You are on page 1of 2

Επιβιώνοντας στην εποχή της μερικής απασχόλησης (social worker)

Γιάννης Σκορδάς

Ήταν η ώρα που οι περισσότεροι υπάλληλοι κατέβαιναν για το μεσημεριανό τους γεύμα από
τα γραφεία των γυάλινων ουρανοξυστών, εκεί που στεγάζονταν οι περισσότερες
πολυεθνικές της χώρας. Η Στέλλα ανασήκωσε τα επώνυμα, μαύρα γυαλιά της με το μεσαίο
της δάχτυλο και έπειτα τύλιξε το φουλάρι της άλλη μια φορά ώστε να καλύπτει το στόμα της.
Δεν ήθελε να έχει καμία τυχαία, άβολη συνάντηση όσο περίμενε το ραντεβού της.

Ο πελάτης της είχε αργήσει ήδη μισή ώρα, ωστόσο αυτό ήταν κάτι σύνηθες όταν είχε να
κάνει με υψηλόβαθμα στελέχη. Αποφάσισε να ανάψει ένα τσιγάρο για να ξεγελάσει την
αναμονή. Έψαξε στην τσάντα της, ωστόσο δεν βρήκε τον αναπτήρα της. Θυμήθηκε τα
διαφημιστικά σπίρτα από το χθεσινό μπαρ που πήγε με την αδερφή της και έβαλε το λεπτό
χέρι της, που ήταν ντυμένο με ένα βελούδινο, βιολετί γάντι, στην δεξιά τσέπη του παλτό της.
Ήταν ακόμα λίγο ταραγμένη από την χθεσινή τους συνάντηση, αφού όσα ειπώθηκαν δεν θα
μπορούσαν να διαλυθούν όσο εύκολα όσο το σύννεφο καπνού που απλώθηκε γύρω της
μετά την πρώτη τζούρα.

Η αδερφή της την είχε πει πόρνη, όταν της αποκάλυψε, έπειτα από ενάμισι χρόνο, ότι κάνει
σεξ με άντρες που την πληρώνουν για αυτό. Είχε χρειαστεί τέσσερις βότκες -σκέτες- για να
μαζέψει το θάρρος να της πει όσα είχε προβάρει. Ήθελε πολύ να μην είχε αυτή την
αντίδραση η αδερφή της, ήθελε να την είχε καταλάβει. Πίστευε ότι από όλους τους
ανθρώπους, εκείνη μόνο θα μπορούσε να την καταλάβει. Τώρα δεν είχε κανέναν.

Η αδερφή της είχε κάνει να φύγει, όμως γύρισε πίσω για να την ρωτήσει πως ξεκίνησε. Από
όλα όσα μπορούσε να την έχει ρωτήσει ήταν το μόνο που φάνηκε να την ενδιαφέρει. Από
την ανάγκη της να εκμυστηρευτεί όσα έκρυβε από όλους, η Στέλλα δεν στάθηκε στην
αδιαφορία της για όλα τα υπόλοιπα, και ικανοποίησε την περιέργεια της αδερφής της. Της
είπε, λοιπόν, πως όλα ξεκίνησαν από το μπαρ στο οποίο δούλευε σέρβις. Εκεί είχε αρχίσει
να την κουράζει η καθημερινή αξιολόγηση από το επικριτικό αφεντικό, ότι δούλευε οκτάωρο
-αλλά εντέλει πληρωνόταν τετράωρο-, τα πλουσιόπαιδα που ξόδευαν σε ένα βράδυ όσα
εκείνη κατάφερνε να βγάζει μέσα σε ένα μήνα, η σωματική και ψυχική κόπωση που
συσσωρευόταν και δεν την άφηνε να παρακολουθεί τα μαθήματα της νομικής. Τότε ήταν που
κάποιος πελάτης, όχι τακτικός, της έδωσε μια κάρτα με το τηλέφωνο του και της είπε πως θα
ήθελε να μιλήσουν για δουλειά. Εκείνη, τον κάλεσε την επόμενη κιόλας ημέρα και κανόνισαν
να συναντηθούν για καφέ μέσα στην εβδομάδα, χωρίς εκείνος να της πει περισσότερες
λεπτομέρειες για το είδος της δουλειάς.

Η ανυπομονησία της ήταν μεγάλη, όμως κάτι στον μυστηριώδη τρόπο προσέγγισης της αλλά
και στο παρουσιαστικό του εν λόγω ανθρώπου, ένας νέος άντρας όχι πάνω από
τριανταπέντε, ντυμένος σαν σύγχρονος δανδής, φορώντας ποσέ στο κόκκινο βελούδινο
σακάκι του και έχοντας χτενισμένο πίσω τα σγουρά μαλλιά του, την έκανε να μην μοιραστεί
με κανέναν το “κλείσιμο” αυτού του επαγγελματικού ραντεβού. Εκείνη είχε φτάσει στο καφέ
δέκα λεπτά πριν, εκείνος άργησε πάνω κάτω ένα τέταρτο, “με συγχωρείς”, της είπε, “έμπλεξα
στην κίνηση” και άφησε πάνω στο τραπέζι τα κλειδιά μιας porsche. Το μοναδικό που είχε
αλλάξει πάνω του από το τελευταίο βράδυ στο μπαρ ήταν το χρώμα του σακακιού του, αυτή
τη φορά είχε διαλέξει ένα μπλε, ίσως λόγω της πρωινής ώρας.
Η αδερφή της είχε διακόψει την αφήγηση της, ρωτώντας την τι ακριβώς δουλειά περίμενε ότι
θα της προσέφερε ένας τέτοιος τύπος. Η Στέλλα ένιωσε με αυτή την ερώτηση να υποτιμάται
η νοημοσύνη της και ταυτόχρονα να θίγεται η ηθική της. Της απάντησε πως θεώρησε ότι η
πρόταση θα σχετιζόταν με τον κλάδο της διασκέδασης, μπορεί να την ήθελε για κάποιο δικό
του νυχτερινό μαγαζί ή για κάτι αντίστοιχο, για παράδειγμα υποδοχή σε ένα εστιατόριο.

