You are on page 1of 2

ΤΟ ΟΝ

(και η ουσία αυτού που είναι)

Ένας Κινέζος σοφός περιδιαβάζει με τον μαθητή του. Περνούν ένα γεφύρι. “Ποια είναι η ουσία
(ή το είναι) του γεφυριού”; ρωτάει ο μαθητευόμενος φιλόσοφος. Ο δάσκαλός του τον κοιτάει
και με μια σπρωξιά τον ρίχνει στο ποτάμι.

____________________________

Η ΓΛΩΣΣΑ

(οντο-λογία: ο λόγος του όντος)

Επτά κάτοικοι της Ατλαντίδας ξεκινούν για ένα περίπατο. Ένας ποιητής. Ένας ζωγράφος. Ένας
ιερέας. Ένας ληστής. Ένας τοκογλύφος. Ένας ερωτευμένος. Ένας στοχαστής. Φτάνουν στην
είσοδο μιας σπηλιάς. “Τι μέρος κατάλληλο για έμπνευση!” αναφωνεί ο ποιητής. “Τι υπέροχο
ζωγραφικό θέμα!” λέει ο ζωγράφος. “Τι τόπος πρόσφορος για προσευχή!” ψαλμωδεί ο ιερέας.
“Τι ονειρεμένη τοποθεσία για ενέδρα!” ομολογεί ο ληστής. ‘Μια ανυπέρβλητη κρυψώνα!”
μουρμουρίζει ο τοκογλύφος. “Τι καταφύγιο για τον έρωτά μου!” ονειροπολεί φωναχτά ο
ερωτευμένος. “Είναι μια σπηλιά!” συμπληρώνει ο στοχαστής.

____________________________

ΟΙ ΦΩΝΕΣ ΤΗΣ ΣΙΩΠΗΣ

(το τεχνο-λογικό κι εσχατο-λογικό τέλος και η νέα απ-αρχή)

Η χαλιναγωγημένη ατομική ενέργεια ξεχύθηκε επιτέλους αχαλίνωτη και κατέστρεψε κάθε


ανθρώπινη ζωή στον πλανήτη. Μόνος διασωθείς ένας κάτοικος ουρανοξύστη στο Σικάγο. Αφού
έφαγε και ήπιε ό,τι είχε στο ψυγείο του, διάβασε, είδε κι άκουσε την ιδεατή του βιβλιοθήκη, το
φανταστικό του μουσείο και την υπαρκτή του δισκοθήκη, απελπισμένος που έβλεπε πως δεν
πέθαινε, αποφασίζει ν’ αυτοκαταστραφεί και ρίχνεται από τον τεσσαρακοστό όροφο στο κενό.
Τη στιγμή που περνά μπροστά από το διαμέρισμα του πρώτου ορόφου ακούει το τηλέφωνο
που καλεί.

____________________________

(αναστροφές και αντιμεταθέσεις)

Ένα ζευγάρι ομοφυλόφιλοι.

Ο μαζοχιστής: Πέφτω στα πόδια σου, κάνε με σήμερα πραγματικά να πονέσω, περισσότερο από
κάθε άλλη φορά, όσο πιο πολύ μπορείς.

Ο σαδιστής: Όχι!

Ο μαζοχιστής: Σ’ ευχαριστώ.

____________________________

Ο ΘΑΝΑΤΟΣ

(και η αγάπη για τη ζωή)

Ένας κινέζος μανδαρίνος πρότεινε κάποτε στον κυβερνήτη μιας επαρχίας ένα μέτρο που δεν
άργησε να υιοθετηθεί. Την ώρα που το θύμα ακουμπούσε το κεφάλι στο κούτσουρο για να
μπορέσει ο δήμιος να το αποκόψει έφτανε καλπάζοντας ένας πλουμισμένος ιππέας και φώναζε:
“Σταματήστε! Ο Αρχοντας έδωσε χάρη στον καταδικασμένο”. Εκείνη τη στιγμή της υπέρτατης
ευφορίας ο δήμιος έκοβε το κεφάλι του ευτυχισμένου θνητού.

You might also like