You are on page 1of 7

Η διαδικασία οικειοποίησης της έννοιας της Πίστης σ’ ένα Δίκαιο Κόσμο

Εισαγωγή
Η θεωρία της Πίστης σ’ ένα Δίκαιο Κόσμο (ΠΔΚ) (Lerner 1980; Lerner &
Simmons 1966) υποστηρίζει ότι τα άτομα χρειάζονται να πιστεύουν πως ο κόσμος
είναι ένα δίκαιο μέρος, όπου «οι καλές και οι κακές συνέπειες που βιώνει ένα άτομο
είναι ανάλογες μ’ αυτό που του αξίζουν» (Lerner&Clayton,2011). Οι άδικες
καταστάσεις είναι απειλητικές για το άτομο, γι’ αυτό χρειάζεται την ΠΔΚ ώστε να
νιώθει πως έχει τον έλεγχο του περιβάλλοντός του. Ο Lerner θεωρεί την ΠΔΚ μια
θεμελιώδη ψευδαίσθηση: είναι ουσιώδης για το αίσθημα της ασφάλειας και τα άτομα
δεν την αμφισβητούν ακόμη κι όταν εμπειρικά αποτυγχάνει.
Σύμφωνα με το Lerner(1977), τα άτομα έχουν ως κίνητρο τη δικαιοσύνη από
πολύ μικρή ηλικία, καθώς η προσλαμβανόμενη αδικία αποτελεί μεγάλη απειλή για το
προσωπικό συμβόλαιο που θεμελιώνει το κοινωνικό τους περιβάλλον. Από πολύ
νωρίς στη ζωή, τα παιδιά μαθαίνουν να εγκαταλείπουν τις παρορμήσεις τους και την
άμεση ικανοποίηση σε αντάλλαγμα με άμεσες ή μακροπρόθεσμες ανταμοιβές. Έτσι
δημιουργείται η προσδοκία πως ό,τι συμβαίνει στη ζωή είναι συνέπεια αυτού που
αξίζουν (Lerner 1974;Weiss 1980).
Κατά την παιδική ηλικία, η ύπαρξη του προαναφερθέντος κοινωνικού
συμβολαίου, η σταθερότητα του περιβάλλοντος (όπως προκύπτει από την κατάκτηση
της έννοιας της μονιμότητας των αντικειμένων) και η εγωκεντρική σκέψη, οδηγούν
στην εγκαθίδρυση της πίστης στη Σύμφυτη Δικαιοσύνη (ΣΔ) (Piaget 1932,1971),που
θεωρήθηκε αρχικά ως το πρώτο στάδιο της ΠΔΚ (Dalbert 2010; Rubin&Peplan
1973). Όπως περιγράφηκε από τον Πιαζέ (1932,1971), η ΣΔ προκύπτει από το
συμπέρασμα ότι η φύση και τα αντικείμενα μπορούν αυτόματα να τιμωρήσουν τις
κακές πράξεις. Αρχικά αποτελέσματα έδειχναν ότι η ΣΔ τείνει να εξαφανίζεται με τη
γνωστική ανάπτυξη –γύρω στα 12 έτη-, αλλά σε κάποιες περιπτώσεις πνευμα-
τοποιείται και ανακατευθύνεται από τα άψυχα αντικείμενα προς άλλου είδους
προσλαμβανόμενες δυνάμεις.
Για να εξηγήσει τη σχέση ανάμεση στην παιδική ΣΔ και την ενήλικη ΠΔΚ, ο
Lerner (1998,2003) διαχώρισε τις γνωστικές διεργασίες που σχετίζονται με άδικες
καταστάσεις σε ευρετικές (διαισθητικές, αυτοματοποιημένες και έτοιμες αντιδράσεις)
και συστηματικές (προσεκτική διαδικασία σκέψης βασισμένη σε στοιχεία). Εφόσον
τα άτομα έχουν χρόνο να αναλογιστούν και η προσωπική εμπλοκή τους στην άδικη
κατάσταση είναι χαμηλή, θα χρησιμοποιήσουν συστηματικές μεθόδους. Στην αντί-
θετη περίπτωση αντιδρούν αυτόματα (ευρετικές μέθοδοι) και χρησιμοποιούν τον
αυθαίρετο συλλογισμό που έχουν αφομοιώσει από πολύ νωρίς κατά την αναπτυξιακή
διαδικασία: «άσχημα πράγματα προκαλούνται από και συμβαίνουν σε κακούς ανθρώ-
πους» (Lerner 1998). Αυτές οι μέθοδοι συνεχίζουν να χρησιμοποιούνται σε υπο-
συνείδητο επίπεδο και στην ενήλικη ζωή. Σύμφωνα μ’ αυτή τη λογική, η ΠΔΚ
θεωρείται μια πιο ώριμη μορφή της ΣΔ.
Ωστόσο, αυτή η διττή διαδικασία που περιγράφηκε από τον Lener, αδυνατεί
να εξηγήσει τον κοινωνικά και ιστορικά κατασκευασμένο χαρακτήρα της ΠΔΚ. Τις

