Professional Documents
Culture Documents
Death in Venice PDF
Death in Venice PDF
4 Στη νουβέλα του πέφτει η μασέλα! Ο τρόπος που χειρίζεται ο Britten το “our love to the pretty little darling” είναι
πολύ αποτελεσματικός, και το γεγονός ότι φέρνει τον Διόνυσο ακριβώς σε αυτό το σημείο προοικονομεί πολύ
σαφέστερα όσα έπονται σε σχέση με τον συγγραφέα και τον νεαρό Tadzio.
πατρικής στοργής. Άλλωστε είναι ένας καλλιτέχνης που η ωριμότητα τον βρήκε υπέρμαχο της
απλότητας της μορφής, της ομορφιάς. Πώς λοιπόν να μείνει ασυγκίνητος όταν έχει μπροστά του
τόση ομορφιά;5
Στην επόμενη σκηνή ο συγγραφέας μας έχει βγει για μια βόλτα στην Serenissima, αλλά η
ξερή και ζεστή ατμόσφαιρα με όλη την βρώμα τον ταλαιπωρούν υπερβολικά. Επίσης, τέσσερεις
δευτερεύοντες χαρακτήρες που θέλουν να βγάλουν κέρδος απ’ αυτόν (μικροπωλητές, ζητιάνοι) τον
κατακλύζουν κι έτσι αποφασίζει να εγκαταλείψει την πόλη. Εδώ έχει δοθεί μια πιο δραματική
έποψη στη νουβέλα, πάλι δίχως να την αλλάζει ουσιαστικά. Στην συνέχεια δείχνει τον
αποχαιρετισμό του διευθυντή και τον συγγραφέα μας να αμφιταλαντεύεται σχετικά με την
παραμονή του. Με το που εκφράζει τις αμφιβολίες του εμφανίζεται ο ωραίος τον οποίο χαιρετά
νοερά και του δίνει την ευχή του. Πάνω σε αυτό το μετάνιωμα για την ξαφνική του φυγή,
συνειδητοποιεί, ως εκ θαύματος, ότι οι αποσκευές του έχουν σταλεί σε λάθος μέρος. Δεν υπάρχει
καλύτερη αφορμή για να γυρίσει πίσω στο ξενοδοχείο. Μόλις επιστρέψει εκεί, κάποια λόγια του
διευθυντή (“He can enjoy what he thought to have left forever”, που κρύβουν και κάτι από την
“διονυσιακή” του υπόσταση) τον φέρνουν στην συνειδητοποίηση πως τον Tadzio γύρευε κι
επέστρεψε.
Στην επόμενη σκηνή, την τελευταία της πρώτης πράξης, την ώρα που ο πρωταγωνιστής μας
έχει πέσει σε έναν μεθυστικό ύπνο με την χορωδία να τον συνοδεύει τραγουδώντας για τον χρόνο
που περνά νωχελικά και ξέγνοιαστα, κάνει την εμφάνισή του ο νέος μονωδός με βασικό ρόλο, που
η ανάγκη του έγινε δεσμευτική από την στιγμή που ακούστηκε η φωνή του Διονύσου. Πρόκειται
φυσικά για τον λόγο του Απόλλωνα (κόντρατενόρος). Σε αυτόν δίνονται σκέψεις που ανάγονται
στον Φαίδρο (“Love that beauty causes is frenzy god-inspired, nearer to the gods than sanity”).
Έπειτα, η χορωδία περιγράφει τα αγωνιστικά παιγνίδια των παιδιών, εμπνευσμένα κατά τα
φαινόμενα από τους Ολυμπιακούς αγώνες, εξαιτίας της εκτενούς αναφοράς του Mann στην
ελληνική μυθολογία και σκέψη, όπου ο Tadzio βγαίνει νικητής. Η ιδέα της δισκοβολίας μάλιστα
προήλθε από το βιβλίο, όπου την συναντούμε όχι ως αγώνισμα των παιδιών, μα σαν την
ονειροπόληση πάνω στον μύθο του Υακίνθου από τον συγγραφέα. Υπό την επήρεια αυτών των
εικόνων, ο συγγραφέας μας βάλλεται να γράφει. Μα όταν σηκώνεται να συγχαρεί τον νεαρό
αθλητή για την επίδοση και τη νίκη του διστάζει. Παρ’ όλα αυτά, ο νεαρός Tadzio του χαρίζει ένα
χαμόγελο που τον αναστατώνει, κάνοντάς τον να δηλώσει απερίφραστα: “I love you”. Τέλος
πρώτης πράξης.
