You are on page 1of 7

Συνοπτική σύγκριση της οπερατικής εκδοχής του Θανάτου στη Βενετία του

Benjamin Britten με τη νουβέλα του Thomas Mann

Στο παρόν θα αποπειραθούμε να συγκρίνουμε συνοπτικά τη νουβέλα Ο Θάνατος στη


Βενετία του Thomas Mann, με το λιμπρέτο για την ομώνυμη όπερα (Death in Venice) του Benjamin
Britten, υπό την πένα της Myfanwy Piper. Σε γενικές γραμμές, η όπερα παραμένει αρκετά πιστή
στο υλικό της νουβέλας, αλλά όχι και σε απόλυτο βαθμό, όπως επιτάσσει φυσικά κάθε
δραματοποίηση ενός κειμένου. Λεπτομέρειες έχουν αλλάξει, αλλά, πράγμα που είναι και το πιο
συναρπαστικό, υπάρχουν πινελιές δραματουργικού χαρακτήρα, οι οποίες προσπαθούν να φέρουν
στην επιφάνεια την ψυχική κατάσταση του πρωταγωνιστή. Ας αρχίσουμε εδώ με μια σύντομη
περίληψη της νουβέλας, ώστε να έχουμε ένα μέτρο σύγκρισης.
Ο Gustav von Aschenbach είναι ένας πενηντάρης συγγραφέας από το Μόναχο, που,
αποκαμωμένος από την έντονη εργασία – γιατί ανήκε στην μερίδα των καλλιτεχνών που θεωρούν
χρέος τους την στρατιωτική πειθαρχία και σκληρή δουλειά – και βρισκόμενος σε ένα δημιουργικό
τέλμα, τον πιάνουν ασυνήθιστες γι’ αυτόν τάσεις φυγής. Παρά τα αρχικά του σχέδια να επισκεφθεί
το εξοχικό του, αυτός καταφεύγει τελικά σε ένα από τα νησιά κοντά στην χερσόνησο της Ιστρίας
στην Αδριατική θάλασσα. Μετά από μια σύντομη παραμονή εκεί, αποφασίζει να πάει στην
“Γαληνοτάτη” Βενετία.
Έπειτα από μερικά ενδιαφέροντα περιστατικά και κάποιους γραφικούς χαρακτήρες
καταφέρνει να φτάσει επιτέλους στο Lido, όπου βρισκόταν το ξενοδοχείο στο οποίο επρόκειτο να
μείνει. Σε αυτό το τμήμα εντύπωση μου έκανε η παρομοίωση του Aschenbach της γόνδολας με
φέρετρο, όταν μπαίνει στο πλεούμενο του περίεργου γονδολιέρη, ο οποίος όπως αποδείχθηκε λίγο
αργότερα δεν είχε άδεια, γι’ αυτό και εξηφανίσθη προτού προλάβει ο συγγραφέας μας να τον
πληρώσει.
Στο ξενοδοχείο των λουτρών όπου διέμενε, είχε όλη την προσοχή που άρμοζε σε ένα
πρόσωπο του διαμετρήματός του, και ο όγκος της αλληλογραφίας που λάμβανε δε μειώθηκε πολύ,
παρότι εβρίσκετο τόσο μακριά από το σπίτι του. Βέβαια, αυτό που του κέρδισε το ενδιαφέρον ήταν
ένα πρόσωπο που συνάντησε περιμένοντας να πάρει το πρώτο του δείπνο. Πρόκειται για τον
Tadzio, όπως έμαθε ο Aschenbach κρυφακούγοντας αργότερα στην παραλία, ένα δεκατετράχρονο
αγόρι από την Πολωνία που βρισκόταν εκεί μαζί με την οικογένειά του. Ο διακεκριμένος μας
συγγραφέας αρχικά εντυπωσιάζεται από την ομορφιά και το ύφος του αγοριού, το οποίο καταλήγει
να κλέψει κάθε άλλη έγνοια από το μυαλό του και να του γίνει έμμονη ιδέα. Τον ακολουθεί στην
πόλη, ενώ κρύβεται για να μην κινήσει υποψίες, ενώ φτάνει στο σημείο να βάψει τα μαλλιά του
απολαμβάνοντας κάθε περιποίηση από τον κουρέα του ξενοδοχείου – πράγματα για τα οποία ο
ίδιος προηγουμένως είχε δείξει ιδιαίτερη αποστροφή – μόνο και μόνο με την ελπίδα να κερδίσει
λίγη προσοχή από το αντικείμενο του πόθου του – 1 ακόμα και να κολλάει ξαναμμένος πάνω στην
πόρτα του δωματίου της πολωνικής οικογένειας.
Πέραν του Tadzio, μία ήταν ουσιαστικά η άλλη του ασχολία. Είχε παρατηρήσει κατά τη
διάρκεια της τέταρτης εβδομάδας της παραμονής του στη Βενετία, ότι παρά το γεγονός ότι
έρχονταν οι μέρες που θα έπρεπε να είναι οι πιο γεμάτες της σαιζόν, το ξενοδοχείο είχε αρχίσει να
αδειάζει. Ήταν κάτι που το φιλοπερίεργό του μυαλό έπρεπε να ερευνήσει. Δυστυχώς, οι ερωτήσεις
στους ντόπιους δεν έβγαζαν πουθενά, καθώς είχαν δασκαλευτεί από τις αρχές να αποκρύψουν το
ζήτημα. Καταστηματάρχες, ο διευθυντής του ξενοδοχείου, ένας σπιρτόζος μουσικός του δρόμου
που έδωσε παράσταση για τους πελάτες του ξενοδοχείου, όλοι θα τον διαβεβαιώσουν πως δεν έχει
λόγο να ανησυχεί. Παρ’ όλα αυτά, ο πρωταγωνιστής μας καταλαβαίνει πώς κάτι πάει στραβά. Την
αλήθεια θα την μάθει χωρίς περιστροφές από έναν υπάλληλο του αγγλικού ταξιδιωτικού γραφείου
στην πλατεία του Αγίου Μάρκου. Υπήρχε επιδημία από ινδική χολέρα.
