Professional Documents
Culture Documents
AMANDA McCABE - ΤΟ ΚΥΝΗΓΙ ΤΟΥ ΚΛΕΦΤΗ - ΚΛΑΣΙΚΑ ΑΡΛΕΚΙΝ PDF
AMANDA McCABE - ΤΟ ΚΥΝΗΓΙ ΤΟΥ ΚΛΕΦΤΗ - ΚΛΑΣΙΚΑ ΑΡΛΕΚΙΝ PDF
TO ΚΥΝΗΓΙ
TOY ΚΛΕΦΤΗ
Μετάφραση: Έφη Αρβανίτη
ΧΑΡΛΕΝΙΚ ΕΛΛΑΣ
ΕΚΔΟΤΙΚΗ A. Β. Ε. Ε.
Φειδίου 18,106 78 Αθήνα
Τηλ.: 210 3609 438,210 3629 723
www.arlekin.gr
Τίτλος πρωτοτύπου:
To Catch a Rogue
© 2008 Ammanda McCabe
© 2014 ΧΑΡΛΕΝΙΚ ΕΛΛΑΣ ΕΚΔΟΤΙΚΗ ABEE για την ελληνική γλώσσα,
κατόπιν συμφωνίας με τη HARLEQUIN BOOKS S.A. All rights reserved.
To λογότυπο ΑΡΛΕΚΙΝ και το σχέδιο του Ρόμβου είναι εμπορικά
σήματα ιδιοκτησίας της Harlequin Enterprises Limited ή των θυγα-
τρικών εταιρειών της και χρησιμοποιούνται από άλλους κατόπιν α-
δείας.
Η εικόνα εξωφύλλου χρησιμοποιείται κατόπιν συμφωνίας με τη
Harlequin Books S.A. All rights reserved.
Μετάφραση: Έφη Αρβανίτη
Επιμέλεια: Θάλεια Ευθυμίου
Διόρθωση: Κυριάκος Μιχελόγκωνας
Το βιβλίο αυτό είναι έργο φαντασίας. Τα ονόματα, οι χαρακτήρες,
οι τοποθεσίες και τα περιστατικά είτε είναι προϊόν της φαντασίας
του συγγραφέα είτε χρησιμοποιούνται κατά τρόπο μυθιστορηματι-
κό. Οποιαδήποτε ομοιότητα με πραγματικά πρόσωπα, εν ζωή ή όχι,
γεγονότα, τοποθεσίες ιδρύματα ή επιχειρήσεις είναι εντελώς συ-
μπτωματική.
Απαγορεύονται η αναδημοσίευση και αναπαραγωγή -ολική, μερική
ή περιληπτική-, η κατά παράφραση ή διασκευή απόδοση του κειμέ-
νου με οποιονδήποτε τρόπο -μηχανικό, ηλεκτρονικό, φωτοτυπικό,
ηχογράφησης ή άλλον- χωρίς προηγούμενη γραπτή άδεια του εκδό-
τη, σύμφωνα με το Νόμο 2121/1993 και τις διεθνείς συμβάσεις περί
πνευματικής ιδιοκτησίας.
ISSN 1108-4324
ΚΛΑΣΙΚΑ ΑΡΛΕΚΙΝ - ΤΕΥΧΟΣ 325 Τυπώθηκε και βιβλιοδετήθηκε
στην Ελλάδα.
Made and printed in Greece.
Πρόλογος
1 Απόσπασμα από το «Τσάιλντ Χάρολντ», μετ. Μαρίας Ιω. Κεσίση, Εκδόσεις Κ. X. Σπανού, Αθήνα, 1977. (Σ.τ.Μ.)
κού- δεν πρόσεξε το παράθυρο της βιβλιοθήκης να ανοίγει αθόρυβα.
Κάποιος επωφελούνταν από το σκοτάδι, και όχι για μερικά κρυφά
χάδια στη βεράντα. Όχι, αυτός ο άνθρωπος είχε κάτι πολύ πιο σημα-
ντικό και δόλιο στο μυαλό του.
Καθώς το παράθυρο άνοιγε, αυτός ο άνθρωπος, ψηλός και αδύνα-
τος, μασκοφορεμένος και ντυμένος απ’ την κορφή ως τα νύχια στα
μαύρα, σκαρφάλωσε και πήδησε ανάλαφρα πάνω στο ακριβό χαλί.
Κινούνταν ελαφροπάτητος σαν γάτα πάνω σε μεταξωτό υφάδι.
Κούρνιασε αμέσως χαμηλά κρατώντας την αναπνοή του, ενώ τα ζω-
ηρά μάτια του, δύο μικρές σχισμές πάνω στη σατέν μάσκα του, κι-
νούνταν αριστερά δεξιά. Όπως το περίμενε, η βιβλιοθήκη ήταν ά-
δεια, φωτισμένη μόνο από μια λάμπα λαδιού πάνω στο καλογυαλι-
σμένο γραφείο. Μια χρυσαφιά λάμψη απλωνόταν κυκλικά τριγύρω,
ενώ οι άκρες του δωματίου ήταν βυθισμένες στο σκοτάδι. Ράφια
σκέπαζαν τους τοίχους από το πάτωμα ως το ταβάνι, γεμάτα με δερ-
ματόδετους τόμους που φαίνονταν σχεδόν σαν να μην είχαν αγγιχτεί
ποτέ, πόσο μάλλον να είχαν διαβαστεί και αγαπηθεί.
Τι περίμενες, σκέφτηκε ο εισβολέας. Η γηραιά λαίδη Τενμπρέ δε φημί-
ζεται για την ευφυΐα της, σωστά;
Κι όμως, ο μακαρίτης λόρδος Τενμπρέ φημιζόταν για το πάθος του
για τις ιταλικές αντίκες, κι αυτό ήταν που είχε τραβήξει το ενδιαφέ-
ρον του μαυροφορεμένου άντρα. Μόλις σιγουρεύτηκε πως ήταν μό-
νος, σηκώθηκε όρθιος και διέσχισε προσεκτικά το δωμάτιο. Το σκο-
τάδι δεν τον εμπόδιζε -η διαρρύθμιση της βιβλιοθήκης είχε μελετη-
θεί προσεκτικά, κάθε πολυθρόνα και τραπέζι είχαν χαρτογραφηθεί
ως. την τελευταία λεπτομέρεια. Αυτός ο άνθρωπος ήξερε πολύ καλά
τι έψαχνε.
Στην απέναντι άκρη του δωματίου, και στις δύο πλευρές του σκα-
λιστού τζακιού, υπήρχαν κιβώτια με γυάλινα καπάκια, καθένα από
αυτά γεμάτο μέχρι πάνω με τα παράνομα κέρδη του μαρκήσιου. Στα
νιάτα του,-πριν από πολλά χρόνια, είχε υπηρετήσει ως διπλωμάτης
του βρετανικού βασιλείου στη Νάπολη. Από εκεί έστελνε στην πα-
τρίδα πολλά τέτοια κιβώτια, γεμάτα με γλυπτά, κοσμήματα, πίνακες
και βάζα. Μόνο ένα μικρό μέρος της συλλογής βρισκόταν σ’ αυτή τη
βιβλιοθήκη.
Τα καλύτερα κομμάτια.
«Α, ναι», ψιθύρισε ο εισβολέας. «Εδώ είστε».
Από μια τσέπη έβγαλε ένα λεπτό λεπίδι και το έχωσε προσεκτικά
στην κλειδαριά του κιβωτίου. Μ’ ένα στρίψιμο προς τα πάνω, ο μη-
χανισμός ξεκλειδώθηκε.
«Πόση αμέλεια», μουρμούρισε ο άντρας σηκώνοντας το καπάκι.
Μα την αλήθεια, οι άνθρωποι που δεν μπορούσαν να φυλάξουν τα
υπάρχοντά τους δεν άξιζαν να τα κατέχουν.
Το αντικείμενο που επιθυμούσε βρισκόταν στο κέντρο της συλλο-
γής, ένα λεπτό ετρουσκικό διάδημα από χρυσάφι σφυρηλατημένο σε
σχήμα ντελικάτων φύλλων και μίσχων αμπελιού. Κάποτε κοσμούσε
το κεφάλι μιας βασίλισσας. Τώρα ικανοποιούσε απλώς τη ματαιοδο-
ξία μιας γηραιάς Αγγλίδας.
Όχι όμως για πολύ.
Ο άντρας έπιασε το διάδημα με τα μαύρα γαντοφορεμένα χέρια
του. Ακόμα και μέσα στο σκοτάδι, το κόσμημα άστραφτε, φωτεινό και
τέλειο σαν τον ιταλικό ουρανό. Φαινόταν εξαιρετικά εύθραυστο, κι
όμως είχε διατηρηθεί σε άριστη κατάσταση μετά από τόσες χιλιάδες
χρόνια.
«Σύντομα θα είσαι ασφαλές», ψιθύρισε καθησυχαστικά ο άντρας
καθώς το διάδημα εξαφανιζόταν μέσα στην τσέπη του.
Μόλις η λάμψη του χάθηκε, ένας δυνατός γδούπος ακούστηκε έξω
από την πόρτα της βιβλιοθήκης. Το μασκοφορεμένο κεφάλι γύρισε
απότομα προς τα πίσω και ο άντρας αφουγκράστηκε με ορθάνοιχτα
μάτια και δυνατό καρδιοχτύπι.
«Όχι, Άγκνες, δεν πρέπει να το κάνουμε αυτό!» Ένας άντρας βόγκη-
ξε, και η μεθυσμένη φωνή του αντήχησε δυνατά μέσα στην ησυχία
του δωματίου.
«Ω, μα πρέπει!» απάντησε μια γυναίκα. «Δεν έχουμε πολύ χρόνο. Ο
σύζυγός μου σε λίγο θα φύγει από την αίθουσα χαρτοπαιξίας και θα
αρχίσει να με αναζητά».
Ακούστηκε κι άλλος γδούπος, ύστερα ο ήχος του πόμολου καθώς ο
ένας απ’ τους δύο, είτε η Αγκνες είτε ο μεθυσμένος σύντροφός της,
θέλησε να μπει στο δωμάτιο.
Ώρα να πηγαίνω. Άλλο ένα αντικείμενο ξεπρόβαλε από εκείνη την
τσέπη, ένας τέλειος λευκός κρίνος που τοποθετήθηκε στην άδεια θέ-
ση του διαδήματος. Ύστερα η μορφή έτρεξε προς το παράθυρο και
βγήκε στο περβάζι. Τη στιγμή που η πόρτα άνοιγε, ο διαρρήκτης ε-
ξαφανιζόταν μέσα στη σκοτεινή νύχτα.
Ο Κλέφτης με τα Κρίνα είχε χτυπήσει ξανά.
Κεφάλαιο 1
Η Καλλιόπη κάθισε στην άδεια καρέκλα δίπλα στην Κλειώ τη στιγμή που οι
μουσικοί τελείωναν το κούρδισμα των οργάνων τους. Ο λαιμός της πόνεσε
όταν προσπάθησε να πάρει μια ήρεμη, φυσιολογική ανάσα, να ησυχάσει το
τρελό καρδιοχτύπι της.
Η Κλειώ της έριξε μια πλάγια ματιά καθώς της έδινε ένα χει-
ρόγραφο πρόγραμμα. «Πού ήσουν, Καλ;» της ψιθύρισε.
«Στη σέρα», απάντησε επίσης ψιθυριστά η Καλλιόπη, κατα-
πνίγοντας την παρόρμηση να χρησιμοποιήσει τη λεπτή περγαμηνή
σαν βεντάλια. Γιατί η λαίδη Ράσελ επέμενε να κρατάει τόσο ψηλά τη
θερμοκρασία του σαλονιού της; «Κοιτούσα το άγαλμα της Αφροδί-
της».
Η έκφραση της Κλειώς ήταν ανεξιχνίαστη καθώς κοιτούσε το δικό
της πρόγραμμα με χείλη σφιγμένα. «Αλήθεια; Υποπτεύεσαι ότι μπο-
ρεί να είναι αυτή το επόμενο θύμα του τρομερού Κλέφτη με τα Κρί-
να; Ότι θα εξαφανιζόταν μέσα στη νύχτα για άνομους σκοπούς;»
Η Καλλιόπη δάγκωσε τη γλώσσα της για να μη γελάσει δυνατά. «Ό-
χι βέβαια. Η Αφροδίτη είναι από μάρμαρο κι έχει ύψος πάνω από
ενάμισι μέτρο. Εκτός αν ο Κλέφτης με τα Κρίνα είναι η ενσάρκωση
του Ηρακλή».
«Ποτέ δεν ξέρει κανείς. Τότε θα σήκωνε το άγαλμα μέχρι τον ουρα-
νό και...» Τα λόγια της έσβησαν τη στιγμή που ο λόρδος Γουέστγουντ
έμπαινε στην αίθουσα κι ύστερα έγερνε ανέμελα σε μια κολόνα πίσω
από το ακροατήριο. Το βλέμμα του συνάντησε το βλέμμα της Καλ-
λιόπης, που τον κοίταζε επιφυλακτικά, και μετά, αργά και αυθάδικα,
της έκλεισε το μάτι.
Ανάθεμά τον! Η Καλλιόπη κοίταξε πάλι μπροστά νιώθοντας το πρό-
σωπό της να καίει. Πού ήταν το κρύο μάρμαρο της Αφροδίτης τώρα
που το χρειαζόταν πραγματικά;
«Ήσουν ολομόναχη στη σέρα, Καλ;» μουρμούρισε η Κλειώ.
«Ο λόρδος Γουέστγουντ έτυχε να περάσει τη στιγμή που έφευγα»,
απάντησε απρόθυμα η Καλλιόπη.
«Και δεν τσακωθήκατε ξανά;»
«Ποτέ δεν τσακώνομαι με τους ανθρώπους!»
«Ποτέ; Με κανέναν;»
«Εσύ και η Θάλεια δε μετράτε. Είστε αδερφές μου, μπορώ να τσα-
κώνομαι μαζί σας μέσα στο σπίτι μας. Αλλά όχι με ανθρώπους στις
δεξιώσεις. Ο λόρδος Γουέστγουντ κι εγώ απλώς διαφωνούμε σε καλ-
λιτεχνικά ζητήματα».
«Χμμ», είπε η Κλειώ, εντελώς αόριστα. «Πιστεύω ότι η οικοδέσποι-
νά μας ετοιμάζεται να πει δυο λόγια».
Η Καλλιόπη ποτέ δεν είχε νιώσει τόση ευγνωμοσύνη απέναντι σε
κάποιον άνθρωπο όση αισθάνθηκε προς τη λαίδη Ράσελ για την έ-
γκαιρη διακοπή. Συνήθως ένιωθε ότι μπορούσε να πει στην Κλειώ τα
πάντα και η σιωπηρή κατανόηση της αδερφής της ήταν μια παρηγο-
ριά. Δεν είχε νόημα, όμως, να προσπαθήσει να περιγράφει στην α-
δερφή της πώς την είχε κάνει να νιώσει η συνάντησή της με τον Κά-
μερον ντε Βιρ. Τα συναισθήματά της ήταν ένα μπερδεμένο κουβάρι
που δε θα μπορούσε ποτέ να ξεμπλεχτεί. Την ενοχλούσε -το
σιχαινόταν- να είναι τόσο αναστατωμένη! Η λύση θα ήταν να μην τον
ξαναδεί ποτέ. Όμως εκείνος ξεφύτρωνε πάντα μπροστά της! Μακάρι
να επέστρεφε στην Ελλάδα για να συνεχίσει τις παράνομες, επικίν-
δυνες δουλειές του, μακριά της...
Δίπλωσε σφιχτά τα γαντοφορεμένα χέρια της στην ποδιά της για
να σταματήσει το τρέμουλό τους και κοίταξε ευθεία μπροστά της τα
πολύχρωμα φτερά της λαίδης Ράσελ, που τώρα έγερναν στο πλάι πε-
ρισσότερο από πριν.
«Καλησπέρα σας, αγαπητοί μου φίλοι», είπε η λαίδη Ράσελ σηκώ-
νοντας τα χέρια ψηλά, μοιάζοντας στ’ αλήθεια με παπαγάλο έτοιμο
να πετάξει. «Χαίρομαι πολύ που μπορέσατε να έρθετε απόψε σ’ αυτή
την ξεχωριστή βραδιά. Για πρώτη φορά μετά από αιώνες θα ακου-
στούν οι νότες της μουσικής που παιζόταν στην αρχαία Ελλάδα.
Χρησιμοποιώντας ένα απόσπασμα μέτρων αντιγραμμένων από ένα
έργο του Τερέντιου, το οποίο ευτυχώς διασώθηκε κατά την Αναγέν-
νηση και φυλάχθηκε σε κάποιο ιταλικό μοναστήρι, καταφέραμε να
αναπαραγάγουμε ένα Δελφικό Ύμνο στον Απόλλωνα. Τα όργανα που
θα χρησιμοποιηθούν απόψε προσομοιάζουν με τη λύρα, τον αυλό
και την κιθάρα εκείνης της εποχής».
Κούνησε τα χέρια της και δυο υπηρέτες έφτασαν κρατώντας ένα
μεγάλο μελανόμορφο κρατήρα. Ένα συλλογικό επιφώνημα έκπληξης
αντήχησε στην αίθουσα. Αυτός ήταν ένας από τους σημαντικότερους
θησαυρούς της λαίδης Ράσελ, φερμένος από τον παππού της μερικές
δεκαετίες νωρίτερα από την Ελλάδα. Σπάνια επιδείκνυε αυτό τον
κρατήρα· φημολογούνταν πως τον κρατούσε κλειδωμένο στην κρε-
βατοκάμαρά της, όπου μόνο εκείνη μπορούσε να τον θαυμάζει. Ήταν
πανέμορφος, ανέπαφος, εκτός από μερικές ρωγμές κι ένα σπασμένο
χερούλι. Απεικόνιζε μια σκηνή όπου κόρες χόρευαν γεμάτες χάρη,
μουσικοί έπαιζαν διάφορα όργανα και άντρες έπιναν μισοξαπλωμέ-
νοι. Τα μουσικά όργανα έμοιαζαν πράγματι μ’ αυτά που έλαμπαν στα
χέρια των μουσικών μέσα στη σάλα της λαίδης Ράσελ.
Αυτός ο κρατήρας θα μπορούσε να γίνει πρώτης τάξεως στόχος για
τον Κλέφτη με τα Κρίνα, σκέφτηκε η Καλλιόπη καθώς εξέταζε τη λα-
μπρή κομψότητά του.
«Λοιπόν, αγαπητοί μου προσκεκλημένοι», είπε η λαίδη Ράσελ.
«Κλείστε τα μάτια σας και φανταστείτε πως κάθεστε σ’ ένα αρχαιοελ-
ληνικό αμφιθέατρο πριν από χιλιάδες χρόνια...»
«Μου κάνει εντύπωση που δε μας έβαλε να φορέσουμε χιτώνες και
σανδάλια απόψε», μουρμούρισε η Κλειώ. «Ωραίο θέαμα θα ήμαστε.
Ειδικά ο ηλικιωμένος λόρδος Έρινγκ. Ο καημένος θα πρέπει να ζυγί-
ζει εκατόν πενήντα κιλά. Αμφιβάλλω αν υπάρχει αρκετή λευκή μου-
σελίνα στο Λονδίνο».
Η Καλλιόπη γέλασε πίσω από το πρόγραμμά της. Η ίδια σκεφτόταν
έναν άντρα στον οποίο θα ταίριαζε ένας κοντός χιτώνας, κι αυτός δεν
ήταν ο λόρδος Έρινγκ. Έριξε μια κλεφτή ματιά στο λόρδο Γουέ-
στγουντ πάνω από την επιχρυσωμένη άκρη της περγαμηνής. Παρα-
τηρούσε κι εκείνος τον κρατήρα με ένα μικρό συνοφρύωμα στο μέ-
τωπό του. Ένας λυπημένος Απόλλωνας.
Τι σκέψεις να περνούσαν από το μυαλό του;
***
Το βλέμμα του Κάμερον ακολούθησε τον κρατήρα καθώς μεταφε-
ρόταν έξω από την αίθουσα. Πόσο όμορφος ήταν και πόσο τραγικό
το γεγονός ότι σπάνια τον έβλεπε το κοινό. Σπάνια λατρευόταν. Ό-
πως το ετρουσκικό διάδημα της λαίδης Τενμπρέ, είχε κλαπεί από την
πατρίδα του και είχε κλειδωθεί για να ικανοποιεί την εγωιστική τέρ-
ψη μιας μικρής ομάδας ανθρώπων. Ο πραγματικός προορισμός του
είχε ξεχαστεί, είχε χαθεί μέσα στο χρόνο. Αυτός ο κρατήρας ήταν
φτιαγμένος για γιορτές και ευωχία.
Όμως εκείνη τη στιγμή δεν ήταν η θλιβερή μοίρα του κρατήρα που
τον απασχολούσε· ήταν η προσεκτικά χαραγμένη μορφή της γυναί-
κας πάνω στη γυαλιστερή καμπύλη του. Η λεπτή σιλουέτα της, ντυ-
μένη με το αέρινο ένδυμα, ήταν σκυμμένη πάνω από τη λύρα της.
Μαύρες μπούκλες, μαζεμένες με μια ταινία γύρω από το μέτωπο, έ-
πεφταν ελεύθερες στο οβάλ πρόσωπό της. Η έκφρασή της ήταν σο-
βαρή, σκεφτική, σε αντίθεση με τις εύθυμες χορεύτριες γύρω της.
Έδειχνε σαν να άκουγε μόνο τη δική της μουσική, χαμένη στις σκέ-
ψεις και τα συναισθήματά της.
Η εικόνα ήταν αρχαία, όμως το μοντέλο του καλλιτέχνη θα μπο-
ρούσε να ήταν η Καλλιόπη Τσέις. Η λεπτή, μελαχρινή καλλονή, τόσο
σοβαρή και προσηλωμένη, θα μπορούσε να ήταν η Καλλιόπη.
Καθώς η αλλόκοτη, παράτονη και λυπητερή μελωδία πλανιόταν
στην αίθουσα, ο Κάμερον μετέφερε το βλέμμα του στην ενσάρκωση
της χαραγμένης πάνω στον κρατήρα μορφής. Η Καλλιόπη είχε χα-
σκογελάσει με την αδερφή της, τώρα όμως κοιτούσε απορροφημένη
τους μουσικούς με μισάνοιχτα τα ροζ χείλη της και τα μαύρα μάτια
της να λάμπουν, σαν να έβλεπε κι εκείνη να ζωντανεύουν και να
πάλλονται πράγματα από καιρό πεθαμένα. Όταν ο Κάμερον έβλεπε
αρχαίους ναούς και θέατρα στα ταξίδια του, δε διέκρινε μόνο τα
σπασμένα, σιωπηλά ερείπια του σήμερα, αλλά και τα κέντρα ζωής
που ήταν κάποτε. Μέρη όπου συγκεντρώνονταν οι άνθρωποι για να
μιλήσουν, να γελάσουν και να αγαπήσουν, μέρη όπου άνθιζαν η τέ-
χνη και το κάλλος και αποτελούσαν τη μεγαλύτερη κληρονομιά των
θνητών.
