνώσεις που οι πιθανότητές τους να μείνουν στην μνήμη είναι
λίγες». Η. Ρεράκη, Σύγχρονη διδακτική των Θρησκευτικών, Θεσσαλονίκη 2007, σ.27 και J.
Bruner, Διαδικασία της Παιδείας, (μτφρ. X. Κληρίδη), Καραβίας, Αθήνα 1960, σ.44.
158
ομάδα του Δημοτικού σχολείου, θα πρέπει να προσφέρονται οι
σταθερές και όχι οι αποκλίσεις, οι διαφοροποιήσεις ή οι εξαιρέσεις.
271Ε. Περσελή, Θεωρίες θρησκευτικής ανάπτυξης και αγωγής, Γρηγόρης, Αθήνα 2000.
σ.73.
159
γνώσεις τους, μέσα από πιο περιορισμένη ύλη, σε σχέση με την έως
τώρα προσφερόμενη, με μεγαλύτερη όμως εμβάθυνση, αντί να
καλύπτονται πολλαπλές θεματικές με επιφανειακό τρόπο,
συγκλίνοντας περισσότερο στο διαθεματικό συσχετισμό όσων
γνωρίζουν από τα υπόλοιπα γνωστικά πεδία. «Η διαδικασία της
κατανόησης των θρησκευτικών εννοιών και πληροφοριών
αποσπασματικά», υποστηρίζει ο Grimmitt, «είναι δύσκολη, διότι η
θρησκευτική γνώση (όπως και κάθε άλλο είδος γνώσης), αποτελείται
από ένα πολύπλοκο, αλλά συνεκτικό σύστημα αλληλένδετων εννοιών
και κατηγοριών που συνδυάζονται με βάση θεμελιώδεις αρχές
ευρισκόμενες στο «αρχικό» λεξιλόγιο των μαθητών» 272. Εξάλλου, η
προΰπαρξη θρησκευτικών γνώσεων δεν επαρκεί για να
εξασφαλισθούν τα επιθυμητά αποτελέσματα κατά τη διδασκαλία
του θρησκευτικού μαθήματος 273, διότι οι μαθητές δεν κατανοούν
πάντοτε τη σχέση όσων μαθαίνουν και όσων ήδη γνωρίζουν, εκτός
εάν κάθε προϋπάρχουσα γνώση ορίζεται ως σημείο αφετηρίας νέας
γνώσης από τον δάσκαλο. Ο Grimmitt επαληθεύει την άποψη αυτή,
ισχυριζόμενος ότι «οι εκπαιδευτικοί δεν διαθέτουν την ικανότητα να
αναγνωρίσουν ότι η θρησκευτική διδασκαλία απαιτεί τη διαρκή
προσαρμογή των δικών τους γνώσεων και πληροφοριών στις
γνωστικές ανάγκες των μαθητών» 274.
160
3.2 Η ψυχοσυναισθηματική ανάπτυξη του μαθητή του
Δημοτικού σχολείου.
Βλ. J.Piaget, Η ψυχολογία της νοημοσύνης, Αθήνα 1958, σ.36 κ.ε. και Ε. Περσελή,
275
1990, σ.118.
161
Piaget, της λεγόμενης και «Γενετικής Επιστημολογίας», είναι ότι η
ανθρώπινη νόηση αναπτύσσεται και εξελίσσεται προοδευτικά και
διαδοχικά, δηλαδή, το ένα στάδιο προϋποθέτει το άλλο, ενώ όλα
βασίζονται πάνω σε συγκεκριμένες νοητικές δομές. Οι δομές αυτές
«δεν προϋπάρχουν στον άνθρωπο ούτε στο εξωτερικό του περιβάλλον,
όπως το αντιλαμβάνεται. Είναι δημιούργημα της δράσης του πάνω
στην πραγματικότητα, μέσα από την αλληλεπίδραση εξωτερικών
ερεθισμάτων και αντιδράσεων σε αυτά» 277.
Ε. Περσελή, Πίστη και χριστιανική αγωγή. Η θεωρία των σταδίων ανάπτυξης της πίστης
277
162
φοίτησή του» 279. Η υπό διαπραγμάτευση χρονική περίοδος
ονομάζεται και «λανθάνουσα». Ο όρος χρησιμοποιήθηκε αρχικά
από τον Freud για τα παιδιά της ηλικίας του Δημοτικού σχολείου,
μετά την παρατήρηση ότι υφίστανται σημαντικές διαφορές στη
συμπεριφορά τους, συγκριτικά με παιδιά μικρότερης ηλικίας,
καθόσον διαθέτουν ομαλότερο έλεγχο της παρορμητικότητας, των
εκδηλώσεων επιθετικής συμπεριφοράς, αλλά και αυξημένη
ικανότητα συγκέντρωσης και μάθησης. Η επιτυχής ψυχολογική
πορεία της προσωπικότητας στις προηγούμενες της λανθάνουσας
περιόδους, όπως η ικανοποιητική σχέση του παιδιού με το μητρικό
πρόσωπο, η ομαλή εξέλιξη της λειτουργίας του αποχωρισμού και
της ανεξαρτητοποίησης από τους γονείς, η επίτευξη του ελέγχου
των σφιγκτήρων μέσα σε ένα υποστηρικτικό και ενθαρρυντικό
περιβάλλον, ευνοούν την ικανοποίηση των ψυχολογικών
απαιτήσεων της περιόδου.
163
στην αντίφαση που υπάρχει στη διπλή ιδιότητα του ανθρώπου ως
βιολογικού και κοινωνικού όντος. Θεωρεί δε ότι το υπερβατικό είναι
η μετάβαση από το ομαδικό ασυνείδητο στο ατομικό 280. Μια άλλη
βασική αρχή της ψυχαναλυτικής θεωρίας, είναι ότι η ανθρώπινη
ψυχολογία διαμορφώνεται από την τάση του ανθρώπου να αποζητά
την ευχαρίστηση και την ηδονή και να αποφεύγει τον πόνο. Οι δε
πρωταρχικές εμπειρίες ευχαρίστησης και πόνου παίζουν
σημαντικότατο ρόλο στη διαμόρφωση της δομής της
προσωπικότητας του παιδιού.
280 Βλ. Ν. Νησιώτη, Ψυχολογία της θρησκείας, Μαΐστρος, Αθήνα 2006, σ.119.
164
αυτού του είδους απέδειξαν την ικανότητα απόκτησης δεξιοτήτων,
όπως η αναγνώριση προσώπων και η ανάγνωση και ανίχνευση
απλών γραμματικών δομών.
285Η έννοια της ενσυναίσθησης χρησιμοποιήθηκε αρχικά στην Ψυχολογία για την
κινητική μίμηση. Τον όρο «ενσυναίσθηση» ή «εμβίωση» εισηγήθηκε ο Robert Vischer
(1873) και τον καθιέρωσε ο Theodor Lipps (1903-1906).
165
προσώπου. Η ενσυναίσθηση εκμεταλλεύεται τη μιμητική τάση του
ανθρώπου, ιδιότητα που κατ’ αντιστοιχία αναφέρει ο Bandura με τον
όρο «μίμηση προτύπου», συνεισφέροντας αποτελεσματικά στην
εξομάλυνση διαπολιτισμικών προβλημάτων, ιδιαίτερα όσων
σχετίζονται με τη θρησκευτική ετερότητα. Είναι ιδιαίτερα
εφαρμόσιμη στη διδασκαλία και προσφέρει μεγάλο αριθμό
μεθοδολογικών προσεγγίσεων της γνώσης μέσα από συμμετοχικές
δραστηριότητες. Είναι η τεχνική να «βάζω τον εαυτό μου στη θέση
του άλλου», χωρίς απαραίτητα να συμπάσχω με αυτόν. Γι’ αυτό και
η ενσυναίσθηση αποτελεί μια διαρκώς εξελισσόμενη διαδικασία,
στην οποία το παιδί αντιλαμβάνεται ότι και οι άλλοι άνθρωποι
έχουν τα δικά τους συναισθήματα, τα οποία δημιουργούνται στο
πλαίσιο ευρύτερων εμπειριών. Έτσι, αρχίζει να ενδιαφέρεται για τις
συνθήκες διαβίωσής τους, τη φτώχεια, την καταπίεση, την αδυναμία
και «επειδή κατανοεί την ύπαρξη των κοινωνικών τάξεων, είναι ικανό
να τη βιώσει για ομάδες κοινωνικά και οικονομικά υποδεέστερες της
δικής του, εμφανίζοντας ενδιαφέρον για πολιτικά, ηθικά και
κοινωνικά ζητήματα» 286.
286Μ. Cole- S. Cole, H ανάπτυξη των παιδιών. Γνωστική και ψυχοκοινωνική ανάπτυξη κατά
τη νηπιακή και μέση παιδική ηλικία. Τόμ.Β΄, Τυπωθήτω, Αθήνα 2001 σ.244.
166
εμφάνιση της εφηβικής κρίσης. Τότε θα προσπαθήσει να απεμπλακεί
από το Εμείς για να γνωρίσει το Εγώ και κατόπιν το Συ» 287. Ο Ε.
Περσελής, επίσης, τονίζει σχετικά ότι: «Από ψυχολογική άποψη, η
αφομοίωση των στοιχείων που προκύπτουν από την παρατήρηση και
την κριτική στάση του μαθητή απέναντι στις θρησκευτικές
πεποιθήσεις, στις διδασκαλίες, στα σύμβολα και στη συμπεριφορά
των άλλων, δημιουργεί θετικές ή αρνητικές εμπειρίες, σκέψεις και
κρίσεις, οι οποίες συμβάλλουν σε σημαντικό βαθμό στη διαμόρφωση
μιας συγκεκριμένης αντίληψης για το θρησκευτικό φαινόμενο και
ειδικότερα για τις προσωπικές θρησκευτικές πεποιθήσεις και τους
τρόπους συμπεριφοράς του» 288. Βάσει δε της ενότητας των ψυχικών
δυνάμεων και λειτουργιών του ανθρώπου, τα θεμέλια αυτής της
πορείας διαμορφώνονται κατά τα πρώτα στάδια της παιδικής
ηλικίας κυρίως από την οικογένεια, αλλά και από εξωγενείς φορείς
και παράγοντες, όπως το σχολείο, ενώ αναπτύσσονται και
εξελίσσονται προοδευτικά με τη μάθηση, διαμέσου των
προηγούμενων εμπειριών. Προτείνεται δε, το θρησκευτικό
φαινόμενο να βρίσκεται στο επίκεντρο της διαδικασίας αύξησης και
βελτίωσης της ψυχοσυναισθηματικής ανάπτυξης του παιδιού, με
μέθοδο βασιζόμενη στις εμπειρίες του και στην αλληλεπίδρασή του
με το άμεσο και ευρύτερο περιβάλλον του (οικογενειακό, σχολικό,
κοινωνικό).
288 Ε. Περσελή, Θεωρίες θρησκευτικής ανάπτυξης και αγωγής, Γρηγόρης, Αθήνα 2000,
σ.50.
167
3.3 Η ηθική ανάπτυξη του μαθητή του Δημοτικού σχολείου.
289 Γ. Κρασανάκη, «Ηθικές και θρησκευτικές βάσεις της ψυχικής ανάπτυξης του
ανθρώπου», στο: Ηθική και θρησκευτική ανάπτυξη του παιδιού, Πρακτικά, Ρέθυμνο 2004,
σ.31.
290Βλ. Α. Κακαβούλη, Ηθική ανάπτυξη και αγωγή, 19941, σ.19. Ο Αρχιεπίσκοπος Αλβανίας
κ. Αναστάσιος αναφέρει ότι, «στη δεκαετία του 1990 εντάθηκε η διαθρησκειακή
προσπάθεια για τη συγκρότηση ενός ηθικού κώδικα αξιών με παγκόσμια εμβέλεια με
γνωστότερες δύο προτάσεις: η πρώτη είναι αυτή του Κοινοβουλίου των Θρησκειών του
Κόσμου (Σικάγο, 1993) διά του Γερμανού καθηγητή H. Κüng, ενώ η δεύτερη διατυπώθηκε
από τον L. Swidler (Τemple, Φιλαδελφεία, HΠΑ). Η πρόταση του Κοινοβουλίου είναι γνωστή
και ως “Διακήρυξη προς μία Παγκόσμια Hθική” (Declaration toward a global ethic), και
καθόρισε ως αρχές μιας παγκόσμιας ηθικής τις εξής: α. Δεν υπάρχει παγκόσμια τάξη
χωρίς παγκόσμια ηθική, β. Κάθε ανθρώπινο ον θα αντιμετωπίζεται ανθρωπίνως, γ. Οι
βασικές υποχρεώσεις για ένα πολιτισμό είναι αυτές της μη βίας, του σεβασμού της ζωής,
της αλληλεγγύης και δίκαιης οικονομικής τάξης, της ανοχής και φιλαλήθειας, των ίσων
δικαιωμάτων μεταξύ ανδρών και γυναικών και δ. Η ανάγκη ανανεώσεως της συνείδησης.
Όλες αυτές οι δέσμες κανόνων και ενεργειών έχουν αναφορά και στηρίζονται σε αρχαίους
ηθικούς κώδικες των μεγάλων θρησκειών». Αρχιεπισκόπου Αλβανίας Αναστασίου, «Η
αναζήτηση των πανανθρώπινων αξιών». Άρθρο στην εφημερίδα «Καθημερινή της
Κυριακής» 10-10-2004, στο:
http://www.phys.uoa.gr/~nektar/orthodoxy/explanatory/anastasios_giannoylatos_seeking_fo
r_universal_values.htm. (Προσπελάστηκε στις 15-12-2014).
168
είναι προϊόν εσωτερικών ψυχοδυναμικών αλληλεπιδράσεων και
αλληλοσυγκρουόμενων διλημμάτων, δεν είναι ομοιογενής, αλλά
αποτελεί ένα σύνθετο φαινόμενο που καθορίζεται από ποικίλες
παραμέτρους, όπως τη νόηση, τη συμπεριφορά, τις γνώσεις, τα
συναισθήματα και τις πράξεις. Ο Τ. Καζεπίδης θεωρεί ότι «η
συμμετοχή σε αυτό το σύστημα συντελείται μέσω της καθημερινής
εμπλοκής των προσώπων σε ηθικά και κοινωνικά διλήμματα και σε
λογικές διαδικασίες μέσα στο οικογενειακό και ευρύτερο περιβάλλον,
με τις ηθικές αρχές να εμπεριέχονται στις δραστηριότητές τους,
χωρίς να υπάρχει σκέψη, απόφαση και πράξη που να βρίσκεται έξω
από αυτές» 291.
178.
169
Σε ό,τι αφορά στο περιεχόμενο της Ηθικής, οι παραδοσιακές
θεωρίες αποβλέπουν στην εγχάραξη συγκεκριμένων κοινωνικών
αρετών και ηθικών στάσεων, προωθώντας τη διαιώνιση της
αποθησαυρισμένης κληρονομιάς των κοινωνιών. Αντίθετα, οι
φιλελεύθερες υποστηρίζουν «την ανάπτυξη της ικανότητας για
προσωπική επιλογή των ηθικών αξιών και την ανάπτυξη της ηθικής
κρίσης μέσα από την εναρμόνιση των ποικίλων “ηθικών απόψεων”,
έτσι ώστε, να κατανοηθούν οι παγκόσμιες αρχές της δικαιοσύνης και
να χρησιμοποιηθούν ως βάση κάθε απόφασης» 294.
Βλ. Grace Craig –Don Baucum, Η ανάπτυξη του ανθρώπου, Τόμ.Α΄, Παπαζήσης, Αθήνα
295
2007, σ.632.
170
θεωρία αυτή δίνει έμφαση όχι τόσο στη διαδικασία της
εσωτερίκευσης των ηθικών κανόνων και της δημιουργίας ηθικών
συναισθημάτων, όσο στον τρόπο με τον οποίο το παιδί διαμορφώνει
σταδιακά την ηθική του συμπεριφορά μέσα από μοντέλα-πρότυπα
μίμησης. Μιμούμενο ενεργά τον γονέα και τις δραστηριότητές του,
το παιδί ταυτίζεται ηθικά μαζί του και αποκτά μια
«συμπεριφοριστική βιβλιογραφία» βασισμένη στις παρατηρούμενες
ηθικές στάσεις και αξίες. Η θεωρία αποδίδει περισσότερο ενεργό
ρόλο στο παιδί, εισάγοντας την έννοια του «μοντέλου», το οποίο
αποτελεί για το παιδί πρότυπο μίμησης. Το παιδί μιμείται ενεργά
τον ενήλικο, ο οποίος αποτελεί για αυτό ένα ελκυστικό πρότυπο
αναφοράς και με τον τρόπο αυτό «αποκτά ένα συμπεριφορικό
«ρεπερτόριο» που βασίζεται σε ηθικές στάσεις, μιμούμενο ουσιαστικά
την ενήλικη δραστηριότητα». 297
171
υποχρέωσης για συμμόρφωση προς τους κοινά αποδεκτούς ηθικούς
κανόνες 298. Δηλαδή, το παιδί δεν γεννιέται ηθικό, καλό ή κακό, αλλά
γίνεται, κάτω από την επίδραση εξωτερικών παραγόντων και
εσωτερικών δυνάμεων του «εγώ». Κατά τον Piaget, τα παιδιά δεν
αποτελούν ολοκληρωμένες ηθικές προσωπικότητες μέχρι τη φάση
των «συγκεκριμένων νοητικών λειτουργιών», ενώ διακρίνει τρεις
βαθμίδες ηθικής κρίσης: τον απλό ηθικό ρεαλισμό, την ετερόνομη
ηθική και την αυτόνομη ηθική. Στην πρώτη περίπτωση το παιδί δεν
επιτρέπεται να κλέψει, γιατί θα τιμωρηθεί, στη δεύτερη επειδή «το
απαγορεύει ο πατέρας του», ενώ στην τρίτη επειδή αφαιρεί αγαθά
που δεν του ανήκουν. Ο Kohlberg προχώρησε περαιτέρω,
διηγούμενος στα παιδιά υποθετικές ιστορίες, θέτοντάς τους
συγκεκριμένα ηθικά διλήμματα 299. Με αυτή τη διαδικασία
υποστήριξε ότι «η ηθική αγωγή δεν επιτυγχάνεται τόσο με την άμεση
διδασκαλία, όσο μέσα από γνωστικές διεργασίες και την επίλυση
ηθικών διλημμάτων, κάτι που θα πρέπει να επιδιώκεται από όλα τα
γνωστικά αντικείμενα στο σχολείο» 300, προκρίνοντας μία
ατομικιστική αντίληψη της εξέλιξης και παραγνωρίζοντας την
επίδραση του κοινωνικού και πολιτισμικού περιβάλλοντος, διότι
πίστευε ότι οι ηθικές κρίσεις λαμβάνουν χώρα ανεξάρτητα από
αυτό 301. Δεν έλαβε, δηλαδή, υπόψη του τα κίνητρα που υπάρχουν
κατά την ανάπτυξη της ηθικότητας, τα οποία σχετίζονται με τα
βασικά πρόσωπα αναφοράς (γονείς, δάσκαλοι, φίλοι). Βασιζόμενος
298D. Fontana, Ψυχολογία για εκπαιδευτικούς, Σαβάλλας, Αθήνα 19953, σ.32,291. Για την
αυτόνομη και την ετερόνομη ηθική του Piaget, καθώς και για τα στάδια ηθικής
ανάπτυξης του Kohlberg, βλ. Kevin Durkin, Developmental social psychology. From infancy to
old age, Blackwell, Oxford 1988, σσ.463-505, εδώ σ.471,475, R. Murray Thomas, Human
development theories. Windows on culture, Sage Publications, California 1999, σσ.136-138, και Ι.
Παρασκευόπουλου, Εξελικτική Ψυχολογία. Σχολική ηλικία, Τόμ.3, Αθήνα χ.χ, σ.157.
299Ένα τέτοιο δίλημμα είναι η ιστορία κάποιου, που έπρεπε είτε να κλέψει για να
αγοράσει ένα ακριβό φάρμακο είτε να αφήσει τη γυναίκα του να πεθάνει. Εδώ, η
απάντηση των εξεταζόμενων επικεντρώνεται στην αιτιολόγηση που καλύπτει το
υπόβαθρο των ηθικών αξιών τους. Βλ. Ι. Κογκούλη, Κατηχητική και χριστιανική
παιδαγωγική, Κυριακίδης, Θεσσαλονίκη, 1990, σ.120 και Η. Ρεράκη, Κοινωνική ένταξη και
θρησκευτική αγωγή του μαθητή στο ελληνικό σχολείο, Πουρναράς, Θεσσαλονίκη 2010,
σ.146 κ.εξ.
Α. Κακαβούλη, Ηθική ανάπτυξη και αγωγή, 19941, σ.26. Για τα στάδια της ηθικής
300
172
στη θεωρία του Piaget διατύπωσε επίσης έξι στάδια ηθικής
ανάπτυξης, τα οποία, συνοψίζονται σε τρία επίπεδα:
• Το προσυμβατικό (preconventional level), με την ετερόνομη
ηθική να εστιάζει στην τιμωρία και στην υπακοή (σωστό θεωρείται
αυτό που με βοηθά να αποφύγω την τιμωρία, λάθος είναι ότι την
επιφέρει) και την ατομιστική ηθική να βασίζεται στο προσωπικό
ενδιαφέρον (σωστό είναι αυτό που ικανοποιεί τις ανάγκες μου και
με ευχαριστεί). Το παιδί, στο στάδιο αυτό, αντιλαμβάνεται τη
διάκριση «καλού» και «κακού», με βάση τις φυσικές ή ηδονιστικές
συνέπειες της πράξης του και η ηθική του σκέψη βασίζεται στην
υποχρεωτική υπακοή προς τους μεγάλους, λόγω της φυσικής τους
υπεροχής.
• Το συμβατικό (conventional level), με ορίζοντα δράσης τη
σχολική ηλικία και βάση την ηθική του ατομισμού, των αμοιβαίων
διαπροσωπικών προσδοκιών, των συμμορφώσεων και της «έννομης
τάξης» (σωστό είναι κάθε τι που εξασφαλίζει την αποδοχή και την
επιδοκιμασία από το περιβάλλον μου 302), σύμφωνα με την οποία, το
σωστό συμπίπτει με τους γραπτούς νόμους και κανόνες. Οι ηθικές
αξίες συνδέονται άμεσα με την επιτέλεση του καθήκοντος, το
σεβασμό προς την εξουσία και τη διατήρηση της κοινωνικής τάξης
και πειθαρχίας. Η θρησκευτική πίστη βασίζει την αξία της στη
δικαιοσύνη και στην αμοιβαιότητα των σχέσεων με τον Θεό, ο
οποίος, αφού το παιδί έχει υπερβεί τις ανθρωπομορφικές εικόνες
των προηγούμενων σταδίων, γίνεται αντιληπτός ως νομοθέτης και
ως υπέρτατο ον, που ικανοποιείται ιδιαίτερα από την ηθική
συμπεριφορά του ανθρώπου 303. Το παιδί, στο στάδιο αυτό,
πραγματοποιεί ηθικές κρίσεις, βασισμένες στα πρότυπα και στις
προσδοκίες των ισχυρών προσώπων που το περιβάλλουν και όχι
στις συνέπειες των πράξεών του.
με τους Kohlberg και Fowler», Μακεδνόν 8 (2001), σσ.205-218, εδώ σ.206. Βλ. και Ι.
Παρασκευόπουλου, Εξελικτική Ψυχολογία. Σχολική ηλικία, Τόμ.3, Αθήνα χ.χ, σ.177.
173
• Το μετασυμβατικό αυτόνομο (postconventional, autonomous
level), το οποίο απαντά στην εφηβική ηλικία, με την ηθική των
κοινωνικών σχέσεων (τα ανθρώπινα δικαιώματα και η ηθική των
πανανθρώπινων αρχών προέχουν έναντι των νόμων). Εδώ, όπως
αναφέρει ο Δ. Πνευματικός, «η ηθική είναι υπόθεση της συνείδησης,
που βασίζεται σε ηθικές αρχές και αξίες, οι οποίες, χαρακτηρίζονται
από εγκυρότητα, καθολικότητα και μονιμότητα, ανεξάρτητα από τα
πρόσωπα και τις κοινωνικές ομάδες που τις εκπροσωπούν» 304. Ενώ,
λοιπόν, στο προηγούμενο στάδιο, σημείο αναφοράς ήταν η
στενότερη ομάδα (οικογένεια-σχολείο), τώρα, το ενδιαφέρον
εστιάζεται σε ευρύτερα σχήματα (κοινωνία-κράτος) και ηθικό
θεωρείται η εκτέλεση του καθήκοντος, ο σεβασμός προς την εξουσία
και η τήρηση της κοινωνικής τάξης 305.
τους Kohlberg και Fowler», Μακεδνόν 8 (2001), σσ. 205-218, εδώ σ.207. Για τα στάδια ηθικής
ανάπτυξης του Kohlberg, βλ. και Α. Κακαβούλη, Συναισθηματική ανάπτυξη και αγωγή.
Συναίσθημα, ιδιοσυγκρασία, αυτοσυνειδησία, κοινωνικότητα, σχέσεις, Αθήνα 19972, σ.26 και
Παιδαγωγική και Ψυχολογική Εγκυκλοπαίδεια, Τόμ.4, Ηθική αγωγή και εκπαίδευση,
Ελληνικά Γράμματα, Αθήνα 1989, σ.2265.
174
αναπτύσσει ισορροπημένες συμπεριφορές μέσα από την ενίσχυση
των ηθικών του αναπαραστάσεων, αποφεύγοντας αρνητικές
συμπεριφορές, με τρόπο που πολιτισμικά κρίνεται αποδεκτός και
χρήσιμος, θεμελιώνοντας έτσι την ηθική του συνείδηση.
Για την ανάλυση του M. Bergowitz, βλ. Σ. Χέλμη- Η. Ματσαγγούρα, «Ηθική αγωγή:
306
175
Για τη σχέση ηθικής και θρησκείας έχουν διατυπωθεί δύο
κυρίως απόψεις: η μια υποστηρίζει ότι η ηθική είναι ανεξάρτητη από
τη θρησκεία, ενώ η δεύτερη, προερχόμενη κυρίως από τον χώρο της
ορθόδοξης χριστιανικής διδασκαλίας, δέχεται ότι η ηθική πηγάζει,
εμπνέεται και ενισχύεται από τη θρησκευτική πίστη και ζωή. Είναι,
δηλαδή, καρπός της πίστης στον Θεό και εξαρτάται από την πίστη
στο πρόσωπο του Χριστού και την αποκεκαλυμμένη Αλήθεια.
307Γ. Γαϊτενίδη, Το μάθημα των Θρησκευτικών στο Δημοτικό σχολείο κατά την
πεντηκονταετία 1932-1982, Κυριακίδης, Θεσσαλονίκη 2000, σ.65.
176
εδραίωσή της θεωρείται απαραίτητη η και επιτυχής σύμπραξη των
βασικών φορέων αγωγής (οικογένεια, σχολείο, Εκκλησία, ευρύτερο
κοινωνικό περιβάλλον).
177
3.4 Η θρησκευτική ανάπτυξη του μαθητή του Δημοτικού
σχολείου.
Ε. Περσελή, Θεωρίες θρησκευτικής ανάπτυξης και αγωγής, Γρηγόρης, Αθήνα 2000, σ.5,
310
και Ε. Περσελή, Πίστη και χριστιανική αγωγή. Η θεωρία των σταδίων ανάπτυξης της
πίστης του James W. Fowler, Γρηγόρης, Αθήνα 2005, σ.352. Επίσης, βλ. Παιδαγωγική και
Ψυχολογική Εγκυκλοπαίδεια, Ηθική αγωγή και εκπαίδευση, Ελλ. Γράμματα, Αθήνα 1989,
Τόμ.4, σ.2368-9.
178
αγάπη προς τον Θεό 312. Άλλες θεωρίες, όμως, διατείνονται ότι «ήταν
αποτέλεσμα της προσπάθειας του ανθρώπου να ικανοποιήσει την
ανάγκη του για προστασία, σωτηρία και γνώση ή ότι η παράσταση του
Θεού δεν είναι τίποτε άλλο, παρά η προσωποποίηση της συλλογικής
συνείδησης των μελών της κοινωνίας και κατά συνέπεια, πηγή του
θρησκευτικού συναισθήματος έως και σήμερα, είναι η ίδια η
κοινωνία» .
313
Βλ. Γ. Κρασανάκη, «Ηθικές και θρησκευτικές βάσεις της ψυχικής ανάπτυξης τον
312
ανθρώπου», στο: Ηθική και θρησκευτική ανάπτυξη του παιδιού, Πανεπιστήμιο Κρήτης,
Σχολή Επιστημών της Αγωγής Π.Τ.Π.Ε., Πρακτικά Συνεδρίου, Ρέθυμνο 2004, σ.35.
Α. Νικολαϊδη, Η διαλεκτική ιερότητας και κοινωνικότητας στο έργο του Emile Durkheim,
313
179
σχετίζονται άμεσα με την εικόνα που διαμορφώνει αυτό για τον
Θεό. Αλλά και ο Ν. Νησιώτης υποστηρίζει ότι το παιδί «εκκινώντας
από την αίσθηση της παντοδυναμίας των γονέων, μεταβαίνει στην
εσωτερίκευση των εντολών και των απαγορεύσεών τους, περνά από
την περίοδο της αντιπαράθεσης με την εικόνα του Θεού που το
περιβάλλον του προβάλλει και ολοκληρώνεται με την αφαιρετική της
εξατομίκευση. Έτσι, ωριμάζουν μέσα του προοδευτικά οι έννοιες του
Θεού και της θρησκευτικής αφοσίωσης» 316. Συγκεκριμένα, από το 6ο
μέχρι το 12ο έτος (περίοδος της συγκεκριμένης λειτουργικής
σκέψης), το παιδί εισέρχεται στο στάδιο της «τεχνητής
δημιουργικότητας», στο οποίο προσπαθεί να δώσει μια φυσική
ερμηνεία της δημιουργίας, σε συνδυασμό με την έννοια του
Δημιουργού (αρτιφισιαλισμός). Όσο αυτό διαρκεί, το παιδί δεν έχει
ξεκαθαρίσει συνειδητά την πραγματική σχέση μεταξύ ανθρώπου,
αντικειμένων και φυσικών φαινομένων, καθόσον ακόμη πιστεύει
ότι τα φυσικά φαινόμενα, καθώς και κάποια αντικείμενα, έχουν
δημιουργηθεί από τον ίδιο τον άνθρωπο προς κάλυψη δικών του
αναγκών. «Ο αρτιφισιαλισμός», υπογραμμίζει ο Ε. Περσελής, «σε
συνδυασμό με το φαινόμενο του ανιμισμού, όπου το παιδί θεωρεί
διάφορα άψυχα αντικείμενα του περιβάλλοντός του ως έμβια και με
συνείδηση, αποτελούν τα κύρια χαρακτηριστικά γνωρίσματα της
αναπτυξιακής αυτής περιόδου» 317.
