You are on page 1of 268

 

 
   
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 

2
 
Ο ΕΘΝΙΚΟΣ ΔΙΧΑΣΜΟΣ 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 

3
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
                                                         

4
 
Δημήτρη Μιχαλόπουλου 
 
 
 

Ο ΕΘΝΙΚΟΣ ΔΙΧΑΣΜΟΣ 
Η ΑΛΛΗ ΔΙΑΣΤΑΣΗ 
 
 
 
 
 
 
ΝΕΑ ΕΚΔΟΣΗ ΕΜΠΛΟΥΤΙΣΜΕΝΗ 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΠΕΛΑΣΓΟΣ 
Ἰωάννης Χρ. Γιαννάκενας 
 
 

5
 
Τὰ  ἔγγραφα  ποὺ  φωτομηχανικῶς  δημοσιεύονται  στὸ  ἐξώφυλλο 
καὶ  τὸ  ὀπισθόφυλλο  ἀφοροῦν  καταδίκες,  γιὰ  πολιτικοὺς  λόγους,  
τοῦ  Ἰωάννη  Μεταξᾶ  τὸν  Αὔγουστο  τοῦ  1920.  Βρίσκονται  στὸ 
Ἱστορικὸ  Ἀρχεῖο  τοῦ  (ἑλληνικοῦ)  ὑπουργείου  Ἐξωτερικῶν  καὶ 
δημοσιεύονται  ἐδῶ  βάσει  τῆς  ἀπὸ  7ης  Νοεμβρίου  2011  γραπτῆς 
ἄδειας  (ἀρ.  Φ.7100/444/ΑΣ  562)  τῆς  διεύθυνσης  τοῦ  ἐν  λόγῳ 
ἀρχείου. 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
ISBN  978 – 960 – 522 – 303 – 8   
 
 
© Δημήτρης Μιχαλόπουλος 
 
Ἐκδόσεις ΠΕΛΑΣΓΟΣ, 
Ἰωάννης Χρ. Γιαννάκενας 
Χαρ. Τρικούπη 14, Τ.Κ. 106 79 Ἀθῆναι 
Τηλ.: 210‐36.28.976, 210‐64.40.021,  Τοτ.: 210‐36.38.435 
www.hellasbooks.gr καί acroceramo@hellasbooks.gr 
facebook: ΠΕΛΑΣΓΟΣ – ΟΜΑΔΑ ΦΙΛΩΝ ΤΩΝ ΕΚΔΟΣΕΩΝ 
____________________ 
Α΄ ΕΚΔΟΣΗ:  2012 
 

6
 
ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ 
 
ΒΡΑΧΥΓΡΑΦΙΕΣ ……………………………………………………    8 
   
ΠΡΟΛΟΓΟΣ …………………………………………………………     9 
   
ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΠΡΩΤΟ   
Κρητικὸ πρελούδιο …………………………………………………  11 
   
ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΔΕΥΤΕΡΟ   
Βαλκανικὸ δρᾶμα …………………………………………………..  79 
   
ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΤΡΙΤΟ   
Τὰ γεγονότα ………………………………………………………...  119 
   
ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΤΕΤΑΡΤΟ   
Τὸ ὑποχθόνιο ρεῦμα ……………………………………………….  145 
   
ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΠΕΜΠΤΟ   
Τὸ ζήτημα τοῦ Ἑλληνικοῦ Ναυτικοῦ ……………………………  181 
   
ΕΠΙΜΕΤΡΟ καὶ ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΑ ……………………………..  193 
   
ΠΗΓΕΣ καὶ ΒΟΗΘΗΜΑΤΑ ……………………………………….  237 
   
ΕΥΡΕΤΗΡΙΟ …………………………………………………………  253 
 
 
 
 
 
 
 
 

7
 
 
 
Β Ρ Α Χ Υ Γ Ρ Α Φ Ι Ε Σ 
 
 
 
ΑΥΕ= Ἱστορικὸ Ἀρχεῖο ὑπουργείου Ἐξωτερικῶν (Ἀθήνα). 
 
ΙΑΕΒ = Ἱστορικὸ Ἀρχεῖο Ἐλευθερίου Βενιζέλου (Ἀθήνα). 
 
PA= Parliamentary Archives (Λονδῖνο). 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
Ἐφ.= ἐφημερίδα· κ.ἑξ.= καὶ ἑξῆς· κ.ο.κ.= καὶ οὕτω καθ’ἑξῆς· ν.ἡ= 
νέο ἡμερολόγιο· π.ἡ= παλαιὸ ἡμερολόγιο· φ=φύλλο· φφ.=φύλλα· 
χ.ἀ= χωρὶς ἀριθμό· χ.ἔ.= χωρὶς ἔτος ἔκδοσης· χ.ἡ.= χωρὶς 
ἡμερομηνία· χ.τ.= χωρὶς τόπο [ἔκδοσης]· χ.ὑ.=χωρὶς ὑπογραφή. 

8
Π Ρ Ο Λ Ο Γ Ο Σ 
 
Ἡ ἀρχικὴ ἔκδοση αὐτοῦ τοῦ βιβλίου εἶχε γίνει τὸ 1997· στὰ χρόνια 
ποὺ  περάσανε  οἱ  ἀπόψεις  ποὺ  ἐκεῖ  ἐξέφρασα  ὄχι  μόνο  δὲν 
μεταβλήθηκαν,  μά,  ἀντίθετα,  ἰσχυροποιήθηκαν.  Νέα  στοιχεῖα, 
πράγματι,  κάθε  τόσο  προέκυπταν,  χάρη  στὰ  ὁποῖα  γινόταν 
ὁλοένα  καὶ  ἰσχυρότερη  ἡ  τεκμηρίωση  τῆς  σύγκρουσης  τῆς 
«Ἀτλαντικῆς Κοινότητας» μὲ τὴν Ἀνατολὴ καθὼς καὶ ὁ ρόλος ποὺ 
ἡ Ἑλλάδα ἔχει ἀκουσίως ἀναλάβει σὲ αὐτήν.  
  Παράλληλα  ὅμως  ἀναδύθηκε  καὶ  ἄλλο  ζήτημα:  ἡ  προσω‐
πικότητα  τοῦ  Ἐλευθέριου  Βενιζέλου.  Ἡ  μορφὴ  αὐτὴ  ἔτεινε  νὰ 
ἐξελιχθεῖ  σὲ  ἔμβλημα  τῆς  ριζικῆς  πολιτικῆς  μεταβολῆς  ποὺ 
συντελέστηκε στὴν Ἑλλάδα ἤδη μὲ τὶς ἐκλογὲς τοῦ  1981· σήμερα 
ὅμως ὁ Ἐλευθέριος Βενιζέλος ἔχει γίνει, στὴν οὐσία, σύμβολο τοῦ 
καθεστῶτος  ποὺ  πάει  νὰ  ἐπιβληθεῖ  στὸ  σύνολο  τῆς  Εὐρωπαϊκῆς 
Ἠπείρου.  Εἶναι  γνωστὸ  ὅτι  ἡ  Λέσχη  Bilderberg  μετέχει  στὴν 
προσπάθεια αὐτήν·1 ἡ ἀντίδραση, κατὰ συνέπεια, ἐπιβάλλεται. 
  Ἐφ’  ὅσον  κάποιος  εἶναι  ἱστορικός,  δὲν  μπορεῖ  νὰ  μετα‐
βάλλεται  οὔτε  σὲ  «βενιζελικὸ»  οὔτε  σὲ  «ἀντιβενιζελικό».  Ὅταν 
ὅμως  ἡ  μυθοποίηση  ἑνὸς  πολιτικοῦ  ἐξελίσσεται  σὲ  ἐργαλεῖο  γιὰ 
τὴν  ὑποδούλωση  καὶ  καταστροφὴ  Λαῶν,  τότε  ἡ  ἀντίδραση 
ἀποτελεῖ ὄχι δικαίωμα ἤ, ἔστω, δυνατότητα ἀλλὰ καθῆκον. 
  Αὐτὸ  τὸ  καθῆκον  προσπάθησα  νὰ  ἐκπληρώσω  μὲ  τὴν 
προσθήκη,  σὲ  αὐτὴν  τὴν  ἔκδοση,  δύο  ἐκτενῶν  κεφαλαίων  γιὰ  τὴ 
ζωὴ  καὶ  τὴ  δράση  τοῦ  Βενιζέλου  ἀπὸ  τὴ  γέννησή  του  μέχρι  τὴν 
ἔκρηξη  τῶν  Βαλκανικῶν  πολέμων  κατὰ  τὸ  1912.  Χάρη  στὰ  κε‐
φάλαια αὐτὰ ἄλλωστε μπορεῖ κανεὶς καλλίτερα νὰ καταλάβει τὸ 
δρᾶμα  τοῦ  Ἐθνικοῦ  μας  Διχασμοῦ.  Προστέθηκαν  ἐπίσης  νέα 
στοιχεῖα  ὅσον  ἀφορᾶ  ἰδίως  τὴν  κατὰ  τὸ  1919  ἔναρξη  τῆς 
Μικρασιατικῆς Περιπέτειας. 

  Βλ.  τὸν  πρόλογο  τοῦ  George  David  (Γεωργίου  Δαυὶδ)  στὸ  ἔργο  Eleftherios 
1

Venizelos.  The  Trials  of  Statesmanship.  Edited  by  Paschalis  Kitromilidis  (Edinburgh 
University Press, 2008), σ. vii. 

9
  Ὡς συνήθως, πολλοὶ ὑπῆρξαν ἐκεῖνοι ποὺ μὲ βοήθησαν στὴ 
διάρκεια  τῆς  ἔρευνας  καὶ  τῆς  συγγραφῆς.  Ἰδιαίτερα,  πάντως, 
ὀφείλω  νὰ  εὐχαριστήσω  τὸν  Γιῶργο  Πετσίβα,  ἄνθρωπο  μὲ 
βαθύτατη  γνώση  τῆς  Ἱστορίας,  ἐκδότη  ὑποδειγματικὸ  καὶ 
πρόσωπο  χάρη  στὸ  ὁποῖο  μπόρεσα  νὰ  στρέψω  τὴ  μελέτη  μου  σὲ 
τομεῖς ἕως τώρα ἀνεξερεύνητους. Ἡ κατὰ τοὺς τελευταίους μῆνες 
ἀκούσια ἀπουσία του –ποὺ ἐλπίζω σύντομα νὰ τερματιστεῖ– ἔχει 
πιὰ γίνει ὀδυνηρῶς αἰσθητὴ σὲ ὅλους ὅσους ἐργάστηκαν μαζί του. 
Ἐπίσης  εὐχαριστῶ  τοὺς  Θωμᾶ  καὶ  Ἀλεξάνδρα  Θεολόγη  γιὰ  τὸ 
ἀδιάπτωτο  ἐνδιαφέρον  τους·  τὸν  Ἀλέξανδρο  Πεφάνη  γιὰ  τὶς 
συνεχεῖς ἐρωτήσεις του σχετικῶς μὲ τὴν πορεία τῆς δουλειᾶς μου· 
καί,  τέλος,  τὸν  ἐκδότη  Ἰωάννη  Γιαννάκενα  γιὰ  τὴν    προσπάθεια 
στὴν  ὁποία  ἀποδύθηκε,  προκειμένου  ἡ  ἀνὰ  χεῖρας  ἔκδοση  νὰ 
πραγματοποιηθεῖ  σωστὰ  καὶ  ἐγκαίρως.  Ἐξυπακούεται,  βέβαια, 
πὼς  τὸ  ἔργο  μου  δὲν  θὰ  εἶχε  τελεσφορήσει  χωρὶς  τὴν    ἐγκαρτέ‐
ρηση  τῆς  γυναίκας  μου.  Σωστὸ  εἶναι,  τέλος,  νὰ  ἐπισημάνω  τὴ 
φροντίδα  μὲ  τὴν  ὁποία  περιέβαλαν  τὴν  ἔρευνά  μου  τόσο  τὰ 
στελέχη  τῆς  ὑπηρεσίας  τοῦ  Ἱστορικοῦ  Ἀρχείου  τοῦ  ὑπουργείου 
Ἐξωτερικῶν ὅσο καὶ τὸ προσωπικὸ τῆς Βρεταννικῆς Σχολῆς στὴν 
Ἀθήνα καί, ἀκόμα, τῆς Γενναδείου Βιβλιοθήκης. 
  Ὅμως, παρὰ καὶ πέρα ἀπὸ τὶς εὐχαριστίες αὐτές, τὸ βιβλίο  
ἀφιερώνεται  στὴ  μνήμη  νεκροῦ.  Καὶ  ὁ  νεκρὸς  αὐτὸς  εἶναι  ὁ 
Νικολάκης, Χριστιανὸς ἀπὸ τὴ Μικρὰ Ἀσία καὶ ταγματάρχης τοῦ 
Ὀθωμανικοῦ  Στρατοῦ,  ὁ  ὁποῖος  συνειδητὰ  βάδισε  πρὸς  τὸν 
φυσικὸ  καὶ  ἐν  πολλοῖς  ἠθικό  του  θάνατο,  προκειμένου  νὰ 
παραδώσει  τὰ  Γιάννενα  στοὺς  Ἕλληνες.1  Τελείως  τυχαῖα  ἔπεσα 
πάνω  στὴ  μορφή  του  κατὰ  τὴ  διάρκεια  τῆς  ἔρευνάς  μου  καί, 
φυσικά,  τὰ  ἔχασα  μὲ  τὸ  μέγεθος  τῆς  ἀπάτης  πού,  ἰδίως  κατὰ  τὶς 
τελευταῖες  δεκαετίες,  ἔχει  συσκοτίσει  ἀκόμα  καὶ  τὶς  πιὸ  κρίσιμες 
στιγμὲς τῆς Σύγχρονης Ἱστορίας τοῦ τόπου μας. 
  Ἂς εἶναι ἐλαφρὸ τὸ χῶμα ποὺ σκεπάζει καὶ αὐτὸν καὶ τοὺς 
ἀγαπημένους του.  
                                                                                                      Δ. Μ. 

1 Τὸ ἐπώνυμό του ποτὲ δὲν μαθεύτηκε μὲ βεβαιότητα. Βλ. κεφάλαιο Β΄. 

10
ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΠΡΩΤΟ 
 
Κρητικὸ Πρελούδιο 
 
Κατὰ  τὸ  τέλος  τῆς  Ἐπανάστασης  τοῦ  1821  –καὶ  τὴ  συνακόλουθη 
ἵδρυση τοῦ ἀνεξάρτητου Ἑλληνικοῦ Κράτους– ἡ Κρήτη παρέμεινε 
τμῆμα  τῆς  Ὀθωμανικῆς  ἐπικράτειας.  Κλειδὶ  τοῦ  «Κρητικοῦ  Ζη‐
τήματος»  ἦταν  ἡ  μεγάλη  στρατηγικὴ  σημασία  τοῦ  κόλπου  τῆς 
Σούδας, ἀπὸ ὅπου ἦταν δυνατὸν νὰ ἐλεγχθεῖ τὸ σύνολο τῆς ἀνα‐
τολικῆς  Μεσογείου.  Ἦταν  φυσικὸ  λοιπὸν  οἱ  Μεγάλες  Δυνάμεις 
τῆς ἐποχῆς νὰ προσπαθοῦν νὰ ἐπιβάλουν τὸν δικό της ἡ κάθε μιὰ 
ἔλεγχο  πάνω  στὸ  νησί·  καὶ  βεβαίως  τὴν  κατάσταση  αὐτὴν  κατὰ 
πολύ  διευκόλυνε  τὸ  ὅτι  ἡ  Τουρκία  ἤτανε  τότε  ὁ  «Μεγάλος  Ἀσθε‐
νὴς» τῆς Εὐρώπης. 
 Τὸ 1897, ξέσπασε ἑλληνοτουρκικὸς πόλεμος. Ὁ Ἑλληνικὸς 
Στρατὸς  ἡττήθηκε  γρήγορα.  Παρὰ  τὴ  σχεδὸν  ἀστραπιαία  ἐπιτυ‐
χία τῶν Τούρκων ὅμως, οἱ Μεγάλες Δυνάμεις δὲν ἐπέτρεψαν στὴν 
Ὑψηλὴ  Πύλη  νὰ  προσαρτήσει  ἑλληνικὰ  ἐδάφη.  Τὸ  ἀντίθετο  μά‐
λιστα· χάρη σὲ μυστικὲς συνομιλίες ποὺ εἶχε ὁ βασιλιὰς Γεώργιος 
Α΄  μὲ  τοὺς  ἰθύνοντες  τῆς  Αὐστροουγγαρίας,  ἡ  Κρήτη  αὐτονο‐
μήθηκε.  Πράγματι,  τὸ  νησὶ  θεωρητικῶς  παρέμεινε  ὀθωμανικὸ 
ἔδαφος, μὰ στὴν πραγματικότητα μεταβλήθηκε σὲ προτεκτορᾶτο 
συλλογικὸ  τῆς  Μεγάλης  Βρεταννίας,  Γαλλίας,  Ρωσίας  καὶ  Ἰτα‐
λίας.  
Αὐτὸ  ὑπῆρξε  τὸ  σκηνικὸ  τῆς  πολιτικῆς  ἀνάδυσης  τοῦ 
Ἐλευθέριου Βενιζέλου. 
 
α΄ 
 
Ὁ  Ἐλευθέριος  Βενιζέλος  ἀποτελεῖ  τὴν  περισσότερο  αἰνιγματικὴ 
προσωπικότητα  τῆς  Νεότερης  καὶ  Σύγχρονης  Ἑλληνικῆς  Ἱστο‐
ρίας. Ὅσον ἀφορᾶ, κατ’ἀρχήν, τοὺς γονεῖς του, τίποτα δὲν μπορεῖ 
νὰ  θεωρηθεῖ  δεδομένο  –  ἀκόμη  καὶ  σήμερα.  Σύμφωνα  μὲ  τὰ 
«ἐπισήμως»  ἀποδεκτά,  γεννήθηκε  τὸν  Αὔγουστο  τοῦ  1864  στὶς 

11
Μουρνιές,1 χωριὸ κοντὰ στὰ Χανιά, ποὺ τότε ἤτανε ἡ πρωτεύουσα 
τοῦ νησιοῦ: ἦταν ὁ δεύτερος γυιὸς τοῦ Κυριάκου Βενιζέλου καὶ τῆς 
συζύγου του, τὸ ὄνομα τῆς ὁποίας ἦταν, κατὰ τὴν ἐπικρατέστερη 
ἄποψη, Στυλιανή. (Ἀναφέρεται, ὅμως, καὶ ὡς Δέσποινα2 ἀλλὰ καὶ 
ὡς  Μαρία.3)  Δεδομένου  λοιπὸν  ὅτι  ἡ  Κρήτη  ἀποτελοῦσε  τότε 
ὀθωμανικὸ  ἔδαφος,  τὰ  πρῶτα  ἐρώτηματα  ἀφοροῦν  τὸ  πότε,  τὸ 
ἀπὸ ποῦ καὶ τὸ γιατί ἔφτασε καὶ ἐγκαταστάθηκε ἐκεῖ ὁ Κυριάκος 
Βενιζέλος. 
 Σύμφωνα μὲ στοιχεῖα τῆς ἁρμόδιας ἑλληνικῆς προξενικῆς 
ἀρχῆς, τὸ 1842 ζοῦσε στὰ Χανιὰ κάποιος Κυριάκης Βενιζέλος, ποὺ 
ἦταν  τότε  26  χρονῶν.4  Γεννημένος  τὸ  1816,  εἶχε  ἐγκατασταθεῖ 
στὴν  Κρήτη  στὶς  20  Μαΐου  1834·  ἦταν  ἄγαμος  μὰ  ὑποχρεωμένος 
νὰ  συντηρεῖ  τὴ  μητέρα  του  καὶ  τὴν  ἐπίσης  ἀνύπαντρη  ἀδελφή 
του.5  Υποστήριζε  πὼς  εἶχε  ἀπώτερη  κρητικὴ  καταγωγή·  ὅποτε 
ὅμως τὸν ρωτοῦσαν τὸ ὄνομα τοῦ πατέρα του καὶ τῆς μάνας του, 
ἀπάντηση δὲν έδινε.6 Τὰ πρῶτα ὀκτὼ χρόνια του στὴν Κρήτη δὲν 
φαίνεται νὰ ὑπῆρξαν εὐτυχῆ γιὰ αὐτόν. Ἦταν γυρολόγος κυρίως 

1  Πιθανότατα  στὶς  11  ἐκείνου  τοῦ  μήνα  σύμφωνα  μὲ  τὸ  Παλαιὸ  Ἡμερολόγιο. 
Βλ.  A.  Lilly  Macrakis,  “Venizelos’  Early  Life  and  Political  Career  in  Crete,  1864‐
1910”  στὸ  ἔργο:  Paschalis  M.  Kitromilidis  (ed.),  Eleftherios  Venizelos.  The  Trials  of 
Statemanship (Edinburgh University Press, 2008  ), σ. 39· τῆς ἴδιας, Ἐλευθέριος Βε‐
νιζέλος  1864‐1910.  Ἡ  διάπλαση  ἑνὸς  ἐθνικοῦ  ἡγέτη  (Ἀθήνα:Μορφωτικὸ  Ἵδρυμα 
Ἐθνικῆς Τραπέζης, 1992), σσ. 118‐119. 
2  Βλ.  Herbert  Adams  Gibbons,  Venizelos  (Βοστώνη  καὶ  Νέα  Ὑόρκη:  Houghton 

Mifflin, 1920), σ. 1.  
3 Μανούσου Ρ. Κούνδουρου, Ἱστορικαὶ καὶ διπλωματικαὶ ἀποκαλύψεις. Ἱστορικὰ 

γεγονότα,  1890‐1923.  Ἐπιμέλεια  Χαρικλείας  Γ.  Δημακοπούλου  καὶ  Ἐλευθερίου 


Γ. Σκιαδᾶ (Ἀθήνα: ΕΛΙΑ, 19772), σ. 329· πρβλ. Δημήτρη Μιχαλόπουλου, Μικρα‐
σιατικὴ  περιπέτεια:  Ὁ  Ἐλευθέριος  Βενιζέλος  καὶ  τὸ  Ἀμερικανικὸ  Κολλέγιο 
Ἑλλάδος  (Ἀθήνα:  Ἵδρυμα  Ἱστορίας  τοῦ  Ἐλευθερίου  Βενιζέλου  καὶ  τῆς  ἀντί‐
στοιχης Ἐθνικῆς Περιόδου, 2004), σ. 17 (σημ.4). 
4  AYE,  1843, 49/1,  “Πίναξ τῶν  ὑπηκόων  Ἑλλήνων  διαμενόντων  εἰς  Χανιὰ Κρή‐

της κατὰ τὸ 1842 ἔτος”, συνημμένος στὸ ἔγγραφο ἀρ. 53 τοῦ Στυλιανοῦ Πέρο‐
γλου, Ἕλληνα πρόξενου στὴν Κρήτη, πρὸς τὸν Ἰάκωβο Ρίζο‐Νερουλό, ὑπουργὸ 
Ἐξωτερικῶν, Χανιά, 15/27 Δεκεμβρίου 1842. 
5 Αὐτόθι. 

6 Αὐτόθι. 

12
σὲ  χωριὰ  γύρω  ἀπὸ  τὰ  Χανιά,  ἀλλὰ  δὲν  μπόρεσε  νὰ  ἀποκτήσει 
περιουσία.  Σὲ  ἕνα  καὶ  μόνο  σημεῖο  πλεονεκτοῦσε  σὲ  σχέση  μὲ 
τοὺς  –πολλούς–  ὁμοτέχνους  του: Ἤτανε Ἕλληνας ὑπήκοος καὶ  –
ὅπως δήλωσε τὸ 1842 στὸν Ἕλληνα πρόξενο– σκοπός του ἦταν νὰ 
ἐπιστρέψει στὴν Ἑλλάδα ἤδη κατὰ τὴ διάρκεια τοῦ ἔτους1843.1  
Αὐτὸς  ἤτανε  ὁ  ἄνθρωπος  ποὺ  ἔμελλε  νὰ  γίνει  ἀργότερα 
γνωστὸς  ὡς  πατέρας  τοῦ  Ἐλευθέριου  Βενιζέλου  (ὑπὸ  τὸ  ὄνομα 
Κυριάκος, βέβαια, ἐκσυγχρονισμένη καὶ εὐπρεπέστερη μορφὴ τοῦ 
Κυριάκης2). Διέδιδε, ὅπως ἤδη τονίστηκε, πὼς καταγόταν ἀπὸ τὴν 
Κρήτη. Εἶχε ὅμως τὸ μὲ ἀριθμὸ 324 ἑλληνικὸ διαβατήριο, ποὺ εἶχε 
ἐκδοθεῖ  ἀπὸ  τὴ  νομαρχία  Ναυπλίου,3  ἂν  καί,  πάλι  ὅπως  ὁ  ἴδιος 
ἰσχυριζότανε,  ἀλλὰ  χωρὶς  νὰ  εἶναι  σὲ  θέση  νὰ  παρουσιάσει  κά‐
ποιο ἀποδεικτικὸ στοιχεῖο, ἤτανε «δημότης Σύρου».4  
Τί συμπέρασμα βγαίνει ἀπὸ ὅλα αυτά; Ὅτι ὅλα ὅσα ἔχουν 
κατὰ καιροὺς ὑποστηριχθεῖ σχετικῶς μὲ τὴν καταγωγὴ τοῦ Βενι‐
ζέλου ἀπὸ τὸν Μυστρᾶ –καὶ συγκεκριμένως τὴν οἰκογένεια Κρεβ‐
βατᾶ–  δὲν  ἀνταποκρίνονται  στὴν  ἀλήθεια.  Χαρακτηριστικὸ  ἐν 
προκειμένῳ  εἶναι  ἀπόσπασμα  ἐπιστολῆς,  ποὺ  κατὰ  τὴν  ἐπίσημη 
ἄποψη, εἶχε ἀπευθύνει, κατὰ τὸ 1899, ὁ Βενιζέλος στὸν «φίλο καὶ 
θαυμαστή  του»  Κωνσταντῖνο  Διγενάκη,  «στιχουργὸ  καὶ  ὁπλαρ‐
χηγὸ» τῆς Κρήτης καὶ τὸ ὁποῖο, μέχρι σήμερα, ἀποτελεῖ τὴν οἱονεὶ 
ἐπίσημη  ἄποψη5  ὅσον  ἀφορᾶ  τὴν  προγονικὴ  ἱστορία  τοῦ  μετέ‐
πειτα  πρωθυπουργοῦ  τῆς  Ἑλλάδας:  Τὸ  γενεαλογικὸν  δένδρον  τῆς 
οἰκογενείας  Βενιζέλου  ἔχει  τὰς  ρίζας  του  εἰς  Μυστρᾶν  τῆς  Σπάρ‐
της.  Ἤδη  ἀπὸ  τοῦ  προπαρελθόντος  αἰῶνος  ὑπῆρχεν  ἐκεῖ  ἐγκατε‐
στημένη ἡ οἰκογένεια τῶν Κρεββατάδων, ἐκ τῶν ἐπιφανεστέρων τῆς 

1 Αὐτόθι. 
2  Ἕως  καὶ  τὴ  δεκαετία  τοῦ  1840  πάντως  οἱ  οἰκεῖοι  του  τὸν  ἀποκαλοῦσαν 
χαϊδευτικὰ  Κυριακάκη.  (Νικ.  Β.  Τωμαδάκη,  Ὁ  Βενιζέλος  ἔφηβος  [Ἀθήνα: 
Κυδωνία, 1964], σ. 48.) 
3AYE, 1843, 49/1, “Πίναξ τῶν ὑπηκόων Ἑλλήνων διαμενόντων εἰς Χανιὰ Κρήτης 

κατὰ  τὸ  1842    ἔτος”,  συνημμένος  στὸ  ἔγγραφο  ἀρ.  53  τοῦ  Στ.  Πέρογλου  πρὸς 
τὸν Ἰάκωβο Ρίζο‐Νερουλό, Χανιά, 15/27 Δεκεμβρίου 1842. 
4 Αὐτόθι. 

5 Α. Lilly Macrakis, “Venizelos’ Early Life and Political Career in Crete… ”, σ. 37. 

13
Πελοποννήσου.  Ὁ  ἐκ  τῶν  μελῶν  αὐτῆς  Παναγιώτης  Κρεββατᾶς 
διεκρίνετο διὰ τὴν σύνεσιν καὶ τὴν ἀνδρείαν του, μετέσχε δὲ ἐκ τῶν 
πρώτων τῆς ἐν ἔτει 1770 ἐπαναστάσεως, τῆς προκληθείσης ὑπὸ τοῦ 
Ναυάρχου  Ὀρλώφ,  ἀπεσταλμένου  τῆς  Αὐτοκρατείρας  τῆς  Ρωσίας 
Αἰκατερίνης τῆς Β΄ ἐναντίον τῶν Τούρκων. 
Μετὰ  τὴν  ἀποτυχίαν  τῆς  ἐπαναστάσεως  αὐτῆς,  ἡ  τουρκικὴ 
ἐξουσία  εἶχεν  ὑπὸ  ἐπιτήρησιν  τὸν  Παναγιώτην  Κρεββατᾶν,  ὅστις 
ἠναγκάσθη  ἐν  τέλει,  τῇ  ὑποδείξει  φίλου  του  ἐντοπίου  Ὀθωμανοῦ, 
νὰ  εκπατρισθῇ  εἰς  Ἑπτάνησον  πρὸς  ἀποφυγὴν  κινδύνου  τῆς  ζωῆς 
του.  Ἕτερον  μέλος  τῆς  αὐτῆς  οἰκογενείας,  ὁ  Μπενιζέλος  Κρεβ‐
βατᾶς,  ἐξεπατρίσθη  εἰς  Κύθηρα,  ὅπου  ἐνυμφεύθη  καὶ  παρέμεινεν 
ἐπί  τινα  χρόνον  ἐμπορευόμενος.  Βραδύτερον  κατέφυγεν  εἰς  Χανιὰ 
τῆς  Κρήτης  καὶ  ἐγκατεστάθη  ἐκεῖ  ὁριστικῶς  συνεχίζων  τὰς  ἐμπο‐
ρικάς του ἐπιχειρήσεις. Εἷς ἐκ τῶν υἱῶν τοῦ Μπενιζέλου Κρεββατᾶ, 
Κυριάκος  τὸ  ὄνομα,  ὑπῆρξεν  ὁ  πατὴρ  τοῦ  Ἐλευθερίου  Βενιζέλου. 
Μετερχόμενος  καὶ  οὗτος  τὸν  ἔμπορον  ἀπήλαυεν  ἀμερίστου  ἐκτι‐
μήσεως  ἐν  Χανίοις.  Πρὸς  τούτοις  ἀνῆκε  μεταξὺ  τῶν ἐγγραμμάτων 
τῆς  ἐποχῆς  του  καὶ  διεκρίνετο  διὰ  τὰ  ἐθνικιστικά  του  φρονήματα. 
Νεώτατος  ἀκόμη  μετέσχε  τοῦ  μεγάλου  ἀγῶνος  τοῦ  1821  ὡς  γραμ‐
ματεὺς  τοῦ  ἐκ  τῆς  ἐπαρχίας  Σελίνου  ὁπλαρχηγοῦ  Κουμῆ,  μεθ’  οὗ 
καὶ  ὑπέστη  τὴν  ἐν  Μονεμβασίᾳ  πολιορκίαν,  ἔφερεν  δὲ  τὸ  χαλκοῦν 
ἀριστεῖον τοῦ ὰγῶνος. Τρεῖς ἐκ τῶν ἀδελφῶν του ἔπεσαν κατὰ τὸν 
αὐτὸν  ἱερὸν  ἀγῶνα,  εἷς  δὲ  ἕτερος,  ὁ  Χατζὴ  Νικολὸς  Μπενιζέλος, 
ἐστάλη  μετὰ  δύο  ἄλλων  Κρητῶν,  ἅμα  ἐκραγείσης  τῆς  ἐπαναστά‐
σεως,  ὅπως  συνεννοηθῶσι  πρὸς  τοὺς  ἐν  Ἑλλάδι  ἀρχηγοὺς  τοῦ 
ἀγῶνος. Ἐξορισθεὶς ἐν ἔτει 1843 ὑπὸ τῆς τουρκικῆς κυβερνήσεως [ὁ 
Κυριάκος  Βενιζέλος],  δημευσάσης  ὁλόκληρον  τὴν  ἀκίνητον  περι‐
ουσίαν  καὶ  τὸ  ἐμπορικόν  του  κατάστημα,  διετέλεσε  προγεγραμμέ‐
νος καὶ ἐξόριστος ἐπὶ 19 ὅλα ἔτη, μόλις κατὰ τὸ 1862 ἐπιτραπείσης 
αὐτῷ  τῆς  ἐπανόδου.  Καὶ  πάλιν  δὲ  προγραφεὶς  κατὰ  τὴν  ἐπανά‐
στασιν τοῦ 1866, μόλις κατὰ τὸ 1874 ἔλαβε τὴν ἄδειαν νὰ ἐπιστρέψῃ 
καὶ νὰ παραμείνῃ  εἰς Χανία.1 

1 Νικ. Β. Τωμαδάκη, Ὁ Βενιζέλος ἔφηβος, σσ. 21‐22. 

14
Ἀκόμη  καὶ  γιὰ  τὰ  ἑλληνικὰ  δεδομένα,  πρωτοφανὴς  εἶναι 
μία  τόσο  μεγάλη  σειρὰ  ἰσχυρισμῶν  κραυγαλέως  ἀβάσιμων,  ποὺ 
προφανῶς  διατυπώθηκαν  γιὰ  λόγους  ἐντυπωσιασμοῦ  καὶ  ὠφε‐
λιμιστικούς.  Ὁ  ἰσχυρισμός,  πράγματι,  συμμετοχῆς  στὴν  Ἐπανά‐
σταση τοῦ 1821 σαφῶς μποροῦσε νὰ «κατοχυρώσει» τὴν ἑλληνικὴ 
ὑπηκοότητα  τοῦ  Κυριάκου  Βενιζέλου  καὶ  ἐκ  προοιμίου  νὰ  μα‐
ταιώσει κάθε προσπάθεια ἀμφισβήτησής της.1 Κατ’ἀρχὴν ὅμως, ὁ 
Ἐλευθέριος Βενιζέλος, ἐφ’ὅσον ἀνῆκε σὲ οἰκογένεια τόσο  «παλιὰ 
καὶ  δοξασμένη»,  τί  λόγο  θὰ  εἶχε  νὰ  ἀπαριθμήσει  ὅλα  αὐτὰ  τὰ 
γεγονότα  σὲ  Κρητικὸ  «στιχουργὸ  καὶ  ὁπλαρχηγό»;  Ὅσο,  πράγ‐
ματι,  καὶ  ἂν  οἱ  συγκοινωνίες  στὸ  νησὶ  ἤτανε  τότε  δυσχερεῖς,  ἡ 
πιθανότητα αὐτὸ τὸ ἔνδοξο παρελθὸν μιᾶς μεγάλης οἰκογένειας 
τῶν  Χανίων  νὰ  εἶναι  ἄγνωστο  στὸν  χριστιανικὸ  πληθυσμὸ  τοῦ 
νησιοῦ  πρέπει  τελείως  νὰ  ἀποκλειστεῖ.  Εἶναι  πασίγνωστο  ἄλλω‐
στε  ὅτι  ἡ  γιὰ  πολιτικοὺς  λόγους  πολυδιαφημισμένη  συγγένεια 
τοῦ  Κυριάκου  Βενιζέλου  μὲ  τὴν  οἰκογένεια  Κρεββατᾶ  τῆς  Λα‐
κωνίας οὐδέποτε ἀποδείχτηκε.2 
 Κατὰ  δεύτερο  λόγο,  ὁ  συντάκτης  τῆς  ἐπιστολῆς  ἀγνοεῖ 
καίρια  γεγονότα  τῆς  Ἑλληνικῆς  Ἐπανάστασης·  καὶ  τοῦτο,  διότι 
ἀναφέρει ὅτι οἱ Ἕλληνες «ὑπέστησαν» τὴν πολιορκία τῆς Μονεμ‐
βασιᾶς, ἐνῶ ἔγινε ἀκριβῶς τὸ ἀντίθετο: Οἱ Ἕλληνες πολιόρκησαν 
αὐτὴν  τὴν  ἐξαιρετικὰ  ὀχυρωμένη  πόλη  τὸ  1821  καὶ  οἱ  ἐκεῖ 
ἔγκλειστοι Τοῦρκοι ἀναγκάστηκαν νὰ παραδοθοῦν τὸν Ἰούλιο τῆς 
ἴδιας  χρονιᾶς  λόγω  τῆς  πείνας  τὴν  ὁποία,  ἐξαιτίας  τῆς  πολιορ‐
κίας,  εἶχαν  «ὑποστεῖ».  Τρίτο  –καὶ  κύριο–  παιδάκι  πέντε  μόλις 
ἐτῶν, ὅπως ἦταν ὁ Κυριάκος Βενιζέλος τὸ 1821, δὲν ἦταν δυνατὸν 
νὰ  συμμετέχει  σὲ  πολεμικὲς  ἐπιχειρήσεις,  νὰ  ἀσκεῖ  καθήκοντα 
γραμματέως πολεμικοῦ σώματος καί, συνακολούθως, νὰ παίρνει 
τὸ  χαλκοῦν  ἀριστεῖον  τοῦ  Ἀγῶνος.3  Ἐὰν  αὐτὰ  ἤτανε  ἔστω  καὶ  ἐν 

1 ΑΥΕ, 1851, 49/1, ὁ ὑπουργὸς Ἐσωτερικῶν πρὸς τὸν ὑπουργὸ Ἐξωτερικῶν, ἀρ. 
10406, Ἀθήνα, 14 Ἰουλίου 1851. 
2  Στεφ.  Ἰ.  Στεφάνου,  Ἐλευθέριος  Βενιζέλος,  πλαστουργὸς  Ἱστορίας  (Ἀθήνα, 

19772), λεζάντα φωτογραφίας μετὰ τὴ σ. 32. 
3 Εἰδικῶς ὅσον ἀφορᾶ τὸ ἀριστεῖον τοῦ Ἀγῶνος, ψήφισμα τῆς Ἐθνοσυνέλευσης 

τοῦ 1844 ὅριζε ὅτι κανένας δὲν εἶχε δικαίωμα νὰ τὸ φέρει, ἐάν, ἕως τὸ τέλος τοῦ 

15
μέρει  ἀληθινά,  τότε  ὁ  πατέρας  τοῦ  Ἐλευθέριου  Βενιζέλου  θὰ 
ἀποτελοῦσε παγκόσμιο ρεκόρ, ἡ οἰκογένεια θὰ ἦταν πασίγνωστη 
μέσα  στὴν  Ἑλλάδα  καὶ  ἔξω  ἀπὸ  αὐτὴν  καὶ  δὲν  θὰ  βρισκόταν  ὁ 
μετέπειτα  πρωθυπουργὸς  στὴν  ἀνάγκη  νὰ  γίνεται  ὁ  ἴδιος  κατα‐
γραφεὺς  τῶν  οἰκογενειακῶν  του  ἐπιτευγμάτων.  Ἐπιπλέον,  ὅπως 
φαίνεται καὶ ἀπὸ τὶς πληροφορίες τοῦ ἑλληνικοῦ προξενείου στὴν 
Κρήτη,  ὁ  Κυριάκος  Βενιζέλος  ποτὲ  δὲν  ἀποκάλυψε  τὸ  ὄνομα  τοῦ 
πατέρα  του,  ποτὲ  δὲν  ἔκανε  λόγο  γιὰ  ἀδελφούς  του,  ἐνῶ, 
παράλληλα,  προέβαλλε  σιωπηρὴ  μὰ  συστηματικὴ  ἄρνηση  νὰ 
ἀναφέρει  λεπτομέρειες  ὅσον  ἀφορᾶ  τὴ  μητέρα  καὶ  ἀδελφή  του, 
τὶς ὁποῖες συντηροῦσε· καὶ ὁπωσδήποτε παραμένει περίεργο πὼς 
οὔτε ὁ παγκοσμίως γνωστὸς γυιός του ἀναφέρθηκε ποτὲ στὴ ζωή 
του  σὲ  αὐτὰ  τὰ  πρόσωπα.  Τὸ  1843,  τέλος,  οἱ  ὀθωμανικὲς  ἀρχὲς 
οὔτε διώξανε τὸν Κυριάκο Βενιζέλο ἀπὸ τὰ Χανιὰ οὔτε δήμευσαν 
τὴν  «ἀκίνητη  περιουσία»  του·  καὶ  τοῦτο,  διότι  ὁ  ἴδιος,  μὲ  τὴ 
θέλησή  του,  σκόπευε  –σύμφωνα  μὲ  τὴ  δήλωσή  του  στὸ  ἑλληνικὸ 
προξενεῖο– νὰ φύγει, μέσα στὸ 1843, ἀπὸ τὸ νησί, ὅπου, ἐξ ἄλλου, 
οὔτε  κατεῖχε  ἀλλὰ  οὔτε  εἶχε  δικαίωμα  νὰ  κατέχει  ἀκίνητη 
περιουσία.  Οἱ  Ἕλληνες  ὑπήκοοι,  πράγματι,  μποροῦσαν  νὰ  εἶναι 
ἰδιοκτῆτες  ἀκινήτων  στὴν  ὀθωμανικὴ  ἐπικράτεια  μόνο  ἀπὸ  τὴ 
δεκαετία τοῦ 1860 καὶ μετά.1  

1844,  δὲν  εἶχε  κλείσει  τὰ  30  του  χρόνια.  (Ὀδυσσέα  Δημητρακόπουλου,  «Δύο 
ὀθωμανικὰ  ἔγγραφα  γιὰ  τὸν  πατέρα  τοῦ  Βενιζέλου»,  στὸν  τόμο  Μελετήματα 
γύρω  ἀπὸ  τὸν  Βενιζέλο  καὶ  τὴν  ἐποχή  του.  Ἐποπτεία  Θάνου  Βερέμη  καὶ 
Ὀδυσσέα Δημητρακόπουλου [Ἀθήνα: Φιλιππότης, 1980], σ. 703.) Αὐτὸ σημαίνει 
ὅτι, ἀκόμα καὶ ἂν ὑποτεθεῖ πὼς ὁ Κυριάκος Βενιζέλος εἶχε ἐπιτελέσει σὲ ἡλικία 
5  ἐτῶν  πράξεις  ἄξιες  νὰ  τιμηθοῦν  μὲ  τὸ  ἀριστεῖον  τοῦ  Ἀγῶνος,  δὲν  εἶχε 
δικαίωμα  νὰ  τὸ  πάρει,  ἐφ’ὅσον  τὸ  1844  δὲν  εἶχε  γίνει  ἀκόμα  30  ἐτῶν.  Εἶναι 
περιττὸ  νὰ  ἐπισημανθεῖ  ὅτι  στὶς  διάφορες  ἀρχειακὲς  συλλογὲς  ἐγγράφων  τοῦ 
Ἐλευθέριου Βενιζέλου ἢ σχετικῶν μὲ αὐτὸν δὲν ἔχει ἕως σήμερα βρεθεῖ οὔτε τὸ 
ἐν λόγῳ ἀριστεῖο οὔτε, βέβαια, τὸ σχετικὸ δίπλωμα. 
1  AYE,  1843,  49/1,  Στ.  Πέρογλου  πρὸς  Ἰ.  Ρίζο‐Νερουλό,  ἀρ.  53,  Χανιά,  15/27 

Δεκεμβρίου  1842·  Sinan  Kuneralp  [ed.],  Ottoman  Diplomatic  Documents  on  “the 
Eastern Question”. The Cretan Uprising, 1866‐1869, 1 (Κωνσταντινούπολη: The Isis 
Press, 2010), ἔγγρ. 383: Fuad Pasha, Ὀθωμανὸς ὑπουργὸς τῶν Ἐξωτερικῶν, πρὸς 
τοὺς  διπλωματικοὺς  ἀντιπροσώπους  τῆς  Ὑψηλῆς  Πύλης  στὸ  ἐξωτερικό,  Κων‐
σταντινούπολη, 20 Μαρτίου 1867, σ. 335. 

16
Εἴτε  ὅμως  ἔφυγε  εἴτε  δὲν  ἔφυγε  τὸ  1843  ἀπὸ  τὴν  Κρήτη  ὁ 
Κυριάκος Βενιζέλος, γεγονὸς παραμένει ὅτι τὸ 1845 βρισκόταν καὶ 
πάλι  στὸ  νησὶ1  –  ἐξίσου  φτωχὸς  ὅπως  καὶ  πρωτύτερα.  Τὸ  μόνο 
πλεονέκτημά του σὲ σχέση μὲ τοὺς αὐτόχθονες ἦταν ἡ ἑλληνική 
του ὑπηκοότητα· καὶ ὑπῆρξε ἀρκετὰ εὐφυής, ὥστε νὰ τὴν κρατή‐
σει στὴ διάρκεια ὁλόκληρης τῆς ζωῆς του. Σὲ ἀντίθεση, πράγματι, 
πρὸς  μία  εὐρύτατα  διαδεδομένη  ἄποψη,  ἡ  διατήρηση  τῆς  ἑλληνι‐
κῆς  ὑπηκοότητας  δὲν  ἤτανε  θέμα  πατριωτισμοῦ,  ἀλλὰ  κάτι  τὸ 
ὁποῖο  ἐπέβαλλαν  λόγοι  τελείως  πρακτικοί.  Χάρη  στὸ  σύστημα 
τῶν διομολογήσεων,2 στὸ ὁποῖο βεβαίως συμμετεῖχε ἡ Ἑλλάδα,3 ὁ 
Χριστιανὸς  ὁ  ὁποῖος  διαβιοῦσε  σὲ  ὀθωμανικὸ  ἔδαφος  ἔχοντας 
ὑπηκοότητα ἄλλη ἀπὸ τὴν ὀθωμανικὴ δὲν ὑπαγόταν στὴ δικαιο‐
δοσία  τῶν  ἀρχῶν  τῆς  Ὑψηλῆς  Πύλης.  Δὲν  ἦταν  ἀναγκασμένος, 
συγκεκριμένα,  νὰ  πληρώνει  τὸν  κεφαλικὸ  φόρο,  τὸ  περίφημο 
χαράτσι  (harac),  οὔτε  νὰ  ὑπόκειται  σὲ  ἀγγαρεῖες  (corvées),  δηλαδὴ 
ἐκτέλεση  δημόσιων  ἔργων  χωρὶς  ἀμοιβή.  Ἦταν,  ἐπιπλέον,  «προ‐
στατευόμενος»  (protégé)  τῶν  προξενικῶν  ἀρχῶν  τοῦ  Κράτους  τὴν 
ὑπηκοότητα  τοῦ  ὁποίου  εἶχε  – καὶ αὐτὲς οἱ προξενικὲς ἀρχὲς καὶ 
μόνο  εἴχανε  τὸ  δικαίωμα  νὰ  κρίνουν  τὶς  ἀστικὲς  ἀλλὰ  καὶ  ποινι‐
κὲς  ὑποθέσεις  ποὺ  προέκυπταν,  σὲ  ὀθωμανικὸ  ἔδαφος,  μεταξὺ 
τῶν ὑπηκόων τοῦ Κράτους τὸ ὁποῖο ἐκπροσωποῦσαν.4  

1  Γιάννη  Μανωλικάκη,  Ἐλευθέριος  Βενιζέλος.  Ἡ  ἄγνωστη  ζωή  του  (Ἀθήνα: 


Γνώση, 1985), σ. 48. 
2  Βλ.  S.  Kuneralp  (ed.),  Ottoman  Diplomatic  Documents  on  the  Origins  of  World  War 

One.  The  Turco‐Italian  War,  1911‐1912  (Κωνσταντινούπολη:  The  Isis  Press,  2011), 
ἔγγρ.  1593:  Osman  Nizami  Pasha,  Ὀθωμανὸς  πρέσβυς  στὸ  Βερολῖνο,  πρὸς  τὸν 
Assim Bey, Ὀθωμανὸ ὑπουργὸ Ἐξωτερικῶν, Βερολῖνο, 17 Ιουνίου 1912, σ. 272. 
3  Ἀξίζει  νὰ  σημειωθεῖ  ὅτι  κατὰ  τὸ  1866  ζοῦσαν  στὴν  ὀθωμανικὴ  ἐπικράτεια 

40.000  Ἕλληνες  ὑπήκοοι.  (S.  Kuneralp,  The  Cretan  Uprising,  1866‐1869,  1,  ἔγγρ. 
129:  Photiades  Bey,  Ὀθωμανὸς  πρεσβευτὴς  στὴν  Ἀθήνα,  πρὸς  τὸν  Aali  Pasha, 
μεγάλο βεζύρη καὶ ὑπουργὸ Ἐξωτερικῶν, Ἀθήνα, 17 Ὀκτωβρίου 1866, σ. 123.) 
4 AYE, 1865, 98/5β, Πέτρος Βράιλας‐Ἀρμένης, Ἕλληνας ὑπουργὸς Ἐξωτερικῶν, 

πρὸς  τὸν  Πέτρο  Δεληγιάννη,  πρεσβευτὴ  τῆς  Ἑλλάδας  στὴν  Κωνσταντινού‐


πολη,  ἀρ.  2837,  Ἀθήνα,  9  Ἰουνίου  1865.  Επίσης:  Sinan  Kuneralp  (ed.),  Ottoman 
Diplomatic  Documents  on  “the  Eastern  Question”.  The  Cretan  Uprising,  1866‐1869,  2 
(Κωνσταντινούπολη:  The  Isis  Press,  2010),  ἔγγρ.  1360:  Safvet  Pasha,  ἀναπλη‐

17
*  *  * 
Ἐν  ὀλίγοις,  ὁ  Κυριάκος  Βενιζέλος  δὲν  ἦταν,  τὸ  1845,  παρὰ  ἕνας 
πλανόδιος  μικρέμπορος,  «μικροπρα[γ]ματευτὴς»  κατὰ  τὸν 
πασίγνωστο  ὅρο.  Φιλοδοξία  του  ἦταν  νὰ  γίνει  ἕνας  κοινωνικῶς 
ὑπολήψιμος  ἔμπορος  –  καὶ  τὸ  πρόβλημά  του  ἤτανε  καθαρῶς  οἰ‐
κονομικό.  Ὅσοι,  πράγματι,  κάνανε  τότε  ἐμπόριο  στὴν  Κρήτη 
ἔχοντας  κεφάλαιο  χρηματικὸ  ἴσο  μὲ  20.000  δραχμὲς  θεωροῦνταν 
γυρολόγοι,  ἐνῶ  ἐκεῖνοι  ποὺ  εἴχανε  περιουσιακὰ  στοιχεῖα  ἀξίας 
ἕως  καὶ  60.000  δραχμὲς  ἦταν  ἔμποροι  «πραγματικοί».1  Ἡ  φιλο‐
δοξία  του πάντως δὲν εἶχε ἐκπληρωθεῖ, ὅταν, κατὰ διάρκεια τῶν 
περιπλανήσεών του,2 συνάντησε στὸ Θέρισο, χωριὸ 15 χιλιόμετρα 
νότια  ἀπὸ  τὰ  Χανιά,  στὶς  πλαγιὲς  τῶν  Λευκῶν  Ὀρέων,  τὴν  κο‐
πέλλα  ποὺ  ἔμελλε  νὰ  γίνει  γυναίκα  του.  Αὐτή  ἦταν  ἡ  Στυλιανή, 
κόρη τοῦ Γιάννη Πλουμιδάκη.3 
Ὁ  τελευταῖος,  πρόσωπο  ἰδιόρρυθμο,  εἶχε  παντρευτεῖ  δύο 
φορές.  Ἀπὸ  τὸν  πρῶτο  του  γάμο  εἶχε  ἕνα  γυιό,  τὸν  Θεμιστοκλῆ· 
ἀπὸ  τὸν  δεύτερο,  μὲ  μία  χήρα  ποὺ  εἶχε  καὶ  αὐτὴ  «γυιοὺς  καὶ  θυ‐
γατέρα»  ἀπὸ  τὸν  πρῶτο  της  γάμο,  ἀπέκτησε  τρία  ἀκόμη  παιδιά, 
τὰ ὁποῖα ὅμως πήρανε διαφορετικὰ ἐπώνυμα. Ἀκόμη καὶ σήμερα 
παραμένει ἀνεξακρίβωτο ἐὰν ἡ Στυλιανὴ ἦταν κόρη του ἀπὸ τὸν 
πρῶτο ἢ τὸν δεύτερο γάμο,4 ἐφ’ὅσον ἄγνωστο παραμένει τὸ πότε 
γεννήθηκε.5 Ἡ οἰκογενειακὴ κατάσταση, μὲ λίγα λόγια, τοῦ Γιάν‐
νη Πλουμιδάκη ἦταν ἐλαφρῶς περίπλοκη – καί, προκειμένου αὐ‐
τὸς  νὰ  ἀποκτήσει  κοινωνικὸ  γόητρο,  βασιζόταν  στὸν  γυιό  του 

ρωτὴς  ὑπουργὸς  Ἐξωτερικῶν,  πρὸς  τοὺς  διπλωματικοὺς  ἀντιπροσώπους  τῆς 


Ὑψηλῆς Πύλης στὸ ἐξωτερικό, Κωνσταντινούπολη, 5 Ἰανουαρίου 1869, σ. 509. 
1  AYE,  1865,  49/2β,  ὁ  γραμματέας  τοῦ  ἑλληνικοῦ  προξενείου  στὴν  Κρήτη  πρὸς 

τὴν ἑλληνικὴ πρεσβεία στὴν Κωνσταντινούπολη, ἀρ. 290, Χανιά, 20 Μαΐου 1865. 
2 Γραφικὴ περιγραφὴ αὐτῶν τῶν ἐπιχειρηματικοῦ χαρακτήρα περιπλανήσεών 

του: Γιάννη Μανωλικάκη, Ἐλευθέριος Βενιζέλος..., σ. 48. 
3 Νικ. Β. Τωμαδάκη, Ὁ Βενιζέλος ἔφηβος, σ. 31. 

4 Αὐτόθι  καὶ Γιάννη Μανωλικάκη, Ἐλευθέριος Βενιζέλος..., σ. 49. 

5  Ἄλλοι  ὑποστηρίζουν  πὼς  ἦταν  τότε  18  χρονῶν  (Γιάννη  Μανωλικάκη,  Ἐλευ‐

θέριος Βενιζέλος..., σ. 49) καὶ ἄλλοι ὅτι εἶχε πρὸ πολλοῦ περάσει τὰ 20. (A. Lilly 
Macrakis, “Venizelos’ Early Life and Political Career in Crete...”, σ. 37.) 

18
Θεμιστοκλῆ, «ἔμπορο εἰδῶν κιγκαλερίας καὶ λαδιοῦ» στὰ Χανιά,1 
στὴν  ἕλξη  ποὺ  ἀπέπνεε  ἡ  Στυλιανή,2  γιὰ  τὴν  ὁποία  φυσικὰ 
φιλοδοξοῦσε  ἕνα  «καλὸ  γάμο»,  καί,  ἀκόμα,  στὴ  συγγενική  του 
σχέση  μὲ  τὸν  Βασίλειο  Χάλη,  ὁπλαρχηγὸ  τῆς  Ἐπανάστασης  τοῦ 
1821 στὴν Κρήτη.  
Εἰδικὰ  ὡς  πρὸς  αὐτὸ  τὸ  τελευταῖο,  ἔχει  πρὸ  πολλοῦ  ἀπο‐
δειχτεῖ  ὅτι  ἡ  συγγένεια  ἦταν  πολὺ  μακρινὴ  καὶ  συνηθέστατη  σὲ 
μικρόκοσμο ὅπως ἐκεῖνος τὸν ὁποῖο τότε συνέθεταν οἱ Χριστιανοὶ 
τῆς  Κρήτης.3  Ἡ  προβολή  της,  μὲ  ἄλλα  λόγια,  προοριζόταν  γιὰ 
«ἐνδοοικογενειακὴ»  κατανάλωση  –  ὁτιδήποτε  καὶ  ἂν  σήμαινε 
αὐτὸ  στὴν  περίπτωση  τοῦ  Γιάννη  Πλουμιδάκη.  Τὸ  θέμα  ὅμως 
ἦταν  ὅτι  αὐτὸς  ὁ  τελευταῖος,  ποὺ  βάσιζε  τὶς  ἐλπίδες  του  γιὰ 
κοινωνικὴ καταξίωση καὶ στὸν γάμο τῆς Στυλιανῆς, δὲν ἤθελε μὲ 
τίποτα  γιὰ  γαμπρό  του  ἕνα  «τυχάρπαστο»,  ὅπως  ὁ  Κυριάκος 
Βενιζέλος,  τοῦ  ὁποίου  ἡ  «σκούφια»  κανένας  δὲν  ἤξερε  «ἀπὸ  ποῦ 
κρατοῦσε».  Ἄλλη  ὅμως  ἤτανε  ἡ  ἄποψη  τῆς  κόρης  του  πού,  προ‐
φανῶς, ἐπιδίωκε νὰ ἀπαλλαγεῖ ἀπὸ τὰ δεσμὰ ποὺ τῆς ἐπέβαλλε ἡ 
ἄτακτη  ζωὴ  τοῦ  πατέρα  της,  γέρου  κοτσονάτου  ἡλικίας  60  χρο‐
νῶν.4  Συναίνεσε  λοιπὸν  σὲ  ἀπαγωγή  της  ἀπὸ  τὸν  Κυριάκο  καὶ 
ἔστερξε  νὰ  τὸν  παντρευτεῖ:  Ὁ  γάμος  ἔγινε  ἐσπευσμένα  στὰ  Χα‐
νιά,  στὸ  σπίτι  ἑνὸς  Γάλλου  γιατροῦ.5  Ὁ  Πλουμιδάκης  ὅμως  δὲν 
«κατάπιε»  τὸ  γεγονὸς  καί,  προκειμένου  νὰ  διαλύσει  τὸν  γάμο  ἤ, 
ἔστω, νὰ ὑποβάλει τὸν νεόκοπο γαμπρό του στὴν προσωπική του 
ἐξουσία, κινητοποίησε τὶς ὀθωμανικὲς ἀρχές.6 
Αὐτὸ δὲν ἦταν δύσκολο νὰ γίνει. Ἡ Πύλη πράγματι δυσα‐
νασχετοῦσε,  ὅποτε  Ἕλληνες  ὑπήκοοι  διαβιοῦσαν  σὲ  ὀθωμανικὸ 

1 Γιάννη Μανωλικάκη, Ἐλευθέριος Βενιζέλος..., σ. 49. 
2 Ἡ Στυλιανὴ δὲν ἦταν ὄμορφη κατὰ τὸ πρόσωπο, εἶχε ὅμως πολὺ ὡραῖο κορμὶ καὶ 
αὐτὸ μέτρησε στὴν περίπτωση τοῦ Κυριάκου. (Γιάννη Μανωλικάκη, Ἐλευθέριος 
Βενιζέλος..., σ. 49.) 
3 Στεφ. Ἰ. Στεφάνου, Ἐλευθέριος Βενιζέλος..., σ. 8· A. Lilly Macrakis, “Venizelos’ 

Early Life and Political Career in Crete...”, σ. 38. 
4 Γιάννη Μανωλικάκη, Ἐλευθέριος Βενιζέλος..., σ. 49. 

5  Ὀ.  Δημητρακόπουλου,  «Δύο  ὀθωμανικὰ  ἔγγραφα  γιὰ  τὸν  πατέρα  τοῦ  Βενι‐

ζέλου», σ. 704. 
6 Αὐτόθι, σ. 706. 

19
ἔδαφος,  διότι,  ὅπως  ἤδη  τονίστηκε,  αὐτοὶ  δὲν  ὑπάγονταν  στὴ 
δικαιοδοσία τῶν ὀθωμανικῶν ἀρχῶν.1 Ἐπιπλέον, εἶχαν ἀνακύψει 
ζητήματα  ὅσον  ἀφορᾶ  τὸ  ποιὸς  Χριστιανὸς  εἶχε  πράγματι  τὸ 
δικαίωμα  νὰ  ἐπικαλεῖται,  στὴν  ἐπικράτεια  τοῦ  σουλτάνου,  τὴν 
ἑλληνικὴ  ὑπηκοότητα.  Κατὰ  τὴν  ἄποψη  τῆς  Ὑψηλῆς  Πύλης, 
«πραγματικοὶ  Ἕλληνες  ὑπήκοοι  ἦταν  μόνον  ὅσοι  εἶχαν  γονεῖς 
Ἕλληνες  ὑπηκόους  ἢ  [ἔστω]  εἶχαν  πάρει  τὴν  ἑλληνικὴ  ὑπηκο‐
ότητα  βάσει  τοῦ  πρωτοκόλλου  τοῦ  Λονδίνου».  Ὅσον  ἀφορᾶ  αὐ‐
τοὺς  τοὺς  τελευταίους  ὅμως  οἱ  ὀθωμανικὲς  ἀρχὲς  ἐπιφυλάσ‐
σονταν  νὰ  διατάξουν  τὴν  ἀπέλασή  τους,  ἐὰν  τοὺς  θεωρούσανε 
πρόσωπα ἀνεπιθύμητα.2 
 Τὸ  ἐν  λόγῳ  πρωτόκολλο  τοῦ  Λονδίνου,  τώρα,  ἦταν  ἐκεῖνο 
τῆς  30ῆς  Ἰανουαρίου  1836,  μὲ  τὸ  ὁποῖο  ἔγινε  προσπάθεια  νὰ 
διευθετηθοῦν  «μεταναστευτικὰ  ζητήματα»  μεταξὺ  τῆς  Ὀθωμα‐
νικῆς  Αὐτοκρατορίας  καὶ  τῆς  Ἑλλάδας.  Βάσει  τῆς  ἑρμηνείας  τῶν 
ὀθωμανικῶν  ἀρχῶν  λοιπόν,  ὅσοι  Ἕλληνες  ὑπήκοοι  εἶχαν  ἐγκα‐
τασταθεῖ  σὲ  ὀθωμανικὸ  ἔδαφος  μέχρι  καὶ  τὸν  Ἀπρίλιο  τοῦ  1837 
ἔχοντας διακόψει πᾶσαν περιουσιακὴν σχέσιν μετὰ τῆς Ἑλληνικῆς 
ἐπικρατείας,  αὐτομάτως  θεωροῦνταν  ὑπήκοοι  Ὀθωμανοί.3  Ὁ 
Κυριάκος  Βενιζέλος  εἶχε  ἐγκατασταθεῖ  στὴν  Κρήτη  τὸ  1834  καὶ 
δὲν  εἶχε  περιουσιακὰ  στοιχεῖα  στὴν  Ἑλλάδα.  Τὸ  ἀντίθετο  μά‐

1 ΑΥΕ, 1865, 49/2α, Π. Δεληγιάννης πρὸς Δ. Βουδούρη, ὑπουργὸ Ἐξωτερικῶν, ἀρ. 
418, Πέραν, 29 Ἰανουαρίου/10 Φεβρουαρίουυ 1865· ὁ ἴδιος πρὸς τὸν ἴδιο, ἀρ. 604, 
Πέραν,  10/22  Φεβρουαρίου  1865·  ὁ  ἴδιος  πρὸς  τὸν  ἴδιο,  ἀρ.  831,  Πέραν,  26 
Φεβρουαρίου/10  Μαρτίου  1865.  Επίσης:  S.  Kuneralp,  The  Cretan  Uprising,  1866‐
1869,  2,  ἔγγρ.  1533:  Hayder  Effendi,  Ὀθωμανός  πρέσβυς  στὴ  Βιέννη,  πρὸς  τὸν 
Aali Pasha, Βιέννη, 25 Μαρτίου 1869, σ. 630. Ὅσον ἀφορᾶ εἰδικῶς τοὺς Ἕλληνες 
ὑπηκόους  στὴν  Κρήτη,  βλ.  ἔγγρ.  1377:  Conemenos  Bey,  ἐπιτετραμμένος  τῆς 
ὀθωμανικῆς  πρεσβείας  στὴν  Ἁγία  Πετρούπολη,  πρὸς  τὸν  Safvet  Pasha,  Ἁγία 
Πετρούπολη, 26 Δεκεμβρίου/7 Ιανουαρίου 1869, σ. 521.  
2 S. Kuneralp, The Cretan Uprising, 1866‐1869, 2, ἔγγρ. 1360, Safvet Pasha πρὸς τοὺς 

διπλωματικοὺς  ἀντιπροσώπους  τῆς  Ὑψηλῆς  Πύλης  στὸ  ἐξωτερικό,  Κων‐


σταντινούπολη, 5 Ἰανουαρίου 1869, σ. 509. 
3  ΑΥΕ,  1900,  Β/11/1α,  τὸ  γενικὸ  προξενεῖο  τῆς  Ἑλλάδας  στὴ  Σμύρνη  πρὸς  τὴ 

Γενικὴ  Διοίκηση  Σμύρνης,  Σμύρνη,  24  Μαρτίου  1900.  (Ἀπάντηση  σὲ  ρηματικὴ 
διακοίνωση τῆς δεύτερης πρὸς τὸ πρῶτο, ἀπὸ 7ης Μαρτίου 1900.) 

20
λιστα:  Κατὰ  τὴν  ἐποχὴ  τοῦ  γάμου  του  μὲ  τὴν  κόρη  τοῦ  Πλουμι‐
δάκη  προβλήθηκε  ὁ  ἰσχυρισμὸς  πὼς  εἶχε  ἤδη  ἀποκτήσει  ἀκίνητη 
περιουσία  στὴν  περιοχὴ  τῶν  Χανίων.1  Αὐτὸ  ὅμως  δὲν  μποροῦσε 
τότε νὰ τὸ κάνει (ἤ, ἔστω, πλήρως νὰ τὸ νομιμοποιήσει), ἐφ’ὅσον 
ἦταν  Ἕλληνας  ὑπήκοος.  Πολὺ  λογικὰ  λοιπὸν  ὁ  Μουσταφὰ  πα‐
σᾶς, γενικὸς διοικητὴς τῆς Κρήτης, τοῦ ἐξήγησε ὅτι ἔπρεπε νὰ ξε‐
καθαρίσει  νομικῶς  τὴν  κατάστασή  του:  Θὰ  δήλωνε  εἴτε  Ὀθωμα‐
νὸς ὑπήκοος καί, συνακολούθως, θὰ μποροῦσε νὰ παραμείνει στὸ 
νησὶ ἢ Ἕλληνας, ὁπότε θὰ ἔπρεπε νὰ φύγει.2 
Ὁ  Κυριάκος  προτίμησε  τὸ  δεύτερο.  Καὶ  τοῦτο,  διότι,  ἐὰν 
ἔμενε  στὴν  Κρήτη  ἀποβάλλοντας  τὴν  ἑλληνικὴ  ὑπηκοότητα,  ὁ 
πεθερός του θὰ μποροῦσε κάθε τόσο νὰ κινητοποιεῖ ἐναντίον του 
τὶς  ὀθωμανικὲς  ἀρχὲς  καὶ  νὰ  τὸν  ταλαιπωρεῖ.  Ἡ  ἐναντίον  του, 
πράγματι,  ἀντιπάθεια  τῆς  οἰκογένειας  Πλουμιδάκη  ἤτανε  τόσο 
μεγάλη,  ὥστε  ὄχι  μόνο  ποτέ  τους  δὲν  τὸν  ἀποδέχτηκαν,3  ἀλλά, 
ἐπιπλέον,  ἐκδήλωσαν  ἀργότερα  ἀνάλογα  αἰσθήματα  καὶ  πρὸς 
τὸν  γυιό  του  Ἐλευθέριο.4  Ἔτσι,  ὁ  Κυριάκος  Βενιζέλος  ἄφησε  τὴ 
γυναίκα  του  στὴ  φροντίδα  τοῦ  Ἕλληνα  πρόξενου  στὴν  Κρήτη, 
Στυλιανοῦ Πέρογλου,5 καὶ ἔφυγε στὴν Ἑλλάδα, ὅπου, μὴ ἔχοντας 
ἄλλο  τρόπο  βιοπορισμοῦ,  ἔγινε  δημόσιος  ὑπάλληλος.  Κατάφερε, 
συγκεκριμένα, νὰ διοριστεῖ στὸ ὑπουργεῖο Ἐσωτερικῶν καὶ τοπο‐
θετήθηκε  στὸ  Μεσολόγγι  ὡς  γραμματέας  τῆς  ἐκεῖ  ὑγειονομικῆς 
ἀρχῆς.6 Τὸ ὑπαλληλίκι ὅμως δὲν τοῦ ἄρεσε καὶ ἔτσι, δεδομένου ὅτι 
οἱ  ὀθωμανικὲς  ἀρχὲς  τῆς  Κρήτης  δὲν  τοῦ  ἀπαγόρευαν  τὴν 
πρόσκαιρη  καὶ  ὑπὸ  ὅρους  παραμονὴ  στὸ  νησί,  προσπάθησε  νὰ 

1  Ὀ.  Δημητρακόπουλου,  «Δύο  ὀθωμανικὰ  ἔγγραφα  γιὰ  τὸν  πατέρα  τοῦ  Βενι‐
ζέλου», σ. 706. 
2 Γιάννη Μανωλικάκη, Ἐλευθέριος Βενιζέλος..., σ. 54. 

3 Αὐτόθι, σ. 52. 

4 Αὐτόθι· Νικ. Β. Τωμαδάκη, Ὁ Βενιζέλος ἔφηβος, σ. 31. 

5 Νικ. Β. Τωμαδάκη, Ὁ Βενιζέλος ἔφηβος, σ. 59 (ὅπου παρατίθεται ἐπιστολὴ τοῦ 

Στ. Πέρογλου πρὸς τὸν Κυριάκο Βενιζέλο). 
6 Ἐφημερὶς τῆς Κυβερνήσεως τοῦ Βασιλείου τῆς Ἑλλάδος, Α΄, ἀρ. 44 (24 Σεπτεμ‐

βρίου 1858), σ. 288. 

21
κρατήσει  τὶς  μικροεπιχειρήσεις  του  στὴν  περιοχὴ  τῶν  Χανίων1 
καί, παράλληλα, νὰ ἀποκτήσει περιουσία στὴν Ἑλλάδα. 
 Καὶ  στὰ  δύο  ἀπέτυχε.  Στὸ  πρῶτο,  κυρίως  λόγω  τῆς  ἐνα‐
ντίον του καταφορᾶς τοῦ πεθεροῦ του. Ὅσον ἀφορᾶ τὸ δεύτερο, οἱ 
–ἐπανειλημμένες,  ὅπως  φαίνεται–  αἰτήσεις  του  νὰ  πάρει  ἐθνικὴ 
γῆ  στὴ  Λακωνία,  δηλαδὴ  κτήματα  ποὺ  πρῶτα  ἀνῆκαν  σὲ 
Μουσουλμάνους,  ἀπορρίφθηκαν·2  καὶ  αὐτὸ  μπορεῖ  νὰ  θεωρηθεῖ 
ἀκόμα ἕνα τεκμήριο ὅτι δὲν ἦταν δυνατὸν νὰ ἔχει κανενὸς εἴδους 
συμμετοχὴ  στὴν  Ἑλληνικὴ  Ἐπανάσταση.  Στὸ  μεταξύ,  εἶχε  φέρει 
ἀπὸ τὴν Κρήτη τὴ γυναίκα του καὶ τὴν κόρη του Μαριγώ, ποὺ εἶχε 
γεννηθεῖ στὰ Χανιὰ τὸ  1846.  Ἂν καὶ οἱ σχετικὲς πληροφορίες δὲν 
εἶναι  δυνατὸν  νὰ  θεωρηθοῦν  τελείως  βάσιμες,  ἡ  δεύτερη  κόρη 
του, Ἑλένη, γεννήθηκε στὴν Ἀθήνα τὸ 1852 καὶ ἡ τρίτη, Κατίγκω, 
στὸ  Μεσολόγγι  τὸ  1858.  Στὸ  μεταξὺ  ἡ  Στυλιανὴ  εἶχε  κάνει  καὶ 
ἀρσενικὰ  παιδιά,  τὰ  ὁποῖα  ὅμως  ἀποδείχτηκαν  θνησιγενῆ.  Πα‐
ρουσιάστηκε δηλαδὴ τὸ παράδοξο φαινόμενο τὸ ζεῦγος Βενιζέλου 
νὰ ἔχει κορίτσια ἀρτιμελῆ καὶ ὑγιῆ, ἐνῶ τὰ ἀγόρια του πέθαιναν 
λίγο  μετὰ  τὴ  γέννα.3  Φυσικά,  αὐτὸ  εἶχε  ἐπιπτώσεις  στὸ  μέλλον 
τοῦ ζευγαριοῦ. 
Μιὰ  ἀλλαγὴ  στὴ  διεθνῆ  σκηνὴ  ἔμελλε  εὐνοϊκῶς  νὰ  ἐπι‐
δράσει  στὴν  ὅλη  κατάσταση  τῆς  οἰκογένειας  Βενιζέλου.  Τὸ  1856 
ἐκδόθηκε  στὴν  Κωνσταντινούπολη  τὸ  Μεταρρυθμιστικὸ  Διάταγ‐
μα  (Islahat  Fermanı),  μὲ  τὸ  ὁποῖο  παίρνονταν  μέτρα  ἐκσυγχρο‐
νισμοῦ  καὶ  βελτίωσης  τῆς  ζωῆς  τῶν  κατοίκων  τῆς  Ὀθωμανικῆς 
Αὐτοκρατορίας.4  Τὰ  κυριότερα  ἀπὸ  αὐτὰ  ἦταν  ἡ  ἰσότητα  ὅλων  –
ἀνεξαρτήτως  ἀπὸ  θρήσκευμα–  ὑπηκόων  τοῦ  σουλτάνου  καθὼς 
καὶ  ἡ  παραχώρηση  σὲ  ξένους  ὑπηκόους  τοῦ  δικαιώματος  ἀπό‐

1  Νικ.  Β.  Τωμαδάκη,  Ὁ  Βενιζέλος  ἔφηβος,  σ.  31.  (Παρατίθεται  τὸ  κείμενο  ἐπι‐
στολῆς  τοῦ  Κυριάκου  Βενιζέλου  πρὸς  τὴν  ἀδελφή  του,  χρονολογημένο  στὰ 
Χανιά, στὶς 15 Ἰανουαρίου 1847.) 
2  Στεφ.  Ἰ.  Στεφάνου,  Ἐλευθέριος  Βενιζέλος...,  σ.  6  (ἂν  καὶ  ἡ  χρονολογία  ποὺ 

ἀναφέρεται ἀπὸ τὸν συγγραφέα εἶναι ἐμφανῶς σφαλερή). 
3 Γιάννη Μανωλικάκη, Ἐλευθέριος Βενιζέλος..., σ. 54. 

4 Stanford J. Shaw καὶ Ezel Kural Shaw, History of the Ottoman Empire and Modern 

Turkey, II (Cambridge University Press, 1978), σ. 87 κ.ἑξ. 

22
κτησης  ἀκίνητης  περιουσίας  στὴν  ὀθωμανικὴ  ἐπικράτεια.  Τώρα 
πιὰ ὁ Κυριάκος, δεδομένης τῆς ἀποτυχίας του νὰ πλουτίσει στὴν 
Ἑλλάδα, μποροῦσε νὰ ἐπιστρέψει στὴν Κρήτη καὶ νὰ ξαναρχίσει, 
σὲ νέες βάσεις, ὑγιέστερες, τὴν ἐκεῖ ἐμπορική του δραστηριότητα. 
Τὸ  1858  λοιπόν,  μὲ  ἄγνωστο  πρόσχημα,  ἀπολύθηκε  ἀπὸ  τὴ  θέση 
του στὸ Μεσολόγγι1 καὶ τὸ  1861 ἤτανε πάλι ἐγκατεστημένος στὰ 
Χανιὰ  –  ὅπου  ἡ  γυναίκα  του  γέννησε  τὸν  πρῶτο  τους  γυιό.  Σὲ 
αὐτὸν δώσανε τὸ –μᾶλλον ἀπροσδόκητο– ὄνομα «Ἀγαθοκλῆς».2  
Οἱ περιπέτειες τοῦ ζεύγους φαινόταν πιὰ πὼς εἴχανε λήξει. 
Ὄχι  μόνο  εἶχαν  ξεπεραστεῖ  τὰ  προβλήματα  ποὺ  προξενοῦσε  ἡ 
ἐναντίον  τοῦ  Κυριάκου  Βενιζέλου  «καθολικὴ»  ἀντιπάθεια  τῆς 
οἰκογένειας  Πλουμιδάκη,  ἀλλὰ  εἰδικῶς  ὁ  Κυριάκος  μποροῦσε, 
ἐλευθέρως  πιά,  νὰ  προστατεύεται  ἀπὸ  τὴν  ἑλληνική  του  ὑπη‐
κοότητα  –  ἐὰν  καὶ  ἐφ’ὅσον,  γιὰ  ὁποιονδήποτε  λόγο,  οἱ  ὀθωμα‐
νικὲς ἀρχὲς κινοῦνταν καὶ πάλι ἐναντίον του. Ἡ γέννηση, τέλος, 
τοῦ  πρώτου  τους  γυιοῦ  ἀποτελοῦσε  ὄχι  μόνο  οἰκογενειακὴ  στε‐
ρέωση  ἀλλὰ  καὶ  κοινωνικὴ  καταξίωση:  Τὸ  ζεῦγος  τῶν  «ἀπό‐
βλητων»  θὰ  εἶχε  πιὰ  συνεχιστὴ  τῶν  πατρικῶν  ἐπιχειρήσεων  καὶ 
δέκτη τῆς μητρικῆς στοργῆς. 
Ἀλλοίμονο! Ὁ Ἀγαθοκλῆς, μωρὸ ἀκόμα, προσβλήθηκε ἀπὸ 
μηνιγγίτιδα καὶ ἔμεινε  ἀνάπηρος, μουγκὸς καὶ σακάτης  μέχρι  τὸν 
θάνατό του, τὸ 1896. Συγκεκριμένα, δὲν μποροῦσε νὰ σταθεῖ στὰ 
πόδια  του,  σερνόταν  καταγῆς  καί,  ἀντὶ  γιὰ  λόγια,  ἔβγαζε  ἄναρ‐
θρες  κραυγές.3  Τὸ  θέαμα  ποὺ  παρουσίαζε  ἦταν  αὐτόχρημα  τρο‐
μακτικὸ καὶ ἡ οἰκογένεια, ἀντὶ νὰ ἀνέλθει κοινωνικά, καταβαρα‐
θρώθηκε.4  Ὁ  Κυριάκος  ἔφτασε  στὰ  πρόθυρα  τῆς  ἀπελπισίας, 
ὅταν...  κατὰ  τὸ  1864  ἦλθε  στὸν  κόσμο  ὁ  Ἐλευθέριος  Βενιζέλος  – 
καὶ τὸν ἔσωσε.  
*  *  * 

1 Ἐφημερὶς τῆς Κυβερνήσεως τοῦ Βασιλείου τῆς Ἑλλάδας, ἀρ. 44 (24 Σεπτεμβρίου 
1858), σ.288. 
2 Γιάννη Μανωλικάκη, Ἐλευθέριος Βενιζέλος..., σ. 54. 

3 Αὐτόθι. 

4 Λιλῆς Μακράκη, Ἐλευθέριος Βενιζέλος, 1864‐1910..., σ. 120. 

23
Γιὰ λόγους πολιτικοὺς –μὰ ὄχι μόνο γιὰ ἐσωτερικὴ κατανάλωση– 
ἡ  γέννηση  τοῦ  Ἐλευθέριου  Βενιζέλου  ἔχει  περιβληθεῖ  θρύλους 
ποὺ δὲν βασίζονται σὲ γεγονότα. Οἱ κυριότεροι ἀπὸ αὐτοὺς εἶναι 
σχετικοὶ μὲ ἕνα γέρο‐φύλακα τοῦ τελωνείου τῶν Χανίων ὁ ὁποῖος, 
κατὰ τὴ νύχτα στὴ διάρκεια τῆς ὁποίας γεννήθηκε ὁ μελλοντικὸς 
πρωθυπουργός,  διέκρινε  στὸν  οὐρανὸ    μιὰ  λάμψη  ποὺ  τελικῶς 
κατηύγασεν  ὁλόκληρον  τὴν  γύρω  περιοχήν,1  μὲ  γυναῖκες  ποὺ 
εἴδανε  νὰ  ἀνοίγει  ὁ  οὐρανὸς  πάνω  ἀπὸ  τὶς  Μουρνιὲς  καὶ  μιὰ 
ἀστραπὴ  νὰ  σπαθίζει...  τ’ἀνέφελο  στερέωμα2  κ.λπ.,  κ.λπ.  Ἄλλοι, 
μετριοπαθέστεροι,  κάνουν  λόγο  γιὰ  ἄτομα  μὲ  «ὑπερφυσικὲς 
δυνάμεις» ποὺ εἶχαν ἔλθει, γιὰ νὰ παρασταθοῦν στὴν ἐξαιρετικὰ 
δύσκολη γέννα τῆς Στυλιανῆς Βενιζέλου.3 Τὸ μόνο ἀπὸ ὅλα αὐτὰ 
ποὺ  φαίνεται  νὰ  περιέχει  πυρήνα  ἀλήθειας  εἶναι  τὸ  ὅτι  ὁ 
Κυριάκος, καθὼς ἑτοιμαζόταν ὁ τοκετὸς τῆς γυναίκας του, ἔφερε 
στὸ  σπίτι  του  θρησκευτικοὺς  ἐκπροσώπους  ὅλων  τῶν  τότε 
ἀνθηρῶν στὴν Κρήτη δογμάτων, δηλαδὴ ἕνα ὀρθόδοξο παπᾶ, ἕνα 
μουσουλμάνο  χότζα  καὶ  ἕνα  ἰουδαῖο  ραββῖνο.4  Ὅ,τι  ὅμως 
παρουσιάζει  πραγματικὸ  ἐνδιαφέρον  δὲν  εἶναι  οὔτε  οἱ  «λάμψεις 
ποὺ  φώτισαν  τοὺς  οὐρανοὺς»  οὔτε  οἱ  ὑπεράνθρωπες  δυνάμεις 
ἐκείνων  ποὺ  βοήθησαν  τὴ  γυναίκα  τοῦ  Κυριάκου  νὰ  ξεγεννήσει· 
εἶναι  τὸ  γεγονὸς  ὅτι  τὸ  μωρὸ  «ἐγκαταλείφθηκε»  στὴν  ἐξώθυρα 
τοῦ  σπιτιοῦ,  βρέθηκε  «τυχαῖα»  ἀπὸ  τὸν  Κυριάκο,  ὁ  ὁποῖος  στὴ 
συνέχεια  «ἔπεισε»  τὴ  γυναίκα  του  νὰ  τὸ  υἱοθετήσουν.5  Αὐτὴ  ἡ  –
κάπως  ἀστεία–  «ἱεροτελεστία»  ἀποδίδεται  στὸ  ὅτι  τὸ  ζεῦγος 
Βενιζέλου,  ἔχοντας  χάσει  κάθε  ἐλπίδα  νὰ  ἔχει  ἀρσενικὸ  παιδὶ 
ὑγιές,  προσπάθησε  νὰ  «ξεγελάσει  τὴ  μοῖρα»  μὲ  παιγνίδι  ποὺ 

1 Παύλου Γύπαρη, Ἐλευθέριος Βενιζέλος, ὁ μέγας δημιουργός, Α΄ (Ἀθήνα 1955), 
σ. 17. 
2 Στεφ. Ἰ. Στεφάνου, Ἐλευθέριος Βενιζέλος..., σσ. 9‐10. 

3 C. Kerofilas, Eleftherios Venizelos. His Life and Work (Λονδῖνο: John Murray, 1915), 

σ. 4. 
4 Memoirs of H.R.H. Prince Christopher of Greece (Λονδῖνο: Hurst and Blackett, 1938), 

σ. 104. 
5  Andrew  Dalby,  Eleftherios  Venizelos  (Λονδῖνο:  Haus  Publishing,  2010),  σ.  5. 

Παραλλαγμένη  ἐκδοχὴ  τοῦ  ἴδιου  γεγονότος:  Στεφ.  Ἰ.  Στεφάνου,  Ἐλευθέριος 


Βενιζέλος..., σ. 9. 

24
οὕτως  ἢ  ἄλλως  ἦταν  διαδεδομένο  στὸ  σύνολο  σχεδὸν  τοῦ 
ἑλληνικοῦ  χώρου.  Ὑπάρχουν  ὅμως  ὁρισμένες  λεπτομέρειες  ποὺ 
ὁπωσδήποτε  προβληματίζουν  καὶ  θέτουν  τὸ  ἐρώτημα:  Τὸ  ζεῦγος 
Βενιζέλου «υἱοθέτησε» ἤ, μήπως, πραγματικὰ υἱοθέτησε τὸ μωρό; 
Συγκεκριμένα:  
α)  Μέχρι  τὸ  τέλος  τῆς  ζωῆς  της  ἡ  Στυλιανὴ  παρέμεινε 
σταθερὰ  προσκολλημένη  στὸν  πνευματικὰ  καὶ  σωματικὰ  ἀνά‐
πηρο  Ἀγαθοκλῆ  καὶ  μακριὰ  ἀπὸ  τὸν  Ἐλευθέριο.1  Αὐτὸ  συνήθως 
ἐξηγεῖται  ἀπὸ  τὸ  δρᾶμα  τοῦ  μεγαλύτερου  γυιοῦ  της.  Ὅσο 
μεγάλος  ὅμως  καὶ  νὰ  ἦταν  ὁ  ψυχικὸς  πόνος  τῆς  μάνας  γιὰ  τὸ 
τραγικῶς καθυστερημένο παιδί της, ἡ ἀπομάκρυνσή της ἀπὸ τὸν 
ἄλλο  της  γυιό,  τὸν  πετυχημένο  Λευτεράκη,  λογικῶς  δὲν  ἑρμη‐
νεύεται.  Ἡ  μάνα,  πράγματι,  θὰ  ἔπρεπε,  παράλληλα  μὲ  τὴν 
προσκόλλησή  της  στὸν  ἄτυχο  Ἀγαθοκλῆ,  νὰ  περηφανεύεται  γιὰ 
τὸν  ἄλλο  της  γυιὸ  καὶ  νὰ  προσπαθεῖ  νὰ  βρεῖ  παρηγοριὰ  γιὰ  τὸ 
δρᾶμα  τοῦ  πρώτου  στὴν  ἄνθηση  καὶ  τὶς  ἐπιτυχίες  τοῦ  δεύτερου. 
Θὰ  ἔπρεπε  –γιὰ  νὰ  χρησιμοποιηθεῖ  καὶ  σύγχρονη  ὁρολογία–  νὰ 
ὑπάρχει  κάποιας  μορφῆς  οἰδιπόδειος  δεσμὸς  μεταξὺ  τῆς  μάνας 
καὶ  τοῦ  παιδιοῦ,  τὸ  ὁποῖο  ἔμελλε  νὰ  διαδεχτεῖ  τὸν  πατέρα.  Ὀ‐
φείλει λοιπὸν νὰ ὑπογραμμίσει κανεὶς ὅτι ὄχι μόνο τίποτα τέτοιο 
δὲν ἔγινε, ἀλλὰ καὶ ὁ ἴδιος ὁ Ἐλευθέριος πλήρως ἀνταπέδωσε τὴν 
πρὸς  αὐτὸν  ἀδιαφορία  τῆς  μάνας  του,  ἐφ’ὅσον  σπανίως  ἀναφε‐
ρόταν σὲ αὐτὴν τόσο πρὶν ὅσο καὶ μετὰ τὸν θάνατό της.2  
β)  Ἡ  σχέση  τοῦ  Ἐλευθέριου  Βενιζέλου  μὲ  τὶς  ἀδελφές  του 
ἐπίσης ὑπῆρξε «σκιώδης». Σπανίως ἀναφερόταν σὲ αὐτὲς καὶ –τὸ 
κυριότερο–  λείπουνε  οἱ  ἐκδηλώσεις  συνεχοῦς  τρυφερότητας  μὲ 
τὴν ὁποία θὰ ἔπρεπε κανονικὰ νὰ περιβάλλουνε τέσσερις κοπέλ‐
λες τὸν μόνο ὑγιῆ καὶ τελικῶς ἐπαγγελματικὰ ἐπιτυχημένο ἀδελ‐
φό τους. 
γ)  Ἐὰν  ἐξαιρεθεῖ  ἡ  τελευταία  δεκαετία  τῆς  ζωῆς  του,  ὁ 
Ἐλευθέριος  Βενιζέλος  δὲν  φαίνεται  νὰ  εἶχε  κανένα  ἰδιαίτερο  δε‐

1 Πρβλ. A. Lilly Macrakis, “Venizelos’ Early Life and Political Career in Crete...”, σ. 
38.  
2 Αὐτόθι. 

25
σμὸ  μὲ  τὴν  Κρήτη.  Σὲ  ἀντίθεση,  πράγματι,  μὲ  τὴ  συντριπτικὴ 
πλειοψηφία  τῶν  συμπατριωτῶν  του,  ποτέ  του  δὲν  φόρεσε  τὴν 
κρητικὴ  φορεσιὰ1  οὔτε  μίλησε  τὸ  κρητικὸ  ἰδίωμα.  Μόνο  ἀπὸ  τὰ 
μέσα τῆς  δεκαετίας  τοῦ  1920  ἄρχισε συστηματικῶς νὰ σκέφτεται 
τὸν τόπο ὅπου εἶχε γεννηθεῖ καὶ νὰ θέλει νὰ ἐπιστρέψει ἐκεῖ, γιὰ 
νὰ  «ἀσχοληθεῖ  μὲ  τὸν  κῆπο  του»2  καὶ  νὰ  τελειώσει  εἰρηνικὰ  τὴ 
ζωή του. Οἱ σκέψεις, ὅμως, καὶ ἐπιθυμίες αὐτὲς ἦταν πολὺ περισ‐
σότερο  ἀποτέλεσμα  ἡλικίας  καὶ  προαίσθησης  τοῦ  τέλους  παρὰ 
πραγματικοῦ δεσμοῦ μὲ τὸν τόπο ὅπου εἶχε γεννηθεῖ. 
δ) Ὁ μόνος ἀπὸ τὴν οἰκογένεια μὲ τὸν ὁποῖο ὁ Ἐλευθέριος 
εἶχε σταθερὴ σχέση ἤτανε ὁ πατέρας του. Ὁ Κυριάκος, πράγματι, 
φρόντισε  νὰ  τὸν  μορφώσει  καὶ  μὲ  ἀλλεπάλληλες  ἐπιστολὲς  ποὺ 
τοῦ  ἔστελνε,  ἐνόσω  ὁ  Λευτεράκης  ἤτανε  μακριὰ  ἀπὸ  τὸ  νησί, 
ἐπιχειροῦσε  νὰ  τὸν  καθοδηγήσει  στὴν  κατεύθυνση  ποὺ  ὁ  ἴδιος 
ἔκρινε  σωστή.  Δὲν  ἔπαυε  ὅμως  νὰ  τοῦ  ὑπενθυμίζει  τοὺς  κόπους 
καί, κυρίως, τὰ ἔξοδα ποὺ εἶχε κάνει γιὰ αὐτὸν καὶ νὰ τοῦ τονίζει 
κάθε  τόσο  ὅτι  ἦταν  ὁ  «εὐεργέτης  του»  (κάτι  παράξενο  γιὰ  στορ‐
γικὸ πατέρα). Ἐπιπλέον, ἡ βιαιότητα τὴν ὁποία ἐκδήλωνε ὁ γυιός 
του  σὲ  θέματα  οὐσιαστικῶς  ἀσήμαντα  ἐξέπληττε  τὸν  Κυριάκο, 
τοῦ ὁποίου ἡ καρδιὰ  αἱμορραγοῦσε ἐκ βάθρων  μπροστὰ σὲ αὐτὴν 
τὴν ἀδικαιολόγητη συμπεριφορὰ τοῦ νεαροῦ.3 Καὶ τέλος δὲν εἶναι 
χωρὶς  σημασία  ὅτι  οἱ  ἐπιστολὲς  ποὺ  πηγαινοέρχονταν  μεταξὺ 
πατέρα καὶ γιοῦ ἦταν γραμμένες σὲ γλῶσσα καθαρεύουσα καὶ σὲ 
ὕφος  ἐμφανῶς  προσποιητό.  Ἀναφέρονταν  σὲ  λεπτομέρειες  τῆς 
καθημερινῆς  διαβίωσης  καὶ  συμπεριφορᾶς,  χωρὶς  ποτέ,  στὴν  οὐ‐
σία, νὰ ἐκφράζουνε τὸν πυρήνα τοῦ ψυχικοῦ κόσμου. Ὁ πατέρας 

1  Στοιχεῖα  μόνο  τῆς  παραδοσιακῆς  κρητικῆς  ἐνδυμασίας  φοροῦσε  σὲ  λιγοστὲς 


περιπτώσεις,  προτοῦ  ἐννοεῖται  νὰ  γίνει  πρωθυπουργὸς  τῆς  Ἑλλάδας,  ἀλλὰ 
πάντοτε  καλυμμένα  ἀπὸ  σακκάκι  «εὐρωπαϊκό».  Βλ.  τὶς  φωτογραφίες  ποὺ  πα‐
ραθέτει ὁ Στέφανος Στεφάνου στὸ βιβλίο του Ἐλευθέριος Βενιζέλος..., ἀπὸ τὴ σ. 
48 καὶ μετά. 
2 Στεφ. Ἰ. Στεφάνου, Ἐλευθέριος Βενιζέλος..., σ. 360. 

3  Γιάννη  Μανωλικάκη,  Ἐλευθέριος  Βενιζέλος...,  σσ.  32‐35  (ὅπου  δημοσιεύονται 

τὰ  κείμενα  ἐπιστολῶν  ποὺ  εἶχαν  ἀνταλλάξει  πατέρας  καὶ  γυιὸς  γιὰ  αἰτία 
ἐμφανῶς ἀσήμαντη). 

26
ἤθελε  νὰ  ὁλοκληρώσει  τὴν  κοινωνική  του  καταξίωση  μὲ  τὴν 
ἐπαγγελματικὴ  ἐπιτυχία  τοῦ  γυιοῦ  του,  ἐνῶ  ὁ  δεύτερος  ἐντόνως 
δυσφοροῦσε  μὲ  τὴν  ἐμφανῆ  προσπάθεια  τοῦ  πατέρα  του  νὰ 
προβληθεῖ  μέσω  τῆς  ἀνατροφῆς  καὶ  μόρφωσης  τοῦ  παιδιοῦ  του. 
Καὶ  εἶναι  περιττὸ  νὰ  ἐπισημανθεῖ  ὅτι  σὲ  αὐτὸν  τὸν  ἐπιστολικὸ 
διάλογο οἱ ἀναφορὲς σὲ συγγενεῖς σαφῶς σπανίζουν. 
 

 
 
Ἡ Στυλιανὴ (ἢ Δέσποινα ἢ Μαρία) Βενιζέλου, 
τὸ γένος Ἰωάννη Πλουμιδάκη 

27
Αὐτὴ ἡ κατάσταση εὐλόγως δημιουργεῖ ἐρωτηματικά. Ἢ  – 
γιὰ νὰ τεθεῖ διαφορετικὰ τὸ ζήτημα: Ἡ δήλωση ποὺ ἔγινε στὶς 19 
Μαρτίου 1936, δηλαδὴ τὴν ἑπομένη τοῦ θανάτου τοῦ Ἐλευθέριου 
στὸ  Παρίσι,  στὴν  ἀθηναϊκὴ  ἐφημερίδα  Ἡ  Καθημερινή,  ὅτι  δὲν 
γνωρίζομεν  ποῖοι  ὑπῆρξαν  οἱ  γονεῖς  τοῦ  ἀνθρώπου  [αὐτοῦ]  καὶ  τὰ 
ἄφθονα  βιβλία,  φυλλάδια,  λίβελλοι,  τὰ  ὁποῖα  ἐξεδόθησαν  ὡς  ἱστο‐
ρίαι  του,  δὲν  ἀναφέρουν  τίποτε  σπουδαῖον  περὶ  αὐτῶν1  παραμένει 
ἐπίκαιρη  ἕως  τὶς  μέρες  μας.  Ποιοὶ  ἦταν  οἱ  γονεῖς  του;  Ὁ  Κυριά‐
κης/Κυριάκος Βενιζέλος καὶ ἡ Στυλιανὴ (ἢ Δέσποινα ἢ Μαρία), τὸ 
γένος Γιάννη Πλουμιδάκη, ἤ μήπως ἄλλοι, ἡ προσωπικότητα καὶ 
τὸ  ὄνομα  τῶν  ὁποίων  παρέμειναν  βυθισμένα  στὴ  λήθη;  Στὸ  ἴδιο 
ἄρθρο  τῆς  Καθημερινῆς  ἐπισημάνθηκε  τὸ  παραδοξότατον  μεῖγμα 
στοιχείων τελείως ἀντιφατικῶν μεταξύ τους, ποὺ ἔδιναν τὸν τόνο 
στὸν  χαρακτήρα  τοῦ  Βενιζέλου:  αἰσθηματισμὸς  καὶ  σκληρότητα, 
εὐφυία  καὶ  παραφροσύνη.  Γιὰ  ὁρισμένους  ἀπὸ  τοὺς  συγχρόνους 
του  τὸ  κρᾶμα  τῆς  καταγωγῆς  του  ἀποτελοῦσε  βεβαιότητα:  Εἶχε 
τὴν  ἀνελέητη  σκληρότητα  τῶν  Τούρκων,  τὴν  ἱκανότητα  στὶς  μη‐
χανορραφίες  τῶν  Ἀρμενίων  καὶ  τὸ  ξύπνιο  μυαλὸ  τῶν  Ἰουδαίων.2 
Ἔτσι  ἐξηγεῖται,  ἄλλωστε,  καὶ  τὸ  κλῖμα  πολιτικοῦ  ὁλοκληρωτι‐
σμοῦ  ποὺ  ἐπέβαλλε  στὴν  Ἑλλάδα,  ὁποτεδήποτε  ἐρχόταν  στὴν 
ἐξουσία.  Ἀφαιροῦσε,  πράγματι,  τὴν  ἐλευθερία  συχνὰ  τῶν  ἀντι‐
πάλων  του  καὶ  πάντοτε  τῶν  ὀπαδῶν  του·3  καὶ  τοῦτο,  γιατὶ  τοῦ 
ἤτανε πολὺ δύσκολο νὰ ἀνεχθεῖ γνώμη διαφορετικὴ ἀπὸ τὴ δική 
του.  Αὐτὸ  ὑπῆρξε  γνώρισμά  του  ἀπὸ  παιδί:  Κάποτε  ποὺ  ὁ  Γυμνα‐
σιάρχης  του  θέλησε  κάτι  νὰ  τοῦ  διορθώση,  μιὰ  ἔκθεσί  του,  ὁ 
Λευτεράκης ἔγινεν ἔξω φρενῶν καὶ ἀπείλησε νὰ τοῦ ἐπιτεθῆ, ὅταν 

1  Ὁ  θάνατος  τοῦ  Ἐλευθερίου  Βενιζέλου  στὸν  ἀθηναϊκό  τύπο.  Ἐπιμέλεια‐εἰσα‐


γωγὴ  Ἑλένης  Γαρδίκα‐Κατσιαδάκη  (Χανιά:  Ἐθνικὸ  Ἵδρυμα  Ἐρευνῶν  καὶ  Με‐
λετῶν «Ἐλευθέριος Κ. Βενιζέλος», 2004), σ. 472. 
2 Memoirs of... Prince Christopher of Greece, σ. 111. 

3  Κωνσταντίνου  Γ.  Ζαβιτζιάνου,  Αἱ  ἀναμνήσεις  του ἐκ  τῆς  ἱστορικῆς  διαφωνίας 

βασιλέως Κωνσταντίνου καὶ Ἐλευθερίου Βενιζέλου ὅπως τὴν ἔζησε, 1914‐1922, Α΄ 
(Ἀθήνα, 1946), σ. 74.  

28
θὰ  ἐξήρχετο  ἀπὸ  τὸ  Γυμνάσιο.  Ὁ  Γυμνασιάρχης  τὰ  ἔχασε  καὶ 
παρητήθη τῆς διορθώσεως.1 
Ἐν  κατακλεῖδι:  Τὸ  ἐπεισόδιο  μὲ  τὸ  μωρὸ  τοῦ  ζεύγους  Βενι‐
ζέλου ποὺ «υἱοθετήθηκε», προκειμένου «νὰ ξεγελαστεῖ ἡ μοῖρα», 
ἀποτελοῦσε μέρος τοῦ τοπικοῦ φολκλὸρ ἤ, μήπως, ἱστορία ἡ βάση 
τῆς  ὁποίας  ἀνταποκρινόταν  στὴν  πραγματικότητα;  Μήπως,  δη‐
λαδή,  τὸ  παιδὶ  δὲν  ἦταν  τοῦ  Κυριάκου  καὶ  τῆς  Στυλιανῆς  μὰ 
ἄλλων  γονιῶν,  ἄγνωστων,  καὶ  σιωπηρῶς  υἱοθετήθηκε  μὲ  αὐτὸν 
τὸν εὔσχημο τρόπο; Ἤδη ἀπὸ τὸ 1936 εἶχε ἐπισημανθεῖ ἡ ἀνάγκη 
ἐπιστημονικῆς  ἔρευνας,  βάσει  τῆς  ὁποίας  θὰ  μποροῦσε  νὰ  ἐξη‐
γηθεῖ  ἡ  προέλευση  τῆς  σκοτεινῆς  πλευρᾶς  τοῦ  Βενιζέλου.2  Ἡ 
ἔρευνα αὐτὴ εἶναι σχεδὸν ἀδύνατο νὰ γίνει τώρα πιά, ἐφ’ὅσον ἤδη 
ἔχει  διαπιστωθεῖ  μία  συστηματικὴ  στὴν  οὐσία  καταστροφὴ  τεκ‐
μηρίων.3  Ὅπως  καὶ  νὰ  εἶναι,  πάντως,  τὸ  μωρό,  ἔστω  καὶ  γεννη‐
μένο  σὲ  ὀθωμανικὸ  ἔδαφος  καὶ  ἀπὸ  μητέρα  ὑπήκοο  τοῦ  σουλ‐
τάνου,  ἐφ’ὅσον  ὁ  Κυριάκος  Βενιζέλος  ἤτανε  Ἕλληνας  πολίτης, 
ἔπρεπε  καὶ  αὐτὸ  νὰ  θεωρηθεῖ  Ἕλλην.4  Αὺτὴ  ἡ  «λεπτομέρεια» 
ἔμελλε, ἀργότερα, νὰ ἔχει πολὺ μεγάλες συνέπειες.  
Πέρα  ὅμως  ἀπὸ  αὐτά,  ἐκεῖνο  ποὺ  μπορεῖ  νὰ  ἐπιχειρηθεῖ 
ἐδῶ  εἶναι  ἡ  ἀνίχνευση  τῆς  καταγωγῆς  τοῦ  πατέρα,  Κυριάκου 
Βενιζέλου. 
 
*  *  * 
Ὅπως  ἔχει  ἤδη  ἐπισημανθεῖ,  τὰ  μόνα  βάσιμα  στοιχεῖα  σχετικῶς 
μὲ  τὸν  Κυριάκη/Κυριάκο  Βενιζέλο  εἶναι  ὅτι  ἐγκαταστάθηκε  στὴν 
Κρήτη  τὸν  Μάιο  τοῦ  1834  καὶ  ἦταν  Ἕλληνας  ὑπήκοος.  Ποτὲ  στὴ 
ζωή  του  δὲν  ἔκανε  ἀναφορὰ  στὸν  πατέρα  του,  γιὰ  τὸν  ὁποῖο 
ἀπολύτως  τίποτα  δὲν  εἶναι  γνωστό.  Τὸ  πρόσωπο  τῆς  μάνας  του, 
τὴν ὁποία συντηροῦσε κατὰ τὸ 1842, ἐπίσης παρέμεινε βυθισμένο 

1 Γιάννη Μανωλικάκη, Ἐλευθέριος Βενιζέλος..., σ. 30. 
2 Ὁ θάνατος τοῦ Ἐλευθερίου Βενιζέλου στὸν ἀθηναϊκὸ τύπο, σ. 472. 
3 Πρβλ. Γεωργίου Γ. Ἀυφαντῆ, Ὁ ἱστορικὸς ἐμπαιγμός. Ξετυλίγοντας τὸ κουβάρι 

τῆς ἀπάτης (Ἀθήνα: Ἑλληνικὸν Σέλας, 20102), σσ. 61‐62. 
4 Βάσει τοῦ ἄρθρου 14 τοῦ νόμου 391 τοῦ 1856. (Ἐφημερὶς τῆς Κυβερνήσεως τοῦ 

Βασιλείου τῆς Ἑλλάδος, Α΄, ἀρ. 75 [15 Νοεμβρίου 1856], σ. 400.) 

29
στὴ σκιὰ – μὲ ἀποτέλεσμα νὰ μὴ εἶναι γνωστὸ τὸ ὄνομά της. Εἶχε 
μιὰ  ἀδελφή,  ποὺ  σποραδικῶς  ἐμφανίζεται  μὲ  τὸ  ὄνομα  Ἀργυρὼ 
καὶ  εἶχε  κακοτυχήσει  στὸν  γάμο  της,  ἐνῶ  ὑπάρχει  στιγμιαία 
ἀναφορὰ  καὶ  σὲ  κάποια  ἄλλη,  Ἑλενιώ.1  Εἶναι  ἐπίσης  πιθανὸ  νὰ 
ὑπῆρχε  καὶ  κάποιος  ἀδελφὸς  τοῦ  Κυριάκου  στὴ  Σμύρνη,  γιὰ  τὸν 
ὁποῖο  –ἐξυπακούεται–  τίποτα  ἄλλο  δὲν  εἶναι  γνωστό.2  Μὲ  λίγα 
λόγια,  σκοτάδι  καλύπτει  τὰ  οἰκογενειακά  του.  Τὸ  ἐρωτηματικό, 
κατὰ συνέπεια, ποὺ ἀναδύεται εἶναι πῶς ἀπέκτησε τὴν ἑλληνικὴ 
ὑπηκοότητα. 

 
 
Ὁ Κυριάκος Βενιζέλος 

1  Νικ. Β. Τωμαδάκη, Ὁ Βενιζέλος ἔφηβος, σ. 46. 
2  Αὐτόθι, σ. 45 κ.ἑξ. 

30
  Ἡ  ἀπάντηση  δὲν  παρουσιάζει  μεγάλες  δυσχέρειες:  Σύμ‐
φωνα  μὲ  τὸ  σύνταγμα  τῆς  Ἐπιδαύρου,  τῆς  1ης  Ἰανουαρίου  1822, 
ὅσοι  ἀπὸ  τοὺς  αὐτόχθονας  κατοίκους  τῆς  ἑλληνικῆς  ἐπικράτειας 
«πιστεύανε  εἰς  Χριστὸν»  θεωροῦνταν  αὐτομάτως  Ἕλληνες  καὶ 
«ἀπολάμβαναν,  χωρὶς  καμία  μεταξύ  τους  διαφορά,  ὅλα  τὰ  πολι‐
τικὰ  δικαιώματα».  Ἐπιπλέον,  ὑπῆρχαν  οἱ  ἑξῆς  προβλέψεις:  Ὅσοι, 
ἔξωθεν  ἐλθόντες,  κατοικήσωσιν  ἢ  παροικήσωσιν  εἰς  τὴν  ἐπικρά‐
τειαν  τῆς  Ἑλλάδος,  εἰσὶν  ὅμοιοι  μὲ  τοὺς  αὐτόχθονας  κατοίκους 
ἐνώπιον τῶν νόμων· ἡ Διοίκησις [ἐπίσης] θέλει φροντίσει νὰ ἐκδώσῃ 
προσεχῶς  νόμον  περὶ  τῆς  πολιτογραφήσεως  τῶν  ξένων,  ὅσοι  ἔ‐
χουσιν τὴν ἐπιθυμίαν νὰ γίνωσιν Ἕλληνες.1 Στὴν πραγματικότητα 
δηλαδή,  ὅσον  ἀφορᾶ  τὴν  ἀπόκτηση  τῆς  ἑλληνικῆς  ὑπηκοότητας, 
ρόλο  πρωταρχικὸ  εἶχε  τὸ  θρήσκευμα:  Ὁποιοσδήποτε  ἦταν  ἢ  γι‐
νόταν  ἤ,  ἔστω,  δήλωνε  πὼς  εἶχε  γίνει  Χριστιανὸς  καὶ  ἐξέφραζε 
τὴν πρόθεση νὰ ἐγκατασταθεῖ στὴν Ἑλλάδα εἶχε τὸ δικαίωμα νὰ 
πολιτογραφηθῇ  Ἕλλην.2  Οἱ  προϋποθέσεις  πολιτογράφησης, 
πράγματι, ἄρχισαν νὰ γίνονται αὐστηρότερες μόνο μετὰ τὸ  1844, 
ὁπότε ἐπιβλήθηκε στὴν Ἑλλάδα τὸ καθεστὼς τῆς συνταγματικῆς 
μοναρχίας.3  Σύμφωνα  μὲ  ἐνδιαφέρουσα  μαρτυρία  λοιπόν,  ὁ  Κυ‐
ριάκος  ἦταν  Ἀρμένιος,  ὁ  ὁποῖος,  μετὰ  ἀπὸ  περιπλανήσεις  στὴν 
ἑλληνικὴ  ἐπικράτεια,  ἐπέλεξε  τελικῶς  νὰ  ἐγκατασταθεῖ  στὴν 
Κρήτη,  ὅπου,  ὅπως  διέβλεπε,  ὑπῆρχαν  σοβαρὲς  πιθανότητες 
πλουτισμοῦ του.4 Ἡ ἄποψη αὐτὴ ἐνισχύεται ἀπὸ δύο σοβαρὰ τεκ‐
μήρια.  
Ὁ  ἴδιος  ὁ  Ἐλευθέριος  Βενιζέλος,  κατὰ  πρῶτο  λόγο,  ἐπιθυ‐
μοῦσε  διακαῶς,  μετὰ  τὴ  λήξη  τοῦ  Α΄  Παγκόσμιου  πόλεμου,  τὴν 
ἵδρυση  ἀνεξάρτητου  Ἀρμενικοῦ  Κράτους,  στὸ  ὁποῖο  μάλιστα 
ἐπιδίωκε  τὴν  ἐπιδίκαση  τῆς  Τραπεζούντας.  Στὴν  πραγματικό‐

1 Ἀρχεῖα τῆς Ἑλληνικῆς Παλιγγενεσίας, 1821‐1832. Αἱ  Ἐθνικαὶ Συνελεύσεις, τόμ. 
Α΄ (Ἀθήνα: Βιβλιοθήκη τῆς Βουλῆς τῶν Ἑλλήνων, 1971), σσ. 25‐26. 
2  ΑΥΕ,  1847,  49/1,  «Ἔκθεσις  6»  (χ.ὑ.)·  συνημμένη  στὸ  ἔγγραφο  ἀρ.  1195  τοῦ 

Ἰωάννη  Κωλέττη,  ὑπουργοῦ  Ἐξωτερικῶν,  πρὸς  τὸ  ὑπουργεῖο  Ἐσωτερικῶν, 


Ἀθήνα, 11 Ἀπριλίου 1847. 
3 Αὐτόθι. 

4 Μ. Ρ. Κούνδουρου, Ἱστορικαὶ καὶ διπλωματικαὶ ἀποκαλύψεις..., σ. 329.  

31
τητα, φερόταν στὶς σχετικὲς διαπραγματεύσεις ὡς ἀντιπρόσωπος 
ὄχι  τῆς  Ἑλλάδας  ἀλλὰ  τῶν  Ἀρμενίων,  μὲ  ἀποτέλεσμα  νὰ  εἶναι 
σταθερῶς  ἀντίθετος  στὴ  δημιουργία  Ἑλληνικοῦ  Κράτους  στὶς 
νότιες ἀκτὲς τῆς Μαύρης Θάλασσας. Σὲ συνομιλία του, πράγματι, 
μὲ  Ἀρμένιους  ἰθύνοντες  ἔκανε  καὶ  δήλωσε  τὰ  ἑξῆς:  Παίρνοντας 
ἕναν χάρτη τῆς Μικρᾶς Ἀσίας [στὰ χέρια του] ἔδειξε αὐτὰ ποὺ θὰ 
ἔπρεπε  νὰ  εἶναι,  κατὰ  τὴ  γνώμη  του,  τὰ  ὅρια  τῆς  μελλοντικῆς 
Ἀρμενίας…  Περιλαμβανόταν  σ’  αὐτὰ  καὶ  τὸ  λιμάνι  τῆς  Τραπε‐
ζοῦντος. Καὶ καθὼς οἱ Ἀρμένιοι συνομιλητές του ἀπόρησαν «Ναί», 
ἀπάντησε  μ’ἕνα…  χαμόγελο  καὶ  μιὰ  πονηρὴ  λάμψη  στὰ  μάτια, 
«ἀναγνωρίζω  [στοὺς  Ἀρμενίους]  δικαίωμα  πάνω  στὸ  λιμάνι  τῆς 
Τραπεζοῦντος,  καὶ  αὐτὸ  παρὰ  τὴν  ἀντίθετη  γνώμη  τῶν  συμπα‐
τριωτῶν  μου,  ποὺ  θὰ  ἤθελαν  νὰ  κρατήσουν  γιὰ  τὸν  ἑαυτό  τους  τὸ 
μεγάλο  λιμάνι  τῆς  Μαύρης  Θάλασσας.  Ἐμεῖς  δὲν  ἔχουμε  καμιὰ 
δουλειὰ ἐκεῖ, ἐνῶ ἐσεῖς ἔχετε, ὅπως ὅλες οἱ χῶρες, ἀνάγκη γιὰ μιὰ 
διέξοδο στὴν ἐλεύθερη θάλασσα...».1 Σὲ ἄλλη περίπτωση ἄλλωστε, 
κατὰ  τὴ  διάρκεια  γεύματος  ποὺ  ἐκείνη  τὴν  ἐποχὴ  δόθηκε  στὸ 
Παρίσι,  εἰς  ὃ  παρεκάθηντο  καὶ  Ἀρμένιοι  ἀντιπρόσωποι,  ὁ  Ἐλευ‐
θέριος  Βενιζέλος  ἐξεδήλωσε  τὰς  ἰδιαιτέρας  του  συμπαθείας  πρὸς 
τούτους,  διότι  τὸν  πάππον  του,  ὡς  εἶπεν,  συνέδεον  δεσμοὶ  ἐθνικοὶ 
μετὰ  τοῦ  Ἀρμενικοῦ  λαοῦ.  Ἐξ  οὗ  ἐγνώσθη  τότε  ὅτι  ὁ  Κυριάκος... 
[δηλαδὴ  ὁ  πατέρας  τοῦ  Ἐλευθέριου  Βενιζέλου],  ὁ  ἐλθὼν  εἰς  Κρή‐
την  ἐξ  Ἀιβαλὶ  (Κυδωνιῶν)  τῆς  Μικρᾶς  Ἀσίας,  ἀφοῦ  τὸν  πρῶτον 
σταθμὸν ἔκαμεν ἐν Πελοποννήσῳ (ὅπου, καθὼς φαίνεται, ἔλαβεν τὸ 
πελοποννησιακὸν  ἐπώνυμον  Μπινιζέλος  καὶ  ἀπέκτησε  τὴν  ἑλλη‐
νικὴν  ἰθαγένειαν),  ἦτο  μέλος  ἀρμενικῆς  οἰκογενείας.2  Λογικὴ  –καὶ 
ἰδιαιτέρως  ἐνδεικτικὴ–  συνέπεια  ὅλων  αὐτῶν  ὑπῆρξε  τὸ  γεγονὸς 
ὅτι, ὅταν ὁ Ἐλευθέριος Βενιζέλος πέθανε στὸ Παρίσι, στὶς 18 Μαρ‐
τίου 1936, ἔγινε «μιὰ πολὺ ὡραία» θρησκευτικὴ τελετὴ γιὰ αὐτὸν 
στὴν ἀρμενικὴ ἐκκλησία τῆς γαλλικῆς πρωτεύουσας: οἱ Ἀρμένιοι 
τὸν θεωροῦσαν δικό τους.3 

1  Ἕλενας  Βενιζέλου,  Στὴ  σκιὰ  τοῦ  Βενιζέλου.  Μετάφραση  Εὔης  Μελᾶ  (Ἀθήνα: 
Ὠκεανίδα, 2002), σσ. 99‐102. 
2 Μ. Ρ. Κούνδουρου, Ἱστορικαὶ καὶ διπλωματικαὶ ἀποκαλύψεις..., σ. 330. 

3 Helena Veniselos, À l’ombre de Veniselos (Παρίσι: Génin, 1955), σ. 80. 

32
Πράγματι,  ἡ  καταγωγὴ  τοῦ  Κυριάκου  Βενιζέλου  ἀπὸ  τὰ 
μικρασιατικὰ παράλια φαίνεται λογικὴ καὶ ἀπόηχός της ὑφίστα‐
ται  μέχρι  σήμερα.1  Ὑπάρχουν  ὅμως  δύο  στοιχεῖα  ποὺ  ἀντιμά‐
χονται αὐτὴν τὴν ἐκδοχή· τὸ πρῶτο εἶναι τὸ ἴδιο τὸ ἐπώνυμο Μπε‐
νιζέλος  (ἢ  Μπινιζέλος),  ποὺ  τελικῶς  ἐξωραΐστηκε  σὲ  Βενιζέλος, 
καὶ δεύτερον ἡ συγγένεια ποὺ ὁ Κυριάκος Βενιζέλος ἰσχυριζόταν 
πὼς εἶχε μὲ τὴν οἰκογένεια Μητσοτάκη. 
 Τὸ  ἔτυμον  τοῦ  ὀνόματος  Μπενιζέλος  ἀποτελοῦν,  ὡς  γνω‐
στόν, οἱ λέξεις Μπεν[ὶ>ὴς]+Ζέλης, δηλαδὴ ὁ «γιὸς τοῦ Ζέλη»·2 ἄρα 
εἶναι  ἑβραϊκό.3  Ὅσο  γιὰ  τὸν  ἐξάδελφόν  του  Κ[ύρι]ον  Μιτσοτάκην, 
σὲ ἀντίθεση μὲ τοὺς ἄλλους συγγενεῖς του, ὁ Κυριάκος τὸν εἶχε σὲ 
μεγάλη  ὑπόληψη  καὶ  τὸν  κρατοῦσε  ἐπιμελῶς  ἐνήμερο  γιὰ  τὶς 
περιπέτειές  του  κατὰ  τὰ  χρόνια  τῆς  μεγάλης  δυσπραγίας  του, 
ἐνόσω ἤτανε διορισμένος στὸ ἑλληνικὸ δημόσιο.4 
Κάτι τὸ ὁποῖο πρέπει ἰδιαιτέρως νὰ ὑπογραμμιστεῖ εἶναι τὸ 
ὅτι ἡ οἰκογένεια Μητσοτάκη ἔπαιξε καθοριστικὸ ρόλο στὴν ἄνοδο 
καὶ κατίσχυση τοῦ Ἐλευθέριου Βενιζέλου στὴν κοινωνικὴ καὶ πο‐
λιτικὴ  κονίστρα  τῆς  Κρήτης.  Χωρὶς  αὐτήν,  πράγματι,  ὁ  Λευτερά‐
κης θὰ εἶχε παραμείνει ἕνας ἄσημος δικηγόρος τῶν Χανίων  (ἐὰν 
ὑποτεθεῖ  ὅτι  εἶχε  καταφέρει  νὰ  σπουδάσει)  καὶ  θὰ  εἶχε  προοπτι‐
κὲς  καὶ  δυνατότητες  πολὺ  περιορισμένες,  διότι  ἡ  –κατὰ  προτίμη‐
ση– μουσουλμανικὴ πελατεία του προξενοῦσε ἀρνητικὲς ἐντυπώ‐
σεις  στὸ  χριστιανικὸ  στοιχεῖο  τοῦ  νησιοῦ.  Αὐτὰ  ὅμως  θὰ  φανοῦν 
στὴ  συνέχεια·  ὅ,τι  τώρα  προέχει  ἐδῶ  εἶναι  ἡ  βαθύτερη  ὑφὴ  τῆς 
οἰκογένειας Μητσοτάκη καὶ ἡ σχέση της μὲ τὸν Κυριάκο Βενιζέλο. 
Ὅπως  δείχνει  καὶ  τὸ  ἴδιο  τὸ  ἐπώνυμο  κατ’ἀρχήν,  ὄχι  ὑπο‐
κοριστικὸ σὲ –άκης ὅπως ἡ μεγάλη πλειοψηφία τῶν κρητικῶν μὰ 

1 Γ. Γ. Ἀυφαντῆ, Ὁ ἱστορικὸς ἐμπαιγμός..., σ. 56. 
2 Λιλῆς Μακράκη, Ἐλευθέριος Βενιζέλος, 1864‐1910..., σ. 101 (σημ. 8). 
3  Π.χ.  Abraham  Ben  Zeli,  Moses  ben  Zeli.  Βλ.  Johann  Christoph  Wolf,  Bibliotheca 

Hebraea…, I (Ἀμβοῦργο‐Λειψία: Christian Liebezeit, 1715), σ. 889· Meyer Waxman, 
A History of Jewish Literature from the Close of the Bible to our own Days, 2 (Νέα Υόρ‐
κη:  Bloch,  1938  [φωτοαναστατικὴ  ἐπανέκδοση  ἀπὸ  τὸν  ἐκδοτικὸ  οἶκο  Kessin‐
ger]), σ. 12. 
4 Νικ. Β. Τωμαδάκη, Ὁ Βενιζέλος ἔφηβος, σ. 64. 

33
προφανὲς  συμπίλημα  τῆς  ἀρβανίτικης/ἀλβανικῆς  καὶ  βλαχικῆς/ 
ρουμανικῆς  ἐκδοχῆς  τοῦ  ὀνόματος  «Δημήτρης»  (Μήτσος+Τάκης), 
ἡ  οἰκογένεια  Μητσοτάκη  δὲν  εἶναι  ἀπὸ  τὴν  Κρήτη.  Χάρη  σὲ  σύγ‐
χρονη  ἔρευνα,  πράγματι,  ἔχει  ἀποδειχτεῖ  ὅτι  καταγόταν  ἀπὸ  τὴ 
Λακωνία καὶ ἦταν ἰουδαϊκῆς προέλευσης.1 Ἡ σχέση, ὡς γνωστόν, 
τῆς ἀρχαίας Σπάρτης μὲ τοὺς Ἰουδαίους πιστοποιεῖται ἀκόμη καὶ 
στὴν  Παλαιὰ  Διαθήκη·2  καὶ  παρὰ  τὸ  ὅτι  δὲν  ἔχει  μέχρι  σήμερα 
δοθεῖ  στὸ  σχετικὸ  χωρίο  ἑρμηνεία  πλήρως  ἀποδεκτή,  γεγονὸς 
παραμένει  πώς,  ὅταν  ὁ  Νίκων  ὁ  Μετανοεῖτε  ἦλθε  στὴ  Λακωνία, 
μετὰ  τὸν  ἐπιτυχῆ  ἀπὸ  αὐτὸν  ἐπανεκχριστιανισμὸ  τῆς  Κρήτης, 
βρέθηκε  στὴν  ἀνάγκη  νὰ  ἐξαπολύσει,  στὸ  δεύτερο  μισὸ  τοῦ  Ι΄ 
αἰώνα, διωγμὸ κατὰ τῶν Ἰουδαίων ποὺ ζοῦσαν τότε πολυπληθεῖς 
στὴ  Σπάρτη  καὶ  τὴ  γύρω  περιοχή.  Ὅσοι  ἀπὸ  αὐτοὺς  τοὺς  τε‐
λευταίους  δὲν  δέχτηκαν  νὰ  γίνουν Χριστιανοὶ  καὶ κατάφεραν  νὰ 
ξεφύγουν  ἀπὸ  τὴ  θανάτωση  ποὺ  συνακολούθως  τοὺς  ἀπειλοῦσε 
ἀνέβηκαν  στὸν  Ταΰγετο  ἢ  στὸν  Πάρνωνα  καὶ  ἐγκαταστάθηκαν 
σὲ  περιοχὲς  δυσπρόσιτες.3  Γνωστὰ  χωριὰ  μὲ  τέτοιο  πληθυσμὸ 
εἶναι  ἡ  ἑβραϊκὴ  Τρύπη4  καὶ  ἡ  Ἀναβρυτὴ  (ἢ  Ἀναβρητὴ)5  στὸν 
Ταΰγετο  καθὼς  καὶ  ἡ  Κρεμαστὴ6  στοὺς  πρόποδες  τοῦ  Πάρνωνα, 
βόρεια  ἀπὸ  τοὺς  Μολάους.  Εἰδικῶς  ἀπὸ  τὴν  Κρεμαστὴ  πολλοὶ 
περάσανε  ἀργότερα  στὴ  Μονεμβασιὰ  καὶ  τυπικῶς  ἐκχριστιανί‐
στηκαν·  γιὰ  μεγάλη  περίοδο  ὅμως,  σύμφωνα  μὲ  συνήθεια  δια‐
δεδομένη μέχρι καὶ σήμερα, παίρνανε δύο ὀνόματα, ἀπὸ τὰ ὁποῖα 

1 Γ. Γ. Ἀυφαντῆ, Ὁ ἱστορικὸς ἐμπαιγμός..., σσ. 63‐66. 
2 Μακκαβαίων Α΄, ιβ΄, 6‐23. 
3  Πάτρικ  Λῆ  Φέρμορ,  Μάνη.  Μετάφραση  Τζαννῆ  Τζαννετάκη  (Ἀθήνα:  Κέδρος, 

1973), σσ. 29‐40·  Γ. Γ. Ἀυφαντῆ, Ὁ ἱστορικὸς ἐμπαιγμός..., σσ. 37‐38.  
4 Βλ. Γερ. Δ. Καψάλη, λῆμμα «Τρύπη», Μεγάλη Ἑλληνικὴ Ἐγκυκλοπαιδεία, τόμ. 

ΚΓ΄ (Ἀθήνα: Πυρσός, 1933), σ. 387. 
5  Εἰδικῶς  ἡ  Ἀναβρυτὴ  (ἐπίσημη  ἐκδοχὴ  τοῦ  τοπωνύμιου,  ἂν  καὶ  ἡ  γραφὴ 

Ἀναβρητὴ φαίνεται πιὸ λογικὴ) παρουσίαζε κατὰ τὸν Μεσοπόλεμο μιὰ ἐκπλη‐
κτικὴ ἄνθηση τῆς βυρσοδεψίας. Βλ. Γερ. Δ. Καψάλη λῆμμα «Ἀναβρυτή», Μεγά‐
λη Ἑλληνικὴ Ἐγκυκλοπαιδεία, τόμ. Δ΄ (Αθήνα: Πυρσός, 1938), σσ. 434‐435· πρβλ. 
Γ. Γ. Ἀυφαντῆ, Ὁ ἱστορικὸς ἐμπαιγμός..., σ. 41. 
6 Γ. Γ. Ἀυφαντῆ, Ὁ ἱστορικὸς ἐμπαιγμός..., σ. 38. 

34
τὸ ἕνα δήλωνε τὴν ἰουδαϊκὴ καταγωγή τους. Ἀπὸ τὴ Μονεμβασιά, 
τέλος, μέλη τῆς οἰκογένειας Μητσοτάκη περάσανε στὴν Κρήτη. 
Σύμφωνα,  ἐξ  ἄλλου,  μὲ  τὰ  στοιχεῖα  τοῦ  ἁρμόδιου  ἑλλη‐
νικοῦ προξενείου, διάφορα ἄτομα μὲ τὸ ὄνομα Μιτσοτάκης καὶ τὰ 
ὁποῖα εἶχαν ἑλληνικὴ –ἐξυπακούεται– ὑπηκοότητα ἐμφανίζονται 
ἐγκατεστημένα  στὰ  Χανιὰ  τῆς  Κρήτης  ἤδη  ἀπὸ  τὶς  ἀρχὲς  τῆς 
δεκαετίας  τοῦ  1840.1  Ὅλοι  τους  προέβαλλαν  ἀπώτερη  κρητικὴ 
καταγωγή,  ἀλλὰ  οἱ  περισσότεροί  τους  ἦταν  ἐφοδιασμένοι  μὲ 
διαβατήρια ποὺ εἶχαν ἐκδοθεῖ «ἀπὸ τὴ διοίκηση τῆς Σύρου». Ἕνας 
ἀπὸ  αὐτοὺς  μάλιστα,  κάποιος  Γεώργιος  Μητσοτάκης,  εἶχε  κατά‐
φέρει  νὰ  ἔχει  καὶ  ἀκίνητη  περιουσία  στὸ  νησὶ  –  παρὰ  τὴ  σαφῆ 
τότε ἀπαγόρευση τῶν ὀθωμανικῶν ἀρχῶν.2 
Πῶς καὶ γιατί ὅλοι αὐτοὶ οἱ Μητσοτάκηδες βρίσκονταν τότε 
στὴν  Κρήτη,  ἐνῶ  παρέμεναν  Ἕλληνες  ὑπήκοοι;  Ἀπάντηση  δὲν 
εἶναι  δύσκολο  νὰ  δοθεῖ:  Τὸ  1830  τὸ  νησὶ  διοικητικῶς  προσαρτή‐
θηκε στὴν Αἴγυπτο καὶ καταλήφθηκε ἀπὸ στρατεύματα τοῦ Μω‐
χάμετ Ἄλυ·3 τὸ 1840 ὅμως, βάσει συνθήκης ποὺ τότε ὑπογράφηκε 
στὸ Λονδῖνο,4 οἱ Αἰγύπτιοι ἀποχώρησαν καὶ ἡ Πύλη ἀνέλαβε καὶ 
πάλι τὴν ἀπευθείας διοίκησή του. Ὅπως, ὅμως, ἔχει ἤδη ἐξηγηθεῖ, 
ὁ κόλπος τῆς Σούδας εἶχε πρὸ πολλοῦ προσελκύσει τὸ ἐνδιαφέρον 
τῶν  Δυνάμεων  ποὺ  εἴχανε  συμφέροντα  στὴ  Μεσόγειο,  ἐφ’ὅσον 
ἀκόμα  καὶ  σήμερα  θεωρεῖται  τὸ  «καλλίτερο  φυσικὸ  λιμάνι  στὴν 
[Ἐγγὺς] Ἀνατολή».5 Ἀπὸ ἐκεῖ, πράγματι, μπορεῖ κανεὶς νὰ ἐλέγχει 
τὸ  σύνολο  σχεδὸν  τῆς  ἀνατολικῆς  Μεσογείου.  Καὶ  ἀξίζει  ἐν 
προκειμένῳ  νὰ  τονιστεῖ  ὅτι  ὁ  διεθνὴς  ἀνταγωνισμὸς  γιὰ  τὴν 
Κρήτη  εἶχε  ἐκδηλωθεῖ  ἤδη  ἀπὸ  τὶς  ἀρχὲς  τοῦ  ΙΘ΄  αἰώνα.  Τὸ  1806, 

1 ΑΥΕ, 1843, 49/1, «Πίναξ τῶν ὑπηκόων Ἑλλήνων διαμενόντων εἰς Χανιὰ Κρή‐
της κατὰ τὸ 1842 ἔτος», συνημμένος στὸ ἔγγραφο ἀρ. 53 τοῦ Στ. Πέρογλου πρὸς 
τὸν Ἰ. Ρίζο‐Νερουλό, Χανιά, 15/27 Δεκεμβρίου 1842. 
2 Αὐτόθι. 

3  Athanase  G.  Politis,  Les  rapports  de  la  Grèce  et  de  l’Égypte  pendant  le  règne  de 

Mohamed Aly (1833‐1849), Ρώμη: Istituto Poligrafico dello Stato per la Reale Società 
di Geografia d’Egitto, 1935, σ. XV κ.ἑξ. 
4 Αὐτόθι, σ. XCI. 

5  Μιράντας  Σταυρινοῦ,  Ἡ  ἀγγλικὴ  πολιτικὴ  καὶ  τὸ  Κρητικὸ  ζήτημα,  1839‐1841 

(Ἀθήνα: Δόμος, 1986), σ. 49. 

35
πράγματι,  ὁ  Βρεταννὸς  ὑπουργὸς  Ἐξωτερικῶν  εὐθέως  προειδο‐
ποίησε  ὅτι  ἡ  χώρα  του  θὰ  ἔπαιρνε  τὴν  Κρήτη,  στὴν  περίπτωση 
κατὰ τὴν ὁποία οἱ Ρῶσοι «θὰ προσαρτοῦσαν ὀθωμανικὸ ἔδαφος» 
καὶ οἱ Γάλλοι καταλάμβαναν τὴν Αἴγυπτο.1 
Ἡ  κατὰ  τὸ  1840  ἐκ  νέου  ὑπαγωγὴ  τοῦ  νησιοῦ  στὴν  ἀπευ‐
θείας  διοίκηση  τῆς  Ὑψηλῆς  Πύλης  ἄνοιξε  σπουδαῖες  προοπτικὲς 
στὴν  ἀγγλικὴ  διπλωματία.  Ἀνεπισήμως  μὰ  σταθερῶς  οἱ  προξε‐
νικὲς  ἀρχὲς  τοῦ  Ἡνωμένου  Βασιλείου  ἄρχισαν  νὰ  καλλιεργοῦν 
στὸν ἐκεῖ ἰθαγενῆ πληθυσμὸ τὴν ἰδέα ἐπιβολῆς βρεταννικῆς προ‐
στασίας,  ἀναγωγῆς  δηλαδὴ  τοῦ  νησιοῦ  σὲ  βρεταννικὸ  προτεκτο‐
ρᾶτο.2 Τὸ ἔδαφος οὕτως ἢ ἄλλως ἤτανε πρόσφορο ὅσον ἀφορᾶ τὴν 
πραγμάτωση  αὐτῆς  τῆς  προοπτικῆς·  καὶ  τοῦτο,  ἐπειδὴ  ἡ  Κρήτη 
παρουσιάζει ἰδιομορφία μοναδικὴ στὴν ἔκτασή της: Πάρα πολλοὶ 
ἀπὸ  τοὺς  Χριστιανοὺς  κατοίκους  τοῦ  νησιοῦ  εἶχαν  δεσμοὺς 
αἵματος  μὲ  τοὺς  ἐκεῖ  Μουσουλμάνους.  Τοῦτο  ὀφείλεται  στοὺς 
περίφημους  «προσωρινοὺς  γάμους»  ποὺ  ἔδωσαν  τὸν  τόνο  στὸν 
ἰδιωτικὸ  βίο  τῶν  Κρητικῶν  γιὰ  πολὺ  μεγάλη  χρονικὴ  περίοδο 
ἀφότου οἱ Ὀθωμανοὶ –μετὰ τὴν κατὰ τὸ 1645 σχετικὴ πρόσκληση 
τοῦ  ἑλληνοορθόδοξου  πληθυσμοῦ  τοῦ  νησιοῦ–  ἔδιωξαν  ἀπὸ  ἐκεῖ 
τοὺς Βενετοὺς καὶ ἐπέβαλαν τὴν κυριαρχία τοῦ σουλτάνου. 
 Αὐτὴ  ἡ  «συνήθεια»  τῶν  πρόσκαιρων  γάμων  σήμαινε  ὅτι 
ἕνας  Μουσουλμάνος  μποροῦσε  νὰ  ἔχει  σεξουαλικὲς  σχέσεις  μὲ 
ἑλληνοορθόδοξη  γυναίκα  τῆς  ἀρεσκείας  του  γιὰ  συγκεκριμένο 
χρονικὸ  διάστημα·  μετὰ  τὴ  λήξη  αὐτῆς  τῆς  περιόδου,  ἡ  ἐν  λόγῳ 
ἑλληνοορθόδοξη  εἶχε  δικαίωμα  νὰ  κάνει  κανονικὸ  γάμο  μὲ  ὁμό‐
θρησκό  της,  ἀλλὰ  τὰ  παιδιὰ  ποὺ  εἶχε  ἀποκτήσει  μὲ  τὸν  Μου‐
σουλμάνο τὰ κρατοῦσε ὁ πατέρας.3 Φυσικὰ τὰ παιδιὰ μιλοῦσαν τὴ 
γλῶσσα  τῆς  μάνας  (ἔτσι  ἐξηγεῖται  καὶ  τὸ  φαινόμενο  τοῦ 

1 Αὐτόθι, σ. 47. 
2 Athanase G. Politis, Le conflit turco‐égyptien de 1838‐1841 et les dernières années du 
règne de Mohamed Aly d’après les documents diplomatiques grecs (Κάιρο: Société royale 
de géographie d’Égypte, 1931), ἔγγρ. 83: Στ. Πέρογλου πρὸς τὸ ἑλληνικὸ ὑπουρ‐
γεῖο Ἐξωτερικῶν, Χανιά, 6/18 Ἀπριλίου 1840, σ. 100.  
3  V.  Bérard,  Κρητικὲς  ὑποθέσεις.  Μετάφραση  Γ.  Μoραγλῆ  (Ἀθήνα:  Τροχαλία, 

χ.ἔ.), σσ. 79, 84.  

36
γλωσσικοῦ ἐξελληνισμοῦ τῶν Τουρκοκρητικῶν) καὶ διατηροῦσαν 
σχέσεις  μὲ  τὰ  ἑτεροθαλῆ  ἀδέλφια  τους.  Ὅπως  ἐγκύρως  ἔχει 
ὑποστηριχθεῖ  ἤδη  ἀπὸ  τὸν  ΙΘ΄  αἰώνα,  οἱ  «διαθρησκειακὲς»  αὐτὲς 
σχέσεις ἀποτελοῦσαν τὸ μεγαλύτερο  ἐμπόδιο  στὴν  εὐόδωση  τῶν 
ἐξεγέρσεων  τῶν  Ἑλληνοορθόδοξων  τῆς  Κρήτης:  Μεγάλο  μέρος 
τους,  σχεδὸν  τὸ  ἥμισυ  τοῦ  συνόλου,  εὐνοοῦσε  τὴ  διαιώνιση  τῆς 
ὀθωμανικῆς κυριαρχίας λόγω τῶν δεσμῶν αἵματος ποὺ εἴχανε μὲ 
αὐτόχθονες Μουσουλμάνους.1  
Ἐξυπακούεται  ὅτι  οἱ  Μητσοτάκηδες,  μόλις  ἐγκαταστάθη‐
καν  στὴν  Κρήτη,  ἀποτελεσματικῶς  θωρακισμένοι,  χάρη  στὴν 
ἑλληνική  τους  ὑπηκοότητα,  ἐνάντια  στὶς  αὐθαιρεσίες  τῶν  το‐
πικῶν  ἀρχῶν,2  ἄρχισαν  μὲ  ἀξιοσημείωτη  ἐπιδεξιότητα  νὰ  προ‐
ωθοῦν  τὰ  βρεταννικὰ  συμφέροντα.  Τὸ  ἑλληνικὸ  προξενεῖο  γενι‐
κῶς  καὶ  διακριτικῶς  τοὺς  εὐνοοῦσε.3  Ἕνας  ἀπὸ  αὐτοὺς,  ὁ  Κων‐
σταντῖνος  Μητσοτάκης,  ποὺ  παντρεύτηκε  τὴν  Κατίγκω,  ἀδελφὴ 
τοῦ  Ἐλευθέριου  Βενιζέλου,  ὑπῆρξε  ὁ  ἱδρυτὴς  τοῦ  –ἀγγλόφιλου– 
κόμματος τῶν Φιλελευθέρων στὴν Κρήτη,4 τὸ ὁποῖο στὴ συνέχεια 
κληροδότησε  στὸν  Λευτεράκη.  Ἀλλὰ  αὐτὰ  θὰ  ἐξιστορηθοῦν  στὴ 
συνέχεια. Τὸ θέμα μας τώρα εἶναι καὶ πάλι ὁ Κυριάκος Βενιζέλος, 
πατέρας  (ἢ  θετὸς  πατέρας)  τοῦ  μετέπειτα  πρωθυπουργοῦ  τῆς 
Ἑλλάδας. 
Στὴν  ὅλη  ἱστορία,  ἕνα  εἶναι  βέβαιο:  μόλις  ὁ  Λευτεράκης 
μπῆκε στὴν οἰκογένεια τοῦ Κυριάκου, ἡ τύχη ἄρχισε νὰ χαμογελᾶ 
σὲ  αὐτὸν  τὸν  τελευταῖο.  Ἤδη  στὶς  ἀρχὲς  Ἰανουαρίου  1865,  οὔτε 

1 Θεόδωρου Ρηγόπουλου, γραμματέως τῶν Κολοκοτρωναίων καὶ τοῦ Νικηταρᾶ, 
Ἀπομνημονεύματα  ἀπὸ  τῶν  ἀρχῶν  τῆς  Ἐπαναστάσεως  μέχρι  τοῦ  ἔτους  1881. 
Εἰσαγωγὴ‐ἐπιμέλεια‐εὑρετήριο  Ἀθανάσιου  Θ.  Φωτόπουλου  (Ἀθήνα,  1979),  σ. 
196. 
2Λιλῆς Μακράκη, Ἐλευθέριος Βενιζέλος, 1864‐1910, σσ. 460‐461. 

3 ΑΥΕ, 1846, 36/3, Στ. Πέρογλου πρὸς τὸ ὑπουργεῖο Ἐξωτερικῶν, ἀρ. 14, Χανιά, 

20 Ἰουνίου/2 Ιουλίου 1846. (Πρόσληψη τοῦ Ἰωάννη Γ. Μιτζοτάκη ὡς γραμματέα 
τοῦ  ἑλληνικοῦ  προξενείου  στὴν  Κρήτη,  μὲ  μισθὸ  100  δρχ.  τὸν  μήνα,  σὲ 
ἀντικατάσταση τοῦ ὑποπρόξενου‐γραμματέα, ποὺ εἶχε ἀρρωστήσει.)  
4  Λιλῆς  Μακράκη,  Ἐλευθέριος  Βενιζέλος,  1864‐1910...,  σσ.  460‐461·  Δ.  Δημητρά‐

κου,  Κώστας  Μητσοτάκης.  Πολιτικὴ  βιογραφία,  Α΄  (Ἀθήνα:  Παπαζήσης,  χ.ἔ), 


σ.31. 

37
πέντε μῆνες δηλαδὴ μετὰ τὴ γέννηση τοῦ γυιοῦ του, ὁ Κυριάκος, 
ἀπὸ  ἄσημος  μικροπρα(γ)ματευτὴς  εἶχε  μεταβληθεῖ  στὸν  κοινω‐
νικῶς σπουδαιότερο Ἕλληνα ὑπήκοο ποὺ κατοικοῦσε στὰ Χανιά.1 
Πῶς  εἶχε  ἀποκτήσει  αὐτὴν  τὴ  δύναμη;  Πῶς  εἶχε  προηγουμένως 
πάρει  τὴν  ἑλληνικὴ  υπηκοότητα;  Πῶς  καὶ  γιατί  εἶχε  βρεθεῖ  στὴν 
Κρήτη; Ἦταν πραγματικὰ συγγενὴς τῆς οἰκογένειας Μητσοτάκη; 
Ὅλα  αὐτὰ  παραμένουν  ἄγνωστα  –  ἐκτὸς  ἀπὸ  ἕνα:  Ὅπως  θὰ 
μποροῦσε  νὰ  περιμένει  κανείς,  ἐξαιτίας  τῶν  ὅσων  ἤδη  ἐξιστορή‐
θηκαν,  τὸ  ὄνομα  Μπενιζέλος/Βενιζέλος  ἢ  καὶ  Βενιζελέας  εἶναι 
κοινὸ γενικῶς στὴν Πελοπόννησο ἀλλὰ ἰδιαιτέρως στὴ Λακωνία. 
Στὴν  Κρήτη,  συγκεκριμένα  στὸ  Ἡράκλειο,  ἦταν  πράγματι  ἐγκα‐
τεστημένος  ἕνας  Κωνσταντῖνος  Βενιζέλος,  Ἕλληνας  ὑπήκοος, 
καπνοπώλης, ποὺ εἶχε κτηματικὴ περιουσία στὴν πατρίδα του, τὸν 
Μυστρᾶ.2 Στὰ Χανιὰ παράλληλα, ἤδη ἀπὸ τὸ 1832, ζοῦσε κάποιος 
Ἀδὰμ Βενιζέλος, ἐπίσης Ἕλληνας ὑπήκοος, ποὺ ἰσχυριζόταν πὼς 
εἶχε  ἀπώτερη  κρητικὴ  καταγωγή,  ἀλλὰ  εἶχε  γεννηθεῖ  στὸ 
Ναύπλιο  περὶ  τὸ  1787·  ἤτανε  ἄγαμος  μὰ  ἔμπορος  «κανονικός».3 
Σύμφωνα  μὲ  ὅ,τι  σήμερα  εἶναι  γνωστό,  ποτὲ  ὁ  Κυριάκος 
Βενιζέλος  καὶ  ὁ  γυιός  του  Ἐλευθέριος  δὲν  τοὺς  θεώρησαν  συγ‐
γενεῖς τους οὔτε εἴχανε κάποια ἐπαφὴ μαζί τους. Πολὺ ἀργότερα, 
τὸ  1930,  δηλαδὴ  κατὰ  τὴ  διάρκεια  τῆς  τελευταίας  του  πρωθυ‐
πουργίας, ὁ Ἐλευθέριος Βενιζέλος πῆγε στὴ Σπάρτη, ἐγκαταστά‐
θηκε στὸ σπίτι τῆς φιλικῆς του οἰκογένειας Φικιώρη καὶ ζήτησε νὰ 
γνωρίσει τοὺς Βενιζέλους/Μπενιζέληδες τῆς εὐρύτερης περιοχῆς.4 

1 ΑΥΕ, 1865, 98/5, «Κατάλογος ὀνομαστικὸς τῶν δυναμένων νὰ ἐκπληρώσωσιν 
ἔργον  παρέδρων  Δικαστῶν  διὰ  τὸ  ἔτος  1865»·  συνημμένος  στὸ  ἔγγραφο  ἀρ.  3 
τοῦ  Ἕλληνα  πρόξενου  στὴν  Κρήτη,  Ν.  Ἀιβαλίδη,  πρὸς  τὸ  ὑπουργεῖο  Ἐξωτε‐
ρικῶν, Χανιά, 2 Ἰανουαρίου 1865. 
2  ΑΥΕ,  1843,  49/1,  «Πίναξ  καταστατικὸς  τῶν  εἰς  Ἡράκλειον  Κρήτης  Ἑλλήνων 

ὑπηκόων»·  ὑπογραμμένος  ἀπὸ  τὸν  ἐκεῖ    Ἕλληνα  ὑποπρόξενο,  Ἀ.  Ζαφειρίδη, 


καὶ  συνημμένος  στὸ  ἔγγραφο  ἀρ.  53  τοῦ  Στ.  Πέρογλου  πρὸς  τὸ  ὑπουργεῖο 
Ἐξωτερικῶν, Χανιά, 15/27 Δεκεμβρίου 1842. 
3 ΑΥΕ, «Πίναξ τῶν ὑπηκόων Ἑλλήνων διαμενόντων εἰς Χανιὰ Κρήτης κατὰ τὸ 

1842  ἔτος»·  συνημμένος  στὸ  ἔγγραφο  ἀρ.  53  τοῦ  Στ.  Πέρογλου  πρὸς  τὸ 
ὑπουργεῖο Ἐξωτερικῶν, Χανιά, 15/27 Δεκεμβρίου 1842. 
4 Γ. Γ. Ἀυφαντῆ, Ὁ  ἱστορικὸς ἐμπαιγμός..., σσ. 42‐43. 