Η Καλλιόπη Τσέις είχε επίσης την ικανότητα να βλέπει την παλλό-
μενη δύναμη του παρελθόντος, τη ζωντανή κιβωτό της ιστορίας. Ο
Κάμερον το έβλεπε στα μάτια της όταν κοιτούσε ένα γλυπτό ή ένα
αγγείο -ή όταν άκουγε την από αιώνες ξεχασμένη μουσική να ανα-
γεννιέται. Όμως δε θα μπορούσε ποτέ να την καταλάβει, όσα κοινά κι
αν είχαν. Αν εκείνη αισθανόταν όσα κι εκείνος, αν έβλεπε την αληθι-
νή αξία της κληρονομιάς που τους είχαν αφήσει οι πρόγονοί τους,
πώς ήταν δυνατό να συμφωνεί να μένουν κλειδωμένα αυτά τα αντι-
κείμενα, να μην τα βλέπει κανείς, μακριά από την πατρίδα τους;
Ήταν όμορφη, όπως ακριβώς εκείνη η αρχαία Ελληνίδα με τη λύρα
της. Όμορφη, έξυπνη και πνευματώδης. Αλλά πεισματάρα σαν ατί-
θασο άτι στις ελληνικές κοιλάδες.
Σαν να αισθάνθηκε το βλέμμα του, η Καλλιόπη στράφηκε προς το
μέρος του. Για μια φευγαλέα στιγμή έχασε το προστατευτικό πέπλο
πίσω απ’ το οποίο κρυβόταν συνήθως. Το βλέμμα της ήταν καθάριο,
ευάλωτο, λαμπερό από συγκίνηση. Η αλλόκοσμη ομορφιά της μου-
σικής την είχε αγγίξει όπως και τον Κάμερον και για μια στιγμή βρέ-
θηκαν δεμένοι ο ένας με τον άλλο στα μάγια του παρελθόντος.
Ύστερα το πέπλο έπεσε ξανά και γύρισε απότομα μπροστά, έτσι
που το μόνο που μπορούσε να δει ο Κάμερον ήταν οι μαύρες μπού-
κλες της, η λευκή καμπύλη του λαιμού της και ένας γυμνός ώμος. Αλ-
λά η μαγεία ήταν ακόμα εκεί, ένας αστραφτερός συνδετικός ιστός
που τον τραβούσε να πάει κοντά της, να ακουμπήσει τα χείλη του σ’
εκείνη τη λευκή λακκούβα του αυχένα της, να χαράξει ένα μονοπάτι
από φιλιά σε όλη τη ραχοκοκαλιά της, να ανασάνει το ζεστό άρωμά
της. Να τη νιώσει να τρέμει κάτω από το άγγιγμά του ώσπου να
κραυγάσει δυνατά, ρίχνοντας για πάντα από πάνω της εκείνο το ε-
ξοργιστικό πέπλο, αφήνοντάς τον να δει τον αληθινό εαυτό της.
Ποιος μπορεί να ήταν όμως αυτός ο αληθινός εαυτός της; Μια ό-
μορφη μούσα ή μια καταστροφική Γοργώ; Μόνο ένας τρελός θα
προσέγγιζε μία από τις Μούσες Τσέις, και ο Κάμερον ήθελε να διατη-
ρήσει τα λογικά του όσο περισσότερο μπορούσε.
Ξαφνικά η μουσική, η υπερβολικά ζεστή αίθουσα, η παράξενη γοη-
τεία της Καλλιόπης Τσέις απείλησαν τα τελευταία ίχνη της λογικής
του. Η παλιά παραφορά άρχισε να φουντώνει μέσα του σαν πυρετός.
Έκανε μεταβολή κι έφυγε γρήγορα από το δωμάτιο, με τις νότες της
μουσικής να τον ακολουθούν. Στο φουαγιέ οι υπηρέτες τοποθετού-
σαν τον κρατήρα πάνω σ’ ένα ψηλό βάθρο, όπου θα μπορούσαν να
τον δουν από ασφαλή απόσταση οι επισκέπτες μετά την παράσταση.
Ήταν πολύ ψηλά για να τον αγγίξει κανείς χωρίς το σκαλοπάτι που
πήραν μαζί τους φεύγοντας οι υπηρέτες, αλλά από το σημείο που
στεκόταν ο Καμ διέκρινε καθαρά τη λυράρισσα. Τα κοσμήματα πάνω
στην ταινία των μαλλιών της, το λεπτεπίλεπτο σανδάλι που ξεμύτιζε
κάτω από το στρίφωμα του μακριού χιτώνα της. Από εκεί θύμιζε α-
κόμα περισσότερο την Καλλιόπη Τσέις. Όμορφη και απρόσιτη.
«Προσπαθείτε να αποφασίσετε πώς θα το κλέψετε;» ρώτησε η Καλ-
λιόπη.
Ο Κάμερον κοίταξε πίσω του και την είδε να στέκεται στην είσοδο
της σάλας και να τον παρατηρεί με σταθερό βλέμμα. Το πρόσωπό
της ήταν μια λεία και ανεξιχνίαστη μαρμάρινη μάσκα, εκείνος όμως
μπορούσε να νιώσει την επιφυλακτικότητά της.
Δε θα έπρεπε να τον ξαφνιάσει η καχυποψία της. Διαφωνούσαν
πάντα μετά τη δεξίωση στο σπίτι του, όταν εκείνη είχε ανακαλύψει
ότι ο Ερμής δεν ήταν πια στην κόγχη του. Έκτοτε οι διαφωνίες τους
γίνονταν πιο έντονες κάθε φορά που συναντιόνταν, και ο Κάμερον
τις ένιωθε να τον πονούν ακόμα, σαν μικρά αλλά φονικά τσιμπήματα
δηλητηριασμένου βέλους. Καθώς άκουγε την αρχαία μουσική, καθώς
εκείνες οι παράξενες, ερωτικές σκέψεις για το λαιμό και την επιδερ-
μίδα της βομβάρδιζαν το νου του, ένιωθε κάτι να τον συνδέει μαζί
της. Σαν να βρισκόταν πολύ κοντά στη λύση του μυστηρίου της.
Εκείνη όμως έδειχνε να τον θεωρεί κλέφτη. Δε συμμεριζόταν αυτή
τη σύνδεση. Ούτε μούσα, λοιπόν, ούτε Γοργώ. Μόνο ένας παγερός
κριτής. Η ψυχρή Αθηνά με την οποία ο Κάμερον την είχε κάποτε πα-
ρομοιάσει.
Έπνιξε μέσα του αυτό τον πόνο, τον έσπρωξε βαθιά, στοιβάζοντας
από πάνω άλλα συναισθήματα -αδιαφορία, ανεμελιά. Μια ψυχρότη-
τα παρόμοια με τη δική της.
«Ίσως θα σας ενδιέφερε να πλησιάσετε λίγο περισσότερο, δεσποι-
νίς Τσέις, για να διαπιστώσετε και μόνη σας αν κρύβω ένα φρέσκο
κρίνο μέσα στην τσέπη μου», της είπε ανάλαφρα, σαν να μην τον
πείραζαν καθόλου οι υποψίες της. Έκανε ένα βήμα μπροστά και ά-
πλωσε τις άκρες του σακακιού του, δείχνοντάς της τη λεία μεταξωτή
φόδρα.
Εκείνη δεν κουνήθηκε, αλλά οι ώμοι της σφίχτηκαν. «Δεν είμαι α-
νόητη, λόρδε Γουέστγουντ».
«Πράγματι, δεν είστε, δεσποινίς Τσέις. Η λέξη “ανόητη” είναι η τε-
λευταία που θα χρησιμοποιούσε κανείς για να σας περιγράψει. “Πα-
ραπλανημένη”, ίσως».
Κάτι άστραψε μέσα σ’ εκείνα τα ανεξιχνίαστα μάτια, σαν μαύρη
πύρινη λάμψη. Και πάλι όμως δεν τσίμπησε το δόλωμά του. Σπάνια
το έκανε. «Δεν είμαι εγώ η “παραπλανημένη” που καταφεύγει στο έ-
γκλημα για να αποδείξει κάτι! Δεν είμαι εγώ εκείνη που υποβιβάζει
τόσο την τιμή της οικογένειάς μου και τις απαιτήσεις της επιστήμης.
Όσοι έχουμε το προνόμιο της μόρφωσης και την πολυτέλεια να τα-
ξιδεύουμε έχουμε και ένα καθήκον...»
«Και ποια είστε εσείς, Καλλιόπη Τσέις, για να μου κάνετε κήρυγμα
για το καθήκον; Ή για την τιμή;» Ο εκνευρισμός που τόσο καιρό κα-
τέπνιγε μέσα του ξέσπασε με μια εκρηκτική ορμή. Ο πόθος του γι’
αυτήν, η ομορφιά και το πείσμα της, η δική του απόγνωση, όλα αυτά
τον τρέλαιναν πραγματικά!
Πλησίασε ακόμα περισσότερο κοντά της, τόσο κοντά που μύρισε
το καλοκαιρινό άρωμα ρόδων στα μαλλιά της, είδε τις γαλάζιες λε-
πτές φλέβες στο φιλντισένιο δέρμα της και το σφυγμό να πάλλεται
στη βάση του λαιμού της. Τον κυρίεψε πάλι εκείνη η παράφορη ανά-
γκη να την αρπάξει και να τη φιλήσει ώσπου να λιώσει όλο τον πάγο
μέσα της...
Η Καλλιόπη δε γύρισε να φύγει, έμεινε εκεί να τον κοιτάζει ακίνη-
τη, με μάτια πελώρια, με τόση ταραχή, που ο Κάμερον θα έπαιρνε
όρκο πως άκουγε την καρδιά της να χτυπάει. Άπλωσε το χέρι του να
την αγγίξει, τα δάχτυλά του λαχταρούσαν να ακουμπήσουν τη λεπτή
λωρίδα γυμνής επιδερμίδας πάνω από το δερμάτινο γάντι της, αλλά
κάποια τελευταία αναλαμπή λογικής τον ανάγκασε να ρίξει τα χέρια
στα πλευρά του και να τραβηχτεί μακριά της.
«Πώς είναι δυνατό να με γνωρίζετε τόσο λίγο, δεσποινίς Τσέις;» τη
ρώτησε βραχνά.
Τα χείλη της μισάνοιξαν, αλλά δεν είπε τίποτα. Για μια στιγμή μια
σκιά αμφιβολίας πέρασε από το πρόσωπό της. Ένα ίχνος σαστίσμα-
τος. Ύστερα εξαφανίστηκε, κρύφτηκε πάλι.
«Τι άλλο να σκεφτώ; Πώς μπορώ να σας γνωρίζω;»
Ο Κάμερον δεν άντεξε άλλο. Έκανε μεταβολή και έφυγε, περνώντας
με ορμή δίπλα από τον έκπληκτο υπηρέτη που εμφανίστηκε στην
εξώπορτα. Ο νυχτερινός αέρας ήταν κρύος και υγρός καθώς διέσχιζε
τον έρημο δρόμο, αφήνοντας πίσω του τα φώτα και τη μουσική του
σπιτιού της λαίδης Ράσελ. Δεν μπορούσε όμως ν’ αφήσει πίσω του
και την Καλλιόπη Τσέις. Το σιωπηλό, επικριτικό φάντασμά της ε-
μοιαζε να τον ακολουθεί καθώς έστριβε στη γωνία.
«Αναθεματισμένη γυναίκα», μουρμούρισε. Μόνο σ’ ένα μέρος μπο-
ρούσε να την εξορκίσει -στο πιο κακόφημο χαρτοπαικτικό στέκι που
γνώριζε, μακριά από αυτή την αριστοκρατική γειτονιά και την ευη-
μερούσα κοινωνία. Στο Ζάρι του Διαβόλου. Εκεί ούτε το φάντασμα
της Καλλιόπης Τσέις μπορούσε να επιβιώσει.
***
Καθώς η πόρτα της λαίδης Ράσελ βροντούσε πίσω από το λόρδο
Γουέστγουντ, η Καλλιόπη στηρίχτηκε στη βάση όπου είχε τοποθετη-
θεί ο κρατήρας για να μην καταρρεύσει. Κάθε ίχνος θέλησης που την
κρατούσε όρθια και την εμπόδιζε να το βάλει στα πόδια στράγγιζε
από μέσα της, αφήνοντάς τη να τρέμει αδύναμη. Γιατί ένιωθε έτσι
κάθε φορά που τον έβλεπε; Γιατί φιλονικούσαν πάντα;
Πίσω της άκουσε την πόρτα της σάλας να ανοίγει και να κλείνει,
την αυξομείωση της μουσικής, τα βήματα που την πλησίασαν ελα-
φροπατώντας στο παρκέ.
«Καλ;» ψιθύρισε η Κλειώ. Το μπράτσο της τυλίχτηκε σταθερό γύρω
από τη μέση της Καλλιόπης κι εκείνη γύρισε με ευγνωμοσύνη προς
την αδερφή της. «Τι συμβαίνει; Είσαι άρρωστη;»
«Όχι, όχι. Απλώς... ήθελα να πάρω λίγο αέρα».
«Δηλαδή ήσουν μόνη εδώ έξω;»
«Όχι εντελώς μόνη. Αλλά έπειτα είπα κάτι που δεν έπρεπε, όπως
κάνω πάντα όταν είμαι μαζί του, κι έφυγε. Άνοιξε την πόρτα και βγή-
κε στο δρόμο, για να μην είναι εδώ μαζί μου!» Η Καλλιόπη συνειδη-
τοποίησε ότι γινόταν ασυνάρτητη. Δεν καταλάβαινε ούτε η ίδια τον
εαυτό της. Τι την ένοιαζε αν ο Κάμερον ντε Βιρ, ένας απερίσκεπτος
πιθανός κλέφτης, είχε φύγει από κοντά της; Ούτε εκείνη ήθελε να εί-
ναι μαζί του.
Ή μήπως ήθελε;
Η Κλειώ κοίταξε προς την πόρτα συνοφρυωμένη. «Ποιος βγήκε στο
δρόμο;»
«Ο λόρδος Γουέστγουντ, φυσικά».
«Εννοείς ότι μιλούσες με το λόρδο Γ ουέστγουντ και εκείνος θύ-
μωσε και έφυγε τρέχοντας;» Το βλέμμα της Κλειώς υψώθηκε στον
κρατήρα πάνω απ’ τα κεφάλια τους και τα πράσινα μάτια της πήραν
μια σκληρή, έντονη έκφραση. «Ω, όχι, Καλ. Μη μου πεις ότι κατηγό-
ρησες το λόρδο Γουέστγουντ πως είναι ο Κλέφτης με τα Κρίνα!»
Η Καλλιόπη σκέπασε τα φλογισμένα μάγουλά της με τα γαντοφο-
ρεμένα χέρια της, προσπαθώντας να σβήσει την ανάμνηση της δικής
του οργής και της δικής της γελοιοποίησης. «Κάτι... τέτοιο».
«Καλ», είπε βογκώντας η Κλειώ, «τι σ’ έχει πιάσει; Μπορώ να φα-
νταστώ τη Θάλεια να κάνει τέτοιο πράγμα. Είναι ικανή να προκαλέ-
σει σε μονομαχία τον ίδιο το διάβολο! Όχι εσύ όμως. Είσαι άρρωστη;
Μήπως έχεις πυρετό;»
«Μακάρι να είχα, θα ήταν μια κάποια δικαιολογία».
Η Κλειώ κούνησε το κεφάλι της. «Φτωχή μου Καλ. Είμαι σίγουρη
ότι δε θα το πει σε κανέναν, αφού οι πατεράδες μας ήταν τόσο καλοί
φίλοι».
«Όχι, δε θα το πει σε κανέναν. Ίσως μόνο στην αστυνομία».
Η Κλειώ γέλασε. «Ορίστε, τα βλέπεις; Έκανες ένα αστείο. Δε χάθη-
καν όλα. Ίσως την επόμενη φορά που θα τον δεις μπορείς να του
πεις ότι σε είχε συνεπάρει η μουσική».
«Ή ότι είχα μεθύσει με κρασί», μουρμούρισε η Καλλιόπη. Έστρωσε
τα μαλλιά της και τίναξε τις φούστες της, νιώθοντας να ξαναβρίσκει
σιγά σιγά την ηρεμία της. «Εύχομαι να μη χρειαστεί να τον ξαναδού-
με ποτέ».
«Αυτό είναι κάπως απίθανο, δε νομίζεις; Ο κόσμος μας είναι πολύ
μικρός». Η Κλειώ κοίταξε πάλι τον κρατήρα. «Πες μου όμως, Καλ, τι
σε έκανε να υποπτευτείς ότι ο λόρδος Γουέστγουντ είναι ο Κλέφτης
με τα Κρίνα;»
Η Καλλιόπη ανασήκωσε τους ώμους της. «Φαίνεται αρκετά θερμο-
κέφαλος για να το κάνει, δε νομίζεις; Έστειλε τις δικές του αρχαιότη-
τες πίσω στην Ελλάδα. Ίσως πιστεύει πως πρέπει όλοι να κάνουν το
ίδιο, θέλοντας και μη. Δεν ξέρω. Είχα απλώς ένα... προαίσθημα».
«Τώρα είμαι σίγουρη πως έχεις πυρετό! Καλλιόπη Τσέις, εσύ δεν
ενεργείς ποτέ με βάση κάποιο προαίσθημα».
Η Καλλιόπη γέλασε. «Πείραζέ με όσο θέλεις, Κλειώ. Ξέρω ότι συνή-
θως μελετάω προσεκτικά τα επιχειρήματά μου...»
«Μέχρι αηδίας», μουρμούρισε η Κλειώ.
«Μου αρέσει να είμαι σίγουρη. Αλλά δε σου φαίνεται ότι τα κατορ-
θώματα του Κλέφτη με τα Κρίνα θα ταίριαζαν στην ιδιοσυγκρασία
του; Πρέπει κανείς να είναι πολύ έξυπνος για να μπαινοβγαίνει σε
τέτοια πλουσιόσπιτα χωρίς να τον παίρνουν είδηση. Πρέπει να είναι
γνώστης των τεχνών και των αρχαιοτήτων, γιατί έχουν κλαπεί μόνο
τα καλύτερα και πιο σημαντικά από ιστορική άποψη αντικείμενα.
Πρέπει να είναι σίγουρος για το σκοπό του, όπως είναι ο λόρδος
Γουέστγουντ. Και πρέπει να είναι παραπλανημένος. Επίσης όπως εί-
ναι ο λόρδος Γουέστγουντ».
«Ω, μα εσύ, Καλ, μιλάς σαν να θαυμάζεις τον Κλέφτη με τα Κρίνα».
Η Καλλιόπη το σκέφτηκε. Θαύμαζε τον Κλέφτη με τα Κρίνα; Τον πιο
επικίνδυνο απ’ όλους τους κακοποιούς, γιατί δεν έκλεβε μόνο αντι-
κείμενα αλλά και την ίδια την ιστορία; Παράλογο! «Θαυμάζω το γού-
στο του, ίσως, αλλά σίγουρα όχι τους στόχους του. Απεχθάνομαι την
εξαφάνιση αυτών των θησαυρών. Το ξέρεις καλά».
Η Κλειώ έγνεψε καταφατικά. «Ξέρω με πόσο πάθος υποστηρίζεις
τις απόψεις σου, αδερφή. Αλλά εύχομαι να μην τις αφήσεις να σε
παρασύρουν ξανά σε ό,τι αφορά το λόρδο Γουέστγουντ! Δεν έχουμε
καμία απόδειξη πως είναι ο κλέφτης».
«Όχι ακόμα». Πίσω από την κλειστή πόρτα της σάλας οι νότες της
μουσικής έσβηναν και το ακροατήριο ξεσπούσε σε χειροκροτήματα.
«Φαίνεται πως η συναυλία τελειώνει. Πάμε να πάρουμε τη Θάλεια
και να γυρίσουμε σπίτι; Πέρασε η ώρα».
Κεφάλαιο 4
Η Κλειώ κοίταξε πάνω από τον ώμο της καθώς ακροπατούσε στο
στενό διάδρομο. Κανείς δεν την ακολουθούσε. Πιθανότατα δεν είχε
προσέξει κανείς την απουσία της μέσα στην πολυκοσμία.
Τέλεια.
Ήταν ήσυχα εκεί, σε αντίθεση με την εκκωφαντική μουσική στην
αίθουσα χορού και τις ανόητες συζητήσεις. Τόσο ήσυχα, που θύμιζε
σπηλιά, φωτισμένη από λίγες λάμπες σε απομίμηση πυρσών. Το τρε-
μουλιαστό φως έπεφτε πάνω στους σκοτεινούς, ξυλεπένδυτους τοί-
χους, στο χαμηλό σκαλιστό ταβάνι και στους πίνακες με τις επίχρυ-
σες κορνίζες, κάνοντάς τα να αστράφτουν και να λικνίζονται σαν να
ήταν ζωντανά.
Η Κλειώ έβγαλε τα τακούνια της και παρατήρησε από κοντά έναν
από τους πίνακες. Ήταν ένα σύγχρονο έργο, μια ελαιογραφία του
Μινώταυρου στο λαβύρινθό του. Ένα τεράστιο, ογκώδες, μαλλιαρό
κτήνος με κόκκινα, πύρινα μάτια που παραμόνευε μέσα σ’ ένα σκο-
τεινό χώρο όμοιο μ’ εκείνον το διάδρομο. Γύρω του έκαιγαν πυρσοί
και οι πέτρινοι τοίχοι ήταν ζωγραφισμένοι με παράξενα, λαμπερά
σύμβολα.
Ο δούκας θα πρέπει να ένιωθε κάποια ταύτιση μ’ αυτόν το συγκε-
κριμένο μύθο, σκέφτηκε η Κλειώ καθώς παρατηρούσε τον πίνακα.
Είχε δει αρκετές εκδοχές του εκείνο το βράδυ, τόσο σε γλυπτά όσο
και σε πίνακες, ακόμα και σ’ αυτό το παράξενο κοστούμι στην αίθου-
σα. Εντάξει, η Κλειώ ήξερε ότι όλοι έχουμε μέσα μας ένα σκοτεινό
εαυτό -ένα Μινώταυρο- και ότι μερικές φορές πρέπει να περιπλανη-
θεί κάποιος στο λαβύρινθο για να αντιμετωπίσει αυτή την πλευρά
του χαρακτήρα του. Για να αντιμετωπίσει την αλήθεια.
Μήπως αυτό δεν έκανε κι εκείνη τώρα;
Γύρισε την πλάτη της στο Μινώταυρο και προχώρησε βιαστικά με
τις κάλτσες ως το τέρμα του διαδρόμου, εκεί όπου υπήρχε μια μικρή,
στριφογυριστή σκάλα, μινιατούρα εκείνης που οδηγούσε από το
φουαγιέ στον πρώτο όροφο. Απόψε ο δούκας ήταν πολύ μυστικοπα-
θής σε ό,τι αφορούσε την Αλαβάστρινη Θεά. Όμως η Κλειώ είχε πεί-
σει έναν υπηρέτη να της πει πού βρισκόταν η Άρτεμις.
Στην κορυφή της σκάλας ξεκινούσε μια μακρόστενη πινακοθήκη
που εκτεινόταν σχεδόν σε όλο το μήκος της μπροστινής πλευράς του
σπιτιού. Από τα παράθυρα φαίνονταν ο κήπος και ο δρόμος από κά-
τω, καθώς και οι ανοιχτές πύλες από τις οποίες έμπαιναν ακόμα κα-
θυστερημένοι προσκεκλημένοι.
