You are on page 1of 242

Amanda McCabe

TO ΚΥΝΗΓΙ
TOY ΚΛΕΦΤΗ
Μετάφραση: Έφη Αρβανίτη

ΧΑΡΛΕΝΙΚ ΕΛΛΑΣ
ΕΚΔΟΤΙΚΗ A. Β. Ε. Ε.
Φειδίου 18,106 78 Αθήνα
Τηλ.: 210 3609 438,210 3629 723
www.arlekin.gr
Τίτλος πρωτοτύπου:
To Catch a Rogue
© 2008 Ammanda McCabe
© 2014 ΧΑΡΛΕΝΙΚ ΕΛΛΑΣ ΕΚΔΟΤΙΚΗ ABEE για την ελληνική γλώσσα,
κατόπιν συμφωνίας με τη HARLEQUIN BOOKS S.A. All rights reserved.
To λογότυπο ΑΡΛΕΚΙΝ και το σχέδιο του Ρόμβου είναι εμπορικά
σήματα ιδιοκτησίας της Harlequin Enterprises Limited ή των θυγα-
τρικών εταιρειών της και χρησιμοποιούνται από άλλους κατόπιν α-
δείας.
Η εικόνα εξωφύλλου χρησιμοποιείται κατόπιν συμφωνίας με τη
Harlequin Books S.A. All rights reserved.
Μετάφραση: Έφη Αρβανίτη
Επιμέλεια: Θάλεια Ευθυμίου
Διόρθωση: Κυριάκος Μιχελόγκωνας
Το βιβλίο αυτό είναι έργο φαντασίας. Τα ονόματα, οι χαρακτήρες,
οι τοποθεσίες και τα περιστατικά είτε είναι προϊόν της φαντασίας
του συγγραφέα είτε χρησιμοποιούνται κατά τρόπο μυθιστορηματι-
κό. Οποιαδήποτε ομοιότητα με πραγματικά πρόσωπα, εν ζωή ή όχι,
γεγονότα, τοποθεσίες ιδρύματα ή επιχειρήσεις είναι εντελώς συ-
μπτωματική.
Απαγορεύονται η αναδημοσίευση και αναπαραγωγή -ολική, μερική
ή περιληπτική-, η κατά παράφραση ή διασκευή απόδοση του κειμέ-
νου με οποιονδήποτε τρόπο -μηχανικό, ηλεκτρονικό, φωτοτυπικό,
ηχογράφησης ή άλλον- χωρίς προηγούμενη γραπτή άδεια του εκδό-
τη, σύμφωνα με το Νόμο 2121/1993 και τις διεθνείς συμβάσεις περί
πνευματικής ιδιοκτησίας.
ISSN 1108-4324
ΚΛΑΣΙΚΑ ΑΡΛΕΚΙΝ - ΤΕΥΧΟΣ 325 Τυπώθηκε και βιβλιοδετήθηκε
στην Ελλάδα.
Made and printed in Greece.
Πρόλογος

Γης ιερή, όπου αν τραβούν τα βήματά μας


δε θα βρουν κάτι χυδαίο στημένο.
Μ’ αντίθετα ένα απέραντο βασίλειο
θαυμάτων ολόγυρα απλωμένο.
Εδώ κι αυτά τα πλάσματα της μούσας
τα νομίζεις πως είν’ αληθινά.
Και στα στερνά κουράζεσαι ν’ αναθωρείς εδώ
τόσα πολλά απ’ τα όνειρά σου τα νεανικά... 1
Λόρδος Μπάιρον
Ποτέ άλλοτε δεν υπήρξε νύχτα σκοτεινή σαν αυτή.
Το φεγγάρι, μια λεπτή φέτα πάνω από τις λοξές σκεπές του Λονδί-
νου, είχε σχεδόν κρυφτεί πίσω από τα σύννεφα που έτρεχαν ορμητι-
κά στον ουρανό. Δεν υπήρχαν αστέρια, ούτε μια αστραφτερή μικρή
λάμψη, ενώ η διαβόητη αιθαλομίχλη του Λονδίνου απλωνόταν αργά
πάνω από τον αργοκίνητο Τάμεση. Ένα βαρύ, πνιγηρό πέπλο από
γκριζοπράσινη γλίτσα θα σκέπαζε σε λίγο την πόλη, σβήνοντας ακό-
μα κι αυτή τη θαμπή λάμψη του μικρού φεγγαριού.
Κανείς ωστόσο από τους προσκεκλημένους στο χορό της μαρκησί-
ας του Τενμπρέ -δηλαδή απ’ όλα τα σημαίνοντα μέλη της αριστοκρα-
τίας- δεν έδινε δεκάρα γι’ αυτή τη δυσοίωνη νύχτα που κάλυπτε τα
πάντα έξω από τη φωταγωγημένη έπαυλη. Αυτοί τριγύριζαν στην
κατάμεστη αίθουσα χορού γελώντας, χορεύοντας, ανταλλάσσοντας
τα τελευταία κουτσομπολιά πίσω από μεταξωτές βεντάλιες, πίνοντας
σαμπάνια και κλέβοντας φιλιά κρυμμένοι πίσω από τους πελώριους
φοίνικες σε γλάστρες της βεράντας. Για όλους αυτούς υπήρχε μόνο
εκείνη η αίθουσα με τα μάρμαρα και τη χρυσοποίκιλτη διακόσμηση,
η χαρούμενη ατμόσφαιρα που παλλόταν από τη μουσική, τις φωνές
και το κροτάλισμα των κρυστάλλινων ποτηριών.
Ούτε ένας απ’ αυτούς -ούτε καν η ίδια η μαρκησία, την οποία προς
το παρόν απασχολούσε έντονα η ξαφνική έλλειψη από τάρτες αστα-

1 Απόσπασμα από το «Τσάιλντ Χάρολντ», μετ. Μαρίας Ιω. Κεσίση, Εκδόσεις Κ. X. Σπανού, Αθήνα, 1977. (Σ.τ.Μ.)
κού- δεν πρόσεξε το παράθυρο της βιβλιοθήκης να ανοίγει αθόρυβα.
Κάποιος επωφελούνταν από το σκοτάδι, και όχι για μερικά κρυφά
χάδια στη βεράντα. Όχι, αυτός ο άνθρωπος είχε κάτι πολύ πιο σημα-
ντικό και δόλιο στο μυαλό του.
Καθώς το παράθυρο άνοιγε, αυτός ο άνθρωπος, ψηλός και αδύνα-
τος, μασκοφορεμένος και ντυμένος απ’ την κορφή ως τα νύχια στα
μαύρα, σκαρφάλωσε και πήδησε ανάλαφρα πάνω στο ακριβό χαλί.
Κινούνταν ελαφροπάτητος σαν γάτα πάνω σε μεταξωτό υφάδι.
Κούρνιασε αμέσως χαμηλά κρατώντας την αναπνοή του, ενώ τα ζω-
ηρά μάτια του, δύο μικρές σχισμές πάνω στη σατέν μάσκα του, κι-
νούνταν αριστερά δεξιά. Όπως το περίμενε, η βιβλιοθήκη ήταν ά-
δεια, φωτισμένη μόνο από μια λάμπα λαδιού πάνω στο καλογυαλι-
σμένο γραφείο. Μια χρυσαφιά λάμψη απλωνόταν κυκλικά τριγύρω,
ενώ οι άκρες του δωματίου ήταν βυθισμένες στο σκοτάδι. Ράφια
σκέπαζαν τους τοίχους από το πάτωμα ως το ταβάνι, γεμάτα με δερ-
ματόδετους τόμους που φαίνονταν σχεδόν σαν να μην είχαν αγγιχτεί
ποτέ, πόσο μάλλον να είχαν διαβαστεί και αγαπηθεί.
Τι περίμενες, σκέφτηκε ο εισβολέας. Η γηραιά λαίδη Τενμπρέ δε φημί-
ζεται για την ευφυΐα της, σωστά;
Κι όμως, ο μακαρίτης λόρδος Τενμπρέ φημιζόταν για το πάθος του
για τις ιταλικές αντίκες, κι αυτό ήταν που είχε τραβήξει το ενδιαφέ-
ρον του μαυροφορεμένου άντρα. Μόλις σιγουρεύτηκε πως ήταν μό-
νος, σηκώθηκε όρθιος και διέσχισε προσεκτικά το δωμάτιο. Το σκο-
τάδι δεν τον εμπόδιζε -η διαρρύθμιση της βιβλιοθήκης είχε μελετη-
θεί προσεκτικά, κάθε πολυθρόνα και τραπέζι είχαν χαρτογραφηθεί
ως. την τελευταία λεπτομέρεια. Αυτός ο άνθρωπος ήξερε πολύ καλά
τι έψαχνε.
Στην απέναντι άκρη του δωματίου, και στις δύο πλευρές του σκα-
λιστού τζακιού, υπήρχαν κιβώτια με γυάλινα καπάκια, καθένα από
αυτά γεμάτο μέχρι πάνω με τα παράνομα κέρδη του μαρκήσιου. Στα
νιάτα του,-πριν από πολλά χρόνια, είχε υπηρετήσει ως διπλωμάτης
του βρετανικού βασιλείου στη Νάπολη. Από εκεί έστελνε στην πα-
τρίδα πολλά τέτοια κιβώτια, γεμάτα με γλυπτά, κοσμήματα, πίνακες
και βάζα. Μόνο ένα μικρό μέρος της συλλογής βρισκόταν σ’ αυτή τη
βιβλιοθήκη.
Τα καλύτερα κομμάτια.
«Α, ναι», ψιθύρισε ο εισβολέας. «Εδώ είστε».
Από μια τσέπη έβγαλε ένα λεπτό λεπίδι και το έχωσε προσεκτικά
στην κλειδαριά του κιβωτίου. Μ’ ένα στρίψιμο προς τα πάνω, ο μη-
χανισμός ξεκλειδώθηκε.
«Πόση αμέλεια», μουρμούρισε ο άντρας σηκώνοντας το καπάκι.
Μα την αλήθεια, οι άνθρωποι που δεν μπορούσαν να φυλάξουν τα
υπάρχοντά τους δεν άξιζαν να τα κατέχουν.
Το αντικείμενο που επιθυμούσε βρισκόταν στο κέντρο της συλλο-
γής, ένα λεπτό ετρουσκικό διάδημα από χρυσάφι σφυρηλατημένο σε
σχήμα ντελικάτων φύλλων και μίσχων αμπελιού. Κάποτε κοσμούσε
το κεφάλι μιας βασίλισσας. Τώρα ικανοποιούσε απλώς τη ματαιοδο-
ξία μιας γηραιάς Αγγλίδας.
Όχι όμως για πολύ.
Ο άντρας έπιασε το διάδημα με τα μαύρα γαντοφορεμένα χέρια
του. Ακόμα και μέσα στο σκοτάδι, το κόσμημα άστραφτε, φωτεινό και
τέλειο σαν τον ιταλικό ουρανό. Φαινόταν εξαιρετικά εύθραυστο, κι
όμως είχε διατηρηθεί σε άριστη κατάσταση μετά από τόσες χιλιάδες
χρόνια.
«Σύντομα θα είσαι ασφαλές», ψιθύρισε καθησυχαστικά ο άντρας
καθώς το διάδημα εξαφανιζόταν μέσα στην τσέπη του.
Μόλις η λάμψη του χάθηκε, ένας δυνατός γδούπος ακούστηκε έξω
από την πόρτα της βιβλιοθήκης. Το μασκοφορεμένο κεφάλι γύρισε
απότομα προς τα πίσω και ο άντρας αφουγκράστηκε με ορθάνοιχτα
μάτια και δυνατό καρδιοχτύπι.
«Όχι, Άγκνες, δεν πρέπει να το κάνουμε αυτό!» Ένας άντρας βόγκη-
ξε, και η μεθυσμένη φωνή του αντήχησε δυνατά μέσα στην ησυχία
του δωματίου.
«Ω, μα πρέπει!» απάντησε μια γυναίκα. «Δεν έχουμε πολύ χρόνο. Ο
σύζυγός μου σε λίγο θα φύγει από την αίθουσα χαρτοπαιξίας και θα
αρχίσει να με αναζητά».
Ακούστηκε κι άλλος γδούπος, ύστερα ο ήχος του πόμολου καθώς ο
ένας απ’ τους δύο, είτε η Αγκνες είτε ο μεθυσμένος σύντροφός της,
θέλησε να μπει στο δωμάτιο.
Ώρα να πηγαίνω. Άλλο ένα αντικείμενο ξεπρόβαλε από εκείνη την
τσέπη, ένας τέλειος λευκός κρίνος που τοποθετήθηκε στην άδεια θέ-
ση του διαδήματος. Ύστερα η μορφή έτρεξε προς το παράθυρο και
βγήκε στο περβάζι. Τη στιγμή που η πόρτα άνοιγε, ο διαρρήκτης ε-
ξαφανιζόταν μέσα στη σκοτεινή νύχτα.
Ο Κλέφτης με τα Κρίνα είχε χτυπήσει ξανά.
Κεφάλαιο 1

«Κηρύσσω την έναρξη της συνεδρίασης της Λέσχης Φιλότεχνων


Κυριών», ανήγγειλε η Καλλιόπη Τσέις, χτυπώντας το σφυράκι της
πάνω στο τραπέζι εμπρός της. «Η γραμματέας μας, η δεσποινίς
Κλειώ Τσέις, θα κρατήσει τα πρακτικά».
Τα φλιτζάνια του τσαγιού και τα πιάτα με τα γλυκίσματα κατέβη-
καν αργά στις ποδιές των κυριών και στα τραπέζια και τα μέλη της
λέσχης έστρεψαν την προσοχή τους στην ιδρύτρια και πρόεδρό
τους. Το ζωηρό φως του ήλιου έμπαινε απ’ τα ψηλά παράθυρα του
σαλονιού της έπαυλης των Τσέις, ζεσταίνοντας και φωτίζοντας το
δωμάτιο μετά την παγωμένη καταχνιά της προηγούμενης νύχτας,
κάνοντας τα παστέλ σακάκια και τα φορέματα από μουσελίνα να λά-
μπουν. Όλα μέσα στο μοντέρνα διακοσμημένο δωμάτιο ήταν όπως
ακριβώς έπρεπε -οι κυρίες καθισμένες στις όμορφες πολυθρόνες και
τους καναπέδες, τα πορσελάνινα σερβίτσια, τα ασημικά, οι υπηρέ-
τριες που περίμεναν διακριτικά, οι απαλές μελωδίες του Μότσαρτ
από το πιάνο στη γωνία.
Όλα ορθά και καθωσπρέπει. Εκτός από ένα πράγμα. Πίσω από την
Καλλιόπη, στηριγμένο πάνω στο ψηλό βάθρο του, υπήρχε ένα μαρ-
μάρινο άγαλμα του Απόλλωνα. Ένα ανατομικά σωστό, εντελώς γυμνό
άγαλμα του Απόλλωνα.
Αλλά πάλι, τι άλλο θα κοσμούσε ένα σπίτι που ανήκε στο διάσημο
μελετητή της ελληνικής ιστορίας, τον σερ Γουόλτερ Τσέις; Ένα σπίτι
στο οποίο κατοικούσαν οι εννέα κόρες του, με τα ονόματα των Εννέα
Μουσών, και καλλιεργούσαν τα δικά τους, όχι πάντα εντελώς καθω-
σπρέπει ενδιαφέροντα.
Η Καλλιόπη, η είκοσι ενός ετών πρωτότοκη από τις Μούσες Τσέις,
επίσης διέψευδε τις προσδοκίες. Ήταν αρκετά ελκυστική, έχοντας
κληρονομήσει τα χαρακτηριστικά από τη γαλλική οικογένεια της μα-
καρίτισσας μητέρας της, με μαύρα μαλλιά, καστανά μάτια και άψογη
λευκή επιδερμίδα· χαρακτηριστικά τα οποία -σε συνδυασμό με την
περιουσία των Τσέις- είχαν προσελκύσει αρκετούς από τους περιζή-
τητους γαμπρούς. Εκείνη όμως τους είχε απορρίψει όλους. «Δε νοιά-
ζονται καθόλου για την ιστορία και τις αρχαιότητες», είχε πει στον
πατέρα της, κι εκείνος συμφώνησε αμέσως ότι εκείνοι οι νεαροί δε
θα ήταν ποτέ κατάλληλοι για τις Μούσες Τσέις.
Επίσης την ενδιέφεραν ελάχιστα η μόδα, ο χορός ή τα χαρτιά, και
προτιμούσε να περνάει το χρόνο της στο γραφείο της ή να συζητάει
για τις μελέτες της με ανθρώπους που είχαν τις ίδιες αντιλήψεις με
εκείνη. Αυτός ήταν ο λόγος που είχε ιδρύσει τη Λέσχη Φιλότεχνων
Κυριών, ώστε εκείνη και οι αδερφές της να μπορούν να συνανα-
στρέφονται γυναίκες που δεν είχαν στο μυαλό τους μόνο φορέματα
και καπέλα.
Έτσι είχαν συγκεντρωθεί και σήμερα. Στη λέσχη τους ήταν μέλη
δύο από τις φίλες τους, μαζί με τρεις από τις μεγαλύτερες κόρες
Τσέις (οι άλλες έξι ήταν ακόμα μαθήτριες, και κατά συνέπεια παρέμε-
ναν υποψήφια μέλη). Επίσης υπήρχε μια λίστα αναμονής, αν και η
Καλλιόπη υποψιαζόταν ότι πολλές από αυτές ήθελαν απλώς να ρί-
ξουν μια ματιά στον Απόλλωνα. Συναντιούνταν μια φορά την εβδο-
μάδα κατά τη διάρκεια της κοινωνικής σεζόν για να μιλήσουν για ι-
στορία, λογοτεχνία, τέχνες, μουσική. Συχνά είχαν κάποιον φιλοξε-
νούμενο ομιλητή, γνωστό του πατέρα των Μουσών, ή κάποιο ζω-
γράφο. Μερικές φορές απλώς συζητούσαν μεταξύ τους ένα βιβλίο
που είχαν διαβάσει ή μια όπερα που είχαν παρακολουθήσει ή μερι-
κές φορές η Θάλεια, η τρίτη αδερφή Τσέις και ένθερμη μουσικός, ε-
κτελούσε κάποιο σκανδαλώδες και παθιασμένο κομμάτι του Μπετό-
βεν.
Όχι σήμερα, όμως. Σήμερα είχαν να συζητήσουν ένα πολύ σοβαρό
θέμα, κάτι που μαρτυρούσαν οι σφιγμένοι ώμοι της Καλλιόπης μέσα
από το λευκό φόρεμά της από μουσελίνα. Σιωπή απλώθηκε στο η-
λιόλουστο δωμάτιο και κάθε κροτάλισμα και θόρυβος σταμάτησε.
Ακόμα και η Θάλεια έπαψε να παίζει στο πιάνο και γύρισε στη θέση
της για να κοιτάξει την αδερφή της.
Η Καλλιόπη σήκωσε ένα αντίτυπο της Ποστ και έδειξε ένα μαύρο
πηχυαίο τίτλο: Ο Κλέφτης με τα Κρίνα Επιστρέφει!
«Είχε πολλές εβδομάδες να χτυπήσει», είπε μαλακά η Καλλιόπη. Η
φωνή της ήταν ήρεμη, ένιωθε όμως τα μάγουλά της να καίνε από την
εσωτερική οργή της. Πολλές εβδομάδες, γι’ αυτό και πίστευε ότι ο
Κλέφτης με τα Κρίνα είχε εξαφανιστεί όπως κόπαζαν τόσα άλλα γε-
γονότα που έκαναν αίσθηση. Ένα διήμερο σκάνδαλο κι ύστερα κά-
ποιο άλλο, πότε ένα ζευγάρι που κλέφτηκε, κανένα διαζύγιο ή κά-
ποιο άλλο ασήμαντο περιστατικό. «Μάλλον πίστεψε πως οι άνομες
πράξεις του δεν τραβούσαν πια την προσοχή».
Η αδερφή της η Κλειώ σήκωσε το βλέμμα της από τα πρακτικά α-
νασηκώνοντας ένα φρύδι πάνω από τα γυαλιά της. Όμως δεν είπε
τίποτα. Απλώς συνέχισε να κρατάει τις σημειώσεις της. Εκείνη που
μίλησε ήταν η λαίδη Έμελιν Σόντερς. «Ίσως ο Κλέφτης με τα Κρίνα
έχει πολύ σοβαρούς λόγους γι’ αυτά που κάνει».
«Όπως το κέρδος και τα πλούτη;» φώναξε η Θάλεια από το πιάνο
της. Οι λαμπερές, χρυσαφιές μπούκλες της χοροπήδησαν από την
αγανάκτηση. Η Θάλεια μπορεί να έμοιαζε με πορσελάνινο μπιμπελό,
όμως είχε την καρδιά μονομάχου. Γι’ αυτό και βρισκόταν πάντα
μπλεγμένη σε τόσες προστριβές. «Είμαι σίγουρη ότι υπολόγιζε σε
καλά κέρδη από την πώληση του κρατήρα του Ευφρονίου του λόρ-
δου Έγκερμοντ και του αγαλματίδιου της Μπαστέτ από τη συλλογή
των Κλάιβ».
«Οι αρχαιότητες δεν έχουν μόνο χρηματική αξία, ξέρεις», είπε ή-
ρεμα η Κλειώ. «Κάτι που έδειχναν να ξεχνούν οι προηγούμενοι κάτο-
χοί τους».
«Έτσι είναι», συμφώνησε η Καλλιόπη. «Κι αυτό είναι που κάνει τό-
σο απεχθή τα κατορθώματα αυτού του Κλέφτη με τα Κρίνα. Ποιος
ξέρει πού κατέληξαν αυτά τα αντικείμενα ή αν θα τα ξαναδεί ποτέ
κανείς. Δε θα μάθουμε ποτέ όσα είχαν να μας διδάξουν. Είναι τρομε-
ρή απώλεια για την ιστορική έρευνα».
Η Κλειώ έσκυψε το κεφάλι πάνω από τις σημειώσεις της, μουρ-
μουρίζοντας μόνο για τα αυτιά της Καλλιόπης: «Λες και γινόταν με-
γάλη ιστορική έρευνα στη βιβλιοθήκη της λαίδης Τενμπρέ».
«Ο Κλέφτης με τα Κρίνα δεν κλέβει μόνο χρήματα ή κοσμήματα
σαν κοινός διαρρήκτης, αντικείμενα που θα μπορούσαν εύκολα να
αντικατασταθούν», είπε η Καλλιόπη. «Κλέβει ιστορία».
Τα άλλα μέλη της λέσχης αντάλλαξαν ματιές. Τελικά η Έμελιν σή-
κωσε πάλι το χέρι της. «Τι πρέπει να κάνουμε γι’ αυτό, Καλλιόπη;
Μήπως να καλέσουμε κάποιον καθηγητή από το Κέμπριτζ να μιλήσει
για τις κλοπές έργων τέχνης;»
«Ή για τις συλήσεις τάφων!» αναφώνησε η δεσποινίς Σάρλοτ
Πράις, η νεότερη και πιο ενθουσιώδης της λέσχης. Είχε μια ατυχή
αδυναμία στα μυθιστορήματα τρόμου, αλλά ο πατέρας της ήταν φί-
λος του σερ Γουόλτερ Τσέις. Ήλπιζε ότι η λέσχη θα διεύρυνε τους
ορίζοντες της κόρης του. Μέχρι στιγμής οι ελπίδες του είχαν απο-
δειχτεί μάταιες, όμως ποτέ κανείς δεν ήξερε. «Είχα διαβάσει για έναν
καταραμένο ιερόσυλο στην Εκδίκηση του Βαρόνου...»
«Ναι, εντάξει», είπε η Καλλιόπη διακόπτοντάς την ευγενικά, πριν η
Λότι αρχίσει να τους αραδιάζει τις φλυαρίες της. «Όμως είχα κατά
νου κάτι πιο... προσωπικό».
«Προσωπικό;» είπαν οι άλλες εν χορώ.
«Ναι». Η Καλλιόπη ακούμπησε τις παλάμες της πάνω στο τραπέζι
και έγειρε προς το ακροατήριό της. «Θα πιάσουμε μόνες μας τον
Κλέφτη με τα Κρίνα».
Ένα μαζικό επιφώνημα υψώθηκε ως το ανάγλυφο ταβάνι.
«Ω, τι συναρπαστικό!» τιτίβισε η Σάρλοτ. «Όπως στην Κατάρα της
Λαίδης Αραμπέλα...»
«Δηλαδή θα γίνουμε ερασιτέχνιδες ντετέκτιβ;» είπε η Θάλεια χτυ-
πώντας παλαμάκια. «Τι θαυμάσια ιδέα!»
«Πράγματι», συμφώνησε και η Έμελιν. «Καλή η σχολαστική έρευνα,
αλλά κάπου κάπου χρειάζεται και λίγη δράση».
Η πένα της Κλειώς έμεινε ακίνητη και τα φρύδια της έσμιξαν από
το σάστισμα. «Και πώς σκοπεύεις να το κάνουμε αυτό, Καλλιόπη;
Αφού δεν κατάφεραν ακόμα να τον εντοπίσουν ούτε τα λαγωνικά της
αστυνομίας...»
Στην πραγματικότητα η σκέψη της Καλλιόπης δεν είχε πάει τόσο
μακριά. Και η ιδέα να αναλάβουν από μόνες τους δράση είχε περάσει
από το νου της μόλις το ίδιο πρωί, καθώς προγευμάτιζε διαβάζοντας
στις εφημερίδες τα κατορθώματα του Κλέφτη με τα Κρίνα. Είχε κά-
ποια αόριστη υποψία ότι οι κυρίες της αριστοκρατίας μπορούσαν να
κινηθούν με μεγαλύτερη άνεση και πολύ περισσότερη διακριτικότη-
τα από την αστυνομία. Μπορούσαν να ακούν και να παρατηρούν
χωρίς να τους παίρνουν είδηση, και ίσως έτσι να έπιαναν τον κλέφτη
σε μια στιγμή απροσεξίας.
Επειδή για ένα πράγμα ήταν σίγουρη: Ο Κλέφτης με τα Κρίνα ήταν
μέλος της αριστοκρατίας. Πρέπει να ήταν, για να γνωρίζει τις επαύ-
λεις και τα προγράμματα των λόρδων και των κυριών. Όμως δεν ή-
ταν απολύτως σίγουρη από πού έπρεπε να ξεκινήσουν για να τον
πιάσουν στα δίχτυα τους.
«Προτείνω», είπε αργά, «να αρχίσουμε με τη χτεσινή κλοπή του ε-
τρουσκικού διαδήματος. Βρισκόταν καμιά από εσάς στο χορό της
λαίδης Τενμπρέ;» Η ίδια η Καλλιόπη δεν ήταν, είχε αρνηθεί την πρό-
σκληση, σίγουρη πως θα ήταν μια πολύ ανιαρή εκδήλωση, προτιμώ-
ντας να πάει στο θέατρο με τον πατέρα της. Πίστευε ότι ο Μάκβεθ θα
ήταν σίγουρα πιο συναρπαστικός. Πού να ήξερε ότι ο Κλέφτης με τα
Κρίνα θα χτυπούσε ξανά!
Η Κλειώ και η Θάλεια δεν μπορούσαν να βοηθήσουν, αφού είχαν
προτιμήσει να μείνουν στο σπίτι να μελετήσουν. Δεν μπορεί, όμως,
κάποιος αξιόπιστος παρατηρητής θα πρέπει να είχε παρευρεθεί σ’ ε-
κείνον το χορό!
Τελικά η Έμελιν σήκωσε και πάλι το χέρι της. «Εγώ ήμουν εκεί, αλ-
λά φοβάμαι ότι δεν πρόσεξα τίποτα ασυνήθιστο».
«Δεν είδες κανέναν να συμπεριφέρεται παράξενα;» ρώτησε με ελ-
πίδα η Καλλιόπη.
«Μόνο τον Φρέντι Μάουντμπανκ», αποκρίθηκε η Έμελιν. «Αλλά
πάλι, τι να περιμένει κανείς απ’ αυτόν; Θα ήμουν περισσότερο καχύ-
ποπτη αν συμπεριφερόταν φυσιολογικά».
Οι κοπέλες χαχάνισαν. Ο καημένος ο κύριος Μάουντμπανκ! Ήταν
τόσο σοβαρά, τόσο βαθιά ερωτευμένος με την Έμελιν, κι όμως είχε
την ατυχή τάση να χάνει την ψυχραιμία του και να ξεστομίζει βρι-
σιές όποτε τον έπιανε νευρικότητα μπροστά σε μια γυναίκα (δηλαδή
πάντα). Είχε προκαλέσει χάος σε περισσότερους από έναν χορούς,
βγάζοντας νοκάουτ όλους τους συμμετέχοντες. Με εξαίρεση την πι-
θανότητα ο κύριος Μάουντμπανκ να ήταν πολύ έξυπνος -πράγμα
αμφίβολο, αν έκρινε κανείς απ’ τους γονείς του-, δεν ήταν αυτός ο
Κλέφτης με τα Κρίνα.
«Τίποτε άλλο;» ρώτησε η Καλλιόπη.
Η Έμελιν κούνησε με λύπη το κεφάλι της πέρα δώθε. «Δυστυχώς.
Είχε πολύ κόσμο. Και η μητέρα μου επέμενε να χορέψω με τον κύριο
Μάουντμπανκ, έτσι με απασχολούσε κυρίως το πώς θα τον αποφύ-
γω».
Κι άλλα χαχανητά αντήχησαν στο δωμάτιο. Ακόμα και η Καλλιόπη
γέλασε καθώς φανταζόταν την κάπως ψηλή φίλη της να κρύβεται πί-
σω από κουρτίνες και φοίνικες για να αποφύγει τον επίμονο θαυμα-
στή της.
«Λυπάμαι», είπε η Έμελιν. «Αν ήξερα...»
«Ναι». Η Καλλιόπη αναστέναξε. «Μακάρι να ξέραμε όλες».
«Τι θα κάνουμε τώρα;» ρώτησε η Θάλεια, σε τόνο που δήλωνε πως
εκείνη θα προτιμούσε να οπλιστεί σαν Βαλκυρία και να παρελάσει
στο Μέιφερ, εξολοθρεύοντας στο διάβα της όλους τους κακοποιούς.
«Δεν είμαι απόλυτα σίγουρη», παραδέχτηκε η Καλλιόπη. «Νομίζω
όμως πως έχω μια ιδέα για το πού θα χτυπήσει την επόμενη φορά ο
Κλέφτης με τα Κρίνα».
«Αλήθεια;»
«Πού;»
«Έλα, πες μας!»
Η Καλλιόπη δεν είχε προλάβει να το αναλύσει σε βάθος. Πίστευε,
όμως, ότι μερικές φορές η διαίσθηση ήταν ο καλύτερος οδηγός. «Στο
χορό του δούκα του Άβερτον».
«Ω!»
«Φυσικά».
«Η Αλαβάστρινη Θεά», είπε η Θάλεια. «Θεέ μου, πολύ έξυπνη σκέ-
ψη, Καλ».
«Εκπλήσσομαι που ο Κλέφτης με τα Κρίνα δεν έκανε ακόμα την κί-
νησή του προς τα εκεί», είπε η Έμελιν.
«Προφανώς το θράσος του μεγαλώνει», είπε η Καλλιόπη γνέφοντας
προς την εφημερίδα. «Το να αρπάξει το διάδημα κάτω από τη μύτη
τόσων ανθρώπων δείχνει μεγάλη σιγουριά».
Η Αλαβάστρινη Θεά ήταν ένα μάλλον μικρό, τέλεια διατηρημένο
άγαλμα της Άρτεμης με το τόξο της, κλεμμένο μόλις πριν μερικά
χρόνια από έναν ερειπωμένο αρχαίο ελληνικό ναό στη Δήλο και αγο-
ρασμένο από το δούκα του Άβερτον (ή Άπληστο Δούκα, όπως ήταν
γνωστός σε μερικούς κύκλους) για τη διάσημη συλλογή του. Το χι-
λιάδων ετών άγαλμα ήταν αψεγάδιαστο και ο δούκας λάτρευε να το
επιδεικνύει, πράγμα περίεργο, δεδομένου ότι ήταν πασίγνωστος ε-
ρημίτης. Η θεά είχε μάλιστα λανσάρει νέα μόδα στην αριστοκρατία
με τα χτενίσματα σε στυλ «Άρτεμις» και τα σανδάλια «Άρτεμις». Κά-
ποια στιγμή ο δούκας είχε ανακοινώσει ότι σύντομα θα τη μετέφερε
στο οχυρωμένο κάστρο του στο Γιόρκσαϊρ, αλλά την επόμενη βδο-
μάδα το άγαλμα θα έκανε την εμφάνισή του σε ένα μεγαλειώδη χορό
μεταμφιεσμένων που διοργάνωνε ο ίδιος. Ο πρώτος χορός που
διοργάνωνε μετά από χρόνια.
Φυσικά ο χορός είχε θέμα αρχαιοελληνικό.
Ναι, σκέφτηκε η Καλλιόπη με μια ξαφνική σιγουριά. Ο Κλέφτης με
τα Κρίνα θα χτυπούσε εκεί.
«Πρέπει να πάμε όλες στο χορό, κι εκεί θα...»
«Ω!» Οι οδηγίες της Καλλιόπης διακόπηκαν απότομα από μια
κραυγή της Λότι, η οποία καθόταν πιο κοντά στο παράθυρο. Κόλλησε
τη μύτη της στο τζάμι και έγειρε επικίνδυνα μπροστά. «Ω, είναι ο
λόρδος Γουέστγουντ! Και ο θαυμαστής σου, Έμελιν, ο κύριος Μά-
ουντμπανκ».
Όπως ήταν φυσικό, αυτές οι λέξεις -λόρδος Γουέστγουντ- έκαναν
τις κυρίες να σπεύσουν κοντά στα παράθυρα μ’ ένα μαζικό θρόισμα
από μετάξια και κορδέλες. Κι άλλες μύτες και δάχτυλα κόλλησαν στα
τζάμια, αδιαφορώντας για ευπρέπειες ή δαχτυλιές.
«Ω!» έκανε η Θάλεια. «Είναι με την όμορφη μικρή άμαξά του. Μα-
κάρι να μου αγόραζε ο πατέρας μία, είμαι σίγουρη ότι θα είχα σπά-
νια επιδεξιότητα στα ηνία. Όμως ο Γουέστγουντ φαίνεται να έχει κά-
ποια λογομαχία με τον κύριο Μάουντμπανκ. Πολύ ενδιαφέρον».
Ω, οποία έκπληξη! σκέφτηκε με σαρκασμό η Καλλιόπη. Όπου πα-
τούσε το πόδι του ο Κάμερον ντε Βιρ, ο κόμης του Γουέστγουντ, πά-
ντα ακολουθούσαν «λογομαχίες».
«Καλ, Κλειώ, ελάτε, πρέπει να το δείτε αυτό. Είναι πολύ διασκεδα-
στικό», είπε η Θάλεια.
Η Κλειώ άφησε τις σημειώσεις της, πήγε κοντά στις άλλες και κοί-
ταξε με περιέργεια σαν να παρατηρούσε κάποιο επιστημονικό πεί-
ραμα.
Η Καλλιόπη δεν ήθελε να πλησιάσει και να κοιτάξει μαζί με τις άλ-
λες απ’ το παράθυρο, σαν να ήταν μια παρέα από ανόητα κοριτσό-
πουλα που δεν είχαν δει ποτέ τους άντρα κι όχι οι έξυπνες, λογικές
γυναίκες που ήταν. Ούτε ήθελε να δώσει στο λόρδο Γουέστγουντ την
ικανοποίηση περισσότερης προσοχής. Κι όμως, δεν μπόρεσε να συ-
γκρατηθεί. Ήταν σαν να είχαν δέσει ξάφνου ένα χοντρό σκοινί γύρω
από τη μέση της και την τραβούσαν άθελά της προς το παράθυρο.
Προς εκείνον.
Η Καλλιόπη πέταξε την εφημερίδα, πλησίασε απρόθυμα τις άλλες
και κοίταξε πάνω από τον ώμο της Θάλειας τη σκηνή που διαδραμα-
τιζόταν κάτω. Ήταν πράγματι ο λόρδος Γουέστγουντ, με τη λαμπερή
κίτρινη άμαξά του ακινητοποιημένη στην κίνηση του δρόμου. Τα
άλογά του ρουθούνιζαν και χτυπούσαν ανήσυχα τις οπλές τους, κα-
θώς ο κύριος Μάουντμπανκ από τη δική του άμαξα φώναζε και χει-
ρονομούσε όπως το συνήθιζε. Το πρόσωπο του κυρίου Μάουντ -
μπανκ είχε μια ανησυχητικά μαβιά απόχρωση πάνω από την κολλα-
ριστή γραβάτα του, ο Γουέστγουντ ωστόσο τον παρακολουθούσε με
μια έκφραση βαριεστημένης θυμηδίας στο πανέμορφο πρόσωπό
του, σαν να μην τον αφορούσε διόλου ο καβγάς και απλώς παρατη-
ρούσε τα δρώμενα της ΝτρούριΛέιν.
«Μα την αλήθεια», μουρμούρισε η Καλλιόπη. «Ο δρόμος μας έγινε
σαλούν».
«Ω!» αναφώνησε η Θάλεια. «Λέτε να έρθουν στα χέρια; Τρομερά
ενδιαφέρον».
«Τι όμορφος που είναι», είπε αναστενάζοντας η Λότι. «Σαν τον κό-
μη στο Μοιραίο Μυστικό της Μαντεμουαζέλ Μαργκερίτ».
Όμορφος -ω, ναι. Ακόμα και η Καλλιόπη το παραδεχόταν, έστω και
απρόθυμα. Καμιά φορά τον αποκαλούσαν «ο Έλληνας θεός» στους
πιο εξεζητημένους κύκλους, και από καθαρά αισθητική άποψη δεν
είχαν άδικο. Θα ήταν η ενσάρκωση του αγάλματος του Απόλλωνα
της λέσχης τους με σάρκα και οστά, αν έβγαζε από πάνω του το κα-
στόρινο παντελόνι και το άψογο σκούρο πράσινο σακάκι. Παρά το
λαμπερό ήλιο, δε φορούσε καπέλο και τα γυαλιστερά, σκουρόξανθα
μαλλιά του ανέμιζαν ατημέλητα στο μέτωπό του. Η επιδερμίδα του
ήταν πάντα το ίδιο μπρούντζινη και τα μάτια του σκοτεινά και εξορ-
γιστικά ανεξιχνίαστα.
Όχι, σκέφτηκε η Καλλιόπη καθώς τον παρατηρούσε να προσπαθεί
να λογικέψει τον κύριο Μάουντμπανκ μ’ ένα στραβό χαμόγελο στα
χείλη. Δεν έμοιαζε τόσο με θεό όσο με Έλληνα ψαρά, αρρενωπό, γήι-
νο και αινιγματικό σαν τη βαθιά θάλασσα. Σίγουρα είχε κληρονομή-
σει αυτό τον αέρα διαφορετικότητας από τη μητέρα του. Όπως και η
μητέρα των Τσέις, η μακαρίτισσα κόμισσα καταγόταν από πιο θερμά
κλίματα, συγκεκριμένα από την Αθήνα, και ήταν κόρη ενός διάσημου
Έλληνα λόγιου.
Για μια στιγμή φάνηκε ότι ο Γουέστγουντ θα κατέβαινε από την
άμαξά του και θα αντιμετώπιζε την υστερική οργή του κυρίου Μά-
ουντμπανκ. Οι κοπέλες στο παράθυρο κρατούσαν την αναπνοή τους,
αλίμονο όμως, γροθιές δεν έβλεπε ποτέ κανείς στο Μέιφερ. Ο Μά-
ουντμπανκ, αντιμέτωπος μ’ έναν αντίπαλο από τόσο κοντινή από-
σταση, υποχώρησε και συνέχισε βιαστικά το δρόμο του, παίρνοντας
τη στροφή με επικίνδυνη ταχύτητα.
Οι κοπέλες, απογοητευμένες, αποσύρθηκαν και επέστρεψαν στις
θέσεις τους. Το σαλόνι σύντομα γέμισε και πάλι από φωνές, μουσική
και το κροτάλισμα των ντελικάτων σερβίτσιων. Η Καλλιόπη, όμως,
δεν τις ακολούθησε. Δεν μπορούσε να σπάσει το σχοινί. Κάτι την
κρατούσε δεμένη εκεί, να κοιτάζει τον Κάμερον ντε Βιρ.
Εκείνος είχε ρίξει πίσω το κεφάλι και γελούσε δυνατά με τη βιαστι-
κή υποχώρηση του Μάουντμπανκ. Τα μαλλιά είχαν παραμερίσει από
το σμιλεμένο πρόσωπό του, τις αδρές γωνίες των ζυγωματικών και
τη μύτη. Έγειρε στο κάθισμά του, ελεύθερος σαν πειρατής στο τιμόνι
του πλοίου του. Οι περαστικοί κοντοστέκονταν και τον κοιτούσαν
σαν να τους μαγνήτιζε η ατόφια ζωντάνια του, εκείνος όμως δεν έδινε
καμία σημασία, τόσο απορροφημένος ήταν στον εαυτό του και στον
κόσμο του.
Ανάθεμά τον, σκέφτηκε χολωμένη η Καλλιόπη. Ανάθεμά τον που
ήταν αυτός που ήταν. Όλα όσα δεν ήταν η ίδια. Ελεύθερος. Αδέσμευ-
τος από οικογενειακές υποχρεώσεις.
Η Καλλιόπη έγειρε το μέτωπό της στο δροσερό τζάμι, παρατηρώ-
ντας το λόρδο Γουέστγουντ καθώς το γέλιο του έσβηνε και έπιανε
ξανά τα χαλαρωμένα ηνία. Ακόμα κι αυτές οι απλές κινήσεις ήταν γε-
μάτες με μια αβρή, ανεπιτήδευτη χάρη.
Τον παρατηρούσε και θυμόταν την πρώτη συνάντησή τους, στο
ξεκίνημα της σεζόν. Είχαν στ’ αλήθεια περάσει μόνο μερικές εβδομά-
δες; Της φαινόταν πως είχε περάσει μια ζωή. Ή μόνο μερικές στιγμές.
Εκείνη τη νύχτα που...
Όχι! Όχι, δεν άντεχε να το σκέφτεται αυτό. Όχι τώρα. Είχε μια συ-
νάντηση με τις κυρίες της λέσχης! Οι φίλες της βρίσκονταν κοντά. Αν
συνέχιζε να σκέφτεται τον Κάμερον ντε Βιρ, να τον κοιτάζει, να τον
φαντάζεται σαν κάποιον Έλληνα ψαρά σε μια παραλία, απλώς θα
συγχυζόταν. Οι φίλες της θα άρχιζαν τις ερωτήσεις, και δεν έπρεπε
να συμβεί αυτό. Η Καλλιόπη ήταν πάντα ψύχραιμη και ήρεμη. Έλεγχε
πάντα τον εαυτό της. Δε γινόταν αλλιώς, η οικογένεια, της βασιζόταν
επάνω της.
Γιατί λοιπόν έτρεμε τόσο πολύ, απλώς και μόνο κοιτάζοντάς τον
κάτω στο δρόμο; Ήταν γελοίο!
Έπιασε την άκρη της σατέν κουρτίνας για να την τραβήξει. Πριν
όμως προλάβει να το κάνει και να κρύψει τον εαυτό της και τα αι-
σθήματά της, ο λόρδος Γουέστγουντ ύψωσε το βλέμμα του και την
είδε να στέκεται εκεί. Να τον κοιτάζει επίμονα.
Για μια στιγμή ήταν σαν να κρύφτηκε ο ελληνικός ήλιος πίσω από
ένα σύννεφο. Συνοφρυώθηκε και τα βελούδινα καστανά μάτια του
μισόκλεισαν. Ύστερα, το ίδιο γρήγορα όπως είχε εμφανιστεί, το σύν-
νεφο εξαφανίστηκε. Χαμογέλασε μ’ ένα πλατύ, αστραφτερό χαμόγελο
κουρσάρου και της έγνεψε χαρωπά.
Η Καλλιόπη τα έχασε και τράβηξε απότομα την κουρτίνα. Τον α-
χρείο!
Γύρισε απότομα από το παράθυρο σφίγγοντας την κασμιρένια ε-
σάρπα γύρω από τους ώμους της και είδε την Κλειώ να την παρατη-
ρεί προσεκτικά.
Η Καλλιόπη λάτρευε την αδερφή της. Ήταν πιο κοντά στην ηλικία
της και στις καλλιτεχνικές τάσεις της, μερικές φορές όμως της προ-
καλούσε αμηχανία μ’ εκείνα τα διορατικά πράσινα μάτια της.
«Πρέπει να αποφεύγεις τον ήλιο, Καλ», είπε ήρεμα η Κλειώ. «Κάνει
τα μάγουλά σου να κοκκινίζουν πολύ».
***
Η Καλλιόπη Τσέις.
Ο Κάμερον συνοφρυώθηκε βλέποντάς τη να τραβά απότομα τις
κουρτίνες, σαν να ήθελε να κλείσει έξω από το σπίτι της κάποιο δαί-
μονα. Να αποδιώξει κάθε γέλιο. Να αποδιώξει εκείνον.
Δε θα έπρεπε να τον νοιάζει. Δεν τον ένοιαζε. Η Καλλιόπη Τσέις ή-
ταν όμορφη, αυτό ήταν αλήθεια. Όμως το Λονδίνο ήταν γεμάτο από
όμορφες κυρίες, και μάλιστα πολύ λιγότερο εύθικτες και μυστηριώ-
δεις από τη δεσποινίδα Τσέις. Για κάποιο λόγο ωστόσο, μετά την
πρώτη τους συνάντηση -από την πρώτη κιόλας ματιά, όσο το σκε-
φτόταν-, δεν μπορούσε να τη βγάλει απ’ το μυαλό του. Μήπως άρχιζε
να γίνεται σαν τον αλλόκοτο ξάδερφό του τον Τζέραλντ, που πλήρω-
νε αδρά πόρνες για να τον χτυπούν στην πλάτη μ’ ένα μαστίγιο, α-
ντλώντας ηδονή μέσα από τον πόνο;
Ο Καμ οδήγησε και πάλι τα άλογά του στην κίνηση του δρόμου γε-
λώντας δυνατά, καθώς φανταζόταν την Καλλιόπη Τσέις να ανεμίζει
ένα μακρύ δερμάτινο μαστίγιο με πάθος στα καστανά μάτια της. Δεν
ήταν δύσκολο να την οραματιστεί έτσι. Λάθος μυθολογική μορφή εί-
χαν διαλέξει για το όνομά της. Δεν ήταν μία Μούσα, ευμετάβλητη, ι-
διότροπη και σαγηνευτική. Ήταν η Αθηνά, η θεά του πολέμου, που
έμπαινε στη μάχη για να υπερασπιστεί όσα πίστευε, σωστά ή λανθα-
σμένα.
Μια Αθηνά με μια σαγηνευτική θλίψη στο βλέμμα.
Ο Καμ κοίταξε πάνω από τον ώμο' του πριν στρίψει τη γωνία του
δρόμου, αλλά το σπίτι των Τσέις ήταν ερμητικά κλειστό. Δεν είδε
πουθενά τις κατάμαυρες γυαλιστερές μπούκλες, την ολόλευκη επι-
δερμίδα και τα αστραφτερά μάτια. Κι όμως, ήξερε πως εκείνη ήταν
εκεί. Την έβλεπε ακόμα με το νου του.
Καθώς έμπαινε στο πάρκο, κόβοντας δρόμο προς το σπίτι του, ά-
φησε τα άλογά του να τρέξουν λίγο ελεύθερα. Σε αρκετή απόσταση
μπροστά του είδε τον Μάουντμπανκ. Τι ανόητος ερωτοχτυπημένος,
να ταραχτεί τόσο επειδή ο Καμ είχε χορέψει με τη λαίδη Έμελιν Σό-
ντερς! Ο καθένας μπορούσε να δει ότι δεν τον ανταγωνιζόταν για την
εύνοιά της. Ήταν όμορφη κοπέλα, ικανή να συζητάει ενδιαφέροντα
θέματα (σε αντίθεση με τις περισσότερες νεαρές αριστοκράτισσες
που οι μητέρες τους προσπαθούσαν να του πασάρουν!). Επιπλέον
είχε χιούμορ, παρ’ όλο που ήταν επιστήθια φίλη της δεσποινίδας
Τσέις. Όμως κάτι του έλειπε όταν μιλούσε με τη λαίδη Έμελιν, όταν
την κοιτούσε.
Πάντα κάτι έλειπε. Στο επίκεντρο της ζωής του υπήρχε ένα κενό
που δε γέμιζε με τίποτα, παρ’ όλα τα ενδιαφέροντά του -τις λέσχες,
τα άλογα, τις γυναίκες, ακόμα και τις σπουδές του. Ήταν ένα ψυχρό
κενό που κουβαλούσε πάντα μέσα του. Η μόνη φορά που το είχε
πραγματικά ξεχάσει, που είχε νιώσει μια σπίθα ζεστασιάς να λιώνει
τον πάγο, ήταν όταν διασταύρωσαν ξίφη με την Καλλιόπη Τσέις.
Παράξενο. Πολύ παράξενο στ’ αλήθεια. Και δεν ήθελε να το αναλύ-
σει πιο βαθιά.
Τα άλογά του είχαν πάρει φόρα μετά τον καλπασμό τους μέσα στο
πάρκο, έτσι έκοψε ταχύτητα για να περάσουν από τις πύλες και να
κατευθυνθούν προς το σπίτι και τους δικούς τους στάβλους. Όμως
τους εμπόδισε μια απρόσμενη κυκλοφοριακή συμφόρηση, ένα μπο-
τιλιάρισμα από οχήματα, άλογα και πεζούς το οποίο τους ανάγκασε
όλους να, ακινητοποιηθούν προσωρινά.
«Ανάθεμα!» μουρμούρισε ο Καμ τεντώνοντας το κεφάλι του για να
δει πίσω από μια αργοκίνητη άμαξα. Αργότερα σκόπευε να παρευρε-
θεί σε μια μουσική βραδιά, μια εκδήλωση που τον ενδιέφερε ιδιαίτε-
ρα, καθώς θα ακουγόταν κάποια πειραματική ανασύνθεση αρχαιοελ-
ληνικής θεατρικής μουσικής. «Τι συμβαίνει πάλι;»
Τότε η αργοκίνητη άμαξα έκανε στο πλάι και ο Καμ κατάλαβε. Ένα
τεράστιο πλήθος είχε συγκεντρωθεί μπροστά από το σπίτι της μαρ-
κησίας του Τενμπρέ, χαζεύοντας το παράθυρο απ’ όπου είχε σκαρ-
φαλώσει ο διαβόητος Κλέφτης με τα Κρίνα για να αρπάξει το ετρου-
σκικό διάδημα της λαίδης. Ο κλέφτης είχε εξαφανιστεί για ένα διά-
στημα και η επανεμφάνισή του είχε προ- καλέσει αίσθηση.
Ο Καμ γέλασε χαιρέκακα και έγειρε πίσω στο κάθισμά του για να
περιμένει να αραιώσει το πλήθος και να περάσει. Ο Κλέφτης με τα
Κρίνα —τι βαρύγδουπο παρατσούκλι! Και πόσο διασκεδαστικά τα
κατορθώματά του, έτσι που έκανε τις μύτες μερικών άπληστων συλ-
λεκτών να ζαρώνουν. Μακάρι...
Μακάρι να μην ήταν τόσο επικίνδυνα και επιβλαβή αυτά τα κα-
τορθώματα. Ο Καμ συνήθως επικροτούσε την τόλμη, την ανεξαρτη-
σία, ακόμα και την εκκεντρικότητα. Παράδειγμα, η οικογένειά του!
Εκκεντρικοί από τον πρώτο μέχρι τον τελευταίο. Κάποια πράγματα
όμως ήταν πολύ σημαντικά για να παίζει κανείς μαζί τους, όπως τα
αντικείμενα τεράστιας πολιτιστικής κληρονομιάς. Όπως το διάδημα
ή οι άλλες αρχαιότητες που είχαν πέσει στα χέρια του Κλέφτη με τα
Κρίνα. Ποιος ήξερε πού είχαν καταλήξει αυτά τα ανεκτίμητα κομμά-
τια; Τι θα απογίνονταν;
Κι ύστερα υπήρχαν αντικείμενα που δεν είχαν πέσει ακόμα στα χέ-
ρια του. Αντικείμενα των οποίων η μοίρα ήταν ακόμα πιο αμφίβολη.
Όπως, για παράδειγμα, η Άρτεμις του Άβερτον.
Τα γαντοφορεμένα χέρια του έσφιξαν τα ηνία, κάνοντας τα άλογα
να τινάξουν ανήσυχα τα κεφάλια τους. Ανάγκασε τον εαυτό του να
χαλαρώσει, μουρμουρίζοντας καθησυχαστικά στα ζώα. Όμως τίποτα
δεν τον εξόργιζε περισσότερο από το Δούκα της Απληστίας!
Τον έβγαζε απ’ τα ρούχα του η σκέψη ότι η Άρτεμις είχε κλαπεί από
την πατρίδα της τη Δήλο, τον τόπο όπου ανήκε επί χιλιάδες χρόνια.
Ήταν Ελληνίδα, και τώρα αποτελούσε απλώς το απόκτημα ενός ά-
πληστου Άγγλου λόρδου. Ενός ανθρώπου αχρείου, ο οποίος αδια-
φορούσε για την αληθινή αξία της.
«Ξέρεις την Άρτεμη;» Ήταν σαν ν’ άκουγε τη μητέρα του να ψιθυρίζει
πριν τόσα χρόνια με μια φωνή ζεστή και μελωδική όσο και το αθηνα-
ϊκό σπίτι της. «Ήταν το αγαπημένο παιδί του Δία, η Θεά του φεγγαριού
και του κυνηγιού, η Παρθένος με το Αργυρό Τόξο. Τρέχει μέσα στο δάσος
με το ασημένιο άρμα της, πάντα ελεύθερη, ποτέ δέσμια κάποιου άντρα.
Κάποτε έριξε ένα βέλος σε μια τεράστια πόλη άδικων ανθρώπων, και το
βέλος τούς διαπέρασε όλους, μη σταματώντας την τροχιά του παρά μόνο
όταν αποδόθηκε δικαιοσύνη...»
Και τώρα ήταν φυλακισμένη, εξόριστη για πάντα από το ελληνικό
φεγγαρόφωτο.
Τι θα έλεγε γι’ αυτό η πολυμαθής δεσποινίς Τσέις; Γιατί ο Κάμερον
ήταν σίγουρος πως είχε κάποια άποψη για τον Άπληστο Δούκα και το
τελευταίο του απόκτημα, τη φημισμένη Αλαβάστρινη Θεά. Θα έλεγε
όμως σ’ εκείνον αυτή την άποψη;
Τελικά η κυκλοφορία χαλάρωσε κάπως και ο Καμ μπόρεσε να οδη-
γήσει τα άλογά του ως το σπίτι τους. Ναι, πράγματι. Ήταν βέβαιο
πως η Καλλιόπη Τσέις είχε κάτι να πει πάνω σ’ όλα αυτά. Και ο Καμ
ανυπομονούσε να το ακούσει.
Κεφάλαιο 2

