Professional Documents
Culture Documents
Gri 2019 24642
Gri 2019 24642
ΝΟΜΙΚΗ ΣΧΟΛΗ
ΜΕΤΑΠΤΥΧΙΑΚΟ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ
∆ΗΜΟΣΙΟΥ ∆ΙΚΑΙΟΥ ΚΑΙ ΠΟΛΙΤΙΚΩΝ ΕΠΙΣΤΗΜΩΝ
Θεσσαλονίκη, 2015
Π Ε ΡΙ Ε Χ Ο Μ Ε ΝΑ
ΕΙΣΑΓΩΓΗ…………………………………………………...………….……………1
ΤΕΛΙΚΕΣ ΠΑΡΑΤΗΡΗΣΕΙΣ……………………………………………….….……98
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ………………………………………………….……..……..….....101
1
ΕΙΣΑΓΩΓΗ
Η διάθεση και η διαχείριση του δηµοσίου χρήµατος, η οποία πραγµατοποιείται,
κυρίως, µέσω της εκτέλεσης του κρατικού προϋπολογισµού, έχει ανατεθεί, ήδη από
τα πρώτα χρόνια σύστασης του ελληνικού κράτους, σε συγκεκριµένα δηµόσια
όργανα. Μεταξύ των οργάνων αυτών περιλαµβάνονται οι δηµόσιοι υπόλογοι, µε
κύρια αρµοδιότητά τους τη διαχείριση του δηµοσίου χρήµατος. Η διαχείριση αυτή
υπόκειται σε µια σειρά κανόνων, τους οποίους ο υπόλογος πρέπει να σέβεται και να
τηρεί, ώστε η διαχείρισή του να είναι νόµιµη. ∆εδοµένου µάλιστα ότι ο υπόλογος
διαχειρίζεται περιουσία που δεν του ανήκει, έχει την υποχρέωση να λογοδοτήσει για
τη διαχείρισή του αυτή, υποχρέωση από την οποία προκύπτει και η ονοµασία του1.
Η σηµασία, λοιπόν, του θεσµού των δηµοσίων υπολόγων είναι πολύ µεγάλη,
λόγω αυτής της άµεσης σύνδεσης των ενεργειών ή παραλείψεων τους, µε τη δηµόσια
περιουσία. Είναι δε λογικό, σε εποχές που η δηµόσια περιουσία βρίσκεται σε κίνδυνο,
λόγω ύπαρξης µεγάλων ελλειµµάτων, όπως τα τελευταία χρόνια που διανύουµε, ο
θεσµός να αποκτά ακόµη µεγαλύτερη σηµασία, διότι ένα από τα αίτια που θα πρέπει,
σε κάθε περίπτωση, να ερευνηθεί είναι κατά πόσο η διαχείριση των υπολόγων ήταν
νόµιµη.
Πέραν, όµως, της σηµασίας του θεσµού για το δηµόσιο συµφέρον, το
αντικείµενο των κανόνων που ρυθµίζουν τα θέµατα των δηµοσίων υπολόγων, έχει
ιδιαίτερο ενδιαφέρον και από την πλευρά των ίδιων των υπολόγων. Ειδικότερα, όπως
έχει παρατηρήσει ο Loic P.2, οι δηµόσιοι υπόλογοι, λόγω των αρµοδιοτήτων τους, µε
βασικότερη τον έλεγχο της νοµιµότητας και της κανονικότητας µιας δαπάνης, µπορεί
να βρεθούν συχνά σε αντιπαράθεση είτε µε τους διατάκτες, είτε µε τους δικαιούχους
της πληρωµής, οπότε η θέση τους δεν είναι καθόλου εύκολη. Επιπρόσθετα, έχουν το
βάρος µιας µεγάλης ευθύνης, καθώς για οποιοδήποτε λάθος, ακόµη και αν οφείλεται
σε ελαφριά αµέλειά τους, µπορεί να βρεθούν καταλογιζόµενοι µε ένα µεγάλο
χρηµατικό ποσό σε βάρος τους.
Λόγω των ανωτέρω χαρακτηριστικών των δηµοσίων υπολόγων, θεωρήσαµε
ιδιαίτερα ενδιαφέρουσα µια µελέτη του θεσµού, µέσα από τη νοµοθεσία, την πλούσια
νοµολογία του Ανώτατου ∆ηµοσιονοµικού ∆ικαστηρίου της χώρας και τη
1
«Υπόλογος: αυτός που έχει να δώσει λόγο, που είναι υποχρεωµένος σε λογοδοσία, ο υπεύθυνος»,
Γεωργοπαπαδάκος Α, Το µεγάλο λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας, Μαλλιάρης Παιδεία, ε έκδοση,
1989-90, σελ. 976
2
Loic P. Finances Publiques, Paris, 1992
2
Ι. Η νοµοθετική θεµελίωση
1. Ο νοµοθετικός ορισµός του δηµόσιου υπολόγου
Όπως είναι γνωστό, το σύνολο των κανόνων δικαίου µε τους οποίους ρυθµίζεται η
διαχείριση της δηµόσιας περιουσίας αποτελεί το ∆ηµόσιο Λογιστικό3. Στους κανόνες
αυτούς εντάσσονται και οι διατάξεις, που ρυθµίζουν το θεσµό του δηµόσιου
υπολόγου. Συνεπώς, η έννοια του δηµόσιου υπολόγου περιέχεται, κατ’ αρχήν, στις
διατάξεις του εκάστοτε ισχύοντος ∆ηµόσιου Λογιστικού.
Λόγω, όµως, της αρµοδιότητας του Ελεγκτικού Συνεδρίου για τον έλεγχο των
λογαριασµών των δηµοσίων υπολόγων, ορισµούς της έννοιας των τελευταίων
συναντάµε και στη νοµοθεσία, που διέπει τη σχετική αρµοδιότητα του Ελεγκτικού
Συνεδρίου.
Η έννοια του δηµοσίου υπολόγου, όπως είναι αναµενόµενο, δεν παρέµεινε
σταθερή µε το πέρασµα των χρόνων, αλλά εξελίχθηκε µέσα από τα νοµοθετικά
κείµενα, διατηρώντας πάντως τον πυρήνα της σταθερό. Η αναδροµή µας στην έννοια
του δηµοσίου υπολόγου, µέσα από τα νοµοθετικά κείµενα, ξεκινάει από τον πρώτο4
ελληνικό νόµο περί ∆ηµόσιου Λογιστικού, το Ν.ΣΙΒ/18525, ο οποίος όριζε στο άρθρο
42 ότι «πας υπάλληλος επιφορτισµένος χρηµατικήν διαχείρισιν κατασταίνεται
υπόλογος, άµα δι’ αποδείξεως του λάβη εις χείρας τον δηµόσια χρήµατα. Πας
διαχειριστής δηµοσίων χρηµάτων διατελεί υπό τον επί των οικονοµικών υπουργόν,
3
Ελ.Συν.Ολοµ. Πρακτικά της 9ης Γεν.Συν. της 30.04.2014.
4
Αποτελεί το πρώτο ολοκληρωµένο νοµοθέτηµα περί δηµόσιου λογιστικού, που συντάχθηκε βάσει του
αντίστοιχου γαλλικού διατάγµατος του 1838 (Ελ.Συν.Ολοµ. Πρακτικά της 9ης Γεν.Συν. της
30.04.2014).
5
Ν.ΣΙΒ/1852 «Περί διοικήσεως των δηµοσίων εσόδων και εξόδων και περί δηµοσίου λογιστικού του
Κράτους» - ΦΕΚ 60/1852.
4
προτείνεται παρ’ αυτού, δίδει λόγον των πράξεων του εις αυτόν, και είναι υπόλογος
ενώπιον του Ελεγκτικού Συνεδρίου».
Ακολούθησε ο Ν.ΑΥΟΖ/18876, ο οποίος όριζε στο άρθρο 9 ότι «οι
διαχειριζόµενοι υλικόν, οπωσδήποτε ανήκον εις το Κράτος, υπόκειται εις όλας τας
περί διαχειρίσεως χρηµατικού ισχύουσας διατάξεις, αποδίδουσι δε εις το Ελεγκτικόν
Συνέδριον, κατά τας κεκανονισµένας διατυπώσεις, λογαριασµούς εις το τέλος
εκάστου έτους ή και διαρκούντος τούτου, εν περιπτώσει µεταθέσεως ή απολύσεως».
Προστέθηκαν, δηλαδή, στην έννοια των δηµοσίων υπολόγων, πέραν αυτών που
διαχειρίζονταν δηµόσιο χρήµα και όσοι διαχειρίζονταν δηµόσιο υλικό.
Σηµαντική αλλαγή επέφερε στην έννοια του δηµοσίου υπολόγου, εισάγοντας
για πρώτη φορά σε αυτήν και την περίπτωση του de facto υπόλογου7, το Ν∆ της 4ης
Ιουλίου 19238, το οποίο όριζε στην παρ.2 του άρθρου 20 ότι «δηµόσιοι υπόλογοι
είναι πάντες οι δηµόσιοι λειτουργοί οι εντεταλµένοι την είσπραξιν εσόδων ή την
πληρωµήν εξόδων του Κράτους και καθόλου οι οπωσδήποτε έστω και άνευ νοµίµου
εξουσιοδοτήσεως διαχειριζόµενοι χρήµατα ή υλικόν, ανήκοντα εις το Κράτος ως και
πας άλλος εκ του νόµου ως τοιούτος θεωρούµενος.[…]» 9.
Την περίπτωση του de facto υπολόγου υιοθέτησε και το µεταγενέστερο
∆ηµόσιο Λογιστικό του Ν∆ 321/196910, το οποίο όριζε στην παρ.1 του άρθρου 72 ότι
«δηµόσιοι υπόλογοι είναι πάντες οι, έστω και άνευ νοµίµου εξουσιοδοτήσεως,
διαχειριζόµενοι χρήµατα, αξίας ή υλικόν, ανήκοντα εις το Κράτος, ως και πας άλλος
εκ του νόµου θεωρούµενος ως δηµόσιος υπόλογος».
Τις δυο ανωτέρω διατάξεις της παρ.2 του άρθρου 20 του Ν∆ της 4ης Ιουλίου
1923 και της παρ.1 του άρθρου 72 του Ν∆ 321/1969 κωδικοποίησε το µέχρι
προσφάτως ισχύον Π∆ 774/198011, το οποίο στην παρ.2 του άρθρου 25 όριζε ότι
«δηµόσιοι υπόλογοι είναι πάντες οι δηµόσιοι λειτουργοί οι εντεταλµένοι την
είσπραξιν εσόδων ή την πληρωµήν εξόδων του Κράτους, και καθόλου οι οπωσδήποτε
έστω και άνευ νοµίµου εξουσιοδοτήσεως διαχειριζόµενοι χρήµατα, αξίας ή υλικόν,
6
Ν.ΑΥΟΖ/1887 «Περί της υπηρεσίας του Ελεγκτικού Συνεδρίου» - ΦΕΚ 136/1987.
7
Για τον de facto υπόλογο, βλ. παρακάτω.
8
Ν∆ της 04.07.1923 «Περί οργανισµού του Ελεγκτικού Συνεδρίου» - ΦΕΚ τ.Α 184/1923.
9
Το άρθρο αυτό κωδικοποιήθηκε αργότερα µε το άρθρο 20 του Β∆ 29/31.12.1954 «Περί
κωδικοποιήσεως των περί Ελεγκτικού Συνεδρίου ισχυουσών διατάξεων» - ΦΕΚ τ.Α 317/1954.
10
Ν∆ της 321/1969 «Περί κώδικος ∆ηµοσίου Λογιστικού» - ΦΕΚ τ.Α 205/1969.
11
Π.∆.774/1980 «Περί κωδικοποιήσεως εις ενιαίον κείµενον των περί Ελεγκτικού Συνεδρίου
ισχυουσών διατάξεων υπό τον τίτλον "Οργανισµός Ελεγκτικού Συνεδρίου"» - ΦΕΚ τ.Α 189/1980.
5
ανήκοντα εις το Κράτος ως και πας άλλος εκ του νόµου θεωρούµενος ως δηµόσιος
υπόλογος.»
Η ιστορική αναδροµή µας τελειώνει µε το µέχρι προσφάτως ισχύον ∆ηµόσιο
Λογιστικό του Ν.2362/199512, το οποίο όριζε στην παρ.1 του άρθρου 54 ότι
«δηµόσιος υπόλογος είναι όποιος διαχειρίζεται, έστω και χωρίς νόµιµη
εξουσιοδότηση, χρήµατα, αξίες ή υλικό που ανήκουν στο ∆ηµόσιο ή σε Ν.Π.∆.∆.,
καθώς και οποιοσδήποτε άλλος θεωρείται από το νόµο δηµόσιος υπόλογος». Με τη
διάταξη αυτή «διευκρινίστηκε», για πρώτη φορά, όσον αφορά τη δηµόσια περιουσία,
ότι σε αυτήν περιλαµβάνεται όχι µόνο η περιουσία, που ανήκει στο ∆ηµόσιο, αλλά
και αυτή που ανήκει σε Ν.Π.∆.∆., καθώς µέχρι τότε γινόταν πάντα αναφορά σε
περιουσία που ανήκει στο Κράτος. Η προσθήκη αυτή της περιουσίας των Ν.Π.∆.∆.
θεωρήθηκε από κάποιους13 «περιττή µεν και νοµικοτεχνικά εσφαλµένη», αλλά
αιτιολογηµένη.
Σήµερα, η έννοια του δηµόσιου υπολόγου δίδεται νοµοθετικά από τις
διατάξεις του άρθρου 150 παρ.1 του νέου ∆ηµοσίου Λογιστικού (Ν.4270/2014)14 και
του άρθρου 44 παρ.2 του νέου Κώδικα του Ελεγκτικού Συνεδρίου (Ν.4129/2013)15,
οι οποίες ορίζουν για πρώτη φορά, µε όµοιο γραµµατικά τρόπο, την έννοια του
δηµόσιου υπολόγου, υιοθετώντας ουσιαστικά το περιεχόµενο της προγενέστερης
διάταξης του Ν.2362/1995: «∆ηµόσιος υπόλογος είναι όποιος διαχειρίζεται, έστω και
χωρίς νόµιµη εξουσιοδότηση, χρήµατα, αξίες ή υλικό που ανήκουν στο ∆ηµόσιο ή σε
Ν.Π.∆.∆., καθώς και οποιοσδήποτε άλλος θεωρείται από το νόµο δηµόσιος
υπόλογος.»
12
Ν.2362/1995 «Περί ∆ηµοσίου Λογιστικού, ελέγχου των δαπανών του Κράτους και άλλες διατάξεις.»
- ΦΕΚ τ.Α 247/1995.
13
Κοκκίδου Αλ., Ο δηµόσιος υπόλογος και η ευθύνη του από πράξη ή παράλειψη κατά την εκτέλεση
των καθηκόντων του, ΑρχΝοµ τ.3, 2002, σελ. 290, σύµφωνα µε την οποία «ο αρχικός ορισµός
αφορούσε στο νεοσύστατο ακόµη Ελληνικό Κράτος, στο οποίο η διάκριση σε νοµικό πρόσωπο του
κράτους και νοµικά πρόσωπα δηµοσίου δικαίου δεν είχε νόηµα […] Η υπόµνηση όµως αυτή είναι
περιττή, καθόσον, αφενός υπήρχε ήδη η σχετική διάταξη του ν.δ. 496/1974, αφετέρου η παρ.2 του
άρθρου 54 του ίδιου του Ν.2362/19965 προβαίνει σε διακρίσεις των δηµοσίων υπολόγων σε, µεταξύ
άλλων, και δηµοσίους υπολόγους νοµικών προσώπων δηµοσίου δικαίου».
14
Ν.4270/2014 «Αρχές δηµοσιονοµικής διαχείρισης και εποπτείας (ενσωµάτωση της Οδηγίας
2011/85/ΕΕ) - δηµόσιο λογιστικό και άλλες διατάξεις.» - ΦΕΚ τ. Α 143/2014. Ισχύει από 1.1.2015
(άρθρα 177 παρ.1 και 183 παρ.1 του Ν.4270/2014).
15
Ν.4129/2013 «Κύρωση του Κώδικα Νόµων για το Ελεγκτικό Συνέδριο» - ΦΕΚ τ.Α 52/2013.
6
16
Ν∆ 496 της 17/19.7.1974 «Περί Λογιστικού των Νοµικών Προσώπων ∆ηµοσίου ∆ικαίου» - ΦΕΚ
τ.Α 204/1974.
17
Βλ. άρθρο 21 του Ν.∆. 721 της 16/23.11.1970 «Περί Οικονοµικής µερίµνης και Λογιστικού των
Ενόπλων ∆υνάµεων» - ΦΕΚ τ.Α 251/1970.
18
Βλ. άρθρα 32, 35 και 37 του Β.∆. 17-5/15.06.1959 «Περί οικονοµικής διοικήσεως και λογιστικού
των ∆ήµων και Κοινοτήτων» - ΦΕΚ τ.Α 114/1959.
7
επεκταθεί και σε νοµικά πρόσωπα ιδιωτικού δικαίου, εφόσον αυτά έχουν υπαχθεί
στον έλεγχο δαπανών της περιπτ.α της παρ.1 του άρθρου 98 του Συντάγµατος19.
Η ανωτέρω συνταγµατική διάταξη περιλαµβάνει µεν την έννοια του δηµοσίου
υπολόγου, χωρίς όµως να ορίζει ειδικότερα το περιεχόµενο της, δηλαδή ποια
πρόσωπα αποκτούν ή έχουν κατά το Σύνταγµα την ιδιότητα του δηµοσίου υπολόγου,
υποκείµενα σε έλεγχο των λογαριασµών τους από το Ελεγκτικό Συνέδριο. Όπως
δέχεται η νοµολογία του Ελεγκτικού Συνεδρίου20, «για την έννοια της ανωτέρω
συνταγµατικής διάταξης υιοθετήθηκε στο σηµείο αυτό από το Σύνταγµα η, κατά την
ψήφισή του (Συντάγµατος) το έτος 1975, καθιερωµένη υπό της κοινής νοµοθεσίας
έννοια του δηµοσίου υπολόγου, ήτοι η έννοια αυτού που απέρρεε από τα τότε
ισχύοντα άρθρα 20 παρ.2 του Ν.∆/τος 4/6.7.1923, 20 παρ.2 του Β.∆/τος
29/31.12.1954 και 72 παρ.1 του Ν.∆./τος 321/1969, τα οποία αργότερα
κωδικοποιήθηκαν στο άρθρο 25 παρ.2 του ισχύοντος π.δ/τος 774/1980», τα οποία
µελετήσαµε ανωτέρω. Άλλωστε, σύµφωνη µε το Σύνταγµα κρίθηκε και η έννοια του
δηµοσίου υπολόγου, που δίδεται µε τις µεταγενέστερες διατάξεις του άρθρου 54
παρ.1 του Ν.2362/1995 και του άρθρου 32 παρ.1 Ν.∆. 494/197421.
Κατά συνέπεια, τα βασικά προσδιοριστικά στοιχεία της έννοιας του δηµοσίου
υπολόγου, κατά το άρθρο 98 παρ. 1 περ. γ΄ του Συντάγµατος, είναι όµοια µε αυτά που
προκύπτουν από τη νοµοθεσία και θα αναλύσουµε παρακάτω, δηλαδή η διαχείριση
χρηµάτων, αξιών ή υλικού του ∆ηµοσίου ή των ΝΠ∆∆ και η συνυφασµένη µε την
διαχείριση αυτή, υποχρέωση απόδοσης λογαριασµού, η οποία περιλαµβάνει και την
υποχρέωση αναπλήρωσης του τυχόν αρµοδίως διαπιστωθέντος ελλείµµατος, η
απόδειξη της ύπαρξης και του ύψους του οποίου βαρύνει το ∆ηµόσιο ή το ΝΠ∆∆22.
Περαιτέρω, η συνταγµατική αυτή καθιέρωση της έννοιας του δηµοσίου
υπολόγου έχει ως πολύ σηµαντική συνέπεια ότι ο κοινός νοµοθέτης δεν µπορεί να
προσδώσει άλλη έννοια δηµοσίου υπολόγου από αυτή που ορίζεται στην ανωτέρω
συνταγµατική διάταξη, ώστε να αποκλείσει την ιδιότητα του δηµοσίου υπολόγου
από ορισµένα πρόσωπα, τα οποία, όµως, στην πραγµατικότητα είναι δηµόσιοι
19
Κοκκίδου Αλ., Οι αρµοδιότητες του Ελεγκτικού Συνεδρίου κατά το αναθεωρηµένο άρθρο 98 του
Συντάγµατος, εκδ. Σάκκουα, Αθήνα-Θεσσαλονίκη, 2004, σελ. 94.
20
Ελ.Συν.Ολοµ. Πρακτικά της 6ης Γεν.Συν. της 15.02.2006, Ελ.Συν.Ολοµ. Απόφαση 462/2008, ΘΠ∆∆
τ.8-9/2009, Ελ.Συν.Ολοµ. Απόφαση 439/2012.
21
Ελ.Συν. Ολοµ. Πρακτικά της 6ης Γεν.Συν. της 15.02.2006.
22
Ελ.Συν. Ολοµ. Απόφαση 462/2008, ΘΠ∆∆ τ.8-9/2009, σελ. 1010, µε παρατηρήσεις Μηλιώνη Ν.
8
23
Ελ.Συν. Ολοµ. Πρακτικά 6ης Γεν.Συν. της 15ης.02.2006, Απόφαση 1238/2014.
24
Ελ.Συν. Ολοµ. Πρακτικά 6ης Γεν.Συν. της 15ης.02.2006.
25
Ν. 3274/2004 «Οργάνωση και λειτουργία των Οργανισµών Τοπικής Αυτοδιοίκησης πρώτου και
δεύτερου βαθµού. (ΦΕΚ Α΄ 195/19.10.2004).
26
Ωστόσο, η διάταξη αυτή επαναλήφθηκε στην παρ.2 του άρθρου 89 του Ν.4270/2014 στην οποία
ορίζεται ότι: «Οι υπάλληλοι των Υπηρεσιών ∆ηµοσιονοµικού Ελέγχου και των Ειδικών Λογιστηρίων,
κατά την άσκηση των αρµοδιοτήτων τους, δεν θεωρούνται δηµόσιοι υπόλογοι και ευθύνονται µόνο για
δόλο ή βαρεία αµέλεια, κατά τις διατάξεις του Υπαλληλικού Κώδικα.».
27
Ελ.Συν.Ολοµ. Αποφάσεις 1314/1998, 1306/2001, 357/2006, 462/2008, Τµ.VII Αποφάσεις 726/2011,
727/2011.
9
28
Ελ.Συν.Ολοµ. Αποφάσεις 1314/1998, 1306/2001, 357/2006, 462/2008, 1763/2010, 4934/2013,
Τµ.VII Αποφάσεις 726/2011, 727/2011.
29
Ελ.Συν.Τµ.V Αποφάσεις 1045/2001, 641/2002, 1020, 1375, 1863, 1896/2003.
30
Μηλιώνης Ν., Παρατηρήσεις στην Ελ.Συν.Ολοµ. Απόφαση 462/2008, ΘΠ∆∆ τ.8-9/2009, σελ. 1010
31
Ελ.Συν.Ολοµ. Πρακτικά της 6ης Γεν. Συν./2006 - Γ΄, της 8ης Γεν. Συν./2008 - Α΄, Αποφάσεις
1247/1999, 1633/2006, Τµ.IV Απόφαση 1261/2011.
10
32
Ελ.Συν.Ολοµ. Απόφαση 1306/2001, ∆∆ίκη 2004, σελ.225, Τµ.Ι Αποφάσεις 1188/2004, 489/2004.
33
Ελ.Συν.Ολοµ. Απόφαση 1306/2001, ∆∆ίκη 2004, σελ.225.
34
Ελ.Συν.Ολοµ. Απόφαση 2/2014.
35
Μαραγκού Γ., Η διαδικασία και το αντικείµενο του προληπτικού και του κατασταλτικού ελέγχου.
Περιπτωσιολογία, ΘΠ∆∆ 8-9/2012, σελ.658.
11
χρηµάτων, αξιών ή υλικών του ∆ηµοσίου, σύµφωνα µε το νόµο και τον προορισµό
τους36, αλλά και η ασφαλής φύλαξή τους και προσήκουσα απόδοσή τους37.
Ο ανωτέρω γενικός «ορισµός» της πράξης διαχείρισης εξειδικεύεται σε κάθε
µια περίπτωση υπόθεσης δηµοσίου υπολόγου, ώστε να κριθεί εάν οι ενέργειες ή
παραλείψεις του αποτέλεσαν πράξεις διαχείρισης και, συνακόλουθα, εάν τελικά
θεµελιώνεται η έννοια και η ευθύνη του δηµοσίου υπολόγου. Έτσι, από τη νοµολογία
του Ελεγκτικού Συνεδρίου προκύπτει ότι πράξεις διαχείρισης συνιστούν ειδικότερα:
α. η είσπραξη εσόδων και η καταβολή δαπανών38,
β. η ασφαλής φύλαξη χρηµάτων, ενσήµων, υλικών, παραστατικών πληρωµής κάθε
είδους και η προσήκουσα απόδοσή τους 39,
γ. η χρεοπίστωση υλικού40.
Αντιθέτως, δεν αποτελούν πράξεις διαχείρισης:
α. η απλή χρήση εκ µέρους του κατόχου δηµόσιας περιουσίας, που του
παραχωρήθηκε προς χρήση, ως µέσο, δηλαδή, για την εκτέλεση της υπηρεσίας του
(π.χ. εξοπλισµός πολυτεχνείου41, µοτοσυκλέτα42)43.
β. οι ενέργειες οι οποίες συνδέονται µεν έµµεσα µε τη διαχείριση, χωρίς όµως να
µπορούν να θεωρηθούν ότι περιλαµβάνονται σε αυτή. Έτσι, δεν αποτελεί πράξη
διαχείρισης π.χ. η έγκριση του απολογισµού (η οποία έχει διαπιστωτικό και όχι
διαπλαστικό χαρακτήρα)44 ή η θεώρηση των δικαιολογητικών, που συνοδεύουν ένα
λογαριασµό, ως προς τη γνησιότητα και εγκυρότητά τους45.
36
Ελ.Συν.Ολοµ. Αποφάσεις 1187/1988, 1306/2001, Τµ.Ι Απόφαση 489/2004, Τµ.VII Αποφάσεις
726/2011, 727/2011.
