You are on page 1of 3

ΣΥΝΟΨΗ ΣΤΟ ΕΡΓΟ ΤΟΥ

MICHAEL HOWARD

«CLAUSEWITZ, A Very Short Introduction»

Στην αρχή του έργου αναφέρει ο συγγραφέας ότι ο Μπερναντ Μπροντί χαρακτήρισε το έργο
του Κλάουζεβιτς (Περί Πολέμου) ως το μόνο σπουδαίο βιβλίο για τον πόλεμο κάτι που
φαίνεται να επιβεβαιώνει τον στρατιωτικό και συγγραφέα που σαν στόχο είχε θέσει τη
δημιουργία ενός συγγράμματος που δεν θα ξεχνιόταν μετά από δυο χρόνια. Ωστόσο
πρωταρχικό του μέλημα ήταν να εξασφαλίσει ότι η Πρωσία και οι γείτονες της θα εξαπέλυαν
στο μέλλον μια αποτελεσματική επίθεση εναντίον του αντιπάλου τους, την Γαλλία. Ως
επαγγελματίας στρατιωτικός που ήταν, περιόρισε την ανάλυσή του σε πιθανά θέματα άμεσης
χρησιμότητας για ένα διοικητή που προετοιμάζει την εκστρατεία του όμως και ως μελετητής,
επεδίωκε να εισχωρήσει στην ουσία του θέματος, ενδιαφερόμενος να συνδυάσει πάντα τη
θεωρία με την πρακτική αν και αυτό που μπορεί να του καταλογιστεί είναι ότι στο έργο του
δεν αναφέρει τίποτε για την οικονομική και τεχνολογική διάσταση του πολέμου. Το πρώτο
ίσως αιτιολογείται απ τους Ναπολεόντειους πολέμους που επισκίασαν την απασχόληση του
με άλλα ζητήματα ενώ το δεύτερο έχει να κάνει με το γεγονός ότι για πολύ μεγάλο χρονικό
διάστημα δεν υπήρχε καμιά μεταβολή στα στοιχεία που συνθέτουν την διοικητική μέριμνα.
Ο Κλάουζεβιτς γεννήθηκε το 1780 και ήταν γιος υπολοχαγού του πρωσικού στρατού.
Στην ηλικία των δώδεκα κατετάγη στο 34 ο σύνταγμα πεζικού παίρνοντας το βάπτισμα του
πυρός στο Ρήνο και στα Βόσγια Όρη . Το 1795 υπηρέτησε στη φρουρά του Νουοριπιν όπου
απέκτησε ουσιαστικό ενδιαφέρον για την μόρφωση. Το 1806 ξεσπά ο πόλεμος με τη Γαλλία
κατά τη διάρκεια του οποίου αιχμαλωτίστηκε μαζί με τον πρίγκιπα Αυγούστο και εξορίζονται
στη Γαλλία. Το 1808 ελευθερώνεται και τέσσερα χρόνια αργότερα μαζί με τριάντα
αξιωματικούς εντάχθηκε στις δυνάμεις του Τσάρου της Ρωσίας Αλεξάνδρου του Ά. Το 1813
ο Γιορκ Φον Βαρτενμπεργκ εδραιώνει ένα πυρήνα εθνικής αντίστασης με τον Κλάουζεβιτς
να επιστρέφει στο Βερολίνο προσπαθώντας να οργανώσει τα στρατεύματα. Αργότερα
τοποθετείται ως διευθυντής της Γερμανικής σχολής πολέμου γράφοντας μελέτες και σχέδια
για το περί πολέμου το οποίο δημοσιεύτηκε ένα χρόνο μετά το Θάνατο του (1831) από τη
σύζυγο του.
Ο Κλάουζεβιτς ήθελε να εξηγήσει γιατί οι μέχρι τότε θεωρίες περί πολέμου ήταν
ανεπαρκείς. Μάλιστα χωρίζει τους συγγραφείς του πολέμου σε τρεις κατηγορίες: τους
πολυμαθείς, τους αντινομιστές και εκείνους που θεωρούσαν ότι ήταν εφικτή η μελέτη του
πολέμου ως επιστήμη. Για την πρώτη κατηγορία αναφέρει ότι έδιναν πολύ σημασία στις
λεπτομέρειες με αποτέλεσμα να αγνοούν τη σχέση μεταξύ των γνώσεων τους και της τέχνης
