You are on page 1of 61

Εθνικό και Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο Αθηνών.

Παιδαγωγικό Τμήμα Δημοτικής Εκπαίδευσης.


Τομέας Φυσικών Επιστημών, Τεχνολογίας και Περιβάλλοντος.
Μεταπτυχιακό Τμήμα: «Φυσικές Επιστήμες στην Εκπαίδευση».
Πτυχιακή εργασία στην Επιστημολογία.
Υπεύθυνος Καθηγητής : Κωνσταντίνος Σκορδούλης.

Ερμηνείες της κβαντομηχανικής: Η περίπτωση του


Erwin Schrödinger. Η γάτα του Schrödinger.
Οι αντιλήψεις του Schrödinger για το «Τι είναι η ζωή;»

Μεταπτυχιακός φοιτητής : Δημήτρης Μουρούλης


Α.Μ.: 206 405

Αθήνα 28-01-09
Εθνικό και Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο Αθηνών.
Παιδαγωγικό Τμήμα Δημοτικής Εκπαίδευσης.
Τομέας Φυσικών Επιστημών, Τεχνολογίας και Περιβάλλοντος.
Μεταπτυχιακό Τμήμα: «Φυσικές Επιστήμες στην Εκπαίδευση».
Πτυχιακή εργασία στην Επιστημολογία.
Υπεύθυνος Καθηγητής: Κωνσταντίνος Σκορδούλης.
Μεταπτυχιακός φοιτητής: Δημήτρης Μουρούλης
Α.Μ.: 206 405 Αθήνα 28-01-09

Ερμηνείες της κβαντομηχανικής: Η περίπτωση του Erwin


Schrödinger. Η γάτα του Schrödinger.
Οι αντιλήψεις του Schrödinger για το «Τι είναι η ζωή;».

Περιεχόμενα
1. Η ερμηνεία της κβαντoμηχανικής
κατά τον Erwin Schrodinger.

1.1. Η επίδραση των φιλοσοφικών πεποιθήσεων του Schrodinger στην ερμηνεία


του για την κβαντική μηχανική. …………………………………………………….. 3

1.2. 1926-1927: Η αρχική ερμηνεία του Schrodinger για τα κβαντικά φαινόμενα


και η κριτική που της ασκήθηκε. Οι άλλες ερμηνείες της περιόδου. ……… 5
1.2.1. Η πρώιμη κυματομηχανική ερμηνεία του Schrοdinger ……………… 5
1.2.2. Η κριτική στην πρώιμη κυματομηχανική ερμηνεία του Schrοdinger… 7
1.2.3. Άλλες ερμηνείες της περιόδου 1926-1927 και πειραματικά δεδομένα.. 10
1.2.4. Η εγκατάλειψη των κυματομηχανικών ερμηνειών…………………..... 14
1.2.5. Συγκρίνοντας τις ερμηνευτικές προσεγγίσεις των Schrödinger και Bohr.19

1.3. Επιστημολογικά σχόλια στην ερμηνεία της Κοπεγχάγης. ……………… 21

1.4. Η συμβολή του Schrödinger στην αντίδραση προς τη σχολή της Κοπεγχάγης.. 23

1.5. Η αναβίωση της κυματομηχανικής περιγραφής του Schrödinger, το 1935…… 26

1.6. Απόπειρες κατανόησης και ερμηνείας για τη γάτα του Schrodinger. ………… 31
1.6.1. Εισαγωγικές παρατηρήσεις για τους «ασκούς» που άνοιξε η γάτα του
Schrodinger. ……………………………………………………… 31
1.6.2. Η «κβαντική γάτα» και η κατάρρευση της κυματοσυνάρτησης.……... 32
1.6.3. Η «κβαντική γάτα» και η ερμηνεία των πολλαπλών κόσμων.………… 34
1.6.4. Πειραματικές απόπειρες δημιουργίας μιας «μικρής γάτας» του
Schrodinger…………………………………………………………… 35

1.7. Οι θέσεις του Schrοdinger για την κβαντομηχανική, ιδωμένες σήμερα.……… 37


2. Οι αντιλήψεις του Schrodinger για το «Τι είναι η ζωή;».

2.1. Εισαγωγή. ……………………………………………………………… 40

2.2. Οι αντιλήψεις του Schrodinger για τη ζωή σε σχέση με άλλους διακεκριμένους


φυσικούς. ……………………………………………………………………… 42

2.3. Τα σημαντικότερα ερωτήματα που πραγματεύτηκε ο Schrodinger στο


«Τι είναι η ζωή;». ……………………………………………………………. 46
2.3.1. Η διατήρηση της οργάνωσής των δομικών στοιχείων των ζωντανών
οργανισμών.……………………………………………………………... 46
2.3.2. Η Σταθερότητα του γενετικού υλικού.………………………………… 49
2.3.3. Αντιγραφή γονιδίων.…………………………………………………… 52
2.3.4. Η φύση της συνείδησης και της ελεύθερης βούλησης …….…………… 57

2.4. Ένας μικρός απολογισμός……...……………………………………………… 58

Βιβλιογραφία ……………………………………………………………………… 60

2
1. Η ερμηνεία της κβαντoμηχανικής
κατά τον Erwin Schrodinger.
«Στην προσπάθεια μας να κατανοήσουμε την πραγματικότητα,
μοιάζουμε κάπως με τον άνθρωπο που προσπαθεί να καταλάβει το μηχανισμό ενός
κλειστού ρολογιού. Βλέπει την πλάκα και τους κινούμενους δείκτες, ακούει τους
κτύπους του, αλλά δεν έχει τρόπο να ανοίξει το κουτί. Αν έχει εφευρετικό μυαλό,
θα μπορέσει να φτιάξει κάποια εικόνα τον μηχανισμού, που θα την καταστήσει
υπεύθυνη για καθετί που παρατηρεί, αλλά ποτέ δεν θα μπορεί να είναι εντελώς
βέβαιος πως η εικόνα του είναι η μόνη ικανή να εξηγήσει τις παρατηρήσεις».
Albert Einstein, Leopold Infeld, Η εξέλιξη των ιδεών στη Φυσική

1.1. Η επίδραση των φιλοσοφικών πεποιθήσεων του


Schrodinger στην ερμηνεία του για την κβαντική μηχανική.

Ο φορμαλισμός της κβαντομηχανικής ακολουθεί πολλούς διαφορετικούς


δρόμους που θεωρούνται ισοδύναμοι μεταξύ τους και οδηγούν στα ίδια
αποτελέσματα. Τα ερμηνευτικά ρεύματα που επιχειρούν να καλύψουν τα
ζητήματα που αφήνει ανοιχτά ο κβαντομηχανικός φορμαλισμός είναι αρκετά.
Ωστόσο οι περισσότεροι φυσικοί ασχολούνται με τις πρακτικές εφαρμογές των
εξισώσεων χωρίς να τους απασχολούν το ερμηνευτικά «σενάρια» που υπάρχουν.
Τους ενδιαφέρουν τα φαινόμενα και όχι το τι «κρύβεται» από πίσω τους και τα
προκαλεί. Όμως, για όσους το θέμα της οντολογίας είναι σημαντικό, η ερμηνεία
που θα δοθεί στον φορμαλισμό είναι σημαντικό ζήτημα. Και ο Schrodinger ήταν
σίγουρα ένας από αυτούς.
Οι φιλοσοφικές πεποιθήσεις του Schrodinger έπαιξαν βασικό ρόλο στην
επιμονή του να μην αρνηθεί πολλές από τις έννοιες της κλασσικής φυσικής κατά
την προσπάθεια ερμηνείας της κβαντομηχανικής. Συγχρόνως, τον έκαναν
ιδιαίτερα δηκτικό απέναντι στην ερμηνεία της Κοπεγχάγης. Αξίζει να σημειωθεί η
ισόβια επιμονή του σε αυτές, όπως μπορεί κανείς να διαπιστώσει συγκρίνοντας
δύο φιλοσοφικά άρθρα του «Seek for the Road» (το 1925) και το «What is Real?»
(1960, έναν χρόνο πριν από το θάνατό του).
Αντίθετα με την εντύπωση που συνήθως επικρατεί, ο Schrodinger δεν ήταν
ρεαλιστής (επιστημολογικά). Οι απόψεις του μοιάζουν να μην ήταν πολύ μακριά
από εκείνες του Boltzmann που έλεγε ότι: «… ο στόχος μιας θεωρίας συνίσταται
στην κατασκευή μιας εικόνας του εξωτερικού κόσμου, που υπάρχει αμιγώς
εσωτερικά….»
Ο Schrοdinger δεν δεχόταν την ύπαρξη μιας εξωτερικής πραγματικότητας
στην οποία αναφέρονταν οι κεντρικοί όροι μιας φυσικής θεωρίας. Πίστευε στη
φυσική πραγματικότητα υπό μία διαφορετική άποψη. Και μόνο υπό αυτήν την
άποψη, πίστευε στη δυνατότητα της αντικειμενικής περιγραφής της. Κατά την
άποψή του, εκείνη η πραγματικότητα βρισκόταν στο μυαλό. Έγραφε: «… ο
αποκαλούμενος εξωτερικός κόσμος είναι δομημένος αποκλειστικά από συστατικά
του εγώ.» και «… Η διαδεδομένη τοποθέτηση που αξιώνει ότι πρέπει να
παραιτηθούμε από την προσπάθεια αντικειμενικής περιγραφής της φυσικής
πραγματικότητας, απορρίπτεται αφού ο αποκαλούμενος εξωτερικός κόσμος
δομείται αποκλειστικά με στοιχεία του ενός μυαλού, και χαρακτηρίζεται ως κάτι

3
που είναι κοινό για όλους, δηλαδή που αναγνωρίζεται από κάθε υγιή και λογικό
άνθρωπο….»
Κατά συνέπεια, ο ρεαλισμός του θα μπορούσε να χαρακτηριστεί ως ένας
«λογικός μυστικισμός» ή ένας «μεθοδολογικός ρεαλισμός». Η εμπειρία ενός
εξωτερικού κόσμου είναι γεγονός που πραγματοποιείται στο μυαλό. Πέρα από
αυτό, ο Schrοdinger πίστευε στην ομοιότητα των μεμονωμένων μυαλών: υπάρχει
στην πραγματικά μόνο ένα μυαλό! Η πολλαπλότητα που αντιλαμβανόμαστε είναι
απλά μια εντύπωση. Ασπάστηκε αυτήν την αντίληψη από τη ινδική φιλοσοφία
των Vedanta.
Όσον αφορά στην επιστήμη, ο Schrοdinger είχε αντιλήψεις που
βασίστηκαν στις έννοιες της κλασσικής φυσικής: «… η αναπαράσταση μιας
φυσικής διαδικασίας με μια νοητική εικόνα πρέπει να γίνει χωρίς χωροχρονικά
χάσματα, δηλαδή η εικόνα πρέπει -τουλάχιστον σε επίπεδο αρχών της θεωρίας- να
μας επιτρέψει να λέμε τι συμβαίνει σε κάθε στιγμή σε κάθε σημείο του χώρου.»
Ήταν λοιπόν αναμενόμενο το ότι ο Schrοdinger αντιτέθηκε στην έννοια
των ασυνεχειών και των κβαντικών αλμάτων. Παρομοίασε τα κβαντικά άλματα με
τους επικυκλίους του Πτολεμαίου. Θεώρησε ότι η εκπομπή και η απορρόφηση
ενός φωτονίου πρέπει να θεωρηθούν ως φαινόμενο στάσιμου κύματος που
χαρακτηρίζεται από την ισότητα των διαφορών συχνότητας (που αντιστοιχούν
στις διαφορές των ενεργειακών επιπέδων) του εκπέμποντος και απορροφώντος
ατόμου.
Έλεγε: «Μια ευρέως αποδεκτή άποψη υποστηρίζει ότι μια αντικειμενική
εικόνα της πραγματικότητας -όπως πιστεύαμε ότι μπορούμε να την έχουμε- δεν
μπορεί να υπάρξει. Μόνο οι αισιόδοξοι από μας (μεταξύ των οποίων περιλαμβάνω
τον εαυτό μου) θεωρούν ότι αυτή η άποψη είναι μια φιλοσοφική εκκεντρικότητα,
μια πράξη της απελπισίας εν όψει μιας μεγάλης κρίσης.»
Οι ισχυρές φιλοσοφικές τοποθετήσεις του Schrοdinger ήταν αρκετά
κατασταλαγμένες προτού αρχίσει την εργασία του για την κβαντική μηχανική
(στα τέλη του 1925). Έτσι, προσπαθούσε να ερμηνεύσει τα μαθηματικά
αποτελέσματα των επιστημονικών του ερευνών στο πνεύμα των φιλοσοφικών
απόψεων που ήδη είχε.

4
1.2. 1926-1927: Η αρχική ερμηνεία του Schrodinger
για τα κβαντικά φαινόμενα και η κριτική που της ασκήθηκε.
Οι άλλες ερμηνείες της περιόδου.

1.2.1. Η πρώιμη κυματομηχανική ερμηνεία του Schrοdinger.

Από το 1926, εμφανίστηκαν διάφορες ημικλασσικές ερμηνείες της


κβαντομηχανικής. Η ερμηνεία του Schrοdinger πρωτοεμφανίστηκε στο τέταρτο
άρθρο του «Quantization as an Eigenvatue Problem»: Η κβαντική μηχανική εκεί
είναι μια ημικλασσική κυματική θεωρία. Τα κύματα είναι τα θεμελιώδη
οντολογικά αντικείμενα και η ύλη είναι, σε τελευταία ανάλυση, μια περίπλοκη
υπέρθεσή τους. Αυτά τα «κύματα ύλης» είναι συνεχείς συναρτήσεις του χώρου
και του χρόνου. Επιπλέον, η εξίσωση συνέχειας προκύπτει εύκολα από την
εξίσωση Schrοdinger και παραπέμπει σε μια ηλεκτρομαγνητική ερμηνεία της
κυματικής εξίσωσης ψ: Η πυκνότητα φορτίου του ηλεκτρονίου θα προσδιοριστεί
με το ηλεκτρικό φορτίο του ηλεκτρονίου e επί το ψ*ψ, ενώ η ηλεκτρική
πυκνότητα ρεύματος είναι η αντίστοιχη έκφραση (ψ * ∇ψ − ψ∇ψ *) / 2mi . Η
θεωρία είναι, εντούτοις, ημι-κλασική γιατί εμφανίζεται μια κβαντοποίηση η οποία
εξασφαλίζει τη σταθερότητα της κατανομής φορτίου των ηλεκτρονίων μέσα στο
άτομο. Αυτή η κατανομή δεν θα μπορούσε να είναι σταθερή κλασικά.

Ανάμεσα στα πολλά χαρακτηριστικά της ερμηνείας που έδωσε ο


Schrödinger, ίσως το πιο ενδιαφέρον είναι η επιμονή του στην απόρριψη της
σωματιδιακής θεώρησης για τα κβαντικά φαινόμενα. Τόσο στην πρώιμη όσο και
στην ύστερη περίοδο της ερμηνείας του, o Schrödinger απαντούσε
«κατηγορηματικό όχι» στο ερώτημα εάν είναι «ορθό, από φυσική άποψη, να
συνεχίσουμε να μιλάμε για σωματίδια παρότι δεν έχουν κάτι που να μοιάζει με
τροχιά». Ως αποτέλεσμα, ο Schrödinger υποστήριξε ότι η εγκατάλειψη της
έννοιας της τροχιάς θα έπρεπε να απεγκλωβίσει τη φυσική από τη «σωματιδιακή
συζήτηση», δεδομένου ότι «τα κλασσικά σωματίδια εξατομικεύονται (δηλ.
προσδιορίζονται ως ξεχωριστά σωματίδια) από τη θέση που καταλαμβάνουν στον
συνηθισμένο χώρο κάθε χρονική στιγμή, δηλαδή από την τροχιά τους, ενώ τα
κύματα Ψ εξατομικεύονται από τη μορφή που έχουν στον χώρο των
αναπαραστάσεων». Ως συνέπεια αυτής της απόφασης του Schrödinger να
απορρίψει κάθε οντολογία εντοπισμένων σωματιδίων, οι πειραματικές ασυνέχειες
δεν θα μπορούσαν να αντιπροσωπεύουν μικροσκοπικές σωματιδιακές διαδικασίες.
Έπρεπε να προέρχονται από μια ιδιαίτερη διαδικασία αλληλεπίδρασης ανάμεσα
στο (κυματικού χαρακτήρα) σύστημα και στην (κυματικού χαρακτήρα) συσκευή.
Ας δούμε την ερμηνεία του λίγο λεπτομερέστερα: Στις τέσσερις
δημοσιεύσεις που έγιναν το 1926, ο Schrödinger εισήγαγε χαρακτηριστικές
συχνότητες (E/h) ως βασικές ιδιότητες των αλληλεπιδρώντων ατομικών
συστημάτων. Στις δημοσιεύσεις αυτές η δυναμική των ατομικών
αλληλεπιδράσεων εξηγείται ως ένα φαινόμενο συντονισμού που δεν καταργεί τη
συνέχεια του χωροχρόνου. Αυτή η θεώρηση επέτρεψε στον Schrödinger να
περιγράψει δύο φυσικά συστήματα που αλληλεπιδρούν συναρτήσει της
αλληλεπίδρασης των δύο διαφορετικών συχνοτήτων που τα χαρακτηρίζουν.

5
Δηλαδή θεώρησε ότι είναι οι κανονικοί τρόποι ταλάντωσης του συστήματος που
προκαλούν την ανταλλαγή ενέργειας και κατά συνέπεια, περιγράφουν τις
«μεταπτώσεις». Έτσι, η ενεργειακή διαφορά δύο ατομικών καταστάσεων (η οποία
εξηγήθηκε από τον Bohr με την παραδοχή των κβαντικών «ενεργειακών»
αλμάτων του ηλεκτρονίου) προκαλείται κατά τον Schrödinger από την ανταλλαγή
ενέργειας ανάμεσα σε δύο ταλαντούμενα συστήματα που χαρακτηρίζονται από
κανονικούς τρόπους ταλάντωσης. Τέτοιες κυματομηχανικές διαδικασίες δεν
παραβιάζουν τη συνέχεια του χωροχρόνου.

Αντί να ακολουθήσει μια μέθοδο της κλασικής μηχανικής, αντιστοιχώντας


n σωματίδια σε κάθε σημείο στον χώρο q 1, ο Schrödinger υποστήριξε ότι σε κάθε
«σωματίδιο» πρέπει να αποδοθεί μια κυματική συνάρτηση. Το διευκρίνισε αυτό
χρησιμοποιώντας την αναλογία της αποτυχίας της γεωμετρικής οπτικής, όπου
κάθε προσπάθεια να ακολουθηθούν τα ίχνη της εισερχόμενης ακτίνας φωτός στη
γειτονιά της περιοχής περίθλασης, είναι άσκοπη. Υποστήριξε ότι για πολύ μικρά
μήκη κύματος, οι εξισώσεις της κλασικής μηχανικής που περιγράφουν τη
θεμελιώδη μηχανική συμπεριφορά των σωματιδίων μέσα στο ηλεκτρομαγνητικό
πεδίο, γίνονται τόσο αναποτελεσματικές για την περιγραφή του πραγματικού
χαρακτήρα του μικροσκοπικού φυσικού κόσμου, όσο αναποτελεσματική είναι και
η γεωμετρική οπτική για την εξήγηση των φαινομένων της περίθλασης. Έτσι,
«πρέπει να χειριστούμε την ύλη αυστηρά στο πλαίσιο της κυματικής θεωρίας, δηλ.
πρέπει να προχωρήσουμε από την κυματική εξίσωση και όχι από τις θεμελιώδεις
εξισώσεις της μηχανικής, ώστε να σχηματίσουμε μια εικόνα της πολλαπλότητας των
πιθανών διαδικασιών». Αντίστοιχα, υπάρχει ένα ολόκληρο εύρος «τροχιών» που
εκτείνονται σε όλες τις κατευθύνσεις, εντός της κλασικής «τροχιάς» του 3n-
συνεχούς. Στην πραγματικότητα, δεν υπάρχει ακριβές σημείο συμφωνίας φάσης
το οποίο θα μπορούσε να εντοπίσει κανείς. Και είναι αυτή η συμφωνία φάσης
ανάμεσα στα κύματα της ομάδας, που προσδιορίζει τη θέση ενός σωματιδίου στον
χώρο q. Το συμπέρασμα του Schrödinger είναι ότι «δεν μπορούμε ποτέ να
ισχυριστούμε πως το ηλεκτρόνιο, σε μια καθορισμένη χρονική στιγμή, πρόκειται να
βρεθεί σε κάποια καθορισμένη από τις κβαντικές τροχιές, οι οποίες εξειδικεύονται
από τις κβαντικές συνθήκες». Αυτό τον οδήγησε στο να προτείνει μια εξήγηση των
κβαντικών φαινομένων συναρτήσει συνεχών κυματικών αλληλεπιδράσεων που
προϋποθέτουν τη χρήση της πολλαπλότητας των σωματιδιακών τροχιών, οι οποίες
μπορούν να εξεταστούν αν αναλυθούν οι ιδιότητες της κυματοσυνάρτησης. Ο
Schrödinger πρότεινε ότι «όλοι αυτοί οι ισχυρισμοί συνεισφέρουν συστηματικά,
στην εγκατάλειψη της ιδέας για τοποθέτηση του ηλεκτρονίου και της τροχιάς του»,
μέσα στον χώρο q.
Η ερμηνεία αυτή του Schrödinger ξεπερνά το πλαίσιο του καθαρά ιστορικού
ενδιαφέροντος. Τόσο διότι στοιχεία της ερμηνείας του περιλαμβάνονται σε ορισμένες
σημαντικές ερμηνείες της κβαντικής μηχανικής, όσο και διότι ορισμένες πρόσφατες
φιλοσοφικές ιδέες αναφορικά με τον χαρακτήρα του φυσικού κόσμου,
εναρμονίζονται με τις αναλύσεις του Schrödinger σχετικά με τον χαρακτήρα του
κβαντικού ολισμού και της κβαντικής συσχέτισης.

1
O χώρος q είναι ένας πολυδιάστατος χώρος, σε κάθε διάσταση του οποίου
εκπροσωπείται μια ιδιότητα που χαρακτηρίζει το σύστημα.

6
1.2.2. Η κριτική στην πρώιμη κυματομηχανική ερμηνεία του
Schrοdinger.

Είναι ερώτημα κοινωνικοϊστορικού ενδιαφέροντος το αν η πίεση που


προέκυψε ιστορικά εξώθησε τον Schrödinger στο να αποφεύγει να υποστηρίζει
δημόσια την κυματομηχανική ερμηνεία του, μετά το 1027. Ωστόσο, οι λόγοι που
τον οδήγησαν να εγκαταλείψει την πρώιμη κυματομηχανική του ερμηνεία ήταν κι
άλλοι. Οι δυσκολίες της ερμηνείας του ήταν εμφανείς σχεδόν αμέσως. Μάλιστα
ακόμη κι ο ίδιος ο Schrοdinger σημείωσε ότι:
1) δεδομένου ότι η κυματοσυνάρτηση είναι σύνθετη, θα πρέπει να
αντιπροσωπεύσει δύο πραγματικά κύματα, και
2) υπάρχει μια ασυνέπεια μεταξύ της συνεχούς κατανομής φορτίου του
ηλεκτρονίου στο άτομο υδρογόνου και της χρήσης του νόμου του Coulomb για τα
σημειακά φορτία στην εξίσωσή του για το Η.

Ο Lorentz του έγραψε μια μακριά επιστολή ρωτώντας τον, μεταξύ άλλων,
1) πώς η διάδοση του κυματοπακέτου στο χώρο μπορεί να είναι συμβατή
με τον προσδιορισμό του πακέτου και του κυματοσωματιδίου,
2) πώς η κυματική συνάρτηση μπορεί περιγράψει ένα κύμα στον συνήθη
τρισδιάστατο χώρο όταν ο χώρος στον οποίο αναπτύσσεται έχει πάνω από τρεις
διαστάσεις, και
3) όσον αφορά στο φωτοηλεκτρικό φαινόμενο, πώς ελευθερώνεται ένα
μοναδικό ηλεκτρόνιο από τη πολύπλοκη υπέρθεση των «κυμάτων ύλης» που
συνθέτουν τη κατανομή φορτίου όλων των ηλεκτρονίων σε ένα άτομο;
Ο Heisenberg αναρωτήθηκε εάν η ερμηνεία του Schrοdinger θα επέτρεπε
την παραγωγή του νόμου της ακτινοβολίας μέλανος σώματος.

Ακόμη, με βάση τα πειράματα σκέδασης που έγιναν από τους Bothe και
Geiger και από τους Compton και Simon, ο Niels Bohr ανέπτυξε μια κριτική για
τις απόψεις του Schrödinger την οποία και του παρουσίασε το 1926. Όπως θα
δούμε παρακάτω και στο πλαίσιο αυτής της κριτικής, ο Schrödinger παραδέχτηκε
ότι η ερμηνεία του ήταν ανεπαρκής.

Πέραν αυτών, η ηλεκτροδυναμική και ημικλασική ερμηνεία του


Schrοdinger δεν είχε να ανταγωνιστεί μόνο την πιθανοκρατική ερμηνεία του Bohr
(που δημοσιεύτηκε τον Ιούλιο του 1926). Οι ερμηνείες Madelung και de Broglie's
εμφανίστηκαν επίσης το ίδιο έτος. Κάθε μια από αυτές τις ερμηνείες δημιούργησε
διαφορετικά ερωτήματα και είχε τις δικές της δυσκολίες. Αλλά η ομάδα της
Κοπεγχάγης φαίνεται να απέκτησε την πλειοψηφία των υποστηρικτών αφότου ο
Bohr μίλησε για την έννοια συμπληρωματικότητάς (στη διάσκεψη του Como, τον
Σεπτέμβριο του 1927) και ο Heisenberg για τη σχέση αβεβαιότητάς του (στη
διάσκεψη του Solvay, τον Οκτώβριο 1927). Οι συζητήσεις Βohr-Einstein που
άρχισαν στη διάσκεψη Solvay έδειξαν πόσο σοβαρά αντιμετώπισε ο Einstein την
ερμηνεία της Κοπεγχάγης και προσέθεσαν επιπλέον κύρος σε εκείνη την ερμηνεία
σε σύγκριση με τις άλλες, συμπεριλαμβανομένης αυτής του Schrοdinger.

Μιας και η ερμηνεία της Κοπεγχάγης ήταν αυτή που επικράτησε τελικά
ανάμεσα στην πλειοψηφία των φυσικών, έχει ιδιαίτερο ενδιαφέρον να δούμε πώς

7
ο Bohr (ίσως ο μεγαλύτερος από τους θεμελιωτές της Κοπεγχάγειας ερμηνείας)
αντιμετώπισε την ερμηνεία του Schrödinger. Οι προσεγγίσεις των δύο φυσικών
για τα κβαντικά φαινόμενα, τόσο στις πρώιμες όσο και στις ύστερες περιόδους,
βασίζονταν σε διαφορετικές προσεγγίσεις του προβλήματος. Η ερμηνεία του Bohr
διαμορφώθηκε κατά κύριο λόγο, από μια προσεκτική εκτίμηση των πειραματικών
αποτελεσμάτων, ενώ η ερμηνεία του Schrödinger χαρακτηρίζεται κυρίως από την
αφοσίωσή του στην αρχή της συνέχειας του χωροχρόνου.

Πρέπει να επισημάνουμε ότι η κριτική του Bohr στον Schrödinger είναι


εκδήλωση του έντονου ενδιαφέροντος του πρώτου καθώς και της βαθιάς
κατανόησης των απόψεων του Schrödinger από τον Bohr. Οι διαφορές ανάμεσα
στις ερμηνείες τους είναι πιο λεπτές απ’ όσο συνήθως πιστεύεται, παρ’ ότι οι
δημιουργοί τους θεώρησαν τις διαφορές ως θεμελιώδεις. Και οι δύο απέρριψαν
την άποψη περί οργανωμένων κβάντων φωτός. Όμως, σε αντίθεση με τον
Schrödinger, και με οδηγό τις πειραματικές ασυνέχειες, ο Bohr επέμεινε στη
διατήρηση του σωματιδιακού χαρακτήρα των εντοπισμένων, μικροσκοπικών
αλληλεπιδράσεων.

Αυτό που ο Schrödinger θεώρησε ανεπαρκές στην περιγραφή του Bohr,


ήταν ο απότομος μετασχηματισμός τον οποίο το ηλεκτρόνιο, ως ένα ουσιαστικά
κλασσικό σωματίδιο σε στάσιμη κατάσταση, υφίσταται κατά την εκπομπή ή την
απορρόφηση (κάτι που συνεπάγεται ασυνέχεια του χωροχρόνου). Ο Schrödinger
προτιμούσε οι μεταπτώσεις του Bohr να διατυπωθούν με τέτοιο τρόπο ώστε να
διατηρείται η χωροχρονική συνέχεια της διαδικασίας.

Λίγο μετά τη δημοσίευση των τεσσάρων εργασιών του το 1926, ο


Schrödinger συναντήθηκε για να συζητήσει την προσέγγισή του, με τον Bohr. Η
συζήτηση έληξε με την αναγνώριση από τον Schrödinger ότι η ερμηνεία του είναι
ανεπαρκής. Ωστόσο, αυτό δεν έσβησε το όνειρό του για την εισαγωγή της
κυματομηχανικής ως γενικής περιγραφής των μικροσκοπικών φυσικών
συστημάτων και για τη διατήρηση της αρχής της συνέχειας. Ήταν μάλλον μια
ήττα των συγκεκριμένων επιχειρημάτων που αποσκοπούσαν στη δικαιολόγηση
του ονείρου του. Λίγο μετά την επιστροφή του στο Βερολίνο, στις 23 Οκτωβρίου
1926, έγραψε στον Bohr τα εξής:

«Μπορεί η επιμονή με την οποία συνέχισα να είμαι προσκολλημένος στις


«επιθυμίες» μου, όσον αφορά σε μια φυσική του μέλλοντος, στους διαλόγους μας,
στο τέλος να σας δημιούργησε την εντύπωση ότι οι γενικές και ειδικές ενστάσεις που
διατυπώσατε για τις απόψεις μου, δεν μου έκαναν καμία ουσιαστική εντύπωση.
Αυτό σίγουρα δεν ισχύει. Υπό μία ορισμένη έννοια, μπορώ να πω ότι η ψυχολογική
επίδραση των ενστάσεων αυτών —συγκεκριμένα οι πολυάριθμες ειδικές
περιπτώσεις στις οποίες προς το παρόν, οι απόψεις μου κατά τα φαινόμενα,
δύσκολα συμβιβάζονται με την εμπειρία— είναι ενδεχομένως ακόμα μεγαλύτερη για
εμένα απ’ ό,τι είναι για εσάς».
Ο Bohr έγραφε για τη συνάντηση ότι αυτός και ο Heisenberg «καταφέραμε
τουλάχιστον να τον πείσουμε [τον Schrödinger] ότι για την υλοποίηση της
προσδοκίας του πρέπει να είναι προετοιμασμένος να πληρώσει κάποιο κόστος, όσον
αφορά στην αναδιατύπωση θεμελιωδών εννοιών, που είναι τεράστιο σε σχέση με το

8
μέχρι τώρα θεωρούμενο από τους υποστηρικτές της ιδέας μιας θεωρίας συνέχειας
των ατομικών φαινομένων».