180
συμπλέγματος 318. Σύμφωνα, όμως, με τον K. Jung, οι ρίζες της
θρησκευτικότητας εντοπίζονται πολύ νωρίτερα απ’ όσο υπέθετε ο
Freud, δηλαδή, στη φάση όπου αναπτύσσεται στο παιδί η βασική
εμπιστοσύνη, τοποθετώντας έτσι την πηγή της στα βαθύτερα
στρώματα του ομαδικού κληρονομικού ασυνειδήτου, δηλαδή στα
αρχέτυπα 319. Και επειδή, κατά τον Jung, οι ρίζες της
θρησκευτικότητας είναι έμφυτες, όπως και οι ρίζες των ορμών, η
απώθησή της προκαλεί νευρώσεις και ψυχώσεις 320, ενώ η μη
ικανοποίηση του θρησκευτικού συναισθήματος προκαλεί διατάραξη
της ψυχικής υγείας και ισορροπίας του ανθρώπου, γεγονός που
καταδεικνύει την αναπόσπαστη σχέση του με τον ψυχισμό του.
1990, σ.114.
«Κατά τον Jung, ο άνθρωπος μπορεί να επηρεαστεί, εκτός από το προσωπικό και από το
319
181
αποκτήσουν τα απαραίτητα κριτήρια δημιουργίας της θρησκευτικής
τους ταυτότητας. Παρότι όμως η οικογένεια και το σχολείο,
αποτελούν ιδεώδη πεδία για την ανάπτυξη του θρησκευτικού
συναισθήματος, σύμφωνα με τον Ν. Νησιώτη, «η οικοδόμησή του δεν
είναι δυνατό να πληρωθεί ούτε μέσα στην οικογένεια ούτε κατά την
περίοδο της φοίτησης στο Δημοτικό σχολείο, διότι ακολουθεί την
ψυχική ωριμότητα του παιδιού, η οποία δεν ολοκληρώνεται σε αυτά τα
χρονικά πλαίσια» 322.
από το φιλοσοφικό στοχασμό και τη νηπτική παράδοση, Γρηγόρης, Αθήνα 1999, σ.19.
Α. Νικολαϊδη, Η διαλεκτική ιερότητας και κοινωνικότητας στο έργο του Émile Durkheim,
324
325 Βλ. Χ. Τομασίδη, Εισαγωγή στην Ψυχολογία, Δίπτυχο, Αθήνα 1997, σ.513.
182
συναίσθημα και λιγότερο από τη λογική 326, ενώ η εμπειρία, μέσα
από τη διαδικασία αμοιβών και ποινών, δημιουργεί στη συνείδηση
του μια υποτυπώδη ηθική. Το παιδί ρωτά «από που» και «προς τα
που», ερωτήματα που προκύπτουν από την υπάρχουσα θρησκευτική
του γνώση, αναδύονται, όμως, και «σε παιδιά που μεγαλώνουν χωρίς
ιδιαίτερες θρησκευτικές επιδράσεις» 327. Από το 8ο έτος και μετά,
κατανοεί κάποιες βασικές θρησκευτικές έννοιες, ενώ, μπορούμε να
κάνουμε λόγο και για την ανάπτυξη θρησκευτικών συναισθημάτων,
τα οποία, προϊόντος του χρόνου, διευρύνονται και ισχυροποιούνται.
Ηθική και θρησκευτική ανάπτυξη του παιδιού, Πανεπιστήμιο Κρήτης, Σχολή Επιστημών
της Αγωγής Π.Τ.Π.Ε., Πρακτικά Συνεδρίου, Ρέθυμνο 2004, σ.309.
ηλικία: βασική εμπιστοσύνη ενάντια στη βασική δυσπιστία, β. Πρώιμη παιδική ηλικία:
αυτονομία ενάντια στην ντροπή και στην αμφιβολία, γ. Προσχολική ηλικία:
πρωτοβουλία ενάντια στην ενοχή, δ. Σχολική ηλικία: εργατικότητα ενάντια στην
κατωτερότητα, ε. Εφηβική ηλικία: ταυτότητα ενάντια στη σύγχυση των ρόλων, στ.
Ενηλικίωση: οικειότητα ενάντια στη μόνωση, ζ. Ώριμη ηλικία: γενεσιουργικότητα
ενάντια στη στασιμότητα, η. Μεγάλη ηλικία: ακεραιότητα του εγώ ενάντια στην
απόγνωση. Βλ. Ε. Περσελή, Θεωρίες θρησκευτικής ανάπτυξης και αγωγής, Γρηγόρης,
Αθήνα 2000, σ.48 και Α. Καψάλη, Παιδαγωγική Ψυχολογία, Κυριακίδης, Θεσσαλονίκη
20064, σ.128.
Ε. Περσελή, Πίστη και χριστιανική αγωγή. Η θεωρία των σταδίων ανάπτυξης της πίστης
329
183
το ποια θρησκεία αποτελεί τη βάση μιας ασφαλούς διαμόρφωσης
της θρησκευτικής ταυτότητας του παιδιού και «απουσιάζει από τη
θεωρία του το κριτήριο της εκπλήρωσης του θεϊκού προορισμού του
ανθρώπου» 330, πιστεύει πως η επιτυχημένη διέλευση από τις
τέσσερις πρώτες «κρίσεις» θεμελιώνει την ομαλή ανάπτυξη της
θρησκευτικής του προσωπικότητας. Τα παιδιά, υποστηρίζει, πρέπει
να μάθουν να εμπιστεύονται (το αντίθετο της καχυποψίας), να είναι
αυτόνομα (το αντίθετο της ντροπής και της αμφιβολίας), να
παίρνουν πρωτοβουλίες (το αντίθετο της ενοχής), να είναι εργατικά
(το αντίθετο της κατωτερότητας). Όσο ομαλότερα αντιμετωπίσουν
τις συγκρούσεις σε κάθε «κύκλο ζωής», τόσο ευκολότερα θα
εισαχθούν στον επόμενο και θα επεξεργαστούν υπεύθυνα και
αποτελεσματικά τα νέα δεδομένα και τις προκλήσεις του. Η
μετάβαση, κατά συνέπεια, από τη μια βαθμίδα στην άλλη, δεν είναι
μόνο θέμα βιολογικής ωρίμανσης, αλλά και «διεύρυνσης της
κοινωνικής εμπειρίας τους η οποία, αν δε συμβεί, παραμένουν
προσηλωμένα σε μια από τις πρώτες «κρίσεις», χωρίς ποτέ να
μπορέσουν να μεταβούν στις επόμενες» 331. Με βάση τις έννοιες
«βασική εμπιστοσύνη» και «ταυτότητα», ο Erikson στήριξε την
ανάπτυξη της θρησκευτικότητας σε τρεις επιθυμίες: Η πρώτη
σχετίζεται με την ανάγκη να βρίσκεται το παιδί σ’ ένα περιβάλλον
με πρόσωπα, τα οποία του παρέχουν βεβαιότητα και ασφάλεια
(γονείς). Η δεύτερη είναι η επιθυμία για στήριξη και καθοδήγηση,
όπου συμπεριλαμβάνονται οι προειδοποιήσεις και οι απαγορεύσεις
του πατέρα. Η παρουσία του και η βίωση του ηγετικού του ρόλου
από το παιδί δίνει ιδιαίτερη αξία στην ανάπτυξη της
θρησκευτικότητάς του, ώστε η εικόνα του Θεού να του παρουσιαστεί
αναδυόμενη απ’ την εικόνα του πατέρα. Η τρίτη είναι η επιθυμία
για λύτρωση, για μια κατάσταση «καθαρής ύπαρξης», όπου δεν θα
είναι υποχρεωμένο να διαλέξει μεταξύ «καλού» και «κακού».
330Ε. Περσελή, Θεωρίες θρησκευτικής ανάπτυξης και αγωγής, Γρηγόρης, Αθήνα 2000,
σ.48, 51.
184
χάρτης», ακόμη και όταν δεν προσφέρεται στο σπίτι θρησκευτική
αγωγή. Όλα διαθέτουν κάποιες εμπειρίες ατομικής
θρησκευτικότητας, έναν «ιδιωτικό Θεό», ένα μίγμα από φαντασίες,
συναισθήματα και απόψεις, που ανέπτυξαν ανεξάρτητα από το αν
δέχθηκαν ή όχι στην οικογένειά τους θρησκευτική αγωγή. Αυτές
δομούνται στο παιδί κατά κύριο λόγο από τα πρόσωπα άμεσης
ταύτισης (γονείς) και αργότερα από τους εκπαιδευτικούς.
332 Σ. Κουλόμζιν, Το ορθόδοξο βίωμα και τα παιδιά μας, Ακρίτας, Αθήνα 19894, σ.56.
185
ρυθμούς στις μικρές ηλικίες, χωρίς δυσνόητες έννοιες, βασισμένη
στις εμπειρίες των παιδιών, ώστε να μην κινδυνεύει να απολεσθεί η
ουσία του βιβλικού περιεχομένου 333. Ο Goldmann διέκρινε τρία
στάδια και δύο υποστάδια ανάπτυξης της γνωστικής πλευράς της
θρησκευτικότητας. Το πρώτο στάδιο το ονόμασε «προθρησκευτική
σκέψη», επειδή τα παιδιά δεν μπορούν να κατανοήσουν το
περιεχόμενο των θρησκευτικών όρων και γεγονότων με τη
μεταφυσική ή τη συμβολική τους διάσταση, αλλά παραμένουν
προσκολλημένα στην αισθητηριακή εμπειρία. Στο υποστάδιο
μεταξύ διαισθητικής και συγκεκριμένης θρησκευτικής σκέψης,
προσπαθούν να κάνουν λογικές κρίσεις, χωρίς να προχωρούν σε
βαθύτερη κατανόηση των αποτελεσμάτων αυτών των κρίσεων. Εδώ,
όπως υποστηρίζει ο Ι. Κογκούλης, «το περιεχόμενο των βιβλικών
ιστοριών είναι εκτεθειμένο σε πλήρη παρανόηση» 334. Το δεύτερο
στάδιο, ο Goldman το ονόμασε «υποθρησκευτική σκέψη» και διαρκεί
από το 8ο μέχρι και το 13ο έτος. Κατά την περίοδο αυτή, η λογική
κυριαρχεί και τα παιδιά στηρίζονται μόνο σε συγκεκριμένα και
απτά γεγονότα ή καταστάσεις. Στο υποστάδιο μεταξύ
συγκεκριμένης και αφηρημένης θρησκευτικής σκέψης προσπαθούν
να ξεπεράσουν τα όρια της πρώτης και να προχωρήσουν σε μια πιο
αφηρημένη προσέγγιση των θρησκευτικών εννοιών. Το τρίτο στάδιο
ονομάζεται «συγκεκριμένη θρησκευτική σκέψη». Σε αυτό, η
ανάπτυξη των διανοητικών ικανοτήτων των μαθητών δεν έχει
ακόμη ολοκληρωθεί, αν και είναι σε θέση να χρησιμοποιούν
θρησκευτικούς όρους, «να κάνουν υποθέσεις, να δίνουν απαντήσεις,
παραμένοντας, όμως, στην επιφάνεια των θρησκευτικών
αληθειών» . Η παρατηρούμενη υστέρηση στην έναρξη της
335
186
σύνθεση που οδηγούν στον ανασχηματισμό της πραγματικότητας,
όπως την αντιλαμβάνονταν ως τώρα οι μαθητές» 336 και β. στη «συχνά
εσφαλμένη από πλευράς περιεχομένου προσφερόμενη θρησκευτική
αγωγή καθ’ όλη τη διάρκεια της στοιχειώδους εκπαίδευσης» 337. Προς
αντιμετώπιση αυτών, επισημαίνεται η ανάγκη μιας παιδοκεντρικής
θρησκευτικής αγωγής με περιεχόμενο διαρθρωμένο κατά
αναπτυξιακό τρόπο.
338O Kohlberg διεξήγαγε δυο έρευνες για τα στάδια της ηθικής ανάπτυξης του παιδιού με
τίτλο: «The development of modes of moral thinking and choice in the years 10 to 16»
(αδημοσίευτη διδακτορική διατριβή, University of Chicago, 1958) και «Stages of moral
development as a basis for moral education», Alabama 1980, σσ.15-98. Οι έρευνες αυτές
αποτελούν τα καταλληλότερα μέχρι σήμερα εργαλεία, τόσο για την ανάλυση των επί
μέρους πλευρών της θρησκευτικότητας, όσο και για τις δυνατότητες ανταπόκρισης του
υποκειμένου σ’ αυτές, στα στάδια της αναπτυξιακής του πορείας.
187
που στηρίζεται στις συμπεριφορές που συναντά το παιδί σε άλλα
πρόσωπα, β. τη διαισθητική πίστη, που λειτουργεί χωρίς την
καθοδήγηση της λογικής, γ. τη μυθολογική πίστη, που προσφέρεται
από το περιβάλλον στο παιδί με σύμβολα και μύθους, δ. τη
συμβατική πίστη, δανεισμένη από τους γύρω, ε. τη συνδετική πίστη
και στ. την παγκόσμια πίστη. Παρότι τα χρονικά τους όρια δεν
μπορούν να καθοριστούν επακριβώς, ακολουθούν σε γενικές
γραμμές την αύξηση της σωματικής και πνευματικής ηλικίας του
παιδιού 339.
Αναλυτικά για τη θεωρία του Fowler βλ. Ε. Περσελή, Πίστη και χριστιανική αγωγή. Η
339
θεωρία των σταδίων ανάπτυξης της πίστης του James W. Fowler, Γρηγόρης, Αθήνα 2005, και
Η. Ρεράκη, Κοινωνική ένταξη και θρησκευτική αγωγή του μαθητή στο ελληνικό σχολείο,
Πουρναράς, Θεσσαλονίκη 2010, σ.162 κ.εξ.
188
με την έννοια του Δημιουργού. Στο στάδιο αυτό δεν έχει
ξεκαθαριστεί συνειδητά μέσα του η πραγματική σχέση μεταξύ
Θεού, ανθρώπου, αντικειμένων και φυσικών φαινομένων. Δεν είναι
δυνατό, λοιπόν, να απαιτηθεί από αυτό, σε τόσο πρώιμο στάδιο, η
διαχείριση πληροφοριών και η κατάκτηση γνωστικών στόχων οι
οποίοι άπτονται άλλων θρησκευμάτων και πίστεων, εφόσον ακόμη
δεν έχουν θεμελιωθεί και διευκρινισθεί επαρκώς βασικές
παράμετροι της προσωπικής του πίστης. Κατά συνέπεια, η
δυνατότητα των μαθητών αυτής της ηλικίας, να γνωρίσουν, να
επεξεργαστούν και να διαχειριστούν ζητήματα θρησκευτικής
ετερότητας αμφισβητείται. Αν και από το 8ο έτος και μετά,
κατανοούν ορισμένες βασικές θρησκευτικές έννοιες, η επεξεργασία
τους δεν ολοκληρώνεται ούτε εντός του οικογενειακού
περιβάλλοντος ούτε κατά τη φοίτησή τους στο Δημοτικό σχολείο,
καθόσον η ψυχική ωριμότητά τους δεν αναπτύσσεται πλήρως σε
αυτά τα χρονικά πλαίσια. Εφόσον δε και ο Goldman, κατά την
έρευνα του για τη διδασκαλία της Βίβλου, προτείνει τη διδασκαλία
της με αργούς ρυθμούς, χωρίς δυσνόητες έννοιες και βασισμένη στις
εμπειρίες των μικρών μαθητών, δεν θα μπορέσουμε να
προχωρήσουμε επιτυχώς στη διδασκαλία των άλλων θρησκειών,
χωρίς οι μαθητές να διαθέτουν τα απαραίτητα γνωστικά,
ψυχολογικά και ηλικιακά εφόδια για την προσέγγιση αυτή. Εφόσον,
δηλαδή, η υποθρησκευτική σκέψη διαρκεί από το 8ο μέχρι και το 13ο
έτος, η λογική κυριαρχεί στην περίοδο αυτή και τα παιδιά
στηρίζονται μόνο σε συγκεκριμένα και απτά γεγονότα ή
καταστάσεις, θα προσεγγίσουν με δυσκολία τις άλλες θρησκευτικές
παραδόσεις. Προς αντιμετώπιση όλων αυτών, επισημαίνεται η
ανάγκη μιας παιδοκεντρικής θρησκευτικής αγωγής, με βάση τις
υφιστάμενες θρησκευτικές εμπειρίες και ανάγκες των μαθητών και
όχι με σύμμικτες, κατατμημένες και επιφανειακές γνώσεις από τα
άλλα θρησκεύματα, με σκοπό απλώς την «ενημέρωσή» τους γι’
αυτά.
189
Τέταρτο Κεφάλαιο
190
υποταγή της εκπαίδευσης στις επιταγές της τεχνολογίας και της
οικονομίας, τονίζοντας την προτεραιότητα της ελευθερίας και της
αξιοπρέπειας του ανθρώπου» 345. Με άλλα λόγια, επειδή ο
χαρακτήρας των μαθητών διαπλάθεται διαρκώς μέσα από την
παιδευτική διαδικασία, ο δάσκαλος θα πρέπει να επιδεικνύει
εξέχοντα σημάδια πολιτισμού, ανοχής, υπομονής, αγάπης και
σεβασμού της προσωπικότητάς τους. Μέσα δε από το αξιακό του
σύστημα και την επαγγελματική του αξιοπιστία, οφείλει όχι μόνο
να καθοδηγεί τους μαθητές με το παράδειγμά του, αλλά και να τους
«βοηθά να θεμελιώσουν τις ηθικές αρχές και τους κανόνες που θα
καθορίσουν τη ζωή τους» 346. Εάν, όμως, δεν μπορέσει να
ανταποκριθεί σε όσα προαναφέρονται, από δημιουργικός
παράγοντας ψυχοσυναισθηματικής σταθερότητας των μαθητών, ο
οποίος διασφαλίζει την ομαλή γνωστική, ψυχολογική, ηθική και
αναπτυξιακή τους πορεία, καθίσταται παράγοντας σύγχυσης και
αποσταθεροποίησης.
346 Τ. Καζεπίδη, Η φιλοσοφία της παιδείας, Τόμ.Β΄, Βάνιας, Θεσσαλονίκη 1998, σ.247.
191
προέρχεται από το περιεχόμενο των σπουδών και των γνώσεών του,
από τις προσωπικές στάσεις ζωής που έχει υιοθετήσει, από την
κοσμοθεωρία του. Ο δάσκαλος δεν οργανώνει μόνο τη διεξαγωγή
του μαθήματος, αναλύοντας ή κάνοντας συσχετίσεις όρων και
εννοιών, δεν προσαρμόζει απλά το μάθημα στο επίπεδο των
μαθητών, επιλέγοντας αφορμήσεις από τη ζωή τους, συνδέοντάς τις
κατάλληλα με τρόπο και μέθοδο με τη διδακτέα ύλη. Οδηγεί στο
διάλογο και στην αναζήτηση της αλήθειας, στην αρμονική σχέση
και συνύπαρξη με το διαφορετικό, στην ανάδυση κοινών στόχων και
στη συνεργασία για την επίτευξή τους, προκαλώντας ενθουσιασμό
και ενθαρρύνοντας τη μάθηση. Αποδέχεται κάθε μαθητή ως
πρόσωπο και όλους μαζί ως ομάδα, «διαμορφώνοντας το
απαιτούμενο κλίμα συμμετοχικότητας, συντροφικότητας,
εμπιστοσύνης, συναντίληψης και αποδοχής» .
348
348Ι. Παρασκευόπουλου, Εξελικτική Ψυχολογία. Σχολική ηλικία. Τόμ.3, Αθήνα χ.χ., σ.150
και Deborah Court, «Religious experience as an aim of religious education», British Journal of
Religious Education, 35 (2013 ) σσ.251–263, εδώ σ.260.
Αθήνα 1990, σ.48. Για την αναζήτηση του καλού δασκάλου, βλ. και Α. Καψάλη,
Παιδαγωγική Ψυχολογία, Κυριακίδης, Θεσσαλονίκη 20064, σ.52 και Θ. Τριλλιανού,
Μεθοδολογία της σύγχρονης διδασκαλίας, Τόμ.Β΄, Καινοτόμες επιστημονικές προσεγγίσεις
στη Διδακτική Πράξη2, Αθήνα 1998, σ.245 κ.εξ.
192
αφήνει εκτός αιθούσης τα προσωπικά του προβλήματα,
αναπτυγμένη παιδαγωγική συνείδηση 351.
Ο Α. Κοσμόπουλος υποστηρίζει ότι: «Από τις παθήσεις των εκπαιδευτικών το 75% είναι
352
193
εκρήξεις θυμού, η εύκολη σωματική κόπωση, η χαμηλή
αυτοεκτίμηση, η κατάθλιψη.
Τα αίτια του συνδρόμου εντοπίζονται:
• Στη δομή της προσωπικότητας του προσώπου που πάσχει.
• Στη διάψευση των επαγγελματικών και προσωπικών του
προσδοκιών.
• Στη μεταφορά των προσωπικών του προβλημάτων στο χώρο
εργασίας.
• Στη σύγκρουση των ρόλων του δημοσίου υπαλλήλου με αυτόν
του «δασκάλου», με αποτέλεσμα την έντονη κρίση
ταυτότητας 354.
• Στην έλλειψη κοινωνικής αναγνώρισης του ρόλου του και
στην απαξίωση του έργου του.
• Στην ελλιπή, θεωρητική, απομακρυσμένη από την
εκπαιδευτική πρακτική, υποβοήθηση και καθοδήγησή του από
τους εντεταλμένους φορείς.
• Στις κακές υλικοτεχνικές υποδομές του χώρου εργασίας του.
194
• Να επιλαμβάνονται συμβουλευτικά των ζητημάτων που
αφορούν στους μαθητές, συνεργαζόμενοι με τους
εκπαιδευτικούς.
• Να καταρτίζουν προγράμματα συμβουλευτικής στήριξης με
σκοπό την αποκατάσταση της ψυχικής υγείας όσων μαθητών
ή εκπαιδευτικών η συμπεριφορά κρίνεται αποκλίνουσα,
λόγω προσωπικών, οικονομικών, επαγγελματικών,
ψυχολογικών, πολιτισμικών, κοινωνικών, ενδοσχολικών,
εξοσχολικών ή οικογενειακών προβλημάτων 356.
• Να παραπέμπουν άμεσα τις περιπτώσεις στα Κέντρα
ψυχοκοινωνικής υποστήριξης ή στα κατά τόπους ΚΕΔΔΥ 357 .
• Να επιλαμβάνονται της αναγκαίας ψυχολογικής
υποστήριξης και αξιολόγησης των εκπαιδευτικών.
παρέμβαση του Ψυχολόγου στο σχολείο και στην κοινότητα», (8-5-2009), , υποστήριξε ότι,
«επιβάλλεται η θεσμοθετημένη παρέμβαση των ψυχολόγων στο σχολείο». Βλ. στο:
http://www.syllogosdelmouzos.gr/index.php?categoryid=3&p2_articleid=3026.
(Προσπελάστηκε στις 15-12-2014).
Αναγκών.
195
4.2 Η σημασία της θρησκειοπαιδαγωγικής κατάρτισης του
δασκάλου, για τη διδασκαλία των άλλων θρησκειών στο
Δημοτικό σχολείο.
και Ηθικής διδασκαλίας στη θεωρία και στην πράξη εκ μέρους των περισσοτέρων
δασκάλων», συμπληρώνοντας ότι, «από έναν αριθμό δασκάλων επιχειρείται συστηματικά
και συνειδητά η παραχάραξη του περιεχομένου του θρησκευτικού μαθήματος και η
196
Ακολούθως, το 1876, ο καθηγητής Ι. Αργυριάδης, μέλος «της επί των
εν Αθήναις Γυμνασίων και ελληνικών σχολείων εφορείας», στο έργο
του «Έκθεσις περί των εν Αθήναις Γυμνασίων και ελληνικών
σχολείων προς το επί της δημοσίας εκπαιδεύσεως υπουργείον,
αποσταλείσα μετά τας γενικάς εξετάσεις του σχολικού έτους 1875-
76», τόνιζε ότι: «Το πρόβλημα της ελλιπούς θρησκευτικής μόρφωσης
των διδασκομένων στα σχολεία θα μπορούσε να θεραπευτεί, εάν
επιδεικνύετο το κατάλληλο ενδιαφέρον από τούς αρμόδιους φορείς
για τη άρτια μόρφωση και κατάρτιση των δασκάλων στα Ιερά
μαθήματα» 360. Την άποψη του Ι. Αργυριάδη επεκτείνει το 1889, στο
ζήτημα της διδασκαλίας των άλλων θρησκειών, ο Καθηγητής Ι.
Πανταζίδης στο βιβλίο του «Γυμνασιακή Παιδαγωγική»
αναφέροντας ότι: «..εν τη θρησκευτική διδασκαλία οφείλει ο δι-
δάσκαλος να μένη πιστός εις τα δόγματα της ημετέρας εκκλησίας,
αποδεικνύων τούτων την ορθότητα. Αλλά είναι ανάξιον γυμνασιακού
διδασκάλου να φαίνηται τοσούτον μισαλλόδοξος, ώστε μηδέ μνείας να
αξιοί τας δόξας των άλλων εκκλησιών, ως να φοβήται τι εκ της
γνωριμίας των μαθητών προς άλλα δόγματα. Τούτο ου μόνον εν γένει
επιστημονικόν δεν είναι, αλλά και προς την χρηστότητα της ημετέρας
εκκλησίας απάδει, ήτις πεποιθυΐα εις την αλήθειαν των δογμάτων της
ανέχεται τα αλλότρια, ουδέν εξ αυτής έχουσα να φοβηθή» 361.
Μετέπειτα, στη «Διακήρυξη για την Παιδεία», που δημοσιεύτηκε
από τον Δ. Γληνό στο περιοδικό «Αναγέννηση», μετά τη διάσπαση
του Εκπαιδευτικού Ομίλου, επισημαίνεται ότι η μόρφωση του
δασκάλου «πρέπει να είναι βαθιά, πλούσια και επιστημονική, ενώ θα
πρέπει να οργανωθεί υποχρεωτική μετεκπαίδευση και
Ι. Αργυριάδη, Έκθεσις περί των εν Αθήναις Γυμνασίων και ελληνικών σχολείων προς το
360
επί της δημοσίας εκπαιδεύσεως υπουργείον, αποσταλείσα μετά τας τας γενικάς εξετάσεις
του σχολικού έτους 1875-76, Εν Αθήναις 1877, σ.25.
και πάντων εν γένει των διδασκάλων της μέσης εκπαιδεύσεως, εκδ. Ανέστη
Κωνσταντινίδη, Εν Αθήναις 1889, σ.14.
197
επαγγελματική εκπαίδευση όλων των ειδών» 362. Το παραπάνω
αίτημα γίνεται πιο συγκεκριμένο στο «Σχέδιο μιας λαϊκής Παιδείας»
του Ε.Α.Μ. 363, όπου επισημαίνεται ότι ο δάσκαλος θα πρέπει να έχει
ανώτατη μόρφωση, δηλαδή να φοιτά σε Πανεπιστημιακή σχολή 364.
Στις ημέρες μας, και παρά την ιστορική συνέχεια του μαθήματος
της Ειδικής Διδακτικής των Θρησκευτικών στις Παιδαγωγικές
Σχολές και Ακαδημίες του ελληνικού κράτους 365, ακόμη και από
καθηγητές μη θεολόγους 366, η πλειοψηφία των Παιδαγωγικών
Τμημάτων δεν προσφέρει ομοιόμορφη και εξειδικευμένη
προπτυχιακή θρησκειοπαιδαγωγική κατάρτιση στους υποψηφίους
δασκάλους, παρά σπουδές στη θρησκειολογία ή στη φιλοσοφία ή
στην κοινωνιολογία είτε δεν προσφέρουν τίποτε από τα
παραπάνω 367. Είναι δε χαρακτηριστικά τα παραδείγματα
υποχρεωτικών ή επιλεγόμενων μαθημάτων, τα οποία διδάσκονται
Δ. Γληνού, «Το βασικό πρόβλημα της παιδείας», Αναγέννηση, τ.11-12, 1ο Έτος, Ιούλιος-
362
364 Βλ. Σ. Μπουζάκη, Νεοελληνική εκπαίδευση (1821-1985), Gutenberg, Αθήνα 1986, σ.134.
365Από το Δεκέμβριο του 1824, οπότε και ιδρύεται το Πρότυπο Αλληλοδιδακτικό Σχολείο
Δασκάλων στο Άργός και εξής (1834, 1878, 1892, 1893, 1897, 1913, 1914, 1924, 1926, 1934,
1966, 1967, 1969, 1972, 1984), η Διδακτική της θρησκευτικής αγωγής υφίσταται στα
Προγράμματα Σπουδών των Διδασκαλείων της Ελλάδας, με περιεχόμενο τα Στοιχεία
Ηθικής, την Ερμηνεία της Κ.Δ., την Πατρολογία ή με θρησκειολογικό περιεχόμενο,
διδασκόμενη από καθηγητές της Μ. Εκπαίδευσης. Βλ. Χρ. Αντωνίου, Η εκπαίδευση των
Ελλήνων δασκάλων. (1828-2000). Διδασκαλεία - Παιδαγωγικές Ακαδημίες Παιδαγωγικά
Τμήματα, Ελλ. Γράμματα, Αθήνα 2002, σσ.25,28,46,55,62,71,74,77,84,97,140,149,153-
54,160,165,246-7.
198
στα Παιδαγωγικά Τμήματα, χωρίς να θεωρείται απαραίτητη η
προσφορά της «Διδακτικής των Θρησκευτικών» 368. Αποτέλεσμα
αυτών είναι, οι νεοδιόριστοι δάσκαλοι να έρχονται για πρώτη φορά
σε επαφή με τα διδακτικά εγχειρίδια του θρησκευτικού μαθήματος
κατά την ανάληψη των καθηκόντων τους, αγνοώντας ή
γνωρίζοντάς πλημμελώς το περιεχόμενο και τη διδακτική
μεθοδολογία του. Αλλά και σε ευρωπαϊκό επίπεδο, οι έρευνες
δείχνουν ότι σε πολλά προπτυχιακά προγράμματα, ο χρόνος που
αφιερώνεται στη διδασκαλία της θρησκευτικής αγωγής στους
φοιτητές κρίνεται ανεπαρκής 369. Χαρακτηριστικά, στη Φιλανδία, οι
εκπαιδευτικοί χαρακτηρίζονται από έλλειψη εμπειρίας και
συνεκτική γνώση της διδακτικής πρακτικής, σε ό,τι αφορά στη
διδασκαλία του θρησκευτικού μαθήματος 370.