Στην πινακοθήκη υπήρχαν ψηλοί σιδερένιοι κηροστάτες, οι μισοί
απ’ τους οποίους ήταν σβηστοί. Σίγουρα μετά το δείπνο θα τους ά-
ναβαν όλους για τη μεγάλη αποκάλυψη, προς το παρόν όμως το λι-
γοστό φως βύθιζε τους περισσότερους από τους θησαυρούς στο
σκοτάδι.
Άρχισε να διασχίζει τη μακρόστενη αίθουσα, κρατώντας σχεδόν
την ανάσα της καθώς κοίταζε δεξιά κι αριστερά. Είχε μεγαλώσει πε-
ριτριγυρισμένη από όμορφα έργα τέχνης, αυτό εδώ όμως ήταν κάτι
εντελώς διαφορετικό. Ήταν ένα δωμάτιο γεμάτο αλλόκοτα αντικείμε-
να που όμοιο του δεν είχε δει ποτέ.
Ο χώρος έμοιαζε σχεδόν με αποθήκη, τόσο κατάμεστος ήταν από
αντικείμενα. Αρχαίοι πέτρινοι κούροι την κοιτούσαν με τα άδεια μά-
τια τούς. Μια αιγυπτιακή σαρκοφάγος με υπολείμματα μπογιάς πά-
νω στην επιφάνειά της- πολεμιστές από χαλκό· μαρμάρινοι θεοί, κι-
βώτια γεμάτα από χρυσά ετρουσκικά κοσμήματα, σκαραβαίοι από
λάπις λάζουλι, μικροσκοπικές μούμιες γατών σε χρυσά φέρετρα, βα-
ρύτιμα στολισμένα φιαλίδια αρωμάτων. Κάποιες στήλες ήταν στη-
ριγμένες στους τοίχους. Ράφια φορτωμένα με αγγεία, κρατήρες και
αμφορείς. Όλα ανάκατα και στοιβαγμένα, μόνο για την ικανοποίηση
της ματαιοδοξίας ενός ανθρώπου.
Συνοφρυώθηκε καθώς θυμόταν το δούκα να την πλησιάζει στο
Βρετανικό Μουσείο, τόσο κοντά που την έπνιξε η αψιά κολόνια του.
Εκείνο το παράξενο φως στα πράσινα μάτια του...
Κούνησε πέρα δώθε το κεφάλι της και τα σατέν φίδια της τα-
λαντεύτηκαν. Δεν μπορούσε να τον σκέφτεται τώρα. Δεν ήθελε να τον
ξανασκεφτεί ποτέ.
Στο τέρμα της πινακοθήκης, μόνο μέσα σε μια λίμνη από το φως
κεριών, βρισκόταν ένα αντικείμενο σκεπασμένο με μαύρο σατέν ύ-
φασμα. Μόνο ένα κομμάτι από το ροζ μάρμαρο της βάσης ήταν ορα-
τό. Η Κλειώ πλησίασε προσεκτικά, σαν να περίμενε κάποιου είδους
παγίδα, κάποιο συναγερμό. Δεν ακουγόταν παρά μόνο το βουητό του
ανέμου δίπλα στα παράθυρα. Άπλωσε το χέρι της και σήκωσε προσε-
κτικά την άκρη του καλύμματος.
«Ω!» Ήταν στ’ αλήθεια εκείνη. Η Αλαβάστρινη Θεά. Η Άρτεμις σε
όλο το μοναχικό μεγαλείο της.
Δεν ήταν μεγάλο άγαλμα. Όμως είχε τέτοια ομορφιά, χάρη και
κομψότητα, που η Κλειώ κατάλαβε αμέσως γιατί είχε προκαλέσει τό-
ση αίσθηση.
Σκαλισμένη πάνω σε αλάβαστρο τόσο λευκό που έλαμπε σχεδόν
σαν ασήμι, σαν την πρώτη νιφάδα του χιονιού, η θεά στεκόταν με το
τόξο της ανασηκωμένο και το βέλος έτοιμο να εκτοξευτεί. Ο πτυχω-
τός χιτώνας της ανέμιζε πάνω στις καμπύλες του λεπτού κορμιού
της σαν να τον φυσούσε η αύρα και έφτανε ως τη μέση των μηρών,
αποκαλύπτοντας δυνατά, έτοιμα για τρέξιμο πόδια. Τα σανδάλια της,
εκείνα τα μικρά πέδιλα με τις κορδέλες που είχαν αντιγράψει όλες οι
κυρίες αυτή τη σεζόν, είχαν ακόμα επάνω τους κομμάτια από φύλλα
χρυσού, το ίδιο και η ταινία που συγκρατούσε τα σγουρά μαλλιά της.
Το μισοφέγγαρο πάνω στην κορδέλα της δήλωνε πως ήταν η θεά της
Σελήνης. Το βλέμμα της ήταν προσηλωμένο στη λεία της, αδιαφορώ-
ντας για τα ανθρώπινα πάθη.
Η Κλειώ την κοιτούσε μαγεμένη, ενώ φανταζόταν το ναό της Δήλου
όπου άλλοτε κατοικούσε η θεά, εκεί όπου τη λάτρευαν οι αληθινές
ιέρειες του φεγγαριού, όχι οι κυρίες της αριστοκρατίας με τις κομ-
μώσεις σε στυλ Άρτεμις.
«Τι όμορφη που είσαι», ψιθύρισε. «Και πόσο Θλιμμένη».
Η Κλειώ άγγιξε απαλά το πόδι της Άρτεμης σε μια κίνηση σιωπη-
ρής συμπόνιας. Τότε πρόσεξε ότι η θεά στεκόταν πάνω σε μια σύγ-
χρονη ξύλινη βάση από χοντρό μαόνι. Έγειρε να παρατηρήσει μια
ρωγμή για να δει αν είχε γίνει τυχαία ή σκόπιμα, κάνοντας τη σκέψη
πως ήταν παράξενο βάθρο για μια όμορφη θεά.
«Α, δεσποινίς Τσέις. Κλειώ. Βλέπω ότι ανακαλύψατε το θησαυρό
μου», είπε μια ήρεμη φωνή αυτάρεσκα.
Η Κλειώ απομακρύνθηκε από την Άρτεμη και στρίβοντας είδε το
δούκα να στέκεται στα μισά της πινακοθήκης κοιτάζοντάς την έντο-
να.
Ακόμα και στο μισοσκόταδο τα μάτια του έλαμπαν σαν τα φίδια
στην κόμμωσή της. Της χαμογέλασε ευγενικά και έβγαλε από τους
ώμους του τη γούνα λεοπάρδαλης. Η Κλειώ θυμήθηκε εκείνη τη σκη-
νή από τις Βάκχες, όπου η Αγαύη, κάτω από τη διαβολική επιρροή
του Διόνυσου, διαμέλισε το γιο της Πενθέα, περνώντας τον για λιο-
ντάρι. Ύστερα, ακόμα κυριευμένη από παραισθήσεις, μετέφερε το
κεφάλι του στο σπίτι.
Ο δούκας πλησίασε περισσότερο, αθόρυβος και ανάλαφρος σαν
λεοπάρδαλη. «Όμορφη, δεν είναι;» είπε με απαλή φωνή. «Το ήξερα
πως θα σας άρεσε, όπως μου άρεσε κι εμένα. Είναι... ακαταμάχητη
μέσα στο μυστήριό της».
Η Κλειώ οπισθοχώρησε προς τη θεά. Πράγματι είχε βρει την Άρτε-
μη ακαταμάχητη. Τόσο πολύ, ώστε φάνηκε απερίσκεπτη, πράγμα που
δε συνήθιζε. Καθώς ο δούκας πλησίαζε διαρκώς, η Κλειώ έφερε το
χέρι πίσω και τα δάχτυλά της ίσα που άγγιξαν το κρύο σανδάλι της
Άρτεμης. Γλίστρησε το χέρι της προς τα κάτω, βρίσκοντας εκείνη την
παράξενη ρωγμή στην ξύλινη βάση...
***
Η Καλλιόπη πήρε τη θέση της αντίκρυ στο λόρδο Γουέστγουντ κα-
θώς άρχιζε η μουσική, ένας γρήγορος, ζωηρός ρυθμός που έκανε τα
δάχτυλα των ποδιών της να χτυπούν μέσα στα σανδάλια της. Μπορεί
να μην ήταν η Τερψιχόρη, η Μούσα του Χορού, όμως αγαπούσε την
κίνηση και το ρυθμό της μουσικής, το στροβιλισμό των άλλων χο-
ρευτών γύρω της καθώς έκαναν τις φιγούρες που απαιτούσε ο χο-
ρός. Συνήθως με το χορό ξεχνιόταν έστω και για μερικές στιγμές, με-
ταφερόταν σε έναν κόσμο όπου υπήρχε μόνο η μουσική. Απόψε ό-
μως ο ρυθμός δεν την καθησύχαζε. Είχε πάρα πολλά στο μυαλό της -
την εξαφάνιση της Κλειώς, το σχέδιο για την προστασία της Αλαβά-
στρινης Θεάς. Και φυσικά το γεγονός ότι ο καβαλιέρος της ήταν ο
Κάμερον ντε Βιρ.
Ποτέ δεν είχε φανταστεί πως θα χόρευε μαζί του σαν να ήταν... Τέ-
λος πάντων, σαν να ήταν φίλοι! Χωρίς να φωνάζουν, να μουτρώνουν
ή να πετούν πράγματα ο ένας στον άλλο. Ο Γουέστγουντ στεκόταν
χαμογελαστός απέναντι της και του ανταπέδωσε το χαμόγελο, νιώ-
θοντας και πάλι τη μαγεία του χορού να την τυλίγει. Μια καινούρια
ενεργητικότητα πλημμύρισε τις φλέβες της, τα χέρια τους ενώθηκαν
και άρχισαν να στροβιλίζονται ζωηρά ανάμεσα στα άλλα ζευγάρια.
Ήταν καλός χορευτής, ανάλαφρος και γεμάτος χάρη. Τη στρι-
φογύριζε με τέτοια άνεση, ώστε η Καλλιόπη νόμισε πως τα πόδια της
σηκώθηκαν από το πάτωμα και πετούσε!
Μόλις χωρίστηκαν, η Έμελιν βρήκε την ευκαιρία να γείρει κοντά
και να της ψιθυρίσει: «Αυτός λοιπόν είναι ο κλέφτης, Καλλιόπη;»
Καθώς η Καλλιόπη στριφογύριζε σ’ έναν κύκλο, κοίταξε προς το
λόρδο Γουέστγουντ. Σίγουρα είχε την απαιτούμενη σβελτάδα για να
σκαρφαλώσει από ένα παράθυρο, αλλά και τη δύναμη να κουβαλήσει
την Αλαβάστρινη Θεά. Όμως... «Δεν ξέρω. Τι γίνεται με τον κύριο
Σμίθσον;»
Η Έμελιν ανασήκωσε τους ώμους της και έφυγε στριφογυρίζοντας
σε έναν άλλο κύκλο. Ο Γουέστγουντ πήρε πάλι το χέρι της Καλλιόπης
και την τράβηξε κοντά του καθώς ο ρυθμός γινόταν πιο αργός. «Χο-
ρεύετε πολύ καλά, δεσποινίς Τσέις», της είπε, χωρίς να έχει χάσει
καθόλου την ανάσα του.
Η Καλλιόπη όμως άρχισε ξάφνου να λαχανιάζει και μόνο που κοι-
τούσε τα μάτια του. «Θα μπορούσα να πω το ίδιο και για εσάς», απά-
ντησε. «Πού μάθατε να χορεύετε με τόση χάρη ενώ ταξιδεύατε τόσο
πολύ;»
«Ω, είμαι ένας άντρας με πολλά ταλέντα, δεσποινίς Τσέις», της είπε
και για μια στιγμή την έσφιξε επάνω του, αφήνοντάς τη να νιώσει
την υγρή ζεστασιά του κορμιού του, τη δύναμή του. Τα γυμνά μπρά-
τσα τους αγγίχτηκαν και η επιδερμίδα του ήταν απαλή και ζεστή.
«Δεν έχετε ιδέα πόσα».
Όχι, αλλά έχω αρχίσει να παίρνω μια ιδέα, σκέφτηκε η Καλλιόπη.
Ο χορός τελείωσε και η Καλλιόπη έκανε μια υπόκλιση. Η καρδιά
της χτυπούσε δυνατά, σαν να είχε τρέξει ένα χιλιόμετρο και όχι να
είχε χορέψει έναν εύκολο χορό. Ένιωθε σαν να είχε μετακινηθεί η γη
κάτω από τα πόδια της και δεν μπορούσε να ξαναπατήσει σταθερά.
Ίσως να μην τα κατάφερνε ποτέ πια.
Ο Γουέστγουντ άπλωσε το χέρι του, εκείνη του έδωσε το δικό της
και τον άφησε να την οδηγήσει έξω από την πίστα. Η αίθουσα ήταν
ακόμα πιο γεμάτη από κόσμο και το πλήθος ξεχυνόταν στη βεράντα
και τη μεγαλόπρεπη σκάλα. Αλλά το κεφάλι της Καλλιόπης βούιζε
τόσο που δεν τους άκουγε. Δεν αισθανόταν ούτε το συνωστισμό ούτε
το θόρυβο. Το μόνο που αισθανόταν ήταν το χέρι του στο δικό της.
«Σας είπα πόσο όμορφη είστε απόψε, δεσποινίς Τσέις;» τη ρώτησε,
τόσο κοντά στο αυτί της που η ανάσα του ανέμισε τα ελεύθερα
τσουλούφια στον κρόταφό της.
Η Καλλιόπη ρίγησε. «Σας... ευχαριστώ, λόρδε Γουέστγουντ. Είπατε
πως είμαι πειστική Αθηνά».
«Δε θα με ξάφνιαζε αν αρχίζατε μια μάχη εδώ μπροστά μας, οδη-
γώντας μας σε νίκη επί των Σπαρτιατών».
Η Καλλιόπη γέλασε αμήχανα. «Δε νομίζω πως θα μπορούσα. Ούτε
καν η Αθηνά δε θα μπορούσε να βρει το δρόμο της μέσα σ’ αυτή την
κοσμοσυρροή. Δεν μπορώ να βρω ούτε την αδερφή μου. Αποτυχημέ-
νη θεά θα ήμουν!»
«Ίσως πήγε να ρίξει καμιά κλεφτή ματιά στην Άρτεμη».
«Μα η Αλαβάστρινη Θεά είναι κρυμμένη! Ο δούκας είπε ότι θα μας
την αποκαλύψει αργότερα».
«Α, ναι, μιλήσατε ήδη στο διαβόητο οικοδεσπότη μας. Ή μήπως
πρέπει να πω, στον ανεπαρκή οικοδεσπότη, αφού δεν τον έχω δει
από την ώρα που ήρθα;»
«Ναι, τον είδα, αλλά μόνο για λίγο. Ήταν εκεί, δίπλα στη Δάφνη...»
Η Καλλιόπη σώπασε καθώς θυμόταν το χάδι του δούκα στο κρύο μά-
γουλο της Δάφνης. «Θα ένιωθα καλύτερα αν μπορούσα να βρω την
Κλειώ».
«Θα σας βοηθήσω να ψάξετε», της είπε. «Σίγουρα είναι πολύ μεγά-
λο σπίτι, αλλά κάπου πρέπει να βρίσκεται».
«Δε θα ήθελα να σας πάρω μακριά από το χορό. Ή τα χαρτιά».
«Ένα μυστήριο είναι πάντα πολύ πιo διασκεδαστικό από μια παρ-
τίδα χαρτιά, δεσποινίς Τσέις. Και ο εντοπισμός μιας αγνοούμενης
μούσας έχει περισσότερο ενδιαφέρον από ένα χορό -εκτός φυσικά
αν έχω για ντάμα μου την Αθηνά». Ο τόνος του ήταν ανάλαφρος, αλ-
λά η Καλλιόπη διαισθάνθηκε μια ανησυχία στο σφιγμένο ύφος του.
Αυτό μεγάλωσε και τη δική της αβεβαιότητα. Χαιρόταν πολύ για τη
βοήθειά του, γιατί δεν ήταν καθόλου σίγουρη ότι δε θα χανόταν κι
εκείνη μέσα σ’ αυτό το αχανές μαυσωλείο.
Επιπλέον, αν ο Γουέστγουντ ήταν μαζί της, δε θα μπορούσε να
κλέψει την Αλαβάστρινη Θεά!
«Σας ευχαριστώ πολύ, εκτιμώ τη βοήθειά σας».
«Τι!» αναφώνησε εκείνος, δήθεν έκπληκτος. «Η Καλλιόπη Τσέις
εκτιμά κάτι σ’ εμένα;»
«Θα φροντίσω να μη μου γίνει συνήθεια», του αντιγύρισε. «Και θα
το εκτιμήσω ακόμα περισσότερο αν καταφέρετε να βρείτε την
Κλειώ».
«Τότε ας μη χάνουμε χρόνο». Την οδήγησε με επιδεξιότητα μέσα
από το πλήθος, παρακάμπτοντας ανθρώπινα εμπόδια και απειλητικά
αγάλματα, ώσπου βγήκαν από την αίθουσα χορού. Στο φουαγιέ, την
αίθουσα χαρτιών και τους προθαλάμους υπήρχαν επίσης κάποιοι
άνθρωποι, η Μέδουσα όμως δεν ήταν ανάμεσά τους. Η Καλλιόπη ρώ-
τησε στις τουαλέτες των κυριών, αλλά κανείς δεν είχε δει την αδερφή
της.
Ακόμα πιο ανησυχητικό ήταν το γεγονός ότι κανείς δεν είχε δει το
δούκα εδώ και αρκετή ώρα, παρ’ όλο που τον κουτσομπόλευαν α-
σταμάτητα.
Η Καλλιόπη συνάντησε ξανά τον Γουέστγουντ στο φουαγιέ και έ-
βγαλε την περικεφαλαία από το πονεμένο κεφάλι της.
«Είπατε πως ξέρετε πού βρίσκεται η Αλαβάστρινη Θεά;» ρώτησε
τον Γουέστγουντ.
«Άκουσα κάποια φήμη».
«Τότε νομίζω πως θα πρέπει να κοιτάξουμε κι εκεί. Εκτός αν νομί-
ζετε πως ο Άβερτον έχει κάποιο μυστικό μπουντρούμι εδώ μέσα».
«Θα τον είχα ικανό. Πρώτα όμως θα ρωτήσουμε την Άρτεμη».
Έκανε μεταβολή και φεύγοντας από το φουαγιέ κατευθύνθηκε
προς ένα στενό διάδρομο. Η Καλλιόπη τον ακολουθούσε και άφησαν
πίσω τους τα φώτα και το θόρυβο της γιορτής. Το σπίτι του δούκα
έμοιαζε περισσότερο με κρύπτη απ’ όσο είχε σκεφτεί αρχικά, ή ίσως
με κατακόμβη. Είχε μια αλλόκοτη διαρρύθμιση κι ήταν γεμάτο από
στριφογυριστούς διαδρόμους και θαλάμους. Μόνο που, σε αντίθεση
με τις ρωμαϊκές, αυτές οι κατακόμβες δεν ήταν γεμάτες από ανθρώ-
πινα οστά και στάχτες, αλλά από οστά διαφόρων πολιτισμών. Ένα
συνονθύλευμα από μάρμαρο, βασάλτη και μωσαϊκά, όλα στοιβαγμέ-
να φύρδην μίγδην, χωρίς καμία πρόνοια για τις διαφορετικές κουλ-
τούρες και χρονικές περιόδους.
Η Καλλιόπη σκέφτηκε τις συλλογές του πατέρα της, τόσο προσε-
κτικά μαρκαρισμένες και τακτικά τοποθετημένες σε γυάλινες προθή-
κες. Κάθε κομμάτι ήταν πολύ σημαντικό γι’ αυτόν και για τις κόρες
του, δεν ήταν απλώς ένα όμορφο αντικείμενο. Οι συλλογές αυτές δεν
είχαν σκοπό τον πλουτισμό και την επίδειξη, αλλά τη γνώση του πα-
ρελθόντος. Ή τουλάχιστον την προσπάθεια κατανόησής του
Από αυτό το συνονθύλευμα, την ανάμειξη μινωικών, αρχαϊκών,
κλασικών, αιγυπτιακών, ασσυριακών, ρωμαϊκών, κελτικών αρχαιοτή-
των, ήταν φανερό ότι ο δούκας δεν έβλεπε τα αντικείμενα μ’ αυτό
τον τρόπο. Αγνοούσε την αληθινή αξία τους.
Όπως σίγουρα αγνοούσε την αληθινή αξία της αδερφής της. Όπου
κι αν βρισκόταν τώρα η Κλειώ.
Αυτή η σκέψη την έκανε να παραπατήσει και άπλωσε το χέρι της
να στηριχτεί σε μια πέτρινη αιγυπτιακή λέαινα.
«Αχ!» αναφώνησε.
Ο Γουέστγουντ γύρισε και το χέρι της, αντί να καταλήξει στο κρύο
άγαλμα, βρέθηκε να αγγίζει ζεστή, κινούμενη σάρκα. Το μπράτσο του
τυλίχτηκε γύρω από τη μέση της και την κράτησε σταθερά.
«Είστε καλά;» τη ρώτησε με φωνή τραχιά.
«Ναι. Θα πρέπει να σκόνταψα σε κάτι».
«Καθόλου δύσκολο μέσα σ’ αυτή την αποθήκη».
«Τώρα μόλις σκεφτόμουν πως αυτό το σπίτι μοιάζει με κατακόμ-
βη».
«Πολύ επιτυχημένη περιγραφή, δεσποινίς Τσέις. Ένας σωρός από
νεκρά πράγματα, κρυμμένα στο σκοτάδι».
Η Καλλιόπη κοίταξε την αιγυπτιακή λέαινα, με τους σφιγμένους
μυς και τα πελώρια πόδια συσπειρωμένα, σαν να ήταν έτοιμη να επι-
τεθεί από στιγμή σε στιγμή. Πόσο άγρια φαινόταν! Πόσο δυ-
στυχισμένη για την αιχμαλωσία της! Άραγε θα προσπαθούσε να
δραπετεύσει όπως η Δάφνη; «Νομίζετε πως είναι νεκρά;»
«Ας πούμε καλύτερα ότι κοιμούνται». Πέρασε το χέρι του πάνω
από το κεφάλι της λέαινας και η Καλλιόπη ένιωσε σαν να το άγγιζε η
ίδια. Ήταν τραχύ και διαβρωμένο, ταλαιπωρημένο από τους αιώνες,
αλλά φέροντας ακόμα το αποτύπωμα του δημιουργού της. «Δεν
μπορούν να αναπνεύσουν μέσα σ’ ένα τόσο ζοφερό μέρος».
«Ακριβώς. Χωρίς κανείς να βλέπει την αληθινή αξία τους». Η Καλ-
λιόπη κοίταξε τον Γουέστγουντ στα μάτια. Μέσα στο μισοσκόταδο το
βλέμμα του φαινόταν εξίσου σκοτεινό και μυστηριώδες. «Αλλά δε
συμφωνούμε ως προς το ποια είναι η αξία τους».
«Δε συμφωνούμε; Εγώ νομίζω πως συμφωνούμε σε πολύ περισσό-
τερα απ’ όσα δείχνουμε, δεσποινίς Τσέις».
