You are on page 1of 109

ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΕΙΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ

ΝΟΜΙΚΗ ΣΧΟΛΗ

ΜΕΤΑΠΤΥΧΙΑΚΟ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ
∆ΗΜΟΣΙΟΥ ∆ΙΚΑΙΟΥ ΚΑΙ ΠΟΛΙΤΙΚΩΝ ΕΠΙΣΤΗΜΩΝ

ΜΑΘΗΜΑ : ∆ΗΜΟΣΙΟΝΟΜΙΚΟ ∆ΙΚΑΙΟ


ΕΠΙΒΛΕΠΩΝ ΚΑΘΗΓΗΤΗΣ: ΜΠΑΡΜΠΑΣ ΝΙΚΟΛΑΟΣ

∆ΙΠΛΩΜΑΤΙΚΗ ΕΡΓΑΣΙΑ ΜΕ ΘΕΜΑ

«Οι ∆ηµόσιοι Υπόλογοι»

ΦΟΙΤΗΤΡΙΑ: ΚΑΛΛΙΟΠΗ ΠΑΠΑ∆ΟΠΟΥΛΟΥ (Α.Ε.Μ. 584)

Θεσσαλονίκη, 2015
Π Ε ΡΙ Ε Χ Ο Μ Ε ΝΑ

ΕΙΣΑΓΩΓΗ…………………………………………………...………….……………1

ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΠΡΩΤΟ: Η έννοια του δηµόσιου υπολόγου…………….……………3


Ι. Η νοµοθετική θεµελίωση…………………………………………….……………..3
1. Ο νοµοθετικός ορισµός του δηµόσιου υπολόγου……………………………..……...3
2. Η έννοια του δηµοσίου υπολόγου κατά το Σύνταγµα………………………………6

ΙΙ. Τα προσδιοριστικά στοιχεία της έννοιας του δηµόσιου υπολόγου……….……..8


1. Η έννοια της διαχείρισης…………………………………………………….………9
2. Η έννοια του δηµοσίου χρήµατος …………………………………….…….……...14
3. Η λογοδοτική ευθύνη………………………………………………………..……...15

ΙΙΙ. Οι διακρίσεις των δηµόσιων υπολόγων…………………………….………….16


1. Βάσει του τρόπου απόκτησης της ιδιότητάς τους…………………….……………16
2. Βάσει του αντικειµένου της υπηρεσίας τους…………………………..……………20
3. Βάσει του οργάνου λογοδοσίας……………………………………………………22

IV. ∆ιάκριση του δηµόσιου υπολόγου από άλλες έννοιες………………….….……22


1. Ο διατάκτης…………………………………………………………………..……..22
2. Τα συνευθυνόµενα πρόσωπα………………………………………………………26
3. Οι αχρεωστήτως λαβόντες…………………………………………………..……...29

V. Υποχρεώσεις, απαγορεύσεις και ασυµβίβαστα του δηµόσιου υπολόγου….........30


1. Οι υποχρεώσεις………………………………………………………….…………30
2. Οι απαγορεύσεις……………………………………………………………….…...32
3. Τα ασυµβίβαστα…………………………………………………………….……...33

ΚΕΦΑΛΑΙΟ ∆ΕΥΤΕΡΟ: Η εποπτεία και ο έλεγχος των δηµοσίων υπολόγων.…35


Ι. Ο έλεγχος από διοικητικά όργανα…………………………………………….….36
1. Ο Υπουργός Οικονοµικών…………………………………………………………36
2. Ο διατάκτης………………………………………………………………………..42
ΙΙ. Ο έλεγχος του Ελεγκτικού Συνεδρίου…………………………….……….…….42
1. Η αρµοδιότητα του Ελεγκτικού Συνεδρίου……………………………….....……..42
2. Φύση του ελέγχου του Ελεγκτικού Συνεδρίου……………………………..……….45
3. Η έννοια του λογαριασµού……………………………….……………….………..47
4. Είδη κατασταλτικών ελέγχων…………………………….………………………..48
5. Αρµόδιο όργανο ελέγχου………………………………..…………………….……49
6. Προθεσµία υποβολής λογαριασµών για έλεγχο……….……..……………………50
7. Συνέπειες µη υποβολής των λογαριασµών……..…………….……………………51
8. Αντικείµενο του ελέγχου.………….…………………………….………….………53
9. ∆ιαδικασία ελέγχου……………….………………………………..………………54
10. Απαλλαγή λόγω απώλειας ή φθοράς…………………………..…………………56

ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΤΡΙΤΟ: Ο καταλογισµός….…………………………………..………58


Ι. Οι προϋποθέσεις…………………………..……………………………..…………58
1. Το έλλειµµα……………………………….………………………………..……….58
2. Η υπαιτιότητα………………………………………………………………..……...64
3. Ο αιτιώδης σύνδεσµος………………………………………………………..……..68
4. Η παραγραφή του δικαιώµατος καταλογισµού…………………………….………69
5. Ο θάνατος του υπολόγου……………………………….……………………..……70

ΙΙ. Η διαδικασία καταλογισµού……………………………………………..……….72


1. Αρµόδια όργανα……………………………………………………………..……...72
2. Κλήση προς αναπλήρωση…………………………...………………………..…… 75
3. Το δικαίωµα προηγούµενης ακρόασης……………………………………..……....75

ΙΙΙ. Η καταλογιστική πράξη……………………………………………………..……79


1. Η αιτιολογία της…………………………………………….………………..……..79
2. Οι προσαυξήσεις…………………………………………….……………………….80
3. Ο τίτλος βεβαίωσης…………………………………………..…..…………………81

ΙV. Ένδικα µέσα και βοηθήµατα κατά της καταλογιστικής πράξης………..……..83


1. Η αρµοδιότητα του Ελεγκτικού Συνεδρίου…………………………………..……..83
2. Η αίτηση αναθεώρησης………………………………………………...………..….86
3. Η έφεση………………………………………………………………………..……89
4. Το τεκµήριο αθωότητας……………………………………………………………92
5. Η αρχή της αναλογικότητας……………………………………………….……….94
6. Η αξίωση αδικαιολόγητου πλουτισµού……………………………...…………….96

ΤΕΛΙΚΕΣ ΠΑΡΑΤΗΡΗΣΕΙΣ……………………………………………….….……98

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ………………………………………………….……..……..….....101
1

ΕΙΣΑΓΩΓΗ
Η διάθεση και η διαχείριση του δηµοσίου χρήµατος, η οποία πραγµατοποιείται,
κυρίως, µέσω της εκτέλεσης του κρατικού προϋπολογισµού, έχει ανατεθεί, ήδη από
τα πρώτα χρόνια σύστασης του ελληνικού κράτους, σε συγκεκριµένα δηµόσια
όργανα. Μεταξύ των οργάνων αυτών περιλαµβάνονται οι δηµόσιοι υπόλογοι, µε
κύρια αρµοδιότητά τους τη διαχείριση του δηµοσίου χρήµατος. Η διαχείριση αυτή
υπόκειται σε µια σειρά κανόνων, τους οποίους ο υπόλογος πρέπει να σέβεται και να
τηρεί, ώστε η διαχείρισή του να είναι νόµιµη. ∆εδοµένου µάλιστα ότι ο υπόλογος
διαχειρίζεται περιουσία που δεν του ανήκει, έχει την υποχρέωση να λογοδοτήσει για
τη διαχείρισή του αυτή, υποχρέωση από την οποία προκύπτει και η ονοµασία του1.
Η σηµασία, λοιπόν, του θεσµού των δηµοσίων υπολόγων είναι πολύ µεγάλη,
λόγω αυτής της άµεσης σύνδεσης των ενεργειών ή παραλείψεων τους, µε τη δηµόσια
περιουσία. Είναι δε λογικό, σε εποχές που η δηµόσια περιουσία βρίσκεται σε κίνδυνο,
λόγω ύπαρξης µεγάλων ελλειµµάτων, όπως τα τελευταία χρόνια που διανύουµε, ο
θεσµός να αποκτά ακόµη µεγαλύτερη σηµασία, διότι ένα από τα αίτια που θα πρέπει,
σε κάθε περίπτωση, να ερευνηθεί είναι κατά πόσο η διαχείριση των υπολόγων ήταν
νόµιµη.
Πέραν, όµως, της σηµασίας του θεσµού για το δηµόσιο συµφέρον, το
αντικείµενο των κανόνων που ρυθµίζουν τα θέµατα των δηµοσίων υπολόγων, έχει
ιδιαίτερο ενδιαφέρον και από την πλευρά των ίδιων των υπολόγων. Ειδικότερα, όπως
έχει παρατηρήσει ο Loic P.2, οι δηµόσιοι υπόλογοι, λόγω των αρµοδιοτήτων τους, µε
βασικότερη τον έλεγχο της νοµιµότητας και της κανονικότητας µιας δαπάνης, µπορεί
να βρεθούν συχνά σε αντιπαράθεση είτε µε τους διατάκτες, είτε µε τους δικαιούχους
της πληρωµής, οπότε η θέση τους δεν είναι καθόλου εύκολη. Επιπρόσθετα, έχουν το
βάρος µιας µεγάλης ευθύνης, καθώς για οποιοδήποτε λάθος, ακόµη και αν οφείλεται
σε ελαφριά αµέλειά τους, µπορεί να βρεθούν καταλογιζόµενοι µε ένα µεγάλο
χρηµατικό ποσό σε βάρος τους.
Λόγω των ανωτέρω χαρακτηριστικών των δηµοσίων υπολόγων, θεωρήσαµε
ιδιαίτερα ενδιαφέρουσα µια µελέτη του θεσµού, µέσα από τη νοµοθεσία, την πλούσια
νοµολογία του Ανώτατου ∆ηµοσιονοµικού ∆ικαστηρίου της χώρας και τη

1
«Υπόλογος: αυτός που έχει να δώσει λόγο, που είναι υποχρεωµένος σε λογοδοσία, ο υπεύθυνος»,
Γεωργοπαπαδάκος Α, Το µεγάλο λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας, Μαλλιάρης Παιδεία, ε έκδοση,
1989-90, σελ. 976
2
Loic P. Finances Publiques, Paris, 1992
2

βιβλιογραφία, προκειµένου να αποτυπώσουµε το θεσµό, όπως έχει διαµορφωθεί


σήµερα και να εντοπίσουµε τυχόν προβλήµατά του.
Στην παρούσα εργασία θα προσπαθήσουµε να εξετάσουµε το θεσµό
συνολικά, ξεκινώντας από την έννοια του δηµοσίου υπολόγου, τη διάκρισή της από
άλλες συναφείς έννοιες και ολοκληρώνοντας µε τα ζητήµατα του καταλογισµού και
της δικαστικής άµυνας του υπολόγου κατά αυτού.
3

ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΠΡΩΤΟ: Η έννοια του δηµόσιου υπολόγου


Στο εισαγωγικό αυτό κεφάλαιο θα αναλύσουµε την έννοια του δηµοσίου υπολόγου,
που αποτελεί την κεντρική έννοια της εργασίας µας. Αρχικά, θα την εξετάσουµε από
τη νοµοθετική σκοπιά, µέσα από τις συνταγµατικές και νοµοθετικές διατάξεις, που
ισχύουν σήµερα, κάνοντας όµως και µια απαραίτητη αναδροµή στο παρελθόν. Στη
συνέχεια, θα αναλύσουµε τα στοιχεία που συγκροτούν την έννοια του υπολόγου,
όπως αυτά προκύπτουν από τη νοµοθεσία, αλλά έχουν ερµηνευτεί και από τη
νοµολογία του Ανώτατου ∆ηµοσιονοµικού ∆ικαστηρίου της χώρας.

Ι. Η νοµοθετική θεµελίωση
1. Ο νοµοθετικός ορισµός του δηµόσιου υπολόγου
Όπως είναι γνωστό, το σύνολο των κανόνων δικαίου µε τους οποίους ρυθµίζεται η
διαχείριση της δηµόσιας περιουσίας αποτελεί το ∆ηµόσιο Λογιστικό3. Στους κανόνες
αυτούς εντάσσονται και οι διατάξεις, που ρυθµίζουν το θεσµό του δηµόσιου
υπολόγου. Συνεπώς, η έννοια του δηµόσιου υπολόγου περιέχεται, κατ’ αρχήν, στις
διατάξεις του εκάστοτε ισχύοντος ∆ηµόσιου Λογιστικού.
Λόγω, όµως, της αρµοδιότητας του Ελεγκτικού Συνεδρίου για τον έλεγχο των
λογαριασµών των δηµοσίων υπολόγων, ορισµούς της έννοιας των τελευταίων
συναντάµε και στη νοµοθεσία, που διέπει τη σχετική αρµοδιότητα του Ελεγκτικού
Συνεδρίου.
Η έννοια του δηµοσίου υπολόγου, όπως είναι αναµενόµενο, δεν παρέµεινε
σταθερή µε το πέρασµα των χρόνων, αλλά εξελίχθηκε µέσα από τα νοµοθετικά
κείµενα, διατηρώντας πάντως τον πυρήνα της σταθερό. Η αναδροµή µας στην έννοια
του δηµοσίου υπολόγου, µέσα από τα νοµοθετικά κείµενα, ξεκινάει από τον πρώτο4
ελληνικό νόµο περί ∆ηµόσιου Λογιστικού, το Ν.ΣΙΒ/18525, ο οποίος όριζε στο άρθρο
42 ότι «πας υπάλληλος επιφορτισµένος χρηµατικήν διαχείρισιν κατασταίνεται
υπόλογος, άµα δι’ αποδείξεως του λάβη εις χείρας τον δηµόσια χρήµατα. Πας
διαχειριστής δηµοσίων χρηµάτων διατελεί υπό τον επί των οικονοµικών υπουργόν,

3
Ελ.Συν.Ολοµ. Πρακτικά της 9ης Γεν.Συν. της 30.04.2014.
4
Αποτελεί το πρώτο ολοκληρωµένο νοµοθέτηµα περί δηµόσιου λογιστικού, που συντάχθηκε βάσει του
αντίστοιχου γαλλικού διατάγµατος του 1838 (Ελ.Συν.Ολοµ. Πρακτικά της 9ης Γεν.Συν. της
30.04.2014).
5
Ν.ΣΙΒ/1852 «Περί διοικήσεως των δηµοσίων εσόδων και εξόδων και περί δηµοσίου λογιστικού του
Κράτους» - ΦΕΚ 60/1852.
4

προτείνεται παρ’ αυτού, δίδει λόγον των πράξεων του εις αυτόν, και είναι υπόλογος
ενώπιον του Ελεγκτικού Συνεδρίου».
Ακολούθησε ο Ν.ΑΥΟΖ/18876, ο οποίος όριζε στο άρθρο 9 ότι «οι
διαχειριζόµενοι υλικόν, οπωσδήποτε ανήκον εις το Κράτος, υπόκειται εις όλας τας
περί διαχειρίσεως χρηµατικού ισχύουσας διατάξεις, αποδίδουσι δε εις το Ελεγκτικόν
Συνέδριον, κατά τας κεκανονισµένας διατυπώσεις, λογαριασµούς εις το τέλος
εκάστου έτους ή και διαρκούντος τούτου, εν περιπτώσει µεταθέσεως ή απολύσεως».
Προστέθηκαν, δηλαδή, στην έννοια των δηµοσίων υπολόγων, πέραν αυτών που
διαχειρίζονταν δηµόσιο χρήµα και όσοι διαχειρίζονταν δηµόσιο υλικό.
Σηµαντική αλλαγή επέφερε στην έννοια του δηµοσίου υπολόγου, εισάγοντας
για πρώτη φορά σε αυτήν και την περίπτωση του de facto υπόλογου7, το Ν∆ της 4ης
Ιουλίου 19238, το οποίο όριζε στην παρ.2 του άρθρου 20 ότι «δηµόσιοι υπόλογοι
είναι πάντες οι δηµόσιοι λειτουργοί οι εντεταλµένοι την είσπραξιν εσόδων ή την
πληρωµήν εξόδων του Κράτους και καθόλου οι οπωσδήποτε έστω και άνευ νοµίµου
εξουσιοδοτήσεως διαχειριζόµενοι χρήµατα ή υλικόν, ανήκοντα εις το Κράτος ως και
πας άλλος εκ του νόµου ως τοιούτος θεωρούµενος.[…]» 9.
Την περίπτωση του de facto υπολόγου υιοθέτησε και το µεταγενέστερο
∆ηµόσιο Λογιστικό του Ν∆ 321/196910, το οποίο όριζε στην παρ.1 του άρθρου 72 ότι
«δηµόσιοι υπόλογοι είναι πάντες οι, έστω και άνευ νοµίµου εξουσιοδοτήσεως,
διαχειριζόµενοι χρήµατα, αξίας ή υλικόν, ανήκοντα εις το Κράτος, ως και πας άλλος
εκ του νόµου θεωρούµενος ως δηµόσιος υπόλογος».
Τις δυο ανωτέρω διατάξεις της παρ.2 του άρθρου 20 του Ν∆ της 4ης Ιουλίου
1923 και της παρ.1 του άρθρου 72 του Ν∆ 321/1969 κωδικοποίησε το µέχρι
προσφάτως ισχύον Π∆ 774/198011, το οποίο στην παρ.2 του άρθρου 25 όριζε ότι
«δηµόσιοι υπόλογοι είναι πάντες οι δηµόσιοι λειτουργοί οι εντεταλµένοι την
είσπραξιν εσόδων ή την πληρωµήν εξόδων του Κράτους, και καθόλου οι οπωσδήποτε
έστω και άνευ νοµίµου εξουσιοδοτήσεως διαχειριζόµενοι χρήµατα, αξίας ή υλικόν,

6
Ν.ΑΥΟΖ/1887 «Περί της υπηρεσίας του Ελεγκτικού Συνεδρίου» - ΦΕΚ 136/1987.
7
Για τον de facto υπόλογο, βλ. παρακάτω.
8
Ν∆ της 04.07.1923 «Περί οργανισµού του Ελεγκτικού Συνεδρίου» - ΦΕΚ τ.Α 184/1923.
9
Το άρθρο αυτό κωδικοποιήθηκε αργότερα µε το άρθρο 20 του Β∆ 29/31.12.1954 «Περί
κωδικοποιήσεως των περί Ελεγκτικού Συνεδρίου ισχυουσών διατάξεων» - ΦΕΚ τ.Α 317/1954.
10
Ν∆ της 321/1969 «Περί κώδικος ∆ηµοσίου Λογιστικού» - ΦΕΚ τ.Α 205/1969.
11
Π.∆.774/1980 «Περί κωδικοποιήσεως εις ενιαίον κείµενον των περί Ελεγκτικού Συνεδρίου
ισχυουσών διατάξεων υπό τον τίτλον "Οργανισµός Ελεγκτικού Συνεδρίου"» - ΦΕΚ τ.Α 189/1980.
5

ανήκοντα εις το Κράτος ως και πας άλλος εκ του νόµου θεωρούµενος ως δηµόσιος
υπόλογος.»
Η ιστορική αναδροµή µας τελειώνει µε το µέχρι προσφάτως ισχύον ∆ηµόσιο
Λογιστικό του Ν.2362/199512, το οποίο όριζε στην παρ.1 του άρθρου 54 ότι
«δηµόσιος υπόλογος είναι όποιος διαχειρίζεται, έστω και χωρίς νόµιµη
εξουσιοδότηση, χρήµατα, αξίες ή υλικό που ανήκουν στο ∆ηµόσιο ή σε Ν.Π.∆.∆.,
καθώς και οποιοσδήποτε άλλος θεωρείται από το νόµο δηµόσιος υπόλογος». Με τη
διάταξη αυτή «διευκρινίστηκε», για πρώτη φορά, όσον αφορά τη δηµόσια περιουσία,
ότι σε αυτήν περιλαµβάνεται όχι µόνο η περιουσία, που ανήκει στο ∆ηµόσιο, αλλά
και αυτή που ανήκει σε Ν.Π.∆.∆., καθώς µέχρι τότε γινόταν πάντα αναφορά σε
περιουσία που ανήκει στο Κράτος. Η προσθήκη αυτή της περιουσίας των Ν.Π.∆.∆.
θεωρήθηκε από κάποιους13 «περιττή µεν και νοµικοτεχνικά εσφαλµένη», αλλά
αιτιολογηµένη.
Σήµερα, η έννοια του δηµόσιου υπολόγου δίδεται νοµοθετικά από τις
διατάξεις του άρθρου 150 παρ.1 του νέου ∆ηµοσίου Λογιστικού (Ν.4270/2014)14 και
του άρθρου 44 παρ.2 του νέου Κώδικα του Ελεγκτικού Συνεδρίου (Ν.4129/2013)15,
οι οποίες ορίζουν για πρώτη φορά, µε όµοιο γραµµατικά τρόπο, την έννοια του
δηµόσιου υπολόγου, υιοθετώντας ουσιαστικά το περιεχόµενο της προγενέστερης
διάταξης του Ν.2362/1995: «∆ηµόσιος υπόλογος είναι όποιος διαχειρίζεται, έστω και
χωρίς νόµιµη εξουσιοδότηση, χρήµατα, αξίες ή υλικό που ανήκουν στο ∆ηµόσιο ή σε
Ν.Π.∆.∆., καθώς και οποιοσδήποτε άλλος θεωρείται από το νόµο δηµόσιος
υπόλογος.»

12
Ν.2362/1995 «Περί ∆ηµοσίου Λογιστικού, ελέγχου των δαπανών του Κράτους και άλλες διατάξεις.»
- ΦΕΚ τ.Α 247/1995.
13
Κοκκίδου Αλ., Ο δηµόσιος υπόλογος και η ευθύνη του από πράξη ή παράλειψη κατά την εκτέλεση
των καθηκόντων του, ΑρχΝοµ τ.3, 2002, σελ. 290, σύµφωνα µε την οποία «ο αρχικός ορισµός
αφορούσε στο νεοσύστατο ακόµη Ελληνικό Κράτος, στο οποίο η διάκριση σε νοµικό πρόσωπο του
κράτους και νοµικά πρόσωπα δηµοσίου δικαίου δεν είχε νόηµα […] Η υπόµνηση όµως αυτή είναι
περιττή, καθόσον, αφενός υπήρχε ήδη η σχετική διάταξη του ν.δ. 496/1974, αφετέρου η παρ.2 του
άρθρου 54 του ίδιου του Ν.2362/19965 προβαίνει σε διακρίσεις των δηµοσίων υπολόγων σε, µεταξύ
άλλων, και δηµοσίους υπολόγους νοµικών προσώπων δηµοσίου δικαίου».
14
Ν.4270/2014 «Αρχές δηµοσιονοµικής διαχείρισης και εποπτείας (ενσωµάτωση της Οδηγίας
2011/85/ΕΕ) - δηµόσιο λογιστικό και άλλες διατάξεις.» - ΦΕΚ τ. Α 143/2014. Ισχύει από 1.1.2015
(άρθρα 177 παρ.1 και 183 παρ.1 του Ν.4270/2014).
15
Ν.4129/2013 «Κύρωση του Κώδικα Νόµων για το Ελεγκτικό Συνέδριο» - ΦΕΚ τ.Α 52/2013.
6

Συναφώς, το ισχύον Λογιστικό των Νοµικών Προσώπων ∆ηµοσίου ∆ικαίου


(Ν∆ 496/197416) ορίζει στην παρ.1 του άρθρου 32 ότι «υπόλογοι ν.π.δ.δ. είναι
πάντες οι έστω και άνευ νοµίµου εξουσιοδοτήσεως διαχειριζόµενοι χρήµατα,
αξίας, ένσηµα ή υλικόν ανήκοντα εις ν.π. ως και πας άλλος εκ του νόµου
θεωρούµενος ως υπόλογος ν.π.».
Την έννοια των δηµοσίων υπολόγων συναντούµε και σε άλλα νοµοθετικά
κείµενα, όπως στο Ν.∆. 721/1970 «Περί Οικονοµικής µερίµνης και Λογιστικού των
Ενόπλων ∆υνάµεων»17 και στο Β.∆. 17-5/1959 «Περί οικονοµικής διοικήσεως και
λογιστικού των ∆ήµων και Κοινοτήτων» 18.

2. Η έννοια του δηµοσίου υπολόγου κατά το Σύνταγµα


Στο άρθρο 98 παρ.1 περιπτ. δ του Συντάγµατος, πριν την αναθεώρηση του 2001,
ορίζονταν ότι στις αρµοδιότητες του Ελεγκτικού Συνεδρίου ανήκε, µεταξύ άλλων, ο
έλεγχος των λογαριασµών των δηµοσίων υπολόγων και των οργανισµών τοπικής
αυτοδιοίκησης και νοµικών προσώπων δηµοσίου δικαίου, που αναφέρονταν στο
εδάφιο α`, δηλαδή των νοµικών προσώπων του δηµοσίου, που υπάγονταν κάθε φορά
στον έλεγχό του, µε ειδικούς για κάθε περίπτωση νόµους. Συνεπώς, ο έλεγχος
περιορίζονταν στο Κράτος, τους Ο.Τ.Α. και τα νοµικά πρόσωπα δηµοσίου δικαίου.
Μετά την αναθεώρηση του 2001, η αρµοδιότητα του Ελεγκτικού Συνεδρίου
για τον έλεγχο των λογαριασµών των δηµόσιων υπολόγων προβλέπεται πλέον στην
περιπτ. γ της παρ.1 του άρθρου 98 και καταλαµβάνει τον έλεγχο των λογαριασµών
των δηµόσιων υπολόγων και των οργανισµών τοπικής αυτοδιοίκησης, αλλά και
άλλων νοµικών προσώπων, που υπάγονται µε ειδική διάταξη νόµου στο καθεστώς
ελέγχου των δαπανών τους από το Ελεγκτικό Συνέδριο, όπως προβλέπεται στην
περίπτ. α της ίδιας παραγράφου. Απαλείφθηκε, δηλαδή, ο περιορισµός του ελέγχου
µόνο σε νοµικά πρόσωπα δηµοσίου δικαίου, µε αποτέλεσµα να µπορεί αυτός να

16
Ν∆ 496 της 17/19.7.1974 «Περί Λογιστικού των Νοµικών Προσώπων ∆ηµοσίου ∆ικαίου» - ΦΕΚ
τ.Α 204/1974.
17
Βλ. άρθρο 21 του Ν.∆. 721 της 16/23.11.1970 «Περί Οικονοµικής µερίµνης και Λογιστικού των
Ενόπλων ∆υνάµεων» - ΦΕΚ τ.Α 251/1970.
18
Βλ. άρθρα 32, 35 και 37 του Β.∆. 17-5/15.06.1959 «Περί οικονοµικής διοικήσεως και λογιστικού
των ∆ήµων και Κοινοτήτων» - ΦΕΚ τ.Α 114/1959.
7

επεκταθεί και σε νοµικά πρόσωπα ιδιωτικού δικαίου, εφόσον αυτά έχουν υπαχθεί
στον έλεγχο δαπανών της περιπτ.α της παρ.1 του άρθρου 98 του Συντάγµατος19.
Η ανωτέρω συνταγµατική διάταξη περιλαµβάνει µεν την έννοια του δηµοσίου
υπολόγου, χωρίς όµως να ορίζει ειδικότερα το περιεχόµενο της, δηλαδή ποια
πρόσωπα αποκτούν ή έχουν κατά το Σύνταγµα την ιδιότητα του δηµοσίου υπολόγου,
υποκείµενα σε έλεγχο των λογαριασµών τους από το Ελεγκτικό Συνέδριο. Όπως
δέχεται η νοµολογία του Ελεγκτικού Συνεδρίου20, «για την έννοια της ανωτέρω
συνταγµατικής διάταξης υιοθετήθηκε στο σηµείο αυτό από το Σύνταγµα η, κατά την
ψήφισή του (Συντάγµατος) το έτος 1975, καθιερωµένη υπό της κοινής νοµοθεσίας
έννοια του δηµοσίου υπολόγου, ήτοι η έννοια αυτού που απέρρεε από τα τότε
ισχύοντα άρθρα 20 παρ.2 του Ν.∆/τος 4/6.7.1923, 20 παρ.2 του Β.∆/τος
29/31.12.1954 και 72 παρ.1 του Ν.∆./τος 321/1969, τα οποία αργότερα
κωδικοποιήθηκαν στο άρθρο 25 παρ.2 του ισχύοντος π.δ/τος 774/1980», τα οποία
µελετήσαµε ανωτέρω. Άλλωστε, σύµφωνη µε το Σύνταγµα κρίθηκε και η έννοια του
δηµοσίου υπολόγου, που δίδεται µε τις µεταγενέστερες διατάξεις του άρθρου 54
παρ.1 του Ν.2362/1995 και του άρθρου 32 παρ.1 Ν.∆. 494/197421.
Κατά συνέπεια, τα βασικά προσδιοριστικά στοιχεία της έννοιας του δηµοσίου
υπολόγου, κατά το άρθρο 98 παρ. 1 περ. γ΄ του Συντάγµατος, είναι όµοια µε αυτά που
προκύπτουν από τη νοµοθεσία και θα αναλύσουµε παρακάτω, δηλαδή η διαχείριση
χρηµάτων, αξιών ή υλικού του ∆ηµοσίου ή των ΝΠ∆∆ και η συνυφασµένη µε την
διαχείριση αυτή, υποχρέωση απόδοσης λογαριασµού, η οποία περιλαµβάνει και την
υποχρέωση αναπλήρωσης του τυχόν αρµοδίως διαπιστωθέντος ελλείµµατος, η
απόδειξη της ύπαρξης και του ύψους του οποίου βαρύνει το ∆ηµόσιο ή το ΝΠ∆∆22.
Περαιτέρω, η συνταγµατική αυτή καθιέρωση της έννοιας του δηµοσίου
υπολόγου έχει ως πολύ σηµαντική συνέπεια ότι ο κοινός νοµοθέτης δεν µπορεί να
προσδώσει άλλη έννοια δηµοσίου υπολόγου από αυτή που ορίζεται στην ανωτέρω
συνταγµατική διάταξη, ώστε να αποκλείσει την ιδιότητα του δηµοσίου υπολόγου
από ορισµένα πρόσωπα, τα οποία, όµως, στην πραγµατικότητα είναι δηµόσιοι

19
Κοκκίδου Αλ., Οι αρµοδιότητες του Ελεγκτικού Συνεδρίου κατά το αναθεωρηµένο άρθρο 98 του
Συντάγµατος, εκδ. Σάκκουα, Αθήνα-Θεσσαλονίκη, 2004, σελ. 94.
20
Ελ.Συν.Ολοµ. Πρακτικά της 6ης Γεν.Συν. της 15.02.2006, Ελ.Συν.Ολοµ. Απόφαση 462/2008, ΘΠ∆∆
τ.8-9/2009, Ελ.Συν.Ολοµ. Απόφαση 439/2012.
21
Ελ.Συν. Ολοµ. Πρακτικά της 6ης Γεν.Συν. της 15.02.2006.
22
Ελ.Συν. Ολοµ. Απόφαση 462/2008, ΘΠ∆∆ τ.8-9/2009, σελ. 1010, µε παρατηρήσεις Μηλιώνη Ν.
8

υπόλογοι, αφού διαχειρίζονται, έστω και χωρίς νόµιµη εξουσιοδότηση, χρήµατα,


αξίες, ή υλικό ανήκοντα στο ∆ηµόσιο, στους Ο.Τ.Α ή σε άλλα Ν.Π.∆.∆.23. Συνεπώς,
εάν µια διάταξη νόµου αποκλείει την ιδιότητα του δηµοσίου υπολόγου σε κάποιο
πρόσωπο, που στην πραγµατικότητα ασκεί διαχειριστικές πράξεις δηµοσίου
χρήµατος, καθίσταται ανίσχυρη ως αντίθετη στην κατά τα ανωτέρω συνταγµατική
έννοια του δηµοσίου υπολόγου. Για το λόγο αυτό, κρίθηκε24 ότι η διάταξη της παρ.4
του άρθρου 26 του Ν. 3274/200425, που όριζε ότι τα όργανα της Υπηρεσίας
∆ηµοσιονοµικού Ελέγχου, κατά την άσκηση των διαχειριστικών αρµοδιοτήτων τους
δεν θεωρούνται δηµόσιοι υπόλογοι (αν και στην πραγµατικότητα τα όργανα αυτά
ασκούσαν πράξεις διαχείρισης δηµοσίου χρήµατος), ήταν αντίθετη στην ως άνω
διάταξη του άρθρου 98 παρ.1 περ.γ΄ του Συντάγµατος και στην καθιερωµένη από
αυτή, συνταγµατική έννοια του δηµοσίου υπολόγου και συνεπώς ανίσχυρη, µε
αποτέλεσµα να αποκτούν τα ανωτέρω όργανα την ιδιότητα του δηµοσίου υπολόγου26.

ΙΙ. Τα προσδιοριστικά στοιχεία της έννοιας του δηµόσιου υπολόγου


Από τους ανωτέρω ορισµούς του δηµοσίου υπολόγου και σύµφωνα µε τη νοµολογία
του Ελεγκτικού Συνεδρίου27, προσδιοριστικά στοιχεία της έννοιάς του είναι «αφενός
µεν η διαχείριση χρηµάτων, αξιών ή υλικού του ∆ηµοσίου ή ν.π.δ.δ. ή Ο.Τ.Α.,
µετρήσιµων ή δυναµένων να αποτιµηθούν σε χρήµα, για λογαριασµό των ως άνω
νοµικών προσώπων, αφετέρου δε η συνυφασµένη µε τη διαχείριση αυτή λογοδοτική
του ευθύνη». Συνεπώς, τα στοιχεία που θα µελετήσουµε στο παρόν κεφάλαιο είναι
(1) η διαχείριση (2) το δηµόσιο χρήµα και (3) η λογοδοτική ευθύνη.

23
Ελ.Συν. Ολοµ. Πρακτικά 6ης Γεν.Συν. της 15ης.02.2006, Απόφαση 1238/2014.
24
Ελ.Συν. Ολοµ. Πρακτικά 6ης Γεν.Συν. της 15ης.02.2006.
25
Ν. 3274/2004 «Οργάνωση και λειτουργία των Οργανισµών Τοπικής Αυτοδιοίκησης πρώτου και
δεύτερου βαθµού. (ΦΕΚ Α΄ 195/19.10.2004).
26
Ωστόσο, η διάταξη αυτή επαναλήφθηκε στην παρ.2 του άρθρου 89 του Ν.4270/2014 στην οποία
ορίζεται ότι: «Οι υπάλληλοι των Υπηρεσιών ∆ηµοσιονοµικού Ελέγχου και των Ειδικών Λογιστηρίων,
κατά την άσκηση των αρµοδιοτήτων τους, δεν θεωρούνται δηµόσιοι υπόλογοι και ευθύνονται µόνο για
δόλο ή βαρεία αµέλεια, κατά τις διατάξεις του Υπαλληλικού Κώδικα.».
27
Ελ.Συν.Ολοµ. Αποφάσεις 1314/1998, 1306/2001, 357/2006, 462/2008, Τµ.VII Αποφάσεις 726/2011,
727/2011.
9

1. Η έννοια της διαχείρισης


Ένα από τα προσδιοριστικά στοιχεία28 της έννοιας του δηµόσιου υπολόγου είναι,
σύµφωνα µε τις προπαρατιθέµενες διατάξεις, η διαχείριση δηµοσίου χρήµατος, αξιών
ή υλικού, µε την υποχρέωση της αυτούσιας ή καθ’ υποκατάσταση επιστροφής τους ή
της περαιτέρω διάθεσής τους για καθορισµένο δηµόσιο σκοπό.
Στο παρελθόν, ωστόσο, η νοµολογία είχε αποµακρυνθεί από το κριτήριο της
διαχείρισης, διευρύνοντας την έννοια του υπολόγου σε όποιον λαµβάνει απλώς
χρήµατα, υλικό ή αξίες του ∆ηµοσίου (ανεξαρτήτως δηλαδή του εάν τα διαχειρίστηκε
ή όχι) µε την ειδικότερη υποχρέωση απόδοσης (επιστροφής) ή ανάλωσης µε βάση το
σκοπό για τον οποίον ελήφθησαν29. Μετά την Ελ.Συν.Ολοµ. Απόφαση 462/2008, η
νοµολογία επέστρεψε πάλι στο κριτήριο της διαχείρισης30, παραµένοντας σταθερή
µέχρι σήµερα.
Όπως µάλιστα διασαφηνίζει ο ίδιος ο νόµος, για τη θεµελίωση της έννοιας του
δηµοσίου υπολόγου δεν απαιτείται να έχει λάβει χώρα νόµιµη ανάθεση της
διαχειριστικής εξουσίας, αλλά αρκεί αυτή να διεξαχθεί ακόµη και χωρίς νόµιµη
εξουσιοδότηση. Η περίπτωση αυτή της διαχείρισης, χωρίς νόµιµη εξουσιοδότηση,
συνιστά την περίπτωση του de facto δηµόσιου υπολόγου, που θα αναλυθεί παρακάτω.
Πάντως, η ιδιότητα του δηµοσίου υπολόγου δεν αίρεται ούτε αποκλείεται όταν αυτός
αναλαµβάνει την διαχείριση χρηµάτων ή υλικών του ∆ηµοσίου κατόπιν νόµιµης
εντολής διαχείρισης που του δίνεται από σύµβαση η οποία καταρτίζεται µε το
∆ηµόσιο31.
Όσον αφορά στην περίπτωση της διαχείρισης, δυνάµει νόµιµης
εξουσιοδότησης, για να καταστεί κάποιος δηµόσιος υπόλογος δεν αρκεί απλώς να του
έχει ανατεθεί η διαχειριστική εξουσία, αλλά πρέπει επιπρόσθετα να προβεί και στο
υλικό γεγονός της διαχείρισης. Αυτό σηµαίνει ότι δεν καθίσταται υπόλογος κάποιος
στον οποίο ανατέθηκαν µεν τα καθήκοντα του υπολόγου, µε πράξη του αρµοδίου
οργάνου, αυτός όµως στην πραγµατικότητα δεν αναµείχθηκε στη διαδικασία της

28
Ελ.Συν.Ολοµ. Αποφάσεις 1314/1998, 1306/2001, 357/2006, 462/2008, 1763/2010, 4934/2013,
Τµ.VII Αποφάσεις 726/2011, 727/2011.
29
Ελ.Συν.Τµ.V Αποφάσεις 1045/2001, 641/2002, 1020, 1375, 1863, 1896/2003.
30
Μηλιώνης Ν., Παρατηρήσεις στην Ελ.Συν.Ολοµ. Απόφαση 462/2008, ΘΠ∆∆ τ.8-9/2009, σελ. 1010
31
Ελ.Συν.Ολοµ. Πρακτικά της 6ης Γεν. Συν./2006 - Γ΄, της 8ης Γεν. Συν./2008 - Α΄, Αποφάσεις
1247/1999, 1633/2006, Τµ.IV Απόφαση 1261/2011.
10

διαχειρίσεως32. Έτσι, κρίθηκε33 ότι υπάλληλος στην οποία ανατέθηκαν καθήκοντα


«συνδιαχειρίστριας» του γραφείου του ∆ήµου, από κοινού µε το σύζυγό της, δεν
κατέστη υπόλογος, διότι τα καθήκοντα αυτά της ανατέθηκαν στην πραγµατικότητα
µόνο για να απολαµβάνει κάποια από τα πλεονεκτήµατα των διαχειριστών (π.χ.
επίδοµα διαχειριστικών λαθών, ευελιξία ωραρίου κ.α.), ενώ δεν χρεώθηκε ποτέ µε
κανένα χρηµατικό ποσό, δεν της χορηγήθηκαν ποτέ γραµµάτια είσπραξης και δεν
ανοίχθηκε ποτέ µερίδα στο όνοµά της, αποκλειστικός δε διαχειριστής ήταν ο σύζυγός
της.
Περαιτέρω, η διαχείριση δεν συνδέεται απαραίτητα µε τη φυσική εξουσίαση
του αντικειµένου της διαχείρισης. Όπως έχει κριθεί, σε περίπτωση απώλειας
τραπεζικών επιταγών, υπόλογος κατέστη και ο Προϊστάµενος της ∆ιεύθυνσης
Οικονοµικών Υπηρεσιών του Νοµαρχιακού ∆ιαµερίσµατος, µολονότι η φύλαξη
αυτών είχε ανατεθεί σε άλλο υπάλληλο της ως άνω Υπηρεσίας, διότι η ευθύνη του,
ως υπολόγου, δεν εξαρτιόταν από τη φυσική εξουσίαση του αντικειµένου της
διαχείρισης, αλλά από το γεγονός ότι το διαχειριστικό αντικείµενο βρισκόταν στον
χώρο της κυρίαρχης διαχειριστικής του ευθύνης, ως Προϊσταµένου της ∆ιεύθυνσης
Οικονοµικών Υπηρεσιών, υπό την έννοια ότι είχε την υποχρέωση να δηµιουργήσει µε
την παροχή οδηγιών, υλικών µέσων και µε την άσκηση εποπτείας, τις κατάλληλες
συνθήκες για την ασφαλή διακίνηση και φύλαξη του αντικειµένου της διαχείρισης34.
Σε κάθε περίπτωση, η ανάληψη της διαχείρισης από τον υπόλογο πρέπει να
γίνει µε τους όρους της αλλότριας υποθέσεως (303 ΑΚ), δηλαδή να διαχειρίζεται τα
χρήµατα για λογαριασµό άλλου και όχι µε κάποιον άλλο σκοπό, όπως π.χ. η
ιδιοποίηση λόγω υπεξαίρεσης, καθώς τότε δεν θεµελιώνεται η ιδιότητα του δηµοσίου
υπολόγου35 .
Το περιεχόµενο της έννοιας της διαχείρισης, δηλαδή τι συνιστά και τι δεν
συνιστά «πράξη διαχείρισης», έχει αποτελέσει αντικείµενο ερµηνείας από τη
νοµολογία του Ελεγκτικού Συνεδρίου, από την οποία προκύπτει ότι ως πράξη
διαχείρισης νοείται η είσπραξη, κατοχή, διαφύλαξη, διάθεση και χρήση των

32
Ελ.Συν.Ολοµ. Απόφαση 1306/2001, ∆∆ίκη 2004, σελ.225, Τµ.Ι Αποφάσεις 1188/2004, 489/2004.
33
Ελ.Συν.Ολοµ. Απόφαση 1306/2001, ∆∆ίκη 2004, σελ.225.
34
Ελ.Συν.Ολοµ. Απόφαση 2/2014.
35
Μαραγκού Γ., Η διαδικασία και το αντικείµενο του προληπτικού και του κατασταλτικού ελέγχου.
Περιπτωσιολογία, ΘΠ∆∆ 8-9/2012, σελ.658.
11

χρηµάτων, αξιών ή υλικών του ∆ηµοσίου, σύµφωνα µε το νόµο και τον προορισµό
τους36, αλλά και η ασφαλής φύλαξή τους και προσήκουσα απόδοσή τους37.
Ο ανωτέρω γενικός «ορισµός» της πράξης διαχείρισης εξειδικεύεται σε κάθε
µια περίπτωση υπόθεσης δηµοσίου υπολόγου, ώστε να κριθεί εάν οι ενέργειες ή
παραλείψεις του αποτέλεσαν πράξεις διαχείρισης και, συνακόλουθα, εάν τελικά
θεµελιώνεται η έννοια και η ευθύνη του δηµοσίου υπολόγου. Έτσι, από τη νοµολογία
του Ελεγκτικού Συνεδρίου προκύπτει ότι πράξεις διαχείρισης συνιστούν ειδικότερα:
α. η είσπραξη εσόδων και η καταβολή δαπανών38,
β. η ασφαλής φύλαξη χρηµάτων, ενσήµων, υλικών, παραστατικών πληρωµής κάθε
είδους και η προσήκουσα απόδοσή τους 39,
γ. η χρεοπίστωση υλικού40.
Αντιθέτως, δεν αποτελούν πράξεις διαχείρισης:
α. η απλή χρήση εκ µέρους του κατόχου δηµόσιας περιουσίας, που του
παραχωρήθηκε προς χρήση, ως µέσο, δηλαδή, για την εκτέλεση της υπηρεσίας του
(π.χ. εξοπλισµός πολυτεχνείου41, µοτοσυκλέτα42)43.
β. οι ενέργειες οι οποίες συνδέονται µεν έµµεσα µε τη διαχείριση, χωρίς όµως να
µπορούν να θεωρηθούν ότι περιλαµβάνονται σε αυτή. Έτσι, δεν αποτελεί πράξη
διαχείρισης π.χ. η έγκριση του απολογισµού (η οποία έχει διαπιστωτικό και όχι
διαπλαστικό χαρακτήρα)44 ή η θεώρηση των δικαιολογητικών, που συνοδεύουν ένα
λογαριασµό, ως προς τη γνησιότητα και εγκυρότητά τους45.

36
Ελ.Συν.Ολοµ. Αποφάσεις 1187/1988, 1306/2001, Τµ.Ι Απόφαση 489/2004, Τµ.VII Αποφάσεις
726/2011, 727/2011.
37
Ελ.Συν.Τµ.IV Απόφαση 1316/1993. Όµως, όσον αφορά τους υπαλλήλους του Ταµείου
Παρακαταθηκών και ∆ανείων, το Ελ.Συν. έχει κρίνει ότι αποκτούν την ιδιότητα του υπολόγου, µόνο
όταν τους ανατεθεί η διαχείριση αυτούσιων παρακαταθηκών τίτλων και αξιών, παρότι τους έχει
ανατεθεί η φύλαξη, δηλαδή η κατοχή των τίτλων και αξιών. (Μηλιώνης Ν., Το Ελεγκτικό Συνέδριο –
Σύγχρονες τάσεις και εξελίξεις, εκδ. Νοµική Βιβλιοθήκη, Αθήνα, 2012, σελ.223).
38
Ελ.Συν. Ολοµ. Απόφαση 1492/2000, Τµ.IV Αποφάσεις 253/1994, 541/2012.
39
Ελ.Συν. Τµ. IV Απόφαση 1316/1993, Κλιµ.Β Πράξη 52/2014.
40
Ελ.Συν.Τµ.IV Απόφαση 223/1993.
41
Ελ.Συν.Τµ.IV Απόφαση 538/2006.
42
Ελ.Συν.Ολοµ. Απόφαση 1983/1995.
43
Με παλαιότερες αποφάσεις, το Ελεγκτικό Συνέδριο φάνηκε να υιοθετεί την άποψη ότι και η απλή
κατοχή, χωρίς διαχείριση, δηµοσίου χρήµατος καθιστά τον κατέχοντα δηµόσιο υπόλογο. Η νοµολογία
αυτή, όµως, δεν κράτησε. Μηλιώνης Ν., Κριτική προσέγγιση της έννοιας του δηµοσίου υπολόγου κατά
το ελληνικό και γαλλικό δηµοσιολογιστικό δίκαιο, ∆ι∆ικ 7/1995, σελ.820.
44
Η εκταµίευση της τυχόν παράνοµης δαπάνης και το έλλειµµα, εάν τυχόν υπάρχει, έχουν προκληθεί
κατά το οικονοµικό έτος εκτελέσεως του οικείου προϋπολογισµού και όχι κατά το µεταγενέστερο
οικονοµικό έτος που εγκρίνεται ο απολογισµός. Ούτε, εξάλλου, η έγκριση του απολογισµού
12

Η νοµολογία του Ελεγκτικού Συνεδρίου σχετικά µε περιπτώσεις που κρίθηκε


ότι συντρέχουν οι προϋποθέσεις να θεωρηθεί κάποιος δηµόσιος υπόλογος, διότι ασκεί
πράξεις διαχείρισης, είναι ιδιαίτερα πλούσια. Αναφέρουµε κάποιες από αυτές τις
περιπτώσεις46:
α. Οι ταµίες47 και οι προϊστάµενοι των ταµειακών υπηρεσιών, λόγω της φύσης των
καθηκόντων τους48, οι ελεγκτές εσόδων – εξόδων δηµόσιου ταµείου49, καθώς και
γενικά τα πρόσωπα που εκδίδουν χρηµατικά εντάλµατα και επιταγές50,
β. Τα µέλη συλλογικών οργάνων διοίκησης Ν.Π.∆.∆., διότι διοικούν και
διαχειρίζονται την περιουσία του νοµικού προσώπου και καταρτίζουν και εκτελούν
τον προϋπολογισµό του51. Αντίστοιχα, θεωρούνται υπόλογοι και τα µέλη διοικητικών
συµβουλίων ΝΠΙ∆, εφόσον δέχονται επιχορήγηση από κρατικό ή προϋπολογισµό
ΝΠ∆∆ ή το ΝΠΙ∆ έχει υπαχθεί µε ειδική διάταξη νόµου στον προληπτικό έλεγχο του
Ελεγκτικού Συνεδρίου52,
γ. Ο δήµαρχος, ο προϊστάµενος οικονοµικής υπηρεσίας δήµου, τα µέλη του
δηµοτικού συµβουλίου, ο δηµοτικός ταµίας53,
δ. Ο επιµελητής εισπράξεων ΤΕΒΕ54,
ε. Ο υπόλογος χρηµατικού εντάλµατος προπληρωµής55, ο υπόλογος συµψηφισµών56
και ο διαχειριστής πάγιας προκαταβολής57.

