You are on page 1of 2

Το πάπλωμα το πρωί ήταν πολύ βαρύ για τον Λουκά, κι ας ήταν Κυριακή, κι ας είχε κοιμηθεί

δέκα ολόκληρες ώρες. Σηκώθηκε με αργές κινήσεις και έντονη διάθεση για φτάρνισμα.
Κοίταξε δεξιά από το κρεβάτι του και είδε μια μεγάλη μπάλα σκόνης να παρασύρεται από
τον αέρα που έμπαινε από το ανοιχτό παράθυρο. “Ποιος να άφησε το παράθυρο ανοιχτό με
τόσο κρύο;” μονολόγησε. Ήταν μια από τις τελευταίες χειμωνιάτικες μέρες του χρόνου, αφού
το χιόνι στον κήπο του σπιτιού είχε αρχίσει να λιώνει για τα καλά.

Θα προτιμούσε, με όλη του την ψυχή, να έβγαινε έξω και να ξάπλωνε μέσα στο χιόνι, με τη
μούρη χωμένη στο υγρό χώμα, παρά να πάει στο οικογενειακό τραπέζι αυτής της Κυριακής.
Το κεντρικό πρόσωπο επρόκειτο να ήταν ο ίδιος, κι εκείνος μισούσε όσο τίποτα να γίνεται ο
άξονας μιας οικογενειακής συνάντησης. Είχε υποσχεθεί όμως στους γονείς του, πως αυτή
την Κυριακή θα έφερνε για πρώτη φορά την κοπέλα του.

Το να φέρει κανείς σε επαφή την οικογένεια του με το άλλο του μισό είναι εξ ορισμού μια
κατάσταση που είναι πιθανό να προκαλέσει άγχος, εφίδρωση ακόμα και πανικό σε κάποιον.
Πόσο μάλλον όταν… Ο Λουκάς είχε αρχίσει να παθαίνει όλα τα παραπάνω μαζί, λίγες μόλις
στιγμές μετά το ξύπνημα του. Αποφάσισε να ξεκινήσει πρώτος για το σπίτι των γονιών του,
ώστε να κάνει μια εκτίμηση της κατάστασης, πίστευε πως αυτό θα λειτουργούσε
καθησυχαστικά για τον ίδιο. Λίγο πριν φύγει, πλησίασε την Μπιάνκα που κοιμόταν στον
καναπέ -την είχε πάρει ο ύπνος εκεί αποβραδίς- και κόλλησε τρυφερά τη μούρη του στο
λαιμό της. Εκείνη κάπως τεντώθηκε δείχνοντας πως είχε ξυπνήσει, κι ο Λουκάς της θύμισε
την διεύθυνση των γονιών του. Της είπε πως καλό θα ήταν να μην αργήσει πολύ. Εκείνη κάτι
νιαούρισε, γλυκά, χωρίς να ανοίξει τα μάτια της, κι εκείνος σκέφτηκε πως άξιζε τον κόπο
αυτό που επρόκειτο να ζήσει σήμερα.

Διασχίζοντας τους χιονισμένους δρόμους των προαστίων, που στέγνωναν όσο πλησίαζε
προς τις λαϊκές συνοικίες του κέντρου, ο Λουκάς ασυναίσθητα ανέτρεξε στην πρώτη
ανάμνηση που είχε από την ζωή. Έναν χιονοπόλεμο στο πάρκο, τότε που είχε τραυματίσει
-άθελα του- τον μεγάλο του αδερφό, στο μάτι. Ήταν πολύ μικρός, και αδέξιος και πάνω στο
παιχνίδι τον είχε γρατζουνίσει προκαλώντας του ένα σκίσιμο, αφήνοντας στον αδερφό του
ένα σημάδι ως ανάμνηση εκείνου του παιχνιδιού. Είχε μια ξέγνοιαστη παιδική ηλικία, κάτι
που άλλαξε όταν ξεκίνησε να δουλεύει. Στην αρχή, ένιωθε πολύ όμορφα στο νέο
περιβάλλον, είχε δεθεί άλλωστε με τους εργοδότες του. Ωστόσο, όσο μεγάλωνε, οι ώρες
στην δουλειά του φαινόταν πως απορροφούσαν πολύ ουσιαστικό χρόνο από όσα
μετρούσαν αληθινά, όπως την οικογένεια του. Εκεί ήταν όμως και το μέρος που είχε
γνωρίσει την Μπιάνκα...