37
Ελ.Συν.Τµ.IV Απόφαση 1316/1993. Όµως, όσον αφορά τους υπαλλήλους του Ταµείου
Παρακαταθηκών και ∆ανείων, το Ελ.Συν. έχει κρίνει ότι αποκτούν την ιδιότητα του υπολόγου, µόνο
όταν τους ανατεθεί η διαχείριση αυτούσιων παρακαταθηκών τίτλων και αξιών, παρότι τους έχει
ανατεθεί η φύλαξη, δηλαδή η κατοχή των τίτλων και αξιών. (Μηλιώνης Ν., Το Ελεγκτικό Συνέδριο –
Σύγχρονες τάσεις και εξελίξεις, εκδ. Νοµική Βιβλιοθήκη, Αθήνα, 2012, σελ.223).
38
Ελ.Συν. Ολοµ. Απόφαση 1492/2000, Τµ.IV Αποφάσεις 253/1994, 541/2012.
39
Ελ.Συν. Τµ. IV Απόφαση 1316/1993, Κλιµ.Β Πράξη 52/2014.
40
Ελ.Συν.Τµ.IV Απόφαση 223/1993.
41
Ελ.Συν.Τµ.IV Απόφαση 538/2006.
42
Ελ.Συν.Ολοµ. Απόφαση 1983/1995.
43
Με παλαιότερες αποφάσεις, το Ελεγκτικό Συνέδριο φάνηκε να υιοθετεί την άποψη ότι και η απλή
κατοχή, χωρίς διαχείριση, δηµοσίου χρήµατος καθιστά τον κατέχοντα δηµόσιο υπόλογο. Η νοµολογία
αυτή, όµως, δεν κράτησε. Μηλιώνης Ν., Κριτική προσέγγιση της έννοιας του δηµοσίου υπολόγου κατά
το ελληνικό και γαλλικό δηµοσιολογιστικό δίκαιο, ∆ι∆ικ 7/1995, σελ.820.
44
Η εκταµίευση της τυχόν παράνοµης δαπάνης και το έλλειµµα, εάν τυχόν υπάρχει, έχουν προκληθεί
κατά το οικονοµικό έτος εκτελέσεως του οικείου προϋπολογισµού και όχι κατά το µεταγενέστερο
οικονοµικό έτος που εγκρίνεται ο απολογισµός. Ούτε, εξάλλου, η έγκριση του απολογισµού
12
απαλλάσσει τους τυχόν ελλειµµατίες υπολόγους των ευθυνών τους (Ελ.Συν.Ολοµ. Απόφαση
1763/2010, Ελ.Συν.Τµ. VΙΙ Αποφάσεις 726/2011, 727/2011).
45
ΓνΝΣΚ 278/2004.
46
Σαρµάς Ι., Κράτος και δικαιοσύνη 3, Το δηµόσιο χρήµα υπό έλεγχο, ο.π., σελ.140, Λυκεσά Ε., Το
ένδικο βοήθηµα της έφεσης κατά των πράξεων καταλογισµού, ΘΠ∆∆ 8-9/2012, σελ. 688, Μαραγκού
Γ., Η διαδικασία και το αντικείµενο του προληπτικού και του κατασταλτικού ελέγχου.
Περιπτωσιολογία, ο.π., σελ.658.
47
Ταµίας Ε.Λ.Σ. (Ελ.Συν.Ολοµ. Απόφαση 564/2000), Ταµίας νοσηλευτικού ιδρύµατος (Ελ.Συν.Ολοµ.
Απόφαση 1001/1999), ταµίας υποκαταστήµατος ΙΚΑ (Ελ.Συν.Ολοµ. Απόφαση 169/2005).
48
Ελ.Συν.Ολοµ. Αποφάσεις 2075/2010, 169/2005.
49
Ελ.Συν.Τµ.Ι Απόφαση 248/1971.
50
Ελ.Συν.Ολοµ. Αποφάσεις 108/1977, 1339/2010.
51
Ελ.Συν.Ολοµ. Αποφάσεις 1492/2000, 2267/2011.
52
Ελ.Συν.Ολοµ. Πρακτικά της 23ης Γεν.Συν. της 2.6.1997, Τµ.VΙΙ Απόφαση 890/2012.
53
Ελ.Συν.Ολοµ. Αποφάσεις 2075/2010, 3075/2010, 2293/2011, 1584/2011, 3289/2011,1614/2011,
Τµ.ΙV Απόφαση 1266/2003.
54
Ελ.Συν.Ολοµ. Απόφαση 1730/1999.
55
Ελ.Συν.Ολοµ. Αποφάσεις 1052/1998, 1192/1998.
56
Άρθρο 162 του Ν.4270/2014, άρθρα 43 και 44 του Ν.4129/2013. Για περισσότερα σχετικά µε τον
υπόλογο συµψηφισµών βλ. Φώτη – Γούλα Ελ., Συλλογή διατάξεων περί α) του υπολόγου
συµψηφισµών β) των υπολόγων διαχειρίσεως επιταγών Ν.∆. 329/1969 γ) των υπολόγων διαχειρίσεως
επιταγών Ν.277/1976, Εθνικό Τυπογραφείο, Αθήνα, 1983.
13
στ. οι διαχειριστές χρηµάτων και υλικού του ∆ηµοσίου µετά από σύµβαση µε το
∆ηµόσιο, στην οποία διαφυλάσσεται και το δικαίωµα καταλογισµού σε περίπτωση
ελλείµµατος58,
ζ. οι διαχειριστές υλικού και χρηµατικού των ενόπλων δυνάµεων59, όπως π.χ. ο
διευθυντής των στρατιωτικών πρατηρίων60,
η. οι διαχειριστές του ΕΛΕΓΕΠ61,
θ. οι αστυνοµικοί για τα είδη του ατοµικού οπλισµού, οι οποίο καταλογίζονται σε
περίπτωση φθοράς ή απώλειας αυτών62,
ι. ο πρόεδρος και ο ταµίας διαχειριστικής επιτροπής Ιεράς Μονής63,
ια. Η Επιτροπή Εκπαίδευσης και Ερευνών, η Γραµµατεία και ο Επιστηµονικός
Υπεύθυνος των ειδικών λογαριασµών που έχουν συσταθεί στα ΑΕΙ για την
αξιοποίηση κονδυλίων εκπαιδευτικής έρευνας64,
ιβ. Οι διαχειριστές δηµοσίων επενδύσεων65,
ιγ. Τα Ελληνικά Ταχυδροµεία κατά την είσπραξη δηµοσίων εσόδων66,
ιδ. Ο άµισθος υποθηκοφύλακας67,
ιε. Ο γραµµατέας του ειρηνοδικείου στον οποίο έχει ανατεθεί η είσπραξη των
δικαστικών αποληψίµων68,
ιστ. Οι σπουδαστές παραγωγικών σχολών των ενόπλων δυνάµεων69.
57
Ελ.Συν.Ολοµ. Απόφαση 565/2000.
58
Ελ.Συν.Ολοµ. Απόφαση 1247/1999.
59
Ελ.Συν.Ολοµ. Απόφαση 1711/2004, Τµ.V Απόφαση 2511/2010.
60
Ελ.Συν.Τµ.Ι Απόφαση 1758/1995.
61
Ελ.Συν.Ολοµ. Απόφαση 2280/2009.
62
Ελ.Συν.Ολοµ. Αποφάσεις 1444/1992, 1244/1997.
63
Ελ.Συν.Ολοµ. Αποφάσεις 753/2010, 1025/2011, 1026/2011.
64
Ελ.Συν.Ολοµ. Αποφάσεις 727/2010, 27/2010.
65
Ελ.Συν.Ολοµ. Απόφαση 860/1990. Ως δηµόσιοι υπόλογοι θεωρούνται, πλην από τους δηµόσιους και
λοιπούς φορείς που λαµβάνουν τις απολήψεις από την Ευρωπαϊκή Ένωση προκειµένου να τους
διαθέσουν στους φορείς υλοποίησης των προγραµµάτων (φυσικά πρόσωπα ή νοµικά πρόσωπα), που
εκτελούν τις επιλέξιµες ενέργειες και προβαίνουν στις σχετικές δαπάνες στα πλαίσια εκτέλεσης των
προγραµµάτων αυτών και οι ίδιοι οι φορείς υλοποίησης, (τελικοί δικαιούχοι) και τούτο ανεξάρτητα αν
ο διαχειριζόµενος τους ανωτέρω πόρους είναι άτοµο ή συλλογικώς δρών όργανο, όπως το διοικητικό
συµβούλιο που διαχειρίζεται τα ποσά των κοινοτικών χρηµατοδοτήσεων, κατά τα οριζόµενα στο
καταστατικό του οικείου Ν.Π.Ι.∆ (Ελ.Συν.Τµ.Ι Απόφαση 1188/2004).
66
Ελ.Συν.Ολοµ. Απόφαση 64/1998.
67
Ελ.Συν.Τµ.Ι Απόφαση 900/2012.
68
Ελ.Συν.Ολοµ. Απόφαση 1980/1996.
69
Ελ.Συν.Τµ.V Απόφαση 763/2012. Οι εν λόγω σπουδαστές εάν αποβάλουν την ιδιότητα του
σπουδαστή µετά το πέρας του πρώτου έτους σπουδών τους, υποχρεούνται να καταβάλουν στο δηµόσιο
την προσδιοριζόµενη από το νόµο αποζηµίωση για την παρεχόµενη στη Σχολή εκπαίδευση, διατροφή,
14
Όπως προκύπτει από την ανωτέρω περιπτωσιολογία, αλλά όπως είναι και
λογικό την ιδιότητα του υπολόγου φέρουν, κατά κανόνα, φυσικά και όχι νοµικά
πρόσωπα70.
ένδυση και συντήρησή τους, όπως επίσης και να επιστρέψουν τις αποδοχές που έχουν εισπράξει.
Βέβαια, µε την Ελ.Συν.Ολοµ. Απόφαση 462/2008 κρίθηκε ότι οι αποχωρούντες σπουδαστές συνιστούν
«ειδική κατηγορία δηµόσιων υπολόγων ουσιωδώς διάφορη, ως εκ της φύσεως των καθηκόντων και
των υποχρεώσεών της, από την κατηγορία των δηµοσίων υπολόγων του άρθρου 98 παρ. 1 περ. γ΄ του
Συντ.». Μηλιώνης Ν., Παρατηρήσεις στην Ελ.Συν.Ολοµ. Απόφαση 462/2008, ΘΠ∆∆ τ.8-9/2009, σελ.
1010.
70
Ελ.Συν.Τµ.Ι Απόφαση 430/1972, Σαρµάς Ι., Κράτος και δικαιοσύνη 3, ο.π., σελ.159, Λυκεσά Ε., Το
ένδικο βοήθηµα της έφεσης κατά των πράξεων καταλογισµού, ο.π., σελ. 680. Σε κάποιες περιπτώσεις
µπορεί να είναι υπόλογος και νοµικό πρόσωπο, όπως στην περίπτωση που έχει ανατεθεί σε νοµικό
πρόσωπο δυνάµει δηµόσιας σύµβασης η διαχείριση δηµόσιου υλικού (π.χ. συµβάσεις
αποθεµατοποίησης ρυζιού Ελ.Συν.Τµ.IV Απόφαση 1261/2011). ∆ιαφορετική είναι η περίπτωση
καταλογισµού µε πράξεις δηµοσιονοµικών διορθώσεων που εκδίδονται σε βάρος τόσο φυσικών όσο
και νοµικών προσώπων ή φορέων που εισέπραξαν παράνοµα ή αχρεώστητα χρηµατοδοτήσεις,
ενισχύσει ή επιδοτήσεις στα πλαίσια κοινοτικών πολιτικών από εθνικούς πόρους και πόρους της
ευρωπαϊκής ένωσης. (Ελ.Συν. Τµ.Ι Αποφάσεις 814/2011, 2445/2011.
71
Άρθρο 42 του Ν.ΣΙΒ’/1852 σύµφωνα µε το οποίο: «πας υπάλληλος επιφορτισµένος χρηµατικής
διαχείρισης κατασταίνεται υπόλογος, άµα δι’ αποδείξεων του λάβη εις χείρα τον δηµόσια χρήµατα»
72
Ελ.Συν.Ολοµ. Απόφαση 1849/1996, µε την οποία κρίθηκε ότι ο ταµίας των κρατικών ψυχιατρικών
ιδρυµάτων, που αποτελούν Ν.Π.∆.∆. (άρθρο 8 παρ.1 του Ν∆ 2592/1953), έχει την ιδιότητα του
υπολόγου αναφορικά µε τη διαχείριση των χρηµάτων και τιµαλφών των ασθενών, τα οποία
παραδίδονται σε αυτόν µε την ιδιότητά του ως οργάνου του ιδρύµατος (Σαρµάς Ι., Κράτος και
δικαιοσύνη 3, ο.π., σελ.171).
15
3. Η λογοδοτική ευθύνη
Το επόµενο προσδιοριστικό στοιχείο της έννοιας του δηµόσιου υπολόγου, από το
οποίο προκύπτει και η ονοµασία του, είναι η λογοδοτική ευθύνη του, δηλαδή η
υποχρέωσή του να αποδώσει λογαριασµό για τη διαχείρισή του, ώστε να εξακριβωθεί
εάν αυτή ήταν προσήκουσα και σύµφωνη µε τον καθορισθέντα δηµόσιο σκοπό
χρήσης των δηµοσίων χρηµάτων, αξιών ή υλικού76.
Η λογοδοτική ευθύνη του υπολόγου πηγάζει από το γεγονός ότι, όπως είδαµε
παραπάνω, αναλαµβάνει τη διαχείριση του δηµόσιου χρήµατος για λογαριασµό
άλλου, όπως ορίζεται στο άρθρο 303 ΑΚ77: «Όποιος έχει τη διαχείριση µιας ολικά ή
µερικά ξένης υπόθεσης, εφόσον η διαχείριση συνεπάγεται εισπράξεις και δαπάνες,
73
Ελ.Συν.Ολοµ. Απόφαση 1039/1995, Τµ.Ι Απόφαση 1766/1993 (Σαρµάς Ι., Κράτος και δικαιοσύνη 3,
ο.π., σελ.140), Τµ.ΙV Απόφαση 1897/1996. Για τις παλαιότερες µεταστροφές της νοµολογίας του
Ελεγκτικού Συνεδρίου όσον αφορά την έννοια του δηµοσίου χρήµατος, βλ. Μηλιώνης Ν., Η έννοια
του δηµοσίου χρήµατος, Παρατηρήσεις στο Πρακτικό 28ης Γενικής Συνεδριάσεως της Ολοµέλειας της
2ας Ιουλίου 1997 (Θεµα Β), Ε∆∆∆∆ 1999, σελ. 429.
74
Ελ.Συν.Ολοµ. Απόφαση 1039/1995 για επιχορηγήσεις του Ν.∆. 2957/1954, 2220/2014, 2219/2014
για επιχορηγήσεις δηµοτικών επιχειρήσεων, Τµ. VΙ Απόφαση 1897/1996 για επιχορηγήσεις σε
ποδοσφαιρικές Α.Ε.
75
806 ΑΚ: «Με τη σύµβαση του δανείου ο ένας από τους συµβαλλοµένους µεταβιβάζει στον
άλλον κατά κυριότητα χρήµατα ή άλλα αντικαταστατά πράγµατα, και αυτός έχει υποχρέωση να
αποδώσει άλλα πράγµατα της ίδιας ποσότητας και ποιότητας».
76
Ελ.Συν.Ολοµ. Αποφάσεις 1314/1998, 1306/2001, 357/2006, 462/2008, Τµ.VII Αποφάσεις 726/2011,
727/2011.
77
Ελ.Συν.Ολοµ. Πρακτικά της 12ης Γεν.Συν. της 16.06.2010
16
78
Άρθρο 155 του Ν.4270/2014.
79
Ελ.Συν.Ολοµ. Απόφαση 1244/1997 (πειθαρχική), Τµ.Ι 864/1993, 1882/1992 (αστική).
80
Έτσι, σε περίπτωση πρόκλησης ζηµίας κατά την άσκηση υπηρεσιακών καθηκόντων του οργάνου,
αλλά όχι διαχειριστικών, πρέπει να εξετάζεται η τυχόν αστική ευθύνη του και όχι η δηµοσιολογιστική.
(Ελ.Συν.Ολοµ. Απόφαση 865/1990, Κλιµ.Β Πράξη 209/2011)
81
Εφόσον συντρέχει περίπτωση δόλου ή βαρείας αµέλειας του υπολόγου (άπιστη διαχείριση), ο
υπόλογος ευθύνεται και πειθαρχικά. (άρθρο 152 παρ.2 του Ν.4270/2014)
17
σωρευτικής τους ευθύνης έγκειται στην ειδική ευθύνη, που δηµιουργείται ατοµικά για
καθέναν, που διαχειρίζεται δηµόσια περιουσία και σκοπεί στην διασφάλιση των
συµφερόντων του ∆ηµοσίου, έναντι οιουδήποτε ασκεί διαχείριση της περιουσίας
του92.
Το πιο απλό παράδειγµα de facto υπολόγου αποτελεί η περίπτωση υπαλλήλου,
που αποφασίζει – χωρίς να έχει οριστεί νοµίµως ως αναπληρωτής- να αναπληρώσει
συνάδελφό του, ο οποίος έχει την αρµοδιότητα να ενεργεί διαχειριστικές πράξεις. Με
την ανάµειξή του αυτή καθίσταται de facto υπόλογος93. Ιδιαίτερα χαρακτηριστικό
είναι το παράδειγµα του στρατιώτη που αναλαµβάνει τη διαχείριση του δηµόσιου
χρήµατος και υλικού, όταν ο αξιωµατικός, που είναι ο νόµιµος διαχειριστής και
υπόλογος, σκοτώνεται στο πεδίο της µάχης94.
Πολλά παραδείγµατα de facto υπολόγων µπορούµε να αντλήσουµε από τη
νοµολογία του Ελεγκτικού Συνεδρίου. Έτσι, την ιδιότητα του de facto υπόλογου
κρίθηκε ότι απέκτησαν:
α. Υπάλληλος που ορίστηκε µε προφορική εντολή ως βοηθός υπολόγου, λόγω φόρτου
εργασίας του τελευταίου και προέβη σε πράξεις διαχείρισης95.
β. Λογιστής ΝΠ∆∆ που εξουσιοδοτήθηκε από τον υπόλογο του χρηµατικού
εντάλµατος προπληρωµής σε είσπραξη χρηµάτων από την Τράπεζα και προέβη σε
αποκλειστική διαχείρισή τους96 .
γ. ∆ιευθυντής τοπικού υποκαταστήµατος του ΙΚΑ, που ενήργησε συµφωνία
συνεργασίας µε κάποιο τραπεζικό ίδρυµα, ενώ δεν είχε τέτοια αρµοδιότητα97.
92
Ελ. Συν. Ολοµ. Αποφάσεις 874/1988, 1084, 1244/1997, Κλιµ.Β Πρακτικά 9ης Συν. της 1ης Ιουλίου
2013.
93
Κοκκίδου Αλ., Ο δηµόσιος υπόλογος και η ευθύνη του από πράξη ή παράλειψη κατά την εκτέλεση
των καθηκόντων του, ο.π., σελ. 290
94
Μπάρµπας Ν., Στοιχεία ∆ηµοσιονοµικού ∆ικαίου, ε' έκδος, εκδ. Σάκκουλα, Αθήνα – Θεσσαλονίκη,
2014, σελ.128. Σχετικό και το παράδειγµα σε Κόρσο ∆, ∆ηµοσιονοµικόν ∆ίκαιον, εκδ.
Αντ.Ν.Σάκκουλα, Αθήνα – Κοµοτηνή, 1980, σελ.91: «εις τινά κωµόπολιν κατεστράφη εκ σεισµού ή
από φωτιάν το κτίριον ∆ηµοσίου Ταµείου, συνεπεία του οποίου διεσκορπίσθησαν χρήµατα ή άλλαι
αξίαι (χαρτόσηµον κλπ). Και υποθέσωµεν ακόµη ότι ο πρόεδρος της κοινότητας, ενόψει της
απροσµαχήτου αυτής από θεού βίας, ανέλαβεν εξ ιδίας πρωτοβουλίας, την περισυλλογήν αυτών,
προέβη δ’ ενδεχοµένως και εις ωρισµένας δαπάνας. Εν τοιάτυτη περιπτώσει ο πρόεδρος της
κοινότητας, συνεπεία της αυτοβούλου αυτής ενέργειας του, κατέστη αφανής ή de facto υπόλογος. Και
υποχρεούται να λογοδοτήσει επί της υπ’ αυτού γενοµένης διαχειρίσεως των δηµοσίων χρηµάτων.
Ωσάν να ήτο υπόλογος εκ του νόµου».
95
Ελ.Συν. Τµ.1 Απόφαση 1219/2004.
96
Ελ.Συν.Ολοµ. Απόφαση 1396/2000.
97
Ελ.Συν. Ολοµ.Τµ.IV Απόφαση 2147/2005.
19
98
Ελ.Συν.Τµ.IV Αποφάσεις 1362, 1363/2006.
99
Ελ.Συν.Τµ.1 Απόφαση 489/2004. Ο ∆ιευθυντής του Προξενικού Γραφείου υπείχε θέση τυπικού
µόνο υπόλογου.
100
Ελ.Συν.Τµ. IV Απόφαση 404/2005.
101
Ελ.Συν.Ολοµ. Απόφαση 1234/2006.
102
Ελ.Συν.Ολοµ. Αποφάσεις 1913/1992, 471/2010.
103
Βλ. σχετικά και ΓνΝΣΚ 278/2004.
20
104
Άρθρο 150 παρ.2 του Ν.4270/2014, άρθρο 44 παρ.2 του Ν.4129/2013. Όµοιο και το προϊσχύον
άρθρο 54 παρ.2 του Ν.2362/1995.
105
Άρθρο 44 παρ.2 του Ν.4129/2013.
106
Αιτιολογική Έκθεση Ν.4270/2014, αιτιολογική έκθεση Ν.2362/1995.
107
Χρηµατικό ένταλµα προπληρωµής (Χ.Ε.Π.) είναι το χρηµατικό ένταλµα µε το οποίο
προκαταβάλλεται χρηµατικό ποσό σε οριζόµενο υπόλογο, ο οποίος αποδίδει λογαριασµό σε τακτή
προθεσµία µε την υποβολή των νόµιµων δικαιολογητικών. Η έκδοση Χ.Ε.Π., επιτρέπεται για
πραγµατοποίηση δαπανών, που λόγω της φύσεώς τους ή λόγω επείγουσας υπηρεσιακής ανάγκης, είναι
δυσχερής η τήρηση των διατυπώσεων που προβλέπονται από τις ισχύουσες διατάξεις για τη
δικαιολόγησή τους, καθώς και µικροδαπανών, χωρίς αιτιολόγηση, µέχρι του ύψους των επτά χιλιάδων
(7.000) ευρώ κατά Κ.Α.Ε., ετησίως. Τα θέµατα των Χ.Ε.Π. και των προσωρινών ενταλµάτων
πληρωµής ρυθµίζονται στο υποκεφάλαιο 7 (άρθρα 100 – 107) του Ν.4270/2014. Ειδική κατηγορία
αποτελούν τα Χ.Ε.Π. δηµοσίων επενδύσεων που ρυθµίζονται στο άρθρο 104 του Ν.4270/2014. Για
τους υπολόγους προπληρωµής των ∆ήµων σχετικές είναι οι διατάξεις του άρθρου 172 παρ.1 του
Ν.3463/2006 (ΦΕΚ τ.Α 114/2006) και των άρθρων 32-34 του Β.∆. 17.5/15.6.1959 (ΦΕΚ 114/59
τεύχος Α').
108
Προσωρινό χρηµατικό ένταλµα είναι το χρηµατικό ένταλµα που εκδίδεται από τον αρµόδιο
Υπουργό για επιτακτικές και επείγουσες δαπάνες του κράτους, που δεν προβλέπονται από το νόµο ή
για τις οποίες δεν υπάρχει πίστωση στον προϋπολογισµό. Τα θέµατα των Χ.Ε.Π. και των προσωρινών
ενταλµάτων πληρωµής ρυθµίζονται στο υποκεφάλαιο 7 (άρθρα 100 – 107) του Ν.4270/2014. Ειδική
κατηγορία αποτελούν τα Χ.Ε.Π. δηµοσίων επενδύσεων που ρυθµίζονται στο άρθρο 104 του
Ν.4270/2014. Για τους υπολόγους προπληρωµής των ∆ήµων σχετικές είναι οι διατάξεις του άρθρου
172 παρ.1 του Ν.3463/2006 (ΦΕΚ τ.Α 114/2006) και των άρθρων 32-34 του Β.∆. 17.5/15.6.1959
(ΦΕΚ 114/59 τεύχος Α').
109
Ελ.Συν.Ολοµ. Απόφαση 1912/1992.
110
Πάγιες προκαταβολές χρηµατικού είναι ποσά που τίθενται στη διάθεση δηµοσίων υπηρεσιών µε
χρηµατικά εντάλµατα, που εκδίδονται από το Γενικό Λογιστήριο του Κράτους υπό ίδιο λογαριασµό
21
της δηµόσιας ληψοδοσίας, στο όνοµα υπολόγων διαχειριστών που ορίζονται µε απόφαση του αρµόδιου
Υπουργού. Για την άµεση αντιµετώπιση δαπανών, η πληρωµή των οποίων λόγω της φύσης τους δεν
µπορεί να αναβληθεί µέχρι την ολοκλήρωση της διαδικασίας δικαιολόγησης αυτών, επιτρέπεται η
σύσταση στις δηµόσιες υπηρεσίες, πολιτικές και στρατιωτικές, πάγιων προκαταβολών χρηµατικού µε
προεδρικό διάταγµα, που εκδίδεται µε πρόταση του αρµόδιου Υπουργού και του Υπουργού
Οικονοµικών, µε αιτιολογηµένη εισήγηση της αρµόδιας Υ.∆.Ε. Τα θέµατα των πάγιων προκαταβολών
ρυθµίζονται στο υποκεφάλαιο 8 (άρθρα 108-115) του Ν.4270/2014. Στους Ο.Τ.Α. τα θέµατα της
πάγιας προκαταβολής ρυθµίζονται στο άρθρο 173 του Ν.3463/06 (ΦΕΚ τ.Α 114/2006) και στα άρθρα
35 και 37 του Β.∆. 17-5/15.6.1959 (ΦΕΚ 114/59 τεύχος Α').
111
Ειδικοί ταµίες είναι οι δηµόσιοι υπόλογοι οι εντεταλµένοι την είσπραξη ειδικών εσόδων δηµόσιων
υπηρεσιών ή και πληρωµή δαπανών από τα έσοδα αυτά και εφόσον δεν λειτουργεί ιδιαίτερη Ταµειακή
Υπηρεσία. (άρθρο 87 του Ν.4270/2014) π.χ. Τράπεζες και ΕΛΤΑ για εισπράξεις δηµοσίων εσόδων
(Ελ.Συν.Ολοµ. Απόφαση 905/1991).