38
Ὅμως  αὐτὴ  ἡ  ἁπλῆ  προσπάθεια  πρόσκαιρης  γνωριμίας  δὲν 
μπορεῖ νὰ θεωρηθεῖ τεκμήριο πραγματικῆς συγγένειας.  
Τί  συμπέρασμα  βγαίνει  ἀπὸ  ὅλα  αὐτά;  Τὸ  ἑξῆς:  Τό  ὄνομα 
Βενιζέλος  εἶναι  πράγματι  ἑβραϊκὸ  καὶ  ὁ  Κυριάκος  Βενιζέλος  δὲν 
εἶχε καταγωγὴ οὔτε ἀπὸ τὴν Ἑλλάδα οὔτε ἀπὸ τὴν Κρήτη. Πιθα‐
νότατα  ἦταν  Ἀρμένιος  ὁ  ὁποῖος,  ἀφότου  –μὲ  ὁποιονδήποτε  τρό‐
πο–  συνδέθηκε  μὲ  τὴν  οἰκογένεια  Μητσοτάκη,  ψυχικῶς  ἐξιου‐
δαΐστηκε,  ἐνῶ  τυπικῶς  παρέμεινε  Χριστιανὸς  –  καὶ  μάλιστα  Ὀρ‐
θόδοξος.  Ὑπὸ  τὶς  σημερινὲς  συνθῆκες  τίποτα  ἄλλο  δὲν  εἶναι  δυ‐
νατὸν οὔτε νὰ τεκμηριωθεῖ ἀλλὰ οὔτε κἂν νὰ ὑποτεθεῖ. 
 
 
 
β΄ 
 
Τὸ  φθινόπωρο  τοῦ  1866  ἄρχισε  μιὰ  ἐξέγερση  τοῦ  χριστιανικοῦ 
στοιχείου τῆς Κρήτης ἐνάντια στὴν κυριαρχία τῆς Ὑψηλῆς Πύλης. 
Ἡ  ἄποψη  τοῦ  Κυριάκου  Βενιζέλου,  σταθερῶς  ἀγγλόφιλου,1 
ὑπῆρξε  σαφής·  ἡ  ἐξέγερση  δὲν  ἔπρεπε  νὰ  γίνει.2  Οἱ  «κα‐
τευναστικοῦ»,  ὅμως,  χαρακτήρα  προτροπές  του  δὲν  εἰσακούστη‐
καν,  ὁπότε  ἡ  θέση  του  ἔγινε  ἰδιαιτέρως  λεπτή.  Ἦταν,  πράγματι, 
Ἕλληνας ὑπήκοος  ὁ  ὁποῖος  διαβιοῦσε  σὲ  ὀθωμανικὸ  ἔδαφος  ποὺ 
βρισκόταν  σὲ  ἐπαναστατικὴ  ἀναταραχή,  τὴν  οποία  ὑπέθαλπε  ἤ, 
ἔστω, ἔβλεπε μὲ συμπάθεια ἡ ἑλληνικὴ κυβέρνηση καί, φυσικά, ἡ 
ἑλληνικὴ κοινὴ γνώμη. Ἀντιμετώπιζε, μὲ ἄλλα λόγια, κατάσταση 
περίπου ἴδια μὲ ἐκείνη τῶν Ἰταλῶν στὴν Ἑλλάδα κατὰ τὸ 1940 καὶ 
τῶν  Ἰαπώνων  στὶς  Η.Π.Α.  τὸ  1941.  Ἡ  Ὑψηλὴ  Πύλη,  ἐπιπλέον, 
θεώρησε  πὼς  ὅσοι  ἀπό  τοὺς  Ἕλληνες  πολίτες  ἔμεναν  στὸ  νησί, 
ἐνόσω  οἱ  κατὰ  τῶν  ἐπαναστατῶν  ἐπιχειρήσεις  βρίσκονταν  σὲ 

1 Νικ. Β. Τωμαδάκη, Ὁ Βενιζέλος ἔφηβος, σσ. 56‐57. 
2  Ἀνδρέα  Θ.  Δρακάκη,  T’ἄγνωστα  χρόνια.  Ὁ  Ἐλευθέριος  Βενιζέλος  στὴ  Σῦρο 
(Ἀθήνα, 1985), σ. 15. 

39
ἐξέλιξη,  αὐτομάτως  ἀπέβαλλαν τὴν ἑλληνική τους ὑπηκοότητα.1 
Ἔτσι,  προτίμησε νὰ  φύγει καὶ  πράγματι, τὸν Ὀκτώβριο τοῦ  1866, 
ἐγκαταστάθηκε  μὲ  τὴν  οἰκογένειά  του  στὴν  Ἑρμούπολη  τῆς  Σύ‐
ρου.2 
Παραδόξως  –καὶ  σὲ  κραυγαλέα  ἀντίθεση  μὲ  τὴ  μεγάλη 
πλειοψηφία τῶν ἄλλων προσφύγων– ἡ οἰκογένεια Βενιζέλου ἔζη‐
σε στὴ Σῦρο μὲ μεγάλη ἄνεση, σχεδὸν μὲ πολυτέλεια. Ὁ Κυριάκος 
μπόρεσε  νὰ  ἀνοίξει  κατάστημα  γενικοῦ  ἐμπορίου  στὸν  κεντρικὸ 
δρόμο  τῆς  Ἑρμούπολης  καὶ  τὰ  ἔσοδά  του  ἦταν  τόσα,  ὥστε  νὰ 
μπορεῖ  νὰ  νοικιάζει...  βίλλα  γιὰ  τὸν  παραθερισμὸ  τῆς  γυναίκας 
του  καὶ  τῶν  παιδιῶν  του.3  Στὶς  ἀρχὲς  τοῦ  1869,  ἡ  ἐξέγερση  στὴν 
Κρήτη τελείωσε, μὰ οἱ Βενιζέλοι δὲν εἶχαν λόγο νὰ ἐπισπεύσουνε 
τὸν  ἐπαναπατρισμό  τους.  Ἡ  ζωή  τους  στὸ  νησὶ  τῶν  Κυκλάδων 
ἦταν  βολική, ἐφ’ὅσον ὁ Κυριάκος ἔβγαζε  «καλὰ χρήματα». Ἔτσι, 
ἐπέστρεψαν στὰ Χανιὰ μόνο κατὰ τὸ 1872.4 
Ὁ Κυριάκος εἶχε τώρα μιὰ γερὴ οἰκονομικὴ βάση καί, κατὰ 
συνέπεια, μπόρεσε νὰ παγιώσει ὁριστικὰ τὴ θέση του στὸν ἐμπο‐
ρικὸ κόσμο τῶν Χανίων· δὲν ξέχασε ὅμως ποτέ του τὴ Σῦρο, ὅπου 
ἡ οἰκονομική του ἄνθηση εἶχε ὁριστικοποιηθεῖ. Ἔτσι διατήρησε σὲ 
ὅλη τὴν ὑπόλοιπη ζωή του τὶς ἐπικερδεῖς διασυνδέσεις του μὲ τὸν 
κόσμο  τῆς  Ἑρμούπολης.5  Καθὼς  ἐπιπλέον  ὁ  Λευτεράκης,  ἀφοῦ 
τελείωσε τὸ Δημοτικὸ καὶ Ἑλληνικὸ σχολεῖο στὰ Χανιά, συνέχιζε 
τὶς ἐγκύκλιες σπουδές του στὴν Ἀθήνα, ὁ Κυριάκος ξαφνικὰ ἀπο‐
φάσισε ὅτι ὁ γυιός του ἔπρεπε νὰ πάρει ἀπολυτήριο στὴν Ἑρμού‐
πολη.  Γράφτηκε  λοιπὸν  ὁ  νεαρὸς  στὸ  Βασιλικὸ  Γυμνάσιο  τῆς 
Σύρου, ἀπὸ ὄπου ἀποφοίτησε τὸν Ἰούνιο τοῦ  1880. Ὁ βαθμός του 
ἦταν  κάλλιστα  17/19  ἀλλὰ  ἡ  διαγωγή  του  κοσμία.6  Παρὰ  τὸ  τε‐

1  ΑΥΕ,  1884,  11/1,  Γ.  Δ.  Ἀποστολίδης  πρὸς  τὴν  ἑλληνικὴ  πρεσβεία  στὴν  Κων‐
σταντινούπολη, Πέραν, 5 Φεβρουαρίου 1884. Δὲν εἶναι, βέβαια, δυνατὸν νὰ ἐξα‐
κριβωθεῖ ἡ ἔκταση ἐφαρμογῆς αὐτοῦ τοῦ μέτρου. 
2 Α. Θ. Δρακάκη, T’άγνωστα χρόνια..., σ. 9. 

3 Αὐτόθι, σ. 41. 

4 Αὐτόθι, σ. 45. 

5 Αὐτόθι. 

6 ΙΑΕΒ, Ι/3/1, ἀντίγραφο τοῦ ἀπολυτήριου. 

40
λευταῖο μειονέκτημα ὅμως, κρίθηκε ἄξιος νὰ συνεχίσει τὶς σπου‐
δές του στὸ πανεπιστήμιο. 1 
Ὁ  Λευτεράκης,  πάντως,  στὴν  ἀρχὴ  δὲν  ἔδειξε  καὶ  μεγάλη 
προθυμία  γιὰ  ἀνώτατες  σπουδές,  πρὸς  τὶς  ὁποῖες  ἄλλωστε  καὶ  ὁ 
Κυριάκος,  σὰν  καλὸς  ἔμπορος,  δὲν  ἔτρεφε  ἰδιαίτερη  ἐκτίμηση.2 
Ἀπασχολήθηκε,  πράγματι,  στὸ  πατρικὸ  κατάστημα,  ὅπου  τώρα 
προσφέρονταν  πρὸς  πώληση  κυρίως  γυαλικὰ  καὶ  εἴδη  κιγκα‐
λερίας.  Ἐκεῖ  καὶ  τότε  ἀπέδειξε  ὅτι  οἱ  ἐμπορικές  του  ἱκανότητες 
ἦταν  ἀξιοσημείωτες:  «Πάντοτε  γελαστὸς  καὶ  γλυκομίλητος»  δὲν 
ἄφηνε  κανένα  νὰ  φύγει  χωρίς,  πρῶτα,  νὰ  ἀγοράσει  κάτι.3  Τὰ 
ἐπικοινωνιακά του προσόντα ἔγιναν ἀντικείμενο προσοχῆς ἰδιαί‐
τερης καὶ ἔτσι ὁ Γεώργιος Ζυγομαλᾶς, γραμματέας τοῦ ἑλληνικοῦ 
προξενείου στὰ Χανιά, ἔπεισε τὸν Κυριάκο νὰ ἐπιτρέψει στὸν γυιό 
του νὰ σπουδάσει στὸ πανεπιστήμιο Ἀθηνῶν καὶ νὰ τοῦ δώσει τὰ 
ἀναγκαῖα μέσα.4 
 Τὰ  ἐπιχειρήματα  τοῦ  Ζυγομαλᾶ  ἔκρουσαν  «χορδὲς  εὐαί‐
σθητες» στὴν καρδιὰ τοῦ Κυριάκου: Ἐὰν ὁ Λευτεράκης σπούδαζε 
Νομικά, θὰ μποροῦσε νὰ ἐξελιχθεῖ σὲ ἡγετικὴ μορφὴ τῆς ἑλληνο‐
ορθόδοξης  «κοινότητας»  στὴν  Κρήτη.5  Ὁ  Κυριάκος,  βέβαια,  ἀνη‐
συχοῦσε γιὰ τὸ μέλλον τῆς ἐπιχείρησης. Ἐὰν ὁ ἴδιος πάθαινε κάτι, 
ὅπως  φοβόταν,  ποιὸς  θὰ  συντηροῦσε  τὴ  γυναίκα  του,  τὸν  καθυ‐
στερημένο καὶ ἀνάπηρο Ἀγαθοκλῆ καὶ τὶς ἀνύπαντρες κόρες του; 
Τελικὰ  πείστηκε,  διότι,  ἐκτὸς  ἀπὸ  τὰ  ἄλλα,  πάντοτε  εἶχε,  σὰν 
Ἕλληνας  ὑπήκοος,  τὴν  ἀνάγκη  τοῦ  ἑλληνικοῦ  προξενείου.  Ὁ 
Ἐλευθέριος, κατὰ συνέπεια, γράφτηκε στὶς ἀρχὲς Ὀκτωβρίου τοῦ 
1881 στὴ Νομικὴ Σχολή.6  

1 Αὐτόθι. 
2 Γιάννη Μανωλικάκη, Ἐλευθέριος Βενιζέλος..., σ. 29. 
3  A.  Lilly  Macrakis,  “Venizelos’  Early  Life  and  Political  Career  in  Crete...”,  σ.  42· 

πρβλ. Γιάννη Mανωλικάκη, Ἐλευθέριος Βενιζέλος…, σσ. 29‐31. 
4 Τὸ μόνο ποὺ τότε ὑπῆρχε στὴν Ἑλλάδα. 

5 A. Lilly Macrakis, “Venizelos’ Early Life and Political Career in Crete...”, σ. 42. 

6  ΙΑΕΒ,  Ι/3/2,  ἀντίγραφο  τῆς  ἀπόδειξης  καταβολῆς  τῶν  τελῶν  ἐγγραφῆς. 

(Δραχμαὶ 10.) 

41
Τὸ δίπλωμά του, διδακτορικὸν ὅπως λεγόταν τότε,1 τὸ πῆρε 
ἕξι  χρόνια  ἀργότερα,  τὸ  1887.  Τὸ  προαίσθημα  ὅμως  τοῦ  πατέρα 
του  ἀποδείχτηκε  ἀληθινό:  Ὁ  Κυριάκος  πέθανε  τὸ  1883  καὶ  ὁ 
Ἐλευθέριος  ἀναγκάστηκε  νὰ  ἀφήσει  τὴ  φοιτητική  του  ζωὴ  στὴν 
Ἀθήνα καὶ νὰ γυρίσει στὴν Κρήτη. Δὲν βρέθηκε στὴν ἀνάγκη νὰ 
ἀσχοληθεῖ  μὲ  τὴν  πατρικὴ  ἐπιχείρηση,  ἐφ’ὅσον  αὐτὴ  εἶχε  ἤδη 
κληροδοτηθεῖ  στὸν  Ἀνδρέα  Νοστράκη,  ἀρχικῶς  ὑπάλληλο  καὶ 
στὴ συνέχεια γαμπρὸ καὶ συνεταῖρο τοῦ πατέρα του, ἐπειδὴ εἶχε 
παντρευτεῖ  μία  ἀπὸ  τὶς  ἀδελφὲς  τοῦ  Λευτεράκη·  ἔτσι,  αὐτὸς  ὁ 
τελευταῖος  δὲν  ἀντιμετώπιζε  ἄμεσα  οἰκονομικὰ  προβλήματα.2 
Ἤδη  ἀπὸ  τὸ  1884,  ἄλλωστε,  ἄρχισε  νὰ  ἐργάζεται  ὡς  δικολάβος,3 
συνεχίζοντας  παράλληλα  τὶς  σπουδές  του  μὲ  κατ’οἶκον  μελέτη 
καὶ  πηγαίνοντας  στὴν  Ἀθήνα  μόνο  γιὰ  τὶς  ἐξετάσεις.  Τὸ  1885 
πάντως,  δηλαδὴ  δύο  μόλις  χρόνια  μετὰ  τὸν  θάνατο  τοῦ  πατέρα 
του,  ἡ  οἰκονομική  του  κατάσταση  βρέθηκε  αἰσθητὰ  βελτιωμένη, 
ὁπότε  ἐπέστρεψε  στὴν  Ἀθήνα4  –  ἀποφασισμένος  τώρα  πιὰ  «νὰ 
πάρει» ὁπωσδήποτε «τὸ δίπλωμα τοῦ δικηγόρου».5  
 
* * * 
 Τὸν  Νοέμβριο  τοῦ  1886  πέρασε  ἀπὸ  τὴν  Ἀθήνα  ὁ  Βρεταννὸς 
πολιτικὸς  Joseph  Chamberlain,  στέλεχος  τοῦ  κόμματος  τῶν  Φιλε‐
λευθέρων καὶ μετέπειτα ὑπουργὸς Ἀποικιῶν. Ἐπωφελήθηκε ἀπὸ 
τὴν παραμονή του στὴν πρωτεύουσα, γιὰ νὰ δηλώσει ὅτι οἱ Κρη‐
τικοὶ βεβαίως θέλανε νὰ ἀποσχιστοῦν ἀπὸ τὴν Ὀθωμανικὴ Αὐτο‐
κρατορία, ἀλλὰ γιὰ νὰ αὐτονομηθοῦν καὶ ὄχι γιὰ νὰ ἑνωθοῦν μὲ 
τὴν  Ἑλλάδα·  οἱ  δηλώσεις  του  δημοσιεύθηκαν  στὴν  ἐφημερίδα 

1 Διάκριση σαφὴς μεταξὺ διδακτορικοῦ διπλώματος καὶ πτυχίου ἔγινε μόνο ἀπὸ 
τὸ  1911  καὶ  μετά.  Ἕως  τότε  διδακτορικὸν  λεγόταν  γενικῶς  ὅ,τι  σήμερα 
ἀποκαλεῖται  «πτυχίο».  (Βλ.  Δ.  Ἀ.  Δημητριάδη,  λῆμμα  «πτυχίον»,  Μεγάλη  Ἑλ‐
ληνικὴ Ἐγκυκλοπαιδεία, τόμ. Κ΄ [Ἀθήνα: Πυρσός, 1932], σ. 865.) 
2 Γιάννη Μανωλικάκη, Ἐλευθέριος Βενιζέλος..., σ. 45. 

3 ΙΑΕΒ, I/4/1‐9· I/5/1· I/6/1‐2. 

4 A. Lilly Macrakis, “Venizelos’ Early Life and Political Career in Crete...”, σ. 43. 

5  Ἐλευθερίου  Κ.  Βενιζέλου,  Ἡ  Κρητικὴ  Ἐπανάστασις  τοῦ  1889.  Ἕνα  ἄγνωστο 

ἰδιόγραφο κείμενο τοῦ Ἐθνάρχου. Παρουσίαση‐σχόλια Ἰωάννου Γ. Μανωλικάκη 
(Ἀθήνα, 1971), σ. 22. 

42
Ἀκρόπολις.1  Τρεῖς  μέρες  ἀργότερα,  στὴ  Νέα  Ἐφημερίδα  δημο‐
σιεύθηκε  «Διαμαρτύρηση»  πενταμελοῦς  ἐπιτροπῆς  Κρητῶν  φοι‐
τητῶν, ὅπου τονιζόταν πὼς ἀναλλοίωτος πόθος τοῦ κρητικοῦ λαοῦ 
ἦταν ἡ μετὰ τῆς Ἑλλάδος ἕνωσις. Τελευταῖο μέλος τῆς ἐπιτροπῆς 
ἐμφανιζόταν ὁ Βενιζέλος.  2 Τρεῖς ἡμέρες μετὰ τὴ δημοσίευση τῆς 
«Διαμαρτύρησης»,  στὴν  ἴδια  ἐφημερίδα  δημοσιεύθηκε  ἡ  εἴδηση 
πὼς  οἱ  πέντε  Κρῆτες  σπουδασταὶ  ἐπισκέφθηκαν  τὸν  Chamberlain 
στὸ  «Ξενοδοχεῖο  τῆς  Ἀγγλίας»,  ὅπου  εἶχε  καταλύσει,  καὶ  τὸν 
ἔπεισαν νὰ ἀνασκευάσει τὶς δηλώσεις του.3 Τώρα ὅμως τὸ ὄνομα 
τοῦ  Βενιζέλου  ἐμφανιζόταν  πρῶτο,  προξενώντας  τὴν  ἐντύπωση 
πὼς  αὐτὸς  ἦταν  ὁ  ἐπικεφαλῆς  τῆς  ὁμάδας.4  Ἐντύπωση  προκαλεῖ 
ἀκόμη  τὸ  ὅτι  τὰ  σχετικὰ  μὲ  τὴ  φοιτητικὴ  ἐπιτροπὴ  καὶ  τὴ  συν‐
άντησή  της  μὲ  τὸν  Βρεταννὸ  πολιτικὸ  δημοσιεύθηκαν  μόνο  στὴ 
Νέα  Ἡμέρα  (οὔτε  κἂν  στὴν  «Ἀκρόπολη»),5  χωρὶς  μάλιστα  –κάτι 
ἀκόμη  πιὸ  παράδοξο–  νὰ  ἀναφέρεται  ἡ  ἡμερομηνία  τοῦ  γεγο‐
νότος.6  
Πολὺ  ἀργότερα,  ἀπὸ  τὰ  τέλη  τῆς  δεκαετίας  τοῦ  1920  καὶ 
μετά,  ἐμφανίστηκε  μιὰ  πλούσια  φιλολογία  γύρω  ἀπὸ  τὸ  ὅλο 
θέμα,  στὶς  σελίδες  τῆς  ὁποίας  ὁ  Βενιζέλος  προβλήθηκε  ὡς  «ἀκα‐
ταμάχητα  εὔγλωττος»  ὑπερασπιστὴς  τοῦ  ἑνωτικοῦ  ἰδεώδους,  ὁ 
ὁποῖος  μὲ  τὰ  ὑπὲρ  τῆς  Ἑλλάδος  ἐπιχειρήματά  του  λεκτικῶς  «κα‐
τατρόπωσε»  τὸν  Βρεταννὸ  πολιτικό.7  Τίποτα  ἀπὸ  ὅλα  αὐτὰ  δὲν 
ἔχει ἀποδειχτεῖ: Στὴν ἐφημερίδα ὅπου δημοσιεύθηκαν τὰ σχετικὰ 
μὲ  τὴ  συνομιλία  τῶν  Κρητῶν  μὲ  τὸν  Chamberlain  πουθενὰ  δὲν 
ἀναφέρεται  «λόγος» τοῦ Βενιζέλου·8 σύγχρονη ἔρευνα, ἐπιπλέον, 
ἀπέδειξε ὅτι ἡ πολύκροτη ἔκφραση «χρόνια ἐπανάσταση» (chronic 
revolution),  πού,  ὅπως  ὑποστηρίζεται,  τότε  χρησιμοποίησε  ὁ 

1 Τὴν 1η Νοεμβρίου 1886. (A. Dalby, Eleftherios Venizelos, σ. 9.) 
2 Νέα Ἡμέρα (Ἀθήνα), 3 Νοεμβρίου 1886, σ. 1. 
3 Ἐ. Κ. Βενιζέλου, Ἡ Κρητικὴ Ἐπανάστασις τοῦ 1889..., σσ. 28‐29. 

4 Αὐτόθι. 

5 A. Lilly Macrakis, “Venizelos’ Early Life and Political Career in Crete...”, σ. 44. 

6  Ἐ. Κ. Βενιζέλου, Ἡ Κρητικὴ Ἐπανάστασις τοῦ 1889...,  σ. 29.  

7 Αὐτόθι, σ. 28 κ. ἑξ. 

8 Αὐτόθι, σ. 28. 

43
νεαρὸς Βενιζέλος, προερχόταν ἀπὸ συζήτηση ποὺ εἶχε γίνει κατὰ 
τὰ  μέσα  τοῦ  1886  στὴ  βρεταννικὴ  Βουλὴ  τῶν  Κοινοτήτων,1  τὰ 
«Πρακτικὰ»  τῆς  ὁποίας  εἶναι  μᾶλλον  ἀπίθανο  νὰ  ἦταν  σὲ  θέση, 
ἐκείνη  τὴν  ἐποχή,  νὰ  εἶχε  διαβάσει  ὁ  μελλοντικός  μας  πρω‐
θυπουργός.2  Ἐν  ὀλίγοις,  ἐὰν  ἡ  συνάντηση  μὲ  τὸν  Chamberlain 
πραγματικὰ  ἔγινε,  τότε  τὸ  μόνο  βέβαιο  εἶναι  ὅτι  ὁ  Βενιζέλος 
ἁπλῶς  παρίστατο.3  Ὅλη  αὐτὴ  ἡ  ἐξαιρετικὰ  πλούσια  σὲ  λεπτο‐
μέρειες  ἱστορία  –τοὐλάχιστον  σὲ  βαθμὸ  μεγάλο–  ἐπινοήθηκε 
προκειμένου νὰ θεμελιωθεῖ ὁ θρῦλος τῶν ὅσον ἀφορᾶ τὴν Κρήτη 
ἑνωτικῶν  πεποιθήσεων  τοῦ  Βενιζέλου  καὶ  ἡ  πάντοτε  ὑπὲρ  ἐθνι‐
κῶν  σκοπῶν  ἀκαταμάχητη  ροπή  του  πρὸς  ἐπαναστατικὲς  ἐνέρ‐
γειες. 
Ἐξετάσεις γιὰ τὸ δίπλωμα τῆς Νομικῆς, πάντως, ἔδωσε τὸν 
Ἰανουάριο τοῦ  1887, ἀλλὰ δὲν τὰ πῆγε ὅσο καλὰ θὰ ἤθελε. Ἀντί, 
πράγματι, νὰ πάρει «ἄριστα», τοῦ δόθηκε ἕνα «λίαν καλῶς». Αὐτὸ 
τοῦ  ἄφησε  ἕνα  αἴσθημα  κατωτερότητας  σὲ  σχέση  μὲ  προσωπι‐
κότητες  τὶς  ὁποῖες  περιέβαλλε  αἴγλη  διανοούμενου.  Ἡ  πικρία 
αὐτὴ  τονίστηκε  λόγω  τῆς  ἀδυναμίας  του  νὰ  κάνει  εὐρύτερες 
σπουδὲς  στὴ  Γερμανία  –  κάτι  πού,  ὅπως  φαίνεται,  διακαῶς  ἐπι‐
θυμοῦσε, ὅταν, δύο μῆνες μετὰ τὶς ἐξετάσεις του, ἐπέστρεψε στὰ 
Χανιά.4  Στὴ  μὴ  ἀναχώρησή  του  στὸ  ἐξωτερικὸ  ὁπωσδήποτε 
συνέβαλε  καὶ  ἡ  σχέση  του  μὲ  τὴ  Μαρία  Κατελούζου,  μιὰ  χαρι‐
τωμένη κοπέλλα ἡ οἰκογένεια τῆς ὁποίας ἐπίσης κατοικοῦσε στὰ 
Χανιὰ καὶ μὲ τὴν ὁποία ἀρραβωνιάστηκε τὸν Ἰανουάριο τοῦ 1889.  
Τελικῶς,  ἡ  ματαίωση  τοῦ  σχεδίου  του  γιὰ  συνέχιση  τῶν 
σπουδῶν  του  τοῦ  «βγῆκε  σὲ  καλό».  Περὶ  τὰ  τέλη  του  1887  γρά‐
φτηκε στὸν δικηγορικὸ σύλλογο Χανίων,5 τὸν ὁποῖο εἶχε ἱδρύσει ὁ 

1 A. Dalby, Eleftherios Venizelos, σσ. 10‐11. 
2 Σύμφωνα μὲ ὅ,τι σήμερα εἶναι γνωστό, τὴν ἐποχὴ ἐκείνη δὲν ἤξερε ἀγγλικά. 
(Βλ. Γιάννη Mανωλικάκη, Ἐλευθέριος Βενιζέλος…, σ. 29.) Μὲ τὴ γλῶσσα αὐτή, 
πράγματι,  κατέγινε  πολὺ  ἀργότερα,  μετὰ  τὸν  γάμο  του  μὲ  τὴν  Ἕλενα  Σκυ‐
λίτση. 
3 Αὐτόθι, σ. 11. 

4 A. Lilly Macrakis, “Venizelos’ Early Life and Political Career in Crete...”, σ. 48. 

5 Γιάννη Mανωλικάκη, Ἐλευθέριος Βενιζέλος…, σσ. 61‐62. 

44
γαμπρός του, Κωνσταντῖνος Μητσοτάκης, ἤδη τὸ 1884.1 Τὰ Χανιά, 
πρωτεύουσα  τότε  τῆς  Κρήτης  καὶ  μὲ  πληθυσμὸ  στὴ  συντριπτική 
του  πλειοψηφία  μουσουλμανικό,  ἦταν  μιὰ  «μικρή, ἄσχημη  πόλη, 
χωρὶς  τίποτα  τὸ  ἑλκυστικό».2  Ἡ  ἐποχὴ  πάντως  εὐνοοῦσε  τὴν 
ἀνάπτυξη νομικῶν δραστηριοτήτων στὸ νησί. Χάρη στὴ σὲ βάρος 
τῶν  Τούρκων  νίκη  τῶν  Ρώσων  στὸν  πόλεμο  τῶν  ἐτῶν  1877‐1878, 
στὴν  Κρήτη  εἶχε  παραχωρηθεῖ,  βάσει  τῆς  περίφημης  σύμβασης 
τῆς  Χαλέπας,  καθεστὼς  ἡμιαυτονομίας·  στὰ  πλαίσια  τῆς  νέας 
κατάστασης,  δεδομένου  ὅτι  παραμεριζόταν  τὸ  şeriat,  δηλαδὴ  τὸ 
βασισμένο στὸ Κοράνι νομικὸ σύστημα, εὐρὺ πεδίο ἀνοιγόταν σὲ 
δικηγόρους  σπουδασμένους  στὴν  «Εὐρώπη»  –  ἔστω  καὶ  στὴν 
Ἀθήνα. 
 Ὁ Βενιζέλος ὅμως ἔκανε ζωὴ ἀναγκαστικῶς πολυδάπανη, 
ἐφ’ὅσον  ἦταν  δεινὸς  χαρτοπαίκτης,3  καί,  κατὰ  συνέπεια,  συνα‐
ναστρεφόταν  πρόσωπα  μεγάλης  κοινωνικῆς  ἐπιφάνειας,  ὅπως 
π.χ.  ὁ  Alfred  Biliotti,  πρόξενος  τῆς  Βρεταννίας  στὴν  Κρήτη.4  Στὰ 
Χανιά, ἐπιπλέον, οἱ δικηγόροι ἦταν ἤδη πολλοὶ –51 ἄτομα συγκε‐
κριμένα.5  Ὁ  Βενιζέλος  βρέθηκε  καὶ  πάλι  σὲ  κατάσταση  δυσ‐
πραγίας, ἐπειδὴ ἦταν λίγες οἱ ὑποθέσεις ποὺ τοῦ ἀνέθεταν.6 Εἶχε 
προσπαθήσει  προηγουμένως  (τὸ  καλοκαίρι  τοῦ  1887  συγκεκρι‐
μένα)  νὰ  λύσει  τὸ  πρόβλημά  του  βάζοντας  ὑποψηφιότητα  σὲ 
θέση δικαστῆ, ἀλλὰ τὴ θέση τελικῶς τὴν πῆρε ὁ Μητσοτάκης, ποὺ 
τὸ  1879  εἶχε  παντρευτεῖ,  ὅπως  ἤδη  επισημάνθηκε,  τὴν  Κατίγκω, 
ἀδελφὴ τοῦ Λευτεράκη. 

1 Δ. Δημητράκου, Κώστας Μητσοτάκης..., Α΄, σ. 31. 
2  Παναγιώτη  Δαγκλῆ,  Ἀναμνήσεις‐  Ἔγγραφα‐Ἀλληλογραφία‐Τὸ  ἀρχεῖο  του. 
Ἐπιμέλεια Ξ. Λευκοπαρίδη, Α΄ ( Ἀθήνα: Βαγιωνάκης, 1965), σ. 217. 
3  A.  Lilly  Macrakis,  “Venizelos’  Early  Life  and  Political  Career  in  Crete...”,  σ.  45· 

Γιάννη Mανωλικάκη, Ἐλευθέριος Βενιζέλος…, σσ. 305, 321. 
4 A. Dalby, Eleftherios Venizelos, σ. 11. 

5 Δημήτριου Ξυριτάκη, «Ὁ Ἐλευθέριος Βενιζέλος ὡς δικηγόρος καὶ νομικός», Ὁ 

Ἐλευθέριος Βενιζέλος ὡς νομικός. Ἡ συμβολή του στὴ διαμόρφωση τοῦ ἑλληνικοῦ 
δικαίου.  Ἐπιμέλεια  Ν.  Κλαμαρῆ  καὶ  Ν.  Παπαδάκη  (Ἀθήνα‐Κομοτηνή:  Ἀντ.  Ν. 
Σάκκουλας, 2003), σ. 49. 
6 ΙΑΕΒ, Ι/8/1‐16· Γιάννη Mανωλικάκη, Ἐλευθέριος Βενιζέλος…, σ. 62. 

45
Ὁ  Κωνσταντῖνος/Κωστῆς  Μητσοτάκης,  παπποῦς  τοῦ  σύγ‐
χρονου  ὁμώνυμου  πολιτικοῦ,  εἶχε  γεννηθεῖ  στὴ  Μονεμβασιὰ  καὶ 
σπουδάσει  Νομικὰ  στὸ  πανεπιστήμιο  Ἀθηνῶν.1  Στὴν  Κρήτη 
φαίνεται  πὼς  ἐγκαταστάθηκε  τὸ  18722  καὶ  μετὰ  τὴ  σύναψη,  τὸ 
1878,  τῆς  σύμβασης  τῆς  Χαλέπας  γρήγορα  ἀναδείχτηκε  σὲ  ση‐
μαντικὴ  πολιτικὴ  προσωπικότητα  τοῦ  νησιοῦ.  Ἵδρυσε  κατ’ἀρχὴν 
τὸ  (κρητικὸ)  κόμμα  τῶν  Φιλελευθέρων,  ἐκλέχτηκε  βουλευτὴς 
Χανίων  στὴν  τοπικὴ  Βουλή,  συντηροῦσε  μεγάλο  καὶ  μὲ  πολλὲς 
ὑποθέσεις  δικηγορικὸ  γραφεῖο  καί,  ἀκόμα,  ἀπὸ  τὸ  1881  ἔβγαζε 
δική  του  ἐφημερίδα,  τὰ  Λευκὰ  Ὄρη.3  Μὲ  τὸν  «ἑλιγμὸ»  ποὺ  ἔκανε 
παίρνοντας θέση δικαστῆ ἄφησε τὸ πεδίο τελείως ἐλεύθερο στὸν 
Βενιζέλο. Οἱ ὑποθέσεις, κατὰ πρῶτο λόγο, ποὺ αὐτὸς ὁ τελευταῖος 
ἀναλάμβανε  αὐξήθηκαν  θεαματικά,  ἐφ’ὅσον  ἡ  πελατεία  τοῦ 
Μητσοτάκη διοχετεύτηκε στὸν Λευτεράκη. Ἐπιπλέον, ὁ Βενιζέλος 
κληρονόμησε  ὄχι  μόνο  τὴν  ἐφημερίδα  Λευκὰ  Ὄρη  ἀλλὰ  καὶ  τὴν 
ἀρχηγία τοῦ κόμματος τῶν Φιλελευθέρων καί, ἀκόμη, τὴ βουλευ‐
τικὴ  ἕδρα  τοῦ  γαμπροῦ  του.4  Τὸν  Ἀπρίλιο  τοῦ  1889,  πράγματι, 
ἐκλέχτηκε βουλευτὴς θριαμβευτικῶς.5 
Ὅμως, παρ΄ὅλη τὴ θεαματική του ἄνοδο, ἐξακολουθοῦσαν 
νὰ ὑπάρχουν οἰκονομικὲς ἀνάγκες ποὺ τὸν πίεζαν. Αὐτὲς πίστεψε 
πὼς  θὰ  τὶς  ἔλυνε  μὲ  τὸν  γάμο  του  μὲ  τὴ  Μαρία,  ποὺ  ἔγινε  τὸν 
Δεκέμβριο  τοῦ  1891.  Ὅτι  ὑπῆρξε  ἐρωτευμένος  μὲ  τὴ  γυναίκα  του 
καθὼς καὶ ὅτι ὁ ἀπροσδόκητος θάνατός της συναισθηματικῶς τὸν 
τραυμάτισε  δὲν  ὑπάρχει  ἀμφιβολία.  Στὴν  ἀρχὴ  ὅμως  τῆς  γνω‐
ριμίας  τους,  ἡ  σχέση  τους  δὲν  βασιζόταν  σὲ  ἔρωτα  καὶ  μάλιστα 
κεραυνοβόλο  ἀλλά,  ἁπλῶς,  σὲ  ἀμοιβαία  ἕλξη.  Τίποτα  παρα‐
πάνω...6  Ἡ  κοπέλλα,  πάντως,  προερχόταν  ἀπὸ  οἰκογένεια  οἰκο‐

1 Δ. Δημητράκου, Κώστας Μητσοτάκης..., Α΄, σ. 29‐30. 
2 Αὐτόθι. 
3 Αὐτόθι, σσ. 31‐32· πρβλ. Γιάννη Mανωλικάκη, Ἐλευθέριος Βενιζέλος…, σσ. 77‐

78. 
4  Δ.  Δημητράκου,  Κώστας  Μητσοτάκης...,  Α΄,  σ. 32·  Γιάννη  Mανωλικάκη,  Ἐλευ‐

θέριος Βενιζέλος…, σσ. 77‐78. 
5 Γιάννη Mανωλικάκη, Ἐλευθέριος Βενιζέλος…, σ. 81. 

6 Αὐτόθι, σ. 73. 

46
νομικῶς ἰσχυρότατη καὶ ἦταν πολύφερνη – κάτι ποὺ τῆς ἐπέτρεπε 
νὰ ἀπορρίπτει προτάσεις συνοικέσιου.1 Ὁ πατέρας της, Σοφοκλῆς 
Κατελοῦζος,  εἶχε  «ἐξελληνίσει»2  τὸ  ἐπώνυμό  του  σὲ  «Ἐλευ‐
θερίου»3  καὶ  εἶχε  πάρει  ἢ  κρατήσει  –ἄγνωστο–  τὴν  ἑλληνικὴ 
ὑπηκοότητα.4  Ἦταν  πλούσιος  λαδέμπορος·  ἐπιπλέον  ἡ  κόρη  του 
ἔπρεπε  νὰ  πάρει  ὠς  προίκα  τὸ  ποσὸν  τῶν  3.000  (ὀθωμανικῶν) 
λιρῶν,  διότι  τὸ  ποσὸν  αὐτὸ  ἀποτελοῦσε  προίκα  τῆς  μητέρας  της 
πρὸς  τὸν  πατέρα  της.5  Ἡ  μητέρα  της  εἶχε  πεθάνει  στὴ  γέννα, 
ἀλλὰ καταγόταν ἀπὸ τὴ Σμύρνη – καὶ σύμφωνα μὲ ἔθος ποὺ εἶχε 
καθιερωθεῖ ἀπὸ Φαναριῶτες ἡ κινητὴ αὐτὴ περιουσία ἔπρεπε νὰ 
περιέλθει  στὴν  κόρη  της.6  Τελικῶς  ὅμως  ὁ  Σοφοκλῆς  Κατελοῦ‐
ζος/Ἐλευθερίου  κατάφερε  νὰ  δώσει  μόνο  300  λίρες  ὡς  προίκα 
στὸν  Βενιζέλο.7  Αὐτὸ  ὁ  τελευταῖος  δὲν  τοῦ  τὸ  συγχώρεσε  ποτὲ  – 
οὔτε κἂν μετὰ τὸν αἰφνίδιο θάνατο τῆς Μαρίας.8 
Ἡ  τύχη,  πράγματι,  τῆς  πρώτης  του  γυναίκας  ὑπῆρξε  τρα‐
γική. Τὸν Φεβρουάριο τοῦ 1893 γέννησε τὸ πρῶτο τους παιδί, στὸ 
ὁποῖο ὁ Βενιζέλος ἔδωσε τὸ ὄνομα τοῦ πατέρα του, Κυριάκος· καὶ 
τὸν Νοέμβριο τοῦ ἑπόμενου χρόνου, τὸ δεύτερο, ποὺ ὀνομάστηκε 
ὅπως ὁ πατέρας τῆς Μαρίας, Σοφοκλῆς.9 Στὴ γέννα τοῦ Σοφοκλῆ 
ὅμως ἔγινε ἕνα ἀτύχημα κυριολεκτικῶς ἀπίθανο ποὺ ἐπέφερε τὸν 
θάνατο τῆς μητέρας. Ἔκαναν ὑποκλυσμὸ στὴ λεχώνα  μὲ σκεῦος 
(πουὰρ)  ποὺ  εἶχε  μείνει  ἄπλυτο  μέσα  σὲ  ἀποχωρητήριο  τῆς 

1 Αὐτόθι. 
2  Τὸ  ἐπώνυμο  μαρτυρεῖ  ἰταλική,  βασικά,  καταγωγή.  Βλ.  λῆμμα  «Κατελοῦζος», 
Μεγάλη Ἑλληνικὴ Ἐγκυκλοπαιδεία, τόμ. ΚΔ΄ (Ἀθήνα: Πυρσός, 1930), σ. 101.  
3 Στεφ. Ἰ. Στεφάνου, Ἐλευθέριος Βενιζέλος..., σ. 16.  

4 ΑΥΕ, 1880, 36/3, Ἰ. Κέρβελης, γενικὸς πρόξενος τῆς Ἑλλάδας στὰ Χανιά, πρὸς 

τὸ ὑπουργεῖο Ἐξωτερικῶν, ἀρ. 1, Χανιά, 4 Ἰανουαρίου  1880. (Κατάλογος ἐπιση‐
μοτέρων Ἑλλήνων...) 
5 Γιάννη Mανωλικάκη, Ἐλευθέριος Βενιζέλος…, σ. 75. 

6 Αὐτόθι. 

7 Αὐτόθι. 

8 Αὐτόθι, σ. 79. 

9 Στεφ. Ἰ. Στεφάνου, Ἐλευθέριος Βενιζέλος..., σ. 17.  

47
ἐποχῆς  πάνω  ἀπὸ  ἑνάμισυ  χρόνο.  Ἡ  μόλυνση  ποὺ  ἐπῆλθε 
προκάλεσε τὸν θάνατο τῆς Μαρίας μέσα σὲ ὀκτὼ μόλις μέρες.1 
Ὁ Βενιζέλος ἄργησε πολὺ νὰ συνέλθει – καί, ὅπως λέγεται, 
τὸ  γενάκι ποὺ  ἔφερε  σὲ  ὅλη  του  τὴ  ζωὴ  δὲν  ἦταν  παρὰ  ἔκφραση 
διαρκοῦς  πένθους.2  Στὸ  μεταξὺ  ὅμως  εἶχε  συμβεῖ  καὶ  ἄλλο 
γεγονὸς  πού,  λογικά,  θὰ  ἔπρεπε  νὰ  τερματίσει,  ἐὰν  ὄχι  τὴ  ζωή 
του,  τοὐλάχιστον  τὴ  νομικὴ  καὶ  πολιτική  του  σταδιοδρομία.  Στὶς 
11 Νοεμβρίου 1892, βρέθηκε σκοτωμένος στὸ Λουτράκι, κοντὰ στὰ 
Χανιά, ὁ Μουσουλμάνος Τεφὴκ Μπαντράκης. Οἱ ἀνακρίσεις ὁδή‐
γησαν  στὴ  σύλληψη  ἕξι  Χριστιανῶν  ὡς  ὕποπτων  γιὰ  τὸν  φόνο, 
ἀλλὰ ἡ κοινὴ γνώμη στὴν ὅλη περιοχὴ τοὺς θεώρησε ἀθώους καὶ 
ἀπέδωσε  τὸ  ἔγκλημα  σὲ  ἐνδοοικογενειακὴ  σύγκρουση.  Κανένας, 
κατὰ συνέπεια, οὔτε Χριστιανὸς μὰ οὔτε καὶ Μουσουλμάνος, δὲν 
ἤθελε  νὰ  ἀναλάβει  δικηγόρος  τῆς  οἰκογένειας  τοῦ  θύματος.  Τε‐
λικῶς τὴν ὑπόθεση τὴν πῆρε στὰ χέρια του ὁ Βενιζέλος, ὁ ὁποῖος, 
ἂν  καὶ  ἀρχικῶς  εἶχε  δεχτεῖ  νὰ  εἶναι  συνήγορος  τῶν  κατηγορου‐
μένων,3 τελικῶς στράφηκε μὲ τέτοιο πάθος καὶ τόση ἐπιδεξιότητα 
ἐναντίον  τῶν  τελευταίων,  ὥστε  δύο  ἀπὸ  αὐτούς,  οἱ  Γεώργιος 
Παπαδάκης  καὶ  Ἀντώνιος  Λαρεντζάκης,  καταδικάστηκαν  σὲ 
θάνατο: Ἐκτελέστηκαν μὲ ἀπαγχονισμὸ τὴ νύχτα τῆς 7ης πρὸς τὴν 
8η Ἰανουαρίου 1894.4  
Ἀργότερα  ἀποδείχτηκε  ὅτι  ἡ  κοινὴ  γνώμη  εἶχε  δίκιο·  ὁ 
φονιὰς δὲν εἶχε σχέση μὲ ὅσους δικάστηκαν καὶ καταδικάστηκαν: 
Εἶχε  πάρει  μεγάλη  χρηματικὴ  ἀμοιβὴ  ἀπὸ  ἀδελφὸ  τοῦ  θύματος, 
γιὰ  νὰ  κάνει  τὸ  ἔγκλημα.5  Ἀνάλογο  ποσὸν  δόθηκε  καὶ  στὸν  ἴδιο 
τὸν  Βενιζέλο,  γιὰ  νὰ  κάνει  ὅ,τι  ἔκανε.6  Οἱ  παρὰ  τὴν  ἐπαγγελ‐

1 Γιάννη Mανωλικάκη, Ἐλευθέριος Βενιζέλος…, σσ. 105‐107. 
2 Στεφ. Ἰ. Στεφάνου, Ἐλευθέριος Βενιζέλος..., σσ. 17‐18.  
3  Ἀνδρέα  Σ.  Σκανδάμη,  Πρίγκιψ  Γεώργιος.  Ἡ  ζωὴ  καὶ  τὸ  ἔργον  του  (Ἀθήνα, 

1955), σσ. 152‐153. 
4 Γιάννη Mανωλικάκη, Ἐλευθέριος Βενιζέλος…, σσ. 102‐105· A. Dalby, Eleftherios 

Venizelos…, σ. 14.  
5 Γιάννη Mανωλικάκη, Ἐλευθέριος Βενιζέλος…, σ. 102.  

6  Αὐτόθι,  σ.  103·  πρβλ.  A.  Lilly  Macrakis,  “Venizelos’  Early  Life  and  Political 

Career in Crete”, σ. 79 (σημ. 46).  

48
ματική του ἄνοδο διαρκεῖς καὶ πιεστικὲς οἰκονομικές του ἀνάγκες 
ἀποτελοῦν μία ἑρμηνεία τοῦ γεγονότος: Εἶναι γνωστό, πράγματι, 
ὅτι  οἱ  Μουσουλμάνοι  τῆς  Κρήτης  τότε  πληρώνανε  πολὺ  καλὰ 
τοὺς δικηγόρους∙ μὲ χρυσὲς λίρες, κατὰ κανόνα, τὶς ὁποῖες πατρο‐
παραδότως  φυλάγανε  μέσα  σὲ  τσουράπια  (κάλτσες).1  Πρόσθετη 
αἰτία, ὅμως, πρέπει νὰ θεωρηθεῖ ἡ προσπάθεια τοῦ Βενιζέλου νὰ 
φανεῖ  ἀρεστὸς  στὸ  μουσουλμανικὸ  στοιχεῖο  καὶ  τὶς  ὀθωμανικὲς 
ἀρχὲς τοῦ νησιοῦ2 – ἔστω καὶ μὲ αὐτὸν τὸν τρόπο. 
Τὸ  περίεργο  δὲν  εἶναι  ὅτι  ὁ  Βενιζέλος  διακατεχόταν  ἀπὸ 
τότε  ἀπὸ  διαρκῆ  σχεδὸν  φόβο  μήπως  πέσει  θῦμα  ἐκδίκησης  ἤ, 
εἰδικότερα,  δολοφονηθεῖ.  Τὸ  παράδοξο,  πράγματι,  εἶναι  τὸ  ὅτι, 
εἰδικὰ  στὴν  Κρήτη,  ὅπου,  ὅπως  λέγεται,  τὰ  ὅπλα  ἔχουνε  τὸν 
πρῶτο  λόγο  σὲ  τέτοιες  περιπτώσεις,  ὄχι  μόνο  δὲν  ἐπιτεύχθηκε  ἡ 
ἀπὸ τοὺς συγγενεῖς τοῦ θύματος τιμωρία του,3 ἀλλὰ στὴ συνέχεια 
σχεδόν...  συγχωρήθηκε4  –  μὲ  ἀποτέλεσμα  ἡ  ὑπόθεση  αὐτὴ  καὶ 
σήμερα  νὰ  εἶναι  περίπου  ξεχασμένη.  Ἐὰν  ὄχι  κάτι  ἄλλο,  τὸ  ὅλο 
θέμα  καταδεικνύει  πόσο  ἀποτελεσματικὴ  ἦταν  ἡ  βρεταννικὴ 
προστασία ποὺ ἤδη τὸν κάλυπτε. 
 
γ΄ 
 
Θὰ  ἤτανε  λάθος  νὰ  πιστέψει  κανεὶς  πὼς  οἱ  τότε  κομματικὲς 
διαμάχες στὴ Μεγαλόνησο ἤτανε χωρὶς νόημα καὶ ἐπιπτώσεις. Ὁ 
πληθυσμός, πράγματι, Χριστιανοὶ καὶ Μουσουλμάνοι, εἴχανε χω‐
ριστεῖ σὲ Συντηρητικοὺς καὶ Φιλελεύθερους· στὶς τάξεις τῶν δεύ‐
τερων  φαλαγγηδὸν  εἶχαν  εἰσχωρήσει  οἱ  ἐπιστήμονες5  ποὺ  ἀθρόοι 
πιὰ κατέπλεαν κυρίως ἀπὸ τὴν Ἀθήνα καί, δεδομένου ὅτι ὅλες οἱ 
δημόσιες θέσεις τότε στὴν Κρήτη ἤτανε αἱρετές, εἶχαν, σχεδὸν στὸ 
σύνολό  τους,  μεταβληθεῖ  σὲ  πολιτευτὰς  ἐμμανεῖς.6  Αὐτὴ  ἡ  κατά‐

1 Γιάννη Mανωλικάκη,  Ἐλευθέριος Βενιζέλος…, σ. 161. 
2 Ἀ. Σ. Σκανδάμη, Πρίγκιψ Γεώργιος..., σσ. 152‐153. 
3 Γιάννη Mανωλικάκη, Ἐλευθέριος Βενιζέλος..., σσ. 121‐123.  

4 Αὐτόθι, σ. 122.  

5 Αὐτόθι, σ. 42. 

6 Αὐτόθι, σ. 48. 

49
σταση  κράτησε  μέχρι  τὸν  Ἀπρίλιο  τοῦ  1889·  στὶς  ἐκλογὲς  ὅμως 
ποὺ ἔγιναν κατὰ τὸν Ἀπρίλιο τοῦ ἔτους ἐκείνου, ὁπότε γιὰ πρώτη 
φορὰ  ἐφαρμόστηκε  ἡ  ἀρχὴ  τῆς  καθολικῆς  καὶ  μυστικῆς  ψηφο‐
φορίας, οἱ Συντηρητικοὶ δὲν τὰ πῆγαν καλά.1 Καὶ τότε... γιὰ πρώ‐
τη φορὰ ἐκδηλώθηκε ἡ ριζικὴ ἀντίθεση μεταξὺ τῆς συντηρητικῆς 
καὶ φιλελεύθερης μερίδας τοῦ χριστιανικοῦ στοιχείου.  
Οἱ Συντηρητικοί, πράγματι, εἶχαν ἤδη θέσει ὡς ἄμεσο στό‐
χο τῆς ὅλης δράσης τους τὴν ἕνωση μὲ τὴν Ἑλλάδα· καί, τὸ 1889, 
γιὰ  νὰ  τὴν  πετύχουν,  ἀποχώρησαν  ἀπὸ  τὴν  Κρητικὴ  Συνέλευση. 
Οἱ  Φιλελεύθεροι,  πάλι,  ζήτησαν  τὴ  γνώμη  τοῦ  γενικοῦ  πρόξενου 
τῆς Ἑλλάδας· καὶ μόλις διαπίστωσαν ὅτι αὐτὸς ὁ τελευταῖος κατη‐
γορηματικῶς  τοὺς  ἀπέτρεπε  ἀπὸ  κάθε  ἐνέργεια  ἱκανὴ  νὰ  διατα‐
ράξει τὸ καθεστὼς τοῦ νησιοῦ, ἀνέλαβαν κοινοβουλευτικὸ ἀγώνα 
μὲ  σκοπὸ  νὰ  ἐκμαιεύσουν  ἀπὸ  τὴν  Ὑψηλὴ  Πύλη  τὶς  μεταρρυθ‐
μίσεις  τὶς  ὁποῖες  θεωροῦσαν  ἀναγκαῖες  γιὰ  τὴν  ἴαση  τοῦ  νησιοῦ 
ἀπὸ τὴν κακοδαιμονία ποὺ θεωροῦσαν πὼς τὸ μάστιζε.2 Πράξεις 
ἐπαναστατικὲς  θὰ  γίνονταν  μόνο  ἐὰν  δινόταν,  σχετικῶς,  ἐντολὴ 
ἀπὸ  τὸ  ἐθνικὸ  κέντρο·3  πρὸς  τὸ  παρὸν  οἱ  Κρῆτες  ὄφειλαν  νὰ 
μιμηθοῦν τὴν Ἑλλάδα, ὅπου ὁ Χαρίλαος Τρικούπης ἤδη ἐφάρμοζε 
εὐρὺ  πρόγραμμα  μεταρρυθμίσεων,  καὶ  μὲ  εἰρηνικὰ  μέσα  νὰ  ἐπι‐
διώξουν  τὴν  ἀνέλιξη  τῆς  οἰκονομικῆς  ζωῆς  τοῦ  νησιοῦ  καὶ  ἀνα‐
βάθμιση τῆς διοίκησής του. 
Καὶ τότε ἔγινε κάτι ποὺ μόνο ὡς τραγικὴ εἰρωνεία θὰ ἦταν 
δυνατὸν  νὰ  ἐκληφθεῖ.  Ὅπως  ἤδη  ἐπισημάνθηκε,  τὸ  1889  ὁ  Ἐλευ‐
θέριος  Βενιζέλος  εἶχε  γιὰ  πρώτη  φορὰ  ἐκλεγεῖ  βουλευτής·4  καὶ 
φυσικὰ  ἀνῆκε  στὸ  κόμμα  τῶν  Φιλελευθέρων,  ποὺ  εἶχε  κληρονο‐
μήσει  ἀπὸ  τὸν  γαμπρό  του,  Κωστῆ  Μητσοτάκη.  Οἱ  ὀθωμανικὲς 
ἀρχὲς  δὲν  τοῦ  ἔφεραν  τὰ  προσκόμματα  ποὺ  λόγω τῆς  ἑλληνικῆς 
ὑπηκοότητας  τοῦ  πατέρα  του  θὰ  μποροῦσαν  νὰ  φέρουν.5  Αὐτὸ, 

1 Αὐτόθι, σ. 50. 
2 Αὐτόθι, σσ. 52‐58. 
3 Πρβλ. αὐτόθι, σ. 52 

4 Ἰ. Στεφάνου, Ἐλευθέριος Βενιζέλος..., σ. 16 

5  Πρβλ.  Doros  Alastos,  Venizelos.  Patriot,  Statesman,  Revolutionary  (Λονδῖνο:  Percy 

Lund Humphries, 1942), σ. 71. 

50
ἐξηγεῖται καὶ ἀπὸ τὴν ἐμπιστοσύνη ποὺ αὐτὲς ἔτρεφαν πιὰ πρὸς 
τὴν  οἰκογένεια  Βενιζέλου,  ἀλλὰ  κυρίως  διότι  θεωροῦσαν  τὸν 
Ἐλευθέριο Βενιζέλο ὑπήκοο ὀθωμανό. Ἡ Ὑψηλὴ Πύλη, πράγματι, 
εἶχε  πάρει  τὴν  ἀπόφαση  νὰ  μὴ  ἀναγνωρίζει  ὡς  Ἕλληνες  ὅσους 
εἶχαν  πολιτογραφηθεῖ  χωρὶς  τὴ  δική  της  συγκατάθεση  ἀπὸ  τὰ 
τέλη τῆς δεκαετίας τοῦ 1869 καὶ μετά.1 Αὐτὸ τὸ χρονικὸ ὅριο ὅμως 
εὐχερῶς  μποροῦσε  νὰ  μετατοπιστεῖ  κατὰ  τὸ  δοκοῦν  τῶν  ὀθωμα‐
νικῶν ἀρχῶν. 
Ὅπως καὶ νὰ εἶναι καὶ ἐνῶ τὰ πράγματα πήγαιναν γενικῶς 
νὰ  ἐκτονωθοῦν,  ἐκδηλώθηκε  παρέμβαση  τοῦ  προξένου  τῆς  Ρω‐
σίας  ποὺ  συμπαρατάχθηκε  μὲ  τοὺς  Συντηρητικοὺς  καὶ  τοὺς  ἐν‐
θάρρυνε:  ἐπῆλθε  λοιπὸν  ἔκρηξη  ἐπαναστατικῆς  ἀναταραχῆς.  Ὁ 
Βενιζέλος  τότε,  παρὰ  τὴ  σαφέστατη  ἀντίθεσή  του  πρὸς  τὴ  «συν‐
τηρητικὴ  ἐπανάσταση»  καὶ  ἀκριβῶς  γιὰ  νὰ  μὴ  βρεθεῖ  ἀκουσίως 
ἀναμεμιγμένος στὴ ἐξέγερση, βρέθηκε στὴν ἀνάγκη νὰ διακόψει 
τὴν  ἀρτιγενῆ  πολιτική  του  καρριέρα  καί,  μὲ  τὴ  βοήθεια  τοῦ 
γενικοῦ  προξένου  τῆς  Βρεταννίας  στὰ  Χανιά,  Alfred  Biliotti,  νὰ 
καταφύγει  στὴν  Ἀθήνα.2  Ἐξυπακούεται  πὼς  ὁ  ἀκούσιος  αὐτὸς 
ἐκπατρισμὸς  ὑπῆρξε  ἀκόμη  πιὸ  ὀδυνηρὸς  γιὰ  αὐτόν,  ἐπειδὴ 
ἄφησε  πίσω  του  τὴ  Μαρία  Κατελούζου,  τὸν  γάμο  του  μὲ  τὴν 
ὁποία  εἶχε  ἤδη  προγραμματίσει.3  Ἀλλὰ  ἦταν  πιὰ  ὑπὸ  τὴν 
προστασία τῆς Μεγάλης Βρεταννίας· καὶ ὀρθῶς ἀποδίδοντας τὴν 
ἀναστάτωση  τῆς  ζωῆς  του  στὶς  τότε  παρεμβάσεις  στὴν  κρητικὴ 
πολιτικὴ  κονίστρα  τῆς  ρωσικῆς  πλευρᾶς,4  ἡ  ὁποία  σαφῶς 
εὐνοοῦσε  τὸν  ἑνωτικὸ  ἀγώνα  τῶν  Συντηρητικῶν  τῆς  Κρήτης, 
ἀκόμη περισσότερο εὐθυγραμμίστηκε μὲ τὴ βρεταννικὴ πολιτικὴ 
γραμμὴ  –ἀκριβῶς  ὅπως  εἶχε  κάνει  καὶ  ὁ  πατέρας  του–  καί, 
συνακολούθως,  ἀποδέχτηκε  τὸ  ἀναπτυξιακὸ  πρόγραμμα  ποὺ 

1 ΑΥΕ, 1883, Α/11/1, ἡ πρεσβεία τῆς Ἑλλάδας στὴν Κωνσταντινούπολη πρὸς τὸ 
ὑπουργεῖο Ἐξωτερικῶν, ἀρ. 589, Πέραν, 18/30 Μαρτίου 1883. 
2 Γιάννη Μανωλικάκη, Ἐλευθέριος Βενιζέλος..., σ. 84. 

3 Ἡ μνηστή του ἦρθε καὶ τὸν βρῆκε στὴν Ἀθήνα, ἀλλὰ αὐτό, γιὰ τὰ μέσα καὶ τὰ 

ἤθη τῆς ἐποχῆς, δὲν ἦταν καθόλου εὔκολο. (Αὐτόθι, σ. 17.) 
4 Ἐλ. Βενιζέλου, Ἡ Κρητικὴ Ἐπανάστασις τοῦ 1889..., σ. 58 κ.ἑξ.  

51
αὐτή, μέσω τοῦ Χαρίλαου Τρικούπη, εἶχε ἐπιβάλει στὴν Ἑλλάδα.1 
Ὅπως εὔκολα καταλαβαίνει κανεὶς λοιπόν, τὰ γεγονότα τοῦ 1889 
εἶχαν  καίριες  ἐπιπτώσεις  ὄχι  μόνο  στὴ  δική  του  ζωὴ  μὰ  καὶ  στὴ 
Σύγχρονη Ἱστορία τοῦ τόπου μας. Στὴν Κρήτη, βέβαια, ἔμελλε νὰ 
ἐπιστρέψει σύντομα – τὴν ἄνοιξη, συγκεκριμένα, τοῦ 1890.2 
 Μετά,  πάντως,  τὴ  «συντηρητικὴ  ἐπανάσταση»  τοῦ  1889,  ἡ 
Ὑψηλὴ Πύλη ἀνακάλεσε τὰ προνόμια ποὺ εἶχαν παραχωρηθεῖ μὲ 
τὴ  σύμβαση  τῆς  Χαλέπας  καὶ  ἡ  λειτουργία  τῆς  Κρητικῆς  Συνέ‐
λευσης  οὐσιαστικῶς  σταμάτησε·  ἡ  διακοπὴ  αὐτὴ  τῆς  κοινοβου‐
λευτικῆς ζωῆς τοῦ νησιοῦ ἔμελλε νὰ κρατήσει ἕως τὸ 1895.3 Κατὰ 
τὸ ἔτος ἐκεῖνο, ξανάρχισε ἡ πολιτικὴ ζωὴ στὴ Μεγαλόνησο, ἀλλά, 
παράλληλα,  παράγοντες  ποὺ  εἶχαν  ἐπίδραση  στὸ  χριστιανικὸ 
στοιχεῖο τοῦ πληθυσμοῦ της, ἰδίως ὁ Μανοῦσος Κούνδουρος, σχη‐
μάτισαν  τὴν  πεποίθηση  πώς,  λόγω  τῆς  γενικότερης  ἀναταραχῆς 
στὴν  ὁποία  ἤδη  περιερχόταν  ἡ  Ὀθωμανικὴ  Αὐτοκρατορία,  ἦταν 
πιὰ  δυνατὸν  νὰ  ἐπιτευχθεῖ  ὅ,τι  δὲν  εἶχε  γίνει  κατὰ  τὴν  ἐπανά‐
σταση τοῦ  1889.4 Τώρα πιά, ὅμως, ἄμεσος σκοπὸς τοῦ  ξεσηκωμοῦ 
δὲν θὰ ἦταν ἡ ἕνωση μὲ τὴν Ἑλλάδα ἀλλὰ ἡ εὐρεῖα αὐτονόμηση 
τοῦ νησιοῦ.5 Αὐτὸ εἶχε ὡς ἀποτέλεσμα στὸ τέλος νὰ περιβληθεῖ ἡ 
ὅλη  κίνηση  μὲ  τὴν  ὑποστήριξη  τῆς  Μεγάλης  Βρεταννίας,6  πού, 
τελικῶς, συμπαρέσυρε τὶς ἄλλες Μεγάλες Δυνάμεις.7 
  Ἡ  νέα  ἐπανάσταση  ξέσπασε  τὸν  Σεπτέμβριο  τοῦ  1895.  Σὲ 
ἀντίθεση  –ὅπως  ἐπισημάνθηκε–  μὲ  ἐκείνη  τοῦ  1889  εἶχε  χαρα‐
κτήρα ὄχι ἑνωτικὸ μὰ ἁπλῶς μεταπολιτευτικό· ἀλλὰ καὶ πάλι σὲ 
ἀντίθεση μὲ ὅ,τι εἶχε συμβεῖ τὸ 1889, ὁπότε οἱ ἐξεγερμένοι τελικῶς 

1 Αὐτόθι, σ. 48. 
2 Στεφ. Ἰ. Στεφάνου, Ἐλευθέριος Βενιζέλος..., σ. 17. 
3 Μ. Ρ. Κούνδουρου, Ἱστορικαὶ καὶ διπλωματικαὶ ἀποκαλύψεις..., σσ. 5‐6. 

4 Σύμφωνα μὲ τὰ σήμερα γνωστὰ στοιχεῖα, ἡ ἔναρξη τῆς κατὰ τὴ δεκαετία τοῦ 

1890 ἐπαναστατικῆς ἀναταραχῆς ὀφειλόταν κυρίως στὸν Μανοῦσο Κούνδουρο. 
(Αὐτόθι, σ. 6 κ.ἑξ.) 
5 Μ. Ρ. Κούνδουρου, Ἱστορικαὶ καὶ διπλωματικαὶ ἀποκαλύψεις..., σσ. 17‐23. 

6 Αὐτόθι, σ. 90∙ πρβλ. Douglas Dakin, The Unification of Greece, 1770‐1923 (Λονδῖνο: 

Ernest Benn, 1972), σ. 150. 
7 Μ. Ρ. Κούνδουρου, Ἱστορικαὶ καὶ διπλωματικαὶ ἀποκαλύψεις..., σ. 91 

52
εἴχανε  δειλιάσει,1  τὰ  ἔνοπλα  σώματα  ποὺ  συγκρότησαν  ἀπὸ  τὸ 
1895  καὶ  μετὰ  οἱ  ξεσηκωμένοι  Χριστιανοὶ  ἀπέδειξαν  ὅτι  ἦταν  σὲ 
θέση  νὰ  καταβάλουν  τοὺς  Ὀθωμανούς.2  Ἔτσι,  τὸν  Ἰούλιο  τοῦ 
1896,  οἱ  Μεγάλες  Δυνάμεις  συναποφάσισαν  πὼς  αὐτὲς  καὶ  ὄχι  ἡ 
Πύλη  θὰ  καθόριζαν  τὸ  πολίτευμα  ποὺ  θὰ  δινόταν  στὴν  Κρήτη.3 
Συνακολούθως,  ἡ  Μεταπολιτευτικὴ  Ἐπιτροπὴ  πού,  ὑπὸ  τὸν  Μ. 
Κούνδουρο, εἶχε ἀναλάβει τὴ διεύθυνση τοῦ Ἀγώνα, μετατράπηκε 
σὲ Ἐπαναστατικὴ Συνέλευση. Μέλος αὐτῆς τῆς τελευταίας ἤτανε 
καὶ  ὁ  Ἐλ.  Βενιζέλος.  Εἶχε,  πράγματι,  ἐκλεγεῖ  πληρεξούσιος  τῆς 
Χαλέπας,4  παρὰ  τὸ  ὅτι  εἶχε,  ἕως  τότε,  κρατήσει  στάση  ἀρνητικὴ 
ὡς πρὸς τὴν ἐπανάσταση.5 
 Ἡ  ἐκλογὴ  τοῦ  Βενιζέλου  σήμαινε  τὴν  ἐπανεμφάνισή  του 
στὸ  πολιτικὸ  προσκήνιο·  ἀλλὰ  αὐτὴ  ἡ  ἐπανεμφάνιση  δὲν  ἦταν 
ὁμαλή.  Ἡ  ὅλη  του  στάση  εἶχε  προκαλέσει  αἰσθήματα  ἀποστρο‐
φῆς  πρὸς  τὸ  πρόσωπό  του  –σὲ  σημεῖο  ποὺ  νὰ  ἀντιμετωπίζεται 
ἀκόμη καὶ ἡ θανάτωση τόσο ἡ δική του ὅσο καὶ ὀπαδῶν του ἀπὸ 
Κρῆτες ὁπλαρχηγούς.6 Ἐὰν αὐτὸ τελικῶς δὲν ἔγινε, ὀφειλόταν σὲ 
προσωπικὴ  παρέμβαση  τοῦ  Μ.  Κούνδουρου,7  ἤδη  πρόεδρου  τῆς 
Ἐπαναστατικῆς Συνέλευσης.8 Ἡ συνέχεια, πάντως, εἶναι γνωστή: 
Δεδομένου  ὄτι  τὸ  μουσουλμανικὸ  στοιχεῖο  τῆς  Κρήτης 
ἀποτελοῦσε τροχοπέδη ὡς πρὸς τὴν ἐφαρμογὴ καὶ ἐμπέδωση τοῦ 
αὐτονομιακοῦ  καθεστῶτος,  στὶς  3  Φεβρουαρίου  1897  ὁ  ὑπασπι‐
στὴς  τοῦ  Γεώργιου  Α΄,  Τιμολέων  Βάσσος,  συνταγματάρχης  τοῦ 
Ἑλληνικοῦ Στρατοῦ, ἐπικεφαλῆς δύο ταγμάτων Πεζικοῦ καὶ ἑνὸς 

1 Αὐτόθι, σ. 4. 
2 Ἰδίως μετὰ τὴ μάχη στὰ Σελιά, τὸν Ἀπρίλιο τοῦ 1896. (Αὐτόθι, σσ. 63‐65.) 
3 Αὐτόθι, σ. 91. 

4 Αὐτόθι, σ. 94.  

5 D. Dakin, The Unification of Greece…,  σ. 150. 

6 Πρβλ. Doros Alastos, Venizelos..., σ. 24. 

7 Μ. Ρ. Κούνδουρου, Ἱστορικαὶ καὶ διπλωματικαὶ ἀποκαλύψεις..., σσ. 94‐95· πρβλ. 

Στεφ. Ἰ. Στεφάνου, Ἐλευθέριος Βενιζέλος..., σσ. 26‐27.  
8  Ἀπὸ  τὶς  18  Αὐγούστου  1896.  (Μ.  Ρ.  Κούνδουρου,  Ἱστορικαὶ  καὶ  διπλωματικαὶ 

ἀποκαλύψεις..., σ. 94.) 

53
Μηχανικοῦ,  λόχου  Εὐζώνων  καὶ  μιᾶς  πυροβολαρχίας,1  ἀποβι‐
βάστηκε στὸ Κολυμπάρι καὶ διακήρυξε πὼς καταλάμβανε τὸ νησὶ 
στὸ  ὄνομα  τοῦ  βασιλέως  τῶν  Ἑλλήνων.2  Στὸ  μεταξύ,  οἱ  ἐξεγερ‐
μένοι  Κρῆτες  εἶχαν  συμπήξει  στρατόπεδο  στὸ  Ἀκρωτήρι,  κοντὰ 
στὰ  Χανιά,  στὸ  ὕψωμα  τοῦ  Προφήτη  Ἠλία  συγκεκριμένα,  πάνω 
ἀπὸ  τὴ  Χαλέπα,  ὅπου,  παρὰ  τὸν  ἀρχικῶς  «μεταπολιτευτικὸ»  καὶ 
ὄχι ἐπαναστατικὸ χαρακτήρα τοῦ ξεσηκωμοῦ τους, ὑψώσανε τὴν 
ἑλληνικὴ σημαία. Συνακολούθως, δέχτηκαν, στὶς 9 Φεβρουαρίου, 
βολὲς ἀπὸ τὰ πλοῖα τῶν Δυνάμεων ποὺ εἶχαν ἔρθει στὰ νερὰ τῆς 
Μεγαλονήσου∙ ἡ σημαία ἔπεσε καὶ τότε ὁ ὁπλαρχηγὸς Δημήτριος 
Καλορρίζικος  ἔσπευσε  μὲ  τὰ  παλληκάρια  του  νὰ  τὴν  ἀναστη‐
λώσει, ὥστε καὶ πάλι νὰ κυματίζει στὸν ἀέρα.3 
 Χάρη  σὲ  αὐτὸ  τὸ  δραματικὸ  ἐπεισόδιο,  πάντως,  ὁ  Ἐλευ‐
θέριος Βενιζέλος μπόρεσε νὰ ἑδραιωθεῖ στὴν πολιτικὴ σκηνὴ τῆς 
ἰδιαίτερης  πατρίδας  του.  Εἶχε  πάει  στὸ  Ἀκρωτήρι  μὲ  ἑκατὸ  ἔνο‐
πλους  ἄνδρες4  καί,  ἀναλαμβάνοντας  ρόλο  αὐτόχρημα  ἡγετικό, 
πῆρε  στὰ  χέρια  του  τὶς  συνεννοήσεις  μὲ  τοὺς  Εὐρωπαίους  στρα‐
τιωτικούς,  γιὰ  νὰ  συγκρατηθεῖ  ἡ  κατάσταση.5  Οἱ  πρῶτες  του 
ἐπαφὲς  φαίνεται  πὼς  ἔγιναν  μὲ  Βρεταννούς·  καὶ  τὸ  γεγονὸς  ὅτι 
αὐτοὶ προθύμως δέχτηκαν τὶς ὑποδείξεις του ἄρχισε νὰ τὸν καθι‐
ερώνει ὡς πολιτικὴ προσωπικότητα.6  
  Ὅλα  αὐτὰ  ὅμως  ἐπέφεραν  τὴν  κατὰ  τὸ  ἔτος  ἐκεῖνο  ἑλλη‐
νοτουρκικὴ σύρραξη καί, συνακολούθως, τὴν ἧττα τοῦ Ἑλληνικοῦ 
Στρατοῦ.  Καὶ  ὅμως…  ἐκείνη  ἡ  νίκη  τῶν  Ὀθωμανῶν,  πού,  δυ‐

1 Γεωργίου Ἀσπρέα, Πολιτικὴ Ἱστορία τῆς Νεωτέρας Ἑλλάδος, τόμ. Α΄, μέρος ΙΙ 
(Ἀθήνα: Χρήσιμα Βιβλία, χ.ἔ. [δεύτερη ἔκδοση]), σ. 235. 
2  Αὐτόθι,  σ.  125·  Édouard  Driault  καὶ  Michel  Lhéritier,  Histoire  diplomatique  de  la 

Grèce  de  1821  à  nos  jours,  τόμ.  V :  Suite  du  règne  de  Georges  Ier  jusqu’à  la  Révolution 
turque (1878‐1908). Hellénisme et Germanisme ( Παρίσι: Les Presses Universitaires de 
France, 1926), σ. 345. 
3  Ἐφημερὶς  τῶν  Συζητήσεων  τῆς  Βουλῆς.  Περίοδος  ΙΔ΄‐  Ἔκτακτος  σύνοδος 

(Ἀθήνα:  Ἐθνικὸ  Τυπογραφεῖο  καὶ  Λιθογραφεῖο,  1897),  συνεδρίαση  53  (17 


Φεβρουαρίου 1897), σσ. 1138‐1140. 
4 Doros Alastos, Venizelos..., σ. 27. 

5 Στεφ. Ἰ. Στεφάνου, Ἑλευθέριος Βενιζέλος..., σσ. 27‐30. 

6 Dr. C. Kerofilas, Eleftherios Venizelos…, σσ. 18‐19. 

54
στυχῶς,  μᾶλλον  θυμηδία  προκάλεσε  ὅσον  ἀφορᾶ  τὴν  ἑλληνικὴ 
πλευρὰ  παρὰ  ἐκδηλώσεις  συμπάθειας,  εἶχε  ὡς  ἀποτέλεσμα  τὴν 
ἀπελευθέρωση  τῆς  Κρήτης.  Ὁ  Γεώργιος  Α΄,  πράγματι,  εἶχε  πα‐
ρέμβει  στὴν  τότε  κυβέρνηση  τοῦ  Θεόδωρου  Δηληγιάννη  καὶ  τὴν 
εἶχε  ὠθήσει  νὰ  στείλει  δυνάμεις  κατοχῆς  στὸ  νησί,  ἔχοντας 
ἀσφαλῶς  ἐπίγνωση  τοῦ  ὅτι  ἡ  κίνηση  αὐτὴ  θὰ  ἐπέφερε  πολεμικὴ 
σύγκρουση  μὲ  τὴν  Ὀθωμανικὴ  Αὐτοκρατορία.  Πράγματι,  εἶχε 
προηγουμένως  συναντηθεῖ  μὲ  τὸν  αὐτοκράτορα  τῆς  Αὐστροουγ‐
γαρίας  Φραγκῖσκο‐Ἰωσὴφ  καὶ  εἶχε  συμφωνήσει  μαζί  του  πώς, 
κατὰ  τὴ  σύρραξη  μὲ  τὴν  Τουρκία,  ὁ  ἑλληνικὸς  Στόλος  θὰ  ἔμενε 
ἀδρανὴς καὶ εἰδικότερα ὅτι θὰ ἀποφευγόταν ὁποιαδήποτε κίνηση 
ἑλληνικῶν πολεμικῶν σκαφῶν πρὸς τὴν κατεύθυνση τῆς Θεσσα‐
λονίκης.  Τὸ  ἀντάλλαγμα;  Τὸ  Κρητικὸ  ζήτημα  θὰ  λυνόταν  ἐπω‐
φελῶς  γιὰ  τὴν  Ἑλλάδα  –  ἀλλὰ  σὲ  ἐπίπεδο  δυναστικὸ  καὶ  ὄχι 
ἐθνικό.1  
  Ἔτσι  καὶ  ἔγινε:  Ἡ  κατὰ  τὸ  1897  ἑλληνικὴ  ἧττα  δὲν  εἶχε 
συνέπειες  πραγματικὰ  δυσμενεῖς  ὅσον  ἀφορᾶ  τὶς  ἐξελίξεις  στὴ 
δική μας χώρα. Καὶ ὅσον ἀφορᾶ τὴν Κρήτη… ἔ, ἐκεῖ ἔφτασε στὶς 9 
Δεκεμβρίου 1898 ὁ δευτερότοκος γυιὸς τοῦ βασιλιᾶ τῶν Ἑλλήνων, 
πρίγκιπας  τῆς  Ἑλλάδος  Γεώργιος,  καὶ  ἀνέλαβε  καθήκοντα 
ὕπατου  ἁρμοστῆ  τῶν  Μεγάλων  Δυνάμεων:  Ἡ  Κρήτη  εἶχε  πιὰ 
καθεστὼς  αὐτονομίας  εὐρύτατης  πού,  στὴν  πραγματικότητα, 
ἔφτανε σὲ διαστάσεις ἀνεξαρτησίας.2 
 
 
 

1 «Πῶς ἐπιδιώκεται ὁ ἐξαναγκασμὸς τοῦ Βασιλέως εἰς παραίτησιν», ἐφημερίδα 
Πατρὶς  (τοῦ  Βουκουρεστίου),  φύλλο  ἀρ.  6008  (15  Σεπτεμβρίου  1910),  σσ.1‐2· 
πρβλ. É. Driault καὶ M. Lhéritier, Histoire diplomatique de la Grèce…, τόμ. V, σ. 332. 
2  ΙΑΕΒ,  Ι/17/10,  Προκήρυξη  τῆς  Γενικῆς  Ἐπαναστατικῆς  Συνέλευσης  τῶν  Κρη‐

τῶν  πρὸς  τὸν  Χριστιανικὸ  Λαὸ  τῆς  Κρήτης,  Ἀρχάνες,  13  Αὐγούστου  1913:  Ἡ 
Γενικὴ Ἐπαναστατικὴ τῶν Κρητῶν Συνέλευσις… δέχεται τὴν προσφερομένην εἰς 
τὴν Κρήτην πλήρη αὐτονομίαν ὑπὸ τὴν ψιλὴν ἐπικυριαρχίαν τοῦ Σουλτάνου καὶ 
χωρὶς  ἡ  Ὑψ.  Πύλη  νὰ  ἐξασκῇ  οὐδένα  ἔλεγχον  ἐπὶ  τῶν  ἐσωτερικῶν  τῆς  Νήσου 
ὑποθέσεων… 

55
δ΄ 
 
Στοὺς κόλπους τῆς Γενικῆς Συνέλευσης τῶν Κρητῶν ὁ Βενιζέλος 
συνέχιζε νὰ ἀντιμετωπίζει ἀντιδράσεις. Πράγματι, ἐνῶ εἶχε γίνει 
πρόεδρός της, ἀναγκάστηκε τελικὰ ὄχι μόνο νὰ πάψει νὰ ἀσκεῖ τὰ 
καθήκοντά του, μὰ καὶ νὰ ἀποχωρήσει ἀπὸ αὐτὴν μαζὶ μὲ δώδεκα 
ὀπαδούς του.1 Ἡ κατηγορία ποὺ ἐναντίον του διατυπώθηκε ἦταν 
πώς, ἐπιχειρώντας νὰ ἐξυπηρετήσει ἰδίας πολιτικὰς ἀρχὰς ἔξωθεν 
ὑποβαλλομένας,  πῆγε  νὰ  ὑπονομεύσει  τὶς  ἐργασίες  τῆς 
Συνέλευσης,  ὥστε  νὰ  ἀναβληθεῖ  ἡ  ἀπὸ  τοὺς  Κρητικοὺς  ἀποδοχὴ 
τῆς  αὐτονομίας  ποὺ  προσέφεραν  οἱ  Μεγάλες  Δυνάμεις.2  Οἱ 
ἐντυπώσεις  ποὺ  ἐναντίον  του  ἔτσι  δημιουργήθηκαν  ὑπῆρξαν 
βαρύτατες  –  μὲ  ἀποτέλεσμα  καὶ  πάλι  νὰ  κινδυνεύσει  νὰ  τὸν 
σκοτώσουν.3  Παράλληλα  ὅμως  ὑπῆρξαν  ἐξελίξεις  καὶ  στὴν 
προσωπική  του  ζωή.  Μετὰ  τὴν  ἔκρηξη  τῆς  «μεταπολιτευτικῆς 
ἐπανάστασης»  τοῦ  1895,  πράγματι,  μέλη  τῆς  οἰκογένειας  Βενιζέ‐
λου  εἶχαν  καταφύγει  στὴ  Μῆλο·  ἐκεῖ  ὅμως,  κατὰ  τὸ  1896,  ἐκδη‐
λώθηκε  ἐπιδημία  γρίππης  ἀπὸ  τὴν  ὁποία  προσβλήθηκαν  καὶ  ξε‐
ψύχησαν πρῶτα ὁ Ἀγαθοκλῆς, ὁ διανοητικῶς ἀνάπηρος ἀδελφός 
τοῦ  Ἐλευθέριου,  καὶ  λίγο  μετὰ  ἡ  μητέρα  του,  Στυλιανή,  μόλις 

1 ΙΑΕΒ, Ι/17/11, Ψήφισμα τῆς Γενικῆς Ἐπαναστατικῆς Συνέλευσης τῶν Κρητῶν, 
Ἀρχάνες, 13 Αὐγούστου 1897· Ι/17/12, Σάββας Σαββάκης, προεδρεύων τῆς Γενι‐
κῆς Ἐπαναστατικῆς Συνέλευσης τῶν Κρητῶν, πρὸς τὸν Λεωνίδα Δεληγεώργη, 
πρόεδρο τῆς Κεντρικῆς τῶν Κρητῶν Ἐπιτροπῆς (στὴν Ἀθήνα), Ἀρχάνες (χ. ἡ.)  
2 ΙΑΕΒ, Ι/17/14, ὁ ἐπίσκοπος Ρεθύμνης καὶ Αὐλοποτάμου πρὸς τὴν ἐν Ἀθήναις 

Κεντρικὴ  τῶν  Κρητῶν  Ἐπιτροπή,  Ἀρκάδι,  26  Αὐγούστου  1897·  Ι/17/12,  Σάββας 
Σαββάκης, προεδρεύων τῆς Γενικῆς Ἐπαναστατικῆς Συνέλευσης τῶν Κρητῶν, 
πρὸς τὸν Λεωνίδα Δεληγεώργη, πρόεδρο τῆς Κεντρικῆς τῶν Κρητῶν Ἐπιτροπῆς 
(στὴν Ἀθήνα), Ἀρχάνες (χ. ἡ.)  
3 ΙΑΕΒ, Ι/17/14, ὁ ἐπίσκοπος Ρεθύμνης καὶ Αὐλοποτάμου πρὸς τὴν ἐν Ἀθήναις 

Κεντρικὴ  τῶν  Κρητῶν  Ἐπιτροπή,  Ἀρκάδι,  26  Αὐγούστου  1897.  Φαίνεται  ὅτι  ὁ 
Βενιζέλος,  πιθανότατα  σὲ  ἐπαφὴ  μὲ  Βρεταννούς,  ἤθελε  νὰ  γίνει  ἡ  ἀπὸ  τοὺς 
Κρῆτες  ἀποδοχὴ  τοῦ  αὐτονομιακοῦ  καθεστῶτος  μετὰ  τὴ  σύναψη  τῆς  (προ‐
καταρκτικῆς)  ἑλληνοτουρκικῆς  συνθήκης  εἰρήνης  τῆς  Κωνσταντινουπόλεως 
καὶ βάσει νέων διαπραγματεύσεων ‐ κάτι πού, πιθανότατα, θὰ συνέβαλε στὴν 
τροποποίηση τῆς ἀπὸ μέρους τῶν Μεγάλων Δυνάμεων προσφορᾶς εὐρύτατης 
αὐτονομίας. 

56
ἑξήντα  ἕξι  χρονῶν.1  Δυὸ  χρόνια  ἀργότερα,  τὸ  1898,  πέθανε  καὶ ὁ 
γαμπρός  του  Κωστῆς  Μητσοτάκης,  σύζυγος  τῆς  ἀδελφῆς  του 
Αἰκατερίνης/Κατίγκως  ἀλλὰ  πολὺ  μεγαλύτερος  σὲ  ἡλικία  ἀπὸ 
αὐτήν,  ἀφήνοντας  ἀκέφαλη  τὴν  πολυπληθῆ  οἰκογένειά  του.  Τὸ 
γεγονὸς  εἶχε  σημασία,  γιατί,  ὅπως  ἔχει  ἤδη  ἐξηγηθεῖ,  ἀκριβῶς  ὁ 
γαμπρός  του,  ὁ  Κ.  Μητσοτάκης,  ἦταν,  ὅσον  ἀφορᾶ  τὶς  πρῶτες 
φάσεις τῆς πολιτικῆς δράσης τοῦ Ἐλ. Βενιζέλου, ὁ ἄνθρωπος ποὺ 
κυριολεκτικῶς χειραγωγοῦσε αὐτὸν τὸν τελευταῖο.2 
  Ποιός,  ὅμως,  βοήθησε  τὸν  Βενιζέλο  νὰ  ὑπερκεράσει  τὰ 
προσκόμματα ποὺ παρεμπόδιζαν, μετὰ τὴ δεύτερη ἐμφάνισή του 
στὸ  δημόσιο  βίο  τῆς  Κρήτης,  τὴν  καθιέρωσή  του  ὡς  πολιτικῆς 
προσωπικότητας;  Εἶναι  σχεδὸν  ἀδύνατον  κανεὶς  νὰ  ἀπαντήσει 
ἀσφαλῶς. Ὅπως ἤδη ἐπισημάνθηκε, οἱ ἐναντίον του ἀντιδράσεις 
ἀπὸ  τοὺς  μαχητικοὺς  κύκλους  τῆς  ἐπανάστασης  τοῦ  1895  ὑπῆρ‐
ξαν σφοδρότατες· ἐπιπλέον οἱ ὀθωμανικὲς ἀρχὲς μποροῦσαν ἀκό‐
μα  καὶ  τώρα  νὰ  θέσουν  θέμα  σχετικῶς  μὲ  τὴν  ἑλληνική  ὑπηκο‐
ότητα  ποὺ  τοῦ  εἶχε  κληροδοτηθεῖ  ἀπὸ  τὸν  πατέρα  του.3  Τελικῶς 
ὅμως ὅλα ξεπεράστηκαν· καὶ μόλις ὁ πρίγκιπας Γεώργιος σχημά‐
τισε,  τὴν  ἄνοιξη  τοῦ  1899,  τὴν  πρώτη  κυβέρνηση  τῆς  Αὐτόνομης 
Κρητικῆς Πολιτείας, ὁ Βενιζέλος ἔγινε μέλος της4.  
   
ε΄ 
 
Ἡ σύμβαση τῆς Χαλέπας ὑπῆρξε ἀπόρροια τῆς ἀπὸ τοὺς Ρώσους 
ἥττας  τῶν  Ὀθωμανῶν  κατὰ  τὴ  σύρραξη  τῶν  ἐτῶν  1877‐1878.  Οἱ 

1  Ἑλένης  Δαλαμπίρα,  Ὁ  τάφος  τῆς  Στυλιανῆς  Βενιζέλου  στὴ  Μῆλο  (Ἀθήνα, 


1992), σσ. 12, 16. 
2 Νικ. Β. Τωμαδάκη, Ὁ Βενιζέλος ἔφηβος, σ. 92. Οἱ δεσμοὶ τοῦ Βενιζέλου γενικῶς 

μὲ  τὴν  οἰκογένεια  Μητσοτάκη  ὑπῆρξαν  ἰσχυρότεροι  ἀπὸ  ὅσο  γενικῶς  πι‐
στεύεται,  ἐφ’ὅσον  ἡ  πρώτη  του  ἐρωτικὴ  περιπέτεια  φαίνεται  πὼς  ἦταν  στὴν 
Ἀθήνα,  ὅταν  ἀκόμα  ἦταν  φοιτητὴς  τῆς  Νομικῆς,  μὲ  τὴ  Μαριέττα,  κόρη  τοῦ 
Νικόλαου  Μητσοτάκη,  ἀδελφοῦ  δηλαδὴ  τοῦ  συζύγου  τῆς  ἀδελφῆς  του  Κα‐
τίγκως. Βλ. Γιάννη Μανωλικάκη, Ἐλευθέριος Βενιζέλος..., σ. 22. κ.ἑξ. 
3  Αὐτό,  σὲ  ἄλλη  περίπτωση,  εἶχε  γίνει.  Βλ.  Μ.  Ρ.  Κούνδουρου,  Ἱστορικαὶ  καὶ 

διπλωματικαὶ ἀποκαλύψεις..., σ. 105.  
4 Στεφ. Ἰ. Στεφάνου, Ἑλευθέριος Βενιζέλος..., σ. 33. 

57
Ἄγγλοι  ὅμως  εἶχαν  καταφέρει  νὰ  βάλουν  μιὰ  ὡραία  «τρικλο‐
ποδιὰ»  στὴ  ρωσικὴ  παρέμβαση,  ἐπιτυγχάνοντας  νὰ  δοθεῖ  σὲ 
αὐτοὺς  τὸ  ἀποκλειστικὸ  δικαίωμα  διαμόρφωσης  τοῦ  τότε  κρη‐
τικοῦ  πολιτεύματος.1  Ἔτσι,  ἐπιβλήθηκε  στὴν  Κρήτη  κοινοβου‐
λευτισμός,  πού,  τελικῶς,  βύθισε  τὸ  νησὶ  στὸ  χάος.2  Ἡ  ἐξέγερση 
τοῦ  1895,  πάλι,  κατέληξε  νὰ  ἐξυπηρετεῖ  τὰ  βρεταννικὰ  συμ‐
φέροντα·  τώρα  ὅμως  εἶχε  ἔρθει  ἡ  σειρὰ  τῶν  Ρώσων νὰ  ρίξουν  τὴ 
δική  τους  «τρικλοποδιά».  Ἡ  ἐπιλογή,  πράγματι,  τοῦ  πρίγκιπα 
Γεώργιου  ὡς  ὕπατου  ἁρμοστῆ  τῶν  Δυνάμεων  στὴν  Κρήτη  εἶχε 
προέλθει  ἀπὸ  τὸ  ρωσικὸ  ἀνακτοβούλιο.3  Καὶ  τοῦτο,  διότι  ὁ 
δευτερότοκος γυιὸς τοῦ βασιλιᾶ τῶν Ἑλλήνων ἦταν πρόσωπο τῆς 
ἀπόλυτης  ἐμπιστοσύνης  τοῦ  αὐτοκράτορα  τῆς  Ρωσίας  Νικόλαου 
Β΄,  γιατί,  ὅταν  ἀκόμα  ὁ  τελευταῖος  ἦταν  διάδοχος  τοῦ  θρόνου,  ὁ 
Ἕλληνας  βασιλόπαις  τοῦ  εἶχε  σώσει  τὴ  ζωὴ  σὲ  δολοφονικὴ  ἀπό‐
πειρα ποὺ εἶχε γίνει ἐναντίον του.4  
  Ὑπὸ  τὶς  συνθῆκες  αὐτές,  ἡ  ἄφιξη  τοῦ  πρίγκιπα  Γεώργιου 
στὴ  Μεγαλόνησο  πάνω  σὲ  ρωσικὸ  πολεμικὸ  σκάφος  ἔπαιρνε 
διαστάσεις  συμβόλου  ἱκανοῦ  νὰ  ἀναζωπυρώσει  στὴν  ψυχὴ  τοῦ 
Λαοῦ  τὴν  παλιὰ  πρόρρηση  ποὺ  εἶχε  ἀποδοθεῖ  στὸν  Ἀγαθάγγελο 
γιὰ  τὸ  Ξανθὸ  Γένος  ποὺ  θὰ  λευτέρωνε  τοὺς  Γραικούς.  Ἔγινε 
δεκτὸς  μέσα  σὲ  φρενίτιδα  ἐνθουσιασμοῦ·  γρήγορα  θεωρήθηκε 
ξανθὸς  Ἅι‐Γιώργης,  ὁ  ὁποῖος  ἔκανε  τὸ  θαῦμα  του:  Μέσα  σὲ  χρο‐
νικὸ  διάστημα  ἐκπληκτικὰ  βραχύ,  ὁ  ἐπὶ  αἰῶνες  ταλαιπωρημένος 
τόπος μεταβλήθηκε σὲ Κράτος περίπου ὑποδειγματικό.5 

1 Μ. Ρ. Κούνδουρου, Ἱστορικαὶ καὶ διπλωματικαὶ ἀποκαλύψεις..., σ. 17. 
2 Ἐλ. Βενιζέλου, Ἡ Κρητικὴ Ἐπανάστασις τοῦ 1889...,, σ. 48 κ.ἑξ. 
3 Γ. Ἀσπρέα, Πολιτικὴ Ἱστορία τῆς Νεωτέρας Ἑλλάδος, τόμ. Α΄, μέρος ΙΙ, σσ. 243, 

283. 
4 Τὸ δραματικὸ ἐπεισόδιο εἶχε γίνει στὴν Ἰαπωνία, ἐνῶ ὁ διάδοχος τῆς Ρωσίας 

καὶ  ὁ  πρίγκιπας  τῆς  Ἑλλάδος  κάνανε  τὸν  περίπλου  τῆς  γῆς.  Βλ.  Γ.  Ἀσπρέα, 
Πολιτικὴ Ἱστορία τῆς Νεωτέρας Ἑλλάδος, τόμ. Β΄ (Ἀθήνα: Χρήσιμα Βιβλία, χ.ἔ. 
[δεύτερη ἔκδοση]), σ. 84. Λεπτομερὴς ἀφήγηση: Ἀνδρέα Σ. Σκανδάμη, Πρίγκιψ 
Γεώργιος..., σσ. 37‐39. 
5 Μπορεῖ νὰ θεωρηθεῖ χαρακτηριστικὸ ἡ ἔκταση τοῦ ἑκούσιου ἀφοπλισμοῦ τῶν 

Κρητῶν, ποὺ ἐξέπληξε καὶ τὸν ἴδιο τὸν πρίγκιπα Γεώργιο. (Ἐπίσημος Ἐφημερὶς 
τῆς  Κρητικῆς  Πολιτείας,  τεῦχος  τέταρτο:  Ἐστενογραφημένα  Πρακτικὰ  τῆς 

58
  Αὐτό,  κατὰ  πρῶτο  λόγο,  ὀφειλόταν  στὸ  νέο  σύνταγμα  τῆς 
αὐτόνομης  Κρήτης:1  Εἶχε  ἐκπονηθεῖ  ἀπὸ  δεκαεξαμελῆ  ἐπιτροπή, 
ποὺ  εἶχε  συσταθεῖ  ἤδη  τὰ  Χριστούγεννα  τοῦ  1898,  στὴν  ὁποία 
συμμετεῖχε ὁ Ἐλευθέριος Βενιζέλος,2 σὰν μέλος τῆς Συνελεύσεως 

Βουλῆς. Περίοδος Α΄‐Συνεδρίαση Α΄ [19 Μαΐου 1901], σ. 1.) Ἡ οἰκονομικὴ κατά‐
σταση,  ἀπὸ  τὴν  ἄλλη  πλευρά,  παρέμενε  δυσχερής·  μεγάλη  προσπάθεια  ὅμως 
εἶχε  ἀναληφθεῖ  μὲ  στόχο  τὴν  ταχύρρυθμη  οἰκονομικὴ  ἀνάπτυξη  τῆς  μεγα‐
λονήσου  (αὐτόθι).  Καὶ  ὁπωσδήποτε  ὀφείλει  νὰ  ἐπισημάνει  κανεὶς  ὅτι  ρόλο 
οἱονεὶ  μοχλοῦ  σὲ  αὐτὴν  τὴν  προσπάθεια  ἔπαιξε  ἡ  Τράπεζα  Κρήτης  ποὺ 
ἱδρύθηκε ἤδη τὸ 1899 ἀπὸ τὴν Ἐθνικὴ Τράπεζα τῆς Ἑλλάδος, τὴν C. J. Hambro 
& Son τοῦ Λονδίνου καὶ τὴν Ἐ. Εὐγενίδης. Τὸ κεφάλαιο ἤτανε 10.000.000 χρυσᾶ 
φράγκα  –ποσὸ  ποὺ  εἶχε  διαιρεθεῖ  σὲ  40.000  μετοχὲς  τῶν  250  φράγκων.  Ἕδρα 
της  ἦταν  τὰ  Χανιά,  μὲ  ὑποκαταστήματα  στὸ  Ἡράκλειο  καὶ  τὸ  Ρέθυμνο.  Στὴν 
τράπεζα  αὐτὴν  εἶχε  παραχωρηθεῖ  τριακονταετὲς  προνόμιο  ἔκδοσης  τραπε‐
ζικῶν  γραμματίων  μέχρι  τοῦ  διπλασίου  τοῦ  καταβεβλημένου  μετοχικοῦ  καὶ 
ἀποθεματικοῦ  κεφαλαίου.  Βλ.  σχετικῶς:  Τράπεζα  Κρήτης,  Σύμβασις.  Κατά‐
στατικόν. Νόμοι περὶ ἐκδόσεως τραπεζικῶν γραμματίων, Ἀθήνα: Σ. Κ. Βλαστός, 
1899·  Τράπεζα  Κρήτης,  Ἔκθεσις  τοῦ  διοικητικοῦ  συμβουλίου  τῆς  Τραπέζης 
Κρήτης  ἐπὶ  τῶν  πεπραγμένων  ἀπὸ  τῆς  συστάσεως  τῆς  Τραπέζης,  Ἀθήνα:  Σ.  Κ. 
Βλαστός,  1900·  Τράπεζα  Κρήτης,  Ἔκθεσις  τοῦ  διοικητικοῦ  συμβουλίου  τῆς 
Τραπέζης  Κρήτης  ἐπὶ  τῶν  πεπραγμένων  κατὰ  τὸ  ἔτος  1901,  Ἀθήνα:  Σ.  Κ. 
Βλαστός,  1902·  Τράπεζα  Κρήτης,  Ἔκθεσις  τοῦ  διοικητικοῦ  συμβουλίου  τῆς 
Τραπέζης  Κρήτης  ἐπὶ  τῶν  πεπραγμένων  κατὰ  τὸ  ἔτος  1907,  Ἀθήνα:  Σ.  Κ. 
Βλαστός,  1908·  Τράπεζα  Κρήτης,  Ἔκθεσις  τοῦ  διοικητικοῦ  συμβουλίου  τῆς 
Τραπέζης  Κρήτης  ἐπὶ  τῶν  πεπραγμένων  κατὰ  τὸ  ἔτος  1908,  Ἀθήνα:  Σ.  Κ. 
Βλαστός,  1909.  Παράλληλα,  ἐπίσης  τὸ  1899,  ἱδρύθηκαν  ὑποκαταστήματα  τῆς 
Τραπέζης  Ἀθηνῶν  στὰ  Χανιὰ  καὶ  τὸ  Ἡράκλειο.  (Ἐπίσημος  Ἐφημερὶς  τῆς 
Κρητικῆς  Πολιτείας,  ἔτος  Α΄,  ἀρ.  18  [2  Μαρτίου  1899].)  Εἶναι  εὐνόητο,  πάντως, 
ὅτι  παρέμεναν  προσκόμματα  σοβαρότατα  στὴν  οἰκονομικὴ  ἀνάπτυξη  τοῦ  νη‐
σιοῦ,  ἕνα  άπὸ  τὰ  ὁποῖα  ἐντοπιζόταν  στὸ  ὅτι,  ἐφ’ὅσον  ἡ  Κρήτη  εἶχε  πιὰ  θεω‐
ρηθεῖ οὐσιαστικῶς ἀνεξάρτητη, γιὰ τὰ κρητικὰ προϊόντα καταβάλλονταν εἰσα‐
γωγικοὶ δασμοὶ τόσο στὴν Τουρκία ὅσο καὶ τὴν Ἑλλάδα μὲ ἀποτέλεσμα, ὅπως 
εἶχε συμβεῖ παλιότερα στὰ Ἑπτάνησα, ἡ Ἕνωση μὲ τὴν Ἑλλάδα νὰ φτάσει νὰ 
θεωρηθεῖ  πανάκεια  τῶν  οἰκονομικῶν  προβλημάτων.  (Θωμᾶ  Ἀθ.  Βαΐδη, 
Ἐλευθέριος  Βενιζέλος:  Μελέτη  πολιτικῆς  ἱστορίας  καὶ  κριτικῆς  [Ἀθήνα: 
«Πατρίς», 1934], σ. 96.)  
1  Τὸ  κείμενο:  Ἐπίσημος  Ἐφημερὶς  τῆς  Κρητικῆς  Πολιτείας,  ἔτος  Α΄,  ἀρ.  24  (16 

Ἀπριλίου 1899), σσ. 41‐46. 
2  Ἐπίσημος  Ἐφημερὶς  τῆς  Κρητικῆς  Πολιτείας,  ἔτος  Α΄,  ἀρ.  1  (25  Δεκεμβρίου 

1898)· ἀρ. 6 (4 Φεβρουαρίου 1899), σ. 3. 

59
τῶν Κρητῶν.1 Τὸ γεγονὸς ἔχει σημασία, ἐπειδὴ ὁ μελλοντικός μας 
πρωθυπουργὸς ὑπῆρξε ὁ βασικὸς ἐμπνευστὴς τοῦ πνεύματος ποὺ 
διεῖπε  τὸν  καταστικὸ  χάρτη  τοῦ  νέου  Κράτους·2  καὶ  τὸ  πνεῦμα 
αὐτὸ  ἦταν  σαφῶς  αὐταρχικό.3  Τὸ  κοινοβουλευτικὸ  καθεστώς, 
πράγματι,  ποὺ  εἶχε  ἐγκαθιδρυθεῖ  βάσει  τῆς  σύμβασης  τῆς  Χαλέ‐
πας,  ὁριστικῶς  καταλύθηκε  τὸ  1899:  Κεντρικὸ  ὄργανο  τοῦ 
Κράτους  ἤτανε  πιὰ  ὁ  ἡγεμών.  Οἱ  –πέντε  μόνο4–  ὑπουργοὶ  τῆς 
νεόδμητης  Πολιτείας,  ποὺ  δὲν  μποροῦσαν  νὰ  εἶναι  ταυτόχρονα 
καὶ  βουλευτές,5  εἴχανε  θέσεις  συμβούλων  αὐτοῦ  τοῦ  τελευταίου· 
σὲ  αὐτὸν  ἦταν  ὑπόλογοι  καὶ  αὐτός,  βέβαια,  μποροῦσε  νὰ  τοὺς 
διορίζει  καὶ  νὰ  τοὺς  ἀπολύει  κατ’ἀρέσκειαν.6  Λογοδοσία  τῶν 
ὑπουργῶν  στὴ  Βουλὴ  δὲν  προβλεπόταν·  καὶ  ἡ  τελευταία  μπο‐
ροῦσε  νὰ  κινήσει  διαδικασία  δίωξης  κατὰ  τῶν  συμβούλων  τοῦ 
ἡγεμόνα,  μόνο  σὲ  περίπτωση  κατὰ  τὴν  ὁποία  διαπιστωνόταν 
κατάχρηση  τῆς  ἐξουσίας,  δόλος  κατὰ  τὴν  ἄσκησή  της  ἢ  προέ‐
κυπτε  ἀπὸ  αὐτὴν  τὴν  τελευταία  βλάβη  τῶν  συμφερόντων  τῆς 
Κρητικῆς Πολιτείας.7 Τέλος, ἀξίζει νὰ ἐπισημανθεῖ ὅτι ὁ ἡγεμόνας 
εἶχε  στὰ  χέρια  του  ὅπλο  πανίσχυρο·  ἐὰν  μέσα  σὲ  διάστημα  δύο 
μηνῶν  δὲν  ὑπέγραφε  νομοσχέδιο  ποὺ  εἶχε  ψηφίσει  ἡ  Βουλή,  τὸ 
νομοσχέδιο  αὐτὸ  αὐτὸ  ἦταν  σὰν  νὰ  μὴ  εἶχε  ψηφιστεῖ  καθόλου.8 
Μὲ  λίγα  λόγια,  ἦταν  σύνταγμα  ποὺ  ἐν  πλείστοις  θύμιζε  ἐκεῖνο 
τοῦ  Β΄  Γερμανικοῦ  Ράιχ·  καὶ  ἀποτελεῖ  ἀκόμη  μία  εἰρωνεία  τῆς 
τύχης  τὸ  γεγονὸς  ὅτι  πρωτεργάτης  τῆς  ἐγκαθίδρυσης  αὐτοῦ  τοῦ 

1  Ἐπίσημος  Ἐφημερὶς  τῆς  Κρητικῆς  Πολιτείας,  ἔτος  Α΄,  ἀρ.  10  (18  Φεβρουαρίου 
1899), σ. 8. 
2 Σπ. Β. Μαρκεζίνη, Πολιτικὴ Ἱστορία τῆς Νεωτέρας Ἑλλάδος..., τόμ. Β΄, σσ. 352‐

353. 
3 Αὐτόθι, σ. 353. 

4 Ἐπίσημος Ἐφημερὶς τῆς Κρητικῆς Πολιτείας, ἔτος Α΄, ἀρ. 27 (27 Ἀπριλίου 1899), 

σ.  46.  Ἀντὶ  γιὰ  ὑπουργεῖα  εἶχαν  συσταθεῖ  πέντε  ἀνώτερες  διευθύνσεις, 
συγκεριμένα  Οἰκονομικῶν,  Συγκοινωνίας  καὶ  Δημοσίας  Ἀσφαλείας, 
Ἐσωτερικῶν, Δημοσίας Ἐκπαιδεύσεως καὶ Θρησκευμάτων, Δικαιοσύνης. 
5 Ἄρθρο 67. 

6 Ἄρθρο 65. 

7 Ἄρθρα 68‐72. 

8 Ἄρθρο 58. 

60
αὐταρχικοῦ  καθεστῶτος  ἦταν  ἐκεῖνος  ἀκριβῶς  πού,  κατὰ  τὸν  Α΄ 
Παγκόσμιο  πόλεμο,  ἔμελλε  νὰ  περιβληθεῖ  πανευρωπαϊκὴ  φήμη 
ὡς  ὑπέρμαχος  τῶν  ἰδεῶν  τοῦ  Φιλελευθερισμοῦ  καὶ  ἐχθρὸς 
ἄσπονδος  τῆς  αύτοκρατορικῆς  Γερμανίας.  Πάντως,  ἡ  διατύπωση 
τοῦ  συντάγματος  αὐτοῦ  καὶ  ἡ  συνακόλουθη  ἐγκαθίδρυση 
αὐταρχικοῦ  καθεστῶτος  στὴν  Κρήτη  ἦταν  συνεπεῖς  μὲ  τὶς  ἰδέες 
ποὺ  ἐγγράφως  εἶχε  διατυπώσει  ὁ  Έλευθέριος  Βενιζέλος  ἤδη  ἀπὸ 
τὸ 1889.1 Στὶς 28 Ἀπριλίου 1899 ἄλλωστε, ὅπως ἤδη ἐπισημάνθηκε, 
διορίστηκε  ἀπὸ  τὸν  πρίγκιπα  Γεώργιο  σύμβουλός  του  ἐπὶ  τῆς 
Δικαιοσύνης.2 
  ῎Εχοντας  κανεὶς  ὑπόψη  αὐτά,  δὲν  μπορεῖ  παρὰ  νὰ  μείνει 
ἔκπληκτος  μπροστὰ  στὸ  περίφημο  κίνημα  τοῦ  Θερίσου  –  καὶ  τὰ 
γεγονότα  ποὺ  σὲ  αὐτὸ  ἀπέληξαν.  Τὸ  ἐπεισόδιο  αὐτό,  πράγματι, 
ἀποτελεῖ  μοναδικὴ  ἐξαίρεση  μέσα  στὴν  πολυκύμαντη  Σύγχρονη 
Πολιτικὴ  Ἱστορία  τοῦ  τόπου  μας·  καὶ  τοῦτο,  γιατί,  ἐνῶ  σὲ 
ὁποιαδήποτε πτυχὴ αὐτῆς τῆς τελευταίας εἶναι πάντοτε δύσκολο 
κανεὶς  νὰ  διαγνώσει  τὰ  αἴτια,  ἂν  καὶ  τὰ  προσχήματα  εἶναι 
εὐχερῶς ἀντιληπτά, μὲ τὸ Θέρισο συμβαίνει ἀκριβῶς τὸ ἀντίθετο. 
Εὔκολα,  πράγματι,  διαφαίνεται  ἡ  πραγματικὴ  αἰτία,  ἀλλὰ  εἶναι 
σχεδὸν  ἀδύνατο  νὰ  διαπιστώσει  κανεὶς  τὰ  προσχήματα  ποὺ 
τηρήθηκαν γιὰ νὰ ξεσπάσει ἡ κρίση. 
  Τὸ  αἴτιο;  Ἕνα  καὶ  μόνο·  ἡ  δυσπιστία  τῶν  Βρεταννῶν  πρὸς 
τὸ  πρόσωπο  τοῦ  πρίγκιπα  Γεώργιου.  Ρωσόφιλος  ἡγεμόνας  σὲ 
καίριο  σημεῖο  τῆς  Ἀνατολικῆς  Μεσογείου  δὲν  μποροῦσε  νὰ  εἶναι 
ἀνεκτὸς  ἀπὸ  τὴν  κυβέρνηση  τοῦ  Λονδίνου.  Συνεπῶς  ἔπρεπε  νὰ 
ἀπομακρυνθεῖ·  καὶ  αὐτὸ  θὰ  μποροῦσε  νὰ  γίνει,  μόνο  ἐὰν  ἐπι‐
κρατοῦσε στὸ νησὶ κατάσταση τέτοια, ὥστε ὁ πρίγκιπας ἑκουσίως 
νὰ  φύγει.  Τὰ  προσχήματα  ὅμως  ἔπρεπε  ὁπωσδήποτε  νὰ  τηρη‐
θοῦν· καὶ σύμφωνα μὲ τὴν πάγια βρεταννικὴ τακτικὴ ἄλλωστε τὸ 
πλῆγμα  θὰ  ἐρχόταν  ἀπὸ  χέρια  ὄχι  ἀγγλικά.3  Ἔτσι,  ρόλο  πρωτα‐
γωνιστῆ στὴν προσπάθεια ἀνατροπῆς τοῦ  βασιλόπαιδος ἀνέλαβε 

1 Ἐλ. Βενιζέλου, Ἡ Κρητικὴ Ἐπανάστασις τοῦ 1889..., σ. 44. 
2 Ἐπίσημος Ἐφημερὶς τῆς Κρητικῆς Πολιτείας, ἔτος Α΄, ἀρ. 28 (28 Ἀπριλίου 1899), 
σ. 48. 
3 Διαπίστωση ποὺ ὀφείλεται στὸν Σπύρο Μαρκεζίνη. 

61
ὁ  Ἐλευθέριος  Βενιζέλος.  Βέβαια,  θὰ  μποροῦσε,  γιὰ  τὸν  ρόλο 
αὐτόν,  νὰ  εἶχε  ἐπιλεγεῖ  ὁ  Μανοῦσος  Κούνδουρος,  πού,  σὲ  μικρὸ 
χρονικὸ  διάστημα,  χάρη  κυρίως  στὶς  πολεμικές  του  ἱκανότητες, 
εἶχε  φέρει  εἰς  πέρας  εὐτυχὲς  τὴ  βρεταννικῆς  ἔμπνευσης  ἐπανά‐
σταση  τοῦ  1895.  Ὁ  Κούνδουρος  ὅμως,  ἂν  καί,  ὅποτε  εὕρισκε  εὐ‐
καιρία,  δημοσίως  καταφερόταν  κατὰ  τῆς  Ρωσίας,1  παρουσίαζε 
μειονέκτημα  καθοριστικό:  Εἶχε  παντρευτεῖ  τὴν  κόρη  τοῦ  προξε‐
νικοῦ  πράκτορα  τῆς  Ρωσίας  στὸ  Ρέθυμνο.2  Ἔτσι,  ὁριστικῶς 
ἐπιβλήθηκε  ἀπὸ  τοὺς  Βρεταννοὺς  στὴν  πολιτικὴ  κονίστρα  τῆς 
Κρήτης  ὁ  Βενιζέλος,  ὁ  ὁποῖος,  μετὰ  τὴν  πτώση  τοῦ  πρίγκιπα 
Γεώργιου, ἔμελλε τελικῶς νὰ κυριαρχήσει σὲ αὐτήν. 
 
Ϛ΄ 
 
Ἂν  ἡ  διαμάχη  μεταξὺ  πρίγκιπα  Γεώργιου  καὶ  Βενιζέλου  φανερὰ 
ἐκδηλώθηκε  τὸ  1901,  τὸ  ἀποφασιστικὸ  βῆμα  γιὰ  τὴν  ἀνατροπὴ 
τοῦ  ὕπατου  ἁρμοστῆ  ἔγινε  δυὸ  χρόνια  ἀργότερα,  τὸ  1903.  Τὸν 
Ἰούλιο  τοῦ  ἔτους  ἐκείνου,  πράγματι,  ἔφτασε  στὸ  νησί,  ὡς  νέος 
γενικὸς  πρόξενος  τῆς  Μεγάλης  Βρεταννίας,  ὁ  Esme  Howard.  Οἱ 
ὁδηγίες ποὺ εἶχε ἦταν σαφεῖς· ὁ Γεώργιος ἔπρεπε νὰ πέσει – ἀλλὰ 
στὰ  μαλακά,  ἐπειδὴ  ἦταν  ὁ  ἀγαπημένος  ἀνεψιός  τοῦ  βασιλιᾶ  τῆς 
Ἀγγλίας Ἐδουάρδου Ζ΄.3 Αὐτὸ καὶ ἔγινε. 
  Ἂς τονιστεῖ καὶ πάλι· ἡ μεταξὺ τοῦ ὕπατου ἁρμοστῆ καὶ τοῦ 
Ἐλευθέριου  Βενιζέλου  διαμάχη  εἶναι  τελείως  ἀκατανόητη,  ἐὰν 
δὲν ληφθεῖ ἐξαρχῆς ὑπόψη ὁ ἀπώτερος στόχος τοῦ δεύτερου: Νὰ 
φύγει ὁ πρίγκιπας. Πράγματι, κανένα ἄλλο κίνητρο δὲν ὑπῆρχε,4 
δεδομένου ὅτι: 

1 Μ. Ρ. Κούνδουρου, Ἱστορικαὶ καὶ διπλωματικαὶ ἀποκαλύψεις..., σ. 168. 
2 Μαρίας Τσιριμονάκη, Ἐν Ρεθύμνῳ (Ρέθυμνο, 19982 ), σ. 32. 
3 Lord Howard of Penrith, Theatre of life: Life seen from the stalls, 1905‐1936 ([χ. τ.], 

Hodder and Stoughton, 1936), σ. 18. 
4  Θεωρητικῶς,  ἡ  ἄποψη  τοῦ  Βενιζέλου  ἦταν  πώς,  παρὰ  τὴν  ἀνάληψη  τῆς 

ὕπατης  ἁρμοστείας  ἀπὸ  τὸν  πρίγκιπα  Γεώργιο,  ἡ  Κρήτη  δὲν  εἶχε  πραγματικὴ 
αὐτονομία·  καὶ  πὼς  αὐτὴν  τὴ  «νοθευμένη»  κατάσταση  περιέπλεκε  ἀκόμη 
περισσότερο  ἡ  ἀνάγκη  ὁμοφωνίας  τῶν  τεσσάρων  Προστατίδων  τοῦ  νησιοῦ 

62
1. Καὶ ὁ Γεώργιος ἤθελε καὶ ὁ Βενιζέλος –τώρα ἔλεγε πὼς– 
ἤθελε τὴν Ἕνωση μὲ τὴν Ἑλλάδα.1 
2. Ἦταν  ἀδιανόητο  νὰ  φτάσουν  σὲ  ρήξη  γιὰ  τὸ  θέμα  τῆς 
αὐτονομίας,  γιατὶ  ἡ  Κρήτη  εἶχε  ἤδη  αὐτονομία  –  καὶ 
μάλιστα τόσο ἐκτεταμένη, ὥστε, στὴν πραγματικότητα, 
εἶχε πάρει διαστάσεις ἀνεξαρτησίας2. 
3. Θέμα  «ἀντισυνταγματικῆς  συμπεριφορᾶς»  τοῦ  πρίγκι‐
πα  ἦταν  ἀδιανόητο  νὰ  τεθεῖ,  ἐφ’ὅσον  ἡ  τακτική  του 
ἦταν  πλήρως  ἐναρμονισμένη  μὲ  τὸ  νέο,  σαφῶς  αὐταρ‐
χικοῦ  πνεύματος,  σύνταγμα  τῆς  Κρητικῆς  Πολιτείας, 
τοῦ  ὁποίου  ὅμως  συντάκτης  βασικός,  ὅπως  ἤδη  τονί‐
στηκε, ἦταν ὁ ἴδιος ὁ Ἐλευθέριος Βενιζέλος. 

Δυνάμεων  ὅσον  ἀφορᾶ  τὴ  λήψη  ὁποιασδήποτε  σπουδαίας  ἀπόφασης.  Οἱ 


σκέψεις αὐτὲς περιέχονται σὲ ἔγγραφο πού, κατὰ πιθανότητα, εἶχε συντάξει ὁ 
ἴδιος  ὁ  Ἐλευθέριος  Βενιζέλος  περὶ  τὸ  ἔτος  1900  (ΙΑΕΒ,  Ι/20/76)  καὶ  τὸ  ὁποῖο 
μπορεῖ  νὰ  θεωρηθεῖ  χαρακτηριστικὸ  τῆς  ἱκανότητάς  του  ὄχι  μόνο  νὰ 
διατυπώνει  τὴ  σκέψη  του,  ἀλλὰ  καὶ  νὰ  τὴν  τεκμηριώνει.  Ὅμως,  παρὰ  τὸ 
γλαφυρό του ὕφος, δὲν μπόρεσε νὰ πείσει παρὰ ὅσους ἦταν ἀρχικῶς μαζί του. 
Πράγματι,  δὲν  ὑπῆρχε  θέμα  ὁμοφωνίας  τῶν  τεσσάρων  Δυνάμεων  ἀλλά, 
ἁπλῶς,  τὰ  ζητήματα  ποὺ  συνεχῶς  προξενοῦσε  ἡ  μεταξὺ  Ἀγγλίας  καὶ  Ρωσίας 
διαμάχη.  (Ἡ  Γαλλία  καὶ  ἡ  Ἰταλία  σταθερῶς  συνέπρατταν  μὲ  τὴ  Μεγάλη 
Βρεταννία.) Ὅσο γιὰ τὰ ἐπιχειρήματα ποὺ παρέθεσε ὁ Βενιζέλος, προκειμένου 
νὰ ἀποδείξει πὼς ἡ Κρήτη δὲν εἶχε πραγματικὴ αὐτονομία, αὐτὰ ἀπὸ τὴν ἀρχὴ 
φάνηκαν ἕωλα. Αὐτονομία οὔτε σήμαινε οὔτε σημαίνει ἀνεξαρτησία· σημαίνει 
μόνο  ὅτι  τμῆμα  συγκεκριμένης  ἐπικράτειας  διοικεῖται  ἐν  πολλοῖς  βάσει  νομο‐
θεσίας  διαφορετικῆς  ἀπὸ  ἐκείνη  ποὺ  ἰσχύει  στὴν  ὑπόλοιπη  ἐπικράτεια.  Αὐτὸ 
ἀκριβῶς συνέβαινε τότε στὴν Κρήτη – ἐξ οὗ καὶ τὰ ἐπιχειρήματα τοῦ Βενιζέλου 
δὲν ὑπῆρξαν πειστικά. 
1  Εἶναι  χαρακτηριστικὸ  ὅτι  σταθερῶς  ἡ  Βουλὴ  τῆς  Κρήτης  ἐξέφραζε  τὴν 

ἐπιθυμία Ἕνωσης τοῦ νησιοῦ μὲ τὴν Ἑλλάδα. (Ἐπίσημος Ἐφημερὶς τῆς Κρητικῆς 
Πολιτείας,  τεῦχος  τέταρτο:  Ἐστενογραφημένα  Πρακτικὰ  τῆς  Βουλῆς.  Περίοδος 
Α΄ ‐ συνεδρίαση Α΄ [19 Μαΐου 1901], σ.3· Περίοδος Β΄ ‐ συνεδρίαση Α΄ [21 Ἀπρι‐
λίου 1903], σ. 2 καὶ συνεδρίαση Ν΄ [19 Ἰουνίου 1903], σ. 783.) 
2  Μπορεῖ,  μάλιστα,  νὰ  θεωρηθεῖ  χαρακτηριστικὸ  ἐν  προκειμένῳ  ὅτι  τὸ 

προσαγόρευμα  τοῦ  ὕπατου  ἀρμοστῆ  στὸ  σύνταγμα  τῆς  Κρητικῆς  Πολιτείας 


ἦταν  ἐξαρχῆς  ἡγεμών.  («Σύνταγμα  τῆς  Κρητικῆς  Πολιτείας»,  Ἐπίσημος  Ἐφη‐
μερὶς τῆς Κρητικῆς Πολιτείας, ἔτος Α΄, ἀρ. 24 [16 Ἀπριλίου 1899], ἄρθρα 28‐36.) 

63
Συνεπῶς,  ὅλα  ποὺ  μέχρι  τώρα  ἔχουνε  γραφεῖ  σχετικῶς  μὲ 
τὰ  σημεῖα  τριβῆς  τοῦ  Βενιζέλου  μὲ  τὸν  πρίγκιπα  δὲν  ἀποτελοῦν 
παρὰ ἀνάλυση ἐπιφαινόμενων δευτερεύουσας σημασίας· ὁ ἴδιος ὁ 
Βενιζέλος  ἄλλωστε  ὑπῆρξε  εἰλικρινέστατος,  ἀπὸ  τὴν  ἀρχὴ  ἐξη‐
γώντας  πὼς  καθόλου  δὲν  ἦταν  διατεθειμένος  νὰ  κάνει  ὅ,τι  ὁ 
πρῖγκιψ  διέτασσε.1  Ἐπιπλέον,  μὲ  δηλώσεις  του  ποὺ  εἴχανε  δη‐
μοσιευθεῖ  σὲ  ἀθηναϊκὴ  ἐφημερίδα  μεγάλης  κυκλοφορίας,2  εἶχε 
σαφῶς  ταχθεῖ  κατὰ  τῆς  ἐνσωμάτωσης  τῆς  Κρήτης  στὸ  Βασίλειο 
τῆς Ἑλλάδος: Ἡ καλλίτερη, κατὰ τὴν ἄποψή του, προοπτικὴ ἦταν 
νὰ  παραμείνει  ἡ  Κρήτη  πολιτεία  αὐτόνομη  –  καὶ  μάλιστα,  μὲ 
Ἀνώτατο  Ἄρχοντα  συγχρόνως  καὶ  αἱρετὸ3  ἀλλὰ  καί...  κληρο‐
νομικό.4  Ἦταν  σαφὲς  ὅτι  ἐποφθαλμιοῦσε  τὸ  ὕπατο  πολιτειακὸ 
ἀξίωμα  τῆς  ἰδιαίτερης  πατρίδας  του  καὶ  μάλιστα  σὲ  «βάθος 
χρόνου» γιὰ τὸν ἴδιο καὶ τοὺς ἀπογόνους του. Δεδομένου ὅμως ὅτι 
κανένα  ἄλλο  μέλος  τῆς  κρητικῆς  κυβέρνησης  δὲν  συμφωνοῦσε 
μαζί  του,  τελικὰ  ὁ  Βενιζέλος  ἔμεινε  μόνος  του  καί,  ἐφ’ὅσον  οἱ 
ἀπόψεις του ἦταν αὐτόχρημα στασιαστικές, στὶς 18 Μαρτίου 1901 
ἀπολύθηκε ἀπὸ τὸν πρίγκιπα.5 
Ἡ  πράξη  αὐτὴ  τοῦ  Γεώργιου,  παρὰ  τὸ  ὅτι  ἦταν  ἐναρμονι‐
σμένη  μὲ  τὸ  ἄρθρο  65  τοῦ  κρητικοῦ  συντάγματος,6 καθοριστικῶς 
συνέβαλε στὴν κλιμάκωση τῆς διαμάχης. Στὶς ἐκλογὲς ὅμως ποὺ 
ἔγιναν  λίγο  ἀργότερα,  τὸν  Ἀπρίλιο  τοῦ  1901,  ἡ  στάση  τοῦ  Βενι‐

1 Σπ. Β. Μαρκεζίνη, Πολιτικὴ Ἱστορία τῆς Νεωτέρας Ἑλλάδος..., τόμ. Γ΄, σ. 32. 
2 Ἐφ. Ἀκρόπολις, φ. 17ης Μαρτίου 1901. Ἡ συνέντευξη ποὺ τότε παραχώρησε σὲ 
αὐτὴν  τὴν  ἐφημερίδα  ἀναδημοσιεύτηκε  στὸ  ἔργο  τοῦ  Ἀντωνίου  Μ.  Μαρῆ,  Ὁ 
Ἐλευθέριος  Βενιζέλος  καὶ  τὸ  κίνημα  τοῦ  Θερίσου.  Ἐπιμέλεια  Στρατῆ  Παπαμα‐
νουσάκη (Χανιά, 1985), σσ. 65‐68. 
3 D. Dakin, The Unification of Greece…, σ. 171.  

4  Ὅπως  ὁ  ἴδιος  ἀνακοίνωσε  στοὺς  ἄλλους  συμβούλους  τοῦ  ὕπατου  ἁρμοστῆ 

ἤδη  στὶς  22  Φεβρουαρίου  1901.  (Βλ.  Ἀ.  Σ.  Σκανδάμη,  Ὁ  πρίγκιψ  Γεώργιος...,  σ. 
161.)  
5Διάταγμα  «Περὶ  ἀπολύσεως  τοῦ  ἐπὶ  τῆς  Δικαιοσύνης  συμβούλου  Ἐλευθερίου 

Βενιζέλου»,  Ἐπίσημος  Ἐφημερὶς  τῆς  Κρητικῆς  Πολιτείας,  τεῦχος  Β΄,  ἀρ.  17  (19 
Μαρτίου 1901).  
6  Οἱ  Σύμβουλοι  τοῦ  Ἡγεμόνος  διορίζονται  καὶ  παύονται  παρ’  Αὐτοῦ  κατ’  ἀρέ‐

σκειαν. 

64
ζέλου  δὲν  ἐπιδοκιμάστηκε  ἀπὸ  τὸν  Λαό,1  ἐνῶ  σὲ  ἐκεῖνες  ποὺ 
γίνανε δυὸ χρόνια μετά, τὴν ἄνοιξη τοῦ 1903, ἡ βενιζελικὴ παρά‐
ταξη  καταποντίστηκε2  (ἂν  καὶ  ὁ  ἴδιος  ὁ  Βενιζέλος,  εἰδικὰ  τότε, 
κατόρθωσε  νὰ  βγεῖ  βουλευτής3).  Ἔ…,  τότε  κατέφθασε  στὸ  νησὶ 
νέος  Βρεταννὸς  γενικὸς  πρόξενος  μὲ  ἐντολὲς  σαφέστατες,  ἡ 
λακωνικότητα τῶν ὁποίων ἤδη ἔχει ἐπισημανθεῖ. 
Ἀπὸ τότε, δηλαδὴ τὸ καλοκαίρι τοῦ 1903, εἶχε πιὰ ἀρχίσει ἡ 
ἀντίστροφη  μέτρηση  ὅσον  ἀφορᾶ  τὴν  παραμονὴ  τοῦ  πρίγκιπα 
Γεώργιου στὸ ἀξίωμα τοῦ ὕπατου ἁρμοστῆ στὴν Κρήτη. Σωτηρία 
του θὰ μποροῦσε νὰ προέλθει μόνο ἀπὸ τὴ Ρωσία, ἐὰν δηλαδὴ ὁ 
αὐτοκράτορας  Νικόλαος  Β΄  ὠθοῦσε  τὴν  κατάσταση  στὴν  Κρήτη 
πρὸς τὴν ἕνωση μὲ τὴν Ἑλλάδα. Αὐτὸ τὸ εἶχε ζητήσει ὁ Γεώργιος 
ἀπὸ  τὸν  τσάρο  ἤδη  περὶ  τὰ  τέλη  τοῦ  1900·  καὶ  ὁ  δεύτερος  εἶχε 
φανεῖ εὐνοϊκὰ διατεθειμένος. Στὸ τέλος ὅμως τίποτα δὲν ἔγινε: Οἱ 
Ρῶσοι  ἰθύνοντες  προτίμησαν  τὰ  ὠφέλη  ποὺ  βραχυπροθέσμως 
τοὺς  προσπόριζε  ἡ  ναυτικὴ  βάση  ποὺ  ἡ  χώρα  τους,  σὰν  προστά‐
τιδα  Δύναμη  τῆς  Αὐτόνομης  Κρήτης,  εἶχε  στὴ  Μεγαλόνησο  καὶ 
ὄχι  τὴ  ραγδαία  προώθηση  τῶν  ρωσικῶν  συμφερόντων  ποὺ  θὰ 
προέκυπτε  ἀπὸ  τὴν  πολιτικὴ  ἐνίσχυση  τοῦ  πρίγκιπα  Γεώργιου. 
Ἐάν,  πράγματι,  ἡ  κυβέρνηση  τῆς  Ἁγίας  Πετρούπολης  εἶχε  ἀκο‐
λουθήσει  τότε  τὴ  δεύτερη  ἐπιλογή,  ὁ  ρωσόφιλος  πόλος  τοῦ 
ἑλληνικοῦ βασιλικοῦ Οἴκου καθοριστικῶς θὰ ἀναβαθμιζόταν – μὲ 
συνέπεια  τὴν  ἀποδυνάμωση  τοῦ  φίλαγγλου  ρεύματος  στὴν  ἑλ‐
ληνικὴ  πολιτικὴ  ζωή.  Ὅμως  αὐτὸ  δὲν  ἔγινε  –  καὶ  τὰ  ὑπόλοιπα 
εἶναι  πολὺ  γνωστά,  γιὰ  νὰ  γίνει  ἐδῶ  ἡ  λεπτομερὴς  ἐξιστόρησή 
τους.4 

1 Σπ. Β. Μαρκεζίνη, Πολιτικὴ Ἱστορία τῆς Νεωτέρας Ἑλλάδος..., τόμ. Γ΄, σ. 37. Ὁ 
ἴδιος ὁ Βενιζέλος δὲν εἶχε βάλει τότε ὑποψηφιότητα (αὐτόθι). 
2 Αὐτόθι.  

3 Ἐπίσημος Ἐφημερὶς τῆς Κρητικῆς Πολιτείας, τεῦχος τέταρτο: Ἐστενογραφημένα 

Πρακτικὰ τῆς Βουλῆς. Περίοδος Β΄ ‐ συνεδρίαση Α΄ (21 Ἀπριλίου 1903), σ. 2.  
4 Ὁπωσδήποτε ὀφείλει νὰ λάβει κανεὶς ὐπόψη, στὸ σημεῖο αὐτό, πὼς ἡ Ρωσία 

ἤδη  ἀπὸ  τὸ  1900  εἶχε  μπεῖ  σὲ  φάση  ἐπαναστατικῆς  ἀναταραχῆς  –  μὲ  ἀπο‐
τέλεσμα ὁ Νικόλαος Β΄ νὰ μὴ μπορεῖ πλήρως νὰ ἐλέγξει τοὺς ὑπουργούς του. 
(History  of  the  Communist  Party  of  the  Soviet  Union  [Bolsheviks].  Edited  by  a 

65
 
* * * 
Ὡς  γνωστόν,  ὁ  Βενιζέλος  καὶ  οἱ  ὀπαδοί  του  βγήκανε  στὸ  Θέρισο, 
μικρὸ  χωριὸ  στὰ  Λευκὰ  Ὄρη,  τὸν  Μάρτιο  τοῦ  1905.  Στὴν 
πραγματικότητα, δὲν ἦταν κίνημα ἀλλὰ ἐπανάσταση, ἐπειδὴ ὅ,τι 
ἐνόπλως  ἐπιδιωκόταν  ἦταν  ἡ  ἀνατροπὴ  τοῦ  πολιτεύματος:... 
Θέλομεν  ἐπιδιώξει  τὴν  ἀναθεώρησιν  τοῦ  ἡμετέρου  Συντάγματος 
κατὰ  τὸ  πρότυπον  τοῦ  Ἑλληνικοῦ,  ὅπως  ἀπαλλαγῇ  ὁ  τόπος  τοῦ 
δεσποτισμοῦ,  διακήρυσσαν  οἱ  ξεσηκωμένοι.1  Ἀπὸ  τοὺς  ἄλλους 
σκοποὺς  τῶν  ἐπαναστατῶν,  ὁ  μὲν  πρῶτος,  δηλαδὴ  ἡ  Ἕνωση  τῆς 
Κρήτης  μὲ  τὴν  Ἑλλάδα,  ἤτανε,  δεδομένης  τῆς  ἀντίθεσης  τῶν 
Προστατίδων τῆς Κρήτης Δυνάμεων, ἁπλῶς «γιὰ τὰ μάτια»,2 ἐνῶ 
ὁ δεύτερος, ἡ πολιτικὴ προσέγγιση τῆς Κρήτης μὲ  τὴν ἐλευθέραν 
Ἑλλάδα,  ποὺ  γενικῶς  ἔμελλε  ἀπὸ  αὐτοὺς  νὰ  ἐπιδιωχθεῖ,  δὲν 
σήμαινε ἀπολύτως τίποτα, ἐφ’ὅσον, μετὰ τὴ λόγω τῆς ἀνάληψης 
τοῦ  ἐκεῖ  ἡγεμονικοῦ  ἀξιώματος  ἀπὸ  γυιὸ  τοῦ  βασιλιᾶ  τῶν 
Ἑλλήνων, ἡ Κρήτη εἶχε de facto μεταβληθεῖ σὲ ἐμφανὲς ἐξάρτημα 
τοῦ Ἑλληνικοῦ Κράτους. Μὲ λίγα λόγια, ἐπιδιωκόταν νὰ γίνει καὶ 
στὴν  Κρήτη  ὅ,τι,  μετὰ  τὸ  εὐτυχὲς  τέλος  τῆς  Ἐπανάστασης  τοῦ 
1821,  εἶχε  συμβεῖ  στὸ  βασίλειο  τῆς  Ἑλλάδος.  Ὁ  Ὄθων  εἶχε 
ἀνατραπεῖ,  ἐπειδὴ  ἀκριβῶς  δὲν  ἔστεργε  νὰ  εὐθυγραμμιστεῖ, 
ἐξωτερικῶς  καὶ  ἐσωτερικῶς,  μὲ  τὴ  βρεταννικὴ  πολιτική·  καὶ  ὁ 
Γεώργιος  Α΄,  ἀφοῦ  πρῶτα  ἐπιχείρησε  νὰ  ἀκολουθήσει 
ἀνεξάρτητη  πολιτική,  τελικῶς  ἀποδέχτηκε,  κατὰ  τὸ  1875,3  τὸ 
σύστημα  ποὺ  εὐαγγελιζόταν  ὁ  Χαρίλαος  Τρικούπης  καὶ  εἶχε 

commission of the C. C. of the C.P.S.U. [B.], Μόσχα: Foreign Languages Publishing 
House, 1939, σ. 27 κ.ἑξ.) 
1  Βλ.  τὴν  ἀπὸ  2/15  Ἰουνίου  1905  διακοίνωση  τῶν  τεσσάρων  Προστατίδων  τῆς 

Κρήτης Δυνάμεων πρὸς τοὺς ἀντιπροσώπους τῆς Ἐπαναστατικῆς Συνέλευσης 
τοῦ Θερίσου (Ἐπίσημος Ἐφημερὶς τῆς Ἐπαναστατικῆς Συνελεύσεως [Θέρισο], ἀρ. 
1 [5 Ἰουλίου 1905].) 
2 Lord Howard of Penrith, Theatre of life: Life seen from the stalls..., σ. 38∙ D. Dakin, 

The Unification of Greece…, σ. 172. 
3 Μὲ τὴν ἀποδοχὴ τῆς ἀρχῆς τῆς Δεδηλωμένης. 

66
μεταβληθεῖ  σὲ  ἄνακτα  ποὺ  ἁπλῶς  βασίλευε  χωρὶς  νὰ  κυβερνᾶ  – 
δηλαδὴ δὲν ἔκανε τίποτα. 
Περιέργως,  οἱ  Θερισιανοί,  παρὰ  τὴ  μικρὴ  ἀπήχηση  ποὺ  τὸ 
κίνημά  τους  εἶχε  στὸν  πληθυσμὸ  τοῦ  νησιοῦ,  φαίνεται  πὼς 
ἔπαιρναν σοβαρὴ ἐνίσχυση σὲ ὅπλα καὶ χρήματα ἀκόμη καί... ἀπὸ 
τὴν  Ἑλλάδα.1  Τὸ  πρόβλημα,  πάντως,  ποὺ  μετὰ  τὴν  ἔκρηξη  τοῦ 
ἐπαναστατικοῦ κινήματος στὸ Θέρισο ἀντιμετώπιζε ὁ ἡγεμὼν τῆς 
Κρήτης, βασιλόπαις Γεώργιος, ἦταν ἐκεῖνο τῆς καταστολῆς. Δικές 
του  ἔνοπλες  δυνάμεις,  ἐπαρκεῖς  γιὰ  τὴν  καταστολὴ  τοῦ  κινή‐
ματος,  τὸ  αὐτόνομο  Κράτος  ἀκόμα  δὲν  εἶχε.2  Στὸ  ἔδαφός  του, 
πράγματι,  ὑπῆρχαν  μόνο  τὰ  στρατεύματα  τῶν  τεσσάρων 
Προστατίδων  Δυνάμεων,  Βρεταννίας,  Ρωσίας,  Γαλλίας  καὶ 
Ἰταλίας – καὶ αὐτὰ μόνο εἶχαν τὸ δικαίωμα καὶ τὴν ἱκανότητα νὰ 
πλήξουν  τοὺς  ἐπαναστάτες.  Αὐτονόητο  ὅμως  παρέμενε  πὼς  ἡ 
ὁποιαδήποτε πρὸς αὐτὴν τὴν κατεύθυνση κίνηση ἔπρεπε νὰ γίνει 
ἀπὸ κοινοῦ, ὥστε νὰ μὴ δοθεῖ στὴν κοινὴ γνώμη, τῆς Κρήτης, τὴν 
ἑλληνικὴ  μὰ  καὶ  τὴ  διεθνῆ,  ἐντύπωση  διαφωνίας.  Καὶ  τότε 
ἀκριβῶς...,  ἐνῶ  σχεδὸν  τὰ  πάντα  ἤτανε  ἕτοιμα  γιὰ  νὰ  δοθεῖ  τὸ 
χτύπημα,  ἡ  βρεταννικὴ  πλευρὰ  προέβαλε  ἀντιρρήσεις·  κατὰ  τὴν 
ἄποψη  ποὺ  ἀκριβῶς  τὴν  τελευταία  στιγμὴ  διατύπωσε,  δὲν  ἦταν 
δυνατὸν  βρεταννικὰ  στρατεύματα  νὰ  ὑπαχθοῦν  ὑπὸ  κοινὴ  διοί‐
κηση  στὴν  κατὰ  τῶν  «ἐπαναστατῶν»  ἐπιχείρηση  ποὺ  σχεδια‐
ζόταν,  προκειμένου  νὰ  μὴ  ἐπαναληφθεῖ  ὅ,τι  τὸ  1900  εἶχε  γίνει 
στό... Πεκῖνο, πρωτεύουσα τῆς Κίνας!3  

1 D. Dakin, The Unification of Greece…, σ. 172. 
2 Ὁ πρίγκιπας Γεώργιος, σὲ ὅλο τὸ διάστημα ποὺ ἔμεινε στὴν Κρήτη, ἰδιαιτέρως 
ἐνδιαφέρθηκε  γιὰ  τὴν  περίφημη  Κρητικὴ  Χωροφυλακή,  ποὺ  τόσες  ὑπηρεσίες 
ἔμελλε νὰ προσφέρει ἀργότερα στὴν Ἑλλάδα· ἄλλωστε αὐτὸς ὁ ἴδιος τὴν εἶχε 
ἱδρύσει.  (  Ἐπίσημος  Ἐφημερὶς  τῆς  Κρητικῆς  Πολιτείας,  τεῦχος  Α΄,  ἀρ.  51  [16 
Σεπτεμβρίου 1906].) Ὅταν ὅμως ἄρχισε τὸ κίνημα τοῦ Θερίσου, ἡ Χωροφυλακὴ 
δὲν  ἦταν  ἀκόμη  σὲ  θέση  νὰ  τὸ  καταστείλει.  («Ὑπόμνημα  τοῦ  Προεδρείου  τῆς 
Ἐπαναστατικῆς Συνελεύσεως πρὸς τοὺς κκ. Γεν. Προξένους τῶν Προστατίδων 
Δυνάμεων», Ἐπίσημος Ἐφημερὶς τῆς Ἐπαναστατικῆς Συνελεύσεως [Θέρισο], ἀρ. 
3 [19 Ἰουλίου 1905].) 
3 Lord Howard of Penrith, Theatre of life: Life seen from the stalls..., σσ. 24, 35. 

