You are on page 1of 38

Θέμης Αγγελόπουλος

Αιμίλιος. Ο δράκος που έγινε ζαχαροπλάστης.


Πάτρα 5/2018

ISBN 978-618-00-0139-6

Το έργο αυτό αδειοδοτείται από την Creative Commons Αναφορά


Δημιουργού-Μη Εμπορική Χρήση-Όχι Παράγωγα Έργα 4.0 Διεθνές Άδεια. Για
να δείτε ένα αντίγραφο της άδειας αυτής, επισκεφτείτε
http://creativecommons.org/licenses/by-nc-nd/4.0/.

Θέμης Αγγελόπουλος
themisthegreek@gmail.com
Πρόλογος

Ο Αιμίλιος ο δράκος ξεκίνησε σαν αστείο όταν ο γιός μου


μου ζήτησε να του πω μια ιστορία. Του έλεγα βεβαίως πάντοτε
από μια ιστορία κάθε φορά που μου το ζητούσε. Κάποια στιγμή
όμως βαρέθηκα να λέω τις ίδιες ιστορίες, έτσι κάποια στιγμή
σκέφτηκα να του πω μια από το μυαλό μου. Τη βρήκε πολύ
ενδιαφέρουσα και άρχισε από την πρώτη στιγμή να μου κάνει
διάφορες διευκρινιστικές ερωτήσεις, πολύ εύστοχες, που
μπορώ να πω πως με βοήθησαν πολύ. Έτσι έγινε ο Αιμίλιος ο
δράκος. Και άλλες ιστορίες.
Ελπίζω να τη βρείτε κι εσείς και τα παιδιά σας
ενδιαφέρουσα.
Κι αν θελήσουν να δοκιμάσουν να φτιάξουν μηλόπιτα,
αχλαδόπιτα ή μήλα κομπόστα, ας το κάνουν, είναι πολύ
διασκεδαστικό. Με την επίβλεψή σας βεβαίως. Μιας και όλοι
οι μαθητευόμενοι μάγοι πρέπει να έχουν μια κάποια επίβλεψη.
Επίσης καλό θα ήταν να διευκρινήσουμε πως οι άνθρωποι
δεν μπορούμε να πετάξουμε στην κυριολεξία, γιατί δεν έχουμε
φτερά. Φτερά έχουν μόνο οι δράκοι κι από αυτούς μόνο ο
Αιμίλιος τα κατάφερε να πετάξει.
Στην Κωσταντίνα και το γιό μου Άγγελο.
Στο φίλο και δάσκαλό μου, ζαχαροπλάστη, Αιμίλιο
Πανταζόπουλο.
Στο φίλο, ζαχαροπλάστη και σαξοφωνίστα, Ηλία
Τζουφέτα.
Στο φίλο, μάγειρα, Στέλιο Δαραμούσκα.
Στο φίλο, Κώστα Δρακούλη.
Αιμίλιος ο δράκος.

Ο Αιμίλιος είναι ένας δράκος που ζει στη δρακοχώρα. Του


αρέσουν πάρα πολύ τα μήλα. Του αρέσουν όλα τα μήλα. Τα
πράσινα μήλα, τα κόκκινα, τα κίτρινα, ακόμη και τα μπλέ
μήλα που κάνουν οι γαλάζιες μηλιές της δρακοχώρας. Πιο πολύ
όμως απ’ όλα τα μήλα του αρέσουν τα φιρίκια. Τα δοκίμασε
πρώτη φορά όταν του έφερε μερικά ο ξάδερφός του ο
Δρακούλης, που του αρέσουν κι αυτού τα μήλα, αλλά πιο πολύ
του αρέσουν τα αχλάδια και τα ταξίδια.

Επιστρέφοντας λοιπόν ο ξάδερφος Δρακούλης από ένα


ταξίδι του, επισκέφθηκε τον Αιμίλιο και του πήγε για δώρο
μερικά φιρίκια που είχε μαζί του ειδικά γι αυτόν. Ήξερε ο
Δρακούλης πόσο άρεσαν τα μήλα στον Αιμίλιο και μόλις τα
είδε αυτό ακριβώς σκέφτηκε, πως ο Αιμίλιος θα έπρεπε
οπωσδήποτε να τα δοκιμάσει.

-Δρακούλη, τι νόστιμα μήλα είναι αυτά.


Αναφώνησε ο Αιμίλιος όταν δάγκωσε το πρώτο φιρίκι.
-Είναι φιρίκια, τα έφερα ειδικά για ‘σένα Αιμίλιε.
-Είναι πολύ νόστιμα. Είναι τα πιο νόστιμα μήλα που έχω
φάει. Μικρά και μυρωδάτα μηλαράκια. Τόσο μικρά και τόσο
νόστιμα. Που τα βρήκες Δρακούλη?
-Φυτρώνουν σε μια μακρινή χώρα, την Ελλάδα. Σ’ ένα
μέρος που λέγεται Πήλιο, κοντά σε μια πόλη που λέγεται
Βόλος.

Ο Αιμίλιος άκουγε με προσοχή το Δρακούλη, ενώ


απολάμβανε τα νόστιμα φιρίκια . Τα έφαγε ένα ένα και όταν
έφαγε και το τελευταίο είπε.
-Δρακούλη, πρέπει να παω στο Πήλιο. Πως μπορώ να πάω
στο Πήλιο?
-Α, είναι πολύ μακριά, θα πρέπει να ταξιδέψεις μέρες
ολόκληρες. Δεν είναι και τόσο εύκολο να πας σε αυτή τη
χώρα, γιατί γύρω γύρω έχει θάλασσα και πολλά νησιά και δεν
ξέρεις κολύμπι. Πρέπει λοιπόν να ταξιδέψεις βόρεια και μετά
μόλις φτάσεις στη χώρα να ταξιδέψεις πάλι νότια. Να
περάσεις από ψηλά βουνά, πεδιάδες, ποτάμια και άλλα πολλά
και οραία μέρη. Είναι μακρινό ταξίδι και πολύ κουραστικό,
θα περπατήσεις πολύ.
-Κι αν πάω πετόντας?
-Μα τι λες βρε Αιμίλιε, αφού οι δράκοι δεν πετούν.
-Μα αφού έχουμε φτερά, γιατί να μην μπορούμε να
πετάξουμε.
-Ναι, έχουμε φτερά, αλλά οι δράκοι έχουν πάψει να
χρησιμοποιούν τα φτερά τους εδώ και πάρα πάρα πολλά χρόνια.
Τα φτερά μας έχουν γίνει μικρά και δε μπορούν πια να μας
σηκώσουν στον αέρα. Ούτε και ξέρει κανένας δράκος πια πως
να πετάει, είναι πάρα πολύ δύσκολο.

Ο Αιμίλιος άκουγε όσα του έλεγε ο Δρακούλης, όμως στο


μυαλό του είχε συνεχώς την ιδέα πως ήθελε και πάλι να φάει
εκείνα τα πολύ οραία μήλα. Δεν του άρεσαν πολύ τα ταξίδια,
ούτε το περπάτημα. Ήταν αποφασισμένος όμως να πάει να βρει
εκείνα τα μήλα και να τα φάει ξανά. Θα μάθαινε λοιπόν να
πετάει. Την επόμενη μέρα ξύπνησε πρωί πρωί, βγήκε στην αυλή
του σπιτιού του, κοίταξε τον ουρανό και τέντωσε σιγά σιγά
τα φτερά του. Ήταν πιασμένα και δεν άνοιγαν. Προσπάθησε
ξανά να τα ανοίξει και να τα κρατήσει ανοικτά, όμως ίσα ίσα
που κατάφερε να τα ξεκολήσει από ο σώμα του. Προσπάθησε
πάλι να τα κουνήσει και η πλάτη του πονούσε. Όμως ο
Αιμίλιος δεν το έβαλε κάτω. Όλη την ημέρα έκανε το ίδιο. Το
απόγευμα είχε πια κουραστεί πάρα πολύ. Μπήκε και πάλι στο
σπίτι του, έκανε μπάνιο και κοιμήθηκε.

Όταν ξημέρωσε ο Αιμίλιος σηκώθηκε και πάλι από το


κρεβάτι του και βγήκε στην αυλή. Τέντωσε τα φτερά του και
προσπάθησε να τα κουνήσει. Αυτή τη φορά άνοιγαν
περισσότερο. Μπορούσε να τα κουνάει πάνω κάτω ελαφρά και
κάπως αδέξια. Δεν είχε ανοίξει τα φτερά του ποτέ ξανά. Δε
μπορούσε να φανταστει πως θα ήταν να πετάει, αλλά του άρεσε
η ιδέα πως έκανε κάτι που δεν είχε κάνει ποτέ ξανά.
Προσπαθούσε να χτυπήσει τα φτερά του πιο δυνατά, οι
κινήσεις του τώρα ήταν ακόμα πιο αδέξιες, όμως συνέχιζε.
Έμοιαζε πιο πολύ σα να ήθελε να διώξει κάτι που τον
ενοχλούσε, παρά σα να προσπαθούσε να πετάξει. Το θέαμα θα
πρέπει να ήταν κάπως αστείο, όμως τον Αιμίλιο δε τον
ένοιαζε. Θα μάθαινε να πετάει και θα δοκίμαζε πάλι εκείνα
τα μήλα που του είχε φέρει ο Δρακούλης. Έφερνε στο μυαλό
του τη γλυκιά γεύση από τα μήλα όταν τα μασούσε κι όταν ο
χυμός τους κατέβαινε στο λαιμό του και δεν ήθελε τίποτα
άλλο. Ήθελε εκείνα τα μήλα.
Πέρασαν πολλές μέρες. Ο Αιμίλιος ξυπνούσε κάθε πρωί,
έβγαινε στην αυλή και χτυπούσε τα φτερά του. Δε μπορούσε να
πετάξει αλλά τα φτερά του τώρα είχαν δυναμώσει κάπως και οι
κινήσεις του δεν ήταν τόσο αδέξιες. Μπορούσε να τα χτυπήσει
δυνατά και τα δύο μαζί ή το καθένα ξεχωριστά. Μπορούσε να
τα τεντώνει με ευκολία, να τα φέρνει μπροστά και πίσω, ψηλά
πάνω από το κεφάλι του ή μέχρι το έδαφος. Συνέχιζε να τα
χτυπά, όμως το μόνο που κατάφερνε ήταν να σηκώνει σκόνη.

Οι άλλοι δράκοι τον κορόιδευαν. Του έλεγαν, βρε Αιμίλιε


τι είναι αυτά που κάνεις? Πετούν οι δράκοι? Τι σαχλαμάρες
είναι αυτές? Σοβαρέψου. Νομίζεις ότι θα καταφέρεις να
πετάξεις? Αυτό δε το έχει καταφέρει κανείς. Κι αυτό το άλλο
που κάνεις, που τρως μήλα. Τρώνε οι δράκοι μήλα? Οι δράκοι
τρώνε φαγητά για δράκους, όχι μήλα. Όμως τον Αιμίλιο δε τον
ένοιαζε. Δε τον ένοιαζε τι έλεγαν οι άλλοι δράκοι, ούτε τι
έκαναν. Οι φίλοι του τον παρακαλούσαν να σταματήσει. Όλη
την ημέρα προσπαθούσε να πετάξει. Από το πρωί που ξημέρωνε
μέχρι αργά όταν νύχτωνε και δε μπορούσε πια να δει.
Χτυπούσε τα φτερά του, ίδρωνε, κουραζόταν, πολύ συχνά
ξεχνούσε ακόμη και να φάει. Είχε αδυνατίσει πολύ και
ανησυχούσαν. Όμως ο Αιμίλιος συνέχιζε.

Ένα απόγευμα ο Αιμίλιος ήταν στην αυλή του και ήταν


κουρασμένος από την πολλή προσπάθεια. Έκανε λοιπόν ένα
μικρό διάλειμα. Ήπιε λίγο νερό, σε λίγο θα νύχτωνε και θα
έπρεπε να σταματήσει. Είχε γυρίσει το βλέμα του και
κοιτούσε προς τον ουρανό. Κοιτούσε τα σχήματα που έπαιρναν
τα σύννεφα. Άρχισε να φαντάζεται πως αυτά έπαιρναν μορφές.
Κάποια έμοιαζαν με μήλα, κάποια άλλα με δράκους, με πουλιά,
με ποτάμια. Σκεφτόταν τα βουνά και τις πεδιάδες απ’ όπου θα
περνούσε για να πάει να βρεί εκείνα τα νόστιμα μήλα.
Σκεφτόταν τη θάλασσα, προσπαθούσε να τη φανταστεί. Δεν είχε
δει ποτέ στη ζωή του τη θάλασσα. Είχε ακούσει πως ήταν πολύ
οραία. Κάποια στιγμή όμως ενώ κοιτούσε τον ουρανό την
προσοχή του τράβηξε ένα χελιδόνι. Είχε έρθει η άνοιξη και
τα χελιδόνια πετούσαν πια στον ουρανό της δρακοχώρας.

Το χελιδόνι πετούσε πολύ γρήγορα. Έπαιρνε φόρα και


βουτούσε προς το έδαφος, έκανε μετά μια απότομη στροφή κι
έπαιρνε ύψος. Βουτούσε ξανά, μετά έστριβε απότομα δεξιά σα
να σταματούσε στον αερα, μετά φτερούγιζε δυνατά και
γυρνούσε αριστερά. Κυνηγούσε μια μύγα. Όμως και η μύγα ήταν
πολύ επιδέξια στο πέταγμα. Δεν πετούσε τόσο γρήγορα, όμως
κατάφερνε πάντα την τελευταία στιγμή να ξεφύγει από το
χελιδόνι. Εκεί που το χελιδόνι ορμούσε μ’ όλη του τη δύναμη
κατά πάνω της, εκείνη έστριβε απότομα και του ξέφευγε. Όλο
αυτό το κυνηγητό κράτησε αρκετά λεπτά. Ο Αιμίλιος κοιτούσε
το χελιδόνι και τη μύγα εξτασιασμένος. Προσπαθούσε να
μαντέψει την επόμενη στροφή, το επόμενο τίναγμα του
χελιδονιού αλλά και το πως η μικρή μυγούλα κατάφερνε να
ξεφύγει. Τελικά η μύγα κατάφερε να κρυφτεί σ’ ένα θάμνο και
το χελιδόνι κάθησε κουρασμένο στο μεγάλο δέντρο που είχε ο
Αιμίλιος στην αυλή του.

