Professional Documents
Culture Documents
Francisco Rodríguez Criado-Μια Ιστορία Για Τον Κοροναιό.
Francisco Rodríguez Criado-Μια Ιστορία Για Τον Κοροναιό.
com/2020/03/coronavirus-
cuento.html?utm_source=rss&utm_medium=rss&utm_campaign=coronavirus-cuento
Ο κοροναιός βάλθηκε να υπονομεύσει την οικογενειακή μας γαλήνη. Αρχικά, όπως όλοι οι
πολίτες, προσπαθήσαμε να μην δώσουμε σημασία. Πιστέψαμε, ότι ο ιός, ο προερχόμενος
από την Κίνα, θα έκανε μια σύντομη βόλτα και θα εξαφανιζότανε πριν καλά-καλά το
καταλάβουμε. Ωστόσο, καθώς περνούσαν οι εβδομάδες και αυξάνονταν δραστικά τα
περιστατικά και ο αριθμός των πεθαμένων, μας κυρίευσε όλους μια σύγχυση. Από την
στιγμή που δεν υπάρχει το εμβόλιο, η καλύτερη μέθοδος πρόληψης, σύμφωνα με τους
επιδημιολόγους, ήταν η απομόνωση. Ο κοροναιός, δεν ήταν πια μια κινέζικη υπόθεση, ήταν
μια πραγματική απειλή.
Η μαμά από την πλευρά της δεν βοηθούσε καθόλου. Εργαζόταν ως νοσοκόμα στο
νοσοκομείο και κάθε φορά που γύριζε στο σπίτι, μετά από μια κουραστική μέρα, μας έδινε
ιατρική αναφορά. Ανάμεσα σε εκείνη και στα μέσα επικοινωνίας ήταν εντελώς αδύνατο να
ξεφύγεις από το κλίμα μαζικής υστερίας. Ο κοροναιός ήταν καθοδόν, στο να μετατραπεί σε
πανδημία, όπως διαβεβαίωνε ο Παγκόσμιος Οργανισμός Υγείας.
- Εμένα δεν με φοβίζει να κολλήσω τον κοροναιό. Σε υγιή άτομα, συνήθως, δεν
προκαλεί υπερβολική ζημιά. Παρακεταμόλη και τέρμα. Αυτό που με απασχολεί,
είναι ο παππούς. Άμα το τσιμπήσει, την πούτσισε – είπε η μαμά. «Την πούτσισε»
στην φρασεολογία της τρομαγμένης κόρης, σήμαινε ότι «θα πέθαινε αμέσως, σαν
το σκυλί στ’ αμπέλι». Πρέπει να καταφέρουμε, να αποδεχθεί ο παππούς μια
εθελοντική καραντίνα – πρόσταξε.
Κι αυτή ήταν η κατάσταση: έπρεπε να του βάλουμε τα δυο πόδια σε ένα παπούτσι, δηλαδή,
να τον υποχρεώσουμε να περάσει σε υποχρεωτική καραντίνα (τρομερή αντίθεση) στο πιο
ζωντανό μέλος της φαμίλιας μας. Εμείς, που σύμφωνα με τα λόγια του προγόνου μας και
μελλοντικού θύματος, δεν αξίζαμε μια δεκάρα.
Και μπορεί η μαμά, όπως και οι υπόλοιποι, να μην άξιζε μια δεκάρα, όμως, αν κάτι της
περίσσευε και με το παραπάνω ήταν το πείσμα. Πείσμα και φόβος.
Και ναι: κάναμε ψηφοφορία. Μετά την παθιασμένη ομιλία της, έπρεπε να σηκώσουμε τα
χέρια. Ποιος ήταν υπέρ, στο να απομονώσουμε τον παππού; Ποιος ήταν υπέρ, να
αφήσουμε τα πράγματα στην τύχη τους; Το αποτέλεσμα ήταν τρία υπέρ, τρία κατά. Έπρεπε
να σπάσει η ισοπαλία. Τότε θυμήθηκα την ταινία οι δώδεκα ένορκοι. Εμπνευσμένος από
ένα τρομερό πνεύμα δικαιοσύνης, ερμήνευσα τον ρόλο του Χένρυ Φόντα, βοηθούμενος
από την ρητορική μου δεινότητα στην καλύτερη στιγμή της.