1
τελευταίες δεκαετίες, οι κοινωνικοί ψυχολόγοι καταδεικνύουν πως διάφορες
πεποιθήσεις που θεωρούνται τυπικές για τα παιδιά από τη σκοπιά της αναπτυξιακής
ψυχολογίας, παραμένουν παρούσες και στους ενήλικες, δημιουργώντας μια κατά-
σταση γνωστικής πολυφασίας (Friling 2012; Jovchelovitch 2008; Wagner et al.
2006; Moscovici 1961), καθώς εκφράζουν πολιτιστικά νοήματα. Σύμφωνα με τη
Jovchelovitch, η έννοια της γνωστικής πολυφασίας εκφράζει «την πληθώρα
αναπαραστασιακών πεδίων, όπου διαφορετικοί, και σε ορισμένες περιπτώσεις
αντιφατικοί, τρόποι σκέψης, νοήματα και πρακτικές συνυπάρχουν στο ίδιο άτομο,
οργανισμό, ομάδα ή κοινότητα». Στην καθημερινή ζωή υπάρχουν αντιφατικά
πολιτισμικά μηνύματα τα οποία, όταν οικειοποιούνται, επιτρέπουν τη συνύπαρξη
διάφορων συστημάτων λογικής και πεποιθήσεων στα άτομα. Σύμφωνα με το
παραπάνω θεωρητικό πλαίσιο, η σκέψη δεν προχωρά από προλογικές (ΣΔ) σε πιο
λογικές μορφές (ΠΔΚ), αφού όλοι οι τρόποι σκέψης μπορούν να συνυπάρχουν.
Από αυτή την άποψη, η ΠΔΚ θα μπορούσε να θεωρηθεί «κύρια αφήγηση»
-master narrative- (Alridge 2006), δηλαδή ένα κυρίαρχο και γενικό θέμα που
εντοπίζεται σε πολλαπλές και διαφορετικές πολιτισμικές εκφράσεις της κοινωνίας
(π.χ. λογοτεχνία, ιστορία), ένα πολιτισμικό εργαλείο. Σύμφωνα με τον Wertsch
(1998), μια πρώτη διάσταση της διαδικασίας οικειοποίησης ενός πολιτισμικού
εργαλείου είναι η κυριαρχία (mastery) πάνω σ’ αυτό, δηλαδή η σε βάθος και
αποδοτική γνώση του ατόμου για το πώς να το χρησιμοποιήσει. Η δεύτερη διάσταση
αναφέρεται στο αίσθημα του ατόμου ότι το πολιτισμικό εργαλείο του ανήκει, ότι
είναι ιδιοκτησία του (ownership). Η κατάκτηση και των δύο διαστάσεων προϋποθέτει
μια διαδικασία κατασκευής κι ανακατασκευής των κοινωνικών νοημάτων μέσα από
τα οποία αναδύεται η καινοτομία, με άλλα λόγια απαιτείται η ανάπτυξη νέων τρόπων
κατανόησης των αντικειμένων και ο μετασχηματισμός των ψυχολογικών δομών του
ατόμου.
Μέχρι στιγμής η έρευνα για την ΠΔΚ έχει επικεντρωθεί στις ατομικές
διαφοροποιήσεις. Όμως για να γίνει κατανοητή η ανάπτυξή της, απαιτείται η μελέτη
των διαδικασιών μέσα από τις οποίες τα άτομα οικειοποιούνται αυτή τη συμβολική
πηγή, όπως και των κοινωνικών και ψυχολογικών περιορισμών της.
Η έρευνα που παρουσιάζεται βασίζεται στη συμβατότητα της κοινωνικής με
τη γνωστική ψυχολογία, με σκοπό να μελετηθεί η διαδικασία οικειοποίησης της
ΠΔΚ. Τα ερωτήματα που επιδιώκεται να απαντηθούν αφορούν: α) τα είδη των
διαδικασιών που εμπλέκονται στην οικειοποίηση και διατήρηση της Πίστης στον
Δίκαιο Κόσμο κατά τα στάδια της γνωστικής ανάπτυξης, από την παιδική ηλικία ως
την εφηβεία, και β) αν τα άτομα απλά αναπαράγουν αυτή την ιδεολογική αντίληψη ή
αν είναι δυνατή η ανίχνευση στοιχείων γνωστικής ανακατασκευής.