Μακάρι να ήταν αλήθεια! Κάποτε η Καλλιόπη ονειροπολούσε πως
αυτός ήταν ο άνθρωπος που την καταλάβαινε, που συμμεριζόταν τα
όνειρά της. Αλλά αυτές οι ελπίδες της γκρεμίστηκαν όταν ανακάλυψε
πως το άγαλμα του Ερμή είχε εξαφανιστεί. «Πώς έτσι, λόρδε Γουέ-
στγουντ;»
Αντί να της απαντήσει, λέγοντάς της αυτό που συνειδητοποίησε η
Καλλιόπη πως λαχταρούσε -ότι θα μπορούσαν να βρουν κοινά εν-
διαφέροντα και να γίνουν επιτέλους φίλοι-, ο Γουέστγουντ απλώς
χαμογέλασε. «Δε νομίζετε πως μερικές φορές θα μπορούσατε να με
αποκαλείτε Κάμερον; Όταν ακούω αυτό το “λόρδε Γουέστγουντ”, νο-
μίζω πως απευθύνονται στον πατέρα μου. Όλοι όσοι γνώρισα στην
Ιταλία και στην Ελλάδα με λένε Κάμερον. Ή Καμ».
«Δεν είμαι σίγουρη». Κάμερον. Ακουγόταν υπερβολικά ανεπίσημο.
Δελεαστικό.
«Ελάτε τώρα! Κανείς δεν μπορεί να μας ακούσει εκτός από τη φίλη
μας τη λέαινα. Κι αυτή δεν πρόκειται να το μαρτυρήσει. Λατρεύει να
κρατάει μυστικά».
Πράγματι, υπήρχε μια λάμψη ικανοποίησης σ’ εκείνα τα μαύρα μά-
τια από οψιδιανό, σαν να απολάμβανε το ότι είχε ένα ακόμα μυστικό
στα αμέτρητα άλλα που είχε συσσωρεύσει μέσα στους αιώνες της
ζωής της. Όπως το άγαλμα της Αφροδίτης στη σέρα υπαινισσόταν τα
όργια. «Δε νομίζετε πως έχει ήδη αρκετά μυστικά να κρατήσει; Είμαι
σίγουρη πως σ’ αυτό το σπίτι περισσεύουν».
«Έχετε δίκιο. Και άσχημα μυστικά μάλιστα. Η αιχμάλωτη του δού-
κα, ωστόσο, είναι φίλη μας. Θέλει να συμφωνούμε».
«Πολύ καλά. Θα μπορούσα να σας αποκαλώ Κάμερον, όταν μας
ακούν μόνο τα άψυχα αντικείμενα».
«Σσς!» Έβαλε τα χέρια του πάνω στα σκαλιστά αυτιά. «Δεν είναι
άψυχη, το ξεχάσατε;. Απλώς κοιμάται».
«Και πότε θα ξυπνήσει; Όταν επιτέλους φύγει απ’ αυτό το μέρος;»
«Όταν ξαναδεί το φως του ήλιου;»
Η Καλλιόπη θυμήθηκε το ετρουσκικό διάδημα της λαίδης Τενμπρέ
που βρισκόταν τόσο μακριά απ’ την πατρίδα του. «Και θα την απε-
λευθερώσετε εσείς... Κάμερον;»
«Πιστεύετε πως είμαι αρκετά δυνατός για κάτι τέτοιο, δεσποινίς
Τσέις; Καλλιόπη;» την πείραξε, σφίγγοντας τους εντυπωσιακούς, ο-
μολογουμένως, μυς του μπράτσου του.
«Μήπως είστε ένας κρυμμένος Ηρακλής, λοιπόν;»
«Είμαι ο ταπεινός Ερμής, γι’ αυτό έχετε δίκιο να αμφιβάλλετε. Θα
ήταν πολύ βαριά ετούτη η λέαινα για μένα, ακόμα και με τα φτερωτά
σανδάλια μου. Μια μέρα όμως κάποιος θα την ελευθερώσει από αυ-
τό το μέρος. Όπως όλα αυτά τα αντικείμενα».
«Και θα τα στείλει εκεί απ’ όπου ήρθαν;»
Ανασήκωσε τους ώμους του. «Σε κάποιο μέρος όπου θα είναι α-
σφαλή. Δε νομίζω πως οτιδήποτε εδώ μέσα μπορεί να είναι ασφα-
λές».
«Ω!» αναφώνησε απότομα η Καλλιόπη καθώς θυμόταν γιατί βρί-
σκονταν εκεί. «Η Κλειώ!»
«Ναι, πρέπει να προχωρήσουμε. Νιώθετε καλύτερα;»
«Φυσικά».
Άπλωσε το μπράτσο του και εκείνη δέχτηκε πρόθυμα το στήριγμα,
αφήνοντάς τον να την οδηγήσει προς μια στενή, στριφογυριστή
σκάλα. Η Καλλιόπη γύρισε κι έριξε μια τελευταία ματιά στη λέαινα με
το αινιγματικό βλέμμα.
Άραγε είχε δει την Κλειώ;
«Η Αλαβάστρινη Θεά βρίσκεται εδώ πάνω», είπε ο Κάμερον ανε-
βαίνοντας τα σκαλοπάτια.
Η Καλλιόπη κοίταξε προς τα επάνω και είδε μια βαριά ξύλινη πόρ-
τα, μισάνοιχτη. Πιο πίσω σκοτάδι. «Πώς το ξέρετε; Ο δούκας είπε
πως η τοποθεσία της ήταν μυστική».
«Έχω τον τρόπο μου να μαθαίνω κάποια πράγματα. Ελάτε, Αθηνά.
Θέλετε να δείτε ή όχι;»
Η Καλλιόπη κοίταξε επιφυλακτική τη σκοτεινή είσοδο, σαν να πε-
ρίμενε να δει από στιγμή σε στιγμή τα κεφάλια της Λερναίας Ύδρας
να ξεπροβάλλουν γρυλίζοντας. «Θέλω να δω».
«Τότε ακολουθήστε με. Μπορεί να μην είμαι ο Ηρακλής, υπό-
σχομαι όμως να σας προστατεύσω».
Άπλωσε το χέρι του καλώντας την και η Καλλιόπη το κράτησε σαν
σανίδα σωτηρίας. Ανέβηκαν μαζί τα τελευταία σκαλοπάτια και έ-
σπρωξαν αργά την πόρτα.
Η είσοδος δεν οδηγούσε στον Άδη αλλά σε μια μακρόστενη πινα-
κοθήκη. Απ’ τα ψηλά παράθυρα το φεγγαρόφωτο αναμειγνυόταν με
τη λάμψη κάποιων κεριών, φωτίζοντας κι άλλες αρχαιότητες, κι άλλα
αγάλματα, στήλες και σαρκοφάγους. Στην αρχή η Καλλιόπη σάστισε
μπροστά σ’ αυτή την πληθώρα έργων.
Δίπλα της ο Κάμερον αντέδρασε με μια πνιχτή βρισιά.
«Τι...;» άρχισε η Καλλιόπη. Και τότε το είδε.
Η Αλαβάστρινη Θεά, το καμάρι της συλλογής του δούκα του Άβερ-
τον, ήταν πεσμένη με την πλάτη στο πάτωμα και το τόξο της σημά-
δευε το ταβάνι. Το λαμπερό αλαβάστρινο κορμί της φαινόταν ανέ-
παφο, μισοτυλιγμένο καθώς ήταν σ’ ένα κομμάτι μαύρο σατέν ύφα-
σμα, η ξύλινη βάση όμως είχε κοπεί στα δύο.
Στα πόδια της θεάς κειτόταν ο ίδιος ο δούκας.
Ο Κάμερον όρμησε μπροστά και η Καλλιόπη έτρεξε πίσω του. Τα
λαμπερά μαλλιά του δούκα είχαν σκουρύνει από έναν εκτεταμένο
λεκέ, τα μάτια του ήταν κλειστά και το δέρμα του χλομό σαν της Άρ-
τεμης. Η στυφή μυρωδιά του αίματος πλημμύριζε τον κρύο, σκονι-
σμένο αέρα.
«Είναι νεκρός;» ψιθύρισε η Καλλιόπη.
Ο Κάμερον γονάτισε δίπλα στο δούκα και έλεγξε το σφυγμό στη
βάση του λαιμού του. «Όχι ακόμα. Νιώθω έναν παλμό, αλλά είναι
αδύναμος. Δείτε εδώ», είπε δείχνοντας την πληγή στο μέτωπο του
δούκα. «Ταιριάζει με τον αγκώνα της Άρτεμης».
Η Καλλιόπη κοίταξε τη θεά και είδε πως το μπράτσο της ήταν ό-
ντως λεκιασμένο από αίμα που είχε στεγνώσει. «Θα πρέπει να βρί-
σκεται αρκετή ώρα έτσι, για να στεγνώσει το αίμα. Λέτε να έπεσε το
άγαλμα πάνω του;»
«Ίσως έσπασε η βάση την ώρα που το καμάρωνε. Θα ήταν ένα εί-
δος θείας δίκης αν συνέβη κάτι τέτοιο».
«Ή ίσως...» Η Καλλιόπη έγειρε πιο κοντά. «Όχι. Δεν είναι δυνατό».
«Τι πράγμα;»
Η Καλλιόπη έγνεψε τρέμοντας προς το χέρι του δούκα.
Στη χούφτα του κρατούσε ένα κομμάτι από πράσινο και χρυσάφι
μετάξι. Μισοκρυμμένες κάτω από το μπράτσο του υπήρχαν μερικές
αστραφτερές πράσινες χάντρες.
«Τι είναι αυτό;» ρώτησε σφιγμένα ο Κάμερον.
«Η Κλειώ», είπε μ’ ένα βογκητό η Καλλιόπη. «Αυτά είναι από το κο-
στούμι της».
Ο Κάμερον ίσιωσε το κορμί του και προσπάθησε να διακρίνει μέσα
στο σκοτάδι. Η Καλλιόπη όμως δεν ήταν το ίδιο προσεκτική. Πετά-
χτηκε όρθια κι έτρεξε πίσω από το μαρμάρινο βάθρο απ’ όπου είχε
πέσει η Αρτεμις. «Κλειώ!» φώναξε. «Πού είσαι; Κλειώ!»
«Σσς!» Ο Κάμερον την έπιασε απ’ το χέρι. «Μπορεί αυτός που το
έκανε να παραφυλάει ακόμα κάπου εδώ γύρω. Αν η αδερφή σας...»
«Όχι! Αποκλείεται να το έκανε αυτό η Κλειώ -ή, αν το έκανε, θα είχε
σοβαρό λόγο. Πρέπει να τη βρούμε».
«Και θα τη βρούμε. Αλλά δεν υπάρχουν άλλες κηλίδες στο πάτωμα,
άρα δεν είναι τραυματισμένη. Πρώτα πρέπει να βοηθήσουμε το δού-
κα. Είναι ακόμα ζωντανός».
Η Καλλιόπη κοίταξε τον άντρα που βρισκόταν πεσμένος στο πά-
τωμα. «Θα τον βοηθήσετε; Παρ’ όλο που τον απεχθάνεστε;»
«Είναι μεγάλος πειρασμός να τον αφήσω να πεθάνει, θύμα της
διάσημης Αλαβάστρινης Θεάς του. Αλλά τότε θα μισούσα ακόμα πε-
ρισσότερο τον εαυτό μου. Θα τρέξω πίσω στην αίθουσα χορού και θα
φέρω βοήθεια, αν μπορείτε να μείνετε εδώ να τον φυλάτε. Υπόσχο-
μαι να μην αργήσω».
«Ναι. Μπορώ να μείνω».
Την παρατήρησε για λίγο, σαν να ζύγιαζε τα λόγια της. «Φυσικά και
μπορείτε. Είστε η Αθηνά. Όταν ακούσετε κόσμο να πλησιάζει, κρυ-
φτείτε πίσω από εκείνη τη σαρκοφάγο. Καλύτερα να μη μάθει κανείς
ότι ήμασταν μόνοι εδώ μέσα!»
Η Καλλιόπη θυμήθηκε πόσο την είχαν αναστατώσει όσα της είχε
πει η Έμελιν για τα κουτσομπολιά και τα στοιχήματα σχετικά με τον
Γουέστγουντ κι εκείνη. Τώρα τίποτα απ’ όλα αυτά δεν είχε σημασία.
«Όχι βέβαια», του είπε κοφτά. «Τότε θα αναγκαζόσασταν να μου κά-
νετε πρόταση γάμου».
«Φρικτή μοίρα». Την πήρε απροσδόκητα στην αγκαλιά του και της
έδωσε ένα φιλί στο μέτωπο. «Δε θ’ αργήσω».
Η Καλλιόπη τον είδε να εξαφανίζεται με τη σβελτάδα του Ερμή. Κι
ύστερα έμεινε μόνη της και την τύλιξε μια σιωπή πυκνή και αδιαπέ-
ραστη σαν την ομίχλη του Λονδίνου.
Τύλιξε γύρω της τα χέρια της για να ζεσταθεί, για να κρατήσει επά-
νω της το αγκάλιασμα του Κάμερον. Ένα μέρος από το κουράγιο της
κλονιζόταν χωρίς τη δική του υποστήριξη, αλλά ήξερε πως έπρεπε
να φανεί δυνατή. Να διατηρήσει την ψυχραιμία της. Ήταν πολύ ση-
μαντικό.
Ατσαλώνοντας τα νεύρα της, γονάτισε δίπλα στο δούκα και έπιασε
το χέρι του. Προσπαθώντας να συγκρατήσει ένα ξαφνικό αίσθημα
ναυτίας, ξέσφιξε τα δάχτυλά του για να απελευθερώσει το προδοτικό
κομμάτι του υφάσματος. Το χέρι του σφίχτηκε σαν να ήταν απρόθυ-
μος να αφήσει τη λεία του, η Καλλιόπη όμως κατάφερε να τραβήξει
το πράσινο μετάξι. Ύστερα βάλθηκε να μαζεύει τις πράσινες χάντρες,
τα σκορπισμένα μάτια των φιδιών.
Καθώς μάζευε και την τελευταία, παρατήρησε τη σπασμένη βάση
του αγάλματος. Παρ’ όλο που ήταν κομμένη στα δύο, δε φαινόταν
σπασμένη, αλλά μάλλον χωρισμένη κατά μήκος μιας ρωγμής. Η Καλ-
λιόπη κοίταξε καλύτερα και είδε ένα μικροσκοπικό, σκισμένο κομμά-
τι χαρτί να ξεπροβάλλει.
«Τι παράξενο», ψιθύρισε. Τι μπορεί να κρυβόταν εκεί μέσα;
Πριν προλάβει να το ψάξει περισσότερο, άκουσε βήματα να ανε-
βαίνουν τη σκάλα. Αρπάζοντας το μετάξι και τις χάντρες, κρύφτηκε
πίσω από τη σαρκοφάγο και ξάπλωσε στο πλευρό της. Ήταν ακόμα
πιο κρύα και σκοτεινά εκεί πίσω, ένιωθε το πάτωμα σκληρό το γοφό
της. Κόλλησε όσο μπορούσε το σώμα της πάνω στα σκαλιστά, ζω-
γραφισμένα ιερογλυφικά και κράτησε την ανάσα της μόλις άκουσε
κραυγές και επιφωνήματα.
Ποτέ στη ζωή της δεν είχε νιώσει τόσο μόνη.
Κεφάλαιο 9
«Η Έμελιν έχει κάνει πολλά σχέδια γι’ αυτές τις μέρες», είπε η λαίδη
Κένλι σερβίροντας κι άλλο τσάι στα πορσελάνινα φλιτζάνια. «Πικνίκ
δίπλα στο ποτάμι, περίπατοι στη φύση, παντομίμες. Ακόμα και ένας
χορός έχει προγραμματιστεί σε μερικές μέρες, στη λέσχη του χω-
ριού. Δεν είναι βέβαια το Άλμακ’ς, θα είναι όμως αρκετά διασκεδα-
στική εκδήλωση. Εσείς οι νέοι χρειάζεστε τη μουσική και το χορό!»
«Ακούγεται υπέροχο», είπε η Καλλιόπη κρυφοκοιτάζοντας την Έ-
μελιν πάνω από το φλιτζάνι του τσαγιού της. Εκείνη κοκκίνισε, επι-
βεβαιώνοντας την υποψία της Καλλιόπης ότι όλα αυτά ήταν ένας
τρόπος για να περάσει περισσότερο χρόνο με τον κύριο Σμίθσον.
«Θα έχουμε όμως χρόνο με τις διαλέξεις του χερ Μίλερ;»
Η λαίδη Κένλι χαμογέλασε με νόημα. «Δε χρειάζεται να ανησυχείτε,
δεσποινίς Τσέις. Θα υπάρχει με το παραπάνω χρόνος για τον χερ
Μίλερ. Ο σύζυγός μου πιστεύει ότι οι άνθρωποι μπορούν να ζουν
αποκλειστικά και μόνο με τέχνη και ιστορία, η Έμελιν κι εγώ όμως
ξέρουμε πως αυτό δεν ισχύει. Θέλουμε να περάσετε όμορφα εδώ.
Στο κάτω κάτω, φύγατε από την πόλη στη αποκορύφωμα της κοινω-
νικής σεζόν. Θα πρέπει να αναπληρώσουμε αυτή την απουσία, αν
μπορούμε».
Η Καλλιόπη της χαμογέλασε, αν και καταλάβαινε τι εννοούσε η
λαίδη Κένλι. Η μητέρα της Έμελιν ήταν μία από τις πιο διάσημες
προξενήτρες της Αγγλίας. Από τη στιγμή που είχε δει την κόρη της
να τακτοποιείται -αν και όχι με τον καημένο τον Φρέντι Μαουντ-
μπανκ που ήταν η πρώτη της επιλογή!-, έπρεπε να εστιάσει σε άλλες
κοπέλες την προσοχή της. Και οι ορφανές από μητέρα αδερφές Τσέις
ήταν ιδανικός στόχος.
Η Καλλιόπη κοίταξε την Κλειώ στην απέναντι πλευρά του δωματί-
ου. Η αδερφή της άκουγε χαμογελώντας τις φλυαρίες της Λότι, όμως
στο πρόσωπό της υπήρχε ακόμα εκείνη η γκρίζα σκιά που τη στοί-
χειωνε από τη βραδιά του χορού μεταμφιεσμένων. Η Καλλιόπη αμ-
φέβαλλε αν η λαίδη Κένλι θα κατάφερνε να προξενέψει την Κλειώ,
ίσως όμως η απόκρουση κάποιων προτάσεων να ήταν ο περισπα-
σμός που χρειαζόταν η αδερφή της.
Όσο για τη Θάλεια...
Η Καλλιόπη έστρεψε το βλέμμα της στην άλλη αδερφή της, που
έπαιζε μια θυελλώδη συμφωνία του Μπετόβεν στο πιάνο. Με το φως
που έπεφτε από τα παράθυρα στα ξανθά μαλλιά της, αποτελούσε
υπόδειγμα αγγλικής ομορφιάς, αλλά η Καλλιόπη ήξερε ότι μόνο ένας
ξεχωριστός, δυνατός άντρας θα μπορούσε να ταιριάξει με την Αμα-
ζόνα που έκρυβε η Θάλεια μέσα της.
Όσο για τον εαυτό της, δε σκεφτόταν καθόλου το γάμο. Ήταν πολύ
απασχολημένη με τον πατέρα και τις αδερφές της, τον κλέφτη, τη
Αλαβάστρινη Θεά. Κανένας άντρας δε θα μπορούσε να την καταλά-
βει. Κανένας απ’ όσους είχε γνωρίσει ως τώρα.
Εκτός...
Ξαφνικά είδε με τα μάτια της φαντασίας της το σκοτεινό δωμάτιο
στην Εταιρεία Αρχαιοτήτων. Θυμήθηκε το καυτό, τραχύ άγγιγμα του
Κάμερον στην επιδερμίδα της, την πίεση του φιλιού του. Η αναμφι-
σβήτητη ερωτική επιθυμία έκανε το αίμα να κοχλάζει στις φλέβες
της. Εκείνος δεν έμοιαζε με κανέναν από τους άντρες που είχε γνωρί-
σει.
Όμως δεν ήταν κατάλληλος για εκείνη. Δεν ήταν φτιαγμένοι ο ένας
για τον άλλο.
Η Καλλιόπη συνοφρυώθηκε. Ακούμπησε το φλιτζάνι της στο τρα-
πέζι και πήγε στο παράθυρο. Κοίταξε αφηρημένη τον κήπο, τα περι-
ποιημένα, στενά μονοπάτια και το απέραντο, καλοφροντισμένο γρα-
σίδι ως εκεί όπου χανόταν μέσα στα δέντρα. Στα όρια του κήπου διέ-
κρινε μια στοίβα από σκούρες γκρι πέτρες.
Μια παράξενη δομή που ξεφύτρωνε απροσδόκητα, σαν τα τείχη
που χώριζαν τις λοφοπλαγιές στα δύο.
Μήπως ήταν κάποιο είδος τύμβου; Είχαν δει παρόμοια κτίσματα
στο δρόμο τους, πάνω σε κορφές, παλιές, στιβαρές κατασκευές που
είχαν αντέξει στο χρόνο και απέμεναν ενθύμια ενός κόσμου που είχε
από αιώνες χαθεί. Σίγουρα η Λότι θα ήταν πρόθυμη να εξερευνήσει
το συγκεκριμένο κτίσμα, υφαίνοντας γύρω από τις κρύες πέτρες τις
δικές της ευφάνταστες ιστορίες.
Η Έμελιν ήρθε δίπλα της και της πρόσφερε ένα ακόμα φλιτζάνι
τσάι. «Σκεφτόμουν πως θα είχε ενδιαφέρον να κάναμε έναν περίπατο
ως τους καταρράκτες αύριο το πρωί», της είπε. «Είναι πολύ γραφικά.
Λένε μάλιστα ότι υπάρχει μια κρυμμένη σπηλιά πίσω από το νερό, αν
και δε φαντάζομαι πως θα θέλει καμιά από εμάς να την εξερευνήσει!
Πολλή υγρασία!»
«Μην το πεις στη Θάλεια. Είμαι σίγουρη ότι εκείνη θα το επιχειρή-
σει με την παραμικρή ευκαιρία».
Η Έμελιν γέλασε. «Δε θα το πω, αλλά είμαι σίγουρη ότι θα το ακού-
σει από άλλους. Οι αγρότες λατρεύουν να αφηγούνται τοπικούς
θρύλους».
«Υπάρχει κανένας θρύλος γι’ αυτό εκεί;» ρώτησε η Καλλιόπη δεί-
χνοντας τις πέτρες.
«Δεν έχω ιδέα. Βρίσκονταν πάντα εκεί. Πάμε να ρίξουμε μια ματιά;»
Η Έμελιν κοίταξε τη μητέρα της, η οποία συζητούσε ζωηρά με τη μη-
τέρα της Λότι. «Είναι αποφασισμένη να προξενέψει τον Φρέντι Μά-
ουντμπανκ σε κάποια, βλέπεις. Καημένη Λότι».
«Μια βόλτα θα ήταν υπέροχη», συμφώνησε βιαστικά η Καλλιόπη,
τρομοκρατημένη στη σκέψη ότι η λαίδη Κένλι θα επιχειρούσε να
προξενέψει τον Φρέντι Μάουντμπανκ σ’ εκείνη.