απαλλάσσει τους τυχόν ελλειµµατίες υπολόγους των ευθυνών τους (Ελ.Συν.Ολοµ. Απόφαση
1763/2010, Ελ.Συν.Τµ. VΙΙ Αποφάσεις 726/2011, 727/2011).
45
ΓνΝΣΚ 278/2004.
46
Σαρµάς Ι., Κράτος και δικαιοσύνη 3, Το δηµόσιο χρήµα υπό έλεγχο, ο.π., σελ.140, Λυκεσά Ε., Το
ένδικο βοήθηµα της έφεσης κατά των πράξεων καταλογισµού, ΘΠ∆∆ 8-9/2012, σελ. 688, Μαραγκού
Γ., Η διαδικασία και το αντικείµενο του προληπτικού και του κατασταλτικού ελέγχου.
Περιπτωσιολογία, ο.π., σελ.658.
47
Ταµίας Ε.Λ.Σ. (Ελ.Συν.Ολοµ. Απόφαση 564/2000), Ταµίας νοσηλευτικού ιδρύµατος (Ελ.Συν.Ολοµ.
Απόφαση 1001/1999), ταµίας υποκαταστήµατος ΙΚΑ (Ελ.Συν.Ολοµ. Απόφαση 169/2005).
48
Ελ.Συν.Ολοµ. Αποφάσεις 2075/2010, 169/2005.
49
Ελ.Συν.Τµ.Ι Απόφαση 248/1971.
50
Ελ.Συν.Ολοµ. Αποφάσεις 108/1977, 1339/2010.
51
Ελ.Συν.Ολοµ. Αποφάσεις 1492/2000, 2267/2011.
52
Ελ.Συν.Ολοµ. Πρακτικά της 23ης Γεν.Συν. της 2.6.1997, Τµ.VΙΙ Απόφαση 890/2012.
53
Ελ.Συν.Ολοµ. Αποφάσεις 2075/2010, 3075/2010, 2293/2011, 1584/2011, 3289/2011,1614/2011,
Τµ.ΙV Απόφαση 1266/2003.
54
Ελ.Συν.Ολοµ. Απόφαση 1730/1999.
55
Ελ.Συν.Ολοµ. Αποφάσεις 1052/1998, 1192/1998.
56
Άρθρο 162 του Ν.4270/2014, άρθρα 43 και 44 του Ν.4129/2013. Για περισσότερα σχετικά µε τον
υπόλογο συµψηφισµών βλ. Φώτη – Γούλα Ελ., Συλλογή διατάξεων περί α) του υπολόγου
συµψηφισµών β) των υπολόγων διαχειρίσεως επιταγών Ν.∆. 329/1969 γ) των υπολόγων διαχειρίσεως
επιταγών Ν.277/1976, Εθνικό Τυπογραφείο, Αθήνα, 1983.
13

στ. οι διαχειριστές χρηµάτων και υλικού του ∆ηµοσίου µετά από σύµβαση µε το
∆ηµόσιο, στην οποία διαφυλάσσεται και το δικαίωµα καταλογισµού σε περίπτωση
ελλείµµατος58,
ζ. οι διαχειριστές υλικού και χρηµατικού των ενόπλων δυνάµεων59, όπως π.χ. ο
διευθυντής των στρατιωτικών πρατηρίων60,
η. οι διαχειριστές του ΕΛΕΓΕΠ61,
θ. οι αστυνοµικοί για τα είδη του ατοµικού οπλισµού, οι οποίο καταλογίζονται σε
περίπτωση φθοράς ή απώλειας αυτών62,
ι. ο πρόεδρος και ο ταµίας διαχειριστικής επιτροπής Ιεράς Μονής63,
ια. Η Επιτροπή Εκπαίδευσης και Ερευνών, η Γραµµατεία και ο Επιστηµονικός
Υπεύθυνος των ειδικών λογαριασµών που έχουν συσταθεί στα ΑΕΙ για την
αξιοποίηση κονδυλίων εκπαιδευτικής έρευνας64,
ιβ. Οι διαχειριστές δηµοσίων επενδύσεων65,
ιγ. Τα Ελληνικά Ταχυδροµεία κατά την είσπραξη δηµοσίων εσόδων66,
ιδ. Ο άµισθος υποθηκοφύλακας67,
ιε. Ο γραµµατέας του ειρηνοδικείου στον οποίο έχει ανατεθεί η είσπραξη των
δικαστικών αποληψίµων68,
ιστ. Οι σπουδαστές παραγωγικών σχολών των ενόπλων δυνάµεων69.

57
Ελ.Συν.Ολοµ. Απόφαση 565/2000.
58
Ελ.Συν.Ολοµ. Απόφαση 1247/1999.
59
Ελ.Συν.Ολοµ. Απόφαση 1711/2004, Τµ.V Απόφαση 2511/2010.
60
Ελ.Συν.Τµ.Ι Απόφαση 1758/1995.
61
Ελ.Συν.Ολοµ. Απόφαση 2280/2009.
62
Ελ.Συν.Ολοµ. Αποφάσεις 1444/1992, 1244/1997.
63
Ελ.Συν.Ολοµ. Αποφάσεις 753/2010, 1025/2011, 1026/2011.
64
Ελ.Συν.Ολοµ. Αποφάσεις 727/2010, 27/2010.
65
Ελ.Συν.Ολοµ. Απόφαση 860/1990. Ως δηµόσιοι υπόλογοι θεωρούνται, πλην από τους δηµόσιους και
λοιπούς φορείς που λαµβάνουν τις απολήψεις από την Ευρωπαϊκή Ένωση προκειµένου να τους
διαθέσουν στους φορείς υλοποίησης των προγραµµάτων (φυσικά πρόσωπα ή νοµικά πρόσωπα), που
εκτελούν τις επιλέξιµες ενέργειες και προβαίνουν στις σχετικές δαπάνες στα πλαίσια εκτέλεσης των
προγραµµάτων αυτών και οι ίδιοι οι φορείς υλοποίησης, (τελικοί δικαιούχοι) και τούτο ανεξάρτητα αν
ο διαχειριζόµενος τους ανωτέρω πόρους είναι άτοµο ή συλλογικώς δρών όργανο, όπως το διοικητικό
συµβούλιο που διαχειρίζεται τα ποσά των κοινοτικών χρηµατοδοτήσεων, κατά τα οριζόµενα στο
καταστατικό του οικείου Ν.Π.Ι.∆ (Ελ.Συν.Τµ.Ι Απόφαση 1188/2004).
66
Ελ.Συν.Ολοµ. Απόφαση 64/1998.
67
Ελ.Συν.Τµ.Ι Απόφαση 900/2012.
68
Ελ.Συν.Ολοµ. Απόφαση 1980/1996.
69
Ελ.Συν.Τµ.V Απόφαση 763/2012. Οι εν λόγω σπουδαστές εάν αποβάλουν την ιδιότητα του
σπουδαστή µετά το πέρας του πρώτου έτους σπουδών τους, υποχρεούνται να καταβάλουν στο δηµόσιο
την προσδιοριζόµενη από το νόµο αποζηµίωση για την παρεχόµενη στη Σχολή εκπαίδευση, διατροφή,
14

Όπως προκύπτει από την ανωτέρω περιπτωσιολογία, αλλά όπως είναι και
λογικό την ιδιότητα του υπολόγου φέρουν, κατά κανόνα, φυσικά και όχι νοµικά
πρόσωπα70.

2. Η έννοια του δηµοσίου χρήµατος


Αρχικά, παρατηρούµε ότι η διάταξη περιλαµβάνει µια ευρύτερη έννοια της
διαχείρισης, καθώς δεν αφορά µόνο τα χρήµατα, αλλά και αξίες και υλικό που
ανήκουν στο δηµόσιο, σε αντίθεση µε παλαιότερες διατάξεις, που έκαναν αναφορά
µόνο σε «χρηµατική διαχείριση»71.
Όπως προκύπτει από τον προπαρατιθέµενο ορισµό του δηµοσίου υπολόγου,
αυτός απαιτείται να διαχειρίζεται χρήµατα, αξίες ή υλικό «που ανήκουν στο ∆ηµόσιο
ή σε Ν.Π.∆.∆.». Ως χρήµα που ανήκει στο ∆ηµόσιο ή στα ΝΠ∆∆ είναι σαφές ότι
θεωρείται κατ’ αρχήν το χρήµα που ανήκει σε αυτά κατά κυριότητα. Έχει κριθεί,
όµως, ότι µε τον όρο «ανήκει» δεν νοείται µόνο η κυριότητα, αλλά οποιοδήποτε
περιουσιακό δικαίωµα του ∆ηµοσίου ή ΝΠ∆∆, εποµένως και η νοµή (άρθρο 974 ΑΚ)
και η προστατευόµενη κατοχή (άρθρο 997 ΑΚ)72.

ένδυση και συντήρησή τους, όπως επίσης και να επιστρέψουν τις αποδοχές που έχουν εισπράξει.
Βέβαια, µε την Ελ.Συν.Ολοµ. Απόφαση 462/2008 κρίθηκε ότι οι αποχωρούντες σπουδαστές συνιστούν
«ειδική κατηγορία δηµόσιων υπολόγων ουσιωδώς διάφορη, ως εκ της φύσεως των καθηκόντων και
των υποχρεώσεών της, από την κατηγορία των δηµοσίων υπολόγων του άρθρου 98 παρ. 1 περ. γ΄ του
Συντ.». Μηλιώνης Ν., Παρατηρήσεις στην Ελ.Συν.Ολοµ. Απόφαση 462/2008, ΘΠ∆∆ τ.8-9/2009, σελ.
1010.
70
Ελ.Συν.Τµ.Ι Απόφαση 430/1972, Σαρµάς Ι., Κράτος και δικαιοσύνη 3, ο.π., σελ.159, Λυκεσά Ε., Το
ένδικο βοήθηµα της έφεσης κατά των πράξεων καταλογισµού, ο.π., σελ. 680. Σε κάποιες περιπτώσεις
µπορεί να είναι υπόλογος και νοµικό πρόσωπο, όπως στην περίπτωση που έχει ανατεθεί σε νοµικό
πρόσωπο δυνάµει δηµόσιας σύµβασης η διαχείριση δηµόσιου υλικού (π.χ. συµβάσεις
αποθεµατοποίησης ρυζιού Ελ.Συν.Τµ.IV Απόφαση 1261/2011). ∆ιαφορετική είναι η περίπτωση
καταλογισµού µε πράξεις δηµοσιονοµικών διορθώσεων που εκδίδονται σε βάρος τόσο φυσικών όσο
και νοµικών προσώπων ή φορέων που εισέπραξαν παράνοµα ή αχρεώστητα χρηµατοδοτήσεις,
ενισχύσει ή επιδοτήσεις στα πλαίσια κοινοτικών πολιτικών από εθνικούς πόρους και πόρους της
ευρωπαϊκής ένωσης. (Ελ.Συν. Τµ.Ι Αποφάσεις 814/2011, 2445/2011.
71
Άρθρο 42 του Ν.ΣΙΒ’/1852 σύµφωνα µε το οποίο: «πας υπάλληλος επιφορτισµένος χρηµατικής
διαχείρισης κατασταίνεται υπόλογος, άµα δι’ αποδείξεων του λάβη εις χείρα τον δηµόσια χρήµατα»
72
Ελ.Συν.Ολοµ. Απόφαση 1849/1996, µε την οποία κρίθηκε ότι ο ταµίας των κρατικών ψυχιατρικών
ιδρυµάτων, που αποτελούν Ν.Π.∆.∆. (άρθρο 8 παρ.1 του Ν∆ 2592/1953), έχει την ιδιότητα του
υπολόγου αναφορικά µε τη διαχείριση των χρηµάτων και τιµαλφών των ασθενών, τα οποία
παραδίδονται σε αυτόν µε την ιδιότητά του ως οργάνου του ιδρύµατος (Σαρµάς Ι., Κράτος και
δικαιοσύνη 3, ο.π., σελ.171).
15

Σύµφωνα όµως µε τη νοµολογία73, ως δηµόσιο χρήµα δεν θεωρείται µόνο το


µε τη στενή του όρου έννοια, χρήµα που διαχειρίζονται τα διάφορα όργανα του
Κράτους, κατά την εκτέλεση του κρατικού προϋπολογισµού, αλλά και εκείνο που
διαχειρίζονται αφενός µεν τα Ν.Π.∆.∆. για την εκπλήρωση των σκοπών τους (χρήµα
που προέρχεται κατά κύριο λόγο από τον κρατικό προϋπολογισµό µε τη µορφή
επιχορηγήσεων κ.λ.π) αφετέρου δε και τα Ν.Π.Ι.∆., κατ’ εντολή του Κράτους µε
ειδική επιχορήγηση από τον προϋπολογισµό του για εκπλήρωση κρατικού σκοπού.
Όπως έχει κριθεί74, οι επιχορηγήσεις αυτές δεν αποβάλλουν τον χαρακτήρα του
δηµοσίου χρήµατος, διότι µε τη λήψη των χρηµάτων αυτών το επιχορηγούµενο
Ν.Π.Ι.∆. δεν γίνεται κύριος αυτών, αλλά παραµένει διαχειριστής τους, καθώς, οι
επιχορηγήσεις αυτές δίνονται υπό τύπο δανείου, χωρίς όµως να έχουν και το
χαρακτήρα αυτό (µε την έννοια του άρθρου 806 ΑΚ75).

3. Η λογοδοτική ευθύνη
Το επόµενο προσδιοριστικό στοιχείο της έννοιας του δηµόσιου υπολόγου, από το
οποίο προκύπτει και η ονοµασία του, είναι η λογοδοτική ευθύνη του, δηλαδή η
υποχρέωσή του να αποδώσει λογαριασµό για τη διαχείρισή του, ώστε να εξακριβωθεί
εάν αυτή ήταν προσήκουσα και σύµφωνη µε τον καθορισθέντα δηµόσιο σκοπό
χρήσης των δηµοσίων χρηµάτων, αξιών ή υλικού76.
Η λογοδοτική ευθύνη του υπολόγου πηγάζει από το γεγονός ότι, όπως είδαµε
παραπάνω, αναλαµβάνει τη διαχείριση του δηµόσιου χρήµατος για λογαριασµό
άλλου, όπως ορίζεται στο άρθρο 303 ΑΚ77: «Όποιος έχει τη διαχείριση µιας ολικά ή
µερικά ξένης υπόθεσης, εφόσον η διαχείριση συνεπάγεται εισπράξεις και δαπάνες,

73
Ελ.Συν.Ολοµ. Απόφαση 1039/1995, Τµ.Ι Απόφαση 1766/1993 (Σαρµάς Ι., Κράτος και δικαιοσύνη 3,
ο.π., σελ.140), Τµ.ΙV Απόφαση 1897/1996. Για τις παλαιότερες µεταστροφές της νοµολογίας του
Ελεγκτικού Συνεδρίου όσον αφορά την έννοια του δηµοσίου χρήµατος, βλ. Μηλιώνης Ν., Η έννοια
του δηµοσίου χρήµατος, Παρατηρήσεις στο Πρακτικό 28ης Γενικής Συνεδριάσεως της Ολοµέλειας της
2ας Ιουλίου 1997 (Θεµα Β), Ε∆∆∆∆ 1999, σελ. 429.
74
Ελ.Συν.Ολοµ. Απόφαση 1039/1995 για επιχορηγήσεις του Ν.∆. 2957/1954, 2220/2014, 2219/2014
για επιχορηγήσεις δηµοτικών επιχειρήσεων, Τµ. VΙ Απόφαση 1897/1996 για επιχορηγήσεις σε
ποδοσφαιρικές Α.Ε.
75
806 ΑΚ: «Με τη σύµβαση του δανείου ο ένας από τους συµβαλλοµένους µεταβιβάζει στον
άλλον κατά κυριότητα χρήµατα ή άλλα αντικαταστατά πράγµατα, και αυτός έχει υποχρέωση να
αποδώσει άλλα πράγµατα της ίδιας ποσότητας και ποιότητας».
76
Ελ.Συν.Ολοµ. Αποφάσεις 1314/1998, 1306/2001, 357/2006, 462/2008, Τµ.VII Αποφάσεις 726/2011,
727/2011.
77
Ελ.Συν.Ολοµ. Πρακτικά της 12ης Γεν.Συν. της 16.06.2010
16

έχει υποχρέωση για λογοδοτήσει. Για το σκοπό αυτόν ο δοσίλογος οφείλει να


ανακοινώσει στο δεξίλογο λογαριασµό που να περιέχει αντιπαράθεση των εσόδων
και των εξόδων, καθώς και ό,τι προκύπτει από την αντιπαράθεση αυτή και να
επισυνάψει τα δικαιολογητικά, εφόσον συνηθίζονται.»
Ανάλογα µε το εάν πρόκειται περί κύριου ή δευτερεύοντος υπολόγου, όπως θα
δούµε παρακάτω στις διακρίσεις των υπολόγων, αυτοί λογοδοτούν είτε στο
Ελεγκτικό Συνέδριο είτε στον κύριο υπόλογο και έµµεσα µόνο, µέσω της λογοδοσίας
των κύριων, στο Ελεγκτικό Συνέδριο.
Συνοπτικά, όσον αφορά τη λογοδοσία στο Ελεγκτικό Συνέδριο, προβλέπεται78
ότι εντός δύο µηνών από τη λήξη του οικονοµικού έτους ή από την µε οποιονδήποτε
τρόπο λήξη της διαχείρισής τους, οι δηµόσιοι υπόλογοι αποδίδουν λογαριασµό στο
Ελεγκτικό Συνέδριο, µε την επιφύλαξη της ισχύος ειδικών διατάξεων. Το Ελεγκτικό
Συνέδριο ελέγχει τους λογαριασµούς των υπολόγων που είναι υπόχρεοι σε λογοδοσία
σε αυτό και αποφαίνεται για την ορθότητα ή µη αυτών. Το θέµα αυτό, όµως, θα το
αναλύσουµε παρακάτω, στο οικείο κεφάλαιο.
Τέλος, διευκρινίζεται ότι η λογοδοτική – δηµοσιολογιστική ευθύνη του
υπολόγου είναι ανεξάρτητη79 από τυχόν άλλες ευθύνες του όπως η αστική80, η
πειθαρχική81 και η ποινική.

ΙΙΙ. ∆ιακρίσεις δηµόσιων υπολόγων


Οι τρεις συνηθέστερες διακρίσεις δηµοσίων υπολόγων είναι βάσει (1) του τρόπου
απόκτησης της ιδιότητάς τους, (2) του αντικειµένου της υπηρεσίας τους και (3) του
οργάνου λογοδοσίας τους. Τις διακρίσεις αυτές θα εξετάσουµε στον παρόν κεφάλαιο,
στο οποίο θα αναλύσουµε και την έννοια του de facto υπολόγου.

1. Βάσει του τρόπου απόκτησης της ιδιότητάς τους


Οι δηµόσιοι υπόλογοι διακρίνονται, βάσει του τρόπου απόκτησης της ιδιότητάς τους
σε:

78
Άρθρο 155 του Ν.4270/2014.
79
Ελ.Συν.Ολοµ. Απόφαση 1244/1997 (πειθαρχική), Τµ.Ι 864/1993, 1882/1992 (αστική).
80
Έτσι, σε περίπτωση πρόκλησης ζηµίας κατά την άσκηση υπηρεσιακών καθηκόντων του οργάνου,
αλλά όχι διαχειριστικών, πρέπει να εξετάζεται η τυχόν αστική ευθύνη του και όχι η δηµοσιολογιστική.
(Ελ.Συν.Ολοµ. Απόφαση 865/1990, Κλιµ.Β Πράξη 209/2011)
81
Εφόσον συντρέχει περίπτωση δόλου ή βαρείας αµέλειας του υπολόγου (άπιστη διαχείριση), ο
υπόλογος ευθύνεται και πειθαρχικά. (άρθρο 152 παρ.2 του Ν.4270/2014)
17

α. de jure υπόλογους, δηλαδή σε αυτούς που τους έχει ανατεθεί η αρµοδιότητα να


διαχειρίζονται δηµόσιο χρήµα (π.χ. ταµίας)82
β. ex lege υπόλογους, δηλαδή υπολόγους εκ του νόµου, επειδή από τις ισχύουσες
διατάξεις ονοµάζονται ευθέως υπόλογοι 83 και
γ. de facto υπόλογους, δηλαδή σε όσους διαχειρίζονται δηµόσιο χρήµα χωρίς να
έχουν νόµιµη εξουσιοδότηση. Ειδικότερα:
Εκτός από όσους αναγνωρίζονται από το νόµο ως υπόλογοι, υπάρχουν και
αυτοί που καθίστανται υπόλογοι, επειδή ασκούν στην πράξη έργο υπολόγου84.
Πρόκειται για τους de facto ή αφανείς85 ή εν τοις πράγµασι86 υπολόγους, που
διαχειρίζονται στην πράξη, χωρίς καµία νόµιµη εξουσιοδότηση, χρήµατα, αξίες ή
υλικό που ανήκουν στο που ανήκουν στο Κράτος, σε Ν.Π.∆.∆. ή Ο.Τ.Α.87. Τα
πρόσωπα αυτά καθίστανται υπόλογοι χωρίς να είναι απαραίτητο να έχουν την
ιδιότητα του δηµοσίου υπαλλήλου88 ή να έχει προηγηθεί νόµιµη διαδικασία ορισµού
τους ως υπολόγων89.
Συνήθως, de facto υπόλογοι καθίστανται αυτοί που ασκούν διαχείριση επ’
ευκαιρία ή κατά κατάχρηση των καθηκόντων, που τους έχουν ανατεθεί, εφόσον όµως
οι συγκεκριµένες πράξεις διαχείρισης βρίσκονται σε εσωτερική συνάφεια µε τα
υπηρεσιακά τους καθήκοντα90.
Η ιδιότητα, συνεπώς, του de facto υπολόγου θεµελιώνεται αποκλειστικά στο
υλικό γεγονός της ασκήσεως διαχειρίσεως ή της ανάµειξής του µε οποιονδήποτε
τρόπο στην άσκηση τέτοιων πράξεων, από το οποίο ανακύπτει αφενός η λογοδοτική
του ευθύνη και αφετέρου η ιδιότητά του ως υποκειµένου καταλογισµού από τα
όργανα που έχουν κατά νόµο καταλογιστική εξουσία91.
Η ύπαρξη δε νόµιµου (de jure) υπολόγου δεν αποκλείει τη συνύπαρξη de facto
υπολόγου, για την ίδια διαχείριση, ούτε αίρει την ευθύνη του τελευταίου. Ο λόγος της
82
Ελ.Συν.Ολοµ. Απόφαση 3442/2009.
83
Ελ.Συν.Ολοµ. Απόφαση 3442/2009.
84
Κόρσος ∆, ∆ηµοσιονοµικόν ∆ίκαιον, εκδ. Αντ.Ν.Σάκκουλα, Αθήνα – Κοµοτηνή, 1980, σελ.91.
85
Μ.∆. Στασινόπουλου, Μαθήµατα ∆ηµοσιονοµικού ∆ικαίου και ∆ηµόσιου Λογιστικού, Αθήναι,
1966, σελ.81.
86
Ελ.Συν.Ολοµ. Απόφαση 4328/2014.
87
Ελ.Συν. Ολοµ. Αποφάσεις 1808, 2218, 4328/2014, 786/1999, 1084/1997, 1912, 1913/1992.
88
Ελ.Συν. Ολοµ. Απόφαση 874/1988.
89
Ελ.Συν.Ολοµ. Αποφάσεις 49/1971, 177/1997.
90
Ελ.Συν. Τµ.IV Απόφαση 1362/2006, Τµ.VII Αποφάσεις 955, 3739, 3936/2014.
91
Ελ.Συν.Ολοµ. Αποφάσεις 1396/2000, 1716, 1717, 1718, 2335/ 2009, Τµ.IV Απόφαση 1558/2002,
Τµ.VII Αποφάσεις 585, 954, 955, 3936/2014.
18

σωρευτικής τους ευθύνης έγκειται στην ειδική ευθύνη, που δηµιουργείται ατοµικά για
καθέναν, που διαχειρίζεται δηµόσια περιουσία και σκοπεί στην διασφάλιση των
συµφερόντων του ∆ηµοσίου, έναντι οιουδήποτε ασκεί διαχείριση της περιουσίας
του92.
Το πιο απλό παράδειγµα de facto υπολόγου αποτελεί η περίπτωση υπαλλήλου,
που αποφασίζει – χωρίς να έχει οριστεί νοµίµως ως αναπληρωτής- να αναπληρώσει
συνάδελφό του, ο οποίος έχει την αρµοδιότητα να ενεργεί διαχειριστικές πράξεις. Με
την ανάµειξή του αυτή καθίσταται de facto υπόλογος93. Ιδιαίτερα χαρακτηριστικό
είναι το παράδειγµα του στρατιώτη που αναλαµβάνει τη διαχείριση του δηµόσιου
χρήµατος και υλικού, όταν ο αξιωµατικός, που είναι ο νόµιµος διαχειριστής και
υπόλογος, σκοτώνεται στο πεδίο της µάχης94.
Πολλά παραδείγµατα de facto υπολόγων µπορούµε να αντλήσουµε από τη
νοµολογία του Ελεγκτικού Συνεδρίου. Έτσι, την ιδιότητα του de facto υπόλογου
κρίθηκε ότι απέκτησαν:
α. Υπάλληλος που ορίστηκε µε προφορική εντολή ως βοηθός υπολόγου, λόγω φόρτου
εργασίας του τελευταίου και προέβη σε πράξεις διαχείρισης95.
β. Λογιστής ΝΠ∆∆ που εξουσιοδοτήθηκε από τον υπόλογο του χρηµατικού
εντάλµατος προπληρωµής σε είσπραξη χρηµάτων από την Τράπεζα και προέβη σε
αποκλειστική διαχείρισή τους96 .
γ. ∆ιευθυντής τοπικού υποκαταστήµατος του ΙΚΑ, που ενήργησε συµφωνία
συνεργασίας µε κάποιο τραπεζικό ίδρυµα, ενώ δεν είχε τέτοια αρµοδιότητα97.

92
Ελ. Συν. Ολοµ. Αποφάσεις 874/1988, 1084, 1244/1997, Κλιµ.Β Πρακτικά 9ης Συν. της 1ης Ιουλίου
2013.
93
Κοκκίδου Αλ., Ο δηµόσιος υπόλογος και η ευθύνη του από πράξη ή παράλειψη κατά την εκτέλεση
των καθηκόντων του, ο.π., σελ. 290
94
Μπάρµπας Ν., Στοιχεία ∆ηµοσιονοµικού ∆ικαίου, ε' έκδος, εκδ. Σάκκουλα, Αθήνα – Θεσσαλονίκη,
2014, σελ.128. Σχετικό και το παράδειγµα σε Κόρσο ∆, ∆ηµοσιονοµικόν ∆ίκαιον, εκδ.
Αντ.Ν.Σάκκουλα, Αθήνα – Κοµοτηνή, 1980, σελ.91: «εις τινά κωµόπολιν κατεστράφη εκ σεισµού ή
από φωτιάν το κτίριον ∆ηµοσίου Ταµείου, συνεπεία του οποίου διεσκορπίσθησαν χρήµατα ή άλλαι
αξίαι (χαρτόσηµον κλπ). Και υποθέσωµεν ακόµη ότι ο πρόεδρος της κοινότητας, ενόψει της
απροσµαχήτου αυτής από θεού βίας, ανέλαβεν εξ ιδίας πρωτοβουλίας, την περισυλλογήν αυτών,
προέβη δ’ ενδεχοµένως και εις ωρισµένας δαπάνας. Εν τοιάτυτη περιπτώσει ο πρόεδρος της
κοινότητας, συνεπεία της αυτοβούλου αυτής ενέργειας του, κατέστη αφανής ή de facto υπόλογος. Και
υποχρεούται να λογοδοτήσει επί της υπ’ αυτού γενοµένης διαχειρίσεως των δηµοσίων χρηµάτων.
Ωσάν να ήτο υπόλογος εκ του νόµου».
95
Ελ.Συν. Τµ.1 Απόφαση 1219/2004.
96
Ελ.Συν.Ολοµ. Απόφαση 1396/2000.
97
Ελ.Συν. Ολοµ.Τµ.IV Απόφαση 2147/2005.
19

δ. Ιερέας που ασκούσε στην πράξη τα καθήκοντα του ταµία - διαχειριστή


εκκλησιαστικού µουσείου, ενώ δεν του είχαν ανατεθεί νοµίµως98.
ε. Ο οικονοµικός διαχειριστής και η ταµίας της θυρίδας διαβατηρίων σε Προξενικό
Γραφείο, που τους είχε ανατεθεί προφορικά η διαχείριση του προξενικού ενσήµου99.
στ. Μέλος ∆ηµοτικού Συµβουλίου στο οποίο ανατέθηκε, µε µη νόµιµη απόφαση
∆ηµάρχου, η εξουσιοδότηση υπογραφής εγγράφων και προέβη στην έκδοση
χρηµατικών ενταλµάτων100.
ζ. Οδηγός στρατιωτικού φορτηγού οχήµατος, που κατά κατάχρηση των καθηκόντων
που του είχαν ανατεθεί µε την ιδιότητά του και κατά παράβαση της διαταγής πορείας
που του είχε δοθεί, φόρτωσε το όχηµα µε υλικό που είχε αναληφθεί παράνοµα από τις
στρατιωτικές αποθήκες, το οποίο στη συνέχεια µετέφερε, όχι σε κάποια στρατιωτική
µονάδα, αλλά στις αποθήκες ιδιώτη εµπόρου, για να πωληθεί101.
Πάντως, στο σηµείο αυτό, πρέπει να σηµειωθεί ότι σε περίπτωση µη νόµιµης
υποκατάστασης του νόµιµου υπολόγου από de facto υπόλογο, δεν αίρεται η ευθύνη
του νόµιµου υπολόγου102. Αναλυτικότερα, εάν ο de jure υπόλογος αναθέσει σε άλλο
πρόσωπο τη διαχείριση, µετά από έγκριση του διατάκτη και σύµφωνα µε όσα
ορίζονται κάθε φορά από τη νοµοθεσία που διέπει την κάθε διαχείριση, τότε ο de jure
υπόλογος ευθύνεται µέχρι το σηµείο που σταµάτησε τη διενέργεια πράξεων
διαχείρισης και το πρόσωπο στο οποίο ανέθεσε τη διαχείριση, ευθύνεται για τις
πράξεις διαχείρισης που ενεργεί το ίδιο. Εάν, όµως, η ανάθεση της διαχείρισης δεν
έγινε νόµιµα (δηλαδή έγινε χωρίς την έγκριση του διατάκτη), τότε ο de jure υπόλογος
δεν απαλλάσσεται της ευθύνης του, η οποία συντρέχει παράλληλα µε την ευθύνη του
δεύτερου προσώπου, που καθίσταται de facto υπόλογος103.

98
Ελ.Συν.Τµ.IV Αποφάσεις 1362, 1363/2006.
99
Ελ.Συν.Τµ.1 Απόφαση 489/2004. Ο ∆ιευθυντής του Προξενικού Γραφείου υπείχε θέση τυπικού
µόνο υπόλογου.
100
Ελ.Συν.Τµ. IV Απόφαση 404/2005.
101
Ελ.Συν.Ολοµ. Απόφαση 1234/2006.
102
Ελ.Συν.Ολοµ. Αποφάσεις 1913/1992, 471/2010.
103
Βλ. σχετικά και ΓνΝΣΚ 278/2004.
20

2. Βάσει του αντικειµένου της υπηρεσίας τους


Στο ∆ηµόσιο Λογιστικό104 και στον Κώδικα του Ελεγκτικού Συνεδρίου105
αναφέρονται οι κυριότερες106 διακρίσεις των δηµοσίων υπολόγων, βάσει του
αντικειµένου της υπηρεσίας τους σε:
α. Υπολόγους χρηµατικών ενταλµάτων προπληρωµής107 και προσωρινών108.
Συγκεκριµένα, υπόλογος χρηµατικού εντάλµατος προπληρωµής θεωρείται i) ο
υπάλληλος που ορίστηκε ονοµαστικά µε την οικεία απόφαση του αρµόδιου για την
έκδοση του χ.ε.π διατάκτη και επ’ ονόµατι του οποίου εκδόθηκε το χ.ε.π., ii) ο
υπάλληλος, στον οποίο ο ορισθείς ως υπόλογος ανέθεσε, ύστερα από σχετική έγκριση
του διατάκτη, ολόκληρη ή µέρος της διαχειρίσεως, κατά το µέρος που του ανατέθηκε,
iii) ο υπάλληλος στον οποίο ο ορισθείς υπόλογος ανέθεσε χωρίς σχετική έγκριση του
διατάκτη ολόκληρη ή µέρος της διαχείρισης του εκδοθέντος χ.ε.π. και ο
διαχειριζόµενος στην πράξη χωρίς καµία εξουσιοδότηση χρήµατα, αξίες ή υλικό που
ανήκει στο ∆ηµόσιο109.
β. ∆ιαχειριστές πάγιων προκαταβολών110.

104
Άρθρο 150 παρ.2 του Ν.4270/2014, άρθρο 44 παρ.2 του Ν.4129/2013. Όµοιο και το προϊσχύον
άρθρο 54 παρ.2 του Ν.2362/1995.
105
Άρθρο 44 παρ.2 του Ν.4129/2013.
106
Αιτιολογική Έκθεση Ν.4270/2014, αιτιολογική έκθεση Ν.2362/1995.
107
Χρηµατικό ένταλµα προπληρωµής (Χ.Ε.Π.) είναι το χρηµατικό ένταλµα µε το οποίο
προκαταβάλλεται χρηµατικό ποσό σε οριζόµενο υπόλογο, ο οποίος αποδίδει λογαριασµό σε τακτή
προθεσµία µε την υποβολή των νόµιµων δικαιολογητικών. Η έκδοση Χ.Ε.Π., επιτρέπεται για
πραγµατοποίηση δαπανών, που λόγω της φύσεώς τους ή λόγω επείγουσας υπηρεσιακής ανάγκης, είναι
δυσχερής η τήρηση των διατυπώσεων που προβλέπονται από τις ισχύουσες διατάξεις για τη
δικαιολόγησή τους, καθώς και µικροδαπανών, χωρίς αιτιολόγηση, µέχρι του ύψους των επτά χιλιάδων
(7.000) ευρώ κατά Κ.Α.Ε., ετησίως. Τα θέµατα των Χ.Ε.Π. και των προσωρινών ενταλµάτων
πληρωµής ρυθµίζονται στο υποκεφάλαιο 7 (άρθρα 100 – 107) του Ν.4270/2014. Ειδική κατηγορία
αποτελούν τα Χ.Ε.Π. δηµοσίων επενδύσεων που ρυθµίζονται στο άρθρο 104 του Ν.4270/2014. Για
τους υπολόγους προπληρωµής των ∆ήµων σχετικές είναι οι διατάξεις του άρθρου 172 παρ.1 του
Ν.3463/2006 (ΦΕΚ τ.Α 114/2006) και των άρθρων 32-34 του Β.∆. 17.5/15.6.1959 (ΦΕΚ 114/59
τεύχος Α').
108
Προσωρινό χρηµατικό ένταλµα είναι το χρηµατικό ένταλµα που εκδίδεται από τον αρµόδιο
Υπουργό για επιτακτικές και επείγουσες δαπάνες του κράτους, που δεν προβλέπονται από το νόµο ή
για τις οποίες δεν υπάρχει πίστωση στον προϋπολογισµό. Τα θέµατα των Χ.Ε.Π. και των προσωρινών
ενταλµάτων πληρωµής ρυθµίζονται στο υποκεφάλαιο 7 (άρθρα 100 – 107) του Ν.4270/2014. Ειδική
κατηγορία αποτελούν τα Χ.Ε.Π. δηµοσίων επενδύσεων που ρυθµίζονται στο άρθρο 104 του
Ν.4270/2014. Για τους υπολόγους προπληρωµής των ∆ήµων σχετικές είναι οι διατάξεις του άρθρου
172 παρ.1 του Ν.3463/2006 (ΦΕΚ τ.Α 114/2006) και των άρθρων 32-34 του Β.∆. 17.5/15.6.1959
(ΦΕΚ 114/59 τεύχος Α').
109
Ελ.Συν.Ολοµ. Απόφαση 1912/1992.
110
Πάγιες προκαταβολές χρηµατικού είναι ποσά που τίθενται στη διάθεση δηµοσίων υπηρεσιών µε
χρηµατικά εντάλµατα, που εκδίδονται από το Γενικό Λογιστήριο του Κράτους υπό ίδιο λογαριασµό
21

γ. Εφοριακούς και τελωνειακούς υπολόγους.


δ. Ειδικούς ταµίες111.
ε. Υπολόγους Ν.Π.∆.∆. και Ο.Τ.Α..
στ. ∆ιαχειριστές έργων του προγράµµατος δηµοσίων επενδύσεων112.
Το άρθρο 54 του Ν.2362/1995 στην αρχική του µορφή περιελάµβανε στις
κατηγορίες αυτές και τους «Υπολόγους ∆ηµοσίων Οργανισµών Κοινής Ωφελείας και
Ν.Π.Ι.∆., που επιχορηγούνται από τον Κρατικό Προϋπολογισµό». Η περίπτωση αυτή
καταργήθηκε από της ισχύος της µε την παρ.26 άρθρου 20 Ν.2459/1997113 , στην
αιτιολογική έκθεση του οποίου δεν γίνεται καµία αναφορά στους λόγους κατάργησής
της. Αξίζει, όµως, να σηµειωθεί ότι η διάταξη αυτή εκδόθηκε πριν την αναθεώρηση
του Συντάγµατος, όταν στο άρθρο 98 παρ.1 δ του Συντάγµατος δεν περιλαµβάνονταν
στις αρµοδιότητες του Ελεγκτικού Συνεδρίου ο έλεγχος των υπολόγων των ΝΠΙ∆,
συνεπώς η διάταξη του Ν.2362/1995 που ενέτασσε και αυτούς στην έννοια του
υπολόγου είχε ιδιαίτερη σηµασία114. Ωστόσο, µετά την αναθεώρηση του
Συντάγµατος, όπως είδαµε ανωτέρω, δεν τίθεται πια ζήτηµα ελέγχου ή µη των

της δηµόσιας ληψοδοσίας, στο όνοµα υπολόγων διαχειριστών που ορίζονται µε απόφαση του αρµόδιου
Υπουργού. Για την άµεση αντιµετώπιση δαπανών, η πληρωµή των οποίων λόγω της φύσης τους δεν
µπορεί να αναβληθεί µέχρι την ολοκλήρωση της διαδικασίας δικαιολόγησης αυτών, επιτρέπεται η
σύσταση στις δηµόσιες υπηρεσίες, πολιτικές και στρατιωτικές, πάγιων προκαταβολών χρηµατικού µε
προεδρικό διάταγµα, που εκδίδεται µε πρόταση του αρµόδιου Υπουργού και του Υπουργού
Οικονοµικών, µε αιτιολογηµένη εισήγηση της αρµόδιας Υ.∆.Ε. Τα θέµατα των πάγιων προκαταβολών
ρυθµίζονται στο υποκεφάλαιο 8 (άρθρα 108-115) του Ν.4270/2014. Στους Ο.Τ.Α. τα θέµατα της
πάγιας προκαταβολής ρυθµίζονται στο άρθρο 173 του Ν.3463/06 (ΦΕΚ τ.Α 114/2006) και στα άρθρα
35 και 37 του Β.∆. 17-5/15.6.1959 (ΦΕΚ 114/59 τεύχος Α').
111
Ειδικοί ταµίες είναι οι δηµόσιοι υπόλογοι οι εντεταλµένοι την είσπραξη ειδικών εσόδων δηµόσιων
υπηρεσιών ή και πληρωµή δαπανών από τα έσοδα αυτά και εφόσον δεν λειτουργεί ιδιαίτερη Ταµειακή
Υπηρεσία. (άρθρο 87 του Ν.4270/2014) π.χ. Τράπεζες και ΕΛΤΑ για εισπράξεις δηµοσίων εσόδων
(Ελ.Συν.Ολοµ. Απόφαση 905/1991).
112
Οι πληρωµές έργων του Προγράµµατος ∆ηµοσίων Επενδύσεων της Κεντρικής ∆ιοίκησης, δύναται
να µην πραγµατοποιούνται από τις αρµόδιες οικονοµικές υπηρεσίες. Στις περιπτώσεις αυτές µε
απόφαση του οικείου διατάκτη ή του αρµοδίως εξουσιοδοτηµένου από αυτόν οργάνου, ορίζονται
φυσικά πρόσωπα ως διαχειριστές έργων του Προγράµµατος ∆ηµοσίων Επενδύσεων (υπόλογοι) είτε
µόνιµοι κρατικοί υπάλληλοι ή υπάλληλοι της περιφέρειας ή υπάλληλοι ιδιωτικού δικαίου αορίστου
χρόνου, οι οποίοι πραγµατοποιούν τις πληρωµές βάσει οριστικών και πλήρων δικαιολογητικών και στη
συνέχεια αποστέλλουν µε ευθύνη τους τα πλήρη δικαιολογητικά στις αρµόδιες Υ∆Ε ή στο ειδικό
λογιστήριο του Υπουργείου Εθνικής Άµυνας για έλεγχο και εκκαθάριση της δαπάνης, ώστε να
εκδοθούν συµψηφιστικά χρηµατικά εντάλµατα µε τα οποία εµφανίζονται οι δαπάνες στον Κρατικό
Προϋπολογισµό. Οι υπόλογοι - διαχειριστές των έργων του Π∆Ε ευθύνονται κατά τις διατάξεις του
άρθρου 152 περί δηµοσίων υπολόγων. (άρθρο 79 παρ.3ε του Ν.4270/2014).
113
Ν.2459/1997 «Κατάργηση φορολογικών απαλλαγών και άλλες διατάξεις» - ΦΕΚ τ.Α 17/1997.
114
Κοκκίδου Αλ., Ο δηµόσιος υπόλογος και η ευθύνη του από πράξη ή παράλειψη κατά την εκτέλεση
των καθηκόντων του, ο.π., σελ. 291.
22

υπολόγων των ΝΠΙ∆. οπότε και η κατάργηση της ανωτέρω διάταξης είναι πια άνευ
σηµασίας.

3. Βάσει του οργάνου λογοδοσίας


Μια τρίτη διάκριση µπορεί να αποτελέσει η διάκριση των υπολόγων, βάσει του
οργάνου στο οποίο λογοδοτούν115, σε:
α. Κύριους ή βασικούς υπολόγους, οι οποίοι λογοδοτούν απευθείας στο Ελεγκτικό
Συνέδριο. Παραδείγµατα116 κύριων υπολόγων αποτελούν οι προϊστάµενοι των
τµηµάτων εσόδων και εξόδων των δηµόσιων ταµείων, οι διαχειριστές των δηµόσιων
ταµείων, οι διαχειριστές ενταλµάτων προπληρωµής και προσωρινών χρηµατικών
ενταλµάτων.
β. ∆ευτερεύοντες υπολόγους, οι οποίοι λογοδοτούν έµµεσα στο Ελεγκτικό Συνέδριο,
δηλαδή λογοδοτούν στον κύριο υπόλογο, ο οποίος στη συνέχεια λογοδοτεί στο
Ελεγκτικό Συνέδριο. Η οριστική απαλλαγή των δευτερευόντων υπολόγων επέρχεται
µε την απαλλαγή των κύριων υπολόγων117. Παραδείγµατα118 δευτερευόντων
υπολόγων, αποτελούν οι βοηθοί διαχειριστές των δηµόσιων ταµείων και τα
εισπρακτορικά όργανα των δηµόσιων ταµείων.

IV. ∆ιάκριση από άλλες έννοιες


1. Ο διατάκτης
Τόσο ο διατάκτης, όσο και ο δηµόσιος υπόλογος αποτελούν φορείς εκτέλεσης του
προϋπολογισµού, ωστόσο διακρίνονται µεταξύ τους, σε σηµείο µάλιστα να
υφίστανται ασυµβίβαστο µεταξύ των δυο ιδιοτήτων.
Ειδικότερα, σύµφωνα µε το άρθρο 65 παρ.1 του Ν.4270/2014, διατάκτης είναι
ο Υπουργός ή το προβλεπόµενο από την κείµενη νοµοθεσία ή τις οργανικές διατάξεις
όργανο κάθε φορέα της Γενικής Κυβέρνησης ή οποιοδήποτε άλλο εξουσιοδοτηµένο
από αυτούς όργανο, που είναι υπεύθυνο για τη διαχείριση του προϋπολογισµού του
φορέα του, αναλαµβάνει υποχρεώσεις σε βάρος των πιστώσεων του προϋπολογισµού

115
Γκούζης Αθ., ∆ηµόσιο Λογιστικό, Εκδόσεις Σάκκουλα, Θεσσαλονίκη 1991, σελ. 225.
116
Γκούζης Αθ., ∆ηµόσιο Λογιστικό, ο.π., σελ. 225, Μηλιώνης Ν., Το Ελεγκτικό Συνέδριο –
Σύγχρονες τάσεις και εξελίξεις, ο.π., σελ. 247.
117
Κάρτσωνας Γ., ∆ηµόσιο Λογιστικό, εκδ. Αφοί Π. Σάκκουλα, Αθήνα 1992, σελ. 49.
118
Γκούζη Αθ., ∆ηµόσιο Λογιστικό, Εκδόσεις Σάκκουλα, Θεσσαλονίκη 1991, σελ. 225, Μηλιώνης Ν.,
Το Ελεγκτικό Συνέδριο – Σύγχρονες τάσεις και εξελίξεις, ο.π., σελ. 247.
23

αυτού και προσδιορίζει τις απαιτήσεις σε βάρος του. ∆ηλαδή, διατάκτης θεωρείται
αυτός που αναλαµβάνει υποχρεώσεις σε βάρος των πιστώσεων του προϋπολογισµού
του φορέα του (∆ηµοσίου, ο.τ.α., νπδδ κλπ) και διατάσσει την πληρωµή των δαπανών
του119.
Οι διατάκτες διακρίνονται από το δηµόσιο λογιστικό επίσης σε κύριους και
δευτερεύοντες. Κύριος διατάκτης είναι ο διατάκτης που αναλαµβάνει υποχρεώσεις σε
βάρος των πιστώσεων, οι οποίες τίθενται στη διάθεσή του απευθείας από τον
προϋπολογισµό του φορέα του, ενώ δευτερεύων διατάκτης είναι ο διατάκτης που
αναλαµβάνει υποχρεώσεις σε βάρος πιστώσεων, οι οποίες τίθενται στη διάθεσή του
κατ' εντολή του κύριου διατάκτη120. Κύριους διατάκτες αποτελούν για παράδειγµα οι
Υπουργοί, οι Γενικοί Γραµµατείς της Περιφέρειας και οι ∆ήµαρχοι, ενώ
δευτερεύοντες διατάκτες είναι συνήθως οι προϊστάµενοι διεύθυνσης ή τµηµάτων που
τους µεταβιβάζονται πιστώσεις από τους κύριους διατάκτες προκειµένου να γίνεται
απλούστερη η εκτέλεση του προϋπολογισµού121.
Στα Ν.Π.∆.∆. κύριος διατάκτης είναι το ∆ιοικητικό Συµβούλιο τους, ενώ σε
περιπτώσεις αποκεντρωµένων Ν.Π.∆.∆, όπως το ΙΚΑ, τα ∆ιοικητικά Συµβούλια τους
µεταβιβάζουν πιστώσεις σε προϊσταµένους των υπηρεσιών, καθιστώντας αυτούς
δευτερεύοντες διατάκτες. Στα Α.Ε.Ι., διατάκτες είναι οι πρυτάνεις αυτών, ενώ στο
Υπουργείο Εθνικής Άµυνας κύριοι διατάκτες είναι εκτός από τον Υπουργό και τα
όργανα των ενόπλων δυνάµεων, που ορίζονται από τη νοµοθεσία122.
Η αρµοδιότητα αυτή του διατάκτη να διατάσσει τη διενέργεια µια δαπάνης
είναι φανερό ότι είναι δευτερεύουσα σε σχέση µε τα κύρια καθήκοντά του (π.χ.
Υπουργός), σε αντιδιαστολή µε την περίπτωση του δηµόσιου υπόλογου, που η
διαχείριση του δηµοσίου χρήµατος είναι συνήθως123, η κύρια αρµοδιότητά του (π.χ.
ταµίας)124.
Η βασική διαφορά µεταξύ διατάκτη και υπολόγου εντοπίζεται στο ότι ο
διατάκτης δίνει την εντολή για την εκτέλεση µιας δαπάνης, ενώ ο δηµόσιος υπόλογος
είναι αυτός που εκτελεί την εντολή αυτή και καταβάλλει τη δαπάνη.

