You are on page 1of 176

Πάνος Θ.

Πούγγουρας

Εργαστήριο Φυσιολογίας
Κάθε γνήσιο αντίγραφο φέρει την υπογραφή του συγγραφέα

© copyright 2017
Παναγιώτης Θ. Πούγγουρας
Τσιμισκή 99, 54622 Θεσσαλονίκη, τηλ.: 2310220465

Τίτλος : ΕΡΓΑΣΤΗΡΙΟ ΦΥΣΙΟΛΟΓΙΑΣ


Σειρά : Λογοτεχνία
Ετος : Νοέμβριος 2017
ISBN : 00000000000000000

ΕΧΕΔΩΡΟΣ ΕΚΔΟΤΙΚΗ EΠΕ


Oλύμπου 3 Τ.Κ. 570 09, Καλοχώρι Θεσσαλονίκη
Τηλ. 2310 755535 FAX: 2310 700767
e-mail: exedoros.ekdotiki@gmail.com
www.exedoros.gr

Διάθεση βιβλίου :
Ηλεκτρονικό Βιβλιοπωλείο
www.exedoros-bookstore.gr

Απαγόρευση αναδημοσίευσης και αναπαραγωγής. Σύμφωνα με το νόμο 2121/1993 και τους κα-
νόνες του διεθνούς δικαίου που ισχύουν στην Ελλάδα απαγορεύεται χωρίς γραπτή άδεια του εκ-
δότη η ολική ή μερική αναδημοσίευση, αναπαραγωγή, διασκευή, αποθήκευση, μετάφραση και
εκμετάλλευση αυτού του βιβλίου με μηχανικό, ηλεκτρονικό, φωτοτυπικό ή με οποιοδήποτε άλ-
λον τρόπο.
Πάνος Θ. Πούγγουρας

Εργαστήριο Φυσιολογίας

Θεσσαλονίκη 2017
Στη μνήμη του αγαπημένου
Χρήστου Ραζόγλου
(1933-2016)
φίλτατε
αναπαύσου κάτω από την ανθισμένη παπαρούνα
κοιμήσου κάτω από το ανθισμένο μαγιάτικο ρόδο
Έρχεται το δροσερό αεράκι από το κυμάτισμα των σπαρτών
να δροσίσει τον τάφο σου.

Αιωνία σου η μνήμη.


Ο φίλος και ο σκύλος

στον Χρήστο Ραζόγλου

Φίλε σε ποιόν άφησες τον σκύλο σου


να τον πηγαίνει βόλτα;

Ξάφνου ήρθε ένας ήχος


σαν πέτρα στην καμπάνα,

Λίγο πριν το τηλέφωνο, μαράθηκε


και έπεσε το άνθος στη λεμονιά μου.
Μέσα στο κρύσταλλο έτρεξες,
ολάκερη την ζωή σου,
γι’ αυτό και την εξόδεψες,
φροντίζοντας το φως των ανθρώπων

Όποιος νιώθει, θα θρηνεί


του σκύλου σου την ορφάνια.

Ήταν η αγάπη που μισοκόπηκε


σε πάνω απ’ τη γης και κάτω.
Το χέρι όταν, έφυγε
που το λουρί κρατούσε.

Αν στον τάφο, σκύλου στάξει δάκρυ,


σμίλη γίνεται η πίκρα του θανάτου

Όταν χτύπησε το τηλέφωνο,


πίκρανε η φράουλα που ’χα στα χείλη.

Θα πάω τον σκύλο σου


στην παραλία βόλτα,
να βρούμε μαζί τα βήματά σου ,
προτού τα λιώσει ο χρόνος.

Θ’ ακούμε μαζί από το μαγνητόφωνο


το Requiem του Μότσαρτ .

Π. Πούγγουρας, 11.06.2016
Πρόλογος

Έ νας αρχάριος φοιτητής έρχεται σε επαφή για πρώτη φορά


με την ουσία της ιατρικής επιστήμης. άγνωστα συναισθήματα
πλημμυρίζουν τη φαντασία του, καθώς αυτή πραγματώνεται και
σαρκώνεται. Τότε πιάνει με τα χέρια του το κόκαλο που αξιώνει
κάθε μέλος που κινείται (σε άνθρωπο και σε ζώο). Ήταν η ανατομία
του ανθρώπου, σαν αυτήν με ένα νυστέρι και μια λαβίδα ψάξαμε
κομμάτι το κομμάτι κάθε όργανο και συνθέσαμε την αληθινή
υπόσταση του ανθρώπου. Σε άλλον χώρο, πάλι για σπουδές,
ανοίξαμε με μαχαίρι, με ψαλίδι ή σκαρπέλο όλες τις κοιλότητες
των ζώων, όπου έφθαναν στα χέρια μας. Έτσι σπουδάσαμε τη
λειτουργία των οργάνων, των συστημάτων.

Μέλημα του γιατρού είναι η αποκατάσταση, όσων κόβει και όσων


ανοίγει. αν δεν το κάνει, έχει ενοχές και για μεν την Ανατομία «τα
αντικείμενα» ήσαν πτώματα, για δε τη Φυσιολογία όμως, ήσαν
ζώα... ε, και; Μην το λες… Κι αν ήταν κατοικίδιο;

Ένα δισκίο, όπως τα φάρμακα ‒ως δισκίον… ενοχής‒ εμφυτεύ-


εται υποδόρια με πιθανή ισόβιο διάρκεια. Αυτά τα «δισκία» εί-
ναι τώρα που με έφεραν στην ιδέα, να βγάλω προς τρίτους, σκέ-
ψεις, στις οποίες οδηγηθήκαμε εξαιτίας παρατηρήσεων και ενο-
χών, αξέχαστε, φίλε Χρήστο. Κάθε που ένας γιατρός αγκαλιάζει
κάποιον σκύλο, παλιές ενοχές μάλλον κρύβονται στο χάδι.

Μπορώ και βλέπω την κρυφή ντροπή, όση δεν μετέτρεψα σε αγάπη!

Πάνος Θ. Πούγγουρας, Δεκέμβριος 2017

11
Το εργαστήριο
Πρώτα ξηλώθηκε από τις γερμανικές αρχές κατοχής η εβραϊκή
κοινότητα της Θεσσαλονίκης, μετά ξηλώθηκε το εβραϊκό νεκροτα-
φείο και περίσσεψαν ταφόπετρες στην πόλη: οι μαρμάρινες πλάκες
προσφέρονται σε πρώτη ζήτηση από τις αρχές σε ιδρύματα και ορ-
γανισμούς -αν το επιτρέπει η συνείδηση των αιτούντων- για μια
οποιαδήποτε ιερόσυλη χρήση τους.
Σαν ανατομείο παραχωρήθηκε στη «νεογνική» ιατρική σχολή
μια από τις αχρησιμοποίητες και έρημες πια συναγωγές των Εβραί-
ων κι εκεί μεταφέρθηκαν πολλές ταφόπετρες από τα ξηλωμένα νε-
κροταφεία. Κανένας δεν διατύπωσε αντιρρήσεις απ’ ό,τι ξέρουμε.
Στη νέα πτέρυγα που χτίστηκε βιαστικά με τα μάρμαρα στή-
θηκαν οι ανατομικές τράπεζες, κι έτσι αυτές δέχτηκαν πάνω τους
τα πτώματα που μέχρι τότε σκέπαζαν. Πτώματα ξεφλουδισμένα
από δέρμα, με αποξηραμένες τις φλέβες και παρασκευασμένα τα
νεύρα τους, σαν δεμένα με σπάγκο θα ’λεγε κάποιος. Όπως μένουν
για μήνες απλωμένα πάνω στις τράπεζες, ρυμουλκούν τους στο-
χασμούς των φοιτητών γύρω από την αθλιότητα -κατά προτίμη-
ση του παρελθόντος-, αφού σπάνια η αθλιότητα οράται από το σή-
μερα προς το μέλλον, για τον απλούστατο λόγο ότι οφείλει πάντο-
τε να είναι βιωμένη.
Στο εργαστήριο της ανατομίας τα κλειστά παράθυρα συγκρα-
τούν στο εσωτερικό την απόπνοια της φορμόλης, τα μάτια θαμπώ-
νονται, τα ρουθούνια ταμπονάρονται, έτσι απομένουν μονάχα το χθες
και ο θάνατος να εισπνέονται δύσκολα στην αρχή και με τον καιρό
κάπως καλύτερα. Κάθε που διατυπώνεται η πρόταση ν’ ανοιχτεί για
15
Πάνος Θ. Πούγγουρας

λίγο κάποιο παράθυρο, δίνεται η στερεότυπη απάντηση «τώρα οι


συνθήκες είναι πολύ καλύτερες από τότε... άδικα διαμαρτύρεστε...»
Πότε και πώς ήταν τότε; Μας φλόγιζε η απορία, όμως δεν βρέθηκε
παρά μετά από χρόνια η απάντηση. Ηταν κάπως έτσι:
Καθώς το εργαστήριο χτίστηκε βιαστικά στον περίβολο της
συναγωγής μέσα στην ομίχλη της κατοχής, για όλα βρέθηκε τρό-
πος να βολευτούν, δάπεδα, κουφώματα, όλα εκτός από τους υα-
λοπίνακες στα παράθυρα, και τότε αξιοποιήθηκε μία πρωτότυ-
πη ιδέα. Μεταφέρθηκαν από το Δημοτικό νοσοκομείο μερικοί σά-
κοι με παλιές ακτινογραφίες, οι φοιτητές ανέλαβαν να τρίψουν
με βούρτσες και σμυριδόσυρμα τη μουλιασμένη επιφάνεια με το
αμαυρωμένο υλικό, έτσι η διαφανής επιφάνεια της κυτταρίνης που
απέμενε -κι όσο αυτή μπορούσε να είναι διαφανής- καρφώθηκε
στα παράθυρα αντί υάλου. Αυτή είναι μία από τις βαθύτερα χα-
ραγμένες σελίδες της ιστορίας στη μνήμη.
Στα χρόνια που ακολούθησαν τη λειτουργία της συναγωγής
σαν ανατομείο, μπορεί κανείς να μην είδε τα βράδια κάποιον ανα-
τόμο να ψάχνει στα πτώματα μ’ ένα κερί στο χέρι, όπως το συνή-
θιζε ο Αντρέ Βεζάλιους1 στις Βρυξέλλες, όμως πολλοί είδαν το φως
αναμμένο στο γραφείο του καθηγητή2. Εκεί γραφόταν και δουλευ-
όταν το βιβλίο της Ανατομίας που οι φοιτητές –δυστυχώς- υπο-
χρεώθηκαν ν’ αγοράσουν αλλά και –ευτυχώς- να διαβάσουν.

1. Ο Αντρέας Βεζάλιους (1514-64). Βέλγος ανατόμος και ιατρός, του οποίου οι


τομές στο ανθρώπινο σώμα και περιγραφές των ευρημάτων που τις συνόδευσαν
βοήθησαν, ώστε να επανορθωθούν λανθασμένες αντιλήψεις που είχαν επικρατή-
σει στην επιστήμη της ιατρικής από τους αρχαίους ακόμα χρόνους.
2. Ο καθηγητής Αλέξανδρος Σάββας (1907-1981). Περίφημος καθηγητής της
περιγραφικής Ανατομικής στο ΑΠΘ. «Φόβος και τρόμος» των φοιτητών της ια-
τρικής σχολής για την αυστηρότητα στις εξετάσεις και τις απαιτήσεις που είχε
για το μάθημά του.

16
ΤΟ ΕΡΓΑΣΤΗΡΙΟ

Αυτά συνέβαιναν τότε στην οδό Κατσιμίδου που ήταν προέ-


κταση της οδού Παρασκευοπούλου. Στην αρχή όμως της Παρα-
σκευοπούλου, πολύ χαμηλά κοντά στη θάλασσα –«στάση Φάλη-
ρο»-, στήθηκε το εργαστήριο της Φυσιολογίας σε εγκαταλειμμέ-
νο αρχοντικό, ένα από κείνα που πλεόναζαν στη διάρκεια της κατο-
χής. Εδώ, αντίθετα με το προηγούμενο εργαστήριο, ποτέ και για
κανέναν λόγο τα βράδια δεν άναβε φως ορατό. Στο γραφείο αυτό ο
καθηγητής ποτέ του δεν έγραψε, και πολύ περισσότερο δεν διόρ-
θωσε, κείμενα που έμελλε να τυπώσει σε βιβλίο (Ετούτος -ατυ-
χώς- θα υποχρέωνε τους φοιτητές μονάχα στην αγορά του βιβλί-
ου και δυστυχώς ποτέ στη μελέτη του). Σ’ αυτό το εργαστήριο της
Φυσιολογίας μελετώνται οι κυριότερες λειτουργίες των ζωντανών
οργανισμών σε μία σειρά από πειράματα, αντίθετα με το προηγού-
μενο εργαστήριο που μελετά πτώματα και μόνον πτώματα.
Ξεφυλλίζοντας τις σημειώσεις, αντιγράφω τα πειράματα που
έγιναν στο Εργαστήριο της Φυσιολογίας εκεί (δηλαδή στο αρχο-
ντικό) και τότε (κατά την κατοχή και τον εμφύλιο)…

17
Καπνιστής
Τεντώθηκε ο σκύλος στην ξύλινη τάβλα ανάσκελα, με δεμένα τα
πισινά του πόδια και το δερμάτινο κολάρο στερεωμένο στον λαι-
μό με μέταλλο, ώστε η φαινομενικά βολική στάση να μην προδικά-
ζει και την όποια διαφορετική κατάληξη. Πώς αλλιώς να εξασφα-
λιστεί η κάποια αρχική συναίνεση του ζώου; Η αντίδρασή του στον
άνθρωπο αποκαλείται «δάγκωμα», ενώ αυτό που το ίδιο το ζώο
υφίσταται από τους ερευνητές, απλώς λέγεται «μάγκωμα». Το δά-
γκωμα είναι πάντα δάγκωμα, γι’ αυτό και προδιαγράφεται η ευγέ-
νεια και η ηπιότητα των πρώτων χειρισμών.
Ένας σκύλος σήμερα απολαμβάνει όλη την τεχνολογική πρόο-
δο, που τον απαλλάσσει από τον ενδοφλέβιο καθετήρα για την κατα-
γραφή των πιέσεων του αίματος. Τότε ο καθετήρας συνδεόταν πρώ-
τα με λαστιχένιους κι αργότερα με πλαστικούς σωλήνες. Εκείνοι βά-
φονταν κόκκινοι και ζεσταινόταν μόλις, κλου κλου, κυλούσε το αίμα
μέσα τους ζεστό και κοχλαστό. Σήμερα όμως τα πράγματα άλλα-
ξαν, όλα έγιναν ηλεκτρόδια που εφαρμόζονται στα πόδια, όλα ταλα-
ντεύουν κάποιες βελόνες σε «ρολόγια», ανάβουν λαμπάκια ή ξετυλί-
γουν ρολό ταινίας με καταγραφή των μεταβολών των... των... των…
Τι σημασία όμως έχουν τ’ άλλα, αφού εδώ θα καταγραφεί ό,τι προ-
γραμματίζεται να σπουδάσουν οι φοιτητές στο μάθημα; Το αποτέ-
λεσμα προϋπάρχει, απλώς το μοντάρουμε σαν τελικό συμπέρασμα
στο κάθε μάθημα. Τούτη τη σημασία έχει άλλωστε και το πείραμα:
να αποδεικνύει εκείνο που κάποιος έχει ήδη συμπεράνει. Αντίστρο-
φος είναι ο δρόμος του αληθινού ερευνητή, να συμπεραίνει εκείνο που
το πείραμα αποδεικνύει.
21
Πάνος Θ. Πούγγουρας

Ο βοηθός πρόβαρε διάφορα γυάλινα βάζα στη μουσούδα του


σκύλου και επέλεξε κάποιο που τη χωρούσε άνετα.
«Αυτό», είπε, και το παραχώρησε ανεστραμμένο σ’ έναν φοι-
τητή να το γεμίσει καπνό τσιγάρου σαν αερόστατο για το πείραμα
με το σκύλο. Προσφέρθηκε για μία τζούρα στο δεμένο χειροπόδα-
ρα σκύλο, χωρίς να ρωτηθεί εκείνος, με την ίδια βεβαιότητα πως
για το πειραματόζωο αυτή είναι μια απελπισμένη ρουφηξιά που
ανακουφίζει, βλέπεις τα νιάτα πάντα πιστεύουν ότι μια ρουφηξιά
φτάνει να καταλαγιάσει έστω για λίγο την επαναστατημένη συνεί-
δηση, όπως το είχαν δει στο σινεμά.
Του ταίριαξαν καλύτερα τη μουσούδα στο ανάποδο γυαλί που
ήταν θαμπωμένο από τον καπνό και την …ερωτική απόπνοια του
φοιτητή, ωστόσο εκείνος που το γέμισε με καπνό, πίστευε στην
επιστημονική του προσφορά, γι’ αυτό και κρατούσε ακόμα το τσι-
γάρο αναμμένο στον απαγορευμένο χώρο του εργαστηρίου, πε-
ριμένοντας για την επόμενη σκυλορουφηξιά. Καθώς το ζώο ανά-
πνευσε καπνό με την τόσο γνώριμη θεριακλάδα του στρες, ξεθώ-
ριασε το γυαλί. Δεν ενδιέφερε τους φοιτητές η όποια άρνηση του
σκύλου να ρουφήξει, γι’ αυτό και δεν κατέγραψαν στις καρτέλες
του πειράματος τίποτα για κινήσεις των μελών, η άρνηση του σκύ-
λου δεν διατυπώνεται με κίνηση της κεφαλής -τους το δήλωσε ο
βοηθός-, μόνον η αποδοχή και ο ενθουσιασμός εκφράζονται με τα-
λαντώσεις της ουράς του. Το λαρύγγι του δεν οργίζεται ούτε την
πρώτη φορά, όπως στο ταμπάκο της Βιρτζίνια, μήτε ανοίγουν
οι μύτες και τα δάκρυά του, όπως συμβαίνει στα σχολιαρόπαιδα.
Πώς μπορεί ένα ζώο ν’ αρνείται μια ρουφηξιά; Είναι κάτι που δεν
περιλαμβάνεται στο πείραμα, ο καπνός είναι μια φιλανθρωπική
προσφορά (κοίτα που ο σκύλος...), έτσι δεν δικαιολογείται άρνηση.
«Άλλη μία δόση νικοτίνη», παράγγειλε ο βοηθός στον φοιτη-
τή, εκείνος άναψε νέο τσιγάρο για τον ίδιο λόγο, πήρε το βάζο και
22
ΚΑΠΝΙΣΤΗΣ

ροδέλα-ροδέλα αράδιασε τον καπνό στοιβάζοντάς τον στον πυθμέ-


να σαν να ’τανε βαμβάκι. Μόλις του βούτηξαν τη μουσούδα όπως
πριν, άνοιξαν τα μάτια του καθώς υποχρεώθηκε σε νέα ρουφηξιά,
τα μανόμετρα και τα ηλεκτρόμετρα τραντάχτηκαν- ταλαντώθη-
καν ταυτόχρονα με την καρδιά του ζώου. Οι φοιτητές συγκεντρώ-
θηκαν στο πείραμα, ο βοηθός άρχισε. «Όταν εισέρχεται ο καπνός,
προσέχουμε ότι... εν τούτοις τα στεφανιαία... το απόσταγμα της
πίσσας των λιθανθράκων... αφού... δεν..»
Αφού δεν εξέλειπαν οι λόγοι που επέβαλαν στον άνθρωπο το
κάπνισμα. Ήταν κι αυτό ένα κομμάτι από την… Ιλιάδα του ερευ-
νητή, το να διανθίζει τα συμπεράσματα, όσα μοντάρονται στο πεί-
ραμα, ο συγκαλυμμένος στόμφος για μια ηρωοποίηση. Τούτη η
ηρωοποίηση φοριέται διαδοχικά από το θύμα στον θύτη, αφού εί-
ναι ζήτημα χρόνου η αλλαγή των ρόλων, ένα τσιγάρο για μια ρου-
φηξιά πασάρεται κρυφά στον βασανιζόμενο, και όταν έρθει το πλή-
ρωμα του χρόνου και οι «κρατούμενοι του χθες» εγκατασταθούν
«εν τιμή και δόξη» στη δική τους εξουσία, τότε πειραματίζονται
στις μοντέρνες μεθόδους ηρωοποίησης των αυριανών αρχόντων.
Αλίμονο αν έμεναν στάσιμες οι μέθοδοι ηρωοποίησης, θα δυσκο-
λευόταν ο προσηλυτισμός των οπαδών. Οι βασανιζόμενοι πρέπει
να γνωστοποιούνται, και να μη μένουν αφανείς, ποιος θα δεχόταν
μία ηρωοποίηση χωρίς σκοπό; Ή ποιος συντάσσεται σε κόμμα ή
και θρησκεία δίχως ήρωες, ή έστω μπαλκονάδες; («Σκύλος είμαι
και τα γνωρίζω, ενώ εσείς»;)
Στο βάζο στοιβαγμένος καπνός και ανία για το ζώο, όσο μοι-
ράζεται με τους φοιτητές τσιγάρο. Τα ορθάνοιχτα μάτια του σκύ-
λου με τη γαλήνη, όσο να περάσει το τσιγάρο από το χέρι του φοι-
τητή σε τούτον, γαλήνη και αλόγιστη εμπιστοσύνη, μία μυδρίαση
στην κόρη του ματιού του, ίσως να ’θελε να αρπαχτεί από τα πράγ-
ματα, όσα ξεχώριζε από πριν σαν στηρίγματα, όπως την αλυσίδα
23
Πάνος Θ. Πούγγουρας

όταν τον τραβούσε στο περιλαίμιο, τα πορσελάνινα μπολ του εργα-


στηρίου που του τα γέμιζαν γάλα στο κλουβί του, στοχάζεται την
αναγκαιότητα του μεταλλικού πλέγματος του κλουβιού όπου τον
έχουν. Κανένας ποτέ από τους προκατόχους του σκύλους δεν αμφι-
σβήτησε τη σταθερότητα ή την αντοχή του πλέγματος, η σκοπιμό-
τητά του είναι για τούτον απαράδεκτη, μόνον από την ανθρώπινη
νοημοσύνη αμφισβητείται, σχετίζεται ίσως το πλέγμα με κάποια
καλύτερη ποιότητα και ποσότητα τροφής. Σε τίποτα άλλο δεν βο-
ήθησε το ορθάνοιχτο μάτι, αυτή η γαλήνια εμπιστοσύνη σε τίπο-
τα δεν τον βοήθησε (...να μην είναι σκύλος, ή σωστότερα να κα-
ταλαβαίνει καλύτερα από σκυλίστικα). Δεν τον πήγε ούτε μπρος
ούτε πίσω.
- Να ’χαμε λίγο μαύρη να του βάζαμε στο τσιγάρο, ψιθύρισε
ένας φοιτητής.
- Αξίζει σαν θέμα. «Ένας μαστουρωμένος σκύλος!»
- Αν σας ενδιαφέρει το θέμα, να το φροντίσω για την άλλη Πα-
ρασκευή;
«Πού να βρεθεί η σχέση στο πάθος, για να αξιολογήσει κάποιος
τα συμπεράσματα από την παρατήρηση;», πρόφθασε η Ευδοξία,
«εδώ μελετάμε το κάπνισμα και όχι το μαστούρωμα, τα ζώα εί-
ναι απροετοίμαστα για τη σπουδή των ανθρωπίνων αδυναμιών. Ας
κατανοήσει πρώτα ο άνθρωπος τον σκοπό των αδυναμιών του...»
- Μπορούσες να φανταστείς ένα σκύλο πρεζάκια; Έτσι για να
ωραιοποιήσει απόκοσμα τα εγκόσμια;
«Το προσπαθώ», συμπλήρωσε ο Νίκος και έκλεισε ευδαιμονι-
κά τα μάτια του, ενώ με τα χέρια του προσποιήθηκε το παίξιμο του
μπαγλαμά ...«όπως το περιέγραψε άφοβα ο Μπωντλαίρ στις δια-
λέξεις του στις Βρυξέλλες, ε;»
«Tο κουβεντιάζουμε το θέμα με τον καθηγητή, αν δεν έχει γίνει
από άλλον», έκοψε με τούτον τον τρόπο το ενδιαφέρον τους ο βοη-
24
ΚΑΠΝΙΣΤΗΣ

θός. Αρκεί να επισημοποιηθεί το ενδιαφέρον για κάτι και τότε νε-


κρώνεται. Το γνώριζε καλά ο βοηθός πως η συζήτησή τους για το
χασίς δεν ήταν τίποτε άλλο πέρα από παιδιάστικη πρόκληση. Κοί-
ταξε το ρολόι του. «Μας παίρνει για μερικές ρουφηξιές ακόμα!»
Ο σκύλος σκέφτηκε πως τίποτα πιο δυσάρεστο δεν είχε για σή-
μερα, σφάλισε τα μάτια του και ξαναστοχάστηκε την άποψή του
σχετικά με τη σκυλίσια ζωή. Είναι άποψη που διαφοροποιείται,
όπως το κατάλαβε μετά, το να πιστέψεις ότι η ζωή δίπλα στο αφε-
ντικό, το όποιο αφεντικό, είναι σκυλίσια ζωή. Τη βαραίνει μία αλυ-
σίδα στη συνείδηση των ανθρώπων, θυμήθηκε μία παλαιά άποψη
του αφεντικού του, εκείνος θεωρούσε την αλυσίδα σαν ένταξη στο
κόμμα, αφού προφυλάσσει από τους άλλους σκύλους και τα τρο-
χοφόρα... Πέρα από την εξασφάλιση ενός πιάτου φαγητού, ποιος
τολμά να προσβάλει κάποιον κομματικά ενταγμένο; Ωστόσο η
σκυλίσια ζωή, παρά τις αλυσίδες της, έμελλε να δυσκολέψει ακόμα
περισσότερο όταν απαλλάχτηκε απ’ αυτές κι ανοίχτηκαν οι δρόμοι
και βρέθηκε μέρα-νύχτα ελεύθερος.
Δεν το είχε συνειδητοποιήσει πως θα βρισκόταν λυμένος μετά
τον θάνατο του αφεντικού, δεν θα είχε ούτε καν την τύχη, αυτήν
που είχαν όλα τα άλλα πράγματα εκείνου, τουλάχιστον την απο-
γραφή και τη μοιρασιά... Πού να κάθεται τώρα και να θυμάται όλα
όσα έζησε μετά.
Πάντως κανένας οπό τους κληρονόμους του αφεντικού του δεν
προθυμοποιήθηκε να δοκιμάσει την αφοσίωση του σκύλου στο
πρόσωπό του. Γιατί; Διότι βυθομέτρησε πρώτα τη δική του αγάπη
για το ζώο και τη βρήκε στεγνή. Βλέπεις οι σκύλοι σε τούτο διαφέ-
ρουν από τ’ άλλα ζώα, χρειάζονται μια αμφίδρομη αγάπη.
Θα ’ταν κοινοτοπία αν έλεγε πως «για όποιον δεν αγαπάμε,
απλά πρώτα εμείς δεν υπάρχουμε στην καρδιά του...» σκέφτηκε.
Τι θυμάται τώρα όσο δεν μπορεί ακόμα να κουνήσει το πόδι του;
25
Πάνος Θ. Πούγγουρας

Καταδικασμένος στην απόλυτη ανοχή, έτσι αισθάνεται, χωρίς δι-


καίωμα λόγου, αφού ο λόγος έχει προϋπόθεση την ελευθερία.
Άνοιξε φευγαλέα τα μάτια του βλέποντας τα οργισμένα πορ-
τραίτα των φοιτητών. Πόσο παράξενα είναι αλήθεια τούτα τα παι-
διά; Πίσω από το οργισμένο τους βλέμμα υπάρχει μια διάθεση ν’
αγαπήσουν ό,τι βρεθεί μπροστά τους. Θυμήθηκε κάποτε όταν κα-
ταπόδιαζε κάποια σκυλίτσα στα σκουπίδια, γυροφέρνανε και οι
δυο τους μια σακούλα με κάποιο κόκαλο, την τρύπησε από την
άλλη μεριά και συνάντησε μέσα τη δική της μουσούδα, ενώθηκαν
οι γλώσσες και τα χείλη τους, τρεμούλα διέτρεξε τα μέλη τους,
προσποιήθηκε την επιμονή του στη διεκδίκηση του κόκαλου, ενώ
ιπποτικά συναισθήματα τον υποχρέωσαν να της το παραχωρήσει,
όπως και έκανε, έτσι τον είχε εκπαιδεύσει το αφεντικό του όταν τον
βασάνιζε με το κόκαλο, να πηδά, ενώ απολάμβανε τις ταλαντώσεις
της ουράς του. (Τι καιροί τότε…) Να αισθάνεσαι πως κάποιος κρέ-
μεται από την αλυσίδα του λαιμού σου, σαν βραχίονες αγκαλιάς, η
ζεστασιά του άλλου κορμιού καθώς αποπνέει τη δική του μοναξιά,
ο ένας το ψαχνό, ο άλλος το κόκαλο, όπως το γιαούρτι και το κεσε-
δάκι, η ψίχα και η κόρα, ο ένας το μέσα ο άλλος το έξω. Η μουσού-
δα της άξιζε πιότερο από το κόκαλο.

26
Πέψη
Όλα ήταν μεγαλόπρεπα και άβολα στο αρχοντικό της οδού βα-
σιλέως Γεωργίου, όταν παραχωρήθηκε στο πανεπιστήμιο για να
το καταντήσει εργαστήριο Φυσιολογίας. Οι παλιοί ένοικοι, αν και
δεν ήταν Εβραίοι που εξολοθρεύτηκαν στα μουλωχτά, όντας αστοί,
τσουρουφλίστηκαν από την κατοχή τόσο, ώστε δεν ξανασκέφτη-
καν επανεγκατάσταση. Για την ώρα, πολλά χρόνια αφού τελείω-
σε ο πόλεμος, το οίκημα βολεύει στα μεγάλα δωμάτια τα γραφεία
των καθηγητών, ενώ στην κεντρική σάλα συνωστίζονται οι φοι-
τητές για το εργαστήριο σε μία τελετή με προδιαγραφές όπως τις
επιβάλλει ο χώρος.
Ο φωτισμός, απρόσιτος στην ανάγκη της επιστημονικής αλή-
θειας, όπως αυτή ψάχνεται στο πείραμα του πάγκου, γι΄ αυτό ένα
αναμμένο επιτραπέζιο φωτιστικό ήταν χρειαζούμενο με τη δική
του αυτονομία. Αυτό θύμιζε παλάμη που λες κι απωθούσε, «κάνε
πέρα να βολέψουμε την κατάσταση». Στις τρεις γωνιές της σάλας,
στο ταβάνι με τη γύψινη διακόσμηση, κρατήθηκε κι ένα αγγελάκι
για κάθε μία. Το τέταρτο, παρά τα φτερά που διέθετε, έπεσε μαζί
με τον σουβά. Κάποιο σπασμένο κεραμιδί έσταζε πάνω του βρο-
χή. Πολλές φορές οι φοιτητές στοχάστηκαν την μπαρόκ σχέση της
οροφής με κάποια φάση του πειράματος και φόρεσαν στ’ αγγελά-
κια σαν αντίδραση το ερώτημα «τι θα δουν τα μάτια μας;» Ήταν
ολόκληρο ότι μπορούσε να εκφράζει την αγγελική περιέργεια για
τη Φυσιολογία. Ξεχασμένα κι απρόσιτα έτσι καθώς προέρχονταν
από άλλη εποχή και απευθύνονταν σε άλλες στιγμές, κι όντας έξω
από τη βούληση και την επιθυμία των φοιτητών της ιατρικής, προ-
29
Πάνος Θ. Πούγγουρας

καλούν ένα ξάφνιασμα: Για το πώς κάποτε έγινε και χώρεσαν τα


γύψινα αγγελάκια στην ίδια καρδιά που χώρεσε και τον πόλεμο
λίγα χρόνια μετά…
Πάνω στον πάγκο δουλεύεται το πείραμα. Ένα κομμάτι έντερο
που ανήκε σε σκύλο ήταν σήμερα βουτηγμένο στο χλιαρό διάλυμα
Ρίνγκερ για να μη στεγνώνει, στερεωμένο σε γυάλινη ράβδο με κλω-
στή. Κάποιο άλλο νήμα πήγαινε και δενόταν σε έναν μοχλό–γραφίδα
και καθώς την κινούσε, εκείνη έγραφε σε ρολό χαρτί κάθε κίνηση του
ιστού-οργάνου. Ο επιτραπέζιος φωτισμός έκανε τα γυαλιά και τα
υγρά σύνεργα του μάγου. Το κομμάτι του εντέρου έχει τώρα τη διαύ-
γεια του πειράματος, κανενός στομάχου το περιεχόμενο δεν εκκενώ-
νεται στον αυλό του. Ένας γυάλινος σωλήνας βγάζει πάνω από την
επιφάνεια του υγρού την μπόχα του περιεχομένου, άλλος πάλι σω-
λήνας κατεβάζει στον πυθμένα φυσαλίδες οξυγόνου και τις ελευθε-
ρώνει σε μικρές ομάδες προς τα πάνω, τις χρειάζεται και τις ξοδεύ-
ει ο ιστός. Κοχλάζει το αέριο στη ζύμωση της ζωής, στοχάζονται οι
άγγελοι της οροφής και οι φοιτητές στέκουν αγγελικά προσεκτικοί.
Μέχρι που βγήκε από τις… κουΐντες ο βοηθός:
«Ρίξε δύο στάλες ουίσκι απ’ το γυαλί στο έντερο», μουρμούρι-
σε ένας φοιτητής προτείνοντας το πλακέ μπουκάλι στη συνάδελ-
φό του, όσο εκείνη κατέγραφε τις παρατηρήσεις της στην κάρτα
της άσκησης.
Δύο σταγόνες ουίσκι στον αυλό του μεμονωμένου εντέρου κά-
ποιου σκύλου και το αποτέλεσμα χάνεται πριν υπάρξει, μιας και η
αλκοόλη καταναλώνεται στο έντερο της ψυχής και όχι του σώμα-
τος. Ποιος επιλέγει το αντικείμενο μελέτης των σιτίων;
- Στον πάγκο μας είναι ξαπλωμένη για μελέτη η Φυσιολογία
της πέψης και όχι η… πολιτική της οικονομία!
Το ποτό το γεύονται οι σκυλίσιες εντερικές λάχνες με την
εμπειρία που έχουν κι οι ανθρώπινες. Πώς θα κουλουριάζεται ευ-
30
Πέψη

τυχισμένο το έντερο με το ουίσκι σαν την κόμπρα με τον ήχο της


πίπιζας; Απ’ έξω το χλιαρό Ρίνγκερ με ζυγιασμένα τα άλατά του
σαν μέσα σε ρωμαϊκό λουτρό κι από μέσα το αλκοόλ μια σταγό-
να ευδαιμονίας για ένα μονάχα κομμάτι του σώματος του σκύλου.
Ο βοηθός θυμάται μιαν άλλη φορά, στην κατοχή, ένα πείραμα στο
ίδιο εργαστήριο:
Ο καθηγητής είχε αδειάσει με μια σπάτουλα… νωπό βούτυ-
ρο ερευνώντας για βιταμίνη Α. Βούτυρο και φοιτητές δεν μπόρε-
σαν να κρύψουν το παράπονό τους, όπως αυτό δεν κρύβεται στο
μάτι του ελαφιού. Διάβαζαν με ανανεωμένο παράπονο στις εξε-
τάσεις: «διά την ανίχνευση της περί ης ο λόγος βιταμίνης λαμβά-
νεται ποσότης 50 γραμμαρίων... βουτύρου...»
Αν δεν ήταν τούτο το έντερο απομονωμένο από το σώμα του
ζώου, σίγουρα τώρα εκείνο θα γαλήνευε το μάτι του, θα πλατάγιζε
ηδονικά τη γλώσσα του σαν να μύριζε από σκυλίτσα... Λες κι η κα-
τοχή να ήταν ο φακός που πλούτιζε τη φαντασία τους.
- Ήθελα να του έριχνα κανένα κρακεράκι αλειμμένο με βούτυ-
ρο και μπρικ.
- Αν δεν το δοκίμασε ο Παβλώφ3 στην Αγία Πετρούπολη…
Καθώς κόχλαζαν οι φυσαλίδες του οξυγόνου στο φωτισμένο
γυάλινο δοχείο, διαχεόταν η εντύπωση πως το έντερο όπου να ’ναι
θα γίνει «πατσάς». Ήταν η ώρα περασμένη και η οπτική τελετή
του πειράματος δούλευε πάνω στο ίδιο αποτέλεσμα, όμοιο με κεί-