Όμως η μαμά, σπρωγμένη από τον πανικό, που κάνοντας την ανάγκη φιλοτιμία, την
μετέτρεπε σε φλογερή υπερασπίστρια των θέσεων της, επιχειρηματολογούσε, ότι ο
κοροναιός, ήταν πολύ επικίνδυνος, ιδιαίτερα στα ηλικιωμένα άτομα, και σε ομάδες υψηλού
κινδύνου:
- Αν το κολλήσει θα πεθάνει.
- Ίσως- της αντέτεινα εγώ - . Όμως εμποδίζοντας τον παππού να βγει από το σπίτι,
είναι επίσης, σαν να τον καταδικάζεις σε θάνατο.
- Ανοησίες.
Μετά από μια παθιασμένη συζήτηση, ρώτησα την μαμά, γιατί δεν αφήνει τον ίδιο τον
παππού να πάρει την απόφαση.
- Είσαι τρελός; Ο πατέρας μου δεν θα δεχόταν να μείνει στο σπίτι κάτω από
οποιεσδήποτε συνθήκες. Νομίζει ότι είναι δεκαπέντε χρόνων.
- Ακριβώς γι’ αυτό πρέπει να απέχουμε. Είναι η ζωή του. Πρέπει να χαρεί το λίγο ή το
πολύ που του μένει από αυτή, όπως του κάνει κέφι. Αν πρέπει να πεθάνει, ας το
κάνει χαρούμενος, μέσα στην «νεότητα» του.
«Όχι όπως εμείς, που είμαστε μια οικογένεια ξεπουλημένων». Αυτό δεν το είπα, όμως το
σκέφτηκα.
Τελικά, πρέπει να ήμουν πολύ πειστικός, γιατί στο τέλος ο μπαμπάς (ποιος θα το έλεγε,
αυτός, που απεχθάνονταν να διαφέρει!) πέρασε στην δική μου πλευρά. Τέσσερις ψήφοι
υπέρ, δυο κατά. Ο παππούς μπορούσε να συνεχίσει να βγαίνει έξω και να μας κοιτάζει αφ’
υψηλού.
Η μητέρα μου δεν είπε τίποτα, όμως μου έριξε ένα θυμωμένο βλέμμα που μου κόστισε
πολύ και με πόνεσε. Αυτός ήμουν εγώ: ένας Χένρυ Φόντα στις μεγάλες στιγμές, ένας
σιχαμένος, όταν τα πράγματα έπαιρναν στροφή.
Για καλή μας τύχη, ο παππούς ήταν φτιαγμένος από άλλη πάστα και βγήκε από το
νοσοκομείο για να το διηγηθεί. Και πως το διηγήθηκε! Αυτός που είχε περάσει όλη του τη
ζωή, διηγούμενος χίλιες μάχες που δεν υπήρξαν στην πραγματικότητα (και αρνούμενος
άλλες τόσες που συνέβησαν), εκμεταλλεύτηκε αυτήν την εμπειρία για να τον ακούσουμε.
Είχε μπει για τα καλά στον ρόλο του επιζήσαντα και παρόλο που είχε βγει εξαντλημένος
από πλευράς φυσικής κατάστασης από την αρρώστια, διανοητικά ήταν πιο φρέσκος από
ποτέ. Ιστορούσε την παραμονή του στο νοσοκομείο, σε όποιον ήθελε να τον ακούσει και το
έκανε σαν να επρόκειτο για κάποιο τεύχος που περιγράφει πολεμικές ιστορίες ή μια
φρέσκια είδηση της στιγμής της καταστροφής του Τσέρνομπιλ.
