You are on page 1of 16

Είναι λογικό να πιστεύουµε στο Θεό;

Θεόδωρος Κοντίδης

Το πρόβληµα

Ο άνθρωπος που πιστεύει δέχεται ότι υπάρχει ένα υπέρτατο


ον, αρχή των πάντων, απόλυτο και πνευµατικό, ένα πρόσωπο µε το
οποίο µπορεί να επικοινωνήσει: ο Θεός. Ο Θεός αποκαλύπτει µε
δική του πρωτοβουλία την αλήθεια στον άνθρωπο και, συνεπώς, ο
άνθρωπος βρίσκει στο Θεό την οριστική αλήθεια, τον ορθό τρόπο
ζωής, που οδηγεί στην ολοκλήρωση και στην ευτυχία του και στον
αληθινό προορισµό του. Είναι, άραγε, αυτή η πίστη µια στάση που
εναρµονίζεται µε την λογική του ανθρώπου, µε την ίδια την αν-
θρώπινη φύση ή µήπως είναι, αντίθετα, µια στάση που υποβαθµίζει
τον άνθρωπο, τον µειώνει και τον ακρωτηριάζει γιατί του στερεί
την πλήρη άσκηση της λογικής του ικανότητας; Μπορούµε να πι-
στεύουµε στο Θεό και συγχρόνως να είµαστε άνθρωποι σκεπτόµε-
νοι και ενηµερωµένοι; Να είµαστε διανοητικά έντιµοι;1 Αυτό είναι
το θέµα στο -αναπόφευκτα σύντοµο και σχηµατικό- αυτό δηµοσί-
ευµα.
Τόσο ο πιστός όσο και αυτός που δεν πιστεύει αναγνωρί-
ζουν ότι στην πίστη υπάρχουν αλήθειες που ο ανθρώπινος νους δεν
1
Αφορµή για τις σκέψεις αυτές αποτέλεσε η διάλεξη του πάπα Βενέδικτου ΣΤ’
στη Ρατισβόννη τον περασµένο Σεπτέµβριο. ∆ηµοσιεύτηκε στο προηγούµενο
τεύχος του περιοδικού µας αρ. 139.

195
µπορεί να κατανοήσει και να θεµελιώσει, αυτά που λέµε µυστήρια
της πίστης. Τι σχέση έχει λοιπόν η λογική µε τα µυστήρια της πί-
στης;
Αυτό το ερώτηµα, δηλαδή αν είναι λογικό να πιστεύουµε,
είναι ένα ερώτηµα αναπόφευκτο. ∆εν µπορούµε ποτέ να βγούµε
έξω από τα όρια της σκέψης, της έλλογης συµπεριφοράς και, κατά
κάποιο τρόπο, της λογικής. Είτε απαντήσουµε θετικά είτε αρνητικά
στο πιο πάνω ερώτηµα πρέπει να εξηγήσουµε την απάντηση µε
κάποιο έλλογο τρόπο και να µπορούµε να το ανακοινώσουµε σε
άλλους ανθρώπους.
Για τον άνθρωπο που δεν πιστεύει, η απάντηση είναι σα-
φής: ∆εν υπάρχει ούτε Θεός ούτε µυστήρια της πίστης. Το φαινό-
µενο της θρησκείας, συνεπώς, εξηγείται µε λογικές ερµηνείες της
ανθρώπινης συµπεριφοράς. Για τον άνθρωπο που πιστεύει, η απά-
ντηση µπορεί να ταλαντεύεται από την αποδοχή και τη µεγάλη ε-
µπιστοσύνη στην ανθρώπινη λογική µέχρι τη βαθιά δυσπιστία προς
αυτήν. Στην πρώτη περίπτωση θεωρούµε ότι η λογική µπορεί να
µας βοηθήσει στην πίστη, η σκέψη και η φιλοσοφία µάς στρέφει
προς το Θεό και µας προδιαθέτει να δεχθούµε την Αποκάλυψή του.
Στη δεύτερη περίπτωση, θεωρούµε ότι η λογική αποτυγχάνει στην
αναζήτηση της αλήθειας. Η πίστη στην αυθεντία του Θεού µάς
βγάζει από το αδιέξοδο, αλλά αυτή η πίστη είναι ένα είδος άλµατος
που η λογική δεν µπορεί να πραγµατοποιήσει. Υπάρχουν διαβαθ-
µίσεις στις δύο αυτές θέσεις. Ωστόσο γνωρίζουµε πιστούς που θε-
ωρούν ότι η φιλοσοφική γνώση βοηθά στην πίστη και άλλους πι-
στούς οι οποίοι, µε περισσότερο ή λιγότερο λόγιο τρόπο, θεωρούν
ότι σε θέµατα πίστης δεν υπάρχει λογική, «τα δέχεσαι ή δεν τα δέ-
χεσαι» χωρίς περαιτέρω εξήγηση.
Το ερώτηµα αυτό της λογικότητας της πίστης µπορεί να εν-
νοηθεί µε δύο τρόπους. Ο πρώτος µπορεί να αφορά το περιεχόµενο
της πίστης (fides quae), αν δηλαδή οι αλήθειες της πίστης είναι κα-
τά κάποιο τρόπο αποδεκτές ή αξιόπιστες και έχουν κάποιο νόηµα
για τον άνθρωπο ή αν είναι απαράδεκτες, ισχυρισµοί ανόητοι που
υποβιβάζουν τον άνθρωπο. Ο δεύτερος τρόπος είναι αν, πέρα και
ανεξάρτητα από το περιεχόµενο της πίστης, η ίδια η πίστη, (fides
qua) ως στάση αποδοχής και σχέσης µε ένα αιώνιο και πέρα από

196
τον κόσµο και τον άνθρωπο ον, έχει νόηµα ή είναι στάση παράλο-
γη, ανώριµη ή ίσως νοσηρή. Εδώ θα µας απασχολήσει κυρίως η
δεύτερη έννοια της πίστης. Σηµαντικό είναι και το ερώτηµα του
κακού στον κόσµο και πώς συµβιβάζεται µε έναν παντοδύναµο και
καλό Θεό. Το θέµα αυτό θέλει ιδιαίτερη µελέτη και µέσα στα στε-
νά όρια αυτού του άρθρου δε θα αναφερθούµε σε αυτό.