1 Αυτή η ειρωνεία έχει ιδιαίτερη σημασία και δομικά, αφού κατά τη διάρκεια του ταξιδιού του προς τη Βενετία,
συναντά έναν ηλικιωμένο κύριο που βρισκόταν σε μια παρέα νεωτέρων και πέραν του ότι συμπεριφερόταν ως ένας
από αυτούς, γεννούσε ιδιαίτερη αποστροφή στον Aschenbach λόγω όλων των προσπαθειών που είχε καταβάλει
ώστε να παραμείνει, ή έστω να δείχνει ακόμη νέος. O Britten στην όπερά του, όπως θα δούμε παρακάτω, χειρίζεται
έξυπνα αυτές τις λεπτομέρειες.
Αυτό δεν αλλάζει πολύ την καθημερινότητα του ήρωά μας. Συνεχίζει να παρακολουθεί και
να ακολουθεί στενά τον νεαρό Tadzio, παρεμβάλλοντας συχνά στην αφήγησή του στοχασμούς
πάνω στον Φαίδρο του Πλάτωνος,2 και όλη η νουβέλα τελειώνει με τον θάνατο του συγγραφέα από
την επιδημία, την στιγμή που ο Mann είχε χτίσει ένταση με έναν άγριο καυγά του Tadzio κι ενός
φίλου του.
Ας περάσουμε τώρα στα βασικά στοιχεία της όπερας, που είναι και η τελευταία του
συνθέτη, προτού αρχίσουμε την απαρίθμηση των διαφορών με τη νουβέλα. Οι σημαντικοί ρόλοι,
από πλευρά έκτασης, αλλά και ουσίας είναι τρεις. Από αυτούς, ο χαρακτήρας του Aschenbach –
τενόρος, γραμμένος για τον σύντροφο του συνθέτη Peter Pears, στον οποίο έχει αφιερωθεί άλλωστε
όλη η όπερα – έχει σαφώς την μερίδα του λέοντος, όντας στην σκηνή σχεδόν καθ’ όλη την διάρκεια
του έργου. Τα υπόλοιπα σολιστικά μέρη μπορούν να ανατεθούν σε μέλη της χορωδίας. Επιπλέον,
υπάρχει ανάγκη για χορευτές – αναμενόμενο, μια και στη νουβέλα ακόμη, στον Tadzio δεν δίνεται
ούτε μία ευκαιρία να μιλήσει, πράγμα που ούτως ή άλλως θα αντέβαινε στον ρόλο αυτού του
χαρακτήρα στα πλαίσια της παρούσας ιστορίας. Στην ενορχήστρωση αυτό που αξίζει να σημειωθεί
είναι ο πλούτος κρουστών οργάνων, που οφείλεται μαλλον στην προσπάθεια του Britten να εντάξει
στην μουσική, ειδικά αυτή που αφορά στον Tadzio και τους φίλους του, στοιχεία από το
μπαλινέζικο γκαμελάν, η οποία μάλιστα αντιτίθεται στην έντονα χρωματική μουσική που συνοδεύει
τους στοχασμούς του Aschenbach.3 Ας ξεκινήσουμε λοιπόν την σύγκριση.
Στην πρώτη σκηνή του έργου (στο Μόναχο) δεν βλέπουμε πολλές διαφορές, εν πολλοίς
ακολουθείται η συλλογιστική που ο Mann προβάλει στον ήρωά του. Η ανήσυχη πνευματική
κατάσταση στην οποία βρίσκεται, μεταδίδεται με την εμμονική φράση “my mind beats on”, ενώ
βρίσκει και την ευκαιρία να συστηθεί και να παρουσιάσει σύντομα το έργο του, όπως άλλωστε
κάνει και ο Mann στη νουβέλα. Ο Britten δίνει τις φράσεις που κοσμούν τον ναό του βορείου
νεκροταφείου – “They enter into the house of the Lord” και “May light everlasting shine upon
them” - (Nordfriedhof) του Μονάχου στην χορωδία. Τώρα όμως πρόκειται να βρεθούμε μπρος στην
πρώτη πρωτοτυπία του λιμπρέτο. Την στιγμή που εμφανίζεται ο ταξιδιώτης “πέρα από τις Άλπεις”,
ο πρώτος από τους πολλούς βωβούς ρόλους, εμφανίζεται κι ένας άλλος μονωδός. Πρόκειται για την
φωνή του Διονύσου (βαρύτονος), που προβάλει στον συγγραφέα μας εν είδει οράματος τόπους
εξωτικούς, και του φυτρώνει τον σπόρο για ένα ταξίδι στο νότο. Μετά από μια εσωτερική διαμάχη,
ύστερα από την έξοδο των δύο άλλων προσώπων από την σκηνή, η πρώτη σκηνή λήγει με την
απόφαση του Aschenbach πράγματι να ταξιδεύσει.
Στην δεύτερη σκηνή έπρεπε να παρθούν περισσότερες ελευθερίες, αφενός για να μην
διακοπεί η δραματική ροή, κι αφετέρου για να δοθεί κάποιο μέρος στους συνεπιβάτες του
Aschenbach στην πρώτη θέση του καραβιού, την παρέα των νεαρών που τους συνοδεύει μια
καρικατούρα ενός κατά φαντασίαν νέου, στους οποίους ο Mann δεν δίνει ουσιαστικά πολλά λόγια.