Ο Αιμίλιος πήρε μια ανάσα και πήγε προς το δέντρο. Το


χελιδόνι γύρισε και τον κοίταξε, ο Αιμίλιος του χαμογέλασε.
-Γειά σου, με λένε Αιμίλιο. Πετάς πολύ όμορφα.
-Σ’ ευχαριστώ.
-Ξέρεις, προσπαθώ κι εγώ να πετάξω, έχω φτερά αλλά δεν
τα έχω καταφέρει μέχρι τώρα. Προσπαθώ πολύ καιρό. Μήπως θα
μπορούσες να με βοηθήσεις? Θα μπορούσες να με μάθεις κι
εμένα?
Το χελιδόνι κοίταξε τον Αιμίλιο απορημένο. Δεν είχε δει
ποτέ του δράκο να πετά, ούτε είχε φανταστεί ποτέ ένας
δράκος θα μπορούσε να πετάξει. Γιατί όχι όμως, αφού είχε
φτερά, όλοι οι δράκοι είχαν φτερά.
-Για κάνε μια προσπάθεια να πετάξεις, πως το κάνεις?

Ο Αιμίλιος αν και ήταν πολύ κουρασμένος χάρηκε πάρα


πολύ. Πρώτη φορά του ζητούσε κάποιος να πετάξει. Πρώτη φορά
κάποιος πίστευε πως θα μπορουσε να πετάξει. Έκανε δύο
βήματα πίσω, άνοιξε τα φτερά του, τα σήκωσε και τα κατέβασε
δυνατά, όσο πιο δυνατά μπορούσε. Αργά στην αρχή και μετά
ξανά και ξανά και πιο γρήγορα, με όση δύναμη είχε. Σηκώθηκε
πολλή σκόνη γύρω από τα χτυπήματα. Τα φτερά του Αιμίλιου
ήταν πολύ μεγάλα. Μετά από τόσο καιρό που προσπαθούσε είχαν
δυναμώσει πολύ, είχαν γίνει πιο επιδέξια και δεν έμεναν
κολημένα στην πλάτη του. Κι ο ίδιος είχε αδυνατίσει αρκετά
και είχε ελαφρύνει πολύ. Ίσως να ήταν κι ο πιο αδύνατος
δράκος στη Δρακοχώρα. Μετά από αρκετά χτυπήματα τα πόδια
του άρχισαν να σηκώνονται από το έδαφος. Σηκώθηκε λίγο κι
άλλο λίγο κι άλλο λίγο, έμεινε εκεί για λίγα δευτερόλεπτα
και μετά είχε κουραστεί τόσο που δε μπορούσε άλλο.
Σταμάτησε το φτερούγισμα και τα πόδια του χτύπησαν δυνατά
στο χώμα. Ο Αιμίλιος λυπήθηκε πολύ. Δεν τα είχε καταφέρει,
γι ακόμη μια φορά. Όμως το χελιδόνι, που ήξερε από πτήσεις
κατάλαβε πως ο Αιμίλιος θα μπορούσε να τα καταφέρει.
Κατάλαβε πως ήταν αρκετά δυνατός για να πετάξει, όμως δεν
ήξερε πως να το κάνει σωστά.

-Είδες, δε μπορώ να πετάξω. Προσπαθώ αλλά κάθε φορά το


ίδιο γίνεται.
-Κοίτα, τώρα είναι πολύ αργά και είμαστε και οι δύο
κουρασμένοι. Σε λίγο νυχτώνει. Αν θέλεις έλα αύριο να με
βρείς. Βλέπεις εκείνο το ψηλό βουνό? Αύριο νωρίς το πρωί
ανέβα στην κορυφή του. Στη μεριά που είναι το φαράγγι με το
ποτάμι υπάρχει ένας μεγάλος γκρεμός με μεγάλη θεα. Από εκεί
ίσως μπορώ να σου δείξω κάποια πράγματα.
Ο Αιμίλιος πετούσε από τη χαρά του. Αυτό ήταν λοιπόν, θα
μάθαινε να πετάει. Επιτέλους κάποιος πίστευε σ’ αυτόν και
θα τον βοηθούσε, θα μάθαινε να πετάει και θα μπορούσε να
τρώει φιρίκια όποτε ήθελε. Κι όι μόνο φιρίκια, όλα τα μήλα
ολου του κόσμου θα δοκίμαζε. Αυτά σκεφτόταν ο Αιμίλιος.
Είχε ξαπλώσει στο γρασίδι κοντά στο δέντρο της αυλής του,
έβλεπε τ’ αστέρια στον ουρανό και φανταζόταν να πετάει σε
όλο τον κόσμο.

Το επόμενο πρωί ο Αιμίλιος σηκώθηκε ολο χαρά. Βγήκε από


το σπίτι του και πήρε το δρόμο για το βουνό. Περπατούσε
αρκετή ώρα και όσο προχωρούσε ο δρόμος γινόταν όλο και πιο
δύσκολος. Ήταν ανηφορικός και γεμάτος μεγάλες πέτρες. Μετά
από ένα σημείο δεν υπήρχε δρόμος ούτε μονοπάτι. Αλλού
μεγάλα και απότομα κοφτερά βράχια, αλλού πλαγιές με
αμέτρητα μικρά χαλίκια που γλιστρούσαν πολύ, δεν άφηναν τον
Αιμίλιο να προχωρήσει. Αλλού τα περάσματα ήταν στενά κι
αλλού μεγάλες σχισμές στο βουνό τον ανάγκαζαν κάθε φορά να
βρίσκει άλλη διαδρομή για να φτάσει στην κορυφή. Εκεί που
νόμιζε πως μπορούσε να προχώρήσει, ένα εμπόδιο βρισκόταν
μπροστά του κι αυτός αναγκαζόταν να περπατήσει μέχρι την
άλλη πλευρά του βουνού. Η εκεί που έμοιαζε πως το χώμα ήταν
σταθερό, γλιστρούσε συνεχώς και έπεφτε κι αναγκαζόταν να
γυρίσει πίσω. Τα πόδια του πονούσαν από το περπάτημα στις
πέτρες, τα γόνατά του είχαν χτυπηθεί από μερικές φορές που
γλίστρησε κι έπεσε, άλλες φορές αναγκάστηκε να σκαρφαλώσει,
άλλες να πηδήξει από τον ένα βράχο στον άλλο. Όμως τελικά ο
Αιμίλιος τα κατάφερε.

Είδε το μικρό χελιδόνι να τον περιμένει πάνω σ’ ένα


μεγάλο επίπεδο βράχο. Στην άκρη του ήταν ο γκρεμός. Γύρισε
και τον κοίταξε.
-Ήρθες Αιμίλιε?
-Ήρθα φίλε μου.
-Μου αρέσει πολύ εδώ πάνω, έρχομαι πολύ συχνά. Έχει
καθαρό αέρα και πολύ οραία θέα. Έλα κάθισε δίπλα μου.
Ο Αιμίλιος φοβόταν να πάει στην άκρη του γκρεμού. Όμως
δεν είπε τίποτα. Προχώρησε σιγά σιγά και κάθισε με προσοχή
δίπλα στο χελιδόνι.
-Από εδώ μπορείς να δεις τα πάντα. Μπορείς να δεις πολυ
μακριά. Το πιο σημαντικο πράγμα όταν πετάς είναι να
βλέπεις, να το θυμάσαι αυτό. Αν δεν κοιτάς που πας, θα πας
εκεί που κοιτάς.
Το χελιδόνι χαμογέλασε. Ο Αιμίλιος δεν είχε καταλάβει το
αστείο του. Ήταν όμως πολύ φυσικό αυτό. Ήταν ένα αστείο γι
αυτούς που ήξεραν να πετούν κι ο Αιμίλιος ακόμα δεν ήξερε.
-Είναι πολύ σημαντικό να βλέπεις που πηγαίνεις. Αν δε
βλέπεις μπορεί να χτυπήσεις πολύ. Όπως όταν περπατάς,
πρέπει να βλέπεις πολύ καλά που πατάς, γιατί μπορεί να
σκοντάψεις, να γλιστρήσεις. Το ίδιο γίνεται και με το
πέταγμα. Όμως όταν πετάς δε χτησιμοποιείς τα πόδια σου.
Πατάς στον αέρα με τα φτερά σου. Γι αυτό πρέπει να μάθεις
να βλέπεις τον αέρα.

Ο Αιμίλιος απόρησε πραγματικά. Μα πως γινόταν να βλέπεις


τον αέρα? Το χελιδόνι κατάλαβε την απορία του και γέλασε.

-Αιμίλιε, δε βλέπεις τον ίδιο τον αέρα. Βλέπεις όμως


όσα προκαλεί. Βλέπεις πως κουνάει τα φύλλα στα δέντρα, πως
λυγίζει το γρασίδι, πως σηκώνει ψηλά τη σκόνη, πως κινεί τα
σύννεφα. Ακούς τον αέρα πως σφυρίζει στα βράχια και πως
αλλάζει κατεύθυνση. Τον νιώθεις όταν είναι ζεστός ή κρύος,
αν είναι υγρός ή ξηρός. Όλα αυτά έχουν πολύ μεγαλη σημασία,
όπως το χώμα και οι πέτρες που πάτησες μέχρι να έρθεις εδώ.
Τα έχεις ξαναδεί όλ’ αυτά. Υπήρχαν πριν απ΄’σένα και θα
συνεχίσουν να υπάρχουν. Όμως δε τα ειχες προσέξει, δεν
είχες φανταστεί ποτέ οτι θα σου χρησίμευαν. Τώρα όμως θα
σου χρειαστούν. Κι από εδώ πάνω όλα φαίνονται τοσο καθαρά.
Και τόσο υπέροχα.

Ο Αιμίλιος άκουγε με πολλή προσοχή. Ήταν αλήθεια, όλα


αυτά δε τα ειχε προσέξει.
-Αν ξέρεις να διαβάζεις τον αέρα θα μάθεις και να
πετάς. Θα βλέπεις από που έρχεται ο άνεμος, που πηγαίνει
και γιατί. Να δες, εκεί μακριά, είναι η θάλασσα. Δες πως
έρχεται ο άνεμος από εκεί. Δες εκείνα τα δέντρα στο βάθος
πως κινούνται. Τώρα δες τα σύννεφα πως τρέχουν ψηλά στον
ουρανό, μοιάζουν να έρχονται προς το μέρος μας. Να θυμάσαι,
όσο πιο ψηλά πετάς τόσο πιο γρήγορα τρέχει ο άνεμος. Ο
άνεμος μετά συναντά το βουνό και αναγκάζεται να ανέβει
ψηλά. Αν ακολουθήσεις το ρεύμα του αέρα θα σε ανεβάσει κι
εσένα ψηλά πολύ εύκολα. Μπορείς να πετάξει και κόντρα στον
άνεμο αν θέλεις να ανέβεις ψηλά. Δε θα πας μακριά, από ψηλά
όμως θα δεις πως κινείται ο άνεμος και πως θα φτάσεις πιο
εύκολα εκεί που θέλεις. Να θυμάσαι και κάτι άλλο. Πολλές
φορές είναι πιο δύσκολο να πας ίσια στον προορισμό σου.
Χρειάζεται κάθε φορά να βρεις το δρόμο, γιατί υπάρχουν
εμπόδια, ακόμα κι εκεί που δε φαίνονται.

Είχε περάσει πολλή ώρα και το χελιδόνι εξηγούσε στον


Αιμίλιο όλες τις λεπτομέρειες για το πως κινούταν ο άνεμος,
πως έπρεπε αυτός να κινείται μέσα σ’ αυτόν και πως να
ταξιδεύει μεγάλες αποστάσεις χωρίς να κουράζεται.

-Πρέπει να μάθεις να χρησιμοποιείς τα φτερά σου για να


πετάξεις. Δε φτάνει μόνο να τα χτυπάς πάνω κάτω. Πρέπει να
μάθεις να στρίβεις, να σηκώνεσαι, να βουτάς, να τοποθετείς
το σώμα σου, πως να κινείς την ουρά σου. Τα φτερά όμως
είναι το πιο σημαντικό. Να, τέντωσε αν θες το ένα σου φτερό
στο κενό.

Ο Αιμίλιος διστακτικά τέντωσε την άκρη του φτερού του πάνω


από το γκρεμό. Μια ριπή ανέμου χτύπησε απαλά την άκρη του
και το σήκωσε προς τα πάνω.

-Μη φοβάσαι, βγάλτο πιο πολύ και κράτα το σταθερό.

Ο Αιμίλιος κάθισε πιο καλά στο βράχο, μάζεψε και τα πόδια


του περισσότερο για να μην πέσει και διστακτικά έβγαλε το
φτερό το. Ριπές ανέμου το χτυπούσαν και το ανασήκωναν κάθε
φορά. Στην αρχή φοβήθηκε, όμως ήταν πολύ ευχάριστο.

-Να είδες? Το φτερό σου σηκώνεται χωρίς να χρειάζεται


να το χτυπάς. Είναι γιατί χρησιμοποιείς τον αέρα. Γύρισε το
φτερό σου τώρα λίγο προς τα μέσα να δεις πως θα στρίψει.
Είδες? Λίγο αν γυρίσεις την άκρη του στρίβει ολόκληρο, έτσι
στρίβεις στον αέρα. Θα στρίβεις λίγο την άκρη από το ένα
φτερό και θα στρίβει ολόκληρο το σώμα σου μαζί του. Δε
θέλει μεγάλη προσπάθεια, θέλει ακρίβεια. Ο αέρας όμως κοντά
στις πέτρες δεν είναι σταθερός. Πρέπει να πετάς λίγο πιο
μακριά από αυτές. Τώρα σήκω όρθιος και τέντωσε και τα δύο
φτερά σου μπροστά, μη φοβάσαι.