Κλήµης ο Αλεξανδρεύς και Τερτουλιανός

Ο Κλήµης ο Αλεξανδρεύς (150-216 µ.Χ.) ζει και διδάσκει


στην Αλεξάνδρεια, κέντρο τότε του ελληνικού πολιτισµού και της
ελληνικής παιδείας. Είναι ο πρώτος που συνειδητά προσπαθεί να
συνδυάσει αρµονικά τη χριστιανική πίστη και την αρχαία ελληνική
παιδεία. Κατά τον Κλήµη, η φιλοσοφία περισσότερο από κάθε τι
άλλο προετοιµάζει και προδιαθέτει τον άνθρωπο να δεχθεί την Α-
ποκάλυψη του Θεού. Τα µεγάλα ερωτήµατα και η αναζήτηση των
φιλοσόφων βρίσκουν την απάντησή τους στο λόγο και στο κήρυγ-
µα του Χριστού. Η πίστη στον ένα Θεό, η τελειότητά του και η κα-
λοσύνη του -σαφώς ανώτερη θέση από τον αρχαίο πολυθεϊσµό και
τη διασπορά των θεοτήτων-, ανταποκρίνεται στη φιλοσοφική ανα-
ζήτηση και, εξ άλλου, τόσο η πλατωνική «ιδέα του αγαθού» όσο
και το «πρώτο κινούν» του Αριστοτέλη, αλλά και οι «λόγοι σπερ-
µατικοί» των στωικών είχαν προσεγγίσει. Η φιλοσοφική γνώση
οδηγεί στην πηγή της αλήθειας, που δεν είναι άλλη από τον ίδιο
τον αιώνιο Λόγο.
Ο Κλήµης λοιπόν προσπαθεί να κάνει κατανοητή και απο-
δεκτή τη νέα χριστιανική πίστη σε ένα περιβάλλον ελληνικό ή δια-
ποτισµένο µε την ελληνική παιδεία. Προσπαθεί να παρουσιάσει
ένα χριστιανισµό που εκπληρώνει και ολοκληρώνει τα ιδανικά της
ελληνικής παιδείας, δηλαδή της αναζήτησης της αλήθειας, της σο-
φίας, της ενάρετης ζωής.
Στην πραγµατικότητα, ο δρόµος αυτός της προσέγγισης
διαφορετικών πολιτισµών είχε ήδη προετοιµαστεί από καιρό. Η
ελληνιστική κοινωνία έφερε κοντά πολλούς πολιτισµούς γύρω από
τη Μεσόγειο και φυσικό ήταν να υπάρξουν προσεγγίσεις. Το βλέ-
πουµε καθαρά στον Φίλωνα, αλλά και στα τελευταία βιβλία της

197
εβραϊκής Βίβλου που γράφονται στα ελληνικά ή είναι επηρεασµέ-
να από την ελληνική παράδοση, το βλέπουµε και στην ίδια την µε-
τάφραση της Παλαιάς ∆ιαθήκης στην ελληνιστική κοινή. Στο ρεύ-
µα αυτό, ο Κλήµης και ο Ωριγένης αποτελούν σταθµό και είναι
πρωτεργάτες στη διαµόρφωση ενός νέου πολιτισµού, που θα προ-
κύψει από την γόνιµη συνάντηση της εβραϊκής Βίβλου µε τον ελ-
ληνισµό.2
Ο Τερτουλιανός (160-224 µΧ) κατάγεται από την Καρχη-
δόνα, ζει όµως στη Ρώµη. Αν ο Κλήµης είναι ένας χριστιανός της
συνέχειας και της συµφιλίωσης, ο Τερτουλιανός είναι ένας χρι-
στιανός της ανατροπής και της ρήξης. Μαχητικός υποστηρικτής
του χριστιανισµού απέναντι στις επιθέσεις των γνωστικών και των
εθνικών, θέτει όλο το ρητορικό του ταλέντο στην υπηρεσία της νέ-
ας πίστης. Έρχεται σε ρήξη µε την περιρρέουσα νοοτροπία, την
κοινωνία, την παράδοση. Απορρίπτει τη φιλοσοφία και είναι δύ-
σπιστος απέναντι στην ίδια την ανθρώπινη λογική. Βρίσκει στή-
ριγµα στον Απόστολο Παύλο και σε όσα γράφει στην Α’ προς Κο-
ρινθίους για την αντίθεση ανάµεσα στη σοφία του κόσµου και στη
µωρία του κηρύγµατος του σταυρού. Η αλήθεια που η πίστη απο-
δέχεται, η αλήθεια του Θεού, είναι ασύλληπτη για τον ανθρώπινο
νου. Με τη συνήθη του υπερβολή στην έκφραση τονίζει ότι πι-
στεύει στο παράλογο: credo quia absurdum. Αυτό που κερδίζει τον
πιστό είναι το παράδειγµα των µαρτύρων. Το αίµα των χριστιανών
µαρτύρων είναι σπορά χριστιανών. Αν η πίστη στρέφεται σε ό,τι
είναι λογικό ή κοινά αποδεκτό, τότε δεν είναι πίστη. Η αληθινή
πίστη κάνει αποδεκτό το έργο και το λόγο του Θεού, τη δική του
δύναµη µέσα στον κόσµο. Ο χριστιανισµός φέρνει κάτι τελείως νέο
στον κόσµο που φωτίζει από έξω τον άνθρωπο. Ο ριζοσπαστισµός
στην πράξη και στη θεωρία, ο ασκητισµός, η αντίθεση στον κόσµο
και στις δυνάµεις του κόσµου, στη σοφία του κόσµου, τον οδηγεί
σε ακραίες θέσεις ως και τη ρήξη µε την ίδια την Εκκλησία. Ο λό-

2
∆εν είναι σπάνιος, δυστυχώς, ο ισχυρισµός ότι η Βίβλος είναι µια πηγή φανα-
τισµού και βαρβαρότητας. Επ’ αυτού βλ. JEAN-LUIS SKA, «Ηθικές αξίες της
Βίβλου και οι δυτικές δηµοκρατίες» στο περιοδικό Σύγχρονα Βήµατα αρ 129.
Επίσης: ΚONΤΙ∆ΗΣ Θ.- ΜΑΥΡΟΦΙ∆ΗΣ Σ. «Η αξία της Παλαιάς ∆ιαθήκης»,
οµοίως, αρ. 123.

198
γος του Τερτουλιανού είναι όµως οξύς, συχνά εριστικός, οξυδερ-
κής, συγκροτηµένος, έχει κλασική παιδεία και εντάσσεται στο
ρεύµα των στωικών. Η αλήθεια των χριστιανών είναι αξιόπιστη
χάρη στην εσωτερική της δύναµη και την πειθώ, από την ολοκλή-
ρωση που δίνει στον άνθρωπο.
Οι δύο αυτές στάσεις είναι χαρακτηριστικές και όµοιές τους
παρατηρούµε σε όλη την ιστορία της Εκκλησίας. Στην Καινή ∆ια-
θήκη µπορούµε να βρούµε στηρίγµατα για την µια ή την άλλη κα-
τεύθυνση. Έτσι, στην Α’ επιστολή προς Κορινθίους (1,18 – 2,16)
γίνεται λόγος την αλήθεια του κηρύγµατος που είναι µωρία από
την άποψη της σοφίας αυτού του κόσµου. Αντίστοιχα, στην επι-
στολή προς Ρωµαίους (1,19-20) ο απόστολος Παύλος τονίζει ότι
µέσα από τη δηµιουργία ο ανθρώπινος νους µπορεί να γνωρίσει το
Θεό.