119
Ελ.Συν.Τµ.IV Αποφάσεις 1693/2007, 1821/2008.
120
Άρθρο 65 παρ.1 του Ν.4270/2014.
121
Γκούζης Αθ., ∆ηµόσιο Λογιστικό, ο.π., σελ. 110.
122
Μπάρµπας Ν., Στοιχεία ∆ηµοσιονοµικού ∆ικαίου, ο.π., σελ.126.
123
Στην περίπτωση των de facto υπολόγων η διάκριση αυτή δεν ισχύει.
124
Μπάρµπας Ν., Στοιχεία ∆ηµοσιονοµικού ∆ικαίου, ο.π., σελ.125.
24

Στο ∆ηµόσιο Λογιστικό125 θεσπίζεται ρητό ασυµβίβαστο µεταξύ των δυο


αυτών ιδιοτήτων126: τα καθήκοντα του διατάκτη είναι ασυµβίβαστα µε τα καθήκοντα
του δηµόσιου υπόλογου, δηλαδή δεν πρέπει να συγκεντρώνονται σε ένα πρόσωπο οι
δυο αυτές ιδιότητες. Ο κανόνας αυτός του ασυµβιβάστου προέρχεται από το γαλλικό
δίκαιο και στόχος του ήταν να διαφυλαχθεί η χρηστή διαχείριση του δηµοσίου
χρήµατος127. Ο στόχος αυτός επιτυγχάνεται µέσω του ελέγχου που ασκεί το ένα
όργανο στο άλλο, δηλαδή ο διατάκτης ελέγχει τη διαχείριση του δηµοσίου υπολόγου
και ο υπόλογος ελέγχει τη νοµιµότητα και την κανονικότητα της δαπάνης, που του
δόθηκε η εντολή να εκτελέσει128. Παράλληλα, βέβαια ο διαχωρισµός αυτός κρίνεται
ούτως ή άλλως αναγκαίος και τεχνικά, καθώς, λόγω φόρτου εργασίας, ο δηµόσιος
υπόλογος δεν θα µπορούσε να έχει επιπρόσθετες αρµοδιότητες129.
Αν παρ’ όλα αυτά ο διατάκτης αναµιχθεί στα καθήκοντα του τελευταίου,
ευθύνεται ως δηµόσιος υπόλογος130.
Στο κατά τα ανωτέρω ασυµβίβαστο µεταξύ των δυο ιδιοτήτων µπορεί να
υπάρξουν εξαιρέσεις, εφόσον αυτό προβλέπεται από ειδική διάταξη νόµου131. Έτσι,
για τα µέλη της διοικητικής επιτροπής Επιµελητηρίου κρίθηκε ότι έχουν και την
ιδιότητα του υπολόγου και του διατάκτη, χωρίς να συντρέχει ασυµβίβαστο των
καθηκόντων τους, αφού αυτό προβλέπεται από τις διατάξεις, που διέπουν το
Επιµελητήριο.
Ίσως η πιο γνωστή περίπτωση συνύπαρξης στο ίδιο πρόσωπο των ιδιοτήτων
του υπολόγου και του διατάκτη είναι η περίπτωση του ∆ηµάρχου και του Προέδρου
της Κοινότητας, ο οποίος, όµως, πλέον δεν υφίσταται ως όργανο. Κρίθηκε132 λοιπόν
σχετικά µε το ∆ήµαρχο ότι κατ’ αρχήν αποτελεί το διατάκτη του ∆ήµου, καθώς
«εντέλλεται», µε την επιµέλεια της αρµόδιας υπηρεσίας, την εκτέλεση των δαπανών
ή εισηγείται την έγκριση αυτής από το δηµοτικό συµβούλιο, αν πρόκειται για θέµα
125
Άρθρο 65 παρ.3 του Ν.4270/2014.
126
Ασυµβίβαστο θεσπίζεται και µεταξύ του διατάκτη και του προϊσταµένου οικονοµικών υπηρεσιών
(άρθρο 65 παρ.2 του Ν.4270/2014).
127
Κόρσος ∆, ∆ηµοσιονοµικόν ∆ίκαιον, ο.π., σελ.92.
128
Μπάρµπας Ν., Στοιχεία ∆ηµοσιονοµικού ∆ικαίου, ο.π., σελ.131.
129
Μπάρµπας Ν., Στοιχεία ∆ηµοσιονοµικού ∆ικαίου, ο.π., σελ.131.
130
Άρθρο 65 παρ.3 του Ν.4270/2014.
131
Ελ.Συν.Ολοµ. Απόφαση 1492/2000.
132
Ελ.Συν.Ολοµ. Πρακτικά της 27ης Γεν.Συν. της 23.10.2002, Απόφαση 1/2007, Τµ.IV Απόφαση
1430/2003, Ελ.Συν.Ολοµ. 1461/2006, Εφηµ∆∆5/2006, σελ.603 µε σχόλιο Μπάλτα Ε., Σαββαΐδου Κ.,
Οικονοµική διοίκηση και διαχείριση των οργανισµών τοπικής αυτοδιοίκησης, εκδ. Νοµική
Βιβλιοθήκη, Αθήνα, 2009, σελ. 411.
25

που υπάγεται στην αρµοδιότητα των τελευταίων. Στη συνέχεια, όµως, προβαίνει και
στην εκκαθάριση της δαπάνης, εκδίδοντας, αφού προηγουµένως ελέγξει τη
νοµιµότητά της, το σχετικό ένταλµα πληρωµής, το οποίο αποστέλλει στο αρµόδιο
ταµείο για την ενέργεια της πληρωµής. Συνεπώς, ο ∆ήµαρχος ενεργεί πράξεις
διαχειρίσεως της περιουσίας και των λογαριασµών του δήµου και για το λόγο αυτό,
ευθύνεται, ως υπόλογος. Η ιδιότητα δε αυτού ως διατάκτη συντρέχει µε την ανωτέρω
ιδιότητά του ως υπολόγου και δεν είναι ασύµβατη µε αυτή. Τα ίδια ισχύουν και για τα
µέλη του δηµοτικού συµβουλίου και της οικονοµικής επιτροπής133.
Στο σηµείο αυτό, αξίζει να σηµειωθεί ότι σύµφωνα µε τις διατάξεις των
άρθρων 86 παρ.5 του Ν.3463/2006134 και 58 παρ.5 του Ν. 3852/2010135, καθώς και το
άρθρο 114 παρ.4 του προϊσχύοντος Π∆ 410/1995136 (όπως αντικαταστάθηκε από την
παρ.4 του άρθρου 29 του Ν.3202/2003), «ο δήµαρχος δεν θεωρείται υπόλογος κατά
την έννοια του άρθρου 25 του Π.∆. 774/1980 (ΦΕΚ189 Α΄), όπως ισχύει, [ήδη άρθρο
44 του Ν. 4129/2013] και σε βάρος του επιτρέπεται καταλογισµός µόνο για δόλο ή
βαριά αµέλεια.». Ωστόσο, η διάταξη αυτή δεν γίνεται δεκτή από το Ελεγκτικό
Συνέδριο, το οποίο, όπως είδαµε, δέχεται παγίως ότι ο δήµαρχος, όταν ενεργεί
πράξεις διαχειρίσεως των λογαριασµών του δήµου ευθύνεται ως υπόλογος και για
ελαφρά αµέλεια, για κάθε διαπιστούµενο διαχειριστικό έλλειµµα, το οποίο και
καταλογίζεται σε βάρος του από το αρµόδιο όργανο137, ενώ κρίνει ότι το θέµα της
ευθύνης του δηµάρχου, σύµφωνα µε τις διατάξεις των άρθρων 86 παρ. 5 του ν.
Ν.3463/2006 και 58 παρ. 5 του Ν. 3852/2010 είναι διαφορετικό, «καθόσον οι
διατάξεις αυτές που απαλλάσσουν το δήµαρχο σε περιπτώσεις ελαφράς αµέλειας,
αναφέρονται στα θέµατα της ευθύνης του ως διατάκτη και όχι ως υπολόγου»138.
Τέλος, ο διατάκτης καθίσταται υπόλογος και στην περίπτωση που µε διαταγή
του πληρωθεί δαπάνη για την πληρωµή της οποίας εξέφρασε τις αντιρρήσεις του ο

133
Ελ.Συν.Τµ.VII Απόφαση 2219/2006.
134
Ν.3463/2006 «∆ηµοτικός & Κοινοτικός Κώδικας» - ΦΕΚ. τ.Α 114/2006.
135
Ν.3852/2010 «Νέα Αρχιτεκτονική της Αυτοδιοίκησης και της Αποκεντρωµένης ∆ιοίκησης -
Πρόγραµµα Καλλικράτης.» - ΦΕΚ τ.Α 87/2010.
136
Π∆ 410/199 «Κωδικοποίηση σε ενιαίο κείµενο νόµου, µε τίτλο "∆ηµοτικός και Κοινοτικός
Κώδικας" των ισχυουσών διατάξεων του ∆ηµοτικού και Κοινοτικού Κώδικα όπως τροποποιήθηκαν
και συµπληρώθηκαν» - ΦΕΚ τ.Α 231/1995.
137
Ελ.Συν.Ολοµ. Πρακτικά της 27ης Γεν.Συν. της 23.10.2002, Αποφάσεις 1718/2010, 452, 453/2008,
1/2007, 1461, 1604, 2835/2006, Τµ.VII Αποφάσεις 1787, 3065/2011.
138
Ελ.Συν.Κλιµ.Β Πράξη 198/2013
26

ταµίας, ο οποίος απαλλάσσεται139. Στους ∆ήµους, στην περίπτωση εξόφλησης


εντάλµατος πληρωµής µε εντολή του ∆ηµάρχου, ασκείται ειδικός κατά
προτεραιότητα κατασταλτικός έλεγχος140 της νοµιµότητας της δαπάνης από τον
Επίτροπο του Ελεγκτικού Συνεδρίου141.

2. Τα συνευθυνόµενα πρόσωπα
Παρά τις αναφορές νοµοθετικών διατάξεων142 σε συνευθυνόµενα πρόσωπα, η έννοια
τους δεν ορίζεται ρητά στη νοµοθεσία. Για το λόγο αυτό, το περιεχόµενό της
καθορίστηκε, ουσιαστικά, από τη νοµολογία του Ελεγκτικού Συνεδρίου143:
Συνευθυνόµενος είναι αυτός ο οποίος, χωρίς να είναι ή να θεωρείται από το νόµο
δηµόσιος υπόλογος ή να άσκησε εν τοις πράγµασι (de facto) έργο υπολόγου,
αναµειγνύεται µε οποιονδήποτε τρόπο στη διαχειριστική διαδικασία, η ανάµειξη δε
αυτή επενεργεί αποφασιστικά στην εκταµίευση του δηµοσίου χρήµατος και επηρεάζει
την οµαλή διεξαγωγή της διαχείρισης, µε την έννοια ότι χωρίς αυτή (την ανάµειξη)
δεν µπορεί να αρχίσει και να περατωθεί η διαχειριστική διαδικασία και να προκληθεί
το διαπιστούµενο στην οικεία διαχείριση έλλειµµα.
Η κατά τα ανωτέρω ανάµειξη συντρέχει, ιδίως, σε περιπτώσεις κατά τις οποίες
η ανατεθειµένη από το νόµο ή η κατά φαινόµενον υπάρχουσα διοικητική
αρµοδιότητα του εκάστοτε ενεργούντος υπαλλήλου, ακόµα και όταν αυτή ασκείται
επ' ευκαιρία ή κατά κατάχρηση των καθηκόντων, που από το νόµο του έχουν
ανατεθεί, επενεργεί αποφασιστικά στην εκταµίευση του δηµοσίου χρήµατος, διότι
στοχεύει άµεσα ή έµµεσα σε αυτήν την ίδια την εκταµίευση144.

139
Άρθρο 93 παρ.3 του Ν.4270/2014.
140
Μπάλτα Ε., Ζητήµατα δηµοσιονοµικού ελέγχου των ΟΤΑ, Σχόλιο στην Ελ.Συν.Ολοµ. 3237/2011,
Εφηµ∆∆ 2/2012, σελ.174
141
Άρθρο 175 παρ.3 του Ν.3463/2006.
142
Στο άρθρο 12 παρ.1 του Ν.∆. 1264/1942 , όπου προβλέπεται ότι οι Οικονοµικοί Επιθεωρητές
εφόσον διαπιστώσουν την ύπαρξη ελλείµµατος καταλογίζουν όχι µόνο τον υπόλογο, αλλά και τους
«τυχόν αλληλεγγύως µετ` αυτού συνευθυνόµενους». Σχετική αναφορά γίνεται και στην παρ.7 του
άρθρου 22 του Ν.4129/2013: «Τα ελλείµµατα, η πληρωµή αχρεωστήτως καταβληθέντων ποσών ή µη
νόµιµων δαπανών και η φθορά ή απώλεια τίτλων, απαιτήσεων και περιουσιακών στοιχείων
καταλογίζονται από τον αρµόδιο επίτροπο του παρόντος άρθρου σε βάρος των υπευθύνων, των
αχρεωστήτως λαβόντων και των τυχόν συνευθυνοµένων.».
143
Ελ.Συν.Ολοµ. Αποφάσεις 108/1977, 1192/1988, 867/1990, 1240/2014.
144
Ελ.Συν.Ολοµ. Απόφαση 2161/2006, Τµ.Ι Απόφαση 2082/2007.
27

Ο συνευθυνόµενος ευθύνεται αλληλεγγύως145 µε τον υπόλογο για την


αποκατάσταση του ελλείµµατος146, το οποίο καταλογίζεται σε βάρος όχι µόνο του
υπολόγου, αλλά και του συνευθυνόµενου147. Μπορεί µάλιστα να καταλογιστεί µόνο
σε βάρος του συνευθυνόµενου, χωρίς να πλήττεται η καταλογιστική απόφαση, εάν
δεν συντρέχει περίπτωση ευθύνης του υπολόγου148, γιατί από την παρέµβαση του
συνευθυνόµενου στη διαχειριστική διαδικασία µέχρι την εκταµίευση του χρήµατος
ακολούθησαν εκτελεστικές απλώς πράξεις149. Η αλληλέγγυος δε ευθύνη υπολόγου
και συνευθυνόµενου αφορά τόσο στο µέτρο της ευθύνης τους (νόθος αντικειµενική
ευθύνη για το διαπιστούµενο έλλειµµα) όσο και στην έκταση των υποχρεώσεών τους,
δηλαδή και στις προσαυξήσεις150.
Η ιδιότητα του συνευθυνόµενου είναι δυνατόν να συµπίπτει µε την ιδιότητα
του αχρεωστήτως λαβόντα, όταν σύµφωνα µε τις σχετικές διατάξεις, ο εισπράττων
είναι αυτός που µεριµνά για τη σύνταξη των νόµιµων δικαιολογητικών και την
υποβολή τους στην αρµόδια για εκταµίευση του ποσού υπηρεσία. Εάν, π.χ. για την
πληρωµή ενός αναδόχου απαιτείται να καταβάλει αυτός τα απαραίτητα
δικαιολογητικά στην αρµόδια υπηρεσία, ο ανάδοχος αναµειγνύεται άµεσα στη
διαχειριστική διαδικασία, µε συνέπεια εάν τα υποβληθέντα δικαιολογητικά είναι
άκυρα ή πλαστά, ο ανωτέρω ανάδοχος να φέρει την ιδιότητα του συνευθυνόµενου µε
τον υπόλογο για το έλλειµµα, που προκύπτει. Παράλληλα όµως, δεδοµένου ότι

145
Άρθρο 29 του Εισ.Ν.ΑΚ « Στις περιπτώσεις όπου στη νοµοθεσία που ισχύει ... απαντά ο όρος
συνενοχή ή αλληλέγγυος ενοχή, από την εισαγωγή του Αστικού Κώδικα νοείται ... η ενοχή εις
ολόκληρον ... » (Ελ.Συν.Ολοµ. Απόφαση 1456/2008).
146
Ελ. Συν Ολοµ. Αποφάσεις 2443, 2444/2007, 1240/2014.
147
Σύµφωνα µε παλαιότερες αποφάσεις της Ολοµέλειας του Ελ.Συν. (108/1977, 114/1978, 2/1979 σε
Σαρµά Ι., Κράτος και δικαιοσύνη 3, Το δηµόσιο χρήµα υπό έλεγχο, εκδ. Αντ. Σάκκουλα, Αθήνα –
Κοµοτηνή, 2003, σελ.186), που διατυπώθηκαν και ως απόψεις της µειοψηφίας σε νεότερες αποφάσεις
(Ελ.Συν. Τµ.V 1058, 1067/2001): «εάν κατά την διενέργεια επιθεωρήσεως διαπιστωθή εν τη
διαχειρήσει έλλειψις χρηµάτων και ύπαρξις εις ολόκληρον µετά του υπολόγου υποχρέου, αι
προϋποθέσεις ευθύνης του δευτέρου (εις ολόκληρον υποχρέου) θα κριθούν αυτοτελώς και
ανεξαρτήτως προς το είδος της ευθύνης του υπολόγου, ούτινος, καθά ελέχθη το πταίσµα τεκµαίρεται.
[…] Υπαρχούσης ευθύνη περισσοτέρων, οίτινες συνέπραξαν ή ενήργησαν διαδοχικάς πράξεις εις την
αυτήν διαχείρισιν, ούτοι, κατ’ άρθρον 926ΑΚ ευθύνονται εις ολόκληρον έκαστος. Εάν κατά την
κατ΄ουσία έρευναν εκάστης συγκεκριµένης περιπτώσεως αποδειχθή ότι η διαχειριστική ανωµαλία
προήλθεν αποκλειστικών δια πράξεως ενός (κλοπή, πλαστογραφία), τότε απαλλάσσονται κατ’ ουσίαν
οι λοιποί».
148
Ελ.Συν.Ολοµ. Αποφάσεις 1435/1995, 1039/1995, 750/1991, 867/1990, 976/2000, 1034/2011,
1240/2014, Τµ.1 1447/2000.
149
Ελ.Συν.Ολοµ.. Αποφάσεις 2443, 2444/2007, 1240/2014, Τµ.Ι Αποφάσεις 2082/2007, 1174/2009
150
Ελ.Συν.Ολοµ. Αποφάσεις 859/1990, 534/1991, 750/1991, 1053/1998, 1306/2001, 1456/2008 και
1034/2011.
28

εισέπραξε ο ίδιος τα χρήµατα αυτά, φέρει και την ιδιότητα του αχρεωστήτως
λαβόντα151.
Βάσει των ανωτέρω στοιχείων της έννοιας τους συνευθυνόµενου προσώπου,
γίνεται αντιληπτή και η διαφορά του από το de facto υπόλογο, η οποία έγκειται στο
ότι ο συνευθυνόµενος δεν διενεργεί πράξεις διαχείρισης, αντίθετα µε τον de facto
υπόλογο, όπως είδαµε παραπάνω.
Στη νοµολογία υπάρχουν πολλά παραδείγµατα συνευθυνόµενων προσώπων:
α. Υπάλληλος που πλαστογραφούσε υπουργικές αποφάσεις πρόσληψης υπαλλήλων,
βάσει των οποίων εκδόθηκαν οι τίτλοι πληρωµής τους152.
β. Υπάλληλος που συνέτασσε πλαστές µισθοδοτικές καταστάσεις153.
γ. Προϊστάµενος της ∆.Ο.Υ,. που ως υπεύθυνος για τη διαπίστωση της συνδροµής
των προϋποθέσεων επιστροφής Φ.Π.Α, λόγω ενδοκοινοτικών παραδόσεων αγαθών,
υπέγραψε τις σχετικές πράξεις επιστροφής, χωρίς να συντρέχουν οι προϋποθέσεις
επιστροφής, συντελώντας καθοριστικά στην εκταµίευση των ποσών αυτών154.
Οµοίως, συνευθυνόµενος κρίθηκε και ο υπάλληλος της ∆.Ο.Υ. που είχε την ευθύνη
προσωρινού ελέγχου, στον οποίο βασίσθηκε η επακολουθήσασα διαδικασία
εκδόσεως των αποφάσεων επιστροφής φόρου155.
δ. Προϊσταµένη ∆.Ο.Υ. που συνέτασσε και υπέβαλε στη ∆.Ο.Υ. ψευδείς δηλώσεις
φόρου εισοδήµατος ανύπαρκτων προσώπων, από τις οποίες προέκυπτε επιστροφή
φόρου την οποία εισέπραττε η ίδια, ο σύζυγός της και ο αδελφός της156.
ε. Τα µέλη επιτροπών απογραφής των ενόπλων δυνάµεων, καθώς συντελούν στην
πρόκληση ή την αύξηση ελλείµµατος στη διαχείριση εµπορευµάτων του
πρατηρίου.157
στ. Τα µέλη επιτροπών παραλαβής προµηθειών158 και έργων159 των ∆ήµων, όταν οι
βεβαιώσεις παραλαβής και καλής εκτέλεσης που υπογράφουν δεν ανταποκρίνονται

151
Ελ.Συν.Τµ.Ι Απόφαση 594/2006.
152
Ελ.Συν.Ολοµ. Απόφαση 750/1991.
153
Ελ.Συν.Ολοµ. Απόφαση 1456/2008.
154
Ελ.Συν.Ολοµ. Αποφάσεις 2443, 2444/2007 2082/2007, Τµ.Ι Αποφάσεις 902/2003, 511/2003,
1174/2009.
155
Ελ.Συν.Ολοµ. Απόφαση 1240/2014.
156
Ελ.Συν.Ολοµ. Απόφαση 2161/2006.
157
Ελ.Συν.Τµ.V Απόφαση 2215/1998.
158
Ελ.Συν.Ολοµ. Αποφάσεις 1573, 1616/2008.
159
Ελ.Συν.Ολοµ. Απόφαση 1808/2014.
29

στην πραγµατικότητα, αποτελώντας παράνοµα δικαιολογητικά του εντάλµατος


πληρωµής.

3. Οι αχρεωστήτως λαβόντες
Σύµφωνα µε την παρ.4 του άρθρου 152 του Ν.4270/2014160, µαζί µε τους δηµόσιους
υπολόγους καταλογίζονται και οι λαβόντες αχρεώστητη πληρωµή, δηλαδή τα
πρόσωπα, που τους καταβλήθηκε δηµόσιο χρήµα για την απόσβεση, έναντι αυτών
κρατικής υποχρέωσης, η οποία, όµως, κατά το χρόνο της καταβολής δεν υπήρχε, διότι
ουδέποτε γεννήθηκε ή µεταγενεστέρως (και προ της καταβολής) αποσβέσθηκε ή διότι
η καταβολή τελεί υπό αναβλητική αίρεση µη πληρωθείσα161.
Τα πρόσωπα αυτά, απλώς, λαµβάνουν την πληρωµή, χωρίς να διενεργούν
διαχειριστικές πράξεις και γι αυτό και διακρίνονται από τους δηµόσιους υπόλογους.
Καταλογίζονται, όµως, µε το ποσό που έλαβαν αχρεώστητα, προκειµένου να
τακτοποιηθεί το έλλειµµα, που δηµιουργήθηκε κατά τον έλεγχο δηµοσίου
λογαριασµού162.
Ωστόσο, ειδικά για τις περιπτώσεις που έχουν καταβληθεί αχρεώστητα
χρηµατικά ποσά από αποδοχές ή συντάξεις, έχει κριθεί ότι η αναζήτηση και
επιστροφή αυτών αντίκειται στις αρχές της εύρυθµης και χρηστής διοίκησης όταν
συντρέχουν σωρευτικά οι εξής προϋποθέσεις: α) κρίνεται, µετά από εκτίµηση των
συγκεκριµένων σε κάθε περίπτωση συνθηκών και της συµπεριφοράς των αρµόδιων
κρατικών αρχών ότι δηµιουργήθηκε σε εκείνον που εισέπραξε τα παραπάνω ποσά
σταθερή και δικαιολογηµένη πεποίθηση ότι ήταν δικαιούχος αυτών και συνεπώς
καλόπιστα τα εισέπραξε και β) προκύπτει από την εκτίµηση των στοιχείων της
προσωπικής, οικογενειακής και περιουσιακής κατάστασης του ανωτέρω ότι η
αναζήτηση µετά από την παρέλευση ικανού χρονικού διαστήµατος και η επιστροφή

160
Άρθρο 156 παρ.4 του Ν.4270/2013, πρώην άρθρο 33 του Ν.2362/1995: «Στις περιπτώσεις
πληρωµής µη νόµιµων δαπανών καταλογίζεται: α. στα υπηρεσιακά όργανα που από δόλο ή βαρεία
αµέλεια έχουν εκδώσει παράνοµες διοικητικές πράξεις ή έχουν συµπράξει στη µη τήρηση των νόµιµων
διαδικασιών πραγµατοποίησης της δαπάνης και β. στους λαβόντες, εφόσον υπέχουν ευθύνη για τη µη
τήρηση των ανωτέρω διαδικασιών. Στους λαβόντες καταλογίζεται και σε κάθε περίπτωση
αχρεώστητης πληρωµής». Αντίστοιχες και οι διατάξεις του άρθρο 96 του Ν.4270/2013, άρθρου 35
παρ.5 του Ν∆ 496/1974, του άρθρου 22 παρ.7 του Ν.4129/2013 και του άρθρου 46 παρ.4 του
Ν.4129/2013.
161
Ελ.Συν.Ολοµ. Πρακτικά 12ης Γεν.Συν. της 16.06.2010.
162
Ελ.Συν.Ολοµ. Πρακτικά 12ης Γεν.Συν. της 16.06.2010, Κλιµ.Β Πρακτικά 9ης Συν. της 1ης Ιουλίου
2013.
30

τους θα δηµιουργήσει σε αυτόν απρόβλεπτες οικονοµικές δυσχέρειες µε άµεση


δυσµενή επίδραση στα µέσα διαβίωσης του ιδίου και της οικογένειάς του163. Η
συνδροµή των ανωτέρω προϋποθέσεων απαλλαγής, κρίνεται µετά από προσφυγή του
καταλογιζόµενου προσώπου στο Ελεγκτικό Συνέδριο164.
Τέλος, είναι πιθανό ένα πρόσωπο να φέρει παράλληλα την ιδιότητα του
υπολόγου (de jure ή de facto) και του αχρεωστήτως λαβόντος, όταν εισέπραξε
χρήµατα. που διαχειρίστηκε το ίδιο. Σε αυτές τις περιπτώσεις, το Ελεγκτικό Συνέδριο
έκρινε ότι βάσει της αρχής απαγόρευσης επιβολής πλειόνων κυρώσεων στο ίδιο
πρόσωπο για την ίδια συµπεριφορά προς προστασία του ίδιου έννοµου αγαθού και
της επιβολής, µε σταθµίσεις επικουρικότητας ή απορρόφησης, της αυστηρότερης
κύρωσης, που εξασφαλίζει αποτελεσµατικότερα την αποκατάσταση του ελλείµµατος,
το πρόσωπο που φέρει παράλληλα την ιδιότητα του αχρεωστήτως λαβόντος και του
υπολόγου, καταλογίζεται µόνο υπό τη µια ιδιότητά του, δηλαδή µόνο ως υπόλογος
και όχι ως αχρεωστήτως λαβών165.

V. Υποχρεώσεις, απαγορεύσεις και ασυµβίβαστα του δηµόσιου υπολόγου


Στις διατάξεις του ∆ηµόσιου Λογιστικού θεσπίζονται ρητά ορισµένες υποχρεώσεις,
ως προς τον τρόπο άσκησης των διαχειριστικών καθηκόντων του δηµόσιου
υπολόγου, αλλά και συγκεκριµένες απαγορεύσεις, τις οποίες πρέπει αυτός να
τηρήσει. Επιπλέον, καθορίζονται ασυµβίβαστα ως προς τα καθήκοντα του υπολόγου,
για να διασφαλιστεί καλύτερα το δηµόσιο συµφέρον.

1. Οι υποχρεώσεις
α. Πρωταρχική υποχρέωση του δηµόσιου υπολόγου και προσδιοριστικό στοιχείο της
έννοιάς του αποτελεί, όπως είδαµε ανωτέρω, η υποχρέωση του προς λογοδοσία, η
οποία γίνεται, κατά κανόνα, µε την υποβολή των λογαριασµών του στο Ελεγκτικό
Συνέδριο για έλεγχο.
β. Εξίσου σηµαντική είναι η υποχρέωσή του να φροντίσει, ώστε η διαχείρισή
του να µην έχει ως αποτέλεσµα τη δηµιουργία ελλείµµατος166. Συνεπώς, βασικό
καθήκον του είναι να ελέγχει τη νοµιµότητα και κανονικότητα της κάθε δαπάνης

163
Ελ.Συν.Ολοµ. Αποφάσεις 577/1993, 1636/1995, 1489/2000,1428/2005, 2457/2012.
164
Γν ΝΣΚ 209/1990.
165
Ελ.Συν.Κλιµ.Β Πρακτικά της 9ης Συν. της 1.7.2013.
166
Για την έννοια και το περιεχόµενο του ελλείµµατος, βλ. παρακάτω.
31

πριν την πληρώσει167. Επιπρόσθετα, υποχρεούται να µην προβαίνει γενικά σε


ενέργειες που θα δηµιουργήσουν έλλειµµα, όπως π.χ. να µην πληρώσει δαπάνες που
δεν ανήκουν στην αρµοδιότητά του168 ή να αποδώσει τις προβλεπόµενες κρατήσεις
κλπ.
γ. Περαιτέρω, οι υπόλογοι είναι, σύµφωνα µε το την παρ. 10 του άρθρου 152
του Ν.4270/2014, υπεύθυνοι για την ασφάλεια των δηµόσιων χρηµάτων, ενσήµων,
αξιών και υλικού γενικά, που κρατούν στη διαχείρισή τους. Οφείλουν να τηρούν τους
οικείους κανονισµούς ασφαλείας κατά την αποστολή και παραλαβή αυτών και
ευθύνονται για κάθε ζηµία που υφίσταται το ∆ηµόσιο από τη µη τήρηση των
ανωτέρω κανονισµών169.
δ. Στις υποχρεώσεις των δηµοσίων υπολόγων εµπίπτει φυσικά και η ορθή
τήρηση των διαχειριστικών και λογιστικών βιβλίων, που τηρούν, τα οποία ορίζονται
µε κοινή απόφαση του Υπουργού Οικονοµικών και του αρµόδιου Υπουργού170, ώστε
να µπορούν να απεικονιστούν και να ελεγχθούν οι διαχειριστικές τους ενέργειες171.
Είναι, επίσης, υπεύθυνοι και για το κλείσιµο των βιβλίων, την 31η ∆εκεµβρίου κάθε
έτους, οπότε συντάσσονται πρωτόκολλα για τα εµφανιζόµενα στα βιβλία σύνολα
χρέωσης, πίστωσης και για το υπόλοιπο της διαχείρισης172.
ε. Εκτός από την εµφάνιση ελλείµµατος, που αποτελεί ένα πιθανό αποτέλεσµα
της διαχείρισης, άλλο πιθανό αποτέλεσµα είναι η εµφάνιση πλεονάσµατος. Σε αυτή
την περίπτωση, ο δηµόσιος υπόλογος υποχρεούται για κάθε χρηµατικό πλεόνασµα,
που εµφανίζεται στη διαχείριση, να συνιστά δηµόσια παρακαταθήκη µέχρι να
αποδειχθεί η αιτία αυτού173. Η παραβίαση της υποχρέωσης αυτής συνιστά πειθαρχικό
αδίκηµα του υπολόγου, αλλά µπορεί να φέρει και ποινική ευθύνη, σύµφωνα µε το
άρθρο 256 ΠΚ περί απιστίας.
στ. Τέλος, θα µπορούσαµε να συµπεριλάβουµε στο σηµείο αυτό και την
ανενεργή µεν σήµερα, αλλά νοµοθετικά προβλεπόµενη υποχρέωση των υπολόγων
προς εγγυοδοσία. Ειδικότερα, από το άρθρο 194 του Ν.ΣΙΒ/1852 προβλέπονταν

167
Μπάρµπας Ν., Στοιχεία ∆ηµοσιονοµικού ∆ικαίου, ο.π., σελ.127.
168
Λιγωµένου Αν., Το νοµικό καθεστώς του δηµόσιου υπολόγου, ∆ιοικητική Ενηµέρωση, τ.10, 1998,
σελ.97.
169
Άρθρο 152 παρ.10 του Ν.4270/2014.
170
Άρθρο 153 του Ν.4270/2014.
171
Γκούζης Αθ., ∆ηµόσιο Λογιστικό, ο.π., σελ. 222.
172
Άρθρο 154 του Ν.4270/2014.
173
Άρθρο 152 παρ.9 του Ν.4270/2014.
32

υποχρέωση των δηµοσίων υπολόγων για καταβολή εγγύησης, πριν την παραλαβή της
διαχείρισης. Η υποχρέωση αυτή δεν περιλήφθηκε, όµως, στις διατάξεις των δηµόσιων
λογιστικών, που ακολούθησαν, οπότε η µια άποψη που διατυπώθηκε είναι ότι η
σχετική υποχρέωση καταργήθηκε174. Ωστόσο, τόσο στο µέχρι προσφάτως ισχύον Π∆
774/1980175, όσο και στον ισχύων σήµερα Ν.4129/2013 προβλέπεται στις
αρµοδιότητες του Ελεγκτικού Συνεδρίου176 η εποπτεία των εγγυήσεων των δηµοσίων
υπολόγων και ορίζεται ειδικότερα ότι «όταν ο νόµος δεν καθορίζει το είδος και το
ποσό της εγγύησης που πρέπει να παρασχεθεί από τους δηµόσιους υπολόγους, αυτά
καθορίζονται µε προεδρικό διάταγµα, που εκδίδεται µε πρόταση του αρµόδιου
Υπουργού και του Υπουργού Οικονοµικών ύστερα από γνώµη του Ελεγκτικού
Συνεδρίου»177. Έχει διατυπωθεί, λοιπόν, και η άποψη ότι από τη στιγµή που
προβλέπεται το σύστηµα εγγυοδοσίας, µπορεί να ενεργοποιηθεί µε την έκδοση του
κατά τα ανωτέρω προεδρικού διατάγµατος178.
Οι ανωτέρω αποτελούν τις βασικές υποχρεώσεις, που διέπουν το καθεστώς
των δηµοσίων υπολόγων. Πέραν αυτών, µπορεί να προβλέπονται και άλλες από
ειδικότερες διατάξεις, ανά κατηγορία δηµοσίων υπολόγων179.

2. Οι απαγορεύσεις
α. Μια από τις απαγορεύσεις που θεσπίζεται από το ∆ηµόσιο Λογιστικό180 είναι η
απαγόρευση ανάµειξης στη διαχείριση του υπολόγου χρηµάτων ξένων προς αυτή
(δικά τους ή κάποιου τρίτου). Σε περίπτωση που προβεί στην ανάµιξη αυτή,
διαπράττει πειθαρχικό αδίκηµα, ενώ εάν λόγω της ανάµιξης προκύψει µείωση του
δηµοσίου χρήµατος, πιθανόν να τελείται και το ποινικό αδίκηµα της απιστίας σχετικά
µε την υπηρεσία181,182.

174
Γκούζης Αθ., ∆ηµόσιο Λογιστικό, ο..π., σελ. 225.
175
Άρθρα 15 παρ.6 και 40 του Π∆ 774/1980.
176
Άρθρα 1 περιπτ.ζ και 62 παρ.1 του Ν.4129/2013.
177
Άρθρο 62 παρ.2 του Ν.4129/2013.
178
Μηλιώνης Ν., Το Ελεγκτικό Συνέδριο – Σύγχρονες τάσεις και εξελίξεις, ο.π., σελ. 238.
179
Όπως π.χ. το Π.∆.136/1998 (ΦΕΚ τΑ`107/1998) «Περιορισµοί έκδοσης Χρηµατικών Ενταλµάτων
Προπληρωµής και ευθύνες υπολόγων.».
180
Άρθρο 152 παρ.9 του Ν.4270/2014.
181
Γκούζης Αθ., ∆ηµόσιο Λογιστικό, ο.π., σελ. 223, Κόρσος ∆, ∆ηµοσιονοµικόν ∆ίκαιον, ο.π., σελ.93,
Στασινόπουλος Μ., Μαθήµατα ∆ηµοσιονοµικού ∆ικαίου και ∆ηµόσιου Λογιστικού, Αθήναι, 1966,
σελ.84.
182
Άρθρο 256ΠΚ: «Απιστία σχετική µε την υπηρεσία. Υπάλληλος που κατά τον προσδιορισµό, την
είσπραξη ή τη διαχείριση φόρων, δασµών, τελών ή άλλων φορολογηµάτων ή οποιωνδήποτε εσόδων
33

β. Επίσης, απαγορεύεται να χρησιµοποιήσει τα δηµόσια χρήµατα, που


διαχειρίζεται για δικό του όφελος, όπως π.χ. να τα τοκίσει ή να τα δανείσει ή ακόµα
και να πληρωθεί από αυτά για απαίτηση, που έχει κατά του δηµοσίου, έστω κι αν
είναι ληξιπρόθεσµη183. Σε περίπτωση δε που πράξει τα ανωτέρω, ανεξαρτήτως τυχόν
ζηµίας του ∆ηµοσίου, ο υπόλογος ευθύνεται πειθαρχικά, αλλά και ποινικά184.
Αντίστοιχη, υποχρέωση έχουν φυσικά και οι διαχειριστές - υπόλογοι δηµόσιου
υλικού185.
Όπως και στην περίπτωση των υποχρεώσεων, οι ανωτέρω αποτελούν τις
βασικές απαγορεύσεις, που διέπουν το καθεστώς των δηµοσίων υπολόγων, ενώ
µπορεί να προβλέπονται και άλλες από ειδικότερες διατάξεις, ανά κατηγορία
δηµοσίων υπολόγων.

3. Τα ασυµβίβαστα
Πέραν των απαγορεύσεων και των υποχρεώσεων, το ∆ηµόσιο Λογιστικό
προσδιορίζει και συγκεκριµένα ασυµβίβαστα ως προς την ιδιότητα του δηµόσιου
υπολόγου, ώστε, κυρίως, να αποφευχθεί η σύµπτωση στο ίδιο πρόσωπο της ιδιότητας
του ελέγχοντος και του ελεγχοµένου186. Έτσι, σύµφωνα µε το άρθρο 151 του
Ν.4270/2014, τα καθήκοντα των διαχειριστών χρηµάτων, αξιών και υλικού του
∆ηµοσίου είναι ασυµβίβαστα µε τα καθήκοντα του διατάκτη και του εκκαθαριστή. Το
ασυµβίβαστο που θεσπίζεται µε την ιδιότητα του διατάκτη, αναλύθηκε επαρκώς
ανωτέρω.

ελαττώνει εν γνώσει του και για να ωφεληθεί ο ίδιος ή άλλος, τη δηµόσια, τη δηµοτική ή την
κοινοτική περιουσία ή την περιουσία νοµικού προσώπου δηµοσίου δικαίου, της οποίας η διαχείριση
του είναι εµπιστευµένη, τιµωρείται: α) µε φυλάκιση τουλάχιστον έξι µηνών β) αν η ελάττωση
είναι ιδιαίτερα µεγάλης αξίας, µε φυλάκιση τουλάχιστον δύο ετών γ) µε κάθειρξη µέχρι δέκα ετών,
αν: α) ο υπαίτιος µεταχειρίστηκε ιδιαίτερα τεχνάσµατα και η ελάττωση της περιουσίας είναι ιδιαίτερα
µεγάλης αξίας ανώτερης συνολικά τριάντα (30.000) χιλιάδων ευρώ ή β) το αντικείµενο της πράξης έχει
συνολική αξία µεγαλύτερη των εκατό είκοσι χιλιάδων (120.000) ευρώ.» (τα ποσά
αναπροσαρµόστηκαν µε την παρ.1 περ.η` και παρ.2 περ.β` του άρθρου 24 Ν.4055/2012 (ΦΕΚ Α
51/12.3.2012).
183
Γκούζης Αθ., ∆ηµόσιο Λογιστικό, ο.π., σελ. 223, Λιγωµένου Αν., Το νοµικό καθεστώς του
δηµόσιου υπολόγου, ο.π., σελ.97.
184
Άρθρο 257ΠΚ: «Εκµετάλλευση εµπιστευµένων πραγµάτων: Υπάλληλος που χωρίς πρόθεση
Υπεξαίρεσης ή Απιστίας τοκίζει ή µεταχειρίζεται κατ` άλλον τρόπο για δικό του όφελος ή
παραχωρεί σε άλλον για να χρησιµοποιηθούν χρήµατα ή πράγµατα που του είναι εµπιστευµένα
λόγω της υπηρεσίας του τιµωρείται µε χρηµατική ποινή ή φυλάκιση µέχρις ενός έτους.».
185
Μπάρµπας Ν., Στοιχεία ∆ηµοσιονοµικού ∆ικαίου, ο.π., σελ.132.
186
Αιτιολογική Έκθεση του Ν.2362/1995.
34

Το ασυµβίβαστο µε τα καθήκοντα του εκκαθαριστή καθιερώθηκε πρώτη φορά


µε το Ν.2362/1995. Στο προηγούµενο ∆ηµόσιο Λογιστικό του Ν∆ 321/1969
προβλεπόταν το ασυµβίβαστο αυτό µόνο για τις ένοπλες δυνάµεις, καθώς λόγω των
συχνών µεταθέσεων υπήρχε ο κίνδυνος να εκκαθαρίσει το ίδιο πρόσωπο
δικαιολογητικά, που αφορούσαν τη δική του διαχείριση187. Ήδη από τότε είχε
διατυπωθεί η άποψη188 ότι παρά τη µη ρητή αναφορά στο νόµο, έπρεπε να γίνει δεκτό
ότι «ασυµβίβαστα είναι και τα καθήκοντα εκκαθαριστή και διαχειριστή (όπως ρητά
προβλέπεται για τις ∆), αν και, κατά κανόνα, τα όργανα αυτά ανήκουν σε
διαφορετικές Υπηρεσίες (π.χ. ΥΕΕ, ∆ηµ. Ταµεία)».
Αυτές είναι οι περιπτώσεις ασυµβιβάστων, που προβλέπει ρητά ο νόµος.
Ωστόσο, από γνωµοδοτήσεις του Νοµικού Συµβουλίου του Κράτους προκύπτουν
περιπτώσεις, που θεωρήθηκε «ανεπίτρεπτη» η ανάθεση καθηκόντων υπολόγου σε
πρόσωπα µε ορισµένες ιδιότητες, όχι επειδή ενέπιπταν στις ανωτέρω περιπτώσεις
ασυµβιβάστων (διατάκτης, εκκαθαριστής), αλλά λόγω παραβίασης της γενικής αρχής
της αµεροληψίας των διοικητικών οργάνων. Ειδικότερα, σύµφωνα µε την αρχή αυτή,
που διατυπώνεται στο άρθρο 7 του Κ∆∆189, τα όργανα της διοίκησης, µονοµελή ή
συλλογικά, πρέπει να παρέχουν εγγυήσεις αµερόληπτης κρίσης, οι οποίες δεν
συντρέχουν όταν είναι δυνατόν να δηµιουργηθεί εύλογα η υπόνοια ότι έχουν ήδη
σχηµατισµένη, συνακόλουθα, προειληµµένη γνώµη για συγκεκριµένο ζήτηµα190.
Σύµφωνα µε το Νοµικό Συµβούλιο του Κράτους191, η αρχή αυτή παραβιάζεται και
όταν στο πρόσωπο του υπολόγου, που είναι το αρµόδιο όργανο για ελέγχει τη
δαπάνη, συµπίπτει και η ιδιότητα του ελεγχόµενου. Στηριζόµενο, λοιπόν, ουσιαστικά
στην ίδια λογική των ασυµβιβάστων, που θέτει ο νόµος, δηλαδή να µη συµπίπτουν
στο ίδιο πρόσωπο οι ιδιότητες του ελέγχοντος και του ελεγχόµενου, γνωµοδότησε ότι
ορισµένες ιδιότητες – καθήκοντα είναι ανεπίτρεπτο να ασκούνται – αναθέτονται στο
πρόσωπο που είναι υπόλογος, ενώ αν ανατεθούν συντρέχει λόγος αποχής ή εξαίρεσής
του προσώπου από τα καθήκοντα του υπολόγου, σύµφωνα µε τις διατάξεις του
άρθρου 7 του Κ∆∆. Συγκεκριµένα, γνωµοδότησε ότι καθίσταται ανεπίτρεπτος: ο

187
Γκούζης Αθ., ∆ηµόσιο Λογιστικό, ο.π., σελ. 222.
188
Γκούζης Αθ., ∆ηµόσιο Λογιστικό, ο.π., σελ. 222.
189
Ν. 2690/1999 (ΦΕΚ 45/09.03.1999 τεύχος Α) Κύρωση του Κώδικα ∆ιοικητικής ∆ιαδικασίας και
άλλες διατάξεις.
190
ΣτΕ 150, 245, 420/2011.
191
ΓνΝΣΚ 554/2005, 414/2006, 230/2006.
35

ορισµός προσώπου, που έχει ήδη ορισθεί και εκτελεί καθήκοντα διαχειριστή –
συντονιστή ευρωπαϊκού προγράµµατος, ως υπολόγου διαχειριστή έργου
υλοποιούµενο στο πλαίσιο του εν λόγω ευρωπαϊκού προγράµµατος192, ο ορισµός
προσώπου, που έχει ήδη ορισθεί υπόλογος διαχειριστής έργου, ως µέλους της
επιτροπής εµπειρογνωµόνων για τη σύνταξη των τεχνικών προδιαγραφών του ίδιου
έργου193, ο ορισµός ως υπολόγου διαχειριστή έργου του Τµηµατάρχη του τµήµατος
προµηθειών του νοµικού προσώπου194.
Αντιθέτως, όταν ρωτήθηκε εάν συντρέχει ασυµβίβαστο µεταξύ των
καθηκόντων του υπόλογου διαχειριστή χρηµάτων και του υπόλογου διαχειριστή
υλικού, το Νοµικό Συµβούλιο του Κράτους γνωµοδότησε195 ότι: «δεν τίθενται βάσει
των γενικών διατάξεων ζήτηµα ασυµβιβάστου των καθηκόντων δηµοσίου υπολόγου
διαχειριστή χρηµάτων και διαχειριστή υλικού. Άλλως, βέβαια έχει το θέµα που
τίθεται µε το υπόψη ερώτηµα, ότι δηλαδή οι γενικώς παραδεκτοί στη διοικητική
πρακτική κανόνες συνετής και αποτελεσµατικής διοίκησης υπαγορεύουν όπως –
κατά το δυνατόν και ιδίως σε περίπτωση επάρκειας προσωπικού – αποφεύγεται η
σύµπτωση τη διαχείρισης χρηµάτων και υλικού στο αυτό πρόσωπο, ενόψει του ότι
κάτι τέτοιο ενδέχεται να προκαλέσει υπέρµετρο υπηρεσιακή επιβάρυνση του
συγκεκριµένου προσώπου και εντεύθεν δυσλειτουργία της υπηρεσίας».

ΚΕΦΑΛΑΙΟ ∆ΕΥΤΕΡΟ: Η εποπτεία και ο έλεγχος των δηµοσίων υπολόγων


Οι δηµόσιοι υπόλογοι υπάγονται σε πολλούς ελέγχους, λόγω της σηµασίας των
καθηκόντων τους, δηλαδή της διαχείρισης δηµοσίου χρήµατος, το οποίο πρέπει να
διαφυλαχθεί. Οι έλεγχοι αυτοί στοχεύουν αφενός στην εξασφάλιση νόµιµων
ενεργειών εκ µέρους των υπολόγων, λόγω της γνώσης τους ότι θα ελεγχθούν και
αφετέρου στην αποκατάσταση της νοµιµότητας παράνοµων πράξεων, που έχουν ήδη
διενεργηθεί196.

192
ΓνΝΣΚ 414/2006.
193
ΓνΝΣΚ 230/2006.
194
ΓνΝΣΚ 554/2005.
195
ΓνΝΣΚ 564/1996.
196
Σαραντόπουλος Κ., Ο έλεγχος των δηµοσίων οικονοµικών εν Ελλάδι και αλλοδαπή, σελ. 16,
Αθήναι 1975 σε Λιγωµένου Αν., Το νοµικό καθεστώς του δηµόσιου υπολόγου, ο.π., σελ.97.
36

Ανάλογα µε τους φορείς που διενεργούν τον έλεγχο διακρίνουµε τρία ήδη
ελέγχων197, που βρίσκονται σε αντιστοιχία µε τις τρεις πολιτειακές εξουσίες198: τον
κοινοβουλευτικό έλεγχο, τον διοικητικό έλεγχο και τον δικαστικό έλεγχο199. Όπως
σηµειώνει ο Λ. Θεοχαρόπουλος200, «ο διοικητικός διευκολύνει και τροφοδοτεί τον
δικαστικό, ενώ ο δικαστικός συµβάλλει στην άσκηση του κοινοβουλευτικού
δηµοσιονοµικού ελέγχου». Και οι τρεις ανωτέρω έλεγχοι διενεργούνται µετά την
πληρωµή των δαπανών και γι αυτό αποτελούν κατασταλτικούς ελέγχους.
Ο κοινοβουλευτικός έλεγχος201, ο οποίος δεν θα µελετηθεί στην παρούσα
εργασία, αφορά γενικότερα τον κατασταλτικό έλεγχο των δηµόσιων δαπανών και
διενεργείται µε την έγκριση του απολογισµού από τη Βουλή202.

Ι. Ο έλεγχος από διοικητικά όργανα


1. Ο έλεγχος του Υπουργού Οικονοµικών
Ο διοικητικός έλεγχος, σύµφωνα µε το άρθρο 150 παρ.3 του Ν.4270/2014, ασκείται
κυρίως από τον Υπουργό Οικονοµικών και από τον οικείο διατάκτη, οι οποίοι έχουν
και καταλογιστική αρµοδιότητα. Εκτός αυτών, µε ειδικότερες διατάξεις ανατίθεται η
αρµοδιότητα ελέγχου των υπολόγων και σε άλλα διοικητικά όργανα ή ανεξάρτητες
αρχές.

α. Ο Υπουργός Οικονοµικών
Όπως προαναφέρθηκε, η αρµοδιότητα του Υπουργού Οικονοµικών να ασκεί έλεγχο
και εποπτεία στους δηµοσίους υπολόγους προβλέπεται ρητά στο άρθρο 150 παρ.3 του

197
Μπάρµπας Ν., Στοιχεία ∆ηµοσιονοµικού ∆ικαίου, ο.π., σελ.185.
198
Λιγωµένου Αν., Το νοµικό καθεστώς του δηµόσιου υπολόγου, ο.π., 1998, σελ.97.
199
Σύµφωνα µε το Ρίζο Κ., Ο έλεγχος των δηµοσίων δαπανών και λογαριασµών από το Ελεγκτικό
Συνέδριο, β έκδοση, εκδ. Σάκκουλα, Αθήνα – Θεσσαλονίκη, 2015, σελ.36, οι έλεγχοι διαχείρισης είναι
τέσσερις, καθώς συµπεριλαµβάνεται σε αυτούς και ο δηµοσιογραφικός.
200
Θεοχαρόπουλος Λ., Ο κανών της νοµιµότητος των κρατικών δαπανών και το Ελεγκτικόν Συνέδριον
ως θεσµική εγγύηση του κανόνος, Τιµητικός Τόµος Ελεγκτικού Συνεδρίου 1833 – 1983,
Υπ.Οικονοµικών, Αθήνα, 1984, σελ. 378.
201
Όπως σηµειώνει ο Σαρµάς Ι., Καλύτερο Κράτος, εκδ.Αντ.Σάκκουλα, Αθήνα – Κοµοτηνή, 2006,
σελ.20: «Ο έλεγχος της ορθής χρήσης της δηµόσιας εξουσίας και του δηµόσιου χρήµατος είναι
απαίτηση που απορρέει από την ουσία της ∆ηµοκρατίας. Χωρίς τον έλεγχο από την πηγή της κρατικής
κυριαρχίας, τον λαό, η δηµόσια εξουσία και το δηµόσιο χρήµα µπορεί να διακόψουν την επαφή τους
µε τον λόγο υπάρξεώς τους, την υπηρεσία του λαού και να γίνουν κτήµατα αυτών που τα
διαχειρίζονται ώστε να εξυπηρετούν ιδιοτελή συµφέροντα.»
202
Για περισσότερα βλ. Ρίζος Κ., Ο έλεγχος των δηµοσίων δαπανών και λογαριασµών από το
Ελεγκτικό Συνέδριο, β έκδοση, εκδ. Σάκκουλα, Αθήνα – Θεσσαλονίκη, 2015, σελ.36.
37

Ν.4270/2014. Του ελέγχου αυτού εξαιρούνται ρητά οι υπόλογοι των διαχειρίσεων


χρηµατικού και υλικού των Ενόπλων ∆υνάµεων και του Υπουργείου ∆ηµόσιας
Τάξης, και Προστασίας του Πολίτη για τους οποίους εφαρµόζονται οι ιδιαίτεροι
κανονισµοί που διέπουν τις διαχειρίσεις αυτές. Κατά τον έλεγχο και εποπτεία των
υπολόγων της περίπτωση αυτής, εφαρµόζονται οι διατάξεις περί Οικονοµικής
Επιθεώρησης του Υπουργείου Οικονοµικών.
Γενικότερα, πάντως, ο Υπουργός Οικονοµικών είναι αρµόδιος για την άσκηση
της γενικής διαχείρισης των οικονοµικών της Κεντρικής ∆ιοίκησης, για το γενικό
συντονισµό και για την εποπτεία των οικονοµικών των λοιπών φορέων της Γενικής
Κυβέρνησης. Ειδικότερα, σύµφωνα µε το άρθρο 20 περιπτ.ι του Ν.4270/2014, στο
οποίο απαριθµούνται οι αρµοδιότητές του, ο Υπουργός Οικονοµικών είναι αρµόδιος,
µεταξύ άλλων, για την άσκηση εποπτείας και ελέγχου στη δηµοσιονοµική διαχείριση,
στη διαχείριση της δηµόσιας περιουσίας, στη διαχείριση των εκτός Κρατικού
Προϋπολογισµού φορέων της Γενικής Κυβέρνησης, καθώς και στη διαχείριση των
προγραµµάτων που χρηµατοδοτούνται ή επιχορηγούνται από τον Κρατικό
Προϋπολογισµό ή την Ευρωπαϊκή Ένωση ή από άλλους διεθνείς οργανισµούς
σύµφωνα µε τις διατάξεις που τα διέπουν.