Ο Αιμίλιος σηκώθηκε και τέντωσε τα φτερά. Το χελιδόνι


φτερούγισε και κάθισε στον ώμο του. Από εκεί μπορούσε να το
ακούει γιατί βρισκόταν τώρα στην άκρη του γκρεμού και ο
αέρας σφύριζε στ’ αφτιά του δυνατά. Το χελιδόνι του
εξηγούσε πως να γυρίζει τα φτερά του στον άνεμο κι ο
Αιμίλις το διασκέδαζε πολύ. Το έκανε ξανά και ξανά και κάθε
φορά ήταν λιγότερο αδέξιος. Τα φτερά του τεντώνονταν προς
τα εμπρός και με μια κίνηση τα κατέβαζε και τα δύο προς το
κέντρο. Και μετά τα έστιβε ξανά και σηκώνονταν πάλι μόνα
τους προς τα πάνω. Το διασκέδαζε πολύ, κουνούσε τα χέρια
του στον αέρα πάνω κάτω, δεξιά αριστερά, έμοιαζε σα να
διηύθηνε μια φανταστική μουσική ορχήστρα. Είχε έρθει πολύ
πολύ άκρη στο βράχο.

Κοιτούσε χαμηλά το γκρεμό και έβλεπε πως ερχόταν ο


αέρας με δύναμη από κάτω. Και ξαφνικά εκεί που το χελιδόνι
του μιλούσε ήρεμα του κάνει μια “Μπαμ” κοντά στο αφτί του,
ο Αιμίλιος τρομάζει, τα πόδια του γλιστρούν και πέφτει στο
κενό. Το χελιδόνι βούτηξε κι αυτό δίπλα του. Και καθώς
έπεφτε τρομοκρατημένος το χελιδόνι του φώναζε “Φέρε το σώμα
σου μπροστά και άνοιξε τα φτερά σου”. Ο Αιμίλιος στην αρχή
δεν κατάλαβε. Το χελιδόνι όμως συνέχιζε να το φωνάζει.
“Κάνε ότι κάνω κι εγώ. Άνοιξε τα φτερά σου.”. Ο Αιμίλιος με
όσο κουράγιο του είχε απομείνει άνοιξε τα φτερά του και
ξαφνικά χωρίς να το καταλάβει άρχισε να πετά.
Η έκπληξή του ήταν μεγάλη, όμως δεν κράτησε πολύ. Το
χελιδόνι με ένα επιδέξιο τίναγμα των φτερών του βρέθηκε
μπροστά στον Αιμίλιο. Γύρισε, τον κοίταξε και του φώναξε,
“Κάνε ό, τι κάνω. Ακολούθησέ με”. Μαζί άρχισαν να πετούν
πάνω από την κοιλάδα της δρακοχώρας. “Θυμάσαι εκείνο το
ρεύμα που σου έλεγα πως ανεβαίνει ψηλά? Πάμε να το
πιάσουμε. Έστριψαν και γύρισαν προς το βουνό. Τώρα δεν
πετούσαν γρήγορα, όμως έμειναν εκεί κάνοντας κύκλους και
ανέβαιναν κάθε φορά όλο και πιο ψηλά. Ψηλά, πάνω κι απ’ τα
σύννεφα. Ο Αιμίλιος δε μπορούσε να συγκρατήσει τη χαρά του.
Ήθελε να φωνάξει, ήθελε να χορέψει, να τραγουδήσει, όμως
πετούσε κι αυτό ήταν το πιο όμορφο πράγμα που του είχε
συμβεί.

Ακολούθησε το χελιδόνι και μετά από αρκετή ώρα,


κατέβηκαν πιο χαμηλά και προσγειώθηκαν μαλακά μαλακά στο
παχύ γρασίδι του λόφου που βρισκόταν κοντά στο σπίτι του
Αιμίλιου. Ο Αιμίλιος κάθισε κάτω κουρασμένος. Το χελιδόνι
στάθηκε απέναντί του.
-Είδες? Δεν ήταν και τόσο δύσκολο.
-Ήταν λιγάκι.
Το χελιδόνι χαμογέλασε.
Δεν έπρεπε να μου το κάνεις αυτό που με τρόμαξες.
-Ναι, αλλά έμαθες να πετάς. Δεν ήξερα άλλο τρόπο να το
κάνω. Κι εγώ κάπως έτσι έμαθα να πετάω.

Κάθισαν αρκετή ώρα στο γρασίδι και μιλούσαν, μέχρι που


νύχτωσε. Ο Αιμίλιος αποχαιρέτισε το χελιδόνι και πήγε στο
σπίτι του να κοιμηθεί. Το επόμενο πρωί σηκώθηκε νωρίς και
πήγε να βρεί τον ξάδερφό του το Δρακούλη. Έπρεπε οπωσδήποτε
να μάθει πως θα πήγαινε σ’ εκείνη τη χώρα, την Ελλάδα, που
φύτρωναν εκείν τα οραία μήλα, τα φυρίκια. Ο Δρακούλης τον
υποδέχτηκε με χαρά, τον κέρασε καφέ και του είπε ολες τις
λεπτομέρειες για τη διαδρομή. Τι θα συναντούσε, τι θα
έβλεπε, προς ποιά κατεύθυνση έπρεπε να πετάξει, τι έπρεπε
να προσέχει. Τώρα ο Αιμίλιος ήταν έτοιμος. Πήγε στο σπίτι
του, ετοίμασε λίγα πράγματα σ’ ένα σάκο για να πάρει μαζί
του στο ταξίδι και ξεκίνησε.
Ανέβηκε στο λόφο, πήρε μια βαθιά ανάσα, γύρισε προς τη
μεριά απ’ όπου φυσούσε ο άνεμος, άνοιξε τα φτερά του και
τρέχοντας άρχισε να τα χτυπά δυνατά. Δε χρειάστηκε μεγάλη
απόσταση, σε λίγα βήματα τα πόδια του δεν πατούσαν στο
έδαφος. Συνέχισε να χτυπά τα φτερά του και άρχισε να
παίρνει ύψος. Όταν σηκώθηκε πολύ ψηλά γύρισε προς την
κατεύθυνση που του είχε πει ο Δρακούλης και άρχισε να πετά
προς την Ελλάδα.

Σύντομα είχε αφήσει πίσω του τη δρακοχώρα. Από κάτω του


έβλεπε τοπία που δεν τα ειχε ξαναδεί. Πυκνά δάση, ποτάμια,
λίμνες και λόφους. Πετούσε πολλή ώρα, μέχρι που είδε αυτό
που δεν είχε ξαναδεί, τη θάλασσα. Στην αρχή νόμιζε πως ήταν
η αρχή μιας μεγάλης λίμνης, όμως η θάλασσα ήταν απέραντη.
Μαγεύτηκε από το βαθύ μπλε χρώμα της, το πιο όμορφο μπλε
που είχε δει, πιο όμορφο κι από του ουρανού που τόσο
αγαπούσε. Είχε κ’ η θάλασσα τα δικά της σύννεφα, τα έλεγαν
κύματα, του είχε μιλήσει γι αυτά το χελιδόνι. Έτσι έμοιαζαν
από εκεί ψηλά πάνω στη θάλασσα, λευκά πάνω σε γαλάζιο, όπως
τα σύννεφα στον ουρανό. Αυτή λοιπόν ήταν η θάλασσα. Ήταν
τόσο όμορφη που καθώς πετούσε τη χάζευε για πολλή ώρα.
Έβλεπε τον άνεμο πως κινούσε τα κύματα, καράβια και βάρκες
που διέσχιζαν το νερό, νησιά και ακτές. Ήταν τόσο όμορφα.

Σε μια στιγμή θυμήθηκε τα μήλα και την Ελλάδα. Φοβήθηκε


μήπως είχε ξεχαστεί κι έχασε το δρόμο του. Έριξε μια ματιά
τριγύρω και προσπάθησε να θυμηθεί από ποιά κατεύθυνση
ερχόταν. Όμως όπου κι αν γυρνούσε το βλέμμα του έβλεπε
θάλασσα. Φοβήθηκε πιο πολύ. Μακριά στον ορίζοντα είδε να
πετούν πουλιά. Γύρισε και πέταξε προς το μέρος τους. Ήταν
ένα κοπάδι πάπιες. Στην αρχή οι πάπιες τρομαξαν που τον
είδαν. Δεν ειχαν ξαναδεί δράκο. Όμως ο Αιμίλιος τους φώναξε
από μακριά, “Μη φοβάστε, περιμένετέ με, θέλω να σας ρωτήσω
κάτι”. Οι πάπιες συνέχισαν την πορεία τους, όμως η πάπια
που πετούσε πρώτη γύρισε και άρχισε να πετά προς το μέρος
του Αιμίλιου. Πήρε μια στροφή και πετόντας παράλληλα μαζί
του τον ρώτησε,
-Τι θέλεις?
-Με λένε Αιμίλιο, είμαι δράκος. Ψάχνω να βρω την
Ελλάδα, μήπως ξέρετε που βρίσκεται? Μήπως ξέρετε προς ποιά
κατεύθυνση πρέπει να πάω?
-Μου φαίνεται δεν έχεις ιδέα από πτήσεις μεγάλων
αποστάσεων φίλε μου. Για πες μου όμως, τι γυρεύει ένας
δράκος στην Ελλάδα Αιμίλιε?
-Είναι μεγάλη ιστορία, θέλω να βρώ κάτι μήλα, φυτρώνουν
σ’ ένα μέρος που λέγεται Πήλιο. Μήπως το ξέρετε?
Η πάπια ξαφνιάστηκε. Είχε ζήσει αρκετά χρόνια, ήταν αρχηγός
του κοπαδιού. Είχε δει πολλά στη ζωή της. Δεν είχε ξαναδεί
δράκο, πόσο μάλλον ένα δράκο να πετάει. Αλλά δράκο να
ψάχνει μήλα στην Ελλάδα δε θα μπορούσε να φανταστεί πως θα
έβλεπε ποτέ.
-Λοιπόν Αιμίλιε, ξέρω που είναι η Ελλάδα, ξέρω που
είναι και το Πήλιο. Τα μήλα που λες δεν τα ξέρω, αυτά θα
πρέπει να τα βρείς μόνος σου. Όσο για τον προορισμό σου, θα
πετάξεις μαζί μας. Θα πρέπει να μας βοηθήσεις λιγάκι όμως.
-Τι θέλετε να κάνω?
-Εμείς οι πάπιες πτάμε όλες μαζί. Η πιο δυνατή και
μεγάλη πάπια πετά πρώτη, όσο αντέχει μέχρι να κουραστεί.
Έτσι η επόμενες πάπιες δεν έχουν μεγάλη αντίσταση από τον
αέρα. Εσύ δεν είσαι πάπια, όμως μου φαίνεσαι αρκετά μεγάλος
και αρκετά δυνατός. Τι λες?
-Εντάξει. Θα πετάξω μαζί σας.

Η πάπια σφύριξε στο κοπάδι κι αυτό αργά αργά πήρε


στροφή. Ενώθηκαν με το κοπάδι κι ο Αιμίλιος μπήκε μπροστά.
Πίσω του πετούσε η αρχηγός και οι υπόλοιπες πάπιες πετούσαν
πίσω της.
-Η Ελλάδα δεν είναι στο δρόμο μας. Θα κάνουμε όμως μια
μικρή παράκαμψη για χάρη σου. Το τελευταίο κομάτι του
ταξιδιού θα το κάνεις μόνος σου. Όμως δε θα δυσκολευτείς.
Πες μου, που έμαθες να πετάς?
-Μου έμαθε ένα χελιδόνι.
-Τα χελιδόνια ξέρουν πολύ καλά να πετούν. Και ξέρουν κι
από μακρυνά ταξίδια. Όταν πετάς πάνω από τη θάλασσα όμως
είναι δύσκολο να βρεις το δρόμο σου. Δε βλέπεις που θέλεις
να πας, ο ορίζοντας σου φαίνεται παντού ο ίδιος. Πρέπει να
ακολουθείς την πορεία του ήλιου. Ο ήλιος όμως αλλάζει θέση.
Ή μάλλον εμείς αλλάζουμε θέση σε σχέση με τον ήλιο, αλλά
αυτή είναι μια άλλη ιστορία, να μη σε μπερδέψω. Αυτό που
πρέπει να θυμάσαι είναι πως για να πας στην Ελλάδα πρέπει
να έχεις τον ήλιο στα δεξιά σου το πρωί. Το μεσημέρι είναι
πιο δύσκολο, γιατί ο ήλιος είναι ακριβώς από πάνω σου. Το
απόγευμα πρέπει να τον έχεις στα αριστερά σου. Όταν θέλεις
να γυρίσεις στη δρακοχώρα θα κάνεις ακριβώς το αντίθετο.
Όταν πετάς το βράδυ δεν υπάρχει ήλιος. Υπάρχει όμως ο
πολικός αστέρας. Πετάς το βράδυ? Με φεγγάρι είναι πολύ
οραία. Αυτά βέβαια ισχύουν για το Βόρειο ημισφαίριο. Στο
Νότιο κάνεις το αντίθετο. Πλοήγηση φίλε μου. Πλοήγηση.
Είναι πολύ σημαντικό να ξέρεις να βρίσκεις το δρόμο σου. Το
να ξέρεις που θέλεις να πας βέβαια είναι το πιο σημαντικό.
Αλλά και το πως δεν είναι καθόλου ασήμαντο. Καταλαβαίνεις?
Αχ τι οραία που σε συναντήσαμε. Αυτές οι νεαρές πάπιες δεν
ενδιαφέρονται και τόσο για τη σημασία της πλοήγησης...