Φτάνοντας στο σπίτι, βρήκε τους γονείς του σε καλή διάθεση. Το ίδιο και τον αδερφό του και
την οικογένεια του. Μόνο η αδερφή του φαινόταν να έχει έναν εκνευρισμό, τον οποίο
εκτόνωνε στην κόρη της, η οποία έτρεχε συνεχώς πίσω από την ουρά της. Είχαν ετοιμάσει
το τραπέζι και τους περίμεναν για να αρχίσουν το φαγητό. Αφού τους χαιρέτησε όλους, η
μάνα του ρώτησε το προφανές:

- Η κοπελιά που είναι; Πάλι το μετάνιωσες και της είπες να μην έρθει;
- Όχι μάνα, απλώς ήθελα να έρθω πρώτος. Δεν θα αργήσει, της απάντησε.
- Θα μας πεις τίποτα για εκείνη επιτέλους; Τώρα που θα έρθει να ξέρουμε περίπου
πως είναι, από που είναι, με τι ασχολείται, τι της αρέσει να κάνει.
- Σας έχω πει, την γνώρισα στην δουλειά. Όσο για τα υπόλοιπα… θα την γνωρίσετε
από κοντά σε λίγο.
- Λες και δεν ξέρεις με ποιες μπλέκει ο γιος σου, παρενέβη ο πατέρας του.
- Κι όμως, κάτι μου λέει ότι η συγκεκριμένη είναι διαφορετική. Γι’ αυτό και την κρύβει
έτσι επιμελώς, παρατήρησε η μάνα του, κι ο Λουκάς ήταν έτοιμος να φύγει με την
ουρά στα σκέλια.
- Δεν νομίζω, απλώς ο μικρός είναι τόσο τσιμπημένος μαζί της που ντρέπεται να μας
δείξει πως του τρέχουν τα σάλια, είπε ο αδερφός του, κάνοντας τον να νιώσει άβολα,
όπως πάντα, με τα πειράγματά του. Για να μην σας πω, ότι την βλέπει σοβαρά και γι’
αυτό μας την φέρνει εδώ σήμερα…

Ένας τραχύς ήχος διέκοψε την συζήτηση τους. Ήταν ένα γρατζούνισμα στην πόρτα. Ο
Λουκάς πήρε μια βαθιά ανάσα και πήγε να ανοίξει. Η Μπιάνκα κόλλησε την μουσούδα της
πάνω σε αυτή του Λουκά και μπήκε με αφοπλιστική αυτοπεποίθηση, χαιρετώντας τα
αποσβολωμένα μέλη της οικογένειας του.

- Είμαι η Μπιάνκα και χαίρομαι πολύ που σας γνωρίζω. Ο Λου μιλάει πολύ συχνά για
εσάς τον τελευταίο καιρό και αυτό με έκανε να ανυπομονώ να σας συναντήσω από
κοντά.
- Ποιος είναι ο Λου; ρώτησε σαστισμένος ο πατέρας του.
- Ο Λουκάς, τον φωνάζω έτσι χαιδευτικά, δεν του ταιριάζει πολύ; Άκουσα την κόρη του
αφεντικού να τον λέει έτσι και μ’ άρεσε πολύ.
- Ναι… έχει έναν τύπο, είπε η μητέρα του, δεν βρίσκεις; γυρνώντας προς τον πατέρα.
- Τι κρατάς εκεί; ρώτησε η αδερφή του, διαλύοντας το σύννεφο της αμηχανίας που δεν
μπόρεσε να αντιμετωπίσει ο ίδιος.
- Τίποτα σπουδαίο, σας έφερα μερικά αρνίσια κοκκαλάκια. Ο Λουκάς δεν μου έλεγε τι
σας αρέσει, γι’ αυτό επέλεξα κάτι ασφαλές, που φαντάστηκα ότι θα αρέσει σε όλους
σας.
- Ω, μα δεν ήταν ανάγκη καλή μου, είπε η αδερφή του με την αβρότητα που την
διέκρινε πάντα. Άντε Λουκά, δείξε στην κοπέλα τη θέση της, το φαγητό είναι έτοιμο,
βάζοντας τα κόκκαλα στο τραπέζι και βγάζοντας εμένα από την σαστιμάρα της
στιγμής. Τι καλό να σου βάλουμε να φας;

Η Μπιάνκα κοίταξε τα φαγητά διεξοδικά, χωρίς να βρει κάτι και τότε ο Λουκάς
κατάλαβε ότι η ανασφάλεια και η αμηχανία του είχαν προκαλέσει περισσότερα
προβλήματα, απ’ όσα υπήρχαν στ’ αλήθεια. Μέσα στον πανικό του, είχε ξεχάσει να
φροντίσει να υπάρχει στο τραπέζι κάτι που μπορούσε να φάει κι εκείνη. Η Μπιάνκα...
ήταν pesqueterian.

You might also like