You are on page 1of 2

Ήταν γύρω στις δέκα το βράδυ και στεκόμασταν στην άκρη του δρόμου, έξω από το

κεντρικό ξενοδοχείο της πόλης. Έβρεχε καταρρακτωδώς και οι βοηθοί μου είχαν αργήσει.
«Κρυώνω» μου είπε η γυναίκα μου και στα 25 χρόνια γάμου μας ήταν η πρώτη στιγμή που
σκέφτηκα να την χαστουκίσω. Την κοίταξα φευγαλέα μόνο και μέσα μου σκέφτηκα που είναι
αυτοί οι αργόσχολοι, μάλλον θα πήγαν να πιουν καμιά μπύρα και γιατί αφήσαμε τις
ομπρέλες στο αυτοκίνητο, λες κι ήταν το όχημα που έπρεπε να κρατούσαν στεγνό.

Είχα μόλις δεχθεί ένα ισχυρό ταρακούνημα και κανείς από τους γύρω μου δεν φαινόταν να
το συμμερίζεται. Η προεκλογική μου συγκέντρωση είχε στεφθεί από απόλυτη αποτυχία, δεν
πρέπει να ήταν παραπάνω από πενήντα άτομα όλα κι όλα, που δεν έκατσαν όλοι ως το
τέλος. Για πρόεδρος του δεκαπενταμελούς καλά θα ήταν, τώρα δεν έφταναν για να εκλεγώ
ούτε δημοτικός σύμβουλος. Πόσο μάλλον για ευρωβουλευτής! Κι όμως, όταν το
πρωτοαποφάσισα δεν μου είχε φανεί τόσο ανέφικτη, τόσο τρελή ιδέα. Ένας αμετανόητος
Ευρωπαϊστής, καθηγητής ευρωπαϊκών θεμάτων με πολλά χρόνια εργασιακής εμπειρίας σε
ευρωπαϊκούς οργανισμούς και άλλες υπηρεσίες θα έπρεπε να θεωρείται ταιριαστός για τον
ρόλο αυτό. Ωστόσο, εκείνη τη μέρα εξατμίστηκε κάθε προσδοκία επιτυχίας και κάθε ελπίδα
μιας έστω αξιοπρεπούς πολιτικής διαδρομής.

Με αυτά στο μυαλό μου, άνοιξα βιαστικά την πίσω πόρτα του νοικιασμένου μας αυτοκινήτου
που είχε σταθμεύσει Αριστοτέλους και Μητροπόλεως γωνία, και την έκλεισα πίσω μου με
δύναμη. Ο απότομος ήχος του υφάσματος που σκίζεται με γύρισε στα χρόνια που η μάνα
μου με έπαιρνε μαζί της στα υφασματάδικα που της κόβανε πανιά για να φτιάχνει φουστάνια
για εκείνην και τις αδερφές μου. Το πανάκριβο, ιταλικό μου σακάκι, που είχα αγοράσει από
ένα εκπτωτικό κέντρο πριν κάποια χρόνια σε ένα προάστιο των Βρυξελλών, είχε μόλις
σκιστεί, επειδή είχα κλείσει βιαστικά και απρόσεκτα την πόρτα.

Όχι ρε γαμώτο, άρχισα να μονολογώ, όχι κι αυτό σήμερα. Η γυναίκα μου προσπάθησε να με
καθησυχάσει. Εγώ τότε δεν κατάφερα να συγκρατήσω την συσσωρευμένη μου οργή από
την αποτυχία της εκδήλωσης εκείνης της ημέρας και άρχισα να ρίχνω αβασάνιστα ευθύνες
στους βοηθούς μου. Γιατί δεν ήρθε ο κόσμος, έφτασαν άραγε σε όλη τη λίστα επαφών τα
μηνύματα και οι προσκλήσεις, γιατί δεν πληρώσαμε 100 Αλβανούς να έρθουν να γεμίσουν
την αίθουσα, η εικόνα ήταν ντροπιαστική, κανείς σας δεν νοιάζεται και δεν προσπαθεί
μάλλον. Έγινα άδικος, γιατί ήξερα πως τα παιδιά ξημεροβραδιάζονταν δουλεύοντας στο
γραφείο, όμως δεν μπορούσα να αποδεχτώ την δική μου αποτυχία.