Βρισκόμαστε λοιπόν στην διαδρομή για την Βενετία – δεν γίνεται καμία αναφορά για το ταξίδι που
προηγήθηκε στο δημοφιλές τότε νησί κοντά στην χερσόνησο της Ιστρίας. Η σκηνή ανοίγει με το
κόρο των νεαρών που χαιρετούν τις κοπέλες τους. Αυτές εισάγουν τον “νεαρό Καζανόβα”, την
προαναφερθείσα καρικατούρα, την οποία ο Britten κάνει κωμικοτέρα απ’ όσο ήδη είναι. Βάζει τον
Καζανόβα να έχει την πιο περίεργη άρθρωση και να τελειώνει τις περισσότερες φράσεις του σε ένα
αποκρουστικό φαλσέττο, ενδεικτικό της όλης υποκρισίας που διακατέχει την ύπαρξη και την εικόνα
του. Το ενδιαφέρον εδώ είναι ότι ο ρόλος του Καζανόβα δίνεται στον ίδιο βαρύτονο που εκφέρει τη
φωνή του Διονύσου, ο οποίος, όπως θα δούμε, αποδεικνύεται μονωδός/παρπαρτού. Μάλιστα, στο
τέλος της σκηνής, όπου ο Καζανόβας χαιρετά τον Aschenbach (“our love to the pretty little
2 Ο Mann σε κάποιο σημείο παρουσιάζει σε εισαγωγικά έναν λόγο του Σωκράτους προς τον νεαρό Φαίδρο (5ο
κεφάλαιο), που δεν έρχεται από το έργο του Πλάτωνος, παρά πρόκειται για σκέψεις του ίδιου του Aschenbach. Σε
μεγάλο μέρος αυτού του αποσπάσματος, ο τελευταίος εκφράζει την αποστροφή του για τους καλλιτέχνες, τους
οποίους φέρεται να θεωρεί άνανδρους και ηδονιστές, σε γενικές γραμμές ανάξιους. Αυτό θυμίζει την αποστροφή
του Σωκράτη για τους ρήτορες και τους λογογράφους, που αποτελεί και μία από τις βασικές πλευρές αυτού του
διαλόγου. Προηγουμένως, όσο ο καλλιτέχνης θωρεί τον Tadzio στοχαζόμενος, απευθύνεται πάλι στον Φαίδρο,
αυτή την φορά ακολουθώντας πιστότερα μέρος του διαλόγου – ή πιο σωστά του δεύτερο λόγου του Σωκράτους.
Ίσως αυτές οι πινελιές στο κείμενο του Mann ενέπνευσαν τον Visconti να προσθέσει τις εκτός αφηγηματικής ροής
σκηνές όπου ο Aschenbach συζητάει με τον φίλο του Alfred για την τέχνη, τον καλλιτέχνη και την ομορφιά.
3 Βλ. ένθετο βιβλιαράκι στο Benjamin Britten, Death in Venice (DVD), Opus Arte, 2014.
darling”), βγάζει την περούκα, και μόλις αυτή βγει, είναι σα να βρίσκει την πραγματική του φωνή,
αυτή του Διονύσου.4
Έπειτα από ένα ορχηστρικό ιντερλούδιο – ο συνθέτης το ονόμασε Ουβερτούρα: Βενετία –
βρισκόμαστε στην γόνδολα που πρόκειται να πάει τον ήρωά μας στο Lido. Και ποιος είναι ο
γονδολιέρης; Ποιος άλλος από τον βαρύτονο/πασπαρτού! Η συνομιλία των δύο είναι αρκετά πιστή
στη νουβέλα, μόνο που προβάλλεται περισσότερο ο αυταρχισμός του γονδολιέρη χωρίς άδεια
(“Nobody shall bid me”). Ο Britten με αφορμή το καραβάκι με τους μουσικούς που περνά δίπλα
από την γόνδολα του συγγραφέα, γράφει ένα χορωδιακό (με πολλά θεματικά στοιχεία από πριν,
όπως το θέμα για την Serenissima που είχε δώσει στους νεαρούς συνεπιβάτες του Aschenbach) που
φαίνεται να ζητά την χορωδία εκτός σκηνής. Αφότου ο πρωταγωνιστής δίνει φιλοδώρημα σε
αυτούς που τον βοήθησαν να κατέβει από τη γόνδολα (“But the signore is lucky, he had his gondola
ride for nothing”), αραδιάζει κάποιες σκέψεις του, τις οποίες ο Mann τοποθετεί προηγουμένως,
όταν δηλαδή ο Aschenbach κάθεται στη γόνδολα – την ομοιότητά της με φέρετρο, κλπ.
Στην επόμενη σκηνή βλέπουμε πρώτα την θερμή υποδοχή του συγγραφέα μας από τον
διευθυντή του ξενοδοχείου (βαρύτονος/πασπαρτού). Αυτός στο βιβλίο παρουσιάζεται ως γαλίφης,
πράγμα που χρησιμοποιείται και για τον πλουτισμό του λιμπρέτο, αφού του δίνει και μια ιταλική
εφημερίδα με ευμενείς κρίσεις για το έργο του (“for the signore is well-known in our country”).