Για να γίνει αντιληπτό γιατί ο Schrödinger δέχτηκε την επιχειρηματολογία


του Bohr, πρέπει να προσδιορίσουμε ποιες ειδικές περιπτώσεις συζήτησαν και να
δούμε κάποιες άλλες ερμηνείες που είχαν προκύψει. Για το τι συζήτησαν, μόνο
υποθέσεις μπορούμε να κάνουμε. Αλλά είναι λογικό μεταξύ αυτών να ήταν και τα
παρακάτω:

1) Τα πειράματα συγκρούσεων ηλεκτρονίων σε αέρια, των Franck–Hertz 2,


σχετίζονταν με την υπόθεση του Bohr σχετικά με τις στάσιμες ατομικές
καταστάσεις και τη σχέση τους με τα ατομικά φάσματα. Τα αποτελέσματα
επιβεβαίωσαν την υπόθεση του Bohr ότι η ενεργειακή διαφορά ανάμεσα στη
θεμελιώδη και στη διεγερμένη κατάσταση του ατόμου, αντιστοιχεί στην ενέργεια
που χάνει το ηλεκτρόνιο. Βέβαια, παρότι αυτό θεωρήθηκε ότι είναι μια σχετική
επιβεβαίωση του ασυνεχούς χαρακτήρα των ατομικών συστημάτων, αφορούσε
μόνο στις αλλαγές στην ενέργεια των διεγερμένων ατόμων. Δεν αφορούσε τον
χαρακτήρα των μεμονωμένων μικροσκοπικών διαδικασιών που μεταχειρίστηκε ο
Schrödinger με την κυματομηχανική προσέγγισή του.

2) Οι αδυναμίες των επιχειρημάτων του Schrödinger φαίνονται καθαρά στο


φωτοηλεκτρικό φαινόμενο3, το οποίο αφορά πιο άμεσα το δίλημμα «κύματα ή
σωματίδια» αναφορικά με τις «μεμονωμένες διαδικασίες».

2
Το 1914, οι James Franck και Gustav Hertz εκτέλεσαν ένα πείραμα στο οποίο
κατέδειξαν το αντίστροφο του φωτοηλεκτρικού φαινομένου. Δηλαδή αποδείχθηκε ότι κατά
την σύγκρουση ενός επιταχυνόμενου ηλεκτρονίου με ένα άτομο, για να αποσπαστεί ένα
ηλεκτρόνιο από το άτομο, πρέπει η ενέργεια του ηλεκτρονίου να είναι πάνω από μία
ορισμένη τιμή. Η ενέργεια αυτή που λέγεται ενέργεια ιοντισμού ποικίλλει από άτομο σε
άτομο. Επίσης έδειξαν ότι για την εκπομπή φωτονίων από άτομα του υδραργύρου, τα οποία
συγκρούονται με ηλεκτρόνια, απαιτείται η κινητική ενέργεια των ηλεκτρονίων να υπερβαίνει
μια ορισμένη ενέργεια, που αντιστοιχεί στη μικρότερη συχνότητα του φάσματος εκπομπής
του υδραργύρου.
3
Φωτοηλεκτρικό φαινόμενο το φαινόμενο εκπομπής ηλεκτρονίων από ένα μέταλλο
όταν πέσει πάνω σε αυτό ορατό ή υπεριώδες φως. Ανακαλύφθηκε από τον Hertz το 1887.
Πειραματικά δεδομένα για το φωτοηλεκτρικό φαινόμενο που δεν μπορούσαν να
ερμηνευθούν από την τότε αποδεκτή κλασική θεωρία είναι τα εξής:
• Ο αριθμός των εκπεμπόμενων ηλεκτρονίων (ένταση του φωτοηλεκτρικού ρεύματος)
είναι ανάλογος προς την ένταση του προσπίπτοντος φωτός (αποδεκτό για την κλασική
θεωρία) ενώ η μέγιστη κινητική τους ενέργεια είναι ανεξάρτητη της έντασης αυτής (θα
έπρεπε να ήταν ανάλογη).
• Η μέγιστη κινητική ενέργεια των ηλεκτρονίων που εκπέμπονται είναι ανάλογη προς
τη συχνότητα του προσπίπτοντος φωτός (και όχι προς την έντασή του, όπως αναμενόταν).
• Φωτοηλεκτρικό ρεύμα (εκπεμπόμενα ηλεκτρόνια) εμφανίζονται μόνο όταν η
συχνότητα του προσπίπτοντος φωτός υπερβεί μια ορισμένη τιμή (συχνότητα κατωφλίου)
(ενώ δεν θα έπρεπε να υπάρχει οριακή συχνότητα).
• Τα ηλεκτρόνια εκπέμπονται από την μεταλλική επιφάνεια αμέσως μόλις αυτή
φωτιστεί (άρα η μεταβίβασης της ενέργειας είναι στιγμιαία και όχι βαθμιαία, όπως ορίζει η
κλασική θεωρία).
Το φαινόμενο ερμηνεύθηκε από τον Einstein το 1905 ο οποίος υπέθεσε ότι:

9
Τα πειράματα αλληλεπίδρασης ακτινοβολίας (ακτίνων X) και ύλης
(ηλεκτρόνια), που έγιναν τη δεκαετία του ’20 από τον A. H. Compton,
αποτέλεσαν μέρος μιας σειράς πειραμάτων που σχεδιάστηκαν για να βελτιώσουν
την κατανόηση του φωτοηλεκτρικού φαινομένου. Η ανακάλυψη του φαινομένου
Compton4, το 1922, είχε έντονη επίδραση στις διαμάχες σχετικά με τον
χαρακτήρα των ατομικών αλληλεπιδράσεων, καθώς προσέφερε ισχυρές,
πειραματικές, ενδείξεις που ενίσχυαν την κβαντική-σωματιδιακή θεωρία του
Einstein.

1.2.3. Άλλες ερμηνείες της περιόδου 1926-1927 και πειραματικά


δεδομένα.

Η θεωρία του J. J. Thomson για τη σκέδαση ακτίνων Χ (η οποία


αντικαταστάθηκε από τη θεωρία του Compton) ήταν ευρέως αποδεκτή εκείνη την
περίοδο και μεταχειριζόταν την ακτινοβολούμενη ενέργεια ως κύματα. Σύμφωνα
με τη θεωρία αυτή, ανεξάρτητα από το μέγεθός του, ένα «πακέτο»
ακτινοβολούμενης ενέργειας, ακόμα και ένα πολύ μικρό πακέτο, θα πρέπει να
σκεδάζεται σχεδόν όπως ένα κανονικό κύμα (π.χ. ένα κύμα μέσα στο νερό) όταν
συναντά ένα στερεό εμπόδιο (π.χ. έναν βράχο). Καθώς το κύμα διαδίδεται σε μια
περιοχή της επιφάνειας του βράχου, το νερό θα τρέχει άτακτα γύρω από τον
βράχο και όχι σε μία οποιαδήποτε συγκεκριμένη κατεύθυνση.

• Το φως (συχνότητας f) αποτελείται από μια δέσμη "φωτεινών πακέτων" (φωτονίων)


που το καθένα φέρει ενέργεια E=hf.
• Κάθε φωτόνιο μπορεί να δώσει την ενέργειά του σε (και άρα να εξάγει) ένα μόνο
ηλεκτρόνιο, και η μεταφορά αυτή της ενέργειας γίνεται ακαριαία.
Άρα, αν η ελάχιστη ενέργεια με την οποία το ηλεκτρόνιο είναι δέσμιο στο μέταλλο
(που ισούται με το έργο το οποίο χρειάζεται για την υπερνίκηση των δυνάμεων που το
κρατούν δέσμιο (έργο εξαγωγής)) είναι Φ, τότε η μέγιστη κινητική ενέργεια των
εκπεμπόμενων ηλεκτρονίων (Kmax) θα δίδεται από την hf= Kmax + Φ.
4
Το 1922, ο Compton απέδειξε πως η σκέδαση ακτίνων Χ από ηλεκτρόνια δεν
μπορούσε να εξηγηθεί με τη βοήθεια της κλασικής φυσικής. Σύμφωνα με την κλασική
ερμηνεία, οι ακτίνες Χ θα έπρεπε να θέτουν σε ταλάντωση το ηλεκτρόνιο όταν προσέπιπταν
πάνω του. Αυτό στη συνέχεια θα επιταχυνόταν και θα έπρεπε να εκπέμπει με τη σειρά του
ηλεκτρομαγνητική ακτινοβολία. Η ακτινοβολία αυτή θα έπρεπε να έχει συχνότητα που θα
εξαρτιόταν από τον χρόνο έκθεσης του ηλεκτρονίου στην ακτινοβολία, καθώς και από την
ένταση της τελευταίας. Στο πείραμα, όμως, η συχνότητα της σκεδαζόμενης ακτινοβολίας
εξαρτάται μόνο από τη γωνία σκέδασης. Κατά συνέπεια η κλασική θεωρία ήταν ανεπαρκής
για την εξήγηση του φαινομένου.
Ο Compton εκτέλεσε το πείραμα για διάφορες γωνίες σκέδασης. Μετρώντας τα μήκη
κύματος και την ένταση των σκεδαζόμενων δεσμών, παρατήρησε ότι υπήρχαν δύο κορυφές
στην γραφική παράσταση της έντασης, συναρτήσει του μήκους κύματος. Η πρώτη κορυφή
αντιστοιχούσε σε μήκος κύματος της αρχικής δέσμης, λ0. Η δεύτερη κορυφή αντιστοιχούσε
σε μήκος κύματος λ΄, του οποίου η σχέση με τη γωνία σκέδασης διδόταν από τον τύπο
λ΄ − λ0 = mch (1 − cos θ ) . Για να παραχθεί η εξίσωση αυτή ήταν απαραίτητο το φωτόνιο να
θεωρηθεί σωματίδιο και να ληφθεί υπ' όψιν η σχετικιστική του κίνηση. Γι' αυτό και το
φαινόμενο Compton απετέλεσε μια από τις πρώτες επιτυχίες της κβαντικής θεωρίας.

10
Ωστόσο, υπήρξε ένα πρόβλημα με την άμεση εφαρμογή του κυματικού
αυτού μοντέλου στη σκέδαση ακτίνων Χ. Καθώς μειώνεται το «μέγεθος» των
πακέτων της ακτινοβολίας (δηλ. το μήκος κύματός τους), η σκέδαση γίνεται πολύ
πιο εστιασμένη. Η εξήγηση που έδωσε αρχικά ο Compton για το φαινόμενο αυτό
ήταν «ότι η περιορισμένη σκέδαση των ακτίνων Χ με πολύ μικρό μήκος κύματος,
μπορεί να είναι το αποτέλεσμα της συμβολής ανάμεσα σε ακτίνες που σκεδάζονται
από διαφορετικά μέρη του ηλεκτρονίου, αν η διάμετρος του ηλεκτρονίου είναι
συγκρίσιμη με το μήκος κύματος της ακτινοβολίας». Για να υπάρξει σημαντική
συμβολή ανάμεσα σε ακτίνες που αποτελούν το κύμα, το κύμα δεν μπορεί να είναι
πολύ μικρότερο από το εμπόδιο, διότι οι γωνίες σκέδασης των γειτονικών ακτίνων
του κύματος θα είναι αμελητέα διαφορετικές και θα «χαθούν» αμέσως μετά την
κρούση. Ωστόσο, αν ικανοποιείται η συνθήκη για το μέγεθος, τότε
(χρησιμοποιώντας ξανά την αναλογία με τα κύματα νερού) διαφορετικά μέρη του
κύματος που χτυπούν σε διαφορετικές πλευρές του βράχου, μπορεί να
συμβάλλουν μεταξύ τους και να παρατηρηθεί μια πολύ πιο εστιασμένη,
εξερχόμενη ροή νερού. Ωστόσο ο Compton, σημείωσε ότι «πρόσφατα πειράματα
έχουν δείξει ότι το μέγεθος του ηλεκτρονίου που προκύπτει με αυτόν τον τρόπο,
αυξάνεται με το μήκος κύματος των χρησιμοποιούμενων ακτίνων Χ, και είναι
δύσκολο να υποστηριχθεί η ιδέα ενός ηλεκτρονίου του οποίου το μέγεθος
μεταβάλλεται με το μήκος κύματος των προσπιπτουσών ακτίνων».

Έτσι ο Compton στράφηκε σε μια κβαντική-σωματιδιακή υπόθεση ως


εναλλακτική λύση: «Υπό τη σκοπιά της κβαντικής θεωρίας, μπορούμε να
υποθέσουμε ότι οποιοδήποτε συγκεκριμένο κβάντο ακτίνων Χ δεν σκεδάζεται από
όλα τα ηλεκτρόνια στον θερμοπομπό αλλά ξοδεύει όλη του την ενέργειά σε κάποιο
συγκεκριμένο ηλεκτρόνιο. Με τη σειρά του, αυτό το ηλεκτρόνιο θα σκεδάσει την
ακτίνα προς μια συγκεκριμένη κατεύθυνση, που σχηματίζει μια γωνία με την
προσπίπτουσα δέσμη». Παρότι, με κάποια θεώρηση, η ακτινοβολία θα μπορούσε
να θεωρηθεί ως κύματα, τα πειράματα απέδειξαν ότι ήταν πιθανότερο να
αποτελείται από κβάντα φωτός. Αυτό αποτέλεσε την αρχή της θεμελιώδους
αλλαγής στον τρόπο σκέψης του Compton.

O Compton θεώρησε το κάθε κβάντο ενέργειας ακτίνων Χ ως ξεχωριστό


σωματίδιο που χτυπάει ένα ελεύθερο ηλεκτρόνιο. Ο Compton προσέφερε
πειστικά, πειραματικά, αποδεικτικά στοιχεία για να υποστηρίξει τον τύπο
λ΄ − λ0 = mch (1 − cos θ ) , ο οποίος συνδέει τη μεταβολή του μήκους κύματος ( λ΄ − λ0 ) με
τη γωνία σκέδασης (θ). Για να παραχθεί η εξίσωση αυτή έπρεπε το φωτόνιο να
θεωρηθεί σωματίδιο.

Ως προέκταση των σκέψεών του, ο Compton προέβλεψε την ύπαρξη


ηλεκτρονίων ανάκρουσης που σκεδάζονται με ορμή ίση με τη μεταβολή της
ορμής της ακτίνας Χ. Παρότι αρχικά χρησίμευσαν μόνο ως μια χρήσιμη υπόθεση,
ο Wilson επιβεβαίωσε την ύπαρξη ηλεκτρονίων ανάκρουσης παρακολουθώντας
τα ίχνη τους μέσα στον θάλαμο φυσαλίδων που είχε προσφάτως εφευρεθεί.
Τελικά, ο Compton εξήγαγε τύπους για την ενέργεια του ηλεκτρονίου
ανάκρουσης και για τη διαφορά ανάμεσα στις γωνίες σκέδασης και στη γωνία
ανάκρουσης. Έτσι διαπίστωσε ότι η αρχή διατήρησης της ορμής, ανάλογη με

11
εκείνη που ισχύει στις συνηθισμένες σωματιδιακές αλληλεπιδράσεις,
εφαρμοζόταν και στη σκέδαση ακτίνων Χ.

Ο Bohr ήταν ένας από τους πολλούς φυσικούς που θεωρούσαν


λανθασμένη την κβαντική-σωματιδιακή θεωρία του Einstein. Κι ήταν σχεδόν
καθολική πεποίθηση των φυσικών ότι αν ο χαρακτήρας της ακτινοβολίας είχε
εξηγηθεί επιτυχώς με κυματοθεωρητικούς όρους, τότε δεν θα μπορούσαν οι νόμοι
διατήρησης παραπέμπουν σε κάτι που αποτελούσε μια ουσιαστικά κβαντική
σωματιδιακή δομή της. Δεν ήταν ξεκάθαρο αν η ακτινοβολία θα μπορούσε να
είναι οτιδήποτε άλλο εκτός από διάδοση των κυμάτων. Αλλά αν ήταν διάδοση
κυμάτων, το ερώτημα ήταν τι είδους κύματα θα μπορούσαν να εξηγήσουν τα
αποτελέσματα των πειραμάτων του Compton. Έτσι ο Bohr, μαζί με τους Kramers
και Slater, πρότειναν το 1924 μια θεωρία ακτινοβολίας της οποίας η βασική ιδέα
ήταν ότι η ακτινοβολία εκπέμπεται με τη μορφή κυμάτων πιθανότητας. Κατά
συνέπεια, σύμφωνα με τη θεωρία των Bohr– Kramers– Slater (BKS), ένα άτομο
που καταλαμβάνει μια ορισμένη στάσιμη κατάσταση, επικοινωνεί διαρκώς με
άλλα άτομα μέσω ενός εικονικού πεδίου, ενός παράξενου χωροχρονικού
μηχανισμού που είναι ισοδύναμος με το πεδίο που προέρχεται από τους
κλασικούς αρμονικούς ταλαντωτές. Κάθε σύστημα στάσιμων καταστάσεων
αντιστοιχεί σε ένα εικονικό πεδίο ακτινοβολίας που αποτελείται από ένα πλήθος
μονοχρωματικών σφαιρικών κυμάτων. Το πλήθος των κυμάτων αυτών είναι ίσο
με τις στάσιμες καταστάσεις του συστήματος. Η μετάπτωση από μία στάσιμη
κατάσταση σε μια άλλη συνδέεται με την πιθανότητα που έχουν οι συχνότητες
του εικονικού πεδίου και όχι με τις ακριβείς τιμές των συχνοτήτων. Αυτό σημαίνει
ότι οι νόμοι διατήρησης της ενέργειας και της ορμής στις ατομικές
αλληλεπιδράσεις ισχύουν όσον αφορά στις μέσες τιμές, αλλά δεν εφαρμόζονται
σε μεμονωμένες μικροσκοπικές αλληλεπιδράσεις. Οι υποστηρικτές της θεωρίας
BKS ισχυρίστηκαν ότι «μια τέτοια ερμηνεία μοιάζει αναπόφευκτη για να εξηγηθούν
τα παρατηρούμενα φαινόμενα, η περιγραφή των οποίων περιλαμβάνει απαραιτήτως,
τον κυματικό χαρακτήρα της ακτινοβολίας». Όσον αφορά στη σκέδαση
ακτινοβολίας από ελεύθερα ηλεκτρόνια (σκέδαση Compton) η θεωρία BKS (σε
αντίθεση με τη σωματιδιακή θεώρηση) προέβλεψε ότι «η σκέδαση της
ακτινοβολίας από τα ηλεκτρόνια θεωρείται ως συνεχές φαινόμενο στο οποίο κάθε
ένα από τα ακτινοβολούμενα ηλεκτρόνια συνεισφέρει μέσω της εκπομπής
σύμφωνων δευτερογενών κυματιδίων (wavelets). …το ακτινοβολούμενο ηλεκτρόνιο
έχει μια ορισμένη πιθανότητα να λάβει σε μοναδιαίο χρόνο, ένα πεπερασμένο ποσό
ορμής σε οποιαδήποτε δεδομένη κατεύθυνση». Με άλλα λόγια, «εξασφαλίζεται μια
στατιστική διατήρηση της ορμής με τρόπο απολύτως ανάλογο με τη στατιστική
διατήρηση της ενέργειας στα φαινόμενα απορρόφησης φωτός» και κατά συνέπεια, η
μη εφαρμοσιμότητα των νόμων διατήρησης σε μεμονωμένες διαδικασίες,
εξαλείφει την ανάγκη ύπαρξης της κβαντικής-σωματιδιακής υπόθεσης.

Ο Schrödinger, το 1924, ήταν μεταξύ των φυσικών που αντέδρασαν πολύ


θετικά στη θεωρία BKS, εκθειάζοντας τη δέσμευση στη συνέχεια που βρήκε την
έκφρασή της στην επικοινωνία ανάμεσα στα άτομα, μέσω του εικονικού πεδίου.
Επίσης, εξήρε τη «θεμελιώδη παραβίαση των νόμων διατήρησης της ενέργειας και
της ορμής σε κάθε (μεμονωμένη) διαδικασία ακτινοβολίας». Αυτή τη πλευρά της
θεωρίας θα την έφερνε ο ίδιος στο τελικό της στάδιο, δύο χρόνια αργότερα, με την

12
εγκατάλειψη της «τροχιάς του σωματιδίου». Σχολιάζοντας την έννοια της
επικοινωνιακότητας (communicability) στη θεωρία των BKS, ο Schrödinger
έκανε νύξη στα φιλοσοφικά ερείσματα των απόψεών του προτείνοντας ότι μια
ολιστική προσέγγιση αποτελούσε κατάλληλο πλαίσιο για την ανάπτυξη μιας
γενικής θεωρίας των κβαντικών φαινομένων: «Έτσι, κάποιος μπορεί επίσης να πει:
από τη σκοπιά της αιωνιότητας (sub specie aeternitatis), μια ορισμένη σταθερότητα
στην παγκόσμια τάξη μπορεί να υπάρξει μόνο μέσα από τη διασύνδεση του κάθε
μεμονωμένου συστήματος με τον υπόλοιπο κόσμο».

Ωστόσο, πολύ πριν συναντήσει τον Schrödinger το 1926, ο Bohr είχε


αρχίσει να αμφιβάλλει για την εγκυρότητα της θεωρίας BKS. Αυτές οι αμφιβολίες
είχαν να κάνουν με το ανανεωμένο ενδιαφέρον του για το πείραμα του Carl
Ramsauer (1921) αναφορικά με την αποκαλούμενη διατομή των ατόμων των
αερίων, τα αποτελέσματα του οποίου φαινόταν ότι έρχονται σε αντίθεση με την
κινητική θεωρία των αερίων. Αλλά ήταν τα πειράματα των Bothe και Geiger (βλ.
σ.15), και αργότερα των Compton και Simon (βλ. σ.15), που τελικά τον οδήγησαν
να εγκαταλείψει τη θεωρία.

Συγκρίνοντας τη θεωρία των σωματιδιακών αλληλεπιδράσεων του


Compton με τη θεωρία ΒΚS παρατηρούμε τα εξής: Η θεωρία του Compton
εξαρτιόταν από την υπόθεση «ότι τα κβάντα της ακτινοβολίας λαμβάνονται από
καθορισμένες κατευθύνσεις και σκεδάζονται σε καθορισμένες κατευθύνσεις». Αυτό
που απέδειξαν τα πειράματα ήταν ότι η ενέργεια και η ορμή της εκπεμπόμενης
ακτινοβολίας διατηρούνταν αμέσως μετά τη σκέδαση. Αλλά δεν θα μπορούσε
κανείς να πει, με βάση μόνο τα πειράματα αυτά, αν η αρχή διατήρησης ίσχυε στα
ενδιάμεσα στάδια της διαδικασίας (δηλ. για τις μεμονωμένες μικροσκοπικές
αλληλεπιδράσεις). Η υπόθεση για την αρχή διατήρησης στα ενδιάμεσα στάδια θα
μπορούσε να είχε προκύψει ότι είναι περιττή. Ίσως η αρχή να ίσχυε μόνο γενικά,
αν η διατήρηση της ορμής και της ενέργειας ήταν αποτέλεσμα κυματικών
αλληλεπιδράσεων. Η θεωρία BKS απέφυγε αυτήν την υπόθεση εισάγοντας τον
στατιστικό χαρακτήρα της ανταλλαγής ενέργειας, ο οποίος ενέπνευσε άμεσα τα
πειράματα που πραγματοποιήθηκαν από τους Compton και Simon το 1924 και
από τους Bothe και Geiger το 1925.

Λίγο πριν δημοσιεύσει τα αποτελέσματα των πειραμάτων σκέδασης που


έκανε, ο Compton ανακοίνωσε τα αποτελέσματα των πειραμάτων με την
εσωτερική ανάκλαση ακτίνων Χ. Σύμφωνα με αυτά, οι ακτίνες Χ ανακλούνταν ως
κλασικά κύματα. Αυτό οδήγησε τον Compton στο να σκεφτεί έναν τρόπο για να
συμβιβάσει τον κυματικό χαρακτήρα των ακτίνων Χ με τα ευρήματα των
πειραμάτων σκέδασης. Η ιδέα ήταν η εξής: Από τη μία ήταν αναμφισβήτητη η
ύπαρξη του δευτερεύοντος κβάντου που σκεδάζεται από το ηλεκτρόνιο, η ορμή
και η ενέργεια του οποίου επιβεβαίωσαν τους νόμους διατήρησης. Ωστόσο η
διαδικασία σκέδασης θα μπορούσε να εξακολουθήσει να θεωρείται ως μια
κυματική διαδικασία στην οποία το προσπίπτον κβάντο «απλώνεται» (δηλαδή
μοιράζεται) σε έναν αριθμό ηλεκτρονίων, κατανέμοντας την ορμή και την
ενέργειά του. Αυτό με τη σειρά του οδηγεί σε συμβολή, η οποία τελικά,
δημιουργεί το δευτερεύον κβάντο. Ο Compton σημειώνει «Γιατί θα φαινόταν να
μην υπάρχει πιθανότητα διάθλασης…εκτός εάν η ακτίνα μπορεί να ξοδέψει ένα

13
μέρος της ενέργειάς της για να θέσει σε ταλάντωση ορισμένα από τα ηλεκτρόνια
πάνω από τα οποία περνάει έτσι ώστε να προκαλέσει μια δευτερεύουσα ακτίνα η
οποία θα ενωθεί με την αρχική».

Ο Darwin συμμεριζόταν την προσδοκία ότι οι νόμοι διατήρησης δεν


ισχύουν στις μεμονωμένες μικροσκοπικές αλληλεπιδράσεις: Υποστήριξε ότι αν
στο φαινόμενο Compton η σκεδαζόμενη ακτινοβολία εκπεμπόταν με τη μορφή
σφαιρικών κυμάτων, τότε θα έπρεπε να υπάρχει ένας αριθμός ενδιάμεσων
αλληλεπιδράσεων που να οδηγούν σε αυτά τα κύματα.

Μέσα σε αυτό το κλίμα, ο Schrödinger ανέπτυξε μια κυματομηχανική


θεώρηση για τη σκέδαση της ακτινοβολίας (δηλ. για τη «διασπορά της
ενέργειας»), στην τέταρτη δημοσίευσή του το 1926. Για να πραγματευτεί τα
φαινόμενα σκέδασης ανέπτυξε μια έκφραση για τα κύματα με μεταβλητές
συχνότητες (δηλ. για τις καταστάσεις με μεταβλητή ενέργεια). Υπό αυτήν την
θεώρηση, η ορμή του δευτερεύοντος κύματος θα μπορούσε να γίνει αντιληπτή ως
αποτέλεσμα της σκέδασης του προσπίπτοντος κύματος. Το ολοκλήρωμα
πυκνότητας εκφράστηκε από την τιμή του ολοκληρώματος πάνω σε όλες τις
συντεταγμένες του συστήματος. Αυτό οδηγούσε στο συμπέρασμα ότι «η
προκύπτουσα πυκνότητα φορτίου σε οποιοδήποτε σημείο του χώρου,
παριστάνεται τότε από το άθροισμα τέτοιων ολοκληρωμάτων που λαμβάνεται
πάνω σε όλα τα σωματίδια».

Έτσι, οι διάφορες κυματοθεωρητικές προσεγγίσεις, οι οποίες επινοήθηκαν


για να εξηγήσουν τα αποτελέσματα των πειραμάτων σκέδασης του Compton,
παρέλειψαν όλες, την κβαντική-σωματιδιακή υπόθεση του Einstein για τις
μεμονωμένες διαδικασίες. Κάθε φυσικός πρότεινε μια περιγραφή είτε με κλασικά
κύματα είτε με κύματα πιθανότητας, ή συνδυασμό τους, που ανέμενε να
επιβεβαιώσουν οι πειραματικές δοκιμές μεμονωμένων μικροσκοπικών
αλληλεπιδράσεων. Κανείς δεν περίμενε ότι θα υπάρξει σοβαρή αμφισβήτηση της
κυματοθεωρητικής προσέγγισης.

1.2.4. Η εγκατάλειψη των κυματομηχανικών ερμηνειών.

Ένας τρόπος για να αντιμετωπιστεί το δίλημμα «κβάντα ή κύματα», ήταν


με τη μέτρηση ηλεκτρονίων ανάκρουσης. Αν η κυματική υπόθεση ήταν σωστή,
και αν το προσπίπτον κβάντο διαδιδόταν σε έναν αριθμό ηλεκτρονίων, τότε

1) ένα προσπίπτον κβάντο μπορεί να έδιωχνε έναν αριθμό


ηλεκτρονίων και
2) θα ανιχνευόταν μια ευρεία στατιστική κατανομή για τις
κατευθύνσεις των ηλεκτρονίων ανάκρουσης, καθώς αυτά αναπηδούσαν σε όλες
τις κατευθύνσεις.

Αυτό ήταν σύμφωνο με τη θεωρία BKS αλλά ερχόταν σε αντίθεση με το


αποτέλεσμα του τύπου του Debye tan Φ = − 1 που βασίζεται στη
(1 + a ) tan
θ
2

σωματιδιακή υπόθεση (όπου Φ η γωνία σκέδασης του ηλεκτρονίου ανάκρουσης

14
και θ η γωνία του προκύπτοντος κβάντου). Το αποτέλεσμα του Debye προέβλεπε
ότι το ηλεκτρόνιο ανάκρουσης σκεδάζεται πάντοτε προς τα εμπρός σε σχέση με το
προσπίπτον κβάντο, ακριβώς όπως αν το χτυπούσε ένα κανονικό σωματίδιο, και
ότι το δευτερεύον κβάντο σκεδάζεται σε όλες τις κατευθύνσεις. Ο τύπος καθορίζει
μια σαφή σχέση ανάμεσα στις γωνίες σκέδασης του προκύπτοντος κβάντου και
του ηλεκτρονίου ανάκρουσης και αποδεικνύει ότι τα ηλεκτρόνια που τα χτυπά το
προσπίπτον κβάντο είναι πάντοτε εκείνα που αναπηδούν (δηλ. ηλεκτρόνια
ανάκρουσης), και ότι δεν υπάρχουν άλλα ηλεκτρόνια που φαίνεται ότι τα χτυπά το
προσπίπτον κβάντο.