Η Καλλιόπη παρατηρούσε αφηρημένη το είδωλό της στον κα-


θρέφτη της τουαλέτας της καθώς η καμαριέρα βούρτσιζε τα μαλλιά
της, ετοιμάζοντάς τη για τη βραδιά που θα ακολουθούσε. Μια μου-
σική βραδιά, στην οποία δε θα συμμετείχαν οι συνήθεις ατάλαντες
νεαρές με τις άρπες και το πιάνο τους, αλλά θα παρουσιαζόταν μια
ανασύνθεση της μουσικής που ίσως παιζόταν στα έργα του Αισχύ-
λου και του Ευριπίδη κατά τις μεγάλες γιορτές της αρχαιότητας. Πε-
ρίμενε με μεγάλη προσδοκία αυτή τη βραδιά, ήταν ακριβώς το είδος
της εκδήλωσης που τη συνάρπαζε. Τώρα όμως οι σκέψεις της ήταν
σκόρπιες και θολές, τρέχοντας εδώ κι εκεί σαν ανοιξιάτικα σύννεφα.
Δεν μπορούσε να βγάλει απ’ το μυαλό της το λόρδο Γουέστγουντ.
Τρύπωνε ξανά και ξανά στις σκέψεις της έτσι όπως τον είχε δει έξω
από το παράθυρό της, γελαστό κι ανέμελο, με τα μαλλιά του να ανε-
μίζουν ελεύθερα.
«Ουφ», ξεφύσηξε εκνευρισμένη, παίρνοντας ένα από τα λευκά
τριαντάφυλλα πάνω από το τραπέζι και μαδώντας τα απαλά του πέ-
ταλα. Έτσι γινόταν κάθε φορά που έβλεπε τον Κάμερον ντε Βιρ. Την
αναστάτωνε, την έκανε να νιώθει ανόητη. Τα κοροϊδευτικά χαμόγελά
του την έκαναν να εξοργίζεται, να χάνει την υπομονή της. Να
σαστίζει.
Ήταν ένας ανυπόφορος άνθρωπος, με ιδέες πέρα για πέρα λανθα-
σμένες. Γιατί όμως την αντιπαθούσε;
«Δεσποινίς Τσέις!» διαμαρτυρήθηκε η καμαριέρα της. «Δε θα μεί-
νουν λουλούδια για τα μαλλιά σας».
Η Καλλιόπη κοίταξε κάτω και είδε πως είχε καταστρέψει δύο τρια-
ντάφυλλα. «Συγνώμη, Μαίρη», μουρμούρισε ρίχνοντας στο τραπέζι
το γυμνό μίσχο.
«Να δοκιμάσω εκείνο το νέο στυλ Άρτεμις, δεσποινίς; Είναι πολύ
της μόδας!»
«Όχι, σ’ ευχαριστώ», είπε η Καλλιόπη, τρέμοντας ακόμα και στη
σκέψη πως θα εμφανιζόταν στην εκδήλωση με την ίδια κόμμωση
όπως όλες οι άλλες. «Κάνε τα όπως συνήθως».
Η Μαίρη μούτρωσε λίγο. Σίγουρα πίστευε πως τα ταλέντα της χα-
ραμίζονταν με την Καλλιόπη και τα συντηρητικά γούστα της! Όμως η
Καλλιόπη δεν μπορούσε να κάνει αλλιώς. Ήξερε ακριβώς τι της ταί-
ριαζε, τι της άρεσε.
Είχε μάλιστα τολμήσει να φανταστεί κάποτε ότι ο Κάμερον ντε Βιρ
θα της «ταίριαζε». Τον πρώτο καιρό που είχε επιστρέφει στο Λονδίνο
ύστερα από ένα μεγάλο ταξίδι στην Ιταλία και την Ελλάδα, οι φήμες
κυκλοφόρησαν αμέσως στα σαλόνια για την ομορφιά του, τη γοητεία
του, τη σκανδαλώδη συμπεριφορά του. Εκείνη όμως δεν τη συνάρ-
πασαν όλα αυτά. Η Καλλιόπη ενδιαφερόταν για το γεγονός πως
σπούδαζε τέχνη και ιστορία, όπως η ίδια. Λαχταρούσε να ακούσει
ιστορίες από τα ταξίδια του, να δει τις όμορφες αρχαιότητες που
αναμφίβολα είχε φέρει μαζί του για μελέτη και συντήρηση.
Φαινόταν γραφτό να γίνουν φίλοι, όπως πριν τόσα χρόνια οι πα-
τεράδες τους. Ο σερ Γουόλτερ Τσέις και ο μακαρίτης κόμης του
Γουέστγουντ ήταν και οι δύο λόγιοι και συλλέκτες, μεγάλοι ανταγω-
νιστές όσο και φίλοι. Ο κόμης τελικά έβγαλε τον άσο απ’ το μανίκι
του στη συλλεκτική κούρσα τους, όταν παντρεύτηκε μια αληθινή Ελ-
ληνίδα, όχι απλώς Γαλλίδα όπως ήταν η λαίδη Τσέις. Η Καλλιόπη και
ο Κάμερον μεγάλωσαν τριγυρισμένοι από τα θαύματα του αρχαίου
κόσμου, αν και δεν είχαν συναντηθεί ποτέ μετά την αναχώρηση των
Ντε Βιρ για τα αδιάκοπα ταξίδια τους όταν ο γιος τους ήταν μικρός.
Όταν επέστρεψε στο Λονδίνο, ενήλικος και κόμης πια, η Καλλιόπη
άκουσε τους ψιθύρους γι’ αυτόν και τόλμησε να αφήσει την καρδιά
της να ελπίσει. Μήπως αυτός ήταν τελικά ο άντρας που θα την κατα-
λάβαινε; Αυτός που θα συμμεριζόταν τα πάθη της όπως δεν μπο-
ρούσε κανένας από τους θαυμαστές της;
Αυτές οι ελπίδες τελικά διαψεύστηκαν, όταν συναντήθηκαν στη δε-
ξίωση που έδωσε ο Κάμερον στην έπαυλη των γονιών του στην πό-
λη, που ήταν πλέον δική του.
Από τα πρώτα χρόνια της παιδικής ηλικίας της, η Καλλιόπη θυμό-
ταν ένα γλυπτό που λάτρευε, μια προτομή του Ερμή που άλλοτε κο-
σμούσε το φουαγιέ εκείνου του σπιτιού. Ο πατέρας της είχε προ-
σπαθήσει να το αγοράσει, ο κόμης όμως αρνήθηκε κάθε προσφορά,
προς μεγάλη θλίψη της Καλλιόπης. Λάτρευε το πονηρό χαμόγελο του
Ερμή, τόσο ζωντανά σμιλεμένο πάνω στο κρύο μάρμαρο, λάτρευε το
φτερωτό κράνος του κι εκείνους τους βοστρύχους των μαλλιών του.
Ήταν πολύ ενθουσιασμένη τη βραδιά εκείνης της δεξίωσης και αδη-
μονούσε να ξαναδεί τον Ερμή.
Αλλά η προτομή δεν ήταν πια εκεί! Η κόγχη ήταν άδεια, όπως και
όλες οι άλλες τις οποίες κάποτε στόλιζαν εξαίσια αγγεία και κύπελλα.
Η Καλλιόπη στάθηκε κατάπληκτη στο φουαγιέ καθώς ο πατέρας και
οι αδερφές της ενώνονταν με το συγκεντρωμένο πλήθος στη σάλα.
Στεκόταν κάτω από την άδεια κόγχη και κοιτούσε επίμονα, λες και
έτσι θα μπορούσε να κάνει τον Ερμή να εμφανιστεί. Τα σχέδιά της γι’
αυτή τη δεξίωση -να δει όλα τα υπέροχα αρχαία έργα τέχνης, να συ-
ναντήσει το νέο κόμη, να συζητήσει μαζί του γι’ αυτά τα αγαπημένα
αντικείμενα και ίσως να δημιουργηθεί μεταξύ τους κάποιος δεσμός-
τινάχτηκαν στον αέρα.
Και στην Καλλιόπη δεν άρεσε καθόλου να αναστατώνουν το σχέδιά
της.
«Λοιπόν», άκουσε να λέει μια βαθιά, βελούδινη και αμυδρά σαρκα-
στική φωνή, «εσείς θα πρέπει να είστε η δεσποινίς Τσέις που αγνοεί-
ται».
Η Καλλιόπη κοίταξε πάνω από τον ώμο της και είδε έναν άντρα να
στέκεται λίγα μέτρα μακριά μ’ ένα αδιόρατο χαμόγελο στα χείλη του,
αισθησιακός όσο και ο χαμένος Ερμής της. Ήταν ντυμένος επίσημα,
με δερμάτινο παντελόνι, σκούρο μπλε σακάκι, απαλό γκρι γιλέκο από
μπροκάρ, μια γραβάτα δεμένη απλά και στολισμένη με μια καρφίτσα
καμέο. Κι όμως, φαινόταν σαν ένα εξωγήινο πλάσμα μέσα σ’ εκείνο
το πολυτελές φουαγιέ, ένας άντρας με μπρούντζινη επιδερμίδα και
μακριά, γυαλιστερά μαλλιά. Και αστραφτερά, γνώριμα καστανά μά-
τια.
«Ο Έλληνας Θεός», που είχε πει αναστενάζοντας η Λότι. «Ω Καλλιό-
πη, είναι ένας γνήσιος Έλληνας θεός!»
«Κι εσείς θα πρέπει να είστε ο λόρδος Γουέστγουντ», του απάντησε
ψυχρά, ενοχλημένη με την αντίδρασή της σ’ αυτόν και στο χαμόγελό
του. Δε φανταζόταν έτσι τη συνάντησή τους!
«Είμαι, πράγματι», της είπε και την πλησίασε περισσότερο, με τη
χάρη ενός αίλουρου. Σταμάτησε στο πλάι της, τόσο κοντά της που η
Καλλιόπη μύρισε το αμυδρό άρωμα λεμονιού στην κολόνια του κι
ένιωσε τη ζεστασιά του δέρματός του καθώς άπλωνε το χέρι του δε-
λεαστικά. Απομακρύνθηκε προς την καθησυχαστική παγωνιά του
μαρμάρινου τοίχου.
«Κάποτε υπήρχε εδώ μια προτομή του Ερμή», του είπε, ξερο-
καταπίνοντας για να ελέγξει το τρέμουλο της φωνής της. «Ένα πολύ
άμορφο γλυπτό».
«Πανέμορφο», της απάντησε εκείνος κοιτώντας όχι την κόγχη αλλά
την ίδια. Επίμονα. «Το επέστρεψα στην Ελλάδα. Εκεί όπου ανήκει».
Και ακριβώς εκείνη τη στιγμή η Καλλιόπη κατάλαβε πως δε θα γίνο-
νταν ποτέ φίλοι...
«Δεσποινίς Τσέις; Πώς σας φαίνεται;»
Η Καλλιόπη αναπήδησε στο κάθισμά της, ξαφνιασμένη από την
ερώτηση της Μαίρης. Κοίταξε στον καθρέφτη και είδε τα μάγουλά
της αναψοκοκκινισμένα και τα μάτια της υπερβολικά λαμπερά. Ήταν
σαν να είχε μόλις ξαναζήσει τη σκηνή της συνάντησής της με τον Ντε
Βιρ.
Όμως τα μαλλιά της ήταν περιποιημένα, μαζεμένα πίσω στο συνη-
θισμένο πλεγμένο κότσο και στολισμένα με τα υπόλοιπα λευκά τρια-
ντάφυλλα.
«Είναι πανέμορφα Μαίρη. Όπως πάντα», είπε κάπως ξέπνοη η
Καλλιόπη.
Η Μαίρη κατένευσε ικανοποιημένη και πήγε να φέρει την εσάρπα
και τα γοβάκια της. Η Καλλιόπη άπλωσε το χέρι στα μαργαριταρένια
σκουλαρίκια της προσπαθώντας να ξεχάσει εκείνη τη νύχτα και να
συγκεντρωθεί στο σουαρέ που υπήρχε μπροστά της. Ο Κάμερον ντε
Βιρ δεν την ενδιέφερε ούτε στο ελάχιστο! Ήταν απλώς ένας επιπό-
λαιος. Γοητευτικός βέβαια, αλλά επιπόλαιος.
Καθώς κούμπωνε τα σκουλαρίκια της, ακούστηκε ένα χτύπημα
στην πόρτα της. «Η άμαξα περιμένει, δεσποινίς Τσέις», ανήγγειλε ο
μπάτλερ.
«Σ’ ευχαριστώ», απάντησε η Καλλιόπη. Πήρε μια βαθιά ανάσα και
σηκώθηκε αργά από το κάθισμά της. Ήταν ώρα να αρχίσει η παρά-
σταση.
***
«Αν τα φτερά της λαίδης Ράσελ ήταν λίγο ψηλότερα, φοβάμαι πως
θα απογειωνόταν στον ουρανό σαν τρελός παπαγάλος και θα μέναμε
χωρίς οικοδέσποινα», ψιθύρισε η Κλειώ γέρνοντας στο αυτί της Καλ-
λιόπης.
Η Καλλιόπη πίεσε τα γαντοφορεμένα δάχτυλά της στα χείλη της
προσπαθώντας να μη γελάσει δυνατά. Ήταν αλήθεια πως η οικοδέ-
σποινα της μουσικής βραδιάς έμοιαζε λίγο με αλλόκοτο παπαγάλο μ’
εκείνο το πορφυρό και πράσινο τουρμπάνι, απ’ το οποίο απλώνο-
νταν θεόρατα, πολύχρωμα φτερά. Έτσι ήταν πάντα η Κλειώ· δε μι-
λούσε ποτέ, γι’ αυτό όλοι πίστευαν πως δεν είχε τίποτα να προσθέσει
στις συζητήσεις και την αγνοούσαν. Αυτό ήταν μεγάλο λάθος, γιατί
τα κοφτερά πράσινα μάτια της παρατηρούσαν τα πάντα και μερικές
φορές ξεστόμιζε αρκετά βιτριολικά σχόλια. Οι συγκρίσεις με τροπι-
κούς παπαγάλους ήταν από τα πιο ήπια γι’ αυτήν.
«Και τι έχεις να πεις για τη δεσποινίδα Πρατ-Μπέκγουορθ;» της
ψιθύρισε η Καλλιόπη. «Κάποιος θα πρέπει να είπε στο καημένο το
κορίτσι ότι οι πορτοκαλιές ρίγες είναι στη μόδα και τον πίστεψε».
«Πράγματι. Είναι καλύτερο πάντως από εκείνη την κιτρινοπράσινη
δημιουργία που φορούσε την περασμένη βδομάδα στην όπερα. Μή-
πως πρέπει να την πάρει υπό την προστασία της η Λέσχη Φιλότε-
χνων Κυριών;» Η Κλειώ κούνησε το κεφάλι της με θλίψη.
Η Καλλιόπη άρχισε να παρατηρεί κι εκείνη το πλήθος, παίρνοντας
το βλέμμα της από το μέτριο πίνακα με την τρικυμισμένη θάλασσα
που εκείνη και η Κλειώ καμώνονταν πως θαύμαζαν. Μια βραδιά με
αρχαία ελληνική μουσική σίγουρα θα ακουγόταν ανιαρή στους πε-
ρισσότερους αριστοκράτες, όμως η λαίδη Ράσελ ήταν πολύ δημοφι-
λής. Έτσι γρήγορα το δωμάτιο γέμισε από κόσμο. Όμως δεν ήταν δα
και «τρομερή κοσμοσυρροή». Δεν υπήρχε κανένας κίνδυνος να ζε-
σταθεί κανείς υπερβολικά, να λιποθυμήσει ή να πατηθεί η ουρά κά-
ποιας τουαλέτας. Τα φορέματα φάνταζαν πολύ ζωηρά μπροστά
στους κακούς πίνακες της λαίδης Ράσελ και τα πολύ καλά αρχαία
γλυπτά της, σαν ένας στρόβιλος από παστέλ μπλε, πράσινα και κόκ-
κινα χρώματα. Η μουσική και η ιστορία ήταν το κύριο αντικείμενο
των συζητήσεων απόψε, όπως ακριβώς άρεσε στην Καλλιόπη.
Αλλά δεν μπορούσε να συγκεντρωθεί απόλυτα στην κλασική επο-
χή. Ένιωθε ακόμα αναστατωμένη. Αποπροσανατολισμένη.
Δίπλα στην Καλλιόπη, η Κλειώ έβγαλε τα γυαλιά της και κοίταξε μι-
σοκλείνοντας τα μάτια της το πλήθος ενώ έτριβε τη ράχη της μύτης
της. Σε αντίθεση με την Καλλιόπη, που προτιμούσε τις ελληνοπρε-
πείς λευκές μουσελίνες σαν πιο απλή λύση, η Κλειώ φορούσε μετα-
ξωτή τουαλέτα σε πράσινο σμαραγδί χρώμα, κεντημένη με σχέδια
χρυσών κλειδιών, και είχε δέσει τα πυρρόξανθα μαλλιά της πίσω με
μια χρυσαφιά ταινία. Ένας πολύ πιο εξευγενισμένος παπαγάλος.
«Τι λες, Καλ;» ρώτησε σιγανά. «Είναι ο Κλέφτης με τα Κρίνα απόψε
ανάμεσά μας;»
Η Καλλιόπη ταράχτηκε. Ο Κλέφτης με τα Κρίνα -πώς μπορούσε να
τον ξεχάσει; Το βλέμμα της σάρωσε γρήγορα το συγκεντρωμένο
πλήθος, πετώντας από νεαρό σε νεαρό. Υπήρχαν πάρα πολλοί μέσα
στην αίθουσα, ψηλοί, κοντοί, άσχημοι, όμορφοι. Κανείς όμως δεν
ήταν αυτός που αναζητούσε.
Μήπως αυτή ήταν η αιτία της παράξενης ανησυχίας της;
Σίγουρα όχι! Τα κατορθώματα του Κάμερον ντε Βιρ δεν την αφο-
ρούσαν. Το γεγονός και μόνο ότι ήταν σίγουρη πως αυτή η ελληνική
βραδιά θα του άρεσε...
«Δεν το πιστεύω», είπε.
«Δηλαδή υποψιάζεσαι την ταυτότητά του;» ρώτησε η Κλειώ. «Ξέρεις
ποιος είναι;»
«Δεν ξέρω», απάντησε εκνευρισμένη η Καλλιόπη. «Πώς να το ξέρω;
Απλώς έχω μια ιδέα».
«Και πιστεύεις πως ο ύποπτός σου δεν είναι εδώ;»
Η Καλλιόπη κούνησε αρνητικά το κεφάλι της.
«Τότε πώς...;» Η Κλειώ δεν είπε τίποτα περισσότερο. Η Θάλεια της
φώναξε από την άλλη άκρη της αίθουσας όπου παρατηρούσε από
κοντά τα όργανα των μουσικών -προς μεγάλη ενόχληση των τελευ-
ταίων. Η Κλειώ πήγε προς τα εκεί αφήνοντας μόνη την Καλλιόπη.
Υπήρχαν αρκετοί φίλοι με τους οποίους μπορούσε να μιλήσει -
ουσιαστικά, σε κάποιους έπρεπε να μιλήσει-, αλλά φοβόταν ότι δε θα
ήταν πολύ καλή παρέα τη συγκεκριμένη στιγμή, έτσι που οι τρελές
σκέψεις για τον Ντε Βιρ και τον Κλέφτη με τα Κρίνα στριφογύριζαν
στο μυαλό της. Ακούμπησε το μισοάδειο ποτήρι της στο κοντινότερο
τραπέζι και απομακρύνθηκε από το πλήθος πηγαίνοντας προς τη
σέρα της λαίδης Ράσελ.
Ο περίκλειστος από γυαλί χώρος ήταν ευχάριστα ζεστός και μο-
σχοβολούσε γεράνια, λεβάντα, μέντα και νωπό χώμα. Ήταν άδειος,
αλλά απαλά φωτισμένος και εξοπλισμένος με μερικά σιδερένια πα-
γκάκια για τους επισκέπτες. Η Καλλιόπη ένιωσε ευγνωμοσύνη για
την ησυχία, που θα της έδινε την ευκαιρία να βάλει τις σκέψεις της
σε τάξη και να ξαναβρεί τον ήρεμο εαυτό της.
Στο βάθος της σέρας ήταν τοποθετημένα κάποια αρχαία αγάλματα,
μια πέτρινη Αφροδίτη και οι μισόγυμνες ακόλουθοί της. Παρακο-
λουθούσαν τον κήπο με την απαθή, περιφρονητική ομορφιά τους.
Ήταν αρκετά εντυπωσιακές και η παγερή τελειότητά τους έκανε την
Καλλιόπη να πλησιάσει περισσότερο.
«Μακάρι να ήμουν σαν κι εσένα», ψιθύρισε στην απαξιωτική Α-
φροδίτη. «Τόσο... σίγουρη. Τόσο αμετάβλητη. Χωρίς αμφιβολίες ή
φόβους».
«Πόσο ανιαρό θα ήταν αυτό», είπε ο Γουέστγουντ.
«Με ακολουθήσατε ως εδώ;» τον ρώτησε, καθόλου έκπληκτη, κοι-
τώντας προς το μέρος του.
«Αντιθέτως, δεσποινίς Τσέις», είπε χαρίζοντας της ένα από τα υ-
περβολικά γοητευτικά χαμόγελά του. «Ήμουν εδώ και απολάμβανα
με την ησυχία μου το κρασί μου...» Της έδειξε ένα μισοάδειο ποτήρι.
«Και ξάφνου σας βλέπω να μονολογείτε. Δε γινόταν να μην κρυφα-
κούσω».
Η Καλλιόπη ακούμπησε πίσω τα χέρια της πάνω στην κρύα πέτρι-
νη βάση για να κρατηθεί όρθια, για να διατηρήσει κάποια αξιοπρέ-
πεια. Τα μάτια του στο χρώμα του κονιάκ, βαθιά και διάφανα, έμοια-
ζαν να βλέπουν πάρα πολλά. Δεν ήξερε πού να κοιτάξει, πού να
στραφεί.
«Αναζητούσα κι εγώ λίγη ησυχία», είπε τελικά. «Πριν αρχίσει η
μουσική».
Εκείνος έγνεψε με κατανόηση. «Μερικές φορές οι άνθρωποι έχουν
πολλές απαιτήσεις. Η μόνη διαφυγή βρίσκεται στη μοναξιά». Έκανε
ένα βήμα προς το μέρος της, ύστερα άλλο ένα. Η Καλλιόπη ρίγησε
μέσα στη λεπτή τουαλέτα της, κι ας μην την κοιτούσε εκείνος πια.
Κοιτούσε το γλυπτό.
«Σπουδαία έμπιστη φίλη διαλέξατε», της είπε. «Φαίνεται τόσο...
σοφή. Σαν να τα έχει δει όλα στη μακραίωνη ζωή της».
Η Καλλιόπη κοίταξε κι εκείνη την Αφροδίτη με το γωνιώδες, ραγι-
σμένο λευκό πιγούνι, τις μπούκλες των κυματιστών μαλλιών. Πράγ-
ματι, φαινόταν γεμάτη σοφία, ακόμα και χλευαστική. Όπως ο ίδιος ο
Γουέστγουντ. «Αναρωτιέμαι πώς να της φαίνονται οι δεξιώσεις της
λαίδης Ράσελ. Πώς τις βρίσκει σε σχέση με τις γιορτές της Ελλάδας».
Ο Γουέστγουντ γέλασε και ο πλούσιος, τραχύς ήχος του γέλιου του
την άγγιξε ως την ψυχή. «Είμαι σίγουρος ότι τις βρίσκει πολύ ήπιες
εκδηλώσεις! Γιατί το άγαλμα δεν προέρχεται από τα άδυτα του ναών
της Αφροδίτης όπου γίνονταν...;»
«Όργια;»
Την κοίταξε ανασηκώνοντας το φρύδι του. «Δεσποινίς Τσέις! Τι
τολμηρά που τα λέτε».
Η Καλλιόπη ένιωσε τα μάγουλά της να φλογίζονται κάτω από το
βλέμμα του, αλλά προσπάθησε να το ξεπεράσει. Ένας διανοούμενος
δεν είχε πάντα χρόνο για λεπτότητες. «Ο πατέρας μου διαθέτει μια
πλούσια βιβλιοθήκη με συγγράμματα για τον αρχαίο κόσμο. Έχω
διαβάσει αρκετά από αυτά, όπως το Επιστολές από τον Λεβάντε του
περιηγητή Τζον Γκαλτ, καθώς και τις ταξιδιωτικές αφηγήσεις της
λαίδης Μαίρης Γουόρτλι Μόνταγκιου».
«Φυσικά. Πάντως, μετά τα όργια, θα πρέπει να βρίσκει κάπως βα-
ρετές τις μουσικές βραδιές. Είμαι σίγουρος πως η θεά ήταν ευτυχής
που αποφασίσατε να κουβεντιάσετε μαζί της».
Η Καλλιόπη άπλωσε το χέρι της στο σανδάλι της Αφροδίτης κι έ-
νιωσε το κρύο μάρμαρο πάνω από το δερμάτινο γάντι της. Αυτή ή-
ταν πράγματι η πιo έμπιστη φίλη -κάποια που δεν μπορούσε να μι-
λήσει. «Αν εξαρτιόταν από εσάς, θα είχε σταλεί πίσω να διαλυθεί στα
ερείπια κάποιου ρημαγμένου αρχαίου ναού, όπου κανείς δε θα της
μιλούσε».
«Α, δεσποινίς Τσέις». Έγειρε κοντά στο αυτί της και η ζεστή ανάσα
του φύσηξε απαλά τις μπούκλες στον κρόταφό της. «Ποιος είπε πως
τα όργια έχουν τελειώσει;»
Η Καλλιόπη τον κοίταξε, καθηλωμένη απ’ τη φωνή, την ανάσα, το
βλέμμα του -όλα. Ήταν σαν να είχε παραλύσει ξαφνικά και να είχε
καρφωθεί στη θέση της. Ο χρόνος έμεινε μετέωρος και δεν υπήρχε
παρά μόνο εκείνος.
Φάνηκε να αιφνιδιάζεται κι εκείνος από την αλλόκοτη στιγμή. Την
παρατηρούσε με τα χείλη του μισάνοιχτα και το ποτήρι στα χέρια
του ακίνητο.
«Δεσποινίς Τσέις», μουρμούρισε. «Εγώ...»
Έξω από το πράσινο καταφύγιό τους η μουσική άρχισε να παίζει κι
ο πεζός ήχος της ήταν σαν να έλυσε κάποια μάγια. Εκείνος κινήθηκε
προς τα πίσω και η Καλλιόπη γύρισε το κεφάλι της στο πλάι, παίρνο-
ντας μια βαθιά ανάσα. Ένιωθε εξαντλημένη και ξέπνοη σαν να είχε
τρέξει σε αγώνα δρόμου.
«Πάμε μέσα;» της είπε με σφιγμένη, ακόμα βαθύτερη φωνή.
«Φυσικά», ψιθύρισε η Καλλιόπη. Έκανε μεταβολή και άρχισε να
βαδίζει στον πλακόστρωτο διάδρομο, δροσίζοντας τα μάγουλά της
με τις παλάμες της. Εκείνος την ακολουθούσε. Άκουγε τα βήματά
του, το απαλό θρόισμα του φίνου σακακιού του, ευτυχώς όμως δεν
της πρόσφερε το μπράτσο του ούτε την άγγιξε.
Δεν ήταν σίγουρη πώς θα αντιδρούσε αν το έκανε.
Κεφάλαιο 3