Η θέση της Εκκλησίας

Η Εκκλησία πιστεύει ότι ο Θεός, αρχή και τέλος των πά-


ντων, µπορεί να γίνει γνωστός µε βεβαιότητα, στο φυσικό φως της
ανθρώπινης λογικής ξεκινώντας από τα δηµιουργήµατα.3 Χωρίς
την «προδιάθεση» αυτή ο άνθρωπος δε θα µπορούσε να δεχτεί την
Αποκάλυψη. Αυτή η τοποθέτηση της Α’ Βατικανής Συνόδου
(1870) παίρνει θέση σε ερωτήµατα που τέθηκαν µε οξύτητα στις
ιδεολογικές αντιπαραθέσεις του 19ου αιώνα, είναι όµως µια συνέ-
πεια και αντικατοπτρίζει την παράδοση της Εκκλησίας ήδη από
την αρχή.4 Ιδιαίτερα στη σχολαστική σκέψη την εποχή του Με-
σαίωνα βρίσκουµε το αίτηµα και το επίτευγµα της αρµονικής συ-
νεργασίας της φιλοσοφίας µε τη θεολογία.5 Παρατηρώντας λοιπόν
τον κόσµο, τον ίδιο τον εαυτό του, αλλά και µε το λογικό στοχα-
σµό, ο άνθρωπος µπορεί να φτάσει στην ύπαρξη του δηµιουργού.
∆εν µπορεί όµως ο λόγος να φτάσει σε όλες τις αλήθειες. Η Απο-

3
DS 3004
4
Στον άγιο Αυγουστίνο θα βρούµε πλούσια ανάπτυξη του θέµατος. Βλ. Εξοµο-
λογήσεις 1,1,1: «Μας έπλασες Κύριε για Σένα και ανήσυχη είναι η καρδιά µας
µέχρις ότου αναπαυτεί σε Σένα».
5
Fides querens intellectum: Η πίστη αναζητά το λόγο.

199
κάλυψη συµπληρώνει και συνεχίζει όσα ο άνθρωπος µε τη λογική
του ανακαλύπτει. Η επέµβαση του Θεού δεν καταργεί, δεν διαψεύ-
δει, δεν απορρίπτει τον άνθρωπο και τη φύση. Κατά τη βασική αρ-
χή της θεολογίας, η χάρη του Θεού δεν απορρίπτει τη φύση, αλλά
την τελειοποιεί.6
Η γνώση αυτή -αναγνωρίζει η Εκκλησία- µπορεί να συσκο-
τιστεί από το κακό µέσα στον κόσµο και στον άνθρωπο. Ο εγωι-
σµός και η υπερηφάνεια µπορεί να κάνουν τον άνθρωπο να µην
αναζητά τίποτε πέρα από τον εαυτό του.7 Οι ασφυκτικές φροντίδες
και η φτώχεια µπορεί να µην τον αφήνουν να σκεφτεί. Οι εσφαλ-
µένες ιδεολογίες τον φυλακίζουν µε προκαταλήψεις, ή απαξιώνουν
την αναζήτηση του Θεού και το ερώτηµα σχετικά µε Αυτόν. Αυτό
το βλέπουµε συχνά σε ανθρώπους οι οποίοι, αν και δεν έχουν συ-
γκροτηµένη παιδεία και µόρφωση, ωστόσο είναι πεπεισµένοι ότι το
ερώτηµα του Θεού δεν είναι σοβαρό ή είναι παρωχηµένο επειδή
αυτήν την τοποθέτηση βλέπουν να επικρατεί στο περιβάλλον τους
ή σε όσους µορφωµένους ανθρώπους γνωρίζουν.
Από την παράδοση της Εκκλησίας µπορούµε να επισηµά-
νουµε κάποιους δρόµους που οδηγούν στο Θεό.
Α) Ξεκινώντας από τον κόσµο. Παρατηρώντας την τάξη,
την τελειότητα του φυσικού κόσµου, την ασύλληπτη ποικιλοµορ-
φία και την οργάνωση, οδηγούµαστε σε έναν πάνσοφο δηµιουργό
ο οποίος δηµιούργησε τη φύση που θαυµάζουµε.8 Το επιχείρηµα
αυτό µετατοπίστηκε από τις νεότερες ανακαλύψεις της φυσικής
επιστήµης, τη θεωρία της εξέλιξης και τα δεδοµένα της κοσµολο-
γίας. ∆εν έχει χάσει όµως την εγκυρότητά του. Αντίθετα, όσο πε-
ρισσότερο ανακαλύπτουµε τον πολύπλοκο κόσµο, τόσο περισσό-
τερο η αναφορά στον δηµιουργό ενισχύεται. Η άποψη ότι όλος ο
κόσµος, ο άνθρωπος και η εξέλιξη είναι αποτέλεσµα τύχης και συ-
µπτώσεων δεν είναι λογική.9 Θα ήταν σαν να δεχόµαστε ότι υπάρ-
χει περίπτωση να πετάξουµε στον αέρα δέκα εκατοµµύρια γράµµα-

6
Gratia non tollit naturam sed perficit
7
Κατήχηση της καθολικής Εκκλησίας, Κάκτος, σελ. 32 κ.εξ.
8
Είναι η πέµπτη από τις πέντε οδούς που συστηµατοποίησε ο Θωµάς Ακινάτης.
Sum. Theol. I, q. 2a.3.
9
Βλ το σχετικό άρθρο στο παρόν τεύχος.