Η δεύτερη και τελευταία πράξη ξεκινά με διάθεση αρκετά βαρύτερη από την πρώτη. Μετά
από μια συναισθηματικά φορτισμένη εισαγωγή στα έγχορδα, ο Aschenbach μιλά για ό,τι είχε
γράψει με αφορμή τον Tadzio και του έρχεται μια απέχθεια. Αφότου αναλύσει περαιτέρω την
κατάσταση, καταλήγει πως πρέπει να αποδεχθεί αυτόν τον έρωτα. Αμέσως ελαφραίνει η
ατμόσφαιρα με την εμφάνιση στην σκηνή του βαρύτονου/πασπαρτού, ο οποίος τώρα εκτελεί χρέη
μπαρμπερη! Ο Mann μας έχει πληροφορήσει ότι οι επισκέψεις του συγγραφέα στον μπαρμπέρη του
ξενοδοχείου έχουν πυκνώσει. Σε αυτόν δίνεται ο ρόλος να ενημερώσει το κοινό για το σταδιακό
άδειασμα του ξενοδοχείου, αλλά και να φυτέψει τον σπόρο – όπως άλλωστε γίνεται και στη
νουβέλα περίπου – στο μυαλό του Aschenbach να μάθει τι συμβαίνει με αυτή την ασθένεια (“The
signore is not leaving us? He does not fear the sickness, does he?”).
Μόλις βγαίνει έξω, ανακαλύπτει μια μυρουδιά από φάρμακα να πλανάται πάνω από τα
λιμνάζοντα κανάλια της Βενετίας. Στην πόλη ανακαλύπτει ότι οι αρχές έχουν ανακοινώσει
προληπτικά μέτρα, όχι ξεκάθαρα όμως σχετικά με τι, ενώ δεν παίρνει σαφείς απαντήσεις ούτε από
τους ντόπιους. Μια εφημερίδα του τόπου του όμως δείχνει ότι μάλλον πρόκειται για επιδημία
χολέρας.6 Αντί να τρομοκρατηθεί ο Aschenbach ενθουσιάζεται που η πόλη κρύβει ένα τέτοιο
5 Κάποιες από τις σκέψεις που εκφράζει εδώ ο Aschenbach προέρχονται από πιο προχωρημένο σημείο της νουβέλας.
Ο στίχος π.χ. “I might have created him” αντιστοιχεί περίπου σε σκέψεις που συναντούμε στο τέταρτο κεφάλαιο,
το οποίο με την σειρά του αντιστοιχεί χονδρικά στην τελευταία σκηνή της πρώτης πράξης (“The Games of
Apollo”).
6 Στη νουβέλα η λέξη χολέρα χρησιμοποιείται πρώτη φορά αργότερα, όταν ο Aschenbach μαθαίνει απερίφραστα πια
την αλήθεια στο αγγλικό ταξιδιωτικό γραφείο.
μυστικό, που του θυμίζει τον δικό του μυστικό έρωτα, οπότε βάλλεται να αποτρέψει την πολωνική
οικογένεια να μάθει τα νέα, για να μην χάσει τη συντροφιά του νεαρού.
Κάπου εδώ αρχίζει στην όπερα η αναπαράσταση της συνεχούς καταδίωξης του νεαρού –
στη νουβέλα τα της προηγούμενης παραγράφου συνέβησαν κατά την διάρκεια αυτής. Τον
ακολουθεί στα καφενεία, στους δρόμους και στον Άγιο Μάρκο, όπου η πολωνική οικογένεια
παρακολουθεί την κυριακάτικη λειτουργία. Σε αυτήν την κατάσταση βρίσκεται ο συγγραφέας όταν
μπαίνει το κόρο των κατοίκων της Βενετίας που κρύβει το μυστικό (“We who live by summer’s
trade guard the city’s secret”). Αυτός όμως συνεχίζει ακάθεκτος το κυνήγι. Προσπαθεί να κρύβεται
ώστε να μην τον καταλάβουν, ταράσσεται όταν πετυχαίνει τους Πολωνούς κατά πρόσωπο, βάζει
ακόμα και τους γονδολιέρηδες να τους ακολουθούν από απόσταση! Η σκηνή κλείνει με τον
Aschenbach να στοχάζεται τι θα σκέφτονταν γι’ αυτόν οι πρόγονοί του.