β. Το Γενικό Λογιστήριο του Κράτους


Τον Υπουργό Οικονοµικών συνεπικουρεί στην εκτέλεση των καθηκόντων του το
Γενικό Λογιστήριο του Κράτους203, το οποίο, µεταξύ άλλων, παρακολουθεί την
εκτέλεση του Κρατικού Προϋπολογισµού και ασκεί έλεγχο στη δηµοσιονοµική
διαχείριση και στην οικονοµική διαχείριση των δηµόσιων επιχειρήσεων και δηµόσιων
οργανισµών, των λοιπών νοµικών προσώπων δηµοσίου δικαίου και των νοµικών
προσώπων ιδιωτικού δικαίου που ανήκουν στο ∆ηµόσιο, σε Ν.Π.∆.∆., που
επιχορηγούνται ή χρηµατοδοτούνται µε οποιονδήποτε τρόπο από τον Κρατικό
Προϋπολογισµό σε ποσοστό τουλάχιστον 50% του προϋπολογισµού τους ή από τον
προϋπολογισµό φορέων της Γενικής Κυβέρνησης κλπ. Οι έλεγχοι του Γενικού
Λογιστηρίου διενεργούνται, σύµφωνα µε τις διατάξεις του Ν.3492/2006, τον οποίο θα
δούµε αµέσως παρακάτω, ενώ για φορείς που δεν υπάγονται στο πεδίο εφαρµογής
του νόµου αυτού, δύναται να διενεργηθεί έλεγχος βάσει των διατάξεων του

203
Άρθρο 21 του Ν.4270/2014.
38

Ν.3492/2006, ύστερα από εντολή του Υπουργού Οικονοµικών ή του Γενικού


Επιθεωρητή ∆ηµόσιας ∆ιοίκησης.

γ. Η Οικονοµική Επιθεώρηση
Η πιο γνωστή ίσως διοικητική υπηρεσία διενέργειας ελέγχων των λογαριασµών των
δηµοσίων υπολόγων και έκδοσης καταλογιστικών πράξεων σε βάρος τους, είναι η
Οικονοµική Επιθεώρηση, η οποία συστάθηκε για αυτό τον σκοπό στο Υπουργείο
Οικονοµικών. Αν και σήµερα οι ελεγκτικές αρµοδιότητες της έχουν κατά βάση
καταργηθεί µε το Ν.3492/2006, τον οποίο θα δούµε αµέσως παρακάτω, θα κάνουµε
µια σύντοµη αναφορά στην εν λόγω υπηρεσία, κατ’ αρχήν λόγω του
προαναφερόµενου πρωταγωνιστικού ρόλου της στα θέµατα καταλογισµών και
δεύτερον διότι οι Οικονοµικοί Επιθεωρητές συνεχίζουν να ασκούν τα καθήκοντά
τους για ένα µεταβατικό διάστηµα, όπως θα δούµε παρακάτω.
Ειδικότερα, η Οικονοµική Επιθεώρηση συστάθηκε µε τις διατάξεις του
Ν.2343/1995204 ως υπηρεσία στο Υπουργείο Οικονοµικών, υπαγόµενη απευθείας
στον Υπουργό Οικονοµικών, µε ιδιαίτερο κλάδο προσωπικού τους Οικονοµικούς
Επιθεωρητές. Στις αρµοδιότητες της υπηρεσίας αυτής περιλαµβάνονταν, µεταξύ
άλλων, ο διαχειριστικός και ο οικονοµικός έλεγχος των δηµόσιων υπολόγων και
δηµόσιων διαχειρίσεων205, η διενέργεια ελέγχων και ερευνών που αφορούν στην
οικονοµική κατάσταση και στη διαχείριση των Ν.Π.∆.∆., των Ο.Τ.Α., των
αποκεντρωµένων δηµοσίων υπηρεσιών που λειτουργούν αποκεντρωµένα από τον

204
Άρθρο 2 παρ.1 του Ν.2343/1995 «Αναδιοργάνωση υπηρεσιών του Υπουργείου Οικονοµικών και
άλλες διατάξεις. – ΦΕΚ τ.Α 211/1995).
205
Άρθρο 2 παρ.2α του Ν.2343/1995. Επίσης, σύµφωνα µε την παρ. 3 του ίδιου άρθρου «Στις
αρµοδιότητες της Οικονοµικής Επιθεώρησης περιλαµβάνεται και η διενέργεια ελέγχων και ερευνών
που αφορούν: α) Την οικονοµική κατάσταση και τη διαχείριση των Ν.Π.∆.∆., των Ο.Τ.Α., των
αποκεντρωµένων δηµοσίων υπηρεσιών που λειτουργούν αποκεντρωµένα από τον Κρατικό
Προϋπολογισµό, είτε ως Ειδικός Λογαριασµός είτε υπό ιδία διοίκηση είτε µε τη µορφή Ν.Π.Ι.∆., των
Ειδικών Τµηµάτων, των Επιχειρήσεων του ∆ηµοσίου που λειτουργούν µε τη µορφή Α.Ε., καθώς και
των επιχειρήσεων µε τις οποίες το ∆ηµόσιο συνδέεται µε σύµβαση και για το µέρος που αφορά την
εκτέλεση των συµβάσεων αυτών, των Ν.Π.Ι.∆. µη κερδοσκοπικού χαρακτήρα και ιδίως των
ιδρυµάτων, σχολών, συλλόγων και σωµατείων, που επιδιώκουν την εκπλήρωση αγαθοεργών,
κοινωνικών, πολιτιστικών και αθλητικών σκοπών και επιχορηγούνται µε οποιονδήποτε τρόπο από το
Κράτος, από Ν.Π.∆.∆. και από την Ευρωπαϊκή Ένωση ή άλλους διεθνείς οργανισµούς και β) την
οικονοµική λειτουργία των ∆ηµοσίων Επιχειρήσεων και Οργανισµών (∆.Ε.Κ.Ο.) και του δηµόσιου
τοµέα γενικά (άρθρου 51 του ν. 1892/1990 και της παραγράφου 6 του άρθρου 4 του ν. 1943/1991),
εκτός των τραπεζών.» Κατ’ εξουσιοδότηση της παρ.5 του ίδιου άρθρου, πριν την τροποποίησή του µε
την παρ.2 του άρθρου 13 του Ν.4110/2013 (ΦΕΚ Α 17) εκδόθηκε το Π∆ 211/1996 «Σύσταση
Οικονοµικών Επιθεωρήσεων».
39

Κρατικό Προϋπολογισµό κ.α., ο έλεγχος ή επανέλεγχος υποθέσεων


χρηµατοδοτήσεων, ενισχύσεων ή επιδόσεων, σε φυσικά ή νοµικά πρόσωπα και
φορείς που καταβάλλονται στα πλαίσια κοινοτικών πολιτικών από εθνικούς πόρους ή
πόρους της Ευρωπαϊκής Ένωσης, ο καταλογισµός τυχόν ελλειµµάτων ή πληρωµής µη
νόµιµων δαπανών και φθοράς ή απώλειας τίτλων και απαιτήσεων του δηµοσίου, στις
περιπτώσεις πρόκλησης ζηµίας στο δηµόσιο που δεν οφείλεται σε ανωτέρα βία ή
απρόβλεπτα γεγονότα, σύµφωνα µε τις ισχύουσες κάθε φορά διατάξεις206.

δ. Η Γενική ∆ιεύθυνση ∆ηµοσιονοµικών Ελέγχων (Γ.∆.∆.Ε.)


Με το Ν.3492/2006207, επιδιώχθηκε να αντιµετωπιστούν οι αδυναµίες του
προηγούµενου συστήµατος, ώστε να διασφαλιστεί η χρηστή δηµοσιονοµική
διαχείριση, µέσω της υιοθέτησης νέων µεθόδων και ελεγκτικών προτύπων. Έτσι,
συστάθηκε στο Υπουργείο Οικονοµικών η Γενική ∆ιεύθυνση ∆ηµοσιονοµικών
Ελέγχων (Γ.∆.∆.Ε), η οποία έχει «ευρεία ελεγκτική αρµοδιότητα, τόσο ως προς το
περιεχόµενο του ελέγχου που ασκεί, όσο και ως προς τους φορείς που εµπίπτουν στο
πεδίο εφαρµογής της»208. Μεταξύ των αρµοδιοτήτων της περιλαµβάνεται η άσκηση
ελέγχου στη διαχείριση του προϋπολογισµού των φορέων που ορίζονται στο άρθρο 3,
προκειµένου να διαπιστωθεί ιδίως αν: α) όλα τα ποσά τα οποία ψηφίζονται ή
χορηγούνται, δαπανώνται και χρησιµοποιούνται για τους σκοπούς για τους οποίους
εγκρίθηκαν ή χορηγήθηκαν, β) κατά την πραγµατοποίηση των δαπανών τηρούνται οι
ισχύουσες διατάξεις, καθώς και οι αρχές της δηµοσιονοµικής δέσµευσης, της νοµικής
δέσµευσης και της χρηστής δηµοσιονοµικής διαχείρισης, γ) λαµβάνονται όλα τα
απαραίτητα µέτρα για την εξασφάλιση της είσπραξης των εσόδων, δ) όλα τα έσοδα
εισπράττονται και εµφανίζονται σύµφωνα µε τις ισχύουσες διατάξεις.
Με το άρθρο 26 του Ν.3492/2006, καταργήθηκαν, µεταξύ άλλων, από την
ηµεροµηνία έναρξης λειτουργίας των υπηρεσιακών µονάδων της Γ.∆.∆.Ε.209, οι

206
Άρθρο 3παρ.1Γ του Π∆ 211/1996.
207
Ν.3492/2006 «Οργάνωση συστήµατος ελέγχου για τη διασφάλιση της χρηστής δηµοσιονοµικής
διαχείρισης του Κρατικού Προϋπολογισµού και των εκτός του Κρατικού Προϋπολογισµού φορέων
και άλλες διατάξεις» - ΦΕΚ τ.Α 210/5.10.2006.
208
Αιτιολογική Έκθεση του Ν.3492/2006.
209
Με την υπ’ αριθ. 2/70212/0004 («Έναρξη λειτουργίας οργανικών µονάδων της Γενικής ∆ιεύθυνσης
∆ηµοσιονοµικών Ελέγχων της Γενικής Γραµµατείας ∆ηµοσιονοµικής Πολιτικής/Γενικό Λογιστήριο
του Κράτους» - ΦΕΚ τ.Β 2871/ 26.10.2012) ορίστηκε η 1.11.2012 ως ηµεροµηνία έναρξης λειτουργίας
της Γ.∆.∆.Ε.
40

διατάξεις των περιπτώσεων α` και β` της παραγράφου 3 του άρθρου 2 του ν.


2343/1995 και της παραγράφου 1.Γ του άρθρου 3 του π.δ. 211/1996, καθώς και κάθε
άλλη διάταξη, που προβλέπει αρµοδιότητες υπηρεσιών της Οικονοµικής
Επιθεώρησης του Υπουργείου Οικονοµίας και Οικονοµικών ή άλλων υπηρεσιών,
συναφείς µε τις αρµοδιότητες που περιέρχονται µε τον παρόντα νόµο στη Γ.∆.∆.Ε..
∆ηλαδή, καταργήθηκαν όλες οι προαναφερόµενες ελεγκτικές αρµοδιότητες των
δηµοσίων δαπανών και διαχειρίσεων της Οικονοµικής Επιθεώρησης, καθώς
περιήλθαν στις αρµοδιότητες της Γ.∆.∆.Ε210.
Οι δηµοσιονοµικοί έλεγχοι διενεργούνται µε εντολή του Προϊσταµένου της
Γενικής ∆ιεύθυνσης ∆ηµοσιονοµικών Ελέγχων και διακρίνονται σε
προγραµµατισµένους και έκτακτους. Οι προγραµµατισµένοι έλεγχοι διενεργούνται µε
βάση ετήσιο πρόγραµµα που καταρτίζεται από τη Γενική ∆ιεύθυνση και εγκρίνεται
από την Επιτροπή Συντονισµού Ελέγχων (ΕΣΕΛ)211. Οι έκτακτοι έλεγχοι
διενεργούνται ύστερα από καταγγελίες, δηµοσιεύµατα, πληροφορίες και βάσιµες
υπόνοιες για δωροδοκίες, δωροληψίες, απάτες, ατασθαλίες ή διαχειριστικές
ανωµαλίες ή ύστερα από αίτηµα της Ευρωπαϊκής Επιτροπής ή παραγγελία του
αρµόδιου Εισαγγελέα. Οι υποθέσεις που αφορούν τους εν λόγω έκτακτους ελέγχους
µπορούν να τίθενται στο αρχείο µε απόφαση της Ε.Σ.ΕΛ.212 και να επανεξετάζονται
µετά από εντολή του Υπουργού Οικονοµικών213.

ε. Μονάδες εσωτερικού ελέγχου


Με τον ίδιο Ν.3492/2006, στο άρθρο 12214, προβλέφθηκε η σύσταση µε κοινή
απόφαση των Υπουργών ∆ιοικητικής Μεταρρύθµισης και Ηλεκτρονικής

210
ΓνΝΣΚ 317/2013.
211
Τα θέµατα λειτουργίας της Επιτροπής Συντονισµού Ελέγχων ρυθµίζονται από το άρθρο 10 του
Ν.3492/2006.
212
Οι έκτακτοι έλεγχοι διενεργούνται µετά από αξιολόγηση της σκοπιµότητάς τους από την Ε.Σ.ΕΛ..
ώστε να αποφεύγεται η συσσώρευση τεράστιου όγκου υποθέσεων και η προφανής παρέκκλιση από το
κύριο ελεγκτικό έργο της νέας Γενικής ∆/νσης, το οποίο συνίσταται στην άσκηση ελέγχων µε
καθορισµένη στρατηγική και αξιολόγηση κινδύνου βάσει των διεθνών ελεγκτικών προτύπων και
πρακτικών. Έκτακτοι έλεγχοι διενεργούνται σε κάθε περίπτωση µετά από αίτηµα της Ευρωπαϊκής
Επιτροπής ή παραγγελία του αρµόδιου Εισαγγελέα (Αιτιολογική Έκθεση του Ν.4081/2012, που
συµπλήρωσε το άρθρο 13 του Ν.3492/2006).
213
Άρθρο 13 παρ.1 του Ν.3492/2006.
214
Το άρθρο 12 του Ν.3492/2006 αντικαταστάθηκε µε το άρθρο 1 παρ.3 του Ν.4081/2012 (ΦΕΚ Α΄
184/2012).
41

∆ιακυβέρνησης, Οικονοµικών και του καθ` ύλην αρµόδιου Υπουργού, µονάδων


εσωτερικού ελέγχου215 σε ελεγχόµενους φορείς.
Στις αρµοδιότητες των µονάδων εσωτερικού ελέγχου περιέρχονται, σύµφωνα
µε την παρ. 4 του εν λόγω άρθρου, οι εξής αρµοδιότητες: α) ο τακτικός έλεγχος των
παγίων προκαταβολών που έχουν συσταθεί στον φορέα, β) ο οικονοµικός και
διαχειριστικός έλεγχος των δηµοσίων υπολόγων και δηµοσίων διαχειρίσεων που
υπάγονται στον φορέα, γ) η διενέργεια ένορκης διοικητικής εξέτασης σε περίπτωση
απώλειας δικαιολογητικών πληρωµής δηµόσιας δαπάνης, πριν την έκδοση τίτλου
πληρωµής, προκειµένου να διαπιστωθεί αν η απώλεια αυτή έχει λάβει χώρα στην
αρµόδια υπηρεσία ή στα Ελληνικά Ταχυδροµεία, δ) η έρευνα για την ύπαρξη
αντικειµενικής αδυναµίας απόδοσης λογαριασµού χρηµατικού εντάλµατος
προπληρωµής, σύµφωνα µε την παρ. 3 του άρθρου 41 του ν. 2362/1995, όπως
τροποποιήθηκε µε το ν. 3871/2010 (Α` 141), ε) σε περίπτωση απώλειας αποδεικτικών
είσπραξης που δεν έχουν εξοφληθεί, η διαπίστωση της εισαγωγής ή µη στην ∆ΟΥ ή
στο Τελωνείο του ποσού που αναγράφεται σε αυτά ενώ σε περίπτωση απώλειας
γραµµατίων χρηµατικών ενταλµάτων ή άλλων τίτλων πληρωµής, πριν την εξόφληση
τους, η διαπίστωση της µη εξόφλησης αυτών, προκειµένου να εκδοθούν αντίγραφα
αυτών, καθώς και σε περίπτωση απώλειας χρηµατικών ενταλµάτων ή άλλων τίτλων
πληρωµής µετά την εξόφληση αυτών, προκειµένου να εκδοθεί αντίγραφο, σύµφωνα
µε τις ισχύουσες διατάξεις.216
Ωστόσο, µέχρι τη σύσταση των ανωτέρω µονάδων εσωτερικού ελέγχου, οι
προπαρατιθέµενες αρµοδιότητες τους ασκούνται από υπαλλήλους του κλάδου
Οικονοµικών Επιθεωρητών, στους οποίους ανατίθενται µε απόφαση του Υπουργού
Οικονοµικών, ύστερα από εισήγηση της Μονάδας Εσωτερικού Ελέγχου του
Υπουργείου Οικονοµικών217.

215
Επίσης, στο άρθρο 168 παρ.1 του Ν.4270/2014 προβλέπεται ότι: «Εσωτερικός έλεγχος
πραγµατοποιείται σε όλους τους φορείς της Γενικής Κυβέρνησης, όπως ορίζεται στην παράγραφο 2
του άρθρου 4 του ν. 3492/2006. Ο εσωτερικός έλεγχος ανατίθεται στις Υπηρεσίες Εσωτερικού
Ελέγχου που συστήνονται µε το άρθρο 12 του ιδίου νόµου υπό την γενική καθοδήγηση και εποπτεία
του Γενικού Λογιστηρίου του Κράτους.».
216
Η περίπτωση ε΄ προστέθηκε µε το άρθρο 5 παρ.1(δ) Ν.4281/2014 (ΦΕΚ τ.Α 160/8.8.2014).
217
Άρθρο 12 παρ.6 του Ν.3492/2006, η οποία προστέθηκε µε το άρθρο 5 παρ.1(ε) Ν.4281/2014 (ΦΕΚ
Α 160/8.8.2014). Πριν την ανωτέρω προσθήκη ίσχυε το άρθρο 13 του Ν.4081/2012, σύµφωνα µε το
οποίο: "Μέχρι τη σύσταση των µονάδων εσωτερικού ελέγχου, που προβλέπονται στο άρθρο 12
παράγραφοι 1 και 2 του ν. 3492/2006, όπως αντικαθίσταται µε το άρθρο 1 παράγραφος 3 του
παρόντος, οι αρµοδιότητες της παραγράφου 4 του ως άνω άρθρου 12 εξακολουθούν να ασκούνται από
42

στ. Άλλα όργανα


Τέλος, στην ευρύτερη έννοια του διοικητικού ελέγχου που ασκείται επί των
υπολόγων, µπορούµε να εντάξουµε218 το Ελληνικό ∆ηµοσιονοµικό Συµβούλιο219, το
Παρατηρητήριο Οικονοµικής Αυτοτέλειας των ΟΤΑ220 και τη ∆ιεύθυνση ∆ΕΚΟ του
Υπουργείου Οικονοµικών221.

2. Ο διατάκτης
Η διαχείριση των δηµοσίων υπολόγων υπάγεται επίσης, σύµφωνα µε την παρ.3 του
Ν.4270/2014, στον έλεγχο και την εποπτεία του οικείου διατάκτη. Άλλωστε, ο
έλεγχος αυτός αποτελεί τον κυριότερο λόγο θέσπισης του ασυµβίβαστου, µεταξύ των
δυο ιδιοτήτων.
Ειδικότερα, για τους προϊσταµένους οικονοµικών υπηρεσιών και ειδικών
ταµιών προβλέπεται ότι εξακριβώνουν καθηµερινά το χρηµατικό υπόλοιπο των
υπολόγων και συντάσσουν σχετική πράξη222.

ΙΙ. Ο έλεγχος του Ελεγκτικού Συνεδρίου


1. Η αρµοδιότητα του Ελεγκτικού Συνεδρίου
Όπως έχει ήδη αναφερθεί παραπάνω, στην αρµοδιότητα του Ελεγκτικού Συνεδρίου
ανήκει, σύµφωνα µε το άρθρο 98 του Συντάγµατος «γ. ο έλεγχος των λογαριασµών
των δηµόσιων υπολόγων και των οργανισµών τοπικής αυτοδιοίκησης ή άλλων
νοµικών προσώπων, που υπάγονται στον προβλεπόµενο από το εδάφιο α` έλεγχο.».

την Οικονοµική Επιθεώρηση του Υπουργείου Οικονοµικών ή τη Γ.∆.∆.Ε., µετά τη µεταφορά των εν
λόγω αρµοδιοτήτων σε αυτή.».
218
Ρίζος Κ., Ο έλεγχος των δηµοσίων δαπανών και λογαριασµών από το Ελεγκτικό Συνέδριο, ο.π.,
σελ.38.
219
Βλ. σχετικά τα άρθρα 1 – 13 του Ν.4270/2014. Αποτελεί ανεξάρτητη διοικητική αρχή και είναι
αρµόδιο να αξιολογεί τις µακροοικονοµικές προβλέψεις µε σκοπό την υιοθέτησή τους και να
παρακολουθεί τη συµµόρφωση µε τους δηµοσιονοµικούς κανόνες, γνωµοδοτώντας επί αυτής.
220
Βλ. σχετικά το άρθρο 4 του Ν.4111/2013 (ΦΕΚ Α΄ 18/25.01.2013) και άρθρο 27 του Ν.4270/2014.
Το Παρατηρητήριο είναι αρµόδιο για την αξιολόγηση και τη διατύπωση γνώµης επί των σχεδίων των
προϋπολογισµών, τη συνεχή παρακολούθηση και τη διασφάλιση της ορθής εκτέλεσης σε µηνιαία βάση
του προϋπολογισµού των φορέων της Τοπικής Αυτοδιοίκησης, καθώς και τη συµµόρφωσή τους µε
τους δηµοσιονοµικούς κανόνες, τους στόχους και τα όρια των πιστώσεων, σύµφωνα µε το εκάστοτε
ισχύον Μ.Π.∆.Σ. και το Ολοκληρωµένο Πλαίσιο ∆ράσης.
221
Βλ. σχετικά το άρθρο 3 του Ν.4111/2013 και άρθρο 148 του Ν.4270/2014.
222
Άρθρο 88 του Ν.4270/2014.
43

Από τη συνταγµατική αυτή διάταξη προκύπτει ένα ερµηνευτικό ζήτηµα, όσον


αφορά τον έλεγχο των λογαριασµών των ο.τ.α, για τον οποίο έχουν υποστηριχθεί δυο
απόψεις223. Σύµφωνα µε την πρώτη άποψη, η προϋπόθεση υπαγωγής στον
προβλεπόµενο από το εδάφιο α’ προληπτικό έλεγχο, αφορά όχι µόνο τα «άλλα νοµικά
πρόσωπα», αλλά και τους ο.τ.α. Συνεπώς, σύµφωνα µε την άποψη αυτή, για να
υπαχθούν οι ο.τ.α. σε προληπτικό και κατασταλτικό έλεγχο απαιτείται η προηγούµενη
έκδοση νόµου. Σύµφωνα µε τη δεύτερη άποψη, η προηγούµενη έκδοση νόµου
απαιτείται µόνο για την υπαγωγή σε έλεγχο των νοµικών προσώπων και όχι στην
περίπτωση των ο.τ.α., οι οποίοι υπάγονται σε έλεγχο σε κάθε περίπτωση. Πάντως,
σήµερα, µε τις διατάξεις των άρθρων 275 και 276 του Ν.3852/2010224, οι ο.τ.α.
υπάγονται τόσο στον προληπτικό, όσο και στον κατασταλτικό έλεγχο του Ελεγκτικού
Συνεδρίου.
Περαιτέρω, σύµφωνα µε τη συνταγµατική πρόβλεψη, προκειµένου να υπαχθεί
ένα νοµικό πρόσωπο σε κατασταλτικό έλεγχο από το Ελεγκτικό Συνέδριο, απαιτείται
η έκδοση ειδικής διάταξης νόµου. Όπως, όµως, δέχονται τόσο η νοµολογία225, όσο
και η θεωρία226, τέτοια έκδοση ειδικής διάταξης νόµου για την υπαγωγή νοµικού
προσώπου στον κατασταλτικό έλεγχο του Ελεγκτικού Συνεδρίου δεν απαιτείται και
θεωρείται ότι υπάρχει, όταν το νοµικό πρόσωπο έχει ήδη υπαχθεί µε νόµο στον

223
Κοκκίδου Αλ., ∆ιοικητική Εποπτεία και ∆ηµοσιονοµικός έλεγχος στους πρωτοβάθµιους
οργανισµούς τοπικής αυτοδιοίκησης, εκδ. Σάκκουλα, Αθήνα – Θεσσαλονίκη, 2008, σελ.168 εποµ.
224
Ν.3852/2010 «Νέα Αρχιτεκτονική της Αυτοδιοίκησης και της Αποκεντρωµένης ∆ιοίκησης -
Πρόγραµµα Καλλικράτης» - ΦΕΚ τ.Α 87/2010. Άρθρο 275 του: «Οι δαπάνες των δήµων, των
περιφερειών, των νοµικών τους προσώπων δηµοσίου δικαίου, καθώς και των κοινωφελών
επιχειρήσεων, των επιχειρήσεων ύδρευσης αποχέτευσης και των δηµοτικών ανωνύµων εταιρειών του
άρθρου 266 του Κ.∆.Κ. ανεξαρτήτως πληθυσµού, εξαιρουµένων των σχολικών επιτροπών, υπάγονται
στον προληπτικό έλεγχο του Ελεγκτικού Συνεδρίου, σύµφωνα µε τα προβλεπόµενα στις διατάξεις 1
έως 3 του άρθρου 169 του Κ.∆.Κ.».
Άρθρο 276 παρ.1: «Από το Ελεγκτικό Συνέδριο διεξάγεται υποχρεωτικά κατασταλτικός έλεγχος των
λογαριασµών των δήµων, των περιφερειών και των νοµικών τους προσώπων δηµοσίου δικαίου, καθώς
και των κοινωφελών επιχειρήσεων, των επιχειρήσεων ύδρευσης αποχέτευσης και των δηµοτικών
ανωνύµων εταιρειών του άρθρου 266 του Κ.∆.Κ.. Ο έλεγχος είναι ετήσιος τακτικός και
δειγµατοληπτικός, εκτός εάν από το δειγµατοληπτικό έλεγχο προέκυψαν λόγοι που επιβάλλουν τη
γενίκευση του κατασταλτικού ελέγχου και διενεργείται µετά το τέλος κάθε οικονοµικής χρήσης ή είναι
έκτακτος γενικός ή ειδικός ή θεµατικός και συνίσταται στον έλεγχο νοµιµότητας και κανονικότητας
της διαχείρισης.».
225
Ελ.Συν.Ολοµ. Απόφαση 1039/1995.
226
Μαραγκού Γ., Η διαδικασία και το αντικείµενο του προληπτικού και του κατασταλτικού ελέγχου.
Περιπτωσιολογία, ο.π., σελ.658, Κοκκίδου Αλ., ∆ιοικητική Εποπτεία και ∆ηµοσιονοµικός έλεγχος
στους πρωτοβάθµιους οργανισµούς τοπικής αυτοδιοίκησης, ο.π., σελ.170, Σολδάτος ∆., ∆ηµόσιο
Λογιστικό, εκδ. ∆ηµόπουλου, Θεσσαλονίκη, 2001, σελ.576.
44

προληπτικό έλεγχο του Ελεγκτικού Συνεδρίου, λόγω της παραποµπής του εδαφ. γ της
παρ.1 του άρθρου 98 στο εδαφ. α του ίδιου άρθρου. Άλλωστε, όσον αφορά τα
ν.π.δ.δ., αυτά θεωρούνται, ούτως ή άλλως υπαγόµενα σε έλεγχο, εξαιτίας τις
διαχείρισης δηµοσίου χρήµατος.
Περαιτέρω, στο άρθρο 1 παρ.1 περιπτ. β του Κώδικα του Ελεγκτικού
Συνεδρίου, που απαριθµεί τις αρµοδιότητες του Ελεγκτικού Συνεδρίου, ορίζεται ότι
το Ελεγκτικό Συνέδριο διενεργεί υποχρεωτικά κατασταλτικό έλεγχο σε όλους τους
λογαριασµούς ή τους απολογισµούς των φορέων της Γενικής Κυβέρνησης, καθώς και
στον εκτός Κρατικού Προϋπολογισµού λογαριασµό µε την ονοµασία «Ειδικός
Λογαριασµός Εγγυήσεων Γεωργικών Προϊόντων» του άρθρου 26 παρ. 1 του
Ν.992/1979 (Α' 280), ενώ σε κατασταλτικό έλεγχο υπόκειται και κάθε φορέας που
έλαβε καθ' οιονδήποτε τρόπο χρηµατοδότηση ή επιχορήγηση από τον Κρατικό
Προϋπολογισµό227. Επίσης, σύµφωνα µε την περιπτ.στ του ίδιου άρθρου, το
Ελεγκτικό Συνέδριο εποπτεύει τους δηµόσιους υπολόγους όσον αφορά την τήρηση
των διατάξεων του ∆ηµοσίου Λογιστικού228.
Εποµένως, συµπεραίνουµε ότι στην αρµοδιότητα του κατασταλτικού ελέγχου
του Ελεγκτικού Συνεδρίου υπόκεινται όλοι οι φορείς, είτε είναι ν.π.δ.δ., είτε είναι
ν.π.ι.δ., εφόσον διαχειρίζονται δηµόσιο χρήµα, διότι η διαχείριση αυτή τους καθιστά
δηµόσιους υπολόγους. Το Σύνταγµα δίνει, όµως, πλέον τη δυνατότητα στο νοµοθέτη
να υπάγει στον έλεγχο του Ελεγκτικού Συνεδρίου και διαχειρίσεις ν.π.ι.δ., ακόµη και
εάν αφορούν διαχείριση «ιδιωτικού» χρήµατος229.

227
Με το άρθρο 41 του Ν.4129/2013 καθιερώνεται η υποχρέωση κάθε φορέα που επιχορηγείται ή και
χρηµατοδοτείται από τους φορείς της Γενικής Κυβέρνησης να υποβάλει στους φορείς από τους
οποίους εποπτεύονται, καθώς και στους φορείς επιχορήγησης ή και χρηµατοδότησης, εφόσον αυτοί
δεν ταυτίζονται και στο Ελεγκτικό Συνέδριο, µε το πέρας διµήνου από τη λήξη του οικονοµικού έτους,
απολογισµό της συνολικής οικονοµικής τους δραστηριότητας και ξεχωριστό απολογισµό της
επιχορήγησης ή χρηµατοδότησης που έλαβαν. Το Ελεγκτικό Συνέδριο, διενεργεί, σύµφωνα µε τις
διατάξεις του, έλεγχο νοµιµότητας και κανονικότητας, καθώς και έλεγχο της χρηστής δηµοσιονοµικής
διαχείρισης (οικονοµικότητα, αποδοτικότητα και αποτελεσµατικότητα) για τα ποσά της επιχορήγησης
και της χρηµατοδότησης που έλαβαν κάθε οικονοµικό έτος οι φορείς και συντάσσει έκθεση ελέγχου.
228
Βλ. σχετικά και άρθρο 61 του Ν.4129/2013.
229
Ελ.Συν.Τµ.IV Αποφάσεις 1350/2001, 2305/2013, Κλιµ.Β Πρακτικά της 7ης Συν. της 26.04.2012.
Επίσης, µε την Ελ.Συν.Ολοµ. Απόφαση 439/2012 κρίθηκε ότι η ανάµειξη του δηµόσιου χρήµατος
(προερχόµενου από επιχορηγήσεις από διάφορους δηµόσιους φορείς) µε τα ίδια έσοδα του ν.π.ι.δ. (από
την πώληση προϊόντων, την παροχή υπηρεσιών κ.λπ.) λόγω κατάθεσής τους σε κοινό τραπεζικό
λογαριασµό, δεν αναιρεί την ευθύνη του αναιρεσείοντος, ως διαχειριστή υπολόγου της συνολικής
περιουσίας του Ινστιτούτου, ο οποίος ευθύνεται ως υπόλογος για το σύνολο της διαχείρισης της
περιουσίας του Ινστιτούτου, ανεξάρτητα από το εάν αυτή αφορά στην ιδιωτική περιουσία του ή στο
45

Τα θέµατα που αφορούν τη διενέργεια του κατασταλτικού ελέγχου της


λογοδοσίας αυτής ρυθµίζονται από τα άρθρα 38 επόµενα του Ν.4129/2013.

2. Φύση του ελέγχου του Ελεγκτικού Συνεδρίου


Όπως είδαµε ανωτέρω, ο έλεγχος των δηµοσίων υπολόγων δεν διενεργείται
αποκλειστικά από το Ελεγκτικό Συνέδριο, αλλά και από άλλα όργανα, όπως ο
διατάκτης, ο Υπουργός Οικονοµικών κλπ. Ο έλεγχος που ασκούν τα όργανα αυτά
είναι ξεκάθαρα διοικητικός – δηµοσιονοµικός και δεν επηρεάζει τον έλεγχο που
ασκεί παράλληλα, κατά το άρθρο 98 του Συντάγµατος, το Ελεγκτικό Συνέδριο επί
των λογαριασµών των δηµοσίων υπολόγων. Το ερώτηµα όµως που προκύπτει είναι
εάν ο έλεγχος της περιπτ.γ της παρ.1 του άρθρου 98 Συντάγµατος εντάσσεται στην
κατηγορία του διοικητικού κατασταλτικού ελέγχου, που ασκούν και τα υπόλοιπα
όργανα ή αποτελεί ένα χωριστό είδος δικαστικού ελέγχου.
Το θέµα έχει απασχολήσει εξαρχής τη θεωρία και τη νοµολογία και δεν
υπάρχει µέχρι στιγµής µια οριστική «νοµολογιακή» απάντηση, σε αντίθεση µε το
αντίστοιχο ζήτηµα που είχε δηµιουργηθεί για τον προληπτικό και προσυµβατικό
έλεγχο, που ασκεί το Ελεγκτικό Συνέδριο, για τον οποίο το ζήτηµα λύθηκε οριστικά
τόσο µε απόφαση της Ολοµέλειας του Ελεγκτικού Συνεδρίου, όσο και µε απόφαση
του ∆ΕΕ230.
Ειδικότερα, η θεωρία του διοικητικού δικαίου231 έχει υποστηρίξει ότι ο
έλεγχος του Ελεγκτικού Συνεδρίου εντάσσεται στο γενικότερο διοικητικό –
δηµοσιονοµικό έλεγχο των δηµοσίων υπολόγων και δεν αποτελεί δικαστικό έλεγχο.
Την άποψη αυτή έχει εκφράσει και η νοµολογία του Ελεγκτικού Συνεδρίου άµεσα232,
αλλά και έµµεσα233, δεχόµενη234 την εφαρµογή της αρχής της προηγούµενης

δηµόσιο χρήµα, µε το οποίο αυτό επιχορηγήθηκε και µάλιστα όχι µόνο κατά τα τρία πρώτα χρόνια της
λειτουργίας του, αλλά καθ’ όλη τη διάρκεια του χρόνου που αυτός διετέλεσε διευθυντής του.
230
Μπάλτα Ε., Από τη θεωρία περί διφυούς οργάνου και την καθιέρωση του δικαστικού χαρακτήρα
του Ελεγκτικού Συνεδρίου στην επαναοριοθέτηση της νοµικής του φύση, Εφηµ∆∆ Ιανουάριος –
Φεβρουάριος 2013, σελ. 21.
231
Στασινόπουλος Μ., Μαθήµατα ∆ηµοσιονοµικού ∆ικαίου και ∆ηµόσιου Λογιστικού, ο.π., σελ16,
Κόρσος ∆, ∆ηµοσιονοµικόν ∆ίκαιον, ο.π., σελ.44, ∆αγτόγλου Π., Γενικό ∆ιοικητικό ∆ίκαιο, 5η
έκδοση, εκδ. Σάκκουλα, Αθήνα – Θεσσαλονίκη, 2004, σελ.588, ∆αγτόγλου Π., ∆ιοικητικό ∆ικονοµικό
∆ίκαιο, 3η έκδοση, εκδ. Σάκκουλα, Αθήνα – Θεσσαλονίκη, 2004, σελ.248, Τάχος Αν. Ελληνικό
∆ιοικητικό ∆ίκαιο, σελ.420, Σολδάτος ∆., ∆ηµόσιο Λογιστικό, ο.π., σελ. 576.
232
Ελ.Συν.Ολοµ. Απόφαση 1039/1995.
233
Μηλιώνης Ν., Το Ελεγκτικό Συνέδριο – Σύγχρονες τάσεις και εξελίξεις, ο.π.,σελ.262.
234
Ελ.Συν. Τµ.1 Αποφάσεις 239/1993, 1370/1993, Κλιµ.Β Πρακτικά της 12ης Συν. της 18.11.2013.
46

ακρόασης, της παρ.2 του άρθρου 20 του Συντάγµατος, δηλαδή της προηγούµενης
ακρόασης του διοικουµένου πριν την έκδοση δυσµενούς διοικητικής πράξης εις
βάρος του235, όχι µόνο σε περιπτώσεις καταλογιστικών πράξεων οργάνων της
διοίκησης (π.χ. Οικονοµικοί Επιθεωρητές), αλλά και πριν την έκδοση των
καταλογισµών από το Ελεγκτικό Συνέδριο.
Αντιθέτως, σύµφωνα µε τη δηµοσιονοµική θεωρία236, ο έλεγχος του
Ελεγκτικού Συνεδρίου είναι έλεγχος δικαστικός και διακρίνεται σαφώς του
διοικητικού ελέγχου των δηµοσιονοµικών οργάνων. Και αυτή η άποψη έχει γίνει
δεκτή από τη νοµολογία του Ελεγκτικού Συνεδρίου237.
Μια τρίτη άποψη έχει υποστηρίξει ότι η αρµοδιότητα αυτή του Ελεγκτικού
Συνεδρίου δεν είναι ούτε δικαστική ούτε διοικητική, αλλά ελεγκτική238.
Ωστόσο, δεδοµένου ότι οι ανωτέρω απόψεις περί δικαστικής φύσης της
αρµοδιότητας του Ελεγκτικού Συνεδρίου για έλεγχο των λογαριασµών στηρίζονταν,
κυρίως, στο γεγονός ότι ο σχετικός έλεγχος διενεργούνταν από Κλιµάκιο του
Ελεγκτικού Συνεδρίου, δηλαδή από δικαστικό όργανο, φαίνεται να µην µπορούν
πλέον να υποστηριχθούν µε την ίδια τουλάχιστον αιτιολογία, καθότι, ο έλεγχος
ασκείται πλέον από τον Επίτροπο του Ελεγκτικού Συνεδρίου, δηλαδή από δικαστικό
υπάλληλο και όχι από δικαστή. Συνεπώς, οδηγούµαστε στο συµπέρασµα ότι ο
σχετικός έλεγχος είναι διοικητικός ή έστω ελεγκτικός, εγκαταλείποντας τις απόψεις
περί δικαστικής αρµοδιότητας239.
Τα ανωτέρω αφορούν φυσικά µόνο την αρµοδιότητα του Ελεγκτικού
Συνεδρίου για τον τακτικό έλεγχο των λογαριασµών των υπολόγων και όχι την
αρµοδιότητά του για την επίλυση των διαφορών, που προκύπτουν από τον έλεγχο

235
Σε αντιδιαστολή µε την παρ.1 του άρθρου 20 του Συντάγµατος που αφορά τη δυνατότητα των
διαδίκων να αναπτύξουν τις απόψεις τους ενώπιον της δικαστικής αρχής.
236
Θεοχαρόπουλος Λ., Η δικαστηριακή φύση του Ελληνικού Ελεγκτικού Συνεδρίου στον Τόµο: Το
Ελεγκτικό Συνέδριο: Ιστορική εξέλιξις του θεσµού των Ελεγκτικών Συνεδρίων Ελλάδος και Γαλλίας :
Πρακτικά (Εισηγήσεις) διήµερου συζητήσεων αφιερωµένου στην ιστορική εξέλιξη του θεσµού των
Ελεγκτικών Συνεδρίων Ελλάδος και Γαλλίας, Εθνικό Τυπογραφείο, Αθήνα, 1993, σελ. 125, Ρίζος Κ.,
Η νοµική φύση των πράξεων του Ελληνικού Ελεγκτικού Συνεδρίου στον ανωτέρω Τόµο, σελ. 145,
Μπάρµπας Ν., Στοιχεία ∆ηµοσιονοµικού ∆ικαίου, ο.π.σελ.187, Γέροντας Α., ∆ηµοσιονοµικό ∆ίκαιο,
εκδ. Αντ.Ν.Σάκκουλα, Αθήνα- Κοµοτηνή, 2005, σελ.218.
237
Ελ.Συν.Ολοµ. Απόφαση 1444/1992, 1396/2000.
238
Σαρµάς Ι., Η συνταγµατική νοµολογία του Ελεγκτικού Συνεδρίου, εκδ. Αντ. Σάκκουλα, Αθήνα –
Κοµοτηνή, 1997, σελ. 18.
239
Βλ. σχετικά και την άποψη του Μηλιώνης Ν., Το Ελεγκτικό Συνέδριο – Σύγχρονες τάσεις και
εξελίξεις, ο.π., σελ. 262.
47

αυτό και την οποία θα αναλύσουµε παρακάτω, η οποία δεν υπάρχει αµφιβολία ότι
αποτελεί δικαστική αρµοδιότητα.

3. Η έννοια του λογαριασµού


Ένας τυπικός ορισµός της έννοιας του λογαριασµού δίδεται µε τα Πρακτικά της 20ης
Γεν.Συν./30.05.1979 της Ολοµέλειας του Ελεγκτικού Συνεδρίου: «λογαριασµός είναι
πίναξ εµφαίνων δοσοληψίας, οία δοσοληψία δηµιουργείται µόνον µετά την
πραγµατοποίησιν εισπράξεως ή πληρωµής (εξοφλήσεως δηλονότι του οικείου τίτλου
πληρωµής)» 240.
Σύµφωνα µε γενική αρχή του δηµοσιονοµικού δικαίου, που ακολουθείται
στην πράξη από το Ελεγκτικό Συνέδριο, οι λογαριασµοί των δηµοσίων υπολόγων και
οι απολογισµοί των Ν.Π.∆.∆. είναι κατ’ αρχή συνεχείς, δηλαδή αρχίζουν από τη
σύσταση και τη λειτουργία της διαχείρισης ή του Ν.Π.∆.∆. µε σχετική διάταξη και
διαρκούν µέχρι την κατάργησή τους µε όµοια διάταξη. Κάθε δε αυτοτελής χρήση,
εκτός από την πρώτη, αρχίζει µε το υπόλοιπο της προηγουµένης για το οποίο και
εκδίδεται το πρώτο γραµµάτιο είσπραξης. Το υπόλοιπο αυτό, µε τα έσοδα της
διαχείρισης στην οποία µεταφέρθηκε, αποτελούν το σύνολο των εισπράξεων της,
από τις οποίες, µετά την αφαίρεση του συνόλου των πληρωµών, προκύπτει το νέο
µεταφερόµενο υπόλοιπο. Για την εξακρίβωση δε της ορθότητάς του εν λόγω
υπολοίπου γίνεται προηγουµένως έλεγχος από το Συνέδριο του συνόλου των
διαχειριστικών πράξεων που πραγµατοποιήθηκαν κατά τη διάρκεια της χρήσης, ώστε
αρχικά να απαιτείται η εκδίκαση των λογαριασµών του προηγούµενου έτους για την
διακρίβωση της ορθότητας λογαριασµού επόµενου αυτού έτους.
Τίθεται όµως το ερώτηµα εάν η αρχή αυτή κωλύει το Ελεγκτικό Συνέδριο να
προβεί στον κατασταλτικό έλεγχο και την εκδίκαση ορισµένου ετήσιου λογαριασµού
όταν δεν έχει γίνει έλεγχος του λογαριασµού προηγούµενου οικονοµικού έτους, διότι,
είτε οι λογαριασµοί αυτοί δεν έχουν υποβληθεί στο Συνέδριο για έλεγχο ή λόγω
απώλειας των δικαιολογητικών ή για κάποια άλλη αιτία, όπως π.χ. όταν οι
λογαριασµοί έχουν υποβληθεί στο Συνέδριο και τελούν σε εκκρεµότητα λόγω
δηµιουργηθείσης αλληλογραφίας ή παραµένουν ανεξέλεγκτοι στο αρχείο για
οποιονδήποτε λόγο.

240
Μηλιώνης Ν., Το Ελεγκτικό Συνέδριο – Σύγχρονες τάσεις και εξελίξεις, ο.π., σελ. 247.
48

Με τα Πρακτικά της 4ης Γεν.Συν. της Ολοµέλειας του Ελεγκτικού Συνεδρίου


της 04.02.2004241 κρίθηκε ότι «είναι δυνατή η εκδίκαση των λογαριασµών ορισµένης
(ετήσιας ή µη) διαχείρισης, στην αρχή της οποίας λαµβάνεται υπόψη ως χρηµατικό
υπόλοιπο της προηγούµενης διαχείρισης, αυτό που από τον υπόλογο φέρεται ως
τέτοιο στον αµέσως προηγούµενο λογαριασµό ή απολογισµό. Αν δε από
µεταγενέστερο έλεγχο των προηγουµένων αυτών διαχειρίσεων ήθελε προκύψει πλέον
ή έλαττον διαφορά στο ως άνω φερόµενο υπόλοιπο του υπολόγου, τότε η σχετική
πράξη που διαπιστώνει τη διαφορά αυτή θα αποτελέσει νέο κατά νόµο στοιχείο µε
βάση το οποίο µπορεί να αυξοµειωθεί το χρηµατικό υπόλοιπο της ελεγχθείσης
διαχείρισης ύστερα από αναθεώρηση της αναφερόµενης σ’ αυτήν οικείας πράξης του
Συνεδρίου».
∆ιευκρινίζεται ότι οι µεν δηµόσιοι υπόλογοι υποβάλλουν προς έλεγχο
«λογαριασµούς», οι δε υπόλογοι ΟΤΑ και ΝΠ∆∆ υποβάλλουν προς έλεγχο
«απολογισµούς». Η χρήση διαφορετικής ορολογίας δεν συνεπάγεται πάντως
διαφορετική µεταχείριση των απολογισµών242.
Ο τύπος των λογαριασµών, καθώς και τα έγγραφα και τα δικαιολογητικά που
επισυνάπτονται σε αυτούς ορίζονται µε απόφαση της Ολοµέλειας του Ελεγκτικού
Συνεδρίου, που δηµοσιεύεται στην Εφηµερίδα της Κυβερνήσεως243.

4. Είδη κατασταλτικών ελέγχων


Ο έλεγχος του Ελεγκτικού Συνεδρίου είναι κατά κανόνα ετήσιος τακτικός και
δειγµατοληπτικός, εκτός εάν από το δειγµατοληπτικό έλεγχο προκύψουν λόγοι που
επιβάλλουν τη γενίκευση του κατασταλτικού ελέγχου και διενεργείται µετά το τέλος
κάθε οικονοµικής χρήσης. Μπορεί, όµως, να είναι και έκτακτος γενικός ή ειδικός ή
θεµατικός και συνίσταται σε έλεγχο νοµιµότητας και κανονικότητας της
διαχείρισης244.
Το Ελεγκτικό Συνέδριο µπορεί επίσης να διενεργήσει, σύµφωνα µε τις
διατάξεις που το διέπουν, κατά τη διάρκεια εκτέλεσης του προϋπολογισµού
στοχευµένους ελέγχους (προληπτικούς, κατασταλτικούς ή ελέγχους επιδόσεων) σε

241
Οµοίως και τα παλαιότερα πρακτικά της 62ης Γεν.Συν. της Ολοµέλειας του Ελ.Συν. την
07.11.1973.
242
Μηλιώνης Ν., Το Ελεγκτικό Συνέδριο – Σύγχρονες τάσεις και εξελίξεις, ο.π., σελ.253.
243
Άρθρο 44 παρ. 9 και άρθρο 43 παρ.4 του Ν.4129/2013.
244
Άρθρο 39 παρ.1 και άρθρο 28 παρ.4 του Ν.4129/2013.
49

τοµείς υψηλού ελεγκτικού ενδιαφέροντος, σύµφωνα µε το ετήσιο ελεγκτικό


πρόγραµµά του, που εκπονεί η Ολοµέλειά του. Επίσης, µπορεί να προβεί σε κάθε
είδους έκτακτο έλεγχο245.
Επιπλέον, προβλέπεται η υποχρέωση των ελεγκτικών υπηρεσιών, των
οικονοµικών επιθεωρήσεων και των λοιπών υπηρεσιών, που σύµφωνα µε τις κείµενες
διατάξεις, ασκούν τακτικό διαχειριστικό έλεγχο, να υποβάλλουν στο Ελεγκτικό
Συνέδριο, µετά το τέλος του ελέγχου τους, τα διαχειριστικά στοιχεία µαζί µε το
πόρισµά τους, ώστε η αρµόδια Υπηρεσία Επιτρόπου του Ελεγκτικού Συνεδρίου
ύστερα από αξιολόγηση των εργασιών και των αποτελεσµάτων του ελέγχου να
µπορεί, αν κρίνει ότι συντρέχει περίπτωση, να επαναλάβει από την αρχή τον
έλεγχο246.