Η πάπια μιλούσε συνεχώς. Η αλήθεια είναι πως κούραζε


λίγο τον Αιμίλιο όμως αυτά που έλεγε του φαίνονταν πολύ
χρήσιμα. Άλλωστε παρατηρόντας την τόσο όμορφη θάλασσα χωρίς
να το καταλάβει είχε χάσει το δρόμο του. Δε θα κατάφερνε
ποτέ να φτάσει στα μήλα που τόσο επιθυμούσε αν δεν είχε
βρεθεί εκείνη η πάπια. Συνέχιζε να χαζεύει τη θάλασσα καθώς
του μιλούσε η πάπια, όμως την άκουγε. Ήταν στιγμές που
ξεχνούσε τη θάλασσα και προσπαθούσε να καταλάβει τι του
έλεγε η πάπια. Τη ρωτούσε όταν δεν καταλάβαινε και η πάπια
χαιρόταν πολύ. Τότε άρχιζε να μιλάει πιο πολύ και να λέει
πράγματα που ο Αιμίλιος δεν καταλάβαινε καθόλου. Και τη
ρωτούσε πάλι. Και η πάπια χαιρόταν περισσότερο. Και μιλούσε
περισσότερο. Τότε ο Αιμίλιος βαριόταν και κοίταζε πάλι τη
θάλασσα. Και η πάπια το καταλάβαινε και του τα έλεγε πιο
απλά. Μέσα από όλο αυτό όμως ο Αιμίλιος άρχισε να
καταλαβαίνει πως θα μπορούσε να βρεί το δρόμο του πάνω από
τη θάλασσα. Η πάνω από την έρημο, που έμοιαζε με τη
θάλασσα, αλλά είχε άλλο χρώμα. Η πάπια αυτή ήξερε πολλά
πράγματα. Στο κάτω κάτω με όλη αυτή τη συζήτηση η ώρα είχε
περάσει πολύ ευχάριστα. Περνά ευχάριστα η ώρα όταν έχεις
καλή παρέα και ακόμα πιο ευχάριστα όταν έχεις καλή
συζήτηση.

Ο Αιμίλιος πετούσε πολλή ώρα με τις πάπιες. Ούτε που το


κατάλαβε πως τελείωσε η μέρα και πως πέρασε η νύχτα. Η
πάπια του έλεγε για τους αστερισμούς στον ουρανό. Τα
ονόματα των αστεριών, τη θέση τους κάθε εποχή του χρόνου,
την ιστορία τους. Του έλεγε για τον ήλιο και για το πως
αυτός αλλάζει τη θέση που τον έβλεπαν την κάθε μέρα
ξεχωριστά. Εκείνη τη νύχτα δεν είχε φεγγάρι και τ’ αστέρια
έλαμπαν πολύ φωτεινά από πάνω τους. Η θάλασσα ίσα που
φαινόταν από κάτω τους. Όμως μπορούσαν να τη μυρίσουν.
Μπορούσαν να την αισθανθούν στον αέρα γύρω τους κι ας
πετούσαν ψηλά. Ο αέρας ήταν υγρός και τους ζέσταινε κι ας
πετούσαν ψηλά, μακριά από το νερό. Ίσως ήταν αυτό που ελεγε
το χελιδόνι στον Αιμίλιο. “Να μάθεις να αισθάνεσαι τον
άνεμο”. Ίσως κι όχι. Ποιός ήξερε?

Είχε αρχίσει να ξημερώνει. Στον ορίζοντα δε φαινόταν


πια θάλασσα, αλλά μέσα από τα σύννεφα ξεπρόβαλε η φιγούρα
ενός βουνού. “Αυτό είναι το βουνό που ψάχνεις Αιμίλιε”,
είπε η πάπια. “Φτάνουμε στον προορισμό σου. Εμείς θα
φύγουμε τώρα, πάμε αλλού. Εσύ θα συνεχίσεις μόνος σου. Στο
είχα πεί οτι θα ήταν εύκολο. Λοιπόν παιδιά, στρίβουμε”,
φώναξε η αρχηγός στις άλλες πάπιες. “Εσύ Αιμίλιε θα πάς
ίσια σ’ εκείνο το βουνό. Και θα βρεις τις μηλιές σου. Στο
γυρισμό θυμίσου να κάνεις τα αντίθετα. Ο ήλιος το πρωί στ’
αριστερά και μετά το μεσημέρι δεξιά. Και το βράδυ το αστέρι
δείχνει πάντα το Βορά”.

Οι πάπια πήρε μια στροφή και μαζί της όλο το κοπάδι.


Πετούσαν μακριά όσο ο Αιμίλιος συνέχιζε ευθεία.
“Πως σε λένε?”. Φώναξε ο Αιμίλιος καθώς το κοπάδι
απομακρυνόταν.
“Δεν έχει σημασία” του απάντησε η πάπια. “Είμαι μια
πάπια σαν όλες τις άλλες”.

Ο Αιμίλιος συνέχισε την πορεία του. Το βουνό φαινόταν


τώρα πιο καθαρά. Ήταν κουρασμένος αλλά πολύ ευτυχισμένος.
Το βουνό ήταν τωρα κοντά του. Μόλις λίγα φτερουγίσματα
μακριά. Και αυτό το βουνό θα ήταν γεμάτο μήλα. Μικρά
ζουμερά μήλα σαν αυτά που είχε δοκιμάσει στη δρακοχώρα. Τι
ευτυχία. Τώρα δεν ένιωθε καμιά κούραση, κανένα πόνο.
Σκεφτόταν μόνο τα μήλα. Πέταξε ως το βουνό, κοίταξε κάτω
τις πλαγιές του και ήταν ακριβώς όπως του το είχε
περιγράψει ο Δρακούλης. Οι μηλιές φαίνοταν από μακριά.
Διάλεξε ένα μέρος με πολλές μηλιές, έκανε ένα μεγάλο κύκλο
στον αέρα για να βρεί ένα καλό μέρος να προσγειωθεί και
άρχισε σιγά σιγά να κατεβαίνει.

Είχε φτάσει κοντά στο έδαφος. Πετούσε αργά και χαμηλά.


Χτύπησε τις φτερούγες του δύο τρείς φορές κόντρα στην
πορεία του για να κόψει ταχύτητα και τα πόδια του πάτησαν
γερά στο χώμα. Περπάτησε για λίγο. Οι μηλιές δεν ήταν
μακριά. Διάλεξε από μακριά ένα μεγάλο δέντρο φορτωμένο με
μήλα και κινήθηκε προς το μέρος του. Μέσα από τα φύλλα του
αμέτρητα μικρά μηλαράκια ξεπρόβαλαν στο φώς. Άπλωσε τα
χέρια του. Έπιασε ένα, το πιο μεγάλο και κόκκινο που έβλεπε
μπροστά του. Το τύλιξε με τα δάκτυλά του και τ τράβηξε προς
το μέρος του. Το κλαδί τραβήχτηκε μαζί με το μήλο, το
κοτσάνι του κόπηκε και τα φύλλα τινάχτηκαν πίσω προς το
δέντρο. Κοίταξε το μήλο. Το έτριψε στα χέρια του και το
μύρισε. Μύριζε υπέροχα. Το έβαλε στο στόμα του και το
δάγκωσε. Ήταν το πιο νόστιμο μήλο που είχε ποτέ του γευτεί.
Έκοψε άλλο ένα κι άλλο ένα και στο τέλος αποκοιμήθηκε στην
παχιά σκιά του δέντρου.

Ο Αιμίλιος ήταν κουρασμένος από το ταξίδι κι πρέπει να


κοιμήθηκε αρκετά. Τον ξύπνησαν βήματα που άκουσε κοντά του
και όταν άνοιξε τα μάτια του είδε ένα άλογο που μάζευε μήλα
λίγο παραπέρα. Σηκώθηκε και πήγε προς το μέρος του. Το
άλογο ήταν συγκεντρωμένο στα μήλα, αλλά πριν ο Αιμίλιος
προλάβει να του μιλήσει, χωρίς να γυρίσει να τον κοιτάξει
του μίλησε πρώτο.
-Μήπως σε ξύπνησα? Μου φάνηκες κουρασμένος, αν σ’
ενοχλώ να πάω να μαζέψω μήλα παρακάτω.
-Όχι, δε μ’ ενοχλείς. Σου αρέσουν τα μήλα?
-Τα μήλα είναι το πιο νόστιμο φαγητό. Εγώ μονο μήλα
θέλω να τρώω.
Σήκωσε το μέγάλο ψάθινο καπέλο του και κοίταξε τον Αιμίλιο
με τα μεγάλα ήρεμα μάτια του.
-Με λένε Στέλιο. Σου αρέσουν κι εσένα τα μήλα?
-Ναι γι αυτά ήρθα εδώ. Τα μήλα σας είναι τα πιο νόστιμα
που έχω δοκιμάσει.
-Θα πρέπει να ήρθες από μακριά γιατί εδώ δεν έχουμε
ξαναδεί δράκο. Έλα να με βοηθήσεις.

Ο Αιμίλιος σηκώθηκε και άρχισε να μαζεύει μήλα με το


Στέλιο.
-Είσαι πολύ τυχερός που ζεις εδώ, τόσο κοντά σε τόσο
νόστιμα μήλα.
-Εσείς δεν έχετε μήλα στον τόπο σας?
-Έχουμε, τις γαλάζιες μηλιές. Όμως αυτά εδώ μου
φαίνεται πως είναι τα πιο νόστιμα μήλα που έχω δοκιμάσει.
Θα ήθελα να τα πάρω όλα μαζί μου αν μπορούσα.
-Δε χρειάζεται να τα πάρεις όλα μαζί σου. Το μόνο που
χρειάζεται είναι να πάρεις μερικά σποράκια από τα μήλα που
έφαγες. Αυτά αν τα φυτέψεις και τα φροντίσεις θα γίνουν
μηλιές.
-Αλήθεια?
Ο Στέλιος γύρισε και κοίταξε με απορία τον Αιμίλιο. Μα
καλά, δε γνώριζε πως οι σπόροι από τα μήλα μπορούσαν να
γίνουν μηλιές?
-Όλοι οι σπόροι, απ’ όλα τα φυτά μπορούν να γίνουν κι
αυτά φυτά και να δώσουν καρπούς.
-Εντάξει. Αλλά εγώ θα πάρω και μήλα αν δε σε πειράζει.
Θα πάρω όσα πιο πολλά μπορώ.
-Πάρε όσα θέλεις, αλλά θα προλάβεις νομίζεις να τα φας
όλα? Τα περισσότερα θα σου χαλάσουν μετά από λίγο καιρό.
Αυτό ο Αιμίλιος δε το είχε σκεφτεί. Μα πως δε το είχε
σκεφτεί. Ήθελε τόσο πολύ τα μήλα που δε σκέφτηκε το
σημαντικότερο.
-Μη στεναχωριέσαι. Υπάρχει τρόπος να κρατήσεις τα μήλα
που θα πάρεις χωρίς να σου χαλάσουν.
Τα μάτια του Αιμίλιου έλαμψαν από χαρά.
-Πως?
-Μπορείς να τα κάνεις κομπόστα. Εμείς εδώ έτσι τα
κάνουμε και έχουμε μήλα όλο το χρόνο.
Αυτό ο Αιμίλιος ούτε που θα μπορούσε να το φανταστεί. Μήλα
όλο το χρόνο. Μα αυτή ήταν η σημαντικότερη ανακάλυψη που
είχε κάνει σ’ ολόκληρη τη ζωή του. Αυτό άξιζε ακόμα
περισσότερο κι από τα γλυκά φυρίκια. Ακόμα περισσότερο κι
απ’ το γεγονός πως είχε μάθει να πετάει. Αυτό ήταν το
μεγαλύτερο βραβείο. Για τις ατέλειωτες ώρες που κόπιασε να
χτυπάει τα φτερά του, για τη λαχτάρα που πέρασε πάνω στο
βουνό με το χελιδόνι, για το ταξίδι του πάνω απ’ τη
θάλασσα. Θα μάθαινε λοιπόν να φτιάχνει μήλα κομπόστα και θα
έτρωγε μήλα όλο το χρόνο.
-Θα μου μάθεις να φτιάχνω κομπόστα?
Ο Στέλιος γέλασε.
-Ναι, θα σου μάθω. Έλα μετά αν θέλεις στο σπίτι μου να
σου δείξω. Δεν είναι δύσκολο. Πρώτα όμως πρέπει να με
βοηθήσεις με τα μήλα.
Μάζεψαν πολλά μήλα ο Αιμίλιος με το Στέλιο. Γέμισαν δύο
καλάθια, πήραν ο καθένας από ένα και ξεκίνησαν για το σπίτι
του Στέλιου.
-Στέλιο κάνεις κι άλλα γλυκά εκτός από κομπόστα?
-Κοίτα, εγώ είμαι μάγειρας, δεν είμαι ζαχαροπλάστης.
Όμως ξέρω να κάνω και μερικά γλυκά. Με τα μήλα μπορείς να
φτιαξεις πολλά πράματα. Μπορείς να κάνεις μήλα στο φούρνο,
σούπες, σαλάτες, σάντουιτς με μήλα, ό, τι μπορείς να
φανταστείς. Και βέβαια πολλά γλυκά, χυμούς με μήλο, ακόμα
και ποτά.