Αυτό δίνει και την ευκαιρία να μιλήσει ο καλλιτέχνης περισσότερο για το έργο του, αυτό που ο
Mann είχε κάνει ήδη στο δεύτερο κεφάλαιο της νουβέλας (από αφηγηματικής άποψης, η όπερα
βρίσκεται τώρα στο τρίτο). Παραβλέποντας το τσάι και τον σύντομο περίπατο του συγγραφέα στην
προκυμαία της νουβέλας, φτάνουμε κατευθείαν στον χώρο αναμονής για το δείπνο. Εδώ ο Britten
κάνει μια πολύ ενδιαφέρουσα παρουσίαση της αστικής Βαβέλ που ήταν τότε τα πολυτελή
ξενοδοχεία της Βενετίας, και πράγματι όλων των ειδυλλιακών προορισμών που δεν είχαν μεγάλη
απόσταση από τον δυτικό κόσμο. Η πεινασμένη Γαλλίδα κόρη, οι δυο Αμερικανοί, δασκαλεμένοι
ώστε να έχουν έντονα προσποιητή την προφορά, η οικογένεια των Γερμανών, οι Δανοί, οι Άγγλοι,
οι Ρώσοι, όλοι εκλεπτυσμένοι και καθώς πρέπει (όπως σχολιάζει η χορωδία: “So civilized, quite so.
So elegant, quite so. So “comme il faut”, don’t you know”).
Με το που ετοιμάζεται το φαγητό και η πολύγλωσση αυτή μάζα φεύγει για να το απολαύσει,
κάνει την πρώτη του είσοδό ο ωραίος Tadzio, ακολουθούμενος από την οικογένειά του και την
μουσική υπόκρουση που θυμίζει γκαμελάν. Στη νουβέλα ο Aschenbach τους παρατηρούσε από
πριν. Η μάνα βέβαια στήνει τα παιδιά και την γκουβερνάντα και στα δύο έργα. Η σκηνή κλείνει με
τις παρατηρήσεις του Aschenbach. Παρατηρήσεις σχετικά με την ομορφιά, σχετικά με την
δυναμική της πολωνικής οικογένειας και της σχέσεις σε αυτήν – όπου όλα μαρτυρούν μία αδυναμία
για τον μικρό Tadzio, αδυναμία σίγουρα μεγαλύτερη από αυτήν που η τρέφουν οι δυο κυρίες για τις
αδελφές του –, αλλά και σκέψεις ξανά για την φύση του καλλιτέχνη.
Πάμε στο επόμενο πρωί. Ο Mann περιγράφει το πρωινό του συγγραφέα και την αθυμία που
του προκάλεσε η βαριά ατμόσφαιρα λιμνοθάλασσας. Στην όπερα πάμε κατευθείαν στην επόμενη
“σκηνή”, στην παραλία μπροστά από το ξενοδοχείο. Όπως στο βιβλίο, στην θέση του στην παραλία
(στο βιβλίο πρόκειται για καμπίνες μπροστά από την παραλία, πράγμα που σκηνοθετικά θα ήταν
αδόκιμο, κι επιπλέον πρόκειται μάλλον για απαρχαιωμένη συνήθεια, των αρχών του αιώνα) τον
οδηγεί ένας κύριος με μπλούζα ναύτη και λινό παντελόνι, πράγμα που τυχαίνει να σέβεται και η
παράσταση στο DVD που παρακολουθώ. Η αθυμία την έναρξη της οποίας ο Mann έχει
τοποθετήσει νωρίτερα, την στιγμή που ο πρωταγωνιστής ανοίγει το παράθυρο του δωματίου του το
πρωί, εκφράζεται εδώ στην παραλία από τον συγγραφέα. Επόμενο σημαντικό σημείο είναι αυτό
που η χορωδία εκφέρει το όνομα του Tadzio όπως αυτό φτάνει στα αφτιά του συγγραφέα μέσα στο
χάος της παραλίας. Πρόκειται για ένα ιδιαίτερα ευφάνταστο και καλογραμμένο σημείο για την
χορωδία. Είναι κι εξαιρετικό σημείο για να γίνει χρήση των χορευτών, μιας και τα παιδιά παίζουν
στην παραλία. Η σκηνή κλείνει πάλι με τις παρατηρήσεις του Aschenbach οι οποίες είναι ακόμα
αρκετά ψύχραιμες, και η εμμονή του για τον νεαρό Tadzio φαίνεται να κρύβει ακόμη ένα ίχνος

4 Στη νουβέλα του πέφτει η μασέλα! Ο τρόπος που χειρίζεται ο Britten το “our love to the pretty little darling” είναι
πολύ αποτελεσματικός, και το γεγονός ότι φέρνει τον Διόνυσο ακριβώς σε αυτό το σημείο προοικονομεί πολύ
σαφέστερα όσα έπονται σε σχέση με τον συγγραφέα και τον νεαρό Tadzio.
πατρικής στοργής. Άλλωστε είναι ένας καλλιτέχνης που η ωριμότητα τον βρήκε υπέρμαχο της
απλότητας της μορφής, της ομορφιάς. Πώς λοιπόν να μείνει ασυγκίνητος όταν έχει μπροστά του
τόση ομορφιά;5
Στην επόμενη σκηνή ο συγγραφέας μας έχει βγει για μια βόλτα στην Serenissima, αλλά η
ξερή και ζεστή ατμόσφαιρα με όλη την βρώμα τον ταλαιπωρούν υπερβολικά. Επίσης, τέσσερεις
δευτερεύοντες χαρακτήρες που θέλουν να βγάλουν κέρδος απ’ αυτόν (μικροπωλητές, ζητιάνοι) τον
κατακλύζουν κι έτσι αποφασίζει να εγκαταλείψει την πόλη. Εδώ έχει δοθεί μια πιο δραματική
έποψη στη νουβέλα, πάλι δίχως να την αλλάζει ουσιαστικά. Στην συνέχεια δείχνει τον
αποχαιρετισμό του διευθυντή και τον συγγραφέα μας να αμφιταλαντεύεται σχετικά με την
παραμονή του. Με το που εκφράζει τις αμφιβολίες του εμφανίζεται ο ωραίος τον οποίο χαιρετά
νοερά και του δίνει την ευχή του. Πάνω σε αυτό το μετάνιωμα για την ξαφνική του φυγή,
συνειδητοποιεί, ως εκ θαύματος, ότι οι αποσκευές του έχουν σταλεί σε λάθος μέρος. Δεν υπάρχει
καλύτερη αφορμή για να γυρίσει πίσω στο ξενοδοχείο. Μόλις επιστρέψει εκεί, κάποια λόγια του
διευθυντή (“He can enjoy what he thought to have left forever”, που κρύβουν και κάτι από την
“διονυσιακή” του υπόσταση) τον φέρνουν στην συνειδητοποίηση πως τον Tadzio γύρευε κι
επέστρεψε.