5. Αρµόδιο όργανο ελέγχου


Ο έλεγχος των λογαριασµών των δηµοσίων υπολόγων και των απολογισµών των
οργανισµών τοπικής αυτοδιοίκησης και των άλλων νοµικών προσώπων δηµοσίου
δικαίου, ασκείται από τον Επίτροπο της Υπηρεσίας Επιτρόπου της Κεντρικής
Υπηρεσίας ή των Περιφερειακών Υπηρεσιών του Ελεγκτικού Συνεδρίου247. Κατά την
άσκηση του ελέγχου αυτού, στον αρµόδιο Επίτροπο περιήλθαν όλες οι αρµοδιότητες
του αρµόδιου Κλιµακίου248, καθώς η αρµοδιότητα αυτή περιήλθε στους Επιτρόπους
µε το Ν.4055/2012249, ενώ προηγουµένως ασκούνταν από το Β’ Κλιµάκιο του
Ελεγκτικού Συνεδρίου.
Πάντως, σε ζητήµατα που αναφύονται κατά την επεξεργασία των
λογαριασµών, µπορεί, σε περίπτωση αµφιβολιών, να προκληθεί εκ των προτέρων η
γνώµη του αρµόδιου Κλιµακίου για τα ζητήµατα αυτά ύστερα από έκθεση του
οικείου Επιτρόπου προς αυτό. ∆εν µπορούν, όµως, να τεθούν, ενώπιον του
Κλιµακίου, αµφιβολίες των οποίων το πραγµατικό της υποθέσεως δεν είναι σαφές,
µεταθέτοντας, κατ’ αυτόν τον τρόπο, την άσκηση ελεγκτικής εξουσίας από τον
Επίτροπο στο Κλιµάκιο, ή αµφιβολίες, που έχουν το χαρακτήρα διατυπώσεως

245
Άρθρο 40 του N.4129/2013.
246
Άρθρο 42 του Ν.4129/2013.
247
Άρθρο 38 παρ.1 του Ν.4129/2013. Αµφισβητήσεις που ανακύπτουν από τον έως άνω καθορισµό
των αρµοδιοτήτων, επιλύονται κάθε φορά µε απόφαση της Ολοµέλειας του Ελεγκτικού Συνεδρίου.
248
Άρθρο 38 παρ.2 του Ν.4129/2013.
249
Με το άρθρο 79 του Ν.4055/2012 - ΦΕΚ τ.Α 51/2012 αντικαταστάθηκαν οι παράγραφοι 1 και 2 του
άρθρου 22 του π.δ.774/1980.
50

ερωτηµάτων επί υποθετικής βάσεως, επί των οποίων ζητείται από το Κλιµάκιο η
παροχή γνωµοδοτήσεως, δεδοµένου ότι το Κλιµάκιο δεν αποτελεί γνωµοδοτικό
όργανο250.
Επίσης, ο Πρόεδρος του Ελεγκτικού Συνεδρίου δύναται, αν κρίνει τούτο
αναγκαίο, λόγω της σοβαρότητας ή της γενικότητας του θέµατος, να προκαλεί τη
γνώµη της Ολοµέλειας, η οποία είναι υποχρεωτική για τους Επιτρόπους, τα Κλιµάκια
και τα Τµήµατα του Ελεγκτικού Συνεδρίου, κατά την έκδοση των σχετικών πράξεων
και αποφάσεων τους251.
Πάντως, ο έλεγχος διαχειρίσεων νοµικών προσώπων ιδιωτικού δικαίου, που
διενεργείται σύµφωνα µε τις διατάξεις των άρθρων 85 και 86 του ν.1892/1990 ή µε
άλλες ειδικές διατάξεις, ο οποίος µε την υπ’ αριθ. 9627/1991 Κανονιστική Απόφαση
της Ολοµέλειας (ΦΕΚ Β΄, 366) είχε ανατεθεί στην αρµοδιότητα του Β΄ Κλιµακίου
παραµένει σε αυτό252.

6. Προθεσµία υποβολής λογαριασµών για έλεγχο


Το αργότερο εντός δύο µηνών από τη λήξη κάθε οικονοµικού έτους ή από την µε
οποιονδήποτε τρόπο λήξη της διαχείρισης των υπολόγων, οι τελευταίοι αποδίδουν
λόγο γι` αυτήν στο Ελεγκτικό Συνέδριο, υποβάλλοντας απευθείας253 σε αυτό τους
λογαριασµούς τους, εφόσον δεν ορίζεται διαφορετικά από το νόµο254.
Η ανωτέρω προθεσµία δύναται, πάντως, να παρατείνεται για εξαιρετικούς
λόγους, ύστερα από αίτηση του υπολόγου, κατά την κρίση της αρµόδιας Υπηρεσίας
Επιτρόπου για εύλογο χρονικό διάστηµα, ενώ µε απόφαση του Ελεγκτικού Συνεδρίου
δύναται να ορίζεται ότι ορισµένες κατηγορίες υπολόγων υποβάλλουν τους
λογαριασµούς της διαχείρισης τους σε χρονικά διαστήµατα συντοµότερα του
έτους255. Άλλωστε, ο αρµόδιος Επίτροπος του Ελεγκτικού Συνεδρίου δύναται να
διατάξει την υποβολή σε αυτό των λογαριασµών του µέσα σε τακτή προθεσµία και
πριν από τη λήξη της διαχείρισης αυτού, σε περίπτωση ελλείµµατος ή άλλων

250
Ελ.Συν.Κλιµ.Β Πράξεις 59,60, 79/2014.
251
Άρθρο 38 παρ.6 του Ν.4129/2013.
252
Ελ.Συν.Ολοµ. Πρακτικά της 5ης Γεν.Συν. της 06.03.2013.
253
Εκτός από την περίπτωση των δευτερευόντων υπολόγων για τους οποίους βλ. παραπάνω.
254
Άρθρο 44 παρ. 4 του Ν.4129/2013 και άρθρο 155 παρ.1 του Ν.4270/2014.
255
Άρθρο 44 παρ.5 και 6 του Ν.4129/2013.
51

ανωµαλιών, οι οποίες προκαλούν υπόνοιες κατάχρησης ή κωλύουν τον έλεγχο των


πράξεων του υπολόγου256.
Ειδικά, οι ταµιακοί υπόλογοι, πολιτικοί και στρατιωτικοί, καθώς και ο
υπόλογος συµψηφισµών υποβάλλουν απευθείας στο Ελεγκτικό Συνέδριο µέχρι την
20ή ηµέρα κάθε µήνα τους λογαριασµούς της διαχείρισης τους κατά τον
προηγούµενο µήνα. Η ανωτέρω προθεσµία δύναται, επίσης να παραταθεί για
εξαιρετικούς λόγους, κατά την κρίση της αρµόδιας Υπηρεσίας Επιτρόπου για εύλογο
χρονικό διάστηµα, ύστερα από αίτηση του υπολόγου257. Ο εν λόγω έλεγχος των
λογαριασµών των ταµείων και του υπολόγου συµψηφισµών συµπληρώνεται, πάντως,
µε τον έλεγχο των ετήσιων λογαριασµών, µετά τον οποίο, το Ελεγκτικό Συνέδριο
αποφαίνεται για το σύνολο της διαχείρισης του δηµοσίου υπολόγου σύµφωνα µε το
άρθρο 46258.
Τα αντίστοιχα ισχύουν, και για τους υπόλογους διαχείρισης υλικού του
∆ηµοσίου259, τους υπόλογους λογαριασµών Ο.Τ.Α.260 και τον έλεγχο των
απολογισµών των ΝΠ∆∆261.
Σε περίπτωση θανάτου ή ανικανότητας του υπολόγου, οι λογαριασµοί
αποδίδονται από τους κληρονόµους ή το νόµιµο αντιπρόσωπο του, αντιστοίχως, µε
επιµέλεια της προϊστάµενης υπηρεσίας αυτού και σύµφωνα µε τις διατάξεις του
νόµου για το δηµόσιο λογιστικό262.

7. Συνέπειες µη υποβολής των λογαριασµών


Η µη υποβολή των λογαριασµών προς έλεγχο στο Ελεγκτικό Συνέδριο ή η υποβολή
τους εκπροθέσµως, συνεπάγεται µια σειρά συνεπειών, που απαριθµούνται στο άρθρο
45 του Ν.4129/2013, και κυµαίνονται από την επιβολή µιας χρηµατικής ποινής, µέχρι
την οριστική απόλυση του υπαλλήλου263.

256
Άρθρο 44 παρ.7 του Ν.4129/2013.
257
Άρθρο 43 παρ.1 και 3 του Ν.4129/2013.
258
Άρθρο 44 παρ.1 του Ν.4129/2013.
259
Άρθρο 49 του Ν.4129/2013.
260
Άρθρα 50 και 51 του Ν.4129/2013.
261
Άρθρο 53 του Ν.4129/2013, στην παρ.4 του οποίου ορίζεται ότι κάθε δηµόσια υπηρεσία
υποχρεούται να ανακοινώνει χωρίς καθυστέρηση στο Ελεγκτικό Συνέδριο τη σύσταση ή κατάργηση
κάθε Ν.Π.∆.∆. ή άλλου φορέα που τελεί υπό την εποπτεία της.
262
Άρθρο 44 παρ.8 και άρθρο 43 παρ.5 του Ν.4129/2013.
263
Αντίστοιχες ποινές επιβάλλονται και στους ταµιακούς υπολόγους και υπολόγους συµψηφισµών βλ.
άρθρο 43 παρ.2 του Ν.4129/2013.
52

Ειδικότερα, εάν ο υπόλογος αφήσει να περάσουν άπρακτες οι προθεσµίες, που


προβλέπονται στα προηγούµενα άρθρα για την υποβολή των λογαριασµών του, το
Ελεγκτικό Συνέδριο µπορεί να του επιβάλει χρηµατική ποινή µέχρι το ποσό των
µηνιαίων αποδοχών του, ενώ συγχρόνως θα τον καλέσει να υποβάλει τους
λογαριασµούς του µέσα σε προθεσµία που δεν υπερβαίνει τις δεκαπέντε ηµέρες από
την ηµεροµηνία κοινοποίησης της πρόσκλησης. Αν ο υπόλογος είναι άµισθος,
επιβάλλεται σε αυτόν χρηµατική ποινή µέχρι το ποσό των οκτακοσίων ογδόντα
ευρώ264.
Το Ελεγκτικό Συνέδριο δύναται, επίσης, να επιβάλει την ίδια ως άνω ποινή σε
κάθε υπόλογο που λογοδοτεί, ενώπιον του, για παραβάσεις σχετικές µε τη διενέργεια
του ελέγχου ή για µη συµµόρφωση του υπολόγου σε διαταγές που έχουν σχέση µε
τον έλεγχο της διαχείρισης του. Έτσι π.χ. µπορεί να επιβάλει ποινή σε περίπτωση
αδικαιολόγητης καθυστέρησης απάντησης σε Φύλλο Μεταβολών και Ελλείψεων265.
Κατά των πράξεων του Ελεγκτικού Συνεδρίου µε τις οποίες επιβάλλονται οι ανωτέρω
χρηµατικές ποινές, επιτρέπεται εφάπαξ αναθεώρηση που ασκείται µε αίτηση του
ενδιαφεροµένου µέσα σε έξι µήνες από την κοινοποίηση τους.
Όπως δε έχει κριθεί266, αρµόδιο όργανο για την για την επιβολή της ανωτέρω
χρηµατικής ποινής είναι ο Επίτροπος του Ελεγκτικού Συνεδρίου, καθότι η διάταξη
του άρθρου 45 του Ν.4129/2013 κατισχύει της διάταξης του άρθρου 152 παρ. 2 του
Π.∆. 1225/1981267, σύµφωνα µε την οποία ορίζονταν το Κλιµάκιο ως αρµόδιο για την
επιβολή της χρηµατικής αυτής ποινής.
Στην περίπτωση όµως, που ο υπόλογος εµµένει στη µη υποβολή των
λογαριασµών, διατάσσεται µε πράξη του Ελεγκτικού Συνεδρίου η σύνταξη των
λογαριασµών από υπάλληλο του Ελεγκτικού Συνεδρίου, µε δαπάνη του υπολόγου,
εφόσον η διοίκηση δεν έχει ήδη προβεί οίκοθεν στη σύνταξη τους. Στην περίπτωση

264
Το ποσό αυτό δύναται να αυξάνεται µε απόφαση του Υπουργού ∆ικαιοσύνης, ∆ιαφάνειας και
Ανθρωπίνων ∆ικαιωµάτων, που εκδίδεται ύστερα από γνώµη της Ολοµέλειας του Ελεγκτικού
Συνεδρίου και δηµοσιεύεται στην Εφηµερίδα της Κυβερνήσεως.
265
Ρίζος Κ., Ο έλεγχος των δηµοσίων δαπανών και λογαριασµών από το Ελεγκτικό Συνέδριο, ο.π.,
σελ.112.
266
Ελ.Συν.Ολοµ. Πρακτικά της 5ης Γεν.Συν. της 06.03.2013.
267
Π.∆. 1225/1981 «Περί εκτελέσεως των περί Ελεγκτικού Συνεδρίου διατάξεων.» - ΦΕΚ τ.Α
304/1981.
53

αυτή, ύστερα από αίτηση του Ελεγκτικού Συνεδρίου, µπορεί να επιβληθεί στον
υπόλογο η προσωρινή ή η οριστική απόλυσή του από την υπηρεσία268.
Σε κάθε περίπτωση, οι παραπάνω διατάξεις δεν εµποδίζουν τη λήψη από την
αρµόδια υπηρεσία κάθε νόµιµου µέτρου προς εξασφάλιση των συµφερόντων του
∆ηµοσίου.

8. Αντικείµενο του ελέγχου


Αντικείµενο του ελέγχου του Ελεγκτικού Συνεδρίου αποτελεί η νοµιµότητα και η
κανονικότητα των λογαριασµών. Όπως κρίθηκε µε τα Πρακτικά της 8ης
Γεν.Συν./3.3.1982 της Ολοµέλειας του Ελεγκτικού Συνεδρίου, «ο έλεγχος είναι µια
διαδικασία επαληθεύσεως (µε τας εκ ταύτης συνεπείας – κυρώσεις) και αναλύεται εις
σειράν πράξεων και ενεργειών, αποσκοπουσών το µεν εις την εξακρίβωσιν της
ορθότητας, νοµιµότητος και κανονικότητος της ελεγχόµενης διαχειρίσεως, το δε εις
τον προσδιορισµόν και την αποκατάστασιν της τυχόν επενεχθείσης υπό του υπολόγου
ζηµίας. […] Αντικείµενον του ελέγχου είναι αι τε οικονοµικαί – διαχειριστικαί
πράξεις και οι εκ της νοµίµου κατατάξεως και ερµηνείας τούτων δηµιουργούµενοι
λογαριασµοί».
Ειδικότερα, κατά τον κατασταλτικό έλεγχο ελέγχονται ιδίως269:
α) η τήρηση της αρχής της χρηστής δηµοσιονοµικής διαχείρισης και ειδικότερα η
οικονοµικότητα, η αποδοτικότητα και η αποτελεσµατικότητα270,
β) η ορθή τήρηση του κατά περίπτωση ισχύοντος λογιστικού ή διαχειριστικού
συστήµατος, σύµφωνα µε τους κανόνες και τις αρχές που το διέπουν,
γ) η τήρηση και ενηµέρωση των λογαριασµών, ώστε να απεικονίζουν µε ακρίβεια το
περιεχόµενο των οικονοµικών πράξεων και δηµοσιονοµικών ενεργειών,
δ) η νόµιµη λήψη δανείων, παροχή εγγυήσεων και η τήρηση των όρων των σχετικών
συµβάσεων,

268
Οι δαπάνες της προηγούµενης παραγράφου εκκαθαρίζονται από τον Πρόεδρο του Ελεγκτικού
Συνεδρίου, προκαταβάλλονται από το ∆ηµόσιο, βεβαιώνονται σε βάρος του υπολόγου και
εισπράττονται, σύµφωνα µε τις διατάξεις για την είσπραξη των δηµοσίων εσόδων.
269
Άρθρο 39 παρ.2 του Ν.4129/2013.
270
Για περισσότερα σχετικά µε την αρχή της χρηστής δηµοσιονοµικής διαχείρισης, βλ.
Μαρτινόπουλος Σ., Ο κατασταλτικός έλεγχος των λογαριασµών των δηµοσίων υπολόγων υπό το φως
της αρχής της χρηστής δηµοσιονοµικής διαχείρισης, ΘΠ∆∆ 10/2013, σελ.862, Μηλιώνης Ν., Προς µια
νέα δηµοσιονοµική διακυβέρνηση του κράτους (µε αφορµή τους Ν.3871 και 4055/2012), ΘΠ∆∆ 8-
9/2012, σελ.798.
54

ε) η νόµιµη και σύµφωνα µε την αρχή που προβλέπεται στην περίπτωση α` διαχείριση
της κινητής και ακίνητης περιουσίας,
στ) η έγκαιρη και κανονική απόδοση των υπέρ τρίτων εισπραττόµενων δικαιωµάτων
και η είσπραξη και η διαχείριση των ανταποδοτικών τελών ή άλλων ειδικών εσόδων
ή των εσόδων από δάνεια ή των βεβαιωθέντων εσόδων από οφειλές και πρόστιµα σε
βάρος τρίτων,
ζ) τα συστήµατα λειτουργίας του φορέα (έλεγχος συστηµάτων) και
η) η συµµόρφωση του φορέα σε προηγούµενες υποδείξεις του Ελεγκτικού Συνεδρίου.
Πάντως, ο έλεγχος περιορίζεται στη νοµιµότητα και κανονικότητα της
διαχείρισης και όχι και στη σκοπιµότητά της271. Άλλωστε, ο έλεγχος της αρχής της
χρηστής δηµοσιονοµικής διαχείρισης, δεν συνιστά έλεγχο σκοπιµότητας, καθώς αυτό
που ελέγχεται είναι κατά πόσο ο επιδιωκόµενος – και µη ελεγχόµενος - σκοπός,
επιτεύχθηκε µε τον οικονοµικότερο, αποδοτικότερο και αποτελεσµατικότερο
τρόπο272.
Ωστόσο, κατά την άσκηση του ελέγχου των λογαριασµών των υπολόγων
µπορεί να εξετασθεί από τον αρµόδιο Επίτροπο και το ουσιαστικό µέρος της
διαχείρισης. Αν προκύψουν αµφιβολίες ως προς αυτό, το Κλιµάκιο ανακοινώνει την
περίπτωση αυτή στον Υπουργό Οικονοµικών και στον αρµόδιο Υπουργό273. Το
Ελεγκτικό Συνέδριο µνηµονεύει, επίσης, ύστερα από αξιολόγηση τις περιπτώσεις
αυτές στην ετήσια έκθεση του προς τη Βουλή274.
Τέλος, κατά τον έλεγχο που ασκείται από το Ελεγκτικό Συνέδριο επιτρέπεται
η εξέταση και των ζητηµάτων που αναφύονται παρεµπιπτόντως, µε την επιφύλαξη
των διατάξεων για το δεδικασµένο275.

9. ∆ιαδικασία ελέγχου
Ο έλεγχος διενεργείται σύµφωνα µε τις διατάξεις του Ν.4129/2013 και τα ελεγκτικά
πρότυπα του ∆ιεθνούς Οργανισµού Ανωτάτων Ελεγκτικών Ιδρυµάτων (INTOSAI)276.

271
Ο έλεγχος της σκοπιµότητας των διοικητικών πράξεων εκφεύγει της αρµοδιότητας του Ελεγκτικού
Συνεδρίου. (άρθρο 28 παρ.5 του Ν.4129/2013) και Μπάρµπας Ν., Στοιχεία ∆ηµοσιονοµικού ∆ικαίου,
ο.π., σελ.192.
272
Μαρτινόπουλος Σ., Ο κατασταλτικός έλεγχος των λογαριασµών των δηµοσίων υπολόγων υπό το
φως της αρχής της χρηστής δηµοσιονοµικής διαχείρισης, ο.π., σελ.862.
273
Άρθρο 28 παρ. 8 του Ν.4129/2013.
274
Άρθρο 28 παρ. 7 του Ν.4129/2013.
275
Άρθρο 28 παρ.3 του Ν.4129/2013.
55

Κατά τη διενέργεια του ελέγχου των λογαριασµών των υπολόγων δύναται να ζητείται
από τις αρµόδιες δηµόσιες υπηρεσίες, τους υπολόγους, καθώς και από οποιοδήποτε
φυσικό ή νοµικό πρόσωπο κάθε αναγκαία πληροφορία ή στοιχείο, αν δε συντρέχει
περίπτωση, µπορεί να διενεργηθεί και επιτόπια έρευνα277.
Ειδικά, όσον αφορά τους Ο.Τ.Α. οι δηµόσιες υπηρεσίες, τα νοµικά πρόσωπα
δηµοσίου ή ιδιωτικού δικαίου, οι δηµόσιοι οργανισµοί, τα πιστωτικά ιδρύµατα γενικά
και τα φυσικά πρόσωπα που κατέχουν έγγραφα, πληροφορίες ή στοιχεία σχετιζόµενα
οπωσδήποτε µε τα αντικείµενα του ελέγχου ή µε λογαριασµούς ή δραστηριότητες
κάθε Ο.Τ.Α. πρώτου και δεύτερου βαθµού που τελεί υπό έλεγχο, οφείλουν, αν τους
ζητηθεί, να τα θέτουν στη διάθεση των αρµόδιων οργάνων του Ελεγκτικού
Συνεδρίου. Οι Επίτροποι ή υπάλληλοι που ενεργούν τους ελέγχους, έχουν όλα τα
δικαιώµατα και τις υποχρεώσεις ανακριτικών υπαλλήλων278.
Για τις ελλείψεις, που διαπιστώνονται, ή τις αµφιβολίες, που δηµιουργούνται,
κατά την επεξεργασία των λογαριασµών, συντάσσεται φύλλο µεταβολών και
ελλείψεων που αποστέλλεται αρµοδίως για την αναπλήρωση των διαπιστούµενων
ελλείψεων και την παροχή των απαιτούµενων πληροφοριών, εντός προθεσµίας όχι
µεγαλύτερης των δεκαπέντε ηµερών, η οποία µπορεί να παραταθεί για εύλογο
χρόνο279.
∆ιαφορές, οι οποίες προκύπτουν κατά τον έλεγχο των λογαριασµών σε
χρέωση ή πίστωση των υπολόγων και είναι κατώτερες ποσού που ορίζεται κάθε φορά
µε απόφαση του Υπουργού Οικονοµικών ύστερα από γνώµη του Ελεγκτικού
Συνεδρίου, διαγράφονται και οι λογαριασµοί αυτοί εξισώνονται σύµφωνα µε τα
οριζόµενα στην ίδια ως άνω απόφαση. Η απόφαση αυτή δεν έχει εκδοθεί µέχρι
σήµερα280.
Αν κατά τον έλεγχο των λογαριασµών διαπιστωθεί ποινικώς κολάσιµη πράξη,
ανακοινώνεται τούτο στον αρµόδιο εισαγγελέα, στον Υπουργό ή άλλο αρµόδιο
όργανο στον οποίο υπάγεται ο υπόλογος, καθώς και στον Πρόεδρο του Ελεγκτικού
Συνεδρίου281.

276
Άρθρο 39 παρ.4 του Ν.4129/2013.
277
Άρθρο 38 παρ.3 του Ν.4129/2013.
278
Άρθρο 50 παρ.2 και 3 του Ν.4129/2013 και άρθρο 28 παρ.2 του Ν.4129/2013.
279
Άρθρο 38 παρ.4 του Ν.4129/2013.
280
Άρθρο 38 παρ.5 του Ν.4129/2013.
281
Άρθρο 38 παρ.7 του Ν.4129/2013.
56

Ο κατασταλτικός έλεγχος πρέπει να ολοκληρωθεί µέσα σε έξι µήνες από την


ηµεροµηνία αποστολής του αντιγράφου του λογαριασµού ή του απολογισµού ή
ισολογισµού ή άλλης κατά το νόµο απαιτούµενης οικονοµικής κατάστασης του
υπόχρεου για κατασταλτικό έλεγχο φορέα, το οποίο συνοδεύεται από τα στοιχεία που
ορίζονται µε απόφαση της ολοµέλειας του Ελεγκτικού Συνεδρίου282.
Ο Επίτροπος του Ελεγκτικού Συνεδρίου, έχοντας υπόψη την έκθεση που
συντάσσεται µε τη βοήθεια των υπαλλήλων της υπηρεσίας τους για τους
λογαριασµούς των υπολόγων283, αποφαίνεται για την ορθότητα ή µη των
λογαριασµών και κηρύσσει µε πράξη του τους λογαριασµούς ως ορθώς έχοντες ή
καταλογίζει τον υπόλογο µε το έλλειµµα που διαπιστώθηκε ή µε εκείνο που
προκύπτει από την παράλειψη είσπραξης ή βεβαιώνει σε πίστωση αυτού το τυχόν
πλεόνασµα284.
Εφόσον συντρέχει περίπτωση, ο αρµόδιος Επίτροπος δύναται να προβεί στον
καταλογισµό του υπολόγου και πριν αποφανθεί για τους λογαριασµούς του
υπολόγου285.
Οι πράξεις του Ελεγκτικού Συνεδρίου, που εκδίδονται από τον αρµόδιο
Επίτροπο και κοινοποιούνται στον υπόλογο σύµφωνα µε τα οριζόµενα σε προεδρικό
διάταγµα, είναι εκτελεστές.
Κατά των πράξεων αυτών δεν επιτρέπεται η άσκηση προσφυγής στα άλλα
δικαστήρια, τα ποσά δε που καταλογίζονται µε τις πράξεις αυτές εισπράττονται
σύµφωνα µε τις διατάξεις του Κώδικα Εισπράξεως ∆ηµοσίων Εσόδων.
Αντίγραφα των πράξεων που εκδίδονται από τους αρµόδιους Επιτρόπους του
Ελεγκτικού Συνεδρίου διαβιβάζονται µαζί µε τους σχετικούς φακέλους από τη
Γραµµατεία τους στον Γενικό Επίτροπο της Επικρατείας του Ελεγκτικού Συνεδρίου
για τυχόν άσκηση ένδικων µέσων από αυτόν286.

10. Απαλλαγή λόγω απώλειας ή φθοράς


Όπως είδαµε ανωτέρω, στις υποχρεώσεις των δηµοσίων υπολόγων περιλαµβάνεται η
µέριµνά τους για τη διαφύλαξη και προστασία των χρηµάτων, ενσήµων και υλικών

282
Άρθρο 39 παρ.3 του Ν.4129/2013.
283
Άρθρο 22 παρ.1 περιπτ. γ` και παρ. 5 του άρθρου 22 του Ν.4129/2013.
284
Άρθρο 46 παρ.1 του Ν.4129/2013.
285
Άρθρο 46 παρ.2 του Ν.4129/2013.
286
Άρθρο 47 παρ.1 και 2 του Ν.4129/2013.
57

που διαχειρίζονται, για την εξασφάλιση της οποίας πρέπει να λαµβάνουν όλα τα
προβλεπόµενα µέτρα. Σε περίπτωση που προκύψει απώλεια η φθορά των χρηµάτων
κλπ που διαχειρίζονται, οι υπόλογοι φέρουν ευθύνη, όπως και για κάθε έλλειµµα,
όπως θα δούµε παρακάτω, εκτός εάν απαλλαγούν από την ευθύνη τους αυτή από το
Κλιµάκιο του Ελεγκτικού Συνεδρίου287.
Ειδικότερα, στην περίπτωση αυτή, το αρµόδιο Κλιµάκιο του Ελεγκτικού
Συνεδρίου, ύστερα από αίτηση του υπολόγου ή και αυτεπαγγέλτως288, αποφαίνεται
για την απαλλαγή από την ευθύνη των υπολόγων, που λογοδοτούν ενώπιον του για
κάθε απώλεια, έλλειψη ή φθορά χρηµάτων, υλικού ή δικαιολογητικών και
παραστατικών πληρωµής κάθε είδους, είτε µε την πράξη, που εκδίδεται κατά τον
έλεγχο των ετήσιων λογαριασµών είτε και προηγουµένως µε ιδιαίτερη πράξη.
Ο υπόλογος που ζητεί την απαλλαγή υποχρεούται να αποδείξει την απώλεια,
έλλειψη ή φθορά που επήλθε και επιπλέον ότι δεν τον βαρύνει υπαιτιότητα, διότι έχει
συµµορφωθεί πλήρως µε όσα ορίζονται από τις κείµενες διατάξεις και επιδείξει την
επιµέλεια που δείχνει στις δικές του υποθέσεις289.290
Έτσι, σε περίπτωση π.χ. απώλειας δικαιολογητικών χρηµατικού εντάλµατος,
προκειµένου να απαλλαγεί ο υπόλογος από την ευθύνη του, πρέπει να αποδείξει ότι
α) διέθεσε νόµιµα τα χρήµατα στα οποία αντιστοιχούσαν τα απωλεσθέντα
δικαιολογητικά β) η απώλεια επήλθε µετά την απόδοση των χρηµάτων αλλά πριν τη
λογοδοσία του και γ) η απώλεια δεν οφείλεται σε υπαιτιότητά του, διότι, όπως
προαναφέρθηκε συµµορφώθηκε πλήρως µε όσα ορίζονται από τις κείµενες διατάξεις
και επέδειξε την επιµέλεια που δείχνει στις δικές του υποθέσεις291.

287
Άρθρο 1 παρ.1 περιπτ.ιβ του Ν.4129/2013.
288
Σε περίπτωση απώλειας των πρωτότυπων νόµιµων δικαιολογητικών εκ µέρους των Ο.Τ.Α. πριν από
την ενταλµατοποίηση δαπάνης είναι δυνατή η αναγνώριση και εκκαθάριση αυτής µε βάση
φωτοτυπηµένα αντίγραφα αυτών θεωρηµένα από τον Ο.Τ.Α., αφού προηγηθεί ένορκη διοικητική
εξέταση από τον αρµόδιο Επιθεωρητή, για τη διερεύνηση των συνθηκών απώλειας (Ελ.Συν.Τµ.VII
Απόφαση 3739/2014)
289
Άρθρο 63 παρ.1 του Ν.4129/2013.
290
Το αρµόδιο Κλιµάκιο του Ελεγκτικού Συνεδρίου αποφαίνεται επίσης µε πράξη του, ύστερα από
αίτηση των υπολόγων ή και αυτεπαγγέλτως, για την απαλλαγή από την ευθύνη τους από εντάλµατα
προπληρωµής, προσωρινά εντάλµατα, εντάλµατα πάγιας προκαταβολής ή χρηµατικές προκαταβολές
από το δηµόσιο ταµείο, καθώς και από την ευθύνη τους για την απώλεια, έλλειψη ή φθορά χρηµάτων ή
δικαιολογητικών της διαχείρισης των χρηµάτων που έλαβαν. Ο υπόλογος υποχρεούται να αποδείξει
την απώλεια των χρηµάτων ή την προσήκουσα διάθεση αυτών και την απώλεια των δικαιολογητικών
της διάθεσης τους και επιπλέον ότι δεν τον βαρύνει υπαιτιότητα. (άρθρο 63 παρ.2 του Ν.4129/2013).
291
Ελ.Συν.Ολοµ. Απόφαση 1721/1980 σε Μηλιώνη Ν., Το Ελεγκτικό Συνέδριο – Σύγχρονες τάσεις και
εξελίξεις, ο.π., σελ. 256.
58

Όπως αναφέρεται στην εισηγητική έκθεση του Ν.4129/2013, το Κλιµάκιο


παραµένει αρµόδιο στις ανωτέρω περιπτώσεις, καθόσον «µε τις διατάξεις του άρθρου
80 του ν. 4055/2012 δεν µεταβιβάστηκε στους κατά τόπον αρµόδιους Επιτρόπους του
Ελεγκτικού Συνεδρίου η ανωτέρω αρµοδιότητα δεδοµένου ότι µε βάση τις ρυθµίσεις
του ανωτέρω άρθρου ανατέθηκαν στους τελευταίους µόνο οι αρµοδιότητες των
Κλιµακίων που σχετίζονται µε την κήρυξη των λογαριασµών και απολογισµών ως
ορθώς εχόντων ή τον καταλογισµό των τυχόν ελλειµµάτων που διαπιστώνονται µετά
από τη διενέργεια κατασταλτικού ελέγχου».
Πάντως, εφόσον ο έλεγχος αποβεί θετικός, δηλαδή καταλήξει στην απαλλαγή
του υπολόγου από την ευθύνη του, το Ελεγκτικό Συνέδριο δεσµεύεται από την κρίση
του και δεν µπορεί να επανεκτιµήσει τα ίδια περιστατικά σε βάρος του υπολόγου292.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΤΡΙΤΟ: Ο καταλογισµός


Στο κεφάλαιο αυτό θα εξετάσουµε το ίσως πιο ενδιαφέρον κοµµάτι του καθεστώτος
των δηµοσίων υπολόγων, που αφορά τον καταλογισµό τους. Αρχικά, θα εκτεθούν οι
προϋποθέσεις, που είναι (ή δεν είναι) απαραίτητες κάθε φορά, ώστε να προκύψει ο
καταλογισµός του υπολόγου. Στη συνέχεια, θα εξετάσουµε τα βασικότερα σηµεία της
διαδικασίας του καταλογισµού, είτε αυτός γίνεται από διοικητικά όργανα είτε από το
Ελεγκτικό Συνέδριο, ενώ στο τέλος θα αναλύσουµε τα µέσα άµυνας του υπολόγου
κατά της καταλογιστικής απόφασης και τη σχετική δικαστική αρµοδιότητα του
Ελεγκτικού Συνεδρίου.

Ι. Οι προϋποθέσεις
1. Το έλλειµµα
Βασική προϋπόθεση για να υπάρξει καταλογισµός του υπολόγου είναι, φυσικά, να
προκύπτει έλλειµµα στη διαχείρισή του.
Ως έλλειµµα δηµόσιου υπολόγου ο νόµος δέχεται κατ’ αρχήν κάθε έλλειψη
χρηµάτων, αξιών και υλικού, που διαπιστώνεται µε τη νόµιµη διαδικασία στη
διαχείρισή του, καθώς και οποιαδήποτε άλλη κατάσταση διαχείρισης, που θεωρείται
έλλειµµα από το νόµο293. Ως έλλειµµα, λοιπόν, νοείται κατ’ αρχήν η έλλειψη
χρηµάτων, δηλαδή «η επί έλαττον αδικαιολόγητη διαφορά µεταξύ της ποσότητας

292
Μηλιώνης Ν., Το Ελεγκτικό Συνέδριο – Σύγχρονες τάσεις και εξελίξεις, ο.π., σελ. 273.
293
Άρθρο 152 παρ.1 του Ν.4270/2014.
59

χρηµάτων, υλικού ή αξιών που έπρεπε να υπάρχει, µε βάση τα νόµιµα διαχειριστικά


στοιχεία και εκείνης που πράγµατι υπάρχει στη δηµόσια διαχείριση»294.
Εκτός, όµως, από την έλλειψη χρηµάτων, που είναι προφανές ότι αποτελεί
έλλειµµα στην διαχείριση του υπολόγου, έλλειµµα αποτελεί, σύµφωνα µε το νόµο295,
και κάθε «ανοίκειος» πληρωµή296, δηλαδή κάθε πληρωµή που:
α. ∆εν ανάγεται στην αρµοδιότητα του υπολόγου297.
β. Έγινε χωρίς τα προβλεπόµενα από τις ισχύουσες διατάξεις δικαιολογητικά.
γ. Αφορά δαπάνες για τις οποίες δεν έχουν τηρηθεί οι νόµιµες διαδικασίες, εκ µέρους
του υπολόγου.
δ. Έχει γίνει αχρεώστητα από υπαιτιότητα του υπολόγου.
ε. Είναι άσχετη µε το σκοπό της διαχείρισης.
Οι ανωτέρω ενδεικτικές περιπτώσεις, που προβλέπει ο νόµος, έχουν
ερµηνευτεί και εµπλουτιστεί από τη νοµολογία του Ελεγκτικού Συνεδρίου, στην
οποία συναντούµε πολλές ειδικότερες περιπτώσεις, που έχει κριθεί ότι εµπίπτουν
στην έννοια του ελλείµµατος. Έτσι, έχει κριθεί ότι συνιστά έλλειµµα:
α. Κάθε πληρωµή που βασίζεται σε µη νόµιµα και πλήρη δικαιολογητικά298 ή
σε µη νόµιµο τίτλο. Μη νόµιµος θεωρείται ο τίτλος, όταν ελλείπουν τα εξωτερικά του
γνωρίσµατα (π.χ. υπογραφή του αρµόδιου οργάνου), αλλά και όταν ο τίτλος
στηρίζεται σε παραστατικά πλαστά ή που βεβαιώνουν γεγονότα διαφορετικά των
πραγµατικών299. ∆εν συνιστά, πάντως, έλλειµµα διαχειρίσεως η εκταµίευση ποσών
επιδικασθέντων µε τελεσίδικες δικαστικές αποφάσεις, σε βάρος του νοµικού
προσώπου300.

294
Ελ.Συν.Ολοµ. Αποφάσεις 1913/1992, 1037/1995, Τµ.IV 160/2004, Ελ.Συν.Ολοµ. Απόφαση
3283/2013.
295
Άρθρο 152 παρ.1 του Ν.4270/2014.
296
Ελ.Συν.Ολοµ. Αποφάσεις 2342/2009, 2218/2014.
297
Πληρωµή από τον Προέδρου της Λιµενικής Επιτροπής Λιµενικού Ταµείου για την προµήθεια
κάδων απορριµµάτων που διατέθηκαν στην πόλη, δηλαδή πραγµατοποιήθηκαν για την κάλυψη
αναγκών άλλου ν.π.δ.δ. (Ελ.Συν.Ολοµ. Απόφαση 2335/2009).
298
Ελ.Συν.Ολοµ. Απόφαση 1821/2010, Τµ.IV Απόφαση 860/2003.
299
Ελ.Συν.Ολοµ. Αποφάσεις 750/1991, 3283/2010, Τµ.IV Αποφάσεις 202/2003, 404/2005.
300
Είναι διαφορετικό δε το ζήτηµα του καταλογισµού των υπολόγων λόγω της ειδικής σχέσης που
τους συνδέει µε την συγκεκριµένη διαχείριση Ο.Τ.Α. και των αυξηµένων υποχρεώσεών τους έναντι
αυτής, διότι µε τις συγκεκριµένες πράξεις ή παραλείψεις τους που συνδέονται αιτιωδώς µε το εντεύθεν
προκύπτον κατά την αντίστοιχη σχέση αιτιότητας έλλειµµα αυτής ενήργησαν κατ’ απόκλιση της
δηµοσιονοµικής νοµιµότητας. (Ελ.Συν.Τµ.VIII Απόφαση 2000/2014).
60

β. Οποιαδήποτε παράνοµη πληρωµή σε βάρος κρατικής επιχορηγήσεως,


δοθείσης προς εξυπηρέτηση συγκεκριµένου σκοπού. Έτσι, κρίθηκε ότι η ανάλωση
της χορηγηθείσας επιχορήγησης προς τις σχολικές επιτροπές του δήµου, η οποία
προορίζεται για την κάλυψη των λειτουργικών δαπανών των σχολείων, για τη
διενέργεια άλλων δαπανών του δήµου θεωρείται έλλειµµα301.
γ. Η µη τήρηση των νόµιµων διαδικασιών εισαγωγής εσόδων και διενέργειας
δαπανών (εξωταµειακή διαχείριση)302. ∆ηλαδή, στην έννοια του ελλείµµατος εµπίπτει
κάθε είσπραξη χρηµατικού ποσού, του οποίου παραλείπεται η εισαγωγή, ως εσόδου,
στη διαχείριση του ΝΠ∆∆ µε την έκδοση του οικείου αποδεικτικού είσπραξης, καθώς
και κάθε πληρωµή δαπάνης, για την οποία δεν τηρήθηκε η προβλεπόµενη διαδικασία
ανάληψης, εκκαθάρισης και πληρωµής της µέσω χρηµατικών ενταλµάτων πληρωµής,
συνοδευόµενων από τα απαιτούµενα δικαιολογητικά303.
δ. Οποιαδήποτε πληρωµή, που στηρίχθηκε σε τίτλο πληρωµής (χρηµατικό
ένταλµα), που δεν υποβλήθηκε στον προβλεπόµενο από το νόµο προληπτικό έλεγχο
νοµιµότητας του Ελεγκτικού Συνεδρίου ή το αρµόδιο όργανο αρνήθηκε τη θεώρησή
του304.
ε. Η εξόφληση τίτλου πληρωµής, που δεν συνοδεύεται από τα νόµιµα
παραστατικά στοιχεία, που αποδεικνύουν ότι αυτή διενεργήθηκε κατά τον
προσήκοντα τρόπο (π.χ. αποκόµµατα των εκδοθεισών επιταγών, εξοφλητικές
αποδείξεις)305.
στ. Η εξόφληση τίτλου πληρωµής, χωρίς την απόδοση των υπέρ του
∆ηµοσίου και τρίτων πάσης φύσεως κρατήσεων, που αναλογούν στα χρηµατικά
εντάλµατα που εξοφλήθηκαν306. Σε περίπτωση, όµως, που ο ταµίας προχωρήσει σε
εξόφληση χρηµατικού εντάλµατος, χωρίς την προσκόµιση εκ µέρους του εργολήπτη
κάποιου από τα αποδεικτικά καταβολής κρατήσεων υπέρ των δικαιούχων Ταµείων,
υπόχρεος για την καταβολή των οποίων είναι ο εργολήπτης, δεν προκαλείται
έλλειµµα στην οικεία διαχείριση, δοθέντος ότι δια της καταβολής του σχετικού ποσού
αποσβένεται υφισταµένη εις βάρος του ∆ήµου απαίτηση του εργολήπτη. Είναι άλλο

301
Ελ.Συν.Τµ.VII Απόφαση 2633/2014.
302
Ελ.Συν.Ολοµ. Απόφαση 506/2011, Τµ.VII Απόφαση 384/2006.
303
Ελ.Συν.Τµ.IV Αποφάσεις 158/2004, 160/2004, 2089/2004.
304
Ελ.Συν.Τµ.VII Απόφαση 294/2006.
305
Ελ.Συν.Τµ.IV Αποφάσεις 1190, 1338/2002, 794/2008.
306
Ελ.Συν.Ολοµ. Απόφαση 2158/2006, Τµ.IV Αποφάσεις 1190, 1338/2002, Τµ.VII Αποφάσεις
294/2006, 582/2014.
61

ζήτηµα οι τυχόν πειθαρχικές, αστικές έναντι του δικαιούχου Ταµείου ή και ποινικές
συνέπειες που προκαλούνται εις βάρος αυτού που προχώρησε στην επίµαχη
καταβολή, χωρίς το αποδεικτικό καταβολής κρατήσεων υπέρ των δικαιούχων
Ταµείων307.
ζ. Κάθε πληρωµή που, κατά παράβαση της αρχής της νοµιµότητας των
δηµοσίων δαπανών, διενεργείται χωρίς να προβλέπεται από γενική ή ειδική διάταξη
νόµου ή κατά παρέκκλιση των προβλεπόµενων στις σχετικές διατάξεις, όπως όταν
π.χ. επιχορηγείται πολιτιστικό σωµατείο από ∆ήµο, σύµφωνα µε τις διατάξεις του
∆ΚΚ, αλλά το σωµατείο, εν γνώσει του ∆ήµου, δεν αναπτύσσει καµία
δραστηριότητα308. Σε περίπτωση δε µη ύπαρξης ειδικής πρόβλεψης της δαπάνης στο
νόµο, συνιστά έλλειµµα κάθε πληρωµή που δεν ανάγεται στη λειτουργική
δραστηριότητα του ν.π.δ.δ. ή δεν συντελεί άµεσα ή έµµεσα στην καλύτερη
εκπλήρωση των σκοπών που αυτό επιδιώκει309. Σε περίπτωση βέβαια που µε νεότερο
νόµο αναδροµικής ισχύος, νοµιµοποιείται τόσο η αιτία διαθέσεως του ποσού, όσο και
η διάθεση αυτού, παύει να υπάρχει έλλειµµα310.
η. Κάθε πληρωµή που έγινε χωρίς την προηγούµενη έκδοση χρηµατικού
εντάλµατος (ΧΕΠ), όταν προβλέπεται από το νόµο η προηγούµενη έκδοσή του311.
θ. Η εξόφληση τίτλων πληρωµής από τον ταµία σε µη δικαιούχα πρόσωπα ή
σε τρίτα πρόσωπα, που δεν αποδεικνύουν νόµιµη εξουσία αντιπροσωπεύσεως των
δικαιούχων του τίτλου312.
ι. Η διενέργεια δαπανών χωρίς την ύπαρξη πίστωσης στον προϋπολογισµό του
ΝΠ∆∆313. Αντίστοιχα, έλλειµµα αποτελεί και η ύπαρξη αρνητικού χρηµατικού
υπολοίπου σε µια διαχείριση, καθώς το εν λόγω αρνητικό υπόλοιπο οφείλεται στην
πληρωµή δαπανών, οι οποίες πραγµατοποιήθηκαν παρότι δεν υπήρξε επαρκής
πίστωση314.

307
Ελ.Συν.Ολοµ. Απόφαση 1810/2014.
308
Ελ.Συν.Τµ.VII Απόφαση 116/2006.
309
Ελ.Συν.Ολοµ. Απόφαση 913/1992, Τµ.IV Αποφάσεις 2432/2006, 2636/2006, Τµ.VII Αποφάσεις
111/2006, 116/2006.
310
Ε∆ΕΧΥ, ∆ιαδικασίες Εφαρµογής του λογιστικού των Ο.Τ.Α. (Β.∆. 17.5/15.6.1959), ΥΠΕΣ∆Α,
Σεπτέµβρης 2001, σελ.95, Ελ.Συν.Ολοµ. Απόφαση 4328/2014.
311
Ελ.Συν.Τµ.IV Απόφαση 2222/2005.
312
Ελ.Συν.Ολοµ. Αποφάσεις 1310/2004, 1327/2006, 1328/2006.
313
Ελ.Συν.Τµ.IV Αποφάσεις 2384/2007, 1519/2000.
314
Ελ.Συν.Ολοµ. Πρακτικά της 5ης Γεν.Συν. της 21.03.2007.
62

ια. Η πληρωµή απαιτήσεων κατά ∆ηµοσίου, οι οποίες έχουν υποπέσει σε


παραγραφή315.
ιβ. Η παράλειψη εισπράξεως και αποδόσεως των νοµίµως οφειλοµένων
εσόδων, καθώς και η αποστέρηση του νοµικού προσώπου δηµοσίου δικαίου από
χρήµατα, αξίες ή υλικό, η οποία οφείλεται σε υπαίτια συµπεριφορά του υπολόγου,
που συνδέεται µε τα καθήκοντα και τις υποχρεώσεις του και απορρέει από την
ιδιότητά του αυτή316.
ιγ. Η πληρωµή δαπανών, που εµπίπτουν µεν στο σκοπό για τον οποίο
εκδόθηκε το χρηµατικό ένταλµα προπληρωµής, πλην διενεργήθηκαν µετά τη λήξη
της προθεσµίας, που είχε ταχθεί προς απόδοση του λογαριασµού ή πριν από την
ηµεροµηνία εκδόσεως του χρηµατικού εντάλµατος προπληρωµής ή δεν στηρίζονται
στα κατά νόµο οριζόµενα δικαιολογητικά317.
ιδ. Η διαχειριστική δράση του υπολόγου, που έχει παράνοµο χαρακτήρα και
στοχεύει στην επίτευξη ενός παράνοµου αποτελέσµατος, το οποίο ο υπόλογος
γνωρίζει και αποδέχεται318. Π.χ. η εκταµίευση των συντάξεων χωρίς νόµιµη αιτία και
αντίστοιχα η είσπραξη αυτών από την µη δικαιούχο-υπόλογο, αρκεί για την ύπαρξη
διαχειριστικού ελλείµµατος, ανεξαρτήτως του ότι το σχετικό ποσό δεν καταβλήθηκε
τελικά στους πραγµατικούς δικαιούχους, δηλαδή δεν εκταµιεύθηκε δεύτερη φορά,
ώστε να υπάρχει πραγµατικό έλλειµµα στο ταµείο του ΙΚΑ319.
ιε. Η περίπτωση απόκτησης υλικών αγαθών, από το ∆ηµόσιο ή τα ΝΠ∆∆ ή
παροχής προς αυτά υπηρεσιών ή εργασιών, προς εκπλήρωση των σκοπών τους, που
υπολείπονται κατά την αξία ή την ποσότητα των διατεθειµένων χρηµάτων, ήτοι
των χρηµάτων που ξοδεύτηκαν320.
Από τις ανωτέρω περιπτώσεις ελλειµµάτων, παρατηρούµε ότι εκτός από τις
περιπτώσεις, που προκαλείται πράγµατι ζηµία στο νοµικό πρόσωπο, θεωρούνται ως
ελλείµµατα και περιπτώσεις, που οφείλονται σε τυπικές παραλείψεις, κατά τη
διενέργεια των δηµοσίων δαπανών ή σε παραλείψεις σχετικά µε την κανονική τήρηση
των λογαριασµών (όπως π.χ. η µη τήρηση των νοµίµων διατυπώσεων για την

315
Ελ.Συν. Τµ.I Απόφαση 1524/2005.
316
Ελ.Συν.Τµ.IV Αποφάσεις 2420/2006, 853/2007, 1821/2008.
317
Ελ.Συν.Ολοµ. Αποφάσεις 1084/1997, 253/1998.
318
Ελ.Συν.Τµ.V Αποφάσεις 1065/2001, 2695/2011, 541/2012.
319
Ελ.Συν.Τµ.IV Απόφαση 2695/2011.
320
Ελ.Συν.Ολοµ. Απόφαση 38/1979, Τµ.IV Απόφαση 2182/1994.
63

πραγµατοποίηση των δαπανών, η µη ύπαρξη νόµιµων και πλήρων δικαιολογητικών, η


διενέργεια δαπανών χωρίς να υφίσταται σχετική πίστωση, ή καθ’ υπέρβαση των
υφιστάµενων πιστώσεων ή η διενέργεια δαπανών, που δεν ανάγονται στην
αρµοδιότητα του υπολόγου ή είναι άσχετες µε το σκοπό της διαχειρίσεως του), οι
οποίες όµως δεν συνεπάγονται αντίστοιχα πραγµατική ζηµία στο νοµικό πρόσωπο,
αλλά συνιστούν κατά νόµο, τυπικό έλλειµµα321.
Όµως, εάν οι επίµαχες δαπάνες πληρώθηκαν µε χρηµατικά εντάλµατα
πληρωµής, που θεωρήθηκαν από τον Επίτροπο του Ελεγκτικού Συνεδρίου, κατά τη
διενέργεια του προληπτικού ελέγχου, οι δαπάνες αυτές είναι, κατά τεκµήριο, νόµιµες
και δεν συνιστούν έλλειµµα στη διαχείριση του υπολόγου, εκτός εάν οι σχετικές
πράξεις θεώρησής τους αναθεωρήθηκαν πριν την έκδοση της καταλογιστικής
απόφασης322.
Έλλειµµα, όµως, δεν προκαλείται µόνο στο πλαίσιο των διαχειριστικών
ενεργειών του υπολόγου, αλλά και εξαιτίας εξωγενών προς τη διαχείριση
παραγόντων, όπως π.χ. η κλοπή, που επιφέρουν απώλεια χρηµάτων, αξιών ή υλικού
της διαχείρισης323. Και αυτού του είδους το έλλειµµα (απώλειας ή φθοράς)
καταλογίζεται, υπό προϋποθέσεις στον υπόλογο, παρόλο που διαφοροποιείται από το
διαχειριστικό έλλειµµα, επειδή ακριβώς οφείλεται σε εξωγενείς παράγοντες324.
Έτσι, υπαστυνόµος καταλογίστηκε µε την αξία διόπτρας νυχτερινής
παρατήρησης την οποία απώλεσε, καθόσον παρέλειψε να λάβει τα κατάλληλα µέτρα
ως όφειλε για την ασφαλή φύλαξή της και την ορθή χρέωση και αποχρέωσή της325.
Επιµελητής εισπράξεων Τ.Ε.Β.Ε. καταλογίσθηκε µε το ποσό των ενσήµων και
χρηµάτων του νοµικού προσώπου, που περιείχε η υπηρεσιακή τσάντα του, την οποία
είχε αφήσει στο δάπεδο της θέσης του συνοδηγού του αυτοκινήτου του και του
έκλεψαν άγνωστοι από το αυτοκίνητό του, αφού αυτός δεν φρόντισε για την ασφαλή
φύλαξη των χρηµάτων και των ενσήµων, όπως είχε υποχρέωση, και δεν έλαβε όλα τα
αναγκαία, πλην δυνατά, µέτρα ασφαλείας για την αποτροπή τυχόν απώλειας αυτών
(θα µπορούσε να φυλάξει την τσάντα στο πορτ-µπαγκάζ του αυτοκινήτου ή να την

321
Ελ.Συν.Ολοµ. Αποφάσεις 2220/2014, 2219/2014, 4314/2013.
322
Ελ.Συν.Τµ.VII Απόφαση 3730/2014.
323
Ελ.Συν.Ολοµ. Απόφαση 2/2014.
324
Μαραγκού Γ., Η διαδικασία και το αντικείµενο του προληπτικού και του κατασταλτικού ελέγχου
Περιπτωσιολογία, ο.π., σελ.658.
325
Ελ.Συν. Τµ.V Απόφαση 1630/2011.
64

πάρει µαζί του, ενώ σε κάθε περίπτωση έπρεπε να αποφύγει τη διεκπεραίωση


προσωπικών του υποθέσεων για όσο διάστηµα µετέφερε χρήµατα της Υπηρεσίας)326.
Προϊστάµενος της ∆ιεύθυνσης των Οικονοµικών Υπηρεσιών Νοµαρχιακής
Αυτοδιοίκησης καταλογίστηκε µε το έλλειµµα, που προέκυψε λόγω κλοπής,
πλαστογραφίας επιταγών και παράνοµης είσπραξής τους, διότι «συνετέλεσε στη
δηµιουργία µιας αποδιοργανωµένης, ανεξέλεγκτης και ευάλωτης Υπηρεσίας και των
κατάλληλων συνθηκών για την εκδήλωση εγκληµατικών πράξεων σε βάρος του
δηµόσιου χρήµατος που διακινείτο µέσω της εν λόγω Υπηρεσίας» 327.
Όσον αφορά την αξία καταλογισµού ελλειµµάτων υλικού, διευκρινίζεται στο
∆ηµόσιο Λογιστικό ότι ελλείψεις χαρτοσήµου, ενσήµων γενικά και κάθε
αντικειµένου, βάσει του οποίου εισπράττεται τέλος ή δικαίωµα, καταλογίζονται σε
χρήµα και στην τιµή διάθεσης, που ορίζεται από τις σχετικές διατάξεις, ανεξαρτήτως
από το εάν επικολλήθηκαν ή όχι σε καρτέλες ασφαλισµένων328. Έλλειψη κάθε είδους
υλικού καταλογίζεται σε χρήµα, µε βάση την τρέχουσα τιµή κατά το χρόνο του
καταλογισµού. Η τιµή αυτή προσδιορίζεται από τριµελή επιτροπή που συνιστάται
από τον οικείο διατάκτη.
Πάντως, δεν πρέπει να συγχέεται η έννοια του ελλείµµατος, µε την έννοια του
«προσκόµµατος», που αφορά τις περιπτώσεις που υπάρχει άτακτη διαχείριση, χωρίς
όµως να προκύπτει από αυτήν έλλειψη χρηµάτων ή υλικού329.
Τέλος, ιδιαίτερα σηµαντικός είναι ο χρόνος δηµιουργίας του ελλείµµατος,
διότι τότε γεννάται η υποχρέωση του υπευθύνου για την αποκατάστασή του και η
σχετική αξίωση του ∆ηµοσίου, στην οποία βασίζεται η έκδοση της καταλογιστικής
απόφασης, ενώ βάσει του χρόνου αυτού καθορίζονται και τα πρόσωπα που πρέπει να
καταλογισθούν330.