3. Ιβάν Πέτροβιτς Παβλώφ (1849-1936). Ρώσος Φυσιολόγος, ψυχολόγος και


γιατρός διάσημος για τη θεωρία του πάνω στα εξαρτημένα αντανακλαστικά για
την οποία και τιμήθηκε με το Νομπέλ Ιατρικής το 1904. Θρυλικά παραμένουν τα
πειράματά του με σκύλους και οι μελέτες του για το αντανακλαστικό έκκρισης
γαστρικών υγρών στο άκουσμα και μόνον του ήχου ενός κουδουνιού που στην
αρχή συνόδευε κάθε φορά τη χορήγηση τροφής. Το ακουστικό ερέθισμα και μόνο
ήταν ικανό στη συνέχεια να προκαλέσει έκκριση γαστρικών υγρών, ανεξάρτητα
από τη θέα ή όχι της τροφής.
31
Πάνος Θ. Πούγγουρας

νο που έφερνε το κουδουνάκι στα σκυλάκια του Παβλώφ, η κατο-


χή και η πείνα, η πείνα και το βούτυρο... Ένιωσαν όλοι τα στομά-
χια τους να πεινάνε.
- Τέλος πάντων, πού δουλεύεται και μελετάται η εκκριτική
λειτουργία της πέψης στο έντερο του σκύλου ή των φοιτητών; Αν
εκείνος δεν ξεχωρίζει το ουίσκι στην αλκοόλη, εκείνοι δεν ξεχωρί-
ζουν το σκύλο στον… πατσά.
«Τι θα λέγατε να ρίχναμε λεμόνι έτσι που κοχλάζει;» ρώτησε ο
φοιτητής με το πλακέ μπουκάλι, περνώντας την παρατήρηση από
το έντερο στο δικό τους πεπτικό, λεμόνι τώρα, ουίσκι πριν και πε-
ρισσότερο το δικό τους γαστρικό υγρό πλεονάζει και αναδεύεται.
Δεν ήταν πολλοί όσοι το συσχέτισαν με την πρώτη, όμως όταν κά-
ποιος φώναξε «ώρα να πηγαίνω για σάντουιτς, είναι κανείς που θέ-
λει να του φέρω;» όλοι το συνειδητοποίησαν, καθώς και ο βοηθός
που ξαναμπήκε εκείνη τη στιγμή στο εργαστήριο, έδειξε την ικα-
νοποίησή του, αφού οι φοιτητές έκαναν το πείραμα βίωμά τους.
Ένας πικρόχολος ψιθύρισε:
- Aπό τι το ’παθες; Από το ουίσκι ή το λεμόνι;
«Γιατί; Σκύλος είναι το παιδί;» προστάτεψε κάποιος τον συ-
νάδελφό του «και δηλαδή μόνον ο σκύλος μπορεί αιτιολογημένα
να έχει την έκκρισή του με την ανθρώπινη επιλογή; Όχι κι οι άν-
θρωποι;»
- Άστον αυτόν, πάλι χάνεται…

32
Ούρηση
Αυτός ο σκύλος θα ’πρεπε το δίχως άλλο να ’βρισκε πάνω μας
πολύ χιούμορ, δεν μπορώ βέβαια να ξέρω πόσο χρόνο του πήρε,
ώσπου ν’ αποβάλει τον φόβο του ή τις τυχόν επιφυλάξεις που είχε
για τις προθέσεις μας, που ήταν φυσικό να έχει στην αρχή του δε-
σίματός του που τον ακινητοποιούσε. Φαίνεται πως γρήγορα σι-
γουρεύτηκε ότι τούτη η φορά δεν θα ’ταν και η τελευταία του, όπο-
τε και το γλένταγε, όσο δεν τον τυραννούσε το πέρασμα του καθε-
τήρα στην ουρήθρα του.
Θυμήθηκε το περιστατικό με το αφεντικό του κάποιο βράδυ
στο εφημερεύον «Λαϊκό» νοσοκομείο. Εκείνος αντιμετώπιζε προ-
βλήματα με τον προστάτη και πήγαινε συχνά τα βράδια για καθε-
τηριασμό όταν κόπαζε η δουλειά στο ουρολογικό. Δεν ήταν δυνα-
τόν να το υποπτευθεί ότι από τότε χρονολογούνταν η απαρχή της
δικής του μοναξιάς. Ο καρκίνος του προστάτη ήταν η αιτία θανά-
του του αφεντικού του, που συνέβη ύστερα από δυο χρόνια, τότε
ήταν που συμμάζεψαν κι αυτόν από τον δρόμο σαν αδέσποτο. Κι
ακόμη δεν έμαθε αν πουλήθηκε ή εκχωρήθηκε δωρεάν στο εργα-
στήριο - γνώριζε όμως πως ο καθηγητής δικαιολογούσε στο πανε-
πιστήμιο κονδύλιο για αγορά ζώων...
Πάλι κάπου «βρίσκει» το λάστιχο και καθώς ο απρόσεχτος και
βίαιος βοηθός προωθεί τον καθετήρα, τον πονά («αν είχε το θάρρος
να δάγκωνε»…). Ας λέμε όμως την αλήθεια με τ’ όνομά της, «αν
μπορούσε» κυριολεκτεί καλύτερα. Πώς να δαγκώσει με το κομμά-
τι ξύλο ανάμεσα στις γνάθους του; Αυτό το είχαν προβλέψει και οι
άλλοι...
35
Πάνος Θ. Πούγγουρας

Τώρα του ήταν οικεία τα ίδια προβλήματα, σφάλισε τα μάτια


του με τρόπο που έδειχνε ίσως και ηδονισμό, αυτό υποπτεύθηκαν
και οι φοιτητές, έσφιξε τα δόντια του κι όλο έλεγε από μέσα του
«αυτό να ’ναι όλο κι όλο».
Έτσι υπέμενε και τη βελόνα στη φλέβα του.
Το αφεντικό του, τότε, δάγκωνε στην είσοδο του καθετήρα τη
γραβάτα του και δυσανασχετούσε, όσο αυτός περίμενε κάτω από
τα πεύκα στην αυλή του νοσοκομείου. Ύστερα έβγαινε ανακουφι-
σμένος και με δακρυσμένα μάτια, που πιότερο έδειχναν ευγνωμο-
σύνη. Τον έπαιρνε και γύριζαν μέχρι αργά στις οδούς Μισραχή,
Εδμόνδου Ροστάν και Ιταλίας, ήταν οι μόνες φορές τότε, όταν σή-
κωνε το πισινό του πόδι σε κάποιο τοίχο, που δεν διέκρινε ζήλια
στα μάτια του αφεντικού.
«Δεν μπορεί… αυτός ο βοηθός είναι προβληματικός! Δεν
ξέρω αν είναι όλοι οι γιατροί έτσι, ευκολότερα περνούν βελόνα
στη φλέβα παρά καθετήρα στην ουρήθρα, όπου και προϋπάρχει
φυσιολογικά κάτι σαν οπή, σαν φορά... Κοίτα ευχέρεια που έχουν
μερικοί στα δύσκολα! Μπερδεύτηκα, λέω ότι μου ’ρθει. Δυσκολία
έχουν στα εύκολα, αυτό είναι το σωστό!»
Καθηλώθηκε η βελόνα, ένας ορός προσαρμόστηκε στη θέση
της σύριγγας που έσταζε στη φλέβα, ώστε να διοχετεύονται μέσα
απ’ αυτόν ουσίες που θα χρωμάτιζαν τα ούρα του σκύλου. Ό,τι
άλλο έγινε δεν τον αφορούσε άμεσα, γι’ αυτό και χρησιμοποιούσε
τον χρόνο του να εξοικειώνεται και να ξεθαρρεύει. Στήθηκε δίπλα
του ένα ηλεκτρικό σταγονόμετρο, που θα μεταβάλει την κάθε στα-
γόνα ούρα σε κύκλωμα, καθώς ανάβει ένα φωτάκι, φαίνεται πως
τελειώνει η ενόχλησή του. Ο βοηθός συνταίριαξε άλλο ένα κουτί
δίπλα με κουμπιά, πίεσε κάποιο, και κάθε δική του σταγόνα ούρα,
καθώς έσταζε από τον καθετήρα, έβγαζε δικό της ήχο αντί για
φως.
36
Ούρηση

Στον παλμογράφο μια βελόνα ανεβοκατεβαίνει και γράφει -τι


ακριβώς δεν κατάλαβε ακόμα. Καθώς τελειώνει η εγκατάσταση,
αισθάνεται να φουντώνει μέσα του η επιθυμία:
«Χρόνια το ’θελα να κατουρούσα πάνω σ’ ένα πιάνο...» σκέφτη-
κε.
Ο βοηθός έξω από το εργαστήριο έσβησε στη γλάστρα το τσι-
γάρο του, τα φυτά ξεραμένα από καιρό δεν κρύβουν πια τίποτα.
Έτσι οι φυτεμένες γόπες, άλλες με ίχνη από κραγιόν στο επιστό-
μιο, κρατούν την ευλογία του χρώματος, κι άλλες δίπλα τους, δα-
γκωμένες ή σαλιωμένες, σε μια σχέση αιτίου-αποτελέσματος…
Μπήκε στη σάλα μαζί με τους φοιτητές, να εξηγήσει την προε-
τοιμασία για την κατάστρωση του πειράματος σαν μία τεχνική ει-
σαγωγή στον καθηγητή, ο οποίος και θα συνέχιζε τη φαρμακοδυ-
ναμική ανάλυση. Ο βοηθός φρόντισε επιδέξια να μη χυθεί το κύ-
ριο ενδιαφέρον του πειράματος εξ αιτίας της εισαγωγής του. Αυ-
τός ήταν ένας ρόλος που φύλαγε για τον καθηγητή.
Πλησίασαν οι φοιτητές, «κάθε σταγόνα και φως ή ήχος κατά
βούληση, ανάλογα με όποιο κύκλωμα κλείσει...τακ...τακ....τακ...
τικ, σαν τηλέγραφος, αν θέλουν τους το κάνω να ακούγεται σαν
οδοντωτός τροχός... καταδικάζομαι σήμερα να ουρώ με ήχο και
φως, φως και γκραβούρα!» έκλεισε με τη σκέψη του σε περίλη-
ψη ο σκύλος, «πότε χτυπώ πλήκτρο πιάνου, πότε σέρνω πινελιά
σε ακουαρέλα!»
«Να σου πω, τόση ώρα δεν θέλω να διακόψω, περιμένω να τε-
λειώσει το «στόρυ» σου. Είναι εύκολο σαν ξαναφορεμένο, ίσως από
κινηματογράφο η ιστορία, τι λέτε παιδιά, δεν σας φαίνεται;» ρώ-
τησε ο φοιτητής με το μπλουτζίν.
- Μπορούσε φυσικά ν’ αλλάξει ακόμα... Να, ας πούμε πως ο
σκύλος συνένωνε τις προτιμήσεις του...
- Δηλαδή;
37
Πάνος Θ. Πούγγουρας

- Είναι σαν να ουρώ σε πανσέδες...


Φυσικά με το κουμπί που μετατρέπει την ουροσταγόνα σε χρώ-
μα, εκτός κι αν προτιμάς την ουροψιχάλα να ηχεί σε άδεια δοχεία.
«Πώς να παρακολουθήσεις τι εννοούν τα παιδιά;», σκέφτε-
ται ο σκύλος, «είναι έτσι παραμορφωμένες οι σκέψεις τους ώστε
σαδιστικά επικαλύπτουν ότι στοχάζονται. Σκέψου ότι για την
ουρήθρα του σκύλου, όπως διαστέλλεται τώρα με τον καθετή-
ρα, κεντρίζονται τ΄ απωθημένα τους για …εκσπερμάτωση! Ένας
σκύλος βιασμένος υποφέρει ή καλύτερα ανέχεται την ουρηθρική
διέγερση του μόνιμου καθετήρα σαν μια απολίθωση της εκσπερ-
μάτωσης σε κάποια αγαλματένια -δίχως τέλος- ικανοποίηση…»
Πάλι καλοτυχίζει ο σκύλος τούς φοιτητές, αφού έχουν μια μό-
νον εμφανή καταπίεση. την ερωτική!
Ο καθετήρας μαζεύει άλατα, η ουρία σαπίζει και ζέχνει αμμω-
νία, οι φίλοι αποδιώχνονται από την μπόχα της.
«Οι συγγενείς ήρθαν μετά, λίγο πριν την κηδεία, κι όλοι έδειχναν
λυπημένοι, όμως για μένα έσβησαν όλα, είμαι βέβαιος ότι εκείνος με
αγαπούσε πιότερο απ’ ό,τι εγώ, όσο ζούσε πίστευα ότι συγκρίνοντας
την ανάγκη που είχε ο ένας τον άλλον, η δική του ήταν μεγαλύτε-
ρη. Τι θα ήταν καλύτερα; Να πορεύεσαι δίπλα από ’να παντελόνι που
όζει και ζέχνει αμμωνία όπως το επιβάλλει η αλυσίδα που συνδέει
ένα χέρι με τον λαιμό μου… Ή να κοντοστέκεσαι μπροστά σε κάνα
κρεοπωλείο κάνοντας έκφραση μια βγαλμένη γλώσσα;

«Δακρύζουν τα μάτια μου από την ενόχληση του καθετήρα, όπως


του αφεντικού μου τότε. Θυμάμαι ένα βράδυ, μ’ αγκάλιασε, κα-
θώς ξαπόσταινε στη σκάλα του σπιτιού, και με πόνο μου ψιθύρι-
σε στ’ αυτί»:
-Από τους δύο μας ο ένας μόνο μπορεί να κατουράει, σε
τούτο με υποκαθιστάς...
38
Ούρηση

Στον αυλό της φλέβας άδειασαν οι φοιτητές μελάνι και περί-


μεναν με το χρονόμετρο να χρωματισθούν τα ούρα του, «κοί-
τα που σε λίγο θα ζητήσει και μια κόλλα χαρτί για να γράψει,
τώρα που η ουρήθρα του έγινε …μπικ!!!»
Του αφεντικού τα ούρα συχνά βάφονταν κόκκινα, ήταν ο φόρος που
έπρεπε να πληρώσει στη ζωή από κείνο το όργανο -έτσι πίστευε ο
μακαρίτης. Το πιστεύουν αυτό κι οι φοιτητές: Πως ο έρωτας δηλα-
δή, περικλείει το σπέρμα του θανάτου…
Άλλοτε πάλι το αφεντικό είχε ρίγος και δυσκολευόταν να πιει
το γάλα του μέχρι να ηρεμήσουν από το τράνταγμα οι μασέλες του.
Ανέβαζε πυρετό και ξάπλωνε. Θυμάμαι πως λαχτάριζα το γάλα
του στο ποτήρι, όμως ποτέ δεν λησμόνησα τους απαραβίαστους
κανόνες που κεντούν την αγάπη, αυτήν, την όποια ένιωθε για μένα
το αφεντικό μου, έτσι ποτέ δεν αποτόλμησα να πιω γάλα από το
ποτήρι εκείνο. Ζάρωνα στα πόδια του και κείνος μουρμούριζε. Τι
έλεγε, ποτέ δεν κατάλαβα λέξη τη λέξη σε ακριβή μετάφραση, μου
αρκούσε όμως πως ήξερα το γενικό νόημά τους. (Το ίδιο συμβαί-
νει και με ό,τι εγώ γαβγίζω. Ποτέ οι άνθρωποι δεν ψάχνουν μια μια
τις λέξεις μου, αφού γνωρίζουν το τελικό νόημα της φράσης μου…)
Μόνο σαν έπιανε κάποιο βιβλίο στα χέρια του, τότε τον έχανα,
έγλειφα το χέρι του και κείνος με χάιδευε κάπως τυπικά και μο-
νότονα, αφού η σκέψη του λίμναζε ανάμεσα στις σελίδες χωρίς να
μαντεύω ακριβώς πάνω σε τι. Φαίνεται πως εκείνος ρουφούσε την
ποίηση όπως εγώ ένα κόκαλο με γεμάτο το μεδούλι.
Είμαι βέβαιος ότι κανένας από τους φοιτητές δεν υποπτεύεται
ένα τέλος με καθετήρα στο πέος του! Δεν κατάλαβα βέβαια γιατί με
ζώνουν αυτά τα κακά αισθήματα για τα παιδιά, χωρίς εκείνα να μου
δείχνουν μια παρόμοια διάθεση. Αν καμιά φορά βρεθεί τρόπος ώστε
παράλληλα με την καταγραφή των ούρων μου να καταγράφονται και
οι σκέψεις μου, ήθελα να έβλεπα πώς θ’ αντιδρούσαν τότε οι άνθρω-
39
Πάνος Θ. Πούγγουρας

ποι. Ίσως να είμαι άσχημα προδιατεθειμένος με τον άλλο τον κύ-


ριο, αυτόν που ετοιμάζει εργασία για υφηγεσία, που μιας και δεν κα-
τάφερε να περάσει καθετήρα στον συγκάτοικό μου σκύλο, του άνοι-
ξε την ουροδόχο κύστη... Έπειτα βαρέθηκε να τον φροντίσει ή δεν
ήξερε πώς, κι έτσι βρέθηκα να ’χω δίπλα μου ένα ζώο με βρεγμέ-
να ποδάρια που μυρίζουν αμμωνία όπως τα μπατζάκια του αφεντι-
κού μου.
«Άρχισαν να βάφονται μωβ-μπλε τα ούρα», είπαν οι φοιτη-
τές καθώς έσταζε από τον καθετήρα «το κυανούν του μεθυλενίου».
Αποσυνδέθηκαν τα ηλεκτρόδια από το σταγονομετρικό μηχάνη-
μα, εκείνο έκανε τώρα τις σταγόνες των ούρων να ηχούν σαν τρο-
χός με γρανάζια που τρίζει.
Ο βοηθός φώτισε το γυάλινο βάζο κι ένα όμορφο χρώμα σαν
όνειρο σκόρπισε πάνω στα πρόσωπα των φοιτητών που στέκονταν
απέναντι.
Χρονομετρήθηκε το πείραμα κι ο καθηγητής άρχισε να εξηγεί
με την κιμωλία στον πίνακα, εγκαταλείφθηκα έξω από την προσο-
χή τους, σφάλισα τα μάτια μου, όμως με ενοχλούσε η κιμωλία κα-
θώς έγδερνε τον πίνακα. Καθώς σούφρωνε τα χείλη του σκέφτη-
κα πως κάπως έτσι θα έκανε και κείνος αν του περνούσαν έναν κα-
θετήρα, εδώ, μπροστά στους φοιτητές του, καθώς θα ντρεπόταν
να ξεφωνίσει. Τα μάτια του κρυμμένα πίσω από τους φακούς κα-
θώς άστραφταν στο ίδιο φως με κείνο που φώτιζε τα ούρα μου, σι-
ωπούσαν στο δάκρυσμα, έτσι μόνον η φωνή και τα χείλη του έμει-
ναν. Απαγορεύει… Απαγορεύει η αξιοπρέπεια του ανθρώπου την
κραυγή, χρειάζεται πείρα για να καταφέρεις να διαβάσεις στο πρό-
σωπο του καθηγητή τον πόνο.
Αλήθεια, την ιδέα, του καθετηριασμού του καθηγητή, μου την
έδωσε ένας φοιτητής, καθώς τον άκουσα να το ψιθυρίζει σε μία
φοιτήτρια. Εκείνη γέλασε, γέλασα κι εγώ, όμως κανείς δεν το υπο-
40
Ούρηση

πτεύθηκε. Το σκυλίσιο γέλιο περνά απλά σαν υποψία, αφού κανείς


δεν γνωρίζει τον τρόπο μας.
«Θα του ’ριχνες στη φλέβα και κυανού του μεθυλενίου;» ρώτη-
σε εκείνη.
«Εγώ θα συνέδεα πάνω του τον σταγονομετρητή έτσι ώστε
να θυμίζει κατούρημα από ανοιχτό παράθυρο πάνω σε κληματα-
ριά...»
-Στοχάζεσαι την έκφρασή του; Ενοχή χωρίς απόδειξη!

41
Το λειρί του πετεινού
«Σ ήμερα κύριοι είναι καιρός να μιλήσουμε για τον πετεινό και
το λειρί του φυσικά, διότι τι θα ήταν δα ο πετεινός χωρίς αυτό;
Όπως ο άνδρας...»
Το ξανασκέφτηκε και κόμπιασε, τι ο άνδρας, τι ο πετεινός;
Και τα μουστάκια του ήταν κατάλευκα, τα έβλεπαν οι φοιτήτρι-
ες, αναπόλησε για λίγο το δικό του λειρί, προσμέτρησε και βρή-
κε ότι υπολείπεται σαφώς από τότε. Όπως ο άλλος με τα κίτρινα
πόδια έμπηγε και κείνος τα νύχια του στο χώμα και γραπωνόταν
πάνω στις κότες κατεβάζοντας τις φτερούγες του ώστε να κερδίζει
μεγαλοπρέπεια ή ευστάθεια. Οι κότες προσποιητά αδιάφορες στην
αρχή, κι ύστερα όλα γίνονταν υποταγή και περηφάνια που προτι-
μήθηκαν... Θυμάται τις κότες, τους αγώνες για την μονοπώληση
του πετεινού, κρυφάκουσε μερικές φορές τα τηλέφωνα, βυθομέ-
τρησε την επιμονή κάθε μιας να κρατήσει ό,τι έχει κατάδικό της...
Ο κλητήρας αντίθετα βεβαιώνει ότι, όσα χρόνια έζησε κοντά
στον καθηγητή, δεν θυμάται ποτέ το αφεντικό να περιεργάζεται
ή έστω να μεταχειρίζεται τις γυναίκες καθώς ο πετεινός τις κό-
τες του!
Αναπολεί ο καθηγητής, ο κλητήρας κι ο σκύλος την οδυνηρή
παρουσία ενός… ανενεργού λειριού.
Θυμάται ο σκύλος τα βράδια δίπλα στη θερμάστρα στην κου-
ζίνα σαν λούφαζε τόσο όσο να φτάνει η παλάμη του αφεντικού στη
ράχη του, το χέρι του πρώτα έστρωνε το τρίχωμα σε μία φορά και
έπειτα το όργωνε με τα δάχτυλά του. Πολλές φορές στα δάχτυλα
εκείνα διπλώνονταν τ’ αυτιά του καθώς προσπαθούσε να τα τσα-
45
Πάνος Θ. Πούγγουρας

κίσει, πονούσε και του ερχόταν να φωνάξει όπως εκείνος τώρα με


τον καθετήρα όταν βρίσκει κάτι κατά την απόπειρα εισόδου... Τότε
ήταν που έβρισκε άλλη διάσταση στις θωπείες, καθώς πιότερο ταί-
ριαζαν σε γυναίκα παρά σε αρσενικό σκύλο.
Ίσως ήταν αποσβησμένη επιθυμία, ίσως κατάλοιπο συνήθει-
ας που κρατήθηκε από άλλες εποχές, να εκφράζεται η αγάπη στους
άλλους επώδυνα. Δεν θυμάται από τις πρώτες του ακόμα μέρες
στο σπίτι να μπήκε άλλη γυναίκα στο υπνοδωμάτιο εκτός από αυ-
τήν που καθάριζε αραιά και πού. Ποτέ δεν θυμάται να ευωδίασε ο
χώρος γυναικείο ρούχο, ίσως αυτή να ήταν και η αιτία που η δική
του θέση στο σπιτικό ήταν ενισχυμένη. Αν υπήρχε κάποια άλλη
γυναίκα δεν θ’ αποτολμούσε ν’ αποτελειώσει στο πάτωμα τα κόκα-
λα, όσα άρπαζε στα πεταχτά από τα χέρια του αφέντη. Βρήκε στο
αφεντικό, ανιχνεύσιμη πρώτα, και διαπιστώσιμη έπειτα, την αδι-
αφορία για τη γυναικεία παρουσία.
Ακόμη και στα κοντά κάποιο απόγευμα στο πάρκο του Λευ-
κού Πύργου ήταν καθισμένος στο παγκάκι, ήρθε και κάθισε κοντά
τους η κυρία με τη σκυλίτσα της τυλιγμένη στο πλεκτό. Περιεργά-
στηκε την κοντοπόδαρη με τα πέλματα να συγκλίνουν, ενώ τα γό-
νατα... Έπειτα πρόσεξε τα πόδια της κυράς της, καθώς ήταν αγκι-
στρωμένα και αυτά με παρόμοιο τρόπο...
Τα δυο σκυλιά κουνώντας τις ουρές τους έτρεξαν το ένα κοντά
στο άλλο, μπερδεύτηκαν οι αλυσίδες τους, στα πρόσωπα των αφε-
ντικών φορέθηκε ένα συναινετικό χαμόγελο κι έτσι η διάθεσή τους
για προσέγγιση άρχισε κάπως καλά:
- Δικό σας το μαυράκι;
- Φυσικά και το ’χουμε πολύ ακριβό!
- Μένετε μόνος απ’ ό,τι λέτε…
- Σωστά μαντεύετε!
- Και θα μοιράζεστε μαζί του την αγάπη των ανθρώπων…
46
Το λειρί του πετεινού

- Η αγάπη έχει ταυτότητα, αλλά δεν έχει μοναδικότητα, έτσι


δεν τη βλέπω σαν αγάπη των ανθρώπων ή των σκύλων.
- Ομολογώ πως αν και ζω κάτι παρόμοιο, ποτέ δεν κατάφερα
να το δω έτσι όπως το τοποθετείτε. Πώς μπορείτε να φυλάγετε για
πολλά πρόσωπα και πράγματα κρυφά συναισθήματα;
- Όπως εσείς, ας πούμε…
- Εγώ; Με άφθαρτα τα περισσότερα συναισθήματα από τον
χρόνο; Θα μένετε εδώ κοντά φαντάζομαι…
Σηκώθηκε να ξεμπλέξει τις αλυσίδες μας μέχρι να πάρει τον
χρόνο ο κύρης μου να ετοιμάσει την απάντησή του για τη διεύθυν-
ση του σπιτιού. Ίσως...

... ...

«Επιτέλους τελείωσε!» τον άκουσαν όλοι να ψιθυρίζει με ανακού-


φιση, καθώς άφηνε άδειο στον πάγκο το ευρύστομο δοχείο. Κάθε
φορά που σώνεται κάποιο «αναλώσιμο» υλικό ο καθηγητής ευδαι-
μονίζεται κι ο λόγος της ευφορίας του ήταν επιδέξια κρυμμένος, εί-
ναι που τερματίζει το υλικό την κούρσα του δρόμου πρώτο. Με τι
προσμετρά τον χρόνο; Ίσως με τη δική του τη ζωή…
Τι ήταν εκείνο που τον ευδαιμόνιζε σαν τελείωνε ένα ρολό χαρ-
τί, έλιωνε ένα σαπούνι ή άδειαζε το μπουκάλι από κάποιο αντιδρα-
στήριο κι όταν του ανακοίνωναν ότι σώθηκαν τα καυσόξυλα; Πάντα
προσμετρούσε κρυφά ποιο θα σωθεί πρώτο! Προτιμούσε να προσμε-
τρά ότι αργεί να σωθεί με τη ζωή του και πάντα χαιρόταν που ερχό-
ταν δεύτερος, άλλοτε τοποθετούσε ως όριο τη συνταξιοδότησή του,
άλλοτε την αποχώρησή του από την πόλη, και σπάνια κάτι άλλο που
αφαιρούσε ή ανέτρεπε τη σημασία των προηγουμένων.
- Κοίτα πώς το αντιδραστήριο Μάι Γκρούβαλντ καταντά κλε-
ψύδρα; Κανένας φοιτητής δεν αποδέχεται παρόμοια πρόκληση,
47
Πάνος Θ. Πούγγουρας

έστω και με τη διάρκεια των σπουδών του σε στοίχημα. «Να δού-


με ποιο τελειώνει πρώτο;»
Ο κλητήρας θυμήθηκε κάποτε πως άκουσε τον καθηγητή, κα-
θώς πλησίαζε στο τροφείο μετά τις ανανεώσεις των ζώων.
- Βλέπω δώδεκα βαρβάτα κουνέλια και εκατό μπαμπάτσικα
βατράχια. Θα έχουμε υλικό για χρόνια.
«Υγεία να ’χουμε να τα τελειώσουμε!» Αυτό υπενθύμισε πάλι
ο κλητήρας, όπως κάθε φορά που θυσιαζόταν κι ένα. Ο γέροντας
έδειχνε νικητής και ρωτούσε:
- Πάει κι αυτό… Πόσα μένουν, Θανάση;
- Έντεκα, κύριε καθηγητά!
Τον κρυφότρωγε η έγνοια, δίχως ποτέ να το δείχνει, μήπως με-
ρικά γλιτώσουν, αν εκείνος τ’ αφήσει να τον προσπεράσουν. Ήταν
οι στιγμές που ένιωθε Σαρδανάπαλος, και του ερχόταν να τα θυσι-
άσει δυο-δυο.
Κάποτε έτσι θα γίνει... Θα περιμένουν τα ζώα το χέρι του κλη-
τήρα να διαλέξει κάποιο και να το αρπάξει από τ’ αυτιά αν είναι
κουνέλι, ή τον αυχένα αν είναι βάτραχος, όμως εκείνος δεν θα έρ-
χεται παρά μόνο να τα ταΐσει, όσα απομείνουν χωρίς να αραιώνουν
άλλο, θα φτάσουν δεύτερα μετά τον καθηγητή. Εκείνος είναι που
έκοψε πρώτος το νήμα.
Κάπως έτσι θα γίνει αισθητή η απουσία του αφεντικού στο ερ-
γαστήριο της Φυσιολογίας, ίσως και να μείνει αναμμένο κάποιο
φως στην τουαλέτα, μερικά βουτήματα για τον καφέ ξεχασμέ-
να στο χάρτινο κουτί στο συρτάρι του γραφείου. Μήτε τα γυαλιά,
μήτε το ρολόι θα μείνουν πάνω σ’ εκείνο το γραφείο, δεν θα χρεια-
στεί να τον καταποδιάζει στις σκάλες ο κλητήρας:
- Κύριε καθηγητά, το ρολόι σας…
Από εκείνη τη στιγμή και μετά όλο το προσωπικό θα προσπα-
θήσει να ξεχάσει όσες περίσσιες ενέργειες έκανε τόσα χρόνια προς
48
Το λειρί του πετεινού

εκείνον με κάποιον ανομολόγητο στόχο. Τις πρώτες κιόλας μέρες


θα θυμάται έκαστος τις περιττές, ίσως και όχι τόσο κομψές κινή-
σεις των άλλων. Όταν η απουσία γίνει βίωμα, τότε θ’ αποκηρύξουν
τις περισσότερες από τις διαχύσεις και τις φιλοφρονήσεις στον
ύψιστο βαθμό: «Ουκ είδα τον άνθρωπον!»