Στην επόμενη σκηνή, την τελευταία της πρώτης πράξης, την ώρα που ο πρωταγωνιστής μας
έχει πέσει σε έναν μεθυστικό ύπνο με την χορωδία να τον συνοδεύει τραγουδώντας για τον χρόνο
που περνά νωχελικά και ξέγνοιαστα, κάνει την εμφάνισή του ο νέος μονωδός με βασικό ρόλο, που
η ανάγκη του έγινε δεσμευτική από την στιγμή που ακούστηκε η φωνή του Διονύσου. Πρόκειται
φυσικά για τον λόγο του Απόλλωνα (κόντρατενόρος). Σε αυτόν δίνονται σκέψεις που ανάγονται
στον Φαίδρο (“Love that beauty causes is frenzy god-inspired, nearer to the gods than sanity”).
Έπειτα, η χορωδία περιγράφει τα αγωνιστικά παιγνίδια των παιδιών, εμπνευσμένα κατά τα
φαινόμενα από τους Ολυμπιακούς αγώνες, εξαιτίας της εκτενούς αναφοράς του Mann στην
ελληνική μυθολογία και σκέψη, όπου ο Tadzio βγαίνει νικητής. Η ιδέα της δισκοβολίας μάλιστα
προήλθε από το βιβλίο, όπου την συναντούμε όχι ως αγώνισμα των παιδιών, μα σαν την
ονειροπόληση πάνω στον μύθο του Υακίνθου από τον συγγραφέα. Υπό την επήρεια αυτών των
εικόνων, ο συγγραφέας μας βάλλεται να γράφει. Μα όταν σηκώνεται να συγχαρεί τον νεαρό
αθλητή για την επίδοση και τη νίκη του διστάζει. Παρ’ όλα αυτά, ο νεαρός Tadzio του χαρίζει ένα
χαμόγελο που τον αναστατώνει, κάνοντάς τον να δηλώσει απερίφραστα: “I love you”. Τέλος
πρώτης πράξης.
Η δεύτερη και τελευταία πράξη ξεκινά με διάθεση αρκετά βαρύτερη από την πρώτη. Μετά
από μια συναισθηματικά φορτισμένη εισαγωγή στα έγχορδα, ο Aschenbach μιλά για ό,τι είχε
γράψει με αφορμή τον Tadzio και του έρχεται μια απέχθεια. Αφότου αναλύσει περαιτέρω την
κατάσταση, καταλήγει πως πρέπει να αποδεχθεί αυτόν τον έρωτα. Αμέσως ελαφραίνει η
ατμόσφαιρα με την εμφάνιση στην σκηνή του βαρύτονου/πασπαρτού, ο οποίος τώρα εκτελεί χρέη
μπαρμπερη! Ο Mann μας έχει πληροφορήσει ότι οι επισκέψεις του συγγραφέα στον μπαρμπέρη του
ξενοδοχείου έχουν πυκνώσει. Σε αυτόν δίνεται ο ρόλος να ενημερώσει το κοινό για το σταδιακό
άδειασμα του ξενοδοχείου, αλλά και να φυτέψει τον σπόρο – όπως άλλωστε γίνεται και στη
νουβέλα περίπου – στο μυαλό του Aschenbach να μάθει τι συμβαίνει με αυτή την ασθένεια (“The
signore is not leaving us? He does not fear the sickness, does he?”).
Μόλις βγαίνει έξω, ανακαλύπτει μια μυρουδιά από φάρμακα να πλανάται πάνω από τα
λιμνάζοντα κανάλια της Βενετίας. Στην πόλη ανακαλύπτει ότι οι αρχές έχουν ανακοινώσει
προληπτικά μέτρα, όχι ξεκάθαρα όμως σχετικά με τι, ενώ δεν παίρνει σαφείς απαντήσεις ούτε από
τους ντόπιους. Μια εφημερίδα του τόπου του όμως δείχνει ότι μάλλον πρόκειται για επιδημία
χολέρας.6 Αντί να τρομοκρατηθεί ο Aschenbach ενθουσιάζεται που η πόλη κρύβει ένα τέτοιο

5 Κάποιες από τις σκέψεις που εκφράζει εδώ ο Aschenbach προέρχονται από πιο προχωρημένο σημείο της νουβέλας.
Ο στίχος π.χ. “I might have created him” αντιστοιχεί περίπου σε σκέψεις που συναντούμε στο τέταρτο κεφάλαιο,
το οποίο με την σειρά του αντιστοιχεί χονδρικά στην τελευταία σκηνή της πρώτης πράξης (“The Games of
Apollo”).
6 Στη νουβέλα η λέξη χολέρα χρησιμοποιείται πρώτη φορά αργότερα, όταν ο Aschenbach μαθαίνει απερίφραστα πια
την αλήθεια στο αγγλικό ταξιδιωτικό γραφείο.