Λίγα λεπτά αργότερα είχαν πάρει όλες τα καπέλα και τις εσάρπες
τους και διέσχιζαν τους κήπους με κατεύθυνση τις μυστηριώδεις πέ-
τρες. Η Θάλεια έτρεξε μπροστά και, λασπώνοντας γρήγορα τον πο-
δόγυρο της, έσκυψε να κοιτάξει πάνω από το χαμηλό τείχος.
«Έμελιν», φώναξε, «πώς και δεν παρατήρησες ποτέ από κοντά αυτά
τα βράχια; Είναι συναρπαστικά».
«Δεν ερχόμαστε συχνά εδώ», απάντησε η Έμελιν. «Είναι πολύ απο-
μονωμένα και δεν αρέσει στη μαμά. Γιατί; Τι βλέπεις;»
«Είναι πολύ σκοτεινά εκεί κάτω, φαίνονται όμως σαν σκαλοπάτια ή
κάτι τέτοιο. Σκαλισμένα πάνω στη γη. Μήπως είναι κανένα αρχαίο
υπόγειο;»
«Ή κελάρι των Βίκινγκς;» Η Καλλιόπη κοίταξε πάνω από τον ώμο
της Θάλειας, αλλά δεν έβλεπε παρά μόνο χώματα και σκοτάδι. Φαί-
νονταν πράγματι σαν σκαλοπάτια, αλλά δεν ήταν σίγουρη.
«Θα πρέπει να είναι ένα μυστικό πέρασμα!» φώναξε η Λότι. «Κά-
ποιος μυστικός τάφος, όπου κείτονται άγρια δολοφονημένοι παρά-
νομοι εραστές. Διάβασα κάτι τέτοιο...»
«Είμαι σίγουρη», είπε βιαστικά η Καλλιόπη, πριν μπουν σε περισ-
σότερες λεπτομέρειες. «Αν όμως αυτά είναι πράγματι σκαλοπάτια, δε
φαίνονται να οδηγούν κάπου. Θα πρέπει να ανήκαν σε κάποιο κτί-
σμα που δεν υπάρχει πια. Στην καλύβα κάποιου κηπουρού, ίσως».
Η Λότι μούτρωσε. «Θα μπορούσε να είναι τάφος», επέμεινε.
«Η Καλλιόπη έχει δίκιο», είπε ζωηρά η Κλειώ. «Αυτά τα σκαλοπάτια
τελειώνουν εκεί, βλέπετε; Θάλεια, φύγε από εκεί, θα γεμίσεις λά-
σπες».
«Έτσι κι αλλιώς θα πλυθώ πριν το δείπνο», διαμαρτυρήθηκε εκεί-
νη. «Τι θα πάθω αν λερωθώ λίγο;»
«Ναι, αλλά η Μαίρη δε θα ενθουσιαστεί που θα χρειαστεί να καθα-
ρίσει ξανά τα γάντια σου», είπε η Καλλιόπη, ξαφνικά ανυπόμονη. Μα
την αλήθεια, η συμβίωση με τις αδερφές της ήταν σαν να προσπα-
θούσε να βοσκήσει ένα κοπάδι απείθαρχα πρόβατα. Ή κάτι πιο ά-
γριο. Αλεπούδες, ίσως. Καβγατζούδες αλεπούδες!
Οι υπόλοιπες κοπέλες τελικά απομακρύνθηκαν για μια βόλτα προς
τα δέντρα, ενώ η Καλλιόπη γύρισε κι άρχισε να προχωρεί προς την
αντίθετη κατεύθυνση, αποζητώντας λίγη ησυχία.
Έκανε το γύρο του σπιτιού και κατηφόρισε στο πλαισιωμένο με
δέντρα δρομάκι. Στο βάθος έβλεπε τις πύλες. Ήταν μισάνοιχτες, σαν
να την προσκαλούσαν να αναζητήσει την ελευθερία.
Ξαφνικά οι πύλες άνοιξαν διάπλατα και ένας μοναχικός καβαλάρης
πέρασε μέσα στο κτήμα. Κάλπαζε γρήγορα προς το μέρος της και η
ελπίδα της Καλλιόπης για λίγη ηρεμία εξατμίστηκε σαν καπνός στον
ουρανό.
Ήταν ο Κάμερον. Δε φορούσε καπέλο και τα μαλλιά του ήταν πιο
μακριά και πιο ατίθασα απ’ ό,τι συνήθως, ενώ το ανοιχτό πανωφόρι
ανέμιζε πίσω του σαν δυο πελώρια φτερά. Ένας Άγγλος Περσέας πά-
νω στον Πήγασο. Η Καλλιόπη δεν είχε πουθενά να κρυφτεί, έτσι έ-
μεινε εκεί παγωμένη, παρακολουθώντας τον να τη ζυγώνει.
Τράβηξε τα ηνία λίγα μέτρα μπροστά της σηκώνοντας ένα σύννεφο
σκόνης. Στο μέτωπό του έλαμπε ιδρώτας, όπως και στο γυαλιστερό
τρίχωμα του αλόγου του. Σαν να είχε καλπάσει με μανία. Μήπως ή-
θελε κι αυτός να ξεφύγει από τις σκέψεις του όπως η ίδια;
Την κοιτούσε σιωπηλός, λαχανιασμένος. Η Καλλιόπη σκέφτηκε
προς στιγμήν ότι μπορεί να ήταν όραμα, ένα ονειρικό πλάσμα, αλλά
όταν ξεπέζεψε και προχώρησε προς το μέρος της ήταν πέρα για πέρα
πραγματικός.
Πισωπάτησε και ένιωσε τον τραχύ κορμό ενός δέντρου στην πλάτη
της. Εκείνος σταμάτησε αρκετά βήματα μακριά της και απλώς την
κοίταζε καθώς έβγαζε τα γάντια του.
«Καλησπέρα, δεσποινίς Τσέις», της είπε
«Κ-καλησπέρα, λόρδε Γουέστγουντ», του απάντησε. «Πώς ήταν το
ταξίδι σας;»
«Χωρίς απρόοπτα. Εσείς είστε καλά; Ο πατέρας και οι αδερφές σας;
Η δεσποινίς Κλειώ ειδικά».
«Πολύ καλά, ευχαριστώ. Η Κλειώ φαίνεται να έχει συνέλθει αρκετά.
Ανυπομονούν να ακούσουν τον χερ Μίλερ».
«Τι μου λέτε;» Τα χείλη του τρεμόπαιξαν. «Δεν επωφελήθηκαν αρ-
κετά στην πόλη από τη... χμ, μεγάλη σοφία του;»
Η Καλλιόπη ήθελε να γελάσει, αλλά διατήρησε την έκφρασή της
σοβαρή. «Ο αέρας της εξοχής είναι εξίσου ωφέλιμος, πιστεύω. Μά-
θαμε ότι εκμεταλλευτήκατε κι εσείς πρόσφατα το υγιεινό περιβάλλον
της εξοχής. Δε σας είδαμε καθόλου την προηγούμενη εβδομάδα στην
πόλη».
«Είχα να συζητήσω κάποια θέματα με το διαχειριστή των κτημά-
των μου-, έτσι πέρασα από εκεί καθώς ερχόμουν εδώ».
«Αλήθεια;» Η Καλλιόπη έψαξε να βρει κάτι ουδέτερο να πει, οτιδή-
ποτε εκτός από αυτό που λαχταρούσε -γιατί την είχε φιλήσει; Και
γιατί είχε φύγει από την πόλη αμέσως μετά;
Ήταν στ’ αλήθεια τόσο φρικτή;
«Έχω ακούσει πως το κτήμα σας είναι πολύ όμορφο», του είπε τε-
λικά.
«Ναι, είναι. Αλλά πολύ έρημο μετά το θάνατο της μητέρας μου. Η
διακόσμηση της έπαυλης είναι θλιβερά παλιομοδίτικη και χρειάζεται
ένα γυναικείο άγγιγμα».
Ένα γυναικείο άγγιγμα; Η Καλλιόπη δεν ήξερε τι να πει. Γύρισε προς
το σπίτι και άρχισε να περπατάει γρήγορα. «Θα πρέπει να είστε κου-
ρασμένος μετά το ταξίδι σας», του είπε. «Η λαίδη Κένλι έχει σερβίρει
τσάι στο σαλόνι. Και η Έμελιν σχεδιάζει διάφορες εκδρομές για τις
επόμενες ημέρες. Αύριο λέμε να κάνουμε έναν περίπατο στους κα-
ταρράκτες».
Ο Κάμερον έπιασε τα χαλινάρια του αλόγου του και την ακολού-
θησε, προλαβαίνοντάς τη στο έρημο υπόστεγο της εισόδου.
«Καλλιόπη», της είπε ήρεμα και τη σταμάτησε ακουμπώντας απαλά
τον αγκώνα της. «Ήθελα να σου μιλήσω μετά από εκείνη τη νύχτα
στην Εταιρεία Αρχαιοτήτων».
«Ω. Ναι». Μη μπορώντας να συναντήσει το βλέμμα του, η Καλλιό-
πη κοιτούσε το ήρεμο άλογό του. Το ζώο την κοιτούσε με το υγρό,
εντελώς αδιάφορο βλέμμα του. Όπως το σπίτι και τα φαντάσματα
των καλόγερων. «Δεν έχετε λόγο να απολογηθείτε. Ήταν αποκλειστι-
κά δικό μου λάθος. Ήμουν τόσο ανήσυχη για την αδερφή μου, για
τον Κλέφτη με τα Κρίνα, που... τέλος πάντων, δεν ήμουν ο εαυτός
μου. Λυπάμαι. Μην το σκέφτεστε». Ανέβηκε γρήγορα τις σκάλες.
«Τσάι στο σαλόνι, λόρδε Γουέστγουντ», του φώναξε χωρίς να στρα-
φεί προς τα πίσω.
Η φωνή του όμως την ακολούθησε. Ήταν ένα ήσυχο, τραχύ μουρ-
μουρητό, αλλά έφτασε καθαρά στ’ αυτιά της. «Δεν μπορείς να φεύ-
γεις τρέχοντος από κοντά μου για πάντα, Καλλιόπη Τσέις».
Ίσως όχι για πάντα. Προς το παρόν όμως μπορούσε.
Κεφάλαιο 15
Η λέσχη του χωριού σίγουρα δεν ήταν το Άλμακ’ς, αλλά έτσι κι αλ-
λιώς η Καλλιόπη πάντα έβρισκε φοβερά υπερεκτιμημένο το Αλμακ’ς -
μουσική αδιάφορη, απαίσια αναψυκτικά, συζητήσεις ανούσιες και
κανονισμοί υπερβολικά αυστηροί. Άλλο πράγμα η τάξη και άλλο η
χωρίς νόημα ανοησία.
Αυτό το κτίριο ήταν το μεγαλύτερο του χωριού, μακρόστενο και
χαμηλό, από γερή γκρίζα πέτρα και με ψηλά παράθυρα απ’ όπου τα
λαμπερά φώτα καλωσόριζαν τους επισκέπτες. Η Καλλιόπη άκουσε
τις ζωηρές νότες καθώς κατέβαιναν από την άμαξα. Μουσική, γέλια
και πολύχρωμα ρούχα την προσκαλούσαν πίσω από τα παλιά παρά-
θυρα να συμμετάσχει στο γλέντι.
«Τουλάχιστον εδώ δε συχνάζουν δούκες», ψιθύρισε η Κλειώ πιά-
νοντας αγκαζέ την Καλλιόπη καθώς ανέβαιναν τα χαμηλά πέτρινα
σκαλοπάτια.
«Ας το ελπίσουμε, τουλάχιστον», της απάντησε εκείνη.
«Η αλήθεια είναι πως έχει την ενοχλητική συνήθεια να ξεφυτρώνει
όπου πηγαίνουμε, παραμονεύοντας πίσω από δέντρα και αγάλματα.
Αμφιβάλλω όμως αν θα ήθελε να τραβήξει την προσοχή επάνω του
μπαίνοντας στην αίθουσα χορού ενός χωριού». Η Κλειώ έδωσε την
εσάρπα της σε έναν υπηρέτη και κοντοστάθηκε να στρώσει τα μαλ-
λιά της και τη φούστα της τουαλέτας της στο χρώμα του πράσινου
μήλου. «Δε συμφωνείς;»
Η Καλλιόπη έστρωσε το δικό της φόρεμα από γαλάζια και λευκή
κεντημένη μουσελίνα, ελπίζοντας να είχε δίκιο η Κλειώ. Θα προκα-
λούσε όντως μεγάλη αίσθηση αν η εξοχότητά του εμφανιζόταν εκεί,
αλλά στον Άβερτον πάντα άρεσε να τραβάει την προσοχή.
Και ο μυστηριώδης νυχτερινός επισκέπτης της Κλειώς; Αυτός θα
ήταν εκεί;
Η κεντρική αίθουσα είχε αρκετό κόσμο και οι μουσικοί, περισσό-
τερο ενθουσιώδεις παρά ταλαντούχοι κατά την άποψη της Θάλειας,
έπαιζαν πάνω σε μια εξέδρα στο βάθος. Οι χορευτές στροβιλίζονταν
με κέφι, χτυπώντας ζωηρά τα πόδια τους στο φθαρμένο ξύλινο πά-
τωμα. Πάνω σε μακρόστενα τραπέζια κάτω απ’ τα παράθυρα υπήρ-
χαν αναψυκτικά, χορταστικά σάντουιτς και πίτες, καθώς και τερά-
στια μπολ με παντς -μεγάλη διαφορά στ’ αλήθεια από το Άλμακ’ς.
Καθώς προχωρούσαν ανάμεσα στο πλήθος, η Καλλιόπη παρατη-
ρούσε γύρω της τα πρόσωπα. Ελάχιστοι από τους άντρες ήταν ψη-
λοί, κι αυτοί όχι τόσο όσο ο επισκέπτης της Κλειώς. Στην πλειοψηφία
τους ήταν στρουμπουλοί, κοκκινοπρόσωποι επαρχιακοί γαιοκτήμο-
νες. Ανάμεσά τους ήταν ένας ηλικιωμένος εφημέριος κι ένας πάρα
πολύ νέος βοηθός εφημέριου. Δεν μπορούσε να φανταστεί κάποιον
από αυτούς να φοράει καπέλο και μανδύα και να τριγυρίζει τα μεσά-
νυχτα! Ούτε έβλεπε την Κλειώ να αντιμετωπίζει κάποιον από αυτούς
με ξεχωριστό τρόπο.
Η Καλλιόπη αναστέναξε και κάθισε σε μια καρέκλα κοντά σε ένα
απ’ τα παράθυρα. Σίγουρα δεν ήταν φτιαγμένη για ντετέκτιβ! Υπήρχε
κάτι κάτω από την επιφάνεια, κάτι που της διέφευγε.
«Πολύ σοβαρή είστε απόψε, δεσποινίς Τσέις», σχολίασε ανάλαφρα
ο Κάμερον και κάθισε δίπλα της. «Δε σας αρέσει ο χορός;»
Του χαμογέλασε, ευχαριστημένη που την είχε αποσπάσει από τις
σκέψεις της. «Φυσικά και μου αρέσει ο χορός».
«Μα βέβαια, θυμάμαι πως η Αθηνά χόρευε πολύ όμορφα στο χορό
μεταμφιεσμένων».
«Και ο χορός της με τον Ερμή ήταν σίγουρα η μόνη φωτεινή στιγμή
εκείνη τη ζοφερή βραδιά!»
«Ε, τότε να μην αφήσουμε και την αποψινή βραδιά να χαλάσει.
Μπορώ να έχω την τιμή του επόμενου χορού;»
Η Καλλιόπη κοίταξε τους χορευτές που στροβιλίζονταν με κέφι.
«Ίσως αργότερα. Θα θέλατε αντί γι’ αυτό να κάνουμε μια βόλτα στην
αίθουσα;»
«Ό,τι επιθυμεί η κυρία».
Τριγύρισαν αργά στο χώρο, χαιρετώντας κάθε τόσο με ευγένεια
διάφορους ανθρώπους. Ο Κάμερον έσκυψε κάποια στιγμή στο αυτί
της. «Νομίζω πως έχω βρει κάτι. Μπορείς να με συναντήσεις απόψε;
Στον κήπο ίσως, κοντά στο φράχτη;»
Να τον συναντήσει; Το στομάχι της Καλλιόπης φτερούγισε από εν-
θουσιασμό και για μια στιγμή φοβήθηκε. Όχι τον Κάμερον, τα δικά
της συναισθήματα. Ήθελε να το βάλει στα πόδια, να επιστρέψει στην
παλιά, γνώριμη καθημερινότητά της. Μετά όμως θυμήθηκε τον κα-
ταρράκτη, τους Έλληνες ληστές και κατάλαβε ότι δεν μπορούσε.
Έπρεπε να προχωρήσει μπροστά.
Ίσα που πρόλαβε να γνέψει καταφατικά καθώς πλησίαζαν τη λαίδη
Κένλι και την Έμελιν, τον πατέρα της Καλλιόπης και τη λαίδη
Ράσγουορθ. Άρχισαν να συζητούν, ενώ ο Κάμερον πήγε να φέρει πο-
τήρια με παντς.
Σε λίγο η Καλλιόπη μασουλούσε ένα σάντουιτς μπαίνοντας στο
κεφάτο πνεύμα της βραδιάς. Ήταν ενθουσιασμένη με την ιδέα -ένα
νυχτερινό ραντεβού! Γελούσε καθώς η λαίδη Κένλι αφηγούνταν μια
ιστορία από την παιδική ηλικία της Έμελιν, όπου εκείνη και ο αδερ-
φός της έσκαβαν τρύπες στον κήπο παίζοντας «το κυνήγι του αρχαι-
ολογικού θησαυρού».
«...ήταν σίγουροι πως θα έβρισκαν μια θαμμένη πόλη σαν την Πο-
μπηία», έλεγε η λαίδη. «Ο κηπουρός ήταν έξαλλος».
«Αυτό μοιάζει με κάτι που κάνατε εσύ και οι αδερφές σου, Καλλιό-
πη», είπε ο σερ Γουόλτερ. «Ήσασταν πάντα τόσο... ευεπηρέαστες».
«Θα προτιμούσα τη λέξη “επινοητικές”, πατέρα», διαμαρτυρήθηκε
η Καλλιόπη. «Το “ευεπηρέαστες” ακούγεται σαν να ήμασταν φερέφω-
να. Πάντα μας δίδασκες να σκεφτόμαστε μόνες μας, να εφαρμόζουμε
όσα μαθαίναμε».
«Κι εσείς παίρνατε τα λόγια μου υπερβολικά σοβαρά!» είπε χαχα-
νίζοντας ο σερ Γουόλτερ. «Την είχατε σκάσει την καημένη τη μητέρα
σας. Θυμάσαι τότε που η Θάλεια...»
Η διήγηση του σερ Γουόλτερ διακόπηκε όταν οι πόρτες της λέσχης
άνοιξαν σαν να τις είχε σπρώξει κάποιο γιγάντιο αόρατο χέρι. Όλοι
γύρισαν να δουν ποιος είχε φτάσει με τόση καθυστέρηση. Ακόμα και
η μουσική φάνηκε να χαμηλώνει. Μόνο ένας άνθρωπος θα μπορούσε
να είναι, φυσικά.
«Ο δούκας του Άβερτον», μουρμούρισε η λαίδη Κένλι. «Τι στην ευ-
χή γυρεύει αυτός στη λέσχη του χωριού;»
Η λαίδη Ράσγουορθ σήκωσε το φασαμέν της για να κοιτάξει τον
νεόφερτο. «Πάντως φαίνεται αρκετά μετρημένος. Για τα δικά του δε-
δομένα, δηλαδή. Πάντα κυκλοφορεί σαν το παγόνι αυτός ο άνθρω-
πος».
«Λένε ότι δε βγαίνει πολύ από το κάστρο του», είπε ηΈμελιν.
«Να όμως που καταδέχτηκε να κατέβει ανάμεσα σ’ εμάς τους τα-
πεινούς», μουρμούρισε η Κλειώ. «Τι περίεργο. Μήπως πρέπει να υ-
ποκλιθούμε όλοι μπροστά του;»
Πράγματι, ο κόσμος έδειχνε να μην ξέρει τι έπρεπε να κάνει με μια
τέτοια προσωπικότητα ανάμεσα τους. Η αίθουσα ήταν τόσο γεμάτη
από κόσμο, που με δυσκολία μπορούσε κανείς να διασχίσει το πλή-
θος για να πάει στην πίστα. Κάποιος είχε ανοίξει τα παράθυρα, αλλά
και πάλι η ατμόσφαιρα ήταν ζεστή και αποπνικτική, βαριά από τη
μυρωδιά των αρωμάτων. Η μουσική είχε γίνει πιο ζωηρή, ο χορός
πιο γρήγορος και άτακτος.
Τώρα όμως ήταν σαν να είχε πέσει μια βαριά σκιά πάνω στην αί-
θουσα. Η μουσική δεν είχε σταματήσει, η προσοχή του κόσμου όμως
είχε στραφεί στην πόρτα και οι ζωηρές συζητήσεις είχαν μετατραπεί
σε ψιθυρίσματα και μουρμουρητά.
Η Καλλιόπη πλησίασε την Κλειώ. Ο δούκας όντως έδειχνε μετρη-
μένος. Δε φορούσε μανδύα με μεταξωτή φόδρα ούτε κεντημένο γιλέ-
κο ή γούνα λεοπάρδαλης ή χιτώνα. Θα έλεγε κανείς πως φαινόταν
ακόμα και σεμνός με το μαύρο ακριβό πανωφόρι και την κατάλευκη
γραβάτα, την οποία είχε στερεώσει με μια καρφίτσα καμέο αντίκα.
Τα μαλλιά του ήταν δεμένα πίσω σε μια συντηρητική αλογοουρά και
το πρόσωπό του ήταν σοβαρό αλλά όχι υπεροπτικό καθώς κοιτούσε
γύρω του στην αίθουσα.
Η Καλλιόπη έριξε μια λοξή ματιά στην Κλειώ και την είδε να κοιτά-
ζει το δούκα με ύφος σοβαρό και γαλήνιο. Το φως των κεριών α-
στραφτε πάνω στα γυαλιά της, κρύβοντας τα μάτια της.
Ο Κάμερον δεν είχε επιστρέφει ακόμα με τα παντς και η Καλλιόπη
δεν τον έβλεπε ανάμεσα στο πλήθος.
«Νομίζω πως έρχεται προς τα εδώ», είπε η λαίδη Κένλι, ισιώνοντας
την αραχνοΰφαντη εσάρπα στους ώμους της.
Και είχε δίκιο. Το πλήθος παραμέριζε στο πέρασμά του, σαν μια
υπάκουη Ερυθρά Θάλασσα. Εκείνος έγνεψε στον εφημέριο και τους
άλλους τοπικούς προύχοντες, συνέχισε όμως με βήμα σταθερό προς
τον προορισμό του.
Η Καλλιόπη έπιασε αυθόρμητα το πράσινο ύφασμα από τη ζώνη
της Κλειώς, λες και έτσι θα μπορούσε να τη συγκρατήσει αν επιχει-
ρούσε να φύγει τρέχοντας ή να δημιουργήσει σκηνή.
Αλλά η Κλειώ ποτέ δε δημιουργούσε σκηνές. Παρακολουθούσε το
δούκα να πλησιάζει μ’ ένα αχνό, ευγενικό χαμόγελο στα χείλη της.