Τα πειράματα των Bothe και Geiger εξέτασαν με τεχνικές σύμπτωσης


ηλεκτρονίων τη στατιστική υπόθεση της θεωρίας BKS. Η πειραματική διάταξή
τους αποτελούταν από δύο μετρητές Geiger 5 που ήταν τοποθετημένοι ο ένας
απέναντι από τον άλλον. Η προσπίπτουσα ακτινοβολία (ακτίνες Χ) κατευθυνόταν
ανάμεσα στους μετρητές. Ο ένας μετρούσε σκεδαζόμενα φωτόνια (που
καταγράφονταν από φύλλο λευκόχρυσου) και ο άλλος μετρούσε ηλεκτρόνια
ανάκρουσης (που ιόνιζαν μόρια νερού). Η ιδέα ήταν ότι οι μετρητές θα
μπορούσαν να ανιχνεύσουν ταυτόχρονα συμβάντα «διαχωρισμού» της
ακτινοβολίας σε ένα ηλεκτρόνιο ανάκρουσης και σε ένα σκεδαζόμενο
(δευτερεύον) κβάντο. Αν τα συμβάντα αυτά δεν συνέπιπταν χρονικά, αυτό θα
σήμαινε ότι οι μεμονωμένες αλληλεπιδράσεις δεν διατηρούν την ενέργεια και την
ορμή, ακόμα και αν τη διατηρούν κατά μέσο όρο. Ωστόσο, τα αποτελέσματα
απέδειξαν αναπάντεχα, το αντίθετο: οι μετρητές σύμπτωσης (μετρητές Geiger)
ήταν εξαιρετικά ακριβείς και αυτό ανέτρεψε τη θεώρηση περί κυμάτων
πιθανότητας για την ενέργεια και την ορμή στη θεωρία BKS. Οι νόμοι διατήρησης
πρέπει να ισχύουν για κάθε μία μεμονωμένη αλληλεπίδραση και οι συγγραφείς
συμπέραναν ότι το αποτέλεσμα του πειράματός τους ήταν «ασυμβίβαστο με την
ερμηνεία του Bohr για το φαινόμενο Compton».

Ο Wilson, ο εφευρέτης του θαλάμου φυσαλίδων, είχε συνειδητοποιήσει


νωρίτερα ότι το ζήτημα θα μπορούσε να αντιμετωπιστεί πειραματικά, με την
εφεύρεσή του. Παρατήρησε ότι σε ορισμένα από τα πρώτα πειράματά του, αρκετά
από τα ίχνη που άφησαν στους ατμούς τα σωματίδια που δημιουργήθηκαν από τις
αλληλεπιδράσεις, αντιστοιχούσαν στην περιγραφή των ηλεκτρονίων ανάκρουσης
που προέβλεψε ο Compton. Ο Compton ανέλυσε τα αποτελέσματα αυτών και
άλλων σχετικών πειραμάτων και συμπέρανε ότι ήταν «ανεπαρκή για να
καθορίσουν με σαφήνεια αν ένα κβάντο ακτινοβολίας που σκεδάζεται από ένα
ηλεκτρόνιο, εκπέμπεται μόνο σε μία κατεύθυνση ή με συνεχές μέτωπο κύματος».
Κάνοντας χρήση της μεθόδου διαστολής φυσαλίδων του Wilson, oι Compton και
Simon σχεδίασαν ένα πείραμα που θα μπορούσε να αντιμετωπίσει το θέμα
εστιάζοντας στα ηλεκτρόνια ανάκρουσης. Φωτογράφησαν τα ίχνη των
σκεδαζόμενων ακτίνων Χ που φιλτράρονται μέσα από χαλκό. Θεωρητικά, αν οι
νόμοι διατήρησης ισχύουν για κάθε μεμονωμένη διαδικασία και όχι μόνο κατά
μέσο όρο, το ίχνος που αφήνει στους ατμούς ενός θαλάμου φυσαλίδων το κάθε
σκεδαζόμενο κβάντο ακτινοβολίας, θα πρέπει να αντιστοιχεί στο ίχνος ενός

5
Ο μετρητής Geiger είναι ένας θάλαμος ιονισμού και χρησιμοποιείται για να
ανιχνεύσει τις ποσότητες μεμονωμένων άλφα, βήτα, και γάμμα ακτίνων.

15
ηλεκτρονίου ανάκρουσης. Δοκίμασαν ακτίνες Χ με μήκη κύματος που
κυμαίνονται από 0,7 έως 0,13Å και διαπίστωσαν ότι ο λόγος του αριθμού των δύο
τύπων ιχνών, τα μακρύτερα (P) και τα βραχύτερα (R), μεταβάλλεται από 0,10 έως
0,72 όταν μεταβάλλεται το μήκος κύματος. Επίσης, διαπίστωσαν ότι ο λόγος της
ενέργειας των ακτίνων Χ για ανάκρουση και φωτοηλεκτρική απορρόφηση,
μεταβάλλεται από 0,27 έως 0,32. Με άλλα λόγια, παρόμοια με τους Bothe και
Geiger, συμπέραναν ότι τα αποτελέσματα ήταν σε ικανοποιητικό βαθμό κοντά
στην ιδέα ενός ίχνους R (δηλ. ενός ηλεκτρονίου ανάκρουσης) που δημιουργείται
για κάθε κβάντο σκεδαζόμενης ακτινοβολίας και ενός ίχνους P που δημιουργείται
από κάθε κβάντο απορροφούμενης ακτινοβολίας. Πιο σημαντικό ήταν ότι
μπορούσαν να μετρήσουν τη γωνιακή εξάρτηση ανάμεσα στο ίχνος ενός
ηλεκτρονίου (ίχνος R) και στο ίχνος που αφήνει η σκεδαζόμενη ακτινοβολία
(ίχνος P). Έτσι, μπορούσαν να εξετάσουν την ακρίβεια των προβλέψεων του
Debye για διαφορετικές γωνίες. Αν οι προβλέψεις του Debye ήταν ακριβείς, η
κατεύθυνση και το μέτρο της ορμής του ηλεκτρονίου ανάκρουσης θα πρέπει να
είναι ίσα με τη διανυσματική διαφορά μεταξύ του προσπίπτοντος και του
σκεδαζόμενου κβάντου. Αυτό ακριβώς διαπίστωσαν. Γι’ αυτό οδηγήθηκαν στην
ακόλουθη απάντηση για το εάν η ενέργεια ενός σκεδαζόμενου κβάντου ακτίνων Χ
κατανέμεται σε μια ευρεία στερεά γωνία ή εάν συνεχίζει σε μια καθορισμένη
κατεύθυνση:
«τα αποτελέσματα δεν φαίνεται να είναι συμβιβάσιμα με την άποψη των
Bohr, Kramers και Slater για στατιστική παραγωγή ηλεκτρονίων ανάκρουσης και
φωτοηλεκτρονίων. Από την άλλη, υποστηρίζουν άμεσα την άποψη ότι η ενέργεια και
η ορμή διατηρούνται στη διάρκεια της αλληλεπίδρασης μεταξύ της ακτινοβολίας και
των μεμονωμένων ηλεκτρονίων.
Τα ίχνη που αφήνονται μέσα στον θάλαμο, έδειξαν ότι οι σκεδαζόμενες
ακτίνες Χ «συνεχίζουν με τη μορφή κατευθυνόμενων κβάντων ακτινοβολούμενης
ενέργειας». Με άλλα λόγια, στις μεμονωμένες διαδικασίες, η ακτινοβολούμενη
ενέργεια διαδίδεται σε καθορισμένες κατευθύνσεις, σαν βλήμα, όχι σαν κύμα. Η
εξάρτηση από τις γωνίες που καταλαμβάνονται από το ηλεκτρόνιο ανάκρουσης και
το δευτερεύον κβάντο είναι σταθερή, όπως προβλέπει ο τύπος του Debye. Έτσι,
μόνο ορισμένες γωνίες που καταλαμβάνονται από το δευτερεύον κβάντο
«συνδυάζονται» με ορισμένες γωνίες που καταλαμβάνονται από τα ηλεκτρόνια
ανάκρουσης. Πιο συγκεκριμένα, «συνδυάζονται» με τρόπο που δείχνει ότι το
σκεδαζόμενο κβάντο «αναπηδά» σε ένα ηλεκτρόνιο και ακριβώς αυτό το
ηλεκτρόνιο, και όχι άλλο, υφίσταται ανάκρουση.»

Ο Einstein, ο οποίος ήταν ουσιαστικά μόνος στην αναζήτηση της


κβαντικής-σωματιδιακής θεωρίας του φωτός, υποδέχτηκε με χαρά τα
αποτελέσματα των πειραμάτων των Bothe–Geiger και Compton–Simon. Προς
ικανοποίησή του, σε αυτά τα πειράματα, δεν θα μπορούσε να παραβλεφθεί το
γεγονός ότι τα παρατηρούμενα συστήματα παρουσιάζουν συνεχείς σωματιδιακές
ιδιότητες. Αυτά τα πειράματα επέδρασαν σημαντικά στην τύχη της θεωρίας BKS,
αλλά καθόρισαν επίσης την τύχη της ερμηνείας του Schrödinger και συνέβαλαν
στην εμφάνιση της αρχής της συμπληρωματικότητας.

Ο Bohr συνειδητοποίησε τις καταστροφικές συνέπειες που αντιμετώπιζε η


θεωρία BKS ως μια κυματική περιγραφή που επιχειρούσε να απορρίψει τη

16
σωματιδιακή υπόθεση. Ερμήνευσε τα αποτελέσματα ως ισχυρή ένδειξη για τη
διατήρηση του ασυνεχούς χαρακτήρα των μικροσκοπικών αλληλεπιδράσεων: η
ακτινοβολία κατά την αλληλεπίδρασή της με την ύλη, συμπεριφέρεται ως κλασικά
σωματίδια. Αυτός ήταν επαρκής λόγος για να θεωρήσει ο Bohr ότι είναι εντελώς
εσφαλμένη οποιαδήποτε προσπάθεια επίκλησης μιας αποκλειστικά
κυματομηχανικής εξήγησης των μικροσκοπικών συστημάτων που στοχεύει στην
αναδιατύπωση των ξεχωριστών μικροσκοπικών αλληλεπιδράσεων με συνεχείς
όρους.

Η δέσμευση στη συνέχεια αποτέλεσε μια γραμμή που ο Schrödinger


αγωνίστηκε να μην διασχίσει ποτέ, αλλά ο Bohr φαινόταν να είναι αφοσιωμένος
μόνο στα αποτελέσματα των πειραμάτων. Παρ’ ολ’ αυτά, ο Bohr δεν εγκατέλειψε
τελείως την κυματομηχανική εξήγηση του φωτός. Άρχισε να πείθεται ότι τόσο η
σωματιδιακή εικόνα όσο και η κυματοθεωρητική πρέπει να έχουν ερμηνευτικά
πλεονεκτήματα. Ο Bohr αισθανόταν ότι ήταν αναγκαίος κάποιου είδους
συμβιβασμός ανάμεσα στις δύο περιγραφές, δεδομένου ότι τα πειραματικά
στοιχεία έδειχναν ότι ούτε η μία ούτε η άλλη περιγραφή μπορούσε να εφαρμοστεί
σε όλα τα κβαντικά φαινόμενα.

Αυτή η απαίτηση να εκτιμηθούν ταυτόχρονα, διαφορετικά πειραματικά


γεγονότα που εκφράζονται αφενός με τη σωματιδιακή θεωρία και αφετέρου με
την κυματική θεωρία, οδήγησε τον Bohr στο να σκέφτεται για τη σχέση μεταξύ
των δύο με όρους συμπληρωματικότητας. Ωστόσο, η ενσωμάτωση στην περιγραφή
του, της σωματιδιακής εικόνας, δεν τον οδήγησε σε ευθεία αποδοχή των κβάντων
φωτός του Einstein. Ο Bohr δεν υιοθέτησε την ιδέα των σημειακών κβάντων
φωτός (όπως χρησιμοποιούνται στην εξήγηση του φαινομένου Compton), ακόμα
και μετά τα πειράματα των Bothe–Geiger. Έτσι, από τη μία, εγκατέλειψε την ιδέα
της ύπαρξης εντοπισμένων, ολοκληρωμένων σωματιδίων. Από την άλλη, τα
αποτελέσματα των πειραμάτων σκέδασης τον ανάγκασαν να επινοήσει μια
περιγραφή που θα παραδεχόταν την ύπαρξη των «ασυνεχειών» που τα πειράματα
φανέρωναν (σε αντίθεση με την προσέγγιση του Schrödinger).

Πριν από την ιστορική συνάντηση με τον Bohr, ο Schrödinger δεν είχε
πειστεί ότι τα πειράματα απέκλεισαν οποιαδήποτε ημικλασική κυματική ερμηνεία
και αντέδρασε στον υπαινιγμό του Bohr ότι ο κυματοσωματιδιακός δυισμός και η
εγκατάλειψη του νόμου της αιτιότητας αποτελούν λύση. Σε ένα γράμμα προς τον
Sommerfeld, ο Schrödinger πρότεινε ότι μια προσεκτικότερη ματιά στα οπτικά
φαινόμενα που αφορούν την αρνητική συμβολή, θα μπορούσε να προσφέρει
σημαντικές γνώσεις για τη σημασία των πειραμάτων των Compton–Simon και
Bothe–Geiger και αυτή ενδεχομένως να είναι κάτι εντελώς διαφορετικό από τον
απόρριψη των κλασικών κυμάτων. Ίσως ο Schrödinger να αναφέρθηκε στην
αμοιβαία εξουδετέρωση των κυματιδίων (στη δημοσίευσή του για το φαινόμενο
Compton), σε μια προσπάθεια να δώσει απάντηση στα επιχειρήματα του Bohr.

Μετά τη συνάντηση, το 1927, ο Schrödinger έκανε μια άλλη σχετική


δημοσίευση όπου πραγματευόταν αναλυτικά τους νόμους διατήρησης. Το μήνυμα
που έδωσε ο Schrödinger με τις δημοσιεύσεις του το 1926 (το ότι «πρέπει να
μεταχειριστούμε την ύλη αυστηρά στο πλαίσιο της κυματικής θεωρίας» όταν

17
ασχολούμαστε με τις μικροσκοπικές αλληλεπιδράσεις) φαινόταν πλέον
υπερβολικό υπό το πρίσμα του σωματιδιακού χαρακτήρα των αλληλεπιδράσεων
που ανέδειξαν τα πειράματα των Bothe–Geiger και Compton–Simon. Η τροχιά
του κβάντου που αλληλεπιδρά με το ηλεκτρόνιο, είναι η τροχιά ενός κλασικού
σωματιδίου, όχι μόνο όσον αφορά στη διατήρηση του μέτρου της μεταφερόμενης
ορμής αλλά και όσον αφορά στην καθορισμένη κατεύθυνση της μεταφοράς (όπως
απέδειξαν οι Compton και Simon). Κάποιος θα μπορούσε να κάνει λόγο για ένα
κβάντο που πράγματι καλύπτει μια καθορισμένη τροχιά σε αυτές τις περιπτώσεις,
κάτι αντίθετο με τον ισχυρισμό του Schrödinger ότι «οι πραγματικοί νόμοι της
κβαντικής μηχανικής δεν αποτελούνται από καθορισμένους κανόνες για την
ξεχωριστή τροχιά». Η ιδέα του για την πολλαπλότητα των τροχιών ενός
συστήματος δεν μπορούσε να συνυπάρξει με την καθορισιμότητα του μέτρου και
την κατευθυντικότητα της ορμής του κβάντου κατά την αλληλεπίδρασή του με
την κλασική ύλη.

Ο Schrödinger παραδέχθηκε την αποτυχία της προσδοκίας του να εξηγήσει


τα σχετικά πειραματικά αποτελέσματα με κυματομηχανικούς όρους, αλλά
εξακολουθούσε να ελπίζει ότι ήταν απλώς θέμα χρόνου η ιδέα του Bohr
αναφορικά με τη συμπληρωματικότητα, να αντικαθίστατο από την
κυματομηχανική περιγραφή. Σε γράμμα προς τον Wien, σχολιάζοντας την
πρόταση του Bohr που οδήγησε στη συμπληρωματικότητα, ο Schrödinger
σημείωσε «είμαι τελείως ανίκανος να ηρεμήσω το μυαλό μου με αυτήν την
προκαταρκτική λύση. Μου φαίνεται γενικά, τόσο ανεφάρμοστη όσο η δική μου».
Συνεχίζοντας την προσπάθειά του, στην προαναφερόμενη δημοσίευση που έκανε
το 1927 για το φαινόμενο Compton, ο Schrödinger πρότεινε μια δοκιμαστική
γενική ιδέα που αφορούσε στον τρόπο με τον οποίο οι απόψεις του θα μπορούσαν
να συμφωνήσουν με τις νέες, σημαντικές γνώσεις για το φαινόμενο Compton.
Συγκεκριμένα, προσπάθησε να αποδείξει ότι οι θεωρούμενες ασυνέχειες
μπορούσαν να συναχθούν από την κυματομηχανική περιγραφή. Ξεκινώντας από
την έκφραση του de Broglie, απέδειξε ότι μια κυματική έκφραση για δύο
αλληλεπιδρώντα κύματα μπορούσε να προέλθει από τη σωματιδιακή θεωρία της
ορμής, της ενέργειας καθώς και από την αλλαγή κατεύθυνσης στα πειράματα
σκέδασης. Ωστόσο, η θεώρηση αυτή περιοριζόταν σε μια στάσιμη κατάσταση.
Δεν υποδείκνυε την πηγή του δεύτερου συμβάλλοντος κύματος, δεδομένου ότι το
φαινόμενο Compton αφορούσε «μόνο ένα ηλεκτρόνιο που κινείται με
καθορισμένο τρόπο». Ο Schrödinger έκλεισε με την παρατήρηση ότι «τέτοιες
απλές θεωρήσεις για τη φάση, όπως αυτές που έχουμε χρησιμοποιήσει εδώ, είναι
βέβαια απολύτως ανεπαρκείς για να απαντήσουν σε τέτοιες ερωτήσεις».

Σε μια επόμενη δημοσίευση του, ο Schrödinger επέκτεινε τη χρήση των


νόμων διατήρησης της κλασικής ηλεκτρομαγνητικής θεωρίας στις μεμονωμένες
διαδικασίες. Εκεί παραδέχτηκε τελικά ότι «η ανταλλαγή ενέργειας και ορμής
ανάμεσα στο ηλεκτρομαγνητικό πεδίο και στην «ύλη» δεν συμβαίνει πραγματικά με
συνεχή τρόπο, όπως θα μας άφηνε να πιστέψουμε η έκφραση ∂/∂xσ(Tρσ+Sρσ) [δηλ.
η έκφραση για τους σύνθετους νόμους διατήρησης της ενέργειας και της ορμής]
αναφορικά με το πεδίο».

18
1.2.5. Συγκρίνοντας τις ερμηνευτικές προσεγγίσεις των Schrödinger
και Bohr.

Η προσπάθεια του Schrödinger τροφοδοτήθηκε από την αφοσίωσή του


στην αρχή της συνέχειας που αποτελούσε έναν από τους ακρογωνιαίους λίθους
της φυσικής. Η αρχή, με τη σειρά της, του προκάλεσε σοβαρές αμφιβολίες
σχετικά με τη συμπληρωματικότητα του Bohr. Η προσέγγιση του Bohr φαινόταν
στον Schrödinger ότι θυσίαζε τη συνέχεια για χάρη ενός απολύτως ανεπαρκούς,
θολού συγκρητισμού. Θεωρείται συχνά ότι η προσέγγιση του Bohr όχι μόνο
απέτυχε να δημιουργήσει μια αποδεκτή οντολογία κβαντικών φαινομένων, αλλά
δεν είχε καν σκοπό να αποτελέσει μια οντολογική περιγραφή. Είναι αλήθεια ότι η
προσέγγιση του Bohr ήταν αμεσότερα προσκολλημένη στα πειραματικά
αποτελέσματα απ’ ό,τι η προσέγγιση του Schrödinger. Ωστόσο στην προσπάθειά
του να έρθει σε συμφωνία με τα πειραματικά δεδομένα, ο Bohr δεν προσχώρησε
πλήρως στον ινστρουμενταλισμό6 του Heisenberg.

Ο Schrödinger απέδωσε στον Bohr ότι αναγνώρισε «την αδυναμία να


αποδοθεί φυσικό περιεχόμενο σε μια μεμονωμένη στάσιμη κατάσταση». Αξίζει να
σημειώσουμε όμως ότι ο Bohr εξήγησε (στον Fowler τον Οκτώβριο του 1926) ότι
κατά τη γνώμη του, αυτό που διακυβευόταν ήταν το «πώς», όχι το «εάν», θα
μπορούσε να αποδοθεί φυσικό περιεχόμενο σε μεμονωμένες καταστάσεις. Ίσως
αργότερα να άλλαξε γνώμη, αλλά αυτό δεν είναι αρκετό για να χαρακτηριστεί
αντρεαλιστής7. Γιατί η προσέγγισή του Bohr δεν τον οδήγησε στο να αποκλείσει
το ενδεχόμενο ύπαρξης μιας ρεαλιστικής πραγματικότητας. Απλά, η απόρριψη της
αρχής της συνέχειας ή θα χαρακτήρισε μια εντελώς διαφορετική αφετηρία για την
περιγραφή μιας οντολογίας των κβαντικών φαινομένων ή θα καθιστούσε την
περιγραφή μιας (υπαρκτής) οντολογίας ανεπίτευκτη, όπως θα δούμε παρακάτω. Η
ευρύτατα διαδεδομένη αντίληψη ότι ο Bohr ήταν αντιρεαλιστής ίσως οφείλεται
στον συνδυασμό του αντιρεαλισμού και του ινστρουμενταλισμού του Heisenberg
με τη συμπληρωματικότητα του Bohr. Όμως η ταύτιση της συμπληρωματικότητας
του Bohr με τον αντιρεαλισμό ενός ερμηνευτικού ρεύματος της σχολής της
Κοπεγχάγης, είναι μια υπεραπλούστευση.

Κατά συνέπεια, η βασική διαφορά ανάμεσα στις προσεγγίσεις των


Schrödinger και Bohr, ίσως να μην είναι ότι ο πρώτος επέμεινε στα οντολογικά
ενώ ο δεύτερος επέμεινε στα επιστημολογικά ερείσματα της ερμηνείας των
κβαντικών φαινομένων. Αφορούσε μάλλον τον τρόπο που αποκρίθηκαν σε κάτι
6
Ο ινστρουμενταλισμός υποστηρίζει πως η αντίληψή μας, οι επιστημονικές μας ιδέες
και θεωρίες δεν απεικονίζουν απαραίτητα τον αληθινό κόσμο επακριβώς. Είναι μόνο χρήσιμα
εργαλεία για να εξηγήσουν, να προβλέψουν και να ελέγξουν τις εμπειρίες μας. Για έναν
ινστρουμενταλιστή, τα ηλεκτρόνια και τα μαγνητικά πεδία είναι χρήσιμες ιδέες που μπορεί
στην πραγματικότητα να υπάρχουν ή να μην υπάρχουν καθόλου. Για τους
ινστρουμενταλιστές, η εμπειρική μέθοδος χρησιμοποιείται μόνο για να δείξει πως οι θεωρίες
είναι συνεπείς με τις παρατηρήσεις.
7
Ο αντιρεαλισμός πρεσβεύει ότι δεν υπάρχει «πραγματικός» κόσμος. Για αυτόν, ο
κόσμος με τον οποίο ερχόμαστε σε επαφή είναι ένας κόσμος σημείων, εικόνες εικόνων που
έχουν χάσει τη σύνδεσή τους με τα αρχικά αντικείμενα στα οποία αναφέρονται. Αυτά τα
σημεία έχουν αποκτήσει δική τους πραγματικότητα, μια πραγματικότητα που είναι πιο
«πραγματική» από την πραγματικότητα που υποτίθεται ότι αντιπροσωπεύουν.

19
στο οποίο συμφώνησαν: στην ανεπάρκεια της θεώρησης ύπαρξης
ολοκληρωμένων και κλασικών μικροφυσικών σωματιδιακών οντοτήτων. Ο
Schrödinger υποστήριξε ότι αυτή η έλλειψη θα έπρεπε να συνεπάγεται την
εγκατάλειψη οτιδήποτε (κλασικού) σωματιδιακού χαρακτηριστικού από την
οντολογία. Αλλά σύμφωνα με τον Bohr, τα πειράματα σκέδασης υποδείκνυαν
ξεκάθαρα ότι αυτό θα ήταν αδικαιολόγητο και ότι θα έπρεπε να θυσιαστεί η αρχή
της συνέχειας προκειμένου να αναγνωρίσει τις λεπτομέρειες των πειραματικών
αποτελεσμάτων. Αυτό με τη σειρά του, αποτέλεσε την αιτία για τη διατύπωση της
προσέγγισης της συμπληρωματικότητας.

20
1.3. Επιστημολογικά σχόλια στην ερμηνεία της Κοπεγχάγης.

Πριν προχωρήσω στην κριτική που άσκησε ο Schrödinger στη σχολή της
Κοπεγχάγης μετά το 1930, θεωρώ απαραίτητο να σκιαγραφήσω την ερμηνεία της.

Ο φορμαλισμός της κβαντομηχανικής αφήνει το ερώτημα του τι είναι μια


κβαντική οντότητα ανοιχτό. Ας το εξηγήσουμε λίγο αυτό: Στο πείραμα των δύο
σχισμών φανερώνεται ο δυϊσμός κύματος και σωματιδίου. Λέγοντας ότι το
ηλεκτρόνιο στο πείραμα αυτό εμφανίζει κυματικά χαρακτηριστικά και περνά κατά
το ήμισυ από την κάθε μια σχισμή, ναι μεν κάνουμε μια μαθηματική περιγραφή
αλλά δεν εξηγούμε τι είναι το ηλεκτρόνιο. Τέτοια ερωτήματα φαίνεται πως δεν
μπορούν να απαντηθούν χωρίς την αποδοχή κάποιων υποθέσεων που ενδέχεται να
είναι μεν επιστημολογικά αυτοσυνεπείς, αλλά δεν παύουν να είναι υποθέσεις.

Η ερμηνευτική τάση της κβαντομηχανικής από τη σχολή της Κοπεγχάγης


σε γενικές γραμμές συγγένευε αρχικά με τον λογικό θετικισμό8 (αν και πλέον
φαίνεται να έχει αποδεσμευτεί από αυτόν). Ο θετικισμός δίνει απόλυτη
προτεραιότητα στα αισθητηριακά δεδομένα και στις έννοιες που προκύπτουν από
αυτά και όχι στα όντα καθ’ εαυτά. Η φιλοσοφία αυτή παρακάμπτει τα
ερμηνευτικά και οντολογικά προβλήματα της φυσικής και έτσι «απαλλάσσει» την
κβαντομηχανική από τέτοια δύσκολα ζητήματα ισχυριζόμενη ότι δεν έχουν
νόημα. Π.χ. το ερώτημα για τη φύση του ηλεκτρονίου στερείται νοήματος και οι
δυσχέρειες κατανόησης που έχουμε προέρχονται από την παραπλανητική μας
επιθυμία να «δούμε πίσω» από τα πειραματικά δεδομένα και τις εξισώσεις που τα
περιγράφουν.
Ο θετικισμός έχει έναν αντιμεταφυσικό χαρακτήρα. Ο Καντ είχε δείξει ότι
η γνώση που έχουμε για τον κόσμο δεν μπορεί να είναι άμεση, επομένως το
ερώτημα για τα πράγματα καθ’ εαυτά έχει μεταφυσικό χαρακτήρα. Ο θετικισμός
ήταν η αντίδραση απέναντι στη μεταφυσική και τον ιδεαλισμό και γι’ αυτό
αρνείται οποιαδήποτε οντολογία. Από την άποψη αυτή, μόνο επιφανειακή
ομοιότητα υπάρχει μεταξύ του θετικισμού και της σχολής της Κοπεγχάγης. Ναι
μεν, στον πυρήνα της ερμηνείας της υπάρχει η θέση ότι δεν έχει νόημα να
συζητάμε για τη φύση του κβαντωμένου σωματιδίου, αλλά όχι απαραίτητα για
λόγους αρχής, όπως στον θετικισμό. Ο λόγος που δεν έχει νόημα είναι ότι η
κβαντική φύση δεν μπορεί να προσεγγιστεί με κλασικούς όρους, τους οποίους
μπορούμε οι άνθρωποι να χειριστούμε ως εργαλεία. Η σχολή δεν αρνείται την
ύπαρξη κβαντικής φύσης, αλλά θεωρεί ότι, αν υπάρχει, οι γνωστικές και λεκτικές
δυνατότητες του ανθρώπου δεν επαρκούν για να την περιγράψουν. Το μόνο που
μπορούν να κάνουν είναι να πουν κάποια πράγματα για αυτήν. Ο Bohr, λοιπόν,
θεώρησε ότι, δεδομένης της περιορισμένης σε κλασικά πλαίσια αναπαραστατικής

8
Ο λογικός θετικισμός υποστηρίζει ότι κάθε μεταφυσική είναι χωρίς νόημα. Σύμφωνα
με την "αρχή της επαληθευσιμότητας" των θετικιστών, μια πρόταση έχει νόημα αν και μόνο
αν μπορεί να αποδειχθεί, κατ' αρχήν, ότι είναι σωστή ή λάθος με εμπειρικές μεθόδους.
Μεταφυσικές προτάσεις δεν μπορούν να αποδειχθούν με εμπειρικά μέσα οπότε και
στερούνται νοήματος. Οι επικριτές του λογικού θετικισμόυ έχουν σημειώσει ότι μιας και η
"αρχή της επαλήθευσιμότητας" δεν μπορεί και αυτή να αποδειχθεί εμπειρικά, είναι και αυτή
χωρίς νόημα.