67
  Τὸ  ἐπιχείρημα  ἦταν  τόσο  –σκοπίμως  ἐννοεῖται–  «βλακῶ‐
δες»,  ὥστε  νὰ  μὴ  εἶναι  δυνατὸ  νὰ  δοθεῖ  καμία  ἀπάντηση.  Πράγ‐
ματι,  σχέση  μεταξὺ  τῶν  γεγονότων  στὴν  Ἄπω  Ἀνατολὴ  κατὰ  τὸ 
1900  καὶ  ἐκείνων  στὴν  Κρήτη  τὸ  19051  δὲν  ἦταν  δυνατὸν  νὰ  δια‐
πιστωθεῖ.  Τὸ  ἀποτέλεσμα  ὅμως  ἦταν  ὅτι  οἱ  συσπειρωμένοι  γύρω 
ἀπὸ  τὸν  Βενιζέλο  Κρητικοὶ  ἔμειναν  τελικῶς  ἀνενόχλητοι  –  μὲ 
συνέπεια  νὰ  μποροῦν  νὰ  κάνουνε  ἐπιδρομὲς  στὴν  ὕπαιθρο  καὶ 
συστηματικῶς νὰ διαταράσσουν τὶς παραγωγικὲς ἐργασίες. Μόνο 
στὴν  περιοχὴ  τοῦ  Ρέθυμνου,  τὴν  ὁποία  κατεῖχαν  οἱ  Ρῶσοι,  ἔγινε 
σοβαρή, αἱματηρὴ καὶ ἐπιτυχὴς προσπάθεια ἀντιμετώπισής τους·2 
στὰ ἄλλα διοικητικὰ διαμερίσματα τοῦ νησιοῦ δὲν ἔγινε τίποτα  – 
ἐκτὸς  (στὴ  θεωρία)  ἀπὸ  τὸ  Ἡράκλειο,  ὅπου  οἱ  ἐπαναστάτες, 
βέβαια,  δὲν  ἔφεραν  καμία  ἀντίρρηση  στὶς  ὑποδείξεις  τῶν 
βρεταννικῶν ἀρχῶν. 
  Κάτω  ἀπὸ  τὶς  συνθῆκες  αὐτές,  ὁ  πρίγκιπας  Γεώργιος  δὲν 
μποροῦσε  νὰ  παραμείνει  στὴν  Κρήτη.  Ἂν  καί,  θεωρητικῶς,  οἱ 
ἐπαναστάτες δὲν εἶχαν πετύχει κανένα ἀπὸ τοὺς διακηρυγμένους 
σκοπούς  τους,  τὸ  γεγονὸς  καὶ  μόνο  ὅτι  εἶχαν  ἀρχίσει  νὰ  ἐπι‐
κρατοῦν  σὲ  πολλά,  ἔξω  ἀπὸ  τὶς  πόλεις,  μέρη,  χωρὶς  νὰ  ὑπάρχει 
δυνατότητα  ἔνοπλης  ἀντιμετώπισής  τους,  δημιουργοῦσε  κατά‐
σταση ποὺ συστηματικῶς ἐξελισσόταν σὲ χαώδη. Οἱ προστάτιδες 
Δυνάμεις  πήρανε  τότε  τὴν  ἀπόφαση  νὰ  ἐπιβάλουν  στὴν  Κρήτη 
οἰκονομικὸ  ἔλεγχο,  στὰ  πλαίσια  τοῦ  ὁποίου  οἱ  γενικοί  τους 
πρόξενοι θὰ ἔπρεπε νὰ συνεννοοῦνται ὄχι μὲ τὸν ἡγεμόνα ἀλλὰ 

1 Τὰ τότε γεγονότα στὸ Πεκῖνο σχετίζονται μὲ τὴν ἐξέγερση τῶν Μπόξερς. Ἡ 
περιοχὴ  μὲ  τὶς  πρεσβεῖες  στὴν  κινεζικὴ  πρωτεύουσα  πολιορκήθηκε  καὶ  ἀπει‐
λήθηκε  γενικὴ  σφαγὴ  ὅλων  ὅσων  κατοικοῦσαν  ἢ  εἶχαν  καταφύγει  σὲ  αὐτήν. 
Τὴν  πολιορκία  ἐπιχείρησε  νὰ  διασπάσει  ἀρχικῶς  βρεταννικὸ  σῶμα,  ποὺ  ὅμως 
δὲν κατάφερε νὰ φτάσει οὔτε κἂν στὶς παρυφὲς τοῦ Πεκίνου. Τελικῶς, διεθνὴς 
δύναμη μπῆκε, περὶ τὰ μέσα Αὐγούστου, στὴν κινεζικὴ πρωτεύουσα καὶ ἔλυσε 
τὴν  πολιορκία.  Βλ.  γλαφυρὴ  περιγραφὴ  τῶν  γεγονότων  στὸ  ἄρθρο  τοῦ  Ντέι‐
βιντ  Πόνγκ,  «Ἡ  ἐξέγερση  τῶν  Μπόξερς»,  στὸ  ἔργο:  Purnell,  Ἱστορία  τοῦ  20οῦ 
αἰῶνος,  τόμ.  1  (Ἀθήνα:  Χρυσὸς  Τύπος,  1968),  σσ.  32‐38·  ἐπίσης:  History  of  the 
Communist Party of the Soviet Union [Bolsheviks], σ. 54. 
2  Εἰδησεολογικὸν  Δελτίον  «Ἐλευθέρου  Βήματος»  (Χανιά),  16  Αὐγούστου  1905· 

πρβλ. Μ. Ρ. Κούνδουρου, Ἱστορικαὶ καὶ διπλωματικαὶ ἀποκαλύψεις..., σ. 190. 

68
μὲ τοὺς συμβούλους του, τῶν ὁποίων ἡ διοικητικὴ ἐξουσία ἔμελλε 
νὰ  εὐρυνθῇ.1  Τοῦτο  σήμαινε  ὅτι  οἱ  Πρόξενοι  θὰ  ἀνεμιγνύοντο 
ἑκάστοτε  εἰς  τὰς  ὑποθέσεις  τῆς  Κρήτης  ἀγνοοῦντες  τὸν  Ἕλληνα 
ἁρμοστήν,2  δηλαδὴ  τὴν  de  facto  ἐγκαθίδρυση  κοινοβουλευτικοῦ 
καθεστῶτος,  στὰ  πλαίσια  τοῦ  ὁποίου  μόνο  ἐξευτελισμοὶ  ἀνέμε‐
ναν τὸν ἡγεμόνα Γεώργιο.3 
 Τὰ μέτρα αὐτὰ τελικῶς ἐπιβλήθηκαν·4 καὶ δεδομένου ὅτι ὁ 
ἡγεμών,  ποὺ  εἶχε  πιὰ  βαριεστήσει,  εἶχε  ἤδη  συνάψει  δεσμὸ  μὲ  τὴ 
Γαλλίδα  πριγκίπισσα  Μαρία  Βοναπάρτη,  ἡ  ὁποία  μὲ  τίποτα  δὲν 
ἤθελε  νὰ  κατεβεῖ  καὶ  νὰ  ζήσει  γενικῶς  στὴν  Κρήτη 5  καὶ  εἰδικῶς 
στὰ Χανιά, πῆρε τὴν ἀπόφαση νὰ παραιτηθεῖ. Μὲ πονηρὸ ἑλιγμὸ 
τότε, δηλώθηκε ἀπὸ τὴ βρεταννικὴ πλευρὰ πὼς ἡ παραίτηση δὲν 
θὰ  γινόταν  δεκτή,  ἐὰν  δὲν  ἔδινε  τὴ  συγκατάθεσή  του...  ὁ  τσάρος 
τῆς  Ρωσίας·6  καὶ  ἔτσι,  ὁ  βασιλόπαις  Γεώργιος  βρέθηκε  στὴν 
ἀνάγκη νὰ ἱκετεύσει τὸν αὐτοκράτορα Νικόλαο Β΄ νὰ τὸν ἀφήσει 
νὰ  φύγει  ἀπὸ  τὴν  Κρήτη,7  ἐξηγώντας  μάλιστα  πώς,  ἐὰν  δὲν 
ἔφευγε, εἴτε θὰ τρελλαινόταν ἤ... θὰ αὐτοκτονοῦσε.8 Καὶ ὁ τσάρος 
τί  νὰ  κάνει...  προκειμένου  νὰ  βρεθεῖ  εἴτε  στὸ  χῶμα  ἢ  σὲ 
φρενοκομεῖο ἐκεῖνος ὁ ὁποῖος τοῦ εἶχε σώσει τὴ ζωὴ καὶ τὸν ὁποῖο 
προστάτευε  καὶ  δεδομένου  ὅτι  καὶ  ὁ  ἴδιος  ἀντιμετώπιζε  μεγάλα 

1  Ἐπίσημος  Ἐφημερὶς  τῆς  Κρητικῆς  Πολιτείας,  τεῦχος  Α΄,  ἔτος  Η΄,  ἀρ.  32  (12 
Ἰουλίου  1906)·  πρβλ.  Μ.  Ρ.  Κούνδουρου,  Ἱστορικαὶ  καὶ  διπλωματικαὶ  ἀποκαλύ‐
ψεις, σ. 190. 
2 Μ. Ρ. Κούνδουρου, Ἱστορικαὶ καὶ διπλωματικαὶ ἀποκαλύψεις, σ. 192. 

3  Αὐτὸ  βέβαια  –μονομερῶς  ἐννοεῖται‐  τὸ  εἶχε  ἤδη  ἐφαρμόσει  ὁ  Βενιζέλος, 

προχωρώντας  αὐτοβούλως  σὲ  συνεννοήσεις  μὲ  τοὺς  γενικοὺς  προξένους  τῶν 


Δυνάμεων  στὴν  Κρήτη,  χωρὶς  νὰ  ἐνημερώνει  οὔτε  τὸν  ἡγεμόνα  οὔτε  τοὺς 
συναδέλφους  του.  (Σπ.  Β.  Μαρκεζίνη,  Πολιτικὴ  Ἱστορία  τῆς  Νεωτέρας  Ἑλ‐
λάδος..., τόμ. Γ΄, σ. 29.)  
4  Ἐπίσημος  Ἐφημερὶς  τῆς  Κρητικῆς  Πολιτείας,  τεῦχος  Α΄  (ἔτος  Η΄),  ἀρ.  32  (12 

Ἰουλίου 1906). 
5 Μ. Ρ. Κούνδουρου, Ἱστορικαὶ καὶ διπλωματικαὶ ἀποκαλύψεις..., σ. 192. 

6 Αὐτόθι, σ. 193. 

7 Αὐτόθι. 

8 Αὐτόθι (σημ. 6). 

69
προβλήματα  μέσα  στὴν  ἴδια  του  τὴ  χώρα,1  ἔδωσε  στὸν  Γεώργιο 
τὴν ἄδεια νὰ παραιτηθεῖ ἀπὸ τὸ ἀξίωμα ποὺ ὁ ἴδιος, στὴν οὐσία, 
τοῦ  εἶχε  δώσει.2  Αὐτὰ  ἔγιναν  τὸ  καλοκαίρι  τοῦ  1906·3  συνα‐
κολούθως,  ἡ  παραίτηση  τοῦ  πρίγκιπα  ἐπισήμως  ἀνακοινώθηκε 
στὶς  ἀρχὲς  Σεπτεμβρίου  τοῦ  ἴδιου  ἔτους.4  Ἐκδηλώθηκε  κίνημα, 
βέβαια,  μὲ  σκοπὸ  τὴ  ματαίωση  τῆς  ἀναχώρησής  του  ἀπὸ  τὴ 
Μεγαλόνησο,5 ἀλλὰ ἡ ἀπόφασή του ὑπῆρξε ἀμετάκλητη.6  
Καὶ  ἔτσι  ὅλα  τακτοποιήθηκαν.  Μετὰ  τὴ  βαρύτατη  διπλω‐
ματικὴ ἧττα τῆς Ρωσίας, ἡ Βρεταννία ἤτανε πιὰ σὲ θέση νὰ ὑπα‐
γορεύσει τοὺς ὅρους της. Καὶ ὁ κυριότερος ἤτανε πὼς στὸ ἑξῆς τὸν 
ὕπατο  ἁρμοστὴ  τῶν  Δυνάμεων  στὴν  Κρήτη  θὰ  τὸν  ὑποδείκνυε  ὁ 
βασιλιὰς  τῶν  Ἑλλήνων.7  Τὸ  ὄφελος  πού,  μὲ  τὸν  τρόπο  αὐτόν, 
προέκυπτε γιὰ τὸ Λονδῖνο ἦταν διπλό: Ὁ Γεώργιος Α΄, ἑκουσίως ἢ 
μή, ἦταν ἀγγλόφιλος· καὶ ἔτσι οἱ Βρεταννοὶ ἰθύνοντες εἴχανε πιὰ 
τὴ  βεβαιότητα  ὅτι  τὴν  Κρήτη  δὲν  θὰ  τὴν  ἔλεγχε  στὸ  μέλλον 
πρόσωπο  στραμμένο  πρὸς  τὴ  Ρωσία.  Ἀπὸ  τὴν  ἄλλη,  ὅμως, 
πλευρά,  ἡ  βρεταννικὴ  κυβέρνηση  μποροῦσε  ἔτσι  νὰ  κάνει  τὸν 
ἔλεγχο ποὺ ἀπὸ καιρὸ ἀσκοῦσε πάνω στὸν Γεώργιο Α΄ ἀκόμη πιὸ 
σφιχτό. Τὸ γόητρο τοῦ βασιλικοῦ Οἴκου τῆς Ἑλλάδος εἶχε καιρίως 
τρωθεῖ  λόγω  τῆς  ἧττας  τοῦ  1897  καὶ  ἡ  ἀπειλὴ  ἔκπτωσης  τῆς 

1  Τὴν  ἐπανάσταση  τῶν  ἐτῶν  1904‐1907,  προοίμιο  τῶν  γεγονότων  τοῦ  1917.  Βλ. 
History of the Communist Party of the Soviet Union (Bolsheviks), σ. 54 κ.ἑξ. 
2  Ἐπίσημος  Ἐφημερὶς  τῆς  Κρητικῆς  Πολιτείας,  τεῦχος  Α΄  (ἔτος  Η΄),  ἀρ.  32  (12 

Ἰουλίου 1906), σ. 193. 
3 Σπ. Β. Μαρκεζίνη, Πολιτικὴ Ἱστορία τῆς Νεωτέρας Ἑλλάδος..., τόμ. Γ΄, σ. 41. 

4  Ἐπίσημος  Ἐφημερὶς  τῆς  Κρητικῆς  Πολιτείας,  τεῦχος  Α΄,  ἔτος  Η΄,  ἀρ.  45  (2 

Σεπτεμβρίου 1906). 
5Ἐπίσημος  Ἐφημερὶς  τῆς  Κρητικῆς  Πολιτείας,  τεῦχος  Α΄,  ἔτος  Η΄,  ἀρ.  46  (4 

Σεπτεμβρίου 1906). Πρβλ. τὸ ἀπὸ 9/22 ὑπόμνημα τοῦ Ἀλέξανδρου Ζαΐμη, νέου 
ὕπατου  ἁρμοστῆ  τῶν  Δυνάμεων  πρὸς  τοὺς  γενικοὺς  προξένους  τῆς  Ἀγγλίας, 
τῆς Γαλλίας, τῆς Ἰταλίας καὶ τῆς Ρωσίας στὴν Κρήτη. ( Ἐπίσημος Ἐφημερὶς τῆς 
Κρητικῆς Πολιτείας, τεῦχος Α΄, ἔτος Η΄, ἀρ. 66 [17 Νοεμβρίου 1906].) 
6  Ὁ  πρίγκιπας  Γεώργιος  παντρεύτηκε  τὴ  Μαρία  Βοναπάρτη  καὶ  στὴ  συνέχεια 

ἀποσύρθηκε στὸ Παρίσι, ὅπου, μέχρι τὸ τέλος τῆς ζωῆς του, ἰδιώτευσε. (Βλ. Ἀ. 
Σ. Σκανδάμη, Ὁ πρίγκιψ Γεώργιος..., σ. 362.) 
7  Ἐπίσημος  Ἐφημερὶς  τῆς  Κρητικῆς  Πολιτείας,  τεῦχος  Α΄  (ἔτος  Η΄),  ἀρ.  44,  2 

Σεπτεμβρίου 1906.  

70
Δυναστείας  καθόλου  δὲν  εἶχε  ἀποσοβηθεῖ.  Μὲ  τὸ  νὰ  δοθεῖ,  λοι‐
πόν,  στὸν Γεώργιο τὸ δικαίωμα αὐτὸς νὰ ὁρίζει τὸν ὕπατο ἁρμο‐
στὴ τῶν Δυνάμεων στὴν Κρήτη, τοῦ δινόταν καὶ ἡ δυνατότητα νὰ 
ἐμφανίζει  στὸν  Ἑλληνικὸ  Λαὸ  τὴν  Ἕνωση  τῆς  Μεγαλονήσου  μὲ 
τὴν  Ἑλλάδα  ὡς  λιγότερο  ἢ  περισσότερο  κοντινή·  κατὰ  συνέπεια, 
ὅσο  εὐπειθέστερος  παρέμενε  ὁ  βασιλιὰς  στὶς  ἐπιταγὲς  τῶν  Ἄγ‐
γλων «φίλων» του, τόσο ἡ Ἕνωση τῆς Κρήτης θὰ φαινόταν στὴν 
ἑλληνικὴ  κοινὴ  γνώμη  ἐγγύτερη  μὲ  ἀποτέλεσμα  τὸ  γόητρό  του 
στὸν Λαὸ νὰ μεγαλώνει. Σὲ ἀντίθετη περίπτωση, τὸ τί θὰ γινόταν 
ἔμελλε νὰ εἶναι ἐκ τῶν προτέρων γνωστό. 
Αὐτὰ ὅμως ἦταν ἐξελίξεις τῆς μεγάλης, τῆς διεθνοῦς πολι‐
τικῆς.  Ὅσον  ἀφορᾶ,  ὅμως,  τὰ  γεγονότα  στὶς  ἑλληνικὲς  χῶρες  ἡ 
οὐσία  ἦταν  ὅτι  ὁ  Ἐλευθέριος  Βενιζέλος  προωθοῦνταν  νὰ  ἀνα‐
λάβει  ρόλο  –ἄτυπου  ἔστω–  δικτάτορα  τῆς  πολιτικῆς  ζωῆς  στὴν 
Κρήτη.1 
 
ζ΄ 
 
Αὐτὸ βέβαια φάνηκε βαθμιαίως. Σὲ ἀντικατάσταση, ὡς γνωστόν, 
τοῦ  πρίγκιπα  Γεώργιου,  ὁ  βασιλιὰς  τῶν  Ἑλλήνων  ὑπέδειξε  ὡς 
ὕπατο  ἁρμοστὴ  τῶν  Δυνάμεων  στὴν  Κρήτη  τὸν  Ἀλέξανδρο 
Ζαΐμη,2  γόνο  παλιᾶς  πελοποννησιακῆς  οἰκογένειας  ἀλλὰ 
πολιτικὴ προσωπικότητα τελείως ἄχρωμη. Ὁ Ζαΐμης ἔφτασε στὴν 
Κρήτη στὶς 18 Σεπτεμβρίου 1906 καὶ ἀμέσως ἔδωσε τὸ στίγμα τῆς 
πολιτικῆς  ποὺ  ἔμελλε  νὰ  ἀκολουθήσει:  Ἐγκαρτερήσωμεν… 
πεποιθότες  ἐπὶ  τὰς  εὐμενεῖς  διαθέσεις  τῶν  Μεγάλων  Δυνάμεων 
καὶ ἐντείνωμεν πάσας τὰς προσπαθείας ἡμῶν, ὅπως μὴ παρέχωμεν 
αὐταῖς  πράγματα.3  Ὁ  ὑπαινιγμὸς  ἦταν  σαφέστατος.  Πράγματι, 

1 Πρβλ. ἀντιστρατήγου Δημ. Βακᾶ, Ὁ Ἐλ. Βενιζέλος πολεμικὸς ἡγέτης. Ἱστορικαὶ 
σελίδες  ἀπὸ  τὴν  δημιουργίαν  τῆς  Μεγάλης  Ἑλλάδος,  1910‐1920  (Ἀθήνα: 
Σαλίβερος, 1949), σ. 18. 
2  Ἐπίσημος  Ἐφημερὶς  τῆς  Κρητικῆς  Πολιτείας,  τεῦχος  Α΄,  ἔτος  Η΄,  ἀρ.  52  (16 

Σεπτεμβρίου 1906).  
3  Ἐπίσημος  Ἐφημερὶς  τῆς  Κρητικῆς  Πολιτείας,  τεῦχος  Α΄,  ἔτος  Η΄,  ἀρ.  53  (18 

Σεπτεμβρίου 1906).  

71
λίγο πρὶν ἀπὸ τὴν ἀποχώρηση τοῦ Γεώργιου ἀπὸ τὴ Μεγαλόνησο, 
στὶς 30 Ἰουνίου 1906 συγκεκριμένα, ἡ Συνέλευση τῶν Κρητῶν εἶχε 
κηρύξει τὴν Ἕνωσιν τῆς Νήσου μετὰ τοῦ Ἐλευθέρου Βασιλείου τῆς 
Ἑλλάδος,1  ὀρθῶς  πιστεύοντας  πὼς  μόνο  ἔτσι  θὰ  ἦταν  δυνατὸ  νὰ 
σταματήσει  ἡ  πολιτικὴ  ἀναταραχὴ  στὴν  Κρήτη  ἀλλὰ  καὶ  τι‐
μώντας τὸν βασιλόπαιδα Γεώργιο, ποὺ ἐν πολλοῖς εἶχε πέσει θῦμα 
τῆς  ἑνωτικῆς  του  πολιτικῆς.  Ὁ  Ζαΐμης  τώρα  συνιστοῦσε  «ἐγκαρ‐
τέρηση».  Ἡ  ἀντίδραση  ὑπῆρξε  ἄμεση.  Λίγο  μετὰ  τὴν  ἄφιξή  του 
στὴν  Κρήτη,  πράγματι,  ὁμάδες  ἐνόπλων  εἰσέδυσαν  στὴ  Χαλέπα, 
ἐπιτέθηκαν  στὰ  ἐκεῖ  ἀνάκτορα  τοῦ  ἡγεμόνος,  ἔπληξαν  τμήματα 
τῶν  ξένων  στρατιωτικῶν  δυνάμεων  καί,  τελικῶς,  ὅρμησαν  κατὰ 
τοῦ  γενικοῦ  προξενείου  τῆς  Ρωσίας,  σκοτώνοντας  τὸν  καβάση 
αὐτοῦ τοῦ τελευταίου.2 Ἂν καὶ δὲν διευκρινίστηκε ἐπισήμως ποιὰ 
ὑπῆρξαν  τὰ  κίνητρα  τῆς  ἐπιδρομῆς  αὐτῆς,  ἡ  πιθανότερη  ὡστόσο 
ἑρμηνεία ἦταν πὼς ἀποτελοῦσε διαμαρτυρία γιὰ τὴν ἀπὸ μέρους 
τῆς  ρωσικῆς  αὐτοκρατορικῆς  κυβέρνησης  ἐγκατάλειψη  τόσο  τοῦ 
πρίγκιπα Γεώργιου ὅσο καί, γενικότερα, τῶν Κρητῶν.3  
Μπροστὰ  σὲ  αὐτὴ  τὴν  κατάσταση,  ὁ  Ζαΐμης  δίστασε  νὰ 
προχωρήσει  σὲ  κινήσεις  ἐσπευσμένες.  Ἔτσι,  ὁ  Μανοῦσος  Κούν‐
δουρος  ἀρχικῶς  κράτησε  τὸ  ἀξίωμα  ποὺ  εἶχε  καὶ  ἐπὶ  Γεωργίου, 
δηλαδὴ  τὸ  τοῦ  συμβούλου  ἐπὶ  τῶν  Ἐσωτερικῶν·  ἤδη  στὶς  8 
Φεβρουαρίου  1907  ὅμως,  μπῆκε  σὲ  ἐφαρμογὴ  νέο  σύνταγμα  τῆς 
Κρητικῆς  Πολιτείας,4  βάσει  τοῦ  ὁποίου  τὸ  πολίτευμα  γινόταν 
πολὺ  πιὸ  φιλελεύθερο.  Διακηρυσσόταν  βέβαια  ὅτι  ἡ  Κρήτη  μετὰ 
τῶν  παρακειμένων αὐτῇ νησιδίων  ἀποτελοῦσε  ἐντελῶς αὐτόνομον 
Πολιτείαν,5 ἀλλὰ παράλληλα σαφέστατα ἐπισημαινόταν ὅτι ἡ  ἐν 

1  Ἐπίσημος  Ἐφημερὶς  τῆς  Κρητικῆς  Πολιτείας,  τεῦχος  Α΄,  ἔτος  Η΄,  ἀρ.  30  (30 
Ἰουνίου 1906).  
2  «  Ἀπόσπασμα  τῆς  ἐν  τῷ  ὑπ’  ἀριθ.  86  τῆς  20ῆς  Σεπτεμβρίου  1906  πρακτικῷ 

ἀποφάσεως τοῦ Συμβουλίου τοῦ Ἡγεμόνος», Ἐπίσημος Ἐφημερὶς τῆς Κρητικῆς 
Πολιτείας, τεῦχος Α΄, ἔτος Η΄, ἀρ. 56 (29 Σεπτεμβρίου 1906) σσ. 167‐168.  
3 Αὐτόθι, σ. 168. 

4  Ἐπίσημος  Ἐφημερὶς  τῆς  Κρητικῆς  Πολιτείας,  τεῦχος  Α΄,  ἔτος  Θ΄,  ἀρ.  7  (8 

Φεβρουαρίου 1907).  
5 Ἄρθρο 1. 

72
λόγῳ  αὐτονομία  δὲν  ἦταν  παρὰ  ὑλοποίηση  ἀπόφασης  τῶν 
τεσσάρων  Μεγάλων  Δυνάμεων.1  Δὲν  γινόταν  πιὰ  λόγος  γιὰ 
ἡγεμόνα  ἀλλά,  ἁπλῶς,  γιὰ  ὕπατο  ἁρμοστή2,  ποὺ  πάντοτε  μπο‐
ροῦσε  νὰ  διορίζει  καὶ  νὰ  παύει  τοὺς  συμβούλους  του  –  ὄχι  ὅμως 
κατ’  ἀρέσκειαν.3  Ἡ  περίφημη  διάταξη,  βάσει  τῆς  ὁποίας  νομο‐
σχέδιο  ποὺ  μέσα  σὲ  τακτὴ  προθεσμία  δὲν  κυρωνόταν  ἀπὸ  τὸν 
ἡγεμόνα  ἦταν  σὰν  νὰ  μὴ  ὑπῆρχε,  ἀπαλείφθηκε  στὸ  νέο  σύν‐
ταγμα.  Στὸν  ὕπατο  ἁρμοστή,  τέλος,  δινόταν  ἡ  δυνατότητα  ἀνα‐
βολῆς  τῆς  ἔναρξης  ἐργασιῶν  τῆς  Βουλῆς  ἢ  καὶ  διακοπῆς  αὐτῶν 
τῶν  τελευταίων  ἀλλὰ  ὑπὸ  περιορισμοὺς  τέτοιους,  ὥστε  νὰ  μὴ 
μπορεῖ νὰ γίνει ἀποτελεσματικὴ χρήση τῆς δυνατότητας αὐτῆς.4  
Λίγο ἀργότερα ὁ Μ. Κούνδουρος παραιτήθηκε – καὶ μαζὶ μὲ 
αὐτὸν  ἐκεῖνοι  ἀπὸ  τοὺς  πολιτικούς  του  φίλους  ποὺ  κατεῖχαν 
θέσεις  συμβούλων  τοῦ  ὕπατου  ἁρμοστῆ·5  ἔτσι  πλήρως  ἄνοιγε  ὁ 
δρόμος γιὰ τὸν Ἐλευθέριο Βενιζέλο. Παράλληλα, νέες μεταρρυθ‐
μίσεις,  οἱονεὶ  θεσμικές,  ὁλοκλήρωναν  τὴ  μεταβολὴ  τοῦ  κρητικοῦ 
πολιτικοῦ σκηνικοῦ. Στὰ τέλη Μαΐου τοῦ 1907, δημοσιεύθηκε διά‐
ταγμα τοῦ ὕπατου ἁρμοστῆ «Περὶ ὀργανισμοῦ Πολιτοφυλακῆς»·6 
ἔτσι,  ἡ  Κρητικὴ  Πολιτεία  ἀποκτοῦσε  τὸ  δικό  της  στράτευμα,  ποὺ 
βασιζόταν  στὴν  ὑποχρεωτικὴ  θητεία  ὅλων  τῶν  Κρητῶν.7 
Συνέπεια  τῆς  ἐξέλιξης  αὐτῆς  ὑπῆρξε  ἡ  ἀποχώρηση  τῶν 
στρατιωτικῶν τμημάτων τῶν τεσσάρων Προστατίδων τῆς Κρήτης 

1 Αὐτόθι. 
2 Ἄρθρα 33‐47. 
3 Ἄρθρο 35.  

4 Ἄρθρο 41. Αὐτό, βέβαια, ὑπῆρχε καὶ στὸ σύνταγμα τοῦ  1889, στὸ ὁποῖο ὅμως 

ρητῶς δινόταν στὸν ἡγεμόνα καὶ δικαίωμα διάλυσης τῆς Βουλῆς (ἄρθρο 32).  
5Ἐπίσημος  Ἐφημερὶς  τῆς  Κρητικῆς  Πολιτείας,  τεῦχος  Β΄,  ἔτος  Θ΄,  ἀρ.  9  (21 

Φεβρουαρίου 1907).  
6  Ἐπίσημος  Ἐφημερὶς  τῆς  Κρητικῆς  Πολιτείας,  τεῦχος  Α΄,  ἔτος  Θ΄,  ἀρ.  29  (29 

Μαΐου 1907), σσ. 125‐128. 
7  Διάταγμα  «Περὶ  στρατολογίας  τῆς  Πολιτοφυλακῆς»,  Ἐπίσημος  Ἐφημερὶς  τῆς 

Κρητικῆς Πολιτείας, τεῦχος Α΄, ἔτος Θ΄, ἀρ. 29 (29 Μαΐου 1907), σσ. 128‐133. 

73
Δυνάμεων,1  ποὺ  εἶχανε  καταλάβει  τὸ  νησὶ  πρὶν  ἀπὸ  τὴν  ἐκεῖ 
ἄφιξη τοῦ πρίγκιπα Γεώργιου. 
  Ἕνα  περίπου  χρόνο  ἀργότερα,  συγκεκριμένα  στὶς  20  Σε‐
πτεμβρίου  1908,  ὁ  Ἀλ.  Ζαΐμης  ἔφυγε  ἀπὸ  τὴν  Κρήτη  αἰφνιδια‐
στικῶς.2 Ἐξήγηση γιὰ τὴν ἀναχώρησή του ἀπέφυγε νὰ δώσει – μὲ 
κάλυμμα  τὸν  ἰσχυρισμὸ  πὼς  ἔφευγε  προσωρινῶς·3  τὸ  θέμα  ὅμως 
εἶναι  ὅτι  ποτὲ  πιὰ  δὲν  ἐπέστρεψε.4  Γιατί;  Μόνο  εἰκασίες  μπορεῖ 
κανεὶς  ἐν  προκειμένῳ  νὰ  κάνει  –  καὶ  ἡ  περισσότερο  λογικὴ  ἀπὸ 
αὐτὲς  εἶναι  ὅτι  ὀρθῶς  πίστεψε  πὼς  εἶχε  ἐπιτελέσει  τὸν  ρόλο  ποὺ 
τοῦ  εἶχε  ἀνατεθεῖ.  Πράγματι,  εἶχε  καταφέρει  δραστικῶς  νὰ 
μεταβάλει  τὸ  πολιτικὸ  τοπίο  τῆς  Μεγαλονήσου,  ὥστε  ἡ  κατά‐
σταση  νὰ  εἶναι  πιὰ  ὥριμη  γιὰ  τὴν  ἐκεῖ  κυριάρχηση  τοῦ 
Ἐλευθέριου  Βενιζέλου.  Ὄντας  ὅμως  πιὰ  μακριὰ  ἀπὸ  τὴν  Κρήτη, 
δὲν παρέλειψε νὰ δώσει ἠχηρὴ ἐπιβεβαίωση τῆς προσήλωσής του 
στὰ  ἤθη  τοῦ  κοινοβουλευτικοῦ  πολιτεύματος,  τοῦ  ὁποίου,  μέχρι 
τότε,  εἶχε  φανεῖ  διαπρύσιος  ὑπέρμαχος.  Ὁ  Ζαΐμης,  πράγματι,  ὁ 
ὁποῖος  μέχρι  τὴ  σὲ  αὐτὸν  ἀνάθεση  τῆς  ὕπατης  ἁρμοστείας  στὴν 
Κρήτη,  ἤτανε,  στὴν  Ἑλλάδα,  βουλευτὴς  Καλαβρύτων,  δὲν  εἶχε 
παραιτηθεῖ,  ἐνόσω  παρέμενε  στὸ  νησί,  ἀπὸ  τὸ  ἀξίωμά  του  αὐτό. 
Ὅταν  δέ,  τὸ  1913,  τελικῶς  προσαρτήθηκε  τὸ  νησὶ  στὴν  Ἑλλάδα, 
ζήτησε  νὰ  τοῦ  καταβληθεῖ  καὶ  τὸ  συνολικὸ  ποσὸ  τῆς 
ἀποζημίωσής  του  γιὰ  τὴν  ἄσκηση  τῶν  καθηκόντων  τοῦ  ὕπατου 
ἁρμοστῆ ὅσον ἀφορᾶ καὶ τὸ χρονικὸ διάστημα κατὰ τὸ ὁποῖο εἶχε 
ἐγκαταλείψει  τὴ  θέση  του  στὴ  Μεγαλόνησο.  Οἱ  Κρητικοὶ 
ἀρνήθηκαν·  ὁ  Ζαΐμης  ζήτησε  τότε  τὴ  συνδρομὴ  τῶν  Μεγάλων 
Δυνάμεων  καὶ  ἔτσι  οἱ  Κρητικοὶ  τί  νὰ  κάνουν…  τοῦ  ἔδωσαν,  στὸ 
τέλος,  τὰ  χρήματα  ποὺ  ζητοῦσε,  παίρνοντάς  τα  ἀπὸ  τὸ  κονδύλι 
ποὺ εἶχε διατεθεῖ γιὰ τούς… πυροπαθεῖς τοῦ 1897.5 

1  Ἐπίσημος  Ἐφημερὶς  τῆς  Κρητικῆς  Πολιτείας,  τεῦχος  Α΄,  ἔτος  Ι΄,  ἀρ.  19  (28 
Ἀπριλίου 1907). Τὴν ἀποχώρηση εἶχε ζητήσει, μὲ διακοίνωσή του, ὁ Ἀλ. Ζαΐμης 
(αὐτόθι).  
2 Θ. Βαΐδη, Ἐλευθέριος Βενιζέλος..., σ. 88. 

3 Αὐτόθι. 

4Αὐτόθι. 

5 Αὐτόθι, σ. 229 (σημ. 1). 

74
η΄ 
 
Λίγο  μετὰ  τὴ  φυγὴ  τοῦ  Ζαΐμη  ἀπὸ  τὴν  Κρήτη,  ἡ  Βουλὴ  τῶν 
Κρητῶν  συνῆλθε  ἐκτάκτως  καὶ  διακήρυξε  ἀφ’ἑνὸς  τὴν  ἀνεξαρ‐
τησία τοῦ νησιοῦ καί, ἀφ’ἑτέρου, τὴν Ἕνωσή του μὲ τὴν Ἑλλάδα:1 
αὐτὸ  συνιστοῦσε  ἀντίφαση  προφανῆ.  Ὅπως  καὶ  νὰ  εἶναι  ὅμως, 
σχηματίστηκε  συνακολούθως  ἐκτελεστικὴ  ἐπιτροπή,  ὑπὸ  τὸν 
Ἀντώνιο Μιχελιδάκη, ποὺ προσωρινῶς ἀνέλαβε τὴ διακυβέρνηση 
τοῦ  νησιοῦ  ἐν  ὀνόματι  τοῦ  Βασιλέως  τῶν  Ἑλλήνων·  μέλος  τῆς 
ἐπιτροπῆς αὐτῆς ἦταν καὶ ὁ Ἐλευθέριος Βενιζέλος, ποὺ «δέχτηκε» 
τὴν  ἀνωτέρα  διεύθυνση  τῆς  Δικαιοσύνης  καὶ  τῶν  Ἐξωτερικῶν.2 
Λίγες μέρες ἀργότερα, ἀπὸ τοὺς ἐκπροσώπους τῶν Προστατίδων 
τῆς  Κρήτης  Δυνάμεων,  Μεγάλης  Βρεταννίας,  Γαλλίας,  Ἰταλίας 
καὶ  Ρωσίας,  ἐπιδόθηκε  στὴν  Ἐκτελεστικὴ  Ἐπιτροπὴ  διακοίνωση, 
ὅπου  εὐγλώττως  τονίζονταν  τὰ  ἑξῆς:  Αἱ  Προστάτιδες  Δυνάμεις 
θεωροῦσι  τὴν  ἕνωσιν  τῆς  Κρήτης  μετὰ  τῆς  Ἑλλάδος  ὡς 
ἐξαρτωμένην ἐκ τῆς συναινέσεως τῶν Δυνάμεων, αἵτινες ἀνέλαβον 
ὑποχρεώσεις  ἔναντι  τῆς  Τουρκίας.  Ἐν  τούτοις  δὲν  θ’  ἀπεῖχον  ἀπὸ 
τοῦ ἀποβλέψωσι μετ’ εὐμενείας πρὸς τὴν συζήτησιν τοῦ ζητήματος 
αὐτοῦ μετὰ τῆς Τουρκίας, ἐὰν ἡ τάξις διατηρηθῇ ἐν τῇ Νήσῳ καὶ ἂν 
ἐξ  ἄλλου  ἡ  προστασία  τοῦ  μουσουλμανικοῦ  πληθυσμοῦ  ἐξασφα‐
λισθῇ.3  Δεδομένου  ὅτι  ἔτσι  γιὰ  πρώτη  φορὰ  σαφῶς  ἀνοιγόταν, 
ἀπὸ τὴν Ἀγγλία, τὴ Γαλλία, τὴν Ἰταλία καὶ τὴ Ρωσία, ἡ προοπτικὴ 
τῆς Ἕνωσης τῆς Κρήτης μὲ τὴν Ἑλλάδα, πρὸς τὴν ὁποία, ἕως τότε 
εἶχαν, γιὰ διάφορους ἡ κάθε μιὰ λόγους, συλλογικῶς ἀντιταχθεῖ, 

1  Βασίλειον  τῆς  Ἑλλάδος.  Παράρτημα  τῆς  Ἐφημερίδος  τῆς  Κυβερνήσεως  ἐν 


Κρήτῃ, τεῦχος Α΄, ἀρ. 9 (2 Ὀκτωβρίου 1908), σ. 17. Τὸ ἴδιο εἶχε γίνει καὶ στὰ τέλη 
Σεπτεμβρίου  τοῦ  ἴδιου  χρόνου  ἀπὸ  τὴν  κρητικὴ  κυβέρνηση.  (Βασίλειον  τῆς 
Ἑλλάδος. Παράρτημα τῆς Ἐφημερίδος τῆς Κυβερνήσεως ἐν Κρήτῃ, τεῦχος Α΄, ἀρ. 
1 [24 Σεπτεμβρίου 1908]· πρβλ. τεῦχος Β΄, ἀρ. 1 [2 Ὀκτωβρίου 1908].) 
2  Βασίλειον  τῆς  Ἑλλάδος.  Παράρτημα  τῆς  Ἐφημερίδος  τῆς  Κυβερνήσεως  ἐν 

Κρήτῃ, τεῦχος Α΄, ἀρ. 9 (2 Ὀκτωβρίου 1908), σ. 18· τεῦχος Β΄, ἀρ. 2 (2 Ὀκτωβρίου 
1908). 
3  Βασίλειον  τῆς  Ἑλλάδος.  Παράρτημα  τῆς  Ἐφημερίδος  τῆς  Κυβερνήσεως  ἐν 

Κρήτῃ, τεῦχος Α΄, ἀρ. 11 (15 Ὀκτωβρίου 1908). 

75
τὸ  γεγονὸς  ταυτίστηκε  μὲ  τὴν  ἐπανεμφάνιση  τοῦ  Βενιζέλου  στὸ 
πολιτικὸ  προσκήνιο  τοῦ  νησιοῦ  –  καὶ  σαφῶς  διευκόλυνε  τὰ  πε‐
ραιτέρω  βήματά  του.  Βέβαια,  ἡ  ὑπὸ  τὸν  Ἀ.  Μιχελιδάκη  ἐπιτροπὴ 
παραιτήθηκε σύσσωμη τὸν Αὔγουστο 1909 καὶ τὴν ἀντικατέστησε 
ἄλλη,  ὑπὸ  τὸν  Ἰωάννη  Σαουνάτσο,  δικαστικὸ  λειτουργό,  στὴν 
ὁποία  δὲν  συμμετεῖχε  ὁ  Ἐλευθέριος  Βενιζέλος.1  Ἡ  παραίτηση 
αὐτὴ δὲν ὑπῆρξε τυχαία οὔτε, βέβαια, συμπτωματική· ὀφειλόταν, 
πράγματι,  στὶς  περιπλοκὲς  ποὺ  εἶχαν  ἀναφυεῖ  στὶς  μεταξὺ  τῶν 
Δυνάμεων  καὶ  τῆς  Κρητικῆς  Πολιτείας  σχέσεις,  ὅταν,  μετὰ  τὴν 
ὁλοκλήρωση τῆς ἀποχώρησης τῶν στρατευμάτων κατοχῆς ἀπὸ τὴ 
Μεγαλόνησο,  ὑψώθηκε  στὰ  Χανιά,  στὴν  εἴσοδο  τοῦ  λιμανιοῦ,  ἡ 
ἑλληνικὴ  σημαία.2  Ἦταν  σαφὲς  ὅτι  ὁ  Βενιζέλος,  ὁριστικὰ  ἐγκα‐
ταλείποντας  τὴν  ἕως  τότε  ἀμφιβαρῆ  στάση  του,  ἔμπαινε  ἐπικε‐
φαλῆς  τοῦ  ἑνωτικοῦ  ρεύματος  τοῦ  Κρητικοῦ  Λαοῦ.  Αὐτό,  ἄλλω‐
στε, ἐπισημοποιήθηκε λίγο ἀργότερα, ὅταν νέα κρίση στὶς σχέσεις 
τῶν  Κρητῶν  τὸν  ἔφερε  στὴν  πολιτικὴ  ἡγεσία  τῆς  Μεγαλονήσου. 
Στὰ  τέλη  Ἰανουαρίου  1910,  πράγματι,  οἱ  γενικοὶ  πρόξενοι  τῶν 
Δυνάμεων  στὴν  Κρήτη  ἀπεύθυναν  στὴν  ἐκτελεστικὴ  ἐπιτροπὴ 
διακήρυξη σύμφωνα μὲ τὴν ὁποία ἀπαγορευόταν στὸν πληθυσμὸ 
τοῦ  νησιοῦ  νὰ  πάρει  μέρος  στὶς  ἐκλογὲς  ποὺ  εἶχαν  τότε  προκη‐
ρυχθεῖ στὴν Ἑλλάδα.3  
Ἀνέλαβε νὰ ἀπαντήσει ὁ Βενιζέλος· καὶ πράγματι τὸ ἔκανε, 
συντάσσοντας  ὑπόμνημα,  στὸ  ὁποῖο  διευκρινιζόταν  ὅτι  ἡ  Κρήτη 
ἦταν  πιὰ  ἐξάρτημα  τοῦ  Βασιλείου  τῆς  Ἑλλάδος  καὶ  δὲν  εἶχε  
κανενὸς  εἴδους  δεσμὸ  μὲ  τὴν  Ὑψηλὴ  Πύλη.  Κατὰ  συνέπεια,  τὸ 
μόνο  ποὺ  ἀπέμενε  ὅσον  ἀφορᾶ  καὶ  τὴν  τυπικὴ  ὁλοκλήρωση  τῆς 
Ἕνωσης  δὲν  ἦταν  παρὰ  ἡ  –ἤδη  ὑπεσχημένη–  συναίνεση  τῶν 

1  Βασίλειον  τῆς  Ἑλλάδος.  Παράρτημα  τῆς  Ἐφημερίδος  τῆς  Κυβερνήσεως  ἐν 


Κρήτῃ, τεῦχος Β΄, ἀρ. 41 (8 Αὐγούστου 1909). 
2  Βασίλειον  τῆς  Ἑλλάδος.  Παράρτημα  τῆς  Ἐφημερίδος  τῆς  Κυβερνήσεως  ἐν 

Κρήτῃ, τεῦχος Α΄, ἀρ. 41 (30 Ἰουλίου 1909). 
3  Βασίλειον  τῆς  Ἑλλάδος.  Παράρτημα  τῆς  Ἐφημερίδος  τῆς  Κυβερνήσεως  ἐν 

Κρήτῃ, τεῦχος Α΄, ἀρ. 30 (31 Μαΐου 1910), σ. 119. 

76
Προστατίδων  Δυνάμεων.1  Αὐτὲς  οἱ  τελευταῖες  σιωπηρῶς  ἀπο‐
δέχτηκαν τὴν ἐπιχειρηματολογία τοῦ Βενιζέλου, ζητώντας ἁπλῶς 
νὰ μὴ θιγεῖ τὸ μουσουλμανικὸ στοιχεῖο τοῦ νησιοῦ.2  
Ἦταν σαφὲς πὼς –στὴ θεωρία– τὸ μόνο ἐμπόδιο στὸ εὐτυ‐
χὲς  «κλείσιμο»  τοῦ  ζητήματος  τῆς  Ἕνωσης  ἦταν  ἡ  στάση  τῆς  Ὑ‐
ψηλῆς Πύλης ἡ ὁποία ἀντιδροῦσε σφοδρῶς.  
Ἄρα εἶχε ἔρθει ἡ ὥρα νὰ ἔρθει ὀ Βενιζέλος στὴν Ἀθήνα, γιὰ 
νὰ ἀναλάβει τὴν πρὸς πόλεμον προπαρασκευὴ τῶν Ἑλλήνων. 
Αὐτὸ καὶ ἔγινε. 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 

1   Βασίλειον  τῆς  Ἑλλάδος.  Παράρτημα  τῆς  Ἐφημερίδος  τῆς  Κυβερνήσεως  ἐν 


Κρήτῃ, τεῦχος Α΄, ἀρ. 30 (31 Μαΐου 1910), σ. 121‐127. 
2  Βασίλειον  τῆς  Ἑλλάδος.  Παράρτημα  τῆς  Ἐφημερίδος  τῆς  Κυβερνήσεως  ἐν 

Κρήτῃ, τεῦχος Α΄, ἀρ. 31 (31 Μαΐου 1910), σ. 121‐127. 
 
 

77
 
 
Ὁ Βενιζέλος ἀγορεύει στὴν Ἀθήνα. 
 
 
 
 
 
 

78
ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΔΕΥΤΕΡΟ 
 
Βαλκανικὸ δρᾶμα 
 
Δὲν  εἶναι  δυνατὸ  νὰ  γίνει  πλήρως  ἀντιληπτὸ  τὸ  ἔργο  τοῦ  
Βενιζέλου  στὴν  Ἀθήνα,  ἐὰν  σταθερῶς  δὲν  λαμβάνεται  ὑπόψη  ὁ 
ρόλος ποὺ εἶχε διαδραματίσει στὴν Κρήτη. Ἐκεῖ εἶχε ἀναδειχτεῖ –
προκαλώντας,  ἐξυπακούεται,  καὶ  τὶς  ἀνάλογες  λαϊκὲς  ἀντιδρά‐
σεις–  σὲ  κατ’  ἐξοχὴν  ὄργανο  τῆς  βρεταννικῆς  πολιτικῆς.  Καὶ  βέ‐
βαια, τὸ καίριο ἐρώτημα εἶναι τί τότε ἐπιδίωκε τὸ Λονδῖνο. 
 
α΄ 
 
Ἔχει  βασίμως  ὑποστηριχθεῖ  πὼς  ἡ  Ἀγγλία  ἐκείνη  τὴν  ἐποχὴ 
ἤθελε  τὴν  εὐρεῖα  αὐτονόμηση  καί,  στὴ  συνέχεια,  τὴν  ἀνεξαρ‐
τησία τῆς Κρήτης, ὥστε πλήρως νὰ ἐλέγχει τὸν περίφημο «δρόμο 
τῶν Ἰνδιῶν»·1 ἀλλὰ αὐτὸ δὲν φαίνεται ἱκανὸ νὰ προσφέρει πλήρη 
ἐξήγηση  τῶν  τότε  δρωμένων.  Tὸ  βέβαιο,  πράγματι,  εἶναι  ὅτι  ἤδη 
ἀπὸ  τὶς  ἀρχὲς  τοῦ  Κ΄  αἰώνα  εἶχε  ὀργανωθεῖ  οἱονεὶ  συνολικὴ 
ἐπίθεση κατὰ τῆς Ὀθωμανικῆς Αὐτοκρατορίας μὲ σκοπὸ ἀπώτερο 
τὴ  διάλυσή  της.  Γιατί;  Διότι  σὲ  περιοχὲς  τοῦ  πλανήτη  μας  ποὺ 
ἀκόμη ὑπάγονταν στὴν ἐξουσία τῆς Ὑψηλῆς Πύλης περιέχονταν 
κοιτάσματα  πετρελαίου,  ὅσον  ἀφορᾶ  τὰ  ὁποῖα  ὁ  ἀγγλογερμανι‐
κὸς  ἀνταγωνισμὸς  εἶχε  ἀρχίσει  ἤδη  ἀπὸ  τὸ  1901.2  Ἡ  Βρεταννία 
εἶχε  ἄνθρακα,  ἀλλὰ  δὲν  εἶχε  πετρέλαιο·3  καὶ  ἡ  μὲν  σημασία  τοῦ 
ἄνθρακα  εἶχε  φανεῖ  θετικῶς  καθοριστικὴ  κατὰ  τὴν  ἔναρξη  καὶ 
ἐξέλιξη  τῆς  Βιομηχανικῆς  Ἐπανάστασης,  τώρα  ὅμως  ἐξίσου 
ἀποφασιστικὴ  μποροῦσε  νὰ  ἀποδειχτεῖ  ἡ  σημασία  τοῦ  πε‐
τρέλαιου. Ἤδη ἀπὸ τὰ πρῶτα ἔτη τοῦ Κ΄  αἰώνα λοιπόν, οἱ Ἄγγλοι 

1 Σπ. Β. Μαρκεζίνη, Πολιτικὴ Ἱστορία τῆς Νεωτέρας Ἑλλάδος, 1828‐1964, τόμ. Γ΄: 
Ἡ μεγάλη ἐξόρμησις, 1909‐1922 (Ἀθήνα: Πάπυρος, 1966), σ. 64. 
2  Iraq  and  the  Persian  Gulf  (B.R.  524.  Naval  Intelligence  Division,  September  1944), 

σσ. 269‐280, 493. 
3 W. S. Churchill, The World Crisis, 1911‐1918, τόμ. I (London: Odhams Press [χ.ἔ.]), 

σ. 101. 

79
ἀντικαθιστοῦσαν,  στὰ  πολεμικά  τους  πλοῖα,  τὸν  ἄνθρακα  μὲ 
πετρέλαιο  –  λόγω  τῶν  μεγάλων  πλεονεκτημάτων  αὐτοῦ  τοῦ  τε‐
λευταίου.1 Χωρὶς τὸν Στόλο της ὅμως ἡ Βρεταννία θὰ κατέρρεε.2 Τί 
θὰ γινόταν ἑπομένως, σὲ περίπτωση κατὰ τὴν ὁποία οἱ ἰθύνοντες 
τοῦ  Λονδίνου  δὲν  θὰ  μποροῦσαν  νὰ  βροῦν  πετρέλαιο  γιὰ  τὰ 
καράβια τους; 
  Φάσεις αὐτῆς τῆς γενικευμένης ἐπίθεσης κατὰ τῆς Ὑψηλῆς 
Πύλης  μποροῦν  νὰ  θεωρηθοῦν  ἡ  ἰταλοτουρκικὴ  σύρραξη  τῶν 
ἐτῶν  1911‐1912,  οἱ  Βαλκανικοὶ  πόλεμοι  καί,  φυσικά,  ἡ  ἑλληνο‐
τουρκικὴ  σύγκρουση  στὴ  Μικρὰ  Ἀσία  πού,  τελικῶς,  ἐπέφερε  τὸ 
ἀπὸ  τὸ  Λονδῖνο  ποθούμενον·  τὸν  ἔλεγχο  δηλαδὴ  τῶν  πετρελαιο‐
φόρων κοιτασμάτων στὸ βόρειο Ἰράκ, πού, κανονικά, ἀνῆκαν ὄχι 
μόνο  στὴν  Ὀθωμανικὴ  Αὐτοκρατορία  μὰ  καὶ  στὴ  Νέα  Τουρκία 
τοῦ  Μουσταφᾶ  Κεμάλ.  Ἔτσι  ἐξηγεῖται  ἐξ  ἄλλου  ἡ  ἀγαστή,  στὴν 
Κρήτη, συνεργασία τῆς Βρεταννίας, τῆς Γαλλίας καὶ τῆς Ἰταλίας – 
προδικάζοντας,  ἐννοεῖται,  καὶ  τὴ  μετέπειτα  στάση  αὐτῆς  τῆς  τε‐
λευταίας πού, ὡς γνωστόν, παρὰ τὴ συμμαχία ποὺ εἶχε ἤδη συνά‐
ψει  μὲ  τὴ  Γερμανία,  συμπαρατάχθηκε,  τὸ  1915,  μὲ  τὶς  Δυνάμεις 
τῆς Ἐγκάρδιας Συνεννόησης. 
  Στὰ πλαίσια τῆς πολιτικῆς αὐτῆς, ἐκεῖνο ποὺ κυρίως ἐνδιέ‐
φερε  τὸ  Λονδῖνο  ἦταν  νὰ  ἔχει, σὲ  γεωπολιτικῶς  (ὅπως κανεὶς θὰ 
ἔλεγε  σήμερα)  καίρια  σημεῖα,  ἀνθρώπους  δικούς  του.  Ἕνας  ἀπὸ 
αὐτοὺς  σαφῶς  ἦταν  ὁ  βασιλιὰς  τῶν  Ἑλλήνων  Γεώργιος  Α΄,  ποὺ 
ὅμως  δὲν  ἐπαρκοῦσε.  Ἦταν  καλοζωιστὴς  καί,  ἀκόμα,  πολὺ  τὸν 
ἐνδιέφερε ἡ οἱονεὶ ἐπιβίωσή του σὲ περίπτωση ἐκθρόνισης, καθὼς 
ἐντόνως  τὸν  φόβιζε  τὸ  προηγούμενο  τοῦ  Ὄθωνος.  Ἐπιπλέον,  ἡ 
σύζυγός του, ἡ Ὄλγα, ἦταν μέλος τοῦ αὐτοκρατορικοῦ Οἴκου τῶν 
Ρομανώφ.  Θὰ  μποροῦσε,  κατὰ  συνέπεια,  ὁ  ἀγαθὸς  οὐ  μὴν  ἀλλὰ 
καὶ εἴρων βασιλεὺς Γεώργιος νὰ ἀναλάβει, μετὰ τὸν περίγελω ποὺ 
εἶχε  προκαλέσει  τὸ  φιάσκο  τοῦ  1897,  τὴν  προετοιμασία  νέας 
πολεμικῆς σύγκρουσης μὲ τὴν Τουρκία; Μᾶλλον ὄχι· ἄρα ἔπρεπε 
νὰ τὸν βοηθήσει ὁ Ἐλευθέριος Βενιζέλος. 

1 Αὐτόθι. 
2 Αὐτόθι. 

80
  Αὐτὸς  ἄλλωστε  δὲν  παρέλειπε  σταθερῶς  νὰ  δίνει 
ἀποδείξεις  δημόσιες  τῆς  προσήλωσής  του  στὴ  βρεταννικὴ 
πολιτική. Ἤδη ἀπὸ τὸ 1886 ὑποστήριζε τὴν ἰδέα τῆς συνεργασίας 
τῶν  βαλκανικῶν  λαῶν1  –  προφανῶς  παίρνοντας  γραμμὴ  ἀπὸ  τὴ 
στάση  ποὺ  ἐν  προκειμένῳ  ἐπίσης  τηροῦσε  ὁ  ἐπίσης  φίλαγγλος 
Χαρίλαος  Τρικούπης.2  Ὅταν  μάλιστα,  μετὰ  τὴν  ἀποπομπὴ  τοῦ 
πρίγκιπα  Γεώργιου,  ἡ  πολιτική  του  ἰσχὺς  μεγάλωσε,  δὲν  δίσταζε 
δημοσίως νὰ διακηρύσσει τὴν ἀνάγκη συνεργασίας Ἑλλήνων καὶ 
Βουλγάρων·3  καὶ  αὐτὰ  τὰ  ἔλεγε  σὲ  ἀνθρώπους  ποὺ  μόλις  εἶχαν 
ἐπιστρέψει  ἀπὸ  μάχες  στὴ  Μακεδονία  καὶ  ἀπὸ  τοὺς  ὁποίους  φυ‐
σικὸ  ἦταν  νὰ  μπορεῖ  νὰ  παρεξηγηθεῖ.  Κατὰ  συνέπεια,  γιὰ  νὰ 
μπορεῖ  νὰ  μιλάει  ἔτσι  ἀνοιχτά,  εἶχε  παράγοντες  οἱ  ὁποῖοι  τὸν 
ὑποστήριζαν· καὶ αὐτοὶ δὲν μποροῦσαν νὰ εἶναι παρὰ εἴτε Ἄγγλοι 
ἢ  ἀγγλόφιλοι. Εἶναι γνωστό, πράγματι, ὅτι μόλις ξέσπασε ἡ ἀπὸ 
τὸ  Λονδῖνο  εὐνοημένη  αὐτονομιακὴ  ἐξέγερση  τοῦ  1895,  ἔσπευσε 
στὴν  Κρήτη  ὁ  James  Bourchier,  ἀνταποκριτὴς  στὰ  Βαλκάνια  τῆς 
ἐφημερίδας  τοῦ  Λονδίνου  The  Times  καθὼς  καὶ  ὁ  ἐπίσης  δημο‐
σιογράφος  Εmile  Joseph  Dillon.4  Ἀπὸ  αὐτούς,  ὁ  δεύτερος  θὰ  τὸν 
ἐπέβαλλε  στὴν  ἑλληνικὴ  πολιτικὴ  σκηνή,  ἐνῶ  ὁ  πρῶτος  ἔμελλε 
νὰ τοῦ ὑποδείξει τί ὄφειλε νὰ πράξει ἐν ὄψει τῆς ἔκρηξης τοῦ Α΄ 
Βαλκανικοῦ  πολέμου.  Ἔτσι,  δεδομένου  τοῦ  ἐνδιαφέροντος  μὲ  τὸ 
ὁποῖο σταθερῶς, ἤδη ἀπὸ τὴ δεκαετία τοῦ 1880, τὸν περιέβαλλαν 
οἱ Βρεταννοὶ ἰθύνοντες, φυσικὸ ἦταν νὰ ἀναλάβει τὴ στὴν Ἀθήνα 
δημόσια  καθιέρωσή  του  ὁ  βασιλιὰς  Γεώργιος,  κύριο  στήριγμα  –
θεωρητικῶς ἔστω‐ τῆς ἀγγλικῆς πολιτικῆς στὴν Ἑλλάδα. 
 

1  Θωμᾶ  Ἀθ.  Βαΐδη,  Ἐλευθέριος  Βενιζέλος:  Μελέτη  Πολιτικῆς  Ἱστορίας  καὶ 


κριτικῆς, Ἀθήνα: «Πατρίς», 1934, σ. 63. 
2  Βλ.  σχετικῶς  Σπ.  Β.  Μαρκεζίνη,  Πολιτικὴ  Ἱστορία  τῆς  Νεωτέρας  Ἑλλάδος, 

1828‐1964, τόμ. Β΄: Ἡ συνταγματικὴ βασιλεία, 1863‐1909 (Ἀθήνα: Πάπυρος, 1966), 
σσ. 79, 179, 185 καὶ ἰδίως 214‐215.  
3  Δημ.  Βακᾶ,    Ὁ  Ἐλ.  Βενιζέλος  πολεμικὸς  ἡγέτης.  Ἱστορικαὶ  σελίδες  ἀπὸ  τὴν 

δημιουργίαν τῆς Μεγάλης Ἑλλάδος, 1910‐1920 (Ἀθήνα:  Σαλίβερος, 1949), σ. 18. 
4  Παύλου  Γύπαρη,  Ἐλευθέριος  Βενιζέλος,  ὁ  μέγας  δημιουργός.  Ἡ  ζωή  του,  ἡ 

δρᾶσις  του,  Α΄  (Ἀθήνα,  1955),  σ.  84˙  πρβλ.  Λεωνίδα  Ἰ.  Παρασκευόπουλου, 
Ἀναμνήσεις, 1896‐1920 (Ἀθήνα: Πυρσός, 1933), σσ. 33‐34. 

81
 

 
                           Δημήτριος Γούναρης 
 
 
 

82
β΄ 
 
Ἀκόμα  παραμένει  ἄγνωστο  τὸ  ποιὸς  εἶχε  τὴν  πρωτοβουλία  τῆς 
ἵδρυσης  τοῦ  Στρατιωτικοῦ  Συνδέσμου·1  ὅ,τι  ὅμως  πρέπει  νὰ 
θεωρηθεῖ  βέβαιο  εἶναι  ὅτι  ὁ  Σύνδεσμος  σχηματίστηκε  πάνω  στὸ 
πρότυπο  τοῦ  νεοτουρκικοῦ  κομιτάτου  «Ἕνωση  καὶ  Πρόοδος»  καὶ 
ὅτι  ἀρχικῶς  δὲν  στρεφόταν  οὔτε  κατὰ  τοῦ  ἑλληνικοῦ  βασιλικοῦ 
Οἴκου  γενικῶς  ἀλλὰ  οὔτε  κατὰ  τοῦ  Γεωργίου  Α΄  ἰδιαιτέρως.2 
Σαφὲς ὅμως εἶναι, ἀπὸ τὴν ἄλλη πλευρά, ὅτι στοὺς κόλπους του, 
μετὰ  τὸ  κίνημα  στὸ  Γουδί,  πρῶτος  ἔρριξε  τὴν  ἰδέα  μετάκλησης 
ἀπὸ  τὴν  Κρήτη  τοῦ  Βενιζέλου  ὀ  ἴλαρχος  Παμίκος  Ζυμπρακάκης 
κατὰ  τὸν  Ὀκτώβριο  τοῦ  1909·3  ἡ  πρότασή  του  ὅμως  ἀμέσως 
ἀπορρίφθηκε,4  δεδομένου  ὅτι  ὁ  μελλοντικὸς  πρωθυπουργὸς  δὲν 
ἦταν εὐρέως γνωστὸς στὴν Ἀθήνα, ἐνῶ παράλληλα ἡ δράση του 
στὴν  Κρήτη  ἐξακολουθοῦσε  νὰ  προκαλεῖ  μεγάλα  ἐρωτηματικά.5 
Λογικότερο,  ἐξ  ἄλλου,  θὰ  ἦταν  ὁ  Στρατιωτικὸς  Σύνδεσμος  νὰ 
ἐπιλέξει  ὡς  πολιτικό  του  ἡγέτη  τὸν  Δημήτριο  Γούναρη,  ὁ  ὁποῖος 
εἶχε  βοηθήσει  τοὺς  στρατιωτικοὺς  κατὰ  τὴ  σύνταξη  τοῦ  ἀνορ‐
θωτικοῦ  τους  προγράμματος.6  Αὐτὸς  ὁ  τελευταῖος  ὅμως  πα‐
ραγκωνίστηκε, ἀκριβῶς τὴν τελευταία στιγμή, βάσει «συκοφαντι‐
κῆς»  διάδοσης,  ἡ  πηγὴ  τῆς  ὁποίας  οὔτε  σήμερα  δὲν  ἔχει  ἀνευ‐
ρεθεῖ. Ὅταν πράγματι ὁ διάδοχος Κωνσταντῖνος, φεύγοντας ἀπὸ 
τὴν  Ἑλλάδα  μετὰ  τὴ  λόγω  ἀπαίτησης  τοῦ  Στρατιωτικοῦ  Συν‐
δέσμου  ἀπομάκρυνσή  του  ἀπὸ  τὶς  Ἔνοπλες  Δυνάμεις,  πέρασε 

1  Sir  Basil  Thomson,  Οἱ  μυστικὲς  ὑπηρεσίες  τῶν  Συμμάχων  στὴν  Ἑλλάδα. 
Μετάφραση‐σχόλια‐ἐπίλογος Κώστα Μπαρμπῆ (Ἀθήνα: Λογοθέτης, χ.ἔ.), σ. 36. 
2 Αὐτόθι. 

3 Σπ. Β. Μαρκεζίνη, Πολιτικὴ Ἱστορία τῆς Νεωτέρας Ἑλλάδος..., τόμ. Γ΄, σ. 95.  

4 Αὐτόθι· Νικολάου Ζορμπᾶ, Ἀπομνημονεύματα. Ἡ Ἐπανάσταση τοῦ Γουδὶ (1909), 

Ἀθήνα: Μέτρον, 20052, σ. 81. 
5 Πρβλ. Douglas Dakin, The Unification of Greece, 1770‐1923 (Λονδῖνο: Ernest Benn, 

1972),  σ.  183∙  Δημ.  Χρονόπουλου,  Δημήτριος  Γούναρης  (Ἀθήνα:  Ἑλληνικὴ 


Εὐρωεκδοτική, χ.ἔ.), σσ. 39‐40. 
6 Ἐφ. Καιροὶ (Ἀθήνα), φ. 8ης Αὐγούστου 1909, σ.1 ∙ πρβλ. Ἰωάννου Γ. Ἠλιάκη, Ὁ 

Βενιζέλος  καὶ  ἡ  πολιτικὴ  (Ἀθήνα:  Γ.  Ἠ.  Καλέργης,  χ.ἔ.),  σ.  25  (ἂν  καὶ  εἰδικῶς 
αὐτὸ τὸ τελευταῖο ἔργο εἶναι σαφῶς προκατειλημμένο ἐναντίον τοῦ Γούναρη).  

83
ἀπὸ  τὴν  Πάτρα,  στὶς  25  Αὐγούστου  1909,  ὁ  λαὸς  τοῦ  ἐπιφύλαξε 
ὑποδοχὴ  σχεδὸν  ἀποθεωτική.  Ὁ  Κωνσταντῖνος  συγκινήθηκε  καὶ 
δήλωσε τὰ ἀκόλουθα: Ὁ Λαὸς ἀποδίδει δικαιοσύνην. Ἐγὼ οὐδέποτε 
ἠθέλησα  ν’ἀδικήσω  κανένα…  Πάντοτε  ἀπέβλεψα  εἰς  τὸ  συμφέρον 
τοῦ  Λαοῦ  καὶ  τοῦ  Στρατοῦ.  Καὶ  προσέθεσε  σὲ  στρατιωτικὸ  ποὺ 
ἐκείνη τὴ στιγμὴ βρισκόταν κοντά του: Πέστα [αὐτὰ] στοὺς ἀξιω‐
ματικούς.1 
Ὅπως  θὰ  μποροῦσε  νὰ  περιμένει  κανείς,  ὅλα  αὐτὰ  ἑρμη‐
νεύθηκαν  ὡς  ἀντίδραση  κατὰ  τοῦ  κινήματος  στὸ  Γουδί·2  παράλ‐
ληλα  ὅμως  εὐρύτατα  κυκλοφόρησε  ἡ  «εἴδηση»  ὅτι  τὴν  ὑποδοχὴ 
τὴν εἶχε ὀργανώσει ὁ Γούναρης, πού, ἀκριβῶς ἐκεῖνες τὶς ἡμέρες, 
ἔλειπε ἀπὸ τὴν Πάτρα. Ὁ τελευταῖος ἔσπευσε νὰ στείλει ἐπιστολὴ 
στὶς ἐφημερίδες, μὲ τὴν ὁποία ἔβαζε τὰ πράγματα στὴ θέση τους: 
Δὲν  γνωρίζω  ὑπὸ  τίνος  διεδόθη  ὅτι  ἡ  ἐν  Πάτραις  γενομένη  ἐκδή‐
λωσις  συμπαθείας  πρὸς  τὴν  Α.Β.Υ.  τὸν  Διάδοχον  ὠργανώθη  παρ’ 
ἐμοῦ. Εἶνε τόσον πονηραὶ αἱ ἡμέραι, ὥστε θὰ ἦτο τῇ ἀληθείᾳ περί‐
εργον,  ἂν δὲν ἐτίθεντο  εἰς  κυκλοφορίαν  παρόμοιαι  ψευδολογίαι.  Ὁ 
λαὸς  τῶν  Πατρῶν  δύναται  νὰ  ἐκτιμήσῃ  ὄχι  τὴν  βασιμότητα  τῆς 
διαδόσεως,  τοῦτο  εἶνε  περιττόν,  ἀλλὰ  τὴν  ἠθικὴν  ποιότητα  τῶν 
διαδοσάντων. Πάντες γνωρίζουσιν ὅτι ἐγὼ ἀπουσίαζον τῶν Πατρῶν 
καὶ  ὅτι  εἰς  τὴν  πρότασιν  διὰ  παρασκευὴν  καὶ  ὀργάνωσιν  τῆς  γενο‐
μένης  δεξιώσεως  [=ὑποδοχῆς]  οὐδεὶς  τῶν  ἰδιαιτέρων  φίλων  μου 
ἀνεμείχθη.  Καὶ  ὅμως  ἐκρίθη  συμφέρον  ν’ἀναγραφῇ  ἡ  εἴδησις  καὶ 
ἀνεγράφη…3  Ἡ  ζημιὰ  ὅμως  εἶχε  γίνει.  Ὁ  Γούναρης  θεωρήθηκε 
ἀντίθετος  πρὸς  τὸν  Στρατιωτικὸ  Σύνδεσμο,  τὸν  ὁποῖο  –αὐτὸ  ἂς 
ὑπογραμμιστεῖ ἀκόμα μιὰ φορὰ– αὐτὸς εἶχε καθοδηγήσει κατὰ τὰ 
πρῶτα βήματά του, καὶ ἐξοβελίστηκε διὰ παντός.4 

1 Ἐφ. Καιροί, φ. 26ης Αὐγούστου 1909, σ. 3. 
2  «Πνεῦμα  ἀντιδράσεως»,  ἐφ.  Καιροί,  φ.  27ης  Αὐγούστου  1909,  σ.  1˙  πρβλ.  Γ. 
Ἀσπρέα,  Πολιτικὴ  Ἱστορία  τῆς  Νεωτέρας  Ἑλλάδος,  τόμ.  Β΄  (Ἀθήνα:  Χρήσιμα 
Βιβλία, χ. ἔ. [β΄ ἔκδοση]), σ. 115. 
3 Ἐφ. Καιροί, φ. 29ης Αὐγούστου 1909, σ. 3. 

4  Πρβλ.  Ἰωάννη  Ἡρ.  Μάλλωση,  Ἡ  πολιτικὴ  ἱστορία  τοῦ  Δημητρίου  Π.  Γούναρη, 

τόμ. Α΄ (Ἀθήνα: Νέα Ἐποχή, 1926), σσ. 203‐206∙ Ἀρίστου Καμπάνη, Ὁ Δημήτριος 

84
 Τὸ  ἐρώτημα  ὅμως  παραμένει:  Ποιὸς  καθιέρωσε  τὸν  Βενι‐
ζέλο στὴ συνείδηση τῶν ἰθυνόντων τοῦ Στρατιωτικοῦ Συνδέσμου; 
Ἡ ἀπάντηση σὲ αὐτὸ τελικῶς δὲν εἶναι δύσκολη: Ἐπιβλήθηκε ἀπὸ 
τὸ  ἐξωτερικό.  Ἀρχικά,  πράγματι,  τὸ  κίνημα  στὸ  Γουδὶ  δὲν  εἶχε 
γίνει  εὐνοϊκὰ  δεκτὸ  ἀπὸ  τὴν  εὐρωπαϊκὴ  κοινὴ  γνώμη,  ἐφ’ὅσον 
εἶχε χαρακτηριστεῖ ὡς ἀντιδραστικὸν καὶ ὅμοιον περίπου πρὸς τὴν 
ἐπανάστασιν  τῶν  Νεοτούρκων  οὕς,  οὗτος  [=ὁ  εὐρωπαϊκὸς  τύπος] 
διετείνετο,  ἐμιμήθησαν  οἱ  Ἕλληνες  ἀξιωματικοί.1  Ἀδίκως  ὁ  συν‐
ταγματάρχης Νικόλαος Ζορμπᾶς, ἐπικεφαλῆς τῶν ξεσηκωμένων 
ἀξιωματικῶν,  προσπαθοῦσε  νὰ  βάλει  τὰ  πράγματα  στὴ  θέση 
τους,  ἐξηγώντας  τὴν  κατάσταση  σὲ  ἀπεσταλμένους  μεγάλων 
εὐρωπαϊκῶν  ἐφημερίδων  ποὺ  ἔρχονταν  στὴν  Ἀθήνα,  γιὰ  νὰ 
ἐξακριβώσουν τὴν κατάσταση αὐτοπροσώπως: Τὰ λεγόμενα  [τοῦ 
Ζορμπᾶ]  ἐδημοσιεύοντο  παρ’αὐτῶν  εἰς  τὰς  σχετικὰς  ἐφημερίδας 
μετὰ  σχολίων,  ἐφ’  ὧν  κατεφαίνετο  ὅτι  ὅτι  αἱ  πλεῖσται  τούτων  δὲν 
μετέβαλον τὴν περὶ τοῦ Σ. Συνδέσμου γνώμην των…2  
Τὸ  θέμα  ἤτανε  πολὺ  σοβαρό.  Οἱ  Νεότουρκοι,  πράγματι, 
εἴχανε προβάλει θέσεις ποὺ αὐτόχρημα ἔπλητταν τὸ Πατριαρχεῖο 
Κωνσταντινουπόλεως.3  Ἐάν,  κατὰ  συνέπεια,  καὶ  ὁ  Στρατιωτικὸς 
Σύνδεσμος  ἐξομοιωνόταν  μὲ  αὐτούς,  τότε  ἡ  κοινὴ  γνώμη  θὰ  τὸν 
ἐκλάμβανε  ὡς  δύναμη  ποὺ  πήγαινε  νὰ  πλήξει  τὴν  Ἐκκλησία, 
βάση τοῦ σύγχρονου Ἑλληνικοῦ Ἔθνους.4 Καὶ τότε, μέσα σὲ αὐτὸ 
τὸ  δυσμενὲς  ὅσον  ἀφορᾶ  τὴν  εὐρωπαϊκὴ  κοινὴ  γνώμη  κλῖμα  γιὰ 
τὸν  Στρατιωτικὸ  Σύνδεσμο,  ἀνοιχτὰ  πιὰ  μπῆκε  μπροστὰ  γιὰ  τὴν 
ἐπιβολὴ τοῦ Βενιζέλου ὁ βρεταννικὸς παράγοντας. Ὁ Dillon, ποὺ 
τόσο τὸν εἶχε ὑποστηρίξει στὴν Κρήτη, ἄρχισε καὶ πάλι νὰ ἀρθρο 

Γούναρης καὶ ἡ ἑλληνικὴ κρίσις τῶν ἐτῶν 1918‐1922 (Ἀθήνα: Πυρσός, 1946), σσ. 
45‐47. 
1 Ν. Ζορμπᾶ, Ἀπομνημονεύματα…, σ. 62. 

2 Αὐτόθι, σ. 64. 

3 F. R. Bridge, Austro‐Hungarian Documents relating to the Macedonian Struggle, 1896‐

1912 (Θεσσαλονίκη: Institute for Balkan Studies, 1976), ἀρ. 407,  σσ. 449‐450. 
4  Correspondance  du  comte  Capodistria,  Président  de  la  Grèce  (Γενεύη:  Cherbouliez, 

1839), σ. 265. (Ἐπιστολὴ τοῦ Καποδίστρια πρὸς τὸν Willmot‐Horton, Ὀκτώβριος 
τοῦ 1827.) 

85
γραφεῖ  ἐκθειάζοντάς  τον  ὡς  τὸν  μοναδικὸ  ποὺ  μποροῦσε  νὰ 
βγάλει  τὴν  Ἑλλάδα  ἀπὸ  τὸ  «ἀδιέξοδο»:  Τὸ  ἀτύχημα  τοῦ  Συνδέ‐
σμου,  τόνιζε  ὁ  Ἄγγλος  δημοσιογράφος  σὲ  κείμενό  του  ποὺ  συνέ‐
ταξε ἀφοῦ, κατὰ τὸ 1909, ἐπισκέφτηκε τὴν Ἀθήνα, ὑπῆρξεν ὅτι δὲν 
εὐμοίρησεν  ἀνδρὸς  ρέκτου...  Ἀνὴρ  ἐν  τούτοις  μὲ  ἰσχυρὰν  προσω‐
πικότητα,  δυνάμενος  νὰ  ἐπιβάλλεται  διὰ  τοῦ  λόγου  καὶ  νὰ  καθο‐
δηγῇ  τὸν  δῆμον,  εὐκόλως  θὰ  ἠνάγκαζε  τὴν  πλάστιγγα  νὰ  κλίνῃ 
πρὸς τοῦτο ἢ ἐκεῖνο  τὸ μέρος.  Ἕνα  δὲ γνωρίζω τοιοῦτον  ἄνδρα  με‐
ταξὺ τῶν ἑλληνοφώνων [sic] λαῶν. Καὶ οὗτος εἶναι Κρής, ἔνθερμος 
μεταρρυθμιστής,  ὀξυδερκὴς  παρατηρητής,  εὐσυνείδητος  ἐργάτης. 
Ἂν τῷ ἐδίδετο ἐλευθερία ἐνεργείας, εὐκόλως θὰ ἠδύνατο νὰ ἄρῃ τὰ 
κατὰ τῆς ἀνορθώσεως προσκόμματα... 1  
Ἡ  ἑλληνικὴ  ἐκδοχὴ  τοῦ  ἄρθρου  γρήγορα  δημοσιεύθηκε  σὲ 
ἀθηναϊκὲς  ἐφημερίδες.  Ἔτσι,  μέσα  στὴν  ἄσχημη  γιὰ  τοὺς 
ἀξιωματικοὺς  ἀτμόσφαιρα  ποὺ  εἶχε  πιὰ  διαμορφώσει  ὁ  διεθνὴς 
Τύπος, ὅταν, στὰ τέλη τοῦ 1909, ὁ Π. Ζυμπρακάκης ὑπέβαλε ξανὰ 
πρόταση  μετάκλησης  τοῦ  Βενιζέλου  ἀπὸ  τὴν  Κρήτη,  αὐτὴ  ὑπο‐
στηρίχτηκε  «καὶ  ἀπὸ  ἄλλους»  μὲ  ἀποτέλεσμα  νὰ  γίνει  τελικῶς 
δεκτή.2  Ἡ  ἐμμονή,  μάλιστα,  τοῦ  Ζυμπρακάκη  ὅσον  ἀφορᾶ  τὸν 
Βενιζέλο θεωρήθηκε τότε φυσική, γιατὶ ἰδιαίτερη πατρίδα καὶ τῶν 
δύο  ἦταν  ἡ  Κρήτη˙  στὴν  πραγματικότητα  ὅμως  συνέβαινε  ἀκρι‐
βῶς  τὸ  ἀντίθετο.  Ἐπειδή,  πράγματι,  ὁ  Ζυμπρακάκης,  καταγόταν 
ἀπὸ  τὴ  Μεγαλόνησο  καὶ  εἶχε  οἰκογενειακοὺς  δεσμοὺς  μὲ  τὴ  βα‐
σιλικὴ  οἰκογένεια  καὶ  τὸ  περιβάλλον  της,3  ἀρχικῶς  εἶχε  τελείως 
ἀρνητικὴ ἰδέα γιὰ τὸν Βενιζέλο·4   προφανῶς λοιπὸν τὸν ἔκανε νὰ 

1 Ἰ. Γ. Ἠλιάκη, Ὁ Βενιζέλος καὶ ἡ πολιτική, σσ. 52‐53·  πρβλ. Σπ. Β. Μαρκεζίνη, 
Πολιτικὴ Ἱστορία τῆς Νεωτέρας Ἑλλάδος..., τόμ. Γ΄, σ. 95. 
2  Ν.  Ζορμπᾶ,  Ἀπομνημονεύματα…,  σσ.  81‐82.  Πάντως,  χρειάστηκαν  πέντε 

ἀλλεπάλληλες  συνεδριάσεις  τοῦ  «διευθυντήριου»  τῆς  «Ἐπανάστασης»  (δέκα 


λοχαγοὶ  ὑπὸ  τὴν  προεδρία  τοῦ  Ν.  Ζορμπᾶ),  γιὰ  νὰ  «περάσει»  ἡ  ἰδέα  τῆς  με‐
τάκλησης τοῦ Βενιζέλου. (Γ. Ἀσπρέα, Πολιτικὴ Ἱστορία τῆς Νεωτέρας Ἑλλάδος, 
τόμ. Β΄, σσ. 125‐126.)  
3  Πολυχρόνη  Κ.  Ἐνεπεκίδη,  Ἡ  δόξα  καὶ  ὁ  Διχασμός,  1908‐1918  (Ἀθήνα:  Ζαχα‐

ρόπουλος, 19922 ), σ. 108. 
4 Δημήτρη Πουρνάρα, Ἐλευθέριος Βενιζέλος. (Ἡ ζωὴ καὶ τὸ ἔργον του), Ἀθήνα: 

Ἐλεύθερος, χ.ἔ., σ. 176. 

86
 
ἀλλάξει γνώμη ἡ δημοσιογραφικὴ ἐκστρατεία ποὺ εἶχε ἀναλάβει 
ὑπὲρ  τοῦ  Βενιζέλου  ὁ  Dillon  καὶ  οἱ  ἐπιπτώσεις  της.1  Ἄλλωστε, 
ἔπρεπε  νὰ  «πέσει»  τὸ  ταχύτερο  ὁ  τότε  πρωθυπουργὸς  Κυριακού‐
λης  Μαυρομιχάλης,  γιατί,  στὰ  πλαίσια  τῆς  ἀγορᾶς  τοῦ  θωρακι‐
σμένου καταδρομικοῦ «Ἀβέρωφ» ἀπὸ τὰ ἰταλικὰ ναυπηγεῖα «Or‐
lando», στὸ Λιβόρνο,2 ἐπιχειροῦσε εὐρύτερης σημασίας προσέγγι‐
ση μὲ τὴν Ἰταλία3 – ἡ ὁποία προσέγγιση προφανῶς ξεπερνοῦσε τὰ 
πλαίσια  ποὺ  εἶχαν  ἤδη  καθοριστεῖ  βάσει  τῆς  συνεργασίας  τῆς 
κυβέρνησης  τῆς  Ρώμης  μὲ  ἐκείνη  τοῦ  Λονδίνου.  Οἱ  Βρεταννοί, 
πράγματι, ἔχοντας καταφέρει νὰ εὐθυγραμμίσουν καὶ τὴ γαλλικὴ 
πλευρὰ ἐν προκειμένῳ, ἦταν τότε κατηγορηματικῶς ἀντίθετοι στὸ 
νὰ  ἔχει  ὁ  Ἑλληνικὸς  Στόλος  καὶ  βαρειὰ  πολεμικὰ  πλοῖα:4  Αὐτὸς 
ἔπρεπε  νὰ  διαθέτει  μόνο  μικρά,  ἐλαφρὰ  σκάφη,  τὰ  ὁποῖα,  σὲ 
περίπτωση  γενικευμένης  σύρραξης,  θὰ  δροῦσαν  ὡς  βοηθητικά, 
στὴ Μεσόγειο, τῶν βρεταννικῶν καὶ γαλλικῶν πολεμικῶν.5  
 Ὅπως  καὶ  νὰ  εἶναι,  ὁ  Βενιζέλος  ἦρθε  στὴν  Ἀθήνα  στὶς  26 
Δεκεμβρίου  19096  καὶ  ἔσπευσε  νὰ  συναντηθεῖ  μὲ  τοὺς  ἰθύνοντες 
τοῦ  Στρατιωτικοῦ  Συνδέσμου.  Στὶς  συνομιλίες  ποὺ  ἐπακολού‐
θησαν  ἀμέσως  ἐξήγησε  τὶς  βάσεις  τῆς  πολιτικῆς  ποὺ  ἔμελλε 
μακροπροθέσμως  νὰ  ἀκολουθήσει:  Περιορισμὸς  τοῦ  στέμματος 
στὰ  αὐστηρῶς  συνταγματικά  του  καθήκοντα  καί,  ἰδίως,  περι‐
στολὴ  τῆς  ἀνάμειξής  του  στὸν  τομέα  τῆς  ἐξωτερικῆς  πολιτικῆς. 
Παράλληλα  ὅμως,  ἐκδήλωσε  καὶ  σαφῆ  ἀντιπάθεια  πρὸς  τὸ 

1 Ἰ. Γ. Ἠλιάκη, Ὁ Βενιζέλος καὶ ἡ πολιτική, σ. 53. 
2  Κ.  Παΐζη‐Παραδέλη,  Τὰ  πλοῖα  τοῦ  ἑλληνικοῦ  Πολεμικοῦ  Ναυτικοῦ,  1830‐1979 
(Ἄθήνα: Γενικὸ Ἐπιτελεῖο Ναυτικοῦ, 1979), σ. 1 κ.ἑξ. 
3  Γ.  Ἀσπρέα,  Πολιτικὴ  Ἱστορία  τῆς  Νεωτέρας  Ἑλλάδος,  τόμ.  Β΄,  σσ.  128‐129· 

Περικλῆ Ἰ. Ἀργυρόπουλου, Ἀναμνήσεις. Τὸ ζήτημα τοῦ Ναυτικοῦ, ἡ ἐξέγερση στὸ 
Γουδί,  ὁ  Διχασμός,  1900‐1916.  Πρόλογος‐εἰσαγωγὴ‐σημειώσεις  Δημήτρη  Μιχα‐
λόπουλου (Ἀθήνα: Ἀρσενίδης, χ.ἔ.), σσ. 87‐90. 
4 Παύλου Β. Πετρίδη, Ξενικὴ ἐξάρτηση καὶ ἐθνικὴ πολιτικὴ (1910‐1920), Θεσσα‐

λονίκη: Παρατηρητής, 1981, σ. 227. 
5 Πρόκειται γιὰ τὸ περίφημο «Σχέδιο Φουρνιέ». (Ἀναλυτικῶς στὸ Κεφάλαιο Ε΄.) 

6  Στεφ.  Ἰ.  Στεφάνου,  Ἐλευθέριος  Βενιζέλος,  πλαστουργὸς  Ἱστορίας  (Ἀθήνα: 

19772 ), σ. 44. 

87
πρόσωπο τοῦ τότε διαδόχου Κωνσταντίνου. Κατὰ τὴν ἄποψή του, 
μάλιστα, ἐὰν ὁ βασιλιὰς δὲν συμμορφωνόταν πρὸς τὶς ὑποδείξεις 
του,  ἔπρεπε  νὰ  ἀντικατασταθεῖ  ἀπὸ  ἄλλο  μέλος  τῆς  οἰκογένειάς 
του,  ποὺ  σαφῶς  θὰ  ἔμπαινε  ὑπὸ  κηδεμονίαν  πεπειραμένων 
ἀνδρῶν.1  Μὲ  ἄλλα  λόγια,  σκοπὸς  τοῦ  Βενιζέλου  δὲν  ἤτανε  οὔτε 
πολιτειακὴ  ἀλλὰ  οὔτε  κἂν  δυναστικὴ  ἀλλαγὴ  στὴν  Ἑλλάδα. 
Ἐκεῖνο  ποὺ  ἐπιδίωκε  ἦταν  ἡ  πλήρης  εὐθυγράμμιση  τοῦ  στέμ‐
ματος  μὲ  τὰ  κελεύσματα  τῆς  Βουλῆς,  στὴν  ὁποία,  ὅπως  ὀρθῶς 
προεξοφλοῦσε,  θὰ  κυριαρχοῦσε  ὁ  ἴδιος.  Μὲ  συνέπεια,  δηλαδή, 
ἀκολουθοῦσε  ἀκριβῶς  τὴν  ἴδια  γραμμὴ  ποὺ  εἶχε  τηρήσει  στὴν 
Κρήτη – μὲ ἀποτέλεσμα νὰ συγκρουστεῖ μὲ τὸν πρίγκιπα Γεώργιο 
καί,  τελικῶς,  νὰ  τὸν  διώξει.  Ἐν  ὀλίγοις,  ἐπιδίωκε  τὴν  πλήρη  καὶ 
ἀκώλυτη  ἐφαρμογὴ  στὴ  δική  μας  χώρα  πολιτεύματος  τύπου 
καθαρῶς βρεταννικοῦ.  
Τὸ ἐρώτημα, βέβαια, ποὺ ὡς ἐν ἀναγλύφῳ προβάλλει εἶναι 
γιατί  ἡ  βρεταννικὴ  πλευρά,  ποὺ  σχεδὸν  ἐμφανῶς  καθοδηγοῦσε 
τὸν  Βενιζέλο,  εἶχε  παράπονα  μὲ  τὸν  Γεώργιο.  Ὁ  τότε  βασιλιὰς 
θεωροῦνταν ἀγγλόφιλος καὶ ἤδη ἀπὸ τὸ  1875 εἶχε  –ἐπιδεικτικῶς– 
ἐνστερνιστεῖ τὶς ἀρχὲς τοῦ κοινοβουλευτισμοῦ. Παράλληλα ὅμως, 
στὴν προσπάθειά του νὰ ξαναβρεῖ τὴ «χαμένη του ἀνεξαρτησία» 
εἶχε  προσεγγίσει  ἤδη  κατὰ  τὴ  δεκαετία  τοῦ  1880  τὴν  Αὐστρο‐
ουγγαρία καὶ εἶχε ἀναπτύξει στενὲς σχέσεις μὲ τὸν ἴδιο τὸν αὐτο‐
κράτορα  Φραγκῖσκο‐Ἰωσήφ2.  Ὅπως  εὐχερῶς  καταλαβαίνει  κα‐
νείς,  αὐτὸ  μποροῦσε  νὰ  ἔχει  βαρύτατες  συνέπειες  εἰδικὰ  σὲ  πα‐
ραμονὲς πολεμικῶν συγκρούσεων  – καί, φυσικά, ἡ πολιτικὴ  ἡγε‐
σία τῆς Μεγάλης Βρεταννίας ἦταν ἰδιαιτέρως ἀνήσυχη.  
Ἡ σύγκρουση μεταξὺ τοῦ βασιλιᾶ ποὺ ἐπιζητοῦσε τὴν ἀνε‐
ξαρτησία του καὶ τοῦ Βενιζέλου ποὺ προσπαθοῦσε νὰ ξαναφέρει 
στὴν  ἀρεστὴ  ἀπὸ  τὸ  Λονδῖνο  τάξη  τὸν  «ἄτακτο»  ἡγεμόνα  ἐκδη‐
λώθηκε  στὸ  ζήτημα  τῆς  μετάκλησης  ξένης  ἀποστολῆς  γιὰ  τὴν 
ἀναδιοργάνωση  τοῦ  Ἑλληνικοῦ  Στρατοῦ.  Ὁ  Ν.  Ζορμπᾶς  εἶχε 

1  Ν.  Ζορμπᾶ,  Ἀπομνημονεύματα…,  σσ.  84‐85˙  πρβλ.  Memoirs  of  H.R.H.  Prince 
Christopher of Greece (Λονδῖνο: Hurst and Blackett, 1938), σσ. 113‐114. 
2 Π. Β. Πετρίδη, Ξενικὴ ἐξάρτηση καὶ ἐθνικὴ πολιτική..., σσ. 35‐38. 

88
προτιμήσει,  γιὰ  τὸν  Στρατὸ  Ξηρᾶς,  γαλλικὴ  ἀποστολὴ  καὶ  ἔφερε 
σὲ  πέρας  τὶς  σχετικὲς  διαπραγματεύσεις,  χωρὶς  νὰ  ἐνημερώσει 
τὸν  βασιλιά.1  Ὁ  Γεώργιος  δυσανασχέτησε,  ἐπειδὴ  σαφῶς  ἐπη‐
ρεασμένος  ἀπὸ  τὸν  διάδοχο  Κωνσταντῖνο  ἤθελε  νὰ  φέρει  στὴν 
Ἑλλάδα  γερμανικὴ  ἀποστολή·  ἐπιπλέον,  εἶχε  ἤδη  συνεννοηθεῖ 
σχετικῶς μὲ τὸν αὐτοκράτορα Γουλιέλμο Β΄.2  
Οἱ  λόγοι,  πάντως,  τοὺς  ὁποίους  προέβαλε  ὁ  ἀρχηγὸς  τοῦ 
Στρατιωτικοῦ  Συνδέσμου  ἦταν  ἰσχυροί:  οἱ  περισσότεροι  ἀξιω‐
ματικοὶ  τοῦ  Ἑλληνικοῦ  Στρατοῦ  μιλοῦσαν  τότε  γαλλικά,  ἐνῶ 
πολὺ  λίγοι  τὰ  γερμανικά.  Ἐπιπλέον,  ἡ  ψυχολογία  τῶν  Γάλλων 
ἦταν  πλησιέστερη  ἀπὸ  ὅσο  ἡ  γερμανικὴ  πρὸς  ἐκείνη  τῶν  Ἑλλή‐
νων.3  Καὶ  τὰ  ἀντίθετα  ἐπιχειρήματα  ὅμως  ἤτανε  ἰσχυρότατα. 
Γαλλικὴ ἀποστολὴ ἦταν στὴν Ἑλλάδα ἤδη κατὰ τὰ ἔτη 1884‐1887.4 
Τὰ  ἀποτελέσματα  τοῦ  ἔργου  της,  ὅμως,  θεωρήθηκαν  πενιχρὰ  – 
ὅπως φάνηκε τοὐλάχιστον κατὰ τὸν ἑλληνοτουρκικὸ πόλεμο τοῦ 
1897.  Κατὰ  συνέπεια,  ὁ  τότε  διάδοχος  Κωνσταντῖνος  ἔκανε 
στροφὴ  πρὸς  τὴ  γερμανικὴ  στρατιωτικὴ  ἐκπαίδευση,  στέλνοντας 
μάλιστα  ἀξιωματικοὺς  ποὺ  θεωροῦσε  ἱκανοὺς  (ὁ  Ἰωάννης 
Μεταξᾶς  ἀποτελεῖ  τὴν  πιὸ  γνωστὴ  περίπτωση)  νὰ  μορφωθοῦν 
στὸ  Βερολῖνο.  Λογικὸ  ἦταν  πάντως  νὰ  στραφεῖ  ξανὰ  ὁ  Ζορμπᾶς 
πρὸς  τὴ  Γαλλία,  ἐφ’ὅσον  ἡ  μετάκληση  γερμανικῆς  στρατιωτικῆς 
ἀποστολῆς  θὰ  ἐπέφερε  ἐνίσχυση  τοῦ  διαδόχου  καὶ  τοῦ  περι‐
βάλλοντός του, ἐναντίον τῶν ὁποίων ὅμως ἀνοιχτά, ὡς γνωστόν, 
εἶχε  στραφεῖ  ὁ  Σύνδεσμος.  Ὁ  Ν.  Ζορμπᾶς,  πράγματι,  εἶχε  κατη‐
γορηθεῖ πὼς στὸν πόλεμο τοῦ 1897 εἶχε «ἐπιδείξει ἀνανδρία ἐνώ‐
πιον  τοῦ  ἐχθροῦ»·  τὸ  στρατοδικεῖο  τὸν  ἀθώωσε,  ἀλλὰ  ὁ  Κων‐
σταντῖνος,  στὴ  συνέχεια,  εἶχε  καθυστερήσει  τὴν  προαγωγή  του.5 
Ἔτσι  ὁ  Ζορμπᾶς  ἔπνεε  μένεα  ἐναντίον  του.  Καὶ  ὁ  Γεώργιος  ὅμως 

1 Ν. Ζορμπᾶ, Ἀπομνημονεύματα…, σσ. 139‐140. 
2 Αὐτόθι, σ. 139.  
3 Αὐτόθι, σ. 140. 

4  Ἐνδεικτικῶς:  ΙΑΕΒ,  Ι/30/18  (ἀμοιβὲς  τῶν  μελῶν  τῆς  πρώτης  γαλλικῆς  στρα‐

τιωτικῆς ἀποστολῆς). 
5 Σύμφωνα τοὐλάχιστον μὲ πληροφορίες τῆς αὐστροουγγρικῆς πρεσβείας στὴν 

Ἀθήνα. (Βλ. Π. Κ. Ἐνεπεκίδη, Ἡ δόξα καὶ ὁ Διχασμός..., σ. 108.) 

89
ἐπέμενε, ἐφ’ὅσον σὲ περίπτωση νέου «ρεζίλικου» πολέμου μὲ τὴν 
Τουρκία  θὰ  κινδύνευε  ὄχι  ἁπλῶς  ὁ  ἴδιος  μὰ  ὁλόκληρη  ἡ 
δυναστεία.  Τελικὰ  τὴν  ὁριστικὴ  λύση  τὴν  ἔδωσε  ὁ  Βενιζέλος,  ὁ 
ὁποῖος, στὶς 22 καὶ 29 Ὀκτωβρίου 1910, εἶχε τὶς καταληκτήριες ἐπὶ 
τοῦ θέματος συζητήσεις μὲ τὸν Μεταξᾶ, ἤδη ὑπασπιστή του. 
Ὁ  Μεταξᾶς  ἐπιχείρησε  ἕνα  ultimo  colpo.  Γνωρίζοντας  ὅτι  οἱ 
πιέσεις ὑπὲρ τῶν Γάλλων –πρὸς τὶς ἱκανότητες τῶν ὁποίων ὁ ἴδιος 
παρέμενε  ἐξαιρετικὰ  δύσπιστος–  ἤτανε  ἰσχυρότατες,  στὶς  22 
Ὀκτωβρίου  προσπάθησε  νὰ  ἐκμαιεύσει  ἀπὸ  τὸν  τότε  πρωθυ‐
πουργὸ ἀπόφαση νὰ μὴ προσκληθεῖ καμία ξένη ἀποστολή, ὥστε 
τὴ  διεύθυνση  τῆς  διεξαγωγῆς  τοῦ  πολέμου  (τοῦ  ὁποίου  τὴν 
ἔκρηξη ὅλοι διαισθάνονταν κοντινὴ) νὰ τὴν ἀναλάβουν Ἕλληνες 
ἐπιτελικοὶ ἀξιωματικοί. Ὁ Βενιζέλος τοῦ ἐξήγησε πὼς εἶχε βρεῖ τὴ 
σχετικὴ  μὲ  τὴ  μετάκληση  Γάλλων  ἀπόφαση  εἰλημμένη  ἀπὸ  τὴν 
«προηγούμενη  κυβέρνηση»  –  καὶ  συνεπῶς  δὲν  ἦταν  σὲ  θέση  νὰ 
κάνει τίποτα. Αὐτό, βέβαια, στὴν πραγματικότητα δὲν ἦταν ἀλή‐
θεια,  γιατὶ  μὲ  τὴν  πολιτικὴ  ἰσχὺ  ποὺ  εἶχε  τότε  ὁ  Βενιζέλος  μπο‐
ροῦσε νὰ ἀκυρώσει ὁποιαδήποτε ἀπόφαση «προηγούμενης κυβέρ‐
νησης».  Ἔσπευσε  ὅμως  ἀμέσως  μετὰ  νὰ  βάλει  τὰ  πράγματα  στὴ 
θέση  τους:  Τὸ  ζήτημα  δὲν  ἤτανε  ἁπλῶς  «στρατιωτικό»,  ἀλλά, 
εὐρύτερα,  ἐξωτερικῆς  πολιτικῆς:  Ἡ  διεθνής  μας  θέσις  δὲν  ἐπι‐
τρέπει τὴν ἐκλογὴν παρὰ  μεταξὺ Γάλλων καὶ Ἰταλῶν· προετίμησα 
τοὺς  Γάλλους.  Ἐπίσης  καὶ  εἰς  τὸ  Ναυτικόν,  ἔχομεν  τὴν  ἐκλογὴν 
μεταξὺ  Ἄγγλων  καὶ  Ἀμερικανῶν·  θὰ  προτιμήσωμεν  τοὺς  Ἀμερι‐
κανούς…1  Στὶς  29  Ὀκτωβρίου,  ἄλλωστε,  ἀναφέρθηκε  καὶ  στὴ 
στάση  τοῦ  βασιλιᾶ:  …  Ἔχομεν  ἀρκετὰς  ἀνωμαλίας.  Ὁ  Βασιλεύς, 
ξεύρετε,  δὲν  θέλει  τοὺς  Γάλλους·  δὲν  ἔχει  ἐμπιστοσύνην  εἰς 
αὐτούς.  Καὶ  ἐπιμένει.  Ἀλλὰ  δὲν  εἰμποροῦμεν  νὰ  φέρωμεν  Γερ‐
μανούς…  Ἔχομεν  μέγιστον  συμφέρον  νὰ  εἴμεθα  μετὰ  τῶν  Δυ‐
νάμεων  τῆς  Τριπλῆς  Συμφωνίας…2  Τὸ  Κρητικὸν  ζήτημα,  κ.  Μετα‐
ξᾶ, εἶναι εἰς χεῖρας τῶν  Ἄγγλων.  Ἐκ τῆς θελήσεώς των ἐξαρτᾶται 

1  Ἰ.  Μεταξᾶς,  Τὸ  προσωπικό  του  ἡμερολόγιο,  τόμ.  Β΄.  Ἐπιμέλεια  Χρ.  Χρηστίδη 
(Ἀθήνα: Γκοβόστης, χ.ἔ.), σ. 32 (ἐγγραφὴ 22ας  Ὀκτωβρίου 1910). 
2  Δηλαδὴ  τῆς  Συνεννόησης  (Entente),  τὴν  ὁποία  συγκροτοῦσαν  ἡ  Ἐγκάρδια 

Συνεννόηση (Entente cordiale) μὲ τὴ Ρωσία. 

90
ἡ  λύσις  του·  ἑπομένως  ἔχομεν  συμφέρον  νὰ  μὴ  τοὺς  δυσαρε‐
στῶμεν…1 
γ΄ 
 
Τελικά,  ὁ  Γεώργιος  Α΄  δὲν  μπόρεσε  νὰ  ἐπιβάλει  τὶς  ἀπόψεις  του. 
Ὡς  γνωστόν,  γαλλικὴ  ἀποστολὴ  ἀνέλαβε  τὸν  Ἑλληνικὸ  Στρατὸ 
καὶ  βρεταννικὴ  τὸ  –τότε–  Βασιλικὸ  Ναυτικό.2  Ὁ  βασιλιάς, 
πράγματι, συστηματικῶς ὑποβαλλόταν στὴν –εὐνοϊκή, ἐννοεῖται, 
γιὰ  τὸν  Βενιζέλο–  χειραγώγηση  τοῦ  Sir  Francis  Elliot,  Βρεταννοῦ 
πρεσβευτῆ  στὴν  Ἀθήνα,3  ὁ  ὁποῖος  τότε  εἶχε  ἰσχὺ  ἐφάμιλλη  μὲ 
ἐκείνη τοῦ πρωθυπουργοῦ τῆς Ἑλλάδας·4 παράλληλα ὁ Βενιζέλος 
διακριτικῶς  ἐπέσειε  στὸν  Γεώργιο  Α΄  τὸ  φόβητρο  μιᾶς  νέας, 
δραστικότερης  ἐπέμβασης  τοῦ  Στρατοῦ  στὴν  πολιτικὴ  ζωὴ  τῆς 
χώρας, πού, τώρα πιά, θὰ στρεφόταν σαφῶς ἐναντίον του.5  
Στὶς  8  Αὐγούστου  19106  ἄλλωστε  ἔγιναν,  στὴν  Ἑλλάδα, 
ἐκλογὲς  γιὰ  Ἀναθεωρητικὴ  Βουλή.  Σὲ  αὐτές,  ἀντίθετα  μὲ  τὴν 
ἄποψη ποὺ ἐπικρατεῖ, νικήσανε τὰ παλιὰ κόμματα καὶ ὄχι ἐκεῖνοι 
ποὺ  συντάσσονταν  μὲ  τὶς  ἀπόψεις  τοῦ  Στρατιωτικοῦ  Συνδέσμου 
καὶ  συνακολούθως  τοῦ  Βενιζέλου.7  Αὐτὸς  ὁ  τελευταῖος,  βέβαια, 
εἶχε,  χωρὶς  νὰ  βάλει  ὑποψηφιότητα,  ἐκλεγεῖ·  πρόεδρος  ὅμως  τῆς 

1  Ἰ.  Μεταξᾶς,  Τὸ  προσωπικό  του  ἡμερολόγιο,  τόμ.  Β΄.  σ.  39  (ἐγγραφὴ  29ης 
Ὀκτωβρίου 1910). 
2 Zisis Fotakis, Greek Naval Strategy and Policy, 1910‐1919 (London and New York: 

Routledge, 2005), p. 28. 
3  Σπ.  Β. Μαρκεζίνη,  Πολιτικὴ  Ἱστορία τῆς Νεωτέρας  Ἑλλάδος...,  τόμ. Γ΄,  σσ. 86, 

110∙ Μανούσου Ρ. Κούνδουρου, Ἱστορικαὶ καὶ διπλωματικαὶ ἀποκαλύψεις. Ἱστο‐
ρικὰ  γεγονότα,  1890‐1923.  Ἐπιμέλεια  Χαρικλείας  Γ.  Δημακοπούλου  καὶ  Ἐλευ‐
θερίου  Γ.  Σκιαδᾶ  (Ἀθήνα:  Ἑλληνικὸ  Λογοτεχνικὸ  καὶ  Ἱστορικὸ  Ἀρχεῖο,  1997),   
σ. 202. 
4Σύμφωνα  τοὐλάχιστον  μὲ  τὴ  γνώμη  τοῦ  τότε  ἐπιτετραμμένου  τῆς  Αὐστρο‐

ουγγαρίας στὴν Ἀθήνα. (Π. Κ. Ἐνεπεκίδη, Ἡ δόξα καὶ ὁ Διχασμός, σ. 230.) 
5 Ἰ. Γ. Ἠλιάκη, Ὁ Βενιζέλος καὶ ἡ πολιτική, σ. 84. 

6  Ἀλκιβιάδη  Προβατᾶ,  Πολιτικὴ  Ἱστορία  τῆς  Ἑλλάδος  ἀπὸ  1821  μέχρι  1980. 

Νομοθετικὰ καὶ ἐκτελεστικὰ σώματα (Ἀθήνα, 1980), σ. 48. 
7 Σπ. Β. Μαρκεζίνη, Πολιτικὴ Ἱστορία τῆς Νεωτέρας Ἑλλάδος..., τόμ. Γ΄, σ. 106. 

91
Βουλῆς  βγῆκε  τότε  ὁ  Κωνσταντῖνος  Ἔσλιν,1  κάθε  ἄλλο  παρὰ 
φιλελεύθερος2  καὶ  ἤδη  πολιτικὸς  ἀντίπαλος  τοῦ  Βενιζέλου  (ὁ 
ὁποῖος  ἔμελλε,  λίγα  χρόνια  ἀργότερα,  νὰ  βρεῖ  τραγικὸ  θάνατο 
λόγω,  ἀκριβῶς,  τῆς  ἰδεολογίας  του).  Συνεπῶς,  χρειαζόταν  πιὰ 
παρέμβαση τοῦ στέμματος δραστικὴ  – καὶ ὁ Γεώργιος ἑκὼν ἄκων 
πῆρε τὴν ἀπόφαση νὰ τὴν κάνει. 
Ἡ  παρέμβαση  αὐτὴ  ἐκδηλώθηκε  κλιμακωτὰ  καὶ  μὲ  πε‐
ρίσκεψη. Ἡ ἀνάμειξη, πρῶτα‐πρῶτα, τοῦ Βενιζέλου στὴν πολιτικὴ 
ζωὴ  τῆς  Ἑλλάδας  ἐπέφερε  ἀναβάθμιση  τοῦ  γοήτρου  του  στὴν 
Κρήτη, ὅπου ὑπῆρχε σὲ βάρος του καὶ δυσαρέσκεια καὶ δυσπιστία. 
Ἔτσι,  μπόρεσε  νὰ  κερδίσει  μιὰ  «μικρὴ  καὶ  ἀσταθῆ  πλειοψηφία» 
στὴν Κρητικὴ Συνέλευση3 μὲ ἀποτέλεσμα νὰ καταφέρει νὰ γίνει, 
στὶς  4  Μαΐου  1910,  Πρόεδρος  τῆς  Ἐκτελεστικῆς  Ἐπιτροπῆς, 
δηλαδὴ  κάτι  σὰν  «πρωθυπουργὸς»  τῆς  μεγαλονήσου.4  (Ἀξίζει  νὰ 
σημειωθεῖ  ὅτι  αὐτὴν  ἀκριβῶς  τὴ  θέση  κατεῖχε  μέχρι  τότε  ὁ 
ἀντίπαλός  του  Μανοῦσος  Κούνδουρος.)  Ἔσπευσε  λοιπὸν  νὰ 
κατεβεῖ  στὴν  Κρήτη,  ὅπου  στὶς  27  Αὐγούστου  1910  ὑπέβαλε 
παραίτηση  ἀπὸ  τὸ  ἐκεῖ  ἀξίωμά  του.5  Μετὰ  ξαναγύρισε  στὴν 
Ἀθήνα, ὅπου ἤδη εἶχε ἱδρυθεῖ τὸ Κόμμα τῶν Φιλελευθέρων,6 ἕτοι‐
μος πιά, παρὰ τὴ φαινομενικὴ κοινοβουλευτική του ἀδυναμία, νὰ 
πάρει  τὴν  ἐξουσία.  Νομικὸ  κώλυμα  θὰ  μποροῦσε  νὰ  ὑπάρξει 
σοβαρότατο, διότι, παρὰ τὸ ὅτι θὰ ἦταν δυνατὸ νὰ θεωρηθεῖ, χάρη 
στὴν ὑπηκοότητα τοῦ πατέρα του, Ἕλλην πολίτης, τὸ γεγονὸς καὶ 
μόνο ὅτι εἶχε ἀναλάβει πολιτικὰ ἀξιώματα σὲ τμῆμα τῆς τουρκι‐
κῆς ἐπικράτειας ἀποτελοῦσε τεκμήριο τοῦ ὅτι, στὴν πραγματικό‐

1 Ἀ. Προβατᾶ, Πολιτικὴ Ἱστορία τῆς Ἑλλάδος..., σ. 49. 
2  …Ὁ  Ἔσλιν  ἐπεδίωκε  τόν…περιορισμὸν  τῶν  δικαιωμάτων  τοῦ  Λαοῦ,  διότι 
ἐφρόνει  ὅτι  τὸ  φιλελεύθερον  Σύνταγμα  ἦτο  ἡ  ἀφορμὴ  τῆς  κακοδαιμονίας  τῆς 
χώρας μας. (Ν. Ζορμπᾶ, Ἀπομνημονεύματα..., σ. 66 [σημ.45].)  
3  Helen  Gardikas‐Katsiadakis,  “Venizelos’  Advent  in  Greek  Politics,  1909‐1912”, 

Eleftherios Venizelos. The Trials of Statesmanship.Edited by Paschalis M. Kitromilidis 
(Edinburgh University Press, 2008) σ. 95. 
4 Αὐτόθι.  

5  Βασίλειον  τῆς  Ἑλλάδος.  Παράρτημα  τῆς  Ἐφημερίδος  τῆς  Κυβερνήσεως  ἐν 

Κρήτῃ, τεῦχος Β΄, ἀρ. 48 (29 Αὐγούστου 1910). 
6 Π. Γύπαρη, Ἐλευθέριος Βενιζέλος…, σ. 267. 

92
τητα, δὲν ἦταν παρὰ ὑπήκοος τοῦ σουλτάνου τῶν Ὀθωμανῶν. Ὁ 
σκόπελος  αὐτὸς  ἐγκαίρως  ἀποφεύχθηκε,  διότι  ἡ  Ὑψηλὴ  Πύλη, 
μετὰ ἀπὸ παρέμβαση ἰδίως τῶν Δυνάμεων τῆς Ἐγκάρδιας Συνεν‐
νόησης,1  δήλωσε  τελικῶς  πὼς  τὸ  θέμα  ἦταν  «ἐσωτερικὸ  τῆς  Ἑλ‐
λάδας» καὶ δὲν τὴν ἀφοροῦσε.2 
  Τὸ  πρῶτο  ποὺ  ἔκανε  πάντως,  ξαναφτάνοντας  στὴν  ἑλλη‐
νικὴ  πρωτεύουσα,  ἦταν  νὰ  σώσει  τὸν  Γεώργιο,  ἤδη  ἀκούσιο 
προστάτη  του.  Οἱ  ἀναμνήσεις  τοῦ  πολέμου  τοῦ  1897  παρέμεναν 
ζωηρὲς καὶ ἤδη ἐκδηλώνονταν τάσεις γιὰ μετατροπὴ τῆς Ἀναθεω‐
ρητικῆς  Βουλῆς  σὲ  Συντακτική·  σὲ  τέτοια  περίπτωση  ὅμως,  θὰ 
ἀνοιγόταν  εὐρὺ  πεδίο  συζητήσεων  γιὰ  τὸ  πολιτειακὸ  καθεστὼς 
τῆς χώρας – καὶ κατὰ συνέπεια ὁ θρόνος μποροῦσε νὰ κλονιστεῖ. 
Ἔτσι  ὁ  Βενιζέλος,  ἤδη  στὶς  5  Σεπτεμβρίου  1910,  μιλώντας  σὲ 
μεγάλη  λαϊκὴ  συγκέντρωση  ἀπέκλεισε  κάθε  προοπτικὴ 
σύγκλησης  Συντακτικῆς  Συνέλευσης,  ἐμφαντικῶς  τονίζοντας  τὰ 
ἀκόλουθα:  Ἀλλὰ  θὰ  παρεγνώριζέ  τις  προφανῆ  ἀλήθειαν,  ἐὰν  δὲν 
ἀνεγνώριζε  ὅτι  εὔρυνσις  τοῦ  κύκλου  τῶν  ἐργασιῶν  αὐτῆς  [τῆς 
Βουλῆς],  ὅπως  ἀναθεωρηθῶσι  καὶ  ἄλλαι  διατάξεις  τοῦ  συντάγμα‐
τος, μὴ θίγουσαι οὔτε τὴν μορφὴν τῆς Πολιτείας οὔτε τὴν ἐξουσίαν 
ἢ  τὸ  πρόσωπον  τοῦ  Βασιλέως  οὔτε  τὴν  τάξιν  τῆς  διαδοχῆς  ἀντα‐
ποκρίνεται  πρὸς  ἰσχυρὰν  ἀξίωσιν  τῆς  Κοινῆς  Γνώμης.3  Ἐμμέσως 
ἐξήγησε  δηλαδὴ  ὅτι  ἡ  ἀναθεώρηση  θὰ  ἀφοροῦσε  ὄχι  τὶς  κύριες 
ἀλλὰ τὶς δευτερεύουσες διατάξεις τοῦ συντάγματος. 
 
 
 
 
 
 

1 Π. Κ. Ἐνεπεκίδη, Ἡ δόξα καὶ ὁ Διχασμός..., σ. 167. 
2  Sinan  Kuneralp,  Ottoman  Diplomatic  Documents  on  the  Origins  of  World  War  One. 
The  Final  Stage  of  the  Cretan  Question,  1899‐1913,  ἔγγρ.  851:  ὁ  Rifaat  Pasha, 
ὑπουργὸς  Ἐξωτερικῶν  τῆς  Ὑψηλῆς  Πύλης,  πρὸς  τὶς  αὐτοκρατορικὲς 
ὀθωμανικὲς πρεσβεῖες, Κωνσταντινούπολη, 19 Ὀκτωβρίου 1911, σ. 442. 
3 Ἑλλὰς (Ἀθήνα), ἀρ. 161 (9 Σεπτεμβρίου 1910). 

93
 
 
Ὁ Βενιζέλος κατὰ τὶς ἀρχὲς τῆς πολιτικῆς του δραστηριότητας  
στὴν  Ἀθήνα 
 

94
Ἀπὸ  τὴν  πλευρά  του  ὁ  Γεώργιος  ἔσπευσε  νὰ  τοῦ  ἀντα‐
ποδώσει τὴ «φιλοφρόνηση». Οἱ ἐργασίες τῆς Βουλῆς ἀρχίσανε τὴν 
1η  Σεπτεμβρίου  1910·  λίγες  ἑβδομάδες  ἀργότερα  ἡ  κυβέρνηση 
παραιτήθηκε,  προκειμένου  νά  …  διευκολύνει  τοὺς  πολιτικοὺς 
χειρισμοὺς  καὶ  πρωτοβουλίες  τοῦ  στέμματος.1  Καὶ  ὁ  βασιλιάς, 
ἀσκώντας  καθήκοντα  ποὺ  ἀπὸ  τὸ  σύνταγμα  ἀπέρρεαν,  κάλεσε 
ἕνα‐ἕνα  τοὺς  πολιτικοὺς  ἀρχηγούς,  γιὰ  νὰ  δεῖ  ποιὸς  ἀπὸ  αὐτοὺς 
ἦταν ὁ καταλληλότερος, ὥστε νὰ τοῦ δώσει ἐντολὴ σχηματισμοῦ 
νέας κυβέρνησης. Μεταξὺ αὐτῶν ποὺ τότε κλήθηκαν σὲ ἀκρόαση 
συγκαταλέχθηκε  καὶ  ὁ  Βενιζέλος·  ὁ  Γεώργιος  σχημάτισε  γνώμη 
«πολὺ θετικὴ» γιὰ αὐτὸν2 καὶ ἀποφάσισε νὰ τοῦ ἐμπιστευθεῖ τὴν 
ἐξουσία. Παράλληλα, ἡ βασίλισσα Ὄλγα προσπάθησε καὶ πέτυχε 
νὰ  «βελτιώσει  τὴν  εἰκόνα  του»  στὴ  Ρωσία,3  ὅπου,  ὅπως  θὰ 
περίμενε  κανείς,  δὲν  ἦταν  συμπαθὴς  μετὰ  τὰ  γεγονότα  στὴν 
Κρήτη.  
Ἔτσι,  στὶς  6  Ὀκτωβρίου  1910  σχηματίστηκε  ἡ  πρώτη  κυ‐
βέρνηση  Βενιζέλου.4  Τὸ  ἔργο  της  ἔμελλε  γρήγορα  νὰ  ἀποδειχτεῖ 
σημασίας  καταλυτικῆς  γιὰ  τὶς  μετέπειτα  ἐξελίξεις·  καὶ  τοῦτο, 
ἐπειδή,  ὅπως  φαίνεται,  κατηγορηματικῶς  ἢ  ἐμμέσως,  ρητὰ  ἢ 
σιωπηρά,  ὁ  βασιλιὰς  εἶχε  ἐφοδιάσει  τὸν  νεόκοπο  ἡγέτη  μὲ  ὅπλο 
ἰσχυρότατο – τὸ μοναδικό, στὴν οὐσία, ποὺ εἶχε τὴ δυνατότητα νὰ 
τοῦ δώσει στὰ πλαίσια τῶν συνταγματικῶν του δικαιοδοσιῶν· καὶ 
τὸ  ὅπλο  αὐτὸ  ἦταν  τὸ  δικαίωμα  διάλυσης  τῆς  Ἀναθεωρητικῆς 
Βουλῆς  καὶ  προκήρυξης  νέων  ἐκλογῶν.5  Καὶ  ὁ  νέος  πρωθυ‐

1  Ἐφημερὶς  τῶν  Συζητήσεων  τῆς  Βουλῆς.  Α΄  Ἀναθεωρητικὴ  Βουλή,  συνεδρίαση 


18 (29 Σεπτεμβρίου 1910), Ἀθήνα: «Αὐγή», 1911, σ. 186. 
2  Ἰ.  Μεταξᾶς,  Τὸ  προσωπικό  του  ἡμερολόγιο,  τόμ.  Β΄,  σσ.  30‐31  (ἐγγραφὴ  21ης 

Ὀκτωβρίου  1910)·  Γεωργίου  Βεντήρη,  Ἡ  Ἑλλὰς  τοῦ  1910‐1920,  τόμ.  πρῶτος 


(Ἀθήνα: Πυρσός, 1931), σ. 68. 
3 ΙΑΕΒ, Ι/30/14, Π. Γ. Ψύχας, πρεσβευτὴς τῆς Ἑλλάδας στὴν Πετρούπολη, πρὸς 

Ἐλ. Βενιζέλο, Πετρούπολη, 24 Δεκεμβρίου 1910. 
4  Ἐφημερὶς  τῶν  Συζητήσεων  τῆς  Βουλῆς.  Α΄  Ἀναθεωρητικὴ  Βουλή,  συνεδρίαση 

19 (8 Ὀκτωβρίου 1910), σ. 187. 
5  Ἐφημερὶς  τῶν  Συζητήσεων  τῆς  Βουλῆς.  Α΄  Ἀναθεωρητικὴ  Βουλή,  συνεδρίαση 

20  (9  Ὀκτωβρίου  1910),  σ.  198  κ.ἑξ.·  πρβλ.  Σπ.  Β.  Μαρκεζίνη,  Πολιτικὴ  Ἱστορία 
τῆς Νεωτέρας Ἑλλάδος..., τόμ. Γ΄, σσ. 111‐114. 

95
πουργός,  κρίνοντας  πώς,  ἂν  καὶ  τελικῶς  ἀπέσπασε  τὴν  ἐμπι‐
στοσύνη τῆς Βουλῆς,1 αὐτή, λόγω τῆς συγκρότησής της, δὲν ἦταν 
σὲ  θέση  λυσιτελῶς  νὰ  φέρει  σὲ  πέρας  τὸ  ἔργο  τῆς  ἀναθεώρησης 
τοῦ συντάγματος,2 τὴ διέλυσε καὶ προκήρυξε νέες ἐκλογές.3 Αὐτὲς 
γίνανε  τὴν  28η  Νοεμβρίου  1910  καὶ  ἡ  Βουλὴ  ποὺ  προῆλθε  
συνῆλθε  στὶς  8  Ἰανουαρίου  1911.  Ὅμως,  οἱ  ἐκλογὲς  αὐτὲς  καί, 
συνακολούθως,  ἡ  Β΄  Διπλῆ4  Ἀναθεωρητικὴ  Βουλὴ  παρουσίαζαν 
ἰδιομορφία  πρωτοφανῆ  στὴν  ἑλληνικὴ  πολιτικὴ  ζωή.  Τὸ  σύνολο, 
πράγματι,  τοῦ  μὴ  βενιζελικοῦ  κόσμου,  καταλαβαίνοντας  τὴν 
ἰσχυρότατη  ὑποστήριξη  τὴν  ὁποία,  ἔχοντας  τὴν  προτροπὴ  (ἢ  καὶ 
φοβέρα)  τῶν  Βρεταννῶν,  ὁ  βασιλιὰς  Γεώργιος  ἔδινε  στὸν  Βε‐
νιζέλο, κήρυξαν ἀποχή.5 Ἔτσι, ἡ νέα Βουλὴ ὑπῆρξε μονόπλευρος,6 
ἐνῶ ὁ Βενιζέλος συγκέντρωνε στὰ χέρια του ἐξουσίες  αὐτόχρημα 
δικτατορικές. 
     
δ΄ 
 
Πέρα ἀπὸ ὅσους εἴχανε ἀναλάβει τὴν τήρηση καὶ διαφύλαξη τῆς 
βρεταννικῆς  «γραμμῆς»  στὴν  Ἑλλάδα,  ἐκεῖνοι  ποὺ  ἔτειναν  νὰ 
ἐνστερνισθοῦν  τὴν  ἀνάγκη  τῆς  ἀπὸ  τὸν  Βενιζέλο  καθοδήγησης 
τοῦ Ἔθνους ἦταν οἱ στρατιωτικοί. Βαρύτατα ἔφεραν τὴν ἧττα τοῦ 
1897· συνεπῶς ἐπιθυμοῦσαν τὴ ρεβάνς. Καὶ ὁ Βενιζέλος, ἀπὸ τὴν 
πλευρά  του,  ἔσπευσε  νὰ  τοὺς  ἀποκαλύψει  τὸν  κύριο  πιὰ  στόχο 
τῆς ὅλης πολιτικῆς τοῦ Ἑλληνικοῦ Κράτους καὶ τὸ κλειδὶ γιὰ τὴν 
ἐπίτευξή  του.  Στόχος  θὰ  ἤτανε  μόνο  ἡ  Μακεδονία·  καὶ  τὸ 
Μακεδονικὸν ζήτημα ἔπρεπε νὰ ἀντικαταστήσῃ τὸ Κρητικὸν εἰς τὴν 

1  Ἐφημερὶς  τῶν  Συζητήσεων  τῆς  Βουλῆς.  Α΄  Ἀναθεωρητικὴ  Βουλή,  συνεδρίαση 


21 (11 Ὀκτωβρίου 1910), σσ. 254‐256. 
2 Ἀ. Προβατᾶ, Πολιτικὴ Ἱστορία τῆς Ἑλλάδος..., σ. 49. 

3 Ἐφημερὶς τῶν Συζητήσεων τῆς Βουλῆς. Α΄ Ἀναθεωρητικὴ Βουλή, «Ἡ διάλυσις 

τῆς Α΄ Διπλῆς Βουλῆς», σ. 256.  
4  Ἐπειδὴ  ἦταν  Ἀναθεωρητική,  ἐκλεγόταν  σὲ  αὐτὴν  διπλάσιος  ἀριθμὸς  βου‐

λευτῶν ἀπὸ ὅσους σὲ Βουλὴ «κανονική». 
5 Andrew Dalby, Eleftherios Venizelos (Λονδῖνο:Haus Publishing, 2010), σ. 43. 

6 Σπ. Β. Μαρκεζίνη, Πολιτικὴ Ἱστορία τῆς Νεωτέρας Ἑλλάδος..., τόμ. Γ΄, σ. 116. 

96
μέλλουσαν  ἐθνικὴν  δρᾶσιν.1  Κομβικὸ  σημεῖο  ἄλλωστε  τῆς  ἐπιτυ‐
χίας  τῶν  Ἑλληνικῶν  Ὅπλων  στὴν  προσπάθεια  αὐτήν,  θὰ  ἦταν 
ὅ,τι  ἐπὶ  δεκαετίες  αὐτὸς  ὁ  ἴδιος,  ὁ  Βενιζέλος,  παρὰ  τὴ  δεδομένη 
ἀντιπάθειά  του  γενικῶς  πρὸς  τὰ  σλαβικὰ  Κράτη,2  ἐνόσω  δροῦσε 
ἀκόμα  στὴν  Κρήτη  διατυμπάνιζε  καὶ  διασάλπιζε:  τὴν  ἀνάγκη 
συμμαχίας  τῆς  Ἑλλάδας  ὄχι  μόνο  μὲ  τὴ  Σερβία  ἀλλὰ  καὶ  μὲ  τὴ 
Βουλγαρία.3  Ἔχοντας  θέσει  λοιπὸν  τὴν  ταχεῖα  ἐπίτευξη  τῆς 
συμμαχίας αὐτῆς ὡς σκοπό του πρωταρχικό, συντόνως ἄρχισε νὰ 
προετοιμάζει τὴ χώρα. Προηγουμένως ὅμως φρόντισε νὰ ἐξασφα‐
λιστεῖ  μορφὴ  εὐθανασίας  στὸν  Στρατιωτικὸ  Σύνδεσμο.4  Στὶς  11 
Μαρτίου  1910  τόνισε  στὸν  Π.  Ζυμπρακάκη  ὅτι  ὡς  ἦλθον  τὰ 
πράγματα ὁ Σύνδεσμος πρέπει ν’ἀναγνωρίσῃ ὅτι ἐπέτυχεν ὅ,τι ἦτο 
δυνατὸν  νὰ  ἐπιτύχῃ…,  πὼς  ἡ  «κοινὴ  γνώμη  ἦταν  καταπεπονη‐
μένη  καὶ  ἀνυπομόνως  περίμενε  τὴν  λῆξιν  τῆς  ἐπαναστατικῆς 
περιόδου  διὰ  τῆς  διαλύσεως  τοῦ  Συνδέσμου»  κατάλήγοντας, 
μάλιστα,  στὴ  μόλις  συγκεκαλυμμένη  ἀπειλή:  …Ἂν  ὁ  Σύνδεσμος 
τραβήξῃ  μπροστά,  δὲν  θὰ  τὸν  ἀκολουθήσῃ  ἡ  κοινὴ  γνώμη  καὶ  τρο‐
μάζω  πρὸ  τῆς  ἰδέας  ὅτι  ὁ  στρατὸς  εἰμπορεῖ  ν’ἀναγκασθῇ  ν’ἀπο‐
συρθῇ  τῆς  πολιτικῆς  σκηνῆς  μὲ  συντετριμμένον  τὸ  γόητρόν  του.5 
Λίγες ἡμέρες ἀργότερα, στὶς 18 Μαρτίου, ὁ Στρατιωτικὸς πράγμα‐
τι  «αὐτοκτόνησε»6  –  ἀλλὰ  μὲ  «ἀνακοινωθὲν»  ποὺ  ἦταν  γεμάτο 
αἰχμὲς μὰ καὶ πικρία: Ὁ Στρατιωτικὸς Σύνδεσμος… δὲν ἀπατᾶται 
φανταζόμενος ὅτι τὸ ἔργον του συνεπληρώθη ἢ ὅτι τοῦτο ἀσφαλῶς 
εἰσῆλθεν  εἰς  ὁδὸν  ὁριστικῆς  ἀνορθώσεως.  Τοὐναντίον  ὁ 
Στρατιωτικὸς  Σύνδεσμος  γιγνώσκει  καλῶς  ὁπόσον  μικροὶ  μέχρι 

1 Ἰ. Γ. Ἠλιάκη, Ὁ Βενιζέλος καὶ ἡ πολιτική, σ. 59. 
2 Π. Β. Πετρίδη, Ξενικὴ ἐξάρτηση καὶ ἐθνικὴ πολιτική..., σ. 202 (σημ.20). 
3 Π. Γύπαρη, Ἐλευθέριος Βενιζέλος…, σ. 251. 

4  Ἡ  ἔκφραση  ἀποδίδεται  στὸν  James  Bourchier.  («Ἡ  ἱστορία  τῆς  Συμμαχίας. 

Νέον ἄρθρον τοῦ κ. Μπάουτσερ», ἐφ. Καιροί, φ. 24ης Μαΐου 1913, σ. 3.) Σχετικῶς 
μὲ τὴ σύσταση τοῦ Βενιζέλου γιὰ «αὐτοδιάλυση» τοῦ Στρατιωτικοῦ Συνδέσμου: 
ΙΑΕΒ, Ι/30/3, Ἐλ. Βενιζέλος πρὸς  Π. Ζυμπρακάκη, Χαλέπα, 11 Μαρτίου 1912. 
5  ΙΑΕΒ,  Ι/30/3,  Βενιζέλος  πρὸς  Π.  Ζυμπρακάκη,  Χαλέπα,  11  Μαρτίου  1910 

(ἀντίγραφο). 
6 Πρβλ. ἄρθρο μὲ τίτλο «Ἡ διάλυσις τοῦ Συνδέσμου», ἐφ. Καιροί, ἤδη στὸ φύλλο 

τῆς 12ης Μαρτίου 1910, σ. 3. 

97
σήμερον  ὑπῆρξαν  οἱ  καρποὶ  τῆς  Ἐπαναστάσεως  καὶ  ὁπόσον  εὐρὺ 
πρὸ  τοῦ  ἑλληνικοῦ  ἔθνους  ἀνοίγεται  τὸ  στάδιον  τῆς  ἀναγεννή‐
σεως… [ἀλλὰ] γιγνώσκων ὅτι συμφέρει τῇ πατρίδι ἡ ἐπάνοδος τοῦ 
στρατοῦ  καὶ  στόλου  εἰς  τὰ  ἴδια  αὐτῶν  καθήκοντα,  δηλοῖ  ὅτι… 
θεωρεῖ  καὶ  ἀποδέχεται  τὴν  ἐπέμβασιν  τοῦ  στρατοῦ  εἰς  τὰ  τῆς 
πολιτείας ὡς λήξασαν.1 Ὁ Βενιζέλος πάντως, μετὰ τὴ διάλυση τοῦ 
Συνδέσμου, κράτησε –ὅπως, ἄλλωστε, θὰ μποροῦσε νὰ περιμένει 
κανεὶς–  στενὴ  ἐπαφὴ  ἰδίως  μὲ  ἀξιωματικοὺς  ποὺ  ὁπωσδήποτε 
εἶχαν γίνει φιλικοὶ πρὸς αὐτόν, ὅπως ὁ Παμίκος Ζυμπρακάκης.2 
  Τὸ  ζήτημα  πού,  βέβαια,  ἐν  προκειμένῳ  προκύπτει  εἶναι 
γιατί  ὁ  Βενιζέλος  μεθόδευσε  τὴν  «εὐθανασία»  τοῦ  Στρατιωτικοῦ 
Συνδέσμου.  Καὶ  ἐδῶ  ἡ  ἀπάντηση  δὲν  εἶναι  δυσχερής:  Αὐτὸς  ὁ 
τελευταῖος ἐπιδίωκε εὐρύτατη ἐκκαθάριση τῆς κρατικῆς μηχανῆς 
(στὴν  ὁποία  συμπεριλαμβανόταν  καὶ  τὸ  πανεπιστήμιο  Ἀθηνῶν, 
μοναδικὸ τότε στὴ χώρα3), ἡ ὁποία ἐκκαθάριση ὅμως τελικῶς  θὰ 
ἔπληττε  τὸ  ἴδιο  τὸ  καθεστώς.  Οἱ  ἐπικεφαλῆς  τοῦ  Συνδέσμου, 
πράγματι,  εἶχαν,  συγκεκριμένα,  ζητήσει  τὴ  λήψη  δύο  κορυφαίας 
σημασίας  μέτρων:  α)  Τὴν  ἀλλαγὴ  τῆς  σειρᾶς  διαδοχῆς  τοῦ 
ἑλληνικοῦ  θρόνου  (προκειμένου  νὰ  ἀποφευχθεῖ  ἡ  ἄνοδος  σὲ 
αὐτὸν  τὸν  τελευταῖο  τοῦ  Κωνσταντίνου)∙  καὶ  β)  τὴ  θεσμοθέτηση 
τοῦ  δικαιώματος  τῆς  Πολιτείας  νὰ  κηρύσσει  τὸν  στρατιωτικὸ 
νόμο,  ὅποτε  αὐτὸ  κρινόταν  ἀναγκαῖο.  Αὐτὰ  τὰ  «αἰτήματα»  θεω‐
ρήθηκε  πὼς  θὰ  ἐπέφεραν  ἀφ’  ἑνὸς  δυναστική,  τελικῶς,  ἀλλαγὴ 
στὴν  Ἑλλάδα  καί,  ἀφ’ἑτέρου,  ἐπιβολὴ  στὴ  χώρα  καθεστῶτος 
«ἀπολυταρχικοῦ».4 Ἔτσι, τρεῖς ἀνώτατοι ἀξιωματικοί, ὁ ἀντιστρά‐
τηγος  Κωνσταντῖνος  Σμολένσκης  καὶ  οἱ  ὑποστράτηγοι  Κων‐
σταντῖνος  Κουμουνδοῦρος  καὶ  Θεόδωρος  Λυμπρίτης,  συνέπηξαν 
ἄτυπη ἐπιτροπὴ ἡ ὁποία, σὲ συνεννόηση μὲ τὸν Βενιζέλο5, ἀξίωσε 

1 ΙΑΕΒ, Ι/30/22 (σχέδιο)˙ ἐφ. Καιροί, φ. 18ης Μαρτίου 1910, σ.3. 
2  Ἰ.  Μεταξᾶς.  Τὸ  προσωπικό  του  ἡμερολόγιο,  τόμ.  Β΄,  σ.  21  (ἐγγραφὴ  9ης  Ὀκτω‐
βρίου 1910). 
3  Ἐφ.  Καιροί,  φφ.  24ης  Φεβρουαρίου  1910,  σ.  3∙  25ης  Φεβρουαρίου  1910,  σ.  3∙  5ης 

Μαρτίου 1910, σ. 3. Πρβλ. φ. 6ης Μαρτίου 1910, σ. 3. 
4 Ἐφ. Καιροί, φ. 13ης Φεβρουαρίου 1910, σ. 3. 

5 Ἐφ. Καιροί, φ. 12ης Φεβρουαρίου 1910, σ.1. 

98
τὴ  διάλυση  τοῦ  Συνδέσμου.1  Εἶναι,  μάλιστα,  χαρακτηριστικὸ  τῆς 
ὅλης κατάστασης ὅτι, ἀφοῦ ἔγινε αὐτό, ὁ Κ. Σμολένσκης ἀνέλαβε 
καθήκοντα Γενικοῦ Ἀρχηγοῦ τοῦ Στρατοῦ – μὲ πρωταρχικὸ στόχο 
τὴν ἀποκατάσταση τῆς πειθαρχίας.2 
Ὅπως  καὶ  νὰ  εἶναι  ὅμως,  συντόνως  ἄρχισε  ὁ  Βενιζέλος  νὰ 
προετοιμάζει  τὴν  Ἑλλάδα  γιὰ  πόλεμο.  Τὸ  πρῶτο  βῆμα  πρὸς 
αὐτὴν  τὴν  κατεύθυνση  ἤτανε  ἡ  ἀναθεώρηση  τοῦ  συντάγματος 
ποὺ  ταχύτατα  ὁλοκληρώθηκε  ἀπὸ  τὴ  Βουλὴ  τοῦ  1911.3  Μὲ  τὸ 
ἀναθεωρημένο σύνταγμα ἁπλῶς ἡ κρατικὴ μηχανὴ ἐμποτιζόταν 
ἀπὸ  τὴ  φιλελεύθερη  ἰδεολογία,  σὲ  φορέα  τῆς  ὁποίας  ὁ  Βενιζέλος 
εἶχε  ἤδη  ἀναγάγει  τὸ  νέο  κόμμα  ποὺ  εἶχε  συμπήξει,  ἐνῶ  πα‐
ράλληλα  νομοθετικῶς  διευκολυνόταν  τὸ  ἔργο  ποὺ  σκόπευε  νὰ 
ἀναλάβει.  Χαρακτηριστικὸ  τῶν  νέων  τάσεων  ἄλλωστε  ὑπῆρξε  ἡ 
ἀνάληψη,  κατὰ  τὸν  Ἰανουάριο  τοῦ  1911,  τοῦ  χαρτοφυλάκιου  Γε‐
ωργίας,  Ἐμπορίου  καὶ  Βιομηχανίας4  ἀπὸ  τὸν  Ἐμμανουὴλ  Μπε‐
νάκη,  τύπο  χαρακτηριστικὸ  τῶν  χρυσοκανθάρων  τῆς  ἑλληνικῆς 
Διασπορᾶς5  καὶ  ἀποφασιστικὸ  ὑποστηρικτὴ  ὄχι  μόνο  τοῦ 

1 Ἐφ. Καιροί, φφ. 11ης Φεβρουαρίου 1910, σ. 1∙ 12ης Φεβρουαρίου 1910, σ. 1 καὶ 13ης 
Φεβρουαρίου 1910, σ. 3. 
2 Ἐφ. Καιροί, φ. 21ης Μαρτίου 1910, σ. 3. 

3  Ἐφημερὶς  τῶν  συζητήσεων  τῆς  Βουλῆς.  Β΄  Ἀναθεωρητικὴ  Βουλή,  τόμ.  Β΄  (Ἀ‐

θήνα: «Αὐγή», 1911), συνεδρίαση 94 (20 Μαΐου 1911), σσ. 2374‐2417· συνεδρίαση 
95 (23 Μαΐου 1911), σσ. 2418‐2436· συνεδρίαση 99 (27 Μαΐου 1911), σσ. 2513‐2558. 
4  Τὸ  ὑπουργεῖο  αὐτὸ  μετονομάστηκε  στὴ  συνέχεια  σὲ  ὑπουργεῖο  Ἐθνικῆς 

Οἰκονομίας. (Ἐφημερὶς τῶν Συζητήσεων τῆς Βουλῆς ΙΘ΄ Περιόδου  [Ἀθήνα: «Αὐ‐
γή»], συνεδρίαση 1ης Ὀκτωβρίου 1912, σ. 7.)  
5  Ὁ  Ἐμμανουὴλ  Μπενάκης  (1843‐1929),  γεννημένος  στὴ  Σῦρο  ἀλλὰ  ἔχοντας 

κάνει  μεγάλη  περιουσία  στὴν  Αἴγυπτο,  ἐγκαταστάθηκε  στὴν  Ἀθήνα  τὸ  1910. 
(Λῆμμα «Μπενάκης, Ἐμμανουήλ», Παγκόσμιο Βιογραφικὸ Λεξικό, τόμ. 6 [Ἀθή‐
να: Ἐκδοτικὴ Ἀθηνῶν, χ.ἔ.], σ. 371.) Ὅσον ἀφορᾶ τὸ ποιὸν τοῦ τύπου ἀνθρώπου 
ποὺ  ἐκπροσωποῦσε,  χαρακτηριστικὸ μπορεῖ  νὰ  θεωρηθεῖ  τὸ  ἑξῆς  ἀπόσπασμα 
ἐπιστολῆς  τῆς  Ζωῆς  Δραγούμη  ἀπὸ  τὴν  Ἀλεξάνδρεια  τῆς  Αἰγύπτου:  …  Ὁ 
κόσμος,  ἡ  ἑλληνικὴ  κοινωνία  [στὴν  Ἀλεξάνδρεια]  δὲν  μὲ  ἐμπνέει  κανὲν  ἐν‐
διαφέρον∙ οἱ ἄνθρωποι εἶναι κενοί, χρυσοκάνθαροι καὶ ἔμποροι ἕως τὸ κόκκαλον. 
Αἱ  ὁμιλίαι  περιστρέφονται  εἰς  βαμβάκια,  εἰς  χρηματιστήριον,  εἰς  ὕψωσιν  καὶ 
πτῶσιν  τοῦ  νομίσματος  καὶ  εἰς  συναλλαγήν.  (ΙΑΕΒ,  Ι/31/4,  Ζωὴ  Στεφάνου  Δρα‐
γούμη πρὸς Ἀγγελικὴ Φικιώρη, Ἀλεξάνδρεια, 14/27 Ἀπριλίου 1911.)  