μυστικό, που του θυμίζει τον δικό του μυστικό έρωτα, οπότε βάλλεται να αποτρέψει την πολωνική
οικογένεια να μάθει τα νέα, για να μην χάσει τη συντροφιά του νεαρού.
Κάπου εδώ αρχίζει στην όπερα η αναπαράσταση της συνεχούς καταδίωξης του νεαρού –
στη νουβέλα τα της προηγούμενης παραγράφου συνέβησαν κατά την διάρκεια αυτής. Τον
ακολουθεί στα καφενεία, στους δρόμους και στον Άγιο Μάρκο, όπου η πολωνική οικογένεια
παρακολουθεί την κυριακάτικη λειτουργία. Σε αυτήν την κατάσταση βρίσκεται ο συγγραφέας όταν
μπαίνει το κόρο των κατοίκων της Βενετίας που κρύβει το μυστικό (“We who live by summer’s
trade guard the city’s secret”). Αυτός όμως συνεχίζει ακάθεκτος το κυνήγι. Προσπαθεί να κρύβεται
ώστε να μην τον καταλάβουν, ταράσσεται όταν πετυχαίνει τους Πολωνούς κατά πρόσωπο, βάζει
ακόμα και τους γονδολιέρηδες να τους ακολουθούν από απόσταση! Η σκηνή κλείνει με τον
Aschenbach να στοχάζεται τι θα σκέφτονταν γι’ αυτόν οι πρόγονοί του.
Έπεται η σκηνή με τους πλανόδιους μουσικούς, στην οποία και ο ίδιος ο Mann έχει
αφιερώσει αρκετές σελίδες. Αρχηγός της κομπανίας είναι για άλλη μια φορά ο
βαρύτονος/πασπαρτού που τραγουδά δύο τραγούδια σε αυτή του τη μορφή, πολύ κοντά σε ό,τι
συμβαίνει στη νουβέλα. Το πρώτο πρέπει να είναι εντελώς πρωτότυπο, μιας και ο Mann δεν
αναφέρει πολλά, πέραν της γελοιότητας των στίχων του. Ο βαρύτονός μας λοιπόν, αρχίζει να
τραγουδάει ένα πολύ διασκεδαστικό τραγούδι, στο οποίο, επειδή οι δικοί του του λέγαν να
αποφύγει συγκεκριμένες γυναίκες ανάλογα με το χρώμα των μαλλιών τους ( η γιαγιά του λέει
μακριά από τις ξανθές, η μαμά μακριά απ’ τις μελαχρινές κι ο μπαμπάς μακριά από τις
κοκκινομάλλες), δεν του μένει καμιά να παντρευτεί, μένει ελεύθερος και περνά ζωή και κότα,
evviva la liberta! Ενώ μαζεύει τα φιλοδωρήματα του ακροατηρίου τον πιάνει ο Aschenbach μπας
και καταφέρει να μάθει τίποτε σχετικά με την επιδημία. Αυτός, πονηρός γαρ, δεν αφήνει να του
ξεφύγει κουβέντα και προχωράει στο δεύτερο τραγούδι, αυτό με το υπερβολικά μπουφόνικο στυλ 7
και τα χαχανητά, με το οποίο καταφέρνει όλο το ακροατήριο να βάλει τα γέλια. Εδώ τον βλέπουμε
μάλιστα να κάνει μία άξεστη κίνηση της γλώσσας, αντίστοιχη με αυτή που είχε κάνει κι ο γερο-
Καζανόβας, σύμφωνα με τη νουβέλα. Επίσης, φεύγοντας από το ξενοδοχείο, βγάζει προκλητικά τη
γλώσσα στον συγγραφέα μας, βγάζοντας – όπως κι ο γέρος στην αρχή – την περούκα κι αφήνοντας
να φανεί η όψη του Διονύσου (το τελευταίο αφορά στην όπερα). Στην σκηνή μένουν ο Aschenbach
με τον Tadzio, οι μόνοι που δεν συμμετείχαν στο μαζικό κύμα γέλιου, γεγονός που έδωσε μεγάλη
χαρά στον συγγραφέα (“Does your innocence keep you aloof, or do you look to me for guidance?”).
Αμέσως μετά, ο συγγραφέας, μόνος πάλι στην σκηνή, κάνει λόγο για την εικόνα της κλεψύδρας στο
πατρικό του σπίτι, μια εικόνα που χρησιμοποιεί ο Mann για να δείξει τον χρόνο του Aschenbach
που τελειώνει (παρόλο που στην νουβέλα δείχνει συνεχώς να φοβάται, ή έστω να σκέφτεται για τα
χρόνια που θα ζήσει ο μικρός Tadzio).
Έτσι φτάνουμε λοιπόν στη σκηνή που ο Aschenbach μαθαίνει πια την αλήθεια σχετικά με
την επιδημία. Βρισκόμαστε στο αγγλικό ταξιδιωτικό γραφείο στην πλατεία του Αγίου Μάρκου.
Εκεί έχουμε μία προσθήκη του λιμπρέτο, πανικοβλημένοι τουρίστες ζητούν να φύγουν το
γρηγορότερο, λεπτομέρεια που βοηθά να προωθηθεί καλύτερα η δραματουργία και να δοθεί καλή
αφορμή στον Aschenbach να ρωτήσει για την χολέρα. Ο ρόλος που δίνεται στον εργαζόμενο στο
γραφείο, ο οποίος δίνει επιτέλους μιαν ειλικρινή εξήγηση σχετικά με το τι γίνεται, είναι ο
μεγαλύτερος μετά τους τρεις βασικούς. Ο συγγραφέας τώρα σκέφτεται να μιλήσει στην Πολωνή
μητέρα, να της πει να πάρει τα παιδιά της μακριά, αλλά δεν το κάνει, κι έτσι αποδεικνύει ότι ο
παλιός του εαυτός δεν θα επιστρέψει ποτέ πια. Σκέψεις και οράματα περνούν από το μυαλό του.