369Βλ. αποτελέσματα της έρευνας της El. McCreery, στο: «Preparing primary school
teachers to teach religious education», British Journal of Religious Education 27 (2005), σσ.265-7,
εδώ σ.265.
370Βλ. Martin Ubani (2012): «What characterises the competent RE teacher? Finnish student
teachers’ perceptions at the beginning of their pedagogical training», British Journal of
Religious Education 34 (2012) σσ.35-50, εδώ, σ.36.
371«Ενώ για ορισμένα μαθήματα ή ειδικές επιστήμες υπάρχει, σε μερικά Π.Τ.Δ.Ε., στρατιά
διδασκόντων, για το θρησκειοπαιδαγωγικό μάθημα όχι μόνον δεν υπάρχει ούτε ένα μέλος
ΔΕΠ, αλλά ούτε φαίνεται, στον προγραμματισμό θέσεων, να επιδεικνύεται ενδιαφέρον για
κάλυψη αυτού του κενού». Κ. Δεληκωσταντή, Το μάθημα των Θρησκευτικών. Ταυτότητα
και προοπτικές, Σημειώσεις, 5-11-2008, σ.14. Επίσης βλ. Κ. Δεληκωσταντή «Το μάθημα
των Θρησκευτικών μεταξύ Θεολογίας και Παιδαγωγικής», Εισήγηση στην Επιμόρφωση
Σχολικών Συμβούλων και εκπαιδευτικών Πρωτοβάθμιας και Προσχολικής Εκπαίδευσης
στα ΔΕΠΠΣ και τα Α.Π.Σ., Αθήνα, 12-14/12/2005.
199
προβληματισμός ως προς την υποβάθμιση του μαθήματος,
καθόσον, αυτή πλήττει και τον ίδιο τον εκπαιδευτικό, διότι, όπως
ορθά παρατηρεί ο Κ. Κορναράκης, «του στερεί τη δυνατότητα να
διαπαιδαγωγηθεί ο ίδιος σε έναν άλλο τρόπο ερμηνείας των
πραγμάτων, με προφανή σκοπό να προβάλλει υπαρξιακές επιλογές,
αποδομώντας κοινωνικά, πολιτισμικά ή υπαρξιακά στερεότυπα που
δημιουργούν στον μαθητή του μια ψευδή εικόνα περί του εαυτού του
και του κόσμου» 372. Παρότι δε, έχουν υπάρξει και πολιτικές ακόμη
αντιδράσεις για το ζήτημα 373, επειδή τα Παιδαγωγικά Τμήματα
αποφασίζουν αυτοτελώς για τα προσφερόμενα μαθήματά τους 374,
δεν λαμβάνεται υπόψη το γεγονός ότι οι ανεπαρκείς
θρησκειοπαιδαγωγικές σπουδές των υποψηφίων δασκάλων
πλήττουν ένα σοβαρό κομμάτι της εργασίας τους, διευκολύνοντας
την ολιγωρία ή την εμπλοκή στη διδασκαλία του μαθήματος
373Ο βουλευτής Σερρών κ. Ηλίας Πολατίδης υπέβαλε στις 10/10/2008 ερώτηση προς τον
τότε Υπουργό Εθνικής Παιδείας και Θρησκευμάτων, σχετικά με τα προσφερόμενα
μαθήματα της Παιδαγωγικής Σχολής του Α.Π.Θ. παρατηρώντας ότι: «Ανάμεσα στα 16
υποχρεωτικά και 52 επιλεγόμενα μαθήματα φαίνεται ότι πουθενά δεν υπάρχει χώρος για
το θρησκευτικό μάθημα! Δεδομένου δε ότι το μάθημα διδάσκεται ακόμη στα Δημοτικά
Σχολεία της χώρας, οπότε οι εκπαιδευτικοί είναι υποχρεωμένοι να το διδάσκουν στους
έλληνες μαθητές, ερωτάται ο Υπουργός: 1. Ποιος ο λόγος της ελλείψεως μαθήματος
Θρησκευτικών στο Π.Τ.Δ.Ε. του Α.Π.Θ.; 2. Τι μέτρα προτίθεται να λάβει το Υπουργείο ώστε
οι μελλοντικοί δάσκαλοι να έχουν την κατάλληλη εκπαίδευση για να είναι σε θέση να
διδάσκουν το μάθημα των Θρησκευτικών στους ελληνόπαιδες; 3. Εξακολουθεί να ισχύει για
την κυβέρνηση το άρθρο 16 παρ. 2 του Συντάγματος που δηλώνει ότι η Παιδεία αποτελεί
βασική αποστολή του Κράτους και έχει ως σκοπό εκτός των άλλων την ανάπτυξη
θρησκευτικής συνειδήσεως στους πολίτες;». Στο:
http://www.zoiforos.gr/index.php?option=com_content&task=view&id=319&Itemid=49.
(Προσπελάστηκε στις 15-12-2014).
374Η οργάνωση και η λειτουργία των Π.Τ.Δ.Ε. διέπεται από τις ειδικές διατάξεις του Π.Δ.
320/83, ενώ σύμφωνα με τον ιδρυτικό Νόμο 1268/82, άρθρ. 46.Ι και 24.6, η Γενική
Συνέλευση κάθε Πανεπιστημιακού Τμήματος προγραμματίζει τα προσφερόμενα
μαθήματα, ανεξαρτήτως των άλλων Πανεπιστημίων. Έτσι, μαθήματα τα οποία
διδάσκονται στο Π.Τ.Δ.Ε. ενός Πανεπιστημίου, είναι πιθανό να μη διδάσκονται σε
αντίστοιχο Α.Ε.Ι., με προφανείς συνέπειες για τους φοιτητές και την εκπαίδευση. Βλ. Γ.
Ρηγόπουλου, Το μάθημα των Θρησκευτικών στην Α/θμιο Εκπαίδευση. Διαπιστώσεις –
Πρότασις, Αθήνα 1990, σ.35.
200
παραγόντων, όπως, οι προσωπικές ιδεολογίες και στάσεις απέναντι
στο θρησκευτικό φαινόμενο 375.
Βλ. Α. Κόπτση, Τα βιβλία των Θρησκευτικών του Δημοτικού σχολείου της περιόδου 1977-
376
201
υποστηρίζουν ότι δεν είναι επαρκώς καταρτισμένοι ώστε να τους
διδάξουν» 378. Παρόλα αυτά, σε άλλη, νεότερη έρευνα (2006), οι
δάσκαλοι εμφανίζονται να πιστεύουν σε ποσοστό 83,8% ότι η
θρησκευτική αγωγή καλλιεργεί ιδιαίτερα την αγάπη προς το
συνάνθρωπο, ότι το μάθημα συμβάλλει ενεργά στην ανάπτυξη της
εθνικής και πολιτισμικής συνείδησης των μαθητών (63%), ότι
διαθέτει διαπολιτισμική στοχοθεσία και προωθεί την επικοινωνία
με τους άλλους (75,6%,) και ότι μαθαίνει την αγάπη για τα παιδιά
όλου του κόσμου (94,2%), θεωρώντας ιδιαίτερα σηµαντικό το
σεβασμό στη θρησκευτική ετερότητα 379. Επίσης, κρίνουν
απαραίτητη τη βίωση της χριστιανικής ζωής από τους μαθητές, ως
μορφής εξωτερικευόμενης αγάπης προς το συνάνθρωπο,
ανεξάρτητα από χρώµα, φυλή, θρησκεία και γλώσσα, σε
συνδυασμό με τις υπόλοιπες χριστιανικές αρετές 380. Στην ίδια
ερώτηση, τα τρία τέταρτα των ερωτηθέντων πιστεύουν ότι η
ενδεχόμενη εκχώρηση της θρησκευτικής αγωγής στις επιμέρους
θρησκευτικές κοινότητες δε θα συνιστούσε αναβάθμιση του
μαθήματος, παρότι θεωρούν ότι στο μάθημα γίνεται «κατήχηση»,
πρωτίστως στα δόγματα της ορθόδοξης χριστιανικής θρησκείας. Σε
κάθε περίπτωση και στην πλειονότητά τους, οι δάσκαλοι δε
θεωρούν ότι η «κατήχηση» αυτή συνιστά απαραίτητα και ένταξη
στην ορθόδοξη παράδοση, αλλά μάλλον γνωριμία μαζί της.
Επισημαίνουν επίσης, ότι παρόλο που η σχέση του μαθήματος με
τα υπόλοιπα είναι υποβαθμισμένη, δεν θα πρέπει αυτό να
καταργηθεί ή να γίνει προαιρετικό. Στην ερώτηση, «εάν το μάθημα
γινόταν προαιρετικό, αυτό θα σήμαινε αναβάθμιση, υποβάθμιση του
μαθήματος, ή τίποτα από τα δύο;», περισσότεροι από τους μισούς
θεωρούν ότι μια τέτοια ενέργεια θα οδηγούσε στην υποβάθμισή
του. Στα υπόλοιπα αποτελέσματα των ανωτέρω αρευνών, οι
εκπαιδευτικοί φαίνεται να διακατέχονται σε μεγάλο ή μικρότερο
Βλ. Δ. Μπαλτατζή, Όλοι παιδιά του Θεού. Η διαπολιτισμική διάσταση του μαθήματος
379
των Θρησκευτικών στο Δημοτικό σχολείο, Αθήνα, Γρηγόρης 2006, σ.95, 204,205.
202
βαθμό από εθνοκεντρικές και ξενοφοβικές απόψεις, να ομολογούν
διακρίσεις σε βάρος των πολιτισμικά διαφερόντων μαθητών, να
αντιμετωπίζουν τους αλλόγλωσσους μαθητές ως «άγλωσσους»,
ενώ συχνά δεν επιτρέπουν τη χρήση της μητρικής γλώσσας των
μαθητών αυτών στην τάξη. Αποδέχονται δε ότι οι προκαταλήψεις
και η μεροληπτική τους συμπεριφορά επηρεάζει τη σχολική τους
επίδοση. Πολλοί δηλώνουν ότι διδάσκουν Θρησκευτικά με βάση τις
προσωπικές τους αντιλήψεις, δηλαδή, η προσωπική στάση τους
απέναντι στη θρησκεία έχει άμεση επίδραση στον τρόπο που τη
διδάσκουν. Αυτό για κάποιους εκπαιδευτικούς σημαίνει μια
αδιάφορη προσέγγιση του θρησκευτικού φαινομένου,
περιγράφοντας στους μαθητές μόνο «γεγονότα» σχετικά με τις
διάφορες θρησκευτικές παραδόσεις, ενώ για άλλους, πιστούς σε
κάποιο δόγμα, η θρησκευτική διδασκαλία περιέχει και αναφορές
προσωπικών εμπειριών. Δηλώνουν, επίσης, πως ο βαθμός
ενημέρωσης, κατάρτισης και επάρκειας από τις βασικές σπουδές
τους σε θέματα διαθρησκειακής και διαπολιτισμικής ετοιμότητας 381
είναι μικρός έως ανύπαρκτος και ότι θεωρούν τους εαυτούς τους
ελάχιστα αποτελεσματικούς κατά την παρουσία τους σε τάξεις με
μαθητές γλωσσικά, θρησκευτικά και πολιτισμικά
διαφοροποιημένους. Γι’ αυτό και εμφανίζονται απρόθυμοι να
ασχοληθούν ουσιαστικά µε ζητήματα που αφορούν στους
ετερόθρησκους μαθητές. Τα επιχειρήματά τους εστιάζονται στην
υπηρεσιακή πίεση για την ολοκλήρωσης της ύλης των λεγόμενων
«πρωτευόντων» μαθημάτων, στο παρωχημένο της θρησκευτικής
ύλης, στους λιγοστούς αλλοδαπούς μαθητές που φοιτούν στις
τάξεις τους και στην παρεχόμενη δυνατότητα απαλλαγής από το
μάθημα, επαληθεύοντας την άποψη του Κ. Δεληκωσταντή, ότι «..η
σχολική θρησκευτική αγωγή συνεχώς υποβαθμίζεται και με
υπαιτιότητα πολλών δασκάλων» 382.
381Με τον όρο «διαπολιτισμική ετοιμότητα» ορίζουμε την επάρκεια σε θεωρητικό
επίπεδο, στις γνώσεις και στην επιστημονική κατάρτιση που ο εκπαιδευτικός πρέπει να
έχει, όσον αφορά τα θέματα της διαπολιτισμικής παιδαγωγικής, αλλά και στην
ικανότητα να κάνει πράξη τις βασικές αρχές, τα "αξιώματα" και τα παραδείγματα της
διαπολιτισμικής αγωγής.
203
Στο ζήτημα αυτό, οι λύσεις είναι αρκετές, αλλά απαιτείται
πίστη, γνώσεις, προσωπικό ενδιαφέρον, βούληση, τεχνική, χρόνος
και διάθεση από τους δασκάλους, ώστε να υλοποιηθούν
διαθεματικές και άλλες δραστηριότητες, αναπτυσσόμενες μέσα σε
θρησκευτικές εκδηλώσεις και δραστηριότητες. Όμως, η διαμόρφωση
ενός τέτοιου κλίματος στην τάξη δεν είναι δεδομένη. Αντίθετα, θα
πρέπει να την προκαλέσει ο δάσκαλος με μέθοδο που θα έχει
διδαχθεί και κατάλληλους χειρισμούς, τους οποίους θα εφαρμόζει
κατά περίπτωση, διότι το θρησκευτικό μάθημα «μπορεί να
ευδοκιμήσει μόνο μέσα σε μια παιδαγωγική ατμόσφαιρα εμπιστοσύνης
και ελευθερίας, με συντονιστή έναν υπεύθυνο εκπαιδευτικό, ο οποίος,
θα διαθέτει επαρκή και άρτια διδακτική, ψυχοπαιδαγωγική και
θεολογική κατάρτιση» 383.
204
Περιβάλλοντος, Αγωγή του Πολίτη, Θρησκευτικά, Ιστορία,
Γεωγραφία), ώστε οι τελειόφοιτοι να εξειδικεύονται εντατικά εκεί. Η
εξειδίκευση θα λαμβάνει χώρα στα Π.Τ.Δ.Ε. ή στις κατά γνωστικό
αντικείμενο Σχολές (στην περίπτωσή μας στις Θεολογικές), όπου
προσφέρονται καταλληλότερες συνθήκες και σαφώς πλουσιότερες
προσλαμβάνουσες. Κατ’ αυτό τον τρόπο, ο εκπαιδευτικός κλάδος θα
στελεχωθεί από ικανούς εκπαιδευτικούς με γενικές σπουδές στη
Διδακτική, στην Παιδαγωγική και στην Ψυχολογία, αλλά
ταυτόχρονα και από εξειδικευμένους επιστήμονες. Η εξειδίκευση
αυτή θα ωφελήσει ιδιαίτερα στην εκπαιδευτική διαδικασία, καθώς οι
δάσκαλοι θα επιδιώκουν να διδάσκουν τα αντικείμενα, στα οποία
έχουν πληρέστερη επιστημονική και παιδαγωγική κατάρτιση, ενώ οι
μαθητές θα απολαμβάνουν μια διδασκαλία από «ειδικούς», με ευρύ
γνωστικό ορίζοντα, ο οποίος θα καλύπτει τις αναζητήσεις τους και
θα επεκτείνει τις γνώσεις και τις εμπειρίες τους.
Θεολογίας, Έννοια, Αθήνα 2009, σ.240. Επίσης βλ. του ιδίου, «Σχολική θρησκευτική
αγωγή και κριτική θρησκευτικότητα», στο: Σ. Φωτίου (επιμ.), Αγωγή ελευθερίας, Αρμός,
Αθήνα 1996, σελ 87.
205
θρησκειοπαιδαγωγικές γνώσεις και οι τεχνικές μετάδοσής τους
ξεπερνούν την προπτυχιακή τους προετοιμασία. Το ζήτημα επιτείνει
και η άνευ κριτηρίων είσοδός τους στα Παιδαγωγικά Τμήματα, τα
οποία δεν επιλέγουν πάντοτε λόγω της κλίσης τους ή του
ενδιαφέροντός τους για το περιεχόμενο των σπουδών ή την
εξειδίκευση που προσφέρουν, όσο για την ταχεία επαγγελματική
τους αποκατάσταση. Άμεσο επακόλουθο όλων αυτών είναι η
απαξίωση του μαθήματος, η μηχανική διδασκαλία του ή η σιωπηρή
κατάργησή του, αφιερώνοντας τις ώρες διδασκαλίας του σε άλλα
γνωστικά αντικείμενα. Ο Κ. Δεληκωσταντής επισημαίνει σχετικά:
«Δυστυχώς, πολλοί παιδαγωγοί, παρ’ όλες τις νέες αξιολογήσεις της
σημασίας της θρησκευτικής αγωγής για την ομαλή ηθική, κοινωνική,
συναισθηματική, γνωστική ανάπτυξη του παιδιού, παραμένουν
προσκολλημένοι στην υποτίμηση ή και την απόρριψή της» 385.
385Κ. Δεληκωσταντή, «Τά Θρησκευτικά στο σύγχρονο σχολείο: Μάθημα για όλους ή
διαφορετικά μαθήματα γιά ξεχωριστές ομάδες;», Θεολογία, Τόμ.84, τ.4, ’Οκτώβριος-
Δεκέμβριος 2013, σσ.311-321, εδώ σ.319.
206
4.3 H επιμόρφωση των δασκάλων στη σχολική θρησκευτική
αγωγή.
Βλ., Δ. Μπαλτατζή, Όλοι παιδιά του Θεού. Η διαπολιτισμική διάσταση του μαθήματος
388
207
δασκάλων, καθώς τη θεωρούν αλληλένδετη με την αναβάθμιση του
επαγγέλματός τους και τη διεύρυνση των επαγγελματικών τους
οριζόντων. Η αξία και η σημασία της επιμόρφωσης
επιβεβαιώνονται και σε άλλη έρευνα των Π.Ι./ΥΠΑΙΘ, με το
αντίστοιχο ποσοστό να ανέρχεται στο 90% του δείγματος 389. Στην
έρευνα όμως αυτή αναφέρονται και σημαντικά κωλύματα που
εμποδίζουν την ομαλή υλοποίησή της:
• Η συχνά μέτριας ποιότητας και επάρκειας προσφερόμενη
επιμόρφωση.
• Οι κατώτεροι των προσδοκιών επιμορφωτές.
• Η επαναλαμβανόμενη και μη επικαιροποιημένη
θεματολογία.
• Οι συνθήκες και οι ώρες πραγματοποίησής της.
• Οι περιορισμένες θέσεις συμμετοχής.
• Η αναποτελεσματική σύνδεσή της με την εκπαιδευτική
πράξη.
• Η απογοητευτική προγενέστερη εμπειρία από τη υλοποίηση
άλλων επιμορφωτικών προγραμμάτων.
• Η εν γένει απουσία κινήτρων για συμμετοχή» 390.
208
προς επιμόρφωση πεδίο. Ακόμη, όμως, και μετά την ανάληψη των
καθηκόντων τους δεν αναλαμβάνεται από τους καθ’ ύλην
αρμοδίους για την επιμόρφωσή τους Σχολικούς Συμβούλους 392
οιασδήποτε μορφής επιμορφωτική διαδικασία για το μάθημα. Ο
λόγος είναι ότι τα Π.Ε.Κ. αποφασίζουν αυτοτελώς για το
περιεχόμενο των προς επιμόρφωση διδακτικών αντικειμένων, ενώ οι
Σχολικοί Σύμβουλοι δεν επιλέγουν τη Θρησκευτική αγωγή ως
γνωστικό προς επιμόρφωση αντικείμενο στον ετήσιο σχεδιασμό
τους. Στα ανωτέρω συνηγορεί και η άποψη του Δ. Μόσχου -εκ των
συντακτών των νέων Α.Π. για το θρησκευτικό μάθημα-, ο οποίος
αναφέρει σχετικά με την υλοποίησή τους από τους δασκάλους:
«…κατανοώ πόσο δύσκολο είναι για τους συναδέλφους (ειδικά της
Πρωτοβάθμιας) να αξιοποιήσουν το διατιθέμενο υλικό, ώστε να
σχεδιάσουν ένα φάκελο μαθήματος από την αρχή, ενώ θα πρέπει να
γίνει μια οργανωμένη δουλειά και στο ζήτημα της επιμόρφωσής
τους» 393. Αλλά και ο Σ. Γιαγκάζογλου συμφωνεί ότι: «..στα Δημοτικά,
λόγω της ελλιπούς επιμόρφωσης και ενημέρωσης, η εφαρμογή του ΠΣ
στα Θρησκευτικά έγινε μεμονωμένα» 394. Η παραδοχή της αδυναμίας
των δασκάλων να ανταποκριθούν στους στόχους των νέων Α.Π.,
επισφραγίζεται και από τη μαρτυρία του Γ. Στριλιγκά, ότι:
«Αναμφισβήτητα, για την εφαρμογή του ΠΣ στην τάξη απαιτείται
εξειδικευμένη ενημέρωση και επιμόρφωση, και μάλιστα
εργαστηριακής μορφής, όλων των εκπαιδευτικών» . 395
394 Στ. Γιαγκάζογλου, «Η πορεία εκπόνησης και πιλοτικής εφαρμογής του νέου
προγράμματος σπουδών στα Θρησκευτικά Δημοτικού και Γυμνασίου», στο:
http://www.esos.gr/ dimosia-ekpaidefsi/defterovathmia/item/31201-i-poreia-ekponisis-
kai-pilotikis-efarmogis-toy-neoy-programmatos-spoydon-sta-thriskeytika-dimotikoy-
kai-gymnasioy.html, σ.26. (Προσπελάστηκε στις 15-12-2014).
395 Γ. Στριλιγκά, «Παρατηρήσεις στη μέχρι σήμερα αρθρογραφία για το νέο Π.Σ.
209
Η απαξιωτική αντιμετώπιση του μαθήματος οδηγεί συχνά
στην αμφισβήτηση της αναγκαιότητάς του και στην υποβάθμισή
του από την εκπαιδευτική κοινότητα. Είναι δε πιθανό, ορισμένοι
δάσκαλοι να οδηγηθούν κατά τη διδασκαλία του, λόγω της άγνοιας
ή της ημιμάθειάς τους, σε σύγχυση ή ανάμιξη της ορθής πίστης με
αιρετικές δοξασίες, παρερμηνείες και λανθασμένες προσεγγίσεις, οι
οποίες ούτε ελέγχονται ούτε αξιολογούνται ούτε μπορούν να
ανασκευασθούν έγκαιρα. Το γεγονός αυτό, σε συνδυασμό με την
πιθανή απουσία προσωπικού θρησκευτικού βιώματος, μπορεί να
αλλοιώσει το περιεχόμενο ή τα προσδοκώμενα μαθησιακά
αποτελέσματα. Πρόκειται, βέβαια, για ζήτημα γενικότερης φύσης,
καθώς παρατηρείται και σε άλλα διδακτικά αντικείμενα εκτός των
Θρησκευτικών, για τα οποία οι δάσκαλοι συχνά επιλέγουν το ρόλο
του τυπικού διεκπεραιωτή της ύλης παρά του «δασκάλου»,
καθιστώντας αναποτελεσματικές τις διδακτικές τους
προσπάθειες 396.
398 Ό.π.
210
ερευνητικά δεδομένα των τελευταίων ετών στην Ελλάδα 399, όσον
αφορά στην εκπαίδευση και επιμόρφωση των εκπαιδευτικών ειδικά
σε θέματα διαπολιτισμικής και διαθρησκειακής εκπαίδευσης,
εμφανίζουν ελλείψεις και προβλήματα.
Βλ.https://wcd.coe.int/ViewDoc.jsp?Ref=CM/AS(2006)Rec1720&Ver=prov2&Language=lan
400
English&Site=COE&BackColorInternet=DBDCF2&BackColorIntranet=FDC864&BackColorLo
211
εκφράζονται ανησυχίες για την επιμορφωτική διαδικασία των
εκπαιδευτικών, ειδικά στη σχολική θρησκευτική αγωγή. Αυτή η
κοινή με την Ελλάδα προβληματική επιβεβαιώνει το γεγονός ότι και
στην Ευρώπη υφίσταται έλλειψη εξειδικευμένων εκπαιδευτικών για
τη διδασκαλία του θρησκευτικού μαθήματος (βλ. παρ.10 της
Σύστασης). Για το λόγο αυτό, προτείνεται η εντατικότερη προώθηση
της εισαγωγικής και ενδοϋπηρεσιακής επιμόρφωσης των
εκπαιδευτικών στις θρησκειολογικές σπουδές (παρ.13.2). Επίσης,
αναφέρεται ότι οι διδάσκοντες το μάθημα θα πρέπει να έχουν
καταρτιστεί σφαιρικά και σε βάθος, όντας δάσκαλοι του πολιτισμού
και των γραμμάτων (παρ.14.5) και ότι η Ευρώπη θα πρέπει να
προχωρήσει στην ίδρυση ενός Ευρωπαϊκού Ινστιτούτου κατάρτισης
εκπαιδευτικών για τη συγκριτική μελέτη των θρησκειών (παρ. 13.3).
Στο ίδιο σκεπτικό κινείται και το Προσχέδιο Σύστασης της
Επιτροπής Υπουργών προς τα Κράτη-μέλη (Rec 2007) με τίτλο:
«Σχετικά με τη θρησκευτική διάσταση της διαπολιτισμικής
εκπαίδευσης: αρχές, στόχοι και διδακτικές προσεγγίσεις» 401, όπου
στην ενότητα 8 προτείνεται, μεταξύ άλλων, οι αρμόδιες υπηρεσίες:
• Να δώσουν έμφαση στην ενδοϋπηρεσιακή κατάρτιση, ως έναν
από τους κύριους τρόπους ανάπτυξης των δεξιοτήτων των
εκπαιδευτικών.
• Να λάβουν υπόψη τους τη θρησκευτική διάσταση της
ετερότητας.
• Να δημιουργήσουν ευκαιρίες για ανταλλαγές και διάλογο
μεταξύ μαθητών από διαφορετικά πολιτισμικά περιβάλλοντα.
• Να επαγρυπνούν διαρκώς για την τήρηση του νόμου και της
ελευθερίας της έκφρασης.
Βλ.http://www.pi-
401
schools.gr/lessons/religious/syn_prosgiseis/diapolitism/5Council_of_Europe.doc.
(Προσπελάστηκε στις 15-12-2014).
212
των Π.Τ.Δ.Ε. και των Π.Ε.Κ., αλλά και η λήψη αντίστοιχων
επιμορφωτικών πρωτοβουλιών από τους Σχολικούς Συμβούλους. Η
επιμόρφωση, εξάλλου, εκ της σημασίας του όρου, υλοποιείται επί
κάποιου προϋπάρχοντος γνωστικού επιπέδου, διευρύνοντας,
εμβαθύνοντας κι εξειδικεύοντας τη γνώση αυτή. Στην περίπτωση
των νέων δασκάλων, όμως, η βάση αυτή απουσιάζει και οι
ενδιαφερόμενοι μπορούν να επιμορφωθούν ουσιαστικά μόνο με την
εισαγωγή τους στα Προπτυχιακά Τμήματα ή στα Μ.Π.Σ. των
Θεολογικών.
213
4.4 Ο θεολόγος καθηγητής ως δάσκαλος ειδικότητας στο
Δημοτικό σχολείο.
214
β. οι σπουδές τους είναι αμιγώς θεολογικές και παιδαγωγικές (αν
και όχι στοχευμένες στην ηλικιακή ομάδα του Δημοτικού
σχολείου),
γ. μπορούν να ανταποκριθούν με ευκολία στις απαιτήσεις των
μαθητών για θρησκευτικά αγωγή, γνωρίζοντας όσο κανείς άλλος
το προς διδασκαλία υλικό,
δ. αναβαθμίζουν την ποιότητα της διδασκαλίας του μαθήματος,
ανεξαρτήτως του μοντέλου διδασκαλίας που θα επιλεγεί.
ε. Με την εισαγωγή τους στην Πρωτοβάθμια εκπαίδευση επιλύεται
το πρόβλημα της μειωμένης ανταπόκρισης των δασκάλων στις
υψηλές απαιτήσεις του μαθήματος, λόγω της ελλιπούς
προπτυχιακής θρησκειοπαιδαγωγικής τους κατάρτισης και της
μετέπειτα επιμόρφωσής τους.
215
γ. Μια πιθανή ανάθεση του θρησκευτικού μαθήματος σε Θεολόγους
καθηγητές, θα οδηγούσε σε ανάλογες διεκδικήσεις και τις
υπόλοιπες ειδικότητες (Φιλολόγων, Μαθηματικών, Φυσικών κ.λπ.).
216
Πέμπτο Κεφάλαιο
217
προγονολατρικές αναφορές, αλλά περικλείει τα στοιχεία που
πιστοποιούν τη θρησκευτική και πολιτιστική τους ταυτότητα και
διασώζει την εθνική και ιστορική ιδιαιτερότητα και ιδιοπροσωπία
τους 405. Ο δε λεγόμενος «ομολογιακός» 406 χαρακτήρας του
θρησκευτικού μαθήματος, δεν έχει για τη χώρα μας το ίδιο ιστορικό
βάρος με τον αντίστοιχο δυτικοευρωπαϊκό, διότι η Ορθοδοξία δεν
αποτελεί την ανατολική εκδοχή του χριστιανικού δόγματος, δεν
είναι μια ακόμη «ομολογία», αλλά οντολογία, σύμφωνα με τον ορθό
χαρακτηρισμό του Μ. Μπέγζου 407. Γι’ αυτό και το μάθημα των
Θρησκευτικών δεν έχει τον «ομολογιακό»-κατηχητικό χαρακτήρα
που έχει ευρέως στη δυτική Ευρώπη, ενώ η προσφερόμενη
θρησκευτική γνώση αποτελεί προϋπόθεση για τους μαθητές, ώστε
να κατανοήσουν τη βάση και τη δομή της θρησκευτικής
ιδιοσυστασίας τους.
406Ο J. Hull προτείνει αντί του όρου «ομολογιακός» (confessional), τον περιφραστικό όρο
«διδάσκοντας τη θρησκεία» (teaching the religion) και τους όρους «διδάσκοντας για τη
θρησκεία» (teaching about religion) για το «θρησκειολογικό» μάθημα και «μαθαίνοντας
από τη θρησκεία» (learning from religion) για το μάθημα που έχει περιεχόμενο
υπαρξιακά και ηθικά ζητήματα. Βλ. J. Hull, «Religious Education in Western Pluralistic
Societies: Some General Considerations», unpublished paper Istanbul 28-03-2001, στο:
http://www.cimuenster.de/pdfs/themen/Europa_-_Different_Approaches.pdf.