«Καλησπέρα, λαίδη Κένλι. Λαίδη Ράσγουορθ, λαίδη Έμελιν, Σερ
Γουόλτερ. Δεσποινίς Τσέις. Δεσποινίς Κλειώ», είπε σκύβοντας το κε-
φάλι του μπροστά τους. Κάτω από το παιχνίδισμα του φωτός τα
μαλλιά του έμοιαζαν με καπνιστό χρυσάφι, σαν την κορνίζα κάποιου
παλιού καθρέφτη. «Χαίρομαι που σας βλέπω. Δεν έχουμε συναντηθεί
μετά τη διάλεξη του χερ Μίλερ στην Εταιρεία Αρχαιοτήτων, νομίζω».
Η Καλλιόπη συνειδητοποίησε έκπληκτη πως τον έβρισκε αρκετά
όμορφο. Κρίμα που ήταν επίσης τόσο... αλλόκοτος.
«Καλησπέρα σας, εξοχότατε», αποκρίθηκε η λαίδη Κένλι, ευγενική
όπως πάντα, παρά την έκπληξή της. «Τι ευχάριστη έκπληξη να σας
βλέπουμε εδώ απόψε».
«Ελπίζω να περνώ περισσότερο χρόνο στο κάστρο Άβερτον στο
μέλλον, λαίδη Κένλι, έτσι σκέφτηκα ότι θα έπρεπε να γνωρίσω καλύ-
τερα τους γείτονές μου. Περνάτε ευχάριστα τις διακοπές σας;» Η ε-
ρώτησή του απευθυνόταν προς όλους, το βλέμμα του όμως καρφώ-
θηκε στην Κλειώ. Η Καλλιόπη φαντάστηκε δυο λιοντάρια έτοιμα να
επιτεθούν το ένα στο άλλο στην παραλία της Δήλου.
Έσφιξε περισσότερο τη ζώνη της Κλειώς και είπε: «Πράγματι, εξο-
χότατε. Το τοπίο εδώ είναι πολύ όμορφο. Κάναμε και έναν περίπατο
στους καταρράκτες».
«Είδατε και τη μυστική σπηλιά;» ρώτησε ο δούκας. «Υπάρχουν συ-
ναρπαστικοί θρύλοι για τα πνεύματα του νερού που ζουν εκεί».
Πνεύματα του νερού όπως η καημένη, παγιδευμένη Δάφνη;
αναρωτήθηκε η Καλλιόπη. Από κοντά διέκρινε την κόκκινη ουλή στο
μέτωπό του, εκεί όπου τον είχε χτυπήσει η δική του Δάφνη. Αλλά εί-
δε και κάτι άλλο. Αυτό που υπήρχε χαραγμένο πάνω στο καμέο της
γραβάτας του. Ήταν ένας μικροσκοπικός πάπυρος, το σύμβολο της
Κλειώς, της Μούσας της Ιστορίας.
«Αλίμονο, οι περισσότεροι από εμάς δεν ξέρουμε κολύμπι», είπε η
Έμελιν πρόσχαρα, διαλύοντας την αμηχανία στην ατμόσφαιρα.
«Μπορούμε μόνο να φανταστούμε τα θαύματα της κρυμμένης σπη-
λιάς».
«Ίσως είναι καλύτερα έτσι, λαίδη Έμελιν», είπε ο δούκας. «Πιθανό-
τατα είναι απλώς ένα κρύο, βραχώδες σπήλαιο».
«Ή ένα μέρος με κρυμμένα θαύματα», είπε σιγανά η Κλειώ. «Που
κάποιος βασιλιάς των ξωτικών θέλει να κρατήσει για τον εαυτό του».
«Τότε είναι μεγάλη ατυχία για το βασιλιά των ξωτικών που μερικοί
από εμάς τους θνητούς ξέρουμε κολύμπι», απάντησε ο δούκας.
Σαν να διαισθάνθηκε την ένταση που αυξανόταν πάλι, η λαίδη Κέ-
νλι βιάστηκε να επέμβει. «Εσείς είχατε χρόνο να εξερευνήσετε το το-
πίο, εξοχότατε; Το ρωμαϊκό κάστρο ή κάποιους από τους αρχαίους
τύμβους;»
«Όχι ακόμη, λαίδη Κένλι. Ελπίζω όμως να επανορθώσω σύντομα.
Και στην προσπάθεια να γνωρίσω τους γείτονές μου, οργανώνω ένα
μικρό δείπνο μεθαύριο. Ξέρω ότι σας προσκαλώ πολύ αργά, ελπίζω
όμως να μπορέσετε να παρευρεθείτε. Όλη η συντροφιά σας, φυσικά,
λαίδη Κένλι».
Η λαίδη Κένλι και η λαίδη Ράσγουορθ αντάλλαξαν έκπληκτες μα-
τιές. «Φυσικά, εξοχότατε», είπε η λαίδη Κένλι. «Δεν έχουμε κανονίσει
κάτι άλλο. Θα ήταν τιμή μας να παρευρεθούμε».
«Θαυμάσια! Θα σας δω τότε λοιπόν».
Με μια τελευταία υπόκλιση, ο δούκας γύρισε και εξαφανίστηκε μέ-
σα στο πλήθος.
«Θεέ μου», είπε αδύναμα η λαίδη Κένλι. «Πρόσκληση σε δείπνο στο
κάστρο Άβερτον».
«Τα θαύματα δε σταματούν ποτέ», απάντησε η λαίδη Ράσγουορθ.
«Ελάτε, σερ Γουόλτερ, νομίζω πως πρέπει να βρω λίγο καλό, δυνατό
κρασί για να συνέλθω από το σοκ». Τον έπιασε αγκαζέ και απομα-
κρύνθηκαν φλυαρώντας χαρούμενα, χωρίς να φαίνεται ούτε στο ε-
λάχιστο «σοκαρισμένη».
Η Κλειώ όμως ήταν κατάχλομη. Άνοιξε τη βεντάλια της κι άρχισε
να κάνει αέρα.
«Αναρωτιέμαι αν θα δούμε την Αλαβάστρινη Θεά», είπε η Έμελιν.
«Λένε πως την έχει κρυμμένη κάπου μέσα σ’ εκείνες τις μεσαιωνικές
κατακόμβες!»
«Δε θα άξιζε να πάμε αν δεν τη βλέπαμε!» είπε η Κλειώ. «Όπως και
ό,τι άλλο κρύβει εκεί μέσα. Μούμιες, ίσως; Καταραμένα πετράδια;»
Η Έμελιν γέλασε. «Μην το πεις αυτό στη Λότι! Θα φαντάζεται μού-
μιες να περιφέρονται τη νύχτα σε σκοτεινούς διαδρόμους εκτοξεύο-
ντας κατάρες σε όσους τόλμησαν να μπουν στους τάφους τους».
«Δε θα ήταν περίεργο, αν βρίσκονται αιχμάλωτες του δούκα», είπε
η Κλειώ. «Κοίτα, Έμελιν, να ο όμορφος αδερφός σου. Νομίζω ότι του
υποσχέθηκα τον επόμενο χορό».
Η Κλειώ έκλεισε τη βεντάλια της κι έτρεξε προς τον αδερφό της
Έμελιν. Όταν έφτασε κοντά του, τον έπιασε αγκαζέ και τον οδήγησε
στην πίστα. Η Έμελιν έφυγε κι εκείνη για να χορέψει με τον κύριο
Σμίθσον, έτσι η Καλλιόπη απέμεινε μόνη της.
Πού στο καλό ήταν ο Κάμερον;
***
Ο Κάμερον προχωρούσε αργά ανάμεσα στο πλήθος ισορροπώντας
τα λεπτά ποτήρια του παντς στα χέρια του. Η ουρά στον μπουφέ ή-
ταν πολύ μεγάλη, κι όταν τελικά πήρε τα ποτά και άρχισε να επι-
στρέφει προς την Καλλιόπη και τη συντροφιά της, βρέθηκε μπροστά
στο δούκα του Άβερτον.
Ο δούκας στάθηκε μπροστά του σαν ένα βλοσυρό ασπρόμαυρο
άγαλμα. Εκείνα τα άδεια πράσινα μάτια δεν πρόδιδαν κανένα συναί-
σθημα -καμιά σκέψη ή ανάμνηση, κανένα ίχνος θυμού ή τύψεων.
Ο Κάμερον ένιωσε μια απέραντη παγωνιά να τυλίγει την καρδιά
του. Έσφιξε τα ποτήρια που κρατούσε στα χέρια του.
«Αβερτον», είπε ψυχρά.
«Γουέστγουντ», απάντησε ήρεμα εκείνος. «Χαίρομαι που σε βλέπω
εδώ. Δεν είχα την ευκαιρία να σε ευχαριστήσω».
«Να με ευχαριστήσεις;»
«Μου είπαν ότι εσύ με βρήκες στην πινακοθήκη του σπιτιού μου
και έφερες βοήθεια».
Ο Κάμερον έγνεψε κοφτά. «Πράγματι».
«Είμαι ευγνώμων. Θα μπορούσες κάλλιστα να με αφήσεις εκεί».
«Δε συνηθίζω να εγκαταλείπω τραυματισμένα πλάσματα».
Ένα μικρό ειρωνικό χαμόγελο άγγιξε το σοβαρό πρόσωπο του
δούκα. «Έτσι, ε; Ο “Έλληνας θεός” αποφεύγει τις βαναυσότητες;» Άγ-
γιξε το πλάι της ελαφρά γαμψής μύτης του.
«Αντίθετα από κάποιους άλλους».
«Μμμ. Τέλος πάντων, όποιο κι αν ήταν το κίνητρό σου, είμαι ευ-
γνώμων! Όταν βρίσκομαι κοντά στις αρχαιότητές μου, δεν προσέχω
τίποτε άλλο».
«Δε χρειάζεται να υποκρίνεσαι, Άβερτον. Ξέρω τι συνέβη. Ξέρω ότι
δεν ήσουν μόνος εκεί μέσα».
Ένας μυς συσπάστηκε στο σαγόνι του δούκα. Το βλέμμα του πήγε
στην πίστα, όπου η Κλειώ χόρευε με το γιο των Κένλι. «Α, ναι. Ήμουν
με την ευέξαπτη όσο και όμορφη Μούσα της Ιστορίας».
«Αν την πλησιάσεις ξανά...» γρύλισε ο Κάμερον.
«Πόσο προστατευτικός είσαι απέναντι της, Γουέστγουντ! Αλλά, απ’
ό,τι λένε, έχεις μια μικρή αδυναμία στη μεγαλύτερη Μούσα. Ίσως
προσπαθείς να την εντυπωσιάσεις με τις απειλές σου».
«Δε σε απειλώ. Απλώς σε προειδοποιώ».
«Θυμάμαι πολύ καλά τις “προειδοποιήσεις” σου. Στη συγκεκριμένη
περίπτωση, είναι αβάσιμες. Δε θέλω να πάθει κακό η δεσποινίς
Κλειώ- το αντίθετο. Εσύ κι εγώ δε χρειάζεται να είμαστε εχθροί».
Ο Άβερτον τον αποχαιρέτησε μ’ ένα νεύμα και έφυγε. Ο Κάμερον
κατάπιε την οργή του και συνέχισε το δρόμο του.
Δε χρειάζεται να είμαστε εχθροί; Το αντίθετο.
***
«Τι σου είπε ο δούκας;» ρώτησε η Καλλιόπη παίρνοντας ένα ποτή-
ρι από τα χέρια του.
«Τίποτα σημαντικό».
«Σε προσκάλεσε στο δείπνο του;»
«Όχι. Οργανώνει και δείπνα τώρα; Σαν πολύ φυσιολογικά δε φέρε-
ται;»
«Αυτό είναι αλήθεια. Αλλά μας προσκάλεσε όλους στο σπίτι του.
Για κάποιον ακατανόητο λόγο, δείχνει αποφασισμένος να γίνει κοι-
νωνικός».
Ο Κάμερον ρουθούνισε περιφρονητικά. «Αμφιβάλλω αν με θέλει
στο πολύτιμο κάστρο του».
«Ίσως όχι, αλλά πρέπει να έρθεις. Ίσως είναι η τελευταία ευκαιρία
μας να δούμε την Αλαβάστρινη Θεά».
«Ή να στριμώξουμε έναν κλέφτη;»
Η Καλλιόπη συνοφρυώθηκε. «Δεν είμαι σίγουρη. Είναι δυνατό να
μας ακολούθησε ο Κλέφτης με τα Κρίνα ως εδώ; Ή να είναι τελικά έ-
νας από εμάς;»
«Ίσως η φίλη σου η δεσποινίς Πράις».
«Η Λότι; Είναι σίγουρα ικανή να συλλάβει ένα τέτοιο δραματικό
σχέδιο, όχι όμως και να το πραγματοποιήσει».
«Ο ίδιος ο δούκας, τότε».
«Αυτό θα μου άρεσε. Είναι ήδη αχρείος, τι θα τον πείραζε να α-
μαυρώσει λίγο ακόμα τη φήμη του; Αλλά γιατί να το κάνει; Η Αλαβά-
στρινη Θεά είναι ήδη δική του».
Ο Κάμερον κούνησε το κεφάλι του πέρα δώθε. «Δεν μπορώ να α-
παλλαγώ από το προαίσθημα ότι όλα έχουν σχέση μ’ εκείνη τη λίστα.
Γιατί να την έχει;»
«Και μάλιστα κρυμμένη εκεί που την είχε». Η Καλλιόπη ήπιε μια
γουλιά από το ποτό της. «Ίσως το ανακαλύψουμε στο δείπνο».
Κεφάλαιο 19
«Αχ!» βόγκηξε η Καλλιόπη όταν χτύπησε τον αγκώνα της στον τοί-
χο. Πιάνοντας το πονεμένο χέρι της με το άλλο, κατέβηκε βιαστικά
τη στενή σκάλα, κρατώντας την ανάσα της για να μην την ακούσει
κανένας. Επιτέλους βγήκε στο νυχτερινό αέρα τραβώντας την κου-
κούλα της κάπας πάνω από το κεφάλι της.
Χαιρόταν για τον πονεμένο αγκώνα της, γιατί της αποσπούσε το
μυαλό από τις ενοχλητικές αμφιβολίες.
«Τι κάνω εδώ;» μουρμούρισε καθώς διέσχιζε τρέχοντας τον κήπο.
Πήγαινε να βρει τον Κάμερον, τουρτουρίζοντας, τρέχοντας σαν...
Σαν την Κλειώ και το μυστηριώδη νυχτερινό επισκέπτη της.
Αυτό που έκανε, να πετάξει κάθε επιφύλαξη στον αέρα και να πάει
να συναντήσει κρυφά έναν άντρα, ήταν ασυνήθιστο για το χαρακτή-
ρα της. Αλλά ίσως αυτό ήταν το θέμα. Δεν ήταν πια ο εαυτός της, η
συνετή και λογική Καλλιόπη. Από τότε που είχε έρθει σ’ αυτό το μέ-
ρος, ένιωθε την παράξενη μαγεία του. Κάτι καινούριο και τρομαχτικό
την είχε κυριέψει και το μόνο που ήθελε ήταν να δει εκείνον. Να εί-
ναι κοντά του.
Και να την τώρα που ξεγλιστρούσε μόνη από το σπίτι. Γέλασε δυ-
νατά με την υπέροχη αυτή αίσθηση! Καθόλου παράξενο που η Θά-
λεια ήταν εθισμένη στην αστόχαστη συμπεριφορά. Ήταν φανταστι-
κό!
Όμως έφτασε νωρίς στο ραντεβού της. Ο Κάμερον δεν ήταν εκεί, κι
έτσι έμεινε μόνη με τα αρχαία φαντάσματα. Με μια στοίβα παλιές
πέτρες που οδηγούσαν σ’ εκείνα τα ανύπαρκτα σκαλοπάτια.
Κατευθύνθηκε προς τα εκεί, σαν να την τραβούσε μια άγκυρα μέσα
στην απέραντη θάλασσα της νύχτας. Τα σκαλοπάτια παρέμεναν ένα
μυστήριο. Αναρωτήθηκε πώς δεν τα είχε ξηλώσει ως τώρα κανείς για
να χρησιμοποιήσει την πέτρα σε κάποιο τοίχο ή κάποια αγροικία.
Μήπως το συγκεκριμένο σημείο είχε κάποια μυστηριώδη σημασία
και γι’ αυτό κανείς δεν τολμούσε να τα αγγίξει; Μήπως υπήρχε κά-
ποια κατάρα;
Πλησίασε προσεκτικά, νιώθοντας μια ξαφνική περιέργεια. Οι πέ-
τρες ήταν διαφορετικές από πριν. Ήταν σίγουρη ότι καμία δεν ήταν
χαλαρή όταν τις είχαν εξετάσει εκείνη και οι αδερφές της. Έσπρωξε
προσεκτικά μια πέτρα με το μποτίνι της, αλλά δεν μπορούσε να τη
μετακινήσει.
Κοίταξε πίσω της για να βεβαιωθεί ότι ο Κάμερον δεν ήταν κάπου
εκεί κι ύστερα έσκυψε πάνω από το χαμηλό τοίχο. Κοίταξε αυτό που
τις προάλλες ήταν ένας ρηχός λάκκος και μερικά σκαλοπάτια σκαλι-
σμένα στο χώμα. Αν και ήταν σκοτεινά, με μόνο φωτισμό το ολόλα-
μπρο φεγγάρι, ο λάκκος δε φαινόταν τόσο ρηχός τώρα. Οι σκιές μά-
κραιναν, σαν να ανοιγόταν ένας διάδρομος μέσα στην ίδια τη γη. Η
Καλλιόπη θυμήθηκε το όνειρό της, έναν αλλόκοτο καινούριο κόσμο.
Πήρε μια βαθιά ανάσα. Τι ήταν όλα αυτά; Σίγουρα κάποιος είχε έρ-
θει εκεί από την τελευταία φορά που είχε δει τις πέτρες, κάποιος που
είχε ξεσκεπάσει και ανοίξει μια παλιά καταπακτή. Μήπως η Κλειώ και
ο επισκέπτης της; Αλλά γιατί;
Οι κήποι του Κένλι Άμπι ήταν ένα παράξενα πολυσύχναστο μέρος.
Πλησίασε περισσότερο και έκανε ένα διστακτικό βήμα μέσα στο
λάκκο. Το χώμα ήταν αφράτο κάτω από τα πόδια της, αλλά αρκετά
σταθερό. Έκανε άλλο ένα βήμα, ύστερα άλλο ένα, πιο βαθιά μέσα
στις σκιές, μη τολμώντας σχεδόν να ανασάνει...
«Ώστε εδώ είστε, δεσποινίς Τσέις! Πήγατε να το σκάσετε από το
ραντεβού μας;»
«Αχ!» τσίριξε η Καλλιόπη και η καρδιά της κόντεψε να σπάσει απ’
την τρομάρα. Έχασε την ισορροπία της, γλίστρησε και κατέβηκε άλλο
ένα σκαλοπάτι.
Κοίταξε ψηλά τον Κάμερον που την παρατηρούσε, πλαισιωμένος
από το φως του φεγγαριού σαν μια νυχτερινή οπτασία. «Ανάθεμά σε,
Κάμερον!» φώναξε. «Με τρόμαξες!»
«Λυπάμαι, Καλλιόπη. Νόμιζα πως με περίμενες», της είπε και κατέ-
βηκε δίπλα της. Οι μπότες του κλότσησαν μερικά χαλίκια που κατρα-
κύλησαν στην άβυσσο. «Είσαι καλά;»
«Αν εξαιρέσεις την αξιοπρέπειά μου, ναι», μουρμούρισε και πήρε
το απλωμένο χέρι του για να σηκωθεί στα πόδια της. Στάθηκε δίπλα
του στο επάνω σκαλοπάτι έχοντας την αίσθηση ότι ισορροπούσαν
πάνω από ένα παγερό βάραθρο -ακριβώς όπως στο όνειρό της.
«Δε χτύπησες;» τη ρώτησε απαλά.
«Όχι ακόμα».
«Είμαι σίγουρος ότι σου ζήτησα να με συναντήσεις κοντά στο
φράχτη, όχι στον τάφο του γίγαντα», την πείραξε.
«Τάφος είναι;» ούρλιαξε εκείνη. Αυτό δεν της είχε περάσει από το
μυαλό. Υπήρχαν στ’ αλήθεια οστά κάτω από τα πόδια τους;
«Όχι στην κυριολεξία, νομίζω. Παρ’ όλα αυτά, τα σκαλοπάτια πρέ-
πει να οδηγούν κάπου. Φαίνονται να κατεβαίνουν πολύ χαμηλά».
«Αυτό είναι το παράξενο. Την πρώτη φορά που οι αδερφές μου κι
εγώ είδαμε αυτό το μέρος, υπήρχαν μόνο ένα ή δύο σκαλοπάτια. Κι
ύστερα μόνο χώμα».
Ο Κάμερον κοίταξε το άνοιγμα πάνω απ’ τα κεφάλια τους. «Θα
πρέπει να ήταν σκεπασμένο».
«Και γιατί τώρα είναι ανοιχτό; Τι είναι;» Αν όχι τάφος.
«Αν το ξέραμε αυτό, αγαπητή μου Καλλιόπη, είμαι σίγουρος πως
όλες οι ερωτήσεις μας θα έπαιρναν απάντηση. Από την άλλη μεριά,
δε θα είχαμε λόγο να συναντιόμαστε κρυφά!» Το χέρι του έσφιξε το
δικό της και την οδήγησε πάλι επάνω στο νυχτερινό αέρα. «Θα πρέ-
πει να ξαναέρθουμε εδώ όταν θα έχει περισσότερο φως».
Η Καλλιόπη κράτησε το χέρι του, νιώθοντας την ασφάλεια της ζε-
στασιάς του να την τυλίγει, μέχρι που εξαφανίστηκαν όλα τα φαντά-
σματα και όσα έκρυβε γύρω το σκοτάδι. Καθώς την αγκάλιαζε από τη
μέση και την τραβούσε κοντά του, η Καλλιόπη ένιωσε την έξαψή της
να φουντώνει, ερεθιστική και ακαταμάχητη σαν την ίδια τη ζωή.
Δεν ήθελε να πάψει ποτέ να νιώθει έτσι. Δεν ήθελε να χάσει αυτή
την εύθραυστη, εξαίσια μαγεία.
Του χαμογέλασε και τύλιξε τα μπράτσα της γύρω από το λαιμό του
για να μην μπορέσει να φύγει μακριά της. Τα μαλλιά του, τόσο μα-
κριά και σγουρά, ήταν σαν ζεστό μετάξι στην επιδερμίδα της, το
κορμί του ζεστό και δυνατό και υπέροχο πάνω στο δικό της. Πόσο
λαχταρούσε να μείνει στην αγκαλιά του όλη τη νύχτα -όλη της τη
ζωή! Να τον φιλάει, να τον αισθάνεται, και να ξεχάσει κλέφτες και φα-
ντάσματα και οικογένειες. Να ξεχάσει τα πάντα.
«Πόσο όμορφος είσαι, Κάμερον», του ψιθύρισε.