99
κόμματος  τῶν  Φιλελευθέρων  ἀλλὰ  καὶ  τοῦ  ἴδιου  τοῦ  Βενιζέλου 
προσωπικῶς.1  Ἡ  νέα  πολιτικὴ  ποὺ  εἶχε  διαμορφωθεῖ  στὴν 
Ἑλλάδα  εὐνοοῦσε  κυρίως  τὰ  κοινωνικὰ  στρώματα  τῶν 
μεγαλοεμπόρων2  ἰδίως  τῆς  Διασπορᾶς  σὲ  βάρος,  ἐννοεῖται,  τῶν 
αὐτοχθόνων στρατιωτικῶν καὶ δημοσίων ὑπαλλήλων.3  
  Στὶς  11  Μαρτίου  1912  ἔγιναν  πάλι  ἐκλογὲς  –  γιὰ  ἁπλῆ 
Βουλὴ  αὐτὴν  τὴ  φορά.  Τὸ  ὑπὸ  τὸν  Ἐλ.  Βενιζέλο  κόμμα  τῶν 
Φιλελευθέρων κέρδισε συντριπτικὴ πλειοψηφία, ἐφ’ὅσον πῆρε τὶς 
150 ἀπὸ τὶς 181 ἕδρες. Μεγάλη ὑποστήριξη ὁ νέος πρωθυπουργὸς 
εἶχε  ἀπὸ  ἑλληνικὲς  παροικίες  τῆς  Διασπορᾶς  –  ἐκεῖνες  τῆς 
Ἀμερικῆς  ἰδίως,4  ὅπου  μάλιστα  ἕνας  ἀρχιμανδρίτης,  στὸ  Σικάγο, 
ἔσπευσε  νὰ  καταραστεῖ  τοὺς  ἀντιπάλους  τοῦ  Βενιζέλου  στὸ 
ὄνομα  «τοῦ  Θεοῦ  καὶ  τοῦ  Γένους».5  Τὸ  μέγεθος  τῆς  νίκης  του, 
πάντως,  ἐντυπωσίασε  τοὺς  Χριστιανοὺς  τῆς  ἰδιαίτερης  πατρίδας 
του·  ἔτσι  οἱ  Κρητικοί  –δεδομένου  ὅτι  ὁ  ἴδιος  ὁ  Βενιζέλος  εἶχε  δη‐
μοσίως διακηρύξει, λίγο προτοῦ νὰ έγκατασταθεῖ ὁριστικῶς στὴν 
Ἀθήνα, ὅτι ἡ Κρήτη ἀποτελοῦσε πιὰ ἐξάρτημα τοῦ Βασιλείου τῆς 
Ἑλλάδος6‐ μὲ ἔγγραφό τους πρὸς τὸν Ἰωάννη Τσιριμῶκο, Πρόεδρο 
τῆς  Βουλῆς,  ζητήσανε  νὰ  ἐπιτραπεῖ  σὲ  ἤδη  ἐκλεγμένους 
Κρητικοὺς  νὰ  πάρουν  μέρος  στὶς  ἐργασίες  τῆς  Βουλῆς  τῶν 
Ἑλλήνων.  Ἡ  ἀπάντηση  τοῦ  Βενιζέλου  ὑπῆρξε  κατηγορηματικῶς 
ἀρνητική:  «Σᾶς  παρακαλῶ»,  ἔγραψε  στὸν  Τσιριμῶκο,  …  ν’  ἀπα‐
ντήσητε…  ὅτι  οὐδαμῶς  δύναται  νὰ  ἐπιτραπῇ  αὐτοῖς,  ὅπως  παρε‐
δρεύσωσι  μετὰ  τῶν  ἀντιπροσώπων  τοῦ  Ἑλληνικοῦ  Βασιλείου  ὡς 
μέλη  τῆς  Βουλῆς  τῶν  Ἑλλήνων.  Κατὰ  τὸ  ἰσχῦον  Σύνταγμα  [πράγ‐
ματι]  ἡ  Βουλὴ  σύγκειται  ἐκ  Βουλευτῶν  ἐκλεγομένων  δι’ἀμέσου 

1 A. Dalby, Eleftherios Venizelos, σσ. 39, 42. 
2 Πρβλ. Herbert Adams Gibbons, Venizelos, σσ. 81‐82.  
3 A. Dalby, Eleftherios Venizelos, σ. 44. 

4  Ἐφ.  Πατρίς,  φφ.11ης  Φεβρουαρίου  1912,  σ.1∙  18ης  Φεβρουαρίου  1912,  σ.5∙  20ῆς 

Φεβρουαρίου  1912,  σσ.5‐6∙  24ης  Φεβρουαρίου  1912,  σ.5∙  25ης  Φεβρουαρίου  1912, 
σ.5∙ 27ης Φεβρουαρίου 1912, σ.5∙ 3ης Μαρτίου 1912, σ. 5 καὶ 8ης Μαρτίου 1912, σ. 7. 
5 Ἐφ. Πατρίς, φ. 11ης Φεβρουαρίου 1912, σσ. 5‐6. 

6  Βασίλειον  τῆς  Ἑλλάδος.  Παράρτημα  τῆς  Ἐφημερίδος  τῆς  Κυβερνήσεως  ἐν 

Κρήτῃ, τεῦχος Α΄, ἀρ. 30 (31 Μαΐου 1910), σσ. 121‐127. 

100
καθολικῆς  καὶ  μυστικῆς  ψηφοφορίας,  ἐνεργουμένης  συγχρόνως 
καθ’  ὅλην  τὴν  Ἐπικράτειαν,  ὁ  δὲ  ἀριθμὸς  τῶν  Βουλευτῶν  ἑκάστης 
ἐκλογικῆς  περιφερείας  ὁρίζεται  διὰ  νόμου  ἐπὶ  τῇ  βάσει  τοῦ  πλη‐
θυσμοῦ  αὐτῆς.  Ἀλλ’ἐν  προκειμένῳ,  τῆς  Ἑλλάδος  μὴ  ἀποδεχθείσης 
εἰσέτι  τὸ  κρητικὸν  κήρυγμα  τῆς  ἑνώσεως,  ἡ  Κρήτη  οὔτε  ἀπὸ  ἀπό‐
ψεως  ἐσωτερικοῦ  δημοσίου  δικαίου,  πολὺ  δὲ  ὀλιγώτερον  ἀπὸ  ἀπό‐
ψεως  διεθνοῦς  δικαίου,  δύναται  νὰ  θεωρηθῇ  μέρος  τῆς  Ἑλληνικῆς 
Ἐπικρατείας,  ὥστε  νὰ  δικαιοῦται  ν’ἀντιπροσωπεύηται  κατὰ  τὸ 
Σύνταγμα ἐν τῷ ἐν Ἀθήναις Βουλευτηρίῳ.1 Ἀλλά,  καὶ ἂν  ἀπετέλει 
ἤδη  μέρος  τῆς  Ἑλληνικῆς  Ἐπικρατείας,  οἱ  ἀξιοῦντες  ν’ἀντιπρο‐
σωπεύσωσιν αὐτὴν ἐν τῷ Ἑλληνικῷ Κοινοβουλίῳ δὲν ἦτο δυνατὸν νὰ 
γίνωσι  δεκτοί,  ἀφοῦ  δὲν  ἐξελέχθησαν  κατὰ  τὰς  ἐκλογὰς  τὰς  διε‐
ξαχθείσας  τῇ  11  Μαρτίου  ἐ.ἔ.  καθ’ὅλον  τὸ  Κράτος,  οὐδὲ  δι’ἀμέσου 
καθολικῆς καὶ μυστικῆς ψηφοφορίας, ἀλλ’ἀπορρέουσιν ἐξ ἐκλογῆς 
ἐμμέσου  καὶ  φανερᾶς,  γενομένης  ὑπὸ  ἐπαναστατικῆς  ἀρχῆς,  οὐδὲ 
ταύτης  κἂν  ἀπορρεούσης  ἐξ  ἀμέσου  καθολικῆς  ἐκλογῆς,  εἶναι  δὲ 
καὶ κατ’ἀριθμὸν τριπλάσιοι ἐκείνων, οὓς θὰ ἐδικαιοῦτο νὰ ἐκλέξῃ ἡ 
νῆσος ἐπὶ τῇ βάσει τῆς ἀναλογίας τοῦ πληθυσμοῦ. Διὰ τοὺς λόγους 
τούτους  ἡ  Κυβέρνησις  εἶναι  ἀδύνατον  νὰ  δεχθῇ,  ὅπως  παρεδρεύ‐
σωσιν  οἱ  ἀναφερόμενοι  μετὰ  τῶν  νομίμων  ἀντιπροσώπων  τοῦ  Ἑλ‐
ληνικοῦ  λαοῦ,  ὑπομιμνήσκει  δ’ὅτι  ἀπόπειρα  τυχὸν  αὐτῶν,  ὅπως 
βιαίως  πραγματοποιήσωσι  τοὺς  σκοπούς  των,  θ’ἀπετέλει  ἔγκλημα 
κατὰ τῆς ἐν Ἑλλάδι καθεστηκυίας τάξεως, τὴν ὁποίαν ἡ Κυβέρνησις 
ἔχει  καθῆκον  νὰ  προασπίσῃ,  καὶ  ἂν  ἀκόμη  εὑρεθῇ  εἰς  τὴν  λυπη‐
ροτάτην  ἀνάγκην  νὰ  χρησιμοποιήσῃ  πρὸς  τοῦτο  τὴν  ἔνοπλον  δύ‐
ναμιν. 
  Καὶ  ὁ  Βενιζέλος  κατέληγε:  Ἡ Κυβέρνησις  ἄλλως  τε  ἐλπίζει 
ὅτι οἱ Κρῆτες ἀντιπρόσωποι δὲν θὰ φθάσωσι νὰ ὠθήσωσι τὰ πράγ‐
ματα  μέχρι  τοιαύτης  ἀκρότητος  καὶ  ὅτι  ὁ  ἐγνωσμένος  πατριωτι‐
σμὸς αὐτῶν θὰ τοὺς ἀγάγῃ εἰς τὴν ἀναγνώρισιν ὅτι ὁ ἐπιδιωκόμενος 

1  Ἤδη  ἀπὸ  τὸ  1910  ἄλλωστε  οἱ  γενικοὶ  πρόξενοι  τῆς  Μεγάλης  Βρεταννίας, 
Γαλλίας,  Ρωσίας  καὶ  Ἰταλίας  στὰ  Χανιὰ  εἶχαν  διευκρινίσει  στὴν  κρητικὴ  κυ‐
βέρνηση ὅτι οἱ Δυνάμεις δὲν θὰ ἐπέτρεπαν τὴ συμμετοχὴ τοῦ πληθυσμοῦ τῆς 
Κρήτης σὲ ἐκλογὲς ποὺ γίνονταν στὴν Ἑλλάδα. (Ἐφ. Καιροί, φ.31ης Ἰανουαρίου 
1910, σ. 3.)  

101
ὑπ’αὐτῶν  ἐθνικὸς  σκοπὸς  ἥκιστα  δύναται  νὰ  ὑπηρετηθῇ  διὰ  προ‐
κλήσεως ἐσωτερικῶν ταραχῶν καὶ ἀνωμαλιῶν.1   
  Ὁ  τόνος  τοῦ  ἐγγράφου  προφανῶς  ἦταν,  ὡς  πρὸς  τοὺς 
Κρῆτες, σχεδὸν ἐχθρικὸς – καὶ αὐτὸ ἐρχόταν σὲ ἀντίθεση μὲ προ‐
ηγούμενες, στὴν Κρήτη, δηλώσεις του.2 Ὅτι ὁ τότε πρωθυπουργὸς 
φοβόταν, σὲ περίπτωση εἰσδοχῆς  ἀντιπροσώπων τῆς Κρήτης στὸ 
ἑλληνικὸ  κοινοβούλιο,  διπλωματικὲς  περιπλοκὲς  μὲ  τὴν  Ὑψηλὴ 
Πύλη πρέπει νὰ θεωρηθεῖ ἀναμφισβήτητο·3 ἐπιπλέον, λίγες μόλις 
ἑβδομάδες μετὰ τὴν ἄφιξή του στὴν Ἀθήνα καὶ προτοῦ, ἐννοεῖται, 
νὰ γίνει πρωθυπουργός, εἶχε κατηγορηματικῶς διαβεβαιώσει τὸν 
Βρεταννὸ  πρεσβευτὴ  στὴν  Ἑλλάδα  ὅτι  Κρῆτες  βουλευτὲς  δὲν 
ἐπρόκειτο  νὰ  μποῦν  στὴ  Βουλὴ  τῶν  Ἑλλήνων4    –  κάτι  ποὺ  ἦταν 
λογικὸ  ἀπὸ  τὴν  πλευρά  του,  ἐφ’ὅσον  σταθερὴ  παρέμενε  ἡ 
πεποίθησή  του  ὅτι  τὸ  Κρητικὸ  ζήτημα  ἦταν  εἰς  [τὰς]  χεῖρας  τῶν 
Ἄγγλων.5  Παράλληλα  ὅμως  δὲν  πρέπει  νὰ  ἀποκλειστεῖ  ἡ 
πιθανότητα  πὼς  τὸν  ἀνησυχοῦσε  τὸ  ἐνδεχόμενο  ὅτι,  οἱ  Κρῆτες 
βουλευτές,  ἐκλεγμένοι  κατὰ  τὴν  ἄποψή  του  «παράτυπα»6  καὶ  σὲ 
ἀριθμὸ  δυσαναλόγως  μεγάλο,  μποροῦσαν  νὰ  ἐξελιχθοῦν  μέσα 
στὴ  Βουλὴ  τῶν  Ἑλλήνων,  στὴν  ὁποία,  ὅπως  ἤδη  τονίστηκε, 
πλήρως κυριαρχοῦσε, σὲ δύναμη ἐχθρικὴ πρὸς αὐτόν. Πράγματι, 
οἱ βουλευτὲς αὐτοὶ προέρχονταν ἀπὸ τὴν Κρητικὴ Συνέλευση ποὺ 
εἶχε  προκύψει  ἀπὸ  τὶς  ἐκλογὲς  τοῦ  1910,  στὴν  ὁποία  ἐπικρα‐
τοῦσαν  οἱ  Συντηρητικοί,  ἐχθρικοί,  φυσικά,  πρὸς  τὸν  τότε 

1  Ἐφημερὶς  τῶν  συζητήσεων  τῆς  Βουλῆς.  Β΄  Ἀναθεωρητικὴ  Βουλή,  τόμ.  Β΄, 
συνεδρίαση 1 (19 Μαΐου 1912), σ.6. 
2  Βασίλειον  τῆς  Ἑλλάδος.  Παράρτημα  τῆς  Ἐφημερίδος  τῆς  Κυβερνήσεως  ἐν 

Κρήτῃ, τεῦχος  Α΄, ἀρ. 30 (31 Μαΐου 1910), σ. 121‐127. 
3  ΙΑΕΒ,  Ι/32/13,  ὁ  Γεώργιος  Α΄  πρὸς  τὸν  Ἐλ.  Βενιζέλο,  Παρίσι,  22  Αὐγούστου/4 

Σεπτεμβρίου  1912  (ἀντίγραφο)˙  Ι/32/13α  Ἐλ.  Βενιζέλος  πρὸς  Γεώργιο  Α΄  (χ.τ., 
χ.ἡ. [ἀντίγραφο]). Πρβλ. ἐφ. Πατρίς, φ. 30ῆς Μαρτίου 1912, σ. 5. 
4 Ἐφ. Καιροί, φ. 24ης Ἰανουαρίου 1910, σ. 3. 

5  Ἰ.  Μεταξᾶς.  Τὸ  προσωπικό  του  ἡμερολόγιο,  τόμ.  Β΄,  σ.  39  (ἐγγραφὴ  29ης 

Ὀκτωβρίου 1910). 
6 Μπορεῖ, ἄλλωστε, νὰ θεωρηθεῖ ἐνδεικτικὴ ἡ ἔκφραση τοῦ ἴδιου τοῦ Βενιζέλου: 

Οἱ  Κρῆτες  ἐπιμένουν  …  ν’ἀποστείλουν  τοὺς  δῆθεν  βουλευτάς  των…(ΙΑΕΒ, 


Ι/32/13α). 

102
πρωθυπουργὸ στὴν Ἀθήνα, οἱ ὁποῖοι, ἐπιπλέον, εἴχανε υἱοθετήσει 
ἄκαμπτη  στάση  ὅσον  ἀφορᾶ  τὸ  θέμα  τῆς  Ἕνωσης  μὲ  τὴν 
ἐλεύθερη Ἑλλάδα·1 κυρίαρχη μορφὴ μάλιστα στὴν Ἐπαναστατικὴ 
Συνέλευση  τῶν  Κρητῶν  ἦταν  ὁ  Ἀντώνιος  Μιχελιδάκης,  μὲ  τὸν 
ὁποῖο  ὁ  Βενιζέλος  εἶχε  ἔρθει  σὲ  σύγκρουση  κατὰ  τὸ  παρελθόν.2 
Εἶναι  σαφές,  δηλαδή,  ὅτι  ἕως  τότε  ὁ  Ἕλληνας  πρωθυπουργός,3 
παρὰ  τὴν  ὑποστήριξη  τοῦ  βρεταννικοῦ  παράγοντα  τὴν  ὁποία, 
σχεδὸν  φανερά,  ἀπολάμβανε,  δὲν  ἦταν  ἰδιαίτερα  δημοφιλὴς  στὴ 
Μεγαλόνησο  –  κάτι  πού,  ἄλλωστε,  ἔμελλε  νὰ  φανεῖ  καὶ  κατὰ  τὰ 
ἀμέσως  ἑπόμενα  χρόνια.  Μὲ  τὴν  εὐκαιρία,  πάντως,  τοῦ  θέματος 
τῆς εἰσδοχῆς ἢ μὴ τῶν ἀντιπροσώπων τῆς Κρήτης στὴ Βουλὴ τῶν 
Ἑλλήνων,  ὁ  Βενιζέλος  μπόρεσε  νὰ  ἀπαλλαγεῖ  ἀπὸ  προσω‐
πικότητα ποὺ ἦταν σὲ θέση νὰ τὸν ἐπισκιάσει – συγκεκριμένα τὸν 
τότε  ὑπουργὸ  Δικαιοσύνης,  Νικόλαο  Π.  Δημητρακόπουλο.  Ὁ 
τελευταῖος, πράγματι, μαζὶ μὲ τὸν Ἐμμανουὴλ Ρέπουλη, ὑπουργὸ 
τῶν  Ἐσωτερικῶν,  ὑπέβαλε  τὴν  παραίτησή  του  λόγω  τῆς  μὴ 
εἰσδοχῆς  τῶν  Κρητῶν  στὴν  ἑλληνικὴ  Βουλή.  Ὁ  Βενιζέλος  ὅμως 
κατάφερε  νὰ  μεταπείσει  τὸν  δεύτερο  –  χωρὶς  νὰ  ἐπιμείνει 
ἰδιαίτερα ὅσον ἀφορᾶ τὸν πρῶτο, ποὺ τελικῶς ἀντικαταστάθηκε, 
στὶς  18  Μαΐου  1912,  ἀπὸ  τὸν  Κωνσταντῖνο  Ρακτιβάν,4  γυιὸ  πλού‐
σιου  ἐμπόρου,  τοῦ  D.  Ractivand,  ἐγκατατεστημένου  στὸ  Μάντσε‐

1  Κρήτη.  Τὸ  ἀφιέρωμα,  τόμ.  5  (Ἀθήνα:  Ἀρσινόη,  1991),  σ.  165.  Ἀπὸ  τοὺς  βου‐
λευτὲς  ποὺ  τότε  εἶχαν  ἐκλεγεῖ  στὴν  Κρήτη,  λίγοι  μόνο  ἦταν  ὀπαδοὶ  τοῦ  Βενι‐
ζέλου. (Δ. Πουρνάρα, Ἐλευθέριος Βενιζέλος, σ. 285.) 
2  ΙΑΕΒ,  Ι/27/2,  Ἐλευθέριος  Βενιζέλος  πρὸς  φίλο  του,  Χαλέπα,  4  Ἰουνίου  1907 

(φωτογραφία τοῦ πρωτότυπου)∙ πρβλ. ἐφ. Πατρὶς (Ἀθήνα), φ. 8ης Φεβρουαρίου 
1912, σ. 5 καθὼς καὶ Ἀρίστου Καμπάνη, Ὁ Δημήτριος Γούναρης..., σ. 154. 
3  Σύμφωνα  μὲ  δημοσιογραφικὲς  «φῆμες»  ἄλλωστε,  ἡ  βρεταννικὴ  κυβέρνηση 

δὲν  ἤτανε  φιλικὴ  πρὸς  τὴν  τότε  κυβέρνηση  τῆς  Κρήτης  καὶ  ἤθελε  τὴν  ἀντι‐
κατάστασή της  ἀπὸ  στοιχεῖα  «μετριοπαθέστερα».  (Ἐφ.  Πατρίς,  φ. 6ης  Μαρτίου 
1912, σ. 5.) 
4  ΙΑΕΒ,  Ι/32/9,  Ἐλευθέριος  Βενιζέλος  πρὸς  Νικόλαο  Δημητρακόπουλο,  Ἀθήνα, 

18 Μαΐου 1912˙ πρβλ. Γεωργίου Δ. Δημακοπούλου, «Τινὰ περὶ τοῦ Ν. Π. Δημη‐
τρακοπούλου καὶ τοῦ νομοθετικοῦ ἔργου του», Ἀνακοινώσεις ἡμερίδος (17 Μαρ‐
τίου  2008)  γιὰ  τὴν  ἐπέτειο  τοῦ  θανάτου  τοῦ  Ἐλευθερίου  Βενιζέλου  (Ἀθήνα: 
Ἵδρυμα  Ἱστορίας  τοῦ  Ἐλευθερίου  Βενιζέλου,  2008),  σ.  58.  Πρβλ.  Γ.  Βεντήρη,  Ἡ 
Ἑλλὰς τοῦ 1910‐1920, τόμ. πρῶτος, σ. 95. 

103
στερ τῆς Βρεταννίας.1 Ἔτσι, ὁ Ν. Π. Δημητρακόπουλος, πρόσωπο 
μεγάλης  πνευματικῆς  καὶ  ἠθικῆς  ἐμβέλειας,  οὐσιαστικῶς 
ἐξοβελίστηκε  ἀπὸ  τὸ  ἑλληνικὸ  πολιτικὸ  προσκήνιο∙  ἡ  κυριαρχία 
σὲ αὐτὸ τοῦ Βενιζέλου ἤτανε πιὰ πλήρως ἐξασφαλισμένη.  
 

 
 
Νικόλαος Π. Δημητρακόπουλος 

  Λῆμμα  «Ρακτιβάν,  Κωνσταντῖνος»,  Μεγάλη  Ἑλληνικὴ  Ἐγκυκλοπαιδεία,  τόμ. 


1

ΚΑ΄ (Ἀθήνα: Πυρσός, 1933), σ. 38.  

104
  Σημασία  ὅμως  ἰδιαίτερη  προσλαμβάνει  ἡ  μεθόδευση  τῆς 
«ἐκπαραθύρωσης»  τοῦ  Δημητρακόπουλου.  Οἱ  Κρῆτες  βουλευτὲς 
(ὅσοι  δηλαδὴ  εἶχαν  μπορέσει  νὰ  φτάσουν  στὴν  Ἀθήνα,  ἐπειδὴ 
πολλοὶ  εἴχανε  πιαστεῖ  ἀπὸ  βρεταννικὸ  πολεμικὸ  καράβι  λίγο 
μόνο  μετὰ  τὴν  ἀναχώρησή  τους  ἀπὸ  τὸ  νησί1),  προσπάθησαν  νὰ 
μποῦν,  στὶς  19  Μαΐου  1912,  στὸ  κτήριο  τῆς  Βουλῆς.  Προκειμένου 
νὰ  ἀποτραπεῖ αὐτὸ τὸ ἐνδεχόμενο, ὁ Βενιζέλος πῆρε μέτρα πρω‐
τοφανῆ: Κινητοποίησε τὸ σύνολο τῆς φρουρᾶς τῆς πρωτεύουσας, 
δηλαδὴ 2.000 ἄνδρες, τοὺς ὁποίους μάλιστα ἔσπευσε νὰ ἐνισχύσει 
μὲ  ὁλόκληρο  τάγμα,  ἐνῶ  παράλληλα  ἔδωσε  ἐντολὴ  στὴ  Χωρο‐
φυλακὴ νὰ διακόψει τὴν κυκλοφορία σὲ ὅλους τοὺς δρόμους γύρω 
ἀπὸ  τὸ  κοινοβούλιο.2  Οἱ  Κρητικοὶ  φυσικὰ  πειράχτηκαν  καὶ  ἄρ‐
χισαν νὰ φωνάζουν ὅτι «δὲν εἶναι Τοῦρκοι», γιὰ νὰ τοὺς φέρονται 
ἔτσι. Ἡ κατάσταση περιπλέχτηκε καὶ ἀπειλήθηκε σοβαρὴ ἐκτρά‐
χυνσή της – ἕως καὶ αἱματοχυσία. 
  Ἀπὸ  τὴν  πλευρά  του,  ὁ  Δημητρακόπουλος  τὰ  εἶχε  προ‐
βλέψει  ὅλα  αὐτά∙  καὶ  εἶχε  προτείνει  τὴ  μόνη  λύση  ποὺ  θὰ 
μποροῦσε  νὰ  βγάλει  ὅλους  ἀπὸ  τὸ  ἀδιέξοδο.  Νὰ  γίνουν,  δηλαδή, 
δεκτοὶ  οἱ  βουλευτὲς  τῆς  Κρήτης  στὴν  τελετὴ  ἔναρξης  τῶν  ἐργα‐
σιῶν τῆς Βουλῆς, ἀμέσως μετὰ νὰ ἀποχωρήσουν καί, παράλληλα, 
νὰ  ἀναβληθεῖ  ἡ  συνεδρίαση  τοῦ  σώματος  γιὰ  τὸν  Ὀκτώβριο  τοῦ 
ἴδιου  χρόνου.  Ἔτσι  οὔτε  οἱ  Κρητικοὶ  θὰ  προσβάλλονταν  οὔτε 
αἱματοκύλισμα  θὰ  γινόταν,3  ἀλλὰ  οὔτε  καὶ  ἀφορμὴ  σύγκρουσης 
μὲ  τὴν  Τουρκία  θὰ  δινόταν.  Μόλις  ὅμως  ὁ  Δημητρακόπουλος 
διατύπωσε τὴν πρότασή του αὐτήν, ὁ ἴδιος ὁ Βενιζέλος καὶ φιλικὲς 
πρὸς  αὐτὸν  ἐφημερίδες  τοῦ  ἐπιτέθηκαν  δριμύτατα  μὲ  τὸ  πρό‐
σχημα  ὅτι  ἡ  λύση  ποὺ  εἶχε  ἐπεξεργαστεῖ  –καὶ  ἰδίως  ἡ  ἄμεση 
διακοπὴ  τῶν  ἐργασιῶν  τῆς  Βουλῆς–  ἦταν  «ἀντισυνταγματική».4 

1  Βρίσκονταν  στὸ  ἑλληνικὸ  ἐπιβατηγὸ  πλοῖο  «Πελοπόννησος»,  τὸ  ταξίδι  τοῦ 


ὁποίου  ἀνέκοψε  τὸ  ἀγγλικὸ  θωρηκτὸ  «Minerva».  Οἱ  δέκα  ὀκτὼ  Κρῆτες  βου‐
λευτές,  ποὺ  βρίσκονταν  στὸ  ἑλληνικὸ  πλοῖο,  πιάστηκαν  καὶ  κρατήθηκαν  ἀπὸ 
τοὺς Βρεταννούς. (Ἐφ. Πατρίς, φ. 16ης Ἀπριλίου 1912, σ. 5. ) 
2 Ἐφ. Πατρίς, φ. 18ης Μαΐου 1912, σ. 5. 

3 «Πρὸ τῆς ἰδέας τοῦ αἱματοκυλίσματος», ἐφ. Καιροί, φ. 19ης Μαΐου 1912, σ. 1. 

4 Ἐφ. Πατρίς, φ. 19ης Μαΐου 1912, σ. 1∙ ἐφ. Καιροί, φ. 19ης Μαΐου 1912, σσ. 1, 3. 

105
Ἔπειτα  ὅμως  ὁ  Βενιζέλος  αὐτὸ  ἀκριβῶς  ἔκανε!  Δέχτηκε  πρῶτα 
μιὰ  ἀντιπροσωπεία  τῶν  Κρητικῶν  στοὺς  ὁποῖους  ἐξήγησε  πὼς 
«δὲν  μποροῦσε  νὰ  πάρει  ἀπόφαση»  σχετικῶς  μὲ  τὸ  θέμα  τῆς 
εἰσδοχῆς  τους  ἢ  μὴ  στὴν  ἑλληνικὴ  Βουλὴ  καὶ  ἀμέσως  μετὰ 
ἀνέβαλε τὶς συνεδριάσεις αὐτῆς τῆς τελευταίας γιὰ τὸν Ὀκτώβριο 
τοῦ  1912.1  Οὕτως  ἢ  ἄλλως,  ὁ  Α΄  Βαλκανικὸς  πόλεμος  ἤτανε  πιὰ 
ἐπὶ θύραις. 
 
ε΄ 
 
Ὁ  τότε  βασιλεὺς  τῶν  Ἑλλήνων  Γεώργιος  Α΄  καθοριστικῶς 
βοήθησε  τὸν  Βενιζέλο  στὸ  πεδίο  ὄχι  μόνο  τῆς  ἐσωτερικῆς 
πολιτικῆς  ἀλλὰ  καὶ  τῆς  ἐξωτερικῆς.  Ἡ  συμμαχία  μὲ  τὴ  Βουλ‐
γαρία, ποὺ ἐκείνη τὴν ἐποχὴ θεωροῦσαν, λόγω τῆς σὲ βάρος τῆς 
Σερβίας  νίκης  της  τὸ  1885,  πρώτη  στρατιωτικὴ  δύναμη  στὰ  Βαλ‐
κάνια,  ἀποτελοῦσε,  ἤδη  ἀπὸ  τὴν  ἐποχὴ  τῆς  Κρήτης,  ἔμμονη  ἰδέα 
τοῦ Ἐλ. Βενιζέλου. Μὲ τὴ συμμετοχή, λοιπόν, τοῦ βασιλιᾶ καὶ σὲ 
καθεστὼς  ἀπόλυτης  μυστικότητας  ἀρχίσανε  οἱ  σχετικὲς  συνεν‐
νοήσεις ἤδη κατὰ τὸ 1911.2 Στὶς 15 Φεβρουαρίου 1912, ἄλλωστε, ὁ 
Βενιζέλος  ἔβαλε  μεταξὺ  τῶν  κυβερνητικῶν  προτεραιοτήτων  τὴν 
«ἀγορὰ  σανοῦ»3  –  προφανῶς  γιὰ  ἐφοδιασμὸ  τοῦ  στρατεύματος. 
Στὶς 16 τοῦ ἴδιου μήνα (π.ἡ.), τέλος, ἐπιτεύχθηκε ἡ ὑπὸ τὴν αἰγίδα 
τοῦ  Ρώσου  αὐτοκράτορα  Νικολάου  Β΄  ἡ  σύμπηξη  τῆς  κατὰ  τῆς 
Ὑψηλῆς  Πύλης  σερβοβουλγαρικῆς  συμμαχίας.4  Τὸν  Μάιο,  ἡ 
βουλγαρικὴ  κυβέρνηση,  ποὺ  ἤδη  θεωροῦσε  σύμμαχό  της  τὴν 

1 Ἐφ. Πατρίς, φ. 20ῆς Μαΐου 1912, σ. 4∙ Ἐφημερὶς τῶν συζητήσεων τῆς Βουλῆς. Β΄ 
Ἀναθεωρητικὴ Βουλή, τόμ. Β΄, συνεδρίαση 1 (19 Μαΐου 1912), σ. 6. 
2  «Ἡ  ἱστορία  τῆς  Συμμαχίας.  Νέον  ἄρθρον  τοῦ  κ.  Μπάουτσερ»,  ἐφ.  Καιροί,  φ. 

24ης  Μαΐου  1913,  σ.  3∙  Doros  Alastos,  Venizelos…,    σ.  97.  Πρβλ.  Σ.  Θ.  Λάσκαρι, 
Διπλωματικὴ  Ἱστορία  τῆς  Ἑλλάδος,  1821‐1914  (Ἀθήνα:  Δημ.  Ν.  Τζάκας‐Στεφ. 
Δελαγραμμάτικας, 1947), σ. 222. 
3 ΙΑΕΒ, Ι/32/3. 

4Édouard Driault καὶ Michel Lhéritier, Histoire diplomatique de la Grèce de 1821 à nos 

jours,  τόμ.  V  (Παρίσι:  Les  Presses  Universitaires  de  France,  1926),  σ.69∙  Σπ.  Β. 
Μαρκεζίνη, Πολιτικὴ Ἱστορία τῆς Νεωτέρας Ἑλλάδος..., τόμ. Γ΄, σ. 165.  

106
Ἑλλάδα,  βολιδοσκόπησε  τὴν  ἑλληνική,  ζητώντας  νὰ  πλη‐
ροφορηθεῖ  κατὰ  πόσον  τὸ  ζήτημα  τῆς  εἰσδοχῆς  τῶν  Κρητῶν 
ἀντιπροσώπων  θὰ  μποροῦσε  νὰ  μεταβληθεῖ  σὲ  ἀφορμὴ  κήρυξης 
πολέμου  κατὰ  τῆς  Ὀθωμανικῆς  Αὐτοκρατορίας∙  ὁ  Βενιζέλος 
ἀπάντησε  ἀρνητικά.1  Στὶς  16  Μαΐου  (π.ἡ.),  πάντως,  ὑπογράφηκε 
(μέσα  σὲ  πέπλο  μυστικότητας2)  καὶ  ἡ  ἑλληνοβουλγαρικὴ  συμ‐
μαχία. Ἑλληνοσερβική, ὡς γνωστόν, δὲν ὑπῆρξε –μὲ ἀποτέλεσμα 
ἡ  Βουλγαρία  νὰ  ἀναχθεῖ  σὲ  ἄξονα  καὶ  κινητήρια  Δύναμη  τῶν 
χριστιανικῶν  Κρατῶν  στὰ  Βαλκάνια.3  Ἡ  κυβέρνηση  τῆς  Σόφιας 
ὅμως δὲν θεωροῦσε πιὰ τὴ γιὰ τὴν Κρήτη ἑλληνοτουρκικὴ διένεξη 
ὡς casus belli. 
Οἱ  προετοιμασίες,  παράλληλα,  γίνονταν  μὲ  ρυθμὸ  ὁλοένα 
ταχύτερο.  Στὶς  ἀρχὲς  Ἀπριλίου  1912,  ὁ  βασιλιάς,  μετὰ  ἀπὸ  συνο‐
μιλία  του  μὲ  τὸν  Βενιζέλο,  εἶχε  προτείνει  ὡς  ἀρχηγὸ  τοῦ  Ἐπι‐
τελείου  Ναυτικοῦ  τὸν  πλοίαρχο  Παῦλο  Κουντουριώτη.4  Τὸ  καλο‐
καίρι, ἄλλωστε, ὁ Γεώργιος Α΄ πῆγε στὴ Γαλλία, στὸ Aix‐les‐Bains, 
ἀπὸ  ὅπου  τὴν  1η  Σεπτεμβρίου  (ν.ἡ.)  ἄρχισε  περιοδεία  σὲ  εὐρω‐
παϊκὲς  πρωτεύουσες,  προκειμένου  νὰ  βολιδοσκοπήσει  τὴν  κατά‐
σταση ἐν ὄψει πιθανῆς ἔκρηξης τοῦ κατὰ τῆς Τουρκίας πόλεμου.5 
Στὸ  Παρίσι  ὁ  βασιλιὰς  συναντήθηκε  μὲ  τὸν  πρωθυπουργὸ 
Raymond  Poincaré,  στὸν  ὁποῖο  ἐξήγησε  ὅτι  τὴν  ἑλληνικὴ  κοινὴ 
γνώμη ἀπασχολοῦσε κυρίως τὸ θέμα τῆς Ἕνωσης τῆς Κρήτης μὲ 
τὸ Βασίλειο τῆς Ἑλλάδος καὶ τοῦ τόνισε ὅτι ἡ ἀναδιοργάνωση τοῦ 
Ἑλληνικοῦ Στρατοῦ εἶχε ἀνατεθεῖ σὲ γαλλικὴ ἀποστολή, ἀκριβῶς 
γιὰ  νὰ  ἐξασφαλιστεῖ  ἡ  ἐν  προκειμένῳ  εὐμενὴς  διάθεση  τῆς  γαλ‐
λικῆς  πλευρᾶς.  Ἀπαντώντας  ὁ  Γάλλος  πρωθυπουργὸς  διαβε‐
βαίωσε  τὸν  Γεώργιο  γιὰ  τὰ  σταθερῶς  φιλελληνικὰ  αἰσθήματα 
«τῆς  γαλλικῆς  κυβέρνησης  καὶ  τοῦ  Γαλλικοῦ  Λαοῦ»,  ἀλλὰ 

1 Δ. Πουρνάρα, Ἐλευθέριος Βενιζέλος, σ. 289. 
2 Σ. Θ. Λάσκαρι, Διπλωματικὴ Ἱστορία…, σ. 222. 
3 É. Driault καὶ M. Lhéritier, Histoire diplomatique de la Grèce..., τόμ. V, σ. 71. 

4 ΙΑΕΒ, Ι/32/5, Γεώργιος Α΄ πρὸς Ἐλευθέριο Βενιζέλο, Κέρκυρα, 8 Ἀπριλίου 1912 

(ἀντίγραφο). 
5  ΙΑΕΒ,  Ι/32/12,  ὁ  στρατηγὸς  Πάλλης  πρὸς  τὸν  Ἐλ.  Βενιζέλο,  Aix‐les‐Bains,  1η 

Σεπτεμβρίου 1912 (ἀντίγραφο τηλεγραφήματος). 

107
ἀπέφυγε  νὰ  πάρει  σαφῆ  θέση  ὅσον  ἀφορᾶ  τὸν  τρόπο  ἐπίλυσης 
τοῦ  Κρητικοῦ  Ζητήματος.  Ὅπως  ἦταν  φυσικό,  ὁ  Βενιζέλος  ἀνη‐
σύχησε.  Σὲ  λίγες  ἑβδομάδες,  πράγματι,  θὰ  ξανάρχιζαν  οἱ  ἐργα‐
σίες τῆς Βουλῆς καὶ τὸ πρόβλημα τῆς εἰσδοχῆς ἢ μὴ τῶν «δῆθεν» 
βουλευτῶν  τῆς  Κρήτης  μποροῦσε  νὰ  πάρει  διαστάσεις  ἐκρη‐
κτικές.1  Ἦταν  σαφές,  πράγματι,  ὅτι  καὶ  ὁ  Βενιζέλος  καὶ  ὁ  βα‐
σιλιὰς  ἀμφιταλαντεύονταν  ἀκόμα  γιὰ  τὸ  ἐὰν  ἡ  Ἑλλάδα  ἔπρεπε 
νὰ  πολεμήσει  γιὰ  τὴν  Κρήτη.  Kοινή  τους  διαπίστωση  ὅμως  ἦταν 
πὼς ἡ σύγκρουση μὲ τὴν Ὑψηλὴ Πύλη ἤτανε πιὰ ἀναπόφευκτη.  
Ἔτσι ὁ βασιλιάς, ἀπὸ τὴν Κοπεγχάγη ὅπου βρέθηκε περὶ τὰ 
μέσα Σεπτεμβρίου, ἄρχισε νὰ δίνει ὁδηγίες σχετικῶς μὲ τὴ μεθό‐
δευση  κήρυξης  τοῦ  πολέμου.  Πάντως,  ἐξακολουθοῦσε  νὰ  εἶναι 
ἀνήσυχος:  Ἡ  ἀνάμνηση  τοῦ  1897  παρέμενε  ἰσχυρή,  ἐνῶ  παράλ‐
ληλα  τὸ  μοναδικὸ  πραγματικὰ  ἀξιόμαχο  πλοῖο  τοῦ  Ἑλληνικοῦ 
Στόλου ἦταν ὁ «Ἀβέρωφ». Ἐπιστρέφοντας λοιπὸν ἀπὸ τὴν Κοπεγ‐
χάγη  στὴν  Ἑλλάδα,  πέρασε  ἀπὸ  τὸ  Βερολῖνο,  ὅπου,  στὶς  30  Σε‐
πτεμβρίου  (ν.ἡ.),  συναντήθηκε  μὲ  τὸν  ἐκεῖ  πρέσβυ  τῆς  Γαλλίας, 
Jules  Cambon,  στὸ  σπίτι  τοῦ  Ἕλληνα  πρεσβευτῆ.  Ὁ  Γεώργιος 
ἐξήγησε στὸν Γάλλο διπλωμάτη πὼς ἔτρεφε τὴν ἐλπίδα ὅτι, μετὰ 
τὸ τέλος τῆς ἰταλοτουρκικῆς σύρραξης, οἱ Δυνάμεις  θὰ ἔστεργαν 
νὰ δώσουν μία λύση στὸ Κρητικὸ ζήτημα. Ὅσον ἀφορᾶ, ἄλλωστε 
τὸ  θέμα  τῆς  ἑλληνοβουλγαρικῆς  συμμαχίας,  ἡ  κυβέρνηση  τῆς 
Σόφιας  πίεζε  τὴν  Ἑλλάδα  νὰ  ἀρχίσει  αὐτὴ  πρώτη  τὶς  ἐχθρο‐
πραξίες  κατὰ  τῆς  Τουρκίας  –  ἀφήνοντας  νὰ  αἰωρεῖται  ἡ  «ὑπό‐
σχεση» πὼς ἡ Βουλγαρία θὰ ἐπενέβαινε ἀμέσως μετά. 
 Πάντως ὁ  βασιλιὰς  ἐξακολουθοῦσε  νὰ  διστάζει.  Φοβόταν, 
πράγματι, πὼς οἱ Νεότουρκοι θὰ ἐπιδίωκαν νίκη τῶν ὅπλων τους 
στὴ  Μακεδονία,  ἔτσι  ὥστε  νὰ  ξεχαστοῦν  οἱ  ἧττες  τους  ἀπὸ  τοὺς 
Ἰταλοὺς  στὴν  Τριπολίτιδα  καὶ  τὴν  Κυρηναϊκή.  Μὲ  ἄλλα  λόγια, 
φοβόταν  πολὺ  τὴν  ἔκβαση  μιᾶς  γενικευμένης  σύγκρουσης  στὰ 

1  ΙΑΕΒ,  Ι/32/13,  ὁ  Γεώργιος  Α΄  πρὸς  τὸν  Ἐλ.  Βενιζέλο,  Παρίσι,  4  Σεπτεμβρίου 
1912 (ν.ἡ.)˙ 

108
Βαλκάνια.1  Αἰσιόδοξος  ἀπὸ  τὴν  πλευρά  του  ὁ  Βενιζέλος,  ἔδωσε 
ἐντολὴ στὴ γαλλικὴ στρατιωτικὴ ἀποστολὴ νὰ ἐκπονήσει σχέδιο 
γιὰ  ἀπόβαση  ἑλληνικῆς  δύναμης  στὰ  Δαρδανέλλια.2  Ὅπως  θὰ 
φανεῖ  στὴ  συνέχεια,  ὅλες  οἱ  σχετικὲς  ἔρευνες  καὶ  ἀναγνωρίσεις 
κατέληξαν  σὲ  ἀποτελέσματα  ἀρνητικὰ  ὅσον  ἀφορᾶ  τὶς  δυνα‐
τότητες εὐόδωσης τυχὸν ἀποβατικοῦ ἐγχειρήματος ἐκεῖ.  
 
Ϛ΄ 
 
Οἱ  μεταξὺ  Ἑλλάδας  καὶ  Ὀθωμανικῆς  Αὐτοκρατορίας  ἐχ‐
θροπραξίες  ἄρχισαν  τὸ  πρωὶ  τῆς  5ης/18ης  Ὀκτωβρίου  1912.  Ἡ 
ἐξιστόρηση  τῶν  Βαλκανικῶν  πολέμων,  βέβαια,  εἶναι  πολὺ  πέρα 
ἀπὸ τὰ ὅρια τῆς ἀνὰ χεῖρας μελέτης.3 Καλὸ ὅμως εἶναι νὰ γίνουνε 
ὁρισμένες  ἐπισημάνσεις  –  ὁπωσδήποτε  ἀναγκαῖες,  προκειμένου 
νὰ  γίνει  κατανοητὴ  ἡ  ροὴ  τῶν  γεγονότων  πρὸς  τὸν  Ἐθνικὸ 
Διχασμό. Καὶ οἱ ἐπισημάνσεις αὐτὲς εἶναι οἱ ἀκόλουθες:  
  1.  Ὅσον  ἀφορᾶ  τὴν  ἑλληνικὴ  πλευρά,  ὁ  ἐναντίον  τῆς 
Ὀθωμανικῆς  Αὐτοκρατορίας  Α΄  Βαλκανικὸς  πόλεμος  ὑπῆρξε 
λίγο‐πολὺ «στημένος». Ἡ ἀριθμητικὴ ὑπεροχή, κατὰ πρῶτο λόγο, 
τοῦ  Ἑλληνικοῦ  Στρατοῦ  στὴ  Μακεδονία  ἦταν  συντριπτική:  στὴν 
ἀρχὴ  100.0004  καὶ  τελικῶς  200.0005  ἢ  καὶ  230.0006    Ἕλληνες 

1  Raymond  Poincaré,  Les  Balkans  en  feu,  1912  (Παρίσι:  Plon,  1926),  σσ.  220‐221∙ 
ΙΑΕΒ,  Ι/32/14,  ὁ  Γεώργιος  Α΄  πρὸς  τὸ  ὑπουργεῖο  Ἐξωτερικῶν,  Κοπεγχάγη,  13 
Σεπτεμβρίου 1912 (τηλεγράφημα στὰ γαλλικά, ἀντίγραφο). 
2 ΙΑΕΒ, Ι/32/15, ὁ στρατηγὸς Eydoux πρὸς τὸν ὑπουργὸ (Στρατιωτικῶν;) Ἀθήνα, 

20 Ὀκτωβρίου 1912 (ἑλληνικὴ μετάφραση).  
3  Ἀναλυτικὴ  παρουσίαση  στὸ  βιβλίο:  Γεωργίου  Τσόντου‐Βάρδα,  Ἡ  βενιζελικὴ 

τυραννία. Ἡμερολόγιο 1917‐1920 (Ἀθήνα: Πετσίβας, 2006), σσ. ια΄‐ λδ΄. 
4  Γενικὸ  Ἐπιτελεῖο  Στρατοῦ.  Διεύθυνση  Ἱστορίας  Στρατοῦ,  Ὁ  Ἑλληνικὸς  Στρα‐

τὸς κατὰ τοὺς Βαλκανικοὺς πολέμους τοῦ 1912‐1913, τόμ. Α΄ (Ἀθήνα: Διεύθυνση 
Ἱστορίας Στρατοῦ, 1988), σ. 18. 
5 Ξ. Στρατηγοῦ, Ὁ ἑλληνοτουρκικὸς πόλεμος τοῦ 1912 (Ἀθήνα: Ἑλληνική, 1932), 

σσ. 45, 48.  
6 Sir Basil Thomson, Οἱ μυστικὲς ὑπηρεσίες τῶν Συμμάχων στὴν Ἑλλάδα, σ. 39. 

109
ἐναντίον 25.000 μόνο Ὀθωμανῶν,1 δηλαδὴ ἀναλογία τοὐλάχιστον 
8 πρὸς 1 ὑπὲρ τῶν ἑλληνικῶν δυνάμεων. Ὅμως, ἐπειδὴ καὶ πάλι ἡ 
μαχητικὴ ἱκανότητα τῶν Τούρκων παρέμενε ἐπίφοβη, ταχυδακτυ‐
λουργικῶς  ἀντικαταστάθηκε  ὁ  Ἀλῆ  Ριζᾶ  πασᾶς,  ἀρχιστράτηγος 
τοῦ  παρὰ  τὰ  ἑλληνικὰ  σύνορα  Τουρκικοῦ  Στρατοῦ,2  ἀπὸ  τὸν 
ἀλβανικῆς καταγωγῆς Χασὰν Ταχσὶν πασᾶ, ποὺ βρέθηκε ἀστρα‐
πιαίως  ἀπὸ  τή...  Δαμασκό,  ὅπου  ἦταν  ἡ  ἕδρα  τοῦ  8ου  σώματος 
στρατοῦ τὸ ὁποῖο διοικοῦσε, στόν... ποταμὸ Ἁλιάκμονα καὶ ἀνέλα‐
βε  ἐπικεφαλῆς  τῶν κατὰ  τῶν Ἑλλήνων ὀθωμανικῶν  στρατευμά‐
των.3 Αὐτὸ ἐπιτεύχθηκε κυρίως χάρη σὲ διακριτικὲς ἐνέργειες τοῦ 
κατὰ  τὰ  ἔτη  1908‐1909 καὶ  1912 μεγάλου βεζύρη4 Μεχμὲτ  Κιαμὴλ 
πασᾶ, ποὺ ἦταν γυιὸς ἐξισλαμισμένου Ἰουδαίου, γνωστὸς ἀγγλό‐
φιλος,  καί,  φυσικά,  προστάτης  τοῦ  Ταχσίν.5  Δὲν  εἶναι  χωρὶς 
σημασία,  βέβαια,  ὅτι  ὁ  Μεχμὲτ  Κιαμὴλ  πασᾶς  διώχτηκε  ἀπὸ  τὴν 
Τουρκία μετὰ τὸ τέλος τοῦ Α΄ Βαλκανικοῦ πόλεμου.6 
  2.  Ὁ  Χασὰν  Ταχσὶν  πασᾶς  εἶχε  μεγάλη  περιουσία  στὴ 
Θεσσαλονίκη καὶ ἤθελε ἡ πόλη νὰ πέσει στὰ χέρια τῶν Ἑλλήνων 
καὶ  ὄχι  τῶν  Βουλγάρων.  Καὶ  τοῦτο,  ἐπειδὴ  ὡς  ἄτακτοι  τοῦ 
Βουλγαρικοῦ  Στρατοῦ  δροῦσαν  Σλαβομακεδόνες  ἀντάρτες  οἱ 
ὁποῖοι,  ἤδη  ἀπὸ  τὶς  ἀρχὲς  τοῦ  Κ΄  αἰώνα,  εἶχαν  προβάλει  ἀντι‐
πλουτοκρατικὰ  συνθήματα,  τὰ  ὁποῖα  τρομοκρατοῦσαν  καὶ  τοὺς 
μουσουλμάνους  γαιοκτήμονες  στὴ  Μακεδονία  ἀλλὰ  κυρίως  τοὺς 

1  Ὑπουργεῖον  Στρατιωτικῶν.  Γενικὸν  Ἐπιτελεῖον  Στρατοῦ.  –  Πολεμικὴ  Ἔκθε‐


σις, Ὁ Ἑλληνικὸς Στρατὸς κατὰ τοὺς Βαλκανικοὺς πολέμους τοῦ 1912‐1913, τόμ. 
Α΄. Παράρτημα (Ἀθήνα: Ἐθνικὸ Τυπογραφεῖο, 1932), ἀρ. 203, σ. 92. 
2 Αὐτόθι, ἀρ. 210, σ. 97. 

3 Ν. Θ.  Κλαδᾶ, λῆμμα «Πρῶτος Βαλκανικὸς πόλεμος», Μεγάλη Ἑλληνικὴ Ἐγκυ‐


 

κλοπαιδεία,  τόμ.  Ϛ΄  (Ἀθήνα:  Πυρσός,  1928),  σ.  49·  Ὑπουργεῖον  Στρατιωτικῶν. 
Γενικὸν Ἐπιτελεῖον Στρατοῦ. – Πολεμικὴ Ἔκθεσις, τόμ. Α΄, Παράρτημα, ἀρ. 197, 
σ. 89 καὶ ἀρ. 210, σ. 97. 
4 Stanford J. Shaw καὶ Ezel Kural Shaw, History of the Ottoman Empire and Modern 

Turkey, τόμ. II (Cambridge University Press, 1977), σ. 492. 
5  Βασίλειου  Νικόλτσιου  καὶ  Βασίλη  Κ.  Γούναρη,  Ἀπὸ  τὸ  Σαραντάπορο  στὴ 

Θεσσαλονίκη. Ἡ ἑλληνοτουρκικὴ ἀναμέτρηση τοῦ 1912 μέσα ἀπὸ τὶς ἀναμνήσεις 
τοῦ Χασὰν Ταχσὶν πασᾶ (Θεσσαλονίκη, 2002), σσ. 19, 20 (σημ. 10). 
6 Ἐφ. Νέα Ἡμέρα Τεργέστης (Ἀθήνα), φ. 23ης Μαρτίου 1913, σ. 5. 

110
Ἰουδαίους τῆς Θεσσαλονίκης. Αὐτὴ ἡ τελευταία τότε ἤτανε πόλη 
«διεθνής».1  Σύμφωνα,  πράγματι,  μὲ  τὴ  μαρτυρία  τοῦ  πρώτου 
Ἕλληνα νομάρχη της, ὁ τότε πληθυσμὸς τῆς Θεσσαλονίκης ἤτανε 
τότε  160.000  ψυχές,  ἀπὸ  τὶς  ὁποῖες  90.000  Ἰουδαῖοι,  40‐44.000 
Μουσουλμάνοι  (Τοῦρκοι),  7.000  διαφόρων  ἐθνικοτήτων  καὶ 
θρησκευμάτων  καὶ  μόνο  19.000  Ἕλληνες.2  Οἱ  Ἰουδαῖοι  αὐτοὶ 
φοβόντουσαν  πολὺ  τοὺς  Σλαβομακεδόνες,  ποὺ  ἄλλωστε, 
ὁπουδήποτε ἔμπαιναν ὡς ἀντάρτες,  γενικῶς κακοποιοῦσαν τοὺς 
μὴ  χριστιανικοὺς  πληθυσμούς.3  Οἱ  Ἕλληνες,  ἀντίθετα,  εἴχανε 
φήμη εὐμενοῦς συμπεριφορᾶς πρὸς τοὺς ἀλλόθρησκους.4 
  3.  Βασική,  κατὰ  συνέπεια,  προσπάθεια  τοῦ  Χασὰν  Ταχσὶν 
πασᾶ  ἦταν  νὰ  στρέψει  τὸν  Ἑλληνικὸ  Στρατὸ  ἀπὸ  τὴν  πρὸς  τὸ 
Μοναστήρι  κατεύθυνση  (τὴν  ὁποία  σαφῶς  προέβλεπε  τὸ  ἀρχικὸ 
σχέδιο  ἐπιχειρήσεων5)  πρὸς  τὴ  Θεσσαλονίκη.  Τὸ  «κόλπο»  πού, 
κατὰ συνέπεια, ἔκανε ἦταν ἁπλὸ στὴ σύλληψή του καὶ κλασσικὸ 
στὴν  ἐφαρμογή  του:  Μετὰ  τὶς  ἀρχικὲς  συμπλοκὲς  ἔδινε  τὸ  σύν‐
θημα  τῆς  ὑποχώρησης,  προσπαθώντας  ἔτσι,  καθὼς  προσέφερε 
νίκες  εὐχερεῖς,  νὰ  τραβήξει  τὸ  Ἑλληνικὸ  στράτευμα  πρὸς  τὴ 
«νύμφη  τοῦ  Θερμαϊκοῦ».  Ἡ  μαρτυρία  Ἕλληνα  ἀξιωματικοῦ  ποὺ 
ἔλαβε  μέρος  στὶς  τότε  ἐπιχειρήσεις  εἶναι,  πράγματι,  χαρακτη‐
ριστική: «Παρὰ τὸ ὅτι ἦταν» [ὁ Χασὰν Ταχσὶν πασᾶς] ἀρχαῖος καὶ 
πεπειραμένος  στρατιώτης...,  δὲν  ἵστατο...  εἰς  τὸ  ὕψος  τῶν  ἀπαι‐
τήσεων  τοῦ  νεωτέρου  πολέμου...  Καὶ  οὐ  μόνον  δέν...  [εἶχε]  νὰ  ἐπι‐
δείξῃ  ὁ  ἀρχηγὸς  οὗτος  στρατηγικὴν  ἱκανότητα,  ἀλλ’οὔτε  καὶ  τὸ 
ἀπαραίτητον ἠθικὸν σθένος, διότι εὐθὺς μετὰ τὰ πρῶτα ἀτυχήματα 

1  Ὑπουργεῖον Στρατιωτικῶν. Γενικὸν Ἐπιτελεῖον Στρατοῦ. – Πολεμικὴ Ἔκθεσις, 
τόμ. Α΄, Παράρτημα, ἀρ. 554, σ. 209. 
2 Ἀπομνημονεύματα Περικλέους Ἀλ. Ἀργυροπούλου (Ἀθήνα, 1970), σ. 107. 

3 ΑΥΕ, 1912, 2.1, Νικόλαος Γκίκας, Ἕλληνας ὑποπρόξενος στὴν Καβάλλα, πρὸς 

τὸ  ὑπουργεῖο  Ἐξωτερικῶν,  ἀρ.  6,  Καβάλλα,  22  Νοεμβρίου  1912·  ὁ  διευθυντὴς 
τοῦ γραφείου Τύπου στὴ Θεσσαλονίκη πρὸς τὸ ὑπουργεῖο Ἐξωτερικῶν, ἀρ. 76, 
Θεσσαλονίκη, 27 Νοεμβρίου 1912.  
4 Pierre Loti, Turquie agonisante (Παρίσι: Calmann‐Lévy, 1913), σ. 70. 

5 Ὑπουργεῖον Στρατιωτικῶν. Γενικὸν Ἐπιτελεῖον Στρατοῦ. – Πολεμικὴ Ἔκθεσις, 

τόμ. Α΄, Παράρτημα, ἀρ. 500, σ. 194. 
 

111
τοῦ πολέμου παρέλυσεν ἡ ἐνεργητικότης αὐτοῦ, ἡ δὲ ἐπὶ τὴν νίκην 
πίστις  ἀπέστη  τελείως.  Τὴν  ψυχικὴν  ταύτην  τοῦ  ἀρχιστρατήγου 
κατάστασιν  χαρακτηρίζει  τὸ  γεγονὸς  ὅτι  μαθὼν  οὗτος  ἐν  Κοζάνῃ 
τὴν  ἧτταν  τοῦ  Σαρανταπόρου  καὶ  ἀπερχόμενος  ἐκεῖθεν  μετὰ  τοῦ 
ἐπιτελείου του ἐσπευσμένως ἐτηλεγράφει τὴν λέξιν «τετέλεσται».1 
  4.  Ὁ  διάδοχος  Κωνσταντῖνος  ὅμως,  ἐπικεφαλῆς  τοῦ  Ἑλλη‐
νικοῦ  Στρατοῦ  ποὺ  μαχόταν  στὴ  Μακεδονία,  καθυστεροῦσε  νὰ 
ἐννοήσει τὶς πρὸς αὐτὸν «φιλικὲς διαθέσεις» τοῦ Ὀθωμανοῦ ἀρχι‐
στράτηγου· ἔτσι μπῆκαν σὲ ἐνέργεια τὰ  «μεγάλα μέσα». Πρῶτος 
ὁ  Λάμπρος  Κορομηλᾶς,  ὑπουργὸς  Ἐξωτερικῶν,  πίεσε  τὸν  Κων‐
σταντῖνο,  στὶς  12  Ὀκτωβρίου  1912,  νὰ  στραφεῖ  πρὸς  τὴ  Θεσ‐
σαλονίκη.2  Αὐτός,  ὁ  Κορομηλᾶς,  ἤτανε  παντρεμένος  μὲ  Ἀμε‐
ρικανίδα,  τὴν  Anna  Cockrell,3  ἀπὸ  ἰσχυρὴ  οἰκογένεια  τοῦ  Νότου 
τῶν  Η.Π.Α.,  ὅπου  βεβαίως  τὸν  τόνο  ἔδιναν  οἱ  τόσο  φιλικοὶ  πρὸς 
τοὺς  Ἰουδαίους  Πρεσβυτεριανοί,  κλάδος  τοῦ  Καλβινισμοῦ.  Εἶχε 
θεωρηθεῖ  ἐχθρὸς  τῶν  Σλάβων  καί,  πράγματι,  ἔμελλε  συντόμως 
νὰ ἀποδείξει πόσο βάσιμη ἤτανε ἡ φήμη αὐτή. Ὅπως καὶ νὰ εἶναι, 
ὁ Κωνσταντῖνος, στὶς 12 Ὀκτωβρίου, δὲν πείστηκε, ὁπότε ὁ Κορο‐
μηλᾶς  ἔρριξε  στὸν  ὑπὲρ  τῆς  Θεσσαλονίκης  ἀγώνα  τὸν  ἴδιο  τὸν 
πρωθυπουργὸ  Βενιζέλο.4  Ὅταν  ὅμως  καὶ  αὐτὸ  ἀποδείχτηκε  ἀνε‐
παρκές,  χρειάστηκε  πλήρως  νὰ  ἀνοίξει  τὰ  χαρτιά  του:  Ἔχω  τὴν 
τιμὴν νὰ ἀνακοινώσω ὑμῖν ἑπόμενον τηλεγράφημα τῆς ἐν Βερολίνῳ 
[ἑλληνικῆς]  πρεσβείας,  μήνυσε  στὸν  Κωνσταντῖνο  στὶς  24  Ὀκτω‐
βρίου,  καθὼς  αὐτὸς  ἀκόμα  δίσταζε  νὰ  καταλάβει  τὴ  «νύμφη  τοῦ 
Θερμαϊκοῦ»: «Πρεσβευτὴς ὅστις δεικνύει ἡμῖν πλεῖστον ἐνδιαφέρον 
μοὶ εἶπεν αὐτολεξεὶ ὅτι σᾶς ἱκετεύει [δηλαδὴ τὸν Κωνσταντῖνο] νὰ 

1 Ξ. Στρατηγοῦ, Ὁ ἑλληνοτουρκικὸς πόλεμος τοῦ 1912, σ. 13. 
2 Ὑπουργεῖον Στρατιωτικῶν. Γενικὸν Ἐπιτελεῖον Στρατοῦ. – Πολεμικὴ Ἔκθεσις, 
τόμ. Α΄, Παράρτημα, ἀρ. 416,  σσ. 169‐170. 
3 Percy F. Martin, Greece of the Twentieth Century (Λονδῖνο: T. Fisher Unwin, 1913), 

σ. 54.  
4 Ὑπουργεῖον Στρατιωτικῶν. Γενικὸν Ἐπιτελεῖον Στρατοῦ. – Πολεμικὴ Ἔκθεσις, 

τόμ. Α΄, Παράρτημα, ἀρ. 553, σ. 209. 

112
εἰσέλθητε  τὸ  ταχύτερον  εἰς  Θεσσαλονίκην,  διότι  ὑπάρχουσι  πλεῖ‐
σται πιθανότητες νὰ ἀφήσωσι σᾶς ἐκεῖ ὁριστικῶς.1 
  Ὁ τόσο πολὺ φιλέλλην «πρεσβευτὴς» ἦταν ὁ Jules Cambon, 
πρέσβυς τῆς Γαλλίας στὴ Γερμανία·2 καὶ αὐτὴ ἦταν ἡ πρώτη φορὰ 
κατὰ  τὴν  ὁποία  γινόταν  λόγος  γιὰ  προσάρτηση  τῆς  Θεσ‐
σαλονίκης  ἀπὸ  τὴν  Ἑλλάδα.  Λογικὰ  ὁ  Κωνσταντῖνος,  ὅμως,  δὲν 
μποροῦσε  νὰ  καταλάβει  γιατί  ἔπρεπε  νὰ  πάει  νὰ  «σώσει»  τοὺς 
Ἰουδαίους στὴ Θεσσαλονίκη καὶ ὄχι νὰ κυνηγήσει τοὺς Τούρκους 
πρὸς  τὰ  βόρεια  καὶ  νὰ  μπεῖ  στὸ  Μοναστήρι,  «θερμὴ  ἑστία  τοῦ 
[ἑλληνικοῦ]  ἐθνισμοῦ  στὴ  Δυτικὴ  Μακεδονία».3  Γιὰ  νὰ  τοῦ 
διαλύσει  λοιπὸν  τὶς  ἀμφιβολίες  αὐτές,  ὁ  Χασὰν  Ταχσὶν  πασᾶς, 
ἀφοῦ ἐγκατέλειψε τὴν Κοζάνη, ὑποχώρησε ὄχι βόρεια μὰ πρὸς τὴ 
Βέρροια,  στὴν  ὁποία  τελικῶς  ἀμαχητὶ  μπῆκε  ὁ  Ἑλληνικὸς 
Στρατὸς  (ὅπως  ἄλλωστε  εἶχε  προηγουμένως  μπεῖ  καὶ  στὴν  Κο‐
ζάνη  καὶ  τὰ  Σέρβια)·  ἄρα  πρὸς  τὴ  Θεσσαλονίκη  ἔπρεπε  πιὰ 
ἀναγκαστικῶς  νὰ  ἀρχίσει  νὰ  στρέφεται  ὁ  τότε  διάδοχος.  Τὴ 
σχετικὴ  ἐντολὴ  τὴν  ἔδωσε  στὶς  12  Ὀκτωβρίου,  στὶς  4.10΄  τὸ 
ἀπόγευμα·4 λίγες ὧρες ἀργότερα, δηλαδὴ μετὰ τὶς 10.00΄ τὸ βράδυ, 
ἔφτασε  καὶ  ἡ  τηλεγραφικὴ  «παράκληση»  τοῦ  Βενιζέλου,  μὲ  τὴν 
ὁποία  ὁ  πρωθυπουργὸς  ἐπισήμανε  στὸν  «ἀρχιστράτηγο 
Κωνσταντῖνο» ὅτι σπουδαῖοι λόγοι πολιτικοὶ ἐπέβαλλαν νὰ μποῦν 
οἱ Ἕλληνες μίαν ὥραν ταχύτερον εἰς τὴν Θεσσαλονίκην.5 
Αὐτὴ  εἶναι  ἡ  ὅλη  ἱστορία  τῆς  «στροφῆς  πρὸς  τὴ 
Θεσσαλονίκη»  –  καὶ  ἄλλα  στοιχεῖα  δὲν  ὑπάρχουνε.  Τὰ  ὅσα, 
πράγματι, εἶπε ἀργότερα, τὸν Αὔγουστο τοῦ 1917 συγκεκριμένα, ὁ 
Βενιζέλος στὴ Βουλή, πὼς ὁ Ἑλληνικὸς Στρατὸς εἶχε διαταγὴν ἀπὸ 

1 Αὐτόθι, ἀρ. 728, σ. 257. 
2 Ἀπομνημονεύματα Περικλέους Ἀλ. Ἀργυροπούλου, σ. 101. 
3  «Ἡ  ἀπελευθέρωσις  τῆς  Θεσσαλονίκης,  26  Ὀκτωβρίου  1912»,  στὸ  τεῦχος:  Φι‐

λίππου Στ. Νίκογλου, Τὸ χρονικὸν τῆς καταλήψεως τῆς Θεσσαλονίκης ἀπὸ τὸν 
Ἑλληνικὸ  Στρατὸ  τὴν  26η  Ὀκτωβρίου  1912  (Ἀθήνα:  Ἑταιρεία  Θρακικῶν  Μελε‐
τῶν [ἀρ. 112], 1963), σ. 26. 
4 Ὑπουργεῖον Στρατιωτικῶν. Γενικὸν Ἐπιτελεῖον Στρατοῦ. – Πολεμικὴ Ἔκθεσις, 

τόμ. Α΄, Παράρτημα, ἀρ. 409δ, σ. 168 καὶ 420, σ. 171. 
5 Αὐτόθι, ἀρ.415, σ. 169. 

113
τῆς ἀρχῆς τοῦ πολέμου νὰ στραφῇ πρὸς τὴν Θεσσαλονίκην, πὼς ὁ 
Βενιζέλος, ὑπὸ τὴν ἰδιότητά του ὡς ὑπουργοῦ τῶν Στρατιωτικῶν, 
«ἀπαγόρευσε»  στὸν  Κωνσταντῖνο  νὰ  προελάσει  στὸ  Μοναστήρι 
κ.τ.λ., κ.τ.λ.,1  δεδομένου ὅτι ποτὲ ἕως τώρα δὲν ἐπιδείχτηκαν οὔτε 
κἂν  ἀνευρέθηκαν  τὰ  σχετικὰ  τεκμήρια,2  πρέπει  νὰ  θεωρηθοῦν 
ἐπινοήματα  προορισμένα  γιὰ  πολιτικοῦ  χαρακτήρα  ἐσωτερικὴ 
κατανάλωση. 
  5. Στὴν ἀγωνιώδη προσπάθειά του νὰ φέρει τοὺς Ἕλληνες 
μιὰ  ὥρα  ἀρχύτερα  στὴ  Θεσσαλονίκη,  ὁ  Χασὰν  Ταχσὶν  πασᾶς 
ἔκανε τὰ πάντα. Πράγματι, μόνο στὰ Γιανιτσὰ ἀποπειράθηκε νὰ 
σταματήσει  τὴν  ἑλληνικὴ  προέλαση,  δεδομένου  ὅτι  ἡ  πόλη  αὐτὴ 
ἦταν  ἱερὴ  γιὰ  τοὺς  Τούρκους  τῆς  Μακεδονίας  καὶ  θὰ  ἦταν  πολὺ 
«χοντρὸ»  νὰ  τὴν  ἀφήσει  ἀνυπεράσπιστη.  Μόλις  ὅμως  οἱ  ἑλληνι‐
κὲς δυνάμεις κατέβαλαν ἐκεῖ τοὺς Ὀθωμανούς, τὸ στράτευμα τῶν 
τελευταίων  διαλύθηκε.  Πράγματι,  ὑποχωροῦσε  ἐσπευσμένα, 
ἐγκατέλειπε  πρόσφορες  σὲ  ἄμυνα  τοποθεσίες,  ἄφηνε  γέφυρες 
ἄθικτες  κ.ο.κ.·3  καὶ  τὸ  ἀποκορύφωμα  ἐπιτεύχθηκε  στὶς  παρυφὲς 
ἀκριβῶς  τῆς  Θεσσαλονίκης,  ὁπότε  οἱ  Ὀθωμανοὶ  στρατιῶτες 
κυριολεκτικῶς ἐγκαταλείφθηκαν ἀπὸ τούς... ἀξιωματικούς τους.4  
  Τελικῶς  ἡ  παράδοση  τῆς  Θεσσαλονίκης  ὑπογράφηκε  τὶς 
πρῶτες  ὧρες  τῆς  27ης  Ὀκτωβρίου  1912.  Παραδόθηκαν  τότε  ἐκεῖ 
25.000  Ὀθωμανοὶ5  –ἀκριβῶς  τόσοι  δηλαδὴ  ὅσοι  ἦταν  στὰ  σύνορα 
μὲ  τὴν  Ἑλλάδα  κατὰ  τὴν  ἔναρξη  τῶν  ἐχθροπραξιῶν.  Ἄρα  οἱ 
ἀπώλειές  τους ἦταν μηδαμινὲς  – καὶ αὐτὸ συνιστᾶ ἔνδειξη ὅτι οἱ 
προσπάθειές  τους  νὰ  ἀνακόψουν  τὴν  ἑλληνικὴ  προέλαση  ὑπήρ‐

1 Αὐτόθι, ἀρ. 455, σ. 179. 
2 Πρβλ. αὐτόθι, σ.179 (σημ. 1). 
3 Αὐτόθι, ἀρ. 681, σ. 244· Ἀπομνημονεύματα Στυλιανοῦ Γονατᾶ, 1897‐1957 (Ἀθήνα, 

1958), σ. 41. 
4  Ὑπουργεῖον  Στρατιωτικῶν.  Γενικὸν  Ἐπιτελεῖον  Στρατοῦ.  –  Πολεμικὴ    Ἔκθε‐

σις, τόμ. Α΄, Παράρτημα, ἀρ. 702, σ. 250. 
5  ΑΥΕ,  1912,  103.2,  «Σημείωμα»  (χ.ἡ.,  χ.ὑ.).  Συνολικῶς  παραδόθηκαν  στὴ  Θεσ‐

σαλονίκη  στὸν  Ἑλληνικὸ  Στρατὸ  25.000  Ὀθωμανοὶ  στρατιῶτες  μὲ  1.000  ἀξιω‐
ματικούς, 70 κανόνια, 30 πολυβόλα, 1.200 ἄλογα καὶ  800 ἄλλα ζῶα καθὼς καὶ 
75.000 τουφέκια.  

114
ξανε  θεωρητικές.  Ἀλλὰ  καὶ  πάλι  οἱ  ἐνέργειες  τοῦ  Ὀθωμανοῦ 
ἀρχιστράτηγου  προσέκοψαν  σὲ  γεγονὸς  ἀπρόβλεπτο.  Οἱ  Σλαβο‐
μακεδόνες τοῦ Γιάνε Σαντάνσκυ, δρώντας πάντοτε –καὶ παρὰ τὶς 
σφοδρὲς  διαφωνίες  τους  μὲ  τὴ  βουλγαρικὴ  πολιτικὴ  ἡγεσία–  ὡς 
ἄτακτοι  τοῦ  Βουλγαρικοῦ  Στρατοῦ,  εἶχαν  μπεῖ  στὴ  μακεδονικὴ 
μεγαλούπολη  πρὶν  ἀπὸ  τοὺς  Ἕλληνες.1  Προφανῶς  γιὰ  νὰ  καλυ‐
φθεῖ  αὐτό,  τὸ  πρωτόκολλο  παράδοσης,  μὲ  σύμφωνη  γνώμη 
Ἑλλήνων  καὶ  Τούρκων,  πῆρε  ἡμερομηνία  ὄχι  27  ἀλλὰ  26  Ὀκτω‐
βρίου 1912.2  
  6.  Τὰ  ὑπόλοιπα  εἶναι  γνωστά.  Ὁ  Χασὰν  Ταχσὶν  πασάς, 
περιβεβλημένος  ἀπὸ  βαρύτατες  φῆμες  δωροδοκίας  του  μὲ  τενε‐
κέδες  λίρες  καὶ  τσουβάλια  χαρτονομίσματα,3  ἀποσύρθηκε  στὴν 
Ἑλβετία ὅπου ἥσυχος ἔζησε τὰ χρόνια ποὺ ἀκόμα τοῦ μένανε. Ὁ 
γυιός  του,  Κενὰν  Μεσαρέ,  πῆρε  τὴν  ἑλληνικὴ  ὑπηκοότητα  καὶ 
ἔγινε  ὁ  οἱονεὶ  ἐπίσημος  ζωγράφος  τοῦ...  Ἑλληνικοῦ  Στρατοῦ.  Ὁ 
Βενιζέλος,  πάλι,  ἔχοντας  πλήρη  τὴν  ἐπίγνωση  τοῦ  τί  ἔγινε  καὶ 
παρὰ  τὴν  ἐμφανῆ  προσπάθεια  τῶν  Βουλγάρων  ἐκ  τῶν  ὑστέρων 
νὰ  ἐπιβάλουν  καθεστὼς  ἑλληνοβουλγαρικῆς  συγκυριαρχίας  στὴ 
Θεσσαλονίκη,  προσπάθησε  νὰ  τὰ  βρεῖ  μὲ  τὴν  κυβέρνηση  τῆς 
Σόφιας  καὶ  νὰ  ἀποφύγει  τὴ  ρήξη  μεταξὺ  τῶν  δύο  συμμάχων 
Κρατῶν. Δὲν τὰ κατάφερε, λόγω «τρικλοποδιᾶς» ποὺ τοῦ ἔβαλε ὁ 
ἴδιος ὁ Κορομηλᾶς μαζὶ μὲ διπλωματικὰ στελέχη τοῦ ὑπουργείου 
Ἐξωτερικῶν.  Δημοσίευσαν  οἱ  ἀνωτέρω,  πράγματι,  σὲ  ἀθηναϊκὲς 
ἐφημερίδες  πλαστὴ  διακοίνωση  τῆς  ἑλληνικῆς  κυβέρνησης  πρὸς 
τὴ  βουλγαρικὴ  γραμμένη  σὲ  ὕφος  τόσο  προσβλητικὸ  γιὰ  τὴ 
δεύτερη, ὥστε ὁ Β΄ Βαλκανικὸς πόλεμος νὰ γίνει ἀναπότρεπτος.4 
Ὁ  Βενιζέλος  ζήτησε  τὴν  ἄμεση  ἀντικατάσταση  τοῦ  Κορομηλᾶ, 

1 Ἀπομνημονεύματα Περικλέους Ἀλ. Ἀργυροπούλου, σσ. 103‐104. 
2  Βίκτωρος  Δούσμανη,  Ἀπομνημονεύματα.  Ἱστορικαὶ  σελίδες  τὰς  ὁποίας  ἔζησα 
(Ἀθήνα: Δημητράκος, 1946), σ. 57. 
3  Β.  Νικόλτσιου  καὶ  Β.  Κ. Γούναρη,  Ἀπὸ  τὸ  Σαραντάπορο  στὴ  Θεσσαλονίκη...,  σ. 

10. 
4  Ἐφ.  Νέα  Ἡμέρα  Τεργέστης,  φ.  20ῆς  Ἰουνίου  1913,  σ.  7·  ΙΑΕΒ,  Ι/33/85,  ὁ  πρω‐

θυπουργός, Ἐλευθέριος Βενιζέλος, πρὸς τὸν βασιλιὰ Κωνσταντῖνο, χ.ἡ. (1913). 

115
ἀλλὰ  ἡ  καθυστέρηση  μὲ  τὴν  ὁποία  αὐτὴ  ἔγινε,1  τὸν  ἔκανε  καλὰ 
νὰ  ἐμπεδώσει  τὸ  «ποιὸς  κυβερνάει  αὐτὸν  τὸν  τόπο».  Τὸ  μάθημα 
ποὺ  πῆρε  δὲν  θὰ  τὸ  ξεχνοῦσε  πιὰ  παρὰ  μόνο  πρὸς  τὸ  τέλος  τῆς 
ζωῆς του – μὲ τραγικὲς γιὰ τὸν ἴδιο συνέπειες. 
  Στὸν  Β΄  Βαλκανικὸ  πόλεμο,  πάντως,  ὁ  Ἑλληνικὸς  Στρατὸς 
πολέμησε  γενναῖα·  καὶ  τότε  κυρίως  σφυρηλατήθηκε  ὁ  μέγας 
ψυχικὸς  σύνδεσμος  μεταξύ  βασιλιᾶ  Κωνσταντίνου  καὶ  Στρατοῦ. 
Ἡ ἑλληνικὴ νίκη ὅμως σαφῶς διευκολύνθηκε ἀπὸ τὴ χολέρα ποὺ 
μεταδοθεῖ  ἀπὸ  τοὺς  Τούρκους  σὲ  Ἕλληνες  καὶ  Βουλγάρους  κατὰ 
τὸν Α΄ Βαλκανικὸ πόλεμο.2 Πράγματι, δεδομένου ὅτι, σὲ ἀντίθεση 
μὲ τοὺς Ἕλληνες, οἱ Βούλγαροι δὲν εἴχανε ὑγειονομικὴ ὑπηρεσία, 
ὁ στρατός τους κυριολεκτικῶς ἀποδεκατίστηκε. 
  7.  Δὲν  μένει  παρὰ  μία  διευκρίνιση,  γιὰ  νὰ  κλείσει  αὐτὴ  ἡ 
βραχεῖα  ἀναφορὰ  στοὺς  Βαλκανικοὺς  πολέμους:  ἡ  πτώση  τοῦ 
Μπιζανίου  καὶ  ἡ  ἅλωση  τῶν  Ἰωαννίνων.  Τὰ  κατορθώματα  αὐτὰ 
ὀφείλονται  στὴν  αὐτοθυσία  τοῦ  Νικολάκη  ἐφέντη,  Χριστιανοῦ 
ἀπὸ  τὴν  Ἄγκυρα  καὶ  ταγματάρχη  τοῦ  Μηχανικοῦ  τοῦ  Ὀθωμα‐
νικοῦ  Στρατοῦ,  ὁ  ὁποῖος,  μετὰ  ἀπὸ  παρέμβαση  τοῦ  τότε  Μητρο‐
πολίτη  Ἰωαννίνων  Γερβάσιου,  παρέδωσε  τὰ  ἀναγκαῖα  γιὰ  τὴν 
ἐκπόρθηση  τοῦ  Μπιζανίου  σχεδιαγράμματα  στὸ  ἐπιτελεῖο  τοῦ 
Ἑλληνικοῦ  Στρατοῦ.3  Ὅπως  θὰ  μποροῦσε  νὰ  περιμένει  κανείς,  ἡ 
οἰκογένειά  του  στὴ  Μικρὰ  Ἀσία  μετὰ  ἐξοντώθηκε,4  ἐνῶ  ὁ  ἴδιος, 
ἀποκρούοντας κάθε ἰδέα προνομιακῆς μεταχείρισής του μετὰ τὴν 
ἀπελευθέρωση  τῶν  Ἰωαννίνων,5  χάθηκε  μέσα  στὴν  ἀνωνυμία,6 
γιὰ  νὰ  θανατωθεῖ  ἀργότερα,  ἀπὸ  τὶς  ὀθωμανικὲς  ἀρχές,  στὴ 

1  Ὁ  Κορομηλᾶς  τελικῶς  ἔφυγε  ἀπὸ  τὸ  ὑπουργεῖο  Ἐξωτερικῶν  στὶς  18  Αὐ‐
γούστου 1913. (Ἀλκιβιάδη Προβατᾶ, Πολιτικὴ Ἱστορία τῆς Ἑλλάδος..., σ. 393.).  
2  Ἰ.  Μεταξᾶς,  Τὸ  προσωπικό  του  ἡμερολόγιο,  τόμ.  Β΄,  σσ.  219  (ἐγγραφὴ  7ης 

Ἰουνίου 1913), 223 (ἐγγραφὲς  7ης καὶ 11ης Ἰουλίου 1913). 
3  Ἀθαν.  Δ.  Τσεκούρα,  Ἀπὸ  τοῦ  98ου  ὑψώματος.  (Ἀναμνήσεις  ἑνὸς  Ἠπειρώτου 

Ἀγωνιστοῦ). Ἐπιμέλεια: Ἀπόστ. Π. Παπαθεοδώρου. Πρόλογος Ἀλεξ. Χ. Μαμμό‐
πουλου (Ἀθήνα: Ἠπειρωτικὴ Ἑστία Ἀθηνῶν, 1979), σ. 203 κ.ἑξ. 
4 Αὐτόθι, σσ. 243‐244. 

5 Αὐτόθι. 

6 Αὐτόθι, σσ. 203‐204. 

116
Σμύρνη.1  Ἡ  διευκρίνιση  αὐτὴ  εἶναι  ἀναγκαία,  ἐπειδὴ  –καὶ  πάλι 
γιὰ  λόγους  πολιτικοῦ  χαρακτήρα  ἐσωτερικῆς  κατανάλωσης– 
διάφοροι  ἔχουνε  ἀπροσδοκήτως  κατὰ  τὶς  τελευταῖες  δεκαετίες 
προβληθεῖ  ὡς  πρωτεργάτες  τῆς  «ἀπελευθέρωσης  τῆς 
πρωτεύουσας τῆς Ἠπείρου». 
  Ὅπως ἔχει ἐπισημανθεῖ ἤδη στὸν πρόλογο, τὸ βιβλίο αὐτὸ 
ἀφιερώνεται στὴ μνήμη του. 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
   
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 

1 Αὐτόθι, σ. 245. 
  

117
 
 
 

 
 
Ὁ βασιλιὰς Κωνσταντῖνος 
 

118
ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΤΡΙΤΟ 
 
Τὰ γεγονότα 
 
Ὁ Διχασμὸς ποὺ ξέσπασε στὴ χώρα μας κατὰ τὸν Α΄ Παγκόσμιο 
συνεχίζει  νὰ  ἀπασχολεῖ  τοὺς  Ἕλληνες.  Ὅσο,  πράγματι,  καὶ  ἂν 
αὐτὸ ἀκούγεται παράδοξο, ἡ στάση ποὺ ἔπρεπε νὰ τηρηθεῖ ὅσον 
ἀφορᾶ  ἐκείνη  τὴ  σύρραξη  ὑπῆρξε  αἰτία  διχογνωμίας  στὴν  ὁποία 
εὐχερῶς  ἀνιχνεύονται  τὰ  σπέρματα  τῶν  ἔνοπλων  πολιτικῶν 
συγκρούσεων τῆς περιόδου 1942‐1949. Μὲ λίγα λόγια, ὁ Διχασμὸς 
θεωρεῖται βασικὸς παράγοντας τῆς ἀπὸ τὴ δεύτερη ἤδη δεκαετία 
τοῦ Κ΄ αἰώνα ἀνάσχεσης καὶ ὑποχώρησης τοῦ Ἑλληνισμοῦ. Αὐτοί, 
κατὰ  συνέπεια,  ποὺ  τὸν  προκάλεσαν  θεωρήθηκαν  αἴτιοι  συμφο‐
ρᾶς. Ποιοὶ ὅμως ἦταν αὐτοί; 
  Εἴτε  δικαίως  ἢ  ἀδίκως,  ἡ  πολιτικὴ  πράξη  ὠθεῖ  σὲ  ἁπλου‐
στευτικὴ  θεώρηση  τῶν  πραγμάτων.  Καὶ  σήμερα  ἀκόμη,  στοὺς 
αὐτόχθονες  τοῦ  τόπου  μας,  ἐπιζοῦνε  μνῆμες  συχνὰ  ὀδυνηρές, 
ἐξαιτίας  τῶν  ὁποίων  οἱ  προσωπικότητες  τόσο  τοῦ  Ἐλευθέριου 
Βενιζέλου ὅσο καὶ τοῦ βασιλιᾶ Κωνσταντίνου ἔχουνε μεταβληθεῖ 
–καὶ μάλιστα στὴν ψυχὴ ἀνθρώπων ποὺ δὲν τοὺς  «ἔζησαν»– εἴτε 
σὲ  ἄγγελο  ἢ  σὲ  δαίμονα·  καὶ  γίνεται  ἔτσι  ὀξύτερο  τὸ  ἐρώτημα: 
Ποιοὶ  προκάλεσαν  τὴν  κατάσταση  αὐτή;  Πῶς  προκλήθηκε  ὁ 
Διχασμός; Ἢ – μὲ διαφορετικὴ διατύπωση: Ἡ εἰκόνα ποὺ σήμερα 
ἐπικρατεῖ  γιὰ  τὰ  τότε  γεγονότα  εἶναι  κατὰ  συνθήκην  ἢ  πραγμα‐
τική;  Μήπως  πέρα  ἀπὸ  τὰ  γνωστὰ  πολιτικά,  κοινωνικὰ  καὶ  δι‐
πλωματικὰ  αἴτια  ἔδρασαν  καὶ  ἄλλες  δυνάμεις,  «ρεύματα  ὑπό‐
γεια»  ὄπως  συνήθως  ἀποκαλοῦνται,  ἡ  ὕπαρξη  τῶν  ὁποίων  μόνο 
τώρα ἀρχίζει νὰ γίνεται ἀντιληπτή; 
 
  α΄   
 
Κατ’  ἀρχήν,  ποιὰ  εἶναι  ἡ  κυρίαρχη  ἄποψη;  Ἡ  ἀπάντηση  σὲ  αὐτὸ 
μόνο  δυσχερὴς  δὲν  μπορεῖ  νὰ  θεωρηθεῖ·  ἐπιβάλλεται,  κατὰ 
συνέπεια, βραχύτατη ἱστορικὴ ἀναδρομή. 

119
  Ὁ  Μεγάλος  Πόλεμος1  ἄρχισε  τὸ  καλοκαίρι  τοῦ  1914.  Λίγο 
μετὰ  τὴν  ἔναρξη  τῶν  ἐχθροπραξιῶν,  ὁ  Ἐλευθέριος  Βενιζέλος 
ἐκδήλωσε  τάσεις  εὐθυγράμμισης  μὲ  τὶς  Δυνάμεις  τῆς  Συνεννό‐
ησης·2  ὁ  βασιλιὰς  Κωνσταντῖνος,  ἀντίθετα,  προέκρινε  τὴν  οὐδε‐
τερότητα τῆς χώρας. Πέρα, βέβαια, ἀπὸ τὴν οὐσία τοῦ ζητήματος, 
ὑπῆρχε καὶ ἡ τυπικὴ πλευρὰ – ἡ συμβατική, ὅπως θὰ ἔλεγαν καὶ 
οἱ  διπλωμάτες.  Ἡ  Ἑλλάδα,  πράγματι,  εἶχε  ὑπογράψει,  στὶς  19 
Μαΐου  (π.ἡ.)1913  συνθήκη  συμμαχίας  μὲ  τὴ  Σερβία,  ἀπὸ  τὸ  κεί‐
μενο  τῆς  ὁποίας  ἀπέρρεε  ὑποχρέωση  ὑποστήριξη  τοῦ  ἑνὸς  Μέ‐
ρους ἀπὸ τὸ ἄλλο, σὲ περίπτωση κατὰ τὴν ὁποία μία ἀπὸ τὶς δύο 
χῶρες  δεχόταν  ἐπίθεση,  ἄνευ  οὐδεμιᾶς  ἐκ  μέρους…[της]  προκλή‐
σεως, ἀπὸ ἄλλη, τρίτη χώρα.3 
  Ἴσχυε  ὅμως  ἡ  ὑποχρέωση  αὐτὴ  σὲ  περίπτωση  γενικευμέ‐
νου,  εὐρωπαϊκοῦ  πολέμου;  Πολλὰ  ἔχουνε  γραφεῖ  ἐπὶ  τοῦ  θέ‐
ματος,4  ἀλλὰ  μία  εἶναι  ἡ  οὐσία:  Μόλις  ἡ  Σερβία  ἐπιτυχῶς  ἀντέ‐
ταξε  ἄμυνα  κατὰ  τῶν  στρατευμάτων  τῆς  Δυαδικῆς  Μοναρχίας 
τῶν  Ἁψβούργων,  ὅλοι  στὴν  Ἑλλάδα  βρέθηκαν  σύμφωνοι  πὼς 
«κινητοποίηση», ἁπλῶς, «40.000 ἀνδρῶν στὴν κοιλάδα τοῦ Ἀξιοῦ» 
ἀποτελοῦσε ὀρθὴ ἐκπλήρωση τῶν πρὸς τὴν κυβέρνηση τοῦ Βελι‐
γραδίου  ὑποχρεώσεων.5  Ὁ  ἴδιος  ὁ  τότε  πρωθυπουργὸς  τῆς  Ἑλ‐

1 Στὴ μνήμη ἰδίως τῶν Γάλλων καὶ τῶν Ἰταλῶν, ὡς Μεγάλος Πόλεμος (Grande 
guerre,  Grande  Guerra)  ἔμεινε  ὁ  Πρῶτος  Παγκόσμιος.  Σύμφωνα  μὲ  ὅ,τι  εἶναι 
γνωστό,  ὁ  χαρακτηρισμὸς  αὐτὸς  χρησιμοποιήθηκε  γιὰ  τὸν  Δεύτερο  μόνο  ἀπὸ 
τὸν  Παναγιώτη  Κανελλόπουλο.  (Τὰ  χρόνια  τοῦ  Μεγάλου  Πολέμου,  Ἀθήνα, 
1964.)  Αὐτὸ  μπορεῖ  νὰ  θεωρηθεῖ  ἔνδειξη  τῆς  σημασίας  ποὺ  εἶχε  γιὰ  ὁλόκληρο 
τὸν Κ΄ αἰώνα ἡ σύρραξη τῶν ἐτῶν 1914‐1918. 
2 Συνεννόηση (Entente)=ἡ συμμαχία Γαλλίας, Ρωσίας καὶ Βρεταννίας· Ἐγκάρδια 

Συνεννόηση (Entente cordiale)= ἡ γαλλοβρεταννικὴ συμμαχία. 
3 Διπλωματικὰ ἔγγραφα, 1913‐1917. Ἑλληνοσερβικὴ συνθήκη συμμαχίας. Εἰσβολὴ 

Γερμανοβουλγάρων εἰς Μακεδονίαν (Ἀθήνα: Ἐθνικὸ Τυπογραφεῖο, 19202), ἀρ. 4: 
«Συνθήκη  Συμμαχίας  μεταξὺ  Ἑλλάδος  καὶ  Σερβίας  τῆς  19ης  Μαΐου  1913», 
ἄρθρο 1ο, σ. 37. 
4  Βλ.  ἐνδεικτικῶς  Γεωργίου  Βεντήρη,  Ἡ  Ἑλλὰς  τοῦ  1910‐1920,  τόμ.  Α΄  (Ἀθήνα: 

Πυρσός, 1931), σ. 160. Ἡ Αὐστροουγγαρία δὲν ἀναφερότανε ρητῶς στὸ κείμενο 
τῆς συνθήκης καὶ αὐτὸ ἄφηνε χῶρο γιὰ ἑρμηνεῖες stricto καὶ lato sensu. 
5  Αὐτόθι,  σ.  220·  πρβλ.  Διπλωματικὰ  ἔγγραφα,  1913‐1917…,  ἀρ.  4:  «Συνθήκη 

Συμμαχίας…», ἄρθρ. 5, σ. 43. 

120
λάδας εἶχε ἐξηγήσει στὸν Σέρβο ὁμόλογό του Νικόλαο Πάσιτς ὅτι 
ἑλληνικὴ  βοήθεια  ἀποφασιστικὴ  στὴ  χώρα  τοῦ  δεύτερου  θὰ 
δινόταν  μόνο  σὲ  περίπτωση  βουλγαρικῆς  ἐπίθεσης.1  Ἡ  ἑλληνικὴ 
λοιπὸν  στάση  σὲ  σερβικὸ  διάβημα  γιὰ  σύμπραξη  κατὰ  τῆς  Αὐ‐
στροουγγαρίας  ἦταν,  κατ’ἀρχὴν  τοὐλάχιστον,  ὁμοφώνως  ἐπιφυ‐
λακτική·2  καὶ  παραλλήλως  ὁμόθυμη  ὑπῆρξε  ἡ  ἀπὸ  τὴν  ἑλληνικὴ 
πλευρὰ  ἡ,  κατὰ  τὶς  πρῶτες  ἡμέρες  τοῦ  πολέμου,  ἀπόρριψη  γερ‐
μανικοῦ διαβήματος σύμφωνα μὲ τὸ ὁποῖο ἡ Ἑλλάδα, παίρνοντας 
σὲ  ἀντάλλαγμα  σημαντικὲς  ἐδαφικὲς  ἀποζημιώσεις,  ἔπρεπε  νὰ 
συμμετάσχει  στὴν  κατὰ  τῆς  Σερβίας  ἐπίθεση.  Ὁ  βασιλιάς  Κων‐
σταντῖνος,  πράγματι,  ἀπέπεμψε  τὸν  πρεσβευτὴ  τῆς  Γερμανίας 
ποὺ τοῦ εἶχε μεταφέρει τὶς σχετικὲς προτάσεις.3 
  Εἶναι  σαφές,  κατὰ  συνέπεια,  ὅτι  ἀρχικῶς  τόσο  τὸ  στέμμα 
ὅσο  καὶ  ὁ  πρωθυπουργὸς  ἑρμήνευαν  stricto  sensu  τὶς  πρὸς  τὴ 
Σερβία ὑποχρεώσεις. Πιθανὸν καὶ γιὰ αὐτὸ ὁ Πάσιτς, ὅταν τὸ 1923 
ὁ  Βενιζέλος  τοῦ  ζήτησε,  ἀπὸ  τὴ  Λωζάννη,  «ἀκινητοποίηση»  τῶν 
βουλγαρικῶν  δυνάμεων,  ὥστε  ἡ  Ἑλλάδα  νὰ  ἐπαναλάβει  χωρὶς 
φόβο  πλήγματος  ἀπὸ  τὰ  νῶτα  τὶς  ἐχθροπραξίες  κατὰ  τῆς  Τουρ‐
κίας, ἀρνήθηκε μὲ τὸ κάπως περίεργο ἐπιχείρημα πὼς δὲν ὑπῆρ‐
χαν πιὰ στὴ Σερβία πυρομαχικὰ.4 
  Ὅπως  καὶ  νὰ  εἶναι,  ἡ  ρήξη  μεταξὺ  βασιλιᾶ  καὶ  πρωθυ‐
πουργοῦ  δὲν  ἄργησε  νὰ  ἐκδηλωθεῖ.  Ἤδη  τὸν  Φεβρουάριο  τοῦ 
1915,  μόλις  ἄρχισε  ἡ  ἐκστρατεία  τῆς  Καλλίπολης,  ὁ  Βενιζέλος 
υἱοθέτησε πρόταση τῆς Ἐγκάρδιας Συνεννόησης σύμφωνα μὲ τὴν 
ὁποία  τὰ  Δαρδανέλλια  θὰ  προσβάλλονταν  ἀπὸ  στρατεύματα 
γαλλικά,  βρεταννικὰ  καὶ  ἑλληνικά.  Ὅμως,  ἐνῶ  ὁ  Κωνσταντῖνος 
δὲν  εἶχε,  ὅπως  φαίνεται,  ἀρχικῶς  ἀντιρρήσεις,  ἡ  αἴτηση  ἀπο‐
στρατείας  ποὺ  στὶς  17  Φεβρουαρίου/2  Μαρτίου  1915  ὑπέβαλε  ὁ 
Ἰωάννης  Μεταξᾶς,  ἀντισυνταγματάρχης  τότε  ποὺ  ἀσκοῦσε  κα‐

1 Γ. Βεντήρη, Ἡ Ἑλλὰς τοῦ 1910‐1920, τόμ. Α΄, σ. 216. Ἐξ ἄλλου ἡ Σερβία δὲν εἶχε 
τότε  δυνατότητα  νὰ  ἐκπληρώσει  τὶς  ἀνάλογες  ὑποχρεώσεις  της  πρὸς  τὴν 
Ἑλλάδα. (Αὐτόθι, τόμ. Α΄, σ. 217.) 
2 Αὐτόθι, σ. 216. 

3 Αὐτόθι, σσ. 228‐229. 

4 ΙΑΕΒ, Ι/43/48, Ν. Πάσιτς πρὸς Ἐλ. Βενιζέλο, Βελιγράδι, 14 Μαρτίου 1923. 

121
θήκοντα ἀρχηγοῦ τοῦ Γενικοῦ Ἐπιτελείου,1 ἔδρασε ὡς κατάλύτης. 
Ὁ  Μεταξᾶς,  πράγματι,  παραιτήθηκε,  ἐπειδὴ  διαφώνησε  μὲ  τὶς 
ἐπιλογὲς  τοῦ  πρωθυπουργοῦ.  Συνακολούθως,  αὐτὲς  ἀπορρί‐
φθηκαν  ἀπὸ  τὸ  στέμμα  λίγες  ἡμέρες  ἀργότερα  –  καὶ  τότε  ὁ  Βε‐
νιζέλος, μὲ τὴ σειρά του, ὑπέβαλε στὶς 25 Φεβρουαρίου 1915 (π.ἡ) 
τὴν παραίτηση τῆς κυβέρνησής του.2 
  Τί συνέβαινε; Ἡ οὐσία τοῦ θέματος δὲν βρίσκεται οὔτε στὴ 
«δυναστικὴ  πολιτικὴ»  ποὺ  κατὰ  τοὺς  μὲν  ἀσκοῦσε  ὁ  βασιλιὰς3 
οὔτε, βέβαια, σὲ «προφητικὲς ἱκανότητες» τοῦ Βενιζέλου ὁ ὁποῖος, 
ἔχοντας  «προβλέψει»  νίκη  τῆς  Συνεννόησης,  ἐπιθυμοῦσε  τὴν 
πάσῃ  θυσίᾳ  συμπαράταξη  τῆς  χώρας  μας  μὲ  αὐτήν.4  Τὸ  κομβικὸ 
σημεῖο  ἤτανε  ἡ  προσέγγιση  τοῦ  Ἀνατολικοῦ  Ζητήματος,  συνυ‐
φασμένο  ἀπὸ  αἰῶνες  μὲ  τὴν  ἴδια  τὴν  ὕπαρξη  τοῦ  Γένους.  Πράγ‐
ματι,  ὁ  Βενιζέλος  θεωροῦσε  ἄφευκτον  τὸν  πόλεμο  μὲ  τὴν  Ὀθω‐
μανικὴ  Αὐτοκρατορία  καί,  προφανῶς,  μοναδικὴ  εὐκαιρία  τὸ  γε‐
γονὸς  ὅτι  ἡ  Βρεταννία  καὶ  ἡ  Γαλλία  ἤτανε  πιὰ  ἀντίπαλοι  τῶν 
Τούρκων.5  Τὸν  βασιλιά,  ἀντίθετα,  ταλάνιζε  ἡ  κατάσταση  τῶν 
ἑλληνικῶν  πληθυσμῶν  τῆς  Μικρᾶς  Ἀσίας:  Τί  θὰ  γίνονταν  αὐτοὶ 
σὲ περίπτωση ἑλληνοτουρκικῆς σύρραξης;6 Ἔτσι, ὁ Κωνσταντῖνος 
παρέμενε  εὐμενὴς  πρὸς  ἀπόψεις  τοῦ  Μεταξᾶ,  πού,  παρὰ  τὴν 
ὅποια  συναισθηματικὴ  πρόσδεσή  του  στὴ  Γερμανία,  εἶχε  ἰδέες 
πρωτότυπες καὶ διόλου ἀβάσιμες.  
  Ὁ τελευταῖος πράγματι κατανοοῦσε ὅτι πέρα ἀπὸ τὶς ἀκτὲς 
τῆς Μικρᾶς Ἀσίας ὁ ἑλληνικὸς πληθυσμὸς μειονεκτοῦσε σὲ σχέση 

1  Ὁ  ἀρχηγὸς  τοῦ  Γενικοῦ  Ἐπιτελείου  Βίκτωρ  Δούσμανης  ἦταν  τότε  σὲ 


προσωρινὴ διαθεσιμότητα. (Σπ. Β. Μαρκεζίνη, Πολιτικὴ Ἱστορία τῆς Νεωτέρας 
Ἑλλάδος, 1828‐1964, τόμ. Γ΄ [Ἀθήνα: Πάπυρος, 1966], σσ. 305‐307.) 
2  Ἀλκιβιάδη  Προβατᾶ,  Πολιτικὴ  Ἱστορία  τῆς  Ἑλλάδος  ἀπὸ  1821  μέχρι  1980. 

Νομοθετικὰ καὶ ἐκτελεστικὰ σώματα (Ἀθήνα, 1980), σ. 395.  
3 Γ. Βεντήρη, Ἡ  Ἑλλὰς τοῦ 1910‐1920, τόμ. Α΄, σσ. 220, 226, 227. 

4 Αὐτόθι, σ. 228. 

5 Αὐτόθι.. 

6 Γ. Στρέιτ, «Ἀναμνήσεις ἐκ τοῦ βίου τοῦ Βασιλέως Κωνσταντίνου», Ὁ Βασιλεὺς 

Κωνσταντῖνος (Ἀθήνα: Ὑφυπουργεῖον Τύπου καὶ Τουρισμοῦ, χ. ἔ.), σ. 20. 

122
μὲ  τὸν  τουρκικό·1  ὅτι,  ἐπιπλέον,  αὐτοὶ  οἱ  Ἕλληνες  ἦταν  συγκεν‐
τρωμένοι  μᾶλλον  στὰ  βόρεια  παρὰ  στὰ  δυτικὰ  τῆς  χερσονήσου· 
ὅτι  καὶ  ἂν  ἀκόμα  ἡ  Μικρὰ  Ἀσία  ἐνσωματωνόταν  στὸ  Ἑλληνικὸ 
Κράτος,  θὰ  προέκυπταν  μεγάλα  προβλήματα  ἀφομοίωσης  τῶν 
ἐκεῖ  Μουσουλμάνων·  καὶ  ὅτι,  τέλος,  οἱ  Σύμμαχοι  τῆς 
Συνεννόησης, ἀντίθετα πρὸς ὅσα πρέσβευε ὁ Βενιζέλος, δὲν εἶχαν 
διάθεση θανατώσεως τῆς Τουρκίας.2 
  Μὲ  ἄλλα  λόγια,  ὁ  Μεταξᾶς  πίστευε  πώς,  ἐὰν  ἡ  ἑλληνο‐
τουρκικὴ  σύρραξη  ἀποδεικνυόταν  μοναδικὸς  τρόπος  ἐπίλυσης 
τῶν  μεταξὺ  τῶν  δύο  Λαῶν  διαφορῶν,  οἱ  Ἕλληνες  ὄφειλαν  νὰ 
ἔχουν  ἐπίγνωση  τοῦ  μεγέθους  τοῦ  ἀγώνα  στὸν  ὁποῖο  θὰ  ἀπο‐
δύονταν.3  Ἐπιπλέον,  δὲν  ἔδινε  ἰδιαίτερη  σημασία  στὴν  ὑποστη‐
ριξη τῶν Συμμάχων.4 
  Ὅσον  ἀφορᾶ  τὶς  περὶ  Μικρᾶς  Ἀσίας  ἀπόψεις  τοῦ  Μεταξᾶ, 
πρέπει  νὰ  παραδεχτεῖ  κανεὶς  ὅτι  δὲν  ἦταν  καθόλου  «περίεργες». 
Ὁ  Βενιζέλος,  πράγματι,  ἐπιμόνως  μείωνε  τὴ  σημασία  τῶν  Ἑλ‐
λήνων  τοῦ  Πόντου,5  ἐνῶ  ἀντίθετα  ἀνέβαζε  τοὺς  ὁμογενεῖς  τῶν 
δυτικῶν  περιφερειῶν  τῆς  Μικρᾶς  Ἀσίας  σὲ  ἀριθμοὺς  ποὺ  προ‐
καλοῦσαν σκεπτικισμό.6 Ἔτσι, οἱ θέσεις του ἔγιναν στὴ συνέχεια 

1  Ἰωάννης  Μεταξᾶς.  Τὸ  προσωπικό  του  ἡμερολόγιο,  τόμ.  Β΄.  Ἐπιμέλεια  Χρ.  Χρη‐
στίδη  (Ἀθήνα:  Γκοβόστης,  χ.ἔ.),  «Ἀθῆναι,  15  Ἰανουαρίου  1915.  Τὸ  ζήτημα  τῆς 
Δράμας καὶ Καβάλλας. Συνομιλία μου μετὰ τοῦ κ. Πρωθυπουργοῦ…», σ. 391. 
2 Αὐτόθι, σσ. 384‐385 (ἐγγραφὴ 13ης Ἰανουαρίου 1915). 

3 Αὐτόθι, «Ἡ ἐπιχείρησις τῶν Δαρδανελλίων» (ὑπόμνημα), σ. 294. 

4 Αὐτόθι, σ. 385 (ἐγγραφὴ 13ης Ἰανουαρίου 1915). 

5  Στὸ  ἀπὸ  30ῆς  Δεκεμβρίου  1918  ὑπόμνημά  του  πρὸς  τὸ  Συνέδριο  τῆς  Εἰρήνης, 

στὸ  Παρίσι,  πρότεινε  τὴν  προσάρτηση  τοῦ  Βιλαετίου  τῆς  Τραπεζοῦντος  σὲ 
Κράτος ἀρμενικό. (Τὰ κείμενα τοῦ Ἐλευθερίου Βενιζέλου. Ἡ ζωντανὴ ἱστορία τῆς 
δραματικῆς  περιόδου  τοῦ  ἔθνους,  1909‐1935.  Ἐπιμέλεια  καὶ  ἱστορικὰ  ὑπομνή‐
ματα Στεφ. Ἰ. Στεφάνου, τόμ. Β΄ [Ἀθήνα: Λέσχη Φιλελευθέρων‐Μνήμη Ἐλευθε‐
ρίου  Βενιζέλου,  1982],  σ.  517.)  Ὅπως  ἔχει  ἤδη  ἐπισημανθεί,  ἡ  πεποίθησή  του 
πὼς ὁ πατέρας του εἶχε ἀρμενικὴ καταγωγὴ ὁπωσδήποτε ἔπαιξε ρόλο σὲ αὐτό. 
6 Τὰ κείμενα τοῦ Ἐλευθερίου Βενιζέλου..., τόμ. Β΄, σ. 518. Ὁπωσδήποτε, ἀκριβὴς 

στατιστικὴ τῶν πληθυσμῶν τῆς Ὀθωμανικῆς Αὐτοκρατορίας κατὰ τὶς  πρῶτες 
δεκαετίες τοῦ Κ΄ αἰώνα εἶναι δύσκολο νὰ βρεθεῖ. (Πρβλ. Κωνστ. Γ. Λαμέρα, Τὸ 
Μικρασιατικὸν πρόβλημα  [Ἀθήνα, 1918], σ. 21.) Φαίνεται πάντως πὼς κατὰ τὶς 
παραμονὲς τοῦ Α΄ Παγκόσμιου πολέμου ὁ πληθυσμὸς τῆς Μικρᾶς Ἀσίας (χω‐

123
ἀντικείμενο  ἀμφισβητήσεων,1  ὅπως  ἄλλωστε  ἔγινε  ἐπιφυλακτι‐
κῶς δεκτὴ καὶ ἡ ἄποψη τὴν ὁποία ὁ τότε πρωθυπουργὸς ἀργότερα 
διακήρυξε, πὼς δηλαδὴ αἱ συμπαγεῖς καὶ συνεχεῖς μᾶζαι τοῦ ἑλλη‐
νικοῦ  πληθυσμοῦ  τῆς  δυτικῆς  Μικρᾶς  Ἀσίας  ἦταν  ἀποκα‐
τεστημέναι  εἰς  τὰς  περιφερείας  ταύτας  συνεχῶς  ἀπὸ  30  αἰώνων.2 
Ἤτανε πιθανὸ σὲ ἐκεῖνο τὸ γεωγραφικὸ διαμέρισμα νὰ ὑπῆρχαν 
ἑλληνικὰ  στοιχεῖα  τῶν  ὁποίων  ἡ  ἀπὸ  γενεὰ  σὲ  γενεὰ  ἐκεῖ  πα‐
ρουσία  πράγματι  νὰ  μποροῦσε  νὰ  ἀνιχνευθεῖ  ἕως  τὴν  ἀρχαιό‐
τητα. Σήμερα ὅμως εἶναι πιὰ γνωστὸ ὅτι ὑπῆρξε μεγάλο μετανα‐
στευτικὸ  ρεῦμα  ἀπὸ  τὸ  Ἑλληνικὸ  Κράτος  πρὸς  τὴ  Μικρὰ  Ἀσία 
κυρίως ἀπὸ τὴν ἐποχὴ τοῦ Κριμαϊκοῦ πολέμου  (1853‐1856),3 λόγω 
τῶν νέων συνθηκῶν ποὺ τότε δημιουργήθηκαν στὸ ἐσωτερικὸ τῆς 
Ὀθωμανικῆς  Αὐτοκρατορίας  –  ὁπωσδήποτε  εὐνοϊκότερων  στὶς 
οἰκονομικὲς  δραστηριότητες  τῶν  μὴ  μουσουλμανικῶν  πληθυ‐
σμῶν.4 

ρὶς τὴν Ἀρμενία καὶ τὸ Κουρδιστὰν) ἤτανε γύρω στὰ 9.000.000 ψυχές. (Almanach 
de Gotha, 1913 [Gotha: Justus Perthes], σ. 1220.) Εἰδικῶς, τώρα, ὅσον ἀφορᾶ τοὺς 
ἐκεῖ  Ἕλληνες,  βλ.  Κ.  Γ.  Λαμέρα,  Τὸ  Μικρασιατικὸν  πρόβλημα,  σσ.  18‐19  καί: 
Οἰκουμενικὸν  Πατριαρχεῖον,  Μαύρη  Βίβλος  διωγμῶν  καὶ  μαρτυρίων  τοῦ  ἐν 
Τουρκίᾳ Ἑλληνισμοῦ, Ἀθήνα: Ἀρσενίδης, 1996 (φωτοτυπικὴ ἐπανέκδοση). Πρβλ. 
Ἀ.  Νότη  Μπότσαρη,  Ἡ  Μικρὰ  Ἀσία  καὶ  ὁ  Ἑλληνισμὸς  (Ἀθήνα:  Μιχαὴλ  Μαν‐
τζεβελάκης, 1919), σσ. 5‐6.  
1  Πρβλ.  Édouard  Driault  καὶ  Michel  Lhéritier,  Histoire  diplomatique  de  la  Grèce  de 

1821 à nos jours, τόμ. V (Presses Universitaires de France, 1926), σσ. 365‐366. 
2 Τὰ κείμενα τοῦ Ἐλευθερίου Βενιζέλου…, τόμ. Β΄, σ. 518. 

3  Σωκράτη  Σιμεωνίδη,  «Δυτικὴ  Μικρὰ  Ἀσία»,  Ἱστορία  τοῦ  Ἑλληνικοῦ  Ἔθνους, 

τόμ.  ΙΓ΄  (Ἀθήνα:  Ἐκδοτικὴ  Ἀθηνῶν,  1977),  σ.  424·  Χρήστου  Σαμουηλίδη,  «Ἡ 
περιφέρεια  Σαμψούντας  ἀπὸ  γεωγραφική,  δημογραφική,  οἰκονομική,  κοινω‐
νικὴ  καὶ  ἱστορικὴ  ἄποψη»,  Ἀρχεῖον  Πόντου  (Ἀθήνα),  τόμ.  37ος  (1982),  σσ.  96‐99· 
Θανάση Π. Κωστάκη, Λεξικὸ τῆς τσακωνικῆς διαλέκτου, τόμ. Α΄ (Ἀθήνα: Ἀκα‐
δημία Ἀθηνῶν, 1986), σσ. ζ΄‐η΄. 
4 Ὅσον ἀφορᾶ τὴν ἀτμόσφαιρα πού, κατὰ τὴν ἐποχὴ τοῦ Κριμαϊκοῦ πολέμου, 

ἐπικράτησε εἰδικὰ στὴν Κωνσταντινούπολη, βλ. ἐνδεικτικῶς Ἀνδρέου Συγγροῦ, 
Ἀπομνημονεύματα,  τόμ.  Α΄  (Ἀθήνα,  1908),  σσ.  247‐255.  Πρβλ.  Stanford  J.  Shaw 
καὶ  Ezel  Kural  Shaw,  History  of  the  Ottoman  Empire  and  Modern  Turkey,  τόμ.  ΙΙ 
(Cambridge University Press, 1977), σσ. 140‐141.  

124
  Συνεπῶς δὲν εἶχε ἄδικο ὁ Μεταξᾶς νὰ παραμένει «ψυχρὸς» 
ὡς  πρὸς  τὶς  ἐκτιμήσεις  τοῦ  Βενιζέλου  ἀναφορικῶς  μὲ  τὴ  Μικρὰ 
Ἀσία.  Οἱ  ἐπιφυλάξεις  του  ὅμως  αὐτὲς  ἔχουν  σχετικὴ  μόνο  σημα‐
σία·  σπουδαιότητα  μεγάλη  ἐνέχει  ἡ  δυσπιστία  του  ὅσον  ἀφορᾶ 
τὴν  ὑποστήριξη  τῆς  Ἑλλάδας,  σὲ  ἐνδεχόμενη  «Μικρασιατικὴ  Πε‐
ριπέτεια», ἀπὸ τὶς Δυνάμεις τῆς Συνεννόησης. 
  Γιατί ὅμως δυσπιστοῦσε ὁ Μεταξᾶς; Κατὰ πᾶσα πιθανότη‐
τα, ἡ αἰτία τῆς στάσης του αὐτῆς πρέπει νὰ ἀναζητηθεῖ στὴ διεξα‐
γωγὴ τῆς ἐκστρατείας τῆς Καλλίπολης ἀπὸ τοὺς Γάλλους καὶ Βρε‐
ταννούς. Ὡς γνωστόν, ὁ Μεταξᾶς εἶχε καταστρώσει σχέδιο λεπτο‐
μερῶς ἐπεξεργασμένο γιὰ τὰ Δαρδανέλλια.1 Πέρα ὅμως ἀπὸ αὐτό, 
ἤδη κατὰ τὸν Δεκέμβριο τοῦ 1912, μονάδες τοῦ Ἑλληνικοῦ Ναυτι‐
κοῦ  εἶχανε  πραγματοποιήσει  ἀναγνωριστικὴ  ἐπιχείρηση  στὴν 
Καλλίπολη  καὶ  εἶχαν  ἀπὸ  τότε  δεόντως  ἐπισημανθεῖ  οἱ  μεγάλες 
δυσκολίες  στὶς  ὁποῖες  ἔμελλε  νὰ  προσκρούσει  ὁποιαδήποτε  ἀπο‐
βατικὴ  ἐπιχείρηση.2  Οἱ  Σύμμαχοι  τῆς  Ἐγκάρδιας  Συνεννόησης 
ὅμως  τίποτα  ἀπὸ  αὐτὰ  δὲν  ἔλαβαν  ὑπόψη3  καὶ  ἐφάρμοσαν  δικό 
τους  σχέδιο,  τὸ  ὁποῖο  ὁ  Μεταξᾶς  ἔκρινε  ἀτελές.4  Ὁ  τελευταῖος, 
δεδομένου  ὅτι  ἡ  γνώμη  τοῦ  Ἑλληνικοῦ  Γενικοῦ  Ἐπιτελείου  εἶχε 
πρωτύτερα  ζητηθεῖ  ἀπὸ  τοὺς  Συμμάχους,5  χολώθηκε  καὶ  ἄρχισε 

1 Ἰωάννης Μεταξᾶς. Τὸ προσωπικό του ἡμερολόγιο, τόμ. Β΄, «Ἡ ἐπιχείρησις τῶν 
Δαρδανελλίων» (ὑπόμνημα), σσ. 294‐309. 
2 Ὑπουργεῖον Στρατιωτικῶν. Γενικὸν Ἐπιτελεῖον Στρατοῦ. – Πολεμικὴ ἔκθεσις: 

Ὁ Ἑλληνικὸς Στρατὸς κατὰ τοὺς Βαλκανικοὺς πολέμους τοῦ  1912‐1913, τόμ. Α΄, 
Παράρτημα,  Ἀθήνα:  Ἐθνικὸ  Τυπογραφεῖο,  1932,  ἔγγραφο  ἀρ.  1437:  «Ἔκθεσις 
ἐκτελεσθείσης ἀναγνωρίσεως εἰς Καλλίπολιν τὴν 18‐19. ΧΙΙ. 12»,  σσ. 491‐492. 
3 Winston S. Churchill, The World Crisis, 1911‐1918, τόμ. II (Λονδῖνο: Odhams Press, 

χ.  ἔ.),  σσ.  535‐536,  547‐549·  A.  Dalby,  Eleftherios  Venizelos  (Λονδῖνο:  Haus  Publi‐
shing, 2010), σ. 60. 
4  Ἰωάννης  Μεταξᾶς.  Τὸ  προσωπικό  του  ἡμερολόγιο,  τόμ.  Β΄,  «Ἡ  συμμετοχὴ  τῆς 

Ἑλλάδος εἰς τὴν ἐκστρατείαν τῶν Δαρδανελλίων» (ὑπόμνημα), σσ. 411‐413. 
5 W. S. Churchill, The World Crisis…, τόμ. ΙΙ, σσ. 550‐551. 

125
νὰ  δυσπιστεῖ  πρὸς  αὐτούς1.  Ἡ  ἐξέλιξη  καὶ  ἔκβαση  τῆς  ἐκστρα‐
τείας, πάντως, τὸν δικαίωσαν.2 

 
Ὁ τσάρος τῆς Ρωσίας Νικόλαος Β΄ μὲ τὴ μεγάλη αὐτοκρατορικὴ 
ἐνδυμασία ‐ ἐμφανῶς ἐπηρεασμένη ἀπὸ τὴν ἑλληνικὴ  
μεσαιωνικὴ  παράδοση 

1  Θωμᾶ  Ἀθ.  Βαΐδη,  Κωνσταντῖνος:  Μελέτη  πολιτικῆς  ἱστορίας  καὶ  πολιτικῆς, 


Ἀθήνα: Μπάυρον, 1973 (ἐπανέκδοση), σ. 177 (σημ.). 
2  Ὅσον  ἀφορᾶ  τὴ  συστηματικὴ  ἀνάλυση  τῆς  ἐκστρατείας  τῶν  Δαρδανελλίων, 

βλ. κυρίως Σπυρίδωνος Ἀ. Σκόντρα, Εἰκονογραφημένη Ἱστορία τοῦ Πρώτου Παγ‐
κοσμίου  Πολέμου,  1914‐1918,  τόμ.  Β΄(Ἀθήνα:  Κέκροψ,  1969),  σσ.  258‐309.  Πρβλ. 
John Masefield, Gallipoli, Λονδῖνο: William Heinemann, 1916.  

126
  Ὁ  Μεταξᾶς  πίστευε  ὅτι  οἱ  Σύμμαχοι  δὲν  παραβίασαν  τὰ 
Δαρδανέλλια,  ἐπειδὴ  δὲν  μπόρεσαν  ἢ  γιατὶ  δὲν  θέλησαν;  Νά  τὸ 
κομβικὸ  σημεῖο  τοῦ  προβλήματος,  λύση  τοῦ  ὁποίου  μπορεῖ  νὰ 
προκύψει  ἀπὸ  τὴν  ἐξέταση  ὁρισμένων  προγενέστερων 
γεγονότων.  Πράγματι,  ἡ  ἐκστρατεία  τῶν  Δαρδανελλίων  ἔγινε 
ἀπὸ  τὴ  Βρεταννία  καὶ  τὴ  Γαλλία  μετὰ  ἀπὸ  ρωσικὸ  αἴτημα  – 
προκειμένου νὰ ἐλαττωθεῖ ἡ πίεση ποὺ ἀσκοῦσαν, στὸν Καύκασο, 
στρατεύματα  ὀθωμανικὰ  σὲ  βάρος  ρωσικῶν.1  Ἐπιπλέον, 
φαινομενικῶς  τοὐλάχιστον,  ἀντιμετωπιζόταν  θετικὰ  ἡ  διείσδυση 
ρωσικῶν  στρατευμάτων  στὸν  Βόσπορο2  –  κάτι  ποὺ  ὁπωσδήποτε 
θὰ  ἐξελισσόταν  σὲ  τσαρικὴ  ὑποθήκη  στὴν  Κωνσταντινούπολη. 
Μὲ λίγα λόγια, ἡ ἐπιτυχία τῆς ἐκστρατείας τῶν Δαρδανελλίων θὰ 
ἔφερνε  τὴ  Ρωσία  πιὸ  κοντὰ  στὴν  ἐπίτευξη  σκοπῶν,  τὴν 
πραγμάτωση  τῶν  ὁποίων  ἐπιδίωκε  ἀπὸ  αἰῶνες.3  Καὶ  στὸ  σημεῖο 
αὐτό, βέβαια, πρέπει κανεὶς νὰ ἔχει σταθερῶς κατὰ νοῦν τὸ δόγμα 
τοῦ Halford John MacKinder, ἀποκρυσταλλωμένο ἤδη ἀπὸ τὸ 1901, 
σύμφωνα μὲ τὸ ὁποῖο ἐὰν ἡ Δύναμη ποὺ κατέχει τὸ ἐσωτερικὸ τῆς 
«εὐρασιατικῆς  μάζας»,  ἐν  προκειμένῳ  ἡ  Ρωσία,  ἀποκτήσει 
πρόσβαση  στὰ  «εὐρασιατικὰ  παράλια»,  τότε  οἱονεὶ  αὐτομάτως 
θέτει τὶς βάσεις τῆς παγκόσμιας κυριαρχίας της.4 Προξενεῖ, κατὰ 
συνέπεια, πολὺ μεγάλη ἐντύπωση τὸ γεγονὸς ὅτι ἡ κατάλυση τῆς 
μοναρχίας  τῶν  Ρομανὼφ  καὶ  ἡ  συνακόλουθη  ὑφαρπαγὴ  τῆς 
ἐξουσίας  ἀπὸ  τοὺς  Μπολσεβίκους  στὴν  Πετρούπολη  τὸ  1917 
ἀπέτρεψε  ὁριστικῶς  –ὅπως  φαίνεται–  τὴν  ἔξοδο  τῆς  Ρωσίας  στὴ 
«θερμὴ  θάλασσα»  τῆς  Μεσογείου  καὶ  τὴ  μὲ  τὸν  τρόπο  αὐτὸν 
ἀναγωγή της σὲ ὑπερδύναμη παγκόσμιας ἐμβέλειας.  

1 W. S. Churchill, The World Crisis…, τόμ. ΙΙ, σσ. 550‐551. 
2 Αὐτόθι, σ. 551. 
3 Πρβλ. Maxime Kovalewski, Institutions politiques de la Russie. Μετάφραση ἀπὸ τὰ 

ἀγγλικὰ τῆς Κυρίας Derocquigny (Παρίσι: V. Giard‐ E. Brière, 1903), σσ. 121, 130, 
160 κ.ἑξ. passim. 
4 Ἐνδιαφέρουσα παρουσίαση καὶ ἀνάλυση αὐτοῦ τοῦ δόγματος στὸ βιβλίο τοῦ 

Ὀρέστη Ἐ. Βιδάλη, Τὸ σύγχρονο γεωπολιτικὸ περιβάλλον καὶ ἡ ἐθνική μας στρα‐
τηγικὴ (Ἀθήνα: Ἑλληνικὴ Εὐρωεκδοτική, 1988), σ. 23 κ.ἑξ. 

127
Κατὰ τοὺς πρώτους μῆνες τοῦ 1915, πράγματι, ἡ Βρεταννία 
καὶ  ἡ  Γαλλία  εἶχαν  συναινέσει  στὴν  ἀπὸ  τὴ  Ρωσία  προσάρτηση, 
μετὰ τὴ νικηφόρα λήξη τοῦ πολέμου, τῆς Κωνσταντινούπολης καὶ 
τῶν Στενῶν.1 Εἶναι τραγικὸ νὰ σκέφτεται κανεὶς ὅτι αὐτὸ θὰ εἶχε 
τελικῶς  πραγματοποιηθεῖ,  ἐὰν  δὲν  ἀνατρεπόταν  ὁ  Νικόλαος  Β΄ 
καὶ δὲν σχημάτιζε κυβέρνηση ὁ Λένιν καὶ οἱ  σὺν αὐτῷ· καὶ τοῦτο, 
ἐπειδὴ  ἡ  βίαιη  ἀλλὰ  καὶ  πονηρὴ  οἰκειοποίηση  τῆς  ἐξουσίας  ἀπὸ 
τοὺς  Μπολσεβίκους  αὐτομάτως  ἐπέφερε  τὴν  ἐγκατάλειψη  κάθε 
ρωσικῆς  ἀξίωσης  στὴν  Κωνσταντινούπολη  καὶ  τὰ  Στενά.2  Καὶ 
εἶναι  ἀκόμη  τραγικότερο,  βέβαια,  νὰ  ἀναλογιστεῖ  κανεὶς  ὅτι  ἕνα 
ἀπὸ  τὰ  βασικὰ  συμπεράσματα  τοῦ  δόγματος  τοῦ  MacKinder 
ἀποτελεῖ  ἡ  πάσῃ  θυσίᾳ  ἀποτροπὴ  οἱασδήποτε  ρωσογερμανικῆς 
συμμαχίας3  –  κάτι  ποὺ  σαφῶς  εἶχε  βαρύτατες  ἐπιπτώσεις  στὴ 
σύγχρονη Ἱστορία τῆς Χερσονήσου τοῦ Αἵμου. 
  Τὸ  μέγα  ἐρώτημα,  πάντως,  ἔγκειται  στὸ  ἐὰν  οἱ  Γάλλοι  καὶ 
οἱ  Βρεταννοὶ  δὲν  μπόρεσαν  ἢ  δὲν  θέλησαν  νὰ  παραβιάσουν  τὰ 
Δαρδανέλλια·  καὶ  ἀπάντηση  σὲ  αὐτὸ  μπορεῖ  νὰ  δοθεῖ  καὶ  ἀπὸ 
ἄλλη «ὑπόθεση», προηγούμενη, συγκεκριμένα ἐκείνη τῶν γερμα‐
νικῶν  πολεμικῶν  πλοίων  «Goeben»  καὶ  «Breslau».  Τὸ  πρῶτο  ἀπὸ 
αὐτά, καταδρομικὸ ποὺ ἔφερε τὸ σῆμα τοῦ ἀντιναύαρχου Wilhelm 
Souchon,  βρισκόταν  κατὰ  τὰ  τέλη  Ἰουλίου  τοῦ  1914  (ν.ἡ.)  στὴν 
Ἀδριατική,  στὸ  αὐστριακὸ  λιμάνι  τῆς  Pola.  Ἀπὸ  ἐκεῖ  ἔφυγε  στὴν 
Τεργέστη (ἐπίσης αὐστριακὴ τότε), ἀνθράκευσε καὶ στὴ συνέχεια, 
τὴν  1η  Αὐγούστου  συγκεκριμένα,  ἔφτασε  στὸ  Brindisi,  γιὰ  νὰ 
συμπληρώσει τὸν ἀνεφοδιασμό του. Οἱ ἰταλικές, ὅμως, ἀρχές, ὑπὸ 
διάφορα  προσχήματα,  ἀρνήθηκαν  νὰ  δώσουν  κάρβουνο·  τὸ 
«Goeben»  ἀπέπλευσε  τότε  καὶ  γρήγορα  ἀποκατέστησε  ἐπαφὴ  μὲ 

1 Βάσει τῆς μυστικῆς «Συμφωνίας [γιὰ] τὴν Κωνσταντινούπολη», ἡ σύναψη τῆς 
ὁποίας  ἐπιτεύχθηκε  τὸν  Μάρτιο  τοῦ  1915.  Ἤδη  ἀπὸ  τὸν  Φεβρουάριο  ἐκείνου 
τοῦ  ἔτους  ὅμως,  εἶχε  διαρρεύσει  ἡ  εἴδηση  τῆς  στὴ  Ρωσία  κατακύρωσης  τῆς 
Κωνσταντινούπολης καὶ τῶν Στενῶν. (Hansard, HC, Deb 25 February 1915, vol. 
70,  c  364  [ἐρώτηση  τοῦ  Frederick  Jowett  πρὸς  τὸν  ὑπουργὸ  Ἐξωτερικῶν  Sir 
Edward Grey].) 
2 Πρβλ. A. Dalby, Eleftherios Venizelos, σ. 79. 

3 Ὀ. Ἐ. Βιδάλη, Τὸ σύγχρονο γεωπολιτικὸ περιβάλλον…, σ. 24. 

128
τὸ  μικρὸ  καταδρομικὸ  «Breslau».  Τὸ  πρόβλημα  τῆς  ἀνθράκευσής 
του  λύθηκε  –μερικῶς πάλι– στὴ Μεσσήνη, ἀλλὰ στὸ μεταξὺ εἶχε 
ξεσπάσει ὁ πόλεμος.1 
  Τὰ δύο αὐτὰ πολεμικὰ σκάφη συγκροτοῦσαν τὴ γερμανικὴ 
μοῖρα  τῆς  Μεσογείου·  συνεπῶς  τὸ  θέμα  τῆς  περαιτέρω  πλεύσης 
τους  εἶχε  μεγάλη  σημασία.  Ἡ  ἐπιστροφή  τους,  πράγματι,  στὸν 
ναύσταθμο  τῆς  Pola  ἦταν  εὐχερής,  ἀλλὰ  τὸ  μέγα  μειονέκτημα 
αὐτῆς  τῆς  ἐπιλογῆς  ἦταν  ἡ  ἐκεῖ  οὐσιαστικὴ  ἀχρήστευσή  τους, 
ἐφ’ὅσον  στὴ  Μεσόγειο  κυριαρχοῦσαν  βρεταννικὲς  καὶ  γαλλικὲς 
ναυτικὲς  δυνάμεις.  Προσπάθεια  διαφυγῆς  μέσω  τοῦ  Στενοῦ  τοῦ 
Γιβραλτὰρ καὶ ἐπιστροφῆς σὲ γερμανικὸ λιμάνι παρουσίαζε ἐλά‐
χιστες  δυνατότητες  ἐπιτυχίας.  Συνεπῶς,  ἡ  μόνη  λύση  ἦταν  ὁ 
πλοῦς πρὸς τὴν ἀνατολικὴ Μεσόγειο καὶ συνακολούθως ἡ κατά‐
φυγὴ σὲ χώρα φιλική, ἔστω καὶ ἂν ἡ χώρα αὐτὴ δὲν ἦταν ἀκόμα 
ἐμπόλεμη. Τέτοια χώρα ἤτανε ἡ Τουρκία.2 
  Τὸ  πρωὶ  τῆς  22ας  Ἰουλίου/4ης  Αὐγούστου  1914,  τὰ  δύο  γερ‐
μανικὰ καταδρομικὰ βομβάρδισαν λιμάνια τῆς γαλλικῆς Ἀφρικῆς 
καί,  στὴ  συνέχεια,  στράφηκαν  πρὸς  τὴ  Μεσσήνη,  γιὰ  νὰ  ἀνεφο‐
διαστοῦν  ξανά·  αὐτὸ  ἔγινε  τὴν  ἑπομένη.  Στὸ  μεταξὺ  ὁ  ἀντι‐
ναύαρχος  Souchon  εἶχε  λάβει  ἐντολὴ  νὰ  πλεύσει  στὴν  Κωνστα‐
ντινούπολη,3  ἐνῶ  πιὰ  εἶχαν  ἀρχίσει  ἐχθροπραξίες  μεταξὺ  Γερ‐
μανίας καὶ Βρεταννίας.  
  Πολλὰ  ἦταν  τὰ  βρεταννικὰ  πολεμικὰ  ποὺ  περίμεναν  τὰ 
δύο γερμανικά, γιὰ νὰ τὰ καταστρέψουν.4 Τὰ τελευταῖα ἄλλωστε 
δὲν  μποροῦσαν  νὰ  παραμείνουν  στὸ  λιμάνι  τῆς  Μεσσήνης  πέρα 
ἀπὸ  ὁρισμένο  χρονικὸ  διάστημα,  δεδομένου  ὅτι  ἡ  Ἰταλία  ἦταν 
ἀκόμα  οὐδέτερη.5  Βγῆκαν  λοιπὸν  ἀπὸ  ἐκεῖ  στὶς  24  Ἰουλίου/6 
Αὐγούστου καὶ «ἔβαλαν πλώρη» γιὰ τὰ ἑλληνικὰ νερά. Τὴν αὐγὴ 

1  Σπ.  Ἀ.  Σκόντρα,  Εἰκονογραφημένη  Ἱστορία  τοῦ  Πρώτου  Παγκοσμίου  Πολέ‐


μου…, τόμ. Β΄, σ. 77. 
2 Αὐτόθι, σσ. 77‐78.  

3 Αὐτόθι, σ. 78. 

4 W. S. Churchill, The World Crisis…, τόμ. ΙΙ, σ. 437. 

5 Ἡ Ἰταλία μπῆκε στὸν πόλεμο τὸ 1915. Βλ. σχετικῶς Paolo Giudici, Storia d’Italia, 

τόμ. V (Φλωρεντία: G. Nerbini, 1940), σ. 365 κ.ἑξ. 

129
τῆς  ἑπομένης,  βρεταννικὰ  πολεμικὰ  ἔφτασαν  τὰ  δύο  γερμανικά, 
ἀλλὰ  ἀπέφυγαν  νὰ  ναυμαχήσουν.1  Ἔτσι,  στὶς  27  Ἰουλίου/9  Αὐ‐
γούστου,  τὸ  «Goeben»  καὶ  τὸ  «Breslau»  μπῆκαν  στὸ  Αἰγαῖο2  καί, 
ἀφοῦ ἀνεφοδιάστηκαν σὲ κάρβουνο ἀπὸ γερμανικὸ πλοῖο ποὺ γιὰ 
αὐτὸν  ἀκριβῶς  τὸν  λόγο  εἶχε  βγεῖ  ἀπὸ  τὸ  λιμάνι  τοῦ  Πειραιᾶ,3 
ἔφτασαν  τελικῶς  τὸ  ἀπόγευμα  τῆς  28ης  Ἰουλίου/10ης  Αὐγούστου 
στὰ  Δαρδανέλλια  καὶ  «θριαμβευτικῶς»  ἀγκυροβόλησαν  στὴ 
θάλασσα τοῦ Μαρμαρᾶ.4 
  Ὁ  ἀνεφοδιασμὸς  αὐτῶν  τῶν  δύο  πολεμικῶν  ἔγινε  κοντὰ 
στὴ Νάξο μὲ προσωπικὴ ἐντολὴ τοῦ Βενιζέλου, πρωθυπουργοῦ –
ἐξυπακούεται–  τότε.  Πράγματι,  τηλεφώνησε  στὸν  τελευταῖο,  τὴ 
νύκτα  τῆς  23ης  Ἰουλίου/5ης  Αὐγούστου,  ὁ  πρεσβευτὴς  τῆς  Γερμα‐
νίας  στὴν  Ἀθήνα  καὶ  τοῦ  ζήτησε  ψευδῶς  νὰ  ἐπιτρέψει  τὴν  ἀν‐
θράκευση  δύο γερμανικῶν ἐμπορικῶν πλοίων, τὰ ὁποῖα ἠγκυροβό‐
λουν εἰς Πειραιᾶ καὶ ἤθελαν νὰ ἀποπλεύσουν.5 Ὁ Βενιζέλος, ὅπως 
ὁ ἴδιος ἰσχυρίστηκε ἀργότερα, «δὲν ὑποψιάστηκε τίποτα» καὶ δὲν 
ἐρεύνησε  τὸ  θέμα.  Χωρὶς  λοιπὸν  νὰ  ἐνημερώσει  κανένα,  ἔδωσε 
ἀμέσως γραπτὴ ἐντολὴ πρὸς τὸν λιμενάρχην Πειραιῶς, τὴν ὁποία 
παρέλαβε  ὑπάλληλος  τῆς  γερμανικῆς  πρεσβείας.6  Τελικά,  γερ‐
μανικὸ  φορτηγὸ  πλοῖο  μετέφερε  γαιάνθρακας  ἀπὸ  φορτίο  ποὺ  ἡ 
ἑλληνικὴ κυβέρνηση εἶχε ἐπιτάξει κατὰ τὴν ἔναρξη τοῦ πολέμου 
καὶ ἐφοδίασε τὸ «Goeben» καὶ τὸ «Breslau», ἐνόσω βρίσκονταν σὲ 
νερὰ ἑλληνικά.7 

1  Σπ.  Ἀ.  Σκόντρα,  Εἰκονογραφημένη  Ἱστορία  τοῦ  Πρώτου  Παγκοσμίου  Πολέ‐


μου…, τόμ. Β΄, σ. 78. Κύκλοι τῆς Ἐγκάρδιας Συνεννόησης ἀπέδωσαν τὴ διαφυγὴ 
τῶν  δύο  γερμανικῶν  πολεμικῶν  σὲ  «τύχη».  (Michel  Farnaise,  L’aventure  du 
Goeben [Παρίσι: La Renaissance du livre, χ. ἔ.], σ. 243.) 
2  Σπ.  Ἀ.  Σκόντρα,  Εἰκονογραφημένη  Ἱστορία  τοῦ  Πρώτου  Παγκοσμίου  Πολέ‐

μου…, τόμ. Β΄, σ. 78. 
3 Γ. Βεντήρη, Ἡ Ἑλλὰς τοῦ 1910‐1920, τόμ. Α΄, σ. 238. 

4 W. S. Churchill, The World Crisis…, τόμ. ΙΙ, σ. 438. Σύμφωνα μὲ ἄλλη μαρτυρία, 

ἔφτασαν  στὰ  Δαρδανέλλια  τὴν  ἑπομένη.  (Σπ.  Ἀ.  Σκόντρα,  Εἰκονογραφημένη 


Ἱστορία τοῦ Πρώτου Παγκοσμίου Πολέμου…, τόμ. Β΄, σ. 78.) 
5 Γ. Βεντήρη, Ἡ Ἑλλὰς τοῦ 1910‐1920, τόμ. Α΄, σ. 238. 

6 Αὐτόθι. 

7 Αὐτόθι, σ. 242. 

130
  Εἶναι  δυνατὸν  ὁ  Βενιζέλος,  ποὺ  ἔχει  θεωρηθεῖ  ἕνας  ἀπὸ 
τοὺς μεγαλύτερους διπλωμάτες τοῦ Κ΄ αἰώνα, νὰ ἐξαπατήθηκε μὲ 
αὐτὸν  τὸν  τρόπο;  Εἶναι  δυνατὸν  νὰ  μὴ  ἤξερε  τίποτα  γιὰ  τὶς 
προσπάθειες  διαφυγῆς  τῶν  δύο  γερμανικῶν  πολεμικῶν  στὴν 
Κωνσταντινούπολη, ποὺ εἶχαν ἤδη γίνει ἀντικείμενο ἔρευνας καὶ 
ἐνασχόλησης διαφόρων ὑπηρεσιῶν καί, γενικῶς, παραγόντων τῆς 
πολεμικῆς  προσπάθειας  τῶν  χωρῶν  ποὺ  ἤδη  μετεῖχαν  στὴ 
σύρραξη;1  Μπορεῖ  ἀκόμη  κανεὶς  νὰ  ὑποθέσει  ὅτι,  καὶ  ἂν  ἀκόμη 
δὲν  γνώριζε  τὰ  σχετικά,  δὲν  μπόρεσε  τίποτα  νὰ  πληροφορηθεῖ 
προτοῦ  νὰ  δώσει  τὴν  ἄδεια  ἀνθράκευσης  τῶν  δύο  σκαφῶν  καὶ 
ἀφότου τὴν ἔδωσε; Ὁ Βενιζέλος ἐπιπλέον εἶχε ἐκδηλωθεῖ ἀπὸ τὶς 
πρῶτες  ἡμέρες  τῆς  εὐρωπαϊκῆς  κρίσεως  ὡς  φίλος  τῆς  Ἐγκάρδιας 
Συνεννόησης.2 Ὅσο λοιπὸν καὶ ἂν ἦταν πιστὸς τηρητὴς διατάξεων 
τοῦ  δικαίου,  ὅπως  εἶπε  ἀργότερα,  ἔκανε  πράξη  ποὺ  ὄχι  μόνο 
βοηθοῦσε τὴ Γερμανία, ἀλλὰ –τὸ κυριότερο– ἐνίσχυε τὴν Τουρκία, 
τὴν  ὁποία  ὁ  ἴδιος  θεωροῦσε  τότε  ὡς  τὸν  μεγαλύτερο  ἐχθρὸ  τῆς 
Ἑλλάδας.3  Εἶναι  σαφές,  πράγματι,  ὅτι  ὁ  εἴσπλους  καὶ  τοῦ 
«Breslau»  ἀλλὰ  κυρίως  τοῦ  «Goeben»  στὰ  Δαρδανέλλια  ἔδωσε 
ὑπεροχὴ στὸν ὀθωμανικὸ Στόλο ὡς πρὸς τὸν ρωσικό.4 Πράγματι, 
τὰ  δύο  γερμανικὰ  πλοῖα  ὕψωσαν,  στὶς  5/18  Αὐγούστου  τοῦ  ἴδιου 
χρόνου,  τουρκικὴ  σημαία  καὶ  ἄλλαξαν  ὀνομασία.  Τὸ  γεγονὸς 
ἐνθάρρυνε τὴν Ὀθωμανικὴ Αὐτοκρατορία νὰ ἐκδηλωθεῖ ἀνοιχτὰ 
ὑπὲρ τῶν Κεντρικῶν Δυνάμεων. Ἔτσι, στὰ τέλη Ὀκτωβρίου (ν. ἡ.), 
τὰ  δύο  πλοῖα,  ὡς  «Sultan  Yavuz  Selim»  τὸ  «Goeben»  καὶ  «Midilli» 
τὸ  «Breslau»,  μαζὶ  μὲ  τὸ  –αὐθεντικῶς–  τουρκικὸ  σκάφος  «Hami‐
diye», χτύπησαν τὸ φρούριο τῆς Σεβαστούπολης, κατέστρεψαν τὸ 
Νοβοροσσίσκ καὶ βομβάρδισαν μὲ τρομακτικὰ ἀποτελέσματα τὴν 
Ὀδησσό.5 Λίγο ἀργότερα, ἡ Ὑψηλὴ Πύλη κήρυξε τὸν πόλεμο στὶς 
Δυνάμεις τῆς Συνεννόησης. 

1 Πρβλ. W. S. Churchill, The World Crisis…, τόμ. Ι, σσ. 437‐438. 
2 Γ. Βεντήρη, Ἡ Ἑλλὰς τοῦ 1910‐1920, τόμ. Α΄, σ. 217 κ. ἑξ. 
3 Αὐτόθι, σ. 230. 

4 W. S. Churchill, The World Crisis…, τόμ. ΙΙ, σ. 437 κ. ἑξ. 

5  Σπ.  Ἀ.  Σκόντρα,  Εἰκονογραφημένη  Ἱστορία  τοῦ  Πρώτου  Παγκοσμίου  Πολέ‐

μου…, τόμ. Β΄, σ. 78. 

