Professional Documents
Culture Documents
PNP Village Presentation Lakonia Sparta PDF
PNP Village Presentation Lakonia Sparta PDF
Αθήνα 28-01-09
Εθνικό και Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο Αθηνών.
Παιδαγωγικό Τμήμα Δημοτικής Εκπαίδευσης.
Τομέας Φυσικών Επιστημών, Τεχνολογίας και Περιβάλλοντος.
Μεταπτυχιακό Τμήμα: «Φυσικές Επιστήμες στην Εκπαίδευση».
Πτυχιακή εργασία στην Επιστημολογία.
Υπεύθυνος Καθηγητής: Κωνσταντίνος Σκορδούλης.
Μεταπτυχιακός φοιτητής: Δημήτρης Μουρούλης
Α.Μ.: 206 405 Αθήνα 28-01-09
Περιεχόμενα
1. Η ερμηνεία της κβαντoμηχανικής
κατά τον Erwin Schrodinger.
1.4. Η συμβολή του Schrödinger στην αντίδραση προς τη σχολή της Κοπεγχάγης.. 23
1.6. Απόπειρες κατανόησης και ερμηνείας για τη γάτα του Schrodinger. ………… 31
1.6.1. Εισαγωγικές παρατηρήσεις για τους «ασκούς» που άνοιξε η γάτα του
Schrodinger. ……………………………………………………… 31
1.6.2. Η «κβαντική γάτα» και η κατάρρευση της κυματοσυνάρτησης.……... 32
1.6.3. Η «κβαντική γάτα» και η ερμηνεία των πολλαπλών κόσμων.………… 34
1.6.4. Πειραματικές απόπειρες δημιουργίας μιας «μικρής γάτας» του
Schrodinger…………………………………………………………… 35
Βιβλιογραφία ……………………………………………………………………… 60
2
1. Η ερμηνεία της κβαντoμηχανικής
κατά τον Erwin Schrodinger.
«Στην προσπάθεια μας να κατανοήσουμε την πραγματικότητα,
μοιάζουμε κάπως με τον άνθρωπο που προσπαθεί να καταλάβει το μηχανισμό ενός
κλειστού ρολογιού. Βλέπει την πλάκα και τους κινούμενους δείκτες, ακούει τους
κτύπους του, αλλά δεν έχει τρόπο να ανοίξει το κουτί. Αν έχει εφευρετικό μυαλό,
θα μπορέσει να φτιάξει κάποια εικόνα τον μηχανισμού, που θα την καταστήσει
υπεύθυνη για καθετί που παρατηρεί, αλλά ποτέ δεν θα μπορεί να είναι εντελώς
βέβαιος πως η εικόνα του είναι η μόνη ικανή να εξηγήσει τις παρατηρήσεις».
Albert Einstein, Leopold Infeld, Η εξέλιξη των ιδεών στη Φυσική
3
που είναι κοινό για όλους, δηλαδή που αναγνωρίζεται από κάθε υγιή και λογικό
άνθρωπο….»
Κατά συνέπεια, ο ρεαλισμός του θα μπορούσε να χαρακτηριστεί ως ένας
«λογικός μυστικισμός» ή ένας «μεθοδολογικός ρεαλισμός». Η εμπειρία ενός
εξωτερικού κόσμου είναι γεγονός που πραγματοποιείται στο μυαλό. Πέρα από
αυτό, ο Schrοdinger πίστευε στην ομοιότητα των μεμονωμένων μυαλών: υπάρχει
στην πραγματικά μόνο ένα μυαλό! Η πολλαπλότητα που αντιλαμβανόμαστε είναι
απλά μια εντύπωση. Ασπάστηκε αυτήν την αντίληψη από τη ινδική φιλοσοφία
των Vedanta.
Όσον αφορά στην επιστήμη, ο Schrοdinger είχε αντιλήψεις που
βασίστηκαν στις έννοιες της κλασσικής φυσικής: «… η αναπαράσταση μιας
φυσικής διαδικασίας με μια νοητική εικόνα πρέπει να γίνει χωρίς χωροχρονικά
χάσματα, δηλαδή η εικόνα πρέπει -τουλάχιστον σε επίπεδο αρχών της θεωρίας- να
μας επιτρέψει να λέμε τι συμβαίνει σε κάθε στιγμή σε κάθε σημείο του χώρου.»
Ήταν λοιπόν αναμενόμενο το ότι ο Schrοdinger αντιτέθηκε στην έννοια
των ασυνεχειών και των κβαντικών αλμάτων. Παρομοίασε τα κβαντικά άλματα με
τους επικυκλίους του Πτολεμαίου. Θεώρησε ότι η εκπομπή και η απορρόφηση
ενός φωτονίου πρέπει να θεωρηθούν ως φαινόμενο στάσιμου κύματος που
χαρακτηρίζεται από την ισότητα των διαφορών συχνότητας (που αντιστοιχούν
στις διαφορές των ενεργειακών επιπέδων) του εκπέμποντος και απορροφώντος
ατόμου.
Έλεγε: «Μια ευρέως αποδεκτή άποψη υποστηρίζει ότι μια αντικειμενική
εικόνα της πραγματικότητας -όπως πιστεύαμε ότι μπορούμε να την έχουμε- δεν
μπορεί να υπάρξει. Μόνο οι αισιόδοξοι από μας (μεταξύ των οποίων περιλαμβάνω
τον εαυτό μου) θεωρούν ότι αυτή η άποψη είναι μια φιλοσοφική εκκεντρικότητα,
μια πράξη της απελπισίας εν όψει μιας μεγάλης κρίσης.»
Οι ισχυρές φιλοσοφικές τοποθετήσεις του Schrοdinger ήταν αρκετά
κατασταλαγμένες προτού αρχίσει την εργασία του για την κβαντική μηχανική
(στα τέλη του 1925). Έτσι, προσπαθούσε να ερμηνεύσει τα μαθηματικά
αποτελέσματα των επιστημονικών του ερευνών στο πνεύμα των φιλοσοφικών
απόψεων που ήδη είχε.
4
1.2. 1926-1927: Η αρχική ερμηνεία του Schrodinger
για τα κβαντικά φαινόμενα και η κριτική που της ασκήθηκε.
Οι άλλες ερμηνείες της περιόδου.
5
Δηλαδή θεώρησε ότι είναι οι κανονικοί τρόποι ταλάντωσης του συστήματος που
προκαλούν την ανταλλαγή ενέργειας και κατά συνέπεια, περιγράφουν τις
«μεταπτώσεις». Έτσι, η ενεργειακή διαφορά δύο ατομικών καταστάσεων (η οποία
εξηγήθηκε από τον Bohr με την παραδοχή των κβαντικών «ενεργειακών»
αλμάτων του ηλεκτρονίου) προκαλείται κατά τον Schrödinger από την ανταλλαγή
ενέργειας ανάμεσα σε δύο ταλαντούμενα συστήματα που χαρακτηρίζονται από
κανονικούς τρόπους ταλάντωσης. Τέτοιες κυματομηχανικές διαδικασίες δεν
παραβιάζουν τη συνέχεια του χωροχρόνου.
1
O χώρος q είναι ένας πολυδιάστατος χώρος, σε κάθε διάσταση του οποίου
εκπροσωπείται μια ιδιότητα που χαρακτηρίζει το σύστημα.
6
1.2.2. Η κριτική στην πρώιμη κυματομηχανική ερμηνεία του
Schrοdinger.
Ο Lorentz του έγραψε μια μακριά επιστολή ρωτώντας τον, μεταξύ άλλων,
1) πώς η διάδοση του κυματοπακέτου στο χώρο μπορεί να είναι συμβατή
με τον προσδιορισμό του πακέτου και του κυματοσωματιδίου,
2) πώς η κυματική συνάρτηση μπορεί περιγράψει ένα κύμα στον συνήθη
τρισδιάστατο χώρο όταν ο χώρος στον οποίο αναπτύσσεται έχει πάνω από τρεις
διαστάσεις, και
3) όσον αφορά στο φωτοηλεκτρικό φαινόμενο, πώς ελευθερώνεται ένα
μοναδικό ηλεκτρόνιο από τη πολύπλοκη υπέρθεση των «κυμάτων ύλης» που
συνθέτουν τη κατανομή φορτίου όλων των ηλεκτρονίων σε ένα άτομο;
Ο Heisenberg αναρωτήθηκε εάν η ερμηνεία του Schrοdinger θα επέτρεπε
την παραγωγή του νόμου της ακτινοβολίας μέλανος σώματος.
Ακόμη, με βάση τα πειράματα σκέδασης που έγιναν από τους Bothe και
Geiger και από τους Compton και Simon, ο Niels Bohr ανέπτυξε μια κριτική για
τις απόψεις του Schrödinger την οποία και του παρουσίασε το 1926. Όπως θα
δούμε παρακάτω και στο πλαίσιο αυτής της κριτικής, ο Schrödinger παραδέχτηκε
ότι η ερμηνεία του ήταν ανεπαρκής.
Μιας και η ερμηνεία της Κοπεγχάγης ήταν αυτή που επικράτησε τελικά
ανάμεσα στην πλειοψηφία των φυσικών, έχει ιδιαίτερο ενδιαφέρον να δούμε πώς
7
ο Bohr (ίσως ο μεγαλύτερος από τους θεμελιωτές της Κοπεγχάγειας ερμηνείας)
αντιμετώπισε την ερμηνεία του Schrödinger. Οι προσεγγίσεις των δύο φυσικών
για τα κβαντικά φαινόμενα, τόσο στις πρώιμες όσο και στις ύστερες περιόδους,
βασίζονταν σε διαφορετικές προσεγγίσεις του προβλήματος. Η ερμηνεία του Bohr
διαμορφώθηκε κατά κύριο λόγο, από μια προσεκτική εκτίμηση των πειραματικών
αποτελεσμάτων, ενώ η ερμηνεία του Schrödinger χαρακτηρίζεται κυρίως από την
αφοσίωσή του στην αρχή της συνέχειας του χωροχρόνου.
8
μέχρι τώρα θεωρούμενο από τους υποστηρικτές της ιδέας μιας θεωρίας συνέχειας
των ατομικών φαινομένων».
2
Το 1914, οι James Franck και Gustav Hertz εκτέλεσαν ένα πείραμα στο οποίο
κατέδειξαν το αντίστροφο του φωτοηλεκτρικού φαινομένου. Δηλαδή αποδείχθηκε ότι κατά
την σύγκρουση ενός επιταχυνόμενου ηλεκτρονίου με ένα άτομο, για να αποσπαστεί ένα
ηλεκτρόνιο από το άτομο, πρέπει η ενέργεια του ηλεκτρονίου να είναι πάνω από μία
ορισμένη τιμή. Η ενέργεια αυτή που λέγεται ενέργεια ιοντισμού ποικίλλει από άτομο σε
άτομο. Επίσης έδειξαν ότι για την εκπομπή φωτονίων από άτομα του υδραργύρου, τα οποία
συγκρούονται με ηλεκτρόνια, απαιτείται η κινητική ενέργεια των ηλεκτρονίων να υπερβαίνει
μια ορισμένη ενέργεια, που αντιστοιχεί στη μικρότερη συχνότητα του φάσματος εκπομπής
του υδραργύρου.
3
Φωτοηλεκτρικό φαινόμενο το φαινόμενο εκπομπής ηλεκτρονίων από ένα μέταλλο
όταν πέσει πάνω σε αυτό ορατό ή υπεριώδες φως. Ανακαλύφθηκε από τον Hertz το 1887.
Πειραματικά δεδομένα για το φωτοηλεκτρικό φαινόμενο που δεν μπορούσαν να
ερμηνευθούν από την τότε αποδεκτή κλασική θεωρία είναι τα εξής:
• Ο αριθμός των εκπεμπόμενων ηλεκτρονίων (ένταση του φωτοηλεκτρικού ρεύματος)
είναι ανάλογος προς την ένταση του προσπίπτοντος φωτός (αποδεκτό για την κλασική
θεωρία) ενώ η μέγιστη κινητική τους ενέργεια είναι ανεξάρτητη της έντασης αυτής (θα
έπρεπε να ήταν ανάλογη).
• Η μέγιστη κινητική ενέργεια των ηλεκτρονίων που εκπέμπονται είναι ανάλογη προς
τη συχνότητα του προσπίπτοντος φωτός (και όχι προς την έντασή του, όπως αναμενόταν).
• Φωτοηλεκτρικό ρεύμα (εκπεμπόμενα ηλεκτρόνια) εμφανίζονται μόνο όταν η
συχνότητα του προσπίπτοντος φωτός υπερβεί μια ορισμένη τιμή (συχνότητα κατωφλίου)
(ενώ δεν θα έπρεπε να υπάρχει οριακή συχνότητα).
• Τα ηλεκτρόνια εκπέμπονται από την μεταλλική επιφάνεια αμέσως μόλις αυτή
φωτιστεί (άρα η μεταβίβασης της ενέργειας είναι στιγμιαία και όχι βαθμιαία, όπως ορίζει η
κλασική θεωρία).
Το φαινόμενο ερμηνεύθηκε από τον Einstein το 1905 ο οποίος υπέθεσε ότι:
9
Τα πειράματα αλληλεπίδρασης ακτινοβολίας (ακτίνων X) και ύλης
(ηλεκτρόνια), που έγιναν τη δεκαετία του ’20 από τον A. H. Compton,
αποτέλεσαν μέρος μιας σειράς πειραμάτων που σχεδιάστηκαν για να βελτιώσουν
την κατανόηση του φωτοηλεκτρικού φαινομένου. Η ανακάλυψη του φαινομένου
Compton4, το 1922, είχε έντονη επίδραση στις διαμάχες σχετικά με τον
χαρακτήρα των ατομικών αλληλεπιδράσεων, καθώς προσέφερε ισχυρές,
πειραματικές, ενδείξεις που ενίσχυαν την κβαντική-σωματιδιακή θεωρία του
Einstein.