(Προσπελάστηκε στις 15-12-2014).
218
ελευθερία και την αυτονομία των μαθητών» 408. Γι' αυτό, από τους
υποστηρικτές του μοντέλου θεωρείται ότι οποιαδήποτε μεταβολή
στο χαρακτήρα ή στο περιεχόμενο του μαθήματος, θα συντελούσε
στην αποκοπή των μαθητών από τις θρησκευτικές και πολιτισμικές
τους αξίες.
411Στην ενότητα «Ειδικοί σκοποί» του μαθήματος αναφέρεται: «Το θρησκευτικό μάθημα
με σαφή τον γνωσιολογικό του χαρακτήρα και απελευθερωμένο από την παλαιά αντίληψη
που το ήθελε στενά «ομολογιακό», κατηχητικό και ηθοπλαστικό, εγκεντρίζεται, πολλές
φορές κριτικά και αυτοκριτικά, κυρίως, στα μορφωτικά και πολιτιστικά αγαθά της
219
μαθητών σχετικά με το πρόσωπο του Χριστού και την Εκκλησία, οι
προβληματισμοί, τα ερωτήματα και οι προεκτάσεις τους δεν έχουν
κατηχητικό χαρακτήρα, διότι η κατήχηση έχει ως σκοπό τη
διδασκαλία των θεμελιωδών χριστιανικών αληθειών, με σκοπό τη
μόρφωση και ανάδειξη νέων μελών της Εκκλησίας, τα οποία θα
έχουν επίγνωση του χαρακτήρα και της σημασίας της χριστιανικής
τους ιδιότητας. Κατηχητικός χαρακτήρας θα υφίστατο επίσης, εάν
υπήρχε η έμμεση ή άμεση υποχρέωσή τους, να αποδεχθούν
αναντίρρητα το περιεχόμενο του θρησκευτικού μαθήματος. Εάν δε,
αυτή η απαίτηση μετατρεπόταν σε μεθόδευση, υποχρέωση,
εξαναγκασμό ή ακόμη και σε ψυχολογική βία, τότε θα είχαμε
επισφράγιση του κατηχητισμού αλλά και απόπειρα προσηλυτισμού
των μαθητών. Ο Ε. Περσελής αναφέρει για το ζήτημα αυτό: «Από τη
μια πλευρά η σχολική θρησκευτική αγωγή θεωρείται ότι μεταδίδει
θρησκευτικές γνώσεις μιας συγκεκριμένης θρησκευτικής παράδοσης
και από την άλλη αμφισβητείται αυτή η λειτουργία. Το σημείο αυτό
αποτελεί και τη λυδία λίθο του όλου προβλήματος της θρησκευτικής
αγωγής στον τόπο μας» 412. Η σημαντικότερη, όμως, προτεραιότητα
του θρησκευτικού μαθήματος είναι η απόκτηση μιας ξεκάθαρης
θρησκευτικής, πολιτισμικής και κοινωνικής ταυτότητας από τους
μαθητές χωρίς επιβολή ή υποχρέωση υιοθέτησης των θέσεών του,
αλλά προσεγγίζοντας το περιεχόμενο του κριτικά, όπως συμβαίνει
λ.χ. και κατά τη διδασκαλία της αρχαίας Ελληνικής φιλοσοφίας,
όπου οι μαθητές δεν υποχρεώνονται να ασπασθούν τις απόψεις που
ελληνικής ορθόδοξης παράδοσης και του βυζαντινού πολιτισμού». Στ. Γιαγκάζογλου, «Τα
Θρησκευτικά και το ζήτημα της απαλλαγής. Δυνατότητες και προϋποθέσεις για μία
εναλλακτική προσέγγιση του θρησκευτικού μαθήματος», στο: http://www.pi-
schools.gr/lessons/religious/analekta/60.pdf. Με τη διδασκαλία των Θρησκευτικών στο
Δημοτικό Σχολείο επιδιώκεται οι μαθητές:
Να γνωρίσουν βασικές παραστάσεις και σύμβολα της ορθόδοξης πίστης και ζωής.
Να αντιληφθούν την αγάπη του Θεού προς τον άνθρωπο και τον κόσμο.
Να ανακαλύψουν τη σημασία και την επικαιρότητα του Ευαγγελίου για την προσωπική
και κοινωνική ζωή και τον πολιτισμό.
Να καλλιεργήσουν πνεύμα έμπρακτης αλληλεγγύης, ειρήνης και δικαιοσύνης,
σεβασμού της θρησκευτικής ιδιαιτερότητας και συνύπαρξης με το «διαφορετικό».
Να κατανοήσουν τι σημαίνει να είναι κάποιος ενεργό μέλος εκκλησιαστικής κοινότητας.
Μεταφορικά η φράση «λυδία λίθος», λόγω της χρήσης της για πολλούς αιώνες ως
εργαλείου εξακρίβωσης της καθαρότητας κραμάτων χρυσού, χρησιμοποιείται για να
δηλώσει την έννοια της δοκιμασίας, του ελέγχου, της εξακρίβωσης.
220
αναπτύσσονται εκεί. Αλλιώς, θα δεχόμασταν τη χρήση του αγαθού
της παιδείας, ως οργάνου διαμόρφωσης μιας συγκεκριμένης
θρησκευτικής συνείδησης, γεγονός που θα αναιρούσε το άρθρο 5.1
του Συντάγματος 413. Πέραν, όμως, των νομικών ζητημάτων, όπως
υποστηρίζει ο Κ. Δεληκωσταντής, «εάν το μάθημα των Θρησκευτικών
διαμόρφωνε στους μαθητές την εικόνα ενός Θεού, ο οποίος περιορίζει
ή καταπνίγει την ανθρώπινη ελευθερία, τότε δεν θα είχε θέση σε μια
εκπαίδευση που επιθυμεί τη διάπλαση ελεύθερων, υπεύθυνων και
ενεργών πολιτών» 414. Δεν μπορεί λοιπόν, να συγχέεται η κατήχηση
με την πληροφόρηση, η πρόταση πίστης με την προσφορά γνώσης,
διότι, σύμφωνα και με τον Χ. Βασιλόπουλο, «..η πρώτη, προϋποθέτει
την αυθεντία ενός αποκεκαλυμμένου λόγου, ενώ η δεύτερη προβαίνει
σε μια πραγματολογική και εννοιολογική περιγραφή και προσέγγιση
των υπαρκτών θρησκειών» 415. Λανθασμένα, εξάλλου, ταυτίζεται και
η έννοια του Έλληνα μαθητή με εκείνην του ορθοδόξου, διότι, εκτός
από τους μαθητές που διατηρούν συνειδητές σχέσεις με την
Ορθόδοξη Εκκλησία, υπάρχουν και εκείνοι που είναι αδιάφοροι γι'
αυτήν, είναι θρησκευτικά διαφορετικοί ή άθεοι 416.
413 Το άρθρο 5.1 αναφέρει: «Καθένας έχει δικαίωμα να αναπτύσσει ελεύθερα την
προσωπικότητα του και να συμμετέχει στην κοινωνική, οικονομική και πολιτική ζωή της
χώρας, εφόσον δεν προσβάλλει τα δικαιώματα των άλλων και δεν παραβιάζει το Σύνταγμα
ή τα χρηστά ήθη».
221
υποστηρίζει ο Ε. Θεοδώρου 417. Χωρίς να δογματίζει, αλλά
«προσαρμόζοντας τα σύγχρονα μέσα στην αλήθεια της ορθόδοξης
πίστης» 418, προωθεί τη γνωριμία με τις αξίες και τον πολιτισμό που
διαμόρφωσε ο Χριστιανισμός και η Ορθόδοξη παράδοση,
προσφέροντας πληροφορίες και για τις υπόλοιπες θρησκευτικές
παραδόσεις, τις οποίες προσεγγίζει με μέτρο, με πνεύμα διαλόγου,
ελευθερίας και καταλλαγής. Ο Κ. Δεληκωσταντής υποστηρίζει ότι
«οι μαθητές θα πρέπει να γνωρίζουν την πνευματική τους κληρονομιά
και τις θρησκευτικές τους ρίζες, για να είναι σε θέση να κάνουν
δημιουργικό διάλογο και με τις άλλες παραδόσεις, να διαμορφώσουν
ταυτότητα και παράλληλα να είναι ανοικτοί απέναντι στο
διαφορετικό» 419.
«Η Ελλάδα», υποστηρίζει ο Τ. Καζεπίδης, «είναι μια από τις ελάχιστες χώρες που
420
επίσημα και συστηματικά νοθεύει την παιδεία των πολιτών της με τη διδασκαλία των
δογμάτων της Ορθοδοξίας». Τ. Καζεπίδη, Η φιλοσοφία της παιδείας, Βάνιας,
Θεσσαλονίκη 1998, σ.207.
222
διαπαιδαγώγηση, ενώ με την ασφυκτική «παρουσία» του Θεού στις
διδακτικές ενότητες καλλιεργείται η τυφλή υπακοή στο θέλημά του
και παρακωλύεται η ομαλή ανάπτυξη της θρησκευτικής συνείδησης
των μαθητών, λόγω της αποκλειστικής σχεδόν αναφοράς του
μαθήματος στα περιεχόμενα του ορθοδόξου δόγματος.
422Βλ. Γ. Σωτηρέλη, Θρησκεία και Εκπαίδευση κατά το Σύνταγμα και την Ευρωπαϊκή
Σύμβαση. Από τον κατηχητισμό στην πολυφωνία, Σάκκουλας, Αθήνα 19983, σ. 48-49,53,84,
276.
223
προσπάθεια μιας πολυπολιτισμικής διεύρυνσης του μαθήματος και
καταστρατηγεί το δικαίωμα των «άλλων» μαθητών στη
διαφορετικότητα. Είναι χαρακτηριστικό δε, ότι σε σύνολο 161 ωρών
διδασκαλίας του μαθήματος στο Δημοτικό σχολείο, μόλις τέσσερις
ώρες είναι αφιερωμένες στις άλλες χριστιανικές Εκκλησίες και
άλλες θρησκείες (ποσοστό 2,48%), οι οποίες παρουσιάζονται
συνήθως υπό το πρίσμα της επικρατούσας θρησκείας. Έτσι,
υποστηρίζεται ότι ο πλουραλισμός που προάγεται μέσα από τα
«ανοίγματα» προς τη διαφορετικότητα είναι ελλιπής. Στα
παραπάνω προστίθεται και ο ανεπαρκής ευρωπαϊκός
προσανατολισμός του μοντέλου, καθώς το περιεχόμενό του
επικρίνεται ως ασύμβατο με τις αξίες, τη θρησκευτική ελευθερία και
κατ' επέκταση τα δικαιώματα του ανθρώπου, όπως αυτά
αποτυπώνονται στα κείμενα των ευρωπαϊκών και διεθνών
συμβάσεων.
423 Ε. Περσελή, Σχολική Θρησκευτική Αγωγή. Μελετήματα, Γρηγόρης, Αθήνα 1998, σ.147.
224
αποτελεί μια ανεπιθύμητη αναπλαισίωση της Ιστορίας υπό το βάρος
της θρησκείας και ειδικότερα, μέσα από την περιορισμένη οπτική της
Εκκλησίας της Ελλάδος» 425.
225
5.2 Το θρησκειολογικό μοντέλο διδασκαλίας του θρησκευτικού
μαθήματος.
426 Ε. Περσελή, Σχολική θρησκευτική αγωγή. Μελετήματα, Γρηγόρης, Αθήνα 1998, σ.145.
226
πολυφωνία που ανιχνεύεται σήμερα στις κοινωνίες» 428, ενώ για τη
συγκεκριμένη πρόταση διδασκαλίας ο Ε. Περσελής προτείνει τον
όρο «παιδαγωγικό-φαινομενολογικό μοντέλο διδασκαλίας», διότι
όπως υποστηρίζει, «..πέρα από το σεβασμό που αποδίδει στην έννοια
της ιστορικής εξέλιξης της σχολικής θρησκευτικής αγωγής, έχει και
ένα άλλο πλεονέκτημα, την αποδοχή και πλήρη ένταξη του
αντικειμένου της σχολικής θρησκευτικής αγωγής στο φυσικό του
χώρο που είναι αναμφίβολα η εκπαίδευση. Έτσι, μεταξύ των άλλων,
θα διασφαλιστεί η θρησκευτική μόρφωση όλων των διδασκομένων.
Δεν υπάρχει λοιπόν λόγος να στερήσουμε τα παιδιά μας από μιαν
ανοικτή θρησκευτική εκπαίδευση, η οποία θα τιμά και θα σέβεται την
παραδεδομένη θρησκεία του τόπου μας, αλλά και ταυτόχρονα θα
εισάγει τους διδασκομένους στο πανανθρώπινο και διαχρονικό
φαινόμενο της θρησκείας κατά τρόπο αντικειμενικό, υπεύθυνο και
δημιουργικό» 429.
428Βλ. J. White, «Should religious education be a compulsory school subject?», British Journal
of Religious Education 1 (2004), σ.154.
429 Ε. Περσελή, Σχολική Θρησκευτική Αγωγή. Μελετήματα, Γρηγόρης, Αθήνα 1998, σ.148.
Βλ. Ό. Γριζοπούλου, «Γύρω από το διάλογο για το μάθημα των Θρησκευτικών. Κάποιες
430
227
μελετώντας τη θρησκεία ως ιστορικό και πολιτισμικό
φαινόμενο, χωρίς να διολισθαίνει στον προσηλυτισµό και
στον δογματικό διαποτισμό.
• Ανταποκρίνεται στη νέα πραγματικότητα της σχολικής τάξης
(ετερόθρησκοι, ετεροδόξοι ή θρησκευτικά αδιάφοροι μαθητές),
καθότι εξετάζει το θρησκευτικό φαινόμενο και ως ιστορική και
ως παρούσα πραγματικότητα.
• Διασφαλίζει την ελεύθερη διαμόρφωση της θρησκευτικής
συνείδησης.
• Εγγυάται τον υποχρεωτικό χαρακτήρα του μαθήματος.
• Πραγματεύεται ανοιχτά τα θρησκευτικά ζητήματα μέσα από
ειλικρινή διάλογο.
• Στο θρησκειολογικό μοντέλο ο ρόλος του εκπαιδευτικού είναι
να βοηθήσει τους μαθητές να εκφράσουν τους
προβληματισμούς τους και όχι να τους κατευθύνει προς μια
συγκεκριμένη θρησκεία ή ιδεολογία.
• Προάγει την ελευθερία, την ισότητα, τον σεβασμό την
ανθρώπινη προσωπικότητα, την καταδίκη του θρησκευτικού
αποκλεισμού, ιδεών και αξιών που βρίσκει κανείς στις
περισσότερες μεγάλες θρησκείες.
• Το θρησκειολογικό μάθημα «μπορούν να το παρακολουθήσουν
όλοι οι μαθητές, ανεξαρτήτως της θρησκευτικής τους πίστης, η
οποία θα εμπλουτιστεί και θα γίνει περισσότερο γόνιμη,
υποβοηθώντας τους να ανακαλύψουν τις πραγματικές
ανθρωπιστικές της διαστάσεις» 431.
• Αναδεικνύεται σε φορέα διαθρησκειακής επικοινωνίας, έτσι
ώστε οι μαθητές «να κατανοήσουν τη θρησκευτική ετερότητα
και να διαλεχτούν μαζί της, διότι, ως μελλοντικοί πολίτες του
κόσμου, θα κληθούν να συμβιώσουν και να συνυπάρξουν με
ανθρώπους διαφορετικών αξιών, πεποιθήσεων και
παραδόσεων» 432.
• Προσφέρει στους μαθητές τα απαραίτητα εφόδια για την
καταπολέμηση της άγνοιας, των στερεοτύπων και των
παρεξηγήσεων σχετικά με τις θρησκείες.
431Π. Καραμούζη, Πολιτισμός και διαθρησκειακή αγωγή, Ελλ. Γράμματα, Αθήνα 2007,
σ.67.
432J. White, «Should religious education be a compulsory school subject?», British Journal of
Religious Education 1 (2004), σ.155.
228
• Η θρησκειολογική ύλη διαχεόμενη σε όλες τις τάξεις,
εμπλουτίζει το μάθημα με ανθρωπολογικές, γεωγραφικές,
ιστορικές, κοινωνικές και πολιτισμικές αναφορές, που
διευρύνουν τους ορίζοντες των μαθητών, τους επιμορφώνουν
και εμπλουτίζουν τις εμπειρίες τους.
• Με την εφαρμογή του μοντέλου αίρονται και τα πρακτικά
ζητήματα λειτουργίας του σχολείου (απαλλασσόμενοι
μαθητές, έλλειψη διδακτικού προσωπικού και αιθουσών),
καθώς δεν υφίσταται λόγος απαλλαγής από το μάθημα.
433Βλ. Ηλ. Ματσαγγούρα, Θεωρία και πράξη της διδασκαλίας, Τόμ.2, Στρατηγικές
Διδασκαλίας. Από την Πληροφόρηση στην κριτική σκέψη, Gutenberg, Παιδαγωγική Σειρά,
Αθήνα 19973, σ. 71.
229
Δημοτικού σχολείο δεν αποτελεί ορθή παιδαγωγική πρακτική. Ο
βασικότερος λόγος είναι ότι παρουσιάζεται στους μαθητές μια
ποικιλία θρησκευτικών απόψεων και προτάσεων για την αλήθεια,
τη ζωή και την πίστη, χωρίς εκείνοι να διαθέτουν το γνωστικό,
ψυχολογικό και θρησκευτικό υπόβαθρο, ώστε να τις αξιολογήσουν.
Διαταράσσεται, δηλαδή, το λεγόμενο «εμπειρικό συνεχές» 434, με
βάση το οποίο, οι μαθητές απαιτείται να διαθέτουν προηγούμενες
εμπειρίες, για να δομήσουν επάνω στα παλαιά, τα νέα γνωστικά
αγαθά, καθόσον, «το κριτήριο εγκυρότητας και
αποτελεσματικότητας κάθε νέας εμπειρίας είναι ο βαθμός
συγγένειάς της με τις προϋπάρχουσες» 435. Με άλλα λόγια, αν και
αναγνωρίζεται ο ιδιαίτερος και μοναδικός χαρακτήρας των
θρησκειών, στην πράξη όλες αντιμετωπίζονται ως ίσες. Έτσι, κατά
τη χρονική περίοδο που προσπαθεί ο μαθητής να προσεταιριστεί τις
αλήθειες της εντόπιας χριστιανικής παράδοσης, η αλήθεια που
βιώνει ως αποκάλυψη σχετικοποιείται, καθώς καλείται να
προχωρήσει ταυτόχρονα σε μια προσέγγιση και άλλων
θρησκευτικών παραδόσεων, με το πλήθος των πληροφοριών να
διαταράσσει την κατανόηση των στοιχειωδών αληθειών και
δογμάτων της ορθόδοξης πίστης μέσα του. Προωθείται, με άλλα
λόγια, στους μαθητές η άποψη ότι: «η Αγία Τριάδα είναι ο Θεός των
Χριστιανών, ο Αλλάχ των Μουσουλμάνων, ο Κρίσνα των
Ινδουιστών, παρουσιάζοντας το πρόσωπο του Θεού, ως στοιχείο
εκάστου πολιτισμού. Με τον τρόπο αυτό, όμως, οι μαθητές
οδηγούνται στό συμπέρασμα, ότι ο Θεός είναι μια ανθρώπινη
επινόηση, ανάλογη με τα πολιτισμικά, κοινωνικά, φαντασιακά,
μυθικά, παραδοσιακά και θρησκευτικά δεδομένα που κατά καιρούς
επικράτησαν σε κάθε ανθρώπινη κοινωνία. Με άλλα λόγια, το
θρησκειολογικό μοντέλο, με τον πλουραλισμό των αληθειών που
παρουσιάζει, διαμορφώνει μια σχετικιστική αντίληψη στους
μαθητές, καθώς προκρίνεται η άποψη ότι όλες οι θρησκείες είναι
δημιουργήματα της ανθρώπινης ιστορίας, φαντασίας και διανόησης.
Φέρνοντας ένα ακόμη παράδειγμα, οι μαθητές θα διδάσκονται ότι ο
230
Ιησούς για το Χριστιανισμό, είναι η αποκεκαλυμμένη αλήθεια, ο
Υιός του Θεού, το σαρκωμένο δεύτερο πρόσωπο της Αγ. Τριάδος,
ενώ, στα πλαίσια της θρησκειολογικής προσέγγισης θα μαθαίνουν
ότι για το Μουσουλμανισμό, ο Ιησούς θεωρείται ένας απλός
προφήτης, κατώτερος του Μωάμεθ. Ή κατ’ αντιστοιχία, ενώ στο
Χριστιανισμό το μυστήριο του γάμου αφορά σε έναν άνδρα και μία
γυναίκα, στο Μουσουλμανισμό ο άνδρας μπορεί να νυμφευθεί όσες
συζύγους είναι ικανός να συντηρήσει οικονομικά. Κατά συνέπεια, οι
μαθητές, με την πλουραλιστική τοποθέτηση του μοντέλου, είναι
πιθανό να διαμορφώσουν συγκεχυμένες απόψεις για τη
θρησκευτική πίστη, προσαρμόζοντάς τις μετέπειτα στις προσωπικές
τους ανάγκες 436. Ο π. Θωμάς Βαμβίνης αναφέρει σχετικά: «Ο Θεός
σε αυτές τις περιπτώσεις δεν θεωρείται ζων και προσωπικός. Είναι
ένας υπερβατικός “άγνωστος Χ”, που πιθανώς να υπάρχει, αλλά
πιθανώς και να μην υπάρχει, ανάλογα με το αν η “εξίσωση”, που
φτιάχνουν στο μυαλό τα δεδομένα της εμπειρίας, έχει μια ή
περισσότερες λύσεις ή ακόμη δεν έχει καμία λύση, οπότε γινόμαστε
αντίστοιχα μονοθεϊστές, πολυθεϊστές ή άθεοι» 437.
436Ο Κ. Δεληκωσταντής υποστηρίζει ότι με τον τρόπο αυτό δημιουργείται από τους
μαθητές μια «ιδιωτική θρησκεία, με ανάμικτα θρησκευτικά, μη-θρησκευτικά ή ψευδο-
θρησκευτικά στοιχεία, χωρίς κανείς να μπορεί να τους καταδείξει το άτοπο και παράλογο
της επιλογής τους». Κ. Δεληκωσταντή, Η σχολική θρησκευτική αγωγή σήμερα.
Παιδευτικές λειτουργίες, δυσκολίες, προοπτικές, Αθήνα 2005, σ. 123,267.
231
όμως, που αυτά συμφωνούν με τις προσωπικές τους επιθυμίες 439.
Στο δε κείμενο της Οικουμενικής Χάρτας με τίτλο: «Βασικές
υποδείξεις για την αυξανομένη συνεργασία μεταξύ των Εκκλησιών
στην Ευρώπη» (Στρασβούργο, 22.4.2001), στο άρθ.12 αναφέρεται: «Ο
πλουραλισμός των θρησκευτικών και κοσμοθεωρητικών αντιλήψεων
και τρόπων ζωής έχει γίνει χαρακτηριστικό γνώρισμα του πολιτισμού
της Ευρώπης. Ανατολικές θρησκείες και νέες θρησκευτικές
κοινότητες προκαλούν το ενδιαφέρον πολλών Χριστιανών, ενώ
υπάρχουν όλο και περισσότεροι άνδρες και γυναίκες πού
απομακρύνονται από τη χριστιανική πίστη ή συμπεριφέρονται
αδιάφορα απέναντι σε αυτήν ή ακολουθούν άλλες κοσμοθεωρίες».
440Η πρόταση του θρησκειολογικού μοντέλου είναι αντίθετη και με το άρθρο 16 του
Συντάγματος, το οποίο επιβάλλει την υποχρεωτική διδασκαλία του θρησκευτικού
μαθήματος κατά το ορθόδοξο δόγμα (Σ.τ.Ε. 3356/1995 και 2176/1998). Βλ. Α. Νίκα,
Διδακτική του θρησκευτικού μαθήματος, Βιβλιογονία, Αθήνα 1992, σ.38. Ας σημειωθεί δε,
ότι «στη Νορβηγία με την μεταρρύθμιση του 1999 το μάθημα απέβαλε τον λουθηρανικό-
κατηχητικό χαρακτήρα και απέκτησε γνωστικό θρησκειολογικό χαρακτήρα. Συγχρόνως
προβλέφθηκε η δυνατότητα να απαλλαγεί ένας μαθητής από τα τμήματα εκείνα της
διδασκαλίας για τα οποία οι γονείς του κρίνουν ότι αντιστοιχούν σε άλλη θρησκεία ή
φιλοσοφία ζωής απ’ αυτήν των ιδίων». Ν. Αλιπράντη, Χριστιανική ορθόδοξη κληρονομιά
αντί Θρησκευτικών, Υπόμνημα της ομάδας πρωτοβουλίας Πανεπιστημιακών
Καθηγητών προς τον υπουργό Εθνικής Παιδείας και Θρησκευμάτων, Αθήνα 3-6-2009,
σ.6.
232
ερωτήματα, στις θρησκευτικές ανάγκες και αναζητήσεις τους, γ.
«Συνδέεται με την επιβολή ενός θρησκευτικού σχετικισμού» 441, δ. Οι
μαθητές γίνονται θύματα μιας «θεολογικής ισοπέδωσης» 442 κατά
την επαφή τους με τις ποικίλες θρησκευτικές διδασκαλίες, τις οποίες
θα πρέπει να κατανοήσουν επαρκώς μέσα στον περιορισμένο χρόνο
που διατίθεται για τη διδασκαλία της θρησκευτικής αγωγής, ε. Η
περιγραφική διδασκαλία των θρησκειών αποτελεί απλή
χαρτογράφησή τους, χωρίς λεπτομέρειες, ακολουθώντας την
διδακτικά ξεπερασμένη αφηγηματική μορφή διδασκαλίας και στ. Η
θρησκευτική ουδετερότητα, την οποία πρεσβεύει το μοντέλο, δεν
επιτρέπει στο θρησκευτικό μάθημα να διατυπώσει μια σαφή θέση
απέναντι στα μεγάλης σημασίας θεολογικά ζητήματα,
δημιουργώντας προβλήματα και στις μη χριστιανικές θρησκευτικές
κοινότητες 443.
233
μοντέλο, αγνοεί την πολιτισμική ταυτότητα των μαθητών, την
κουλτούρα, τη γλώσσα, τη θρησκεία και την εθνικότητά τους,
δηλαδή όλα όσα διαμορφώνουν το πλαίσιο που ονομάζεται «αρχικός
πολιτισμός» 444. Παραγνωρίζεται δηλαδή και υποτιμάται η αρχή ότι η
κατανόηση της ετερότητας προϋποθέτει καλή γνώση του οικείου, με
βάση τις αρχές της ομοιότητας-αντίθεσης-διαφοράς, οι οποίες
προτείνονται στα εν χρήσει Α.Π. και υλοποιούνται ευρέως στα
υφιστάμενα εγχειρίδια της Θρησκευτικής αγωγής.
234
«γνωστικής υπερφόρτωσης», η οποία, οδηγούσε σε σύγχυση τους
μαθητές 445.
445Βλ. W. Kay, L. Smith «Religious Terms and Attitudes in the Classroom (Part 1)», British
Journal of Religious Education 1 (2000), σ.81-90, εδώ σ.88.
446Παρότι οι όροι «about religion» και «from religion», επικρατούν τα τελευταία χρόνια
στον ευρωπαϊκό χώρο, η διάκρισή τους αποδεικνύεται πλασματική, καθώς στοιχεία του
ενός ενσωματώνονται στον άλλο, έτσι ώστε να μη μπορούμε να κάνουμε λόγο για
αμιγώς «ομολογιακό», θρησκειολογικό ή πολιτιστικό μοντέλο διδασκαλίας. Βλ. Robert
Jackson and Karen Steele, "Problems and Possibilities for Relating Citizenship Education and
Religious Education in Europe", Papers and resource materials for the global meeting on
Teaching for Tolerance, Respect and Recognition in Relation with Religion or Belief, Oslo, 2-5
September 2004, σ. 12. Η μάθηση για τη θρησκεία περιλαμβάνει την έρευνα της φύσης της
θρησκείας, των πιστεύω, της διδασκαλίας και του τρόπου ζωής, των πρακτικών και των
τρόπων έκφρασής της, με ύλη προερχόμενη από την αντικειμενική μελέτη της
θρησκείας. Αντί, δηλαδή, η θρησκεία να διδάσκεται από το «εσωτερικό» της, διδάσκεται
από «έξω», από την περιγραφική και ιστορική της προσέγγιση. Τα ιερά κείμενα (Βίβλος,
Κοράνι) δεν διδάσκονται ως θρησκευτικά ή ιερά βιβλία, αλλά με βάση μια μη
θρησκευτική οπτική, η οποία περιλαμβάνει την εκμάθηση των αξιών, των πεποιθήσεων
και των πρακτικών των θρησκευτικών αυτών παραδόσεων. Βλ. J. Keast (επιμ.),
Θρησκευτική ετερότητα και διαπολιτισμική εκπαίδευση: ένα βοήθημα για τα σχολεία,
Συμβούλιο της Ευρώπης 2007, σ. 68-9.
προσφορότερο στη διδασκαλία του θρησκευτικού μαθήματος, διότι προάγει την ενεργό
συμμετοχή των μαθητών, αναπτύσσει τη σκέψη τους, τις δεξιότητες της ερμηνείας, της
εφαρμογής και της αξιολόγησης όσων μαθαίνουν. Οι μαθητές δεν μαθαίνουν για πολλές
θρησκείες, αλλά μέσα από τις εμπειρίες και τις αναζητήσεις τους, αντιμετωπίζουν
κριτικά το θρησκευτικό φαινόμενο και διαμορφώνουν την προσωπική τους άποψη. Η
εμπειρία τους μπαίνει στο κέντρο της διδασκαλίας και δίνουν διαφορετικές απαντήσεις
235
ορθόδοξη πίστη και ζωή (learning the religion), εμπλουτισμένο με
επιλεγμένα και διαβαθμισμένα στοιχεία από τις άλλες
θρησκευτικές παραδόσεις, τα οποία, προϊόντος του χρόνου, του
γνωστικού επιπέδου, των βιωμάτων και της θρησκευτικής
ανάπτυξης και ωριμότητας των μαθητών, διά της σπειροειδούς
διάταξης της ύλης, θα κληθούν σε επόμενη βαθμίδα εκπαίδευσης να
διαπραγματευτούν εκτενέστερα.