112
Οι πληρωµές έργων του Προγράµµατος ∆ηµοσίων Επενδύσεων της Κεντρικής ∆ιοίκησης, δύναται
να µην πραγµατοποιούνται από τις αρµόδιες οικονοµικές υπηρεσίες. Στις περιπτώσεις αυτές µε
απόφαση του οικείου διατάκτη ή του αρµοδίως εξουσιοδοτηµένου από αυτόν οργάνου, ορίζονται
φυσικά πρόσωπα ως διαχειριστές έργων του Προγράµµατος ∆ηµοσίων Επενδύσεων (υπόλογοι) είτε
µόνιµοι κρατικοί υπάλληλοι ή υπάλληλοι της περιφέρειας ή υπάλληλοι ιδιωτικού δικαίου αορίστου
χρόνου, οι οποίοι πραγµατοποιούν τις πληρωµές βάσει οριστικών και πλήρων δικαιολογητικών και στη
συνέχεια αποστέλλουν µε ευθύνη τους τα πλήρη δικαιολογητικά στις αρµόδιες Υ∆Ε ή στο ειδικό
λογιστήριο του Υπουργείου Εθνικής Άµυνας για έλεγχο και εκκαθάριση της δαπάνης, ώστε να
εκδοθούν συµψηφιστικά χρηµατικά εντάλµατα µε τα οποία εµφανίζονται οι δαπάνες στον Κρατικό
Προϋπολογισµό. Οι υπόλογοι - διαχειριστές των έργων του Π∆Ε ευθύνονται κατά τις διατάξεις του
άρθρου 152 περί δηµοσίων υπολόγων. (άρθρο 79 παρ.3ε του Ν.4270/2014).
113
Ν.2459/1997 «Κατάργηση φορολογικών απαλλαγών και άλλες διατάξεις» - ΦΕΚ τ.Α 17/1997.
114
Κοκκίδου Αλ., Ο δηµόσιος υπόλογος και η ευθύνη του από πράξη ή παράλειψη κατά την εκτέλεση
των καθηκόντων του, ο.π., σελ. 291.
22
υπολόγων των ΝΠΙ∆. οπότε και η κατάργηση της ανωτέρω διάταξης είναι πια άνευ
σηµασίας.
115
Γκούζης Αθ., ∆ηµόσιο Λογιστικό, Εκδόσεις Σάκκουλα, Θεσσαλονίκη 1991, σελ. 225.
116
Γκούζης Αθ., ∆ηµόσιο Λογιστικό, ο.π., σελ. 225, Μηλιώνης Ν., Το Ελεγκτικό Συνέδριο –
Σύγχρονες τάσεις και εξελίξεις, ο.π., σελ. 247.
117
Κάρτσωνας Γ., ∆ηµόσιο Λογιστικό, εκδ. Αφοί Π. Σάκκουλα, Αθήνα 1992, σελ. 49.
118
Γκούζη Αθ., ∆ηµόσιο Λογιστικό, Εκδόσεις Σάκκουλα, Θεσσαλονίκη 1991, σελ. 225, Μηλιώνης Ν.,
Το Ελεγκτικό Συνέδριο – Σύγχρονες τάσεις και εξελίξεις, ο.π., σελ. 247.
23
αυτού και προσδιορίζει τις απαιτήσεις σε βάρος του. ∆ηλαδή, διατάκτης θεωρείται
αυτός που αναλαµβάνει υποχρεώσεις σε βάρος των πιστώσεων του προϋπολογισµού
του φορέα του (∆ηµοσίου, ο.τ.α., νπδδ κλπ) και διατάσσει την πληρωµή των δαπανών
του119.
Οι διατάκτες διακρίνονται από το δηµόσιο λογιστικό επίσης σε κύριους και
δευτερεύοντες. Κύριος διατάκτης είναι ο διατάκτης που αναλαµβάνει υποχρεώσεις σε
βάρος των πιστώσεων, οι οποίες τίθενται στη διάθεσή του απευθείας από τον
προϋπολογισµό του φορέα του, ενώ δευτερεύων διατάκτης είναι ο διατάκτης που
αναλαµβάνει υποχρεώσεις σε βάρος πιστώσεων, οι οποίες τίθενται στη διάθεσή του
κατ' εντολή του κύριου διατάκτη120. Κύριους διατάκτες αποτελούν για παράδειγµα οι
Υπουργοί, οι Γενικοί Γραµµατείς της Περιφέρειας και οι ∆ήµαρχοι, ενώ
δευτερεύοντες διατάκτες είναι συνήθως οι προϊστάµενοι διεύθυνσης ή τµηµάτων που
τους µεταβιβάζονται πιστώσεις από τους κύριους διατάκτες προκειµένου να γίνεται
απλούστερη η εκτέλεση του προϋπολογισµού121.
Στα Ν.Π.∆.∆. κύριος διατάκτης είναι το ∆ιοικητικό Συµβούλιο τους, ενώ σε
περιπτώσεις αποκεντρωµένων Ν.Π.∆.∆, όπως το ΙΚΑ, τα ∆ιοικητικά Συµβούλια τους
µεταβιβάζουν πιστώσεις σε προϊσταµένους των υπηρεσιών, καθιστώντας αυτούς
δευτερεύοντες διατάκτες. Στα Α.Ε.Ι., διατάκτες είναι οι πρυτάνεις αυτών, ενώ στο
Υπουργείο Εθνικής Άµυνας κύριοι διατάκτες είναι εκτός από τον Υπουργό και τα
όργανα των ενόπλων δυνάµεων, που ορίζονται από τη νοµοθεσία122.
Η αρµοδιότητα αυτή του διατάκτη να διατάσσει τη διενέργεια µια δαπάνης
είναι φανερό ότι είναι δευτερεύουσα σε σχέση µε τα κύρια καθήκοντά του (π.χ.
Υπουργός), σε αντιδιαστολή µε την περίπτωση του δηµόσιου υπόλογου, που η
διαχείριση του δηµοσίου χρήµατος είναι συνήθως123, η κύρια αρµοδιότητά του (π.χ.
ταµίας)124.
Η βασική διαφορά µεταξύ διατάκτη και υπολόγου εντοπίζεται στο ότι ο
διατάκτης δίνει την εντολή για την εκτέλεση µιας δαπάνης, ενώ ο δηµόσιος υπόλογος
είναι αυτός που εκτελεί την εντολή αυτή και καταβάλλει τη δαπάνη.
119
Ελ.Συν.Τµ.IV Αποφάσεις 1693/2007, 1821/2008.
120
Άρθρο 65 παρ.1 του Ν.4270/2014.
121
Γκούζης Αθ., ∆ηµόσιο Λογιστικό, ο.π., σελ. 110.
122
Μπάρµπας Ν., Στοιχεία ∆ηµοσιονοµικού ∆ικαίου, ο.π., σελ.126.
123
Στην περίπτωση των de facto υπολόγων η διάκριση αυτή δεν ισχύει.
124
Μπάρµπας Ν., Στοιχεία ∆ηµοσιονοµικού ∆ικαίου, ο.π., σελ.125.
24
που υπάγεται στην αρµοδιότητα των τελευταίων. Στη συνέχεια, όµως, προβαίνει και
στην εκκαθάριση της δαπάνης, εκδίδοντας, αφού προηγουµένως ελέγξει τη
νοµιµότητά της, το σχετικό ένταλµα πληρωµής, το οποίο αποστέλλει στο αρµόδιο
ταµείο για την ενέργεια της πληρωµής. Συνεπώς, ο ∆ήµαρχος ενεργεί πράξεις
διαχειρίσεως της περιουσίας και των λογαριασµών του δήµου και για το λόγο αυτό,
ευθύνεται, ως υπόλογος. Η ιδιότητα δε αυτού ως διατάκτη συντρέχει µε την ανωτέρω
ιδιότητά του ως υπολόγου και δεν είναι ασύµβατη µε αυτή. Τα ίδια ισχύουν και για τα
µέλη του δηµοτικού συµβουλίου και της οικονοµικής επιτροπής133.
Στο σηµείο αυτό, αξίζει να σηµειωθεί ότι σύµφωνα µε τις διατάξεις των
άρθρων 86 παρ.5 του Ν.3463/2006134 και 58 παρ.5 του Ν. 3852/2010135, καθώς και το
άρθρο 114 παρ.4 του προϊσχύοντος Π∆ 410/1995136 (όπως αντικαταστάθηκε από την
παρ.4 του άρθρου 29 του Ν.3202/2003), «ο δήµαρχος δεν θεωρείται υπόλογος κατά
την έννοια του άρθρου 25 του Π.∆. 774/1980 (ΦΕΚ189 Α΄), όπως ισχύει, [ήδη άρθρο
44 του Ν. 4129/2013] και σε βάρος του επιτρέπεται καταλογισµός µόνο για δόλο ή
βαριά αµέλεια.». Ωστόσο, η διάταξη αυτή δεν γίνεται δεκτή από το Ελεγκτικό
Συνέδριο, το οποίο, όπως είδαµε, δέχεται παγίως ότι ο δήµαρχος, όταν ενεργεί
πράξεις διαχειρίσεως των λογαριασµών του δήµου ευθύνεται ως υπόλογος και για
ελαφρά αµέλεια, για κάθε διαπιστούµενο διαχειριστικό έλλειµµα, το οποίο και
καταλογίζεται σε βάρος του από το αρµόδιο όργανο137, ενώ κρίνει ότι το θέµα της
ευθύνης του δηµάρχου, σύµφωνα µε τις διατάξεις των άρθρων 86 παρ. 5 του ν.
Ν.3463/2006 και 58 παρ. 5 του Ν. 3852/2010 είναι διαφορετικό, «καθόσον οι
διατάξεις αυτές που απαλλάσσουν το δήµαρχο σε περιπτώσεις ελαφράς αµέλειας,
αναφέρονται στα θέµατα της ευθύνης του ως διατάκτη και όχι ως υπολόγου»138.
Τέλος, ο διατάκτης καθίσταται υπόλογος και στην περίπτωση που µε διαταγή
του πληρωθεί δαπάνη για την πληρωµή της οποίας εξέφρασε τις αντιρρήσεις του ο
133
Ελ.Συν.Τµ.VII Απόφαση 2219/2006.
134
Ν.3463/2006 «∆ηµοτικός & Κοινοτικός Κώδικας» - ΦΕΚ. τ.Α 114/2006.
135
Ν.3852/2010 «Νέα Αρχιτεκτονική της Αυτοδιοίκησης και της Αποκεντρωµένης ∆ιοίκησης -
Πρόγραµµα Καλλικράτης.» - ΦΕΚ τ.Α 87/2010.
136
Π∆ 410/199 «Κωδικοποίηση σε ενιαίο κείµενο νόµου, µε τίτλο "∆ηµοτικός και Κοινοτικός
Κώδικας" των ισχυουσών διατάξεων του ∆ηµοτικού και Κοινοτικού Κώδικα όπως τροποποιήθηκαν
και συµπληρώθηκαν» - ΦΕΚ τ.Α 231/1995.
137
Ελ.Συν.Ολοµ. Πρακτικά της 27ης Γεν.Συν. της 23.10.2002, Αποφάσεις 1718/2010, 452, 453/2008,
1/2007, 1461, 1604, 2835/2006, Τµ.VII Αποφάσεις 1787, 3065/2011.
138
Ελ.Συν.Κλιµ.Β Πράξη 198/2013
26
2. Τα συνευθυνόµενα πρόσωπα
Παρά τις αναφορές νοµοθετικών διατάξεων142 σε συνευθυνόµενα πρόσωπα, η έννοια
τους δεν ορίζεται ρητά στη νοµοθεσία. Για το λόγο αυτό, το περιεχόµενό της
καθορίστηκε, ουσιαστικά, από τη νοµολογία του Ελεγκτικού Συνεδρίου143:
Συνευθυνόµενος είναι αυτός ο οποίος, χωρίς να είναι ή να θεωρείται από το νόµο
δηµόσιος υπόλογος ή να άσκησε εν τοις πράγµασι (de facto) έργο υπολόγου,
αναµειγνύεται µε οποιονδήποτε τρόπο στη διαχειριστική διαδικασία, η ανάµειξη δε
αυτή επενεργεί αποφασιστικά στην εκταµίευση του δηµοσίου χρήµατος και επηρεάζει
την οµαλή διεξαγωγή της διαχείρισης, µε την έννοια ότι χωρίς αυτή (την ανάµειξη)
δεν µπορεί να αρχίσει και να περατωθεί η διαχειριστική διαδικασία και να προκληθεί
το διαπιστούµενο στην οικεία διαχείριση έλλειµµα.
Η κατά τα ανωτέρω ανάµειξη συντρέχει, ιδίως, σε περιπτώσεις κατά τις οποίες
η ανατεθειµένη από το νόµο ή η κατά φαινόµενον υπάρχουσα διοικητική
αρµοδιότητα του εκάστοτε ενεργούντος υπαλλήλου, ακόµα και όταν αυτή ασκείται
επ' ευκαιρία ή κατά κατάχρηση των καθηκόντων, που από το νόµο του έχουν
ανατεθεί, επενεργεί αποφασιστικά στην εκταµίευση του δηµοσίου χρήµατος, διότι
στοχεύει άµεσα ή έµµεσα σε αυτήν την ίδια την εκταµίευση144.
139
Άρθρο 93 παρ.3 του Ν.4270/2014.
140
Μπάλτα Ε., Ζητήµατα δηµοσιονοµικού ελέγχου των ΟΤΑ, Σχόλιο στην Ελ.Συν.Ολοµ. 3237/2011,
Εφηµ∆∆ 2/2012, σελ.174
141
Άρθρο 175 παρ.3 του Ν.3463/2006.
142
Στο άρθρο 12 παρ.1 του Ν.∆. 1264/1942 , όπου προβλέπεται ότι οι Οικονοµικοί Επιθεωρητές
εφόσον διαπιστώσουν την ύπαρξη ελλείµµατος καταλογίζουν όχι µόνο τον υπόλογο, αλλά και τους
«τυχόν αλληλεγγύως µετ` αυτού συνευθυνόµενους». Σχετική αναφορά γίνεται και στην παρ.7 του
άρθρου 22 του Ν.4129/2013: «Τα ελλείµµατα, η πληρωµή αχρεωστήτως καταβληθέντων ποσών ή µη
νόµιµων δαπανών και η φθορά ή απώλεια τίτλων, απαιτήσεων και περιουσιακών στοιχείων
καταλογίζονται από τον αρµόδιο επίτροπο του παρόντος άρθρου σε βάρος των υπευθύνων, των
αχρεωστήτως λαβόντων και των τυχόν συνευθυνοµένων.».
143
Ελ.Συν.Ολοµ. Αποφάσεις 108/1977, 1192/1988, 867/1990, 1240/2014.
144
Ελ.Συν.Ολοµ. Απόφαση 2161/2006, Τµ.Ι Απόφαση 2082/2007.
27
145
Άρθρο 29 του Εισ.Ν.ΑΚ « Στις περιπτώσεις όπου στη νοµοθεσία που ισχύει ... απαντά ο όρος
συνενοχή ή αλληλέγγυος ενοχή, από την εισαγωγή του Αστικού Κώδικα νοείται ... η ενοχή εις
ολόκληρον ... » (Ελ.Συν.Ολοµ. Απόφαση 1456/2008).
146
Ελ. Συν Ολοµ. Αποφάσεις 2443, 2444/2007, 1240/2014.
147
Σύµφωνα µε παλαιότερες αποφάσεις της Ολοµέλειας του Ελ.Συν. (108/1977, 114/1978, 2/1979 σε
Σαρµά Ι., Κράτος και δικαιοσύνη 3, Το δηµόσιο χρήµα υπό έλεγχο, εκδ. Αντ. Σάκκουλα, Αθήνα –
Κοµοτηνή, 2003, σελ.186), που διατυπώθηκαν και ως απόψεις της µειοψηφίας σε νεότερες αποφάσεις
(Ελ.Συν. Τµ.V 1058, 1067/2001): «εάν κατά την διενέργεια επιθεωρήσεως διαπιστωθή εν τη
διαχειρήσει έλλειψις χρηµάτων και ύπαρξις εις ολόκληρον µετά του υπολόγου υποχρέου, αι
προϋποθέσεις ευθύνης του δευτέρου (εις ολόκληρον υποχρέου) θα κριθούν αυτοτελώς και
ανεξαρτήτως προς το είδος της ευθύνης του υπολόγου, ούτινος, καθά ελέχθη το πταίσµα τεκµαίρεται.
[…] Υπαρχούσης ευθύνη περισσοτέρων, οίτινες συνέπραξαν ή ενήργησαν διαδοχικάς πράξεις εις την
αυτήν διαχείρισιν, ούτοι, κατ’ άρθρον 926ΑΚ ευθύνονται εις ολόκληρον έκαστος. Εάν κατά την
κατ΄ουσία έρευναν εκάστης συγκεκριµένης περιπτώσεως αποδειχθή ότι η διαχειριστική ανωµαλία
προήλθεν αποκλειστικών δια πράξεως ενός (κλοπή, πλαστογραφία), τότε απαλλάσσονται κατ’ ουσίαν
οι λοιποί».
148
Ελ.Συν.Ολοµ. Αποφάσεις 1435/1995, 1039/1995, 750/1991, 867/1990, 976/2000, 1034/2011,
1240/2014, Τµ.1 1447/2000.
149
Ελ.Συν.Ολοµ.. Αποφάσεις 2443, 2444/2007, 1240/2014, Τµ.Ι Αποφάσεις 2082/2007, 1174/2009
150
Ελ.Συν.Ολοµ. Αποφάσεις 859/1990, 534/1991, 750/1991, 1053/1998, 1306/2001, 1456/2008 και
1034/2011.
28
εισέπραξε ο ίδιος τα χρήµατα αυτά, φέρει και την ιδιότητα του αχρεωστήτως
λαβόντα151.
Βάσει των ανωτέρω στοιχείων της έννοιας τους συνευθυνόµενου προσώπου,
γίνεται αντιληπτή και η διαφορά του από το de facto υπόλογο, η οποία έγκειται στο
ότι ο συνευθυνόµενος δεν διενεργεί πράξεις διαχείρισης, αντίθετα µε τον de facto
υπόλογο, όπως είδαµε παραπάνω.
Στη νοµολογία υπάρχουν πολλά παραδείγµατα συνευθυνόµενων προσώπων:
α. Υπάλληλος που πλαστογραφούσε υπουργικές αποφάσεις πρόσληψης υπαλλήλων,
βάσει των οποίων εκδόθηκαν οι τίτλοι πληρωµής τους152.
β. Υπάλληλος που συνέτασσε πλαστές µισθοδοτικές καταστάσεις153.
γ. Προϊστάµενος της ∆.Ο.Υ,. που ως υπεύθυνος για τη διαπίστωση της συνδροµής
των προϋποθέσεων επιστροφής Φ.Π.Α, λόγω ενδοκοινοτικών παραδόσεων αγαθών,
υπέγραψε τις σχετικές πράξεις επιστροφής, χωρίς να συντρέχουν οι προϋποθέσεις
επιστροφής, συντελώντας καθοριστικά στην εκταµίευση των ποσών αυτών154.
Οµοίως, συνευθυνόµενος κρίθηκε και ο υπάλληλος της ∆.Ο.Υ. που είχε την ευθύνη
προσωρινού ελέγχου, στον οποίο βασίσθηκε η επακολουθήσασα διαδικασία
εκδόσεως των αποφάσεων επιστροφής φόρου155.
δ. Προϊσταµένη ∆.Ο.Υ. που συνέτασσε και υπέβαλε στη ∆.Ο.Υ. ψευδείς δηλώσεις
φόρου εισοδήµατος ανύπαρκτων προσώπων, από τις οποίες προέκυπτε επιστροφή
φόρου την οποία εισέπραττε η ίδια, ο σύζυγός της και ο αδελφός της156.
ε. Τα µέλη επιτροπών απογραφής των ενόπλων δυνάµεων, καθώς συντελούν στην
πρόκληση ή την αύξηση ελλείµµατος στη διαχείριση εµπορευµάτων του
πρατηρίου.157
στ. Τα µέλη επιτροπών παραλαβής προµηθειών158 και έργων159 των ∆ήµων, όταν οι
βεβαιώσεις παραλαβής και καλής εκτέλεσης που υπογράφουν δεν ανταποκρίνονται
151
Ελ.Συν.Τµ.Ι Απόφαση 594/2006.
152
Ελ.Συν.Ολοµ. Απόφαση 750/1991.
153
Ελ.Συν.Ολοµ. Απόφαση 1456/2008.
154
Ελ.Συν.Ολοµ. Αποφάσεις 2443, 2444/2007 2082/2007, Τµ.Ι Αποφάσεις 902/2003, 511/2003,
1174/2009.
155
Ελ.Συν.Ολοµ. Απόφαση 1240/2014.
156
Ελ.Συν.Ολοµ. Απόφαση 2161/2006.
157
Ελ.Συν.Τµ.V Απόφαση 2215/1998.
158
Ελ.Συν.Ολοµ. Αποφάσεις 1573, 1616/2008.
159
Ελ.Συν.Ολοµ. Απόφαση 1808/2014.
29
3. Οι αχρεωστήτως λαβόντες
Σύµφωνα µε την παρ.4 του άρθρου 152 του Ν.4270/2014160, µαζί µε τους δηµόσιους
υπολόγους καταλογίζονται και οι λαβόντες αχρεώστητη πληρωµή, δηλαδή τα
πρόσωπα, που τους καταβλήθηκε δηµόσιο χρήµα για την απόσβεση, έναντι αυτών
κρατικής υποχρέωσης, η οποία, όµως, κατά το χρόνο της καταβολής δεν υπήρχε, διότι
ουδέποτε γεννήθηκε ή µεταγενεστέρως (και προ της καταβολής) αποσβέσθηκε ή διότι
η καταβολή τελεί υπό αναβλητική αίρεση µη πληρωθείσα161.
Τα πρόσωπα αυτά, απλώς, λαµβάνουν την πληρωµή, χωρίς να διενεργούν
διαχειριστικές πράξεις και γι αυτό και διακρίνονται από τους δηµόσιους υπόλογους.
Καταλογίζονται, όµως, µε το ποσό που έλαβαν αχρεώστητα, προκειµένου να
τακτοποιηθεί το έλλειµµα, που δηµιουργήθηκε κατά τον έλεγχο δηµοσίου
λογαριασµού162.
Ωστόσο, ειδικά για τις περιπτώσεις που έχουν καταβληθεί αχρεώστητα
χρηµατικά ποσά από αποδοχές ή συντάξεις, έχει κριθεί ότι η αναζήτηση και
επιστροφή αυτών αντίκειται στις αρχές της εύρυθµης και χρηστής διοίκησης όταν
συντρέχουν σωρευτικά οι εξής προϋποθέσεις: α) κρίνεται, µετά από εκτίµηση των
συγκεκριµένων σε κάθε περίπτωση συνθηκών και της συµπεριφοράς των αρµόδιων
κρατικών αρχών ότι δηµιουργήθηκε σε εκείνον που εισέπραξε τα παραπάνω ποσά
σταθερή και δικαιολογηµένη πεποίθηση ότι ήταν δικαιούχος αυτών και συνεπώς
καλόπιστα τα εισέπραξε και β) προκύπτει από την εκτίµηση των στοιχείων της
προσωπικής, οικογενειακής και περιουσιακής κατάστασης του ανωτέρω ότι η
αναζήτηση µετά από την παρέλευση ικανού χρονικού διαστήµατος και η επιστροφή
160
Άρθρο 156 παρ.4 του Ν.4270/2013, πρώην άρθρο 33 του Ν.2362/1995: «Στις περιπτώσεις
πληρωµής µη νόµιµων δαπανών καταλογίζεται: α. στα υπηρεσιακά όργανα που από δόλο ή βαρεία
αµέλεια έχουν εκδώσει παράνοµες διοικητικές πράξεις ή έχουν συµπράξει στη µη τήρηση των νόµιµων
διαδικασιών πραγµατοποίησης της δαπάνης και β. στους λαβόντες, εφόσον υπέχουν ευθύνη για τη µη
τήρηση των ανωτέρω διαδικασιών. Στους λαβόντες καταλογίζεται και σε κάθε περίπτωση
αχρεώστητης πληρωµής». Αντίστοιχες και οι διατάξεις του άρθρο 96 του Ν.4270/2013, άρθρου 35
παρ.5 του Ν∆ 496/1974, του άρθρου 22 παρ.7 του Ν.4129/2013 και του άρθρου 46 παρ.4 του
Ν.4129/2013.
161
Ελ.Συν.Ολοµ. Πρακτικά 12ης Γεν.Συν. της 16.06.2010.
162
Ελ.Συν.Ολοµ. Πρακτικά 12ης Γεν.Συν. της 16.06.2010, Κλιµ.Β Πρακτικά 9ης Συν. της 1ης Ιουλίου
2013.
30
1. Οι υποχρεώσεις
α. Πρωταρχική υποχρέωση του δηµόσιου υπολόγου και προσδιοριστικό στοιχείο της
έννοιάς του αποτελεί, όπως είδαµε ανωτέρω, η υποχρέωση του προς λογοδοσία, η
οποία γίνεται, κατά κανόνα, µε την υποβολή των λογαριασµών του στο Ελεγκτικό
Συνέδριο για έλεγχο.
β. Εξίσου σηµαντική είναι η υποχρέωσή του να φροντίσει, ώστε η διαχείρισή
του να µην έχει ως αποτέλεσµα τη δηµιουργία ελλείµµατος166. Συνεπώς, βασικό
καθήκον του είναι να ελέγχει τη νοµιµότητα και κανονικότητα της κάθε δαπάνης
163
Ελ.Συν.Ολοµ. Αποφάσεις 577/1993, 1636/1995, 1489/2000,1428/2005, 2457/2012.
164
Γν ΝΣΚ 209/1990.
165
Ελ.Συν.Κλιµ.Β Πρακτικά της 9ης Συν. της 1.7.2013.
166
Για την έννοια και το περιεχόµενο του ελλείµµατος, βλ. παρακάτω.
31
167
Μπάρµπας Ν., Στοιχεία ∆ηµοσιονοµικού ∆ικαίου, ο.π., σελ.127.
168
Λιγωµένου Αν., Το νοµικό καθεστώς του δηµόσιου υπολόγου, ∆ιοικητική Ενηµέρωση, τ.10, 1998,
σελ.97.
169
Άρθρο 152 παρ.10 του Ν.4270/2014.
170
Άρθρο 153 του Ν.4270/2014.
171
Γκούζης Αθ., ∆ηµόσιο Λογιστικό, ο.π., σελ. 222.
172
Άρθρο 154 του Ν.4270/2014.
173
Άρθρο 152 παρ.9 του Ν.4270/2014.