10
Ωστόσο, υπήρξε ένα πρόβλημα με την άμεση εφαρμογή του κυματικού
αυτού μοντέλου στη σκέδαση ακτίνων Χ. Καθώς μειώνεται το «μέγεθος» των
πακέτων της ακτινοβολίας (δηλ. το μήκος κύματός τους), η σκέδαση γίνεται πολύ
πιο εστιασμένη. Η εξήγηση που έδωσε αρχικά ο Compton για το φαινόμενο αυτό
ήταν «ότι η περιορισμένη σκέδαση των ακτίνων Χ με πολύ μικρό μήκος κύματος,
μπορεί να είναι το αποτέλεσμα της συμβολής ανάμεσα σε ακτίνες που σκεδάζονται
από διαφορετικά μέρη του ηλεκτρονίου, αν η διάμετρος του ηλεκτρονίου είναι
συγκρίσιμη με το μήκος κύματος της ακτινοβολίας». Για να υπάρξει σημαντική
συμβολή ανάμεσα σε ακτίνες που αποτελούν το κύμα, το κύμα δεν μπορεί να είναι
πολύ μικρότερο από το εμπόδιο, διότι οι γωνίες σκέδασης των γειτονικών ακτίνων
του κύματος θα είναι αμελητέα διαφορετικές και θα «χαθούν» αμέσως μετά την
κρούση. Ωστόσο, αν ικανοποιείται η συνθήκη για το μέγεθος, τότε
(χρησιμοποιώντας ξανά την αναλογία με τα κύματα νερού) διαφορετικά μέρη του
κύματος που χτυπούν σε διαφορετικές πλευρές του βράχου, μπορεί να
συμβάλλουν μεταξύ τους και να παρατηρηθεί μια πολύ πιο εστιασμένη,
εξερχόμενη ροή νερού. Ωστόσο ο Compton, σημείωσε ότι «πρόσφατα πειράματα
έχουν δείξει ότι το μέγεθος του ηλεκτρονίου που προκύπτει με αυτόν τον τρόπο,
αυξάνεται με το μήκος κύματος των χρησιμοποιούμενων ακτίνων Χ, και είναι
δύσκολο να υποστηριχθεί η ιδέα ενός ηλεκτρονίου του οποίου το μέγεθος
μεταβάλλεται με το μήκος κύματος των προσπιπτουσών ακτίνων».
11
εκείνη που ισχύει στις συνηθισμένες σωματιδιακές αλληλεπιδράσεις,
εφαρμοζόταν και στη σκέδαση ακτίνων Χ.
12
εγκατάλειψη της «τροχιάς του σωματιδίου». Σχολιάζοντας την έννοια της
επικοινωνιακότητας (communicability) στη θεωρία των BKS, ο Schrödinger
έκανε νύξη στα φιλοσοφικά ερείσματα των απόψεών του προτείνοντας ότι μια
ολιστική προσέγγιση αποτελούσε κατάλληλο πλαίσιο για την ανάπτυξη μιας
γενικής θεωρίας των κβαντικών φαινομένων: «Έτσι, κάποιος μπορεί επίσης να πει:
από τη σκοπιά της αιωνιότητας (sub specie aeternitatis), μια ορισμένη σταθερότητα
στην παγκόσμια τάξη μπορεί να υπάρξει μόνο μέσα από τη διασύνδεση του κάθε
μεμονωμένου συστήματος με τον υπόλοιπο κόσμο».
13
μέρος της ενέργειάς της για να θέσει σε ταλάντωση ορισμένα από τα ηλεκτρόνια
πάνω από τα οποία περνάει έτσι ώστε να προκαλέσει μια δευτερεύουσα ακτίνα η
οποία θα ενωθεί με την αρχική».
14
και θ η γωνία του προκύπτοντος κβάντου). Το αποτέλεσμα του Debye προέβλεπε
ότι το ηλεκτρόνιο ανάκρουσης σκεδάζεται πάντοτε προς τα εμπρός σε σχέση με το
προσπίπτον κβάντο, ακριβώς όπως αν το χτυπούσε ένα κανονικό σωματίδιο, και
ότι το δευτερεύον κβάντο σκεδάζεται σε όλες τις κατευθύνσεις. Ο τύπος καθορίζει
μια σαφή σχέση ανάμεσα στις γωνίες σκέδασης του προκύπτοντος κβάντου και
του ηλεκτρονίου ανάκρουσης και αποδεικνύει ότι τα ηλεκτρόνια που τα χτυπά το
προσπίπτον κβάντο είναι πάντοτε εκείνα που αναπηδούν (δηλ. ηλεκτρόνια
ανάκρουσης), και ότι δεν υπάρχουν άλλα ηλεκτρόνια που φαίνεται ότι τα χτυπά το
προσπίπτον κβάντο.
5
Ο μετρητής Geiger είναι ένας θάλαμος ιονισμού και χρησιμοποιείται για να
ανιχνεύσει τις ποσότητες μεμονωμένων άλφα, βήτα, και γάμμα ακτίνων.
15
ηλεκτρονίου ανάκρουσης. Δοκίμασαν ακτίνες Χ με μήκη κύματος που
κυμαίνονται από 0,7 έως 0,13Å και διαπίστωσαν ότι ο λόγος του αριθμού των δύο
τύπων ιχνών, τα μακρύτερα (P) και τα βραχύτερα (R), μεταβάλλεται από 0,10 έως
0,72 όταν μεταβάλλεται το μήκος κύματος. Επίσης, διαπίστωσαν ότι ο λόγος της
ενέργειας των ακτίνων Χ για ανάκρουση και φωτοηλεκτρική απορρόφηση,
μεταβάλλεται από 0,27 έως 0,32. Με άλλα λόγια, παρόμοια με τους Bothe και
Geiger, συμπέραναν ότι τα αποτελέσματα ήταν σε ικανοποιητικό βαθμό κοντά
στην ιδέα ενός ίχνους R (δηλ. ενός ηλεκτρονίου ανάκρουσης) που δημιουργείται
για κάθε κβάντο σκεδαζόμενης ακτινοβολίας και ενός ίχνους P που δημιουργείται
από κάθε κβάντο απορροφούμενης ακτινοβολίας. Πιο σημαντικό ήταν ότι
μπορούσαν να μετρήσουν τη γωνιακή εξάρτηση ανάμεσα στο ίχνος ενός
ηλεκτρονίου (ίχνος R) και στο ίχνος που αφήνει η σκεδαζόμενη ακτινοβολία
(ίχνος P). Έτσι, μπορούσαν να εξετάσουν την ακρίβεια των προβλέψεων του
Debye για διαφορετικές γωνίες. Αν οι προβλέψεις του Debye ήταν ακριβείς, η
κατεύθυνση και το μέτρο της ορμής του ηλεκτρονίου ανάκρουσης θα πρέπει να
είναι ίσα με τη διανυσματική διαφορά μεταξύ του προσπίπτοντος και του
σκεδαζόμενου κβάντου. Αυτό ακριβώς διαπίστωσαν. Γι’ αυτό οδηγήθηκαν στην
ακόλουθη απάντηση για το εάν η ενέργεια ενός σκεδαζόμενου κβάντου ακτίνων Χ
κατανέμεται σε μια ευρεία στερεά γωνία ή εάν συνεχίζει σε μια καθορισμένη
κατεύθυνση:
«τα αποτελέσματα δεν φαίνεται να είναι συμβιβάσιμα με την άποψη των
Bohr, Kramers και Slater για στατιστική παραγωγή ηλεκτρονίων ανάκρουσης και
φωτοηλεκτρονίων. Από την άλλη, υποστηρίζουν άμεσα την άποψη ότι η ενέργεια και
η ορμή διατηρούνται στη διάρκεια της αλληλεπίδρασης μεταξύ της ακτινοβολίας και
των μεμονωμένων ηλεκτρονίων.
Τα ίχνη που αφήνονται μέσα στον θάλαμο, έδειξαν ότι οι σκεδαζόμενες
ακτίνες Χ «συνεχίζουν με τη μορφή κατευθυνόμενων κβάντων ακτινοβολούμενης
ενέργειας». Με άλλα λόγια, στις μεμονωμένες διαδικασίες, η ακτινοβολούμενη
ενέργεια διαδίδεται σε καθορισμένες κατευθύνσεις, σαν βλήμα, όχι σαν κύμα. Η
εξάρτηση από τις γωνίες που καταλαμβάνονται από το ηλεκτρόνιο ανάκρουσης και
το δευτερεύον κβάντο είναι σταθερή, όπως προβλέπει ο τύπος του Debye. Έτσι,
μόνο ορισμένες γωνίες που καταλαμβάνονται από το δευτερεύον κβάντο
«συνδυάζονται» με ορισμένες γωνίες που καταλαμβάνονται από τα ηλεκτρόνια
ανάκρουσης. Πιο συγκεκριμένα, «συνδυάζονται» με τρόπο που δείχνει ότι το
σκεδαζόμενο κβάντο «αναπηδά» σε ένα ηλεκτρόνιο και ακριβώς αυτό το
ηλεκτρόνιο, και όχι άλλο, υφίσταται ανάκρουση.»
16
σωματιδιακή υπόθεση. Ερμήνευσε τα αποτελέσματα ως ισχυρή ένδειξη για τη
διατήρηση του ασυνεχούς χαρακτήρα των μικροσκοπικών αλληλεπιδράσεων: η
ακτινοβολία κατά την αλληλεπίδρασή της με την ύλη, συμπεριφέρεται ως κλασικά
σωματίδια. Αυτός ήταν επαρκής λόγος για να θεωρήσει ο Bohr ότι είναι εντελώς
εσφαλμένη οποιαδήποτε προσπάθεια επίκλησης μιας αποκλειστικά
κυματομηχανικής εξήγησης των μικροσκοπικών συστημάτων που στοχεύει στην
αναδιατύπωση των ξεχωριστών μικροσκοπικών αλληλεπιδράσεων με συνεχείς
όρους.
Πριν από την ιστορική συνάντηση με τον Bohr, ο Schrödinger δεν είχε
πειστεί ότι τα πειράματα απέκλεισαν οποιαδήποτε ημικλασική κυματική ερμηνεία
και αντέδρασε στον υπαινιγμό του Bohr ότι ο κυματοσωματιδιακός δυισμός και η
εγκατάλειψη του νόμου της αιτιότητας αποτελούν λύση. Σε ένα γράμμα προς τον
Sommerfeld, ο Schrödinger πρότεινε ότι μια προσεκτικότερη ματιά στα οπτικά
φαινόμενα που αφορούν την αρνητική συμβολή, θα μπορούσε να προσφέρει
σημαντικές γνώσεις για τη σημασία των πειραμάτων των Compton–Simon και
Bothe–Geiger και αυτή ενδεχομένως να είναι κάτι εντελώς διαφορετικό από τον
απόρριψη των κλασικών κυμάτων. Ίσως ο Schrödinger να αναφέρθηκε στην
αμοιβαία εξουδετέρωση των κυματιδίων (στη δημοσίευσή του για το φαινόμενο
Compton), σε μια προσπάθεια να δώσει απάντηση στα επιχειρήματα του Bohr.
17
ασχολούμαστε με τις μικροσκοπικές αλληλεπιδράσεις) φαινόταν πλέον
υπερβολικό υπό το πρίσμα του σωματιδιακού χαρακτήρα των αλληλεπιδράσεων
που ανέδειξαν τα πειράματα των Bothe–Geiger και Compton–Simon. Η τροχιά
του κβάντου που αλληλεπιδρά με το ηλεκτρόνιο, είναι η τροχιά ενός κλασικού
σωματιδίου, όχι μόνο όσον αφορά στη διατήρηση του μέτρου της μεταφερόμενης
ορμής αλλά και όσον αφορά στην καθορισμένη κατεύθυνση της μεταφοράς (όπως
απέδειξαν οι Compton και Simon). Κάποιος θα μπορούσε να κάνει λόγο για ένα
κβάντο που πράγματι καλύπτει μια καθορισμένη τροχιά σε αυτές τις περιπτώσεις,
κάτι αντίθετο με τον ισχυρισμό του Schrödinger ότι «οι πραγματικοί νόμοι της
κβαντικής μηχανικής δεν αποτελούνται από καθορισμένους κανόνες για την
ξεχωριστή τροχιά». Η ιδέα του για την πολλαπλότητα των τροχιών ενός
συστήματος δεν μπορούσε να συνυπάρξει με την καθορισιμότητα του μέτρου και
την κατευθυντικότητα της ορμής του κβάντου κατά την αλληλεπίδρασή του με
την κλασική ύλη.
18
1.2.5. Συγκρίνοντας τις ερμηνευτικές προσεγγίσεις των Schrödinger
και Bohr.
19
στο οποίο συμφώνησαν: στην ανεπάρκεια της θεώρησης ύπαρξης
ολοκληρωμένων και κλασικών μικροφυσικών σωματιδιακών οντοτήτων. Ο
Schrödinger υποστήριξε ότι αυτή η έλλειψη θα έπρεπε να συνεπάγεται την
εγκατάλειψη οτιδήποτε (κλασικού) σωματιδιακού χαρακτηριστικού από την
οντολογία. Αλλά σύμφωνα με τον Bohr, τα πειράματα σκέδασης υποδείκνυαν
ξεκάθαρα ότι αυτό θα ήταν αδικαιολόγητο και ότι θα έπρεπε να θυσιαστεί η αρχή
της συνέχειας προκειμένου να αναγνωρίσει τις λεπτομέρειες των πειραματικών
αποτελεσμάτων. Αυτό με τη σειρά του, αποτέλεσε την αιτία για τη διατύπωση της
προσέγγισης της συμπληρωματικότητας.
20
1.3. Επιστημολογικά σχόλια στην ερμηνεία της Κοπεγχάγης.
Πριν προχωρήσω στην κριτική που άσκησε ο Schrödinger στη σχολή της
Κοπεγχάγης μετά το 1930, θεωρώ απαραίτητο να σκιαγραφήσω την ερμηνεία της.
8
Ο λογικός θετικισμός υποστηρίζει ότι κάθε μεταφυσική είναι χωρίς νόημα. Σύμφωνα
με την "αρχή της επαληθευσιμότητας" των θετικιστών, μια πρόταση έχει νόημα αν και μόνο
αν μπορεί να αποδειχθεί, κατ' αρχήν, ότι είναι σωστή ή λάθος με εμπειρικές μεθόδους.
Μεταφυσικές προτάσεις δεν μπορούν να αποδειχθούν με εμπειρικά μέσα οπότε και
στερούνται νοήματος. Οι επικριτές του λογικού θετικισμόυ έχουν σημειώσει ότι μιας και η
"αρχή της επαλήθευσιμότητας" δεν μπορεί και αυτή να αποδειχθεί εμπειρικά, είναι και αυτή
χωρίς νόημα.
21
μας ικανότητας, πρέπει να εισάγουμε την αρχή της συμπληρωματικότητας.
Σύμφωνα με αυτήν, η φύση του σωματιδίου είναι τέτοια που μπορούμε να την
περιγράψουμε με δύο διαφορετικούς αλλά αμοιβαία αποκλειόμενους τρόπους.
Ισχυρίστηκε ότι οι δύο τρόποι συνιστούν την οντολογία του σωματιδίου και ότι η
περιγραφή αυτή έχει νόημα αποκλειστικά στα πλαίσια του πειράματος. Το
πείραμα είναι αυτό που καθορίζει ποιος από τους δύο τρόπους περιγραφής της
κατανόησης του σωματιδίου είναι ο κατάλληλος.