στα μεγάλα θρησκευτικά και ηθικά ζητήματα, αναπτύσσοντας τις απόψεις τους με
στοχαστικό τρόπο. Βλ. J. Keast (επιμ.), ό.π., σ.68 και A. Brown, «The requirements for
Religious Education 1988- 2001: Religious, political and social influences», στο: Issues in
religious education, L. Broadbent-A. Brown, Routledge, London/New York 2002, σ.13-14.
236
5.3 Το πολιτιστικό μοντέλο διδασκαλίας του θρησκευτικού
μαθήματος.
448Κ. Γιοκαρίνης, «Ο διαθρησκειακός διάλογος για την ειρήνη και τη συμφιλίωση των
λαών», στο: Επιστημονική Παρουσία Εστίας θεολόγων Χάλκης, τόμος Στ' (2006), σσ.154-
161, εδώ σ.155.
237
να είναι πρώτο στην υιοθέτηση της πολυπολιτισμικότητας μέσα από
τη δράση «Royal Commission on Bilingualism and Biculturalism» 451.
238
Οι διαπολιτισμικές κοινωνίες, αντίθετα, είναι διαφορετικά
πολιτισμικά σύνολα, όπου εθνικές, πολιτισμικές ή θρησκευτικές
ομάδες συμβιώνουν αρμονικά και έχουν ανοιχτές σχέσεις
αλληλεπίδρασης, ανταλλαγής και επικοινωνίας, ενώ τυγχάνουν
αναγνώρισης του ιδιαιτέρου τρόπου ζωής τους. Προσεγγίζεται δε,
από «..τα βασικά αξιώματα της ισοτιμίας των πολιτισμών, της
ισοτιμίας του μορφωτικού κεφαλαίου προσώπων διαφορετικής
πολιτισμικής προέλευσης και της παροχής ίσων ευκαιριών
μάθησης» 453. Το διαπολιτισμικό μοντέλο βασίζεται στην ιδέα ότι
όλοι, ανεξάρτητα από το φύλο, την κοινωνική τάξη, την εθνότητα ή
τη φυλή τους, πρέπει να έχουν ίσες ευκαιρίες. Όπως υποστηρίζει και
ο Π. Γεωργογιάννης, «η διαπολιτισμικότητα είναι ένα πρότυπο
διαδικασιών πολιτισμικής εξισορρόπησης, με κύριο στόχο την
αλληλεπίδραση, αλληλοκατανόηση, αλληλοαποδοχή και συνεργασία
ανάμεσα σε ανθρώπους διαφορετικών προελεύσεων», ενώ ως βασικά
χαρακτηριστικά της θεωρούνται: «Η ενσυναίσθηση, δηλαδή, η
κατανόηση των προβλημάτων των άλλων και της διαφορετικότητας
τους, η αλληλεγγύη, η οποία ξεπερνά τα όρια των ομάδων, των
κρατών και των φυλών και παραμερίζει την κοινωνική ανισότητα και
αδικία, ο σεβασμός της πολιτισμικής ετερότητας και το άνοιγμα στους
άλλους πολιτισμούς, η εξάλειψη του εθνικιστικού τρόπου σκέψης και
η απαλλαγή από στερεότυπα και προκαταλήψεις, ώστε, διαφορετικοί
λαοί να επικοινωνούν αρμονικά μεταξύ τους» 454. Ο σκοπός της
διαπολιτισμικότητας είναι, να αυξήσει την επίγνωση της ιστορίας
και του πολιτισμού όλων των εθνικών και φυλετικών ομάδων που
συμβιώνουν σε έναν τόπο, να προάγει την εκτίμηση και
αναγνώριση των πολιτισμικών διαφορών, ώστε αυτές να
εξετάζονται ισότιμα και όχι μέσω του δίπολου
ανωτερότητας/κατωτερότητας και να αποδίδεται σημασία στις
ομοιότητες αντί των διαφορών, ώστε να αναπτυχθεί η πολιτισμική
συνύπαρξη. Ο όρος πολυπολιτισμικότητα, κατά συνέπεια,
διαχωρίζεται από τον όρο διαπολιτισμικότητα, καθώς ο πρώτος
εκφράζει την υπάρχουσα κατάσταση, δηλαδή «το τι είναι», ενώ ο
239
δεύτερος εκφράζει το «δέον γενέσθαι», εκείνο δηλαδή, στο οποίο η
πολυπολιτισμική κοινωνία θα πρέπει να εξελιχθεί 455.
455 O Γ. Mάρκου υποστηρίζει ότι «αν και τα εννοιολογικά όρια των όρων
"πολυπολιτισμικός" (multicultural) και "διαπολιτισμικός" (intercultural) δεν είναι πάντα
ευδιάκριτα, ο πρώτος όρος χρησιμοποιείται συνήθως για να περιγράψει μια συγκεκριμένη
κοινωνική πραγματικότητα και τη διαδικασία εξέλιξής της και ο δεύτερος για να δηλώσει
μια διαλεκτική σχέση, μια δυναμική διαδικασία αλληλεπίδρασης και αμοιβαίας
αναγνώρισης και συνεργασίας ανάμεσα σε άτομα διαφόρων εθνικών/μεταναστευτικών
ομάδων». Γ. Μάρκου, Προσεγγίσεις της πολυπολιτισμικότητας και η Διαπολιτισμική
εκπαίδευση - επιμόρφωση των εκπαιδευτικών, ΥΠ.Ε.Π.Θ., Γ.Γ.Λ.Ε, Αθήνα 1996, σ.25.
240
Την υλοποίηση της διαπολιτισμικής εκπαίδευσης στην
Ελλάδα, την έχει αναλάβει η Πολιτεία με την ίδρυση εξειδικευμένων
φορέων, όπως το Κέντρο Διαπολιτισμικής Αγωγής, με έδρα τη
Φιλοσοφική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών, το Ινστιτούτο
Παιδείας Ομογενών και Διαπολιτισμικής Εκπαίδευσης, των Τάξεων
Υποδοχής, των Φροντιστηριακών Τμημάτων και των 26
Διαπολιτισμικών σχολικών μονάδων, με Προγράμματα Σπουδών
διαμορφωμένα έτσι, ώστε να αναπτύσσονται οι προϋποθέσεις
ομαλής συμβίωσης των μαθητών που προέρχονται από
διαφορετικές εστίες πολιτισμού, με τους αυτόχθονες μαθητές. Τα
σχολεία Διαπολιτισμικής Εκπαίδευσης, οι Τάξεις Υποδοχής και τα
Φροντιστηριακά Τμήματα αποτελούν ειδικούς θεσμούς, με τους
οποίους το ελληνικό εκπαιδευτικό σύστημα επιχειρεί να απαντήσει
στα αιτήματα που θέτει η πολυπολιτισμική σχολική
πραγματικότητα, όπου αυτή υφίσταται, «διαμορφώνοντας ευέλικτα
σχήματα διδακτικών παρεμβάσεων και σταθμίζοντας τις
εκπαιδευτικές ανάγκες των μαθητών σε σχέση με τις δυνατότητες
των σχολικών μονάδων» 457. Το Υπουργείο Παιδείας, επίσης, μέσα από
το έργο «Διάπολις-Εκπαίδευση αλλοδαπών και παλιννοστούντων
μαθητών», υλοποίησε κατά το διάστημα Σεπτεμβρίου 2010-
Δεκεμβρίου 2013 ειδικά εκπαιδευτικά προγράμματα σε όσα δημόσια
σχολεία Πρωτοβάθμιας και Δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης
συγκεντρώνουν πληθυσμό αλλοδαπών και παλιννοστούντων
μαθητών άνω του 10%, στοχεύοντας στη βελτίωση των σχολικών
επιδόσεών τους, προκειμένου να εξασφαλιστεί η κατά το δυνατόν
ισότιμη εκπαίδευση με αυτή των εντόπιων μαθητών, καθώς και η
πλήρης κοινωνική τους ένταξη 458. Σε αυτά τα σχολεία, η ηθική και
θρησκευτική ανάπτυξη των αλλοδαπών μαθητών
πραγματοποιήθηκε με προσέγγιση των θεολογικών ζητημάτων
κατά τρόπον ώστε, να μην αναδειχθούν έντονα οι ιστορικοί,
θεολογικοί και δογματικοί λόγοι που διαφοροποιούν τη μια
θρησκεία από την άλλη. Οι δράσεις, μέσω των οποίων επιχειρήθηκε
η ενσωμάτωση αυτή, υλοποιήθηκαν με την παροχή πληροφοριών
για την παράδοση, τα έθιμα και την ιστορική κληρονομιά των
241
μειοψηφικών ομάδων και την αναφορά ή τη συμπερίληψη των
θρησκευτικών ή εθνικών επετείων τους στον κατάλογο των
σχολικών εορτών 459.
242
διαπροσωπική επικοινωνία, ο διάλογος, η ανεκτικότητα, η
ενσυναίσθηση, ο σεβασμός και η συνεργατική μάθηση» 461.
Αθ. Παπά, Διαπολιτισμική παιδαγωγική και διδακτική, Αθήνα 1998, σ.196. Επίσης, βλ.
461
και Προσχέδιο σύστασης (rec 2007) της επιτροπής υπουργών προς τα Κράτη-μέλη,
σχετικά με τη θρησκευτική διάσταση της διαπολιτισμικής εκπαίδευσης: αρχές, στόχοι
και διδακτικές προσεγγίσεις, στο:
www.minedu.gov.gr/.../systash_cmrec2010_13_110418.doc. (Προσπελάστηκε στις 15-12-
2014).
462Μ. Grimmitt, «Religious education and the ideology of pluralism», British Journal of
Religious Education, 16 (1994), σσ.133-147), ιδιαίτερα σ.134.
243
άλλων πολιτισμικών κληρονομιών 463. Λόγω δε, της ύπαρξης αμιγώς
ιστορικο-πολιτιστικών χαρακτηριστικών στο περιεχόμενό του, το
μάθημα είναι πιθανό να μετατραπεί σε μια απλή ιστορική, πολιτική
προσέγγιση, εστιάζοντας αποκλειστικά σε γνωστικές πτυχές,
τοποθετώντας σε δεύτερη μοίρα την καλλιέργεια της ορθόδοξης
θρησκευτικής συνείδησης. Παραγνωρίζεται επίσης, ότι «τα διακριτά
πολιτισμικά στοιχεία της Ορθοδοξίας, αποτελούν ήδη μια
ολοκληρωμένη πρόταση ηθικής αγωγής και δεν μπορεί να
αναμειχθούν με άλλα ώστε να σχηματιστεί ένα πολιτιστικό μάθημα
πού θα ικανοποιεί όλους, ανεξαρτήτως θρησκευτικών
πεποιθήσεων» 464.
463Ο Κ. Κορναράκης υποστηρίζει ότι, «Οι δομικές αλλαγές των σύγχρονων κοινωνιών, με
αφετηρία τη μεταναστευτική πολιτική, υποστηρίζουν την πρόταση του μαθήματος των
Θρησκευτικών ως πολιτισμικού, υποτιμώντας όμως το δυναμισμό της βιωματικής
ερμηνείας των υπαρξιακών εμπειριών, αμφιβάλλοντας στην πράξη, δηλαδή, για την
οικουμενικότητα του ευαγγελικού λόγου. Κατά την ορθόδοξη σκέψη, το πολιτισμικό
ιδεώδες δεν οφείλει τη γένεσή του στις σύγχρονες προκλήσεις, αλλά αποτελεί έκφανση
δυναμικής βιωματικής ερμηνείας της θεολογικής παραδόσεως. Κατά ταύτα, το πολιτισμικό
ιδεώδες δεν προϋποτίθεται, αλλά αναδύεται μέσα από διεργασίες πνευματικής
ωρίμανσεως. Επομένως ο μαθητής καλείται να δημιουργήσει, δηλαδή να μορφώσει ήθος που
παράγει πολιτισμό. Με άλλα λόγια, δεν παράγει ήθος και πολιτισμό ο «ομολογιακός» (ή
μη) χαρακτήρας του μαθήματος, αλλά η εξυποκειμενίκευση της δυναμικής του από τον
μαθητή. Κ. Κορναράκη Το μάθημα των Θρησκευτικών στην Πρωτοβάθμια εκπαίδευση,
http://thriskeftika.blogspot.gr/2009/11/blog-post_4418.html. (Προσπελάστηκε στις 15-12-
2014).
Έννοια, Αθήνα 2009, σ.126. Επίσης βλ. του ιδίου, Η σχολική θρησκευτική αγωγή σήμερα.
244
Στην πολυπολιτισμικότητα, ως διάσταση της
παγκοσμιοποίησης, τα πολιτισμικά στοιχεία των επιμέρους ομάδων,
ακόμα και της πλειοψηφούσας «δεν θεωρούνται δομικά των
συλλογικών τους ταυτοτήτων» 466. Επίσης, συχνά αναδεικνύονται με
έμφαση τα ανομοιογενή και ετερόκλητα χαρακτηριστικά των
φιλοξενούμενων κοινωνικών ομάδων, με κίνδυνο αλλοίωσης της
πολιτισμικής ταυτότητας των μελών της κυρίαρχης κοινωνικής
ομάδας από αυτά. Χαρακτηριστικό παράδειγμα του σκεπτικισμού
που υφίσταται στην Ευρώπη για το ζήτημα, είναι η Γερμανία, με δύο
εκ διαμέτρου αντίθετα γεγονότα: αφ’ ενός την παραδοχή της
Καγκελαρίου τον Νοέμβριο του 2010 ότι το πολυπολιτιστικό μοντέλο
απέτυχε στην εφαρμογή του 467 και αφ΄ετέρου, το ότι στα
Νηπιαγωγεία της Βαυαρίας φοιτούν από κοινού παιδιά
διαφορετικών θρησκειών και δογμάτων, με σκοπό την προώθηση
του θρησκευτικού πλουραλισμού, μέσω ειδικά σχεδιασμένων Α.Π.,
αντί της παραδοσιακής «ομολογιακής» προσέγγισης 468. Ο δε Peter
Ηθική και θρησκευτική ανάπτυξη του παιδιού, Πρακτικά, Π.Τ.Π.Ε., Ρέθυμνο 2004, σ.311.
245
Brimelow, θεωρητικός της οικονομίας, αναφέρει ότι «το ιδεολόγημα
της "πολυπολιτισμικής κοινωνίας" -που τεχνηέντως και επιμόνως
επιχειρούν να επιβάλουν ορισμένοι στα ιστορικά έθνη-κράτη της
Ευρώπης και φενάκη αποτελεί και επ’ ουδενί συμβαδίζει με τη
δυτικού τύπου δημοκρατία, η οποία προϋποθέτει έναν κοινό
εθνοπολιτισμικό παρονομαστή, έναν υπαρκτό βαθμό εθνολογικής και
πολιτισμικής συνοχής» 469. Στη Σουηδία, γίνεται πλέον αποδεκτό ότι
αν και το Κράτος έχει προσπαθήσει περισσότερο από οποιαδήποτε
άλλη χώρα στην Ευρώπη, να πετύχει την πολιτισμική
«ενσωμάτωση» των μεταναστών, έχει επενδύσει δισεκατομμύρια σε
αυτό το εγχείρημα και έχει δοκιμάσει όλες τις προτάσεις που οι
κοινωνιολόγοι και εθνολόγοι έχουν παρουσιάσει, το μοντέλο δεν
λειτουργεί 470. Αντίστοιχη συζήτηση γύρω από την αποτυχία του
μοντέλου της πολυπολιτισμικότητας διεξάγεται και στο Ηνωμένο
Βασίλειο, ιδιαίτερα μετά τη σύνδεση των μεταναστευτικών
πληθυσμών με την τρομοκρατία σε επίπεδο εθνικής ασφάλειας. Οι
τάσεις και οι απόψεις της ευρωπαϊκής κοινής γνώμης επί του
θέματος διαφάνηκαν ξεκάθαρα, επίσης, στη συγκριτική ανάλυση
των στοιχείων του Ευρωβαρομέτρου των ετών 1997, 2000 και 2003 για
τις 15 χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης, από καθηγητές του
Πανεπιστημίου του Nijmegen (Ολλανδία), για λογαριασμό του
Ευρωπαϊκού Κέντρου Παρακολούθησης του Ρατσισμού και της
Ξενοφοβίας (EUMC) 471 και η οποία δημοσιεύθηκε το Μάρτιο του
2005. Σύμφωνα με την ανάλυση των στοιχείων, τα ευρήματα ήταν
τα εξής:
471Τα στοιχεία αφορούν στάσεις της κοινής γνώμης πριν από τα ισλαμικά τρομοκρατικά
χτυπήματα στην Μαδρίτη και στο Λονδίνο, πριν από τις φυλετικές εξεγέρσεις στην
Γαλλία, αλλά και πριν από την δημοσίευση των σκίτσων του Μωάμεθ. Βλ. M. Coenders,
M. Lubbers, P. Scheepers, Majorities’ attitudes towards minorities in European Union Member
States: Results from the Standard Eurobarometers 1997-2000-2003. Report 2 for the European
Monitoring Centre on Racism and Xenophobia [Ref. no. 2003/04/01].
246
• Διαπιστώνεται ένα σταθερό ποσοστό (25%) Ευρωπαίων
πολιτών που αντιτίθεται πλήρως στην πολυπολιτισμική
κοινωνία.
• Η πλειονότητα (60%) Ευρωπαίων πολιτών υποστηρίζει την
άποψη ότι η πολυπολιτισμική κοινωνία έχει φθάσει στα όριά
της.
• Το 22% των Ευρωπαίων πολιτών τάσσεται υπέρ πολιτικών
επαναπατρισμού των νομίμων μεταναστών.
472Ο τ. υπουργός Δημόσιας Τάξης Ν. Δένδιας χαρακτήρισε τραγική την ποιότητα των
μεταναστών που υποδέχεται η Ελλάδα. «Η ποιότητα» ανέφερε, «και η διαφορά
κουλτούρας των μεταναστών που υποδεχόμαστε είναι τραγική. Δεν υποτιμώ κανέναν.
Είναι άνθρωποι που έρχονται από έναν τελείως διαφορετικό κόσμο, καθότι
αντιμετωπίζουμε μετανάστες από το Μπαγκλαντές, το Αφγανιστάν, με μια άλλη
κουλτούρα, από έναν άλλο κόσμο. Σε ό,τι δε αφορά στην πολιτική της Ε.Ε. για το
μεταναστευτικό, διαφωνήσαμε με τη συνθήκη Δουβλίνο ΙΙΙ, ότι δηλαδή η χώρα στην οποία
μπαίνει πρώτα ο μετανάστης, αυτή είναι και αρμόδια. Εμείς λέμε ότι δεν μπορεί να είμαστε
αρμόδιοι, πρέπει να υπάρχει κατανομή. Επιβάλλεται πλέον, και η αναθεώρηση της
Συνθήκης «Δουβλίνο ΙΙ», η οποία προβλέπει ότι αρμόδια για την κρίση των αιτημάτων
ασύλου είναι η χώρα πρώτης εισόδου των μεταναστών στην Ευρωπαϊκή Ένωση, γεγονός που
έχει ως συνέπεια να απελαύνονται στην Ελλάδα οι μη νόμιμοι μετανάστες, όπου και αν
συλληφθούν εντός της Ε.Ε.». Ο ίδιος διαβίβασε, επίσης, στη Βουλή στοιχεία της
Διεύθυνσης Δημόσιας Ασφάλειας για την εγκληματικότητα των αλλοδαπών, τα οποία
αφορούν στην περίοδο 1998-2012 και δείχνουν ιδιαίτερα αυξημένο τον αριθμό των
αλλοδαπών δραστών ανά την επικράτεια, σε βάρος Ελλήνων ή αλλοδαπών θυμάτων
(1998:6.094 δράστες, 2012:20.265 δράστες). Βλ.
http://www.kathimerini.gr/28119/article/epikairothta/politikh/stoixeia-gia-thn-
egklhmatikothta-allodapwn-kata-yphkoothta, και
http://europa.eu/legislation_summaries/justice_freedom_security/free_movement_of_persons
_asylum_immigration/l33153_el.htm. (Προσπελάστηκαν στις 15-12-2014).
247
Για την υπέρβαση και αντιμετώπιση της κατάστασης αυτής,
απαιτείται η υλοποίηση μιας εθνικής στρατηγικής για το
μεταναστευτικό και μιας εθνικής εκπαιδευτικής πολιτικής για τα
ζητήματα εκπαίδευσης και πολιτισμικής ένταξης των μειονοτικών
ομάδων στην ελληνική κοινωνία. Το επονομαζόμενο «Νέο σχολείο»,
οφείλει να βοηθήσει τους αλλοεθνείς μαθητές προς την κατεύθυνση
και ερμηνεία κατ’ αρχάς του ιστορικού, πολιτισμικού και
θρησκευτικού πλαισίου που τους περιβάλλει. Αυτό σημαίνει
καλλιέργεια της ανεκτικότητας, της αποδοχής, της κατανόησης
απέναντι στην ετερότητα, εφόσον όμως, έχει θεμελιωθεί και
εμπεδωθεί η εντόπια θρησκευτική, πολιτισμική και ιστορική
παράδοση, παρότι η πρόταση αυτή χαρακτηρίζεται από ορισμένους
κύκλους ως αντιφατική 473.
248
5.4 Το βιβλικό μοντέλο διδασκαλίας του θρησκευτικού
μαθήματος.
Σημειώνουμε εδώ, ότι η πρόταση του βιβλικού μοντέλου, όπως και οι υπόλοιπες, πλην
474
476Ν. Ματσούκα, «Μια άλλη διάσταση του θρησκευτικού μαθήματος», Καθ’ οδόν 17
(2001), σ.19.
249
Η βιβλική προσέγγιση αποτέλεσε από την περίοδο του
Καποδίστρια (1830), την πρώτη επιλογή ως ύλη διδασκαλίας του
θρησκευτικού μαθήματος στην Ελλάδα, αλλά και στο εξωτερικό, με
πληθώρα βιβλικών ιστοριών να απαντούν στα σχολικά εγχειρίδιά,
αντικαθιστώντας τις δυσνόητες ηθικο-δογματικές διατυπώσεις 478. Η
διδασκαλία της Βίβλου εθεωρείτο απαραίτητη για την ολοκλήρωση
της θρησκευτικής αγωγής των μαθητών, διότι, μέσα από τις
διηγήσεις της μπορούσαν να παρακολουθήσουν τα γεγονότα, από
την πτώση των Προπατόρων μέχρι την Ανάληψη του Χριστού (ο
Θεός Δημιουργός του σύμπαντος, ο Ιησούς Σωτήρας του κόσμου, η
Εκκλησία ως θεανθρώπινος οργανισμός, αλλά και ως σύναξη
πιστών, η συνάντηση Θεού και ανθρώπων στη θεία λατρεία, η
χριστιανική αντίληψη για την ευτυχία, τη δυστυχία, την ασθένεια,
τον πόνο, τις δοκιμασίες, την αμαρτία, το θάνατο, την ανάσταση, τη
σωτηρία της ψυχής). Οι διηγήσεις αυτές, με τη μορφή που
προσφέρονταν, όπως υποστηρίζει ο Ι. Κογκούλης, «προκαλούσαν τη
“συνάντηση” των μαθητών με τα γεγονότα και τις μορφές της Βίβλου,
έτσι ώστε να γίνονται τρόπον τινά “συνομιλητές” τους» 479 και
διατηρήθηκαν στα Α.Π. με αυτή τη μορφή για μεγάλο χρονικό
διάστημα, λόγω της θεολογικής, πολιτισμικής και παιδαγωγικής
αξίας τους. Κατά το τέλος του 18ου αιώνα, ο Αδαμάντιος Κοραής
δημοσίευσε ένα κείμενο με τίτλο «Ιεράς Ιστορίας Σύνοψις:
Χριστιανικής διδασκαλίας μάθημα» (Αθήνα 1837) 480, το οποίο
αποτέλεσε ένα από τα τρία βασικά διδακτικά εγχειρίδια της
στοιχειώδους εκπαίδευσης μέχρι την κατάργηση της λεγόμενης
«αλληλοδιδακτικής μεθόδου». Σε αυτό, η δομή και η διάταξη του
περιεχομένου του μαθήματος παραμένει σταθερά προσκολλημένη
στη χρονική αλληλουχία που ακολουθείται στα βιβλία του κανόνα
της Αγίας Γραφής, ενώ, όσον αφορά στην παιδαγωγική του
250
προσέγγιση κυριαρχεί η τότε επικρατούσα νοησιαρχική τάση
απομνημόνευσης του περιεχομένου της Βίβλου (στοχευμένες,
διαδοχικές ερωταποκρίσεις, μοιρασμένες σε 9 Κεφάλαια),
αποδεικνύοντας ότι κατά τη διδασκαλία της σχολικής θρησκευτικής
αγωγής, η περίοδος αυτή χαρακτηρίζεται από την υποβάθμιση των
παιδαγωγικών κριτηρίων έναντι των θεολογικών.
251
Το βιβλικό περιεχόμενο έχει ιδιαίτερη πολιτισμική αξία,
καθόσον το περιεχόμενό της είναι μπολιασμένο στη θεολογία και
στον πολιτισμό του Βυζαντίου. Ο Ν. Ματσούκας υποστηρίζει ότι, «αν
δεν γνωρίζουμε τα στοιχειώδη από το βιβλικό περιβάλλον, δεν
μπορούμε να καταλάβουμε τίποτε από μια βυζαντινή εκκλησία, μια
ορθόδοξη εικόνα, ένα βυζαντινό κείμενο ή ύμνο, από πολλά δημοτικά
τραγούδια και από ένα μεγάλο μέρος της νεοελληνικής
λογοτεχνίας» 483, ενώ ο Π. Καλαϊτζίδης συμπληρώνει ότι «μέσα στα
κείμενα της Βίβλου ξεδιπλώνονται με μοναδικό τρόπο, στοιχεία από
τον πολιτισμό της ανατολικής και δυτικής χριστιανοσύνης, με
ανυπέρβλητη λογοτεχνική αξία, γλώσσα, ύφος και θεματολογία που
άπτεται κάθε παραμέτρου του ανθρώπινου βίου» 484. Παρά, λοιπόν, τη
χρονική απόσταση η οποία χωρίζει τη βιβλική εποχή από τη
σύγχρονη, το ευαγγελικό μήνυμα παραμένει επίκαιρο και η
ερμηνεία των πτυχών του εμπλουτίζει διαρκώς το διδακτικό και
παιδαγωγικό περιεχόμενο του θρησκευτικού μαθήματος.
483Ν. Ματσούκα, «Μια άλλη διάσταση του θρησκευτικού μαθήματος», Καθ’ οδόν 17
(2001), σ.19.
252
περιεχόμενό της» 486. Η διαπραγμάτευση των βιβλικών περικοπών
κατά συνέπεια, κρίνεται απαραίτητη, καθόσον το περιεχόμενό τους
δεν αποτελεί μία απλή καταγραφή πληροφοριών ιστορικού
χαρακτήρα, αλλά σύνθεση ιστορικών γεγονότων, ανθρώπινης
εμπειρίας και θρησκευτικού μηνύματος με σαφή διδακτικό και
παιδαγωγικό σκοπό. Έτσι, η εμπειρική και λατρευτική διάσταση του
βιβλικού μηνύματος ενώνει δημιουργικά κάθε βιβλική ιστορία με τη
σύγχρονη πραγματικότητα που βιώνουν οι μαθητές.
253
θρησκειολογικά στοιχεία. Αρχή και τέλος, όμως, θα είναι πάντοτε
τα βιβλικά κείμενα και η ερμηνεία τους.
254
ιστορικές συνθήκες, αφετέρου δε, δεν κατέλυαν την ελευθερία τους,
αλλά την προστάτευαν και αποτελούσαν έκφραση της θείας
πρόνοιας προς αυτούς. Δ. Η Αγία Γραφή δεν περιέχει απλώς μια
μεταφυσική διδασκαλία ούτε αποτελεί κάποιον κώδικα ηθικής,
όπως το Κοράνιο, αλλά μαρτυρεί το γεγονός της αποκάλυψης του
Θεού στον κόσμο μέσα από το πρόσωπο του Χριστού είτε ως
προσδοκία (Π.Δ.) είτε ως εκπλήρωσή της (Κ.Δ.). Δεν πρέπει, λοιπόν,
να δημιουργηθεί η εντύπωση στους μαθητές ότι ο Χριστός
αποτελούσε μια προσωπικότητα «με υπερφυσικές ικανότητες που
ευεργετούσε, γιάτρευε κι έδιωχνε δαιμόνια ή ότι ήταν ένας δάσκαλος
ηθικής, κατά το πρότυπο ενός στωικού φιλοσόφου» 489. Η διδακτική του
βιβλικού θρησκευτικού μαθήματος, με άλλα λόγια, απαιτεί από την
πλευρά των δασκάλων διευρυμένες γνώσεις (λ.χ. για την εβραϊκή
παράδοση), ώστε να τις διαχειριστεί και να τις μεταδώσει ορθά
στους μαθητές. Οι δάσκαλοι όμως, και ιδίως οι νεότεροι, λόγω των
ελλιπών θρησκειοπαιδαγωγικών τους σπουδών, δεν διαθέτουν τις
απαραίτητες θεολογικές και ιστορικές γνώσεις, ώστε να
καθοδηγήσουν τους μαθητές στην ορθή διαπραγμάτευση του
γνωστικού κορμού των βιβλικών διηγήσεων. Η έλλειψη τέτοιων
γνώσεων σε έναν τόσο εξειδικευμένο γνωστικό τομέα είναι πιθανό
να οδηγήσει σε μια επιφανειακή ή και ανεπαρκή διδακτική
προσέγγιση του μαθήματος, εφόσον η διαπραγμάτευση των
βιβλικών γεγονότων και αφηγήσεων θα γίνεται χωρίς προσπάθεια
ανάλυσης, επεξήγησης και σύνδεσης του περιεχομένου τους με το
ιστορικό πλαίσιο όπου αυτά συνέβησαν. Κι επειδή η σκέψη των
μαθητών του Δημοτικού σχολείου χαρακτηρίζεται ως συγκεκριμένη,
δηλαδή, προσκολλημένη στην κατ’ αίσθηση πραγματικότητα, ένα
θρησκευτικό μάθημα με αμιγώς βιβλικό περιεχόμενο δεν θα
συνέβαλλε στην ομαλή προαγωγή των θρησκευτικών τους
εμπειριών. Συμπερασματικά, θεωρούμε ότι το βιβλικό μοντέλο δεν
μπορεί να υπηρετήσει επαρκώς τη διδασκαλία του θρησκευτικού
μαθήματος, καθόσον, ανακύπτουν ερωτήματα ως προς την
αξιόπιστη και ακριβή μεταφορά του βιβλικού λόγου στο σύγχρονο
πολιτισμικό και κοινωνικό γίγνεσθαι των μαθητών, με κατανοητό,
εύληπτο και σαφή τρόπο και μέθοδο.