200
τα, αυτά να πέσουν και να σχηµατίσουν ένα κείµενο σαν την Ιλιά-
δα ή την Οδύσσεια. Το τυχαίο δε µας βγάζει από το χάος.
Β) Ξεκινώντας από τον άνθρωπο. Παρατηρούµε στον άν-
θρωπο την επιθυµία και την αναζήτηση του απόλυτου και του α-
πείρου. Είµαστε διαρκώς ανικανοποίητοι και πάντα αναζητάµε αυ-
τό που θα «γεµίσει» τη ζωή µας. Η τέχνη, η επιστήµη, η λογοτε-
χνία, η θρησκεία, η φιλοσοφία µαρτυρούν αυτήν την τάση του αν-
θρώπου προς το απόλυτο και προς τον Θεό. Αυτή η συνεχής και
αγωνιώδης αναζήτηση του απόλυτου δεν µπορεί να δικαιολογηθεί
παρά από την ύπαρξη του Θεού, που είναι η αιτία αυτής της έλξης.
∆εν είναι λογικό να πούµε ότι αυτή η τάση είναι µια µάταιη και
τραγική ορµή του ανθρώπου προς το τίποτα ή προς ένα φανταστικό
κενό.
Γ) Σύµφωνα µε ορισµένους στοχαστές, ο ίδιος ο λογικός
στοχασµός οδηγεί στον Θεό. Πράγµατι, δεν µπορούµε να σκε-
φτούµε τον Θεό παρά ως πραγµατικό ον. ∆εδοµένου ότι ο Θεός
είναι το τέλειο και υπέρτατο ον, από το οποίο καµιά τελειότητα ή
αρετή δεν µπορεί να λείπει, δεν µπορώ να εννοώ το Θεό παρά ως
υπαρκτό, γιατί, αν δεν υπήρχε, δεν θα ήταν τέλειος, θα έλειπε η
ύπαρξη. Συνεπώς, η ιδέα του Θεού συµπεριλαµβάνει και την ύπαρ-
ξη. Αρχικά, ο συλλογισµός αυτός φαίνεται σαν λογικό τέχνασµα,
σαν σόφισµα χωρίς πραγµατικό βάρος. Ωστόσο, για ανθρώπους
που σκέφτονται ορθολογικά µπορεί να έχει σηµασία: Το τέλειο και
το απόλυτο δεν µπορεί να µην υπάρχει. Η τελειότητα επιβάλλεται
λογικά ως υπαρκτή.10
Πρέπει να σηµειώσουµε ότι οι παραπάνω παρατηρήσεις δεν
είναι αποδείξεις που «παράγουν» την πίστη ή που αναγκάζουν κά-
θε λογικό άνθρωπο να πιστέψει στο Θεό. Η Εκκλησία δεν τις ονό-
µασε ποτέ αποδείξεις. Τις ονόµασε δρόµους ή επιχειρήµατα που
οδηγούν στο Θεό. ∆εν πρόκειται για µαθηµατική απόδειξη που δεν
επιδέχεται αµφισβήτηση ούτε άλλη ερµηνεία. Πρόκειται όµως για
ένα λογικό στοχασµό, µια έλλογη ανθρώπινη στάση που φτάνει
στο σηµείο να πει πως το να πιστεύουµε στο Θεό είναι µια συνεπής

10
Ο άγιος Ανσέλµος παρουσιάζει αυτό το επιχείρηµα στο Μονολόγιό του. Έγινε
ευρύτερα γνωστό, γιατί το υιοθετεί ο Καρτέσιος. Ο Καντ, αντίθετα, ο οποίος το
ονόµασε «οντολογικό επιχείρηµα», απορρίπτει την εγκυρότητά του.

201
στάση του λογικού ανθρώπου. ∆εν είναι στάση παράλογη ούτε α-
ποτελεί διαστρέβλωση του ανθρώπου.
Είναι επίσης αλήθεια ότι κανείς δεν πίστεψε ποτέ στο Θεό
και στο Χριστό για τους φιλοσοφικούς αυτούς λόγους. Πιστεύουµε
γιατί υπάρχει µια µαρτυρία, ένα παράδειγµα, γιατί µας αγγίζει η
χάρη του Θεού. Αυτές οι εξηγήσεις έρχονται για να εξηγήσουν και
να πουν ότι η πίστη δεν είναι στάση παράλογη είτε για να δείξουν
ότι η πίστη είναι αξιοπρόσεκτη και αξιόπιστη.

Η νεότερη αµφισβήτηση: ο Αδάµ εξορίζει τον Θεό

Στους νεότερους χρόνους, δηλαδή από την Αναγέννηση και


µετά, η πίστη στο Θεό και η θρησκεία αµφισβητούνται όλο και πιο
έντονα. Από την εποχή αυτή µπορούµε να παρατηρήσουµε µια όλο
και µεγαλύτερη αυτονοµία του κόσµου από τον ουρανό. Στο Με-
σαίωνα ο κόσµος και ο ουρανός, ο άνθρωπος και ο Θεός, αποτε-
λούν ένα σύνολο. Υπάρχει η σχετική αυτονοµία του κοσµικού, αλ-
λά όχι διαχωρισµός. Από την Αναγέννηση και µετά ο κόσµος και
κάθε τι µέσα στον κόσµο γίνεται όλο και πιο ανεξάρτητο, οι δύο
κόσµοι αποµακρύνονται ο ένας από τον άλλον ως το σηµείο, για
πολλούς, ο ουρανός να ατονήσει και να εξαφανιστεί. Μπορούµε να
διακρίνουµε διάφορους τρόπους αυτής της αµφισβήτησης.
Ο εµπειρισµός και ο ορθολογισµός. Εάν ο λόγος βασίζεται
στο εµπειρικό δεδοµένο και το θεωρεί αυτό αρχή και θεµέλιο κάθε
γνώσης, αν βασίζεται στη λογική και αυτή απορρίπτει κάθε τι που
δεν καταλαβαίνει, απορρίπτει το µυστήριο. Τότε, όλο το οικοδό-
µηµα της θεολογίας και της πίστης καταρρέει. Η θρησκεία
ερµηνεύεται µε εµπειρικά µόνο κριτήρια ως προϊόν της κοινωνίας.
Το κίνηµα του ∆ιαφωτισµού, µε την τεράστια επιρροή του
στον πολιτισµό, τονίζει ακριβώς αυτήν την αυτονοµία του κόσµου
και του ανθρώπου. Το κάνει όµως µαχητικά, όχι µόνο θεωρητικά.
Επιδιώκει την αυτονοµία, τη χειραφέτηση, την ενηλικίωση του αν-
θρώπου και την απαλλαγή του από παλιές κηδεµονίες, ιδιαίτερα
εκείνη της θρησκείας και της Εκκλησίας.
Ο ∆ιαφωτισµός παραµένει ακόµη στο θεϊσµό. ∆έχεται το
Θεό αρχιτέκτονα του κόσµου, αλλά στα όρια της λογικής, χωρίς το