Οι συσκευές μετρούν μεγέθη κλασικής οντολογίας και είναι αυτά τα
φυσικά μεγέθη που υπολογίζει ο μαθηματικός φορμαλισμός. Για παράδειγμα, η
ταχύτητα ορίζεται στα πλαίσια των κλασικών περιγραφών. Μπορεί να οριστεί με
τον ίδιο τρόπο και στον κβαντικό κόσμο; Ο Bohr λέει όχι ακριβώς αλλά υπάρχει
κάποιο κβαντικό μέγεθος που είναι ανάλογο με την ταχύτητα (αρχή της
αντιστοιχίας). Αυτό το μέγεθος μπορούμε να το ορίσουμε μόνο σε σχέση με το
πείραμα που εκτελούμε. Δηλαδή κάθε σωματίδιο δείχνει διαφορετικό πρόσωπο
ανάλογα με αυτό που θέλουμε να μετρήσουμε και με τον τρόπο που το κοιτάμε.
Για παράδειγμα, στο πείραμα των δύο σχισμών, αν κοιτάξουμε το ηλεκτρόνιο,
αυτό θα συμπεριφερθεί σαν σωματίδιο. Αν δεν το κοιτάξουμε θα συμπεριφερθεί
σαν κύμα.
Έτσι δεν έχει νόημα να ψάχνουμε για την ενιαία φύση του της κβαντικής
οντότητας. Η ερμηνεία της Κοπεγχάγης λέει ότι δεν έχει νόημα να συζητάμε για
την ερμηνεία της ψ.
Η αρχή της συμπληρωματικότητας είναι ο οντολογικός πυρήνας της
ερμηνείας της Κοπεγχάγης. Είναι ένα βήμα πέραν του θετικισμού αφού μιλά για
το «είναι» των σωματιδίων. Αλλά μάς αποτρέπει από να ζητούμε πλήρη ερμηνεία.
Στην πραγματικότητα αφήνει εκκρεμές ένα καίριο ερώτημα: Η συμπληρωματικό-
τητα είναι αρχή οντολογικής ή επιστημολογικής φύσης; Μια κβαντική οντότητα
είναι είτε κύμα είτε σωματίδιο ή μια κβαντική οντότητα μπορούμε να τη
γνωρίσουμε είτε ως κύμα είτε ως σωματίδιο; 9
9
Σε ένα πρώτο επίπεδο, το οντολογικό ενδιαφέρον μιας θεωρίας αφορά στην απόδοση
συγκεκριμένων και σαφώς προσδιορισμένων ιδιοτήτων σε μια οντότητα (οι οποίες ιδιότητες
έχουν συγκεκριμένες τιμές). Ωστόσο σε ένα δεύτερο επίπεδο το πρόβλημα μετατίθεται στο τι
σημαίνουν αυτές οι τιμές. Π.χ. τι μπορεί να σημαίνει η τιμή της ιδιοστροφορμής ενός
ηλεκτρονίου, που εμφανίζει κυματική συμπεριφορά και έχει συγκεκριμένο μήκος κύματος;
Ποιο είναι το διαισθητικό νόημα της περιστροφής ενός κύματος γύρω από τον εαυτό του; Αν
δεν υπάρχει τέτοιο νόημα, καταλήγουμε στο ότι ένα σωματίδιο είναι απλά μια σειρά από
τιμές που αποδίδονται σε μη κατανοητά μεγέθη. Το δεύτερο μέρος του οντολογικού
ζητήματος αποτελεί ουσιαστικά μεταφυσικό ερώτημα, εφ’ όσον δεν μπορεί να αποδειχθεί
εμπειρικά.
22
1.4. Η συμβολή του Schrödinger στην αντίδραση
προς τη σχολή της Κοπεγχάγης.
10
Κατά την ερμηνεία της Κοπεγχάγης, κάθε φυσικό σύστημα εκφράζεται μέσω της
κυματοσυνάρτησής του και πριν το μετρήσουμε βρίσκεται σε μία κατάσταση υπέρθεσης. Δεν
είναι προσδιορίσιμο δηλαδή σε τι κατάσταση βρίσκεται το σύστημα (αν βρίσκεται σε κάποια
κατάσταση) εφ όσον δεν το μετρήσουμε. Τη στιγμή της μέτρησης συμβαίνει η κατάρρευση
της κυματοσυνάρτησης, το σύστημα δηλαδή 'αιχμαλωτίζεται' από τη μέτρησή μας κι εκείνη
τη στιγμή μας αποκαλύπτει τη φύση και την ταυτότητά του. Κάποιοι μάλιστα έφτασαν στο
σημείο να πουν ότι η κατάρρευση προϋποθέτει την παρουσίας ενός παρατηρητή με
συνείδηση.
Αυτή η απροσδιοριστία ενός φυσικού συστήματος πριν την παρατήρηση ξένιζε στους
Einstein και Schrödinger, ο οποίοι θεωρούσαν πως τα πράγματα έχουν ιδιότητες πριν ακόμη
τα μετρήσουμε.
11
Το πείραμα Ε.P.R. αποδείκνυε ότι αν η Κοπεγχάγεια κβαντική ερμηνεία είναι σωστή,
τότε μπορούμε να παράγουμε δύο σωματίδια που να είναι συσχετισμένα μεταξύ τους ώστε να
συμβαίνει το εξής: Κάνοντας μια μέτρηση στο ένα από τα δύο συζευγμένα σωματίδια
(δηλαδή δύο σωματίδια που έχουν την ίδια κυματοσυνάρτηση – κβαντική συσχέτιση), τότε
κατά τη μέτρηση του ενός (κατά την οποία μια ιδιότητά του παίρνει συγκεκριμένη τιμή), η
ιδιότητα αυτή αναγκάζεται να πάρει συγκεκριμένη τιμή και στο δεύτερο σωματίδιο. Μάλιστα
ο εξαναγκασμός αυτός γίνεται ακαριαία, όσο μεγάλη και να είναι η απόσταση που χωρίζει τα
δύο σωματίδια (Αυτό έμοιαζε να παραβιάζει την αρχή της θεωρίας της σχετικότητας για
μέγιστη ταχύτητα c. Ωστόσο αυτό δεν συμβαίνει εφ’ όσον μεταφέρεται πληροφορία χωρίς τη
μεσολάβηση σήματος). Αν μπορεί να συμβεί αυτό, τότε μπορούμε στο πρώτο μεν σωματίδιο
να μετρήσουμε την ορμή του και στο δεύτερο τη θέση του. Έτσι είναι δυνατόν να ξέρουμε
και την θέση και την ορμή και των δύο σωματιδίων ταυτόχρονα, κάτι το οποίο δεν
επιτρέπεται από τη θεωρία. Άρα η Κοπεγχάγεια κβαντική ερμηνεία είναι λανθασμένη.
23
τι είναι πραγματικό τον οποίον ο Schrοdinger πιθανότατα αποδεχόταν πλήρως,
δεδομένης και της σχετικής αλληλογραφίας του με τον Einstein. Με αφορμή την
δημοσίευση EPR ο Schrοdinger υποκινήθηκε για να γράψει δύο τεχνικά άρθρα
και ένα μακροσκελές μη μαθηματικό άρθρο, που εξηγεί λεπτομερώς τις
αντιρρήσεις του στην Κοπεγχάγεια ερμηνεία. Στο τελευταίο χρησιμοποιεί μερικά
από τα αποτελέσματα των δύο πρώτων άρθρων αλλά περιέχει πολλά περισσότερα.
Είναι γνωστό ως το άρθρο της γάτας του Schrοdinger, παρ’ ότι αναφορά στη γάτα
του βρίσκεται μόνο σε μια δευτερεύουσα παρατήρηση μιας παραγράφου. Αυτά τα
τρία άρθρα εμφανίστηκαν λίγους μήνες μετά από την δημοσίευση EPR.
Η απάντηση του Bohr ήταν ότι η ύπαρξη ενός σωματιδίου και κατ’ επέκταση μιας
φυσικής ιδιότητας (όπως η θέση και η ορμή) είναι συνιφασμένη με μια πράξη μέτρησης. Εφ’
όσον στο δεύτερο σωματίδιο δεν κάνουμε μέτρηση, το να λέμε ότι η ορμή του ή η θέση του
είναι γνωστές, είναι κάτι που δεν έχει νόημα. Γιατί η θέση και η ορμή έχουν νόημα μόνο
μέσα από την πράξη της μέτρησης..
Στην πραγματικότητα όμως η κατάρριψη του επιχειρήματος του Einstein έγινε το 1982
όταν ο Aspect πραγματοποίησε το περίφημο νοητικό πείραμα το οποίο δικαίωσε πλήρως τις
προβλέψεις της Κοπεγχάγειας κβαντικής ερμηνείας. Πριν από το πείραμα, το 1964 ο Bell
απέδειξε το περίφημο θεώρημά του, σύμφωνα με το οποίο για να είναι μια θεωρία τοπική
πρέπει να υπακούει σε μια σειρά ανισοτήτων. Στα κβαντικά φαινόμενα παραβιάζονται αυτές
οι ανισότητες κι επομένως η κβαντική θεωρία που τα περιγράφει είναι μη τοπική. Τα
πειράματα επιβεβαιώνουν την παραβίαση των ανισοτήτων του Bell. Όλα αυτά φαίνεται πως
δείχνουν ότι η κλασική αντίληψη για τα πράγματα δεν μπορεί να εφαρμοστεί στον
μικρόκοσμο.
24
πραγματικότητας τον οποίο υποστήριζε ο Einstein.
Ούτε Schrodinger ούτε ο Einstein δεν ήταν διατεθειμένοι να δεχτούν την
κβαντική συσχέτιση. Τα δύο άρθρα του Schrοdinger είχαν το στόχο αυτήν την
απαράδεκτη, για αυτόν, έννοια. Στα άρθρα έδειξε ότι μπορεί κανείς να
κατασκευάσει αρκετά περίπλοκες κυματικές συναρτήσεις, και μπορεί να
επινοήσει τέτοιες μετρήσεις, έτσι ώστε μια μέτρηση στο μόριο 1 να αναγκάσει το
μόριο 2 (που βρίσκεται σε μια αυθαίρετη απόσταση) για να πάει σε οποιοδήποτε
αυθαίρετα επιλεγμένη κατάσταση (μέσα σε φυσικά πλαίσια) με μια πεπερασμένη
πιθανότητα. Ο Schrοdinger μιλά για αλληλεπίδραση από απόσταση και το θέτει
ως εξής: «Είναι μάλλον ανησυχητικό το ότι η θεωρία επιτρέπει να οδηγηθεί ή να
κατευθυνθεί ένα σύστημα σε μια άλλη κατάσταση από τον πειραματιστή, παρά το
ότι ο πειραματιστής δεν έχει καμία πρόσβαση σε αυτό». Η μη τοπικότητα ήταν
απαράδεκτη για τον Schrοdinger και απέδωσε αυτήν την «εμπλοκή» στην μη
πληρότητα της κβαντικής μηχανικής.
Το φαινόμενο της κβαντικής συσχέτισης βρισκόταν και στη βάση του
άρθρου EPR, αλλά ο Schrοdinger προχώρησε τις σκέψεις αυτές πολύ πιο μακριά
στα δικά του άρθρα. Περιέλαβε αυτό το ζήτημα και στο άρθρο του «Η παρούσα
κατάσταση της κβαντικής μηχανικής». Το άρθρο αρχίζει με την παρατήρηση ότι η
κβαντική μηχανική υποστηρίζει ότι η αιτιοκρατία είναι αδύνατη κι έτσι (κατά τον
Schrοdinger) τίθεται το ζήτημα της πραγματικότητας. Δεν μπορούσε να αποδεχθεί
ότι η πραγματικότητα μπορεί να μην είναι αιτιοκρατική, τουλάχιστον σε επίπεδο
αρχών (όπως συμβαίνει στη στατιστική μηχανική). Επιπλέον, δεδομένου το ότι
μόνο ένα κλασσικό μέγεθος από δύο συζυγή μεγέθη μπορεί να έχει ακριβή τιμή σε
κάποια χρονική στιγμή (π.χ. είτε η θέση x, είτε η ορμή p), αναρωτήθηκε μήπως το
άλλο είναι μη πραγματικό. Δεν μπορούσε να δεχτεί την ύπαρξη μιας «θολωμένης
πραγματικότητας». Αναρωτιέται: πώς θεωρούμε ότι οι «θολωμένες μεταβλητές»
είναι πραγματικές χωρίς η θεωρία να μας λέει τι είναι; Έτσι καταλήγει να
υποστηρίξει ότι το «θόλωμα» είναι αδύνατο.
Υποστηρίζει ότι αυτό που περιγράφεται ως θολωμένο πρέπει να αποδοθεί
στην πραγματικότητα επειδή έχει μακροσκοπικά απτές επιδράσεις. Παρουσιάζει
δύο παραδείγματα: την αποσύνθεση των σωματιδίων α και την περίφημη γάτα
του.
Στην αποσύνθεση των σωματιδίων α έχουμε ένα σφαιρικό κύμα που
προκύπτει από τον πυρήνα (την θολωμένη περιγραφή του σωματιδίου). Αλλά
οποιαδήποτε συσκευή ανίχνευσης θα εντοπίζει το σωματίδιο σε ακριβώς ένα
σημείο (η κλασσική περίπτωση του εντοπισμού ενός σωματιδίου). Δεδομένου ότι
το μόριο είναι επομένως πραγματικό, δεν πρέπει να περιγραφεί ως θολωμένο.
Γιατί έτσι η κβαντική μηχανική παρέχει μια ανεπαρκή περιγραφή.
25
κοιτάξουμε στο εσωτερικό του κουτιού και δούμε τι έγινε. Αυτά κατά τον
Schrodinger είναι γελοιότητες κι επομένως συμπεραίνει ότι η Κοπεγχάγεια
ερμηνεία πρέπει να απορριφτεί.
Στη συνέχεια κατηγορεί την Κοπεγχάγεια ερμηνεία ότι προσπαθεί να
απαντήσει το ζήτημα του «θολώματος» με ένα επιστημολογικό τέχνασμα: Δέχεται
μόνο αυτό που είναι άμεσα αισθητό και απαξιώνει τα θέματα οντολογίας που
προκύπτουν (ακραίος εμπειρισμός).
12
Η αντίληψη ότι ένα σύνολο είναι κάτι πολύ περισσότερο από το άθροισμα των μερών
του.
26
1.5. Η αναβίωση της κυματομηχανικής περιγραφής
του Schrödinger, το 1935.