32
υποχρέωση των δηµοσίων υπολόγων για καταβολή εγγύησης, πριν την παραλαβή της
διαχείρισης. Η υποχρέωση αυτή δεν περιλήφθηκε, όµως, στις διατάξεις των δηµόσιων
λογιστικών, που ακολούθησαν, οπότε η µια άποψη που διατυπώθηκε είναι ότι η
σχετική υποχρέωση καταργήθηκε174. Ωστόσο, τόσο στο µέχρι προσφάτως ισχύον Π∆
774/1980175, όσο και στον ισχύων σήµερα Ν.4129/2013 προβλέπεται στις
αρµοδιότητες του Ελεγκτικού Συνεδρίου176 η εποπτεία των εγγυήσεων των δηµοσίων
υπολόγων και ορίζεται ειδικότερα ότι «όταν ο νόµος δεν καθορίζει το είδος και το
ποσό της εγγύησης που πρέπει να παρασχεθεί από τους δηµόσιους υπολόγους, αυτά
καθορίζονται µε προεδρικό διάταγµα, που εκδίδεται µε πρόταση του αρµόδιου
Υπουργού και του Υπουργού Οικονοµικών ύστερα από γνώµη του Ελεγκτικού
Συνεδρίου»177. Έχει διατυπωθεί, λοιπόν, και η άποψη ότι από τη στιγµή που
προβλέπεται το σύστηµα εγγυοδοσίας, µπορεί να ενεργοποιηθεί µε την έκδοση του
κατά τα ανωτέρω προεδρικού διατάγµατος178.
Οι ανωτέρω αποτελούν τις βασικές υποχρεώσεις, που διέπουν το καθεστώς
των δηµοσίων υπολόγων. Πέραν αυτών, µπορεί να προβλέπονται και άλλες από
ειδικότερες διατάξεις, ανά κατηγορία δηµοσίων υπολόγων179.
2. Οι απαγορεύσεις
α. Μια από τις απαγορεύσεις που θεσπίζεται από το ∆ηµόσιο Λογιστικό180 είναι η
απαγόρευση ανάµειξης στη διαχείριση του υπολόγου χρηµάτων ξένων προς αυτή
(δικά τους ή κάποιου τρίτου). Σε περίπτωση που προβεί στην ανάµιξη αυτή,
διαπράττει πειθαρχικό αδίκηµα, ενώ εάν λόγω της ανάµιξης προκύψει µείωση του
δηµοσίου χρήµατος, πιθανόν να τελείται και το ποινικό αδίκηµα της απιστίας σχετικά
µε την υπηρεσία181,182.
174
Γκούζης Αθ., ∆ηµόσιο Λογιστικό, ο..π., σελ. 225.
175
Άρθρα 15 παρ.6 και 40 του Π∆ 774/1980.
176
Άρθρα 1 περιπτ.ζ και 62 παρ.1 του Ν.4129/2013.
177
Άρθρο 62 παρ.2 του Ν.4129/2013.
178
Μηλιώνης Ν., Το Ελεγκτικό Συνέδριο – Σύγχρονες τάσεις και εξελίξεις, ο.π., σελ. 238.
179
Όπως π.χ. το Π.∆.136/1998 (ΦΕΚ τΑ`107/1998) «Περιορισµοί έκδοσης Χρηµατικών Ενταλµάτων
Προπληρωµής και ευθύνες υπολόγων.».
180
Άρθρο 152 παρ.9 του Ν.4270/2014.
181
Γκούζης Αθ., ∆ηµόσιο Λογιστικό, ο.π., σελ. 223, Κόρσος ∆, ∆ηµοσιονοµικόν ∆ίκαιον, ο.π., σελ.93,
Στασινόπουλος Μ., Μαθήµατα ∆ηµοσιονοµικού ∆ικαίου και ∆ηµόσιου Λογιστικού, Αθήναι, 1966,
σελ.84.
182
Άρθρο 256ΠΚ: «Απιστία σχετική µε την υπηρεσία. Υπάλληλος που κατά τον προσδιορισµό, την
είσπραξη ή τη διαχείριση φόρων, δασµών, τελών ή άλλων φορολογηµάτων ή οποιωνδήποτε εσόδων
33
3. Τα ασυµβίβαστα
Πέραν των απαγορεύσεων και των υποχρεώσεων, το ∆ηµόσιο Λογιστικό
προσδιορίζει και συγκεκριµένα ασυµβίβαστα ως προς την ιδιότητα του δηµόσιου
υπολόγου, ώστε, κυρίως, να αποφευχθεί η σύµπτωση στο ίδιο πρόσωπο της ιδιότητας
του ελέγχοντος και του ελεγχοµένου186. Έτσι, σύµφωνα µε το άρθρο 151 του
Ν.4270/2014, τα καθήκοντα των διαχειριστών χρηµάτων, αξιών και υλικού του
∆ηµοσίου είναι ασυµβίβαστα µε τα καθήκοντα του διατάκτη και του εκκαθαριστή. Το
ασυµβίβαστο που θεσπίζεται µε την ιδιότητα του διατάκτη, αναλύθηκε επαρκώς
ανωτέρω.
ελαττώνει εν γνώσει του και για να ωφεληθεί ο ίδιος ή άλλος, τη δηµόσια, τη δηµοτική ή την
κοινοτική περιουσία ή την περιουσία νοµικού προσώπου δηµοσίου δικαίου, της οποίας η διαχείριση
του είναι εµπιστευµένη, τιµωρείται: α) µε φυλάκιση τουλάχιστον έξι µηνών β) αν η ελάττωση
είναι ιδιαίτερα µεγάλης αξίας, µε φυλάκιση τουλάχιστον δύο ετών γ) µε κάθειρξη µέχρι δέκα ετών,
αν: α) ο υπαίτιος µεταχειρίστηκε ιδιαίτερα τεχνάσµατα και η ελάττωση της περιουσίας είναι ιδιαίτερα
µεγάλης αξίας ανώτερης συνολικά τριάντα (30.000) χιλιάδων ευρώ ή β) το αντικείµενο της πράξης έχει
συνολική αξία µεγαλύτερη των εκατό είκοσι χιλιάδων (120.000) ευρώ.» (τα ποσά
αναπροσαρµόστηκαν µε την παρ.1 περ.η` και παρ.2 περ.β` του άρθρου 24 Ν.4055/2012 (ΦΕΚ Α
51/12.3.2012).
183
Γκούζης Αθ., ∆ηµόσιο Λογιστικό, ο.π., σελ. 223, Λιγωµένου Αν., Το νοµικό καθεστώς του
δηµόσιου υπολόγου, ο.π., σελ.97.
184
Άρθρο 257ΠΚ: «Εκµετάλλευση εµπιστευµένων πραγµάτων: Υπάλληλος που χωρίς πρόθεση
Υπεξαίρεσης ή Απιστίας τοκίζει ή µεταχειρίζεται κατ` άλλον τρόπο για δικό του όφελος ή
παραχωρεί σε άλλον για να χρησιµοποιηθούν χρήµατα ή πράγµατα που του είναι εµπιστευµένα
λόγω της υπηρεσίας του τιµωρείται µε χρηµατική ποινή ή φυλάκιση µέχρις ενός έτους.».
185
Μπάρµπας Ν., Στοιχεία ∆ηµοσιονοµικού ∆ικαίου, ο.π., σελ.132.
186
Αιτιολογική Έκθεση του Ν.2362/1995.
34
187
Γκούζης Αθ., ∆ηµόσιο Λογιστικό, ο.π., σελ. 222.
188
Γκούζης Αθ., ∆ηµόσιο Λογιστικό, ο.π., σελ. 222.
189
Ν. 2690/1999 (ΦΕΚ 45/09.03.1999 τεύχος Α) Κύρωση του Κώδικα ∆ιοικητικής ∆ιαδικασίας και
άλλες διατάξεις.
190
ΣτΕ 150, 245, 420/2011.
191
ΓνΝΣΚ 554/2005, 414/2006, 230/2006.
35
ορισµός προσώπου, που έχει ήδη ορισθεί και εκτελεί καθήκοντα διαχειριστή –
συντονιστή ευρωπαϊκού προγράµµατος, ως υπολόγου διαχειριστή έργου
υλοποιούµενο στο πλαίσιο του εν λόγω ευρωπαϊκού προγράµµατος192, ο ορισµός
προσώπου, που έχει ήδη ορισθεί υπόλογος διαχειριστής έργου, ως µέλους της
επιτροπής εµπειρογνωµόνων για τη σύνταξη των τεχνικών προδιαγραφών του ίδιου
έργου193, ο ορισµός ως υπολόγου διαχειριστή έργου του Τµηµατάρχη του τµήµατος
προµηθειών του νοµικού προσώπου194.
Αντιθέτως, όταν ρωτήθηκε εάν συντρέχει ασυµβίβαστο µεταξύ των
καθηκόντων του υπόλογου διαχειριστή χρηµάτων και του υπόλογου διαχειριστή
υλικού, το Νοµικό Συµβούλιο του Κράτους γνωµοδότησε195 ότι: «δεν τίθενται βάσει
των γενικών διατάξεων ζήτηµα ασυµβιβάστου των καθηκόντων δηµοσίου υπολόγου
διαχειριστή χρηµάτων και διαχειριστή υλικού. Άλλως, βέβαια έχει το θέµα που
τίθεται µε το υπόψη ερώτηµα, ότι δηλαδή οι γενικώς παραδεκτοί στη διοικητική
πρακτική κανόνες συνετής και αποτελεσµατικής διοίκησης υπαγορεύουν όπως –
κατά το δυνατόν και ιδίως σε περίπτωση επάρκειας προσωπικού – αποφεύγεται η
σύµπτωση τη διαχείρισης χρηµάτων και υλικού στο αυτό πρόσωπο, ενόψει του ότι
κάτι τέτοιο ενδέχεται να προκαλέσει υπέρµετρο υπηρεσιακή επιβάρυνση του
συγκεκριµένου προσώπου και εντεύθεν δυσλειτουργία της υπηρεσίας».
192
ΓνΝΣΚ 414/2006.
193
ΓνΝΣΚ 230/2006.
194
ΓνΝΣΚ 554/2005.
195
ΓνΝΣΚ 564/1996.
196
Σαραντόπουλος Κ., Ο έλεγχος των δηµοσίων οικονοµικών εν Ελλάδι και αλλοδαπή, σελ. 16,
Αθήναι 1975 σε Λιγωµένου Αν., Το νοµικό καθεστώς του δηµόσιου υπολόγου, ο.π., σελ.97.
36
Ανάλογα µε τους φορείς που διενεργούν τον έλεγχο διακρίνουµε τρία ήδη
ελέγχων197, που βρίσκονται σε αντιστοιχία µε τις τρεις πολιτειακές εξουσίες198: τον
κοινοβουλευτικό έλεγχο, τον διοικητικό έλεγχο και τον δικαστικό έλεγχο199. Όπως
σηµειώνει ο Λ. Θεοχαρόπουλος200, «ο διοικητικός διευκολύνει και τροφοδοτεί τον
δικαστικό, ενώ ο δικαστικός συµβάλλει στην άσκηση του κοινοβουλευτικού
δηµοσιονοµικού ελέγχου». Και οι τρεις ανωτέρω έλεγχοι διενεργούνται µετά την
πληρωµή των δαπανών και γι αυτό αποτελούν κατασταλτικούς ελέγχους.
Ο κοινοβουλευτικός έλεγχος201, ο οποίος δεν θα µελετηθεί στην παρούσα
εργασία, αφορά γενικότερα τον κατασταλτικό έλεγχο των δηµόσιων δαπανών και
διενεργείται µε την έγκριση του απολογισµού από τη Βουλή202.
α. Ο Υπουργός Οικονοµικών
Όπως προαναφέρθηκε, η αρµοδιότητα του Υπουργού Οικονοµικών να ασκεί έλεγχο
και εποπτεία στους δηµοσίους υπολόγους προβλέπεται ρητά στο άρθρο 150 παρ.3 του
197
Μπάρµπας Ν., Στοιχεία ∆ηµοσιονοµικού ∆ικαίου, ο.π., σελ.185.
198
Λιγωµένου Αν., Το νοµικό καθεστώς του δηµόσιου υπολόγου, ο.π., 1998, σελ.97.
199
Σύµφωνα µε το Ρίζο Κ., Ο έλεγχος των δηµοσίων δαπανών και λογαριασµών από το Ελεγκτικό
Συνέδριο, β έκδοση, εκδ. Σάκκουλα, Αθήνα – Θεσσαλονίκη, 2015, σελ.36, οι έλεγχοι διαχείρισης είναι
τέσσερις, καθώς συµπεριλαµβάνεται σε αυτούς και ο δηµοσιογραφικός.
200
Θεοχαρόπουλος Λ., Ο κανών της νοµιµότητος των κρατικών δαπανών και το Ελεγκτικόν Συνέδριον
ως θεσµική εγγύηση του κανόνος, Τιµητικός Τόµος Ελεγκτικού Συνεδρίου 1833 – 1983,
Υπ.Οικονοµικών, Αθήνα, 1984, σελ. 378.
201
Όπως σηµειώνει ο Σαρµάς Ι., Καλύτερο Κράτος, εκδ.Αντ.Σάκκουλα, Αθήνα – Κοµοτηνή, 2006,
σελ.20: «Ο έλεγχος της ορθής χρήσης της δηµόσιας εξουσίας και του δηµόσιου χρήµατος είναι
απαίτηση που απορρέει από την ουσία της ∆ηµοκρατίας. Χωρίς τον έλεγχο από την πηγή της κρατικής
κυριαρχίας, τον λαό, η δηµόσια εξουσία και το δηµόσιο χρήµα µπορεί να διακόψουν την επαφή τους
µε τον λόγο υπάρξεώς τους, την υπηρεσία του λαού και να γίνουν κτήµατα αυτών που τα
διαχειρίζονται ώστε να εξυπηρετούν ιδιοτελή συµφέροντα.»
202
Για περισσότερα βλ. Ρίζος Κ., Ο έλεγχος των δηµοσίων δαπανών και λογαριασµών από το
Ελεγκτικό Συνέδριο, β έκδοση, εκδ. Σάκκουλα, Αθήνα – Θεσσαλονίκη, 2015, σελ.36.
37
203
Άρθρο 21 του Ν.4270/2014.
38
γ. Η Οικονοµική Επιθεώρηση
Η πιο γνωστή ίσως διοικητική υπηρεσία διενέργειας ελέγχων των λογαριασµών των
δηµοσίων υπολόγων και έκδοσης καταλογιστικών πράξεων σε βάρος τους, είναι η
Οικονοµική Επιθεώρηση, η οποία συστάθηκε για αυτό τον σκοπό στο Υπουργείο
Οικονοµικών. Αν και σήµερα οι ελεγκτικές αρµοδιότητες της έχουν κατά βάση
καταργηθεί µε το Ν.3492/2006, τον οποίο θα δούµε αµέσως παρακάτω, θα κάνουµε
µια σύντοµη αναφορά στην εν λόγω υπηρεσία, κατ’ αρχήν λόγω του
προαναφερόµενου πρωταγωνιστικού ρόλου της στα θέµατα καταλογισµών και
δεύτερον διότι οι Οικονοµικοί Επιθεωρητές συνεχίζουν να ασκούν τα καθήκοντά
τους για ένα µεταβατικό διάστηµα, όπως θα δούµε παρακάτω.
Ειδικότερα, η Οικονοµική Επιθεώρηση συστάθηκε µε τις διατάξεις του
Ν.2343/1995204 ως υπηρεσία στο Υπουργείο Οικονοµικών, υπαγόµενη απευθείας
στον Υπουργό Οικονοµικών, µε ιδιαίτερο κλάδο προσωπικού τους Οικονοµικούς
Επιθεωρητές. Στις αρµοδιότητες της υπηρεσίας αυτής περιλαµβάνονταν, µεταξύ
άλλων, ο διαχειριστικός και ο οικονοµικός έλεγχος των δηµόσιων υπολόγων και
δηµόσιων διαχειρίσεων205, η διενέργεια ελέγχων και ερευνών που αφορούν στην
οικονοµική κατάσταση και στη διαχείριση των Ν.Π.∆.∆., των Ο.Τ.Α., των
αποκεντρωµένων δηµοσίων υπηρεσιών που λειτουργούν αποκεντρωµένα από τον
204
Άρθρο 2 παρ.1 του Ν.2343/1995 «Αναδιοργάνωση υπηρεσιών του Υπουργείου Οικονοµικών και
άλλες διατάξεις. – ΦΕΚ τ.Α 211/1995).
205
Άρθρο 2 παρ.2α του Ν.2343/1995. Επίσης, σύµφωνα µε την παρ. 3 του ίδιου άρθρου «Στις
αρµοδιότητες της Οικονοµικής Επιθεώρησης περιλαµβάνεται και η διενέργεια ελέγχων και ερευνών
που αφορούν: α) Την οικονοµική κατάσταση και τη διαχείριση των Ν.Π.∆.∆., των Ο.Τ.Α., των
αποκεντρωµένων δηµοσίων υπηρεσιών που λειτουργούν αποκεντρωµένα από τον Κρατικό
Προϋπολογισµό, είτε ως Ειδικός Λογαριασµός είτε υπό ιδία διοίκηση είτε µε τη µορφή Ν.Π.Ι.∆., των
Ειδικών Τµηµάτων, των Επιχειρήσεων του ∆ηµοσίου που λειτουργούν µε τη µορφή Α.Ε., καθώς και
των επιχειρήσεων µε τις οποίες το ∆ηµόσιο συνδέεται µε σύµβαση και για το µέρος που αφορά την
εκτέλεση των συµβάσεων αυτών, των Ν.Π.Ι.∆. µη κερδοσκοπικού χαρακτήρα και ιδίως των
ιδρυµάτων, σχολών, συλλόγων και σωµατείων, που επιδιώκουν την εκπλήρωση αγαθοεργών,
κοινωνικών, πολιτιστικών και αθλητικών σκοπών και επιχορηγούνται µε οποιονδήποτε τρόπο από το
Κράτος, από Ν.Π.∆.∆. και από την Ευρωπαϊκή Ένωση ή άλλους διεθνείς οργανισµούς και β) την
οικονοµική λειτουργία των ∆ηµοσίων Επιχειρήσεων και Οργανισµών (∆.Ε.Κ.Ο.) και του δηµόσιου
τοµέα γενικά (άρθρου 51 του ν. 1892/1990 και της παραγράφου 6 του άρθρου 4 του ν. 1943/1991),
εκτός των τραπεζών.» Κατ’ εξουσιοδότηση της παρ.5 του ίδιου άρθρου, πριν την τροποποίησή του µε
την παρ.2 του άρθρου 13 του Ν.4110/2013 (ΦΕΚ Α 17) εκδόθηκε το Π∆ 211/1996 «Σύσταση
Οικονοµικών Επιθεωρήσεων».
39
206
Άρθρο 3παρ.1Γ του Π∆ 211/1996.
207
Ν.3492/2006 «Οργάνωση συστήµατος ελέγχου για τη διασφάλιση της χρηστής δηµοσιονοµικής
διαχείρισης του Κρατικού Προϋπολογισµού και των εκτός του Κρατικού Προϋπολογισµού φορέων
και άλλες διατάξεις» - ΦΕΚ τ.Α 210/5.10.2006.
208
Αιτιολογική Έκθεση του Ν.3492/2006.
209
Με την υπ’ αριθ. 2/70212/0004 («Έναρξη λειτουργίας οργανικών µονάδων της Γενικής ∆ιεύθυνσης
∆ηµοσιονοµικών Ελέγχων της Γενικής Γραµµατείας ∆ηµοσιονοµικής Πολιτικής/Γενικό Λογιστήριο
του Κράτους» - ΦΕΚ τ.Β 2871/ 26.10.2012) ορίστηκε η 1.11.2012 ως ηµεροµηνία έναρξης λειτουργίας
της Γ.∆.∆.Ε.
40
210
ΓνΝΣΚ 317/2013.
211
Τα θέµατα λειτουργίας της Επιτροπής Συντονισµού Ελέγχων ρυθµίζονται από το άρθρο 10 του
Ν.3492/2006.
212
Οι έκτακτοι έλεγχοι διενεργούνται µετά από αξιολόγηση της σκοπιµότητάς τους από την Ε.Σ.ΕΛ..
ώστε να αποφεύγεται η συσσώρευση τεράστιου όγκου υποθέσεων και η προφανής παρέκκλιση από το
κύριο ελεγκτικό έργο της νέας Γενικής ∆/νσης, το οποίο συνίσταται στην άσκηση ελέγχων µε
καθορισµένη στρατηγική και αξιολόγηση κινδύνου βάσει των διεθνών ελεγκτικών προτύπων και
πρακτικών. Έκτακτοι έλεγχοι διενεργούνται σε κάθε περίπτωση µετά από αίτηµα της Ευρωπαϊκής
Επιτροπής ή παραγγελία του αρµόδιου Εισαγγελέα (Αιτιολογική Έκθεση του Ν.4081/2012, που
συµπλήρωσε το άρθρο 13 του Ν.3492/2006).
213
Άρθρο 13 παρ.1 του Ν.3492/2006.
214
Το άρθρο 12 του Ν.3492/2006 αντικαταστάθηκε µε το άρθρο 1 παρ.3 του Ν.4081/2012 (ΦΕΚ Α΄
184/2012).
41
215
Επίσης, στο άρθρο 168 παρ.1 του Ν.4270/2014 προβλέπεται ότι: «Εσωτερικός έλεγχος
πραγµατοποιείται σε όλους τους φορείς της Γενικής Κυβέρνησης, όπως ορίζεται στην παράγραφο 2
του άρθρου 4 του ν. 3492/2006. Ο εσωτερικός έλεγχος ανατίθεται στις Υπηρεσίες Εσωτερικού
Ελέγχου που συστήνονται µε το άρθρο 12 του ιδίου νόµου υπό την γενική καθοδήγηση και εποπτεία
του Γενικού Λογιστηρίου του Κράτους.».
216
Η περίπτωση ε΄ προστέθηκε µε το άρθρο 5 παρ.1(δ) Ν.4281/2014 (ΦΕΚ τ.Α 160/8.8.2014).
217
Άρθρο 12 παρ.6 του Ν.3492/2006, η οποία προστέθηκε µε το άρθρο 5 παρ.1(ε) Ν.4281/2014 (ΦΕΚ
Α 160/8.8.2014). Πριν την ανωτέρω προσθήκη ίσχυε το άρθρο 13 του Ν.4081/2012, σύµφωνα µε το
οποίο: "Μέχρι τη σύσταση των µονάδων εσωτερικού ελέγχου, που προβλέπονται στο άρθρο 12
παράγραφοι 1 και 2 του ν. 3492/2006, όπως αντικαθίσταται µε το άρθρο 1 παράγραφος 3 του
παρόντος, οι αρµοδιότητες της παραγράφου 4 του ως άνω άρθρου 12 εξακολουθούν να ασκούνται από
42
2. Ο διατάκτης
Η διαχείριση των δηµοσίων υπολόγων υπάγεται επίσης, σύµφωνα µε την παρ.3 του
Ν.4270/2014, στον έλεγχο και την εποπτεία του οικείου διατάκτη. Άλλωστε, ο
έλεγχος αυτός αποτελεί τον κυριότερο λόγο θέσπισης του ασυµβίβαστου, µεταξύ των
δυο ιδιοτήτων.
Ειδικότερα, για τους προϊσταµένους οικονοµικών υπηρεσιών και ειδικών
ταµιών προβλέπεται ότι εξακριβώνουν καθηµερινά το χρηµατικό υπόλοιπο των
υπολόγων και συντάσσουν σχετική πράξη222.
την Οικονοµική Επιθεώρηση του Υπουργείου Οικονοµικών ή τη Γ.∆.∆.Ε., µετά τη µεταφορά των εν
λόγω αρµοδιοτήτων σε αυτή.».
218
Ρίζος Κ., Ο έλεγχος των δηµοσίων δαπανών και λογαριασµών από το Ελεγκτικό Συνέδριο, ο.π.,
σελ.38.
219
Βλ. σχετικά τα άρθρα 1 – 13 του Ν.4270/2014. Αποτελεί ανεξάρτητη διοικητική αρχή και είναι
αρµόδιο να αξιολογεί τις µακροοικονοµικές προβλέψεις µε σκοπό την υιοθέτησή τους και να
παρακολουθεί τη συµµόρφωση µε τους δηµοσιονοµικούς κανόνες, γνωµοδοτώντας επί αυτής.
220
Βλ. σχετικά το άρθρο 4 του Ν.4111/2013 (ΦΕΚ Α΄ 18/25.01.2013) και άρθρο 27 του Ν.4270/2014.
Το Παρατηρητήριο είναι αρµόδιο για την αξιολόγηση και τη διατύπωση γνώµης επί των σχεδίων των
προϋπολογισµών, τη συνεχή παρακολούθηση και τη διασφάλιση της ορθής εκτέλεσης σε µηνιαία βάση
του προϋπολογισµού των φορέων της Τοπικής Αυτοδιοίκησης, καθώς και τη συµµόρφωσή τους µε
τους δηµοσιονοµικούς κανόνες, τους στόχους και τα όρια των πιστώσεων, σύµφωνα µε το εκάστοτε
ισχύον Μ.Π.∆.Σ. και το Ολοκληρωµένο Πλαίσιο ∆ράσης.
221
Βλ. σχετικά το άρθρο 3 του Ν.4111/2013 και άρθρο 148 του Ν.4270/2014.
222
Άρθρο 88 του Ν.4270/2014.
43
223
Κοκκίδου Αλ., ∆ιοικητική Εποπτεία και ∆ηµοσιονοµικός έλεγχος στους πρωτοβάθµιους
οργανισµούς τοπικής αυτοδιοίκησης, εκδ. Σάκκουλα, Αθήνα – Θεσσαλονίκη, 2008, σελ.168 εποµ.
224
Ν.3852/2010 «Νέα Αρχιτεκτονική της Αυτοδιοίκησης και της Αποκεντρωµένης ∆ιοίκησης -
Πρόγραµµα Καλλικράτης» - ΦΕΚ τ.Α 87/2010. Άρθρο 275 του: «Οι δαπάνες των δήµων, των
περιφερειών, των νοµικών τους προσώπων δηµοσίου δικαίου, καθώς και των κοινωφελών
επιχειρήσεων, των επιχειρήσεων ύδρευσης αποχέτευσης και των δηµοτικών ανωνύµων εταιρειών του
άρθρου 266 του Κ.∆.Κ. ανεξαρτήτως πληθυσµού, εξαιρουµένων των σχολικών επιτροπών, υπάγονται
στον προληπτικό έλεγχο του Ελεγκτικού Συνεδρίου, σύµφωνα µε τα προβλεπόµενα στις διατάξεις 1
έως 3 του άρθρου 169 του Κ.∆.Κ.».