2. Υπαιτιότητα
Αφού διαπιστωθεί έλλειµµα στη διαχείριση του δηµοσίου υπολόγου, τίθεται το
ερώτηµα εάν αυτός καταλογίζεται, ανεξαρτήτως του βαθµού υπαιτιότητάς του. Η

326
Ελ.Συν.Ολοµ. Απόφαση 2344/2009.
327
Ελ.Συν.Ολοµ. Απόφαση 2/2014.
328
Ελ.Συν.Τµ.IV Απόφαση 2344/2009.
329
Κόρσος ∆, ∆ηµοσιονοµικόν ∆ίκαιον, εκδ. Αντ.Ν.Σάκκουλα, ο.π., σελ.96 και Στασινόπουλος Μ.,
Μαθήµατα ∆ηµοσιονοµικού ∆ικαίου και ∆ηµόσιου Λογιστικού, ο.π., σελ. 85.
330
Ελ.Συν.Τµ.Ι Απόφαση 898/2010.
65

θέση της νοµολογίας είναι απόλυτη σε αυτό το ζήτηµα: Οι δηµόσιοι υπόλογοι


υπέχουν ειδική ευθύνη, θεµελιούµενη επί οιουδήποτε πταίσµατος, έστω και εξ
ελαφράς αµελείας τελεσθέντος, το οποίο µάλιστα τεκµαίρεται331. ∆ηλαδή, για τον
καταλογισµό του υπολόγου αρκεί η διαπίστωση ελλείµµατος στη διαχείρισή του και
δεν απαιτείται, επιπροσθέτως, η επισήµανση δόλου ή αµελείας του332. Η ευθύνη,
δηλαδή, του υπολόγου είναι ανεξάρτητη από την υπαιτιότητά του333.
Ειδικότερα, έχει κριθεί ότι «από τις διατάξεις των άρθρων 98 παρ. 1 του
Συντάγµατος, 15, 17, 22, 25, 27, 33 και 43 του Π∆ 774/1980 και 56 του Ν.2362/1995
συνάγεται ότι για τα ελλείµµατα που διαπιστώνονται στη διαχείρισή του, τόσο ο de
jure όσο και ο de facto υπόλογος ευθύνεται για κάθε πταίσµα, δηλαδή και για ελαφρά
αµέλεια, απαλλάσσεται δε µόνο εάν ο ίδιος επικαλεστεί και αποδείξει ότι δεν τον
βαρύνει καµιάς µορφής υπαιτιότητα ως προς την επέλευση του ελλείµµατος»334.
Εποµένως, εφαρµόζεται το σύστηµα της νόθου αντικειµενικής ευθύνης, µε
συνέπεια ο υπόλογος να ευθύνεται για κάθε διαπιστούµενο στη διαχείρισή του
χρηµατικό έλλειµµα, και να απαλλάσσεται µόνο εάν ο ίδιος επικαλεστεί και αποδείξει
ότι το έλλειµµα δηµιουργήθηκε χωρίς να συντρέχει οποιασδήποτε µορφής
υπαιτιότητά του335. Η ανυπαρξία, δηλαδή, υπαιτιότητάς του αποτελεί λόγο άρσεως
της ευθύνης του336, που κατά τεκµήριο θεωρείται ότι έχει. Τέτοια περίπτωση
ανυπαρξίας υπαιτιότητας αποτελεί χαρακτηριστικά η συνδροµή γεγονότων ανωτέρας
βίας, δηλαδή γεγονότων που είναι αδύνατον να αποτραπούν ακόµη και µε µέτρα
εξαιρετικής επιµέλειας και σύνεσης337.
Όπως είναι γνωστό, ελαφρά αµέλεια338 υπάρχει, ενόψει του άρθρου 330 Α.Κ.,
όταν δεν καταβάλλεται η αξιούµενη κατά τις περιστάσεις (από το νόµο ή τους

331
Ελ.Συν.Ολοµ. Απόφαση 3283/2013.
332
Ελ.Συν.Ολοµ. Αποφάσεις 108/1977, 1187/1998, 1306/2001, 4934/2013.
333
Ελ.Συν.Ολοµ. Απόφαση 1306/2001.
334
Ελ.Συν.Ολοµ. Αποφάσεις 564/2000, 236/2007, 196/2010, 2267/2011, 30/2012, 439/2012.
335
Ελ.Συν.Ολοµ. Αποφάσεις 108/1977, 1187/1988, 1912/1992, 23/2004, 169/2005, 4934/2013.
336
Ελ.Συν.Ολοµ. Απόφαση 1306/2001.
337
Ελ.Συν.Ολοµ. Αποφάσεις 1244/1997, 1531/2006.
338
Βαριά αµέλεια υπάρχει όταν δεν καταβάλλεται στις συναλλαγές η στοιχειώδης επιµέλεια του
κοινού και συνήθους ανθρώπου, την οποία ο νόµος αξιώνει από όλους µέσα στον κύκλο της
επαγγελµατικής και κοινωνικής δραστηριότητάς τους, έτσι ώστε η εκτροπή από τους κανόνες που
επιβάλλουν τη συµπεριφορά αυτή να εµφανίζεται ιδιαίτερα µεγάλη και σοβαρά ασυνήθιστη
(Ελ.Συν.Ολοµ. 1349/1989, 1855/1993, 1051/1995, 288/1996, 1328/2008) ∆όλος υπάρχει όταν
ηθεληµένα και µε επίγνωση του επερχόµενου αποτελέσµατος ενεργεί κάποιος αποδεχόµενος το
παράνοµο αποτέλεσµα (Ελ.Συν. Τµ.5 1065/2001).
66

σχετικούς κανονισµούς ή η κτωµένη από τη συνήθη εκτέλεση των υπηρεσιακών


καθηκόντων του ζηµιώσαντος) στοιχειώδης επιµέλεια του µέσου συνετού και
ευσυνείδητου ανθρώπου, κινουµένου µέσα στον κύκλο της επαγγελµατικής και
κοινωνικής αυτού δραστηριότητος339. Συνεπώς, µέτρο κρίσης για την απόδειξη της
έλλειψης της υπαιτιότητας του υπολόγου αποτελεί σε κάθε περίπτωση, που πρόκειται
για έλλειµµα, που συνέχεται εσωτερικά, υπό λειτουργική έννοια, µε τη διαχειριστική
δράση αυτού, η συµπεριφορά που επιδεικνύει ο µέσος συνετός άνθρωπος του κύκλου
του340 (αντικειµενική επιµέλεια) και όχι η συνήθης ατοµική του συµπεριφορά341.
Η κατά τα ανωτέρω τεκµαιρόµενη ευθύνη του δηµοσίου υπολόγου ισχύει και
στην περίπτωση ελλείµµατος που εµφανίζεται στη διαχείριση του υπολόγου, λόγω
απώλειας χρηµάτων ή υλικού ή δικαιολογητικών και παραστατικών πληρωµής πάσης
φύσεως. Ωστόσο, στην περίπτωση αυτή αλλάζει ο τρόπος απαλλαγής του υπολόγου
από την ευθύνη του, επειδή, όπως είδαµε, το έλλειµµα οφείλεται σε εξωγενείς
παράγοντες και όχι σε δικές του διαχειριστικές ενέργειες. Ειδικότερα, ο δηµόσιος
υπόλογος, στην διαχείριση του οποίου διαπιστώνεται απώλεια χρηµάτων, αξιών,
υλικού, ή παραστατικών πληρωµών, απαλλάσσεται από την ευθύνη του αποκλειστικά
και µόνο εάν αποδείξει α) ότι συµµορφώθηκε πλήρως «προς τα κεκανονισµένα»,
δηλαδή σε κάθε υφιστάµενη νοµική, κανονιστική ή διοικητική ρύθµιση, που
καθορίζει τρόπους ασφαλούς φύλαξης των χρηµάτων, αξιών και υλικού της
διαχείρισης και επιβάλλει συγκεκριµένες επιπλέον, ενδεικνυόµενες από τις
περιστάσεις, ενέργειες αυτού για την αποτροπή ενδεχόµενης απώλειας τούτων και β)
ότι επέδειξε την επιµέλεια που επιδεικνύει κατά την διαχείριση των δικών του
υποθέσεων, µε βάση τις ατοµικές του ιδιότητες342. ∆ηλαδή, σε αυτήν την περίπτωση

339
Ελ.Συν.Ολοµ. Αποφάσεις 310/1986, 1059/1985, 391/1983, 3283/2013.
340
Στην περίπτωση των κληρικών κρίθηκε ότι οι ιεροί κανόνες δεν µπορούν µεν να υπερισχύσουν των
διατάξεων του πολιτειακού δικαίου, αλλά το πλέγµα των ορισµών που θέτουν οι κανόνες αυτοί πρέπει
να λαµβάνεται υπόψη στο πλαίσιο της εξέτασης, κατά περίπτωση, της νοµιµότητας οικονοµικής
διαχείρισης Ιεράς Μονής, για τη συνεκτίµηση του βαθµού ή της έλλειψης της υπαιτιότητας του
έχοντος την ευθύνη της διαχείρισης αυτής, εφόσον η αόριστη νοµική έννοια της ελαφράς αµέλειας,
που συνιστά την πρώτη βαθµίδα της υπαιτιότητας σχετικά µε τη δηµιουργία του επίµαχου
ελλείµµατος, πρέπει να εξειδικεύεται, όχι σε σχέση βέβαια µε την ατοµική του συµπεριφορά, αλλά σε
σχέση µε τη συµπεριφορά που θα µπορούσε να επιδείξει ο µέσος συνετός άνθρωπος της ορισµένης
κοινωνικής οµάδας στην οποία ανήκει. (Ελ.Συν.Ολοµ. Απόφαση 753/2010, Εφηµ∆∆ 3/2010, σελ.291,
µε σχόλιο Μπαλτά Ε.)
341
Ελ.Συν.Ολοµ. Αποφάσεις 1912/1992, 1259/1993, 1501/1996, 1249, 786/1999, 3283/2013.
342
Ελ.Συν.Ολοµ. Αποφάσεις 1855/1993, 1212/2001, Τµ.1 Αποφάσεις 1224/1995, 1480/1996,1462,
2093/1997, Τµ.IV 2008/1996, Κλιµ.Β Πράξη 51/2014.
67

της απώλειας, η υπαιτιότητα του υπολόγου κρίνεται βάσει της ατοµικής


συµπεριφοράς του στη διαχείριση των υποθέσεών του (συγκεκριµένη αµέλεια), η
οποία κρίνεται λαµβάνοντας υπόψη τις προσωπικές ιδιότητές του (π.χ. µόρφωση) και
όχι βάσει της συµπεριφοράς του µέσου συνετού ανθρώπου (αφηρηµένη αµέλεια),
όπως στη γενικότερη περίπτωση ελλείµµατος343. Πάντως, αυτό το µέτρο ευθύνης δεν
απαλλάσσει τον υπόλογο, όταν η ευθύνη εκτείνεται σε βαθµό βαρείας αµέλειας,
δηλαδή όταν η συµπεριφορά του αποκλίνει σηµαντικά από τη συµπεριφορά του
µέσου ευσυνείδητου και συνετού ανθρώπου, που δρα στον ίδιο µε τον ευθυνόµενο
(µορφωτικό, επαγγελµατικό, πολιτισµικό κ.λπ.) κύκλο344. Απαλλάσσεται επίσης από
την ευθύνη του, όταν η απώλεια ή φθορά οφείλεται σε γεγονότα απρόβλεπτα ή
ανωτέρας βίας345.
Πάντως, ο υπόλογος δεν απαλλάσσεται της ευθύνης τους για λόγους
οικονοµικής αδυναµίας346, έλλειψης ειδικών γνώσεων και ενέργειας κατόπιν
εντολών347, έλλειψης εµπειρίας λόγω πρόσφατου διορισµού του348, αντίξοων
συνθηκών εργασίας349, έλλειψης νοµικών γνώσεων350 και συνήθους πρακτικής της
υπηρεσίας351.
Τα ανωτέρω εκτεθέντα ως προς την ευθύνη και υπαιτιότητα των υπολόγων
(de jure και de facto) ισχύουν και για τα συνευθυνόµενα πρόσωπα, που είδαµε
ανωτέρω, δηλαδή εκείνα τα πρόσωπα τα οποία δεν είναι µεν και δεν θεωρούνται από
το νόµο υπόλογοι, αλλά αναµειγνύονται µε οποιοδήποτε τρόπο στη διαχειριστική
διαδικασία, µε την προϋπόθεση ότι η ανάµειξή τους αυτή τελεί σε ουσιώδη συνάφεια
µε το διαπιστούµενο έλλειµµα352. Από εκεί και πέρα, δεν απαιτείται οι εις ολόκληρο
ευθυνόµενοι να έχουν και τον ίδιο βαθµό πταίσµατος. Εποµένως, µπορεί κάποιος από
αυτούς να ενήργησε µε δόλο και ο άλλος µε αµέλεια ή να ενήργησαν και οι δυο µε
αµέλεια, αλλά ο ένας µε βαριά, ενώ ο άλλος µε ελαφρά. Αυτό που πρέπει να
343
Μηλιώνης Ν., Το Ελεγκτικό Συνέδριο – Σύγχρονες τάσεις και εξελίξεις, ο.π., σελ. 274.
344
Ελ.Συν.Κλιµ.Β Πράξεις 141/2008, 55/2010, 429/2010, 402/2012, 131/2013.
345
Άρθρο 152 παρ.11 του Ν.4270/2014.
346
Ελ.Συν.Ολοµ. Αποφάσεις 1217/1997, 87/2002, Τµ.IV Απόφαση 539/2006, Τµ.V Απόφαση
652/2001 σε Εµπέογλου Α., ∆ικονοµία Ελεγκτικού Συνεδρίου, κατ’ άρθρον νοµολογία, εκδ. Ανιόν,
Θεσσαλονίκη, 2009, σελ.291.
347
Ελ.Συν.Τµ.IV Απόφαση 974/2006 σε Εµπέογλου Α., ο.π., σελ.291.
348
Ελ.Συν.Τµ.IV Απόφαση 344/2001 σε Εµπέογλου Α., ο.π, σελ.291.
349
Ελ.Συν.Τµ.VII Απόφαση 1384/2006 σε Εµπέογλου Α., ο.π, σελ.292.
350
Ελ.Συν.Τµ.VII Απόφαση 2213/2006 σε Εµπέογλου Α., ο.π., σελ.292.
351
Ελ.Συν.Τµ.IV Απόφαση 1359/2006 σε Εµπέογλου Α., ο.π., σελ.292.
352
Ελ.Συν.Ολοµ. Απόφαση 1306/2001.
68

αποδειχθεί είναι ότι η ενέργεια καθενός από αυτούς βρίσκεται σε συνάφεια µε το


επελθόν αποτέλεσµα353.
Ακολούθως, τα ανωτέρω ισχύουν και για τις περιπτώσεις καταλογισµού των
αχρεωστήτως λαβόντων, οι οποίοι επίσης καταλογίζονται σε κάθε περίπτωση,
ανεξάρτητα από τη συνδροµή υπαιτιότητας στο πρόσωπό τους. Κρίθηκε µάλιστα,
συναφώς, ότι οι διατάξεις που προβλέπουν τον καταλογισµό του ελλείµµατος σε
βάρος του αχρεωστήτως λαβόντος, ανεξάρτητα από τη συνδροµή υπαιτιότητας στο
πρόσωπό του, δεν εισάγουν άνιση µεταχείριση του ανυπαιτίως αχρεωστήτως
λαβόντος σε σχέση µε τον υπαιτίως αχρεωστήτως λαβόντα, καθόσον, ενόψει του ότι ο
ανυπαιτίως και ο υπαιτίως αχρεωστήτως λαβών δεν ασκούν διαχειριστική εξουσία,
δηλαδή δεν συντελούν στη δηµιουργία του ελλείµµατος, αυτοί τελούν υπό τις αυτές
συνθήκες, όσον αφορά στις προϋποθέσεις, υπό τις οποίες πρέπει να αναζητηθεί το
αχρεωστήτως καταβληθέν σε αυτούς ποσό και, κατά συνέπεια, η όµοια µεταχείρισή
τους δεν παραβιάζει τη συνταγµατικά κατοχυρωµένη αρχή της ισότητας, ούτε το
δικαίωµα της ιδιοκτησίας354.

3. Αιτιώδης σύνδεσµος
Περαιτέρω, ο καταλογισµός του υπολόγου προϋποθέτει, κατά γενική αρχή του
δηµοσιολογιστικού δικαίου, την ύπαρξη αιτιώδους συνδέσµου µεταξύ της
συµπεριφοράς αυτού και του προκύψαντος ελλείµµατος. Η ευθύνη, δηλαδή, του
υπολόγου δεν επιτρέπεται να θεµελιώνεται µόνο στην ιδιότητά του αυτή, χωρίς
συγχρόνως να διαπιστώνεται και η, µε πράξη ή παράλειψη, συµβολή του στην
πρόκληση του ελλείµµατος, αφού «διαφορετικά, κατά παράβαση του συνταγµατικού
κανόνα περί προστασίας της ανθρώπινης αξίας (άρθρο 2 παρ. 1 του Συντάγµατος), ο
καταλογισµός ως µόνη δικαιολογητική βάση θα είχε την ανάγκη, όπως η κρατική
εξουσία αποκαταστήσει, ακόµη και σε βάρος προσώπων χωρίς συµµετοχή στη
δηµιουργία του ελλείµµατος, τις οικείες δηµόσιες διαχειρίσεις»355.
Ειδικά όσον αφορά την περίπτωση του δηµοσίου υπολόγου, που
διαπιστώνεται στη διαχείρισή του απώλεια χρηµάτων κλπ, εάν µεσολάβησαν µεταξύ
των πράξεων ή παραλείψεων του και του διαπιστωθέντος ελλείµµατος πλείονα

353
Ελ.Συν.Ολοµ. Απόφαση 108/1977 σε Σαρµά Ι., Κράτος και δικαιοσύνη 3, Το δηµόσιο χρήµα υπό
έλεγχο, εκδ. Αντ. Σάκκουλα, Αθήνα – Κοµοτηνή, 2003, σελ.181.
354
Ελ.Συν.Ολοµ. Απόφαση 717/2010.
355
Ελ.Συν.Ολοµ. Απόφαση 2976/2012, Τµ.IV Αποφάσεις 1976/199, 509/2005, 1551/2008
69

γεγονότα που οφείλονται σε ενέργειες τρίτων προσώπων και ως έκτακτα και ασυνήθη
περιστατικά, άσχετα µε τις πράξεις ή παραλείψεις του ήταν ικανά να δηµιουργήσουν
το εν λόγω έλλειµµα, τότε υφίσταται διακοπή του αιτιώδους συνδέσµου µεταξύ των
υπαιτίων πράξεων ή παραλείψεων αυτού και του δηµιουργηθέντος ελλείµµατος και ο
υπόλογος απαλλάσσεται της ευθύνης του356. Η κλοπή, πάντως, δεν συνιστά τέτοιο
περιστατικό, που διακόπτει τον αιτιώδη σύνδεσµο, καθώς αποτελεί το ζηµιογόνο
γεγονός καθ’ εαυτό, που δεν είναι άσχετο µε την παράλειψη του υπολόγου να λάβει
τα απαιτούµενα µέτρα ασφαλείας357.

4. Παραγραφή δικαιώµατος καταλογισµού


Το δικαίωµα του ∆ηµοσίου να απαιτήσει από τον υπόλογο την αναπλήρωση του
ελλείµµατος και συνακόλουθα το δικαίωµά του να εκδώσει εις βάρος αυτού
καταλογιστική πράξη παραγράφεται, εφόσον δεν ορίζεται διαφορετικά από ειδική
διάταξη, µετά την πάροδο εικοσαετίας του άρθρου 249 του ΑΚ358, η οποία αρχίζει
από το χρόνο δηµιουργίας του ελλείµµατος ή από το χρόνο ανακαλύψεως του
ελλείµµατος, όταν είναι αδύνατον να αποκαλυφθεί ο χρόνος δηµιουργίας του
ελλείµµατος359. Ο κανόνας αυτός ισχύει και στην περίπτωση ελλειµµάτων που
προκύπτουν στους λογαριασµούς υπολόγων χρηµατικών ενταλµάτων προπληρωµής,
η παραγραφή δε αυτή αρχίζει από τη λήξη της προθεσµίας απόδοσης λογαριασµού360.
Επίσης, µε το άρθρο 56 παρ. 3 του Ν.2362/1995 τέθηκε, για πρώτη φορά,
χρονικό όριο στην αρµοδιότητα του Ελεγκτικού Συνεδρίου να καταλογίζει τους
δηµοσίους υπολόγους, καθώς το προϊσχύον Ν∆ 321/1969, έθετε ενδεικτική µόνο
προθεσµία για τον έλεγχο των λογαριασµών των δηµοσίων υπολόγων, ορίζοντας στο
άρθρο 82 ότι αυτός «δέον να συντελήται υπό του Ελεγκτικού Συνεδρίου εντός
εξαµήνου από της υποβολής αυτώ των σχετικών δικαιολογητικών». Ειδικότερα,
προβλέφθηκε ότι το δικαίωµα του Ελεγκτικού Συνέδριου να καταλογίσει το
έλλειµµα, µπορεί να ασκηθεί εντός προθεσµίας δέκα ετών από της υποβολής σε αυτό

356
Ελ.Συν.Ολοµ. Αποφάσεις 1501/1996, 1001/1999, 1212/2001.
357
Ελ.Συν.Ολοµ. Αποφάσεις 1001/1999, 2344/2009, 2/2014.
358
249 ΑΚ: Εφόσον δεν ορίζεται διαφορετικά, οι αξιώσεις παραγράφονται σε είκοσι χρόνια.
359
Ελ.Συν.Ολοµ. Αποφάσεις 1630/2011, 892/2005, 750/1991, 1182/1991, Τµ.V Αποφάσεις 1636/2008,
69/2008, 234/2007.
360
Ελ.Συν.Ολοµ. Πρακτικά της 4ης Γεν.Συν. της 25.02.2009, Τµ.Ι Απόφαση 489/2004.
70

των δικαιολογητικών απόδοσης λογαριασµού της διαχείρισής των υπολόγων361, µετά


την πάροδο της οποίας, το Ελεγκτικό Συνέδριο καθίσταται πλέον αναρµόδιο κατά
χρόνο να καταλογίσει το έλλειµµα.
Συνεπώς, ενώ τα διοικητικά όργανα, όπως οι οικονοµικοί επιθεωρητές, έχουν
αρµοδιότητα καταλογισµού µέχρι τη συµπλήρωση της 20ετίας από τη δηµιουργία του
ελλείµµατος, η αρµοδιότητα του Ελεγκτικού Συνεδρίου περιορίζεται στην 10ετία. Για
το λόγο αυτό τέθηκε ζήτηµα συνταγµατικότητας της ανωτέρω διάταξης. Όµως η
Ολοµέλεια του Ελεγκτικού Συνεδρίου362 έκρινε ότι δεν τίθεται τέτοιο ζήτηµα, καθώς
µε τη θέσπιση της εν λόγω διάταξης ο νοµοθέτης επεδίωξε την καθιέρωση ενός
εύλογου χρονικού διαστήµατος για την ολοκλήρωση του ελέγχου, «ώστε αφενός να
καθίσταται ταχύς, επίκαιρος και αποτελεσµατικός ο εντοπισµός, ο καταλογισµός
αλλά και η ανάκτηση των δηµοσίων ελλειµµάτων, αφού µε τον τρόπο αυτό
ελαχιστοποιείται ο κίνδυνος να υποκύπτουν σε παραγραφή τα καταλογισθέντα µε
καθυστέρηση ελλείµµατα και αφετέρου να µην διαιωνίζεται εις βάρος των υπολόγων
για µεγάλο χρονικό διάστηµα η απειλή για πιθανό καταλογισµό τους από ιδιαιτέρως
παλαιές διαχειρίσεις. Η διάταξη αυτή αποσκοπεί δηλαδή τόσο στη διασφάλιση των
συµφερόντων του ∆ηµοσίου όσο και στην προστασία των διοικουµένων µε την
προαγωγή της ασφάλειας δικαίου και της σταθερότητας των διοικητικών
καταστάσεων και ως εκ τούτου συνάδει µε τη διάταξη του άρθρου 98 του
Συντάγµατος.».
Τέλος, διευκρινίζεται ότι το δικαίωµα του ∆ηµοσίου να προβεί σε
καταλογισµό δεν αποδυναµώνεται, δυνάµει του άρθρου 281 του ΑΚ, διότι η διάταξη
αυτή αφορά την ικανοποίηση ιδιωτικών δικαιωµάτων και δεν εφαρµόζεται σε σχέσεις
δηµοσίου δικαίου363.

5. Ο θάνατος του υπολόγου


Προκειµένου να καταλογιστεί ο υπόλογος, πρέπει να βρίσκεται εν ζωή, καθώς µετά
το θάνατό του επέρχεται παύση της προσωπικότητας και εποµένως και της
ικανότητάς του να είναι υποκείµενο υποχρεώσεων. Τυχόν δε καταλογιστική πράξη
που εκδίδεται κατά φυσικού προσώπου µετά το θάνατό του είναι άκυρη ως

361
Άρθρο 152 παρ. 3 του Ν.4270/2014.
362
Ελ.Συν.Ολοµ. Πρακτικά της 4ης Γεν.Συν. της 25.02.2009.
363
Ελ.Συν.Τµ.V Απόφαση 1062/2001 σε Σαρµά Ι., Κράτος και δικαιοσύνη 3, ο.π., σελ.253.
71

στρεφόµενη κατ’ ανυπάρκτου, κατά το χρόνο της έκδοσή της, υποκειµένου ενοχής. Η
προϋπόθεση αυτή εξετάζεται µάλιστα αυτεπαγγέλτως από το Ελεγκτικό Συνέδριο
κατά την εκδίκαση της έφεσης364.
Στην ανωτέρω περίπτωση θανάτου του υπολόγου πριν τον καταλογισµό του, η
καταλογιστική πράξη πρέπει να εκδοθεί σε βάρος των κληρονόµων του, καθώς,
σύµφωνα µε τις γενικές διατάξεις του ΑΚ365, το χρέος λόγω ελλειµµατικής
διαχείρισης το υπολόγου, αποτελεί υποχρέωση της κληρονοµιάς, που βαρύνει αυτούς,
κατά το λόγο της κληρονοµικής µερίδας έκαστου αυτών, ακόµη και στην περίπτωση
της εις ολόκληρον µε άλλα πρόσωπα ευθύνης του κληρονοµουµένου για το
διαπιστωθέν έλλειµµα. Πρέπει δε στην καταλογιστική πράξη να κατονοµάζονται οι
κληρονόµοι και να αναφέρεται το µέγεθος της µερίδας τους, µέχρι του οποίου
καθένας από τους καταλογιζοµένους ευθύνεται για την αποκατάσταση του
ελλείµµατος, διαφορετικά, η πράξη πάσχει αοριστία και καθίσταται ακυρωτέα366.
Προκειµένου βέβαια να µπορεί να καταλογιστεί ο κληρονόµος, θα πρέπει να µην έχει
µεσολαβήσει έγκυρη αποποίησης της κληρονοµιάς367.
Καταλογίζεται, µάλιστα, ο κληρονόµος ανεξαρτήτως τυχόν ανηλικότητας
αυτού, διότι, όπως έχει κριθεί368 η ευθύνη του υποχρέου για καταλογισµό δεν
συναρτάται µε την ενηλικότητα ή ανηλικότητα αυτού και εξικνείται, σύµφωνα µε το
άρθρο 1527 ΑΚ (ευεργέτηµα της απογραφής), µέχρι του ενεργητικού της επαχθείσας
σε αυτόν κληρονοµίας, κατά το λόγο της κληρονοµικής του µερίδας.
Ιδιαίτερο ενδιαφέρον σχετικά µε το θέµα, παρουσιάζει πρόσφατη κρίση του
Κλιµ.Β369 του Ελεγκτικού Συνεδρίου σχετικά µε τη δυνατότητα καταλογισµού
κληρονόµου για τυπικό έλλειµµα. Ειδικότερα, το Κλιµάκιο έκρινε ότι στην
περίπτωση τυπικού ελλείµµατος, που ο καταλογισµός έχει κυρωτικό και όχι
αποκαταστατικό χαρακτήρα370, «η σχετική σε βάρος του υπολόγου αξίωση γεννάται,
από την έκδοση της σχετικής καταλογιστικής πράξης και όχι από την επέλευση του
ελλείµµατος. Εποµένως, οι ως άνω διατάξεις του Αστικού Κώδικα δεν µπορούν να
αποτελέσουν θεµέλιο του καταλογισµού επί τυπικών ελλειµµάτων σε βάρος των

364
Ελ.Συν.Τµ.VII Αποφάσεις 231/2009, 3061/2011, 882/2012, 2506/2013, 3937/2014.
365
Άρθρα 1710, 1846, 1884, 1885 και 1901 ΑΚ.
366
Ελ.Συν.Τµ.V Απόφαση 1269/2010.
367
Γν ΝΣΚ 630/2000.
368
Ελ.Συν.Τµ.VII Απόφαση 2922/2014.
369
Ελ.Συν.Κλιµ.Β Πράξη 85/2014.
370
Για περισσότερα σχετικά µε το τυπικό έλλειµµα βλ. παρακάτω.
72

κληρονόµων υπολόγων που προαπεβίωσαν της εκδόσεως της καταλογιστικής πράξης,


δεδοµένου ότι η αιτία θανάτου µεταβίβαση αξίωσης προϋποθέτει ότι η αξίωση αυτή
υφίσταται κατά το χρόνο του θανάτου του υπολόγου.» Συνεπώς, σε αυτές τις
περιπτώσεις τυπικών ελλειµµάτων, ελλείψει σχετικής ρητής διάταξης, δεν είναι
δυνατός ο καταλογισµός κληρονόµων αποβιώσαντος υπολόγου.

ΙΙ. Η διαδικασία καταλογισµού


1. Αρµόδια όργανα
Η καταλογιστική αρµοδιότητα για τους δηµόσιους υπολόγους δεν επιφυλάχθηκε
αποκλειστικά στο Ελεγκτικό Συνέδριο371. Σύµφωνα µε το άρθρο 152 παρ.3 του
Ν.4270/2014, το έλλειµµα που παρουσιάζουν οι δηµόσιοι υπόλογοι καταλογίζεται µε
ειδικά αιτιολογηµένη απόφαση από τους οικείους διατάκτες372, που το διαπίστωσαν
και τα αρµόδια όργανα για την επιθεώρηση των υπολόγων. Συνεπώς, αρµόδια όργανα
για καταλογισµό είναι τα διοικητικά όργανα, που όπως είδαµε ανωτέρω, είναι
αρµόδια και για τον έλεγχο και εποπτεία των δηµοσίων υπολόγων. Συγκεκριµένα, οι
διατάκτες και οι κατά περίπτωση αρµόδιοι επιθεωρητές υπολόγων373 έχουν την
αρµοδιότητα να καταλογίσουν τους υπολόγους και τα τυχόν συνευθυνόµενα µε
αυτούς πρόσωπα, σε περίπτωση που διαπιστώσουν ότι υφίσταται έλλειµµα στη
διαχείρισή τους.
Η αρµοδιότητα αυτή των ανωτέρω διοικητικών οργάνων συντρέχει
παράλληλα µε την αρµοδιότητα του Ελεγκτικού Συνεδρίου και συγκεκριµένα του
αρµόδιου Επιτρόπου να προβεί σε καταλογισµό του υπολόγου, κατά τον έλεγχο των
λογαριασµών του374. Η διατήρηση του διοικητικού καταλογισµού, παράλληλα µε τον
καταλογισµό του Ελεγκτικού Συνεδρίου είχε ως σκοπό τη διασφάλιση των
δικαιωµάτων του ∆ηµοσίου, λόγω του ότι ο διοικητικός καταλογισµός αποτελεί
µέτρο επείγον και άµεσης εκτελέσεως. Παράλληλα, από την ύπαρξή του δεν

371
Ελ.Συν.Ολοµ. Απόφαση 1396/2000.
372
Στην περίπτωση, όµως, ΝΠ∆∆ στο οποίο εφαρµόζεται το Ν∆ 496/1974 και όχι το δηµόσιο
λογιστικό, δεν προβλέπεται αρµοδιότητα του διατάκτη να καταλογίσει. (Ελ.Συν.Τµ.IV Απόφαση
715/2010) Σε περίπτωση όµως ΝΠ∆∆ το οποίο εξαιρείται του πεδίου του Ν∆ 496/1974 και δεν
υφίσταται ειδική διάταξη νόµου, που να ρυθµίζει το καθεστώς του, εφαρµόζονται οι διατάξεις του
δηµοσίου λογιστικού και µπορεί να καταλογίσει και ο διατάκτης. (Ελ.Συν.Ολοµ. Απόφαση 750/2002).
373
Οι οικονοµικοί επιθεωρητές δεν έχουν αρµοδιότητα να καταλογίσουν αστική ευθύνη. Μαραγκού Γ.,
Η διαδικασία και το αντικείµενο του προληπτικού και του κατασταλτικού ελέγχου. Περιπτωσιολογία,
ο.π., σελ.658.
374
Άρθρο 46 παρ.1 του Ν.4129/2013.
73

διακυβεύονται τα έννοµα αγαθά του καταλογισθέντος υπαλλήλου από τυχόν


καταχρηστική άσκηση από τη διοίκηση της ως άνω αρµοδιότητάς της, αφού η τελική
κρίση περί της νοµιµότητας του καταλογισµού ανήκει σε ανεξάρτητο δικαιοδοτικό
όργανο, το Ελεγκτικό Συνέδριο375.
Από τα παραπάνω προκύπτει ότι ο καταλογισµός του υπολόγου µπορεί να
γίνει είτε από ατοµικό είτε από συλλογικό όργανο, αρκεί όµως να προβλέπεται η
σχετική αρµοδιότητά του από νόµο, καθώς διαφορετικά ο καταλογισµός δεν φέρει
έννοµα αποτελέσµατα. Η αρµοδιότητα δε του καταλογίσαντος οργάνου ελέγχεται
αυτεπαγγέλτως από το Ελεγκτικό Συνέδριο, κατά την εκδίκαση της σχετικής έφεσης,
εφόσον φυσικά ασκήθηκε376.
Όµως, από τη χρονική στιγµή που οι λογαριασµοί των δηµοσίων υπολόγων
περιέρχονται στο Ελεγκτικό Συνέδριο για να ασκήσει το συνταγµατικά προβλεπόµενο
κατασταλτικό έλεγχο, αυτό καθίσταται αποκλειστικά αρµόδιο ελεγκτικό όργανο των
λογαριασµών αυτών, µε την έννοια ότι µόνο αυτό µπορεί να καταλογίσει τον υπόλογο
µε το τυχόν διαπιστωθέν έλλειµµα. Από την ίδια χρονική στιγµή τα λοιπά αρµόδια
όργανα, επιλαµβανόµενα του ελέγχου διαχειρίσεων, περιορίζονται στην αναζήτηση,
ανεύρεση και καταγραφή, των στοιχείων που δικαιολογούν την απαλλαγή ή τον
καταλογισµό των υπολόγων, τα οποία (στοιχεία) οφείλουν να θέσουν, µαζί µε το
πόρισµά τους, υπό την κρίση του Ελεγκτικού Συνεδρίου, µη δυνάµενα να προβούν
ευθέως σε καταλογισµό τυχόν διαπιστουµένων ελλειµµάτων, προκαταλαµβάνοντας
τοιουτοτρόπως την απόφαση αυτού. Ως εκ τούτου, καταλογιστική απόφαση
επιθεωρητή δηµοσίων διαχειρίσεων σε βάρος δηµοσίου υπολόγου σε χρόνο κατά τον
οποίο οι σχετικοί λογαριασµοί έχουν υποβληθεί και εκκρεµούν για έλεγχο στο
Ελεγκτικό Συνέδριο, εκδίδεται αναρµοδίως και είναι, για το λόγο αυτό ακυρωτέα377.
Συνακόλουθα, ακυρωτέα είναι η διοικητική καταλογιστική πράξη, εάν εκδοθεί σε
χρόνο, κατά τον οποίο, έχει ολοκληρωθεί ο κατασταλτικός έλεγχος και το αρµόδιο
όργανο του Ελεγκτικού Συνεδρίου έχει κηρύξει ως ορθώς έχοντες τους
λογαριασµούς378.

375
Ελ.Συν.Ολοµ. Απόφαση 299/2000 σε Σαρµά Ι., Κράτος και δικαιοσύνη 3, ο.π.σελ, 240.
376
Ελ.Συν.Τµ.IV Αποφάσεις 1374/2000, 914/2001, 1080/2012.
377
Ελ.Συν.Ολοµ. Απόφαση 778/1987, Τµ.IV Απόφαση 412/2005,Τµ. Ι Απόφαση 1070/1990, Κλιµ.Β
Πρακτικά της 7ης Συν. της 26.04.2012.
378
Ελ.Συν.Τµ.IV Απόφαση 1256/2005.
74

Αντίστοιχα, σε περίπτωση που ο Οικονοµικός Επιθεωρητής έχει ασκήσει,


κατά χρονική προτεραιότητα, την παράλληλη µε τον αρµόδιο Επίτροπο του
Ελεγκτικού Συνεδρίου αρµοδιότητά του και έχει εκδώσει απόφαση καταλογισµού σε
βάρος υπολόγου για έλλειµµα που ανέκυψε στη διαχείρισή του και έχει παρέλθει η
προθεσµία προσβολής της ανωτέρω καταλογιστικής απόφασης, τότε «ο αρµόδιος
Επίτροπος του Ελεγκτικού Συνεδρίου, δεσµεύεται από το τεκµήριο νοµιµότητας
αυτής και δεν έχει αρµοδιότητα να προβεί αφενός σε παρεµπίπτουσα έρευνα της
νοµιµότητάς της και αφετέρου σε έκδοση δεύτερης καταλογιστικής πράξης σε βάρος
του ίδιου υπολόγου για την ίδια αιτία (ταυτότητα καταλογισθέντος ελλείµµατος,
χρονικού διαστήµατος και ιδιότητας αυτού ως υπολόγου διαχειριστή) µε την
καταλογιστική απόφαση του Οικονοµικού Επιθεωρητή. […] Πλην όµως, εάν κατά
την επεξεργασία των λογαριασµών του δήµου από τον αρµόδιο Επίτροπο, προκύψει
ότι το συνολικό ποσό του ελλείµµατος που προκάλεσε ο ανωτέρω υπόλογος στη
διαχείριση του δήµου είναι µεγαλύτερο από εκείνο που διαπιστώθηκε και
καταλογίστηκε σε βάρος του από τον Οικονοµικό Επιθεωρητή, τότε ο αρµόδιος
Επίτροπος, ως όργανο κατασταλτικού ελέγχου του Ελεγκτικού Συνεδρίου, µπορεί να
καταλογίσει τον υπόλογο µε το επιπλέον αυτό ποσό. Εξάλλου, δεδοµένου ότι η
συνταγµατικώς κατοχυρωµένη δικαιοδοσία του Ελεγκτικού Συνεδρίου, ως
∆ικαστηρίου των λογαριασµών, καταλαµβάνει το σύνολο των προσώπων που
συνέπραξαν στη δηµιουργία του ελλείµµατος, ο αρµόδιος Επίτροπος δεν κωλύεται
από την ύπαρξη της προαναφερθείσας καταλογιστικής απόφασης του Οικονοµικού
Επιθεωρητή να προβεί, περαιτέρω, στον καταλογισµό άλλων προσώπων, που τυχόν
συνευθύνονται µε τον ανωτέρω καταλογισθέντα.» 379.
Σηµειώνεται ότι στην περίπτωση απώλειας δικαιολογητικών, όπως είδαµε
ανωτέρω, αρµόδιο όργανο να αποφανθεί περί της απαλλαγής ή µη του υπολόγου από
την ευθύνη του είναι το Κλιµάκιο του Ελεγκτικού Συνεδρίου380. Σε περίπτωση όµως,
που αποφανθεί περί µη απαλλαγής του, θα ακολουθήσει κανονικά η διαδικασία
καταλογισµού του από τον Επίτροπο381.

379
Ελ.Συν.Τµ. Ι Πράξη 1636/1993, Κλιµ.Β Πρακτικά της 13ης Συν. Της 25.6.2012, Πράξη 198/2013.
380
Ελ.Συν.Ολοµ. Πρακτικά της 5ης Γεν.Συν. της 06.03.2013.
381
Μαραγκού Γ., Η διαδικασία και το αντικείµενο του προληπτικού και του κατασταλτικού ελέγχου.
Περιπτωσιολογία, ο.π., σελ.658.
75

2. Κλήση προς αναπλήρωση


Πριν τον καταλογισµό του ελλείµµατος από τα διοικητικά όργανα σε βάρος του
υπολόγου, το δηµόσιο λογιστικό προβλέπει382 ότι του δίνεται η ευκαιρία να το
αναπληρώσει µέσα σε σαράντα οκτώ (48) ώρες. Εάν µετά την προθεσµία αυτή, δεν το
έχει αναπληρώσει, ο υπόλογος αποµακρύνεται από τη διαχείριση αµέσως και
καταλογίζεται µε το ποσό του ελλείµµατος.
Αντίστοιχη πρόβλεψη υπάρχει και στη νοµοθεσία, που διέπει τον έλεγχο από
τους οικονοµικούς επιθεωρητές383, η οποία αναφέρει προθεσµία 24 ωρών, λόγω της
αντίστοιχης πρόβλεψης στο προηγούµενο δηµόσιο λογιστικό384. Αξίζει στο σηµείο
αυτό να σηµειωθεί, λόγω της συχνότητας καταλογιστικών πράξεων από οικονοµικούς
επιθεωρητές, ότι πριν την κλήση προς αναπλήρωση, συντάσσεται από αυτούς
πορισµατική έκθεση µε τα αποτελέσµατα του ελέγχου που διενεργήσαν. Η σύνταξη
της έκθεσης αυτής δεν προβλέπεται µεν από το νόµο, αλλά συντάσσεται προκειµένου
να ενηµερωθεί ο Υπουργός Οικονοµικών, που έδωσε τον έλεγχο για τη διενέργεια
του ελέγχου385.
Στην περίπτωση του Ελεγκτικού Συνεδρίου, όπως είδαµε και ανωτέρω, µετά
την ολοκλήρωση του ελέγχου συντάσσεται φύλλο µεταβολών και ελλείψεων, το
οποίο αποστέλλεται στα προς καταλογισµό πρόσωπα για την αναπλήρωση των
διαπιστούµενων ελλείψεων και την παροχή των απαιτούµενων πληροφοριών, εντός
προθεσµίας όχι µεγαλύτερης των δεκαπέντε ηµερών, η οποία µπορεί να παραταθεί
για εύλογο χρόνο386. Σε περίπτωση µη αναπλήρωσης του ελλείµµατος, ακολουθεί ο
καταλογισµός των προσώπων από τον Επίτροπο του Ελεγκτικού Συνεδρίου.
Πάντως, η σχετική υποχρέωση αναπλήρωσης αφορά µόνο τη θετική ζηµία του
δηµοσίου και όχι τυχόν αποθετική, λόγω µαταίωσης αύξησης της περιουσίας του387.