της διοίκησης. Η δεύτερη κατηγορία απέρριπτε την ύπαρξη των πολεμικών αρχών και
επικροτούσαν την ανθρώπινη ικανότητα ενώ για την τρίτη κατηγορία υποστήριζε ότι κάτι
τέτοιο ήταν εφικτό μόνο για το πεδίο της τέχνης της πολιορκίας όπου υπήρχαν μετρήσιμοι
παράγοντες. Για να έχει μια θεωρία αξία θα πρέπει να εμπεριέχει την αβεβαιότητα των
πληροφοριών, την σπουδαιότητα των ηθικών παραγόντων και τις απρόβλεπτες κινήσεις των
αντιπάλων. Εδώ γίνεται λόγος και για το φαινόμενο της τριβής που συντελεί στο να διαφέρει
η σχεδίαση του πολέμου από την εφαρμογή του. Ανάμεσα στα στοιχεία της τριβής
κατατάσσονται οι μηχανικές βλάβες, οι δυσμενείς καιρικές συνθήκες, η απουσία αξιόπιστων
πληροφοριών. Ιδιαίτερη αναφορά γίνεται και στις ηθικές δυνάμεις του διοικητή που θα
πρέπει να χαρακτηρίζεται από την ικανότητα να εκτιμά τα παρεχόμενα από τον εχθρό
πλεονεκτήματα και την αποφασιστικότητα αναφορικά με την σταθερή προσήλωση σε μια
απόφαση.
Για να διεξάγεις ένα πόλεμο θα πρέπει να έχεις κατανοήσει τη σχέση μεταξύ σκοπών
και μέσων και ειδικότερα του πολιτικού σκοπού του πολέμου και των διαθέσιμων
στρατιωτικών μέσων για την επίτευξη του. Ο ίδιος ο Κλάουζεβιτς έδωσε ιδιαίτερη έμφαση
στον παράγοντα της μάχης (διεξαγωγή του πολέμου). Μόνο η μάχη ήταν το κατάλληλο μέσο
έτσι ώστε να επιτευχθούν οι πολιτικοί σκοποί. Στην συνέχεια αναλύει τι ακριβώς σήμαινε ο
όρος “μάχη” και την ξεχωριστή μορφή που είχε σε σχέση με άλλους θεωρητικούς του
πολέμου. Έτσι φθάνει στην ανάγκη να ξεχωρίσει τις έννοιες μεταξύ τακτικής και
στρατηγικής, αναφέροντας ότι η τακτική έχει να κάνει με τις μάχες και την ορθή
προετοιμασία για την επιτυχή έκβαση τους ενώ η στρατηγική ασχολείται με την ορθή χρήση
των στρατιωτικών αποτελεσμάτων με σκοπό να επιτευχθεί το αντικείμενο του πολέμου.
Ο Κλάουζεβιτς παρόλο που ήταν επηρεασμένος από την μορφή που έλαβαν οι
πόλεμοι στην Γαλλική Επανάσταση και έπειτα δηλαδή την μαζική κινητοποίηση και τον
χαρακτήρα απόλυτου πολέμου, συνειδητοποίησε ότι η έννοια του απόλυτου πολέμου κατέχει
περισσότερο μία ιδεατή μορφή παρά αποτελεί πραγματικότητα. Από την άλλη σημείωνε ότι η
άμυνα δεν πρέπει να είναι παθητική. Η άμυνα πρέπει να είναι ενεργητική, από άμεσες
αντεπιθέσεις μέχρι στρατηγικές που αποσκοπούν την εξουθένωση του αντιπάλου
αναφέροντας την υποχώρηση των Ρώσων κατά την εκστρατεία του Ναπολέοντα στην Ρωσία.
Ο Howard υποστηρίζει ότι το έργο του Κλάουζεβιτς αναδείχτηκε χάρις στην σημασία
που του έδωσε ο Μόλτκε. Το έργο του Κλάουζεβιτς έγινε μόδα και έβαλε στο περιθώριο τις
στρατηγικές αντιλήψεις άλλων θεωρητικών και κυρίως του Jomini που μέχρι τότε
κυριαρχούσαν ως μέθοδοι στρατηγικής σκέψης. Ο συγγραφέας όμως διευκρινίζει ότι ο ίδιος ο