202
µυστήριο και την Αποκάλυψη, χωρίς τίποτε το ιερό ή το υπερφυσι-
κό στην Εκκλησία. Η έννοια του Θεού όµως δεν θεωρείται ακόµη
ανυπόστατη.
Κύρια έκφραση όµως του ορθολογισµού είναι η νέα επι-
στήµη. Με τον εµπειρισµό και τον ορθολογισµό της, µε την
πειραµατική επαλήθευση των υποθέσεων της, µε την τεχνολογία
που ακολούθησε, άλλαξε τη µορφή του κόσµου. Η επιστήµη είναι
γνώση και έρευνα του επιµέρους. Έχει ένα συγκεκριµένο πεδίο.
Υπάρχει η φυσική, η χηµεία, η ιατρική, κοκ. ∆εν υπάρχει επιστήµη
όλου, του κόσµου ή όλης της πραγµατικότητας, γιατί όλη η
πραγµατικότητα δεν είναι αντικείµενο απέναντί µας για να το
παρατηρήσουµε. Η επιστήµη είναι αναρµόδια για να αποφανθεί για
το όλον, για το νόηµα, για την ηθική, για τον κόσµο και τον
άνθρωπο, Αυτό είναι φιλοσοφία και ιδεολογία. Εύκολα όµως στην
κοινή συνείδηση και στο µέσο άνθρωπο επικρατεί η αντίληψη ότι η
επιστήµη εξηγεί τα πάντα και καλύπτει όλη την πραγµατικότητα.
Ο θετικισµός είναι η φιλοσοφία που θεωρεί ότι η επιστήµη
καλύπτει όλο το υπαρκτό και το υπαρκτό υπόκειται στην επιστη-
µονική µέθοδο. Ο θετικισµός φτάνει στο απόγειό του τον 19ο αιώ-
να και εκφράζεται κυρίως από τον Auguste Comte (1798-1857).
Κατά τον Comte υπάρχουν τρία στάδια στην ιστορία της ανθρωπό-
τητας. Το πρώτο είναι το θρησκευτικό ή µυθικό. Κυριαρχούν οι
µυθικές αναπαραστάσεις και οι εξωκόσµιες αιτίες. Το δεύτερο εί-
ναι το µεταφυσικό ή φιλοσοφικό, όπου η φιλοσοφική σκέψη προ-
σπαθεί να δώσει πιο λογικές ερµηνείες και πιο λογικούς στόχους.
Τρίτο είναι το επιστηµονικό ή θετικό, όπου πλέον η γνώση αποκτά
την αντικειµενικότητα και τη βεβαιότητά της, γνωρίζει τους νό-
µους της φύσης. Μπορεί να αλλάξει προς το καλύτερο τη ζωή του
ανθρώπου, εφόσον και η κοινωνία πρέπει να οργανωθεί µε βάση
την κοινωνική επιστήµη που και αυτή έχει πρότυπο την φυσική.
Είναι αναγκαίο να προσθέσουµε µερικές σκέψεις για τον
κύριο εκφραστή του ορθού λόγου, τον Καντ (1724-1804). ∆εν εί-
ναι βεβαίως δυνατό στα πλαίσια αυτού του σηµειώµατος να µιλή-
σουµε για τον Καντ, παρά µόνο µε µια σύντοµη αναφορά.11 Κατά

11
Αφήνω τον Πασκάλ και τον Σπινόζα, µεταξύ άλλων, που είναι σηµαντικοί για
το θέµα µας.

203
τον Καντ, η ανθρώπινη νόηση έχει την ιδέα του Θεού, είναι έµφυτη
ιδέα στην υποκειµενικότητα και έχει ένα ρυθµιστικό ρόλο µαζί µε
τις άλλες δύο, εκείνες της ψυχής και του κόσµου. Συνεπώς, για να
σκεφτούµε και για να λειτουργήσει η νόησή µας, έχουµε ανάγκη
την ιδέα του Θεού. Τίθεται το ερώτηµα: υπάρχει όµως κάτι υπαρ-
κτό που να αντιστοιχεί στην ιδέα αυτή; Για τον Καντ, στοχαστή
του πεπερασµένου και των ορίων, αυτό είναι άγνωστο και ξεπερνά
τα όρια της γνώσης µας. ∆εν µπορούµε να ξέρουµε αν πράγµατι
υπάρχει Θεός πέρα από τη δική µας νόηση. Στο ηθικό πρόβληµα ο
Καντ θα θέσει την ύπαρξη του Θεού ως «αξίωµα» του πρακτικού
λόγου. Ο Θεός είναι απαραίτητος, διαφορετικά, το οικοδόµηµα της
ηθικής δεν στέκει. Όπως λέχθηκε εκ των υστέρων, ο Καντ έβγαλε
τον Θεό από την πόρτα, τον έβαλε όµως πάλι µέσα από το παράθυ-
ρο.
Ο ροµαντισµός. Ο ροµαντισµός χαρακτηρίζεται από την
απόρριψη των ορίων, την επιδίωξη του απείρου, την αναζήτηση
ενός τρόπου ταύτισης µε αυτό το άπειρο. Αυτό επιδιώκεται µε το
συναίσθηµα, το πάθος, τη σκέψη. Συναντάµε το ροµαντισµό στην
τέχνη, στην ιδεολογία, στη φιλοσοφία. Συνεπώς, αυτός εµφανίζεται
σαν µια σωτηρία για τον άνθρωπο, ένας δρόµος επιδίωξης της ο-
λοκλήρωσής του. Στο ρεύµα αυτό και στο χώρο της φιλοσοφίας
κορυφαία µορφή είναι ο Χέγκελ (1770-1831). Ο παν-λογισµός του
Χέγκελ –τον οποίο θα µπορούσαµε να δούµε και σαν µια µορφή
πανθεϊσµού- δίνει ριζική απάντηση στο ερώτηµα του Θεού και της
πίστης, εφόσον στο τέλος της διαλεκτικής διαδικασίας, Θεός και
άνθρωπος, πεπερασµένο και άπειρο, ταυτίζονται. Ο κόσµος, η φύ-
ση και ο άνθρωπος, κατά τον Χέγκελ και το µεγαλειώδες σύστηµά
του, είναι «στιγµές» ή εκφάνσεις του αρχικού απόλυτου που ονο-
µάζει Ιδέα. Αυτό εξωτερικεύεται σε όλο το υπαρκτό και στην ιστο-
ρία και µέσα από τη διαλεκτική εξέλιξη αποκτά την αυτοσυνειδη-
σία του ως Πνεύµα. Η θρησκεία είναι µια από τις τρεις εκφράσεις
του απολύτου πνεύµατος µαζί µε την τέχνη και τη φιλοσοφία. Τε-
λικά, η αλήθεια της φιλοσοφίας και της θρησκείας είναι η ίδια, µό-
νο που στη θρησκεία η αλήθεια αυτή εκφράζεται µε «αναπαρα-
στάσεις».