“Τελικά σου βγηκε νταβατζής” την αποστόμωσε η αδερφή της.

“Μου είπε πως λειτουργούσε ένα γραφείο συνοδών. Στην αρχή δεν κατάλαβα τι ακριβώς
εννοούσε, όμως στην συνέχεια ο τύπος ήταν αρκετά ευθύς μαζί μου και μου περιέγραψε τα...
καθήκοντα μου.”

“Άρα το ήξερες από την αρχή· και έμεινες. Δεν θέλω να ακούσω τίποτα άλλο από σένα. Είσαι
πόρνη.” είπε η αδερφή της, φεύγοντας πλέον οριστικά από το μπαρ και ίσως απ’ τη ζωή της.

Η Στέλλα έσβησε το τσιγάρο και άναψε ένα καινούριο. Αυτός ο πελάτης αργούσε παραπάνω
από το συνηθισμένο και ίσως να αργούσε στο επόμενο ραντεβού της. Σιχαινόταν να αργεί.

Συνέχισε να παίζει με τις σκέψεις της. Πόσα ακόμα ήθελε να έχει πει στην αδερφή της... Πώς
τσακώθηκε με τον τύπο αυτόν επειδή της κράταγε πολύ μεγάλο μερίδιο από την αμοιβή της,
πως τελικά βρήκε τον τρόπο να συνεχίσει να δουλεύει ανεξάρτητα έχοντας αφήσει
ικανοποιημένους τους πρώτους πελάτες της, για τους περίεργους αλλά και τους
συνηθισμένους ανθρώπους με τα περίεργα γούστα που γνώρισε κάνοντας αυτή την δουλειά,
το πώς ένιωσε τις πρώτες φορές… Σκέφτηκε πως αυτό μαλλον θα έπρεπε να το κρατήσει
για τον εαυτό της. Ήταν μόλις 22 χρονών και ξεκίνησε να προσφέρει το κορμί της για
χρήματα, αντιμετωπίζοντας το σαν παιχνίδι. Για εκείνη ήταν απλό, έκανε σεξ και
πληρωνόταν για αυτό. Ήταν φιλήδονη, όμως αυτό που την ερέθιζε περισσότερο ήταν η
οικονομική της ανεξαρτητοποίηση από τους γονείς της. Ξαφνικά είχε χρήματα να ξοδεύει σε
ρούχα, τσάντες, βιβλία, ταξίδια· χρήματα που ήταν δικά της και δεν χρειαζόταν να δίνει
λογαριασμό.

Φυσικά, η ξαφνική οικονομική της ευχέρεια ήταν δεδομένο ότι θα προκαλούσε ερωτηματικά
στους κοντινούς της ανθρώπους. Γι’ αυτό τον λόγο, εφηύρε μόνη της μια πολύ βολική
δικαιολογία, που της έλυνε τα χέρια. Αποφάσισε να υποκρίνεται πως διαφημίζει προϊόντα
στο instagram, πως θα έκανε ό,τι κάνουν οι social media influencers, με την διαφορά ότι
εκείνη θα το υποκρινόταν. Με αυτό τον τρόπο μπορούσε να δικαιολογήσει το εισόδημα της
και τις ευέλικτες ώρες εργασίας της, που της επέτρεπαν πλέον να παρακολουθεί και τα
μαθήματα της σχολής. Νοίκιασε έναν φωτογράφο, αγόρασε μερικά αθλητικά ρούχα και
ορισμένα κοσμήματα, έβγαλε πολλές φωτογραφίες σε διαφορετικές τοποθεσίες -γύρισαν με
τον φωτογράφο από το Καλλιμάρμαρο ως την Βουλιαγμένη- κι έτσι είχε πλέον ένα πλούσιο
φωτογραφικό υλικό για να δημοσιεύσει στο -επαγγελματικό πιά- προφίλ της. Αυτή ήταν η
ιστορία την οποία είχε πει στους φίλους και την οικογένεια της, κι όλοι την είχαν πιστέψει,
ήταν αδύνατο άλλωστε να σκεφτούν την αλήθεια. Άλλωστε, ήταν μια συνηθισμένη κοπέλα.

“Εσύ πρέπει να είσαι η Λιζα” της είπε. “Είναι στ’ αλήθεια αυτό το αληθινό σου όνομα;”

“Για σήμερα και για σένα είμαι η Λίζα. Πάμε;”

You might also like