Από την μια μεριά σαν τιμωρία, επειδή βοήθησα τον παππού να κολλήσει τον κοροναιό, και
από την άλλη μεριά, για να καθησυχάσει την υστερία της, η μητέρα μου, μου επέβαλλε να
συνοδεύω τον παππού στις εξόδους του. Εγώ προσπαθούσα να το αποφύγω,
προβάλλοντας τις εργασιακές μου υποχρεώσεις, όμως εκείνη υπερτόνιζε, ότι η εργασία μου
ως εμπορικός αντιπρόσωπος μιας εταιρείας φαρμακευτικών προϊόντων, μου επέτρεπε μια
χαρά, να το σκάω που κα που, για να συνοδεύω τον παππού στις βόλτες του.
Και αυτό ακριβώς έκανα, τουλάχιστον δυο με τρεις φορές την εβδομάδα. Αυτονόητο είναι,
ότι ο παππούς, ένας από την φύση του μπον βιβέρ, δεν ήθελε να έχει δίπλα του κανένα
συνοδό και πολύ περισσότερο κάποιον από το σόι του, κάποιον που δεν «αξίζει μια
δεκάρα»", κάποιον εν τέλει, για τον οποίο δεν έτρεφε κανένα σεβασμό.
Όμως εγώ συνέχιζα να αισθάνομαι ένοχος και έτσι κάποια πρωινά επέβαλα, στον καημένο,
την παρουσία μου.
Γύρισε προς το μέρος μου και με ένα χαμόγελο στα χείλια, πέρασε το μπράτσο του στον
ώμο μου. Ήταν ο τρόπος του, για να με ευχαριστήσει.
Από το εξιτήριο και μετά χρησιμοποιούσε μπαστούνι. Ήταν πιο αδύνατος, δυσκολευόταν
στο περπάτημα και μερικές φορές τραύλιζε στην ομιλία. Παρόλο που συνέχιζε να είναι ένας
άνδρας με έντονο παρουσιαστικό, μου φάνηκε ότι μέσα σε λίγο χρονικό διάστημα κόντυνε
μερικά εκατοστά. Είχε μετατραπεί σε μια θολή έκδοση του εαυτού του, ωστόσο, όπως λέω,
διατηρούσε το ίδιο αξιόμαχο πνεύμα, όπως πάντα.
Αφού περπατήσαμε μερικά λεπτά, φτάσαμε στο γήπεδο όπου παίζουν πετάνκα, και το
αφήσαμε πίσω μας, σύμφωνα με την εκπεφρασμένη θέληση του παππού.
- Σήμερα δεν θέλω να δω αυτούς τους μαλάκες. Έχω άλλα πράγματα να κάνω.
Ακολούθησέ με, έχω ραντεβού με την κοπέλα μου. – Πήγα να πω κάτι, αλλά οι
φίλοι του παππού, μας είδαν και από μακριά άρχισαν να κάνουν παιχνιδιάρικες
χειρονομίες, στις οποίες ο παππούς απάντησε βαριεστημένα και με τόση φασαρία
δεν είχα την ευκαιρία ούτε το στόμα να ανοίξω -. Θα πρέπει να είναι δίπλα στην
δεξαμενή – είπε αμέσως μετά, υπολογίζοντας την ώρα στο κομψό ρολόι με
αλυσίδα, που φύλαγε στην τσέπη του τουίντ γιλέκου του.
Σαν δυο μυρμηγκάκια συνεχίσαμε να περπατάμε με κατεύθυνση προς την δεξαμενή, που
βρισκόταν στην άκρη του πάρκου, μια περιοχή απομονωμένη και ήσυχη, προφυλαγμένη
από όμορφα δέντρα (μερικές φτελιές, κάποιες ακακίες), σιωπηρούς μάρτυρες των
συνηθισμένων συνευρέσεων νεαρών εραστών. Ήταν, για να το πούμε έτσι, το σπέσιαλ
μέρος της περιοχής.