21
μας ικανότητας, πρέπει να εισάγουμε την αρχή της συμπληρωματικότητας.
Σύμφωνα με αυτήν, η φύση του σωματιδίου είναι τέτοια που μπορούμε να την
περιγράψουμε με δύο διαφορετικούς αλλά αμοιβαία αποκλειόμενους τρόπους.
Ισχυρίστηκε ότι οι δύο τρόποι συνιστούν την οντολογία του σωματιδίου και ότι η
περιγραφή αυτή έχει νόημα αποκλειστικά στα πλαίσια του πειράματος. Το
πείραμα είναι αυτό που καθορίζει ποιος από τους δύο τρόπους περιγραφής της
κατανόησης του σωματιδίου είναι ο κατάλληλος.
Οι συσκευές μετρούν μεγέθη κλασικής οντολογίας και είναι αυτά τα
φυσικά μεγέθη που υπολογίζει ο μαθηματικός φορμαλισμός. Για παράδειγμα, η
ταχύτητα ορίζεται στα πλαίσια των κλασικών περιγραφών. Μπορεί να οριστεί με
τον ίδιο τρόπο και στον κβαντικό κόσμο; Ο Bohr λέει όχι ακριβώς αλλά υπάρχει
κάποιο κβαντικό μέγεθος που είναι ανάλογο με την ταχύτητα (αρχή της
αντιστοιχίας). Αυτό το μέγεθος μπορούμε να το ορίσουμε μόνο σε σχέση με το
πείραμα που εκτελούμε. Δηλαδή κάθε σωματίδιο δείχνει διαφορετικό πρόσωπο
ανάλογα με αυτό που θέλουμε να μετρήσουμε και με τον τρόπο που το κοιτάμε.
Για παράδειγμα, στο πείραμα των δύο σχισμών, αν κοιτάξουμε το ηλεκτρόνιο,
αυτό θα συμπεριφερθεί σαν σωματίδιο. Αν δεν το κοιτάξουμε θα συμπεριφερθεί
σαν κύμα.
Έτσι δεν έχει νόημα να ψάχνουμε για την ενιαία φύση του της κβαντικής
οντότητας. Η ερμηνεία της Κοπεγχάγης λέει ότι δεν έχει νόημα να συζητάμε για
την ερμηνεία της ψ.
Η αρχή της συμπληρωματικότητας είναι ο οντολογικός πυρήνας της
ερμηνείας της Κοπεγχάγης. Είναι ένα βήμα πέραν του θετικισμού αφού μιλά για
το «είναι» των σωματιδίων. Αλλά μάς αποτρέπει από να ζητούμε πλήρη ερμηνεία.
Στην πραγματικότητα αφήνει εκκρεμές ένα καίριο ερώτημα: Η συμπληρωματικό-
τητα είναι αρχή οντολογικής ή επιστημολογικής φύσης; Μια κβαντική οντότητα
είναι είτε κύμα είτε σωματίδιο ή μια κβαντική οντότητα μπορούμε να τη
γνωρίσουμε είτε ως κύμα είτε ως σωματίδιο; 9

9
Σε ένα πρώτο επίπεδο, το οντολογικό ενδιαφέρον μιας θεωρίας αφορά στην απόδοση
συγκεκριμένων και σαφώς προσδιορισμένων ιδιοτήτων σε μια οντότητα (οι οποίες ιδιότητες
έχουν συγκεκριμένες τιμές). Ωστόσο σε ένα δεύτερο επίπεδο το πρόβλημα μετατίθεται στο τι
σημαίνουν αυτές οι τιμές. Π.χ. τι μπορεί να σημαίνει η τιμή της ιδιοστροφορμής ενός
ηλεκτρονίου, που εμφανίζει κυματική συμπεριφορά και έχει συγκεκριμένο μήκος κύματος;
Ποιο είναι το διαισθητικό νόημα της περιστροφής ενός κύματος γύρω από τον εαυτό του; Αν
δεν υπάρχει τέτοιο νόημα, καταλήγουμε στο ότι ένα σωματίδιο είναι απλά μια σειρά από
τιμές που αποδίδονται σε μη κατανοητά μεγέθη. Το δεύτερο μέρος του οντολογικού
ζητήματος αποτελεί ουσιαστικά μεταφυσικό ερώτημα, εφ’ όσον δεν μπορεί να αποδειχθεί
εμπειρικά.

22
1.4. Η συμβολή του Schrödinger στην αντίδραση
προς τη σχολή της Κοπεγχάγης.

Μετά τη συνάντησή του με τον Bohr και την αλληλογραφία που


ακολούθησε, κάποια στιγμή μεταξύ του 1927 και του 1928, ο Schrödinger
εγκατέλειψε τη δημόσια διερεύνηση της αρχικής ερμηνείας του και στράφηκε σε
άλλα ζητήματα της κβαντικής και κυματικής μηχανικής. Ωστόσο, το 1935, άρχισε
να αμφισβητεί δημόσια τις «ορθόδοξες» απόψεις, και προσπάθησε να
τροποποιήσει και να αναβιώσει τις αρχικές ερμηνείες του. Αυτή η αναβίωση
συμπίπτει με τη δημοσίευση των Einstein– Podolsky– Rosen (1935), γεγονός που
πρέπει να θεωρηθεί κάτι περισσότερο από απλή σύμπτωση αν ληφθεί υπόψη το
περιεχόμενο των τριών δημοσιεύσεων του Schrödinger που έγιναν το 1935, μια
δημοσίευση που έγινε το 1936 καθώς και την αλληλογραφία ανάμεσα στον
Schrödinger και τον Einstein εκείνη την περίοδο.

Η ιδέα ότι δεν μπορούμε να μελετήσουμε τα όντα του μικρόκοσμου καθ’


εαυτά κι ότι έχουν ιδιότητες που εξαρτώνται από την παρατήρηση (με την
«κατάρρευση της κυματοσυνάρτησης» 10) ήταν ιδιαίτερα ενοχλητική για
επιστήμονες όπως οι Schrödinger και Einstein. Ο Einstein ήταν ρεαλιστής και
θεωρούσε ότι αν μια θεωρία δεν μπορεί να μας πει π.χ. τα χαρακτηριστικά του
ηλεκτρονίου, αυτό δεν σημαίνει ότι το ηλεκτρόνιο δεν έχει σαφή χαρακτηριστικά,
αλλά ότι έχει πρόβλημα η θεωρία.
Το 1935 οι Einstein, Podolsky, και Rosen (EPR) παρουσίασαν ένα νοητικό
πείραμα βάσει του οποίου υποστήριξαν ότι απέδειξαν πως η κβαντομηχανική δεν
είναι πλήρης θεωρία 11. Βασίστηκε σε έναν φαινομενικά πολύ λογικό ορισμό του

10
Κατά την ερμηνεία της Κοπεγχάγης, κάθε φυσικό σύστημα εκφράζεται μέσω της
κυματοσυνάρτησής του και πριν το μετρήσουμε βρίσκεται σε μία κατάσταση υπέρθεσης. Δεν
είναι προσδιορίσιμο δηλαδή σε τι κατάσταση βρίσκεται το σύστημα (αν βρίσκεται σε κάποια
κατάσταση) εφ όσον δεν το μετρήσουμε. Τη στιγμή της μέτρησης συμβαίνει η κατάρρευση
της κυματοσυνάρτησης, το σύστημα δηλαδή 'αιχμαλωτίζεται' από τη μέτρησή μας κι εκείνη
τη στιγμή μας αποκαλύπτει τη φύση και την ταυτότητά του. Κάποιοι μάλιστα έφτασαν στο
σημείο να πουν ότι η κατάρρευση προϋποθέτει την παρουσίας ενός παρατηρητή με
συνείδηση.
Αυτή η απροσδιοριστία ενός φυσικού συστήματος πριν την παρατήρηση ξένιζε στους
Einstein και Schrödinger, ο οποίοι θεωρούσαν πως τα πράγματα έχουν ιδιότητες πριν ακόμη
τα μετρήσουμε.
11
Το πείραμα Ε.P.R. αποδείκνυε ότι αν η Κοπεγχάγεια κβαντική ερμηνεία είναι σωστή,
τότε μπορούμε να παράγουμε δύο σωματίδια που να είναι συσχετισμένα μεταξύ τους ώστε να
συμβαίνει το εξής: Κάνοντας μια μέτρηση στο ένα από τα δύο συζευγμένα σωματίδια
(δηλαδή δύο σωματίδια που έχουν την ίδια κυματοσυνάρτηση – κβαντική συσχέτιση), τότε
κατά τη μέτρηση του ενός (κατά την οποία μια ιδιότητά του παίρνει συγκεκριμένη τιμή), η
ιδιότητα αυτή αναγκάζεται να πάρει συγκεκριμένη τιμή και στο δεύτερο σωματίδιο. Μάλιστα
ο εξαναγκασμός αυτός γίνεται ακαριαία, όσο μεγάλη και να είναι η απόσταση που χωρίζει τα
δύο σωματίδια (Αυτό έμοιαζε να παραβιάζει την αρχή της θεωρίας της σχετικότητας για
μέγιστη ταχύτητα c. Ωστόσο αυτό δεν συμβαίνει εφ’ όσον μεταφέρεται πληροφορία χωρίς τη
μεσολάβηση σήματος). Αν μπορεί να συμβεί αυτό, τότε μπορούμε στο πρώτο μεν σωματίδιο
να μετρήσουμε την ορμή του και στο δεύτερο τη θέση του. Έτσι είναι δυνατόν να ξέρουμε
και την θέση και την ορμή και των δύο σωματιδίων ταυτόχρονα, κάτι το οποίο δεν
επιτρέπεται από τη θεωρία. Άρα η Κοπεγχάγεια κβαντική ερμηνεία είναι λανθασμένη.

23
τι είναι πραγματικό τον οποίον ο Schrοdinger πιθανότατα αποδεχόταν πλήρως,
δεδομένης και της σχετικής αλληλογραφίας του με τον Einstein. Με αφορμή την
δημοσίευση EPR ο Schrοdinger υποκινήθηκε για να γράψει δύο τεχνικά άρθρα
και ένα μακροσκελές μη μαθηματικό άρθρο, που εξηγεί λεπτομερώς τις
αντιρρήσεις του στην Κοπεγχάγεια ερμηνεία. Στο τελευταίο χρησιμοποιεί μερικά
από τα αποτελέσματα των δύο πρώτων άρθρων αλλά περιέχει πολλά περισσότερα.
Είναι γνωστό ως το άρθρο της γάτας του Schrοdinger, παρ’ ότι αναφορά στη γάτα
του βρίσκεται μόνο σε μια δευτερεύουσα παρατήρηση μιας παραγράφου. Αυτά τα
τρία άρθρα εμφανίστηκαν λίγους μήνες μετά από την δημοσίευση EPR.

Το θέμα των δύο τεχνικών άρθρων είναι η έννοια της κβαντικής


«συσχέτισης». Αυτός είναι ο όρος που χρησιμοποίησε ο Schrοdinger για να
περιγράψει την κατάσταση που προκύπτει όταν η κυματική συνάρτηση δύο μη
αλληλεπιδρόντων μορίων δεν είναι το αποτέλεσμα των κυματοσυναρτήσεων των
δύο χωρισμένων μορίων, αλλά του αθροίσματος των αποτελεσμάτων τους. Το
απλούστερο παράδειγμα είναι η singlet κατάσταση δύο σωματιδίων με σπιν l/2,
ψ (1,2) = 1 2 (ψ + (1)ψ − (2) − ψ − (1)ψ + (2) ) . Oι δείκτες + και – αναφέρονται στη φορά
που έχει η σπιν στο άξονα περιστροφής z. Η μέτρηση του σωματιδίου 1 και η
διαπίστωση ότι έχει π.χ. σπιν προς τα επάνω (+) εξασφαλίζει ότι το μόριο 2 θα
βρίσκεται σε κατάσταση με σπιν προς τα κάτω (-) μετά τη μέτρηση. Αυτό μπορεί
να ελεγχθεί από μια μέτρηση στο μόριο 2. Ενώ αυτά αποτελούν μια φαινομενικά
τετριμμένη συνέπεια της διατήρησης της στροφορμής στον άξονα z, δεν είναι
τετριμμένα όταν σημειώσει κάποιος τα εξής:
(α) ότι ούτε το μόριο 1 ούτε το μόριο 2 δεν ήταν πριν από εκείνη την
μέτρηση σε μια κατάσταση καθορισμένου σπιν (+ ή -),
(β) ότι η επιλογή του άξονα z κατά μήκος του οποίου η μέτρηση γίνεται
είναι απολύτως αυθαίρετη, και
(γ) ότι τα δύο μόρια και μπορούν να είναι αυθαίρετα μακριά στο χώρο
κατά την διάρκεια της μέτρησης.
Σαν να μην έφτανε αυτό, προκύπτουν περιπλοκότερα αποτελέσματα όταν
οι πολώσεις περιστροφής κατά τις μετρήσεις στα μόρια 1 και 2 επιλέγονται να
έχουν πεπερασμένη γωνία. Τότε παρατηρεί κανείς κβαντικές συσχετίσεις που
διαφέρουν από εκείνους που αναμένονται από τον τοπικό ορισμό της

Η απάντηση του Bohr ήταν ότι η ύπαρξη ενός σωματιδίου και κατ’ επέκταση μιας
φυσικής ιδιότητας (όπως η θέση και η ορμή) είναι συνιφασμένη με μια πράξη μέτρησης. Εφ’
όσον στο δεύτερο σωματίδιο δεν κάνουμε μέτρηση, το να λέμε ότι η ορμή του ή η θέση του
είναι γνωστές, είναι κάτι που δεν έχει νόημα. Γιατί η θέση και η ορμή έχουν νόημα μόνο
μέσα από την πράξη της μέτρησης..
Στην πραγματικότητα όμως η κατάρριψη του επιχειρήματος του Einstein έγινε το 1982
όταν ο Aspect πραγματοποίησε το περίφημο νοητικό πείραμα το οποίο δικαίωσε πλήρως τις
προβλέψεις της Κοπεγχάγειας κβαντικής ερμηνείας. Πριν από το πείραμα, το 1964 ο Bell
απέδειξε το περίφημο θεώρημά του, σύμφωνα με το οποίο για να είναι μια θεωρία τοπική
πρέπει να υπακούει σε μια σειρά ανισοτήτων. Στα κβαντικά φαινόμενα παραβιάζονται αυτές
οι ανισότητες κι επομένως η κβαντική θεωρία που τα περιγράφει είναι μη τοπική. Τα
πειράματα επιβεβαιώνουν την παραβίαση των ανισοτήτων του Bell. Όλα αυτά φαίνεται πως
δείχνουν ότι η κλασική αντίληψη για τα πράγματα δεν μπορεί να εφαρμοστεί στον
μικρόκοσμο.

24
πραγματικότητας τον οποίο υποστήριζε ο Einstein.
Ούτε Schrodinger ούτε ο Einstein δεν ήταν διατεθειμένοι να δεχτούν την
κβαντική συσχέτιση. Τα δύο άρθρα του Schrοdinger είχαν το στόχο αυτήν την
απαράδεκτη, για αυτόν, έννοια. Στα άρθρα έδειξε ότι μπορεί κανείς να
κατασκευάσει αρκετά περίπλοκες κυματικές συναρτήσεις, και μπορεί να
επινοήσει τέτοιες μετρήσεις, έτσι ώστε μια μέτρηση στο μόριο 1 να αναγκάσει το
μόριο 2 (που βρίσκεται σε μια αυθαίρετη απόσταση) για να πάει σε οποιοδήποτε
αυθαίρετα επιλεγμένη κατάσταση (μέσα σε φυσικά πλαίσια) με μια πεπερασμένη
πιθανότητα. Ο Schrοdinger μιλά για αλληλεπίδραση από απόσταση και το θέτει
ως εξής: «Είναι μάλλον ανησυχητικό το ότι η θεωρία επιτρέπει να οδηγηθεί ή να
κατευθυνθεί ένα σύστημα σε μια άλλη κατάσταση από τον πειραματιστή, παρά το
ότι ο πειραματιστής δεν έχει καμία πρόσβαση σε αυτό». Η μη τοπικότητα ήταν
απαράδεκτη για τον Schrοdinger και απέδωσε αυτήν την «εμπλοκή» στην μη
πληρότητα της κβαντικής μηχανικής.
Το φαινόμενο της κβαντικής συσχέτισης βρισκόταν και στη βάση του
άρθρου EPR, αλλά ο Schrοdinger προχώρησε τις σκέψεις αυτές πολύ πιο μακριά
στα δικά του άρθρα. Περιέλαβε αυτό το ζήτημα και στο άρθρο του «Η παρούσα
κατάσταση της κβαντικής μηχανικής». Το άρθρο αρχίζει με την παρατήρηση ότι η
κβαντική μηχανική υποστηρίζει ότι η αιτιοκρατία είναι αδύνατη κι έτσι (κατά τον
Schrοdinger) τίθεται το ζήτημα της πραγματικότητας. Δεν μπορούσε να αποδεχθεί
ότι η πραγματικότητα μπορεί να μην είναι αιτιοκρατική, τουλάχιστον σε επίπεδο
αρχών (όπως συμβαίνει στη στατιστική μηχανική). Επιπλέον, δεδομένου το ότι
μόνο ένα κλασσικό μέγεθος από δύο συζυγή μεγέθη μπορεί να έχει ακριβή τιμή σε
κάποια χρονική στιγμή (π.χ. είτε η θέση x, είτε η ορμή p), αναρωτήθηκε μήπως το
άλλο είναι μη πραγματικό. Δεν μπορούσε να δεχτεί την ύπαρξη μιας «θολωμένης
πραγματικότητας». Αναρωτιέται: πώς θεωρούμε ότι οι «θολωμένες μεταβλητές»
είναι πραγματικές χωρίς η θεωρία να μας λέει τι είναι; Έτσι καταλήγει να
υποστηρίξει ότι το «θόλωμα» είναι αδύνατο.
Υποστηρίζει ότι αυτό που περιγράφεται ως θολωμένο πρέπει να αποδοθεί
στην πραγματικότητα επειδή έχει μακροσκοπικά απτές επιδράσεις. Παρουσιάζει
δύο παραδείγματα: την αποσύνθεση των σωματιδίων α και την περίφημη γάτα
του.
Στην αποσύνθεση των σωματιδίων α έχουμε ένα σφαιρικό κύμα που
προκύπτει από τον πυρήνα (την θολωμένη περιγραφή του σωματιδίου). Αλλά
οποιαδήποτε συσκευή ανίχνευσης θα εντοπίζει το σωματίδιο σε ακριβώς ένα
σημείο (η κλασσική περίπτωση του εντοπισμού ενός σωματιδίου). Δεδομένου ότι
το μόριο είναι επομένως πραγματικό, δεν πρέπει να περιγραφεί ως θολωμένο.
Γιατί έτσι η κβαντική μηχανική παρέχει μια ανεπαρκή περιγραφή.

Το δεύτερο παράδειγμά του είναι η γνωστή περίπτωση της δολοφονίας


μιας γάτας από μια συσκευή που προκαλείται από μια ραδιενεργό αποσύνθεση.
Μια ζωντανή γάτα τοποθετείται σε ένα κλειστό κουτί που περιέχει ραδιενεργό
υλικό, μαζί με μια φιάλη δηλητήριου. Στο κουτί υπάρχει μια συσκευή τέτοια ώστε
αν η ραδιενεργός αποσύνθεση συμβεί, να σπάσει η φιάλη με το δηλητήριο και να
πεθάνει η γάτα. Σύμφωνα με την Κοπεγχάγεια ερμηνεία, καμιά από τις δύο
δυνατότητες που υπάρχουν για το υλικό (και επομένως και για τη γάτα) δεν είναι
πραγματική, αν δεν παρατηρηθεί. Έτσι ατομική αποσύνθεση ούτε έχει συμβεί
ούτε δεν έχει συμβεί και η γάτα δεν είναι ούτε νεκρή ούτε ζωντανή, μέχρι να

25
κοιτάξουμε στο εσωτερικό του κουτιού και δούμε τι έγινε. Αυτά κατά τον
Schrodinger είναι γελοιότητες κι επομένως συμπεραίνει ότι η Κοπεγχάγεια
ερμηνεία πρέπει να απορριφτεί.
Στη συνέχεια κατηγορεί την Κοπεγχάγεια ερμηνεία ότι προσπαθεί να
απαντήσει το ζήτημα του «θολώματος» με ένα επιστημολογικό τέχνασμα: Δέχεται
μόνο αυτό που είναι άμεσα αισθητό και απαξιώνει τα θέματα οντολογίας που
προκύπτουν (ακραίος εμπειρισμός).

Ο Schrοdinger αντιτέθηκε επίσης σε το είδος ολισμού12 που υπονοήθηκε


στην κβαντική μηχανική: Η κβαντική συσχέτιση ως περιγραφή υπονοεί ότι η
πλήρης γνώση ολόκληρου του συστήματος δεν αναφέρεται στη γνώση των μερών
του, ακόμα και όταν αυτά τα μέρη δεν αλληλεπιδρούν. Ο Schrοdinger συμπέρανε
ότι η κβαντική συσχέτιση κάνει την περιγραφή με όρους κυματικών
συναρτήσεων, ακατάλληλη ως πρότυπο της πραγματικότητας. Επιπλέον, η
κυματική συνάρτηση παρουσιάζει μια ασυνέχεια κατά τη διάρκεια των
μετρήσεων, ενώ κατά τον Schrοdinger η φύση είναι συνεχής.
Το συμπέρασμα του Schrοdinger από όλη αυτή την κριτική ήταν ότι, παρά
τη μεγάλη επιτυχία της, η κβαντική μηχανική πρέπει να θεωρηθεί ως ένα έξυπνο
υπολογιστικό εργαλείο παρά ως μια θεμελιώδης θεωρία. Από κει και πέρα,
θεώρησε την Κοπεγχάγεια ερμηνεία ως μια δικτατορική αυθαιρεσία η οποία
εμφανίστηκε σε μια εποχή τρομερής έλλειψης φυσικής μεθοδολογίας.

12
Η αντίληψη ότι ένα σύνολο είναι κάτι πολύ περισσότερο από το άθροισμα των μερών
του.

26
1.5. Η αναβίωση της κυματομηχανικής περιγραφής
του Schrödinger, το 1935.

Με αυτά τα δεδομένα, λοιπόν, τι είχε ο Schrödinger να αντιπροτείνει;


Μετά το ’30, υποστήριξε ότι η εισαγωγή ασυνεχειών στο σύστημα θα πρέπει να
αναβληθεί μέχρι τη στιγμή της παρατήρησης13. Όμως σε αντίθεση με την
Κοπεγχάγη, ο Schrödinger πρότεινε ότι, αντί να διαχωριστεί ο παρατηρητής από
το παρατηρούμενο σύστημα και να θεωρηθεί η μέτρηση ως υπεύθυνη για την
κατάρρευση της κυματοσυνάρτησης σε μια διακριτή τιμή, οι συντεταγμένες τόσο
του συστήματος παρατήρησης όσο και των αλληλεπιδρώντων συστημάτων θα
πρέπει να θεωρηθούν ως μέρη του «συσχετισμένου» (entangled) συστήματος.
Στην κυματομηχανική θεώρηση, η αλληλεπίδραση εμφανίζεται στον χώρο που
περιέχει τόσο τη συσκευή μέτρησης όσο και το παρατηρούμενο σύστημα και έτσι,
η μέτρηση αφορά και στα δύο στοιχεία του συσχετισμένου συστήματος. Υποστήριξε
ότι κατά τη μέτρηση θα μπορούσε να ληφθεί οποιαδήποτε τιμή της κατάστασης
του παρατηρούμενου συστήματος αν γινόταν η κατάλληλη προετοιμασία του
συστήματος παρατήρησης14. Κατά συνέπεια, η ανάγνωση ενός αποτελέσματος δεν
έχει καμία ιδιαίτερη σημασία. Απλά ο παρατηρητής είναι που παρατηρεί
συγκεκριμένες κατειλημμένες καταστάσεις. Δεν υπάρχει ασυνεχής κατάρρευση
του κύματος για [το παρατηρούμενο σωματίδιο] αλλά ένας συνεχής διαχωρισμός
της σύνθετης κυματοσυνάρτησης σε κανάλια [του φασματόμετρου].

Οι δημοσιεύσεις σχετικά με τις συσχετίσεις επέμεναν, λοιπόν, στην


οντολογικά κυματική προσέγγιση. Όμως σε αντίθεση με την ερμηνεία που έδωσε
το 1926, έδιναν έμφαση στην πράξη της μέτρησης ως υπεύθυνης για τον
φαινομενικά διακριτό χαρακτήρα των μικροσκοπικών αλληλεπιδράσεων. Η
πρόταση ήταν ότι η διακριτή και η σωματιδιακή πλευρά του παρατηρούμενου
μικροσυστήματος θα πρέπει να γίνουν κατανοητές αυστηρά ως πειραματικό
αποτέλεσμα και όχι ως ιδιότητα του συστήματος. Το σύστημα περιγράφεται
σωστά μόνο ως συσχέτιση ανάμεσα στα διάφορα κανάλια, μερικά μετρημένα και
μερικά όχι, που καταλαμβάνονται από ολόκληρο το κύμα. Αν η εξίσωση του
Schrödinger λυθεί για ολόκληρο το σύστημα, έως και τη στιγμή της μέτρησης,
τότε η ασυνέχεια θα μπορούσε να θεωρηθεί ως ένα στοιχείο του συστήματος που
εμφανίζεται κατά τη μέτρηση. Αλλά χωρίς να της δοθεί οντολογικό περιεχόμενο.
Έτσι αποφεύγεται η παραβίαση της συνέχειας του περιγραφόμενου συστήματος.
Η κυματομηχανική οφείλει να είναι σε θέση να προβλέψει από μόνη της τα
πιθανά αποτελέσματα οποιασδήποτε παρατήρησης που θα μπορούσαμε να
κάνουμε σε ένα σύστημα, χωρίς να γίνει επίκληση, μέχρι τη στιγμή της

13
Φαίνεται ότι ο Schrödinger υιοθέτησε μια ιδέα παρόμοια με εκείνη που πρότεινε ο
Mott το 1929. Ο Mott, στη δημοσίευσή του, ασχολήθηκε με το είδος των δυσκολιών που είχε
επισημάνει ο Bohr, και έκανε μια πρόταση για το πώς «οι πιο αντιπροσωπευτικές
σωματιδιακές ιδιότητες της ύλης μπορούν να εξαχθούν από την κυματομηχανική».
14
Στο πλαίσιο της κυματομηχανικής, η σχέση ανάμεσα στη συσκευή μέτρησης και το
παρατηρούμενο σύστημα περιγράφεται ως μια «ακολουθία-κατάλογος κάποιων προσδοκιών-
προβλέψεων» (catalog of expectations) που μπορεί να διακοπεί σε διαφορετικά σημεία με
διαφορετικούς τρόπους (δηλ. ακολουθώντας διαφορετικές «προετοιμασίες» του συστήματος)
και έτσι, το σύστημα να καταλάβει διαφορετικές καταστάσεις.

27
παρατήρησης, στις κλασικές σωματιδιακές ιδιότητες των ηλεκτρονίων ή των
σωματίων α που αποτελούν το συγκεκριμένο σύστημα.

Η ιδέα των συσχετισμένων καταστάσεων, λοιπόν, εισήχθη στην


προσέγγιση του Schrödinger τη δεκαετία του ’30. Η αναβίωση της
κυματομηχανικής ερμηνείας μπορεί να φάνηκε απαραίτητη για την αντιμετώπιση
του παράδοξου EPR καθώς και ως μια νέα αφετηρία για την άσκηση κριτικής στις
«ορθόδοξες» απόψεις. Άραγε έδωσε αυτή η ανανεωμένη εκδοχή απάντηση στην
προηγηθείσα κριτική που είχε δεχτεί;

Ας εξετάσουμε το πώς η ιδέα πραγματεύτηκε τα πειραματικά


αποτελέσματα. Η έννοια της τροχιάς ενός σωματιδίου, ακόμα και αν θα μπορούσε
να χρησιμοποιηθεί για την ερμηνεία πειραματικών αποτελεσμάτων, παρέχει μόνο
τη «διαμήκη» σύνδεση των γεγονότων (π.χ. μια νομοτελειακή, ακολουθιακή
εμφάνιση καταγεγραμμένων θέσεων σε μια καθορισμένη κατεύθυνση). Ο
Schrödinger τη θεώρησε ως ανεπαρκή έννοια. Κατ’ αυτόν, υπάρχει και μια
«εγκάρσια» σύνδεση των γεγονότων, όπως είναι η σύνδεση των «χτυπημάτων»
στο πέτασμα των πειραμάτων συμβολής. Γι’ αυτό και το γενικό του επιχείρημα
κατά τη δεκαετία του ’30, ήταν ότι είναι καλύτερο να επιμείνουμε σε έναν
απολύτως διάχυτο χαρακτήρα των στάσιμων κυμάτων, ο οποίος περιλαμβάνει
τόσο κυματικές όσο και σωματιδιακές ιδιότητες, αφού τα κύματα μπορούν να
κάνουν ταυτόχρονα και τις δύο δουλειές. Πράγματι, ενώ η έννοια της
σωματιδιακής τροχιάς φέρει μόνο «διαμήκη» σύνδεση, η έννοια του
(πολυδιάστατου) κύματος συνθέτει τους δύο τύπους σύνδεσης. Ακολουθώντας
αυτήν την προσέγγιση «οι πειραματικές ασυνέχειες δεν θα μπορούσαν να
αντιπροσωπεύουν τυχόν σωματιδιακές πλευρές των μικροσκοπικών διαδικασιών.
Έπρεπε να προέρχονται από ένα ιδιαίτερο χαρακτηριστικό της αλληλεπίδρασης
ανάμεσα στο (κυματικού χαρακτήρα) σύστημα και στην (κυματικού χαρακτήρα)
συσκευή».

Η λύση είναι ανάλογη με εκείνη του Mott, ο οποίος με τρόπο παρόμοιο με


τη μεταγενέστερη θεώρηση της συσχέτισης από τον Schrödinger, υποστήρηξε ότι
«η ακτίνα α δεν θα πρέπει να αναφέρεται ποτέ ως σωμάτιο». Αντίθετα, είναι ένα
σφαιρικό κύμα που αφήνει συγκεκριμένα ίχνη «τροχιάς» στον θάλαμο
φυσαλίδων. Πώς γίνεται αυτό; Υποστήριξε ότι αυτό που πραγματικά
παρατηρούμε είναι ιονισμένα άτομα, των οποίων η πιθανότητα ιονισμού δίνεται
από την κυματική εξίσωση. Αυτό που οι «ορθόδοξες» απόψεις θεωρούσαν ως
σωματιδιακή τροχιά, στην πραγματικότητα είναι απλώς μια σειρά ιονισμών που
χαρακτηρίζουν τα άτομα του αερίου. Παρότι τα άτομα δεν ιονίζονται τυχαία,
αφού ο ιονισμός αφήνει συγκεκριμένα ίχνη, κάποιος μπορεί να «θεωρήσει το
σωμάτιο α και το αέριο, μαζί, ως ένα σύστημα». Ως αποτέλεσμα, «αυτό που
παρατηρούμε είναι ιονισμένα άτομα». Αυτή η θεώρηση καταργεί κάθε συζήτηση
περί σωματιδίων πριν από την παρατήρηση.