Μέθοδος
Στην έρευνα έλαβε μέρος ένα ικανοποιητικό δείγμα παιδιών (Ν=216) από το
Μπουένος Άιρες, ηλικίας 6 ως 17 ετών (18 συμμετέχοντες ανά χρόνο ηλικίας), ώστε
να καταστεί εμφανής η διαφορά από την παιδική ως την εφηβική σκέψη. Οι

2
συμμετέχοντες προέρχονταν από δημόσια σχολεία της πόλης και από το σύνολο, το
48% αποτέλεσαν τα κορίτσια και το 52% τα αγόρια.

Διαδικασία
Το εργαλείο της έρευνας αποτέλεσε η ατομική συνέντευξη, διάρκειας περίπου
30 λεπτών, σύμφωνη με την κλινική μέθοδο που έχει προτείνει ο Πιαζέ. Κατά τη
διάρκεια των συνεντεύξεων, ζητούνταν η γνώμη των παιδιών με υποστηρικτικά
επιχειρήματα πάνω σε τρεις αφηγήσεις περιστατικών, παρόμοιων με αυτά που είχε
χρησιμοποιήσει ο Πιαζέ στην έρευνά του για τη ΣΔ. Αφότου είχε δοθεί η ευκαιρία
στα παιδιά να στηρίξουν τις απόψεις τους, οι ερευνητές, χωρίς να διακόπτουν τη ροή
της συνέντευξης, τους διάβαζαν τη φράση «στη ζωή, οι άνθρωποι παίρνουν αυτό που
τους αξίζει» και ζητούσαν την άποψή τους γι’ αυτή.

Αποτελέσματα
Σ’ ένα πρώτο στάδιο της ανάλυσης συγκρίθηκαν συστηματικά οι ομοιότητες
και οι διαφορές των επιχειρημάτων των συμμετεχόντων. Ως συνέπεια, σε ένα δεύτερο
στάδιο προέκυψαν και καθορίστηκαν τρεις κατηγορίες επιχειρημάτων: Α) Επιχει-
ρήματα ΠΔΚ, Β) Επιχειρήματα τύπου «στην τύχη», Γ) Ταλαντευόμενα επιχειρήματα.
Α) Επιχειρήματα που δείχνουν Πίστη σ’ ένα Δίκαιο Κόσμο: Τα επιχειρήματα αυτής
της κατηγορίας εκφράζουν την πεποίθηση ότι ο κόσμος είναι ένα δίκαιο μέρος όπου
όλοι παίρνουν αυτό που τους αξίζει. Η διαφοροποίηση της αιτιολόγησης της ΠΔΚ
από τους συμμετέχοντες οδήγησε στη δημιουργία τριών υποκατηγοριών: Α.1) ΠΔΚ
λόγω Σύμφυτης Δικαιοσύνης, Α.2) ΠΔΚ λόγω κοινωνικής αμοιβαιότητας, Α.3) ΠΔΚ
λόγω προσωπικής αξίας.
Α.1) ΠΔΚ λόγω Σύμφυτης Δικαιοσύνης: Αιτιολογήσεις αυτής της υποκατη-
γορίας υποστηρίζουν ότι οι άνθρωποι παίρνουν αυτό που τους αξίζει επειδή τα
αντικείμενα ή η φύση επιβραβεύουν ή τιμωρούν τις καλές και κακές πράξεις
αντίστοιχα. Αυτό το σκεπτικό υποδεικνύει την παρουσία ανιμιστικής σκέψης, η οποία
αποδίδει συνείδηση και βούληση στα αντικείμενα, ώστε αυτά να εκπληρώσουν τη
λειτουργία του ως φύλακες της ηθικής τάξης (Piaget 1932/1997).
Α.2) ΠΔΚ λόγω κοινωνικής αμοιβαιότητας: αυτή η υποκατηγορία περιλαμ-
βάνει επιχειρήματα που υποστηρίζουν ότι οι άνθρωποι παίρνουν αυτό που αξίζουν
επειδή οι άλλοι θα τους συμπεριφερθούν με τον ίδιο τρόπο που έχουν συμπεριφερθεί
κι αυτοί στους άλλους. Αυτοί οι συμμετέχοντες, ενώ δεν παρουσιάζουν ανιμιστικό
τρόπο σκέψης, όταν ακούνε τη φράση «στη ζωή, όλοι παίρνουν αυτό που τους
αξίζει», εκφράζουν τη συμφωνία τους με επιχειρήματα που δείχνουν μαγική και
αυτόματη σκέψη.
Α.3) ΠΔΚ λόγω προσωπικής αξίας: Αυτή η υποκατηγορία περιλαμβάνει
επιχειρήματα που υποστηρίζουν πως ό,τι συμβαίνει στη ζωή είναι αποτέλεσμα της
ατομικής προσπάθειας, φροντίδας και υπευθυνότητας του καθενός, με αποτέλεσμα
όλοι να παίρνουν αυτό που τους αξίζει βάσει των προσπαθειών τους.
Β) Επιχειρήματα τύπου «στην τύχη»: Η δεύτερη κατηγορία περιλαμβάνει επιχει-
ρήματα που υποστηρίζουν ότι τα καλά και τα κακά πράγματα στη ζωή δεν σχετί-