Η Καλλιόπη κάθισε στην άδεια καρέκλα δίπλα στην Κλειώ τη στιγμή που οι
μουσικοί τελείωναν το κούρδισμα των οργάνων τους. Ο λαιμός της πόνεσε
όταν προσπάθησε να πάρει μια ήρεμη, φυσιολογική ανάσα, να ησυχάσει το
τρελό καρδιοχτύπι της.
Η Κλειώ της έριξε μια πλάγια ματιά καθώς της έδινε ένα χει-
ρόγραφο πρόγραμμα. «Πού ήσουν, Καλ;» της ψιθύρισε.
«Στη σέρα», απάντησε επίσης ψιθυριστά η Καλλιόπη, κατα-
πνίγοντας την παρόρμηση να χρησιμοποιήσει τη λεπτή περγαμηνή
σαν βεντάλια. Γιατί η λαίδη Ράσελ επέμενε να κρατάει τόσο ψηλά τη
θερμοκρασία του σαλονιού της; «Κοιτούσα το άγαλμα της Αφροδί-
της».
Η έκφραση της Κλειώς ήταν ανεξιχνίαστη καθώς κοιτούσε το δικό
της πρόγραμμα με χείλη σφιγμένα. «Αλήθεια; Υποπτεύεσαι ότι μπο-
ρεί να είναι αυτή το επόμενο θύμα του τρομερού Κλέφτη με τα Κρί-
να; Ότι θα εξαφανιζόταν μέσα στη νύχτα για άνομους σκοπούς;»
Η Καλλιόπη δάγκωσε τη γλώσσα της για να μη γελάσει δυνατά. «Ό-
χι βέβαια. Η Αφροδίτη είναι από μάρμαρο κι έχει ύψος πάνω από
ενάμισι μέτρο. Εκτός αν ο Κλέφτης με τα Κρίνα είναι η ενσάρκωση
του Ηρακλή».
«Ποτέ δεν ξέρει κανείς. Τότε θα σήκωνε το άγαλμα μέχρι τον ουρα-
νό και...» Τα λόγια της έσβησαν τη στιγμή που ο λόρδος Γουέστγουντ
έμπαινε στην αίθουσα κι ύστερα έγερνε ανέμελα σε μια κολόνα πίσω
από το ακροατήριο. Το βλέμμα του συνάντησε το βλέμμα της Καλ-
λιόπης, που τον κοίταζε επιφυλακτικά, και μετά, αργά και αυθάδικα,
της έκλεισε το μάτι.
Ανάθεμά τον! Η Καλλιόπη κοίταξε πάλι μπροστά νιώθοντας το πρό-
σωπό της να καίει. Πού ήταν το κρύο μάρμαρο της Αφροδίτης τώρα
που το χρειαζόταν πραγματικά;
«Ήσουν ολομόναχη στη σέρα, Καλ;» μουρμούρισε η Κλειώ.
«Ο λόρδος Γουέστγουντ έτυχε να περάσει τη στιγμή που έφευγα»,
απάντησε απρόθυμα η Καλλιόπη.
«Και δεν τσακωθήκατε ξανά;»
«Ποτέ δεν τσακώνομαι με τους ανθρώπους!»
«Ποτέ; Με κανέναν;»
«Εσύ και η Θάλεια δε μετράτε. Είστε αδερφές μου, μπορώ να τσα-
κώνομαι μαζί σας μέσα στο σπίτι μας. Αλλά όχι με ανθρώπους στις
δεξιώσεις. Ο λόρδος Γουέστγουντ κι εγώ απλώς διαφωνούμε σε καλ-
λιτεχνικά ζητήματα».
«Χμμ», είπε η Κλειώ, εντελώς αόριστα. «Πιστεύω ότι η οικοδέσποι-
νά μας ετοιμάζεται να πει δυο λόγια».
Η Καλλιόπη ποτέ δεν είχε νιώσει τόση ευγνωμοσύνη απέναντι σε
κάποιον άνθρωπο όση αισθάνθηκε προς τη λαίδη Ράσελ για την έ-
γκαιρη διακοπή. Συνήθως ένιωθε ότι μπορούσε να πει στην Κλειώ τα
πάντα και η σιωπηρή κατανόηση της αδερφής της ήταν μια παρηγο-
ριά. Δεν είχε νόημα, όμως, να προσπαθήσει να περιγράφει στην α-
δερφή της πώς την είχε κάνει να νιώσει η συνάντησή της με τον Κά-
μερον ντε Βιρ. Τα συναισθήματά της ήταν ένα μπερδεμένο κουβάρι
που δε θα μπορούσε ποτέ να ξεμπλεχτεί. Την ενοχλούσε -το
σιχαινόταν- να είναι τόσο αναστατωμένη! Η λύση θα ήταν να μην τον
ξαναδεί ποτέ. Όμως εκείνος ξεφύτρωνε πάντα μπροστά της! Μακάρι
να επέστρεφε στην Ελλάδα για να συνεχίσει τις παράνομες, επικίν-
δυνες δουλειές του, μακριά της...
Δίπλωσε σφιχτά τα γαντοφορεμένα χέρια της στην ποδιά της για
να σταματήσει το τρέμουλό τους και κοίταξε ευθεία μπροστά της τα
πολύχρωμα φτερά της λαίδης Ράσελ, που τώρα έγερναν στο πλάι πε-
ρισσότερο από πριν.
«Καλησπέρα σας, αγαπητοί μου φίλοι», είπε η λαίδη Ράσελ σηκώ-
νοντας τα χέρια ψηλά, μοιάζοντας στ’ αλήθεια με παπαγάλο έτοιμο
να πετάξει. «Χαίρομαι πολύ που μπορέσατε να έρθετε απόψε σ’ αυτή
την ξεχωριστή βραδιά. Για πρώτη φορά μετά από αιώνες θα ακου-
στούν οι νότες της μουσικής που παιζόταν στην αρχαία Ελλάδα.
Χρησιμοποιώντας ένα απόσπασμα μέτρων αντιγραμμένων από ένα
έργο του Τερέντιου, το οποίο ευτυχώς διασώθηκε κατά την Αναγέν-
νηση και φυλάχθηκε σε κάποιο ιταλικό μοναστήρι, καταφέραμε να
αναπαραγάγουμε ένα Δελφικό Ύμνο στον Απόλλωνα. Τα όργανα που
θα χρησιμοποιηθούν απόψε προσομοιάζουν με τη λύρα, τον αυλό
και την κιθάρα εκείνης της εποχής».
Κούνησε τα χέρια της και δυο υπηρέτες έφτασαν κρατώντας ένα
μεγάλο μελανόμορφο κρατήρα. Ένα συλλογικό επιφώνημα έκπληξης
αντήχησε στην αίθουσα. Αυτός ήταν ένας από τους σημαντικότερους
θησαυρούς της λαίδης Ράσελ, φερμένος από τον παππού της μερικές
δεκαετίες νωρίτερα από την Ελλάδα. Σπάνια επιδείκνυε αυτό τον
κρατήρα· φημολογούνταν πως τον κρατούσε κλειδωμένο στην κρε-
βατοκάμαρά της, όπου μόνο εκείνη μπορούσε να τον θαυμάζει. Ήταν
πανέμορφος, ανέπαφος, εκτός από μερικές ρωγμές κι ένα σπασμένο
χερούλι. Απεικόνιζε μια σκηνή όπου κόρες χόρευαν γεμάτες χάρη,
μουσικοί έπαιζαν διάφορα όργανα και άντρες έπιναν μισοξαπλωμέ-
νοι. Τα μουσικά όργανα έμοιαζαν πράγματι μ’ αυτά που έλαμπαν στα
χέρια των μουσικών μέσα στη σάλα της λαίδης Ράσελ.
Αυτός ο κρατήρας θα μπορούσε να γίνει πρώτης τάξεως στόχος για
τον Κλέφτη με τα Κρίνα, σκέφτηκε η Καλλιόπη καθώς εξέταζε τη λα-
μπρή κομψότητά του.
«Λοιπόν, αγαπητοί μου προσκεκλημένοι», είπε η λαίδη Ράσελ.
«Κλείστε τα μάτια σας και φανταστείτε πως κάθεστε σ’ ένα αρχαιοελ-
ληνικό αμφιθέατρο πριν από χιλιάδες χρόνια...»
«Μου κάνει εντύπωση που δε μας έβαλε να φορέσουμε χιτώνες και
σανδάλια απόψε», μουρμούρισε η Κλειώ. «Ωραίο θέαμα θα ήμαστε.
Ειδικά ο ηλικιωμένος λόρδος Έρινγκ. Ο καημένος θα πρέπει να ζυγί-
ζει εκατόν πενήντα κιλά. Αμφιβάλλω αν υπάρχει αρκετή λευκή μου-
σελίνα στο Λονδίνο».
Η Καλλιόπη γέλασε πίσω από το πρόγραμμά της. Η ίδια σκεφτόταν
έναν άντρα στον οποίο θα ταίριαζε ένας κοντός χιτώνας, κι αυτός δεν
ήταν ο λόρδος Έρινγκ. Έριξε μια κλεφτή ματιά στο λόρδο Γουέ-
στγουντ πάνω από την επιχρυσωμένη άκρη της περγαμηνής. Παρα-
τηρούσε κι εκείνος τον κρατήρα με ένα μικρό συνοφρύωμα στο μέ-
τωπό του. Ένας λυπημένος Απόλλωνας.
Τι σκέψεις να περνούσαν από το μυαλό του;
***
Το βλέμμα του Κάμερον ακολούθησε τον κρατήρα καθώς μεταφε-
ρόταν έξω από την αίθουσα. Πόσο όμορφος ήταν και πόσο τραγικό
το γεγονός ότι σπάνια τον έβλεπε το κοινό. Σπάνια λατρευόταν. Ό-
πως το ετρουσκικό διάδημα της λαίδης Τενμπρέ, είχε κλαπεί από την
πατρίδα του και είχε κλειδωθεί για να ικανοποιεί την εγωιστική τέρ-
ψη μιας μικρής ομάδας ανθρώπων. Ο πραγματικός προορισμός του
είχε ξεχαστεί, είχε χαθεί μέσα στο χρόνο. Αυτός ο κρατήρας ήταν
φτιαγμένος για γιορτές και ευωχία.
Όμως εκείνη τη στιγμή δεν ήταν η θλιβερή μοίρα του κρατήρα που
τον απασχολούσε· ήταν η προσεκτικά χαραγμένη μορφή της γυναί-
κας πάνω στη γυαλιστερή καμπύλη του. Η λεπτή σιλουέτα της, ντυ-
μένη με το αέρινο ένδυμα, ήταν σκυμμένη πάνω από τη λύρα της.
Μαύρες μπούκλες, μαζεμένες με μια ταινία γύρω από το μέτωπο, έ-
πεφταν ελεύθερες στο οβάλ πρόσωπό της. Η έκφρασή της ήταν σο-
βαρή, σκεφτική, σε αντίθεση με τις εύθυμες χορεύτριες γύρω της.
Έδειχνε σαν να άκουγε μόνο τη δική της μουσική, χαμένη στις σκέ-
ψεις και τα συναισθήματά της.
Η εικόνα ήταν αρχαία, όμως το μοντέλο του καλλιτέχνη θα μπο-
ρούσε να ήταν η Καλλιόπη Τσέις. Η λεπτή, μελαχρινή καλλονή, τόσο
σοβαρή και προσηλωμένη, θα μπορούσε να ήταν η Καλλιόπη.
Καθώς η αλλόκοτη, παράτονη και λυπητερή μελωδία πλανιόταν
στην αίθουσα, ο Κάμερον μετέφερε το βλέμμα του στην ενσάρκωση
της χαραγμένης πάνω στον κρατήρα μορφής. Η Καλλιόπη είχε χα-
σκογελάσει με την αδερφή της, τώρα όμως κοιτούσε απορροφημένη
τους μουσικούς με μισάνοιχτα τα ροζ χείλη της και τα μαύρα μάτια
της να λάμπουν, σαν να έβλεπε κι εκείνη να ζωντανεύουν και να
πάλλονται πράγματα από καιρό πεθαμένα. Όταν ο Κάμερον έβλεπε
αρχαίους ναούς και θέατρα στα ταξίδια του, δε διέκρινε μόνο τα
σπασμένα, σιωπηλά ερείπια του σήμερα, αλλά και τα κέντρα ζωής
που ήταν κάποτε. Μέρη όπου συγκεντρώνονταν οι άνθρωποι για να
μιλήσουν, να γελάσουν και να αγαπήσουν, μέρη όπου άνθιζαν η τέ-
χνη και το κάλλος και αποτελούσαν τη μεγαλύτερη κληρονομιά των
θνητών.
Η Καλλιόπη Τσέις είχε επίσης την ικανότητα να βλέπει την παλλό-
μενη δύναμη του παρελθόντος, τη ζωντανή κιβωτό της ιστορίας. Ο
Κάμερον το έβλεπε στα μάτια της όταν κοιτούσε ένα γλυπτό ή ένα
αγγείο -ή όταν άκουγε την από αιώνες ξεχασμένη μουσική να ανα-
γεννιέται. Όμως δε θα μπορούσε ποτέ να την καταλάβει, όσα κοινά κι
αν είχαν. Αν εκείνη αισθανόταν όσα κι εκείνος, αν έβλεπε την αληθι-
νή αξία της κληρονομιάς που τους είχαν αφήσει οι πρόγονοί τους,
πώς ήταν δυνατό να συμφωνεί να μένουν κλειδωμένα αυτά τα αντι-
κείμενα, να μην τα βλέπει κανείς, μακριά από την πατρίδα τους;
Ήταν όμορφη, όπως ακριβώς εκείνη η αρχαία Ελληνίδα με τη λύρα
της. Όμορφη, έξυπνη και πνευματώδης. Αλλά πεισματάρα σαν ατί-
θασο άτι στις ελληνικές κοιλάδες.
Σαν να αισθάνθηκε το βλέμμα του, η Καλλιόπη στράφηκε προς το
μέρος του. Για μια φευγαλέα στιγμή έχασε το προστατευτικό πέπλο
πίσω απ’ το οποίο κρυβόταν συνήθως. Το βλέμμα της ήταν καθάριο,
ευάλωτο, λαμπερό από συγκίνηση. Η αλλόκοσμη ομορφιά της μου-
σικής την είχε αγγίξει όπως και τον Κάμερον και για μια στιγμή βρέ-
θηκαν δεμένοι ο ένας με τον άλλο στα μάγια του παρελθόντος.
Ύστερα το πέπλο έπεσε ξανά και γύρισε απότομα μπροστά, έτσι
που το μόνο που μπορούσε να δει ο Κάμερον ήταν οι μαύρες μπού-
κλες της, η λευκή καμπύλη του λαιμού της και ένας γυμνός ώμος. Αλ-
λά η μαγεία ήταν ακόμα εκεί, ένας αστραφτερός συνδετικός ιστός
που τον τραβούσε να πάει κοντά της, να ακουμπήσει τα χείλη του σ’
εκείνη τη λευκή λακκούβα του αυχένα της, να χαράξει ένα μονοπάτι
από φιλιά σε όλη τη ραχοκοκαλιά της, να ανασάνει το ζεστό άρωμά
της. Να τη νιώσει να τρέμει κάτω από το άγγιγμά του ώσπου να
κραυγάσει δυνατά, ρίχνοντας για πάντα από πάνω της εκείνο το ε-
ξοργιστικό πέπλο, αφήνοντάς τον να δει τον αληθινό εαυτό της.
Ποιος μπορεί να ήταν όμως αυτός ο αληθινός εαυτός της; Μια ό-
μορφη μούσα ή μια καταστροφική Γοργώ; Μόνο ένας τρελός θα
προσέγγιζε μία από τις Μούσες Τσέις, και ο Κάμερον ήθελε να διατη-
ρήσει τα λογικά του όσο περισσότερο μπορούσε.
Ξαφνικά η μουσική, η υπερβολικά ζεστή αίθουσα, η παράξενη γοη-
τεία της Καλλιόπης Τσέις απείλησαν τα τελευταία ίχνη της λογικής
του. Η παλιά παραφορά άρχισε να φουντώνει μέσα του σαν πυρετός.
Έκανε μεταβολή κι έφυγε γρήγορα από το δωμάτιο, με τις νότες της
μουσικής να τον ακολουθούν. Στο φουαγιέ οι υπηρέτες τοποθετού-
σαν τον κρατήρα πάνω σ’ ένα ψηλό βάθρο, όπου θα μπορούσαν να
τον δουν από ασφαλή απόσταση οι επισκέπτες μετά την παράσταση.
Ήταν πολύ ψηλά για να τον αγγίξει κανείς χωρίς το σκαλοπάτι που
πήραν μαζί τους φεύγοντας οι υπηρέτες, αλλά από το σημείο που
στεκόταν ο Καμ διέκρινε καθαρά τη λυράρισσα. Τα κοσμήματα πάνω
στην ταινία των μαλλιών της, το λεπτεπίλεπτο σανδάλι που ξεμύτιζε
κάτω από το στρίφωμα του μακριού χιτώνα της. Από εκεί θύμιζε α-
κόμα περισσότερο την Καλλιόπη Τσέις. Όμορφη και απρόσιτη.
«Προσπαθείτε να αποφασίσετε πώς θα το κλέψετε;» ρώτησε η Καλ-
λιόπη.
Ο Κάμερον κοίταξε πίσω του και την είδε να στέκεται στην είσοδο
της σάλας και να τον παρατηρεί με σταθερό βλέμμα. Το πρόσωπό
της ήταν μια λεία και ανεξιχνίαστη μαρμάρινη μάσκα, εκείνος όμως
μπορούσε να νιώσει την επιφυλακτικότητά της.
Δε θα έπρεπε να τον ξαφνιάσει η καχυποψία της. Διαφωνούσαν
πάντα μετά τη δεξίωση στο σπίτι του, όταν εκείνη είχε ανακαλύψει
ότι ο Ερμής δεν ήταν πια στην κόγχη του. Έκτοτε οι διαφωνίες τους
γίνονταν πιο έντονες κάθε φορά που συναντιόνταν, και ο Κάμερον
τις ένιωθε να τον πονούν ακόμα, σαν μικρά αλλά φονικά τσιμπήματα
δηλητηριασμένου βέλους. Καθώς άκουγε την αρχαία μουσική, καθώς
εκείνες οι παράξενες, ερωτικές σκέψεις για το λαιμό και την επιδερ-
μίδα της βομβάρδιζαν το νου του, ένιωθε κάτι να τον συνδέει μαζί
της. Σαν να βρισκόταν πολύ κοντά στη λύση του μυστηρίου της.
Εκείνη όμως έδειχνε να τον θεωρεί κλέφτη. Δε συμμεριζόταν αυτή
τη σύνδεση. Ούτε μούσα, λοιπόν, ούτε Γοργώ. Μόνο ένας παγερός
κριτής. Η ψυχρή Αθηνά με την οποία ο Κάμερον την είχε κάποτε πα-
ρομοιάσει.
Έπνιξε μέσα του αυτό τον πόνο, τον έσπρωξε βαθιά, στοιβάζοντας
από πάνω άλλα συναισθήματα -αδιαφορία, ανεμελιά. Μια ψυχρότη-
τα παρόμοια με τη δική της.
«Ίσως θα σας ενδιέφερε να πλησιάσετε λίγο περισσότερο, δεσποι-
νίς Τσέις, για να διαπιστώσετε και μόνη σας αν κρύβω ένα φρέσκο
κρίνο μέσα στην τσέπη μου», της είπε ανάλαφρα, σαν να μην τον
πείραζαν καθόλου οι υποψίες της. Έκανε ένα βήμα μπροστά και ά-
πλωσε τις άκρες του σακακιού του, δείχνοντάς της τη λεία μεταξωτή
φόδρα.
Εκείνη δεν κουνήθηκε, αλλά οι ώμοι της σφίχτηκαν. «Δεν είμαι α-
νόητη, λόρδε Γουέστγουντ».
«Πράγματι, δεν είστε, δεσποινίς Τσέις. Η λέξη “ανόητη” είναι η τε-
λευταία που θα χρησιμοποιούσε κανείς για να σας περιγράψει. “Πα-
ραπλανημένη”, ίσως».
Κάτι άστραψε μέσα σ’ εκείνα τα ανεξιχνίαστα μάτια, σαν μαύρη
πύρινη λάμψη. Και πάλι όμως δεν τσίμπησε το δόλωμά του. Σπάνια
το έκανε. «Δεν είμαι εγώ η “παραπλανημένη” που καταφεύγει στο έ-
γκλημα για να αποδείξει κάτι! Δεν είμαι εγώ εκείνη που υποβιβάζει
τόσο την τιμή της οικογένειάς μου και τις απαιτήσεις της επιστήμης.
Όσοι έχουμε το προνόμιο της μόρφωσης και την πολυτέλεια να τα-
ξιδεύουμε έχουμε και ένα καθήκον...»
«Και ποια είστε εσείς, Καλλιόπη Τσέις, για να μου κάνετε κήρυγμα
για το καθήκον; Ή για την τιμή;» Ο εκνευρισμός που τόσο καιρό κα-
τέπνιγε μέσα του ξέσπασε με μια εκρηκτική ορμή. Ο πόθος του γι’
αυτήν, η ομορφιά και το πείσμα της, η δική του απόγνωση, όλα αυτά
τον τρέλαιναν πραγματικά!
Πλησίασε ακόμα περισσότερο κοντά της, τόσο κοντά που μύρισε
το καλοκαιρινό άρωμα ρόδων στα μαλλιά της, είδε τις γαλάζιες λε-
πτές φλέβες στο φιλντισένιο δέρμα της και το σφυγμό να πάλλεται
στη βάση του λαιμού της. Τον κυρίεψε πάλι εκείνη η παράφορη ανά-
γκη να την αρπάξει και να τη φιλήσει ώσπου να λιώσει όλο τον πάγο
μέσα της...
Η Καλλιόπη δε γύρισε να φύγει, έμεινε εκεί να τον κοιτάζει ακίνη-
τη, με μάτια πελώρια, με τόση ταραχή, που ο Κάμερον θα έπαιρνε
όρκο πως άκουγε την καρδιά της να χτυπάει. Άπλωσε το χέρι του να
την αγγίξει, τα δάχτυλά του λαχταρούσαν να ακουμπήσουν τη λεπτή
λωρίδα γυμνής επιδερμίδας πάνω από το δερμάτινο γάντι της, αλλά
κάποια τελευταία αναλαμπή λογικής τον ανάγκασε να ρίξει τα χέρια
στα πλευρά του και να τραβηχτεί μακριά της.
«Πώς είναι δυνατό να με γνωρίζετε τόσο λίγο, δεσποινίς Τσέις;» τη
ρώτησε βραχνά.
Τα χείλη της μισάνοιξαν, αλλά δεν είπε τίποτα. Για μια στιγμή μια
σκιά αμφιβολίας πέρασε από το πρόσωπό της. Ένα ίχνος σαστίσμα-
τος. Ύστερα εξαφανίστηκε, κρύφτηκε πάλι.
«Τι άλλο να σκεφτώ; Πώς μπορώ να σας γνωρίζω;»
Ο Κάμερον δεν άντεξε άλλο. Έκανε μεταβολή και έφυγε, περνώντας
με ορμή δίπλα από τον έκπληκτο υπηρέτη που εμφανίστηκε στην
εξώπορτα. Ο νυχτερινός αέρας ήταν κρύος και υγρός καθώς διέσχιζε
τον έρημο δρόμο, αφήνοντας πίσω του τα φώτα και τη μουσική του
σπιτιού της λαίδης Ράσελ. Δεν μπορούσε όμως ν’ αφήσει πίσω του
και την Καλλιόπη Τσέις. Το σιωπηλό, επικριτικό φάντασμά της ε-
μοιαζε να τον ακολουθεί καθώς έστριβε στη γωνία.
«Αναθεματισμένη γυναίκα», μουρμούρισε. Μόνο σ’ ένα μέρος μπο-
ρούσε να την εξορκίσει -στο πιο κακόφημο χαρτοπαικτικό στέκι που
γνώριζε, μακριά από αυτή την αριστοκρατική γειτονιά και την ευη-
μερούσα κοινωνία. Στο Ζάρι του Διαβόλου. Εκεί ούτε το φάντασμα
της Καλλιόπης Τσέις μπορούσε να επιβιώσει.
***
Καθώς η πόρτα της λαίδης Ράσελ βροντούσε πίσω από το λόρδο
Γουέστγουντ, η Καλλιόπη στηρίχτηκε στη βάση όπου είχε τοποθετη-
θεί ο κρατήρας για να μην καταρρεύσει. Κάθε ίχνος θέλησης που την
κρατούσε όρθια και την εμπόδιζε να το βάλει στα πόδια στράγγιζε
από μέσα της, αφήνοντάς τη να τρέμει αδύναμη. Γιατί ένιωθε έτσι
κάθε φορά που τον έβλεπε; Γιατί φιλονικούσαν πάντα;
Πίσω της άκουσε την πόρτα της σάλας να ανοίγει και να κλείνει,
την αυξομείωση της μουσικής, τα βήματα που την πλησίασαν ελα-
φροπατώντας στο παρκέ.
«Καλ;» ψιθύρισε η Κλειώ. Το μπράτσο της τυλίχτηκε σταθερό γύρω
από τη μέση της Καλλιόπης κι εκείνη γύρισε με ευγνωμοσύνη προς
την αδερφή της. «Τι συμβαίνει; Είσαι άρρωστη;»
«Όχι, όχι. Απλώς... ήθελα να πάρω λίγο αέρα».
«Δηλαδή ήσουν μόνη εδώ έξω;»
«Όχι εντελώς μόνη. Αλλά έπειτα είπα κάτι που δεν έπρεπε, όπως
κάνω πάντα όταν είμαι μαζί του, κι έφυγε. Άνοιξε την πόρτα και βγή-
κε στο δρόμο, για να μην είναι εδώ μαζί μου!» Η Καλλιόπη συνειδη-
τοποίησε ότι γινόταν ασυνάρτητη. Δεν καταλάβαινε ούτε η ίδια τον
εαυτό της. Τι την ένοιαζε αν ο Κάμερον ντε Βιρ, ένας απερίσκεπτος
πιθανός κλέφτης, είχε φύγει από κοντά της; Ούτε εκείνη ήθελε να εί-
ναι μαζί του.
Ή μήπως ήθελε;
Η Κλειώ κοίταξε προς την πόρτα συνοφρυωμένη. «Ποιος βγήκε στο
δρόμο;»
«Ο λόρδος Γουέστγουντ, φυσικά».
«Εννοείς ότι μιλούσες με το λόρδο Γ ουέστγουντ και εκείνος θύ-
μωσε και έφυγε τρέχοντας;» Το βλέμμα της Κλειώς υψώθηκε στον
κρατήρα πάνω απ’ τα κεφάλια τους και τα πράσινα μάτια της πήραν
μια σκληρή, έντονη έκφραση. «Ω, όχι, Καλ. Μη μου πεις ότι κατηγό-
ρησες το λόρδο Γουέστγουντ πως είναι ο Κλέφτης με τα Κρίνα!»
Η Καλλιόπη σκέπασε τα φλογισμένα μάγουλά της με τα γαντοφο-
ρεμένα χέρια της, προσπαθώντας να σβήσει την ανάμνηση της δικής
του οργής και της δικής της γελοιοποίησης. «Κάτι... τέτοιο».
«Καλ», είπε βογκώντας η Κλειώ, «τι σ’ έχει πιάσει; Μπορώ να φα-
νταστώ τη Θάλεια να κάνει τέτοιο πράγμα. Είναι ικανή να προκαλέ-
σει σε μονομαχία τον ίδιο το διάβολο! Όχι εσύ όμως. Είσαι άρρωστη;
Μήπως έχεις πυρετό;»
«Μακάρι να είχα, θα ήταν μια κάποια δικαιολογία».
Η Κλειώ κούνησε το κεφάλι της. «Φτωχή μου Καλ. Είμαι σίγουρη
ότι δε θα το πει σε κανέναν, αφού οι πατεράδες μας ήταν τόσο καλοί
φίλοι».
«Όχι, δε θα το πει σε κανέναν. Ίσως μόνο στην αστυνομία».
Η Κλειώ γέλασε. «Ορίστε, τα βλέπεις; Έκανες ένα αστείο. Δε χάθη-
καν όλα. Ίσως την επόμενη φορά που θα τον δεις μπορείς να του
πεις ότι σε είχε συνεπάρει η μουσική».
«Ή ότι είχα μεθύσει με κρασί», μουρμούρισε η Καλλιόπη. Έστρωσε
τα μαλλιά της και τίναξε τις φούστες της, νιώθοντας να ξαναβρίσκει
σιγά σιγά την ηρεμία της. «Εύχομαι να μη χρειαστεί να τον ξαναδού-
με ποτέ».
«Αυτό είναι κάπως απίθανο, δε νομίζεις; Ο κόσμος μας είναι πολύ
μικρός». Η Κλειώ κοίταξε πάλι τον κρατήρα. «Πες μου όμως, Καλ, τι
σε έκανε να υποπτευτείς ότι ο λόρδος Γουέστγουντ είναι ο Κλέφτης
με τα Κρίνα;»
Η Καλλιόπη ανασήκωσε τους ώμους της. «Φαίνεται αρκετά θερμο-
κέφαλος για να το κάνει, δε νομίζεις; Έστειλε τις δικές του αρχαιότη-
τες πίσω στην Ελλάδα. Ίσως πιστεύει πως πρέπει όλοι να κάνουν το
ίδιο, θέλοντας και μη. Δεν ξέρω. Είχα απλώς ένα... προαίσθημα».
«Τώρα είμαι σίγουρη πως έχεις πυρετό! Καλλιόπη Τσέις, εσύ δεν
ενεργείς ποτέ με βάση κάποιο προαίσθημα».
Η Καλλιόπη γέλασε. «Πείραζέ με όσο θέλεις, Κλειώ. Ξέρω ότι συνή-
θως μελετάω προσεκτικά τα επιχειρήματά μου...»
«Μέχρι αηδίας», μουρμούρισε η Κλειώ.
«Μου αρέσει να είμαι σίγουρη. Αλλά δε σου φαίνεται ότι τα κατορ-
θώματα του Κλέφτη με τα Κρίνα θα ταίριαζαν στην ιδιοσυγκρασία
του; Πρέπει κανείς να είναι πολύ έξυπνος για να μπαινοβγαίνει σε
τέτοια πλουσιόσπιτα χωρίς να τον παίρνουν είδηση. Πρέπει να είναι
γνώστης των τεχνών και των αρχαιοτήτων, γιατί έχουν κλαπεί μόνο
τα καλύτερα και πιο σημαντικά από ιστορική άποψη αντικείμενα.
Πρέπει να είναι σίγουρος για το σκοπό του, όπως είναι ο λόρδος
Γουέστγουντ. Και πρέπει να είναι παραπλανημένος. Επίσης όπως εί-
ναι ο λόρδος Γουέστγουντ».
«Ω, μα εσύ, Καλ, μιλάς σαν να θαυμάζεις τον Κλέφτη με τα Κρίνα».
Η Καλλιόπη το σκέφτηκε. Θαύμαζε τον Κλέφτη με τα Κρίνα; Τον πιο
επικίνδυνο απ’ όλους τους κακοποιούς, γιατί δεν έκλεβε μόνο αντι-
κείμενα αλλά και την ίδια την ιστορία; Παράλογο! «Θαυμάζω το γού-
στο του, ίσως, αλλά σίγουρα όχι τους στόχους του. Απεχθάνομαι την
εξαφάνιση αυτών των θησαυρών. Το ξέρεις καλά».
Η Κλειώ έγνεψε καταφατικά. «Ξέρω με πόσο πάθος υποστηρίζεις
τις απόψεις σου, αδερφή. Αλλά εύχομαι να μην τις αφήσεις να σε
παρασύρουν ξανά σε ό,τι αφορά το λόρδο Γουέστγουντ! Δεν έχουμε
καμία απόδειξη πως είναι ο κλέφτης».
«Όχι ακόμα». Πίσω από την κλειστή πόρτα της σάλας οι νότες της
μουσικής έσβηναν και το ακροατήριο ξεσπούσε σε χειροκροτήματα.
«Φαίνεται πως η συναυλία τελειώνει. Πάμε να πάρουμε τη Θάλεια
και να γυρίσουμε σπίτι; Πέρασε η ώρα».
Κεφάλαιο 4

«Καλημέρα, δεσποινίς Καλλιόπη!» είπε χαρωπά η Μαίρη καθώς ά-


νοιγε τις κουρτίνες της κρεβατοκάμαρας και άφηνε το γκριζοκίτρινο
φως του προχωρημένου πρωινού να πλημμυρίσει το δωμάτιο.
Η Καλλιόπη έκλεισε τα μάτια της σφιχτά, νιώθοντας πως είχε μόλις
αποκοιμηθεί. Όλη τη νύχτα στριφογύριζε, φέρνοντας ξανά και ξανά
στο μυαλό της τα απερίσκεπτα λόγια της στο λόρδο Γουέστγουντ. Το
θυμό που είχε δει στα μάτια του.
Σίγουρα η Κλειώ είχε δίκιο. Πρέπει να είχε πυρετό. Ήταν η μόνη
εξήγηση για το γεγονός ότι είχε δείξει τόσο γρήγορα τα χαρτιά της.
Τώρα δε θα τον έπιανε ποτέ.
Έπρεπε να ανασυνταχθεί. Να καταστρώσει ένα σχέδιο. Σίγουρα
όλα θα διορθώνονταν στο χορό του δούκα του Άβερτον προς τιμήν
της Άρτεμης. Η Λέσχη Κυριών θα φρόντιζε γι’ αυτό.
«Περάσατε καλά στη μουσική βραδιά, δεσποινίς Καλλιόπη;» ρώτη-
σε η Μαίρη τακτοποιώντας ένα δίσκο με σοκολάτα και βουτυρωμένα
ψωμάκια πάνω στο κομοδίνο.
«Ναι, σ’ ευχαριστώ, Μαίρη». Η Καλλιόπη ανασήκωσε τα μαξιλάρια
στο σκαλιστό κεφαλάρι του κρεβατιού της και ετοιμάστηκε να αντι-
μετωπίσει τη μέρα. Οι μάχες δεν κερδίζονταν με χουζουρέματα! «Δε
μου λες, έχουν ξυπνήσει οι αδερφές μου;»
«Η δεσποινίς Θάλεια έφυγε ήδη για το μάθημα μουσικής», είπε η
Μαίρη ψαχουλεύοντας την γκαρνταρόμπα. «Και η δεσποινίς Κλειώ
παίρνει πρόγευμα με τον πατέρα σας και τη δεσποινίδα Τερψιχόρη.
Σας άφησε ένα σημείωμα στο δίσκο».
Καθώς η Μαίρη ετοίμαζε τα ρούχα που θα φορούσε εκείνη την η-
μέρα, η Καλλιόπη δάγκωσε ένα ψωμάκι και πήρε το σημείωμα της
Κλειώς.
Καλ, έγραφε η αδερφή της με τον αδρό γραφικό χαρακτήρα της.
Νομίζω πως χρειαζόμαστε μια βόλτα για να καθαρίσει το μυαλό μας.
Παίρνουμε την Κόρι να δει τα Ελγίνεια Μάρμαρα; Τα λατρεύει, και εκεί
μπορούμε να μιλήσουμε χωρίς να κρυφακούει ο πατέρας.
Η Καλλιόπη αναστέναξε. Μπορεί ο πατέρας τους να μην τις κρυφά-
κουγε μέσα στο Βρετανικό Μουσείο, αλλά θα τις άκουγε όλο το υπό-
λοιπο Λονδίνο. Όμως η Κλειώ είχε δίκιο. Είχαν ανάγκη να καθαρί-
σουν το μυαλό τους μετά τη χτεσινή βραδιά, και πού αλλού θα το
έκαναν καλύτερα απ’ ό,τι ανάμεσα στα λαμπρά γλυπτά του Παρθε-
νώνα; Η Τερψιχόρη -η Κόρι- ήταν ένα αξιαγάπητο κορίτσι που μόλις
είχε κλείσει τα δεκατρία και ανυπομονούσε να γίνει νεαρή κυρία. Της
άξιζε να τη φροντίσουν λίγο μετά τον αποχωρισμό της απ’ τις μικρές
αδερφές τους, οι οποίες έμεναν στην εξοχή με τις διάφορες γκου-
βερνάντες τους.
Και σίγουρα εκεί δε θα έπεφταν πάνω στο λόρδο Γουέστγουντ. Ο
άνθρωπος μάλλον δε σηκωνόταν πριν από τις δύο το μεσημέρι, και
τα Ελγίνεια Μάρμαρα θα πρέπει να αντιπροσώπευαν γι’ αυτόν όλα
όσα απεχθανόταν: θησαυρούς κλεμμένους από την Ελλάδα και εκτε-
θειμένους προς τέρψη των Λονδρέζων.
«Μαίρη, θα χρειαστώ ένα φόρεμα περιπάτου και μια ζεστή κάπα»,
είπε καταπίνοντας την τελευταία γουλιά της σοκολάτας της.
***
Το Βρετανικό Μουσείο αποτελούσε ντε φάκτο το δεύτερο σπίτι των
Τσέις όταν βρίσκονταν στην πόλη. Οι αδερφές το είχαν επισκεφθεί
από τα πρώτα παιδικά τους χρόνια και είχαν ξεναγηθεί σε κάθε έργο
τέχνης από τους γονείς τους. Μέσα από την ομορφιά εκείνων των
αντικειμένων και τις συναρπαστικές ιστορίες του πατέρα τους εν-
σταλάχτηκε μέσα τους η αγάπη για το παρελθόν. Πολλά από τα αγα-
πημένα τους εκθέματα –ελληνικά αγγεία, αιγυπτιακά αγάλματα, πε-
ρικεφαλαίες των Βίκινγκς- είχαν απαθανατιστεί για χάρη τους στα
μπλοκ ζωγραφικής της μητέρας τους, τα οποία φύλαγε η Κλειώ μετά
το θάνατο της λαίδης Τσέις στη γέννα της μικρότερης Μούσας, της
Πολύμνιας, πριν τρία χρόνια.
Όμως η μητέρα τους δεν είχε δει ποτέ την πιο αγαπημένη απ’ όλες
τις αίθουσες των αδερφών, την Προσωρινή Αίθουσα Έλγιν, η οποία
κατά τα φαινόμενα είχε γίνει πια μόνιμη. Εκεί ακριβώς κατευθύνο-
νταν τώρα, αφού ανέβηκαν τα φαρδιά πέτρινα σκαλοπάτια και πέ-
ρασαν μέσα από τους πελώριους κίονες στον ιερό χώρο του μουσεί-
ου.
«Μπορούμε να επισκεφθούμε τις μούμιες μετά τα μάρμαρα;» ρώ-
τησε ανυπόμονα η Κόρι.
Η Κλειώ γέλασε. «Παλιόπαιδο! Θέλεις απλώς να τρομάξεις τις μι-
κρές αδερφές σου με τρομαχτικές ιστορίες στο επόμενο γράμμα σου.
Πάντως μπορούμε να τις δούμε, αν έχουμε χρόνο».
Η Κόρι ζάρωσε τη μύτη της. «Δε θα έχουμε. Εσείς οι δυο πάντα
περνάτε ώρες στην αίθουσα με τα Ελγίνεια Μάρμαρα».
«Κι εσένα σ’ αρέσουν, μαϊμουδίτσα, το ξέρεις καλά», είπε η Καλλιό-
πη. «Ίσως μετά τα μάρμαρα και τις μούμιες μπορούμε να φάμε πα-
γωτό στο απέναντι κατάστημα».
Χαμογελώντας πανευτυχής με την υπόσχεση των νεκρών Αι-
γυπτίων και του παγωτού, -η Κόρι πήγε να σκιτσάρει το αγαπημένο
της γλυπτό για άλλη μια φορά. Ήταν το κεφάλι ενός αλόγου από το
άρμα της Σελήνης, με τη χαίτη και το σαγόνι του πεσμένο μετά από
ένα εξαντλητικό ταξίδι στον ουρανό. Η Καλλιόπη και η Κλειώ προ-
χώρησαν ως τον απέναντι τοίχο, εκεί όπου η ζωφόρος απεικόνιζε
την πομπή των Παναθηναίων. Ήταν ήσυχα εκεί για την ώρα, πίσω
από τις πελώριες σκαλιστές μορφές του Θησέα και κάποιας ακέφα-
λης ντυμένης θεάς, παρά τα πλήθη των επισκεπτών που κυκλοφο-
ρούσαν.
Η Καλλιόπη κοίταξε τη σειρά των νεαρών γυναικών με τη γεμάτη
χάρη στάση και τους όμορφους χιτώνες και μανδύες, οι οποίες με-
τέφεραν δοχεία με σπονδές προς τους θεούς. Δεν εκτίθονταν τόσο
καλά όσο τους άξιζε· η αίθουσα ήταν γεμάτη κόσμο και κακοφωτι-
σμένη, οι τοίχοι σκοτεινοί. Αλλά η Καλλιόπη πάντα απολάμβανε τη
θέα τους, την κλασική ομορφιά αυτής της ατέλειωτης πομπής. Και
σήμερα χαιρόταν για το χαμηλό φωτισμό, επειδή έτσι κρύβονταν οι
σκούρες σκιές της αϋπνίας κάτω από τα μάτια της.
«Συγκάλεσα μια σύσκεψη της Λέσχης Κυριών για αύριο το απόγευ-
μα», είπε στην Κλείω.
Χωρίς να τραβήξει το βλέμμα της από την επικεφαλής κοπέλα της
πομπής, αυτή που κρατούσε ψηλά ένα δοχείο με λιβάνι, η Κλειώ
μούτρωσε. «Κιόλας; Συνήθως συναντιόμαστε μια φορά την εβδομά-
δα».
«Είναι έκτακτη περίσταση. Ο χορός του δούκα του Άβερτον πλη-
σιάζει. Πρέπει να προετοιμαστούμε για όσα μπορεί να συμβούν ε-
κεί».
«Πιστεύεις ακόμα ότι ο κλέφτης σκοπεύει να αρπάξει την Αλαβά-
στρινη Θεά εκείνο το βράδυ;»
«Δεν είμαι σίγουρη. Γι’ αυτό είπα ότι πρέπει να είμαστε προ-
ετοιμασμένες. Ο χορός μπορεί να κυλήσει ήρεμα -όσο ήρεμα μπορεί
να είναι στο σπίτι του Άβερτον. Το άγαλμα μπορεί να μείνει στη θέση
του...»
«Αλλά δε θα μείνει στη θέση του!» σφύριξε η Κλειώ. Το χέρι της
έσφιξε τη λαβή του δαντελένιου ομπρελίνου της και η Καλλιόπη φο-
βήθηκε για μια στιγμή ότι θα το σήκωνε στον αέρα ή θα κάρφωνε
κάποιον ανυποψίαστο περαστικό. «Ο Άβερτον θα το στείλει σ’ εκείνο
το κολασμένο κάστρο του στο Γιόρκσαϊρ και κανείς δεν πρόκειται να
το ξαναδεί! Είναι ένας φρικτός εγωιστής που δε νοιάζεται για τις πο-
λύτιμες συλλογές του. Νομίζεις πως αυτή θα είναι καλύτερη τύχη για
την καημένη την Άρτεμη από το να πέσει στα χέρια του Κλέφτη με τα
Κρίνα;»
Η Καλλιόπη δαγκώθηκε. «Είναι αλήθεια πως τον αποκαλούν Άπλη-
στο Δούκα. Δεν τον συμπαθώ περισσότερο από σένα, Κλειώ. Είναι...
αλλόκοτος άνθρωπος. Αλλά τουλάχιστον θα ξέρουμε πού βρίσκεται
το άγαλμα και κάποια μέρα ένα μουσείο ή κάποιος νόμιμος συλλέ-
κτης θα καταφέρει να το αποκτήσει. Αν την πάρει ο Κλέφτης με τα
Κρίνα, θα εξαφανιστεί από προσώπου γης! Και τότε δε θα διδαχτού-
με τίποτα από αυτήν».
«Ειλικρινά, Καλ, σ’ αγαπώ, αλλά μερικές φορές δείχνεις να μην κα-
ταλαβαίνεις». Η Κλειώ απομακρύνθηκε κουνώντας πέρα δώθε το ο-
μπρελίνο της, αφήνοντας την Καλλιόπη μόνη.
Η Καλλιόπη κοίταξε πάλι την πομπή στη ζωφόρο και προσπάθησε
να συγκρατήσει τον εκνευρισμό της. Σαν αδερφές, εκείνη και η Κλειώ
ήταν πολύ συνδεδεμένες, έχοντας κοινές την αγάπη για την ιστορία
και την αναγκαιότητα να σταθούν σαν μητέρες στις μικρότερες α-
δερφές τους, ύστερα από το θάνατο της μητέρας τους. Ήξερε ότι η
Κλειώ θύμωνε εύκολα και ηρεμούσε εξίσου εύκολα, αλλά αυτό δε
διευκόλυνε τις μικρές αψιμαχίες τους.
Τι της συνέβαινε τελευταία και τσακωνόταν διαρκώς; Πρώτα ο
λόρδος Γουέστγουντ, τώρα η αδερφή της. Τα μάτια της είχαν βουρ-
κώσει κι έτσουζαν και τα έτριψε δυνατά. Όταν ξανασήκωσε το βλέμ-
μα της, φοβήθηκε πως είχε παραισθήσεις. Ο λόρδος Γουέστγουντ
στεκόταν δίπλα της, κοιτώντας τη σοβαρός. Οι γυαλιστερές μπού-
κλες του έπεφταν ατημέλητα στις αδρές γωνίες του προσώπου του,
έτσι που έμοιαζε κι ο ίδιος σαν γλυπτό.
Ανοιγόκλεισε τα βλέφαρά της και τον βρήκε να στέκεται ακόμα ε-
κεί. Πήρε μια βαθιά ανάσα για να ηρεμήσει και του χαμογέλασε δει-
λά. «Λόρδε Γουέστγουντ».
«Δεσποινίς Τσέις», της απάντησε. «Ελπίζω να απολαμβάνετε την
έξοδό σας».
«Ναι, πάρα πολύ. Οι αδερφές μου κι εγώ επισκεπτόμαστε το μου-
σείο όποτε μπορούμε». Έγνεψε προς την Κόρι, η οποία σκιτσάριζε
ακόμα το κεφάλι του αλόγου με την Κλειώ σκυμμένη δίπλα της.
«Κι εγώ έρχομαι συχνά εδώ».
«Αλήθεια; Φαντάζομαι πως σας θυμίζει την πατρίδα της μητέρας
σας», του είπε διαλέγοντας προσεκτικά τα λόγια της, μη θέλοντας να
προκαλέσει κι άλλο καβγά. Πώς μπορούσε όμως να μιλήσει κανείς γι’
αυτά τα γλυπτά χωρίς να ξεκινήσει λογομαχία;
«Ναι», της απάντησε εκείνος. «Όταν ήμουν παιδί, πάντα μου έλεγε
ιστορίες για θεούς και θεές, ακόμα και για μούσες».
Η Καλλιόπη χαμογέλασε. «Ίσως τότε να έχετε μάθει πόσο ευμετά-
βλητη μπορεί να είναι μια μούσα».
Της ανταπέδωσε το χαμόγελο κι ήταν σαν να φωτίστηκε εκείνη η
μουντή γωνιά του μουσείου. «Πράγματι, το έχω ακουστά κι αυτό. Τη
μια μέρα η μούσα μπορεί να σου χαμογελάσει και την επόμενη να
εξαφανιστεί. Ίσως αυτό αποτελεί μέρος της γοητείας της».
Γοητεία; Την έβρισκε... γοητευτική; Η Καλλιόπη θα περίμενε να α-
κούσει «οξύθυμη» ή «ενοχλητική» ή οποιονδήποτε άλλο χαρακτηρι-
σμό. Από την άλλη, κι εκείνη δε σκεφτόταν το ίδιο γι’ αυτόν; Δεν τον
έβρισκε ενοχλητικό, κι όμως παράξενα γοητευτικό; Έδιωξε αυτές τις
ανώφελες σκέψεις. «Επίσης, μερικές φορές μια μούσα ξεχνάει τους
τρόπους της. Λέει πράγματα που δε θα έπρεπε να πει. Και τότε οφεί-
λει να ζητήσει συγνώμη».
«Αυτό κάνετε τώρα, δεσποινίς Τσέις; Ζητάτε συγνώμη;»
Η Καλλιόπη αναστέναξε. «Φοβάμαι πως ναι».
Ακούμπησε τα χέρια στην καρδιά του και παραπάτησε προς τα πί-
σω σαν να είχε υποστεί ένα βαθύ σοκ. «Μη μου πείτε!»
Εκείνη γέλασε. «Δε θα ήθελα να σκεφτείτε πως δεν έχω σωστή ανα-
τροφή, λόρδε Γουέστγουντ. Δεν έπρεπε να σας μιλήσω έτσι χτες το
βράδυ. Η αδερφή μου λέει ότι μάλλον έφταιγε η μαγεία της μουσικής
ή το κρασί, στην πραγματικότητα όμως ξέρω γιατί σας είπα αυτά τα
λόγια. Είχα βγει εκτός εαυτού».
«Υποθέτω πως στο παρελθόν έχω βγει κι εγώ εκτός εαυτού μαζί
σας, δεσποινίς Τσέις. Ίσως μπορούμε να κάνουμε μια νέα αρχή. Να
κηρύξουμε ειρήνη».
«Ειρήνη, λοιπόν. Προς το παρόν».
«Προς το παρόν. Ελάτε, επιτρέψτε μου να σας δείξω το αγαπημένο
μου κομμάτι αυτής της αναπαράστασης». Της πρόσφερε το μπράτσο
του και, μολονότι η Καλλιόπη άγγιξε μόλις ανάλαφρα τα δάχτυλά της
επάνω στο μανίκι του από φίνο μαλλί, ένιωσε αμέσως τη ζεστασιά
και τη μυϊκή δύναμη που κρυβόταν κάτω από το ρούχο. Το μπράτσο
του συσπάστηκε αμυδρά, σαν να ένιωσε κι ο ίδιος εκείνο τον παρά-
ξενο, αδιόρατο δεσμό. «Είδατε, δεν ήταν πολύ δύσκολο, ήταν;»
«Καθόλου», απάντησε η Καλλιόπη.
Της χαμογέλασε και την οδήγησε προς την άκρη της μαρμάρινης
πομπής, όπου η ζωφόρος συνέχιζε με μια καμπύλη στον επόμενο
τοίχο. Εκεί βρισκόταν χαραγμένος ο σκοπός αυτής της πομπής -η
Αθηνά, καθισμένη σε προφίλ, παρατηρούσε τις σπονδές που της
πρόσφεραν. Στα σγουρά μαλλιά της δε φορούσε τη συνηθισμένη πε-
ρικεφαλαία, όμως κρατούσε την ασπίδα της στην ποδιά της και ένα
δόρυ στο δεξί της χέρι.
«Είναι η αγαπημένη σας;» τον ρώτησε.
«Ακούγεστε έκπληκτη».
«Ίσως φανταζόμουν πως προτιμούσατε κάποιον από τους Λαπίθες
ή τους Κενταύρους της μετόπης, εκείνους που εισβάλλουν μεθυσμέ-
νοι στη γιορτή. Ή το Διόνυσο, εκεί πέρα, με τη γούνα λεοπάρδαλης».
Ο Κάμερον γέλασε. «Ω, ελάτε τώρα, δεσποινίς Τσέις! Δε λέω, απο-
λαμβάνω τις χαρές της ζωής, αλλά δεν είμαι δα και Κένταυρος. Ούτε
ο Διόνυσος. Θυμάστε που μιλούσαμε για όργια χτες το βράδυ; Οι
βραδιές του τελείωναν συνήθως άσχημα, με τους συμμετέχοντες να
ξεσκίζουν ο ένας τα μέλη του άλλου και να καταβροχθίζουν ωμή
σάρκα. Όχι, ειλικρινά, ο κανιβαλισμός δεν είναι του γούστου μου».
Η Καλλιόπη ένιωσε να κοκκινίζει ξανά, μια ενοχλητική φλόγωση
απλώθηκε στο λαιμό και στα μάγουλά της. «Ποτέ δε φαντάστηκα πως
ο κανιβαλισμός ήταν ένα από τα βίτσια σας, λόρδε Γουέστγουντ. Πεί-
τε μου όμως, γιατί σας αρέσει η Αθηνά τόσο πολύ; Φαίνεται υπερβο-
λικά λογική και μετρημένη για σας».
«Μα αυτές ακριβώς οι αρετές της μου αρέσουν -η λογική ηρεμία, η
αξιοπρέπειά της. Η δική μου ζωή δεν περιείχε μεγάλες δόσεις από
αυτές τις αρετές, έτσι που ταξιδεύαμε διαρκώς με τους γονείς μου,
και τις λαχταρώ. Τις βρίσκω εδώ, σκαλισμένες σ’ αυτό το μάρμαρο».
Η Καλλιόπη τρεμόπαιξε έκπληκτη τα βλέφαρά της. Μπορεί να εί-
χαν κηρύξει ειρήνη λίγα λεπτά νωρίτερα, ποτέ όμως δεν περίμενε τέ-
τοια εκδήλωση εμπιστοσύνης από τον Κάμερον ντε Βιρ. Μια νοσταλ-
γική λαχτάρα είχε αποτυπωθεί στο όμορφο πρόσωπό του, διώχνο-
ντας το συνηθισμένο αμέριμνο σαρκασμό.
«Είναι και η δική μου αγαπημένη», παραδέχτηκε..
«Κι έτσι θα έπρεπε, γιατί της μοιάζετε πολύ».
«Εγώ, μοιάζω με την Αθηνά;» είπε ξαφνιασμένη. «Εκείνη δε θα σας
μιλούσε ποτέ με τόση αγένεια σε μια μουσική βραδιά».
«Όχι, εκείνη θα με κάρφωνε με το δόρυ της. Πρέπει να νιώθω τυ-
χερός που δεν κρατάτε τέτοιο όπλο. Η γλώσσα σας είναι αρκετά κο-
φτερή».
Πριν η Καλλιόπη προλάβει να απαντήσει, μια ξαφνική φασαρία
στην είσοδο διέκοψε την ευλαβική σιωπή της αίθουσας. Κάποιοι μι-
λούσαν με ένταση. Η Καλλιόπη κοίταξε πίσω από το γλυπτό κάποιας
ακέφαλης θεάς και είδε πως ο δούκας του Άβερτον μόλις είχε κάνει
την είσοδό του.
Ήταν αρκετά όμορφος άντρας, αυτό του το αναγνώριζε. Ψηλός,
λεπτός, με ριχτά χρυσοκόκκινα μαλλιά που άστραφταν στο ημίφως
και φωτεινά πράσινα μάτια που σάρωσαν τα πάντα τριγύρω μ’ ένα
βλέμμα. Το μόνο ψεγάδι στο ωραίο πρόσωπό του ήταν η ελαφρώς
γαμψή μύτη του, σαν να είχε σπάσει και δε γιατρεύτηκε καλά. Η ε-
ντυπωσιακή, σχεδόν κέλτικη εμφάνισή του τονιζόταν από το επιδει-
κτικό ντύσιμό του -μακριά κάπα αντί για το μάλλινο πανωφόρι που
συνήθιζαν οι περισσότεροι άντρες, κίτρινο σατέν γιλέκο, μπότες με
διακοσμητικές φούντες και δαχτυλίδια σ’ όλα του τα δάχτυλα. Ρου-
μπίνια και σμαράγδια.
Ο δούκας στάθηκε εκεί για μια στιγμή ώσπου σιγουρεύτηκε πως
τον παρακολουθούσαν όλοι, ύστερα έβγαλε με μια θεατρική κίνηση
την κάπα από τους ώμους του και την έδωσε σε έναν από τους πολ-
λούς λακέδες που τον ακολουθούσαν. Η σαρωτική κίνηση του μπρά-
τσου του έδειξε να αγκαλιάζει όλα τα γλυπτά τριγύρω σαν να του
ανήκαν.
«Ω αρχαίο μεγαλείο της Ελλάδας, συναντιόμαστε ξανά», είπε απα-
λά αλλά υποκριτικά. Μετά γύρισε και κατευθύνθηκε προς το τμήμα
με τις μετόπες, με την ακολουθία του να τρέχει ξοπίσω του.
Η Καλλιόπη παραλίγο να γελάσει δυνατά. Ο δούκας του Άβερτον
σπάνια κυκλοφορούσε στην πόλη. Αυτός ήταν εν μέρει ο λόγος που
ο επικείμενος χορός του αποτελούσε το κυριότερο θέμα συζήτησης
στους κύκλους της αριστοκρατίας. Όταν όμως αποφάσιζε να βγει, το
θέαμα ήταν πιο διασκεδαστικό κι από παράσταση στο θέατρο της
Ντρούρι Λέιν.
«Τι γελοίος», μουρμούρισε βλοσυρά ο λόρδος Γουέστγουντ. «Προς
τι τόση επίδειξη;»
Η Καλλιόπη ύψωσε το βλέμμα της και τον είδε να αγριοκοιτάζει το
δούκα με τις γροθιές σφιγμένες. Πού είχε εξαφανιστεί ο ανέμελος
Απόλλωνας; Ο Γουέστγουντ τώρα έμοιαζε περισσότερο με τον εξορ-
γισμένο Πλούτωνα, που παραμόνευε στο μαύρο, υποχθόνιο κόσμο
του, λαχταρώντας να ταΐσει ένα ένα τα μέλη του δούκα στον πεινα-
σμένο Κέρβερο του.
Η Καλλιόπη όφειλε να παραδεχτεί ότι θα άρεσε και στην ίδια αυτή
η εικόνα. Απ’ όλους τους εγωιστές συλλέκτες του Λονδίνου, απ’ ό-
λους τους ανθρώπους που συσσώρευαν τους θησαυρούς τους αρ-
νούμενοι στους επιστήμονες κάθε πρόσβαση, ο Άβερτον ήταν ο χει-
ρότερος. Ποτέ δεν τον απασχολούσε από πού ή από ποιον θα αγό-
ραζε τους θησαυρούς του, και τα ανεκτίμητα αντικείμενα εξαφανίζο-
νταν πάντα στο κάστρο του στο Γιόρκσαϊρ. Όμως δεν ήξερε ότι ο
Γουέστγουντ είχε αντιδικία μαζί του. Στην πραγματικότητα ο Γουέ-
στγουντ σπάνια έδειχνε να αντιπαθεί κάποιον -εκτός από την ίδια,
φυσικά.
Κι όμως, αυτό που έβλεπε στο πρόσωπό του ήταν κάτι περισ-
σότερο από αντιπάθεια. Ήταν ένα σκοτεινό, αυθεντικό μίσος, ωμό
και πρωτόγονο. Και πολύ τρομακτικό.
Η Καλλιόπη ρίγησε παρά τη ζέστη μέσα στο μουσείο και απο-
μακρύνθηκε από κοντά του ώσπου ακούμπησε στην πέτρινη βάση
ενός αγάλματος. Εκείνος έδειξε να προσέχει την ταραχή στο βλέμμα
της, αλλά έκρυψε γρήγορα την αντίδρασή του πίσω από το συνηθι-
σμένο χαμόγελό του.
«Δεν ήξερα ότι γνωρίζετε καλά το δούκα», μουρμούρισε η Καλλιό-
πη.
«Όχι καλά. Σίγουρα όμως καλύτερα απ’ όσο θα ήθελα. Ήμασταν
μαζί στο Κέμπριτζ, και ο Άπληστος Δούκας δεν έχει αλλάξει πολύ από
εκείνο τον καιρό. Απλώς έγινε πιο μοχθηρός και ανεγκέφαλος».
Μοχθηρός και ανεγκέφαλος; Ο δούκας ήταν σκέτη απειλή, αυτό ήταν
βέβαιο, είχε τη φήμη εκκεντρικού και άπληστου ανθρώπου. Αλλά
μοχθηρός; Η Καλλιόπη περίμενε κάποια εξήγηση, αλλά ο Γουέ-
στγουντ δεν επεκτάθηκε περισσότερο. Η συζήτησή τους πήρε τέλος
και η προσοχή της Καλλιόπης γρήγορα αποσπάστηκε από τη θέα του
δούκα που πλησίαζε την Κλειώ.
Η Κλειώ δεν έδειξε να προσέχει την εντυπωσιακή είσοδο του άντρα
ούτε τον επιδεικτικό τρόπο που διέσχιζε την αίθουσα, όπου όλοι
παραμέριζαν στο πέρασμά του. Είχε γείρει μπροστά στο άγαλμα κά-
ποιας θεάς και το παρατηρούσε μέσα από τα γυαλιά της. Προς μεγά-
λη ανησυχία των ακολούθων του, ο δούκας ξεστράτισε από την πο-
ρεία του για να σταθεί κοντά της.
Η Καλλιόπη τον είδε παραξενεμένη και ανήσυχη να πλησιάζει την
Κλειώ τόσο πολύ, ώσπου το γεμάτο δαχτυλίδια χέρι του ακούμπησε
το μπράτσο της. Η Κλειώ γύρισε απότομα και, ξαφνιασμένη, σκόντα-
ψε στη θεά.
«Η αδερφή σας θα πρέπει να προσέχει αυτό τον άντρα», μουρ-
μούρισε ο Γουέστγουντ.
«Δεν έχω ιδέα τι μπορεί να της λέει. Ούτε καν τον γνωρίζουμε».
«Αυτό δε θα τον εμπόδιζε να πλησιάσει μια ευπρεπή κυρία σαν την
αδερφή σας».
Η Καλλιόπη είδε την Κλειώ να φέρνει το χέρι της προς την καρφί-
τσα που στήριζε το μεταξωτό μπονέ της. Ήξερε πως η αδερφή της δε
θα δίσταζε να την καρφώσει στο μπράτσο του δούκα. Ή σε κάποιο
άλλο, πιο ευαίσθητο σημείο.
Έκανε ένα βήμα σκοπεύοντας να παρέμβει, αλλά ο λόρδος Γουέ-
στγουντ την πρόλαβε. Διέσχισε με λίγες δρασκελιές την αίθουσα και
πλησιάζοντας τράβηξε με βία το δούκα μακριά από την Κλειώ. Κα-
θώς ο δούκας τον κοίταζε μ’ ένα αυτάρεσκο χαμόγελο, ο Γουέ-
στγουντ έσκυψε και του μουρμούρισε κάποια λόγια που έφτασαν
στα αυτιά της Καλλιόπης σαν τον τραχύ ήχο μιας φουρτουνιασμένης
θάλασσας. Η Κλειώ απομακρύνθηκε από τους δύο άντρες, ενώ οι υ-
πόλοιποι επισκέπτες πλησίασαν πιο κοντά. Δε συνέβαινε καθημερινά
μέσα στο Βρετανικό Μουσείο να καβγαδίζουν ένας δούκας και ένας
κόμης! Το γεγονός σίγουρα θα συζητιόταν για μέρες.
Η Καλλιόπη σκέφτηκε ότι θα ήταν προτιμότερο να μην αποτε-
λούσαν εκείνη και η αδερφή της το επίκεντρο του περιστατικού. Παρ’
όλα αυτά, δεν μπορούσε να μην παρακολουθεί κι εκείνη επίμονα
τους δύο άντρες, τον έξαλλο από θυμό Γουέστγουντ και τον αυτάρε-
σκο αλλά όλο και πιο εκνευρισμένο Άβερτον, ο οποίος ανοιγόκλεινε
σπασμωδικά τις γροθιές του. Ήταν μια σπάνια σκηνή για το πολιτι-
σμένο Λονδίνο. Θύμιζαν τους Λαπίθες και τους Κενταύρους που πά-
λευαν πάνω στο αρχαίο μάρμαρο.
Η Καλλιόπη τράβηξε από πάνω τους το βλέμμα της κι έτρεξε κοντά
στην Κλείω. Έπιασε το μπράτσο της αδερφής της και ψιθύρισε: «Κα-
λύτερα να πάρουμε την Κόρι και να φύγουμε από εδώ, δε συμφω-
νείς;»
Η Κλειώ φάνηκε να συνέρχεται κι εκείνη από το αλλόκοτο θέαμα
που την κρατούσε καθηλωμένη. «Φυσικά», είπε και πήγε κοντά στη
μικρότερη αδερφή τους που σκιτσάριζε ακόμα. Η Κλειώ καθησύχασε
τις διαμαρτυρίες της μικρής με καινούριες υποσχέσεις για τις μού-
μιες και την οδήγησε προς την έξοδο της Αίθουσας των Ελγίνειων.
Μόλις έφυγαν, ο Γουέστγουντ και ο Άβερτον χωρίστηκαν. Ο Γουέ-
στγουντ βγήκε από την αίθουσα χωρίς να κοιτάξει πίσω του. Ο δού-
κας ίσιωσε το γιλέκο του και επέστρεψε στους φίλους του γελώντας
σαν να μην είχε συμβεί τίποτα.
Η Καλλιόπη κοίταξε σαστισμένη τον Γουέστγουντ. Πόσο θυμωμέ-
νος φαινόταν! Και να σκεφτεί κανείς ότι πριν από λίγο, όταν χαμογε-
λούσαν και μιλούσαν χαλαροί, είχε αρχίσει να νιώθει ανόητη που
τον είχε φανταστεί σαν τον Κλέφτη με τα Κρίνα. Τώρα, έχοντας δει
την παράξενη σκηνή με τον Άβερτον, ήταν πιο σίγουρη από ποτέ ότι
ο Γ ουέστγουντ ήταν ο κλέφτης. Και με τον έναν ή τον άλλο τρόπο
ήταν αποφασισμένη να το αποδείξει.
Κεφάλαιο 5

Τι σημασία έχει, Ντε Βιρ; Η μικρή είναι πόρνη, ανήκει σε όλους!