131
  Μὲ  λίγα  λόγια,  ὁ  Βενιζέλος  διευκόλυνε  τοὺς  Τούρκους  νὰ 
πολεμήσουν κατὰ τῶν φίλων του. Εἶναι γνωστὸ σήμερα πώς, ἐὰν 
τὰ  δύο  γερμανικὰ  πολεμικὰ  δὲν  ἔφταναν  στὰ  Δαρδανέλλια,  οἱ 
Ὀθωμανοὶ ἰθύνοντες ἀντιμετώπιζαν τὸ ἐνδεχόμενο ὄχι ἁπλῶς νὰ 
μὴ  πολεμήσουν  στὸ  πλευρὸ  τῆς  Γερμανίας  καὶ  τῆς  Αὐστρο‐
ουγγαρίας,  ἀλλὰ  καὶ  νὰ  συνάψουν  συμμαχία  μὲ  τή…  Ρωσία!1 
Τοῦτο  ἐξηγεῖται,  ἐὰν  ὑπολογιστοῦν  καὶ  ἄλλοι  παράγοντες,  μά, 
κυρίως,  ἂν  ληφθεῖ  ὑπόψη  τὸ  ὅτι  ὁ  Βόσπορος  ἦταν  οὐσιαστικῶς 
ἀνοχύρωτος·2 έπιπλέον, δύο μεγάλα πολεμικὰ πλοῖα, τῶν ὁποίων 
ἡ  ναυπήγηση  εἶχε  σχεδὸν  τελειώσει  στὴ  Βρεταννία  καὶ  τὰ  ὁποῖα 
θὰ  ἔδιναν  στὴν  Τουρκία  τὴν  τόσο  ἐπιθυμητὴ  ναυτικὴ  ὑπεροχή, 
εἶχαν  τελικῶς  κατασχεθεῖ  ἀπὸ  τοὺς  Βρεταννοὺς  καὶ  ἐνταχθεῖ 
στὸν δικό τους στόλο3. Οἱ Τοῦρκοι ἑπομένως, οἱ ὁποῖοι θεωροῦσαν 
τοὺς  Ρώσους  ὡς  τοὺς  χειρότερους  ἐχθρούς  τους  καί,  μάλιστα, 
σχεδίαζαν  ἀκριβῶς  τότε  νὰ  εἰσβάλουν  στὸν  Καύκασο,4  εἶχαν 
σοβαροὺς  λόγους  νὰ  τοὺς  φοβοῦνται,  ἐνόσω  δὲν  ὑπερίσχυαν 
ναυτικῶς στὸν Εὔξεινο. 
  Ἐρωτηματικὰ  μεγάλα  προκαλεῖ,  ἀκόμα,  τὸ  γεγονὸς  ὅτι, 
ὅπως  ἀποκαλύφθηκε  μετὰ  τὴ  λήξη  τοῦ  πολέμου,  ὁ  Βενιζέλος, 
προτοῦ  νὰ  δώσει  τὴν  ἐντολὴ  ἀνεφοδιασμοῦ τῶν δύο γερμανικῶν 
πολεμικῶν,  εἶχε  συμβουλευθεῖ  σχετικῶς  τὴ  βρεταννικὴ  κυβέρ‐
νηση  ἡ  ὁποία  καὶ  τοῦ  «ὑπέδειξε»  νὰ  δώσει  ἄδεια  ἀνθράκευσης 
τῶν  γερμανικῶν  σκαφῶν.5  Ὁ  ἴδιος  ὁ  Βενιζέλος  δὲν  ἀρνήθηκε  τὸ 
γεγονός,  ἀλλὰ  ἐπέμεινε,  προβάλλοντας  ἐπιχειρήματα  σαφῶς 
ἀσθενῆ,  ὅτι  εἶχε  ζητήσει  τὴ  συγκατάθεση  τοῦ  πρεσβευτῆ  τῆς 
Μεγάλης  Βρεταννίας  (ποὺ  φυσικὰ  τὴν  ἔλαβε),  ἀφοῦ  πρῶτα  εἶχε 

1 W. S. Churchill, The World Crisis…, τόμ. ΙΙ, σ. 437. 
2  Σπ.  Ἀ.  Σκόντρα,  Εἰκονογραφημένη  Ἱστορία  τοῦ  Πρώτου  Παγκοσμίου  Πολέ‐
μου…, τόμ. Β΄, σ. 166. 
3 Ρίτσαρντ Χιούμπλ, «Ἡ διαφυγὴ τοῦ Γκαῖμπεν», Purnell. Ἱστορία τοῦ 20οῦ  αἰῶ‐

νος, τόμ. 2 (Ἀθήνα: Χρυσὸς Τύπος, 1968), σ. 489. Πρβλ. W. S. Churchill, The World 
Crisis…, τόμ. ΙΙ, σ. 437. 
4  W.  S.  Churchill,  The  World  Crisis…,  τόμ.  ΙΙ,  σ.  436·  πρβλ.  Pierre  Renouvin,  La 

Première Guerre Mondiale (Παρίσι: Presses Universitaires de France, 19836), σ. 12. 
5 Γ. Βεντήρη, Ἡ Ἑλλὰς τοῦ 1910‐1920, τόμ. Α΄, σσ. 239‐240. 

132
δώσει ἄδεια ἀνθράκευσης τῶν «Goeben» καὶ «Breslau».1 Ὅπως καὶ 
νὰ εἶναι ὅμως, ἡ οὐσία τοῦ θέματος δὲν ἀλλάζει: Ὁ ἀνεφοδιασμὸς 
σὲ κάρβουνο τῶν δύο γερμανικῶν πολεμικῶν ἔγινε μὲ προσωπικὴ 
εὐθύνη  τοῦ  τότε  πρωθυπουργοῦ  τῆς  Ἑλλάδας  καὶ  μὲ  βρεταννικὴ 
συγκατάνευση. 
  Τὸ  Λονδῖνο,  πράγματι,  δὲν  ἔβλεπε  δυσμενῶς  τὴν  ἔνταξη 
τῶν Goeben» καὶ «Breslau» στὸν ὀθωμανικὸ στόλο – ἀρκεῖ αὐτὴ νὰ 
ἤτανε «καλόπιστη καὶ διαρκής».2 Ἔμπαιναν βέβαια, παραλλήλως 
ὁρισμένες προϋποθέσεις τῆς «μεταβίβασης» τῶν πλοίων, κυρίως ὁ 
ἐπαναπατρισμὸς  τῶν  ἀξιωματικῶν  καὶ  τῶν  πληρωμάτων  τους 
(ποὺ φυσικὰ δὲν ἔγινε), ἀλλά, ἔχοντας κανεὶς κατὰ νοῦν τὴν οὐσία 
τῆς  ὑπόθεσης,  ἔχει  κάθε  δικαίωμα  νὰ  ἀναρωτηθεῖ  κατὰ  πόσον 
αὐτὲς  οἱ  «προϋποθέσεις»  εἶχαν  τεθεῖ  εἰλικρινῶς  ἤ,  ἀντιθέτως,  
«γιὰ τὰ μάτια» καὶ μόνο. 
  Ποιὰ  ἦταν  ἡ  οὐσία;  Τὸ  ὅτι  οἱ  Βρεταννοὶ  ἰθύνοντες  ἐπιθυ‐
μοῦσαν  τὴν  ἐνίσχυση  τοῦ  ὀθωμανικοῦ  στόλου  σὲ  βάρος  τοῦ  ρω‐
σικοῦ.  Συνεπῶς,  οἱ  ἰδέες  τοῦ  Τσῶρτσιλ,  τότε  Πρώτου  Λόρδου  τοῦ 
Ναυαρχείου,  γιὰ  διείσδυση  ρωσικῶν  πλοίων  στὸν  Βόσπορο,  ἐνῶ 
ταυτόχρονα  οἱ  Γάλλοι  καὶ  οἱ  Βρεταννοὶ  θὰ  προσπαθοῦσαν  νὰ 
παραβιάσουν  τὰ  Δαρδανέλλια,3  ἐὰν  θεωρηθοῦν  εἰλικρινεῖς, 
ἔρχονταν σὲ σύγκρουση μὲ τὴν τότε βρεταννικὴ πολιτική. 
  Δὲν  εἶναι  ἀπίθανο  ὁ  –εὐφυέστατος–  Μεταξᾶς  νὰ  τὰ  εἶχε 
κατανοήσει  αὐτά·  ἑπομένως  ἤτανε  φυσικὸ  νὰ  παραμένει  δύσπι‐
στος ὡς πρὸς τὶς διαπιστώσεις τοῦ Βενιζέλου πὼς οἱ Δυνάμεις τῆς 
Ἐγκάρδιας Συνεννόησης ἐπιδίωκαν τὴ «θανάτωση» τῆς Τουρκίας. 
Μπορεῖ, ἀκόμα,  νὰ τὰ ἤξερε καὶ ὁ Βενιζέλος ὁ ρόλος τοῦ ὁποίου 
στὸ  ἐπεισόδιο  τῶν  «Goeben»  καὶ  «Breslau»  ὑπῆρξε  πρωτα‐
γωνιστικός.  Ὅμως  ἀκράδαντη  εἶχε  τὴν  πεποίθηση  ὅτι  ἡ  Βρεταν‐
νία καὶ ἡ Γαλλία θὰ νικούσανε στὴν παγκόσμια σύρραξη – ὁπότε 
εἶχε  κάθε  συμφέρον  νὰ  ἐκτελεῖ  ἀκαριαίως  ὁποιαδήποτε  ἐπιταγή 
τους.  Τὸ  γιατί  βέβαια  ὁ  τότε  πρωθυπουργός  μας  πίστευε  πὼς  ἡ 

1 Αὐτόθι, σ. 240. 
2  W.  S.  Churchill,  The  World  Crisis…,  τόμ.  ΙΙ,  σ.  438·  πρβλ.  Gabriel  Deville, 
L’Entente, la Grèce et la Bulgarie (Παρίσι:Eugène Figuière, 1919), σ. 118. 
3 W. S. Churchill, The World Crisis…, τόμ. ΙΙ, σσ. 550‐551.  

133
Ἐγκάρδια Συνεννόηση ἔμελλε νὰ καταβάλει τὸ γερμανικὸ Β΄ Ράιχ 
καὶ τοὺς συμμάχους του θὰ φανεῖ στὴ συνέχεια. 
 
β΄ 
 
Ἡ  συνέχεια  τῶν  γεγονότων  εἶναι  πασίγνωστη:  Μετὰ  τὴν 
παραίτηση  τῆς  κυβέρνησης  Βενιζέλου  σχηματίσηκε,  στὶς  25  Φε‐
βρουαρίου  1915  (π.  ἡ.)  ἄλλη  ὑπὸ  τὸν  Δημήτριο  Γούναρη,  στὴν 
ὁποία  τὸ  χαρτοφυλάκιο  τῶν  Ἐξωτερικῶν  ἀνέλαβε  ὁ  Γεώργιος 
Χρηστάκη  Ζωγράφος,1  πρωτεργάτης  τοῦ  κατὰ  τὸ  1914  αὐτονο‐
μιακοῦ  Ἀγώνα  τῆς  Βορείου  Ἠπείρου.  Στὶς  31  Μαΐου/13  Ἰουνίου 
1915  γίνανε  ἐκλογὲς  τὶς  ὁποῖες  κέρδισε  τὸ  κόμμα  τῶν 
Φιλελευθέρων2  χάρη  σὲ  ψήφους  ὅμως  περιοχῶν  ποὺ  εἴχανε 
προσαρτηθεῖ  στὴν  Ἑλλάδα  μετὰ  τὸ  τέλος  τῶν  Βαλκανικῶν  πο‐
λέμων.3  Ἡ  νέα  Βουλὴ  συνῆλθε  στὶς  3/16  Αὐγούστου·  ἀπὸ  αὐτὴν 
ἀποκλείστηκαν οἱ Βορειοηπειρῶτες ἐπειδὴ στὴ Βόρειο Ἤπειρο δὲν 
εἶχαν  γίνει  ἐκλογές.4  Ὀρθῶς  ἡ  εὐθύνη  τῆς  παράλειψης  αὐτῆς 
ἀποδόθηκε  στὴν  κυβέρνηση  Γούναρη,  τὴν  ἐν  προκειμένῳ  στάση 
τῆς  ὁποίας  ὅμως  θερμῶς  ἐπιδοκίμασε  ὁ  Ἐλ.  Βενιζέλος5.  Ὁ  τε‐
λευταῖος,  πάντως,  σχημάτισε  ξανὰ  κυβέρνηση  στὶς  10/23  Αὐγού‐
στου  19156,  ἀλλὰ  λίγες  ἑβδομάδες  ἀργότερα,  στὶς  24  Σεπτεμ‐
βρίου/7  Ὀκτωβρίου  συγκεκριμένα,  ὑπέβαλε  τὴν  παραίτησή  του.7 

1 Ἀ. Προβατᾶ, Πολιτικὴ Ἱστορία τῆς Ἑλλάδος..., σ. 396. 
2 Αὐτόθι. 
3  Yannis  G.  Mourélos,  L’intervention  de  la  Grèce  dans  la  Grande  Guerre  (1916‐1917), 

Ἀθήνα: Collection de l’Institut Français d’Athènes, 1983, σ. 23. 
4 Ἐφημερὶς τῶν συζητήσεων τῆς Βουλῆς, Περίοδος Κ΄ ‐ Σύνοδος Α΄, συνεδρίαση 

1η (3 Αὐγούστου 1915), σ. 5 κ.ἑξ.  
5  Αὐτόθι,  σσ.  9‐11·  πρβλ.  Σπ.  Β.  Μαρκεζίνη,  Πολιτικὴ  Ἱστορία  τῆς  Νεωτέρας 

Ἑλλάδος...,  τόμ.  Δ΄  (Ἀθήνα:  Πάπυρος,  1968),  σ.  35.  Ἡ  Βόρειος  Ἤπειρος  εἶχε 
καταληφθεῖ  ἀπὸ  τὸν  Ἑλληνικὸ  Στρατὸ  τὸν  Ὀκτώβριο  τοῦ  1914.  (Βλ.  σχετικῶς 
Δημήτρη  Μιχαλόπουλου,  Ὁ  Ἐλευθέριος  Βενιζέλος  καὶ  τὸ  Βορειοηπειρωτικὸ 
ζήτημα  [Ἀθήνα:  Λέσχη  Φιλελευθέρων‐Μνήμη  Ἐλευθερίου  Βενιζέλου,  1922],  σ. 
25.) 
6 Ἀ. Προβατᾶ, Πολιτικὴ Ἱστορία τῆς Ἑλλάδος..., σ. 399. 

7 Αὐτόθι, σ. 400. 

134
Αὐτὸ  ἔγινε,  ἐπειδὴ  κατὰ  τὸ  βραχὺ  διάστημα  τῆς  νέας  πρωθυ‐
πουργίας  του  ἄλλαξε  ἰδέες  ὅσον  ἀφορᾶ  τὴν  ὑποστήριξη  τῆς 
Σερβίας.  Πράγματι,  ἡ  ἤδη  ἀπὸ  τὶς  8/21  Σεπτεμβρίου  ὁρατὴ  πρό‐
θεση  τῆς  Βουλγαρίας  νὰ  πάρει  μέρος  στὴν  παγκόσμια  σύρραξη 
στὸ  πλευρὸ  τῆς  Γερμανίας  καὶ  τῆς  Αὐστροουγγαρίας,1  τοῦ 
προσέφερε  ἐπιχείρημα  «νομικίστικο»  ποὺ  μποροῦσε  νὰ  διευκο‐
λύνει  τὴν  κατίσχυση  τῶν  ἀπόψεών  του:  Ἐφ’ὅσον  οἱ  μεταξὺ  Ἑλ‐
λάδας  καὶ  Σερβίας  πράξεις  εἶχαν  συναφθεῖ,  κατὰ  τὸ  1913,  μὲ 
σκοπὸ τὴν ἀπὸ κοινοῦ ἀντιμετώπιση τῆς Βουλγαρίας, τώρα, ὁπότε 
ἡ  τελευταία  ἑτοιμαζόταν  νὰ  βγεῖ  στὸν  πόλεμο,  δὲν  ὑπῆρχε  κώ‐
λυμα  ὅσον  ἀφορᾶ  τὴ  συμπαράταξη  Ἑλλήνων  καὶ  Σέρβων.  Δεδο‐
μένου  ὅμως  ὅτι,  βάσει  τῆς  μεταξὺ  τῶν  δύο  χωρῶν  στρατιωτικῆς 
σύμβασης, ἡ Σερβία ἔπρεπε νὰ διαθέσει σὲ βοήθεια τῆς Ἑλλάδας 
150.000  στρατό,2  ποὺ  βέβαια,  λόγω  τῆς  κατάστασης,  δὲν  ἦταν  σὲ 
θέση νὰ προσφέρει, ὁ τότε πρωθυπουργὸς τῆς Ἑλλάδος ἐπινόησε 
τὴν  πρόσκληση  στὴ  Θεσσαλονίκη  στρατευμάτων  κυρίως 
γαλλικῶν καὶ βρεταννικῶν!3 
  Αὐτὴ  ἡ  ἀπόφαση  ἦταν,  ὡς  σύλληψη,  ἐκπληκτική.  Ἡ  Ἑλ‐
λάδα παρέμενε χώρα οὐδέτερη καί, δεδομένου ὅτι πρόσχημα τῆς 
βρεταννικῆς  ἐμπλοκῆς  στὸν  Παγκόσμιο  πόλεμο  ὑπῆρξε  ἡ  γερ‐
μανικὴ  παραβίαση  τῆς  οὐδετερότητας  τοῦ  Βελγίου,4  ἡ  παρουσία 
στρατευμάτων  τῆς  Ἐγκάρδιας  Συνεννόησης  μέσα  στὴν  ἑλληνικὴ 

1  Σπ.  Ἀ.  Σκόντρα,  Εἰκονογραφημένη  Ἱστορία  τοῦ  Πρώτου  Παγκοσμίου  Πολέ‐


μου…, τόμ. Β΄, σ. 358. 
2  Διπλωματικὰ  ἔγγραφα,  1913‐1917…,  ἀρ.  4:  «Στρατιωτικὴ  Σύμβασις  μεταξὺ 

Ἑλλάδος καὶ Σερβίας τῆς 19 Μαΐου 1913», ἄρθρο 2ο, σ. 41. 
3  ΙΑΕΒ,  Ι/35/334,  ἐγκύκλιος  τοῦ  Βενιζέλου  πρὸς  τὶς  ἑλληνικὲς  πρεσβεῖες  στὸ 

Παρίσι,  τὴ  Ρώμη,  τὴν  Πετρούπολη,  τὸ  Λονδῖνο,  τὴ  Νύσσα,  τὴ  Σόφια  καὶ  τὸ 
Βουκουρέστι, Ἀθήνα, 8 Σεπτεμβρίου 1915 (στὰ γαλλικά). 
4 Βλ. Joseph Reinach, Histoire de douze jours, 23 juillet‐3 août 1914. Origines diploma‐

tiques  de  la  guerre  de  1914‐1917  (Παρίσι:  Félix  Alcan,  1917),  ἀρ.  452:  ὁ  ὑπουργὸς 
Ἐξωτερικῶν  τοῦ  Βελγίου  στοὺς  πρεσβευτὲς  στὸ  Λονδῖνο  καὶ  τὸ  Παρίσι  (Βρυ‐
ξέλλες,  31  Ἰουλίου  1914),  σσ.450‐451·  ἀρ.  532:  ὁ  ὑπουργὸς  Ἐξωτερικῶν  τοῦ 
Ἡνωμένου  Βασιλείου  στὸν  πρέσβυ  στὸ  Παρίσι  (Foreign  Office,  2  Αὐγούστου 
1914), σσ. 520‐521. Πρβλ. Σπ. Ἀ. Σκόντρα, Εἰκονογραφημένη Ἱστορία τοῦ Πρώτου 
Παγκοσμίου Πολέμου…, τόμ. Α΄ (Ἀθήνα: Κέκροψ, 1969), σσ. 139‐140. 

135
ἐπικράτεια  ἦταν  δυνατὸ  νὰ  ἐκληφθεῖ  ὡς  «ἀνταπόδοση»  τῆς 
γερμανικῆς  στάσης  στὸ  Βέλγιο.  Τὰ  δύο  βασίλεια  ἄλλωστε,  Ἑλ‐
λάδα  καὶ  Βέλγιο,  παρουσίαζαν,  τοὐλάχιστον  κατὰ  τὴν  ἵδρυσή 
τους,  χαρακτηριστικὰ  κοινά.1  Ὅπως  καὶ  νὰ  εἶναι  ὅμως,  εἶχε 
δικαίωμα  ὁ  πρωθυπουργὸς  νὰ  ἐνεργήσει  αὐτοβούλως  σὲ  τέτοιας 
σημασίας  ζήτημα;  Ἡ  διατύπωση,  πράγματι,  τοῦ  ἄρθρου  99  τοῦ 
συντάγματος  τοῦ  1864,2  τὸ  ὁποῖο  παρέμεινε  ἀμετάβλητο  στὸ 
σύνταγμα τοῦ  1911,  ἤτανε  κατηγορηματική:3 Ἄνευ νόμου στρατὸς 
ξένος  δὲν  εἶναι  δεκτὸς  εἰς  τὴν  ἑλληνικὴν  ὑπηρεσίαν  οὐδὲ  δύναται 
νὰ  διαμένῃ  εἰς  τὸ  Κράτος  ἢ  νὰ  διέλθῃ  δι’  αὐτοῦ.  Ὁ  βασιλιὰς 
ἄλλωστε, ὅταν βολιδοσκοπήθηκε σχετικῶς ἀπὸ τὸν Βενιζέλο, εἶχε 
περιοριστεῖ  σὲ  μορφὴ  «κατ’ἀρχὴν  συγκατάνευσης»4·  ἡ  ὁριστικὴ 
συγκατάθεσή του ὅμως ἔμελλε νὰ ἐξαρτηθεῖ ἀπὸ τὴ στρατιωτικὴ 
δύναμη ποὺ θὰ ἔστελνε στὴ Θεσσαλονίκη ἡ Ἐγκάρδια Συνεννόη‐
ση  καθὼς  καὶ  ἀπὸ  τὴν  τελικὴ  ἐπιλογὴ  τῆς  Βουλγαρίας  πού,  ἕως 
τὸν  Ὀκτώβριο  τοῦ  1915,  δὲν  εἶχε  πλήρως  ἀποσαφηνιστεῖ.5  Ὅπως 
καὶ νὰ εἶχε ὅμως, ὁ πρωθυπουργός, ἔστω καὶ ἔχοντας  ἐπὶ τούτου 
πλήρη  καὶ  ὄχι  ἁπλῶς  κατ’ἀρχὴν  βασιλικὴ  συναίνεση,  ὄφειλε  νὰ 
ζητήσει  τὴν  ἐπιψήφιση  σχετικοῦ  νόμου  ἀπὸ  τὴ  Βουλή.  Αὐτὸ  δὲν 
ἔγινε – μὲ ἀποτέλεσμα ἐν προκειμένῳ νὰ ὑπάρξει θεαματικὴ καὶ 
πραξικοπηματικὴ παραβίαση τοῦ συντάγματος. 
  Τὸ τί στρατό, ἄλλωστε, ἔμελλε νὰ στείλουν ἡ Βρεταννία καὶ 
ἡ  Γαλλία  ἤτανε  γνωστὸ  ἤδη  ἀπὸ  τὶς  11/24  Σεπτεμβρίου.  Ὁ  πρω‐
θυπουργὸς  τῆς  Ἑλλάδας  εἶχε  ζητήσει  «μαχητὲς»  ἰσάριθμους  μὲ 

1  É.  Driault  καὶ  M.  Lhéritier,  Histoire  diplomatique  de  la  Grèce…,  τόμ.  ΙΙ  (Παρίσι: 
Presses Universitaires de France, 1925) σ. 33. 
2  Ἐφημερὶς  τῆς  Κυβερνήσεως  τοῦ  Βασιλείου  τῆς  Ἑλλάδος,  Α΄,  ἀρ.  48  (17  Νοεμ‐

βρίου 1864), σ. 306. 
3 Ἐφημερὶς τῆς Κυβερνήσεως τοῦ Βασιλείου τῆς Ἑλλάδος, Α΄, ἀρ. 127 (1η Ἰουνίου 

1911), σ. 531. 
4  Κωνσταντίνου  Γ.  Ζαβιτζιάνου,  Αἱ  ἀναμνήσεις  του ἐκ  τῆς  ἱστορικῆς  διαφωνίας 

Βασιλέως  Κωνσταντίνου  καὶ  Ἐλευθερίου  Βενιζέλου  ὅπως  τὴν  ἔζησε,  1914‐1922, 


τόμ. Α΄ (Ἀθήνα, 1946), σ. 90· Édouard Driault, Le roi Constantin (Βερσαλλίες, 1930), 
σσ. 133‐134. 
5 Ἄλαν Πάλμερ, «Ἡ συντριβὴ τῆς Σερβίας», Purnell. Ἱστορία τοῦ 20οῦ αἰῶνος, τόμ. 

2, σ. 535. 

136
ὅσους εἶχε ὑποχρέωση νὰ παρατάξει, σὲ ἐνίσχυση τῆς Ἑλλάδας, ἡ 
Σερβία· αὐτὸ σαφῶς σήμαινε δυνάμεις ὄχι ἀποικιακές.1 Ἡ Γαλλία 
ὑποσχέθηκε  νὰ  τὶς  δώσει∙2  ἀπὸ  τὴ  βρεταννικὴ  πλευρά,  ὅμως, 
διατυπώθηκαν  ἐπιφυλάξεις.3  Τελικῶς,  ἡ  ἀποβίβαση  τῶν  στρα‐
τευμάτων τῆς Ἐγκάρδιας Συνεννόησης ποὺ ἤτανε νὰ ἀρχίσει στὶς 
20  Σεπτεμβρίου/1  Ὀκτωβρίου  1915,4  ἄρχισε,  στὴν  πραγματικό‐
τητα,  δυὸ  μέρες  ἀργότερα.5  Οἱ  δυνάμεις  ποὺ  ἀποβιβάστηκαν 
πάντως ἦταν ἐλάχιστες σὲ σχέση μὲ ἐκεῖνες ποὺ εἴχανε ζητηθεῖ 6 – 
γιὰ  αὐτὸ  καὶ  στὴ  Σερβία  δὲν  προσφέρθηκε  καμιὰ  οὐσιαστικὴ 
βοήθεια. 
  Δύο  ζητήματα  σὲ  αὐτὸ  τὸ  τόσο  «ἀκανθῶδες»  θέμα  κινοῦν 
ἰδιαίτερο ἐνδιαφέρον: Ἀφ’ἑνὸς οἱ Σέρβοι, ποὺ εἶχαν ἕως τότε ἀντι‐
μετωπίσει  μὲ  ἐπιτυχία  τὶς  ἐναντίον  τῆς  χώρας  τους  αὐστροουγ‐
γρικὲς ἐπιθέσεις, καταλαβαίνοντας τί ἔμελλε νὰ ἐπακολουθήσει, 
εἶχαν  προτείνει  νὰ  χτυπήσουν  αὐτοὶ  πρῶτοι  τοὺς  Βουλγάρους, 
ὥστε  νὰ  ἐξουδετερωθεῖ  ὁ  ἀπὸ  τὴν  πλευρὰ  τῶν  τελευταίων  κίν‐
δυνος.7  Τὰ  Κράτη  τῆς  Συνεννόησης  ἀντέδρασαν  ἀρνητικὰ8  –  μὲ 
ἀποτέλεσμα νὰ ἀνοίξει ὁ δρόμος τόσο πρὸς τὴν καταστροφὴ τῆς 
Σερβίας9  ὅσο  καὶ  τὴ  συμμαχικὴ  κατάληψη  τῆς  Θεσσαλονίκης.  Ἡ 
δικαιολογία  ποὺ  συνήθως  προβάλλεται  γιὰ  αὐτὴν  τὴν  ἀκατά‐

1  ΙΑΕΒ,  Ι/35/216‐371,  «Σημείωμα»  τοῦ  Α1  Πολιτικοῦ  τμήματος  τοῦ  ἑλληνικοῦ 


ὑπουργείου Ἐξωτερικῶν (χ. ἡ., χ. ὑ., χ. ἀ.). 
2  ΙΑΕΒ,  Ι/35/216‐371,  Théophile  Delcassé,  ὑπουργὸς  Ἐξωτερικῶν  τῆς  Γαλλίας, 

πρὸς  Jean  Guillemin,  πρεσβευτὴ  τῆς  Γαλλίας  στὴν  Ἀθήνα,  τηλεγράφημα,  χ.ἀ. 
(ἔφτασε στὴν Ἀθήνα τὴ νύχτα τῆς 10ης /23ης πρὸς τὴν 11η/24η Σεπτεμβρίου 1915).  
3  ΙΑΕΒ,  Ι/35/216‐371,  βρεταννικὸ  ὑπουργεῖο  Ἐξωτερικῶν  πρὸς  τὴ  βρεταννικὴ 

πρεσβεία στὴν Ἀθήνα, 11/24 Σεπτεμβρίου 1915. 
4  ΙΑΕΒ,  Ι/35/365α,  Βενιζέλος  πρὸς  βασιλιὰ  Κωνσταντῖνο,  20  Σεπτεμβρίου/3 

Ὀκτωβρίου 1915 (ἐπιστολή). 
5 Ἀ. Πάλμερ, «Ἡ συντριβὴ τῆς Σερβίας», σ. 535. 

6 Αὐτόθι. 

7 Σπ. Β. Μαρκεζίνη, Πολιτικὴ Ἱστορία τῆς Νεωτέρας Ἑλλάδος..., τόμ. Δ΄, σ. 40. 

8 Αὐτόθι. 

9 Βλ. κυρίως Ἀ. Πάλμερ, «Ἡ συντριβὴ τῆς Σερβίας», σσ. 534‐538. 

137
νόητη  στάση  εἶναι  πὼς  οἱ  Σύμμαχοι  ὑπῆρξαν  «θύματα»  τοῦ  και‐
ροσκοπισμοῦ τῶν Βουλγάρων.1 Ἦταν ὅμως ἔτσι τὰ πράγματα; 
  Τὸ  δεύτερο  –καὶ  σπουδαιότερο–  ὑπῆρξε  ἡ  διάσταση  ποὺ 
εὐθὺς  ἐξαρχῆς  προέκυψε  μεταξὺ  τοῦ  Βενιζέλου  καὶ  τῶν  δύο 
δυτικῶν  Δυνάμεων.  Ἤδη  στὶς  18  Σεπτεμβρίου/1  Ὀκτωβρίου  1915, 
μὲ  ἐγκύκλιό  του  πρὸς  τὶς  ἑλληνικὲς  πρεσβεῖες  στὸ  Παρίσι,  τὸ 
Λονδῖνο,  τὴ  Ρώμη  καὶ  τὴν  Πετρούπολη,  ὁ  Βενιζέλος  τόνιζε  ὅτι 
«μεγάλη  παρεξήγηση»  κινδύνευε  νὰ  ἀναφανεῖ  μεταξὺ  τῆς  Ἑλ‐
λάδας  καὶ  τῶν  χωρῶν  τῆς  Ἐγκάρδιας  Συνεννόησης  ὅσον  ἀφορᾶ 
τὴ  μέσω  Θεσσαλονίκης  ἀποστολὴ  στρατευμάτων  στὴ  Σερβία.  Ἡ 
Ἀθήνα, πράγματι, θεωροῦσε ὅτι, ἐφ’ ὅσον παρεμένε οὐδέτερη, δὲν 
ἦταν  δυνατὸν  νὰ  δώσει  ἐπίσημα  τὴ  συγκατάθεσή  της  στὴν 
ἀποβίβαση  «διεθνῶν  δυνάμεων»  στὴ  Θεσσαλονίκη.  Συνεπῶς,  θὰ 
ἔκανε  μιὰ  τυπικὴ  διαμαρτυρία,  ἀλλὰ  παράλληλα  θὰ  διευκόλυνε 
τὴ  «διάβαση»  αὐτῶν  τῶν  στρατευμάτων  ἀπὸ  τὴ  μακεδονικὴ 
μεγαλούπολη. Ἀντὶ γιὰ «διάβαση» ὅμως οἱ Σύμμαχοι ἐκδήλωσαν 
πρόθεση  κατάληψης  τμήματος  τῆς  πόλης  καὶ  τοῦ  λιμανιοῦ  της· 
ὡς  πρόσχημα  προβλήθηκαν  ἀναγκαιότητες  ἀμυντικὲς  κατὰ  τῆς 
δράσης ὑποβρυχίων.2  
  Ὁ  Βενιζέλος,  βέβαια,  θορυβήθηκε  καὶ  ἀμέσως  διατύπωσε 
τὴν ὑποψία ὅτι ἡ ἀποβίβαση στρατευμάτων τῆς Συνεννόησης στὴ 
Θεσσαλονίκη  δὲν  ἀποσκοποῦσε,  οὐσιαστικῶς,  παρὰ  στὴν  ἐξυπη‐
ρέτηση  βουλγαρικῶν  συμφερόντων  στὴ  Μακεδονία.3  Ἤδη  ὅμως 
τὰ  γεγονότα  ἔτρεχαν:  Στὶς  24  Σεπτεμβρίου/7  Ὀκτωβρίου,  ὁ  Βε‐
νιζέλος,  ἀναφυείσης  καὶ  πάλιν  διαφωνίας  [του]  πρὸς  τὸ  στέμμα 
λόγω τοῦ ζητήματος τῆς ἑλληνοσερβικῆς συνθήκης, ὑπέβαλε ξα‐
νὰ  τὴν  παραίτηση  τῆς  κυβέρνησής  του.4  Τὸν  διαδέχτηκε  στὴν 
πρωθυπουργία αὐθημερὸν ὁ Ἀλέξανδρος Ζαΐμης.5  

1 Σπ. Β. Μαρκεζίνη, Πολιτικὴ Ἱστορία τῆς Νεωτέρας Ἑλλάδος..., τόμ. Δ΄, σσ. 39, 
40. 
2 ΙΑΕΒ, Ι/35/376. 

3 Αὐτόθι. 

4  Ἀ.  Προβατᾶ,  Πολιτικὴ  Ἱστορία  τῆς  Ἑλλάδος...,  σ.  400·  Σπ.  Β.  Μαρκεζίνη, 

Πολιτικὴ Ἱστορία τῆς Νεωτέρας Ἑλλάδος..., τόμ. Δ΄, σ. 71. 
5 Ἀ. Προβατᾶ, Πολιτικὴ Ἱστορία τῆς Ἑλλάδος..., σ. 400. 

138
  Καὶ  αὐτός,  πάντως,  λίγο  κρατήθηκε  στὴν  ἐξουσία.  Στὶς  25 
Ὀκτωβρίου/7  Νοεμβρίου  1915,  πράγματι,  μετὰ  ἀπὸ  γενίκευση 
ἐπεισοδίου ποὺ ξέσπασε στὴ Βουλή1, ὑπέβαλε τὴν παραίτηση τῆς 
κυβέρνησής  του.2  Στὴν  πραγματικότητα  ὅμως  ἄλλαξε  ἁπλῶς  ὁ 
πρωθυπουργός,  γιατὶ  στὴ  θέση  τοῦ  Ζαΐμη  μπῆκε  ὁ  Στέφανος 
Σκουλούδης·  οἱ  ὑπουργοὶ  τῆς  παραιτηθείσης  κυβερνήσεως  διατή‐
ρησαν τὰ χαρτοφυλάκιά τους στὴν καινούργια,3 ἐνῶ, παράλληλα, 
προκηρύχθηκαν  ἐκλογὲς  γιὰ  τὴν  6η  /19η  Δεκεμβρίου  1915.4  Ὅσον 
ἀφορᾶ  τὶς  ἐκλογὲς  ἐκεῖνες,  ὡς  γνωστόν,  τὸ  κόμμα  τῶν  Φιλε‐
λευθέρων δὲν δέχτηκε οὔτε νὰ πάρει μέρος οὔτε νὰ ἀναγνωρίσει 
τὸ  κῦρος  τους.5  Ἡ  ἄποψη  ὅτι  ἡ  ἀποχὴ  ὑπαγορεύθηκε  ἀπὸ  φόβο 
μήπως  τὸ  ἀποτέλεσμα  τῶν  ἐκλογῶν  ἀπέβαινε  ἀρνητικὸ  γιὰ  τὸν 
Βενιζέλο  καὶ  τοὺς  ὀπαδούς  του,  ἐπειδὴ  ἡ  πλειοψηφία  τοῦ  Ἑλ‐
ληνικοῦ  Λαοῦ  δὲν  ἤθελε  πιὰ  πολεμικὲς  περιπέτειες,  δὲν  εἶναι 
καθόλου παράλογη.6 
Ἀπὸ  ἐκεῖ  καὶ  πέρα,  τὸ  χάσμα  μεταξὺ  βασιλιᾶ  Κωνστα‐
ντίνου  καὶ  Ἐλ.  Βενιζέλου  συνεχῶς  βάθαινε.  Ἐπιπλέον,  ἡ  κατά‐
ληψη  τοῦ  Ροῦπελ,  στὶς  14/27  Μαΐου  1916,  ἀπὸ  φάλαγγα  βουλ‐
γαρικὴ  μὲ  ἀξιωματικοὺς  καὶ  Γερμανοὺς  προσέδωσε  δραματικοὺς 
τόνους  στὴν  «ἑλληνικὴ  ὑπόθεση».  Προαναγγέλλοντας  τὴν  ἐπι‐
χείρηση,  ὁ  πρεσβευτὴς  τῆς  Βουλγαρίας  στὴν  Ἀθήνα  ἐπισήμανε 
ὅτι  τὸ  «μέτρο»  ἦταν  ἀμυντικὸ  καὶ  ἀναγκαῖον  ὡς  ἐκ  τοῦ  τρόπου 
ἐνεργείας  [τῶν  Δυνάμεων]  τῆς  Συνεννοήσεως.7  Ἡ  παρουσία  τῶν 
ἀγγλογαλλικῶν στρατευμάτων στὴ Θεσσαλονίκη ἤδη ἀφαιροῦσε 
ἀπὸ τὴν ἑλληνικὴ πλευρὰ ὁποιαδήποτε δυνατότητα ἀντίρρησης. 

1 Κ. Γ. Ζαβιτζιάνου, Αἱ ἀναμνήσεις του..., τόμ. Α΄, σ. 114 κ.ἑξ. 
2 Ἀ. Προβατᾶ, Πολιτικὴ Ἱστορία τῆς Ἑλλάδος..., σ. 401. 
3 Αὐτόθι. 

4 Σπ. Β. Μαρκεζίνη Πολιτικὴ Ἱστορία τῆς Νεωτέρας Ἑλλάδος..., τόμ. Δ΄, σ. 75. 

5 Ἀ. Προβατᾶ, Πολιτικὴ Ἱστορία τῆς Ἑλλάδος..., σ. 399.  

6 Μανούσου Ρ. Κούνδουρου, Ἱστορικαὶ καὶ διπλωματικαὶ ἀποκαλύψεις. Ἱστορικὰ 

γεγονότα,  1890‐1933.  Ἐπιμέλεια  Χαρικλείας  Γ.  Δημακοπούλου  καὶ  Ἐλευθερίου 


Γ. Σκιαδᾶ (Ἀθήνα: ΕΛΙΑ, 1997), σ. 243. 
7 Διπλωματικὰ ἔγγραφα, 1913‐1917…, ἀρ. 118: «ὁ Κος Γ. Πασάρωφ, Πρεσβευτὴς 

τῆς  Βουλγαρίας  ἐν  Ἑλλάδι,  πρὸς  τὸν  Κον  Στ.  Σκουλούδην,  Πρόεδρον  τοῦ 
Ὑπουργικοῦ Συμβουλίου, Ὑπουργὸν ἐπὶ τῶν Ἐξωτερικῶν», σ. 169. 

139
          Λίγους  μῆνες  ἀργότερα,  στὶς  16/29  Αὐγούστου  1916, 
ἐκδηλώθηκε  στὴ  Θεσσαλονίκη  ὅ,τι  ἀρχικῶς  καὶ  ἁρμοδίως 
θεωρήθηκε  «πραξικόπημα»1  καὶ  στὴ  συνέχεια  ἐπικράτησε  νὰ 
ἀποκαλεῖται  «κίνημα  τῆς  Ἐθνικῆς  Ἀμύνης».Ἡ  ἐπιλογὴ  τῆς 
μακεδονικῆς μεγαλούπολης δὲν ὑπῆρξε τυχαία. Ἦταν σαφὲς ὅτι 
τὰ  στελέχη  τοῦ  Ἑλληνικοῦ  Στρατοῦ  παρέμεναν  ἀφοσιωμένα 
ψυχῇ  τε  καὶ  σώματι  στὸν  βασιλιὰ  Κωνσταντῖνο·  ἀλλὰ  στὴ 
Θεσσαλονίκη δὲν ὑπήρχανε παρὰ μικρὲς ἑλληνικὲς στρατιωτικὲς 
δυνάμεις.2 Κρίθηκε, κατὰ συνέπεια, πὼς μόνο στὴ «Νέα Ἑλλάδα», 
δηλαδὴ  τὶς  περιοχὲς  ποὺ  προσαρτήθηκαν  μετὰ  τὸ  τέλος  τῶν 
Βαλκανικῶν  πολέμων,  τὸ  πραξικόπημα  –καὶ  στὴ  συνέχεια 
κίνημα– θὰ μποροῦσε νὰ ἔχει ἐπιτυχία.3  
Τὴν  πρωτοβουλία,  πάντως,  εἴχανε  Κρῆτες  χωροφύλακες 
καὶ  ὁρισμένοι  ἀξιωματικοὶ  ὑπὸ  τὸν  –γνωστό  μας–  συνταγμα‐
τάρχη  Παμίκο  Ζυμβρακάκη.4  Ἡ  ἀπήχηση  τῶν  κινηματιῶν  στὶς 
ἐκεῖ ἑλληνικὲς τόσο ἀρχὲς ὅσο καὶ στρατιωτικὲς μονάδες  5 ὑπῆρξε 
μηδαμινὴ  –  ὁπότε  ἔσπευσαν  σὲ  βοήθειά  τους  οἱ  γαλλικὲς 
δυνάμεις  ποὺ  ἤδη  βρίσκονταν  στὴν  πόλη,  οἱ  ὁποῖες  καὶ  τοὺς 
ἐπέβαλαν.6  Στὶς  συμπλοκὲς  ποὺ  μεταξὺ  Ἑλλήνων  ἐπακο‐
λούθησαν οἱ ἀπώλειες ἤτανε τρεῖς νεκροὶ καὶ πέντε τραυματίες.7 
Ὁ  διοικητὴς  τῶν  δυνάμεων  τῆς  Συνεννόησης  στὴ  Μακεδονία, 
Γάλλος  στρατηγὸς  Maurice  Sarrail,  ἅρπαξε  τὴν  εὐκαιρία  καὶ 
ἀρχικῶς  συνέλαβε  καὶ  ἀμέσως  μετὰ  ἀπομάκρυνε  ἀπὸ  τὴν  πόλη 
ὅλους  τοὺς  Ἕλληνες  ἀξιωματικοὺς  καὶ  στρατιῶτες  ποὺ  δὲν 

1  Général  Sarrail,  Mon  commandement  en  Orient  [1916‐1918],  Paris:  Ernest  Flam‐
marion, 1920, σ.152. 
2  Κατὰ  τὴ  διατύπωση  τοῦ  ἴδιου  τοῦ  Βενιζέλου.  Βλ.  Robert  Vaucher,  Constantin 

détrôné. Les événements de Grèce, Février‐Août 1917 (Παρίσι: Perrin, 1918), σ. 14. 
3 Καὶ πάλι σύμφωνα μὲ ὅ,τι εἶπε ὁ ἴδιος ὁ Βενιζέλος στὸν Γάλλο δημοσιογράφο 

Robert Vaucher. (R. Vaucher, Constantin détrôné…, σ. 14.) 
4 Σπ. Β. Μαρκεζίνη, Πολιτικὴ Ἱστορία τῆς Νεωτέρας Ἑλλάδος..., τόμ. Δ΄, σ. 165. 

5  Μιὰ  μεραρχία  ἤτανε,  ἡ  «μεραρχία  Θεσσαλονίκης»  ‐  ὅπως  τὴν  ἀποκαλοῦσαν 

οἱ Γάλλοι. (Général Sarrail, Mon commandement en Orient…,1920, σ.154.) 
6 Yannis G. Mourélos, L’intervention de la Grèce dans la Grande Guerre, σ. 32. 

7  Général  Sarrail,  Mon  commandement  en  Orient...,  σσ.  152‐154·  πρβλ.  Σπ.  Β.  Μαρ‐

κεζίνη, Πολιτικὴ Ἱστορία τῆς Νεωτέρας Ἑλλάδος... τόμ. Δ’, σ. 165. 

140
ἔστεργαν  νὰ  συνταχθοῦν  μὲ  τοὺς  πραξικοπηματίες.1  Ὁ  Sarrail 
διακαῶς  ἐπιθυμοῦσε  τὸ  «ζήτημα  τῆς  Θεσσαλονίκης»  νὰ  παρα‐
μείνει «ἀνοιχτό», δηλαδὴ νὰ ἀρχίσει καὶ πάλι ἡ ἀμφισβήτηση τῆς 
ἐκεῖ κυριαρχίας τοῦ Ἑλληνικοῦ Κράτους·2 καὶ ἐπειδὴ ὁ ἄνθρωπος 
αὐτὸς  συγκαταλέγεται  στοὺς  πρωταγωνιστὲς  ὅσων  γίνανε  στὴν 
Ἑλλάδα  κατὰ  τὰ  ἔτη  1916‐1917  ἀξίζε  διὰ  βραχυτάτων  νὰ 
σκιαγραφηθεῖ ἡ προσωπικότητά του: Ἦταν ἐμπαθὴς δημοκράτης 
καί, ὄχι μόνο ἀπὸ ἰδεολογία ἀλλὰ καὶ λόγω τῆς γυναίκας του ποὺ 
ἤτανε  προτεστάντισσα,  ὀπαδὸς  τοῦ  ἐκκοσμικευμένου  Κράτους.3 
Ἡ  συμπάθειά  του  πρὸς  τὸν  Βενιζέλο  καὶ  ἡ  ἔχθρα  του  πρὸς  τὸν 
Κωνσταντῖνο,  κατὰ  συνέπεια,  δὲν  εἶχανε  μόνο  προσωπικὸ  χαρα‐
κτήρα.  Πίστευε,  πράγματι,  πώς,  βοηθώντας  τὸν  Βενιζέλο,  ἔδινε 
ἀκόμη  μία  μάχη  ἐναντίον  τοῦ  βασιλικοῦ  θεσμοῦ  –  μὲ  τελικὸ  
ἀποτέλεσμα  ἀποφασιστικῶς  νὰ  συμβάλει  στὴν  ὄξυνση  τῶν 
παθῶν καὶ τὴν κορύφωση τῆς τότε «ἑλληνικῆς τραγωδίας».  
Ὅπως  καὶ  νὰ  εἶναι,  στὶς  13/16  Σεπτεμβρίου,  ὁ  Βενιζέλος, 
προστατευμένος  ἀπὸ  τὴ  γαλλικὴ  πρεσβεία  μὰ  ὑπὸ  τὴ  συστη‐
ματικὴ καθοδήγηση τῆς βρεταννικῆς,4 ἔφυγε ἀπὸ τὴν Ἀθήνα καὶ 
μέσω Κρήτης ἔφτασε στὶς  26 Σεπτεμβρίου/9 Ὀκτωβρίου στὴ Θεσ‐
σαλονίκη, ὅπου ἀνέλαβε τὴν ἡγεσία τοῦ κινήματος. Κανονικά, θὰ 
εἶχε πάει νωρίτερα, ἀλλὰ καθυστέρησε στὴν Ἀθήνα λόγω τοῦ ὅτι 
ὁ  φίλος  καὶ  ὀπαδός  του  Παῦλος  Κουντουριώτης  ἐπιχείρησε  ἀνε‐
πιτυχῶς νὰ ξεσηκώσει κατὰ τοῦ βασιλιᾶ τὸν Στόλο.5 Οἱ Δυνάμεις 
τῆς  Συνεννόησης  δὲν  ἀναγνώρισαν  de  jure  τὴν  κυβέρνηση  ποὺ 
συνακολούθως  σχημάτισε·6  σπεύσανε  ὅμως  νὰ  ἀνοίξουνε  τοὺς 
κρουνοὺς  τῆς  πρὸς  αὐτὴν  ἐνίσχυσής  τους,  ὑπὸ  τὴν  προϋπόθεση 

1 Général Sarrail, Mon commandement en Orient …, σ. 154. 
2 Αὐτόθι, σσ. 153‐154. 
3 Compton Mackenzie, First Athenian Memories (Λονδῖνο: Cassell, 1931), σ. 309. 

4  PA,  E/3/15/2.  Μνημόνιο  τοῦ  Βρεταννοῦ  πρεσβευτῆ  στὴν  Ἀθήνα,  Sir  Francis 

Elliott, 15 Σεπτεμβρίου 1916. 
5 PA, E/3/15/1, ὁ Βρεταννὸς πρεσβευτὴς στὴν Ἀθήνα, Sir Francis Elliott, πρὸς τὸν 

Charles Hardinge, μόνιμο ὑφυπουργὸ Ἐξωτερικῶν, Ἀθήνα, 1η Ὀκτωβρίου 1916. 
6  Ἐνδιαφέρουσα  ἡ  ἐπὶ  τοῦ  θέματος  ἀφήγηση  τοῦ  ἴδιου  τοῦ  Βενιζέλου.  Βλ.  R. 

Vaucher, Constantin détrôné…, σ.16. 

141
ὅτι  τὸ  «κίνημα»  δὲν  θὰ  ἔπαιρνε  «ἀντιδυναστικὸ  χαρακτήρα».1  Ἡ 
αἰτία  ὑπῆρξε  σαφέστατη:  ὁ  Κωνσταντῖνος  ἤτανε  βέβαια 
«γαμπρὸς  τοῦ  κάιζερ»,  μὰ  δὲν  ἔπαυε  νὰ  εἶναι,  ταυτόχρονα,  καὶ 
ἐξάδελφος  τοῦ  βασιλιᾶ  τῆς  Ἀγγλίας.2  Κατὰ  συνέπεια,  οἱ 
Βρεταννοὶ  δὲν  ἦταν  διατεθειμένοι  νὰ  τὸν  ἀνατρέψουνε,  ἐὰν 
πρῶτα  δὲν  ἀποδεικνυόταν  ὅτι  αὐτὸς  ὁριστικῶς  δὲν  ἔστεργε  νὰ 
συμμορφωθεῖ μὲ τὰ –ἔμμεσα ἀλλὰ κατηγορηματικὰ– κελεύσματά 
τους.3 Στὴν πραγματικότητα, βέβαια, τὸ θέμα ἦταν ποιὸς ἔμελλε 
νὰ  ἔχει  τὸ  πάνω  χέρι  στὴν  Ἑλλάδα.  Ἐὰν  ὁ  Βενιζέλος  κήρυττε 
ἔκπτωτη  τὴ  δυναστεία  καὶ  ἐπέβαλλε  δημοκρατικὸ  πολίτευμα, 
εὐχερῶς  θὰ  γινότανε  ὑποχείριο  τῶν  Γάλλων.  Καὶ    συνιστᾶ  αὐτὸ 
ἀκόμη  ἕνα  τεκμήριο  τοῦ  ὅτι  ἡ  διαιώνιση  τῆς  κυρίαρχης 
βρεταννικῆς  ἐπιρροῆς  στὴ  χώρα  μας  παρέμενε  συνδεδεμένη  μὲ 
τὴν τύχη τοῦ ἑλληνικοῦ βασιλικοῦ Οἶκου.4  
Ὁρισμένοι στὴ γαλλικὴ πλευρὰ φτάσανε νὰ πιστεύουν πὼς 
ὅλα  αὐτὰ  δὲν  ἦταν  παρὰ  «κόλπο  τῶν  Ἑλλήνων»,  ποὺ  «ποντά‐
ρανε»  τόσο  στοὺς  Γερμανοὺς  (μὲ  τὸν  Κωνσταντῖνο)  ὅσο  καὶ  στὴ 
Συνεννόηση  (μὲ  τὸν  Βενιζέλο),  προκειμένου  νὰ  βγοῦνε  ὠφελη‐
μένοι  ἀπὸ  τὴν  παγκόσμια  σύρραξη  –  ὅποια  καὶ  ἂν  θὰ  ἤτανε  ἡ 
ἔκβασή  της.5  Αὐτό,  ἐὰν  ληφθοῦν  ὑπόψη  τόσο  τὰ  δράματα  καὶ  οἱ 
συμφορὲς  ποὺ  ἐπακολούθησαν  ὅσο  καὶ  ἡ  ἀντιπάθεια  πού,  σὲ 
προσωπικὸ ἐπίπεδο, ἔτρεφε ὁ Κωνσταντῖνος γιὰ τὸν Βενιζέλο καὶ 
ὁ Βενιζέλος γιὰ τὸν Κωνσταντῖνο,6 δὲν φαίνεται λογικό. Ὅπως καὶ 
νὰ εἶναι ὅμως, εἶχε γίνει πιὰ σαφὲς7 ὅτι ἡ Ἑλλάδα εἶχε κοπεῖ στὰ 
δύο – ἤ, μᾶλλον, ὅτι ὑπήρχανε «δύο Ἑλλάδες».8 
 
   

1 Πρβλ. τὴ διήγηση τοῦ ἴδιου τοῦ Βενιζέλου (αὐτόθι). 
2 Τοῦ Γεωργίου Ε΄. Βλ. Général Sarrail, Mon commandement en Orient …, σ. 153. 
3 ΡΑ, Ε/3/15/1. 

4 Αὐτόθι. 

5 Général Sarrail, Mon commandement en Orient, σ. 154. 

6 PA, E/3/15/1· Compton Mackenzie, First Athenian Memories, σ. 245. 

7 Βλ. ἐνδεικτικῶς Κ. Γ. Ζαβιτζιάνου, Αἱ ἀναμνήσεις του..., τόμ. Α΄, σ. 210 κ. ἑξ. 

8 Les deux Grèce. (R. Vaucher, Constantin détrôné…, σ. 1.) 

142
  γ΄ 
 
Ἡ  ἑνοποίηση  τῆς  χώρας  ἔγινε  τὸν  ἑπόμενο  χρόνο.  Στὶς  18 
Νοεμβρίου/1 Δεκεμβρίου 1916, πράγματι, γαλλικὰ καὶ βρεταννικὰ 
ἀγήματα  πού,  μετὰ  ἀπὸ  συστηματικὸ  κανονιοβολισμό,1  ἐπιχεί‐
ρησαν  τὴν  κατάληψη  τῆς  Ἀθήνας  ἀποκρούστηκαν  ἐνόπλως  ἀπὸ 
τὸν Λαὸ καὶ τὸν Στρατὸ2 – καὶ αὐτὸ χαιρετίστηκε στὴν Ἀθήνα ὡς 
«μεγάλη  νίκη  σὲ  βάρος  τεσσάρων  Δυνάμεων,  τὰ  στρατεύματα 
τῶν  ὁποίων  τράπηκαν  σὲ  φυγὴ  μπροστὰ  στοὺς  Ἕλληνες».3  Εὐ‐
νόητο γίνεται ὅμως ὅτι ἡ μεταξὺ τοῦ Ἑλληνικοῦ Βασιλικοῦ Οἴκου 
καὶ  τῶν  Δυνάμεων  τῆς  Συνεννόησης  ρήξη  ἤτανε  πιὰ  γεγονός. 
Ἔτσι,  τὴν  ἄνοιξη  τοῦ  1917,  οἱ  Γάλλοι  κατέστρωσαν  ὁλόκληρη 
ἐπιχείρηση  μὲ  σκοπὸ  (αὐτολεξεὶ)  τὴν  «κατάκτηση  τῆς  Ἀθήνας».4 
Καὶ γιὰ «νὰ μὴ αἱματοκυλήσει τὸν τόπο» (ἀλλὰ καὶ γιὰ νὰ σώσει 
τὴ  δυναστεία),  ὁ  Κωνσταντῖνος  δὲν  θέλησε  νὰ  προβάλει  ἀντί‐
σταση.5  Τὴν  1η/14η  Ἰουνίου  1917,  λοιπόν,  ἔφυγε  νὰ  φύγει  ἀπὸ  τὴν 
Ἑλλάδα,  χωρὶς  ὅμως  νὰ  παραιτηθεῖ,  ἀφήνοντας  τοποτηρητὴ  τοῦ 
θρόνου  ὄχι  τὸν  διάδοχο  Γεώργιο,  ποὺ  ἦταν  ἀπροκάλυπτα  γερ‐
μανόφιλος,6  ἀλλὰ  τὸν  δευτερότοκο  γυιό  του  Ἀλέξανδρο.7  Στὶς 
14/27 Ἰουνίου 1917 ὁρκίστηκε κυβέρνηση Βενιζέλου.8 Ἡ χώρα εἶχε 
«κολλήσει» ξανά, ἀλλὰ ἡ ψυχὴ τῶν Νεοελλήνων εἶχε ραγίσει. 

1  Βλ.  Δημήτρη  Μιχαλόπουλου,  «Ἡ  κατὰ  τὸν  Α΄  Παγκόσμιο  πόλεμο  ἀλληλο‐
γραφία τοῦ ἑλληνικοῦ βασιλικοῦ ζεύγους μὲ τὸν αὐτοκράτορα τῆς Γερμανίας», 
Ἀνακοινώσεις ἡμερίδος (16 Μαρτίου 2006) γιὰ τὴν ἐπέτειο τοῦ θανάτου τοῦ Ἐλευ‐
θερίου  Βενιζέλου  (Ἀθήνα:  Ἵδρυμα  Ἱστορίας  τοῦ  Ἐλευθερίου  Βενιζέλου,  2007 
[ἐπανέκδοση]), ἔγγραφο ἀρ. 27, σ. 109. 
2 Κατὰ τὴ διατύπωση τῆς ἴδιας τῆς βασίλισσας Σοφίας. (Αὐτόθι.) 

3 Αὐτόθι. 

4 Βλ. Στρατηγοῦ Charles‐Louis‐Jacques Regnault, La Conquête dʹAthènes (juin‐juillet 

1917), Παρίσι: L. Fournier, 1919. 
5 Σπ. Β. Μαρκεζίνη, Πολιτικὴ Ἱστορία τῆς Νεωτέρας Ἑλλάδος..., τόμ. Γ΄, σσ. 210‐

211. 
6  Γ.  Βεντήρη,  Ἡ  Ἑλλὰς  τοῦ  1910‐1920,  τόμ.  Β΄  (Ἀθήνα:  Πυρσός,  1931),  σ.  203· 

Helena Veniselos, À l’ombre de Veniselos (Παρίσι: Génin, 1955), σ. 31.  
7 Χρήστου Ζαλοκώστα, Ἀλέξανδρος (Ἀθήνα: Ἄλφα, χ.ἔ.), σ. 40. 

8 Ἀ. Προβατᾶ, Πολιτικὴ Ἱστορία τῆς Ἑλλάδος..., σ. 411. 

143
  Καὶ  τὸ  ἐρώτημα  παραμένει:  Πῶς  μᾶς  προέκυψε  ὁ  Ἐθνικὸς 
Διχασμός;  Ὑπῆρξε  καρπὸς  τῆς  «ἑλληνικῆς  ἰδιοσυγκρασίας»  (μὲ 
τὶς  γνωστὲς  συνειρμικὲς  διασυνδέσεις  τῶν  περιπτώσεων  τοῦ 
Μιλτιάδη,  τοῦ  Θεμιστοκλῆ,  τοῦ  Σωκράτη  κ.ο.κ.)  ἤ,  μήπως,  καὶ 
ἄλλων  παραγόντων  ἄδηλων  μέχρι  σήμερα;  Σὲ  δύο  σημεῖα, 
πάντως,  χρειάζεται  νὰ  δοθεῖ  προσοχὴ  ἰδιαίτερη.  Τὸ  ἕνα  εἶναι  ἡ 
διαπίστωση τοῦ Βενιζέλου ὅτι, ἐνῶ εἶχε καλέσει τοὺς Συμμάχους 
τῆς Ἐγκάρδιας Συνεννόησης νὰ ἀποβιβαστοῦν στὴ Θεσσαλονίκη, 
γιὰ  νὰ  κινηθοῦν  πρὸς  τὴ  Σερβία,  αὐτοὶ  ἐκμεταλλεύτηκαν  τὴ 
χειρονομία  του  καὶ  οὐσιαστικῶς  θέλησαν  νὰ  ἐπιβάλουν  κατοχὴ 
στὴ  μακεδονικὴ  μεγαλούπολη.  Τὸ  ἄλλο  εἶναι  ἡ  διαπίστωση  τοῦ 
Μεταξᾶ, τὴν ὁποία ἐγκαίρως εἶχε διατυπώσει στὸν Βενιζέλο, ὅτι, 
ἐὰν  ἦταν  νὰ  γίνει  νέος  ἑλληνοτουρκικὸς  πόλεμος,  οὐσιώδης, 
μοναδικὴ  στὴ  πραγματικότητα  προϋπόθεση  νικηφόρας  γιὰ  τὴν 
Ἑλλάδα  ἔκβασής  του  ἦταν  ἡ  ναυτικὴ  ὑπεροπλία  αὐτῆς  τῆς 
τελευταίας – καὶ δὴ ἀδιαφιλονίκητος.1 
  Αὐτὰ πρέπει νὰ ἀναλυθοῦν εὐρύτερα. 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 

 Ἰωάννης Μεταξᾶς. Τὸ προσωπικό του ἡμερολόγιο…, τόμ Β΄: «Ἡ ἐπιχείρησις τῶν 
1

Δαρδανελλίων» (ὑπόμνημα), σ. 294. 

144
ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΤΕΤΑΡΤΟ 
 
Τὸ ὑποχθόνιο ρεῦμα 
 
Σύγκρουση  λανθάνουσα  μὰ  ἰδιαίτερα  σφοδρὴ  χαρακτηρίζει  τὴ 
σύγχρονη  περίοδο  τῆς  Ἱστορίας.  Περιγραφὴ  ἐναργῆ  τῶν  δυνά‐
μεων  ποὺ  μεταξύ  τους  συγκρούονται  ἔδωσε  ὁ  Walter  Lippmann, 
ἐμφανῶς  Ἰουδαῖος  ἀσκενάζι,1  δημοσιογράφος  καὶ  ἐμπνευστὴς 
τῶν  Δεκατεσσάρων  Σημείων  τοῦ  Προέδρου  τῶν  Η.Π.Α.  Thomas 
Woodrow  Wilson2.  Ἡ  εἰκόνα  τῆς  σύγκρουσης  αὐτῆς,  ὅπως  πα‐
ρουσιάζεται σὲ σχετικὸ ἔργο του, εἶναι σαφέστατη.3 
 
α΄ 
 
Κατὰ τὸν Lippmann οἱ χῶρες τῶν δυτικῶν ἀκτῶν τῆς Εὐρώπης καὶ 
ἡ  ἀμερικανικὴ  ἤπειρος  συγκροτοῦν  κοινότητα,  ἡ  ὁποία 
χαρακτηρίζεται  ὡς  «ἀτλαντική».  Ἔτσι,  ἡ  Βρεταννία,  ἀπὸ  τὴ  μία 
πλευρά, ἡ Γαλλία, τὸ Βέλγιο, ἡ Ὁλλανδία, οἱ Σκανδιναυικὲς χῶρες 
καί,  ἀπὸ  τὴν  ἄλλη,  οἱ  Η.Π.Α.  καὶ  ὁ  Καναδᾶς  συνδέονται  μεταξύ 
τους  μέσω  τοῦ  Ἀτλαντικοῦ  ὠκεανοῦ  καὶ  ἀντιπαρατίθενται  σὲ 
ἄλλες χῶρες ὅπως ἡ Ρωσία, ὁρισμένες βαλκανικὲς (σὰν τὴ Σερβία 
π.χ.)  καὶ  τὴν  Ἰαπωνία.  Ἡ  Γερμανία  βρίσκεται  στὴ  μέση  καὶ  ἔχει 
μεγάλη  σημασία  ὄχι  τόσο  μὲ  ποιὸν  συμπαρατάσσεται  ὅσο 
ἐναντίον τίνος πολεμᾶ.4 

1  Ἀσκενάζι  (πληθυντικός:  Ἀσκεναζὶμ)  εἶναι  ὁ  Ἰουδαῖος  ποὺ  κατάγεται  ἀπὸ  τὴν 


ἀνατολικὴ καὶ κεντρικὴ Εὐρώπη, ἐνῶ σεφαραδίτες εἶναι αὐτοὶ ποὺ προέρχονται 
ἀπὸ τὴν Ἰβηρικὴ Χερσόνησο. 
2 Βλ. τὸ σχετικὸ λῆμμα στὸ λεξικὸ Le Petit Robert. 2. Dictionnaire universel des noms 

propres  (Παρίσι:  Le  Petit  Robert,  1988),  σ.  1074.  Πρβλ.  Walter  Lippmann,  La 
politique étrangère des États Unis (Παρίσι: Éditions des deux rives, 1945), σσ. 10‐11· 
«Λίππμαν (Γουῶλτερ)», Μεγάλη Ἑλληνικὴ Ἐγκυκλοπαιδεία. Συμπλήρωμα, τόμ. 
Γ΄ (Ἀθήνα: Ὁ Φοῖνιξ, χ.ἔ.), σ. 570. 
3 Βλ. W. Lippmann, La politique étrangère des États Unis, σσ. 46‐47. 

4  Ἐνδιαφέρον  παρουσιάζει  ἡ  ἄποψη  ὅτι  ἡ  ὕπαρξη  τοῦ  σχήματος  αὐτοῦ  ἀνι‐

χνεύεται, σὲ ἐμβρυώδη, βέβαια, μορφή, ἤδη στὸ ἔργο τοῦ Ἡρόδοτου. Βλ. Α.Β.Υ. 

145
  Τὸ  πρῶτο  ποὺ  μπορεῖ  κανεὶς  νὰ  παρατηρήσει  ὅσον  ἀφορᾶ 
τὸ  παραπάνω  σχῆμα  εἶναι  ἡ  λογικὴ  πάνω  στὴν  ὁποία  ἔχει  ἀνα‐
πτυχθεῖ. Οἱ  «ἀτλαντικὲς» χῶρες, πράγματι, δὲν συνδέονται μόνο 
βάσει συμφερόντων ἀλλά, κυρίως, ἀπὸ τὴ γενικότερη στάση τῶν 
κυρίαρχων  μέσα  στὶς  κοινωνίες  τους  στρωμάτων  ἀπέναντι  στὴ 
ζωή:  Εἶναι  οἱ  χῶρες  τῆς  θρησκευτικῆς  Μεταρρύθμισης  καί,  ἐνδε‐
χομένως, ἀνατροπῆς, δηλαδὴ οἱ χῶρες στὴ ζωὴ τῶν ὁποίων κυρι‐
αρχεῖ  ὁ  τόνος  ποὺ  ἀπορρέει  ἀπὸ  τὴν  κατίσχυση  τοῦ  πνεύματος 
ποὺ κυοφορήθηκε ἀπὸ τὸν Λούθηρο καὶ κορυφώθηκε μὲ τὰ γεγο‐
νότα  τῶν  ἐτῶν  1789‐1792  στὴ  Γαλλία.  Ἡ  –ὀρθὴ–  ἄποψη  ὅτι  τὸ 
πνεῦμα  αὐτὸ  δὲν  εἶναι  ἄλλο  ἀπὸ  ἐκεῖνο  τῆς  Παλαιᾶς  Διαθήκης 
ἐγκύρως διατυπώθηκε κιόλας στὶς ἀρχὲς τοῦ Κ΄ αἰώνα1. 
  Ἔτσι,  εὐχερῶς  μπορεῖ  πιὰ  κανεὶς  νὰ  ἀντιληφθεῖ  ὅτι  ἡ  με‐
ταξὺ  Βρεταννίας  καὶ  Γαλλίας  προσέγγιση,  ποὺ  ὁλοκληρώθηκε 
ἐπίσης κατὰ τὴν ἀρχὴ τοῦ Κ΄  αἰώνα,2 δὲν ἤτανε οὔτε τυχαία οὔτε 
περιστασιακὴ  ἀλλὰ  ἀπόληξη  καταστάσεων  οἱ  ρίζες  τῶν  ὁποίων 
πηγαίνουνε  βαθειὰ  μέσα  στὸν  χρόνο.  Καὶ  βέβαια,  ἡ  ἔνταξη  τῆς 
Ἱσπανίας,  τῆς  Πορτογαλίας  καὶ  τῆς  Λατινικῆς  Ἀμερικῆς  στὴν 
«κοινότητα»  αὐτήν,  τὴν  «ἀτλαντική»,  δὲν  πρέπει  νὰ  ξενίζει.  Ἡ 
Πορτογαλία,  ἤδη  ἀπὸ  τὴν  ἐποχὴ  τῶν  Ναπολεόντειων  πολέμων, 
εἶχε  ἐνταχθεῖ  στὴ  βρεταννικὴ  σφαῖρα  ἐπιρροῆς·  ἀκόμα  ὑπῆρξε  ἡ 
πρώτη  κατὰ  τὸν  Κ΄  αἰώνα  χώρα  ὅπου,  μὲ  ἄμεση  δράση  τῶν  τε‐

Πρίγκιπος Πέτρου τῆς Ἑλλάδος, Τὸ Αἰώνιον Ζήτημα (Ἀθήνα: Μπεργαδῆς, χ.ἔ.), 
σσ. 30‐31, 100, 107‐108. Εἰδικῶς ὡς πρὸς τὴ Γερμανία, πολὺ σημαντικὴ ὑπῆρξε ἡ 
διαπίστωση  τοῦ  Ἀδόλφου  Χίτλερ,  ὅτι  ἡ  Γερμανία  πῆρε  μέρος  στὸν  Α΄  Παγκό‐
σμιο πόλεμο, γιὰ νὰ ὑπερασπιστεῖ συμφέροντα ὄχι δικά της ἀλλὰ τῆς Αὐστρο‐
ουγγαρίας – μὲ ἀποτέλεσμα νὰ ἀπολακτίσει ἀκόμη καὶ τὴν τόσο συμφέρουσα 
γιὰ  τὸ  Β΄  Ράιχ  συμμαχία  μὲ  τὴ  Ρωσία.  Βλ.  Hitler’s  Second  Book.  The  Unpublished 
Sequel to Mein Kampf. Ἐπιμέλεια τοῦ Gerhard L. Weinberg. Μετάφραση τῆς Krista 
Smith (Νέα Ὑόρκη: Enigma Books, 2003), σσ. 67, 76. 
1  Βλ.  Salomon  Reinach,  Orpheus.  Histoire  générale  des  religions  (Παρίσι:  Alcide 

Picard, 19094), σ. 255.  
2  Βλ.  κυρίως  Winston  S.  Churchill,  The  World  Crisis,  1911‐1918,  τόμ.  Ι  (Λονδῖνο: 

Odhams Press, χ. ἔ.), σσ. 5, 120 κ. ἑξ. 

146
κτονικῶν  στοῶν,  καταλύθηκε  ἡ  μοναρχία.1  Ἐπιπλέον,  οἱ  ἱσπα‐
νόφωνες  χῶρες  τῆς  Κεντρικῆς  καὶ  Νότιας  Ἀμερικῆς  διέρρηξαν, 
περὶ  τὸ  1822,  τοὺς  δεσμούς  τους  μὲ  τὴ  Μαδρίτη  καί,  τὸν  ἑπόμενο 
χρόνο, ἐντάχθηκαν οὐσιαστικῶς στὴ σφαῖρα ἐπιρροῆς τῶν Ἡνω‐
μένων  Πολιτειῶν.2  Ἡ  ἴδια  ἡ  Ἱσπανία,  τέλος,  σὲ  ἐμφανῆ  κρίση 
κατὰ  τὸ  1909,  ἦταν  ἡ  χώρα  πού,  παρὰ  τὴν  ἐκεῖ  ἰσχὺ  τῆς  θρη‐
σκευτικῆς  καὶ  πολιτικῆς  παράδοσης,  ὁλοένα  καὶ  μὲ  ταχύτερους 
ρυθμοὺς  πήγαινε  τότε  νὰ  ἐνταχθεῖ  στὸ  εὐρύτερο  σύστημα  τῆς 
Δυτικῆς Εὐρώπης.3 
  Τὸν Ἀτλαντικὸ κόσμο, μὲ ἄλλα λόγια, ἀποτελοῦσαν Κράτη 
τὰ  ὁποῖα,  σὲ  γενικὲς  γραμμές,  υἱοθετοῦσαν  τὶς  μεγάλες  «κατευ‐
θυντήριες  γραμμὲς»  ποὺ  «πήγαζαν»  ἀπὸ  τὰ  γεγονότα  τῶν  ἐτῶν 
1789‐1792  στὴ  Γαλλία  καὶ  ἀποδέχονταν  τὶς  ἀρχὲς  τῆς  θρησκευ‐
τικῆς μεταρρύθμισης τοῦ ΙϚ΄ αἰώνα. Ὁπωσδήποτε, ἡ ἀποδοχὴ αὐ‐
τὴ  εἴτε  ἦταν  οὐσιαστική,  ὅπως  π.χ.  στὴν  περίπτωση  τῆς  Ὁλλαν‐
δίας,  τῶν  Σκανδιναυικῶν  Κρατῶν,  τῶν  Η.Π.Α.,  ἢ  γινόταν  ὑπὸ 
πίεση  –ἐξωτερικὴ  κατὰ  κανόνα  ἀλλὰ  καὶ  τῶν  γεγονότων–  ὅπως 
στὴν περίπτωση τῶν χωρῶν τῆς Λατινικῆς Ἀμερικῆς. Καὶ βέβαια, 
τὸ  «συγκρότημα»  τὸ  ὁποῖο  ὀρθωνόταν  ἀπὸ  τὴν  ἄλλη  πλευρὰ 
ἀποτελοῦσε  τὴν  ἔμπρακτη  ἀπόρριψη  αὐτῶν  τῶν  ἀρχῶν  καί, 
βεβαίως, τὴ βίωση ἄλλων. 
 
β΄ 
 
Πράγματι,  ὑπὸ  καθεστὼς  μοναρχικὸ  καὶ  ἰδιαίτερα  ὑπὸ  τὴ 
δυναστεία  τῶν  Ρομανώφ,  ἡ  Ρωσία  δὲν  ἤτανε  ἁπλῶς  χριστιανικὴ 

1  Ἀνάλυση  τοῦ  γεγονότος  καὶ  τῶν  συνεπειῶν  του  στὸ  βιβλίο  τοῦ  K.  R.  Bolton, 
From Knights Templar to New World Order. Occult Influences on History (Kapiti [Νέα 
Ζηλανδία]: Spectrum Press, 2006), σσ. 56‐57· βλ. ἐπίσης Museu da Cidade Lisboa, 
Guia do Museu da Cidade (Λισσαβώνα, 1991), σ. 66. 
2 W. Lippmann, La politique étrangère des États Unis, σ. 27. 

3 Βλ. κυρίως Χιοὺ Τόμας, Ἱστορία τοῦ Ἱσπανικοῦ Ἐμφύλιου Πολέμου. Μετάφραση 

Ἀλίκης Γεωργούλη καὶ Τάκη Μενδράκου, τόμ. Α΄ (Αθήνα: Τολίδης, 1971), σσ.29‐
31. Ὅσον ἀφορᾶ τὴν Ἰταλία βλ. Paolo Giudici, Storia d’Italia, τόμ. V (Φλωρεντία: 
G. Nerbini, 1940), σ. 3 κ.ἑξ.  

147
χώρα  μὰ  κάτι  περισσότερο∙  χριστιανικὸ  Κράτος.1  Ἡ  Ὀρθοδοξία, 
πράγματι, εἶχε ἀρρήκτως συνδεθεῖ μὲ τὴν ἀνεξαρτησία τῆς χώρας 
κατὰ  τὰ  κρίσιμα  ἔτη  τῶν  ἀρχῶν  τοῦ  ΙΖ΄  αἰώνα2.  Τὸ  Κράτος 
ἀνεχόταν τὴν ὕπαρξη ἄλλων δογμάτων ἐκτὸς ἀπὸ τὸ ἐπίσημο, μὰ 
αὐστηρὰ  ἀπαγόρευε  τὸν  προσηλυτισμό,  ἐπειδὴ  τὸν  θεωροῦσε 
ἀπειλὴ  κατὰ  τῆς  ἐδαφικῆς  ἀκεραιότητας  τῆς  χώρας.  Κατὰ  τὴ 
λαϊκὴ  ἀντίληψη,  Ρωμαιοκαθολικὸς  σήμαινε  Πολωνὸς  καὶ 
Λουθηρανὸς  Γερμανός·3  ὁ  Ρῶσος  δὲν  μποροῦσε  νὰ  εἶναι  παρὰ 
Ὀρθόδοξος.  Δεδομένου  μάλιστα  ὅτι  αὐτὴ  ἡ  ἀντίληψη  ἴσχυσε  καὶ 
μετὰ  τὰ  γεγονότα  τοῦ  1917,  οἱ  σοβιετικὲς  ἀρχὲς  συστηματικῶς 
προσπάθησαν  νὰ  συσκοτίσουν  τὸ  γεγονὸς  ὅτι  ἡ  –λουθηρανικοῦ 
θρησκεύματος–  μητέρα  τοῦ  Λένιν  ἤτανε  λόγω  τοῦ  πατέρα  της 
ἰουδαϊκῆς καταγωγῆς. Μόνο κατὰ τὶς ἀρχὲς τοῦ δικοῦ μας αἰώνα, 
πράγματι, αὐτὰ πλήρως ἀποκαλύφθηκαν καὶ τεκμηριώθηκαν.4 
  Τὸ  1881,  πάντως,  αὐτοκράτορας  ἔγινε  ὁ  Ἀλέξανδρος  Γ΄:  Ἡ 
ρωσικὴ  μοναρχία  ἔφτανε  στὸ  ἀπόγαιό  της.  Μορφὴ  ἐπιβλητικὴ  ὁ 
νέος  μονάρχης  έπιχείρησε  –καὶ  ἐν  πολλοῖς  ἐπέτυχε–  νὰ 
γεφυρώσει  τὸ  χάσμα  ποὺ  εἶχαν  ἀνοίξει  στὸν  Ρωσικὸ  Λαὸ  οἱ 
μεταρρυθμίσεις  τοῦ  Πέτρου  Α΄  τοῦ  Μεγάλου.  Εἶναι  βέβαιο  ὅτι  ὁ 
πρόωρος  θάνατός  του  τὸ  1894  οὐσιαστικῶς  ἔστρωσε  τὸν  δρόμο 
στὰ γεγονότα τοῦ 1917. 
  Ὁ  Ἀλέξανδρος  Γ΄  ὑπῆρξε  χαρακτηριστικὸς  τύπος  λαϊκοῦ 
ἡγεμόνα.  Λιτὸς  στὴν  καθημερινή  του  ζωή,  ἐξαιρετικὰ  φίλεργος, 
μὲ  σεβασμὸ  ἰδιαίτερο  πρὸς  τὸν  θεσμὸ  τῆς  οἰκογένειας,  ντυνόταν 
σὰν  χωριάτης,  ἀγαποῦσε  τὴ  ζωὴ  στὴ  φύση  καὶ  ἀπεχθανόταν  νὰ 
τὸν  ὑπηρετοῦν.5  Ἐπιπλέον,  τὸ  ὅλο  του  παρουσιαστικὸ  θύμιζε 

1  Βλ.  Anatole  Leroy‐Beaulieu,  L’Empire  des  Tsars  et  les  Russes,  τόμ.  ΙΙΙ  (Παρίσι: 
Hachette, 18962), σ. 55. 
2  Maxime  Kowalewsky,  Institutions  politiques  de  la  Russie  (Παρίσι:  V.  Giard‐  E. 

Brière, 1903), σ. 79. 
3 A. Leroy‐ Beaulieu, L’Empire des Tsars et les Russes, τόμ. ΙΙΙ, σ. 573. 

4 Robert Service, Lenin. A biography (Λονδῖνο: Pan Books, 2002), σσ. 16‐23. 

5  Ἴωνος  Βορρέ,  Ἡ  τελευταία  τῶν  Τσάρων  (Ἀθήνα:  Ψαρόπουλος,  19852),  σσ.  50, 

92.  Ἐπίσης:  Carl,  prince  royal  de  Suède,  Je  me  souviens...  (Βρυξέλλες:  La  Renais‐
sance du Livre, 1936), σ. 70. 

148
περισσότερο  ἀγρότη  παρὰ  ἡγεμόνα.1  Μὲ  τὸν  στρατὸ  εἶχε  σχέση 
προσωπική: Ἂν καὶ ἡ ἰδέα τοῦ πολέμου τὸν ἀναστάτωνε, πίστευε 
ὡστόσο  ὅτι  οἱ  ἰσχυρὲς  ἔνοπλες  δυνάμεις  ἀποτελοῦσαν  τὴν  καλ‐
λίτερη  ἐγγύηση  ὕπαρξης  τῆς  Ρωσίας.2  Δίπλα  του,  σύμβουλο  σὲ 
θέματα ἐσωτερικὰ καὶ ἰδίως σὲ ὅσα ἀφοροῦσαν τὴ θρησκεία εἶχε 
τὸν  Κονσταντὶν  Πετρόβιτς  Πομπιεντονόστσεφ,  μορφὴ  ἰδιαιτέρως 
ἐνδιαφέρουσα – ἔστω καὶ ἂν σήμερα ἔχει λησμονηθεῖ. 
  Ὁ Πομπιεντονόστσεφ ἄρχισε τὴ σταδιοδρομία του ὡς κρα‐
τικὸς λειτουργός, ἀλλὰ παράλληλα δημοσίευε μελέτες σὲ θέματα 
Ἱστορίας  τοῦ  Δικαίου  καὶ  τῶν  ρωσικῶν  θεσμῶν.  Τὸ  1859  ἔγινε 
καθηγητὴς  στὸ  πανεπιστήμιο τῆς Μόσχας.  Ἐρευνητὴς  μεθοδικὸς 
καὶ  ἀκαταπόνητος  καθὼς  ἤτανε,  προκάλεσε  τὸ  ἐνδιαφέρον  τοῦ 
τσάρου Ἀλέξανδρου Β΄, ὁ ὁποῖος τοῦ ἀνέθεσε τὴν ἐκπαίδευση τῶν 
γυιῶν  του.  Ἔτσι  αὐτὸς  ὁ  ἀσκητικὸς  πανεπιστημιακὸς  καθηγητὴς 
χρημάτισε  «παιδαγωγὸς»  τοῦ  Ἀλέξανδρου  Γ΄,  προτοῦ  αὐτὸς  νὰ 
ἀνεβεῖ στὸν θρόνο, καί, μετὰ τὴν ἀνάρρησή του, ἔγινε σύμβουλός 
του.3 
  Ἡ  θέση  πάντως  ποὺ  ἔκανε  παγκοσμίως  γνωστὸ  τὸν  Κ.  Π. 
Πομπιεντονόστσεφ  ἦταν  ἐκείνη  τοῦ  ἀνώτατου  ἐπίτροπου  τῆς 
Ἱερᾶς  Συνόδου  τῆς  Ρωσικῆς  Ἐκκλησίας.  Τὸ  ἀξίωμα  αὐτὸ  εἶχε 
δημιουργηθεῖ μετὰ τὴν οὐσιαστικὴ κατάργηση τοῦ Πατριαρχείου 
τῆς  Μόσχας  ἀπὸ  τὸν  Μεγάλο  Πέτρο:  Ὁ  ἀνώτατος  ἐπίτροπος 
ἀποτελοῦσε  τὸ  «μάτι  τοῦ  αὐτοκράτορα»  στὰ  ἐκκλησιαστικὰ 
πράγματα.4  Μὲ  τὴν  κάλυψη  τοῦ  στέμματος  λοιπὸν  ὁ  Κ.  Π. 
Πομπιεντονόστσεφ  διατύπωσε  τὸ  1889  τὸ  οἱονεὶ  δόγμα  βάσει  τοῦ 
ὁποίου  καθοριζόταν  ἡ  θέση  τῆς  Ὀρθόδοξης  Ἐκκλησίας  τόσο  στὰ 
πλαίσια  τοῦ  Κράτους  ὅσο  καὶ  ὡς  πρὸς  τὰ  ἄλλα  δόγματα:  «Που‐
θενὰ  στὴν  Εὐρώπη»  –τόνισε  ὁ  τότε  σύμβουλος  τοῦ  αὐτοκράτορα 
ἀπαντώντας  σὲ  σχετικὲς  ἐπικρίσεις  ἀπὸ  τὸ  ἐξωτερικὸ–  «οἱ  ἑτε‐
ρόδοξοι  δὲν  ἀπολαμβάνουν  ἐλευθερία  τόσο  μεγάλη  ὅσο  στοὺς 

1 Ἴωνος Βορρέ, Ἡ τελευταία τῶν Τσάρων, σ. 39. 
2 Αὐτόθι, σσ. 27, 97. 
3  Λῆμμα  «Πομπιεντονόστσεφ,  Κονσταντὶν  Πέτροβιτς»,  Ἐγκυκλοπαίδεια  Πά‐

πυρος‐Λαροὺς‐Μπριτάννικα, τόμ. 50ὸς (Ἀθήνα: Πάπυρος, 1992), σσ. 177‐178.  
4 A. Leroy‐ Beaulieu, L’Empire des Tsars et les Russes, τόμ. ΙΙΙ, σ. 206. 

149
κόλπους  τοῦ  Ρωσικοῦ  Λαοῦ.  Ἡ  Εὐρώπη  ὅμως  ἐπιμένει  νὰ  μὴ  τὸ 
ἀναγνωρίζει.  Γιατί;  Μόνο  καὶ  μόνο  ἐπειδή,  σὲ  ἄλλες  χῶρες,  ἡ 
θρησκευτικὴ ἐλευθερία, ὅπως ὁρίζεται ἀπὸ τοὺς νόμους, πλήρως 
συνδέεται  μὲ  τὸ  δικαίωμα  τῆς  ἀπεριόριστης  προπαγάνδας.  Νά 
λοιπὸν ἡ βασικὴ αἰτία τῶν ἐπικρίσεων ἐναντίον τῶν  [δικῶν μας] 
νόμων οἱ ὁποῖοι περιορίζουν τὴ δράση ἐκείνων ποὺ παίρνουν ἀπὸ 
τὴν  Ὀρθοδοξία  τοὺς  πιστούς  της  καθὼς  καὶ  [ἐναντίον]  τῶν  τέ‐
κνων  τοῦ  Ρωσικοῦ  Λαοῦ  ποὺ  ἀπαρνιοῦνται  τὴν  πίστη  τους…  Ἡ 
Ρωσία  ἄντλησε  ἀπὸ  τὴν  Ὀρθοδοξία  τὴν  ἴδια  τὴν  ἀρχὴ  τῆς 
ὕπαρξής της. Ἡ ἀπόρριψη, συνεπῶς, ὅλων τῶν παραγόντων ποὺ 
ἀπειλοῦν τὴ  [Ρωσικὴ] Ἐκκλησία  ἀποτελεῖ  ἱερὸ  καθῆκον  τὸ ὁποῖο 
κληροδοτήθηκε  στὴ  χώρα  μας  ἀπὸ  τὴν  ἴδια  τὴν  Ἱστορία·  καὶ 
βέβαια,  ἡ  ἐκπλήρωση  τοῦ  καθήκοντος  αὐτοῦ  εἶναι  καίρια  προ‐
ϋπόθεση τῆς ἐθνικῆς μας ὕπαρξης…».1 
  Εἶναι  δύσκολο  νὰ  ἀμφισβητηθοῦν  αὐτὲς  οἱ  ἀπόψεις  τοῦ  Κ. 
Π.  Πομπιεντονόστσεφ.  Πράγματι,  τόσο  ὁ  Ρωσικὸς  Λαὸς  ὅσο  καὶ 
τὸ Ρωσικὸ Κράτος ἔδειχναν ἀνοχὴ εὐρύτατη στοὺς ἑτερόδοξους  – 
ἐκτός, βέβαια, ἀπὸ ὅ,τι ἀφοροῦσε τὸν προσηλυτισμό·2 ἡ θέση τῆς 
Ρωσικῆς  Ἐκκλησίας,  ἐπιπλέον,  παρουσίαζε,  στὰ  πλαίσια  τῆς 
κοινωνίας, ἀναλογίες μὲ ἐκείνη τῆς ἐπίσημης Ἐκκλησίας π.χ. στὴ 
Μεγάλη  Βρεταννία.  Συνεπῶς,  ἡ  ἐχθρότητα,  ἀντικείμενο  τῆς 
ὁποίας  ἦταν,  στὶς  σπουδαιότερες  χῶρες  τοῦ  «ἀτλαντικοῦ 
κόσμου»,  ἡ  Ρωσία,  αἰτία  εἶχε  τὴ  στάση  τοῦ  Ρωσικοῦ  Κράτους  καὶ 
τοῦ Ρωσικοῦ Λαοῦ ὅσον ἀφορᾶ τοὺς Ἰουδαίους.3 

1 Αὐτόθι, τόμ. ΙΙΙ, σ. 577· πρβλ. Κ. Σ. Σοκόλη, Αὐτοκρατορία (Ἀθήνα: Ροές, 19932), 
σ. 110. 
2 A. Leroy‐ Beaulieu, L’Empire des Tsars et les Russes, τόμ. ΙΙΙ, σ. 571. 

3  Οἱ  ὅροι  «Ἰουδαῖοι»  καὶ  «Ἑβραῖοι»  δὲν  εἶναι  ταυτόσημοι.  Οἱ  Ἑβραῖοι  ταυτί‐

ζονταν  μὲ  τὸν  «Λαὸ  τοῦ  Ἰσραήλ»,  τὸν  ὁποῖο,  ὡς  γνωστόν,  ἀποτελοῦσαν  οἱ 
δώδεκα  φυλές.  Ἀφότου  ὅμως  οἱ  δέκα  ἀπὸ  αὐτὲς  ἐξαφανίστηκαν  –μετὰ  τὴν 
κατάλυση  τοῦ  βασιλείου  τοῦ  Ἰσραὴλ  ἀπὸ  τοὺς  Ἀσσυρίους  κατὰ  τὸ  721  (722;) 
π.Χ.‐  ἔμειναν  μόνο  οἱ  Ἰουδαῖοι  (μαζὶ  μὲ  τμῆμα  τῆς  φυλῆς  τοῦ  Βενιαμίν).  Βλ. 
Ernest  Renan,  Historia  del  pueblo  de  Israel.  Μετάφραση  Juan  Díaz  Angelat,  τόμ.  Ι 
(Βαρκελώνη:  Orbis,  1985),  σσ.  243‐247.  Γιὰ  αὐτό,  ἄλλωστε,  στὶς  περισσότερες 
εὐρωπαϊκὲς  γλῶσσες  ἐκεῖνος  ποὺ  στὰ  ἑλληνικὰ  ἀποκαλεῖται  «Ἑβραῖος», 
λέγεται «Ἰουδαῖος». (Π.χ. Jew, juif, judίo κ.λπ.) 

150
γ΄ 
 
Ἡ  ἐξέλιξη  τῶν  Ἰουδαίων  στὴ  Ρωσία  εἶναι  ἐνδιαφέρουσα  καὶ 
χαρακτηριστική.  Μετὰ  τὸν  Β΄  Παγκόσμιο  πόλεμο  ἐναργῶς  ὑπο‐
στηρίχθηκε  πὼς  οἱ  τελευταῖοι  δὲν  εἶναι  καταγωγῆς  σημιτικῆς 
ἀλλὰ  τουρκικῆς.  Πράγματι  οἱ  Χάζαροι,  φυλὴ  ποὺ  δέσποσε  κατὰ 
τὸν  Μεσαίωνα  σὲ  περιοχὲς  ποὺ  ἐκτείνονται  μεταξὺ  τῆς  Κασπίας 
καὶ τῆς Μαύρης Θάλασσας, βαθμιαίως ἀσπάσθηκαν, κατὰ τὸν Η΄ 
μ.Χ.  αἰώνα,  τὸν  Ἰουδαϊσμό.1  Στὴ  συνέχεια  ὅμως  τὸ  Κράτος  τῶν 
Χαζάρων  περιῆλθε  σὲ  παρακμὴ  καὶ  τελικῶς  καταστράφηκε·  ἔτσι 
αὐτὸς ὁ ἐξιουδαϊσμένος λαὸς ἁπλώθηκε σὲ περιοχὲς ρωσικὲς καὶ 
ἀκόμη πιὸ πέρα, στὴν Πολωνία καθὼς καὶ σὲ περιοχὲς γύρω ἀπὸ 
τὴ Βαλτική.2 
  Πάντως,  κατὰ  τὸ  πρῶτο  μισὸ  τοῦ  ΙΗ΄  αἰώνα,  παρὰ  τὴν 
ἀπροσδόκητη  αὐτὴ  διασπορά,  Ἰουδαῖοι  στὴ  Ρωσία  δὲν  ὑπῆρχαν.3 
Οἱ  τσάροι,  πράγματι,  «ἀπέκτησαν»  ἑκατομμύρια  Ἰουδαίων  ὑπη‐
κόων, ὅταν, μετὰ τὸ τέλος τῶν Ναπολεόντειων πολέμων, πήρανε 
καὶ  τὸ  στέμμα  τοῦ  βασιλείου  τῆς  Πολωνίας.4  Πῶς  λοιπὸν  μπορεῖ 
νὰ ἐξηγηθεῖ αὐτὸ τὸ «κενό»; 
  Κατὰ  πᾶσα  πιθανότητα,  ἡ  ἑρμηνεία  βρίσκεται  σὲ  γεγονὸς 
λησμονημένο  σήμερα,  ποὺ  ὅμως  εἶχε  ἀναταράξει  τὴ  ρωσικὴ  μο‐
ναρχία κατὰ τὸν ΙΕ΄ αἰώνα. Τὸ 1462, πράγματι, ἡγεμόνας τῆς Μό‐
σχας ἔγινε ὁ Ἰβὰν Γ΄ ὁ Μέγας. Ἡ χώρα του ἤδη ἦταν χριστιανική, 
ὀρθόδοξη,  ἀλλὰ  ἡ  Ἅλωση  τῆς  Κωνσταντινούπολης  ἀπὸ  τοὺς 
Ὀθωμανοὺς  εἶχε  πιὰ  συντελεστεῖ,  ἐνῶ  τὸ  θρησκευτικὸ  συναί‐
σθημα  τοῦ  Ρωσικοῦ  Λαοῦ,  ποὺ  πιεζόταν  σχεδὸν  ἀπὸ  παντοῦ, 
ἔτεινε  νὰ  ἐξασθενήσει.  Καὶ  τότε  ὁ  καρδινάλιος  Βησσαρίων,  Ἕλ‐
ληνας  ποὺ  εἶχε  ἀσπαστεῖ  τὸν  Ρωμαιοκαθολικισμό,  γιατὶ  πίστευε 
πὼς  ἡ  πατρίδα  του  θὰ  σωζόταν  μὲ  ἐπέμβαση  τῶν  Δυτικῶν,  εἶχε 
τὴν  ἰδέα  νὰ  τοῦ  προτείνει  ὡς  σύζυγο  τὴ  Ζωὴ  Παλαιολογίνα, 

1 Ἄρθουρ Καῖσλερ, Ἡ Δέκατη Τρίτη Φυλή. Μετάφραση Γιώργου Π. Σαραφιανοῦ 
(Ἀθήνα: Ἐκδόσεις Χατζηνικολῆ, 1978), σ. 48. 
2 Αὐτόθι, σ. 103. 

3 A. Leroy‐ Beaulieu, L’Empire des Tsars et les Russes, τόμ. ΙΙΙ, σ. 613. 

4 Αὐτόθι, τόμ. ΙΙΙ, σ. 614.  

151
ἀνεψιὰ  τοῦ  τελευταίου  αὐτοκράτορα  Κωνσταντίνου  ΙΑ΄,  ἡ  ὁποία 
ζοῦσε στὴν Ἰταλία1. 
  Ἡ Ζωή, μόλις ἔφτασε στὴ Μόσχα, ἄλλαξε τὸ ὄνομά της σὲ 
Σοφία,  ἀπαρνήθηκε  τὴν  πνευματικὴ  ὑποταγὴ  στὸν  Πάπα  τῆς 
Ρώμης καὶ οὐσιαστικῶς ἀνέλαβε ἔργο γιγαντιαῖο: τὴ θρησκευτικὴ 
ἐνδυνάμωση  καί,  συνακολούθως,  ὁλοκλήρωση  τοῦ  ἐκπολιτισμοῦ 
τῶν  ὑπηκόων  τοῦ  συζύγου  της.  Χάρη  σὲ  αὐτήν,  ἡ  ἐπιβολὴ  τοῦ 
Ἰουδαϊσμοῦ στὴ Ρωσία –ἐν πολλοῖς πάνω στὸ πρότυπο τοῦ προη‐
γούμενου τῶν Χαζάρων– ματαιώθηκε. Στὴν ἐπικράτεια τοῦ Ἰβὰν 
Γ΄,  πράγματι,  ζοῦσαν  τότε  Ἰουδαῖοι,  χαζαρικῆς  καταγωγῆς  προ‐
φανῶς. Πολλοὶ ἀσπάστηκαν τὸν Χριστιανισμό, φαινομενικῶς βέ‐
βαια, καὶ ὁρισμένοι ἀπὸ αὐτοὺς ἔγιναν κληρικοὶ καὶ καταφέρανε 
νὰ  φτάσουν  στὶς  ἀνώτερες  βαθμίδες  τῆς  ἐκκλησιαστικῆς  ἱεραρ‐
χίας.  Στὴ  συνέχεια,  ἀκολουθώντας  μέθοδο  χαρακτηριστική,  μὲ 
συνωμοσία ποὺ κατευθυνόταν ἀπὸ τὰ ἄνω πρὸς τὰ κάτω, δηλαδὴ 
ἀπὸ τοὺς ἰθύνοντες πρὸς τὸν λαό, ἐπέτυχαν τὴν ἀποβολὴ ἀπὸ τὴν 
Ὀρθόδοξη  Χριστιανικὴ  Πίστη  τῶν  Ρώσων  ὅλων  τῶν  σχετικῶν  μὲ 
τὴν  Ἀγία  Τριάδα,  τὴ  θεία  φύση  τοῦ  Ἰησοῦ  Χριστοῦ  καὶ  τὴν 
Ἀνάσταση. Μὲ λίγα λόγια, οἱ Ρῶσοι μετατρέπονταν, χωρὶς νὰ τὸ 
ἀντιλαμβάνονται, σὲ Ἰουδαίους προσήλυτους.2 
  Χρειάστηκε  ἀγώνας  τραχύτατος  ἐναντίον  αὐτῶν  τῶν  ἰου‐
δαϊζόντων,  ὥστε  νὰ  ἀποβληθοῦν  ἀπὸ  τὴν  Ἐκκλησία  καὶ  νὰ  ἀπο‐
σοβηθεῖ  ὁ  κίνδυνος.3  Ἐπιπλέον,  ἡ  ἀνάμνηση  καὶ  μόνο  αὐτοῦ  τοῦ 
ἐκπληκτικοῦ  σὲ  σύλληψη  ἐγχειρήματος  καθοριστικῶς  συνέβαλε, 
ὥστε,  δύο  αἰῶνες  περίπου  ἀργότερα,  Ἰουδαῖοι  –στὴ  θεωρία  τοὐ‐
λάχιστον–  νὰ  μὴ  ὑπάρχουν  πιὰ  καθόλου  στὴ  Ρωσία  καὶ  νὰ  εἶναι 
δυσχερῶς  ἀνεκτοὶ  στὴν  Οὐκρανία.  Κάτι  ἀνάλογο,  ὑπὸ  τὶς  ἴδιες 
σχεδὸν  συνθῆκες,  δηλαδὴ  ἀπόπειρα  ἀπάλειψης  βασικῶν  δογμά‐

1 Βλ. Δημήτρη Μιχαλόπουλου, «Βησσαρίων: Ὁ θεμελιωτὴς τοῦ Τόξου τῶν Ὀρ‐
θοδόξων», ἐφημερίδα Ἡ Ἀπογευματινὴ τῆς Κυριακῆς (Ἀθήνα), φ.8ης Ἰανουαρίου 
1995, σ. 33.  
2 A. Leroy‐ Beaulieu, L’Empire des Tsars et les Russes, τόμ. ΙΙΙ, σ. 516· Ἄ. Καῖσλερ, Ἡ 

Δέκατη Τρίτη Φυλή, σ. 103. 
3 Α. Leroy‐ Beaulieu, L’Empire des Tsars et les Russes, τόμ. ΙΙΙ, σσ. 516‐517. 

152
των  τοῦ  Χριστιανισμοῦ  ἀπὸ  ἐπισκόπους  ἰουδαϊκῆς  καταγωγῆς  – 
πῆγε νὰ γίνει καὶ στὴν Ἱσπανία, μὲ τὰ ἴδια ἀποτελέσματα.1  
  Ὅπως  καὶ  νὰ  εἶναι,  περὶ  τὰ  τέλη  τοῦ  ΙΘ΄  αἰώνα,  ἕνα  τε‐
ράστιο γκέττο εἶχε δημιουργηθεῖ στὴν ἐπικράτεια τοῦ Οἴκου τῶν 
Ρομανώφ.  Στὸ  βασίλειο  τῆς  Πολωνίας,  ὅπου  ὁ  ρωμαιοκαθολικὸς 
κλῆρος  καὶ  ἡ  ἀριστοκρατία  δὲν  ἦταν  πολὺ  ἐχθρικοὶ  πρὸς  τοὺς 
Ἰουδαίους,2  καὶ  γενικῶς  στὰ  δυτικὰ  μέρη  τῆς  Αὐτοκρατορίας 
ζούσανε συμπαγεῖς ἰουδαϊκοὶ πληθυσμοί, στοὺς ὁποίους ὅμως δὲν 
ἤτανε  ἐπιτρεπτὴ  ἡ  ἀλλαγὴ  κατοικίας.  Πράγματι,  ἀντιμετωπί‐
ζονταν μὲ δυσπιστία: Τοὺς κατηγοροῦσαν ὅτι ἀναλάμβαναν δου‐
λειὲς  παρασιτικές,  ὅπως  π.χ.  τὸ  ἐμπόριο  τῶν  οἰνοπνευματωδῶν 
ποτῶν, οἱ ὁποῖες καλλιεργοῦσαν καὶ ἐνίσχυαν «κακὲς ροπὲς» τοῦ 
Ρωσικοῦ  Λαοῦ,  καθὼς  καὶ  ὅτι  οἰκονομικῶς  καταπίεζαν  τοὺς 
Χριστιανοὺς συνοίκους τους.3 Οἱ αὐτοκρατορικὲς ἀρχὲς ἤθελαν νὰ 
τοὺς  διώξουν,  ἀλλά,  ἐπειδὴ  αὐτὸ  δὲν  ἦταν  δυνατὸ  λόγω  τῆς 
στάσης  τῶν  Δυτικῶν  χωρῶν,  ἐπιχειροῦσαν  νὰ  δημιουργήσουν 
συνθῆκες  τέτοιες,  ὥστε  νὰ  φύγουνε  μόνοι  τους.4  Ὅμως  αὐτὸ  δὲν 
ἔγινε·  πέρα,  πράγματι,  ἀπὸ  μιὰ  «ἀναιμικὴ»  μετανάστευση  στὴν 
Παλαιστίνη  καὶ  ἄλλη,  σημαντικότερη,  στὶς  Η.Π.Α.,5  οἱ  Ἰουδαῖοι 
παρέμειναν  στὴν  ἐπικράτεια  τῶν  Ρομανὼφ  καὶ  ἐξελίχθηκαν  σὲ 
διαλυτικὸ  καὶ  ἀνατρεπτικὸ  παράγοντα  μεγάλης  σημασίας:  Στὶς 
ἀρχὲς  τοῦ  Κ΄  αἰώνα,  ἡ  ἰσχυρότερη  ἐπαναστατικὴ  ὀργάνωση  στὰ 
ἐδάφη τῶν τσάρων ἦταν ἡ ἰουδαϊκὴ Bund, ποὺ στὴ γλῶσσα γίντις, 
δηλαδὴ  τὰ  παρεφθαρμένα  γερμανικὰ  ποὺ  χρησιμοποιοῦσαν  οἱ 
Ἰουδαῖοι,  σήμαινε  «Δεσμός».6  Ἐπειδὴ  ὅμως  ἡ  Bund  δὲν  ἤθελε  νὰ 

1  Πρβλ.  Houston  Stewart  Chamberlain,  La  Genèse  du  XXème  siècle.  Ἔκδοση  τοῦ 
Robert Godet, τόμ. Ι (Παρίσι: Payot, 19133), σ. 450 (σημ. 1). 
2 Αὐτόθι, τόμ. Ι, σσ. 450, 460· Ἄ. Καῖσλερ, Ἡ Δέκατη Τρίτη Φυλή, σσ. 105, 107, 127· 

Α. Leroy‐ Beaulieu, L’Empire des Tsars et les Russes, τόμ. ΙΙΙ, σ. 622. 
3 Α. Leroy‐ Beaulieu, L’Empire des Tsars et les Russes, τόμ. ΙΙΙ, σσ. 615, 617, 629‐630, 

633, 638. 
4 Αὐτόθι, τόμ. ΙΙΙ, σσ. 641‐642. 

5 Peter Grose, Israel in the mind of America (Νέα Ὑόρκη: Schocken Books, 1983), σσ. 

30‐31. 
6 The New Cambridge Modern History, τόμ. ΧΙ. Edited by F. H. Hinsley (Cambridge 

University Press, 1979), σ. 371. 

153
συνεργαστεῖ μὲ ἄλλα, μὴ ἰουδαϊκὰ κόμματα, παρὰ τὶς ἀποτυχίες 
τῆς  αὐτοκρατορικῆς  ἀστυνομίας  στὴν  προσπάθειά  της  νὰ  τὴν 
ἀποδυναμώσει,  δὲν  μπόρεσε  νὰ  ἀναπτύξει  ἀποτελεσματικὴ  δρά‐
ση.1  Ἡ  βασική  της  συμβολή,  ὅμως,  στὰ  γεγονότα  τοῦ  1917  στὴ 
Ρωσία  ὑπῆρξε  ἡ  προηγουμένως  ἀποφασιστική  της  βοήθεια  στὴν 
κατίσχυση  τῶν  Μπολσεβίκων  σὲ  βάρος  τῶν  Μενσεβίκων2  –  κάτι 
τὸ  ὁποῖο  προφανῶς  ὀφειλόταν  ὄχι  μόνο  στὶς  «ἱκανότητες»  τοῦ 
Λένιν,  μὰ  καὶ  στὴν  ἐμπιστοσύνη  ποὺ  στὴν  Bund  ἐνέπνεε  ἡ  –
μερικῶς– ἰουδαϊκὴ κατάγωγὴ αὐτοῦ τοῦ τελευταίου. 
   
δ΄ 
 
Ὡς  γνωστόν,  ὅσον  ἀφορᾶ  τοὺς  Ἰουδαίους,  ἀκριβῶς  τὰ  ἀντίθετα 
συνέβαιναν  στὴ  Μεγάλη  Βρεταννία  καί,  βέβαια,  τὶς  Η.Π.Α.  Σὲ 
αὐτὸ  καθοριστικῶς  εἶχε  συμβάλει  ἡ  θρησκευτικὴ  Μεταρρύθμιση 
τοῦ  ΙϚ΄  αἰώνα.  Ὁ  ἴδιος  ὁ  Μαρτῖνος  Λούθηρος,  δίνοντας  ἔμφαση 
στὴ  «σημασία»  τῆς  Παλαιᾶς  Διαθήκης  καὶ  τὴν  ἱκανότητα  κάθε 
«πιστοῦ»  νὰ  τὴ  μελετάει  μόνος  του,  ἀναθέρμανε  τὸ  ἐνδιαφέρον 
γιὰ  τὸν  Ἰουδαϊσμό.  Ἐπιδίωκε,  ἄλλωστε,  «συνένωση»  τῶν 
Ἰουδαίων  μὲ  τοὺς  δικούς  του  ὀπαδούς·  οἱ  πρῶτοι  ἀπέρριψαν  τὸ 
«ἄνοιγμά»  του  καὶ  αὐτός,  μὲ  τὴ  σειρά  του,  στράφηκε  λεκτικῶς 
ἐναντίον  τους.3  Ἡ  βάση  ὅμως  τῆς  σύμπραξης  Ἰουδαίων  καὶ 
Διαμαρτυρομένων εἶχε πιὰ ἀμετακλήτως τεθεῖ. 
  Ἡ  κατίσχυση,  ἔτσι,  τοῦ  Προτεσταντισμοῦ  στὴν  Ὁλλανδία 
εἶχε  ὡς  ἀποτέλεσμα  τὴν  ἐκεῖ  ἐγκατάσταση  ἰουδαϊκῶν  κοινοτή‐

1 Αὐτόθι, τόμ. ΧΙ, σ. 374· πρβλ. Ἀ. Σολζενίτσιν, Ὁ Λένιν στὴ Ζυρίχη. Μετάφραση 
Κώστα Μαυρόπουλου (Ἀθήνα: Ἑλληνικὴ Εὐρωεκδοτική, 1985), σ. 371. 
2 Μέσω τῆς ἀποχῆς τους στὴ μεγάλης σημασίας ψηφοφορία στὸ Λονδῖνο κατὰ 

τὸ β΄ συνέδριο τοῦ Ρωσικοῦ Σοσιαλδημοκρατικοῦ Ἐργατικοῦ Κόμματος, τὸ κα‐
λοκαίρι τοῦ 1903. Βλ. R. Service, Lenin…, σ. 156· History of the Communist Party of 
the Soviet Union (Bolsheviks), Μόσχα: Foreign Languages Publishing House, 1939, σ. 
43.  
3  Σπύρου  Καραλῆ,  «Χριστιανικὸς  ἀντισημιτισμός»,  Χρονικά.  Ὄργανο  τοῦ  Κεν‐

τρικοῦ  Ἰσραηλιτικοῦ  Συμβουλίου  τῆς  Ἑλλάδος,  τόμ.  ΙΗ΄,  ἀρ.  135  (Ἰανουάριος‐
Φεβρουάριος 1995), σ. 5. 

154
των.1  Ἀπὸ  τὴ  χώρα  αὐτὴν  ὁ  Ὄλιβερ  Κρόμβελ,  ποὺ  εἶχε  μεγάλη 
συμπάθεια  γιὰ  αὐτὸν  τὸν  λαόν…  ἐκλεκτὸ  τοῦ  Θεοῦ,  σιωπηρῶς 
τοὺς  ἐπέτρεψε, περὶ τὸ  1655, νὰ διεισδύσουν στὴν Ἀγγλία.2 Λίγες 
δεκαετίες  πρωτύτερα,  στὰ  1620,  οἱ  πρῶτοι  Πουριτανοὶ  ποὺ  ἔφτα‐
σαν  στὴν  Ἀμερική,  Διαμαρτυρόμενοι  ἀδιάλλακτοι,  ἔφεραν  μαζί 
τους, ἐμφυῆ στὶς θρησκευτικές τους δοξασίες, τὴ λατρεία ὄχι μόνο 
τῆς Βίβλου ἀλλὰ καὶ τῶν Ἑβραίων/Ἰουδαίων γενικῶς.3 
  Ἔτσι,  ὑπὸ  τὴν  προστασία  σπουδαίου  κλάδου  τοῦ  Προτε‐
σταντισμοῦ, οἱ Ἰουδαῖοι, εἰδικὰ στὶς Η.Π.Α., ἐξελίχθηκαν γρήγορα 
σὲ  κοινότητα  πανίσχυρη.  Εἶναι  χαρακτηριστικό,  πράγματι,  ὅτι, 
ἤδη  ἀπὸ  τὸ  1814,  ἄρχισε  νὰ  διαμορφώνεται  στοὺς  κόλπους  τῆς 
ἐκεῖ  Πρεσβυτεριανῆς  Ἐκκλησίας  ἡ  ἄποψη  πὼς  προϋπόθεση  τῆς 
λύτρωσης  ὁλόκληρης  τῆς  ἀνθρωπότητας  ἤτανε  ἡ  «παλιννό‐
στηση»  τῶν  Ἰουδαίων  στὴν  Παλαιστίνη  –  καὶ  αὐτὸ  μόνο  ἀπὸ  τὶς 
Η.Π.Α.  ἦταν  δυνατὸ  νὰ  ἐπιτευχθεῖ.  Αὐτὲς  οἱ  τελευταῖες,  κατὰ 
συνέπεια,  ὄφειλαν  νὰ  ἀναλάβουν  ρόλο  ἡγετικὸ  μεταξὺ  τῶν 
«ἐθνῶν»,4  δηλαδὴ  τῶν  λαῶν  ποὺ  δὲν  εἴχανε  ἀσπαστεῖ  τὸν 
Ἰουδαϊσμό. 
  Μὲ  λίγα  λόγια  –καὶ  γιὰ  νὰ  ξαναγυρίσει  κανεὶς  στὸ  σχῆμα 
τοῦ  Lippmann  ποὺ  παρουσιάστηκε  ἀνωτέρω–  οἱ  δύο  πόλοι  πολι‐
τικῆς  δράσης,  ὁ  Ἀτλαντικὸς  κόσμος  καὶ  ἡ  Ἀνατολὴ  (Ρωσία  καὶ 
Ἰαπωνία),  παρουσίαζαν  θεμελιώδεις  διαφορὲς  κρατικῆς  καὶ  κοι‐
νωνικῆς ὀργάνωσης. Ἡ θέση τῶν Ἰουδαίων ἄλλωστε ἀποτελοῦσε 
κριτήριο αὐτόχρημα καθοριστικό. 
  Ἡ  Ἀνατολή,  πράγματι,  ἦταν  ὀργανωμένη  μοναρχικῶς  καὶ 
ὁ ρόλος τοῦ ἡγεμόνα περιβαλλόταν χαρακτήρα θρησκευτικό: Στὰ 
μάτια τοῦ Ρωσικοῦ Λαοῦ, ὁ τσάρος ἦταν «ἐκπρόσωπος τοῦ Θεοῦ… 
ἀπὸ  τὸν  οὐρανὸ  σταλμένος»,  γιὰ  νὰ  κυβερνάει  τὴ  χώρα.5  Καὶ 

1  Ἐνδεικτικῶς:  Will  Durand,  Παγκόσμιος  Ἱστορία  τοῦ  Πολιτισμοῦ,  τόμ.  Η΄.  Με‐
τάφραση Μανώλη Κορνηλίου (Ἀθήνα: Συρόπουλοι‐Κουμουνδουρέας, 1966), σσ. 
510‐512. 
2 Αὐτόθι, τόμ. Η΄, σ. 513 κ.ἑξ. 

3 P. Grose, Israel in the Mind of America, σσ. 4‐5. 

4 Αὐτόθι, σσ. 8‐9. 

5 Α. Leroy‐ Beaulieu, L’Empire des Tsars et les Russes, τόμ. ΙΙΙ, σσ. 55‐56. 

155
βέβαια,  ἀναλογίες  μὲ  τὴ  Ρωσία  παρουσίαζε  ἡ  Ἰαπωνία.1  Εἶναι 
γνωστό,  πράγματι,  ὅτι  ἡ  κοινωνία  αὐτῆς  τῆς  τελευταίας  εἶχε, 
παραδόξως,  σημαντικὲς  ὁμοιότητες  μὲ  ἐκείνη  τῆς  Εὐρώπης  κατὰ 
τὸν  Μεσαίωνα·  καὶ  αὐτό,  φυσικά,  εὐνόησε  τὴν  ἐκεῖ  διάδοση  τοῦ 
Χριστιανισμοῦ.  Ὑπολογίζεται  πὼς  περὶ  τὰ  τέλη  τοῦ  ΙϚ΄  αἰώνα, 
περίπου  δύο  ἑκατομμύρια  Ἰάπωνες  εἴχανε  γίνει  Χριστιανοί.2 
Αἰῶνες  ἀργότερα,  τὸ  1853,  ἡ  ἐμφάνιση  ἀμερικανικῶν  πολεμικῶν 
πλοίων  στὰ  νερὰ  τῆς  χώρας  αὐτῆς  ἀναγκαστικῶς  τερμάτισε  τὴν 
ἐσωστρέφεια  ποὺ  χαρακτήριζε  τὴν  ἐκεῖ  κοινωνία  καὶ  προξένησε 
στὸν λαὸ αἴσθηση ἐξωτερικῆς ἀπειλῆς,3 ἡ ὁποία, μὲ τὴ σειρά της, 
ἐπέφερε  συσπείρωση  γύρω  ἀπὸ  τὸ  πρόσωπο  τοῦ  αὐτοκράτορα 
καί,  συνακολούθως,  καθοριστικὴ  ἐνίσχυση  τῆς  σημασίας  τοῦ 
ρόλου του. Πράγματι, στὰ πλαίσια τοῦ Σιντοϊσμοῦ, παραδοσιακῆς 
θρησκείας τῶν Ἰαπώνων, ἡ ὁποία ἀκριβῶς τότε ἀναζωογονήθηκε, 
ὁ  μονάρχης  θεωρήθηκε  θεός.4  Λογικὴ  συνέπεια  τῶν  ἐξελίξεων 
αὐτῶν  ὑπῆρξε  τὸ  ὅτι  ἡ  «συσπειρωμένη»  ἰαπωνικὴ  κοινωνία  ποὺ 
φοβότανε  τοὺς  Ἀμερικανοὺς  καὶ  πιθανῶς  ἀπέβλεπε  σὲ  «ἀντα‐
πόδοση» τῆς ταπείνωσης τοῦ 1853, ἐξακολουθοῦσε νὰ δέχεται τὸν 
Χριστιανισμὸ  καὶ  μάλιστα  ἀπὸ  τὴ  Ρωσία  –  δηλαδὴ  Κράτος  μὲ  τὸ 
ὁποῖο  παρουσίαζε  «συγγένειες»  πολιτικῆς  καὶ  κοινωνικῆς  δόμη‐
σης.  Εἶναι  γεγονὸς  ὅτι  ἡ  ἀπὸ  τὴ  Ρωσία  Ὀρθόδοξη  Ἱεραποστολὴ 
στὴν  Ἰαπωνία  εἶχε  ἐπιτελέσει  περὶ  τὰ  τέλη  τοῦ  ΙΘ΄  αἰώνα  ση‐
μαντικὴ  πρόοδο·  ἐπιπλέον  εἶχε  χειροτονηθεῖ  καὶ  ἐπίσκοπος  ἀπὸ 
τοὺς  Ρώσους.5  Καὶ  ὅπως,  βέβαια,  εὐχερῶς  μπορεῖ  νὰ  καταλάβει 
κανείς, στὴν Ἰαπωνία οἱ Ἰουδαῖοι δύσκολα μπορούσανε νὰ βροῦνε 
τρόπο  καὶ  τόπο  ὕπαρξης.6  Καὶ  τοῦτο,  ἐπειδὴ  στὴ  χώρα  αὐτὴ 

1 Πρβλ. Α. Β. Υ. Πρίγκιπος Πέτρου τῆς Ἑλλάδος, Τὸ Αἰώνιον Ζήτημα, σσ. 166‐167. 
2 Π. Θ. Σωμμαρίπα, Ἱστορία τῆς Καθολικῆς Ἐκκλησίας (Ἀθήνα, 1940), σ. 167. 
3 Βλ. σχετικῶς τὸ διήγημα τοῦ Λευκάδιου Χέρν, «Ἕνας Συντηρητικός», Κείμενα 

ἀπὸ  τὴν  Ἰαπωνία.  Εἰσαγωγή,  μετάφραση  Σωτήρη  Χαλικιᾶ  (Ἀθήνα:  Ἴνδικτος, 


1997), σ. 349 κ.ἑξ. 
4 The New Cambridge Modern History, τόμ. ΧΙ, σ. 468. 

5 Α. Leroy‐ Beaulieu, L’Empire des Tsars et les Russes, τόμ. ΙΙΙ, σ. 582. 

6  Πρβλ.  λῆμμα  «Ἰαπωνικὴ  θρησκεία»,  Ἐγκυκλοπαίδεια  Πάπυρος‐Λαροὺς‐

Μπριτάννικα, τόμ. 28ος (Ἀθήνα: Πάπυρος, 1984), σ. 423. 

156
πραγματοποιήθηκε  ἕνα  ἀπὸ  τὰ  μεγαλύτερα  θαύματα  τῆς 
παγκόσμιας  Ἱστορίας  Ὑπῆρξε,  πράγματι,    ἐκεῖ,  ἀπὸ  τὴν  ἕκτη 
δεκαετία  τοῦ  ΙΘ΄  αἰώνα  καὶ  μετά,  ἁλματώδης  ἀνάπτυξη  καὶ 
συνακολούθως  μεγάλη  παραγωγὴ  χωρὶς  χρηματικὰ  κεφάλαια.1 
Ἔτσι,  ὅ,τι  καλεῖται  βιομηχανικὴ  ἐπανάσταση  δὲν  ἐπέφερε,  στὴν 
Ἰαπωνία,  τὴν  ἐξαφάνιση  τῆς  παραδοσιακῆς  κοινωνίας.    Ἀκριβῶς 
τὸ ἀντίθετο μάλιστα∙  τὴν ἐνδυνάμωσε. 
 
ε΄ 
 
Ἂς  ἐπιχειρηθεῖ  ἀνακεφαλαίωση:  Στὰ  «ἡγετικὰ»  Κράτη  τῆς 
Ἀτλαντικῆς κοινότητας τὸν τόνο ἔδιναν ρεύματα προτεσταντικά, 
τῶν  ὁποίων  ἡ  κοινὴ  ρίζα,  μάλιστα,  μπορεῖ  νὰ  θεωρηθεῖ  καλβι‐
νιστική. Στὶς ἄλλες χῶρες τῆς ἴδιας κοινότητας, τὶς «λατινικές», οἱ 
ἰθύνοντες  εἶχαν  εἴτε  υἱοθετήσει  στάση  δυσμενῆ  πρὸς  τὴν  Ἐκ‐
κλησία,  ὅπως  π.χ.  στὴ  Γαλλία,2  ἢ  πειθαναγκαστεῖ  νὰ  εὐθυ‐
γραμμιστοῦν,  ὡς  πρὸς  τὴν  ἐξωτερικὴ  πολιτικὴ  τοὐλάχιστον,  μὲ 
τὸν  ἀγγλοσαξωνικὸ  κόσμο.  (Ἡ  Πορτογαλία  ἀποτελεῖ  τὴν  πιὸ 
γνωστὴ  περίπτωση.3)  Σὲ  αὐτὴν  τὴν  κοινότητα,  βέβαια,  τὴν 
«ἀτλαντική»,  πολιτικῶς  ἐπικρατοῦσε  ὁ  κοινοβουλευτισμὸς  καὶ 
οἰκονομικῶς  ὁ  καπιταλισμός.  Εὐλόγως  λοιπὸν  μπορεῖ  κανεὶς  νὰ 
ὑποστηρίξει  ὅτι  οἱ  ἄνθρωποι,  κατ’  ἀρχὴν  τοὐλάχιστον,  θεωροῦ‐
νταν ὅλοι ἴσοι μεταξύ τους καὶ ἄξιοι γιὰ τὰ πάντα. 
  Στὶς  χῶρες  τῆς  Ἀνατολῆς,  ἀντίθετα,  Ρωσία  καὶ  Ἰαπωνία 
κυρίως, τὸ Κράτος ἤτανε δομημένο πάνω σὲ βάση θρησκευτική: Ἡ 
Ὀρθοδοξία  ἀποτελοῦσε  τὴν  καρδιὰ  καὶ  ἐν  πολλοῖς  τὸν  νοῦν  τῆς 
ἐπικράτειας  τῶν  τσάρων,  ἐνῶ  στὴν  Ἰαπωνία,  παρὰ  τὴν  ἀνεξι‐
θρησκεία  ἡ  ὁποία  ἐπικρατοῦσε  ὅσον  ἀφορᾶ  δόγματα  ποὺ  εἴχανε 
«εἰσαχθεῖ», τὸ πρόσωπο τοῦ αὐτοκράτορα ἦταν ἀντικείμενο γενι‐

1  Lafcadio  Hearn,  Kokoro.  Μετάφραση  ἀπὸ  τὰ  ἀγγλικὰ  τῆς  Berta  Franzos 
(Frankfurt am Main: Rütten & Loening, 1923), σσ. 60‐61. 
2  Ch.  Seignobos,  L’Europe  contemporaine.  Évolution  des  partis  et  des  formes  politiques, 

1814‐1895 (Παρίσι: Armand Colin), σ. 674. 
3 Αὐτόθι, σσ. 300‐305. 

157
κευμένης  λατρείας.  Σὲ  αὐτὲς  τὶς  χῶρες,  ἐπιπλέον,  ἡ  κοινωνία 
ἤτανε  σαφῶς  ἱεραρχημένη  –  ἀλλά,  βέβαια,  συχνὰ  δινότανε  στὸ 
ἄτομο ἡ εὐκαρία νὰ δείξει ὅτι  «κάτι ἄξιζε». Τὸν τόνο, κατὰ συνέ‐
πεια,  δὲν  ἔδινε  τὸ  χρῆμα  ἀλλὰ  ἡ  αἴσθηση  τῆς  τιμῆς.  Ἐπιγραμ‐
ματικῶς τὸ ἐξέφραζε αὐτὸ ἡ περίφημη ρωσικὴ ρήση, ποὺ συνεχῶς 
βρισκότανε στὸ στόμα τῶν μουζίκων, «ὁ Θεὸς εἶναι πολὺ ψηλὰ καὶ 
ὁ  τσάρος  μακριά»·  συνεπῶς,  χρειάζεται  ἀγώνας  τραχύτατος,  τὸν 
ὁποῖο δὲν μποροῦν ὅλοι νὰ φέρουν σὲ πέρας, γιὰ νὰ τοὺς φτάσει 
κανείς. 
  Ἂς  ὑπογραμμιστεῖ  ὅτι  γνώρισμα  βασικὸ  τῆς  ὑφῆς  τῶν  δύο 
κόσμων  ἦταν  ἡ  θέση  τῶν  Ἰουδαίων  στὶς  ἀντίστοιχες  κοινωνίες. 
Στὶς Η.Π.Α. ἡ ἐπιρροή τους ἤτανε οὐσιαστικῶς ἀπροκάλυπτη. Καὶ 
πρέπει  στὸ  σημεῖο  αὐτὸ  νὰ  τονιστεῖ  ὅτι  μέγα  μέρος  τῶν  Ἀμερι‐
κανοϊουδαίων  ἀντιμετώπιζαν  μὲ  δυσπιστία  τὸ  σιωνιστικὸ  ρεῦμα 
ποὺ  ἀπέβλεπε  στὴν  ἐγκατάσταση  τῶν  Ἰουδαίων  στὴν  Παλαιστί‐
νη. Γιὰ αὐτοὺς τὸ πραγματικὸ «Ἰσραὴλ» ἦταν ἡ Βόρεια Ἀμερική.1 
Στὴ  Γαλλία  ἐξ  ἄλλου  ἡ  ὑπόθεση  Ντρέυφους,  τοῦ  Ἰουδαίου  ποὺ 
εἶχε γίνει ἀξιωματικὸς καὶ δικάστηκε γιὰ προδοσία, ὑπῆρξε, ὅπως 
σωστὰ  ἔχει  ἐπισημανθεῖ,  τὸ  «ὁρατὸ»  μέρος  τῆς  σύγκρουσης  ποὺ 
τότε,  περὶ  τὰ  τέλη  τοῦ  ΙΘ΄  αἰώνα  καὶ  τὶς  ἀρχὲς  τοῦ  Κ΄,  ἔγινε  μὲ 
σκοπὸ  τὴν  κυριάρχηση  τῆς  κρατικῆς  μηχανῆς·2  ἡ  ἀθώωση  τοῦ  ἐν 
λόγῳ ἀξιωματικοῦ, ἡ ὁποία ἐπιτεύχθηκε μόνο μὲ πολιτικὴ πίεση, 
ὁπωσδήποτε ἐνδυνάμωσε τὸ ἰουδαϊκὸ στοιχεῖο στὴ Γαλλία. Ἦταν 
στὴ  Βρεταννία  ὅμως  ποὺ  τὸ  ζήτημα  τῆς  ἀντιπαράταξης  τῶν  δύο 
κόσμων, Ἀτλαντικῆς κοινότητας καὶ Ἀνατολῆς, μπῆκε ξεκάθαρα. 
Τὸ 1878, πράγματι, ὅταν πρωθυπουργὸς ἦταν ὁ Benjamin Disraeli, 
ἰουδαϊκῆς,  ἐξυπακούεται,  καταγωγῆς,  ἄρχισε  ἡ  ἐκδήλωση  ἀπρο‐
κάλυπτης βρεταννικῆς ἐχθρότητας πρὸς τὴ Ρωσία. Τὸ ζήτημα δὲν 
ἦταν  πιὰ  τοπικὲς  «ἀναφλέξεις»  καὶ  αἰτίες  προστριβῶν  στὰ  Βαλ‐
κάνια,  τὴν  ἰνδικὴ  ὑποήπειρο  καὶ  ἀλλοῦ·  τὸ  ζήτημα  ἦταν  ἐάν,  σὲ 
παγκόσμιο  ἐπίπεδο,  θὰ  κυριαρχοῦσε  τὸ  Λονδῖνο  ἢ  ἡ  Ἁγία  Πε‐

1 P. Grose, Israel in the Mind of America, σσ. 20, 29. 
2  «Ὑπόθεση  Ντρέιφους»,  Χρονικά.  Ὄργανο  τοῦ  Κεντρικοῦ  Ἰσραηλιτικοῦ  Συμ‐
βουλίου τῆς Ἑλλάδος, τόμ. ΙΖ΄, ἀρ. 30 (Μάρτιος‐Ἀπρίλιος 1994), σ. 26.  

158
τρούπολη.1  Τὸ  γεγονὸς  ὅτι  ἡ  βασίλισσα  Βικτωρία  κάλυψε  μὲ  τὸ 
κῦρος  της  αὐτὴν  τὴν  ἄποψη  καθὼς  καὶ  τὴν  πολιτικὴ  ποὺ  ἀπὸ 
αὐτὴν ἀπέρρεε2 μπορεῖ νὰ θεωρηθεῖ καὶ ἡ κορύφωση τοῦ «Κρυφοῦ 
Πολέμου» τῆς Δύσης εἰδικὰ κατὰ τῆς Ρωσίας. 
  Γιατί ὅμως ἡ θέση τῶν Ἰουδαίων σὲ μιὰ κοινωνία ἔχει τόση 
σημασία;  Αὐτὸ  συμβαίνει,  διότι  ὁ  Ἰουδαϊσμός,  θρησκεία  τους, 
παρουσιάζει  ἰδιομορφία  καθοριστική:  δὲν  ἀποδέχεται  τὴν  ἀθα‐
νασία  τῆς  ψυχῆς.3  Τὸ  θέμα  καθόλου  δὲν  εἶναι  περιορισμένου, 

1 The New Cambridge Modern History, τόμ. ΧΙ, σ. 575. 
2 Αὐτόθι. 
3 Αὐτὸ μπορεῖ νὰ θεωρηθεῖ περίεργο γιὰ θρησκεία λαοῦ ὁ ὁποῖος θεωρεῖ ὅτι ὁ 

ἑαυτός  του,  σὲ  τελικὴ  ἀνάλυση,  ταυτίζεται  μὲ  τὸν  ἴδιο  τόν...  Θεό,  ἀλλὰ  ἔτσι 
εἶναι.  (Σχετικῶς  μὲ  τὴν  ταύτιση  Ἰουδαίων  καί...  Θεοῦ  βλ.  André  Chouraki,  La 
pensée  juive  [Παρίσι:  Presses  Universitaires  de  France,  19895],  σ.  49.)  Τὸ  θέμα  τῆς 
ἀπὸ  αὐτοὺς  ἀπόρριψης  τῆς  ἀθανασίας  τῆς  ψυχῆς  γλαφυρῶς  ἀνέπτυξε  ὁ  Γίβ‐
βων  στὸ  κλασσικὸ  ἔργο  του  γιὰ  τὴν  παρακμὴ  καὶ πτώση  τῆς  Ρωμαϊκῆς  Αὐτο‐
κρατορίας.  (Edward  Gibbon,  History  of  the  Decline  and  Fall  of  the  Roman  Empire 
[Λονδῖνο:  Longman…  and  Longmans,  1847],  σσ.  175‐176.)  Ἡ  ἀνάσταση  τῶν  νε‐
κρῶν,  γιὰ  τὴν  ὁποία  γίνεται  σποραδικῶς  λόγος  στὸ  «ρεῦμα»  τῆς  ἰουδαϊκῆς 
σκέψης, δὲν πρέπει νὰ συγχέεται μὲ τὴν ἀθανασία τῆς ψυχῆς. (Εἰδικῶς γιὰ τὸ 
θέμα  τῆς  ἀνάστασης  τῶν  νεκρῶν,  βλ.  ἐνδεικτικῶς  André  Chouraki,  La  pensée 
juive,  σσ.  28,  56,  60.)  Εἶναι  χαρακτηριστικὸ  ἄλλωστε  πώς,  ὅποτε,  στὴν  ἑβραϊ‐
κὴ/ἰουδαϊκὴ  σκέψη,  τὸ  ζήτημα  τῆς  μετὰ  θάνατον  ζωῆς  παίρνει  μορφὴ  συγκε‐
κριμένης  θεωρίας,  εὐχερῶς  ἀνιχνεύονται  σὲ  αὐτὴν  τὴν  τελευταία  ἑλληνικὲς 
ἐπιδράσεις. (Βλ. σχετικῶς Ε. Μ. Laperrousaz, Les manuscrits de la Mer Morte [Πα‐
ρίσι:  Presses  Universitaires  de  France,  1991],  σσ.  111‐112.)  Ἡ  τραγικὴ  ἱστορία, 
τέλος,  τοῦ  Uriel  da  Costa  (1585‐1640)  ὁ  ὁποῖος  ἐγκατέλειψε  τὸν  Χριστιανισμό, 
γιὰ  νὰ  ἀσπασθεῖ  τὸν  Ἰουδαϊσμὸ  καί,  συνακολούθως,  ἔφυγε  ἀπὸ  τὴν  Πορτο‐
γαλία,  πατρίδα  του,  στὴν  Ὁλλανδία,  εἶναι  ὄχι  ἁπλῶς  ἐνδεικτικὴ  μὰ  χαρα‐
κτηριστική. Ὁ Uriel da Costa ἐπισήμανε ὅτι στὸν Ἰουδαϊσμὸ δὲν ὑπάρχει χῶρος 
γιὰ  τὴν  ἀθανασία  τῆς  ψυχῆς·  οἱ  ραββῖνοι,  κατὰ  συνέπεια,  ποὺ  τότε  ἀνὰ  τὴν 
Εὐρώπη  διακήρυσσαν  τὸ  ἀντίθετο,  ἁπλῶς  ἀκολουθοῦσαν  τὶς  δοξασίες  καὶ  τὴ 
συμπεριφορὰ  τῶν  Φαρισαίων,  οἱ  ὁποῖοι,  πράγματι,  κατὰ  τοὺς  χρόνους  τοῦ 
Χριστοῦ  καὶ  μετὰ  τὴ  Σταύρωση,  δέχονταν  ‐ἢ  ὑποκρίνονταν  πὼς  δέχονταν‐  τὴ 
μετὰ θάνατον ζωή. Αὐτό, κατὰ πᾶσα πιθανότητα, γινότανε ἐπίσης ὑποκριτικῶς 
ἀπὸ τοὺς ραββίνους τοῦ ΙΖ΄ αἰώνα – ἁπλῶς γιὰ νὰ τὰ ἔχουνε καλὰ μὲ τὶς ἀρχὲς 
τῶν χριστιανικῶν χωρῶν ὅπου ζούσανε. Οἱ πιέσεις πού, λόγω τῶν λογικῶν του 
θέσεων,  ἀσκήθηκαν  ἀπὸ  τοὺς  Ἰουδαίους  «ὁμοθρήσκους»  του  πάνω  σὲ  αὐτὸν 
τὸν –πραγματικὰ– «ἐλεύθερο στοχαστὴ» ὑπῆρξαν τόσο ἔντονες, ὥστε τελικῶς 

159
μεταβλήθηκαν  σὲ  μαρτύριο  ἰσάξιο  Χριστιανῶν  ἁγίων.  Ὑποχρεώθηκε  σὲ  δη‐
μόσιο  ἐξευτελισμὸ  μέσα  σὲ  συναγωγὴ  τοῦ  Ἄμστερνταμ,  μαστιγώθηκε  –
δημοσίως  ἐξυπακούεται–  ἐπίσης  μέσα  σὲ  συναγωγὴ  καὶ  τελικῶς  ὁδηγήθηκε 
στὴν αὐτοκτονία. Προτοῦ νὰ δώσει τέλος στὴ ζωή του ὅμως, πρόλαβε νὰ πείσει 
δυὸ  Χριστιανοὺς  ποὺ  ἦταν  ἕτοιμοι  νὰ  ἀσπαστοῦν  τὸν  Ἰουδαϊσμὸ  νὰ  μὴ  τὸ 
κάνουν  καὶ  εἶπε  τὸ  περίφημο:  «Μὰ  ποιὸς  διάβολος  μὲ  ἔσπρωξε  νὰ  γίνω  Ἰου‐
δαῖος;»  (Βλ.  κυρίως  Une  vie  humaine  par  Uriel  da  Costa,  traduit  du  latin  et  précédé 
d’une  étude  sur  l’auteur  par  A.‐B.Duff  et  Pierre  Kaan,  Παρίσι:  F.  Rieder,  1926.)  Ἡ 
ἱστορία καὶ τὸ τραγικό του τέλος θυμίζουνε τὴ ζωὴ καὶ τὸν θάνατο τοῦ Γιωσὲφ 
Ἐλιγιὰ  κατὰ  τὸν  Μεσοπόλεμο  στὴν  Ἑλλάδα.  Μὰ  εἰδικῶς  ἡ  περίπτωση  αὐτοῦ 
τοῦ  τελευταίου  εἶναι  μιὰ  ἄλλη  ἱστορία.  Ὁ  μόνος  Ἰουδαῖος  «φιλόσοφος»  ποὺ 
ἔκανε  λόγο  γιὰ  «αἰωνιότητα  τῆς  ψυχῆς»  ἦταν  ὁ  Μωυσῆς  Mendelssohn,  ποὺ 
ἔζησε  κατὰ  τὸν  ΙΗ΄  αἰώνα  καὶ  πέθανε  λίγο  προτοῦ  νὰ  ἀρχίσει  ἡ  Γαλλικὴ 
Ἐπανάσταση.  (A.  Chouraki,  La  pensée  juive,  σ.102.)  Τὸ  ἐκπληκτικότερο  ὅμως 
ὑπῆρξε ἡ «πιρουέττα» ποὺ πραγματοποίησε ὁ Μωυσῆς Μαϊμονίδης (1138‐1204). 
Αὐτὸς  εἶχε  γεννηθεῖ  στὴν  Κόρδοβα  τῆς  Ἱσπανίας,  ἀπὸ  ὅπου,  ὅμως,  ἀναγκά‐
στηκε  νὰ  φύγει,  ἐπειδὴ  οἱ  τότε  Μουσουλμάνοι  κυρίαρχοι  ἐκεῖ  δὲν  ἀνέχονταν 
τὸν Ἰουδαϊσμό. Περιπλανήθηκε, λοιπόν, στὴν Παλαιστίνη καὶ τὴ Βόρειο Ἀφρι‐
κή·  καὶ  θέλοντας  νὰ  βρεῖ  γέφυρα  συνεννόησης  μὲ  τὸ  Ἰσλάμ,  στὰ  πλαίσια  τοῦ 
ὁποίου  δὲν  ὑπάρχει  ἡ  παραμικρὴ  ἀμφιβολία  γιὰ  τὴ  μετὰ  θάνατον  ζωή,  ἐπι‐
νόησε  τὸ  ἑξῆς:  Ναί,  ἐντάξει,  καὶ στὸν  Ἰουδαϊσμὸ  ὑπάρχει  πεποίθηση  ὕπαρξης 
ζωῆς  μεταθανάτιας,  μόνο  ποὺ  αὐτὴ  ἡ  ζωὴ  πρέπει  νὰ  νοηθεῖ  ὄχι  ὡς  ἀτομικὴ 
ἀλλὰ ὡς «συλλογική»! (Βλ. Maurice‐Rouben Hayoun, Maïmonide [Παρίσι: Presses 
Universitaires de France, 1987], σ. 87.) Ὅσον ἀφορᾶ, τέλος, τὸ sheol τῆς Παλαιᾶς 
Διαθήκης,  ἡ  ἐκεῖ  ὕπαρξη  τῶν  νεκρῶν  δὲν  μπορεῖ  νὰ  νοηθεῖ  ὡς  ζωὴ  μετα‐
θανάτια. (Ἠσαΐας, η΄ 22, κστ΄ 14, λη΄ 18· Ἰώβ, ιδ΄ 10, ιζ΄ 13.) Ἀξίζει, πάντως, νὰ 
σημειωθεῖ  ὅτι,  κατὰ  τὰ  τελευταῖα  ἔτη  τοῦ  Κ΄  αἰώνα,  ὁπότε  ὁ  Ἰουδαϊσμὸς 
προσπάθησε  νὰ  ἀπορροφήσει  τὸν  Χριστιανισμὸ  μέσω  τοῦ  ‐τερατώδους‐  πλά‐
σματος  τοῦ  «Ἰουδαιοχριστιανισμοῦ»,  προβλήθηκε  ἀκόμα  μία  ἄποψη:  ναί,  οἱ 
Ἰουδαῖοι  πιστεύουνε  στὴν  ἀνάσταση  ἀλλά,  σύμφωνα  μὲ  τὴν  «ἐκσυγχρονισμέ‐
νη»  ἄποψή  τους,  μετὰ  θάνατον,  πᾶνε  οἱ  πάντες,  φύρδην‐μίγδην,  δίκαιοι  καὶ 
ἄδικοι μαζί, στὸν Παράδεισο – οἱ μὲν «δίκαιοι» κατ’ εὐθεῖαν, ἐνῶ οἱ ἄδικοι ἀφοῦ 
ὑποστοῦν μόνο μία παροδικὴ τιμωρία ἑνὸς χρόνου. Κόλαση, σύμφωνα μὲ αὐτὴ 
τὴν ἐκσυγχρονισμένη ἰουδαϊκὴ θεωρία, δὲν ὑφίσταται. Εἶναι σαφὴς καὶ πάλι ἡ 
προσπάθεια  «σύντηξης»  τοῦ  Ἰουδαϊσμοῦ  μὲ  τὸν  Χριστιανισμό,  σὲ  μία  προ‐
σπάθεια  ἀπορρόφησης  τοῦ  δεύτερου  ἀπὸ  τὸν  πρῶτο.  (Elio  Toaff  con  Alain 
Elkann, Il Messia e gli Ebrei [Μιλᾶνο: Bompiani, 1998], σσ. 28‐29.) 

160
«ἀτομικοῦ»  ἐνδιαφέροντος,  ὅπως  κατὰ  κανόνα  πιστεύεται.  Ἀκρι‐
βῶς  τὸ  ἀντίθετο  μάλιστα:  ἔχει  πολιτικὲς  ἐπιπτώσεις  βαρύτατες 
καὶ καθοριστικές.1 
  Ἐάν,  πράγματι,  ἀπορριφθεῖ  ἡ  ἀθανασία  τῆς  ψυχῆς,  τότε 
ἀπορρίπτεται  καὶ  ἡ  ἔννοια  τῆς  ἀντικειμενικῆς  ἀλήθειας:  Ἡ  ἀλή‐
θεια  νοεῖται  μόνο  ὡς  ὑποκειμενικὴ  –  καὶ  αὐτὴ  «διαμορφώνεται» 
ἀπὸ  τὴν  ὁποιαδήποτε  περιστασιακὴ  πλειοψηφία,  ἀνεξαρτήτως 
ἀπὸ  τὸ  πῶς  καὶ  ποιοὺς  αὐτὴ  σχηματίζεται.  Μὲ  ἄλλα  λόγια,  ἡ 
ἀπόρριψη τῆς ἀθανασίας τῆς ψυχῆς ἤ, ἀκόμα, ἡ ἀδιαφορία γιὰ τὸ 
ἐπέκεινα  ἀποτελεῖ  τὴ  θεωρητικὴ  βάση  τοῦ  δημοκρατικοῦ  πολι‐
τεύματος· καὶ ἀπὸ τοὺς πρώτους ποὺ τὸ ἐπισήμαναν αὐτὸ ὑπῆρξε 
ὁ  Σωκράτης2.  Εἶναι  σαφές,  λοιπόν,  πὼς  ἡ  «σύντηξη»  τοῦ  παρα‐
δοσιακοῦ  Χριστιανισμοῦ,  δηλαδὴ  Ρωμαιοκαθολικισμοῦ  καὶ 
Ὀρθοδοξίας,  σύμφωνα  μὲ  τὸν ὁποῖο  ἡ  ἀληθινὴ ζωὴ  ἀρχίζει  μετὰ 
θάνατον,  μὲ  τὴν  ἰδέα  τῆς  δημοκρατίας,  ὅπως  αὐτὴ  ἀναπτύχθηκε 
στὴν Ἀτλαντικὴ κοινότητα, στὴν πραγματικότητα εἶναι ἀνέφικτη. 
  Ἢ  –  γιὰ  νὰ  διατυπωθεῖ  διαφορετικά:  Ὁλόκληρη  ἡ  Ἱστορία 
τῆς  ἀνθρώπινης  σκέψης  μπορεῖ  νὰ  ἐκληφθεῖ  ὡς  προϊὸν  «διαμά‐
χης»  μεταξὺ  τοῦ  κατὰ  πόσον  τὸ  κέντρο  βάρους  τῆς  ἀνθρώπινης 
ὕπαρξης  βρίσκεται  στὴν  ἐπίγεια  ζωὴ  ἢ  στὴν  ἄλλη.  Ἡ  ἀθηναϊκὴ 
δημοκρατία  τοῦ  Ε΄  π.Χ.  αἰώνα  μπορεῖ  νὰ  θεωρηθεῖ  θρίαμβος  τῆς 
πρώτης  ἄποψης·  ἡ  ἀντίδραση  ἦρθε  μὲ  τὸν  Σωκράτη,  μὲ  τὸν 
Πλάτωνα  καὶ  κορυφώθηκε  μὲ  τὸν  Χριστιανισμό.  Ἡ  Ἑλληνικὴ 
Αὐτοκρατορία  τοῦ  Μεσαίωνα,  πράγματι,  ἡ  συμβατικῶς  γνωστὴ 
ὡς  Βυζαντινή,  καθὼς  καὶ  τὸ  Ρωσικὸ  Κράτος  καί,  στὴ  συνέχεια,  ἡ 
Ρωσικὴ Αὐτοκρατορία, κληρονόμος καὶ διάδοχος τῆς Βυζαντινῆς, 
ρύθμιζαν τὰ ἐπίγεια βάσει μιᾶς ἀντικειμενικῆς πραγματικότητας, 
κέντρο  τῆς  ὁποίας  ἦταν  τὸ  Πρόσωπο  τοῦ  Χριστοῦ.  Στὴ  Δύση 
παράλληλα,  ἀπὸ  τὸ  τέλος  τῆς  Ἀρχαιότητας  μέχρι  τὴν  αὐγὴ  τῶν 

1  Γιὰ  αὐτὸ  καὶ  οἱ  Ἰουδαῖοι  πάντοτε  συντάσσονται  μὲ  τὴν  Ἀριστερά.  Παρὰ  τὶς 
διακηρύξεις  τους,  πράγματι,  οἱ  ἔννοιες  «Ἰουδαϊσμὸς»  καὶ  «Δεξιὰ»  εἶναι  ἀσύμ‐
βατες. 
2 Πλάτωνος, Ἀπολογία Σωκράτους, 27b‐32e· πρβλ. Ν. Κοτζιᾶ, Ἱστορία τῆς Φιλο‐

σοφίας  ἀπὸ  τῶν  ἀρχαιοτάτων  χρόνων  μέχρι  τῶν  καθ’  ἡμᾶς,  τόμ.  Α΄  (Ἀθήνα: 
Μέλλον, 1876), σ. 336.  