Έπεται η σκηνή με τους πλανόδιους μουσικούς, στην οποία και ο ίδιος ο Mann έχει
αφιερώσει αρκετές σελίδες. Αρχηγός της κομπανίας είναι για άλλη μια φορά ο
βαρύτονος/πασπαρτού που τραγουδά δύο τραγούδια σε αυτή του τη μορφή, πολύ κοντά σε ό,τι
συμβαίνει στη νουβέλα. Το πρώτο πρέπει να είναι εντελώς πρωτότυπο, μιας και ο Mann δεν
αναφέρει πολλά, πέραν της γελοιότητας των στίχων του. Ο βαρύτονός μας λοιπόν, αρχίζει να
τραγουδάει ένα πολύ διασκεδαστικό τραγούδι, στο οποίο, επειδή οι δικοί του του λέγαν να
αποφύγει συγκεκριμένες γυναίκες ανάλογα με το χρώμα των μαλλιών τους ( η γιαγιά του λέει
μακριά από τις ξανθές, η μαμά μακριά απ’ τις μελαχρινές κι ο μπαμπάς μακριά από τις
κοκκινομάλλες), δεν του μένει καμιά να παντρευτεί, μένει ελεύθερος και περνά ζωή και κότα,
evviva la liberta! Ενώ μαζεύει τα φιλοδωρήματα του ακροατηρίου τον πιάνει ο Aschenbach μπας
και καταφέρει να μάθει τίποτε σχετικά με την επιδημία. Αυτός, πονηρός γαρ, δεν αφήνει να του
ξεφύγει κουβέντα και προχωράει στο δεύτερο τραγούδι, αυτό με το υπερβολικά μπουφόνικο στυλ 7
και τα χαχανητά, με το οποίο καταφέρνει όλο το ακροατήριο να βάλει τα γέλια. Εδώ τον βλέπουμε
μάλιστα να κάνει μία άξεστη κίνηση της γλώσσας, αντίστοιχη με αυτή που είχε κάνει κι ο γερο-
Καζανόβας, σύμφωνα με τη νουβέλα. Επίσης, φεύγοντας από το ξενοδοχείο, βγάζει προκλητικά τη
γλώσσα στον συγγραφέα μας, βγάζοντας – όπως κι ο γέρος στην αρχή – την περούκα κι αφήνοντας
να φανεί η όψη του Διονύσου (το τελευταίο αφορά στην όπερα). Στην σκηνή μένουν ο Aschenbach
με τον Tadzio, οι μόνοι που δεν συμμετείχαν στο μαζικό κύμα γέλιου, γεγονός που έδωσε μεγάλη
χαρά στον συγγραφέα (“Does your innocence keep you aloof, or do you look to me for guidance?”).
Αμέσως μετά, ο συγγραφέας, μόνος πάλι στην σκηνή, κάνει λόγο για την εικόνα της κλεψύδρας στο
πατρικό του σπίτι, μια εικόνα που χρησιμοποιεί ο Mann για να δείξει τον χρόνο του Aschenbach
που τελειώνει (παρόλο που στην νουβέλα δείχνει συνεχώς να φοβάται, ή έστω να σκέφτεται για τα
χρόνια που θα ζήσει ο μικρός Tadzio).
Έτσι φτάνουμε λοιπόν στη σκηνή που ο Aschenbach μαθαίνει πια την αλήθεια σχετικά με
την επιδημία. Βρισκόμαστε στο αγγλικό ταξιδιωτικό γραφείο στην πλατεία του Αγίου Μάρκου.