Ο Κάμερον άκουγε τη φωνή του Άβερτον μέσα στο μυαλό του, το
γέλιο, τα κοροϊδευτικά λόγια πριν από τόσα χρόνια. Έβλεπε το χαμό-
γελό του, γεμάτο από τόση αυταρέσκεια, να εξαφανίζεται όταν του
έριξε εκείνη τη γροθιά στο πρόσωπο, ματώνοντας την αριστοκρατική
του μύτη. Μικρή παρηγοριά για το δεκαεξάχρονο κορίτσι που έφυγε
κλαίγοντας και με σκισμένο φόρεμα. Κι ούτε ανακούφισε την άγρια
οργή του Κάμερον, αφού ήξερε πως δε θα μπορούσε να σώσει το ε-
πόμενο κορίτσι. Ή το επόμενο αγγείο ή γλυπτό.
Καθώς οι φίλοι του τον τραβούσαν μακριά, άκουγε το μουρμούρι-
σμα του Άβερτον. «Αφήστε τον. Τι περιμένετε από το γιο μιας Ελλη-
νίδας αλήτισσας;»
Χρειάστηκαν δέκα άντρες για να τραβήξουν μακριά τον Κάμερον
εκείνη τη μέρα, και σύντομα έφυγε από το αποπνικτικό περιβάλλον
του Κέμπριτζ για να αρχίσει και πάλι τα ταξίδια του. Να βρεθεί ανά-
μεσα στους «αλήτες» της Ιταλίας και στην αγαπημένη Ελλάδα της μη-
τέρας του. Εκείνα τα χρόνια της περιπλάνησης είχαν σβήσει την α-
νάμνηση των λόγων του Άβερτον, την αίσθηση της γροθιάς του πά-
νω στη σάρκα και το κόκαλο. Μέχρι σήμερα.
Η θέα του Άβερτον δίπλα στην Κλειώ Τσέις, το απελπισμένο βλέμ-
μα της Καλλιόπης ξύπνησαν μέσα του την ανάμνηση εκείνου του τα-
βερνείου και του κοριτσιού με το σκισμένο φόρεμα. Και μάλιστα με
τόση ορμή και ένταση που τον τρόμαξε.
Τώρα ο Άβερτον ήταν ένας γνωστός εκκεντρικός που ζούσε σχεδόν
σαν ερημίτης και έβγαινε μόνο για να επιδείξει τους αρχαίους θη-
σαυρούς του. Στην προκειμένη περίπτωση, την Αλαβάστρινη Θεά. Ο
Κάμερον δεν τον είχε ξαναδεί από τότε που επέστρεψε στην πόλη,
όμως ήταν σίγουρος ότι ο δούκας απλώς κρατούσε τώρα πια μυστι-
κά τα βίτσια του, κρυμμένα πίσω από τους κλεμμένους θησαυρούς
του. Ποιος θα τολμούσε να τον προκαλέσει; Ποιος θα ερευνούσε τα
εγκλήματα αυτού του πλούσιου και πανίσχυρου δούκα;
Ο Κάμερον κοντοστάθηκε στην είσοδο του μουσείου περιμένοντας
να καταλαγιάσει ο θυμός του. Αυτό που χρειαζόταν τώρα ήταν ψυ-
χρή σκέψη, όχι τα παρορμητικά γρονθοκοπήματα της νιότης του. Ο
θεός που χρειαζόταν δεν ήταν ο Διόνυσος, ήταν η Αθηνά.
Στάθηκε εκεί αρκετή ώρα, με τον αέρα να ανεμίζει τα μαλλιά και το
πανωφόρι του, αγνοώντας την κίνηση του Λονδίνου ολόγυρά του.
Σκέφτηκε τη μητέρα του, τις ιστορίες της για τους αρχαίους μεγά-
λους πολεμιστές όπως ο Αχιλλέας, ο Αίας και ο Έκτορας. Το αδύνατο
σημείο τους φαινόταν να είναι ο οξύθυμος χαρακτήρας τους, ο βια-
στικός τρόπος που ρίχνονταν στη μάχη χωρίς προγραμματισμό και
περίσκεψη, ωθούμενοι από τα πάθη τους.
«Τους μοιάζεις πολύ, γιε μου, κι αυτό μια μέρα θα σε βάλει σε μπε-
λάδες», του έλεγε. «Υπάρχουν καλύτεροι τρόποι για να κερδίσεις τις
μάχες σου».
Καθώς στεκόταν εκεί γερμένος στην κρύα μεταλλική πύλη, οι πόρ-
τες του μουσείου άνοιξαν και βγήκαν η Καλλιόπη και η Κλειώ Τσέις,
κρατώντας από το χέρι ανάμεσά τους τη μικρότερη αδερφή τους. Η
μικρή φλυαρούσε ζωηρά, οι δύο μεγαλύτερες Μούσες όμως ήταν
σιωπηλές και σοβαρές, σαν να έτρεχαν οι σκέψεις τους πολύ μακριά
από την ανεμοδαρμένη αυλή του μουσείου. Η Καλλιόπη έριχνε συ-
νέχεια ανήσυχες λοξές ματιές στην Κλειώ.
Ο Κάμερον κρύφτηκε πίσω από μια μεγάλη πέτρινη ζαρντινιέρα.
Δεν μπορούσε να μιλήσει τώρα στην Καλλιόπη· η βίαιη συμπεριφορά
του θα πρέπει να την είχε ξαφνιάσει και δεν μπορούσε να της εξηγή-
σει το λόγο. Όμως τις ακολούθησε από διακριτική απόσταση, ώσπου
τις είδε να ανεβαίνουν στην άμαξα για να επιστρέφουν στο σπίτι
τους, χωρίς να τις ενοχλήσει ξανά ο δούκας ή κάποιος απ’ τα τσιρά-
κια του.
Αν ο Άβερτον νόμιζε πως μπορούσε να ενοχλεί οποιαδήποτε από
τις Τσέις και να τη γλιτώνει, έκανε πολύ μεγάλο λάθος.
***
«Λόρδος Μάλοου. Κύριος Ράιτ-Χέλμσλι. Κύριος Λέικσλι».
Η Καλλιόπη κοίταξε τη λίστα δαγκώνοντας την άκρη του μολυβιού
της, εξετάζοντας κάθε όνομα χωριστά στο φως του κεριού της. Ήταν
όλοι εύποροι και ευφυείς, καθώς και συλλέκτες αρχαιοτήτων. Μή-
πως κάποιος απ’ αυτούς ήταν επίσης ο Κλέφτης με τα Κρίνα;
Ξαναδιάβασε τον κατάλογο των αντρών που γνώριζε οι οποίοι δεν
ήταν παιδιά ή ανάπηροι. Ή που δε διέθεταν ίχνος ευφυΐας, όπως ο
καημένος ο Φρέντι Μάουντμπανκ. «Λόρδος Ντίρινγκ. Σερ Μάιλς
Γκίμπσον. Κύριος Σμίθσον».
Στο τέλος πάντα κατέληγε στο ίδιο όνομα. Λόρδος Γουέστγουντ.
Στην αρχή ήταν απόλυτα σίγουρη πως ήταν αυτός! Διέθετε όλα τα
απαιτούμενα προσόντα -εξυπνάδα, ενδιαφέρον, έναν ορισμένο βαθ-
μό απερισκεψίας, πιθανή απόρροια των χρόνων που είχε ζήσει στην
Ιταλία και την Ελλάδα. Είχε το θάρρος της γνώμης του, όσο λανθα-
σμένη κι αν ήταν. Τώρα όμως κάτι την προβλημάτιζε, μια ενοχλητική
φωνή στο βάθος του μυαλού της της ψιθύριζε πράγματα που τη γέ-
μιζαν αμφιβολίες. Μήπως αυτό σήμαινε πως... είχε αρχίσει να τον
συμπαθεί;
«Βλακείες!» φώναξε πετώντας το μολύβι της. Φυσικά και δεν τον
συμπαθούσε. Πώς θα μπορούσε; Σίγουρα οι αμφιβολίες της πήγαζαν
από την έμφυτη γυναικεία αδυναμία της, αυτή που γοητευόταν από
ένα χαμόγελο κι ένα ζευγάρι όμορφα μάτια.
Αυτός ήταν ο πιο πιθανός ύποπτος Κλέφτης με τα Κρίνα. Ο ασυ-
γκράτητος θυμός του απέναντι στο δούκα του Άβερτον επιβεβαίωνε
αυτό το γεγονός. Ο Γουέστγουντ είχε κάτι αιχμηρό επάνω του, σαν
λεπίδα σφυρηλατημένη στη φωτιά κρυμμένη σε βελούδινο θηκάρι,
αλλά έτοιμη να βγει αστραπιαία και να σπείρει τον όλεθρο. Το διά-
δημα της λαίδης Τενμπρέ είχε ήδη πέσει θύμα της φονικής της κό-
ψης. Μήπως είχε σειρά η Αλαβάστρινη Θεά;
Η Καλλιόπη κοίταξε επίμονα τη λίστα της και έπιασε αργά το μο-
λύβι της. Λόρδος Γουέστγουντ, έγραψε.
Η πόρτα της κρεβατοκάμαράς της έτριξε, προειδοποιώντας την ότι
δεν ήταν πια μόνη. Έκρυψε γρήγορα τη λίστα κάτω από μια στοίβα
βιβλία και έσφιξε περισσότερο την εσάρπα γύρω από τους ώμους
της.
«Δουλεύεις, Καλ;» ρώτησε ήρεμα η Κλειώ και κάθισε σε μια καρέκλα
δίπλα στο γραφείο της.
«Διάβαζα λίγο πριν ξαπλώσω. Δεν μπορούσα να κοιμηθώ».
«Ούτε εγώ». Η Κλειώ φαινόταν νευρική, χλομή, τα πράσινα μάτια
της ήταν πελώρια και σκοτισμένα χωρίς τα γυαλιά. Η Καλλιόπη είχε
προσέξει επίσης ότι είχε φάει ελάχιστα στο δείπνο.
Ο αναθεματισμένος Άβερτον! Ήταν ανάγκη να εισβάλει στο μου-
σείο και να καταστρέψει την ημέρα τους, ενοχλώντας την αδερφή
της; Και γιατί διάλεξε την Κλειώ; Γιατί δεν έμενε κρυμμένος στο σπίτι
του με την άνομα αποκτημένη Αλαβάστρινη Θεά του;
Αν το είχε κάνει, όμως, η Καλλιόπη δε θα είχε την ευκαιρία να τσα-
κώσει μια για πάντα τον Κλέφτη με τα Κρίνα. Η Αλαβάστρινη Θεά ή-
ταν το πιο δελεαστικό δόλωμα απ’ όλα. Αρκεί να μην μπλεκόταν η
Κλειώ σ’ αυτή την ιστορία.
«Τι σου είπε σήμερα, Κλειώ;»
«Ποιος;» ρώτησε η Κλειώ κοιτώντας το σημειωματάριο.
«Ο Άβερτον, φυσικά. Ήσουν αμίλητη απόψε. Δεν έδειχνες να ακούς
όταν ο πατέρας διάβαζε αποσπάσματα από την Λινειάδα μετά το φα-
γητό».
Η Κλειώ ανασήκωσε τους ώμους της. «Είμαι απλώς λίγο κουρασμέ-
νη. Όσο για τον Άβερτον, είναι εντελώς ασήμαντος».
«Μα η συμπεριφορά του σήμερα...»
«Δεν έχει καμία σημασία! Είναι σαν όλους τους άλλους άντρες του
σιναφιού του, νομίζει ότι μπορεί να έχει όποια γυναίκα θέλει. Σαν
ένα κουτί από φίλντισι ή ένα αλαβάστρινο άγαλμα από τη Δήλο. Ό-
ταν συναντάει μια γυναίκα που δεν τον θέλει, γίνεται πιο επίμονος.
Εγώ όμως έχω διπλάσιο πείσμα από εκείνον».
Αυτό ήταν αλήθεια. Κανένας δεν είχε την αποφασιστικότητα της
Κλειώς. Εκτός ίσως από το λόρδο Γουέστγουντ. «Δεν είχα καταλάβει
πως γνώριζες το δούκα».
«Δεν τον γνωρίζω. Ούτε Θέλω να τον μάθω. Τον συνάντησα μία ή
δύο φορές σε γκαλερί και καταστήματα. Απ’ ό,τι φαίνεται, έχει κά-
ποια γελοία εμμονή μαζί μου».
Η Καλλιόπη κοίταξε έκπληκτη την αδερφή της. Πάντα πίστευε πως
οι δυο τους ήταν πολύ στενά δεμένες, αλλά γι’ αυτή την «εμμονή»
δεν είχε ιδέα. «Κλειώ, γιατί δεν είπες τίποτα;»
«Σου είπα, Καλ, δεν έχει καμία σημασία!» φώναξε η Κλειώ χτυπώ-
ντας το χέρι της πάνω σε μια στοίβα βιβλία. Οι τόμοι χοροπήδησαν
και αποκαλύφθηκε η λίστα που κρυβόταν από κάτω. Η Κλειώ την πή-
ρε στα χέρια της. «Τι είναι αυτό;»
«Τίποτα», είπε η Καλλιόπη προσπαθώντας να αρπάξει το χαρτί.
Η Κλειώ όμως το κράτησε μακριά. «Λόρδος Ντίρινγκ, κύριος
Σμίθσον, κύριος Λέικσλι. Τι είναι αυτό, κατάλογος θαυμαστών;»
«Όχι βέβαια!» Η Καλλιόπη κατάφερε τελικά να πάρει τη λίστα και,
αφού τη δίπλωσε, την έβαλε μέσα σ’ ένα βιβλίο. «Ποτέ δε θα γύριζα
να κοιτάξω τον κύριο Λέικσλι. Παραείναι τζογαδόρος».
«Πρόσεξα πως υπάρχει και το όνομα του λόρδου Γουέστγουντ. Ε,
αυτόν σίγουρα δεν τον θεωρείς θαυμαστή σου, αν και πρόσεξα ότι οι
δυο σας κουβεντιάζατε με μεγάλη οικειότητα στο μουσείο».
«Συζητούσαμε για την ελληνική μυθολογία, αυτό είναι όλο. Και ο
κατάλογος αφορά την αυριανή συνάντηση της Λέσχης Κυριών».
«Α, ναι, η συνάντηση. Περί τίνος πρόκειται, Καλ;»
«Σου είπα. Πρέπει να καταστρώσουμε κάποιο σχέδιο για το χορό
του Άβερτον. Πρέπει να είμαστε όλες σε επαγρύπνηση εκείνο το
βράδυ, ώστε να μην επαναληφθεί αυτό που συνέβη στη δεξίωση της
λαίδης Τενμπρέ. Εκτός αν...»
«Εκτός αν, τι;»
Η Καλλιόπη δαγκώθηκε. «Εκτός αν δε θέλεις να έρθεις στο χορό.
Θα ήταν απολύτως κατανοητό, ύστερα από την ελεεινή συμπεριφο-
ρά του δούκα! Δε χρειάζεται καν να το ξανασυζητήσουμε, αν προτι-
μάς».
Η Κλειώ έγειρε βαριά πίσω στην καρέκλα της, σταύρωσε τα χέρια
και πήρε μια έκφραση παγερή. Ήταν η ίδια πόζα που έπαιρνε από
παιδί. «Για όνομα του Θεού, Καλ. Δεν αποπειράθηκε κιόλας να με
σφάξει καταμεσής της Αίθουσας των Ελγίνειων! Απλώς μου είπε με-
ρικά... λόγια. Τίποτα που να μην μπορώ να χειριστώ. Δε χρειάζεται
να μου φέρεσαι σαν να είμαι από εύθραυστη πορσελάνη».
Ναι, η Καλλιόπη το ήξερε αυτό. Όταν ήταν παιδιά, η Θάλεια τις ξε-
περνούσε όλες στο τρέξιμο, σαν αληθινή Αταλάντη. Όμως η Κλειώ
ήταν η πρώτη που ανέβαινε στα δέντρα -και πηδούσε κάτω σαν να
είχε φτερά. Η πρώτη που κολυμπούσε στα ρυάκια και σκαρφάλωνε
στις βουνοκορφές.
Ο δούκας δεν ήξερε με ποια είχε να κάνει.
«Φυσικά», συμφώνησε η Καλλιόπη. «Δεν είσαι από πορσελάνη».
«Μίλησέ μου λοιπόν γι’ αυτή τη λίστα. Μαντεύω πως είναι οι ύπο-
πτοί σου για τον Κλέφτη με τα Κρίνα».
Η Καλλιόπη έβγαλε πάλι τη λίστα και άπλωσε το χαρτί πάνω στο
γραφείο. «Ναι. Για μερικούς απ’ αυτούς είναι λίγο παρατραβηγμένο
να τους υποψιάζεται κανείς, το ξέρω».
«Λίγο; Ο κύριος Έμερσον δεν μπορεί να ξεχωρίσει έναν αμφορέα
από ένα πέταλο αλόγου. Και ο λόρδος Μάλοου είναι απίστευτα μύω-
πας»· .
Η Καλλιόπη έσπρωξε τη λίστα μπροστά στην αδερφή της. «Πολύ
καλά, Κλειώ. Αφού είσαι τόσο έξυπνη, εσύ ποιον θα έβαζες στη λί-
στα;»
«Πάντως όχι τον κύριο Χάνσον. Θα παρέλυε στη σκέψη πως θα τον
κατέκρινε η μαμά του. Ούτε τον κύριο Σμίθσον -αυτός παραείναι ει-
λικρινής. Τι θα έλεγες για το λόρδο Γουίλμοντ;»
«Α, αυτόν δεν τον είχα σκεφτεί! Μπράβο. Θυμάσαι εκείνο τον κρα-
τήρα της συλλογής του που δεν είχε ξαναδεί ποτέ κανείς;» Η Καλλιό-
πη πρόσθεσε το όνομά του στον κατάλογο. Τώρα ο Γουέστγουντ δεν
ήταν πια ο τελευταίος στη σελίδα της.
«Και ο λόρδος Έρλι. Θυμάσαι τότε που λίγο έλειψε να μονομαχήσει
με τον σερ Νέλσον Μπάσινγκτον, όταν εκείνος ο δυστυχής δήλωσε
πως η επιτύμβια στήλη του Έρλι δεν ήταν εποχής Παλαιού Βασιλεί-
ου αλλά σαφώς της Περιόδου Αμάρνα;»
«Τι φωτεινά μυαλά που είναι και οι δυο τους! Νομίζω πως πρέπει
να μπουν σ’ αυτή τη λίστα».
Κάθισαν εκεί μέχρι αργά τη νύχτα, εξετάζοντας τα προσόντα κάθε
υπόπτου. Πρόσθεσαν μερικά ονόματα, έσβησαν άλλα. Ο μόνος που
παρέμενε ακλόνητος στη θέση του ήταν ο λόρδος Γουέστγουντ.
Κεφάλαιο 6

«Κηρύσσω την έναρξη της συνεδρίασης της Λέσχης Φιλότεχνων


Κυριών», ανήγγειλε η Καλλιόπη. «Η δεσποινίς Κλειώ Τσέις θα κρατή-
σει τα πρακτικά».
Οι συζητήσεις και τα θροίσματα κόπασαν σταδιακά, οι κοπέλες
ακούμπησαν τα φλιτζάνια τους στα τραπέζια και κοίταξαν την Καλ-
λιόπη. Τα όμορφα πρόσωπά τους έλαμπαν από περιέργεια.
«Ποιο είναι το θέμα μας σήμερα, Καλλιόπη;» ρώτησε η λαίδη Έμε-
λιν Σόντερς. «Θα πρέπει να είναι κάτι πολύ σημαντικό για να κανονί-
σουμε αυτή την έκτακτη συνάντηση».
«Ω, πρέπει να έγινε κάτι αληθινά φρικτό!» είπε μ’ ένα βογκητό η
Λότι Πράις. «Κάποια δολοφονία. Ή αρρώστια. Από δηλητηρίαση!»
«Κάποιος πρέπει να της κρύψει τα μυθιστορήματα που διαβάζει»,
μουρμούρισε μέσα από τα δόντια της η Κλειώ.
«Άφησε την Καλλιόπη να μιλήσει, Λότι», είπε η Έμελιν.
«Στη πραγματικότητα δεν έγινε καμιά δολοφονία, είτε με δηλητη-
ρίαση είτε με άλλη μέθοδο», είπε η Καλλιόπη. «Και ελπίζω να εμπο-
δίσουμε κάτι τέτοιο να συμβεί».
Η Έμελιν την κοίταξε έντονα. «Υποπτεύεσαι ότι θα συμβεί κάποιος
φόνος;»
«Το ήξερα!» αναφώνησε η Λότι. «Κάποιο τρομερό σχέδιο βρίσκεται
στα σκαριά».
Η Καλλιόπη αναστέναξε. «Φοβάμαι πως αυτή τη φορά η Λότι δεν
έχει εντελώς άδικο».
«Τι εννοείς;» ρώτησε η Θάλεια. «Ποιος θα δολοφονηθεί; Μήπως
πρέπει να οπλοφορούμε;»
«Όχι, όχι, δεν εννοούσα αυτό», είπε γρήγορα η Καλλιόπη για να
καθησυχάσει τον πανικό που ένιωσε να κυριεύει τις υπόλοιπες κο-
πέλες. «Απ’ ό,τι ξέρω, κανένας δε σχεδιάζει κάποιον ανθρώπινο φό-
νο». Ακόμα. «Το σχέδιο στο οποίο αναφέρομαι αφορά την Αλαβά-
στρινη Θεά».
Οι κοπέλες χαλάρωσαν πίσω στις πολυθρόνες τους, ωστόσο η α-
νησυχία ήταν διάχυτη στην ατμόσφαιρα. «Πιστεύεις ακόμα ότι ο
Κλέφτης με τα Κρίνα σκοπεύει να την αρπάξει;» είπε η Έμελιν.
«Ναι, πιθανότατα στο χορό μεταμφιεσμένων του δούκα, όπως συ-
ζητήσαμε στην προηγούμενη συνάντησή μας», απάντησε η Καλλιό-
πη. «Πρέπει να καταστρώσουμε ένα σχέδιο για να το αποτρέψουμε».
«Είμαι έτοιμη να την υπερασπιστώ ανά πάσα στιγμή!» φώναξε η
Θάλεια. Πετάχτηκε απ’ την καρέκλα της με μάτια που πετούσαν φω-
τιές, σίγουρα βλέποντας με τη φαντασία της τον εαυτό της να ξιφο-
μαχεί με τον επίδοξο κλέφτη. «Δώστε μου το σύνθημα και θα ριχτώ
στη μάχη».
«Θάλεια, καλή μου, κάθισε, σε παρακαλώ», είπε η Κλειώ κουνώντας
πέρα δώθε το κεφάλι της. «Δε χρειαζόμαστε τη Βοαδίκεια και τις ορ-
δές των Ικένων για να έχουμε το νου μας σ’ ένα μικρό άγαλμα».
«Ποτέ δεν ξέρεις», είπε η Θάλεια και ξανακάθισε βαριά στη θέση
της. «Κι αν ο Κλέφτης με τα Κρίνα έχει σύνεργό; Ή στρατό;»
«Ακόμα κι αν έχει ένα ολόκληρο τάγμα -που δεν έχει, γιατί πώς θα
τρύπωνε ένα τάγμα στη βιβλιοθήκη της λαίδης Τενμπρέ;-, και πάλι δε
θα μας ξεφύγει», είπε η Καλλιόπη.
«Ποιο είναι το σχέδιο λοιπόν;» ρώτησε η Έμελιν. «Τι πρέπει να κά-
νουμε;»
«Έφτιαξα μια λίστα με όσους υποψιάζομαι ότι μπορεί, κάποιος απ’
αυτούς, να είναι ο Κλέφτης με τα Κρίνα», είπε η Καλλιόπη και σήκωσε
ψηλά τον κατάλογο που είχε φτιάξει ξενυχτώντας. «Όλα τα μέλη της
αριστοκρατίας έχουν προσκληθεί στο χορό, έτσι σίγουρα θα βρίσκο-
νται εκεί. Καθεμιά από εσάς θα αναλάβει ένα ή δύο ονόματα. Η δου-
λειά σας θα είναι να βεβαιωθείτε για τη μεταμφίεση του καθενός και
στη συνέχεια να τους παρακολουθείτε, προσέχοντας μήπως κάποιος
επιχειρήσει να ξεγλιστρήσει».
«Ελπίζω να μη μου αναθέσεις να παρακολουθώ τον Φρέντι Μά-
ουντμπανκ», είπε η Έμελιν. «Ήδη έχει κάνει τη ζωή μου πολύ δύσκο-
λη!»
«Ο κύριος Μάουντμπανκ δεν είναι καν στη λίστα», απάντησε η
Καλλιόπη, φέρνοντας στο μυαλό της τον καβγά του Μάουντμπανκ με
τον Γουέστγουντ κάτω από τα παράθυρά της. «Και η παρακολούθη-
σή μας δεν πρέπει να είναι πολύ φανερή. Δε θέλουμε να δώσουμε
λανθασμένη εντύπωση».
«Ίσως πρέπει να δουλέψουμε σε ζευγάρια», πρότεινε η Λότι. «Έτσι
θα μπορούσαμε να παρακολουθήσουμε πιο εύκολα κάποιον που ί-
σως να προσπαθήσει να ξεγλιστρήσει».
«Ω, πολύ καλή ιδέα, Λότι», είπε η Καλλιόπη κι έκανε στα γρήγορα
κάποιες αλλαγές στη λίστα της. «Λοιπόν, κυρίες μου, ορίστε οι απο-
στολές σας».
Η Θάλεια μοίρασε τα χαρτιά στα μέλη της λέσχης. Οι κοπέλες έ-
σκυψαν γεμάτες περιέργεια πάνω από τις λίστες με γέλια και επιφω-
νήματα.
«Ο κύριος Έμερσον!» είπε η Λότι. «Αυτόν δε θα δυσκολευτώ πολύ
να τον παρακολουθήσω. Είναι πολύ όμορφος».
«Ούτε το λόρδο Μάλοου», είπε η Έμελιν. «Ο κύριος Χάνσον, όμως;
Δεν μπορώ να τον φανταστώ να σχεδιάζει έστω και μια βόλτα μέχρι
τη γωνία, πόσο μάλλον μια κλοπή!»
Η Καλλιόπη χτύπησε το σφυράκι της στο τραπέζι επαναφέροντας
την ομάδα σε τάξη. «Και τώρα που πήρατε τις αποστολές σας, ακού-
στε πώς θα οργανωθούμε τη βραδιά του χορού...»
***
«Λες να πετύχει;» ρώτησε ήρεμα η Έμελιν την Καλλιόπη, όταν την
πλησίασε δίπλα στο παράθυρο.
Εκείνη γύρισε και κοίταξε τις άλλες, που είχαν συγκεντρωθεί γύρω
από το πιάνο όπου η Θάλεια τους έπαιζε ένα νυχτερινό του Μπετό-
βεν. «Δεν ξέρω», αποκρίθηκε με ειλικρίνεια. «Ο χορός σίγουρα θα έ-
χει μεγάλο συνωστισμό. Πώς θα μπορέσουμε να παρακολουθήσουμε
μόνο μερικούς ανθρώπους; Και μάλιστα μεταμφιεσμένους. Παρ’ όλα
αυτά, δεν μπορώ να καθίσω με τα χέρια σταυρωμένα και να αφήσω
να κλαπεί το άγαλμα χωρίς να προσπαθήσω τουλάχιστον να κάνω
κάτι».
«Το ξέρω. Όλες νοιαζόμαστε πολύ και θέλουμε να σώσουμε τα α-
ντικείμενα της αρχαιότητας. Να σιγουρευτούμε ότι θα έχουν την κα-
τάλληλη φροντίδα και μελέτη. Όμως είμαστε μόνο πέντε. Αλλά μη
φοβάσαι, Καλλιόπη, θα κάνουμε ό,τι μπορούμε για να σώσουμε την
Αλαβάστρινη Θεά. Ποτέ δεν είχε πιο αφοσιωμένες ιέρειες, ούτε καν
στο ναό της στην Ελλάδα».
Άκουσαν για λίγο την όμορφη μουσική της Θάλειας παρακολου-
θώντας την κίνηση του δρόμου. Η Έμελιν έγειρε πιο κοντά και ψιθύ-
ρισε: «Κι εσύ, Καλλιόπη, ανέθεσες στον εαυτό σου την παρακολού-
θηση του λόρδου Γουέστγουντ;»
Η Καλλιόπη την κοίταξε ξαφνιασμένη. «Σκέφτηκα να τον αναλάβει
η Κλειώ».
«Α, όχι, νομίζω ότι πρέπει να το κάνεις εσύ. Έτσι κι αλλιώς, γυρο-
φέρνετε ο ένας τον άλλο σαν επιφυλακτικά γεράκια».
«Δεν είναι έτσι!» φώναξε η Καλλιόπη. Οι άλλες κοίταξαν προς το
μέρος τους και χαμήλωσε αμέσως τη φωνή της. «Δε γυροφέρνω το
λόρδο Γουέστγουντ, Έμελιν. Τι θες να πεις;»
«Ω αγαπητή μου Καλλιόπη. Όλοι το βλέπουν. Όποτε βρίσκεστε
στον ίδιο χώρο, ουσιαστικά αναδύεται καπνός. Ο αδερφός μου είπε
πως σας έχουν βάλει στα κατάστιχα της λέσχης».
«Στα κατάστιχα! Θέλεις να πεις ότι παίζουν στοιχήματα για μένα;» Η
Καλλιόπη ένιωσε ναυτία, ένα σφίξιμο στο στομάχι, ένα αφόρητο αί-
σθημα ντροπής. «Πώς τολμούν! Τι... τι λένε;»
«Είσαι σίγουρη πως θέλεις να μάθεις;» Η Έμελιν την κοίταξε με α-
νησυχία. «Δεν έπρεπε να το αναφέρω».
«Φυσικά και έπρεπε. Αν μιλάνε για μένα, θέλω να το ξέρω».
«Εντάξει λοιπόν. Οι μισοί στοιχηματίζουν πως θα είστε παντρεμέ-
νοι μέχρι το τέλος της σεζόν. Οι άλλοι μισοί στοιχηματίζουν ότι ένας
από τους δυο σας θα καταλήξει στη φυλακή για το φόνο του άλλου».
Η Καλλιόπη πίεσε το χέρι στο στομάχι της. «Ο αδερφός σου τι
στοιχηματίζει;»
«Καλλιόπη! Ποτέ δε θα το έκανε αυτό σε μια φίλη».
«Έλα τώρα, Έμελιν. Άντρας είναι. Έχουν τα στοιχήματα στο αίμα
τους. Δεν μπορούν να κάνουν αλλιώς».
«Τέλος πάντων, αν συμμετέχει στα στοιχήματα, δε μου το είπε.
Θύμωσα πολύ μαζί του που δεν έδωσε ένα τέλος σ’ αυτή την ιστορί-
α».
«Έτσι είναι ο κόσμος, διαρκώς κουτσομπολεύει. Και θα πρέπει στ’
αλήθεια να έχουν ξεμείνει από κουτσομπολιά για να σκαρφίζονται
ιστορίες για μια γυναίκα ανιαρή σαν εμένα! Μα πού τις βρίσκουν ό-
λες αυτές τις ανοησίες;»
Η Έμελιν την κοίταξε προσεκτικά. «Ε, δεν είναι εντελώς αποκυήμα-
τα φαντασίας, ξέρεις. Εσύ και ο λόρδος Γουέστγουντ αρπάζεστε κάθε
φορά που συναντιέστε ή απλώς αγριοκοιτάτε ο ένας τον άλλο από
τις απέναντι πλευρές μιας αίθουσας. Τι να σκεφτεί ο κόσμος;»
Η Καλλιόπη ένιωσε πραγματικά άρρωστη. Κάθισε βαριά στην κο-
ντινότερη καρέκλα τυλίγοντας τα χέρια γύρω της.
«Καλλιόπη, στ’ αλήθεια δεν ήξερες;» τη ρώτησε η Έμελιν.
«Είμαι τόσο απορροφημένη στις μελέτες μου», μουρμούρισε εκεί-
νη. «Ανησυχώ και για τον Κλέφτη με τα Κρίνα. Υποθέτω πως γι’ αυτό
δεν το αντιλήφθηκα. Η μητέρα μου έλεγε πως το να ζω στο μικρό
μου κόσμο θα με έβαζε κάποια μέρα σε μπελάδες».
«Δε θα το έλεγα μπελά. Δε σε τσάκωσαν δα να φιλιέσαι μαζί του!
Έχεις δίκιο, όλα αυτά είναι απλώς ανόητα κουτσομπολιά ανθρώπων
που δεν έχουν τίποτα καλύτερο να κάνουν. Σύντομα θα ξεθυμάνουν,
θα αντικατασταθούν από κάτι άλλο και θα ξεχαστούν. Ο αδερφός
μου λέει ότι βάζουν επίσης στοιχήματα για το αν είναι ή όχι ο πρί-
γκιπας ο Κλέφτης με τα Κρίνα. Βλέπεις λοιπόν πόσο σοβαρά είναι τα
στοιχήματά τους!»
Η Καλλιόπη γέλασε απρόθυμα. Η εικόνα του χοντρού, αναψοκοκ-
κινισμένου πρίγκιπα με το σφιχτό κορσέ του να σκαρφαλώνει σε πα-
ράθυρα και να παραβιάζει κλειδαριές ήταν στ’ αλήθεια πολύ αστεία.
«Αγνόησε τους, Καλλιόπη. Δεν αξίζει τον κόπο να ασχοληθείς με
την άγνοιά τους. Στο μεταξύ, τι θα έλεγες να πηγαίναμε μια βόλτα
στο πάρκο; Είναι πολύ ωραία μέρα για να μείνουμε μέσα, και πρέπει
να καταστρώσουμε τα σχέδιά μας για το χορό».
«Θα μου άρεσε να πάρω λίγο καθαρό αέρα», παραδέχτηκε η Καλ-
λιόπη.
«Υπέροχα! Θα το πω και στις άλλες».
Η Καλλιόπη έπιασε την Έμελιν από το μπράτσο τη στιγμή που γύ-
ριζε να φύγει. «Εσύ τι πιστεύεις για το λόρδο Γουέστγουντ κι εμένα,
Έμελιν;»
Η Έμελιν χαμογέλασε ευγενικά. «Τι μπορώ να πω; Είμαι κι εγώ μια
ανύπαντρη γυναίκα σαν εσένα, με πιο επίμονο θαυμαστή μου τον
Φρέντι Μάουντμπανκ. Λίγα πράγματα ξέρω για έρωτες. Λες ότι τον
αντιπαθείς. Πολύ καλά. Είσαι όμως σίγουρη ότι δεν υπάρχει κάτι άλ-
λο; Ίσως μπορείς να ρωτήσεις τη Λότι τι θα συνέβαινε σε ένα από τα
μυθιστορήματά της».
Η Καλλιόπη παρακολούθησε την Έμελιν να απομακρύνεται, νιώθο-
ντας πιο σαστισμένη από ποτέ. Οι αρχαιότητες μπορούσαν να μελε-
τηθούν, να καταγραφούν. Οι άντρες ποτέ. Ιδίως ο Γουέστγουντ.
Ίσως θα έπρεπε να αρχίσει να διαβάζει περισσότερες ιστορίες
τρόμου και λιγότερο Αριστοτέλη και Θουκυδίδη. Ήταν φανερό ότι η
παρατηρητικότητά της και οι γνώσεις της γύρω από τη σύγχρονη
ζωή υστερούσαν θλιβερά. Μήπως το Τραγικό Μυστικό του Πρίγκιπα
γέμιζε αυτό το κενό; Με τα κατάλληλα εργαλεία, ήταν βέβαιο πως
όλα μπορούσε να τα μάθει κανείς. Εδώ ο Ηρόδοτος δε βοηθούσε. Το
Μια Ανώνυμη Κυρία, ίσως.
Σηκώθηκε από την καρέκλα και προχώρησε αποφασιστικά προς τις
φίλες της, οι οποίες έπαιρναν κιόλας τις εσάρπες και τα μπονέ τους
και ετοιμάζονταν για τον περίπατό τους.
«Λότι», είπε η Καλλιόπη. «Θα μπορούσα να σου μιλήσω μια στιγ-
μή;»
Μια πολύ όμορφη μέρα είχε διαδεχτεί τις τελευταίες βροχές και το
Χάιντ Παρκ ήταν γεμάτο κόσμο. Καβαλάρηδες διέσχιζαν τη Ρότεν
Ρόου, σταματώντας κάθε τόσο να μιλήσουν με άλλους ιππείς ή με
κάποιους φίλους που περνούσαν από δίπλα με τις ανοιχτές άμαξές
τους. Νταντάδες με κολλαριστά καπελάκια και κάπες παρακολου-
θούσαν τα παιδιά που έπαιζαν με τα καραβάκια τους στα ήρεμα, λα-
σπώδη νερά της λίμνης Σέρπεντιν ή κυλούσαν τα τσέρκια τους στα
χαλικόστρωτα μονοπάτια.
Η Καλλιόπη χαμογέλασε καθώς κοιτούσε τα παιδιά, με τα χαμογε-
λαστά πρόσωπά τους στραμμένα προς τον ήλιο σαν βελούδινα πέ-
ταλα λουλουδιών. Θυμήθηκε την εποχή που οι δικές της νταντάδες ή
μερικές φορές η μητέρα τους έφερναν αυτήν και τις αδερφές της στο
πάρκο. Τα κορίτσια καμώνονταν πως η Σέρπεντιν ήταν η Μεσόγειος,
τα δέντρα και οι βράχοι ο λόφος του Μαντείου των Δελφών και οι ί-
διες οι αληθινές Μούσες. Η πηγή των τεχνών και της σοφίας.
Ξαφνικά ένιωσε μια βαθιά νοσταλγία για εκείνη την παλιά αθωό-
τητα. Για την εποχή που νόμιζε πως όλα τα όνειρα ήταν εφικτά και
πως ήταν ικανή να πετύχει κάθε επιθυμητό στόχο. Ακόμα και τη σο-
φία των Μουσών. Τώρα αναρωτιόταν μήπως ο πατέρας τους τις είχε
καταδικάσει δίνοντάς τους τα συγκεκριμένα ονόματα!
Ναι, εκείνη τη στιγμή λαχταρούσε την ευλογημένη ανεμελιά των
παιδικών της χρόνων. Γιατί καθώς διέσχιζε τα μονοπάτια του πάρ-
κου, φανταζόταν πως κάθε άνθρωπος, κάθε ευγενικός χαιρετισμός
έκρυβε από πίσω ένα χλευαστικό γέλιο. Να η Καλλιόπη Τσέις! Ξέρετε,
εκείνη που κυνηγάει το λόρδο Γουέστγουντ.
Η Έμελιν την έπιασε αγκαζέ χαμογελώντας με τη γνώριμη, πρό-
σχαρη σιγουριά της. «Τι όμορφα! Δεν είναι αναζωογονητικός ο κα-
θαρός αέρας;»
«Ναι, πράγματι». Μπορούσε και η Καλλιόπη να γίνει πρόσχαρη.
Στο κάτω κάτω, η Έμελιν είχε δίκιο. Όποιες φήμες κυκλοφορούσαν
για την ίδια και τον Γουέστγουντ ήταν προϊόντα αργόσχολων μυα-
λών και σύντομα θα ξεχνιούνταν. Ιδίως αν η ίδια δεν έριχνε λάδι στη
σκανδαλοθηρική φωτιά τους.
«Ω, κοίτα! Ο κύριος Σμίθσον. Δεν ήταν κι αυτός στη λίστα των υ-
πόπτων σου;» είπε η Έμελιν.
«Μμμ», έκανε η Καλλιόπη παρατηρώντας τον εν λόγω κύριο να τις
προσπερνά σηκώνοντας ευγενικά το καπέλο του. «Παραδέχομαι πως
ήταν λίγο υπερβολικό να τον συμπεριλάβω. Είναι τόσο αδύνατος,
που δύσκολα τον φαντάζεται κανείς να τρυπώνει σαν αίλουρος από
ένα παράθυρο».
«Ούτε το λόρδο Ντίρινγκ εκεί πέρα! Λένε πως η χήρα λαίδη Ντί-
ρινγκ είναι σκέτη μέγαιρα. Θα τον έκαιγε ζωντανό τον καημένο το
γιο της αν ντρόπιαζέ το όνομα της οικογένειας».
Η Καλλιόπη γέλασε. «Ακριβώς. Αλλά νομίζω πως πρέπει να εξετά-
σουμε κάθε πιθανότητα, όσο παρατραβηγμένη κι αν είναι».
«Ναι. Τα φαινόμενα καμιά φορά απατούν».
Η Καλλιόπη έγνεψε καταφατικά. Κανείς δεν το ήξερε αυτό καλύτε-
ρα από την ίδια, ύστερα από τις σπουδές της για τον αρχαίο κόσμο.
Οι αρχαίοι Έλληνες έδιναν στις ημέρες μας την εντύπωση ότι πί-
στευαν βαθιά στην ορθολογική σκέψη, στην ψυχραιμία, στο αγνό
κάλλος. Κι όμως, στην πραγματικότητα τα αγάλματα και οι ναοί τους,
που τόσο πιστά αναπαριστώνταν τώρα στα νεοκλασικά φουαγιέ των
κτιρίων και στις λευκές τουαλέτες από μουσελίνα, αρχικά ήταν ζω-
γραφισμένα με λαμπερά χρώματα. Οι ιδέες τους για τάξη, η εξαίρετη
φιλοσοφία και οι τραγωδίες τους έκρυβαν μια αγάπη για την τρέλα,
για την έκσταση, για το παράλογο που ήταν ιδιαιτέρως ανορθολογική.
Έτσι ήταν και οι άνθρωποι, είτε στο σύγχρονο Λονδίνο είτε στην
αρχαία Αθήνα ή τη Σπάρτη. Έκρυβαν επιμελώς αυτό που σιγόκαιγε
αληθινά μέσα στην καρδιά τους. Ένα μυστήριο.
Και το μεγαλύτερο μυστήριο απ’ όλα έμπαινε εκείνη τη στιγμή στο
οπτικό πεδίο της. Ο λόρδος Γουέστγουντ αυτοπροσώπως, φυσικά.
Διόλου παράξενο που ο κόσμος τούς κουτσομπόλευε, σκέφτηκε η
Καλλιόπη, αφού εμφανιζόταν τόσο συχνά εκεί όπου βρισκόταν κι ε-
κείνη!
Σε αντίθεση με τον εξοργισμένο Πλούτωνα που είχε ορμήσει έξω
από το Βρετανικό Μουσείο, είχε ξαναβρεί την ηλιόλουστη απολλώ-
νια γοητεία του. Κρατούσε ένα μικρό δέμα παραμάσχαλα και χαμο-
γελούσε στους ανθρώπους που προσπερνούσε, σταματώντας κάθε
τόσο για να φιλήσει το χέρι κάποιας κυρίας που χαχάνιζε ή να α-
νταλλάξει δυο λόγια με φίλους.
Επιμελώς κρυμμένος. Πού ήταν ο αληθινός εαυτός του;
Η Καλλιόπη κοκάλωσε καθώς πλησίαζε περισσότερο, αναγκάζο-
ντας και την'Εμελιν να σταματήσει.
«Τι συμβαίνει;» Τα μάτια της φίλης της γούρλωσαν όταν ακο-
λούθησε το βλέμμα της Καλλιόπης. «Ω! Να τον, λοιπόν. Και τι όμορ-
φος που είναι σήμερα!»
«Ίσιος πρέπει να επιστρέψουμε», είπε η Καλλιόπη. «Αφήσαμε τις
άλλες πολύ πίσω...»
«Ανοησίες!» είπε η Έμελιν και συνέχισε αποφασιστικά το δρόμο
της, έτσι που η Καλλιόπη δεν είχε άλλη επιλογή από το να ακολου-
θήσει. «Θα σε κουτσομπόλευαν ακόμα περισσότερο αν τον απέφευ-
γες, Καλλιόπη. Πρέπει να είμαστε ευγενικές και να τον χαιρετήσου-
με».
Η Καλλιόπη νόμισε πως τον είδε να συνοφρυώνεται αδιόρατα όταν
τις αντίκρισε, γρήγορα όμως φόρεσε πάλι το λαμπερό χαμόγελό του
κι έκανε μια μεγαλοπρεπή υπόκλιση.
«Δεσποινίς Τσέις, λαίδη Έμελιν. Όμορφη μέρα για περίπατο, δε
βρίσκετε;»
«Πράγματι. Μόλις τώρα συζητούσαμε για τα κοστούμια που θα
φορέσουμε στο χορό του δούκα του Άβερτον, έτσι δεν είναι, Καλλιό-
πη;» Η Έμελιν ανασήκωσε το φρύδι στη φίλη της, η οποία αναγκά-
στηκε να γνέψει καταφατικά, κι ας ήταν ψέμα. «Κάποιο αρχαιοελλη-
νικό θέμα, φυσικά, έτσι σκεφτήκαμε ότι ίσως μας έδιναν κάποια έ-
μπνευση τα αγάλματα του πάρκου».
Τα χείλη του Γουέστγουντ σφίχτηκαν. «Είμαι σίγουρος πως ό,τι κι
αν φορέσετε, κυρίες μου, θα είστε οι ομορφότερες του χορού».
Η Έμελιν γέλασε. «Ίσως η δεσποινίς Τσέις, που πάντα θυμίζει αρ-
χαίο ελληνικό άγαλμα!»
Ο λόρδος κοίταξε την Καλλιόπη με βλέμμα ανεξιχνίαστο. Τα μάτια
του ήταν αδιαφανή σαν τα νερά της λίμνης Σέρπεντιν. «Αυτό είναι
αλήθεια».
«Ω!» αναφώνησε ξάφνου η Έμελιν, ξεκολλώντας από το μπράτσο
της Καλλιόπης. «Βλέπω κάποιον εκεί στον οποίο πρέπει οπωσδήποτε
να μιλήσω. Με συγχωρείς μια στιγμή, Καλλιόπη. Λόρδε Γου-
εστγουντ».
Τι στην ευχή σκάρωνε η φίλη της; Η Καλλιόπη προσπάθησε να την
αρπάξει από το χέρι, αλλά η Έμελιν ξέφυγε σαν γνήσια προδότρια,
αφήνοντας την Καλλιόπη μόνη με το λόρδο Γουέστγουντ.
Αν και όχι εντελώς μόνη, βέβαια. Γύρω τους κυκλοφορούσε το μισό
Λονδίνο και η Κλειώ με τις υπόλοιπες δεν ήταν μακριά. Κι όμως, ε-
κείνη αισθανόταν σαν να ήταν μόνοι. Ένιωσε να ζαλίζεται, η όρασή
της θόλωσε ώσπου έβλεπε μόνο εκείνον.
Έσφιξε τα χέρια της μεταξύ τους, θυμίζοντας στον εαυτό της το
στόχο της. Δε θα προκαλούσε σκηνή· θα φερόταν απολύτως ήρεμα
και φυσιολογικά. Δε θα έδινε τροφή σε κουτσομπολιά.
«Λοιπόν, σκοπεύετε να παρευρεθείτε στο χορό του Άβερτον;» της
είπε με φωνή ανεξιχνίαστη όσο και η έκφρασή του.
«Φυσικά. Ποιος δε θα παρευρεθεί; Ανυπομονώ να ξαναδώ την Άρ-
τεμη. Εκτός...»
«Εκτός;»
Η Καλλιόπη θυμήθηκε το δολοφονικό βλέμμα του στο μουσείο,
όταν είδε το δούκα να πλησιάζει την Κλειώ. «Εκτός αν το άγαλμα
διατρέχει κίνδυνο».
«Και πιστεύετε ότι εγώ μπορεί να γνωρίζω την αιτία;»
«Ίσως. Καλύτερα από άλλους, τουλάχιστον. Και ελπίζω, λόρδε
Γουέστγουντ, πως θα μου το λέγατε αν ξέρατε κάποιο λόγο που εγώ
και οι αδερφές μου δε θα έπρεπε να πάμε στο χορό. Ξέρω βέβαια
πως δεν είμαστε οι καλύτεροι φίλοι...»
Επιτέλους φάνηκε κάποιο συναίσθημα στο πρόσωπό του, ένα αχνό
χαμόγελο σαν τον ήλιο που ξετρυπώνει πίσω από γκρίζα σύννεφα.
«Δεν είμαστε, δεσποινίς Τσέις; Φίλοι, εννοώ».
«Ε... δηλαδή», είπε η Καλλιόπη αμήχανη. «Ίσως θα μπορούσαμε να
γίνουμε».
«Αν δεν ήμασταν και οι δύο ξεροκέφαλοι;»
Η Καλλιόπη πήρε μια βαθιά ανάσα. Τι διαβολεμένος άνθρωπος!
Ακριβώς τη στιγμή που νόμιζε πως τον είχε ψυχολογήσει, την ξεγε-
λούσε. Της αποκάλυπτε μια άλλη του πλευρά, διαλύοντας την από-
φασή της να φερθεί ψυχρά και ευγενικά. «Λόρδε Γουέστγουντ, πείτε
μου! Υπάρχει κάποιος λόγος για να μην πάμε στο χορό η Κλείω κι ε-
γώ;» Όπως το ότι σκόπευε να αρπάξει την Αλαβάστρινη Θεά ενώ ό-
λοι θα χόρευαν αμέριμνοι;
Ανασήκωσε τους ώμους του. «Όπως είπατε, δε θα λείπει κανείς. Ο
Άβερτον δε θα κάνει κάποια ανοησία μπροστά σε τόσο κόσμο. Μάλ-
λον θα είστε αρκετά ασφαλείς. Αρκεί να μην κάνετε κάτι απερίσκε-
πτο».
«Απερίσκεπτο; Τι νομίζετε ότι θα μπορούσα να κάνω; Η απε-
ρισκεψία ταιριάζει περισσότερο στο δικό σας στυλ, όχι στο δικό μου,
λόρδε Γουέστγουντ. Εγώ απλώς σκοπεύω να παρατηρήσω το άγαλμα,
να πιώ ένα ποτήρι από την εκλεκτή σαμπάνια του δούκα και να φύ-
γω. Με την ησυχία μου».
«Φυσικά. Όπως αρμόζει σε μία Μούσα». Το χαμόγελό του είχε με-
τατραπεί σ’ εκείνο τον εξοργιστικό σαρκασμό.
Ψυχρά και ευγενικά! υπενθύμισε η Καλλιόπη στον εαυτό της. «Εσείς
θα είστε εκεί;»
«Ω, δε θα το έχανα με τίποτα. Πάντα απολαμβάνω την εκλεκτή...
σαμπάνια».
«Είστε σίγουρος πως είναι φρόνιμο;» τον ρώτησε με αμφιβολία.
«Ποτέ δεν το παρακάνω με το ποτό, δεσποινίς Τσέις. Τουλάχιστον
όχι όταν έχω ευγενική συντροφιά».
Η Καλλιόπη κατέπνιξε την παιδιάστικη παρόρμηση να χτυπήσει το
μποτίνι της στο έδαφος. «Ξέρετε τι εννοώ».
«Ω, ναι. Αναφέρεστε σ’ εκείνη τη σκηνή στην Αίθουσα των Ελγί-
νειων. Φαίνεται πως έχω την τάση να σας δείχνω συχνά το χειρότερο
εαυτό μου, δεσποινίς Τσέις. Κι ύστερα πρέπει να ζητώ συγνώμη. Εί-
ναι αλήθεια πως δε συμπαθώ καθόλου το δούκα, ούτε εκείνος εμένα.
Όμως δε θα δημιουργούσα ποτέ σκηνή σ’ ένα χορό, όσο κι αν έχετε
λόγους να πιστεύετε το αντίθετο».
«Δεν πιστεύω πως θα δημιουργούσατε σκηνή σ’ ένα χορό», παρα-
δέχτηκε η Καλλιόπη μπερδεμένη. «Δε φαίνεστε τύπος που θα μετέ-
τρεπε μια μεγαλειώδη αίθουσα χορού σε χαρτοπαικτική λέσχη».
«Το κάνω μόνο με τα μουσεία, έτσι; Λοιπόν, εσείς και η αδερφή σας
μπορείτε να έρθετε ήσυχες στο χορό. Θα είμαστε όλοι μασκαρεμένοι,
σωστά; Ο ίδιος ο Άβερτον δε θα καταλάβει καν πως είμαι εκεί. Ούτε
εσείς». Υποκλίθηκε ξανά και το χαρτί θρόισε κάτω από το μπράτσο
του. «Καλή σας ημέρα, δεσποινίς Τσέις. Καλή διασκέδαση στην υπό-
λοιπη βόλτα σας».
Η Καλλιόπη, τον παρακολούθησε να απομακρύνεται, να χαιρετάει
την Κλειώ και τις υπόλοιπες και να συνεχίζει βιαστικά το δρόμο του,
σαν άνθρωπος που είχε μια συγκεκριμένη δουλειά εκείνη την ηλιό-
λουστη ημέρα.
Ω, κάνεις μεγάλο λάθος, λόρδε Γονέστγουντ, είπε με το νου της. Γιατί
εγώ σίγουρα θα καταλάβω αν είσαι εκεί.
***
Ο Κάμερον έγειρε πίσω στην πολυθρόνα και παρατήρησε τη βι-
βλιοθήκη του. Τουλάχιστον κατ’ όνομα βιβλιοθήκη «του», αλλά αφό-
του είχε γυρίσει από τα ταξίδια του για να αναλάβει το ρόλο του ως
κόμης του Γουέστγουντ ένιωθε ότι η βιβλιοθήκη ήταν του πατέρα
του. Όπως και ολόκληρο το σπίτι. Όπου κι αν κοίταζε έβλεπε τα έπι-
πλα και τα χαλιά του πατέρα του, τις κόγχες όπου άλλοτε κατοικού-
σαν οι συλλογές του πατέρα του. Η έπαυλη στην κομητεία ήταν άλλη
υπόθεση · εκεί τα έπιπλα ήταν παλιά οικογενειακά κειμήλια και όχι
προσωπικά. Αυτό το σπίτι στην πόλη ήταν του πατέρα του, εκεί απο-
λάμβανε την αγάπη του για την Ελλάδα, το πάθος για τις συλλογές
του.
Αλλά αυτό θα άλλαζε. Ο Κάμερον ζούσε εδώ και πολλά χρόνια τη
ζωή κάποιου άλλου. Ήταν καιρός να αρχίσει τη δική του. Βήμα βήμα.
Σηκώθηκε και πήρε το δέμα από το γραφείο. Ήταν μικρό, επίπεδο,
προσεκτικά τυλιγμένο σε καφέ χαρτί. Το πήγε στο σκαλιστό περβάζι
του τζακιού και κοίταξε τον πίνακα που κρεμόταν από πάνω. Ήταν
ένα από τα έργα που ο πατέρας του είχε αποκτήσει πολλές δεκαετίες
πριν, κατά τη διάρκεια της μεγάλης περιοδείας του. Ήταν μια μέτρια,
θολή απεικόνιση των αιγυπτιακών πυραμίδων. Στον Κάμερον δεν
άρεσε ποτέ ιδιαίτερα, παρ’ όλο που ήταν κρεμασμένος εκεί από τα
παιδικά του χρόνια. Η προοπτική ήταν εντελώς λανθασμένη, τα
χρώματα μουντά και δε μετέφεραν καμία αίσθηση της φωτεινότητας
της ερήμου, του μυστηρίου των Αιγυπτίων.
Άπλωσε το χέρι του και ξεκρέμασε επιτέλους τον πίνακα, αποκα-
λύπτοντας ένα αχνό τετράγωνο σημάδι πάνω στην καφετιά μεταξω-
τή ταπετσαρία. Ύστερα έσκισε το περιτύλιγμα από το καινούριο πα-
κέτο και κρέμασε το έργο που θα αντικαθιστούσε τις πυραμίδες.
Ο Κάμερον έκανε πίσω για να επιθεωρήσει τον πίνακα. Τον είχε δει
στη βιτρίνα μιας γκαλερί και κατάλαβε πως ήταν φτιαγμένος για να
γίνει δικός του. Ήταν φτιαγμένος για να κρεμαστεί εκεί, όπου θα
μπορούσε να τον βλέπει κάθε μέρα καθώς θα εργαζόταν στο γραφείο
του.
Ήταν μια εικόνα της Αθηνάς, η οποία στεκόταν ανάμεσα στους
λευκούς κίονες του ναού της. Η ιερή φωτιά έκαιγε πίσω της, διαγρά-
φοντας τη λεπτή σιλουέτα της μέσα απ’ τις πτυχές του άσπρου μετα-
ξιού. Το ένα μπράτσο της ήταν τεντωμένο και κρατούσε την γκρίζα
γλαύκα, ενώ το άλλο στηριζόταν στην ασπίδα που ήταν ακουμπισμέ-
νη δίπλα της. Η χρυσή περικεφαλαία της ήταν μπροστά στα πόδια
της και τα μαλλιά της έπεφταν σαν εβένινος γυαλιστερός χείμαρρος
στους ώμους της.
Το όμορφο πρόσωπό της, εκείνο το χλομό οβάλ πρόσωπο με τα
γκρίζα μάτια που παρακολουθούσαν το θεατή σε όποια θέση κι αν
βρισκόταν, ήταν σοβαρό και γεμάτο γνώση. Ήταν όμορφη, δυνατή
και αποφασιστική.
Με άλλα λόγια, ήταν η Καλλιόπη Τσέις. Ή κάποια που της έμοιαζε
πάρα πολύ.
Της χαμογέλασε, ξέροντας ότι η αληθινή Καλλιόπη Τσέις δε θα το
εκτιμούσε καθόλου αν έβλεπε τη σωσία της κρεμασμένη στη βιβλιο-
θήκη του. Αλλά ο Κάμερον δε θα μπορούσε να είχε αγνοήσει τον πί-
νακα. Η Αθηνά ήταν πολύ όμορφη, ακριβώς όπως και η σύγχρονη
σωσίας της.
Γιατί τον έλκυε τόσο αυτή η γυναίκα, ενώ οι συναντήσεις τους πά-
ντα κατέληγαν είτε σε καβγά είτε σε φάρσα; Έπρεπε να μείνει μακριά
της, μακριά απ’ όλη την οικογένειά της. Οι Τσέις ήταν μπελάδες που
καλύτερα να του έλειπαν, ιδίως αυτή την εποχή. Είχε σημαντική
δουλειά να κάνει και δεν είχε την πολυτέλεια να αποσπάται η προ-
σοχή του από μια όμορφη Αθηνά με μάτια που πετούσαν φωτιές. Αν
την πλησίαζε πολύ, θα καιγόταν.
Κι όμως, δεν μπορούσε να μείνει μακριά της. Κάθε φορά που την
έβλεπε, κάτι τον τραβούσε κοντά της παρά τη θέλησή του. Τον τε-
λευταίο καιρό είχε την εντύπωση ότι το να καβγαδίζει μαζί της ήταν
πολύ πιο διασκεδαστικό από το να κάνει έρωτα με κάποια άλλη γυ-
ναίκα. Η σκέψη να καβγαδίζει και να κάνει έρωτα με την Καλλιόπη
ήταν αρκετή για να τον οδηγήσει στα άκρα! Η παθιασμένη φύση της
αναμφίβολα θα εκδηλωνόταν και στο κρεβάτι, ενώ η λευκή επιδερμί-
δα και τα μαύρα μαλλιά της πάνω στα σεντόνια του...
«Ανάθεμα!» βλαστήμησε και τράβηξε βίαια το βλέμμα του απ’ τα
σοφά μάτια της Αθηνάς. Οι πιθανότητες να καταλήξει η Καλλιόπη
γυμνή στο κρεβάτι του ήταν από μηδαμινές μέχρι ανύπαρκτες. Δε θα
πλησίαζε καν το σπίτι του, αν μάθαινε τι είχε κάνει με τη συλλογή
του πατέρα του. Ούτε καν η θεά Αφροδίτη δε θα μπορούσε να τον
βοηθήσει μ’ αυτή τη μούσα, όσο κι αν την ποθούσε.
Όμως μπορούσε να την προστατέψει από τον Άβερτον. Ίσως και
από την εμμονή της σε ό,τι αφορούσε τον Κλέφτη με τα Κρίνα. Η
Καλλιόπη είχε πει πως θα πήγαινε στο χορό του Άβερτον. Θα πήγαι-
νε λοιπόν κι εκείνος. Και δε θα άφηνε την Αθηνά του ούτε στιγμή
από τα μάτια του.
Κεφάλαιο 7