161
Νεότερων  Χρόνων,  ἡ  σχετικὴ  διαμάχη  –στὰ  πλαίσια  τοῦ 
Χριστιανισμοῦ μάλιστα!– καθόλου δὲν σταμάτησε· ἀντίθετα, ἀνα‐
νεώθηκε  καὶ  συνεχίστηκε  ὑπὸ  τὴ  μορφὴ  τῆς  σύγκρουσης  μεταξὺ 
«ρεαλιστῶν»  καὶ  «νομιναλιστῶν»:  Οἱ  πρῶτοι  θεωροῦσαν  πὼς  οἱ 
χαρακτηρισμοὶ  ποὺ  ἀπὸ  τοὺς  ἀνθρώπους  ἀποδίδονταν  στὰ  διά‐
φορα  πράγματα,  «καλό»,  «ὡραῖο»  κ.λπ.,  πήγαζαν  ἀπὸ  ἔννοιες 
ἀπόλυτες,  οἱ  ὁποῖες  νοοῦνταν  –κατὰ  κανόνα–  συμφυεῖς  μὲ  τὸν 
Θεό·  συνεπῶς,  ἡ  γνώση  ἡ  ἐπίγεια  (ἁπλῆ  ἀνάμνηση  γιὰ  ὁρι‐
σμένους) ἦταν τόσο καλλίτερη ὅσο πιὸ κοντὰ στὸν Θεὸ βρισκόταν 
–ἢ  ἐρχόταν–  ἡ  ψυχὴ  τοῦ  ἀνθρώπου.  Γιὰ  τοὺς  ἄλλους,  τοὺς 
«νομιναλιστές», ἀπόλυτες ἔννοιες δὲν ὑπῆρχαν· οἱ χαρακτηρισμοὶ 
τῶν  ἀνθρώπων,  κατὰ  συνέπεια,  ἀπέρρεαν  ἀπὸ  τὴν  ἐμπειρία  καὶ 
δὲν  ἦταν  δυνατὸν  οἱ  ἄνθρωποι  νὰ  ἱεραρχοῦνται  ὡς  «κακοί», 
«καλοὶ»  καὶ  «καλλίτεροι».1  Εὐχερῶς  ἀντιλαμβάνεται  κανεὶς  ὅτι  ἡ 
ἀρχὴ  τῆς  πλειοψηφίας  δὲν  συμβιβάζεται  μὲ  τὸν  «ρεαλισμὸ»  καὶ 
τὶς συγγενεῖς ἀντιλήψεις. Σύμφωνα μὲ αὐτόν, πράγματι, δίκιο δὲν 
ἔχουνε  οἱ  πολλοὶ  μὰ  οἱ  λίγοι  ποὺ  εἶναι  σὲ  θέση  νὰ  ξέρουνε,  νὰ 
γνωρίζουν – οἱ ἐπαΐοντες ὅπως ἔλεγε ὁ Σωκράτης, ὁ Πλάτων καὶ 
οἱ  ἐπίγονοί  τους  καὶ  ὅπως  ἁδρομερῶς  καταδεικνύεται  ἀπὸ  τὴν 
περὶ  ἱεραρχίας  ἀντίληψη  τῆς  Ἐκκλησίας  (ἰδίως  τῆς  Ρωμαιοκα‐
θολικῆς). 
  Ἡ  θρησκευτικὴ  Μεταρρύθμιση  ποὺ  ἄρχισε  ὁ  Μαρτῖνος 
Λούθηρος  καί,  δραστικῶς  ἐπεκτείνοντάς  την,  ὁλοκλήρωσε  ὁ 
Ἰωάννης  Καλβῖνος  δὲν  ἤτανε,  στὴν  οὐσία,  παρὰ  μιὰ  θεαματικὴ 
στροφὴ πρὸς μία ὑποκειμενικὴ ἀντίληψη τῆς  ἀλήθειας·  γιὰ  αὐτὸ 
καὶ  ὁ  Καλβινισμός,  σχεδὸν  στὸ  σύνολό  του,  κατέληξε  νὰ  εἶναι 
«Χριστιανισμὸς χωρὶς Χριστό». Ὁ Χριστός, πρῶτα ἀπὸ ὅλα, ἁπλῶς 
θεωρήθηκε  «ἕνας  ἄνθρωπος,  ἕνας  ναζαρηνὸς  προφήτης…»(sic).2 
Στὰ  πλαίσια  τῆς  Μεταρρύθμισης,  ἐπιπλέον,  καταργήθηκε  ἡ 
διάκριση  μεταξὺ  Κλήρου  καὶ  Λαοῦ,  ἐν  πολλοῖς  καταστράφηκε  ἡ 

1  Τὸ  θέμα  παρουσιάστηκε  διεξοδικῶς  ἀπὸ  τὸν  Pierre  Lasserre  στὸ  ἔργο  του  La 
jeunesse  d’Ernest  Renan.  Histoire  de  la  crise  religieuse  au  XIXe  siècle, Παρίσι:  Garnier, 
1925. 
2 Frédéric Hoffet, Politique romaine et démission des protestants (Παρίσι:Fischbacher, 

1962), σ. 90. 

162
ἐκκλησιαστικὴ ἱεραρχία καὶ δραστικῶς συρρικνώθηκε ἡ σημασία 
τῶν  Μυστηρίων,  ἐνῶ,  παράλληλα,  δόθηκε  ἔμφαση  στὸ  κήρυγμα, 
στὸ ὁποῖο κατὰ κανόνα ἐπιδίδεται κάποιος ποὺ θεωρεῖται κατάλ‐
ληλος  ἀπὸ  τὴν  «κοινότητα»  τῶν  πιστῶν,  δηλαδὴ  αἱρετὸς  (ὅπως 
καὶ  οἱ  ραββῖνοι  τῶν  Ἰουδαίων1).  Ἑν  ὀλίγοις  οὐσιαστικῶς  θεω‐
ρήθηκαν «ὅλοι ἄξιοι γιὰ ὅλα», μὲ ἀποτέλεσμα κυρίαρχη νὰ ἀνα‐
δυθεῖ  καὶ  πάλι  ἡ  ἀρχὴ  τῆς  πλειοψηφίας.  Εἰδικῶς  ὁ  Καλβῖνος 
μάλιστα  προχώρησε  περισσότερο:  Βάσει  τῆς  ἀρχῆς  τοῦ  προκα‐
θορισμοῦ ποὺ ἐμφαντικῶς ὑποστήριξε καὶ σύμφωνα μὲ τὴν ὁποία 
ὁ  Θεὸς  ἔχει  ἐκ  τῶν  προτέρων  ἐπιλέξει  ἐκείνους  ποὺ  τελικῶς  θὰ 
σωθοῦν, κατάφερε νὰ ἀπαλείψει ἀπὸ τὴν ἐπίγεια ζωὴ τὴν ἔννοια 
τοῦ  Ἀγώνα.  Ἐφ’ὅσον,  πράγματι,  ἔχουν  ἀνεξιχνιάστως  ὁριστεῖ 
ἐκεῖνοι ποὺ θὰ σωθοῦν, δὲν ἔχει σημασία ἡ προσπάθεια προσέγ‐
γισης τοῦ Θεοῦ πού, κατὰ βάση, χαρακτηρίζει τὴν Ὀρθοδοξία. Ὁ 
ἄνθρωπος  δὲν  μπορεῖ  νὰ  ἀσχοληθεῖ  μὲ  ὅ,τι  ἀφορᾶ  τὰ  πέρα  ἀπὸ 
τὸν  θάνατο,  γιατὶ  ὁ  Θεός,  λόγω  τοῦ  ἀπὸ  Αὐτὸν  προκαθορισμοῦ 
τῆς  σωτηρίας,  δὲν  τοῦ  «ἀναγνωρίζει»  αὐτὸ  τὸ  δικαίωμα.  Ἂς 
ἀσχολοῦνται λοιπὸν οἱ ἄνθρωποι μόνο μὲ τὰ ἐπίγεια, ἡ ἐπιτυχία 
ἢ  μὴ  στὰ  ὁποῖα  ἀποτελεῖ  πρόκριμα  ὅσων  θὰ  ἐπακολουθήσουν.2 
Πρακτικὸ  ἐπακόλουθο  ὅλων  αὐτῶν  ὑπῆρξε  ἡ  ἐξάλειψη  τῆς  ἠθι‐
κῆς.  Ἐφόσον,  πράγματι,  ἔχουνε  «προεπιλεγεῖ»  ὅσοι  τελικῶς  θὰ 
σωθοῦν,  οἱ  καλὲς  ἢ  κακὲς  πράξεις  δὲν  ἔχουνε  ἀπολύτως  καμιὰ 
σημασία.3 
  Ἤδη  ἐπισημάνθηκε  ὅτι  ἡ  διδασκαλία  τοῦ  Λούθηρου  ἐπέ‐
φερε ἀναζωπύρωση τοῦ ἐνδιαφέροντος γιὰ τὴν Παλαιὰ Διαθήκη· 
τὸ  ἐνδιαφέρον  αὐτὸ  ὑπῆρξε  γέφυρα  γιὰ  τὴν  προσέγγιση,  συνεν‐
νόηση  καὶ  ἐν  πολλοῖς  ταύτιση  πολλῶν  προτεσταντικῶν  ὁμολο‐

1  Ἐνδεικτικῶς:  Maurice‐Ruben  Hayoun,  La  science  du  judaïsme  (Παρίσι:Presses 


Universitaires de France, 1995), σσ. 48, 61, 71. 
2  Ἐκλαϊκευτικὴ  ἀλλὰ  τεκμηριωμένη  παρουσίαση  τῶν  ἀπόψεων  τόσο  τοῦ 

Λούθηρου ὅσο καὶ τοῦ Καλβίνου στὸ ἔργο τοῦ W. Durand, Παγκόσμιος Ἱστορία 
τοῦ Πολιτισμοῦ, τόμ. Ϛ΄. Μετάφραση Νικ. Κ. Παπαρρόδου (Ἀθήνα: Συρόπουλοι‐
Κουμουνδουρέας, 1959), σσ. 395‐569. 
3 Πρβλ. Π. Θ. Σωμμαρίπα, Ἱστορία τῆς Καθολικῆς Ἐκκλησίας, σσ. 159‐160. Αὐτὸ 

ἀποτελεῖ καὶ κλειδὶ γιὰ τὴν κατανόηση τοῦ σημερινοῦ μας κόσμου. 

163
γιῶν μὲ τὸν Ἰουδαϊσμό. Καὶ –ἐξυπακούεται– ἡ ταύτιση αὐτὴ ὀφεί‐
λεται  κυρίως  στὸν  Καλβῖνο.  Ἡ  θεωρία,  πράγματι,  αὐτοῦ  τοῦ 
τελευταίου σχετικῶς μὲ τὴν  ἄνωθεν  ἐπιλογὴ τῶν ἐκλεκτῶν κατὰ 
πολὺ  προσεγγίζει  τὴν  ἀντίληψη  ποὺ  ἔχουνε  οἱ  Ἰουδαῖοι  γιὰ  τὸν 
ἑαυτό  τους.  Ὁ  Θεὸς  ξεχώρισε  εἰδικὰ  αὐτοὺς  καὶ  τοὺς  ἔκανε 
«περιούσιο λαό». Γιατί; Κανεὶς δὲν ξέρει. Ἡ ἴδια ἀπάντηση μπορεῖ 
νὰ  δοθεῖ  καὶ  σὲ  ὅσους  προβληματίζονται  μὲ  τὴ  θεωρία  τοῦ  Καλ‐
βίνου:  Γιατί  ὁ  Θεὸς  προεπέλεξε  κάποιον,  ὁ  ὁποῖος  μάλιστα  εἶναι 
δυνατὸν οὔτε καλὰ ἔργα νὰ ἔχει κάνει οὔτε νὰ εἶναι μεγαλόψυχος 
ἢ  εὐφυὴς  καὶ  ὄχι  κάποιον  ἄλλο,  καλλίτερο;  Καὶ  πάλι  κανεὶς  δὲν 
ξέρει.  Βάσει  αὐτῆς  τῆς  ἀκατανόητης  ἀντίληψης  πάντως,  ὁ  Καλ‐
βῖνος ἄρχισε νὰ σχηματίζει δίπλα στὸν περιούσιο λαὸ τοῦ Ἰσραὴλ 
–ἐάν,  βέβαια,  ὑποτεθεῖ  ὅτι  ὑπάρχει  τέτοιος  λαός,  φυλετικῶς 
καθαρὸς–  ἄλλον,  νοητὸ  καὶ  ἐν  πολλοῖς  ἀκαθόριστο,  ὁ  ὁποῖος 
κατέληξε νὰ ταυτίζεται μὲ τοὺς ὀπαδοὺς τῶν ἀπόψεών του.  
  Τώρα  λοιπὸν  μπορεῖ  νὰ  γίνει  ἀντιληπτὸ  γιατί  στὴ  Βρε‐
ταννία  καὶ  ἰδίως  τὶς  Η.Π.Α.,  ὅπου  καλβινιστικὲς  θεωρίες  βαθύ‐
τατα  ἐπηρέασαν  τοὺς  ἰθύνοντες,  οἱ  Ἰουδαῖοι  ἐγκλιματίστηκαν 
πλήρως  καὶ  τελικῶς  κυριάρχησαν·  μπορεῖ  ἐπὶ  πλέον  νὰ  γίνει 
ἀντιληπτὴ  σὲ  ὅλη  της  τὴν  ἔκταση  ἡ  ἐχθρότητα  τῆς  Ἀτλαντικῆς 
κοινότητας κατὰ τῆς Ἀνατολῆς  καὶ  ἰδίως  –σὲ πρώτη φάση– κατὰ 
τῆς  Ρωσίας,  ἡ  ὁποία  ἤτανε  ὄχι  ἁπλῶς  χώρα  ὀρθόδοξη  ἀλλὰ  καὶ 
Κράτος  δομημένο  σύμφωνα  μὲ  τὶς  ἀρχὲς  καὶ  ἀντιλήψεις  τῆς 
Χριστιανικῆς  Ὀρθοδοξίας.  Ὅλα  αὐτὰ  ἄρχισαν  νὰ  ἔρχονται  στὸ 
φῶς  μὲ  τὸ  ἐπεισόδιο  τῶν  «Goeben»  καὶ  «Breslau»  καί,  στὴ 
συνέχεια,  μὲ  τὸ  ζήτημα  τῆς  Βουλγαρίας.  Γιὰ  νὰ  τὸ  κατανοήσει 
ὅμως  αὐτὸ  κανείς,  χρειάζεται  ἀκόμη  μία  ἀναδρομὴ  –  στὶς  βαλ‐
κανικὲς ρίζες τοῦ Προτεσταντισμοῦ αὐτὴν τὴ φορά. 
 
Ϛ΄ 
 
Ἡ βουλγαρικὴ στάση κατὰ τὸν Α΄ Παγκόσμιο πόλεμο καθὼς καὶ 
ἡ  ἀλληλουχία  τῶν  γεγονότων  ποὺ  καθόρισαν  τὴ  στάση  αὐτὴ 
φέρνει,  συνήθως,  σὲ  ἀμηχανία  τοὺς  Ἕλληνες  ἱστορικούς. 
Συνήθως  γίνεται  λόγος  γιὰ  «καιροσκοπισμὸ»  τῆς  Σόφιας  καὶ  ἡ 

164
ἔρευνα  σταματάει  ἐκεῖ.1  Καμία  οὐσιαστικὴ  προσπάθεια  δὲν 
καταβάλλεται, ὥστε νὰ λυθεῖ τὸ μέγα πρόβλημα – πῶς δηλαδὴ ὁ 
καιροσκοπισμὸς αὐτὸς ὑπῆρξε ἐπιτυχής. Ἤτανε οἱ ὑπηρεσίες τῶν 
Δυνάμεων  τῆς  Ἐγκάρδιας  Συνεννόησης  τόσο  ἀνίκανες,  ὥστε  νὰ 
μὴ  κατανοήσουν  τὸ  «παιγνίδι»  τῆς  Βουλγαρίας;  Πῶς  μπορεῖ  νὰ 
ἑρμηνευθεῖ ἡ ἀπόρριψη τῆς σερβικῆς πρότασης γιὰ αἰφνιδιαστικὴ 
ἐπίθεση  κατὰ  τῆς  Βουλγαρίας,  προτοῦ  αὐτὴ  νὰ  προλάβει  νὰ 
ὁλοκληρώσει  τὴν  ἐπιστράτευσή  της  καὶ  ἀποτελεσματικῶς  νὰ 
συνδράμει  τοὺς  Αὐστροούγγρους  καὶ  Γερμανούς  στὴν  τρίτη  ἐπί‐
θεσή  τους  κατὰ  τῆς  Σερβίας;2  Παρὰ  τὸν  βουλγαρικὸ  καιρο‐
σκοπισμό, πράγματι, ἡ προτίμηση τῶν ἰθυνόντων τῆς Βουλγαρίας 
γιὰ τὶς Κεντρικὲς Αὐτοκρατορίες ἤτανε κοινὸ μυστικὸ ἤδη ἀπὸ τὸ 
καλοκαίρι τοῦ 1915.3 Εἶναι δυνατὸν ἡ Συνεννόηση νὰ ἀφέθηκε νὰ 
ἐξαπατηθεῖ μὲ αὐτὸν τὸν τρόπο; 
  Ὁπωσδήποτε,  ὅταν  ἄρχισε  ἡ  παγκόσμια  σύρραξη,  στὴ 
Βρεταννία καὶ τὶς Η.Π.Α. ἐπικρατοῦσε πνεῦμα ἀντιπάθειας πρὸς 
τὴ Ρωσικὴ Μοναρχία καί, κατὰ βάση, στὴν Ἀμερική, συμπάθειας 
πρὸς  τὴ  Βουλγαρία4.  Βασικὴ  αἰτία  τῆς  –λανθάνουσας  ἔστω– 
ἀντιπάθειας  πρὸς  τὸν  Οἶκο  τῶν  Ρομανὼφ  ἦταν  ἡ  θέση  τῶν  Ἰου‐
δαίων  στὴ  Ρωσικὴ  Αὐτοκρατορία·5  ὅσον  ἀφορᾶ  τὴ  συμπάθεια 
πρὸς τὴ Σόφια, ὅμως, σαφεῖς ἐξηγήσεις δὲν δίνονται.6 Εἶναι σαφὲς 

1  Βλ.  χαρακτηριστικῶς  Σπ.  Β.  Μαρκεζίνη,  Πολιτικὴ  Ἱστορία  τῆς  Νεωτέρας 


Ἑλλάδος, 1828‐1964, τόμ. Δ΄ (Ἀθήνα: Πάπυρος, 1968), σσ. 39‐40. 
2  Σπυρίδωνος  Ἀ.  Σκόντρα,  Εἰκονογραφημένη  Ἱστορία  τοῦ  Πρώτου  Παγκοσμίου 

Πολέμου, 1914‐1918, τόμ. Β΄ (Ἀθήνα: Κέκροψ, 1969), σ. 313. 
3 Διπλωματικὰ ἔγγραφα, 1913‐1917 (Ἀθήνα: Ἐθνικὸ Τυπογραφεῖο, 19202), ἀρ. 39: 

Δ.  Γούναρης,  πρωθυπουργὸς  καὶ  ὑπουργὸς  Ἐξωτερικῶν,  πρὸς  τὶς  ἑλληνικὲς 


πρεσβεῖες  στὸ  Παρίσι,  Λονδῖνο,  Ρώμη,  Πετρούπολη,  Νύσσα,  Βερολῖνο,  Βιέννη 
καὶ Σόφια (τηλεγραφικὴ ἐγκύκλιος, Ἀθήνα, 20 Ἰουλίου 1915), σ. 89. 
4  Βλ.  J.  W.  Headlam,  The  History  of  Twelve  Days,  July  12th  to  August  4th,  1914 

(Λονδῖνο: Adelphi Terrace, 19152), σ. 300· Laurence Evans, United States Policy and 
the Partition of Turkey, 1914‐ 1924 (Βαλτιμόρη: The John Hopkins Press, 1965), σσ. 
39‐40·  André  Maurois,  Παράλληλη  Ἱστορία.  Ἱστορία  τῶν  Ἡνωμένων  Πολιτειῶν, 
1917‐1961. Μετάφραση Κώστα Κουλουφάκου, τόμ. Α΄ (Ἀθήνα: Φυτράκης, 1962), 
σ. 87. 
5 J. W. Headlam, The History of Twelve Days …, σ. 300. 

6 Πρβλ. L. Evans, United States Policy…, σ. 39. 

165
πάντως  ὅτι  μέρος  τοὐλάχιστον  τῶν  ἰθυνόντων  τῆς  Ἐγκάρδιας 
Συνεννόησης δὲν θὰ ἔβλεπε ἄσχημα τὴν ὑλοποίηση παλιοῦ σχε‐
δίου  συνομοσπονδιοποίησης  τῶν  χριστιανικῶν  Κρατῶν  τῆς  Χερ‐
σονήσου τοῦ Αἵμου1 – ἰδέα ἡ πατρότητα τῆς ὁποίας ὀφείλεται, ὡς 
γνωστόν, στὸν Τρότσκυ.2 Σαφὲς παραμένει ὅμως ὅτι, ἐξαιτίας τῆς 
πρὸς  τὴ  Βουλγαρία  γενικευμένης  συμπάθειας  βασικῶν  χωρῶν 
τῆς  Ἀτλαντικῆς  κοινότητας,  σὲ  περίπτωση  ὑλοποίησης  τοῦ 
σχεδίου  αὐτοῦ,  ἡ  Βουλγαρία  θὰ  ἀναδεικνυόταν  ἐπικεφαλῆς  τῶν 
Βαλκανικῶν  Κρατῶν.3  Ἔτσι,  τὸ  ἐρώτημα  ἐπανέρχεται  δριμύτερο: 
Γιατί τόση συμπάθεια πρὸς τὴ Βουλγαρία; 
  Γιὰ  νὰ  δοθεῖ  ἀπάντηση,  ἐπιβάλλεται  ἱστορικὴ  ἀναδρομή. 
Πράγματι,  ἡ  σχέση  ἐγκαρδιότητας  μεταξὺ  τῆς  γειτονικῆς  μας 
χώρας  καὶ  τῶν  ἀγγλοσαξωνικῶν  ἰδίως  Δυνάμεων  δὲν  μπορεῖ  νὰ 
γίνει  κατανοητή,  ἐὰν  δὲν  ληφθεῖ  ὑπόψη  ὁ  παράγοντας  τῆς  θρη‐
σκείας – καὶ συγκεκριμένα τὸ ζήτημα τῶν γνωστικῶν δοξασιῶν. 
  Τί  εἶναι  αὐτὲς  οἱ  δοξασίες;  Ἐπειδὴ  τοπικῶς  καὶ  χρονικῶς 
ἁπλώθηκαν  πάρα  πολύ,  εἶναι  δύσκολο  νὰ  ὑπάρξει  ἀπάντηση 
ὁλοκληρωμένη  καὶ  πλήρως  τεκμηριωμένη.  Μπορεῖ  ὅμως  νὰ  πα‐
ρουσιαστεῖ  τὸ  ὑπόβαθρο  αὐτῶν  τῶν  ἀντιλήψεων  πού,  ἀκριβῶς 
σὰν τὸν ὄφιν τῶν λαϊκῶν μας παραδόσεων, ἐμφανίζονται σχεδὸν 
ἀμέσως  μετὰ  τὴ  Σταύρωση  τοῦ  Χριστοῦ  καὶ  βεβαίως  καὶ  πάλι 
ἀναδύονται ἀκριβῶς στὴν ἐποχή μας. 
  Τοὺς  Γνωστικοὺς  κατ’ἀρχὴν  προβλημάτισε  τὸ  ζήτημα  τοῦ 
κόσμου:  Γιατί  σὲ  αὐτὸν  καί,  συνακολούθως,  στὸν  ἀνθρώπινο  βίο 
ἐπικρατεῖ  τὸ  κακό;  Στὸ  ἐρώτημα  αὐτὸ  βέβαια  ἡ  ἀπάντηση  τῆς 
Ρωμαιοκαθολικῆς  καὶ  τῆς  Ὀρθόδοξης  Ἐκκλησίας  εἶναι  σαφής:  Ὁ 
ἄνθρωπος  ἐξέπεσε,  ἀπομακρύνθηκε  ἀπὸ  τὸν  Θεὸ  καὶ  σὲ  αὐτὴν 

1 W. S. Churchill, The World Crisis…, τόμ. ΙΙ (Λονδῖνο: Odhams Press, χ.ἔ.), σ. 441.  
2 Νέα Κοινωνιολογία (Ἀθήνα), τεῦχος 21 (Ἄνοιξη 1996), σ. 16.  
3 W. S. Churchill, The World Crisis…, τόμ. ΙΙ, σ. 440·  πρβλ. τόμ. ΙV (Odhams Press, 

χ.ἔ.), σσ. 1297, 1367. Παραδόξως, τὴν ἰδέα τῆς Βαλκανικῆς Συνομοσπονδίας μὲ 
τὴ Βουλγαρία ἐπικεφαλῆς εἶχε ὑποστηρίξει καὶ ὁ αὐτοκράτορας τῆς Γερμανίας 
Γουλιέλμος  Β΄  παρὰ  τὴν  πασίγνωστη  ἀντιπάθειά  του  πρὸς  τὸν  βασιλιὰ  τῶν 
Βουλγάρων  Φερδινάνδο.  (Βλ.  Hans  Roger  Madol,  Ferdinand  de  Bulgarie  [Παρίσι: 
Plon, 1933], σσ. 183‐184.) 

166
τὴν  πρὸς  τὰ  κάτω  πορεία  του  συμπαρασύρει  τὴ  φύση.1  Ἤ, 
σύμφωνα μὲ τὴ διατύπωση Δομινικανοῦ μοναχοῦ: «Τὸ δρᾶμα τοῦ 
ἀνθρώπου  εἶναι  [ἀκριβῶς]  ἡ  ἐλευθερία  του».2  Γιὰ  τοὺς  Γνω‐
στικούς,  βέβαια,  τὸ  πρᾶγμα  δὲν  ἔχει  ἔτσι.  Κατὰ  τὴ  δική  τους 
ἄποψη  δὲν  φταίει  ὁ  ἄνθρωπος  γιὰ  τὴν  κατάσταση  τοῦ  κόσμου 
μας,  γιατὶ  ὁ  κόσμος,  ἔτσι  ὅπως  εἶναι,  δὲν  ἀποτελεῖ  ἔργο  Θεοῦ 
ἀγαθοῦ μὰ θεοῦ–δήμιου.3 
  Τὸ  δεύτερο  σημεῖο  τοῦ  θεωρητικοῦ  πλέγματος  τῶν  Γνω‐
στικῶν ἐπίσης παρουσιάζει ἐνδιαφέρον. Εἶναι, πράγματι, γνωστὸ 
ὅτι  μετὰ  τὸν  λιθοβολισμὸ  καὶ  τὸν  μαρτυρικὸ  θάνατο  τοῦ  Στε‐
φάνου ἀπὸ τοὺς Ἰουδαίους τῶν Ἱεροσολύμων, δύο Ἀπόστολοι τοῦ 
Χριστοῦ,  ὁ  Πέτρος  καὶ  ὁ  Ἰωάννης,  πήγανε  στὴ  Σαμάρεια  καὶ 
βρῆκαν  ἐκεῖ  τὸν  διαβόητο  Σίμωνα  τὸν  Μάγο,  ὁ  ὁποῖος  εἶχε  ἤδη 
δεχτεῖ τὸ βάπτισμα. Βλέποντας ὁ ἐν λόγῳ μάγος τί κατόρθωναν οἱ 
Ἀπόστολοι  μὲ  τὴ  χάρη  τοῦ  Ἁγίου  Πνεύματος,  προσέφερε  χρή‐
ματα,  ὥστε  ἡ  χάρη  νὰ  δοθεῖ  καὶ  σὲ  αὐτόν·  καὶ  ὁ Πέτρος  τοῦ  εἶπε 
τότε  τὸ  περίφημο:  «Ἡ  δωρεὰ  τοῦ  Θεοῦ  δὲν  ἀγοράζεται».4  Στὴ 
συνέχεια ὁ μάγος εἶχε τέλος θεαματικό: Εἴτε πῆγε νὰ πετάξει καὶ 
ἁπλῶς  ἔπεσε  καὶ  τσακίστηκε  ἢ  θέλησε  νὰ  πεθάνει  καὶ  νὰ  ἀνα‐
στηθεῖ  –  μὲ  ἀποτέλεσμα  νὰ  ἐπιτύχει  τὸ  πρῶτο  ἀλλὰ  οἰκτρῶς  νὰ 
ἀποτύχει στὸ δεύτερο.5  Παρὰ τὸν  –εὐχερῶς προβλέψιμο– θάνατό 
του  ὅμως ἡ  ἔννοια τοῦ  χρήματος  πῆρε  καθοριστικὴ  σημασία  στὴ 
σκέψη τῶν Γνωστικῶν.  
  Τὸ  τρίτο  σημεῖο  τῶν  συλλογισμῶν  τους  εἶναι  ἀκόμη  ση‐
μαντικότερο:  Ξεκινώντας  ἀπὸ  τὴ  γνωστὴ  ἱστορία  τοῦ  Ἀδὰμ  καὶ 

1 Βλ. ἐνδεικτικῶς Ἠλία Οἰκονόμου, «Ἡ θεία βούληση καὶ ἡ κτίση», Δίπτυχα τῆς 
Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος, 1992 (Ἀθήνα: Ἀποστολικὴ Διακονία τῆς Ἐκκλησίας τῆς 
Ἑλλάδος), σσ. ζ΄‐ν΄. 
2  Il  dramma  dell’uomo  è  la  sua  libertà.  (Ρήση  τοῦ  δομινικανοῦ  μοναχοῦ  καὶ  κα‐

θηγητῆ Φιλοσοφίας στὴν Ἰταλικὴ Σχολὴ Ἀθηνῶν Angelo Vitone.) 
3  Jacques  Lacarrière,  Οἱ  Γνωστικοί.  Μετάφραση  Μιχάλη  Κουτούζη  (Ἀθήνα: 

Ἐκδόσεις Χατζηνικολῆ, 1975), σ. 23. 
4  Πράξεις  τῶν  Ἀποστόλων,  η΄,  9‐25.  Κατὰ  λέξη  τοῦ  εἶπε  ὁ  Πέτρος:  τὸ  ἀργύριόν 

σου  σὺν  σοὶ  εἴη  εἰς  ἀπώλειαν,  ὅτι  τὴν  δωρεὰν  τοῦ  Θεοῦ  ἐνόμισας  διὰ  χρημάτων 
κτᾶσθαι (η΄, 20). 
5 J. Lacarrière, Οἱ Γνωστικοί, σ. 41. 

167
τῆς Εὔας στὴν Παλαιὰ Διαθήκη,1 τόσο ὁ Σίμων ὁ μάγος ὅσο καὶ οἱ 
ἐπίγονοί  του  ἔφτασαν  στὸ  σημεῖο  νὰ  κατακρίνουν  τὸν  Θεό,  ποὺ 
δὲν  ἄφησε τοὺς πρωτόπλαστους νὰ φᾶνε τὸν καρπὸ τοῦ  δένδρου 
τῆς γνώσεως καὶ νὰ ἐπικροτοῦν τὴ στάση τοῦ διαβόλου,2 πού, ὡς 
γνωστόν,  καλεῖται  καὶ  ἑωσφόρος:3  Ἡ  γνώση  γίνεται  ἀντικείμενο 
λατρείας,  ὑποσκελίζει  τὴν  Πίστη  καὶ  –τὸ  σπουδαιότερο–  ὁ  ἄν‐
θρωπος  θεωρεῖται  ἐκ  τῶν  προτέρων  ἄξιος  νὰ  τὴν  κατακτήσει. 
Ὅπως εὐχερῶς ἀντιλαμβάνεται κανείς, ἡ ἀφετηρία τῆς ὅλης περὶ 
«ὀρθολογισμοῦ»  δημοκρατικῆς  θεωρίας  καὶ  τῶν  πολιτικῶν  συνε‐
πειῶν τῆς ἑκάστοτε κατίσχυσής της ἐδῶ ἀκριβῶς ἐντοπίζεται.  
  Στὴν οὐσία, λοιπόν, οἱ Γνωστικοὶ δὲν ἤτανε αἱρετικὸ παρα‐
κλάδι  τοῦ  Χριστιανισμοῦ,  ὅπως  κατὰ  καιροὺς  παρουσιάστηκαν, 
ἀλλά,  ἀντίθετα,  χαλαρὸ  ἔστω  σύστημα  θρησκευτικῶν  δοξασιῶν 
μέσω  τῶν  ὁποίων  ἐπιχειρήθηκε  ὄχι  ἁπλῶς  ἀπάντηση  στὸν  Χρι‐
στιανισμὸ  ἀλλὰ  ἡ  ἀναίρεση  αὐτοῦ  τοῦ  τελευταίου  Ὅ,τι  πρέ‐
σβευαν,  πράγματι,  οἱ  Γνωστικοὶ  ἤτανε  στὸν  ἀντίποδα  ἐκείνων 
ποὺ  πίστευαν  οἱ  Χριστιανοί.  Καθοριστικές,  ἄλλωστε,  ὑπῆρξαν  οἱ 
ἐπιδράσεις  ποὺ  ἀσκήθηκαν  στὸ  ὅλο  σύστημα  τόσο  ἀπὸ  ρεύματα 
ἰουδαϊκά, τοὺς Ἐσσαίους π.χ., ὅσο καὶ –κάτι ποὺ πρέπει ἰδιαιτέρως 
νὰ τονιστεῖ– τὸν Βουδισμό.4 
  Ὁπωσδήποτε,  ἡ  βουδιστικὴ  ἐπίδραση  στὶς  θεωρίες  τῶν 
Γνωστικῶν5 εἶναι εὐχερῶς κατανοητή, ἐπειδὴ ὁ Βουδισμὸς οὐσια‐
στικῶς δὲν εἶναι παρὰ ἀναγωγὴ τῆς ἀπαισιόδοξης θεώρησης τοῦ 
κόσμου  σὲ  ἐπίπεδο  θρησκείας.  Σὲ  ἀντίθεση  μὲ  τὸν  Χριστιανισμὸ 

1 Γένεσις, γ΄. 
2 J. Lacarrière, Οἱ Γνωστικοί, σσ. 14‐15. 
3  Πρβλ.  Ἄγγελου  Βλάχου,  Οἱ  τελευταῖοι  Γαληνότατοι  (Ἀθήνα:  Ι.  Δ.  Κολλάρος, 

1961), σ. 246 κ.ἑξ. 
4 Ἡ ἐπίδραση τοῦ Βουδισμοῦ στὶς θεωρίες τῶν Γνωστικῶν ἐξηγεῖται καὶ ἀπὸ τὸ 

γεγονὸς  ὅτι  ἡ  πρώτη  μεγάλη  «ἄνθηση»  αὐτῶν  τῶν  τελευταίων  πραγματο‐


ποιήθηκε στὴν Ἀλεξάνδρεια, πόλη ὅπου κατὰ τὴ ρωμαϊκὴ περίοδο, ὁ Βουδισμὸς 
ἦταν γνωστός. (Βλ. Ernest Renan, L’église chrétienne [Παρίσι: Calmann Lévy, 1879], 
σ. 149.) 
5  Βλ.  κυρίως  τὸ  μικρὸ  μὰ  πολὺ  σημαντικὸ  βιβλίο  τοῦ  Emilio  Arrigoni,  Ma‐

nicheismo,  Mazdakismo  e  sconfessione  dell’eresiarca  Romano‐persiano  Bundos,  Μιλᾶνο: 


Sebastiani, 1982. 

168
καί,  φυσικά,  τὸ  Ἰσλάμ,  θρησκεῖες  γιὰ  τὶς  ὁποῖες  ὁ  θάνατος  δὲν 
εἶναι  παρὰ  ἀρχὴ  ζωῆς  αἰώνιας,1  ὁ  Βουδισμὸς  προτείνει  τὴ  βίωση 
τῆς  αὐτοκτονίας,2  τὴν  ὁριστικὴ  ἐκμηδένιση  κάθε  ἐπιθυμίας  γιὰ 
ζωὴ  ὡς  μοναδικὸ  τρόπο  ἀποφυγῆς  τῶν  ἔμφυτων  στὸν  βίο  τοῦ 
ἀνθρώπου δεινῶν.3  
  Κατὰ τὸν Γ’ μ.Χ. αἰώνα, ἐμφανίστηκε ἄλλωστε τὸ πρόσωπο 
πού,  μετὰ  τὸν  Σίμωνα  τὸν  Μάγο,  ἔπαιξε  καθοριστικὸ  ρόλο  στὴν 
ἀποκρυστάλλωση  τῶν  θεωριῶν  ποὺ  προέβαλλαν  οἱ  Γνωστικοί. 
Πρόκειται γιὰ τὸν Παῦλο Σαμοσατέα, ἐπίσκοπο Ἀντιοχείας κατὰ 
τὰ  ἔτη  261‐267,  ὁ  ὁποῖος  ἐπιδεικτικῶς  ἔζησε  πλούσια  καί,  μεταξὺ 
ἄλλων,  ἐμφαντικῶς  ἀπέρριπτε  τὴν  πίστη  στὴ  Θεία  Φύση  τοῦ 
Χριστοῦ.4  Ἡ  περίπτωσή  του  ἔχει  σημασία,  διότι,  στὴ  συνέχεια, 
ἐμφανίστηκαν στὴ Μικρὰ Ἀσία ἔνοπλοι ὀπαδοὶ τῶν ἀπόψεών του 
ποὺ  τελικῶς  ἐξελίχθηκαν  σὲ  δεινοὺς  πολέμιους  τῆς  Ἑλληνικῆς 
Αὐτοκρατορίας τοῦ Μεσαίωνα. 
  Αὐτοὶ  ἦταν  οἱ  Παυλικιανοί.  Ἡ  ἀρχὴ  τῆς  δράσης  τους 
χρονικῶς τοποθετεῖται στὸν Ζ΄ αἰώνα καὶ τοπικῶς στὰ ἀνατολικὰ 

1  Εἶναι  χαρακτηριστικὴ  ἡ  εὐχὴ  πού,  ἀκόμη  καὶ  σήμερα,  δίνουνε  μοναχοὶ  καὶ 
μοναχές,  ὅταν  πληροφορηθοῦνε  ὅτι  κάποιος  γνωστός  τους  εἶναι  «στὰ  τελευ‐
ταῖα του»: Ἡ ὥρα ἡ καλή! 
2  Βίωση  αὐτοκτονίας  καὶ  ὄχι  διάπραξή  της  ‐  ἂν  καὶ  σὲ  πολλὲς  περιπτώσεις, 

ὅπως  κατὰ  τὸν  πόλεμο  τοῦ  Βιετνὰμ  π.χ.  οἱ  Βουδιστὲς  μοναχοὶ  ἐπιδίδονταν  σὲ 
πράξεις θεαματικοῦ αὐτοχειριασμοῦ. 
3  Πρβλ.  H.  S.  Chamberlain,  La  Genèse  du  XXème  siècle,  τόμ.  Ι,  σ.  270·    πρβλ.  S.  Rei‐

nach, Orpheus. Histoire générale des religions, σ. 83. Βεβαίως γίνεται ἐδῶ λόγος γιὰ 
τὸν  «ἀρχετυπικὸ»  Βουδισμό,  ἐκεῖνο  τοῦ  Μεγάλου,  τοῦ  Μικροῦ  καὶ  τοῦ  Διαμα‐
ντένιου  Ὀχήματος,  ποὺ  τελικῶς  ἐκφυλίστηκε  στὴν  Ἰνδία  καὶ  ἐξαφανίστηκε 
ἀπὸ ἐκεῖ∙ καὶ ὄχι, βέβαια, γιὰ τὸν Λαμαϊσμὸ τοῦ Θιβέτ, τελείως ἰδιαίτερη μορφὴ 
Βουδισμοῦ, ποὺ ‐λογικὰ‐ ἔχει θεωρηθεῖ σύντηξη αὐτοῦ τοῦ τελευταίου καὶ τοῦ 
Χριστιανισμοῦ.  Μπορεῖ,  τέλος,  νὰ  θεωρηθεῖ  χαρακτηριστικὸ  καὶ  τὸ  ὅτι  ὁ  Βου‐
δισμὸς καταλήγει καὶ σὲ μορφὴ ἀθεΐας. (Η. De. Glasenapp, Παγκόσμιος Ἱστορία 
τῶν  Θρησκειῶν.  Μετάφραση  Νικηφόρου  Βρεττάκου  [Ἀθήνα:  Περ.  Σύψας‐Χρ. 
Σιαμαντᾶς,  χ.ἔ.],  σσ.  601‐602.)  Εὔστοχος,  παρὰ  τὴν  ποιητικότητά  του,  παρα‐
μένει ὁ σχετικὸς ἀφορισμὸς τοῦ Λευκάδιου Χέρν: Κατὰ τὸν Βουδισμό, ἡ ζωὴ δὲν 
εἶναι παρὰ «ὄνειρο, αὐταπάτη, φαντασμαγορία». (Lafcadio Hearn, Kokoro, σ. 54.) 
4  Χρυσοστόμου  Ἀ.  Παπαδοπούλου,  Ἱστορία  τῆς  Ἐκκλησίας  Ἀντιοχείας  (Ἀλε‐

ξάνδρεια, 1951), σ. 79. 

169
διαμερίσματα  τῆς  Μικρᾶς  Ἀσίας.  Ὀνομάστηκαν  ἔτσι,  προφανῶς 
διότι  εἶχαν  ἐνστερνισθεῖ  τὶς  θεωρίες  τοῦ  ἀνωτέρω  ἐπισκόπου 
Ἀντιοχείας.1  Οἱ  αὐτοκράτορες  ἀρχικῶς  δὲν  εἴδανε  τὸν  κίνδυνο, 
τοὺς  ἀνέχθηκαν  καί,  ὅπως  φαίνεται,  κάποιοι  τοὺς  συμπάθησαν 
κιόλας.2 Ἔτσι, ἡ ἐναντίον τους ἀντίδραση ὑπῆρξε καθυστερημένη 
καὶ μᾶλλον σπασμωδική. Ἐξαγριωμένοι, πάντως, αὐτοὶ ἀπὸ τὰ  –
ὅποια–  ἐναντίον  τους  μέτρα,  συμμάχησαν  μὲ  τοὺς  Μουσουλ‐
μάνους  καὶ  μὲ  σκληρότητα  κυνήγησαν  πληθυσμοὺς  ποὺ  μένανε 
πιστοὶ  στὴ  Χριστιανικὴ  Ὀρθοδοξία.  Τὸν  Θ΄  αἰώνα,  μάλιστα, 
κατάφεραν  νὰ  μποῦν  καὶ  στὴν  Ἔφεσο,  ὅπου  κατέστρεψαν  τὴν 
ἐκκλησία  τοῦ  Ἁγίου  Ἰωάννη,  περίφημη  στὸ  σύνολο  τῆς  Χριστια‐
νοσύνης.3  Ἡ  πράξη  αὐτὴ  τῆς  βεβήλωσης  τῆς  ἐκκλησίας  τῆς 
ἀφιερωμένης  στὸν  συγγραφέα  τοῦ  Τέταρτου  Εὐαγγέλιου,4  πού, 
ὡς  γνωστόν,  παραμένει  τὸ  σφοδρότερο  –καὶ  περισσότερο  τεκ‐
μηριωμένο–  κατὰ  τῶν  Ἰουδαίων  κείμενο  ποὺ  γράφηκε  ποτέ, 
ἔπαιρνε  χαρακτήρα  αὐτόχρημα  ἐμβληματικό.  Αὐτὸ  ὅμως  ὑπῆρξε 
καὶ  τὸ  ἔσχατο  «ἐπίτευγμα»  τῶν  Παυλικιανῶν.  Τὸ  872,  πράγματι, 
αὐτοκρατορικὲς  δυνάμεις  κινήθηκαν  συστηματικῶς  ἐναντίον 
τους  καὶ  τοὺς  κατανίκησαν·  ὁ  ἀρχηγός  τους  σκοτώθηκε  καὶ  ἡ 

1 Βλ. S. Reinach, Orpheus. Histoire générale des religions, σ. 430. Σύμφωνα μὲ ἄλλη 
ἄποψη,  διότι  εἶχαν  περὶ  πολλοῦ  διδάγματα  τοῦ  Ἀποστόλου  Παύλου  καὶ  ἰδίως 
τὸ  περίφημο  χωρίο  (η΄  30)  τῆς  Πρὸς  Ῥωμαίους  ἐπιστολῆς  του,  τὸ  ὁποῖο  μπορεῖ 
νὰ θεωρηθεῖ καὶ ἀρχὴ τοῦ Καλβινισμοῦ. (Βλ. Διον. Ἀ. Ζακυθηνοῦ, Ἡ Βυζαντινὴ 
Αὐτοκρατορία, 324‐1071 [Ἀθήνα, 1969], σσ. 182‐183.) 
2  E.  Gibbon,  History  of  the  Decline  and  Fall  of  the  Roman  Empire,  σ.  968·  Georges 

Ostrogorsky,  Histoire  de  l’État  byzantin  (Παρίσι:  Payot,  1969),  σ.  250.  Πρβλ. 
Αἰκατερίνης Χριστοφιλοπούλου, Βυζαντινὴ Ἱστορία, Β1 (Ἀθήνα, 1981), σ. 114. 
3  E.  Gibbon,  History  of  the  Decline  and  Fall  of  the  Roman  Empire,  σ.  969·  Διον.  Ἀ. 

Ζακυθηνοῦ, Ἡ Βυζαντινὴ Αὐτοκρατορία..., σ. 204. 
4  Στὸ  σημεῖο  αὐτό,  ἀξίζει  κανεὶς  νὰ  ἀναφερθεῖ  στὴν  ἄποψη  τῆς  Ἐκκλησίας, 

σύμφωνα  μὲ  τὴν  ὁποία  ὁ  συγγραφέας  τοῦ  Τέταρτου  Εὐαγγέλιου  καὶ  τῆς 
Ἀποκάλυψης ἤτανε τὸ ἴδιο πρόσωπο. Αὐτό, φυσικά, εἶναι παράλογο, ἐφ’ὅσον ἡ 
Ἀποκάλυψις  εἶναι  στὴν  οὐσία  κείμενο  ἰουδαϊκὸ  ἤ,  ἔστω,  ἰουδαιοχριστιανικό, 
ἐνῶ  τὸ  Τέταρτο  Εὐαγγέλιο  σαφέστατα  ἐχθρικὸ  κατὰ  τῶν  Ἰουδαίων.  Σχετικά, 
πάντως,  μὲ  αὐτὸ  τὸ  κεφαλαιώδους  σημασίας  ζήτημα,  βλ.  Ernest  Renan, 
L’Antechrist (Παρίσι: Calmann Lévy, 18933), σ. ΧΧΙ κ.ἑξ. 

170
ἰσχύς  τους  ἐκμηδενίστηκε.1  Ἤδη  ὅμως  εἶχε  ἀρχίσει  ἡ  –ἀναγκα‐
στικὴ  ἢ  μὴ–  μετανάστευσή  τους  στὴ  Δύση·  τὸ  γεγονὸς  αὐτὸ 
ἔμελλε  νὰ  ἔχει  δραματικὲς  συνέπειες  στὴν  Ἱστορία  τῆς  Εὐρώπης 
καί, συνακολούθως, τῆς Ἀμερικῆς. 
  Πράγματι,  κατὰ  τὸν  Η΄  αἰώνα,  ὁ  Κωνσταντῖνος  Ε΄  Κο‐
πρώνυμος, μέγας εἰκονομάχος ὁ ὁποῖος τοὺς αἰσθανόταν «ἰδεολο‐
γικῶς  συγγενεῖς»,  ἔφερε  πολλοὺς  ἀπὸ  αὐτοὺς  στὴ  Θράκη.2  Ἡ 
«κίνηση»  ὁλοκληρώθηκε  χρόνια  ἀργότερα  ἀπὸ  τὸν  Ἰωάννη  Α΄ 
Τσιμισκῆ,  ποὺ  ἀπέρριψε  προτροπὲς  τοῦ  κλήρου  νὰ  ἐξοντώσει  τὰ 
κατάλοιπά τους καὶ προτίμησε νὰ ἐγκαταστήσει ἀριθμό τους στὶς 
ὑπώρειες  τοῦ  Αἵμου.3  Τὰ  δύο  αὐτὰ  διαδοχικὰ  –ἂν  καὶ  μὲ  χρονικὴ 
ἀπόσταση μεταξύ τους– κύματα δημιούργησαν τὸ «ἔδαφος» ὅπου 
ἀναπτύχθηκε τὸ κίνημα τῶν Βογομίλων. 
   Αὐτοὶ  ὑπῆρξαν  ρεῦμα  βουλγαρικό,  ἐξαιτίας  τοῦ  ὁποίου, 
ὅμως,  οἱ  δοξασίες  τῶν  Γνωστικῶν  πήρανε  πολιτικὴ  διάσταση.  Οἱ 
Βούλγαροι,  ὡς  γνωστόν,  ἦταν  λαὸς  ὄχι  σλαβικὸς  ἀλλὰ  τουρα‐
νικός· ἀπὸ τὸν Ζ΄ αἰώνα ὅμως ἔκαναν αἰσθητὴ τὴν παρουσία τους 
στὴ  Χερσόνησο  τοῦ  Αἵμου,  μερικῶς  κατέβαλαν  τὶς  αὐτοκρατο‐
ρικὲς  δυνάμεις  καὶ  –τὸ  σπουδαιότερο–  προέβαλαν  στοὺς  σλαβι‐
κοὺς  πληθυσμοὺς  τῶν  Βαλκανίων,  μὲ  τοὺς  ὁποίους  τελικῶς 
συγχωνεύθηκαν,  ὅραμα  μεγαλειῶδες,  τὴν  κατάλυση,  συγκεκρι‐
μένα, τῆς ἑλληνικῆς μοναρχίας.4 Γιὰ νὰ γίνει, βέβαια, αὐτό, χρειά‐
στηκε  νὰ  ἀποδεχτοῦν  τὸν  Χριστιανισμό,  στὸν  ὁποῖο  ὅμως  οἱ 
ἡγεμόνες  τους,  σὲ  προσπάθεια,  προφανῶς,  χαλάρωσης  τῶν 
πνευματικῶν  τους  δεσμῶν  μὲ  τὴν  Κωνσταντινούπολη,  θέλησαν 
νὰ προσδώσουν ἐθνικὸ χαρακτήρα.5 

1 Αἰκατερίνης Χριστοφιλοπούλου, Βυζαντινὴ Ἱστορία, Β2 (Ἀθήνα, 1988), σ. 29. 
2 E. Gibbon, History of the Decline and Fall of the Roman Empire, σσ. 969‐970. 
3 Αὐτόθι, σ. 970. 

4 Vera Mutafčieva καὶ Nikolai Todorov, Le passé de la Bulgarie (Σόφια: Sofia‐Presse, 

1969), σ. 28. 
5 Αὐτόθι, σσ. 24‐26. 

171
  Ὁ  Βογομιλισμός,  ἡ  ὀνομασία  τοῦ  ὁποίου  προῆλθε  ἀπὸ  κά‐
ποιον  Βογομίλ,1  ποὺ  προηγουμένως  ἤτανε  Ὀρθόδοξος  παπᾶς,2 
στρεφόταν  κατὰ  τοῦ  παραδοσιακοῦ  Κράτους  καὶ  τῆς  ἀπὸ  Ἕλ‐
ληνες διαμορφωμένης Ἐκκλησίας. Οἱ ὀπαδοί του πίστευαν ὅτι τὸν 
κόσμο  κυβερνάει  τὸ  κακό·  ἀπέρριπταν,  ἐπιπλέον,  τὴ  Θεία  Φύση 
τοῦ  Χριστοῦ,  τὸ  δόγμα  τῆς  Ἁγίας  Τριάδας,  τὸν  Σταυρὸ  ὡς  σύμ‐
βολο,  φυσικὰ  τὶς  εἰκόνες  καὶ  δὲν  ἤθελαν  οὔτε  τὸ  βάπτισμα  οὔτε 
τὴν  Ἁγία  Μετάληψη  οὔτε  τὸν  θρησκευτικὸ  γάμο.3  Εἶναι  βέβαιο 
πιὰ  ὅτι, ἴσαμε ἕνα ὁρισμένο βαθμὸ τοὐλάχιστον, ὁ Βογομιλισμὸς 
ὑπῆρξε  ἡ  ἰδεολογικὴ  καὶ  θρησκευτικὴ  βάση  τοῦ  Κράτους  τοῦ 
Σαμουήλ,  τὸ  ὁποῖο,  κατὰ  τὴν  ἐποχὴ  τοῦ  Βασιλείου  Β΄,  ἦλθε  σὲ 
σφοδρὴ σύγκρουση μὲ τὴν Ἑλληνικὴ Αὐτοκρατορία.4 Πρίν, ὅμως, 
ἀπὸ τὴν ὁριστικὴ κατίσχυση τῶν Ἑλλήνων, οἱ Βογόμιλοι ἄρχισαν 
νὰ  διεισδύουν  ἀκόμη  δυτικότερα,  στὴ  βόρεια  Ἰταλία  συγκεκρι‐
μένα, τὴ νότια Γαλλία ἀλλὰ καὶ τὴν κεντρικὴ Εὐρώπη. 
  Πῶς  ἔγινε  αὐτό;  Ὀπαδοὶ  τῶν  δοξασιῶν  αὐτῶν,  κατ’ἀρχήν, 
πέρασαν,  σὰν  ὑπήκοοι  τοῦ  αὐτοκράτορα,  στὴ  Βενετία,  ποὺ  τότε 
ὑπαγόταν  ἀκόμα  στὴν  κυριαρχία  τοῦ  πιστοῦ  ἐν  Χριστῷ  τῷ  Θεῷ 
βασιλέως…  Ῥωμαίων,5  καί,  στὴ  συνέχεια,  διέδωσαν  τὶς  ἰδέες  τους 
γενικῶς  στὴ  βόρεια  Ἰταλία·  προσκυνητές,  ἀφ’ἑτέρου,  ποὺ  ἐπέ‐
στρεφαν ἀπὸ τὴν Κωνσταντινούπολη, φέρανε, μέσω τοῦ Δούναβι, 
τὸν  Βογομιλισμὸ  στὴν  Οὑγγαρία  καὶ  τὴ  Γερμανία.6  Τὸ  ὅτι  κοντὰ 
στὶς ἀκτὲς τῆς Ἀδριατικῆς, συγκεκριμένα στὶς μετέπειτα γνωστὲς 
ὡς  Βοσνία  καὶ  Ἐρζεγοβίνη  χῶρες,  κάποια  στιγμὴ  ἀρχίσανε  νὰ 

1  Κατὰ  τὴν  ἀληθοφανέστερη  ἐκδοχὴ  τοὐλάχιστον.  Βλ.  Αἰκατερίνης  Χριστοφι‐


λοπούλου, Βυζαντινὴ Ἱστορία, Β2, σ. 96. 
2  John  V.  A.  Fine,  “Bogomilism”,  Dictionary  of  Middle  Ages,  τόμ.  2  (Νέα  Ὑόρκη, 

Charles Scribner’s Sons, 1983), σ. 294. 
3 Αὐτόθι. 

4  Ν.  Μοσχόπουλου,  «Βουλγαρία»,  Μεγάλη  Ἑλληνικὴ  Ἐγκυκλοπαιδεία,  τόμ.  Ζ΄ 

(Ἀθήνα: Πυρσός, 1929), σ. 639. Μιὰ διαφορετικὴ ἄποψη: J. V. Fine, “Bogomilism”, 
σ. 295. 
5 Δ. Ἀ. Ζακυθηνοῦ, Ἡ Βυζαντινὴ Αὐτοκρατορία…, σσ. 338‐339. 

6 Ε. Gibbon, History of the Decline and Fall of the Roman Empire, σσ. 970‐971· πρβλ. G. 

Ostrogorsky, Histoire de l’État byzantin, σ. 296. 

172
σχηματίζονται  κοινότητες  Βογομίλων  εἶναι  πιὰ  γνωστὸ  σήμερα.1 
Ὅταν  ἔφτασαν  ἐκεῖ  οἱ  Ὀθωμανοί,  οἱ  ἐν  λόγῳ  Βογόμιλοι  ἀσπά‐
στηκαν τὸ Ἰσλάμ.2 Τὴν αἴσθηση ἄλλωστε τὴν ὁποία προκάλεσε ἡ 
διείσδυσή τους τελικῶς καὶ στὴ Γαλλία δείχνει ἡ λέξη bougre, ποὺ 
χρησιμοποιεῖται  ἀκόμη  καὶ  σήμερα  καὶ  σημαίνει  τὸν  –κάπως 
ἀστεῖο–  «λεβέντη»,  γενικῶς  τὸ  μεγαλόσωμο  «παλληκάρι».  Τὸ 
ἔτυμον, πάντως, τοῦ ὅρου εἶναι τὸ λατινικὸ Bulgarus (= Βούλγαρος) 
καὶ  ἀρχικῶς  δήλωνε  τὸν  «ἁμαρτωλό»,  ποὺ  ἐπιδίδεται  σὲ  πράξεις 
παρὰ φύσιν, μὲ ἀποτέλεσμα νὰ προκαλεῖ ἀντιπάθεια καί, κάποτε, 
μῖσος.3  Εἶναι  σαφὲς  ὅτι,  στὴ  λαϊκὴ  ἀντίληψη,  οἱ  ὀπαδοὶ  τοῦ 
Βογομιλισμοῦ, ἀνεξάρτητα ἀπὸ τὸν τόπο καταγωγῆς τους, εἴχανε 
ταυτιστεῖ μὲ τοὺς Βουλγάρους. Τὸ μέγα ἐρώτημα ὅμως εἶναι γιατί 
οἱ δοξασίες τους δὲν μπόρεσαν νὰ ριζώσουν στὴν Εὐρώπη καὶ νὰ 
ἀνταγωνιστοῦν ἀποτελεσματικῶς τὸν Χριστιανισμό. 
  Ὁ  προβληματισμός,  βέβαια,  σχετικῶς  μὲ  τὸν  βαθύτερο 
χαρακτήρα  τοῦ  «Γνωστικισμοῦ»  ἔφτασε  μέχρι  καὶ  τὸν  Κ΄  αἰώνα· 
ἴχνη  του  διαπιστώνονται  ἀκόμη  καὶ  στοὺς  θεωρητικοὺς  τοῦ 
Ἐθνικοσοσιαλισμοῦ,  Houston  Stewart  Chamberlain  καὶ  Alfred 
Rosenberg.4  Ὅπως  καὶ  νὰ  εἶναι  ὅμως,  σαφὲς  παραμένει  ὅτι  οἱ 
Γνωστικοὶ  ξεκίνησαν  ἀπὸ  τὰ  ἀστικὰ  κέντρα  καὶ  ἐπιχείρησαν  νὰ 
ἁπλωθοῦν  στὴν  ὕπαιθρο.  Εἰδικὰ  ὅσον  ἀφορᾶ,  μάλιστα,  τοὺς 
Παυλικιανούς,  σαφέστατη  ὑπῆρξε  ἡ  προσπάθειά  τους  νὰ 
ἐπικρατήσουν  σὲ  ἀγροτικὲς  περιοχὲς  –  χωρὶς  ὅμως  ἰδιαίτερη 
ἐπιτυχία.  Στὴ  Χερσόνησο  τοῦ  Αἵμου  ὅμως,  οἱ  Βογόμιλοι,  ἄλλος 
πιὰ κρίκος τῆς ἴδιας ἀλυσίδας, σὲ μεγάλο βαθμὸ ἐπηρέασαν τοὺς 
ὀπαδοὺς  τοῦ  Σαμουὴλ  καὶ  ἔτειναν  νὰ  ἐμφανιστοῦν  ὡς 
«διαμαρτυρία» τῆς –σλαβικῆς ἰδίως– ὑπαίθρου κατὰ τῶν πόλεων. 

1 J. Lacarrière, Οἱ Γνωστικοί, σσ. 83‐86. 
2  Paul  Coles,  Οἱ  Ὀθωμανοὶ  στὴν  Εὐρώπη.  Μετάφραση  Νικ.  Κ.  Παπαρρόδου 
(Ἀθήνα:ΔΕΚ/ΓΕΣ, 1985), σ. 35. 
3 E. Littré, Dictionnaire de la Langue Française, τόμ. Ι (Παρίσι: Hachette, 1889), λῆμμα 

«Bougre», σσ. 386‐387.  
4  Dimitris  Michalopoulos,  “ Positive  Christianity  and  the  Russian  Campaign: 

Rosenberg  vs.  Chamberlain”,  Ab  Aeterno  (Νέα  Ζηλανδία),  1  (Νοέμβριος  2009), 


σσ.15‐24. 

173
Ὅμως  καὶ  πάλι  ἡττήθηκαν.  Στὴ  νότια  Γαλλία,  τέλος,  πρόλαβαν 
νὰ ρίξουν ρίζες· καὶ ἐκεῖ ὅμως δὲν μπόρεσαν νὰ προκαλέσουν τὴν 
ἐπανάσταση πού, κατὰ βάθος, ἐπιδίωκαν. 
 
ζ΄ 
 
Οἱ  Bulgari/Bougres  τῆς  Γαλλίας  ἔμειναν  γνωστοὶ  ὡς  Cathares  (ἀπὸ 
τὴν  ἑλληνικὴ  λέξη  Καθαροί)·1  τοὺς  ὀνόμασαν  ἐπίσης  Albigeois 
(Ἀλβιγηνούς),  ἀπὸ  τὴν  πόλη  Albi.  Ἡ  ἰδεολογία  τους  ἤτανε  πιὰ 
τελείως  ἀποκρυσταλλωμένη:  Πέρα  ἀπὸ  τὰ  γνωστά,  τὴν 
ἐχθρότητα  δηλαδὴ  πρὸς  τὴν  παραδοσιακή,  ἱεραρχημένη  Ἐκκλη‐
σία, ἤδη ἀπέρριπταν καὶ τὴ μετὰ θάνατον ζωή, ἡ πίστη στὴν ὁποία 
ἀποτελεῖ  ἀκρογωνιαῖο  λίθο  τοῦ  Χριστιανισμοῦ.  Ἐπιπλέον,  πολι‐
τικῶς  συνέπρατταν  πιὰ  μὲ  τοὺς  Μουσουλμάνους,  πού,  κατὰ  τὸν 
Μεσαίωνα, εἴχανε κυριαρχήσει στὴν Ἱσπανία, καὶ τοὺς Ἰουδαίους, 
ὁπωσδήποτε  ἐρείσματα  τῆς  ἐκεῖ  ἰσχύος  τοῦ  Ἰσλάμ.2  Εἰδικά,  μά‐
λιστα,  ὅσον  ἀφορᾶ  τὴ  συνεργασία  τῶν  Ἰουδαίων  μὲ  Γνωστικούς, 
ποὺ ἀρχικῶς εἶχε φανεῖ μᾶλλον ἀπίθανη,3 πρέπει νὰ τονιστεῖ ὅτι 

1  Ἀπὸ  αὐτοὺς  προέρχεται  ἡ  γερμανικὴ  λέξη  Ketzer  (=αἱρετικός).  Βλ.  Fredric 


Cheyette,  “Cathars”,  Dictionary  of  Middle  Ages,  τόμ.  3  (Νέα  Ὑόρκη:  Charles  Scri‐
ber’s Sons, 1983), σ. 182.  
2 Π. Θ. Σωμμαρίπα, Ἱστορία τῆς Καθολικῆς Ἐκκλησίας, σ. 119· πρβλ. τὰ σχετικὰ 

τμήματα τοῦ περίφημου βιβλίου τῶν  Michael Baigent, Richard Leigh καὶ Henry 
Lincoln, The Holy Blood and the Holy Grail (Λονδῖνο: Gorgi Books, 19832), σσ. 41‐58, 
412‐420.  
3  Ὅσον  ἀφορᾶ  τὸν  Ἰουδαϊσμό,  οἱ  Γνωστικοὶ  [τῶν  Ἀρχαίων  Χρόνων]  ἀναποδο‐

γυρίζουν ὁλόκληρη τὴν Παλαιὰ Διαθήκη. Ὁ Γεχωβὰ εἶναι ὁ πονηρὸς Δημιουργὸς 
καὶ  ὅλη  ἡ  διαθήκη  εἶναι  ἡ  ἱστορία  τῆς  ἔπαρσης  καὶ  τῆς  τυραννίας  του,  ὅπως 
ἐπιβλήθηκε σ’ἕνα λαὸ ἐξαπατημένο νὰ τὸν λατρεύει σὰν Ὑπέρτατο Θεό. (Jocelyn 
Godwin, Μυστηριακὲς  θρησκεῖες  τοῦ  ἀρχαίου  κόσμου.  Μετάφραση Παναγιώτη 
Χιωτέλλη  [Ἀθήνα:  Ἰνστιτοῦτο  τοῦ  βιβλίου‐Μ.  Καρδαμίτσα,  1996],  σ.  88.)  Μὲ 
αὐτὴν  τὴν  ἀντίληψη  ὅμως  ἔρχονται  πολὺ  κοντὰ  ‐στὴν  οὐσία  ταυτίζονται‐  μὲ 
τὸν ἰουδαϊκὸ γνωστικισμό. Σχετικῶς μὲ αὐτὸν τὸν τελευταῖο, βλ. τὸ βιβλίο τοῦ 
Ἀναστάσιου  Γιαννᾶ,  Τὸ  γνωστικὸ  ρεῦμα  καὶ  ἡ  μεταφυσικὴ  τοῦ  καπιταλισμοῦ, 
Ἀθήνα: Patria, 2010. 

174
αὐτὴ  εἶχε  ἀρχίσει  νωρίτερα,  στὰ  Βαλκάνια1.  Ἡ  ρωμαϊκὴ  Παπω‐
σύνη  ἀρχικῶς  προσπάθησε  νὰ  συνδιαλλαγεῖ  μαζί  τους,  ἀλλὰ  οἱ 
σχετικὲς  ἀπόπειρες  ἀντιμετωπίστηκαν  μὲ  τρόπο  χαρακτηριστικὸ 
γενικῶς τῶν Γνωστικῶν: Χλεύαζαν καὶ προπηλάκιζαν ἐνόσω βρί‐
σκονταν  σὲ  ἰσχύ,  ὑποκρίνονταν,  μόλις  περιέρχονταν  σὲ  κατά‐
σταση  ἀδυναμίας.2  Εἶναι  σαφὲς  ὅτι  ἡ  ἔλλειψη  τῆς  πεποίθησης 
στὴν  πέρα  τοῦ  τάφου  ζωὴ  τοὺς  ἀφαιροῦσε  τὸ  τόσο  διαδεδομένο 
στὸν  Χριστιανισμὸ  ἡρωικὸ  στοιχεῖο,  τὸ  ὁποῖο,  ἐπιπλέον,  ἤτανε 
ἀντικείμενο μεγάλης ἐκτίμησης σὲ κοινωνίες ἀγροτικές. 
  Ἔτσι,  αὐτὴ  ἡ  στάση,  ποὺ  ἀναμφιβόλως  τοὺς  ἐπέτρεψε  νὰ 
ἀποφύγουν, κατὰ τὶς πρῶτες φάσεις τῆς δράσης τους, τὴν ἄμεση 
ἀντίδραση  τῆς  Ρωμαιοκαθολικῆς  Ἐκκλησίας,  τελικῶς  προκάλεσε 
μεγάλη ἐχθρότητα ἐναντίον τους. Ἡ ὑποκρισία στὴν ὁποία συχνὰ 
κατέφευγαν  τοὺς  ἐπέφερε,  στὴ  νότια  Γαλλία,  τὴ  συμπάθεια  μέ‐
ρους  τῆς  ἀριστοκρατίας,  μὰ  τοὺς  ἔκανε  καὶ  ἀντικείμενο  ἀπο‐
στροφῆς.  Ἡ  τάση  τους  ἐπιπλέον  νὰ  ὑποκρίνονται,  ὅποτε  πιέζο‐
νταν, τοὺς «καλοὺς Χριστιανοὺς» εἶχε ὡς ἀποτέλεσμα τὴν ἐμφά‐
νιση  στὴ  Δύση  τῆς  Ἱερᾶς  Ἐξέτασης,3  ἡ  ὁποία,  ἀντίθετα  μὲ  ὅ,τι 
γενικῶς  πιστεύεται,  εἶχε  ἱδρυθεῖ  πρωτύτερα  σὲ  ἑλληνικὲς  χῶρες 
ἀπὸ τὸν Θεοδόσιο Α΄ τὸν Μεγάλο, ἀλλὰ εἶχε  ἐδῶ δράση χρονικῶς 

1  Ἔχει  ἀπὸ  παλιὰ  ἐπισημανθεῖ  ὅτι  ὁ  Σαμουήλ,  μέγας  ἀντίπαλος  τοῦ  αὐτο‐
κράτορα  Βασιλείου  Β΄,  καὶ  ὅλα  τὰ  ἀδέλφια  του  εἴχανε  ἑβραϊκὰ  ὀνόματα  τῆς 
Παλαιᾶς  Διαθήκης.  (Ν.  Μοσχόπουλου,  «Βουλγαρία»,  σ.  639·  Δ.  Ἀ.  Ζακυθηνοῦ, 
Ἡ  Βυζαντινὴ  Αὐτοκρατορία...,  σ.  346.)  Ἐπίσης  οἱ  τόσο  φιλικοὶ  πρὸς  τοὺς  Ἰου‐
δαίους Βλάχοι, γιὰ τοὺς ὁποίους κάνει λόγο ὁ Βενιαμὶν τῆς Τουδέλας, Ἰουδαῖος 
περιηγητὴς  τοῦ  ΙΒ΄  αἰώνα,  πιθανότατα  ἤτανε  βογομιλικῶν  ἀντιλήψεων.  Βλ. 
σχετικῶς  Nicholas  P.  Stavroulakis  καὶ  Timothey  Devinney,  Jewish  Sites  and 
Synagogues of Greece (Ἀθήνα: Talos Press, 1992), σ. 246· Βενιαμὶν ἐκ Τουδέλης, Τὸ 
βιβλίο  τῶν  ταξιδιῶν  στὴν  Εὐρώπη,  τὴν  Ἀσία  καὶ  τὴν  Ἀφρική,  1159‐1173. 
Εἰσαγωγὴ‐σχόλια:  Κοσμᾶς  Μεγαλομμάτης‐Ἀλέξης  Σαββίδης.  Μετάφραση 
Φωτεινῆς  Βλαχοπούλου.  Ἐπιμέλεια  μετάφρασης:  Κοσμᾶ  Μεγαλομμάτη 
(Ἀθήνα:  Στοχαστής,  1994),  σ.  63.  Οὕτως  ἢ  ἄλλως,  γενικῶς  οἱ  Καθαροὶ 
ἰσχυρίζονταν πὼς εἶχαν ὁμοϊδεάτες «στὴν Ἑλλάδα». (Βλ. F. Cheyette, “Cathars”, 
σ. 183.)  
2 Π. Θ. Σωμμαρίπα, Ἱστορία τῆς Καθολικῆς Ἐκκλησίας, σ. 119. 

3 Αὐτόθι, σσ. 120‐121. 

175
περιορισμένη.1  Καὶ  ἀξίζει,  βέβαια,  ὄχι  ἁπλῶς  νὰ  ἐπισημανθεῖ, 
ἀλλὰ  νὰ  τονιστεῖ  πὼς  ὁ  θεσμὸς  αὐτὸς  ἀποτελεῖ  ἕνα  ἀπὸ  τοὺς 
περισσότερο  «κακοποιημένους»  τῆς  Ἱστορίας.  Ἡ  Ἱερὰ  Ἐξέταση, 
πράγματι,  δὲν  καταδίωκε  τοὺς  Ἰουδαίους  καὶ  τοὺς 
Μουσουλμάνους,  ὅπως  σφαλερῶς  ἀκόμη  καὶ  σήμερα  πιστεύεται. 
Κυνηγοῦσε,  ἁπλῶς,  τοὺς  ἀλλόθρησκους,  οἱ  ὁποῖοι  ὑποκριτικῶς 
καὶ  ψευδῶς  παρίσταναν  πὼς  εἶχαν  ἀσπαστεῖ  τὸν  Χριστιανισμό·2 
καὶ  τοῦτο,  γιατὶ  ἡ  διείσδυση  τέτοιων  ἀτόμων  στὴ  χριστιανικὴ 
κοινωνία καί, ἀκόμη περισσότερο, τὴν Ἐκκλησία ἐπιφέρει μεγάλο 
κλονισμὸ ὁποιουδήποτε χριστιανικοῦ Κράτους. 
  Στὶς  ἀρχὲς  τοῦ  ΙΓ΄  αἰώνα,  πάντως,  ἡ  Ἐκκλησία  κήρυξε 
Σταυροφορία  ἐναντίον  τῶν  Καθαρῶν·  τὸ  1209  πολιορκήθηκε  ἡ 
πόλη  Béziers.  Οἱ  Χριστιανοὶ  πρότειναν  συνδιαλλαγή,  ἀλλὰ  ἡ 
πρότασή  τους  ἀπορρίφθηκε  κατηγορηματικῶς·  τότε  ἐπιτέθηκαν, 
σκαρφάλωσαν  στὰ  τείχη,  κατέβηκαν  στοὺς  δρόμους  καὶ  σκό‐
τωσαν  τοὺς  πάντες  –  τοὺς  μὲν  ἐπειδὴ  ἀσπάζονταν  τὶς  «ἀποτρό‐
παιες  δοξασίες»  καὶ  τοὺς  δὲ  γιατὶ  ἀνέχονταν  τοὺς  πρώτους.3 
Χρειάστηκαν, πάντως, πολλὰ χρόνια, γιὰ νὰ ἠρεμήσει ὁ τόπος· τὸ 
ὅλο θέμα τῆς ἅλωσης τῆς Béziers παραμένει μέχρι σήμερα ζωντα‐
νὸ στὴ λαϊκὴ παράδοση. 
  Κατὰ  τὴ  διάρκεια  τῶν  πολεμικῶν  ἐπιχειρήσεων  κατὰ  τῶν 
Καθαρῶν, οἱ Χριστιανοὶ χρειάστηκε νὰ πολεμήσουν καὶ ἐναντίον 
ἄλλου,  παρόμοιου  συστήματος  δοξασιῶν,  ἐκείνου  τῶν  Vaudois 
(Βαλδίων).  Αὐτοί,  γιὰ  πρώτη  φορά,  φανήκανε  στὴ  Λυών·  ἀρχικὰ 
δὲν  ἤρθανε  σὲ  σύγκρουση  μὲ  τὴ  Ρωμαιοκαθολικὴ  Ἐκκλησία,  μὰ 
στὴ συνέχεια στράφηκαν ἐναντίον της καὶ σὲ πολλὲς περιπτώσεις 
ταυτίστηκαν  μὲ  τοὺς  Καθαροὺς/Ἀλβιγηνούς.  Κυρίως  ἐπέμεναν 

1 E. Gibbon, History of the Decline and Fall of the Roman Empire, σ. 425. 
2  Κυρίως  τοὺς  Ἰουδαίους  στὴν  οὐσία,  διότι  ὁ  Μουσουλμάνος  δύσκολα  δέχεται 
νὰ ζήσει σὲ τόπο ὅπου ἡ κυριαρχία ἀνήκει σὲ ἀλλόθρησκους. 
3 F. Cheyette, “Cathars”, σ. 188· W. Durand, Παγκόσμιος Ἱστορία τοῦ Πολιτισμοῦ, 

τόμ.  Δ΄.  Μετάφραση  Λεωνίδα  Κάβουρα  (Ἀθήνα:  Συρόπουλοι  καὶ  Κου‐


μουνδουρέας,  1958),  σσ.  901‐902.  Ὅσον  ἀφορᾶ  εἰδικῶς  τὴν  ὑπὲρ  τῶν  Καθαρῶν 
ἄποψη,  βλ.  κυρίως  Φώτη  Παπαθανασίου,  Ριχάρδος  Βάγκνερ.  Ἡ  μουσικὴ  τῶν 
θεῶν καὶ τὰ βαγκνερικὰ μυστήρια (Ἀθήνα: Ἀρσενίδης, χ.ἔ.), σσ. 267‐268. 

176
στὴ  διάδοση  τῆς  «Βίβλου»  σὲ  «λαϊκὴ  γλῶσσα».1  Ἐννοεῖται  ὅτι  ἡ 
ἐχθρότητά  τους  πρὸς  τὴν  ἱεραρχημένη  Ἐκκλησία  ἤτανε  ἐξίσου 
σφοδρὴ μὲ ἐκείνη τῶν Καθαρῶν – ἂν ὄχι μεγαλύτερη.2 Ἡ ἐμμονή 
τους  ἄλλωστε  στὴ  δυνατότητα  εὐχεροῦς  ἀνάγνωσης  τῆς  Βίβλου 
ἀπὸ  τὸν  καθένα  ἀπέπνεε  βουλγαρικὴ  ἐπίδραση,  γιατὶ  οἱ 
Βούλγαροι,  στὴν  προσπάθειά  τους  νὰ  ἀπαλλαγοῦν  ἀπὸ  ἔξωθεν 
ἐξαρτήσεις,  εἴχανε  δώσει  ἔμφαση  στὴ  διάδοση  τῆς  Βίβλου  σὲ 
γλῶσσες ἄλλες ἀπὸ τὰ ἑλληνικὰ καὶ τὰ λατινικά.3 
  Οἱ  Βάλδιοι,  λοιπόν,  ἀποτελοῦν  τὴν  ἀπόληξη  τῆς  «ἀθέατης 
γραμμῆς»  ποὺ  ἀρχίζει  μὲ  τὸν  Σίμωνα  τὸν  Μάγο,  περνάει,  μέσω 
τῶν Βογόμιλων, ἀπὸ τὴ Βουλγαρία καὶ φτάνει στὴ Μεταρρύθμιση 
τοῦ  Λούθηρου  καὶ  –κυρίως–  τοῦ  Καλβίνου:  Ἡ  οὐρὰ  τοῦ  ὄφεως 
βρίσκεται  στὴν  Ἀσία,  ἀλλὰ  ἡ  κεφαλή  του,  τώρα  πιά,  εἶναι  στὴ 
Βρεταννία  καὶ  τὴ  Βόρεια  Ἀμερική.4  Πολλοὶ  Βάλδιοι,  πράγματι, 
ὅταν  ἡ  Ρωμαιοκαθολικὴ  Ἐκκλησία  ἄρχισε  νὰ  τοὺς  κυνηγάει, 
περάσανε στὴν Ἀγγλία5 καὶ τὴ Βοημία6 καὶ ἀκόμα πιὸ πάνω, στὴ 
Γερμανία.7 Τὸν ΙΔ΄ αἰώνα, ὁ John Wycliffe στὴν Ἀγγλία ἀνανέωσε 
τόσο  τὶς  ἐχθρικές  τους  ἐνέργειες  κατὰ  τῆς  ἱεραρχημένης 
Ἐκκλησίας,  δίνοντας  μάλιστα σοσιαλιστικὸ χαρακτήρα στὴν ὅλη 
του  σκέψη,8  ὅσο  καὶ  τὶς  προσπάθειες  διάδοσης  τῆς  Βίβλου  σὲ 
«γλῶσσα λαϊκή».9 Κατὰ τὶς ἀρχὲς τοῦ ἑπόμενου αἰώνα, ἀνάλογες 
ἰδέες  κήρυξε  στὴ  Βοημία  ὁ  Ἰωάννης  Χούς.10  Καὶ  οἱ  δύο  ὑπήρξανε 
πρόδρομοι  τῆς  θρησκευτικῆς  Μεταρρύθμισης  ποὺ  ὁ  Λούθηρος 

1 Δ. Σ. Μπαλάνου, «Βαλδένσιοι ἢ Βάλδιοι», Μεγάλη Ἑλληνικὴ Ἐγκυκλοπαιδεία, 
τόμ. Ϛ΄ (Ἀθήνα: Πυρσός, 1928), σσ. 521‐522. 
2 Αὐτόθι, σ. 522. 

3 Vera Mutafčieva καὶ N. Todorov, Le passé de la Bulgarie, σσ. 25‐26.  

4 Μακώλεϋ, Ἱστορία τῆς Ἀγγλίας ἀπὸ τῆς Βασιλείας Ἰακώβου τοῦ Β΄. Μετάφραση 

Ἐ. Ροΐδη, τόμ. Α΄ (Άθήνα: Βιβλιοθήκη Μαρασλῆ, 1897), σ. 52. 
5 Δ. Σ. Μπαλάνου, «Βαλδένσιοι ἢ Βάλδιοι», σ. 522. 

6 W. Durand, Παγκόσμιος Ἱστορία τοῦ Πολιτισμοῦ, τόμ. Ϛ΄, σ. 198. 

7 Δ. Σ. Μπαλάνου, «Βαλδένσιοι ἢ Βάλδιοι», σ. 522. 

8 W. Durand, Παγκόσμιος Ἱστορία τοῦ Πολιτισμοῦ, τόμ. Ϛ΄, σ. 43. 

9 Αὐτόθι, σ. 48. 

10 Αὐτόθι, σσ. 196‐200. 

177
ἐπέβαλε  στὴ  Βόρεια  Γερμανία,  μὰ  ὁλοκλήρωσε,  ὅπως  ἤδη  ἔχει 
τονιστεῖ, ὁ Καλβῖνος.  
  Εἶναι χαρακτηριστικὸ ὅτι οἱ ἀπόψεις αὐτοῦ τοῦ τελευταίου 
εἶχαν  ἀπήχηση  στὴ  νότια  Γαλλία,  ἐκεῖ  περίπου  ὅπου,  γιὰ  ἕνα 
διάστημα,  γνώρισαν  ἀκμὴ  οἱ  Καθαροὶ  καὶ  συγγενῆ  κινήματα.1 
Ἐπιπλέον,  τόσο  στὴ  Γενεύη  ὅσο  καὶ  τὴ  Σκωτία  κατὰ  τὸν  ΙϚ΄ 
αἰώνα,  ὁ  Καλβινισμὸς  συνδέθηκε  στενὰ  μὲ  τὴ  δημοκρατία.2  Οἱ 
ἀγρότες,  ἀπὸ  τὴν  ἄλλη  πλευρά,  ὑπὸ  τὴν  κυριαρχία  αὐτῶν  τῶν 
«ἐπιγόνων»  τῶν  Γνωστικῶν,  εἴτε  ἀπογοητεύονταν  εἴτε  δυστυ‐
χοῦσαν.3  Κατὰ  παράδοξο,  τέλος,  τρόπο,  μέρος  τῶν  Πρεσβυτε‐
ριανῶν,  ποὺ  ἀποτελοῦν  βασικὸ  κλάδο  τοῦ  Καλβινισμοῦ  στὴν 
Ἀγγλία, ὀνομάστηκαν Puritani (Πουριτανοί)· ὁ ὅρος ἀποτελεῖ ἀπό‐
δοση τῆς λέξης «Καθαροί»4. 
  Ὅπως  θὰ  μποροῦσε  νὰ  περιμένει  κανείς,  τὸ  πνεῦμα  τῶν 
πολὺ  φιλικῶν  πρὸς  τοὺς  Ἰουδαίους  Πουριτανῶν  ἦταν  ὅ,τι  ἔδινε 
τὸν  τόνο  στοὺς  ἰθύνοντες  τῶν  Η.Π.Α.,  πού,  βεβαίως,  οὕτως  ἢ 
ἄλλως,  δὲν  εἶναι  Κράτος  χριστιανικό.5  Ἀξίζει,  τέλος,  νὰ  ληφθεῖ 
ὑπόψη  ὅτι  εἰδικὰ  ὁ  Πρόεδρος  τῶν  Ἡνωμένων  Πολιτειῶν  Thomas 
Woodrow  Wilson,  γυιὸς  πρεσβυτεριανοῦ  πάστορα  ὁ  ὁποῖος  εἶχε 
βαθύτατα  ἐπηρεάσει  τὸν  γυιό  του,6  διακρινόταν  γιὰ  τὴν  «καλβι‐
νιστικὴ  ἀδιαλλαξία»  του·7  παράλληλα,  ὁ  David  Lloyd  George, 
πρωθυπουργὸς τῆς Βρεταννίας ἀπὸ τὸ 1916, εἶχε ἀνατραφεῖ μέσα 

1 Αὐτόθι, σ. 586. 
2 Αὐτόθι, σ. 543 κ.ἑξ., 719. · Μακώλεϋ, Ἱστορία τῆς Ἀγγλίας..., τόμ. Α΄, σ. 69. 
3 Πρβλ. W. Durand, Παγκόσμιος Ἱστορία τοῦ Πολιτισμοῦ, τόμ. Ϛ΄, σ. 656. 

4 Γιὰ τοὺς Πουριτανοὺς βλ. Μακώλεϋ, Ἱστορία τῆς Ἀγγλίας, τόμ. Α΄, σ. 66 κ.ἑξ.· 

Hugh Brogan, The History of the United States of America (Λονδῖνο: Penguin Books, 
1990), σ. 29 κ.ἑξ.· Owen Chadwick, The Reformation (Λονδῖνο: Pelican Books, χ.ἔ.), 
σ. 175 κ.ἑξ. 
5  Ἀνάλυση  καὶ  τεκμηρίωση  τοῦ  γεγονότος  ἀπὸ  τον  K.  R.  Bolton,  From  Knights 

Templar to New World Order…, σ. 49. 
6 Congressional Directory. 65th Congress. 2d Session (Οὐάσιγκτον: Office of Congres‐

sional Directory, 19183)), σ. 251.  
7  Βλ.  λῆμμα  «Γουίλσον,  Τόμας  Γούντροου»,  Ἐγκυκλοπαίδεια  Πάπυρος‐Λαροὺς‐

Μπριτάννικα, τόμ. 19ος (Ἀθήνα: Πάπυρος, 1984), σ. 90 

178
σὲ  κλῖμα  εὐμενὲς  πρὸς  τοὺς  Πουριτανοὺς  καὶ  ἐμφανῶς  ἐχθρικὸ 
πρὸς τὶς «κατεστημένες», δηλαδὴ ἱεραρχημένες Ἐκκλησίες.1 
  Καὶ ἰδοὺ γεγονὸς ποὺ προσλαμβάνει χαρακτήρα αὐτόχρημα 
ἐμβληματικό: Ἡ τελικὴ φάση τοῦ κατὰ τὸ 1903 συνέδριου τοῦ Ρω‐
σικοῦ  Σοσιαλδημοκρατικοῦ  Ἐργατικοῦ  Κόμματος,  κατὰ  τὴ  διάρ‐
κεια τῆς ὁποίας διαπιστώθηκε τὸ ρῆγμα μεταξὺ Μενσεβίκων καὶ 
Μπολσεβίκων  καὶ  ὁ  Λένιν  καθιερώθηκε  ὡς  ἡγετικὴ  μορφὴ  τῶν 
τελευταίων, ἔγινε σὲ χῶρο παραπλήσιο καλβινιστικῆς ἐκκλησίας 
τοῦ Λονδίνου – ὁ ὁποῖος, φυσικά, ἀνῆκε σὲ αὐτὴν τὴν τελευταία.2 
  Ἐὰν  αὐτὸ  δὲν  γινόταν  στὴ  βρεταννικὴ  πρωτεύουσα  καὶ  σὲ 
χῶρο καλβινιστικῆς ἐκκλησίας, πράγματι, ποῦ ἀλλοῦ θὰ μποροῦ‐
σε νὰ εἶχε συντελεστεῖ;  
 

 
Ὁ Λένιν σὲ χαρακτηριστικὸ στιγμιότυπο ρητορικῆς ἔξαρσης 
 

1 Βλ. λῆμμα «Lloyd George, David», The Dictionary of National Biography, 1949‐1950 
(Oxford University Press, 1959), σ. 515. 
2 R. Service, Lenin…, σ. 152. 

179
               
 
       Ὁ Χριστὸς 
         (Στὴν ἐκκλησία τοῦ Σωτήρα  τῆς  Μόσχας.) 
 

180
ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΠΕΜΠΤΟ  
 
Τὸ ζήτημα τοῦ Ἑλληνικοῦ Ναυτικοῦ 
 
Τὸ  κορυφαῖο  γεγονὸς  τοῦ  ΙΘ΄  αἰώνα  ὑπῆρξε  ἡ  Ἑλληνικὴ 
Ἐπανάσταση:  Ἡ  νότια  ἐσχατιὰ  τῆς  Χερσονήσου  τοῦ  Αἵμου,  ἐπὶ 
αἰῶνες χώρα τοῦ Ἰσλάμ, ξαναέγινε χριστιανική. Τοῦτο ὀφειλόταν 
σὲ  πολλοὺς  παράγοντες,  ὁ  βασικότερος  τῶν  ὁποίων  ὑπῆρξε  ἡ 
θέληση  τοῦ  Ἑλληνικοῦ  Λαοῦ,  κυρίως  στὶς  δυτικὲς  παρυφὲς  τοῦ 
χώρου  ὅπου  αὐτὸς  διαβιοῦσε,  νὰ  ἀποτινάξει  τὴν  ὀθωμανικὴ 
κυριαρχία  καὶ  νὰ  δημιουργήσει  Κράτος  ἀνεξάρτητο.  Σαφὲς  ὅμως 
παραμένει ὅτι ἡ θέληση αὐτὴ δὲν ἦταν ἀρκετή. 
 
α΄ 
 
Ἡ  νίκη  τῆς  Ἐπανάστασης,  πράγματι,  διασφαλίστηκε  στὴ 
θάλασσα. Ἀπὸ τὸν ΙΕ΄ αἰώνα τὸ Αἰγαῖο, τὸ ὁποῖο συνδέει τὴν Ἀσία 
μὲ  τὴν  Εὐρώπη  καὶ  ὁδηγεῖ  ἀπὸ  τὴν  Εὐρώπη  στὴν  Ἀφρική,1  ἤδη 
ἀποτελοῦσε  μῆλον  τῆς  ἔριδος  μεταξύ,  ἀφ’ἑνός,  Ἰταλῶν,  δηλαδὴ 
Βενετῶν καὶ Γενουατῶν, ποὺ τοὐλάχιστον ἐμπορικῶς ἐπικρατοῦ‐
σαν σὲ αὐτό, καί, ἀφ’ἑτέρου, τῶν Ὀθωμανῶν. Ἡ σύγκρουση ἄρχι‐
σε  τὸ  1416·  ὁ  ὀθωμανικὸς  στόλος,  στὰ  πρῶτα  στάδια  τῆς  ἀνά‐
πτυξής  του  ἀκόμη,  ἡττήθηκε  ἀπὸ  τοὺς  Βενετοὺς  στὰ  νερὰ  τῆς 
Καλλίπολης.2  Λίγες  δεκαετίες  ἀργότερα  ὅμως,  ἡ  Ἅλωση  τῆς 
Κωνσταντινούπολης,  στὴν  ὁποία,  ἀντίθετα  μὲ  ὅ,τι  πιστεύεται,  οἱ 
ναυτικὲς  ἐπιχειρήσεις  εἶχαν,  ἐμμέσως  ἔστω,  ρόλο  σπουδαῖο,3 
ἄλλαξε  τὸ σκηνικὸ δραματικῶς. 

1  Πρβλ.  Χένρυ  Ἀ.  Κίσσινγκερ,  Ἕνας  ἀποκατεστημένος  κόσμος.  Ὁ  Μέττερνιχ,  ὁ 


Κάσλρη καὶ τὰ προβλήματα τῆς εἰρήνης, 1812‐1822. Μετάφραση Δημήτρη Μιχα‐
λόπουλου (Ἀθήνα: Παπαζήσης, 2003), σ. 509. 
2  Stanford  J.  Shaw,  History of  the  Ottoman  Empire  and Modern  Turkey,  τόμ.  I  (Cam‐

bridge University Press, 1976), σ. 42.  
3 Βλ. Δημήτρη Μιχαλόπουλου, «Ναυτικὲς ἐπιχειρήσεις κατὰ τὴν πολιορκία τῆς 

Κωνσταντινούπολης  (1453)»,  Ναυτικὴ  Ἐπιθεώρηση,  τεῦχος  487,  τόμ.  139ος


(Μάιος‐Ἰούνιος 1994), σσ. 347‐353. 

181
  Ἀπὸ  ἐκεῖ  καὶ  πέρα,  ἡ  σύγκρουση  κλιμακώθηκε  χρονικῶς 
ἐπὶ τρεῖς αἰῶνες: Ἡ τελευταία τουρκοβενετικὴ ναυμαχία ἔγινε τὸ 
1718  κοντὰ  στὴν  Ἐλαφόνησο.1  Ἂν  καὶ  τὸ  ἀποτέλεσμα  ὑπῆρξε 
ἀμφίρροπο, συνέπειά της, ὡστόσο, ἤτανε νὰ «πέσει ἡ αὐλαία» στὴ 
διαπάλη  ποὺ  εἶχε  ἀρχίσει  πρὶν  ἀκόμα  ἀπὸ  τὴν  κατάλυση  τῆς 
Ἑλληνικῆς Αὐτοκρατορίας τοῦ Μεσαίωνα: Οἱ Ὀθωμανοί, Δύναμη, 
κατὰ  βάση,  χερσαία,  εἴχανε  διώξει  τοὺς  Βενετοὺς  ἀπὸ  τὰ  ἑλλη‐
νικὰ  νερά.  Τὰ  Ἑπτάνησα,  ποὺ  αὐτοὶ  οἱ  τελευταῖοι  συνέχιζαν  νὰ 
κρατᾶνε,  ἤδη  ἀποτελοῦσαν  μᾶλλον  «ἀνάχωμα»  σὲ  προσπάθεια 
ἐπέκτασης  τῆς  ὀθωμανικῆς  ἰσχύος  στὴν  Ἰταλία,  παρὰ  βάση  μελ‐
λοντικῶν  βενετικῶν  ἐπιχειρήσεων  μὲ  σκοπὸ  τὴν  ἀνακατάληψη 
ἑλληνικῶν  χωρῶν.  Ἡ  νότια  Ἑλλάδα,  ἐπιπλέον,  ἔμπαινε  –συνο‐
λικῶς  αὐτὴν  τὴ  φορὰ–  στὴ  δεύτερη  καὶ  σκληρότερη  φάση  τῆς 
Τουρκοκρατίας.  Τελικά,  ἀντίθετα  πρὸς  τὶς  συνήθεις  προβλέψεις, 
τὸ  ἀποφασιστικὸ  πλῆγμα  κατὰ  τῆς  Ὑψηλῆς  Πύλης,  ποὺ  ἄνοιξε 
τὸν  δρόμο  τῶν  Ἑλλήνων  πρὸς  τὴν  ἐλευθερία,  δὲν  ἦρθε  ἀπὸ  τὴ 
λατινικὴ Δύση μὰ ἀπὸ τὴν ὀρθόδοξη Ρωσία. Τὸν Ἰούλιο τοῦ 1770, 
πράγματι,  ρωσικὰ  πλοῖα  πού,  μὲ  ἀγγλικὴ  βοήθεια,  εἴχανε  μπεῖ 
στὴ  Μεσόγειο  ἀπὸ  τὸ  Στενὸ  τοῦ  Γιβραλτάρ,  ἔκαψαν  τὸν  ὀθω‐
μανικὸ  στόλο  μέσα  στὸ  λιμάνι  τοῦ  Τσεσμέ.2  Τὸ  πλῆγμα  ἤτανε 
σοβαρότερο  ἀπὸ  ἐκεῖνο  ποὺ  εἴχανε  δεχτεῖ  οἱ  Τοῦρκοι  στὴ  ναυ‐
μαχία τῆς Ναυπάκτου3 καὶ ἔμελλε νὰ ἔχει συνέπειες δραματικές. 
  Ὡς  γνωστόν,  τέσσερα  χρόνια  ἀργότερα  ὑπογράφηκε  ἡ 
συνθήκη  τοῦ  Κιουτσοὺκ  Καϊναρτζᾶ.  Θεωρητικῶς  ἀναγνωρίστηκε 
στὴ  Ρωσικὴ  Μοναρχία  δικαίωμα  ἀνέγερσης  καὶ  προστασίας 
ὀρθόδοξης  ἐκκλησίας  στὴν  Κωνσταντινούπολη·  αὐτὸ 
ἑρμηνεύθηκε  lato  sensu  καὶ  συνακολούθως  ἐξελίχθηκε  σὲ 
δικαίωμα  ρωσικῆς  προστασίας  τῶν  Ὀρθοδόξων  Χριστιανῶν  ποὺ 
διαβιοῦσαν  στὴν  ἐπικράτεια  τῆς  Ὑψηλῆς  Πύλης.  Εἰδικὰ  οἱ 
Ἕλληνες –καὶ μάλιστα ὅσοι προσπαθούσανε νὰ εἶναι, σὲ κάποιον 

1  Ἰωάννη  Χασιώτη,  «Ἡ  κάμψη  τῆς  ὀθωμανικῆς  δυνάμεως»,  Ἱστορία  τοῦ  Ἑλλη‐
νικοῦ Ἔθνους, τόμ. ΙΑ΄ (Ἀθήνα: Ἐκδοτικὴ Ἀθηνῶν, 1975), σ. 47. 
2 St. J. Shaw, History of the Ottoman Empire.., τόμ. Ι, σ. 249. 

3  Πρβλ.  Ἰ.  Χάμμερ,  Ἱστορία  τῆς  Ὀθωμανικῆς  Αὐτοκρατορίας.  Μετάφραση  Κων‐

σταντίνου Ἰ. Κροκιδᾶ, τόμ. E΄ (Ἀθήνα: Χ. Ν. Φιλαδελφεύς, 1874), σσ. 125‐127. 

182
βιοποριστικό  τομέα,  περισσότερο  ἐνεργητικοὶ  ἀπὸ  τοὺς 
ὑπόλοιπους–  αἰσθάνονταν  σὲ  μικρότερο  πιὰ  βαθμὸ  ἕρμαια  τῆς 
αὐθαιρεσίας τοῦ κυρίαρχου ἢ τυχὸν ἐπιβουλῆς ἀπὸ τὴ Δύση. Αὐτὸ 
καταφάνηκε στὴ σχεδὸν ἁλματώδη ἀνάπτυξη τοῦ ναυτικοῦ.1  
  Ἡ  Ὑψηλὴ  Πύλη,  παράλληλα,  ἔκπληκτη  μπροστὰ  στὸ  μέ‐
γεθος  τῆς  ἥττας  της  ἀπὸ  τοὺς  Ρώσους,  ἄρχισε  προσπάθειες  ἐκ‐
συγχρονισμοῦ  ἤ,  μᾶλλον,  ἐξευρωπαϊσμοῦ  της.  Οἱ  προσπάθειες 
αὐτὲς  συντονίστηκαν  μετὰ  ἀπὸ  νέα  ἧττα  τῶν  Ὀθωμανῶν  σὲ 
σύρραξη  μὲ  τὴ  Ρωσία  κατὰ  τὰ  ἔτη  1787‐1791.  Εὐρωπαϊκὲς  Δυνά‐
μεις ἔσωσαν τότε τὴν Ὀθωμανικὴ Αὐτοκρατορία ἀπὸ ἐνδεχόμενο 
διάλυσης· αὐτὴ ἡ τελευταία ὅμως ἔπρεπε –ἔστω κατὰ τὸ δυνατὸν– 
νὰ «ἐναρμονιστεῖ» μὲ τὴν Εὐρώπη.2 
  Τὸ ἔργο προσωπικῶς ἀνέλαβε  ὁ σουλτάνος  Μαχμοὺτ  Β΄, ἡ 
ἀνάρρηση τοῦ ὁποίου στὸν θρόνο ἔγινε τὸ 1808. Μεθοδικῶς στρά‐
φηκε κατὰ τῆς παλιᾶς τάξης πραγμάτων, στυλοβάτες τῆς ὁποίας 
ἦταν οἱ ἀγιάνηδες, δηλαδὴ οἱ μεγάλοι Μουσουλμάνοι γαιοκτήμο‐
νες  στὶς  ἐπαρχίες,  ἀλλὰ  καὶ  οἱ  γενίτσαροι,  σῶμα  ποὺ  παραδο‐
σιακῶς  ἀποτελοῦσε  τὸν  πυρήνα  τοῦ  ὀθωμανικοῦ  στρατοῦ.3  Ὅσο 
παράδοξο  καὶ  ἂν  ἀκούγεται  αὐτό,  φαίνεται  πὼς  εὐνόησε  τὴν 
οἰκονομικὴ  καὶ  πολιτιστικὴ  ἄνοδο  τῶν  Ἑλλήνων,  δεδομένου  ὅτι, 
λόγω  τοῦ  μεγέθους  τῆς  προσπάθειας  στὴν  ὁποία  εἶχε  ἀποδυθεῖ, 
τοὺς  ἀντιμετώπιζε  πιὰ  ὡς  «βοηθούς»  του.  Στὴν  παράδοση  σώζε‐
ται  ἡ  ἱστορία  Ἕλληνα  κληρικοῦ  πού,  μεταμφιεσμένος  σὲ  πασᾶ, 

1 Τὴν ἀνάπτυξη τοῦ ναυτικοῦ εὐνόησε ἰδιαίτερα καὶ ἡ ρωσοτουρκικὴ ἐμπορικὴ 
συνθήκη  τοῦ  1779.  Βλ.  F.  C.  H.  L.  Pouqueville,  Ἱστορία  τῆς  Ἑλληνικῆς  Ἐπα‐
ναστάσεως  ἤτοι  ἡ  ἀναγέννησις  τῆς  Ἑλλάδος.  Μετάφραση  Ξενοφῶντος  Δ.  Ζύ‐
γουρα,  τόμ.  Α΄  (Ἀθήνα:  Τυπογραφεῖο  Ἀναστασίου  Π.  Τρίμη,  1890),  σ.  56.  Ἡ 
ἀνάπτυξη  αὐτὴ  κορυφώθηκε  κατὰ  τὴν  πρώτη  δεκαετία  τοῦ  ΙΘ΄  αἰώνα.  (Βλ. 
Ἀναστασίου Ὀρλάνδου, Ναυτικά, ἤτοι ἱστορία τῶν κατὰ τὸν ὑπὲρ τῆς Ἑλλάδος 
ἀγῶνα πεπραγμένων ὑπὸ τῶν τριῶν ναυτικῶν νήσων, ἰδίως δὲ τῶν Σπετσῶν, τόμ. 
Α΄ [Ἀθήνα: Χ. Ν. Φιλαδελφεύς, 1869], σ. 19.)  
2 St. J. Shaw, History of the Ottoman Empire..., τόμ. Ι, σσ. 251‐260. 

3 St. J. Shaw καὶ Ezel Kural Shaw, History of the Ottoman Empire and Modern Turkey, 

τόμ. ΙΙ (Cambridge University Press, 1977), σσ. 1‐16· πρβλ. Ἀναστασίας Κυρκίνη‐
Κούτουλα, Ἡ ὀθωμανικὴ διοίκηση στὴν Ἑλλάδα. Ἡ περίπτωση τῆς Πελοποννήσου 
(1715‐1821), Ἀθήνα: Ἀρσενίδης, 1996, σ. 147.  

183
στάλθηκε  ἀπὸ  τὸν  Μαχμοὺτ  Β΄  σὲ  ἐπαρχία,  γιὰ  νὰ  καταστείλει 
ταραχὲς  στὶς  ὁποῖες  πρωτοστατοῦσαν  γενίτσαροι.1  Λογικὸ  εἶναι 
νὰ  συμπεράνει  κανεὶς  ὅτι  μέγα μέρος τοῦ ἑλληνικοῦ πληθυσμοῦ 
ποὺ  διαβιοῦσε  στὶς  ἀνατολικὲς  περιφέρειες  τῆς  Αὐτοκρατορίας 
δὲν ἦταν δυσαρεστημένο ἀπὸ τὶς ἐξελίξεις αὐτές… 
  … Ἐνῶ ἀντίθετα οἱ Ἕλληνες ποὺ ζούσανε στὶς δυτικὲς πα‐
ρυφὲς  τῆς  ὀθωμανικῆς  ἐπικράτειας,  δηλαδὴ  στὴ  ζώνη  ποὺ  ἐκτεί‐
νεται ἀπὸ τὴ Βόρειο Ἤπειρο ἕως καὶ τὴν Πελοπόννησο μέσω τῆς 
Στερεᾶς, ἐνόπλως διεκδίκησαν τὸ δικαίωμα ὄχι ἁπλῶς ἐλεύθερης 
ἀλλὰ  ἀνεξάρτητης  κρατικῆς  ὑπόστασης.  Ἡ  Ἐπανάσταση  μὲ  τὴν 
ὁποία  ἐκφράστηκε  ἡ  θέληση  αὐτὴ  καὶ  συνδέθηκε  τὸ  κομμένο 
νῆμα  τῆς Ἱστορίας  τοῦ  Γένους,  κρίθηκε  κυρίως  στὴ  θάλασσα  καὶ 
σήμανε τὴν ἀρχὴ τοῦ τέλους τῆς Ὀθωμανικῆς Αὐτοκρατορίας ὡς 
Μεγάλης Δύναμης.2  
   
β΄ 
 
Τὸ  κύριο  πρόβλημα  πού,  κατὰ  τὴν  ἔναρξη  τοῦ  Ἀγώνα,  ἀντι‐
μετώπισαν  οἱ  Ἕλληνες  ναυτικοὶ  ἦταν  ἡ  σὲ  βάρος  τους  δυσα‐
ναλογία  μεγεθῶν.  Μετὰ  τὴν  καταστροφὴ  ποὺ  εἴχανε  ὑποστεῖ 
στὸν Τσεσμέ, οἱ Ὀθωμανοὶ προσπάθησαν νὰ ξαναφτιάξουν ναυ‐
τικὸ  –  σύμφωνα,  μάλιστα,  μὲ  δυτικὰ  πρότυπα  τώρα  πιά.3  Τὰ 
ἑλληνικὰ  πλοῖα  δὲν  ἦταν,  στὴν  οὐσία,  παρὰ  ἐξοπλισμένα  ἐμπο‐
ρικά. Πῶς θὰ τὰ ἔβγαζαν πέρα; 
  Ἡ  λύση  βρέθηκε  γρήγορα  καὶ  ἀποδείχτηκε  ἰδιοφυής:  Οἱ 
Ἕλληνες  θὰ  κάνανε  στοὺς  Τούρκους  ὅ,τι  εἴχανε  κάνει  σὲ  αὐτοὺς 
τοὺς  τελευταίους  οἱ  Ρῶσοι.  Μὲ  ἄλλα  λόγια,  θὰ  ἔκαιγαν  τὰ  τουρ‐
κικὰ  πλοῖα  μὲ  πυρπολικά.  Κατὰ  τὸ  1821,  πράγματι,  ἀκόμα  ζού‐
σανε ἄνθρωποι ποὺ εἴχανε ἀκούσει ἢ καὶ δεῖ τὸ γεγονὸς τοῦ 1770 
καὶ  σὲ  αὐτοὺς  βασίστηκε  ἡ  πρώτη  προσπάθεια  κατασκευῆς  τέ‐

1  Βλ.  Ἠλία  Βενέζη,  Ἐμμανουὴλ  Τσουδερός.  Ὁ  πρωθυπουργὸς  τῆς  Μάχης  τῆς 


Κρήτης (Ἀθήνα, 1966), σσ. 19‐22. 
2 St. J. Shaw καὶ Ezel Kural Shaw, History of the Ottoman Empire ..., τόμ. ΙΙ, σ. 30. 

3 St. J. Shaw, History of the Ottoman Empire..., τόμ. Ι, σσ. 263‐264. 

184
τοιων  πλοίων.1  Τὰ  ἀποτελέσματα,  ὡς  γνωστόν,  γρήγορα  ὑπήρ‐
ξανε θεαματικά.2 Ἡ ἐπινόηση αὐτή, τῶν πυρπολικῶν, στὴν ὁποία 
ἡ  τόλμη  καὶ  ἡ  ἐπιδεξιότητα  τῶν  Ἑλλήνων  ἔβαλε  σφραγίδα 
ἰδιαίτερη, ἔπαιξε ἀποφασιστικὸ ρόλο στὶς θαλάσσιες συγκρούσεις 
τῆς  Ἐπανάστασης.  Χάρη  στὸν  Στόλο  της  ἡ  Ἑλλάδα  γινόταν  Δύ‐
ναμη περιφερειακῶς ὑπολογίσιμη. 
  Τὸ  Ναυτικό,  ὅμως,  κατὰ  κανόνα  εἶναι  ὅπλο  δαπανηρό. 
Ἔτσι, περὶ τὰ μέσα τοῦ Ἀγώνα, στὰ νησιά, τὴν Ὕδρα καὶ τὶς Σπέ‐
τσες  κυρίως,  ἡ  ἔλλειψη  χρημάτων  ἔγινε  αἰσθητή·  καὶ  αὐτὴ  ἡ  ἔλ‐
λειψη –στὴ θεωρία τοὐλάχιστον– ἐπέφερε τὴ σύναψη ἐξωτερικῶν 
δανείων.3 
  Τὰ  δάνεια  συμφωνήθηκαν  στὴ  Βρεταννία  ἀπὸ  τὸν  «οἶκο» 
τῶν Ἰακὼβ καὶ Σαμψὼν Ricardo καὶ φίλων τους.4 Οἱ Ρικάρδοι ἦταν 
Ἰουδαῖοι  ἀπὸ  τὴν  Ὁλλανδία,  ἀπώτερης,  ὅμως,  πορτογαλικῆς 
καταγωγῆς.5  Ὑπὸ  τὸ  πρόσχημα  τῆς  δημιουργίας  τακτικῶν  ἑλλη‐
νικῶν  ἐνόπλων  δυνάμεων,  ἐπέβαλαν  τὴν  πρόσληψη  τοῦ  Λόρδου 
Κόχραν  ὡς  ἐπικεφαλῆς  τοῦ  Ναυτικοῦ.6  Ἡ  πρόσληψη  αὐτὴ  ἀπο‐

1 Ἀ. Ὀρλάνδου, Ναυτικά..., τόμ. Α΄, σσ. 128‐130. 
2  Πρβλ.  Ἀρχεῖα  τῆς  Ἑλληνικῆς  Παλιγγενεσίας  μέχρι  τῆς  ἐγκαταστάσεως  τῆς 
βασιλείας,  τόμ.  Α΄  (Ἀθήνα:  Βιβλιοθήκη  τῆς  Βουλῆς  τῶν  Ἑλλήνων,  1973  [ἐπαν‐
έκδοση]), ἔγγρ. 551 (16 Μαρτίου 1822), σ. 323. 
3 Ἀ. Ὀρλάνδου, Ναυτικά..., τόμ. Β΄ (Ἀθήνα: Χ. Ν. Φιλαδελφεύς, 1869), σσ. 79‐82. 

4 Ἀρχεῖα τῆς Ἑλληνικῆς Παλιγγενεσίας, 1821‐1832. Αἱ  Ἐθνικαὶ Συνελεύσεις, τόμ. 

Β΄:  Δ΄  ἐν  Ἄργει  Ἐθνικὴ  Συνέλευσις,  (Ἀθήνα:  Βιβλιοθήκη  τῆς  Βουλῆς  τῶν 
Ἑλλήνων,  1973),  σ.  463  κ.ἑξ.·  Ἀρχεῖα  τῆς  Ἑλληνικῆς  Παλιγγενεσίας  μέχρι  τῆς 
ἐγκαταστάσεως  τῆς  βασιλείας,  τόμ.  Δ΄:  Γ΄  βουλευτικὴ  περίοδος,  1824‐1826. 
Πρακτικὰ  τοῦ  βουλευτικοῦ  σώματος  (Ἀθήνα:  Βιβλιοθήκη  τῆς  Βουλῆς  τῶν  Ἑλ‐
λήνων, 1973), σ. 194 (28 Μαρτίου 1825). 
5  The  Dictionary  of  National  Biography,  τόμ.  XVI  (Oxford  University  Press,  1937‐ 

1938), σ. 983· πρβλ. Ἀ. Ἀ. Τσιμικάλη, λῆμμα  «Ρικάρντο  (Ricardo)», Μεγάλη Ἑλ‐


ληνικὴ Ἐγκυκλοπαιδεία, τόμ. ΚΑ΄ (Ἀθήνα: Πυρσός, 1933), σ. 150. 
6 Ἀρχεῖα τῆς Ἑλληνικῆς Παλιγγενεσίας μέχρι τῆς ἐγκαταστάσεως τῆς βασιλείας, 

τόμ.  Α΄,  σ.  222  (18  Ἀπριλίου  1825)·  Σπ.  Β.  Μαρκεζίνη,  Πολιτικὴ  Ἱστορία  τῆς 
Νεωτέρας  Ἑλλάδος,  1828‐1864,  τόμ.  Α΄  (Ἀθήνα:  Πάπυρος,  1966),  σ.  29.  Πρβλ. 
Ἀνδρ.  Μιχ.  Ἀνδρεάδη,  Ἱστορία  τῶν  ἐθνικῶν  δανείων  (Ἀθήνα:  Ἑστία,  1904),  σσ. 
23‐26. 

185
δείχτηκε  καταστροφικὴ  καὶ  οἱ  συνέπειές  της  περίπου  ὀλέθριες.1 
Προσπαθώντας,  πάντως,  νὰ  ἐξισορροπήσει  τὴ  μὲ αὐτὸν τὸν τρό‐
πο παγίωση τῆς βρεταννικῆς ἐπιρροῆς στὴν Ἑλλάδα, ὁ Θεόδωρος 
Κολοκοτρώνης  προώθησε  τὴν  ἐκλογὴ  τοῦ  Ἰωάννη  Καποδίστρια 
ὡς Κυβερνήτη, δηλαδὴ Προέδρου, τῆς χώρας μας.2 
  Τὸ  ἔργο  αὐτοῦ  τοῦ  τελευταίου  δὲν  ἔχει  ἀκόμη  ἀποτιμηθεῖ 
στὸν  βαθμὸ  ποὺ  πρέπει.  Ὁ  Καποδίστριας,  πράγματι,  ὑπῆρξε  δι‐
πλωμάτης  καὶ  πολιτικὸς  εὐρωπαϊκῆς  –ἤ,  μᾶλλον,  παγκόσμιας– 
ἐμβέλειας.  Ἡ  ἀνάμειξή  του  στὴ  διεθνῆ  κονίστρα  ἄρχισε  με  τὴν 
κατὰ τὸ 1812 ἧττα τοῦ Ναπολέοντα ἀπὸ τοὺς Ρώσους καὶ κράτησε 
ἕως τὸ 1822, ὁπότε, ἐξαιτίας τῆς σύγκρουσής του μὲ τὸν πρίγκιπα 
Κλήμη  φὸν  Μέττερνιχ,  ὑπουργὸ  Ἐξωτερικῶν  τῆς  Αὐστρίας,  βρέ‐
θηκε  ἀπομονωμένος  καὶ  ἀναγκάστηκε  νὰ  ἀποσυρθεῖ.3  Αὐτὸς 
πάντως  ὑπῆρξε  ὁ  πραγματικὸς  πολιτικὸς  ἡγέτης  τῆς  Ἐπανάστα‐
σης τοῦ 1821. 
   
γ΄ 
 
Ὁ μεγάλος αὐτὸς Ἕλληνας ὑπῆρξε ἡ πρώτη προσωπικότητα ποὺ 
προσπάθησε  νὰ  ἀναγάγει  σὲ  διεθνὲς  σύστημα  τὴν  προσπάθεια 
ἀναμόρφωσης τῆς Εὐρώπης καί, γενικῶς, τοῦ κόσμου μας ἀπὸ τὴ 
Ρωσία  –  νὰ  δώσει  δηλαδὴ  πολιτικὴ  διάσταση  στὸν  μεσσιανικὸ 
χαρακτήρα  τοῦ  μεγάλου  ὀρθόδοξου  Κράτους.4  Ἦταν  σαφὲς  ὅτι 
θεωροῦσε  τὴν  ὑλοποίηση  τοῦ  ὁράματός  του  ὡς  προϋπόθεση  τῆς 
ἐπίτευξης  τῶν  κύριων  στόχων  τοῦ  Ἑλληνισμοῦ5  –  ἀπέβλεπε 

1 Ἀ. Κ. Ὀρλάνδου, Ναυτικά..., τόμ. Β΄, σσ. 470, 474‐478. 
2 Σπ. Β. Μαρκεζίνη, Πολιτικὴ Ἱστορία τῆς Νεωτέρας Ἑλλάδος..., τόμ. Α΄, σ. 26. 
3 Χ. Ἀ. Κίσσινγκερ, Ἕνας ἀποκατεστημένος κόσμος ..., σ. 456 κ.ἑξ. 

4 Mémoires, documents et écrits divers, laissés par le prince de Metternich, publiés par son 

fils, le prince Richard de Metternich, τόμ. V (Παρίσι: Plon, 1882), ὁ Μέττερνιχ στὸν 
αὐτοκράτορα  Φραγκῖσκο  (Koenigswart,  31  Ἰουλίου  1839),  σσ.  7‐8.  Πρβλ.  Χ.  Ἀ. 
Κίσσινγκερ,  Ἕνας  ἀποκατεστημένος  κόσμος…,  σσ.  385‐388·  Constantin  de 
Grunwald, La vie de Metternich (Παρίσι: Calmann‐Lévy, 1938), σ. 112. 
5  Χ.  Ἀ.  Κίσσινγκερ,  Ἕνας  ἀποκατεστημένος  κόσμος...,  σ.  386·  πρβλ.  Ἑλένης 

Κούκκου, Ἰωάννης Καποδίστριας. Ὁ ἄνθρωπος‐ὁ διπλωμάτης, 1800‐1828 (Ἀθήνα: 
«Ἑστία» Ι. Δ. Κολλάρου, 1978), σ. 48. Εἰδικὰ γιὰ τὸν ρόλο τοῦ Καποδίστρια στὴν 

186
δηλαδὴ  στὴ  μὲ  τὴ  σύμπραξη  τῆς  Ρωσίας  ἀνόρθωση  τοῦ  Ἑλλη‐
νικοῦ  Γένους.  Ὅπως  καὶ  νὰ  εἶναι,  ὅμως,  τὸ  ὅλο  θέμα  τέθηκε  ἐπὶ 
τάπητος  τὸ  1821,  μόλις  ξέσπασε  ἡ  Ἐπανάσταση.  Τί  θὰ  ἔκανε  ὁ 
τσάρος;  Θὰ  ἔμπαινε  σὲ  πόλεμο  κατὰ  τῆς  Ὀθωμανικῆς  Αὐτοκρα‐
τορίας;  Αὐτὸ  ὅμως  θὰ  ἤτανε  ἀντίθετο  πρὸς  τὶς  βλέψεις  τῆς 
Αὐστρίας  ἡ  ὁποία,  ἂν  καὶ  σταθερὸς  ἀντίπαλος  τῶν  Τούρκων 
παλαιότερα,  εἶχε  ἀρχίσει,  ἀπὸ  τὸ  1808,  νὰ  τοὺς  θεωρεῖ  ἀποτε‐
λεσματικὴ  ἀσπίδα  προστασίας  μέρους  τῶν  συνόρων  της.1  Ἡ  πα‐
ράδοξη αὐτὴ ἐξέλιξη, ποὺ συμβάδιζε μὲ τὴν προσπάθεια ἐξευρω‐
παϊσμοῦ  τῆς  Ὀθωμανικῆς  Αὐτοκρατορίας,  ἔμελλε  νὰ  βρεῖ  ἐμπό‐
διο  στὴν  Ἑλληνικὴ  Ἐπανάσταση  ἡ  ὁποία,  ὑπὸ  δεδομένο  πρῖσμα, 
ἀποτελοῦσε  μέγα  κώλυμα  στὴν  προοπτικὴ  ἔνταξης  τῆς  Ὑψηλῆς 
Πύλης στὸ «εὐρωπαϊκὸ σύστημα». 
  Γιατί  τὸν  Μέττερνιχ  ἀνησυχοῦσε  τόσο  πολὺ  ἡ  προοπτικὴ 
ρωσικῆς ἐπέμβασης στὴ Χερσόνησο τοῦ Αἵμου; Κυρίως, διότι ἀντι‐
λαμβανόταν ὅτι συνέπεια τέτοιου γεγονότος θὰ ἦταν εἴτε ὁ σχη‐
ματισμὸς  μεγάλης  χριστιανικῆς  –ἤ,  μᾶλλον,  ὀρθόδοξης–  ἐπικρά‐
τειας στὴν ἀνατολικὴ Εὐρώπη καί, εὐρύτερα, τὴν Ἐγγὺς Ἀνατολὴ 
ἢ  ἡ  σύμπηξη  στὶς  περιοχὲς  αὐτὲς  «γαλαξία»  ὀρθόδοξων  Κρατῶν 
πού,  φυσικά,  θὰ  ἦταν  ὑπὸ  τὴν  ἐπιρροὴ  τῆς  Ρωσίας.  Εἶναι  χαρα‐
κτηριστικὸ  ὅτι  σύμμαχοι  τοῦ  Μέττερνιχ  ὅσον  ἀφορᾶ  τὴν  ἀπο‐
τροπὴ  αὐτοῦ  τοῦ  ἐνδεχομένου  ἤτανε  Βρεταννοὶ  ἰθύνοντες·2  καὶ 
φυσικά, ὁ μέγας ἀντίπαλός τους ἤτανε ὁ Ἰωάννης Καποδίστριας. 
  «Δύο εἴδη ἀνθρώπων συγκρούονται παντοῦ στὸν κόσμο: τὸ 
δικό  μου  καὶ  ἐκεῖνο  τοῦ  Καποδίστρια»,  ἔλεγε  ὁ  Μέττερνιχ  ἐμφα‐

προετοιμασία καὶ διεξαγωγὴ τῆς Ἑλληνικῆς Ἐπανάστασης σημαντικὸ εἶναι τὸ 
ἔργο  τοῦ  Σπύρου  Χατζάρα,  1821.  Ἕτος  21ο  τῶν  Φιλικῶν.  (Ἡ  Ἐπανάσταση  τῶν 
Φιλογενῶν), τόμ. Α΄‐Β΄, Ἀθήνα: Ἐλεύθερη Ἑλλάδα, 2011. 
1 Mémoires, documents et écrits divers…laissés par le prince de Metternich…, publiés par 

son fils, le prince Richard de Metternich, τόμ. V, ὁ Μέττερνιχ στὸν Neumann (Βιέννη, 
15  Φεβρουαρίου  1833),  σ.  490·  πρβλ.  Χ.  Ἀ.  Κίσσινγκερ,  Ἕνας  ἀποκατεστημένος 
κόσμος..., σσ. 504‐505. 
2 Χ. Ἀ. Κίσσινγκερ, Ἕνας ἀποκατεστημένος κόσμος..., σ. 385· πρβλ. A. Debidour, 

Histoire diplomatique de l’Europe, τόμ. I (Παρίσι: Félix Alcan, 1891), σσ. 104‐105. 

187
ντικῶς.1  Καὶ  εἶχε  δίκιο,  γιατὶ  ὁ  Ἕλληνας  πολιτικός,  θρησκευτική, 
στὴν  οὐσία,  ἰδιοσυγκρασία,  διαπνεόταν  ἀπὸ  ἀκεραιότητα  στὴν 
τήρηση  τῶν  ἠθικῶν  ἀρχῶν  μὰ  καὶ  ἀπὸ  πραγματικὸ  ἐνδιαφέρον 
γιὰ  τοὺς  ἀνθρώπους·2  καὶ  τὰ  δύο  αὐτὰ  ἤτανε  ἀκατανόητα  σὲ 
ἄτομα  τύπου  Μέττερνιχ,  πού,  στὴν  οὐσία,  δὲν  ἤτανε  παρὰ  πρό‐
δρομος  τοῦ  Disraeli  καὶ  τοῦ  Κίσσινγκερ.  Καὶ  ἐξυπακούεται, 
βέβαια,  ὅτι  ὁ  τότε  ὑπουργὸς  Ἐξωτερικῶν  τῆς  Αὐστρίας  ἐνισχυ‐
όταν στὴν τήρηση τῆς πολιτικῆς του αὐτῆς ἀπὸ τοὺς Ρότσιλντ ποὺ 
τοῦ ἔκαναν μεγάλα χρηματικὰ δῶρα.3  
 
δ΄ 
 
Ἂς  τονιστεῖ  ξανὰ  ὅτι  ἡ  ἔκρηξη  τῆς  μεγάλης  Ἑλληνικῆς  Ἐπανά‐
στασης  ὑπῆρξε  κεραυνὸς  ἐν  αἰθρίᾳ  στὴν  Εὐρώπη  ποὺ  προσπα‐
θοῦσε  νὰ  συμπήξει  ὁ  Μέττερνιχ.  Τί  θὰ  γινόταν,  ἐὰν  ἡ  σύρραξη 
τῶν  ξεσηκωμένων  Χριστιανῶν  μὲ  τοὺς  Ὀθωμανοὺς  ἐπέφερε 
ἐμπλοκὴ  τῆς  Ρωσίας  στὴν  ὅλη  ὑπόθεση;  Μέχρι  τότε  εἶχε  κατά‐
φέρει νὰ πείσει τὸν τσάρο Ἀλέξανδρο Α΄, ποὺ θεωροῦσε ὅτι, λίγο‐
πολύ,  ἀνῆκε  στὸν  δικό  του  τύπο  ἀνθρώπου,4  νὰ  εὐθυγραμμιστεῖ 
μὲ τὶς προσωπικές του ἀπόψεις. Τί θὰ γινόταν ὅμως, ἐάν, στὸ ζή‐
τημα τῶν Ἑλλήνων, ὁ τσάρος εὐθυγραμμιζόταν μὲ ὅ,τι ἐπέτασσε 
ἡ παράδοση τῆς χώρας του καὶ τὸ αἴσθημα τῶν ὑπηκόων του;5 Μὲ 
εὐρύτερους ἑλιγμούς, λοιπόν, ὁ Μέττερνιχ ἀπομόνωσε τὸν Καπο‐
δίστρια  ἀπὸ  τὸν  αὐτοκράτορα  τῆς  Ρωσίας  καί,  στὴ  συνέχεια, 
διαχώρισε τὴν «ἑλληνικὴ ὑπόθεση» ἀπὸ τὸ ζήτημα τῆς διάλυσης ἢ 

1  Χ.  Ἀ.  Κίσσινγκερ,  Ἕνας  ἀποκατεστημένος  κόσμος...,  σ.  513·  πρβλ.  Ἑλένης  Π. 
Κούκκου, Ἰωάννης Καποδίστριας..., σ. 50. 
2 Χ. Ἀ. Κίσσινγκερ, Ἕνας ἀποκατεστημένος κόσμος..., σ. 386. 

3 C. de Grunwald, La vie de Metternich, σ. 173. 

4 Χ. Ἀ. Κίσσινγκερ, Ἕνας ἀποκατεστημένος κόσμος .., σ. 513. 

5 Mémoires, documents et écrits divers… laissés par le prince de Metternich… publiés par 

son  fils,  le  prince  Richard  de  Metternich,  τόμ.  V,  ὁ  Μέττερνιχ  στὸν  αὐτοκράτορα 
Φραγκῖσκο τῆς Αὐστρίας, Koenigswart, 31 Ἰουλίου 1830, σ. 8. 

188
μὴ  τῆς  Ὀθωμανικῆς  Αὐτοκρατορίας1  –  κάτι  ποὺ  εἶχε  ἤδη  συζη‐
τηθεῖ  κατὰ  τὴ  ρωσογαλλικὴ  συνεννόηση  στὸ  Τιλσίτ.2  Τὸ  θέμα 
αὐτό, ὅμως, ἀπὸ τότε ἐξελίχθηκε σὲ μεῖζον ζήτημα τῆς ὅλης εὐρω‐
παϊκῆς διπλωματίας.3 
  Ὅπως  καὶ  νὰ  εἶναι,  ἡ  Ἑλληνικὴ  Ἐπανάσταση,  παρὰ  τὶς 
γρήγορες  καὶ  θεαματικὲς  ἐπιτυχίες  της  στὴν  ξηρά,4  δὲν  θὰ  εἶχε 
κατισχύσει  χωρὶς  τὸν  ἔλεγχο  τοῦ  Αἰγαίου  ἀπὸ  τὸ  Ναυτικὸ  τῶν 
Ἑλλήνων:  Ἦταν  σαφές,  πράγματι,  ὅτι  οἱ  Ὀθωμανοὶ  μειονεκτοῦ‐
σαν στὴ θάλασσα.5 Κατὰ τὰ τελευταῖα ἔτη πάντως –καὶ παρὰ τὰ 
δάνεια  τῶν  Ρικάρδων–  ὁ  ἑλληνικὸς  Στόλος  ἀντιμετώπιζε  ὀξὺ 
πρόβλημα  οἰκονομικῆς  δυσπραγίας6  καὶ  αὐτὸ  συνέβαλε  σὲ  οἱονεὶ 
δυναμικὴ  ἐπανεμφάνιση  τῶν  Ὀθωμανῶν  στὸ  ὑγρὸ  στοιχεῖο.  Τὸ 
1827, ὅμως, στὴ ναυμαχία τοῦ Ναυαρίνου, καταστράφηκε ἡ κατὰ 
θάλασσαν  ἰσχὺς  τῆς  Ὑψηλῆς  Πύλης  –κάτι  τὸ  ὁποῖο  σαφῶς 
ἐπέφερε τὴν ἐμφάνιση κενοῦ ἰσχύος στὸ Αἰγαῖο…7 
  …  Ποὺ  ἔγινε  περισσότερο  αἰσθητὸ  μετὰ  τὴν  ἀνατίναξη 
βασικῶν  μονάδων  τοῦ  «ἀναγεννημένου» Ἑλληνικοῦ  Στόλου  ἀπὸ 
τὸν Ἀνδρέα Μιαούλη, τὸ 1831, στὸν Πόρο. Τὸ γεγονὸς αὐτὸ σαφῶς 
συνδέεται  μὲ  τὴν  κατὰ  τὸ  ἴδιο  ἔτος  δολοφονία  τοῦ  Καποδίστρια 
ἀλλὰ καὶ μὲ τὴ λίγα χρόνια ἀργότερα θανατικὴ καταδίκη τοῦ Θ. 
Κολοκοτρώνη,  γνωστοῦ  ρωσόφιλου  –  παρὰ  τὶς  βρεταννικὲς  δια‐
συνδέσεις του.8 Ὅλα αὐτά, πράγματι, ἐντάσσονταν σὲ σχῆμα γε‐

1  Χ.  Ἀ.  Κίσσινγκερ,  Ἕνας  ἀποκατεστημένος  κόσμος...,  σ.  534·  πρβλ.  Δ.  Γατό‐
πουλου, Ἰωάννης Καποδίστριας (Ἀθήνα: Δημητράκος, 1933), σ. 27. 
2 St. J. Shaw, History of the Ottoman Empire..., τόμ. Ι, σ. 275. 

3 Χ. Ἀ. Κίσσινγκερ, Ἕνας ἀποκατεστημένος κόσμος..., σ. 507. 

4 Αὐτόθι. 

5 Ἀ. Κ. Ὀρλάνδου, Ναυτικά..., τόμ. Β΄, σ. 374. 

6 Αὐτόθι, τόμ. Β΄, σσ. 281, 313‐314, 389‐390. 

7 Πρβλ. τὸ πολὺ ἐνδιαφέρον –παρὰ τὸν προπαγανδιστικό του χαρακτήρα– ἔργο 

τοῦ  κόμη  Ernst  zu  Reventlow,  Le  Vampire  du  Continent.  Exposé  de  la  politique 
anglaise,  de  ses  visées,  de  ses  moyens  et  de  ses  effets  (Βερολῖνο:Ernst  Siegried  Mittler, 
1915), σσ. 56. 
8 Ὅπως ρωσόφιλη ἤτανε καὶ ὅλη σχεδὸν ἡ στρατιωτικὴ ἀριστοκρατία πού, στὴ 

συνέχεια,  σχηματίστηκε  γύρω  ἀπὸ  τὸν  Ὄθωνα.  Βλ.  D.  Michalopoulos,  Vie 
politique en Grèce pendant les années 1862‐ 1869 (Ἐθνικὸν καὶ Καποδιστριακὸν Παν‐

189
νικότερης  προσπάθειας  παγίωσης  τῆς  ἐπιρροῆς  τοῦ  Λονδίνου  –
καί,  συνακολούθως,  ἀποδυνάμωσης  τῆς  ρωσικῆς–  στὴν  ἀπελευ‐
θερωμένη χώρα μας.  
   
ε΄ 
 
Ἡ Βρεταννία, πράγματι, στὴν ὁποία εἶχε περιέλθει, περὶ τὸ τέλος 
τῶν  Ναπολεόντειων  πολέμων,  ἡ  Μάλτα,  προσπαθοῦσε  νὰ 
προωθήσει  τὴν  ἐξυπηρέτηση  τῶν  δικῶν  της  συμφερόντων  στὴν 
ἀνατολικὴ  Μεσόγειο.  Ὑπὸ  τὸ  πρῖσμα  αὐτό,  τὴν  ἐξυπηρετοῦσε  ἡ 
ἀδυναμία  τοῦ  Ἑλληνικοῦ  Ναυτικοῦ.  Λόγω  τοῦ  αἱματηρῶς  δη‐
μιουργημένου  μικροῦ  ἀλλὰ  ἀνεξάρτητου Ἑλληνικοῦ Κράτους, τὸ 
ὅλο ζήτημα, ποὺ lato sensu δὲν ἀφοροῦσε παρὰ τὴ διατήρηση ἢ μὴ 
τῆς  μουσουλμανικῆς  κυριαρχίας  σὲ  μέγα  τμῆμα  τῆς  Νοτιοανα‐
τολικῆς Εὐρώπης, ἔμπαινε –αὐτὸ καὶ πάλι ἂς ὑπογραμμιστεῖ– σὲ 
φάση  δυναμικῆς  προσέγγισης.  Οἱ  ἐπαναστατημένοι  Ἕλληνες 
λοιπόν,  οἱ  ὁποῖοι  εἴχανε  καταδείξει  ὅτι  ἡ  συμβίωσή  τους  μὲ  τοὺς 
Ὀθωμανοὺς  ἦταν  ἀδύνατη,  ἔπρεπε  νὰ  μὴ  εἶναι  σὲ  θέση  στὸ 
μέλλον  νὰ  ξανακάνουνε  ἕνα  «νέο  ‘21»,  ἐφ’ὅσον  κάτι  τέτοιο  θὰ 
μποροῦσε  νὰ  ἐπιφέρει  τὴν  καθοριστικὴ  ἀναβάθμιση  τοῦ  ρόλου 
στὰ  εὐρωπαϊκὰ  πράγματα  τῆς  Ρωσικῆς  Αὐτοκρατορίας.  Τὸ  Ἑλ‐
ληνικὸ  Κράτος,  κατὰ  συνέπεια,  ἔπρεπε  νὰ  ἐνταχθεῖ  στὴ  σφαῖρα 
τῆς  βρεταννικῆς  ἐπιρροῆς,  ὥστε  πλήρως  νὰ  διασφαλιστεῖ  ὁ 
ἔλεγχος τῆς ἰσχύος του. Τὸ πρῶτο ἐπιτεύχθηκε τὸ  1862 μέσω τῆς 
ἀνατροπῆς  τῆς  Δυναστείας  τῶν  Βίττελσμπαχ· 1  τὸ  δεύτερο  μέσω 
τῆς ὑποβάθμισης τοῦ –τότε– Βασιλικοῦ Ναυτικοῦ. 
  Ὡς γνωστόν, μετὰ τὰ γεγονότα τοῦ  1831 στὸν Πόρο, ἡ Ἑλ‐
λάδα  ἄργησε  νὰ  ἀποκτήσει  ὑπολογίσιμο  Στόλο.  Ἔτσι,  ἡ  Κρητικὴ 
Ἐπανάσταση  τῶν  ἐτῶν  1866‐1869  ἐνισχύθηκε  κυρίως  μὲ  ἐξοπλι‐

επιστήμιον  Ἀθηνῶν.  Φιλοσοφικὴ  Σχολή.  Βιβλιοθήκη  Σοφίας  Ν.  Σαριπόλου, 


1981), σσ. 18‐19. 
1 Αὐτόθι, σσ. 66‐68. 

190
σμένα ἐμπορικὰ πλοῖα.1 Μόνο κατὰ τὴν ἐποχὴ τοῦ Χαρίλαου Τρι‐
κούπη  ἐπιτεύχθηκε  ἡ  ἔνταξη  στὸν  Στόλο  μονάδων  πραγματικὰ 
ἀξιόλογων.2  Κατὰ  τὶς ἀρχὲς  τοῦ  Κ’  αἰώνα ἄλλωστε  ἐπιχειρήθηκε 
ἡ  ὑλοποίηση  τοῦ  «Σχεδίου  Φουρνιέ»,  γαλλικῆς  ἐπινόησης,  σύμ‐
φωνα  μὲ  τὸ  ὁποῖο  ἡ  Ἑλλάδα  ἔπρεπε  νὰ  διαθέτει  μόνο  ἐλαφρὰ 
πολεμικὰ  πλοῖα  καί,  κατὰ  συνέπεια,  νὰ  βασίζεται  ὅσον  ἀφορᾶ 
τὴν ὑπεράσπιση ἢ τὴν προώθηση τῶν συμφερόντων της στὶς βρε‐
ταννικὲς  καὶ  γαλλικὲς  ναυτικὲς  δυνάμεις3.  Ἡ  ἔντονη  ἀντίδραση 
ἀξιωματικῶν  τοῦ  Βασιλικοῦ  Ναυτικοῦ,  ὑποκινημένη  καὶ  ἀπὸ 
παρέμβαση  τοῦ  αὐτοκράτορα  τῆς  Γερμανίας  Γουλιέλμου  Β΄, 
ἀπέτρεψε  τὴν  ὑλοποίηση  τοῦ  σχετικοῦ  προγράμματος  –  ἡ  ὁποία 
ὑλοποίηση  θὰ  εἶχε,  βέβαια,  ὡς  ἀποτέλεσμα  τὴν  ἑλληνικὴ  ἧττα 
κατὰ  τὸν  Α΄  Βαλκανικὸ  πόλεμο.4  Μετὰ  τὴν  ἐξέγερση  στὸ  Γουδί, 
πάντως,  ἡ  Ἑλλάδα,  μπόρεσε  νὰ  ἀποκτήσει  τὸ  θωρακισμένο 
εὔδρομο  «Γεώργιος  Ἀβέρωφ»,  μὲ  τὸ  ὁποῖο  ἐπιτεύχθηκε,  τὸ  1912 
καὶ τὸ 1913 ἀντίστοιχα, ἡ νίκη στὶς ναυμαχίες τῆς Ἕλλης καὶ τῆς 
Λήμνου, ποὺ εἴχανε ἀποφασιστικὴ ἐπίδραση στὴν ἔκβαση τοῦ Α΄ 
Βαλκανικοῦ πόλεμου.5 
  Ἡ ὀθωμανική, πάντως, ἰσχὺς στὴ θάλασσα, παρέμενε ὑπο‐
λογίσιμη  κατὰ  τὴ  δεύτερη  δεκαετία  τοῦ  Κ΄  αἰώνα.6  Οἱ  ὀθωμανοὶ 
ἰθύνοντες,  πράγματι,  πλήρως  κατανοούσανε  τὴ  σημασία  της 
ὅσον  ἀφορᾶ  τὴν  ὕπαρξη  τῆς  Αὐτοκρατορίας.7  Ἔτσι,  κατὰ  τὰ  ἔτη 

1  Κατὰ  λέξη:  «ταχυδρομικά».  Βλ.  «Ἀρκάδι»,  «Ἕνωσις»,  «Κρήτη»,  «Πανελλή‐


νιον»,  στὸ  βιβλίο  τοῦ  Κ.  Παΐζη‐Παραδέλη,  Τὰ  πλοῖα  τοῦ  Ἑλληνικοῦ  Πολεμικοῦ 
Ναυτικοῦ, 1830‐1979 (Ἀθήνα: ΓΕΝ, 1979), σσ. 31, 65‐66, 99, 127.  
2 Αὐτόθι, «Σπέτσαι», «Ὕδρα», «Ψαρά», σσ. 145, 157, 165. 

3  Περικλῆ  Ἰ.  Ἀργυρόπουλου,  Ἀναμνήσεις.  Τὸ  ζήτημα  τοῦ  Ναυτικοῦ,  ἡ  ἐξέγερση 

στὸ Γουδί, ὁ Διχασμός, 1900‐1916. Πρόλογος‐εἰσαγωγὴ‐σημειώσεις Δημήτρη Μι‐
χαλόπουλου (Ἀθήνα: Ἀρσενίδης, 1996), σσ. 43‐46. 
4 Αὐτόθι, σ. 43. 

5  Αὐτόθι,  σσ.  87‐90·  Σ.  Ἰ.  Δούσμανη,  Τὸ  ἡμερολόγιον  τοῦ  κυβερνήτου  τοῦ  «Γ. 

Ἀβέρωφ» κατὰ τοὺς πολέμους 1912‐1913 (Ἀθήνα: Πυρσός, 1928), σσ. 548‐549, 564. 
6 Almanach de Gotha, 1913 (Gotha: Justus Perthes), σσ. 996, 1224. 

7  Ἐπαμεινώνδα  Π.  Καββαδία,  Ὁ  ναυτικὸς  πόλεμος  τοῦ  1940  ὅπως  τὸν  ἔζησα 

(Ἀθήνα:  Πυρσός,  1950),  σσ.  23‐24·  Winston  S.  Churchill,  The  World  Crisis,  1911‐
1918, τόμ.ΙΙ (Λονδῖνο: Odhams Press, χ.ἔ.), σ. 436. 

191
1911 καὶ 1912, μὲ λαϊκοὺς ἐράνους σὲ «ὁλόκληρη τὴ Μικρὰ Ἀσία» 
ἤ,  μᾶλλον,  «σὲ  ὁλόκληρο  τὸν  μουσουλμανικὸ  κόσμο»,  μαζεύτη‐
καν χρήματα ἀρκετά, γιὰ νὰ γίνει ναυπήγηση στὴ Βρεταννία δύο 
ντρέντνωτ,1  τὰ  ὁποῖα,  κατὰ  τὴν  ἔκρηξη  τοῦ  Α΄  Παγκόσμιου  πό‐
λεμου, κατασχέθηκαν, ὅπως ἤδη ἐπισημάνθηκε, καὶ ἐντάχθηκαν 
στὸ  βρεταννικὸ  Βασιλικὸ  Ναυτικό.2  Στὴ  συνέχεια  ὅμως,  οἱ 
Βρεταννοὶ  «ἐπέτρεψαν»  στὸ  «Goeben»  καὶ  τὸ  «Breslau»  νὰ  μποῦν 
στὴν Προποντίδα. 
  Ἔχοντας,  λοιπόν,  κατὰ  νοῦν  αὐτὰ  ὁ  Μεταξᾶς,  θεωροῦσε 
βασικὸ  παράγοντα  ἐπιτυχίας  μιᾶς  ἑλληνικῆς  ἐπιθετικῆς  προσ‐
πάθειας  στὴ  Μικρὰ  Ἀσία  τὴ  σαφῆ  ὑπεροχὴ  τοῦ  Ἑλληνικοῦ  Στό‐
λου. Πράγματι, ἐὰν ἀπορρέουνε διδάγματα ἀπὸ τὴν Ἱστορία, ἕνα 
ἀπὸ  αὐτὰ  εἶναι  ὅτι,  σὲ  περίπτωση  σύρραξης  Ἑλλάδας  καὶ  Τουρ‐
κίας,  ἡ  πρώτη  μπόρεσε  νὰ  νικήσει,  μόνο  ἐὰν  εἶχε  Ναυτικὸ  καὶ 
ἤτανε σὲ θέση νὰ τὸ χρησιμοποιήσει σωστά.3 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 

1 W. S. Churchill, The World Crisis..., τόμ. ΙΙ, σ. 436. 
2 Αὐτόθι, σ. 437. 
3  Γιὰ  αὐτὸ  καὶ  ὁ  Ἑλληνικὸς  Στόλος  ἤτανε  ‐ἂς  ξανατονιστεῖ  αὐτὸ‐παράγοντας 

ποὺ  συχνὰ  προκαλοῦσε  τὸ  ἐνδιαφέρον  ἢ  καὶ  τὴν  ἀνησυχία  τῶν  Μεγάλων 
Δυνάμεων. Βλ. σχετικῶς τὰ ὅσα ἔχουνε ἀποκαλυφθεῖ ὅσον ἀφορᾶ τὸν πόλεμο 
τοῦ  1897.  (Δημήτρη  Μιχαλόπουλου,  «Σκέψεις  γιὰ  τὸν  Ἐθνικὸ  Διχασμό», 
Ἀνακοινώσεις  ἡμερίδος  [16  Νοεμβρίου  1996]  γιὰ  τὴν  ἑξηκοστὴ  ἐπέτειο  τοῦ 
θανάτου  τοῦ  Ἐλευθερίου  Βενιζέλου  [Ἀθήνα:  Λέσχη  Φιλελευθέρων‐Μνήμη 
Ἐλευθερίου Βενιζέλου, 1997], σ. 11.) 