Τα μάτια του άνοιξαν διάπλατα από έκπληξη, αλλά πριν προλάβει
να της απαντήσει, εκείνη ανασηκώθηκε στις μύτες των ποδιών της
και τον φίλησε. Τα χείλη της χάιδεψαν απαλά τα δικά του, ύστερα
ξανά και ξανά, βασανίζοντάς τον, ώσπου ο Κάμερον βόγκηξε και την
τράβηξε ακόμα πιο κοντά, έτσι που δεν τους χώριζε ούτε καν μια α-
νάσα. Τη φίλησε παθιασμένα, η γλώσσα του αναζήτησε τη δική της
και η Καλλιόπη του παραδόθηκε. Παραδόθηκε στην ανάγκη της να
είναι τόσο κοντά του, να τον γεύεται, να τον μυρίζει, να τον απορ-
ροφά ώσπου να γίνει δικός της.
Δεν ήταν σαν το πρώτο φιλί τους, απαλό και διατακτικό, καθώς
μάθαιναν ο ένας τη γεύση του άλλου. Ήταν βιαστικό και παθιασμένο,
γεμάτο από τη λαχτάρα να είναι μαζί, από την ανάγκη να βρεθούν
κοντά και να καταλάβουν πως αυτό που συνέβαινε ήταν αληθινό.
Για πρώτη φορά στη ζωή της η Καλλιόπη δεν αμφέβαλλε για τον
εαυτό της. Δεν ήξερε τι σήμαινε όλη αυτή η καταιγίδα συναισθημά-
των- ήξερε μόνο ότι έπρεπε να είναι κοντά του. Η Μούσα ενωμένη με
το θεό.
Ο Κάμερον τραβήχτηκε αργά, σκορπίζοντας μικρά, φευγαλέα φιλιά
στο μάγουλο, στο σαγόνι της, στο ευαίσθητο σημείο πίσω από το
αυτί της. Η Καλλιόπη ρίγησε από τη θέρμη της ανάσας του.
«Αχ, Καλλιόπη». Ακούμπησε το μέτωπό του πάνω στα μαλλιά της.
«Δεν μπορούμε να συνεχίσουμε έτσι!»
Εκείνη έγνεψε καταφατικά και έκρυψε το πρόσωπό της στην κα-
μπύλη του λαιμού του, ανασαίνοντας βαθιά την αλμυρή, μεθυστική
μυρωδιά της επιδερμίδας του. Ναι, τώρα το καταλάβαινε. Αυτή ήταν
η αλήθεια που πάντα αναζητούσε, η αιώνια ομορφιά. Και ήξερε τι
έπρεπε να κάνει.
Έπρεπε να απαλλαγεί εντελώς από τον παλιό εαυτό της, από τις
παλιές αναστολές και τους φόβους της. Έπρεπε να ξαναγεννηθεί -
μαζί με τον Κάμερον.
Έπρεπε να γίνει τολμηρή.
«Έλα μαζί μου», του ψιθύρισε. Έσφιξε το χέρι του στα δικά της και
τον οδήγησε μέσα στο σκοτεινό κήπο, μακριά από τα μυστικά σκα-
λοπάτια. Τα βήματά της ήταν αβέβαια, αδύναμα από το φιλί τους,
από αυτό που ετοιμαζόταν να κάνει. Ένιωθε το σάστισμά του, όμως
την ακολουθούσε χωρίς λέξη. Η εμπιστοσύνη ήταν ένα από τα πράγ-
ματα που θα έπρεπε να ανακαλύψουν μαζί.
Τον οδήγησε μέσα σε μια συστάδα δέντρων, κατά μήκος ενός στε-
νού, δασωμένου μονοπατιού, ώσπου βρήκε ένα μικρό ξέφωτο, ένα
μικρό κλειστό κύκλο. Στο κέντρο του υπήρχε ένας παλιός λάκκος με
στάχτη που ασήμιζε στο φεγγαρόφωτο. Ένας κύκλος μαγικός, το τέ-
λειο σημείο.
«Καλλιόπη...» άρχισε να της λέει ο Κάμερον με φωνή τραχιά.
«Σσσς». Έφερε τα δάχτυλά της στα χείλη του. Τα λόγια θα διέλυαν
τη μαγεία. Η Καλλιόπη είχε βαρεθεί τα λόγια, την αγωνία, τις σκέψεις
και τον καθωσπρεπισμό. «Απλώς ακολούθησε με».
Έκανε πίσω, έλυσε την κάπα της και την άφησε να πέσει γύρο από
τα πόδια της. Καθώς ο Κάμερον την παρακολουθούσε με μάτια μισό-
κλειστα, κατέβασε το χαμηλό ντεκολτέ του φορέματος της, αποκαλύ-
πτοντας την καμπύλη του στήθους της και τους λευκούς ώμους της.
Μέσα της αναρωτήθηκε για μια στιγμή αν έκανε λάθος. Μήπως δεν
ήταν αρκετά όμορφη; Μήπως...;
Όχι! είπε στον εαυτό της παραμερίζοντας το φόβο. Αυτό που έκανε
ήταν σωστό. Είχε ανάγκη να το κάνει για να απελευθερώσει τον εαυ-
τό της -να απελευθερώσει και τους δύο.
Έλυσε τα μαλλιά της και τίναξε τις μαύρες μπούκλες πάνω στους
ώμους της.
«Βλέπεις, Κάμερον», του είπε, βρίζοντας μέσα της το κοριτσίστικο
τρέμουλο στη φωνή της, γιατί προσπαθούσε να είναι σαγηνευτική,
«μπορώ να είμαι Αφροδίτη όσο και Αθηνά». Άπλωσε το χέρι της, πή-
ρε το δικό του και τον τράβηξε κοντά της.
«Καλλιόπη!» Οι μύες του τεντώθηκαν, σαν να αντιστεκόταν. «Τι έ-
χεις στο μυαλό σου;»
«Σε παρακαλώ, Κάμερον». Κούνησε πέρα δώθε το κεφάλι της
σπρώχνοντας τα μαλλιά πίσω στην πλάτη της, έτσι ώστε να του απο-
καλύψει τα στήθη της στο φως του φεγγαριού, ευχόμενη να ήταν με-
γαλύτερα. «Πρέπει να γίνει εδώ, τώρα, σ’ αυτό το μέρος». Κόλλησε
επάνω του και φίλησε το μάγουλο, το λαιμό και τη γραμμή του σα-
γονιού του. Ο Κάμερον πήρε μια κοφτή ανάσα.
«Σε θέλω, Καμ», του ψιθύρισε. «Εσύ δε με θέλεις;»
«Φυσικά και σε θέλω, όμορφή μου Καλλιόπη. Αλλά...» Τα λόγια του
πνίγηκαν μέσα στο φιλί της και μ’ ένα βαθύ βογκητό ο Κάμερον πα-
ραδόθηκε, ανεβάζοντας τα χέρια του στους γυμνούς ώμους της.
Ήταν λες και πράγματι είχε κυριέψει την ψυχή της η Αφροδίτη,
σκέφτηκε η Καλλιόπη καθώς έλυνε με τόλμη τη γραβάτα του και την
έριχνε στο χώμα. Η θεά οδηγούσε τα χέρια της καθώς άνοιγε το που-
κάμισό του, το στόμα της καθώς φιλούσε τη μικρή λακκούβα στο
λαιμό του, την καμπύλη του ώμου του. Πόσο απαλή ήταν η επιδερ-
μίδα του, πόσο καυτή κάτω από το χάδι της! Η πυρετώδης έξαψη την
είχε ποτίσει ως την ψυχή της.
Ναι, αυτό που έκανε ήταν σωστό.
Ξάπλωσαν αγκαλιασμένοι πάνω στην κάπα της με τα δέντρα να
στροβιλίζονται τρελά πάνω απ’ το κεφάλι της. Η Καλλιόπη προσ-
γειώθηκε επάνω του και πέταξε μακριά το πουκάμισό του.
Ήταν εξαίσιος, σκέφτηκε με κομμένη την ανάσα. Πιο όμορφος από
οποιοδήποτε αρχαίο άγαλμα, γιατί ήταν ζωντανός, παλλόμενος, γε-
μάτος πόθο και δύναμη. Τα χέρια της άγγιξαν διερευνητικά το αραιό
τρίχωμα στο στέρνο του, τη λεπτή γραμμή που οδηγούσε σκανδαλι-
στικά στη ζώνη του παντελονιού του. Οι μύες του στομαχιού του
συσπάστηκαν, η ανάσα του βγήκε ακανόνιστη όταν το χέρι της άγγι-
ξε απαλά το τεντωμένο ύφασμα ακριβώς κάτω από τη ζώνη.
«Καλλιόπη», της είπε μ’ ένα βογκητό. «Πρόσεχε. Αν δεν είσαι σί-
γουρη...»
«Είμαι η Αφροδίτη, το ξέχασες; Δε θα βρισκόμουν εδώ αν δεν ή-
μουν σίγουρη». Ενθουσιασμένη, τολμηρή, φοβισμένη, αμήχανη, ά-
νοιξε το παντελόνι του και το κατέβασε πάνω στους λεπτούς γοφούς
του.
Ο Κάμερον, ξαπλωμένος ανάσκελα, την παρακολουθούσε ακίνητος,
επιφυλακτικός.
«Ω, δεν είναι ακριβώς όπως στις ερμαϊκές στήλες;» είπε συλλογι-
σμένη. Εκείνες οι αρχαίες, ψηλές, επίπεδες στήλες με έναν περίεργα
μεγάλο φαλλό στο κέντρο ήταν μέχρι στιγμής η μόνη της εμπειρία σε
ό,τι αφορούσε αυτό το μέρος της αντρικής ανατομίας. Η πραγματι-
κότητα ήταν πολύ καλύτερη. «Μπορώ να σε αγγίξω;»
Ο Κάμερον γέλασε τραχιά. «Μόνο αν θέλεις να τελειώσουν όλα
πριν ακόμα αρχίσουν. Έλα εδώ, Αφροδίτη μου, και φίλησέ με ξανά
πριν χάσω τελείως τα λογικά μου».
Η Καλλιόπη έπεσε πάλι πανευτυχής στην αγκαλιά του, τα χείλη
τους έσμιξαν, οι καρδιές του χτύπησαν σαν να ήταν μία. Αυτό το φιλί
δεν ήταν καθόλου προσεκτικό, ήταν καυτό, απεγνωσμένο και επιτα-
κτικό, σαν πυροτέχνημα που σκάει στο νυχτερινό ουρανό. Ένιωσε τα
χέρια του να πηγαίνουν στην πλάτη της λύνοντας τις τελευταίες
κορδέλες του φορέματος. Η αύρα ήταν ψυχρή πάνω στην επιδερμίδα
της, αλλά δεν το ένιωθε. Τα ρούχα τώρα ήταν μόνο φυλακή,, ένα ε-
μπόδιο ανάμεσα σ’ εκείνη και στο γυμνό κορμί του. Πέταξε το φόρε-
μά της μακριά και υψώθηκε επάνω του σαν μια γυμνή θεά.
«Καλλιόπη». Ο Κάμερον βόγκηξε και την κράτησε από τους γο-
φούς, αφήνοντας τα μάτια του να απολαύσουν τη θέα της. «Είσαι στ’
αλήθεια υπέροχη».
«Όχι όσο υπέροχος είσαι εσύ», του ψιθύρισε. «Όμορφέ μου Έλλη-
να θεέ».
Κρατώντας τη σφιχτά, την κύλησε από κάτω του, πάνω στη μαλακή
κάπα. Η Καλλιόπη γέλασε καθώς τα μαλλιά της απλώνονταν γύρω
της. Ένιωθε στ’ αλήθεια όμορφη και ελεύθερη έτσι όπως την κοιτού-
σε. Το παρελθόν είχε χαθεί. Υπήρχε μόνο το παρόν, αυτή η στιγμή
που βρισκόταν στη αγκαλιά του άντρα που αγαπούσε. Ο Κάμερον τη
φίλησε και κάθε άλλη σκέψη έσβησε.
Έκλεισε τα μάτια της απολαμβάνοντας το χάδι του, την πίεση του
στόματός του στο στήθος της, στην καμπύλη των πλευρών της. Οι
παλάμες της γλίστρησαν στην πλάτη του, τόσο δυνατή και νεανική,
τόσο ζωντανή κάτω από το άγγιγμά της. Τα πόδια της χωρίστηκαν
και ένιωσε ανάμεσά τους το βάρος του, την πίεση του καυτού, ορ-
θωμένου φύλου του που είχε θαυμάσει πριν λίγο.
Ήξερε τι θα συνέβαινε. Εκείνη και η Κλειώ είχαν κρυφοκοιτάξει μια
φορά κάποια αρχαία σκίτσα από διονυσιακές τελετές και οίκους α-
νοχής της Πομπηίας που είχε ο πατέρας τους. Αλλά καμία από εκεί-
νες τις εικόνες δεν έδινε έστω και μια υποτυπώδη πληροφορία για
την αίσθηση. Αυτό το μεθυστικό συναίσθημα ότι έπεφτε κι όλο έπε-
φτε, παραδομένη σε ένα άλλο άτομο. Σε έναν εντελώς άλλο κόσμο.
«Δε θέλω να σε πονέσω», της είπε ξέπνοος.
Του χαμογέλασε, νιώθοντας ολόκληρο το σώμα της να περιμένει
με λαχτάρα αυτή την τελική ένωση που θα τον έκανε δικό της. «Δε θα
μπορούσες ποτέ να με πονέσεις».
Άνοιξε περισσότερο τα πόδια της προσκαλώντας τον, κι εκείνος
μπήκε μέσα της. Ναι, πόνεσε· πώς θα μπορούσε να μην πονέσει; Ό-
μως αυτός ο πόνος δεν ήταν τίποτα μπροστά στην αίσθηση ότι επι-
τέλους είχε γίνει ένα μαζί του. Τύλιξε γύρω του τα μπράτσα και τις
γάμπες της και τον έσφιξε δυνατά, σαν να μην ήθελε ποτέ να τον α-
φήσει.
«Βλέπεις; Δε με πόνεσες», του ψιθύρισε. «Νιώθω τέλεια».
Ο Κάμερον γέλασε σφιγμένα. «Όχι όσο τέλεια νιώθω εγώ, όμορφή
μου, υπέροχη Καλλιόπη».
Άρχισε να κινείται μέσα της αργά, όλο και πιο οικεία. Η Καλλιόπη
έκλεισε σφιχτά τα μάτια της και ένιωσε τον πόνο να υποχωρεί, μέχρι
που έμεινε μόνο η απόλαυση. Ένα απολαυστικό μυρμήγκιασμα που
φούντωνε μέσα της, μέχρι που απλώθηκε σ’ όλο το κορμί της από
την κορφή μέχρι τα νύχια σαν πυρκαγιά. Ήταν μια απόλαυση που
όμοιά της ούτε είχε νιώσει ούτε είχε φανταστεί ποτέ.
Έβγαλε μια κραυγή θαυμασμού για όλα αυτά, για τις εκρήξεις φω-
τός πίσω από τα κλειστά βλέφαρά της, γαλάζιες, άσπρες και κόκκινες
σαν πολύχρωμα πυροτεχνήματα. Η έξαψη, η πίεση ήταν αβάσταχτη!
Πώς θα επιβίωνε χωρίς να καεί, χωρίς να την καταπιεί η φωτιά;
Πάνω της, γύρω της, ένιωσε την ένταση του Κάμερον να κορυφώ-
νεται, την πλάτη του να καμπυλώνεται. «Καλλιόπη!» τον άκουσε να
κραυγάζει.
Και τότε η Καλλιόπη εξερράγη, χάθηκε μέσα σ’ εκείνα τα φώτα. Αρ-
πάχτηκε σφιχτά από πάνω του και έπεσε μαζί του στη φωτιά.
Μετά από πολλές στιγμές -ώρες ή μέρες;-, η Καλλιόπη άνοιξε αργά
τα μάτια της, σίγουρη πως είχε κατρακυλήσει μέσα σ’ ένα ηφαίστειο.
Αλλά βρισκόταν ακόμη σ’ εκείνο το ξέφωτο του δάσους, ανάμεσα στα
δέντρα, κάτω από το χλομό φως του φεγγαριού της καθημερινής ζω-
ής.
Μιας ζωής που είχε αποκτήσει καινούρια λάμψη.
Δίπλα της, σωριασμένος πάνω στην κάπα της, με τα μπράτσα του
τυλιγμένα σφιχτά γύρω από τη μέση της, ήταν ο Κάμερον. Τα μάτια
του ήταν κλειστά, τα μέλη του απλωμένα χαλαρά από την εξάντληση.
Η Καλλιόπη χαμογέλασε, νιώθοντας να κατεβαίνει αιωρούμενη ξα-
νά στη γη. Ένιωσε το τρίξιμο μικρών κλαδιών και φύλλων κάτω από
την κάπα, πέτρες να πιέζουν το γοφό της, τον ελαφρύ πόνο στα άκρα
της, στα απόκρυφα σημεία της. Δεν την πείραζε, όμως. Τίποτα δεν εί-
χε σημασία εκτός από αυτή τη στιγμή έξω από το χρόνο. Είχε γίνει η.
Αφροδίτη, τουλάχιστον για λίγο. Ή ίσως είχε γίνει ο πραγματικός ε-
αυτός της.
***
Μεταξύ ύπνου και ξύπνου, η Καλλιόπη ρίγησε νιώθοντας τη νυ-
χτερινή αύρα στο κορμί της. Πονούσε και ήταν κουρασμένη -αλλά
και πιο ανάλαφρη απ’ όσο είχε νιώσει ποτέ στη ζωή της! Είχε την αί-
σθηση πως μπορούσε να πετάξει ψηλά μέχρι τα δέντρα.
Το μπράτσο του Κάμερον ήταν βαρύ στη μέση της και κουλουριά-
στηκε πιο σφιχτά πάνω στον παράδεισο του κορμιού του, νιώθοντας
την ανάσα του στον ώμο της, τη συγκρατημένη δύναμη των μυών
του κάτω από τα δάχτυλά της καθώς χάιδευε απαλά το χέρι του από
τον αγκώνα μέχρι τον καρπό.
«Ω Καλλιόπη», μουρμούρισε εκείνος μέσα στα μαλλιά της. «Δε θα
ισχυριστώ πως σε καταλαβαίνω, αλλά ξέρω ένα πράγμα».
Εκείνη του χαμογέλασε. «Και ποιο είναι αυτό;»
«Ότι είσαι στ’ αλήθεια υπέροχη».
Η Καλλιόπη γέλασε και γύρισε προς το μέρος του. Στο φως του
φεγγαριού τα όμορφα χαρακτηριστικά του φάνταζαν μυστηριώδη
και τα χάιδεψε προσεκτικά με το χέρι της.
«Πάλι καλά που δε με λες δεσποτική», του είπε. «Αυταρχική...»
«Και αυτά, επίσης», την πείραξε και, παίρνοντας το χέρι της, άρχι-
σε να φιλάει ένα ένα τα δάχτυλά της. Η Καλλιόπη ρίγησε. «Αγαπημέ-
νη μου δεσποτική Αθηνά, τι σε έκανε αυτό που είσαι;»
«Αναρωτιόμουν το ίδιο για σένα», του είπε. «Δε μοιάζεις με κανέ-
ναν απ’ όσους ξέρω. Απ’ όσους γνώρισα ποτέ».
Ο Κάμερον ξάπλωσε πίσω, ενώ η. Καλλιόπη ανακάθισε και τον κοί-
ταξε από ψηλά. Η έκφρασή του ήταν άδεια. «Εγώ; Μα εγώ είμαι ο πιο
απλός άνθρωπος του κόσμου, εύκολος σαν ανοιχτό βιβλίο».
Η Καλλιόπη ρουθούνισε σαρκαστικά. «Ένα βιβλίο λατινικών, ίσως.
Σπάνια σε καταλαβαίνω».
«Απόψε πάντως με κατάλαβες πολύ καλά!» της είπε γελώντας και
την τράβηξε πάλι κοντά του.
«Μη με πειράζεις». Τον χτύπησε ανάλαφρα στον ώμο. «Θέλω να
καταλάβω και το μυαλό σου».
«Ίσως σου φαίνομαι ακατανόητος επειδή δε μεγάλωσα εδώ, όπως
οι άλλοι θαυμαστές σου. Συχνά δε νιώθω καθόλου Άγγλος».
Η Καλλιόπη έγειρε το κεφάλι της στον ώμο του. «Νιώθεις Έλληνας,
λοιπόν;»
«Όχι, ούτε αυτό. Ίσως να μην ανήκω πουθενά».
Η Καλλιόπη ένιωσε ένα παγερό σφίξιμο θλίψης στην καρδιά της.
Όσο κι αν την εκνεύριζε η οικογένειά της, οι καβγάδες τους, ήξερε
πως ανήκε σ’ αυτούς. Ήταν κομμάτι του εαυτού της, είτε της άρεσε
είτε όχι. «Πώς ήταν η παιδική ηλικία σου, Κάμερον;»
Ανασήκωσε τους ώμους του και η Καλλιόπη ένιωσε τους μυς του
να συσπώνται ελαφρά από κάτω της. Τα δάχτυλά του χάιδεψαν απα-
λά τα μαλλιά της. «Απολύτως συνηθισμένη, θα έλεγα τότε. Δεν ήξερα
τίποτε άλλο. Νόμιζα πως όλοι περνούσαν τη ζωή τους ταξιδεύοντας
από τη Φλωρεντία στη Νάπολη, από τη λίμνη της Γενεύης στη Ρώμη
ή στη Βιέννη. Μου άρεσε να βλέπω καινούρια μέρη και να μαθαίνω
καινούριους τρόπους ζωής».
Καινούριους τρόπους ζωής. Και η Καλλιόπη είχε μάθει μόνο έναν.
«Γιατί διάλεξαν τέτοια νομαδική ζωή οι γονείς σου; Εξαιτίας των με-
λετών του πατέρα σου;»
«Γι’ αυτό, φυσικά. Βρισκόταν πάντα σε αναζήτηση νέων αντικειμέ-
νων. Εκτός αυτού, όμως...»
«Εκτός αυτού, τι;»
«Η μητέρα μου δεν ένιωθε πολύ... άνετα στην Αγγλία».
Η Καλλιόπη συνειδητοποίησε πόσο λίγα ήξερε για τη μακαρίτισσα
λαίδη Γουέστγουντ, εκτός από το ότι ήταν Ελληνίδα. Και πολύ όμορ-
φη, κρίνοντας από τις ελάχιστες φορές που την είχε δει η Καλλιόπη,
με τα ίδια σμιλεμένα χαρακτηριστικά και τα μάτια στο χρώμα του
κονιάκ όπως ο γιος της. «Νοσταλγούσε τη ν πατρίδα της;»
«Μάλλον. Αλλά είχε και μια έμφυτη μελαγχολία. Ποτέ δεν την έδει-
χνε σ’ εμένα, φυσικά. Μαζί μου ήταν πάντα πρόσχαρη και χαμογελα-
στή, μου έλεγε ιστορίες για την παιδική ηλικία της ή για τους αρχαί-
ους θεούς της Ελλάδας. Η Άρτεμις ήταν η αγαπημένη της. Αλλά ακό-
μα και όταν ήμουν παιδί, μπορούσα να διακρίνω τη θλίψη στα μάτια
της. Τη μοναξιά που ένιωθε σ’ έναν τόπο όπου δε θα ήταν ποτέ από-
λυτα αποδεκτή».
«Μα ήταν μια κόμισσα!» αναφώνησε η Καλλιόπη, νιώθοντας έναν
πόνο στην καρδιά για τη δυστυχία εκείνης της γυναίκας που δεν είχε
γνωρίσει ποτέ.