«Ω δεσποινίς Καλλιόπη! Είστε πανέμορφη», είπε η Μαίρη τα-


κτοποιώντας τις τελευταίες λεπτομέρειες στο κοστούμι της Καλλιό-
πης.
Από το ψηλό σκαμνί όπου στεκόταν, η Καλλιόπη επιθεώρησε τον
εαυτό της στον καθρέφτη. «Δε νομίζεις ότι είναι υπερβολικό;»
«Καθόλου. Θα είναι το καλύτερο απ’ όλα τα κοστούμια».
Η αλήθεια ήταν πως και της Καλλιόπης της άρεσε. Είχε συνεργα-
στεί στενά με τη μοδίστρα για να αντιγράψουν ένα χαρακτικό του
πατέρα της με το άγαλμα της Αθηνάς που δέσποζε κάποτε στον Παρ-
θενώνα. Η απαλή, λεπτή μουσελίνα έπεφτε σε πιέτες, συγκρατιόταν
στους ώμους με χρυσές πόρπες και έδενε στη μέση μ’ ένα χρυσό
κορδόνι. Τα σανδάλια ήταν επίσης χρυσά, όπως και τα κοσμήματά
της, βραχιόλια και σκουλαρίκια αντίκες που ανήκαν στη μητέρα της.
Δίπλα στην πόρτα της κρεβατοκάμαράς της ήταν ακουμπισμένα η
περικεφαλαία, η ασπίδα και το δόρυ.
Η Καλλιόπη έπαιξε νευρικά το κορδόνι στη μέση της. Κανονικά θα
ένιωθε ενθουσιασμένη με την προοπτική ενός χορού μεταμφιεσμέ-
νων με αρχαιοελληνικά κοστούμια. Αλλά αυτός δεν ήταν ένας συνη-
θισμένος χορός.
Τι θα γινόταν αν εμφανιζόταν ο Κλέφτης με τα Κρίνα; Άλλο πράγμα
να συζητούν γι’ αυτόν μέσα στο σαλόνι της κι άλλο να βρεθούν αντι-
μέτωπες με έναν αληθινό κακοποιό, αποφασισμένο να κλέψει την
Αλαβάστρινη Θεά. Τι θα γινόταν αν δεν κατάφερνε να τον εμποδίσει;
Αν η Άρτεμις εξαφανιζόταν για πάντα;
Μη γίνεσαι ηττοπαθής, είπε στον εαυτό της. Δεν έχεις περιθώριο να
αποτύχεις. Αυτή η υπόθεση είναι πολύ σημαντική.
Κοίταξε το δόρυ και την ασπίδα. Όπλα ψεύτικα, που δε θα μπο-
ρούσαν να αναμετρηθούν με το ατσάλι. Παρ’ όλα αυτά, θύμισαν στην
Καλλιόπη το σκοπό της. Έπρεπε να παίξει το ρόλο της Αθηνάς και να
προστατεύσει τους ανθρώπους της από κάθε κακό.
«Να τελειώσουμε τώρα το χτένισμά σας, δεσποινίς Καλλιόπη;» ρώ-
τησε η Μαίρη.
«Ναι, σ’ ευχαριστώ». Η Καλλιόπη κατέβηκε από το σκαμνί και πήγε
στην τουαλέτα της, εκεί όπου περίμεναν μια σειρά από χρυσές κορ-
δέλες και χτένες. «Δε μας μένει πολύς χρόνος, η άμαξα θα έρθει στις
εννιά».
Καθώς η Μαίρη βούρτσιζε τα μαλλιά της και έστριβε τις μπούκλες
σε μακριούς βοστρύχους, ένα χτύπημα ακούστηκε στην πόρτα και
εμφανίστηκε η Κλειώ.
«Ω!» Η Καλλιόπη έμεινε κατάπληκτη με το κοστούμι της αδερφής
της. Ήταν εκθαμβωτικό και αλλόκοτο.
Η Κλειώ δεν ήταν μια θεά του Ολύμπου γεμάτη αγνό κάλλος, ούτε
καν η συνονόματή της Μούσα. Ήταν η Μέδουσα. Το φόρεμά της ήταν
από ζωηρό πράσινο μετάξι, τα μανίκια έμοιαζαν με μακριά φτερά,
χωρισμένα στη μέση και αναδιπλωμένα στους ώμους της. Από μέσα
λαμπύριζε διακριτικά κάποιο χρυσάφι ύφασμα κεντημένο με μικρο-
σκοπικές χάντρες που παιχνίδιζαν στο φως. Το πλούσιο φόρεμα ή-
ταν σφιγμένο γύρω από τη μέση της με μια ζώνη από σμαράγδια, ένα
σπάνιο μεσαιωνικό κομμάτι που επίσης ανήκε στη μητέρα τους.
Αλλά αυτό που ήταν πραγματικά εκπληκτικό ήταν η κόμμωσή της -
ένας στρόβιλος από χρυσαφιά φίδια με πρασινωπές και μπρούντζι-
νες κεντητές φολίδες. Οι ζωηρόχρωμες χάντρες που σχημάτιζαν τα
μάτια τους έκαναν τα φίδια να φαντάζουν ζωντανά. Οι λιγοστές μό-
νο τούφες από τα πυρρόξανθα μαλλιά της που έπεφταν ελεύθερες
αποκάλυπταν πως η Κλειώ ήταν μια αληθινή γυναίκα και όχι η εκδι-
κητική Γοργώ.
«Πώς σου φαίνομαι;» ρώτησε η Κλειώ κάνοντας μια περιστροφή με
όλο το τρομακτικό μεγαλείο της.
«Νομίζω πως δε θα υπάρχει άλλη σαν εσένα στο χορό», απάντησε
η Καλλιόπη, υπνωτισμένη από εκείνα τα φιδίσια μάτια. «Μα πού τη
βρήκες αυτή τη δημιουργία;»
«Η μαντάμ Σοφί έραψε το φόρεμα. Την κόμμωση την έφτιαξα μόνη
μου. Με βοήθησε και η Κόρι, το ξέρεις πως έχει ταλέντο με τις χά-
ντρες. Τρομακτικά δε φαίνονται;»
«Πολύ». Το συνοφρύωμα της Μαίρης ανάγκασε την Καλλιόπη! να
καθίσει ξανά για να τελειώσει η καμαριέρα το χτένισμά της. «Αμφι-
βάλλω αν ο δούκας θα τολμήσει να σε ενοχλήσει μ’ αυτά να τον κοι-
τούν».
Η Κλειώ γέλασε. «Εγώ πάντως δε φοβάμαι το δούκα!» Σήκωσε ψηλά
το όπλο της, ένα μακρύ κοντάρι τυλιγμένο με χρυσοπράσινη κορδέ-
λα και μια ακόμα απειλητική κόμπρα στη λαβή. «Θα τον μεταμορφώ-
σω σε πέτρα».
«Μακάρι να ήταν τόσο εύκολο να αντιμετωπίσουμε τους άντρες»,
μουρμούρισε η Καλλιόπη. «Τι έχουν ντυθεί η Θάλεια και ο πατέρας;»
«Η Θάλεια είναι Ευρυδίκη. Και ο πατέρας, φυσικά, Σωκράτης».
«Θα κρατάει και μια κούπα με κώνειο;»
«Χμ, ναι». Η Κλειώ πλησίασε στον καθρέφτη της Καλλιόπης για να
ελέγξει αν τα φίδια της ήταν στη θέση τους. «Ή μάλλον μια κούπα με
λεμονάδα. Θα πρέπει να φροντίσουμε να μην κουράσει τους πάντες
με τη φλυαρία του, γιατί ήδη περιφέρεται στο σαλόνι και απαγγέλλει
στα έπιπλα».
«Αν δεν υπάρχει κανένας νέος να διαφθείρεις, τότε αρκέσου σε μια
χούφτα χόρτο. Έτσι δεν είπε ο ίδιος ο Σωκράτης καθώς έπινε το κώ-
νειο; Κι αν δεν το είπε, θα έπρεπε να το πει». Η Καλλιόπη παρακο-
λούθησε τη Μαίρη να ολοκληρώνει τις μπούκλες και τις κορδέλες της
και να τοποθετεί προσεκτικά την περικεφαλαία πάνω από την κόμ-
μωσή της. «Πώς σου φαίνομαι, Κλειώ;»
«Τέλεια, όπως πάντα. Δε θα μπορούσε να υπάρξει ομορφότερη Α-
θηνά», απάντησε η Κλειώ. «Κρίμα που η κουκουβάγια της Κόρι πέθα-
νε πέρσι, γιατί θα ταίριαζε απόλυτα να την κρατάς».
«Ώσπου θα πετούσε και θα τη χάναμε πάνω στους πολυελαίους.
Αυτή εδώ είναι αρκετή». Σήκωσε την ασπίδα με το χαραγμένο σύμ-
βολο της γλαύκας στο κέντρο της. «Πάμε;»
Η Αθηνά, άλλωστε, ποτέ δεν αργούσε στον πόλεμο.
***
Η έπαυλη του δούκα του Αβέρτον στην πόλη, ο Οίκος της Ακρόπο-
λης, έλαμπε φωτισμένη σαν άλλος Κολοσσός της Ρόδου στο κέντρο
του Λονδίνου. Ακόμα κι από μακριά, φάνταζε εκτυφλωτική.
Δεν ήταν μια συνηθισμένη αριστοκρατική έπαυλη, φτιαγμένη από
λευκή πέτρα ή κόκκινα τούβλα χτισμένα σε τακτικές σειρές. Όχι. Ο
Οίκος της Ακρόπολης έμοιαζε με κατάλοιπο του μεσαιωνικού Λονδί-
νου, ένα φρούριο από συμπαγή μαύρη πέτρα, γεμάτο με πύργους και
αμέτρητες καμινάδες, από τα ανοιχτά παράθυρα του οποίου ξεχυνό-
ταν το φως των κεριών. Είχε το δικό του κήπο και περιβαλλόταν από
ψηλό μαντρότοιχο. Οι σιδερένιες πύλες συνήθως ήταν κλειδαμπα-
ρωμένες, απόψε όμως ήταν ορθάνοιχτες για να υποδεχτούν την
πλημμύρα από άμαξες. Καθώς η δική τους άμαξα περνούσε τις πύ-
λες, η Καλλιόπη κοίταξε έξω από το παράθυρο και είδε να την κοιτά-
ζουν απειλητικά τερατόμορφα πρόσωπα. Ήταν τοποθετημένα πάνω
από τις πύλες και κατά μήκος του μαντρότοιχου, αποθαρρύνοντας
τους περίεργους.
«Θα έλεγε κανείς πως ο δούκας είναι ο Καρλομάγνος», σάρκασε η
Θάλεια. «Κοιτάξτε εκείνο τον οβελίσκο στη γωνία του κήπου! Θα
πρέπει να έχει τουλάχιστον εφτά μέτρα ύψος!»
«Τρομερή επιδειξιμανία», συμφώνησε ο πατέρας τους, αν και η
Καλλιόπη διέκρινε μια μικρή ζήλια στα μάτια του καθώς κοίταζε τον
πανύψηλο οβελίσκο. «Αναρωτιέμαι πού τον βρήκε. Τα ιερογλυφικά
του είναι αρκετά καθαρά».
«Κάπου όπου δεν είχε καμία δουλειά να βρίσκεται, είμαι σίγουρη
γι’ αυτό», σχολίασε δηκτικά η Κλειώ.
Η Καλλιόπη δεν απάντησε, γιατί επιτέλους η άμαξά τους σταμάτη-
σε μπροστά στην πελώρια, σιδερόπλεκτη πόρτα του κάστρου και εί-
χε έρθει η δική τους σειρά να κατεβούν. Οι υπηρέτες του δούκα,
ντυμένοι με χιτώνες και σανδάλια για την περίσταση, έσπευσαν να
τους βοηθήσουν. Κρατώντας σφιχτά το δόρυ και την ασπίδα της, η
Καλλιόπη ακολούθησε την αστραφτερή πράσινη ουρά του φορέμα-
τος της αδερφής της και μπήκαν στο άντρο του Άπληστου Δούκα.
Το φουαγιέ, όπου παρέδωσαν τις κάπες τους σε κάποιους πιο κλα-
σικά ντυμένους υπηρέτες, ήταν μια πελώρια οκταγωνική αίθουσα με
ασπρόμαυρα μαρμάρινα δάπεδα και τοίχους με ενσωματωμένη ξυ-
λεπένδυση. Ψηλοί κηροστάτες από σφυρήλατο σίδερο ήταν οι μόνες
πηγές φωτός, που αντανακλούσε πάνω σε πόρτες αμπαρωμένες, τοι-
χογραφίες με μινωικές σκηνές από ταυροκαθάψια, πανοπλίες, ακι-
δωτά ρόπαλα και σπαθιά, καθώς και πάνω σε δύο πελώριους ασσυ-
ριακούς λέοντες που φυλούσαν την είσοδο, λες και πίσω από τις
πόρτες υπήρχε η ίδια η αρχαία Περσία.
«Θεέ μου, τι εκλεκτικό γούστο που έχει ο οικοδεσπότης μας»,
μουρμούρισε η Κλειώ καθώς ανέβαιναν όπως όλοι την κυκλική σκά-
λα που οδηγούσε στην αίθουσα χορού.
«Και λίγα λες», απάντησε η Καλλιόπη κοιτώντας τους κουρ-
νιασμένους στις κόγχες θησαυρούς. Γλυπτά, αγγεία και αμφορείς,
ακόμα και βυζαντινές εικόνες. Ήταν όλα εντυπωσιακά κομμάτια, τέ-
λεια αποκαταστημένα και εκτεθειμένα με κομψότητα. Η Καλλιόπη,
ωστόσο, πρόσεξε κάτι παράξενο σ’ όλα αυτά. Σε αντίθεση με τα έργα
τέχνης του πατέρα της που απεικόνιζαν θεότητες και μούσες, φιλο-
σόφους ή λαμπρά ανθρώπινα κατορθώματα, αυτά που έβλεπε εκεί
είχαν όλα κάποιο στοιχείο βίας. Πόλεμοι, μάχες, θυσίες. Ακόμα και
τα εικονίσματα παρουσίαζαν μαρτύρια αγίων: η Αικατερίνη στον
τροχό της, ο Σεβαστιανός και τα βέλη του, ο Άγιος Γεώργιος που
κάρφωνε το δράκο.
Η Καλλιόπη απέστρεψε ενοχλημένη το βλέμμα της.
«Ή ίσως όχι και τόσο εκλεκτικό», πρόσθεσε η Κλειώ. «Ο φόνος και
η αιματοχυσία αποτελούν, δυστυχώς, αναπόσπαστο κομμάτι κάθε
πολιτισμού. Ο δούκας φαίνεται αποφασισμένος να μας το θυμίζει».
Όσο ψηλότερα ανέβαιναν, ο θόρυβος από τη δεξίωση δυνάμωνε,
ένα εκτεταμένο βουητό που ξεχυνόταν σαν ποταμός έξω από την αί-
θουσα χορού. Η Καλλιόπη συνήθως δε συμπαθούσε τους χορούς και
τις δεξιώσεις που η αριστοκρατία χαρακτήριζε «τρομερό γεγονός».
Ελάχιστα μπορούσε να συζητήσει κανείς μέσα σε τόσο πλήθος, σε
ένα χώρο υπερβολικά ζεστό και θορυβώδη. Απόψε, ωστόσο, η πολυ-
κοσμία ήταν καλοδεχούμενη, γιατί της πρόσφερε κάποια αίσθηση
φυσικότητας μέσα σ’ εκείνο το αλλόκοτο σπίτι.
Η αίθουσα χορού ήταν τεράστια και φωτεινή, με άσπρους τοίχους
και λαμπερά ξύλινα πατώματα. Το θολωτό ταβάνι ήταν ζωγραφισμέ-
νο με μια περίτεχνη νωπογραφία ενός ολύμπιου δείπνου, στο οποίο,
ευτυχώς, κανείς δε δολοφονούσε κανέναν. Στους τοίχους υπήρχαν κι
άλλες αρχαίες τοιχογραφίες, κλεμμένες δίχως άλλο από κάποια ιτα-
λική βίλα, στις οποίες απεικονίζονταν σκηνές οικογενειακής καθημε-
ρινότητας. Ανάμεσα στους πίνακες παρεμβάλλονταν μαρμάρινα α-
γάλματα ημίγυμνων νυμφών, σατύρων και θεών, με κοστούμια πα-
ρόμοια με των επισκεπτών.
Όπως ακριβώς το περίμενε η Καλλιόπη, καμία δεν έμοιαζε με την
Κλειώ ανάμεσα στα πλήθη που χόρευαν, τριγύριζαν τα αγάλματα, έ-
πιναν σαμπάνια ή μασουλούσαν κροκέτες αστακού και τάρτες μανι-
ταριών -ορεκτικά διόλου αρχαιοελληνικά, κατά τη γνώμη της Καλ-
λιόπης. Υπήρχε ένας Μινώταυρος, χοντρός και μαλλιαρός, που φλέρ-
ταρε με την Αριάδνη που κρατούσε το κουβάρι με το μίτο της, αρκε-
τοί Αχιλλείς και Έκτορες, μερικές Αφροδίτες που χαχάνιζαν και διά-
φορες εκδοχές του Άρη και του θεού Έρωτα. Ο πατέρας τους πήγε
κατευθείαν σε μια γωνιά όπου μια παρέα φιλοσόφων συζητούσε την
αναγκαιότητα να βρίσκεται ο άνθρωπος σε αρμονία με τον κόσμο,
ενώ τη Θάλεια την παρέσυρε στην πίστα ένας Ορφέας, αφού πρώτα
παρέδωσαν και οι δύο τις λύρες τους σ’ έναν υπηρέτη.
Η Καλλιόπη στερέωσε το δόρυ κάτω απ’ τη μασχάλη της και πήρε
ένα ποτήρι σαμπάνια από έναν περιφερόμενο σερβιτόρο.
Το εκλεκτό, αστραφτερό ποτό ταίριαζε απόλυτα με το εξωτικό
σκηνικό, τα στροβιλίσματα της μουσικής και τα γέλια. Για μια στιγμή
ένιωσε να μεταφέρεται σε κάποιο φανταστικό κόσμο ονείρου, μα-
κριά από το Λονδίνο και την πραγματικότητα.
Σήκωσε το ποτήρι της στο φως, διερωτώμενη μήπως οι μαγικές
φυσαλίδες έκρυβαν κάποιο παραισθησιογόνο ελιξίριο, κάποιο σαιξ-
πηρικό ερωτικό φίλτρο.
«Συμβαίνει κάτι με τη σαμπάνια, δεσποινίς Τσέις;» ρώτησε μια εύ-
θυμη φωνή.
Η Καλλιόπη γύρισε και βρήκε τον οικοδεσπότη πίσω της να την
κοιτάζει χαμογελαστός. Ήταν αλλόκοτος όσο και το σπίτι του, ντυ-
μένος Διόνυσος, με ένα δέρμα λεοπάρδαλης ριγμένο πάνω απ’ το χι-
τώνα του και τα μακριά, χρυσοκόκκινα μαλλιά του να πέφτουν ελεύ-
θερα στους ώμους του. Ο Διόνυσος, ο θεός του κρασιού και του γλε-
ντιού. Των Μαινάδων που διαμέλιζαν τα θύματά τους διψώντας για
αίμα.
Ή έκλεβαν θησαυρούς.
Την ενόχλησε το επίμονο βλέμμα του. «Κάθε άλλο, εξοχότατε. Η
σαμπάνια είναι εξαιρετική, όπως και η διοργάνωση αυτού του χο-
ρού. Το σπίτι σας είναι πολύ... ασυνήθιστο».
«Εξαιρετικός έπαινος, αφού προέρχεται από μία Τσέις. Γιατί στην
οικογένειά σας είστε ειδήμονες στην τέχνη και τις αρχαιότητες, έτσι
δεν είναι;»
«Δε θα έλεγα, ειδήμονες. Είμαστε όλοι σπουδαστές, ο καθένας με το
δικό του τρόπο».
«Και το δικό σας ενδιαφέρον είναι η τέχνη του πολέμου;» της είπε
γνέφοντας προς την ασπίδα της Αθηνάς.
«Ή ίσως οι ελιές».
«Α, ναι. Η Αθηνά ήταν εκείνη που διέταξε να φυτευτούν ελαιόδε-
ντρα πάνω στην Ακρόπολή της. Το σύμβολο της ευημερίας του λαού
της».
«Ώσπου άπληστοι κλέφτες τα ξερίζωσαν, ψάχνοντας να βρουν κά-
ποιο θαμμένο θησαυρό. Τώρα η λαμπρή Αθήνα είναι μια βρόμικη μι-
κρή πόλη -έτσι ακούω τουλάχιστον».
Ο δούκας ξέσπασε σε γέλια. «Αγαπητή μου δεσποινίς Τσέις, πόσο
ευγενικό εκ μέρους σας να υπερασπίζεστε ανθρώπους που ούτε καν
γνωρίζετε! Ωστόσο, αν αυτοί οι άπληστοι κλέφτες, όπως τους απο-
καλείτε, δεν είχαν σκάψει την Ακρόπολη, σκεφτείτε, πόσα θα είχαμε
χάσει; Πόση ομορφιά και γνώση; Είναι καλύτερα να σαπίζουν μέσα
στο χώμα, εγκαταλειμμένα στη φροντίδα ανθρώπων που δεν τα εκτι-
μούν;»
Η Καλλιόπη αναγκάστηκε να παραδεχτεί ενδόμυχα ότι συμ-
φωνούσε μαζί του. Όμως ο αυτάρεσκος τόνος της φωνής του και το
συγκαταβατικό χαμόγελό του την ωθούσαν να τσακωθεί μαζί του.
Να σβήσει εκείνη την έκφραση μ’ ένα χαστούκι. Αντί να το κάνει, α-
νασήκωσε τους ώμους της και ήπιε την υπόλοιπη σαμπάνια της.
«Ελάτε, δεσποινίς Τσέις, επιτρέψτε μου να σας δείξω έναν από
τους θησαυρούς που θα χανόταν για πάντα», της είπε παίρνοντας το
άδειο ποτήρι από το χέρι της.
«Την Αλαβάστρινη Θεά;»
«Όχι, αυτή θα αποκαλυφθεί αργότερα. Την κατάλληλη στιγμή».
«Μια τελευταία ευκαιρία να τη θαυμάσει το κοινό πριν φυλακιστεί
για πάντα;»
«Δε θα κλειστεί σαν καλόγρια σε μοναστήρι. Θα μεταφερθεί σε ένα
μέρος όπου θα την προστατεύουν όπως της πρέπει, σε αντίθεση με
κάτι άλλες αρχαιότητες της όμορφης πόλης μας». Την έπιασε απαλά
από το μπράτσο και την οδήγησε στις παρυφές του πλήθους, χαιρε-
τώντας πρόσχαρα τους θορυβώδεις καλεσμένους του.
Η Καλλιόπη έσφιξε τα δόντια της για να πνίξει την παρόρμηση να
τραβήξει το χέρι της και να φύγει τρέχοντας μακριά του. Όταν την
είχε κρατήσει με τον ίδιο τρόπο από το μπράτσο ο λόρδος Γουέ-
στγουντ στο Βρετανικό Μουσείο, το χέρι του ήταν ζεστό και ευχάρι-
στο. Το άγγιγμα του δούκα έμοιαζε με παγωμένη χειροπέδη. Έσφιξε
τα χείλη της και επιτάχυνε το βηματισμό της καθώς περνούσαν δί-
πλα από κηροστάτες και τοιχογραφίες.
Ο δούκας την οδήγησε στο τέρμα της αίθουσας, εκεί όπου οι ψηλές
τζαμένιες μπαλκονόπορτες έβγαζαν σε μια σκοτεινή βεράντα. Εκεί το
πλήθος ήταν πιο αραιό και ο αέρας πιο δροσερός. Η Καλλιόπη ένιω-
σε έναν αμυδρό φόβο στη σκέψη ότι ο δούκας σκόπευε να τη βγάλει
στη βεράντα, μακριά από το θόρυβο και το φως, και μετά... Μετά τι;
Θα την έσπρωχνε να πέσει στο πέτρινο μονοπάτι από κάτω;
Παραλίγο να βάλει τα γέλια με την ανοησία της. Ο δούκας δεν ήξε-
ρε το σχέδιό της να προφυλάξει την Αλαβάστρινη Θεά, να μην επι-
τρέψει να κλαπεί όπως τόσα άλλα εκλεκτά κομμάτια, αλλά ούτε και
να εξαφανιστεί στο Γιόρκσαϊρ, αν μπορούσε να τα καταφέρει. Δεν
ήξερε επίσης πόσο τον απεχθανόταν και πόσο την είχε τρομάξει η
συμπεριφορά του απέναντι στην Κλείω στο μουσείο. Δεν μπορούσε
να ξέρει τίποτα απ’ αυτά.
Παρ’ όλα αυτά, μόλις η λαβή του στο μπράτσο της χαλάρωσε, τρα-
βήχτηκε αμέσως μακριά του.
«Πώς σας φαίνεται αυτό, δεσποινίς Τσέις;» τη ρώτησε, γνέφοντας
προς ένα άγαλμα τοποθετημένο ανάμεσα στις τζαμαρίες.
Η Καλλιόπη πήρε μια βαθιά ανάσα καθώς κοιτούσε το άγαλμα.
Όπως πάντα, η τέχνη άρχισε αργά να μαγεύει τις αισθήσεις της. Ο
δούκας και το πλήθος έγιναν ένας μακρινός ψίθυρος.
Ήταν όμορφο, φυσικά, όπως όλα τα άλλα κομμάτια της συλλογής
του. Όμορφο με έναν παράξενο, βίαιο τρόπο. Δεν αναπαριστούσε
κάποια μάχη ή φιλονικία, αλλά τη Δάφνη ακριβώς τη στιγμή που με-
ταμορφωνόταν από τον πατέρα της τον Πηνειό σε δέντρο, μετά την
παράκλησή της να τη σώσει από τις ερωτικές επιθέσεις του Απόλλω-
να. Έτρεχε, το κορμί της συστρεφόταν καθώς κοιτούσε έντρομη πά-
νω από τον ώμο της. Τα πόδια και τα απλωμένα χέρια της μετατρέ-
πονταν σε κλαδιά. Τα μακριά μαλλιά της κυλούσαν πίσω σαν ποτα-
μός.
«Τι λέτε, δεσποινίς Τσέις;» ρώτησε ο δούκας.
«Είναι όμορφο. Η αίσθηση της κίνησης, ο τρόπος που η σάρκα της
μετατρέπεται σε ξύλο. Εκπληκτικό!»
«Ακριβώς. Είναι ρωμαϊκό αντίγραφο, φυσικά, η ομορφιά του ω-
στόσο παραμένει απαράμιλλη. Και το πρόσωπό της θυμίζει κάπως
την αδερφή σας, δε συμφωνείτε;»
Η Καλλιόπη τον κοίταξε ξαφνιασμένη. Ο δούκας όμως δεν την κοι-
τούσε. Όλη η προσοχή του ήταν προσηλωμένη στο ψυχρό, σκαλι-
σμένο πρόσωπο της Δάφνης. Άπλωσε το χέρι του και άγγιξε με ένα
ακροδάχτυλο το μαρμάρινο μάγουλό της, χάιδεψε αργά τη γωνία του
ζυγωματικού της.
Έμοιαζε όντως στην Κλείω, η Καλλιόπη δεν μπορούσε να το αρνη-
θεί. Κι αυτό έκανε ακόμα εντονότερη τη δυσφορία της.
«Έχει το ίδιο ανεξάρτητο πνεύμα, βλέπετε», μουρμούρισε ο δού-
κας. «Στο τέλος, όμως, με τον έναν ή τον άλλο τρόπο, θα ανήκει
στους θεούς. Όσο κι αν τρέχει να ξεφύγει».
Ο λαιμός της Καλλιόπης είχε ξεραθεί και ήθελε να φύγει, να πάει
να βρει την Κλειώ. Αποτραβήχτηκε αργά από το δούκα, ο οποίος
φαινόταν ακόμα χαμένος στον κόσμο του. Στις φαντασιώσεις του για
την καημένη τη Δάφνη.
«Με συγχωρείτε», μουρμούρισε η Καλλιόπη. «Πρέπει να μιλήσω σε
κάποιον».
Επέστρεψε βιαστικά ανάμεσα στο πλήθος. Της φάνηκε πως στην
αίθουσα χορού ο κόσμος ήταν ακόμα περισσότερος, παρέες που έπι-
ναν και γελούσαν αγνοώντας την εφιαλτική υπόσταση αυτού του
σπιτιού. Αλλά η Κλειώ δε φαινόταν πουθενά. Η Θάλεια χόρευε ακό-
μα, και μάλλον θα συνέχιζε να χορεύει όλη τη νύχτα. Ο πατέρας τους
ήταν επίσης άφαντος. Κατά πάσα πιθανότητα βρισκόταν στην αί-
θουσα χαρτοπαιγνίων με τους φιλοσόφους φίλους του. Η Καλλιόπη
είδε τελικά την Έμελιν, ντυμένη Πυθία, να μιλάει με έναν από τους
πιθανούς κλέφτες που της είχαν ανατεθεί. Η Έμελιν έγνεψε στην
Καλλιόπη μ’ ένα χαμόγελο. Όλα πήγαιναν καλά σ’ εκείνη την πλευρά
της αίθουσας.
Η Καλλιόπη δεν μπορούσε να πει το ίδιο και για τον εαυτό της. Δεν
της άρεσε καθόλου να της χαλάνε τα σχέδια, αλλά τι περίμενε από
κάποιον σαν το δούκα του Άβερτον; Ήταν παράξενος άνθρωπος και
κανείς δεν ήταν σε θέση να προβλέψει τι μπορεί να συνέβαινε στο
σπίτι του. Έπρεπε να παραμείνει ήρεμη. Να θυμάται το στόχο της -
την προστασία της Αλαβάστρινης Θεάς.
Άλλωστε, η Κλειώ ήταν αρκετά ασφαλής μέσα σε τόσο πλήθος. Ο
δούκας δεν μπορούσε να της κάνει κακό εκεί μέσα, δεν μπορούσε να
τη μεταμορφώσει σε δέντρο. Πιθανότατα δεν μπορούσε καν να τη
βρει. Παρ’ όλα αυτά, η Καλλιόπη θα ένιωθε καλύτερα αν κατάφερνε
να μιλήσει με την αδερφή της, να την προειδοποιήσει να έχει το νου
της.
Σηκώνοντας λίγο πιο ψηλά την ασπίδα της, άνοιξε δρόμο ανάμεσα
στον κόσμο. Αρκετοί φίλοι τη χαιρέτισαν, αλλά η Κλειώ ήταν ακόμα
άφαντη.
«Πού είσαι;» μουρμούρισε πατώντας στις μύτες των ποδιών της για
να δει πάνω από τον κόσμο.
«Εδώ είμαι, γκριζομάτα Αθηνά», είπε μια φωνή ελαφρώς πνιχτή
πίσω από τον ώμο της.
Γύρισε τρομαγμένη, όμως δεν είδε το Διόνυσο, όπως φοβόταν. Ή-
ταν ο Ερμής, με τα φτερωτά σανδάλια και το κράνος του. Φορούσε
λευκό χιτώνα που άφηνε γυμνά τα μυώδη μπράτσα του. Η προσωπί-
δα του κράνους ήταν κατεβασμένη, αλλά η Καλλιόπη αναγνώρισε τις
ατίθασες μαύρες μπούκλες που ξέφευγαν απ’ τη χρυσή καλύπτρα
τους. Επίσης αναγνώρισε τη μυρωδιά του, εκείνο το λεπτό άρωμα
μοσχοσάπουνου, μαζί με κάτι πιο σκοτεινό, πιο σύνθετο και σαγη-
νευτικό, κάτι που θύμιζε κανέλα ή λιακάδα ή την αλμύρα του θαλασ-
σινού αέρα.
Μια παράξενη ανακούφιση την πλημμύρισε. Δεν ήταν πια μόνη
μέσα στο πλήθος. «Τα μάτια μου είναι καστανά, λόρδε Γουέστγουντ»,
του είπε, καταπνίγοντας την παρόρμηση να τον αγκαλιάσει, να αφε-
θεί μέσα σ’ αυτά τα δυνατά μπράτσα.
«Πάντα τόσο λογική», είπε εκείνος και, σπρώχνοντας πίσω την
προσωπίδα, αποκάλυψε το χαμόγελό του. «Πώς με καταλάβατε;»
«Από το σαπούνι σας».
«Το σαπούνι μου;»
«Δεν έχει σημασία. Μήπως είδατε την αδερφή μου;»
«Τη δεσποινίδα Κλειώ; Δε νομίζω. Τι κοστούμι φοράει;»
«Ω, αποκλείεται να μην την προσέξατε. Είναι η Μέδουσα, με χρυ-
σοπράσινη τουαλέτα και μια κόμμωση με φίδια».
«Φίδια; Έφερε ερπετά εδώ μέσα; Αλλά, βέβαια, δεν εκπλήσσομαι ι-
διαίτερα. Εσείς οι Τσέις πάντα έχετε ένα δικό σας τρόπο να εκφράζε-
στε».
Η Καλλιόπη χαμογέλασε άθελά της. «Τολμώ να πω ότι η Κλειώ ήταν
ικανή να φέρει πραγματικά φίδια εδώ μέσα, αν δεν ήξερε πόσο τα
απεχθάνομαι. Αλλά τα δικά της είναι υφασμάτινα. Με πράσινες χά-
ντρες για μάτια».
«Φοβάμαι πως δεν είδα καμία Μέδουσα. Συμβαίνει κάτι;»
«Όχι, απλώς πρέπει να της πω κάτι. Σίγουρα θα τη δω αργότερα.
Δυστυχώς, δεν μπορώ να την εντοπίσω μέσα σε τόσο κόσμο».
«Δεν προβλέψατε ότι θα είναι “τρομερό γεγονός”;»
«Το προβλέψατε. Σίγουρα αυτό θα επιθυμούσε κάθε οικοδέσποι-
να».
«Ή οικοδεσπότης». Η έκφρασή του σκλήρυνε. «Σας είδα να μιλάτε
με το Διόνυσο».
«Για λίγο. Μου έδειξε ένα άγαλμα της Δάφνης». Η ανάμνηση του
χεριού του δούκα πάνω σ’ εκείνο το μαρμάρινο μάγουλο την έκανε
να ανατριχιάσει ξανά.
«Κρυώνετε;» ρώτησε με ανησυχία ο λόρδος Γουέστγουντ.
«Λίγο. Αν και δεν καταλαβαίνω γιατί -έχει τόση ζέστη εδώ μέσα!»
«Ένα τέτοιο μαυσωλείο ποτέ δεν είναι αληθινά ζεστό. Ελάτε να χο-
ρέψουμε, δεσποινίς Τσέις. Νομίζω πως λίγη άσκηση θα μας κάνει κα-
λό».
Η Καλλιόπη κοίταξε προς την πίστα και είδε ότι τα ζευγάρια άλλα-
ζαν. Η Έμελιν ήταν με τον κύριο Σμίθσον και η Θάλεια με τον παρά-
ξενο Μινώταυρο. Αλλά και πάλι η Κλειώ δε φαινόταν πουθενά. Ο χο-
ρός θα της έκανε πράγματι καλό. Θα έδιωχνε από τη σκέψη της το
δούκα και τις αλλόκοτες ενέργειές του, την Αλαβάστρινη Θεά αλλά
και τον Κλέφτη με τα Κρίνα. Θα ζέσταινε την παγωνιά της. Ο Γουέ-
στγουντ είχε δίκιο, αυτό το σπίτι ήταν σκέτο μαυσωλείο. Μόνο η
μουσική και ο χορός μπορούσαν να τον ζωντανέψουν ξανά.
Ειδικά ένας χορός με το λόρδο Γουέστγουντ, αφού ήταν βέβαιο
πως δεν υπήρχε πιο ζωντανός χορευτής από αυτόν. Τα μάτια του
στο χρώμα του κονιάκ, η χρυσαφένια λάμψη της επιδερμίδας του,
όλα ακτινοβολούσαν νιάτα και ζωντάνια και δύναμη.
Μετά το σύντομο, ψυχρό άγγιγμα του δούκα και τη διεφθαρμένη
ανάσα του, η Καλλιόπη λαχταρούσε λίγη ζεστασιά. Ακόμα κι αν προ-
ερχόταν από το λόρδο Γουέστγουντ.
Μόνο που απόψε δεν ήταν ο Γουέστγουντ. Ήταν ο Ερμής. Και εκεί-
νη η Αθηνά. Και αυτή δεν ήταν μια συνηθισμένη χοροεσπερίδα, ήταν
ένα ολύμπιο γλέντι. Τουλάχιστον για όσο θα διαρκούσε ένας χορός.
«Ευχαριστώ, λόρδε Γουέστγουντ», του είπε. «Θα χορέψω μαζί σας
μετά χαράς».
Κεφάλαιο 8