3
ζονται με δράσεις ή με χαρακτηριστικά των ατόμων, αλλά συμβαίνουν τυχαία και
αδιακρίτως σε όλους.
Γ) Ταλαντευόμενα επιχειρήματα: Αυτή η κατηγορία περιλαμβάνει επιχειρήματα στα
οποία υπάρχει σύγχυση μεταξύ ΠΔΚ και της άποψης ότι τα πράγματα στη ζωή είναι
τυχαία. Με τον όρο «ταλαντευόμενα» επιδιώκεται να τονιστεί η εναλλαγή από τον
ένα τύπο επιχειρήματος στον άλλο και η σύγχρονη επικρατούσα ένταση κατά τη
διαδικασία αυτή, η οποία, σε ορισμένες περιπτώσεις, εκφράστηκε ρητά από τους
συνεντευξιαζόμενους. Από τον τρόπο με τον οποίο οι συμμετέχοντες αιτιολόγησαν
την ΠΔΚ τους, έγιναν εμφανείς τρεις υποκατηγορίες, συνεπείς με την προηγούμενη
κατηγοριοποίηση των αιτιολογήσεων της ΠΔΚ: Γ.1) Ταλαντευόμενα επιχειρήματα
που περιλαμβάνουν ΠΔΚ λόγω Σύμφυτης Δικαιοσύνης, Γ.2) Ταλαντευόμενα επιχει-
ρήματα που περιλαμβάνουν ΠΔΚ λόγω κοινωνικής αμοιβαιότητας και Γ.3) Ταλα-
ντευόμενα επιχειρήματα που περιλαμβάνουν ΠΔΚ λόγω προσωπικής αξίας.
H ανάλυση των απαντήσεων των συμμετεχόντων βασίστηκε στο διαχωρισμό
τους σε τρεις ηλικιακές ομάδες, αντιπροσωπευτικές των γνωστικών διαφοροποιήσεών
τους στην κατανόηση του κοινωνικού κόσμου. Τα παιδιά ηλικίας 6 έως 9 ετών
βασίζουν τις εξηγήσεις τους για τον κοινωνικό κόσμο στα πιο κεντρικά και εμφανή
χαρακτηριστικά μιας κατάστασης, ενώ είναι πιο εγωκεντρικά και αδυνατούν να
υιοθετήσουν διαφορετικές οπτικές. Μεταξύ 10 και 13 ετών, τα παιδιά έχουν τη
δυνατότητα να συνυπολογίσουν κοινωνικές, προσωπικές, θεσμικές διαφορές, όπως
και τις αθέατες πλευρές των κοινωνικών αλληλεπιδράσεων. Τέλος, για τους εφήβους
14 ως 17 ετών, φαίνεται πως οι κοινωνικοί (δια)κανονισμοί κατέχουν μείζονα
σημασία. Οι έφηβοι αυτών των ηλικιών μπορούν επίσης να συντονίζουν διαφορετικές
οπτικές για το ίδιο φαινόμενο και να σκεφτούν πολλαπλές προτάσεις για την επίλυση
μιας κοινωνικής σύγκρουσης.
Ωστόσο, δεν φαίνεται να υπάρχει σημαντική συσχέτιση ηλικίας και είδους
επιχειρήματος (ΠΔΚ, «στην τύχη», ταλαντευόμενο), με άλλα λόγια, η επιλογή
επιχειρήματος δεν φαίνεται να σχετίζεται με τη γνωστική ανάπτυξη. Όσον αφορά τις
υποκατηγορίες αιτιολόγησης της ΠΔΚ, φαίνεται να υπάρχει στατιστικά σημαντική
θετική συσχέτιση της ΣΔ με την ηλικιακή ομάδα 6-9, της κοινωνικής αμοιβαιότητας
με τα παιδιά 10-13 ετών και της προσωπικής αξίας με την ομάδα 14-17. Αναφορικά
με τις υποκατηγορίες των ταλαντευόμενων επιχειρημάτων, δεν υπήρξε στατιστικά
σημαντική συσχέτιση μεταξύ αυτών και κάποιας ομάδας. Τέλος, φάνηκε πως η
συχνότητα εμφάνισης του επιχειρήματος της ΣΔ για την αιτιολόγηση της ΠΔΚ ήταν
υψηλότερη στα ταλαντευόμενα επιχειρήματα, απ’ ότι στα επιχειρήματα όπου τα
υποκείμενα δήλωναν ξεκάθαρα την ΠΔΚ.