255
5.5 Το ουδέτερο μοντέλο διδασκαλίας του θρησκευτικού
μαθήματος.
256
«θρησκεύειν» των μαθητών, να σέβεται τις θρησκευτικές τους
επιλογές και να τις προστατεύει, διασφαλίζοντας το δικαίωμα της
λατρείας και της ελευθερίας της συνείδησης, μέσα από μια ουδέτερη
θρησκευτικά διδασκαλία, ενώ οι μαθητές θα πρέπει να θρησκεύουν
στο βαθμό που οι ίδιοι το επιθυμούν 492. Ο I. Πέτρου, υποστηρίζει
σχετικά: «Το μάθημα των Θρησκευτικών πρέπει να γίνεται τόσο από
άποψη περιεχομένου, όσο και από άποψη διδασκαλίας με τέτοιο τρόπο,
ούτως ώστε, να μη εγείρονται αξιώσεις μαθητών για εξαίρεση, λόγω
προβλημάτων συνείδησης. Αυτό μπορεί να επιτευχθεί μόνο αν το
μάθημα πραγματοποιείται με βάση την αρχή της ουδετερότητας» 493,
ενώ ο Π. Καραμούζης συμπληρώνει: «Η ουδετεροθρησκία ενθαρρύνει
το διάλογο μεταξύ των θρησκειών και προωθεί τις πολιτιστικές και
κοινωνικές εκφράσεις τους ως τμήματα ενός παγκόσμιου πολιτισμού,
όπου η συνύπαρξη νομιμοποιεί το δικαίωμα στη θρησκευτική
διαφορετικότητα» 494.
Βλ. I. Πέτρου, «Το μάθημα των Θρησκευτικών στο ελληνικό εκπαιδευτικό σύστημα»,
493
257
• Ο σκοπός του θρησκευτικού μαθήματος δεν είναι η δημιουργία
πιστών μαθητών, αλλά η παρουσίαση σε αυτούς του τρόπου
λειτουργίας των θρησκειών και η κατανόηση του φαινομένου της
θρησκείας, στο πλαίσιο της, γνωστικής και μόνο, διδακτικής της
προσέγγισης.
• Το ουδετερόθρησκο μοντέλο προσκαλεί τους μαθητές, ανεξάρτητα
από τη θρησκευτική τους πίστη, να εντρυφήσουν, να
προβληματιστούν, να εργαστούν σε ζητήματα που αφορούν στην
παρουσία των θρησκειών στον κόσμο, χωρίς να τους πιέζει να
ασπαστούν κάποια από αυτές. Δηλαδή, εκθέτει τις ποικίλες
θρησκευτικές απόψεις χωρίς να επιβάλλει κάποια συγκεκριμένη.
• Μέσα από την προσέγγιση αίρονται τα εμπόδια της συνύπαρξης
μαθητών από διαφορετικά πολιτισμικά και θρησκευτικά
περιβάλλοντα.
258
πολιτιστικής και θρησκευτικής προοπτικής, καθώς και των
συνανθρώπων τους..» 495.
495Μ. Grimmitt, «Religius education and the ideology of pluralism», British Journal of religius
education, 16 (1994), σσ.133-147, εδώ σ.138. (Προσπελάστηκε στις 15-12-2014).
496Μ. Μπέγζου, Φαινομενολογία της Θρησκείας, Αθήνα 19952, σ.153. Επίσης, για τη
θρησκευτική αδιαφορία βλ. Παιδαγωγική και Ψυχολογική Εγκυκλοπαίδεια Τόμ.4: Ηθική
αγωγή και εκπαίδευση, Ελληνικά Γράμματα, Αθήνα 1989, σ.2364.
259
μετατρέπεται σε κέντρο απόκτησης γνώσεων χωρίς να μπορούν οι
μαθητές να διαπραγματευτούν κριτικά όσα μαθαίνουν, χωρίς να
αναπτύσσεται υγιώς η θρησκευτική τους προσωπικότητα, με
μακροπρόθεσμη συνέπεια τον αγνωστικισμό. Θέτοντας ως
πρώτιστο μέλημα την ελευθερία της θρησκευτικής συνείδησης, η
ουδετεροθρησκία αποτελεί οπισθοδρόμηση, διότι οι μαθητές
ωθούνται να αγνοήσουν ή να παραγνωρίσουν μια από τις πιο
βασικές συνιστώσες του πνεύματος, την πίστη. «Δεν πιστεύω, όμως,
σημαίνει δεν μπορώ να εμπιστευθώ, δεν ελπίζω» 499.
260
5.6. Το διαθρησκειακό μοντέλο διδασκαλίας του θρησκευτικού
μαθήματος (ο θρησκευτικός συγκρητισμός) .
261
όλων των θρησκευτικών πεποιθήσεων και αξιών, καθόσον
θεωρείται ότι τα θρησκεύματα είναι διάφορες εκδοχές της μιας
«φυσικής θρησκείας», δηλαδή της έμφυτης θρησκευτικότητας της
ανθρώπινης φύσης, ότι όλες οι θρησκείες διδάσκουν περίπου τις
ίδιες αλήθειες για τον άνθρωπο, τη ζωή και τον Θεό, όλες περιέχουν
ψήγματα της αλήθειας και όλες είναι «μονοπάτια» που οδηγούν στη
σωτηρία. Κατά συνέπεια, καμία θρησκεία δεν θα πρέπει να διεκδικεί
για τον εαυτό της την αποκλειστικότητα της αλήθειας και τη
δυνατότητα της σωτηρίας. Με τον τρόπο αυτό, υποστηρίζει ο Μ.
Μπέγζος, «κάθε θρησκευτική διαφορά ή ιδιαιτερότητα μηδενίζεται
στο χωνευτήρι της θρησκευτικής πανσπερμίας, ενώ
ελαχιστοποιούνται οι διαφορές μεταξύ των θρησκειών και των
ομολογιών και επιτυγχάνεται ένα αμάλγαμα συγκρητισμού, που
εμπεριέχει τα “κοινά” τους σημεία, με μοναδικό κριτήριο την
ηθικοποίηση του ανθρώπου» 503. Μέσα δε, από αναφορές στα κοινά
στοιχεία των θρησκευτικών παραδόσεων (διαθρησκειακή ηθική,
παγκόσμια ειρηνική συνύπαρξη, ανθρώπινα δικαιώματα), ο
συγκρητισμός προσκαλεί τις θρησκείες σε διαρκή διάλογο, ώστε να
βρεθεί μια κοινή μορφοποιητική βάση, επιδιώκοντας μια
απροβλημάτιστη συνύπαρξη, στην οποία καθεμία θα απολαμβάνει
την αξία που της αναλογεί. Ο Π. Καραμούζης υποστηρίζει σχετικά:
«Ίσως κάποιος ανακαλύψει σε όλες τις θρησκείες ένα μίνιμουμ
ανθρωπιστικών αξιών που θα μπορούσαν να αποτελέσουν τη βάση ή
το υλικό για μια διαθρησκειακή ηθική κοινών αρχών. Μια συγκριτική
διδακτική των θρησκειών μπορεί να συμβάλει στη διαμόρφωση μιας
διαθρησκειακής ηθικής θεωρίας, η οποία ενδεχομένως θα αποτελέσει
ένα στοιχείο επικοινωνίας των θρησκειών μεταξύ τους» 504.
504Π. Καραμούζη, Πολιτισμός και διαθρησκειακή αγωγή, Ελλ. Γράμματα, Αθήνα 2007,
σ.128, 137.
505Γ. Μαρτζέλου, «H θεολογία του σπερματικού λόγου και η σημασία της για τους
θεολογικούς και διαθρησκειακούς διαλόγους». Εισήγηση στο Συνέδριο: Ορθόδοξη
προσέγγιση για μια θεολογία των θρησκειών, 15-6-2013, στο:
http://blogs.auth.gr/moschosg/2013/06/15/%CE%B3%CE%B5%CF%8E%CF%81%CE%B3%CE
262
Χριστιανισμός και οι άλλες μονοθεϊστικές θρησκείες (Ιουδαϊσμός,
Ισλάμ), δομούνται πάνω σε συγγενείς θεολογίες. Αυτό είναι και το
θεμέλιο τόσο του διαθρησκειακού, όσο και του διαχριστιανικού
συγκρητισμού, ο οποίος υλοποιείται με τη «θεωρία των κλάδων»
(branch theory) ή του «σπασμένου καθρέπτη». Σύμφωνα με αυτή, τη
Μία, Αγία, Καθολική και Αποστολική Εκκλησία συναποτελούν οι
επί μέρους Εκκλησίες (Ορθόδοξη, Ρωμαιοκαθολική, Προτεσταντική),
διότι, κάθε μια τους κατέχει μέρος της αλήθειας της χριστιανικής
πίστης, ενώ, όλες μαζί κατέχουν ολόκληρη την αλήθεια 506. Με άλλα
λόγια, ο συγκρητισμός καλεί τις θρησκευτικές παραδόσεις, με το
πρόσχημα της ποικιλίας τους, να παραδεχτούν την εν μέρει κατοχή
της αλήθειας για τον Θεό από αυτές και να συσχηματισθούν υπό το
πρίσμα της σχετικότητάς τους, με επιδίωξη «την ταύτιση στοιχείων,
τα οποία υπάρχουν στα διάφορα θρησκευτικά περιβάλλοντα, ώστε
κανείς να μην προβάλλεται ως ο μόνος «συνομιλητής» του Θεού και
κανείς να μη διδάσκει πως κατέχει την απόλυτη αλήθεια» 507. «Οι
θρησκείες, όμως», όπως ορθά επισημαίνει ο Αρχιεπίσκοπος
Αλβανίας Αναστάσιος, «είναι ζωντανοί οργανισμοί και τα μέρη τους
βρίσκονται σε συνάρτηση με το όλον. Δεν μπορούμε να αποσπούμε
ορισμένα σημεία της διδασκαλίας τους και να τα ταυτίζουμε με
ανάλογες εκφάνσεις άλλων θρησκειών, για να δημιουργούμε εύκολα
θεωρητικά κατασκευάσματα» 508.
%B9%CE%BF%CF%82-
CE%BC%CE%B1%CF%81%CF%84%CE%B6%CE%AD%CE%BB%CE%BF%CF%82-
%CE%BA%CE%B1%CE%B8%CE%B7%CE%B3%CE%B7%CF%84%CE%AE%CF%82-
%CF%84%CE%BC%CE%AE%CE%BC%CE%B1%CF%84/. (Προσπελάστηκε στις 15-12-2014).
Χ. Ανδρούτσου, Συμβολική, Αθήναι 1901, σ.96, και 104. Επίσης, βλ. του ιδίου, Μελέται
506
263
5.6.1 Κριτική θεώρηση της πρότασης του διαθρησκειακού
μοντέλου διδασκαλίας.
264
περιεχομένου της θεολογίας από την χριστοκεντρικότητα στη
θεοκεντρικότητα, επιδιώκοντας να συντελέσουν σε μια δήθεν
προσέγγιση των θρησκειών, αίροντας το ιδιάζον της χριστιανικής
αποκάλυψης. Με κύριο πρωταγωνιστή την ινδική σκέψη,
«προτείνεται η ιδέα των «εναλλακτικών απολύτων», με σκοπό την
απορρύθμιση των θρησκευτικών πίστεων, καθώς και τη δημιουργία
ενός νεφελώματος ομάδων, όπου συγχρωτίζονται ποικίλοι
μυστικισμοί και διάφορες παλιές ανατολικές σοφίες και πρακτικές,
ενώ περιθωριοποιούνται οι πολιτιστικές ιδιαιτερότητες, θέτοντας σε
κίνδυνο την ορθόδοξη ταυτότητα». 512 Ο Μ. Μπέγζος συμπληρώνει ότι
ο συγκρητισμός «επιφέρει την αφομοίωση του ορθόδοξου
πολιτιστικού προτάγματος από το δυτικοευρωπαϊκό κοσμοείδωλο,
διαφθείρει την οικουμενικότητα της Ορθοδοξίας και παραποιεί την
καθολικότητα της Εκκλησίας σε παγκοσμιότητα» 513.
513Μ. Μπέγζου, «Η αποστολή της ορθόδοξης θεολογικής παιδείας σήμερα», Καθ' οδόν 13
(1997), σσ.35-47, εδώ σ.38.
265
Έκτο Κεφάλαιο
266
ενώ οι θρησκευτικές και πολιτισμικές αξίες θεωρούνται
υποκειμενικές και αμφισβητήσιμες, αφού δεν υπάρχει μία κοινή,
παγκόσμια ή υπερβατική αρχή που να τις καθορίζει. Για την
αξιολόγησή τους δε, απαιτείται ηλικιακή ωρίμανση και χρόνος,
εμπειρίες και γνώσεις, πίστη και μετοχή, μια βιωματική δηλαδή
σχέση ανθρώπου-θρησκείας. Κατά συνέπεια, ένα θρησκευτικό
μάθημα χωρίς την ύπαρξη γνωστικού υποβάθρου, χωρίς την
πρόσβαση στις αλήθειες μιας κατ’ αρχάς θρησκείας, χωρίς την
εμπλοκή των εμπειριών, των αναζητήσεων και των ενδιαφερόντων
των μαθητών στη διδακτική διαδικασία, είναι πιθανό να αποδομήσει
τα στοιχεία που νοηματοδοτούν τη θρησκευτική αγωγή τους.
517 Για τις προτάσεις που αναφέρονται στη διεύρυνση του περιεχομένου του
μαθήματος των Θρησκευτικών στην Ελλάδα βλ.: Π. Καλαϊτζίδη, «Τα θρησκευτικά ως
πολιτιστικό μάθημα», Σύναξη 74 (2000),σ.69-83, του ιδίου, «Το θρησκευτικό μάθημα
στην εποχή της πολυπολιτισμικότητας. Θεολογικά-πολιτιστικά δεδομένα και
προϋποθέσεις αλλαγής παραδείγματος», Καθ’ οδόν 17 (2001), Παρατηρητής, σσ.39-50,
του ιδίου, «Για το διάλογο των θρησκειών και των πολιτισμών στο μάθημα των
θρησκευτικών. Σχόλια και προτάσεις για το χαρακτήρα και τη διδακτική πράξη του
θρησκευτικού μαθήματος στην υπό διαμόρφωση πολυπολιτισμική ελληνική
κοινωνία», Νέα Παιδεία 121, Αθήνα 2007, σσ.121-141, I. Πέτρου, «Το μάθημα των
θρησκευτικών στο ελληνικό εκπαιδευτικό σύστημα», Καθ’ οδόν 17 (2001), σσ.29-37, του
ίδιου, «Το μάθημα των θρησκευτικών και η κοινωνικοποίηση των μαθητών»,
Επιστημονική Επετηρίδα Θεολογικής Σχολής Αριστοτελείου Πανεπιστημίου
Θεσσαλονίκης, Τμήμα Θεολογίας, Τόμ. 14 (2004), σσ.221-232, Σ. Ζουμπουλάκη, O Θεός
στην πόλη. Δοκίμια για τη θρησκεία και την πολιτική, Εστία, Αθήνα 2002, σσ.107-123, Σ.
Αθανασοπούλου-Κυπρίου, «Η θρησκευτική αγωγή στα όρια της δημόσιας λογικής»,
Νέα Εστία 1789 (2006), σσ.993-1002, Π. Καραμούζη, Πολιτισμός και διαθρησκειακή
αγωγή. Η συγκριτική διδακτική των θρησκειών και της θρησκευτικότητας στο σύγχρονο
σχολείο, Ελληνικά Γράμματα, Αθήνα 2007.
267
• Η πρόταση της μετατροπής του μαθήματος σε
θρησκειολογικό. Εκείνοι που υποστηρίζουν την άποψη αυτή,
πιστεύουν ότι για τη θρησκευτική ανάπτυξη των μαθητών
υπεύθυνοι είναι η οικογένεια και η Εκκλησία και όχι το σχολείο.
Καθόσον, όπως ισχυρίζονται, σε κάθε φιλελεύθερη κοινωνία το
θρησκεύειν είναι ζήτημα ατομικό, ιδιωτικό και προαιρετικό, ενώ η
Πολιτεία δεν επιτρέπεται να επηρεάζει από τόσο νωρίς, και μάλιστα
μέσα από τα διδακτικά αντικείμενα των Α.Π., την επιλογή του
θρησκεύματος των ανώριμων θρησκευτικά, ηθικά και ιδεολογικά
μαθητών 518. Με τη διδασκαλία του θρησκειολογικού μαθήματος,
επίσης, οι αλλόθρησκοι και ετερόδοξοι μαθητές δεν θα έχουν λόγο
εξαίρεσης για λόγους συνείδησης, καθόσον αυτό στοχεύει στην
ειρηνική συνύπαρξη των θρησκειών, στην καλλιέργεια της
ανεκτικότητας, στην προώθηση της αλληλογνωριμίας των
πολιτισμών και στην ανάπτυξη της πνευματικής και κοινωνικής
συνείδησης των μαθητών. Το μοντέλο διδάσκει μια θρησκευτική
αγωγή πολυφωνικού χαρακτήρα αντί μιας αγωγής, της οποίας το
περιεχόμενο θα αντλείται αποκλειστικά από την ορθόδοξη
Παράδοση. Παράλληλα επιβεβαιώνεται και ο ρόλος της
θρησκευτικής εκπαίδευσης, ως μη συνεπαγόμενης συνειδησιακό
καταναγκασμό.
• Το μάθημα «Ορθόδοξη χριστιανική κληρονομιά», που
προτείνεται από την «Ομάδα Πρωτοβουλίας Πανεπιστημιακών
Καθηγητών». Η ομάδα προτείνει τη μετονομασία του μαθήματος,
αλλά και τη μεταβολή του περιεχομένου του, με το επιχείρημα ότι η
Ορθόδοξη χριστιανική κληρονομιά αποτελεί ουσιώδες συστατικό
της ιδιοπροσωπίας της Ελλάδας. Το προτεινόμενο μοντέλο, όπως
ισχυρίζονται τα μέλη της Ομάδας, αναδεικνύει τις ρίζες του
ελληνικού πολιτισμού, πληροφορεί και δεν κατηχεί, αποφεύγοντας
το νομικό σκόπελο του «ομολογιακού» μαθήματος και της
απαλλαγής των μαθητών από αυτό, ενώ προσφέρει γνώσεις τόσο
518 Ο νυν υφυπουργός Παιδείας Τάσος Κουράκης, στις 5/9/2013, στην Επιτροπή
Μορφωτικών Υποθέσεων της Βουλής, μέμφθηκε την Κυβέρνηση για την ενίσχυση της
διδασκαλίας του μαθήματος των Θρησκευτικών και ζήτησε, όπως και η Μ. Ρεπούση, να
αλλάξει ο χαρακτήρας του μαθήματος, να εκλείψει το στοιχείο της κατήχησης και τα
Θρησκευτικά να μετατραπούν σε Θρησκειολογία. Βλ.
http://www.newsit.gr/default.php?pname=Article&art_id=236599&catid=9. (Προσπελάστηκε
στις 15-12-2014).
268
για την Ορθοδοξία ως θρησκευτικό και πολιτισμικό μέγεθος, όσο
και για τις ξένες θρησκευτικές και πολιτιστικές παραδόσεις, τις
οποίες οι μαθητές θα κατανοήσουν πληρέστερα και θα
παραβάλλουν με τη δική τους 519. Το μοντέλο βασίζεται στην
παράθεση των στοιχείων που συγκροτούν την Ορθόδοξη
χριστιανική κληρονομιά με μορφή αντικειμενικών δεδομένων και
όχι ως συνόλου υποκειμενικών ιδεών και πεποιθήσεων. Οι
υποστηρικτές του θεωρούν ότι η πρόταση δεν αντιτίθεται στις
απαιτήσεις του πλουραλισμού και της πολυπολιτισμικότητας, αλλά
τις θεμελιώνει, ότι η ελευθερία της θρησκευτικής συνείδησης
γίνεται σεβαστή και ότι επιτυγχάνεται η επαφή και η οικείωση των
μαθητών με την ορθόδοξη πνευματική και πολιτιστική παράδοση,
δομικών στοιχείων της ελληνικής ταυτότητας. Το μάθημα
αναφέρεται και στις ανά τον κόσμο ποικίλες πνευματικές
παραδόσεις και αντιλήψεις με αντικειμενικότητα, επισημαίνοντας
με μη αξιολογικό τρόπο τις διαφορές τους από την Ορθόδοξη
παράδοση και κληρονομιά.
• Το μοντέλο της «Απελευθερωτικής θρησκευτικής αγωγής» ή
«Ανοικτής σχολικής θρησκευτικής αγωγής», που προτείνεται από
τον Χ. Βασιλόπουλο, «αντιμετωπίζει τους μαθητές ως αυτόνομα,
ελεύθερα και υπεύθυνα πρόσωπα, ασκεί την κριτική τους ικανότητα,
τους δημιουργεί αίσθημα κοινωνικής ευθύνης, τους πληροφορεί για
τις μεγαλύτερες θρησκείες αντιμετωπίζοντας με σεβασμό τα
χαρακτηριστικά τους γνωρίσματα και αξιοποιώντας τις ποικίλες
προσωπικές εμπειρίες όσων ανήκουν σε αυτές. Στο προτεινόμενο
μοντέλο, ο θρησκευτικά «διαφορετικός» δεν αυτοεξαιρείται, ώστε να
μη διδαχθεί μια θρησκευτική παράδοση ξένη προς τη δική του, επειδή
269
ο διδακτικός στόχος του μοντέλου είναι η ισότιμη ενσωμάτωσή του
ιδίου και της θρησκευτικής του παράδοσης στη διδασκαλία» 520. Ο
J.Hull αντιτείνει εδώ ότι ο πλουραλισμός που προωθείται μέσα από
τέτοια μοντέλα «ανοίγματος» προς τη διαφορετικότητα είναι κατά
βάση πλασματικός, διότι, αν και αποτελούν σημαντική εξέλιξη στη
διδακτική του μαθήματος, οι άλλες θρησκείες παρουσιάζονται, κατά
το πλείστον, υπό το πρίσμα της επικρατούσας 521.
• Η πρόταση ενός προαιρετικού, «ομολογιακού» μαθήματος για
τους μαθητές των επιμέρους θρησκευτικών κοινοτήτων, πρότυπο
που ακολουθείται στις χώρες της Δυτικής Ευρώπης. Η καθιέρωση
της κατ’ επιλογήν θρησκευτικής εκπαίδευσης θεωρείται ότι δεν
ευνοεί την επικρατούσα θρησκεία ή τον ιδεολογικό διαποτισµό ούτε
συνοδεύεται από την παροχή εναλλακτικών μορφών θρησκευτικής
εκπαίδευσης, ενώ, παρέχει βασικές γνώσεις θρησκειολογίας και
ηθικής. Σύμφωνα, όμως, με τον F. Schweitzer, «ο διαχωρισμός των
μαθητών ανάλογα με το θρήσκευμά τους, ενώ προβάλλεται ως η
αρμόζουσα λύση για τη μαθητική πολυπολιτισμικότητα ενός
σύγχρονου σχολείου, δεν βοηθά ιδιαίτερα στην αμοιβαία κατανόηση ή
στο διάλογο με τη διαφορετικότητα» 522.
• Η πρόταση που υποστηρίζει ότι οι κατά τόπους Διευθύνσεις
Πρωτοβάθμιας Εκπαίδευσης θα πρέπει να διαθέσουν
εκπαιδευτικούς άλλων θρησκειών και ομολογιών, ώστε να διδάξουν
κατά τις απογευματινές ώρες και μετά τη λήξη του διδακτικού
ωραρίου, τη δική τους «ομολογιακή» θρησκευτική αγωγή. Κατά
συνέπεια, η θρησκευτική εκπαίδευση δε θα ασκείται από μια, αλλά
από όλες τις αναγνωρισμένες θρησκείες ή ομολογίες, μέσω της
εκχώρησης σε αυτές της ευθύνης για τη διδασκαλία της 523.
520Χ. Βασιλόπουλου, Θρησκευτική αγωγή και αυτονομία του παιδιού, Θεσ/νίκη - Αθήνα
1996, σ.125. Βλ. και Κ. Δεληκωσταντή, Η σχολική θρησκευτική αγωγή σήμερα. Παιδευτικές
λειτουργίες, δυσκολίες, προοπτικές, Αθήνα 2005, σ.270.
Neutrality and Commitment in Religion, Nordic- Baltic Context and Reality, Estonia 2005, σ.11.
270
• Η κονστρουκτιβιστική προσέγγιση (Μ. Grimmitt), η οποία
διατρέχει τα νέα Α.Π., θεωρεί ότι η γνώση λαμβάνει χώρα και οι
διεργασίες της οικοδομούνται σε συνάρτηση με τις εμπειρίες των
μαθητών. Ο κονστρουκτιβισμός προσδιορίζει τη γνώση «ως ένα
ανθρώπινο κατασκεύασμα, το οποίο είναι συνέπεια του τρόπου με τον
οποίο τα άτομα και οι κοινωνίες δομούν και οργανώνουν την εμπειρία
τους» 524. Το κέντρο της γνώσης αυτής αποτελεί η παραδοχή ότι η
αλήθεια έχει σχετική αξία, δεν είναι μία, αντικειμενική, αμετάβλητη
και απόλυτη, αλλά οικοδομείται υποκειμενικά, μέσα από τα
νοήματα και τις σημασιοδοτήσεις που της προσδίδει το υποκείμενο,
με αποτέλεσμα να υφίστανται πολλαπλές και κατασκευασμένες
πραγματικότητες, ανάλογα με τις συνθήκες (χρονικές-τοπικές)
όπου δημιουργήθηκαν. Έτσι, η γνώση είναι μονίμως υπό
διαπραγμάτευση και προσφέρεται μέσω αλληλεπιδράσεων και
στοχαστικών προσεγγίσεων. Ο κονστρουκτιβισμός, με άλλα λόγια,
είναι μια διαδικασία κατασκευής πολλαπλών υποκειμενικών
αναπαραστάσεων της πραγματικότητας, η οποία εξαρτάται από τον
τρόπο που τα πρόσωπα την ερμηνεύουν και τη δομούν. Στο χώρο
της εκπαίδευσης, τα παραπάνω ερμηνεύονται ως «αναδόμηση της
γνώσης (τι αντιλαμβάνεται ο μαθητής ως γνώση και όχι τι μπορεί να
ανακαλέσει στη μνήμη του), του διαλόγου, της δράσης, της
ανακάλυψης, της διαπραγμάτευσης και της προσωπικής θεώρησης
του εκπαιδευτικού για το εκάστοτε γνωστικό αντικείμενο» 525.
271
ενώ διακρίνει τέσσερα είδη κονστρουκτιβισμού: τον
κονστρουκτιβισμό του J. Piaget, τον κοινωνικό κονστρουκτιβισμό, τον
«χειραφετικό» κονστρουκτιβισμό και τον ριζοσπαστικό
κονστρουκτιβισμό . Σύμφωνα και με τον Vygotsky, η κατασκευή
527
528 Ό.π.
529 Ό.π.,σ.2,3.
272
στους μαθητές πρόσθετη ή συμπληρωματική πληροφόρηση για
κάθε ζήτημα, η οποία υποστηρίζει περαιτέρω τη δόμηση της σκέψης
τους, ώστε αυτή να γίνει πιο περίπλοκη και να διευρυνθούν οι
επιλογές τους. Η επιλογή αυτή επιτρέπει τη διαμόρφωση του
μαθήματος ανάλογα με τις εμπειρίες των μαθητών και συνδέει τη
μαθησιακή διαδικασία με την καθημερινή τους ζωή 530.
Βλ. D. Court, «Religious experience as an aim of religious education», στο: British Journal of
531
273
χρησιμοποιήσει ως βάση για την κατανόηση θρησκευτικών
αντιλήψεων, πεποιθήσεων και πρακτικών» 533. Για τον Grimmitt, το
ζήτημα είναι πώς η εκπαίδευση μπορεί να συσχετίσει το
θρησκευτικό «πιστεύω» των μαθητών, μέσω της πραγματικότητας
που βιώνουν και πώς η μελέτη της θρησκείας θα μπορούσε να
συμβάλλει στην κατανόηση των μαθητών για τον εαυτό τους και
τον κόσμο. Διότι, όπως αναφέρει, «η θρησκευτική γνώση (όπως και
κάθε άλλο είδος της γνώσης) αποτελείται από ένα πολύπλοκο αλλά
συνεκτικό σύστημα αλληλένδετων εννοιών και κατηγοριών, που
συνδυάζονται με ορισμένες θεμελιώδεις αρχές» 534.
534 Ό.π.,σ.4.
274
δεν θα θεμελιώσει καμία αξία, καμία ηθική βάση, καμία
θρησκευτική, ιστορική ή πολιτισμική ταυτότητα, αλλά οι μαθητές
θα «περιφέρονται» από τον κοινωνικό έως τον ριζοσπαστικό
κονστρουκτιβισμό, αναζητώντας μέσα από τις υποκειμενικές
αναπαραστάσεις τους την αλήθεια. Μόνο διαμέσου του
συμπληρωματικού κονστρουκτιβισμού θα μπορούσε, ίσως, να
δομηθεί ορθά η θρησκευτική γνώση στους μαθητές, υπό τη διαρκή,
ασφαλώς, εποπτεία του εκπαιδευτικού.
275
παράδοσης και μια πρώτη γνωριμία με τα άλλα μεγάλα
θρησκεύματα, ανάλογη της ηλικίας, των πνευματικών ικανοτήτων,
των αναζητήσεων και των ενδιαφερόντων των μαθητών,
καλλιεργώντας την ανοχή, την κατανόηση και το σεβασμό του
ετερόθρησκου, μέσα από μια αντικειμενική παρουσίαση των
κυριότερων στοιχείων των άλλων θρησκειών. Έτσι, μετά την
αποφοίτησή τους από το Δημοτικό σχολείο, οι μαθητές θα έχουν
διαμορφώσει ένα βασικό πλαίσιο γνώσεων και εμπειριών για τη
θρησκευτική τους ταυτότητα και θα μπορούν να προσδιορίσουν σε
τι διαφέρει αυτή από τις υπόλοιπες.
276
• Θα πραγματεύεται τη θρησκεία ως εμπειρικό φαινόμενο, όπως
αυτή παρουσιάζεται στην καθημερινή ζωή των μαθητών, στις
αξίες, στα εντόπια έθιμα και στις παραδόσεις, την ιστορία και το
πολιτισμικό τους περιβάλλον. Σκοπός είναι να βοηθηθούν, ώστε
να αναγνωρίσουν τις θρησκευτικές εκφράσεις και τα θρησκευτικά
χαρακτηριστικά, όπως αυτά εμφανίζονται στην τοπική κοινωνία
όπου ζουν.