49
Νευρομυικές συνάψεις
Π ερνούσε το τραμ ακόμη και στάθμευε Φάληρο, όπου βρισκόταν
το εργαστήριο τότε. Δουλεύαμε εκεί πάνω σε ζώα το πρωί και το
απόγευμα σε πτώματα στο ανατομείο της οδού Κατσιμίδου, που κά-
ποτε ήταν συναγωγή. Αυτή σίγουρα δεν ξαναχρειάστηκε να λειτουρ-
γήσει έτσι όπως μειώθηκε δραστικά ο αριθμός των Εβραίων, αφού
ελάχιστοι ξαναγύρισαν στην πόλη μετά τον πόλεμο και το Ολοκαύ-
τωμα. Μπορεί να κυκλοφορούμε στην αυλή του εργαστηρίου της
Φυσιολογίας, όμως μόνο στα πλάγια του κτιρίου αισθανόμαστε άνε-
τοι, μακριά από τα παράθυρα του καθηγητή, γιατί όπως τουλάχι-
στον μας απειλούσαν οι βοηθοί, εκείνος «βλέπει από ψηλά». Ήταν η
εποχή της …θεοποίησης. Η ιατρική σχολή της πόλης μας μόλις είχε
κλείσει τα δεκάχρονά της. είχαμε τόση ανάγκη από Θεούς… (Άλλο
το ότι ένας Θεός πρέπει και να το δείχνει κιόλας, για να στέκεται
στον θρόνο του!)
Αν δεν βρεθεί Θεός για... καθηγητοποίηση, ας είναι τουλά-
χιστον ένας… φακίρης («δεν με ευνόησε η τύχη! Θ’ ανακάλυπτα
παρ’ ολίγον την πενικιλίνη»), ή τουλάχιστον ας αποστασιοποιεί-
ται, γιατί μετά από μερικά χρόνια, όπως έγινε με τη χούντα, αφού
πριονίστηκαν τα αγάλματα, εγκαταλείφθηκαν κι οι Θεοί από τους
φοιτητές. Παρέμειναν λοιπόν αρκετοί και δέχτηκαν να φτύνονται
χωρίς να παραιτούνται. Κάποιοι έφυγαν μόνον σαν είχαν κλείσει
τα συντάξιμα χρόνια...
Στην πρόσοψη του κτηρίου κουβεντιάζαμε χαμηλόφωνα «υπό
επιτήρηση», στην πίσω σκάλα καπνίζαμε «κατ’ αποκλειστική κυ-
ριότητα εκ χρησικτησίας...» Φροντίζαμε για καθαρές σελίδες και
53
Πάνος Θ. Πούγγουρας

μολύβια, μεριάζαμε τις παλιότερες γνώσεις μας ώστε να χωρέσουν


οι νέες.
Είναι μετά τις γιορτές και θα «δουλεύαμε» από τον δεύτε-
ρο τόμο το νευρικό σύστημα. Στον πάγκο δίπλα στα συνηθισμέ-
να όργανα ένα γυάλινο βάζο με καλοθρεμμένους βατράχους. Δια-
κρίνουμε τη ράχη τους και μόνο σαν κάποιο πόδι στραβοπατήσει,
γλιστρώντας στον πυθμένα του βάζου, τότε προδίδεται η λευκω-
πή χροιά της κοιλιάς, όμοια με φυτό που ξεθώριασε ξεχασμένο στο
σκοτάδι, για λίγο μόνο, κι έπειτα σαν λάστιχο διπλώνεται καλάμι
το καλάμι στην αρχική του θέση. Τι να πεις για τα μάτια τους; Εί-
ναι γνωστά για την …επαγγελματική τους εξυπνάδα, που δείχνε-
ται από τους ίδιους τους βατράχους χωρίς και να διαπιστώνεται
από τους άλλους. είναι τόσο γνώριμη αυτού του είδους η εξυπνάδα
του βατράχου στον τόπο μας από το παρελθόν και το παρόν, ώστε
και στο μέλλον δεν πρόκειται να μας λείψει.
«Είμαστε έξυπνος λαός... το μάτι μας παίζει», το βεβαιώνουν
όλοι οι μπαλκονάδες απ’ άκρου σ’ άκρον της πατρίδας μας κάθε
φορά που έχουμε εκλογές.
Όμως σήμερα, σε απόσταση από εκλογική περίοδο, οι βάτρα-
χοι στο βάζο υποβάλλουν την ίδια εντύπωση εξυπνάδας των ψηφο-
φόρων, καθώς το μάτι τους, όταν δεν είναι ορθάνοιχτο, παίζει, και
ο λαιμός τους πάλλεται από αγανάκτηση, ως συνήθως. Όσο οι βά-
τραχοι αγανακτούν τόσο οι υποψήφιοι βουλευτές ευφραίνονται και
αισιοδοξούν.
Μία βροχή ξεχασμένη από μέρες στην πόλη, κάνει τους ανθρώ-
πους να σιμώνουν στα παράθυρα κι ερεθίζει το πλεμόνι του καθη-
γητή στον γνώριμο βήχα. Καθώς το ’χει συνήθεια, τον βρίζει μόλις
κοπάσει: «Σκάσε χαμένε... στο διάολο!»
Τι βροχή! Βοηθιέται κι από τη ροδοκοκκινισμένη θερμάστρα
στους φοιτητές μια γλυκιά υπνηλία, έτσι ο καθηγητής σπάνια
54
Νευρομυικές συνάψεις

χρειάζεται να προτείνει «ησυχία, παρακαλώ» μέσα σ’ αυτό το εξα-


σφαλισμένο και μεστό από υπνηλία ενδιαφέρον για το μάθημά του.
Ένας βάτραχος διαλέχτηκε από το βάζο, τεντώθηκαν τα πόδια
στο σανίδι όπου και καθηλώθηκαν με δεσίματα. Άναψε πάνω του ο
προβολέας, ο λαιμός του δείχνει επιπρόσθετη αγωνία, τα μάτια του
ατενίζουν τον ανοιχτό ορίζοντα και το βλέμμα του ελέγχει την κατά-
σταση με αυτοπεποίθηση. Ο γερο-καθηγητής άλλαξε τα γυαλιά του
και κάθισε, ζήτησε χειρουργικά εργαλεία, άνοιξε με ψαλίδι το γκρι-
ζοπράσινο -σαν χάρτινο- δέρμα του βατράχου, έψαξε ανάμεσα στους
μύες του μηρού το ισχιακό νεύρο, το ακολούθησε μέχρι την έκφυσή
του κι εκεί το έκοψε, λευκό σαν κλωστή, με το ίδιο ψαλίδι. Το βλέμμα
του βατράχου κρατούσε ακόμα αμετάβλητη την ευφυΐα του.
«Τώρα μπορείτε να λύσετε το πόδι του!» είπε με σιγουριά ο κα-
θηγητής.
«Λες να φοβήθηκε κλωτσιά;» ψιθύρισε ένας φοιτητής.
Το πόδι έμεινε ακίνητο, οι φοιτητές, όσοι δεν έβλεπαν, σηκώ-
θηκαν και βεβαιώθηκαν. Το γυμνωμένο πόδι διαλέχτηκε σήμερα
για το πείραμα, το ηλεκτρόδιο με φαραδικό ρεύμα δοκιμάστηκε
στη γλώσσα του καθηγητή κι όταν ή τάση ανέβηκε αρκετά ακού-
μπησε στο κομμένο νεύρο. Το πόδι συσπάστηκε-μαζεύτηκε ξανά
και ξανά, όλο καμάρι ο καθηγητής εξήγησε το θεωρητικό μέρος
στον πίνακα.
Ο θαυμασμός των νεαρών αναλώθηκε για λίγο κι έπειτα φρο-
ντισμένα διοχετεύτηκε στον αείμνηστο Γκαλβάνι, «όστις το πρώ-
τον πλησίασε μεταλλικό διαβήτη στα σκέλη βατράχου... και...»
Η βροχή ραντίζει τα μάρμαρα της σκάλας, τα κάγκελα ξεφλου-
δίζουν σκουριά, τα τετράδια δεν γέμισαν τη σελίδα που είχαν προ-
σφέρει, κάποιοι σχεδιάζουν, για την απασχόληση του χεριού και
του ματιού, σχήματα χρονοφθόρα, αφού η επιβαλλόμενη από τους
άλλους ανάλωση χρόνου διόλου δεν τους απασχολεί τη σκέψη.
55
Πάνος Θ. Πούγγουρας

Ήταν το βράδυ τόσο σύντομο, η μέρα παραβίασε βάρβαρα


την ιεροτελεστία του έρωτα, μία βίαιη προσαγωγή στο εργαστή-
ριο της Φυσιολογίας όταν όλα ήταν... το σκέλος του βατράχου έξω
από την κουβέρτα να συσπάται στο ερέθισμα, να γαληνεύει νωχε-
λικά στο χάδι, το ξεφλούδισμα από το δέρμα, ροδαλό στο χρώμα
από χάδι και από άνοιξη, διατρέχεται σε κάθε διέγερση από ρί-
γος και μετά βολεύεται στην κοίτη της παλάμης χωρίς τη βούληση
του δικού του νεύρου, να αντιδρά σαν άρνηση. Νύχτα και τα σκέ-
λη της πετούσαν την κουβέρτα την γκρίζα με τις πράσινες βού-
λες που έμοιαζε με το δέρμα του βατράχου, άδικα στην αρχή πύ-
ρωνε η θερμάστρα και φώτιζε από την τρύπα της πόρτας. Κοίτα-
ζε πρώτα το παιχνίδισμα της φωτιάς στο πάτωμα, έπειτα τη φλό-
γα στα μάτια της.
Δεν χρειάστηκε να ξαναβάλει ξύλα, μόνο το πρωί –αχ, το
πρωί- πάλι η θερμάστρα έκανε δουλειά, αφού πυρπόλησε με το
σβήσιμό της προσχηματικά το σφιχταγκάλιασμά τους. Στο τρα-
πέζι το βιβλίο της Φυσιολογίας, ανοιχτό από προχθές στη σελίδα
με τις «νευρομυικές συνάψεις», ήταν εκεί που έπρεπε να είχε δια-
βάσει για σήμερα.
Το ισχιακό νεύρο συγκρατημένο στην κλωστή ώστε να το συ-
ναντά εύκολα το ηλεκτρόδιο του καθηγητή, περνά και διατρέχει σε
κάθε ίνα των μυών το ερέθισμα, έτσι εκείνο δείχνει την αντίδρασή
του στους φοιτητές.
Συσπάται η ομάδα των μυών στον μηρό της φοιτήτριας και
μέσα από την πλαστικότητα του κορμιού αναδύεται ο οργασμός
της.
Πώς άραγε έφτασε στο πείραμά του ο Γκαλβάνι; Κατασκόπευε
πίσω από την κουρτίνα το πόδι της καλόγριας, καθώς εκείνη το
έπλενε στη σκάφη σηκώνοντας τη φούστα πιο πάνω από το γό-
νατο, σκόπευε ανάμεσα από τα σκέλη του διαβήτη τα σκέλη... τα
56
Νευρομυικές συνάψεις

σκέλη… και τότε ένιωσε τις συσπάσεις. Τις συσπάσεις από ηδονή.
ηδονή και πόνο.
Ακούμπησε ο γερο-καθηγητής το ηλεκτρόδιο πρώτα στην
άκρη της γλώσσας του, να εκτιμήσει την ένταση πριν τη δοκιμά-
σει στον βάτραχο, με υγρή την άκρη της γλώσσας υπολογίζει τη
διέγερση... του άλλου σώματος, του στόματος, κορμιού και χει-
λιών, γλώσσα με τη γλώσσα, στο διάολο η διέγερση, η ώρα κο-
ντεύει δώδεκα. Κι η νύχτα δεν λέει να σύρει από πάνω του τα κα-
τάλοιπά της…
Ένα χυτό όμορφο πόδι με ήρεμα μακριά δάκτυλα που δεν αναρ-
ριγούν στη θωπευτική επαφή του ποδιού της με το δικό του πόδι.
Τα πρόσεχα όπως πρόβαλαν έξω από την κουβέρτα που ’χε τα σχέ-
δια όπως στο δέρμα του βατράχου. Σπούδασε τόσα στο σώμα της
γυναίκας, όσα ίσως και θα μελετούσε στο βιβλίο.
Το μάθημα σήμερα είναι τόσο ανέραστο σαν ερωτικό διάλειμμα
που παρατείνεται. Είναι και κείνη η ευφυΐα του ματιού που απο-
γοητεύει στον βάτραχο, είναι και η ολιγάρκεια του καθηγητού κι
ας τον εφοδιάζει με τόσο μεγάλη αυτοϊκανοποίηση η απερχόμενη
εποχή του. Στυλοβάτης δικός της στις μέρες μας, απέρχεται σκορ-
πίζοντας πίσω του φαντάσματα. Ένα κακομεταφρασμένο βιβλίο
που πωλείται σε τεύχη, κομμάτι-κομμάτι στους φοιτητές, ό,τι κα-
ταφθάνει κάθε φορά από το τυπογραφείο πουλιέται τόσο ακριβά,
πάντοτε ακριβά αποτιμά τη δουλειά του ο μέτριος τεχνίτης! Τι θα
κάνουμε χωρίς βιβλία και τι θα γίνουμε με τέτοια βιβλία; Είναι
γνώσεις που μας χρειάζονται, τους είμαστε ωφέλιμοι, για ποιους
άραγε τυπώθηκαν; Ζούμε την αγωνία της επιστήμης, ίδια μ’ εκεί-
νη του βατράχου που προσπαθεί μάταια ν’ αποφύγει το ηλεκτρό-
διο του επιστήμονα, που δοκιμάζει το ηλεκτρόδιο στην πεινασμέ-
νη του γλώσσα, όσο του φτάσει, όσο του πάει η καρδιά του σαν
ουδό (δηλαδή κατώφλι και όριο που γράφουν τα λεξικά) της ντρο-
57
Πάνος Θ. Πούγγουρας

πής, στη γλώσσα εκείνη που δοκιμάζει να ορίσει την τιμή του βια-
σμού της επιστήμης…
Ο κλητήρας φρόντισε ν’ αποτελειώσει τον βάτραχο πίσω από τη
σκηνή, τον πήρε με το σανίδι-πιατέλα και κείνος μας αποχαιρετούσε
από το ύψος του και τη σιγουριά του. Η επιστήμη-βάτραχος απήλ-
θε στο σανίδι της. Ο γερο-καθηγητής κατάφερε, αφού βρήκε το νεύ-
ρο της, να την οδηγήσει στον φαραδικό οργασμό της, όσο η γλώσσα
του το επέτρεπε με τις υπόλοιπες αισθήσεις εξασθενημένες, και γυα-
λιά φορεί και σε κάθε ερώτηση όλο πηγαίνει το χέρι του στο αυτί να
υποδεχτεί την όποια απάντηση περιμένει. Αυτά όλα τα υποψιάζεται
ο βάτραχος πριν την κακοποίησή του, γι’ αυτό και η μνημονευόμενη
ταχυπαλμία του, κι ας τη θεωρούν οι άλλοι χωρίς λόγο, γι’ αυτό και
κείνο το ορθάνοιχτο μάτι σε εξόφθαλμο, που δείχνει εκείνη την ετοι-
μότητα, κι ας είναι ετοιμότητα της πλήρους αποδοχής του βιασμού!
Πόσο καλύτερα θα ήταν να μην είχε τραβηχτεί το πρωί η γκρί-
ζα κουβέρτα με τις πράσινες βούλες που έχουν γύρω γύρω γραμ-
μές από κίτρινο χρώμα, η κουβέρτα τόσο από το κορμί τους όσο κι
από το δέρμα του βατράχου, από το σκέλος του έρωτα όσο και της
επιστήμης. Όμως τώρα κοντεύει δώδεκα και ο καθηγητής τελειώ-
νει το μάθημά του γι’ αυτόν τον μήνα. Η κοπέλα περιμένει σπίτι,
κάτι να τσιμπήσει, κάτι να φορέσει… Ωχού! Καλά που το θυμήθη-
κε: να της αγοράσει ένα ζευγάρι κάλτσες. είναι φευγάτοι οι πόντοι
από δικό του φταίξιμο...
Σκαρώνει στο τετράδιο των ασκήσεων δύο σκέλη βατράχου
και γυναίκας να αγγίζουν τα δύο σκέλη του διαβήτη και δύο ζευ-
γάρια μάτια με γυαλιά όπως του καθηγητού. Τα μάτια εστιάζουν
–χαμηλά, οι κόρες προσηλώνουν- στον βάτραχο, ενώ αλληθωρί-
ζουν -ψηλά κι έξω- στη γυναίκα.
Η θερμάστρα στο εργαστήριο πότε πότε δείχνει νοτιά, καθώς
φουμάρει προς τα μέσα σαν φοιτήτρια σε απαγορευμένους χώρους.
58
Νευρομυικές συνάψεις

Χθες το απόγευμα στο «Μακεδονικόν» καθηλώθηκε για ώρες σε


λιακάδες και γαλάζιες θάλασσες, όσες ξετύλιγε το φιλμ, έξω καιρο-
φυλακτούσε η βροχή, ευτυχώς αυτή έχει τον τρόπο της ν’ αμπαρώ-
νει τους φοιτητές στα κελιά τους κάπου στους δρόμους Δαγκλή και
Μανουσογιαννάκη για διάβασμα, για έρωτα, για κουβέντα. Το γλι-
τσερό σοκάκι, η κουρελιασμένη υδρορροή, το λασπωμένο μπαλκό-
νι, η είσοδος που μυρίζει σαπισμένες φλούδες από μήλο, τα μωσαϊ-
κά σκαλοπάτια της σκοτεινής σκάλας με την ηλεκτρική λάμπα των
δέκα κηρίων, όλα μαζί απεργάζονται την… κρύπτη του βατράχου.
Στο περίπτερο της οδού Βασιλίσσης Σοφίας στα μανταλάκια,
οι λαϊκές εφημερίδες με τ΄ αθλητικά, τα τσιγάρα, τα προφυλακτικά
και δίπλα οι μπουγάτσες, οι μπακλαβάδες, το γάλα, τι τόπος, Θεέ
μου, έχει όσες ανέσεις χρειάζεται ένας στρατιώτης σαν βγει για
λίγο έξω από το χαράκωμα.

Ευτυχώς που το εργαστήριο της Φυσιολογίας είναι στην περιοχή


όπου συναντάς και τα μεγάλα ονόματα της πόλης: «Ο κ. Υπουρ-
γός, οι κ.κ. Καθηγηταί», έτσι οι φοιτητές μετά το μάθημα θα φύ-
γουν πατώντας σε στεγνά και καθαρά πεζοδρόμια. Τα παράθυ-
ρα που αφήνουν να φαίνεται η ακριβή κουρτίνα και ξεχασμένα τα
φώτα αναμμένα λόγω βροχής. Καθαρές μαρμάρινες σκάλες, αφού
σφουγγαρίζονται εκτός βροχής από τις υπηρέτριες μαζί με τις
πέργκολες και τις καγκελόπορτες, παραδίπλα μικρά παράθυρα να
ευωδιάζουν καφέ ή φρεσκοψημένα κέικ. Όταν δεν περνά το τραμ,
είναι βέβαιο πως ακούγονται τα τηλέφωνα να κουδουνίζουν, όμως
πιότερο μένει στη μνήμη το κουδουνάκι του τραμ. Κάθε άνθρωπος
σε τούτη την πόλη βεβαιώνεται για την κάθε του μέρα, καθώς τη
ζει, ότι είναι μέρα μεστή κι ας πηγαίνει σπίτι-«Λαδάδικα» ή σπί-
τι-γραφείο, ελάχιστες φορές μελαγχολεί στη μοναξιά του, αφού
έχει την άνεση κάποιου τηλεφώνου σε κάποιο γραφείο.
59
Πάνος Θ. Πούγγουρας

Οι φοιτητές κάθε που φεύγουν από το εργαστήριο, δεν χρειά-


ζονται την εκτόνωση της όποιας καταπίεσης, έτσι η φυγή κατα-
ντά αστικός περίπατος αναψυχής, που χωρά τη φιλοδοξία στη με-
γαλοαστική περιοχή της πόλης. Ένας στοχασμός μπροστά στην
εξώπορτα: Τα βαμμένα παράθυρα, μπαλκόνια χωρίς απλωμένα
παιδικά βρακάκια, νοτισμένα κρύσταλλα στα παράθυρα, η γριά να
καθαρίζει πορτοκάλι, δύσκολα εντοπίζεται κατά πού βρίσκεται η
κουζίνα, αφού από την κυρία είσοδο ποτέ δεν περνά καλάθι με πρά-
σα ή λάχανα.
Άλλες φορές άφηνε ο καθηγητής πάνω στον πάγκο του το ρο-
λόι του να το συμβουλεύεται συχνά, σήμερα καμιά φροντίδα για
τον χρόνο, δείχνει διάθεση να πάει περισσότερο από ό,τι οι φοιτη-
τές του βεβαιώθηκαν... Κουβαλήθηκαν από τους βοηθούς όλα τα
όργανα έξω από την αίθουσα, ωστόσο ένα βάζο με βατράχους πα-
ρέμεινε εντός.

60
Ερυθρά αιμοσφαίρια
«Η καταμέτρηση των ερυθρών αιμοσφαιρίων είναι θεμελιώ-
δης! Η κοινωνία οφείλει να γνωρίζει κάθε στιγμή τον αριθμόν των,
ώστε ν’ αποφεύγεται κάθε πιθανή αύξησις αυτών, όσον και η μεί-
ωσίς των. Ο αριθμός των πρέπει να παραμένει σταθερός...» Έλε-
γε τυποποιημένες φράσεις χωρίς να χρειάζεται τη σκέψη. Κι ενώ
η βοηθός έψαχνε ανάμεσα στους φοιτητές για δότη, ο Πάνος εγγα-
στρίμυθα ψιθύριζε στον Τάκη:
- Έχω την εντύπωση πως ακούω αστυνόμο... Κάτι τέτοια
ακούει ο λαός και προτιμά φάρμακα που παρασκευάζει ο ίδιος!
- Ό,τι θέ’με λέμε τώρα... Άλλα εκείνος, άλλα εσύ...
- Η θεία μου η Κατίνα θεραπεύει τα αυτιά με ποντικόλαδο...
- Τι; Άκουσα καλά;
- Ναι, πολύ καλά, σε ευρύστομο μπουκάλι ρίχνει ζωντανά νε-
ογέννητα ποντικάκια προτού ακόμα βγάλουν τρίχες και τα πνίγει
στο λάδι που συμπληρώνει...
- Ανακατεύομαι… Μη, να χαρείς!
Η βοηθός κάτι άκουσε και έδειξε τον Τάκη.
- Εσείς, παρακαλώ, ελάτε έξω!
«Μπα, πώς αυτή η εκλογή;» είπε χαμηλόφωνα ώστε να μην
ακούσει ο καθηγητής τους ενδοιασμούς του.
«Είναι που τα αιμοσφαίρια πρέπει να παραμένουν… εκ του
ασφαλούς ερυθρά!» συμπλήρωσε ο εγγαστρίμυθος. Ευτυχώς και
δεν ακούστηκε από άλλον, διότι θα ακόνιζε πάλι την επιχειρημα-
τολογία του περί της πλειοψηφίας των αδικημένων, την κυριαρχία
των ολίγων, την τελική δικαίωση…
63
Πάνος Θ. Πούγγουρας

Ήταν οι μέρες τότε ακόμα πολύ κοντινές στο τέλος του εμφυλί-
ου πολέμου κι οι απόψεις αυτές με αναφορές στο χρώμα των μπολ-
σεβίκων ενοχλούσαν και προκαλούσαν.
- Μα τα ερυθρά είναι τόσα πολλά... είναι περίπου μάζα!
- Τι θες να πεις… πως αποτελούν αυτόχρημα και πλειοψηφία;
Είναι απλά η εργατική τάξη. Τίποτα περισσότερο στο σύνολο των
κυττάρων του οργανισμού! Για να συνεννοούμαστε δηλαδή, έξω
από την παράλογη προπαγάνδα!
- Είπες αβίαστα «εργατική τάξη» για τα ερυθρά κι αυτό τα
λέει όλα!
- Όλα όσα εσείς νοείτε, όχι όμως και οι άλλοι, διότι εσείς έχετε
δικό σας λεξικό και η παρακολούθησή σας είναι δυνατή μονάχα με
την ένταξη στους κόλπους σας…Τέλος για σήμερα! Πήγαινε τώρα
που σε ζητά η βοηθός για το αίμα και το πείραμα!
Πλησίασε στον πάγκο με τα αντιδραστήρια και τις άδειες φι-
άλες. Η ατμόσφαιρα εδώ τόνιζε την επιστημοσύνη, αν και δεν δει-
χνόταν ποτέ η μεγάλη έρευνα. Πάντοτε πλανιόταν όμως η εντύ-
πωση ότι αυτή είναι δυνατή κι ότι πρόκειται ν’ αρχίσει από στιγμή
σε στιγμή, όμως μόλις ο καθηγητής ευχόταν «καλά Χριστούγεννα
ή καλό Πάσχα», τότε βεβαιωνόμασταν ότι αποκλείεται ν’ αρχίσει
τώρα αλλά σίγουρα… μετά τις γιορτές.
Το τόνιζε ο καθηγητής πολλές φορές ότι είχε συμμετάσχει σε πα-
λαιότερες έρευνες και ότι το εργαστήριο ήταν επαρκώς εξοπλισμένο
και ότι δεν μένει παρά το σινιάλο της έμπνευσης -κοίτα που το Άγιο
Πνεύμα καθυστερεί… Σαν πιθανότητα πάντα υπήρχε το ενδεχόμενο
κάποια μέρα το επιταγμένο αρχοντικό-εργαστήριο να φωτοβολήσει
τα νάματα της επιστήμης, έτσι η βιβλιογραφία θα πλημμυρίσει μέσα
κι έξω από τα σύνορα, και τότε ο Τάκης με το δάχτυλό του...
Ο Τάκης έδωσε το χέρι του, όπως του ζητήθηκε, και με ύφος μάρ-
τυρα της επιστημονικής έρευνας πρότεινε αποφασιστικά τον δείκτη
64
Ερυθρά αιμοσφαίρια

του χεριού του για το κάρφωμα της μικροσκοπικής βελόνας με το


σχήμα ξίφους. Δεν έμενε πια η παραμικρή αμφιβολία ότι επρόκειτο να
θυσιάσει κάτι, αφού προηγήθηκε το πέρασμα με οινόπνευμα.
Κανένας δεν πρόσεχε τη στομφώδη αναφορά του ομιλητή στα
ερυθρά αιμοσφαίρια. τώρα ενδιέφερε μονάχα η θυσία του Τάκη.
Τρυπήθηκε το δάχτυλο και αναβλύζουν σταγόνες αίμα που πέ-
φτουν πάνω στην αντικειμενοφόρο πλάκα. Αυτήν ακριβώς τη
στιγμή έπαψε να ενδιαφέρεται και κείνος και δεν είχαν σημασία
παρά μόνο αυτές οι σταγόνες στο γυαλί. Η ηρωοποίηση λοιπόν λη-
σμονήθηκε ολότελα. για να στηθεί η χάρη της προϋποθέτει «άσχε-
το» κοινό. Και τέτοιο κοινό δεν υπήρχε εκεί!
Μόλις τα πλακίδια τοποθετήθηκαν στο μικροσκόπιο, άρχισε
η παρέλαση των συναδέλφων πάνω από τα αιμοσφαίρια του Τάκη.
Μοναχά ο Πάνος που ήταν αρπαγμένος μαζί του απέφυγε να πε-
ράσει. Δεν ήθελε να δει τίποτε από τα ενδότερα του «εχθρού του».
Συνεχίστηκε η αναφορά στη θεωρία κι έπειτα όλοι σχεδόν χά-
θηκαν, κάπου κάπου κάτι ψάρευαν, απέμεινε μόνο η μικρή περιπέ-
τεια του βιβλίου σαν ελπίδα αλλά όχι και σαν βεβαιότητα. Ο στό-
χος του πανεπιστημιακού βιβλίου είναι η παραπειστική λεπτομέ-
ρεια, δόγμα της επιστήμης είναι η λεπτομέρεια που πλημμυρίζει
και ποτέ η αυταπόδεικτη σαφήνεια. Πάντοτε κάποια θεωρία μεγα-
λώνει το μέγεθος και το κύρος ενός βιβλίου. Φυσικά και την τιμή
του… Τα αιμοσφαίρια του Τάκη, όπως και να τ’ αναζητήσεις, ήταν
μεν ορατά αλλά όχι κατανοητά, αντίθετα με ό,τι συνέβαινε παλαι-
ότερα έξω από το σχολείο με κείνο το οπτικό μηχάνημα που ήταν
στραμμένο στον ήλιο και έδειχνε εικόνες από τη Σταύρωση με το
γύρισμα του χεριού. Ο γέρος ψιθύριζε στο αυτί του μαθητή, όσο
εκείνος απασχολούσε το μάτι του στην τρύπα:
- Μετά τη Σταύρωση υπάρχει και η Ανάσταση, όπως ξέρεις... Αλλά
γι’ αυτήν χρειάζονται ακόμη πέντε δραχμές, ίσως αύριο αν έχεις...
65
Πάνος Θ. Πούγγουρας

Στην ιστορία της Σταύρωσης είτε συννέφιαζε ο ουρανός είτε


έλειπαν εικόνες, πάντα κάτι εμπόδιζε την αναπαράσταση, όμως η
κατανόηση προηγούνταν και η διαπίστωση έπονταν πάντοτε θα-
μπή…
Οι βοηθοί στέκονταν δίπλα όσο κρατούσε το μάθημα, μόνον
όταν τους κοίταζε ο καθηγητής κατένευαν με το κεφάλι σε όσα
εκείνος έλεγε και έπαιζαν πάσα-παρόλ τη φράση «αυτά θα σας τα
εξηγήσουν στο εργαστήριο οι βοηθοί», τότε συγκατένευαν με προ-
θυμία. Έδειξε την πιπέτα και εξηγούσε την αραίωση των ερυθρών
και με ποιους υπολογισμούς μπορούμε να φτάσουμε στην κατα-
μέτρηση.
- Κοίτα πώς την προσεγγίζει στο στόμα του χωρίς να τη συλ-
λαμβάνει με τα δόντια του. Αυτό υποδηλώνει, ότι «δεν την έχει
δουλέψει».
- Κοίτα όμως που έγινε Καθηγητής... Εσύ βλέπε και λέγε ό,τι
θέλεις!
- Τότε ήταν κατοχή, μαύρες μέρες, όποιον πάρει... Ποιος κα-
λός ερχόταν;
«Σημασία έχει τι μας περίσσεψε τώρα για τις καλές υποτίθε-
ται μέρες», είπε. Κι έκλεισε το στόμα του πίσω από τρία φιστίκια
που τα στρίμωξε και τώρα τα θρυμμάτιζε αθόρυβα. Ο άλλος φοι-
τητής σχεδίαζε την πιπέτα, που έμοιαζε σαν κόμπρα, κι έγραψε
από κάτω: «αιμοσφαιρινόμετρο».
Το ρολόι του καθηγητή ήταν στο μικρό αναλόγιο, από την αλυ-
σίδα του κρεμόταν μία αποπλατυσμένη μεταλλική παλάμη σκαλι-
σμένη, με τον ίδιο τρόπο που οι κάμπιες βόσκουν τα φύλλα της μη-
λιάς ώστε να μοιάζει με αποχλωρωμένο φθινοπωρινό φύλλο. Όταν
το έπαιρνε στα χέρια του, ήταν σίγουρο ότι το μάθημα τελείωνε.
Το μάθημα, όπως και πολλά άλλα δικά του, τέλειωσε προτού
αρχίσει... Η σταδιοδρομία του τελείωσε μόλις άρχισε η καθηγη-
66
Ερυθρά αιμοσφαίρια

τοποίησή του, ήταν κιόλας στεγνωμένος απ’ όταν τον γνωρίσαμε.


Αργότερα στη διαδρομή των άλλων μαθημάτων, και σαν χρειά-
στηκε ν’ ανατρέξουμε στις θεμελιώδεις γνώσεις της Φυσιολογίας,
βεβαιωθήκαμε πως αν έστω δεν έλειπαν, αυτές ήταν λανθασμένες!

Τα βράδια η περιοχή μετασχηματιζόταν σαν την έξω από το κου-


κούλι περίοδο της ζωής. Ήταν το γαλακτοπωλείο, που το καλο-
καίρι άνοιγε παράθυρα κι η άχνα του καμένου λαδιού από λουκου-
μάδες διαχέοταν στον δρόμο σε επιβεβαίωση του πειράματος Πα-
βλώφ και χωρίς να φαίνεται τίποτα.
Μύριζε ζεματιστό λάδι, μέλι, τριμμένο καρύδι και κανέλα.
Η επιστήμη κρατιόταν στον καθωσπρεπισμό της, όσο έμενε
στο εργαστήριο με τα κλειστά παράθυρα, τόσο αυτό τον ίδιο τον
έχανε απροσδόκητα μόλις συναντούσε τις λαϊκές γευστικές προτι-
μήσεις με μια εθνικά εξώγαμη καταβολή...
Ήταν σε κείνο το μαγαζί η μικρή με τα μαύρα μαλλιά και τα
όμορφα μάτια τις απογευματινές μόνον ώρες. Μήτε η δυνατή οσμή
ούτε και η κανέλα δέσμευε τη σκέψη μας όσο εκείνη. Η μόδα ήθε-
λε τη γυναικεία φούστα να απλώνεται πάνω από το φουρό, έτσι απ’
όλους τους θησαυρούς του κορμιού της, μόνο η χάρη στο παράστη-
μά της λατρευόταν. Το μέτρια ανοιχτό ντεκολτέ, όπως επίτασσε η
μόδα, έκανε τις κοπέλες να μοιάζουν με φοιτήτριες. Τα βράδια, τα
πρώιμα ζεστά, όταν ενοχλούσαν όχι από μόνα τους, το διάβασμα,
έφερναν τον περίπατό μας στην οδό Βασιλίσσης Όλγας μπροστά
από τις κατσαρόλες όπου πύρωναν το λάδι και στη μελαχρινή κο-
πέλα, τα μάτια της δεν έδειχναν να νοιάζονται για το μάθημα της
Φυσιολογίας, όσο κι αν θέλαμε να πιστεύουμε ότι εκείνη, όπως κι
εμείς, φλεγόταν για την ίδια τη «φυσιολογία».
Το μαγαζί επέμεινε να προσεγγίζει ακόμη στον δρόμο καθώς
απλωνόταν πολύ πάνω στο πεζοδρόμιο, ακόμα και μετά τη χάρα-
67
Πάνος Θ. Πούγγουρας

ξη που έγινε στην πόλη ύστερα από τη μεγάλη πυρκαγιά της Θεσ-
σαλονίκης. Θέλαμε να της φωνάξουμε κατιτί και περιμέναμε όταν
θα περνούσε το τραμ παραδίπλα, ίσως και με τον θόρυβο θα άκου-
γε μόνον εκείνη!
Κάποτε τη συναντήσαμε να κατηφορίζει την οδό Αγίας Τριά-
δος, και καθώς όλα τόνιζαν το πρόσωπό της, ζήσαμε την αγιοποί-
ησή της, καθώς η αγάπη και ο έρωτας γίνονται λατρεία, τότε δεν
ντρεπόμασταν και το λέγαμε έτσι, αργότερα το είπαμε «κατάντη-
σε πάθος», όταν η επιθυμία έγινε προσκύνημα.
Είχε δίκιο η Φυσιολογία που κρατήθηκε μακριά από τούτο το
φαινόμενο αιδημοσύνης. Δεν είχε τη μέθοδο μελέτης του. Πότε δη-
λαδή ο έρωτας καταντά λατρεία και πότε πάθος…

68
Η καρδιά της χελώνας
Ο έρωτας της χελώνας βολεύεται δίχως παλάμες και δάχτυλα,
αρχίζει και σώνεται μόνο με το χάδι του βλέμματος, καθώς αυτό
αρκουδίζει στα πολύγωνα που σκεπάζουν το καύκαλο της θηλυ-
κιάς, έτσι όπως κι ο λόφος φυλάγει τις λεπτομέρειές του μόνο για
τον αναβάτη του. Όλα γίνονται δίχως οι μαστοί ν’ αναταράσσο-
νται, ούτε οι θηλές να ορθώνονται στις θωπείες ή τις θωριές, ο έρω-
τάς της είναι χωρίς διαδικασίες, έτσι κι η καρδιά της πάλλεται σαν
μέσα σε σπηλιά, αφού κανένας θώρακας δεν αναγείρεται όπως σε
αναστεναγμό, κανένας λαιμός δεν σφύζει.
Οι χελώνες δεν ποθούν, οι χελώνες υποφέρουν, αφού η γοη-
τεία τους είναι λιθοποιημένη, δεν κοκκινίζουν στην αιδώ, δεν κο-
ντανασαίνουν. Αντίς για φιλί ξεχνιούνται με κάποιο χόρτο στο
στόμα, όσο ο έρωτάς τους κόβει το χωρίς στόχο βάδισμά τους εν
μέση οδώ, τις πιο πολλές φορές ούτε η πορεία αλλάζει, μιας και
δεν έχουν προορισμό, απλά αυτός ενυπάρχει ζωηρός σαν επιθυμία
μέσα στην όποια αδυναμία συνεπάγεται η βραδύτητα.
Ισοπεδωμένα τα στήθια στο στέρνο και στις πλευρές της χελώνας
σαν την κάτω επιφάνεια αυτοκινήτου, όπου στο κάρτερ, μέσα στο λί-
πος, δουλεύει η καρδιά. Αυτή η ιδιαιτερότητα έδωσε στους φυσιολό-
γους την ιδέα να ψάξουν για την καρδιά στην πέτρινη θήκη, έτσι ώστε
μήτε η οργή να τη βρίσκει, μήτε ο έρωτας να την ταχυκαρδιάζει...
Δεν βλέπαμε καλά, μόνο ακούγαμε το κοπίδι και τη ματσόλα,
καθώς χώριζε στα πλάγια το καύκαλο από τη βάση του αναίμακτα,
χωρίς ν’ αλλάζει η έκφραση της χελώνας. Αναποδογυρισμένη, έχει
σαν μοναδικό της μέλημα κάπου να σκαλώσει το πόδι για την ανα-
71
Πάνος Θ. Πούγγουρας

στροφή της, αφού για τούτο το ζώο το αναποδογύρισμα είναι κάτι


σαν τον αργό θάνατο. Μέχρι να προχωρήσει το κοπίδι πόντο-πόντο
από το μπροστινό στο πίσω άνοιγμα του καύκαλου στοχαζόμασταν
και πάλι την επιλογή του πειραματόζωου για την καρδιά του.
- Εγώ τη γνώμη μου την είπα! Είναι που η ζωή του είναι άδεια
από έρωτα, κανένας δεν το πονά…
- Στοιχίζει πολύ λίγο η διατροφή του…
- Δεν δαγκώνει.
- Ούτε και φιλά όμως…
- Είναι επειδή ακολουθεί σαν οπαδός!
-Δεν συνδικαλίζεται και μαντρώνεται εύκολα χωρίς επανα-
στάσεις!
- Ούτε υπονομεύει αποτελεσματικά.
- Μα για όλα αυτά της άξιζε αμοιβή και όχι... άνοιγμα. Ζητού-
μενο είναι το ακριβώς αντίθετο.
- Είναι που θυσιάζεται δίχως ενδοιασμούς ή τύψεις...
- Όπως τα όστρακα δηλαδή!
- Κι ακόμη πιο εύκολα, αφού κανένας δεν τις συμπαθεί.
Όταν ξεχώρισε το καύκαλο, όλα ήταν εύκολα, η καρδιά φάνηκε
να σπαρταρά φασκιωμένη στους υμένες της σαν στη σαρκοφάγο του
Τουταγχαμών. Από κείνο το σημείο και μετά το κεφάλι της χελώνας
δεν βολευόταν να κρυφτεί, κρατώντας το έξω από το ανεστραμμέ-
νο και ανοιγμένο καύκαλό της σαν κουτάλα που αναδεύει κατσαρό-
λα. Υπάρχει ένα στέρνο πέτρινο συνοστεωμένο στη μέσα επιφάνεια,
όπως το είδαμε στο μισό της χελώνας, αυτό εμποδίζει τ’ αναφιλη-
τά της, αλλά ποτέ τις ερωτικές της φωνές. Ένας προβολέας φώτισε
το περικάρδιο καθώς αναμοχλευόταν από τους καρδιακούς παλμούς.
Από κείνη τη στιγμή και μετά, καθόλου δεν ενδιέφεραν οι κινή-
σεις της βούλησης στα μέλη και στην ουρά.