192
ΕΠΙΜΕΤΡΟ 
καὶ  
ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΑ 
 
Ποιὰ  εἶναι  τὰ  συμπεράσματα  στὰ  ὁποῖα  μπορεῖ  κανεὶς  νὰ 
καταλήξει μελετώντας τὸ φαινόμενο τοῦ Ἐθνικοῦ Διχασμοῦ; 
  Στὴ διαπίστωση, κατ’ἀρχήν, ὅτι τὸ θέμα εἶναι σύνθετο: Διά‐
φορα  ὑπῆρξαν  τὰ  δεδομένα  ποὺ  καθόρισαν  τὴν  «ἐμφάνιση»  καὶ 
τὴν  πορεία  του.  Πράγματι,  σὲ  σχεδὸν  ὅλους  ὅσους  συσπειρώ‐
θηκαν,  κατὰ  τὴν  παγκόσμια  σύρραξη,  γύρω  ἀπὸ  τὸν  βασιλιὰ 
Κωνσταντῖνο ἐπικρατοῦσε ἡ ἄποψη πὼς ἡ Ἑλλάδα, μετὰ τὴ λήξη 
τῶν  Βαλκανικῶν  πολέμων,  ἔπρεπε  νὰ  ἀποφύγει  νέες  ἐμπλοκές, 
ὥστε νὰ ἀνασυγκροτηθεῖ.1 Εἰδικότεροι λόγοι, ἐξαιτίας τῶν ὁποίων 
ἐνισχυόταν  ἡ  θέση  αὐτή,  ἦταν  ἡ  ἀνησυχία  γιὰ  τὴν  τύχη  τῶν 
ἑλληνικῶν  πληθυσμῶν  τῆς  Μικρᾶς  Ἀσίας2  ἀλλὰ  καὶ  ἡ  ἀβεβαιό‐
τητα  ὅσον  ἀφορᾶ  τὴν  ἔκβαση  τυχὸν  νέας  ἑλληνοβουλγαρικῆς 
σύγκρουσης3 – στὰ πλαίσια τῆς ὁποίας πολλὰ ἤτανε δυνατὸν νὰ 
διακυβευθοῦν.4  Βασική,  κατὰ  συνέπεια,  αἰτία  τοῦ  Διχασμοῦ 
ὑπῆρξε ἡ ἐμμονὴ μὲ τὴν ὁποία ὁ Βενιζέλος ὑποστήριζε τὴν ἄποψη 
πὼς  ἡ  νίκη  τῶν  Δυνάμεων  τῆς  Συνεννόησης  καὶ  ἡ  συνακόλουθη 
κατάλυση τῆς Ὀθωμανικῆς Αὐτοκρατορίας ἤτανε ἀναπότρεπτες. 
Ἐπιπλέον,  ἐπιχειροῦσε  νὰ  προσδώσει  ἰδεολογικὸ  ἐπίχρισμα  στὶς 
ἀπόψεις  του.  Ἤδη  τὴν  1η  Αὐγούστου  1914  (π.ἡ.)  παρίστανε  τὴ 
σύρραξη  ὡς  ἀγώνα  τῆς  βαρβαρότητος  κατὰ  τοῦ  πολιτισμοῦ  (τὸν 
ὁποῖο ἐκπροσωποῦσαν ἡ Βρεταννία καὶ ἡ Γαλλία) καὶ διευκρίνιζε 
πώς,  κατὰ  τὴν  ἄποψή  του,  ἡ  Ἀγγλία  πολεμοῦσε  χάριν  τῆς  ἐλευ‐
θερίας  τῶν  μικρῶν  κρατῶν.5  Λίγες  ἡμέρες  ἀργότερα  ἐξέφρασε 

1  Πρβλ.  Βίκτωρος  Δούσμανη,  Ἀπομνημονεύματα.  Ἱστορικαὶ  σελίδες  τὰς  ὁποίας 


ἔζησα (Ἀθήνα: Πέτρος Δημητράκος, χ.ἔ.), σ. 42· Γεωργίου Στρέιτ, Ἡμερολόγιον‐
Ἀρχεῖον, τόμ. A΄ (Ἀθήνα, 1964), σσ. 24‐25.  
2 Βλ. Γ. Στρέιτ, Ἡμερολόγιον…, τόμ. Α΄, σ. 25. 

3 ΙΑΕΒ, Ι/34/54, Ἰωάννης Μεταξᾶς πρὸς Ἐλευθέριο Βενιζέλο, 21 Νοεμβρίου 1914 

(ὑπόμνημα). 
4 Αὐτόθι. 

5 Βλ. Γ. Στρέιτ, Ἡμερολόγιον…, τόμ. Α΄, σ. 3. 

193
λίαν  ἐξηρεθισμένος  καὶ  τὸ  ἑξῆς  καταπληκτικό:  Ἂν  ἐπὶ  τέλους 
ἡττηθῇ  ἡ  Γαλλία,  ἂς  καταστραφῇ  καὶ  ἡ  Ἑλλάς.  Ἂν  νικήσῃ  ἡ 
Γερμανία, θα ἔχωμεν τοὺς Γερμανοὺς διαγράφοντας ἡμῖν τί πρέπει 
παρ’  αὐτοῖς  νὰ  προμηθευώμεθα.1  Τὶς  ἀπόψεις  αὐτὲς  δὲν  ἄφηνε 
εὐκαιρία νὰ μὴ τὶς διακηρύξει καὶ στὸ ἐξωτερικό.2 
 
α΄ 
 
Ἀπὸ  ποῦ  πήγαζε  ἡ  ἐμμονὴ  μὲ  τὴν  ὁποία  ὁ  τότε  πρωθυπουργὸς 
ὑποστήριζε αὐτὲς τὶς ἀπόψεις του; Κατ’ἀρχὴν ἀπὸ τὸ γεγονὸς ὅτι, 
ἤδη  κατὰ  τὸν  Ἰανουάριο  τοῦ  1914,  ἡ  κυβέρνηση  Βενιζέλου  εἶχε 
σπεύσει  νὰ  συνάψει  ἑλληνογαλλικὴ  οἰκονομικὴ  καὶ  ἐμπορικὴ 
συμφωνία,  δυνάμει  τῆς  ὁποίας  ἡ  μὲν  Ἑλλάδα  γινότανε 
σημαντικὸς  πελάτης  τῆς  γαλλικῆς  βιομηχανίας,  ἐνῶ  ἡ  Γαλλία 
ἀναβαθμιζόταν  ὄχι  μόνο  σὲ  κύριο  προμηθευτὴ  στρατιωτικοῦ 
ὑλικοῦ  στὴ  δική  μας  χώρα  ἀλλὰ  καὶ  –κυριολεκτικῶς!–  σὲ 
τραπεζίτη  αὐτῆς  τῆς  τελευταίας.  Ἀπὸ  τὴ  συμφωνία  αὐτήν,  ἐξυ‐
πακούεται,  εἶχε  μεγάλη  ὠφέλεια  καὶ  ἡ  Ἀγγλία,  έφ’ὅσον  ἀπὸ  τὴ 
γαλλικὴ  πλευρὰ  τῆς  ἀναγνωρίστηκε  τὸ  δικαίωμα  νὰ  παίρνει  τὸ 
50%  τῶν  ναυτικῶν  παραγγελιῶν  ποὺ  στὸ  ἑξῆς  θὰ  ἔκανε  ἡ  Ἑλ‐
λάδα.3  Ἡ  χώρα  μας  δηλαδὴ  εἶχε  δεθεῖ  πολὺ  γερὰ  πιὰ  στὸ  ἅρμα 
τῆς Ἐγκάρδιας Συνεννόησης. 
 Τὸ  ἐρώτημα,  κατὰ  συνέπεια,  ἀναδύεται  δριμύτερο:  Πῶς 
ἤξερε  ὁ  Βενιζέλος  ὅτι,  στὴ  σύρραξη  ποὺ  ἦταν  ὁρατὴ  ἤδη  ἀπὸ  τὸ 
ἔτος  1900,4  ἡ  νίκη  τελικῶς  θὰ  περιερχόταν  στὶς  Δυνάμεις  τῆς 
Ἐγκάρδιας  Συνεννόησης;  Μία  εἶναι  ἡ  ἀπάντηση:  Ἤξερε  ὅτι  οἱ 
Η.Π.Α.  τελικῶς  θὰ  ἔμπαιναν  στὸν  πόλεμο  –  στὸ  πλευρό,  ἐννοεῖ‐
ται,  τῆς  Βρεταννίας  καὶ  τῆς  Γαλλίας.  Πῶς  τὸ  γνώριζε  αὐτό;  Μία 
καὶ μόνη λογικὴ ἀπάντηση ὑπάρχει: Ἐμβριθῶς παρακολουθοῦσε 

1 Αὐτόθι, σ. 21. 
2 ΙΑΕΒ, Ι/35/1, Μήνυμα τοῦ Βενιζέλου πρὸς τὸν Take Ionescu (χ. ἡ. [1915]). 
3  Michel  Garin,  Les  Grecs  de  Paris  pendant  la  Première  guerre  mondiale  (Κωνστα‐

ντινούπολη: Isis, 2010), σσ. 8‐9. 
4 PA, BL/53/4/3. 

194
τὶς  κινήσεις  τοῦ  διεθνοῦς  σιωνιστικοῦ  κινήματος.  Ἀλλὰ  εἰδικῶς 
στὸ σημεῖο αὐτὸ χρειάζονται ὁρισμένες διευκρινίσεις. 
Ὅτι  κατὰ  τὴν  περίοδο  τῶν  Βαλκανικῶν  πολέμων  καὶ  τῆς 
παγκόσμιας  σύρραξης  ποὺ  ἐπακολούθησε  ὁ  Βενιζέλος  ἀκολου‐
θοῦσε πολιτικὴ γενικῶς φιλικὴ πρὸς τοὺς Ἰουδαίους δὲν ὑπάρχει 
ἀμφιβολία καμία.1 Ἡ Κεντρικὴ Σιωνιστικὴ Ὀργάνωση, τώρα, εἶχε, 
κατὰ  τὶς  ἀρχὲς  τοῦ  Κ΄  αἰώνα,  τὴν  ἕδρα  της  στὴ  Βιέννη·2  ἐνόσω 
διαρκοῦσαν  ὅμως  οἱ  Βαλκανικοὶ  πόλεμοι  μεταφέρθηκε  στὸ 
Βερολῖνο.3 Τὸ καλοκαίρι τοῦ 1914, πάλι, λίγες μόλις μέρες προτοῦ 
νὰ  ξεσπάσει  ἡ  παγκόσμια  σύρραξη,  αὐτὴ  ἡ  Κεντρικὴ  Σιωνιστικὴ 
Ὀργάνωση μεταφέρθηκε ἀπὸ τὴ γερμανικὴ πρωτεύουσα στὴ Νέα 
Ὑόρκη  –  παίρνοντας  πιὰ  τὴν  ὀνομασία  «Παγκόσμιο  Σιωνιστικὸ 
Γραφεῖο».4  Ἡ  ἐπιλογὴ  τῆς  μεγαλούπολης  τῶν  Ἡνωμένων 
Πολιτειῶν ὡς ἕδρας τοῦ παγκόσμιου Σιωνισμοῦ φυσικὰ δὲν ἦταν 
τυχαία.  Στὴ  χώρα  αὐτήν,  πράγματι,  εἶχε  ἱδρυθεῖ,  ἤδη  κατὰ  τὸ 
1913, τὸ περίφημο Federal Reserve System, στὰ πλαίσια τοῦ ὁποίου 
τὸ  δολλάριο  περιερχόταν  ὑπὸ  τὸν  ἔλεγχο  κυρίως  τῆς  ἰουδαϊκῆς 
οἰκογένειας  τῶν  Ρότσιλντ.  Ἔτσι,  ὁ  ἑδρασμὸς  τοῦ  «Παγκόσμιου 
Σιωνιστικοῦ  Γραφείου»  στὴν  Ἀμερικὴ  προείκαζε  τὴ  στροφὴ  τῶν 
ἀνὰ  τὸν  κόσμο  Ἰουδαίων  ὑπὲρ  τῆς  Ἐγκάρδιας  Συνεννόησης  καὶ 
τῶν συμμάχων της. 
Αὐτό,  βέβαια,  δὲν  ἦταν  καὶ  τόσο  εὔκολο  νὰ  ἐπιτευχθεῖ.  Ἡ 
ἰουδαϊκὴ  διασπορά,  κατὰ  πρῶτο  λόγο,  εἶχε  μάθει  νὰ  θεωρεῖ  ὡς 
«φίλους  της»  τὴ  Δυαδικὴ  Μοναρχία  τῶν  Ἁψβούργων  καὶ  τὴν 
αὐτοκρατορικὴ Γερμανία. Ἀκόμη καὶ μετὰ τὴ μετατόπιση, λοιπόν, 
τοῦ  «κέντρου  βάρους»  τοῦ  Σιωνισμοῦ  ἀπὸ  τὴν  Κεντρικὴ  Εὐρώπη 
στὴ Βόρεια Ἀμερική, δίσταζε νὰ ἀλλάξει συναισθηματικὴ τοποθέ‐

1 Réna Molho « Thessalonique après 1912. Propagandes étrangères et communauté 
juive », La France et la Grèce dans la Grande Guerre. Actes du colloque tenu en novembre 
1989 à Thessalonique (Θεσσαλονίκη, 1992), σ. 57. 
2 Αὐτόθι, σ. 49. 

3 Αὐτόθι. 

4 Peter Grose, Israel in the Mind of America (Νέα Ὑόρκη: Schocken Books, 1984), σσ. 

51‐52. 

195
τηση, διότι ἡ τσαρικὴ Ρωσία εἶχε φήμη «διώκτη τῶν Ἰουδαίων».1 Ἡ 
Αὐστροουγγαρία  καὶ  ἡ  αὐτοκρατορικὴ  Γερμανία  ὅμως  δὲν 
δέχονταν,  μετὰ  τὴ  μεταφορὰ  τῆς  Κεντρικῆς  Σιωνιστικῆς  Ὀργά‐
νωσης  ἀπὸ  τὴ  Βιέννη  καὶ  τὸ  Βερολῖνο  στὴ  Νέα  Ὑόρκη,  νὰ  πιέ‐
σουνε  τὴν  Ὑψηλὴ  Πύλη,  ὥστε  αὐτὴ  νὰ  ἐπιτρέψει  τὴ  δημιουργία 
ἰουδαϊκοῦ  Κράτους  στὴν  τότε  ὑπὸ  ὀθωμανικὴ  κυριαρχία  Παλαι‐
στίνη.2  Στὴν  Ἀμερική,  ἀντίθετα,  οἱ  πιέσεις  πρὸς  αὐτὴν  τὴν  κα‐
τεύθυνση  ἀρχίσανε  ἤδη  ἀπὸ  τὸ  1915,  βάσει  τοῦ  ἰσχυρισμοῦ  πώς, 
μόνο  ἐὰν  ἡ  βρεταννικὴ  (κατὰ  προτίμηση  μαζὶ  μὲ  τὴ  γαλλικὴ  καὶ 
τὴν  ἰταλικὴ)  κυβέρνηση,  ἀνοιχτὰ  ἐπαγγελλόταν  τὴν  προοπτικὴ 
ἵδρυσης  ἰουδαϊκοῦ  Κράτους,  οἱ  Η.Π.Α.  θὰ  βγαίνανε  στὸν  πόλεμο 
στὸ  πλευρὸ  τῆς  Συνεννόησης.3  Ἕτσι,  ἀπὸ  τὸ  1916,  οἱ  ἀνὰ  τὸν 
κόσμο  Ἰουδαῖοι  ὑποστηρίζανε  πιὰ  τὴν  πολεμικὴ  προσπάθεια  τῆς 
Βρεταννίας  καὶ  τῆς  Γαλλίας·4  καὶ  ἡ  στροφὴ  αὐτὴ  σαφῶς  ὁλο‐
κληρώθηκε κατὰ τὸ 1917, ὁπότε καταλύθηκε ἡ Ρωσικὴ Μοναρχία 
καί,  στὴ  συνέχεια,  βάσει  τῆς  περίφημης  Δήλωσης  Μπάλφουρ,  ἡ 
βρεταννικὴ  κυβέρνηση  urbi  et  orbi  διακήρυξε  τὴν  «εὐμενῆ  διά‐
θεση»  μὲ  τὴν  ὁποία  ἀντιμετώπιζε  τὴν  προοπτικὴ  ἵδρυσης,  στὴν 
Παλαιστίνη, «ἐθνικῆς ἑστίας τοῦ ἰουδαϊκοῦ λαοῦ».5  
Παρουσιάζει μεγάλο ἐνδιαφέρον λοιπὸν ὁ «συγχρονισμὸς» 
τῶν  κινήσεων  τοῦ  Βενιζέλου  μὲ  ἐκεῖνες  τοῦ  παγκόσμιου  Σιωνι‐
σμοῦ. Τὸ 1914, ὅπως προαναφέρθηκε ἡ ἕδρα τῆς Κεντρικῆς Σιωνι‐
στικῆς  Ὀργάνωσης/Παγκόσμιου  Σιωνιστικοῦ  Γραφείου  μεταφέρ‐
θηκε  ἀπὸ  τὴ  Γερμανία  στὶς  Η.Π.Α.·  τότε,  κατὰ  συνέπεια,  ὁ  Βενι‐
ζέλος  προσπάθησε  νὰ  κάνει  τὴν  Ἑλλάδα  «δεκτὴ»  ὡς  ἐμπόλεμη 
Δύναμη στὸ πλευρὸ τῆς Γαλλίας καὶ τῆς Μεγάλης Βρεταννίας. Τὸ 
1916,  πάλι,  οἱ  ἀνὰ  τὸν  κόσμο  Ἰουδαῖοι  ὁριστικὰ  τάχθηκαν  συναι‐
σθηματικῶς  –μὰ  καὶ  ὑλικῶς–  στὸ  πλευρὸ  τῆς  Ἐγκάρδιας  Συνεν‐
νόησης·  ὁ Βενιζέλος  ἀνέλαβε τότε τὴν ἡγεσία τοῦ κινήματος στὴ 
Θεσσαλονίκη καί, κυριολεκτικῶς, ἔκοψε τὴν Ἑλλάδα στὰ δύο. Τὸν 

1 Réna Molho « Thessalonique après 1912...», σ. 57. 
2 Αὐτόθι. 
3 P. Grose, Israel in the Mind of America, σ. 65. 

4 Réna Molho « Thessalonique après 1912...», σ. 57. 

5 P. Grose, Israel in the Mind of America, σ. 65. 

196
Νοέμβριο τοῦ 1917, τέλος, γίνεται ἡ Δήλωση Μπάλφουρ σχετικῶς 
μὲ  τὴν  ἵδρυση  ἰουδαϊκοῦ  Κράτους·  ἔ,  ἐδῶ  παρατηρεῖται  ἑλληνικὴ 
πρωτοπορεία  σὲ  παγκόσμια  κλίμακα:  Ὁ  Νικόλαος  Πολίτης,  ὑ‐
πουργὸς  Ἐξωτερικῶν  τῆς  κυβέρνησης  Βενιζέλου  στὴ  Θεσσαλο‐
νίκη,  ἔσπευσε  νὰ  ζητήσει  τὴν  ἵδρυση  ἰουδαϊκοῦ  Κράτους  στὴν 
Παλαιστίνη  τὸν  Ἰούνιο  κιόλας  τοῦ  1917  –  πέντε  μῆνες  δηλαδὴ 
πρὶν ἀπὸ τὴ Δήλωση Μπάλφουρ!1  
Ἡ  ἑρμηνεία  αὐτοῦ  τοῦ  νεοελληνικοῦ  «ἐπιτεύγματος»  κα‐
θόλου  δὲν  εἶναι  δυσχερής.  Ὁ  Ν.  Πολίτης,  πράγματι,  καταγόταν 
ἀπὸ τὴν Κέρκυρα, ἀλλὰ εἶχε ἐκπαιδευθεῖ στὴ Γαλλία. Τὸ ἐπώνυμο 
«Πολίτης», πάντως, κατὰ κανόνα δὲν δηλώνει καταγωγὴ ἀπὸ τὴν 
Κωνσταντινούπολη, τὴν Πόλη, ὅπως γενικῶς πιστεύεται, μὰ ἀντι‐
θέτως  ἰουδαϊκή.2  Οἱ  πιθανότητες  ὁ  ἐν  λόγῳ  Πολίτης  νὰ  ἦταν 
Ἰουδαῖος,  ποὺ  εἶχε  ἀναλάβει  τὴν  «καθοδήγηση»  τοῦ  Βενιζέλου, 
αὐξάνονται, ἐὰν ληφθεῖ ὑπόψη τόσο ἡ ἀπὸ αὐτὸν πλήρης γνώση 
τῆς  ἀνὰ  τὸν  κόσμο  βασικῆς  ἐπιδίωξης  τῶν  Ἰουδαίων,  συγκεκρι‐
μένα τῆς παγκόσμιας πνευματικῆς κυριαρχίας,3 ὅσο καὶ τῆς στά‐
σης  ποὺ  ἔμελλε  νὰ  τηρήσει  ἀργότερα,  ὅταν  δηλαδὴ  ὁ  Βενιζέλος, 
κατὰ τὶς δεκαετίες τοῦ 1920 καὶ 1930, συμμάχησε μὲ τὴ φασιστικὴ 
Ἰταλία  καὶ  ἦλθε  σὲ  ρήξη  μὲ  τοὺς  Βρεταννοὺς  καὶ  Γάλλους 
δημοκρατικῶν πεποιθήσεων φίλους του.4 
Ἐπίσης  δὲν  εἶναι  περίεργη  ἡ  γενικῶς  κατὰ  τὸν  Α΄  Παγκό‐
σμιο πόλεμο τόσο φιλική στάση τοῦ Βενιζέλου πρὸς τὸ παγκόσμιο 
Σιωνιστικὸ  Κίνημα.  Ὑπαγορεύθηκε,  πράγματι,  ἀπὸ  λόγους  τόσο 
γενικοὺς ὅσο καὶ εἰδικότερους. Οἱ γενικοὶ λόγοι ἐντοπίζονται στὶς 
–τοὐλάχιστον  τότε–  θρησκευτικές  του  πεποιθήσεις.  Ὁ  Βενιζέλος, 
πράγματι,  ὑπῆρξε  ὁ  πρῶτος  Ἕλληνας  πολιτικὸς  ποὺ  ἐπιχείρησε 
νὰ  πλήξει  τὴν  ἀπὸ  τὸν  ἴδιο  τὸν  Καποδίστρια  καθιερωμένη  ἀρχή, 

1 Réna Molho «Thessalonique après 1912... », σ. 58. 
2 Politi >Πολίτης. Βλ. Roger Peyrefitte, Οἱ Ἑβραῖοι. Μετάφραση (ἀπὸ τὰ γαλλικὰ) 
τῆς Εὐγενίας Χόρτη (Ἀθήνα: Κάκτος, 2003), σ. 236. 
3 Βλ. τὸν πρόλογό του στὸ βιβλίο τοῦ G. R. Tabouis, Salomon, roi d’Israël (Παρίσι: 

Payot, 1934), σσ. 7‐14. 
4  Γιάννη  Μανωλικάκη,  Ἐλευθέριος  Βενιζέλος.  Ἡ  ἄγνωστη  ζωή  του  (Ἀθήνα: 

Γνώση, 1985), σ. 17. 

197
ὅτι  δηλαδὴ  οἱ  ἔννοιες  «Ἕλληνας»  καὶ  «Χριστιανὸς  Ὀρθόδοξος» 
εἶναι ἀρρήκτως συνδεδεμένες.1 Ἤδη κατὰ τὸ 1906, πράγματι, εἶχε 
στεντορείως δηλώσει μέσα στὴν Κρητικὴ Βουλή: Πῶς δύνασθε... νὰ 
ἰσχυρίζεσθε ὅτι ἡ ἔννοια τοῦ Ἑλληνισμοῦ ταυτίζεται μὲ τὴν ἔννοιαν 
τῆς Ὀρθοδοξίας;2 Ἀργότερα μάλιστα, ὅταν ἦρθε πιὰ στὴν Ἑλλάδα, 
ἐπιχείρησε  νὰ  καθιερώσει  τὸν  πολιτικὸ  γάμο,3  διαπρυσίως  ἐξη‐
γώντας  πὼς  αἱ  θρησκευτικαὶ  πεποιθήσεις  δὲν  ἔχουν  νὰ  παίξουν 
κανένα ρόλον διὰ νὰ καταστήσουν διαφορὰν τινὰ μεταξὺ τῶν πολι‐
τῶν.4 Ἡ σύμπλευση λοιπὸν μὲ τοὺς Ἰουδαίους δὲν παρουσίαζε γιὰ 
αὐτὸν προβλήματα προσωπικοῦ χαρακτήρα. 
Ὑπῆρχε ὅμως καὶ κάτι ἄλλο: Ὁ Βενιζέλος, ἤδη ἀπὸ τὴν ἐπο‐
χὴ τοῦ πολέμου στὰ Βαλκάνια, εἶχε συνείδηση τοῦ ὅτι, ἐὰν τὸ ὄνο‐
μά  του  παρέμενε  μετὰ  τὸν  θάνατό  του  στὴ  Σύγχρονη  Ἑλληνικὴ 
Ἱστορία,  αὐτὸ  θὰ  γινόταν  χάρη  στὴν  προσάρτηση  τῆς  Θεσσα‐
λονίκης.  Ἔχει  διευκρινιστεῖ  ὅτι  ἡ  παράδοση  τῆς  Θεσσαλονίκης 
στὸν Ἑλληνικὸ Στρατὸ ἔγινε κυρίως λόγω τοῦ φόβου ποὺ αἰσθά‐
νονταν  οἱ  ἐκεῖ  Ἰουδαῖοι  γιὰ  τοὺς  Σλαβομακεδόνες.  Ἡ  ἐγκατά‐
σταση  ὅμως  ἑλληνικῶν  ἀρχῶν  στὴ  μακεδονικὴ  μεγαλούπολη 
δυσαρέστησε  τὸ  ὶουδαϊκὸ  στοιχεῖο,  ἐφ’ὅσον  αὐτὸ  ἤθελε  μὲν  νὰ 
«σωθεῖ»  ἀπὸ  τοὺς  ἀτάκτους  τοῦ  Βουλγαρικοῦ  Στρατοῦ,  ἀλλὰ  ὄχι 
καὶ  νὰ  δεῖ  τὴν  πόλη  του,  τὴν  «Ἱερουσαλὴμ  τῶν  Βαλκανίων»,  νὰ 
προσαρτᾶται  στὴν  Ἑλλάδα.  Ἔτσι,  ἀμέσως  προξένησε  προβλή‐
ματα στὶς ἑλληνικὲς ἀρχὲς – καὶ μάλιστα σὲ διεθνῆ κλίμακα.5  
Ἡ  κατάσταση  ἔφτασε  στὸ  ἀπροχώρητο,  ὅταν,  κατὰ  τὴν 
ἡμέρα  τῶν  πρώτων  Θεοφανείων  ποὺ  γιορτάστηκαν  στὴ  Θεσσα‐

1  Correspondance  du  comte  Capodistria,  Président  de  la  Grèce  (Γενεύη:  Cherbouliez, 
1839), σ. 265. (Ἐπιστολὴ τοῦ Καποδίστρια πρὸς τὸν Willmot‐Horton, Ὀκτώβριος 
τοῦ 1827.) 
2  Ἰ.  Μ.  Κονιδάρη,  «Ἡ  συμβολὴ  τοῦ  Ἐλευθερίου  Βενιζέλου  στὰ  ἐκκλησιαστικὰ 

πράγματα τῆς ἐποχῆς του», Ὁ Ἐλευθέριος Βενιζέλος ὡς νομικός. Ἡ συμβολή του 
στὴ διαμόρφωση τοῦ ἑλληνικοῦ δικαίου (Ἀθήνα‐Κομοτηνή: Ἀντ. Ν. Σάκκουλας, 
2003), σ. 155. 
3 Αὐτόθι, σ. 156. 

4 Αὐτόθι. 

5 ΑΥΕ, 1912, 103.1, Ἰωάννης Γεννάδιος, Ἕλληνας πρεσβευτὴς στὸ Λονδῖνο, πρὸς 

τὸν Ἐλευθέριο Βενιζέλο, τηλεγράφημα (χ.ἀ.), Λονδῖνο, 31 Ὀκτωβρίου 1912. 

198
λονίκη μετὰ τὴν παράδοσή της στὸν Ἑλληνικὸ Στρατό, οἱ Ἰουδαῖοι 
ζήτησαν  νὰ  μὴ  ριχτεῖ  ὁ  Σταυρὸς  στὰ  νερὰ  τοῦ  Θερμαϊκοῦ,  μή‐
πως...  μολυνθοῦν  ἡ  θάλασσα  καὶ  τὰ  ψάρια!1  Ὁ  Περικλῆς  Ἀργυ‐
ρόπουλος τότε, Ἕλληνας νομάρχης, πῆρε τὴν ἀπόφαση νὰ μετα‐
καλέσει  ἀπὸ  τὸ  ἐξωτερικὸ  ἰουδαϊκοὺς  παράγοντες,  γιὰ  νὰ  διαπι‐
στώσουνε  ἰδίοις  ὄμμασι  ὅτι  οἱ  «ἰσραηλῖτες  τῆς  Θεσσαλονίκης» 
παραλογίζονταν.2  Αὐτοὶ  στὸ  μεταξὺ  εἶχαν  ἐπικοινωνήσει  μὲ  τὴν 
Κεντρικὴ  Σιωνιστικὴ  Ὀργάνωση  καὶ  εἴχανε  ζήτησαν  τὴ  διεθνο‐
ποίηση  τῆς  πόλης  ὑπὸ  τὴν  αἰγίδα  τῆς  Αὐστροουγγαρίας.3  Ἡ 
ἀπάντηση τῆς Σιωνιστικῆς Ὀργάνωσης ὑπῆρξε –σκοπίμως– ἀόρι‐
στη:  Ἀναγνωριζόταν  βεβαίως  πὼς  ἡ  διεθνοποίηση  τῆς  Θεσσα‐
λονίκης ἐξυπηρετοῦσε τὰ ἰουδαϊκὰ συμφέροντα, ἀλλὰ ἡ δραστικὴ 
προσέγγιση  τοῦ  ζητήματος  ἀναβαλλόταν  ἐπ’ἀόριστον.4  Μὲ  λίγα 
λόγια,  «ἐπιτρεπόταν»  στὴν  Ἑλλάδα  νὰ  προσαρτήσει  τὴ  Θεσσα‐
λονίκη – προφανῶς γιατὶ ὁ Βενιζέλος καὶ ἡ κυβέρνησή του εἶχαν 
κερδίσει  τὴν  ἐμπιστοσύνη  τῆς  ἡγεσίας  τοῦ  Σιωνισμοῦ.  Ὅμως, 
παρὰ  τὸ  ὅτι  ἡ  ἐν  λόγῳ  προσάρτηση  τελικῶς  προξένησε  στὴν 
Ἑλλάδα  μεγάλα  προβλήματα  –σὲ  σημεῖο  ποὺ  νὰ  καταλήξει 
κανεὶς  νὰ  πιστεύει  ὅτι,  τὸν  Ὀκτώβριο  τοῦ  1912,  ὁ  Ἑλληνικὸς 
Στρατὸς  ἴσως  θὰ  ἦταν  καλλίτερα  νὰ  εἶχε  κατευθυνθεῖ  πρὸς  τὸ 
Μοναστήρι  καὶ  ὄχι  πρὸς  τὴ  «νύμφη  τοῦ  Θερμαϊκοῦ»–  γεγονὸς 
παραμένει πὼς ὁ Βενιζέλος ἤθελε νὰ «τὰ ἔχει καλὰ» μὲ τοὺς ἀνὰ 
τὸν κόσμο Ἰουδαίους, ὥστε νὰ μὴ ἔχει προβλήματα στὴ Θεσσαλο‐
νίκη, «προσωπική του κατάκτηση». Ἔτσι, πλήρως συνέπλεε μὲ τὸ 
Σιωνιστικὸ Κίνημα καί, βεβαίως, εἶχε τὴν πεποίθηση ὅτι, ἐφ’ὅσον 
αὐτὸ εἶχε πιὰ τὴν ἕδρα του στὴν Ἀμερική, ἡ ἔκβαση τοῦ πολέμου 
θὰ ἤτανε σὲ βάρος τῆς Γερμανίας. 
 
 
 

1 Ἀπομνημονεύματα Περικλέους Ἀλ. Ἀργυροπούλου (Ἀθήνα, 1970), σ. 109. 
2 Αὐτόθι. 
3 Réna Molho « Thessalonique après 1912... », σ. 49. 

4 Αὐτόθι. 

199
β΄ 
 
Περὶ  τὰ  μέσα  τῆς  δεκαετίας  τοῦ  1920,  προτοῦ,  δηλαδή,  ἀκόμα  νὰ 
πάρει τὴν ἐξουσία στὴ Γερμανία, ὁ Ἀδόλφος Χίτλερ ἔδωσε μεγάλη 
δημοσιότητα σὲ δημοσίευμα τοῦ τύπου τῶν Η.Π.Α. Τὸ δημοσίευμα 
ἀποτελοῦσε  μέρος  τῶν  ἀναμνήσεων  τοῦ  William  J.  Flynn,  στελέ‐
χους  τῆς  ἀμερικανικῆς  «Μυστικῆς  Ὑπηρεσίας»  καὶ  ἀρχηγοῦ  τοῦ 
F.B.I.  κατὰ  τὰ  ἔτη  1919‐1921·1  σὲ  αὐτὸ  ἀποκαλυπτόταν  ὅτι  ἤδη 
κατὰ  τὸ  1915  οἱ  Ἀμερικανοὶ  συστηματικῶς  παρακολουθοῦσαν  τὴ 
γερμανικὴ πρεσβεία στὴν Οὐάσιγκτον, γενικῶς ἀντιμετώπιζαν τὴ 
Γερμανία  καὶ  τοὺς  συμμάχους  της  ὡς  ἐχθροὺς  καὶ  ἀναφανδόν, 
ὑπὸ  τὴν  καθοδήγηση  τοῦ  Bernard  Baruch,  ἑτοιμάζονταν  γιὰ 
πόλεμο  στὸ  πλευρὸ  τῆς  Ἐγκάρδιας  Συνεννόησης.  Κατὰ  τὸν  Ἀ. 
Χίτλερ,  τὸ  δημοσίευμα  αὐτὸ  ἀποτελοῦσε  ἀπόδειξη  ὅτι  ὁ  Thomas 
Woodrow  Wilson,  Πρόεδρος  τῶν  Η.Π.Α.  τότε,  ὑπὸ  τὴν  πίεση  καὶ 
καθοδήγηση ἰσχυρῶν ἰουδαϊκῶν παραγόντων, εἶχε προειλημμένη 
τὴν ἀπόφαση νὰ ἐμπλέξει τὴ χώρα του στὴν παγκόσμια σύρραξη· 
ἁπλῶς  περίμενε  τὴν  κατάλληλη  στιγμή,  ὥστε  νὰ  μὴ  ἀντιδράσει 
ἀρνητικῶς πρὸς αὐτὸ ἡ ἀμερικανικὴ κοινὴ γνώμη. 
Εὐθαρσῶς  ὀφείλει  νὰ  ἀναγνωρίσει  κανεὶς  πὼς  ἐν  προκει‐
μένῳ  ὁ  Χίτλερ  ἐκόμιζε  γλαῦκ’ἐς  Ἀθήνας.  Ὁ  Βενιζέλος,  πράγματι, 
ὑπῆρξε  πολὺ  πιὸ  ἐνημερωμένος  ἀπὸ  αὐτόν,  ἐφ’ὅσον  ἤδη  στὶς  15 
Σεπτεμβρίου  1915  (π.ἡ.)  ὁ  Ἄθως  Ρωμάνος,  πρεσβευτὴς  τῆς 
Ἑλλάδας στὸ Παρίσι, τὸν πληροφοροῦσε ὅτι κατὰ τὴν ἄνοιξη τοῦ 
1916,  λόγω  κυρίως  τοῦ  πολεμικοῦ  ὑλικοῦ  ποὺ  θὰ  κατέφθανε  στὸ 
Δυτικὸ Μέτωπο ἀπὸ τὶς Η.Π.Α., ἡ ὑπεροχὴ τῆς Ἐγκάρδιας Συνεν‐
νόησης  στὸ  πυροβολικὸ  ἔμελλε  νὰ  εἶναι  συντριπτική:…  Τὰ  Γερ‐
μανικὰ  ἐργοστάσια  δὲν  δύνανται  νὰ  κατασκευάζωσι  τὸν  ἀριθμὸν 
τηλεβόλων,  ὃν  κατασκευάζουσι  τὰ  γαλλικά,  ἀγγλικὰ  καὶ  ἀμερι‐
κανικά,  οὕτως  ὥστε  ἡ  ὑπὸ  τὴν  ἔποψιν  τούτων  [sic]  ὑπεροχὴ  τῶν 

1 Hitler’s Second Book. Ἐπιμέλεια τοῦ Gerhard L. Weinberg. Μετάφραση τῆς Krista 
Smith (Νέα Ὑόρκη: Enigma, 2003), σσ. 223‐226. 

200
Ἀγγλογάλλων εἶναι ἐξησφαλισμένη.1 Τὰ ἴδια ἀκριβῶς μετέδιδε καὶ 
ὁ  Νικόλαος  Γ.  Θεοτόκης,  πρεσβευτὴς  τότε  τῆς  Ἑλλάδας  στὸ 
Βερολῖνο.2  Ἔτσι  ὁ  Βενιζέλος,  πλήρως  εὐθυγραμμισμένος  μὲ  τὸν 
σιωνιστικὸ/ἰουδαϊκὸ  παράγοντα,  ἔσπευσε  νὰ  χαιρετίσει  μὲ  ἐν‐
θουσιασμὸ  τὴν  πτώση  τῆς  Ρωσικῆς  Μοναρχίας  τὸν  Μάρτιο  (ν.ἡ) 
τοῦ  1917  καὶ  τὴν  εἴσοδο  τῆς  Ἀμερικῆς  στὴν  παγκόσμια  σύρραξη 
τὸν  Ἀπρίλιο  τοῦ  ἴδιου  χρόνου:  Κύριε  Πρόεδρε,  ἔγραφε  στὸν 
Wilson,  λίγο  μετὰ  τὴν  κήρυξη  πολέμου  ἀπὸ  τὶς  Η.Π.Α.  κατὰ  τῆς 
Γερμανίας, ἐπιτρέψατε νὰ ἐκδηλώσω τὴν ζωηρὰν χαρὰν τὴν ὁποίαν 
αἰσθάνεται  ἡ  Νέα  Ἑλλὰς  [=  τὸ  Κράτος  τῆς  Θεσσαλονίκης]  βλέ‐
πουσα  τὴν  Μεγάλην  Ἀμερικανικὴν  Δημοκρατίαν  λαμβάνουσαν 
θέσιν ἐναντίον τῶν Δυνάμεων [= τῆς Γερμανίας καὶ τῶν συμμάχων 
της]  τῶν  ὁποίων  ἡ  ἐπικράτησις  θὰ  ἐσήμαινε  τὴν  κατάλυσιν  τῆς 
ἐλευθερίας  τῆς  Εὐρώπης  καὶ  τῆς  ἀνεξαρτησίας  τῶν  μικρῶν  Κρα‐
τῶν.  Καὶ  συνέχιζε:  Ἡ  εἰς  τὸν  πόλεμον  [συμ]μετοχὴ  τῆς  Μεγάλης 
Δημοκρατίας,  ἐπερχομένη  μετὰ  τὴν  Ρωσικὴν  ἐπανάστασιν  καὶ 
ἀσφαλίζουσα  διὰ  τῆς  εἰσφορᾶς  κολοσσιαίων  ὑλικῶν  καὶ  ἠθικῶν 
δυνάμεων  τὴν  ἧτταν  τῆς  πρωσσικῆς  ἀπολυταρχίας  καὶ  στρατο‐
κρατίας, δὲν ἀσφαλίζει μόνον τὴν κατάλυσιν τοῦ δεσποτισμοῦ ἐν τῷ 
κόσμῳ  καὶ  τὴν  καθολικὴν  ἐπικράτησιν  τῶν  δημοκρατικῶν  ἀρχῶν, 
δὲν ἐγγυᾶται  μόνον  τὴν  ἐξασφάλισιν  τῶν  λαῶν  ὅπως  κυβερνῶνται 
σύμφωνα μὲ τὴν ἰδίαν αὐτῶν θέλησιν, ἀλλὰ καὶ ἐγγυᾶται ὅτι ἐκ τῆς 
εἰρήνης ἡ ὁποία θὰ ἐπακολουθήσῃ τὴν νίκην θὰ προέλθῃ πολιτικὸς 
κόσμος  ἀνταποκρινόμενος  πρὸς  τὸ  δικαίωμα  ἑκάστου  λαοῦ  νὰ 
κυβερνᾶται  κατὰ  τὴν  ἰδίαν  αὐτοῦ  θέλησιν,  τοῦθ’ὅπερ  ἔσται  ἡ 
ἀρίστη  ἀσφάλεια  κατὰ  τῆς  ἐπαναλήψεως  πολέμων  οἷος  ὁ  λυμαι‐
νόμενος σήμερον τὸν κόσμον.3 Μὲ λίγα λόγια, ὁ Βενιζέλος, ὄχι μόνο 
εἶχε  καταλάβει  ὅτι  ἡ  κατὰ  τὸν  Φεβρουάριο  (π.ἡ.)  κατάλυση  τῆς 
Ρωσικῆς  Μοναρχίας  ἀποτελοῦσε  βασικὴ  προϋπόθεση  τῆς 

1  ΙΑΕΒ,  Ι/35/362β,  Ἄθως  Ρωμάνος,  Ἕλληνας  πρεσβευτὴς  στὸ  Παρίσι,  πρὸς 


Ἐλευθέριο Βενιζέλο, Παρίσι 15/28 Σεπτεμβρίου 1915 (προσωπικὴ ἐπιστολή). 
2  ΑΥΕ,  1915,  Α/4,  Ν.  Γ.  Θεοτόκης  πρὸς  ὑπουργεῖο  Ἐξωτερικῶν,  ἀρ.  2880, 

Βερολῖνο, 5/18 Αὐγούστου 1915. 
3 ΙΑΕΒ, Ι/37/1. 

201
ἐμπλοκῆς  τῶν  Η.Π.Α.  στὴν  παγκόσμια  σύρραξη,1  ἀλλὰ  ἐμφα‐
νίστηκε ἐνημερωμένος καὶ ὡς πρὸς τοὺς ἐνδόμυχους πόθους τοῦ 
τότε Προέδρου τῶν Η.Π.Α., ποὺ ἔμελλαν, δύο περίπου χρόνια ἀρ‐
γότερα, νὰ ὑλοποιηθοῦν μέσω τῆς Κοινωνίας τῶν Ἐθνῶν. 
  
γ΄ 
 
Σήμερα,  καμία  δὲν  ὑπάρχει  πιὰ  ἀμφιβολία  ὅτι  στὴν  ὅλη  στάση 
του  αὐτὴν  τὸν  διαβουκολοῦσε  καὶ  ὁ  Βασίλειος  Ζαχάρωφ, 
πασίγνωστος  ἔμπορος  ὅπλων  καὶ  γενικῶς  θανάτου  ἐκείνη  τὴν 
ἐποχή, πίσω ἀπὸ τὸν ὁποῖο κινοῦνταν ἡ οἰκογένεια τῶν Ρότσιλντ.2 
Ὁ  Ζαχάρωφ  ὑπῆρξε  πρόσωπο  πολὺ  πιὸ  μυστηριῶδες  ἀπὸ  ὅσο  ὁ 
Βενιζέλος. Ἐγκύρως καὶ ἁρμοδίως θεωρεῖται Ἰουδαῖος «ἑλληνικῆς 
καταγωγῆς».3  Κατὰ  τὴν  οἱονεὶ  ἐπίσημη  ἐκδοχή,  πάντως,  ὑπῆρξε 
γόνος ἑλληνικῆς οἰκογένειας ποὺ ζοῦσε στὴν Κωνσταντινούπολη, 
συγκεκριμένα  στὰ  Ταταῦλα,  κατὰ  τὴν  ἐποχὴ  τῆς  Ἑλληνικῆς 
Ἐπανάστασης, ὁπότε, γιὰ νὰ μὴ κακοποιηθεῖ ἀπὸ τοὺς Τούρκους, 
κατέφυγε στὴν Ὀδησσό. Ἐκεῖ, ἡ οἰκογένεια ἐκρώσισε τὸ ἐπώνυμό 
της,  κάνοντάς  το  ἀπὸ  «Ζαχαρίας»  Ζαχάρωφ  καὶ  στὴ  συνέχεια, 

1 Ἡ εἴδηση τῆς ἀνατροπῆς τοῦ τελευταίου Τσάρου, Νικόλαου Β΄, ἔγινε δεκτὴ μὲ 
μεγάλο  ἐνθουσιασμὸ  ἀπὸ  τοὺς  τραπεζικοὺς  καὶ  χρηματιστηριακοὺς  κύκλους 
τῆς  Νέας  Ὑόρκης.  Βλ.  Kerry  R.  Bolton,  “March  1917:  Wall  Street  and  the  March 
1917 Russian Revolution”, Ab Aeterno (Nέα Ζηλανδία), ἀρ. 2 (Μάρτιος 2010), σσ. 
4‐7.  Ὀφείλει  πάντως  νὰ  ἐπισημάνει  κανεὶς  ὅτι  ἀπὸ  τὴν  ἔκρηξη  τοῦ  Α΄ 
Παγκόσμιου  πόλεμου  καὶ  μετὰ  καὶ  ἡ  Ρωσικὴ  Μοναρχία  ἀντιμετώπιζε  μὲ 
δυσπιστία  τὸν  Βενιζέλο.  Ἔτσι,  ἡ  ρωσικὴ  στάση  ὡς  πρὸς  τὸ  Κράτος  τῆς  Θεσ‐
σαλονίκης  ἄλλαξε  μόνο  μετὰ  τὴ  «Φεβρουαριανὴ  Ἐπανάσταση».  (ΑΥΕ,  1917, 
Α/5[ΧΙ],  Δημήτριος  Πανᾶς,  πρεσβευτὴς  τῆς  Ἑλλάδας  στὴν  Πετρούπολη,  πρὸς 
τὸ  ὑπουργεῖο  Ἐξωτερικῶν,  τηλεγράφημα  ἀρ.  791,  Πετρούπολη,  6  Ἀπριλίου 
1917.) 
2  Δημήτρη  Μιχαλόπουλου,  «Σκέψεις  γιὰ  τὸν  Ἐθνικὸ  Διχασμό»,  Ἀνακοινώσεις 

ἡμερίδος  (16  Νοεμβρίου  1996)  γιὰ  τὴν  ἐπέτειο  τοῦ  θανάτου  τοῦ  Ἐλευθερίου 
Βενιζέλου  (Ἀθήνα:  Λέσχη  Φιλελευθέρων‐Μνήμη  Ἐλευθερίου  Βενιζέλου,  1997), 
σ. 21. 
3 Βλ. R. Peyrefitte, Οἱ Ἑβραῖοι, σ. 375. 

202
ὅταν  «ἠρέμησαν  τὰ  πράγματα»  στὴν  ὀθωμανικὴ  ἐπικράτεια, 
πῆγε καὶ ἐγκαταστάθηκε στὰ Μοῦγλα τῆς Μικρᾶς Ἀσίας.1 
Παρὰ αὐτὴν τὴν ἐπίσημη ἐκδοχή, πάντως, τίποτα δὲν εἶναι 
πραγματικὰ γνωστὸ γιὰ τὴν οἰκογένεια καί, εὐρύτερα, τὴν κατά‐
γωγὴ  τοῦ  ἀνθρώπου  αὐτοῦ,  δεδομένου  ὅτι  ὁ  ἴδιος  ὁ  Β.  Ζαχάρωφ 
ἀγαποῦσε  νὰ  καλλιεργεῖ  καὶ  νὰ  ἐπαυξάνει  τὸ  μυστήριο  ποὺ  τὸν 
περιέβαλλε.2  Τὰ  μόνα  ποὺ  παρέμεναν  ἀναμφισβήτητα  εἶναι  ὅτι 
ἀπέκτησε  πολὺ  σύντομα  περιουσία  τεράστια,  ὅτι  δὲν  ἔνοιωθε 
κανενὸς εἴδους δεσμὸ μὲ τὴν Ἑλλάδα καθὼς καὶ ὅτι θεωροῦσε τὰ 
–ὅποια–  «ἐπιτεύγματά  του»  καρπὸ  τῆς  τύχης.  «Ἐὰν  δὲν  ἤμουνα 
τυχερός», ὁμολόγησε σὲ μία ἀπὸ τὶς ἐξαιρετικὰ σπάνιες ἐκμυστη‐
ρεύσεις του, «εἴτε θὰ εἶχα πρὸ πολλοῦ δολοφονηθεῖ ἢ θὰ ἐξέτινα, 
σὲ  κάποια  φυλακή,  ποινὴ  ἰσόβιας  κάθειρξης».3  Μὲ  τὸν  Βενιζέλο, 
πάντως,  ἦλθε  γρήγορα  σὲ  ἐπαφὴ  καὶ  ἄρχισε  μαζί  του  στενὴ 
συνεργασία:4  Ὁ  πρῶτος  χρειαζόταν  τὴν  οἰκονομικὴ  ἀρωγὴ  τοῦ 
δεύτερου καὶ ὁ δεύτερος τὴν πολιτικὴ κάλυψη καὶ ὑποστήριξη τοῦ 
πρώτου.  Ἡ  συνεργασία  τους  ἔμελλε  νὰ  διακοπεῖ  ἀρκετὰ  χρόνια 
ἀργότερα,  ὅταν  οἱ  δύο  φίλοι  ἤλθανε  κυριολεκτικῶς  στὰ  χέρια  σὲ 
ξενοδοχεῖο  τοῦ  Μόντε  Κάρλο.5  Ἀπὸ  τότε  δὲν  ξανασυναντήθηκαν 
ποτέ· καί, ὡς γνωστόν, ὁ Ζαχάρωφ πέθανε ἕνα μόλις χρόνο μετὰ 
τὸν θάνατο τοῦ Βενιζέλου. 
Πέρα, ὅμως, ἀπὸ ὅλα αὐτά, ὁπωσδήποτε πρέπει νὰ τονιστεῖ 
ὅτι ὁ συντονισμὸς τῆς βρεταννικῆς καὶ γαλλικῆς στάσης πρὸς τὴν 
Ἑλλάδα  ὑπαγορευόταν  ἀπὸ  τὴν  ἀνάγκη  ἐπίλυσης  κατὰ  τρόπο 
ποὺ θὰ συνέφερε τὸ Παρίσι καὶ τὸ Λονδῖνο δύο ἀκόμη ζητημάτων: 
τοῦ  τῆς  Θεσσαλονίκης  καὶ  ἐκείνου  τῆς  ὑφῆς  τῆς  βασιλείας  στὴν 
Ἑλλάδα.  

1 Richard Lewinson, Zaharoff, l’européen mystérieux (Παρίσι: Payot, 1930), σσ.11‐12. 
2 Memoirs of H.R.H. Prince Christopher of Greece (Λονδῖνο: Hurst and Blackett, 1938), 
σ. 114. 
3 Αὐτόθι, σ. 115. 

4 Αὐτόθι· πρβλ. R. Lewinson, Zaharoff..., σσ. 99‐100. 

5 R. Lewinson, Zaharoff..., σσ. 140‐141·  Memoirs of H.R.H. Prince Christopher of Greece, 

σσ.115‐116. 

203
  Ὅσον ἀφορᾶ τὴν τωρινή μας «συμπρωτεύουσα», ἀξίζει καὶ 
πάλι  νὰ  ὑπογραμμιστεῖ  ὅτι  τὴν  εἴσοδο,  κατὰ  τὸ  1912,  τοῦ  Ἑλλη‐
νικοῦ Στρατοῦ σὲ αὐτὴν καθὼς καὶ τὴ στὴ συνέχεια προσάρτησή 
της στὸ Ἑλληνικὸ Κράτος ἀρχικῶς λίγοι τὴν περίμεναν καὶ ἀκόμη 
λιγότεροι τὴν ἤθελαν.1 Ἡ ὕπαρξη ἐκεῖ πολυπληθοῦς καὶ ἰσχυροῦ 
ἰουδαϊκοῦ  στοιχείου  δημιουργοῦσε  ἔδαφος  πρόσφορο  στὴν  προ‐
οπτικὴ  διεθνοποίησής  της,2  ἡ  ὁποία  εἶχε  ἀρχίσει  νὰ  γίνεται 
ἀντικείμενο  συστηματικῆς  ἐπεξεργασίας  ἤδη  ἀπὸ  τὸ  1878.3  Ἡ 
Θεσσαλονίκη,  πράγματι,  ἀποτελοῦσε  ἕνα  ἀπὸ  τὰ  κύρια  λιμάνια 
στὸ Αἰγαῖο πέλαγος καθὼς καὶ ἀπόληξη μεγάλης χερσαίας ὁδοῦ, 
ἡ  ἄλλη  ἄκρη  τῆς  ὁποίας  ἔφτανε  στὶς  παρυφὲς  τῆς  Κεντρικῆς 
Εὐρώπης. Εὔλογο, συνεπῶς, εἶναι τὸ ἐνδιαφέρον Μεγάλων Δυνά‐
μεων  καὶ  εἰδικῶς  τῆς  Αὐστροουγγαρίας  γιὰ  αὐτὴν  –  καὶ  εἶναι 
σαφὲς  πιὰ  ὅτι  τὸ  ἐνδιαφέρον  αὐτὸ  ὑπῆρξε  αἰτία  τῆς  δολοφονίας 
τοῦ Γεωργίου Α΄. Σύμφωνα, πράγματι, μὲ μαρτυρίες ἀξιόπιστες, ὁ 
τότε  βασιλιὰς  εἶχε  ἀναλάβει,  ἀπὸ  τὴν  ἐποχὴ  τοῦ  πολέμου  τοῦ 
1897,  σιωπηρὴ  ἀλλὰ  κατηγορηματικὴ  ὑποχρέωση  πρὸς  τὴν 
αὐστροουγγρικὴ  πολιτικὴ  ἡγεσία  νὰ  ἀποτρέψει  ἑλληνικὲς  κινή‐
σεις, ἰδίως τοῦ Στόλου, πρὸς τὴ μακεδονικὴ μεγαλούπολη· ἡ κατὰ 
τὸ  1912  «καταπάτηση»  τῆς  ὑποχρέωσης  αὐτῆς  ἐπέφερε  τὸν  θά‐
νατό  του.4  Μὲ  λίγα  λόγια,  οἱ  Ἰουδαῖοι  τῆς  Θεσσαλονίκης  ἐπι‐
δίωκαν τὴ διεθνοποίηση τῆς πόλης καί, ὅσον ἀφορᾶ τὴν ἐπιδίωξή 
τους  αὐτήν,  ὑποστηρίζονταν,  λόγω  τῶν  διεθνῶν  διασυνδέσεών 
τους,  ἀπὸ  κύκλους  ὁμοθρήσκων  τους  ἢ  φίλων  τους  κυρίως  στὴ 
Βιέννη  ἀλλὰ  καὶ  τὸ  Παρίσι.5  Ἐάν,  ἐπιπλέον,  ἡ  προοπτικὴ  αὐτὴ 

1  Βλ.  κυρίως  Χαρικλείας  Γ.  Δημακοπούλου,  «Ἡ  δρᾶσις  τοῦ  ἀντιπλοιάρχου  De 
Roquefeuil  κατὰ  τὴν  περίοδον  τοῦ  Διχασμοῦ  (1915‐1917)»,  Ἀνακοινώσεις  ἡμερί‐
δος  (16  Νοεμβρίου  1996)  γιὰ  τὴν  ἑξηκοστὴ  ἐπέτειο  τοῦ  θανάτου  τοῦ  Ἐλευθερίου 
Βενιζέλου,  σσ.  41‐47·  Μανούσου  Ρ.  Κούνδουρου,  Ἱστορικαὶ  καὶ  διπλωματικαὶ 
ἀποκαλύψεις.  Ἱστορικὰ  γεγονότα,  1890‐1923.  Ἐπιμέλεια  Χαρικλείας  Γ.  Δημακο‐
πούλου καὶ Ἐλευθερίου Γ. Σκιαδᾶ (Ἀθήνα: Ἑλληνικὸ Λογοτεχνικὸ καὶ Ἱστορικὸ 
Ἀρχεῖο, 1997), σ. 250. 
2 Δ. Μιχαλόπουλου, «Σκέψεις γιὰ τὸν Ἐθνικὸ Διχασμό», σ. 11. 

3 Réna Molho, « Thessalonique après 1912... », σσ. 48‐49. 

4 Δ. Μιχαλόπουλου, «Σκέψεις γιὰ τὸν Ἐθνικὸ Διχασμό», σσ. 8‐15. 

5 Αὐτόθι, σ. 12. 

204
ὑλοποιοῦνταν,  ἔνοπλος  ἐγγυητὴς  τῆς ὅλης  κατάστασης  ποὺ ἔτσι 
θὰ  εἶχε  δημιουργηθεῖ  θὰ  ἤτανε ὁ Στρατὸς τῶν Βουλγάρων,1 πού, 
μετὰ  τὴ  λήξη  τῶν  Βαλκανικῶν  πολέμων,  εἴχανε  γίνει  καὶ  πάλι 
συμπαθεῖς στοὺς ἀνὰ τὸν κόσμον Ἰουδαίους καὶ ὅλους ὅσους τοὺς 
ἀντιμετώπιζαν  εὐμενῶς.  Ἡ  ἄποψη,  κατὰ  συνέπεια,  ποὺ  ἤδη  ἔχει 
διατυπωθεῖ,2  ὅτι  δηλαδὴ  ἀπώτερη  γαλλικὴ  ἐπιδίωξη  στὴ  Μακε‐
δονία κατὰ τὸν Α΄ Παγκόσμιο πόλεμο ἦταν ἡ δημιουργία ἡγεμο‐
νίας  τύπου  «προτεκτοράτου»,  μὲ  πολυεθνικὴ  πληθυσμιακὴ  σύν‐
θεση,  ὅπου  ὅμως  ὁ  τόνος  θὰ  δινόταν  ἀπὸ  τοὺς  Βουλγάρους,3 
ἀνταποκρίνεται στὰ ἱστορικὰ δεδομένα.4 
Ὅσον  ἀφορᾶ,  τώρα,  τὸ  πρόσωπο  τοῦ  Βασιλιᾶ  Κωνσταντί‐
νου,  τὰ  πράγματα  ἐμφανίζονται  ἀκόμη  πιὸ  περίπλοκα.  Ὁ  Κων‐

1Αὐτόθι, σ. 14.  
2 Χαρικλείας Γ. Δημακοπούλου, «Ἡ δρᾶσις τοῦ ἀντιπλοιάρχου De Roquefeuil...», 
σσ. 41‐47. 
3 Αὐτόθι, σ. 45. 

4  Ἀξίζει  νὰ  σημειωθεῖ  ὅτι  ἀργότερα,  κατὰ  τὶς  παραμονὲς  τοῦ  Β΄  Παγκόσμιου 

πόλεμου,  ὁ  Ἰ.  Μεταξᾶς  θέλησε  νὰ  ἀποτρέψει  τὴν  ἐπανάληψη  ὅσων  εἴχανε 
συμβεῖ  ἀπὸ  τὸ  1915  καὶ  μετὰ  στὴ  Θεσσαλονίκη.  Πράγματι,  ἡ  ἑλληνικὴ 
κυβέρνηση  διευκρίνισε  στοὺς  Βρεταννοὺς  καὶ  Γάλλους  ὅτι  δικαίωμα  χρήσης 
ἀπὸ  αὐτοὺς  ἑλληνικῶν  λιμανιῶν  κατὰ  τὴ  διάρκεια  τῆς  ἤδη  ἐπικείμενης  σύρ‐
ραξης  ὁπωσδήποτε  δὲν  σήμαινε  εὐχέρεια  ὀχύρωσής  τους  [ἀπὸ  τοὺς  Ἀγγλο‐
γάλλους]  ἤ,  ἔστω,  ἐκτέλεσης  παραπλήσιων  ἔργων.  (Ἱστορικὰ  Ἀρχεῖα  Πολε‐
μικοῦ Ναυτικοῦ, Ἀρχεῖον Βανδώρου, φάκ. Β΄, πλοίαρχος Βανδῶρος πρὸς Γ.Ε.Ν., 
Γενεύη, 15 Σεπτεμβρίου 1937 [ἀρ. πρωτ. τοῦ Γ.Ε.Ν. 1435].) Ὅταν πάντως ἄρχισε 
ὁ Β΄ Παγκόσμιος πόλεμος, στὴ γαλλικὴ στρατιωτικὴ ἡγεσία ἔμμονη εἶχε γίνει ἡ 
ἰδέα  πὼς  ἡ  νέα  σύρραξη  θὰ  κρινόταν  στὰ  Βαλκάνια.  (ΑΥΕ,  1939‐1940,  Α/4, 
Ραφαὴλ Ραφαήλ, Ἕλληνας πρεσβευτὴς στὴν Ἄγκυρα, πρὸς τὸ ὑπουργεῖο Ἐξω‐
τερικῶν,  τηλ.  ἀρ.2320/Α,  Ἄγκυρα,  11  Σεπτεμβρίου  1939.)  Αὐτὴν  τὴν  ἐντύπωση 
ἐν  πολλοῖς  εἶχε  καὶ  ἡ  γιουγκοσλαβικὴ  πλευρά.  (ΑΥΕ,  1939‐1940,  Α/4, 
Χαράλαμπος  Σιμόπουλος,  πρεσβευτὴς  τῆς  Ἑλλάδας  στὸ  Λονδῖνο,  πρὸς  τὸ 
ὑπουργεῖο Ἐξωτερικῶν, τηλεγράφημα ἀρ. 21841, Λονδῖνο, 30 Αὐγούστου 1939.) 
Τελικῶς,  πράγματι  ἡ  Θεσσαλονίκη  εἶχε  σημασία,  ἐφ’ὅσον  ἐκεῖ  θέλησαν  οἱ 
Βρεταννοὶ νὰ ἐγκαταστήσουν, τὸν Δεκέμβριο τοῦ 1940, ἀεροπορικὴ βάση – κάτι 
ποὺ  ἀρνήθηκε  ὁ  Μεταξᾶς.  (Ἰ.Μεταξᾶς.  Τὸ  προσωπικό  του  ἡμερολόγιο,  τόμ.  Δ΄, 
σσ.  549  [ἐγγραφὴ  30ῆς  Δεκεμβρίου  1940]  καὶ  550  [ἐγγραφὴ  31ης  Δεκεμβρίου 
1940].) Μετὰ ἀπὸ λίγες ἑβδομάδες ὁ τότε πρωθυπουργὸς τῆς Ἑλλάδας πέθανε 
λόγω... παραμυγδαλικοῦ ἀποστήματος. (Αὐτόθι, σ. 561.) 

205
σταντῖνος, πράγματι, παρὰ τοὺς δεσμούς του μὲ τὸν αὐτοκράτορα 
τῆς  Γερμανίας,1  δύσκολα  μποροῦσε  νὰ  θεωρηθεῖ,  σὲ  διεθνὲς 
ἐπίπεδο,  φίλος  τῶν  Κεντρικῶν  Δυνάμεων.2  Ἡ  οὐδετερότητα, 
ἀκόμη, τὴν ὁποία σαφῶς ὑποστήριζε δὲν δημιούργησε, στὴν ἀρχὴ 
τοὐλάχιστον,  σοβαρὰ  προβλήματα  στὴ  Συνεννόηση.3  Πῶς,  λοι‐
πόν,  μπορεῖ  νὰ  ἑρμηνευθεῖ  ἡ  προσεκτικὰ  ἐνορχηστρωμένη  ἐκ‐
στρατεία δυσφήμισης τῆς ὁποίας ὑπῆρξε στόχος; 
  Σήμερα  εἶναι  γνωστὸ  πιὰ  τί  ἀκριβῶς  εἶχε  γίνει:  Τὴν 
ἐκστρατεία  εἶχε  προσωπικῶς  ἀναλάβει  ὁ  Β.  Ζαχάρωφ,  ὁ  ὁποῖος 
ἐνεργοῦσε  ἐπὶ  τοῦ  προκειμένου  γιὰ  λογαριασμὸ  τῆς  βρεταννικῆς 
κυβέρνησης,4  ἐνῶ,  ἀπὸ  γαλλικῆς  πλευρᾶς,  δραστηρίως  συνέ‐
πραττε ὁ ἀντιπλοίαρχος Henri de Roquefeuil.5 Ἔτσι, ἡ ἵδρυση στὴν 
Ἀθήνα τῆς Agence‐Radio, πρακτορείου εἰδήσεων ποὺ κάλυπτε τὴν 
Ἐγγὺς Ἀνατολὴ ἀλλά, ταυτόχρονα, καὶ ραδιοφωνικοῦ σταθμοῦ, ὁ 
ὁποῖος  λειτουργοῦσε  μὲ  μέσα  ποὺ  διέθετε  ὁ  ἐν  λόγῳ 
μεγαλοεπιχειρηματίας, καθὼς καὶ ἡ δράση, ἐπίσης στὴν ἑλληνικὴ 
πρωτεύουσα,  γαλλικῆς  ὑπηρεσίας  πληροφοριῶν  ποὺ  συνεργα‐
ζόταν  μὲ  ἀντίστοιχη  βρεταννικὴ  μυστικὴ  ὑπηρεσία6  εἴχανε  ὡς 
ἀποτέλεσμα  τὴν  ὑπονόμευση  τοῦ  κύρους  τοῦ  βασιλιᾶ,  τὸν  σὲ 
διεθνὲς ἐπίπεδο διασυρμό του καὶ τελικῶς τὴν κατὰ τὸ  1917 ἀπο‐
μάκρυνσή του ἀπὸ τὴν Ἑλλάδα. 
 
 
 
 

1  Ἐνδεικτικῶς:  Μελέτη  Ἠ.  Μελετόπουλου,  Ἡ  Βασιλεία  στὴν  Νεώτερη  Ἑλλάδα. 


Ἀπὸ τὸν Ὄθωνα στὸν Κωνσταντῖνο Β΄ (Ἀθήνα: Νέα Σύνορα‐Ἀ. Ἀ. Λιβάνη, 1994), 
σ. 60. 
2 Πρβλ. Édouard Driault, Le Roi Constantin (Βερσαλλίες, 1930), σσ. 79‐96. 

3  Πρβλ.  Γεωργίου  Βεντήρη,  Ἡ  Ἑλλὰς  τοῦ  1910‐1920,  τόμ.  Α΄  (Ἀθήνα:  Πυρσός, 

1931), σ. 244. 
4  «Zaharoff,  Sir  Basil»,  The  Dictionary  of  National  Biography,  τόμ.  ΧVI  (Oxford 

University Press, 1937‐1938), σ. 741. 
5 Χαρικλείας Γ. Δημακοπούλου, «Ἡ δρᾶσις τοῦ ἀντιπλοιάρχου De Roquefeuil...», 

σσ. 33‐41. 
6 Αὐτόθι, σσ. 32‐33, 39. 

206
δ΄ 
 
Ὁ  Κωνσταντῖνος,  ὡς  γνωστόν,  ἐπέστρεψε  στὴν  Ἑλλάδα  κατὰ  τὰ 
τέλη τοῦ 1920· εἶχε πιὰ πλήρη ἐπίγνωση τοῦ δράματος στὸ κέντρο 
τοῦ  ὁποίου  βρισκόταν.  Παρὰ  τὴν  ἀντιδυναστική,  πράγματι, 
διάθεση  τοῦ  Βενιζέλου,  ποὺ  εὐχαρίστως  θὰ  ἔβλεπε  στὸν  θρόνο 
«Ἄγγλο  πρίγκιπα»  ἤ,  ἀκόμα,  τὴν  ἀνακήρυξη  τῆς  δημοκρατίας,1 
εἶναι σαφὲς ὅτι τὸ Λονδῖνο εἶχε «ἐνστάσεις» πρὸς τὸ πρόσωπο τοῦ 
τότε  βασιλιᾶ  τῶν  Ἑλλήνων2  καὶ  ὄχι  γενικῶς  πρὸς  τὸν  ἑλληνικὸ 
θρόνο.3  Αὐτὸ  ἄλλωστε  ἔγινε  σαφές,  ἀφότου  ὁ  Βενιζέλος  ἔφυγε 
ἀπὸ  τὴν  Ἀθήνα  στὴ  Θεσσαλονίκη,  γιὰ  νὰ  ἀναλάβει  τὴν  ἡγεσία 
τοῦ  κινήματος  τῆς  Ἐθνικῆς  Ἀμύνης:  Ἡ  Συνεννόηση,  παρὰ  τὴν 
ἔντονη  ἀντιπάθεια  κύκλων  της  πρὸς  τὸν  Κωνσταντῖνο,4  δὲν  θὰ 
ἀναγνώριζε  de  jure  ἀλλὰ  μόνο  de  facto  τὸ  «Κράτος  τῆς  Θεσσαλο‐
νίκης»  –  καὶ  φυσικὰ  θὰ  τὸ  ἐνίσχυε.5  Τὸ  ὅλο  ζήτημα,  συνεπῶς, 
ἐπικεντρωνόταν στὸ πρόσωπο τοῦ τότε βασιλιᾶ. Γιατί ὅμως; 
  Ἡ  ἀπάντηση  εἶναι  σαφὴς  καὶ  εὐδιάκριτη:  ἐπειδὴ  ὁ  Κων‐
σταντῖνος  θεωροῦσε  ὅτι  ὁρισμένα  μεγάλα  θέματα  τοῦ  ἐθνικοῦ 
βίου  δὲν  εἶναι  νοητὸ  νὰ  ὑπόκεινται  στὴν  εὐμετάβλητη  λαϊκὴ 
ψῆφο.6  Συνεπῶς  ἐπιχειροῦσε  ἀνατροπὴ  τῆς  κοινοβουλευτικῆς 
παράδοσης  ποὺ  εἶχε  παγιωθεῖ  στὴν  Ἑλλάδα  κατὰ  τὸ  τελευταῖο 
τέταρτο τοῦ ΙΘ΄ αἰώνα·7 ἄρα ἔπρεπε νὰ ἐκδιωχτεῖ ἀπὸ τὴ χώρα. 

1 ΙΑΕΒ, Ι/37/7, Βενιζέλος πρὸς Ἄθω Ρωμάνο, Θεσσαλονίκη, 9/22 Ἀπριλίου  1917. 
(Ἐμπιστευτικὴ ἐπιστολή.) 
2 PA, LG/F/206/4/24. 

3  Général  Sarrail,  Mon  commandement  en  Orient  (1916‐1918),  Παρίσι:  Ernest  Flam‐

marion, 1920, σ. 230. 
4 Χαρικλείας Γ. Δημακοπούλου, «Ἡ δρᾶσις τοῦ ἀντιπλοιάρχου De Roquefeuil...», 

σ.  30  κ.ἑξ.  passim·  IAEB,  Ι/36/24,  Jean  Guillemin,  πρεσβευτὴς  τῆς  Γαλλίας  στὴν 
Ἀθήνα, πρὸς τὸ γαλλικὸ ὑπουργεῖο Ἐξωτερικῶν, ἀρ. 1479, Ἀθήνα, 6 Αὐγούστου 
1916 (ἀντίγραφο). 
5 ΙΑΕΒ, Ι/36/77, Δημήτριος Διαμαντίδης πρὸς Βενιζέλο, 27 Ὀκτωβρίου 1916. 

6 ΙΑΕΒ, Ι/37/22, Βενιζέλος πρὸς βασιλιὰ Ἀλέξανδρο, 15 Ἰουνίου 1917. 

7  Αὐτόθι·  ἐπίσης:  Γνωμάτευσις  τοῦ  εἰσηγητοῦ  τοῦ  Α΄  Διαρκοῦς  Στρατοδικείου 

Στυλ. Ἀ. Κολοκυθᾶ κατὰ τοῦ τέως Γενικοῦ Ἑλληνικοῦ Ἐπιτελείου, Δούσμανη Β., 
Μεταξᾶ Ἰωάν., Στρατηγοῦ Ξ. καὶ Ἑξαδακτύλου Ἀθανασίου, κατηγορουμένων ἐπὶ 
ἐσχάτῃ προδοσίᾳ (Ἀθήνα: Ἐθνικὸ Τυπογραφεῖο, 1919), σ. 117. 

207
 
 
Σκίτσο τῆς ἐποχῆς τοῦ ἀποκλεισμοῦ τῶν ἐτῶν 1916‐1917, στὸ ὁποῖο 
εὐγλώττως δίνεται καὶ ἡ οὐσία τῶν τότε γεγονότων. 

208
  Ὅμως, ἀκόμα καὶ μετὰ τὴν ἐπικράτηση τοῦ κινήματος τῆς 
Ἐθνικῆς  Ἀμύνης  καὶ  βενιζελικοὶ  ἀναγνώριζαν  ὅτι  ὁ  Λαὸς  παρέ‐
μενε  προσηλωμένος  στὸ  Στέμμα·1  δὲν  ὐπάρχει,  ἐπιπλέον,  ἀμφι‐
βολία ὅτι εἰδικὰ στὴ Νότια Ἑλλάδα ἡ δημοτικότητα τοῦ Κωνστα‐
ντίνου ἔφτανε στὰ ὅρια τῆς λατρείας.2 Γιὰ νὰ καμφθεῖ λοιπὸν τὸ 
φρόνημα  αὐτό,  ἡ  κάτω  ἀπὸ  τὴ  Θεσσαλία  Ἑλλάδα  –καὶ  ἰδίως  ἡ 
περιοχὴ  τῆς  Ἀθήνας  καὶ  τοῦ  Πειραιᾶ–  ὑποβλήθηκε  σὲ  ἀπο‐
κλεισμό,  ποὺ  ἐπέφερε  λιμὸ  καὶ  θανάτους.3  Τὴ  λήψη  τοῦ  μέτρου 
αὐτοῦ  –καθὼς  καὶ  ἄλλων,  σχετικῶν–  εἶχε  ἁρμοδίως  προτείνει  ὁ 
Ronald Burrows, καθηγητὴς στὸ King’s College τοῦ πανεπιστημίου 
τοῦ Λονδίνου.4 Ἀντίδραση ἀκριβῶς στὸν ἀποκλεισμὸ αὐτὸν καὶ τὰ 
θανατηφόρα ἀποτελέσματά του ὑπῆρξε τὸ περίφημο «Ἀνάθεμα», 
στὸ  Πεδίο  τοῦ  Ἄρεως,  τῆς  12ης  Δεκεμβρίου  1916,  ἡ  εὐρεῖα  λαϊκὴ 
συμμετοχὴ  στὸ  ὁποῖο  ἔδινε  τὸ  μέτρο  τῆς  λόγω  τοῦ  ἀποκλεισμοῦ 
κακοπάθειας τοῦ πληθυσμοῦ τῆς πρωτεύουσας. Ἀπὸ τὴν πλευρά 
του  ὁ  Βενιζέλος  ἐπιδίωξε  νὰ  ἐνισχύσει  τὴ  θέση  του  στοὺς 
πληθυσμοὺς  τῶν  μετὰ  τοὺς  Βαλκανικοὺς  πολέμους  προσ‐
αρτημένων στὴν Ἑλλάδα περιοχῶν, οἱ ὁποῖοι, ἄλλωστε, τοῦ εἶχαν 
ἐξασφαλίσει τὴ νίκη στὶς ἐκλογὲς τῆς 31ης  Μαΐου 1915, καὶ κυρίως 
νὰ προσοικειωθεῖ τοὺς ἐκεῖ ἀλλογενεῖς πληθυσμούς. Παράλληλα, 
θέλησε νὰ ἐξασφαλίσει τὸν ἔλεγχο τοῦ Αἰγαίου. Ἔτσι, προσεται‐
ρίστηκε τὸν Παῦλο Κουντουριώτη, ποὺ εἶχε θεωρηθεῖ συνεχιστὴς 
τῆς  κατὰ  θάλασσαν  παράδοσης  τῆς  Ἐπανάστασης  τοῦ  1821,5  καὶ 
σχεδίασε λύση τοῦ ἀγροτικοῦ ζητήματος τέτοια, ὥστε νὰ προσελ‐

1 ΙΑΕΒ, Ι/36/74, Κωνσταντῖνος Ρακτιβὰν πρὸς Βενιζέλο, χ.τ., 14 Ὀκτωβρίου 1916 
(ἀντίγραφο ἐπιστολῆς). 
2  Ἐνδεικτικῶς:  Μ.  Ἠ.  Μελετόπουλου,  Ἡ  Βασιλεία  στὴν  Νεώτερη  Ἑλλάδα...,  σ. 

509. 
3 ΙΑΕΒ, Ι/37/13, Ἐμμανουὴλ Ρέπουλης πρὸς Βενιζέλο, Ἀπρίλιος 1917 (sic· χ.τ.). 

4  PA,  F/55/1/1.  Αὐτὸς  ἦταν  ὁ  ἄτυπος  ἀντιπρόσωπος  τοῦ  «Κράτους  τῆς  Θεσσα‐

λονίκης» στὴ Μεγάλη Βρεταννία. 
5 Βλ. κυρίως Σπύρου Μελᾶ, Οἱ πόλεμοι 1912‐1913 (Ἀθήνα: Μπίρης, 1958), σ. 350. 

Εἰδικῶς  γιὰ  τὶς  σχέσεις  Ἐλ.  Βενιζέλου  καὶ  Π.  Κουντουριώτη:  ΙΑΕΒ,  Ι/36/38  ὁ 
πρῶτος  πρὸς  τὸν  δεύτερο,  Ἀθήνα,  30  Αὐγούστου  1916  (ἀντίγραφο  ἐπιστολῆς), 
ὅπου διαλαμβάνονται τὰ ἑξῆς δραματικά: Ναύαρχε! Κάμε τὸν σταυρόν σου εἰς 
τὸ ὄνομα τοῦ Θεοῦ. Σὲ ἐξορκίζω. Ἄλλη ὁδὸς σωτηρίας δὲν ἔμεινε διὰ τὴν Ἑλλάδα. 

209
κύσει  τὴν  πρὸς  τὸ  πρόσωπό  του  ἀφοσίωση  ἰδίως  τῶν  τότε  κα‐
τοίκων  τῆς  Μακεδονίας.1  Ἡ  εἰδικῶς  πρὸς  τὸ  Ἰσλὰμ  εὐμενὴς 
διάθεσή  του  ἦταν  γνωστή,  ἄλλωστε,  ἤδη  ἀπὸ  τὸ  1914,  λόγω  τῆς 
ἐπιλογῆς  τῶν  προσώπων  τὰ  ὁποῖα  ἔσπευδε  νὰ  τοποθετήσει  σὲ 
καίριες  θέσεις  περιοχῶν  ὅπου  διαβιοῦσαν  Μουσουλμάνοι.2 
Συνέπεια,  βέβαια,  τῆς  στάσης  του  πρὸς  αὐτοὺς  τοὺς  τελευταίους 
ὑπῆρξε  καὶ  ἡ  ἀπὸ  μέρους  του  ἀποδοχὴ  τοῦ  ὁρισμένου  ἀπὸ  τοὺς 
Συμμάχους  ὡς  ὕπατου  ἁρμοστῆ  στὴ  Σμύρνη  Ἀριστείδη  Στεργιά‐
δη,  ἡ  συμπεριφορὰ  τοῦ  ὁποίου  πρὸς  τὸ  ἐκεῖ  χριστιανικὸ  στοιχεῖο 
καὶ εἰδικῶς τοὺς κληρικοὺς ὑπῆρξε σχεδὸν ἐχθρική.3 
  Ὅπως καὶ νὰ εἶναι, ὁ Βασιλιὰς Κωνσταντῖνος, μετὰ τὴν κα‐
τὰ τὸν Δεκέμβριο τοῦ 1920 ἐπιστροφή του στὴν Ἑλλάδα, ἔσπευσε 
νὰ ἐξασφαλίσει τὴν πρὸς τὸ πρόσωπό του ἀνοχὴ τῶν νικητῶν τοῦ 
Α΄  Παγκόσμιου  πόλεμου  Συμμάχων  –  ἰδίως  τῶν  Βρεταννῶν, 
στοὺς ὁποίους, ὅμως, ἐξακολουθοῦσε νὰ προκαλεῖ γενικῶς δυσπι‐
στία.4  Συγκεκριμένα,  δέχτηκε  νὰ  συνεχίσει  τὴν  ἐκστρατεία  στὴ 
Μικρὰ  Ἀσία,5  κατὰ  τῆς  ὁποίας  ἐγκύρως  εἶχαν  διατυπωθεῖ  βαρύ‐
τατες  ἀντιρρήσεις,6  ἐμμέσως  διαβεβαίωσε  πὼς  στὸ  ἑξῆς  θὰ  ἦταν 
«μονάρχης συνταγματικός», ἀνέθεσε ἀρχικῶς τὴν πρωθυπουργία 
στὸν  Δημήτριο  Ράλλη,  πρόσωπο  ἀρεστὸ  στοὺς  Γάλλους  καὶ 

1  ΙΑΕΒ,  Ι/37/37,  Σημείωμα  Ἐλ.  Βενιζέλου  σχετικῶς  μὲ  τὴ  λύση  τοῦ  ἀγροτικοῦ 
(καὶ ἐργατικοῦ) ζητήματος (χ. ἡ.). 
2  ΙΑΕΒ,  Ι/34/127,  Βενιζέλος  πρὸς  Ἄγγελο  Φορέστη‐Τυπάλδο,  γενικὸ  διοικητὴ 

Ἠπείρου (χ.τ., χ.ἡ., ἀντίγραφο ἐπιστολῆς). 
3  Ἐνδεικτικῶς:  «Στεργιάδης,  Ἀριστείδης»,  Ἐγκυκλοπαίδεια  Πάπυρος‐Λαροὺς‐

Μπριτάννικα, τόμ. 56ος (Ἀθήνα: Πάπυρος, 1993), σ. 209. 
4 PA, LG/F/206/4/24. 

5 Documents on British Foreign Policy, 1919‐1939. First series, volume XV. Edited by 

Rohan Butler and J. P. T. Bury, assisted by M. E. Lambert (Λονδῖνο: Her Majesty’s 
Stationery  Office,  1967),  ἀρ.  4:  British  Secretary’s  notes  on  an  Allied  Conference 
held in the Salle d’Horloge, Quai d’Orsay, Paris, on Tuesday, January 25, 1921, at 4 
p. m., σ. 31. 
6 Ἰωάννης Μεταξᾶς. Τὸ προσωπικό του ἡμερολόγιο, τόμ. Β΄. Ἐπιμέλεια Χρ. Χρη‐

στίδη (Ἀθήνα: Γκοβόστης, χ.ἔ.), σσ. 384‐385 (ἐγγραφὴ 13ης Ἰανουαρίου 1915), 391 
(ἐγγραφὴ 15ης Ἰανουαρίου 1915).  

210
κυρίως  τοὺς  Βρεταννούς,1  καὶ  ἔφτασε  νὰ  ἀκολουθήσει  σχεδὸν 
κατὰ  γράμμα  βρεταννικὲς  ὑποδείξεις  σὲ  εἰδικότερα  θέματα  τῆς 
ἑλληνοτουρκικῆς  σύρραξης.2  Ἦταν  σαφὲς  ὅτι  δὲν  ἤθελε  νὰ  ξα‐
ναπάθει ὅ,τι εἶχε ὑποστεῖ τὸ 1917. Οἱ Βρεταννοί, πάλι, ἀπέφευγαν 
τὴν  ἀνοιχτὴ σύγκρουση μαζί του  λόγω τῶν  ἀντιδράσεων  ποὺ θὰ 
προκαλοῦσαν στὸ ἐσωτερικὸ τῆς χώρας τέτοιου εἴδους ἐνέργειες· 3 
θὰ ἤθελαν ὅμως «πλάι του», σὲ ὑψηλὸ ἀξίωμα, τὸν Βενιζέλο – ὡς 
ἐγγυητὴ  τήρησης  γενικῶς  τῆς  «γραμμῆς»  ποὺ  αὐτοὶ  εἴχανε 
χαράξει.4  Ὁ  ἴδιος  ὁ  Βενιζέλος  ὅμως  ἀπέκλεισε  τὸ  ἐνδεχόμενο 
αὐτό.5  Τὸ  Λονδῖνο,  πάντως,  ἤτανε  διατεθειμένο  νὰ  χρησιμο‐
ποιήσει σὲ βάρος τῆς «Ἑλλάδας τοῦ Κωνσταντίνου» μέσα πίεσης, 
οἰκονομικῆς,  κυρίως,  φύσης,  ἀλλὰ  καὶ  τὸ  θέμα  τῶν  μειονοτήτων 
πού,  ἀπὸ  τὴ  λήξη  τοῦ  Α΄  Παγκόσμιου  πόλεμου  καὶ  μετά,  εἶχε 
ἐξελιχθεῖ  σὲ  «δίαυλο»  ἀνάμειξης  Δυνάμεων  ποὺ  συγκαταλέγον‐
ταν στοὺς νικητὲς τῆς σύρραξης σὲ βάρος μικρότερων Κρατῶν.6 
   
ε΄ 
 
Προκαλεῖ  ὁπωσδήποτε  ἐντύπωση  ἡ  ὁμοιότητα  βασικῶν  «ἐπιχει‐
ρημάτων»  ποὺ  χρησιμοποιήθηκαν  ἀπὸ  τὴ  βρεταννικὴ  πλευρὰ  σὲ 
βάρος  τῆς  βασιλείας,  ὅπως  αὐτὴ  εἶχε  διαμορφωθεῖ  ἀπὸ  τὸν 

1 Documents on British Foreign Policy, 1919‐1939. First series, volume XVΙΙ. Edited by 
W.  N.  Medlicott,  Douglas  Dakin  and  M.  E.  Lambert  (Λονδῖνο:  Her  Majesty’s 
Stationery  Office,  1970),  ἀρ.  15:  Lord  Granville  (Athens)  to  Earl  Curzon,  No  27 
telegraphic  (Athens,  January  21,  1921),  σ.  24·  Documents  on  British  Foreign  Policy, 
1919‐1939. First series, volume XV, British Secretary’s notes…, σ. 31. 
2  Documents  on  British  Foreign  Policy,  1919‐1939.  First  series,  volume  XVΙΙ,  ἀρ.  22: 

Lord Granville (Athens) to Earl Curzon (Athens, January 21, 1921), σ. 30. 
3  Documents  on  British  Foreign  Policy,  1919‐1939.  First  series,  volume  XV,  British 

Secretary’s notes…, σ. 32. 
4  Documents  on  British  Foreign  Policy,  1919‐1939.  First  series,  volume  XVΙΙ,  ἀρ.  24: 

Record  by  Mr.  Nicolson  of  a  conversation  with  M.  Venizelos  (Paris,  January  27, 
1921), σ. 33. 
5 Αὐτόθι. 

6  Ἐνδεικτικῶς:Β.  Π.  Παπαδάκη,  «Μειονότης»,  Μεγάλη  Ἑλληνικὴ  Ἐγκυκλοπαι‐

δεία. Συμπλήρωμα, τόμ. Γ΄ (Ἀθήνα: Φοῖνιξ, χ.ἔ.), σσ. 650‐651. 

211
Κωνσταντῖνο, μὲ συλλογισμοὺς πού, κατὰ τὸ 1862, προβλήθηκαν 
ἀπὸ τοὺς Βρεταννούς, προκειμένου νὰ δικαιολογηθεῖ ἡ ἀνατροπὴ 
τοῦ  Ὄθωνος.1  Τὸ  σύστημα  ποὺ  αὐτὸς  ὁ  τελευταῖος  εἶχε  παγιώσει 
στὴν Ἑλλάδα θεωρήθηκε αἰτία ἱκανὴ νὰ δικαιολογήσει τὴν ἔξωσή 
του,  στὴν  ὁποία  ἄλλωστε  πρωταρχικὸ  ρόλο  εἴχανε  ἀναλάβει 
κοινωνικὰ  στρώματα  ἰδιαιτέρως  συνδεδεμένα  μὲ  τὴν  Ἀγγλία.2 
Δεδομένου  λοιπὸν  ὅτι  –σύμφωνα  τοὐλάχιστον  μὲ  τὴν  ἀκόμα 
«κυρίαρχη»  ἄποψη–  ἡ  βασιλεία  στὴν  Ἑλλάδα  ὑπῆρξε  ἐγγυητὴς 
τῆς ἐξυπηρέτησης ξένων συμφερόντων, κατὰ βάση βρεταννικῶν, 
ἀντιλαμβάνεται κανεὶς ὅτι τόσο ὁ Ὄθων ὅσο καὶ ὁ Κωνσταντῖνος 
ὑπῆρξαν ἐξαιρέσεις τοῦ κανόνα. Τὸ σύστημα διακυβέρνησης ποὺ 
προτιμούσανε  ἦταν  ἐλάχιστα  πρόσφορο  στὴν  υἱοθέτηση 
ἀπόψεων ποὺ ἔξωθεν ὑπαγορεύονταν. 
  Πάντως, πέρα ἀπὸ τὸ γενικότερο ζήτημα πού, κατὰ τὸν Α΄ 
Παγκόσμιο  πόλεμο,  εἶχε  ἀναφυεῖ  λόγω  τοῦ  καθεστῶτος  ποὺ 
πάσχιζε  νὰ  παγιώσει  ὁ  Κωνσταντῖνος,  σημασία  ἔχουνε  καὶ  οἱ 
σκέψεις  του  ὅσον  ἀφορᾶ  τὴν  ἔκβαση  τῆς  παγκόσμιας  σύρραξης. 
Ὁ  τότε  βασιλιὰς  πίστευε  πὼς  οἱ  δύο  ἀντίπαλοι  συνασπισμοὶ  δὲν 
ἤτανε σὲ θέση νὰ καταβάλει ὁ ἕνας τὸν ἄλλον καὶ ἔτσι ὁ πόλεμος 
ἔμελλε  νὰ  καταλήξει,  λόγω  γενικῆς  ἐξάντλησης,  σὲ  μορφὴ 
συμβιβασμοῦ.3 Ἡ ἄποψη αὐτὴ καθόλου δὲν ἤτανε μακριὰ ἀπὸ τὴν 
πραγματικότητα, ἐφ’ὅσον τοὐλάχιστον κατὰ τὸ  1915 σαφὲς ἦταν 
ὅτι  ὁ  ἀποκλεισμὸς  στὸν  ὁποῖο  ἡ  Συνεννόηση  ἐπιχειροῦσε  νὰ 
ὑποβάλει τὴ Γερμανία καὶ τοὺς συμμάχους της εἶχε ἀποτύχει: Ἡ 
οἰκονομικὴ  κατάσταση  τοῦ  Β΄  Ράιχ  παρέμενε  ἀνθηρὴ4  –  σὲ  ἀντί‐

1 D. Michalopoulos, Vie politique en Grèce pendant les années 1862‐ 1869. Ἐθνικὸν καὶ 
Καποδιστριακὸν  Πανεπιστήμιον  Ἀθηνῶν.  Φιλοσοφικὴ  Σχολή:  Βιβλιοθήκη 
Σοφίας Ν. Σαριπόλου, ἀρ. 41 (Ἀθήνα, 1981), σσ. 66‐68. 
2 Αὐτόθι, σσ. 23‐65. 

3  Χρήστου  Ζαλοκώστα,  Ἀλέξανδρος  (Ἀθήνα:  Ἄλφα,  χ.ἔ.),  σ.  40·  Gabriel  Deville, 

L’Entente,  la  Grèce  et  la  Bulgarie  (Παρίσι:  Eugène  Figuière,  1919),  σ.  116·  Demetra 
Vaka (Mrs Kenneth‐Brown), Les intrigues germaniques en Grèce. Μετάφραση ἀπὸ τὰ 
ἀγγλικά: Paul Desfeuilles (Παρίσι: Plon, 1918), σ. 48. 
4  ΑΥΕ,  1915,  Α/5,  Ν.  Γ.  Θεοτόκης  πρὸς  ὑπουργεῖο  Ἐξωτερικῶν,  ἀρ.  2880, 

Βερολῖνο,  5/18  Αὐγούστου  1915·  ὁ  ἴδιος  πρὸς  τὸ  ἴδιο,  ἀρ.2911,  Βερολῖνο,  8/21 
Αὐγούστου 1915. 

212
θεση μὲ ὅ,τι γινόταν ἰδίως στὴ Βρεταννία.1 Στὴ Γαλλία, ἐπιπλέον, 
εἶχε  ἀρχίσει  τὸ  1915  νὰ  γίνεται  λόγος  γιὰ  σύναψη  εἰρήνης.2  Ἤδη 
ἀπὸ  τὸ  1916  λοιπὸν  ἀντιμετωπίστηκε  σοβαρὰ  στὴ  Γερμανία  τὸ 
ἐνδεχόμενο ἀνάληψης προσπάθειας διάβρωσης ἔσωθεν ἐχθρικῶν 
Κρατῶν – μὲ ἀποτέλεσμα (ἐν μέρει τοὐλάχιστον) τὰ γεγονότα τοῦ 
1917  στὴ  Ρωσία.3  Εἶναι  γνωστό,  ἐπιπλέον,  ὅτι  ἡ  ἐπίθεση,  τὸν 
Ὀκτώβριο  τοῦ  1917,  αὐστροουγγρικῶν  καὶ  γερμανικῶν  στρατευ‐
μάτων στὸ ἰταλικὸ μέτωπο, ποὺ εἶχε ὡς ἀποτέλεσμα τὴ διάσπαση 
τοῦ  τελευταίου  στὸ  Καπορέττο,  ἀναμενόταν  νὰ  συνδυαστεῖ  μὲ 
σοσιαλιστικὴ  ἐξέγερση  στὴ  Βόρεια  Ἰταλία.4  Ἡ  μὴ  πραγμάτωση 
αὐτῆς  τῆς  «προσδοκίας»  ἰθυνόντων  τῶν  Κεντρικῶν  Δυνάμεων 
συνέβαλε στὸ νὰ μὴ ἐξελιχθεῖ ἡ ἐκεῖ καὶ τότε ἧττα τῶν Ἰταλῶν σὲ 
πλῆγμα  καθοριστικῆς  σημασίας.  Ἄλλωστε,  καὶ  μετά,  ἀκόμη,  τὴ 
λήξη τοῦ πολέμου, Γερμανοὶ ἐθνικιστὲς συνέχισαν τὴ συνεργασία 
τους  μὲ  ἀκραίους  σοσιαλιστὲς  μὲ  στόχο  τὴν  κοινωνικὴ  ὑπονό‐
μευση τῶν νικητῶν Συμμάχων.5 
  Ἐκεῖνο ὅμως πού, ἀντιθέτως, ἀποδείχτηκε ἐξαιρετικὰ ἀπο‐
τελεσματικὸ  ὑπῆρξε  ἡ  ἀπὸ  μέρους  τῆς  Ἐγκάρδιας  Συνεννόησης 
καὶ  τῶν  Η.Π.Α.  ὑπονόμευση  τῶν  ἀντιπάλων  τους.  Ἡ  Βουλγαρία, 
πράγματι,  καὶ  μετὰ  τὴν  εἴσοδο  τῶν  Ἡνωμένων  Πολιτειῶν  στὸν 
πόλεμο,  ἐξακολούθησε  νὰ  ἔχει  ἐκεῖ,  γιὰ  τοὺς  λόγους  ποὺ  ἐξη‐

1 Lloyd George, Mémoires de guerre. Μετάφραση τοῦ Charles Bonnefon (Παρίσι: A. 
Fayard,1934), σ. 107 κ.ἑξ.  
2  Σύμφωνα  τοὐλάχιστον  μὲ  πληροφορίες  ποὺ  τότε  εἶχαν  φτάσει  στὸ  Βερολῖνο 

καὶ  τὴ  Βιέννη.  (ΑΥΕ,  1915,  Α/5,  Ἰωάννης  Γρυπάρης,  πρεσβευτὴς  τῆς  Ἑλλάδας 
στὴ Βιέννη, πρὸς τὸ ὑπουργεῖο Ἐξωτερικῶν, τηλεγράφημα ἀρ. 11077, Βιέννη, 5 
Ὀκτωβρίου 1915.) Στὴν Ἀγγλία πάντως, φόβοι πὼς ἡ Γαλλία δὲν θὰ μποροῦσε 
νὰ  ἀντέξει  τὴν  πολεμικὴ  προσπάθεια  καὶ  θὰ  ἐπιζητοῦσε  σύναψη  χωριστῆς 
εἰρήνης ὑπῆρχαν ἤδη ἀπὸ τὰ τέλη τοῦ 1915. (Lynn H.Curtright, Muddle, Indecision 
and  Setback.  British  Policy  and  the  Balkan  States,  August  1914  to  the  Inception  of  the 
Dardanelles Campaign [Θεσσαλονίκη, Institute for Balkan Studies, 1986], σ. 68.) 
3  Ἐνδεικτικῶς:  Ἀ.  Σολζενίτσιν,  Ὁ  Λένιν  στὴ  Ζυρίχη.  Μετάφραση  Κώστα 

Μαυρόπουλου, Ἀθήνα: Ἑλληνικὴ Εὐρωεκδοτική, 1985. 
4  Rino  Alessi,  Dall’Isonzo  al  Piave.  Lettere  clandestine  di  un  corrispondente  du  guerra 

(Βερόνα: Arnoldo Mondadori, 1966), σσ. 129‐135. 
5 ΑΥΕ, 1919, Α/5/VI (11), ἡ ἑλληνικὴ πρεσβεία στὴν Ἑλβετία πρὸς τὸ ὑπουργεῖο 

Ἐξωτερικῶν, Βέρνη, 13/26 Ἀπριλίου 1919, ἀρ. 698 δίς. 

213
γήθηκαν  σὲ  προηγούμενο  κεφάλαιο,  μεγάλες  συμπάθειες·  κήρυ‐
ξη  πολέμου  λοιπὸν  ἀπὸ  τὴν  ἀμερικανικὴ  πλευρὰ  κατὰ  τῆς  βαλ‐
κανικῆς χώρας δὲν ἔγινε. Ἐπιπλέον, διπλωματικὸς ἀντιπρόσωπος 
τῶν  Η.Π.Α.  συνέχισε  νὰ  παραμένει  στὴ  Σόφια,  ἀναπτύσσοντας 
«πολύπλευρη»  δραστηριότητα.  Τὸν  Ἰούνιο  τοῦ  1918,  κυβέρνηση 
σχημάτισε ὁ Ἀλέξανδρος Μαλίνωφ, πολιτικὸς  «μετριοπαθής». Ἡ 
πολιτικὴ  ἀλλαγὴ  θεωρητικῶς ὀφειλόταν  σὲ  «σημεῖα  τριβῆς»  ποὺ 
εἴχανε  ἀναφανεῖ  στὶς  γερμανοβουλγαρικὲς  σχέσεις,  ἀλλά,  στὸ 
μεταξύ,  ἡ  δραστηριότητα  τοῦ  Ἀμερικανοῦ  διπλωματικοῦ  ἀντι‐
πρόσωπου στὴ Σόφια ἐντεινόταν σὲ βαθμὸ καθοριστικό. Τελικῶς, 
οἱ Βούλγαροι στρατιῶτες σταμάτησαν νὰ πολεμᾶνε καὶ ἐμφαντι‐
κῶς  ἐξέφρασαν  τὴν  ἀπόφασή  τους  «νὰ  πᾶνε  σπίτι,  γιὰ  νὰ  μα‐
ζέψουνε τὴ σοδειά» – ἔστω καὶ ἂν οἱ δυνατότητες παράτασης τῆς 
βουλγαρικῆς  πολεμικῆς  προσπάθειας  παρέμεναν  σημαντικές.1 
Ἔτσι, στὶς 29 Σεπτεμβρίου 1918, ἔγινε ἀνακωχή:2 Ἡ ἀλυσίδα πού, 
ἀπὸ  τὴ  Βαλτικὴ  θάλασσα  ἕως  τὴν  Ἀραβικὴ  χερσόνησο,  σχημά‐
τιζαν οἱ Κεντρικὲς Αὐτοκρατορίες εἶχε πιὰ σπάσει.3 
  Ἀκολούθησε  ἡ  Ὀθωμανικὴ  Αὐτοκρατορία  ποὺ  ἤδη  εἶχε 
ἀποκοπεῖ ἀπὸ τοὺς συμμάχους της. Δρόμο πρὸς αὐτὴν τὴν κατεύ‐
θυνση  ἄνοιξε  ὁ  Β.  Ζαχάρωφ,  ἀναγνωρισμένος  πράκτορας  –καὶ 
μάλιστα ἀνωτάτου ἐπιπέδου– τῆς Ἐγκάρδιας Συνεννόησης,4 στὸν 
ὁποῖο,  μετὰ  τὴν  «ἐπιτυχία»  του  στὴν  Ἑλλάδα,  εἶχε  προσωπικῶς 
ἀνατεθεῖ  ἀπὸ  τὸν  Βρεταννὸ  πρωθυπουργὸ  David  Lloyd  George 
ἀποστολὴ  ρήξης  τῶν  μεταξὺ  Κωνσταντινούπολης  καὶ  Βερολίνου 

1  Winston  S.  Churchill,  The  World  Crisis,  1911‐1918,  τόμ.  IV  (Λονδῖνο:  Odhams 
Press,  χ.ἔ.),  σ.  1366·  πρβλ.  Édouard  Driault  καὶ  Michel  Lhéritier,  Histoire  diplo‐
matique  de  la  Grèce  de  1821  à  nos  jours,  τόμ.  V  (Παρίσι:  Presses  Universitaires  de 
France,  1926),  σ.  321·  Μανούσου  Ρ.  Κούνδουρου,  Ἱστορικαὶ  καὶ  διπλωματικαὶ 
ἀποκαλύψεις...,  σ.  278·  Hans  Roger  Madol,  Ferdinand  de  Bulgarie  (Παρίσι:  Plon, 
1933), σσ. 258‐260. 
2  Pierre  Renouvin,  La  Première  Guerre  Mondiale  (Παρίσι:  Presses  Universitaires  de 

France, 19836), σ. 112. 
3 W. S. Churchill, The World Crisis, 1911‐1918, τόμ. IV, σ. 1366. 

4 Βλ. «Ζαχάροφ, Σὲρ Μπάζιλ», Ἐγκυκλοπαίδεια Πάπυρος‐Λαροὺς‐Μπριτάννικα, 

τόμ. 25ος (Ἀθήνα: Πάπυρος, 1988), σ. 388. 

214
δεσμῶν.1 Ὁ Ζαχάρωφ συναντήθηκε, λοιπόν, στὴν Ἑλβετία μὲ τὸν 
νεότουρκο  ἡγέτη  Ἐμβὲρ  πασᾶ  καὶ  ἀποτελεσματικῶς  «προετοί‐
μασε» τὴν κατάσταση.2 Ὅπως θὰ μποροῦσε νὰ περιμένει κανείς, 
ἡ  ἐξέλιξη  παρουσίασε  ἀναλογίες  μὲ  ἐκείνη  στὴ  Βουλγαρία.  Περὶ 
τὰ μέσα Ὀκτωβρίου 1918, πράγματι, μέγας βεζύρης ἔγινε ὁ Ahmet 
İzzet  πασάς,  στρατιωτικὸς  «εὐρείας  ἀποδοχῆς».3  Δύο  περίπου 
ἑβδομάδες ἀργότερα, ὑπογράφηκε ἡ ἀνακωχὴ τοῦ Μούδρου, τοὺς 
ὅρους  τῆς  ὁποίας  «ἐπεξεργάστηκαν»  Βρεταννοὶ  –  κάτι  ποὺ  προ‐
κάλεσε μεγάλη δυσαρέσκεια στὴ γαλλικὴ πλευρά.4 Στὴ συνέχεια 
προωθήθηκαν  στὴν  ἐξουσία  πρόσωπα  φιλικὰ  πρὸς  τοὺς  Βρε‐
ταννούς.5 
  Μὲ τὴν Αὐστροουγγαρία τὰ πράγματα ἐξελίχθηκαν διαφο‐
ρετικά. Ἡ Δυαδικὴ Μοναρχία τῶν Ἁψβούργων, πράγματι, σαφῶς 
ἀποτελοῦσε  τὸν  ἀδύναμο  κρίκο  τοῦ  συγκροτήματος  τῆς  Γερμα‐
νίας  καὶ  τῶν  συμμάχων  της.  Τὸ  1918,  ἡ  ἐπισιτιστική  της  κατά‐
σταση  παρουσίαζε  προβλήματα  καὶ  ἔτσι,  τὸν  Ἰούνιο  ἐκείνου  τοῦ 
χρόνου,  αὐστροουγγρικὰ  στρατεύματα  ἐξαπέλυσαν,  στὸ  ἰταλικὸ 
μέτωπο,  τὴν  περίφημη  «ἐπίθεση  τῆς  πείνας»,  μὲ  σκοπό,  μεταξὺ 
ἄλλων,  νὰ  πάρουν  ὡς  λάφυρα  διάφορα  ἐφόδια,  γιὰ  νὰ  τὰ  στεί‐
λουν  στὰ  μετόπισθεν.6  Ἡ  προσπάθεια  ἀπέτυχε  –  καὶ  τὸ  φθι‐
νόπωρο,  στὶς  24  Ὀκτωβρίου  συγκεκριμένα,  οἱ  Ἰταλοὶ  ἐπιτέθηκαν 
μὲ  τὴ  σειρά  τους·  τὸ  πλῆγμα  ὑπῆρξε  νικηφόρο  καὶ  κατέληξε  στὴ 
σύναψη  ἀνακωχῆς.7  Ἡ  ἐξέλιξη  αὐτή,  ὅμως,  εἶχε  πολὺ  διευκο‐
λυνθεῖ  ἀπὸ  τὴ  δημοσιοποίηση  ἀπόφασης  τῆς  κυβέρνησης  τῶν 
Η.Π.Α.,  σύμφωνα  μὲ  τὴν  ὁποία  οἱ  πληθυσμοὶ  τῆς  Αὐστροουγ‐
γαρίας  εἴχανε  ἤδη  τὸ  δικαίωμα  «νὰ  καθορίσουν  [μόνοι  τους] τὴν 

1 «Zaharoff, Sir Basil», The Dictionary of National Biography, τόμ. ΧVI, σ. 741. 
2 Αὐτόθι.  
3 Stanford J. Shaw καὶ Ezel Kural Shaw, History of the Ottoman Empire and Modern 

Turkey, τόμ. II (Cambridge University Press, 1971), σ. 327. 
4 P. Renouvin, La Première Guerre Mondiale, σ.113. 

5  Πρβλ.  Michel  Paillarès,  Le  Kémalisme  devant  les  Alliés  (Κωνσταντινούπολη:  Édi‐

tions du Bosphore, 1922), σ. 68. 
6 R. Alessi, Dall’Isonzo al Piave, σ. 268. 

7 P. Renouvin, La Première Guerre Mondiale, σ. 114. 

215
ἔκταση  τῶν  ἐθνικῶν  τους  διεκδικήσεων».  Ἡ  διάλυση  τῆς  Αὐτο‐
κρατορίας τῶν Ἁψβούργων μποροῦσε πιὰ νὰ ἀρχίσει.1  
  Τὸ  πρόσωπο  ποὺ  καθοριστικῶς  εἶχε  συμβάλει  στὴ  διαμόρ‐
φωση  αὐτῆς  τῆς  στάσης  τῆς  ἀμερικανικῆς  κυβέρνησης  ἦταν  ὁ 
Tomáš  Masaryk.  Καθηγητὴς  στὸ  τσεχικὸ  πανεπιστήμιο  τῆς  Πρά‐
γας,  ἦταν  σλοβακικῆς  καταγωγῆς  καὶ  γερμανόφωνος  –  ἀλλὰ 
παντρεμένος μὲ Ἀμερικανίδα ἀπὸ τὴ Βοστώνη. Ἐπιπλέον, ἔντονα 
ἐπηρεασμένος ἀπὸ τὴ διδασκαλία τοῦ Ἰωάννη Χούς, συμπαθοῦσε 
τοὺς Πουριτανοὺς καί, βέβαια, τοὺς Ἰουδαίους, ἐνῶ, ἀπὸ τὴν ἄλλη 
πλευρά,  ἀντιπαθοῦσε  τὴ  Ρωμαιοκαθολικὴ  Ἐκκλησία.  Ἔχοντας 
πλήρως  ἐνστερνιστεῖ  τὴν  ἰδέα  ἵδρυσης  ἀνεξάρτητου  τσεχοσλο‐
βακικοῦ  Κράτους,  πέρασε  τὸ  1915  στὴν  Ἰταλία  καί,  ἀφοῦ  κινη‐
τοποίησε Τσέχους κατὰ τῶν Ἁψβούργων, βρέθηκε, τὴν ἄνοιξη τοῦ 
1918 στὴν Ἀμερική. Ἐκεῖ κατάφερε νὰ συναντηθεῖ μὲ τὸν  Wilson, 
ὁ  ὁποῖος  εἶχε  ἤδη  ἀναλάβει  ρόλο  «παγκόσμιου  κριτῆ»  καὶ  «διαι‐
τητῆ».2  Ἀλληλοσυμπαθήθηκαν  –  καὶ  μάλιστα  σὲ  τέτοιο  βαθμό, 
ὥστε  ὁ  Πρόεδρος  τῶν  Η.Π.Α.  δέχτηκε  νὰ  ἀλλάξει  τὸ  10ο  σημεῖο 
τοῦ  προγράμματος  ποὺ  εἶχε  ἐξαγγείλει  στὶς  8  Ἰανουαρίου  στὸ 
Κογκρέσσο3  καί,  στὴν  οὐσία,  νὰ  ταχθεῖ  ὑπὲρ  τῆς  διάλυσης  τῆς 
Αὐστροουγγαρίας4  –  κάτι  ποὺ  εἶχε  πιὰ  συντελεστεῖ  στὶς  ἀρχὲς 
Νοεμβρίου τοῦ ἴδιου ἔτους.5 Γεγονὸς εἶναι, πάντως, ὅτι τὸ Κράτος 
αὐτὸ  δὲν  χρειαζότανε  ἄλλο.  Χρησίμευε  κατὰ  τὸν  ΙΘ΄  καὶ  τὸν  Κ΄ 
αἰώνα ὡς φραγμὸς κατὰ τῆς Ρωσίας· αὐτὴ ἡ τελευταία τώρα πιά, 
λόγω  τῆς  κατίσχυσης  τῶν  Μπολσεβίκων,  ἤτανε  τελείως  ἀποδυ‐
ναμωμένη καί, οὐσιαστικά, στὰ πρόθυρα διάλυσης.  
   

1 Αὐτόθι. 
2 Arbiter mundi – κατὰ τὴ γνωστὴ λατινικὴ ἔκφραση. 
3  Τὸ  ἀρχικὸ  κείμενο  τοῦ  ἐν  λόγῳ  προγράμματος  στὸ  ἔργο  τοῦ  Désiré  Roustan, 

Président  Wilson.  Messages,  discours,  documents  diplomatiques  relatifs  à  la  Guerre 


Mondiale (Παρίσι: Bossard, 1919), σσ. 237‐240. 
4 Σχετικῶς μὲ τὸν Masaryk βλ. τὸ βιβλίο τοῦ Emil Ludwig, Dirigeants de l’Europe. 

Portraits  d’après  nature.  Μετάφραση  ἀπὸ  τὰ  γερμανικὰ  τοῦ  E.  Litauer  (Παρίσι: 
Gallimard, 19363 ), σσ. 43‐85 
5 P. Renouvin, La Première Guerre Mondiale, σ. 114. 

216
Ϛ΄ 
 
Ἡ  σημασία,  μὲ  λίγα  λόγια,  τῆς  κατὰ  τὸν  Ἀπρίλιο  τοῦ  1917 
ἀμερικανικῆς  ἐπέμβασης  στὴν  παγκόσμια  σύρραξη  ἤτανε  με‐
γάλη – ὅσον ἀφορᾶ ὅμως τὶς ἔμμεσες καὶ ὄχι τὶς ἄμεσες συνέπειές 
της.  Ἡ  στρατιωτική,  πράγματι,  συμβολὴ  τῶν  Η.  Π.  Α.  στὸν 
πόλεμο  ὑπῆρξε  μικρότερη  ἀπὸ  ὅσο  γενικῶς  πιστεύεται.  Στὶς  ἀρ‐
χὲς  τοῦ  1918,  οἱ  Ἀμερικανοὶ  δὲν  εἴχανε  στείλει  στὴν  Εὐρώπη  πε‐
ρισσότερους  ἀπὸ  143.000  ἄνδρες.1  Τὸ  καλοκαίρι  ἐκείνου  τοῦ 
χρόνου  εἴχανε  φτάσει  τὸ  1.000.000,2  μὰ  ὁ  μεγάλος  αὐτὸς  ἀριθμός 
τους ἀποτελοῦσε μᾶλλον βάρος παρὰ βοήθεια γιὰ τὴν Ἐγκάρδια 
Συνεννόηση,  ἐπειδὴ  δὲν  ἐφοδιάζονταν  ἀπὸ  τὴ  χώρα  τους  καί, 
κατὰ  συνέπεια,  ἔπρεπε  νὰ  τοὺς  ἀναλάβουνε  οἱ  Γάλλοι  καὶ  οἱ 
Βρεταννοί.3  Ἀξίζει  λοιπὸν  ἐν  προκειμένῳ  νὰ  ὑπογραμμιστεῖ  ὅτι 
πρόεδρος τοῦ Συμβουλίου Πολεμικῆς Βιομηχανίας (War Industries 
Board)  τῶν  Ἡνωμένων  Πολιτειῶν,  πραγματικὸς  οἰκονομικὸς  δι‐
κτάτορας  τῆς  χώρας,  εἶχε  ὁριστεῖ  προσωπικῶς  ἀπὸ  τὸν  Wilson  ὁ 
Bernard Baruch, «καπιταλιστὴς»4 ἰσχυρότατος καὶ χαρακτηριστικὴ 
περίπτωση  Ἰουδαίου  πλήρως  ἀφομοιωμένου  στὸ  ἀμερικανικὸ 
περιβάλλον·5  ἄρα  εὐχερῶς  καταλαβαίνει  κανεὶς  ὅτι  –ὅπως  ἤδη 
ἐξηγήθηκε–  ἡ  περίφημη  Δήλωση  Μπάλφουρ  τῆς  2ας  Νοεμβρίου 
1917,  σύμφωνα  μὲ  τὴν  ὁποία  ἡ  βρεταννικὴ  κυβέρνηση  ἀντι‐
μετώπιζε  εὐνοϊκὰ  τὴν  προοπτικὴ  ἐγκαθίδρυσης  «ἐθνικῆς  ἑστίας 
τοῦ ἰουδαϊκοῦ λαοῦ» στὴν Παλαιστίνη, προκλήθηκε ἀπὸ τὴν ἀγω‐
νιώδη  ἐπιθυμία  τῶν  ἰθυνόντων  τοῦ  Ἡνωμένου  Βασιλείου  νὰ  κά‐

1 Σπυρίδωνος Ἀ. Σκόντρα, Ἱστορία τοῦ Πρώτου Παγκοσμίου πολέμου, 1914‐1918, 
τόμ. Γ΄ (Ἀθήνα: Κέκροψ, 1969), σ. 189.  
2 W. S. Churchill, The World Crisis…, τόμ. IV, σ. 1318. 

3 Αὐτόθι, τόμ. IV, σ. 1319. 

4 Ἑλληνικὴ ἀπόδοση τοῦ ὅρου financier. 

5 Congressional Directory. 65th Congress. 2d Session (Οὐάσιγκτον: Office of Congres‐

sional  Directory,  19183)),  σ.  280·  Δ.  Μιχαλόπουλου,  «Σκέψεις  γιὰ  τὸν  Ἐθνικὸ 
Διχασμό»,  σ.  18  (σημ.  78).  Προηγουμένως  ὁ  Baruch  εἶχε  διατελέσει  μέλος  τῆς 
Συμβουλευτικῆς  Ἐπιτροπῆς  τοῦ  Συμβουλίου  Ἐθνικῆς  Ἀσφαλείας  καὶ  ἐπικε‐
φαλῆς  τῆς  Ἐπιτροπῆς  Μετάλλων  καὶ  Πρώτων  Ὑλῶν,  ὅπου  βεβαίως  εἶχε  ρόλο 
ἀποφασιστικῆς σημασίας. 

217
νουν οὐσιαστικότερη τὴν ἀμερικανικὴ συμβολὴ στὴ σύρραξη καί, 
γενικῶς,  νὰ  διαθέσουν  εὐνοϊκῶς  τὴν  ἀνὰ  τὸν  κόσμο  ἰουδαϊκὴ 
διασπορά.1  
  Ἔτσι,  κατὰ  τὴν  τελικὴ  ἐπίθεση  τῶν  Συμμάχων  στὸ  δυτικὸ 
μέτωπο,  ποὺ  ἄρχισε  τὸν  Σεπτέμβριο  τοῦ  1918,  ἡ  «αὐτοδύναμη» 
συνεισφορὰ  τοῦ  Ἀμερικανικοῦ  Στρατοῦ  δὲν  εἶχε  παρὰ  σχετικὴ 
σημασία.  Οἱ  Ἀμερικανοί,  πράγματι,  ἔπληξαν  τοὺς  Γερμανοὺς 
στὴν  ἐξέχουσα  τοῦ  Saint‐Mihiel,  ὅταν  πιὰ  αὐτοὶ  εἶχαν  ἀρχίσει  νὰ 
ἀποσύρονται ἀπὸ ἐκεῖ.2 Ἡ σημασία τῆς μάχης ἦταν μεγάλη ἀλλὰ 
μόνο  ψυχολογικῶς  –  καὶ  ὄχι  ἐπιχειρησιακῶς.3  Ἐπιπλέον,  ἡ  συμ‐
μαχικὴ νίκη στὴ βόρεια Γαλλία δὲν προδιέγραφε ἀκόμα τὸ τέλος 
τοῦ πολέμου. 
  Βάσει, πράγματι, ὑπολογισμῶν ποὺ ἀπέρρεαν ἀπὸ στρατι‐
ωτικὰ  δεδομένα,  ἡ  ἧττα  τῆς  Γερμανίας,  ἐξαιτίας  κυρίως  τῆς 
οἰκονομικῆς  ὑπεροχῆς  τῶν  ἀντιπάλων  της,  φαινόταν  ἀναπό‐
φευκτη,  ἀλλὰ  προβλεπόταν  μέσα  στὸ  1919  ἢ  καὶ  τὸ  1920.  Ἐὰν 
ὅμως  ἔπρεπε,  γιὰ  διάφορους  λόγους,  νὰ  ἐπιτευχθεῖ  εἰρήνη  νωρί‐
τερα,  αὐτὴ  ὁπωσδήποτε  θὰ  ἔπαιρνε  τὴ  μορφὴ  συμβιβασμοῦ:4  Τὰ 
γερμανικὰ  στρατεύματα,  ἂν  ἀποσύρονταν  ἀπὸ  τὰ  ἐδάφη  ποὺ 
κατεῖχαν καὶ βρίσκονταν στὴν ἀνάγκη νὰ ὑπερασπιστοῦν τὴ δική 
τους  χώρα,  θὰ  μάχονταν  μὲ  αὐταπάρνηση  περίπου  ἀκατάβλητη, 
ἐνῶ  οἱ  Σύμμαχοι,  κυρίως  οἱ  Γάλλοι  πού,  ἕως  τότε,  εἴχανε  πολὺ 
μεγάλες  ἀπώλειες,  ἦταν  πολὺ  ἀμφίβολο  κατὰ  πόσον  θὰ  συνέ‐
χιζαν  νὰ  πολεμᾶνε  μὲ  σταθερότητα.5  Εὔκολα  καταλαβαίνει  κα‐
νείς,  λοιπόν,  τὴ  σημασία  ποὺ  εἶχε  ποὺ  εἶχε  ἡ  κατάρρευση  τῆς 
Βουλγαρίας καὶ τῆς Αὐστροουγγαρίας, στὶς ὁποῖες τόσο σημαντι‐
κὴ  ὑπῆρξε ἡ παρασκηνιακὴ συμβολὴ τῆς  ἀμερικανικῆς  πλευρᾶς. 
Σημασία,  παράλληλα,  εἶχε  τὸ  ἐὰν  οἱ  Γερμανοὶ  θὰ  ἀποσύρονταν 

1  Δ.  Μιχαλόπουλου,  «Σκέψεις  γιὰ  τὸν  Ἐθνικὸ  Διχασμό»,  σσ.  18‐19·  πρβλ. 
Leonard Mosley, Curzon. The end of an epoch (Λονδῖνο: Longmans, Green and Co., 
1961), σ. 165. 
2 W. S. Churchill, The World Crisis…, τόμ. IV, σ. 1360. 

3 Σπ. Ἀ. Σκόντρα, Ἱστορία τοῦ Πρώτου Παγκοσμίου πολέμου..., τόμ. Γ΄, σ. 307.  

4 W. S. Churchill, The World Crisis…, τόμ. IV, σσ. 1338, 1340. 

5 Αὐτόθι, τόμ. IV, σσ. 1339‐1340. 

218
ἀπὸ  τὰ  γαλλικὰ  ἐδάφη  ποὺ  κατεῖχαν  μὲ  ἢ  χωρὶς  τὸν  ὄγκο  τῶν 
ἐφοδίων  ποὺ  εἴχανε  ἐκεῖ  σωρεύσει  ἐπὶ  τέσσερα  ἔτη.  Στὴν  πρώτη 
περίπτωση  ἡ  ἐκκένωση  θὰ  γινότανε  σχετικῶς  εὔκολα  καὶ  γρή‐
γορα·  στὴ  δεύτερη  ἔμελλε  νὰ  ἐπιβραδυνθεῖ  σὲ  βαθμὸ  καθορι‐
στικό.  Τελικῶς,  ἡ  γερμανικὴ  στρατιωτικὴ  ἡγεσία  προτίμησε  τὸ 
δεύτερο – καὶ αὐτὸ εἶχε ὡς ἀποτέλεσμα τὴν παράλυση τῆς ὕστα‐
της προσπάθειάς της.1 
  Γιατί ἔγινε αὐτό; Ἀφ’ἑνός, διότι –καὶ παρὰ τὰ διάφορα ποὺ 
ἔχουν  κατὰ  καιροὺς  ὑποστηριχθεῖ–  οἱ  Γερμανοὶ  στρατιωτικοὶ 
ἡγήτορες,  μὲ  ἐμφανῆ  ἐξαίρεση  τὸν  Erich  Ludendorff,  δὲν  εἴχανε 
πιὰ μεγάλη διάθεση νὰ συνεχίσουνε τὴν πολεμική τους προσπά‐
θεια. Ἐπιπλέον, ἡ γερμανικὴ οἰκονομία –σὲ κραυγαλέα ἀντίθεση 
μὲ ὅ,τι ἔμελλε νὰ συμβεῖ, ὑπὸ πολὺ δυσκολότερες συνθῆκες, κατὰ 
τὸν  Β΄  Παγκόσμιο  πόλεμο–  βρισκότανε τώρα  σὲ  κατάσταση  στα‐
διακῆς  μὰ  ραγδαίας  ἀπίσχνανσης,  γιὰ  τὴν  ὁποία  –πολὺ  λογικὰ– 
θεωρήθηκε  ὑπεύθυνος  ὁ  Walter  Rathenau.  Αὐτὸς  ἦταν  Ἰουδαῖος 
βιομήχανος,  ἡ  οἰκογένεια  τοῦ  ὁποίου  εἶχε  στενὲς  σχέσεις  μὲ  τὶς 
Η.Π.Α.  καὶ  ὁ  ὁποῖος,  σὲ  ρόλο  ἀνάλογο  μὲ  ἐκεῖνο  τοῦ  B.  Baruch 
στὴν  Ἀμερική,  ὑπῆρξε,  ἐκείνη  τὴν  περίοδο,  ὑπεύθυνος  τῆς  ὅλης 
προσπάθειας  τοῦ  Β΄  Ράιχ  στὸν  οἰκονομικὸ  τομέα.2  Τὸ  περίεργο 
εἶναι ὅτι τὸ σχέδιο ποὺ εἶχε συλλάβει αὐτὸς ὁ Ἰουδαῖος ἤτανε σω‐
στό,  ἀλλὰ ἀπέφερε καρποὺς μόνο κατὰ τὸ πρῶτο μισὸ τῆς δεκα‐
ετίας  τοῦ  1940,  ὁπότε,  σὲ  περιστάσεις  παρόμοιες  ἀλλὰ  ὀξύτερες, 
τὸ  ἐφάρμοσε  ὁ  Albert  Speer.3  Εἶναι  σαφές,  πάντως,  ὅτι  εἰδικὰ  οἱ 
Γερμανοὶ  στρατιωτικοὶ  ἡγήτορες  ἤδη  ἀπὸ  τὶς  ἀρχὲς  τοῦ  Α΄  Παγ‐
κόσμιου  πόλεμου  εἴχανε  ἐκφράσει  δυσπιστία  πρὸς  τὸ  πρόσωπο 

1 Αὐτόθι, τόμ. IV, σ. 1340. 
2 Βλ. E. Ludwig, Dirigeants de l’Europe …, σσ. 86‐122. 
3 Albert Speer, Inside the Third Reich. Translated from German by Richard and Clara 

Winston (Λονδῖνο, Sphere Books, 1983), σσ. 292, 296. Ὁ Rathenau σκοτώθηκε, ὡς 
γνωστόν, τὸ καλοκαίρι τοῦ 1922, ἀπὸ στοιχεῖα τῆς γερμανικῆς Δεξιᾶς, ποὺ τὸν 
εἴχανε  συγκαταλέξει  στοὺς  ὑπεύθυνους  γιὰ  τὴν  κατάσταση  στὴν  ὁποία  εἶχε 
περιέλθει  ἡ  χώρα  τους.  Στὸν  Rathenau  ἀποδίδεται  ἡ  περίφημη  φράση: 
«[Πρέπει]  νὰ  καταφέρουμε  ὁ  μισὸς  κόσμος  νὰ  παράγει  κοπριὰ  καὶ  ὁ  ἄλλος 
μισὸς  νὰ  τὴ  χρησιμοποιεῖ».  (Σπύρου  Χατζάρα,  Οἱ  ἀθέατοι  ...  καὶ  οἱ  ἀχυ‐
ράνθρωποί τους [Ἀθήνα: Εὐρώτας, 2010], σ. 232.)  

219
τοῦ  Rathenau1  –  δυσπιστία  πού,  τελικῶς,  ἀποδείχτηκε  δικαιολο‐
γημένη. 
 
ζ΄ 
 
Μὲ  λίγα  λόγια,  ὁ  βασιλιὰς  Κωνσταντῖνος,  ἂν  καὶ  εἶχε  ὀρθῶς 
ἀποτιμήσει τὴν ἰσχὺ τῶν ἀντίπαλων συνασπισμῶν,2 δὲν μπόρεσε 
νὰ  συλλάβει  οὔτε  τὴν  «ἀθέατη»  μεταξὺ  Ἀτλαντικῆς  κοινότητας 
καὶ  Ἀνατολῆς  σύγκρουση  οὔτε,  εἰδικότερα,  τὸ  βαθύτερο  νόημα 
τόσο  τῆς  ἀπὸ  τὶς  ἀρχὲς  τοῦ  πολέμου  συμπαράταξης  τῶν  Η.Π.Α. 
μὲ  τὴν  Ἐγκάρδια  Συνεννόηση  ὅσο  καὶ  τῆς  εἰσόδου  τους  στὴ 
σύρραξη.  Καὶ  βέβαια,  τὸ  νόημα  αὐτὸ  δὲν  ἀπέρρεε  τόσο  ἀπὸ  τὴν 
ἔκταση  τῆς  ἀμερικανικῆς  στρατιωτικῆς  συμβολῆς  ὅσο  ἀπὸ 
βαθύτερους παράγοντες ἱστορικοὺς – καὶ θρησκευτικούς. Ὁ Βενι‐
ζέλος,  ἀπὸ  τὴν  ἄλλη  πλευρά,  ἔχοντας  ἄριστη  πληροφόρηση 
σχετικῶς  μὲ  τὸ  τί  γινότανε  στὶς  Η.Π.Α.  καὶ  συνδεδεμένος,  μέσω 
τοῦ  Ζαχάρωφ,  μὲ  τὸν  πυρήνα  τοῦ  ἰουδαϊκοῦ  κόσμου,  δηλαδὴ  μὲ 
τὴν οἰκογένεια Ρότσιλντ, ἡ ὁποία εὐνοοῦσε τὴ διάλυση τῆς Ὀθω‐
μανικῆς  Αὐτοκρατορίας,  ὥστε  νὰ  δημιουργηθεῖ  ἰουδαϊκὸ  Κράτος 
στὴν  Παλαιστίνη,  καὶ  συστηματικῶς  διαβουκολοῦσε  πρὸς  αὐτὴν 
τὴν  κατεύθυνση  τοὺς  Βρεταννοὺς  ἰθύνοντες  καὶ  ἰδίως  τὸν  Lloyd 
George,  εἶχε  ἐναργέστατη  τὴν  ἀντίληψη  τῆς  πραγματικότητας.3 
Ἐντύπωση  προκαλεῖ,  ἐπιπλέον,  ἡ  σταθερότητα  μὲ  τὴν  ὁποία  ὁ 
Ἰωάννης  Μεταξᾶς  ἀντιτάχθηκε  στοὺς  «ὁραματισμοὺς»  τοῦ  Βενι‐
ζέλου.  Τοῦτο  ἔχει  σημασία,  ἐπειδή,  ἐὰν  κάποιος  πλήρως  δικαιώ‐
θηκε  ὅσον  ἀφορᾶ  τὴν  ἐξέλιξη  καὶ  κατάληξη  τῆς  Μικρασιατικῆς 
Περιπέτειας, ὑπῆρξε αὐτὸς ὁ τελευταῖος. 
  Ὁ  Πρόεδρος  Wilson,  πράγματι,  ἐξαρχῆς  ὑπῆρξε  διστακτι‐
κὸς  ὡς  πρὸς  τὸ  ἐνδεχόμενο  πλήρους  κατάλυσης  τοῦ  τουρκικοῦ 

1  André‐E.  Sayous,  Les  effets  du  blocus  économique  de  l’Allemagne.  L’organisation  du 
commerce et de l’industrie allemande pendant la guerre (Παρίσι: Payot, 1915), σ. 89. 
2 Πρβλ. Γεωργίου Τσόντου‐Βάρδα, Ἡ βενιζελικὴ τυραννία. Ἡμερολόγιο 1917‐1920 

(Ἀθήνα: Πετσίβας, 2006), σσ. 229 (ἐγγραφὴ 7ης Μαΐου 1918).  
3 Δ. Μιχαλόπουλου, «Σκέψεις γιὰ τὸν Ἐθνικὸ Διχασμό», σσ. 20‐23. 

220
Κράτους.1  Ἡ  στάση  αὐτή,  ποὺ  ἐξέφραζε  τὴν  ἐπὶ  τοῦ  θέματος 
ἄποψη  ἰσχυρῶν  ἰουδαϊκῶν  κύκλων  στὶς  Η.Π.Α.,  ἔγινε  κατηγο‐
ρηματικὴ  μετὰ  τὴ  συνάντηση,  τὸ  1919,  στὸ  Παρίσι,  τοῦ  μεγάλου 
ραββίνου  τῆς  Τουρκίας  μὲ  τὸν  Henry  Morgenthau,2  πλούσιο 
Ἰουδαῖο  (ἀσκενάζι)  τῶν  Η.Π.Α.  καὶ  οἰκονομικὸ  ὑποστηρικτὴ  τοῦ 
Wilson.3  Ὁ  μέγας  ραββῖνος  ἤθελε  νὰ  ἀποτρέψει  τὸ  ἐνδεχόμενο 
πλήρους ἐξαφάνισης τῆς Τουρκίας καὶ ζήτησε «βοήθεια» ἀπὸ τὸν 
μεγαλοϊουδαῖο τῶν Η.Π.Α. Ἔτσι, ἔστω καὶ ἂν δὲν ἔγινε γνωστὸ τί 
ἀκριβῶς  ἐκεῖ  καὶ  τότε  συζητήθηκε,  ἡ  ἀμερικανικὴ  πολιτικὴ  στὸ 
ζήτημα τῆς ἑλληνοτουρκικῆς σύρραξης στὴ Μικρὰ Ἀσία ἔγινε πιὰ 
ξεκάθαρη.  Οὕτως  ἢ  ἄλλως,  ἡ  τουρκικὴ  κυριαρχία  στὴν  Παλαι‐
στίνη  εἶχε  σταματήσει  καὶ  οἱ  πιθανότητες  μιᾶς  ἐκ  νέου  ἐπιβολῆς 
της ἦταν τυπικῶς καὶ οὐσιαστικῶς ἀνύπαρκτες. 
  Οἱ Ἀμερικανοί, τώρα, ἀμέσως κατανόησαν ἐκεῖνο ποὺ ἀπὸ 
καιρὸ  εἶχε  ἐπισημάνει  ὁ  Μεταξᾶς,  ὅτι  δηλαδὴ  ἡ  ἔκβαση  τοῦ  πο‐
λέμου  θὰ κρινότανε κατὰ  βάση  στὴ  θάλασσα.  Ἔτσι,  ὑπὸ  τὸ  πρό‐
σχημα  «βλάβης  συμφερόντων»  τους,  ἔφτασαν  στὸ  σημεῖο  σαφέ‐
στατα  νὰ  ἀρνηθοῦν  στὴν  ἑλληνικὴ  πλευρὰ  δικαίωμα  ἀποκλει‐
σμοῦ  τῶν  τουρκικῶν  παραλίων.4  Ἀνάλογη  στάση  τήρησαν, 
ἐξυπακούεται, οἱ Γάλλοι, οἱ Ἰταλοὶ καὶ οἱ Βρεταννοί.5 Ὁ Ἑλληνικὸς 
Στόλος,  ἐπιπλέον,  σὲ  κακὴ  κατάσταση  μετὰ  τὴν  περιπέτεια  τοῦ 
Διχασμοῦ6  καὶ  βασικὸς  στόχος  τῆς  προπαγάνδας  τῶν  Μαρξι‐

1 D. Roustan, Président Wilson..., σ. 239 (δωδέκατο σημεῖο τοῦ Προγράμματος γιὰ 
τὴν Εἰρήνη). 
2  ΑΥΕ,  1919,  Α/5/VI(4),  ἡ  Ἑλληνικὴ  Στρατιωτικὴ  Ἀποστολὴ  Κωνσταντινου‐

πόλεως  πρὸς  τὸ  ὑπουργεῖο  Στρατιωτικῶν,  ἀρ.  5354,  Κωνσταντινούπολη,  1η 


Δεκεμβρίου  1919  (μὲ  ταυτόχρονη  κοινοποίηση  πρὸς  τὸ  ὑπουργεῖο  Ἐξωτερικῶν 
[ἀρ. 12827, 21 Δεκεμβρίου 1919]). 
3 Δ. Μιχαλόπουλου, «Σκέψεις γιὰ τὸν Ἐθνικὸ Διχασμό», σ. 22. 

4  Laurence  Evans,  United  States  Policy  and  the  Partition  of  Turkey,  1914‐1924 

(Βαλτιμόρη: The John Hopkins Press, 1965), σσ. 30‐31. 
5  Ἐπαμεινώνδα  Π.  Καββαδία,  Ὁ  ναυτικὸς  πόλεμος  τοῦ  1940  ὅπως  τὸν  ἔζησα 

(Ἀθήνα: Πυρσός, 1950), σσ. 30‐31. 
6  Περικλῆ  Ἰ.  Ἀργυρόπουλου,  Ἀναμνήσεις.  Τὸ  ζήτημα  τοῦ  Ναυτικοῦ,  ἡ  ἐξέγερση 

στὸ  Γουδί,  ὁ  Διχασμός,  1900‐1916.  Πρόλογος‐εἰσαγωγὴ‐σημειώσεις  Δημήτρη 


Μιχαλόπουλου (Ἀθήνα: Ἀρσενίδης, 1996), σσ. 159‐160. 

221
στῶν,1  στὴν  ὁποία  πρωταγωνιστοῦσαν  Ἰουδαῖοι  ἐγκατεστημένοι 
στὴν  Ἑλλάδα,2  δὲν  ἤτανε  σὲ  θέση  νὰ  ἀναπτύξει  δράση  μεγάλης 
ἐμβέλειας.  Ἔτσι,  ἡ  μόνη,  οὐσιαστικῶς,  κίνηση  τοῦ  Ἑλληνικοῦ 
Ναυτικοῦ  ἔγινε  τὸ  1922,  λίγους  μῆνες  δηλαδὴ  πρὶν  ἀπὸ  τὴν 
κατάρρευση  τοῦ  μετώπου·  τὰ  ἀποτελέσματα  δὲν  ἐπηρέασαν, 
ὅμως, τὶς ἐξελίξεις3 – καὶ ἡ ἑλληνικὴ πορεία πρὸς τὴν καταστροφὴ 
ὑπῆρξε ἀπρόσκοπτη.  
  Βεβαίως, ἀπὸ τὴν ὅλη τραγωδία ποὺ προξένησε ἡ  «Μικρα‐
σιατικὴ  Περιπέτεια»  ἕνα  εἶναι  τὸ  ἐρώτημα  ποὺ  ἀναδύεται  πε‐
λώριο:  Γιατί  οἱ  Βρεταννοὶ  ἐπέμεναν  τόσο  πολὺ  νὰ  στείλουν  τὸν 
Ἑλληνικὸ Στρατὸ στὴ Μικρὰ Ἀσία – δραστικῶς μειώνοντας ὅμως 
τὴ δυνατότητά του νὰ νικήσει; Οὕτως ἢ ἄλλως  οἱ Ρότσιλντ εἶχαν 
ἱκανοποιηθεῖ  μὲ  τὴ  διάλυση  τῆς  Αὐτοκρατορίας  τῶν  Ὀθωμανῶν 
καί,  συνακολούθως,  τὴ  διάνοιξη  τῆς  ὁδοῦ  πρὸς  τὴ  δημιουργία 
ἰουδαϊκοῦ  Κράτους.  Τί  δουλειά,  μὲ  λίγα  λόγια,  εἶχε  ὁ  Ἑλληνικὸς 
Στρατὸς στὴ Μικρὰ Ἀσία; 
Εὐχερὴς  εἶναι  ἡ  ἀπάντηση  στὸ  ἐρώτημα  αὐτό:  Τὸ  θέμα 
ἐντοπιζόταν στὰ πετρέλαια τῆς Μοσούλης. Αὐτὴ ἡ τελευταία, ὡς 
γνωστόν,  βρίσκεται  στὸ  βόρειο  Ἰρὰκ  καὶ  ἔχει  πλούσια  πετρε‐
λαιοφόρα  κοιτάσματα.  Ὅταν  λοιπόν,  βάσει  τῆς  ἀνακωχῆς  τοῦ 
Μούδρου,  τὸν  Ὀκτώβριο  τοῦ  1918,  σταμάτησαν  οἱ  ἐχθροπραξίες 
μεταξὺ  τῆς  Μεγάλης  Βρεταννίας  καὶ  τῆς  Ὀθωμανικῆς  Αὐτοκρα‐
τορίας,  τὰ  ἐν  λόγῳ  κοιτάσματα  βρίσκονταν  πίσω  ἀπὸ  τὶς  τουρκι‐
κὲς  γραμμές.  Καὶ  ὅμως...  στὶς  3  Νοεμβρίου  τοῦ  ἴδιου  ἔτους,  οἱ 
Βρεταννοὶ  προέλασαν  καὶ  κατέλαβαν  τὴ  Μοσούλη.  Οἱ  Τοῦρκοι 
διαμαρτυρήθηκαν,  ἀπειλήθηκε  πόλεμος  κ.τ.λ.,  κ.τ.λ.  Μὲ  τὴ 
συνθήκη  τῶν  Σεβρῶν,  πάντως,  τμῆμα  τῆς  Μοσούλης  παρέμεινε 

1Δημήτρη  Λιβιεράτου,  Παντελῆς  Πουλιόπουλος.  Ἕνας  διανοούμενος  ἐπαναστά‐


στης (Ἀθήνα: Γλάρος, 1992), σ. 17.  
2  ΑΥΕ,  1919,  Α/5/VI(4),  σημείωμα  ἀπὸ  τὸ  Α΄  Πολιτικὸ  τμῆμα  μὲ  τίτλο:  «Καὶ 

πάλιν οἱ Σοσιαλισταὶ» (χ.ἡ., χ.ὑ.). 
3  Δ.  Μιχαλόπουλου,  «Οἱ  στόχοι  καὶ  τὰ  ἀποτελέσματα  τοῦ  βομβαρδισμοῦ  τῆς 

Σαμψούντας  ἀπὸ  τὸν  Ἑλληνικὸ  Στόλο»,  Ἀρχεῖον  Πόντου  (Ἀθήνα),  τόμ.  37ος 
(1982), σσ. 269‐279.  

222
ὑπὸ  τουρκικὴ  κυριαρχία,1  ἀλλὰ  σύμφωνα  μὲ  τὴ  συνθήκη  τῆς 
Λωζάννης  τὸ  ὅλο  ζήτημα  παραπέμφθηκε  στὴν  Κοινωνία  τῶν 
Ἐθνῶν,2  ποὺ  τελικῶς  ἐπιδίκασε  τὴν  ὅλη  περιοχὴ  στὸ  ὑπὸ  βρε‐
ταννικὴ  προστασία  βασίλειο  τοῦ  Ἰράκ.3  Ἡ  τουρκικὴ  πλευρὰ  τὸ 
ἀποδέχτηκε  αὐτὸ  μόνο  τὸ  1926.4  Δεδομένου  ὅμως  ὅτι  οἱ  Τοῦρκοι 
ἀπειλοῦσαν  μὲ  εἰσβολὴ  στὴν  παλαιὰ  ὀθωμανική  τους  ἐπαρχία  ‐
καί,  πράγματι,  πολεμικὲς  συγκρούσεις  ἔγιναν  ἐκεῖ  τόσο  τὸ  1924 
ὅσο καὶ τὸ 1925–5 εἶναι σαφὲς ὅτι κατὰ τὰ κρίσιμα ἔτη 1919‐1922 οἱ 
Βρεταννοί,  ποὺ  οὕτως  ἢ  ἄλλως  δὲν  ἦταν  σὲ  θέση  νὰ  συντηροῦν 
μεγάλες  στρατιωτικὲς  δυνάμεις  στὴν  Ἐγγὺς  Ἀνατολή,6  εἴχανε 
μεγάλο συμφέρον ὁ Τουρκικὸς Στρατὸς νὰ εἶναι ἀπασχολημένος 
μὲ τοὺς Ἕλληνες στὴ δυτικὴ Μικρὰ Ἀσία καὶ ὄχι στὰ σύνορα τῆς 
νέας  Τουρκίας  μὲ  τὸ  Ἰράκ.7  Οἱ  πετρελαιοπηγὲς  τῆς  Μοσούλης, 
πράματι, ἤτανε ζωτικῆς σημασίας γιὰ τὴν Ἀγγλία.8  
 Νά  γιατί  μέσα  στὴ  Μεγάλη  Τουρκικὴ  Ἐθνοσυνέλευση  ὁ 
Κεμὰλ  δέχτηκε  ἐπικρίσεις,  ἐπειδὴ  «πολεμοῦσε  τοὺς  Ἕλληνες», 

1 Ὑπουργεῖον ἐπὶ τῶν Ἐξωτερικῶν, Συνθήκη εἰρήνης μεταξὺ τῶν συμμάχων καὶ 
συνησπισμένων  Δυνάμεων  καὶ  τῆς  Τουρκίας  ὑπογραφεῖσα  ἐν  Σέβραις  τῇ  28 
Ἰουλίου/10 Αὐγούστου 1920 (Ἀθήνα: Ἐθνικὸ Τυπογραφεῖο, 1920), ἄρθρ. 27, Β΄, 3, 
σ. 14. 
2  Ὑπουργεῖον  ἐπὶ  τῶν  Ἐξωτερικῶν,  Πράξεις  ὑπογραφεῖσαι  ἐν  Λωζάννῃ  τῇ  30 

Ἰανουαρίου καὶ τῇ 24 Ἰουλίου 1923 ( Ἀθήνα: Ἐθνικὸ Τυπογραφεῖο, 1923), ἄρθρ. 3, 
σ. 28. 
3 Τὸ Ἰρὰκ ἔγινε βασίλειο ὑπὸ βρεταννικὴ ἐντολὴ μετὰ τὸ τέλος τοῦ Α΄ Παγκό‐

σμιου  πόλεμου.  Ἔγινε  Κράτος  ἀνεξάρτητο  τὸ  1932  ‐  ἀλλὰ  ἡ  ἐκεῖ  βρεταννικὴ 
ἐπιρροὴ παρέμεινε ἰσχυρή. 
4  Παρουσίαση  τῶν  γεγονότων:  Δημήτρη  Μιχαλόπουλου,  «Nutuk.  Ἡ  Μικρα‐

σιατικὴ  Περιπέτεια  ὅπως  τὴν  ἔζησε  ὁ  Κεμὰλ  Ἀτατούρκ»,  Ἀνακοινώσεις  ἡμε‐


ρίδος (17 Μαρτίου 2008) γιὰ τὴν ἐπέτειο τοῦ θανάτου τοῦ Ἐλευθερίου Βενιζέλου 
(Ἀθήνα: Ἵδρυμα Ἱστορίας τοῦ Ἐλευθερίου Βενιζέλου, 2008), σ. 111 (σημ. 62). 
5 Αὐτόθι. 