Γύρισα στο πλάι, και προς μεγάλη μου έκπληξη, εκεί βρισκόταν μια ηλικιωμένη, στην σκιά
μιας λεύκας, τόσο κοκέτα όσο και ο παππούς. Αναγνωρίζοντας την παρουσία μας,
σηκώθηκε από το παγκάκι με μια κίνηση τόσο επιτηδευμένη, όσο και αριστοκρατική.
Έμεινε όρθια, χαρούμενη, αλλά χωρίς διαχυτικότητες. Ήταν μια κυρία κάποιου επιπέδου.
Ίσα που άκουγα τον παππού. Όπως κι εκείνος, δεν έπαιρνα τα μάτια μου πάνω από την
ηλικιωμένη. Υπήρχε ένα φως στο βλέμμα της, ίδιο με το φως που εκπορεύονταν από τον
παππού. Ήταν νεώτερη από αυτόν (πέντε- έξη χρόνια) και από την απόσταση μου φάνηκε,
όπως ακριβώς και στον ερωτευμένο, μια θαυμάσια γυναίκα. Όπως συνέβαινε και στον
παππού, το ταλαιπωρημένο σώμα της περιέκλειε μια ζωή, που δεν αντιστέκονταν στα
τελευταία σπαρταρίσματα. Σεμνή αυτή, τολμηρός αυτός, έμοιαζαν με δυο παιδιά, που
περίμεναν τις μέρες των διακοπών για να σεργιανίσουν στο πάρκο.
Ένιωσα μια βαθιά ζήλια, γι’ αυτούς τους νεαρούς ογδοντάρηδες, που έδιναν το ραντεβού
τους, στον ιδιαίτερο κήπο της αγάπης τους, καταστρατηγώντας τους νόμους της φύσης.
- Άιντε, δρόμο για το σπίτι! Σε λίγο θα έρθω κι εγώ. Δώσε μου πρώτα ένα φιλί.
Ο παππούς, είτε γιατί ήταν ερωτευμένος, είτε γιατί με τον τρόπο του ένιωθε υποχρεωμένος
απέναντί μου, ήταν ιδιαίτερα στοργικός μαζί μου. Δεν εκδήλωνε αυτήν την αγάπη με λέξεις,
αλλά με χειρονομίες.
Κι εκεί τον άφησα, να περπατάει αργά, αλλά σίγουρα, προς την Μαρία, η οποία όρθια,
χάριζε στο αγόρι της ένα χαμόγελο.
Στον γυρισμό για το σπίτι, δεν σταμάτησα να σκέφτομαι το συμβάν. Ο παππούς είχε
προβιβαστεί με άριστα, σε αυτό που, χωρίς αμφιβολία, έμελε να είναι μια από τις
τελευταίες εξετάσεις του, ενώ εγώ, με όλη την ζωή μπροστά μου, ήμουν ένας
περιπλανώμενος μετεξεταστέος, ένα κοροναιός που δεν σκοτώνει, αλλά ούτε εξαφανίζεται
επίσης.
Ανίκανος να εγκαταλείψω την οικογενειακή φωλιά (παρόλο που είχα αποταμιεύσει αρκετά
για να αγοράσω δικό μου διαμέρισμα), ανίκανος να εξομολογηθώ στην Ρόζα, τον κρυφό
μου έρωτα για κείνη, ανίκανος να αφήσω μια δουλειά που δεν με έκανε ευτυχισμένο,
ανίκανος να παραδεχθώ ανοιχτά, ότι είχα σφάλλει σχεδόν σε όλα…
Στην δική μου περίπτωση, το επίθετο ξεπουλημένος, που τόσο χρησιμοποιούσε ο παππούς,
ήταν συνώνυμο του ανίκανου.