204
Η ταύτιση µε το άπειρο στο ροµαντισµό δεν αφήνει χώρο
και παραβλέπει τη συγκεκριµένη ύπαρξη του ανθρώπου, µε την
ατοµικότητα και τη µοναδικότητά του, η οποία δε συγχωνεύεται
στη διαλεκτική, στην εξέλιξη, δεν αφοµοιώνεται στο γενικό σύνο-
λο. Η υπέρβαση των ορίων καταργεί τελικά το ίδιο το υποκείµενο,
τον άνθρωπο και τις σχέσεις του. Ο ίδιος φυσικά θα απαντούσε ότι
το άτοµο είναι πραγµατικό, αλλά είναι µια φάση στη µεγαλειώδη
πορεία του πνεύµατος µέσα στον χρόνο. Η απάντηση όµως αυτή
δεν ικανοποιεί κανένα άτοµο.
Οι τρεις ανατρεπτικοί: ο Μάρξ, ο Νίτσε, ο Φρόυντ. Ο Μαρξ
(1818-1883) στο θέµα της θρησκείας υιοθετεί τις απόψεις του Φό-
υερµπαχ, ο οποίος θεωρεί πως ό,τι αποδίδουµε µεγαλωµένο και
ενισχυµένο στο Θεό ανήκει στον άνθρωπο. Ο άνθρωπος είναι το
πραγµατικό υποκείµενο όλων αυτών των ιδιοτήτων που αποδίδου-
µε σε ένα φανταστικό Θεό. Είναι γνωστή η ρήση του Μαρξ ότι η
θρησκεία είναι το όπιο του λαού. Με το δικό του ιδιόµορφο µεσια-
νισµό, ο Μαρξ θεωρεί ότι η επιστήµη και η «επιστήµη του σοσια-
λισµού» θα οδηγήσει τον άνθρωπο στη δίκαιη κοινωνία. Η προ-
σπάθειά του ως φιλοσόφου όχι µόνο να ερµηνεύσει τον κόσµο, αλ-
λά να τον αλλάξει, είχε τεράστια επιρροή.
Ο Νίτσε (1844-1900) είναι στοχαστής του ενδοκόσµιου και
αρνείται κάθε υπερβατικότητα. Αρνείται και την καλυµµένη υπερ-
βατικότητα κάθε µεσιανισµού (θετικιστικός, κοµµουνιστικός ή ο-
τιδήποτε άλλο) που επαγγέλλεται ένα σωτήριο µέλλον για την αν-
θρωπότητα. Η αλήθεια βρίσκεται στο παρόν και στη ζωή, την ο-
ποία οι διάφορες θρησκείες ή φιλοσοφίες αποµυζούν γιατί φοβού-
νται να ζήσουν.
Όταν ο Νίτσε, στο έργο του Η χαρούµενη γνώση, επαγγέλ-
λεται ότι «ο Θεός πέθανε», αναγγέλλει συγχρόνως και την ανατολή
ενός νέου είδους ανθρώπου που δεν έχει ανάγκη από το Θεό. Η
διακήρυξη ότι «ο Θεός πέθανε» µπορεί να ερµηνευτεί ως διαπί-
στωση ότι ο Θεός, ως θεµέλιο και κορυφή ενός ολόκληρου πολιτι-
σµού, θεµέλιο που στήριζε τις αξίες του και αποτελούσε εγγύηση
της λειτουργίας του, τώρα πλέον εξέλιπε γιατί ο πολιτισµός άλλα-
ξε. Ο πολιτισµός αλλάζει και ο Θεός αυτού του πολιτισµού σβήνει.
Από την άποψη αυτή ο Νίτσε είχε δίκιο. Ένιωσε ο ίδιος βαθιά µέσα

205
του ότι ήταν πλέον αδύνατο να πιστεύεις στο Θεό.12 Αυτό µας οδη-
γεί στη σκέψη µήπως, τελικά, η ιστορία φτιάχνει την αλήθεια και
ό,τι είναι αλήθεια σε µια εποχή δεν είναι σε µια άλλη.
Στο έργο του Το µέλλον µιας αυταπάτης (1927) ο Φρόυντ
(1856-1939) εκθέτει τις απόψεις του για τη θρησκεία. Τη θεωρεί
σαν µια ανώριµη, νοσηρή αυταπάτη και θεωρεί το Θεό µια προβο-
λή και «µεταµόρφωση» του πατέρα. Το ασυνείδητο, το οποίο έφε-
ρε στην επιφάνεια ο Φρόυντ και µε το οποίο ερµηνεύει πλέον την
ανθρώπινη συµπεριφορά, άλλαξε την αντίληψη περί του ανθρώπου
και φάνηκε να διώχνει το Θεό και από το τελευταίο καταφύγιό του,
την ίδια την ανθρώπινη ψυχή.13

Η πίστη στο Θεό κατά τη σύγχρονη εποχή

∆εν έλειψαν όµως και οι στοχαστές, οι οποίοι έχοντας λά-


βει υπόψη τους την προηγούµενη προβληµατική παρουσιάζουν µια
ανανεωµένη αντίληψη της θρησκευτικής πίστης. Τέτοιος στοχα-
στής είναι ο Κίρκεγκαρντ, ο οποίος τονίζει ότι µε το απόλυτο δεν
µπορούµε να ταυτιστούµε, όπως ήθελαν οι ροµαντικοί. Απέναντι
στο απόλυτο, απέναντι στο Θεό, η ορθή στάση είναι η πίστη. Ο
Κίρκεγκαρντ, από πολλές απόψεις, βρίσκεται στους αντίποδες του
Χέγκελ. Η συγκεκριµένη ανθρώπινη ύπαρξη έχει σηµασία και αυ-
τή δεν απορροφάται από τη γενικότητα ή τη διαλεκτική. Η υπαρ-
ξιακή στάση του ανθρώπου παρουσιάζει άλµατα και µετατροπές
και δεν εξελίσσεται λογικά και προβλεπόµενα µέσω µιας διαλεκτι-
κής διαδικασίας. Η πίστη αντιστέκεται και δε φυλακίζεται ούτε σε
µια θεωρία ούτε σε κατεστηµένους θεσµούς.
Ο Κίρκεγκαρντ διακρίνει τρεις τρόπους ζωής. Ο πρώτος εί-
ναι ο αισθητικός. Εκφράζεται συµβολικά από τη µορφή του ∆ον
Ζουάν. Ακολουθεί και επιδιώκει αυτό που προκαλεί ευχαρίστηση.
Καταλήγει όµως στην πλήξη και δεν έχει αντίδοτο σε αυτήν. Ο
δεύτερος είναι ο ηθικός και εκφράζεται συµβολικά από τη µορφή

12
Αυτό µας θυµίζει κάποιες πιο κοντινές σε µας εµπειρίες. Στη δεκαετία του
1960 όλοι ήταν µαρξιστές, από τους ψυχαναλυτές µέχρι τους θεολόγους. Στη
δεκαετία του 1990 ήταν πλέον αδύνατο να είσαι µαρξιστής.
13
Βλ. το σχετικό άρθρο στο παρόν τεύχος.