Η Κλειώ κοίταξε πάνω από τον ώμο της καθώς ακροπατούσε στο
στενό διάδρομο. Κανείς δεν την ακολουθούσε. Πιθανότατα δεν είχε
προσέξει κανείς την απουσία της μέσα στην πολυκοσμία.
Τέλεια.
Ήταν ήσυχα εκεί, σε αντίθεση με την εκκωφαντική μουσική στην
αίθουσα χορού και τις ανόητες συζητήσεις. Τόσο ήσυχα, που θύμιζε
σπηλιά, φωτισμένη από λίγες λάμπες σε απομίμηση πυρσών. Το τρε-
μουλιαστό φως έπεφτε πάνω στους σκοτεινούς, ξυλεπένδυτους τοί-
χους, στο χαμηλό σκαλιστό ταβάνι και στους πίνακες με τις επίχρυ-
σες κορνίζες, κάνοντάς τα να αστράφτουν και να λικνίζονται σαν να
ήταν ζωντανά.
Η Κλειώ έβγαλε τα τακούνια της και παρατήρησε από κοντά έναν
από τους πίνακες. Ήταν ένα σύγχρονο έργο, μια ελαιογραφία του
Μινώταυρου στο λαβύρινθό του. Ένα τεράστιο, ογκώδες, μαλλιαρό
κτήνος με κόκκινα, πύρινα μάτια που παραμόνευε μέσα σ’ ένα σκο-
τεινό χώρο όμοιο μ’ εκείνον το διάδρομο. Γύρω του έκαιγαν πυρσοί
και οι πέτρινοι τοίχοι ήταν ζωγραφισμένοι με παράξενα, λαμπερά
σύμβολα.
Ο δούκας θα πρέπει να ένιωθε κάποια ταύτιση μ’ αυτόν το συγκε-
κριμένο μύθο, σκέφτηκε η Κλειώ καθώς παρατηρούσε τον πίνακα.
Είχε δει αρκετές εκδοχές του εκείνο το βράδυ, τόσο σε γλυπτά όσο
και σε πίνακες, ακόμα και σ’ αυτό το παράξενο κοστούμι στην αίθου-
σα. Εντάξει, η Κλειώ ήξερε ότι όλοι έχουμε μέσα μας ένα σκοτεινό
εαυτό -ένα Μινώταυρο- και ότι μερικές φορές πρέπει να περιπλανη-
θεί κάποιος στο λαβύρινθο για να αντιμετωπίσει αυτή την πλευρά
του χαρακτήρα του. Για να αντιμετωπίσει την αλήθεια.
Μήπως αυτό δεν έκανε κι εκείνη τώρα;
Γύρισε την πλάτη της στο Μινώταυρο και προχώρησε βιαστικά με
τις κάλτσες ως το τέρμα του διαδρόμου, εκεί όπου υπήρχε μια μικρή,
στριφογυριστή σκάλα, μινιατούρα εκείνης που οδηγούσε από το
φουαγιέ στον πρώτο όροφο. Απόψε ο δούκας ήταν πολύ μυστικοπα-
θής σε ό,τι αφορούσε την Αλαβάστρινη Θεά. Όμως η Κλειώ είχε πεί-
σει έναν υπηρέτη να της πει πού βρισκόταν η Άρτεμις.
Στην κορυφή της σκάλας ξεκινούσε μια μακρόστενη πινακοθήκη
που εκτεινόταν σχεδόν σε όλο το μήκος της μπροστινής πλευράς του
σπιτιού. Από τα παράθυρα φαίνονταν ο κήπος και ο δρόμος από κά-
τω, καθώς και οι ανοιχτές πύλες από τις οποίες έμπαιναν ακόμα κα-
θυστερημένοι προσκεκλημένοι.
Στην πινακοθήκη υπήρχαν ψηλοί σιδερένιοι κηροστάτες, οι μισοί
απ’ τους οποίους ήταν σβηστοί. Σίγουρα μετά το δείπνο θα τους ά-
ναβαν όλους για τη μεγάλη αποκάλυψη, προς το παρόν όμως το λι-
γοστό φως βύθιζε τους περισσότερους από τους θησαυρούς στο
σκοτάδι.
Άρχισε να διασχίζει τη μακρόστενη αίθουσα, κρατώντας σχεδόν
την ανάσα της καθώς κοίταζε δεξιά κι αριστερά. Είχε μεγαλώσει πε-
ριτριγυρισμένη από όμορφα έργα τέχνης, αυτό εδώ όμως ήταν κάτι
εντελώς διαφορετικό. Ήταν ένα δωμάτιο γεμάτο αλλόκοτα αντικείμε-
να που όμοιο του δεν είχε δει ποτέ.
Ο χώρος έμοιαζε σχεδόν με αποθήκη, τόσο κατάμεστος ήταν από
αντικείμενα. Αρχαίοι πέτρινοι κούροι την κοιτούσαν με τα άδεια μά-
τια τούς. Μια αιγυπτιακή σαρκοφάγος με υπολείμματα μπογιάς πά-
νω στην επιφάνειά της- πολεμιστές από χαλκό· μαρμάρινοι θεοί, κι-
βώτια γεμάτα από χρυσά ετρουσκικά κοσμήματα, σκαραβαίοι από
λάπις λάζουλι, μικροσκοπικές μούμιες γατών σε χρυσά φέρετρα, βα-
ρύτιμα στολισμένα φιαλίδια αρωμάτων. Κάποιες στήλες ήταν στη-
ριγμένες στους τοίχους. Ράφια φορτωμένα με αγγεία, κρατήρες και
αμφορείς. Όλα ανάκατα και στοιβαγμένα, μόνο για την ικανοποίηση
της ματαιοδοξίας ενός ανθρώπου.
Συνοφρυώθηκε καθώς θυμόταν το δούκα να την πλησιάζει στο
Βρετανικό Μουσείο, τόσο κοντά που την έπνιξε η αψιά κολόνια του.
Εκείνο το παράξενο φως στα πράσινα μάτια του...
Κούνησε πέρα δώθε το κεφάλι της και τα σατέν φίδια της τα-
λαντεύτηκαν. Δεν μπορούσε να τον σκέφτεται τώρα. Δεν ήθελε να τον
ξανασκεφτεί ποτέ.
Στο τέρμα της πινακοθήκης, μόνο μέσα σε μια λίμνη από το φως
κεριών, βρισκόταν ένα αντικείμενο σκεπασμένο με μαύρο σατέν ύ-
φασμα. Μόνο ένα κομμάτι από το ροζ μάρμαρο της βάσης ήταν ορα-
τό. Η Κλειώ πλησίασε προσεκτικά, σαν να περίμενε κάποιου είδους
παγίδα, κάποιο συναγερμό. Δεν ακουγόταν παρά μόνο το βουητό του
ανέμου δίπλα στα παράθυρα. Άπλωσε το χέρι της και σήκωσε προσε-
κτικά την άκρη του καλύμματος.
«Ω!» Ήταν στ’ αλήθεια εκείνη. Η Αλαβάστρινη Θεά. Η Άρτεμις σε
όλο το μοναχικό μεγαλείο της.
Δεν ήταν μεγάλο άγαλμα. Όμως είχε τέτοια ομορφιά, χάρη και
κομψότητα, που η Κλειώ κατάλαβε αμέσως γιατί είχε προκαλέσει τό-
ση αίσθηση.
Σκαλισμένη πάνω σε αλάβαστρο τόσο λευκό που έλαμπε σχεδόν
σαν ασήμι, σαν την πρώτη νιφάδα του χιονιού, η θεά στεκόταν με το
τόξο της ανασηκωμένο και το βέλος έτοιμο να εκτοξευτεί. Ο πτυχω-
τός χιτώνας της ανέμιζε πάνω στις καμπύλες του λεπτού κορμιού
της σαν να τον φυσούσε η αύρα και έφτανε ως τη μέση των μηρών,
αποκαλύπτοντας δυνατά, έτοιμα για τρέξιμο πόδια. Τα σανδάλια της,
εκείνα τα μικρά πέδιλα με τις κορδέλες που είχαν αντιγράψει όλες οι
κυρίες αυτή τη σεζόν, είχαν ακόμα επάνω τους κομμάτια από φύλλα
χρυσού, το ίδιο και η ταινία που συγκρατούσε τα σγουρά μαλλιά της.
Το μισοφέγγαρο πάνω στην κορδέλα της δήλωνε πως ήταν η θεά της
Σελήνης. Το βλέμμα της ήταν προσηλωμένο στη λεία της, αδιαφορώ-
ντας για τα ανθρώπινα πάθη.
Η Κλειώ την κοιτούσε μαγεμένη, ενώ φανταζόταν το ναό της Δήλου
όπου άλλοτε κατοικούσε η θεά, εκεί όπου τη λάτρευαν οι αληθινές
ιέρειες του φεγγαριού, όχι οι κυρίες της αριστοκρατίας με τις κομ-
μώσεις σε στυλ Άρτεμις.
«Τι όμορφη που είσαι», ψιθύρισε. «Και πόσο Θλιμμένη».
Η Κλειώ άγγιξε απαλά το πόδι της Άρτεμης σε μια κίνηση σιωπη-
ρής συμπόνιας. Τότε πρόσεξε ότι η θεά στεκόταν πάνω σε μια σύγ-
χρονη ξύλινη βάση από χοντρό μαόνι. Έγειρε να παρατηρήσει μια
ρωγμή για να δει αν είχε γίνει τυχαία ή σκόπιμα, κάνοντας τη σκέψη
πως ήταν παράξενο βάθρο για μια όμορφη θεά.
«Α, δεσποινίς Τσέις. Κλειώ. Βλέπω ότι ανακαλύψατε το θησαυρό
μου», είπε μια ήρεμη φωνή αυτάρεσκα.
Η Κλειώ απομακρύνθηκε από την Άρτεμη και στρίβοντας είδε το
δούκα να στέκεται στα μισά της πινακοθήκης κοιτάζοντάς την έντο-
να.
Ακόμα και στο μισοσκόταδο τα μάτια του έλαμπαν σαν τα φίδια
στην κόμμωσή της. Της χαμογέλασε ευγενικά και έβγαλε από τους
ώμους του τη γούνα λεοπάρδαλης. Η Κλειώ θυμήθηκε εκείνη τη σκη-
νή από τις Βάκχες, όπου η Αγαύη, κάτω από τη διαβολική επιρροή
του Διόνυσου, διαμέλισε το γιο της Πενθέα, περνώντας τον για λιο-
ντάρι. Ύστερα, ακόμα κυριευμένη από παραισθήσεις, μετέφερε το
κεφάλι του στο σπίτι.
Ο δούκας πλησίασε περισσότερο, αθόρυβος και ανάλαφρος σαν
λεοπάρδαλη. «Όμορφη, δεν είναι;» είπε με απαλή φωνή. «Το ήξερα
πως θα σας άρεσε, όπως μου άρεσε κι εμένα. Είναι... ακαταμάχητη
μέσα στο μυστήριό της».
Η Κλειώ οπισθοχώρησε προς τη θεά. Πράγματι είχε βρει την Άρτε-
μη ακαταμάχητη. Τόσο πολύ, ώστε φάνηκε απερίσκεπτη, πράγμα που
δε συνήθιζε. Καθώς ο δούκας πλησίαζε διαρκώς, η Κλειώ έφερε το
χέρι πίσω και τα δάχτυλά της ίσα που άγγιξαν το κρύο σανδάλι της
Άρτεμης. Γλίστρησε το χέρι της προς τα κάτω, βρίσκοντας εκείνη την
παράξενη ρωγμή στην ξύλινη βάση...
***
Η Καλλιόπη πήρε τη θέση της αντίκρυ στο λόρδο Γουέστγουντ κα-
θώς άρχιζε η μουσική, ένας γρήγορος, ζωηρός ρυθμός που έκανε τα
δάχτυλα των ποδιών της να χτυπούν μέσα στα σανδάλια της. Μπορεί
να μην ήταν η Τερψιχόρη, η Μούσα του Χορού, όμως αγαπούσε την
κίνηση και το ρυθμό της μουσικής, το στροβιλισμό των άλλων χο-
ρευτών γύρω της καθώς έκαναν τις φιγούρες που απαιτούσε ο χο-
ρός. Συνήθως με το χορό ξεχνιόταν έστω και για μερικές στιγμές, με-
ταφερόταν σε έναν κόσμο όπου υπήρχε μόνο η μουσική. Απόψε ό-
μως ο ρυθμός δεν την καθησύχαζε. Είχε πάρα πολλά στο μυαλό της -
την εξαφάνιση της Κλειώς, το σχέδιο για την προστασία της Αλαβά-
στρινης Θεάς. Και φυσικά το γεγονός ότι ο καβαλιέρος της ήταν ο
Κάμερον ντε Βιρ.
Ποτέ δεν είχε φανταστεί πως θα χόρευε μαζί του σαν να ήταν... Τέ-
λος πάντων, σαν να ήταν φίλοι! Χωρίς να φωνάζουν, να μουτρώνουν
ή να πετούν πράγματα ο ένας στον άλλο. Ο Γουέστγουντ στεκόταν
χαμογελαστός απέναντι της και του ανταπέδωσε το χαμόγελο, νιώ-
θοντας και πάλι τη μαγεία του χορού να την τυλίγει. Μια καινούρια
ενεργητικότητα πλημμύρισε τις φλέβες της, τα χέρια τους ενώθηκαν
και άρχισαν να στροβιλίζονται ζωηρά ανάμεσα στα άλλα ζευγάρια.
Ήταν καλός χορευτής, ανάλαφρος και γεμάτος χάρη. Τη στρι-
φογύριζε με τέτοια άνεση, ώστε η Καλλιόπη νόμισε πως τα πόδια της
σηκώθηκαν από το πάτωμα και πετούσε!
Μόλις χωρίστηκαν, η Έμελιν βρήκε την ευκαιρία να γείρει κοντά
και να της ψιθυρίσει: «Αυτός λοιπόν είναι ο κλέφτης, Καλλιόπη;»
Καθώς η Καλλιόπη στριφογύριζε σ’ έναν κύκλο, κοίταξε προς το
λόρδο Γουέστγουντ. Σίγουρα είχε την απαιτούμενη σβελτάδα για να
σκαρφαλώσει από ένα παράθυρο, αλλά και τη δύναμη να κουβαλήσει
την Αλαβάστρινη Θεά. Όμως... «Δεν ξέρω. Τι γίνεται με τον κύριο
Σμίθσον;»
Η Έμελιν ανασήκωσε τους ώμους της και έφυγε στριφογυρίζοντας
σε έναν άλλο κύκλο. Ο Γουέστγουντ πήρε πάλι το χέρι της Καλλιόπης
και την τράβηξε κοντά του καθώς ο ρυθμός γινόταν πιο αργός. «Χο-
ρεύετε πολύ καλά, δεσποινίς Τσέις», της είπε, χωρίς να έχει χάσει
καθόλου την ανάσα του.
Η Καλλιόπη όμως άρχισε ξάφνου να λαχανιάζει και μόνο που κοι-
τούσε τα μάτια του. «Θα μπορούσα να πω το ίδιο και για εσάς», απά-
ντησε. «Πού μάθατε να χορεύετε με τόση χάρη ενώ ταξιδεύατε τόσο
πολύ;»
«Ω, είμαι ένας άντρας με πολλά ταλέντα, δεσποινίς Τσέις», της είπε
και για μια στιγμή την έσφιξε επάνω του, αφήνοντάς τη να νιώσει
την υγρή ζεστασιά του κορμιού του, τη δύναμή του. Τα γυμνά μπρά-
τσα τους αγγίχτηκαν και η επιδερμίδα του ήταν απαλή και ζεστή.
«Δεν έχετε ιδέα πόσα».
Όχι, αλλά έχω αρχίσει να παίρνω μια ιδέα, σκέφτηκε η Καλλιόπη.
Ο χορός τελείωσε και η Καλλιόπη έκανε μια υπόκλιση. Η καρδιά
της χτυπούσε δυνατά, σαν να είχε τρέξει ένα χιλιόμετρο και όχι να
είχε χορέψει έναν εύκολο χορό. Ένιωθε σαν να είχε μετακινηθεί η γη
κάτω από τα πόδια της και δεν μπορούσε να ξαναπατήσει σταθερά.
Ίσως να μην τα κατάφερνε ποτέ πια.
Ο Γουέστγουντ άπλωσε το χέρι του, εκείνη του έδωσε το δικό της
και τον άφησε να την οδηγήσει έξω από την πίστα. Η αίθουσα ήταν
ακόμα πιο γεμάτη από κόσμο και το πλήθος ξεχυνόταν στη βεράντα
και τη μεγαλόπρεπη σκάλα. Αλλά το κεφάλι της Καλλιόπης βούιζε
τόσο που δεν τους άκουγε. Δεν αισθανόταν ούτε το συνωστισμό ούτε
το θόρυβο. Το μόνο που αισθανόταν ήταν το χέρι του στο δικό της.
«Σας είπα πόσο όμορφη είστε απόψε, δεσποινίς Τσέις;» τη ρώτησε,
τόσο κοντά στο αυτί της που η ανάσα του ανέμισε τα ελεύθερα
τσουλούφια στον κρόταφό της.
Η Καλλιόπη ρίγησε. «Σας... ευχαριστώ, λόρδε Γουέστγουντ. Είπατε
πως είμαι πειστική Αθηνά».
«Δε θα με ξάφνιαζε αν αρχίζατε μια μάχη εδώ μπροστά μας, οδη-
γώντας μας σε νίκη επί των Σπαρτιατών».
Η Καλλιόπη γέλασε αμήχανα. «Δε νομίζω πως θα μπορούσα. Ούτε
καν η Αθηνά δε θα μπορούσε να βρει το δρόμο της μέσα σ’ αυτή την
κοσμοσυρροή. Δεν μπορώ να βρω ούτε την αδερφή μου. Αποτυχημέ-
νη θεά θα ήμουν!»
«Ίσως πήγε να ρίξει καμιά κλεφτή ματιά στην Άρτεμη».
«Μα η Αλαβάστρινη Θεά είναι κρυμμένη! Ο δούκας είπε ότι θα μας
την αποκαλύψει αργότερα».
«Α, ναι, μιλήσατε ήδη στο διαβόητο οικοδεσπότη μας. Ή μήπως
πρέπει να πω, στον ανεπαρκή οικοδεσπότη, αφού δεν τον έχω δει
από την ώρα που ήρθα;»
«Ναι, τον είδα, αλλά μόνο για λίγο. Ήταν εκεί, δίπλα στη Δάφνη...»
Η Καλλιόπη σώπασε καθώς θυμόταν το χάδι του δούκα στο κρύο μά-
γουλο της Δάφνης. «Θα ένιωθα καλύτερα αν μπορούσα να βρω την
Κλειώ».
«Θα σας βοηθήσω να ψάξετε», της είπε. «Σίγουρα είναι πολύ μεγά-
λο σπίτι, αλλά κάπου πρέπει να βρίσκεται».
«Δε θα ήθελα να σας πάρω μακριά από το χορό. Ή τα χαρτιά».
«Ένα μυστήριο είναι πάντα πολύ πιo διασκεδαστικό από μια παρ-
τίδα χαρτιά, δεσποινίς Τσέις. Και ο εντοπισμός μιας αγνοούμενης
μούσας έχει περισσότερο ενδιαφέρον από ένα χορό -εκτός φυσικά
αν έχω για ντάμα μου την Αθηνά». Ο τόνος του ήταν ανάλαφρος, αλ-
λά η Καλλιόπη διαισθάνθηκε μια ανησυχία στο σφιγμένο ύφος του.
Αυτό μεγάλωσε και τη δική της αβεβαιότητα. Χαιρόταν πολύ για τη
βοήθειά του, γιατί δεν ήταν καθόλου σίγουρη ότι δε θα χανόταν κι
εκείνη μέσα σ’ αυτό το αχανές μαυσωλείο.
Επιπλέον, αν ο Γουέστγουντ ήταν μαζί της, δε θα μπορούσε να
κλέψει την Αλαβάστρινη Θεά!
«Σας ευχαριστώ πολύ, εκτιμώ τη βοήθειά σας».
«Τι!» αναφώνησε εκείνος, δήθεν έκπληκτος. «Η Καλλιόπη Τσέις
εκτιμά κάτι σ’ εμένα;»
«Θα φροντίσω να μη μου γίνει συνήθεια», του αντιγύρισε. «Και θα
το εκτιμήσω ακόμα περισσότερο αν καταφέρετε να βρείτε την
Κλειώ».
«Τότε ας μη χάνουμε χρόνο». Την οδήγησε με επιδεξιότητα μέσα
από το πλήθος, παρακάμπτοντας ανθρώπινα εμπόδια και απειλητικά
αγάλματα, ώσπου βγήκαν από την αίθουσα χορού. Στο φουαγιέ, την
αίθουσα χαρτιών και τους προθαλάμους υπήρχαν επίσης κάποιοι
άνθρωποι, η Μέδουσα όμως δεν ήταν ανάμεσά τους. Η Καλλιόπη ρώ-
τησε στις τουαλέτες των κυριών, αλλά κανείς δεν είχε δει την αδερφή
της.
Ακόμα πιο ανησυχητικό ήταν το γεγονός ότι κανείς δεν είχε δει το
δούκα εδώ και αρκετή ώρα, παρ’ όλο που τον κουτσομπόλευαν α-
σταμάτητα.
Η Καλλιόπη συνάντησε ξανά τον Γουέστγουντ στο φουαγιέ και έ-
βγαλε την περικεφαλαία από το πονεμένο κεφάλι της.
«Είπατε πως ξέρετε πού βρίσκεται η Αλαβάστρινη Θεά;» ρώτησε
τον Γουέστγουντ.
«Άκουσα κάποια φήμη».
«Τότε νομίζω πως θα πρέπει να κοιτάξουμε κι εκεί. Εκτός αν νομί-
ζετε πως ο Άβερτον έχει κάποιο μυστικό μπουντρούμι εδώ μέσα».
«Θα τον είχα ικανό. Πρώτα όμως θα ρωτήσουμε την Άρτεμη».
Έκανε μεταβολή και φεύγοντας από το φουαγιέ κατευθύνθηκε
προς ένα στενό διάδρομο. Η Καλλιόπη τον ακολουθούσε και άφησαν
πίσω τους τα φώτα και το θόρυβο της γιορτής. Το σπίτι του δούκα
έμοιαζε περισσότερο με κρύπτη απ’ όσο είχε σκεφτεί αρχικά, ή ίσως
με κατακόμβη. Είχε μια αλλόκοτη διαρρύθμιση κι ήταν γεμάτο από
στριφογυριστούς διαδρόμους και θαλάμους. Μόνο που, σε αντίθεση
με τις ρωμαϊκές, αυτές οι κατακόμβες δεν ήταν γεμάτες από ανθρώ-
πινα οστά και στάχτες, αλλά από οστά διαφόρων πολιτισμών. Ένα
συνονθύλευμα από μάρμαρο, βασάλτη και μωσαϊκά, όλα στοιβαγμέ-
να φύρδην μίγδην, χωρίς καμία πρόνοια για τις διαφορετικές κουλ-
τούρες και χρονικές περιόδους.
Η Καλλιόπη σκέφτηκε τις συλλογές του πατέρα της, τόσο προσε-
κτικά μαρκαρισμένες και τακτικά τοποθετημένες σε γυάλινες προθή-
κες. Κάθε κομμάτι ήταν πολύ σημαντικό γι’ αυτόν και για τις κόρες
του, δεν ήταν απλώς ένα όμορφο αντικείμενο. Οι συλλογές αυτές δεν
είχαν σκοπό τον πλουτισμό και την επίδειξη, αλλά τη γνώση του πα-
ρελθόντος. Ή τουλάχιστον την προσπάθεια κατανόησής του
Από αυτό το συνονθύλευμα, την ανάμειξη μινωικών, αρχαϊκών,
κλασικών, αιγυπτιακών, ασσυριακών, ρωμαϊκών, κελτικών αρχαιοτή-
των, ήταν φανερό ότι ο δούκας δεν έβλεπε τα αντικείμενα μ’ αυτό
τον τρόπο. Αγνοούσε την αληθινή αξία τους.
Όπως σίγουρα αγνοούσε την αληθινή αξία της αδερφής της. Όπου
κι αν βρισκόταν τώρα η Κλειώ.
Αυτή η σκέψη την έκανε να παραπατήσει και άπλωσε το χέρι της
να στηριχτεί σε μια πέτρινη αιγυπτιακή λέαινα.
«Αχ!» αναφώνησε.
Ο Γουέστγουντ γύρισε και το χέρι της, αντί να καταλήξει στο κρύο
άγαλμα, βρέθηκε να αγγίζει ζεστή, κινούμενη σάρκα. Το μπράτσο του
τυλίχτηκε γύρω από τη μέση της και την κράτησε σταθερά.
«Είστε καλά;» τη ρώτησε με φωνή τραχιά.
«Ναι. Θα πρέπει να σκόνταψα σε κάτι».
«Καθόλου δύσκολο μέσα σ’ αυτή την αποθήκη».
«Τώρα μόλις σκεφτόμουν πως αυτό το σπίτι μοιάζει με κατακόμ-
βη».
«Πολύ επιτυχημένη περιγραφή, δεσποινίς Τσέις. Ένας σωρός από
νεκρά πράγματα, κρυμμένα στο σκοτάδι».
Η Καλλιόπη κοίταξε την αιγυπτιακή λέαινα, με τους σφιγμένους
μυς και τα πελώρια πόδια συσπειρωμένα, σαν να ήταν έτοιμη να επι-
τεθεί από στιγμή σε στιγμή. Πόσο άγρια φαινόταν! Πόσο δυ-
στυχισμένη για την αιχμαλωσία της! Άραγε θα προσπαθούσε να
δραπετεύσει όπως η Δάφνη; «Νομίζετε πως είναι νεκρά;»
«Ας πούμε καλύτερα ότι κοιμούνται». Πέρασε το χέρι του πάνω
από το κεφάλι της λέαινας και η Καλλιόπη ένιωσε σαν να το άγγιζε η
ίδια. Ήταν τραχύ και διαβρωμένο, ταλαιπωρημένο από τους αιώνες,
αλλά φέροντας ακόμα το αποτύπωμα του δημιουργού της. «Δεν
μπορούν να αναπνεύσουν μέσα σ’ ένα τόσο ζοφερό μέρος».
«Ακριβώς. Χωρίς κανείς να βλέπει την αληθινή αξία τους». Η Καλ-
λιόπη κοίταξε τον Γουέστγουντ στα μάτια. Μέσα στο μισοσκόταδο το
βλέμμα του φαινόταν εξίσου σκοτεινό και μυστηριώδες. «Αλλά δε
συμφωνούμε ως προς το ποια είναι η αξία τους».
«Δε συμφωνούμε; Εγώ νομίζω πως συμφωνούμε σε πολύ περισσό-
τερα απ’ όσα δείχνουμε, δεσποινίς Τσέις».
Μακάρι να ήταν αλήθεια! Κάποτε η Καλλιόπη ονειροπολούσε πως
αυτός ήταν ο άνθρωπος που την καταλάβαινε, που συμμεριζόταν τα
όνειρά της. Αλλά αυτές οι ελπίδες της γκρεμίστηκαν όταν ανακάλυψε
πως το άγαλμα του Ερμή είχε εξαφανιστεί. «Πώς έτσι, λόρδε Γουέ-
στγουντ;»
Αντί να της απαντήσει, λέγοντάς της αυτό που συνειδητοποίησε η
Καλλιόπη πως λαχταρούσε -ότι θα μπορούσαν να βρουν κοινά εν-
διαφέροντα και να γίνουν επιτέλους φίλοι-, ο Γουέστγουντ απλώς
χαμογέλασε. «Δε νομίζετε πως μερικές φορές θα μπορούσατε να με
αποκαλείτε Κάμερον; Όταν ακούω αυτό το “λόρδε Γουέστγουντ”, νο-
μίζω πως απευθύνονται στον πατέρα μου. Όλοι όσοι γνώρισα στην
Ιταλία και στην Ελλάδα με λένε Κάμερον. Ή Καμ».
«Δεν είμαι σίγουρη». Κάμερον. Ακουγόταν υπερβολικά ανεπίσημο.
Δελεαστικό.
«Ελάτε τώρα! Κανείς δεν μπορεί να μας ακούσει εκτός από τη φίλη
μας τη λέαινα. Κι αυτή δεν πρόκειται να το μαρτυρήσει. Λατρεύει να
κρατάει μυστικά».
Πράγματι, υπήρχε μια λάμψη ικανοποίησης σ’ εκείνα τα μαύρα μά-
τια από οψιδιανό, σαν να απολάμβανε το ότι είχε ένα ακόμα μυστικό
στα αμέτρητα άλλα που είχε συσσωρεύσει μέσα στους αιώνες της
ζωής της. Όπως το άγαλμα της Αφροδίτης στη σέρα υπαινισσόταν τα
όργια. «Δε νομίζετε πως έχει ήδη αρκετά μυστικά να κρατήσει; Είμαι
σίγουρη πως σ’ αυτό το σπίτι περισσεύουν».
«Έχετε δίκιο. Και άσχημα μυστικά μάλιστα. Η αιχμάλωτη του δού-
κα, ωστόσο, είναι φίλη μας. Θέλει να συμφωνούμε».
«Πολύ καλά. Θα μπορούσα να σας αποκαλώ Κάμερον, όταν μας
ακούν μόνο τα άψυχα αντικείμενα».
«Σσς!» Έβαλε τα χέρια του πάνω στα σκαλιστά αυτιά. «Δεν είναι
άψυχη, το ξεχάσατε;. Απλώς κοιμάται».
«Και πότε θα ξυπνήσει; Όταν επιτέλους φύγει απ’ αυτό το μέρος;»
«Όταν ξαναδεί το φως του ήλιου;»
Η Καλλιόπη θυμήθηκε το ετρουσκικό διάδημα της λαίδης Τενμπρέ
που βρισκόταν τόσο μακριά απ’ την πατρίδα του. «Και θα την απε-
λευθερώσετε εσείς... Κάμερον;»
«Πιστεύετε πως είμαι αρκετά δυνατός για κάτι τέτοιο, δεσποινίς
Τσέις; Καλλιόπη;» την πείραξε, σφίγγοντας τους εντυπωσιακούς, ο-
μολογουμένως, μυς του μπράτσου του.
«Μήπως είστε ένας κρυμμένος Ηρακλής, λοιπόν;»
«Είμαι ο ταπεινός Ερμής, γι’ αυτό έχετε δίκιο να αμφιβάλλετε. Θα
ήταν πολύ βαριά ετούτη η λέαινα για μένα, ακόμα και με τα φτερωτά
σανδάλια μου. Μια μέρα όμως κάποιος θα την ελευθερώσει από αυ-
τό το μέρος. Όπως όλα αυτά τα αντικείμενα».
«Και θα τα στείλει εκεί απ’ όπου ήρθαν;»
Ανασήκωσε τους ώμους του. «Σε κάποιο μέρος όπου θα είναι α-
σφαλή. Δε νομίζω πως οτιδήποτε εδώ μέσα μπορεί να είναι ασφα-
λές».
«Ω!» αναφώνησε απότομα η Καλλιόπη καθώς θυμόταν γιατί βρί-
σκονταν εκεί. «Η Κλειώ!»
«Ναι, πρέπει να προχωρήσουμε. Νιώθετε καλύτερα;»
«Φυσικά».
Άπλωσε το μπράτσο του και εκείνη δέχτηκε πρόθυμα το στήριγμα,
αφήνοντάς τον να την οδηγήσει προς μια στενή, στριφογυριστή
σκάλα. Η Καλλιόπη γύρισε κι έριξε μια τελευταία ματιά στη λέαινα με
το αινιγματικό βλέμμα.
Άραγε είχε δει την Κλειώ;
«Η Αλαβάστρινη Θεά βρίσκεται εδώ πάνω», είπε ο Κάμερον ανε-
βαίνοντας τα σκαλοπάτια.
Η Καλλιόπη κοίταξε προς τα επάνω και είδε μια βαριά ξύλινη πόρ-
τα, μισάνοιχτη. Πιο πίσω σκοτάδι. «Πώς το ξέρετε; Ο δούκας είπε
πως η τοποθεσία της ήταν μυστική».
«Έχω τον τρόπο μου να μαθαίνω κάποια πράγματα. Ελάτε, Αθηνά.
Θέλετε να δείτε ή όχι;»
Η Καλλιόπη κοίταξε επιφυλακτική τη σκοτεινή είσοδο, σαν να πε-
ρίμενε να δει από στιγμή σε στιγμή τα κεφάλια της Λερναίας Ύδρας
να ξεπροβάλλουν γρυλίζοντας. «Θέλω να δω».
«Τότε ακολουθήστε με. Μπορεί να μην είμαι ο Ηρακλής, υπό-
σχομαι όμως να σας προστατεύσω».
Άπλωσε το χέρι του καλώντας την και η Καλλιόπη το κράτησε σαν
σανίδα σωτηρίας. Ανέβηκαν μαζί τα τελευταία σκαλοπάτια και έ-
σπρωξαν αργά την πόρτα.
Η είσοδος δεν οδηγούσε στον Άδη αλλά σε μια μακρόστενη πινα-
κοθήκη. Απ’ τα ψηλά παράθυρα το φεγγαρόφωτο αναμειγνυόταν με
τη λάμψη κάποιων κεριών, φωτίζοντας κι άλλες αρχαιότητες, κι άλλα
αγάλματα, στήλες και σαρκοφάγους. Στην αρχή η Καλλιόπη σάστισε
μπροστά σ’ αυτή την πληθώρα έργων.
Δίπλα της ο Κάμερον αντέδρασε με μια πνιχτή βρισιά.
«Τι...;» άρχισε η Καλλιόπη. Και τότε το είδε.
Η Αλαβάστρινη Θεά, το καμάρι της συλλογής του δούκα του Άβερ-
τον, ήταν πεσμένη με την πλάτη στο πάτωμα και το τόξο της σημά-
δευε το ταβάνι. Το λαμπερό αλαβάστρινο κορμί της φαινόταν ανέ-
παφο, μισοτυλιγμένο καθώς ήταν σ’ ένα κομμάτι μαύρο σατέν ύφα-
σμα, η ξύλινη βάση όμως είχε κοπεί στα δύο.
Στα πόδια της θεάς κειτόταν ο ίδιος ο δούκας.
Ο Κάμερον όρμησε μπροστά και η Καλλιόπη έτρεξε πίσω του. Τα
λαμπερά μαλλιά του δούκα είχαν σκουρύνει από έναν εκτεταμένο
λεκέ, τα μάτια του ήταν κλειστά και το δέρμα του χλομό σαν της Άρ-
τεμης. Η στυφή μυρωδιά του αίματος πλημμύριζε τον κρύο, σκονι-
σμένο αέρα.
«Είναι νεκρός;» ψιθύρισε η Καλλιόπη.
Ο Κάμερον γονάτισε δίπλα στο δούκα και έλεγξε το σφυγμό στη
βάση του λαιμού του. «Όχι ακόμα. Νιώθω έναν παλμό, αλλά είναι
αδύναμος. Δείτε εδώ», είπε δείχνοντας την πληγή στο μέτωπο του
δούκα. «Ταιριάζει με τον αγκώνα της Άρτεμης».
Η Καλλιόπη κοίταξε τη θεά και είδε πως το μπράτσο της ήταν ό-
ντως λεκιασμένο από αίμα που είχε στεγνώσει. «Θα πρέπει να βρί-
σκεται αρκετή ώρα έτσι, για να στεγνώσει το αίμα. Λέτε να έπεσε το
άγαλμα πάνω του;»
«Ίσως έσπασε η βάση την ώρα που το καμάρωνε. Θα ήταν ένα εί-
δος θείας δίκης αν συνέβη κάτι τέτοιο».
«Ή ίσως...» Η Καλλιόπη έγειρε πιο κοντά. «Όχι. Δεν είναι δυνατό».
«Τι πράγμα;»
Η Καλλιόπη έγνεψε τρέμοντας προς το χέρι του δούκα.
Στη χούφτα του κρατούσε ένα κομμάτι από πράσινο και χρυσάφι
μετάξι. Μισοκρυμμένες κάτω από το μπράτσο του υπήρχαν μερικές
αστραφτερές πράσινες χάντρες.
«Τι είναι αυτό;» ρώτησε σφιγμένα ο Κάμερον.
«Η Κλειώ», είπε μ’ ένα βογκητό η Καλλιόπη. «Αυτά είναι από το κο-
στούμι της».
Ο Κάμερον ίσιωσε το κορμί του και προσπάθησε να διακρίνει μέσα
στο σκοτάδι. Η Καλλιόπη όμως δεν ήταν το ίδιο προσεκτική. Πετά-
χτηκε όρθια κι έτρεξε πίσω από το μαρμάρινο βάθρο απ’ όπου είχε
πέσει η Αρτεμις. «Κλειώ!» φώναξε. «Πού είσαι; Κλειώ!»
«Σσς!» Ο Κάμερον την έπιασε απ’ το χέρι. «Μπορεί αυτός που το
έκανε να παραφυλάει ακόμα κάπου εδώ γύρω. Αν η αδερφή σας...»
«Όχι! Αποκλείεται να το έκανε αυτό η Κλειώ -ή, αν το έκανε, θα είχε
σοβαρό λόγο. Πρέπει να τη βρούμε».
«Και θα τη βρούμε. Αλλά δεν υπάρχουν άλλες κηλίδες στο πάτωμα,
άρα δεν είναι τραυματισμένη. Πρώτα πρέπει να βοηθήσουμε το δού-
κα. Είναι ακόμα ζωντανός».
Η Καλλιόπη κοίταξε τον άντρα που βρισκόταν πεσμένος στο πά-
τωμα. «Θα τον βοηθήσετε; Παρ’ όλο που τον απεχθάνεστε;»
«Είναι μεγάλος πειρασμός να τον αφήσω να πεθάνει, θύμα της
διάσημης Αλαβάστρινης Θεάς του. Αλλά τότε θα μισούσα ακόμα πε-
ρισσότερο τον εαυτό μου. Θα τρέξω πίσω στην αίθουσα χορού και θα
φέρω βοήθεια, αν μπορείτε να μείνετε εδώ να τον φυλάτε. Υπόσχο-
μαι να μην αργήσω».
«Ναι. Μπορώ να μείνω».
Την παρατήρησε για λίγο, σαν να ζύγιαζε τα λόγια της. «Φυσικά και
μπορείτε. Είστε η Αθηνά. Όταν ακούσετε κόσμο να πλησιάζει, κρυ-
φτείτε πίσω από εκείνη τη σαρκοφάγο. Καλύτερα να μη μάθει κανείς
ότι ήμασταν μόνοι εδώ μέσα!»
Η Καλλιόπη θυμήθηκε πόσο την είχαν αναστατώσει όσα της είχε
πει η Έμελιν για τα κουτσομπολιά και τα στοιχήματα σχετικά με τον
Γουέστγουντ κι εκείνη. Τώρα τίποτα απ’ όλα αυτά δεν είχε σημασία.
«Όχι βέβαια», του είπε κοφτά. «Τότε θα αναγκαζόσασταν να μου κά-
νετε πρόταση γάμου».
«Φρικτή μοίρα». Την πήρε απροσδόκητα στην αγκαλιά του και της
έδωσε ένα φιλί στο μέτωπο. «Δε θ’ αργήσω».
Η Καλλιόπη τον είδε να εξαφανίζεται με τη σβελτάδα του Ερμή. Κι
ύστερα έμεινε μόνη της και την τύλιξε μια σιωπή πυκνή και αδιαπέ-
ραστη σαν την ομίχλη του Λονδίνου.
Τύλιξε γύρω της τα χέρια της για να ζεσταθεί, για να κρατήσει επά-
νω της το αγκάλιασμα του Κάμερον. Ένα μέρος από το κουράγιο της
κλονιζόταν χωρίς τη δική του υποστήριξη, αλλά ήξερε πως έπρεπε
να φανεί δυνατή. Να διατηρήσει την ψυχραιμία της. Ήταν πολύ ση-
μαντικό.
Ατσαλώνοντας τα νεύρα της, γονάτισε δίπλα στο δούκα και έπιασε
το χέρι του. Προσπαθώντας να συγκρατήσει ένα ξαφνικό αίσθημα
ναυτίας, ξέσφιξε τα δάχτυλά του για να απελευθερώσει το προδοτικό
κομμάτι του υφάσματος. Το χέρι του σφίχτηκε σαν να ήταν απρόθυ-
μος να αφήσει τη λεία του, η Καλλιόπη όμως κατάφερε να τραβήξει
το πράσινο μετάξι. Ύστερα βάλθηκε να μαζεύει τις πράσινες χάντρες,
τα σκορπισμένα μάτια των φιδιών.
Καθώς μάζευε και την τελευταία, παρατήρησε τη σπασμένη βάση
του αγάλματος. Παρ’ όλο που ήταν κομμένη στα δύο, δε φαινόταν
σπασμένη, αλλά μάλλον χωρισμένη κατά μήκος μιας ρωγμής. Η Καλ-
λιόπη κοίταξε καλύτερα και είδε ένα μικροσκοπικό, σκισμένο κομμά-
τι χαρτί να ξεπροβάλλει.
«Τι παράξενο», ψιθύρισε. Τι μπορεί να κρυβόταν εκεί μέσα;
Πριν προλάβει να το ψάξει περισσότερο, άκουσε βήματα να ανε-
βαίνουν τη σκάλα. Αρπάζοντας το μετάξι και τις χάντρες, κρύφτηκε
πίσω από τη σαρκοφάγο και ξάπλωσε στο πλευρό της. Ήταν ακόμα
πιο κρύα και σκοτεινά εκεί πίσω, ένιωθε το πάτωμα σκληρό το γοφό
της. Κόλλησε όσο μπορούσε το σώμα της πάνω στα σκαλιστά, ζω-
γραφισμένα ιερογλυφικά και κράτησε την ανάσα της μόλις άκουσε
κραυγές και επιφωνήματα.
Ποτέ στη ζωή της δεν είχε νιώσει τόσο μόνη.
Κεφάλαιο 9