Αλλά ακολουθώντας την προσέγγιση του Bohr, κάποιος θα μπορούσε να


αντιτείνει το εξής: Η «εγκάρσια» σύνδεση, ως μια πλευρά του υποτιθέμενου
σφαιρικού κύματος, είναι απλά μια εικασία. Δεν εκδηλώνεται στα πειράματα
σκέδασης. Έτσι, αν μιλάμε σοβαρά για το παρατηρούμενο σύστημα, πρέπει να

28
μιλήσουμε μόνο για τη «διαμήκη» σύνδεση και για μια καθορισμένη κατεύθυνση
κατά μήκος της οποίας ταξιδεύει το προσπίπτον κβάντο. Κι επομένως να
θεωρήσουμε ότι σε σχέση με την κατεύθυνση αυτήν αποβάλλεται το ηλεκτρόνιο
ανάκρουσης (κρίνοντας με βάση τη γωνιακή εξάρτηση) όπως αποβάλλεται ένα
συνηθισμένο σωματίδιο. Η γωνιακή εξάρτηση που αφορά στις γωνίες που
καταλαμβάνει το ηλεκτρόνιο ανάκρουσης και το δευτερεύον κβάντο, υποδεικνύει
την ύπαρξη μιας αλληλεπίδρασης που λαμβάνει χώρα σε μια καθορισμένη
κατεύθυνση (δηλ. πρέπει να χρησιμοποιήσουμε μόνο μια νομοτελειακή,
«διαμήκη» σύνδεση). Αυτό αποτελεί μια συνηθισμένη, κλασική, αιτιώδη
αλληλεπίδραση. Σε αυτήν την περίπτωση, η «εγκάρσια» σύνδεση ως ένα από «τα
δύο συμπληρωματικά χαρακτηριστικά των επιφανειών [ή φάσεων] του κύματος
και των κάθετων διανυσμάτων ή ακτίνων», είναι παρατηρησιακά ατεκμηρίωτη. Η
απάντηση του Bohr στην ερώτηση «Γιατί να κάνουμε λόγο για σωματίδια όταν
επαρκούν τα κύματα;» είναι ότι η «εγκάρσια» σύνδεση δεν εκδηλώνεται στα
πειράματα σκέδασης. Για αυτόν, αυτό είναι επαρκής λόγος για να εισάγουμε μια
σωματιδιακή πλευρά στην οντολογία. Επιπλέον, η πρόταση του Mott ότι «η
ερμηνεία της κυματοσυνάρτησης θα πρέπει απλά να μας δώσει την πιθανότητα το
τάδε άτομο να ιονιστεί», μπορεί να είναι αυθαίρετη, αφού τα κβάντα είναι
υπερβολικά καλά οργανωμένα για να είναι τυχαία.

Υπάρχουν διάφορες προσεγγίσεις-υπολογισμοί του φαινομένου Compton


που μπορούν να εφαρμοστούν με επιτυχία και οι οποίοι διαφέρουν από την
αρχική, ημικλασική θεώρηση που χρησιμοποίησε ο ίδιος ο Compton. Ωστόσο, σε
εκείνους που αντιμετωπίζουν ευνοϊκά την προσέγγιση της συμπληρωματικότητας
του Bohr, αυτές οι προσπάθειες μπορεί να φαίνονται ως άσκοπη απάρνηση των
στέρεων και φυσικά ορθών πειραματικών, αποδεικτικών δεδομένων. Για αυτούς,
οι παρατηρούμενες τροχιές θα πρέπει να θεωρηθούν ένα παρατηρησιακά ακριβές
δεδομένο εντοπισμένων, σωματιδιακών αλληλεπιδράσεων. Κατά την άποψη του
Bohr, το ότι ο Schrödinger απέφυγε να ενσωματώσει άμεσα στην οντολογία, τις
παρατηρούμενες, καθορισμένες τροχιές (δηλ. το ότι απέφυγε να τις χαρακτηρίσει
με σωματιδιακούς όρους), ήταν ένας επικίνδυνος και βεβιασμένος παραγκωνισμός
των πειραματικών αποτελεσμάτων, για χάρη εικασιών.

Οι προσεγγίσεις του προβλήματος από τους Bohr και Schrödinger, είχαν


σίγουρα διαφορετικές βάσεις. Η πρώτη στηριζόταν αποκλειστικά στα πειράματα
και η δεύτερη σε θεωρητικές αρχές. Λόγω του χαρακτήρα των πειραματικών
στοιχείων, ο Schrödinger μπορεί να είχε μια εξίσου δύσκολη επιλογή τη δεκαετία
του ’30, όπως είχε και τη δεκαετία του ’20. Ενώ ο Bohr προσπαθούσε να
επινοήσει μια ικανοποιητική ερμηνεία, ο Schrödinger εστίασε στο πόσο
σημαντικό θα ήταν να διατηρηθούν οι θεωρητικοί του στόχοι μέσα στο
πειραματικό υπόβαθρο που υπήρχε.

Στα τέλη της δεκαετίας του ’40 και στις αρχές της δεκαετίας του ’50, ο
Schrödinger έδωσε στο Δουβλίνο, ένα σεμινάριο σχετικά με την κβαντική
μηχανική, στα πλαίσια μιας προσπάθειας να αποσαφηνίσει τα εννοιολογικά
ερείσματα της αναβιωμένης κυματομηχανικής περιγραφής του και να συμβιβάσει
φαινομενικά δυσμενή πειραματικά αποτελέσματα. Το σεμινάριο επιβεβαιώθηκε η
συνεχής προσκόλληση του Schrödinger σε μια κυματομηχανική περιγραφή. Ο

29
Schrödinger υποστήριξε ρητά ένα είδος ολισμού που προέρχεται από αυτήν, ως
την απόλυτη περιγραφή του μικροφυσικού κόσμου και επέκρινε την
προσκόλληση των ατομιστών στα κβαντικά άλματα και στην ασυνέχεια. Πρότεινε
ότι αυτό που οι ατομιστές θεωρούν ως εναλλακτικές εμφανίσεις, στο ατομικό
επίπεδο θα πρέπει να γίνει αντιληπτό ως ταυτόχρονα συμβάντα που ακολουθούν
τον κυματομηχανικό φορμαλισμό. Αλλά το γεγονός ότι δεν δημοσίευσε ποτέ
αυτές τις πραγματείες ενδεχομένως να υποδηλώνει ότι εξακολουθούσε να έχει
σοβαρές αμφιβολίες σχετικά με τα συμπεράσματά του και ότι για την περίοδο
εκείνη, η πειραματικά προερχόμενη ερμηνεία του Bohr φαινόταν πιο αποδεκτή.

30
1.6. Απόπειρες κατανόησης και ερμηνείας
για τη γάτα του Schrodinger. 15

6.1. Εισαγωγικές παρατηρήσεις για τους «ασκούς» που άνοιξε η γάτα


του Schrodinger.

Η δυσκολία στο νοητικό πείραμα της


γάτας του Schrodinger εμφανίζεται όταν
αναρωτηθούμε τι συνέβαινε μέσα στο κουτί
μετά την μέτρηση αλλά πριν ανοίξει
κάποιος το κουτί. Το πιο λογικό θα ήταν να
υποθέσουμε ότι το εργαλείο έριξε ή δεν
έριξε το φωτόνιο, το φωτόνιο διέσχισε ή δε
διέσχισε το φίλτρο στης συσκευής, το
δοχείο με το δηλητηριώδες αέριο έσπασε ή
δεν έσπασε, και η γάτα πέθανε ή δεν
πέθανε. Αυτή τη θέση θα έπαιρναν οι
υποστηρικτές των θεωριών των «κρυφών
μεταβλητών» (μηχανική του Bohm)16.

Το ερώτημα που τίθεται είναι: «Τι συμβαίνει, αν χρειάζεται η


παρατήρηση για να γίνει η μέτρηση;». Σύμφωνα με την Κοπεγχάγεια ερμηνεία, σε
αυτή την περίπτωση, η γάτα πρέπει να βρίσκεται σε μία κβαντική κατάσταση,
ούτε νεκρή, ούτε και ζωντανή αλλά ταυτοχρόνως και τα δύο, μέχρις ότου ανοίξει
κάποιος το κουτί για να δει.

15
Μπαίνω στον πειρασμό να παραθέσω το σχόλιο διαμαρτυρίας ενός αναγνώστη της
εφημερίδας "The Guardian" (GBR), το οποίο δημοσιεύτηκε σε αυτήν: «Disregarding the
metaphysical aspects of Schrodinger's cats, (Letters, April 28) I must protest at the use of
(possibly live) animals for experiments such as these. I urge readers to boycott whatever
product this research is leading to». Ομολογώ πως δεν έδειξα τη δέουσα ευαισθησία…
16
Κατά τη θεωρία του Bohm υπάρχουν μόνο σωματίδια που έχουν πάντα καθορισμένη
θέση και ταχύτητα. Κάθε σωματίδιο εξαρτάται από ένα κύμα με ιδιαίτερες ιδιότητες. (Η
φυσική υφή του κύματος μένει απροσδιόριστη). Το κύμα αυτό καθοδηγεί την πορεία των
σωματιδίων ενημερώνοντάς τα ακαριαία για το τι θα βρουν στο δρόμο τους.
Για αν εκφράσει και μαθηματικά την άποψή του ο Bohm, μετέγραψε την εξίσωση
Schrödinger σε πολικές συντεταγμένες, οπότε εμφανίστηκε ένας όρος που δεν είναι δυνατόν
να υπολογιστεί. Ο όρος αυτός θεωρήθηκε ότι εκφράζει ένα κβαντικό δυναμικό που
περιγράφει το καθοδηγητικό κύμα (pilot wave). Την αδυναμία υπολογισμού την θεωρεί ο
Bohm προσωρινή και την συσχετίζει με κάποιες κρυφές μεταβλητές τις οποίες, προς το
παρόν, δεν γνωρίζουμε αλλά που ενδέχεται να υπολογίσουμε στο μέλλον. Το κύμα καθοδηγεί
με ακρίβεια τις τροχιές των σωματιδίων, αλλά αυτές δεν μπορούν να υπολογιστούν με
ακρίβεια γιατί εμφανίζουν μια στατιστική κατανομή που περιγράφεται από την εξίσωση
Schrödinger. H θεωρία λοιπόν μπορεί να είναι ντετερμινιστική, αλλά υπεισέρχεται η
απροσδιοριστία (λόγω της αρχής της απροσδιοριστίας του Heisenberg) με αποτέλεσμα οι
μετρήσεις να εμφανίσουν μια στατιστική κατανομή (όπως και στην κλασική
κβαντομηχανική).

31
Η απάντηση του Bohr ήταν ότι δεν έχει σημασία: Το μόνο συμπέρασμα
είναι ότι όταν ανοίξει κάποιος το κουτί, η γάτα θα είναι είτε νεκρή είτε ζωντανή.
Δεν υπάρχει λόγος να αναρωτιόμαστε τι μπορεί να σημαίνει μια μισο-ζωντανή,
μισο-πεθαμένη γάτα, από τη στιγμή που κανείς δε μπορεί να την παρατηρήσει. Η
γάτα που θα δει κάποιος θα είναι αμετάκλητα είτε ζωντανή είτε νεκρή. Σε αυτήν
την απάντηση του Bohr ταιριάζει απόλυτα η ένσταση του Schrodinger προς την
Κοπεγχάγεια ερμηνεία: ότι προσπαθεί να απαντήσει στα καίρια ζήτημα
οντολογίας που προκύπτουν με ένα επιστημολογικό τέχνασμα.

Εδώ λοιπόν προκύπτει ένα σοβαρό ζήτημα. Η αντίληψη του Bohr


καταλήγει στο να πει ότι υπάρχουν κβαντικά αντικείμενα τα οποία μπορεί να
βρίσκονται σε αβέβαιες κβαντικές καταστάσεις. Μπορεί αυτό να συμβεί και σε
κλασσικά αντικείμενα, όπως οι γάτες; Αφού η γάτα αποτελείται από κβαντικά
συστατικά και η κβαντική θεωρία υποτίθεται ότι αποτελεί τη θεμέλια βάση όλης
της φυσικής, θα συμπέραινε κανείς ότι αυτό θα ήταν το λογικό.

1.6.2. Η «κβαντική γάτα» και η κατάρρευση της κυματοσυνάρτησης.

Υπάρχουν όμως κι άλλοι τρόποι να κοιτάξουμε το ζήτημα της μέτρησης:


Σε ποιο στάδιο των γεγονότων από το σωμάτιο στο φίλτρο, στην ανίχνευση17, στο
δηλητήριο, στη γάτα γίνεται η μέτρηση; Τι είναι παρατήρηση; Μια δική μου
απορία ήταν «γιατί ο παρατηρητής να μην είναι η γάτα;». Η απάντηση που πήρα
από πολλές πηγές ήταν ότι «η γάτα είναι μέρος του συστήματος». Όμως με ποιο
«δικαίωμα» οριοθετούμε (αυθαίρετα;) τι είναι μέρος του συστήματος; Σε ποιο
σημείο δίνει η κβαντική απροσδιοριστία τη θέση της στον κλασσικό ορισμό και
πώς γίνεται αυτό;

Προκύπτει επίσης και το ερώτημα του τι σημαίνει κβαντική κατάσταση


ενός σύνθετου αντικειμένου. Γιατί το να είναι νεκρή ή ζωντανή μια γάτα δεν είναι
μία ενδογενή ιδιότητα των πρωταρχικών κβαντικών συστατικών της, αλλά μια
ιδιότητα του τρόπου με τον οποίο αυτά τα συστατικά έχουν οργανωθεί ως σύνολο.
Μια κβαντική κατάσταση της γάτας είναι μία ακριβής και πλήρης περιγραφή της
κβαντικής κατάστασης του καθενός από τα σωματίδια μέσα στη γάτα. Αν ένα
ηλεκτρόνιο της γάτας μεταβεί σε διαφορετική κατάσταση, τότε όλη η γάτα
συλλογικά, μεταβαίνει σε διαφορετική κατάσταση. Υπάρχουν αναρίθμητες
κβαντικές καταστάσεις που αντιστοιχούν όλες στην ίδια γάτα. Ακόμα και όταν η
γάτα φαίνεται να μην κάνει τίποτα, η εσωτερική της κβαντική κατάσταση αλλάζει
ακατάπαυστα. Όλες όμως οι κβαντικές καταστάσεις της γάτας χωρίζονται σε δύο
κατηγορίες: αυτές που αντιστοιχούν σε ζωντανές γάτες και σε αυτές που
αντιστοιχούν σε νεκρές.

Ας δούμε πώς μπορούμε να φτιάξουμε, έστω μαθηματικά, μία πραγματική


μισο-ζωντανή, μισο-πεθαμένη κβαντική κατάσταση της γάτας: Παίρνουμε μία
κατάσταση από την ομάδα των πεθαμένων καταστάσεων της γάτας και μία από

17
Το ότι το φωτόνιο χτύπησε το φίλτρο δεν σημαίνει ότι έγινε μια κβαντική μέτρηση;

32
την ομάδα των ζωντανών καταστάσεων της γάτας και τις συνδυάζουμε
μαθηματικά σε μία μοναδική κατάσταση υπέρθεσης η οποία περιέχει τις δύο
πιθανότητες. Είναι το ανάλογο με το να συνδυάζουμε κβαντικές καταστάσεις
φωτονίων με οριζόντιες και κάθετες πολώσεις ώστε να παρουσιάσουμε το
φωτόνιο σε μία ενδιάμεση κατάσταση.

Η μισο-οριζόντια - μισο-κάθετη κατάσταση πόλωσης του φωτονίου θα


παραμείνει έτσι μέχρι να γίνει παρατήρηση. Οπότε θεωρητικά θα έπρεπε να μείνει
έτσι και η μισο-ζωντανή, μισο-πεθαμένη κβαντική κατάσταση της γάτας. Ωστόσο
τα πράγματα είναι πιο περίπλοκα εδώ, γιατί το ζωντανό μισό και το πεθαμένο
μισό κομμάτι της γάτας εξελίσσονται ελεύθερα σε μία από τις μυριάδες άλλες
ζωντανές ή πεθαμένες καταστάσεις τις οποίες είναι ελεύθερο το καθένα να πάρει.
Και σαν να μην έφθανε αυτό, καθώς το πεθαμένο κομμάτι μεταβαίνει σε μια από
τις άλλες πιθανές πεθαμένες καταστάσεις και το ζωντανό κομμάτι κάνει το
αντίστοιχο, το καθένα κάνει τις μεταβάσεις του ανεξάρτητα από το άλλο.

Αυτό δημιουργεί ένα πρόβλημα γιατί, για να αναπαραστήσουμε μία


αυθεντική μισο-ζωντανή - μισο-πεθαμένη κατάσταση της γάτας, πρέπει να
υπάρχει μία συγκεκριμένη συμφωνία (coherence) στον τρόπο με τον οποίο οι δύο
«γάτες» είναι «ενωμένες». Καθώς κάθε «μισό» κομμάτι εξελίσσεται, αυτή η
συμφωνία χάνεται πολύ γρήγορα, έτσι ώστε η γάτα να συμπεριφέρεται όχι σαν να
ήταν σε μία μισο-ζωντανή - μισο-πεθαμένη κατάσταση, αλλά σαν να ήταν είτε
πεθαμένη είτε ζωντανή- όπως ακριβώς θα συμπεριφερόταν μία γάτα. Μιλώντας
αυστηρά λοιπόν, δεν υπάρχει η δυνατότητα μια παρατήρηση να επιφέρει την
«κατάρρευση της κυματοσυνάτησης» και την αλλαγή από «πεθαμένη και
ζωντανή» γάτα σε «πεθαμένη ή ζωντανή». Στην πράξη είναι αδύνατο να κάνουμε
ένα πείραμα το οποίο να βρίσκει τίποτα άλλο από μία γάτα η οποία θα είναι είτε
πεθαμένη, είτε ζωντανή. Για όλους αυτούς τους λόγους, η γάτα είναι κλασσική.

Αυτή η διαδικασία της μετάβασης των συστατικών μίας «αναμεμιγμένης»


κβαντικής κατάστασης (ενός μακροσκοπικού αντικειμένου) σε μη-συμφωνία
(decoherence) υποδεικνύει πόσο δύσκολο είναι να κρατηθεί ένα σύνθετο
αντικείμενο σε καθαρά κβαντικές καταστάσεις. Γιατί γίνονται αναρίθμητες
αλληλεπιδράσεις, τόσο εσωτερικά όσο και από έξω. Εν κατακλείδι, ακόμη και αν
δεχτούμε τη Κοπεγχάγεια ερμηνεία, μια μισο-ζωντανή - μισο-πεθαμένη γάτα είναι
εξαιρετικά απίθανο να υπάρξει, παρ’ ότι θεωρητικά δεν είναι αδύνατο. Και
πάντως, φαίνεται αδύνατο να ανιχνευτεί.

Ένας άλλος τρόπος να προσεγγίσουμε το ζήτημα είναι να θεωρήσουμε ότι


οι αλληλεπιδράσεις των ατόμων και των ηλεκτρονίων μέσα στη γάτα
ισοδυναμούν με μία συνεχή αυτο-μέτρηση της κβαντικής κατάστασης. Να
υποθέσουμε, δηλαδή, ότι δεν είναι η παρατήρηση που μετράει, αλλά οι
ακατάπαυστες αλληλεπιδράσεις όλων των κβαντικών καταστάσεων σε μια γάτα
που εμποδίζουν μια ξεχωριστή κατάσταση από το να παραμείνει σταθερή. Για
αυτό κάθε μακροσκοπικό αντικείμενο θα πέφτει αναπόφευκτα σε κλασσική
κατάσταση- ακόμα και αν η εσωτερική κβαντική κατάστασή του αλλάζει
ακατάπαυστα και είναι απρόβλεπτη. Με άλλα λόγια οτιδήποτε μεγάλο είναι
σίγουρο ότι θα μοιάζει με κλασσικό και όχι με κβαντικό αντικείμενο.

33
Θεωρίες κατάρρευσης (Collapse theories).
Το κεντρικό πρόβλημα που επιχειρούν να αντιμετωπίσουν οι θεωρίες
κατάρρευσης είναι το πρόβλημα της κβαντικής μέτρησης. Υποστηρίζουν ότι δεν
υπάρχουν καθαρά κβαντικές καταστάσεις που κάποια στιγμή καταρρέουν, αλλά
ότι η κατάρρευση είναι ένα διαρκές φαινόμενο που συμβαίνει με συγκεκριμένο
ρυθμό στη μονάδα του χρόνου και του όγκου. Π.χ. ένα σωματίδιο που όταν είναι
σε κβαντική κατάσταση δεν είναι σαφώς εντοπισμένο, έχει την αυθόρμητη τάση
να χάσει την κβαντική του κατάσταση και να μεταπέσει σε μια σαφώς
εντοπισμένη, ανεξάρτητα από την ύπαρξη αλληλεπίδραης. Η τάση αυτή έχει
στατιστικό χαρακτήρα, με μια κατανομή πιθανότητας τύπου «καμπάνας». Ο
ρυθμός των εντοπισμένων κτυπημάτων (hittings) είναι έτσι καθορισμένος ώστε
για ένα μεμονωμένο σωματίδιο η πιθανότητα εντοπισμού να είναι πάρα πολύ
μικρή. Αντιθέτως, για ένα μακροσκοπικό σώμα που αποτελείται από τεράστιο
αριθμό σωματιδίων, ο ρυθμός αυτός είναι έτσι τέτοιος ώστε πάντα το συντριπτικά
μεγαλύτερο ποσοστό από αυτόν τον τεράστιο αριθμό να είναι εντοπισμένο. Γι’
αυτό και τα μακροσκοπικά αντικείμενα τα βλέπουμε εντοπισμένα.

Η ερμηνεία του Penrose


Βλέπουμε λοιπόν πόσο δύσκολο είναι το ζήτημα που άνοιξε ο Schrodinger
με την περίφημη γάτα του και ότι απαντήσεις που μπορεί να δοθούν δεν είναι
απλή υπόθεση. Ας δούμε μία ακόμη ερμηνεία: Ο Penrose υποστηρίζει ότι οι
υπερθέσεις διαφορετικών κβαντικών καταστάσεων δεν καταρρέουν λόγω της
πράξης της μέτρησης, ή ακόμη και λόγω της αλληλεπίδρασης με το περιβάλλον.
Πιστεύει ότι η διαδικασία συμβαίνει ακόμη και σε ένα απομονωμένο σύστημα
μέσω μίας φυσικής διεργασίας που συνδέεται με τη φύση του χωροχρόνου. Η
κατάρρευση της κυματοσυνάρτησης, κατ’ αυτόν, συμβαίνει λόγω των
διαφορετικών γεωμετριών του χωροχρόνου σε κάθε κατάσταση της υπέρθεσης.
Όταν η διαφορά στις γεωμετρίες γίνει κρίσιμη (όπως όταν το σωματίδιο εμπλακεί
με το περιβάλλον του) η υπέρθεση γίνεται ασταθής και καταρρέει σε μία από τις
πιθανές καταστάσεις. Ωστόσο κανείς δεν γνωρίζει τις λεπτομέρειες του
μηχανισμού κατάρρευσης που προτείνει ο Penrose. Για να γίνει αυτό, θα έπρεπε
να διαθέτουμε μία πλήρη θεωρία της κβαντικής βαρύτητας.

1.6.3. Η «κβαντική γάτα» και η ερμηνεία των πολλαπλών κόσμων.

Μια άλλη ερμηνεία για τη «κβαντική γάτα» αποδέχεται και τις δυο
κβαντικές συναρτήσεις και υποθέτει ότι και οι δύο γάτες είναι πραγματικές.
Υπάρχει δηλαδή μια ζωντανή γάτα και υπάρχει ταυτόχρονα και μια νεκρή γάτα.
Οι δύο γάτες όμως βρίσκονται σε διαφορετικούς κόσμους. Το ραδιενεργό υλικό
στο εσωτερικό του κουτιού δεν επρόκειτο συγχρόνως να είχε αποσυντεθεί και να
μην είχε, αλλά τα έκανε και τα δυο: στον έναν κόσμο αποσυντέθηκε και στον
άλλον όχι. Δημιουργήθηκαν δύο καταστάσεις: στη μία το ραδιενεργό άτομο
αποσυντέθηκε και η γάτα πέθανε, ενώ στην άλλη το άτομο δεν αποσυντέθηκε και
η γάτα είναι ζωντανή. Το σενάριο μοιάζει σαν επιστημονική φαντασία, αλλά έχει
σοβαρούς υποστηρικτές και βασίζεται στις μαθηματικές εξισώσεις της
κβαντομηχανικής.

34
Η ερμηνεία αυτή αρνείται το γεγονός της κατάρρευσης και, για να
αποφύγει την ανάγκη της, θεωρεί ότι όλες οι δυνατές καταστάσεις που περιγράφει
η κυματοσυνάρτηση αποτελούν ανεξάρτητες μεταξύ τους φυσικές
πραγματικότητες (ενώ στην Κοπεγχάγεια κβαντομηχανική αποτελούν
υπερθέσεις). Κατά συνέπεια κάθε φορά που συμβαίνει ένα κβαντικό γεγονός,
έχουμε έναν πολλαπλασιασμό του φυσικού κόσμου (θεωρίες των πολλών
κόσμων). Έτσι δεν μιλούμε για το σύμπαν αλλά για το πολυσύμπαν
(Multiuniverse).
Σε μερικές από αυτές η υπόθεση των πολλών κόσμων
αντικαταστάθηκε από την υπόθεση των πολλών ιστοριών του ίδιου κόσμου ή των
πολλών καταστάσεων του μυαλού του παρατηρητή ή μιας relational quantum
mechanics. Οι ερμηνείες αυτές είναι παράξενες αλλά έχουν τα υποστηρικτικά
τους επιχειρήματα που από μαθηματική και φυσική άποψη είναι ισάξια των
άλλων ερμηνειών. Όμως λόγω της αισθητικής τους και κάποιων αδυναμιών τους
δεν έχουν πολλούς υποστηρικτές. Να σημειώσω ότι σύμφωνα με αυτές δεν είναι
δυνατή καμία επικοινωνία μεταξύ των διαφόρων συμπάντων του Multiuniverse.

1.6.4. Πειραματικές απόπειρες δημιουργίας μιας «μικρής γάτας» του


Schrodinger.

Στα μακροσκοπικά συστήματα, λοιπόν, για τον έναν ή τον άλλον λόγο,
φαίνεται να εξασφαλίζεται τη διατήρηση της κλασσικής εικόνας. Το ερώτημα
είναι αν θα μπορούσε κάποιος να προετοιμάσει μεσοσκοπικά συστήματα- κάπου
ανάμεσα στο μακροσκοπικό και μικροσκοπικό- στα οποία η απώλεια συμφωνίας
να συμβαίνει μεν, αλλά αρκετά αργά ώστε να την παρατηρήσουμε. Μέχρι
πρόσφατα μπορούσε να το φανταστεί κανείς αυτό μόνο σαν νοητικό πειράματα.
Όμως η πρόοδος της τεχνολογίας έχει κάνει κάποια από αυτά τα πειράματα
πραγματοποιήσιμα.

Ήταν τη δεκαετία του '80 που προτάθηκε ότι ένα μακροσκοπικό


αντικείμενο με πολλούς μικροσκοπικούς βαθμούς ελευθερίας θα μπορούσε να
συμπεριφερθεί σαν κβαντικομηχανικό σωματίδιο, εφ όσον έχει αποσυνδεθεί
αρκετά από το περιβάλλον του. Σταδιακά σημειώθηκε πρόοδος στην επίδειξη μιας
σχεδόν μακροσκοπικής κβαντικής συμπεριφοράς διάφορων συστημάτων όπως σε
υπεραγωγούς, σε μαγνήτες νανοκλίμακας, σε ιόντα παγιδευμένα και ψυγμένα με
λέιζερ, σε φωτόνια μιας μικροκυματικής κοιλότητας και σε μόρια C60. Ωστόσο η
μεγάλη πρόοδος έγινε το 2000, όταν ο Friedman με τους συναδέλφους του
δημοσίευσαν πειραματικά στοιχεία18 που δείχνουν ότι μια υπεραγώγιμη κβαντική
συσκευή παρέμβασης (superconducting quantum interference devices -SQID)
μπορεί να τεθεί σε υπέρθεση δύο καταστάσεων μαγνητικής ροής: Μία κατάσταση
που αντιστοιχεί σε μερικά microamperes του ρεύματος που ρέει κατά τη φορά των
δεικτών του ρολογιού, και μια άλλη που αντιστοιχεί στο ίδιο ποσό ρεύματος αλλά
που ρέει με αντίθετη φορά.

18
Detection of a Schrodinger's Cat State in an rf-SQUID. Jonathan R. Friedman, Vijay
Patel, W. Chen, S. K. Tolpygo & J. E. Lukens. Department of Physics and Astronomy, The
State University of New York at Stony Brook, (April 19, 2000).

35
Τα αποτελέσματα των πειραμάτων είναι ακριβώς όπως προβλέπονται με να
υποθέσουν ότι το σύστημα είναι σε μιά μακροσκοπική υπέρθεση των
καταστάσεων. Η διαφορά μεταξύ των δύο καταστάσεων αντιστοιχεί σε ένα ρεύμα
2 έως 3 microamps ή σε μια μαγνητική ορμή των 10 δισεκατομμυρίων κατά Bohr
magnetons, η οποία είναι "αληθινά μακροσκοπική" σύμφωνα με τον Friedman.

36
1.7. Οι θέσεις του Schrοdinger για την κβαντομηχανική,
ιδωμένες σήμερα.

Στα εικοσιπέντε χρόνια που παρήλθαν μεταξύ του χρόνου έγραψε την
κριτική του 1935 και τον θανάτου του, ο Schrοdinger προσπάθησε μάταια για να
βελτιώσει την ερμηνεία της κβαντικής μηχανικής που πρότεινε. Δεν είχε ποτέ
αμφιβολία ότι μια τέτοια βελτίωση είναι δυνατή και ότι οι βασικές φιλοσοφικές
απόψεις του θα επιβεβαιώνονταν τελικά.
Από τη σημερινή πλεονεκτική θέση, μπορεί κανείς να θεωρήσει την
κριτική που άσκησε ο Schrοdinger στην Κοπεγχάγεια ερμηνεία ως ξεπερασμένη.
Αυτή η θεώρηση όμως θα ήταν βιαστική και, για να καταδείξω αυτό το σημείο, θα
συγκρίνω εν συντομία την κριτική του Schrοdinger με την τωρινή κατανόηση που
έχουμε για την κβαντική μηχανική.
Αρκετοί επιστήμονες έχουν και σήμερα μια εμπειριστική-
ινσρουμενταλιστική άποψη για την επιστήμη. Ωστόσο αυτή η άποψη ήταν πιο
δημοφιλής τις δεκαετίες του '20 και του '30, όταν κυριαρχούσε ο λογικός
θετικισμός στη φιλοσοφία της φυσικής. Σήμερα πολλοί επιστήμονες δεν
υποστηρίζουν τον θετικισμό. Ως προς αυτή την ένστασή του, λοιπόν, πολλοί θα
συμφωνούσαν.
Είναι λίγοι οι φυσικοί σήμερα που πιστεύουν ότι υπάρχει μια ελλοχεύουσα
αιτιοκρατική δομή στην κβαντική μηχανική. Αυτή η ερμηνεία βασίστηκε εν μέρει
σε μια ερμηνεία του Madelung και αναπτύχθηκε περαιτέρω και υποστηρίχτηκε
έντονα από τον David Bohm και μερικούς από ακόλουθούς του. Είχε μια σοβαρή
«ήττα» από πρόσφατα πειράματα15 αλλά δεν έχει αποκλειστεί μέχρι σήμερα
εμπειρικά ή λογικά. Η αλήθεια είναι ότι ούτε ο Schrοdinger, ούτε ο Einstein
υποστήριξαν ποτέ μια ερμηνεία κρυφών μεταβλητών, παρ’ ότι υποστήριζαν την
αιτιοκρατία.