72
Εγκεφαλικός φλοιός
Ό ταν περάσαμε στην αίθουσα -αμφιθέατρο τη λέγαμε, επειδή ο ρό-
λος που έπαιζε πήγαινε σε αμφιθέατρο-, βρήκαμε καταστρωμένο στον
πάγκο το πείραμα να περιμένει από ώρα. Για σήμερα, ένα κουνέλι με
ανοιγμένο το κρανίο, ένα φωτιστικό έριχνε ό,τι του περίσσευε πάνω
στον εγκέφαλο, εκείνος σκεφτόταν τώρα πια τόσο αδιάντροπα και δη-
μόσια δίχως το κέλυφος του κρανίου. Κοντά ένα ηλεκτρόδιο με φα-
ραδικό ρεύμα, δοκιμασμένο νωρίτερα από τους βοηθούς με φροντίδα,
«γιατί ο καθηγητής βάζει τις φωνές»... Κάποια βοηθός με βουρκωμέ-
να μάτια επικυρώνει, χωρίς όμως και να το ομολογεί, πως πρωτοστά-
τησε σ’ αυτή την κρανιοανάτρηση. Καλά της έλεγε η μάνα της «να πάει
γιατρός στο ΙΚΑ», τι τα ’θελε τα εργαστήρια και την έρευνα;
- Πόσο θα πάρει το πείραμα;
- Θα πάρει… Άνθρωπος είναι να μην αντέχει με τη σκέψη του
χυμένη;
- Έχει πλάκα, όπως ακουγόταν πριν από λίγο το κοπίδι να καρ-
φώνεται, να βγάζει φλούδα-φλούδα το κρανίο, σα να ’ταν ινδοκά-
ρυδο.
- Λες να ’ναι ναρκωμένο; Έχει καθηλωμένα τ’ αυτιά του με
λευκοπλάστη.
- Δεν βλέπεις ότι κουνά τα μουστάκια του;
- Είναι αστείο το κουνέλι με ξυρισμένο το κεφάλι και εκτεθει-
μένο τον εγκέφαλό του σαν τον βολβό του ρεπανιού.
Το φως κεντραριζόταν σε μία μικρή επιφάνεια του κρανίου όσο
και ένα μέτριο ρολόι χεριού. Μία τρύπα στη σκέψη του ζώου, τι
έχει να φωτίσει τούτο το κρανιοτρύπημα;
75
Πάνος Θ. Πούγγουρας

- Απλά μέσα από τούτη ’δώ την τρύπα θα βιαστεί η βούληση


του εγκεφάλου με ηλεκτρικό ερέθισμα και θα δουλέψει τα μέλη του
με αποκρυπτογραφημένους κλεμμένους κώδικες όπως σε... πρα-
ξικόπημα!
- Μιλάς για τα πόδια του ζώου σα να πρόκειται για στρατευμέ-
νους οπαδούς, προορισμένους μόνο να εκτελούν.
Ο καθηγητής με ύφος Ραμόν Καχάλ πλησίασε το αναλόγιο και
έψαξε τα χαρτιά του:
-Σήμερα, κύριοι, θα σπουδάσουμε τη λειτουργία του πυραμι-
δικού συστήματος!»
Κοίταξε τα πρόσωπα των βοηθών, περίμεναν οδηγίες. Όλων τα
μάτια ήταν καθηλωμένα στο δικό του ερέθισμα, κανενός η κίνηση
δεν ήταν αυτοδύναμη, σαν πυραμιδική σύνδεση, είναι η δύναμη; Εί-
ναι η δυνατότητα; Ποιος εγκέφαλος; Ποιο το όργανο, ποιο κέντρο,
ποια αφετηρία; Τα εγκεφαλικά νεύματα διατρέχουν τηλεγραφικά τις
νευρικές ίνες, οι αποδέκτες, ήδη μυημένοι, φαίνονται πρόθυμοι να γί-
νουν οι ίδιοι τα σημάδια της υποτέλειας. Λες και το πρόσωπο είναι η
επιφάνεια της θάλασσας, ενώ ο εγκέφαλος το βαθύτερο στρώμα που
αναμοχλεύει την τρικυμία, ωστόσο όταν το κρανίο είναι ανοιχτό, δεν
αφήνει να προσέξεις το πρόσωπο, μήτε ακόμα όταν το πρόσωπο εκ-
φράζει έμμεσα τη σκέψη. Ίσως η κάποια δυσπιστία στο σημαίνον να
οφείλεται στις τριβές που υποβιβάζουν την καταγραφή του σημαι-
νόμενου, αυτός είναι και ο κύριος λόγος που ωθεί τους φοιτητές να
στοχάζονται την άμεση λειτουργία του εγκεφάλου, έστω κι αν δεν
έχουν καμιά δυνατότητα εξιχνίασης ή άμεσης καταγραφής της σκέ-
ψης. Ένα κουνέλι με πατημένα τ’ αυτιά και με μουστάκι χωρίς διά-
θεση έχει αδυναμία να μυήσει και να φανερώσει. άρα το άνοιγμα του
κρανίου διπλοκλειδώνει σκέψη και βούληση.
Ο γερο-καθηγητής διάβαζε και ρητόρευε βήχοντας. Στο βιβλίο
του υπάρχει μεγαλύτερη σαφήνεια, ίσως γιατί προδίδεται το χέρι
76
Εγκεφαλικός φλοιός

Ησαύ, έτσι ποιος λίγο ποιος πολύ, αρμενίζουμε όπου αυτός θέλει
μας βγάλει...
Θυμάμαι ο σκύλος μου κρατούσε σαν σημαίνον της αγάπης του
για μένα το κούνημα της ουράς του. Πήρα σύριγγα, ξυλοκαΐνη, νυ-
στέρι και έκοψα την ουρά του στα τρία, διαίρεσα την έκφραση της
αγάπης και κράτησα το ένα της τρίτο, έτσι το σημαινόμενο, όποιο
και αν είναι, κατάφερα να το υποτριπλασιάσω σαν σημαίνον, είναι
μία αντίληψη κι αυτή της Άλγεβρας σημαίνοντος -σημαινόμενου.
Ταιριάζει πολύ να το ονομάσουμε αντιρομαντισμό, η κομμένη ουρά
του σκύλου υποδιαιρεί απλά μόνο την έκφραση της αγάπης και της
ευγνωμοσύνης του ζώου και ποτέ την ίδια την αίσθηση ή την υπο-
χρέωση της αγάπης του. Η αγάπη του υπάρχει, απλά εμείς αποτι-
μούμε μόνο στο ένα τρίτο αυτήν που εκφράζεται, σαν να τη λογο-
κρίνουμε, επειδή μας κουράζει, έτσι η ανταπόδοσή της μας απαλ-
λάσσει από… τα δύο τρίτα της οφειλόμενης αγάπης.
Με τις συνθήκες του πειράματος το κρανίο με τον εγκέφα-
λο που καλύπτει, υπόσχεται χωρίς να εκπληρώνει, το πρόσωπο
αναλογίζεται χωρίς να εκδηλώνεται, πότε πότε κινείται η γνά-
θος, όπως και κείνες των βοηθών. Οι ακροατές κοιτάζουν γύρω τον
έναν μετά τον άλλον και αξιολογούν τον βαθμό εξάρτησής τους από
τον καθηγητή, όλα είναι ένα πείραμα σε τούτη τη σάλα -αμφιθέ-
ατρο το λέγαμε- όχι από ομοιότητα, αλλά από προορισμό, αφού
σκοπός του ήταν να φαίνονται όλοι οι στόχοι του πειράματος.
«Σήμερα, κύριοι, θα δείτε τη μεταβίβαση του ερεθίσματος στη
βάση», είπε δοκιμάζοντας το ηλεκτρόδιο στη γλώσσα του όπως
πάντα για τον έλεγχο της έντασης του ερεθίσματος πριν το απο-
θέσει στον φλοιό του εγκεφάλου. Έκανε σήμα ανεβάζοντας το χέρι
του σαν τον μαέστρο, «πιο δυνατά». Έπειτα άγγιξε με το ηλεκτρό-
διο στον εγκέφαλο, ακριβώς στο σημείο ευθύνης της εντολής. Τα
πόδια του ζώου τινάχτηκαν οργισμένα, ο καθηγητής έδειξε ικα-
77
Πάνος Θ. Πούγγουρας

νοποιημένος, επανέλαβε το πείραμα δύο τρεις φορές πριν το ανα-


λύσει.
«Είναι η περιοχή... όταν... τότε... είδατε, τώρα κοιτάξτε πώς...»
Και τινάχτηκαν μόνο τα δύο δεξιά πόδια του κουνελιού μπρος και
πίσω... «Καταλάβατε; Το αριστερό ημισφαίριο ευθύνεται για την κι-
νητικότητα της δεξιάς πλευράς και αντίθετα!» Άφησε το ηλεκτρόδιο
και σταύρωσε τα χέρια του σαν δεσπότης με τα δικεροτρίκερα για να
δείξει πώς διαβιβάζεται το ερέθισμα στο αντίθετο πλάγιο.
Έχει τον τρόπο του ο καθηγητής να κοιμίζει το ακροατήριό
του, παρόλο που κρατά στα χέρια του ένα ηλεκτρόδιο που διεγεί-
ρει. Σχεδόν σε ισόχρονα διαστήματα ακούγεται το κουδούνι του
τραμ. Η στάση Φάληρο ήταν ακριβώς μπροστά στο εργαστήριο…
Στη σκέψη των φοιτητών, η μόνη βούληση, μια γραφική φυγή
ανάμεσα σε δύο μεταλλικές κλαγγές του τραμ, ενός τραμ που κάλ-
παζε. Βολευόμασταν στον πίσω εξώστη, αφού εκείνος ήταν ο λιγό-
τερο αστικοποιημένος χώρος του οχήματος, πηγαίναμε σαν σε βε-
ράντα που γλιστρούσε έξω από τις ανθισμένες αυλές των αρχοντι-
κών. Χωρίς να βούλονται τα πέλματα των φοιτητών, συγχρονίζο-
νται με τις ταλαντώσεις των ποδιών του κουνελιού. Έτσι η φυγή
πέρασε στη βάση της βάσης και σαν έκφραση...

Όλα στον χώρο αυτόν έχουν την οσμή του παρελθόντος, η προσαρ-
μογή του νεοκλασικού κτιρίου της Βασιλέως Γεωργίου σε εργα-
στήριο της Ιατρικής έγινε στην κατοχή. Κανένας απ’ όλους όσους
εργάζονται εδώ δεν στοχάζεται κάποια συνέχεια της παραμονής
σε τούτο το εργαστήριο, αφού ποτέ δεν αποδέχτηκαν τη λειτουρ-
γικότητά του ως χώρου της επιστήμης.
Δίπλα το κτίριο του γυμνασίου αρρένων στον ίδιο ρυθμό με το
εργαστήριο, μερικά γερασμένα πεύκα ανεβάζουν τη φούντα τους
78
Εγκεφαλικός φλοιός

πάνω από τον γείσο της στέγης. Όλα πια έχουν σπάσει το κέλυ-
φος της εποχής τους. Τώρα πια δεν συνταιριάζονται δέντρα με
παράθυρα, δρόμοι με μπαλκόνια, αυλές με κάγκελα, τα λουλού-
δια στους κήπους χορτάριασαν και το μέλημα όλων των πραγμά-
των είναι η υπενθύμιση ενός επικειμένου θανάτου. Λες και ακούγε-
ται σε απαγγελία το γνωστό ποίημα lacrimae rerum του Λάμπρου
Πορφύρα…
Στον καθηγητή της Ανατομίας εκχωρήθηκε, σαν χώρος όπου
θα έδειχνε τα πτώματα, η άδεια πλέον από τους Εβραίους συναγω-
γή την ίδια χρονιά του Ολοκαυτώματος…
Ένας θάνατος οικοδομείται, καθώς προσδοκάται σαν ορυμα-
γδός της μπουλντόζας που θα ξύσει τον φλοιό της γης μέχρι το
βάθος δύο έως τριών εποχών ώσπου να ακουμπήσει σε βαθύτερα
στρώματα εκεί όπου θεμελιώνονται όλες οι εποχές, χωρίς τις πα-
ραχαράξεις των ανθρώπων και των γεγονότων.
Κάποια καινούργια ρίζα θα υψώσει τον κάκτο της πολυκατοι-
κίας, έναν για κάθε οικόπεδο. Θα ξεκαθαρίσει με το σάρωμα του
ακροκεράμου, της γύψινης μαρκίζας και κορνίζας, του έρωτα από
τερακότα που στόλιζε κεφαλόσκαλα και κόχες. Ανάμεσα στα δύο
κτίρια ο καθένας από τους θαμώνες απ’ το παλιό και το καινούργιο
εύχεται κάτι δικό του να μεταγγίζεται από το ένα στο άλλο, κάτι
δηλαδή σαν χάραξη προσωπικού ίχνους.
Η γιαγιά με ξεσκονισμένα τα βιβλία της, με τα ποιήματα να
πιάνουν ένα ράφι στο νέο διαμέρισμα. Οι νέοι, αντίθετα, στοχάζο-
νται το στόμωμα των γεροντικών αναμνήσεων κι ακόμα μεθοδεύ-
ουν την εξαφάνιση όλων των φετίχ της εποχής των άλλων, μιας
και τη θεωρούν υπόλογη μονάχα για τις κακές καταβολές της δι-
κής τους γενεάς.
Ρώτησαν για το πιάνο «Τι θα έπιανε αν δεχόταν η γιαγιά, κα-
θαρά από έλλειψη χώρου... Να δοθεί δηλαδή… Αντί να μεταφερ-
79
Πάνος Θ. Πούγγουρας

θεί… Υπάρχουν άλλωστε τόσες δυνατότητες να επιτελείται το


προσκύνημα της τέχνης!»
Το είπαν έτσι για να δείξουν στη γιαγιά ότι υιοθετούν τη φρα-
σεολογία και τις καταβολές της.

80
Ο φλοιός του εγκεφάλου
και η… πλύση του
Ο καθηγητής φορούσε γιλέκο στο χρώμα του κοστουμιού, σ’ ένα
τσεπάκι η χρυσή αλυσίδα έδειχνε ότι εκεί κοντά λουφάζει κάποιο
ρολόι. Συχνά το έβγαζε και το ακουμπούσε πάνω στο τραπέζι για
όσο θα έκανε μάθημα, είχε μάλιστα κι εκείνη τη διάτρητη παλάμη,
κρεμασμένη στην καδένα του, να θυμίσω για όσους δεν άκουσαν
ήδη, σαν κάποιο φετίχ προσώπου ή εποχής. Ο ίδιος έδειχνε να ξε-
κόβει από την εποχή του φράκου και του ημίψηλου, όπως τον έδει-
χνε κάποια φωτογραφία της εποχής, ήθελε να βγει από την φωτο-
γραφία και την εποχή της και να καταποδιάσει τη δική μας, χω-
ρίς ωστόσο να την προσεγγίζει. Καθώς τρέχαμε εμείς πίσω από το
τραμ, εκείνος έδειχνε ενοχλημένος από το προκλητικό καμπανάκι
που τον άφηνε πίσω έτσι αυταπόδεικτα.
Γύριζε μήνες τους μήνες να γίνουν χρόνια, όσα του υπολείπο-
νται μέχρι τη σύνταξη και έπειτα πια καλή... Αθήνα, έτσι έδινε
στην πρωτεύουσα τη σημασία όποια δίνει η φυσική στην κυλιόμε-
νη σφαίρα όταν φτάσει στο κατώτερο σημείο, όπου και θα ισορρο-
πήσει, αφού αδειάσει από κάθε ενέργεια. Δεν έχει καμιά αίσθηση
της εικόνας του προσώπου που δείχνει στους φοιτητές του -και όχι
μόνο- σηματοδοτεί και την Αθήνα, καθώς την μεγαλώνει σαν τάφο
ελεφάντων στα μάτια μας.
Για τους δημοσίους υπαλλήλους, τους στρατιωτικούς και τους
επιστήμονες, ήταν το μόνο τους μέλημα: να φτάσουν κάποτε εκεί!
Ξοφλημένοι με τη σύνταξή τους… Αυτή ήταν η Αθήνα πίσω απ’
ό,τι φαινόταν σαν όνειρο των δασκάλων, όταν γινόταν λόγος γι’ αυ-
τήν, «πότε θα ’ρθει η ώρα της επανόδου;» Τροχιά που φτάνει στο
83
Πάνος Θ. Πούγγουρας

τέλος, βεγγαλικό που τελειώνει, προσφορά που σβήνει, και τού-


τη την τραγική στιγμή όλοι αρέσκονται να την αποσιωπήσουν από
τον ίδιο τον εαυτό τους, όμως οι χαραμάδες δεν εμποδίζουν τις δι-
απιστώσεις στα ξένα μάτια.
Τούτη την πικρία στη διαπίστωσή της δεν έχει πια τρόπο να
την κρύψει ο καθηγητής. Βιάζεται να μπει στο θέμα του χωρίς τη
δροσιά της εισαγωγής, όχι από απειρία αλλά από βαριεστιμάρα.
Ακόμη και η ανάλυση όπως τη μεθοδεύει στο πείραμα, δεν αγγίζει
καν εκείνα που γράφει στο βιβλίο. Αυτός ήταν και ο κυριότερος λό-
γος για τον οποίον οι φοιτητές αποσυνδέουν το περιεχόμενο του βι-
βλίου με την πνευματική ιδιοκτησία του συγγραφέα. Είχαν βέβαια
κι άλλους ακόμα λόγους να θεωρούν τον καθηγητή τους ικανό για
καταπάτηση και ιδιοποίηση ξένης πνευματικής ιδιοκτησίας, αφού
έκανε κάτι παρόμοιο, πωλούσε το βιβλίο μόνο σε ορισμένα βιβλιο-
πωλεία όπου κρατούνται λίστες με τα ονόματα όσων φοιτητών το
αγόραζαν. Προπληρώνοντας μάλιστα, δίχως να έχουν κυκλοφορή-
σει όλοι οι τόμοι. Ελάχιστα αναφέρονται στο μάθημα απ’ ό,τι γρά-
φει το βιβλίο, ελάχιστα απ’ αυτά που διδάσκονται έχουν σχέση με
τα αναγραφόμενα.
Συχνά ο καθηγητής είναι «άρρωστος» και μένει με την οικογέ-
νειά του στην Αθήνα. Έτσι το μάθημα δεν γίνεται, γι’ αυτό και για
πολλούς λόγους οι φοιτητές «προσεύχονται» με τα χεράκια τους
πλεγμένα κάθε βράδυ να βρει επιτέλους ο καθηγητής καλή Αθή-
να…
Δύο τόμοι «Φυσιολογία», δερματόδετοι, αραχνιάζουν στη βι-
βλιοθήκη, ποτέ δεν τους εμπιστεύθηκα για συμβουλή, καθώς όσες
φορές το επιχείρησα η πληροφόρησή τους ήταν αμφίβολη, έτσι
τουλάχιστον αποδείχτηκε όσες φορές χρειάστηκε να διασταυρω-
θεί. Αυτή η θέση δεν είναι διαχεόμενη πικρία, αφού και πολλά άλλα
ιατρικά βιβλία ο χρόνος τα διαβρώνει ταχύτερα απ’ ό,τι ο σκό-
84
Ο φλοιός του εγκεφάλου και η… πλύση του

ρος, είναι παλαιό αυτό το μειονέκτημα της ιατρικής βιβλιογρα-


φίας, το να χρησιμεύει δηλαδή σπάνια για άλλο σκοπό εκτός της
ιστορίας της ιατρικής. Θυμάμαι το βιβλιοπωλείο της οδού Τσιμι-
σκή, στο μέγαρο Κονιόρδου, απ’ όπου προμηθεύτηκα τους δύο τό-
μους με ονομαστική κατάσταση. Θυμάμαι το βιβλιάριο καταθέσε-
ων του ταχυδρομικού ταμιευτηρίου, αμέσως μετά την αναγνώριση
μέρους μόνον του δημοσίου χρέους προς τους καταθέτες των προ-
πολεμικών αποταμιεύσεων, έτρεξα και εξαργύρωσα ολόκληρο το
ποσό που μου επιδικάστηκε -ήταν αποταμίευση, «για να μπορέσει
το παιδί να σπουδάσει».
Ό,τι κατατέθηκε στο βιβλιάριο τότε, σήμερα φιγουράρει δερ-
ματόδετο στο πάνω-πάνω ράφι να μην το φτάνει χέρι, ώστε να μη
χρειάζεται να κατέβει, απλά να θυμίζει τι έγινε η καπνοκαλλιέρ-
γεια μιας οικογένειας ολόκληρο τον χρόνο που προηγήθηκε του με-
γάλου πολέμου.
Θα ακολουθούσε και τρίτος τόμος, όμως ήταν μία από τις λίγες
φορές που ο καλός Θεός βρέθηκε χωρίς ωτασπίδες, και καθώς δεν
γράφτηκε ποτέ το βιβλίο, γλίτωσε μέρος της μεταπολεμικής καπνο-
παραγωγής μας, αλλιώς οι τόμοι στο πάνω ράφι θα ήταν τρεις. Σω-
θήκαμε και ημείς μετά της επιστήμης ημών. Το δερματόδετο της
Φυσιολογίας προέκυψε σαν γνώρισμα, ύστερα μάλιστα από την επί-
μονη υπόδειξη συγγενών για τη σύσταση μίας «αξιοπρεπούς και με-
γαλειώδους βιβλιοθήκης», όπως το εκτιμούσαν εκείνοι τότε.
Για χρόνια έμειναν άκοπες οι σελίδες, όπως και του βιβλίου της
χειρουργικής. Θυμάμαι έγραψα στη μητέρα να μου ταχυδρομήσει
-τότε δωρεάν λόγω στράτευσης- μόνον ότι μου παραδόθηκε από
τη χειρουργική -δηλαδή ένας τόμος και μερικά φυλλάδια από τους
άλλους- και τ’ αντάλλαξα σε βιβλιοπωλείο της Αθήνας. Επέμει-
να να μάθω πού και πώς θα τα διέθετε, απέφευγε, αλλά τελικά δεν
άντεξε και μου είπε:
85
Πάνος Θ. Πούγγουρας

- Έχω πελάτες...
- ... που θέλουν τη χειρουργική του;
- Όχι συγκεκριμένα... ζητούν βιβλιοθήκες για ιατρεία!
- Δηλαδή;
- Να... Παραγγέλνουν εκατό τόμους ομοιόμορφα δεμένους...
Τους δένουμε τεύχη άσχετα, όπως παλαιά αρχεία των ιατρικών
εταιρειών...
- Και πληρώνουν;
- Ναι, σχεδόν μόνο το… δέσιμο. Τότε κατάλαβα πού θα πή-
γαινε και το δικό μου ελλειμματικό, αν και ακριβοπληρωμένο, βι-
βλίο. Ευτυχώς προλάβαμε και ορκιστήκαμε χωρίς να κάνουμε την
τιμή στον καθηγητή να παραλάβουμε ό,τι είχαμε προπληρώσει σε
βιβλίο. Αυτήν θεωρώ και την καλύτερη ανταπόδοση: το να θυμά-
μαι πάνω από τα πλήκτρα της γραφομηχανής μου πολλά χρόνια
μετά…
Θυμάμαι ότι αρνήθηκα τότε να ζητήσω και τη Φυσιολογία,
έχασα την ευκαιρία να μου ταχυδρομηθεί δωρεάν όπως όλα τα δέ-
ματα στους οπλίτες. Έτσι μου απέμεινε στο τελευταίο ράφι, κάθε
που δοκιμάζω να πάρω έναν από τους άλλους τόμους, στο χέρι μου
αρπάζω βότσαλα από κάποιο δοχείο και χαϊδεύοντάς τα αναπολώ
ακτές της Λέσβου, της Κρήτης, της Πάρου και της Χαλκιδικής,
λησμονιέμαι με τις χούφτες γεμάτες, θαμπώνομαι με θύμησες άλ-
λες, χάνομαι στις επιστρωματώσεις των πετρωμάτων έτσι καθώς
το ροκάνισμα των κυμάτων κάνει τον βράχο άμμο και προτιμώ να
αδειάζω σαν το πλοκάμι του χταποδιού στη σκέψη της θάλασσας,
παρά να στοχάζομαι σαν την κουκουβάγια τις σοφίες!

86
Εργαστήριο Φυσιολογίας
[και τα πέριξ]
…ψαχουλεύω τις μνήμες των περασμένων για κάποιο αποκού-
μπι. Κανένας δεν μας έπεισε με όσες εξηγήσεις συναρμολογεί, θέ-
λοντας να ερμηνεύσει, γιατί το τμήμα της φοιτητικής μας ζωής
αποτελεί το θερινό ηλιοστάσιο ολάκερης της ζωής μας, ούτε πώς
το διάστημα της στρατιωτικής θητείας -αν και πολύ κοντά στη
φοιτητική- στάθηκε η μεγίστη νύχτα αλλά και η πιο ψυχρή της
ζωής μας. Πάνω στις δύο αυτές εποχές διαμοιράζεται ο έρωτας και
η γνώση σαν τη γέμιση και τη χάση του φεγγαριού· ίσως ο έρωτας
και η γνώση να είναι βιδωμένοι αντίπαλοι στους ουράνιους μεσημ-
βρινούς, καθώς ξημεροβραδιάζουν τη ζωή μας.
Κυκλοφορία
Τ ο αυτί του κουνελιού ανώδυνα απλωμένο πάνω στην οπτική
τράπεζα του μικροσκοπίου. Η παραπλάνηση του ζώου επιτελείται
με φύλλο μαρουλιού. Το αίμα κυλάει στις αρτηρίες και στα τριχοει-
δή του αυτιού όπου διακρίνονται τα ερυθρά αιμοσφαίρια σαν φθινο-
πωρινά φύλλα που τα παρασέρνει το ποτάμι. Οι φοιτητές σκύβουν
στο μικροσκόπιο, κάποιοι βρίσκουν πως τα αιμοσφαίρια μοιάζουν
με μεταλλικά νομίσματα και χάνονται από τρύπια παλάμη.
Όσο το κουνέλι δαντελιάζει το μαρούλι, μένουν τα κόκκινα
μάτια του αδιάφορα, όπως της αυτάρεσκης γυναίκας. Όσο παίρ-
νει να περάσει η σειρά των ασκουμένων από τον φακό, ψάχνω ένα
προς ένα τα διερχόμενα πρόσωπα, να κρατηθώ από κάποιο, να
βρω μήπως οργώνεται από γνώριμα συναισθήματα. Βρήκα τον
βοηθό να ρυτιδιάζει ευδαιμονισμένα τη μάσκα, αυτήν που ξέρα-
με, λες κι ήταν εκείνος που με το στήσιμο του αυτιού κατανόησε
«διά πρώτην φοράν» και την κυκλοφορία του αίματος. Με πόσο
εύκολα πράγματα ικανοποιείται το υπαρξιακό πρόβλημα του αν-
θρώπου…
Όσοι πέρασαν πάνω από το μικροσκόπιο κουβεντιάζουν:
- Με τι μοιάζει;
- Μάλλον με κοπάδι ψαριών στη θάλασσα.
- Ή… γυρίνων στο ποτάμι…
- Σιγά! Πιο πολύ με άδειασμα ενός ολόκληρου τσουβαλιού με
ρεβίθια!
Πρόσεχα την Αλίκη να προσέχει και να ευφραίνεται, όλοι γνω-
ρίζαμε πόσο της πήγαινε η ποίηση. Άκουσε τις παρομοιώσεις των
93
Πάνος Θ. Πούγγουρας

άλλων και ετοίμασε τη δική της, δεν τόλμησε να την πει, μόνον χα-
μογέλασε. Ο Τάκης την πρόλαβε.
- Κατάλαβα, τα βλέπεις σαν σπερματοζωάρια, έτσι;
Εκείνη συνεχίζοντας να μειδιά διφορούμενα, είπε:
- Τι να πεις; Τα παιδιά παρουσιάζουν μια λίμναση της σκέψης
τους στο σεξ. Τα σπερματοζωάρια κυκλοφορούν στις φλέβες των
αρσενικών και ροκανίζουν τον ύπνο τους τις νύχτες!
- Αυτή, Αλίκη, είναι η νέα θεωρία της… κυκλοφορίας του αρ-
σενικού;
Οι φοιτητές πλησιάζουν στον φακό και μετά από λίγο αποχω-
ρούν με διαφοροποιημένη έκφραση, δεν μπορώ να παρακολουθή-
σω την αλληλουχία των παραστάσεων που μου έφεραν στον νου
τον μυημένο στην απόλυτη αλήθεια να ψάλει στο τέλος της Θείας
Λειτουργίας με απόλυτη αυτοπεποίθηση «ίδωμεν το φως το αλη-
θινό...»
Τούτη η φθαρμένη έκφραση της αυταρέσκειας της γνώσης με
τη σφραγίδα της αλήθειας χαρακτηρίζει τους οπαδούς όλου του
κόσμου, όλων των προφητών και σωτήρων. Έχουν όλοι την έκ-
σταση του φωτισμένου, πώς να διαλογιστεί κάποιος καρτεσιανός
με τους φωτισμένους της κομματικής μπροσούρας; Φυτεύουν άθε-
λά τους χούφτες αλάτι στις ανοιγμένες σάρκες τους για περισσό-
τερο σπαραγμό.
Οι νέοι κατατρύχονται από την παράδοξη σχέση της σεξουα-
λικής αναζήτησης και της ικανοποίησης της πνευματικής ολοκλή-
ρωσης με το αλάθητο των γνώσεων, αυτή την εικόνα βλέπουμε να
δομεί και να βολεύει τους στόχους του φοιτητή. Μπορεί η μεθο-
δολογία της αλλοτρίωσής του να διαφέρει, όμως και εκείνος ανυ-
ποψίαστος πλάθεται και ωριμάζει για τη χρησιμοποίησή του από
όποιους τον χρειάζονται, μετά την εφηβική κρίση αμφιβολίας όλα
ιεραρχούνται και ικανοποιούνται προοδευτικά.
94
Κυκλοφορία

Ο έρωτας και η επιστήμη τροχίζουν σαν σμυριδοτροχοί την


ουσία της προσωπικότητας, έτσι δοκιμάζεται η αντοχή της, δεν
εξανεμίζεται πάντα με την ολοκλήρωση και τις μεταγγίσεις έρω-
τα-γνώσης, καθώς και τα δύο βολεύονται στο ίδιο θερμοκήπιο της
αυταπόδεικτης αποδοχής. Η γνώση είναι κατάκτηση όπως και ο
έρωτας, η γνώση είναι αλήθεια, ο έρωτας δεν είναι πάντα αλήθεια,
η γνώση βιώνει με την αδιάκοπη επαλήθευση, ο έρωτας ευδαιμονί-
ζεται καταντώντας την αίσθηση παραίσθηση. Η αλήθεια της γνώ-
σης είναι το σημαινόμενο, όπως η όαση της ερήμου, ενώ η επι-
στήμη είναι απλά το σημαίνον, όπως ο αντικατοπτρισμός της όα-
σης. Από το ένα περνάς στο άλλο με απόλυτα δική σου ευθύνη, εί-
ναι και η ηλικία που βολεύεται με αναζητήσεις, βολεύει και πάνω
της νέες ιδέες δίχως περισσή σκέψη, δίχως δοκιμή. Αν βολέψει, το
λέμε πρόβα, λες και η ιδέα επέχει τη θέση μιας μάσκας, με αυ-
τήν αντικαθίσταται η έκφραση, για την επιλογή της ιδέας ευθύνε-
ται ο εμφορούμενος, ποτέ όμως και για την πιστότητα της έκφρα-
σής της, καθώς αυτή τη φρόντισε η μάσκα. Η γνώση χρειάζεται
την έκφραση της αλήθειας, η επιστήμη συχνά βολεύεται με τη μά-
σκα της αληθοφάνειας. Ο έρωτας τυραννιέται με την αλήθεια, κα-
θώς υποχρεώνεται να γυμνώσει τα πρόσωπα και τις ψυχές. Αν αλ-
λάξουμε μάσκες και πρόσωπα, και σταθεί ο έρωτας κάτω από μά-
σκα κι η επιστήμη με γυμνό πρόσωπο δίχως αμφιβολία, τότε ούτε
ο έρωτας υπάρχει απονευρωμένος δίχως πρόσωπο και δίχως αμ-
φιβολία, ούτε η επιστήμη δίχως αμφιβολία, αφού βολεύεται χωρίς
ταυτότητα. Οι στοχασμοί έπαιρναν σε μάκρος όταν ο Τάκης διέκο-
ψε εκστασιασμένος:
-Τα σπερματοζωάρια, τα ερυθρά αιμοσφαίρια… Έρωτας και
επιστήμη!
-Ποιο λες ποιο; Γιατί δεν γνωρίζω αν σκέφτηκες πως το ένα εί-
ναι ταυτόχρονα και το άλλο…
95
Πάνος Θ. Πούγγουρας

- Δηλαδή ο έρωτας είναι αίμα;


-Τι είναι εκείνο που κάνει το σπέρμα μόνον «έρωτα» κι όχι
«επιστήμη»;
-Με την ίδια ευκολία θα ρωτούσα κι εγώ, τι είναι αυτό που κά-
νει το αίμα μονάχα «γνώση»;
-Δεν κατάλαβα πώς τα καταφέραμε και πήγαμε μέχρι την
ανάγκη επαναπροσδιορισμού της επιστήμης και της γνώσης, λες
και το ένα δεν βγάζει στο άλλο. Όταν φτάνουμε σε τούτο το σημείο
σημαίνει πως το θέμα καταναλώθηκε μέχρι πυθμένος. Όσο πήγαι-
νε η συζήτηση, ακουγόταν το κουρέλιασμα του μαρουλιού από το
κουνέλι, κάποιος φοιτητής θρυμμάτιζε επίσης στραγάλια, τα ’ρι-
χνε επιδέξια στο στόμα του χωρίς να γίνεται αντιληπτό το χέρι σ’
ολόκληρη την τροχιά του.