Συζήτηση
Από τα αποτελέσματα φαίνεται πως η ΣΔ δεν αποτελεί μια πρώιμη ή ανώριμη
εκδοχή της ΠΔΚ που εξαφανίζεται στην πορεία της γνωστικής ανάπτυξης (Callen et
al. 2006), αλλά ένας τρόπος αιτιολόγησης της ΠΔΚ που, σε ορισμένες περιπτώσεις,
παρουσιάζεται έκδηλα ακόμα και σε επιχειρήματα εφήβων. Παρ’ όλα αυτά, ο ανι-
μισμός που χαρακτηρίζει τη ΣΔ εμφανίστηκε με διαφορετικά χαρακτηριστικά σε

4
συμμετέχοντες μεγαλύτερους των 9 ετών. Σ’ αυτούς, η πεποίθηση ότι τα άτομα
λαμβάνουν τα αποτελέσματα που τους αναλογούν οφείλεται σε κάποια ανώτερη
δύναμη και όχι στις δράσεις άψυχων αντικειμένων.
Τα αποτελέσματα αποκαλύπτουν επίσης πως η ΠΔΚ είναι παρούσα καθ’ όλη
τη διαδικασία της γνωστικής ανάπτυξης από τα 6 έως τα 17 έτη. Ωστόσο, παιδιά
μεγαλύτερων αναπτυξιακών σταδίων χρησιμοποιούν πιο περίπλοκους γνωστικά
τρόπους για να την αιτιολογήσουν, γεγονός που φαίνεται να οφείλεται στην σταδιακά
ολοένα και μεγαλύτερη διαφοροποίηση του εαυτού από το περιβάλλον.
Αυτή η αυξανόμενη πολυπλοκότητα των επιχειρημάτων μπορεί να
ερμηνευτεί ως το αποτέλεσμα μιας κατασκευαστικής αλληλεπίδρασης μεταξύ του
ατόμου και των κοινωνικών αντικειμένων (Piaget 1932/1997, Moscovici 1990,
Duveen and Lloyds 1990). Από αυτή την άποψη, η συγκεκριμένη διαδικασία θα
μπορούσε να θεωρηθεί ένδειξη της ανακατασκευής που πραγματοποιούν τα άτομα
κατά τη διαδικασία οικειοποίησης της ΠΔΚ. Αυτός ο ισχυρισμός έρχεται σε αντίθεση
με προηγούμενες έρευνες που θεωρούν την ΠΔΚ των παιδιών μια μονόδρομη
μετάδοση από τον ενήλικα στα παιδί.
Ένα ακόμη συμπέρασμα που προκύπτει από τα αποτελέσματα είναι πως τα
ταλαντευόμενα επιχειρήματα μπορεί να εκφράζουν μια κατάσταση γνωστικής
πολυφασίας, από τη στιγμή που φανερώνουν τη συνύπαρξη δύο διαφορετικών
τρόπων σκέψης στο ίδιο άτομο. Σ’ αυτές τις απαντήσεις υπάρχει μια φανερή
δυναμική σχέση μεταξύ μαγικής και επιστημονικής σκέψης, που, όταν εκφράζονται
συγχρόνως, θέτουν το άτομο σε μια έκδηλα αντιφατική κατάσταση, χωρίς να έχει
σκοπό να επιλύσει τη σύγκρουση. Σύμφωνα με το Moscovici (2001), όταν τα άτομα
έρχονται αντιμέτωπα στην καθημερινότητά τους μ’ ένα φαινόμενο που δεν μπορούν
να εξηγήσουν –όπως η αδικία- αξιοποιούν τις διαθέσιμες γνώσεις τους για να βρουν
μια λύση. Οι απαντήσεις που τελικά δίνουν βασίζονται σε επεξηγηματικά μοντέλα