Άρθρο 276 παρ.1: «Από το Ελεγκτικό Συνέδριο διεξάγεται υποχρεωτικά κατασταλτικός έλεγχος των
λογαριασµών των δήµων, των περιφερειών και των νοµικών τους προσώπων δηµοσίου δικαίου, καθώς
και των κοινωφελών επιχειρήσεων, των επιχειρήσεων ύδρευσης αποχέτευσης και των δηµοτικών
ανωνύµων εταιρειών του άρθρου 266 του Κ.∆.Κ.. Ο έλεγχος είναι ετήσιος τακτικός και
δειγµατοληπτικός, εκτός εάν από το δειγµατοληπτικό έλεγχο προέκυψαν λόγοι που επιβάλλουν τη
γενίκευση του κατασταλτικού ελέγχου και διενεργείται µετά το τέλος κάθε οικονοµικής χρήσης ή είναι
έκτακτος γενικός ή ειδικός ή θεµατικός και συνίσταται στον έλεγχο νοµιµότητας και κανονικότητας
της διαχείρισης.».
225
Ελ.Συν.Ολοµ. Απόφαση 1039/1995.
226
Μαραγκού Γ., Η διαδικασία και το αντικείµενο του προληπτικού και του κατασταλτικού ελέγχου.
Περιπτωσιολογία, ο.π., σελ.658, Κοκκίδου Αλ., ∆ιοικητική Εποπτεία και ∆ηµοσιονοµικός έλεγχος
στους πρωτοβάθµιους οργανισµούς τοπικής αυτοδιοίκησης, ο.π., σελ.170, Σολδάτος ∆., ∆ηµόσιο
Λογιστικό, εκδ. ∆ηµόπουλου, Θεσσαλονίκη, 2001, σελ.576.
44
προληπτικό έλεγχο του Ελεγκτικού Συνεδρίου, λόγω της παραποµπής του εδαφ. γ της
παρ.1 του άρθρου 98 στο εδαφ. α του ίδιου άρθρου. Άλλωστε, όσον αφορά τα
ν.π.δ.δ., αυτά θεωρούνται, ούτως ή άλλως υπαγόµενα σε έλεγχο, εξαιτίας τις
διαχείρισης δηµοσίου χρήµατος.
Περαιτέρω, στο άρθρο 1 παρ.1 περιπτ. β του Κώδικα του Ελεγκτικού
Συνεδρίου, που απαριθµεί τις αρµοδιότητες του Ελεγκτικού Συνεδρίου, ορίζεται ότι
το Ελεγκτικό Συνέδριο διενεργεί υποχρεωτικά κατασταλτικό έλεγχο σε όλους τους
λογαριασµούς ή τους απολογισµούς των φορέων της Γενικής Κυβέρνησης, καθώς και
στον εκτός Κρατικού Προϋπολογισµού λογαριασµό µε την ονοµασία «Ειδικός
Λογαριασµός Εγγυήσεων Γεωργικών Προϊόντων» του άρθρου 26 παρ. 1 του
Ν.992/1979 (Α' 280), ενώ σε κατασταλτικό έλεγχο υπόκειται και κάθε φορέας που
έλαβε καθ' οιονδήποτε τρόπο χρηµατοδότηση ή επιχορήγηση από τον Κρατικό
Προϋπολογισµό227. Επίσης, σύµφωνα µε την περιπτ.στ του ίδιου άρθρου, το
Ελεγκτικό Συνέδριο εποπτεύει τους δηµόσιους υπολόγους όσον αφορά την τήρηση
των διατάξεων του ∆ηµοσίου Λογιστικού228.
Εποµένως, συµπεραίνουµε ότι στην αρµοδιότητα του κατασταλτικού ελέγχου
του Ελεγκτικού Συνεδρίου υπόκεινται όλοι οι φορείς, είτε είναι ν.π.δ.δ., είτε είναι
ν.π.ι.δ., εφόσον διαχειρίζονται δηµόσιο χρήµα, διότι η διαχείριση αυτή τους καθιστά
δηµόσιους υπολόγους. Το Σύνταγµα δίνει, όµως, πλέον τη δυνατότητα στο νοµοθέτη
να υπάγει στον έλεγχο του Ελεγκτικού Συνεδρίου και διαχειρίσεις ν.π.ι.δ., ακόµη και
εάν αφορούν διαχείριση «ιδιωτικού» χρήµατος229.
227
Με το άρθρο 41 του Ν.4129/2013 καθιερώνεται η υποχρέωση κάθε φορέα που επιχορηγείται ή και
χρηµατοδοτείται από τους φορείς της Γενικής Κυβέρνησης να υποβάλει στους φορείς από τους
οποίους εποπτεύονται, καθώς και στους φορείς επιχορήγησης ή και χρηµατοδότησης, εφόσον αυτοί
δεν ταυτίζονται και στο Ελεγκτικό Συνέδριο, µε το πέρας διµήνου από τη λήξη του οικονοµικού έτους,
απολογισµό της συνολικής οικονοµικής τους δραστηριότητας και ξεχωριστό απολογισµό της
επιχορήγησης ή χρηµατοδότησης που έλαβαν. Το Ελεγκτικό Συνέδριο, διενεργεί, σύµφωνα µε τις
διατάξεις του, έλεγχο νοµιµότητας και κανονικότητας, καθώς και έλεγχο της χρηστής δηµοσιονοµικής
διαχείρισης (οικονοµικότητα, αποδοτικότητα και αποτελεσµατικότητα) για τα ποσά της επιχορήγησης
και της χρηµατοδότησης που έλαβαν κάθε οικονοµικό έτος οι φορείς και συντάσσει έκθεση ελέγχου.
228
Βλ. σχετικά και άρθρο 61 του Ν.4129/2013.
229
Ελ.Συν.Τµ.IV Αποφάσεις 1350/2001, 2305/2013, Κλιµ.Β Πρακτικά της 7ης Συν. της 26.04.2012.
Επίσης, µε την Ελ.Συν.Ολοµ. Απόφαση 439/2012 κρίθηκε ότι η ανάµειξη του δηµόσιου χρήµατος
(προερχόµενου από επιχορηγήσεις από διάφορους δηµόσιους φορείς) µε τα ίδια έσοδα του ν.π.ι.δ. (από
την πώληση προϊόντων, την παροχή υπηρεσιών κ.λπ.) λόγω κατάθεσής τους σε κοινό τραπεζικό
λογαριασµό, δεν αναιρεί την ευθύνη του αναιρεσείοντος, ως διαχειριστή υπολόγου της συνολικής
περιουσίας του Ινστιτούτου, ο οποίος ευθύνεται ως υπόλογος για το σύνολο της διαχείρισης της
περιουσίας του Ινστιτούτου, ανεξάρτητα από το εάν αυτή αφορά στην ιδιωτική περιουσία του ή στο
45
δηµόσιο χρήµα, µε το οποίο αυτό επιχορηγήθηκε και µάλιστα όχι µόνο κατά τα τρία πρώτα χρόνια της
λειτουργίας του, αλλά καθ’ όλη τη διάρκεια του χρόνου που αυτός διετέλεσε διευθυντής του.
230
Μπάλτα Ε., Από τη θεωρία περί διφυούς οργάνου και την καθιέρωση του δικαστικού χαρακτήρα
του Ελεγκτικού Συνεδρίου στην επαναοριοθέτηση της νοµικής του φύση, Εφηµ∆∆ Ιανουάριος –
Φεβρουάριος 2013, σελ. 21.
231
Στασινόπουλος Μ., Μαθήµατα ∆ηµοσιονοµικού ∆ικαίου και ∆ηµόσιου Λογιστικού, ο.π., σελ16,
Κόρσος ∆, ∆ηµοσιονοµικόν ∆ίκαιον, ο.π., σελ.44, ∆αγτόγλου Π., Γενικό ∆ιοικητικό ∆ίκαιο, 5η
έκδοση, εκδ. Σάκκουλα, Αθήνα – Θεσσαλονίκη, 2004, σελ.588, ∆αγτόγλου Π., ∆ιοικητικό ∆ικονοµικό
∆ίκαιο, 3η έκδοση, εκδ. Σάκκουλα, Αθήνα – Θεσσαλονίκη, 2004, σελ.248, Τάχος Αν. Ελληνικό
∆ιοικητικό ∆ίκαιο, σελ.420, Σολδάτος ∆., ∆ηµόσιο Λογιστικό, ο.π., σελ. 576.
232
Ελ.Συν.Ολοµ. Απόφαση 1039/1995.
233
Μηλιώνης Ν., Το Ελεγκτικό Συνέδριο – Σύγχρονες τάσεις και εξελίξεις, ο.π.,σελ.262.
234
Ελ.Συν. Τµ.1 Αποφάσεις 239/1993, 1370/1993, Κλιµ.Β Πρακτικά της 12ης Συν. της 18.11.2013.
46
ακρόασης, της παρ.2 του άρθρου 20 του Συντάγµατος, δηλαδή της προηγούµενης
ακρόασης του διοικουµένου πριν την έκδοση δυσµενούς διοικητικής πράξης εις
βάρος του235, όχι µόνο σε περιπτώσεις καταλογιστικών πράξεων οργάνων της
διοίκησης (π.χ. Οικονοµικοί Επιθεωρητές), αλλά και πριν την έκδοση των
καταλογισµών από το Ελεγκτικό Συνέδριο.
Αντιθέτως, σύµφωνα µε τη δηµοσιονοµική θεωρία236, ο έλεγχος του
Ελεγκτικού Συνεδρίου είναι έλεγχος δικαστικός και διακρίνεται σαφώς του
διοικητικού ελέγχου των δηµοσιονοµικών οργάνων. Και αυτή η άποψη έχει γίνει
δεκτή από τη νοµολογία του Ελεγκτικού Συνεδρίου237.
Μια τρίτη άποψη έχει υποστηρίξει ότι η αρµοδιότητα αυτή του Ελεγκτικού
Συνεδρίου δεν είναι ούτε δικαστική ούτε διοικητική, αλλά ελεγκτική238.
Ωστόσο, δεδοµένου ότι οι ανωτέρω απόψεις περί δικαστικής φύσης της
αρµοδιότητας του Ελεγκτικού Συνεδρίου για έλεγχο των λογαριασµών στηρίζονταν,
κυρίως, στο γεγονός ότι ο σχετικός έλεγχος διενεργούνταν από Κλιµάκιο του
Ελεγκτικού Συνεδρίου, δηλαδή από δικαστικό όργανο, φαίνεται να µην µπορούν
πλέον να υποστηριχθούν µε την ίδια τουλάχιστον αιτιολογία, καθότι, ο έλεγχος
ασκείται πλέον από τον Επίτροπο του Ελεγκτικού Συνεδρίου, δηλαδή από δικαστικό
υπάλληλο και όχι από δικαστή. Συνεπώς, οδηγούµαστε στο συµπέρασµα ότι ο
σχετικός έλεγχος είναι διοικητικός ή έστω ελεγκτικός, εγκαταλείποντας τις απόψεις
περί δικαστικής αρµοδιότητας239.
Τα ανωτέρω αφορούν φυσικά µόνο την αρµοδιότητα του Ελεγκτικού
Συνεδρίου για τον τακτικό έλεγχο των λογαριασµών των υπολόγων και όχι την
αρµοδιότητά του για την επίλυση των διαφορών, που προκύπτουν από τον έλεγχο
235
Σε αντιδιαστολή µε την παρ.1 του άρθρου 20 του Συντάγµατος που αφορά τη δυνατότητα των
διαδίκων να αναπτύξουν τις απόψεις τους ενώπιον της δικαστικής αρχής.
236
Θεοχαρόπουλος Λ., Η δικαστηριακή φύση του Ελληνικού Ελεγκτικού Συνεδρίου στον Τόµο: Το
Ελεγκτικό Συνέδριο: Ιστορική εξέλιξις του θεσµού των Ελεγκτικών Συνεδρίων Ελλάδος και Γαλλίας :
Πρακτικά (Εισηγήσεις) διήµερου συζητήσεων αφιερωµένου στην ιστορική εξέλιξη του θεσµού των
Ελεγκτικών Συνεδρίων Ελλάδος και Γαλλίας, Εθνικό Τυπογραφείο, Αθήνα, 1993, σελ. 125, Ρίζος Κ.,
Η νοµική φύση των πράξεων του Ελληνικού Ελεγκτικού Συνεδρίου στον ανωτέρω Τόµο, σελ. 145,
Μπάρµπας Ν., Στοιχεία ∆ηµοσιονοµικού ∆ικαίου, ο.π.σελ.187, Γέροντας Α., ∆ηµοσιονοµικό ∆ίκαιο,
εκδ. Αντ.Ν.Σάκκουλα, Αθήνα- Κοµοτηνή, 2005, σελ.218.
237
Ελ.Συν.Ολοµ. Απόφαση 1444/1992, 1396/2000.
238
Σαρµάς Ι., Η συνταγµατική νοµολογία του Ελεγκτικού Συνεδρίου, εκδ. Αντ. Σάκκουλα, Αθήνα –
Κοµοτηνή, 1997, σελ. 18.
239
Βλ. σχετικά και την άποψη του Μηλιώνης Ν., Το Ελεγκτικό Συνέδριο – Σύγχρονες τάσεις και
εξελίξεις, ο.π., σελ. 262.
47
αυτό και την οποία θα αναλύσουµε παρακάτω, η οποία δεν υπάρχει αµφιβολία ότι
αποτελεί δικαστική αρµοδιότητα.
240
Μηλιώνης Ν., Το Ελεγκτικό Συνέδριο – Σύγχρονες τάσεις και εξελίξεις, ο.π., σελ. 247.
48
241
Οµοίως και τα παλαιότερα πρακτικά της 62ης Γεν.Συν. της Ολοµέλειας του Ελ.Συν. την
07.11.1973.
242
Μηλιώνης Ν., Το Ελεγκτικό Συνέδριο – Σύγχρονες τάσεις και εξελίξεις, ο.π., σελ.253.
243
Άρθρο 44 παρ. 9 και άρθρο 43 παρ.4 του Ν.4129/2013.
244
Άρθρο 39 παρ.1 και άρθρο 28 παρ.4 του Ν.4129/2013.
49
245
Άρθρο 40 του N.4129/2013.
246
Άρθρο 42 του Ν.4129/2013.
247
Άρθρο 38 παρ.1 του Ν.4129/2013. Αµφισβητήσεις που ανακύπτουν από τον έως άνω καθορισµό
των αρµοδιοτήτων, επιλύονται κάθε φορά µε απόφαση της Ολοµέλειας του Ελεγκτικού Συνεδρίου.
248
Άρθρο 38 παρ.2 του Ν.4129/2013.
249
Με το άρθρο 79 του Ν.4055/2012 - ΦΕΚ τ.Α 51/2012 αντικαταστάθηκαν οι παράγραφοι 1 και 2 του
άρθρου 22 του π.δ.774/1980.
50
ερωτηµάτων επί υποθετικής βάσεως, επί των οποίων ζητείται από το Κλιµάκιο η
παροχή γνωµοδοτήσεως, δεδοµένου ότι το Κλιµάκιο δεν αποτελεί γνωµοδοτικό
όργανο250.
Επίσης, ο Πρόεδρος του Ελεγκτικού Συνεδρίου δύναται, αν κρίνει τούτο
αναγκαίο, λόγω της σοβαρότητας ή της γενικότητας του θέµατος, να προκαλεί τη
γνώµη της Ολοµέλειας, η οποία είναι υποχρεωτική για τους Επιτρόπους, τα Κλιµάκια
και τα Τµήµατα του Ελεγκτικού Συνεδρίου, κατά την έκδοση των σχετικών πράξεων
και αποφάσεων τους251.
Πάντως, ο έλεγχος διαχειρίσεων νοµικών προσώπων ιδιωτικού δικαίου, που
διενεργείται σύµφωνα µε τις διατάξεις των άρθρων 85 και 86 του ν.1892/1990 ή µε
άλλες ειδικές διατάξεις, ο οποίος µε την υπ’ αριθ. 9627/1991 Κανονιστική Απόφαση
της Ολοµέλειας (ΦΕΚ Β΄, 366) είχε ανατεθεί στην αρµοδιότητα του Β΄ Κλιµακίου
παραµένει σε αυτό252.
250
Ελ.Συν.Κλιµ.Β Πράξεις 59,60, 79/2014.
251
Άρθρο 38 παρ.6 του Ν.4129/2013.
252
Ελ.Συν.Ολοµ. Πρακτικά της 5ης Γεν.Συν. της 06.03.2013.
253
Εκτός από την περίπτωση των δευτερευόντων υπολόγων για τους οποίους βλ. παραπάνω.
254
Άρθρο 44 παρ. 4 του Ν.4129/2013 και άρθρο 155 παρ.1 του Ν.4270/2014.
255
Άρθρο 44 παρ.5 και 6 του Ν.4129/2013.
51
256
Άρθρο 44 παρ.7 του Ν.4129/2013.
257
Άρθρο 43 παρ.1 και 3 του Ν.4129/2013.
258
Άρθρο 44 παρ.1 του Ν.4129/2013.
259
Άρθρο 49 του Ν.4129/2013.
260
Άρθρα 50 και 51 του Ν.4129/2013.
261
Άρθρο 53 του Ν.4129/2013, στην παρ.4 του οποίου ορίζεται ότι κάθε δηµόσια υπηρεσία
υποχρεούται να ανακοινώνει χωρίς καθυστέρηση στο Ελεγκτικό Συνέδριο τη σύσταση ή κατάργηση
κάθε Ν.Π.∆.∆. ή άλλου φορέα που τελεί υπό την εποπτεία της.
262
Άρθρο 44 παρ.8 και άρθρο 43 παρ.5 του Ν.4129/2013.
263
Αντίστοιχες ποινές επιβάλλονται και στους ταµιακούς υπολόγους και υπολόγους συµψηφισµών βλ.
άρθρο 43 παρ.2 του Ν.4129/2013.
52
264
Το ποσό αυτό δύναται να αυξάνεται µε απόφαση του Υπουργού ∆ικαιοσύνης, ∆ιαφάνειας και
Ανθρωπίνων ∆ικαιωµάτων, που εκδίδεται ύστερα από γνώµη της Ολοµέλειας του Ελεγκτικού
Συνεδρίου και δηµοσιεύεται στην Εφηµερίδα της Κυβερνήσεως.
265
Ρίζος Κ., Ο έλεγχος των δηµοσίων δαπανών και λογαριασµών από το Ελεγκτικό Συνέδριο, ο.π.,
σελ.112.
266
Ελ.Συν.Ολοµ. Πρακτικά της 5ης Γεν.Συν. της 06.03.2013.
267
Π.∆. 1225/1981 «Περί εκτελέσεως των περί Ελεγκτικού Συνεδρίου διατάξεων.» - ΦΕΚ τ.Α
304/1981.
53
αυτή, ύστερα από αίτηση του Ελεγκτικού Συνεδρίου, µπορεί να επιβληθεί στον
υπόλογο η προσωρινή ή η οριστική απόλυσή του από την υπηρεσία268.
Σε κάθε περίπτωση, οι παραπάνω διατάξεις δεν εµποδίζουν τη λήψη από την
αρµόδια υπηρεσία κάθε νόµιµου µέτρου προς εξασφάλιση των συµφερόντων του
∆ηµοσίου.
268
Οι δαπάνες της προηγούµενης παραγράφου εκκαθαρίζονται από τον Πρόεδρο του Ελεγκτικού
Συνεδρίου, προκαταβάλλονται από το ∆ηµόσιο, βεβαιώνονται σε βάρος του υπολόγου και
εισπράττονται, σύµφωνα µε τις διατάξεις για την είσπραξη των δηµοσίων εσόδων.
269
Άρθρο 39 παρ.2 του Ν.4129/2013.
270
Για περισσότερα σχετικά µε την αρχή της χρηστής δηµοσιονοµικής διαχείρισης, βλ.
Μαρτινόπουλος Σ., Ο κατασταλτικός έλεγχος των λογαριασµών των δηµοσίων υπολόγων υπό το φως
της αρχής της χρηστής δηµοσιονοµικής διαχείρισης, ΘΠ∆∆ 10/2013, σελ.862, Μηλιώνης Ν., Προς µια
νέα δηµοσιονοµική διακυβέρνηση του κράτους (µε αφορµή τους Ν.3871 και 4055/2012), ΘΠ∆∆ 8-
9/2012, σελ.798.
54
ε) η νόµιµη και σύµφωνα µε την αρχή που προβλέπεται στην περίπτωση α` διαχείριση
της κινητής και ακίνητης περιουσίας,
στ) η έγκαιρη και κανονική απόδοση των υπέρ τρίτων εισπραττόµενων δικαιωµάτων
και η είσπραξη και η διαχείριση των ανταποδοτικών τελών ή άλλων ειδικών εσόδων
ή των εσόδων από δάνεια ή των βεβαιωθέντων εσόδων από οφειλές και πρόστιµα σε
βάρος τρίτων,
ζ) τα συστήµατα λειτουργίας του φορέα (έλεγχος συστηµάτων) και
η) η συµµόρφωση του φορέα σε προηγούµενες υποδείξεις του Ελεγκτικού Συνεδρίου.
Πάντως, ο έλεγχος περιορίζεται στη νοµιµότητα και κανονικότητα της
διαχείρισης και όχι και στη σκοπιµότητά της271. Άλλωστε, ο έλεγχος της αρχής της
χρηστής δηµοσιονοµικής διαχείρισης, δεν συνιστά έλεγχο σκοπιµότητας, καθώς αυτό
που ελέγχεται είναι κατά πόσο ο επιδιωκόµενος – και µη ελεγχόµενος - σκοπός,
επιτεύχθηκε µε τον οικονοµικότερο, αποδοτικότερο και αποτελεσµατικότερο
τρόπο272.
Ωστόσο, κατά την άσκηση του ελέγχου των λογαριασµών των υπολόγων
µπορεί να εξετασθεί από τον αρµόδιο Επίτροπο και το ουσιαστικό µέρος της
διαχείρισης. Αν προκύψουν αµφιβολίες ως προς αυτό, το Κλιµάκιο ανακοινώνει την
περίπτωση αυτή στον Υπουργό Οικονοµικών και στον αρµόδιο Υπουργό273. Το
Ελεγκτικό Συνέδριο µνηµονεύει, επίσης, ύστερα από αξιολόγηση τις περιπτώσεις
αυτές στην ετήσια έκθεση του προς τη Βουλή274.
Τέλος, κατά τον έλεγχο που ασκείται από το Ελεγκτικό Συνέδριο επιτρέπεται
η εξέταση και των ζητηµάτων που αναφύονται παρεµπιπτόντως, µε την επιφύλαξη
των διατάξεων για το δεδικασµένο275.
9. ∆ιαδικασία ελέγχου
Ο έλεγχος διενεργείται σύµφωνα µε τις διατάξεις του Ν.4129/2013 και τα ελεγκτικά
πρότυπα του ∆ιεθνούς Οργανισµού Ανωτάτων Ελεγκτικών Ιδρυµάτων (INTOSAI)276.
271
Ο έλεγχος της σκοπιµότητας των διοικητικών πράξεων εκφεύγει της αρµοδιότητας του Ελεγκτικού
Συνεδρίου. (άρθρο 28 παρ.5 του Ν.4129/2013) και Μπάρµπας Ν., Στοιχεία ∆ηµοσιονοµικού ∆ικαίου,
ο.π., σελ.192.
272
Μαρτινόπουλος Σ., Ο κατασταλτικός έλεγχος των λογαριασµών των δηµοσίων υπολόγων υπό το
φως της αρχής της χρηστής δηµοσιονοµικής διαχείρισης, ο.π., σελ.862.
273
Άρθρο 28 παρ. 8 του Ν.4129/2013.
274
Άρθρο 28 παρ. 7 του Ν.4129/2013.
275
Άρθρο 28 παρ.3 του Ν.4129/2013.
55
Κατά τη διενέργεια του ελέγχου των λογαριασµών των υπολόγων δύναται να ζητείται
από τις αρµόδιες δηµόσιες υπηρεσίες, τους υπολόγους, καθώς και από οποιοδήποτε
φυσικό ή νοµικό πρόσωπο κάθε αναγκαία πληροφορία ή στοιχείο, αν δε συντρέχει
περίπτωση, µπορεί να διενεργηθεί και επιτόπια έρευνα277.
Ειδικά, όσον αφορά τους Ο.Τ.Α. οι δηµόσιες υπηρεσίες, τα νοµικά πρόσωπα
δηµοσίου ή ιδιωτικού δικαίου, οι δηµόσιοι οργανισµοί, τα πιστωτικά ιδρύµατα γενικά
και τα φυσικά πρόσωπα που κατέχουν έγγραφα, πληροφορίες ή στοιχεία σχετιζόµενα
οπωσδήποτε µε τα αντικείµενα του ελέγχου ή µε λογαριασµούς ή δραστηριότητες
κάθε Ο.Τ.Α. πρώτου και δεύτερου βαθµού που τελεί υπό έλεγχο, οφείλουν, αν τους
ζητηθεί, να τα θέτουν στη διάθεση των αρµόδιων οργάνων του Ελεγκτικού
Συνεδρίου. Οι Επίτροποι ή υπάλληλοι που ενεργούν τους ελέγχους, έχουν όλα τα
δικαιώµατα και τις υποχρεώσεις ανακριτικών υπαλλήλων278.
Για τις ελλείψεις, που διαπιστώνονται, ή τις αµφιβολίες, που δηµιουργούνται,
κατά την επεξεργασία των λογαριασµών, συντάσσεται φύλλο µεταβολών και
ελλείψεων που αποστέλλεται αρµοδίως για την αναπλήρωση των διαπιστούµενων
ελλείψεων και την παροχή των απαιτούµενων πληροφοριών, εντός προθεσµίας όχι
µεγαλύτερης των δεκαπέντε ηµερών, η οποία µπορεί να παραταθεί για εύλογο
χρόνο279.
∆ιαφορές, οι οποίες προκύπτουν κατά τον έλεγχο των λογαριασµών σε
χρέωση ή πίστωση των υπολόγων και είναι κατώτερες ποσού που ορίζεται κάθε φορά
µε απόφαση του Υπουργού Οικονοµικών ύστερα από γνώµη του Ελεγκτικού
Συνεδρίου, διαγράφονται και οι λογαριασµοί αυτοί εξισώνονται σύµφωνα µε τα
οριζόµενα στην ίδια ως άνω απόφαση. Η απόφαση αυτή δεν έχει εκδοθεί µέχρι
σήµερα280.
Αν κατά τον έλεγχο των λογαριασµών διαπιστωθεί ποινικώς κολάσιµη πράξη,
ανακοινώνεται τούτο στον αρµόδιο εισαγγελέα, στον Υπουργό ή άλλο αρµόδιο
όργανο στον οποίο υπάγεται ο υπόλογος, καθώς και στον Πρόεδρο του Ελεγκτικού
Συνεδρίου281.