Μ’ αυτά και μ’ αυτά μαστιγωνόμουνα, όταν έφτασα στο γήπεδο που παίζανε πετάνκα. Ούτε
που σήκωσα τα μάτια να τους κοιτάξω, τόσο απορροφημένος ήμουν στις μύχιες σκέψεις
μου. Όταν άκουσα μια φωνή.
«Ο Μαρκήσιος» ήταν ο παππούς μου. Τον αποκαλούσαν έτσι, για τον αέρα μεγαλείου που
διέθετε, πρέπει να το παραδεχθούμε, έτσι έμοιαζε.
Αυτός που είχε μιλήσει, ήταν ένας από τους φίλους του, σίγουρα ένας από τους πιο
έμπιστους.
Η ερώτηση με έπιασε απροετοίμαστο. Θα του έλεγα, ότι δεν ήξερα να παίζω, ότι δεν είχα
όρεξη, ότι η πετάνκα μου φαινόταν μια ανόητη διασκέδαση, ότι δεν ήμουν διατεθειμένος
να σκύβω χωρίς λόγο, ότι οι ξεπουλημένοι δεν χάνουμε τον χρόνο μας σε ανώφελες
δραστηριότητες. Κι όμως ωστόσο, για λόγους που δεν γνωρίζω, απάντησα ναι.
- Φυσικά! – με φόρα, έβγαλα το σακάκι και την γραβάτα, που τόσο μισούσα
(εργασιακές απαιτήσεις), τα πέταξα σε ένα παγκάκι, χωρίς τύψεις -. Πως παίζουμε
λοιπόν; - ρώτησα, καθώς σήκωνα τα μανίκια στο πουκάμισο μου.
Οι φίλοι του παππού γιόρτασαν συνένοχα την απόφασή μου, σαν να ήμουν κι εγώ, άλλος
ένας νεαρός της δικιάς τους ομάδας.
Había sido un empresario de éxito, corajudo y emprendedor, un hombre muy alto, de buen
porte, con un carácter noble pero desmedido, y ahora, a los 84 años, lo primero que hacía
cada mañana, después de acicalarse y ponerse traje y corbata (a la hora de vestir siempre
había sido muy distinguido), era irse al parque a jugar a la petanca con sus amigos, un grupo
de aguerridos vejestorios que desafiaban el paso del tiempo. Me admiraba que, con tantos
años a cuestas, aún tuvieran tiempo y ganas de doblar la espalda para jugar a la petanca. Era
como si la tercera edad se diera la mano con la primera, cerrando así el círculo de la vida.
El abuelo, el mayor de todos, tenía que limitarse últimamente a observar: sus piernas habían
comenzado a fallarle. No lanzaba la bola de metal, pero hacía todo lo demás: discutía,
jaleaba, bromeaba, festejaba, abrazaba o amenazaba (según se terciara). Vivía el juego, el
fin, como uno más. Para aquellos hombres la petanca era la metáfora de la vida: jugar
equivalía a sobrevivir.
Y ese era el panorama: teníamos que meter en vereda, es decir, obligar a pasar por una
cuarentena voluntaria (valga la contradicción) al miembro más vitalista de la familia.
Nosotros que, en palabras del patriarca y futuro rehén, carecíamos de valor.
Y puede que mamá, como los demás, no tuviera valor, pero si algo le sobraba era
obstinación. Obstinación y miedo.
Un día nos convocó a una reunión familiar. Quería que decidiéramos de una vez si íbamos a
recluir al abuelo en casa hasta que el coronavirus fuera historia pasada.
Y sí: hicimos una votación. Después de su acalorado discurso, tuvimos que levantar las
manos. ¿Quién estaba a favor de recluir al abuelo? ¿Quién estaba a favor de dejar que las
cosas siguieran su curso? El resultado fue de tres a favor y tres en contra. Había que romper
el empate. Entonces me acordé de la película 12 hombres sin piedad. Ungido de cierto
espíritu justiciero, interpreté el papel de Henry Fonda echando mano de mi mejor oratoria.