Εκεί έχουμε μία προσθήκη του λιμπρέτο, πανικοβλημένοι τουρίστες ζητούν να φύγουν το
γρηγορότερο, λεπτομέρεια που βοηθά να προωθηθεί καλύτερα η δραματουργία και να δοθεί καλή
αφορμή στον Aschenbach να ρωτήσει για την χολέρα. Ο ρόλος που δίνεται στον εργαζόμενο στο
γραφείο, ο οποίος δίνει επιτέλους μιαν ειλικρινή εξήγηση σχετικά με το τι γίνεται, είναι ο
μεγαλύτερος μετά τους τρεις βασικούς. Ο συγγραφέας τώρα σκέφτεται να μιλήσει στην Πολωνή
μητέρα, να της πει να πάρει τα παιδιά της μακριά, αλλά δεν το κάνει, κι έτσι αποδεικνύει ότι ο
παλιός του εαυτός δεν θα επιστρέψει ποτέ πια. Σκέψεις και οράματα περνούν από το μυαλό του.
Σκέφτεται πώς θά ‘ταν να μείνουν μόνο αυτός κι ο Tadzio ζωντανοί – πάλι στο βιβλίο αυτό
συναντάται λίγο αργότερα, μετά το όνειρο. “I will not speak”. Αποφασίζει ότι θα σιγήσει.
Ήλθε η ώρα για το όνειρο που αναφέραμε. Στο βιβλίο αυτό είναι άγριο, και θυμίζει κάπως
τις φαουστικές σκηνές με τις μάγισσες. Θυσίες, αίματα, παράδοση στον διονυσιασμό. Ο Britten
καταλήγει εκεί, αλλά διαλεκτικότερα. Εμφανίζει και τον Διόνυσο και τον Απόλλωνα, οι οποίοι
αγωνίζονται να κερδίσουν τον κοιμισμένο καλλιτέχνη. Αυτός ξυπνά και μεταφέρεται στην παραλία
για να λάβει χώρα μια σκηνή κάπως εμβόλιμη, χωρίς συγκεκριμένο παράλληλο και στη νουβέλα,
κατά την οποία γίνεται βασικά χρήση των χορευτών. Εκεί, φυσικά, επιδίδεται ξανά στην αγαπημένη
Αφού έχουμε διατρέξει λοιπόν την όπερα στο σύνολό της, ήρθε η ώρα για κάποια
συμπεράσματα. Πρώτον, η όπερα παραμένει πιστή στη νουβέλα και οι Britten/Piper είναι σαφές ότι
δείχνουν σεβασμό σε αυτό το αριστούργημα του Mann. Το λιμπρέτο περιέχει, δεύτερον, και
στοιχεία ερμηνείας/εξήγησης του κειμένου. Πώς αλλιώς θα μπορούσε να δικαιολογηθεί η παρουσία
των φωνών του Διονύσου και του Απόλλωνα; Παρ’ ότι το κείμενο σίγουρα δίνει μια γεύση αυτού
του νιτσεϊκού δυϊσμού, με την αμφιταλάντευση μεταξύ αυστηρότητας κι αφήματος, μεταξύ
ομορφιάς και χάους είμαι πεπεισμένος ότι ο Mann αν ζητούσε κάτι τέτοιο, θα μπορούσε κάλλιστα
να το έχει συμπεριλάβει. Βέβαια, αν το δούμε με παιδαγωγικές αρχές, αυτή η απόφαση των
Britten/Piper σίγουρα κάνει πιο ανάγλυφο τον διχασμό και το τέλμα του καλλιτέχνη στον μέσο
ακροατή. Αυτό μόνο του βέβαια δεν θα αρκούσε για να έχουμε ένα εξαιρετικό έργο, όπως θεωρώ
εγώ το Death in Venice. Πέραν από απλή επεξήγηση στο κείμενο του Mann λοιπόν, η προσθήκη
αυτή περιέγραφε με περισσότερη σαφήνεια τον προσωπικό διχασμό του Britten, τον τρόπο που ο
ίδιος βίωνε το καλλιτεχνικό τέλμα από το οποίο τον λύτρωσε αυτή η όπερα – κατά τρόπο ανάλογο,
μα όχι ταυτόσημο με τη λύτρωση που προσέφερε και η νουβέλα στον συγγραφέα της. Τρίτον,
οφείλουμε να εξάρουμε την όπερα για την οικονομία των μέσων. Ο βαρύτονος/πασπαρτού
πρόκειται για ένα ευφάνταστο τέχνασμα, που δικαιολογείται και δραματολογικά, και δημιουργεί κι
έναν εξαιρετικά απαιτητικό ρόλο, δίπλα στον πρωταγωνιστικό. Τέλος, ας αναφερθούμε λίγο στα
σχετικά μεγέθη των έργων. Βλέπουμε ότι ολόκληρη η δεύτερη πράξη, πραγματεύεται ουσιαστικά
τα του πέμπτου και τελευταίου κεφαλαίου, ενώ τα τέσσερα προηγούμενα, βρίσκονται στην πρώτη.