Σκέφτεται πώς θά ‘ταν να μείνουν μόνο αυτός κι ο Tadzio ζωντανοί – πάλι στο βιβλίο αυτό
συναντάται λίγο αργότερα, μετά το όνειρο. “I will not speak”. Αποφασίζει ότι θα σιγήσει.
Ήλθε η ώρα για το όνειρο που αναφέραμε. Στο βιβλίο αυτό είναι άγριο, και θυμίζει κάπως
τις φαουστικές σκηνές με τις μάγισσες. Θυσίες, αίματα, παράδοση στον διονυσιασμό. Ο Britten
καταλήγει εκεί, αλλά διαλεκτικότερα. Εμφανίζει και τον Διόνυσο και τον Απόλλωνα, οι οποίοι
αγωνίζονται να κερδίσουν τον κοιμισμένο καλλιτέχνη. Αυτός ξυπνά και μεταφέρεται στην παραλία
για να λάβει χώρα μια σκηνή κάπως εμβόλιμη, χωρίς συγκεκριμένο παράλληλο και στη νουβέλα,
κατά την οποία γίνεται βασικά χρήση των χορευτών. Εκεί, φυσικά, επιδίδεται ξανά στην αγαπημένη

7 Ο ίδιος ο Mann ομιλεί για βαρύτονο buffo.


του ασχολία. Όταν η σκηνή αδειάζει, βρίσκει ο Aschenbach τον δαιμόνιο μπαρμπέρη, κι αφήνεται
στις περιποιήσεις του, περιποιήσεις τις οποίες, όπως έχουμε αναφέρει στην περίληψη της νουβέλας,
πάντα αγνοούσε και του φαίνονταν ανάρμοστες, ειδικά για κάποιον της ηλικίας του. Ο κουρέας τον
μεταμορφώνει στον γερο-Καζανόβα που ο ίδιος τόσο σιχαινόταν. 8 Με αυτή την αφορμή εμφανίζει ο
Britten στιγμιαία και τη νεαρή παρέα του Καζανόβα για να φωνάξει όλο χαρά, ενώ ο
συγγραφέας/Καζανόβας επαναλαμβάνει το “my pretty little darling, don’t you know”.
Έπειτα, άλλη μια σκηνή καταδίωξης στην πόλη. Ο Tadzio τον βλέπει, αλλά δεν το μαρτυρά
στην οικογένειά του. Επιστρέφει η κοπέλα με τις φράουλες (βλ. πράξη I, σκηνή V), αλλά τώρα οι
φράουλες είναι σάπιες – όχι ακριβώς όπως στη νουβέλα. “What if all were dead and only we two
were left alive?” επαναλαμβάνει αργότερα, πλήρως παραδομένος στον άκομψο πόθο του. Στην
συνέχεια, ακολουθούν αυτά που ο Mann παραθέτει ως σωκρατικά (βλ. υποσημείωση 2), που τόσο
προσπαθεί να τα συσχετίσει με τον καλλιτέχνη της εποχής του.
Βαίνοντας προς το τέλος, βλέπουμε τον διευθυντή του ξενοδοχείου με έναν εργαζόμενο να
ετοιμάζουν τα πράγματα της πολωνικής οικογένειας για την αποχώρησή της, ενώ μιλούν επιτέλους
σε (σχεδόν) σοβαρούς τόνους για το άδειασμα του ξενοδοχείου και, μες στις άκρες, για το φονικό –
αυτό πρόκειται πάλι για μικρή προσθήκη στο υλικό της νουβέλας. Εμφανίζεται λοιπόν ο
συγγραφέας μας σε πολύ άσχημη κατάσταση και τον ενημερώνουν για την αποχώρηση. Έπειτα,
έρχεται άλλη μια προφητική γραμμή, από τον διευθυντή: “No doubt the Signore will be leaving us
soon?” κι ο συγγραφέας μας επιστρέφει στην καθώς φαίνεται αναπαυτική του ξαπλώστρα στην
παραλία. Εκεί παρακολουθεί τον καυγά του Tadzio με τον φίλο του, ο οποίος τον αφήνει να
κείτεται στην άμμο. Ο Aschenbach προσπαθεί να σηκωθεί να τους σταματήσει και σωριάζεται. Ο
Tadzio σηκώνεται, υπό τη μαγευτική συνοδεία των κρουστών, υπακούοντας στις γυναικείες φωνές
που τον φωνάζουν. Είναι καλά, όχι όμως και ο φημισμένος συγγραφέας που σαν τελευταία
κουβέντα λέει το όνομα του παράλογου κι απαγορευμένου έρωτά του. “Tadziu!”