96
Κυκλοφορία

Κάθε φοιτητής και μια φελούκα, βιάζεται να περάσει από τη


σπουδή στην εφαρμογή σαν τον Δάντη, έχοντας πάντα τη διαίσθη-
ση ότι τα τοπία των καλύτερων ημερών θεώνται πάντα εκ των έξω,
πότε σαν ημέρες βιωμένες και πότε σαν μελλούμενες να βιωθούν.
Το όνειρο για τα μελλούμενα μαστορεύει κιόλας την ανάμνηση, η
οποία όμως χωρά μόνο μέσα στην πραγμάτωση. Το «βούλομαι»
έχει σαν ιδανικό του το «δύναμαι», αντίθετα το αποτέλεσμα έχει
σπίθα το όνειρο…

97
Πάνος Θ. Πούγγουρας

Η ανία του χώρου διδασκαλίας όσο κόντευε να λήξει η ώρα, φρά-


σεις που δεν σώνονται, λέξεις που δεν επιλέγονται παρά μονάχα
ανάμεσα σε πολύ φθαρμένες… Από παντού άρχισε ν’ αναδύεται η
πλήξη. Τα αιμοσφαίρια θα συνεχίσουν να οδεύουν ακούραστα, μα-
στουρωμένα σε οξυγόνο μέχρι τις απώτερες γωνίες του αυτιού,
όπου θα βρουν τον άνθρακα που κατεβάζει φυλλαράκι-φυλλαράκι
η μασέλα.
Έπρεπε όλα όσα φάνηκαν στο μάτι του μικροσκοπίου να σχε-
διαστούν, όμως καθώς τα κουρασμένα μάτια σφαλούν τα βλέφαρά
τους, εκείνα βρίσκονται να αποθέτουν σ’ ελεύθερο θέμα με ελεύθε-
ρο σχέδιο την ψυχική τους μελωδία, όπως αυτή στάζει από τη λο-
γοκρισία του νου.
Σε τούτη τη διάθεση γυρίζω -και δεν είμαι ο μόνος- όταν ψα-
χουλεύω τις μνήμες των περασμένων για κάποιο αποκούμπι. Κα-
νένας δεν μας έπεισε με όσες εξηγήσεις συναρμολογεί, θέλοντας
να ερμηνεύσει, γιατί το τμήμα της φοιτητικής μας ζωής αποτε-
λεί το θερινό ηλιοστάσιο ολάκερης της ζωής μας, ούτε πως το διά-
στημα της στρατιωτικής θητείας -αν και πολύ κοντά στη φοιτητι-
κή- στάθηκε η μεγίστη νύχτα αλλά και η πιο ψυχρή της ζωής μας.
Πάνω στις δύο αυτές εποχές διαμοιράζεται ο έρωτας και η γνώ-
ση σαν τη γέμιση και τη χάση του φεγγαριού· ίσως ο έρωτας και
η γνώση να είναι βιδωμένοι αντίπαλοι στους ουράνιους μεσημβρι-
νούς, καθώς ξημεροβραδιάζουν τη ζωή μας.
Δίπλα ή πάνω ακούγεται κάποιο σφυροκόπημα όσο το καρφί
ενδίδει και υποχωρεί κατά πώς το έχει προορισμό. Πριν στροβι-
λίσει κάποιο τρυπάνι, ένας σκύλος γάβγισε, ο ψηλόλιγνος φοιτη-
τής σκούπισε με το μαντίλι τα γυαλιά του, όσο η ώρα έστεκε καθη-
λωμένη, ο καθένας μας γυρόφερνε τη σκέψη του σαν λυμένη βάρ-
κα. Στοχάζονται το βράδυ, ήδη κανονίστηκε να πάνε σε ταβερνάκι,
όταν έληξε το εργαστήριο σαν τα ερυθρά αιμοσφαίρια στο αυτί του
98
Κυκλοφορία

κουνελιού φύγαμε ομάδες-ομάδες φορτωμένοι «το οξυγόνο της


γνώσης». Η θύρα της αυλής με τη σιδεριά της αφρόντιστη εξαιτί-
ας της κατοχής δεν ανοίγει διάπλατα την αλλοτινή της αρχοντιά,
αλλά σαν τριχοειδική στένωση περιορίζει την έξοδο προς τη λεω-
φόρο Βασιλίσσης Όλγας.
Όσο είμαστε στην αίθουσα, οι γάτες της περιοχής ξεφάντωναν
στη χορταριασμένη αυλή, μόλις βγήκαμε, τα ζώα λούφαξαν. Πά-
ντα στα ζωντανά του σπιτιού εκτονώνεται η σεξουαλική δυσπρα-
γία των παιδιών και των παλικαριών· για χρόνια η γάτα γνώρισε
τη δική μας εφηβική επιθετικότητα, γι’ αυτό και τρομοκρατημένη
σκαρφάλωνε στην ακακία με το πέρασμά μας από δίπλα της. Όταν
η γάτα κάποτε αδιαφόρησε για μας και δεν κινήθηκε, κοιτάχτηκα
στον καθρέφτη να βρω πώς αναγνώρισε τη μεταβολή πάνω μου,
τι ακριβώς είδε κάτω από τα μάτια, στη ρίζα των μαλλιών, στην
επιδερμίδα της επιθυμίας, στον μετασχηματισμό της επιθετικό-
τητας. Ομολογώ πως η πιο δυσδιάκριτη μεταβολή επισυμβαίνει
ανάμεσα στο «βούλομαι» και στο «δύναμαι», σε τούτη την ισορρο-
πία ζυγίζεται η εφηβεία, η ενηλικίωση, το γήρας. Άλλοι μετρούν
στην ίδια σχέση την ωριμότητα και βρίσκουν πως αυτή εκφράζε-
ται στην ποσοτική σχέση του θέλω: Να θέλω μόνον τόσο, όσο «δύ-
ναμαι»! Τι ακριβώς μετρά η γάτα στον άνθρωπο προτού γαντζωθεί
απεγνωσμένα με το πέρασμά του; Αυτό αξίζει να το πειραματιστεί
η Φυσιολογία, ίσως να το αποπειραθεί μόλις τολμήσει να εντάξει
στα πειραματόζωά της τη γάτα, που μέχρι σήμερα γλιτώνει χάρη
στα νύχια της. Η γάτα δεν είναι σκύλος…
Και το «βούλομαι» και το «δύναμαι» συνωθούνται σαν τα αι-
μοσφαίρια στα αγγεία, κατά πώς αιματώνουν τον νου και την καρ-
διά, αναγκάζουν τον άνθρωπο να πορεύεται πότε στο όνειρο και
πότε στον λόγο. Αν η χορδή του τόξου είναι η βούληση, το βέλος
είναι η δυνατότητα, το ένα είναι η αιτία, το άλλο το αποτέλεσμα.
99
Πάνος Θ. Πούγγουρας

Όλα τα όνειρα συρρικνώνονται στον χρόνο, μόνο τα αποτελέσμα-


τα διαστέλλονται και διαρκούν, έχουν το καθένα χωριστά υπο-
θηκευμένη την απόλαυσή του στο αντίθετο, το αποτέλεσμα στην
ανάμνηση του ονείρου, το όνειρο στη συγκίνηση της ενσάρκωσης.
Κάθε φοιτητής και μια φελούκα, βιάζεται να περάσει από τη σπου-
δή στην εφαρμογή σαν τον Δάντη, έχοντας πάντα την διαίσθηση
ότι τα τοπία των καλύτερων ημερών θεώνται πάντα εκ των έξω,
πότε σαν ημέρες βιωμένες και πότε σαν μελλούμενες να βιωθούν.
Το όνειρο για τα μελλούμενα μαστορεύει κιόλας την ανάμνηση, η
οποία όμως χωρά μόνο μέσα στην πραγμάτωση. Το «βούλομαι»
έχει σαν ιδανικό του το «δύναμαι», αντίθετα το αποτέλεσμα έχει
σπίθα το όνειρο.
Το ρημαγμένο αρχοντικό της λεωφόρου Bασιλίσσης Όλγας ση-
μαδεύει τα θεμέλια της πολυκατοικίας, είναι ωστόσο το μνημονικό
στοιχείο ανάπλασης της εποχής η οποία και κατεδαφίζεται μαζί
του. Τούτο το στοιχείο θα επωαστεί ταυτόχρονα με το γκρέμισμα
και θα πλημμυρήσει μεθαύριο ενοχές για μία αγάπη που δεν κρα-
τήθηκε όσο έπρεπε. Κανένας από τους αυριανούς ενοίκους δεν υπο-
πτευόταν ότι η συμπύκνωση της ζωής από τη μονοκατοικία στο
διαμέρισμα σημαίνει και τη συρρίκνωση ή την αφυδάτωσή της,
ώστε να βολεύεται ποιοτικά και ποσοτικά στο κελί. Έξω από το
παράθυρο τυλίχτηκε ρολό και καταργήθηκε ο ουρανός της πόλης·
αυτό κανένας δεν το υποπτεύθηκε, μετά το μπουρί της θερμάστρας
που μετεώριζε στον καπνό του τα πέπλα της Σεχραζάτ κατάντησε
τσιμινιέρα καραβιού δίχως σαλπάρισμα.

Όμως τα νεανικά όνειρα είχαν διαβρωθεί με τις ιδεολογικές πα-


ρεμβολές, το ’χουν τούτο τα όνειρα να φανατίζονται και να φανα-
τίζουν, καθώς απογειώνονται στο ιδεατό, και αποκόπτονται από
τη μήτρα όπου προορίζονται να σαρκώνονται σαν τη φυσική τους
100
Κυκλοφορία

κοιτίδα, η μήτρα των ονείρων είναι το βίωμα της πραγματικότη-


τας. Πόσο αυτή η ηλικία του φοιτητή, με την ιδεοληψία της, προ-
σφέρεται για τη θεοποίηση των ιδεών, έγινε αντικείμενο κομμα-
τικής εκμετάλλευσης, φαίνεται από το γεγονός ότι όλα τα κόμμα-
τα παρέρχονται την αξιολόγηση των τελικών αποτελεσμάτων, αν
το αποτέλεσμα απέλπισε και θρηνήθηκε γιατί δεν αναθεωρήθηκε
και η αιτία;

Τα χρόνια που πρώτο λειτούργησε το εργαστήριο της Φυσιολογίας


υπήρχαν ακόμη στους τοίχους οι σκιές των Εβραίων, έπειτα ήρθαν
οι παγωνιές του εμφυλίου πολέμου κι οι φοιτητές έκρυβαν κάτω
από το πέτο τους το κομματικό τους στίγμα, πρώτα οι κομουνι-
στές και μετά οι εθνικόφρονες, ο καθένας υπηρέτησε, αντί της επι-
στήμης που είχαν και υποχρέωση, τον Μαμωνά. Το εργαστήριο,
όπως όλα εκείνη την περίοδο, έμεινε σβησμένο φανάρι της έρευνας,
μόνον η συναλλαγή ανθούσε, γάμοι παιδιών με προίκα την έδρα,
εμπορία συγγραμμάτων με προκαταβολή για φυλλάδια... Μέσα σε
τούτο το ερείπιο που από παντού έμπαζε κομποδέσαμε τα όνειρα,
τον έρωτα, την επιστήμη.
Έξω στη λεωφόρο, το σύνολο του εργαστηρίου εξαχνωνό-
ταν, οι αυλές των μεγαλοαστικών σπιτιών με τις ακριβές κουρτί-
νες στα παράθυρα, ένας ήλιος άλλαζε πεζοδρόμιο πριν χρυσίσει τα
κρύσταλλα των τραμ στη δύση του. Ήταν μαγεία να πηγαίνεις με
άδειο το όχημα την ώρα εκείνη, καθώς ο ήλιος έπλεε στη θάλασσα
του Θερμαϊκού. Τότε ακόμη οι ακτίνες του έβρισκαν χάσματα ανά-
μεσα στα κτίρια και όλα γίνονταν φωτιά σ’ ένα ψυχοπύρωμα. Εκεί-
νη η φλόγα κρατιέται ακόμα ως μνήμη.

Κατά πώς το είχαμε οργανώσει, το βράδυ πορευόμασταν στην πε-


ριοχή του ανατομείου, με τα ταπεινά κι απόκρυφα ταβερνάκια που
101
Πάνος Θ. Πούγγουρας

καλοδέχονταν τους φοιτητές. Βρεθήκαμε στο βάθος του μαγαζιού


«όπου είχε και θρανία για τα τετράδιά σας», έτσι μας υποδέχτη-
κε ο ταβερνιάρης, ισιώνοντας στο τραπέζι το λαδόχαρτο. Μετά
τον πόλεμο το κρασί λησμονήθηκε. η μπύρα, το ούζο και η ρετσί-
να κράτησαν την αποκλειστική προτίμηση. Στα μαγαζιά εκείνης
της εποχής έλεγες το πιοτί, κι αυτοί σου καθόριζαν τους μεζέδες,
τα στέκια των φοιτητών είχαν τυποποιημένο μενού, άρα η ανάθεση
«εν λευκώ» της παραγγελίας στους πιο ενημερωμένους συναδέλ-
φους ήταν μάλλον η τυπική αναγνώριση στο πρόσωπό τους μιας
ανύπαρκτης εμπειρίας. Οι καρέκλες ψάθα για τα ισχνά τότε ισχία
μας. Θρονιάσαμε γύρω-γύρω τις προσωπικότητές μας, όπως τις
ναρκισσεύαμε τότε, και βουτήξαμε αμίλητοι τις προβοσκίδες μας
στη ρετσίνα, τα ελεφαντίσια ματάκια μας στιλβωμένα, τα μουστά-
κια μας ιδρωμένα και τα πιρούνια κρατημένα γερά καρφώνονται
οργισμένα σα να θέλουν να περονιάσουν κάτι που καλά-καλά δεν
γνωρίζουν.
Πιο άνετος ήταν ο Γιώργος, είχε την ηλικία του πιο μεστωμέ-
νου απ’ όλους μας. Είχε έρθει με μεταγραφή από την ιατρική της
Κωνσταντινούπολης, εκεί είχε πάρει τα πρώτα βήματα στις θε-
μελιακές εμπειρίες της ζωής μ’ όποιο -και όσο- πλάτος είχαν αυ-
τές. Έπιανε τη ρετσίνα και έχυνε με μέτρο στα ποτήρια. Δοκίμασε
να μας βάλει να τραγουδήσουμε χαμηλόφωνα· μόλις μας κούρντι-
σε, έγνεψε για συμπλήρωμα και φρόντισε τα άδεια πιάτα. Η βρα-
διά κυλούσε με τη χάρη του πρωτόγνωρου για τους περισσότερούς
μας. Χαϊδεύαμε τα χρήματα κρυφά στις τσέπες μας και σαν τα
βρίσκαμε, ρουφούσαμε βεβαιωμένοι το εκτός κρανίου πνεύμα από
το ποτήρι. Σαν θέμα για κουβέντα προτάθηκε από τον Γιώργο:
«Ποιος ο τελικός στόχος των σπουδών;» Να μπορούμε τα βράδια
να πίνουμε με τα δικά μας λεφτά, τότε όλοι μαζί επικυρώσαμε την
άποψή του εκεί στην ταβέρνα που ήταν λίγο πιο κάτω από το ανα-
102
Κυκλοφορία

τομείο και αρκετά ψηλότερα από το εργαστήριο της Φυσιολογίας.


Ήταν προφητική η ώρα όταν καθορίστηκε ο στόχος των φοι-
τητών με την προβοσκίδα τους στη ρετσίνα, όμως τίποτα δεν προ-
ϊδέαζε πως εκείνη η νύχτα θα έμενε λίθινη στη θύμησή μας.
Το καλοκαίρι που ακολούθησε, οι εφημερίδες έγραψαν στα
ψιλά: «αυτοκτόνησε ο φοιτητής της Ιατρικής… Γεώργιος Μ. στην
Αρετσού όπου κολυμπούσε με τη φίλη του, η οποία υπέστη νευρικό
κλονισμό κ.λπ. κ.λπ.»… Όλοι τότε θυμηθήκαμε τη λυγερή κοπέ-
λα με τα σκούρα φορέματα και τα ξανθά μαλλιά που τον συνόδευε
στις περιπλανήσεις της ζωής και της πόλης. Τα μαλλιά της κρατη-
μένα πίσω με κρατημένη την πνοή της νιότης, έχοντας στα χείλη
της την υγρή γεύση της πρώτης εμπειρίας, έφερνε στη μνήμη μας
αναδρομικά την υπόνοια της επιφύλαξης κρατημένη στο πρόσωπο,
όταν μαθεύτηκαν οι λεπτομέρειες, τότε όλοι βεβαιωθήκαμε για το
ύφος της, την όποια σκληράδα, ίσως διότι έτσι τότε εμείς το θέλα-
με να βεβαιωθούμε...
Είχαν ανοιχτεί στη θάλασσα με τη νοικιασμένη βάρκα, εκεί-
νος βούτηξε και κρατήθηκε με τα χέρια από την πλώρη, αυτή ίσως
αναποφάσιστη -το πιθανότερο όμως αποφασισμένη- δεν τον ακο-
λούθησε στο νερό. Εκείνος την κοίταξε στα μάτια, όπως ήξερε και
επέμεινε:
- Μ’ αγαπάς;
- ...(μόνο μια σύσπαση έκαναν τα χείλη της)
- Αν δεν μ’ αγαπάς, θα πνιγώ!
- ... (η αδιαφορία εκφράστηκε από κείνη με την κίνηση των
ώμων της).
Όταν το κορμί του βυθίστηκε, όλα μετά απ’ εκείνο σκεπάστη-
καν νερό, το ύφος της κοπέλας δεν άλλαξε, περίμενε να δει τα γνώ-
ριμα μπράτσα ν’ αγκαλιάζουν την άλλη πλευρά της βάρκας, να ξυ-
στεί η καρίνα της όπως τις άλλες φορές στο κορμί του, ή να χα-
103
Πάνος Θ. Πούγγουρας

ράξει ανθρώπινο μέλος τη γαλήνια φλούδα του νερού, γι’ αυτό και
κρατούσε επίμονα την άρνησή της, όμως ο Γιώργος δεν αναδύθηκε.
Ήταν η μοναδική φορά που κράτησε τον λόγο του σε κείνη, δί-
χως και να την έχει έτσι συνηθισμένη…
Κρατήθηκε λίθινος στη μνήμη μας σαν ο τελευταίος της γε-
νιάς μας που αυτοκτόνησε, εκείνο το βράδυ έδειχνε πως ήξερε κα-
λύτερα από τον καθένα, τι ακριβώς ήθελε από τη ζωή, καθώς την
είχε περπατήσει μερικά βήματα πιο μπροστά απ’ όλους μας, αν και
μερικούς μήνες μετά έδειξε αδιάψευστα ότι ήταν περισσότερο απ’
όλους μας πίσω από την εποχή του.
Πώς να συνταιριάξεις το «πιάσε μία σουτζουκάκια» με το «θα
πνιγώ, αν δεν μ’ αγαπάς» σ’ ένα ξέφρενο συνδυασμό σπατάλης και
ανέχειας μαζί; Ίσως κιόλας εκείνο το βράδυ στην ταβέρνα να ήταν ο
μόνος απ’ όλους μας που δεν έψαχνε να σιγουρευτεί για τα λεφτά του,
καθώς έστειλαν οι αδερφές του ό,τι έβγαζαν μαντάροντας κάλτσες.
Ήταν αυτάρκης και πίστευε πως πατούσε στην επίγνωση.
Ο πατέρας του δούλευε σε μία εταιρεία καπνού, μετά τον θάνα-
τό του κι αφού ο Γιώργος γύρισε από τον στρατό, παραχωρήθηκε η
θέση του πατέρα στον γιο, οι αδελφές και η μάνα του τον καλοτύχι-
σαν, μονάχα ο ίδιος δεν ικανοποιήθηκε, να σώνεται έτσι η ζωή του
απλά με μολύβι και τηλέφωνο. Κάποιο όνειρο ερχόταν σαν λερω-
μένο σύννεφο, έστειβε το σήμερα και λαμπικάρισε το μέλλον. Σκε-
φτόταν φωναχτά: «λεφτά βγάζουν μόνον οι γιατροί, όλοι οι άλλοι
κάνουν πέρα μπροστά στα μάτια της γυναίκας!»
Κανένας από τους δικούς του δεν πολυπίστεψε στις λανθά-
νουσες ικανότητές του, να τολμήσει αρμένισμα σε χίμαιρες τώρα
μετά το στρατιωτικό, ίσως κάποια γυναίκα μπλοκάρει τα πανιά
του πριν ακόμη σαλπάρει, ας λέει, όλοι οι νέοι υπερβάλλουν, αρκεί
αυτό να μην πηγαίνει και στις μεγαλύτερες ηλικίες, τότε νερώνεται
η πραγματικότητα, τότε τα καράβια βγαίνουν στη στεριά.
104
Κυκλοφορία

Η μάνα του σκεφτόταν: Πού να βρει καιρό για διάβασμα; Αυ-


τός έχει πια βολευτεί, τι ν’ αρχίζει τώρα να γυρίζει μετά από χρό-
νια εκεί απ’ όπου ξεκίνησε, είναι μεγάλος, θα του ’ρθει το μυαλό,
δεν θα τολμήσει τελικά να επιδοθεί σε πράξεις.
- Όπου να ’ναι θα βρεις μια κοπέλα, θα τακτοποιηθείς, αρκεί να
δώσουμε τα κορίτσια. Άσχημα έζησα εγώ με τον πατέρα σου τόσα
χρόνια; Όλα έγιναν από τη θέση που εσύ βρίσκεις ασήμαντη.
- Θα πάω Ιατρική!
- Καλά, μα πώς; Εξετάσεις… Διάβασμα… Από παιδί δεν τ’
αγαπούσες τα γράμματα!
- Τότε. Τώρα ωρίμασα. Αν πρόκειται για το μέλλον, τότε κα-
ταλαβαίνεις την αξία...
- Ναι, αλλά θέλει εξετάσεις. Και -αν- πετύχεις…
- Υπάρχει κι άλλος τρόπος!
- Δηλαδή;
- Η Πόλη. Χωρίς εξετάσεις. Έπειτα μια μεταγραφή… Κατά-
λαβες; Ίσως πάρει λίγο χρόνο!
- Και χρήματα για όλ’ αυτά;
- Το ξέρεις, όπως το ξέρω κι εγώ ότι υπάρχει τρόπος, υπάρχει
μια σύνταξη...
- Είναι και τα κορίτσια... Τι θα γίνει μ’ αυτά;
- Διαλέγω την καλύτερη λύση, θα βοηθήσουν μέχρι το πτυχίο
και μετά θα τις αποκαταστήσω...
Έτσι πριόνιζε τις αντιρρήσεις της μάνας του μέχρι που υπέβα-
λε παραίτηση. «Πάω για κάτι καλύτερο», έλεγε στους συναδέλ-
φους όταν τους αποχαιρετούσε.
Βρέθηκε στην Ιατρική της Κωνσταντινούπολης, ο χρόνος εκεί
δεν κυοφορούσε αποτελέσματα, μονάχα τα χρήματα, γίνονταν τα
τάλιρα δίφραγκα, τα δίφραγκα πενηντάλεπτα. Μέχρι που τα γε-
γονότα εναντίον των Ελλήνων της Πόλης έδωσαν την ευκαιρία της
105
Πάνος Θ. Πούγγουρας

ομαδικής μεταγραφής στη Θεσσαλονίκη! Να πώς έγινε και βρέθη-


κε ο Γιώργος εδώ…
Τα πράγματα μπήκαν σε κάποια σειρά, ήρθε και η γυναίκα,
μόνο το τέλος των σπουδών δεν πλησίαζε, αυτό ήταν κάτι που με-
λαγχολούσε την κοπέλα, δεν υπήρχε αφορμή να το δείξει.
Πήγαν κάποτε οι δυο τους σινεμά, το φιλμ έδειχνε κάποιο σκο-
τεινό θάλαμο με το κόκκινο χρώμα της ηδυπάθειας, μέσα στα ανα-
γωγικά υγρά κολυμπούσε το φωτογραφικό χαρτί, ένα όργανο ανά-
δευε και έξυνε την ανυπαρξία, σιγά και δειλά άρχισε ν’ αναδύεται
το σχήμα της φωτογραφίας.
Εκείνος, ενώ είχε το κεφάλι του στον λαιμό της, της ψιθύρι-
σε στο αυτί:
- Το βλέπεις; Σημαίνει την αποκάλυψη της αγάπης μας...
- Αυτό είναι ιδέα σου, γιατί ίσως πάνω σ’ αυτό αμφιβάλλεις.
-Εσύ δεν μου είπες… Τι βλέπεις;
- Εγώ, άσε με, αν στο πω θα πληγωθείς!
- Όχι, πες το!
«Ένα πτυχίο…» ψιθύρισε η κοπέλα και λούφαξε βουλιάζοντας
στην πολυθρόνα. Το είπε κι ένιωσε, όπως το περίμενε, το χάδι
να παγώνει στην παλάμη, την επικοινωνία τους να βουβαίνε-
ται. Εκείνος με τα πιθανά ευφραίνεται και κείνη με τα σίγου-
ρα πικραίνεται…

Τούτη την εμφάνιση έφερε στα μάτια της η κοπέλα την ώρα που
το νερό της θάλασσας στ’ ανοιχτά της Κρήνης αργούσε ν’ αποκαλύ-
ψει ανθρώπινο σχήμα από την ώρα που βούτηξε ο φοιτητής, καθώς
ήταν σίγουρη ότι στον σκοτεινό θάλαμο της ψυχής της θα εμφανιστεί
το ίδιο πρόσωπο, όπως το ’χε φωτογραφίσει ο έρωτάς της.
Εκείνος όσο βούλιαζε, ήθελε να έχει ένα πτυχίο να το άφηνε
ν’ αναδυθεί στη θέση του πριν από εκείνον, αφού βεβαιώθηκε πια
106
Κυκλοφορία

πως εκείνη μονάχα εκείνο αγαπούσε... Όμως μιας και θα ’βλεπε


την ίδια έκφραση απόρριψης, προτίμησε να μην αναδυθεί ποτέ πια.
Ήταν και οι δικοί του που μετρούσαν τις δαπάνες των σπου-
δών σαν ξεφύλλισμα μαργαρίτας «Θα το πάρει…, Δεν θα το πά-
ρει…, Θα…» Καθώς ήταν όλοι τους ανέραστοι, έβλεπαν μοναχά το
υπόλοιπο του άνθους, το μαδημένο κοτσάνι, τα τελευταία πέταλα
με το τελευταίο πιθανότερο να θολώνει το μάτι, το νερό, τις ψυχές,
προτού αυτές αναλογισθούν τα πέταλα που επιπλέουν, και όσα βι-
ώματα αυτά δηλώνουν, πριν αποσπαστούν σαν ερώτημα, σαν αμ-
φιβολία.
Το ίδιο αναπλάθεται και η μνήμη του απ’ όλους μας, καθώς
εκείνος περιφερόταν στα στενά της Θεσσαλονίκης τα απογευμα-
τινά με τα θαμπωμένα από την υγρασία παράθυρα. Όλοι λογάρια-
ζαν μόνο στα όνειρα και τη ρετσίνα. Στην αναγωγική της ιδιότη-
τα εμφανίζεται η ξεραμένη αγάπη της κοπέλας με το αλάθητο της
φωτογραφίας στον σκοτεινό θάλαμο. Από τον βυθό αναδύθηκε ο
πόνος κι αυτός κρατήθηκε σαν φωτογραφία στις καρδιές μας για
πολλά χρόνια.

107
Ομαδικό πορτραίτο
ή φρουτιέρα
Τρελαίνομαι να φτιάξω ένα ομαδικό πορτραίτο των καθηγη-
τών της ιατρικής σχολής, σαν πανέρι με φρούτα. Ήταν και το κρα-
νίο των πρώτων ημερών στο ανατομείο που με οδήγησε στην ιδέα
στα φρούτα. Πρόκειται για ένα κρανίο με κανονικά θαρρείς αρθρω-
μένη την κάτω γνάθο χάρις στα ελατήρια, μου θύμισε τα κεφά-
λια των γερόντων στην εκκλησία να ψέλνουν με τ’ αδειασμένα από
σάρκες μάγουλά τους «Ευλογείτε τω Κυρίω... Ότι εις τον αιώνα...
το έλεος αυτού… ου... Αλληλούιααα!» Μια Κυριακή πρωί, στον
Άγιο Νικόλαο τον Ορφανό, ήταν μια φωνή λίγο πάνω από τον ψί-
θυρο που ακουγόταν, όση και η επιθυμία της να κρατηθεί στον αι-
ώνα του αιώνος αυτού... Ποιος δεν θυμάται τη γεροντική παρειά
όταν δοκιμάζει να ψάλλει, καθώς φουσκώνει σαν τον λαιμό του βα-
τράχου; Μπροστά σε τούτο το ελλειμματικό, όλο γωνιάσματα και
εσοχές, πρόσωπο τότε λαμπύριζε ένα κερί, όμως τα μάτια κοίτα-
ζαν δίχως φόβο και δίχως έκπληξη για ό,τι κι αν έμελλε να συμβεί
πέρα απ’ όσα είχαν αυτά ήδη ιδωμένα…
Τώρα που το στοχάζομαι, μπορώ να το πω ότι στα μάτια του
γέρου η ιδέα του άδειου κρανίου δεν ενοχλεί όπως σ’ αυτά των νέων,
ίσως όμως το ρηματικό εξερχόμενο να είναι διάφορο του λογικώς
επεξεργασμένου. Κάποιος φίλος διερωτήθηκε:
-Γιατί δεν δέχεσαι σαν σαρκασμό το «…εις τον αιώνα του αι-
ώνος το έλεος αυτού…», ώστε η αντίφαση να είναι αποδοχή; Το
σκέφτηκα και τράβηξα από τα οστά τις αναμνήσεις με την ίδια ευ-
κολία που αφήνει κανείς στην ησυχία τους τα αντικείμενα. Άλλοι
πριν από μένα θυμήθηκαν τα άδεια μάγουλα να φωνάζουν «πυρρρ»
111
Πάνος Θ. Πούγγουρας

και έπειτα;... Γράφεις ό,τι θέλεις και μετά απ’ αυτό εκείνο που
αποζητάς είναι σίγουρα η ησυχία...
Ομαδικό πορτραίτο λοιπόν: σαν καλάθι με φρούτα οι σο-
φοί… Ωρίμασαν στη συνείδησή μας από τη στιγμή που τους εί-
δαμε για πρώτη φορά να συσκέπτονται πίσω από την πόρτα με
τη γυαλισμένη μεταλλική πινακίδα «Γραφείον Κοσμήτορος» μέ-
χρι τη στιγμή της ορκωμοσίας μας. Αν για την πρώτη εντύπω-
ση ταίριαζε ανθοδέσμη, για την τελική τίποτε άλλο παρά φρου-
τιέρα. Στην άκρη, το πορτοκάλι, ο φαρμακολόγος Ν.Κ.4 με τους
αστράγγιστους χυμούς, τη χοντρή φλούδα να τον φυλάει από την
τριβή με τους άλλους, να μη συναλλάσσεται ούτε να δοκιμάζει σκέ-
ψεις δεύτερης ποιότητας, γευστικά δεν του πήγαιναν. Το ξινόμη-
λο με σωστή χρωματική επιφάνεια, ο μικροβιολόγος Γ.Χ.5, με μέ-
γεθος σαφώς μικρότερο του μήλου, άρωμα υπαρκτό, όμως η γεύση
του όπως και η συγκρότησή του περισσότερο βολεύεται στη μηλό-
πιτα ή την κομπόστα παρά στην αυτοδυναμία ενός επιτραπέζιου
φρούτου. Το μικρό πεπόνι, ο παθολόγος Ε.Π.6, έπιασε κέντρο στον
πάτο του καλαθιού, εκεί βόλευε να πατήσει με τη στραβοχυμένη
του μεριά χωρίς τίποτα να χάνει από την ταυτότητά του τουλάχι-
στον ζωγραφικά, όμως και η γεύση του μεστή με άρωμα που θύ-
μιζε αρωματισμένο μαντίλι. Είχε τη γεύση και την οσμή του δα-
σκάλου, ποτέ δεν λησμόνησε τους συνεργάτες του, όλους τους προ-
ώθησε δίχως πίκρα δική του ή αλλότρια. Υπάρχει ωστόσο κάποια
εκλογή καθηγητή της μικροβιολογίας, ο καθηγητής-πεπόνι έτα-
ξε κάπου την ψήφο του και την έδωσε, δέχτηκε μάλιστα σαν δώρο
ένα αυτοκίνητο Τζάγκουαρ, όμως υποβλήθηκε από κάποιον συνυ-

4. o Καθηγητής Φαρμακολογίας Νικ. Κλεισιούνης


5. ο Καθηγητής Μικροβιολογίας Γρηγ. Χατζηβασιλείου
6. ο καθηγητής Παθολογίας Ευθ. Παναγιωτόπουλος

112
Ομαδικό πορτραίτο Ή φρουτιέρα

ποψήφιο ένσταση και η εκλογή ακυρώθηκε. Στη δεύτερη εκλογή


άλλαξε προτίμηση και ο καθηγητής-πεπόνι, έτσι ο αρχικά εκλεγ-
μένος που απέτυχε, ένα απόγευμα ζήτησε και πήρε πίσω το κλει-
δί της Τζάγκουαρ-δώρο. Θα πρέπει να σημειωθεί ότι ο καθηγη-
τής-πεπόνι ήταν ανιψιός Αρχιεπισκόπου, γι’ αυτό παρακαλώ να
κρίνεται με άλλα δεδομένα, το «παπάς εδώ, παπάς εκεί»… κυλού-
σε στο αίμα του.
Αυτά συνέβησαν λίγα χρόνια μετά την αποφοίτησή μας, αρ-
γότερα είχαν συνταξιοδοτηθεί σχεδόν όλοι οι καθηγητές που ανα-
σκουμπώθηκαν να στήσουν την ιατρική στο μεσονύχτι της κα-
τοχής7. Ποτέ η σχολή βέβαια δεν ξέχασε πως ήταν παιδί της νύ-
χτας… Μ’ όλα τα μικρά και τα μεγάλα καμώματα των ιδρυτών
εκείνοι πιάνουν ένα μέρος στο κελάρι της μνήμης μας.
Τα βατόμουρα ήταν σκόρπια τριγύρω στ’ άλλα φρούτα, ήταν ο
φυσιολόγος Α.Κ.8, βάφει τη γλώσσα, αγκυλώνει τα δάχτυλα στο
μάζεμα πουλώντας ακριβά το βιβλίο του, έχει ωστόσο τη φιλοδο-
ξία του φρούτου χωρίς να συνειδητοποιεί ότι το σύνολο της προ-

7. Ο Κάρολος Αλεξανδρίδης χαρακτηρίζει την αρχή της Ιατρικής Σχολής «μάλ-


λον κωμική». Για τα πρώτα αυτά βήματα οι σύντομες πληροφορίες που δίνει εί-
ναι ενδιαφέρουσες, αν και πρέπει να γίνονται δεκτές με σχετική επιφύλαξη, αφού
έχουν γραφεί πολλά χρόνια αργότερα, όταν ο συγγραφέας βρισκόταν σε μεγάλη
ηλικία. «Δεν υπήρχαν φοιτηταί» γράφει. «Και δεν υπήρχαν και καθηγηταί εκτός
τεσσάρων: του Καθηγητού της ΩΡΛ/γίας Γιαννούλη, του Καθηγητού της Ανα-
τομίας Μιχαλακέα, του Καθηγητού της Φυσιολογίας Κοτσαύτη και του καθη-
γητού της ειδικής Νοσολογίας και θεραπευτικής Δεληγιάννη. Οι φοιτηταί ήσαν
ελάχιστοι. Εις μίαν συνεδρίασιν της Συγκλήτου, ο Καθηγητής της Χημείας κ.
Καββασιάδης επρότεινε όπως εγγραφούν εις την Ιατρικήν Σχολήν όσοι φοιτη-
ταί θέλουν εκ της Φυσικομαθηματικής Σχολής. Εννοείται ότι ήσαν τόσοι οι δη-
λώσαντες ώστε εκινδύνευσε να μείνει χωρίς φοιτητάς η Φυσικομαθηματική Σχο-
λή, γι’ αυτόν τον λόγο εσταμάτησε αυτή η πρότασις». (Ιατρική Σχολή 50 Χρόνια,
1942-92, Έκδοση ΑΠΘ,1992).
8. ο καθηγητής Πειραματικής Φυσιολογίας Ανδρ. Κοτσαύτης

113
Πάνος Θ. Πούγγουρας

σφοράς του δεν κατηφορίζει σαν γεύση πέρα από τον φάρυγγα και
τη γλώσσα προς τον οισοφάγο. Έτσι αν ο ίδιος με το έργο του εί-
ναι το σημαίνον της ιατρικής επιστήμης, τότε η συνεισφορά του εί-
ναι δίχως σημαινόμενο. Λόγω του ότι το βατόμουρο εξαντλείται
στη γλώσσα σαν γεύση, τι σημασία έχει το πολύτομο βιβλίο του;
Όλες οι γνώσεις που περιέχονται σ’ αυτό αποστάζονται σε εβδομή-
ντα μόνον δακτυλογραφημένες σελίδες, όπως περίπου και το βα-
τόμουρο.
Ρόγες κεχριμπαρένιο σταφύλι, ο Ωτορινολαρυγγολόγος Γ.Γ.9,
κρατούσε πάνω στ’ άλλα φρούτα διαύγεια με χρώμα και χυμό,
αψεγάδιαστος, ανιδιοτελής, ανεξάρτητος, στα δίσεχτα χρόνια της
χούντας έφυγε και βρήκε θέση καθηγητή στην Ελβετία, όπου και
τελείωσε τη ζωή του άσπιλος, ξεχασμένος σαν ξεραμένη γαρδέ-
νια σε παλαιό βιβλίο στις σελίδες της μνήμης. Δούλεψε για πολ-
λά χρόνια πριν στην Αλεξάνδρεια, στην πόλη όπου εργάσθηκε και
συνέγραψε ο Καβάφης, εκεί ενδύθηκε το κοσμοπολίτικο ύφος που
τον ξεχώριζε από τους άλλους, («κι αν δεν μπόρεσε να κάνει την
ζωή του όπως ήθελε, τούτο μονάχα πρόσεξε, δεν την ξευτέλισε»…
όπως ήταν και η επιταγή του μεγάλου Αλεξανδρινού).
Το φραγκοστάφυλο της φρουτιέρας, ο χειρουργός Ν.Κ.10, δί-
χως αυτοδύναμη γεύση, δίχως υπόσχεση, ήταν παρών σε κάθε ζύ-
μωση όπως στο γιαούρτι, μα και στη μαρμελάδα άφηνε αναγνω-
ρίσιμη τη γεύση του, ποτέ σαν επιστήμη, πάντα σαν ιώδης γραμ-
μή στη λευκότητα που έσκαβε το κουταλάκι που τον περιείχε. Κα-
νένας δεν τον θυμάται στο χειρουργείο «επί το έργον», μα πάντα
σε κάποιο τηλέφωνο, με το δεξί του χέρι να τελειώνει σε ανοιχτή
παλάμη, με πρόθεση πατρική που κατέληγε σε απειλή και προει-