13
Φαίνεται ότι ο Schrödinger υιοθέτησε μια ιδέα παρόμοια με εκείνη που πρότεινε ο
Mott το 1929. Ο Mott, στη δημοσίευσή του, ασχολήθηκε με το είδος των δυσκολιών που είχε
επισημάνει ο Bohr, και έκανε μια πρόταση για το πώς «οι πιο αντιπροσωπευτικές
σωματιδιακές ιδιότητες της ύλης μπορούν να εξαχθούν από την κυματομηχανική».
14
Στο πλαίσιο της κυματομηχανικής, η σχέση ανάμεσα στη συσκευή μέτρησης και το
παρατηρούμενο σύστημα περιγράφεται ως μια «ακολουθία-κατάλογος κάποιων προσδοκιών-
προβλέψεων» (catalog of expectations) που μπορεί να διακοπεί σε διαφορετικά σημεία με
διαφορετικούς τρόπους (δηλ. ακολουθώντας διαφορετικές «προετοιμασίες» του συστήματος)
και έτσι, το σύστημα να καταλάβει διαφορετικές καταστάσεις.
27
παρατήρησης, στις κλασικές σωματιδιακές ιδιότητες των ηλεκτρονίων ή των
σωματίων α που αποτελούν το συγκεκριμένο σύστημα.
28
μιλήσουμε μόνο για τη «διαμήκη» σύνδεση και για μια καθορισμένη κατεύθυνση
κατά μήκος της οποίας ταξιδεύει το προσπίπτον κβάντο. Κι επομένως να
θεωρήσουμε ότι σε σχέση με την κατεύθυνση αυτήν αποβάλλεται το ηλεκτρόνιο
ανάκρουσης (κρίνοντας με βάση τη γωνιακή εξάρτηση) όπως αποβάλλεται ένα
συνηθισμένο σωματίδιο. Η γωνιακή εξάρτηση που αφορά στις γωνίες που
καταλαμβάνει το ηλεκτρόνιο ανάκρουσης και το δευτερεύον κβάντο, υποδεικνύει
την ύπαρξη μιας αλληλεπίδρασης που λαμβάνει χώρα σε μια καθορισμένη
κατεύθυνση (δηλ. πρέπει να χρησιμοποιήσουμε μόνο μια νομοτελειακή,
«διαμήκη» σύνδεση). Αυτό αποτελεί μια συνηθισμένη, κλασική, αιτιώδη
αλληλεπίδραση. Σε αυτήν την περίπτωση, η «εγκάρσια» σύνδεση ως ένα από «τα
δύο συμπληρωματικά χαρακτηριστικά των επιφανειών [ή φάσεων] του κύματος
και των κάθετων διανυσμάτων ή ακτίνων», είναι παρατηρησιακά ατεκμηρίωτη. Η
απάντηση του Bohr στην ερώτηση «Γιατί να κάνουμε λόγο για σωματίδια όταν
επαρκούν τα κύματα;» είναι ότι η «εγκάρσια» σύνδεση δεν εκδηλώνεται στα
πειράματα σκέδασης. Για αυτόν, αυτό είναι επαρκής λόγος για να εισάγουμε μια
σωματιδιακή πλευρά στην οντολογία. Επιπλέον, η πρόταση του Mott ότι «η
ερμηνεία της κυματοσυνάρτησης θα πρέπει απλά να μας δώσει την πιθανότητα το
τάδε άτομο να ιονιστεί», μπορεί να είναι αυθαίρετη, αφού τα κβάντα είναι
υπερβολικά καλά οργανωμένα για να είναι τυχαία.
Στα τέλη της δεκαετίας του ’40 και στις αρχές της δεκαετίας του ’50, ο
Schrödinger έδωσε στο Δουβλίνο, ένα σεμινάριο σχετικά με την κβαντική
μηχανική, στα πλαίσια μιας προσπάθειας να αποσαφηνίσει τα εννοιολογικά
ερείσματα της αναβιωμένης κυματομηχανικής περιγραφής του και να συμβιβάσει
φαινομενικά δυσμενή πειραματικά αποτελέσματα. Το σεμινάριο επιβεβαιώθηκε η
συνεχής προσκόλληση του Schrödinger σε μια κυματομηχανική περιγραφή. Ο
29
Schrödinger υποστήριξε ρητά ένα είδος ολισμού που προέρχεται από αυτήν, ως
την απόλυτη περιγραφή του μικροφυσικού κόσμου και επέκρινε την
προσκόλληση των ατομιστών στα κβαντικά άλματα και στην ασυνέχεια. Πρότεινε
ότι αυτό που οι ατομιστές θεωρούν ως εναλλακτικές εμφανίσεις, στο ατομικό
επίπεδο θα πρέπει να γίνει αντιληπτό ως ταυτόχρονα συμβάντα που ακολουθούν
τον κυματομηχανικό φορμαλισμό. Αλλά το γεγονός ότι δεν δημοσίευσε ποτέ
αυτές τις πραγματείες ενδεχομένως να υποδηλώνει ότι εξακολουθούσε να έχει
σοβαρές αμφιβολίες σχετικά με τα συμπεράσματά του και ότι για την περίοδο
εκείνη, η πειραματικά προερχόμενη ερμηνεία του Bohr φαινόταν πιο αποδεκτή.
30
1.6. Απόπειρες κατανόησης και ερμηνείας
για τη γάτα του Schrodinger. 15
15
Μπαίνω στον πειρασμό να παραθέσω το σχόλιο διαμαρτυρίας ενός αναγνώστη της
εφημερίδας "The Guardian" (GBR), το οποίο δημοσιεύτηκε σε αυτήν: «Disregarding the
metaphysical aspects of Schrodinger's cats, (Letters, April 28) I must protest at the use of
(possibly live) animals for experiments such as these. I urge readers to boycott whatever
product this research is leading to». Ομολογώ πως δεν έδειξα τη δέουσα ευαισθησία…
16
Κατά τη θεωρία του Bohm υπάρχουν μόνο σωματίδια που έχουν πάντα καθορισμένη
θέση και ταχύτητα. Κάθε σωματίδιο εξαρτάται από ένα κύμα με ιδιαίτερες ιδιότητες. (Η
φυσική υφή του κύματος μένει απροσδιόριστη). Το κύμα αυτό καθοδηγεί την πορεία των
σωματιδίων ενημερώνοντάς τα ακαριαία για το τι θα βρουν στο δρόμο τους.
Για αν εκφράσει και μαθηματικά την άποψή του ο Bohm, μετέγραψε την εξίσωση
Schrödinger σε πολικές συντεταγμένες, οπότε εμφανίστηκε ένας όρος που δεν είναι δυνατόν
να υπολογιστεί. Ο όρος αυτός θεωρήθηκε ότι εκφράζει ένα κβαντικό δυναμικό που
περιγράφει το καθοδηγητικό κύμα (pilot wave). Την αδυναμία υπολογισμού την θεωρεί ο
Bohm προσωρινή και την συσχετίζει με κάποιες κρυφές μεταβλητές τις οποίες, προς το
παρόν, δεν γνωρίζουμε αλλά που ενδέχεται να υπολογίσουμε στο μέλλον. Το κύμα καθοδηγεί
με ακρίβεια τις τροχιές των σωματιδίων, αλλά αυτές δεν μπορούν να υπολογιστούν με
ακρίβεια γιατί εμφανίζουν μια στατιστική κατανομή που περιγράφεται από την εξίσωση
Schrödinger. H θεωρία λοιπόν μπορεί να είναι ντετερμινιστική, αλλά υπεισέρχεται η
απροσδιοριστία (λόγω της αρχής της απροσδιοριστίας του Heisenberg) με αποτέλεσμα οι
μετρήσεις να εμφανίσουν μια στατιστική κατανομή (όπως και στην κλασική
κβαντομηχανική).
31
Η απάντηση του Bohr ήταν ότι δεν έχει σημασία: Το μόνο συμπέρασμα
είναι ότι όταν ανοίξει κάποιος το κουτί, η γάτα θα είναι είτε νεκρή είτε ζωντανή.
Δεν υπάρχει λόγος να αναρωτιόμαστε τι μπορεί να σημαίνει μια μισο-ζωντανή,
μισο-πεθαμένη γάτα, από τη στιγμή που κανείς δε μπορεί να την παρατηρήσει. Η
γάτα που θα δει κάποιος θα είναι αμετάκλητα είτε ζωντανή είτε νεκρή. Σε αυτήν
την απάντηση του Bohr ταιριάζει απόλυτα η ένσταση του Schrodinger προς την
Κοπεγχάγεια ερμηνεία: ότι προσπαθεί να απαντήσει στα καίρια ζήτημα
οντολογίας που προκύπτουν με ένα επιστημολογικό τέχνασμα.
17
Το ότι το φωτόνιο χτύπησε το φίλτρο δεν σημαίνει ότι έγινε μια κβαντική μέτρηση;
32
την ομάδα των ζωντανών καταστάσεων της γάτας και τις συνδυάζουμε
μαθηματικά σε μία μοναδική κατάσταση υπέρθεσης η οποία περιέχει τις δύο
πιθανότητες. Είναι το ανάλογο με το να συνδυάζουμε κβαντικές καταστάσεις
φωτονίων με οριζόντιες και κάθετες πολώσεις ώστε να παρουσιάσουμε το
φωτόνιο σε μία ενδιάμεση κατάσταση.
33
Θεωρίες κατάρρευσης (Collapse theories).
Το κεντρικό πρόβλημα που επιχειρούν να αντιμετωπίσουν οι θεωρίες
κατάρρευσης είναι το πρόβλημα της κβαντικής μέτρησης. Υποστηρίζουν ότι δεν
υπάρχουν καθαρά κβαντικές καταστάσεις που κάποια στιγμή καταρρέουν, αλλά
ότι η κατάρρευση είναι ένα διαρκές φαινόμενο που συμβαίνει με συγκεκριμένο
ρυθμό στη μονάδα του χρόνου και του όγκου. Π.χ. ένα σωματίδιο που όταν είναι
σε κβαντική κατάσταση δεν είναι σαφώς εντοπισμένο, έχει την αυθόρμητη τάση
να χάσει την κβαντική του κατάσταση και να μεταπέσει σε μια σαφώς
εντοπισμένη, ανεξάρτητα από την ύπαρξη αλληλεπίδραης. Η τάση αυτή έχει
στατιστικό χαρακτήρα, με μια κατανομή πιθανότητας τύπου «καμπάνας». Ο
ρυθμός των εντοπισμένων κτυπημάτων (hittings) είναι έτσι καθορισμένος ώστε
για ένα μεμονωμένο σωματίδιο η πιθανότητα εντοπισμού να είναι πάρα πολύ
μικρή. Αντιθέτως, για ένα μακροσκοπικό σώμα που αποτελείται από τεράστιο
αριθμό σωματιδίων, ο ρυθμός αυτός είναι έτσι τέτοιος ώστε πάντα το συντριπτικά
μεγαλύτερο ποσοστό από αυτόν τον τεράστιο αριθμό να είναι εντοπισμένο. Γι’
αυτό και τα μακροσκοπικά αντικείμενα τα βλέπουμε εντοπισμένα.
Μια άλλη ερμηνεία για τη «κβαντική γάτα» αποδέχεται και τις δυο
κβαντικές συναρτήσεις και υποθέτει ότι και οι δύο γάτες είναι πραγματικές.
Υπάρχει δηλαδή μια ζωντανή γάτα και υπάρχει ταυτόχρονα και μια νεκρή γάτα.
Οι δύο γάτες όμως βρίσκονται σε διαφορετικούς κόσμους. Το ραδιενεργό υλικό
στο εσωτερικό του κουτιού δεν επρόκειτο συγχρόνως να είχε αποσυντεθεί και να
μην είχε, αλλά τα έκανε και τα δυο: στον έναν κόσμο αποσυντέθηκε και στον
άλλον όχι. Δημιουργήθηκαν δύο καταστάσεις: στη μία το ραδιενεργό άτομο
αποσυντέθηκε και η γάτα πέθανε, ενώ στην άλλη το άτομο δεν αποσυντέθηκε και
η γάτα είναι ζωντανή. Το σενάριο μοιάζει σαν επιστημονική φαντασία, αλλά έχει
σοβαρούς υποστηρικτές και βασίζεται στις μαθηματικές εξισώσεις της
κβαντομηχανικής.
34
Η ερμηνεία αυτή αρνείται το γεγονός της κατάρρευσης και, για να
αποφύγει την ανάγκη της, θεωρεί ότι όλες οι δυνατές καταστάσεις που περιγράφει
η κυματοσυνάρτηση αποτελούν ανεξάρτητες μεταξύ τους φυσικές
πραγματικότητες (ενώ στην Κοπεγχάγεια κβαντομηχανική αποτελούν
υπερθέσεις). Κατά συνέπεια κάθε φορά που συμβαίνει ένα κβαντικό γεγονός,
έχουμε έναν πολλαπλασιασμό του φυσικού κόσμου (θεωρίες των πολλών
κόσμων). Έτσι δεν μιλούμε για το σύμπαν αλλά για το πολυσύμπαν
(Multiuniverse).
Σε μερικές από αυτές η υπόθεση των πολλών κόσμων
αντικαταστάθηκε από την υπόθεση των πολλών ιστοριών του ίδιου κόσμου ή των
πολλών καταστάσεων του μυαλού του παρατηρητή ή μιας relational quantum
mechanics. Οι ερμηνείες αυτές είναι παράξενες αλλά έχουν τα υποστηρικτικά
τους επιχειρήματα που από μαθηματική και φυσική άποψη είναι ισάξια των
άλλων ερμηνειών. Όμως λόγω της αισθητικής τους και κάποιων αδυναμιών τους
δεν έχουν πολλούς υποστηρικτές. Να σημειώσω ότι σύμφωνα με αυτές δεν είναι
δυνατή καμία επικοινωνία μεταξύ των διαφόρων συμπάντων του Multiuniverse.
Στα μακροσκοπικά συστήματα, λοιπόν, για τον έναν ή τον άλλον λόγο,
φαίνεται να εξασφαλίζεται τη διατήρηση της κλασσικής εικόνας. Το ερώτημα
είναι αν θα μπορούσε κάποιος να προετοιμάσει μεσοσκοπικά συστήματα- κάπου
ανάμεσα στο μακροσκοπικό και μικροσκοπικό- στα οποία η απώλεια συμφωνίας
να συμβαίνει μεν, αλλά αρκετά αργά ώστε να την παρατηρήσουμε. Μέχρι
πρόσφατα μπορούσε να το φανταστεί κανείς αυτό μόνο σαν νοητικό πειράματα.
Όμως η πρόοδος της τεχνολογίας έχει κάνει κάποια από αυτά τα πειράματα
πραγματοποιήσιμα.
18
Detection of a Schrodinger's Cat State in an rf-SQUID. Jonathan R. Friedman, Vijay
Patel, W. Chen, S. K. Tolpygo & J. E. Lukens. Department of Physics and Astronomy, The
State University of New York at Stony Brook, (April 19, 2000).