Pero mamá, empujada por un pánico que ella, haciendo virtud de la necesidad, convertía en
pundonor, argumentaba que el coronavirus era muy peligroso, especialmente en las
personas mayores, pacientes de alto riesgo:
–Morirá si lo contrae.
–Quizá –contrataqué yo–. Pero impedir que el abuelo salga de casa es también condenarle a
muerte.
–Tonterías.
Después de una acalorada discusión, le pregunté a mamá por qué no dejaba que fuese el
propio abuelo quien tomara la decisión.
–¿Estás loco? Mi padre no aceptaría quedarse en casa bajo ningún concepto. Se cree que
tiene quince años.
–Precisamente por eso debemos abstenernos. Es su vida. Debe disfrutar lo poco o mucho
que le quede de ella como le plazca. Si debe morir, que lo haga disfrutando de su
“juventud”.
“No como nosotros, que somos una familia de renegaos”. Esto no lo dije, pero lo pensé.
En fin, debí de resultar tan convincente que al final papá (¡quién lo hubiera dicho, él que
detestaba significarse!) se pasó al bando que yo encabezaba. Cuatro votos a favor, dos en
contra. El abuelo podría seguir saliendo a la calle y mirarnos por encima del hombro.
Mi madre no me dijo nada, pero me lanzó una mirada furibunda, lo cual me resultó aún más
doloroso. Ese era yo: un Henry Fonda en los grandes momentos, y un apestado cuando las
cosas se torcían.
Por suerte, el abuelo estaba hecho de otra pasta y salió del hospital para contarlo. ¡Y vaya si
lo contó! Él, que se había pasado toda la vida relatando mil batallas que no habían sucedido
en realidad (y negando otras que eran ciertas), aprovechó esta experiencia para hacerse oír.
Se había metido en el papel de superviviente, y aunque había salido mermado en lo físico
tras la enfermedad, mentalmente estaba más fresco que nunca. Narraba su estancia en el
hospital a todo aquel que quisiera escucharle, y lo hacía poco menos que si se tratara de un
Episodio Nacional de Galdós o una nota a pie de página de la catástrofe de Chernóbil.
En parte como castigo por haber ayudado a que el abuelo contrajera el coronavirus, y en
parte para apaciguar su histeria, mi madre me impuso escoltar al abuelo en sus salidas. Yo
trataba de escurrir el bulto alegando exigencias laborales, pero ella puntualizaba que mi
trabajo como comercial para una empresa de productos de farmacia bien me permitiría
hacer alguna que otra escapada para pasear con el abuelo.
Y eso hacía yo, al menos dos o tres veces por semana. Huelga decir que el abuelo, un bon
vivant por naturaleza, no quería tener al lado a nadie de carabina, y mucho menos a alguien
de su estirpe, alguien “que no conoce el valor”, alguien, en definitiva, por quien no sentía
demasiado respeto.
Pero yo seguía sintiéndome culpable, así que algunas mañanas sometía al pobre hombre a
mi presencia.
–¡Cállate, pardiez, que no me dejas escuchar el gorjeo de los pájaros! –se quejó, con la
indisimulada intención de ningunearme.
–Abuelo…
Desde su salida del hospital, usaba bastón. Estaba más flojo, le costaba caminar y algunas
veces se trastabillaba cuando hablaba. Aunque seguía siendo un hombre de estatura
considerable, me pareció que en poco tiempo había menguado varios centímetros. Se había
convertido en una versión difusa de sí mismo, si bien, como digo, mantenía el mismo espíritu
combatiente de siempre.
Después de unos minutos caminando, llegamos al campo de petanca, que pasamos de largo
por voluntad expresa del abuelo.