9. Ο Καθηγητής Ωτορινολαρυγγολογίας Γεωργ. Γιαννούλης


10. ο Καθηγητής Χειρουργικής Νικ. Καβαζαράκης

114
Ομαδικό πορτραίτο Ή φρουτιέρα

δοποίηση: «είμαι τρίαινα, είμαι τρίαινα, είμαι τρίαινα...» Να κα-


μακώνει και να αναμοχλεύει... Μια λίστα με ονόματα φοιτητών,
όσων αγόρασαν το βιβλίο, περιμένει στο συρτάρι του γραφείου του
την τηλεφωνική ενημέρωση από κεντρικό βιβλιοπωλείο της πό-
λης κοντά στην πλατεία Σιντριβανίου, πριν αρχίσει τις εξετάσεις.
«Φίλτατός μου μοι ομίλησε, θα σου βάλω οκτώ, αν και δεν μου τα
λες καλά», όλη του η συμπεριφορά δεν ήταν άλλο από μέλαινα σκιά
που έσβηνε σαν σχήμα γύρω από τ’ άλλα φρούτα.
Το χνουδάτο κυδώνι, ο δερματολόγος Α.Ρ.11, μπήκε στο πλα-
νητικό σύστημα της σχολής αργά, πίσω από προγενέστερες τρο-
χιές, έτσι κρύφτηκε στεγνός από πρωτοτυπία στη σκιά και στο
στενό κι απόμακρο δωμάτιο πίσω από την κουζίνα, πέρα από το
πλυντήριο του νοσοκομείου Αφροδισίων. Πηγαίναμε για μάθημα
ανάμεσα από απλωμένα σεντόνια, περιμένοντας να στεγνώσουν,
λεκιασμένα από σουμπλιμέ και νιτρικό άργυρο, πορευόμασταν
ανάμεσα σ’ αυτές τις τοιχογραφίες της δερματολογίας, που έχουν
τον τρόπο τους να κρατούν σε απέχθεια την επιθυμία του έρωτα.
Σε τούτο το νοσοκομείο ο έρωτας σφραγίζει παρόμοια με τατουάζ,
σπάνια και δύσκολα παίρνεται πίσω.
Θυμάμαι τα κέρινα ομοιώματα, όπως εκείνα της Μαντάμ
Τυσώ, με τις πινακίδες σε εμφανή σημεία. Τα είχαν αραδιασμέ-
να στις καρέκλες τους και παρόλο που η θερμάστρα πύρωνε, κα-
νείς δεν φοβόταν την τήξη του κεριού... Έβλεπες τις λεκιασμένες
πιτζάμες, τις σταμπωμένες νυχτικιές με τη νωπή αποτύπωση του
υγρού ίχνους των εξανθημάτων… Τα κέρινα αυτά ομοιώματα δεν
ήσαν παρά κανονικοί δερματολογικοί ασθενείς τοποθετημένοι σε
θέσεις αγαλμάτων. Περνούσαμε μετά το μάθημα και τους βλέπα-
με, τους αράδιαζαν κατά την επίδειξη ασθενών στους φοιτητές, με

11. ο Καθηγητής Δερματολογίας Ανδρ. Ρέλλιας

115
Πάνος Θ. Πούγγουρας

τη διάγνωση πότε κρεμασμένη στον λαιμό και πότε καρφιτσωμέ-


νη στο πέτο, ενώ άλλοτε την κρατούσαν οι ίδιοι στα χέρια τους σαν
ποινή που είχε ήδη ανακοινωθεί.
Η πεταλούδα της σκέψης μας δεν πήγαινε αλλού, αφού σχε-
δόν καμιά δερματοπάθεια στις μέρες μας δεν έβγαζε σε κοιμητή-
ρι, μήτε οι ηλικίες των αγαλμάτων εκείνων είχαν κάτι από τη ρο-
δαλότητα που αναδιφεί πόθους και βελονιάζει το υποσυνείδητο.
Ήταν δέρματα που τα ρυτίδωσε ο χρόνος, τα στέγνωσε ο ήλιος, τα
μωλώπισε ο έρωτας και πριόνισαν τα νύχια, κανένας άλλος ειδικός
εκτός από τον χειρουργό δεν αναποδογυρίζει το πανωφόρι του δέρ-
ματος, καθώς η φόδρα του ανθρώπου κανέναν δεν προβληματίζει
όπως η ανάποδη του χαλιού. Στα πρόσωπα των «αγαλμάτων» δεν
βλέπαμε ντροπή ή αγωνία, ολόκληρο το είναι τους στραγγίζει στη
διάγνωση της αναρτημένης πινακίδας, «ο κύριος… συφιλιδικό έλ-
κος», και για όποιον γνωρίζει τι προηγείται, έχει την ίδια έκφρα-
ση με τη βαθιά ικανοποίηση της εγκύου, αφού με ό,τι προηγήθηκε
είναι αυταπόδεικτο ότι δεν στερήθηκε τον έρωτα. Εκείνος δείχνει
περήφανος το έλκος του σαν προτέρου εντίμου βίου μαρτυρία και
όσοι από τους φοιτητές μελαγχολούν, τους εαυτούς τους να θρη-
νήσουν, αφού μήτε σε λιμάνια άραξαν, μήτε γνώρισαν όσο εκείνος
τη γυναίκα σε μορφή άλλη εκτός από πτώμα, έκανε τον κόπο και
τον μόχθο του έρωτα, με ξόδι έγδυνε, αντίθετα με τους άλλους που
έντυναν τα κορμιά των γυναικών... Το άσχημο για τα αγάλματα εί-
ναι ότι, όσο παίρνει η επίδειξη, δεν μπορούν να κάνουν τσιγάρο, ας
είναι καλά η επιστήμη και το ναυτικό ταμείο. Σήμερα πια μόνον η
πάθηση αποτελεί τεκμήριο και ανάμνηση: «Να βλέπουν τα παιδιά
για να μαθαίνουν τη ζωή...»
Από τις πρώτες θύμησες του νοσοκομείου αυτού ήταν και η
απαραίτητη δερματολογική εξέταση για τις εγγραφές στην αρχή
του σχολικού έτους, χαμηλώναμε τα παντελόνια, ανοίγαμε το στό-
116
Ομαδικό πορτραίτο Ή φρουτιέρα

μα με έξοδο της γλώσσας και δείχναμε τις παλάμες, σπάνια το


παντελόνι έδειχνε τη δέουσα κατανόηση και δεν κατέρρεε χωρίς
το κράτημα των χεριών (οι παλάμες εξετίθεντο) μέχρι την πλή-
ρη αποκάλυψη. Αργότερα ο εξαναγκασμός στην αγορά του πολυ-
γραφημένου βιβλίου του καθηγητή-κυδώνι χαρτογράφησε το σύ-
νολο της δερματολογικής κλινικής σαν ένα από τα πανεπιστημια-
κά ιδρύματα που στερούνταν κάθε ίχνος γοητείας.
Στο ομαδικό πορτραίτο προβληματίζει ο οφθαλμίατρος Θ.Τ.12,
έτσι όπως ήταν σβησμένος στην αφάνεια. Δεν έκανε ιατρείο στην
πόλη, ίσως στην πρωτεύουσα κάποτε, αλλά στη Θεσσαλονίκη τι
τους ήθελε τους εχθρούς; Γι’ αυτό και δεν τους δημιούργησε… Τον
βλέπαμε μερικά βραδάκια όταν είχε φεγγάρι και τα μπουμπούκια
τσίτωναν πριχού ανοίξουν σε άνθη. Ερχόταν τότε στο μάθημα ο
ίδιος αυτοπροσώπως με τη σκούρα μπέρτα στο τολ πίσω από το
Ιπποκράτειο (εκεί γίνονταν και τα μαθήματα της Παθολογίας).
Δεν ήταν εύκολο να προσομοιάσεις με φρούτο τον καλόβουλο
επισκέπτη. Κανείς δεν τον είχε δει να χειρουργεί ή να θεραπεύει
ασθενή για όσες μέρες έμενε στην πόλη -άφηνε το έργο αυτό στον
Χριστό. Μάλλον λοιπόν θα πρέπει να αποδοθεί μ’ ένα υπερώρι-
μο αχλαδάκι που επιβάλλει την κατανάλωσή του ή τον αφανισμό
του από τη θύμηση, τι μένει άλλωστε από ένα υπέργλυκο αχλαδά-
κι λίγο προτού σαπίσει και ξινίσει από… αδιάφορη καλοσύνη; (Αν
υπάρχει κάτι τέτοιο...)
Κυρίαρχη θέση είχε στο κέντρο ο άγουρος λωτός, ο ιατροδι-
καστής Κ.Η.13, σοβαρός και στυφός, χαμηλών τόνων χρώμα, ένα
μούδιασμα σαν σύρμα που δένει τα δόντια όποιου δοκιμάσει να τον
γευτεί, πρωταγωνιστεί από το παρασκήνιο σε όλες τις εκλογές και

12. ο Καθηγητής Οφθαλμολογίας Θεοδ. Τζανίδης


13. ο Καθηγητής Ιατροδικαστικής & Τοξικολογίας Κων. Ηλιάκης
117
Πάνος Θ. Πούγγουρας

εξελίξεις προσωπικού, όλες οι ζυμώσεις έχουν το ένζυμό του, όλες


οι μεταβολές την κουτάλα του. Όποιο μάθημα ζητούσε καθηγη-
τή, τον έβρισκε, και όλοι μαζί, φοιτητές και καθηγητής, μάθαι-
ναν διαβάζοντας Παθολογική Ανατομική, Τοξικολογία. Όσο χρό-
νο παρέμεινε στη φρουτιέρα της Θεσσαλονίκης δεν πέρασε στην
υπερωρίμανση του αχλαδιού, μόνο πολύ μετά, όταν μετακλήθηκε
στην Αθήνα άλλαξε χρώμα, πορτοκαλί μωλωπισμένο προς καφετί
με κάπου-κάπου μούχλα, θα μπορούσε κάποιος να το έλεγε χρώμα
«σάπιο λωτό», σίγουρα δεν ήταν όμως μήλο...
Το ξέρω ότι σήμερα ίσως μερικοί μόνον θα αποδέχονταν την
αποστράγγιση ή τη μορφοποίησή τους σε χυμό ή φλούδα της δικής
μας επιλογής. Για τους πιο πολλούς δεν χρειάζεται η απόχη για να
περιορίσει το πέταγμα που κάνει η πεταλούδα της ψυχής τους, σπά-
νια, ή καθόλου, έδειχναν το φτερούγισμα των ονείρων τους, μόνο το
ξινόμηλο αναπολούσε: «Αν με είχε ευνοήσει η τύχη, ίσως παρ’ ολί-
γον ανακάλυπτα την πενικιλίνη». Άλλες πάλι φορές συνδέει τον εαυ-
τό του με γνωστές προσωπικότητες, όπως εκείνο το «Θυμάμαι ακό-
μα την ανακοίνωση που κάναμε στην ιατρική εταιρεία των Αθηνών
για την επιδημία της Χαλκίδας... Μπροστά πήγαινε ο Ιωακειμόγλου
με τα χαρτιά, πίσω ο Αλιβιζάτος με τους πίνακες και μετά εγώ με
τις πινέζες...» Πιστεύω ότι δεν θα δεχόταν ποτέ την αίσθηση του ξι-
νόμηλου, ώστε μόνον βρασμένος ή ψημένος να τρώγεται.
Αντί για αιτιολόγηση της μεροληψίας θα αναφερθεί μία τελευ-
ταία διήγηση. Όλοι οι πτυχιούχοι της Ιταλίας χρειάζονταν ανα-
γνώριση πτυχίου, έτσι για τη μικροβιολογία των κτηνιάτρων ορί-
σθηκε το «ξυνόμηλο». Οι περισσότεροι «ιπτάμενοι καθηγητές»
έμεναν τότε στο ξενοδοχείο Τουρίστ της οδού Μητροπόλεως, όταν
παρεπιδημούσαν στη Θεσσαλονίκη. «Στο Τουρίστ πήγα για εξε-
τάσεις…» διηγείται ο κτηνίατρος. «Μόλις μπήκα, μου έδωσε έναν
δίσκο με το κονσέρτο για βιολί του Τσαϊκόφσκι και μου είπε:
118
Ομαδικό πορτραίτο Ή φρουτιέρα

-Πάτε να μου τον αλλάξετε με άλλον που έχει σολίστ τον Τζί-
νο Φραντζεσκάτι!
«Πήγα στο παρακείμενο κατάστημα και μόλις είδαν τον δίσκο,
μου είπαν ότι είμαι ο πέμπτος που αποπειράται ν’ αλλάξει τον πο-
λυπαιγμένο δίσκο μακράς διάρκειας και ότι... δεν γίνεται. Ζήτη-
σα αν υπάρχει ο άλλος με τον Φραντζεσκάτι... Παρακαλώ, τυλίξτε
τον... Και πλήρωσα -θυμάμαι- διακόσιες είκοσι δραχμές».
-Ορίστε, κύριε καθηγητά...
-Ευχαριστώ πολύ...
«Και ούτε εξετάσεις, ούτε τίποτα...»
Στα αποτελέσματα κυμάτιζε η αφέλεια των προηγουμένων
πέντε…
-Δεν δέχονται, κύριε καθηγητά…
-Κάθισε να πεις μάθημα... Πάρε ένα τρία... (για διακόσιες εί-
κοσι μόνον δραχμές...)
Μετά την ξένη αναφορά απαλλάσσομαι από την όποια υποψία
περί της δικής μου μαρτυρίας και ιδιοτέλειας.

119
Όνειρα πάνε κι έρχονται
Ή ταν τα προσδοκώμενα δρομολογημένα και μέσα τους έτρεχε
σαν το ηλεκτρικό ρεύμα ο χρόνος. Όλοι οι συνάδελφοι νιώθαμε φυ-
τεμένοι στο θερμοκήπιο και όσο ράντιζε το ποτιστήρι τα φυλλαρά-
κια μας, εκείνα άπλωναν για κάποια θέση στο Αριστοτέλειο Πανεπι-
στήμιο ή το εξωτερικό. Πολλοί έστρεφαν τον κορμό τους και εύχο-
νταν σαν φυσικό τους χώρο κάποια ερευνητική απασχόληση. Όταν
ακόμη κρύβαμε σαν τα κορίτσια κάτω από το μαξιλάρι μας κουφέ-
τα, να ονειρευτούμε τα μελλούμενα, χαλούσαμε άθελά μας τις νύχτες
μας, διότι σε πολλών τα όνειρα ερχόταν ένας απλός γιατρός του ΙΚΑ,
ή κάποιου αγροτικού ιατρείου σε χωριό δίχως παπαρούνες, ή κουφό
στο αεράκι της φλαμουριάς, μόνο με ένα διπλανό καφενείο, φουμα-
ρισμένο με μπόχα την τσίγκλα του τηγανιού και του σέρτικου τσι-
γάρου. Ήταν και άλλα όνειρα που χαλούσαν τις νύχτες μας, όσα περ-
νούσαν κλωστή στις χάντρες που δεν ήταν παρά οι ευχές των άλλων
ή και των μελών της οικογένειάς μας, «να τελειώσεις, να κάνεις την
προίκα της Μαρούλας», άλλοτε πάλι, «και μία οικονομημένη νύφη»,
«θα μας πηγαίνεις με το αυτοκίνητό σου γιατρός πια;»
Ωστόσο τον μεγάλο γιατρό, όπως ελπίζαμε από τα διαβάσμα-
τά μας, δεν τον συναντήσαμε, έτσι των περισσότερων το μεράκι
ήταν να ξενιτευτούμε. Θες ήταν της μόδας η μετανάστευση των ερ-
γατών στη Γερμανία; Δεν βλέπαμε τον καθηγητή να ζει το βράδια-
σμα της μέρας στο νοσοκομείο ή στο εργαστήριο, εκτός από έναν
και κείνος έγραφε πολύτομο βιβλίο.
Όλοι μιλούσαν για κάποιαν εκλογή καθηγητού, ήταν ένας από
την Αμερική με ντοσιέ, φιλοδοξίες και όνομα ερευνητή του καρκί-
123
Πάνος Θ. Πούγγουρας

νου. Αυτός θα άλλαζε την εικόνα της σχολής, θα εξόπλιζε το εργα-


στήριο και θα έμπαζε στη διεθνή βιβλιογραφία όχι μόνο τον εαυτό
του και το επιτελείο του αλλά και τη νεογέννητη σχολή μας, όπως
στον περασμένο αιώνα η Βιέννη, το Βερολίνο, η Λυών. Θα είχαμε
τα πειραματόζωα για την έρευνα, ο καθηγητής θα τριγύριζε στο
εργαστήριο και στο μικροσκόπιο, αφού δεν θα έκανε επάγγελμα,
έτσι θα διαστελλόταν το άνοιγμα του ματιού μας.
Μόλις βολεύτηκαν όλοι οι λόγοι, όσοι τον κρατήσανε με άδεια
στη Νέα Υόρκη, τον βρήκαμε κάποιο βράδυ στο μεγάλο κεντρικό
αμφιθέατρο. Είχε έναν προσποιητό τρόπο ανθρώπινης προσπέλα-
σης, αρκετά γνώριμο από τον κινηματογράφο, υπαγόρευε και κρα-
τούσαμε σημειώσεις. Θα είχε ανεξιχνίαστους λόγους για να ζη-
τήσει αποκλειστική προσωπική θέση για τον καθένα μας καθώς
και φωτογραφία μας σε λευκό φόντο. Πολλά μαθήματα δεν γίνο-
νταν για διαφόρους λόγους, όχι πάντα έχοντες σχέση με διοργάνω-
ση, έτσι στο τέλος γράψαμε σημειώσεις παθολογικής ανατομίας
μισό περίπου τετράδιο. Κατά την εκπόνηση του «ομαδικού πορ-
τραίτου» των καθηγητών δεν βρήκα γι’ αυτόν έκφραση, ίσως δι-
ότι ήρθε πολύ μετά από μας. Εντυπωσίαζε αληθινά με πολλά εν-
διαφέροντα έξω από την επιστήμη του στα όσα μαθήματα έκανε,
κρατούσε διασυνδέσεις με κυβερνητικούς και καλλιτεχνικούς κύ-
κλους, είχε μάλιστα και συγγενικούς δεσμούς με μετέπειτα πρό-
εδρο της Δημοκρατίας. Έμπαινε στο μάθημα με άσπρη μπλούζα
χωρίς ποτέ να τον δούμε στο εργαστήριο δίπλα στο μικροσκόπιο
για όπου προϋποτίθεται ότι τη φορούσε. Συχνά αναφερόταν σε ερ-
γασίες του, όμως σπάνια τις βρίσκαμε όταν ψάχναμε στη βιβλι-
ογραφία. Διοργάνωσε την κατεδάφιση του παλαιού νοσοκομείου
της πόλης «Θεαγένειο» και με την εκποίηση όλης της κινητής πε-
ριουσίας του χτίστηκε το καινούργιο πολυώροφο αντικαρκινικό με
το ίδιο όνομα. Ήταν θετική η συμβολή του στο τελικό μέτρημα,
124
Όνειρα πάνε κι έρχονται

όμως οι στόχοι του εξοστρακίστηκαν από κείνους που ο ίδιος και


οι άλλοι όρισαν απ’ αρχής. Η φοιτητική εβδομάδα με την καλλιτε-
χνική αναστάτωση της μικρής επαρχίας, όπως ήταν τότε η πανε-
πιστημιακή έδρα της Θεσσαλονίκης, τον έκανε γνωστό σε ευρύτε-
ρα στρώματα της κοινωνίας. Έμεινε στις μνήμες μας το περίφη-
μο, «σήμερα, αγαπητά μου παιδιά, έχουμε μεταξύ μας τη διάσημη
Ελληνίδα πιανίστα, κα Τζίνα Μπαχάουερ» και το μάθημα φυσικά
τελείωνε σε είκοσι λεπτά. Ό,τι και να μείνει αμφίβολο από την πο-
λιτεία του, υπάρχουν και οι μέρες του Γ. Σεφέρη όπου συχνά ανα-
φέρεται στις συναντήσεις του στο Λονδίνο με τον καθηγητή Συμε-
ωνίδη, του οποίου η σύζυγος ήταν ανιψιά του ποιητή, εκεί κυκλο-
φορούσε και ο γιατρός.

125
Mαρίνος Σιγάλας
Το Μεγάλο Χωριό της Σαντορίνης, κατάλευκο όπως και τ’ άλλα
χωριά του νησιού, κρύβεται στην ομώνυμη χαράδρα, δεν της πη-
γαίνει να την πεις κοιλάδα, διότι όλων η σκέψη θα ψάχνει κάποιο
ρυάκι ή μερικά δέντρα σε σπατάλη και δεν τα ’χει. Αντίθετα, το κο-
ντινό χωριό Πύργος είναι στο ψηλότερο σημείο του νησιού, γι’ αυτό
ό,τι αποκαλύπτει το δεύτερο, το καλύπτει το πρώτο. Οδηγηθήκα-
με στο Μεγαλοχώρι, οι δρόμοι του στις διαστάσεις και τη μορφή
του χειμάρρου, οι εκκλησίες με τα καμπαναριά σαν την κερήθρα
φιλοξενώντας από μία μικρή καμπάνα σε κάθε κυψέλη. Τα σπιτά-
κια απλώνουν χούφτες τις ταράτσες για κάποιες σταγόνες βροχής
τον χειμώνα, ώστε να θησαυρίζουν νεράκι για το θέρος. Στα μικρά
παράθυρα, δροσερά λουλούδια δείχνουν ότι μετέχουν με μερτικό
στην ακριβοδίκαιη διανομή του θησαυρίσματος της βροχής. Ζώα
φορτωμένα λαχανικά ή ψωμιά, ξαποσταίνουν όπου υπάρχει πλά-
τεμα ανάμεσα στα σπίτια και την εκκλησία. Ο δρόμος που πηγαί-
νει στην πλατεία, είναι η οδός «Μαρίνου Σιγάλα, καθηγητού πα-
νεπιστημίου». Ίσως κανένας από τους συμπατριώτες του δεν ευ-
τύχησε να τον ακούσει στο αμφιθέατρο, ίσως καμιά άλλη θύμη-
ση, πέραν του ότι ήταν συμπατριώτης τους, δεν κρατάει με αφορ-
μή τούτη την πινακίδα.
Μπορεί να γνωρίζει το χωριό του τον άρχοντα καθηγητή και
πρύτανη, όταν γοήτευε το κοινό του με διαύγεια; Τι μπορούσε να
θυμάται άλλο από τη συμμετοχή του χειρουργού στην εκστρατεία
της Αλβανίας το 1940, δίπλα στον συνταγματάρχη Δαβάκη; Γνώ-

129
Πάνος Θ. Πούγγουρας

ριζε ότι ο γιατρός δεν διατηρούσε ιατρείο και προσωπική πελα-


τεία, αν και καθηγητής πανεπιστήμιου στη Θεσσαλονίκη; Στην
πόλη, προήδρευε ανιδιοτελώς στον Ερυθρό Σταυρό, εκτός από το
πανεπιστήμιο, το οποίο ονόμασε με πράξη του Αριστοτέλειο. Ανα-
πολεί κάποιος τις αναφορές του κατά μάθημα στον Γάλλο αγγειο-
χειρουργό Λερίς, του οποίου το έργο γνώριζε από τη Λυών, βρί-
σκει και εξηγεί τον τρόπο πυροδότησης των ψυχών των φοιτητών
του. Με τούτες τις αναφορές, εύκολα παρασύρεται κάποιος σε νε-
κρολογία και ας μην το έχει πρόθεση, είναι όμως φορές που μια πι-
νακίδα στον δρόμο, σκαλώνει σαν άγκυρα τη σκέψη και εξαχνώνει
όσες λέξεις κενές από συναίσθημα θα είχες να παραθέσεις. Μένει
το συναίσθημα με τα χρόνια που μεσολαβούν από τον θάνατο, κο-
ντά στα αναπολήματα της φοιτητικής ζωής, ένας καθηγητής χω-
ρίς επαγγελματικό προφίλ, θεώρησε το πανεπιστήμιο τιμή του και
ποτέ αντίθετα δεν έκανε το πανεπιστήμιο τίμημα. Ποτέ δεν κατα-
χωρήθηκε στις κοσμικές στήλες, ήξερε ο ίδιος να ακτινοβολεί κρυ-
φά με τρόπο που διαρκεί.

130
Ασκήσεις Φυσιολογίας
[εκτός όμως εργαστηρίου]
Από τη σπουδή της λειτουργίας του ανθρωπίνου οργανισμού,
μόνον τα εύκολα συμπεράσματα προσαρμόζονται στη λειτουργία
της κοινωνίας των ανθρώπων, η οποία λειτουργεί ή δυσλειτουργεί,
έτσι οι πολίτες έχοντας βιωμένες τις παρατηρήσεις τους, περνούν
τη ζωή τους στη διατύπωση νόμων που τη διέπουν. Συχνά βλέπου-
με τη Φυσιολογία να μεταγγίζει δικούς της νόμους στην κοινωνι-
ολογία, χωρίς όμως να εμπιστεύεται η ίδια την αποδοχή απόψε-
ων εκείνης. Η κοινωνιολογία επιδεικνύει σαν δικό της εργαστήριο
-όπως και η Φυσιολογία το δικό της- την ιστορία, απ’ όπου αντλεί
και δανείζεται τα συμπεράσματά της. Τούτα τα συμπεράσματα
της ιστορίας, όπως λέγεται, έχουν το μοναδικό χρηστικό γνώρι-
σμα να είναι άχρηστα σε ό,τι αφορά στην επανάληψη, αφού σε κα-
νέναν δεν χρησίμευσαν, ώστε να μην επαναλάβει τα ίδια λάθη της
ιστορίας. Το πείραμα της Φυσιολογίας, όσες φορές και αν επανα-
ληφθεί, καταλήγει στα ίδια συμπεράσματα. Στην κοινωνιολογία,
ελάχιστα είναι τα πειράματα που έχουν αναπαραγόμενο αποτέλε-
σμα. Είναι γνωστό το ερέθισμα που αναπαράγει εύκολα τη γοητεία
ή την οργή του πλήθους, το ίδιο αν πρόκειται για τον φόβο του συ-
νόλου, σε τούτα τα πειράματα βασίζεται ολόκληρη η παγκόσμια
δραματουργία. Η αιτιολογία των κοινωνιολογικών φαινομένων εί-
ναι κρυμμένη ρίζα, έτσι η πληροφόρηση της ιστορίας είναι, όπως
εκείνη της ανασκαφής, κάποτε-κάποτε παραπλανητική. Η ψυχο-
λογία ερμηνεύει τα γεγονότα περνώντας τις παρατηρήσεις της από
το άτομο στο σύνολο, πολλές από αυτές νερώνουν ή παραμορφώ-
νονται. Το ίδιο φαινόμενο δοκιμάζεται και από τη Φυσιολογία, κα-
133
Πάνος Θ. Πούγγουρας

θώς πηγαίνει τα συμπεράσματά της από τη λειτουργία του κυττά-


ρου, στο σύνολό των συστημάτων.
Τι πείραμα κι αυτό... η ζωή; Ψάχνεις στην ιστορία για να βρεις
προσωπικότητα αρχηγού με την ίδια πιθανότητα να βρεθεί στον
ωκεανό όστρακο φορτωμένο με πέρλα. Πώς αναπαράγεις αυτό το
πειραματικό αναπάντεχο; Και δεν είναι μόνον η κοινωνιολογία που
απογοητεύει με το μαργαριτοφόρο όστρακο, καθώς σε τούτο επεν-
δύεται η ελπίδα, μια προσδοκία σχεδόν κενή με τον λογισμό των
πιθανοτήτων. Η ψυχολογία αναγκάζει το άτομο να ομαδοποιείται
μέσα στην ανάγκη της ηγεσίας, άρα η ηγεσία έχει όλες τις πιθανό-
τητες να είναι μόλις ο μέσος όρος των οπαδών της.
Κοινωνιολογία και Φυσιολογία, το σύνολο και το άτομο, οι νό-
μοι και οι τρόποι, ο ρυθμός και η κίνηση, ο διαιρετέος και ο διαιρέ-
της, η μία χωρά στην άλλη, η μία είναι προπατορική και αφορά στη
μονάδα, η άλλη είναι μεταβλητή και είναι τέκνο της εποχής της.
Ο φοιτητής στο εργαστήρι της Φυσιολογίας μπορεί να συνδέε-
ται με το δίχτυ της κοινωνίας, όμως το αντικείμενο της Φυσιολο-
γίας που σπουδάζει, απομονώνει τους στοχασμούς του στο μέρος
του όλου, στο κλάσμα του ατόμου δηλαδή στο όργανο, τούτη είναι
η όψη της ζωής στον δοκιμαστικό σωλήνα... η σάρκα γίνεται χυμός,
το υγρό αναδεύεται, το στερεό κινείται, το αέριο πυρπολείται και η
σταγόνα γίνεται έρωτας με πέλματα, με παλάμες και με γνάθους,
έτσι όπως ο ασπάλακας ανοίγει χώρο για το άτομο, όταν σε τούτο το
έργο θα σμίξουν τα άτομα, τότε θα τελειώσει και η Φυσιολογία, τότε
θα ομαδοποιηθούν και θα τους επιβληθεί η ανάγκη της αρχηγοποί-
ησης ή της καθοδήγησης, με έναν δικό τους αρχηγό σαν προέκταση
του εαυτού τους, με ιδιαίτερα προσόντα τόσο δυσδιάκριτα, ώστε στο
τέλος η αρχηγοποίηση να προσομοιάζει με τη θεοποίηση.
Στο εργαστήρι της οδού Βασιλίσσης Όλγας, υφαίνεται με ανα-
λυτικό τρόπο το πλέγμα της κοινωνικής ένταξης του ανθρώπου,
134
Ασκήσεις Φυσιολογίας [εκτός όμως εργαστηρίου]

γι’ αυτό και το πέρασμα πίσω από τη μεταλλική πόρτα της εισό-
δου, που φρακάρει με τα επιχωματωμένα σκαλιά και τα αγριόχορ-
τα, είναι ένα κρυφό μονοπάτι που μπάζει από το σύνολο στη μο-
νάδα. Από τούτη την πόρτα πέρασαν για πρώτη φορά οι φοιτη-
τές της επαρχίας σαν ήρθαν στη μεγάλη πόλη. Αντί να σπουδάσουν
την κοινωνική συμπεριφορά του ατόμου της αστικής τάξης, βρέ-
θηκαν αντιμέτωποι με το ίδιο το άτομο, απογυμνωμένο, δίχως το
κέλυφός του. Όχι στην αυτογνωσία της Γιόγκα της ανατολής, αλλά
στην ανάλυση της λειτουργίας των συστημάτων, ώστε η σύνθεση
να είναι η βεβαίωση της βαθύτερης γνώσης του ανθρώπου. Αυτή η
ασφάλεια του γιατρού στην οριοθέτηση των γνωστών και αγνώ-
στων, θα μείνει ισόβια, αυτή λοιπόν η βεβαιότητα είναι η άλλη όψη
της αμφιβολίας, ανάμεσα στους αποδέκτες και μη, και καθώς θα
πλαταίνει χρόνο με τον χρόνο, θα γίνει η αιτία της ιδιομορφίας του
ιατρικού χαρακτήρα, που θα παραχαράσσει με αλήθεια κάθε αμφι-
βολία και το αντίθετο.
Ήταν εκείνη η εποχή του ραδιοφώνου, όπου υπήρχε ηλεκτρικό,
τιτίβιζαν στα παράθυρα τα βράδια τα ερτζιανά, εγχώρια και μη
-λες και ήταν ράμφη πτηνών. Παράλληλα ή όχι, η εφημερίδα είχε
την ίδια ή και άλλη δυνατότητα επιρροής, αφού η ανάγνωσή της
προϋποθέτει... ανάγνωση, όμως το ράδιο βοηθάει και όσους δεν εί-
ναι διαθέσιμοι στον τύπο. Οι αναγνώστες και οι ακροατές συμμε-
τείχαν στην πληροφορική ομογενοποίηση που γινόταν στο καφε-
νείο. Ειδήσεις του σταθμού της ελεύθερης Ελλάδας, πρόσθεταν μι-
κτή δόση αμφιβολίας. Η παρεμβολή και η παρερμηνεία αρμοδίων
και οπαδών είχε τη δική της παραχάραξη, ώστε να διαμορφώνεται
άποψη-μάσκα. Μπορεί σήμερα η μέθοδος της πληροφοριακής πα-
ραμόρφωσης να γίνεται μαζικά, με εξασφαλισμένο το πρόσκαιρο
αποτέλεσμα, όμως η μέθοδος της απευθείας και προσωπικής επα-
φής ήταν δοκιμασμένη και γνώριμη. Τότε η ενημέρωση αφορού-
135
Πάνος Θ. Πούγγουρας

σε και την κομματική μύηση, η οργάνωση ερχόταν μετά. Το ητ-


τημένο κόμμα του εμφυλίου είχε δική του μεθοδολογία προσέγγι-
σης· όλα άρχιζαν με ένα χαμόγελο που ποτέ δεν ηχούσε σε σαρκα-
σμό, αλλά πάντα κατέληγε σε ειρωνεία, έτσι επικάλυπτε με επιδε-
κτική αυτοπεποίθηση γνώσεις και θέσεις του συνομιλητή, σαν μα-
χαίρι τρυπούσε και άδειαζε τις καπιταλιστικές απόψεις, «ποτέ δεν
είχαν στόχο τον άνθρωπο, ποτέ δεν φρόντιζαν το σύνολο...» Ευτυ-
χώς που η μεθοδολογία ήταν λίγο-πολύ γνώριμη και προδιέθετε
σε αυτοάμυνα, όσοι δεν κατάφεραν να αλλάξουν θέμα, απλά απο-
χωρούσαν. Δεν ήταν λίγοι οι θαμώνες που δεν έπαιρναν μέρος, επι-
κροτούσαν όμως με σιωπηρή έκφραση όσα ευαγγελιζόταν κάποιος
παλαίμαχος που δεν έκρυβε την εξορία του ή έστω τη φυλάκισή
του, αυτή ήταν σαν τίτλος κοινωνικής μετεκπαίδευσης. Αν χρει-
αζόταν χαρτιά, μεταχειριζόταν γνώμες επωνύμων που γνώρισε ή
άκουσε γι’ αυτούς στο νησί, ο οικοδόμος, ο τσαγκάρης ή ο υδραυλι-
κός, άδειαζαν με περισσή ευκολία τον δάσκαλο και τον φοιτητή διά
γραφίδος Μαρξ. Οι προπαγανδιστές, σε όλα τα γεγονότα, είχαν να
προσθέσουν κάποιο δικό τους σημείο στίξης, πότε άρνηση, πότε ει-
ρωνεία, πότε αποσιώπηση, και η πολεμική εναντίον τους ήταν το
ίδιο εύκολη. Ομαδοποιούνταν οι απόψεις των εχθρών, επικυρώνο-
νταν με τη δική τους σφραγίδα και απορρίπτονταν.

... ...