• Θα «αναπτύσσει τη διαλογική επικοινωνία, την αυτοτέλεια και
τον υπεύθυνο αυτοπροσδιορισμό των μαθητών» 535.
• Θα προσφέρει διαθεματική θρησκευτική γνώση, χωρίς έμμεσες
ή άμεσες προσπάθειες επιβολής της στους μαθητές.
• Θα έχει δυναμικό, εμπλουτισμένο, αλληλεπιδραστικό
περιεχόμενο, συμβατό με το γνωστικό επίπεδο των μαθητών,
χρησιμοποιώντας τις νέες τεχνολογίες και το διαδίκτυο, με τις
σχετικές πλατφόρμες που προσφέρονται για τον σκοπό αυτό
(Ψηφιακό σχολείο, Φωτόδεντρο).
• Θα αναδεικνύει τον οικουμενικό και επίκαιρο λόγο της
Ορθόδοξης θεολογίας και παράδοσης.
• Θα παραμένει μάθημα «πολιτισμού του προσώπου» 536, μέσα
στον σύγχρονο καταιγισμό της πληροφορίας.
• Θα φέρνει τους μαθητές σε επαφή με την μακραίωνη
πολιτιστική παράδοση του Ελληνικού Γένους.
• Θα διασώζει τις θετικές όψεις του θρησκειολογικού και του
«ομολογιακού» προσανατολισμού, ως μάθημα διαλόγου και
διαπολιτισμικής επικοινωνίας.
• Θα καλλιεργεί τον εποικοδομητικό διάλογο μεταξύ διαφόρων
θρησκευτικών παραδόσεων και θα μελετά αντικειμενικά τις
σχέσεις τους με την «εξ αποκαλύψεως» Εκκλησία του Χριστού,
χωρίς ιδεολογική περιχαράκωση.
• Θα δίνει την δυνατότητα σε αλλοδαπούς και ετερόθρησκους
μαθητές να γνωρίσουν τα βασικά στοιχεία της θρησκευτικής και
πολιτιστικής παράδοσης της χώρας που τους φιλοξενεί, σεβόμενο
την ιδιοπροσωπία των αλλοδαπών μαθητών, με ταυτόχρονη την
απαίτηση σεβασμού των ελληνικών νόμων, ηθών, εθίμων,
γλώσσας, θρησκευτικής και πολιτισμικής παράδοσης από αυτούς.
535 Ευ. Θεοδώρου, Το μάθημα των Θρησκευτικών (ανάτυπο), Αθήνα 1982, σ.26.
277
Το προτεινόμενο μοντέλο, με άλλα λόγια, κατατείνει προς την
υλοποίηση μιας προσέγγισης, η οποία, πρωτίστως θα
επικεντρώνεται στις ιδιαίτερες ανάγκες της ελληνικής κοινωνίας,
μέσα από μία διευρυμένη θρησκευτική μάθηση, προσφέροντας
επιλεγμένες γνώσεις για τις υπόλοιπες θρησκευτικές παραδόσεις,
στο σωστό χρόνο και στη σωστή ποσότητα, με τη διαμόρφωση
στάσης αποδοχής και αναγνώρισης των διακριτών χαρακτηριστικών
τους. Στο πλαίσιο δε της ανάπτυξης του θρησκευτικού
συναισθήματος, θα καλλιεργείται η αρμονική σχέση των μαθητών
με τον Θεό και το περιβάλλον, φυσικό και κοινωνικό, ωθώντας τους
προς μια θρησκευτική, ηθική, κοινωνική και πολιτισμική πρόοδο.
278
της θρησκειολογικής ύλης ανά τάξη και ανά ενότητα),
ανταποκρίνονται επαρκώς στη θρησκευτική ομοιογένεια των
Ελλήνων μαθητών, καλύπτοντας και το φάσμα των άλλων,
μεγάλων θρησκειών με διάλογο, υπευθυνότητα, αντικειμενικότητα
και σεβασμό. Το μάθημα, προσφέρεται με παιδαγωγικώς ορθό
τρόπο, βασισμένο στο οικουμενικό πνεύμα της Ορθόδοξης
Εκκλησίας, με γνωσιακό και πολιτιστικό χαρακτήρα,
καλλιεργώντας την ανεκτικότητα και καταπολεμώντας τον
φανατισμό. Προωθεί την κατανόηση και την καλλιέργεια του ήθους
και του πολιτισμού της Ορθοδοξίας, υπερβαίνοντας πολιτισμικά
στερεότυπα και θρησκευτικές προκαταλήψεις. Με αφετηρία τη
γνωριμία με το εντόπιο θρησκευτικό και πολιτισμικό παρελθόν, την
ιστορία, την παράδοση, τις πολιτισμικές και θρησκευτικές
καταβολές του ελληνικού εθνικού χώρου, οι μαθητές του Δημοτικού
σχολείου διαμορφώνουν σταδιακά την προσωπική, θρησκευτική και
πολιτιστική τους ταυτότητα, πριν έλθουν σε μια πιο ενδελεχή και
διευρυμένη επαφή με τους υπόλοιπους πολιτισμούς και θρησκείες
στις επόμενες βαθμίδες εκπαίδευσης. Στα ισχύοντα ΔΕΠΠΣ για τα
Θρησκευτικά αναφέρεται εξάλλου: «Για την ομαλή κοινωνική ένταξη
κάθε μαθητή, απαιτείται η ανάπτυξη της ικανότητας "επικοινωνίας"
με το κοινωνικό του περιβάλλον, τόσο μέσα από τη γνώση της
μητρικής του γλώσσας, όσο και μέσα από την ενημέρωση του για την
ιστορία και την πολιτισμική του παράδοση, όχι μόνο της δικής του
αλλά και των άλλων εθνικών, θρησκευτικών και πολιτισμικών
ομάδων. Ταυτόχρονα, όμως, διατηρεί την εθνική και πολιτισμική του
ταυτότητα μέσα από την ανάπτυξη της εθνικής πολιτιστικής,
γλωσσικής και θρησκευτικής αγωγής» 538.
Εφημερίς της Κυβερνήσεως της Ελληνικής Δημοκρατίας, τ.2, Αρ. Φύλλου 303/13-3-2003,
538
279
συντηρητισμός, αποτελεί την καταλληλότερη προσέγγιση, διότι
είναι συναφές προς τις εμπειρίες των μαθητών, ενώ μέσα από αυτές
δημιουργεί νέες, τις οποίες εκείνοι αξιολογούν και με τις οποίες θα
προχωρήσουν, εμβαθύνοντας στη θρησκευτική γνώση. Το μάθημα
αναλύει τα βασικά στοιχεία της Ορθόδοξης πίστης και παράδοσης,
ενώ παράλληλα, προωθεί την κατανόηση των ιδιαιτεροτήτων των
«άλλων», διατυπώνοντας μία θεολογία της ταυτότητας, η οποία θα
περικλείει την ετερότητα, χωρίς να φορτίζεται ιδεολογικά ή να
μετατρέπεται σε «φόρουμ αμέτοχης θρησκειολογικής πληροφόρησης
και συγκρητισμού» 539. Υποστηρίζει, δηλαδή, πλήρως την εγχώρια
θρησκευτική, ιστορική και πολιτισμική παράδοση, προσφέροντας
διαβαθμισμένες διαθρησκειακές γνώσεις, με βάση το γνωστικό
επίπεδο και τις ανάγκες των μαθητών. Όσοι δε μαθητές ανήκουν σε
άλλα δόγματα, πληροφορούνται επαρκώς για το περιεχόμενο του
ελληνικού θρησκευτικού και πολιτιστικού περιβάλλοντος, στο οποίο
ζουν, όπως θα συνέβαινε και με ένα ελληνόπουλο που θα φοιτούσε
σε κάποιο σχολείο της Κίνας ή της Αιγύπτου, όπου θα μάθαινε ό,τι
αφορά στην εντόπια θρησκευτική παράδοση.
Κ. Δεληκωσταντή, «Η λειτουργική αγωγή των παιδιών διά μέσου του μαθήματος των
539
Θρησκευτικών», στο: Ι.Σ. Εκκλησίας της Ελλάδος, Ειδική συνοδική επιτροπή λειτουργικής
αναγεννήσεως, Λειτουργική Αγωγή, ΙΑ΄ Πανελλήνιο λειτουργικό συμπόσιο στελεχών Ι.
Μητροπόλεων, Πρακτικά, Αθήναι 2010, σσ.187-202, εδώ σ.198.
280
Ακολούθως, και με σκοπό την επίρρωση όσων αναφέρθηκαν
προηγουμένως, παρουσιάζουμε δύο παραδείγματα εξακτινωμένης
διαθεματικής διδασκαλίας 540 με θέματα: «Γνωρίζοντας μια άλλη
θρησκευτική παράδοση», και «Αγώνες για να προστατέψουμε το
περιβάλλον (πλάση)», (από το Διδακτικό εγχειρίδιο Θρησκευτικών Ε΄
τάξης). Το προς διαπραγμάτευση υλικό είναι ευρύτατο και γι’ αυτό
θα πρέπει να επιλεγεί από τον εκπαιδευτικό κατάλληλα, με βάση τη
συγκεκριμένη ηλικιακή ομάδα και τη θρησκευτική
«ανθρωπογεωγραφία» της τάξης του.
Αρχική προσέγγιση-Αφόρμηση.
Οι μαθητές παρακολουθούν τηλεοπτικές εκπομπές από το
Ψηφιακό Αρχείο της ΕΡΤ 541, αποσπάσματα από κινηματογραφικές
ταινίες με θέμα τη μετανάστευση 542, βρίσκουν έντυπα με
αφιερώματα σε άλλες θρησκείες και πολιτισμούς, στα ιερά βιβλία
και αντικείμενα, στα σύμβολα, στις λατρευτικές εκδηλώσεις, στους
ιδρυτές τους, στιγμιότυπα από τη ζωή και την κοινωνική δράση των
πιστών τους, στις ιερές ενδυμασίες, στις αρχιτεκτονικές
540Ο Ε. Περσελής ήδη από το 1994, είχε δώσει παραδείγματα διαθεματικής διδασκαλίας
του θρησκευτικού μαθήματος. Ανέφερε, συγκεκριμένα, για τον τρόπο που θα μπορούσε
να διδαχθεί η έννοια της Εκκλησίας: «Η έννοια της Εκκλησίας θα μπορούσε να διδαχτεί με
τέτοιο τρόπο, ώστε οι μαθητές να κατανοήσουν τη σημασία της, ανάλογα πάντοτε με τη
νοητική τους ετοιμότητα. Δηλαδή πρώτα να υπογραμμιστούν οι ρόλοι και η λειτουργία της
Εκκλησίας ως οικοδομήματος για την εξυπηρέτηση ορισμένων σκοπών και να
υπογραμμιστεί η διαφορά της σε σχέση με τους σκοπούς που εξυπηρετούν άλλοι δημόσιοι ή
ιδιωτικοί χώροι. Η αρχιτεκτονική, η ζωγραφική, ο εσωτερικός διάκοσμος γενικά, οι ψαλ-
μωδίες, η ανάγνωση κειμένων, οι κινήσεις και οι στάσεις των μετεχόντων, είναι ζητήματα
που σχετίζονται με την έννοια της Εκκλησίας. Ο δε ρόλος των ιερέων στην εκτέλεση των
ακολουθιών και των μυστηρίων, τα ιερά σκεύη που χρησιμοποιούν και ο σκοπός που
εξυπηρετούν, θα πρέπει επίσης να εξετάζονται». Ε. Περσελή, Χριστιανική Αγωγή και
σύγχρονος κόσμος, Αρμός, Αθήνα 1994, σ.241.
541 http://www.ert-archives.gr/V3/public/index.aspx.
Τουλιάτος, 1992, Από την άκρη της πόλης: Κωνσταντίνος Γιάνναρης, 1998, Το καναρινί
ποδήλατο: Δημήτρης Σταύρακας, 1999, Και το τρένο πάει στον ουρανό: Γιάννης Ιωάννου,
2001, Το σχολείο: Μαριάννα Οικονόμου, 2001.
281
ιδιαιτερότητες των ναών και στους συμβολισμούς τους. Αναζητούν
επίσης στο διαδίκτυο ηλεκτρονικές διευθύνσεις που αφορούν στις
άλλες θρησκείες και τις καταγράφουν, περιηγούνται σε «εικονικά»
μουσεία, πινακοθήκες και βιβλιοθήκες, όπου φιλοξενούνται
εκθέματα που σχετίζονται με το θρησκευτικό πολιτισμό
(θρησκευτικά αντικείμενα, αγιογραφίες, αγάλματα, πίνακες,
μικρογραφίες, μινιατούρες, υφαντά, κεραμικά, νομίσματα, χάρτες,
τοιχογραφίες, ψηφιδωτά, αρχιτεκτονικές κατασκευές).
Γλωσσική γνωριμία.
Ο εκπαιδευτικός παρουσιάζει με τη βοήθεια των αλλοεθνών
μαθητών τη μητρική τους γλώσσα και τον τρόπο γραφής της στον
πίνακα. Τοποθετούν μικρές χάρτινες ταμπέλες πάνω σε διάφορα
αντικείμενα της τάξης με την ονομασία τους στις γλώσσες αυτές. Οι
μαθητές καλούνται να μάθουν ένα μικρό τραγούδι, όχι απαραίτητα
θρησκευτικό, έναν χαιρετισμό, μια συχνά χρησιμοποιούμενη κοινή
έκφραση, τα χρώματα ή αριθμούν από το 1 έως το 10 στη γλώσσα
αυτή.
Γεωγραφική γνωριμία.
Οι μαθητές που έχουν διαφορετικό θρήσκευμα, μαζί με τους
έλληνες συμμαθητές τους, ερευνούν τα περιεχόμενα του
Διαπολιτισμικού Ημερολογίου 543, βρίσκουν τη γεωγραφική θέση των
χωρών τους και σημειώνουν σε χαρτόνι ημερομηνίες με τις
σημαντικότερες θρησκευτικές εορτές. Ακολούθως οργανώνουν την
παρουσίαση μιας γιορτής με τα βασικά στοιχεία της, τα οποία έχουν
απεικονίσει με διαφόρους τρόπους (φωτογραφίες, ζωγραφιές). Το
Ημερολόγιο Shap 544 για τις θρησκευτικές εορτές αποτελεί μια
αξιόλογη βοηθητική πηγή για τη δράση αυτή, διότι περιέχει μια
σύντομη περιγραφή για κάθε θρησκευτική γιορτή, μια ανασκόπηση
17 μηνών από τον Αύγουστο του ενός έτους, μέχρι το Δεκέμβριο του
Στο:http://reader.ekt.gr/bookReader/show/index.php?lib=EDULLL&item=914&bitstream=9
543
544Κ. Greminger, E. Halfhide, E. Mächler, Religionen und ihre Feste. Ein Leitfaden durch das
interkulturelle Schuljahr, Verlag Pestalozzianum, (Θρησκείες και οι γιορτές τους. Οδηγός μέσα
από το διαπολιτισμικό σχολικό έτος), Zürich 1998, Shap Working Party (ετησίως):
Calendar of religious festivals.
282
επομένου και λεπτομέρειες για 12 διαφορετικές θρησκείες. Ένα,
ακόμη, χρήσιμο εγχειρίδιο για την περίπτωση που εξετάζουμε είναι
και το «Festivals in world religions» 545, το οποίο, παρέχει ακριβείς και
λεπτομερείς πληροφορίες για τις θρησκευτικές εορτές σε όλον τον
κόσμο. Αποτελεί έναν οδηγό για τους εκπαιδευτικούς, με
ημερολόγιο των θρησκευτικών εορτών για όλο το διδακτικό έτος,
παρέχοντας βασικές πληροφορίες για τις παγκόσμιες θρησκείες και
εορτές. Οι μαθητές μπορούν, επίσης, να αναζητήσουν σε βιβλία και
στο διαδίκτυο περιοχές όπου κυριαρχεί μια θρησκεία, η οποία
ακολουθείται από το μεγαλύτερο τμήμα του πληθυσμού τους. Στη
συνέχεια, τις εντοπίζουν στον παγκόσμιο χάρτη και τις σημειώνουν
με διαφορετικό χρώμα (Χριστιανισμός-Ευρώπη, Αμερική,
Αυστραλία, Βουδισμός-Κίνα, Θιβέτ, Ιαπωνία, Ινδουισμός-Ινδία,
Ιουδαϊσμός-Ισραήλ, Ισλάμ-Ασία-Αφρική). Στο δε εργαστήριο
Πληροφορικής του σχολείου μπορούν να δημιουργήσουν
ηλεκτρονικούς οδηγούς για την οδική προσέγγιση των παγκοσμίως
σημαντικότερων τόπων λατρείας των διαφόρων θρησκειών 546.
545P. Woodward, R. El-Droubie, Ch. GouldShap, Working Party, Festivals in world religions,
Religious and Moral Education Press, Norwich, 1998.
283
Πολιτισμική γνωριμία.
Οι μαθητές χωρίζονται σε ομάδες και καταγράφουν
παροιμίες, γνωμικά ή μύθους που λέγονται σε διάφορα μέρη του
κόσμου, με θέματα τις κοινωνικές και ηθικές αξίες (ειλικρίνεια,
τιμιότητα, αγάπη, φιλία). Μετά τις παρουσιάζουν στην τάξη,
εντοπίζοντας τις κοινές αναφορές τους μέσα από θεατρικά δρώμενα
και αφηγήσεις 547. Ειδικότερα, η συμμετοχή των μαθητών σε ένα
Θεατροπαιδαγωγικό Πρόγραμμα, όπως υποστηρίζει ο Μ.
Κουκουνάρας, «μπορεί να βοηθήσει τους μαθητές να αποφορτίσουν
στερεότυπους όρους, όπως, «μετανάστης» ή «αλλοδαπός» από
υποκειμενικούς χαρακτηρισμούς και κατηγοριοποιήσεις και να
συνειδητοποιήσουν ότι ο άνθρωπος δεν καθίσταται καθόλου
διαφορετικός ως ανθρώπινο ον, όταν ανήκει σε άλλο έθνος ή έχει
διαφορετική θρησκεία ή δεν έχει καθόλου θρησκεία» 548.
Ιστορική γνωριμία.
Αρκετοί θρησκευτικοί πολιτισμοί μοιράζονται ιστορικά
γεγονότα ή μύθους με κοινή θεματολογία (π.χ. κατακλυσμός).
284
Εξετάζεται η θρησκευτική τους διάσταση και το πολιτισμικό
περιβάλλον όπου αυτοί δημιουργήθηκαν.
Ενσυναισθητική γνωριμία.
Μια μέθοδος που θα βοηθούσε την προσέγγιση με το
διαφορετικό, είναι και η ενσυναισθητική «εναλλαγή ρόλων», με την
οποία οι έλληνες μαθητές φέρνουν τους εαυτούς τους στη θέση των
«άλλων», ώστε να γίνουν παρατηρητές του εαυτού τους 549,
αναπτύσσοντας το αίσθημα της ανεκτικότητας και αναγνωρίζοντας
τις κοινές δυνατότητες ή αδυναμίες με τους «άλλους», τα χαρίσματα
που διαθέτουν και τους τομείς, στους οποίους εκείνοι διακρίνονται,
απομυθοποιώντας την ιδέα ότι το διαφορετικό είναι «κακό» ή
κατώτερο. Η επιδιωκόμενη αυτή διεύρυνση μπορεί να υλοποιηθεί,
εκτός των άλλων, μέσα από projects όπως: «Ανήκω σε μια
διαφορετική θρησκευτική ή πολιτισμική κοινότητα», «Στοιχεία των
άλλων θρησκειών που συναντώ στη δική μου», «Συνυπάρχω με
μαθητές διαφορετικών θρησκειών», «Γνωρίζω το θρησκευτικό
πολιτισμό και τον τρόπο ζωής των άλλων» 550 κ.λπ.
Θρησκευτική γνωριμία.
Οι μαθητές χωρίζονται σε ομάδες, επιλέγουν μια θρησκεία και
συντάσσουν μια μικρή βιογραφία για τον ιδρυτή της, με
περιεχόμενο τη ζωή, τη διδασκαλία και τη δράση του. Στην ώρα της
Ευέλικτης Ζώνης μπορεί να σχεδιαστεί ως παιχνίδι ρόλων μια
συνάντηση, όπου εκπρόσωποι των μεγαλύτερων θρησκειών
(Χριστιανός, Μουσουλμάνος, Ισραηλίτης, Βουδιστής) καλούνται να
συνομιλήσουν. Οι μαθητές προσδιορίζουν και καταγράφουν τις
ομοιότητες και τις διαφορές στην εμφάνισή τους και δημιουργούν
έναν κατάλογο ζητημάτων, στα οποία συμφωνούν ή διαφωνούν οι
προς εξέταση παραδόσεις. Ακολουθεί συζήτηση. Από την ενότητα:
«Ετερόδοξοι και αλλόθρησκοι» του εκπαιδευτικού Λογισμικού των
Ε΄και Στ΄ τάξεων (cd), αντλούν πληροφορίες, εξετάζουν ιερούς
τόπους (Εκκλησία, Συναγωγή, Τζαμί), τελετουργίες (η Κυριακάτικη
λειτουργία των Χριστιανών, το Σάββατο των Εβραίων, η προσευχή
550Βλ. Π. Καραμούζη, Πολιτισμός και διαθρησκειακή αγωγή, Ελλ. Γράμματα, Αθήνα 2007,
σ.159.
285
της Παρασκευής των Μουσουλμάνων), λατρευτικά αντικείμενα και
αναγράφουν σε έναν πίνακα τις ημέρες με θρησκευτική σημασία,
καθώς και πώς αυτές εορτάζονται (πασχαλινό τραπέζι, γεύμα στο
ραμαζάνι, εβραϊκό Πάσχα). Ακόμη, μπορούν να εκπονηθούν
πολυμεσικές εργασίες (Project) με συλλογές εικόνων, video,
τραγουδιών και ύμνων για τις μεγάλες εορτές του Χριστιανισμού,
του Ισλάμ, του Ινδουισμού και του Βουδισμού (ασφαλώς όχι
ταυτόχρονα για όλες), καθώς και να ακουστούν ύμνοι ή
θρησκευτικά τραγούδια που θα εκτελούν οι αλλόθρησκοι μαθητές,
με ερμηνεία του περιεχομένου τους.
551Μητρ. Περγάμου Ιωάννη, «Ορθόδοξη Εκκλησία στην τρίτη χιλιετία», στο: Σ. Φωτίου
(επιμ.), Η υποδοχή του άλλου. Ορθόδοξες πνευματικές αξίες και νεωτερικότητα, Αρμός,
Αθήνα 2010, σ.118.
286
Ακολούθως, με αφορμή την ενότητα 8 της Γ΄ Δημοτικού «O
κόσμος μας, ένα στολίδι» και ειδικότερα, τα Προσδοκώμενα
μαθησιακά αποτελέσματα «δ) επισημαίνουν στοιχεία της φύσης στη
λατρεία του Χριστιανισμού και άλλων θρησκειών, ε) καλλιεργούν
στάση σεβασμού προς την κτίση και τα πλάσματά της και στ)
εκδηλώνουν οικολογική ευαισθησία και προγραμματίζουν σχετικές
δράσεις και παρεμβάσεις», τα Βασικά θέματα «Το φυσικό
περιβάλλον στις θρησκείες, στη λατρεία, στις εικόνες, στους ναούς»
και τις ενδεικτικές δραστηριότητες «Έρευνα σε χριστιανικό ναό: Η
παρουσία της φύσης στις εικόνες και τη διακόσμηση των ναών», των
νέων Α.Π., καθώς και τη διδακτική ενότητα 5.1: «Αγώνες για να
προστατέψουμε το περιβάλλον (πλάση)», του διδακτικού εγχειριδίου
Θρησκευτικών της Ε΄ τάξης των εν ισχύι Α.Π., παρουσιάζουμε ένα
παράδειγμα διαθεματικής εξακτινωμένης διδασκαλίας, με βάση το
υφιστάμενο διδακτικό υλικό 552, με σκοπό, να αναδειχθεί ο σεβασμός
και το ενδιαφέρον για την προστασία του περιβάλλοντος που όλες
οι θρησκευτικές παραδόσεις επιδεικνύουν, αλλά και ότι η ορθή
διαχείριση των φυσικών πόρων από τον άνθρωπο αποτελεί
παράμετρο για την παγκόσμια αειφόρο ανάπτυξη, ενώ βοηθά και
στη μακροχρόνια επιβίωση του στη γη.
Τη Φυσική.
Το φαινόμενο του θερμοκηπίου.
Οι πυρηνικές δοκιμές και τα κατάλοιπά τους.
Η ηχορύπανση.
Η θαλάσσια ρύπανση.
Οι ατμοσφαιρικοί ρύποι.
Η μόλυνση του εδάφους.
Η μόλυνση των υδάτινων πόρων.
552Ο εμπλουτισμός του διδακτικού υλικού κάθε διδακτικής ενότητας μπορεί να γίνει από
τις εκπαιδευτικές πλατφόρμες του Ψηφιακού σχολείου και του Φωτόδεντρου, αλλά και
από κάθε άλλη πηγή, ψηφιακή, έντυπη ή οπτικοακουστική.
287
Την Πολιτική Αγωγή.
Οι υποχρεώσεις των πολιτών για την προστασία του
περιβάλλοντος.
Η νομοθεσία και οι ποινές για όσους ρυπαίνουν.
Οι Διεθνείς Οργανισμοί και οι Οργανώσεις για την προστασία
του περιβάλλοντος και το έργο τους.
Τη Γλώσσα.
Ανάγνωση και δημιουργία με μορφή μικρού διαγωνισμού,
κειμένων, διηγήσεων, ιστοριών, ποιημάτων με περιεχόμενο
αντλημένο από διάφορες θρησκείες και θεματολογία την αγάπη και
το ενδιαφέρον των ανθρώπων για τη φύση και το περιβάλλον.
Την Ιστορία
Η συμπεριφορά των προγόνων μας απέναντι στο περιβάλλον.
Εικόνες, φωτογραφίες ή video από ναούς ενταγμένους στο
φυσικό περιβάλλον, (εξωκκλήσια στα δάση ή τα νησιά,
αρχαιοελληνικά κτίσματα, όπως το μαντείο των Δελφών, ναοί της
Ιαπωνικής θρησκείας, βουδιστικοί ναοί στις κορυφές των βουνών
κ.λπ.). Συνδέουν την κατασκευή τους εκεί, με την επίδραση του
περιβάλλοντος στα θρησκευτικά δρώμενα (ηρεμία, αποφυγή
θορύβων, συγκέντρωση στην προσευχή).
288
Την Περιβαλλοντική Αγωγή.
Διοργάνωση δεντροφυτεύσεων σε συνεργασία με τοπικούς
φορείς, «υιοθεσία» παραλιών, μικρών δασικών εκτάσεων,
υδροβιότοπων, πάρκων, λιμνών.
289
• Ερευνούν ποιες χώρες μολύνουν το φυσικό περιβάλλον
περισσότερο, με ποιον τρόπο, γιατί, και ποιες πρωτοβουλίες
λαμβάνονται σε παγκόσμιο επίπεδο για την ελάττωση των
περιβαλλοντικών επιπτώσεων από την ανθρώπινη
δραστηριότητα.
• Βρίσκουν εικόνες ή video από τις φυσικές καταστροφές για τις
οποίες είναι υπεύθυνος ο άνθρωπος (λ.χ. αποψίλωση του δάσους
του Αμαζονίου, επιμολύνσεις των νερών των ποταμών από τη
βιομηχανία, θαλάσσια ρύπανση), αναφέρουν τις επιπτώσεις τους
και προτείνουν μέτρα για τον περιορισμό ή την εξάλειψή τους.
290
Συμπεράσματα
291
συνδυασμό με τη γνώση του θρησκευτικού και πολιτισμικού
περιβάλλοντος του «άλλου», και με διατυπωμένες επαρκείς
θεωρητικές προσεγγίσεις, κατά την εφαρμογή της συναντά αρκετές
δυσκολίες, διότι, συνήθως, γίνεται κατανοητή ως μία κατάσταση
παράλληλης και ουδέτερης συνύπαρξης ανθρώπων από
διαφορετικές θρησκευτικές παραδόσεις, οι οποίοι απέχουν από
εκδηλώσεις αρνητικού χαρακτήρα, προκειμένου να διατηρηθεί η
ειρήνη μεταξύ των μελών της κοινωνίας όπου συμβιώνουν. Η
θρησκευτική ταυτότητα, επίσης, ορίζεται συχνά, μέσα από ένα
«κλειστό» σύστημα, βασισμένο σε αυτούς που αποδεχόμαστε και σε
αυτούς που απορρίπτουμε. Είναι χαρακτηριστικές οι φράσεις:
«Είμαστε καλύτεροι από τους άλλους», «Είμαστε χριστιανοί, είναι
αλλόδοξοι». Το ζητούμενο, λοιπόν, για τη θρησκευτική αγωγή, είναι
η ευαισθητοποίηση για τη θρησκευτική διαφορετικότητα και τα
δικαιώματα του «άλλου», μαζί με τη γνώση των υφιστάμενων
θρησκευτικών διαφορών, ώστε να συμβάλλει στην καλλιέργεια
έμπρακτης αποδοχής του διαφορετικού, στη συμβίωση με αυτό και
στην εδραίωση μιας δημιουργικής συνύπαρξης, σε μια ανοιχτή
ευρωπαϊκή κοινωνία.
292
παρενοχλήσεις και βίαιες επιθέσεις σε πρόσφυγες και μετανάστες.
Το Δίκτυο Καταγραφής της Ρατσιστικής Βίας ανέφερε, επίσης, 190
τεκμηριωμένες περιπτώσεις επιθέσεων κατά την περίοδο
Οκτωβρίου 2011 - Δεκεμβρίου 2012, με θύματα κυρίως
μουσουλμάνους, αλλά ο πραγματικός αριθμός θεωρείται
υψηλότερος, διότι οι μετανάστες αποφεύγουν συνήθως να
αναφέρουν τα περιστατικά στις αρχές. Για τους λόγους αυτούς, η
ελληνική Πολιτεία, η Εκκλησία, αλλά ειδικότερα η θρησκευτική
εκπαίδευση από το Δημοτικό σχολείο ακόμη, το οποίο αποτελεί
βασικό φορέα κοινωνικοποίησης, καλούνται να διαδραματίσουν
κεντρικό ρόλο στη δημιουργία ευνοϊκότερων προϋποθέσεων
αποδοχής και αναγνώρισης του πλουραλισμού και της ετερότητας.