Το τέταρτο κεφάλαιο από την άλλη συμπίπτει ουσιαστικά με την τελευταία σκηνή της πρώτης
πράξης. Το δεύτερο κεφάλαιο, τέλος, – η συνοπτική παρουσίαση του συγγραφικού έργου του
Aschenbach – που είναι φύσει αντιδραματικό δεν χρησιμοποιείται εκτεταμένα, παρά μόνο
σπαράγματά του χρησιμοποιούνται στους διαφόρους μονολόγους και στοχασμούς του συγγραφέα.
8 Σκηνοθετικά μάλιστα τον εξοπλίζουν με ό,τι φορούσε και χρησιμοποιούσε ο Καζανόβα, το ποτήρι με το ποτό, το
μπαστούνι, και το ψάθινο καπελο.
Στα πλαίσια του συντόμου αυτού κειμένου δεν έγινε καμία σχεδόν αναφορά σε μουσικά
στοιχεία της όπερας, αφενός λόγω της ζητούμενης έκτασης, κι αφετέρου λόγω της πενίας των
ελληνικών μουσικών βιβλιοθηκών – δυστυχώς, δεν υπάρχει βιβλιοθήκη ιδρύματος στην Αθήνα που
να διαθέτει παρτιτούρα αυτού του έργου, παρά την αδιαμφισβήτητη σημασία του στο οπερατικό
ρεπερτόριο του δευτέρου μισού του εικοστού αιώνα. Παρ’ ότι η εξέταση του λιμπρέτο ήταν το κατά
δύναμιν εξαντλητική, η εξέταση της βιβλιογραφίας ήταν μηδαμινή, λόγω της στόχευσης του
παρόντος. Τα βασικά εργαλεία ήταν η ελληνική μετάφραση της νουβέλας του Mann και το DVD
της εκτέλεσης του έργου το 2013 από την English National Opera – τα στοιχεία δίνονται μετά το
κείμενο. Παρ’ όλα αυτά τέτοιου είδους εργασία είναι υψίστης σημασίας για να κατανοήσουμε πώς
ο Britten επεξεργαζόταν το λογοτεχνικό κείμενο που ετοίμαζε για την σκηνή. Εκτός από τα άλλα
αριστουργήματα που έχει επεξεργαστεί, όπως την πασίγνωστη ιστορία φαντασμάτων The Turn of
the Screw του Henry James, νομίζω θα ωφελούσε τα μέγιστα να γίνει ένα ανάλογο με το παρόν
πόνημα για την εκδοχή του Britten στο σαιξπηρικό A Midsummer Night’s Dream όπου ο συνθέτης
διαμόρφωσε το λιμπρέτο με βοήθεια μόνο από τον Pears και το έχει μεταμορφώσει σε κάτι
αφάνταστα όμορφο και ονειρικό μεν, ως άξιος επίγονος του Mendelssohn, αλλά και με σαφείς
διαφορές από πρωτότυπο δε, χωρίς όμως επ’ ουδενί να το καταχράζεται.
Βιβλιογραφία:
1. Ανώνυμου, “Death in Venice: The Final Opera”, https://brittenpears.org/explore/benjamin-
britten/music/operas/death-in-venice/ (τελευταία πρόσβαση: 12.02.2020).
2. Thomas Mann, “Ο Θάνατος στη Βενετία”, Θάνατος στη Βενετία – Τριστάνος – Glaudius Dei
– Ο Νόμος (μτφρ. Άρης Δικταίος), Ζαχαρόπουλος, 1976, σ. 9-102.
3. Benjamin Britten, Death in Venice (DVD), Opus Arte, 2014.