35
Τα αποτελέσματα των πειραμάτων είναι ακριβώς όπως προβλέπονται με να
υποθέσουν ότι το σύστημα είναι σε μιά μακροσκοπική υπέρθεση των
καταστάσεων. Η διαφορά μεταξύ των δύο καταστάσεων αντιστοιχεί σε ένα ρεύμα
2 έως 3 microamps ή σε μια μαγνητική ορμή των 10 δισεκατομμυρίων κατά Bohr
magnetons, η οποία είναι "αληθινά μακροσκοπική" σύμφωνα με τον Friedman.
36
1.7. Οι θέσεις του Schrοdinger για την κβαντομηχανική,
ιδωμένες σήμερα.
Στα εικοσιπέντε χρόνια που παρήλθαν μεταξύ του χρόνου έγραψε την
κριτική του 1935 και τον θανάτου του, ο Schrοdinger προσπάθησε μάταια για να
βελτιώσει την ερμηνεία της κβαντικής μηχανικής που πρότεινε. Δεν είχε ποτέ
αμφιβολία ότι μια τέτοια βελτίωση είναι δυνατή και ότι οι βασικές φιλοσοφικές
απόψεις του θα επιβεβαιώνονταν τελικά.
Από τη σημερινή πλεονεκτική θέση, μπορεί κανείς να θεωρήσει την
κριτική που άσκησε ο Schrοdinger στην Κοπεγχάγεια ερμηνεία ως ξεπερασμένη.
Αυτή η θεώρηση όμως θα ήταν βιαστική και, για να καταδείξω αυτό το σημείο, θα
συγκρίνω εν συντομία την κριτική του Schrοdinger με την τωρινή κατανόηση που
έχουμε για την κβαντική μηχανική.
Αρκετοί επιστήμονες έχουν και σήμερα μια εμπειριστική-
ινσρουμενταλιστική άποψη για την επιστήμη. Ωστόσο αυτή η άποψη ήταν πιο
δημοφιλής τις δεκαετίες του '20 και του '30, όταν κυριαρχούσε ο λογικός
θετικισμός στη φιλοσοφία της φυσικής. Σήμερα πολλοί επιστήμονες δεν
υποστηρίζουν τον θετικισμό. Ως προς αυτή την ένστασή του, λοιπόν, πολλοί θα
συμφωνούσαν.
Είναι λίγοι οι φυσικοί σήμερα που πιστεύουν ότι υπάρχει μια ελλοχεύουσα
αιτιοκρατική δομή στην κβαντική μηχανική. Αυτή η ερμηνεία βασίστηκε εν μέρει
σε μια ερμηνεία του Madelung και αναπτύχθηκε περαιτέρω και υποστηρίχτηκε
έντονα από τον David Bohm και μερικούς από ακόλουθούς του. Είχε μια σοβαρή
«ήττα» από πρόσφατα πειράματα15 αλλά δεν έχει αποκλειστεί μέχρι σήμερα
εμπειρικά ή λογικά. Η αλήθεια είναι ότι ούτε ο Schrοdinger, ούτε ο Einstein
υποστήριξαν ποτέ μια ερμηνεία κρυφών μεταβλητών, παρ’ ότι υποστήριζαν την
αιτιοκρατία.
Οι περισσότεροι φυσικοί δεν έχουν μια σαφή και συνεπή θεώρηση πάνω
στο θέμα της ερμηνείας της κβαντομηχανικής. Πιστεύουν σε ένα μίγμα
ινσρουμενταλισμού και ρεαλισμού και θα δυσκολεύονταν να δώσουν
ικανοποιητικές απαντήσεις στις ερωτήσεις που έθεσε ο Schrοdinger. Αλλά ακόμη
και εκείνοι που έχουν εργαστεί στα θεμέλια της κβαντικής μηχανικής
αναγνωρίζουν ότι ακόμα και σήμερα μερικές ερωτήσεις που έχουν τεθεί από τον
Schrοdinger παραμένουν εκκρεμείς. Για παράδειγμα, η κατάρρευση της
κυματοσυνάρτησης δεν έχει γίνει ακόμη πλήρως κατανοητή, παρ’ ότι υπάρχουν
διάφορες φαινομενικά λογικές προτάσεις.
37
μεγαλύτερη πιθανότατα να το πετύχει μακροπρόθεσμα. Ας τον συγκρίνουμε με τις
θέσεις του Schrοdinger.
Η ερμηνεία της κυματικής συνάρτησης ως περιγραφή δυνατοτήτων
προτάθηκε αρχικά από τον Heisenberg. Αφότου ο Schrοdinger αναγκάστηκε να
παραιτηθεί από την αρχική κλασσική κυματική ερμηνεία του, μπορούμε να
υποθέσουμε ότι θα δεχόταν την ερμηνεία περί πιθανότητας του Born. Αυτό,
βέβαια, υπό τον όρο ότι η πιθανότητα δεν γίνεται κατανοητή με όρους
απροσδιοριστίας σε επίπεδο αρχής και ότι οι αντιρρήσεις του σχετικά με τη
συσχέτιση και το «θόλωμα» θα μπορούσαν να επιλυθούν ικανοποιητικά. Κατά
συνέπεια, μετά από 1927 Schrοdinger θα μπορούσε να είχε δεχτεί την θεώρηση
του Heisenberg περί δυνατοτήτων, υπογραμμίζοντας όμως ότι η κβαντική
μηχανική δεν είναι πλήρης και επομένως δεν είναι μια θεμελιώδης περιγραφή.
Ο Schrοdinger βέβαια δεν ήξερε για την πειραματική επιβεβαίωση της
συσχέτισης19. Κατά την ερμηνεία του κβαντικού ρεαλισμού, αυτά τα εμπειρικά
αποτελέσματα μας αναγκάζουν να αποδεχτούμε την έννοια της μη
διαχωρησιμότητας παρ’ ότι η τελευταία είναι κάπως αντιδιαισθητική.
Απομακρυσμένα και μη αλληλεπιδρώντα συστατικά ενός κβαντικού συστήματος
που περιγράφονται από συσχετισμένη κυματική συνάρτηση είναι μη διαχωρίσιμα:
Ενεργούν ως ένα σύστημα υπό την έννοια ότι μια μέτρηση σε ένα από τα
συστατικά έχει επιπτώσεις σε ολόκληρο το σύστημα (μη τοπική φύση του
συστήματος). Η ανησυχία ότι έτσι η ειδική σχετικότητα παραβιάζεται
αποδεικνύεται τελικά αβάσιμη. Μπορεί να αποδείξει κανείς ότι για τη συσχέτιση
δεν απαιτούνται ταχύτητες σημάτων γρηγορότερες από το φως γιατί, απλά, δεν
περιλαμβάνεται κανένα σήμα (καμία ενεργειακή μεταφορά). Η «οδήγηση από
απόσταση» του Schrοdinger είναι επομένως πειραματικό γεγονός που πρέπει να
περιληφθεί στην ερμηνεία. Παρ’ ότι θα ήταν αντιδιαισθητικό για τον Schrοdinger,
είναι μάλλον βέβαιο πως υπό τα αδιάσειστα εμπειρικά στοιχεία που έχουμε
σήμερα και των μαθηματικών αποδείξεων, θα αναγκαζόταν να αποδεχτεί τη μη
διαχωρησιμότητα και την κβαντική συσχέτιση.
Τέλος, εφ’ όσον αναζητούμε μια ρεαλιστική ερμηνεία, πρέπει να αποδοθεί
μια οντολογία στην έννοια του «θολώματος», τη δυσκολότερη νέα έννοια. Για
αυτόν τον λόγο, δεν υπάρχει άλλη επιλογή από το να δεχτούμε μια νέα κατηγορία
οντότητας: Το σφαιρικό κύμα που προκύπτει από τον πυρήνα περιγράφει ένα
19
Το 1982, μια ομάδα με επικεφαλής τον Αλαίν Ασπέ στο Πανεπιστήμιο του Παρισιού,
στη Γαλλία, ολοκλήρωσε μια σειρά πειραμάτων που είχαν σχεδιαστεί για την καταγραφή της
κβαντικής πραγματικότητας. Το πείραμα αφορούσε στη συμπεριφορά δύο φωτονίων, που
κινούνται από μία πηγή προς αντίθετες κατευθύνσεις. Τα δυο φωτόνια της ίδιας πηγής
μπορούν να παρατηρηθούν από δύο ανιχνευτές οι οποίοι μετρούν πολικότητα. Τα δύο
φωτόνια εκπέμπονται ταυτόχρονα κι επομένως οι πολικότητές τους είναι συσχετισμένες. Τα
αποτελέσματα του πειράματος έδειξαν, λοιπόν, ότι η μέτρηση που γίνεται πάνω στο ένα
φωτόνιο είχε ακαριαία επίδραση στο άλλο και επομένως επιβεβαιώθηκε η μη τοπικότητα της
φύσης. Κάποια αλληλεπίδραση συνδέει τα φωτόνια, χωρίς να μπορεί να εξιχνιαστεί, παρόλο
που κινούνται σε αντίθετες κατευθύνσεις με την ταχύτητα του φωτός. Τα σωματίδια φαίνεται
ότι είναι αδιάρρηκτα συνδεδεμένα, καθένα ενήμερο του τι συμβαίνει στα άλλα ανά πάσα
στιγμή. Ένα άλλο σημαντικό αποτέλεσμα ήταν ότι δεν βρέθηκε το είδος συσχετισμού που
προβλέπεται από τη θεωρία των κρυφών μεταβλητών.
38
πραγματικά υπάρχον σωμάιο α σε «θολωμένη» κατάσταση (χωρίς συγκεκριμένη
θέση). Η κατάσταση αλλάζει σε εντοπισμένη όταν το σωμάτιο ανιχνευτεί. Το
«θόλωμα» της θέσης δεν ακυρώνει την πραγματική ύπαρξη ενός κβαντικού
σωματιδίου, το οποίο είναι ουσιαστικά ένα σημειακό σωματίδιο. Αυτό έρχεται σε
αντίθεση με την κλασσική ερμηνεία στην οποία δεν μπορεί να εμφανιστεί τέτοιο
θόλωμα για πραγματικά σωμάτια, ακόμα κι αν ενδέχεται στην πράξη να μην
είμαστε σε θέση να το εντοπίσουμε (όπως π.χ. στην κλασσική στατιστική
μηχανική). Παρόμοιες δηλώσεις ισχύουν για άλλες ιδιότητες (εκτός από τη θέση)
που μπορεί να παρουσιάσουν «θόλωμα».
Αυτή είναι μια νέα έννοια που ο Schrοdinger δύσκολα θα είχε αποδεχτεί. Η
κλασσική εικόνα που είχε για τον κόσμο μάλλον ήταν πολύ καλά θεμελιωμένη
μέσα του για να το κάνει. Ωστόσο, από όσα είδαμε μέχρι τώρα, η διεισδυτική του
κριτική ήταν πολύ καίρια και η διορατικότητά του ήταν βαθύτερη από αυτή των
περισσότερων φυσικών της εποχής του.
39
2. Οι αντιλήψεις του Schrodinger για το «Τι είναι η ζωή;».
2.1. Εισαγωγή
40
συναρπαστικές υποθέσεις που έκανε στηρίζονταν σε παρανοήσεις ή ελλειπή
ενημέρωση, όπως θα δούμε στη συνέχεια.
Ωστόσο μια τέτοια προσέγγιση θα ήταν ανιστορική. Και επιπλέον πρέπει να
θυμόμαστε ότι ο Schrodinger δεν ήταν βιολόγος. Το ενδιαφέρον του για τη
βιολογία προήλθε από την επιθυμία του για μια ευρεία, συνολική επιστημονική
γνώση του κόσμου. Ο Schrodinger, που αισθάνθηκε την ανάγκη να γράψει για το
πνεύμα και την ύλη, την ελεύθερη βούληση και η φύση της συνείδησης, δύσκολα
θα αδιαφορούσε για τη φύση του φαινομένου της ζωής.
Σε αυτές τις διαλέξεις ο Schrodinger μοιάζει να αποσιώπησε υποθέσεις που
έκαναν (ακόμη και τότε) η βιολογία και η χημεία προκειμένου να αναρωτηθεί ως
φυσικός πώς οι νόμοι της φυσικής αφορούν όσα συμβαίνουν σε ένα ζωντανό
κύτταρο. Όπως αναφέρει ο ίδιος:
«Προτείνω να αναπτύξουμε πρώτα αυτό που θα μπορούσε να έχει τον τίτλο:
«ιδέες ενός απλοϊκού φυσικού για τους οργανισμούς». Κοντολογίς, τις ιδέες που θα
μπορούσαν να γεννηθούν στο μυαλό ενός φυσικού ο οποίος, αφού σπούδασε φυσική
και, ειδικότερα, τη στατιστική θεμελίωση της επιστήμης του, αρχίζει να σκέπτεται
τους οργανισμούς και τον τρόπο με τον οποίο συμπεριφέρονται και λειτουργούν.
Φτάνει έτσι στο σημείο να αναρωτηθεί συνειδητά κατά πόσον ο ίδιος, απ’ όλα αυτά
που έμαθε, από την πλευρά της σχετικά απλής, ξεκάθαρης επιστήμης του, μπορεί να
συνεισφέρει, έστω ελάχιστα, στη διαλεύκανση αυτού του ζητήματος.
Θα αποδειχτεί ότι μπορεί. Το επόμενο βήμα είναι να συγκρίνει τις θεωρητικές
του προσδοκίες με τα βιολογικά του δεδομένα. Μετά θα διαπιστωθεί ότι, αν και στο
σύνολό τους οι ιδέες μοιάζουν αρκετά λογικές, πρέπει να διορθωθούν σημαντικά.»
(σ. 24)20.
20
Όλες οι σελίδες στο κεφάλαιο 2 αναφέρονται στο βιβλίο «Τι είναι η ζωή» του Schrodinger,
εκδόσεις Κωσταράκη. Σε λίγα αποσπάσματα έχω κάνει μια προσεκτικότερη, κατά την γνώμη
μου μετάφραση, χρησιμοποιώντας το πρωτότυπο αγγλικό κείμενο.
41
2.2. Οι αντιλήψεις του Schrodinger για τη ζωή
σε σχέση με άλλους διακεκριμένους φυσικούς.
«Για τους φυσικούς θα ήθελα να τονίσω ότι κατά τη γνώμη μου -και αντίθετα
με την άποψη που έχει υιοθετηθεί από πολλούς- η κβαντική απροσδιοριστία δεν
συσχετίζεται βιολογικά με όλα αυτά [τα γεγονότα στο σώμα των ζωντανών
οργανισμών], εκτός ίσως από το να εντείνει τον καθαρά τυχαίο χαρακτήρα τους σε
γεγονότα όπως τη μείωση, τις φυσικές μεταλλάξεις και τις μεταλλάξεις που
προκαλούνται από ακτίνες Χ κ.λπ. -κάτι προφανές και καλά αναγνωρισμένο». (σ.