2. Το δικαίωµα προηγούµενης ακρόασης


Η έκδοση της καταλογιστικής πράξης σε βάρος του υπολόγου συνιστά, προφανώς,
µια δυσµενή πράξη γι αυτόν. Για το λόγο αυτό, ο υπόλογος έχει το δικαίωµα

382
Άρθρο 152 παρ.2 του Ν.4270/2014.
383
Άρθρο 12 παρ.1 του Ν∆ 1264/1942.
384
Άρθρο 56 παρ.3 του Ν.2362/1995.
385
Μαραγκού Γ., Η διαδικασία και το αντικείµενο του προληπτικού και του κατασταλτικού ελέγχου.
Περιπτωσιολογία, ο.π., σελ.658.
386
Άρθρο 38 παρ.4 του Ν.4129/2013.
387
Ελ.Συν.Τµ.Ι Απόφαση 1447/2000.
76

προηγούµενης ακρόασής του, κατ’ εφαρµογή του άρθρου 20 παρ.2 Συντάγµατος,


ώστε να του παρασχεθεί η δυνατότητα να εκφέρει τις απόψεις του, πριν από τη λήψη
του δυσµενούς για τα δικαιώµατα ή τα συµφέροντά του διοικητικού µέτρου του
καταλογισµού388. Ως προς αυτό το ζήτηµα, όµως, η νοµολογία του Ελεγκτικού
Συνεδρίου δεν ήταν σταθερή389.
Αρχικά, έκρινε390 ότι η κλήση του υπολόγου από τον οικονοµικό επιθεωρητή
για αναπλήρωση του ελλείµµατος «καλύπτει την άσκηση του δικαιώµατος
προηγούµενης ακρόασης, αφού στην περίπτωση αυτή ο διοικούµενος έχει τη
δυνατότητα να αναπτύξει τις απόψεις του, οι οποίες, αν δεν γίνουν αποδεκτές, η
επακολουθούσα έκδοση της καταλογιστικής πράξης είναι αυτόθροη συνέπεια
υποχρεωτικής εφαρµογής του νόµου, µε αποτέλεσµα η εκ νέου ακρόαση του
ενδιαφεροµένου να αποβαίνει άσκοπη µε βάση τις συντρέχουσες αντικειµενικές
συνθήκες και προϋποθέσεις».
Στη συνέχεια, όµως, µε την υπ’ αριθ. 1396/2000 Απόφαση της Ολοµέλειας,
προστέθηκε το ειδικό έννοµο συµφέρον, ως καθοριστικό στοιχείο της διαδικασίας της
προηγούµενης ακρόασης. Κρίθηκε, δηλαδή, ότι «η µη προηγούµενη ακρόαση του
ενδιαφεροµένου δεν επάγεται χωρίς άλλο και συγκεκριµένα χωρίς την επίκληση
ειδικού προς τούτο εννόµου συµφέροντος, την ακυρότητα της διοικητικής πράξης,
όταν ο ενδιαφερόµενος έχει κατ΄ αυτής ουσιαστική διοικητική προσφυγή, αφού στην
περίπτωση αυτή η πράξη είτε θα ακυρωθεί, είτε θα µεταρρυθµιστεί µε βάση ακριβώς
τα προβαλλόµενα παράπονά του».
Τελικώς, η νοµολογία391 οριστικοποιήθηκε τα τελευταία χρόνια δεχόµενη ότι
η κλήση προς αναπλήρωση του ελλείµµατος ικανοποιεί το δικαίωµα της
προηγούµενης ακρόασης, αλλά «πρέπει, εφόσον ζητηθεί, να τίθεται υπόψη του προς
καταλογισµό προσώπου ο πλήρης φάκελος της υπόθεσης, ώστε αυτός να είναι
δυνατόν να αµυνθεί αποτελεσµατικά επί του συνόλου των διαθέσιµων στοιχείων,
βάσει των οποίων η ∆ιοίκηση προτίθεται να προχωρήσει στον καταλογισµό του.
Ειδικότερα, πρέπει να τίθεται υπόψη του, πριν από την κλήση για αναπλήρωση του
ελλείµµατος και πριν από την έκδοση της καταλογιστικής απόφασης, κατά κύριο

388
Λιγωµένου Αν., Η Νοµολογία του Ελεγκτικού Συνεδρίου και το ∆ικαίωµα της Προηγούµενης
∆ιοικητικής Ακρόασης, ΘΠ∆∆ 8-9/2008, σελ.1021.
389
Μαραγκού Γ., Παρατηρήσεις στην Ελ.Συν.Ολοµ. Απόφαση 2445/2007, ΘΠ∆∆ 8-9/2008, σελ.1031.
390
Ελ.Συν.Ολοµ. Αποφάσεις 539/1991, 1856/1996, 2829/2006.
391
Ελ.Συν.Ολοµ. Αποφάσεις 2445/2007, 2337/2012, 3853/2014, 3863/2014
77

λόγο, η πορισµατική έκθεση, στην οποία αναφέρονται αναλυτικά τα ευρήµατα του


διαχειριστικού ελέγχου, η αιτιολογία του επικείµενου καταλογισµού και τα ποσά του
καταλογισµού, καθώς και κάθε άλλο κρίσιµο στοιχείο, που θα ζητήσει, διότι µόνον µε
τον τρόπο αυτό υφίσταται ουσιαστική δυνατότητα να εκφράσει τις αντιρρήσεις του,
προσκοµίζοντας και τα σχετικά στοιχεία, ενδεχόµενη αποδοχή των οποίων είναι
δυνατόν να οδηγήσει σε µείωση του ποσού του καταλογισµού ή και µη έκδοση της
καταλογιστικής απόφασης. Εξάλλου, σε περίπτωση που κατά τον χρόνο της κλήσης
για αναπλήρωση του ελλείµµατος δεν έχουν τεθεί υπόψη του ανωτέρω όλα τα
κρίσιµα στοιχεία υποχρεούται η ∆ιοίκηση, αν αυτά ζητηθούν, αφενός µεν να τα
χορηγήσει και αφετέρου να παράσχει εύλογο χρόνο, ούτως ώστε, αφού ενηµερωθεί
πλήρως ο ενδιαφερόµενος, να αναπτύξει τις απόψεις του αναφορικά µε το
αποδιδόµενο σ' αυτόν έλλειµµα».
Αντίστοιχα, στην περίπτωση που ο καταλογισµός δεν γίνεται από όργανα της
διοίκησης (π.χ. οικονοµικός επιθεωρητής)392, αλλά από τα αρµόδια όργανα του
Ελεγκτικού Συνεδρίου έχει κριθεί393 ότι ο τύπος της προηγούµενης ακρόασης
τηρείται µε την αποστολή του φύλλου µεταβολών και ελλείψεων στον υπόλογο, πριν
από την έκδοση της καταλογιστικής πράξης από το Ελεγκτικό Συνέδριο, προκειµένου
αυτοί να παράσχουν τις αναγκαίες πληροφορίες, να επιφέρουν στους λογαριασµούς
και τα βιβλία τους τις ενδεικνυόµενες διορθώσεις ή άλλως να αναπληρώσουν την
καταδεικνυόµενη έλλειψη.
Η κλήση για την άσκηση του δικαιώµατος αυτού δεν απαιτείται να περιβληθεί
ορισµένο πανηγυρικό τύπο και αρκεί η µε οποιοδήποτε τρόπο παραχώρηση στο
διοικούµενο της ευχέρειας να εκφράσει τις απόψεις του πριν από τη λήψη του
δυσµενούς διοικητικού µέτρου394.

392
Στην περίπτωση που ο ∆ήµαρχος µετά από εισήγηση του δηµοτικού ταµία διαπιστώσει έλλειµµα
στη διαχείριση του δήµου, το οποίο προκλήθηκε από διαχειριστικές πράξεις εισπρακτορικού οργάνου,
καλεί το τελευταίο, πριν από την έκδοση καταλογιστικής σε βάρος του πράξης, µε τη διαδικασία που
περιγράφεται στη διάταξη του άρθρου 6 παρ. 2 του Κώδικα ∆ιοικητικής ∆ιαδικασίας, να εκθέσει τις
απόψεις του, υπό την έννοια ότι το εισπρακτορικό όργανο µπορεί να αποκρούσει την ύπαρξη του
ελλείµµατος ή και να προβάλει λόγους για τους οποίους δεν µπορεί να γεννηθεί η υποχρέωσή του για
την αναπλήρωσή του και κατ΄ αυτόν τον τρόπο να αποτρέψει την έκδοση της καταλογιστικής πράξης.
(Ελ.Συν.Τµ.VII Απόφαση 1890/2005)
393
Ελ.Συν.Ολοµ. Αποφάσεις 2445/2007, 643/2009, 192/2010,2/2014 και Μαραγκού Γ., Η διαδικασία
και το αντικείµενο του προληπτικού και του κατασταλτικού ελέγχου. Περιπτωσιολογία, ο.π., σελ.658.
394
Ελ.Συν.Ολοµ. Αποφάσεις 1679/2006, 2319/2012.
78

Πάντως, η πορισµατική έκθεση του επιθεωρητή δεν απαιτείται να


κοινοποιείται, µαζί µε την πρόσκληση για αναπλήρωση του ελλείµµατος στους
υπολόγους, αρκεί αυτή να έχει συνταχθεί και να µπορούν οι ενδιαφερόµενοι να τη
ζητήσουν395.
Συνεπώς, σε περίπτωση που κατά το χρόνο κλήσης του προς καταλογισµό
προσώπου, να αναπληρώσει το αποδιδόµενο σ' αυτό έλλειµµα, δεν έχει συνταχθεί και
διατυπωθεί η πορισµατική έκθεση, συντρέχει εξ αντικειµένου παραβίαση του
ουσιώδους τύπου της προηγούµενης ακρόασης396.
∆ιευκρινίζεται, ότι «η πληµµέλεια της µη τήρησης του ουσιώδους τύπου της
προηγούµενης ακρόασης δεν µπορεί να θεραπευθεί από το γεγονός ότι πριν από την
πρόσκληση για αναπλήρωση του ελλείµµατος, ο οικονοµικός επιθεωρητής κάλεσε
τον υπόλογο και έλαβε κατάθεση αυτού στο πλαίσιο διενεργηθείσας ένορκης
διοικητικής εξέτασης, αφού µε την κατάθεση αυτή, στην οποία αντιµετωπίζεται ως
ουδέτερος µάρτυς και όχι ως υπεύθυνος εις βάρος του οποίου επίκειται η έκδοση
δυσµενούς πράξης, δεν υλοποιείται πλήρως το συνταγµατικό δικαίωµά του για
προηγούµενη ακρόαση ούτε τηρείται ο ανωτέρω ουσιώδης διαδικαστικός τύπος,
καθόσον κατά το στάδιο αυτό δεν έχει ακόµα συνταχθεί η πορισµατική έκθεση και
δεν έχει εξαχθεί το τελικό αποτέλεσµα του ελέγχου και ως εκ τούτου στερείται της
δυνατότητας να έχει στη διάθεσή του όλα τα κρίσιµα στοιχεία που στηρίζουν τον
επικείµενο καταλογισµό» 397.
Συναφώς, ούτε η κλήση σε απολογία στο πλαίσιο πειθαρχικής διαδικασίας, η
οποία εκκίνησε εξ αφορµής του διαπιστωθέντος ελλείµµατος, µπορεί να
υποκαταστήσει την κλήση σε ακρόαση, αφού οι δύο διαδικασίες έχουν τελείως
διαφορετική νοµική θεµελίωση, εξυπηρετούν τελείους διαφορετικούς σκοπούς398.
Αν η ∆ιοίκηση παραβιάσει την ως άνω υποχρέωση και προβεί στην έκδοση
της καταλογιστικής απόφασης πριν ικανοποιηθεί το σχετικό αίτηµα του υπολόγου για
πλήρη, σύµφωνα προς τα ανωτέρω, ενηµέρωσή του και παρασχεθεί σε αυτόν
πραγµατική δυνατότητα άµυνας, τότε η εκδοθείσα κατά παράβαση των ανωτέρω
διατάξεων καταλογιστική απόφαση είναι ακυρωτέα.

395
Ελ.Συν.Ολοµ. Απόφαση 2319/2012.
396
Ελ.Συν.Ολοµ. Αποφάσεις 3093/2010, 2337/2012, 3853/2014, 3863/2014.
397
Ελ.Συν.Ολοµ. Απόφαση 1808/2014.
398
Ελ.Συν.Τµ.VII Απόφαση 1890/2005.
79

Όσον αφορά τον καταλογισµό των αχρεωστήτως λαβόντων, οι οποίοι όπως


είδαµε ανωτέρω, διακρίνονται από τους υπολόγους, έχει διατυπωθεί η άποψη399 ότι
επειδή ο καταλογισµός τους λαµβάνει χώρα «κατά δέσµια αρµοδιότητα και επί τη
βάσει αντικειµενικών κριτηρίων, µη συνδεοµένων µε την υποκειµενική συµπεριφορά
του διοικουµένου» δεν απαιτείται προηγούµενη ακρόαση τους.

ΙΙΙ. Η καταλογιστική πράξη


1. Η αιτιολογία της
Οι καταλογιστικές πράξεις, ανεξαρτήτως του οργάνου που τις εκδίδει, είτε είναι
δηλαδή ο Επίτροπος του Ελεγκτικού Συνεδρίου400, είτε κάποιο διοικητικό όργανο401,
όπως ο οικονοµικός επιθεωρητής402, πρέπει να περιέχουν ειδική, πλήρη και επαρκή
αιτιολογία, ώστε να µπορεί ο υπόλογος να λάβει γνώση των γεγονότων και να
απαντήσει σε αυτά.
Ειδικότερα, από την πράξη του καταλογισµού πρέπει να προκύπτουν µε
σαφήνεια:
α. το νόµιµο έρεισµα του καταλογισµού,
β. τα ουσιώδη πραγµατικά περιστατικά, τα οποία διαπιστώθηκαν από το αρµόδιο
όργανο και θεµελιώνουν κατά νόµο την αξίωση του δικαιούχου έναντι του υπόχρεου,
γ. το πρόσωπο του καταλογιζόµενου,
δ. η ιδιότητά του προσώπου ως υπολόγου,
ε. ο χρόνος και το αντικείµενο της διαχείρισής του,
στ. το έλλειµµα και ο τρόπος που προέκυψε και διαπιστώθηκε τούτο,
ζ. ο χρόνος δηµιουργίας του,
η. τα στοιχεία που θεµελιώνουν το ύψος του καταλογιζοµένου ποσού και

399
Μαραγκού Γ., Η διαδικασία και το αντικείµενο του προληπτικού και του κατασταλτικού ελέγχου.
Περιπτωσιολογία, ο.π., σελ.658 Λυκεσά Ε., Το ένδικο βοήθηµα της έφεσης κατά των πράξεων
καταλογισµού, ο.π., σελ. 688, Ελ.Συν.Τµ.IV Απόφαση 2349/2009, Τµ.Ι Απόφαση 108/2012. Βλ. όµως
και αντίθετα Κλιµ.Β Πράξεις 200/2013, 9/2014, 87/2014.
400
Βλ. σχετικά άρθρα 141 και 142 του Π∆ 1225/1981 «Περί εκτελέσεως των περί Ελεγκτικού
Συνεδρίου διατάξεων.» ΦΕΚ τ. Α 304/1981.
401
Άρθρο 17 παρ. 1 και 2 του Ν.2690/1999 « Κώδικας ∆ιοικητικής ∆ιαδικασίας - ΦΕΚ τ. Α 45/1999
402
Βλ. σχετικά άρθρο 12 παρ.1 του Ν∆ 1264/1942, σύµφωνα µε το οποίο: «Ο Γενικός Οικονοµικός
Επιθεωρητής και οι Οικονοµικοί Επιθεωρηταί ∆ηµοσίων Υπολόγων και Νοµικών Προσώπων […]
προβαίνουσιν εις την έκδοσιν ητιολογηµένης καταλογιστικής αποφάσεως κατά του υπολόγου και
των τυχόν αλληλεγγύως µετ` αυτού συνευθυνοµένων …».
80

θ. τα στοιχεία από τα οποία προκύπτει η αιτιώδης συνάφεια µεταξύ της διαχείρισης


του υπολόγου και του ελλείµµατος.
Κατά τα λοιπά, η αιτιολογία µπορεί να συµπληρώνεται, αλλά όχι να
αναπληρώνεται από τα στοιχεία του φακέλου, µεταξύ των οποίων η οικεία
πορισµατική έκθεση403. Για να είναι ορισµένη η απόφαση καταλογισµού δεν
απαιτείται να γίνεται συγκαταλογισµός όλων των ευθυνόµενων προσώπων404.
Η αναφορά ή η παράλειψη αναφοράς στοιχείου, που καθιστά ασαφή ή
ανεπαρκή ή αντιφατική τη νοµική ή την ιστορική αιτία του καταλογισµού, καθιστά
την καταλογιστική απόφαση ακυρωτέα, λόγω παράβασης ουσιώδους τύπου της
διαδικασίας405.

2. Προσαυξήσεις
Σε βάρος του υπολόγου επιβάλλονται, επίσης, προσαυξήσεις εκπρόθεσµης
καταβολής, όπως αυτές καθορίζονται στην παρ.3 του άρθρου 46 του Ν.4129/2013.
Απαλλάσσεται, όµως, από τις προσαυξήσεις, εάν αποδείξει ότι η παράλειψη ή το
έλλειµµα δεν οφείλεται σε δόλο ή βαρεία αµέλεια του.
Οι προσαυξήσεις406 καθορίζονται από τις εκάστοτε ισχύουσες διατάξεις για το
δηµόσιο λογιστικό και για την είσπραξη των δηµοσίων εσόδων407.
Οι προσαυξήσεις αυτές υπολογίζονται, για µεν την παράλειψη εισπράξεων,
από τότε που ο υπόλογος όφειλε να ενεργήσει την είσπραξη, για δε την παράλειψη
εισαγωγής των εισπράξεων, από τότε που αυτός όφειλε να εισαγάγει τα εισπραχθέντα
στο δηµόσιο ταµείο. Σε περίπτωση ελλείµµατος, οι προσαυξήσεις υπολογίζονται από
την ηµέρα κατά την οποία εξακριβώθηκε ότι έλαβε χώρα το έλλειµµα και εφόσον η

403
Ελ.Συν.Ολοµ. Αποφάσεις 1285/1996, 1396/2000, Tµ.VII Αποφάσεις 2663/2006, 2462/2006,
1717/2007, 2096/2007, 726/2011.
404
Ελ.Συν.Ολοµ. Απόφαση 1456/2008.
405
Ελ.Συν Ολοµ. Απόφαση 1396/2000, Τµ.VII Αποφάσεις 1716/2007, 1717/2007, 586/2014.
406
Επιβάλλονται οι προσαυξήσεις – πλέον τόκοι- του ΚΕ∆Ε και όχι τόκοι υπερηµερίας (Ελ.Συν.Τµ.1
Απόφαση 1212/2001, 1502/2004.
407
Σύµφωνα µε το άρθρο 6 του ΚΕ∆Ε (Ν∆ 356/1974 -ΦΕΚ 90/5.4.1974 τ. Α), όπως ισχύει σήµερα
«Για οποιοδήποτε ποσό χρέους γίνεται ληξιπρόθεσµο, ο οφειλέτης υποχρεούται να καταβάλει τόκους
και πρόστιµο εκπρόθεσµης καταβολής κατ' ανάλογη εφαρµογή των διατάξεων των άρθρων 53 και 57
του Κ.Φ.∆. (ν. 4174/2013), όπως ισχύει» Σύµφωνα µε το άρθρο 19 του Ν.4321/2015 (ΦΕΚ
32/21.03.2015 τεύχος Α'): «1.Τα πρόστιµα εκπρόθεσµης καταβολής του άρθρου 57 του ν. 4174/2013
(Α' 170) και του άρθρου 6 του ν.δ. 356/ 1974 (Α' 90) καταργούνται. 2.Η κατάργηση των προστίµων
της προηγούµενης παραγράφου καταλαµβάνει οφειλές που καταχωρίζονται στα βιβλία εισπρακτέων
εσόδων της Φορολογικής ∆ιοίκησης από τη δηµοσίευση του παρόντος.».
81

εξακρίβωση αυτή καθίσταται αδύνατη, από τότε που ανακαλύφθηκε κατά την
επιθεώρηση ή την παράδοση της διαχείρισης του υπολόγου το έλλειµµα. Αν η
εξακρίβωση του ελλείµµατος γίνεται µετά τη λήξη του οικονοµικού έτους στη
διαχείριση του οποίου αναφέρεται το έλλειµµα και είναι αδύνατος ο προσδιορισµός
της ηµέρας ή του µήνα που έλαβε χώρα τούτο, οι προσαυξήσεις υπολογίζονται από τη
λήξη του οικονοµικού έτους της διαχείρισης408.
Τα ανωτέρω ισχύουν και για τους συνευθυνόµενους, στους οποίους
επιβάλλονται επίσης προσαυξήσεις, εκτός εάν αποδείξουν ότι η δηµιουργία του
ελλείµµατος δεν οφείλεται σε δόλο ή βαριά αµέλεια αυτών409.
Ωστόσο, οι αχρεωστήτως λαβόντες επιβαρύνονται µε προσαυξήσεις µόνον
αφότου το χρέος καταστεί ληξιπρόθεσµο, δηλαδή αφού αυτό βεβαιωθεί «εν στενή
εννοία» προς είσπραξη410.

3. Τίτλος βεβαίωσης
Το ποσό του ελλείµµατος, που καταλογίζεται σε βάρος του υπολόγου, αποτελεί
δηµόσιο έσοδο γι αυτό και βεβαιώνεται, χωρίς αναβολή, ως δηµόσιο έσοδο,
λαµβάνεται δε και κάθε άλλο απαραίτητο µέτρο για την εξασφάλιση της απαίτησης
του ∆ηµοσίου411. Σύµφωνα µε τη θεωρία του δηµοσιολογιστικού δικαίου412, ο
διοικητικός καταλογισµός αποτελεί µια εκτελεστή διοικητική πράξη413, µε την οποία
βεβαιώνεται εν ευρεία εννοία η απαίτηση του ∆ηµοσίου ή ν.π.δ.δ., κατά ορισµένου
φυσικού ή νοµικού προσώπου, ώστε στη συνέχεια να προχωρήσει η περαιτέρω
βεβαίωση και είσπραξη της από το αρµόδιο δηµόσιο ταµείο (βεβαίωση µε στενή
έννοια), κατά τις διατάξεις περί εισπράξεως δηµοσίων εσόδων.
Συνεπώς, απαραίτητο στοιχείο της καταλογιστικής πράξης είναι η αναγραφή
σε αυτή του δικαιούχου δηµόσιου νοµικού προσώπου υπέρ του οποίου διενεργείται ο
καταλογισµός, καθώς η σχετική καταβολή σε µη δικαιούχο πρόσωπο δεν συνεπάγεται

408
Όµοια ρύθµιση περιέχεται και στο άρθρο 5 παρ.5 του ΚΕ∆Ε (Ν∆ 356/1974 - ΦΕΚ τ. Α 90/1974).
409
Ελ.Συν.Ολοµ. Αποφάσεις 868/1990, 2161/2006.
410
Ελ.Συν.Ολοµ. Απόφαση 2319/212, Τµ.Ι Απόφαση 1140/2002.
411
Άρθρο 152 παρ.2 του Ν.4270/2014
412
Καραβοκύρης Ι., Έννοια και φύση της καταλογιστικής πράξης, ΝοΒ 2007, σελ.304.
413
Η πράξη καταλογισµού δεν µπορεί να έχει αναδροµική ισχύ, εκτός εάν προβλέπεται η δυνατότητα
αυτή από ειδική διάταξη νόµου. (ΓνΝΣΚ 653/1996)
82

αυτοδικαίως και την απόσβεση της απαιτήσεως414. Σε διαφορετική περίπτωση η


καταλογιστική απόφαση πάσχει ως νοµικά πληµµελής και η πληµµέλεια αυτή
ελέγχεται αυτεπαγγέλτως από το κατ` έφεση δικάζον δικαστήριο415.
Όπως έχει κριθεί συναφώς, «όταν ένα ΝΠ∆∆ επιχορηγείται από το ∆ηµόσιο
µε κεφάλαια του προϋπολογισµού δηµοσίων επενδύσεων, απλώς τα διαχειρίζεται
χωρίς να καθίσταται και κύριο αυτών και συνεπώς στην περίπτωση διαπίστωσης
ελλείµµατος, τούτο πρέπει να καταλογίζεται υπέρ του ∆ηµοσίου, στην κυριότητα του
οποίου ανήκουν οι επιχορηγήσεις και όχι υπέρ του ΝΠ∆∆ το οποίο απλώς ασκεί επ’
αυτών διαχειριστικές πράξεις, χωρίς να καθίσταται κύριο αυτών»416.
Αντίστοιχα, έχει κριθεί ότι οι δηµοτικές επιχειρήσεις αποτελούν µεν νοµικά
πρόσωπα ιδιωτικού δικαίου και διέπονται από τους κανόνες της ιδιωτικής οικονοµίας,
ο καταλογισµός όµως ελλειµµάτων που διαπιστώνονται στην υπό νοµικού προσώπου
ιδιωτικού δικαίου διαχείριση χρήµατος, που ανήκει σε Ο.Τ.Α. πρέπει να διενεργείται
υπέρ του τελευταίου, καθόσον το νοµικό πρόσωπο το οποίο έλαβε κάποιο ή κάποια
χρηµατικά ποσά από το ∆ηµόσιο ή από τον Ο.Τ.Α., που το συνέστησε µε κεφάλαια
αυτού απλώς διαχειρίζεται τα ποσά αυτά αποβλέποντας αποκλειστικά στην
εκπλήρωση του σκοπού για τον οποίο δόθηκαν χωρίς όµως να καθίσταται και κύριο
αυτών417.
Πάντως, αν το έλλειµµα δεν οφείλεται σε δόλο ή βαρεία αµέλεια του
υπολόγου, το αρµόδιο για τον καταλογισµό όργανο µπορεί να εγκρίνει την τµηµατική
καταβολή µέχρι είκοσι τέσσερις (24) µηνιαίες δόσεις, χωρίς προσαύξηση
εκπρόθεσµης καταβολής418.
Επί µη νόµιµων πληρωµών, όπως είδαµε, το έλλειµµα καταλογίζεται εις
ολόκληρον και στους λαβόντες, τα ποσά δε που καταβάλλονται στο ∆ηµόσιο από τον
καταλογισθέντα υπόλογο βεβαιώνονται υπέρ αυτού, µε αίτησή του, σε βάρος του
λαβόντος και εισπράττονται κατά τις διατάξεις περί είσπραξης δηµοσίων εσόδων419.

414
Άρθρο 417 ΑΚ: «Καταβολή προς άλλον εκτός από το δανειστή. Η καταβολή απαιτείται γα γίνει
στο δανειστή ή σε όποιον ο δανειστής ή το δικαστήριο ή ο νόµος έχει επιτρέψει να δεχτεί την
καταβολή. Η καταβολή που έγινε σε άλλον ισχύει αν ο δανειστής την εγκρίνει ή εφόσον
ωφελείται απ αυτήν.».
415
Ελ.Συν.Ολοµ. Απόφαση 1212/1995, Τµ.IV Αποφάσεις 985/1995, 2348/1998, 1599/1999, 205/2003,
158/2004.
416
Ελ.Συν.Ολοµ. Απόφαση 1039/1995.
417
Ελ.Συν.Ολοµ. Απόφαση 2219/2014.
418
Άρθρο 152 παρ.5 του Ν.4270/2014.
419
Άρθρο 162 παρ.6 του Ν.4270/2014.
83

Ωστόσο, σε περίπτωση που καταβλήθηκε ολόκληρη η οφειλή από την καταλογιστική


πράξη, από τον έναν από τους καταλογιζόµενους, η καταβολή αυτή δεν αποτελεί
λόγο ακυρότητας της καταλογιστικής πράξης, αλλά έχει ως συνέπεια την αδυναµία
έναρξης αναγκαστικών µέτρων είσπραξης προς το συγκαταλογιζόµενο, ο οποίος
µπορεί να αρνηθεί την καταβολή της, λόγω εξόφλησής της420.
Κατά της πράξης της ταµειακής βεβαίωσης µπορεί να ασκηθεί ανακοπή και
αίτηση αναστολής, ενώπιον του Ελεγκτικού Συνεδρίου, καθόσον η υποκείµενη σχέση
στην οποία στηρίζεται ο νόµιµος τίτλος, δηλαδή το ταµειακώς βεβαιούµενο
καταλογισθέν ποσό λόγω δηµιουργίας ελλείµµατος, είναι σχέση δηµοσίου δικαίου,
που ανέκυψε στο πλαίσιο της ευθύνης δηµοσίου υπολόγου421.

ΙV. Ένδικα µέσα και βοηθήµατα κατά της καταλογιστικής πράξης


1. Η αρµοδιότητα του Ελεγκτικού Συνεδρίου
Σύµφωνα µε το άρθρο 98 παρ.1 περιπτ. στ σε συνδυασµό µε την περίπτ.γ του
Συντάγµατος422, στην αρµοδιότητα του Ελεγκτικού Συνεδρίου ανήκει η εκδίκαση
διαφορών σχετικά µε τον έλεγχο των λογαριασµών των δηµόσιων υπολόγων και των
οργανισµών τοπικής αυτοδιοίκησης ή άλλων νοµικών προσώπων, που υπάγονται
στον προβλεπόµενο από το εδάφιο α` έλεγχο.
Από την ανωτέρω διάταξη προκύπτει, σαφώς, ότι στην αρµοδιότητα του
Ελεγκτικού Συνεδρίου ανήκει η επίλυση διαφορών που προκύπτει από
καταλογισµούς σε βάρος δηµοσιών υπολόγων, de jure και de facto. Υπάγονται όµως
οι σχετικές διαφορές εάν απορρέουν από έλεγχο λογαριασµών που διενήργησε το
Ελεγκτικό Συνέδριο ή περιλαµβάνονται και οι διαφορές από ελέγχους που
διενεργήσαν άλλα διοικητικά όργανα; Επίσης, εµπίπτουν στην αρµοδιότητά του και
διαφορές που προκύπτουν από «έλεγχο λογαριασµών», που δεν αφορούν δηµόσιους
υπολόγους, αλλά καταλογισµούς αχρεωστήτως και ανοικείως λαβόντων, καθώς και
συνευθυνόµενων προσώπων; Τα δυο αυτά ερωτήµατα κλήθηκε να απαντήσει
ερµηνεύοντας στη συνταγµατική διάταξη η Ολοµέλεια του Ελεγκτικού Συνεδρίου.

420
Ελ.Συν.Ολοµ. Απόφαση 1192/1998 σε Σαρµά Ι., Κράτος και δικαιοσύνη 3, ο.π., σελ.255.
421
Ελ.Συν.Τµ.VΙΙ Απόφαση 257/2012, 246/2011.
422
Βλ. και άρθρο 1 παρ.1 περιπτ.ιστ του Ν.4129/2013.
84

Έτσι, µε την υπ’ αριθ. 1104/2007423 απόφασή της, ερµηνεύτηκαν και


διευκρινίστηκαν οι έννοιες του «λογαριασµού» και του «ελέγχου λογαριασµών».
Ειδικότερα, κρίθηκε ότι το Ελεγκτικό Συνέδριο έχει πρωτογενώς δικαιοδοσία
εκδικάσεως διαφορών που απορρέουν από τον έλεγχο των λογαριασµών εν γένει, η
οποία καλύπτει διαφορές και πέραν εκείνων που ανακύπτουν εκ του υπό του ιδίου
του Ελεγκτικού Συνεδρίου ελέγχου των λογαριασµών των δηµοσίων υπολόγων.
Συνεπώς, η έννοια του ελέγχου των λογαριασµών είναι αυτοτελής και το Ελεγκτικό
Συνέδριο, έχει δικαιοδοτική εξουσία επί ενδίκων µέσων που αναφέρονται σε
διαφορές από τέτοιο έλεγχο, εφόσον όµως το ίδιο το Σύνταγµα ή διάταξη νόµου δεν
έχουν υπαγάγει ορισµένες από τις διαφορές αυτές σε άλλα δικαστήρια.
Άλλωστε, στο άρθρο 1 παρ.1 περιπτ.ιη του Ν.4129/2013, ορίζεται πλέον ρητά
ότι το Ελεγκτικό Συνέδριο δικάζει τις εφέσεις που υπάγονται µε βάση τις κείµενες
διατάξεις στην αρµοδιότητά του κατά καταλογιστικών αποφάσεων, οι οποίες
εκδίδονται από τους Υπουργούς ή άλλα αρµόδια προς τούτο συλλογικά ή µη όργανα
της διοίκησης και αφορούν τη διαχείριση υλικού ή χρηµάτων του ∆ηµοσίου ή των
Ν.Π.∆.∆. γενικά.
Περαιτέρω, µε την ανωτέρω απόφαση της Ολοµέλειας κρίθηκε ότι συναφείς
έννοιες µε την έννοια του ελέγχου των λογαριασµών αποτελούν και «οι έννοιες της
δηµοσίας διαχειρίσεως, του δηµοσίου υπολόγου, του δηµοσίου ελλείµµατος, και, ιδία,
του καταλογισµού για απώλεια ή ανοίκεια εκταµίευση δηµοσίου χρήµατος, οι οποίες,
λόγω της συνάφειας του περιεχοµένου τους προς την εν λόγω έννοια, δύνανται να
χρησιµοποιούνται εκάστοτε ως κριτήρια για την ανάδειξη της µόνης βαρύνουσας για
τη δικαιοδοσία του ∆ικαστηρίου τούτου έννοιας του ελέγχου των λογαριασµών».
Ως λογαριασµός δε, κρίθηκε ότι «δεν νοείται µόνον η λογοδοσία, ως σύνολο,
του υπόχρεου δηµοσίου υπολόγου, αλλά και οποιαδήποτε, ανεξαρτήτως ειδικότερου
τύπου, απεικόνιση των εσόδων και εξόδων δηµοσίας διαχειρίσεως, ακόµη και η
καταγραφή των συγκεκριµένων εκταµιεύσεων για την µισθοδοσία ενός και µόνου
δηµοσίου υπαλλήλου», ενώ, ως έλεγχος λογαριασµών «νοείται και οποιαδήποτε
αυτεπάγγελτος ή µη ενέργεια δηµοσίας αρχής που έχει ως αντικείµενο ή συνέπεια την
έστω και µερική επιβεβαίωση του ορθώς έχειν λογαριασµού δηµοσίας διαχειρίσεως.
Ως τέτοια επιβεβαίωση, κατά την έννοια της ως άνω συνταγµατικής διατάξεως
ερµηνευόµενης ενόψει του ότι µε αυτή θεσπίζεται δικαιοδοσία ανωτάτου
423
Μηλιώνης Ν., Παρατηρήσεις στην Ελ.Συν.Ολοµ. Απόφαση 1104/2007, ΘΠ∆∆ 2/2008, σελ. 206.
85

δικαστηρίου, νοείται, όχι µόνον η επαλήθευση των λογιστικών πράξεων που περιέχει
ο λογαριασµός, αλλά και κάθε έρευνα που διεξάγεται για να διαπιστωθεί η
νοµιµότητα των δεδοµένων στα οποία στηρίζεται αυτός, όπως λ.χ. η έρευνα του αν
έχει δικαίωµα να εισπράξει ο εκάστοτε λαβών το ποσό της εκταµιεύσεως».
Συνεπώς, από την ανωτέρω απόφαση της Ολοµέλειας, που ακολουθείται µέχρι
σήµερα από το Ανώτατο ∆ηµοσιονοµικό ∆ικαστήριο, προκύπτει ότι στην
αρµοδιότητα του Ελεγκτικού Συνεδρίου εµπίπτουν (α) οι διαφορές από έλεγχο
λογαριασµών είτε αυτός διενεργήθηκε από το Ελεγκτικό Συνέδριο, είτε από άλλα
όργανα της διοίκησης και (β) οι διαφορές από έλεγχο λογαριασµών που καταλήγουν
σε καταλογισµούς όχι µόνο δηµοσίων υπολόγων, αλλά και οποιουδήποτε άλλου
εµπλεκόµενου, του οποίου ο καταλογισµός πραγµατοποιείται για αποκατάσταση του
διαπιστωθέντος ελλείµµατος424, όπως αχρεωστήτως λαβόντων και συνευθυνόµενων
προσώπων.
Την ευρύτερη αυτή ερµηνεία του Ελεγκτικού Συνεδρίου, περί υπαγωγής στην
αρµοδιότητά του, καταλογισµών αχρεωστήτως λαβόντων, δεν φαίνεται να δέχεται το
Συµβούλιο της Επικρατείας, το οποίο µε σειρά αποφάσεών του έκρινε για ανάλογες
υποθέσεις ότι δεν υπάγονται στην αρµοδιότητα του Ελεγκτικού Συνεδρίου, διότι «δεν
αποτελούν πράξεις ελέγχου λογαριασµών κατά την έννοια του άρθρου 98 παρ. 1 περ.
ε του ισχύοντος Συντάγµατος, ούτε αφορούν σε έλεγχο λογαριασµών δηµοσίων
υπολόγων ή υπολόγων ν.π.δ.δ. ή σε κατασταλτικό έλεγχο δαπανών». Έτσι, έκρινε ότι
οι διαφορές που προκύπτουν από πράξεις µε τις οποίες καταλογίζεται η επιστροφή
αχρεωστήτως ληφθεισών αποδοχών, λόγω παράνοµης κατοχής δεύτερης θέσης στο
δηµόσιο δεν ανήκουν στην αρµοδιότητα του Ελεγκτικού Συνεδρίου, αλλά υπάγονται
ως ακυρωτικές στην αρµοδιότητα των διοικητικών πρωτοδικείων425. Επίσης, ότι οι
πράξεις µε τις οποίες επιβάλλεται ως κύρωση η επιστροφή από το σπουδαστή της
ΕΣ∆∆ του ποσού των αποδοχών, που ο εν λόγω υπόχρεος είχε εισπράξει κατά την
φοίτησή του στην Σχολή υπόκεινται σε ανακοπή εκδικαζοµένη από το αρµόδιο
∆ιοικητικό Πρωτοδικείο και δεν ανήκουν στην δικαστική αρµοδιότητα του
Ελεγκτικού Συνεδρίου426.

424
Ελ.Συν.Ολοµ. Απόφαση 717/2010.
425
ΣτΕ 2284/2002.
426
ΣτΕ 1414/2000, αντίστοιχες και η ΣτΕ 2055/2001 για επιστροφή αποδοχών εκπαιδευτικής αδείας
γιατρού και ΣτΕ 3002/2010 για επιστροφή πόρων προγραµµάτων του Υπουργείου Ανάπτυξης που
86

Τέλος, µε νεότερες αποφάσεις της Ολοµέλειας του Ελεγκτικού Συνεδρίου427,


κρίθηκε ότι υπάγονται στην αρµοδιότητά του και διαφορές από καταλογιστικές
πράξεις που έχουν εκδοθεί από Οικονοµικούς Επιθεωρητές, σύµφωνα µε τις διατάξεις
του Ν∆ 1264/1942, και αφορούν την ιδιωτική διαχείριση νοµικού προσώπου
ιδιωτικού δικαίου, όπως µια δηµοτική επιχείρηση, καθώς πρόκειται για διαφορές που
είναι συναφείς µε εκείνες της δηµοσιολογιστικής ευθύνης των υπολόγων ΟΤΑ.
Οι προαναφερόµενες διαφορές προκύπτουν, µέσω της άσκησης των
προβλεπόµενων από τη νοµοθεσία ένδικων µέσων και βοηθηµάτων. Έτσι, κατά των
πράξεων που εκδίδονται από τους Επιτρόπους ασκούνται όλα τα ένδικα µέσα που
προβλέπονται από τον Ν.4129/2013428. Αντίστοιχα, οι καταλογιστικές αποφάσεις των
διοικητικών οργάνων µπορούν να προσβληθούν ενώπιον του Ελεγκτικού
429
Συνεδρίου .

2. Αίτηση αναθεώρησης
Κατά των καταλογιστικών πράξεων των Επιτρόπων του Ελεγκτικού Συνεδρίου,
µπορεί να ασκηθεί αίτηση αναθεώρησης430 από τον υπόλογο ή τον εγγυητή του431, για
συγκεκριµένους λόγους, µέσα σε προθεσµία ενός έτους από την κοινοποίηση στον
υπόλογο της προσβαλλόµενης πράξης.
Οι λόγοι για τους οποίους επιτρέπεται η άσκηση αίτησης αναθεώρησης είναι
οι εξής:
α) λόγω πλάνης περί τα πραγµατικά γεγονότα ή λόγω λογιστικού λάθους432,
β) αν προσαχθούν νέα κρίσιµα έγγραφα,
γ) αν η πράξη στηρίχθηκε σε καταθέσεις µαρτύρων που καταδικάστηκαν για
ψευδορκία ή απαλλάχθηκαν αλλά η ψευδορκία αναγνωρίστηκε δικαστικά,

αφορούν έργα του ιδιωτικού τοµέα, από το διαχειριστή των διατιθεµένων πόρων και υπόλογο έναντι
του ∆ηµοσίου, ενδιάµεσου φορέα.
427
Ελ.Συν.Ολοµ. Απόφαση 2292/2011, 2825/2006.
428
Άρθρο 38 παρ.2 του Ν.4129/2013 και άρθρο 155 του Ν.4270/2014.
429
Άρθρο 152 παρ.12 του Ν.4270/2014.
430
Για εκτενέστερη ανάλυση του ενδίκου µέσου της αίτηση αναθεώρησης, βλ. Κουλουµπίνη Ε.-Ε., Το
ένδικο µέσο της αίτησης αναθεώρησης ενώπιον του Ελεγκτικού Συνεδρίου, ΘΠ∆∆ 8-9/2012, σελ.728
431
∆εν µπορεί όµως να ασκήσει αίτηση αναθεώρησης ο κληρονόµος του υπολόγου, διότι η ευθύνη του
είναι προσωπική (Μηλιώνης Ν., Το Ελεγκτικό Συνέδριο – Σύγχρονες τάσεις και εξελίξεις, ο.π.,
σελ.308).
432
Η νοµική πλάνη δεν αναγνωρίζεται ως λόγος αναθεώρησης (Ελ.Συν.Ολοµ. Πρακτικά της 3ης
Γεν.Συν. της 23.02.2005)
87

δ) αν η πράξη στηρίχθηκε σε πλαστά έγγραφα, εφόσον η πλαστογραφία


αναγνωρίστηκε δικαστικά έστω και στο σκεπτικό της δικαστικής απόφασης ή του
βουλεύµατος433.
Ωστόσο, και µετά την παρέλευση της παραπάνω ετήσιας προθεσµίας, µπορεί
να ασκηθεί αίτηση αναθεώρησης για τις ανωτέρω δύο τελευταίες περιπτώσεις, µέσα
σε έξι µήνες από τότε που ο αιτών έλαβε γνώση ότι αναγνωρίστηκε δικαστικά η
πλαστότητα των εγγράφων ή η ψευδορκία. Στις ίδιες περιπτώσεις επιτρέπεται και η
αυτεπάγγελτη αναθεώρηση από το Ελεγκτικό Συνέδριο µέσα στην ίδια προθεσµία, η
οποία αρχίζει από τότε που το Ελεγκτικό Συνέδριο έλαβε γνώση ότι αναγνωρίστηκε
δικαστικά η πλαστότητα των εγγράφων ή η ψευδορκία434.
Η αίτηση αναθεώρησης δεν αναστέλλει την εκτέλεση της προσβαλλόµενης
435
πράξης .
∆εν επιτρέπεται η αναθεώρηση πράξης που έχει εκδοθεί ύστερα από άσκηση
αίτησης αναθεώρησης. Επίσης δεν είναι δεκτή αίτηση αναθεώρησης, που στηρίζεται
σε άλλο λόγο, για κεφάλαια της πράξης για τα οποία έχει ήδη ασκηθεί η αίτηση
αναθεώρησης436.
Για την άσκηση αίτησης αναθεώρησης του υπολόγου ή του εγγυητή πρέπει να
καταβληθεί παράβολο ίσο προς το δέκα τοις εκατό του αµφισβητούµενου µε την
αίτηση αναθεώρησης ποσού, το οποίο σε κάθε περίπτωση δεν µπορεί να είναι
κατώτερο των δεκαπέντε ευρώ. ∆ιαφορετικά η αίτηση αναθεώρησης είναι
απαράδεκτη. Αν η αίτηση αναθεώρησης γίνει δεκτή εν µέρει ή στο σύνολο, το
Ελεγκτικό Συνέδριο διατάσσει την επιστροφή του παραβόλου. Αν απορριφθεί η
αίτηση, το παράβολο καταπίπτει υπέρ του δηµοσίου437.
Αίτηση αναθεώρησης µπορεί να ασκηθεί επίσης από τον Γενικό Επίτροπο της
Επικρατείας του Ελεγκτικού Συνεδρίου είτε αυτεπαγγέλτως από το Ελεγκτικό
Συνέδριο438. Η ετήσια προθεσµία, για µεν την άσκηση της αίτησης αναθεώρησης από
τον Γενικό Επίτροπο της Επικρατείας του Ελεγκτικού Συνεδρίου, αρχίζει από την
περιέλευση της πράξης στη Γραµµατεία της Γενικής Επιτροπείας, για δε την

433
Άρθρο 48 παρ.1 και 3 του Ν.4129/2013.
434
Άρθρο 48 παρ.4 του Ν.4129/2013.
435
Άρθρο 48 παρ.2 του Ν.4129/2013.
436
Άρθρο 48 παρ.6 του Ν.4129/2013.
437
Άρθρο 48 παρ.7 του Ν.4129/2013.
438
Άρθρο 48 παρ.1 του Ν.4129/2013.
88

αυτεπάγγελτη αναθεώρηση εκ µέρους του Ελεγκτικού Συνεδρίου, από την έκδοση


της πράξης που προσβάλλεται439.
Πάντως, το Ελεγκτικό Συνέδριο µπορεί να ανακαλεί ή να τροποποιεί τις
πράξεις του οποτεδήποτε, αυτεπαγγέλτως ή ύστερα από αίτηση του Γενικού
Επιτρόπου της Επικρατείας σε αυτό, εφόσον από νεότερα στοιχεία βεβαιωθεί ότι
αυτές στηρίχθηκαν σε προϋποθέσεις που δεν υπήρχαν. Επίσης δύναται να διορθώνει
πράξεις του που εκδόθηκαν κατά τον έλεγχο των λογαριασµών δηµοσίων υπολόγων
για επανόρθωση εσφαλµένης κατάταξης διαχειριστικών πράξεων του υπολόγου,
εφόσον όµως από τη διόρθωση αυτή δεν επέρχεται χρέωση ή πίστωση του
υπολόγου440.
Όπως είδαµε ανωτέρω, αίτηση αναθεώρησης χωρεί και κατά των πράξεων µε
τις οποίες επιβάλλεται χρηµατική ποινή στον υπόλογο. Κατά των πράξεων του
Κλιµακίου για την απαλλαγή υπολόγου από απώλεια δεν ασκείται αναθεώρηση441.
Αίτηση αναθεώρησης µπορεί να ασκηθεί και κατά των οριστικών αποφάσεων των
Τµηµάτων, που έκριναν επί εφέσεως, κατά καταλογιστικής πράξης442.
Αντίστοιχα, αίτηση αναθεώρησης µπορεί να ασκηθεί και κατά των
καταλογιστικών πράξεων των διοικητικών οργάνων, ενώπιον του οργάνου που
εξέδωσε την απόφαση, µέσα σε προθεσµία έξι (6) µηνών από την κοινοποίηση της
καταλογιστικής πράξης. Η αίτηση αυτή αναθεώρησης συνιστά ουσιαστικά διοικητική
προσφυγή443, µε περιορισµό, όµως, ως προς τους λόγους που θα προβληθούν, οι
οποίοι είναι οι ίδιοι για τους οποίους επιτρέπεται αναθεώρηση πράξεων του
Ελεγκτικού Συνεδρίου444. Άλλωστε, η διοίκηση (π.χ. οικονοµικές επιθεωρητές) έχει
τη διακριτική ευχέρεια να τροποποιήσει την πράξη καταλογισµού που εξέδωσε, εάν
διαπιστώσει ότι αυτή εκδόθηκε, κατά πλάνη περί τα πράγµατα445.

439
Άρθρο 48 παρ.8 του Ν.4129/2013.
440
Άρθρο 48 παρ.5 του Ν.4129/2013.
441
Ελ.Συν.Κλιµ. Β Πράξεις 1283/2000, 901/2001.
442
Άρθρο 89 του Ν.4129/2013.
443
ΓνΝΣΚ 294/2001
444
Άρθρο 152 παρ.12 του Ν.4270/2014.
445
ΓνΝΣΚ 39/2012.
89

3. Η έφεση
Αν και ως όρος έφεση446 µας παραπέµπει σε ένδικο µέσο, στην περίπτωση των
εφέσεων κατά καταλογιστικών πράξεων αποτελεί ένδικο βοήθηµα447, καθώς, µέσω
αυτής, ελέγχεται µια διοικητική πράξη και όχι µια δικαστική απόφαση. Συνιστά,
δηλαδή, στην πραγµατικότητα µια «προσφυγή ουσίας», κατά την εκδίκαση της
οποίας εξετάζεται τόσο η νοµιµότητα όσο και η ουσία της υπόθεσης448. Εποµένως,
στις υποθέσεις καταλογισµών υπάρχει ένας µόνο βαθµός δικαιοδοσίας.
Ειδικότερα, κατά των καταλογιστικών πράξεων των Υπουργών, Επιτρόπων
του Ελεγκτικού Συνεδρίου, µονοπρόσωπων ή συλλογικών διοικητικών οργάνων,
διοικητικών αρχών, Οικονοµικών Επιθεωρητών ή άλλου φορέα επί διαχείρισης
υλικού, αξιών ή χρηµατικού του ∆ηµοσίου, νοµικών προσώπων δηµοσίου δικαίου,
οργανισµών τοπικής αυτοδιοίκησης και νοµικών προσώπων ιδιωτικού δικαίου, που
χρηµατοδοτούνται από εθνικούς ή κοινοτικούς πόρους, επιτρέπεται να ασκηθεί έφεση
από όποιον έχει έννοµο συµφέρον449,450.
Συνεπώς, έφεση ασκείται τόσο κατά των πράξεων που εκδίδονται από
διοικητικά όργανα (οικονοµικοί επιθεωρητές, διατάκτες κλπ) όσο και κατά των
πράξεων που εκδίδονται από τους Επιτρόπους του Ελεγκτικού Συνεδρίου451, κατά την
άσκηση του κατασταλτικού ελέγχου. Επιπλέον, µε έφεση προσβάλλονται όχι µόνο οι
πράξεις µε τις οποίες καταλογίζονται υπόλογοι, αλλά και αυτές µε τις οποίες
καταλογίζονται συνευθυνόµενα πρόσωπα ή αχρεωστήτως λαβόντες. Κατά των
πράξεων του Κλιµακίου για την απαλλαγή υπολόγου από απώλεια δεν ασκείται
έφεση452.
Η έφεση πρέπει να ασκηθεί µέσα σε προθεσµία εξήντα ηµερών, η οποία
αρχίζει από την επίδοση ή την καθ' οποιονδήποτε τρόπο περιέλευση ή την

446
Για περισσότερα σχετικά µε την έφεση βλ. Λυκεσά Ε., Το ένδικο βοήθηµα της έφεσης κατά των
πράξεων καταλογισµού, ο.π., σελ. 678.
447
Ελ.Συν.Ολοµ. Απόφαση 1114/2007.
448
Μηλιώνης Ν., Ο θεσµικός ρόλος του Ελεγκτικού Συνεδρίου, εκδ. Αντ.Σάκκουλα, Αθήνα, 2006,
σελ.245.
449
Άρθρο 80 παρ.1 του Ν.4129/2013.
450
Το έννοµο συµφέρον δεν εκλείπει εάν ο καταλογιζόµενος κατέβαλε το ποσό, που του
καταλογίστηκε, διότι η καταβολή έγινε µε σκοπό τον περιορισµό των επιβαλλόµενων προσαυξήσεων.
(Λυκεσά Ε., Το ένδικο βοήθηµα της έφεσης κατά των πράξεων καταλογισµού, ο.π., σελ. 681).
451
Ο Ελεγκτικό Συνέδριο δικάζει εφέσεις κατά των πράξεων των Κλιµακίων και Επιτρόπων του
Ελεγκτικού Συνεδρίου, όπου αυτές προβλέπονται από τις διατάξεις του Ν.4129/2013. (άρθρο 1 παρ.1
περιπτ.ιθ του Ν.4129/2013)
452
Ελ.Συν.Ολοµ. Απόφαση 1507/1999.
90

αποδεδειγµένα πλήρη γνώση της προσβαλλόµενης πράξης. Εάν ο έχων έννοµο


συµφέρον για την άσκηση έφεσης διαµένει στην αλλοδαπή, η αντίστοιχη προθεσµία
ορίζεται σε ενενήντα ηµέρες453.
Αντίστοιχα, η προθεσµία454 για την άσκηση της έφεσης κατά των ανωτέρω
πράξεων για το ∆ηµόσιο, τα νοµικά πρόσωπα δηµοσίου δικαίου, τους οργανισµούς
τοπικής αυτοδιοίκησης, τα νοµικά πρόσωπα ιδιωτικού δικαίου που χρηµατοδοτούνται
από εθνικούς ή κοινοτικούς πόρους και για τον Γενικό Επίτροπο της Επικρατείας του
Ελεγκτικού Συνεδρίου είναι επίσης εξήντα ηµέρες και αρχίζει από την περιέλευση
της προσβαλλόµενης πράξης σε αυτούς455.
Ωστόσο, εάν ασκηθεί αίτηση αναθεώρησης κατά πράξεων του Ελεγκτικού
Συνεδρίου, σύµφωνα µε όσα αναφέρονται παρακάτω, η προθεσµία για την άσκηση
έφεσης κατά των ίδιων πράξεων παρατείνεται για εξήντα ακόµα ηµέρες456.
Η άσκηση της έφεσης εκ µέρους του ιδιώτη πρέπει να συνοδεύεται από την
καταβολή του προβλεπόµενου στο άρθρο 73 του Ν.4129/2013 παραβόλου457.
Η έφεση ασκείται, ενώπιον του αρµόδιου κάθε φορά Τµήµατος του
Ελεγκτικού Συνεδρίου458. Με την άσκηση της έφεσης εξαντλείται η αρµοδιότητα του
οργάνου που εξέδωσε την καταλογιστική πράξη459.