«Μια κόμισσα που ήταν κόρη ενός Έλληνα λόγιου. Ναι, την καλού-
σαν συχνά σε διάφορες εκδηλώσεις και μερικοί άνθρωποι -όπως οι
γονείς σου- ήταν φίλοι της. Όμως νομίζω πως πάντα νοσταλγούσε τη
ζεστασιά της πατρίδας της, το πνεύμα των δικών της ανθρώπων.
Νοσταλγούσε ιδιαίτερα τη Δήλο, τη γενέτειρα της Άρτεμης και του
Απόλλωνα, εκεί όπου την πήγαινε συχνά ο πατέρας της».
«Ήταν ευτυχισμένη όταν ο πατέρας σου την πήγε στην Ευρώπη;»
«Πιο ευτυχισμένη από πριν, νομίζω. Είχε πιο πολύ ήλιο εκεί, οι
άνθρωποι ήταν πιο εκδηλωτικοί. Όμως δεν επέστρεψε ποτέ στην Ελ-
λάδα. Πέθανε στη Νάπολη όταν ήμουν ακόμα μικρός και τότε με έ-
στειλαν πίσω στην Αγγλία, εσωτερικό σ’ ένα σχολείο».
«Κι έτσι πήγες στην Ελλάδα για λογαριασμό της».
Ο Κάμερον γέλασε. «Υποθέτω πως ναι, αν και ποτέ δεν το σκέφτηκα
έτσι! Ήθελα να δω αν οι ιστορίες της ήταν αληθινές».
«Και ήταν;»
«Ω, ναι. Κάτι παραπάνω από αληθινές. Ήταν το καλύτερο δώρο
που μου έκανε».
Η Καλλιόπη τον κοίταξε και είδε τη νοσταλγία στα μάτια του. «Σου
έδωσε την ελευθερία σου».
«Την ελευθερία μου;»
«Ήταν αυτό που πάντα θαύμαζα και ζήλευα σ’ εσένα. Η αδιαφορία
σου για τη γνώμη των άλλων, ο τρόπος που ακολουθούσες το δικό
σου μονοπάτι στη ζωή».
«Είναι αλήθεια πως δε νοιάζομαι για τη γνώμη των άλλων, Καλλιό-
πη. Δεν μπορώ να ανήκω σε μια κοινωνία που φέρθηκε άκαρδα στη
μητέρα μου, έτσι αδιαφορώ για τους κανόνες και ας απαγορεύσεις
τους. Όμως νοιάζομαι αρκετά για τη γνώμη ορισμένων ανθρώπων
για μένα, όπως είναι οι Σόντερς. Εσύ».
«Εγώ;»
«Ειδικά εσύ. Η αποδοκιμασία σου με έχει αποκαρδιώσει πολλές
φορές στο παρελθόν, Αθηνά».
Η Καλλιόπη γέλασε ξαφνιασμένη. «Ποτέ δεν περίμενα ότι οι από-
ψεις μου θα είχαν τέτοιο αντίκτυπο! Και, εν πάση περιπτώσει, τώρα
νιώθω πολύ διαφορετική».
«Ζηλεύεις την ελευθερία; Την αμεριμνησία;»
«Μερικές φορές, ναι».
«Κι εγώ που ζήλευα πάντα την οικογένειά σου».
«Την οικογένειά μου; Την ατίθαση, εριστική οικογένειά μου;»
«Φυσικά. Ζηλεύω τον τρόπο που εσύ και οι αδερφές σου είστε τό-
σο δεμένες, ώστε κανείς δεν μπορεί να σας χωρίσει. Αυτό είναι πολύ
σαγηνευτικό για κάποιον που δεν έχει καθόλου οικογένεια».
«Τις αγαπώ πάρα πολύ. Δε θα μπορούσα να ζήσω χωρίς αυτές. Με-
ρικές φορές όμως θέλω απλώς...»
«Τι είναι αυτό που θέλεις, Καλλιόπη;»
Στηρίχτηκε στον αγκώνα της και ξεροκατάπιε. Μπορούσε να του το
πει; Δεν το είχε ξεστομίσει σε κανέναν, ούτε καν στην Κλειώ.
«Όταν πέθαινε η μητέρα μου», είπε αργά, «καθόμουν δίπλα της και
της κρατούσα το χέρι ενόσω ψηνόταν στον πυρετό. Τότε με έβαλε να
της υποσχεθώ ότι θα φροντίζω πάντα τον πατέρα και τις αδερφές
μου. Είπε ότι ήμουν τόσο προστατευτική απέναντι τους, τόσο υπεύ-
θυνη, ώστε μπορούσε να πεθάνει ήσυχη ξέροντας πως βρίσκονταν
σε καλά χέρια. Πως θα ήμουν η καινούρια μητέρα τους».
Ο Κάμερον πήρε το χέρι της στο δικό του. «Τόσο ντελικάτα χέρια
για μια τόσο σκληρή δουλειά».
Η Καλλιόπη προσπάθησε να αρνηθεί τον έπαινο, ακριβώς όπως
έκανε πάντα. Ήταν μια υπάκουη κόρη, ή τουλάχιστον προσπαθούσε
να είναι. Πώς μπορούσε όμως να του μεταφέρει το βαρύ συναίσθημα
που την είχε κυριέψει τότε, την αίσθηση ότι την είχαν αλυσοδέσει
για πάντα; «Ήμουν η μεγαλύτερη και ένιωθα έτσι κι αλλιώς πάντα
υπεύθυνη για τις αδερφές μου. Από τότε που γεννήθηκε η Κλειώ».
Ο Κάμερον έσφιξε περισσότερο το χέρι της. «Αγαπητή μου, δεσπο-
τική Αθηνά, είναι φυσικό να νοιάζεσαι για την οικογένειά σου, να θέ-
λεις να είναι καλά και ευτυχισμένη. Αυτό όμως δε σημαίνει πως είναι
ένα φορτίο μόνο για τους δικούς σου ώμους».
«Τι εννοείς;»
«Εννοώ ότι εγώ έχω πολλή ελευθερία κι εσύ έχεις πολλές ευθύνες.
Θα πρέπει να τα μοιραστούμε».
Η Καλλιόπη ανακάθισε και τον κοίταξε, τόσο έκπληκτη όσο και ε-
πιφυλακτική. Μήπως εννοούσε... «Τι θες να πεις;»
Την τράβηξε πάνω στο στέρνο του και χάιδεψε τα μακριά μαλλιά
της όπως θα καθησύχαζε κάποιος ένα τρομαγμένο πουλί. «Συνεργα-
ζόμαστε καλά οι δυο μας, έτσι δεν είναι;»
«Διαφωνούμε συνέχεια».
«Όχι και συνέχεια. Εδώ και... ε, τουλάχιστον δύο ώρες δεν τσακω-
θήκαμε καθόλου, έτσι δεν είναι;»
Η Καλλιόπη δεν μπόρεσε να μη γελάσει. «Τα στόματά μας ήταν πο-
λύ απασχολημένα».
«Α, βλέπεις; Έκανες ένα αστείο. Πρέπει ήδη να νιώθεις πιο ελεύθε-
ρη». Την πήρε στην αγκαλιά του σαν να μην ήθελε να την αφήσει να
φύγει. «Τώρα ξεκουράσου. Έχουμε μερικές ώρες ακόμα ως το χάρα-
μα».
Και μερικές ώρες μέχρι την καινούρια ζωή της...
Κεφάλαιο 20
«Αφού οι κυρίες πήγαν στο χωριό για ψώνια, σκέφτηκα ότι εσείς,
κύριοι, μπορεί να θέλατε να ρίξετε μια ματιά σ’ αυτά», είπε ο λόρδος
Κένλι ξεκλειδώνοντας ένα χρηματοκιβώτιο κρυμμένο στη βιβλιοθή-
κη του και βγάζοντας από μέσα ένα άλμπουμ με μεταξωτό εξώφυλλο.
«Η λαίδη Κένλι αγνοεί την ύπαρξή τους, φυσικά. Τα αγόρασα στην
Ιταλία πριν ένα χρόνο, όταν έκανα τη μεγάλη περιοδεία».
Ο Κάμερον άκουγε με μισή προσοχή το λόρδο Κένλι και όσα έλεγε
για το άλμπουμ του, που όπως ήταν αναμενόμενο περιείχε ερωτικά
χαρακτικά διαφόρων θεοτήτων και μυθολογικών μορφών. Στο δικό
του μυαλό στριφογύριζε ακόμα η προηγούμενη νύχτα, η Καλλιόπη
και η έκρηξη του ασυγκράτητου πάθους τους.
Είχε στ’ αλήθεια μαγευτεί από τα αβυσσαλέα μαύρα μάτια της. Πώς
αλλιώς μπορούσε να εξηγήσει την ανάμειξή του στο ανόητο σχέδιό
της να τσακώσουν τον Κλέφτη με τα Κρίνα; Όποιος είχε την ευφυΐα
να αρπάξει εκείνο το διάδημα θα διέφευγε εύκολα από την αδέξια
αστυνομική έρευνά τους. Εκτός αυτού, ο Κάμερον καταλάβαινε ποιο
ήταν το κίνητρο του κλέφτη -ο Άβερτον, η λαίδη Τενμπρέ και οι ό-
μοιοι τους ήταν αναξιόπιστοι φύλακες του αρχαίου πολιτισμού.
Όμως είχε αρχίσει να κατανοεί και την άποψη της Καλλιόπης. Η
κλοπή, ανεξάρτητα από τα καλλιτεχνικά κίνητρα του δράστη, δεν
αποτελούσε λύση. Εδώ δεν ήταν Ελλάδα όπου κυριαρχούσε η λη-
στεία. Στην Αγγλία υπήρχαν αποτελεσματικοί και αυστηροί κανόνες
για την κλοπή. Και ο Κάμερον είχε αρχίσει να φοβάται πως ο κλέφτης
βρισκόταν πιο κοντά τους απ’ όσο νόμιζε η Καλλιόπη. Ίσως μάλιστα
να ήταν μία από τα μέλη της αγαπημένης της Λέσχης Κυριών.
Δεν ήθελε να δει την Καλλιόπη να πληγώνεται, δεν ήθελε να δει
ποτέ εκείνα τα όμορφα μάτια να συννεφιάζουν από λύπη. Ειδικά με-
τά τη χτεσινή νύχτα. Τίποτα δεν ήταν πια το ίδιο.
«Α, να, αυτό εδώ είναι εξαίσιο», είπε ο χερ Μίλερ. Ο Κάμερον σή-
κωσε το βλέμμα του και είδε ότι ο καθηγητής είχε εγκαταλείψει τα
πονηρά χαρακτικά με τη Λήδα και τον κύκνο, τη Δανάη και τη βροχή
από χρυσάφι, και παρατηρούσε τους πιο συντηρητικούς πίνακες
που εκτίθονταν στους τοίχους.
Ο Κάμερον πλησίασε για να παρατηρήσει κι εκείνος τον καμβά.
Ήταν το Ο Έρωτας Δένει τα Μάτια της Νιότης, όπου ένας μικρός λευκο-
ρόδινος άγγελος έδενε γελώντας ένα μαντίλι γύρω από τα μάτια μιας
νεαρής γυναίκας. Γυαλιστερές μαύρες μπούκλες σκέπαζαν τους γυ-
μνούς ώμους της καθώς ο λευκός μεταξωτός χιτώνας της γλιστρούσε
και εκείνη, γελώντας επίσης, άπλωνε το χέρι σαν να ήθελε να αγγίξει
το θεατή.
Έμοιαζε με την Καλλιόπη, σ’ εκείνες τις σπάνιες στιγμές που αφη-
νόταν στη χαρά. Η καμπύλη του στόματός της, το απαλό κοκκίνισμα
στα μάγουλα.
«Πανέμορφο, πράγματι», είπε ο Κάμερον.
«Κι αυτό εδώ είναι εξαιρετικό επίσης», είπε ο χερ Μίλερ δείχνοντας
μια σκηνή με το Σωκράτη να μιλάει στους μαθητές του στην αγορά.
Σε αντίθεση με τον προηγούμενο πίνακα, αυτός δεν επηρέαζε συναι-
σθηματικά τον Κάμερον, παρ’ όλα αυτά θαύμασε τη λεπτομερή απει-
κόνιση του θέματος.
«Ναι, οι κίονες εδώ και εδώ, τα σκαλιά πάνω στα οποία κάθεται ο
Σωκράτης, τα χρώματα», σχολίασε ο χερ Μίλερ. «Θυμίζει όλα όσα
αγαπάμε στον κλασικό κόσμο, για; Την τάξη και τη συμμετρία».
Ο Κάμερον χαμογέλασε. «Κάποιοι ισχυρίζονται πως η τάξη και η
συμμετρία είναι ψυχρές».
«Εσείς κι εγώ όμως ξέρουμε πως αυτό δεν είναι αλήθεια, λόρδε
Γουέστγουντ! Οι ελληνικές φόρμες μπορεί να είναι αυστηρές και μα-
θηματικές, όμως είναι επίσης γεμάτες ζωή».
Ο Κάμερον κοίταξε τη μαυρομάλλα Νιότη. «Μια αρμονία μεταξύ
πάθους και τάξης;»
«Ακριβώς, λόρδε Γουέστγουντ. Λένε πως έχετε ταξιδέψει στην Ελ-
λάδα, σωστά;»
«Ναι. Η μητέρα μου ήταν Ελληνίδα, έτσι μεγάλωσα ακούγοντας
μύθους για τους θεούς και τις θεές που ζούσαν κάτω από τον καυτό
ήλιο της Ελλάδας».
«Τότε πρέπει να καταλαβαίνετε καλύτερα από τους περισσότερους
Άγγλους αυτόν το διχασμό ανάμεσα στη λογική και στο συναίσθημα.
Και πολύ καλύτερα από εμάς τους Γερμανούς! Μελετώ την τάξη σ’
όλη τη ζωή μου. Αδυνατώ ωστόσο να συλλάβω το συναίσθημα. Ίσως
οφείλω να ταξιδέψω κι εγώ στην Ελλάδα, για;»
«Θα σας το συνιστούσα ανεπιφύλακτα», είπε ο Κάμερον. «Ποτέ δεν
κατάλαβα πραγματικά τους μύθους μέχρι που πάτησα στη γη όπου
γεννήθηκαν».
Στην πραγματικότητα τους είχε καταλάβει απόλυτα μόνο όταν
γνώρισε την Καλλιόπη. Τότε είδε για πρώτη φορά πόσο τέλεια μπο-
ρούσαν να συνυπάρχουν η ψυχρή τάξη και το καυτό πάθος.
«Τότε πρέπει να πάω. Όπως όλοι οι Άγγλοι ποιητές σας άλλωστε! Α,
να κι ένας πίνακας με τις Μούσες στον Ελικώνα!» Ο χερ Μίλερ έδειξε
τη μεγάλη σκηνή με τις Εννέα Μούσες, συγκεντρωμένες γύρω από
την ιερή πηγή με τα διάφορα σύμβολα και τον εξοπλισμό τους. «Ό-
πως οι νεαρές δεσποινίδες, οι Τσέις».
Το βλέμμα του Κάμερον προσηλώθηκε στην κεντρική φιγούρα, η
οποία έστεκε ελαφρώς ψηλότερα απ’ τις υπόλοιπες. Η Καλλιόπη, η
μεγαλύτερη από τις Μούσες, προστάτιδα της επικής ποίησης, κρα-
τούσε την πλάκα γραφής της. Σε αντίθεση με την αληθινή Καλλιόπη,
είχε χρυσαφένια μαλλιά, αλλά η έκφρασή της ήταν η ίδια -σταθερή
και σοβαρή καθώς κοίταζε το θεατή.
«Ίσως όχι ακριβώς όπως οι δεσποινίδες Τσέις», είπε.
«Α, όχι! Βλέπετε, αυτή η Κλειώ δεν έχει κόκκινα μαλλιά. Και αυτή η
Θάλεια δεν είναι, πώς το λέτε, τόσο πληθωρική».
Ο Κάμερον κοίταξε τη Θάλεια, που το μισό πρόσωπό της ήταν
κρυμμένο πίσω από τη θεατρική μάσκα την οποία κρατούσε. Δίπλα
της καθόταν η Κλειώ, με τα ανοιχτά καστανά μαλλιά της πλεγμένα σ’
ένα περιποιημένο στεφάνι. Κρατούσε μια περγαμηνή και μια στοίβα
από βιβλία. Δίπλα στο σανδαλοφορεμένο πόδι της που ξεπρόβαλλε
μέσα από το γρασίδι υπήρχε ένας πορφυρός υάκινθος.
«Ο καλλιτέχνης χρησιμοποίησε περίφημα το συμβολισμό», είπε ο
χερ Μίλερ γνέφοντας προς το άνθος.
«Πράγματι. Η Κλειώ ήταν η μητέρα του Υάκινθου...» Η φωνή του
Κάμερον έσβησε καθώς θυμόταν τη μυστηριώδη λίστα. Το Γκρίζο Πε-
ριστέρι, το Χρυσό Γεράκι, ο Πορφυρός Υάκινθος...
Ο Πορφυρός Υάκινθος. Δεν ήταν δυνατό. Κι από την άλλη μεριά,
ήταν παράξενα λογικό.
«...και εδώ βλέπουμε το Μαντείο των Δελφών», έλεγε τώρα ο χερ
Μίλερ, έχοντας προχωρήσει στον επόμενο πίνακα. Ο Κάμερον όμως
κοιτούσε ακόμα την Κλειώ και το πορφυρό λουλούδι. Το ζωγραφι-
σμένο βλέμμα της, ευθύ και κοροϊδευτικό, έμοιαζε να τον προκαλεί
να το πει δυνατά. «Σίγουρα έχετε πάει στους Δελφούς, έτσι δεν είναι,
λόρδε Γουέστγουντ;»
Ο Κάμερον κατέπνιξε την ψυχρή αίσθηση της έκπληξης και της συ-
νειδητοποίησης. Της επίγνωσης ότι ήταν πολύ, πάρα πολύ ανόητος.
Δεν είχε τώρα χρόνο γι’ αυτά. Δεν μπορούσε να κατηγορήσει ανοιχτά
την αδερφή της γυναίκας που αγαπούσε! Δεν ήταν καν εντελώς σί-
γουρος. Δεν είχε τίποτα περισσότερο από ένα λουλούδι και το ένστι-
κτό του. Έπρεπε να κινηθεί αργά, προσεκτικά.
Και, διάβολε, πώς θα το έλεγε στην Καλλιόπη;
«Ναι», είπε γυρίζοντας την πλάτη του στις Μούσες. «Αν και σήμερα
οι Δελφοί δεν είναι παρά ένα μικρό χωριό που το λένε Καστρί. Δεν
έχει απομείνει ίχνος από την Πυθία, μόνο μερικοί σπασμένοι κίονες
ανάμεσα στα γαϊδουράγκαθα».
«Θλιβερό. Παρ’ όλα αυτά, θα πρέπει να είναι συναρπαστικό να
στέκεται κανείς στο μέρος όπου έζησαν τόσο σπουδαίοι μάντεις!»
Ο Κάμερον συνέχισε να κουβεντιάζει με τον χερ Μίλερ και να πα-
ρατηρεί τους πίνακες και τα έργα τέχνης στις γυάλινες προθήκες του
λόρδου Κένλι. Οι σκέψεις του όμως έτρεχαν διαρκώς σ’ εκείνο το μι-
κρό λουλούδι.
***
Η Καλλιόπη έγειρε πίσω στο κάθισμα της άμαξας και κοίταξε έξω
στο δρόμο καθώς επέστρεφαν στο Κένλι Άμπι. Η Θάλεια και η Έμελιν
φλυαρούσαν χαρούμενα για τα καινούρια καπέλα τους, ενώ η Λότι
ήταν κρυμμένη πίσω από ένα μυθιστόρημα που είχε αγοράσει στο
μικρό βιβλιοπωλείο στο χωριό και έβγαζε κραυγές κάθε φορά που
διάβαζε κάτι δραματικό. Μόνο η Καλλιόπη και η Κλειώ, καθισμένες η
μία δίπλα στην άλλη, ήταν αμίλητες.
Η Καλλιόπη δεν μπορούσε να μαντέψει τις σκέψεις της αδερφής
της, αλλά εκείνη θυμόταν την προηγούμενη νύχτα. Το σμίξιμό της με
τον Κάμερον, τα φιλιά και τα βογκητά τους μέσα στο σκοτάδι, τις ε-
ξομολογήσεις που είχαν μοιραστεί.
Ο Κάμερον ήταν.... Εντάξει, ήταν υπέροχος. Τι θα συνέβαινε όμως
από εδώ και πέρα;
Τα είχε χαμένα. Δεν είχε βρει περισσότερες απαντήσεις από την
ημέρα που ήρθαν στο Γιόρκσάίρ, ούτε για τον Κλέφτη με τα Κρίνα
ούτε για τον Κάμερον ούτε και για τον εαυτό της.
Έστριψαν σε έναν άλλο δρόμο και εμφανίστηκε μπροστά τους το
κάστρο του δούκα, ένας αγνός γκρίζος όγκος στο μπλε φόντο του
ουρανού. Την πρώτη φορά που το είχε δει η Καλλιόπη, είχε σκεφτεί
που του έλειπαν μόνο οι σημαίες που προσκαλούσαν τούς πολεμι-
στές στην κονταρομαχία πλαταγίζοντας στον άνεμο. Η σημαίες ήταν
τώρα εκεί, ζωηρόχρωμα πράσινα, λευκά και χρυσαφιά ορθογώνια
υφάσματα.
«Λες να θέλει να το παρουσιάσει σαν το νέο Κάμελοτ, Καλ;» ρώτησε
η Κλειώ.
Η Καλλιόπη γύρισε και είδε την αδερφή της να κοιτάζει με βλέμμα
ανεξιχνίαστο το κάστρο. «Ίσως είναι ένας τρόπος να μας καλωσορί-
σει στο δείπνο του. Σε μια θεματική βραδιά».
«Μια αναφορά στη μεσαιωνική εποχή; Τότε να βρω το πέπλο και
την μπέρτα μου και να ελπίζω να μην περιλαμβάνονται βασανιστή-
ρια στις εκδηλώσεις».
«Λες να μας ρίξει όλους στο μπουντρούμι;»
Η Κλειώ χαμογέλασε ειρωνικά. «Εσύ δε χρειάζεται να ανησυχείς για
κάτι τέτοιο, Καλ. Ο λόρδος Γουέστγουντ σίγουρα θα έρθει καλπάζο-
ντας πάνω στο άσπρο άλογό του και θα σε σώσει».
Η Καλλιόπη πήρε το χέρι της αδερφής της. «Ούτε εσύ πρέπει να
φοβάσαι το δούκα, Κλειώ. Δε χρειάζεται καν να πας στο δείπνο! Δεν
καταλαβαίνω γιατί μας προσκάλεσε. Νόμιζα πως ήρθε εδώ για να
απομονωθεί μαζί με την Αλαβάστρινη Θεά μακριά από τον κόσμο».
Η Κλειώ έσφιξε το χέρι της. «Ούτε εγώ το καταλαβαίνω, αλλά για
κάποιο λόγο νιώθω πως πρέπει να πάω».
«Για να προστατεύσεις τη θεά;»
«Ναι. Και...»
«Και τι άλλο;»
Η Κλειώ ανασήκωσε τους ώμους της. «Τι άλλο μπορεί να υπάρχει;»
Κεφάλαιο 21