119)
42
Η πίστη του Schrödinger στην αιτιοκρατία είναι καταφανής στην προφητική
υπόθεσή του ότι υπάρχει ένας μικροσκοπικός κώδικας στον οποίο κωδικοποιείται
η ανάπτυξη της ζωής. Όπως έκανε με την περίπτωση του ρολογιού και την
περιστροφή της γης γύρω από τον ήλιο, ο Schrödinger εξετάζει τη δυνατότητα οι
θερμοδυναμικές δυνάμεις να αλλοιώνουν τον κώδικα αυτόν. Για να λύσει το
πρόβλημα προτείνει ότι ο κώδικας αυτός αποτελείται από απεριοδικούς
κρυστάλλους, όπως είχε προτείνει ο Delbrück. Κι αυτό επειδή θεώρησε ότι οι
δυνάμεις Heitler–London στα στερεά είναι αρκετά ισχυρές να αντισταθούν στο
θερμοδυναμικό θόρυβο που υπάρχει στο μοριακό επίπεδο. Για τον Schrödinger, ο
μικροσκοπικός κώδικας είναι «προστατευμένος από την κβαντική θεωρία».
Μάλιστα αποκλείει όλες τις άλλες εξηγήσεις για τη σταθερότητα του
μικροσκοπικού κώδικα. Λέει: «Συνεπώς, μπορούμε να υποστηρίξουμε με
βεβαιότητα ότι δεν υπάρχει εναλλακτική οδός στη μοριακή εξήγηση της
κληρονομικής ουσίας. Η φυσική πλευρά δεν αφήνει άλλη δυνατότητα ερμηνείας της
μονιμότητάς της. Εάν αποτύχει η εικόνα του Delbrück, πρέπει να παραιτηθούμε από
περαιτέρω προσπάθειες». (σ. 85) Εδώ απεικονίζεται η προσπάθεια του
Schrödinger να προσαρμοστούν τα συμπεράσματα της κβαντικής μηχανικής με
την εικόνα κλασσικής αιτιοκρατίας. Αυτό έρχεται σε αντίθεση με τον Delbrück,
που θεώρησε ότι η κβαντική μηχανική μας αναγκάζει να αλλάξουμε ριζικά την
εικόνα μας για τον κόσμο όσον αφορά στην κατανόησή μας για το φαινόμενο της
ζωής. Ο Schrödinger, αντιθέτως, αναφερόμενος στον γενετικό κώδικα, λέει:
Ένας άλλος τρόπος με τον οποίο Schrödinger διέφερε από τους Bohr και
Delbrück ήταν στο πώς πίστευε ότι το ζήτημα της ζωής θα μπορούσε να γίνει
καλύτερα κατανοητό. Ο Bohr ήταν φανερά αρνητικός απέναντι στην κατανόηση
της ζωής με βάση την χημεία ενώ κι ο Delbrück επηρεάστηκε σημαντικά από
αυτήν την άποψη. Λαμβάνοντας υπόψη την δεσπόζουσα θέση της φυσικής κατά
το πρώτου μισό του εικοστού αιώνα, θα μπορούσε κανείς να υποψιαστεί ότι και ο
Schrödinger είχε χαμηλή εκτίμηση για τη χημεία. Εντούτοις, ο Schrödinger
φαίνεται να έχει καλύτερη διαίσθηση από τους συναδέλφους του σε αυτό το
σημείο και επισημαίνει ότι η οργανική χημεία έχει έρθει πιο κοντά σε μια
κατανόηση της ζωής από τη φυσική:
43
τη γνώμη μου, είναι ο υλικός φορέας της ζωής. Συνεπώς, δεν θα πρέπει να
απορούμε ιδιαίτερα που ο οργανικός χημικός έχει ήδη στο ενεργητικό του μεγάλη
και σημαντική συνεισφορά στην προσέγγιση του ζητήματος «ζωή», ενώ ο φυσικός
δεν έχει κάνει σχεδόν τίποτα.» (σ. 24)
«Το μοριακό μοντέλο του Delbrück, στην απόλυτη γενικότητά του, φαίνεται
ότι δεν περιλαμβάνει την παραμικρή υπόνοια σχετικά με το πώς λειτουργεί η
κληρονομική ουσία21. Πράγματι, δεν περιμένω να προέλθει οποιαδήποτε λεπτομερής
πληροφορία πάνω σε αυτό το θέμα από τη φυσική στο εγγύς μέλλον. Η πρόοδος
συνεχίζεται και, είμαι βέβαιος, θα εξακολουθήσει από τη βιοχημεία, με την
καθοδήγηση της φυσιολογίας και της γενετικής». (σ.97-98)
«…από όλα όσα μάθαμε σχετικά με τη δομή της ζώσας ύλης, πρέπει να είμαστε
προετοιμασμένοι στην ιδέα ότι λειτουργεί μ’ έναν τρόπο ο οποίος δεν μπορεί να
περιοριστεί στους συνηθισμένους νόμους της φυσικής. Και αυτό όχι λόγω του ότι
υπάρχει κάποια «νέα δύναμη» ή κάτι άλλο, που κατευθύνει τη συμπεριφορά των
μεμονωμένων ατόμων μέσα σε έναν ζωντανό οργανισμό, αλλά γιατί η κατασκευή
του είναι διαφορετική από οτιδήποτε έχουμε εξετάσει ακόμα στα εργαστήρια
φυσικής» (σελ. 107).
Αν και ο Schrödinger υποστηρίζει την άποψη του Delbrück ότι η μελέτη των
ζωντανών οργανισμών μπορεί να αποκαλύψει νέες φυσικές αρχές, θεωρούσε ότι
οποιεσδήποτε νέες αρχές δεν θα ήταν εξ ολοκλήρου ξένες σε σχέση με τους
γνωστούς φυσικούς νόμους. Μάλιστα, όταν διατύπωσε την αρχή «τάξη βασισμένη
στην τάξη» για να περιγράψει την δομική οργάνωση των ζωντανών οργανισμών, ο
Schrödinger δήλωσε ότι δεν ήταν «τίποτα άλλο από την αρχή της κβαντικής
θεωρίας σε επανάληψη». (σ. 112)
Έτσι, ενώ φαίνεται να υποστηρίζει την άποψη του Bohr ότι οι γνωστοί νόμοι
που ισχύουν για την ανόργανη ύλη είναι εξ’ ίσου επιτυχείς και σε σχέση με την
21
Ίσως πιο δόκιμος όρος από την «κληρονομική ουσία» που χρησιμοποιείται στην μετάφραση
του βιβλίου, να είναι το «γενετικό υλικό».
44
οργανική, διαφέρει στην αντίληψή του για τον τρόπο με τον οποίο οι γνωστοί
φυσικοί νόμοι, και ειδικά η κβαντική μηχανική, θα μπορούσαν να συμβάλουν
στην κατανόηση του φαινομένου της ζωής. Ο Bohr αντιλαμβανόταν τη ζωή με
κβαντομηχανικούς όρους. Την αντιλαμβανόταν ως ένα είδος μακροσκοπικού
κβαντικού φαινομένου που γίνεται κατανοητό καλύτερα υπό την οπτική της αρχής
της συμπληρωματικότητας. Για τον Schrödinger, το φαινόμενο της ζωής μπορεί
να γίνει κατανοητό με κλασσικούς όρους. Αυτό δεν σημαίνει ότι αρνήθηκε την
ισχύ ή τη σημασία της κβαντομηχανικής. Όπως θα δούμε παρακάτω, για να
εξηγήσει το γιατί ένα ρολόι είναι κατανοητό με κλασσικούς όρους παρά την
παρουσία θερμοδυναμικού θορύβου, ο Schrödinger τονίζει τη σημασία του
κβαντομηχανικού χαρακτήρα των δεσμών στα στερεά υλικά που αποτελούν το
ρολόι. Θεωρεί ότι ανάλογη σημασία έχει η κβαντομηχανική και για το φαινόμενο
της ζωής: Περιορίζεται στο να δίνει μια περιγραφή για τη σταθερότητα του
χημικού δεσμού.
45
2.3. Τα σημαντικότερα ερωτήματα
που πραγματεύτηκε ο Schrodinger στο «Τι είναι η ζωή;».
22
Το 1867 ο James Clerk Maxwell φαντάστηκε δύο θαλάμους, τον Α και τον Β, κάθε ένας
από τους οποίους θα ήταν γεμάτος με αέριο στην ίδια θερμοκρασία. Μεταξύ τους θα υπήρχε
μία πόρτα. Ως θυρωρό στην πόρτα αυτή φαντάστηκε ένα δαίμονα, που χωρίς να παράγει
έργο, θα επέτρεπε στα γρηγορότερα κινούμενα σωματίδια να περάσουν από τον Α στον Β
θάλαμο και στα πιο αργά να περάσουν από τον Β στον Α. Μετά από κάποιο χρονικά
διάστημα, η ταχύτητα των σωματιδίων (και επομένως η θερμοκρασία) θα έχει αυξηθεί στο
θάλαμο Β.
46
ζωντανό οργανισμό αν ο οργανισμός απομονωνόταν από το περιβάλλον του.
Όμως οι οργανισμοί δεν ζουν σε ένα περιβάλλον που βρίσκεται σε τέλεια φυσική
και χημική ισορροπία. Είναι η μη ισορροπία, η ελεύθερη ενέργεια23 του
περιβάλλοντος, που τροφοδοτεί τη ζωή. Όπως μια μηχανή ατμού κινείται και
λειτουργεί επειδή ο άνθρακας και το οξυγόνο δεν είναι σε ισορροπία, έτσι και ένα
ζώο ζει και κινείται επειδή οι τροφές και το οξυγόνο δεν βρίσκονται σε ισορροπία.
Η ισορροπία θα συνεπαγόταν θάνατο. Η κύρια πηγή ζωής στη γη προκύπτει από
το γεγονός ότι η δροσερή επιφάνεια της γης τροφοδοτείται συνεχώς από το φως
του ήλιου που δεσμεύεται από τη χλωροφύλλη των φυτών. Η χλωροφύλλη
αφομοιώνει το ανθρακικό οξύ24 και το μετατρέπει σε σάκχαρα και άμυλο,
ελευθερώνοντας οξυγόνο. Αυτός ο μετασχηματισμός αυξάνει την ελεύθερη
ενέργεια του φυτού, δεδομένου ότι το άμυλο και το οξυγόνο έχουν μια φυσική
τάση να αντιδρούν και να παράγουν ανθρακικό οξύ και νερό. Ωστόσο μια τέτοια
αύξηση στην ελεύθερη ενέργεια θα ήταν αδύνατη εάν δεν υπήρχε καμία
υποβάθμιση της ενέργειας στο ευρύτερο περιβάλλον. Η δυνατότητα αύξησης της
ελεύθερης ενέργειας του φυτού υπάρχει λόγω της διαφοράς θερμοκρασίας μεταξύ
της επιφάνειας του ήλιου και της επιφάνειας της γης. Όλοι οι ζωντανοί οργανισμοί
επιβιώνουν και ενεργούν χρησιμοποιώντας κάποιας μορφής «μη ισορροπία» (ή
ελεύθερη ενέργεια) που υπάρχει στο περιβάλλον τους. Κάθε ζωντανό κύτταρο,
δηλαδή, λειτουργεί σαν ενεργειακός μετασχηματιστής, που μειώνει την ελεύθερη
ενέργεια του περιβάλλοντός του για να αυξάνει τη δική του.
Δεν υπάρχει, επομένως, κανένα πρόβλημα όσον αφορά στην λειτουργία των
ζωντανών οργανισμών και το δεύτερο νόμο της θερμοδυναμικής γιατί οι ζωντανοί
οργανισμοί είναι ανοικτά συστήματα.
Ούτε η εξέλιξη των ειδών είναι ασυμβίβαστη με τον δεύτερο νόμο. Ναι μεν
η εξέλιξη χαρακτηρίζεται από αυξανόμενα επίπεδα δυναμικής ενέργειας και
πολυπλοκότητας στα είδη, αλλά και αυτό έχει γίνει εις βάρος του περιβάλλοντος.
Κάτι άλλο που είχε φανεί πολύ παράξενο σε πολλούς φυσικούς ήταν το γεγονός
ότι, από μια γενεά στην επόμενη, οι οργανισμοί εμφανίζονταν να έχουν
πολυπλοκότερη δομή (έστω κι αν παραβιαζόταν ο δεύτερος θερμοδυναμικός
νόμος τελικά). Αυτό όμως δεν είναι ακριβές. Γιατί η αυξανόμενη πολυπλοκότητα
δεν ισχύει για κάθε μεμονωμένο απόγονο. Απλά, όσοι απόγονοι τύχαινε να έχουν
αυξανόμενη πολυπλοκότητα λόγω ευνοϊκών μεταλλάξεων (ή ευνοϊκή αναδόμηση
του DNA κατά τον επιχιασμό25 -κάτι που συνέβαινε σπάνια), διέθεταν αυτόματα
23
Ελεύθερη Ενέργεια ενός συστήματος ονομάζεται το ποσό της ολικής ενέργειάς του που
είναι διαθέσιμο για παραγωγή ωφέλιμου έργου μέσω διεργασιών (πχ στα χημικά συστήματα
μέσω φυσικοχημικών διεργασιών).
ΔG = ΔH – TΔS
Η εξίσωση ορισμού μας πληροφορεί ότι ολόκληρη η ενέργεια ενός συστήματος δεν μπορεί
να μετατραπεί σε ωφέλιμο έργο επειδή ένα μέρος της πάντα δαπανάται σε μεταβολές
εντροπίας
24
Ασταθές οξύ με χημικό τύπο H2CO3. Βρίσκεται μόνο σε διαλύματα και ανθρακικά άλατα.
Διασπάται εύκολα και δίνει διοξείδιο του άνθρακα και νερό.