Μόλτκε υιοθέτησε από τον Κλάουζεβιτς εκείνες τις ιδέες με τις οποίες συμφωνούσε όπως ο
Λένιν υιοθέτησε από τον Μαρξ τα διδάγματα τα οποία τον έβρισκαν σύμφωνο. Οπότε στον
γερμανικό στρατό πέρασε μία διαστρεβλωμένη αντίληψη της στρατηγικής αντίληψης του
Κλάουζεβιτς αν και όχι ανακριβής, σαφώς όμως ανολοκλήρωτη. Τους Γάλλους τους πήρε
περισσότερο καιρό για να αντιληφθούν την αξία του έργου του Κλάουζεβιτς αλλά συνέδεσαν
την θεωρία του με την γαλλική παράδοση του Ναπολέοντα και την Γαλλική Επανάσταση και
ο μετέπειτα στρατάρχης Foch θεωρείται ο κύριος Γάλλος εκφραστής της σχολής σκέψης του
Κλάουζεβιτς.
Με τη δημιουργία θερμοπυρηνικών όπλων και αργότερα των διηπειρωτικών
βαλλιστικών πυραύλων, άνοιξαν νέες προοπτικές στη διεξαγωγή του πολέμου. Ο απόλυτος
πόλεμος ήταν πλέον υπαρκτό ενδεχόμενο και η μαζική καταστροφή μπορούσε να προέλθει
από ένα και μόνο πλήγμα. Βέβαια, ο Κλάουζεβιτς, είχε αναγνωρίσει δύο περιορισμούς στον
απόλυτο πόλεμο: την τριβή (εσωτερικός) και τον πολιτικό σκοπό (εξωτερικός), ο οποίος είναι
πιο σημαντικός πλέον από την εποχή του. Ενώ ο πολιτικός σκοπός θα επέτρεπε στο διοικητή
να καταρρίψει το εμπόδιο της ανθρώπινης αδυναμίας που περιορίζει τον πόλεμο, στην
πυρηνική εποχή, ο πολιτικός σκοπός θα έπρεπε να λειτουργεί έτσι ώστε να επιβάλλει
περιορισμούς σε μια δράση, που η καταστροφική της δύναμη, αν δεν τεθεί υπό έλεγχο, θα
κλιμακωθεί στο έπακρο. Το ότι κανένας πολιτικός σκοπός δεν είναι τόσο ελκυστικός ώστε να
αντισταθμίσει την πυρηνική καταστροφή ενός λαού, αποτελεί την υπόθεση στη βάση της
θεωρίας της πυρηνικής αποτροπής. Άρα, για να είναι αποτελεσματική μια αποτρεπτική στάση
θα πρέπει να υποβάλλει τον εχθρό σε αυστηρούς περιορισμούς, αφ’ ενός στους πολιτικούς
αντικειμενικούς σκοπούς που πιθανώς να επιδιώξει να πραγματοποιήσει με στρατιωτικά μέσα
και αφ’ ετέρου στα μέσα, τα οποία θα χρησιμοποιήσει ώστε να τους πραγματοποιήσει.
Η σκέψη του Κλάουζεβιτς σχετιζόταν και με ένα άλλο πρόβλημα του πυρηνικού
πολέμου: ακόμα και αν ο πόλεμος δεν προκύψει από μια πάλη για τον εδαφικό έλεγχο μιας
περιοχής, θα καταλήξει σε τέτοια, όποιες και αν είναι οι ευρύτερες επιπτώσεις της. Έτσι η
τριβή επανέρχεται, καθώς στους στρατηγικούς υπολογισμούς, παρεμβαίνει το στοιχείο του
εδάφους και των ενόπλων δυνάμεων. Ο εδαφικός όμως έλεγχος μιας περιοχής συνεπάγεται
και έλεγχο του λαού που ζει σε αυτήν αν ο ίδιος ο λαός δεν είναι προετοιμασμένος να
συμμετάσχει, όταν χρειαστεί, στην υπεράσπιση των εδαφών του και αν δεν είναι
προετοιμασμένος να συναινέσει στη νέα κατάσταση επ αόριστον, η κατάκτηση αυτή δεν
αναμένεται να διατηρηθεί μακροπρόθεσμα.

You might also like