Το καταπατημένο αρχοντικό, παρά τις συνήθειές του, ζούσε τη


φοιτητική εισβολή. Άλλαξε ώρες λειτουργίας και νωρίς το βράδυ,
σκοτεινιασμένο, καταλάγιαζε τη σκόνη των πολλών· τις ώρες αυ-
τές άλλοτε άχνιζαν οι σουπιέρες και θορυβούσαν τα ακριβά μαχαι-
ροπίρουνα. Ήταν η γειτονιά ανατολικά του Πύργου, όπου τα ελλη-
νικά μεγαλοαστικά κτίσματα και τα προξενεία μετά την απελευ-
136
Ασκήσεις Φυσιολογίας [εκτός όμως εργαστηρίου]

θέρωση, έστησαν την αστική κοινωνία της πόλης. Εκεί το τραμ


στο πέρασμά του παρασέρνει σε τρέμουλο τα παράθυρα στις επαύ-
λεις, όπου και τα ιατρεία των ακριβών γιατρών. Κοντά η περιοχή
της Αγίας Τριάδος, εκεί διαβιούν οι περισσότεροι των Εβραίων και
πελάτες των ιατρείων. Όταν οι Εβραίοι χρειάζονται επιστήμονες,
τους διαλέγουν ανάμεσα στους επώνυμους και τους ακριβοπλη-
ρώνουν, το να είσαι γιατρός τους είναι σημάδι ευημερίας. Εκείνοι
οι γιατροί ήταν που πένθησαν περισσότερο την εξολόθρευση των
Εβραίων στο Νταχάου. Απ’ έξω το τραμ κλυδωνίζει σαν γαλέρα
που αρμενίζει, πίσω από τα παράθυρα ήταν τα ακριβά γραφεία, οι
βιβλιοθήκες και τα έπιπλα από μαόνι, τα κρυστάλλινα σερβίτσια.
Το απόγευμα στη Σαλονίκη, η δύση στον Θερμαϊκό λαμπαδιά-
ζει, ένα πυράκτωμα των παραθύρων, όσων έχουν μάτι στη θάλασσα,
ανάμεσα από σπίτια και στέγες, από αυλές και κλαδιά. Τότε ακό-
μα, στα χάσματα των δρόμων εξείχαν οι γείσοι των κεραμιδιών και
τα ακροκέραμα, το μπετόν κρυβόταν υποδόρια στην πόλη, η αισιο-
δοξία του είχε περάσει σαν ιστός στους σκελετούς, αργότερα έμελ-
λε να γίνει θράσος και αδιαντροπιά, όταν κατέφαγε τις σάρκες και
σαν εξάνθημα πήρε πρόσωπο. Τα παντζούρια, τα μπαλκόνια, τότε
ακόμα στάλαζαν μελαγχολία. Ίσως ήταν κάποια διαίσθηση της επι-
κείμενης εκτόπισης της εποχής τους. Ήθελα να κρατηθώ στην ανά-
φλεξη του τραμ, την ώρα που το διαπερνούσε ο ήλιος στη δύση του.
Συναντούσαμε συχνά τον καθηγητή της φαρμακολογίας να προσθέ-
τει διάθλαση στο εσωτερικό φως με τα δικά του γυαλιά, βιαζόταν
να φτάσει στο συρρικνωμένο χειμωνιάτικο απόγευμα στο εργαστήρι
του και έπαιρνε το τραμ. Λιγοστές ήταν οι φορές που συναντούσαμε
τον καθηγητή της Φυσιολογίας στο ίδιο μέσον, παρόλο που τον βό-
λευε από το ξενοδοχείο Τουρίστ κοντά στην Τσιμισκή, τον κατέβα-
ζε στάση Φάληρο. Σκούρο μπλε παλτό και σταχτιασμένο μουστάκι,
ανέβαινε προσεκτικά τις σκάλες και έσερνε κατόπιν του τη λησμο-
137
Πάνος Θ. Πούγγουρας

νιά. Απέναντι από το εργαστήρι, ήταν κρυμμένο σε πεύκα και άλλα


δέντρα το σπίτι ενός χειρουργού· η πινακίδα του ανέφερε καθηγητής
πανεπιστημίου Παρισίων, δίπλα το κυβερνείο όπου έμενε ο υπουργός
και άλλοι ξένοι επίσημοι που παρεπιδημούσαν στην πόλη κατά τις
μεγάλες γιορτές, αυτό έδειχνε περισσότερο πρόσωπο απ’ ό,τι το ια-
τρείο του χειρουργού. Παραδίπλα, με φροντισμένες τριανταφυλλιές,
βαμμένο με ώχρα ήταν το σπίτι-ιατρείο του Κάρολου Αλεξανδρίδη·
οι Εβραίοι συντηρούσαν τη φήμη του σαν μεγαλογιατρού, έτσι όταν
ιδρύθηκε η ιατρική σχολή, του δόθηκε επάξια η έδρα της Παθολογι-
κής κλινικής του Πανεπιστημίου.

... ...

Εποχή κι εκείνη με το Κυπριακό· συχνά κατηφορίζαμε από το πα-


νεπιστήμιο οργισμένοι για το προξενείο, και ήταν πολλές οι επι-
σκέψεις που είχαμε να κάνουμε, αφού σχεδόν όλοι οι φίλοι μας
καταψήφιζαν στον ΟΗΕ. Αρχίζαμε και μέναμε στων ΗΠΑ, από
τότε δεν μπορούσαν να διαλέξουν χατίρι ανάμεσα στην Τουρκία,
την Αγγλία και την Ελλάδα. Μικρή ομάδα ανηφόριζε στο τουρκι-
κό προξενείο όπου και το σπίτι που γεννήθηκε ο Κεμάλ Ατατούρκ·
στον δρόμο το παραλήρημα έκανε τη ζύμωσή του μέχρι τον τελικό
στόχο, ποτέ δεν βρήκαμε τη δικαίωσή μας, όμως η προδοσία του
εαυτού μας άρχιζε απ’ όταν η ελπίδα μας έπαιρνε κιόλας την έννοια
του διεκδικούμενου σαν δικαιούμενου. Ήταν ο χωροφύλακας και
ο πρόξενος που έφταιγε εμποδίζοντας τον λιθοβολισμό μας. Μετά
από χρόνια, όταν η Κύπρος έγινε ανεξάρτητη -με βρετανικές βά-
σεις-, πιστέψαμε στους αγώνες μας και το αποτέλεσμά τους. Χρό-
νια κατοπινά το νησί κατακτήθηκε από τους Τούρκους με αφορμή
την εξαγωγή του πραξικοπήματος των αξιωματικών της πατρί-
δος μας, αναπολούσαμε την οργισμένη κάθοδό μας από το πανεπι-
138
Ασκήσεις Φυσιολογίας [εκτός όμως εργαστηρίου]

στήμιο προς τα προξενεία, ευτυχισμένη εποχή... Είχαμε κάποιους


να ενοχοποιούμε, είχαμε κάποιους να πετροβολούμε για το νησί,
τώρα ποιους να κράξουμε; Μας πονάει η δυστυχία να μην έχουμε
άλλους να τα βάλουμε, άλλους από τους εαυτούς μας.
Kοιτάζαμε τότε το ταβάνι στη σάλα του εργαστηρίου της Φυ-
σιολογίας· απ’ όταν έχασε την αρχοντιά του για χάρη της εκπαί-
δευσης, δεν βρήκε σημάδι της παλαιάς φροντίδας, όπως το είχαν
συνηθισμένο, καταδικασμένο σε ερείπιο, δεν έμελλε να ξαναζήσει
την εποχή του στο ίδιο σχήμα, έμεινε σαν νεκρώσιμό της. Μήτε
και το αμφιθέατρο του ανατομείου ήταν σε διαφορετικό ιστορικό
συσχετισμό με την εποχή του, άλλωστε εκεί γίνονταν και παρα-
δόσεις των θεωρητικών της Φυσιολογίας. Βιαστικά συγκροτήθη-
κε σε αμφιθέατρο η συναγωγή με τις ετερόκλητες σειρές καθισμά-
των που παραχωρήθηκαν από κινηματογράφους της πόλης «με-
σούσης της γερμανικής κατοχής», όπως το επαναλάμβανε ο κα-
θηγητής τότε. Εκεί ακούγαμε για την κυκλοφορία του αίματος και
την έκκριση του γαστρικού υγρού, όμως τα μαθήματα ήταν περιο-
ρισμένα, και έτσι ηχούσε σαρκαστικά η φράση «αυτά και άλλα τινά
θα τα σπουδάσουμε παρακατιόντες».
Ο καθηγητής στην έδρα, ένας γλόμπος φώτιζε αδέξια το συ-
σκοτισμένο αμφιθέατρο, όμως για τις οπτικές του δυνατότητες δεν
πάγωνε κανείς, όπως κάρφωνε εκείνου του ανατόμου. Όλες οι κι-
νήσεις του, προκαθορισμένες, ώστε καμιά εξιχνίαση δεν προβλη-
μάτισε για την έκφρασή τους. Ο γλόμπος αντανακλούσε στα γυα-
λιά του και το αθώο βλέμμα πίσω τους προδιέθετε σε επιπόλαιο
βασανιστικό ύπνο που απλώς έκοβε τη νοηματική συνοχή των
φράσεών του. Τότε και οι βοηθοί παρακολουθούσαν τις παραδόσεις
του, χωρίς να υποχρεώνονται σ’ αυτό, όσο περνούσε ο καιρός, κά-
ποιος έβρισκε μεγάλη κάποιος μικρή την υπερβολή της συμπερι-
φοράς τους προς εκείνον. Δεν το υπολόγισαν στις σωστές τους δι-
139
Πάνος Θ. Πούγγουρας

αστάσεις, πώς ένας σπάνια εμφανιζόμενος προϊστάμενος, μάλλον


εκείνος, είχε ανάγκη κάλυψης. Κινείται στο χώρο του εντελώς ευ-
καιριακά και προσχηματικά, η απασχόλησή του στην ιατρική της
πόλης είναι άδεια από μεράκι, σαν εργασία εντελώς αποδημητική.
Σπάνια κάτι επιδεικνύεται στους φοιτητές από τα πολλά όργανα
που με δική του φροντίδα αγοράστηκαν, όπως το τονίζει μάλιστα
και εγκυκλοπαίδεια της εποχής, σαν το πιο πλούσιο εργαστήριο
των Βαλκανίων. Η αποστολή των οργάνων τελειώνει με την αγο-
ρά τους, αυτό τρόχιζε τις γλώσσες σε κακότητα και καχυποψία...

... ...

Οι βάτραχοι, ο σκύλος και η γάτα καρδαμωμένοι και φροντι-


σμένοι για τις ανάγκες του πειράματος, βρίσκουν τρόπο και κλου-
βί για τη ζωή τους με τις παραμέτρους της εύνοιας της τύχης κατά
την άποψή τους. Ο χρόνος είναι που διαλανθάνει για τη στιγμή του
θανάτου, όπως και στη φυλακή των καταδικασμένων σε θάνατο,
λες και οι ελεύθεροι τον έχουν διασφαλίσει...
Τα ζώα στο εργαστήριο όμως είναι ανοιχτά μέχρι τέλους στις
φιλίες με τους ανθρώπους, ίσως γιατί ποτέ δεν μέτρησαν το χρω-
στούμενο της ζωής τους σαν παθητικό, όπως ακριβώς το μετρούν
οι καταδικασμένοι στις σχέσεις τους με τους άλλους ανθρώπους.
Έξω από τα κλουβιά οι φοιτητές περιφέρουν τη θλίψη τους για
τα πειραματόζωα. Αυτή ερμηνεύεται σαν προέκταση της άποψής
τους για τη ζωή πάνω στα ζώα από τη δική τους ζωή. Πώς να φω-
νάξεις ότι η γοητεία και το πνεύμα του νερού είναι η εξάτμισή του;
Το «πτώμα» του νερού είναι μόνο στο εμφιαλωμένο, καθώς απο-
κλείεται η εξάτμισή του.
Η φοιτήτρια και η βατραχίνα δώθε-κείθε από το μεταλλικό
πλέγμα του κλουβιού, που είναι και στέρνα, πλέκουν τη σκέψη τους
140
Ασκήσεις Φυσιολογίας [εκτός όμως εργαστηρίου]

η μία για την άλλη, καμιά δεν ζηλεύει την άλλη, ίσως γιατί καμιά
δεν υποπτεύεται τις κρυφές χαρές της ζωής της άλλης. Μόνον η
φοιτήτρια υπολογίζει την πιθανότητα της βιολογικής νομοτέλειας
της βατραχίνας με μεγαλύτερη σαφήνεια, όμως αυτή η βεβαιότη-
τα δεν είναι μεταδόσιμη στη βατραχίνα, αντίθετα η δική της ζωή
με το ακαθόριστο τέλος την ευδαιμονίζει συγκριτικά. Τούτη η ανύ-
ποπτη παράλληλη ζωή στις δύο επιφάνειες του πλέγματος, μέσα
και έξω, με την ευτυχία να πλέκεται από τη μία προς την άλλη
πλευρά σαν κορδέλα που περνά την ευτυχισμένη άποψη της κοπέ-
λας προς τα μέσα.
- Κάνω έρωτα με τον Μάκη που μ’ αγαπά.
- Εγώ με όλους τους βατράχους.
Και της επιστρέφει την κορδέλα.
- Πηγαίνω όπου θέλω μαζί του.
- Ναι, ο καθένας πηγαίνει όσο του επιτρέπουν τα βήματά του
ή τα πηδήματά του.
Είπε και πάτσισε η βατραχίνα.
- Μου το λέει πολλές φορές την ημέρα ότι μ’ αγαπά.
- Εμένα μου το δείχνουν οι βάτραχοι, και δεν γνωρίζεις φυσικά
ότι ο έρωτας των ζώων έχει εποχές, αλλά δεν έχει εξάρσεις όπως
ο δικός σας.
- Γιατί αυτό είναι κακό; Έρωτας δίχως πάθος;
- Όπου εξάρσεις... εκεί και υφέσεις.
- Καλά, φαντάζεσαι τίποτα από τον έρωτα των ανθρώπων,
ή τον θεωρείς όπως τον δικό σας; Εσείς γεννάτε μερικές δεκάδες
αυγά και περνά μετά ο βάτραχος και τα ραντίζει με σπέρμα... και
αυτό το λέτε έρωτα.
Εδώ τελείωσε το πέρασμα της κορδέλας από την τελευταία
λέξη της φοιτήτριας, αφού θεώρησε την άποψη της άλλης πλευράς
σαν απελπισμένη έκφραση καταδικασμένου έγκλειστου βατράχου.
141
Πάνος Θ. Πούγγουρας

Τη σκέψη της έκλεισε η βεβαιότητα, όπως εκφράστηκε με το χέρι


του Μάκη που απλώθηκε σαν ανοιχτή παλάμη στο δικό της πάνω
στο πλέγμα και της το σκέπασε, δάχτυλο με δάχτυλο. Απόσυρε τα
μάτια της από το εσωτερικό της στέρνας με τα βατράχια, η ανα-
μέτρηση ή η σύγκριση δοκιμάζεται τις ώρες της μοναξιάς. Το ίδιο
έκανε και η βατραχίνα, απομακρύνοντας το δικό της πέλμα, τρα-
βήχτηκε από τους ανθρώπους στις ερωτικές θωπείες των άλλων.

... ...

Στο πείραμα της κυκλοφορίας του αίματος, ο γυάλινος σωλήνας


περασμένος στην αρτηρία του σκύλου, ανέβαζε κόκκινη στήλη αί-
ματος. Το ζώο κοντανάσαινε με δυσφορία, δεμένο ανάσκελα στο
τραπέζι, κοντά στα μάτια του, το χέρι του καθηγητή, ζεστό όπως
πάντα το χέρι του αφεντικού. Ο σκύλος ένιωσε τη δική του θέρμη
να χαμηλώνει και καλοτύχισε το ζεστό χέρι.
- Ποιος σε πειράζει εσένανε βρε; Ακούστηκε να λέει ο καθηγη-
τής με χαμόγελο που έδειχνε στα μάτια του σκύλου ότι ο θάνατος
τον προσεγγίζει, ήταν απλά ψευδαίσθηση και πως ο καθηγητής ήταν
αμέτοχος, όσο το ζώο τελείωνε χωρίς να έχει πια τη δύναμη για έναν
έστω σπασμό, αισθάνθηκα ψυχρό καταιονισμό στη σπονδυλική στή-
λη. Την πρώτη φορά, σ’ εκείνο το, «ποιος σε πειράζει εσένα», οι φοι-
τητές χαμογέλασαν στιγμιαία, αλλά μετά προσέχοντας το ορθάνοι-
χτο μάτι του ζώου, όχι μόνο δεν ξαναβρήκαμε χαμόγελο, αλλά νιώ-
σαμε ναυτία. «Ενώ άλλες φορές αυτό το χέρι ήταν ζεστό όπως και το
δικό μου σώμα, τώρα κρυώνω μονομερώς, το μάτι μου σκοτεινιά-
ζει και η γλώσσα μου δεν βγαίνει πια να γλείψει τούτο το ζεστό χέρι.
Αν είχα αέρα στα πνευμόνια μου, θα είχα όπως άλλοτε τουλάχιστον
ύπνο, ύπνο...» Ο κόκκινος σωλήνας κρατιόταν από τον κλητήρα που
ήταν ανεβασμένος γι’ αυτόν τον σκοπό πάνω στον πάγκο.
142
Ασκήσεις Φυσιολογίας [εκτός όμως εργαστηρίου]

- Εδώ βλέπετε τη διαφορά πίεσης ανάμεσα στην αρτηρία και


στη φλέβα.
- ... βλέπαμε μέχρι πρότινος.
- Πιστεύω πως ήταν μια πεταλούδα στην άκρη του τραπεζιού,
έτοιμη να πετάξει, δεν βεβαιώθηκα ότι το άκουσα από συνάδελφο
ή το διαισθάνθηκα από το σβησμένο βλέμμα του σκύλου, καθώς
ονειρευόταν κατιτί να τον εγκαταλείπει σαν πεταλούδα.
Οι δρόμοι της πόλης ζωσμένοι από χωροφύλακες και σχοι-
νιά, ώστε να συγκροτούνται οι διαβάτες απωθημένοι στην εξώτε-
ρη ζώνη των πεζοδρομίων, έτσι όλοι έδειχναν αδειανοί και μεγα-
λοπρεπείς όπως καθετί όταν περιφρουρείται.
Ήταν ο στρατάρχης Τίτο της Γιουγκοσλαβίας που θα περνούσε
την πόλη στην πρώτη του επίσκεψη μετά τον δικό μας εμφύλιο πό-
λεμο. Για τη λήξη του εμφυλίου πολλοί από τη νικημένη παράτα-
ξη απέδιδαν σ’ εκείνον την ευθύνη για το κλείσιμο των συνόρων της
γειτονικής χώρας προς την πατρίδα μας. Εκείνη την ημέρα έπρεπε
να γράφαμε κάποιο τεστ, έτσι βρεθήκαμε παγιδευμένοι στα απω-
θημένα πλήθη. Ήταν πρωτόγνωρα τα μέτρα ασφαλείας, πιστεύω
πως είδα σε κάποιο από τα πρώτα αυτοκίνητα της φάλαγγας ένα
πηλίκιο ζωσμένο με κόκκινη ταινία, όπως σηματοδοτείται η εξου-
σία του στρατάρχη. Παράλληλα προς την τιμητική φάλαγγα πο-
ρευόμασταν απωθούμενοι από τους χωροφύλακες· εφρουρείτο σ’
εκείνους τους δρόμους από τους φοιτητές, μπορεί να ήταν μέλη κά-
ποιας «μαύρης χείρας», όπως τότε στο Σεράγεβο στα 1914.
Τούτο το πλήθος συνωστίζεται όπως οι φοιτητές έξω από το
αμφιθέατρο, ποιος ποίου την παρουσία αναγκαιώνει; Ποιος ποί-
ου την παρουσία σπουδάζει; Είναι το πλήθος που χρειάζεται τον
στρατάρχη; Είναι εκείνος που χρειάζεται το πλήθος; Αν κάποιος
χρειάζεται κάποιον, γιατί αυτή η αυστηρή διάσταση του ενός από
τους άλλους; Ίσως υπάρχει η προκαθορισμένη σφαίρα του φοιτη-
143
Πάνος Θ. Πούγγουρας

τή να ψάχνει, όπως τότε, τον θώρακα του πρίγκιπα Ροδόλφου. Εί-


ναι το άτομο που πλάθει τη δράση, ή η φυσιολογική λειτουργία της
δράσης -ας πούμε δολοφονία- ψάχνει άτομο για να δουλευτεί κινώ-
ντας το, όπως αυτή προβλέπει.
Αναλογίζομαι πόσο ήθελα από τότε να παίξω κορώνα γράμμα-
τα την αιτία και το αποτέλεσμα ανάμεσα σε φυσιολόγο και κοινω-
νιολόγο, τίνος είναι ποιο;
Ο στρατάρχης και ο φοιτητής με τον πιθανό φόνο, όπως τον
έπαιξαν ο πρίγκιπας και ο φοιτητής σαν αιτία, σαν αποτέλεσμα
στην αρχή και το τέλος. Ήταν πράγματι αιτία ο φοιτητής και το
περίστροφό του, ενώ αποτέλεσμα τα πτώματα του πριγκιπικού
ζεύγους;
Ξαναγύρισα στον σκύλο και στο πείραμα της κυκλοφορίας, τίνος
αποτελέσματος αναγκαιότητα είναι η καρδιακή συστολή του σκύ-
λου; Να γεμίζει αίμα και οργή το γάβγισμά του τα βράδια στο φεγ-
γάρι, ή να ανεβάζει τη ζεστή στήλη αίματος στον γυάλινο σωλήνα
που κρατούσε πάνω από το ανάστημά του ο κλητήρας του εργαστη-
ρίου ανεβασμένος στον πάγκο. Το χρώμα του αίματος στον σωλήνα,
ίδιο με την κόκκινη λωρίδα στο πηλήκιο του Τίτο σαν να τυλίγεται
γύρω, καθώς ανέρχεται στο ανώτερο ύψος με την καρδιακή συστολή
του ζώου. Προσπαθώ ν’ αποσυνδέσω το πηλήκιο του στρατάρχη από
τα αίματα, διότι η σχέση αυτή με οδηγούσε σε χιλιοειδωμένα μονο-
πάτια, τόσο τριμμένα, ώστε κατάντησαν εύκολοι δρόμοι.
Όσο όμως στο εργαστήριο, πριν λίγο, η στήλη ανέβαινε προς
τα ψηλά καπέλα, τόσο το ζώο είχε δύσπνοια από το άδειασμα του
αίματος, ένα άδειασμα στον σωλήνα δίχως τέλος που δεν έμοιαζε
καθόλου με το άδειασμα στη γη από τον μαχαιρωμένο ταύρο της
ταυρομαχίας, το καθηλωμένο ζώο έδειχνε όλη την απόγνωσή του
στην άδεια εισπνοή, τα φιλικά βλέμματα τριγύρω δεν έδειχναν θά-
νατο, ήταν όλα Φυσιολογία... μια Φυσιολογία προθέσεων.
144
Ασκήσεις Φυσιολογίας [εκτός όμως εργαστηρίου]

Καθώς οι χωροφύλακες απωθούσαν όσους ξεπέρασαν τις ορι-


οθετήσεις, έκοψαν τη μετακίνηση και έτσι βόλευε να βλέπω πιό-
τερο τον εαυτό μου. Καλύτερα ήμουν έξω από την περιοχή αυτή
όπου αυταπόδεικτα ζούσα την ανάγκη της βίαιης απώθησης, για-
τί επέλεξα τούτη την πορεία, εγκλεισμό-σχοινί, παράλληλα με τη
φάλαγγα του στρατάρχη; Τούτος ο χώρος όπου βρισκόμουν ήταν ο
χώρος των μελών της «μαύρης χείρας», εδώ εκτείνονται και προ-
τείνονται τα χέρια των χωροφυλάκων, απωθούντες και απωθούμε-
νοι, ποιος προϋποθέτει ποιον; Ο φοιτητής τον χωροφύλακα; Πώς
συναντώνται οι δρόμοι σε τούτον τον απόκρυφο χάρτη σαν να πρό-
κειται για το ανθρώπινο υποσυνείδητο όπου και συνδέονται τα πιο
ετερόκλητα στοιχεία, σ’ ένα πλέγμα ενόχων και προστατών, είναι
μία εύκολη σχέση σαν αυτή που συναρμολογείται την Κυριακή στα
γήπεδα.
Ποιος θα είχε λόγο να πυροβολήσει; Ήταν η πρώτη φορά που
κομμουνιστής ηγέτης επισκέπτεται καπιταλιστική χώρα μετά τη
λήξη του εμφυλίου, με κερδισμένους και νικημένους, καθώς η κα-
τάρρευση του εμφυλίου αποδίδεται στο κλείσιμο των συνόρων από
πλευράς Γιουγκοσλαβίας προς την Ελλάδα, έτσι μια σφαίρα από
κάποιο περίστροφο, είχε πολλά πιθανά χέρια να την ξεπροβοδίσουν
προς την κόκκινη κορδέλα· ήταν ακόμα και το σπάσιμο των σχέ-
σεων του στρατάρχη με τον Στάλιν. Ο δρόμος άδειος σαν τα αγ-
γεία του σκύλου από αίμα και η φάλαγγα με σιωπηρό το πριν και
το μετά, μόνον σαν θρόμβος κινείται το σμήνος των μοτοσυκλετι-
στών πριν και μετά τα υψηλά πρόσωπα. Η μέρα λαμπερή, ο ήλιος
σπαταλιέται στην ξένη μεγαλοπρέπεια, τίποτα απ’ ό,τι συμβαίνει
δεν μας αγγίζει, ούτε σαν ευχή, ούτε σαν οργή, ξέρουμε καλά από
γιορτές πριγκίπων και βασιλέων. Προσπάθησα από την κόκκινη
ταινία να κατέβω σωλήνα-σωλήνα μέχρι τον σκύλο που ξαιμάτω-
σε και δυσφορούσε, αλλά κάπου-κάπου κοβόταν η σύγκριση με την
145
Πάνος Θ. Πούγγουρας

παρεμβολή της έκστασης του πλήθους, μία έκσταση χαμηλόφω-


νη, γνώριμη, καθώς περνά γεμάτο το ακριβό αυτοκίνητο. Δεν βρή-
κα ποιοτική διαφορά στη δική μας έκσταση, αν και ήμασταν το
πλήθος με τους πιθανούς της «μαύρης χείρας», το απωθημένο από
τις παλάμες του χωροφύλακα. Ακόμη στο αυτοκίνητο υπήρχε και
εγχώρια προσωπικότητα, δεν είναι εύκολο να πω ποιος μετάγγι-
ζε σε ποιον, μέρος από την ακτινοβολία. Η ψυχολογiα γνωρίζει ότι
η διαδικασία αυτή καθ’ αυτή είναι που εκστασιάζει τα πλήθη και
όχι τα πρόσωπα. Τούτο το πηλήκιο, έτσι όπως συνδυάζεται με το
εξαγγειωμένο αίμα και τη δύσπνοια των άλλων, όσων το χρειά-
ζονται, κρατά πιότερο γαληνεμένη τη σκέψη μας στο εργαστήριο
της Φυσιολογίας. Πλησίαζα στο σπίτι που νοίκιαζα, αν και δεν συ-
νήθιζα να μπάζω τον εαυτό μου φορτωμένο ετερόκλητες σκέψεις,
γιατί τα βιβλία της ιατρικής δεν έχουν φαντασία, δεν έχουν ποί-
ηση. Είναι κείμενα με ορθολογικά αδιέξοδα. Τα βράδια, για όση
ώρα έκαιγε φως, δυνάστευε η λογική του ιατρικού βιβλίου με ανα-
λογίες υγρών και στερεών, δόσεις φαρμάκων, νούμερα. Με σβη-
σμένο φως, έρχονταν τα όνειρα στις μύτες και ζέσταιναν τις νύ-
χτες, τότε χαμογελούσαν τα κορίτσια, τότε τα μαλλιά τους εγκα-
τέλειπαν αρωματική ψευδαίσθηση στο μαξιλάρι, τα χέρια μπερ-
δεύονται στη μοναξιά και βοηθούν στη συναρμολόγηση των ονεί-
ρων με στοιχεία το κρεβάτι, το φως, το τραγούδι, τον έρωτα, το
ρακί και τα λουλούδια της χειμωνιάς.
Η δεξίωση του πρύτανη στον κήπο του κεντρικού κτιρίου του
πανεπιστημίου για το τέλος της σχολικής χρονιάς, ή καλύτερα του
ακαδημαϊκού έτους, οι καθηγητές όσοι βρίσκονταν στην πόλη με
τις συζύγους τους ντυμένοι στα καλά τους έμπαιναν στον κήπο για
μερικές στιγμές ολότελα δικές τους.
Η ατμόσφαιρα ήταν εντελώς διαφορετική από άλλες μέρες, οι
κλητήρες καλούν ταξί για την επιβίβαση των καθηγητών, το χιού-
146
Ασκήσεις Φυσιολογίας [εκτός όμως εργαστηρίου]

μορ διαχέεται παντού σαν να μην είχε λείψει ποτέ, ίσως ήταν εκεί
έξω από τις αίθουσες και τα εργαστήρια, γι’ αυτό και δεν το γνω-
ρίζαμε.
Πολλές φορές φρόντιζα να βρίσκομαι τυχαία στη λεωφόρο έξω
από το πανεπιστήμιο -δεν μένω στο όνομά της, γιατί άλλαξε πολ-
λές φορές- στις μεγάλες κοσμικές ώρες, όταν άνοιγε όχι μόνο ο κή-
πος, αλλά και η αίθουσα τελετών, έβγαιναν τότε από τη σύγκλητο
οι καθηγητές με τις τηβέννους και έδειχναν όλη την επιστημοσύ-
νη και τη μεγαλοφυΐα που είχαν και που τους έλειπε. Αυτή η ψευ-
δαίσθηση με το «δέον γενέσθαι», με τροχισμένα τα ιδανικά γνωρί-
σματά του. Σήμερα... μαύρα σακάκια, σκληρά κολάρα και ένα λει-
ασμένο ύφος, άλλο από εκείνο το γνώριμο που δεν χάραζε χαμόγε-
λο, έδινε σήμερα την ευκαιρία για το αντίθετο. Θυμάμαι τον καθη-
γητή της φαρμακολογίας με πολυτσακισμένες τις γωνίες του που-
καμίσου του στον γιακά σαν μαρμάρινα σκαλοπάτια, κάποιο πα-
πιγιόν υποχρέωνε τη συγκράτηση των σχέσεων με το κεφάλι κρα-
τημένο πίσω.
Με τα χοντρά του γυαλιά και το σκούρο μπλε σακάκι, έχοντας
το πολυτσακισμένο πουκάμισο στο άνοιγμα των πέτων, έμοιαζε
με πουλί, καθώς τα πούπουλα στο στήθος του έπαιρναν όποια θέση
τα βόλευε, ήταν πειθαρχημένες ακόμη και οι υπογνάθιες πτυχές
του δέρματος. Ήταν ολότελα ξένος σε τόπο και τρόπο της δεξίω-
σης· μόνο στο εργαστήρι βολευόταν σαν λησμονημένος σελιδοδεί-
κτης ανάμεσα σε βιβλία.
Ο καθηγητής της νοσολογίας, με κοντά σγουρά μαλλιά και
σακουλιασμένα μάγουλα που τετραγώνιζαν κάτω από τα γυα-
λιά, καθώς το πρόσωπό του δεν τα έζωνε ολόγυρα από τους φα-
κούς. Έκρυβε επιδέξια την έκφραση των ματιών του και δεν άφη-
νε ρωγμή στο βλέμμα του να μπορεί να μπει κανείς στην ψυχή του.
Γνώριζε πώς να αποστασιοποιείται από φοιτητές και συνεργάτες,
147
Πάνος Θ. Πούγγουρας

ώστε να φυλάγεται άφθαρτος ο ίδιος κάτω από τη γυάλινη κλούβα


του μέχρι τέλους. Δεν έζησε μικρές αλλά ούτε και μεγάλες στιγ-
μές. Ήθελε να ζει σε καθωσπρεπισμό χωρίς προεκτάσεις επαγγελ-
ματισμού που γλυκαίνουν και ξεφτίζουν. Έτσι το κλίμα της κλινι-
κής του στο Κεντρικό Νοσοκομείο δεν είχε συνέπειες σε κανέναν,
έλειπε όμως ο παλμός που έδειχναν άλλες κλινικές με συγκεντρώ-
σεις, δημοσιεύσεις και προωθήσεις συνεργατών. Γι’ αυτόν τον λόγο
ήταν θλιμμένοι οι γιατροί, δεν ήταν όμως το ίδιο και η ιατρική που
γνώριζε καλύτερα τον λόγο.
Απ’ όταν ανακοινώθηκαν τ’ αποτελέσματα των εισαγωγικών
και μέχρι να σφίξουν τα μαθήματα, οι φοιτητές μπαινοβγαίνουν
στο κεντρικό κτίριο με άδειες τις τσάντες (χαρτοφύλακες), περ-
νούσαν με κάποιο πρόσχημα από τη γραμματεία, έτσι, για να βρί-
σκονται όσο περισσότερο μπορούσαν σε τούτο τον χώρο. Με δέος
πρόσεχαν τη στιλβωμένη πινακίδα δίπλα στη θύρα της γραμματεί-
ας που έγραφε «κοσμήτωρ ιατρικής σχολής»· το ’χουν αυτό το επι-
βάλλον οι κάθε λογής πινακίδες. Η πόρτα του κοσμήτορα ουδέπο-
τε άνοιξε, η είσοδος στο γραφείο αυτό γινόταν μέσω της γραμμα-
τείας· ο καθένας φαντάζεται πως το τραπέζι ζώνεται αναπαυτικά
καθίσματα, ώστε οι αποφάσεις να έχουν το πιο ισορροπημένο βά-
ρος. Τις πρώτες εκείνες μέρες, το ομαδικό πορτραίτο των καθηγη-
τών της σχολής κεντιέται στους στοχασμούς των φοιτητών, για
τους συνέδρους καθηγητές σαν κάτι που να μοιάζει με το βόλεμα
των λουλουδιών στην ανθοδέσμη στο βάζο· ήταν ακόνη τότε λου-
λουδιασμένη η γνώμη μας γι’ αυτούς, χωρίς τις εμπειρίες οι όποιες
έμελλε να μας χαράξουν, ώστε πριν αποφοιτήσουμε άλλαξαν τα
συναισθήματά μας.
Τώρα μπορώ να το εξομολογηθώ ότι, από τις πρώτες μέρες θε-
ωρούσα κάποτε-κάποτε τούτη τη μικρή αίθουσα της κοσμητείας
σαν πανέρι φρούτων· ο κάθε καθηγητής σαν ώριμος πια καρπός
148
Ασκήσεις Φυσιολογίας [εκτός όμως εργαστηρίου]

έμπαινε σε κάποια προκαθορισμένη θέση ανάλογη του αρώματος,


του χρώματος και της γεύσης του, γυαλισμένος και δοκιμασμένος
με δάγκωμα στο πίσω, όπως περίπου τα παιδιά κακοποιούν κρυφά
τα μήλα. Τώρα, καθώς το όποιο γευστικό κατάλοιπο του καθενός
δεν ξεθωριάζει χαραγμένο πια στη μνήμη, όλα μοιάζουν απόκο-
σμα. Τα πρώτα συναισθήματα παραμένουν στεγνωμένα από θαυ-
μασμό, κάθε προσωπική εμπειρία συναρμολογεί και νετάρει ακρι-
βέστερα το είδωλο.

Τα κάγκελα -παλιές σιδεριές- κρατούν στα χαμηλότερα σκαλιά


χνούδι μούχλας, αναπλάθουν την εκφυλισμένη έκφραση της επο-
χής, όπως ακριβώς αυτή προηγήθηκε της κατοχής. Όλα τώρα τρι-
γύρω συνθέτουν τη θλίψη, όμως τα διόδια κατάλοιπα αύριο, ως εί-
ναι συνήθεια, θα προκαλούν ευφορία της αναπόλησης, αφού η μνή-
μη σπάνια βυθομετρά τα γεγονότα πέρα από την αισθητήρια ανά-
πλαση του φλοιού, εκτός και αν κάποια είναι βιώματα και χαρά-
χτηκαν όπως στη φλούδα του δέντρου.
Το κλίμα στην αυθαιρεσία της εγκατάλειψης, με γερασμένες
τις κληματόβεργες, εξομοιώνει τα παγερά φεγγαρόφωτα βράδια
τη σκιά του με τις σιδεριές της σκάλας.
Στο πίσω κεφαλόσκαλο αχνίζει κρεμμύδι και μπαχάρι, ίσως
στο ισόγειο η οικογένεια του κλητήρα αξιοποιεί το πειραματικό
κατάλοιπο του κουνελιού σε στιφάδο, ένα έξαιμο ζώο με λευκό
κρέας στολισμένο κρεμμυδάκια και στεφανωμένο τα φύλλα δάφ-
νης με κόκκους μαυροπίπερο μετά την κατάβρεξή του με μαύρο
κρασί γιορτάζει κάθε χρόνο από συστάσεως εργαστηρίου Φυσιο-
λογίας το τέλος του κεφαλαίου της κυκλοφορίας του αίματος. Κά-
ποτε-κάποτε, από το εργαστήριο της φαρμακολογίας, κανένας πε-
τεινός, όταν γίνονται πειράματα με αρσενικές ορμόνες, γίνεται κό-
κορας κρασάτος. Άλλοτε πάλι αχνίζει λάχανο· τότε εκ της κατσα-
149
Πάνος Θ. Πούγγουρας

ρόλας του κλητήρα εξασφαλίζεται εύκολα η συμπάθεια των φοιτη-


τών σαν προς προλετάριον, έχει η φτώχεια τον τρόπο της να παρα-
πλανά τα συναισθήματα των τρίτων, ώστε να συλλογίζεται και ο
φτωχός τον φτωχότερο «ωσαννά» το έχει υποχρέωση.