25
Σε κάποιο στάδιο της πρόφασης της πρώτης μειωτικής διαίρεσης τα ομόλογα χρωμοσώματα
πλησιάζουν και τοποθετούνται αντικριστά. Στοιχίζονται έτσι ώστε οι αντίστοιχοι γονιδιακοί
τόποι (δηλ. οι θέσεις στις οποίες εδράζονται τα γονίδια που ελέγχουν το ίδιο γνώρισμα) να
είναι ο ένας απέναντι στον άλλο. Ορισμένες φορές είναι δυνατό οι μη αδελφές χρωματίδες των
ομόλογων χρωμοσωμάτων, να «μπερδευτούν» μεταξύ τους. Έτσι δημιουργούνται τα
47
μεγαλύτερη ικανότητα επιβίωσης και αναπαραγωγής. Έτσι τα γονίδιά τους είχαν
μεγαλύτερη πιθανότητα να περάσουν στις επόμενες γενιές. Επομένως ο νόμος
«αυξανόμενης πολυπλοκότητας κατά την εξέλιξη» ισχύει λόγω του θανάτου ή της
μειωμένης αναπαραγωγικής ικανότητας των «γονιδιακά κατώτερων» απογόνων
και όχι γιατί κάθε μεμονωμένος απόγονος είναι «γονιδιακά ανώτερος» ή
πολυπλοκότερος από τους προγόνους του.
Με δεδομένες αυτές τις διευκρινήσεις, νιώθει κανείς ότι είναι κρίμα που ο
Schrodinger έκανε το πρόβλημα να φανεί μεγαλύτερο από ότι ήταν στην
πραγματικότητα. Για να είμαστε δίκαιοι, δεν μίλησε ανοικτά για «παραβίαση του
δεύτερου θερμοδυναμικού νόμου». Απλά έθεσε το θέμα σαν να συνέβαινε κάτι
«περίεργο». Κάποιοι μελετητές έχουν υποθέσει ότι το έκανε σκόπιμα
προκειμένου να αναδείξει μια αντίθεση μεταξύ των φυσικών και βιολογικών
συστημάτων.
Έτσι, αντί να μιλήσει για την ελεύθερη ενέργεια από την οποία
τροφοδοτούνται οι οργανισμοί, ο Schrodinger χρησιμοποίησε τον όρο «αρνητική
εντροπία». Αφού η εντοπία είναι μέτρο της αταξίας ενός συστήματος, με τον όρο
«αρνητική εντροπία» ο Schrodinger εννοούσε «το μέτρο της τάξης ενός
συστήματος». Ο όρος όμως είναι μάλλον αδόκιμος γιατί η εντροπία μηδενίζεται
στο απόλυτο μηδέν και είναι θετική επάνω από τους O°K. Κάτω από αυτό είναι
αδύνατο να πάει, γεγονός που θα δημιουργούσε πρόβλημα σε μια σοβαρή
επιστημονική χρήση του όρου. Επιπλέον η «αρνητική εντροπία» εμπεριέχεται
ουσιαστικά στον ορισμό της ελεύθερης ενέργειας (ΔG=ΔH–TΔS , κάτι που
βέβαια γνώριζε ο Schrodinger), οπότε αναρωτιέται κανείς αν χρειαζόταν να
εισάγει τον όρο. 26
Σε κάθε περίπτωση, συνοψίζοντας τις σκέψεις μας όσον αφορά στο πρώτο
ζήτημα που έθεσε ο Schrodinger, η απάντηση είναι η απλή προαναφερθείσα: Ο
δεύτερος θερμοδυναμικός νόμος ισχύει για τα κλειστά συστήματα. Οι ζωντανοί
οργανισμοί είναι ανοικτά συστήματα και αντιστέκονται στην τάση προς την
καταστροφή της οργάνωσής των δομικών τους στοιχείων καταναλώνοντας
ελεύθερη ενέργεια από το περιβάλλον τους.
48
2.3.2. Η Σταθερότητα του γενετικού υλικού.
Ένας φυσικός στο τέλος του 19ου αιώνα δεν θα μπορούσε να απαντήσει σε
αυτήν την ερώτηση. Ίσως, μετά από μια σύντομη σκέψη να απαντούσε (σωστά,
όπως γνωρίζουμε σήμερα): Αυτές οι υλικές δομές θα πρέπει να είναι μόρια. Η
χημεία είχε αποκτήσει ήδη κάποιες γνώσεις τότε. Αλλά οι γνώσεις ήταν καθαρά
49
εμπειρικές. Η φύση του μορίου δεν ήταν ακόμη κατανοητή και οι ισχυροί χημικοί
δεσμοί που συγκροτούν τα άτομα ενός μορίου αποτελούσαν αίνιγμα. Κι ενώ η
απάντηση ότι το γενετικό υλικό είναι μόριο αποδείχθηκε σωστή, είχε
περιορισμένη αξία εφ' όσον η αινιγματική βιολογική σταθερότητα ερμηνεύτηκε με
μια εξίσου αινιγματική χημική σταθερότητα27. Ο Schrodinger επισήμανε πώς η
κβαντομηχανική θεωρία όπως εφαρμόστηκε για το χημικό δεσμό από τους Heitler
- London το 1926-27 δικαιολογούσε την ύπαρξη των σταθερών συνόλων ατόμων
που αποτελούν τα μόρια. Τα άτομα σε ένα μόριο βρίσκονται σε ένα ενεργειακό
πηγάδι, και για διασπαστεί ο δεσμός που το πηγάδι δημιουργεί απαιτείται μεγάλο
ποσό ενέργειας.
Ο Schrodinger δεν είχε προσέξει το γεγονός ότι ήδη υπήρχαν στοιχεία ότι οι
ιοί και τα χρωμοσώματα αποτελούνται από γιγαντιαία μόρια νουκλεοπρωτεϊνών.
Αυτό είναι σίγουρα μια παράξενη παράλειψη εφ’ όσον προσπαθούσε να
αντιληφθεί μακρομοριακή φύση των γονιδίων. Υποψιάζεται κανείς ότι ίσως
απέφυγε σκόπιμα να ασπαστεί τα χημικά δεδομένα που υπήρχαν. Ακόμη, αυτό
που ο Schrodinger αποκαλούσε μακρομόριο δεν ήταν για αυτόν διακριτό από
άλλα σύνολα μορίων που παρουσιάζονται στη στερεά κατάσταση. Επομένως, για
αυτόν, το πρόβλημα παρέμεινε καθώς η θερμική κίνηση θα μπορούσε να
καταστρέψει το γονίδιο.
Αντί λοιπόν να δεχτεί μια λύση που είχε ήδη δοθεί, ο Schrodinger αναζήτησε
μια άλλη. Έτσι έθεσε τον ακόλουθο πίνακα:
μόριο , στερεό κρύσταλλος
αέριο , υγρό άμορφο
με τον οποίο σχηματοποιεί την άποψη ότι όλες οι σταθερές δομές ατόμων
είναι κρυσταλλικής μορφής, και ότι η σταθερότητα στα στερεά οφείλεται στο
γεγονός της κρυσταλλικής δομής. Όλα τα στερεά είναι κρυσταλλικά και ως εκ
τούτου όλα τα μόρια με τις σταθερές θέσεις των ατόμων τους πρέπει να είναι υπό
μορφή κρυστάλλινων στερεών, αφού στα υγρά και τα αέρια δεν υπάρχει
κρυσταλλική δομή και τα μεμονωμένα μόρια βρίσκονται στο έλεος της θερμικής
κίνησης. Επομένως για να έχουν τα γονίδια μια μόνιμη δομή, θα πρέπει να είναι
στερεά (δηλαδή, κατ’ αυτόν, κρυσταλλικά). Θεωρεί ότι ένα μόριο πρέπει να το
θεωρηθούμε ως στερεό (δηλαδή, κατ’ αυτόν, κρύσταλλο). Το αιτιολογεί ως εξής:
«Αυτό συμβαίνει επειδή τα άτομα που σχηματίζουν ένα μόριο, ασχέτως αν
είναι λίγα ή πολλά, ενώνονται με δυνάμεις της ίδιας ακριβώς φύσης που
παρατηρούνται στα πολυάριθμα άτομα τα οποία οικοδομούν ένα αληθινό στερεό,
έναν κρύσταλλο. Το μόριο παρουσιάζει την ίδια στερεότητα δομής με έναν
κρύσταλλο. Μη ξεχνάτε ότι πάνω σε αυτήν ακριβώς τη στερεότητα βασιστήκαμε για
τη μονιμότητα του γονιδίου!
Η πραγματικά σημαντική διάκριση στη δομή της ύλης, είναι το κατά πόσον τα
άτομα συνδέονται μεταξύ τους με αυτές τις «στερεο-ποιητικές» δυνάμεις Heitler –
London, ή όχι. Στα στερεά και στα υγρά, ναι. Στα ένα αέριο μεμονωμένων ατόμων
(όπως π.χ. στον ατμό υδραργύρου), όχι. Στα αέρια που αποτελούνται από μόρια,
μόνο τα άτομα σε κάθε μόριο συνδέονται κατά αυτόν τον τρόπο». (σ.87-88)
27
Σήμερα ξέρουμε ότι η θέρμανση περί τους 92-95 οC θα μπορούσε να διασπάσει τους
δεσμούς υδρογόνου του DNA, αλλά αυτές είναι μεγαλύτερες θερμοκρασίες από αυτές στις
οποίες ζει ο οργανισμός
50
Σίγουρα αυτά είναι υπεραπλουστεύσεις ακόμη και με τις γνώσεις που
υπήρχαν το 1944 για τις διατομικές δυνάμεις. Είναι αλήθεια ότι μεταξύ ενός
ιοντικού δεσμού και ενός ομοιοπολικού δεσμού υπάρχουν ενδιάμεσες δομές αλλά
αυτές δεν αποτρέπουν τους δύο τύπους δεσμών από το να είναι διακριτοί. Τα
μόρια στα οποία οι ομοιοπολικοί δεσμοί είναι ενεργοί δεν χάνουν την ταυτότητά
τους όταν αλλάζει η φυσική τους κατάσταση από τη στερεά στην υγρή φάση. Και
το να ρωτά κανείς εάν το χρωμόσωμα βρίσκεται σε στερεά κατάσταση μέσα στο
ζωντανό κύτταρο, σίγουρα δεν έχει νόημα. Πέραν αυτού, το χρωμόσωμα δεν
μπορεί να περιγραφεί ως κρύσταλλος.
51
2.3.3. Αντιγραφή γονιδίων.
Αυτό μας φέρνει στην τρίτη ερώτηση του Schrodinger: Πώς το γενετικό
υλικό αναπαράγεται με τέτοια πιστότητα;
Ο Schrodinger κατ’ αρχήν εξήγησε πώς ένα τεράστιο ποσό πληροφορίας θα
μπορούσε να κωδικοποιηθεί σε μια μικρή δομή όπως ένα χρωμόσωμα. Σε
αντίθεση με ανόργανους κρυστάλλους, το γενετικό υλικό θα έπρεπε να είναι
απεριοδική για να μπορεί να περιέχει το απαιτούμενο ποσό πληροφορίας. Σε
πολλούς κρυσταλλογράφους, η δημιουργία ενός τέτοιου κρυστάλλου με άξονες
συμμετρίας από μια απεριοδική ουσία φάνηκε απίθανη. Ο Schrodinger δεν έβλεπε
πρόβλημα σε αυτό και είχε δίκιο. Αλλά πώς θα μπορούσε μια τέτοια δομή να
αυξάνεται ή να αντιγράφεται; Και πώς θα μπορούσε να εκφράσει τις πληροφορίες
που κωδικοποιούνται μέσα στην ακολουθία των υπομονάδων του;
Ήταν αυτά τα δύο σημεία που προβλημάτιζαν τον Schrodinger. Με αφετηρία
αυτά ανέμενε να προκύψουν «άλλοι νόμοι της φυσικής». Τι ανέμενε να βρει;
Είναι μάλλον σαφές, έχοντας υπ’ όψιν το σύνολο του βιβλίου, ότι περίμενε
οι νέοι φυσικοί νόμοι να είναι αυτό που αποκαλούσε νόμοι «τάξης από την τάξη»,
σε αντίθεση με τους γνωστούς νόμους «τάξης από την αταξία». Κάλεσε τους
πρώτους «δυναμικούς» και τους τελευταίους «στατιστικούς» μιμούμενος τον Max
Planck, ο οποίος το 1914, απέδωσε στο μικροσκοπικό κόσμο, δυναμικούς νόμους
όσον αφορά στην αλληλεπίδραση των μεμονωμένων μορίων και στατιστικούς
νόμους όταν περιλαμβάνονται μεγάλοι αριθμοί μορίων.
Στο ζωντανό κύτταρο, όπου η τάξη προκύπτει από τη τάξη, ο Schrodinger
ήλπισε ότι θα ανακαλύπτονταν νέοι, αιτιοκρατικοί φυσικοί νόμοι. Ο οργανισμός
είναι ένα μακροσκοπικό σύστημα που συμπεριφέρεται σε μερικές πτυχές της
συμπεριφοράς του όπως η ύλη κοντά στο απόλυτο μηδέν, όπου η «μοριακή αταξία
απομακρύνεται» (σ.99). Πώς το επιτυγχάνει αυτό το γενετικό υλικό; Με το να
οικοδομηθεί όπως οι ωρολογιακοί μηχανισμοί που «είναι ικανοί να λειτουργούν
“δυναμικά”, γιατί είναι φτιαγμένοι από στερεά τα οποία διατηρούν το σχήμα τους
από δυνάμεις Heitler-London, αρκετά ισχυρές ώστε να αποφύγουν την άτακτη τάση
της θερμικής κίνησης θερμότητας σε συνήθη θερμοκρασία.
Νομίζω ότι τώρα πια ελάχιστα λόγια χρειάζονται ακόμα για να αποκαλύψουμε
το σημείο ομοιότητας ανάμεσα σε έναν ωρολογιακό μηχανισμό κι έναν οργανισμό.
Επιγραμματικά: και ο τελευταίος βασίζεται σε ένα στερεό –τον μη περιοδικό
κρύσταλλο, που αποτελεί το κληρονομικό υλικό που δεν επηρεάζεται σημαντικά από
την αταξία της θερμικής κίνησης». (σ.117) Εδώ γίνεται εμφανής ο σκοπός της
αναλογίας κρυσταλλικού-στερεού που εισήγαγε ο Schrodinger. Ένα γονίδιο και
ένα ρολόι είναι παρόμοια δεδομένου ότι διατηρούν τη συνοχή τους από δυνάμεις
Heitler-London.
52
Αλλά γιατί να εντοπίζει τέτοιο μυστήριο σε αυτό που μοιάζει σε μας ως
κοινότυπο; Τον ένα λόγο τον έχω ήδη αναφέρει: Ήταν η άρνηση του Schrodinger
να θεωρήσει τους ομοιοπολικούς δεσμούς αρκετά ισχυρούς να αντισταθούν στον
θερμικό θόρυβο όταν το υλικό δεν βρίσκεται σε στερεά κατάσταση. Αυτό ήταν
ίσως κατανοητό δεδομένου ότι είχε μεγαλώσει σε μια περίοδο που η φυσική δεν
μπορούσε να εξετάσει προβλήματα όπως οι ενδομοριακές δυνάμεις χημικής
συγγένειας. Επιπλέον, όταν μπήκε στο πανεπιστήμιο της Βιέννης το 1906, οι
χημικοί αφιερώνονταν σχεδόν εξ ολοκλήρου σε μικρά μόρια. Αργότερα μάλιστα
έφτασαν να αρνηθούν την ύπαρξη των μακρομορίων! Για τους «πρόσθετους
νόμους» κοίταξαν όχι στην στερεά κατάσταση, όπως Schrodinger, αλλά στην
κολλοειδή κατάσταση28. Ένας άλλος λόγος μπορεί να ήταν η τάση του να
παρομοιάζει την αντιγραφή των γονιδίων με την ανάπτυξη ενός κρυστάλλου.