Οι περισσότεροι φυσικοί δεν έχουν μια σαφή και συνεπή θεώρηση πάνω
στο θέμα της ερμηνείας της κβαντομηχανικής. Πιστεύουν σε ένα μίγμα
ινσρουμενταλισμού και ρεαλισμού και θα δυσκολεύονταν να δώσουν
ικανοποιητικές απαντήσεις στις ερωτήσεις που έθεσε ο Schrοdinger. Αλλά ακόμη
και εκείνοι που έχουν εργαστεί στα θεμέλια της κβαντικής μηχανικής
αναγνωρίζουν ότι ακόμα και σήμερα μερικές ερωτήσεις που έχουν τεθεί από τον
Schrοdinger παραμένουν εκκρεμείς. Για παράδειγμα, η κατάρρευση της
κυματοσυνάρτησης δεν έχει γίνει ακόμη πλήρως κατανοητή, παρ’ ότι υπάρχουν
διάφορες φαινομενικά λογικές προτάσεις.

Η πλειοψηφία των φυσικών φαίνεται να είναι, τουλάχιστον σε επίπεδο


διαίσθησης, ρεαλιστές (επιστημολογικά). Δηλαδή να πιστεύουν στην ύπαρξη ενός
εξωτερικού κόσμου ανεξάρτητου της δυνατότητας του ανθρώπου να τον
παρατηρεί. Αλλά βρίσκουν δυσκολίες στο να συμφιλιώνουν αυτήν την άποψη με
μερικά από τα αιτήματα της κβαντικής μηχανικής. Για αυτόν τον λόγο, η
αποκαλούμενη ερμηνεία του «κβαντικού ρεαλισμού» παρουσιάζει ιδιαίτερο
ενδιαφέρον. Αν, λοιπόν, το πρόβλημα της κατάρρευσης πρέπει να επιλυθεί με
τρόπο που να είναι σύμφωνος με τον ρεαλισμό, ο «κβαντικός ρεαλισμός» είναι
μια από τις πολύ λίγες εσωτερικά συνεπείς ερμηνείες και φαίνεται να έχει τη

37
μεγαλύτερη πιθανότατα να το πετύχει μακροπρόθεσμα. Ας τον συγκρίνουμε με τις
θέσεις του Schrοdinger.
Η ερμηνεία της κυματικής συνάρτησης ως περιγραφή δυνατοτήτων
προτάθηκε αρχικά από τον Heisenberg. Αφότου ο Schrοdinger αναγκάστηκε να
παραιτηθεί από την αρχική κλασσική κυματική ερμηνεία του, μπορούμε να
υποθέσουμε ότι θα δεχόταν την ερμηνεία περί πιθανότητας του Born. Αυτό,
βέβαια, υπό τον όρο ότι η πιθανότητα δεν γίνεται κατανοητή με όρους
απροσδιοριστίας σε επίπεδο αρχής και ότι οι αντιρρήσεις του σχετικά με τη
συσχέτιση και το «θόλωμα» θα μπορούσαν να επιλυθούν ικανοποιητικά. Κατά
συνέπεια, μετά από 1927 Schrοdinger θα μπορούσε να είχε δεχτεί την θεώρηση
του Heisenberg περί δυνατοτήτων, υπογραμμίζοντας όμως ότι η κβαντική
μηχανική δεν είναι πλήρης και επομένως δεν είναι μια θεμελιώδης περιγραφή.
Ο Schrοdinger βέβαια δεν ήξερε για την πειραματική επιβεβαίωση της
συσχέτισης19. Κατά την ερμηνεία του κβαντικού ρεαλισμού, αυτά τα εμπειρικά
αποτελέσματα μας αναγκάζουν να αποδεχτούμε την έννοια της μη
διαχωρησιμότητας παρ’ ότι η τελευταία είναι κάπως αντιδιαισθητική.
Απομακρυσμένα και μη αλληλεπιδρώντα συστατικά ενός κβαντικού συστήματος
που περιγράφονται από συσχετισμένη κυματική συνάρτηση είναι μη διαχωρίσιμα:
Ενεργούν ως ένα σύστημα υπό την έννοια ότι μια μέτρηση σε ένα από τα
συστατικά έχει επιπτώσεις σε ολόκληρο το σύστημα (μη τοπική φύση του
συστήματος). Η ανησυχία ότι έτσι η ειδική σχετικότητα παραβιάζεται
αποδεικνύεται τελικά αβάσιμη. Μπορεί να αποδείξει κανείς ότι για τη συσχέτιση
δεν απαιτούνται ταχύτητες σημάτων γρηγορότερες από το φως γιατί, απλά, δεν
περιλαμβάνεται κανένα σήμα (καμία ενεργειακή μεταφορά). Η «οδήγηση από
απόσταση» του Schrοdinger είναι επομένως πειραματικό γεγονός που πρέπει να
περιληφθεί στην ερμηνεία. Παρ’ ότι θα ήταν αντιδιαισθητικό για τον Schrοdinger,
είναι μάλλον βέβαιο πως υπό τα αδιάσειστα εμπειρικά στοιχεία που έχουμε
σήμερα και των μαθηματικών αποδείξεων, θα αναγκαζόταν να αποδεχτεί τη μη
διαχωρησιμότητα και την κβαντική συσχέτιση.
Τέλος, εφ’ όσον αναζητούμε μια ρεαλιστική ερμηνεία, πρέπει να αποδοθεί
μια οντολογία στην έννοια του «θολώματος», τη δυσκολότερη νέα έννοια. Για
αυτόν τον λόγο, δεν υπάρχει άλλη επιλογή από το να δεχτούμε μια νέα κατηγορία
οντότητας: Το σφαιρικό κύμα που προκύπτει από τον πυρήνα περιγράφει ένα

19
Το 1982, μια ομάδα με επικεφαλής τον Αλαίν Ασπέ στο Πανεπιστήμιο του Παρισιού,
στη Γαλλία, ολοκλήρωσε μια σειρά πειραμάτων που είχαν σχεδιαστεί για την καταγραφή της
κβαντικής πραγματικότητας. Το πείραμα αφορούσε στη συμπεριφορά δύο φωτονίων, που
κινούνται από μία πηγή προς αντίθετες κατευθύνσεις. Τα δυο φωτόνια της ίδιας πηγής
μπορούν να παρατηρηθούν από δύο ανιχνευτές οι οποίοι μετρούν πολικότητα. Τα δύο
φωτόνια εκπέμπονται ταυτόχρονα κι επομένως οι πολικότητές τους είναι συσχετισμένες. Τα
αποτελέσματα του πειράματος έδειξαν, λοιπόν, ότι η μέτρηση που γίνεται πάνω στο ένα
φωτόνιο είχε ακαριαία επίδραση στο άλλο και επομένως επιβεβαιώθηκε η μη τοπικότητα της
φύσης. Κάποια αλληλεπίδραση συνδέει τα φωτόνια, χωρίς να μπορεί να εξιχνιαστεί, παρόλο
που κινούνται σε αντίθετες κατευθύνσεις με την ταχύτητα του φωτός. Τα σωματίδια φαίνεται
ότι είναι αδιάρρηκτα συνδεδεμένα, καθένα ενήμερο του τι συμβαίνει στα άλλα ανά πάσα
στιγμή. Ένα άλλο σημαντικό αποτέλεσμα ήταν ότι δεν βρέθηκε το είδος συσχετισμού που
προβλέπεται από τη θεωρία των κρυφών μεταβλητών.

38
πραγματικά υπάρχον σωμάιο α σε «θολωμένη» κατάσταση (χωρίς συγκεκριμένη
θέση). Η κατάσταση αλλάζει σε εντοπισμένη όταν το σωμάτιο ανιχνευτεί. Το
«θόλωμα» της θέσης δεν ακυρώνει την πραγματική ύπαρξη ενός κβαντικού
σωματιδίου, το οποίο είναι ουσιαστικά ένα σημειακό σωματίδιο. Αυτό έρχεται σε
αντίθεση με την κλασσική ερμηνεία στην οποία δεν μπορεί να εμφανιστεί τέτοιο
θόλωμα για πραγματικά σωμάτια, ακόμα κι αν ενδέχεται στην πράξη να μην
είμαστε σε θέση να το εντοπίσουμε (όπως π.χ. στην κλασσική στατιστική
μηχανική). Παρόμοιες δηλώσεις ισχύουν για άλλες ιδιότητες (εκτός από τη θέση)
που μπορεί να παρουσιάσουν «θόλωμα».
Αυτή είναι μια νέα έννοια που ο Schrοdinger δύσκολα θα είχε αποδεχτεί. Η
κλασσική εικόνα που είχε για τον κόσμο μάλλον ήταν πολύ καλά θεμελιωμένη
μέσα του για να το κάνει. Ωστόσο, από όσα είδαμε μέχρι τώρα, η διεισδυτική του
κριτική ήταν πολύ καίρια και η διορατικότητά του ήταν βαθύτερη από αυτή των
περισσότερων φυσικών της εποχής του.

39
2. Οι αντιλήψεις του Schrodinger για το «Τι είναι η ζωή;».

2.1. Εισαγωγή

Για πολλούς επιστήμονες, ο


Erwin Schrödinger είναι ο πρώτος
που έρχεται στο μυαλό όταν τους
ζητηθεί να αναφέρουν έναν φυσικό
που συνέβαλε στη βιολογία κατά τον
εικοστό αιώνα. Αυτό οφείλεται κατά
ένα μεγάλο μέρος στο βιβλίο του
Schrödinger, «Τι είναι η ζωή;», ένα
βιβλίο που παρουσίασε το μυστήριο
της ζωής από τη σκοπιά ενός
φυσικού. Βέβαια, αν εξετάσει κανείς
το βιβλίο του υπό την οπτική ενός
σύγχρονου βιολόγου και κατά τρόπο
ανιστορικό, θα αισθανθεί ότι παρακολουθεί έναν ενθουσιώδη φυσικό που με
αρκετά πρόχειρο και ίσως άτσαλο τρόπο προσπαθεί να περάσει από την κβαντική
και την στατιστική μηχανική σε μια προσέγγιση των βιολογικών φαινομένων. Θα
έχει αυτήν την αίσθηση γιατί ο Schrödinger έθεσε στο βιβλίο του ερωτήματα τα
οποία έχουν απαντηθεί σήμερα και στα οποία έδωσε λανθασμένες κατευθύνσεις
στην προσπάθειά του να βρει μια λύση.
Σήμερα γνωρίζουμε ότι οι χημικές ενώσεις υπάρχουν και έχουν μεγάλη
σταθερότητα σε ποικίλους βαθμούς. Από τον καιρό του Dalton, η ασυνέχεια είναι
σχεδόν αυτονόητο χαρακτηριστικό γνώρισμα της χημείας. Η ασυνέχεια στη
βιολογία εδραιώθηκε πιο δύσκολα, αλλά το 1944 η θέση της ήταν πλέον δεδομένη
και εκεί. Η σταθερότητα που προκαλεί η ασυνέχεια στη χημεία είχε πλέον
συνδεθεί με ανάλογα βιολογικά χαρακτηριστικά. Δεν μας προκαλεί, επομένως,
έκπληξη π.χ. η σταθερότητα των κληρονομικών ιδιοτήτων στους ζωντανούς
οργανισμούς που, όπως θα δούμε προβλημάτιζε τον Schrödinger. Εδώ και
δεκαετίες γνωρίζουμε ότι η κληρονομικότητα εξαρτάται από τα χρωμοσώματα.
Και είναι κοινός τόπος το ότι αυτά τα νήματα είναι σε θέση να διπλασιαζονται, αν
και το ακριβώς πώς γίνεται αυτό δεν έχει διαλευκανθεί. Επίσης γνωρίζουμε από
το γεγονός της φυσικής επιλογής ότι η μοριακή δομή του γενετικού υλικού
αναπαράγεται με τέτοια πιστότητα ώστε από την μία να εξασφαλίζει την επιβίωση
των απογόνων, αλλά κι από την άλλη να επιτρέπει την εξελικτική πορεία ενός
είδους.
Γνωρίζουμε πλέον ότι οι οργανισμοί μας έχουν μια σταθερή οργάνωση, η
συντήρηση της οποίας απαιτεί την τροφοδοσία ελεύθερης ενέργειας από το
περιβάλλον μέσω της τροφής και της αναπνοής.
Αν διαβάσει, λοιπόν, κανείς το «Τι είναι η ζωή;» με αυτά ως δεδομένα,
μάλλον θα απογοητευτεί. Δεν θα αισθανθεί την ίδια γοητεία που άσκησε το βιβλίο
σε πολλούς φυσικούς της εποχής του. Θα καταλάβει αμέσως ότι οι πιο

40
συναρπαστικές υποθέσεις που έκανε στηρίζονταν σε παρανοήσεις ή ελλειπή
ενημέρωση, όπως θα δούμε στη συνέχεια.
Ωστόσο μια τέτοια προσέγγιση θα ήταν ανιστορική. Και επιπλέον πρέπει να
θυμόμαστε ότι ο Schrodinger δεν ήταν βιολόγος. Το ενδιαφέρον του για τη
βιολογία προήλθε από την επιθυμία του για μια ευρεία, συνολική επιστημονική
γνώση του κόσμου. Ο Schrodinger, που αισθάνθηκε την ανάγκη να γράψει για το
πνεύμα και την ύλη, την ελεύθερη βούληση και η φύση της συνείδησης, δύσκολα
θα αδιαφορούσε για τη φύση του φαινομένου της ζωής.
Σε αυτές τις διαλέξεις ο Schrodinger μοιάζει να αποσιώπησε υποθέσεις που
έκαναν (ακόμη και τότε) η βιολογία και η χημεία προκειμένου να αναρωτηθεί ως
φυσικός πώς οι νόμοι της φυσικής αφορούν όσα συμβαίνουν σε ένα ζωντανό
κύτταρο. Όπως αναφέρει ο ίδιος:
«Προτείνω να αναπτύξουμε πρώτα αυτό που θα μπορούσε να έχει τον τίτλο:
«ιδέες ενός απλοϊκού φυσικού για τους οργανισμούς». Κοντολογίς, τις ιδέες που θα
μπορούσαν να γεννηθούν στο μυαλό ενός φυσικού ο οποίος, αφού σπούδασε φυσική
και, ειδικότερα, τη στατιστική θεμελίωση της επιστήμης του, αρχίζει να σκέπτεται
τους οργανισμούς και τον τρόπο με τον οποίο συμπεριφέρονται και λειτουργούν.
Φτάνει έτσι στο σημείο να αναρωτηθεί συνειδητά κατά πόσον ο ίδιος, απ’ όλα αυτά
που έμαθε, από την πλευρά της σχετικά απλής, ξεκάθαρης επιστήμης του, μπορεί να
συνεισφέρει, έστω ελάχιστα, στη διαλεύκανση αυτού του ζητήματος.
Θα αποδειχτεί ότι μπορεί. Το επόμενο βήμα είναι να συγκρίνει τις θεωρητικές
του προσδοκίες με τα βιολογικά του δεδομένα. Μετά θα διαπιστωθεί ότι, αν και στο
σύνολό τους οι ιδέες μοιάζουν αρκετά λογικές, πρέπει να διορθωθούν σημαντικά.»
(σ. 24)20.

20
Όλες οι σελίδες στο κεφάλαιο 2 αναφέρονται στο βιβλίο «Τι είναι η ζωή» του Schrodinger,
εκδόσεις Κωσταράκη. Σε λίγα αποσπάσματα έχω κάνει μια προσεκτικότερη, κατά την γνώμη
μου μετάφραση, χρησιμοποιώντας το πρωτότυπο αγγλικό κείμενο.

41
2.2. Οι αντιλήψεις του Schrodinger για τη ζωή
σε σχέση με άλλους διακεκριμένους φυσικούς.

Όπως θα περίμενε κανείς, ο Schrödinger διέφερε από άλλους φυσικούς


(όπως οι Delbrück και Bohr) στην αξιολόγηση του ποιες φυσικές αρχές είναι
σημαντικές για το φαινόμενο της ζωής. Διέφερε ιδιαίτερα από τους
συγκεκριμένους στην αξιολόγηση της σπουδαιότητας της συμπληρωματικότητας.
Της απέδωσε πολύ λίγη σημασία και υποστήριξε ότι η κβαντική απροσδιοριστία
δεν διαδραματίζει ουσιαστικό ρόλο στην ερμηνεία του φαινομένου της ζωής:

«Για τους φυσικούς θα ήθελα να τονίσω ότι κατά τη γνώμη μου -και αντίθετα
με την άποψη που έχει υιοθετηθεί από πολλούς- η κβαντική απροσδιοριστία δεν
συσχετίζεται βιολογικά με όλα αυτά [τα γεγονότα στο σώμα των ζωντανών
οργανισμών], εκτός ίσως από το να εντείνει τον καθαρά τυχαίο χαρακτήρα τους σε
γεγονότα όπως τη μείωση, τις φυσικές μεταλλάξεις και τις μεταλλάξεις που
προκαλούνται από ακτίνες Χ κ.λπ. -κάτι προφανές και καλά αναγνωρισμένο». (σ.
119)

Παρ’ ότι ο Schrödinger επέκρινε τις απόψεις Bohr σχετικά με τη


συμπληρωματικότητα, πρότεινε μια ερμηνεία του κόσμου που δεν ήταν λιγότερο
μυστηριώδης. Στις τελευταίες σελίδες του «Τι είναι η ζωή;» θεωρεί ότι η ινδική
φιλοσοφία βασισμένη στους Vedanta μας παρέχει ένα πλαίσιο για την κατανόηση
των φαινομενικά αντιφατικών συμπερασμάτων της κβαντικής φυσικής. Παρά το
αναμφισβήτητο ενδιαφέρον του Schrödinger για την ινδική φιλοσοφία, θα ήταν
λάθος να υποτεθεί ότι αυτή διαδραμάτισε έναν τόσο σημαντικό ρόλο στην
κοσμοθεώρηση του Schrödinger, όσο π.χ. διαδραμάτισε η συμπληρωματικότητα
στις κοσμοθεωρήσεις των Bohr και Delbrück. Ο Schrödinger αναφέρεται στην
ινδική φιλοσοφία μόνο στις τελευταίες σελίδες του «Τι είναι η ζωή;». Η κύρια
οπτική που φαίνεται να κυριαρχεί στο μεγαλύτερο μέρος της εργασίας του
Schrödinger είναι η αιτιοκρατία. Όπως έχω αναφέρει, ο Schrödinger στάθηκε στο
πλευρό του Einstein κατά τις περιβόητες συζητήσεις Bohr-Einstein όσον αφορά
στην αιτιοκρατία στην κβαντική μηχανική. Η αιτιοκρατική αυτή αντίληψή του
επεκτείνεται και στις απόψεις του για την βιολογία:
«Σύμφωνα με τα στοιχεία που παρουσιάστηκαν στις προηγούμενες σελίδες,
όσα συμβαίνουν στο σώμα ενός ζώντος οργανισμού –στο χώρο και στο χρόνο και
αντιστοιχούν στη δραστηριότητα της νόησης, του υποσυνειδήτου, ή οποιεσδήποτε
άλλες πράξεις (λαμβάνοντας επίσης υπ’ όψη την πολύπλοκη δομή τους και την
αποδεδειγμένη στατιστική εξήγηση της φυσικοχημείας)- είναι εάν όχι αυστηρά
αιτιοκρατικά οπωσδήποτε στατιστικο-αιτιοκρατικά». (σ. 119)

Αυτό το απόσπασμα είναι σημαντικό διότι ο Schrödinger μιλά για την


ύπαρξη δύο μορφών αιτιοκρατίας: της κλασσικής και της στατιστικής
αιτιοκρατίας. Βέβαια, πολλά από τα παραδείγματα που ο Schrödinger επικαλείται
στο βιβλίο του, όπως το μηχανικό ρολόι και η κίνηση της γης γύρω από τον ήλιο,
υποδηλώνουν μια κλασσική και αιτιοκρατική εικόνα του κόσμου. Φαίνεται να
χρησιμοποιεί αυτά τα παραδείγματα για να τονίσει ότι οι θερμοδυναμικές
δυνάμεις δεν προκαλούν τόσο σημαντικά αποτελέσματα.

42
Η πίστη του Schrödinger στην αιτιοκρατία είναι καταφανής στην προφητική
υπόθεσή του ότι υπάρχει ένας μικροσκοπικός κώδικας στον οποίο κωδικοποιείται
η ανάπτυξη της ζωής. Όπως έκανε με την περίπτωση του ρολογιού και την
περιστροφή της γης γύρω από τον ήλιο, ο Schrödinger εξετάζει τη δυνατότητα οι
θερμοδυναμικές δυνάμεις να αλλοιώνουν τον κώδικα αυτόν. Για να λύσει το
πρόβλημα προτείνει ότι ο κώδικας αυτός αποτελείται από απεριοδικούς
κρυστάλλους, όπως είχε προτείνει ο Delbrück. Κι αυτό επειδή θεώρησε ότι οι
δυνάμεις Heitler–London στα στερεά είναι αρκετά ισχυρές να αντισταθούν στο
θερμοδυναμικό θόρυβο που υπάρχει στο μοριακό επίπεδο. Για τον Schrödinger, ο
μικροσκοπικός κώδικας είναι «προστατευμένος από την κβαντική θεωρία».
Μάλιστα αποκλείει όλες τις άλλες εξηγήσεις για τη σταθερότητα του
μικροσκοπικού κώδικα. Λέει: «Συνεπώς, μπορούμε να υποστηρίξουμε με
βεβαιότητα ότι δεν υπάρχει εναλλακτική οδός στη μοριακή εξήγηση της
κληρονομικής ουσίας. Η φυσική πλευρά δεν αφήνει άλλη δυνατότητα ερμηνείας της
μονιμότητάς της. Εάν αποτύχει η εικόνα του Delbrück, πρέπει να παραιτηθούμε από
περαιτέρω προσπάθειες». (σ. 85) Εδώ απεικονίζεται η προσπάθεια του
Schrödinger να προσαρμοστούν τα συμπεράσματα της κβαντικής μηχανικής με
την εικόνα κλασσικής αιτιοκρατίας. Αυτό έρχεται σε αντίθεση με τον Delbrück,
που θεώρησε ότι η κβαντική μηχανική μας αναγκάζει να αλλάξουμε ριζικά την
εικόνα μας για τον κόσμο όσον αφορά στην κατανόησή μας για το φαινόμενο της
ζωής. Ο Schrödinger, αντιθέτως, αναφερόμενος στον γενετικό κώδικα, λέει:

«Αποκαλώντας «κώδικα» τη δομή των ινών των χρωμοσωμάτων εννοούμε ότι


η «Μεγάλη Διάνοια» -που συνέβαλε κάποτε ο Laplace- η οποία γνωρίζει τα πάντα
και κάθε αιτιώδης σχέση είναι γι’ αυτήν φανερή, θα μπορούσε να αντιλαμβάνεται,
από τη δομή τους, αν το ωάριο θα αναπτυσσόταν, κάτω από κατάλληλες συνθήκες,
σε μαύρο κόκορα, ή σε πιτσιλωτή κότα, σε μύγα ή σε φυτό καλαμποκιού, σε
ροδόδεντρο, σε σκαθάρι, σε ποντικό ή μια γυναίκα». (σ. 42)

Για τον Schrödinger, γενετικός κώδικας μπορεί να λαμβάνει τη μορφή ενός


απεριοδικού κρυστάλλου, αλλά το τι αντιπροσωπεύει, είναι καθορισμένο
αιτιοκρατικά.

Ένας άλλος τρόπος με τον οποίο Schrödinger διέφερε από τους Bohr και
Delbrück ήταν στο πώς πίστευε ότι το ζήτημα της ζωής θα μπορούσε να γίνει
καλύτερα κατανοητό. Ο Bohr ήταν φανερά αρνητικός απέναντι στην κατανόηση
της ζωής με βάση την χημεία ενώ κι ο Delbrück επηρεάστηκε σημαντικά από
αυτήν την άποψη. Λαμβάνοντας υπόψη την δεσπόζουσα θέση της φυσικής κατά
το πρώτου μισό του εικοστού αιώνα, θα μπορούσε κανείς να υποψιαστεί ότι και ο
Schrödinger είχε χαμηλή εκτίμηση για τη χημεία. Εντούτοις, ο Schrödinger
φαίνεται να έχει καλύτερη διαίσθηση από τους συναδέλφους του σε αυτό το
σημείο και επισημαίνει ότι η οργανική χημεία έχει έρθει πιο κοντά σε μια
κατανόηση της ζωής από τη φυσική:

«Χαρακτηρίζοντας τον περιοδικό κρύσταλλο ως ένα από τα πιο πολύπλοκα


αντικείμενα στην έρευνα ενός επιστήμονα, είχα κατά νου τον «καθαρό φυσικό».
Πράγματι, η οργανική χημεία, ερευνώντας ολοένα και πολυπλοκότερα μόρια,
έχει πλησιάσει πολύ περισσότερο σε αυτόν την «μη περιοδικό κρύσταλλο» που, κατά

43
τη γνώμη μου, είναι ο υλικός φορέας της ζωής. Συνεπώς, δεν θα πρέπει να
απορούμε ιδιαίτερα που ο οργανικός χημικός έχει ήδη στο ενεργητικό του μεγάλη
και σημαντική συνεισφορά στην προσέγγιση του ζητήματος «ζωή», ενώ ο φυσικός
δεν έχει κάνει σχεδόν τίποτα.» (σ. 24)

Επιπλέον, ο Schrödinger δεν ήταν αισιόδοξος για τη δυνατότητα των


φυσικών να συμβάλλουν σύντομα στο πρόβλημα της ζωής. Αυτό είναι φανερό
στην ακόλουθη αναφορά στην οποία προτείνει ότι οι μελλοντικές πρόοδοι στην
κατανόηση της ζωής είναι πιθανότερο να προέλθουν από τη χημεία κι όχι από τη
φυσική:

«Το μοριακό μοντέλο του Delbrück, στην απόλυτη γενικότητά του, φαίνεται
ότι δεν περιλαμβάνει την παραμικρή υπόνοια σχετικά με το πώς λειτουργεί η
κληρονομική ουσία21. Πράγματι, δεν περιμένω να προέλθει οποιαδήποτε λεπτομερής
πληροφορία πάνω σε αυτό το θέμα από τη φυσική στο εγγύς μέλλον. Η πρόοδος
συνεχίζεται και, είμαι βέβαιος, θα εξακολουθήσει από τη βιοχημεία, με την
καθοδήγηση της φυσιολογίας και της γενετικής». (σ.97-98)

Τα λόγια του Schrödinger, όπως γνωρίζουμε, αποδείχτηκαν προφητικά.

Είναι αξιοσημείωτο ότι, όπως οι Bohr και Delbrück, ο Schrödinger προτείνει


ότι οι νέοι νόμοι είναι πιθανό να προκύψουν από τη μελέτη της ζωής. Ωστόσο ο
Schrödinger διαφέρει στην υπόθεσή του για το ποιοι είναι αυτοί οι νόμοι. Αφ'
ενός, απορρίπτει βιταλιστικές προοπτικές και πιστεύει ότι το κλειδί για την
κατανόηση των φαινομένων της ζωής στηρίζεται, όπως είχαν προτείνει οι Bohr
και Delbrück, στον τρόπο δόμησης του οργανισμού (δηλ. η οργάνωσή του):

«…από όλα όσα μάθαμε σχετικά με τη δομή της ζώσας ύλης, πρέπει να είμαστε
προετοιμασμένοι στην ιδέα ότι λειτουργεί μ’ έναν τρόπο ο οποίος δεν μπορεί να
περιοριστεί στους συνηθισμένους νόμους της φυσικής. Και αυτό όχι λόγω του ότι
υπάρχει κάποια «νέα δύναμη» ή κάτι άλλο, που κατευθύνει τη συμπεριφορά των
μεμονωμένων ατόμων μέσα σε έναν ζωντανό οργανισμό, αλλά γιατί η κατασκευή
του είναι διαφορετική από οτιδήποτε έχουμε εξετάσει ακόμα στα εργαστήρια
φυσικής» (σελ. 107).

Αν και ο Schrödinger υποστηρίζει την άποψη του Delbrück ότι η μελέτη των
ζωντανών οργανισμών μπορεί να αποκαλύψει νέες φυσικές αρχές, θεωρούσε ότι
οποιεσδήποτε νέες αρχές δεν θα ήταν εξ ολοκλήρου ξένες σε σχέση με τους
γνωστούς φυσικούς νόμους. Μάλιστα, όταν διατύπωσε την αρχή «τάξη βασισμένη
στην τάξη» για να περιγράψει την δομική οργάνωση των ζωντανών οργανισμών, ο
Schrödinger δήλωσε ότι δεν ήταν «τίποτα άλλο από την αρχή της κβαντικής
θεωρίας σε επανάληψη». (σ. 112)

Έτσι, ενώ φαίνεται να υποστηρίζει την άποψη του Bohr ότι οι γνωστοί νόμοι
που ισχύουν για την ανόργανη ύλη είναι εξ’ ίσου επιτυχείς και σε σχέση με την

21
Ίσως πιο δόκιμος όρος από την «κληρονομική ουσία» που χρησιμοποιείται στην μετάφραση
του βιβλίου, να είναι το «γενετικό υλικό».

44
οργανική, διαφέρει στην αντίληψή του για τον τρόπο με τον οποίο οι γνωστοί
φυσικοί νόμοι, και ειδικά η κβαντική μηχανική, θα μπορούσαν να συμβάλουν
στην κατανόηση του φαινομένου της ζωής. Ο Bohr αντιλαμβανόταν τη ζωή με
κβαντομηχανικούς όρους. Την αντιλαμβανόταν ως ένα είδος μακροσκοπικού
κβαντικού φαινομένου που γίνεται κατανοητό καλύτερα υπό την οπτική της αρχής
της συμπληρωματικότητας. Για τον Schrödinger, το φαινόμενο της ζωής μπορεί
να γίνει κατανοητό με κλασσικούς όρους. Αυτό δεν σημαίνει ότι αρνήθηκε την
ισχύ ή τη σημασία της κβαντομηχανικής. Όπως θα δούμε παρακάτω, για να
εξηγήσει το γιατί ένα ρολόι είναι κατανοητό με κλασσικούς όρους παρά την
παρουσία θερμοδυναμικού θορύβου, ο Schrödinger τονίζει τη σημασία του
κβαντομηχανικού χαρακτήρα των δεσμών στα στερεά υλικά που αποτελούν το
ρολόι. Θεωρεί ότι ανάλογη σημασία έχει η κβαντομηχανική και για το φαινόμενο
της ζωής: Περιορίζεται στο να δίνει μια περιγραφή για τη σταθερότητα του
χημικού δεσμού.

45
2.3. Τα σημαντικότερα ερωτήματα
που πραγματεύτηκε ο Schrodinger στο «Τι είναι η ζωή;».