150
Εργαστήριο Φυσιολογίας
[πολύ μετά]
Στα Μετέωρα για ένα κερί
Η σχολή του Ιπποκράτη στη Θεσσαλονίκη, έχοντας τον τοκε-
τό της στην περίοδο της κατοχής, καθυστερημένα αποφάσισε την
πρώτη εκδρομή των τελειοφοίτων (μόνο) στο εσωτερικό. Αμέσως
μετά την εξεταστική περίοδο του Ιουνίου ετοιμάστηκε και αναχώ-
ρησε η ομάδα του έτους μας. Ενάμισι πούλμαν όλοι μας, αναχωρή-
σαμε δυτικά της πόλης, στο ένα (το μεγάλο) όσων τα ονόματα πή-
γαιναν από Α μέχρι το Μ, στο άλλο (το μικρό) οι υπόλοιποι και ο
συνοδός καθηγητής με τις τρεις Ιπποκρατίδες κόρες - φοιτήτριες
να εναλλάσσονται παρακαθήμενές του με τη μέρα, όπως το ζήτησε
από το ξεκίνημα κιόλας.
Tο ’χουν οι μεγάλες ηλικίες να αποκτούν περισσότερη διαφά-
νεια στις προθέσεις τους, καθώς τα προσχήματα χρησιμοποιού-
νται ολοένα και λιγότερο, μπορεί άλλοτε να το έπαιζαν σαν τις κο-
ρίνες, όμως η ευκινησία στο σώμα όπως και στο πνεύμα είναι πια
παρελθόν. Η ακοή έχει χάσει ντεσιμπέλ, γι’ αυτό όταν χρειάζεται
να μιλήσει ο συνοδός καθηγητής ακούγεται έντονα κουρντισμένο
λαρύγγι στην ένταση που πιάνει το αυτί του, έτσι όποιοι κρυφοί
του διάλογοι με τα παρακαθήμενα κορίτσια ακούγονται σε ολό-
κληρο το πούλμαν μέχρι πίσω.
- Αντωνία, μόλις γυρίσουμε Θεσσαλονίκη, θα σε πάρω να πάμε
οι δυο μας στη Βιέννη.
- Κιόλας, κύριε καθηγητά;
- Είμαι δικτυωμένος με ένα δεκατεσσάρι, το συναντώ τρεις φο-
ρές την εβδομάδα...
- Καλά, δεν είναι πολύ;
155
Πάνος Θ. Πούγγουρας

- Τι; Ερωτευμένο είναι, γι’ αυτό και προτείνω Βιέννη αμέσως


μετά την επιστροφή να ξεχάσει λίγο...
Όσο μιλούσε ο ομότιμος καθηγητής της παιδιατρικής, το
πούλμαν σιωπούσε σε γενική ιλαρότητα.
Εφοδιασμένοι με ειδική άδεια ομαδικής διέλευσης από τα Τέ-
μπη -τότε για πρώτη φορά τα διαπερνούσε, εκτός από τη σιδηρο-
δρομική και οδική αρτηρία. Ήταν ο καινούργιος δρόμος με διεθνείς
προδιαγραφές, κατ’ εξαίρεση οι αρχές μάς χορήγησαν άδεια πριν
από την επίσημη παράδοση της οδού στην κυκλοφορία. Ήταν το
σημαίνον να εγκαινιάσουμε αυτή την αρτηρία στο τέλος των σπου-
δών μας με σημαινόμενο τη νέα φάση της ζωής μας που λεωφοριά-
ζεται μπροστά μας, γι’ αυτό και κάποια ευφορία έζωνε σαν κορδέ-
λα-κορδέλα δώρου το μικρό μας πουλμανάκι. Πορευόμασταν πα-
ράλληλα με το τρένο στην πανέμορφη κοιλάδα των Τεμπών, χρο-
νικά σε τούτη την κοιλάδα το τρένο προηγήθηκε του αυτοκινήτου
κατά μισό και πάνω αιώνα. Αν και είμαστε ανάμεσα στους πρώ-
τους που περνούν, αισθανόμαστε οικείοι στον χώρο, μπορούμε και
σταθμεύουμε, κατεβαίνουμε στο ποτάμι, τεντώνουμε τα χέρια μας
στα πλατάνια, τόσες φορές τ’ αγναντεύαμε μέσα από τον συρμό,
απροσπέλαστα και φευγαλέα. Μ’ ανοιχτά παράθυρα, τα πλατάνια
μύριζαν πετροκάρβουνο από την ατμομηχανή που προηγήθηκε. Ο
σιδηρόδρομος τότε είχε ακόμη έντονα τα γνωρίσματά του, η ατμο-
μηχανή με γυαλισμένα τα μπρούντζινα εξαρτήματά της, κάποιες
βίδες με καπέλο βαμμένο κόκκινο και αιθάλη να διαμοιράζεται και
να ενοχλεί με τους κόκκους της τα μάτια των επιβατών. Η μαγεία
του τρένου της εποχής περιέχει το «καρβουνάκι στο μάτι», ήταν
ακόμη και ο ρυθμός που περνούσε σαν αίσθηση όλο τον συρμό.
Καθίσαμε στο πεζούλι -κοίτα πώς παρέμεινε να λέγεται το μεταλ-
λικό προστατευτικό του δρόμου- περιμένοντας το τρένο, ακούστηκε
αντίπερα, τότε δεν είχε ακόμη συρρικνωθεί η παρουσία του όπως αρ-
156
Στα Μετέωρα για ένα κερί

γότερα, όταν φόρεσε μηχανή με πετρέλαιο και κύλισε στις ράγες πα-
ρόμοιο λεωφορείο με εξάτμιση, γκάζι και κόρνα -«κλάξον» το είπαμε
αργότερα. Τα πλατανόφυλλα του Πηνειού έχασαν το καρβουνάκι από
τα μάτια που έκανε το ταξίδι απόλαυση, καθώς η άνεση ήταν φειδω-
λή πριν ακόμη αφομοιωθεί στην ταχύτητα που εξασφαλίζει το ηλε-
κτρικό, ώστε κατάντησε το ταξίδι κάτι σαν ολίσθημα φιδιού. Περιμέ-
ναμε το τρένο, κοιταχτήκαμε με τον φίλο μου στο πέρασμά του, και
χωρίς να πούμε τίποτα, αναπολήσαμε μερικά απογεύματα στις γέφυ-
ρες του σιδηροδρομικού σταθμού της Σαλονίκης. Φοιτητές τότε, στα
πρώτα μας χρόνια, πηγαίναμε στη μεταλλική γέφυρα που δρασκέλιζε
τις γραμμές· ιχνηλατείται ανομολόγητη επιθυμία να βιωθεί η επιθετι-
κή προσπέλαση της ατμομηχανής με το φουγάρο και το σφύριγμα σαν
καλπασμός αλόγου, κάτι σαν μετωπική επίθεση στη γέφυρα. Πολ-
λές φορές το ορκιστήκαμε να μείνουμε ακίνητοι όταν η ατμομηχανή
θα περνούσε κάτω από τα πόδια μας, όμως την ύστατη στιγμή τρέχα-
με στις άκρες, κάποτε-κάποτε βάζαμε στις μύτες μας μαντίλια. Όταν
το τρένο απομακρυνόταν από την πόλη κατά τη δύση του ήλιου, στο-
χαζόμαστε την επαρχία, τη φυγή, τη μετανάστευση, τη μοναξιά, την
υποχρέωση της στράτευσης: κάθε αναχώρηση σε ενδοσκοπία και αυ-
τογνωσία, κάποια επανατοποθέτηση συναισθημάτων, κάποτε η φυγή
βαθαίνει ανερμήνευτα τα βλέμματα στον καθρέφτη· ένα ολόκληρο πα-
ρελθόν αποστάζεται σε λίγες μόνον σταγόνες παρόν και η μοναδική ελ-
πίδα για το μέλλον είναι κάποιος καπνός-υπόσχεση σαν ένα ανεμίζον
μαντίλι που κλείνει το παρελθόν, όσο το μπορεί, όσο το τελευταίο βα-
γόνι απομακρύνεται, γίνεται σημείο που συγκεντρώνει τις σκέψεις ή
τις επιθυμίες... Να πηγαίνουμε... Να φεύγουμε σε μέρη άγνωστα, που
έχουν σαν ελπίδα ψήγματα από βιώματα, δηλαδή να είναι άγνωστα, εν
μέρει γνωστά.
Και όταν η πόλη σκόρπιζε αστέρια από Επταπύργιο μέχρι Κα-
λαμαριά, έπειτα πάνω στο σκοτάδι που μας έζωνε όπως η θάλασ-
157
Πάνος Θ. Πούγγουρας

σα τη νύχτα, αφήναμε να χαθούν οι στοχασμοί μας. Φεύγαμε αλα-


φρωμένοι την επιστροφή μας σε μια πόλη ξένη, σε τούτο τον χρόνο
που έπαιρνε μέχρι να δύσει ο ήλιος, όσο τρέχαμε το δικό μας ταξίδι.
Ήταν γνώριμα τα συναισθήματα πάνω στη γέφυρα σαν τη χι-
λιοπαιγμένη παρτιτούρα. Τώρα το τρένο πηγαίνει παράλληλα με
το δικό μας ταξίδι, λίγο πριν από το πτυχίο, οι σπουδές είναι στο
τέλος, δεν θα ξανακαθίσουμε πια σε αίθουσα, το ταξίδι μας είναι
φυγή χωρίς αμφιβολίες, χωρίς αναστολή, χωρίς φρένο.

... ...

Στην όχθη των γραμμών κείτενται ακόμη αναποδογυρισμένοι οι


σκελετοί των βαγονιών από την αποχώρηση των Γερμανών και τις
ανατινάξεις του εμφυλίου που ακολούθησε. Η στιγμή που περνά-
με για πρώτη φορά οδικά τα Τέμπη σημαίνει το τέλος μιας εποχής,
ηδονίζει η αναφορά στα περασμένα, κάποτε θα στεγνώσει η πατίνα
του λειασμένου βότσαλου. Έπιασα πολλές φορές τον εαυτό μου να
αρνείται ν’ ανασύρει μνήμες που έχουν τη φιλαργυρία της αποκλει-
στικής ανάλωσης, ίσως η μεταμόρφωση του εντόμου να διέπει και
τη μετατροπή του άβουλου σήμερα σε χθεσινή νοσταλγία, για τον
εξαγνισμό όμως αυτόν χρειάζεται χρόνος, οι μέρες που θα έρθουν
απεργάζονται από το σκουλήκι την πεταλούδα. Αν περνούσαμε λί-
γες εβδομάδες ή μέρες πριν, ίσως να γύριζαν ακόμη οι ρόδες των
ανεστραμμένων βαγονιών. Αν φθάναμε πριν τις βροχές της άνοι-
ξης, ίσως το στιλβωμένο πέλμα της ρόδας του τρένου δεν θα είχε
σκουριάσει. Κάποτε, κάποια νάρκη κάτω από τα στεγανά πλατα-
νόφυλλα καραδοκούσε καμουφλαρισμένη την ατμομηχανή. Εκείνη
πήγαινε με τη μεγάλη της μυωπία, αποθέτοντας σαν τον Οιδίποδα
τα βήματά της στην Αντιγόνη των γραμμών, έτσι δεν υπάρχει πε-
ρίπτωση ν’ αποφύγει την ανατίναξη, τουφ τουφ τουφ μπουφ... Και
158
Στα Μετέωρα για ένα κερί

οι ρόδες γυρίζουν μετέωρες, όλα τα υπόλοιπα είναι βιωμένα για


ενεά τουλάχιστον χρόνια, καμιά ρόδα από κείνες δεν θα ξαναγυρί-
σει πάνω στις ράγες που επανασυνδέθηκαν μετά το ίσιωμα, μετά
το ξεπυράκτωμα...

Το πούλμαν και το πουλμανάκι στον θεσσαλικό κάμπο, τώρα που


τα στάρια ήταν θερισμένα, τα μαθήματα τελειωμένα, το σιτάρι σε
τσουβάλια, τα πτυχία γράφονται στις περγαμηνές. Ο κάμπος στην
ώρα της συγκομιδής και στην αντανάκλαση προσώπων στα παρά-
θυρα, τα μάτια θαμπώνουν από τον ήλιο, όντας μισόκλειστα, στο-
χάζονται χαμόγελα, φροντισμένα μαλλιά, αναποφάσιστα γυναι-
κεία χέρια, βλέφαρα να παραπλανούν τις προθέσεις βλεμμάτων,
βλέπουν πρόσωπα αναγνωρίσιμα, όπως εκείνα που έρχονται στο
όνειρο της κοπέλας, όταν υπάρχουν κουφέτα από αρραβώνα κάτω
από το μαξιλάρι της... Όνειρα, όνειρα, κι ας είναι τόσο φορτωμέ-
νη η μέρα, όνειρα τούτα τα γραμμάτια που δεν εξοφλούνται, με το
φως του ήλιου, η σελήνη ασημώνει και ο ήλιος οργώνει.
Στη μονή Βαρλαάμ στα Μετέωρα, ο καθηγητής σκυφτός από
παλαιά του, αδύναμος ανεβαίνει με κόπο, αλλά ανεβαίνει: κοιταζό-
μαστε και στοχαζόμαστε, η θέαση και η βίωση της ζωής του αιώνα
στα μάτια μας πριν και μετά, εκείνος και εμείς, όμως στα Μετέω-
ρα εκείνος και εμείς από την ίδια πλευρά. Ευτυχισμένη η ζωή, αγία
η στιγμή της ευτυχίας, μόλις το υποπτευθεί, αναζητεί φακό μηχα-
νής να ποζάρει για πάντα την ευκαιρία, κάτι μάντεψε και όταν είδε
να ποζάρουμε είπε:
- Τραβήξτε φωτογραφίες να έχετε με τι να πονάτε κάποτε,
είπε και στάθηκε ανάμεσά μας. Απροσδόκητα έρχεται η στιγμή,
εκεί που φαντάζεσαι ότι η παρούσα στιγμή δεν έχει τίποτα να υπο-
θηκεύσει στο μέλλον.

159
Αποστάξεις μνήμης για το μέλλον
Κάθε φωτογραφία δεν είναι παρά η αρχική ακτινογραφία, αυτή
οριοθετεί τη μετέπειτα εξέλιξη της νόσου. Ευτυχισμένη πόλη η
Θεσσαλονίκη, συρρικνώνεται και διαστέλλεται σαν τον περνά δί-
πλα από το κεντρικό πάρκο και το τέλος του καλοκαιριού έφερ-
νε κόσμο που δεν βολευόταν πια στη θάλασσα. Εκεί κοντά η δυ-
σοσμία των λυμάτων δεν χωρούσε με υπερκορεσμό στο νερό και
στη θαλάσσια αραίωση, έτσι ώρες-ώρες απονέκρωνε τον περίπα-
το στην παραλία.
Το πλατάνι, πιο πέρα, δίπλα στον Πύργο, για δεκαετίες έκρυ-
βε τη δυνατότητά του ν’ αναμετρηθεί κάποτε με τούτον στο μπόι.
Εκείνος αυτάρεσκα επιδαψιλεύει τα πεύκα που τον έζωναν χαμη-
λότερα χωρίς απειλή. Το πλατάνι μετά την Παύλου Μελά ευδαι-
μονίζεται και ευτρέφεται κυριαρχικά πια, σχεδόν πατερναλιστι-
κά. Το βράδυ στο γήπεδο, η συναυλία του τραγουδιού, οι φοιτητές
περνούσαν από πριν, ήθελαν να διαπιστώσουν κατά πόσο ακούγε-
ται έξω, εποχή και κείνη, ο κόσμος τραγουδούσε γοητευμένος από
στίχο και μουσική, όχι πως οι ήχοι σπάνιζαν στην περιοχή και την
εποχή, αφού διάφορες ορχήστρες έπιαναν δουλειά στα δύο πάρκα,
όπως τα χώριζε η γραμμή του τραμ, όπως του μεταξοσκώληκα,
όταν δεν έχει δικό της πρώτο λόγο στα κυβερνητικά και την εξου-
σία, όπως η Θεσσαλονίκη, ψάχνει.

-Μετέωρα, Γιάννενα, Κέρκυρα, Αθήνα, όπως εξυφαίνεται το πρό-


γραμμα. Ο νέος δρόμος κατηφορίζει από Κατερίνη για πρώτη φορά
ανατολικά του Ολύμπου, δίπλα στο κάστρο του Πλαταμώνα, και να
163
Πάνος Θ. Πούγγουρας

’μαστε στην κοιλάδα των Τεμπών. Μετά τα Μετέωρα, αρχίζει η ανά-


βαση στις υπώρειες. Οι βράχοι των Μετεώρων γέμισαν τη θέα του κά-
μπου. Όσοι το είδαν από τις πρώτες θέσεις του πούλμαν, ετοίμασαν τις
φωτογραφικές μηχανές. Κάτω στις υπώρειες, αραγμένα τα πούλμαν
ανάμεσα στα βράχια που ’χουν το χρώμα της στάχτης· το πουλμανάκι
δίπλα, στο χρώμα της παπαρούνας, και ένας ήλιος έδειχνε στον ουρανό
ξεθυμασμένος σαν καντηλέρι όταν σώνεται το λάδι. Η δύση στον κά-
μπο με την άχνα να ζέχνει τα χρώματα και τα βουνά, καθώς την εξαρ-
γυρώνουν με σκιά πριν από την ώρα της, την πηγαίνουν σε ομογενο-
ποίηση θολή σαν τον μούστο, στη φρεσκάδα του δεν έχει τίποτα από
τη διαύγεια του λευκού οίνου. Ποτέ δεν θυμάμαι να κάθισα κάπου απο-
λαμβάνοντας τη δύση στον κάμπο, πάντα μου θύμιζε το ταράκιασμα
του μαλλιού ή του βαμβακιού, όπως το χτυπούσαν οι γύφτοι με ειδικό
μονόχορδο και βέργα, ώστε να κλώθεται. Κατηφορίσαμε και κλώθα-
με τη συνέχεια της αποπνικτικής μέρας στην καλοκαιρινή νύχτα· ζέ-
χνει απαράλλαχτα, με όλα τα στοιχεία, όσα καθιστούν ανυπόφορη τη
νύχτα όπως και τη μέρα, όταν ξαφνικά:
-Λαγός να μην είναι, πρόλαβε με σιγουριά ο καθηγητής, το
φίδι δεν πειράζει. Τα χωριά θερισμένα, τα ερπετά διασχίζουν την
άσφαλτο σαν απολεσθέντα κομπολόγια. Στις άκρες του δρόμου
ακακίες, σήμα της εποχής που τις προτιμούσε για δεντροφύτευ-
ση, είναι βέβαιο ότι όταν ο δρόμος θα ευθειαστεί και θα πλατύ-
νει, τότε θα έχουμε λησμονήσει την παρουσία τους. Όπου το έδα-
φος μουλιάζει, οι λεύκες έδειχναν προτίμηση, όμως με τη διαπλά-
τυνση έμειναν και εκείνες στη μνήμη της ανθρώπινης ηλικίας με
την οποία και συμπορεύονται. Εκείνες τερμάτισαν πρώτες, μερι-
κοί συνομήλικοι συνεχίζουν, κάποτε ανεξάρτητα, με την προτεραι-
ότητα σώνεται η ηλικία όλων. Η σκέψη μου δεν ρίζωνε άλλο στον
κάμπο, έκλεισα τα μάτια μου και κράτησα πίσω από τα βλέφαρα
τις σκιές από τους κορμούς των Μετεώρων.
164
Ο έρωτας πήγαινε με ποδήλατο
Στον χώρο της ΧΑΝΘ ήταν το ανοιχτό γήπεδο του μπάσκετ,
όπου τα φώτα των προβολέων τα βράδια βόλευαν παραστάσεις
θεάτρου και συναυλίες ελαφρού τραγουδιού. Λίγα μέτρα από τον
Λευκό Πύργο, πάντα η πόλη μετρά, έχοντας κέντρο τον ένα πόδα
του διαβήτη στον Πύργο, και γράφοντας ένα ημικύκλιο στη στε-
ριά από παραλία σε παραλία. Το γήπεδο χειροκροτούσε και η πόλη
αφουγκραζόταν, ο δρόμος για την έκθεση, το γήπεδο του μπάσκετ
με μουσική και ορχήστρες, το ρεπερτόριο εκείνων ήταν της διε-
θνούς γυροβολιάς και όχι τραγούδι που να κεντά βιώματα από το
σχολείο και την πατρίδα, ήταν ποιήματα που αναλύαμε στο σχο-
λείο και ήχοι που θύμιζαν εκκλησία σε Χαιρετισμούς και Μεγάλη
Εβδομάδα. Ό,τι και αν ακουγόταν, ήταν αναγνωρίσιμο. Στον ίδιο
χώρο της ΧΑΝΘ δοκιμάστηκε και θέατρο σε παραστάσεις που ξε-
κόβουν από τη δυνάστευση της αρχαίας τραγωδίας, με προδιαγρα-
φές αρχαίου θεάτρου, όπως βιώθηκε τόσο οδυνηρά από το μάθημα
των αρχαίων ελληνικών, δοκιμάστηκε να ακουστεί αυτοδύναμος ο
λόγος, κυρίως σε τραγωδίες του Ευριπίδη, όμως αυτή η διδασκα-
λία με τις απροσδόκητες εκφάνσεις κράτησε λίγο. Λιγοστοί έχουν
να θυμούνται σήμερα κάποια εμφάνιση του Λέοναρντ Μπερνστάιν
στον χώρο του μπάσκετ με περιοδεύουσα αμερικανική ορχήστρα.
Μπορεί αυτή η κάθοδος στο υπόγειο της αράχνης και της σκόνης
των αναμνήσεων να ξεκόβει και να σβήνει (ό,τι είναι πέρα του πι-
θανού) σαν ανάστροφη πιθανότητα του σημερινού σε μία ομογενο-
ποίηση, όπως τότε, όταν η διεθνής έκθεση ήταν ακόμη περιορισμέ-
νη στα πρώτα μεταπολεμικά χρόνια· τότε ορκίζομαι πως άκουσα
167
Πάνος Θ. Πούγγουρας

στον υπαίθριο χώρο της το κουαρτέτο Τζούλιαρντ της Νέας Υόρ-


κης, σε έργα κλασικών και μοντέρνων. Ήταν το ίδιο καλοκαίρι,
όταν βρέθηκα απροσδόκητα στην πόλη με περισσευούμενα χρή-
ματα, προϊόν εργασίας σε λουτρόπολη. Πέρασα από τα ζαχαρο-
πλαστεία της οδού Τσιμισκή όπου μας διαπερνούσαν οι οσμές από
τα γλυκά της βιτρίνας και γεύτηκα το καλοκαίρι, ό,τι λαχταρούσα
τους χειμώνες. Στην οδό Αριστοτέλους το κατάστημα με τους δί-
σκους, τότε ήταν οι long plαy, κατάφεραν και χώρεσαν για πρώτη
φορά ολόκληρη την Ενάτη του Μπετόβεν σε έναν μόνο δίσκο, με τη
συμφωνική και τη χορωδία της όπερας της Βιέννης. Η στιγμή της
αγοράς του δίσκου ήταν η εκπλήρωση ενός διατηρημένου ονείρου,
η χάραξή του στο υποσυνείδητο μόνο προσωπικά είναι κατανοη-
τή και αναγνωρίσιμη. Χανόμασταν τον χειμώνα στην αίθουσα του
Βασιλικού Θεάτρου, όπου η νεογέννητη συμφωνική μάς πήγαινε
μέτρο με το μέτρο στον χώρο και στον κόσμο της μουσικής κάτω
από την μπαγκέτα του Σόλωνα Μιχαηλίδη. Όλη η πόλη ήταν ανοι-
χτή στην αγάπη, εκτός από το ενοικιαζόμενο δωμάτιο όπου δεν
χωρούσε έρωτες: εκεί κρύβαμε τα ένστικτα, έξω αρμένιζαν τα συ-
ναισθήματα, στα στενά, στους δρόμους, στις βιβλιοθήκες... Τι να
επιστρατεύσεις που να μη είναι επανάληψη; Όλα όσα θέλαμε να δο-
κιμάσουμε ή να προτείνουμε ηχούσαν σαν γνώριμο ρεφραίν.
Όταν τα μάτια στα αναγνωστήρια ανορθώνονταν από τα βιβλία
που διάβαζαν βλέμματα, όπως φοριούνται από όλες τις γυναίκες
καθ’ όλο το εικοσιτετράωρο και όχι ευκαιριακά μόνο στο διάλειμ-
μα της μελέτης.
Τα μάτια της γυναίκας περιμένουν το ανδρικό βλέμμα όχι μόνο
για ξαπόσταμα, όχι μόνον όταν αποσκιρτά από το βιβλίο, περιμέ-
νουν εκεί όπου βρίσκεται το βιβλίο σαν προπέτασμα ή πρόσχημα.
Μόνον όταν ψαρεύουμε το βλέμμα μπορούμε να το κρατήσουμε,
ποτέ να το υποχρεώσουμε να περιμένει την απόχη.
168
Ο έρωτας πήγαινε με ποδήλατο

Ήταν στο ισόγειο της οδού Παλαιών Πατρών Γερμανού, με πα-


ράθυρα στον δρόμο τότε. Μας γνώρισαν ένα απόγευμα τα παιδιά,
από το νυχτερινό γυμνάσιο της Ικτίνου, τα περίμενα μετά τη βι-
βλιοθήκη, στα δέντρα μπροστά στα παράθυρα του ισογείου, τα
παιδιά ήταν το πρόσχημα, τα περίμενα να σχολάσουν, έτσι σαν τη
στρουθοκάμηλο έκρυβα -κατά τη γνώμη μου- το πρόσχημα από
την οικογένεια της κοπέλας. Την έβλεπα πολλές φορές να μπαινο-
βγαίνει και υποτίθεται πως γνώριζε τον λόγο της αναμονής, εκεί
έμενε η κοπέλα μου, ωστόσο κάθε φορά της επέβαλλα, άγνωστο
πώς, να πλησιάζει και ν’ απολογείται, «πού πηγαίνει;», με πρόχει-
ρη την απάντηση «πάω για ασπιρίνες για τη μαμά μου» και στον
λόγο πάνω κάποτε ακουγόταν η μπετούγια από τα παντζούρια που
σφαλνούν από μέσα με τρόπο θορυβώδη.
- Πάμε βόλτα: να βρούμε τα παιδιά.
-Εδώ γύρω; Πηγαίναμε και φέρναμε περίγυρο το οικοδομικό
τετράγωνο χωρίς να μας ενδιαφέρει κανείς άλλος. Κάποτε-κάποτε
κατέβαινα με ποδήλατο, το έσερνα από το τιμόνι. Μου πήρε καιρό
μέχρι να την ανεβάσω για την πρώτη βόλτα· τότε ακόμη στην οδό
Τσιμισκή πήγαινε τραμ και οι γραμμές του έκαναν το διπλοφορ-
τωμένο ποδήλατο να σκουντουφλά. Πήγαμε μέχρι το πάρκο, αλλά
μετά επέμεινε να επιστρέψουμε με τα πόδια. Δοκίμαζα με λέξεις
σκόπιμα επιλεγμένες να κάνω την κουβέντα μας πικάντικη. Μου
είπε ότι ο πατέρας της φεύγει για Αυστραλία, και σε ένα μήνα οι
άλλοι της οικογένειας -με κείνη μαζί.
«Τότε, ό,τι προφθάσεις», της έλεγα διφορούμενα, χωρίς κα-
μιά διάθεση να διευκρινίσω τι· τουλάχιστον περίμενα από κείνη
και κείνη σιωπούσε, πίστευα ότι εντρυφεί πάνω στο ίδιο με μένα
ζητούμενο αλλά μη ομολογούμενο... Έτσι, αφού είναι το ίδιο, για-
τί να μην το δεχόμαστε σαν απαρχή; Βιαζόμουν να προχωρήσω σε
άλλες σκέψεις ή και απόπειρες. Ο καιρός έτρεχε για καλοκαίρι, οι
169
Πάνος Θ. Πούγγουρας

εξετάσεις του Ιουνίου κοσκινίζουν τον χρόνο, όσο περίσσευε για τις
απογευματινές μας συναντήσεις.
Δεν μαντεύω ποιον άλλον από τα παιδιά άκουγε να της διηγεί-
ται τα ίδια ή παρόμοια, ασουλούπωτα, με κενά -δήθεν αυτονόη-
τα- να υποδηλώνουν προθέσεις που δεν αποκρυπτογραφούνται σε
μία πρώτη ανάγνωση. Όμως ότι δεν έπαιρνε πρωτοβουλίες, ούτε
πήγαινε την κουβέντα μας πιο μακριά, μου έβαζε σε υπόνοια ότι
υπήρχε και άλλο πρόσωπο, στο οποίο έλεγε ό,τι εγώ μάταια περί-
μενα από κείνη...
Το καλοκαίρι δεν κρατιόταν άλλο, οι εξετάσεις τελείωσαν, τι
θα γινόταν μετά; Τίποτα άλλο δεν μπορούσε να γίνει, ένα απόγευ-
μα χαιρετηθήκαμε και αποχαιρετιστήκαμε, δίχως να πούμε τίπο-
τα για τον Σεπτέμβρη κάτι που να είχε σαν αρχή τον Απρίλη ή τον
Μάη, κύλησαν δειλοί και αναποφάσιστοι μήνες. Τα μαλλιά της κα-
τέληγαν σε αλογοουρά, το φόρεμά της χωρίς γιακά, με ντεκολτέ
σε χαμόγελο, και η ουρά των μαλλιών της έβρισκε ανοιχτό χώρο
να περνάει και να μένει στο μπούστο της κάθε που έστρεφε κεφά-
λι. Η φούστα στο φόρεμα ομπρέλιαζε με μεσοφόρι κολλαρισμένο,
η κορμοστασιά, λυγερή, την έδειχνε πιο αποφασισμένη, και όμως
αυτό έκανε τη δειλία μου μεγαλύτερη, τον Σεπτέμβρη ίσως και να
έφευγαν, όμως ο Σεπτέμβρης ήταν κιόλας χειμώνας, χωρίς να έχει
αναλώσει τον Αύγουστό του. Τα παντζούρια στο ισόγειο της Πα-
λαιών Πατρών Γερμανού δεν ξανάνοιξαν· δεν τόλμησα να ξαναχτυ-
πήσω κουδούνι, η Αυστραλία ήταν η λύση που πρόσκαιρα βόλευε
κατά την άποψή μου, όπως ο παρεμβαλλόμενος χρόνος τόνιζε την
απελπισμένη σχέση δίχως αύριο που δεν πρόφταινε να ειπωθεί και
να φανερωθεί σε όλα της τα σημεία, να δειχτεί σε όλα της τα ση-
μάδια όσα προηγούνται, ώστε να χαλκευτούν βιώματα ανθεκτικά
στον χρόνο, όπως θα μπορούσε κανείς να σταθεί στην ποιότητα,
αν είχε δοκιμάσει την υφή του έρωτα, με στημόνι και υφάδι. Ήταν
170
Ο έρωτας πήγαινε με ποδήλατο

απλά μία ουβερτούρα αγάπης του πώς θα μπορούσε να είχε εξελι-


χθεί, αν δεν τη στέγνωνε η φυγή. Ήταν η ατολμία που δεν ώθησε
την απόπειρα λίγο πιο κει, όσο χρειαζόταν, για να μείνει έξω από
το καράβι που την πήρε μαζί με τους δικούς της, το ποδήλατο που
την πήγαινα στο πάρκο της ΧΑΝΘ δεν το ξανάφερα στο κέντρο
της πόλης, δεν ήθελα να μου θυμίζει εφηβικές ατολμίες. Ήταν μία
από τις πρώτες φορές· όλες οι κινήσεις μελετήθηκαν επί χάρτου με
βολικό αντίπαλο, που δεν πρόβαλε καμιά αντίρρηση: δεν είπε ούτε
ένα όχι, ούτε σε κάποια φιλιά, που αν και δεν ομολογήθηκαν, δεν
λησμονήθηκαν.

171
Πάνος Θ. Πούγγουρας

ΠΡΩΤΕΣ ΔΗΜΟΣΙΕΥΣΕΙΣ

Σχεδόν όλα τα κείμενα της παρούσας έκδοσης πρωτοδημο-


σιεύτηκαν σε συνέχειες, από τον Μάρτιο του 2010 μέχρι τον Φε-
βρουάριο του 2011, στην εβδομαδιαία εφημερίδα «ΟΔΟΣ» της
Καστοριάς με επιμέλεια του Νώντα Τσίγκα:
-Εργαστήριο Φυσιολογίας, φ.527/28-1-2010
-Καπνιστής (α΄ μέρος), φ.528/4-2-2010
-Καπνιστής (β΄ μέρος), φ.531/25-2-2010
-Πέψη, φ. 532/4.3.2010
-Ούρηση, (α΄ μέρος), φ.533/11-3-2010
-Ούρηση, (β΄ μέρος), φ.534/18-3-2010
-Το λειρί του πετεινού, φ.536/1.4.2010
-Νευρομυικές συνάψεις (α΄ μέρος), φ.538/15.4.2010
-Νευρομυικές συνάψεις (β΄ μέρος), φ.539/22-4-2010
-Ερυθρά αιμοσφαίρια, φ.540/29-4-2010
-Η καρδιά της χελώνας, φ.541/8-5-2010
-Εγκεφαλικός φλοιός, φ. 542/13-5-2010
-Ο φλοιός του εγκεφάλου και η πλύση του, φ.543/20-5-2010
-Κυκλοφορία (α΄ μέρος), φ.544/27-5-2010
-Κυκλοφορία (β΄ μέρος), φ.545/3-6-2010
-Κυκλοφορία (γ΄ μέρος), φ.547/17-6-2010
-Κυκλοφορία (δ΄ μέρος), φ.550/8-7-2010
172
Στα Μετέωρα για ένα κερί

-Ομαδικό πορτρέτο, φ.559/23-9-2010


-Ο δράκος ή ένα ιατροδικαστικό ιντερμέδιο (α΄ μέρος),
φ.560/30-9-2010
-Ο δράκος ή ένα ιατροδικαστικό ιντερμέδιο (β΄ μέρος),
φ.561/7-10-2010
-Ο τοκετός και η ασφυξία ενός νοσοκομείου, (α΄ μέρος),
φ.562/14-10-2010
-Ο τοκετός και η ασφυξία ενός νοσοκομείου, (β΄ μέρος),
φ.563/21-10-2010
-Όνειρα πάνε κι έρχονται (α΄ μέρος), φ.567/18-11-2010
-Όνειρα πάνε κι έρχονται (β΄ μέρος), φ.568/25-11-2010
-Ασκήσεις Φυσιολογίας …εκτός όμως εργαστηρίου (α΄ μέρος),
φ. 569/2-12-2010
-Ασκήσεις Φυσιολογίας …εκτός όμως εργαστηρίου (β΄ μέρος),
φ. 570/9-12-2010
-Ασκήσεις Φυσιολογίας …εκτός όμως εργαστηρίου (γ΄ μέρος),
φ. 576/27-1-2011
-Στα Μετέωρα για ένα κερί, (α΄ μέρος), φ. 577/3-2-2011
-Στα Μετέωρα για ένα κερί, (β΄ μέρος), φ. 578/10-2-2011
-Ο έρωτας πήγαινε με ποδήλατο, φ. 579/17-2-2011

173
ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ

Πρόλογος 11
Το εργαστήριο 13
Καπνιστής 19
Πέψη 27
Ούρηση 33
Το λειρί του πετεινού 43
Νευρομυικές συνάψεις 51
Ερυθρά αιμοσφαίρια 61
Η καρδιά της χελώνας 69
Εγκεφαλικός φλοιός 73
Ο φλοιός του εγκεφάλου και η… πλύση του 81
Εργαστήριο Φυσιολογίας [και τα πέριξ] 87
Κυκλοφορία 91
Ομαδικό πορτραίτο ή φρουτιέρα 109
Όνειρα πάνε κι έρχονται 121
Mαρίνος Σιγάλας 127
Ασκήσεις Φυσιολογίας [εκτός όμως εργαστηρίου] 131
Εργαστήριο Φυσιολογίας [πολύ μετά] 151
Στα Μετέωρα για ένα κερί 153
Αποστάξεις μνήμης για το μέλλον 161
Ο έρωτας πήγαινε με ποδήλατο 165

You might also like