293
πνευματική σύγχυση στους μαθητές, οι οποίοι κατακλύζονται από
ετερόκλητα μηνύματα για τον Θεό και τη σχέση του με τον
άνθρωπο και το περιβάλλον. Με άλλα λόγια, επειδή η ανάπτυξη και
βελτίωση του ηθικού και θρησκευτικού εξοπλισμού των μαθητών
του Δημοτικού σχολείου, ιδιαίτερα όσον αφορά στη διαμόρφωση των
θρησκευτικών τους πεποιθήσεων, αποτελεί μια σταδιακή και μακρά
διαδικασία, η οποία δεν ολοκληρώνεται στο Δημοτικό σχολείο, και
εφόσον κάθε θρησκεία είναι συνυφασμένη και με έναν πολιτισμό, οι
μαθητές οφείλουν κατ’ αρχάς να γνωρίσουν τα σύμβολα και τις
έννοιες με τις οποίες επικοινωνούν, εκφράζονται και συνδέονται τα
μέλη του εντόπιου, κατ’ αρχάς, πολιτισμικού γίγνεσθαι. Με άλλα
λόγια, οι θέσεις της εντόπιας θρησκευτικής και πολιτισμικής
παράδοσης για τη ζωή, την ηθική, τις ανθρώπινες σχέσεις, το
περιβάλλον, τη σχέση του ανθρώπου με τον Θεό και με τον «έτερο»,
θα πρέπει να διδάσκονται, με διασφαλισμένες τις παραμέτρους
«προστασίας» των μαθητών από τη θρησκευτική αλλοτρίωση μιας
ομογενοποιημένης θρησκειολογικής προσέγγισης. Κατόπιν των
ανωτέρω διαπιστωσεων, προτείνουμε να υπάρξει ένα μεταβατικό
στάδιο στην εφαρμογή των Νέων Πιλοτικών Προγραμμάτων, ώστε
να δοθεί χρόνος για τη μελέτη και διαπραγμάτευση του νέου
εμπλουτισμένου διδακτικού υλικού από τους δασκάλους, μέσα από
την υλοποίηση μιας σοβαρής και επαρκούς επιμορφωτικής
διαδικασίας, με την ταυτόχρονη παραγωγή υποστηρικτικού
εκπαιδευτικού υλικού (βιβλία μαθητή-δασκάλου), καθόσον κατά την
άποψή μας, δεν νοείται Αναλυτικό Πρόγραμμα χωρίς απορρέοντα
από αυτό διδακτικά εγχειρίδια.
294
Α.Π.Θ., πρωτοβουλία για την οποία διατυπώνονται σοβαρές
επιφυλάξεις από θεολόγους και νομικούς, όσον αφορά στη
συνταγματικότητα του εγχειρήματος, στο σκοπό της ίδρυσης του
Τμήματος ή της κατεύθυνσης αυτής και στο περιεχόμενο των
προσφερόμενων σπουδών. Θα πρέπει δε να γίνει κατανοητό, πως
είναι διαφορετικό το ζήτημα των νομίμων οικονομικών
μεταναστών, οι οποίοι έχουν εγκατασταθεί στην Ελλάδα και
ενσωματώθηκαν σε αυτή κοινωνικά, οικονομικά, πιθανόν δε και
θρησκευτικά, και των παρανόμων, οι οποίοι όχι μόνο δεν επιθυμούν
να καταστούν κοινωνοί του ελληνικού πολιτισμού, αλλά
επιδιώκουν ασμένως να μεταβούν σε άλλες ευρωπαϊκές χώρες. Ο
διαρκώς μεταβαλλόμενος αριθμός τους δεν επαρκεί ως επιχείρημα
για τη ριζική αλλαγή των Αναλυτικών Προγραμμάτων της
δημόσιας εκπαίδευσης. Συνεπώς, η ανεξέλεγκτη παρουσία τους
στον ελληνικό χώρο, με όλες τις αρρυθμίες που προκαλεί
(οικονομικές, υγείας, κοινωνικές, ασφαλείας), απαιτεί μεν
συγκεκριμένες πρωτοβουλίες, στο πλαίσιο μιας εκσυγχρονισμένης
ευρωπαϊκής μεταναστευτικής πολιτικής, αλλά δεν αρκεί για το
χαρακτηρισμό της ελληνικής κοινωνίας συλλήβδην ως
πολυπολιτισμικής. Εξάλλου, ερώτημα αποτελεί, εάν η
διαπραγμάτευση των άλλων θρησκειών, με τον τρόπο που
διεξάγεται στο σχολείο, είναι αυτή που επιθυμούν τα μέλη των
αντίστοιχων θρησκευτικών κοινοτήτων ή μήπως η προσέγγισή τους
μέσα από το πρίσμα της ευρωπαϊκής σκέψης και αντίληψης, που
στο βάθος της παραμένει χριστιανική, δεν είναι η αρμόζουσα
κατ΄αυτούς.
295
οποία διαμορφώθηκε μέσα από την μακραίωνη ιστορική της
συνέχεια. Για το λόγο αυτό, τα δομικά της στοιχεία θα πρέπει να
διδάσκονται επαρκώς και διαρκώς στους μαθητές, με ζητούμενο τον
αυξημένο βαθμό της εθνικής, θρησκευτικής και πολιτισμικής
αυτοσυνειδησίας τους. Η γνωριμία αυτή θα πρέπει να βαθαίνει
προοδευτικά και να ανταποκρίνεται στο γνωστικό και ηλικιακό τους
επίπεδο. Αυτή η θεμελίωση της εντόπιας θρησκευτικής και
πολιτισμικής ταυτότητας στο Δημοτικό σχολείο και η προοδευτική
ανάπτυξη του διαλόγου με τις άλλες θρησκευτικές παραδόσεις στις
επόμενες βαθμίδες του Γυμνασίου και του Λυκείου, θα βοηθήσουν
ώστε να αποσοβηθεί ο κίνδυνος μιας άχρωμης και τυπικής
παρουσίασης του θρησκευτικού φαινομένου, χωρίς τη σύνδεσή του
με τις εμπειρίες και τα ενδιαφέροντα των μαθητών. Η καλύτερη
γνώση των άλλων θρησκειών, εξάλλου, δεν αποτελεί γνωσιολογική
πολυτέλεια, αλλά προϋπόθεση για να αντιληφθούν οι μαθητές το
θρησκευτικό φαινόμενο σε όλο του το εύρος. Η σπουδή δε των
διαφορετικών πολιτισμικών και θρησκευτικών ιδεών με μέτρο και
στον κατάλληλο χρόνο, δεν απειλεί τη χριστιανική πίστη ούτε
υπονομεύει την ορθόδοξη συνείδηση. Αντίθετα, τη στηρίζει και τη
διευρύνει.
296
Το μάθημα των Θρησκευτικών έχει τη δυναμική να προβάλλει
την ιδέα της ενότητας του ανθρωπίνου γένους, διότι κατά βάση είναι
το μόνο μάθημα του Αναλυτικού Προγράμματος που την προωθεί,
αν και η εκπαιδευτική κοινότητα συχνά δεν του το αναγνωρίζει ή
δεν το εκμεταλλεύεται επαρκώς. Ταυτόχρονα, εφοδιάζει τους
μαθητές με τις κατάλληλες γνώσεις και δεξιότητες, ώστε να
αντιμετωπίσουν επιτυχώς τις αυξανόμενες προκλήσεις του
θρησκευτικού φανατισμού. Παρόλη, όμως, την εγνωσμένη αξία του,
το ζήτημα της καθολικής συμμετοχής των μαθητών στο μάθημα
αμφισβητείται από προτάσεις προαιρετικότητας ή απαλλαγής από
αυτό, οδηγώντας, εάν υιοθετηθούν, στη δημιουργία αναλφάβητων
από θρησκευτική και πολιτισμική άποψη μαθητών.
297
θα μπορέσουν να ανοίξουν διαύλους αληθινής επικοινωνίας με τους
«άλλους» μαθητές. Αντίθετα, θα περιχαρακωθούν σε μια αδιάφορη,
φοβική ή αμυντική συμπεριφορά, διά της οποίας θα υπεραμύνονται
των «του οίκου τους», αποκλείοντας την επικοινωνία τους με τους
«ετέρους». Παρ’ όλες τις ανωτέρω επιφυλάξεις, εάν οι
προωθούμενες αλλαγές στις παιδαγωγικές προσεγγίσεις μέσω των
Νέων Αναλυτικών Προγραμμάτων υλοποιηθούν με μέτρο, μπορούν
να λειτουργήσουν θετικά ως ένα βαθμό στην παρούσα συγκυρία, σε
ότι αφορά στη δημιουργική και αρμονική συνύπαρξη με το
διαφορετικό, με βασικό κριτήριο τον μαθητή.
298
Η Ορθοδοξία έχει διαμορφωθεί στην Ελλάδα μέσα από μία
σύνθετη ιστορική διαδρομή. Αποτέλεσε και αποτελεί όχι τη
διαχωριστική γραμμή (S. Huntington), αλλά τη γέφυρα των
πολιτισμών. Η δε Ορθόδοξη Εκκλησία, μέσα από τη διδασκαλία της,
άσκησε και ασκεί μεγάλη επίδραση στη διατήρηση της ειρήνης, του
σεβασμού και της ανεκτικότητας. H βεβαιότητα για τη δική της
αλήθεια, όχι μόνο δεν την εμποδίζει να κάνει διάλογο με το
διαφορετικό, αλλά γονιμοποιεί και στηρίζει τη δημιουργική
συνύπαρξη με αυτό. Εξάλλου, η γνήσια πίστη δεν
ετεροπροσδιορίζεται σε σχέση με άλλες μορφές θρησκευτικής
πίστης. Δεν συγκρίνεται, αλλά και δεν δυσκολεύεται να
αναγνωρίσει το διαφορετικό και να συνυπάρξει ειρηνικά και
δημιουργικά μαζί του. Μπορεί, εν τέλει, να διατηρούμε επιφυλάξεις
για τις άλλες θρησκείες ως συστήματα, για το περιεχόμενο της
διδασκαλίας τους, τους ιδρυτές ή τις πρακτικές διάδοσής τους, αλλά
τους οπαδούς τους θα πρέπει να τους αντιμετωπίζουμε με
κατανόηση και αγάπη.
299
Αποστόλου Παύλου: «οὐκ ἔνι Ἰουδαῖος οὐδὲ Ἕλλην, οὐκ ἔνι δοῦλος
οὐδὲ ἐλεύθερος, οὐκ ἔνι ἄρσεν καὶ θῆλυ· πάντες γὰρ ὑμεῖς εἷς ἐστε ἐν
Χριστῷ Ἰησοῦ» (Γαλ.3:28) και η συμπεριφορά του καλού Σαμαρείτη
(Λουκ.10:25-37).
300
ΠΑΡΑΡΤΗΜΑΤΑ
Παράρτημα 1
Τα Συντάγματα των ετών 1844 (άρθ.1και 2), 1864 (άρθ.1 και 2), 1911
(άρθ.1και 2).
301
Ο νόμος 4862/1931, ο οποίος προβλέπει τον διορισμό ειδικού
δασκάλου για το μάθημα των Θρησκευτικών στα σχολεία με ικανό
αριθμό ετεροδόξων μαθητών. Επίσης, επιτρέπει τη λειτουργία
Ρωμαιοκαθολικών ομολογιακών ιδιωτικών σχολείων (π.χ.
Λεόντειος).
302
Ο Νόμος 1771/88 «Τροποποίηση και συμπλήρωση του συστήματος
εισαγωγής σπουδαστών στην Τριτοβάθμια εκπαίδευση και άλλες
διατάξεις» (Φ.Ε.Κ. Α71, άρθ.16), όπου προβλέπεται ο διορισμός
ετεροδόξων ή αλλοθρήσκων δασκάλων και νηπιαγωγών σε
πολυθέσια Δημοτικά σχολεία ή διθέσια Νηπιαγωγεία.
303
Ευρωπαϊκή Σύμβαση για τα δικαιώματα του ανθρώπου (Ρώμη,
4/11/1950). Άρθρο 9: «Παν πρόσωπον δικαιούται εις την ελευθερίαν
σκέψεως, συνειδήσεως και θρησκείας. Το δικαίωμα τούτο επάγεται
την ελευθερίαν αλλαγής θρησκείας ή πεποιθήσεων, ως και την
ελευθερίαν εκδηλώσεως της θρησκείας ή των πεποιθήσεων
μεμονωμένως ή συλλογικώς δημοσία ή κατ’ ιδίαν, διά της λατρείας,
της παιδείας και της ασκήσεως των θρησκευτικών καθηκόντων και
τελετουργιών». (Η Ελλάδα έχει επικυρώσει τη σύμβαση αυτή με τον
Ν. 53/1974).
304
διακήρυξη του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της
Ευρωπαϊκής Ένωσης από το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, το Συμβούλιο,
και την Επιτροπή πραγματοποιήθηκε το 2000 στη Νίκαια. Μετά την
τροποποίησή του, ο Χάρτης διακηρύχτηκε πάλι, το 2007).
265η Διακήρυξη της Γενικής Συνέλευσης του Ο.Η.Ε. (1993). Άρθρο 4.2
και 4.4: «Τα κράτη θα λαμβάνουν μέτρα στον τομέα της
εκπαίδευσης, προκειμένου να ενθαρρύνουν τη γνώση της ιστορίας,
των παραδόσεων, της γλώσσας και του πολιτισμού των μειονοτήτων
που υπάρχουν στην επικράτειά τους».
305
Παράρτημα 2
306
Παράρτημα 3
Τα σχετιζόμενα με τη θρησκειοπαιδαγωγική εκπαίδευση
προσφερόμενα μαθήματα στα ελληνικά Π.Τ.Δ.Ε.
Π.Τ.Δ.Ε. Ε.Κ.Π.Α.
-Εισαγωγή στη Θρησκειολογία και Ιστορία των Θρησκευμάτων.
-Θρησκειολογία και διδακτική των θρησκευτικών μαθημάτων.
-Ψυχολογία της Θρησκείας.
307
-Διδακτική των Θρησκευτικών
-Πτυχές της Ορθοδοξίας.
Παράρτημα 4
Τα σχετικά με τη διδακτική της Θρησκευτικής αγωγής
προσφερόμενα μαθήματα των Θεολογικών Σχολών Αθήνας και
Θεσσαλονίκης.
308
Λατρευτική αγωγή στην παιδική και εφηβική ηλικία.
Δημιουργία και χρήση ηλεκτρονικού υλικού ως διδακτικού μέσου
για τη διδασκαλία των Θρησκευτικών.
Παράρτημα 5
309
Παράρτημα 6
Royal Commission on Bilingualism and Biculturalism
Multiculturalism Policy Index
310
Παράρτημα 7
Νομοθεσία αφορώσα στη μειονοτική εκπαίδευση στην Ελλάδα.
311
εκπ/σεως Δυτ. Θράκης και ρυθμίσεως ζητημάτων τίνων αφορών των
εις της εποπτείαν αυτών».
312
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
ΠΗΓΕΣ
313
-Φ.12/977/109744/Γ1
-Φ.353.1/324/105657/Δ1
-Εγκύκλιος Γ2/ 61723 (13/6/2002)
-Εγκύκλιος Γ1/7231 (24/01/2002)
-Εγκύκλιος Γ2/91109 (10/7/2008)
-Εγκύκλιος 104071/Γ2 (4/8/2008)
-Εγκύκλιος 133099/Γ2 (19/09/2013)
-Ν.2329/1953
-Ν.309/76
-Ν.590/77
-Ν.694/1977
-Ν.1268/82
-Ν.1566/1985
-Ν.1920-4/4/91
-Ν.1920/1991
-Ν.4862/1931
-Υπ. απ. 149251/28/11/1957
-Υπ. Αποφ. 55369/78
-ΣτΕ αποφάσεις 3356/1995 και 2176/1998
-Απόφαση 77α/2002 Αρχής Προσωπικών Δεδομένων.
-Απόφαση 115/2012 Διοικητικού Εφετείου Χανίων
-Ευρωπαϊκή Σύμβαση των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου.
-Εφημερίς της Κυβερνήσεως της Ελληνικής Δημοκρατίας, τ.2, αρ.
Φύλλου 303 13-3-2003, αρ. αποφ. 21072α/Γ2, σ.3735
-Υπουργείο Παιδείας, Διά Βίου Μάθησης και Θρησκευμάτων,
Παιδαγωγικό Ινστιτούτο. Πρόγραμμα Σπουδών στα Θρησκευτικά
Δημοτικού και Γυμνασίου, Αθήνα 2011.
-Υπουργείο Παιδείας και Θρησκευμάτων. Ινστιτούτο Εκπαιδευτικής
Πολιτικής. Νέο Πρόγραμμα Σπουδών στα Θρησκευτικά Δημοτικού
και Γυμνασίου. Αναθεωρημένη έκδοση, Αθήνα 2014.
-Οδηγός Εκπαιδευτικού νέων Αναλυτικών Προγραμμάτων, Αθήνα
2011.
-Βοηθός του Συνηγόρου του πολίτη για τα δικαιώματα του παιδιού,
Προς τον Ειδικό Γραμματέα Σπουδών επιμόρφωσης και καινοτομιών
του Υ.ΠΑΙ.Θ. (14-11-2008).
-Συνήγορος του Πολίτη. Διαμεσολάβηση Υπ’ αρ. 2141/2005.
-Σύσταση του Συμβουλίου της Ευρώπης (CM/Rec 2008, 12/28-7-09)
-Σύσταση 1720/2005 του Συμβουλίου της Ευρώπης
314
-Toledo Guiding Principles on Teaching about Religions and Beliefs in
Public Schools, Intereuropean Commission on Church and School
[ICCS] 1992
-European Ecumenical Commission for Church and Society [EECCS]
1998).
ΕΛΛΗΝΕΣ ΣΥΓΓΡΑΦΕΙΣ
315
-Αφεντάκης-Δανασσής Α., Παιδαγωγική Ψυχολογία Τόμ.Β΄. Μάθηση
και ανάπτυξη. Ψυχαναλυτική θεώρηση, Αθήνα 20003.
316
Ινστιτούτου με αίτημα την έκδοση νέας, διευκρινιστικής εγκυκλίου
για τα Θρησκευτικά».
317
-Ζαμπέτα Ε., Σχολείο και θρησκεία, Θεμέλιο, Αθήνα 2003.
318
-Καρδαμάκης Μ. (ιερεύς), «Κρίσιμα σχόλια για τη νεοελληνική
παιδεία», στο: Η ορθοδοξία ως πρόταση ζωής, Ακρίτας 1993.
-Κόκκινος Γ., Αθανασιάδης Η., Βούρης Π., Γατσώτης Π., Τραντάς Π.,
Στέφος Ε., Ιστορική κουλτούρα και συνείδηση: Απόψεις και στάσεις
μαθητών και εκπαιδευτικών της Πρωτοβάθμιας εκπαίδευσης για την
ιστορία, Νοόγραμμα Εκδοτική, Αθήνα 2005.
319
-Κομνηνού Ι., «Η ευρωπαϊκή διάσταση του μαθήματος των
Θρησκευτικών. Η συμβολή του στη διαμόρφωση της ευρωπαϊκής
ταυτότητας». Διατριβή επί διδακτορία, Αθήνα 2012.
320
-Μάρκου Γ., Προσεγγίσεις της πολυπολιτισμικότητας και η
Διαπολιτισμική εκπαίδευση - επιμόρφωση των εκπαιδευτικών,
ΥΠ.Ε.Π.Θ., Γ.Γ.Λ.Ε, Αθήνα 1996.
321
-Μπρούσαλης Κ.: Επαγγελματικός προσανατολισμός, Αθήνα
1977.
322
-Περσελής Ε., Εξουσία και Θρησκευτική Αγωγή στην Ελλάδα του 19ου
αιώνα, Γρήγορης, Αθήνα 1997.
323
-Ρεράκης Η., Κοινωνική ένταξη και θρησκευτική αγωγή του μαθητή
στο ελληνικό σχολείο, Πουρναράς, Θεσσαλονίκη 2010.
-Τζήκα Χ., Κοκκώνης Ι.Π. Ο ρόλος του στη θεμελίωση και τα πρώτα
βήματα της δημοτικής εκπαίδευσης στην Ελλάδα, Gutenberg, Αθήνα
1999.
324
-Τριλλιανός Θ., Μεθοδολογία της σύγχρονης διδασκαλίας, Τόμ.Β΄,
Καινοτόμες επιστημονικές προσεγγίσεις στη Διδακτική Πράξη2,
Αθήνα 1998.
325
Π.Τ.Δ.Ε. Πανεπιστημίου Πατρών, Πάτρα, 8-10 Ιουλίου 2005, Τόμ. II.
σσ. 29-42.
326
Προσχολικής Εκπαίδευσης στα ΔΕΠΠΣ και τα Α.Π.Σ., Αθήνα, 12-
14/12/2005.
327
-Κουκουνάρας-Λιάγκης Μ., «Οι θρησκείες στο σχολείο. Μία
μετανεωτερική προσέγγιση της Θρησκευτικής Εκπαίδευσης με
τεχνικές από το Θέατρο στην Εκπαίδευση», στο: Ν. Γκόβα, Μ.
Κατσαρίδου, Δ. Μαυρέα (επιμ.), Πανελλήνιο Δίκτυο για το Θέατρο
στην Εκπαίδευση, Αθήνα 2012: σσ.232-239.
328
-Μ. Μπέγζος, «Η ελληνορθόδοξη παιδεία και αγωγή στην Ευρώπη
της τρίτης χιλιετίας», στο: Η Ελληνορθόδοξη Παιδεία και Αγωγή στην
Ευρώπη της Τρίτης Χιλιετίας, Πρακτικά Παγκρήτιου Θεολογικού
Συνεδρίου, 15-17 Οκτωβρίου 1998, Κοινοφελές Ιδρύμα «Παναγία η
ακροτηριανή», Ι. Μ. Ιεραπύτνης και Σητείας, Σητεία 2000, σσ. 33-42.
329
-Πέτρου I., «Το μάθημα των θρησκευτικών και η κοινωνικοποίηση
των μαθητών», Επιστημονική Επετηρίδα Θεολογικής Σχολής
Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης, Τμήμα Θεολογίας,
Τόμ. 14 (2004), σσ.221-232.
330
-Στριλιγκάς Γ., «Παρατηρήσεις στη μέχρι σήμερα
αρθρογραφία για το νέο Π.Σ. στα Θρησκευτικά», στο: Τα
θρησκευτικά στο σύγχρονο σχολείο. Ο διάλογος και η κριτική για το
νέο Πρόγραμμα Σπουδών στα Θρησκευτικά Δημοτικού και Γυμνασίου,
Αρμός, Αθήνα 2013. σσ.109-114.
331
-Γληνός Δ., «Το βασικό πρόβλημα της παιδείας», Αναγέννηση, τ.11-
12, 1ο Έτος, Ιούλιος-Αύγουστος 1927, σσ. 24-59.
332
-Καραβιδόπουλος Ι., «Το ουσιαστικό περιεχόμενο του βιβλικού
θρησκευτικού μαθήματος», Κοινωνία 3 (1981), σσ.350-359.
333
-Νικολάου Γ., «Παιδαγωγικές προσεγγίσεις της
πολυπολιτισμικότητας στην κατάρτιση των Εκπαιδευτικών»,
Μακεδνόν 7 (2000), σσ.123–134.
334
-Σταθόπουλος Μ., «Η συνταγματική κατοχύρωση της θρησκευτικής
ελευθερίας και οι σχέσεις Πολιτείας – Εκκλησίας», Καθ’ οδόν 15
(2008), Παρατηρητής, σσ.41-53.
ΞΕΝΟΙ ΣΥΓΓΡΑΦΕΙΣ
335
Eurobarometers 1997-2000-2003. Report 2 for the European Monitoring
Centre on Racism and Xenophobia [Ref. no. 2003/04/01].
-Greminger Κ., Halfhide E., Mächler E., Religionen und ihre Feste. Ein
Leitfaden durch das interkulturelle Schuljahr, Verlag Pestalozzianum,
(Θρησκείες και οι γιορτές τους. Οδηγός στην πορέια του
διαπολιτισμικού έτους), Zurich 1998, Shap Working Party, Calendar of
religious festivals.
336
-Hull J., Utopian Whispers: Moral, Religious and Spiritual Values in Schools,
London 1998.
-Vidler A., The Church in an age of revolution. 1789 to the present day,
Penguin Books, 1961.
-Williams P.-Clark Fr., Εισαγωγή στη μελέτη των θρησκειών. The open
University, Κουτσουμπός Α.Ε., Αθήνα, 1991.
337
-Woodward P., El-Droubie Riadh, GouldShap Ch., Working Party,
Festivals in world religions, Religious and Moral Education Press,
Norwich, 1998.
338
-Schweitzer F., «Children's Right to Religion: A Challenge to
Educational Neutrality», στο: Neutrality and Commitment in Religion,
Nordic- Baltic Context and Reality, Estonia 2005, σσ.98-104.
-Teece G., «Is it learning about and from religions, religion or religious
education? And is it any wonder some teachers don’t get it»?, British
Journal of Religious Education, 32 (2010), σσ.93-103.
339
-White J., «Should religious education be a compulsory school subject?»,
British Journal of Religious Education 1 (2004), σσ.150-163.
Εισαγωγή
http://www.enet.gr/?i=news.el.article&id=98902
http://sciencearchives.wordpress.com/2009/11/06/%CE%AF-%CF%8E-
rh/
http://www.socy.umd.edu/alan/webuse/handouts/Nie%20and%20Erbri
ng-I-nternet%20and%20Society%20a%20Preliminary%20Report.pdf.
http://www.astynomia.gr/index.php?option=ozo_content&perform=vie
w&id=24727&Itemid=73&lang=
http://www.pentapostagma.gr/2011/05/blog-
post_5821.html#.U1i4AlcaxaQ.
http://thriskeftika.blogspot.gr/2009/11/blog-post_4418.html
340
http://www.inews.gr/9/gia-to-40-ton-gallon-kai-ton-germanon-to-islam-
apotelei-apeili.htm.
http://www.amen.gr/article4181.
http://www.bbc.co.uk/greek/specials/1512_wryw/page7.shtml
http://www.egolpio.com/APOLOGITIKA/thriskeftika_europe.ht.
http://ci-muenster.de/themen/Religionsunterricht_
Religionspaedagogik
/Religious_Education_in_Europe_Situation_Developments_2009.php?bl
=828
http://resources.eun.org/etwinning/europa2.pdf.
http://www.discussion.gr/themata/thriskeftika/kripas1_1.html.
http://ec.europa.eu/employment_social/fundamental_rights/pdf/aneval/
religion_a.pdf.
http://legifrance.gouv.fr/affichTexte.do?cidTexte=JORFTEXT0000004179
77.
http://www.qca.org.uk /library
Assets/media/9817_re_national_framework_04.pdf.
http://www.acadimia.gr/content/view/154/76/lang,el/.
http://www.discussion.gr/themata/thriskeftika/kripas1_4.html
http://www.redco.uni-hamburg.de/web/3480/4176/index.html.
http://www.redco.unihamburg.de/cosmea/core/corebase/mediabase/aw
r/redco/research_findings/REDCo_exhibition.pdf.
http://www.zoiforos.gr/index.php?option=com_content&task=view&id
=192&Itemid=49
http://www.europarl.europa.eu/sides/getAllAnswers.do?reference=E-
2002-3416&language=EL
http://athenes.mae.lu/gr/Plerophorhies-gia-to-
Loyxemvohurgo/Ekpahideyse.
341
http://www.pi-
schools.gr/download/programs/depps/1Geniko_Meros.pdf.
http://www.pi-
schools.gr/download/programs/depps/1Geniko_Meros.pdf
http://www.pi-
schools.gr/download/programs/depps/1Geniko_Meros.pdf
http://www.pi-schools.gr/lessons/paror/index.php
http://www.moec.gov.cy/
http://www.cti.gr/el/
342
Fmod13%2FGrimmittConstructPedagog.doc&ei=zV4SU5GVAor9ywPpj
IKYDw&usg=AFQjCNH61VRmu68gEx_aIUIQgAYpwAC3Lg&bvm=bv
.62286460,d.bGQ
343
https://wcd.coe.int/ViewDoc.jsp?Ref=CM/AS(2006)Rec1720&Ver=prov2
&Language=lanEnglish&Site=COE&BackColorInternet=DBDCF2&Back
ColorIntranet=FDC864&BackColorLogged=FDC864.
www.dide.ach.sch.gr/thriskeftika/news/SYSTASH1720.doc.
http://www.pi-
schools.gr/lessons/religious/syn_prosgiseis/diapolitism/5Council_of_Eu
rope.doc.
344
Το ουδετερόθρησκό μοντέλο διδασκαλίας του του θρησκευτικού
μαθήματος.
www.rhodes.aegean.gr/.../3%20ΘΕΩΡΕΙΟ%20ΚΑΡΑΜΟΥΖΗΣ%20ΡΕΥ
%203.pdf.
http://users.auth.gr/chvasil/docs/2.pdf.
http://blogs.auth.gr/moschosg/2013/06/15/%CE%B3%CE%B5%CF%8E%
CF%81%CE%B3%CE%B9%CE%BF%CF%82-
CE%BC%CE%B1%CF%81%CF%84%CE%B6%CE%AD%CE%BB%CE%
BF%CF%82-
%CE%BA%CE%B1%CE%B8%CE%B7%CE%B3%CE%B7%CF%84%CE%
AE%CF%82-%CF%84%CE%BC%CE%AE%CE%BC%CE%B1%CF%84/
http://www.anixneuseis.gr/?p=43334.
345
http://europa.eu/legislation_summaries/justice_freedom_security/free_
movement_of_persons_asylum_immigration/l33153_el.htm.
http://www.state.gov/j/drl/rls/irf/religiousfreedom/index.htm#wrapper.
http://www.matrix24.gr/2014/04/%CE%B1%CF%8D%CE%BE%CE%B7
%CF%83%CE%B7-%CF%84%CE%B7%CF%82-
CF%81%CE%B1%CF%84%CF%83%CE%B9%CF%83%CF%84%CE%B9
%CE%BA%CE%AE%CF%82-%CE%B2%CE%AF%CE%B1%CF%82-
%CF%83%CF%84%CE%B7%CE%BD-
%CE%B5%CE%BB%CE%BB%CE%AC/ και http://www.unhcr.gr/.
http://www.kathimerini.gr/28119/article/epikairothta/politikh/stoixeia-
gia-thn-egklhmatikothta-allodapwn-kata-yphkoothta.
http://www.minedu.gov.gr/home/themata-prosopikou-main/135-
protobathmia-kai-deyterobathmia/9259-to-proedriko-diatagma-gia-tin-
aksiologisi-ton-ekpaideytikon-protobathmias-kai-deyterobathmias-
ekpaideysis.html,
http://aee.iep.edu.gr/about/webpage.
346