Τα ερωτήματα που πραγματεύτηκε ο Schrodinger στο βιβλίο του μπορούν,


σε γενικές γραμμές, να ομαδοποιηθούν σε τέσσερις θεματικές:
1. Πώς ο ζωντανός οργανισμός αντιστέκεται στην τάση προς την
καταστροφή της οργάνωσής των δομικών του στοιχείων;
2. Πώς το γενετικό υλικό των οργανισμών παραμένει αμετάβλητο;
3. Πώς το γενετικό υλικό αναπαράγεται με τέτοια πιστότητα;
4. Ποια είναι η φύση της συνείδησης και της ελεύθερης βούλησης;
Παρακάτω θα συζητήσουμε μια- μια τις θεματικές αυτές.

2.3.1. Η διατήρηση της οργάνωσής των δομικών στοιχείων


των ζωντανών οργανισμών.

Το πρώτο ζήτημα που θέτει ο Schrodinger μπορεί να αποσαφηνιστεί ως


εξής:
Ο δεύτερος νόμος της θερμοδυναμικής δηλώνει ότι η τάξη στον κόσμο τείνει
προς στην αταξία, με το πέρασμα του χρόνου. Η οργάνωση και η πολυπλοκότητα
είναι λιγότερο πιθανές στη φύση, ενώ το τυχαίο και η απλότητα είναι πιθανότερα.
Κατά συνέπεια η ύπαρξη π.χ. μιας πρωτεϊνικής-λιπιδικής μεμβράνης είναι
λιγότερο πιθανό να υπάρξει από ένα αποδιοργανωμένο μίγμα πρωτεϊνών και
λιπιδίων, εφ' όσον απομονώνεται το σύστημα από άλλα συστήματα με τα οποία
μπορεί να ανταλλάξει ενέργεια.
Εάν λοιπόν αυτός (η αρχή αύξησης της εντροπίας) είναι νόμος της φύσης,
πώς οι οργανισμοί αντιστέκονται σε αυτόν; Το 1852 ο William Thomson (Λόρδος
Kelvin) απέφυγε το πρόβλημα απλά με το να περιορίσει την ισχύ του δεύτερου
νόμου στις «άψυχες» οντότητες. Είπε: «Είναι αδύνατο με τη βοήθεια άψυχων
υλικών οργανωμένων δομών να παραχθεί μηχανική επίδραση σε οποιαδήποτε
ποσότητα ύλης, μέσω της ψύξης της ύλης σε θερμοκρασία κάτω από αυτήν των πιο
κρύων αντικειμένων που την περιβάλλουν». Ο Helmholtz διεύρυνε αυτόν τον
περιορισμό οριοθετώντας τον μεταξύ της έμβιας και άβιας ύλης (αντί «έμψυχης»
και άψυχης» ύλης). Μια τέτοια ιδιότητα θα ήταν όπως ο δαίμονας του Maxwell22
που μπορούσε να ωθήσει τις διαδικασίες προς τις θερμοδυναμικά λιγότερο
πιθανές κατευθύνσεις. Θα ήταν το ανάλογο με το να μπορεί π.χ. μια δεξαμενή
νερού να δροσιστεί και η ενέργεια που ελευθερώθηκε κατά την ψύξη να
δημιουργήσει κύματα στην επιφάνεια του υγρού.
Ωστόσο σήμερα γνωρίζουμε ότι ο δεύτερος θερμοδυναμικός νόμος είναι
καθολικός, απλά ισχύει για κλειστά συστήματα. Θα ίσχυε, δηλαδή, και για έναν

22
Το 1867 ο James Clerk Maxwell φαντάστηκε δύο θαλάμους, τον Α και τον Β, κάθε ένας
από τους οποίους θα ήταν γεμάτος με αέριο στην ίδια θερμοκρασία. Μεταξύ τους θα υπήρχε
μία πόρτα. Ως θυρωρό στην πόρτα αυτή φαντάστηκε ένα δαίμονα, που χωρίς να παράγει
έργο, θα επέτρεπε στα γρηγορότερα κινούμενα σωματίδια να περάσουν από τον Α στον Β
θάλαμο και στα πιο αργά να περάσουν από τον Β στον Α. Μετά από κάποιο χρονικά
διάστημα, η ταχύτητα των σωματιδίων (και επομένως η θερμοκρασία) θα έχει αυξηθεί στο
θάλαμο Β.

46
ζωντανό οργανισμό αν ο οργανισμός απομονωνόταν από το περιβάλλον του.
Όμως οι οργανισμοί δεν ζουν σε ένα περιβάλλον που βρίσκεται σε τέλεια φυσική
και χημική ισορροπία. Είναι η μη ισορροπία, η ελεύθερη ενέργεια23 του
περιβάλλοντος, που τροφοδοτεί τη ζωή. Όπως μια μηχανή ατμού κινείται και
λειτουργεί επειδή ο άνθρακας και το οξυγόνο δεν είναι σε ισορροπία, έτσι και ένα
ζώο ζει και κινείται επειδή οι τροφές και το οξυγόνο δεν βρίσκονται σε ισορροπία.
Η ισορροπία θα συνεπαγόταν θάνατο. Η κύρια πηγή ζωής στη γη προκύπτει από
το γεγονός ότι η δροσερή επιφάνεια της γης τροφοδοτείται συνεχώς από το φως
του ήλιου που δεσμεύεται από τη χλωροφύλλη των φυτών. Η χλωροφύλλη
αφομοιώνει το ανθρακικό οξύ24 και το μετατρέπει σε σάκχαρα και άμυλο,
ελευθερώνοντας οξυγόνο. Αυτός ο μετασχηματισμός αυξάνει την ελεύθερη
ενέργεια του φυτού, δεδομένου ότι το άμυλο και το οξυγόνο έχουν μια φυσική
τάση να αντιδρούν και να παράγουν ανθρακικό οξύ και νερό. Ωστόσο μια τέτοια
αύξηση στην ελεύθερη ενέργεια θα ήταν αδύνατη εάν δεν υπήρχε καμία
υποβάθμιση της ενέργειας στο ευρύτερο περιβάλλον. Η δυνατότητα αύξησης της
ελεύθερης ενέργειας του φυτού υπάρχει λόγω της διαφοράς θερμοκρασίας μεταξύ
της επιφάνειας του ήλιου και της επιφάνειας της γης. Όλοι οι ζωντανοί οργανισμοί
επιβιώνουν και ενεργούν χρησιμοποιώντας κάποιας μορφής «μη ισορροπία» (ή
ελεύθερη ενέργεια) που υπάρχει στο περιβάλλον τους. Κάθε ζωντανό κύτταρο,
δηλαδή, λειτουργεί σαν ενεργειακός μετασχηματιστής, που μειώνει την ελεύθερη
ενέργεια του περιβάλλοντός του για να αυξάνει τη δική του.
Δεν υπάρχει, επομένως, κανένα πρόβλημα όσον αφορά στην λειτουργία των
ζωντανών οργανισμών και το δεύτερο νόμο της θερμοδυναμικής γιατί οι ζωντανοί
οργανισμοί είναι ανοικτά συστήματα.

Ούτε η εξέλιξη των ειδών είναι ασυμβίβαστη με τον δεύτερο νόμο. Ναι μεν
η εξέλιξη χαρακτηρίζεται από αυξανόμενα επίπεδα δυναμικής ενέργειας και
πολυπλοκότητας στα είδη, αλλά και αυτό έχει γίνει εις βάρος του περιβάλλοντος.
Κάτι άλλο που είχε φανεί πολύ παράξενο σε πολλούς φυσικούς ήταν το γεγονός
ότι, από μια γενεά στην επόμενη, οι οργανισμοί εμφανίζονταν να έχουν
πολυπλοκότερη δομή (έστω κι αν παραβιαζόταν ο δεύτερος θερμοδυναμικός
νόμος τελικά). Αυτό όμως δεν είναι ακριβές. Γιατί η αυξανόμενη πολυπλοκότητα
δεν ισχύει για κάθε μεμονωμένο απόγονο. Απλά, όσοι απόγονοι τύχαινε να έχουν
αυξανόμενη πολυπλοκότητα λόγω ευνοϊκών μεταλλάξεων (ή ευνοϊκή αναδόμηση
του DNA κατά τον επιχιασμό25 -κάτι που συνέβαινε σπάνια), διέθεταν αυτόματα
23
Ελεύθερη Ενέργεια ενός συστήματος ονομάζεται το ποσό της ολικής ενέργειάς του που
είναι διαθέσιμο για παραγωγή ωφέλιμου έργου μέσω διεργασιών (πχ στα χημικά συστήματα
μέσω φυσικοχημικών διεργασιών).
ΔG = ΔH – TΔS
Η εξίσωση ορισμού μας πληροφορεί ότι ολόκληρη η ενέργεια ενός συστήματος δεν μπορεί
να μετατραπεί σε ωφέλιμο έργο επειδή ένα μέρος της πάντα δαπανάται σε μεταβολές
εντροπίας
24
Ασταθές οξύ με χημικό τύπο H2CO3. Βρίσκεται μόνο σε διαλύματα και ανθρακικά άλατα.
Διασπάται εύκολα και δίνει διοξείδιο του άνθρακα και νερό.
25
Σε κάποιο στάδιο της πρόφασης της πρώτης μειωτικής διαίρεσης τα ομόλογα χρωμοσώματα
πλησιάζουν και τοποθετούνται αντικριστά. Στοιχίζονται έτσι ώστε οι αντίστοιχοι γονιδιακοί
τόποι (δηλ. οι θέσεις στις οποίες εδράζονται τα γονίδια που ελέγχουν το ίδιο γνώρισμα) να
είναι ο ένας απέναντι στον άλλο. Ορισμένες φορές είναι δυνατό οι μη αδελφές χρωματίδες των
ομόλογων χρωμοσωμάτων, να «μπερδευτούν» μεταξύ τους. Έτσι δημιουργούνται τα

47
μεγαλύτερη ικανότητα επιβίωσης και αναπαραγωγής. Έτσι τα γονίδιά τους είχαν
μεγαλύτερη πιθανότητα να περάσουν στις επόμενες γενιές. Επομένως ο νόμος
«αυξανόμενης πολυπλοκότητας κατά την εξέλιξη» ισχύει λόγω του θανάτου ή της
μειωμένης αναπαραγωγικής ικανότητας των «γονιδιακά κατώτερων» απογόνων
και όχι γιατί κάθε μεμονωμένος απόγονος είναι «γονιδιακά ανώτερος» ή
πολυπλοκότερος από τους προγόνους του.

Με δεδομένες αυτές τις διευκρινήσεις, νιώθει κανείς ότι είναι κρίμα που ο
Schrodinger έκανε το πρόβλημα να φανεί μεγαλύτερο από ότι ήταν στην
πραγματικότητα. Για να είμαστε δίκαιοι, δεν μίλησε ανοικτά για «παραβίαση του
δεύτερου θερμοδυναμικού νόμου». Απλά έθεσε το θέμα σαν να συνέβαινε κάτι
«περίεργο». Κάποιοι μελετητές έχουν υποθέσει ότι το έκανε σκόπιμα
προκειμένου να αναδείξει μια αντίθεση μεταξύ των φυσικών και βιολογικών
συστημάτων.
Έτσι, αντί να μιλήσει για την ελεύθερη ενέργεια από την οποία
τροφοδοτούνται οι οργανισμοί, ο Schrodinger χρησιμοποίησε τον όρο «αρνητική
εντροπία». Αφού η εντοπία είναι μέτρο της αταξίας ενός συστήματος, με τον όρο
«αρνητική εντροπία» ο Schrodinger εννοούσε «το μέτρο της τάξης ενός
συστήματος». Ο όρος όμως είναι μάλλον αδόκιμος γιατί η εντροπία μηδενίζεται
στο απόλυτο μηδέν και είναι θετική επάνω από τους O°K. Κάτω από αυτό είναι
αδύνατο να πάει, γεγονός που θα δημιουργούσε πρόβλημα σε μια σοβαρή
επιστημονική χρήση του όρου. Επιπλέον η «αρνητική εντροπία» εμπεριέχεται
ουσιαστικά στον ορισμό της ελεύθερης ενέργειας (ΔG=ΔH–TΔS , κάτι που
βέβαια γνώριζε ο Schrodinger), οπότε αναρωτιέται κανείς αν χρειαζόταν να
εισάγει τον όρο. 26

Σε κάθε περίπτωση, συνοψίζοντας τις σκέψεις μας όσον αφορά στο πρώτο
ζήτημα που έθεσε ο Schrodinger, η απάντηση είναι η απλή προαναφερθείσα: Ο
δεύτερος θερμοδυναμικός νόμος ισχύει για τα κλειστά συστήματα. Οι ζωντανοί
οργανισμοί είναι ανοικτά συστήματα και αντιστέκονται στην τάση προς την
καταστροφή της οργάνωσής των δομικών τους στοιχείων καταναλώνοντας
ελεύθερη ενέργεια από το περιβάλλον τους.

χαρακτηριστικά χιάσματα, στα οποία οι χρωματίδες κόβονται και επανασυγκολλώνται, αφού


όμως έχουν ανταλλάξει μεταξύ τους ομόλογα χρωμοσωμικά τμήματα. Το φαινόμενο αυτό
ονομάζεται επιχιασμός και δίνει τη δυνατότητα στα ομόλογα χρωμοσώματα να ανταλλάξουν
μεταξύ τους γονίδια. Αυτό εξασφαλίζει γενετική ποικιλότητα στους οργανισμούς που
αναπαράγονται με αμφιγονία.
26
Οφείλω να σημειώσω ότι ο ίδιος ο Schrodinger προσέθεσε αργότερα μια σχετική σημείωση
στο βιβλίο του, στην οποία λέει μεταξύ άλλων: «Τα σχόλια πάνω στην αρνητική εντροπία
έχουν αντιμετωπιστεί με αμφιβολία και αντιρρήσεις από συναδέλφους φυσικούς. Επιτρέψτε μου
να πω πρώτα ότι αν φρόντιζα μόνο γι’ αυτούς, θα είχα αφήσει την ανάλυση να στραφεί προς
την ελεύθερη ενέργεια.» (σ.105). Εξηγεί παρακάτω ότι φοβόταν πως ο όρος «ελεύθερη
ενέργεια» δε θα γινόταν κατανοητός από τον μη ειδικό. Ότι θα εκλαμβανόταν ως ένα είδος
ενέργειας με το διακοσμητικό επίθετο «ελεύθερη».

48
2.3.2. Η Σταθερότητα του γενετικού υλικού.

Άλλοι φυσικοί, όπως ο Delbrück, πίστευαν ότι το «παράδοξο της ζωής», αν


υπήρχε, επρόκειτο να ανακαλυφθεί μελλοντικά. Αυτό είναι προφανές στη δήλωσή
του Delbrück, το 1949, ότι η βιολογία είναι «δεν έχει φτάσει ακόμα στο σημείο του
να μας παρουσιάζει σαφή παράδοξα. Και αυτό δεν θα συμβεί έως ότου η ανάλυση
της συμπεριφοράς των ζωντανών κυττάρων έχει αναπτυχθεί με μεγαλύτερη
λεπτομέρεια». Ήταν η αναζήτηση ενός παραδόξου που καθόριζε την πορεία της
έρευνάς του. Αντίθετα, ο Schrödinger θεωρούσε ότι είχε ήδη παράδοξα ως
δεδομένα. Για τον Schrödinger, παράδοξο ήταν και το πώς τα μεμονωμένα
χαρακτηριστικά των οργανισμών θα μπορούσαν να περάσουν από μια γενεά στην
επόμενη με τέτοια ακρίβεια δεδομένου του σημαντικού θερμοδυναμικού θορύβου
που υπάρχει σε μοριακό επίπεδο. Εξέφρασε αυτό το παράδοξο ζητώντας αρχικά
από τους αναγνώστες να αναλογιστούν το πώς θα μπορούσε να κληρονομείται για
τρεις αιώνες κάποια ιδιαίτερη παραμόρφωση του κάτω χείλους σε μέλη της
δυναστείας των Hapsburg. Αναρωτιέται: «Το γονίδιο έχει παραμείνει όλη αυτή την
περίοδο σε θερμοκρασία 36,6°C κατά τη διάρκεια όλου αυτού του χρόνου. Πώς
μπορούμε να δικαιολογήσουμε το ότι έχει παραμείνει αδιατάρακτο επί αιώνες, από
την τάση προς αταξία λόγω της θερμικής κίνησης;» (σ.72). Αυτή η ερώτηση
τοποθετεί ένα κεντρικό ζήτημα που ο Schrödinger προσπάθησε να αντιμετωπίσει
στο βιβλίο του. Είχε ήδη εξηγήσει ότι μέσω ενός χημικού κώδικα θα μπορούσε να
αποθηκευτεί μια τεράστια ποσότητα πληροφορίας μέσα σε μια δομή τόσο μικρή
όσο ένα χρωμόσωμα. Αυτό, για έναν βιολόγο, ίσως ήταν η σημαντικότερη
επισήμανση του βιβλίου. Από αυτήν, ο Schrodinger συνήγαγε το συμπέρασμα ότι
το γενετικό υλικό «Ενώ δεν παρακάμπτει τους «νόμους της φυσικής» όπως έχουν
καθιερωθεί μέχρι σήμερα, ακολουθεί πιθανόν κάποιους «άλλους νόμους της
φυσικής» άγνωστους μέχρι σήμερα οι οποίοι, όταν αποκαλυφθούν, θα αποτελέσουν
ένα κομμάτι αυτής της επιστήμης εξίσου ολοκληρωμένο με το προηγούμενο» (σ.98).
Μάλιστα ομολόγησε ότι αυτή η, ομολογουμένως συναρπαστική, σκέψη ήταν ο
λόγος για τον οποίο έγραψε το βιβλίο. Αλλά τι νέους νόμους περίμενε να βρει;

Ο Schrodinger είχε πληροφορηθεί από την εργασία των Delbriick, Zimmer,


και Timofeeff- Ressovsky ότι το γονίδιο μπορεί να αλλοιωθεί από ακτίνες X και
ότι η αποκαλούμενη «ευαίσθητη περιοχή» σε αυτές τις ακτίνες υπολογίστηκε να
είναι ισοδύναμη με περίπου 1000 άτομα [το μοριακό βάρος του γονιδίου, τότε, θα
ήταν περίπου 14.000]. Επισήμανε ότι οι φυσικοί νόμοι, οφείλονται στην τάξη που
γεννάται μέσα από την αταξία, δηλαδή στους στατιστικούς μέσους όρους των
πολυάριθμων τυχαίων κινήσεων των μορίων.
Για τέτοιους νόμους, 1000 άτομα είναι πάρα πολύ λίγα. Όταν αναρωτήθηκε
για το χείλος της οικογένειας των Habsbourg που κληρονομήθηκε πιστά για μία
περίοδο τριακόσιων ετών, το πρόβλημα φάνηκε δυσεπίλυτο, γιατί το σχετικό
γονίδιο βρισκόταν υπό την επήρεια θερμικών κινήσεων σε θερμοκρασίες πολύ
επάνω από το απόλυτο μηδέν.

Ένας φυσικός στο τέλος του 19ου αιώνα δεν θα μπορούσε να απαντήσει σε
αυτήν την ερώτηση. Ίσως, μετά από μια σύντομη σκέψη να απαντούσε (σωστά,
όπως γνωρίζουμε σήμερα): Αυτές οι υλικές δομές θα πρέπει να είναι μόρια. Η
χημεία είχε αποκτήσει ήδη κάποιες γνώσεις τότε. Αλλά οι γνώσεις ήταν καθαρά

49
εμπειρικές. Η φύση του μορίου δεν ήταν ακόμη κατανοητή και οι ισχυροί χημικοί
δεσμοί που συγκροτούν τα άτομα ενός μορίου αποτελούσαν αίνιγμα. Κι ενώ η
απάντηση ότι το γενετικό υλικό είναι μόριο αποδείχθηκε σωστή, είχε
περιορισμένη αξία εφ' όσον η αινιγματική βιολογική σταθερότητα ερμηνεύτηκε με
μια εξίσου αινιγματική χημική σταθερότητα27. Ο Schrodinger επισήμανε πώς η
κβαντομηχανική θεωρία όπως εφαρμόστηκε για το χημικό δεσμό από τους Heitler
- London το 1926-27 δικαιολογούσε την ύπαρξη των σταθερών συνόλων ατόμων
που αποτελούν τα μόρια. Τα άτομα σε ένα μόριο βρίσκονται σε ένα ενεργειακό
πηγάδι, και για διασπαστεί ο δεσμός που το πηγάδι δημιουργεί απαιτείται μεγάλο
ποσό ενέργειας.
Ο Schrodinger δεν είχε προσέξει το γεγονός ότι ήδη υπήρχαν στοιχεία ότι οι
ιοί και τα χρωμοσώματα αποτελούνται από γιγαντιαία μόρια νουκλεοπρωτεϊνών.
Αυτό είναι σίγουρα μια παράξενη παράλειψη εφ’ όσον προσπαθούσε να
αντιληφθεί μακρομοριακή φύση των γονιδίων. Υποψιάζεται κανείς ότι ίσως
απέφυγε σκόπιμα να ασπαστεί τα χημικά δεδομένα που υπήρχαν. Ακόμη, αυτό
που ο Schrodinger αποκαλούσε μακρομόριο δεν ήταν για αυτόν διακριτό από
άλλα σύνολα μορίων που παρουσιάζονται στη στερεά κατάσταση. Επομένως, για
αυτόν, το πρόβλημα παρέμεινε καθώς η θερμική κίνηση θα μπορούσε να
καταστρέψει το γονίδιο.

Αντί λοιπόν να δεχτεί μια λύση που είχε ήδη δοθεί, ο Schrodinger αναζήτησε
μια άλλη. Έτσι έθεσε τον ακόλουθο πίνακα:
μόριο , στερεό κρύσταλλος
αέριο , υγρό άμορφο
με τον οποίο σχηματοποιεί την άποψη ότι όλες οι σταθερές δομές ατόμων
είναι κρυσταλλικής μορφής, και ότι η σταθερότητα στα στερεά οφείλεται στο
γεγονός της κρυσταλλικής δομής. Όλα τα στερεά είναι κρυσταλλικά και ως εκ
τούτου όλα τα μόρια με τις σταθερές θέσεις των ατόμων τους πρέπει να είναι υπό
μορφή κρυστάλλινων στερεών, αφού στα υγρά και τα αέρια δεν υπάρχει
κρυσταλλική δομή και τα μεμονωμένα μόρια βρίσκονται στο έλεος της θερμικής
κίνησης. Επομένως για να έχουν τα γονίδια μια μόνιμη δομή, θα πρέπει να είναι
στερεά (δηλαδή, κατ’ αυτόν, κρυσταλλικά). Θεωρεί ότι ένα μόριο πρέπει να το
θεωρηθούμε ως στερεό (δηλαδή, κατ’ αυτόν, κρύσταλλο). Το αιτιολογεί ως εξής:
«Αυτό συμβαίνει επειδή τα άτομα που σχηματίζουν ένα μόριο, ασχέτως αν
είναι λίγα ή πολλά, ενώνονται με δυνάμεις της ίδιας ακριβώς φύσης που
παρατηρούνται στα πολυάριθμα άτομα τα οποία οικοδομούν ένα αληθινό στερεό,
έναν κρύσταλλο. Το μόριο παρουσιάζει την ίδια στερεότητα δομής με έναν
κρύσταλλο. Μη ξεχνάτε ότι πάνω σε αυτήν ακριβώς τη στερεότητα βασιστήκαμε για
τη μονιμότητα του γονιδίου!
Η πραγματικά σημαντική διάκριση στη δομή της ύλης, είναι το κατά πόσον τα
άτομα συνδέονται μεταξύ τους με αυτές τις «στερεο-ποιητικές» δυνάμεις Heitler –
London, ή όχι. Στα στερεά και στα υγρά, ναι. Στα ένα αέριο μεμονωμένων ατόμων
(όπως π.χ. στον ατμό υδραργύρου), όχι. Στα αέρια που αποτελούνται από μόρια,
μόνο τα άτομα σε κάθε μόριο συνδέονται κατά αυτόν τον τρόπο». (σ.87-88)

27
Σήμερα ξέρουμε ότι η θέρμανση περί τους 92-95 οC θα μπορούσε να διασπάσει τους
δεσμούς υδρογόνου του DNA, αλλά αυτές είναι μεγαλύτερες θερμοκρασίες από αυτές στις
οποίες ζει ο οργανισμός

50
Σίγουρα αυτά είναι υπεραπλουστεύσεις ακόμη και με τις γνώσεις που
υπήρχαν το 1944 για τις διατομικές δυνάμεις. Είναι αλήθεια ότι μεταξύ ενός
ιοντικού δεσμού και ενός ομοιοπολικού δεσμού υπάρχουν ενδιάμεσες δομές αλλά
αυτές δεν αποτρέπουν τους δύο τύπους δεσμών από το να είναι διακριτοί. Τα
μόρια στα οποία οι ομοιοπολικοί δεσμοί είναι ενεργοί δεν χάνουν την ταυτότητά
τους όταν αλλάζει η φυσική τους κατάσταση από τη στερεά στην υγρή φάση. Και
το να ρωτά κανείς εάν το χρωμόσωμα βρίσκεται σε στερεά κατάσταση μέσα στο
ζωντανό κύτταρο, σίγουρα δεν έχει νόημα. Πέραν αυτού, το χρωμόσωμα δεν
μπορεί να περιγραφεί ως κρύσταλλος.

Όλες οι συνδετικές διατομικές δυνάμεις μπορούν να αντιμετωπισθούν ως


κάτι παρόμοιο υπό την έννοια ότι μπορούν όλες να περιγραφούν από την
κυματική εξίσωση του Schrodinger. Ίσως έχοντας υπ’ όψιν αυτή τη προσέγγιση, ο
Schrodinger αρνείται οποιαδήποτε θεμελιώδη διάκριση μεταξύ των μακρομορίων
και συνόλου των ατόμων σε ένα στερεό.
Για να καταστήσουμε αυτό το σημείο σαφέστερο, ας εξετάσουμε πώς θα
γινόταν η αντιγραφή του χρωμοσώματος (σύμφωνα με Schrodinger) υπό το φως
πιο πρόσφατης γνώσης. Ένα χρωμόσωμα θα έπρεπε να είναι κάτι ανάλογο ενός
κρυστάλλου που έχει δημιουργηθεί από την συκρυστάλλωση των υπομονάδων
του DNA (των νουκλεοτιδίων, όπως ονομάζονται σήμερα). Και η αντιγραφή του
DNA θα έπρεπε να είναι κάτι όμοιο με την κρυστάλλωση των διμερών των
νουκλεοτιδίων από μικτά διαλύματα νουκλεοτιδίων. Αυτά τα διμερή θα
συγκρατούνταν σε μια σταθερή διάταξη για όσο διάστημα παρέμειναν σε
κρυσταλλική κατάσταση.

Αλλά πώς θα μπορούσε ένα χρωμόσωμα αυτού του είδους να είναι


λειτουργικό κατά το μεταβολισμό; Πώς θα μπορούσε να τυλιχθεί και να
ξετυλιχθεί και να περάσει από τη διαδικασία μίτωσης σε ένα υγρό περιβάλλον;
Τέτοιοι κρύσταλλοι θα διαλύονταν γρήγορα στο κυτταρικό περιβάλλον, και η
δομή τους θα χανόταν. Ο Schrodinger υπεραπλούστευσε την εικόνα και αγνόησε
τα χαρακτηριστικά του ομοιοπολικού δεσμού (που είναι ισχυρότερος από τον
κρυσταλλικό), ο οποίος ενώνει τα γειτονικά νουκλεοτίδια σε μια πολυμερή
αλυσίδα. Είναι μάλλον κρίμα το ότι ο Schrodinger, ενώ υπογράμμισε ότι
χρειάζεται μια εκλεπτυσμένη αναγωγιστική προσέγγιση, βιάστηκε να φτάσει σε
συμπεράσματα. Σήμερα ξέρουμε ότι ο ομοιοπολικός δεσμός που συνδέει τα
γειτονικά νουκλεοτίδια στο DNA δημιουργείται παρουσία ενός ενζύμου, κάτι που
θα ήταν ένας μάλλον απρόσμενος μηχανισμός για τον Schrodinger.
Επίσης ο Schrodinger εμφανίζεται να αγνοεί το ότι οι δεσμοί σε μια
πολυμερή αλυσίδα δημιουργούνται μέσω μιας χημικής αντίδρασης στην οποία η
ελεύθερη ενέργεια εξάγεται από το περιβάλλον του χρωμοσώματος. Κατά αυτόν
τον τρόπο το πολυμερές συλλαμβάνει την ελεύθερη ενέργεια και την μετατρέπει
σε δυναμική ενέργεια της μοριακής του δομής. Αυτό είναι που επιτρέπει στο
γενετικό υλικό να αντισταθεί στην διαταραχή του θερμικού θορύβου.

51
2.3.3. Αντιγραφή γονιδίων.