276
Άρθρο 39 παρ.4 του Ν.4129/2013.
277
Άρθρο 38 παρ.3 του Ν.4129/2013.
278
Άρθρο 50 παρ.2 και 3 του Ν.4129/2013 και άρθρο 28 παρ.2 του Ν.4129/2013.
279
Άρθρο 38 παρ.4 του Ν.4129/2013.
280
Άρθρο 38 παρ.5 του Ν.4129/2013.
281
Άρθρο 38 παρ.7 του Ν.4129/2013.
56
282
Άρθρο 39 παρ.3 του Ν.4129/2013.
283
Άρθρο 22 παρ.1 περιπτ. γ` και παρ. 5 του άρθρου 22 του Ν.4129/2013.
284
Άρθρο 46 παρ.1 του Ν.4129/2013.
285
Άρθρο 46 παρ.2 του Ν.4129/2013.
286
Άρθρο 47 παρ.1 και 2 του Ν.4129/2013.
57
που διαχειρίζονται, για την εξασφάλιση της οποίας πρέπει να λαµβάνουν όλα τα
προβλεπόµενα µέτρα. Σε περίπτωση που προκύψει απώλεια η φθορά των χρηµάτων
κλπ που διαχειρίζονται, οι υπόλογοι φέρουν ευθύνη, όπως και για κάθε έλλειµµα,
όπως θα δούµε παρακάτω, εκτός εάν απαλλαγούν από την ευθύνη τους αυτή από το
Κλιµάκιο του Ελεγκτικού Συνεδρίου287.
Ειδικότερα, στην περίπτωση αυτή, το αρµόδιο Κλιµάκιο του Ελεγκτικού
Συνεδρίου, ύστερα από αίτηση του υπολόγου ή και αυτεπαγγέλτως288, αποφαίνεται
για την απαλλαγή από την ευθύνη των υπολόγων, που λογοδοτούν ενώπιον του για
κάθε απώλεια, έλλειψη ή φθορά χρηµάτων, υλικού ή δικαιολογητικών και
παραστατικών πληρωµής κάθε είδους, είτε µε την πράξη, που εκδίδεται κατά τον
έλεγχο των ετήσιων λογαριασµών είτε και προηγουµένως µε ιδιαίτερη πράξη.
Ο υπόλογος που ζητεί την απαλλαγή υποχρεούται να αποδείξει την απώλεια,
έλλειψη ή φθορά που επήλθε και επιπλέον ότι δεν τον βαρύνει υπαιτιότητα, διότι έχει
συµµορφωθεί πλήρως µε όσα ορίζονται από τις κείµενες διατάξεις και επιδείξει την
επιµέλεια που δείχνει στις δικές του υποθέσεις289.290
Έτσι, σε περίπτωση π.χ. απώλειας δικαιολογητικών χρηµατικού εντάλµατος,
προκειµένου να απαλλαγεί ο υπόλογος από την ευθύνη του, πρέπει να αποδείξει ότι
α) διέθεσε νόµιµα τα χρήµατα στα οποία αντιστοιχούσαν τα απωλεσθέντα
δικαιολογητικά β) η απώλεια επήλθε µετά την απόδοση των χρηµάτων αλλά πριν τη
λογοδοσία του και γ) η απώλεια δεν οφείλεται σε υπαιτιότητά του, διότι, όπως
προαναφέρθηκε συµµορφώθηκε πλήρως µε όσα ορίζονται από τις κείµενες διατάξεις
και επέδειξε την επιµέλεια που δείχνει στις δικές του υποθέσεις291.
287
Άρθρο 1 παρ.1 περιπτ.ιβ του Ν.4129/2013.
288
Σε περίπτωση απώλειας των πρωτότυπων νόµιµων δικαιολογητικών εκ µέρους των Ο.Τ.Α. πριν από
την ενταλµατοποίηση δαπάνης είναι δυνατή η αναγνώριση και εκκαθάριση αυτής µε βάση
φωτοτυπηµένα αντίγραφα αυτών θεωρηµένα από τον Ο.Τ.Α., αφού προηγηθεί ένορκη διοικητική
εξέταση από τον αρµόδιο Επιθεωρητή, για τη διερεύνηση των συνθηκών απώλειας (Ελ.Συν.Τµ.VII
Απόφαση 3739/2014)
289
Άρθρο 63 παρ.1 του Ν.4129/2013.
290
Το αρµόδιο Κλιµάκιο του Ελεγκτικού Συνεδρίου αποφαίνεται επίσης µε πράξη του, ύστερα από
αίτηση των υπολόγων ή και αυτεπαγγέλτως, για την απαλλαγή από την ευθύνη τους από εντάλµατα
προπληρωµής, προσωρινά εντάλµατα, εντάλµατα πάγιας προκαταβολής ή χρηµατικές προκαταβολές
από το δηµόσιο ταµείο, καθώς και από την ευθύνη τους για την απώλεια, έλλειψη ή φθορά χρηµάτων ή
δικαιολογητικών της διαχείρισης των χρηµάτων που έλαβαν. Ο υπόλογος υποχρεούται να αποδείξει
την απώλεια των χρηµάτων ή την προσήκουσα διάθεση αυτών και την απώλεια των δικαιολογητικών
της διάθεσης τους και επιπλέον ότι δεν τον βαρύνει υπαιτιότητα. (άρθρο 63 παρ.2 του Ν.4129/2013).
291
Ελ.Συν.Ολοµ. Απόφαση 1721/1980 σε Μηλιώνη Ν., Το Ελεγκτικό Συνέδριο – Σύγχρονες τάσεις και
εξελίξεις, ο.π., σελ. 256.
58
Ι. Οι προϋποθέσεις
1. Το έλλειµµα
Βασική προϋπόθεση για να υπάρξει καταλογισµός του υπολόγου είναι, φυσικά, να
προκύπτει έλλειµµα στη διαχείρισή του.
Ως έλλειµµα δηµόσιου υπολόγου ο νόµος δέχεται κατ’ αρχήν κάθε έλλειψη
χρηµάτων, αξιών και υλικού, που διαπιστώνεται µε τη νόµιµη διαδικασία στη
διαχείρισή του, καθώς και οποιαδήποτε άλλη κατάσταση διαχείρισης, που θεωρείται
έλλειµµα από το νόµο293. Ως έλλειµµα, λοιπόν, νοείται κατ’ αρχήν η έλλειψη
χρηµάτων, δηλαδή «η επί έλαττον αδικαιολόγητη διαφορά µεταξύ της ποσότητας
292
Μηλιώνης Ν., Το Ελεγκτικό Συνέδριο – Σύγχρονες τάσεις και εξελίξεις, ο.π., σελ. 273.
293
Άρθρο 152 παρ.1 του Ν.4270/2014.
59
294
Ελ.Συν.Ολοµ. Αποφάσεις 1913/1992, 1037/1995, Τµ.IV 160/2004, Ελ.Συν.Ολοµ. Απόφαση
3283/2013.
295
Άρθρο 152 παρ.1 του Ν.4270/2014.
296
Ελ.Συν.Ολοµ. Αποφάσεις 2342/2009, 2218/2014.
297
Πληρωµή από τον Προέδρου της Λιµενικής Επιτροπής Λιµενικού Ταµείου για την προµήθεια
κάδων απορριµµάτων που διατέθηκαν στην πόλη, δηλαδή πραγµατοποιήθηκαν για την κάλυψη
αναγκών άλλου ν.π.δ.δ. (Ελ.Συν.Ολοµ. Απόφαση 2335/2009).
298
Ελ.Συν.Ολοµ. Απόφαση 1821/2010, Τµ.IV Απόφαση 860/2003.
299
Ελ.Συν.Ολοµ. Αποφάσεις 750/1991, 3283/2010, Τµ.IV Αποφάσεις 202/2003, 404/2005.
300
Είναι διαφορετικό δε το ζήτηµα του καταλογισµού των υπολόγων λόγω της ειδικής σχέσης που
τους συνδέει µε την συγκεκριµένη διαχείριση Ο.Τ.Α. και των αυξηµένων υποχρεώσεών τους έναντι
αυτής, διότι µε τις συγκεκριµένες πράξεις ή παραλείψεις τους που συνδέονται αιτιωδώς µε το εντεύθεν
προκύπτον κατά την αντίστοιχη σχέση αιτιότητας έλλειµµα αυτής ενήργησαν κατ’ απόκλιση της
δηµοσιονοµικής νοµιµότητας. (Ελ.Συν.Τµ.VIII Απόφαση 2000/2014).
60
301
Ελ.Συν.Τµ.VII Απόφαση 2633/2014.
302
Ελ.Συν.Ολοµ. Απόφαση 506/2011, Τµ.VII Απόφαση 384/2006.
303
Ελ.Συν.Τµ.IV Αποφάσεις 158/2004, 160/2004, 2089/2004.
304
Ελ.Συν.Τµ.VII Απόφαση 294/2006.
305
Ελ.Συν.Τµ.IV Αποφάσεις 1190, 1338/2002, 794/2008.
306
Ελ.Συν.Ολοµ. Απόφαση 2158/2006, Τµ.IV Αποφάσεις 1190, 1338/2002, Τµ.VII Αποφάσεις
294/2006, 582/2014.
61
ζήτηµα οι τυχόν πειθαρχικές, αστικές έναντι του δικαιούχου Ταµείου ή και ποινικές
συνέπειες που προκαλούνται εις βάρος αυτού που προχώρησε στην επίµαχη
καταβολή, χωρίς το αποδεικτικό καταβολής κρατήσεων υπέρ των δικαιούχων
Ταµείων307.
ζ. Κάθε πληρωµή που, κατά παράβαση της αρχής της νοµιµότητας των
δηµοσίων δαπανών, διενεργείται χωρίς να προβλέπεται από γενική ή ειδική διάταξη
νόµου ή κατά παρέκκλιση των προβλεπόµενων στις σχετικές διατάξεις, όπως όταν
π.χ. επιχορηγείται πολιτιστικό σωµατείο από ∆ήµο, σύµφωνα µε τις διατάξεις του
∆ΚΚ, αλλά το σωµατείο, εν γνώσει του ∆ήµου, δεν αναπτύσσει καµία
δραστηριότητα308. Σε περίπτωση δε µη ύπαρξης ειδικής πρόβλεψης της δαπάνης στο
νόµο, συνιστά έλλειµµα κάθε πληρωµή που δεν ανάγεται στη λειτουργική
δραστηριότητα του ν.π.δ.δ. ή δεν συντελεί άµεσα ή έµµεσα στην καλύτερη
εκπλήρωση των σκοπών που αυτό επιδιώκει309. Σε περίπτωση βέβαια που µε νεότερο
νόµο αναδροµικής ισχύος, νοµιµοποιείται τόσο η αιτία διαθέσεως του ποσού, όσο και
η διάθεση αυτού, παύει να υπάρχει έλλειµµα310.
η. Κάθε πληρωµή που έγινε χωρίς την προηγούµενη έκδοση χρηµατικού
εντάλµατος (ΧΕΠ), όταν προβλέπεται από το νόµο η προηγούµενη έκδοσή του311.
θ. Η εξόφληση τίτλων πληρωµής από τον ταµία σε µη δικαιούχα πρόσωπα ή
σε τρίτα πρόσωπα, που δεν αποδεικνύουν νόµιµη εξουσία αντιπροσωπεύσεως των
δικαιούχων του τίτλου312.
ι. Η διενέργεια δαπανών χωρίς την ύπαρξη πίστωσης στον προϋπολογισµό του
ΝΠ∆∆313. Αντίστοιχα, έλλειµµα αποτελεί και η ύπαρξη αρνητικού χρηµατικού
υπολοίπου σε µια διαχείριση, καθώς το εν λόγω αρνητικό υπόλοιπο οφείλεται στην
πληρωµή δαπανών, οι οποίες πραγµατοποιήθηκαν παρότι δεν υπήρξε επαρκής
πίστωση314.
307
Ελ.Συν.Ολοµ. Απόφαση 1810/2014.
308
Ελ.Συν.Τµ.VII Απόφαση 116/2006.
309
Ελ.Συν.Ολοµ. Απόφαση 913/1992, Τµ.IV Αποφάσεις 2432/2006, 2636/2006, Τµ.VII Αποφάσεις
111/2006, 116/2006.
310
Ε∆ΕΧΥ, ∆ιαδικασίες Εφαρµογής του λογιστικού των Ο.Τ.Α. (Β.∆. 17.5/15.6.1959), ΥΠΕΣ∆Α,
Σεπτέµβρης 2001, σελ.95, Ελ.Συν.Ολοµ. Απόφαση 4328/2014.
311
Ελ.Συν.Τµ.IV Απόφαση 2222/2005.
312
Ελ.Συν.Ολοµ. Αποφάσεις 1310/2004, 1327/2006, 1328/2006.
313
Ελ.Συν.Τµ.IV Αποφάσεις 2384/2007, 1519/2000.
314
Ελ.Συν.Ολοµ. Πρακτικά της 5ης Γεν.Συν. της 21.03.2007.
62
315
Ελ.Συν. Τµ.I Απόφαση 1524/2005.
316
Ελ.Συν.Τµ.IV Αποφάσεις 2420/2006, 853/2007, 1821/2008.
317
Ελ.Συν.Ολοµ. Αποφάσεις 1084/1997, 253/1998.
318
Ελ.Συν.Τµ.V Αποφάσεις 1065/2001, 2695/2011, 541/2012.
319
Ελ.Συν.Τµ.IV Απόφαση 2695/2011.
320
Ελ.Συν.Ολοµ. Απόφαση 38/1979, Τµ.IV Απόφαση 2182/1994.
63
321
Ελ.Συν.Ολοµ. Αποφάσεις 2220/2014, 2219/2014, 4314/2013.
322
Ελ.Συν.Τµ.VII Απόφαση 3730/2014.
323
Ελ.Συν.Ολοµ. Απόφαση 2/2014.
324
Μαραγκού Γ., Η διαδικασία και το αντικείµενο του προληπτικού και του κατασταλτικού ελέγχου
Περιπτωσιολογία, ο.π., σελ.658.
325
Ελ.Συν. Τµ.V Απόφαση 1630/2011.
64
2. Υπαιτιότητα
Αφού διαπιστωθεί έλλειµµα στη διαχείριση του δηµοσίου υπολόγου, τίθεται το
ερώτηµα εάν αυτός καταλογίζεται, ανεξαρτήτως του βαθµού υπαιτιότητάς του. Η
326
Ελ.Συν.Ολοµ. Απόφαση 2344/2009.
327
Ελ.Συν.Ολοµ. Απόφαση 2/2014.
328
Ελ.Συν.Τµ.IV Απόφαση 2344/2009.
329
Κόρσος ∆, ∆ηµοσιονοµικόν ∆ίκαιον, εκδ. Αντ.Ν.Σάκκουλα, ο.π., σελ.96 και Στασινόπουλος Μ.,
Μαθήµατα ∆ηµοσιονοµικού ∆ικαίου και ∆ηµόσιου Λογιστικού, ο.π., σελ. 85.
330
Ελ.Συν.Τµ.Ι Απόφαση 898/2010.
65
331
Ελ.Συν.Ολοµ. Απόφαση 3283/2013.
332
Ελ.Συν.Ολοµ. Αποφάσεις 108/1977, 1187/1998, 1306/2001, 4934/2013.
333
Ελ.Συν.Ολοµ. Απόφαση 1306/2001.
334
Ελ.Συν.Ολοµ. Αποφάσεις 564/2000, 236/2007, 196/2010, 2267/2011, 30/2012, 439/2012.
335
Ελ.Συν.Ολοµ. Αποφάσεις 108/1977, 1187/1988, 1912/1992, 23/2004, 169/2005, 4934/2013.
336
Ελ.Συν.Ολοµ. Απόφαση 1306/2001.
337
Ελ.Συν.Ολοµ. Αποφάσεις 1244/1997, 1531/2006.
338
Βαριά αµέλεια υπάρχει όταν δεν καταβάλλεται στις συναλλαγές η στοιχειώδης επιµέλεια του
κοινού και συνήθους ανθρώπου, την οποία ο νόµος αξιώνει από όλους µέσα στον κύκλο της
επαγγελµατικής και κοινωνικής δραστηριότητάς τους, έτσι ώστε η εκτροπή από τους κανόνες που
επιβάλλουν τη συµπεριφορά αυτή να εµφανίζεται ιδιαίτερα µεγάλη και σοβαρά ασυνήθιστη
(Ελ.Συν.Ολοµ. 1349/1989, 1855/1993, 1051/1995, 288/1996, 1328/2008) ∆όλος υπάρχει όταν
ηθεληµένα και µε επίγνωση του επερχόµενου αποτελέσµατος ενεργεί κάποιος αποδεχόµενος το
παράνοµο αποτέλεσµα (Ελ.Συν. Τµ.5 1065/2001).
66
339
Ελ.Συν.Ολοµ. Αποφάσεις 310/1986, 1059/1985, 391/1983, 3283/2013.
340
Στην περίπτωση των κληρικών κρίθηκε ότι οι ιεροί κανόνες δεν µπορούν µεν να υπερισχύσουν των
διατάξεων του πολιτειακού δικαίου, αλλά το πλέγµα των ορισµών που θέτουν οι κανόνες αυτοί πρέπει
να λαµβάνεται υπόψη στο πλαίσιο της εξέτασης, κατά περίπτωση, της νοµιµότητας οικονοµικής
διαχείρισης Ιεράς Μονής, για τη συνεκτίµηση του βαθµού ή της έλλειψης της υπαιτιότητας του
έχοντος την ευθύνη της διαχείρισης αυτής, εφόσον η αόριστη νοµική έννοια της ελαφράς αµέλειας,
που συνιστά την πρώτη βαθµίδα της υπαιτιότητας σχετικά µε τη δηµιουργία του επίµαχου
ελλείµµατος, πρέπει να εξειδικεύεται, όχι σε σχέση βέβαια µε την ατοµική του συµπεριφορά, αλλά σε
σχέση µε τη συµπεριφορά που θα µπορούσε να επιδείξει ο µέσος συνετός άνθρωπος της ορισµένης
κοινωνικής οµάδας στην οποία ανήκει. (Ελ.Συν.Ολοµ. Απόφαση 753/2010, Εφηµ∆∆ 3/2010, σελ.291,
µε σχόλιο Μπαλτά Ε.)
341
Ελ.Συν.Ολοµ. Αποφάσεις 1912/1992, 1259/1993, 1501/1996, 1249, 786/1999, 3283/2013.
342
Ελ.Συν.Ολοµ. Αποφάσεις 1855/1993, 1212/2001, Τµ.1 Αποφάσεις 1224/1995, 1480/1996,1462,
2093/1997, Τµ.IV 2008/1996, Κλιµ.Β Πράξη 51/2014.
67
3. Αιτιώδης σύνδεσµος
Περαιτέρω, ο καταλογισµός του υπολόγου προϋποθέτει, κατά γενική αρχή του
δηµοσιολογιστικού δικαίου, την ύπαρξη αιτιώδους συνδέσµου µεταξύ της
συµπεριφοράς αυτού και του προκύψαντος ελλείµµατος. Η ευθύνη, δηλαδή, του
υπολόγου δεν επιτρέπεται να θεµελιώνεται µόνο στην ιδιότητά του αυτή, χωρίς
συγχρόνως να διαπιστώνεται και η, µε πράξη ή παράλειψη, συµβολή του στην
πρόκληση του ελλείµµατος, αφού «διαφορετικά, κατά παράβαση του συνταγµατικού
κανόνα περί προστασίας της ανθρώπινης αξίας (άρθρο 2 παρ. 1 του Συντάγµατος), ο
καταλογισµός ως µόνη δικαιολογητική βάση θα είχε την ανάγκη, όπως η κρατική
εξουσία αποκαταστήσει, ακόµη και σε βάρος προσώπων χωρίς συµµετοχή στη
δηµιουργία του ελλείµµατος, τις οικείες δηµόσιες διαχειρίσεις»355.
Ειδικά όσον αφορά την περίπτωση του δηµοσίου υπολόγου, που
διαπιστώνεται στη διαχείρισή του απώλεια χρηµάτων κλπ, εάν µεσολάβησαν µεταξύ
των πράξεων ή παραλείψεων του και του διαπιστωθέντος ελλείµµατος πλείονα
353
Ελ.Συν.Ολοµ. Απόφαση 108/1977 σε Σαρµά Ι., Κράτος και δικαιοσύνη 3, Το δηµόσιο χρήµα υπό
έλεγχο, εκδ. Αντ. Σάκκουλα, Αθήνα – Κοµοτηνή, 2003, σελ.181.
354
Ελ.Συν.Ολοµ. Απόφαση 717/2010.
355
Ελ.Συν.Ολοµ. Απόφαση 2976/2012, Τµ.IV Αποφάσεις 1976/199, 509/2005, 1551/2008
69
γεγονότα που οφείλονται σε ενέργειες τρίτων προσώπων και ως έκτακτα και ασυνήθη
περιστατικά, άσχετα µε τις πράξεις ή παραλείψεις του ήταν ικανά να δηµιουργήσουν
το εν λόγω έλλειµµα, τότε υφίσταται διακοπή του αιτιώδους συνδέσµου µεταξύ των
υπαιτίων πράξεων ή παραλείψεων αυτού και του δηµιουργηθέντος ελλείµµατος και ο
υπόλογος απαλλάσσεται της ευθύνης του356. Η κλοπή, πάντως, δεν συνιστά τέτοιο
περιστατικό, που διακόπτει τον αιτιώδη σύνδεσµο, καθώς αποτελεί το ζηµιογόνο
γεγονός καθ’ εαυτό, που δεν είναι άσχετο µε την παράλειψη του υπολόγου να λάβει
τα απαιτούµενα µέτρα ασφαλείας357.
356
Ελ.Συν.Ολοµ. Αποφάσεις 1501/1996, 1001/1999, 1212/2001.
357
Ελ.Συν.Ολοµ. Αποφάσεις 1001/1999, 2344/2009, 2/2014.
358
249 ΑΚ: Εφόσον δεν ορίζεται διαφορετικά, οι αξιώσεις παραγράφονται σε είκοσι χρόνια.
359
Ελ.Συν.Ολοµ. Αποφάσεις 1630/2011, 892/2005, 750/1991, 1182/1991, Τµ.V Αποφάσεις 1636/2008,
69/2008, 234/2007.
360
Ελ.Συν.Ολοµ. Πρακτικά της 4ης Γεν.Συν. της 25.02.2009, Τµ.Ι Απόφαση 489/2004.
70
361
Άρθρο 152 παρ. 3 του Ν.4270/2014.
362
Ελ.Συν.Ολοµ. Πρακτικά της 4ης Γεν.Συν. της 25.02.2009.
363
Ελ.Συν.Τµ.V Απόφαση 1062/2001 σε Σαρµά Ι., Κράτος και δικαιοσύνη 3, ο.π., σελ.253.
71
στρεφόµενη κατ’ ανυπάρκτου, κατά το χρόνο της έκδοσή της, υποκειµένου ενοχής. Η
προϋπόθεση αυτή εξετάζεται µάλιστα αυτεπαγγέλτως από το Ελεγκτικό Συνέδριο
κατά την εκδίκαση της έφεσης364.
Στην ανωτέρω περίπτωση θανάτου του υπολόγου πριν τον καταλογισµό του, η
καταλογιστική πράξη πρέπει να εκδοθεί σε βάρος των κληρονόµων του, καθώς,
σύµφωνα µε τις γενικές διατάξεις του ΑΚ365, το χρέος λόγω ελλειµµατικής
διαχείρισης το υπολόγου, αποτελεί υποχρέωση της κληρονοµιάς, που βαρύνει αυτούς,
κατά το λόγο της κληρονοµικής µερίδας έκαστου αυτών, ακόµη και στην περίπτωση
της εις ολόκληρον µε άλλα πρόσωπα ευθύνης του κληρονοµουµένου για το
διαπιστωθέν έλλειµµα. Πρέπει δε στην καταλογιστική πράξη να κατονοµάζονται οι
κληρονόµοι και να αναφέρεται το µέγεθος της µερίδας τους, µέχρι του οποίου
καθένας από τους καταλογιζοµένους ευθύνεται για την αποκατάσταση του
ελλείµµατος, διαφορετικά, η πράξη πάσχει αοριστία και καθίσταται ακυρωτέα366.
Προκειµένου βέβαια να µπορεί να καταλογιστεί ο κληρονόµος, θα πρέπει να µην έχει
µεσολαβήσει έγκυρη αποποίησης της κληρονοµιάς367.
Καταλογίζεται, µάλιστα, ο κληρονόµος ανεξαρτήτως τυχόν ανηλικότητας
αυτού, διότι, όπως έχει κριθεί368 η ευθύνη του υποχρέου για καταλογισµό δεν
συναρτάται µε την ενηλικότητα ή ανηλικότητα αυτού και εξικνείται, σύµφωνα µε το
άρθρο 1527 ΑΚ (ευεργέτηµα της απογραφής), µέχρι του ενεργητικού της επαχθείσας
σε αυτόν κληρονοµίας, κατά το λόγο της κληρονοµικής του µερίδας.
Ιδιαίτερο ενδιαφέρον σχετικά µε το θέµα, παρουσιάζει πρόσφατη κρίση του
Κλιµ.Β369 του Ελεγκτικού Συνεδρίου σχετικά µε τη δυνατότητα καταλογισµού
κληρονόµου για τυπικό έλλειµµα. Ειδικότερα, το Κλιµάκιο έκρινε ότι στην
περίπτωση τυπικού ελλείµµατος, που ο καταλογισµός έχει κυρωτικό και όχι
αποκαταστατικό χαρακτήρα370, «η σχετική σε βάρος του υπολόγου αξίωση γεννάται,
από την έκδοση της σχετικής καταλογιστικής πράξης και όχι από την επέλευση του
ελλείµµατος. Εποµένως, οι ως άνω διατάξεις του Αστικού Κώδικα δεν µπορούν να
αποτελέσουν θεµέλιο του καταλογισµού επί τυπικών ελλειµµάτων σε βάρος των
364
Ελ.Συν.Τµ.VII Αποφάσεις 231/2009, 3061/2011, 882/2012, 2506/2013, 3937/2014.
365
Άρθρα 1710, 1846, 1884, 1885 και 1901 ΑΚ.
366
Ελ.Συν.Τµ.V Απόφαση 1269/2010.
367
Γν ΝΣΚ 630/2000.
368
Ελ.Συν.Τµ.VII Απόφαση 2922/2014.
369
Ελ.Συν.Κλιµ.Β Πράξη 85/2014.
370
Για περισσότερα σχετικά µε το τυπικό έλλειµµα βλ. παρακάτω.
72
371
Ελ.Συν.Ολοµ. Απόφαση 1396/2000.