Περπάτησαν αρκετή ώρα μαζί μιλώντας για τα μήλα. Το


σπίτι του Στέλιου ήταν σε μια πλαγιά του βουνού και είχε
πολύ ωραία θέα στις γύρω κορυφές.
-Να ‘σαι καλά Αιμίλιε που με βοήθησες, αυτά τα καλάθια
είναι βαριά και συνήθως τα κουβαλάω μόνος μου. Έλα, πάμε
στην κουζίνα. Άσε το καλάθι σου δίπλα στο νεροχύτη, πρέπει
πρώτα να πλύνουμε τα μήλα.
Άρχισαν να βάζουν τα μήλα στο νεροχύτη και να τα πλένουν.
Μετά ο Στέλιος πήρε μια λεκάνη και τη γέμισε νερό μέχρι τη
μέση. Έκοψε ένα λεμόνι και το έστιψε μέσα στο νερό.
-Γιατί το κάνεις αυτό?
-Τώρα Αιμίλιε θα καθαρίσουμε τα μήλα και θα τα κόψουμε
στα τέσσερα. Αν αφήσεις ένα μήλο χωρίς τη φλούδα του στον
αέρα σε λίγη ώρα αρχίζει να μαυρίζει.
-Ναι το έχω παρατηρήσει αυτό. Γιατί συμβαίνει?
-Δεν ξέρω να σου πω γιατί συμβαίνει, όμως ξέρω πως αν
βάλεις τα καθαρισμένα μήλα μέσα σε νερό δε συμβαίνει. Αν
βάλεις και λίγο λεμόνι βοηθάει πολύ.
Ο Στέλιος έδωσε ένα μαχαίρι στον Αιμίλιο και μαζί άρχισαν
να καθαρίζουν τα μήλα, να τα κόβουν και να τα βάζουν στο
νερό. Μόλις τελείωσαν ο Στέλιος πηρε μια μεγάλη κατσαρόλα,
έβαλε μέσα όλα τα μήλα, έριξε νερό από τη λεκάνη, ζάχαρη,
άναψε τη φωτιά και σκέπασε την κατσαρόλα.
-Τα μήλα δε θέλουν πολλή νερό στην κατσαρόλα. Βάζουμε
τόσο όσο να τα σκεπάσουμε. Ούτε πολλή ζάχαρη θέλουν γιατί
είναι γλυκά από μόνα τους. Θέλουν όμως δυνατή φωτιά στην
αρχή.
-Πόση ζάχαρη έβαλες?
-Περίπου 50 γραμμάρια για κάθε κιλό μήλα.
-Κι αν τα μήλα δεν είναι πολύ γλυκά? Τα μπλέ μήλα της
δρακοχώρας δεν είναι πολύ γλυκά.
-Βάζεις λίγο παραπάνω ζάχαρη. Θα δεις εσύ πόσο γλυκά τα
θέλεις. Τώρα σε λίγο να δες εδώ, το νερό με τα μήλα και τη
ζάχαρη θα αρχίσει να βράζει.
Ο Στέλιος ξεσκέπασε την κατσαρόλα και έσκυψαν μαζί με τον
Αιμίλιο από πάνω για να δουν.
-Βλέπεις, έχουν αρχίσει να σχηματίζονται φυσαλίδες στα
τοιχώματα της κατσαρόλας. Τώρα πρέπει να χαμηλώσουμε τη
φωτιά πάρα πολύ. Να αφήσουμε μόνο μια μικρή φλόγα.
-Γιατί?
-Γιατί αν το νερό αρχίσει να χοχλάζει, τα μήλα θα
χτυπιούνται μεταξύ τους και θα λιώσουν, θα γίνουν
μαρμελάδα.
-Έτσι γίνεται η μαρμελάδα?
-Ναι, έτσι. Θέλει βέβαια και παραπάνω ζάχαρη. Στη
μαρμελάδα θέλεις να λιώσουν τα μήλα γι αυτό τα κόβεις σε
πιο μικρά κομάτια και τα βράζεις πολύ. Ένας άλλος λόγος που
θέλεις σιγανή φωτιά είναι για να ζεσταθούν αργά και
ομοιόμορφα. Αν η φωτιά είναι δυνατή θα βράσουν απ’ έξω και
μέσα θα είναι ωμά. Γι αυτό τα βάζουμε μαζί με το νερό από
την αρχή στη φωτιά και δε ζεσταίνουμε πρώτα το νερό με τη
ζάχαρη. Για να ζεσταθούν όλα μαζί.

Άφησαν την κατσαρόλα στη σιγανή φωτιά και το νερό άρχισε


σιγά σιγά να βράζει. Τα μήλα ίσα ίσα που κουνιούνταν μέσα
στο νερό. Τότε ο Στέλιος πήρε μια άλλη κατσαρόλα και έβαλε
μέσα νερό και μικρά γυάλινα βαζάκια ανοικτά, με τα καπάκια
τους δίπλα. Την έβαλε κι αυτή στη φωτιά.
-Αυτά Αιμίλιε είναι για το ταξίδι σου.
-Δηλαδή?
-Δηλαδή θα βάλουμε την κομπόστα μέσα στα βαζάκια για να
την πάρεις μαζί σου. Όμως τα βαζάκια πρέπει πρώτα να τα
βράσουμε για να μην χαλάσει η κομπόστα. Κι εδώ θέλουμε
σιγανή φωτιά, γιατί αν το νερό χοχλάσει δυνατά, τα βαζάκια
θα χτυπιούνται μεταξύ τους και θα σπάσουν.

Μετά από λίγη ώρα τα μήλα ήταν έτοιμα. Ο Στέλιος έσβησε


τη φωτιά και πήρε ένα μήλο με ένα πηρούνι κι το έβγαλε σ’
ένα πιάτο να κρυώσει. Το δοκίμασε και έκανε ένα μορφασμό
ευχαρίστησης.
-Αιμίλιε, είναι έτοιμα. Θέλεις να δοκιμάσεις?
-Εννοείται.
Έβγαλαν άλλοένα κομάτι μήλο, το άφησαν να κρυώσει και ο
Αιμίλιος το πήρε και το έβαλε στο στόμα του. Ήταν μαλακό
και τραγανό μαζί. Ήταν τόσο νόστιμο και τόσο γλυκό, γλυκό
και μυρωδάτο μήλο.

Άρχισαν να βγάζουν με μια κουτάλα ένα ένα τα βαζάκια


από το νερό και να τα γεμίζουν με την κομπόστα μέχρι πάνω.
Όταν κάθε βαζάκι γέμιζε, ο Στέλιος έριχνε μέσα και λίγο
σιρόπι από την κατσαρόλα, έπαιρνε κι ένα καπάκι από το
νερό, έκλεινε το βαζάκι και το έβαζε ανάποδα, με το καπάκι
προς τα κάτω, πάνω σε μια πετσέτα στον πάγκο της κουζίνας.
-Τώρα Αιμίλιε πρέπει να τ’ αφήσουμε να ξεκουραστούν και
να κρυώσουν. Είναι έτοιμα. Η κομπόστα στα βαζάκια μπορεί να
διατηρηθεί ακόμα και χρόνια χωρίς να χαλάσει. Και μπορείς
να τη φας όποτε θέλεις.
-Μπορώ να κάνω το ίδιο και με τη μαρμελάδα?
-Φυσικά. Με ό,τι θέλεις μπορείς να το κάνεις.

Ο Αιμίλιος έμεινε δύο ημέρες ακόμα στο βουνό. Πέταξε


πάνω από τις κορυφές του, περπάτησε στα δάση του, έφαγε
πολλά πολλά μήλα, φρέσκα ή κομπόστα και την τρίτη μέρα
ετοιμάστηκε να φύγει για τη δρακοχώρα. Ευχαρίστησε το
Στέλιο για τη φιλοξενία, πήρε μαζί του τα βαζάκια, σπόρους,
όσα μήλα μπορούσε να κουβαλήσει και χάθηκε στον ουρανό.

Το ταξίδι της επιστροφής δεν ήταν δύσκολο, του φάνηκε


μάλιστα πιο σύντομο από την προηγούμενη φορά. Θυμόταν όσα
του είχε πει η πάπια αρχηγός για τον ήλιο και τ’ αστέρια,
όσα του έμαθε ο Στέλιος για τα μήλα. Χάζευε τη θάλασσα και
τα κύματά της, τα νησιά Μινεστρόνε, τα βράχια των ακτών της
Σουμάδας, τα βουνά του Αβγατηγανιστάν, τα θυμόταν όλα.
Μέχρι που από μακριά είδε τις κοιλάδες της δρακοχώρας.
Έφτασε στο σπίτι του πολύ κουρασμένος. Έβαλε τα μήλα σ’ ένα
καλάθι στο τραπέζι της κουζίνας, τα βαζάκια με την κομπόστα
προσεκτικά στο ντουλάπι και κάθισε στο κρεβάτι του. Έβγαλε
το πουγκί με τους σπόρους, το άνοιξε και τους κοίταξε. Τους
χαϊδεψε λίγο και ξάπλωσε να κοιμηθεί.
Ο Δρακούλης και τα αχλάδια.

Στο Δρακούλη άρεσαν πολύ τα ταξίδια. Του άρεσε να


βλέπει καινούριες χώρες, να μαθαίνει καινούρια πράγματα και
να κάνει νέους φίλους. Οι περισσότεροι δράκοι στη δρακοχώρα
είναι μοναχικοί, μάλιστα τα σπίτια τους απέχουν αρκετά το
ένα από το άλλο γι αυτό το λόγο. Δε τους αρέσουν πολύ οι
επισκέψεις και προτιμούν να περνούν τον περισσότερο χρόνο
μόνοι τους. Του Δρακούλη δε του άρεσε αυτό, ήθελε να έχει
παρέα. Ήταν πολλές φορές που περπατούσε πολλή ώρα για να
πάει να δει κάποιο φίλο ή συγγενή του και αυτός
προφασιζόταν, άλλοτε ευγενικά άλλοτε όχι και τόσο, πως είχε
κάποια δουλειά και δε τον δεχόταν στο σπίτι του ή τον
δεχόταν και μετά από λίγο τον έδιωχνε. Όμως έτσι ήταν οι
δράκοι. Ο Δρακούλης δεν κατηγορούσε κανέναν, ήταν
καλόκαρδος. Με τον ξάδερφό του τον Αιμίλιο έκανε μόνο
παρέα, μιας κι ο Αιμίλιος δεν ήταν σαν τους άλλους δράκους.
Περνούσαν πολύ χρόνο μαζί. Το σκεφτόταν πολύ καιρό ο
Δρακούλης να φύγει από τη δρακοχώρα γι αυτό το λόγο, μέχρι
που κάποια στιγμή το πήρε απόφαση. Ήταν τότε που ο Αιμίλιος
έφυγε για το ταξίδι του. Ένα πρωί λοιπόν, μάζεψε μερικά
απαραίτητα πράγματα και ξεκίνησε να βρει μια καινούρια χώρα
για να ζήσει.

Περπατούσε πολλές μέρες. Πέρασε από βουνά, οροπέδια,


κοιλάδες, ποτάμια, μέχρι που κάποια στιγμή είδε μακριά στον
ορίζοντα μια πόλη. Όσο πλησίαζε, για κάποιο λόγο, τόσο
περισσότερο του άρεσε. Και πραγματικά, όταν πλησίασε
αρκετά, φαινόταν πολύ όμορφη. Είχε ψηλά κτήρια και μεγάλους
δρόμους. Ο Δρακούλης αποφάσισε να μπεί στην πόλη και να δει
καλύτερα. Έφτασε στα πρώτα κτίρια και άρχισε να περπατά στο
δρόμο. Μέχρι που σε μια στιγμή από ένα παράθυρο ακούστηκε
μια δυνατή φωνή.
“ΒΟΗΘΕΙΑ ΒΟΗΘΕΙΑ!! ΔΡΑΚΟΣ!”
Γύρισε και κοίταξε. Είδε μια γυναίκα κατατρομαγμένη να
φωνάζει.
-Κυρία μου, να σας εξηγήσω.
Πρόλαβε να πει ο Δρακούλης. Όμως εκείνη τρόμαξε πιό πολύ
και άρχισε να φωνάζει πιο δυνατά.
Ξαφνικά κι άλλοι άνθρωποι βγήκαν στα μπαλκόνια και στα
παράθυρά τους και μόλις τον είδαν άρχισαν να φωνάζουν ολοι
μαζί το ίδιο. Ο Δρακούλης τους κοιτούσε όλο απορία. Μόλις
γύρισε το βλέμα του στο δρόμο είδε έναν άλλο άνθρωπο που
μόλις είχε στρίψει στη γωνία, ο οποίος είχε παγώσει από την
τρομάρα του και μόλις ο Δρακούλης τον κοίταξε άρχισε να
τρέχει μακριά με όλη του τη δύναμη, φωνάζοντας κι αυτός
“ΒΟΗΘΕΙΑ ΔΡΑΚΟΣ!!! ΤΡΕΞΤΕ ΝΑ ΣΩΘΕΙΤΕ”. Μα γιατί φοβόντουσαν
όλοι αυτοί οι άνθρωποι? Ο Δρακούλης προσπάθησε να
ακολουθήσει τον άνθρωπο που έτρεχε και του φώναζε να
σταματήσει. “Περιμένετε κύριε. Να σας πω. Περιμένετε”. Όμως
εκείνος δε γύριζε ούτε να τον κοιτάξει. Φώναζε μόνο δυνατά
και έτρεχε.

Ο Δρακούλης χωρίς να το καταλάβει, ακολουθόντας εκείνο


τον άνθρωπο, βρισκόταν όλο και πιο κοντά στο κέντρο της
πόλης και παντού έβλεπε το ίδιο πράγμα. Ανθρώπους να
τρέχουν τρομαγμένοι και να φωνάζουν. Μα κανείς δε τον
άκουγε. Ξαφνικα, μέσα στην αλοφροσύνη και τον πανικό, είδε
ένα μικρό παιδάκι που είχε σταθεί στη μέση του δρόμου και
τον κοιτούσε. Το παιδάκι δε φοβόταν. Στεκόταν μόνο στη μέση
του δρόμου και κοιτούσε με περιέργεια το Δρακούλη. Ο
Δρακούλης σταμάτησε μπροστά στο παιδάκι, το κοίταξε κι
εκείνο έχοντας σηκώσει το κεφάλι του ψηλά για να τον βλέπει
καλά τον παρατηρούσε με ακόμα μεγαλύτερη περιέργεια.
Πέρασαν λίγες στιγμές έτσι, μέχρι που το παιδάκι του
μίλησε.
-Κύριε δράκε, δε θα με φάτε?
Ο Δρακούλης χαμογέλασε.
-Όχι παιδί μου, εγώ δεν τρώω ανθρώπους, πόσο μάλλον
μικρά παιδάκια. Δε θα σε φάω.
-Α, γιατί εγώ νόμιζα πως θα με φάτε.
-Όχι ποτέ.

Το παιδάκι χαμογέλασε κι αυτό και ο Δρακούλης κάθισε


μπροστά του και άρχισαν να μιλούν. Δίπλα στο δρόμο υπήρχε
ένα σχολείο. Από τα κάγκελα του σχολείου άρχισαν να
ξεπροβάλουν μικρά παιδικά πρόσωπα που κοιτούσαν να δουν τι
συνέβαινε. Στην αρχή ήταν τρομαγμένα, αλλά μόλις είδαν το
Δρακούλη και το παιδάκι να κάθονται στο δρόμο και να
μιλούν, άρχισαν να βγαίνουν από το σχολείο και να πηγαίνουν
κοντά τους. Τα παιδιά τώρα ήταν όλα γύρω από το Δρακούλη,
άλλα καθισμένα μαζί του, άλλα όρθια γύρω του και τον
ρωτούσαν διάφορα πράγματα.