Συμπεράσματα και επίλογος

Αφού έχουμε διατρέξει λοιπόν την όπερα στο σύνολό της, ήρθε η ώρα για κάποια
συμπεράσματα. Πρώτον, η όπερα παραμένει πιστή στη νουβέλα και οι Britten/Piper είναι σαφές ότι
δείχνουν σεβασμό σε αυτό το αριστούργημα του Mann. Το λιμπρέτο περιέχει, δεύτερον, και
στοιχεία ερμηνείας/εξήγησης του κειμένου. Πώς αλλιώς θα μπορούσε να δικαιολογηθεί η παρουσία
των φωνών του Διονύσου και του Απόλλωνα; Παρ’ ότι το κείμενο σίγουρα δίνει μια γεύση αυτού
του νιτσεϊκού δυϊσμού, με την αμφιταλάντευση μεταξύ αυστηρότητας κι αφήματος, μεταξύ
ομορφιάς και χάους είμαι πεπεισμένος ότι ο Mann αν ζητούσε κάτι τέτοιο, θα μπορούσε κάλλιστα
να το έχει συμπεριλάβει. Βέβαια, αν το δούμε με παιδαγωγικές αρχές, αυτή η απόφαση των
Britten/Piper σίγουρα κάνει πιο ανάγλυφο τον διχασμό και το τέλμα του καλλιτέχνη στον μέσο
ακροατή. Αυτό μόνο του βέβαια δεν θα αρκούσε για να έχουμε ένα εξαιρετικό έργο, όπως θεωρώ
εγώ το Death in Venice. Πέραν από απλή επεξήγηση στο κείμενο του Mann λοιπόν, η προσθήκη
αυτή περιέγραφε με περισσότερη σαφήνεια τον προσωπικό διχασμό του Britten, τον τρόπο που ο
ίδιος βίωνε το καλλιτεχνικό τέλμα από το οποίο τον λύτρωσε αυτή η όπερα – κατά τρόπο ανάλογο,
μα όχι ταυτόσημο με τη λύτρωση που προσέφερε και η νουβέλα στον συγγραφέα της. Τρίτον,
οφείλουμε να εξάρουμε την όπερα για την οικονομία των μέσων. Ο βαρύτονος/πασπαρτού
πρόκειται για ένα ευφάνταστο τέχνασμα, που δικαιολογείται και δραματολογικά, και δημιουργεί κι
έναν εξαιρετικά απαιτητικό ρόλο, δίπλα στον πρωταγωνιστικό. Τέλος, ας αναφερθούμε λίγο στα
σχετικά μεγέθη των έργων. Βλέπουμε ότι ολόκληρη η δεύτερη πράξη, πραγματεύεται ουσιαστικά
τα του πέμπτου και τελευταίου κεφαλαίου, ενώ τα τέσσερα προηγούμενα, βρίσκονται στην πρώτη.
Το τέταρτο κεφάλαιο από την άλλη συμπίπτει ουσιαστικά με την τελευταία σκηνή της πρώτης
πράξης. Το δεύτερο κεφάλαιο, τέλος, – η συνοπτική παρουσίαση του συγγραφικού έργου του
Aschenbach – που είναι φύσει αντιδραματικό δεν χρησιμοποιείται εκτεταμένα, παρά μόνο
σπαράγματά του χρησιμοποιούνται στους διαφόρους μονολόγους και στοχασμούς του συγγραφέα.
8 Σκηνοθετικά μάλιστα τον εξοπλίζουν με ό,τι φορούσε και χρησιμοποιούσε ο Καζανόβα, το ποτήρι με το ποτό, το
μπαστούνι, και το ψάθινο καπελο.
Στα πλαίσια του συντόμου αυτού κειμένου δεν έγινε καμία σχεδόν αναφορά σε μουσικά
στοιχεία της όπερας, αφενός λόγω της ζητούμενης έκτασης, κι αφετέρου λόγω της πενίας των
ελληνικών μουσικών βιβλιοθηκών – δυστυχώς, δεν υπάρχει βιβλιοθήκη ιδρύματος στην Αθήνα που
να διαθέτει παρτιτούρα αυτού του έργου, παρά την αδιαμφισβήτητη σημασία του στο οπερατικό
ρεπερτόριο του δευτέρου μισού του εικοστού αιώνα. Παρ’ ότι η εξέταση του λιμπρέτο ήταν το κατά
δύναμιν εξαντλητική, η εξέταση της βιβλιογραφίας ήταν μηδαμινή, λόγω της στόχευσης του
παρόντος. Τα βασικά εργαλεία ήταν η ελληνική μετάφραση της νουβέλας του Mann και το DVD
της εκτέλεσης του έργου το 2013 από την English National Opera – τα στοιχεία δίνονται μετά το
κείμενο. Παρ’ όλα αυτά τέτοιου είδους εργασία είναι υψίστης σημασίας για να κατανοήσουμε πώς
ο Britten επεξεργαζόταν το λογοτεχνικό κείμενο που ετοίμαζε για την σκηνή. Εκτός από τα άλλα
αριστουργήματα που έχει επεξεργαστεί, όπως την πασίγνωστη ιστορία φαντασμάτων The Turn of
the Screw του Henry James, νομίζω θα ωφελούσε τα μέγιστα να γίνει ένα ανάλογο με το παρόν
πόνημα για την εκδοχή του Britten στο σαιξπηρικό A Midsummer Night’s Dream όπου ο συνθέτης
διαμόρφωσε το λιμπρέτο με βοήθεια μόνο από τον Pears και το έχει μεταμορφώσει σε κάτι
αφάνταστα όμορφο και ονειρικό μεν, ως άξιος επίγονος του Mendelssohn, αλλά και με σαφείς
διαφορές από πρωτότυπο δε, χωρίς όμως επ’ ουδενί να το καταχράζεται.

Βιβλιογραφία:
1. Ανώνυμου, “Death in Venice: The Final Opera”, https://brittenpears.org/explore/benjamin-
britten/music/operas/death-in-venice/ (τελευταία πρόσβαση: 12.02.2020).
2. Thomas Mann, “Ο Θάνατος στη Βενετία”, Θάνατος στη Βενετία – Τριστάνος – Glaudius Dei
– Ο Νόμος (μτφρ. Άρης Δικταίος), Ζαχαρόπουλος, 1976, σ. 9-102.
3. Benjamin Britten, Death in Venice (DVD), Opus Arte, 2014.

You might also like