Η Καλλιόπη ανέβηκε τα σκαλοπάτια του σπιτιού της με βήματα


κουρασμένα και αργά. Το σπίτι ήταν ήσυχο -οι υπηρέτες είχαν απο-
συρθεί στα δικά τους διαμερίσματα, αφού κανείς δεν περίμενε ότι θα
επέστρεφαν πριν περάσουν αρκετές ώρες ακόμα. Ο πατέρας της και
η Θάλεια ήταν ακόμα στην έπαυλη του δούκα, αλλά η Καλλιόπη είχε
γυρίσει στο σπίτι για να δει μήπως είχε επιστρέφει η Κλειώ, αλλά και
για τους δικούς της λόγους. Για την παρηγοριά που μόνο το δικό της
περιβάλλον, ο δικός της καλά οργανωμένος χώρος, μπορούσε να της
προσφέρει.
Ύστερα από μια τόσο αλλόκοτη βραδιά, λαχταρούσε να βρεθεί στο
σπίτι της.
«Μπορεί τελικά να γράψω τη δική μου ιστορία τρόμου», μουρμού-
ρισε και, παίρνοντας μια ζεστή εσάρπα από την καρέκλα, την τύλιξε
σφιχτά γύρω από τους ώμους της. Δε θα άρεσε αυτό στη Λότι;
Ο τίτλος θα ήταν Η Εκδίκηση του Δούκα. Ή ίσως Εκδίκηση εναντίον
του Δούκα. Ναι, αυτό θα ήταν πιο ταιριαστό.
Η Καλλιόπη ρίγησε. Θα περνούσε πολύς καιρός για να ξεχάσει τη
χλομή όψη του Άβερτον, με εξαίρεση εκείνη την κατακόκκινη πληγή.
Τις φωνές όταν το πλήθος όρμησε στην πινακοθήκη και πήρε τον
Άβερτον, ενώ εκείνη κρυβόταν πίσω από τη σαρκοφάγο.
«Ω Κλειώ», ψιθύρισε. «Τι σου συνέβη;»
Και τι είχε συμβεί ανάμεσα στην Καλλιόπη και τον Γουέστγουντ -ή
Κάμερον; Γιατί εκείνες τις λίγες στιγμές οι δυο τους ήταν σύμμαχοι,
ενωμένοι σε ένα σκοπό, κι αυτό ήταν κάτι που η Καλλιόπη ποτέ δεν
είχε φανταστεί ότι θα συνέβαινε, ότι θα την επηρέαζε τόσο πολύ.
Αλλά το χιούμορ του, η ευγένειά του, ο αποτελεσματικός, ψύχραιμος
τρόπος με τον οποίο χειρίστηκε την υπόθεση με το δούκα...
Όχι, δεν ήταν ώρα να τα σκέφτεται αυτά. Έπρεπε να βρει την α-
δερφή της, να μάθει τι είχε συμβεί σ’ εκείνη την πινακοθήκη.
Υπήρχε μια λεπτή φωτεινή γραμμή κάτω από την πόρτα της κρε-
βατοκάμαρας της Κλειώς, ένα φως που τρεμόπαιζε σαν τις φλόγες. Η
Καλλιόπη έσπρωξε την πόρτα χωρίς να χτυπήσει και στάθηκε στο
κατώφλι κρατώντας την ανάσα της.
Η Κλειώ ήταν πράγματι εκεί. Μετά από τόσο ψάξιμο στο λα-
βύρινθο του σπιτιού του δούκα, η Καλλιόπη την έβρισκε στην κάμα-
ρά της. Τα πυρρόξανθα μαλλιά της έπεφταν ελεύθερα στην πλάτη
της και οι φλόγες καθρεφτίζονταν στα γυαλιά της, καθώς η Κλειώ έ-
ριχνε στη φωτιά κομμάτια από πράσινο μετάξι. Το πρόσωπό της ή-
ταν εντελώς ανέκφραστο.
«Κλειώ», της είπε μαλακά η Καλλιόπη.
Η Κλειώ αναπήδησε τρομαγμένη και ετοιμάστηκε για επίθεση.
«Καλλιόπη!» φώναξε μετά. «Μην έρχεσαι έτσι αθόρυβα πίσω μου.
Κόντεψα να πάθω αποπληξία».
«Με συγχωρείς. Δεν ήμουν καν σίγουρη αν ήσουν εσύ ή είχα ψευ-
δαισθήσεις». Πλησίασε αργά την αδερφή της και γονάτισε δίπλα της,
κοιτώντας τα σκισμένα υπολείμματα από το κοστούμι της Μέδουσας.
«Τι συνέβη απόψε, Κλειώ;» τη ρώτησε. Άγγιξε ένα απομεινάρι από
χρυσό μανίκι. Ήταν σκληρό από ξεραμένο αίμα.
Η Κλειώ κοιτούσε τις φλόγες. «Τι εννοείς;»
«Τον βρήκαμε ο λόρδος Γουέστγουντ κι εγώ. Το δούκα, εννοώ.
Κρατούσε ένα τέτοιο κομμάτι μετάξι στο χέρι του».
«Ήταν... νεκρός;»
«Όχι, όχι ακόμα».
«Και τι είπε;»
«Ήταν αναίσθητος. Ο λόρδος Γουέστγουντ πήγε να φέρει βοήθεια,
κι όταν πήραν το δούκα, εγώ ήρθα στο σπίτι. Για να σε βρω». Η Καλ-
λιόπη δεν μπόρεσε να συγκρατηθεί άλλο. Άρπαξε την Κλειώ και την
έσφιξε στην αγκαλιά της. «Αχ, Κλειώ, φοβήθηκα τόσο πολύ!»
Η Κλειώ έμεινε άκαμπτη για λίγο, αλλά μετά τη διαπέρασε ένα έ-
ντονο ρίγος και κατέρρευσε στον ώμο της Καλλιόπης, σφίγγοντάς
την επάνω της. «Καλ! Ήταν... ήταν φρικτό».
«Είσαι ασφαλής τώρα, γλυκιά μου. Είμαστε όλοι ασφαλείς, σου το
υπόσχομαι», είπε η Καλλιόπη, πασχίζοντας να πείσει τόσο τον εαυτό
της όσο και την Κλειώ. «Γιατί ήσουν μόνη μαζί του;»
«Φέρθηκα ανόητα». Η Κλειώ αποτραβήχτηκε σκουπίζοντας τα μά-
γουλά της. «Ήθελα να δω την Αλαβάστρινη Θεά μακριά από τα αδιά-
κριτα βλέμματα του κόσμου. Έπεισα έναν από τους υπηρέτες να μου
πει πού βρισκόταν και τρύπωσα εκεί μέσα για να ρίξω μια ματιά. Αλ-
λά πρέπει να με παρακολουθούσε. Με ακολούθησε, και τη στιγμή
που κοιτούσα τη θεά...»
«Τι έκανε;»
Η Κλειώ κούνησε ζωηρά το κεφάλι της πέρα δώθε. «Δε θέλω να μι-
λήσω γι’ αυτό. Σου ορκίζομαι ότι δεν προχώρησε πολύ, Καλ. Μόνο με
φίλησε. Με έσωσε η Άρτεμις».
Η Καλλιόπη χαμογέλασε τρυφερά. «Θέλεις να πεις ότι πήδηξε από
το βάθρο της και τον κοπάνησε στο κεφάλι;»
Η Κλειώ γέλασε βεβιασμένα. «Με λίγη βοήθεια από μένα. Την άρ-
παξα από την ξύλινη βάση και τη γύρισα καταπάνω του. Ήθελα α-
πλώς να τον τρομάξω, να τον αναγκάσω να υποχωρήσει. Για μια
στιγμή νόμισα πως ήταν νεκρός, και δεν είχα την πρόθεση να τον
σκοτώσω! Δε θα με πείραζε αν ήταν νεκρός, αλλά όχι από τα δικά μου
χέρια!» Άπλωσε την τρεμάμενη παλάμη της. «Αν και έχω ήδη το αίμα
του στα χέρια μου».
«Όχι!» Η Καλλιόπη πήρε εκείνο το χέρι και το κράτησε σφιχτά. «Εί-
ναι ζωντανός και, δυστυχώς, μάλλον θα συνέλθει. Ελπίζω μόνο να
ταρακουνήθηκε αρκετά, ώστε να μην επιχειρήσει να κάνει κακό σε
κάποια άλλη».
«Και νομίζεις ότι δε θα μιλήσει σε κανέναν για ό,τι έγινε;»
«Γιατί να το κάνει; Δε θα του άρεσε καθόλου να μαθευτεί πως επι-
τίθεται στις γυναίκες και ότι είναι τόσο αδύναμος ώστε να μπορεί
μια γυναίκα να του αντεπιτεθεί και να τον εξουδετερώσει».
«Σε ένα φυσιολογικό άντρα, ίσως. Αλλά δεν έχω ιδέα τι μπορεί ν’
αρέσει σ’ έναν άντρα σαν το δούκα».
Κάθισαν εκεί η μια κοντά στην άλλη, με μόνο ήχο το τριζοβόλημα
της φωτιάς. Έξω από το παράθυρο ο ουρανός άρχιζε να φωτίζεται,
τα πουλιά τιτίβιζαν στα δέντρα. Το Λονδίνο ξυπνούσε για να υποδε-
χτεί άλλη μια μέρα.
«Θέλω να σου δείξω κάτι, Καλ», είπε η Κλειώ. Σηκώθηκε και πλησί-
ασε με βήμα ασταθές το κρεβάτι της. Τράβηξε κάτω από το στρώμα
ένα διπλωμένο, τσαλακωμένο χαρτί, καλυμμένο με μαύρες, λεπτές,
χειρόγραφες λέξεις. Η μια γωνία του ήταν σκισμένη.
«Τι είναι αυτό;» ρώτησε η Καλλιόπη όταν η Κλειώ γύρισε κοντά στη
φωτιά.
«Δεν είμαι σίγουρη. Όταν χτύπησα... δηλαδή, όταν η Άρτεμις χτύ-
πησε το κεφάλι του δούκα, η ξύλινη βάση χωρίστηκε στα δύο και
από μέσα βγήκε αυτό το χαρτί».
«Α, ναι!» αναφώνησε η Καλλιόπη. «Είδα κι εγώ πως ήταν σπασμένη.
Τι είναι όμως αυτό το χαρτί;»
«Κάποιο είδος λίστας», είπε η Κλειώ ανοίγοντάς το. «Δεν μπορώ
όμως να καταλάβω τι αφορά».
Η Καλλιόπη έσκυψε και διάβασε προσεκτικά τις λεπτογραμμένες
λέξεις. «Κικέρων. Το Γκρίζο Περιστέρι. Ο Σικελός. Ο Πορφυρός Υά-
κινθος. Τι είναι αυτά, ψευδώνυμα;»
«Ίσως. Είναι συνολικά δέκα, όλα πολύ παράξενα. Δε θα περίμενα
από ένα μοναχικό τύπο σαν το δούκα να ανήκει σε κάποια από αυτές
τις μυστικές εταιρείες, έχοντας δει όμως το τρομαχτικό σπίτι του,
νομίζω ότι όλα είναι πιθανά. Πού λες να αναφέρονται αυτά τα ψευ-
δώνυμα;»
Η Καλλιόπη διέτρεξε με το δάχτυλό της την αλλόκοτη λίστα. «Καρ-
λομάγνος. Το Χρυσό Γεράκι. Δεν έχω ιδέα. Θα πρέπει να είναι πολύ
σημαντικό όμως, για να το κρύψει έτσι στην Αλαβάστρινη Θεά».
«Σημαντικό και σίγουρα παράνομο. Και ανήθικο, εννοείται».
Παράνομες διασυνδέσεις; «Ω Κλειώ», είπε ξαφνικά η Καλλιόπη.
«Λες να είναι ο δούκας ο Κλέφτης με τα Κρίνα;»
***
Ο Κάμερον έριξε κρύο νερό στο πρόσωπό του ελπίζοντας να ξυ-
πνήσει από τον εφιάλτη αυτής της βραδιάς. Μάταια όμως. Όταν ά-
νοιξε πάλι τα μάτια του, το τσαλακωμένο κοστούμι του Ερμή βρι-
σκόταν ακόμα ριγμένο στην καρέκλα και ο εαυτός του, εκείνο το
πρόσωπο με τα τραβηγμένα χαρακτηριστικά και τα κατακόκκινα μά-
τια, τον κοιτούσε από τον καθρέφτη.
Στα ταξίδια του στην Ελλάδα, είχε συμβεί σ’ εκείνον και στους συ-
ντρόφους του να τους κυνηγήσουν ληστές και να τρέχουν στους
βραχώδεις λόφους με τις σφαίρες να σφυρίζουν γύρω από τα πόδια
τους. Αυτή η διαδικασία ήταν επικίνδυνη αλλά και αναζωογονητική.
Μια επιβεβαίωση ότι ήταν ζωντανοί. Αφού τη γλίτωναν παρά τρίχα,
έπιναν και τραγουδούσαν γύρω από υπαίθριες φωτιές μέχρι το ξη-
μέρωμα, και τότε άρχιζαν να τρέχουν ξανά.
Γιατί λοιπόν ένιωθε τόσο κουρασμένος τώρα; Τόσο... γερασμένος,
σχεδόν; Μήπως επειδή οι ληστές και οι σφαίρες είχαν κάποια παρά-
ξενη εντιμότητα, σε αντίθεση με όσα είχαν γίνει αυτό το βράδυ στο
σπίτι του Άβερτον; Όσα είχαν συμβεί απόψε είχαν κάτι ζοφερό και
διεφθαρμένο, κάτι μυστηριώδες που δεν του άρεσε καθόλου.
Θα άφηνε άραγε τον Άβερτον να πεθάνει, αν τα σοβαρά καστανά
μάτια της Καλλιόπης Τσέις δεν παρακολουθούσαν κάθε του κίνηση;
Το σίγουρο ήταν πως μπήκε στον πειρασμό να το κάνει, και ο κόσμος
θα γλίτωνε απ’ αυτόν. Αλλά δεν μπορούσε να αφήσει έναν άνθρωπο
να πεθάνει επειδή τον αντιπαθούσε. Μήπως επειδή ήταν αδύναμος;
Ή μήπως επειδή ήθελε να δώσει την εντύπωση ότι ήταν καλός, να μη
δείξει στην Καλλιόπη πόσο σκάρτος ήταν;
Τύλιξε τη ζεστή ρόμπα από μπροκάρ γύρω από το παγωμένο γυ-
μνό κορμί του, κοιτάζοντας το πρώτο φως της μέρας, θολό και γκρι-
ζορόδινο, έξω απ’ το παράθυρο. Δεν ήταν τώρα η ώρα για αγωνιώ-
δεις ενδοσκοπήσεις. Έτσι κι αλλιώς, ποτέ δεν ήταν καλός σ’ αυτά· δεν
ήταν ποιητής. Τώρα ήταν ώρα για δράση, για τη διαλεύκανση αυτού
που είχε συμβεί εκείνη τη νύχτα. Κάποιος είχε αποπειραθεί να δο-
λοφονήσει το δούκα. Ίσως και να κλέψει την Αλαβάστρινη Θεά.
Ο δούκας πάντα σκάρωνε κάτι. Αλλά τι ήθελε από την Κλειώ Τσέις;
Ποια ήταν η δική της σχέση με τα γεγονότα της προηγούμενης νύ-
χτας; Και τι συνέβαινε τελικά με τις αδερφές Τσέις;
Ο Κάμερον πήγε στο παράθυρο και κοίταξε το δρόμο. Γαλατάδες
και μανάβηδες πηγαινοέρχονταν με φούρια στα θελήματά τους· στο
διπλανό σπίτι μια υπηρέτρια έτριβε τα άσπρα σκαλοπάτια και χα-
σμουριόταν. Παρά την κούραση και το ξενύχτι, ο Κάμερον ένιωσε
ξαφνικά γεμάτος ζωντάνια.
Κάτι είχε συμβεί ανάμεσα στην Καλλιόπη Τσέις και σ’ εκείνον κα-
θώς διέσχιζαν εκείνα τα σκοτεινά, μουχλιασμένα δωμάτια. Πάντα τη
θεωρούσε όμορφη, έξυπνη, σίγουρη για τον εαυτό της. Αλλά επίσης
πεισματάρα και εξοργιστική!
Το προηγούμενο βράδυ ένιωσε να τον συνδέει κάτι καινούριο μαζί
της, μια νέα σπίθα που τον τραβούσε κοντά της, ακόμα και τη στιγμή
που φούντωναν οι υποψίες του. Θα ανακάλυπτε τι έτρεχε μαζί της,
τι έκρυβε η μυστηριώδης Αθηνά. Δε θα ήταν εύκολο να κερδίσει την
εμπιστοσύνη της. Αντίθετα, κάτι του έλεγε πως θα ήταν το δυσκολό-
τερο πράγμα που θα έκανε ποτέ. Αλλά κάτι ετοιμαζόταν στο μικρό
κόσμο των συλλεκτών αρχαιοτήτων, στον κόσμο των Τσέις, και ο Κά-
μερον ήταν αποφασισμένος να μάθει τι ήταν.
Ακόμα κι αν έπρεπε να περνάει κάποιο χρόνο -πάρα πολύ χρόνο-
με την Καλλιόπη Τσέις. Όχι ότι θα του ήταν τρομερά δυσάρεστο,
σκέφτηκε, καθώς θυμόταν τον τρόπο που έπεφτε χυτό από τους γυ-
μνούς, λευκούς ώμους της το κοστούμι της Αθηνάς. Κάποιος όμως
έπρεπε να λύσει αυτόν το γρίφο, πριν κινδυνέψουν κι άλλα αρι-
στουργήματα σαν την Αλαβάστρινη Θεά.
Και εκείνος ήταν το κατάλληλο άτομο για να το κάνει.
Κεφάλαιο 10

Η Καλλιόπη έδεσε τις κορδέλες του μπονέ της σε έναν όμορφο


φιόγκο κάτω από το αριστερό αυτί της και κοιτάχτηκε στον κα-
θρέφτη. Της πήγαινε στ’ αλήθεια; Αυτό το φτηνό, ψάθινο και γαρνι-
ρισμένο με μπλε σατέν κορδέλες καπέλο ήταν το αγαπημένο της.
Μήπως όμως ήταν υπερβολικά... απλό;
Και γιατί την είχε πιάσει τέτοια έννοια με τα καπέλα, τη στιγμή που
θα έπρεπε να την απασχολούν πολύ περισσότερα και πιο σημαντικά
θέματα; Η Κλειώ και ο δούκας, ο Κλέφτης με τα Κρίνα, η Λέσχη Κυ-
ριών.
Ωστόσο ήξερε πού οφειλόταν το ξαφνικό ενδιαφέρον της για τη
μόδα, και δεν της άρεσε καθόλου. Ανησυχούσε επειδή θα φορούσε
αυτό το μπονέ για να πάει βόλτα στο πάρκο με το λόρδο Γουέ-
στγουντ.
Με τον Κάμερον.
Έβγαλε αγανακτισμένη το καπέλο, ξεχτενίζοντας τις μπούκλες που
είχε τακτοποιήσει τόσο προσεκτικά η Μαίρη, και πήρε το σημείωμα
που είχε φτάσει το ίδιο πρωί.
«Δεσποινίς Τσέις, θα μου κάνετε την τιμή να με συνοδεύσετε σε μια
βόλτα με την άμαξα στο πάρκο; Νομίζω πως μόνο εκεί, ανάμεσα σε
εκατοντάδες ανθρώπους, θα μπορέσουμε να μιλήσουμε στ’ αλήθεια.
Αν είστε σύμφωνη, θα έρθω να σας πάρω στις τρεις και μισή».
Αν ήταν σύμφωνη. Τα κουτσομπολιά σίγουρα θα φούντωναν όταν
τους έβλεπαν μαζί στη μικρή κίτρινη άμαξα του Κάμερον. Η Καλλιό-
πη αναρωτήθηκε προς στιγμήν τι θα έλεγαν τα στοιχήματα. Δεν ήθε-
λε να τη συζητούν, και ειδικά τώρα που έπρεπε να κινείται όσο πιο
διακριτικά γινόταν προκειμένου να ανακαλύψει τον Κλέφτη με τα
Κρίνα. Να ήταν ο δούκας; Ο Γουέστγουντ; Ο μυστηριώδης Μινώταυ-
ρος από το χορό; Ή κάποιος τον οποίο δεν είχε βάλει ακόμα στο νου
της; Δε θα μπορούσε να το ανακαλύψει, αν όλοι την παρατηρούσαν
γελώντας πίσω απ’ τις βεντάλιες τους.
Όμως έπρεπε να μιλήσει στον Γουέστγουντ. Ήταν ο μόνος, εκτός
από την Κλειώ και το δούκα, που ήξερε τι είχε συμβεί σ’ εκείνη τη
σκοτεινή πινακοθήκη. Ίσως μπορούσε να τη βοηθήσει, αλλά έπρεπε
να είναι προσεκτική, γιατί δεν αποκλειόταν να ήταν επίσης το μεγα-
λύτερο εμπόδιό της.
Έσπρωξε το μπονέ στο πλάι και πήρε τις πρωινές εφημερίδες. Οι
πιο αναξιοπρεπείς από αυτές δημοσίευαν ειδήσεις από το χορό των
μεταμφιεσμένων, σχεδόν όλες λανθασμένες. Μία έδειχνε τη φωτο-
γραφία του δούκα με το κεφάλι εντελώς ανοιγμένο και τα μυαλά του
χυμένα στο πάτωμα, αλλά χωρίς να αναφέρει πώς είχε ζήσει ο άν-
θρωπος μετά από τέτοια σφαγή. Μια άλλη έγραφε για κοσμήματα
που είχαν κλαπεί από το σπίτι, κυρίες που είχαν λιποθυμήσει και
μασκοφόρους κλέφτες που κράδαιναν πιστόλια. Ή ξίφη. Ή μαχαίρια.
Καμιά από αυτές τις αναφορές, ωστόσο, δεν ήταν τόσο άσχημη
όσο οι δικές της αναμνήσεις -της στυφής μυρωδιάς του αίματος α-
νακατεμένης με τη σκόνη, εκείνου του κομματιού από μετάξι στο χέ-
ρι του δούκα.
Η Καλλιόπη έσπρωξε μακριά τις εφημερίδες ριγώντας. Κάτω από
όλους εκείνους τους τίτλους, πίσω από τις δικές της ταραγμένες α-
ναμνήσεις, κρυβόταν η αλήθεια. Και σκόπευε να την ανακαλύψει.
Ήταν ο μόνος τρόπος να σταματήσει τον Κλέφτη με τα Κρίνα και
ταυτόχρονα να προστατεύσει την Κλειώ.
Όμως δεν μπορούσε να το κάνει μόνη της. Δεν ήταν η θεά Αθηνά.
Χρειαζόταν όσο περισσότερους συμμάχους μπορούσε να βρει. Τις
αδερφές της, τις κυρίες της λέσχης. Τον Κάμερον ντε Βιρ;
Μπορούσε να τον εμπιστευτεί; Την προηγούμενη νύχτα είχε στα-
θεί βράχος μέσα σ’ όλη τη σύγχυση. Όμως αυτό δεν αναιρούσε την
παλιά στάση του απέναντι στις αρχαιότητες ούτε τις φιλονικίες τους.
Μόνο ένας τρόπος υπήρχε να το μάθει: να του μιλήσει. Να διακρί-
νει τι κρυβόταν πίσω από τη γοητευτική πρόσοψη αυτού του άντρα.
Πήρε πάλι το μπονέ και το έβαλε στο κεφάλι της. Ευχήθηκε να είχε
μερικά ζωηρόχρωμα φτερά, φρούτα ή λουλούδια -ή να είχε τα γαλά-
ζια μάτια της Θάλειας ή την κομψή σιλουέτα της Έμελιν. Τα καστανά
μάτια της και το κοκαλιάρικο σώμα της, ντυμένο μάλιστα με κλασικά
άχαρα ρούχα, ήταν απίθανο να εκμαιεύσουν μυστικά από κάποιον
άντρα, και μάλιστα κάποιον που προσέλκυε το θαυμασμό των γυναι-
κών όσο ο Γουέστγουντ.
Αλλά δεν είχε νόημα να ανησυχεί γι’ αυτό. Ήταν αυτή που ήταν,
δεν μπορούσε να αλλάξει. Κι αν δεν έκανε γρήγορα, θα αργούσε στο
ραντεβού.
Έδεσε ξανά το φιόγκο κάτω από το αυτί της και πήρε την μπλε ζα-
κέτα της. Μπορεί να μην είχε παιχνιδιάρικα γαλάζια μάτια, είχε όμως
κάτι κοινό με τον Κάμερον: γνώση της ιστορίας και των αρχαιοτή-
των. Μπορούσαν να μιλούν την ίδια γλώσσα, αρκεί να προσπαθού-
σαν.
Καθώς στερέωνε στο γιακά της τη μικρή καρφίτσα με τη χρυσή
κουκουβάγια της Αθηνάς, ένα χτύπημα ακούστηκε στην πόρτα της
κρεβατοκάμαράς της.
«Ο κόμης του Γουέστγουντ σας περιμένει στο δωμάτιο του προ-
γεύματος, δεσποινίς Τσέις», ανήγγειλε ο υπηρέτης.
«Ευχαριστώ», φώναξε η Καλλιόπη. «Κατεβαίνω αμέσως». Άγγιξε
την κουκουβάγια στο γιακά της. «Κουράγιο», ψιθύρισε.
***
Καθώς η Καλλιόπη και ο Κάμερον περνούσαν από τις πύλες του
Χάιντ Παρκ με την κίτρινη και μαύρη άμαξά του, η ώρα του περιπά-
του μόλις άρχιζε και ο δρόμος πλημμύριζε από κόσμο. Η Καλλιόπη
άνοιξε το ομπρελίνο της και το στήριξε στον ώμο της, για να προφυ-
λαχτεί από τον απογευματινό ήλιο... και από κάποια περίεργα βλέμ-
ματα.
«Πώς είστε σήμερα, δεσποινίς Τσέις;» ρώτησε ο Κάμερον, οδηγώ-
ντας τα άλογά του σ’ ένα πιο ήσυχο μονοπάτι. Τα γαντοφορεμένα χέ-
ρια του κρατούσαν ανάλαφρα τα ηνία και τα άλογα ανταποκρίνονταν
τέλεια στο παραμικρό του άγγιγμα. Όπως είχε ανταποκριθεί και η ί-
δια όταν χόρευαν.
«Ένας καλός νυχτερινός ύπνος και μια κούπα δυνατό τσάι μπο-
ρούν να κάνουν θαύματα», του απάντησε, χαιρετώντας μ’ ένα γνέψι-
μο την Έμελιν και τη μητέρα της που προσπερνούσαν με τη δική
τους άμαξα.
«Κοιμηθήκατε καλά, λοιπόν;»
Η Καλλιόπη γέλασε θλιμμένα και κούνησε αρνητικά το κεφάλι της.
«Σχεδόν δεν έκλεισα μάτι. Είχα τέτοιους εφιάλτες!»
«Εφιάλτες με αγάλματα που έπεφταν;»
«Με μαλλιαρούς Μινώταυρους που με κυνηγούσαν σε ατελείωτους
διαδρόμους».
Της χαμογέλασε με συμπόνια. «Εκείνο το σπίτι θα προκαλούσε ε-
φιάλτες στον καθένα, ακόμα και χωρίς... τα άλλα γεγονότα».
«Ακριβώς. Ελπίζω να μην ξαναδώ ποτέ τον Οίκο της Ακρόπολης».
«Ή τον ιδιοκτήτη της;»
«Και αυτόν. Πιστεύετε ότι θα ζήσει;»
«Ο γιατρός που κλήθηκε χτες το βράδυ είπε πως θα γίνει καλά μό-
λις ο εγκέφαλός του λειτουργήσει σωστά. Όσο σωστά μπορεί να λει-
τουργεί ένας εγκέφαλος σαν το δικό του».
«Μήπως μάθατε τι ερμηνεία δόθηκε στα γεγονότα της χτεσινής νύ-
χτας;»
«Ότι ο δούκας επιθεωρούσε το θησαυρό του και το άγαλμα έπεσε
από την ασταθή βάση του. Ένα τραγικό ατύχημα».
«Τουλάχιστον μέχρι να ξυπνήσει ο δούκας και να πει την αλήθεια».
«Μέχρι τότε. Πώς είναι η αδερφή σας σήμερα;»
«Αμίλητη, αλλά αρκετά καλά. Η Κλειώ δε μένει ταραγμένη για πολύ.
Δυστυχώς, όμως, η περιγραφή της για τα γεγονότα είναι λίγο ως πο-
λύ όπως τα φανταστήκατε. Ο δούκας την τρόμαξε καθώς επιθεωρού-
σε την Αλαβάστρινη Θεά και, όταν προσπάθησε να... της κάνει κάτι,
τον χτύπησε με το άγαλμα».
«Καλά του έκανε».
Η Καλλιόπη γέλασε. «Νομίζω πως είναι αρκετά απογοητευμένη
που δεν τον αποτελείωσε».
«Είμαι σίγουρος ότι μια μέρα θα το κάνει κάποιος άλλος. Ο δούκας
έχει πολλούς εχθρούς».
«Όπως εσάς, λόρδε Γουέστγουντ;»
«Ίσως. Ποτέ δεν μπορεί κανείς να προβλέψει τι θα συμβεί στο μέλ-
λον. Και σας είπα να με λέτε Κάμερον».
«Όταν είμαστε μόνοι».
«Δεν είμαστε μόνοι τώρα;»
Κοίταξε γύρω της το πλήθος από άμαξες και καβαλάρηδες. «Δε θα
το έλεγα».
«Κανείς δεν μπορεί να μας ακούσει».
«Εντάξει λοιπόν... Κάμερον. Ελπίζω πως, αν πάθει κάποια μέρα κά-
τι ο δούκας, δε θα το πάθει από το δικό σας χέρι».
«Δε θα θέλατε να με δείτε στη φυλακή, δηλαδή;»
Η Καλλιόπη τον φαντάστηκε πίσω από τα σίδερα, αναμαλλιασμένο,
να περιμένει να τον οδηγήσουν στην κρεμάλα. Κάποτε θα έβαζε τα
γέλια· τώρα ρίγησε. «Όχι για κάποιον σαν το δούκα του Άβερτον. Δε
θέλω να δω ούτε εσάς ούτε την αδερφή μου να παθαίνετε κακό εξαι-
τίας του».
«Ούτε εγώ το θέλω, πιστέψτε με».
«Τότε πώς θα το εμποδίσουμε;»
«Εμποδίσουμε; Οι δυο μας, εννοείτε;»
Η Καλλιόπη κοίταξε το τοπίο με τις περιποιημένες δεντροστοιχίες,
προσποιούμενη μια αδιαφορία που κάθε άλλο παρά αισθανόταν.
«Νομίζω πως συνεργαστήκαμε καλά χτες το βράδυ, δε συμφωνείτε;»
«Ναι», συμφώνησε εκείνος αργά. «Σίγουρα καταφέραμε να μη μά-
θει κανείς τι συνέβη πραγματικά σ’ εκείνη την πινακοθήκη, αν και
πιστεύω ότι καμία δύναμη πάνω στη γη δεν μπορεί να εμποδίσει τις
εικασίες».
Η Καλλιόπη θυμήθηκε ξανά τα κουτσομπολιά που της είχε μετα-
φέρει η Έμελιν. Τα στοιχήματα για το πόσο σύντομα θα αρραβωνιά-
ζονταν εκείνη και ο Γουέστγουντ -ή θα σκότωνε ο ένας τον άλλο.
«Αυτό είναι αλήθεια. Οι άνθρωποι λατρεύουν το κουτσομπολιό».
«Εμείς, όμως, όχι», την πείραξε. «Είμαστε υπεράνω όλων αυτών.
Εμείς νοιαζόμαστε μόνο για την τέχνη».
Η Καλλιόπη γέλασε. «Ελπίζω ότι δεν το έχω πάρει τόσο επάνω μου!
Ομολογώ ότι απολαμβάνω κάπου κάπου τις, ας πούμε, υποθετικές
συζητήσεις».
«Δεν το πιστεύω! Η Καλλιόπη Τσέις;»
«Θλιβερό, το ξέρω, αλλά πρέπει να είμαι ειλικρινής».
«Και ποιο είναι το αντικείμενο αυτών των συζητήσεων;»
Εσύ, παραλίγο να του πει. Δάγκωσε το χείλι της και γύρισε να κοι-
τάξει ξανά τους περαστικούς. Τώρα βρίσκονταν σ’ ένα πιο ήσυχο
τμήμα του πάρκου, με λιγότερους αργόσχολους αριστοκράτες και
περισσότερους σοβαρούς περιπατητές, νταντάδες με παιδιά ή υπη-
ρέτες που είχαν βγάλει βόλτα τους σκύλους των αφεντικών τους. Η
άμαξα περνούσε δίπλα τους αργά, σε ρυθμό σαλιγκαριού. «Ε, πότε το
ένα και πότε το άλλο. Καπέλα, φυσικά. Περιοδικά με παριζιάνικη μό-
δα. Βεντάλιες και φτερά. Μ’ αυτά δεν ασχολούνται οι κυρίες;»
Ο Κάμερον κούνησε το κεφάλι του αρνητικά. «Ορισμένες κυρίες,
ίσως, δεσποινίς Τσέις. Όχι εσείς, ούτε οι αδερφές σας ή οι φίλες σας
σ’ αυτή τη Λέσχη Κυριών στην οποία θέλουν να συμμετάσχουν όλες
οι αριστοκράτισσες. Εμένα δε με ξεγελάτε».
Η Καλλιόπη ευχόταν να μπορούσε να τον ξεγελάσει, τουλάχιστον
κάποιες φορές. Πού να ήξερε πόσο πολύ μιλούσαν γι’ αυτόν στις συ-
ναντήσεις της λέσχης, πόσες γνωστές της ήταν σχεδόν ερωτευμένες
μαζί του αποκαλώντας τον «Έλληνα θεό». Ούτε μπορούσε να ξέρει
γιατί η Καλλιόπη χρειαζόταν τόσο πολύ τη βοήθειά του. Γιατί έπρεπε
να τον παρακολουθεί στενά. Και, φυσικά, δεν μπορούσε να ξέρει ότι
είχε αρχίσει να τον συμπαθεί.
Αυτό ήταν. Επιτέλους το ομολογούσε, τουλάχιστον στον εαυτό της.
Είχε αρχίσει να τον συμπαθεί, να περιμένει με προσδοκία τις συζη-
τήσεις τους, το χαμόγελό του. Σίγουρα όμως δε θα διαρκούσε. Σπά-
νια διαρκούσαν τέτοιου είδους ανοησίες. Το είχε μάθει αυτό παρα-
κολουθώντας τη Λότι, που ήταν ερωτευμένη με έναν διαφορετικό
τζέντλεμαν κάθε βδομάδα.
Ήταν σαν ένα από τα αγαπημένα μυθιστόρημα της Λότι, όπου μια
ιστορία μυστηρίου εξελίσσεται σε φάρσα. Η Τρέλα της Καλλιόπης.
Τουλάχιστον ήταν μια τρέλα με καλό σκοπό.
«Πολύ καλά», παραδέχτηκε. «Μερικές φορές μιλάμε όντως για κα-
πέλα και θαυμαστές. Τις περισσότερες φορές, όμως, μιλάμε για τέχνη
και ιστορία. Και για βιβλία». Δε χρειαζόταν να προσθέσει πως μερι-
κές φορές επρόκειτο για βιβλία όπως το Η Τραγωδία της Λαίδης Ρόζα-
μουντ.
«Το ήξερα. Δε σας είπα ότι νοιάζεστε μόνο για την τέχνη;»
«Το είπατε. Κι αυτός, λόρδε Γουέστγουντ -Κάμερον-, είναι ο λόγος
που χρειάζομαι τη βοήθειά σας».
Ο Κάμερον την κοίταξε με υψωμένα φρύδια. «Τη βοήθειά μου; Θεέ
μου, φοβάμαι ότι θα λιποθυμήσω!»
Η Καλλιόπη τον χτύπησε ελαφρά στο μπράτσο. «Μην κοροϊδεύετε!
Σοβαρολογώ».
«Κι εγώ. Ποιος θα το φανταζόταν ότι θα ερχόταν αυτή η μέρα; Μέ-
νω άναυδος από έκπληξη».
«Χμ!» Έκλεισε απότομα το ομπρελίνο της σαν να ήθελε να τον χτυ-
πήσει μ’ αυτό στο κεφάλι. «Λοιπόν, θέλετε να ακούσετε τι έχω να πω
ή όχι;»
«Πάντα».
«Πολύ καλά. Νομίζω πως συμφωνούμε και οι δύο πως ο δούκας εί-
ναι ένας απαίσιος άνθρωπος, σωστά;»
Το χαμόγελό του έσβησε, οι γωνίες των όμορφων, θεϊκών χειλιών
του στράφηκαν προς τα κάτω. «Φυσικά».
«Είμαι σίγουρη ότι εσείς το ξέρετε καλύτερα από μένα. Πήγατε στο
πανεπιστήμιο μαζί του, ενώ εγώ μπορώ να τον κρίνω μόνο από τη
συμπεριφορά του απέναντι στην αδερφή μου. Κι από την απληστία
που δείχνει στις συλλογές του, βέβαια».
«Πιστέψτε με, αγαπητή μου δεσποινίς Τσέις, δε θέλετε να γνωρίσε-
τε αυτό τον άνθρωπο χωρίς το προκάλυμμα της ευγενικής κοινωνι-
κής συμπεριφοράς», της είπε βλοσυρά.
Αγαπητή μου; Η Καλλιόπη τον κοίταξε καλύτερα, προσπαθώντας να
διαβάσει την έκφρασή του κάτω από τη σκιά του καπέλου. Το πρό-
σωπό του ήταν λείο σαν άγαλμα, σαν τον Ερμή. Μόνο μια σκοτεινή
λάμψη στα μάτια του πρόδιδε τα συναισθήματα που έβραζαν μέσα
του.
«Όχι, δε θέλω. Αν χρειαστεί, όμως, θα τον γνωρίσου».
«Αν χρειαστεί για ποιο λόγο;»
«Για να προστατεύσω την αδερφή μου. Και την Αλαβάστρινη Θεά».
«Την Αλαβάστρινη Θεά;»
«Φυσικά. Θα ήταν δύσκολο να προστατεύσει κανείς όλους τους
θησαυρούς που έχει συσσωρεύσει σ’ εκείνο το φρικτό σπίτι. Νομίζω
όμως ότι η Άρτεμις διατρέχει τον πιο άμεσο κίνδυνο, τόσο από το
δούκα όσο και από οποιονδήποτε νομίζει ότι μπορεί να την αρπάξει
από τον Άβερτον».
«Μιλάτε πάλι για τον Κλέφτη με τα Κρίνα;»
«Ίσως. Δεν είναι ο μοναδικός μικροαπατεώνας που κυκλοφορεί,
ξέρετε. Το άγαλμα μπορεί να κινδυνεύει από πολλούς ανθρώπους».
«Νομίζετε πως ένας πορτοφολάς μπορεί να διαρρήξει τον Οίκο της
Ακρόπολης για να κλέψει ένα ελληνικό άγαλμα;»
Η Καλλιόπη αναστέναξε. «Έτσι που το θέτετε, ακούγεται πράγματι
ανόητο. Όχι, δε νομίζω ότι θα μπορούσε να το κάνει ένας μικροκλέ-
φτης. Υπάρχουν όμως πολλοί πιο επιτήδειοι κακοποιοί για να το κα-
ταφέρουν. Η Άρτεμις είναι πρώτης τάξεως στόχος. Μικρή σε μέγεθος,
σε καλή κατάσταση...»
«Και πολύ διάσημη για να πουληθεί στην ελεύθερη αγορά».
«Αυτό δε θα εμπόδιζε ένα συλλέκτη που θέλει να την απολαμβάνει
κατ’ ιδίαν».
«Όπως έκανε ο δούκας;»
«Ακριβώς».
Ο Κάμερον έστριψε την άμαξα σε άλλο δρόμο, με περισσότερη κί-
νηση. Η ταχύτητά τους μειώθηκε ακόμα περισσότερο. «Ας πούμε ότι
ο Κλέφτης με τα Κρίνα -ή κάποιος άλλος- κλέβει την Αλαβάστρινη
Θεά. Γιατί αυτό θα ήταν χειρότερο από το να βρίσκεται στην κατοχή
του Άβερτον;»
«Επειδή τώρα τουλάχιστον ξέρουμε πού βρίσκεται. Με λίγη τύχη,
μπορεί μια μέρα να περάσει στην ιδιοκτησία ενός μουσείου ή ενός
αξιοσέβαστου επιστήμονα. Αν κλαπεί, δεν πρόκειται να ξαναδεί το
φως. Ποτέ δε θα μελετηθεί όπως πρέπει».
«Καλλιόπη, έχει μελετηθεί όσο είναι δυνατό να μελετηθεί. Έχει α-
πομακρυνθεί από το αρχικό περιβάλλον της και τα περισσότερα δι-
δάγματα έτσι κι αλλιώς έχουν χαθεί. Ο δούκας δεν είναι άξιος να την
έχει στην κατοχή του».
«Δε θα διαφωνήσω σ’ αυτό. Καμία από τις αρχαιότητες που έχει
στο σπίτι του δεν του αξίζει! Όμως τις έχει στην κατοχή του, καλώς ή
κακώς, τουλάχιστον προς το παρόν».
«Κι έτσι νομίζετε ότι αυτό του δίνει το δικαίωμα...»
Η Καλλιόπη άπλωσε το χέρι της και πίεσε το σφιγμένο από ένταση
μπράτσο του, διακόπτοντας το θυμωμένο γρύλισμά του. Έτσι κατέ-
ληγαν πάντα οι συζητήσεις τους, αλλά τώρα δεν υπήρχε χρόνος για
καβγάδες. Τον χρειαζόταν. «Σας παρακαλώ, Κάμερον. Χρειάζομαι τη
βοήθειά σας. Ας μη μαλώνουμε».
Την κοίταξε έντονα, εντελώς ακίνητος κάτω από το άγγιγμά της.
«Τη βοήθειά μου για ποιο πράγμα ακριβώς;»
«Σας είπα, για την προστασία της Άρτεμης. Όσο κι αν διαφωνούμε,
αυτό είναι κάτι που το θέλουμε και οι δυο, δεν είναι;»
«Ναι, φυσικά».
«Τότε ας κάνουμε ανακωχή. Μια καινούρια συμμαχία για να σώ-
σουμε την Αλαβάστρινη Θεά;»
Έμεινε σιωπηλός για πολλή ώρα, ώσπου η Καλλιόπη φοβήθηκε
πως, θα απέρριπτε την πρότασή της. Τελικά, όμως, ακούμπησε το χέ-
ρι του πάνω στο δικό της. «Πολύ καλά. Ανακωχή. Λοιπόν, πώς προ-
τείνετε να προστατεύσουμε τη θεά μας; Να έχουμε το σπίτι του δού-
κα υπό επιτήρηση; Να τον παρακολουθούμε όπου πηγαίνει -μόλις
ξαναβρεί τις αισθήσεις του, βεβαίως;»
Η Καλλιόπη γέλασε ανακουφισμένη. «Φοβάμαι πως δεν το έχω
σκεφτεί σε τόσο βάθος. Αυτός είναι ο λόγος που χρειάζομαι τη δική
σας βοήθεια».
«Νόμιζα πως το δυνατό σημείο της Αθηνάς ήταν η στρατηγική».
«Δυστυχώς άφησα την περικεφαλαία και την ασπίδα μου στο σπίτι
για να φορέσω αυτό το μπονέ. Αλλά είμαι σίγουρη ότι κάτι θα σκε-
φτούμε. Ελάτε στο σπίτι μου αύριο το βράδυ. Ο πατέρας μου οργα-
νώνει ένα μικρό χαρτοπαικτικό πάρτι και θα μπορέσουμε να μιλή-
σουμε περισσότερο».
«Θα σχεδιάζουμε στρατηγικές ενώ θα παίζουμε χαρτιά;»
«Αν το είχαν κάνει και οι Τρώες αντί να πολεμούν, ίσως τα πράγμα-
τα να είχαν τελειώσει πιο αίσια γι’ αυτούς». Η Καλλιόπη έγειρε πίσω
στη θέση της, ανοίγοντας ξανά το ομπρελίνο της. Μια νέα ικανοποί-
ηση την πλημμύριζε. Η ανακωχή είχε ξεκινήσει· ένα νέο παιχνίδι
στηνόταν ήδη. «Σας ευχαριστώ, Κάμερον. Δε θα το μετανιώσετε, σας
το υπόσχομαι».
***
Δε θα το μετανιώσετε.
Ο Κάμερον γέλασε δυνατά καθώς ανέβαινε τα σκαλοπάτια του σπι-
τιού του. Σ’ αυτό έκανε λάθος η Καλλιόπη Τσέις, γιατί ήδη είχε αρχί-
σει να το μετανιώνει. Αν συμμαχούσε μαζί της για να προστατεύσει
την Αλαβάστρινη Θεά, θα περνούσε περισσότερο χρόνο μ’ εκείνη.
Και τότε πώς θα κατάφερνε να συγκρατηθεί και να μην τη φιλήσει;
Καθώς την κοιτούσε σήμερα, με τον ήλιο να χρυσίζει τη λευκή επι-
δερμίδα της, τα μάγουλά της αναψοκοκκινισμένα από τον ενθουσια-
σμό της αποστολής τους, τα χείλη της μισάνοιχτα, χρειάστηκε κάθε
σταγόνα αυτοσυγκράτησης για να μην την αρπάξει. Να μην την τρα-
βήξει στην αγκαλιά του και να φιλήσει αυτά τα ρόδινα χείλη, να νιώ-
σει την απαλότητά τους, τη ζεστή υφή τους. Λαχταρούσε να τη φιλή-
σει, να την αγκαλιάσει, αυτήν, την Καλλιόπη Τσέις! Μια γυναίκα που
τον αντιμετώπιζε πάντα με αποδοκιμασία και καχυποψία. Μια γυ-
ναίκα τόσο όμορφη αλλά και τόσο ξεροκέφαλη.
Τουλάχιστον μέχρι εκείνο τον αναθεματισμένο χορό μεταμφιεσμέ-
νων. Το δράμα και ο κίνδυνος, η εφιαλτική διάσταση της βραδιάς εί-
χαν φέρει μια αλλαγή στη σχέση τους. Η παλιά δυσπιστία γκρεμίστη-
κε, αλλά δεν είχε μετασχηματιστεί ακόμα σε κάτι που μπορούσε να
προσδιορίσει.
Εκτός από τον πόθο του. Αυτό πάντα το ένιωθε για εκείνη.
Τώρα τον είχε πείσει να συμμαχήσουν προκειμένου να «σώσει»
την Αλαβάστρινη Θεά από τον Κλέφτη με τα Κρίνα, από το δούκα και
ποιος ήξερε από ποιον άλλο.
Ο Κάμερον άνοιξε την πόρτα της βιβλιοθήκης και είδε τον πίνακα
με την Αθηνά, τη σοβαρή γκριζομάτα θεά. Εκτός από το γεγονός ότι
τα μάτια της Καλλιόπης είχαν ένα ζεστό σοκολατί χρώμα, οι δυο
τους έμοιαζαν σαν δυο σταγόνες νερό.
Ήταν σίγουρος ότι κάτι ετοίμαζαν η Καλλιόπη και οι φίλες της της
Λέσχης Κυριών. Το είχε καταλάβει πριν ακόμα βρουν το δούκα αναί-
σθητο στην πινακοθήκη, την ώρα που χόρευαν και αντάλλασσε
βλέμματα και ψιθυρίσματα με την Έμελιν Σόντερς. Όλοι νόμιζαν ότι
ήταν μια ακίνδυνη παρέα μελέτης, ένας τρόπος για να περνούν οι
κυρίες την ώρα τους πριν παντρευτούν, αλλά ο Κάμερον πάντα υπο-
πτευόταν ότι κάτι άλλο συνέβαινε. Καμία παρέα στην οποία συμμε-
τείχαν οι αδερφές Τσέις δε θα μπορούσε να χαρακτηριστεί «ακίνδυ-
νη». Και τώρα ήταν κι εκείνος μπλεγμένος. Ο Θεός ας έβαζε το χέρι
Του.
Αν ήταν πραγματικά συνετός, θα έπρεπε να μείνει μακριά από την
Καλλιόπη και τα σχέδιά της, να μαζέψει τις αποσκευές του και να -
αποτραβηχτεί στην εξοχή. Αλλά το αποτράβηγμα ποτέ δεν του ταί-
ριαζε. Ούτε γύριζε την πλάτη του σε ένα ενδιαφέρον πρόβλημα. Η
περιέργειά του πάντα κέρδιζε, ειδικά από τότε που η ζωή του είχε
γίνει τόσο ανιαρή μετά την επιστροφή απ’ τα ταξίδια του.
Θυμόταν τον τρόπο που τον κοίταζε ο πατέρας του, σαστισμένος,
λες και αυτός δεν ήταν ο γιος που υπολόγιζε να αποκτήσει. «Είσαι
Έλληνας, έτσι δεν είναι;» έλεγε με απόγνωση. Και ήταν. Από την ακό-
ρεστη περιέργεια και τον οξύθυμο χαρακτήρα του μέχρι εκείνη την
αδυναμία του για δυο σκούρα μάτια.
Γέλασε με το επικριτικό βλέμμα της Αθηνάς. Τώρα ήταν ακόλουθός
της, ένας στρατιώτης στις μάχες της. Ίσως τελικά ήταν ανοησία του.
Το τελευταίο πράγμα που ήθελε ήταν να ξαναμπλέξει με το δούκα
του Άβερτον με οποιονδήποτε τρόπο. Πιθανότατα θα το μετάνιωνε.
Ήταν φανερό πως η Καλλιόπη και οι αδερφές της έσπερναν μπελάδες
στο όμορφο πέρασμά τους.
Παρ’ όλα αυτά, δεν έβλεπε την ώρα να ξεκινήσει. Ένιωθε βαριε-
στημένος τελευταία, αποτελματωμένος στη νέα του ζωή στην Αγγλία.
Τώρα κάθε άλλο παρά βαριεστημένος ήταν.
Όχι. Δε θα το μετάνιωνε.
Κεφάλαιο 11