Οι άνθρωποι της πόλης που είδαν το Δρακούλη να κάθεται


με τα παιδιά στην αρχή παραξενεύτηκαν, αλλά μετά κατάλαβαν
οτι ο Δρακούλης δε θα μπορούσε να είναι κακός, αφού δεν
έκανε κακό στα παιδιά και μιλούσε μαζί τους. Άρχισαν λοιπόν
σιγά σιγά κι αυτοί να πλησιάζουν και σύντομα μπήκαν κι
αυτοί στη συζήτηση. Όλοι κάτι είχαν να ρωτήσουν το
Δρακούλη.
-Πως σε λένε?
-Δρακούλη.
-Από που έρχεσαι?
-Από τη δρακοχώρα.
-Πως ήρθες στην Αχλαδούπολη?
-Αχλαδούπολη? Η πόλη σας λέγεται Αχλαδούπολη?
-Ναι.
-Από μακριά είδα την πόλη σας και μου άρεσε πολύ. Ήθελα
λοιπόν να τη δω από κοντά. Ξέρετε, ψάχνω να βρω ένα μέρος
για να μείνω. Μήπως υπάρχει κάποιο μέρος εδώ στην πόλη σας
που θα μπορούσα να μείνω?

Οι κάτοικοι της πόλης άρχισαν να σκέφτονται αν υπήρχε


μέρος που θα μορούσε να μείνει ο Δρακούλης, όμως μάλλον δεν
υπήρχε κανένα μέρος τόσο μεγάλο γι αυτόν. Το σκέφτονταν
αρκετή ώρα και το συζητούσαν μεταξύ τους. Μέχρι που κάποιος
σκέφτηκε τη σπηλιά.
-Ξέρεις, υπάρχει ένα μέρος λίγο έξω από την πόλη. Η
σπηλιά στο μεγάλο λόφο δίπλα στο ποτάμι. Είναι αρκετά
μεγάλη για να είσαι άνετα εκεί. Μπορείς αν θέλεις να πας να
τη δεις και αν σου αρέσει να μείνεις. Ο Δρακούλης χάρηκε
πολύ που το άκουσε αυτό.
-Θα παω τώρα αμέσως μάλιστα αν δε σας πειράζει.
Ξεκίνησε λοιπόν για τη σπηλιά και μερικοί κάτοικοι
προθυμοποιήθηκαν να του δείξουν το δρόμο. Έφτασαν στο λόφο
και ήταν πολύ όμορφα. Το ποτάμι περνούσε ακριβώς δίπλα και
πάνω από το λόφο η θέα ήταν υπέροχη. Η σπηλιά ήταν μεγάλη
και άνετη. Και, τι έκπληξη, λίγο πιο κάτω φαινόταν ένας
κάμπος γεμάτος αχλαδιές. Ο Δρακούλης είχε λοιπόν όλα όσα
χρειαζόταν. Τακτοποίησε τα λίγα πράγματα που είχε στη
σπηλιά και οι άνθρωποι τον βοήθησαν να φτιάξει ένα πρόχειρο
κρεβάτι. Η ώρα είχε περάσει και σε λίγο θα νύχτωνε. Οι
άνθρωποι αποχαιρέτισαν το Δρακούλη κι εκείνος ξάπλωσε να
ξεκουραστεί.

Ο καιρός περνούσε και ο Δρακούλης ήταν πολύ


ευτυχισμένος. Είχε όλα όσα χρειαζόταν. Μια μεγάλη σπηλιά,
την οποία ο Δρακούλης σιγά σιγά είχε κάνει ένα πολύ όμορφο
σπίτι, νερό δίπλα του, φίλους και όσα αχλάδια ήθελε. Στην
πόλη τον γνώριζαν όλοι. Τα παιδιά συνίθιζαν να πηγαίνουν
πολύ συχνά στην αυλή του για να παίξουν κι εκείνος τους
έλεγε ιστορίες για τα ταξίδια του. Όλοι στην πόλη ήξεραν
πλεον τη σπηλιά ως “σπηλιά του Δρακούλη”. Κι εκείνος
πήγαινε συχνά στη πόλη. Έκανε τα ψώνια του, μιλούσε με τους
ανθρώπους και αν χρειάζονταν βοήθεια ήταν ο πρώτος που
πήγαινε, γιατί ο Δρακούλης ήταν και πολύ δυνατός. ‘Ετσι
πολύ γρήγορα όλοι τον γνώριζαν στην πόλη και όλοι τον
συμπαθούσαν.

Είχε περάσει αρκετός καιρός και πλησίαζαν τα γεννέθλια


του Δρακούλη. Οι κάτοικοι της Αχλαδούπολης αποφάσισαν
λοιπόν να του κάνουν ένα δώρο. Όμως δεν ήξεραν τι θα
μπορούσε να του αρέσει ή τι χρειαζόταν. Το σκέφτηκαν πολύ,
όλη η πόλη αυτό συζητούσε. Έγινε μέχρι και θέμα στο
δημοτικό συμβούλιο. Θα έπρεπε να είναι ένα δώρο ξεχωριστό
για ένα τόσο ξεχωριστό δράκο. Συζητήθηκαν πολλές ιδέες και
στο τέλος αποφάσισαν να τον κάνουν επίτιμο δημότη της
αχλαδούπολης και να κάνουν μια γιορτή προς τιμή του. Θα
γινόταν μεγάλο γλέντι. Όμως υπήρχε ένα πρόβλημα. Στο γλέντι
ήθελαν να του φτιάξουν το αγαπημένο του φαγητό, αλλά δεν
ήξεραν ποιό ήταν. Ούτε μπορούσαν να τον ρωτήσουν, γιατί
ήθελαν να του κάνουν έκπληξη. Ούτε μπορούσαν να μαντέψουν
τι άρεσε στους δράκους. Άρχισαν λοιπόν να ψάχνουν.

Όσο κι αν έψαχναν δε μπορούσαν να βρούν, μέχρι που


κάποια στιγμή κάποιος ανακάλυψε στη βιβλιοθήκη της πόλης
ένα πολύ παλιό βιβλίο μαγειρικής. Το βιβλίο βεβαίως είχε
συνταγές για ανθρώπους. Το είχε γράψει κάποιος περιηγητής
και είχε συνταγές από διάφορα μακρινά μέρη του κόσμου.
Φαινεται όμως πως ο περιηγητής αυτός είχε βρεθεί και στη
δρακοχώρα. Πρέπει να ήταν από τους λίγους ανθρώπους που
είχαν επισκευτεί ποτέ τη δρακοχώρα και μεταξύ των συνταγών
είχε συμπεριλάβει και δύο τρείς συνταγές φαγητών για
δράκους. Μολις διάβασαν τις συνταγές οι άνθρωποι χάρηκαν
πολύ, όμως τώρα υπήρχε ένα νεο πρόβλημα. Οι συνταγές ήταν
πολύ δύσκολες. Τα φαγητά περιείχαν πολύ σπάνια υλικά, όπως
ένα πολύ καυτερό πιπέρι από το Πιπερού, σκόρδα από το
Τζατζικιστάν, πιπεριές από τη γη του πυρός και για να
μαγειρευτούν ήθελαν πάρα πολύ δυνατή φωτιά. Οι κάτοικοι
όμως δε το έβαλαν κάτω. Μάζεψαν όσα υλικά μπορούσαν,
συμπλήρωσαν όσα τους έλειπαν με ό, τι πιο καυτερό υλικό
είχαν και έψαξαν τα βρούν το μεγαλύτερο τσουκάλι που υπήρχε
στην πόλη για να μαγειρέψουν το φαγητό. Το μαγείρευαν
ολόκληρη τη μέρα και όλη τη νύχτα.

Όλα ήταν έτοιμα για τη μεγάλη γιορτή. Οι κάτοικοι της


Αχλαδούπολης πήραν το μεγάλο τσουκάλι και ξεκίνησαν όλοι
μαζί για τη σπηλιά του Δρακούλη. Ο Δρακούλης μόλις είχε
ξυπνήσει και τους άκουσε από μακριά να έρχονται. Στην αρχή
ανησύχησε, νόμισε πως κάτι είχε συμβεί για να ερχονται όλοι
μαζί. Βγήκε λοιπόν να δει και μόλις οι κάτοικοι έφτασαν,
πριν προλάβει να τους ρωτήσει, του φώναξν με μια φωνή,
“ΧΡΟΝΙΑ ΠΟΛΛΑ ΔΡΑΚΟΥΛΗ”. Η χαρά του δεν περιγραφόταν. Τους
ευχαρίστησε όλους έναν έναν και στο τέλος ο δήμαρχος του
ανακοίνωσε την απόφαση του δημοτικού συμβουλίου να τον
ανακυρήξουν επίτιμο δημότη και το παρουσίασε το τσουκάλι με
το φαγητό. Στην αρχή ο Δρακούλης δεν είπε τίποτα. Ήταν τόσο
χαρούμενος που δεν ήξερε τι να πει. Ούτε ήθελε να τους
στεναχωρήσει που έκαναν τόσο κόπο να μαγειρέψουν το φαγητό
ειδικά γι αυτόν. Το σκέφτηκε όμως λίγο και μετά τους το
είπε.
-Σας ευχαριστώ. Σας ευχαριστώ πολύ όλους. Είναι το πιο
όμορφο δώρο που μου έχουν κάνει ποτέ. Και η πόλη σας είναι
η πιο όμορφη. Νομίζω πως θα ήθελα να ζήσω για πάντα εδώ
μαζί σας. Και το φαγητό που μου φτιάξατε είναι πολύ ωραίο,
μυρίζει υπέροχα. Το θυμάμαι που το έφτιαχνε η γιαγιά μου,
ήταν το αγαπημένο φαγητό του παππού μου και κουραζόταν πολύ
να το φιτιάξει, ειδικά για να βρει τα υλικά. Όμως, ξέρετε,
εμένα δε μου αρέσουν τα φαγητά για δράκους, είναι πολύ
καυτερά.
-Αλήθεια? Και τι σου αρέσει να τρως?
-Αχλάδια, πολλά αχλάδια. Κι εσείς εδώ στην Αχλαδούπολη
έχετε τα πιο νόστιμα αχλάδια που έχω δοκιμάσει.
-Αχλάδια?
-Μάλιστα.
Για λίγο επικράτησε μια σιωπή και μετά οι κάτοικοι της
αχλαδούπολης άρχισαν να μιλούν σιγά μεταξύ τους. Ένα
μουρμουρητό ακουγόταν όμως ανάμεσά τους πολύ σιγά και
επαναλαμβανόμενα. Αχλάδια, αχλάδια, αχλάδια. Άλλοι
αναρωτιόντουσαν, άλλοι ήταν έκπληκτοι, κανείς τους όμως δεν
περίμενε πως τ αγαπημένο φαγητό του Δρακούλη θα ήταν τα
αχλάδια. Το μουρμουρητό όμως σύντομα το διέκοψε ο δήμαρχος
που μίλησε πρώτος.
-Αχλάδια λοιπόν Δρακούλη, ό, τι θέλεις. Εμείς εδώ
ήρθαμε να σου κάνουμε γιορτή και αυτό ακριβώς θα κάνουμε.
Και γυρνόντας προς τους κατοίκους της αχλαδούπολης ο
δήμαρχος φώναξε γεμάτος χαρά.
-Αχλάδια φίλοι μου. Πάμε όλοι μαζί στον κάμπο με τις
αχλαδιές. Θα κάνουμε μια γιορτή που δε θα την ξεχάσει
κανένας.

Οι κάτοικοι φώναξαν όλοι μαζί ενθουσιασμένοι “Αχλάδια


αχλάδια” και άρχισαν να κατηφορήζουν χαρούμενοι προς τον
αχλαδόκαμπο. Φτάνοντας εκεί άρχισαν όλοι να μαζεύουν
αχλάδια, να παίζουν μουσική, να χορεύουν, να τραγουδούν.
Μαζί τους κι ο Δρακούλης που ήταν ο πιο χαρούμενος απ’
όλους. Το γλέντι ήταν υπέροχο και όλοι μαζί έτρωγαν τα
αχλάδια που είχαν μαζέψει. Όταν όλοι όμως είχαν χορτάσει
διαπίστωσαν πως μέσα στη χαρά και τον ενθουσιασμό τους
είχαν μαζέψει πάρα πολλά αχλάδια. Πολύ περισσότερα απ’ όσα
μπορούσαν όλοι μαζί να φάνε. Τι θα τα έκαναν τόσα αχλάδια.
Άρχισαν λοιπόν όλοι να μιλούν για τα αχλάδια που είχαν
περισέψει και σκέφτονταν ιδέες για το τι θα μπορούσαν να τα
κάνουν. Πολλές ιδέες ακούστηκαν, όμως μια κυρία είπε την
καλύτερη. “Θα φτιάξουμε μια μεγάλη αχλαδόπιτα. Τη
μεγαλύτερη που έχει φτιαχτεί ποτέ. Και θα την κάνουμε δώρο
στο Δρακούλη”.

Όλοι ήταν ενθουσιασμενοι, όμως αμέσως μετά σκέφτηκαν


πως δεν είχαν φούρνο τόσο μεγάλο για να ψήσουν την πίτα. Ο
Δρακούλης τότε έβαλε τα γέλια. “Δεν έχετε φούρνο? Μη
στεναχωριέστε, θα την ψήσω εγώ την πίτα.”. Οι κάτοικοι της
αχλαδούπολης τον κοίταξαν απορημένοι. Τότε ο Δρακούλης πήγε
στο τσουκάλι με το φαγητό που του είχαν ετοιμάσει. Ζήτησε
ένα κουτάλι και μόλις του το έφεραν άρχισε να τρώει. Το
στομάχι του άρχιζε να κάνει περίεργους θορύβους, τα μάγουλά
του είχαν κοκκινίσει και μετά από λίγο ο Δρακούλης τους
είπε “Τώρα μη φοβηθείτε. Μόνο κάντε μου λίγο χώρο”. Πήρε
μια βαθιά ανάσα, τα ρουθούνια του έβγαλαν καπνούς, σήκωσε
το κεφάλι του ψηλά κοιτόντας προς τον ουρανό και έβγαλε από
το στόμα του μια φωτιά που έφτασε μέχρι τα σύννεφα.