Κανένα άλλο «άψυχο» υλικό σύστημα δεν φαινόταν να έχει παρόμοιο μηχανισμό.
Βέβαια, σημείωσε μια διαφορά: οι κρύσταλλοι αναπτύσσονται με την επανάληψη
της ίδιας δομής στις τρεις διαστάσεις, ενώ ένα περίπλοκο οργανικό μόριο δομεί
ένα σύνολο «χωρίς το ανιαρό μέσο της επανάληψης». (σ.88) Σημειώνω ότι
εμφανίζεται να μη γνωρίζει την άλλη διαφορά: τη δημιουργία ισχυρών
ομοιοπολικών δεσμών στα οργανικά μόρια και την μη δημιουργία τέτοιων δεσμών
κατά την ανάπτυξη του κρυστάλλου.
Μέχρι ποιό σημείο ήταν, λοιπόν, οι θέσεις του Schrodinger
αντιπροσωπευτικές της πλειοψηφίας των βιοχημικών, των γενετιστών, και των
κρυσταλλογράφων της δεκαετίας του '40; Όσον αφορά στους πρωτεργάτες αυτών
των επιστημών, η θέση του ήταν σίγουρα μη αντιπροσωπευτική. Είναι αλήθεια ότι
είχε υπάρξει επιφύλαξη εκ μέρους των βιοχημικών και των κρυσταλλογράφων να
αποδεχτούν την έννοια του μακρομορίου, αλλά στο τέλος της δεκαετίας του '30 το
μακρομόριο είχε ήδη καθιερωθεί. Οι κρυσταλλογράφοι συμφωνούσαν ότι
πολυμερείς αλυσίδες θα μπορούσαν να διαπερνούν ολόκληρες σειρές κυττάρων.
Οι βιοχημικοί είχαν αρχίσει διστακτικά να συμφωνούν με τον Hermann
Staudinger ότι, εκτός από κολλοειδείς δομές, οι «κολλοειδείς ιδιότητες» μπορούν
να προκύψουν και από τις μακρομοριακές δομές. Και αυτά, παρά την ανακάλυψη
ότι στην κρυσταλλική κατάσταση η ταυτότητα των μορίων ως μονάδων συχνά
χάνεται. Ο Schrodinger φαίνεται να μην ήταν ενημερωμένος σε αυτά τα ζητήματα.
28
Ο χαρακτηρισμός ενός διαλύματος ως κολλοειδούς είναι θέμα μεγέθους των σωματιδίων
που είναι σε διασπορά, όπως στην ομίχλη που είναι διασπορά νερού σε αέρα. Τα
διεσπαρμένα σωματίδια του κολλοειδούς ενδέχεται να είναι συσσωματώματα μορίων.
53
μόριο αλυσίδων ίδιο με το πατρικό χρωμόσωμα στου οποίου την επιφάνεια έχουν
διαμορφωθεί.
Το 1917 ο χημικός H. J. Troland περιέγραψε τη λειτουργία του γονιδίου ως
αυτοκαταλυτική και ετεροκαταλυτική. Η αυτοκατάλυση οδηγούσε στην
αντιγραφή (διπλασιασμό) του γονιδίου, ενώ η ετεροκατάλυση στον σχηματισμό
του μη χρωμοσωμικού υλικού που εμφανίζει μεταβολισμό μέσα στο κύτταρο. Tο
άρθρο του Troland δεν πέτυχε να ξυπνήσει το ενδιαφέρον για τη χημεία των
γονιδίων και των χρωμοσωμάτων. Ωστόσο η διαδικασία της ένωσης των
χρωμοσωμάτων συζητήθηκε ευρέως δεκατέσσερα χρόνια αργότερα ως συνέπεια
της πρώιμης θεωρίας για τη μείωση που υποβλήθηκε από τον C. D. Darlington το
1931, στην προσπάθειά του να ερμηνεύσει τη φάση της πρόφασης στη μίτωση29
και τη μείωση30.
Με βάση τη
λεπτομερή γνώση της
συσπείρωσης του χρω-
μοσώματος που είχε,
οδηγήθηκε στο να
αποδώσει την ένωση
των ομόλογων χρωμο-
σωμάτων κατά τη μεί-
ωση στην αρχική φάση
της κυτταροδιαίρεσης.
Κανονικά, κατά τη
μίτωση τα χρωμοσώ-
ματα θα διαιρούνταν σε
ταξινομημένες κατά
ζεύγος χρωματίδες των
οποίων το επιφάνειακό
φορτίο είναι αντίθετο
(άρα εξουδετερώνεται). Απουσία σχηματισμού χρωματίδων, πρότεινε ότι τα
φορτία θα εξουδετερώνονταν μέσω της έλξης των χρωμοσωμάτων. Ο Darlington
προχώρησε περιγράφοντας τον επιχιασμό ως μια διαδικασία της θραύσης και
επανένωσης των χρωματίδων και να τον αποδώσει στις καταπονήσεις και τις
πιέσεις μοριακών σπειρών υψηλής τάξης.
Η έννοια της μήτρας31 (template) είναι σημαντική στην ιστορία της
βιολογίας και της βιοχημείας επειδή βοήθησε να γίνει κατανοητός ο τρόπος
αντιγραφής μιας απεριοδικής δομής. Έως τότε, η πολυμερής σύνθεση είχε
απεικονιστεί ικανοποιητικά μόνο για ομοπολυμερή και για ετεροπολυμερή με
29
Μίτωση είναι η διαίρεση ενός κυττάρου που δίνει δύο θυγατρικά, πανομοιότυπα κύτταρα
με το αρχικό. Μιτωτική διαίρεση συμβαίνει κατά την ανάπτυξη του οργανισμού, κατά την
επούλωση μιας πληγής, κατά την ανανέωση της εξωτερικής στιβάδας της επιδερμίδας κ.τ.λ.
30
Μείωση είναι ένας άλλος τρόπος κυτταρικής διαίρεσης που συμβαίνει στα άωρα γεννητικά
κύτταρα. Η μειωτική διαίρεση είναι μια βιολογική διαδικασία, κατά την οποία από ένα
κύτταρο δημιουργούνται τέσσερα θυγατρικά, που έχουν το μισό αριθμό χρωμοσωμάτων.
31
Δηλαδή η χρήση της μιας μονόκλωνης αλυσίδας του DNA για την σύνθεση της
συμπληρωματικής της στη δημιουργία ενός νέου μορίου DNA. (ημισυντηρητικός τρόπος
αντιγραφής)
54
απλές επαναλαμβανόμενες ακολουθίες, τέτοιες ώστε το τελευταίο υπόλειμμα της
αναπτυσσόμενης αλυσίδας να καθορίζει τι πρέπει να την ακολουθήσει.
Ο Schrodinger τόνισε σωστά τον απεριοδικό χαρακτήρα της αλυσίδας των
χρωμοσωμάτων αλλά, αλλά δεν μπόρεσε να προτείνει έναν μηχανισμό αντιγραφής
(διπλασιασμού) του. Ωστόσο, όπως είδαμε, ένας δρόμος που θα οδηγούσε στη
σωστή λύση είχε εμφανιστεί ακόμη και πριν γραφεί το «Τι είναι η ζωή;».
Το ότι οι ελκτικές δυνάμεις που λειτουργούν στην αντιγραφή των
μονόκλωνων αλυσίδων αποδείχθηκε ότι ήταν συνηθισμένοι δεσμοί υδρογόνου
ήταν μια έκπληξη σε πολλούς και μια δικαίωση των προηγούμενων προβλέψεων
του Pauling.
32
Καρυότυπο ονομάζουμε την απεικόνιση του συνόλου των χρωμοσωμάτων του κυττάρου σε
ζευγάρια ομολόγων και κατά σειρά μεγέθους.
55
δεν παρουσίασε κανένα ενδιαφέρον για αυτούς τους φυσικούς. Τελικά, κανένα
παράδοξο, κανένας νόμος «τάξης που γεννάται από τάξη» δεν έχει προκύψει. Αντ'
αυτού οι οργανισμοί πετυχαίνουν την τάξη από την αταξία μέσω μιας διαδικασίας
επιλεκτικής επιβίωσης.
Τι όραμα είχε ο Schrodinger για τους νέους νόμους; Ίσως ήταν ένα όραμα
κβαντικής μηχανικής η οποία θα λειτουργούσε με διαδικασίες που θα
επιβάλλονταν από μια ειδική δομή, άγνωστη μέχρι τώρα. Θα μπορούσε αυτή η
δομή να ήταν το σύστημα (των κυτταρικών οργανιδίων) με το οποίο το DNA
διπλασιάζεται.
56
2.3.4. Η φύση της συνείδησης και της ελεύθερης βούλησης.
Αυτή η ιδιαίτερη άποψή του Schrödinger στο «Τι είναι η ζωή;» εξέπληξε
αρκετούς διακεκριμένους επιστήμονες. Ανέφερε ακόμη: «Στη Χριστιανική
ορολογία, το να πει κανείς: «Γιατί Εγώ είμαι ο Κύριος ο Παντοδύναμος» ακούγεται
βλάσφημο και τρελό. Αλλά αγνοήστε αυτούς τους συσχετισμούς για την ώρα και
αναλογιστείτε αν το παραπάνω συμπέρασμα είναι το πλησιέστερο στο οποίο θα
έφτανε ένας βιολόγος για να αποδείξει την ύπαρξη Θεού και την αθανασίας μαζί»
(σ.120). Ανέφερε ότι μια παρόμοια πεποίθηση καταγράφηκε πριν από 2500 χρόνια
στην αρχαία Ινδία από τους Vedanta: «Από τα πρώτα χρόνια των μεγάλων
Ουπανισάντ αναγνώριση ότι Athman = Brahman (ο προσωπικός εαυτός ισούται με
τον πανταχού παρόντα, αιώνιο εαυτό που κατανοεί τα πάντα) θεωρείτο στην ινδική
σκέψη κάθε άλλο παρά βλασφημία» (σ. 120) . Και συνεχίζει παρακάτω: «οι
μυστικιστές των αιώνων, ανεξάρτητα, αλλά συνάμα σε τέλεια αρμονία μεταξύ τους
(…) έχουν περιγράψει, ο καθένας τους, την μοναδική εμπειρία της ζωής τους με
λόγια που θα μπορούσαν να συμπυκνωθούν στη φράση «έχω γίνει Θεός».»
57
2.4. Ένας μικρός απολογισμός.
Πέρα από την κριτική που έχουμε δει ως τώρα, μπορούμε να πούμε και ότι η
περιορισμένη γνώση γενετικής από τον Schrödinger της (η οποία φαίνεται να
αποκτήθηκε από την ανάγνωση μερικών δημοσιεύσεων) τον οδήγησε για να κάνει
ορισμένες ανακριβείς δηλώσεις, π.χ., στην εξήγηση του γιατί οι μεταλλάξεις
εμφανίζονται μόνο σε ένα αλληλόμορφο γονίδιο33 τη φορά, και στην εκτίμηση του
μεγέθους και του ελάχιστου αριθμού γονιδίων.
Ένα άλλο από τα σημεία στα οποία του ασκήθηκε έντονη κριτική ήταν ο
επίλογος όπου κάνει προεκτάσεις και χρησιμοποιεί τις προηγούμενες σκέψεις του
ως αφετηρία για να στηρίξει τη μυστικιστική κοσμοαντίληψη των Ventada.
Κάποιοι σχολίασαν πως αν η είσοδος ενός φυσικού επιστήμονα στον χώρο της
βιολογίας οδηγεί τελικά στο συμπέρασμά του ότι «Εγώ είμαι ο Κύριος ο
Παντοδύναμος» και στο ότι οι αρχαίοι Ινδοί βρίσκονταν στο σωστό δρόμο για την
κατανόηση του κόσμου, τότε η βοήθειά του επιστήμονα αυτού πρέπει να
θεωρηθεί ύποπτη.
Επιστρέφοντας στην αντίληψή του για τη ζωή, σημειώνω πως μάλλον είναι
παράλειψη το ότι, παρ’ ότι αναγνώρισε την αξία της χημείας για τη μελέτη των
βιολογικών φαινομένων, δεν έκανε μια σοβαρή προσπάθεια να την περιλάβει
στους συλλογισμούς του. Ίσως δεν είχε και τη δυνατότητα να το κάνει αφού
γνώσεις του προήλθαν από μερικές δημοσιεύσεις και κάποιες συνομιλίες με τον
Delbruck. Οι γνώσεις του πάνω στη γενετική ήταν κι αυτές σχετικά ξεπερασμένες.
Δεν έκανε καμία αναφορά στην πιο πρόσφατη πρόοδο στη γενετική, δηλαδή στην
υπόθεση της αντιστοιχίας «ενός γονιδίου προς ένα ένζυμο»34 που υποστηρίχθηκε
από τις ανακαλύψεις του Beadle και Tatum το 1941, οι οποίες τελικά συνέβαλαν
σημαντικά στη μοριακή βιολογία. Εστίασε στην έρευνα πάνω στη Drosophila
παρ’ ότι τη δεκαετία του '40 η γενετική εξελισσόταν από επιστήμονες που
εργάζονται με μικροοργανισμούς, όπως ο μύκητας Neurospora. Ακόμη κι ο
33
Αλληλόμορφα είναι διαφορετικά γονίδια που καθορίζουν ένα συγκεκριμένο
χαρακτηριστικό και βρίσκονται στις ίδιες θέσεις των ομόλογων χρωμοσωμάτων.
34
Δηλαδή στο ότι ένα γονίδιο φέρει την πληροφορία για την παραγωγή ενός
ενζύμου/πρωτεϊνης.
58
Delbruck που ενέπνευσε το ενδιαφέρον του Schrödinger για τη γενετική, έκανε
έρευνα με βακτηριακούς ιούς πέντε χρόνια πριν την έκδοση του «Τι είναι η ζωή;»
-μια έρευνα η οποία συνέβαλε αργότερα στο να δοθούν πολλές από τις απαντήσεις
στις ερωτήσεις που έθεσε ο Schrödinger.
59
Βιβλιογραφία
60