453
Άρθρο 80 παρ.1 του Ν.4129/2013.
454
Σύµφωνα µε το άρθρο 92 του Ν.4129/2013, για την αναστολή των προθεσµιών του νόµου αυτού
εφαρµόζεται το πρώτο εδάφιο του άρθρου 11 του Κανονιστικού ∆ιατάγµατος της 26.6/10.7.1944
(ΦΕΚ 139 Α`) "Περί Κώδικος των νόµων περί δικών του ∆ηµοσίου", όπως τροποποιήθηκε από το
άρθρο 12 του Ν.3514/2006, σύµφωνα µε το οποίο: «Σε όλες τις δίκες του ∆ηµοσίου, κατά τη διάρκεια
των δικαστικών διακοπών, ουδεµία απολύτως τρέχει προθεσµία είτε εις βάρος του ∆ηµοσίου είτε εις
βάρος των άλλων διαδίκων, ούτε για την υπό τούτων ως τρίτων άσκηση δηλώσεων ούτε για την
έγερση αγωγών, παρεµβάσεων και προσεπικλήσεων ούτε τέλος για την άσκηση οποιουδήποτε ενδίκου
µέσου ή εξέταση µαρτύρων.».
455
Άρθρο 80 παρ.2 του Ν.4129/2013.
456
Άρθρο 48 παρ.10 του Ν.4129/2013.
457
Οι προϊσχύουσες διατάξεις του άρθρου 56 του π.δ. 774/1980, είχαν κριθεί µε τις Ελ.Συν.Ολοµ.
Αποφάσεις 2006/2008, 2253/2014, αντίθετες µε τα άρθρα 20 παρ. 1 του Συντάγµατος και 6 παρ. 1 της
ΕΣ∆Α, λόγω του ότι δεν θέσπιζαν ανώτατο όριο (οροφή) στο ποσό του καταβλητέου παραβόλου ούτε
προέβλεπαν τη δυνατότητα απόδοσης του κατ’ εφαρµογή των διατάξεων αυτών καταβληθέντος
παραβόλου όχι µόνο επί παραδοχής της εφέσεως, αλλά και κατόπιν δικαστικής κρίσης για το
δικαιολογηµένο της άσκησής της. Παρατηρούµε ότι ούτε η διάταξη που ισχύει σήµερα (άρθρο 73 του
Ν.4129/213) προβλέπει ανώτατο όριο παραβόλου, παρά µόνο ότι το ποσό που υπερβαίνει το ποσό των
1.500 ευρώ, καταλογίζεται µε την απόφαση.
458
Ελ.Συν.Ολοµ. Απόφαση ΦΓ8/15686 για την κωδικοποίηση, τροποποίηση και συµπλήρωση της
48208/1965 απόφασης του Ελεγκτικού Συνεδρίου «περί καθορισµού των Τµηµάτων του Ελεγκτικού
Συνεδρίου και της αρµοδιότητας αυτών» και των 7035/1991, 3786/1992, 15778/1992 και 16031/1993
αποφάσεων αυτής. (ΦΕΚ τ.Β 1242/2002), όπως ισχύει τροποποιηµένη.
459
Άρθρο 80 παρ.3 του Ν.4129/2013.
91

Οι λόγοι της έφεσης δεν απαριθµούνται στη νοµοθεσία, αλλά όπως


προκύπτουν από τη νοµολογία είναι οι εξής460:
α. αναρµοδιότητα οργάνου καταλογισµού,
β. παραβίαση ουσιώδους τύπου της διαδικασίας (π.χ. δικαίωµα προηγούµενης
ακρόασης, ελλιπής αιτιολογία πράξης)
γ. παράβαση νόµου
δ. λόγοι ουσίας
ε. έλλειψη υπαιτιότητας υπολόγου
στ. έλλειψη αιτιώδους συνδέσµου.
Η έφεση κατά καταλογιστικών πράξεων, κατά κανόνα461, δεν αναστέλλει την
εκτέλεση της πράξης ή απόφασης. Μπορεί όµως, ύστερα από αίτηση του
εκκαλούντος ή του Γενικού Επιτρόπου της Επικρατείας, να διαταχθεί αναστολή462 µε
απόφαση του Ελεγκτικού Συνεδρίου που εκδίδεται, πριν αυτό αποφανθεί για την
έφεση. Αν µαταιωθεί η συζήτηση της έφεσης για οποιονδήποτε λόγο, παύει η ισχύς
της απόφασης µε την οποία διατάχθηκε η αναστολή463. Λόγο που δικαιολογεί τη
χορήγηση αναστολής αποτελεί «το ενδεχόµενο προκλήσεως ανεπανόρθωτης ή
δυσχερώς επανορθώσιµης, σε περίπτωση ευδοκίµησης της έφεσης, οικονοµικής ή
άλλης βλάβης του αιτούντος από την τυχόν εκτέλεση της προσβαλλόµενης, µε έφεση,
πράξης»464. Η χορήγηση της αιτούµενης αναστολής, ως µέτρο προσωρινής
προστασίας µε επείγοντα χαρακτήρα, δεν συνάδει µε την έρευνα της βασιµότητας
των λόγων έφεσης465. Εφόσον ασκηθεί αίτηση αναστολής, µπορεί να ζητηθεί και
προσωρινή διαταγή από τον Πρόεδρο του αρµόδιου Τµήµατος466.
Τέλος, κατά της οριστικής απόφασης467 του Τµήµατος επί της εφέσεως µπορεί
να ασκηθεί αίτηση αναίρεσης468, ενώπιον της Ολοµέλειας του Ελεγκτικού Συνεδρίου,

460
Λυκεσά Ε., Το ένδικο βοήθηµα της έφεσης κατά των πράξεων καταλογισµού, ο.π., σελ. 685.
461
Εκτός αν προβλέπεται άλλως από ειδική διάταξη νόµου.
462
Για περισσότερα σχετικά µε την αίτηση αναστολής βλ. Λυκεσά Ε., Η παροχή προσωρινής
δικαστικής προστασίας: Η αίτηση αναστολής στην έφεση ενώπιον του Ελεγκτικού Συνεδρίου, ΘΠ∆∆
8-9/2012, σελ. 705.
463
Άρθρο 84 του Ν.4129/2013.
464
Ελ.Συν. Τµ.VII Αποφάσεις, 418/2008, 960/2010 , 2758/2011, 2172/2011, 2173/2011, 3228, 2939,
954/2013, 2852/2012, 956/2015.
465
Ελ.Συν.Τµ.VII Αποφάσεις 971/2014, 956/2015
466
Λυκεσά Ε., Η παροχή προσωρινής δικαστικής προστασίας, ο.π., σελ. 705.
467
Άρθρο 86 του Ν.4129/2013.
468
Για την αίτηση αναίρεσης βλ. αναλυτικά Ζώη Κ., Η αίτηση αναιρέσεως ενώπιον του Ελεγκτικού
Συνεδρίου, ΘΠ∆∆ 8-9/2012, σελ.737.
92

από όποιον έχει έννοµο συµφέρον, το Γενικό Επίτροπο της Επικρατείας του
Ελεγκτικού Συνεδρίου ή από τον αρµόδιο Υπουργό ή Ν.Π.∆.∆469. Η προθεσµία για
την άσκηση της αίτησης αναίρεσης είναι εξήντα ηµερών και αρχίζει για το ∆ηµόσιο,
τα νοµικά πρόσωπα δηµοσίου δικαίου, τους οργανισµούς τοπικής αυτοδιοίκησης, τα
νοµικά πρόσωπα ιδιωτικού δικαίου που χρηµατοδοτούνται από εθνικούς ή
κοινοτικούς πόρους και τον Γενικό Επίτροπο της Επικρατείας470 από την περιέλευση
της απόφασης στην υπηρεσία τους και για τον ιδιώτη διάδικο από την επίδοση ή την
καθ' οιονδήποτε τρόπο περιέλευση ή την αποδεδειγµένα πλήρη γνώση της
προσβαλλόµενης απόφασης. Εάν ο έχων έννοµο συµφέρον για την άσκηση αίτησης
αναίρεσης διαµένει στην αλλοδαπή, η προθεσµία ορίζεται σε ενενήντα ηµέρες471.
Αν γίνει δεκτή η αίτηση αναίρεσης για εσφαλµένη ερµηνεία ή πληµµελή
εφαρµογή του νόµου, η Ολοµέλεια του Ελεγκτικού Συνεδρίου αποφασίζει περαιτέρω
για την υπόθεση, εκτός αν αυτή χρήζει διερεύνησης κατά το πραγµατικό της µέρος,
οπότε την αναπέµπει στο αρµόδιο Τµήµα. Αν η απόφαση αναιρεθεί για οποιονδήποτε
άλλο λόγο, η Ολοµέλεια αναπέµπει την υπόθεση στο Τµήµα που εξέδωσε την
απόφαση για την εκ νέου εξέτασή της472.

4. Το τεκµήριο αθωότητας
Ένα από τα θέµατα που έχει απασχολήσει τη νοµολογία του Ελεγκτικού Συνεδρίου
είναι κατά πόσο επηρεάζει τη δηµοσιολογιστική δίκη του καταλογισµού του
υπολόγου, η ύπαρξη αθωωτικής απόφασης ποινικού δικαστηρίου στο πλαίσιο του
άρθρου 6 παρ. 2 της Ε.Σ.∆.Α. Με τη διάταξη αυτή, κατοχυρώνεται το τεκµήριο
αθωότητας του κατηγορουµένου, το οποίο αποτελεί µία από τις θεµελιώδεις αρχές
της ποινικής δίκης473.
Το Ελεγκτικό Συνέδριο αρχικά δεν δέχονταν474 ότι η έκβαση της ποινικής
δίκης επηρεάζει τη δηµοσιολογιστική, υποστηρίζοντας ότι η φύση της ευθύνης του

469
Άρθρο 87 παρ.2 του Ν.4129/2013.
470
Αναίρεση υπέρ του νόµου. Ο Γενικός Επίτροπος της Επικρατείας δύναται κατ' εξαίρεση και µετά
την παρέλευση της οικείας προθεσµίας να ασκεί αίτηση αναίρεσης υπέρ του νόµου. Στην περίπτωση
αυτή, αν γίνει δεκτή η αίτηση αναίρεσης, η απόφαση που αναιρεσιβάλλεται παραµένει αµετάβλητη,
αναιρείται όµως υπέρ του νόµου µε σκοπό τη συµµόρφωση σε παρόµοια περίπτωση του αρµόδιου
Τµήµατος ή Κλιµακίου προς την απόφαση της Ολοµέλειας. (άρθρο 88 του Ν.4129/2013).
471
Άρθρο 87 παρ.3 του Ν.4129/2013.
472
Άρθρο 87 παρ.4 του Ν.4129/2013.
473
Ε∆∆Α, Deweer κ. Βελγίου, 27.2.1980, παρ. 56, Minelli κ. Ιταλίας, 25.3.1983, παρ. 27.
474
Ελ.Συν.Ολοµ. Απόφαση 823/1981, Τµ.Ι Απόφαση 1084/1997.
93

υπολόγου είναι διαφορετική από την ποινική ευθύνη και αποσκοπεί στην
αποκατάσταση του δηµιουργηθέντος ελλείµµατος.
Ωστόσο, µετά την έκδοση της από 27.9.2007 Απόφασης του Ε∆∆Α (υπόθεση
Β. Σταυρόπουλου κατά Ελλάδας) η νοµολογία του αυτή φαίνεται να αλλάζει. To
Τµήµα VI µε την υπ’ αριθ. 2351/2009 Απόφασή του, λαµβάνοντας υπόψη του την
ανωτέρω απόφαση του Ε∆∆Α και χωρίς να προβεί σε ιδιαίτερη ανάλυση ή ερµηνεία
του τεκµηρίου αθωότητας475, δέχτηκε ότι «επειδή οι ποινικώς κολάσιµες πράξεις, για
τις οποίες αθωώθηκε o εκκαλών από το ποινικό ∆ικαστήριο, έχουν την ίδια
αντικειµενική υπόσταση, δηλαδή είναι ταυτόσηµες, µε αυτές, που του αποδίδονται µε
την προσβαλλόµενη καταλογιστική απόφαση, το παρόν ∆ικαστήριο δεν µπορεί να
αποστεί από την κρίση του ποινικού ∆ικαστηρίου, από την οποία ήδη απέρρευσε
δεδικασµένο ως προς το ότι ο εκκαλών δεν ετέλεσε τις αποδιδόµενες σε αυτόν
πράξεις, που συνιστούν ταυτοχρόνως εγκλήµατα, και γενεσιουργές δηµοσιονοµικών
ελλειµµάτων πράξεις».
Πρέπει βέβαια να επισηµανθεί ότι για την εφαρµογή του ανωτέρω τεκµηρίου
της αθωότητας θα πρέπει να υπάρχει όµοια αντικειµενική υπόσταση του αδικήµατος
που κρίθηκε στην ποινική δίκη και των πραγµατικών περιστατικών που λήφθηκαν
υπόψη για τον καταλογισµό του υπολόγου. ∆ιαφορετικά, η διαγνωσθείσα µε τις
ποινικές αποφάσεις έλλειψη ποινικής ευθύνης δεν αρκεί για την απαλλαγή του
υπολόγου476.
Παρατηρούµε, ωστόσο, ότι µε την πρόσφατη υπ΄αριθ. 1808/2014 Απόφαση
της Ολοµέλειας του Ελεγκτικού Συνεδρίου, στην οποία δεν γίνεται καµία αναφορά
στην προαναφερόµενη απόφαση του Ε∆∆Α, κρίθηκε, θυµίζοντας την παλαιότερη
νοµολογία του δικαστηρίου, ότι δεν συντρέχει παραβίαση του τεκµηρίου αθωότητας
αν στο πλαίσιο της δηµοσιονοµικής δίκης κριθεί ότι υπόλογος (ή συνευθυνόµενος), ο
οποίος αθωώθηκε σε ποινική δίκη για αδίκηµα που θεµελιώνεται στα ίδια πραγµατικά
περιστατικά, φέρει δηµοσιονοµική ευθύνη για έλλειµµα που διαπιστώθηκε στη
διαχείρισή του, διότι η φύση της ευθύνης του είναι διαφορετική και αποσκοπεί
κυρίως στη αποκατάσταση του δηµιουργηθέντος χρηµατικού ελλείµµατος. Συνεπώς,

475
Μπάλτα Ε., Το τεκµήριο αθωότητας κατά την ΕΣ∆Α και η δηµοσιονοµική δίκη, Παρατηρήσεις
στην Ελ.Συν.Τµ. IV 2351/2009, Εφ∆∆ 2/2010, σελ.183.
476
Ελ.Συν.Ολοµ. Απόφαση 1026/2011.
94

η νοµολογία του Ελεγκτικού Συνεδρίου δεν φαίνεται να έχει παγιωθεί επί του
εξεταζόµενου ζητήµατος.

5. Η αρχή της αναλογικότητας


Όπως είδαµε ανωτέρω, το έλλειµµα που διαπιστώνεται στη διαχείριση του δηµόσιου
υπολόγου µπορεί να είναι τυπικό, να πρόκειται δηλαδή για έλλειµµα που δεν έχει
προκαλέσει ουσιαστική ζηµία στο ∆ηµόσιο, αλλά οφείλεται σε άλλους λόγους όπως
π.χ. η έλλειψη δικαιολογητικών, η εξωταµειακή διαχείριση, η αναρµοδιότητα του
οργάνου, η µη ύπαρξη πίστωσης, παράλειψη προληπτικού ελέγχου κλπ.
Σε αυτές τις περιπτώσεις ο καταλογισµός που διενεργείται έχει κυρωτικό και
όχι αποκαταστατικό χαρακτήρα, καθώς πρόκειται ουσιαστικά για αποδοκιµασία της
διαχειριστικής συµπεριφοράς του υπολόγου, ο οποίος απέκλινε από τους οριζόµενους
κανόνες, εντολές και οδηγίες. Ωστόσο, οι ισχύουσες δηµοσιολογιστικές διατάξεις δεν
παρέχουν στα αρµόδια διοικητικά όργανα τη δυνατότητα να εκτιµήσουν τις ευθύνες
του υπολόγου και να του καταλογίσουν µέρος µόνο του διαπιστωθέντος ελλείµµατος,
ανάλογο της διαχειριστικής του συµπεριφοράς, της απόκλισης του δηλαδή από τη
δηµοσιολογιστική νοµιµότητα. Αυτό µπορεί να έχει, όµως, ως αποτέλεσµα, ο
καταλογισµός που επιβάλλεται να είναι δυσανάλογος µε την παρεκκλίνουσα
συµπεριφορά του υπολόγου, όπως π.χ. στην περίπτωση που καταλογίζεται ο
υπόλογος µε το ποσό όλων των πληρωµών που διενεργήθηκαν για νόµιµες δαπάνες
του δηµοσίου, επειδή έλλειπε κάποια/α από τα απαιτούµενα δικαιολογητικά, χωρίς
ωστόσο να ζηµιωθεί πραγµατικά το δηµόσιο από τις πληρωµές αυτές.
Προκειµένου, λοιπόν, να διαφυλάξει το Ελεγκτικό Συνέδριο την απορρέουσα
από την έννοια του κράτους δικαίου και ρητώς προβλεποµένη στο άρθρο 25 παρ.1
του Συντάγµατος αρχή της αναλογικότητας, διαµόρφωσε µια πολλή σηµαντική
νοµολογία477 µε την οποία αφενός αναγνώρισε για πρώτη φορά478 την ύπαρξη του
κυρωτικού χαρακτήρα του τυπικού ελλείµµατος, που είχε υποστηριχθεί από τη
θεωρία, και αφετέρου έκρινε ότι «οι διατάξεις που προβλέπουν καταλογισµό
ελλειµµάτων σε βάρος των υπολόγων ερµηνευόµενες σε συνδυασµό µε την αρχή της
αναλογικότητας έχουν την έννοια ότι σε περίπτωση τυπικού ελλείµµατος το

477
Ελ.Συν.Ολοµ. Αποφάσεις 4314/2013, 2220/2014, 2219/2014.
478
Προυσανίδης Α., Ius Suum Cuique Tribuere. Η κυρωτική διάσταση του δηµοσιονοµικού δικαίου
και η αρχή της αναλογικότητας, Παρατηρήσεις στην απόφαση ΕλΣυν Ολ. 4314/2013, ΘΠ∆∆ 12/2013,
σ. 1151 – 1153.
95

Ελεγκτικό Συνέδριο, ως αρµόδιο ∆ικαστήριο, επιλαµβανόµενο της εκδικάσεως


εφέσεως του υπολόγου κατά της καταλογιστικής σε βάρος του πράξεως, πρέπει να
συνεκτιµά το ύψος του καταλογισθέντος ποσού, το βαθµό της υπαιτιότητας του
καταλογισθέντος υπολόγου, την έκταση της απόκλισής του από τη δηµοσιονοµική
νοµιµότητα, τη βαρύτητα και τις συνθήκες τέλεσης της συγκεκριµένης κάθε φορά
δηµοσιονοµικής παράβασης και εφόσον διαπιστώσει ότι το ύψος του
καταλογισθέντος ποσού βρίσκεται σε δυσαρµονία µε τα λοιπά ως άνω στοιχεία να το
προσαρµόσει στο ανάλογο, κατά την κρίση του, ύψος».
Εξετάζοντας, δηλαδή, το Ελεγκτικό Συνέδριο (α) το ύψος του
καταλογισθέντος ποσού, (β) το βαθµό της υπαιτιότητας του καταλογισθέντος
υπολόγου, (γ) την έκταση της απόκλισής του από τη δηµοσιονοµική νοµιµότητα, (δ)
την βαρύτητα και τις συνθήκες τέλεσης της συγκεκριµένης κάθε φορά
δηµοσιονοµικής παράβασης, µπορεί να περιορίσει σηµαντικά το τελικό ποσό
καταλογισµού, ώστε να επιτευχθεί η στάθµιση µεταξύ της προστασίας του δηµοσίου
χρήµατος, αλλά και των ατοµικών δικαιωµάτων479.
Η νοµολογία αυτή του Ελεγκτικού Συνεδρίου διαµορφώθηκε πρόσφατα480,
καθώς παλαιότερα δεν γίνονταν δεκτή481 και θεωρούµε ότι ήρθε να καλύψει µια
αδικία και αυστηρότητα, που πηγάζει από τις ίδιες τις δηµοσιολογιστικές διατάξεις482,
δηλαδή τον καταλογισµό του υπολόγου µε το σύνολο του ελλείµµατος ανεξαρτήτως
των συνθηκών που συντρέχουν σε κάθε περίπτωση, µε αποτέλεσµα να καταλογίζεται
µε τον ίδιο τρόπο ο υπόλογος που π.χ. υπεξαίρεσε χρήµατα του δηµοσίου ή που τα
διέθεσε για προφανώς παράνοµες δαπάνες και ο υπόλογος που λόγω άγνοιας,
απειρίας, λανθασµένης εκτίµησης, δηµιούργησε ένα τυπικό έλλειµµα µη ζητώντας τα
απαραίτητα δικαιολογητικά ή παραλείποντας µια τυπική διαδικασία πληρωµής.

479
Μπάλτα Ε., Η αρχή της αναλογικότητας ως µεθοδολογικό και ερµηνευτικό εργαλείο στη
δηµοσιονοµική δίκη περί καταλογισµού δηµοσίων υπολόγων, Παρατηρήσεις στην απόφαση
Ελ.Συν.Ολοµ. 4314/2013, Εφηµ∆∆ 2/2014, σελ.175.
480
Πάντως, η αρχή της αναλογικότητας είχε ξαναχρησιµοποιηθεί από το Ελεγκτικό Συνέδριο στο
παρελθόν σε υποθέσεις αξιωµατικών της ΣΣΑΣ που καταλογίζονταν µε τα ποσά τα οποία έλαβαν από
κατά την περίοδο φοίτησής τους. Βλ. σχετικά Φατούρου Χρ., Η νοµολογιακή εφαρµογή της αρχής της
αναλογικότητας στο δίκαιο του Ελεγκτικού Συνεδρίου, Εφηµ∆∆ 3/2008, σελ. 371, Ρενέση Ν., Η αρχή
της αναλογικότητας στη νοµολογία του Ελεγκτικού Συνεδρίου. Ερµηνευτικός οδηγός για την
αξιολόγηση της δηµόσιας οικονοµικής διαχείρισης, ∆ι∆ικ 2005, σ. 1401.
481
Μηλιώνης Ν., Το Ελεγκτικό Συνέδριο – Σύγχρονες τάσεις και εξελίξεις, ο.π., σελ.276.
482
Ρενέση Ν., Η αρχή της αναλογικότητας στη νοµολογία του Ελεγκτικού Συνεδρίου. Ερµηνευτικός
οδηγός για την αξιολόγηση της δηµόσιας οικονοµικής διαχείρισης, ∆ι∆ικ 2005, σ. 1401.
96

6. Η αξίωση αδικαιολόγητου πλουτισµού


Όσον αφορά την περίπτωση του τυπικού ελλείµµατος, το Ελεγκτικό Συνέδριο, πριν
τη διαµόρφωση της ανωτέρω νοµολογίας του για την εφαρµογή της αρχής της
αναλογικότητας σε αυτές τις περιπτώσεις, είχε δεχτεί το δικαίωµα του υπολόγου, που
καταλογίστηκε, να προβάλλει στην κατ’ έφεση δίκη, αξίωσή του από αδικαιολόγητο
πλουτισµό (904 ΑΚ) του ∆ηµοσίου σε βάρος του.
Όπως είδαµε ήδη, στην περίπτωση του τυπικού ελλείµµατος δεν υφίσταται
ουσιαστική ζηµία του ∆ηµοσίου. Έτσι, εάν π.χ. πληρώθηκε µια πραγµατική δαπάνη
του ∆ηµοσίου χωρίς να υπαχθεί σε προληπτικό έλεγχο, ναι µεν προκαλείται έλλειµµα
από την παράλειψη αυτή του υπολόγου, το έλλειµµα όµως αυτό δεν προκαλεί βλάβη
στο ∆ηµόσιο και δεν µειώνει την περιουσία του, καθώς η δαπάνη αυτή ήταν όντως
υπαρκτή και θα πληρωνόταν, απλώς δεν εφαρµόστηκε η ορθή διαδικασία. Συνεπώς,
µε τον καταλογισµό του υπολόγου µε το ποσό της δαπάνης που πλήρωσε, µπορεί
πράγµατι το ∆ηµόσιο να καθίσταται πλουσιότερο.
Για το λόγο αυτό, µε την υπ’ αριθ. 2335/2009 Απόφαση της Ολοµέλειας του
Ελεγκτικού Συνεδρίου έγινε δεκτό ότι στις περιπτώσεις του τυπικού ελλείµµατος
«εάν ο υπόλογος στο πλαίσιο της δηµοσιολογιστικής δίκης προβάλλει ως λόγο
έφεσης τον εκ του καταλογισµού του χωρίς νόµιµη αιτία πλουτισµό του υπέρ ου ο
καταλογισµός νοµικού προσώπου, τότε το Ελεγκτικό Συνέδριο, το οποίο έχει πλήρη
δικαιοδοσία483 για την επίλυση της όλης διαφοράς, δεδοµένου ότι η υποκείµενη
σχέση του καταλογισµού έχει έρεισµα έλεγχο λογαριασµό δηµοσίου υπολόγου,
πρέπει να ερευνήσει την ουσιαστική βασιµότητα του ισχυρισµού αυτού. Και ναι µεν ο
καταλογισµός στις περιπτώσεις του τυπικού ελλείµµατος αποτελεί την αιτία του
πλουτισµού του υπέρ ου ο καταλογισµός νοµικού προσώπου, πλην όµως η κρίση περί
νοµιµότητας του επιβληθέντος καταλογισµού σε βάρος υπολόγου δεν καθιστά
αφεαυτής τον επερχόµενο πλουτισµό νόµιµο, καθόσον το πεδίο εφαρµογής της
διάταξης του άρθρου 904 ΑΚ είναι ευρύτερο αυτού των δηµοσιολογιστικών
διατάξεων περί καταλογισµού υπολόγου για έλλειµµα».
Προκειµένου να γίνει δεκτός ο προβαλλόµενος λόγος αδικαιολογήτου
πλουτισµού του ∆ηµοσίου, ο υπόλογος θα πρέπει να επικαλεστεί κατά τρόπο ειδικό

483
Σύµφωνα µε τι ΑΕ∆ 2/1993 και 42/1990 κριτήριο δικαιοδοσίας στις υποθέσεις αδικαιολόγητου
πλουτισµού αποτελεί η υποκείµενη αιτία (σχέση). βλ. Χρυσανθάκης Χ., Παρατηρήσεις στην
Ελ.Συν.Ολοµ. Απόφαση 2335/2009, ΘΠ∆∆ 8-9/2009, σελ.1014.
97

και ορισµένο τη συνδροµή των γενικών προϋποθέσεων της αξίωσης αδικαιολόγητου


πλουτισµού του άρθρου 904 ΑΚ, δηλαδή α) τον πλουτισµό του ∆ηµοσίου, β) την
επέλευση του πλουτισµού από την περιουσία ή µε ζηµία του υπολόγου, γ) την
αιτιώδη συνάφεια µεταξύ πλουτισµού και ζηµίας και δ) την έλλειψη νόµιµης αιτίας,
που καθιστά τη διατήρηση του πλουτισµού αδικαιολόγητη, δηλαδή τη µεσολάβηση
παροχής εκ µέρους του υπολόγου για την εκπλήρωση ανύπαρκτης οφειλής484.

484
Ελ.Συν.Τµ.VII Αποφάσεις 575/2014, 986/2015, ΑΠ 1057/2011, 1064/2010
98

ΤΕΛΙΚΕΣ ΠΑΡΑΤΗΡΗΣΕΙΣ
Μέσα από την παρούσα εργασία έγινε µια προσπάθεια να δοθεί, µε τον πληρέστερο
τρόπο, το καθεστώς που διέπει τους δηµόσιους υπολόγους από την άσκηση των
καθηκόντων τους µέχρι τον πιθανό καταλογισµό τους. Σίγουρα θα µπορούσαν να
συµπεριληφθούν κι άλλα θέµατα, όπως να γίνει µια ειδικότερη ανάλυση των
δηµοσίων υπολόγων κάθε κατηγορίας (δηµοσίου, νπδδ, οτα, νπιδ), αλλά αυτό
πιστεύουµε ότι µπορεί να αποτελέσει θέµα µιας αυτοτελούς εργασίας, γι αυτό και
περιοριστήκαµε στον κύριο κορµό του θέµατος.
Ως προς την ουσία του θεσµού των δηµοσίων υπολόγων, είναι φανερό ότι ο
νοµοθέτης, ήδη από τα πρώτα χρόνια του ελληνικού κράτους, προσπάθησε και
συνεχίζει να προσπαθεί να προστατέψει τη δηµόσια περιουσία, την περιουσία,
δηλαδή, που ανήκει σε όλους µας και έχει διατεθεί για την εξυπηρέτηση των αναγκών
και αποστολών του κράτους. Ωστόσο, εκ του αποτελέσµατος, νοµίζουµε ότι µπορεί
κανείς να εντοπίσει κάποια προβλήµατα στην αποτελεσµατικότητα της όλης
προσπάθειας.
Κατ’ αρχάς, θεωρούµε ότι το σύστηµα ελέγχου των δηµοσίων υπολόγων είναι
ιδιαίτερα περίπλοκο, λόγω των ελέγχων, που διενεργούνται από πολλά διαφορετικά
όργανα. Και ναι µεν οι έλεγχοι από διαφορετικά όργανα εξασφαλίζουν µεγαλύτερη
διαφάνεια, οδηγούν όµως και σε καθυστερήσεις, λόγω των εµπλοκών που
δηµιουργούνται σε θέµατα αρµοδιότητας των οργάνων, καθώς και των
αντικρουόµενων απόψεων επί των συµπερασµάτων του ελέγχου.
Όµως το κυριότερο, ίσως, πρόβληµα στο σύστηµα ελέγχου των δηµοσίων
υπολόγων πιστεύουµε ότι είναι οι καθυστερήσεις, τόσο των ελέγχων, όσο και της
επίλυσης των σχετικών διαφορών. Οι καθυστερήσεις αυτές έχουν ως αποτέλεσµα την
καθυστέρηση αποκατάστασης των ελλειµµάτων του ∆ηµοσίου, αλλά και την
καθυστέρηση ερµηνείας ζητηµάτων κρίσιµων για τη νοµιµότητα των διαχειρίσεων.
Επιπλέον, ο έλεγχος, πέρα από την προστασία του δηµοσίου χρήµατος, που είναι ο
κύριος στόχος του, θα ήταν χρήσιµο να έχει και «εκπαιδευτικό» χαρακτήρα για το
δηµόσιο υπόλογο. Εάν π.χ. ένας υπόλογος διεξάγει λανθασµένα µια διαδικασία
πληρωµής ενταλµάτων, µη ζητώντας κάποια δικαιολογητικά ή επιβάλλοντας µη
νόµιµες κρατήσεις και ελεγχθεί άµεσα, θα µπορέσει να διορθώσει το λάθος του, σε
αντίθεση µε την περίπτωση που ελεγχθεί µετά από χρόνια υπηρεσίας του. Έτσι, οι
καθυστερήσεις αυτές δηµιουργούν ανασφάλεια του καταλογιζόµενου προσώπου, που
99

τις περισσότερες φορές δεν τελειώνει µε το θάνατο του, αλλά συνεχίζει και στους
κληρονόµους του. Αντίστοιχα, αρνητικά αποτελέσµατα έχουν οι καθυστερήσεις των
ελέγχων και απέναντι στους αχρεωστήτως λαβόντες, οι οποίοι µπορεί να κληθούν
µετά από χρόνια, να επιστρέψουν ένα χρηµατικό ποσό, που έλαβαν, ανεξαρτήτως εάν
δεν είχαν καµία ευθύνη γι αυτό.
Τα προβλήµατα αυτά, βέβαια, θεωρούµε πως πηγάζουν από το ίδιο το
νοµοθετικό πλαίσιο διαχείρισης του δηµοσίου χρήµατος, δηλαδή το ∆ηµόσιο
Λογιστικό και τους συναφείς νόµους. Η σχετική νοµοθεσία είναι δαιδαλώδης και
κατακερµατισµένη ανά κατηγορία φορέα (δηµόσιο, νπδδ, οτα), αλλά και κατά
συγκεκριµένο φορέα (νοσοκοµεία, ένοπλες δυνάµεις, δ.ο.υ., εκκλησιαστικά ιδρύµατα
κλπ). Φυσικά, ο κάθε φορέας έχει τις δικές του ανάγκες και χρειάζονται
διαφοροποιήσεις, στο µεγαλύτερο µέρος τους, όµως, οι σχετικές διατάξεις ρυθµίζουν
όµοια θέµατα, οπότε δεν εξηγείται η διάσπασή τους, η οποία δηµιουργεί ανασφάλεια
και δυσκολίες εφαρµογής τους. ∆εν πρέπει µάλιστα να ξεχνάµε ότι ο δηµόσιος
υπόλογος, εκτός από τη δηµοσιολογιστική νοµοθεσία, αντιµετωπίζει και τη
νοµοθεσία που αφορά άλλα θέµατα (π.χ. αποδοχές προσωπικού, δηµόσιες
συµβάσεις), καθώς οφείλει να ελέγχει και τη νοµιµότητα των σχετικών δαπανών,
οπότε ο όγκος διατάξεων πολλαπλασιάζεται.
Τα προβλήµατα αυτά, λόγω της δύσκολης οικονοµικής συγκυρίας και της
µεγαλύτερης από ποτέ απαίτησης για προστασία του δηµοσίου χρήµατος, πιστεύουµε
ότι είναι θέµα χρόνου να αντιµετωπιστούν. Εµείς θα προτείναµε, αρχικά, τη
συστηµατική αντιµετώπιση της δηµοσιονοµικής νοµοθεσίας µε την καθιέρωση ενός
ενιαίου δηµόσιου λογιστικού, µε εξαιρέσεις, όπου αυτές απαιτούνται. Επίσης,
θεωρούµε πρακτικότερο ο έλεγχος των δηµοσίων υπολόγων να ανατεθεί σε ένα
διοικητικό όργανο ή µια ανεξάρτητη αρχή, η οποία εκτός από τον έλεγχο θα είναι
αρµόδια και για την καθοδήγηση, ενηµέρωση και εκπαίδευση των δηµόσιων
υπολόγων. Με αυτόν τον τρόπο ο έλεγχος θα είναι ενιαίος, αλλά θα επιτευχθεί και
καλύτερη ενηµέρωση των υπολόγων, ώστε να αποφεύγονται λάθη άγνοιας. Επιπλέον,
θα αποσυµφορηθεί το Ελεγκτικό Συνέδριο από τον έλεγχο των λογαριασµών, ώστε να
επιταχυνθεί η δικαστική επίλυση των σχετικών διαφορών. Τέλος, θεωρούµε ότι
σηµαντικό εργαλείο στην προστασία του δηµοσίου χρήµατος, µπορεί να αποτελέσει η
χρήση της τεχνολογίας, µέσω της ηλεκτρονικής διακίνησης χρηµάτων, της
θεσµοθέτησης ηλεκτρονικών διαδικασιών έκδοσης χρηµατικών ενταλµάτων και
100

διαχείρισης πάγιων προκαταβολών, που αν και καθυστερηµένα, έχει ήδη αρχίσει να


χρησιµοποιείται στις δηµόσιες συναλλαγές. Γενικότερα, η θέσπιση πρότυπων
διαδικασιών, που δεν αφήνουν περιθώρια προσωπικών ερµηνειών στους δηµοσίους
υπολόγους, θεωρούµε ότι µειώνει τον κίνδυνο παράτυπων διαδικασιών και
παραλείψεων.
Πάντως, τα πρώτα σηµάδια αλλαγής του συστήµατος ελέγχου των δηµοσίων
υπολόγων είναι φανερά. Νοµοθετικά, καθιερώθηκε ως αντικείµενο ελέγχου η
εφαρµογή της αρχής της χρηστής δηµοσιονοµικής διαχείρισης, ώστε να µην
ελέγχονται µόνο τα τυπικά ζητήµατα µιας δαπάνης, αλλά και κατά πόσο η δαπάνη
ήταν η απαιτούµενη για τον σκοπό που κάλυψε. Νοµολογιακά, το Ανώτατο
∆ηµοσιονοµικό ∆ικαστήριο της χώρας, προχώρησε σε µια πολύ σηµαντική αλλαγή
στη νοµολογία του, δεχόµενο την εφαρµογή της αρχής της αναλογικότητας, που εξ
αρχής είχε υποστηρίξει η θεωρία. Με τον τρόπο αυτό, αναγνωρίζει τις δυσκολίες που
έχει να αντιµετωπίσει ο υπόλογος και την αυστηρότητα των δηµοσιονοµικών
κανόνων και δεν αντιµετωπίζει τον υπόλογο, που από δόλο ζηµίωσε το δηµόσιο, µε
τον ίδιο τρόπο µε αυτόν που έσφαλε, αλλά ουσιαστικά δεν προκάλεσε ζηµία.
Τα ανωτέρω αποτελούν µεγάλα βήµατα προς τη σωστή κατεύθυνση, που
θεωρούµε ότι σύντοµα θα ακολουθηθούν και από άλλα, αλλάζοντας το τοπίο στον
καθεστώς ελέγχου των δηµοσίων υπολόγων, προς µεγαλύτερη εξασφάλιση της
δηµόσιας περιουσίας, αλλά και δικαιότερη αντιµετώπιση των ίδιων των υπολόγων.
101

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ

Γέροντας Α., ∆ηµοσιονοµικό ∆ίκαιο, εκδ. Αντ.Ν.Σάκκουλα, Αθήνα- Κοµοτηνή,


2005

Γεωργοπαπαδάκος Α, Το µεγάλο λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας, Μαλλιάρης


Παιδεία, ε έκδοση, 1989-90.

Γκούζης Αθ., ∆ηµόσιο Λογιστικό, εκδόσεις Σάκκουλα, Θεσσαλονίκη 1991.

∆αγτόγλου Π., Γενικό ∆ιοικητικό ∆ίκαιο, 5η έκδοση, εκδ. Σάκκουλα, Αθήνα –


Θεσσαλονίκη, 2004.

∆αγτόγλου Π., ∆ιοικητικό ∆ικονοµικό ∆ίκαιο, 3η έκδοση, εκδ. Σάκκουλα, Αθήνα –


Θεσσαλονίκη, 2004.

Ε∆ΕΧΥ, ∆ιαδικασίες Εφαρµογής του λογιστικού των Ο.Τ.Α. ( Β.∆. 17.5/15.6.1959),


ΥΠΕΣ∆Α, Σεπτέµβρης 2001.

Εµπέογλου Α., ∆ικονοµία Ελεγκτικού Συνεδρίου, κατ’ άρθρον νοµολογία, εκδ.


Ανιόν, Θεσσαλονίκη, 2009.

Ζώη Κ., Η αίτηση αναιρέσεως ενώπιον του Ελεγκτικού Συνεδρίου, ΘΠ∆∆ 8-9/2012,
σελ.737.

Θεοχαρόπουλος Λ., Ο κανών της νοµιµότητος των κρατικών δαπανών και το


Ελεγκτικόν Συνέδριον ως θεσµική εγγύηση του κανόνος, Τιµητικός Τόµος
Ελεγκτικού Συνεδρίου 1833 – 1983, Υπ.Οικονοµικών, Αθήνα, 1984.

Θεοχαρόπουλος Λ., Η δικαστηριακή φύση του Ελληνικού Ελεγκτικού Συνεδρίου


στον Τόµο: Το Ελεγκτικό Συνέδριο: Ιστορική εξέλιξις του θεσµού των Ελεγκτικών
Συνεδρίων Ελλάδος και Γαλλίας : Πρακτικά (Εισηγήσεις) διήµερου συζητήσεων
αφιερωµένου στην ιστορική εξέλιξη του θεσµού των Ελεγκτικών Συνεδρίων Ελλάδος
και Γαλλίας, Εθνικό Τυπογραφείο, Αθήνα, 1993.

Καραβοκύρης Ι., Έννοια και φύση της καταλογιστικής πράξης, ΝοΒ 2007, σελ.303.

Κάρτσωνας Γ., ∆ηµόσιο Λογιστικό, εκδ. Αφοί Π. Σάκκουλα, Αθήνα 1992.

Κοκκίδου Αλ., Ο δηµόσιος υπόλογος και η ευθύνη του από πράξη ή παράλειψη κατά
την εκτέλεση των καθηκόντων του, ΑρχΝοµ τ.3, 2002, σελ. 289.
102

Κοκκίδου Αλ., Οι αρµοδιότητες του Ελεγκτικού Συνεδρίου κατά το αναθεωρηµένο


άρθρο 98 του Συντάγµατος, εκδ. Σάκκουα, Αθήνα-Θεσσαλονίκη, 2004.

Κοκκίδου Αλ., ∆ιοικητική Εποπτεία και ∆ηµοσιονοµικός έλεγχος στους


πρωτοβάθµιους οργανισµούς τοπικής αυτοδιοίκησης, εκδ. Σάκκουλα, Αθήνα –
Θεσσαλονίκη, 2008.

Κόρσος ∆, ∆ηµοσιονοµικόν ∆ίκαιον, εκδ. Αντ.Ν.Σάκκουλα, Αθήνα – Κοµοτηνή,


1980.

Κουλουµπίνη Ε.-Ε., Το ένδικο µέσο της αίτησης αναθεώρησης ενώπιον του


Ελεγκτικού Συνεδρίου, ΘΠ∆∆ 8-9/2012, σελ.728.

Λιγωµένου Αν., Το νοµικό καθεστώς του δηµόσιου υπολόγου, ∆ιοικητική


Ενηµέρωση, τ.10, 1998, σελ.92.

Λιγωµένου Αν., Η Νοµολογία του Ελεγκτικού Συνεδρίου και το ∆ικαίωµα της


Προηγούµενης ∆ιοικητικής Ακρόασης, ΘΠ∆∆ 8-9/2008, σελ.1021

Loic P., Finances Publiques, Paris, 1992.

Λυκεσά Ε., Το ένδικο βοήθηµα της έφεσης κατά των πράξεων καταλογισµού, ΘΠ∆∆
8-9/2012, σελ. 678.

Λυκεσά Ε., Η παροχή προσωρινής δικαστικής προστασίας: Η αίτηση αναστολής στην


έφεση ενώπιον του Ελεγκτικού Συνεδρίου, ΘΠ∆∆ 8-9/2012, σελ. 705.

Μαραγκού Γ., Παρατηρήσεις στην Ελ.Συν.Ολοµ. Απόφαση 2445/2007, ΘΠ∆∆ 8-


9/2008, σελ.1031.

Μαραγκού Γ., Η διαδικασία και το αντικείµενο του προληπτικού και του


κατασταλτικού ελέγχου. Περιπτωσιολογία, ΘΠ∆∆ 8-9/2012, σελ.658.

Μαρτινόπουλος Σ., Ο κατασταλτικός έλεγχος των λογαριασµών των δηµοσίων


υπολόγων υπό το φως της αρχής της χρηστής δηµοσιονοµικής διαχείρισης, ΘΠ∆∆
10/2013, σελ.862.

Μηλιώνης Ν., Κριτική προσέγγιση της έννοιας του δηµοσίου υπολόγου κατά το
ελληνικό και γαλλικό δηµοσιολογιστικό δίκαιο, ∆ι∆ικ 7/1995, σελ.818.

Μηλιώνης Ν., Η έννοια του δηµοσίου χρήµατος, Παρατηρήσεις στο Πρακτικό 28ης
Γενικής Συνεδριάσεως της Ολοµέλειας της 2ας Ιουλίου 1997 (Θεµα Β), Ε∆∆∆∆
1999, σελ. 429
103

Μηλιώνης Ν., Ο θεσµικός ρόλος του Ελεγκτικού Συνεδρίου, εκδ. Αντ.Σάκκουλα,


Αθήνα, 2006.

Μηλιώνης Ν., Παρατηρήσεις στην Ελ.Συν.Ολοµ. Απόφαση 1104/2007, ΘΠ∆∆


2/2008, σελ. 206.

Μηλιώνης Ν., Παρατηρήσεις στην Ελ.Συν.Ολοµ. Απόφαση 462/2008, ΘΠ∆∆ 8-


9/2009, σελ. 1010.

Μηλιώνης Ν., Προς µια νέα δηµοσιονοµική διακυβέρνηση του κράτους (µε αφορµή
τους Ν.3871 και 4055/2012), ΘΠ∆∆ 8-9/2012, σελ.798.

Μηλιώνης Ν., Το Ελεγκτικό Συνέδριο – Σύγχρονες τάσεις και εξελίξεις, εκδ. Νοµική
Βιβλιοθήκη, Αθήνα, 2012.

Μπάλτα Ε., Η ευθύνη του δηµάρχου ή του προέδρου της κοινότητας ως υπολόγου,
σχόλιο στην Ελ.Συν.Ολοµ. 1461/2006, Εφηµ∆∆ 5/2006, σελ.605.

Μπάλτα Ε., Καταλογισµός κληρικών ως υπολόγων για τη διαχείριση περιουσίας


Ιεράς Μονής, Σχόλιο στην Ελ.Συν.Ολοµ. 753/2010, Εφηµ∆∆ 3/2010, σελ.291

Μπάλτα Ε., Ζητήµατα δηµοσιονοµικού ελέγχου των ΟΤΑ, Σχόλιο στην


Ελ.Συν.Ολοµ. 3237/2011, Εφηµ∆∆ 2/2012, σελ.174.

Μπάλτα Ε., Από τη θεωρία περί διφυούς οργάνου και την καθιέρωση του δικαστικού
χαρακτήρα του Ελεγκτικού Συνεδρίου στην επαναοριοθέτηση της νοµικής του φύση,
Εφηµ∆∆ 1-2/2013, σελ. 21.

Μπάλτα Ε., Η αρχή της αναλογικότητας ως µεθοδολογικό και ερµηνευτικό εργαλείο


στη δηµοσιονοµική δίκη περί καταλογισµού δηµοσίων υπολόγων (Ελ.Συν.Ολοµ.
4314/2013), Εφηµ∆∆ 2/2014, σελ.175.

Μπάρµπας Ν., Στοιχεία ∆ηµοσιονοµικού ∆ικαίου, εκδ. Σάκκουλα, Αθήνα –


Θεσσαλονίκη, ε' έκδοση, 2014.

Προυσανίδης Α., Ius Suum Cuique Tribuere. Η κυρωτική διάσταση του


δηµοσιονοµικού δικαίου και η αρχή της αναλογικότητας, Παρατηρήσεις στην
απόφαση ΕλΣυν Ολ. 4314/2013, ΘΠ∆∆ 12/2013, σ. 1151 – 1153.

Ρενέση Ν., Η αρχή της αναλογικότητας στη νοµολογία του Ελεγκτικού Συνεδρίου.
Ερµηνευτικός οδηγός για την αξιολόγηση της δηµόσιας οικονοµικής διαχείρισης,
∆ι∆ικ 2005, σ. 1401.
104

Ρίζος Κ., Η νοµική φύση των πράξεων του Ελληνικού Ελεγκτικού Συνεδρίου στον
Τόµο: Το Ελεγκτικό Συνέδριο: Ιστορική εξέλιξις του θεσµού των Ελεγκτικών
Συνεδρίων Ελλάδος και Γαλλίας : Πρακτικά (Εισηγήσεις) διήµερου συζητήσεων
αφιερωµένου στην ιστορική εξέλιξη του θεσµού των Ελεγκτικών Συνεδρίων Ελλάδος
και Γαλλίας, Εθνικό Τυπογραφείο, Αθήνα, 1993.

Ρίζος Κ., Ο έλεγχος των δηµοσίων δαπανών και λογαριασµών από το Ελεγκτικό
Συνέδριο, β έκδοση, εκδ. Σάκκουλα, Αθήνα – Θεσσαλονίκη, 2015.

Σαββαΐδου Κ., Οικονοµική διοίκηση και διαχείριση των οργανισµών τοπικής


αυτοδιοίκησης, εκδ. Νοµική Βιβλιοθήκη, Αθήνα, 2009.

Σαραντόπουλος Κ., Ο έλεγχος των δηµοσίων οικονοµικών εν Ελλάδι και αλλοδαπή,


σελ. 16, Αθήναι 1975.

Σαρµάς Ι., Η συνταγµατική νοµολογία του Ελεγκτικού Συνεδρίου, εκδ.


Αντ.Σάκκουλα, Αθήνα – Κοµοτηνή, 1997.

Σαρµάς Ι., Κράτος και δικαιοσύνη 3, Το δηµόσιο χρήµα υπό έλεγχο, εκδ.
Αντ.Σάκκουλα, Αθήνα – Κοµοτηνή, 2003.

Σαρµάς Ι., Καλύτερο Κράτος, εκδ. Αντ.Σάκκουλα, Αθήνα – Κοµοτηνή, 2006.

Σολδάτος ∆., ∆ηµόσιο Λογιστικό, εκδ. ∆ηµόπουλου, Θεσσαλονίκη, 2001.

Στασινόπουλος Μ., Μαθήµατα ∆ηµοσιονοµικού ∆ικαίου και ∆ηµόσιου Λογιστικού,


Αθήναι, 1966.

Τάχος Α., Ελληνικό διοικητικό δίκαιο, εκδ. Σάκκουλα, Αθήνα – Θεσσαλονίκη 2003.

Φατούρου Χρ., Η νοµολογιακή εφαρµογή της αρχής της αναλογικότητας στο δίκαιο
του Ελεγκτικού Συνεδρίου, Εφηµ∆∆ 3/2008, σελ. 371.

Φώτη – Γούλα Ελ., Συλλογή διατάξεων περί α)του υπολόγου συµψηφισµών β) των
υπολόγων διαχειρίσεως επιταγών Ν.∆. 329/1969 γ) των υπολόγων διαχειρίσεως
επιταγών Ν.277/1976, Εθνικό Τυπογραφείο, Αθήνα, 1983.

Χρυσανθάκης Χ., Παρατηρήσεις στην Ελ.Συν.Ολοµ. Απόφαση 2335/2009, ΘΠ∆∆ 8-


9/2009, σελ.1014.

You might also like