Οι κάτοικοι ξέσπασαν σε ζητωκραυγές. Δεν είχαν ξαναδεί,


ούτε είχαν φανταστεί ποτέ, οτι θα έβλεπαν τέτοιο θέαμα. Ο
Δρακούλης μετά τους εξήγησε πως αυτός ήταν ο λόγος που οι
δράκοι έβγαζαν φωτιές από το στόμα τους. Ήταν τα φαγητά που
έτρωγαν. Ρίχτηκαν όλοι μαζί με μεγάλη χαρά στη δουλειά.
Άλλοι καθάριζαν τα αχλάδια, άλλοι τα έκοβαν, άλλοι ζύμωναν
τη ζύμη για την πίτα. Μόλις τα υλικά ήταν έτοιμα τα
μετέφεραν λίγο παρακάτω σε ένα παλιό ξεχασμένο πέτρινο
αλώνι. Καθάρισαν τις πέτρες με προσοχή, τις έπλυναν με πολύ
νερό και τότε ο Δρακούλης άρχισε να τις ζεσταίνει με τις
φωτιές του. Μόλις οι πέτρες είχαν ζεσταθεί καλά καλά,
έριξαν πάνω τους αλεύρι και άπλωσαν τη ζύμη. Έβαλαν και τα
αχλάδια και τα πασπάλισαν με ζάχαρη. Ο Δρακούλης τότε
άρχισε να φυσά φωτιά πάνω από την πίτα, αργά και σταθερά,
με προσοχή, για να μην αγγίζουν οι φλόγες τα αχλάδια και τα
κάψουν. Δεν πέρασε πάρα πολύ ώρα και η ζύμη είχε αρχίσει να
γίνεται ρόδινη και τραγανή. Τα αχλάδια μαλάκωναν και
ψήνονταν και όλος ο κάμπος μοσχομύριζε βούτυρο και ψημένα
αχλάδια. Στο τέλος ο Δρακούλης φύσηξε μια δυνατή φωτιά πάνω
στην πίτα και έκανε τη ζάχαρη καραμέλα. Η πίτα ήταν έτοιμη.
Την άφησαν να κρυώσει και άρχισαν να την κόβουν.

Όλοι έφαγαν από την πίτα, δύο και τρία κομάτια οι


περισσότεροι. Και στο τέλος περίσεψε πολύ. Ήταν η
μεγαλύτερη πίτα του κόσμου. Μοιράστηκαν τα κομμάτια που
είχαν μείνει και αποφάσισαν σιγά σιγά να φύγουν, μιας και
ήταν πια αργά το απόγευμα και σε λίγο θα νύχτωνε.
-Θα μπορούσα κι εγώ να πάρω μερικά κομμάτια?
Ρώτησε ευγενικα το δήμαρχο ο Δρακούλης.
-Φυσικά. Η πίτα είναι δική σου. Τη φτιάξαμε για ‘σένα.
Μπορείς αν θέλεις να την πάρεις όλη.
-Όχι, δεν τη θέλω όλη. Θα ήθελα όμως να πάρω μερικά
κομμάτια, γιατί ξέρετε, μιας και είχα τα γεννέθλιά μου,
σκόπευα να κάνω μια μικρή επίσκεψη στη δρακοχώρα, να δω τη
μητέρα μου και μερικούς φίλους. Έχουν πολύ καιρό να με δουν
και θα χαρούν πολύ. Μετά θα επιστρέψω σύντομα, σας το
υπόσχομαι, μιας και μου αρέσει πολύ εδώ. Θέλω μόνο να λείψω
για λίγες μέρες.
-Ότι θέλεις Δρακούλη. Μπορείς να έρθεις όποτε θέλεις.
Άλλωστε είσαι ένας από εμάς τώρα, επίτιμος δημότης της
Αχλαδούπολης. Πάντα θα υπάρχει μια θέση για ‘σένα στην πόλη
μας και στην καρδιά μας.
Οι κάτοικοι ετοίμασαν ένα μεγάλο πακέτο με κομμάτια από την
πίτα για το Δρακούλη, το στόλισαν με κορδέλες και του το
έδωσαν. Μετά ξεκίνησαν όλοι μαζί για τα σπίτια τους, να
ξεκουραστούν από το μεγάλο γλέντι. Ο Δρακούλης το επόμενο
πρωί πήρε το μεγάλο πακέτο και ξεκίνησε για τη Δρακοχώρα.
Το εργαστήριο του Αιμίλιου.

Ο Δρακούλης είχε φτάσει στη δρακοχώρα από το


προηγούμενο βράδυ. Επισκέφτηκε τη μητέρα του η οποία χάρηκε
πολύ που τον είδε. Επισκέφτηκε και τους θείους του, είδε
και μερικούς φίλους και μετά ξεκίνησε για το σπίτι του
Αιμίλιου. Μόλις έφτασε στην αυλή του σπιτιού μια γλυκιά
μυρωδιά μπήκε στα ρουθούνια του. Ήταν μήλα, μυρωδιά από
μήλα. Ο Δρακούλης έφτασε στην πόρτα του Αιμίλιου και
χτύπησε. Κανείς δεν απάντησε. Χτύπησε ξανά, κανείς. Μετά
φώναξε.
-Αιμίλιε, ο Δρακούλης είμαι.
-Η πόρτα είναι ανοιχτή. Μπες.

Ο Δρακούλης άνοιξε την πόρτα και βρήκε τον Αιμίλιο στην


κουζίνα. Ήταν ανάμεσσα σε κατσαρόλες, βάζα και μήλα, πολλά
μπλέ μήλα της δρακοχώρας, πάνω στο τραπέζι, στο νεροχύτη,
άλλα καθαρισμένα μέσα σε νερό. Ο Αιμίλιος ήταν πολύ
απασχολημένος και φορούσε μια μακριά ποδιά.
“Δως μου μισό λεπτό, είναι σχεδόν έτοιμα.”
Ο Δρακούλης έμεινε να κοιτάζει τον Αιμίλιο και προσπαθούσε
να καταλάβει τι έκανε. Προφανώς έφτιαχνε κάποιου είδους
γλυκό, με μήλα. Αλλά όμως τι?
-Αιμίλιε, τι φτιάχνεις?
-Μήλα κομπόστα. Θα δεις είναι πολύ νόστιμα. Σε λίγο
τελειώνω.

Ο Δρακούλης κάθισε σε μια καρέκλα και περίμενε. Ο


Αιμίλιος σε λίγο έσβησε τη φωτιά. Πήρε λίγα μηλαράκια από
την κατσαρόλα και τα έβαλε σ’ ένα πιάτο. “Περίμενε λίγο να
κρυώσουν και δοκίμασε”. Ο Δρακούλης έβαλε στο στόμα του ένα
κομάτι μήλο και ενθουσιάστηκε. Δεν του άρεσαν ποτέ
ιδιαίτερα τα μπλε μήλα της δρακοχώρας. Όμως αυτό που έτρωγε
τώρα ήταν κάτι πολύ διαφορετικό. Άρχισαν να μηλούν για τα
μήλα, για το πως ο Αιμίλιος έφτιαχνε την κομπόστα, για το
ταξίδι του στη χώρα των φιρικιών, για το πως έμαθε να
πετάει. Κι ο Αιμίλιος με τη σειρά του άρχισε να ρωτά το
Δρακούλη για την αχλαδούπολη και το νεο του σπίτι, τους
νέους του φίλους. Σύντομα ο Δρακούλης άνοιξε το κουτί κι
έδωσε στον Αιμίλιο ένα κομμάτι αχλαδόπιτα. Του είπε για τα
γεννέθλια που του έκαναν οι άνθρωποι, για το πως έφτιαξαν
την πίτα κι ο Αιμίλιος έτρωγε το κομμάτι και άκουγε
προσεκτικά. Μόλις ο Αιμίλιος τελείωσε το κομμάτι κι έγλυψε
τα δάκτυλά του, σκέφτηκε για λίγα δευτερόλεπτα και γύρισε
το βλέμμα του προς το Δρακούλη.
-Δρακούλη, έχω μια ιδέα. Νομίζεις πως την πίτα που
φτιάξατε με τα αχλάδια,θα μπορούσαμε άραγε να την κάνουμε
με μήλα.
Ο Δρακούλης το σκέφτηκε λίγο και του φάνηκε πολύ ωραία
ιδέα.
-Με μήλα? Ναι ίσως. Γιατί όχι? Θα μπορούσαμε να βάλουμε
μήλα. Δεν ξέρω αν γίνεται, αλλά θα μπορούσαμε να
δοκιμάσουμε.

Σηκώθηκαν και οι δύο από τις θέσεις τους και ο Αιμίλιος


πήγε αμέσως να ζεστάνει το φούρνο. Έδωσε στο Δρακούλη μια
ποδιά και άρχισε να τον ρωτά λεπτομέρειες για το πως
έφτιαξαν τη ζύμη, πως έκοψαν τα αχλάδια και πως την έψησαν.
Όμως ο Δρακούλης δεν ήξερε να του πει ακριβώς τι έκαναν και
πως. Δε θυμόταν ακριβώς πόσο αλεύρι είχαν βάλει στη ζύμη ή
τι αλεύρι ήταν αυτό. Δε θυμόταν πόσο βούτυρο, πόσα αυγά και
πόση ζάχαρη. Επίσης, η αχλαδόπιτα που είχαν φτιάξει με τους
κατοίκους της αχλαδούπολης ήταν τεράστια. Οι άνθρωποι
κουβαλούσαν τα υλικά με τα τσουβάλια. Θυμόταν όμως πως
είχαν βάλει περίπου ίση ποσότητα αλεύρι και ζάχαρη, επίσης
θυμόταν ακριβώς πόσο υγρή και σφικτή ήταν η ζύμη αφού την
ζύμωνε μαζι με τους ανθρώπους αρκετή ώρα. Θυμόταν κι ότι οι
άνθρωποι είχαν ρίξει μέσα στο αλεύρι και ένα υλικό για να
“φουσκώσει η ζύμη” αλλά δε θυμοταν πως το έλεγαν. Αυτό που
θυμόταν πολύ καλά ήταν η διαδικασία.
-Ζυμώσαμε πρώτα καλά καλά το βούτυρο με τη ζάχαρη. Μετά
ρίξαμε λίγα λίγα τα αυγά και μια σκόνη που φουσκώνει.
-Μπέικιν πάουντερ.
-Ναι αυτό, που το ήξερες?
-Το βάζει η μάνα μου στις τηγανίτες.
-Μετά βάλαμε το αλεύρι. Οι άνθρωποι το κοσκίνιζαν και
μετά το έριχναν στο μίγμα με τα αυγά τη ζάχαρη και το
βούτυρο. Και μετά στρώσαμε τη ζύμη στις πέτρες του αλωνιού
κι από πάνω βάλαμε τα αχλάδια και τα πασπαλίσαμε με ζάχαρη.

Ο Αιμίλιος με το Δρακούλη λοιπόν έβγαλαν τα υλικά και


άρχισαν να πειραματίζονται με ζύμες. Η πρώτη ζύμη που
έβαλαν στο φούρνο τους κάηκε. Η δεύτερη ήταν πολύ νόστιμη
αλλά μόλις την έπιαναν στα χέρια τους έσπαγε. Η τρίτη ήταν
πολύ μαλακή. Δοκίμαζαν ζύμες και τις έψηναν και σιγά σιγά
έφτασαν να βρουν τη σωστή αναλογία στα υλικά, τη
θερμοκρασία στο φούρνο και το χρόνο ψησίματος. Χτύπησαν στο
μίξερ 100 γραμμάρια βούτυρο μαζί 300 γραμμάρια ζάχαρη. Μετά
πρόσθεσαν ένα ένα τέσσερα μέτρια αυγά. Μετά πρόσθεσαν 350
γραμμάρια αλεύρι για όλες τις χρήσεις κοσκινισμένο και 5
γραμμάρια μπέικιν πάουντερ. Άλειψαν ένα ταψί με βούτυρο για
να μην τους κολήσει η ζύμη, έριξαν τη ζύμη στο ταψί,
έστρωσαν από πάνω τα μήλα, τα πασπάλισαν με ζάχαρη και το
έβαλαν στο φούρνο. Το έψησαν 35 με 40 λεπτά στους 180
βαθμούς.

Όλη την ημέρα έψηναν μηλόπιτες μέχρι να πετύχουν τελικά


αυτό που ήθελαν. Όλη η περιοχή γύρω από το σπίτι του
Αιμίλιου μοσχομύριζε βούτυρο και μήλο. Κάποιος δράκος που
περνούσε από εκεί κοντά παραξενεύτηκε. Δεν είχε μυρίσει
ποτέ ξανά κάτι τόσο όμορφο. Πλησίασε περισσότερο για να
καταλάβει από που ερχόταν η μυρωδιά μέχρι που έφτασε στο
σπίτι του Αιμίλιου. Δεν μπορούσε να αντισταθεί. Χτύπησε την
πόρτα και αφού του απάντησαν μπήκε μέσα και βρήκε τους δύο
δράκους πασπαλισμένους με αλεύρι να φουρνίζουν μηλόπιτες
και να τις δοκιμάζουν.
-Τι κάνετε εδώ παιδιά?
-Φτιάχνουμε μηλόπιτες.
-Τι είναι αυτό?
-Ένα γλυκό με μήλα. Θέλεις να δοκιμάσεις?
-Ναι θέλω. Αυτό είναι που μυριζει τόσο όμορφα?
Ο δράκος δοκίμασε και ξετρελάθηκε. Δεν ειχε δοκιμάσει ποτέ
κάτι τόσο νόστιμο. Τους παρακάλεσε λοιπόν, αν μπορούσε, να
πάρει ένα δύο κομμάτια για το σπίτι του. Ήθελε πολύ να
δώσει στα παιδιά του να δοκιμάσουν αυτό το πολύ ωραίο
γλυκό. Ο Αιμιλίος με το Δρακούλη χάρηκαν πολύ. Μάλιστα του
έδωσαν μια ολόκληρη μηλόπιτα κι αυτός αφού τους
ευχαρίστησε, την πήρε κι έφυγε όλο χαρά.