Προσπάθησαν να με ηρεμήσουν, συζητούσαμε τις λεπτομέρειες της αποτυχημένης


εκδηλωσης, κι ύστερα κατηγόρησαν το απαίδευτο κοινό που προτιμά να ακούει υποψηφιους
που λαϊκίζουν, που μεμφονται τα πάντα, μεταξύ αυτών και την Ευρώπη και την ενοποίηση
των χωρών της, που τάζουν κι υπόσχονται τα εύκολα. Από ένα σημείο και ύστερα, ο
εγκέφαλος μου έπαψε να λειτουργεί. Είχα εστιάσει στους υαλοκαθαριστήρες που έδιωχναν
με μανία την καταρρακτώδη βροχή. Μετά από λίγο σταμάτησαν όλοι να μιλάνε και ζήτησα να
δυναμώσει το ραδιόφωνο, έπαιζε το Heaven των Rolling Stones, αν και δεν είχε καμία
σημασία το τραγούδι. Ήθελα μόνο να μην ακούω άλλο για την σημερινή μου ήττα. Η γυναίκα
μου έφερε το χέρι της προς το μέρος μου και έμπλεξε τα δάχτυλα της ανάμεσα στα δικά μου.
Φτάνοντας αργότερα στον πρώτο σταθμό διοδίων άκουσα τους βοηθούς μου να μιλάνε
χαμηλόφωνα για τη βενζίνη. Κοίταξα στο καντράν του αυτοκινήτου, όπου είχε ανάψει το
λαμπάκι που υποδείκνυε ότι η στάθμη της βενζίνης είχε πέσει αρκετά. Πόση ώρα έχει ανάψει
αυτό, ρώτησα. Δεν μου απάντησε κανείς από τους δυο. Όταν έφτασε η σειρά μας να
πληρώσουμε, ο οδηγός ρώτησε την κυρία στον θάλαμο που βρίσκεται το επόμενο
βενζινάδικο κι εκείνη του απάντησε σε 77 χιλιόμετρα. Ήταν βράδυ και όσα θα συναντούσαμε
νωρίτερα στον δρόμο θα τα βρίσκαμε κλειστά. Η κατάσταση ήταν δυσοίωνη, όμως το μυαλό
μου αδυνατούσε να μπει στην διαδικασία να βρει κάποια λύση. Θυμάμαι πως είπα μόνο πως
αν χρειαστεί ας κοιμηθούμε στον δρόμο.

Ο βοηθός μου που οδηγούσε έκλεισε το ραδιόφωνο και τα φώτα του αυτοκινήτου και πέρασε
στην δεξιά λωρίδα. Δεν είναι λίγο επικίνδυνο αυτό, σκέφτηκε μάλλον δυνατά η συνήθως
ντροπαλή γυναίκα μου. Δεν υπάρχει άλλος τρόπος να εξασφαλίσουμε λίγα χιλιόμετρα
παραπάνω, της απάντησε ο οδηγός, και συνέχισε λέγοντας πως θυμόταν μια καντίνα πάνω
στον δρομο, στην οποία είχε σταματήσει παλιότερα, κι εκεί θα μπορούσαμε να ρωτήσουμε
αν θα μπορούσαν να μας βοηθήσουν.

Πράγματι, δεν πέρασαν πάνω από πέντε λεπτά και συναντήσαμε την καντίνα που μας έλεγε.
Έστεκε μόνη της και φωτισμένη με κιτς διακοσμητικά φωτάκια σε έναν κατασκότεινο εθνικό
δρόμο. Μια ψησταριά και μια μεγάλη ταμπέλα υπεδείκνυαν στους πεινασμένους
περαστικούς την χρησιμότητα της. Κατεβήκαμε να ρωτήσουμε τους ιδιοκτήτες, αν υπήρχε
κάπου στην περιοχή βενζινάδικο. Με έκπληξη διαπιστώσαμε ότι υπήρχαν γύρω στα
δεκαπέντε άτομα, κάτοικοι κοντινών χωριών, οι οποίοι είχαν μαζευτεί γύρω από την
τηλεόραση και παρακολουθούσαν με προσοχή τον τελικό της Eurovision.

Ξαφνικά, μπροστά σε αυτή την εικόνα το μυαλό μου καθάρισε. Κάποιοι επαρχιώτες,
πιθανώς μεροκαματιάρηδες που από την λίγη μας συζήτηση κατάλαβα πως ήταν χαμηλής
μόρφωσης, είχαν μαζευτεί να παρακολουθήσουν έναν ευρωπαϊκό διαγωνισμό τραγουδιού.
Μας πληροφόρησαν ότι υπήρχε ένα βενζινάδικο με αυτόματο πωλητή σε έναν παράδρομο
της εθνικής, 3 χιλιόμετρα μακριά από την καντίνα. Εξ αφορμής της ιδιότητας μου, μου
μίλησαν από καρδιάς για το πόσο σπουδαία θεωρούν όσα έχει προσφέρει η Ευρώπη σε
εκείνους, τις οικογένειες και τον τόπο τους. Παρήγγειλα κρασί για όλους και από ένα
βρώμικο για εμάς. Εκείνοι δεν δέχτηκαν να κεράσω το φαγητό τους.

Φεύγοντας, είχα αποφασίσει οτι θα συνεχίσω τον πολιτικό μου αγώνα και για εκείνους. Η
βροχή ξεκίνησε να πέφτει πιο δυνατά αυτή τη φορά.

You might also like