206
του Αγαµέµνονα. Επιδιώκει την τέλεση του καθήκοντος και το γε-
νικό καλό. Κινείται στο επίπεδο της γενικότητας, γιατί όλοι θαυµά-
ζουν και σέβονται τον Αγαµέµνονα, ο οποίος θυσιάζει την κόρη
του για το γενικό καλό. Απειλείται όµως από την ενοχή. Το τρίτο
επίπεδο είναι το θρησκευτικό και έχει ως συµβολική µορφή τον
Αβραάµ. Ο Αβραάµ πιστεύει µε µια τελείως προσωπική σχέση
στην υπόσχεση του Θεού λόγω της αυθεντίας που έχει ο λόγος
Του. Κανείς δεν καταλαβαίνει γιατί πρέπει να φύγει από τον τόπο
του και να πάει σε νέο τόπο όπου θα ξεκινήσει µια νέα ζωή. Είναι
µια τελείως ατοµική σχέση. Ο ∆ανός στοχαστής µελετά την στάση
του ανθρώπου που πιστεύει και τη συλλαµβάνει µε την ελευθερία
της, µε την ένταση µια προσωπικής σχέσης στις υπαρξιακές κατα-
στάσεις που ξεφεύγουν από τα προκατασκευασµένα θεωρητικά
σχήµατα.
***
Βλέπουµε ότι τα τελευταία πεντακόσια χρόνια η χριστιανι-
κή πίστη πέρασε από πολλές αµφισβητήσεις. Χρειάστηκε να
αντιµετωπίσει, να καταπολεµήσει, να ενσωµατώσει, να
προσαρµοστεί, να αφοµοιώσει, να αναθεωρήσει µέσα σε συνθήκες
ταχείας αλλαγής. Για να το πούµε πιο απλά πέρασε δια πυρός και
σιδήρου. Αντιµετώπισε την αµφισβήτηση και τον πόλεµο από το
∆ιαφωτισµό ή από ένα µέρος αυτού, την εµφάνιση της επιστήµης
που έγινε η κυρίαρχη µορφή γνώσης και επισκίασε κάθε άλλη. Η
ελευθερία της συνείδησης, η κοινωνική ελευθερία, η δηµοκρατία
ανέτρεψε την τάξη στην οποία η θρησκεία είχε µεγαλώσει. Η ιστο-
ρία και η αρχαιολογία άλλαξε τον τρόπο αναφοράς στο παρελθόν
και στα γραπτά µνηµεία, µεταξύ αυτών και την Βίβλο. Το βλέµµα
στη Βίβλο έπρεπε να ενσωµατώσει πλέον την επιστηµονική
αντικειµενικότητα. ∆ιάφορες ιδεολογίες µε φορείς πότε τα
επαναστατικά κινήµατα, πότε τα έθνη- κράτη, πότε τις ισχυρές
µοναρχίες απειλούσαν την ελευθερία ή την επιβίωσή της. Η θεωρία
της εξέλιξης των ειδών του ∆αρβίνου γκρέµισε την εικόνα µιας
σταθερής δηµιουργίας. Η αστρονοµία εκθρόνισε το Θεό από τον
ουρανό. Ο θετικισµός και ο ορθολογισµός µεσουρανούσε τον 19ο
αιώνα και έκανε να φαίνεται κάθε τι άλλο ξεπερασµένο. Ο
∆αρβίνος και ο Μαρξ φαίνεται να έσβησαν κάθε έννοια θεϊκής
παρουσίας ή θεϊκής πρόνοιας στον κόσµο και στην ιστορία. Η

207
νοιας στον κόσµο και στην ιστορία. Η ψυχανάλυση άλλαξε τον
τρόπο µε τον οποίο οι άνθρωποι αντιλαµβάνονται τον εαυτό τους.
Μέσα σε όλα αυτά, φαίνεται ότι κάθε αλήθεια χαρακτηρίζεται από
την ιστορική στιγµή στην οποία εµφανίζεται και αυτό θέτει νέα
ερωτήµατα για την ταυτότητα, τη διάρκεια ή την προσαρµογή ο-
ποιασδήποτε αλήθειας. Ήταν πέντε αιώνες γεµάτοι κι αυτή η δια-
δικασία δεν έχει ακόµη τελειώσει.
Όλα αυτά τα δεδοµένα η χριστιανική σκέψη, η θεολογία
χρειάστηκε να τα λάβει πλέον υπόψη της και τον τελευταίο αιώνα
µιλά και εκφράζεται έχοντας πραγµατοποιήσει σειρά µετατροπών
και αναθεωρήσεων που οι εξελίξεις αυτές προκάλεσαν στον τρόπο
που αντιλαµβανόµαστε τον εαυτό µας και τον κόσµο.

Λόγος και πίστη

Θα ήθελα να προσθέσω µερικές παρατηρήσεις στο ίδιο το


θέµα που µας απασχολεί και αφορούν στη χριστιανική πίστη ιδιαί-
τερα.
«Εν αρχή ην ο Λόγος». Στην αρχή ήταν ο Λόγος, η κοινω-
νία, η αγάπη. Ήταν η σχέση και η προσφορά, η νόηση και η σοφία.
Η διατύπωση αυτή έχει νόηµα στα πλαίσια του δόγµατος της αγίας
Τριάδος. Εκεί αποκτά τη σωστή της θέση και τη σηµασία της.
Πράγµατι, δε θα είχε νόηµα να πούµε ότι «εν αρχή ην ο Λόγος», αν
αναφερόµασταν σε έναν απόλυτα µόνο Θεό, γιατί και να υπήρχε
λόγος δε θα ήταν «εν αρχή», αφού λόγος σηµαίνει σχέση. Ο λόγος
και η κοινωνία έχουν θέση µεταξύ των προσώπων της αγίας Τριά-
δος, έχουν θέση και σε κάθε σχέση ανθρώπου µε το Θεό, όπως έ-
χουν θέση σε κάθε σχέση µεταξύ προσώπων.
«Όστις θέλει οπίσω µου ελθείν…» Τα λόγια αυτά του Χρι-
στού αναφέρονται σε αυτούς που καλεί να τον πιστέψουν και να
τον ακολουθήσουν. Αυτός που τον ακολουθεί θέλει, επιθυµεί, ελ-
κύεται από την οµορφιά και τη χαρά της παρουσίας του. Γιατί άρα-
γε ο Χριστός δε λέει: ο πιστός µου πρέπει να µε ακολουθεί και να
κάνει αυτό και εκείνο; Το «όστις θέλει» αφήνει χώρο για µια από-
σταση, για την ενδιαµεσότητα της επιθυµίας, της αντίληψης, της
σκέψης, της κατανόησης, της επιλογής, της έλλογης απόφασης.