Αυτό μας φέρνει στην τρίτη ερώτηση του Schrodinger: Πώς το γενετικό
υλικό αναπαράγεται με τέτοια πιστότητα;
Ο Schrodinger κατ’ αρχήν εξήγησε πώς ένα τεράστιο ποσό πληροφορίας θα
μπορούσε να κωδικοποιηθεί σε μια μικρή δομή όπως ένα χρωμόσωμα. Σε
αντίθεση με ανόργανους κρυστάλλους, το γενετικό υλικό θα έπρεπε να είναι
απεριοδική για να μπορεί να περιέχει το απαιτούμενο ποσό πληροφορίας. Σε
πολλούς κρυσταλλογράφους, η δημιουργία ενός τέτοιου κρυστάλλου με άξονες
συμμετρίας από μια απεριοδική ουσία φάνηκε απίθανη. Ο Schrodinger δεν έβλεπε
πρόβλημα σε αυτό και είχε δίκιο. Αλλά πώς θα μπορούσε μια τέτοια δομή να
αυξάνεται ή να αντιγράφεται; Και πώς θα μπορούσε να εκφράσει τις πληροφορίες
που κωδικοποιούνται μέσα στην ακολουθία των υπομονάδων του;
Ήταν αυτά τα δύο σημεία που προβλημάτιζαν τον Schrodinger. Με αφετηρία
αυτά ανέμενε να προκύψουν «άλλοι νόμοι της φυσικής». Τι ανέμενε να βρει;
Είναι μάλλον σαφές, έχοντας υπ’ όψιν το σύνολο του βιβλίου, ότι περίμενε
οι νέοι φυσικοί νόμοι να είναι αυτό που αποκαλούσε νόμοι «τάξης από την τάξη»,
σε αντίθεση με τους γνωστούς νόμους «τάξης από την αταξία». Κάλεσε τους
πρώτους «δυναμικούς» και τους τελευταίους «στατιστικούς» μιμούμενος τον Max
Planck, ο οποίος το 1914, απέδωσε στο μικροσκοπικό κόσμο, δυναμικούς νόμους
όσον αφορά στην αλληλεπίδραση των μεμονωμένων μορίων και στατιστικούς
νόμους όταν περιλαμβάνονται μεγάλοι αριθμοί μορίων.
Στο ζωντανό κύτταρο, όπου η τάξη προκύπτει από τη τάξη, ο Schrodinger
ήλπισε ότι θα ανακαλύπτονταν νέοι, αιτιοκρατικοί φυσικοί νόμοι. Ο οργανισμός
είναι ένα μακροσκοπικό σύστημα που συμπεριφέρεται σε μερικές πτυχές της
συμπεριφοράς του όπως η ύλη κοντά στο απόλυτο μηδέν, όπου η «μοριακή αταξία
απομακρύνεται» (σ.99). Πώς το επιτυγχάνει αυτό το γενετικό υλικό; Με το να
οικοδομηθεί όπως οι ωρολογιακοί μηχανισμοί που «είναι ικανοί να λειτουργούν
“δυναμικά”, γιατί είναι φτιαγμένοι από στερεά τα οποία διατηρούν το σχήμα τους
από δυνάμεις Heitler-London, αρκετά ισχυρές ώστε να αποφύγουν την άτακτη τάση
της θερμικής κίνησης θερμότητας σε συνήθη θερμοκρασία.
Νομίζω ότι τώρα πια ελάχιστα λόγια χρειάζονται ακόμα για να αποκαλύψουμε
το σημείο ομοιότητας ανάμεσα σε έναν ωρολογιακό μηχανισμό κι έναν οργανισμό.
Επιγραμματικά: και ο τελευταίος βασίζεται σε ένα στερεό –τον μη περιοδικό
κρύσταλλο, που αποτελεί το κληρονομικό υλικό που δεν επηρεάζεται σημαντικά από
την αταξία της θερμικής κίνησης». (σ.117) Εδώ γίνεται εμφανής ο σκοπός της
αναλογίας κρυσταλλικού-στερεού που εισήγαγε ο Schrodinger. Ένα γονίδιο και
ένα ρολόι είναι παρόμοια δεδομένου ότι διατηρούν τη συνοχή τους από δυνάμεις
Heitler-London.

Στην πραγματικότητα, βέβαια, ένα ρολόι συμπεριφέρεται στατιστικά, αλλά


για πρακτικούς λόγους μπορούμε να πούμε ότι συμπεριφέρεται δυναμικά. Διότι,
μακροσκοπικά, η στερεά κατάσταση στην ύλη (σε θερμοκρασία δωματίου)
μοιάζει να είναι ισοδύναμη με την ύλη κοντά στο απόλυτο μηδέν, όπου ισχύουν οι
δυναμικοί νόμοι. Έτσι ο Schrodinger προσπαθώντας να προτείνει μια κατεύθυνση
για την ανακάλυψη νέων νόμων, έψαξε στις («δυναμικές») δυνάμεις που κρατούν
τα άτομα ενωμένα στα μόρια και τους κρυστάλλους.

52
Αλλά γιατί να εντοπίζει τέτοιο μυστήριο σε αυτό που μοιάζει σε μας ως
κοινότυπο; Τον ένα λόγο τον έχω ήδη αναφέρει: Ήταν η άρνηση του Schrodinger
να θεωρήσει τους ομοιοπολικούς δεσμούς αρκετά ισχυρούς να αντισταθούν στον
θερμικό θόρυβο όταν το υλικό δεν βρίσκεται σε στερεά κατάσταση. Αυτό ήταν
ίσως κατανοητό δεδομένου ότι είχε μεγαλώσει σε μια περίοδο που η φυσική δεν
μπορούσε να εξετάσει προβλήματα όπως οι ενδομοριακές δυνάμεις χημικής
συγγένειας. Επιπλέον, όταν μπήκε στο πανεπιστήμιο της Βιέννης το 1906, οι
χημικοί αφιερώνονταν σχεδόν εξ ολοκλήρου σε μικρά μόρια. Αργότερα μάλιστα
έφτασαν να αρνηθούν την ύπαρξη των μακρομορίων! Για τους «πρόσθετους
νόμους» κοίταξαν όχι στην στερεά κατάσταση, όπως Schrodinger, αλλά στην
κολλοειδή κατάσταση28. Ένας άλλος λόγος μπορεί να ήταν η τάση του να
παρομοιάζει την αντιγραφή των γονιδίων με την ανάπτυξη ενός κρυστάλλου.
Κανένα άλλο «άψυχο» υλικό σύστημα δεν φαινόταν να έχει παρόμοιο μηχανισμό.
Βέβαια, σημείωσε μια διαφορά: οι κρύσταλλοι αναπτύσσονται με την επανάληψη
της ίδιας δομής στις τρεις διαστάσεις, ενώ ένα περίπλοκο οργανικό μόριο δομεί
ένα σύνολο «χωρίς το ανιαρό μέσο της επανάληψης». (σ.88) Σημειώνω ότι
εμφανίζεται να μη γνωρίζει την άλλη διαφορά: τη δημιουργία ισχυρών
ομοιοπολικών δεσμών στα οργανικά μόρια και την μη δημιουργία τέτοιων δεσμών
κατά την ανάπτυξη του κρυστάλλου.
Μέχρι ποιό σημείο ήταν, λοιπόν, οι θέσεις του Schrodinger
αντιπροσωπευτικές της πλειοψηφίας των βιοχημικών, των γενετιστών, και των
κρυσταλλογράφων της δεκαετίας του '40; Όσον αφορά στους πρωτεργάτες αυτών
των επιστημών, η θέση του ήταν σίγουρα μη αντιπροσωπευτική. Είναι αλήθεια ότι
είχε υπάρξει επιφύλαξη εκ μέρους των βιοχημικών και των κρυσταλλογράφων να
αποδεχτούν την έννοια του μακρομορίου, αλλά στο τέλος της δεκαετίας του '30 το
μακρομόριο είχε ήδη καθιερωθεί. Οι κρυσταλλογράφοι συμφωνούσαν ότι
πολυμερείς αλυσίδες θα μπορούσαν να διαπερνούν ολόκληρες σειρές κυττάρων.
Οι βιοχημικοί είχαν αρχίσει διστακτικά να συμφωνούν με τον Hermann
Staudinger ότι, εκτός από κολλοειδείς δομές, οι «κολλοειδείς ιδιότητες» μπορούν
να προκύψουν και από τις μακρομοριακές δομές. Και αυτά, παρά την ανακάλυψη
ότι στην κρυσταλλική κατάσταση η ταυτότητα των μορίων ως μονάδων συχνά
χάνεται. Ο Schrodinger φαίνεται να μην ήταν ενημερωμένος σε αυτά τα ζητήματα.

Ο Schrodinger δεν ήταν ενημερωμένος και για άλλες ιδέες που


κυκλοφορούσαν μεταξύ των χημικών, των βιοχημικών και των κρυσταλλογράφων
της εποχής: τη φύση της αντιγραφής των γονιδίων. Προς το τέλος της δεκαετίας
του '30, δόθηκε μεγάλη προσοχή στη διαδικασία της μίτωσης, στην οποία τα
ομόλογα χρωμοσώματα πλησιάζουν μεταξύ τους και μετά τα παρατηρούμε να
έχουν αντιγραφεί (διπλασιασμένα), ενώ το κάθε ένα χρωμόσωμα έχει
μετασχηματιστεί σε ένα ζευγάρι χρωματίδων.
Υποστηριζόταν ότι οι ελκτικές δυνάμεις οι οποίες φέρνουν τα ομόλογα
χρωμοσώματα μαζί ανά ζευγάρια ίσως ενεργούν και για να έρθουν σε επαφή
συγκεκριμένα σημεία των χρωμοσωμάτων. Εκεί συντίθενται σε ένα γραμμικό

28
Ο χαρακτηρισμός ενός διαλύματος ως κολλοειδούς είναι θέμα μεγέθους των σωματιδίων
που είναι σε διασπορά, όπως στην ομίχλη που είναι διασπορά νερού σε αέρα. Τα
διεσπαρμένα σωματίδια του κολλοειδούς ενδέχεται να είναι συσσωματώματα μορίων.

53
μόριο αλυσίδων ίδιο με το πατρικό χρωμόσωμα στου οποίου την επιφάνεια έχουν
διαμορφωθεί.
Το 1917 ο χημικός H. J. Troland περιέγραψε τη λειτουργία του γονιδίου ως
αυτοκαταλυτική και ετεροκαταλυτική. Η αυτοκατάλυση οδηγούσε στην
αντιγραφή (διπλασιασμό) του γονιδίου, ενώ η ετεροκατάλυση στον σχηματισμό
του μη χρωμοσωμικού υλικού που εμφανίζει μεταβολισμό μέσα στο κύτταρο. Tο
άρθρο του Troland δεν πέτυχε να ξυπνήσει το ενδιαφέρον για τη χημεία των
γονιδίων και των χρωμοσωμάτων. Ωστόσο η διαδικασία της ένωσης των
χρωμοσωμάτων συζητήθηκε ευρέως δεκατέσσερα χρόνια αργότερα ως συνέπεια
της πρώιμης θεωρίας για τη μείωση που υποβλήθηκε από τον C. D. Darlington το
1931, στην προσπάθειά του να ερμηνεύσει τη φάση της πρόφασης στη μίτωση29
και τη μείωση30.
Με βάση τη
λεπτομερή γνώση της
συσπείρωσης του χρω-
μοσώματος που είχε,
οδηγήθηκε στο να
αποδώσει την ένωση
των ομόλογων χρωμο-
σωμάτων κατά τη μεί-
ωση στην αρχική φάση
της κυτταροδιαίρεσης.
Κανονικά, κατά τη
μίτωση τα χρωμοσώ-
ματα θα διαιρούνταν σε
ταξινομημένες κατά
ζεύγος χρωματίδες των
οποίων το επιφάνειακό
φορτίο είναι αντίθετο
(άρα εξουδετερώνεται). Απουσία σχηματισμού χρωματίδων, πρότεινε ότι τα
φορτία θα εξουδετερώνονταν μέσω της έλξης των χρωμοσωμάτων. Ο Darlington
προχώρησε περιγράφοντας τον επιχιασμό ως μια διαδικασία της θραύσης και
επανένωσης των χρωματίδων και να τον αποδώσει στις καταπονήσεις και τις
πιέσεις μοριακών σπειρών υψηλής τάξης.
Η έννοια της μήτρας31 (template) είναι σημαντική στην ιστορία της
βιολογίας και της βιοχημείας επειδή βοήθησε να γίνει κατανοητός ο τρόπος
αντιγραφής μιας απεριοδικής δομής. Έως τότε, η πολυμερής σύνθεση είχε
απεικονιστεί ικανοποιητικά μόνο για ομοπολυμερή και για ετεροπολυμερή με

29
Μίτωση είναι η διαίρεση ενός κυττάρου που δίνει δύο θυγατρικά, πανομοιότυπα κύτταρα
με το αρχικό. Μιτωτική διαίρεση συμβαίνει κατά την ανάπτυξη του οργανισμού, κατά την
επούλωση μιας πληγής, κατά την ανανέωση της εξωτερικής στιβάδας της επιδερμίδας κ.τ.λ.
30
Μείωση είναι ένας άλλος τρόπος κυτταρικής διαίρεσης που συμβαίνει στα άωρα γεννητικά
κύτταρα. Η μειωτική διαίρεση είναι μια βιολογική διαδικασία, κατά την οποία από ένα
κύτταρο δημιουργούνται τέσσερα θυγατρικά, που έχουν το μισό αριθμό χρωμοσωμάτων.
31
Δηλαδή η χρήση της μιας μονόκλωνης αλυσίδας του DNA για την σύνθεση της
συμπληρωματικής της στη δημιουργία ενός νέου μορίου DNA. (ημισυντηρητικός τρόπος
αντιγραφής)

54
απλές επαναλαμβανόμενες ακολουθίες, τέτοιες ώστε το τελευταίο υπόλειμμα της
αναπτυσσόμενης αλυσίδας να καθορίζει τι πρέπει να την ακολουθήσει.
Ο Schrodinger τόνισε σωστά τον απεριοδικό χαρακτήρα της αλυσίδας των
χρωμοσωμάτων αλλά, αλλά δεν μπόρεσε να προτείνει έναν μηχανισμό αντιγραφής
(διπλασιασμού) του. Ωστόσο, όπως είδαμε, ένας δρόμος που θα οδηγούσε στη
σωστή λύση είχε εμφανιστεί ακόμη και πριν γραφεί το «Τι είναι η ζωή;».
Το ότι οι ελκτικές δυνάμεις που λειτουργούν στην αντιγραφή των
μονόκλωνων αλυσίδων αποδείχθηκε ότι ήταν συνηθισμένοι δεσμοί υδρογόνου
ήταν μια έκπληξη σε πολλούς και μια δικαίωση των προηγούμενων προβλέψεων
του Pauling.

Ας εξετάσουμε τώρα κατά πόσο η μοριακή βιολογία έχει καταφέρει να


ανάγει τη βιολογία του κυττάρου στη χημεία και τη φυσική. Έχει δείξει ότι το
γονίδιο δεν χρειάζεται να είναι στερεό προκειμένου να αντισταθεί στον θερμικό
θόρυβο, ότι οι δεν απαιτούνται νέες δυνάμεις για να επιτύχουν τον διπλασιασμό
των γονιδίων, και ότι η πιστότητα αυτής της διαδικασίας δεν είναι τόσο μεγάλη
όσο είχε προβλεφθεί. Αλλά ο γρίφος της δεκαετίας του '30 –το πώς τα ομόλογα
χρωμοσώματα προσελκύονται το ένα στο άλλο από μεγάλες αποστάσεις–
παραμένει. Ίσως οι δυνάμεις μεγάλης εμβέλειας που συζητούνταν τόσο πολύ στη
δεκαετία του '40 να βρίσκονται στη ρίζα αυτής της διαδικασίας, αλλά υπάρχουν
ήδη ενδείξεις ότι η δομή του χρωμοσώματος στο μοριακό επίπεδο καθορίζει τη
μορφή του στον καρυότυπο32 όπως είχε προβλέψει ο Γ. Δ. Darlington το 1935 και
το 1937.

Ο προκλητικός και σκόπιμα «αφελής» τρόπος με τον οποίο ο Schrodinger


μίλησε για τη βιολογία έκανε το βιβλίο του να έχει τέτοια επίδραση στους
φυσικούς. Ένα ανάλογο βιβλίο από έναν χημικό, που ίσως ήταν πιο
ενημερωμένος, σίγουρα θα είχε ασκήσει λιγότερη επίδραση. Το «Τι είναι η ζωή;»
επηρέασε και τον Francis Crick, ο οποίος έγραψε: «παρά την κριτική που
μπορούμε να ασκήσουμε στο βιβλίο του Schrodinger, πρέπει να αναγνωρίσει κανείς
ότι επηρέασε πολύ σημαντικά νεώτερους επιστήμονες που ασχολούνταν με τη
βιολογία. Σίγουρα το έκανε σε μένα, και οι Jim Watson και Seymour Benzer μου
έχουν πει ότι επηρεάστηκαν κι αυτοί από αυτό. Αυτό οφείλεται στο ότι έκανε το
θέμα να φανεί πιο συναρπαστικό και έδωσε την εντύπωση στους λιγότερο σχετικούς
ότι αυτός ο τρόπος σκέψης θα ήταν μια ενδιαφέρουσα γραμμή να ακολουθήσει
κανείς. Δεν μπορώ να θυμηθώ οποιαδήποτε περίπτωση που ο Jim Watson και εγώ
συζητήσαμε τις ατέλειες του βιβλίου του Schrodinger. Σκέφτομαι ότι ο κύριος λόγος
για αυτό είναι το ότι είχαμε επηρεαστεί έντονα από τον Linus Pauling, ο οποίος
ουσιαστικά είχε ένα σωστό σύνολο ιδεών. Επομένως δεν σπαταλήσαμε ποτέ χρόνο
συζητώντας για το εάν πρέπει να σκεφτούμε με τον τρόπο του Schrodinger ή του
Pauling. Φαινόταν αρκετά προφανές σε μας ότι πρέπει να ακολουθήσουμε τον
Pauling.»
Φαίνεται ότι πραγματικός στόχος που ο Schrodinger είχε κατά νου -η
ανακάλυψη νόμων «τάξης που γεννάται από τάξη», που ενεργούσαν στο κύτταρο-

32
Καρυότυπο ονομάζουμε την απεικόνιση του συνόλου των χρωμοσωμάτων του κυττάρου σε
ζευγάρια ομολόγων και κατά σειρά μεγέθους.

55
δεν παρουσίασε κανένα ενδιαφέρον για αυτούς τους φυσικούς. Τελικά, κανένα
παράδοξο, κανένας νόμος «τάξης που γεννάται από τάξη» δεν έχει προκύψει. Αντ'
αυτού οι οργανισμοί πετυχαίνουν την τάξη από την αταξία μέσω μιας διαδικασίας
επιλεκτικής επιβίωσης.
Τι όραμα είχε ο Schrodinger για τους νέους νόμους; Ίσως ήταν ένα όραμα
κβαντικής μηχανικής η οποία θα λειτουργούσε με διαδικασίες που θα
επιβάλλονταν από μια ειδική δομή, άγνωστη μέχρι τώρα. Θα μπορούσε αυτή η
δομή να ήταν το σύστημα (των κυτταρικών οργανιδίων) με το οποίο το DNA
διπλασιάζεται.

56
2.3.4. Η φύση της συνείδησης και της ελεύθερης βούλησης.

Ο επίλογος του βιβλίου του Schrödinger τιτλοφορείται «Αιτιοκρατία και


ελεύθερη βούληση». Εκεί σημειώνει: «Ως ανταμοιβή για τον μεγάλο κόπο στον
οποίο μπήκα για να εκθέσω τις καθαρά επιστημονικές πλευρές του προβλήματός
μας sine ira et studio (χωρίς πικρία και προκατάληψη), θα ήθελα να μου επιτραπεί
να προσθέσω την δική μου υποκειμενική, αναγκαστικά, άποψη για τις φιλοσοφικές
επιπτώσεις.» (σ. 119)

Υποστήριξε ότι, σε αντίθεση με την άποψη που είχαν μερικοί φυσικοί, η


κβαντική απροσδιοριστία δεν διαδραματίζει κανέναν ρόλο στα βιολογικά
φαινόμενα, εκτός ίσως από την ενίσχυση της καθαρά τυχαίας φύσης των
μεταλλάξεων, των διαδικασιών μείωσης κ.τ.λ. Δύο σημαντικά θέματα που
εξετάζονται από τον Schrödinger είναι: (α) Οι λειτουργίες των οργανισμών
σύμφωνα με τους νόμους της φύσης ως καθαρά «μηχανικές» δομές και (β) Η
αίσθησή μας ότι κατευθύνουμε τις κινήσεις μας, το ότι ξέρουμε τις συνέπειες των
ενεργειών μας και αναλαμβάνουμε την ευθύνη για αυτές. Από αυτές τις σκέψεις
ως αφετηρία, ο Schrödinger έφτασε στο συμπέρασμα ότι το «Εγώ» (υπό την
ευρύτερη έννοια) του όποιου ανθρώπου ελέγχει τη «κίνηση των ατόμων» του
σύμφωνα με τους νόμους της φύσης. Τα πολλά «εγώ» αποτελούν μια
ψευδαίσθηση και μόνο ένα «εγώ» (μια τελική «συνείδηση») υπάρχει, από την
οποία πηγάζουν όλες οι άλλες.

Αυτή η ιδιαίτερη άποψή του Schrödinger στο «Τι είναι η ζωή;» εξέπληξε
αρκετούς διακεκριμένους επιστήμονες. Ανέφερε ακόμη: «Στη Χριστιανική
ορολογία, το να πει κανείς: «Γιατί Εγώ είμαι ο Κύριος ο Παντοδύναμος» ακούγεται
βλάσφημο και τρελό. Αλλά αγνοήστε αυτούς τους συσχετισμούς για την ώρα και
αναλογιστείτε αν το παραπάνω συμπέρασμα είναι το πλησιέστερο στο οποίο θα
έφτανε ένας βιολόγος για να αποδείξει την ύπαρξη Θεού και την αθανασίας μαζί»
(σ.120). Ανέφερε ότι μια παρόμοια πεποίθηση καταγράφηκε πριν από 2500 χρόνια
στην αρχαία Ινδία από τους Vedanta: «Από τα πρώτα χρόνια των μεγάλων
Ουπανισάντ αναγνώριση ότι Athman = Brahman (ο προσωπικός εαυτός ισούται με
τον πανταχού παρόντα, αιώνιο εαυτό που κατανοεί τα πάντα) θεωρείτο στην ινδική
σκέψη κάθε άλλο παρά βλασφημία» (σ. 120) . Και συνεχίζει παρακάτω: «οι
μυστικιστές των αιώνων, ανεξάρτητα, αλλά συνάμα σε τέλεια αρμονία μεταξύ τους
(…) έχουν περιγράψει, ο καθένας τους, την μοναδική εμπειρία της ζωής τους με
λόγια που θα μπορούσαν να συμπυκνωθούν στη φράση «έχω γίνει Θεός».»

Για τον Schrödinger, είναι λανθασμένη η ιδέα της πολλαπλότητας των


συνειδήσεων που είναι ευρέως αποδεκτή από τους δυτικούς φιλοσόφους (και
στην οποία αντιτάσσονταν οι Ουπανισάντ). Επισημαίνει μάλιστα ότι «οδηγεί
σχεδόν αμέσως στην επινόηση ψυχών –όσες είναι τα σώματα– και στην ερώτηση
του εάν είναι θνητές (…) Έχουν τεθεί πολύ πιο ανόητα ερωτήματα: «Άραγε έχουν
και τα ζώα ψυχή;»». Έτσι προτίμησε να αντιλαμβάνεται την αποκαλούμενη
πολλαπλότητα ως μια σειρά διαφορετικών πτυχών της μιας συνείδησης.

57
2.4. Ένας μικρός απολογισμός.

Πέρα από την κριτική που έχουμε δει ως τώρα, μπορούμε να πούμε και ότι η
περιορισμένη γνώση γενετικής από τον Schrödinger της (η οποία φαίνεται να
αποκτήθηκε από την ανάγνωση μερικών δημοσιεύσεων) τον οδήγησε για να κάνει
ορισμένες ανακριβείς δηλώσεις, π.χ., στην εξήγηση του γιατί οι μεταλλάξεις
εμφανίζονται μόνο σε ένα αλληλόμορφο γονίδιο33 τη φορά, και στην εκτίμηση του
μεγέθους και του ελάχιστου αριθμού γονιδίων.

Ένα άλλο από τα σημεία στα οποία του ασκήθηκε έντονη κριτική ήταν ο
επίλογος όπου κάνει προεκτάσεις και χρησιμοποιεί τις προηγούμενες σκέψεις του
ως αφετηρία για να στηρίξει τη μυστικιστική κοσμοαντίληψη των Ventada.
Κάποιοι σχολίασαν πως αν η είσοδος ενός φυσικού επιστήμονα στον χώρο της
βιολογίας οδηγεί τελικά στο συμπέρασμά του ότι «Εγώ είμαι ο Κύριος ο
Παντοδύναμος» και στο ότι οι αρχαίοι Ινδοί βρίσκονταν στο σωστό δρόμο για την
κατανόηση του κόσμου, τότε η βοήθειά του επιστήμονα αυτού πρέπει να
θεωρηθεί ύποπτη.

Οι φιλοσοφικές αντιλήψεις του Schrödinger φαίνεται ότι, πράγματι,


αλληλοεμπλέκονταν με τις επιστημονικές του απόψεις. Ωστόσο, για να είμαστε
δίκαιοι, ο Schrödinger καθιστά σαφές στον επίλογό του ότι οι σκέψεις του σε
αυτόν είναι υποκειμενικές. Δεν υποστηρίζει ότι κάνει επιστήμη στον επίλογό,
αλλά μοιράζεται την κομοθεώρησή του την οποία καταθέτει ως μια
επιστημολογικά έγκυρη υπόθεση. Προσωπικά, η επιμονή του όσον αφορά στην
αιτιοκρατία και στη συνέχεια (την οποία είδαμε στο πρώτο μέρος της εργασίας
αυτής), μού φαίνεται εξ’ ίσου (ίσως και περισσότερο) «μεταφυσική», δεδομένου
ότι υπήρχαν σοβαρές πειραματικές ενδείξεις για το αντίθετο. Η επιμονή του αυτή
δημιουργεί την αίσθηση ότι πίστευε πως «ήξερε την απάντηση» πριν δει
οποιοδήποτε πείραμα κι ότι απλώς έπρεπε να βρει μια θεωρία η οποία θα
καθιστούσε τα πειραματικά δεδομένα συμβατά με την εκ των προτέρων δοσμένη
απάντηση (ότι υπάρχει συνέχεια και αιτιοκρατία στη φύση).

Επιστρέφοντας στην αντίληψή του για τη ζωή, σημειώνω πως μάλλον είναι
παράλειψη το ότι, παρ’ ότι αναγνώρισε την αξία της χημείας για τη μελέτη των
βιολογικών φαινομένων, δεν έκανε μια σοβαρή προσπάθεια να την περιλάβει
στους συλλογισμούς του. Ίσως δεν είχε και τη δυνατότητα να το κάνει αφού
γνώσεις του προήλθαν από μερικές δημοσιεύσεις και κάποιες συνομιλίες με τον
Delbruck. Οι γνώσεις του πάνω στη γενετική ήταν κι αυτές σχετικά ξεπερασμένες.
Δεν έκανε καμία αναφορά στην πιο πρόσφατη πρόοδο στη γενετική, δηλαδή στην
υπόθεση της αντιστοιχίας «ενός γονιδίου προς ένα ένζυμο»34 που υποστηρίχθηκε
από τις ανακαλύψεις του Beadle και Tatum το 1941, οι οποίες τελικά συνέβαλαν
σημαντικά στη μοριακή βιολογία. Εστίασε στην έρευνα πάνω στη Drosophila
παρ’ ότι τη δεκαετία του '40 η γενετική εξελισσόταν από επιστήμονες που
εργάζονται με μικροοργανισμούς, όπως ο μύκητας Neurospora. Ακόμη κι ο
33
Αλληλόμορφα είναι διαφορετικά γονίδια που καθορίζουν ένα συγκεκριμένο
χαρακτηριστικό και βρίσκονται στις ίδιες θέσεις των ομόλογων χρωμοσωμάτων.
34
Δηλαδή στο ότι ένα γονίδιο φέρει την πληροφορία για την παραγωγή ενός
ενζύμου/πρωτεϊνης.

58
Delbruck που ενέπνευσε το ενδιαφέρον του Schrödinger για τη γενετική, έκανε
έρευνα με βακτηριακούς ιούς πέντε χρόνια πριν την έκδοση του «Τι είναι η ζωή;»
-μια έρευνα η οποία συνέβαλε αργότερα στο να δοθούν πολλές από τις απαντήσεις
στις ερωτήσεις που έθεσε ο Schrödinger.

Εντούτοις, το βιβλίο του Schrödinger συγκέντρωσε τη προσοχή σε μερικά


πολύ σημαντικά προβλήματα στης βιολογίας και έχει αξία ως εγχείρημα
διεπιστημονικής αντίληψης του κόσμου. Η συμβολή Schrödinger στην βιολογία
δεν οφείλεται τόσο σε αυτά που είπε, όσο στο ενδιαφέρον που προκάλεσε για
αυτήν. Είχε μικρή επιρροή στους επαγγελματίες βιολόγους, αλλά γοήτευσε
πολλούς φυσικούς επιστήμονες, οι οποίοι βρήκαν την ευκαιρία να στρέψουν την
προσοχή τους σε ένα νέο συναρπαστικό αντικείμενο. Μεταξύ των επιστημόνων
που επηρεάστηκαν από το «Τι είναι η ζωή;» ήταν οι James Watson και Francis
Crick οι οποίοι το 1953 κατασκεύασαν ένα μοριακό μοντέλο για τη δομή του
DNA.

59
Βιβλιογραφία

1) Quantum Mechanics: Historical Contingency and the Copenhagen


Hegemony. James T. Cushing
2) Παράδοξα και πραγματικότητα. Τα θεμέλια της μικροφυσικής. Franco
Selleri. Εκδόσεις Σαββάλας.
3) Schrodinger’s interpretation of quantum mechanics and the relevance
of Bohr’s experimental critique. Slobodan Perovic. S428 Ross Building, York
University, 4700 Keele Street, Toronto, Ont., Canada M3J 1P3
4) Schrodinger and the Interpretation of Quantum Mechanics. Fritz
Rohrlich. Foundations of Physics, Vol. 17, No. 12, 1987
5) On the role of entanglement in Schrödinger’s cat paradox. Central
European Journal of Physics. Research Article. Stefan Rinner, Ernst Werner
6) Schrodinger Against Particles and Quantum Jumps. Michel Bitbol
7) Detection of a Schrodinger's Cat State in an rf-SQUID. Jonathan R.
Friedman, Vijay Patel, W. Chen, S. K. Tolpygo & J. E. Lukens. Department of
Physics and Astronomy, The State University of New York at Stony Brook,
Stony Brook, NY 11794-3800 (April 19, 2000)
8) Decoherence in Bose-Einstein condensates: Towards bigger and better
Schrodinger cat. Diego A. R. Dalvit,1, Jacek Dziarmaga,1,2, and Wojciech H.
Zurek1. 1.Los Alamos National Laboratory, T-6, Theoretical Division, MS-
B288, Los Alamos, New Mexico 87545. 2.Institute of Physics, Jagiellonian
University, Krakow, Poland. January 2000.
9) The Observer in the Quantum Experiment. Bruce Rosenblum and Fred
Kuttner
10) Nonlocality of the Schrodinger cat. Krzysztof Wodkiewicz Instytut
Fizyki Teoretycznej, Uniwersytet Warszawski, Warszawa 00-681,Poland. New
Journal of Physics 2 (2000) 21.1–21.8
11) Entanglement, Decoherence and the Quantum/Classical Boundary.
Serge Haroche
12) Η υπόθεση των λογικών κβάντων. Αρσένιου Μέσκου. Εκδ. Αρμός.
13) O Schrodinger, η γάτα και το κατιόν. Καψοκαλύβας Δημήτρης.
14) Τι είναι η ζωή; Erwin Schrodinger. Εκδόσεις Κωσταράκη.
15) Erwin Schrodinger and the Origins of Molecular Biology. Krishna R.
Dronamraju. Foundation for Genetic Research, Houston, Texas 77227
16) Bringing physics to bear on the phenomenon of life: the divergent
positions of Bohr, Delbrück, and Schrödinger. Andrew T. Domondona.
17) Life as a Manifestation of the Second Law of Thermodynamics. Eric
D. Schneider & James J. Kay.
18) Schrödinger’s Problem: What Is Life? Robert Olby. Departmnent of
Philosophy. University of Leeds, Leeds, England

60

You might also like