που είναι αποδεκτά από την κοινωνική ομάδα στην οποία ανήκουν, και όχι από τον
βασισμένο στην εμπειρία υποθετικο-επαγωγικό συλλογισμό τους.
Βέβαια, τέτοιες καταστάσεις γνωστικής πολυφασίας δεν εξηγούν γιατί σε
κάποιες περιπτώσεις τα άτομα δηλώνουν την ΠΔΚ χωρίς δισταγμό, ενώ σε άλλες τα
επιχειρήματά τους ταλαντεύονται μεταξύ της ΠΔΚ και της πεποίθησης ότι τα πάντα
συμβαίνουν τυχαία. Σύμφωνα με τον Wertsch (1998), η οικειοποίηση οποιουδήποτε
πολιτισμικού εργαλείου, όπως και της ΠΔΚ, παίρνει δύο μορφές, κυριαρχία (mastery)
και ιδιοκτησία (ownership). Όπως έχει αναφερθεί, τα επιχειρήματα που στηρίζουν
την ΠΔΚ γίνονται πιο πολύπλοκα με την πάροδο της ηλικίας, γεγονός που δείχνει ότι
τα άτομα καθιστούν την πεποίθηση κτήμα τους (ownership). Αντιθέτως, στα
ταλαντευόμενα επιχειρήματα, επικρατούν οι αιτιολογήσεις ΣΔ σε κάθε ηλικιακή
ομάδα, υποδεικνύοντας πως, ενώ τα άτομα έχουν οικειοποιηθεί αυτή την πεποίθηση
και τη χρησιμοποιούν για να εξηγήσουν τυχαίες εκβάσεις (mastery), δεν την έχουν
«κάνει δικιά τους». Είναι πιθανό πως, από τη στιγμή που δεν μεταποιούν αυτή την
πεποίθηση και συνεχίζουν να την κατανοούν χρησιμοποιώντας μαγική σκέψη,
καταλήγει να έρχεται σε σύγκρουση με τη λογική της επιστημονικής σκέψης και,
όταν εκφράζεται ρητά, οδηγεί σε μια προφανή κατάσταση γνωστικής πολυφασίας.

5
Συμπερασματικά, η ΠΔΚ φαίνεται πως δεν λειτουργεί ως μια προϋπάρχουσα
κοινωνική θέση που μεταδίδεται από γενιά ε γενιά, αλλά ως μια ενδοατομική,
αυτόνομη υπόθεση για τον τρόπο λειτουργίας της κοινωνικής δικαιοσύνης. Επιπλέον,
η διαδικασία οικειοποίησής της από την παιδική ηλικία κι έπειτα επικεντρώνεται
στην πολυφασική φύση της κατασκευής της γνώσης και της γνωστικής ανάπτυξης.

 Barreiro, A. (2013). The Appropriation Process of the Belief in a Just World.


Integr Psych Behav, vol 47, 431–449, doi 10.1007s12124-013-9246-y

6
Στοιχεία του άρθρου που σχετίζονται με την πολυφασία
 Γν. Πολυφασία πάνω σε θέματα δικαιοσύνης και ηθικής
 Εντονότερη εκδήλωση πολυφασίας σε διλημματικές καταστάσεις
 Κατά την εφηβεία συνύπαρξη μαγικής-επιστημονικής σκέψης
 Κατά την αναπτυξιακή διαδικασία τα άτομα χρησιμοποιούν όλο και πιο
περίπλοκους τρόπους σκέψης- δεν εξαφανίζονται οι πιο πρώιμοι όμως, είτε
προσαρμόζονται είτε μένουν αυτούσιοι και συνυπάρχουν με τους πιο
εξελιγμένους.

You might also like