Την επόμενη μέρα ο δράκος ξαναπήγε στο σπίτι του


Αιμίλιου. Τα παιδιά του είχαν δοκιμάσει τη μηλόπιτα και
τους άρεσε κι αυτών πάρα πολύ. Τους παρακάλεσε λοιπόν αν
μπορούσαν να του φτιάξουν άλλη μια μηλόπιτα. Ο Αιμίλιος και
ο Δρακούλης δεν του χάλασαν χατήρι. Από αυτή τη μηλόπιτα
έφαγαν και οι συγγενείς του δράκου, μερικοί φίλοι του και
κάπως έτσι σιγά σιγά ολόκληρη η δρακοχώρα είχε μαζευτεί έξω
από το σπίτι του Αιμίλιου για να πάρει μηλόπιτες. Ο
Αιμίλιος και ο Δρακούλης δεν προλάβαιναν να ψήνουν. Οι
μηλόπιτές τους είχαν γίνει διάσημες και ανάρπαστες σε όλους
τους δράκους, που τις έτρωγαν με κάθε αφορμή και σε κάθε
περίσταση. Η κουζίνα του Αιμίλιου σιγά σιγά είχε γίνει
κανονικό εργαστήρι ζαχαροπλαστικής. Έφτιαξε ένα μεγαλύτερο
φούρνο για να χωράει περισσότερα ταψιά, πήρε ένα μεγαλύτερο
πάγκο για να μπορεί να δουλεύει, ενώ οι άλλοι δράκοι τον
βοηθούσαν κι αυτοί να φτιάξει τις μηλόπιτες που του
ζητούσαν. Άλλοι μάζευαν μήλα, άλλοι τα έπλεναν, άλλοι τα
καθάριζαν, ενώ ο Αιμίλιος και ο Δρακούλης έφτιαχναν ζύμες
και έψηναν μηλόπιτες. Σιγά σιγά άρχισαν να φτιάχνουν και
άλλα γλυκά. Στους δράκους άρεσαν και τα μήλα κομπόστα, οι
μαρμελάδες από μήλο και αχλάδι, οι αχλαδόπιτες και ο
Αιμίλιος με το Δρακούλη είχαν γίνει πια σωστοί
ζαχαροπλάστες.
Ο Ηλίας η μύγα.

Ένα απόγευμα ο Αιμίλιος με το Δρακούλη έφτιαχναν


μηλόπιτες όπως κάθε μέρα. Είχαν μόλις βγάλει από το φούρνο
αρκετά ταψιά και αποφάσισαν να κάνουν ένα διάλειμα γιατί
ήταν κουρασμένοι. Άφησαν τα ταψιά στον πάγκο να κρυώσουν
και βγήκαν στην αυλή.
-Δρακούλη, θυμάσαι εκείνα τα μήλα που μου είχες φέρει
από την Ελλάδα?
-Τα φιρίκια.
-Ναι. Δεν τα ξέχασα. Βλέπεις αυτά τα μικρά βλαστάρια
στον κήπο μου?
-Ναι, τι είναι?
-Είναι μηλιές. Όταν γύρισα από το ταξίδι μου έφερα μαζί
μου μερικά σποράκια. Ένα άλογο που γνώρισα εκεί μου είπε
πως αν τα φύτευα θα γίνονταν μηλιές. Μεγαλώνουν γρήγορα και
όπως φαίνεται σε λίγα χρόνια θα έχουμε φιρίκια στη
δρακοχώρα. Ξέρεις είμαι πολύ ευτυχισμένος. Από τότε που μου
έφερες εκεινα τα μήλα έμαθα να πετάω, ταξίδεψα, έμαθα
καινούρια πράγματα και τώρα κάνω κάτι που μου αρέσει πολύ.
Έχεις προσέξει πόσο χαρούμενοι έχουν γίνει οι δράκοι της
δρακοχώρας? Τώρα πια δεν μένουν τόσο μόνοι τους. Έρχονται
σ’ εμάς και παίρνουν μηλόπιτες και κομπόστες και πηγαίνουν
και τις τρώνε σε σπίτια φίλων τους οι συγγενών τους.
-Ναι, αλήθεια είναι. Η δρακοχώρα έχει αλλάξει. Όμως
Αιμίλιε, ήθελα να σου το πω εδώ και λίγες μέρες. Το βλέπω
οτι είσαι χαρούμενος και μου αρέσει πολύ που σε βοηθάω,
αλλά σκέφτομαι πως θέλω σε λίγο καιρό να γυρίσω στην
Αχλαδούπολη. Μου αρέσει πολύ εκεί.
Ο Αιμίλιος στεναχωρήθηκε λίγο που το άκουσε, αλλά δεν είπε
τίποτα. Το ήξερε πως του Δρακούλη του άρεσαν τα ταξίδια και
πως κάποια στιγμή θα έφευγε και πάλι.
-Μη στεναχωριέσαι Δρακούλη, τώρα ξέρω να πετάω, το
ξέχασες? Θα έρχομαι εγώ να σε βλέπω στην Αχλαδούπολη.

Μιλούσαν πάρα πολύ ώρα στον κήπο οι δυό τους. Οι


μηλόπιτες πρέπει να είχαν κρυώσει αρκετά. Αποφάσισαν να
μπουν πάλι στο εργαστήριο, όμως μόλις πέρασαν την πόρτα
είδαν πάνω σε ένα ταψί να κάθεται μια μύγα.
“Δρακούλη, γρήγορα, μύγα στην κουζίνα. Θα μας λερώσει
τα γλυκά.”
Η μύγα μόλις τους είδε πετάχτηκε στον αέρα κι άρχισε να
πετάει σαν τρελή. Ο Δρακούλης με τον Αιμίλιο την κυνηγούσαν
να την πιάσουν όμως αυτή τους ξέφευγε. Ήταν πολύ επιδέξια
μύγα. Πετούσε δεξια αριστερά, μόλις κάποιος πήγαινε να την
πιάσει έκανε μια στροφή και χανόταν. Καθόταν πάνω στα
γλυκά, στα ντουλάπια, στα παράθυρα, στο ταβάνι και μόλις ο
Δρακούλης ή ο Αιμίλιος την πλησίαζαν πετιόταν πάλι, πετούσε
γρήγορα γρήγορα και χανόταν από τα μάτια τους. Την
κυνηγούσαν πολλή ώρα και δεν κατάφερναν να την πιάσουν με
τίποτα. Προσπάθησαν να τη διώξουν ανοίγοντας τα παράθυρα
αλλά αυτή δεν έφευγε. Στο τέλος οι δύο δράκοι είχαν
κουραστεί πολύ.

“Κάπου την ξέρω εγώ αυτή τη μύγα Δρακούλη. Λοιπόν


κοίτα, δε μπορούμε να την πιάσουμε. Ξέρω όμως κάποιον που
μπορεί να το κάνει.” Ο Αιμίλιος βγήκε από το σπίτι, άνοιξε
τα φτερά του και χάθηκε πετόντας στον ουρανό. Λίγη ώρα
αργότερα επέστρεψε μαζί με το φίλο του το χελιδόνι. Ο
Δρακούλης όσο έλειπαν δεν είχε καταφέρει να πιάσει τη μύγα.
Τουλάχιστον όμως δε την άφησε να καθίσει πάνω σε κανένα
γλυκο. Μόλις μπήκαν στην κουζίνα και το χελιδόνι είδε τη
μύγα, γούρλωσε τα μάτια του και φώναξε. “Εσύ εδώ?”. Η μύγα
κατατρομοκρατήθηκε και άρχισε να πετάει ακόμα πιο γρήγορα.
Ο Αιμίλιος με το Δρακούλη την κυνηγούσαν κι αυτοί και χάρη
στις επιδέξιες εναέριες μανούβρες του χελιδονιού τελικά
κατάφεραν να την πιάσουν και να την κλείσουν μέσα σ’ ένα
από τα βάζα που είχαν για τις κομπόστες.
-Επιτέλους σ’ έπιασα Ηλία. Τόσο καιρό μου ξεφεύγεις.
Φώναξε το χελιδόνι.
Ο Ηλίας ζουζούνιζε δυνατά αλλά δεν μπορούσε να ξεφύγει μέσα
από το βάζο γιατί το καπάκι του ήταν σφιχτά κλεισμένο.
-Γιατί δεν έφυγες όταν σου ανοίξαμε τα παράθυρα?
Τον ρώτησε ο Αιμίλιος.
-Ξέρετε, μου αρέσουν πολύ τα γλυκά. Και όταν μύρισα τις
μηλόπιτές σας δε μπόρεσα να αντισταθώ. Δεν είναι εύκολο να
βρει κανείς γλυκά στη δρακοχώρα.
-Ναι, αλλά δε μας ρώτησες αν μπορούσες να τα φας.
Του είπε ο Δρακούλης.
-Μα δεν ήσασταν εδώ. Όταν μπήκα στην κουζίνα δε βρήκα
κανέναν.
-Αυτό δεν είναι δικαιολογία. Τα γλυκά αυτά δεν είναι
δικά σου.
-Σας παρακαλώ, μη μου κάνετε κακό. Τα γλυκά σας είναι
πολύ νόστιμα. Εμένα ξέρετε μου αρέσουν πολύ τα γλυκά. Έχω
δοκιμάσει γλυκά από όλες τις χώρες, όμως τα δικά σας μου
αρέσουν πολύ. Να σας ρωτήσω. Τι μήλα βάζετε στη μηλόπιτα?
-Τα μπλέ μήλα της δρακοχώρας.
-Κανέλα βάζετε?
Ο Αιμίλιος με το Δρακούλη κοιτάχτηκαν μεταξύ τους
απορημένα.
-Σε όλες τις μηλόπιτες που έχω δοκιμάσει, συνιθίζουν να
βάζουν κανέλα στα μήλα ξέρετε. Η κανέλα πάει πολύ με τα
μήλα, ακόμα κι αν δεν πρόκειται για μηλόπιτα αλλά για απλή
φρουτοσαλάτα. Και στη ζύμη, δοκιμάστε να βάλετε λίγη
βανίλια, θα σας αρέσει πολύ.
-Δηλαδή θέλεις να πεις ότι έχεις δοκιμάσει κι άλλες
μηλόπιτες.
-Φυσικά, μα τι λέμε τόση ώρα? Και μηλόπιτες και
κομπόστες και πάστες και τούρτες και τάρτες, από τα
καλύτερα ζαχαροπλαστεία του κόσμου, όλα τα γλυκά μου
αρέσουν πολύ. Τα λατρεύω. Κοιτάξτε, θα σας παρακαλούσα να
μη μου κάνετε κακό κι εγώ ίσως να μπορούσα να σας βοηθήσω.
Ξέρω τόσα πράγματα για τα γλυκά. Εγώ θα σας λέω τι να
βάζετε κι εσείς θα μου δίνετε λίγο γλυκάκι κάθε φορά για να
δοκιμάζω. Δοκιμάστε αυτό που σας είπα με την κανέλα κι αν η
μηλόπιτά σας δε γίνει καλύτερη εγώ σας υπόσχομαι οτι θα
φύγω και δε θα σας ενοχλήσω ποτέ ξανά. Ο Αιμίλιος
κοιτάχτηκε και πάλι με το Δρακούλη κι αμέσως μετά έπιασαν
να φτιάχνουν μια καινούρια μηλόπιτα. Ο Ηλίας είχε καθίσει
στο αφτί του Αιμίλιου και του έλεγε τι να κάνει. Αμέσως
μόλις έκοψαν τα μήλα τα πασπάλισαν με τριμένη κανέλα. Και
στη ζύμη έβαλαν και λίγη βανίλια. Μόλις άρχισε να ψήνεται η
μηλόπιτα όλη η κουζίνα μύριζε πολύ πιο όμορφα. Όταν την
έβγαλαν από το φούρνο και δοκίμασαν κατάλαβαν αμέσως πως ο
Ηλίας είχε απόλυτο δίκιο.

Έτσι ο Ηλίας έγινε βοηθός του Αιμίλιου. Καθόταν παντα


αναπαυτικά στο αυτί του και του έλεγε πως να βελτιώνει τις
συνταγές. Όταν ήταν χαρούμενος τραβούσε την προβοσκίδα του
και την έκανε σαξόφωνο παίζοντας μουσική που του Αιμίλιου
του άρεσε πάρα πολύ. Είχε πολύ μεγάλη επιτυχία η συνεργασία
τους. Ο Αιμίλιος πολύ σύντομα έγινε διάσημος ζαχαροπλάστης.
Έφτιαξε ένα μεγάλο ζαχαροπλαστείο στη δρακοχώρα, το
Emiliano. Ο Δρακούλης λίγο καιρό μετά γύρισε στην
Αχλαδούπολη. Κάθε χρόνο στα γεννέθλιά του οι κάτοικοι
οργανώνουν μια μεγάλη γιορτή στον αχλαδόκαμπο και
μαζεύονται τουρίστες από όλο τον κόσμο για να δοκιμάσουν τη
μεγαλύτερη αχλαδόπιτα του κόσμου που την ψήνει ο Δρακούλης
με τις φωτιές του. Κι ο Δρακούλης έγινε ζαχαροπλάστης.
Άνοιξε παράρτημα του Emiliano στην αχλαδούπολη και οι
δουλειές του πάνε πολύ καλά. Το χελιδόνι επισκέπτεται κάθε
άνοιξη τον Αιμίλιο και συνήθως του φέρνει νεα υλικά και
μπαχαρικά για τα γλυκά του από τις χώρες που επισκέπτεται.
Οι μηλιές του Αιμίλιου μεγάλωσαν και άρχισαν να κάνουν
φιρίκια. Παρ’ όλ’ αυτά ο Αιμίλιος όταν βρίσκει λίγο
ελεύθερο χρόνο πετάγεται μέχρι την Ελλάδα να επισκευτεί το
φίλο του το Στέλιο. Όλοι οι δράκοι στη Δρακοχώρα είναι πιο
χαρούμενοι από παλιά, αφού τώρα πια δε ζουν μόνοι τους,
αλλά με κάθε ευκαιρία επισκέπτονται ο ένας τον άλλο. Ο
Ηλίας απέκτησε εκπομπή στην τηλεόραση όπου παρουσιάζει
συνταγές ζαχαροπλαστικής. Στον ελεύθερο χρόνο του παίζει
μουσική με τους φίλους του, το Flying Jazz quartet, μια
ορχήστρα πνευστών αποτελούμενη από τον Ηλία, ένα ψύλο που
παίζει κρουστά, ένα κουνούπι που παίζει τρομπέτα κι ένα
σκούρκο που παίζει τρομπόνι.

You might also like