–Hoy no quiero ver a estos malandres. Tengo cosas que hacer. Acompáñame, que he
quedado con mi novia. –Yo iba a decir algo, pero los amigos del abuelo nos vieron y, desde la
distancia, comenzaron a hacer comentarios jocosos, a los que el abuelo respondía corajudo,
y con tanto ruido no tuve oportunidad ni ganas de abrir la boca–. Ya debe de estar junto al
estanque–dijo poco después, comprobando la hora en su coqueto reloj de pulsera, que
guardaba en el bolsillo de su chaleco de Tweed.
Como dos hormiguitas, continuamos caminando en dirección al estanque, que estaba al final
del parque, en una zona solitaria y tranquila, cobijada por hermosos árboles (varios olmos y
un par de acacias), testigos mudos de las habituales reuniones de jóvenes amantes. Era, por
así decirlo, la parte ilustre del lugar.
Observé al abuelo, fatigado pero ilusionado al mismo tiempo. Creí que había perdido la
cabeza. Me dio pena. Llegaríamos al estanque y allí no habría nadie; o al menos no estaría
“su novia”. Di por hecho que el deterioro mental del abuelo comenzaba a manifestarse.
Me giré hacia un lado y, para mi sorpresa, allí se encontraba una anciana, a la sombra de un
álamo, tan coqueta como el abuelo. Al reconocer nuestra presencia, se levantó del banco en
un movimiento tan esforzado como aristocrático. Se mantenía erguida, contenta pero sin
hacer aspavientos. Era, desde luego, una mujer con clase.
–¿Ves? ¡Te lo dije! Seguramente, creías que me había vuelto loco. Bueno, en realidad, loco sí
que estoy. Loco por ella. ¡Es una mujer admirable! Se llama María –Y a continuación añadió
bajando el tono de tu voz–. Espero que tu difunta abuela sepa perdonarme. La vida son
cuatro días…
Yo apenas escuchaba al abuelo. Al igual que él, no quitaba los ojos de la anciana. Había una
luz en su mirada, gemela a la luz que emanaba del abuelo. Era más joven que él (tal vez cinco
o seis años) y, desde la distancia, me pareció, tal como su enamorado había anticipado, una
mujer admirable. Como ocurría con el abuelo, su cuerpo apergaminado envolvía una vida
que no se resistía a dar sus últimos coletazos. Tímida ella, atrevido él, parecían dos niños que
acordaban verse los días de vacaciones para corretear por el parque.
Sentí una profunda envidia de aquellos dos jóvenes octogenarios que se citaban en su
particular jardín del amor, desafiando las leyes de la Naturaleza.
–¡Ea, márchate para casa! Luego iré yo. Pero antes dame un beso.
Y allí lo dejé, caminando lento pero seguro hacia María, que seguía de pie, regalándole una
sonrisa a su novio.
Incapaz de abandonar el nido familiar (pese a que había ahorrado lo suficiente para comprar
mi propio piso), incapaz de confesarle a Rosa que estaba secretamente enamorada de ella,
incapaz de dejar un trabajo que no me hacía feliz, incapaz de confesar abiertamente que me
había equivocado en casi todo…
En mi caso, el adjetivo renegao que tanto usaba el abuelo era sinónimo de incapaz.
Venía fustigándome con estas y otras cosas, cuando llegué a la cancha de petanca. Ni
siquiera me digné mirarles, tan abstraído como estaba en mis cavilaciones. Pero entonces
escuché una voz.
“El Marqués” era mi abuelo. Se referían a él así, por sus aires de grandeza y, todo hay que
decirlo, porque lo parecía.
Quien había hablado era uno de sus amigos, seguramente uno de los que más confianza
tenían con él.
La pregunta me pilló desprevenido. Iba a decirle que no sabía jugar, que no me apetecía, que
la petanca me resultaba un entretenimiento absurdo, que no estaba dispuesto a agacharme
inútilmente, que los renegaos no perdemos el tiempo en estas actividades inocuas. Y, sin
embargo, por motivos que desconozco, respondí que sí.
Los amigos del abuelo celebraron cómplices mi decisión, como si yo fuera otro joven más del
grupo.