208
Υπάρχει «όστις θέλει» και, ενδεχοµένως, υπάρχει και «όστις ου
θέλει». Η πίστη δεν είναι άµεση σχέση εντολής – υπακοής, αλλά
επιλογή, σχέση προσώπων µε λόγο και επιθυµία, µε απόφαση και
ελευθερία. Το σηµείο αυτό θέλει προσοχή. Η γνώση του Θεού εί-
ναι πάντα έµµεση και µάλιστα πολλαπλώς έµµεση: παρεµβάλλο-
νται οι Γραφές, τα ποικίλα σχόλια, η παράδοση, η κοινότητα στην
οποία βρισκόµαστε. Συνεπώς, για να γνωρίσουµε το Θεό και το
θέληµά του χρειαζόµαστε σκέψη και διάκριση. Ο φονταµεταλισµός
θεωρεί ότι άµεσα γνωρίζουµε το Θεό γιατί τον ταυτίζει µε ένα κεί-
µενο. Υποβαθµίζει έτσι την σκέψη. Σε τελευταία ανάλυση, ο φο-
νταµενταλισµός είναι µια µορφή ειδωλολατρίας.14
«Οι δε εδίστασαν…» αναφέρει ο ευαγγελιστής Ματθαίος
(Ματ.28,17) για µερικούς µαθητές που, βλέποντας τον αναστάντα
Χριστό, διστάζουν και δεν πείθονται ότι αυτό που βλέπουν είναι
αλήθεια. Ακόµη απέναντι στον ένδοξο και αναστάντα Κύριο, ορι-
σµένοι συγκρατούν τη στάση τους και δεν ξέρουν αν αυτό που
βλέπουν είναι αλήθεια ή είναι αυταπάτη. Ακόµη και απέναντι στον
ένδοξο Κύριο πρέπει να διαλέξουν, να κρίνουν και να πάρουν µια
απόφαση.
Ο πιστός πιστεύει στην Αποκάλυψη λόγω της αυθεντίας
του Θεού που αποκαλύπτεται, οµολογεί η Εκκλησία. Η λογική
µπορεί να βλέπει την Αποκάλυψη σαν κάτι επιθυµητό και αξιόπι-
στο, αλλά χάρη στην πίστη γίνεται το βήµα της προσχώρησης. Πι-
στεύουµε στην αλήθεια της Αποκάλυψης λόγω της αυθεντίας του
Θεού και όχι γιατί συµφωνούµε. Πίστη δε σηµαίνει αποδέχοµαι
αυτά µε τα οποία συµφωνώ. Αν ήταν έτσι, τότε θα πίστευα στη
γνώµη µου και σε µένα τον ίδιο, εφόσον θα πίστευα σε ό,τι ήδη
θεωρώ αληθές και σωστό. Όταν δέχοµαι την Αποκάλυψη του Θε-
ού, υπάρχει αφενός ένα άλµα του λόγου που δέχεται αυτό που υ-
περβαίνει το λόγο, το µυστήριο, αλλά και ο ίδιος ο λόγος συγκατα-
τίθεται σε αυτήν την προσχώρηση γιατί βρίσκει την Αποκάλυψη
αξιόπιστη.

14
Η Εκκλησία θεωρεί το φονταµενταλισµό «µια αυτοκτονία της σκέψης». Βλ.
«Η ερµηνεία της Βίβλου στην Καθολική Εκκλησία» της Ποντιφικής Βιβλικής
Επιτροπής, στο συλλογικό έργο: ΚΟΝΤΙ∆ΗΣ Θ. (επιµέλεια) Καθολικισµός, Ελ-
ληνικά Γράµµατα, σελ. 348.

209
Είναι αλήθεια ότι η πίστη σε ένα Θεό πανταχού παρόντα,
που όµως ποτέ δε βλέπουµε, είναι ένα λογικό παράδοξο. Αλλά
ζούµε συνεχώς µέσα σε λογικά παράδοξα. Το γεγονός ότι υπάρ-
χουµε ενώ πριν δεν υπήρχαµε, ότι δεν καθορίσαµε εµείς ποιοι εί-
µαστε, είναι το πρώτο λογικό παράδοξο µε το οποίο ζούµε. Καθη-
µερινά ζούµε µε την πίστη: πιστεύουµε στην αγάπη των δικών µας,
πιστεύουµε σε αξίες για τις οποίες κάνουµε θυσίες, πιστεύουµε σε
ηθικές αξίες.
Τα αντικείµενο της πίστης, όπως π.χ. η σάρκωση του Λό-
γου, ο Ιησούς Θεός και άνθρωπος, η εκ νεκρών ανάσταση κ.α., εί-
ναι µυστήρια της πίστης. Μπορούµε να τα δεχόµαστε σαν αλήθεια;
Είναι όµως άτοπο να αναρωτηθούµε αν αυτές οι πράξεις του Θεού
είναι δυνατές ή αδύνατες, αποδεκτές σύµφωνα µε τη λογική ή όχι.
Ο ανθρώπινος λόγος δεν µπορεί να θέσει όρους ούτε να υπαγορεύ-
σει ούτε να περιορίσει την ελευθερία του Θεού. Από την άλλη µε-
ριά, όµως, θα είχαµε πρόβληµα αν αυτές οι αλήθειες ήταν αντιφα-
τικές, αν υποβάθµιζαν τον άνθρωπο, αν περιφρονούσαν ή απέρρι-
πταν τον κόσµο τον οποίο ο ίδιος ο Θεός έπλασε.15 ∆ε θα µπορού-
σαµε να πιστέψουµε κάτι αντιφατικό ή κάτι κακό. Ένα κριτήριο
αξιοπιστίας είναι η συνέπεια που οι αλήθειες αυτές έχουν και πώς
εναρµονίζονται µε την αγάπη για τον άνθρωπο, τη σωτηρία του,
την απελευθέρωσή του, την ανάπτυξή του.
Τελικά, βλέποντας την εξέλιξη στον κόσµο και στη φύση
προς όλο και ανώτερες µορφές ζωής µέχρι τη συνείδηση, βλέπο-
ντας την τάση του ανθρώπου προς το Θεό, µπορούµε να συµπερά-
νουµε ότι αυτή η τάση δε θα υπήρχε αν δεν υπήρχε ήδη νόηση και
συνείδηση από την αρχή. Οι δύο δυνατότητες που εµφανίζονται
είναι οι εξής: είτε υπάρχει Θεός δηµιουργός, είτε όλος ο κόσµος
είναι ένας θεός, µια συνείδηση. Σχήµα που παραπέµπει στον Χέ-
γκελ, στον Σπινόζα ή σε αντιλήψεις των ανατολικών θρησκειών.
Αυτό που λογικά µπορούµε να πούµε είναι ότι ο Θεός είναι δυνατό
να υπάρχει και είναι επιθυµητό να υπάρχει. Η πίστη σε Αυτόν είναι
µια ανθρώπινη δυνατότητα, µια επιθυµητή δυνατότητα.

15
Στην ιδεολογία του Γνωστικισµού βρίσκουµε «πνευµατικές αλήθειες» που
θεωρούν κακό και απορρίπτουν τον υλικό αυτόν κόσµο.

210

You might also like