372
Στην περίπτωση, όµως, ΝΠ∆∆ στο οποίο εφαρµόζεται το Ν∆ 496/1974 και όχι το δηµόσιο
λογιστικό, δεν προβλέπεται αρµοδιότητα του διατάκτη να καταλογίσει. (Ελ.Συν.Τµ.IV Απόφαση
715/2010) Σε περίπτωση όµως ΝΠ∆∆ το οποίο εξαιρείται του πεδίου του Ν∆ 496/1974 και δεν
υφίσταται ειδική διάταξη νόµου, που να ρυθµίζει το καθεστώς του, εφαρµόζονται οι διατάξεις του
δηµοσίου λογιστικού και µπορεί να καταλογίσει και ο διατάκτης. (Ελ.Συν.Ολοµ. Απόφαση 750/2002).
373
Οι οικονοµικοί επιθεωρητές δεν έχουν αρµοδιότητα να καταλογίσουν αστική ευθύνη. Μαραγκού Γ.,
Η διαδικασία και το αντικείµενο του προληπτικού και του κατασταλτικού ελέγχου. Περιπτωσιολογία,
ο.π., σελ.658.
374
Άρθρο 46 παρ.1 του Ν.4129/2013.
73
375
Ελ.Συν.Ολοµ. Απόφαση 299/2000 σε Σαρµά Ι., Κράτος και δικαιοσύνη 3, ο.π.σελ, 240.
376
Ελ.Συν.Τµ.IV Αποφάσεις 1374/2000, 914/2001, 1080/2012.
377
Ελ.Συν.Ολοµ. Απόφαση 778/1987, Τµ.IV Απόφαση 412/2005,Τµ. Ι Απόφαση 1070/1990, Κλιµ.Β
Πρακτικά της 7ης Συν. της 26.04.2012.
378
Ελ.Συν.Τµ.IV Απόφαση 1256/2005.
74
379
Ελ.Συν.Τµ. Ι Πράξη 1636/1993, Κλιµ.Β Πρακτικά της 13ης Συν. Της 25.6.2012, Πράξη 198/2013.
380
Ελ.Συν.Ολοµ. Πρακτικά της 5ης Γεν.Συν. της 06.03.2013.
381
Μαραγκού Γ., Η διαδικασία και το αντικείµενο του προληπτικού και του κατασταλτικού ελέγχου.
Περιπτωσιολογία, ο.π., σελ.658.
75
382
Άρθρο 152 παρ.2 του Ν.4270/2014.
383
Άρθρο 12 παρ.1 του Ν∆ 1264/1942.
384
Άρθρο 56 παρ.3 του Ν.2362/1995.
385
Μαραγκού Γ., Η διαδικασία και το αντικείµενο του προληπτικού και του κατασταλτικού ελέγχου.
Περιπτωσιολογία, ο.π., σελ.658.
386
Άρθρο 38 παρ.4 του Ν.4129/2013.
387
Ελ.Συν.Τµ.Ι Απόφαση 1447/2000.
76
388
Λιγωµένου Αν., Η Νοµολογία του Ελεγκτικού Συνεδρίου και το ∆ικαίωµα της Προηγούµενης
∆ιοικητικής Ακρόασης, ΘΠ∆∆ 8-9/2008, σελ.1021.
389
Μαραγκού Γ., Παρατηρήσεις στην Ελ.Συν.Ολοµ. Απόφαση 2445/2007, ΘΠ∆∆ 8-9/2008, σελ.1031.
390
Ελ.Συν.Ολοµ. Αποφάσεις 539/1991, 1856/1996, 2829/2006.
391
Ελ.Συν.Ολοµ. Αποφάσεις 2445/2007, 2337/2012, 3853/2014, 3863/2014
77
392
Στην περίπτωση που ο ∆ήµαρχος µετά από εισήγηση του δηµοτικού ταµία διαπιστώσει έλλειµµα
στη διαχείριση του δήµου, το οποίο προκλήθηκε από διαχειριστικές πράξεις εισπρακτορικού οργάνου,
καλεί το τελευταίο, πριν από την έκδοση καταλογιστικής σε βάρος του πράξης, µε τη διαδικασία που
περιγράφεται στη διάταξη του άρθρου 6 παρ. 2 του Κώδικα ∆ιοικητικής ∆ιαδικασίας, να εκθέσει τις
απόψεις του, υπό την έννοια ότι το εισπρακτορικό όργανο µπορεί να αποκρούσει την ύπαρξη του
ελλείµµατος ή και να προβάλει λόγους για τους οποίους δεν µπορεί να γεννηθεί η υποχρέωσή του για
την αναπλήρωσή του και κατ΄ αυτόν τον τρόπο να αποτρέψει την έκδοση της καταλογιστικής πράξης.
(Ελ.Συν.Τµ.VII Απόφαση 1890/2005)
393
Ελ.Συν.Ολοµ. Αποφάσεις 2445/2007, 643/2009, 192/2010,2/2014 και Μαραγκού Γ., Η διαδικασία
και το αντικείµενο του προληπτικού και του κατασταλτικού ελέγχου. Περιπτωσιολογία, ο.π., σελ.658.
394
Ελ.Συν.Ολοµ. Αποφάσεις 1679/2006, 2319/2012.
78
395
Ελ.Συν.Ολοµ. Απόφαση 2319/2012.
396
Ελ.Συν.Ολοµ. Αποφάσεις 3093/2010, 2337/2012, 3853/2014, 3863/2014.
397
Ελ.Συν.Ολοµ. Απόφαση 1808/2014.
398
Ελ.Συν.Τµ.VII Απόφαση 1890/2005.
79
399
Μαραγκού Γ., Η διαδικασία και το αντικείµενο του προληπτικού και του κατασταλτικού ελέγχου.
Περιπτωσιολογία, ο.π., σελ.658 Λυκεσά Ε., Το ένδικο βοήθηµα της έφεσης κατά των πράξεων
καταλογισµού, ο.π., σελ. 688, Ελ.Συν.Τµ.IV Απόφαση 2349/2009, Τµ.Ι Απόφαση 108/2012. Βλ. όµως
και αντίθετα Κλιµ.Β Πράξεις 200/2013, 9/2014, 87/2014.
400
Βλ. σχετικά άρθρα 141 και 142 του Π∆ 1225/1981 «Περί εκτελέσεως των περί Ελεγκτικού
Συνεδρίου διατάξεων.» ΦΕΚ τ. Α 304/1981.
401
Άρθρο 17 παρ. 1 και 2 του Ν.2690/1999 « Κώδικας ∆ιοικητικής ∆ιαδικασίας - ΦΕΚ τ. Α 45/1999
402
Βλ. σχετικά άρθρο 12 παρ.1 του Ν∆ 1264/1942, σύµφωνα µε το οποίο: «Ο Γενικός Οικονοµικός
Επιθεωρητής και οι Οικονοµικοί Επιθεωρηταί ∆ηµοσίων Υπολόγων και Νοµικών Προσώπων […]
προβαίνουσιν εις την έκδοσιν ητιολογηµένης καταλογιστικής αποφάσεως κατά του υπολόγου και
των τυχόν αλληλεγγύως µετ` αυτού συνευθυνοµένων …».
80
2. Προσαυξήσεις
Σε βάρος του υπολόγου επιβάλλονται, επίσης, προσαυξήσεις εκπρόθεσµης
καταβολής, όπως αυτές καθορίζονται στην παρ.3 του άρθρου 46 του Ν.4129/2013.
Απαλλάσσεται, όµως, από τις προσαυξήσεις, εάν αποδείξει ότι η παράλειψη ή το
έλλειµµα δεν οφείλεται σε δόλο ή βαρεία αµέλεια του.
Οι προσαυξήσεις406 καθορίζονται από τις εκάστοτε ισχύουσες διατάξεις για το
δηµόσιο λογιστικό και για την είσπραξη των δηµοσίων εσόδων407.
Οι προσαυξήσεις αυτές υπολογίζονται, για µεν την παράλειψη εισπράξεων,
από τότε που ο υπόλογος όφειλε να ενεργήσει την είσπραξη, για δε την παράλειψη
εισαγωγής των εισπράξεων, από τότε που αυτός όφειλε να εισαγάγει τα εισπραχθέντα
στο δηµόσιο ταµείο. Σε περίπτωση ελλείµµατος, οι προσαυξήσεις υπολογίζονται από
την ηµέρα κατά την οποία εξακριβώθηκε ότι έλαβε χώρα το έλλειµµα και εφόσον η
403
Ελ.Συν.Ολοµ. Αποφάσεις 1285/1996, 1396/2000, Tµ.VII Αποφάσεις 2663/2006, 2462/2006,
1717/2007, 2096/2007, 726/2011.
404
Ελ.Συν.Ολοµ. Απόφαση 1456/2008.
405
Ελ.Συν Ολοµ. Απόφαση 1396/2000, Τµ.VII Αποφάσεις 1716/2007, 1717/2007, 586/2014.
406
Επιβάλλονται οι προσαυξήσεις – πλέον τόκοι- του ΚΕ∆Ε και όχι τόκοι υπερηµερίας (Ελ.Συν.Τµ.1
Απόφαση 1212/2001, 1502/2004.
407
Σύµφωνα µε το άρθρο 6 του ΚΕ∆Ε (Ν∆ 356/1974 -ΦΕΚ 90/5.4.1974 τ. Α), όπως ισχύει σήµερα
«Για οποιοδήποτε ποσό χρέους γίνεται ληξιπρόθεσµο, ο οφειλέτης υποχρεούται να καταβάλει τόκους
και πρόστιµο εκπρόθεσµης καταβολής κατ' ανάλογη εφαρµογή των διατάξεων των άρθρων 53 και 57
του Κ.Φ.∆. (ν. 4174/2013), όπως ισχύει» Σύµφωνα µε το άρθρο 19 του Ν.4321/2015 (ΦΕΚ
32/21.03.2015 τεύχος Α'): «1.Τα πρόστιµα εκπρόθεσµης καταβολής του άρθρου 57 του ν. 4174/2013
(Α' 170) και του άρθρου 6 του ν.δ. 356/ 1974 (Α' 90) καταργούνται. 2.Η κατάργηση των προστίµων
της προηγούµενης παραγράφου καταλαµβάνει οφειλές που καταχωρίζονται στα βιβλία εισπρακτέων
εσόδων της Φορολογικής ∆ιοίκησης από τη δηµοσίευση του παρόντος.».
81
εξακρίβωση αυτή καθίσταται αδύνατη, από τότε που ανακαλύφθηκε κατά την
επιθεώρηση ή την παράδοση της διαχείρισης του υπολόγου το έλλειµµα. Αν η
εξακρίβωση του ελλείµµατος γίνεται µετά τη λήξη του οικονοµικού έτους στη
διαχείριση του οποίου αναφέρεται το έλλειµµα και είναι αδύνατος ο προσδιορισµός
της ηµέρας ή του µήνα που έλαβε χώρα τούτο, οι προσαυξήσεις υπολογίζονται από τη
λήξη του οικονοµικού έτους της διαχείρισης408.
Τα ανωτέρω ισχύουν και για τους συνευθυνόµενους, στους οποίους
επιβάλλονται επίσης προσαυξήσεις, εκτός εάν αποδείξουν ότι η δηµιουργία του
ελλείµµατος δεν οφείλεται σε δόλο ή βαριά αµέλεια αυτών409.
Ωστόσο, οι αχρεωστήτως λαβόντες επιβαρύνονται µε προσαυξήσεις µόνον
αφότου το χρέος καταστεί ληξιπρόθεσµο, δηλαδή αφού αυτό βεβαιωθεί «εν στενή
εννοία» προς είσπραξη410.
3. Τίτλος βεβαίωσης
Το ποσό του ελλείµµατος, που καταλογίζεται σε βάρος του υπολόγου, αποτελεί
δηµόσιο έσοδο γι αυτό και βεβαιώνεται, χωρίς αναβολή, ως δηµόσιο έσοδο,
λαµβάνεται δε και κάθε άλλο απαραίτητο µέτρο για την εξασφάλιση της απαίτησης
του ∆ηµοσίου411. Σύµφωνα µε τη θεωρία του δηµοσιολογιστικού δικαίου412, ο
διοικητικός καταλογισµός αποτελεί µια εκτελεστή διοικητική πράξη413, µε την οποία
βεβαιώνεται εν ευρεία εννοία η απαίτηση του ∆ηµοσίου ή ν.π.δ.δ., κατά ορισµένου
φυσικού ή νοµικού προσώπου, ώστε στη συνέχεια να προχωρήσει η περαιτέρω
βεβαίωση και είσπραξη της από το αρµόδιο δηµόσιο ταµείο (βεβαίωση µε στενή
έννοια), κατά τις διατάξεις περί εισπράξεως δηµοσίων εσόδων.
Συνεπώς, απαραίτητο στοιχείο της καταλογιστικής πράξης είναι η αναγραφή
σε αυτή του δικαιούχου δηµόσιου νοµικού προσώπου υπέρ του οποίου διενεργείται ο
καταλογισµός, καθώς η σχετική καταβολή σε µη δικαιούχο πρόσωπο δεν συνεπάγεται
408
Όµοια ρύθµιση περιέχεται και στο άρθρο 5 παρ.5 του ΚΕ∆Ε (Ν∆ 356/1974 - ΦΕΚ τ. Α 90/1974).
409
Ελ.Συν.Ολοµ. Αποφάσεις 868/1990, 2161/2006.
410
Ελ.Συν.Ολοµ. Απόφαση 2319/212, Τµ.Ι Απόφαση 1140/2002.
411
Άρθρο 152 παρ.2 του Ν.4270/2014
412
Καραβοκύρης Ι., Έννοια και φύση της καταλογιστικής πράξης, ΝοΒ 2007, σελ.304.
413
Η πράξη καταλογισµού δεν µπορεί να έχει αναδροµική ισχύ, εκτός εάν προβλέπεται η δυνατότητα
αυτή από ειδική διάταξη νόµου. (ΓνΝΣΚ 653/1996)
82
414
Άρθρο 417 ΑΚ: «Καταβολή προς άλλον εκτός από το δανειστή. Η καταβολή απαιτείται γα γίνει
στο δανειστή ή σε όποιον ο δανειστής ή το δικαστήριο ή ο νόµος έχει επιτρέψει να δεχτεί την
καταβολή. Η καταβολή που έγινε σε άλλον ισχύει αν ο δανειστής την εγκρίνει ή εφόσον
ωφελείται απ αυτήν.».
415
Ελ.Συν.Ολοµ. Απόφαση 1212/1995, Τµ.IV Αποφάσεις 985/1995, 2348/1998, 1599/1999, 205/2003,
158/2004.
416
Ελ.Συν.Ολοµ. Απόφαση 1039/1995.
417
Ελ.Συν.Ολοµ. Απόφαση 2219/2014.
418
Άρθρο 152 παρ.5 του Ν.4270/2014.
419
Άρθρο 162 παρ.6 του Ν.4270/2014.
83
420
Ελ.Συν.Ολοµ. Απόφαση 1192/1998 σε Σαρµά Ι., Κράτος και δικαιοσύνη 3, ο.π., σελ.255.
421
Ελ.Συν.Τµ.VΙΙ Απόφαση 257/2012, 246/2011.
422
Βλ. και άρθρο 1 παρ.1 περιπτ.ιστ του Ν.4129/2013.
84
δικαστηρίου, νοείται, όχι µόνον η επαλήθευση των λογιστικών πράξεων που περιέχει
ο λογαριασµός, αλλά και κάθε έρευνα που διεξάγεται για να διαπιστωθεί η
νοµιµότητα των δεδοµένων στα οποία στηρίζεται αυτός, όπως λ.χ. η έρευνα του αν
έχει δικαίωµα να εισπράξει ο εκάστοτε λαβών το ποσό της εκταµιεύσεως».
Συνεπώς, από την ανωτέρω απόφαση της Ολοµέλειας, που ακολουθείται µέχρι
σήµερα από το Ανώτατο ∆ηµοσιονοµικό ∆ικαστήριο, προκύπτει ότι στην
αρµοδιότητα του Ελεγκτικού Συνεδρίου εµπίπτουν (α) οι διαφορές από έλεγχο
λογαριασµών είτε αυτός διενεργήθηκε από το Ελεγκτικό Συνέδριο, είτε από άλλα
όργανα της διοίκησης και (β) οι διαφορές από έλεγχο λογαριασµών που καταλήγουν
σε καταλογισµούς όχι µόνο δηµοσίων υπολόγων, αλλά και οποιουδήποτε άλλου
εµπλεκόµενου, του οποίου ο καταλογισµός πραγµατοποιείται για αποκατάσταση του
διαπιστωθέντος ελλείµµατος424, όπως αχρεωστήτως λαβόντων και συνευθυνόµενων
προσώπων.
Την ευρύτερη αυτή ερµηνεία του Ελεγκτικού Συνεδρίου, περί υπαγωγής στην
αρµοδιότητά του, καταλογισµών αχρεωστήτως λαβόντων, δεν φαίνεται να δέχεται το
Συµβούλιο της Επικρατείας, το οποίο µε σειρά αποφάσεών του έκρινε για ανάλογες
υποθέσεις ότι δεν υπάγονται στην αρµοδιότητα του Ελεγκτικού Συνεδρίου, διότι «δεν
αποτελούν πράξεις ελέγχου λογαριασµών κατά την έννοια του άρθρου 98 παρ. 1 περ.
ε του ισχύοντος Συντάγµατος, ούτε αφορούν σε έλεγχο λογαριασµών δηµοσίων
υπολόγων ή υπολόγων ν.π.δ.δ. ή σε κατασταλτικό έλεγχο δαπανών». Έτσι, έκρινε ότι
οι διαφορές που προκύπτουν από πράξεις µε τις οποίες καταλογίζεται η επιστροφή
αχρεωστήτως ληφθεισών αποδοχών, λόγω παράνοµης κατοχής δεύτερης θέσης στο
δηµόσιο δεν ανήκουν στην αρµοδιότητα του Ελεγκτικού Συνεδρίου, αλλά υπάγονται
ως ακυρωτικές στην αρµοδιότητα των διοικητικών πρωτοδικείων425. Επίσης, ότι οι
πράξεις µε τις οποίες επιβάλλεται ως κύρωση η επιστροφή από το σπουδαστή της
ΕΣ∆∆ του ποσού των αποδοχών, που ο εν λόγω υπόχρεος είχε εισπράξει κατά την
φοίτησή του στην Σχολή υπόκεινται σε ανακοπή εκδικαζοµένη από το αρµόδιο
∆ιοικητικό Πρωτοδικείο και δεν ανήκουν στην δικαστική αρµοδιότητα του
Ελεγκτικού Συνεδρίου426.
424
Ελ.Συν.Ολοµ. Απόφαση 717/2010.
425
ΣτΕ 2284/2002.
426
ΣτΕ 1414/2000, αντίστοιχες και η ΣτΕ 2055/2001 για επιστροφή αποδοχών εκπαιδευτικής αδείας
γιατρού και ΣτΕ 3002/2010 για επιστροφή πόρων προγραµµάτων του Υπουργείου Ανάπτυξης που
86
2. Αίτηση αναθεώρησης
Κατά των καταλογιστικών πράξεων των Επιτρόπων του Ελεγκτικού Συνεδρίου,
µπορεί να ασκηθεί αίτηση αναθεώρησης430 από τον υπόλογο ή τον εγγυητή του431, για
συγκεκριµένους λόγους, µέσα σε προθεσµία ενός έτους από την κοινοποίηση στον
υπόλογο της προσβαλλόµενης πράξης.
Οι λόγοι για τους οποίους επιτρέπεται η άσκηση αίτησης αναθεώρησης είναι
οι εξής:
α) λόγω πλάνης περί τα πραγµατικά γεγονότα ή λόγω λογιστικού λάθους432,
β) αν προσαχθούν νέα κρίσιµα έγγραφα,
γ) αν η πράξη στηρίχθηκε σε καταθέσεις µαρτύρων που καταδικάστηκαν για
ψευδορκία ή απαλλάχθηκαν αλλά η ψευδορκία αναγνωρίστηκε δικαστικά,
αφορούν έργα του ιδιωτικού τοµέα, από το διαχειριστή των διατιθεµένων πόρων και υπόλογο έναντι
του ∆ηµοσίου, ενδιάµεσου φορέα.
427
Ελ.Συν.Ολοµ. Απόφαση 2292/2011, 2825/2006.
428
Άρθρο 38 παρ.2 του Ν.4129/2013 και άρθρο 155 του Ν.4270/2014.
429
Άρθρο 152 παρ.12 του Ν.4270/2014.
430
Για εκτενέστερη ανάλυση του ενδίκου µέσου της αίτηση αναθεώρησης, βλ. Κουλουµπίνη Ε.-Ε., Το
ένδικο µέσο της αίτησης αναθεώρησης ενώπιον του Ελεγκτικού Συνεδρίου, ΘΠ∆∆ 8-9/2012, σελ.728
431
∆εν µπορεί όµως να ασκήσει αίτηση αναθεώρησης ο κληρονόµος του υπολόγου, διότι η ευθύνη του
είναι προσωπική (Μηλιώνης Ν., Το Ελεγκτικό Συνέδριο – Σύγχρονες τάσεις και εξελίξεις, ο.π.,
σελ.308).
432
Η νοµική πλάνη δεν αναγνωρίζεται ως λόγος αναθεώρησης (Ελ.Συν.Ολοµ. Πρακτικά της 3ης
Γεν.Συν. της 23.02.2005)
87
433
Άρθρο 48 παρ.1 και 3 του Ν.4129/2013.
434
Άρθρο 48 παρ.4 του Ν.4129/2013.
435
Άρθρο 48 παρ.2 του Ν.4129/2013.
436
Άρθρο 48 παρ.6 του Ν.4129/2013.
437
Άρθρο 48 παρ.7 του Ν.4129/2013.
438
Άρθρο 48 παρ.1 του Ν.4129/2013.
88
439
Άρθρο 48 παρ.8 του Ν.4129/2013.
440
Άρθρο 48 παρ.5 του Ν.4129/2013.
441
Ελ.Συν.Κλιµ. Β Πράξεις 1283/2000, 901/2001.
442
Άρθρο 89 του Ν.4129/2013.
443
ΓνΝΣΚ 294/2001
444
Άρθρο 152 παρ.12 του Ν.4270/2014.
445
ΓνΝΣΚ 39/2012.
89
3. Η έφεση
Αν και ως όρος έφεση446 µας παραπέµπει σε ένδικο µέσο, στην περίπτωση των
εφέσεων κατά καταλογιστικών πράξεων αποτελεί ένδικο βοήθηµα447, καθώς, µέσω
αυτής, ελέγχεται µια διοικητική πράξη και όχι µια δικαστική απόφαση. Συνιστά,
δηλαδή, στην πραγµατικότητα µια «προσφυγή ουσίας», κατά την εκδίκαση της
οποίας εξετάζεται τόσο η νοµιµότητα όσο και η ουσία της υπόθεσης448. Εποµένως,
στις υποθέσεις καταλογισµών υπάρχει ένας µόνο βαθµός δικαιοδοσίας.
Ειδικότερα, κατά των καταλογιστικών πράξεων των Υπουργών, Επιτρόπων
του Ελεγκτικού Συνεδρίου, µονοπρόσωπων ή συλλογικών διοικητικών οργάνων,
διοικητικών αρχών, Οικονοµικών Επιθεωρητών ή άλλου φορέα επί διαχείρισης
υλικού, αξιών ή χρηµατικού του ∆ηµοσίου, νοµικών προσώπων δηµοσίου δικαίου,
οργανισµών τοπικής αυτοδιοίκησης και νοµικών προσώπων ιδιωτικού δικαίου, που
χρηµατοδοτούνται από εθνικούς ή κοινοτικούς πόρους, επιτρέπεται να ασκηθεί έφεση
από όποιον έχει έννοµο συµφέρον449,450.
Συνεπώς, έφεση ασκείται τόσο κατά των πράξεων που εκδίδονται από
διοικητικά όργανα (οικονοµικοί επιθεωρητές, διατάκτες κλπ) όσο και κατά των
πράξεων που εκδίδονται από τους Επιτρόπους του Ελεγκτικού Συνεδρίου451, κατά την
άσκηση του κατασταλτικού ελέγχου. Επιπλέον, µε έφεση προσβάλλονται όχι µόνο οι
πράξεις µε τις οποίες καταλογίζονται υπόλογοι, αλλά και αυτές µε τις οποίες
καταλογίζονται συνευθυνόµενα πρόσωπα ή αχρεωστήτως λαβόντες. Κατά των
πράξεων του Κλιµακίου για την απαλλαγή υπολόγου από απώλεια δεν ασκείται
έφεση452.
Η έφεση πρέπει να ασκηθεί µέσα σε προθεσµία εξήντα ηµερών, η οποία
αρχίζει από την επίδοση ή την καθ' οποιονδήποτε τρόπο περιέλευση ή την
446
Για περισσότερα σχετικά µε την έφεση βλ. Λυκεσά Ε., Το ένδικο βοήθηµα της έφεσης κατά των
πράξεων καταλογισµού, ο.π., σελ. 678.
447
Ελ.Συν.Ολοµ. Απόφαση 1114/2007.
448
Μηλιώνης Ν., Ο θεσµικός ρόλος του Ελεγκτικού Συνεδρίου, εκδ. Αντ.Σάκκουλα, Αθήνα, 2006,
σελ.245.
449
Άρθρο 80 παρ.1 του Ν.4129/2013.
450
Το έννοµο συµφέρον δεν εκλείπει εάν ο καταλογιζόµενος κατέβαλε το ποσό, που του
καταλογίστηκε, διότι η καταβολή έγινε µε σκοπό τον περιορισµό των επιβαλλόµενων προσαυξήσεων.
(Λυκεσά Ε., Το ένδικο βοήθηµα της έφεσης κατά των πράξεων καταλογισµού, ο.π., σελ. 681).
451
Ο Ελεγκτικό Συνέδριο δικάζει εφέσεις κατά των πράξεων των Κλιµακίων και Επιτρόπων του
Ελεγκτικού Συνεδρίου, όπου αυτές προβλέπονται από τις διατάξεις του Ν.4129/2013. (άρθρο 1 παρ.1
περιπτ.ιθ του Ν.4129/2013)
452
Ελ.Συν.Ολοµ. Απόφαση 1507/1999.
90
453
Άρθρο 80 παρ.1 του Ν.4129/2013.
454
Σύµφωνα µε το άρθρο 92 του Ν.4129/2013, για την αναστολή των προθεσµιών του νόµου αυτού
εφαρµόζεται το πρώτο εδάφιο του άρθρου 11 του Κανονιστικού ∆ιατάγµατος της 26.6/10.7.1944
(ΦΕΚ 139 Α`) "Περί Κώδικος των νόµων περί δικών του ∆ηµοσίου", όπως τροποποιήθηκε από το
άρθρο 12 του Ν.3514/2006, σύµφωνα µε το οποίο: «Σε όλες τις δίκες του ∆ηµοσίου, κατά τη διάρκεια
των δικαστικών διακοπών, ουδεµία απολύτως τρέχει προθεσµία είτε εις βάρος του ∆ηµοσίου είτε εις
βάρος των άλλων διαδίκων, ούτε για την υπό τούτων ως τρίτων άσκηση δηλώσεων ούτε για την
έγερση αγωγών, παρεµβάσεων και προσεπικλήσεων ούτε τέλος για την άσκηση οποιουδήποτε ενδίκου
µέσου ή εξέταση µαρτύρων.».