6 PA, LG/F/206/4/24. 

7 Αὐτόθι. 

8 ΑΥΕ, 1925, Α/5/Ι, Σημείωμα τοῦ ὑπολοχαγοῦ (Μηχανικοῦ) Ἐ. Στασινόπουλου, 

μὲ τίτλο «Ἐπὶ τοῦ ζητήματος τῆς Μοσούλης» (26 Αὐγούστου 1925). 

223
ἐνῶ θὰ ἔπρεπε νὰ χτυπήσει, στὸ Ἰράκ, τοὺς Βρεταννούς.1 Ὁ ἴδιος ὁ 
ἐπίδοξος «Πατέρας τῶν Τούρκων» ἄλλωστε ἐμμέσως πλὴν σαφῶς 
ἀναγνώρισε  τὴ  σημασία  τοῦ  ζητήματος  τῆς  Μοσούλης  τὸν 
Ὀκτώβριο τοῦ 1927, κατὰ τὸν περίφημο, πολυήμερο λόγο του πρὸς 
τοὺς  βουλευτὲς  καὶ  τὰ  στελέχη  τοῦ  Λαϊκοῦ  Ρεπουμπλικανικοῦ 
κόμματος. Διευκρίνισε, μὲ ἄλλα λόγια, ὅτι οἱ Βρεταννοὶ κράτησαν 
ὑπὸ  τὸν  ἔλεγχό  τους  τὴν  Κωνσταντινούπολη  ἕως  ὅτου 
οὐσιαστικῶς  καὶ  κατὰ  τρόπο  εὐνοϊκὸ  γιὰ  αὐτοὺς  νὰ  κλείσει  τὸ 
ζήτημα  τῶν  πετρελαιοφόρων  κοιτασμάτων  στὸ  βόρειο  Ἰράκ.2 
Πράγματι, νὰ δοθεῖ ποτὲ ἡ Κωνσταντινούπολη στὴν Ἑλλάδα δὲν 
ὑπῆρχε  περίπτωση  καμία–  καὶ  αὐτὸ  ὁ  Βενιζέλος  τὸ  ἤξερε  πολὺ 
καλά.3    
  Ἔτσι  ἐξηγεῖται  ἄλλωστε  ἡ  βοήθεια  ποὺ  περιέργως  καὶ 
διακριτικῶς  ἀλλὰ  συνεχῶς  ἔδιναν  οἱ  Βρεταννοὶ  στὸν  Κεμάλ,  ἐνῶ 
αὐτὸς  –τυπικῶς–  παρέμενε  ἐχθρός  τους.  Ὁ  Κεμάλ,  ποὺ  εἶχε  με‐
γάλες μὰ ἀνικανοποίητες πολιτικὲς φιλοδοξίες ἤδη πρὶν ἀπὸ τὸν 
Α΄  Παγκόσμιο  πόλεμο,4  ἦλθε,  μετὰ  τὴν  ἧττα  τῆς  Ὀθωμανικῆς 
Αὐτοκρατορίας,  σὲ  ἐπαφὴ  μὲ  τοὺς  Βρεταννούς,  στοὺς  ὁποίους 
«προσέφερε  τὶς  ὑπηρεσίες  του».5  Ἦταν  γνωστὸ  πὼς  συγκα‐
τελεγόταν  σὲ  ὅσους  εἶχαν  ἐμμέσως  πιέσει  τὴν  Ὑψηλὴ  Πύλη  νὰ 
συνάψει  ἀνακωχὴ  μὲ  τοὺς  Βρεταννούς  καὶ  χωρὶς  δισταγμὸ 
ἀναγνώριζε πὼς ἡ Τουρκία εἶχε πολεμήσει, κατὰ τὰ ἔτη 1914‐1918, 
στὴ  «λάθος  πλευρά».6  Οἱ  Βρεταννοὶ  θεωρητικῶς  «δὲν 
ἐνδιαφέρθηκαν»,7  ἀλλὰ  ἡ  ἐξέλιξη  τῶν  γεγονότων  δείχνει  πὼς 
στὴν  οὐσία  ἐνδιαφέρθηκαν  καὶ  μάλιστα  πολύ.  Βέβαια  τὴν  ἄνοδο 

1 Discours du Ghazi Mustafa Kemal, Président de la République Turque. Ἐπιμέλεια τοῦ 
Azmi  Süslü,  καθηγητῆ  στὸ  πανεπιστήμιο  τῆς  Ἄγκυρας  (Ἄγκυρα:  Conseil 
suprême de culture, de langue et d’histoire Atatürk. Centre de recherches Atatürk, 
2003), σ. 551. 
2 Αὐτόθι, σ. 646· ἐπίσης PA, LG/F/206/5. 

3 PA, LG/206/4/11 

4  Patrick  Kinross,  Atatürk.  The  Rebirth  of  a  Nation  (Λονδῖνο:  Phoenix,  1964),  σ.  27 

κ.ἑξ. passim καὶ ἰδίως σ. 129. 
5 Αὐτόθι, σ. 142. 

6 Αὐτόθι, σσ. 126, 142. 

7 Αὐτόθι, σ. 142. 

224
τοῦ  Κεμὰλ  στὴν  ἐξουσία  ἡ  Νέα  Τουρκία  τελικῶς  τὴν  πλήρωσε 
βαρύτατα, ἐφ’ ὅσον κατὰ τὴ δεκαετία τοῦ 1920 ἡ ἐκεῖ θνησιμότητα 
ἀνέβηκε  σὲ  ἐπίπεδα  «τρομακτικά»·1  καὶ  αὐτὸ  ἀποδεικνύει  τὸ 
μέγεθος  τοῦ  πλήγματος  ποὺ  –μαζὶ  μὲ  τὰ  ἄλλα,  βέβαια–  προξέ‐
νησε στὴν Τουρκία ἡ ἀπώλεια τῶν πετρελαίων τῆς Μοσούλης. 
 
η΄  
 
Εἶναι  λάθος  ὅμως  νὰ  πιστέψει  κανεὶς  πὼς  ἡ  ἀπόφαση  ἡ  σχετικὴ 
μὲ  τὴν  ἑλληνικὴ  ἀπόβαση  στὴ  Σμύρνη  πάρθηκε  τὸν  Μάιο  τοῦ 
1919.  Στὴν  οὐσία,  τότε  ἁπλῶς  ὁριστικοποιήθηκε,  προκειμένου  νὰ 
παρακωλυθεῖ  ἡ  ἰταλικὴ  ἐξάπλωση  στὰ  μικρασιατικὰ  παράλια.2 
Ἤδη ἀπὸ τὸν Μάρτιο τοῦ 1915, πράγματι, ὁ Arthur James Balfour, 
δηλαδὴ  ὁ  ἴδιος  ὁ  ὁποῖος,  δύο  χρόνια  ἀργότερα,  θὰ  ἔκανε  τὴ 
Δήλωση  γιὰ  τὴν  ἵδρυση  «ἰουδαϊκῆς  ἐθνικῆς  ἑστίας»  στὴν 
Παλαιστίνη,  ἐξέφρασε  τὴν  ἐπιθυμία  «νὰ  δεῖ  τοὺς  Ἕλληνες  νὰ 
καταλαμβάνουν  τὴ  Σμύρνη  καὶ  τὰ  περίχωρα».3  Αὐτὴ  ἡ  ἐπιθυμία 
Βρεταννῶν ἰθυνόντων νὰ «ἔχουνε ἑλληνικὸ στράτευμα στὴ Σμύρ‐
νη»  ἐπέφερε  τὴ  –συνειδητὴ  ἀπὸ  βρεταννικῆς  πλευρᾶς–  προσπά‐
θεια  δημιουργίας  πνεύματος  ἐξέγερσης  στὸν  ἐκεῖ  ἑλληνοορθό‐
δοξο  πληθυσμό·4  καὶ  αὐτό,  μὲ  τὴ  σειρά  του,  προκάλεσε  τόσο  τὴν 
ἀντίδραση  τῶν  ὀθωμανικῶν  ἀρχῶν  ὅσο  καὶ  τὴ  δυσπιστία  πρὸς 
τοὺς  Μικρασιάτες  τῶν  συσπειρωμένων  γύρω  ἀπὸ  τὸν  βασιλιὰ 
Κωνσταντῖνο πληθυσμῶν τῆς Παλιᾶς Ἑλλάδας. Οἱ ὀπαδοὶ αὐτοῦ 
τοῦ  τελευταίου,  πράγματι,  ποὺ  ἤδη  ἀντιμετώπιζαν  καχύποπτα 

1  ΑΥΕ,  1928,  65.2,  Τὸ  γενικὸ  προξενεῖο  στὴν  Κωνσταντινούπολη  πρὸς  τὸ 
ὑπουργεῖο Ἐξωτερικῶν, ἀρ. 597, Κωνσταντινούπολη, 15 Μαΐου 1928. 
2 PA, LG/F/206/4/2. 

3  Ἐπιστολὴ  τοῦ  Arthur  James  Balfour  πρὸς  τὸν  Lloyd  George,  ἀπὸ  5  Μαρτίου 

1915.  (Δημοσιεύτηκε  στὸ  βιβλίο  τοῦ  Lloyd  George,  Mémoires  de  guerre,  σσ.175‐
177.) 
4 ΑΥΕ,1915, Α/5, Ν. Γ. Θεοτόκης πρὸς τὸ ὑπουργεῖο Ἐξωτερικῶν (χ.ἀ. [ἀπολύτως 

ἐμπιστευτικό, στὰ γαλλικά]), Βερολῖνο, 22 Δεκεμβρίου 1915. 

225
τοὺς  Κρητικούς,1  θεώρησαν  πὼς  οἱ  Μικρασιάτες,  βενιζελικοὶ  οὕ‐
τως ἢ ἄλλως, πήγαιναν σκόπιμα νὰ «μπλέξουνε» τὴν Ἑλλάδα σὲ 
πόλεμο μὲ τὴν Ὀθωμανικὴ Αὐτοκρατορία· καὶ τὴν ὑποψία αὐτὴν 
ὑπῆρξαν  ἄτομα  ποὺ  τὴν  πλήρωσαν  μὲ  τὴ  ζωή  τους  κατὰ  τὰ 
Νοεμβριανὰ  τοῦ  19162  –  ἂν  καὶ  καὶ  ἡ  ἔκταση  τῶν  θανατώσεων, 
ποὺ  στὴ  συνέχεια  δημοσιοποιήθηκαν,  ἐμφανίζεται  ὑπερβολική.3 
Στὶς  ἀρχές,  πάντως,  τοῦ  1917,  ἡ  ἑλληνικὴ  κυβέρνηση  εἶχε  τὴν 
πληροφορία  πὼς  ὁ  βαλὴς  τῆς  Σμύρνης  εἶχε  «διαφθαρεῖ»  ἀπὸ  τὴ 
Συνεννόηση καὶ ἦταν πρόθυμος νὰ παραδώσει τὴν πόλη σὲ στρα‐
τεύματα  ἀγγλογαλλικὰ  μετὰ  ἀπὸ  τὸ  ξέσπασμα  προσχεδιασμέ‐
νων ταραχῶν.4 
  Οἱ ταραχὲς αὐτὲς τελικῶς ξεσπάσανε στὶς 2/19 Μαΐου 1919, 
τὴν  ἡμέρα  ἀκριβῶς  κατὰ  τὴν  ὁποία  ὁ  Ἑλληνικὸς  Στρατὸς  ἀπο‐
βιβαζότανε  στὴν  «πρωτεύουσα  τῆς  Ἰωνίας».  Ἡ  ἄποψη  ὅτι  ὑπεύ‐
θυνη  γιὰ  αὐτὲς  ὑπῆρξε  ἡ  ἑλληνικὴ  πλευρὰ  ἔχει  πρὸ  πολλοῦ 

1 Ἐπειδή, ὅπως ἤδη ἔχει ἐπισημανθεῖ σὲ προηγούμενο κεφάλαιο, μεγάλο μέρος 
τοῦ  ἑλληνοορθόδοξου  πληθυσμοῦ  τῆς  Κρήτης  εἶχε,  λόγω  τῶν  περίφημων 
«πρόσκαιρων  γάμων»,  δεσμοὺς  αἵματος  μὲ  τοὺς  ἐκεῖ  αὐτόχθονες  Μουσουλ‐
μάνους.  Εἶναι  γνωστό,  ἄλλωστε,  πὼς  οἱ  Ἑλληνοορθόδοξοι  τῆς  Κρήτης  εἶχαν 
καλέσει  τοὺς  Ὀθωμανοὺς  ἐναντίον  τῶν  Βενετῶν  περὶ  τὰ  μέσα  τοῦ  ΙΖ΄αἰώνα. 
Χωρὶς τὴ βοήθειά τους πρὸς τὰ στρατεύματα τῆς Ὑψηλῆς Πύλης, πράγματι, οἱ 
Βενετοὶ δὲν θὰ βρίσκονταν στὴν ἀνάγκη νὰ παραδώσουν τὸν Χάνδακα καὶ νὰ 
ἀποχωρήσουν ἀπὸ τὴ μεγαλόνησο. (Βλ. Bérard, V., Κρητικὲς ὑποθέσεις. Ὁδοιπο‐
ρικὸ 1897. Μέρες ναυάρχων καὶ ἐπανάστασης. Χανιὰ‐Ρέθυμνο‐Ἡράκλειο‐Σητεία‐
Σφακιά. Μετάφραση‐εἰσαγωγὴ‐σχόλια: Γ. Μοραγλῆς  [Ἀθήνα: Τροχαλία, 1994], 
σσ. 79, 84.) 
2 Γ. Βεντήρη, Ἡ  Ἑλλὰς τοῦ 1910‐1920, τόμ. Β΄ (Ἀθήνα: Πυρσός, 1931), σ. 272. 

3  ΑΥΕ,  1920,  1.2,  ἔγγραφο  τοῦ  βασιλικοῦ  ἐπιτρόπου  τοῦ  Α΄  Διαρκοῦς  Στρατο‐

δικείου πρὸς τὸ ὑπουργεῖο τῶν Στρατιωτικῶν, ἀρ. 11746, Ἀθήνα, 17 Αὐγούστου 
1920. 
4  Εὐγένιος  Ζαλοκώστας,  ὑπουργὸς  Ἐξωτερικῶν,  πρὸς  τὸν  πρεσβευτὴ  τῆς  Ἑλ‐

λάδας  στὴ  Βέρνη,  Ἀθήνα,  20  Ἰανουαρίου  1917.  (Δημοσιευμένο  στὸ  ἄρθρο  τοῦ 
Δημήτρη  Μιχαλόπουλου,  «Ἡ  κατὰ  τὸν  Α΄  Παγκόσμιο  πόλεμο  ἀλληλογραφία 
τοῦ  ἑλληνικοῦ  βασιλικοῦ  ζεύγους  μὲ  τὸν  αὐτοκράτορα  τῆς  Γερμανίας»,  Ἀνα‐
κοινώσεις  ἡμερίδος  [16  Μαρτίου  2006]  γιὰ  τὴν  ἐπέτειο  τοῦ  θανάτου  τοῦ  Ἐλευ‐
θερίου  Βενιζέλου  (Ἀθήνα:  Ἵδρυμα  Ἱστορίας  τοῦ  Ἐλευθερίου  Βενιζέλου,  2007), 
ἐγγρ. 50, σσ. 127, 129.)  

226
ἀποδειχτεῖ  ὀρθὴ1  καὶ  δὲν  ἐπιδέχεται  πιὰ  ἀντιρρήσεις.  Μετὰ  τὸ 
τέλος τοῦ Α΄ Παγκόσμιου πόλεμου πάντως, ἡ βρεταννικὴ ἡγεσία 
ἤτανε πρόθυμη στὸ νὰ ἐπιτραπεῖ ἡ ἀπὸ τὴν Ἑλλάδα προσάρτηση 
τῆς Σμύρνης, ἐφ’ὅσον τὸ τουρκικὸ Κράτος περιοριζότανε στὸ ἐσω‐
τερικὸ τῆς Ἀνατολίας καὶ οἱ Ἰταλοί, ποὺ προηγουμένως θὰ ἔδιναν 
τὰ  Δωδεκάνησα  στὴν  Ἑλλάδα, ἐπέβαλλαν τὸν ἔλεγχό τους κατὰ 
μῆκος  τῆς  νότιας  παραλίας  τῆς  μικρασιατικῆς  χερσονήσου.2 
Σύντομα ὅμως οἱ διαθέσεις αὐτὲς ἀλλάξανε καὶ τὰ ἐπεισόδια στὴ 
Σμύρνη  ὑπῆρξαν  ἡ  χαριστική  τους  βολή.  Καὶ  στὸ  σημεῖο  αὐτὸ 
ὀφείλει κανεὶς νὰ ὑπογραμμίσει τὴν εὐθύνη ποὺ –ἀκουσίως– εἶχε 
ὁ  Βενιζέλος  ὅσον  ἀφορᾶ  τὰ  αἱματηρὰ  γεγονότα  τοῦ  Μαΐου  στὴ 
μικρασιατικὴ μεγαλούπολη. Πράγματι, ἐνῶ σαφῶς ἡ ἐντολὴ ποὺ 
εἶχε  πάρει  ἀπὸ  τοὺς  Συμμάχους  ἦταν  νὰ  ὑπαγάγει  τὴ  Σμύρνη 
ἁπλῶς  σὲ  «ἑλληνικὴ  διοίκηση»3  καὶ  στὸ  πνεῦμα  αὐτὸ  ὁ  ἴδιος 
συνέταξε  τὴν  ἡμερήσια  διαταγή  του  πρὸς  τὰ  ἑλληνικὰ  στρα‐
τεύματα  ποὺ  στέλνονταν  ἐκεῖ,4  στὸ  διάγγελμα  ποὺ  ἔκανε  πρὸς 
τοὺς ἐκεῖ ὁμογενεῖς ἔλεγε ἀκριβῶς τὰ ἀντίθετα: Τὸ πλήρωμα τοῦ 
χρόνου ἦλθεν. Ἡ Ἑλλὰς ἐκλήθη ὑπὸ τοῦ Συνεδρίου τῆς Εἰρήνης νὰ 
καταλάβῃ  τὴν  Σμύρνην,  ἴνα  ἀσφαλίσῃ  τὴν  τάξιν.  Οἱ  ὁμογενεῖς 
ἐννοοῦσιν  ὅτι  ἡ  ἀπόφασις  αὕτη  ἐλήφθη,  διότι  ἐν  τῇ  συνειδήσει  τῶν 
διευθυνόντων τὸ Συνέδριον εἶναι ἀποφασισμένη ἡ ἕνωσις τῆς Σμύρ‐
νης  μετὰ  τῆς  Ἑλλάδος.  Διατελέσας  μέχρι  τῶν  Βαλκανικῶν 
πολέμων  ὑπόδουλος  ὑπὸ  τὸν  αὐτὸν  ζυγόν,  ἐννοῶ  καλῶς  ποῖα 
αἰσθήματα  χαρᾶς  θὰ  πλημμυρίσωσι  σήμερον  τὰς  ψυχὰς  τῶν 
Ἑλλήνων  τῆς  Μικρᾶς  Ἀσίας.  Τὴν  ἐκδήλωσιν  τῶν  αἰσθημάτων 
τούτων δὲν ἐννοῶ νὰ παρεμποδίσω.5  

1 Ἐλευθέριου Βενιζέλου καὶ Ἰωάννη Μεταξᾶ, Ἡ Ἱστορία τοῦ Ἐθνικοῦ Διχασμοῦ, 
1915‐1935 (Ἀθήνα: «Ἐθνικὸς Κῆρυξ», 1953), σ. 210 (ἄρ8ρο Ἰ. Μεταξᾶ, τῆς 19ης Ἰα‐
νουαρίου 1935)· PA, LG/F/206/4/5. 
2 PA, LG/F/206/2/6. 

3 PA, LG/F/206/3/18. 

4  Τὰ  κείμενα  τοῦ  Ἐλευθερίου  Βενιζέλου.  Ἐπιμέλεια  καὶ  ἱστορικὰ  ὑπομνήματα 

Στεφ. Στεφάνου, τόμ. Β΄ (Αθήνα: Λέσχη Φιλελευθέρων‐Μνήμη Ἐλευθερίου Βε‐
νιζέλου, 1982), σ. 582. 
5 Σπ. Β. Μαρκεζίνη, Πολιτικὴ Ἱστορία τῆς Νεωτέρας Ἑλλάδος, 1828‐1964, τόμ. Δ΄ 

(Ἀθήνα: Πάπυρος, 1968), σ. 287. 

227
  Τὰ  σχετικὰ  μὲ  τὸν  τουρκικὸ  «ζυγὸ»  ποὺ  εἶχε  ὁ  Βενιζέλος 
βιώσει  μέχρι  τοὺς  Βαλκανικοὺς  πολέμους  ἀποτελοῦσαν 
ὑπερβολὲς  εὐδιάκριτες  –  καὶ  προορισμένες  ἀποκλειστικῶς  γιὰ 
κατανάλωση τῶν «ὁμογενῶν». Τὸ θέμα, ὅμως, δὲν εἶναι αὐτό. Τὸ 
θέμα,  πράγματι,  ἔγκειται  στὴ  δήλωσή  του  ὅτι  «δὲν  ἐννοοῦσε  νὰ 
παρεμποδίσει  τὴν  ἐκδήλωση  τῶν  αἰσθημάτων  τῶν  Ἑλλήνων  τῆς 
Μικρασίας».  Καὶ  πράγματι,  δὲν  τὴν  «παρεμπόδισε»  –  ἐφ’ὅσον  ἡ 
δήλωσή του αὐτὴ ἑρμηνεύθηκε τόσο ἀπὸ τοὺς ὁμογενεῖς ὅσο καὶ 
ἀπὸ  τοὺς  ἀπὸ  τὴν  Παλιὰ  Ἑλλάδα  στρατιῶτες  ὡς  ἄδεια  πὼς 
μπορούσανε νὰ κάνουν ὅ,τι θέλουν σὲ βάρος τῶν Μουσουλμάνων 
τῆς Σμύρνης – μὲ ἀποτέλεσμα φοβερὲς βιαιοπραγίες, οἱ ὁποῖες, μὲ 
τὴ σειρά τους, ἐξελίχθηκαν σὲ σπινθήρα ποὺ ἄναψε τὴν πολεμικὴ 
πυρκαϊὰ  τῶν  ἐτῶν  1919‐1922.1  Ἀκόμα  καί...  Πέρσες  σκοτώθηκαν 
τότε στὴ Σμύρνη ἀπὸ Ἕλληνες, οἰ ὁποῖοι βρῆκαν ἔτσι εὐκαιρία νὰ 
λεηλατήσουν τὶς κατοικίες τῶν πρώτων.2  
  Ἐν  κατακλεῖδι,  ἐνῶ  τὸ  ἀντιτουρκικὸ  μένος  τῶν  Ρότσιλντ 
εἶχε πιὰ σταματήσει λόγω τῆς ὑπαγωγῆς ὑπὸ βρεταννικὸ ἔλεγχο 
τῆς  Παλαιστίνης·  ἐνῶ  ὁ  ὁλοένα  καὶ  περισσότερο  συσπειρωμένος 
γύρω ἀπὸ τὸ πρόσωπο τοῦ Μουσταφᾶ Κεμὰλ Τουρκικὸς Στρατὸς 
ἀποδείκνυε ὅτι –ἀντίθετα πρὸς τὶς ἐπιδιώξεις τῶν ἰθυνόντων τοῦ 
Λονδίνου–3  παρέμενε  ἰσχυρὸς  καί,  κατὰ  συνέπεια,  ἐπίφοβος  γιὰ 
τοὺς Βρεταννούς, ὁ Βενιζέλος νόμισε πὼς θὰ μποροῦσε νὰ ἐπανα‐
λάβει  αὐτὸ  ποὺ  εἶχε  κάνει  κατὰ  τοὺς  Βαλκανικοὺς  πολέμους, 
ὁπότε,  συμπλέοντας  μὲ  τὶς  Μεγάλες  Δυτικὲς  Δυνάμεις  καὶ  τοὺς 
Ἰουδαίους, μπόρεσε νὰ προσαρτήσει τὴ Θεσσαλονίκη στὴν Ἑλλά‐
δα.  Πίστευε,  πράγματι,  τώρα  ὅτι,  ἐάν,  ὑπείκοντας  σὲ  βρεταννικὰ 
κελεύσματα,  ἐπιτύγχανε  τὴν  προσάρτηση  στὴν  Ἑλλάδα  τῆς 
Σμύρνης,  ὁριστικῶς  θὰ  καθιερωνόταν  στὴ  συνείδηση  τοῦ  Ἑλλη‐

1  Ἐλ.  Βενιζέλου  καὶ  Ἰ.  Μεταξᾶ,  Ἡ  Ἱστορία  τοῦ  Ἐθνικοῦ  Διχασμοῦ,  1915‐1935,  σ. 
210 (ἄρθρο Ἰ. Μεταξᾶ, τῆς 19ης Ἰανουαρίου 1935)· Halidé Edib,The Turkish Ordeal 
(Λονδῖνο: John Murray, 1928), σσ. 22‐23 κ.ἑξ. passim. 
2  ΑΥΕ,  1919,  Α/5/VI,  Bachman  Khan,  πρεσβευτὴς  τῆς  Περσίας  στὰ  Βαλκάνια, 

πρὸς τὸ [ἑλληνικὸ] ὑπουργεῖο Ἐξωτερικῶν, Ἀθήνα, 30 Ὀκτωβρίου/12 Νοεμβρί‐
ου 1920. 
3 PA,LG/F/206/3/22. 

228
νικοῦ  Λαοῦ  ὡς  «ἐκεῖνος  ποὺ  πραγμάτωσε  τὴ  Μεγάλη  Ἰδέα»  (ἤ, 
ἔστω,  τμῆμα  της).  Θὰ  ἐξιλεωνόταν  ἔτσι  καὶ  γιὰ  τὶς  δραματικὲς 
ἐπιπτώσεις  τῆς  ἀπὸ  αὐτὸν  τὸν  ἴδιο  ἐπιβολῆς  ὁλοκληρωτικοῦ 
καθεστῶτος  στὴν  Ἑλλάδα  κατὰ  τὰ  ἔτη  1917‐1920.1  Μέσα  στὸν 
ἐνθουσιασμό  του  ὅμως  καὶ  στὴν  προσπάθειά  του  νὰ  ἐξιλεωθεῖ 
δὲν  θέλησε  νὰ  λάβει  ὑπόψη  του  σημαντικὲς  παραμέτρους...  μὲ 
ἀποτέλεσμα  τὰ  πασίγνωστα  δραματικὰ  ἐπακόλουθα.  Οἱ 
Βρεταννοὶ πάλι, ἀφοῦ ὁ Τουρκικὸς Στρατὸς παρέμενε δυνατὸς καὶ 
ὑπὸ ἱκανὴ ἡγεσία, δὲν εἶχαν συμφέρον νὰ διατηροῦνε, ἐφ’ὅσον τὸ 
ζήτημα τῆς Μοσούλης ἤδη ἐξελισσόταν πρὸς ἐπίλυση εὐνοϊκὴ γιὰ 
αὐτούς, ἄσχημες σχέσεις μὲ τὴν Τουρκία. Συνεπῶς ἡ Ἑλλάδα καὶ 
οἱ  Ἔνοπλες  Δυνάμεις  της  χρησίμευσαν  μόνο  ὡς  φόβητρο  τῶν 
Τούρκων – καὶ μάλιστα προσωρινό. 
Τί  βγαίνει  ἀπὸ  ὄλα  αὐτά;  Ἡ  διαπίστωση  ὅτι  βασικὴ  αἰτία 
τοῦ Ἐθνικοῦ Διχασμοῦ τῶν Ἑλλήνων ὑπῆρξε ἡ προσκόλληση τοῦ 
Βενιζέλου σὲ  «ἐξωτερικοὺς παράγοντες» οἱ ὁποῖοι ἐπιδίωκαν τὴν 
κατάλυση  τοῦ  τουρκικοῦ  Κράτους.  Καὶ  βέβαια,  τὸ  ἐνδεχόμενο 
αὐτὸ ἦταν δυνατὸ νὰ πραγματοποιηθεῖ, ἐὰν οἱ Η.Π.Α. ἤ, μᾶλλον, 
προσωπικῶς  ὁ  Πρόεδρος  Wilson  δὲν  εὐθυγραμμιζόταν  μὲ  τοὺς 
Ἰουδαίους  οἰκονομικοὺς  ἰθύνοντες  τῆς  Ἀμερικῆς,  ποὺ  τελικῶς 
ἐπιδίωξαν  ἀκριβῶς  τὸ  ἀντίθετο·  τὴ  διατήρηση  ἑνὸς  τουρκικοῦ 
Κράτους.  Παράλληλα  μὲ  αὐτὴν  τὴ  βασικὴ  συνισταμένη  ἀναπτύ‐
χθηκαν  καὶ  ἄλλες,  συγκεκριμένα  ἡ  προσπάθεια  τῆς  γαλλικῆς 
πλευρᾶς  νὰ  προωθήσει  τὴν  ἵδρυση  «προτεκτοράτου»  στὴ  Μακε‐
δονία  καὶ  τῆς  βρεταννικῆς  ἀποφασιστικῶς  νὰ  πλήξει  τὴν 
ἀντίληψη  τῆς  βασιλείας  ποὺ  εἶχε  διαμορφώσει  ὁ  Κωνσταντῖνος. 
Καὶ φυσικά, στοχευόταν ἡ –μερικὴ ἔστω– ἄρση τῶν ἀποτελεσμά‐
των  τῆς  θετικῆς  γιὰ  τὴν  Ἑλλάδα  ἔκβασης  τῶν  δύο  Βαλκανικῶν 
πολέμων. 
  Συνεπῶς,  ὁ  Ἐθνικὸς  Διχασμὸς  τῶν  ἐτῶν  1915‐1917  δὲν  ὑ‐
πῆρξε  «δηλητηριώδης  καρπὸς»  μειονεκτημάτων  τοῦ  ἑλληνικοῦ 

1  Ἐλ. Βενιζέλου καὶ Ἰ. Μεταξᾶ, Ἡ  Ἱστορία τοῦ Ἐθνικοῦ Διχασμοῦ..., σ. 14 (ἄρθρο 
Ἰ. Μεταξᾶ, τῆς 19ης Ὀκτωβρίου 1934)· πρβλ. Γεωργίου Τσόντου‐Βάρδα, Ἡ βενιζε‐
λικὴ τυραννία..., σσ. 228 (ἐγγραφὴ 7ης Μαΐου 1918).  
 

229
ἐθνικοῦ χαρακτήρα, «ποὺ πηγάζουνε κατ’εὐθεῖαν ἀπὸ τὴν ἀρχαι‐
ότητα»  κ.λπ.,  κ.λπ.  Ἀντίθετα,  ὑπῆρξε  ἀποτέλεσμα  δράσης  ξένων 
παραγόντων  οἱ  ὁποῖοι  χρησιμοποίησαν  τὰ  μειονεκτήματα  τῶν 
Ἀρχαίων  ὡς  εὐχερὲς  «κάλυμμα».  Οἱ  Νεοέλληνες,  πράγματι, 
χρησιμοποιήθηκαν  ἀπὸ  ἐκείνους  ποὺ  τοὺς  γνώριζαν  πολὺ  καλὰ 
καὶ ἤτανε σὲ θέση νὰ τοὺς χειραγωγοῦν ἀναλόγως. 
 
* * * 
Ἐν τῇ Ἀνατολικῇ ὑποθέσει ἡ Ρωσσία ὑπῆρξεν ἀναμφιβόλως ὁ κακὸς 
δαίμων  τῆς  Ἀγγλίας,  ἐν  γένει  δ’εἶναι  τοσοῦτον  ἀντίθετα  τὰ 
συμφέροντα Ἀγγλίας καὶ Ρωσσίας ἐν τῇ Ἀνατολικῇ ὑποθέσει, ὥστε 
νὰ καθίσταται ἀδύνατος ἡ ἐφαρμογὴ πολιτικῆς ἑνιαίας βασιζομένης 
ἐπὶ  αἰσθημάτων  ἀμοιβαίας  ἐμπιστοσύνης.1  Αὐτὰ  ἔγραφε  τὸν  Νο‐
έμβριο  τοῦ  1915  ὁ  ναυτικὸς  ἀκόλουθος  τῆς  ἑλληνικῆς  πρεσβείας 
στὸ  Λονδῖνο  σὲ  ἔγγραφό  του  πρὸς  τὸ  ὑπουργεῖο  Ἐξωτερικῶν.  Ἡ 
θέση  εἶναι  σφαλερὴ  ἀλλὰ  ἡ  διατύπωση  ὀρθότατη.  Πράγματι, 
σταθερὸς  ἀπὸ  αἰῶνες  στόχος  τῆς  Βρεταννίας  καὶ  γενικῶς  τῆς 
«Ἀτλαντικῆς  κοινότητας»  εἶναι  ἡ  ἀνακοπὴ  τῆς  «καθόδου»  τῆς 
Ρωσίας στὶς ἀκτὲς τοῦ Αἰγαίου καί, εὐρύτερα, τῆς Μεσογείου. Καὶ 
τοῦτο,  ἐπειδὴ  θεωρεῖται  πώς,  ἐὰν  ἡ  χώρα  ἡ  ὁποία  κατέχει  τὴν 
καρδιὰ  τῆς  Εὐρασίας  ἀποκτήσει  πρόσβαση  σὲ  «θερμὲς  θάλασ‐
σες»,  τότε  «αὐτομάτως»  θέτει  «ὑποψηφιότητα»  γιὰ  παγκόσμια 
κυριαρχία. 
  Ὅπως  ἤδη  ἐπισημάνθηκε,2  ἡ  προσπάθεια  αὐτὴ  πλήρως 
ἀποκρυσταλλώθηκε  σὲ  ἐπίπεδο  δόγματος  κατὰ  τὶς  ἀρχὲς  τοῦ  Κ΄ 
αἰώνα  ἀπὸ  τὸν  Βρεταννὸ  γεωγράφο  Halford  John  MacKinder·3  ὁ 
ἀγώνας  ὅμως  τῆς  Βρεταννίας  νὰ  ἀποτρέψει  τὴν  ἐπέκταση  τῶν 
Ρώσων  –καὶ  γενικῶς  ὅλων  τῶν  σλαβικῶν  λαῶν–  πρὸς  τὶς  ἀκτὲς 
τῆς  Χερσονήσου  τοῦ  Αἵμου  χρονολογεῖται,  στὴν  οὐσία,  ἀπὸ  τὴν 

1  ΑΥΕ, 1915, Α/5, ἀντιπλοίαρχος Ἀ. Κριεζῆς, ναυτικὸς ἀκόλουθος τῆς Ἑλλάδας 
στὸ Λονδῖνο, πρὸς τὸ ὑπουργεῖο Ἐξωτερικῶν, ἀρ. 145, Λονδῖνο, 3/16 Νοεμβρίου 
1915. 
2 Στὸ Γ΄ Κεφάλαιο. 

3  Ὀρέστη  Κ.  Βιδάλη,  Τὸ  σύγχρονο  γεωπολιτικὸ  περιβάλλον  καὶ  ἡ  ἐθνική  μας 

πολιτικὴ (Ἀθήνα: Ἑλληνικὴ Εὐρωεκδοτική, 1988), σ. 24. 

230
ἐποχὴ  κατὰ  τὴν  ὁποία  ἡ  Ρωσία,  ἀπὸ  Κράτος  περιφρονημένο  καὶ 
σχεδὸν λησμονημένο στὶς ἄκρες τοῦ «πολιτισμένου κόσμου», ἔγι‐
νε  Δύναμη  εὐρωπαϊκὴ  ἰδιαιτέρως  ὑπολογίσιμη.1  Μιὰ  ματιὰ  στὸν 
χάρτη  ἀρκεῖ  γιὰ  νὰ  γίνει  ἀπὸ  ὁποιοδήποτε  ἀντιληπτὸ  ὅτι  ἡ 
Ἑλλάδα  ἀποτελεῖ  τὸ  ἀπὸ  αὐτὴν  τὴν  ἄποψη  στρατηγικότερο  ση‐
μεῖο τῆς Εὐρώπης. Συνεπῶς, ἤδη ἀπὸ τὸν ΙΗ΄ αἰώνα σαφὴς ἦταν ἡ 
προσπάθεια  ἀφ’ἑνὸς  τῶν  Ρώσων  νὰ  ξεσηκώσουν  τοὺς  Ἕλληνες 
κατὰ  τῶν  Ὀθωμανῶν  καί,  ἀφ’ἑτέρου,  τῶν  Βρεταννῶν  νὰ  οἰκειο‐
ποιηθοῦν τὴν τάση ἀκριβῶς τῶν Ἑλλήνων πρὸς τὴν Ἐλευθερία. 
  Σύμφωνα  μὲ  πρόσφατα  πορίσματα  τῆς  ἔρευνας,  θὰ  ἦταν 
λάθος  νὰ  θεωρηθοῦν  προσωπικότητες  ὅπως  ὁ  Ἰωάννης  Καποδί‐
στριας καὶ ὁ Θεόδωρος Κολοκοτρώνης ὡς ρωσόφιλοι ἀκραιφνεῖς.2 
Πράγματι,  καὶ  οἱ  δυό  τους  –ἀλλὰ  καὶ  ὅσοι  ἄλλοι  μὲ  τὸν  ἕνα  ἢ 
ἄλλο  τρόπο  τοὺς  ἀκολούθησαν–  ἦταν  πρὶν  καὶ  πάνω  ἀπὸ  ὅλα 
Ἕλληνες. Πῶς ὅμως μπορεῖ νὰ ξεχάσει κανεὶς ὅτι πάντοτε αὐτοὶ 
ποὺ  «εἴχανε  τὴν  Ἑλλάδα  στὴν  καρδιά  τους»  πρὸς  τὴ  Ρωσία 
στρέφονταν  καὶ  ἐκεῖ  ἀναζητοῦσαν  βοήθεια,  συνδρομὴ  καὶ 
συμπαράσταση; Καὶ πῶς εἶναι δυνατόν, ἀπὸ τὴν ἄλλη πλευρά, νὰ 
λησμονηθεῖ  ὅτι  ὅσοι  συστηματικῶς  «κουτσούρευαν»  τὶς  προ‐
σπάθειες  τῶν  Ἑλλήνων  γιὰ  ἀνεξαρτησία  καὶ  εὐημερία  διαχρο‐
νικῶς  στηρίζονταν  στὶς  μεγάλες  Δημοκρατίες  τῆς  Δυτικῆς  Εὐρώ‐
πης;  
  Ἐὰν  δὲν  γίνουνε  αὐτὰ  ἀντιληπτά,  τότε  εἶναι  ἀδύνατο  κα‐
νεὶς  νὰ  κατανοήσει  τὸ  μέγα  δρᾶμα  τοῦ  Ἐθνικοῦ  Διχασμοῦ.  Καὶ 
γιὰ  νὰ  ἐπιτευχθεῖ  πλήρως  ἡ  κατανόηση  αὐτή,  πρέπει  νὰ  δοθεῖ 
ἰδιαίτερη  ἔμφαση  σὲ  πόρισμα  τοῦ  δόγματος  MacΚinder:  Δεδο‐
μένου  ὅτι  καὶ  ἡ  Γερμανία  κατέχει  θέση  κεντρικὴ  στὴν  Εὐρώπη, 
συμφέρον τῆς «Ἀτλαντικῆς κοινότητας» εἶναι νὰ τὴ φέρνει σταθε‐ 

1  Πρβλ.  Ottoman  Diplomatic  Documents  on  “The  Eastern  Question”.  The  Cretan 
Uprising, 1866‐1869. Ἐπιμέλεια Sinan Kuneralp, τόμ. 2 (Κωνσταντινούπολη: The 
Isis  Press,  2010),  ἔγγρ.  1380:  Glavany  Effendi,  ἐπιτετραμμένος  τῆς  Ὀθωμανικῆς 
πρεσβείας  στὶς  Βρυξέλλες,  πρὸς  τὸν  Safvet  Pasha,  προσωρινὸ  ὑπουργὸ 
Ἐξωτερικῶν τῆς Ὑψηλῆς Πύλης, Βρυξέλλες, 7 Ἰανουαρίου 1869, σ. 527.  
2  Βλ.  κυρίως  Σπύρου  Χατζάρα,  Ἡ  Ἐπανάσταση  τῶν  Φιλογενῶν.  (1821.  Ἔτος  21ο 

τῶν Φιλικῶν), τόμ. 2ος (Ἀθήνα: Ἐλεύθερη Ἑλλάδα, 2011), σ. 242 κ.ἑξ. passim. 

231
     
 
Ὁ αὐτοκράτορας τῆς Γερμανίας Γουλιέλμος Β΄ 

232
ρῶς  σὲ  σύγκρουση  μὲ  τὴ  Ρωσία.1  Αὐτὸ  πολὺ  καλὰ  τὸ  εἶχε  κατά‐
λάβει  ὁ  βασιλιὰς  Κωνσταντῖνος,  ὁ  ὁποῖος  εἶχε  στὸ  γραφεῖο  του 
φωτογραφίες τοῦ κάιζερ Γουλιέλμου Β΄ καὶ τοῦ τσάρου Νικόλαου 
Β΄,2  καὶ  ἐνθέρμως  τὸ  διαισθανόταν  ὁ  Ἑλληνικὸς  Λαός,  ποὺ  ἀγω‐
νιωδῶς  περίμενε,  κατὰ  τὸ  1916,  τὴν  κάθοδο  τῶν  Γερμανῶν  στὴν 
Ἀθήνα.3 
  Ὁ  Βενιζέλος  εἶχε  ἐπιλεγεῖ  γιὰ  νὰ  προωθήσει  τὴν  πολιτικὴ 
ποὺ  συνέφερε  στὴν  Ἀγγλία:  Ἔδιωξε  τὸν  ρωσόφιλο  πρίγκιπα  Γε‐
ώργιο ἀπὸ τὴν Κρήτη, «συνέτισε» μετά, στὴν Ἀθήνα, τὸν βασιλιὰ 
Γεώργιο Α΄ ὁ ὁποῖος εἶχε στραφεῖ πρὸς τὴν Αὐστροουγγαρία καὶ –
ψυχικῶς–  προετοίμασε  τὴν  Ἑλλάδα  γιὰ  τὸν  πόλεμο  κατὰ  τῆς 
Ὀθωμανικῆς Αὐτοκρατορίας, ὁ ὁποῖος, ὅπως ἤδη ἐξηγήθηκε, ἀπο‐
τελοῦσε  «χορογραφία».  Στὰ  πλαίσια  τῆς  «χορογραφίας»  αὐτῆς 
συνειδητὰ ἐγκαταλείφθηκε ἡ Βόρειος Ἤπειρος4 καὶ τὸ Μοναστήρι 
καί, γιὰ τοὺς λόγους καὶ ὑπὸ τὶς συνθῆκες ποὺ ἤδη ἐξηγήθηκαν, ὁ 
Ἑλληνικὸς  Στρατὸς  μπῆκε,  χωρὶς  καμία  ἀπολύτως  ἀντίσταση, 
στὴ Θεσσαλονίκη. 
 

1 Ὀ. Κ. Βιδάλη, Τὸ σύγχρονο γεωπολιτικὸ περιβάλλον…, σ. 24. 
2  Demetra  Vaka,  Constantine:  King  and  Traitor  (Λονδῖνο‐Νέα  Ὑόρκη:  John  Lane, 
1918), σ. 47. 
3  Δ.  Μιχαλόπουλου,  «Ἡ  κατὰ  τὸν  Α΄  Παγκόσμιο  πόλεμο  ἀλληλογραφία  τοῦ 

ἑλληνικοῦ βασιλικοῦ ζεύγους μὲ τὸν  αὐτοκράτορα τῆς Γερμανίας»,  σσ. 84‐85. 
Βέβαια,  ὅταν  γίνεται  λόγος  γιὰ  Γερμανία  καλλίτερα  νὰ  μὴ  νοεῖται  ἡ  Angela 
Merkel,  ποὺ  εἶναι  ἰουδαϊκῆς  καταγωγῆς  μαρξίστρια,  τῆς  ὁποίας  ὁ  πατέρας, 
προτεστάντης  πάστορας,  εἶχε  διαφύγει  ἀπὸ  τή...  Δυτικὴ  Γερμανία  στήν... 
ἀνατολική.  (Βλ.  Ἀναστασίου  Γιαννᾶ,  «Οἱ  ἀπίστευτες  καταβολὲς  καὶ  πορεῖες 
τριῶν  ἡγετῶν»,  Λαβύρινθος  [Ἀθήνα],  ἀρ.  51  [Σεπτέμβριος  2007],  σσ.  28‐29· 
Anastasios Michelatos, “Who is the real Angela Merkel?”, Ab Aeterno, 2 [Ἰούλιος‐
Σεπτέμβριος 2010], σ. 49.) 
4 Βλ. Δημήτρη Μιχαλόπουλου, «Δημήτριος Γούναρης: Ἡ ζωὴ καὶ τὸ τέλος ἑνὸς 

ἀνθρώπου  (1867‐1922)»,  Ἡ  δίκη  τῶν  Ὀκτὼ  καὶ  ἡ  ἐκτέλεση  τῶν  Ἕξι.  Ἕνα  δρᾶμα 
τοῦ  Σύγχρονου  Ἑλληνισμοῦ  (Ἀθήνα:  Ἵδρυμα  Ἱστορίας  τοῦ  Ἐλευθερίου  Βενι‐
ζέλου, 20102), σσ. 129‐131. Ἡ Βόρειος Ἤπειρος ἐνσωματώθηκε μονομερῶς στὴν 
Ἑλλάδα  κατὰ  τὸ  1916,  μὰ  στὴ  συνέχεια  ἡ  ἐνσωμάτωση  ἀκυρώθηκε.  (Δημήτρη 
Μιχαλόπουλου,  Ὁ  Ἐλευθέριος  Βενιζέλος  καὶ  τὸ  Βορειοηπειρωτικὸ  ζήτημα 
[Ἀθήνα: Λέσχη Φιλελευθέρων‐Μνήμη Ἐλευθερίου Βενιζέλου, 1992], σ. 25.) 

233
  Παρὰ  ὅμως  τὴν  ἀγωνία  μὲ  τὴν  ὁποία  οἱ πολυπληθέστατοι 
Ἰουδαῖοι τῆς Θεσσαλονίκης ἀνέμεναν τὸν Ὀκτώβριο τοῦ 1912 τὴν 
κατάληψη αὐτῆς τῆς τελευταίας ἀπὸ τοὺς Ἕλληνες, δὲν ἔστεργαν 
νὰ  ἐπιδοκιμάσουν  τὴν  ὁριστικὴ  προσάρτηση  τῆς  μακεδονικῆς 
μεγαλούπολης  ἀπὸ  τὴν  Ἑλλάδα.  Ἔτσι  γρήγορα  ξεχάστηκαν  οἱ 
φόβοι  ποὺ  προκαλοῦσαν  στοὺς  –πλούσιους  ἰδίως–  Ἰουδαίους  οἱ 
Σλαβομακεδόνες καὶ ξαναῆλθε στὴν ἐπιφάνεια ἡ διάκριση μετα‐
ξὺ αὐτῶν τῶν τελευταίων καὶ τῶν Βουλγάρων. Προκειμένου λοι‐
πὸν  νὰ  προσκολληθεῖ  ἡ  Βουλγαρία  στὶς  Δυνάμεις  τῆς  Συνεν‐
νόησης  κατὰ  τὸν  Α΄  Παγκόσμιο  πόλεμο  ἐπινοήθηκε  ἡ  ἰδέα  δι‐
εθνοποίησης  τῆς  Θεσσαλονίκης  ὑπὸ  γαλλικὴ  προστασία  καὶ  μὲ 
κύριο  μοχλὸ  τὸν  Βουλγαρικὸ  Στρατό.  Ἡ  ἔξοδος  τῆς  Βουλγαρίας 
στὴν  παγκόσμια  σύρραξη  στὸ  πλευρὸ  τῆς  Γερμανίας  καὶ  τῶν 
συμμάχων της ματαίωσε τὴν προοπτικὴ αὐτήν. 
  Καὶ πάλι ὅπως ἐξηγήθηκε, ὁ Βενιζέλος, σὲ στιγμιαία προσ‐
πάθειά  του  νὰ  αὐτονομηθεῖ  ἀπὸ  τὴ  βρεταννικὴ  πολιτική,  εἶχε 
ἀποπειραθεῖ  νὰ  ἀποτρέψει,  κατὰ  τὸ  1913,  τὴ  μεταξὺ  Βουλγαρίας 
καὶ Ἑλλάδας πολεμικὴ σύγκρουση. Ἡ «τρικλοποδιὰ» ποὺ τότε τοῦ 
ἔρριξε  ὁ  Λάμπρος  Κορομηλᾶς  εἶχε  ὡς  ἀποτέλεσμα  τὴ  ματαίωση 
τῆς  προσπάθειας  αὐτῆς  καθὼς  καὶ  τὴν  πλήρη  ἔκτοτε  εὐθυ‐
γράμμιση  τοῦ  Βενιζέλου  μὲ  τὶς  κατευθύνσεις  ποὺ  τοῦ  δίνονταν 
ἀπὸ  τὸ  Λονδῖνο  καί,  γενικῶς,  τὴν  «Ἀτλαντικὴ  κοινότητα».  Πολὺ 
καλὰ  πληροφορημένος  ὅσον  ἀφορᾶ  τοὺς  ἑλιγμοὺς  τῆς  ἡγεσίας 
τοῦ  Σιωνιστικοῦ  κινήματος  καὶ  τῆς  κυβέρνησης  τῶν  Η.Π.Α., 
ὁριστικὰ  συνδεδεμένος  μὲ  τὶς  Μεγάλες  Δυνάμεις  τῆς  Δυτικῆς 
Εὐρώπης,  ἐπιχείρησε  νὰ  βγάλει  τὴν  Ἑλλάδα  στὸν  πόλεμο  στὸ 
πλευρὸ  τῆς  Ἐγκάρδιας  Συνεννόησης,  γιατὶ  διαισθανόταν  πὼς  ἡ 
νίκη  αὐτῆς  τῆς  τελευταίας  θὰ  ἐπέφερε  καὶ  τὴ  δική  του  ὁριστικὴ 
κατίσχυση  στὸ  ἐσωτερικὸ  τῆς  χώρας  μας.  Ὅταν  εἶδε  ὅτι  ὁ  Λαὸς 
στὴν Παλιὰ Ἑλλάδα ἦταν πρόθυμος καὶ τὰ ὅπλα νὰ πάρει, γιὰ νὰ 
ἀποτρέψει  κάτι  τέτοιο,  βασίστηκε  στὴ  βοήθεια  τῶν  Γάλλων  καὶ 
τῶν  Βρεταννῶν  καὶ  κατὰ  τὰ  ἔτη  1917‐1920  ἐπέβαλε,  ὑπὸ 
κοινοβουλευτικὸ μανδύα, καθεστὼς αὐτόχρημα ὁλοκληρωτικό. Ἡ 
νίκη  τῆς  Ἐγκάρδιας  Συνεννόησης  καὶ  τῶν  Η.Π.Α.  κατὰ  τῆς 
Γερμανίας τὸ 1918 τοῦ προσέφερε τὴ δυνατότητα «ἐξιλέωσής» του 

234
ὅσον  ἀφορᾶ  τοὺς  αὐτόχθονες  πληθυσμοὺς  τῆς  Παλιᾶς  Ἑλλάδας 
ποὺ  εἴχανε  ἰδιαιτέρως  δεινοπαθήσει  ἀπὸ  τὸ  1916  καὶ  μετά.  Τὸ 
ἐγχείρημα  τῆς  Σμύρνης,  ἀπὸ  τὴν  ἀρχὴ  σαθρὸ    καὶ  ἐν  πολλοῖς 
παράλογο, ἦταν δυνατὸν νὰ ἔχει κάποια θετικὰ γιὰ τὴν Ἑλλάδα 
ἀποτελέσματα, ἐὰν εἴτε ὁ Βενιζέλος ἐπιχειροῦσε νὰ λύσει τὸ ὅλο 
ζήτημα βάσει τῶν διεθνῶν διασυνδέσεων καὶ «γνωριμιῶν» του ἤ, 
ἔστω,  ὁ  βασιλιὰς  Κωνσταντῖνος  καὶ  ὁ  κόσμος  του  ἀφήνονταν  νὰ 
πολεμήσουν, ὅπως οἱ ἴδιοι ἤθελαν καὶ μέχρι τοῦ σημείου ἐκείνου 
ποὺ  –ἐπίσης–  οἱ  ἴδιοι  θὰ  τὸ  θεωροῦσαν  πρόσφορο.  Τὸ  πρῶτο  δὲν 
τὸ  θέλησε  ὁ  Ἑλληνικὸς  Λαός·  τὸ  δεύτερο  δὲν  τὸ  ἐπέτρεψαν  οἱ 
νικητὲς τοῦ Α΄ Παγκόσμιου πόλεμου. 
  Ὡς  ἐκ  περισσοῦ  ἂς  ἐπισημανθεῖ  ἐδῶ  ὅτι  οἱ  Ἕλληνες  ὑπο‐
βοηθήθηκαν νὰ κερδίσουν, στὴ δεκαετία του 1820, τὴν ἀνεξαρτη‐
σία  τους,  κυρίως  γιὰ  νὰ  ἀποτραπεῖ  ἡ  κάθοδος  τῶν  Ρώσων/Σλά‐
βων  στὰ  βαλκανικὰ  παράλια.  Στὴ  συνέχεια,  ὁ  Α΄  Βαλκανικὸς 
πόλεμος  καὶ  ἡ  Μικρασιατικὴ  Περιπέτεια  ἐντάσσονταν  στὴν 
προσπάθεια  ἐξασφάλισης  ἀποθεμάτων  πετρελαίου  σὲ  ὄφελος 
τῆς  Μεγάλης  Βρεταννίας  –  καὶ  ἰδιαιτέρως  τοῦ  Βασιλικοῦ  της 
Ναυτικοῦ.  Ὁ  Βενιζέλος  ἦταν  πολὺ  εὐφυής,  γιὰ  νὰ  μὴ  τὰ  κατά‐
λαβαίνει αὐτά. Ἔμελλε λοιπὸν ἀκόμη μιὰ φορὰ νὰ προσπαθήσει 
νὰ  ἀνεξαρτοποιηθεῖ  ἀπὸ  τὶς  «Δυτικὲς  Δυνάμεις»,  συνάπτοντας, 
τὸν  Σεπτέμβριο  τοῦ  1928,  ἄτυπη  ἀλλὰ  ἰσχυρὴ  συμμαχία  μὲ  τὴ 
φασιστικὴ  Ἰταλία.  Ἀπολακτίστηκε  ὅμως,  λόγω  τοῦ  –περιέργως 
προδομένου–  κινήματος  τοῦ  1935  ἀπὸ  τὴν  Ἑλλάδα  καὶ  πέθανε  –
ἐπίσης ὑπὸ συνθῆκες περίεργες– στὸ Παρίσι τὸ 1936. 
  Μὰ εἰδικῶς αὐτὰ εἶναι μιὰ ἄλλη Ἱστορία...  
 
 
 
 
 
 
 
 
 

235
 
 
Ὁ αὐτοκράτορας τῆς Ρωσίας Νικόλαος Β΄  μὲ τὴ σύζυγό του,  
Ἀλεξάνδρα 

236
ΠΗΓΕΣ καὶ ΒΟΗΘΗΜΑΤΑ 
 
Π Η Γ Ε Σ 
 
Ι.  Ἀρχεῖα 
 
1. Ἱστορικὰ Ἀρχεῖα Πολεμικοῦ Ναυτικοῦ: Ἀρχεῖον Βανδώρου,  Β΄.  
2. Ἱστορικὸ Ἀρχεῖο Ἐλευθερίου Βενιζέλου:  34 (1914)·  35 (1915)·  36  
(1916)· 37 (1917)·  43 (1923).1  
3.ParliamentaryArchives: 
BL/53/4/3·F/55/1/1·LG/F/206/2/6·LG/F/206/3/22· 
LG/F/206/4/2·LG/F/206/4/5·LG/206/4/11·LG/F/206/3/18· 
LG/F/206/4/24· LG/F/206/5.  
4. Ὑπουργεῖο Ἐξωτερικῶν, Ἱστορικὸ Ἀρχεῖο (κεντρικὴ ὑπηρεσία): 
1843, 49/1· 1865, 49/2β· 1865, 98/5β· 1884, 11/1· 1912, 2.1·1912, 103.2· 
1915, Α/5· 1916, A/5· 1917, Α/5·  1919,Α/5/VI·  1920, 1.2·1925, Α/5/Ι· 
1928, 65.2·1939‐1940,  Α/4. 
 
ΙΙ. Δημοσιευμένες πηγὲς 
 
1. Ἔγγραφα 
Ἀρχεῖα  τῆς  Ἑλληνικῆς  Παλιγγενεσίας  μέχρι  τῆς  ἐγκαταστάσεως 
τῆς  βασιλείας,  τόμ.  Α΄,  Ἀθήνα:  Βουλὴ  τῶν  Ἑλλήνων,  1971 
(ἐπανέκδοση)· τόμ. Δ΄, Ἀθήνα: Βουλὴ τῶν Ἑλλήνων, 1973. 
Bridge,  F.  R.,  Austro‐Hungarian  Documents  relating  to  the  Macedonian 
Struggle,  1896‐1912,  Θεσσαλονίκη:  Institute  for  Balkan  Studies, 
1976. 
Correspondance  du  comte  Capodistria,  Président  de  la  Grèce,  Γενεύη: 
Cherbouliez, 1839. 

1  Λεπτομερὴς  κατάλογος:  Νίκας  Πολυχρονοπούλου‐Κλαδᾶ,  Ἱστορικὸ  Ἀρχεῖο 


Ἐλευθερίου Βενιζέλου, Ἀθήνα: Ἵδρυμα Ἱστορίας τοῦ Ἐλευθερίου Βενιζέλου καὶ 
τῆς ἀντίστοιχης Ἐθνικῆς Περιόδου, 2004. 

237
Διπλωματικὰ ἔγγραφα, 1913‐1917. Ἑλληνοσερβικὴ συνθήκη συμμα‐
χίας.  Εἰσβολὴ  Γερμανοβουλγάρων  εἰς  Μακεδονίαν,  Ἀθήνα: 
Ἐθνικὸ Τυπογραφεῖο, 1920. 
Documents  on  British  Foreign  Policy,  1919‐1939.  First  series,  vol.  XV. 
Edited  by  Rohan  Butler  and  J.  P.  T.  Bury  assisted  by  M.  E. 
Lambert, Λονδῖνο: Her Majesty’s Stationery Office, 1967. 
Documents on British Foreign Policy, 1919‐ 1939. First series, vol. XVΙΙ. 
Edited  by  W.  N.  Medlicott,  Douglas  Dakin  and  M.  E.  Lambert, 
Λονδῖνο: Her Majesty’s Stationery Office, 1970. 
Mémoires,  documents  et  écrits  divers  laissés  par  le  prince  de  Metternich, 
publiés  par  son  fils,  le  prince  Richard  de  Metternich,  τόμ.  I‐VIII 
Παρίσι: Plon, 1881‐1884.  (Χρησιμοποιήθηκε ὁ τόμ. V.) 
Ottoman  diplomatic  documents  on  « The  Eastern  Question ».  The  Cretan 
Uprising,  1866‐1869.  Edited  by  Sinan  Kuneralp,  τόμ.  Ι‐ΙΙ, 
Κωνσταντινούπολη: The Isis Press, 2010. 
Ottoman Diplomatic Documents on the Origins of World War One. The  
      Final Stage of the Cretan Question, 1899‐1913. Edited by Sinan 
      Kuneralp, Κωνσταντινούπολη: The Isis Press, 2009. 
Ottoman  Diplomatic  Documents  on  the  Origins  of  World  War  One.  The 
Turco‐Italian War, 1911‐1912, Κωνσταντινούπολη: The Isis Press, 
2009. 
Ὑπουργεῖον  ἐπὶ  τῶν  Ἐξωτερικῶν,  Συνθήκη  εἰρήνης  μεταξὺ  τῶν 
συμμάχων  καὶ  συνησπισμένων  Δυνάμεων  καὶ  τῆς  Τουρκίας 
ὑπογραφεῖσα  ἐν  Σέβραις  τῇ  28  Ἰουλίου/10  Αὐγούστου  1920,  
Ἀθήνα: Ἐθνικὸ Τυπογραφεῖο, 1920. 
Ὑπουργεῖον  ἐπὶ  τῶν  Ἐξωτερικῶν,  Πράξεις  ὑπογραφεῖσαι  ἐν 
Λωζάννῃ  τῇ  30  Ἰανουαρίου  καὶ  τῇ  24  Ἰουλίου  1923,  Ἀθήνα: 
Ἐθνικὸ Τυπογραφεῖο, 1923. 
 

 
 
Ἐπίσης:  
Μιχαλόπουλου,  Δημήτρη  «Ἡ  κατὰ  τὸν  Α΄  Παγκόσμιο  πόλεμο        
ἀλληλογραφία τοῦ ἑλληνικοῦ βασιλικοῦ ζεύγους μὲ τὸν αὐτο‐
κράτορα  τῆς  Γερμανίας»,  Ἀνακοινώσεις  ἡμερίδος  (16  Μαρτίου 
2006)  γιὰ  τὴν  ἐπέτειο  τοῦ  θανάτου  τοῦ  Ἐλευθερίου  Βενιζέλου, 

238
Ἀθήνα:Ἵδρυμα  Ἱστορίας  τοῦ  Ἐλευθερίου  Βενιζέλου,  2007,  σσ. 
71‐129.  
2. Κείμενα 
 
Roustan,  Désiré,  Président  Wilson.  Messages,  discours,  documents 
diplomatiques relatifs à la guerre mondiale, Παρίσι: Bossard, 1919. 
Τὰ  κείμενα  τοῦ  Ἐλευθερίου  Βενιζέλου.  Ἡ  ζωντανὴ  Ἱστορία  τῆς 
δραματικῆς  περιόδου  τοῦ  Ἔθνους,  1909‐1935.  Ἐπιμέλεια  καὶ 
ἱστορικὰ  ὑπομνήματα  Στεφ.  Ἰ.  Στεφάνου,  τόμ.  Α΄‐Δ΄,  Ἀθήνα: 
Λέσχη Φιλελευθέρων‐Μνήμη Ἐλευθερίου Βενιζέλου, 1981‐1984. 
 
3. Τύπος 
Νέα Ἡμέρα Τεργέστης (Ἀθήνα)· Καιροὶ (Ἀθήνα)· Πατρὶς (Ἀθήνα). 
 
4. Ἀναμνήσεις, αὐτοβιογραφίες, ἡμερολόγια κ.λπ. 
 
Alessi, Rino, Dall’Isonzo al Piave, Βερόνα: Arnoldo Mondadori, 1996. 
Ἀπομνημονεύματα Περικλέους Ἀλ. Ἀργυροπούλου, Ἀθήνα, 1970. 
Ἀπομνημονεύματα Στυλιανοῦ Γονατᾶ, 1897‐1957, Ἀθήνα, 1958. 
Ἀργυρόπουλου,  Περικλῆ  Ἰ., Ἀναμνήσεις.  Τὸ ζήτημα  τοῦ Ναυτικοῦ, 
ἡ ἐξέγερση στὸ Γουδί, ὁ Διχασμός, 1900‐1916. Πρόλογος‐εἰσαγω‐
γὴ‐σημειώσεις  Δημήτρη  Μιχαλόπουλου,  Ἀθήνα:  Ἀρσενίδης, 
1996. 
Βενιζέλου,  Ἐλευθέριου  Κ.,  Ἡ  Κρητικὴ  Ἐπανάστασις  τοῦ  1889. 
Παρουσίασις‐σχόλια: Ἰωάννου Γ. Μανωλικάκη, Ἀθήνα, 1971. 
Βενιζέλου,  Ἐλευθέριου  καὶ  Μεταξᾶ,  Ἰωάννη,  Ἡ  ἱστορία  τοῦ 
Ἐθνικοῦ Διχασμοῦ, 1915‐1935, Ἀθήνα: «Ἐθνικὸς Κῆρυξ», 1953. 
Bérard, V., Κρητικὲς ὑποθέσεις. Ὁδοιπορικὸ 1897. Μέρες ναυάρχων 
καὶ ἐπανάστασης. Χανιὰ‐Ρέθυμνο‐Ἡράκλειο‐Σητεία‐Σφακιά.  
   Μετάφραση‐  εἰσαγωγὴ‐σχόλια:  Γ.  Μοραγλῆς,  Ἀθήνα:  Τροχα‐
λία, 1994.  
Carl, Prince de Suède, Je me souviens..., Βρυξέλλες:  La renaissance du 
livre, 1936. 
Churchill, Winston S., The World Crisis, 1911‐1918, τόμ. Ι‐ΙV, Λονδῖνο: 
     Odhams Press, χ.ἔ. 

239
Δούσμανη,  Βίκτωρος,  Ἀπομνημονεύματα.  Ἱστορικαὶ  σελίδες  τὰς 
ὁποίας ἔζησα, Ἀθήνα: Πέτρος Δημητράκος, χ.ἔ. 
Δούσμανη, Σ. Ἰ., Τὸ ἡμερολόγιον τοῦ κυβερνήτου τοῦ  «Γ. Ἀβέρωφ» 
κατὰ τοὺς πολέμους τοῦ 1912‐1913, Ἀθήνα: Πυρσός, 1940. 
Deville,  Gabriel,  L’Entente,  la  Grèce  et  la  Bulgarie,  Παρίσι:  Eugène 
Figuière, 1919. 
Discours  du  Ghazi  Mustafa  Kemal,  Président  de  la  République  Turque. 
Ἐπιμέλεια  τοῦ  Azmi  Süslü,  καθηγητῆ  στὸ  πανεπιστήμιο  τῆς 
Ἄγκυρας,  Ἄγκυρα:  Conseil  suprême  de  culture,  de  langue  et 
d’histoire Atatürk. Centre de recherches Atatürk, 2003. 
Ζαβιτζιάνου, Κωνσταντίνου Γ., Αἱ ἀναμνήσεις του ἐκ τῆς ἱστορικῆς 
    διαφωνίας  Βασιλέως  Κωνσταντίνου  καὶ  Ἐλευθερίου  Βενιζέλου 
ὅπως τὴν ἔζησε, 1914‐1916, τόμ. Α΄‐Β΄, Ἀθήνα, 1946‐1947. 
Halidé Edib, The Turkish Ordeal, Λονδῖνο: John Murray, 1928. 
Ἰωάννης  Μεταξᾶς.  Τὸ  προσωπικό  του  ἡμερολόγιο,    τόμ.  Α΄‐Β΄. 
Ἐπιμέλεια:  Χρ.  Χρηστίδης,  Ἀθήνα,  χ.ἔ.·  τόμ.  Γ΄,  Ἐπιμέλεια: 
Παν. Μ.Σιφναῖος, Ἀθήνα: Γκοβόστης, χ.ἔ.· τόμ. Δ΄, Ἀθήνα, χ.ἔ. 
Καββαδία,  Ἐπαμεινώνδα  Π.,  Ὁ  ναυτικὸς  πόλεμος  τοῦ  1940  ὅπως 
τὸν  ἔζησα.  Ἀναμνήσεις,  2  Μαρτίου  1935‐25  Μαρτίου  1943, 
Ἀθήνα: Πυρσός, 1950. 
Κούνδουρου,  Μανούσου  Ρ.,  Ἱστορικαὶ  καὶ  διπλωματικαὶ  ἀποκαλύ‐
ψεις.  Ἱστορικὰ  γεγονότα,  1890‐1923.  Ἐπιμέλεια  Χαρικλείας  Γ. 
Δημακοπούλου  καὶ  Ἐλευθερίου  Γ.  Σκιαδᾶ,  Ἀθήνα:  Ἑλληνικὸ 
Λογοτεχνικὸ καὶ Ἱστορικὸ Ἀρχεῖο, 1997.  
Lloyd  George,  Mémoires  de  guerre.  Μετάφραση  τοῦ  Charles 
Bonnefon, Παρίσι: A. Fayard, 1934. 
Loti, Pierre, Turquie agonisante, Παρίσι: Calmann‐Lévy, 1913. 
Μελᾶ, Σπύρου, Οἱ πόλεμοι 1912‐1913, Ἀθήνα: Μπίρης, 1958. 
Mackenzie, Compton, First Athenian Memories, Λονδῖνο, Τορόντο, 
       Μελβούρνη, Σύδνεϋ: Cassell, 1931. 
Masefield, John, Gallipoli, Λονδῖνο: William Heinemann, 1916. 
Παρασκευόπουλου,  Λεωνίδα  Ἰ.,    Ἀναμνήσεις,  1896‐1920,  Ἀθήνα: 
Πυρσός, 1933. 
Πολυχρονιάδου, Κ. Δ., Αἱ γνῶμαι τοῦ Ἐλευθερίου Βενιζέλου περὶ  
     μεταρρυθμίσεως τοῦ πολιτεύματος, Ἀθήνα: Παπαζήσης, 19442. 

240
Poincaré, Raymond Les Balkans en feu, 1912, Παρίσι: Plon, 1926. 
Ρηγόπουλου,  Θεόδωρου,  γραμματέως  τῶν  Κολοκοτρωναίων  καὶ 
τοῦ  Νικηταρᾶ,  Ἀπομνημονεύματα  ἀπὸ  τῶν  ἀρχῶν  τῆς  Ἐπανα‐
στάσεως  μέχρι  τοῦ  ἔτους  1881.  Εἰσαγωγὴ‐ἐπιμέλεια‐εὑρετήριο 
Ἀθανάσιου Θ. Φωτόπουλου, Ἀθήνα, 1979. 
Στεφάνου,  Στεφ.  Ἰ.,  Ὁ  Βενιζέλος  ὅπως  τὸν  ἔζησα  ἀπὸ  κοντά,  τόμ. 
Α΄‐Β΄, Ἀθήνα, 1974. 
Στρέιτ,  Γεωργίου,  Ἡμερολόγιον‐Ἀρχεῖον,  τόμ.  Α΄‐Γ΄,  Ἀθήνα,  1964‐
1966.  
Sarrail,  Général,  Mon  commandement  en  Orient  (1916‐1918),  Παρίσι:  
Ernest Flammarion, 1920. 
Τσεκούρα,  Ἀθανασίου  Δ.,    Ἀπὸ  τοῦ  98ου  ὑψώματος.  (Ἀναμνήσεις 
ἑνὸς  Ἠπειρώτου  Ἀγωνιστοῦ.)  Ἐπιμέλεια:  Ἀπόστ.  Π.  Παπαθεο‐
δώρου. Πρόλογος Ἀλεξ. Χ. Μαμμόπουλου, Ἀθήνα: Ἠπειρωτικὴ 
Ἑστία Ἀθηνῶν, 1979. 
Τσιριμονάκη, Μαρίας,  Ἐν Ρεθύμνῳ, Ρέθυμνο, 19982. 
Τσόντου‐Βάρδα,  Γεωργίου,  Ἡ  βενιζελικὴ  τυραννία.  Ἡμερολόγιο, 
1917‐1920, Ἀθήνα: Πετσίβας, 2006. 
Thomson,  Sir  Basil,  Οἱ  μυστικὲς  ὑπηρεσίες  τῶν  Συμμάχων  στὴν 
Ἑλλάδα, Ἀθήνα: Λογοθέτης, χ.ἔ. 
Vaka,  Demetra,  Constantine:  King  and  Traitor,  Λονδῖνο‐Νέα  Ὑόρκη: 
John Lane, 1918.   
Τῆς ἴδιας,  Les intrigues germaniques en Grèce. Μετάφραση ἀπὸ τὰ  
       ἀγγλικὰ τοῦ Paul Desfeuilles, Παρίσι: Plon, 1918. 
Vaucher,  Robert,  Constantin  détrôné.  Les  événements  de  Grèce,  Février‐
Août 1917, Παρίσι:  Perrin, 1918. 
Veniselos, Helena, À l’ombre de Veniselos, Παρίσι: Génin, 1955. 
 
Ἐπίσης: 
Ὁ  Βασιλεὺς  Κωνσταντῖνος,  Ἀθήνα:  Ὑφυπουργεῖο  Τύπου  καὶ 
Τουρισμοῦ, χ.ἔ. 
     
5. Βιογραφίες 
Alastos,  Doros,  Venizelos.  Patriot,  Statesman,  Revolutionary,  Λονδῖνο: 
Percy Lund Humphries, 1942. 

241
Armstrong,  capitaine  H.  C.,  Mustafa  Kemal.  Μετάφραση  ἀπὸ  τὰ 
ἀγγλικὰ τῶν Soulié καὶ Vaney, Παρίσι: Payot, 1933. 
Βαΐδη,  Θωμᾶ  Ἀθ.,  Ἐλευθέριος  Βενιζέλος:  Μελέτη  πολιτικῆς 
ἱστορίας καὶ κριτικῆς, Ἀθήνα: «Πατρίς», 1934.   
Τοῦ ἰδίου,  Κωνσταντῖνος: Μελέτη πολιτικῆς ἱστορίας καὶ κριτικῆς, 
Ἀθήνα: Μπάυρον, 1973 (ἐπανέκδοση). 
Βακᾶ,  ἀντιστρατήγου  Δημ.,  Ὁ  Ἐλ.  Βενιζέλος  πολεμικὸς  ἡγέτης. 
Ἱστορικαὶ  σελίδες  ἀπὸ  τὴν  δημιουργίαν  τῆς  Μεγάλης  Ἑλλάδος,  
1910‐1920, Ἀθήνα:  Σαλίβερος, 1949. 
Βορρέ,  Ἴωνος,  Ἡ  τελευταία  τῶν  τσάρων,  Ἀθήνα:  Ψαρόπουλος, 
19852. 
Γύπαρη,  Παύλου,  Ἐλευθέριος  Βενιζέλος,  ὁ  μέγας  δημιουργός,  Α΄, 
Ἀθήνα, 1955. 
Dalby, Andrew, Venizelos, Λονδῖνο: Haus Publishing, 2010.  
Δαφνῆ,  Γρηγορίου,  Σοφοκλῆς  Ἐλευθερίου  Βενιζέλος,  Ἀθήνα: 
Ἴκαρος, 1970. 
Δρακάκη,  Ἀνδρέα  Θ.,  Τ’ἄγνωστα  χρόνια.  Ὁ  Βενιζέλος  στὴ  Σῦρο, 
Ἀθήνα, 1985. 
Driault, Édouard, Le roi Constantin, Βερσαλλίες, 1930. 
Ζαλοκώστα, Χρήστου, Ἀλέξανδρος, Ἀθήνα: Ἄλφα, χ.ἔ. 
Gibbons,  Herbert  Adams,  Venizelos,  Βοστώνη  καὶ  Νέα  Ὑόρκη: 
Houghton Mifflin, 1920.   
Iordan, Constantin, Venizelos şi Românii, Βουκουρέστι: Omonia, 20102. 
Καλλονᾶ, Δ., Ἰωάννης Μεταξᾶς, Ἀθήνα, 1938. 
Kerofilas, C., .Eleftherios Venizelos. His Life and Work, Λονδῖνο: John  
       Murray, 1915. 
Kinross,  Patrick,  Atatürk.  The  Rebirth  of  a  Nation,  Λονδῖνο:  Phoenix, 
1964. 
Lewinson,  Richard,  Zaharoff,  l’européen  mystérieux,  Παρίσι:  Payot, 
1930. 
Ludwig,  Emil,  Dirigeants  de  l’Europe.  Portraits  d’après  nature. 
Μετάφραση ἀπὸ τὰ γερμανικὰ τοῦ E. Litauer, Gallimard, 19363. 
Μακράκη,  Λιλῆς,  Ἐλευθέριος  Βενιζέλος,  1864‐1910.  Ἡ  διάπλαση 
ἑνὸς  ἐθνικοῦ  ἡγέτη.  Μετάφραση  Τάκη  Κιρκῆ,  Ἀθήνα: 
Μορφωτικὸ Ἵδρυμα Ἐθνικῆς Τραπέζης, 1992. 

242
Μανωλικάκη, Γιάννη, Ἐλευθέριος Βενιζέλος.  Ἡ  ἄγνωστη  ζωή  του, 
Ἀθήνα: Γνώση, 1985. 
Madol, Hans Roger, Ferdinand de Bulgarie, Παρίσι: Plon, 1933. 
Σκανδάμη, Ἀνδρέα Σ., Πρίγκιψ Γεώργιος. Ἡ ζωὴ καὶ τὸ ἔργον του, 
Ἀθήνα, 1955.  
Στεφάνου, Στεφ. Ἰ., Ἐλευθέριος Βενιζέλος, πλαστουργὸς Ἱστορίας, 
Ἀθήνα, 19772. 
Τωμαδάκη, Νικ. Β., Ὁ Βενιζέλος ἔφηβος, Ἀθήνα: Κυδωνία, 1964. 
 
Ἐπίσης:  
Ἀττικοῦ,  Εἰκόνες  ἀπὸ  τὴ  ζωὴ  καὶ  τὸ  σπίτι  τοῦ  Ἐλευθερίου 
Βενιζέλου, Ἀθήνα, 1974. 
Βενέζη, Ἠλία, Ἐμμανουὴλ Τσουδερός. Ὁ πρωθυπουργὸς τῆς Μάχης 
τῆς Κρήτης, Ἀθήνα, 1966. 
Γατόπουλου, Δ., Ἰωάννης Καποδίστριας, Ἀθήνα: Δημητράκος, 1933. 
Γιαννᾶ, Ἀναστασίου, «Οἱ ἀπίστευτες καταβολὲς καὶ πορεῖες τριῶν 
ἡγετῶν»,  Λαβύρινθος  (Ἀθήνα),  ἀρ.  51  (Σεπτέμβριος  2007),  σσ. 
28‐29. 
Δημητράκου,  Δ.,  Κώστας  Μητσοτάκης.  Πολιτικὴ  βιογραφία,  τόμ. 
Α’‐Β΄, Ἀθήνα:  Παπαζήσης, χ.ἔ. 
Eleftherios  Venizelos.  The  trials  of  Statesmanship.  Edited  by  Paschalis 
Kitromilidis, Edinburgh University Press, 2008. 
Grunwald,  Constantin  de,  La  vie  de  Metternich,  Παρίσι:  Calmann‐
Lévy, 1938. 
Κούκκου,  Ἑλένης  Ἐ.,  Ἰωάννης  Καποδίστριας.  Ὁ  ἄνθρωπος  ‐  ὁ 
διπλωμάτης, 1800‐1828, Ἀθήνα: Ἰ. Δ. Κολλάρος, 1978. 
Λιβιεράτου,  Δημήτρη,  Παντελῆς  Πουλιόπουλος.  Ἕνας  διανοούμε‐
νος ἐπαναστάτης, Ἀθήνα: Γλάρος, 1992.  
 
 
6. Ἄλλες πηγὲς 
 
Almanach de Gotha, 1913, Gotha:  Justus Perthes. 
Balcanicus,  La  Bulgarie.  Ses  ambitions‐sa  trahison,    Παρίσι:  Armand 
Colin, 1916. 

243
Γνωμάτευσις  τοῦ  εἰσηγητοῦ  τοῦ  Α΄  Διαρκοῦς  Στρατοδικείου  Στυλ. 
Ἀ.  Κολοκυθᾶ  κατὰ  τοῦ  τέως  Γενικοῦ  Ἑλληνικοῦ  Ἐπιτελείου, 
Δούσμανη  Β.,  Μεταξᾶ  Ἰωάν.,  Στρατηγοῦ  Ξ.  καὶ  Ἑξαδακτύλου 
Ἀθανασίου,  κατηγορουμένων  ἐπὶ  ἐσχάτῃ  προδοσίᾳ,  Ἀθήνα: 
Ἐθνικὸ Τυπογραφεῖο, 1919.  
Congressional  Directory.  65th  Congress.  2d  Session,  Οὐάσιγκτον:  Office 
of Congressional Directory, April 19183. 
Cosmin,  S.,  Diplomatie  et  presse  dans  l’affaire  grecque,  Παρίσι:  Société 
mutuelle d’édition, 1921. 
Τοῦ ἰδίου, L’Entente et la Grèce pendant la Grande Guerre, τόμ. Ι‐ΙΙ, 
       Παρίσι: Société mutuelle d’édition, 1926. 
Farnaise,  Michel,  L’aventure  du  Goeben,    Παρίσι:La  Renaissance  du 
livre, χ.ἔ. 
Headlam, J. W., The History of Twelve Days, July 24th to August 4th 1914, 
     Λονδῖνο: Adelphi Terrace, 19152. 
Hitler’s Second Book. The Unpublished Sequel to Mein Kampf. Ἐπιμέλεια 
τοῦ  Gerhard  L.  Weinberg.  Μετάφραση  τῆς  Krista  Smith,  Νέα 
Ὑόρκη: Enigma Books, 2003. 
Λαμέρα, Κωνστ. Γ., Τὸ Μικρασιατικὸν πρόβλημα, Ἀθήνα, 1918. 
Lippmann,  Walter,  La  politique  étrangère  des  États‐Unis,  Παρίσι: 
Éditions des Deux Rives, 1945.  
Μπότσαρη,  Νότη  Ἀ.,  Ἡ  Μικρὰ  Ἀσία  καὶ  ὁ  Ἑλληνισμός,  Ἀθήνα: 
Μιχαὴλ Μαντζεβελάκης, 1919. 
Maccas, Léon, Constantin Ι er, Roi des Hellènes, Παρίσι: Bossard, 1917. 
Τοῦ ἰδίου, L’Hellénisme de l’Asie Mineure, Παρίσι‐Νανσύ: Berger‐ 
      Levraut, 1919. 
Martin,  Percy  F.,  Greece  of  the  Twentieth  Century,  Λονδῖνο:  T.  Fisher 
Unwin, 1913. 
Οἰκουμενικὸν  Πατριαρχεῖον,  Μαύρη  Βίβλος  διωγμῶν  καὶ  μαρτυ‐
ρίων  τοῦ  ἐν  Τουρκίᾳ  Ἑλληνισμοῦ  (1914‐1918),    Ἀθήνα:  Ἀρσενί‐
δης,  19922.  (Πρώτη  ἔκδοση:  Κωνσταντινούπολη:  Πατριαρχικὸ 
Τυπογραφεῖο, 1919.) 
Ὀρλάνδου, Ἀναστασίου, Ναυτικά, ἤτοι Ἱστορία τοῦ κατὰ τὸν ὑπὲρ 
      ἀνεξαρτησίας τῆς Ἑλλάδος ἀγῶνα πεπραγμένων ὑπὸ τῶν τριῶν 
      ναυτικῶν νήσων ἰδίως δὲ τῶν Σπετσῶν, τόμ. Α΄‐Β΄, Ἀθήνα: Χ. Ν. 

244
       Φιλαδελφεύς, 1869. 
Paillarès, Michel, Le Kémalisme devant les Alliés, Κωνσταντινούπολη‐
Παρίσι: Éditions du Bosphore, 1922. 
Reinach, Joseph, Histoire de douze jours, 23 juillet‐3 août 1914. Origines 
     diplomatiques de la guerre de 1914‐1917, Παρίσι: Félix Alcan, 1917. 
Reventlow,  Ernst  zu,  Le  vampire  du  continent.  Exposé  de  la  politique 
anglaise, de ses visées, de ses moyens et de ses effets, Βερολῖνο: Ernst 
Siegfried Mittler, 1917. 
Sayous, André‐E.,  Les effets du blocus économique de l’Allemagne.  
       L’organisation du  commerce et de l’industrie allemande pendant 
       la guerre, Παρίσι: Payot, 1915. 
Ψηφίσματα τοῦ Ἑλληνικοῦ Λαοῦ κηρύσσοντα ἔκπτωτον τοῦ θρόνου 
τὸν βασιλέα Κωνσταντῖνον, Θεσσαλονίκη, 1917. 
 
Ἐπίσης:  
Βασίλειον τῆς Ἑλλάδος. Παράρτημα τῆς Ἐφημερίδος τῆς Κυβερνή‐
σεως  ἐν  Κρήτῃ,  Α΄,  φφ.  24ης    Σεπτεμβρίου  1908,  2ας  Ὀκτωβρίου 
1908,  15ης  Ὀκτωβρίου  1908,  30ῆς  Ἰουλίου  1909,  31ης  Μαΐου  1910· 
Β΄, φφ. 2ας Ὀκτωβρίου 1908, 29ης Αὐγούστου 1910. 
Ἐπίσημος  Ἐφημερὶς  τῆς  Κρητικῆς  Πολιτείας,  φφ.  4ης  Φεβρουαρίου 
1899,  18ης  Φεβρουαρίου  1899,  2ας  Μαρτίου  1899,  16ης  Ἀπριλίου 
1899,  27ης  Ἀπριλίου  1899,  28ης  Ἀπριλίου  1899·  Α΄,  φφ.  8ης 
Φεβρουαρίου 1907, 28ης Ἀπριλίου 1907, 29ης Μαΐου 1907· Β΄, φφ. 
19ης Μαρτίου 1901, 21ης Φεβρουαρίου 1907. 
Ἐπίσημος Ἐφημερὶς τῆς Ἐπαναστατικῆς Συνελεύσεως (Θέρισο), φφ. 
5ης  Ἰουλίου 1905, 19ης Ἰουλίου 1905. 
Ἐφημερὶς  τῆς  Κυβερνήσεως  τοῦ  Βασιλείου  τῆς  Ἑλλάδος,  Α΄,  φφ. 
15ης  Νοεμβρίου  1856,  24ης  Σεπτεμβρίου  1858,  17ης  Νοεμβρίου 
1864, 1ης Ἰουνίου 1911. 
 Ἐφημερὶς  τῶν  Συζητήσεων  τῆς  Βουλῆς,  συνεδριάσεις  17ης 
Φεβρουαρίου  1897,  29ης  Σεπτεμβρίου  1910,  8ης  Ὀκτωβρίου  1910, 
9ης Ὀκτωβρίου  1910, 11ης Ὀκτωβρίου  1910, 20ῆς Μαΐου 1911, 19ης 
Μαΐου 1912, 1ης Ὀκτωβρίου 1912, 3ης Αὐγούστου 1915. 
Τράπεζα Κρήτης, Σύμβασις. Καταστατικόν. Νόμοι περὶ ἐκδόσεως 
 τραπεζικῶν γραμματίων, Ἀθήνα: Σ. Κ. Βλαστός, 1899. 

245
 Τράπεζα  Κρήτης,  Ἔκθεσις  τοῦ  διοικητικοῦ  συμβουλίου  τῆς 
Τραπέζης Κρήτης ἐπὶ τῶν πεπραγμένων ἀπὸ τῆς συστάσεως τῆς 
Τραπέζης, Ἀθήνα: Σ. Κ. Βλαστός, 1900.  
Τράπεζα  Κρήτης,  Ἔκθεσις  τοῦ  διοικητικοῦ  συμβουλίου  τῆς 
Τραπέζης  Κρήτης  ἐπὶ  τῶν  πεπραγμένων  κατὰ  τὸ  ἔτος  1901, 
Ἀθήνα: Σ. Κ. Βλαστός, 1902. 
 Τράπεζα  Κρήτης,  Ἔκθεσις  τοῦ  διοικητικοῦ  συμβουλίου  τῆς 
Τραπέζης  Κρήτης  ἐπὶ  τῶν  πεπραγμένων  κατὰ  τὸ  ἔτος  1907, 
Ἀθήνα: Σ. Κ. Βλαστός, 1908. 
Τράπεζα  Κρήτης,  Ἔκθεσις  τοῦ  διοικητικοῦ  συμβουλίου  τῆς 
Τραπέζης  Κρήτης  ἐπὶ  τῶν  πεπραγμένων  κατὰ  τὸ  ἔτος  1908, 
Ἀθήνα: Σ. Κ. Βλαστός, 1909. 
 
Β Ο Η Θ Η Μ Α Τ Α 
 
Ι. Γενικὲς συνθέσεις 
 
Βεντήρη,  Γεωργίου,  Ἡ  Ἑλλὰς  τοῦ  1910‐1920,  τόμ.  Α΄‐Β΄,  Ἀθήνα: 
Πυρσός, 1931. 
Chadwick, Owen, The Reformation, Λονδῖνο:  Pelican Books, χ.ἔ. 
Coles,  Paul,  Οἱ  Ὀθωμανοὶ  στὴν  Εὐρώπη.  Μετάφραση  Νικ.  Κ. 
Παπαρρόδου, Ἀθήνα: ΔΕΚ/ΓΕΣ, 1985. 
Dakin, Douglas, The Unification of Greece, 1770‐1923, Λονδῖνο: Ernest 
Benn, 1972. 
Debidour, A., Histoire diplomatique de l’Europe depuis l’ouverture du  
      Congrès de Vienne jusqu’à la fermeture du Congrès de Berlin (1814‐ 
      1878), τόμ. Ι‐ΙΙ, Παρίσι: Félix Alcan, 1891. 
Driault, Édouard, La Question d’Orient depuis ses origines jusqu’à la paix 
de Sèvres (1920), Félix Alcan, 1921. 
Driault, Édouard καὶ Michel Lhéritier, Histoire diplomatique de la Grèce 
de  1821  à  nos  jours,  τόμ.  I‐V,  Παρίσι:  Presses  universitaires  de 
France, 1925‐1926. 
Durand,  Will,  Παγκόσμιος  Ἱστορία  τοῦ  Πολιτισμοῦ,  τόμ.  A’‐Η’, 
Ἀθήνα: Συρόπουλοι καὶ Κουμουνδουρέας, 1965‐1966. (Χρησιμο‐

246
ποιήθηκαν  οἱ τόμ. Δ΄, μετάφραση Λεωνίδα Κάβουρα, καὶ  Ϛ΄, 
μετάφραση Νικ. Κ. Παπαρρόδου.) 
Ζακυθηνοῦ, Διον. Ἀ., Ἡ Βυζαντινὴ Αὐτοκρατορία, 324‐1071, Ἀθήνα, 
1969. 
Gibbon,  Edward,  History  of  the  Decline  and  Fall  of  the  Roman  Empire, 
Λονδῖνο: Longman… Longmans, 1847. 
Giudici,  Paolo,  Storia  d’Italia,  τόμ.Ι‐V,  Φλωρεντία:  G.  Nerbini,  1939‐
1940. (Χρησιμοποιήθηκε ὁ τόμ. V.) 
History of the Communist Party of the Soviet Union (Bolsheviks), Μόσχα: 
Foreign Languages Publishing House, 1939.  
Λάσκαρι,  Σ.  Θ.,  Διπλωματικὴ  Ἱστορία  τῆς  Ἑλλάδος,  1821‐1914, 
Ἀθήνα: Δημ. Ν. Τζάκας‐Στεφ. Δελαγραμμάτικας, 1947. 
Μακώλεϋ, Ἱστορία τῆς Ἀγγλίας ἀπὸ τῆς βασιλείας Ἰακώβου τοῦ Β΄. 
     Μετάφραση Ἐμμανουὴλ Ροΐδη, τόμ.Α΄‐Ϛ΄, Ἀθήνα: Βιβλιοθήκη 
     Μαρασλῆ, 1897‐1902. (Χρησιμοποιήθηκε ὁ τόμ. Α΄.) 
Μαρκεζίνη, Σπ. Β., Πολιτικὴ Ἱστορία τῆς Νεωτέρας Ἑλλάδος, 1828‐
1964, τόμ. Α΄‐Δ΄, Ἀθήνα: Πάπυρος, 1966‐1968. 
Μοσχόπουλου, Ν., λῆμμα «Βουλγαρία», Μεγάλη Ἑλληνικὴ 
     Ἐγκυκλοπαιδεία, τόμ. Ζ΄ (Ἀθήνα: Πυρσός, 1929), σσ. 629‐670. 
Mutafčieva, Vera καὶ Todorov, Nikolaï, Le passé de la Bulgarie, Σόφια: 
Sofia‐Presse, 1969.  
Ostrogorsky, Georges, Histoire de l’État byzantin, Παρίσι: Payot, 1969. 
Προβατᾶ,  Ἀλκιβιάδη  Πολιτικὴ  Ἱστορία  τῆς  Ἑλλάδος  ἀπὸ    1821 
μέχρι 1980. Νομοθετικὰ καὶ ἐκτελεστικὰ σώματα, Ἀθήνα, 1980. 
Renouvin, Pierre, La Première Guerre Mondiale, Presses Universitaires 
de France, 19836. 
Seignobos, Ch., Histoire politique de l’Europe contemporaine, 1814‐1896, 
      Παρίσι: Armand Colin, 1903. 
Shaw,  Stanford  J.,  History  of  the  Ottoman  Empire  and  Modern  Turkey, 
τόμ. Ι‐ΙΙ, Cambridge University Press, 1976‐1977. 
Σκόντρα, Σπυρίδωνος Α., Εἰκονογραφημένη Ἱστορία τοῦ Πρώτου 
      Παγκοσμίου Πολέμου, τόμ. Α΄‐Γ΄, Ἀθήνα: Κέκροψ, 1969. 
Χάμμερ,  Ἰ.,  Ἱστορία  τῆς  Ὀθωμανικῆς  Αὐτοκρατορίας.  Μετάφραση 
Κωνσταντίνου  Σ.  Κροκιδᾶ,  τόμ.  Α΄‐Ϛ΄,  Ἀθήνα:  Χ.  Ν.  Φιλαδελ‐
φεύς, 1870‐1874. (Χρησιμοποιήθηκε ὁ τόμ. Β΄.) 

247
Χριστοφιλοπούλου,  Αἰκατερίνης,  Βυζαντινὴ  Ἱστορία,  τόμ.  Α΄  ‐Β΄2, 
Ἀθήνα, 1975‐1988. 
 
Ἐπίσης:  
Chamberlain,  Houston  Stewart,  La  Genèse  du  XIXème    siècle.  Ἔκδοση 
ἀπὸ τὸν Robert Godet, τόμ. Ι‐ΙΙ, Παρίσι: Payot, 19133. 
 Kovalewsky, Maxime, Institutions politiques de la Russie. Μετάφραση 
τῆς κυρίας Derocquigny, Παρίσι: V. Giard καὶ E.Brière, 1903. 
Lasserre, Pierre, La jeunesse d’Ernest Renan. Histoire de la crise religieuse 
du XIXème  siècle, τόμ.I‐III, Παρίσι: Garnier, 1925 καὶ Calmann-Lévy,
1932. 
Leroy‐Beaulieu,  Anatole,  L’Empire  des  Tsars  et  les  Russes,  τόμ.  Ι‐ΙΙΙ, 
Παρίσι: Hachette, 18962. 
Παπαδοπούλου,  Χρυσοστόμου  Ἀ.,  Ἱστορία  τῆς  Ἐκκλησίας 
Ἀντιοχείας, Ἀλεξάνδρεια, 1951. 
Reinach,  Salomon,  Orpheus.  Histoire  générale  des  religions,  Παρίσι: 
Alcide Picard, 1909. 
Renan,  Ernest,  Historia  del  pueblo  de  Israel.  Μετάφραση  ἀπὸ  τὰ 
γαλλικὰ  [στὰ  ἱσπανικὰ]  τοῦ  Juan  Díaz  Angelat,  τόμ.  Ι‐ΙΙ, 
Βαρκελώνη: Orbis, 1985. 
Τοῦ ἰδίου,  L’Antechrist, Παρίσι: Calmann Lévy, 18933. 
Σωμμαρίπα,  Π.  Θ.,  Ἱστορία  τῆς  Καθολικῆς  Ἐκκλησίας,  Ἀθήνα, 
1940. 
 
Ὅσον ἀφορᾶ, τέλος, τὸ Πολεμικὸ Ναυτικό:  
Παΐζη‐Παραδέλη,  Κ.,  Τὰ  πλοῖα  τοῦ  Ἑλληνικοῦ  Πολεμικοῦ 
Ναυτικοῦ, 1830‐1979, Ἀθήνα: Γενικὸ Ἐπιτελεῖο Ναυτικοῦ, 1979. 
 
ΙΙ. Μονογραφίες 
 
1. Βιβλία καὶ ἄρθρα βιογραφικοῦ χαρακτήρα 
 
«Ζαχάροφ,  Σὲρ  Μπάζιλ»,  Ἐγκυκλοπαίδεια  Πάπυρος‐Λαροὺς‐
Μπριτάννικα, τόμ. 25ος  (Ἀθήνα: Πάπυρος, 1984), σ. 388. 
«Lloyd  George,  David»,  The  Dictionary  of  National  Biography,  1949‐
1950  (Oxford University Press), σ. 515 κ.ἑξ. 

248
«Πομπιεντονόστσεφ,  Κονσταντὶν  Πετρόβιτς»,  Ἐγκυκλοπαίδεια 
Πάπυρος‐Λαροὺς‐Μπριτάννικα,  τόμ.  50ὸς  (Ἀθήνα:  Πάπυρος, 
1992), σσ.177‐178. 
«Ricardo, John Lewis», The Dictionary of National Biography, τόμ. XVI 
(Oxford University Press, 1937‐1938), σ. 983. 
Σολζενίτσιν, Ἀ.,  Ὁ Λένιν στὴ Ζυρίχη. Μετάφραση Κώστα Μαυρό‐
πουλου, Ἀθήνα: Ἑλληνικὴ Εὐρωεκδοτική, 1985. 
Τσιμικάλη,  Ἀ.  Ἀ.,  «Ρικάρντο  Δαυΐδ»,  Μεγάλη  Ἑλληνικὴ  Ἐγκυ‐
κλοπαιδεία, τόμ. ΚΑ΄ (Ἀθήνα: Πυρσός, 1933), σσ. 151‐152. 
«Zaharoff,  Sir  Basil»,  The  Dictionary  of  National  Biography.  Missing 
Persons, τόμ. XVI (Oxford University Press, 1937‐1938), σ. 741. 
 
2. Ἄλλα ἔργα εἰδικοῦ ἐνδιαφέροντος 
 
Ἀνδρεάδη,  Ἀνδρ.  Μιχ.,  Ἱστορία  τῶν  ἐθνικῶν  δανείων,  Ἀθήνα: 
Ἑστία, 1904. 
 Ἀυφαντῆ,  Γεωργίου  Γ.,    Ὁ  ἱστορικὸς  ἐμπαιγμός.  Ξετυλίγοντας  τὸ 
κουβάρι τῆς ἀπάτης,  Ἀθήνα: Ἑλληνικὸν Σέλας, 20102. 
Bolton,  Kerry  R.,  “March  1917:  Wall  Street  and  the  March  1917 
Russian Revolution” Ab  Aeterno (Nέα Ζηλανδία), ἀρ. 2 (Μάρτιος 
2010), σσ. 4‐7.  
Τοῦ ἰδίου, From Knights Templar to New World Order. Occult Influences  
       on History, Kapiti (Νέα Ζηλανδία): Spectrum Press, 2006.  
Γιαννᾶ, Ἀναστασίου, Τὸ γνωστικὸ ρεῦμα καὶ ἡ μεταφυσικὴ τοῦ 
      καπιταλισμοῦ,  Ἀθήνα: Patria, 2010. 
Cheyette, Fredric, “Cathars”, Dictionary of Middle Ages, τόμ. 2 (Νέα 
      Ὑόρκη:Charles Scribner’s Sons, 1983), σσ. 182‐191. 
Curtright,  Lynn  H.,  Muddle,  Indecision  and  Setback.  British  Policy  and 
the  Balkan  States,  August  1914  to  the  Inception  of  the  Dardanelles 
Campaign, Θεσσαλονίκη: Institute for Balkan Studies, 1986. 
Δημακοπούλου, Χαρικλείας Γ., «Ἡ δρᾶσις τοῦ ἀντιπλοιάρχου De 
      Roquefeuil  κατὰ  τὴν  περίοδον  τοῦ  Διχασμοῦ»,  Ἀνακοινώσεις 
ἡμερίδος  (16  Νοεμβρίου  1996)  γιὰ  τὴν  ἑξηκοστὴ  ἐπέτειο  τοῦ 
θανάτου  τοῦ  Ἐλευθερίου  Βενιζέλου  (Ἀθήνα:  Λέσχη  Φιλελευ‐
θέρων‐Μνήμη Ἐλευθερίου Βενιζέλου, 1997), σσ. 25‐48. 

249
Evans, Laurence, United States policy and the partition of Turkey, 1914‐
1924, Βαλτιμόρη: The John Hopkins Press, 1965. 
Fine,  John  V.  A.,  “Bogomilism”,  Dictionary  of  Middle  Ages,  τόμ.  2  
(Νέα Ὑόρκη:Charles Scribner’s Sons, 1983), σσ. 294‐297. 
Fotakis, Zisis, Greek Naval Strategy and Policy, 1910‐1919, Λονδῖνο καὶ 
Νέα Ὑόρκη: Routledge, 2005. 
Garin, Michel, Les Grecs de Paris pendant la Première Guerre mondiale, 
  Κωνσταντινούπολη: Les éditions Isis, 2010. 
Ἠλιάκη,  Ἰωάννου  Γ.,  Ὁ  Βενιζέλος  καὶ  ἡ  πολιτική,  Ἀθήνα:  Γ.  Ἠ. 
Καλέργης, χ.ἔ. 
 Κίσσινγκερ, Χένρυ Ἀ., Ἕνας ἀποκατεστημένος κόσμος. Ὁ Μέττερ‐
νιχ,  ὁ  Κάσλρη  καὶ  τὰ  προβλήματα  τῆς  εἰρήνης,  1812‐1822. 
Πρόλογος‐μετάφραση‐σχόλια‐ἐπιμέλεια Δημήτρη Μιχαλόπου‐
λου, Ἀθήνα: Παπαζήσης, 2003. 
Κλαδᾶ, Ν. Θ., «Πρῶτος Βαλκανικὸς Πόλεμος», Μεγάλη Ἑλληνικὴ 
      Ἐγκυκλοπαιδεία, τόμ. Ϛ΄ (Ἀθήνα: Πυρσός, 1928), σσ. 545‐570. 
 Κονιδάρη, Ἰ. Μ. «Ἡ συμβολὴ τοῦ Ἐλευθερίου Βενιζέλου στὰ 
      ἐκκλησιαστικὰ  πράγματα  τῆς  ἐποχῆς  του»,  Ὁ  Ἐλευθέριος 
Βενιζέλος  ὡς  νομικός.  Ἡ  συμβολή  του  στὴ  διαμόρφωση  τοῦ 
ἑλληνικοῦ  δικαίου  (Ἀθήνα‐Κομοτηνή:  Ἀντ.  Ν.  Σάκκουλας, 
2003), σσ.148‐172. 
Μιχαλόπουλου, Δημήτρη, «Οἱ στόχοι καὶ τὰ ἀποτελέσματα τοῦ 
      βομβαρδισμοῦ  τῆς  Σαμψούντας  ἀπὸ  τὸν  Ἑλληνικὸ  Στόλο», 
Ἀρχεῖον Πόντου, τόμ. 37ος (Ἀθήνα, 1982), σσ. 5‐24. 
Τοῦ ἰδίου, Ὁ Ἐλευθέριος Βενιζέλος καὶ τὸ Βορειοηπειρωτικὸ ζήτημα  
       Ἀθήνα: Λέσχη  Φιλελευθέρων‐Μνήμη Ἐλευθερίου Βενιζέλου, 
        1992. 
Τοῦ ἰδίου, «Σκέψεις γιὰ τὸν Ἐθνικὸ Διχασμό», Ἀνακοινώσεις 
      ἡμερίδος   (16 Νοεμβρίου 1996) γιὰ τὴν ἑξηκοστὴ ἐπέτειο τοῦ 
     θανάτου τοῦ Ἐλευθερίου Βενιζέλου (Ἀθήνα: Λέσχη 
     Φιλελευθέρων‐ΜνήμηἘλευθερίου Βενιζέλου, 1997), σσ. 5‐24. 
Michalopoulos, D., Vie politique en Grèce pendant les années 1862‐1869, 
Ἀθήνα: Ἐθνικὸν καὶ Καποδιστριακὸν Πανεπιστήμιον Ἀθηνῶν. 
Βιβλιοθήκη Σοφίας Ν. Σαριπόλου, ἀρ. 42, 1981. 

250
Τοῦ  ἰδίου,    “ Positive  Christianity  and  the  Russian  Campaign: 
Rosenberg  vs.  Chamberlain”,  Ab  Aeterno  (Νέα  Ζηλανδία),  1 
(Νοέμβριος 2009), σσ.15‐24. 
Michelatos, Anastasios, “Who is the real Angela Merkel?” Ab Aeterno, 
2 (Ἰούλιος‐Σεπτέμβριος 2010), σ. 49. 
Molho, Réna, « Thessalonique après 1912. Propagandes étrangères et 
     communauté  juive »,  La  France  et  la  Grèce  dans  la  Grande  Guerre. 
Actes  du  colloque  tenu  en  novembre  1989  à  Thessalonique 
(Θεσσαλονίκη, 1992), σσ. 47‐60. 
Mourélos,  Yannis,  L’intervention  de  la  Grèce  dans  la  Grande  Guerre, 
Ἀθήνα: Collection de l’Institut français d’Athènes, 1983. 
Πάλμερ, Ἄλαν, «Ἡ συντριβὴ τῆς Σερβίας», Purnell. Ἱστορία τοῦ 20οῦ 
        αἰῶνος, τόμ. 2 (Ἀθήνα: Χρυσὸς Τύπος, 1968), σσ. 534‐538. 

Πετρίδη,  Παύλου,  Ξενικὴ  ἐξάρτηση  καὶ  ἐθνικὴ  πολιτικὴ  (1910‐


1920), Θεσσαλονίκη: Παρατηρητής, 1981. 
Σταυρινοῦ, Μιράντας, Ἡ ἀγγλικὴ πολιτικὴ καὶ τὸ Κρητικὸ ζήτημα, 
1839‐1841, Ἀθήνα: Δόμος, 1986. 
Χιούμπλ,  Ρίτσαρντ,  «Ἡ  διαφυγὴ  τοῦ  Γκαῖμπεν»,  Purnell.  Ἱστορία 
τοῦ 20οῦαἰῶνος, τόμ. 2 (Ἀθήνα: Χρυσὸς Τύπος, 1968), σσ. 488‐492. 
 
Ἐπίσης:  
Arrigoni,  Emilio,  Manicheismo,  Mazdakismo  e  sconfessione  dell’eresiarca 
romano‐ persiano Bundos, Μιλάνο: Sebastiani, 1982. 
Βιδάλη,  Ὀρέστη,  Τὸ  σύγχρονο  γεωπολιτικὸ  περιβάλλον  καὶ  ἡ 
ἐθνική μας πολιτική, Ἀθήνα: Ἑλληνικὴ Εὐρωεκδοτική, 1988. 
Baigent, Michael· Leich, Richard  καὶ Lincoln, Henry, The Holy Blood 
and the Holy Grail, Λονδῖνο: Corgi Books, 19832. 
Chouraki,  André,  La  pensée  juive,  Παρίσι:  Presses  Universitaires  de 
France, 19895. 
Grose,  Peter,  Israel  in  the  mind  of  America,  Νέα  Ὑόρκη:  Schocken 
Books, 1983. 
Hearn,  Lafcadio,  Kokoro.  Μετάφραση  ἀπὸ  τὰ  ἀγγλικὰ  τῆς  Berta 
Franzos, Frankfurt‐am‐Main: Rütten und Loening, 1923. 
Hoffet, Frédéric, Politique romaine et démission des protestants, 
          Παρίσι: Fischbacher, 1962. 

251
Καῖσλερ, Ἄρθουρ, Ἡ Δέκατη Τρίτη Φυλή.  Μετάφραση Γιώργου Π. 
      Σαραφιανοῦ, Ἀθήνα: Ἐκδόσεις Χατζηνικολῆ, 1976. 
Καραλῆ,  Σπύρου,  «Χριστιανικὸς  ἀντισημιτισμός»,  Χρονικά. 
Ὄργανο τοῦΚεντρικοῦ Ἰσραηλιτικοῦ Συμβουλίου τῆς Ἑλλάδος, 
τόμ. ΙΗ΄, ἀρ. 135 (Ἰανουάριος‐Φεβρουάριος 1995), σσ. 3‐6. 
Lacarrière,  Jacques,  Οἱ  Γνωστικοί.  Μετάφραση  Μιχάλη  Κουτούζη, 
Ἀθήνα: Ἐκδόσεις Χατζηνικολῆ, 1976. 
Laperroussaz,  E.‐M.,  Les  manuscrits  de  la  Mer  Morte,  Παρίσι:  Presses 
Universitaires de France, 19917. 
Μπαλάνου, Δ. Σ., «Βαλδένσιοι ἢ Βάλδιοι», Μεγάλη Ἑλληνικὴ 
       Ἐγκυκλοπαιδεία, τόμ. Ϛ΄ (Ἀθήνα: Πυρσός, 1928), σσ. 521‐522. 
Museu  da  Cidade  de  Lisboa,  Guia  do  Museu  da  Cidade,  Λισσαβώνα, 
1991. 
Παπαθανασίου, Φώτη, Ριχάρδος Βάγκνερ. Ἡ μουσικὴ τῶν θεῶν καὶ 
τὰ βαγκνερικὰ μυστήρια, Ἀθήνα: Ἀρσενίδης, 1996. 
Πρίγκιπος  Πέτρου  τῆς  Ἑλλάδος,  Τὸ  Αἰώνιον  Ζήτημα,  Ἀθήνα: 
Μπεργαδῆς, χ.ἔ. 
Peyrefitte,  Roger,  Οἱ  Ἑβραῖοι.  Μετάφραση  (ἀπὸ  τὰ  γαλλικὰ) 
Εὐγενίας Χόρτη, Ἀθήνα: Κάκτος, 2003. 
Stavroulakis, Nicholas P. καὶ  De Vinney, Timothy J., Jewish Sites and 
      Synagogues of Greece,  Ἀθήνα: Talos Press, 1992. 
«Ὑπόθεση  Ντρέιφους»,  Χρονικά.  Ὄργανο  τοῦ  Κεντρικοῦ 
Ἰσραηλιτικοῦ  Συμβουλίου  τῆς  Ἑλλάδος,  τόμ.  ΙΖ΄,  ἀρ.  130 
(Μάρτιος‐Ἀπρίλιος 1994), σσ.   126‐127. 
Χατζάρα, Σπύρου, Οἱ ἀθέατοι ... καὶ οἱ ἀχυράνθρωποί τους, Ἀθήνα: 
       Εὐρώτας, 2010. 
 Toῦ  ἰδίου,  1821.  Ἕτος  21ο  τῶν  Φιλικῶν.  (Ἡ  Ἐπανάσταση  τῶν 
Φιλογενῶν), τόμ. Α΄ ‐ Β΄, Ἀθήνα: Ἐλεύθερη Ἑλλάδα, 2011. 
Χέρν, Λευκάδιου, Κείμενα ἀπὸ τὴν Ἰαπωνία. Εἰσαγωγή, μετάφραση 
Σωτήρη Χαλικιᾶ, Ἀθήνα: Ἴνδικτος, 1997. 
 
 

252
Ε Υ Ρ Ε Τ Η Ρ Ι Ο1 
 
«ΑΒΕΡΩΦ», πολεμικὸ πλοῖο, 87, 108, 191. 
Ἀγγλία, βλ.Βρεταννία. 
Ἀθήνα, 22, 40, 42, 45, 49, 51, 77, 79, 81, 83, 85, 86, 87, 91, 92, 100‐102, 
105, 130, 138, 139, 141, 143, 200, 206, 207, 209, 233. 
Αἰγαῖο, 130, 181, 189, 204, 209, 230. 
Αἴγυπτος, 35, 36, 99 (σημ. 5). 
Αἰκατερίνη Β΄ ἡ Μεγάλη, αὐτοκράτειρα τῆς Ρωσίας, 14. 
Ἀκρόπολις, ἐφημερίδα, 43, 64 (σημ. 2). 
Ἀλβιγηνοί, 174, 176. 
Ἀλεξάνδρα, αὐτοκράτειρα, σύζυγος τοῦ αὐτοκράτορα τῆς Ρωσίας 
Νικολάου Β΄, 236*. 
Ἀλέξανδρος, τοποτηρητὴς τοῦ ἑλληνικοῦ θρόνου (1917‐1920), 143. 
Ἀλέξανδρος Α΄, αὐτοκράτωρ τῆς Ρωσίας, 188. 
Ἀλέξανδρος Β΄, αὐτοκράτωρ τῆς Ρωσίας, 149. 
Ἀλέξανδρος Γ΄, αὐτοκράτωρ τῆς Ρωσίας, 148, 149. 
Ἀλῆ Ριζᾶ πασᾶς, 110. 
Ἁλιάκμονας ποταμός, 110.  
Ἀναβρητή, 34. 
Ἀναβρυτή, βλ. Ἀναβρητή. 
Ἀνατολικὴ Μεσόγειος, 61. 
Ἀντιόχεια, 169. 
Ἀξιὸς ποταμός, 120. 
Ἀποκάλυψις Ἰωάννου, 170 (σημ. 4).  
Ἀραβικὴ Χερσόνησος, 214. 
Ἀργυρόπουλος, Περικλῆς, 199. 
Ἀρμένιοι, 31, 32, 39, 123 (σημ. 5). 
Ἀσσύριοι,  150 (σημ. 3). 
Ἀτατούρκ, βλ. Μουσταφὰ Κεμάλ. 

1   Δὲν  ἔχουν  ἀποδελτιωθεῖ  τά:  «Α΄  Παγκόσμιος  πόλεμος,  «Βενιζέλος, 


Ἐλευθέριος», «Ἑλλάδα», «Ὀρθοδοξία», «Ρωμαιοκαθολικὴ Ἐκκλησία». 
 

253
Ἀτλαντικὴ κοινότητα, 9, 145‐147, 155, 157, 158,  161, 164, 166, 220, 
230, 231, 234. 
Ἀτλαντικὸς ὠκεανός, 145. 
Αὐστρία, 186‐188. 
Αὐστροουγγαρία, 11, 55, 88, 120 (σημ. 4), 121, 132, 135, 137, 146 
(σημ.), 165, 196, 199, 204, 215, 216, 218, 233. 
Ἀφρική, 129, 160 (σημ.), 181. 
 
AGENCE‐RADIO, 206. 
Ahmet İzzet πασᾶς, 215. 
Aix‐les‐Bains, 107. 
Albigeois, βλ. Ἀλβιγηνοί. 
 
 
ΒΑΛΔΙΟΙ, 176, 177. 
Βαλκάνια, βλ. Χερσόνησος τοῦ Αἵμου. 
Βαλκανικοὶ πόλεμοι, 9, 80, 81, 106, 107, 109, 110, 115, 116, 140, 191, 
193, 195, 205, 209, 227‐229, 235. 
Βαλτική, 151, 214. 
Βασίλειος Β΄, αὐτοκράτωρ, 172, 175 (σημ. 1). 
Βάσσος, Τιμολέων, 53. 
Βέλγιο, 135, 136, 145. 
Βενετία, 172. 
Βενετοί, 36, 181, 182, 226 (σημ. 1). 
Βενιαμὶν τῆς Τουδέλας,  175 (σημ. 1). 
Βενιζέλος, Ἀγαθοκλῆς, 23, 25, 41, 56. 
Βενιζέλος, Ἀδάμ, 38. 
Βενιζέλος, Κυριάκος, 12‐21, 23, 24, 26, 29, 30*‐33, 37‐42, 47. 
Βενιζέλος, Κυριάκος (γυιὸς τοῦ Ἐλευθέριου), 47. 
Βενιζέλος, Κωνσταντῖνος, 38. 
Βενιζέλος, Σοφοκλῆς, 47. 
Βενιζέλου, Ἑλένη, 22. 
Βενιζέλου, Κατίγκω, 22, 37, 45, 57 (καὶ σημ. 2). 
Βενιζέλου, Μαριγώ, 22. 
Βερολῖνο, 89, 108, 112, 195, 196, 201, 214. 

254
Βησσαρίων, καρδινάλιος, 151. 
Βιέννη, 195, 196, 204. 
Βικτωρία, βασίλισσα τῆς Ἀγγλίας, 159. 
Βίττελσμπαχ, δυναστεία, 190. 
Βογομίλ, παπᾶς, 172. 
Βογόμιλοι, 171‐173, 177. 
Βοημία, 177. 
Βοναπάρτη, Μαρία, πριγκίπισσα, 69, 70 (σημ. 6).  
Βόρειος Ἤπειρος, 134, 184, 233. 
Βόσπορος, 127, 132, 133. 
Βοστώνη, 216. 
Βουδισμός, 168, 169. 
Βουλγαρία, 97, 106 ‐108, 115, 135, 136, 139, 164‐166, 177, 213, 215, 218, 
234. 
Βούλγαροι, 116, 171, 173, 177, 214. 
Β΄ Παγκόσμιος πόλεμος,  205 (σημ. 4), 219. 
Β΄ Ράιχ, βλ. Γερμανία. 
Βρεταννία, 11, 36, 37, 44, 45, 49, 51, 52, 54, 58,  61, 62, 63 (σημ.), 66, 
67, 69, 70, 75,  79‐ 81, 85, 87, 88, 101 (σημ. 1), 103, 104, 120 (σημ.2),  
127‐129, 132, 133, 136, 145, 146, 150, 154, 158, 164, 165, 177, 178, 
185, 190, 192‐194, 196, 203, 206, 207, 208*, 209, 211, 213, 222, 223, 
228,  230,  233‐235.  
 
BALFOUR, Arthur James, 225. 
Baruch, Bernard, 200, 217, 219. 
Béziers, 176. 
Biliotti, Alfred, 45, 51. 
Bourchier, James, 81, 97 (σημ. 4). 
«Breslau», γερμανικὸ πολεμικό, βλ. “Goeben”. 
Brindisi, 128. 
«Bund», ἰουδαϊκὸ κόμμα στὴ Ρωσία, 154. 
Burrows, Ronald, 209. 
 
 

255
ΓΑΛΛΙΑ, 11, 63 (σημ.), 67, 70 (σημ. 5), 75, 80, 89, 101(σημ. 1), 107, 
108, 113, 120 (σημ. 2), 127, 128, 133, 136, 137, 143, 145‐147, 157, 
158, 172‐175, 178, 193, 194, 196, 197, 203, 213, 218. 
Γενεύη, 178. 
Γενικὸ Ἑλληνικὸ Ἐπιτελεῖο, 122, 125. 
Γενικὸ Ἐπιτελεῖο Ναυτικοῦ, 107. 
Γενουάτες, 181. 
Γερβάσιος, μητροπολίτης Ἰωαννίνων, 116. 
Γερμανία,  44, 61, 80, 113, 121, 122, 129‐132, 135, 145, 146 (σημ.), 172, 
177, 178, 191, 194‐196, 199‐201, 206, 212, 213, 215, 218, 231, 234 
Γεώργιος Α΄, βασιλεὺς τῶν Ἑλλήνων, 11, 53, 55, 66, 70, 71, 80, 81, 
88, 89, 91‐93, 95, 96, 106‐108,233. 
Γεώργιος, διάδοχος τοῦ ἑλληνικοῦ θρόνου, 143. 
Γεώργιος, ὕπατος ἁρμοστὴς τῶν Δυνάμεων στὴν Κρήτη, 55, 57, 58, 
61‐65, 67‐72, 74, 81, 88, 233. 
«Γεώργιος Ἀβέρωφ», πολεμικὸ πλοῖο, βλ. «Ἀβέρωφ». 
Γιβραλτάρ, 129, 182. 
Γνωστικοί, 166 ‐169, 171, 173‐175, 178. 
Γουδί, ἐξέγερση στό, 83‐85, 191. 
Γουλιέλμος Β΄, αὐτοκράτωρ τῆς Γερμανίας, 89, 142, 166 (σημ. 3), 
191, 232*, 233. 
Γούναρης, Δημήτριος, 82*, 83, 84, 134. 
 
CAMBON, Jules, 108, 113. 
Cathares, βλ. Καθαροί. 
Chamberlain, Houston Stewart, 173. 
Chamberlain, Joseph, 42‐44. 
Cockrell, Anna, 112. 
Costa, Uriel da, 159 (σημ.3).  
 
ΔΑΜΑΣΚΟΣ, 110. 
Δαρδανέλλια, 109, 121, 125, 127, 128, 130‐133. 
Δημητρακόπουλος, Νικόλαος Π., 103, 104*, 105. 
Διαμαρτυρόμενοι, βλ. Μεταρρύθμιση θρησκευτική. 
Δούναβις, 172. 

256
Δυαδικὴ Μοναρχία τῶν Ἁψβούργων, βλ. Αὐστροουγγαρία. 
 
DILLON, Emile Joseph, 81, 85, 87. 
Disraeli, Benjamin, 158, 188. 
 
 
ΕΒΡΑΙΟΙ, 150 (σημ. 3), 155. 
Ἐγγὺς Ἀνατολή, 35, 187, 206, 223. 
Ἐγκάρδια Συνεννόηση, 80, 90 (σημ. 2), 93, 120 (σημ. 2), 121, 125, 130 
(σημ. 1), 131, 133‐138,144, 165, 166, 194‐196, 200, 213, 214, 217, 220, 
234. 
Ἐδουάρδος Ζ΄, βασιλιὰς τῆς Ἀγγλίας, 62. 
Ἐθνικὴ Τράπεζα τῆς Ἑλλάδος,  59 (σημ.). 
Ἐθνικῆς Ἀμύνης, κίνημα, 140, 207, 209. 
Ἐλαφόνησος, 182. 
Ἐλευθερίου, Σοφοκλῆς, βλ. Κατελοῦζος, Σοφοκλῆς. 
Ἐλευθεροτεκτονισμός, 146 ‐147. 
Ἐλιγιά, Γιωσέφ,  160. 
Ἕλλης ναυμαχία, 191. 
Ἐμβὲρ πασᾶς, 215. 
Ἑπτάνησα, 14, 59 (σημ.), 182. 
Ἑρμούπολη, 40. 
Ἔσλιν, Κωνσταντῖνος, 92. 
Ἐσσαῖοι, 168. 
Εὐαγγέλιον κατὰ Ἰωάννην, 170. 
Εὔξεινος Πόντος, 132. 
Ἔφεσος, 170. 
 
ELLIOT, Sir Francis, 91. 
 
FEDERAL Bureau of Investigation (F. B. I.), 200. 
Federal Reserve System, 195. 
Flynn, William J., 200. 
 
«GOEBEN», γερμανικὸ πολεμικό, 128 ‐133, 164, 192. 

257
 
ΖΑΪΜΗΣ, Ἀλέξανδρος, 70 (σημ. 5), 71, 72, 74, 75 138, 139. 
Ζαχάρωφ, Βασίλειος, 202, 203, 206, 214, 215, 220. 
Ζορμπᾶς, Νικόλαος, 85, 86 (σημ.2), 88, 89. 
Ζυγομαλᾶς, Γεώργιος, 41. 
Ζυμπρακάκης, Παμίκος, 83, 86, 97, 98. 
Ζωγράφος, Γεώργιος Χρηστάκη, 134. 
Ζωὴ Παλαιολογίνα, βλ. Σοφία Παλαιολογίνα. 
 
Η.Π.Α., 39, 100, 112, 145, 147, 153‐155, 158, 164, 165, 178, 194‐196, 200‐
202, 213‐217, 219‐221, 229, 234. 
 
«HAMBRO, C. J. & Son», 59 (σημ.). 
«Hamidiye», ὀθωμανικὸ πολεμικὸ σκάφος, 131. 
Howard, Esme, 62. 
 
 
ΘΕΟΔΟΣΙΟΣ  ὁ Μέγας, αὐτοκράτωρ, 175. 
Θέρισο, 18, 61, 66, 67. 
Θεσσαλονίκη, 55, 110 ‐115, 135 ‐141, 144, 196 ‐199, 201, 202 (σημ. 1), 
203‐205 (σημ.4), 207, 209 (σημ. 4), 228, 233, 234. 
Θιβέτ, 169 (σημ. 3). 
 
 
ΙΑΠΩΝΙΑ, 58 (σημ. 4), 145, 155‐157. 
Ἰβὰν Γ΄ ὁ Μέγας, ἡγεμὼν τῆς Μόσχας, 151, 152. 
Ἱερὰ Ἐξέταση, 175. 
«Ἱερουσαλὴμ τῶν Βαλκανίων», βλ. Θεσσαλονίκη. 
Ἰουδαῖοι, 28, 34, 110, 111‐113, 145, 150 ‐156, 158, 159 (σημ. 3), 163‐ 
165, 167, 170, 174, 175 (σημ. 1), 176, 178, 185, 195‐199, 202, 205, 
216, 217, 219, 221, 222, 228, 229, 234. 
Ἰράκ, 80, 222‐224. 
Ἰσλάμ,  160, 169, 173, 174, 181, 210. 
Ἱσπανία, 146, 147, 153, 160, 174. 

258
Ἰταλία, 11, 39, 63 (σημ.), 67, 70 (σημ. 5),  75, 80, 87, 90, 101(σημ.), 108, 
120 (σημ. 1),  129, 147 (σημ. 3), 152, 172, 181, 182, 197, 213, 215, 
216, 221, 227, 235. 
Ἰταλικὴ Σχολὴ Ἀθηνῶν, 167 (σημ. 2). 
Ἰταλοί, βλ. Ἰταλία. 
Ἰωάννης, Ἀπόστολος, 167, 170. 
Ἰωάννης Α΄ Τσιμισκής, αὐτοκράτωρ, 171. 
 
 
ΚΑΘΑΡΟΙ, 174, 175 (σημ.1), 176‐178. 
Καλβινισμός, 112, 157, 162, 170 (σημ. 1), 178, 179. 
Καλβῖνος, Ἰωάννης, 162‐164, 177, 178. 
Καλλίπολη, 121, 125, 181. 
Καλορρίζικος, Δημήτριος, 54. 
Καναδᾶς, 145. 
Καποδίστριας, Ἰωάννης, 85 (σημ. 4), 186‐189, 197, 231. 
Καπορέττο, 213. 
Κασπία, 151. 
Κατελοῦζος, Σοφοκλῆς, 47. 
Κατελούζου, Μαρία, 44, 46‐48, 51. 
Καύκασος, 127, 132. 
Κεντρικὲς αὐτοκρατορίες, 131, 165, 206, 213, 214. 
Κεντρικὴ Σιωνιστικὴ Ὀργάνωση, 195,196, 199. 
Κιουτσοὺκ Καϊναρτζᾶ, συνθήκη, 182. 
Κοινωνία τῶν Ἐθνῶν, 202, 223. 
Κολοκοτρώνης, Θεόδωρος, 186, 189, 231. 
Κορομηλᾶς, Λάμπρος, 112, 115, 116 (σημ.1), 234. 
Κουμουνδοῦρος, Κωνσταντῖνος, 98. 
Κούνδουρος, Μανοῦσος, 52, 53, 62, 72, 73, 92. 
Κουντουριώτης, Παῦλος, 107,141, 209. 
Κουρδιστάν, 124 (σημ.). 
Κόχραν, Θωμᾶς‐Ἀλέξανδρος, 185. 
Κρεββατᾶ, οἰκογένεια, 13‐15. 
Κρεμαστή, 34. 

259
Κρήτη, 11‐14, 16‐24, 26, 29, 39‐42, 44‐46, 49, 51‐53, 55, 57‐59, 61‐76, 80‐
81, 83, 85, 86, 88, 92, 95, 97, 100‐103, 105‐108, 141, 226 (σημ. 1), 233. 
Κρητικὴ Χωροφυλακή, 67 (σημ. 2), 140. 
Κριμαϊκὸς πόλεμος, 124. 
Κρόμβελ, Ὄλιβερ, 155. 
Κωνσταντῖνος Α΄, βασιλεὺς τῶν Ἑλλήνων, 83, 84, 88, 89, 92, 98, 
110‐116, 118*‐122, 139‐143, 193, 205, 207, 210‐212, 220, 225, 229, 
233, 235. 
Κωνσταντῖνος Ε΄ Κοπρώνυμος, αὐτοκράτωρ, 171. 
Κωνσταντῖνος ΙΑ΄ Παλαιολόγος, αὐτοκράτωρ, 152. 
Κωνσταντινουπόλεως, προκαταρκτικὴ συνθήκη (1897), 56 (σημ. 3) 
Κωνσταντινούπολη, 22, 124 (σημ. 4), 127‐129, 131, 151, 171, 172, 181, 
182, 197, 202, 224. 
 
KING’S College, 209. 
 
ΛΑΜΑΪΣΜΟΣ, 169 (σημ. 3). 
Λαρεντζάκης, Ἀντώνιος, 48. 
Λατινικὴ Ἀμερική, 146, 147. 
Λένιν, Βλαδίμιρος Ἴλιτς, 128, 148, 154, 179*. 
Λευκὰ Ὄρη, ἐφημερίδα, 46. 
Λήμνου ναυμαχία, 191. 
Λιβόρνο, 87. 
Λονδῖνο, 59 (σημ.), 138, 154 (σημ. 2), 179, 209, 230. 
Λονδίνου πρωτόκολλο (1836), 20. 
Λονδίνου συνθήκη (1840), 35. 
Λούθηρος, Μαρτῖνος, 146, 154, 162, 163, 177. 
Λυμπρίτης, Θεόδωρος, 98. 
Λυών, 176. 
Λωζάννη, 121. 
Λωζάννης συνθήκη (1923), 223. 
 
LIPPMANN, Walter, 145, 155. 
Lloyd George, David, 178, 214, 220, 225 (σημ. 3). 
Ludendorff, Erich, 219. 

260
ΜΑΪΜΟΝΙΔΗΣ, Μωυσῆς, 160. 
Μακεδονία, 81, 96, 108‐110, 112‐114, 138, 140, 205, 210, 229. 
Μαλίνωφ, Ἀλέξανδρος, 214. 
Μάλτα, 190. 
Μάντσεστερ, 103. 
Μαρμαρᾶ θάλασσα, 130. 
Μαχμοὺτ Β΄, σουλτᾶνος τῶν Ὀθωμανῶν, 183, 184. 
Μενσεβίκοι, 154, 179. 
Μεσαρέ, Κενάν, 115. 
Μεσολόγγι, 21‐23. 
Μεσσήνη, 129. 
Μεταξᾶς, Ἰωάννης, 6, 89, 90, 121‐123, 125, 127, 133, 144, 192, 205 
(σημ. 4), 220, 221. 
Μεταρρύθμιση θρησκευτική, 146, 147, 154, 155, 162, 177. 
Μέττερνιχ, πρίγκιπας Κλήμης φόν, 186‐188. 
Μεχμὲτ Κιαμὴλ πασᾶς, 110. 
Μητσοτάκη, οἰκογένεια, 33‐35, 37‐39, 57 (σημ. 2). 
Μητσοτάκη, Μαριέττα, 57 (σημ. 2). 
Μητσοτάκης, Γεώργιος, 35. 
Μητσοτάκης, Ἰωάννης Γ., 37 (σημ. 3). 
Μητσοτάκης, Κωνσταντῖνος, 37, 45, 46, 50, 57. 
Μητσοτάκης, Νικόλαος, 57 (σημ. 2). 
Μιαούλης, Ἀνδρέας, 189. 
Μικρὰ Ἀσία, 10, 80, 116, 123‐125, 169,  170, 192, 210, 221‐223. 
Μιτζοτάκης, Ἰωάννης Γ., βλ. Μητσοτάκης, Ἰωάννης Γ. 
Μιχελιδάκης, Ἀντώνιος, 75, 76, 103. 
Μολάοι, 34. 
Μοναστήρι, 111, 113, 114, 199, 233. 
Μονεμβασιά, 14, 15, 34, 35, 46. 
Μοσούλη, 222‐225, 229. 
Μόσχα, 149, 151, 152, 180*. 
Μοῦγλα, 203. 
Μούδρου ἀνακωχή, 215, 222, 224. 
Μουσουλμάνοι, 22, 24, 33, 36, 37, 45, 48, 49, 53, 75, 77, 110, 111, 123,  
160, 170, 174, 176, 183, 190, 192, 210, 226 (σημ. 1), 228. 

261
Μουσταφὰ Κεμάλ, 80, 223, 224, 228. 
Μπάλφουρ Δήλωση, 196, 197, 217. 
Μπαντράκης, Τεφήκ, 48. 
Μπενάκης, Ἐμμανουήλ, 99. 
Μπενιζέλος, ὄνομα, 33, 38. 
Μπολσεβίκοι, 127, 128, 154, 179, 216. 
Μπόξερς, ἐξέγερση τῶν, 68 (σημ. 1). 
Μυστρᾶς, 13, 38. 
Μωχάμετ Ἄλυ, 35. 
 
MacKINDER, Halford John, 127, 128, 230, 231. 
Masaryk, Tomáš, 216. 
Mendelssohn, Μωυσῆς, 160. 
Merkel, Angela, 233 (σημ. 3). 
«Minerva», βρεταννικὸ πολεμικὸ πλοῖο, 105 (σημ. 1). 
Morgenthau, Henry, 221. 
 
 
ΝΑΞΟΣ, 130. 
Ναυαρίνου ναυμαχία, 189. 
Ναυπάκτου ναυμαχία, 182. 
Νέα Ὑόρκη, 195, 196. 
Νεότουρκοι, 83, 85, 108, 215. 
Νικολάκη ἐφέντης, ταγματάρχης τοῦ Ὀθωμανικοῦ Στρατοῦ, 
10,116. 
Νικόλαος Β’, αὐτοκράτωρ τῆς Ρωσίας, 58, 65, 69, 126*, 128,  233, 
236*. 
Νίκων ὁ Μετανοεῖτε, 34. 
Νοβοροσσίσκ, 131. 
Νομιναλισμός, 162. 
Νοστράκης, Ἀνδρέας, 42. 
Ντρέυφους ὑπόθεση, 158. 
Νύσσα, 135 (σημ. 3), 165 (σημ. 3). 
 
Niš, βλ. Νύσσα. 

262
 
ΟΔΗΣΣΟΣ, 131, 202. 
Ὀθωμανικὴ Αὐτοκρατορία, 11, 17, 19, 20, 22, 35, 36, 39, 42, 51‐55, 57, 
59 (σημ.), 76, 77, 79,  80, 93, 102, 106, 107‐109, 110, 114, 122‐124, 
129, 131‐133,151, 181‐184, 187‐189, 190‐193, 196, 214, 220, 222, 224, 
226, 229, 231, 233. 
Ὄθων, βασιλεὺς τῆς Ἑλλάδος, 66, 80, 189 (σημ. 8), 212. 
Ὄλγα, βασίλισσα, σύζυγος τοῦ βασιλέως τῶν Ἑλλήνων Γεωργίου 
Α΄,  80, 95. 
Ὁλλανδία, 145, 147, 154, 159 (σημ. 3), 185. 
Οὑγγαρία, 172. 
Οὐκρανία, 152. 
 
«Orlando», ναυπηγεῖα, 87. 
 
ΠΑΓΚΟΣΜΙΟ Σιωνιστικὸ Γραφεῖο, 193. 
Παλαιὰ Διαθήκη, 34, 146, 154, 160, 161, 168, 174 (σημ. 3), 175 (σημ. 1). 
Παλαιστίνη, 153, 155, 158,  160, 196, 197, 217, 220, 221, 225, 228. 
Παπαδάκης, Γεώργιος, 48. 
Παρίσι, 28, 32, 70 (σημ. 6), 107, 123 (σημ. 5), 135 (σημ. 3), 138, 165 
(σημ. 3), 200, 204, 221, 235. 
Πάρνωνας, 34. 
Πάσιτς, Νικόλαος, 121. 
Πάτρα, 84. 
Πατριαρχεῖο Κωνσταντινουπόλεως, 85. 
Πατριαρχεῖο Μόσχας, 149. 
Παυλικιανοί, 169, 170, 173. 
Παῦλος, Ἀπόστολος, 170 (σημ. 1). 
Παῦλος Σαμοσατεύς, 169. 
Πειραιάς, 130, 209. 
Πεκῖνο, 67, 68 (σημ. 1). 
Πελοπόννησος, 38, 184. 
«Πελοπόννησος», ἑλληνικὸ ἐπιβατηγὸ πλοῖο, 105 (σημ. 1). 
Πέρογλου, Στυλιανός, 21. 
Περσία, 228 (σημ. 2). 

263
Πέτρος Α΄ ὁ Μέγας, αὐτοκράτωρ τῆς Ρωσίας, 148, 149. 
Πέτρος, Ἀπόστολος,  167. 
Πετρούπολη, 127. 
Πλάτων, 161, 162. 
Πλουμιδάκη, Δέσποινα, βλ. 
   Πλουμιδάκη Στυλιανή. 
Πλουμιδάκη, Μαρία, βλ. 
   Πλουμιδάκη, Στυλιανή. 
Πλουμιδάκη οἰκογένεια, 21, 23. 
Πλουμιδάκη, Στυλιανή, 18, 21, 27*, 28. 
Πλουμιδάκης, Θεμιστοκλῆς, 18, 19. 
Πλουμιδάκης, Ἰωάννης, 18, 19, 21, 28. 
Πολίτης, Νικόλαος, 197. 
Πολωνία, 151, 153. 
Πομπιεντονόστσεφ, Κονσταντὶν Πετρόβιτς, 149, 150. 
Πόρος, 189, 190. 
Πορτογαλία, 146, 157, 159 (σημ. 3). 
Πουριτανοί, 155, 178, 179, 216. 
Πράγα, 216. 
Πρεσβυτεριανοί, 112, 155, 178. 
Προποντίδα, βλ. Μαρμαρᾶ θάλασσα. 
 
POINCARÉ, Raymond, 107. 
Pola, 128, 129. 
 
 
ΡΑΚΤΙΒΑΝ, Κωνσταντῖνος, 103. 
Ράλλης, Δημήτριος, 210. 
Ρεαλισμός, 162. 
Ρέθυμνο, 59 (σημ.), 62, 68. 
Ρομανώφ, δυναστεία, 80, 127, 147, 153, 165. 
Ρότσιλντ, οἰκογένεια, 188, 195, 202, 220, 222, 228. 
Ροῦπελ, 139. 
Ρωμάνος, Ἄθως, 200. 
Ρώμη, 135 (σημ. 3), 138, 152, 165 (σημ. 3). 

264
Ρωσία, 11, 14, 51, 62, 65, 67, 70, 72, 75, 95, 127, 128, 132, 145, 147, 149‐
152, 154‐159, 164, 182, 183, 186‐188, 196, 213, 216, 230, 231, 233. 
Ρωσικὴ Ἐκκλησία, 148, 149, 152. 
 
RACTIVAND, D., 103. 
Rathenau, Walter, 219, 220. 
Ricardo, οἶκος, 185. 
Roquefeuil, Henri de, ἀντιπλοίαρχος, 206. 
Rosenberg, Alfred, 173. 
 
 
ΣΑΜΑΡΕΙΑ, 167. 
Σαμουήλ, ἡγεμόνας τῶν Βουλγάρων, 172. 
Σαντάνσκυ, Γιάνε, 115. 
Σαουνάτσος, Ἰωάννης, 76. 
Σεβαστούπολη, 131. 
Σερβία, 97, 106, 120, 121, 135‐138, 144, 145, 165. 
Σιντοϊσμός, 156. 
Σκανδιναυικὲς χῶρες, 145, 147. 
Σκουλούδης, Στέφανος, 139. 
Σκωτία, 178. 
Σμολένσκης, Κωνσταντῖνος,  98, 99. 
Σμύρνη, 30, 47, 117, 210, 225‐228, 235. 
Σούδας κόλπος, 11, 35. 
Σόφια, 135 (σημ. 3), 165 (σημ. 3), 214. 
Σοφία Παλαιολογίνα, 152. 
Σοφία, βασίλισσα, σύζυγος τοῦ βασιλέως τῶν Ἑλλήνων 
Κωνσταντίνου Α΄, 143 (σημ. 2). 
Σπάρτη, 13, 34, 38. 
Σπέτσες, 185. 
Στεργιάδης, Ἀριστείδης, 210. 
Στερεὰ Ἑλλάδα, 184. 
Συνεννόηση, 90 (σημ. 2), 120, 122, 123, 125, 131, 137, 140‐143, 165, 
193, 196, 206, 207, 212, 226, 234. 
Σῦρος, 13, 35, 40, 99 (σημ. 5). 

265
Σωκράτης, 161, 162. 
 
SAINT‐MIHIEL, 218. 
Sarrail, Maurice, 140, 141. 
Souchon, Wilhelm, 128, 129. 
Speer, Alfred, 219. 
 
ΤΑΫΓΕΤΟΣ, 34. 
Τεκτονισμός, Βλ. Ἐλευθεροτεκτονισμός. 
Τεργέστη, 128. 
Τιλσίτ, ρωσογαλλικὴ συνεννόηση στό, 189. 
Τουρκία, βλ. Ὀθωμανικὴ Αὐτοκρατορία. 
Τουρκία, Νέα (μετὰ τὸ 1919), 80, 121, 192, 221, 223, 225, 229. 
Τράπεζα Κρήτης, 59 (σημ.). 
Τραπεζούντα, 31, 32. 
Τρικούπης, Χαρίλαος, 50, 52, 66, 81, 191. 
Τρότσκυ, Λέων, 166. 
Τρύπη, 34. 
Τσεσμές, 182, 184. 
Τσιριμῶκος, Ἰωάννης, 100. 
Τσῶρτσιλ, Οὐίνστον, 133. 
 
TIMES, The, ἐφημερίδα, 81. 
 
 
ΥΔΡΑ, 185. 
Ὑψηλὴ Πύλη, βλ. Ὀθωμανικὴ Αὐτοκρατορία. 
 
 
VAUDOIS, βλ. Βάλδιοι. 
Vitone, Angelo, 167 (σημ. 2). 
 
 
WILSON, Thomas Woodrow, 145, 178, 200, 201, 216, 217, 220, 221, 
229. 

266
Wycliffe, John, 177. 
 
 
ΦΑΝΑΡΙΩΤΕΣ, 47. 
Φερδινάνδος, βασιλεὺς τῶν Βουλγάρων, 166 (σημ. 3). 
Φικιώρη, Ἀγγελική, 99 (σημ. 5). 
Φικιώρη, οἰκογένεια, 38. 
Φραγκῖσκος‐Ἰωσήφ, αὐτοκράτωρ τῆς Αὐστρίας 
καὶ ἀποστολικὸς βασιλεὺς τῆς Οὑγγαρίας, 55, 88. 
 
 
ΧΑΖΑΡΟΙ, 151. 
Χανιά, 12‐14, 16, 18, 19, 22, 23, 35, 38, 40, 41, 44, 45, 48, 51, 54, 59 
(σημ.), 69, 76. 
Χασὰν Ταχσὶν πασᾶς, 110, 111,113‐115. 
Χερσόνησος τοῦ Αἵμου, 81, 106, 107, 109, 128, 145, 158, 164, 166, 171, 
173, 175,  181, 187, 198, 205 (σημ. 4), 228 (σημ. 2), 230, 235. 
Χίτλερ, Ἀδόλφος, 146 (σημ.), 200. 
Χούς, Ἰωάννης, 177, 216. 
 
  
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 

267
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
   

268

You might also like