455
Άρθρο 80 παρ.2 του Ν.4129/2013.
456
Άρθρο 48 παρ.10 του Ν.4129/2013.
457
Οι προϊσχύουσες διατάξεις του άρθρου 56 του π.δ. 774/1980, είχαν κριθεί µε τις Ελ.Συν.Ολοµ.
Αποφάσεις 2006/2008, 2253/2014, αντίθετες µε τα άρθρα 20 παρ. 1 του Συντάγµατος και 6 παρ. 1 της
ΕΣ∆Α, λόγω του ότι δεν θέσπιζαν ανώτατο όριο (οροφή) στο ποσό του καταβλητέου παραβόλου ούτε
προέβλεπαν τη δυνατότητα απόδοσης του κατ’ εφαρµογή των διατάξεων αυτών καταβληθέντος
παραβόλου όχι µόνο επί παραδοχής της εφέσεως, αλλά και κατόπιν δικαστικής κρίσης για το
δικαιολογηµένο της άσκησής της. Παρατηρούµε ότι ούτε η διάταξη που ισχύει σήµερα (άρθρο 73 του
Ν.4129/213) προβλέπει ανώτατο όριο παραβόλου, παρά µόνο ότι το ποσό που υπερβαίνει το ποσό των
1.500 ευρώ, καταλογίζεται µε την απόφαση.
458
Ελ.Συν.Ολοµ. Απόφαση ΦΓ8/15686 για την κωδικοποίηση, τροποποίηση και συµπλήρωση της
48208/1965 απόφασης του Ελεγκτικού Συνεδρίου «περί καθορισµού των Τµηµάτων του Ελεγκτικού
Συνεδρίου και της αρµοδιότητας αυτών» και των 7035/1991, 3786/1992, 15778/1992 και 16031/1993
αποφάσεων αυτής. (ΦΕΚ τ.Β 1242/2002), όπως ισχύει τροποποιηµένη.
459
Άρθρο 80 παρ.3 του Ν.4129/2013.
91
460
Λυκεσά Ε., Το ένδικο βοήθηµα της έφεσης κατά των πράξεων καταλογισµού, ο.π., σελ. 685.
461
Εκτός αν προβλέπεται άλλως από ειδική διάταξη νόµου.
462
Για περισσότερα σχετικά µε την αίτηση αναστολής βλ. Λυκεσά Ε., Η παροχή προσωρινής
δικαστικής προστασίας: Η αίτηση αναστολής στην έφεση ενώπιον του Ελεγκτικού Συνεδρίου, ΘΠ∆∆
8-9/2012, σελ. 705.
463
Άρθρο 84 του Ν.4129/2013.
464
Ελ.Συν. Τµ.VII Αποφάσεις, 418/2008, 960/2010 , 2758/2011, 2172/2011, 2173/2011, 3228, 2939,
954/2013, 2852/2012, 956/2015.
465
Ελ.Συν.Τµ.VII Αποφάσεις 971/2014, 956/2015
466
Λυκεσά Ε., Η παροχή προσωρινής δικαστικής προστασίας, ο.π., σελ. 705.
467
Άρθρο 86 του Ν.4129/2013.
468
Για την αίτηση αναίρεσης βλ. αναλυτικά Ζώη Κ., Η αίτηση αναιρέσεως ενώπιον του Ελεγκτικού
Συνεδρίου, ΘΠ∆∆ 8-9/2012, σελ.737.
92
από όποιον έχει έννοµο συµφέρον, το Γενικό Επίτροπο της Επικρατείας του
Ελεγκτικού Συνεδρίου ή από τον αρµόδιο Υπουργό ή Ν.Π.∆.∆469. Η προθεσµία για
την άσκηση της αίτησης αναίρεσης είναι εξήντα ηµερών και αρχίζει για το ∆ηµόσιο,
τα νοµικά πρόσωπα δηµοσίου δικαίου, τους οργανισµούς τοπικής αυτοδιοίκησης, τα
νοµικά πρόσωπα ιδιωτικού δικαίου που χρηµατοδοτούνται από εθνικούς ή
κοινοτικούς πόρους και τον Γενικό Επίτροπο της Επικρατείας470 από την περιέλευση
της απόφασης στην υπηρεσία τους και για τον ιδιώτη διάδικο από την επίδοση ή την
καθ' οιονδήποτε τρόπο περιέλευση ή την αποδεδειγµένα πλήρη γνώση της
προσβαλλόµενης απόφασης. Εάν ο έχων έννοµο συµφέρον για την άσκηση αίτησης
αναίρεσης διαµένει στην αλλοδαπή, η προθεσµία ορίζεται σε ενενήντα ηµέρες471.
Αν γίνει δεκτή η αίτηση αναίρεσης για εσφαλµένη ερµηνεία ή πληµµελή
εφαρµογή του νόµου, η Ολοµέλεια του Ελεγκτικού Συνεδρίου αποφασίζει περαιτέρω
για την υπόθεση, εκτός αν αυτή χρήζει διερεύνησης κατά το πραγµατικό της µέρος,
οπότε την αναπέµπει στο αρµόδιο Τµήµα. Αν η απόφαση αναιρεθεί για οποιονδήποτε
άλλο λόγο, η Ολοµέλεια αναπέµπει την υπόθεση στο Τµήµα που εξέδωσε την
απόφαση για την εκ νέου εξέτασή της472.
4. Το τεκµήριο αθωότητας
Ένα από τα θέµατα που έχει απασχολήσει τη νοµολογία του Ελεγκτικού Συνεδρίου
είναι κατά πόσο επηρεάζει τη δηµοσιολογιστική δίκη του καταλογισµού του
υπολόγου, η ύπαρξη αθωωτικής απόφασης ποινικού δικαστηρίου στο πλαίσιο του
άρθρου 6 παρ. 2 της Ε.Σ.∆.Α. Με τη διάταξη αυτή, κατοχυρώνεται το τεκµήριο
αθωότητας του κατηγορουµένου, το οποίο αποτελεί µία από τις θεµελιώδεις αρχές
της ποινικής δίκης473.
Το Ελεγκτικό Συνέδριο αρχικά δεν δέχονταν474 ότι η έκβαση της ποινικής
δίκης επηρεάζει τη δηµοσιολογιστική, υποστηρίζοντας ότι η φύση της ευθύνης του
469
Άρθρο 87 παρ.2 του Ν.4129/2013.
470
Αναίρεση υπέρ του νόµου. Ο Γενικός Επίτροπος της Επικρατείας δύναται κατ' εξαίρεση και µετά
την παρέλευση της οικείας προθεσµίας να ασκεί αίτηση αναίρεσης υπέρ του νόµου. Στην περίπτωση
αυτή, αν γίνει δεκτή η αίτηση αναίρεσης, η απόφαση που αναιρεσιβάλλεται παραµένει αµετάβλητη,
αναιρείται όµως υπέρ του νόµου µε σκοπό τη συµµόρφωση σε παρόµοια περίπτωση του αρµόδιου
Τµήµατος ή Κλιµακίου προς την απόφαση της Ολοµέλειας. (άρθρο 88 του Ν.4129/2013).
471
Άρθρο 87 παρ.3 του Ν.4129/2013.
472
Άρθρο 87 παρ.4 του Ν.4129/2013.
473
Ε∆∆Α, Deweer κ. Βελγίου, 27.2.1980, παρ. 56, Minelli κ. Ιταλίας, 25.3.1983, παρ. 27.
474
Ελ.Συν.Ολοµ. Απόφαση 823/1981, Τµ.Ι Απόφαση 1084/1997.
93
υπολόγου είναι διαφορετική από την ποινική ευθύνη και αποσκοπεί στην
αποκατάσταση του δηµιουργηθέντος ελλείµµατος.
Ωστόσο, µετά την έκδοση της από 27.9.2007 Απόφασης του Ε∆∆Α (υπόθεση
Β. Σταυρόπουλου κατά Ελλάδας) η νοµολογία του αυτή φαίνεται να αλλάζει. To
Τµήµα VI µε την υπ’ αριθ. 2351/2009 Απόφασή του, λαµβάνοντας υπόψη του την
ανωτέρω απόφαση του Ε∆∆Α και χωρίς να προβεί σε ιδιαίτερη ανάλυση ή ερµηνεία
του τεκµηρίου αθωότητας475, δέχτηκε ότι «επειδή οι ποινικώς κολάσιµες πράξεις, για
τις οποίες αθωώθηκε o εκκαλών από το ποινικό ∆ικαστήριο, έχουν την ίδια
αντικειµενική υπόσταση, δηλαδή είναι ταυτόσηµες, µε αυτές, που του αποδίδονται µε
την προσβαλλόµενη καταλογιστική απόφαση, το παρόν ∆ικαστήριο δεν µπορεί να
αποστεί από την κρίση του ποινικού ∆ικαστηρίου, από την οποία ήδη απέρρευσε
δεδικασµένο ως προς το ότι ο εκκαλών δεν ετέλεσε τις αποδιδόµενες σε αυτόν
πράξεις, που συνιστούν ταυτοχρόνως εγκλήµατα, και γενεσιουργές δηµοσιονοµικών
ελλειµµάτων πράξεις».
Πρέπει βέβαια να επισηµανθεί ότι για την εφαρµογή του ανωτέρω τεκµηρίου
της αθωότητας θα πρέπει να υπάρχει όµοια αντικειµενική υπόσταση του αδικήµατος
που κρίθηκε στην ποινική δίκη και των πραγµατικών περιστατικών που λήφθηκαν
υπόψη για τον καταλογισµό του υπολόγου. ∆ιαφορετικά, η διαγνωσθείσα µε τις
ποινικές αποφάσεις έλλειψη ποινικής ευθύνης δεν αρκεί για την απαλλαγή του
υπολόγου476.
Παρατηρούµε, ωστόσο, ότι µε την πρόσφατη υπ΄αριθ. 1808/2014 Απόφαση
της Ολοµέλειας του Ελεγκτικού Συνεδρίου, στην οποία δεν γίνεται καµία αναφορά
στην προαναφερόµενη απόφαση του Ε∆∆Α, κρίθηκε, θυµίζοντας την παλαιότερη
νοµολογία του δικαστηρίου, ότι δεν συντρέχει παραβίαση του τεκµηρίου αθωότητας
αν στο πλαίσιο της δηµοσιονοµικής δίκης κριθεί ότι υπόλογος (ή συνευθυνόµενος), ο
οποίος αθωώθηκε σε ποινική δίκη για αδίκηµα που θεµελιώνεται στα ίδια πραγµατικά
περιστατικά, φέρει δηµοσιονοµική ευθύνη για έλλειµµα που διαπιστώθηκε στη
διαχείρισή του, διότι η φύση της ευθύνης του είναι διαφορετική και αποσκοπεί
κυρίως στη αποκατάσταση του δηµιουργηθέντος χρηµατικού ελλείµµατος. Συνεπώς,
475
Μπάλτα Ε., Το τεκµήριο αθωότητας κατά την ΕΣ∆Α και η δηµοσιονοµική δίκη, Παρατηρήσεις
στην Ελ.Συν.Τµ. IV 2351/2009, Εφ∆∆ 2/2010, σελ.183.
476
Ελ.Συν.Ολοµ. Απόφαση 1026/2011.
94
η νοµολογία του Ελεγκτικού Συνεδρίου δεν φαίνεται να έχει παγιωθεί επί του
εξεταζόµενου ζητήµατος.
477
Ελ.Συν.Ολοµ. Αποφάσεις 4314/2013, 2220/2014, 2219/2014.
478
Προυσανίδης Α., Ius Suum Cuique Tribuere. Η κυρωτική διάσταση του δηµοσιονοµικού δικαίου
και η αρχή της αναλογικότητας, Παρατηρήσεις στην απόφαση ΕλΣυν Ολ. 4314/2013, ΘΠ∆∆ 12/2013,
σ. 1151 – 1153.
95
479
Μπάλτα Ε., Η αρχή της αναλογικότητας ως µεθοδολογικό και ερµηνευτικό εργαλείο στη
δηµοσιονοµική δίκη περί καταλογισµού δηµοσίων υπολόγων, Παρατηρήσεις στην απόφαση
Ελ.Συν.Ολοµ. 4314/2013, Εφηµ∆∆ 2/2014, σελ.175.
480
Πάντως, η αρχή της αναλογικότητας είχε ξαναχρησιµοποιηθεί από το Ελεγκτικό Συνέδριο στο
παρελθόν σε υποθέσεις αξιωµατικών της ΣΣΑΣ που καταλογίζονταν µε τα ποσά τα οποία έλαβαν από
κατά την περίοδο φοίτησής τους. Βλ. σχετικά Φατούρου Χρ., Η νοµολογιακή εφαρµογή της αρχής της
αναλογικότητας στο δίκαιο του Ελεγκτικού Συνεδρίου, Εφηµ∆∆ 3/2008, σελ. 371, Ρενέση Ν., Η αρχή
της αναλογικότητας στη νοµολογία του Ελεγκτικού Συνεδρίου. Ερµηνευτικός οδηγός για την
αξιολόγηση της δηµόσιας οικονοµικής διαχείρισης, ∆ι∆ικ 2005, σ. 1401.
481
Μηλιώνης Ν., Το Ελεγκτικό Συνέδριο – Σύγχρονες τάσεις και εξελίξεις, ο.π., σελ.276.
482
Ρενέση Ν., Η αρχή της αναλογικότητας στη νοµολογία του Ελεγκτικού Συνεδρίου. Ερµηνευτικός
οδηγός για την αξιολόγηση της δηµόσιας οικονοµικής διαχείρισης, ∆ι∆ικ 2005, σ. 1401.
96
483
Σύµφωνα µε τι ΑΕ∆ 2/1993 και 42/1990 κριτήριο δικαιοδοσίας στις υποθέσεις αδικαιολόγητου
πλουτισµού αποτελεί η υποκείµενη αιτία (σχέση). βλ. Χρυσανθάκης Χ., Παρατηρήσεις στην
Ελ.Συν.Ολοµ. Απόφαση 2335/2009, ΘΠ∆∆ 8-9/2009, σελ.1014.
97
484
Ελ.Συν.Τµ.VII Αποφάσεις 575/2014, 986/2015, ΑΠ 1057/2011, 1064/2010
98
ΤΕΛΙΚΕΣ ΠΑΡΑΤΗΡΗΣΕΙΣ
Μέσα από την παρούσα εργασία έγινε µια προσπάθεια να δοθεί, µε τον πληρέστερο
τρόπο, το καθεστώς που διέπει τους δηµόσιους υπολόγους από την άσκηση των
καθηκόντων τους µέχρι τον πιθανό καταλογισµό τους. Σίγουρα θα µπορούσαν να
συµπεριληφθούν κι άλλα θέµατα, όπως να γίνει µια ειδικότερη ανάλυση των
δηµοσίων υπολόγων κάθε κατηγορίας (δηµοσίου, νπδδ, οτα, νπιδ), αλλά αυτό
πιστεύουµε ότι µπορεί να αποτελέσει θέµα µιας αυτοτελούς εργασίας, γι αυτό και
περιοριστήκαµε στον κύριο κορµό του θέµατος.
Ως προς την ουσία του θεσµού των δηµοσίων υπολόγων, είναι φανερό ότι ο
νοµοθέτης, ήδη από τα πρώτα χρόνια του ελληνικού κράτους, προσπάθησε και
συνεχίζει να προσπαθεί να προστατέψει τη δηµόσια περιουσία, την περιουσία,
δηλαδή, που ανήκει σε όλους µας και έχει διατεθεί για την εξυπηρέτηση των αναγκών
και αποστολών του κράτους. Ωστόσο, εκ του αποτελέσµατος, νοµίζουµε ότι µπορεί
κανείς να εντοπίσει κάποια προβλήµατα στην αποτελεσµατικότητα της όλης
προσπάθειας.
Κατ’ αρχάς, θεωρούµε ότι το σύστηµα ελέγχου των δηµοσίων υπολόγων είναι
ιδιαίτερα περίπλοκο, λόγω των ελέγχων, που διενεργούνται από πολλά διαφορετικά
όργανα. Και ναι µεν οι έλεγχοι από διαφορετικά όργανα εξασφαλίζουν µεγαλύτερη
διαφάνεια, οδηγούν όµως και σε καθυστερήσεις, λόγω των εµπλοκών που
δηµιουργούνται σε θέµατα αρµοδιότητας των οργάνων, καθώς και των
αντικρουόµενων απόψεων επί των συµπερασµάτων του ελέγχου.
Όµως το κυριότερο, ίσως, πρόβληµα στο σύστηµα ελέγχου των δηµοσίων
υπολόγων πιστεύουµε ότι είναι οι καθυστερήσεις, τόσο των ελέγχων, όσο και της
επίλυσης των σχετικών διαφορών. Οι καθυστερήσεις αυτές έχουν ως αποτέλεσµα την
καθυστέρηση αποκατάστασης των ελλειµµάτων του ∆ηµοσίου, αλλά και την
καθυστέρηση ερµηνείας ζητηµάτων κρίσιµων για τη νοµιµότητα των διαχειρίσεων.
Επιπλέον, ο έλεγχος, πέρα από την προστασία του δηµοσίου χρήµατος, που είναι ο
κύριος στόχος του, θα ήταν χρήσιµο να έχει και «εκπαιδευτικό» χαρακτήρα για το
δηµόσιο υπόλογο. Εάν π.χ. ένας υπόλογος διεξάγει λανθασµένα µια διαδικασία
πληρωµής ενταλµάτων, µη ζητώντας κάποια δικαιολογητικά ή επιβάλλοντας µη
νόµιµες κρατήσεις και ελεγχθεί άµεσα, θα µπορέσει να διορθώσει το λάθος του, σε
αντίθεση µε την περίπτωση που ελεγχθεί µετά από χρόνια υπηρεσίας του. Έτσι, οι
καθυστερήσεις αυτές δηµιουργούν ανασφάλεια του καταλογιζόµενου προσώπου, που
99
τις περισσότερες φορές δεν τελειώνει µε το θάνατο του, αλλά συνεχίζει και στους
κληρονόµους του. Αντίστοιχα, αρνητικά αποτελέσµατα έχουν οι καθυστερήσεις των
ελέγχων και απέναντι στους αχρεωστήτως λαβόντες, οι οποίοι µπορεί να κληθούν
µετά από χρόνια, να επιστρέψουν ένα χρηµατικό ποσό, που έλαβαν, ανεξαρτήτως εάν
δεν είχαν καµία ευθύνη γι αυτό.
Τα προβλήµατα αυτά, βέβαια, θεωρούµε πως πηγάζουν από το ίδιο το
νοµοθετικό πλαίσιο διαχείρισης του δηµοσίου χρήµατος, δηλαδή το ∆ηµόσιο
Λογιστικό και τους συναφείς νόµους. Η σχετική νοµοθεσία είναι δαιδαλώδης και
κατακερµατισµένη ανά κατηγορία φορέα (δηµόσιο, νπδδ, οτα), αλλά και κατά
συγκεκριµένο φορέα (νοσοκοµεία, ένοπλες δυνάµεις, δ.ο.υ., εκκλησιαστικά ιδρύµατα
κλπ). Φυσικά, ο κάθε φορέας έχει τις δικές του ανάγκες και χρειάζονται
διαφοροποιήσεις, στο µεγαλύτερο µέρος τους, όµως, οι σχετικές διατάξεις ρυθµίζουν
όµοια θέµατα, οπότε δεν εξηγείται η διάσπασή τους, η οποία δηµιουργεί ανασφάλεια
και δυσκολίες εφαρµογής τους. ∆εν πρέπει µάλιστα να ξεχνάµε ότι ο δηµόσιος
υπόλογος, εκτός από τη δηµοσιολογιστική νοµοθεσία, αντιµετωπίζει και τη
νοµοθεσία που αφορά άλλα θέµατα (π.χ. αποδοχές προσωπικού, δηµόσιες
συµβάσεις), καθώς οφείλει να ελέγχει και τη νοµιµότητα των σχετικών δαπανών,
οπότε ο όγκος διατάξεων πολλαπλασιάζεται.
Τα προβλήµατα αυτά, λόγω της δύσκολης οικονοµικής συγκυρίας και της
µεγαλύτερης από ποτέ απαίτησης για προστασία του δηµοσίου χρήµατος, πιστεύουµε
ότι είναι θέµα χρόνου να αντιµετωπιστούν. Εµείς θα προτείναµε, αρχικά, τη
συστηµατική αντιµετώπιση της δηµοσιονοµικής νοµοθεσίας µε την καθιέρωση ενός
ενιαίου δηµόσιου λογιστικού, µε εξαιρέσεις, όπου αυτές απαιτούνται. Επίσης,
θεωρούµε πρακτικότερο ο έλεγχος των δηµοσίων υπολόγων να ανατεθεί σε ένα
διοικητικό όργανο ή µια ανεξάρτητη αρχή, η οποία εκτός από τον έλεγχο θα είναι
αρµόδια και για την καθοδήγηση, ενηµέρωση και εκπαίδευση των δηµόσιων
υπολόγων. Με αυτόν τον τρόπο ο έλεγχος θα είναι ενιαίος, αλλά θα επιτευχθεί και
καλύτερη ενηµέρωση των υπολόγων, ώστε να αποφεύγονται λάθη άγνοιας. Επιπλέον,
θα αποσυµφορηθεί το Ελεγκτικό Συνέδριο από τον έλεγχο των λογαριασµών, ώστε να
επιταχυνθεί η δικαστική επίλυση των σχετικών διαφορών. Τέλος, θεωρούµε ότι
σηµαντικό εργαλείο στην προστασία του δηµοσίου χρήµατος, µπορεί να αποτελέσει η
χρήση της τεχνολογίας, µέσω της ηλεκτρονικής διακίνησης χρηµάτων, της
θεσµοθέτησης ηλεκτρονικών διαδικασιών έκδοσης χρηµατικών ενταλµάτων και
100
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
Ζώη Κ., Η αίτηση αναιρέσεως ενώπιον του Ελεγκτικού Συνεδρίου, ΘΠ∆∆ 8-9/2012,
σελ.737.
Καραβοκύρης Ι., Έννοια και φύση της καταλογιστικής πράξης, ΝοΒ 2007, σελ.303.
Κοκκίδου Αλ., Ο δηµόσιος υπόλογος και η ευθύνη του από πράξη ή παράλειψη κατά
την εκτέλεση των καθηκόντων του, ΑρχΝοµ τ.3, 2002, σελ. 289.
102
Λυκεσά Ε., Το ένδικο βοήθηµα της έφεσης κατά των πράξεων καταλογισµού, ΘΠ∆∆
8-9/2012, σελ. 678.
Μηλιώνης Ν., Κριτική προσέγγιση της έννοιας του δηµοσίου υπολόγου κατά το
ελληνικό και γαλλικό δηµοσιολογιστικό δίκαιο, ∆ι∆ικ 7/1995, σελ.818.
Μηλιώνης Ν., Η έννοια του δηµοσίου χρήµατος, Παρατηρήσεις στο Πρακτικό 28ης
Γενικής Συνεδριάσεως της Ολοµέλειας της 2ας Ιουλίου 1997 (Θεµα Β), Ε∆∆∆∆
1999, σελ. 429
103
Μηλιώνης Ν., Προς µια νέα δηµοσιονοµική διακυβέρνηση του κράτους (µε αφορµή
τους Ν.3871 και 4055/2012), ΘΠ∆∆ 8-9/2012, σελ.798.
Μηλιώνης Ν., Το Ελεγκτικό Συνέδριο – Σύγχρονες τάσεις και εξελίξεις, εκδ. Νοµική
Βιβλιοθήκη, Αθήνα, 2012.
Μπάλτα Ε., Η ευθύνη του δηµάρχου ή του προέδρου της κοινότητας ως υπολόγου,
σχόλιο στην Ελ.Συν.Ολοµ. 1461/2006, Εφηµ∆∆ 5/2006, σελ.605.
Μπάλτα Ε., Από τη θεωρία περί διφυούς οργάνου και την καθιέρωση του δικαστικού
χαρακτήρα του Ελεγκτικού Συνεδρίου στην επαναοριοθέτηση της νοµικής του φύση,
Εφηµ∆∆ 1-2/2013, σελ. 21.
Ρενέση Ν., Η αρχή της αναλογικότητας στη νοµολογία του Ελεγκτικού Συνεδρίου.
Ερµηνευτικός οδηγός για την αξιολόγηση της δηµόσιας οικονοµικής διαχείρισης,
∆ι∆ικ 2005, σ. 1401.
104
Ρίζος Κ., Η νοµική φύση των πράξεων του Ελληνικού Ελεγκτικού Συνεδρίου στον
Τόµο: Το Ελεγκτικό Συνέδριο: Ιστορική εξέλιξις του θεσµού των Ελεγκτικών
Συνεδρίων Ελλάδος και Γαλλίας : Πρακτικά (Εισηγήσεις) διήµερου συζητήσεων
αφιερωµένου στην ιστορική εξέλιξη του θεσµού των Ελεγκτικών Συνεδρίων Ελλάδος
και Γαλλίας, Εθνικό Τυπογραφείο, Αθήνα, 1993.
Ρίζος Κ., Ο έλεγχος των δηµοσίων δαπανών και λογαριασµών από το Ελεγκτικό
Συνέδριο, β έκδοση, εκδ. Σάκκουλα, Αθήνα – Θεσσαλονίκη, 2015.
Σαρµάς Ι., Κράτος και δικαιοσύνη 3, Το δηµόσιο χρήµα υπό έλεγχο, εκδ.
Αντ.Σάκκουλα, Αθήνα – Κοµοτηνή, 2003.
Τάχος Α., Ελληνικό διοικητικό δίκαιο, εκδ. Σάκκουλα, Αθήνα – Θεσσαλονίκη 2003.
Φατούρου Χρ., Η νοµολογιακή εφαρµογή της αρχής της αναλογικότητας στο δίκαιο
του Ελεγκτικού Συνεδρίου, Εφηµ∆∆ 3/2008, σελ. 371.
Φώτη – Γούλα Ελ., Συλλογή διατάξεων περί α)του υπολόγου συµψηφισµών β) των
υπολόγων διαχειρίσεως επιταγών Ν.∆. 329/1969 γ) των υπολόγων διαχειρίσεως
επιταγών Ν.277/1976, Εθνικό Τυπογραφείο, Αθήνα, 1983.