Η Καλλιόπη επιθεώρησε τα τραπέζια που είχαν στηθεί στο σαλόνι


για τη χαρτοπαιξία. Όλα φαίνονταν πανέτοιμα: τα λευκά τραπεζομά-
ντιλα, οι καινούριες τράπουλες, το τραπέζι για τα αναψυκτικά. Από
τις μισόκλειστες πόρτες της τραπεζαρίας άκουγε τους υπηρέτες να
στρώνουν το τραπέζι για το δείπνο που θα ακολουθούσε.
Στάθηκε μπροστά στο παράθυρο και κοίταξε το σκοτεινό δρόμο.
Όλα ήταν ήρεμα, όπως θα έπρεπε να αισθάνεται και η ίδια. Δεν είχε
κανένα λόγο να νιώθει νευρικότητα, αφού έπαιζε το ρόλο της οικο-
δέσποινας για τον πατέρα της από τότε που είχε πεθάνει η μητέρα
της. Από την άλλη, ίσως δεν έφταιγε η συγκέντρωση, αλλά η λίστα
των προσκεκλημένων. Ένας συγκεκριμένος προσκεκλημένος, μάλλον.
Ο Κάμερον ντε Βιρ θα ερχόταν απόψε. Και, επιπλέον, θα τη βοη-
θούσε να καταστρώσουν ένα σχέδιο για να σώσουν την Αλαβάστρινη
Θεά. Φυσικά η Καλλιόπη δεν ήξερε ακόμα ποιο θα ήταν αυτό το σχέ-
διο, όμως ο Κάμερον αντιπαθούσε το δούκα όσο και η ίδια. Ήθελε κι
εκείνος να σωθεί το άγαλμα.
Ξαφνικά ήρθε στο νου της η εικόνα του χαμόγελού του, του προ-
σώπου του στραμμένου προς τον ήλιο με τα μαλλιά του ανακατεμέ-
να από το ελαφρό αεράκι. Ήταν πάντα τόσο ελεύθερος, τόσο αδιά-
φορος για το τι σκέφτονταν οι άλλοι για εκείνον, τόσο σίγουρος για
τον εαυτό του.
Πόσο τον ζήλευε!
Αναστέναξε και έκλεισε τις κουρτίνες. Είχε να κάνει πολλά, δεν
μπορούσε να χάνει πολύτιμο χρόνο σκεπτόμενη το όμορφο πρόσω-
πο του Κάμερον, τη γεμάτη αυτοπεποίθηση συμπεριφορά του. Αλλά
ήταν σαν να μην μπορούσε να κάνει αλλιώς! Η σκέψη του τρύπωνε
στο μυαλό της τις πιο παράξενες στιγμές.
«Καλλιόπη; Δεν ντύθηκες ακόμα;» Γύρισε και είδε τον πατέρα της
στην πόρτα, γερμένο στο μπαστούνι του, να κοιτάζει τριγύρω σαστι-
σμένος, σαν να ξαφνιαζόταν που βρέθηκε στο ήσυχο σαλόνι του και
όχι στην πολύβουη Αθηναϊκή Αγορά που ήταν το αντικείμενο των
μελετών του.
Η Καλλιόπη τον κοίταξε ανήσυχα. Φαινόταν τόσο εύθραυστος μετά
το θάνατο της γυναίκας του. Τόσο αφηρημένος και απόμακρος. Ήταν
σαν να μη βρισκόταν πια σ’ αυτό τον κόσμο, αλλά να ζούσε όλο και
περισσότερο στο αρχαίο παρελθόν. Από μια άποψη, ήταν φυσικό, με
την έννοια τόσων θυγατέρων -τόσων ατίθασων Μουσών- στο μυαλό
του. Και, αν μη τι άλλο, η αφηρημάδα του τους έδινε απεριόριστο ε-
λεύθερο χρόνο. Χρόνο να κυνηγάνε κλέφτες.
«Ήθελα να βεβαιωθώ ότι όλα είναι έτοιμα», του είπε. Πήγε κοντά
του και τον βοήθησε να καθίσει στην αγαπημένη του πολυθρόνα.
«Πρέπει να περιποιηθούμε τους καλεσμένους μας, έτσι δεν είναι;»
«Αχ, Καλλιόπη. Πόσο μοιάζεις της μητέρας σου», της είπε μ’ έναν
αναστεναγμό χαϊδεύοντας το μάγουλό της.
«Της μοιάζω, πατέρα;»
«Φυσικά. Ω, η Κλειώ της μοιάζει περισσότερο με τα κόκκινα μαλλιά
της, εσύ όμως έχεις το πνεύμα της. Πάντα σκέφτεσαι τους άλλους,
πάντα θέλεις να κάνεις το σωστό γι’ αυτούς». Γέλασε σιγανά. «Όποιο
θεωρείς εσύ σωστό. Αχ, εσύ και η μητέρα σου, πάντα τόσο σίγουρες
για όλα. Πόσο βασιζόμουν σ’ αυτή τη σιγουριά της...»
Η Καλλιόπη πήρε τρυφερά το χέρι του στο δικό της. «Σου λείπει
πολύ. Το ίδιο κι εμένα».
«Πράγματι. Ήταν εξαιρετική σύντροφος η μητέρα σου, τόσο έξυ-
πνη και σταθερή. Πρακτική, όπως εσύ. Και όμορφη, φυσικά. Νιώθω
σαν χαμένος χωρίς εκείνη». Σκέπασε το χέρι της με το δικό του, κρα-
τώντας την κοντά του. «Αλλά μου άφησε εσένα και τις αδερφές σου.
Πάντα θα έχω ένα δικό της κομμάτι. Να το ξέρεις, Καλλιόπη, ότι η
πιο ακριβή ευχή μου για όλες σας είναι να βρείτε έναν τέτοιο σύ-
ντροφο στη ζωή».
«Ω πατέρα», είπε η Καλλιόπη, νιώθοντας έτοιμη να κλάψει, «εσύ και
η μητέρα ήσαστε πολύ τυχεροί που βρήκατε ο ένας τον άλλο. Φοβά-
μαι ότι ποτέ δε θα ταιριάζω τόσο με κανέναν. Ποτέ δε θα αγαπήσω
όπως εσείς».
«Κανέναν; Και ο νεαρός Γουέστγουντ;»
Η Καλλιόπη κοίταξε τον πατέρα της ξαφνιασμένη. Είχε ακούσει κι
εκείνος τις φήμες; «Ο λόρδος Γουέστγουντ; Ε, όχι αυτόν, πατέρα.
Διαφωνούμε συνέχεια».
«Το ίδιο κάναμε η μητέρα σου κι εγώ όταν γνωριστήκαμε. Αυτό εί-
ναι ένδειξη πάθους, ξέρεις».
«Πατέρα!» Η Καλλιόπη ένιωσε τα μάγουλά της να γίνονται κατα-
κόκκινα από αμηχανία.
Ο πατέρας της γέλασε. «Δε φαντάζομαι να προτιμάς ένα κου-
τορνίθι που θα συμφωνεί με ό,τι λες; Θα τον βαριόσουν μέσα σε μια
ώρα. Άλλωστε ο Γουέστγουντ κι εσύ εκτιμάτε τα ίδια πράγματα. Τις
τέχνες, την ιστορία».
«Και ο πατέρας του τα εκτιμούσε, αλλά εσείς οι δύο ήσασταν οι με-
γαλύτεροι ανταγωνιστές».
«Ναι, ήμασταν. Και το απολαμβάναμε με την ψυχή μας. Χρειάζο-
νται και οι διαφωνίες κάπου κάπου, διαφορετικά η ζωή θα ήταν πο-
λύ βαρετή».
«Δε νομίζω πως θα ήθελα έναν ανταγωνιστή για σύζυγο», διαμαρ-
τυρήθηκε η Καλλιόπη. «Και οι απόψεις του λόρδου Γουέστγουντ
διαφέρουν πολύ απ’ τις δικές μου».
«Είμαι σίγουρος ότι με τη βοήθεια της Καλλιόπης μου οι απόψεις
του θα στρώσουν. Άλλος ένας στόχος για εμάς, ε; Κι εσύ πάντα απο-
λάμβανες τις προκλήσεις, καλή μου».
Η Καλλιόπη δεν μπόρεσε να μη γελάσει. «Αυτό είναι αλήθεια. Ίσως
όμως αποδειχτεί πολύ μεγάλη πρόκληση».
«Για μια Μούσα Τσέις; Ποτέ!» Της έκλεισε πονηρά το μάτι. «Η λαίδη
Ράσγουορθ μου λέει πως ο λόρδος Γουέστγουντ αρέσει πολύ στις
κυρίες. Ένας Απόλλωνας για να κοσμεί το πλευρό σου».
«Πατέρα!» Ενώ γελούσε, η Καλλιόπη τον φίλησε στο μάγουλο.
«Μην το κάνεις αυτό, δεν είσαι καλός στα προξενιά. Θα βρω τον σω-
στό τζέντλεμαν, μην ανησυχείς».
Εκείνος της χτύπησε στοργικά το χέρι. «Θέλω να σε δω ευτυχισμέ-
νη».
«Είμαι ευτυχισμένη. Αλλά θα γίνω ακόμα περισσότερο αν προλάβω
να ντυθώ, έτσι ώστε να μην υποδεχτώ τους καλεσμένους μας με τη
ρόμπα και την εσάρπα».
«Πήγαινε λοιπόν, Καλλιόπη. Εγώ θα καθίσω εδώ και θα απολαμβά-
νω την προσδοκία να κατατροπώσω τον κύριο Μπέριμαν στα χαρτιά.
Την τελευταία φορά μου πήρε δέκα σελίνια».
Η Καλλιόπη έφυγε από το σαλόνι και ανέβηκε γρήγορα τις σκάλες,
προσπερνώντας φουριόζους υπηρέτες στις τελευταίες τους ετοιμα-
σίες. Στο μυαλό της δεν είχε πια τη λίστα επισκεπτών ή τα αναψυκτι-
κά, αλλά τα λόγια του πατέρα της.
Αν και είχε τόσες κόρες, σπάνια έδειχνε να ανησυχεί για την απο-
κατάστασή τους. Ζούσε στο δικό του κόσμο της κλασικής αρχαιότη-
τας, εκεί όπου οι προίκες και οι αρραβώνες δεν είχαν καμία θέση.
Ήταν δυνατό να βλέπει το λόρδο Γουέστγουντ σαν υποψήφιο γα-
μπρό; Να σχεδιάζει ένα προξενιό με τη βοήθεια της φίλης του της
λαίδης Ράσγουορθ; Μήπως τελικά όλοι γύρω της περίμεναν να πα-
ντρευτεί τον Κάμερον, απλώς και μόνο επειδή καβγάδιζαν συνεχώς;
Στην κρεβατοκάμαρά της είδε τη Μαίρη να ετοιμάζει μια ακόμα
λευκή τουαλέτα. Τόσο προβλέψιμη είχε γίνει λοιπόν; Λευκά φορέμα-
τα, λογομαχίες με το λόρδο Γουέστγουντ, άλλη μια προδιαγεγραμμέ-
νη βραδιά. Κρίμα που η ζωή δεν ακολουθούσε τόσο ομαλή πορεία
και επέμενε να βάζει εμπόδια στο δρόμο των ανθρώπων. Εμπόδια
όπως κλέφτες και δούκες με εμμονή για την αδερφή κάποιου.
Και όμορφους νεαρούς κομήτες.
Η Καλλιόπη έδιωξε όλες αυτές τις σκέψεις κι άρχισε τη βραδινή της
τουαλέτα. Μια χαρτοπαικτική βραδιά δεν ήταν η κατάλληλη ευκαιρία
να γίνει ξαφνικά απρόβλεπτη. Αν όμως η κοινωνία νόμιζε ότι ήξερε
καλά την Καλλιόπη Τσέις, πολύ σύντομα θα διαπίστωνε πως έκανε
λάθος.
***
Η σκηνή που διαδραματιζόταν στο σαλόνι των Τσέις ερχόταν σε
χτυπητή αντίθεση μ’ εκείνη που είχε προηγηθεί στη μεγαλόπρεπη
αίθουσα χορού του δούκα. Εδώ δεν υπήρχαν φαντασμαγορικά κο-
στούμια ούτε θεοί, τέρατα και νύμφες, αλλά μόνο κοινοί θνητοί, με
κομψό και διακριτικό βραδινό ένδυμα. Δεν υπήρχαν ξέφρενοι χοροί
ούτε συνωστισμένα πλήθη και πολύ λιγότερα έργα τέχνης. Αλλά του-
λάχιστον τα δικά τους αγάλματα, σκέφτηκε η Καλλιόπη με ικανοποίη-
ση, ήταν νόμιμα αποκτημένα και σωστά φροντισμένα.
Ένα πράγμα ωστόσο παρέμενε ίδιο. Η παρουσία του λόρδου Γουέ-
στγουντ. Καθόταν απέναντι απ’ την Καλλιόπη στο τραπέζι της χαρ-
τοπαιξίας, όχι ως Ερμής με γυμνά μπράτσα και λυτά μαλλιά, αλλά ε-
ξίσου μυστηριώδης και γοητευτικός με το μοντέρνο μπλε πανωφόρι
και την άψογα δεμένη γραβάτα του. Η Καλλιόπη τον κρυφοκοίταζε
πάνω από τις κάρτες της να χαμογελά και να αστειεύεται με άνεση
μελετώντας ήρεμα τα χαρτιά του, ενώ η ίδια κατέβαλλε μεγάλη προ-
σπάθεια να κρύβει τις εκφράσεις της.
Αναστέναξε και μελέτησε τα χαρτιά της. Ήταν φρικτή ντετέκτιβ!
Δεν είχε ιδέα πώς να ψάξει πίσω από το προφανές, πώς να ερευνήσει
μέσα στις καρδιές των ανθρώπων. Πώς να βρει τα κίνητρα του Κλέ-
φτη με τα Κρίνα.
Τώρα ο Κάμερον ήταν σύμμαχός της. Θα μπορούσε όμως να είναι
ταυτόχρονα και ο κλέφτης; Και τι ήταν αυτή η παράξενη λίστα του
δούκα; Ποιοι ήταν ο Καρλομάγνος και το Γκρίζο Περιστέρι; Ο Πορ-
φυρός Υάκινθος και ο Κικέρων; Όλα αυτά την εκνεύριζαν, έκαναν
άνω κάτω τον τακτοποιημένο κόσμο της. Πώς θα τον επανέφερε σε
τάξη; Υπήρχε πια τρόπος να το κάνει;
«Λοιπόν», είπε ο κύριος Σμίθσον, ο οποίος, μαζί με την Έμελιν, έ-
παιζαν εναντίον της Καλλιόπης και του Κάμερον. «Θα παίξουμε;»
«Ανακάλυψες τίποτα;» ρώτησε η Καλλιόπη την Έμελιν στο τραπέζι
του τσαγιού κατά τη διάρκεια ενός διαλείμματος. Είχαν μια ευκαιρία
να τα πουν λίγο οι δυο τους καθώς ο πατέρας της Καλλιόπης είχε μια
έντονη συζήτηση με τη λαίδη Ράσγουορθ γύρω από τους Καρχηδο-
νικούς Πολέμους.
Η Έμελιν κούνησε αρνητικά το κεφάλι της. «Την περισσότερη ώρα
μιλούσα με τον κύριο Σμίθσον. Είναι πολύ φιλικός και αμφιβάλλω αν
είναι ο κλέφτης μας».
Η Καλλιόπη κοίταξε τον κύριο Σμίθσον, το ειλικρινές, γεμάτο φακί-
δες πρόσωπό του καθώς άκουγε τον πατέρα της. Ήταν φανερό πως
εκτιμούσε κι αυτός την ιστορία. Θα ήταν πολύ βολικό να ήταν ο κλέ-
φτης, μια και η Καλλιόπη δεν τον ήξερε πολύ καλά. «Γιατί όχι;»
«Κατ’ αρχάς, αμφιβάλλω αν μπορεί να ξεχωρίσει μια κλειδαριά από
ένα κηροπήγιο. Δεν έχει ιδέα από μηχανισμούς. Μετά βίας μπορεί να
οδηγεί την άμαξά του. Εκτός αυτού, τη βραδιά που κλάπηκε το διά-
δημα της λαίδης Τενμπρέ βρισκόταν στην έπαυλή του στο Ντέβον.
Περνάει πολύ χρόνο εκεί, καταγράφοντας τη συλλογή του των αση-
μικών της Ελληνιστικής Περιόδου».
Η Καλλιόπη αναστέναξε. «Λυπάμαι που σε έκανα να χάσεις το χρό-
νο σου, Έμελιν».
«Δεν τον έχασα καθόλου! Τον συμπαθώ αρκετά. Στην πραγματικό-
τητα...» Τα μάγουλά της ρόδισαν ελαφρά.
«Έμελιν! Μη μου πεις ότι έγινε υποψήφιος μνηστήρας!»
«Ίσως. Θα δούμε».
«Μα δε θέλουν οι γονείς σου να παντρευτείς τον καημένο Φρέντι
Μάουντμπανκ που είναι τρελά ερωτευμένος μαζί σου;»
«Θέλουν, αλλά σίγουρα θα αλλάξουν γνώμη όταν γνωρίσουν τον
κύριο Σμίθσον. Το εισόδημά του είναι διπλάσιο από του κυρίου Μά-
ουντμπανκ. Πάντως ο κύριος Σμίθσον δεν έχει πει ακόμα τίποτα, ο-
πότε μη βγάλεις άχνα στις κυρίες της λέσχης!»
Να λοιπόν που ίσως έβγαινε κάτι καλό από όλη αυτή την περιπέ-
τεια. Αρκεί να μην άρχιζαν τώρα οι φήμες ότι η Λέσχη Κυριών ήταν
απλώς μια επιχείρηση προξενιών!
«Κι εσύ, Καλλιόπη; Έμαθες τίποτα;»
«Όχι ακόμα. Τίποτα, τουλάχιστον, που να μπορώ να ερμηνεύσω».
Η Καλλιόπη σκέφτηκε την κρυμμένη λίστα στη βάση του αγάλματος
της Αλαβάστρινης Θεάς, την κατάχλομη Κλειώ που έριχνε στη φωτιά
το ματωμένο κοστούμι της. Τώρα η Κλειώ καθόταν δίπλα στον πατέ-
ρα τους και αργόπινε το τσάι της χαμένη στις σκέψεις της.
«Μπερδεμένη κατάσταση», συμφώνησε η Έμελιν. «Τα κλεμμένα α-
ντικείμενα είναι όλα εξαιρετικά κομμάτια. Αν ο κλέφτης τα πουλήσει
σε κάποιον γνωστό συλλέκτη -και όλοι γνωριζόμαστε μεταξύ μας-, δε
θα μπορέσει ποτέ να τα επιδείξει. Θα τα αναγνωρίζαμε αμέσως».
«Αυτό είναι αλήθεια. Και δεν μπορώ να φανταστώ κανέναν από αυ-
τούς να κρατάει τέτοιο μυστικό». Η Καλλιόπη έγνεψε προς τους θο-
ρυβώδεις συνομιλητές.
«Τότε πού πηγαίνουν αυτά τα έργα;»
«Δεν έχω ιδέα».
«Λες να είναι ο λόρδος Γουέστγουντ;»
«Ούτε κι αυτό το ξέρω». Η Καλλιόπη γέλασε πικρά. «Δε φαίνεται να
ξέρω πολλά, έτσι; Νομίζω πάντως ότι ο λόρδος Γουέστγουντ είναι
πολύ εξωστρεφής για να είναι ο κλέφτης».
«Δε νομίζεις ότι ένα από τα χαρακτηριστικά του κλέφτη πρέπει να
είναι οι υποκριτικές ικανότητες;»
«Πολύ σωστό».
«Υπάρχουν άλλοι ύποπτοι στον ορίζοντα;»
Η Καλλιόπη θυμήθηκε το σπίτι του δούκα με τις στοιβαγμένες αρ-
χαιότητες, τη Δάφνη, τη λέαινα, τους σωρούς των πολύτιμων αντι-
κειμένων. Εκεί μέσα θα μπορούσε να κρύβεται οτιδήποτε. «Ο δούκας
του Άβερτον φαίνεται αρκετά άπληστος», ψιθύρισε.
«Μόνο άπληστος; Μα τι του συνέβη, τέλος πάντων, στο χορό; Πολύ
άσχημη αυτή η ιστορία».
«Έχω την αίσθηση ότι το κλειδί βρίσκεται στην Αλαβάστρινη Θεά.
Ω, Εμ! Μακάρι να μην την έπαιρνε στο κάστρο του...»
Η Έμελιν χαμογέλασε. «Νομίζω πως ίσως έχω τη λύση γι’ αυτό».
«Τι εννοείς; Σκοπεύεις να απαγάγεις εσύ την Άρτεμη;»
«Μακάρι να μπορούσα! Όχι, έχω ένα κάπως πιο νόμιμο σχέδιο στο
μυαλό μου».
«Πες μου! Αυτή τη στιγμή κάθε βοήθεια είναι χρήσιμη».
«Ξέρεις ότι ο πατέρας μου έχει μια έπαυλη στο Γιόρκσαϊρ, κοντά σ’
εκείνο το παμπάλαιο κάστρο του δούκα; Σπάνια πηγαίνουμε εκεί, εί-
ναι υπερβολικά χωριάτικη για τα γούστα της μαμάς».
«Και σκέφτεσαι να πας στο Γιόρκσαϊρ για να παρακολουθήσεις το
σπίτι του δούκα; Στη μέση της κοσμικής σεζόν;»
Η Έμελιν γέλασε. «Κάτι καλύτερο! Θα πάμε όλες. Θα μεταφέρουμε
τη σεζόν μαζί μας, τουλάχιστον το πιο ενδιαφέρον κομμάτι της. Ο
πατέρας μου περιμένει ένα σπουδαίο λόγιο από το Πανεπιστήμιο
της Κολωνίας, κάποιον χερ Μίλερ που είναι ειδικός στην αρχαία ελ-
ληνική ιστορία. Ο μπαμπάς θα μας προσκαλέσει όλους σε μια δεξίω-
ση στο Γιόρκσαϊρ, για να γνωρίσουμε αυτόν το λόγιο και να περι-
πλανηθούμε στους βάλτους μιλώντας για ιστορία και τέχνη».
«Όλους;»
«Τη Λέσχη Κυριών και τις οικογένειές τους, φυσικά. Αλλά και τον
κύριο Σμίθσον, τη λαίδη Ράσγουορθ, το λόρδο Γουέστγουντ, όλους.
Και τους περισσότερους από τους άλλους υπόπτους, αν του το ζη-
τήσω. Έτσι θα μπορούμε να παρακολουθήσουμε και εκείνους και το
δούκα. Ή τουλάχιστον την εξωτερική πλευρά του κάστρου του».
Η Καλλιόπη χαμογέλασε πλατιά. «Μπορούμε να προσποιηθούμε
ότι παρατηρούμε τα πουλιά. Καταπληκτική ιδέα, Έμελιν! Θα είναι
πολύ πιο εύκολο να τους παρακολουθούμε όλους στην εξοχή παρά
εδώ στην πόλη».
«Και πιο εύκολο για τον κύριο Σμίθσον να κάνει την πρότασή του»,
είπε γελώντας η Έμελιν.
«Καλλιόπη!» φώναξε η Θάλεια. «Τι μυστικά κουβεντιάζετε εκεί με
την Έμελιν; Έλα εδώ μια στιγμή να δεις πόσα κέρδισα από το λόρδο
Γουέστγουντ».
Η Καλλιόπη έγνεψε καταφατικά στην Έμελιν και πήγε κοντά στην
αδερφή της. «Στ’ αλήθεια θριάμβευσες, Θάλεια. Ο λόρδος Γουέ-
στγουντ πρέπει να είναι φρικτός παίκτης».
«Χα!» έκανε ο Κάμερον κοροϊδευτικά. «Δεν κερδίσαμε μια παρτίδα
ουίστ, δεσποινίς Τσέις, χάρη στην έξυπνη στρατηγική μου;»
«Ναι, κερδίσαμε», συμφώνησε η Καλλιόπη. «Νομίζω όμως ότι αυτό
οφειλόταν περισσότερο στο γεγονός ότι ο κύριος Σμίθσον ξεχνούσε
συνέχεια τα χαρτιά του».
«Επειδή χάζευε διαρκώς την Έμελιν, το δίχως άλλο», είπε η Θάλεια.
«Καλλιόπη, ο λόρδος Γουέστγουντ λέει ότι αύριο δίνεται μια πολύ
ενδιαφέρουσα διάλεξη στην Εταιρεία Αρχαιοτήτων. Θα ακολουθήσει
μια συζήτηση για τα Παναθήναια με τον χερ Μίλερ, ο οποίος έρχεται
από το Πανεπιστήμιο της Κολωνίας».
«Σας αρέσει πολύ να ακούτε για την Αθηνά, έτσι δεν είναι, δεσποι-
νίς Τσέις;» ρώτησε ήρεμα ο Κάμερον. «Δεν είναι η προστάτιδά σας;»
Η Καλλιόπη τον κοίταξε, εκείνος της ανταπέδωσε το βλέμμα και
απέμειναν να κοιτάζονται κατάματα. Για μια στιγμή ήταν σαν να ε-
ξαφανίστηκε το δωμάτιο και ήταν μόνοι. Όπως ακριβώς είχε συμβεί
στο σπίτι του δούκα, όταν ένιωσαν να τους δένουν κάποιου είδους
αρχαία μάγια. Η Καλλιόπη δεν μπορούσε να αναπνεύσει, δεν μπο-
ρούσε να γυρίσει και να φύγει.
«Δυστυχώς, δε διαθέτω τη σοφία της Αθηνάς», μουρμούρισε. «Μου
αρέσει όμως να μαθαίνω ό,τι μπορώ από αυτήν».
«Τότε κανονίστηκε!» είπε η Θάλεια και η φωνή της, σαν ένα γερό
σκοινί, τράβηξε την Καλλιόπη πίσω στην πραγματικότητα. «Θα ζη-
τήσουμε από τον πατέρα να μας πάει στη διάλεξη. Ίσως αυτό φτιάξει
και την κακή διάθεση που έχει η Κλειώ τις τελευταίες μέρες».
«Ελπίζω να σας δω εκεί, λοιπόν», είπε ο Κάμερον. Ανακάτεψε την
τράπουλα με τα μακριά δάχτυλά του και η Καλλιόπη ρίγησε, σίγουρη
ότι μπορούσε να νιώσει αυτό το άγγιγμα στην επιδερμίδα της.
«Ω, ναι», μουρμούρισε. «Το ελπίζω κι εγώ, λόρδε Γουέστγουντ. Υ-
πάρχει κάτι για το οποίο θα ήθελα να ρωτήσω τη γνώμη σας...»
Κεφάλαιο 12

«Καλύτερα να μέναμε στο σπίτι», μουρμούρισε η Κλείω.


«Μμμ;» έκανε αφηρημένη η Καλλιόπη. Στέκονταν στο φουαγιέ της
Εταιρείας Αρχαιοτήτων περιμένοντας να περάσουν στην αίθουσα
διαλέξεων και παρατηρούσε τους ανθρώπους γύρω της. Φλυαρού-
σαν, γελούσαν, όλοι απολύτως ευγενικοί και πολιτισμένοι. Πώς ήταν
δυνατό να εξυφαίνονται σχέδια κλοπής πίσω από εκείνα τα χαμογε-
λαστά πρόσωπα; «Τι εννοείς, Κλειώ;»
«Εννοώ πως πάντα συναντάμε τους ίδιους ανθρώπους, όπως και
τη βραδιά με τα χαρτιά. Θα μπορούσαμε να έχουμε μια συνεχόμενη
δεξίωση αντί να αλλάζουμε ρούχα και να πηγαινοερχόμαστε, αφού
δε συμβαίνει ποτέ τίποτα διαφορετικό...»
Η Καλλιόπη κοίταξε προβληματισμένη την αδερφή της. Μετά το
περιστατικό στο σπίτι του δούκα, είχε γίνει πολύ ήσυχη, πολύ σοβα-
ρή. Η Καλλιόπη δεν την αδικούσε, βέβαια, αλλά η Κλειώ της φαινό-
ταν πάντα τόσο ανθεκτική, τόσο δυνατή. Η πιο δυνατή απ’ όλες τις
Μούσες Τσέις.
Απόψε ήταν σίγουρα πιο όμορφη από ποτέ, με το τιρκουάζ φόρε-
μά της και τα πυρρόξανθα μαλλιά της χτενισμένα σ’ ένα χαλαρό,
κλασικό κότσο δεμένο με χρυσές κορδέλες. Τα μάτια της όμως ήταν
άτονα πίσω απ’ τα γυαλιά, η επιδερμίδα της χλομή.
«Είσαι άρρωστη;» τη ρώτησε ανήσυχη η Καλλιόπη. «Θέλεις να γυ-
ρίσουμε σπίτι;»
Η Κλειώ ξεφύσηξε ανυπόμονα και έπαιξε με τη βεντάλια της. «Όχι,
δεν είμαι άρρωστη. Είμαι... Ω, δεν ξέρω!» Και μ’ αυτά τα λόγια έφυγε
θυμωμένη προς την απέναντι πλευρά της αίθουσας, για να παρατη-
ρήσει ένα από τα γύψινα αγάλματα των θεών και των θνησκόντων
Γαλατών που ήταν τοποθετημένα μπροστά στην κόκκινη ταπετσαρία
των τοίχων.
Τα αγάλματα υπήρχαν εκεί από πάντα, από τότε που οι γονείς τους
άρχισαν να τις φέρνουν εκεί όταν ήταν μικρές. Ήταν ένα από τα «α-
παράλλαχτα» πράγματα για τα οποία παραπονιόταν απόψε η Κλειώ.
Η Καλλιόπη θυμόταν τις πρώτες επισκέψεις της εκεί και τις ιστορίες
που άκουγε για αρχαίους πολέμους, πολιτική, ηρωικές πράξεις και
καταδικασμένους έρωτες. Θυμόταν επίσης πολλούς ανθρώπους από
εκείνη την εποχή, αν και τώρα ήταν λίγο πιο γκρίζα τα μαλλιά τους.
Όταν θα γινόταν μια ηλικιωμένη κυρία, θα ερχόταν άραγε εδώ με
τα παιδιά και τα εγγόνια της; Μαζί με την Έμελιν, τη Λότι και τα δικά
τους παιδιά; Ποτέ πριν δεν το είχε σκεφτεί αυτό.
Συνοφρυώθηκε, νιώθοντας μια περίεργη ανησυχία. Μήπως η
Κλειώ είχε δίκιο; Τίποτα δεν άλλαζε ποτέ;
Σκέφτηκε τον Κάμερον ντε Βιρ, τη σαγηνευτική αύρα μακρινών τό-
πων που τον ακολουθούσε όπου πήγαινε. Ακόμα και μέσα σε κατά-
μεστα σαλόνια και ανιαρές συγκεντρώσεις, ανέδιδε μια αίσθηση πε-
ριπέτειας, έξαψης. Κινδύνου.
Όμως η έξαψη και ο κίνδυνος ήταν τα τελευταία πράγματα που
χρειαζόταν η Καλλιόπη. Της άρεσε η τακτοποιημένη ζωή της, οι πα-
λιοί φίλοι και οι γνώριμες καταστάσεις. Ή τουλάχιστον νόμιζε ότι
της άρεσε.
«Φαίνεστε πολύ σκεφτική απόψε, δεσποινίς Τσέις», άκουσε μια
φωνή να της λέει. Μια βαθιά, κάπως τραχιά φωνή που της έφερε ρί-
γη. Ήξερε ποιος ήταν πριν ακόμα γυρίσει.
Ο Κάμερον. Πώς ήταν δυνατό να εμφανίζεται μπροστά της όποτε
τον σκεφτόταν; .
Φόρεσε ένα φωτεινό χαμόγελο στα χείλη της πριν γυρίσει να τον
αντικρίσει. Απόψε φαινόταν πολύ όμορφος, φυσικά. Αλλά και κάπως
ζοφερός με το μπορντό πανωφόρι και τα μαλλιά του χτενισμένα
προς τα πίσω.
«Μα θα πρέπει να είναι κανείς σκεφτικός σε μια διάλεξη», του απά-
ντησε.
«Σκέφτεστε ποιες καυστικές ερωτήσεις θα κάνετε στον ομιλητή;
Βάζω στοίχημα ότι ξέρετε πολύ περισσότερα από αυτόν τον... πώς
είναι το όνομά του;»
«Χερ Μίλερ, από το Πανεπιστήμιο της Κολωνίας. Η λαίδη Έμελιν
Σόντερς και οι γονείς της τον προσκάλεσαν στο σπίτι τους, ξέρετε»,
του είπε η Καλλιόπη. «Και ελπίζω να ξέρει αρκετά πράγματα, μια και
θα είμαστε αναγκασμένοι να τον ακούμε για αρκετές μέρες».
«Α, ναι, η συνάντηση στο σπίτι τους. Δεν το βρίσκετε παράξενο
που η έπαυλή τους βρίσκεται τόσο κοντά στο κάστρο του Άβερτον;»
Η Καλλιόπη ανασήκωσε τους ώμους της. «Είναι μια πανέμορφη
αγροτική περιοχή που προσφέρεται για ακαδημαϊκό διαλογισμό».
«Και λίγη κατασκοπεία, ίσως;»
Η Καλλιόπη γέλασε, πνίγοντας τον ήχο πίσω από το γαντοφορεμέ-
νο χέρι της. Η Εταιρεία Αρχαιοτήτων ήταν πολύ σοβαρό μέρος για να
γελάει κανείς δυνατά εκεί μέσα. «Έμαθα πως στην περιοχή γίνεται
επίσης μια πολύ ενδιαφέρουσα παρατήρηση πτηνών. Νομίζω λοιπόν
πως θα χρειαστούμε κιάλια της όπερας».
Γέλασε και ο Κάμερον, όχι όμως πίσω από το χέρι του. Αρκετά κε-
φάλια στράφηκαν προς το μέρος τους. Ω Θεέ μου, έρχονται κι άλλα
κουτσομπολιά, σκέφτηκε η Καλλιόπη. Για κάποιο λόγο, όμως, το ζεστό
γέλιο του την έκανε να νιώσει πολύ όμορφα για να νοιαστεί. Προς το
παρόν, τουλάχιστον.
«Ώστε σχεδιάζετε ήδη τις εξοχικές σας ίντριγκες;» τη ρώτησε.
«Δε θα το έλεγα. Τελευταία ανακαλύπτω πως δεν έχω ιδιαίτερο τα-
λέντο στις ίντριγκες. Ας ελπίσουμε ότι οι ευκαιρίες θα είναι με το μέ-
ρος μας μόλις βρεθούμε εκεί». Κοίταξε την Κλειώ, η οποία στεκόταν
στο φουαγιέ μαζί με τον πατέρα τους, τη λαίδη Ράσγουορθ και το
διευθυντή της Εταιρείας Αρχαιοτήτων, το λόρδο Νόουλτον. Εξακο-
λουθούσε να είναι αμίλητη και επιφυλακτική. «Η αδερφή μου λέει
ότι οι ζωές μας είναι ανιαρές και απαράλλαχτες. Ότι δε μας συμβαί-
νει ποτέ τίποτα ασυνήθιστο. Ίσως λοιπόν δεν πρέπει να έχω πολλές
ελπίδες για το Γιόρσκαϊρ».
«Εσείς τι νομίζετε, δεσποινίς Τσέις; Βρίσκετε ανιαρή τη ζωή;»
Όχι όταν είσαι κοντά μου, σκέφτηκε η Καλλιόπη. «Πώς μπορεί να εί-
ναι ανιαρή, όταν υπάρχει ένας κλέφτης ανάμεσά μας και όταν ρί-
χνουν αναίσθητο το δούκα με ένα χτύπημα στο κεφάλι μέσα στο ίδιο
του το σπίτι; Φοβάμαι, αντίθετα, πως η ζωή παραείναι επεισοδιακή».
«Τότε ίσως ένα παρατηρητήριο πουλιών είναι αυτό ακριβώς που
χρειάζεστε».
Οι πόρτες της αίθουσας διαλέξεων άνοιξαν και ο κόσμος άρχισε να
μπαίνει αναζητώντας διακριτικά τις καλύτερες θέσεις. Οι δικοί της
εξαφανίστηκαν μέσα στο πλήθος. «Πρέπει να βρω τον πατέρα μου»,
είπε η Καλλιόπη.
«Ας τον αναζητήσουμε μαζί», πρότεινε ο Κάμερον προσφέροντάς
της το μπράτσο του. «Θα με τιμούσε αν καθόμουν ανάμεσα στους
Τσέις και επωφελούμουν από τις ιστορικές γνώσεις σας».
«Αρκεί να μην ψιθυρίζετε σατιρικά σχόλια, προσπαθώντας να μας
κάνετε να γελάσουμε», του είπε και πήρε με φυσικότητα το μπράτσο
του.
«Θα έκανα ποτέ κάτι τέτοιο;» τη ρώτησε αθώα, προσποιούμενος
τον θιγμένο.
«Απλώς σας προειδοποιώ...»
***
«...όπως βλέπετε εδώ, οι νεαρές κυρίες της πομπής μεταφέρουν τα
δοχεία -τις οινοχόες και τις φιάλες- για τις σπονδές προς τους θεούς,
στην προκειμένη περίπτωση προς την Αθηνά, και εδώ βλέπουμε το
σκεύος για το λιβάνι -το θυμιατήρι. Οι κόρες εδώ στο πλάι ίσως με-
ταφέρουν το ιερό πέπλο που υφαινόταν κάθε χρόνο για τη θεά ή ί-
σως είναι οι ίδιες οι υφάντρες του πέπλου, οι γνωστές Αρρηφόροι...»
Η Καλλιόπη προσπαθούσε να ακούει τον πολυμαθή χερ Μίλερ και
να παρατηρεί τα σχέδια από τις ζωφόρους του Παρθενώνα τα οποία
είχαν αναρτηθεί πίσω από το βάθρο του ομιλητή.
Παρακολουθούσε το μικροκαμωμένο, διοπτροφόρο λόγιο να δεί-
χνει κάθε μορφή της πομπής, όμως δεν μπορούσε να συγκεντρώσει
τις σκέψεις της, κι αυτό εξαιτίας του Κάμερον που καθόταν δίπλα
της.
Κοιτούσε κι εκείνος κατευθείαν μπροστά του, αλλά κάθε φορά που
του έριχνε μια λοξή ματιά διέκρινε ένα σφιγμένο χαμόγελο στα χείλη
του. Τελικά την τσάκωσε να τον κοιτάζει και ανασήκωσε τα φρύδια
του.
Η Καλλιόπη γύρισε απότομα μπροστά της. Ο αθεόφοβος! Η ομιλία
του χερ Μίλερ δεν είχε τίποτα κωμικό, γιατί λοιπόν της ερχόταν να
ξεσπάσει πάλι σε χαχανητά;
«Μήπως πρέπει να παίξω το ρόλο της μις Ρότζερς, Καλλιόπη;» ψι-
θύρισε δίπλα της η Κλειώ.
Η μις Ρότζερς ήταν μια ιδιαίτερα αυστηρή γκουβερνάντα της παι-
δικής ηλικίας τους που δεν άντεξε πολύ κοντά στις νεαρές Μούσες
Τσέις. Η Θάλεια την ξαπέστειλε στα γρήγορα με τη βοήθεια μιας σα-
κούλας με βατράχια. «Όχι βέβαια».
«Τότε πες μου για ποιο λόγο γελάς, πριν πεθάνω από τη βαρεμά-
ρα!»
«Δεν ξέρω γιατί γελάω», παραδέχτηκε η Καλλιόπη.
«...και εδώ βλέπουμε τους εννέα Άρχοντες της Αθήνας, ή του-
λάχιστον αυτό θεωρούν οι μελετητές ότι ήταν», συνέχισε ο χερ Μί-
λερ.
«Διαισθάνομαι κάποια ανησυχία, φροϊλάιν», ψιθύρισε ο Κάμερον.
«Δεν προσέχετε το μάθημα. Πώς θα περάσετε τις εξετάσεις;»
«Σωπάστε, αλλιώς θα αναγκαστώ να σας τσιμπήσω», σφύριξε η
Καλλιόπη. Θα παγιδεύονταν στ’ αλήθεια στο Γιόρκσαϊρ με ατελείωτες
διαλέξεις; Για πρώτη φορά οι μηχανορραφίες του Κλέφτη με τα Κρί-
να, το μυστήριο γύρω από τα κατορθώματά του της φαίνονταν αλη-
θινά συναρπαστικά. Ήταν ένας πολύ ευπρόσδεκτος περισπασμός.
Αν κατάφερνε να τα βγάλει πέρα τόσες μέρες με τη συντροφιά του
Κάμερον χωρίς να χάσει εντελώς τα λογικά της.
Δίπλωσε τα χέρια της στην ποδιά της και κοίταξε σοβαρή μπροστά
της. Αλλά η ήρεμη προσήλωσή της δεν κράτησε πολύ. Καθώς ο χερ
Μίλερ έδειχνε τις μορφές των θεών που παρακολουθούσαν την πο-
μπή, οι πόρτες της αίθουσας διαλέξεων άνοιξαν διάπλατα. Όλοι γύ-
ρισαν για να δουν ποιος είχε τολμήσει να διαταράξει την ιερή ησυ-
χία της διάλεξης, και ύστερα, με την ταχύτητα μιας θύελλας που
πλησίαζε, ένα βουητό από ψιθύρους απλώθηκε στην αίθουσα.
«Ω, είναι ένα εκδικητικό πνεύμα!» είπε μ’ ένα βογκητό η Λότι, που
καθόταν πίσω από την Καλλιόπη.
Μακάρι να ήταν κάτι τόσο πεζό, σκέφτηκε η Καλλιόπη, όμως δεν
ήταν τόσο τυχεροί. Ήταν ο δούκας του Άβερτον ο οποίος στάθηκε
για μια στιγμή εντελώς ακίνητος στο άνοιγμα της πόρτας
Το μέτωπό του ήταν τυλιγμένο μ’ έναν κατάλευκο επίδεσμο, το
πρόσωπό του ήταν κατάχλομο, αλλά στεκόταν εκεί χωρίς καμία βοή-
θεια, ακλόνητος, φορώντας μια μαύρη κάπα με γούνινη μπορντούρα.
Το φλογερό βλέμμα του σάρωσε όλη τη συνάθροιση, σαν να ήταν η
δική του επικράτεια. Το δικό του μικρό βασίλειο. Ένας αυτοκράτορας
του σκότους.
Ω Θεέ μου, σκέφτηκε η Καλλιόπη. Έχω αρχίσει να γίνομαι σαν τη Λότι.
Δίπλα της η Κλειώ τσιτώθηκε. Η Καλλιόπη την άγγιξε απαλά στο
μπράτσο, αλλά η Κλειώ δεν έδειξε να το προσέχει. Κοιτούσε ευθεία
μπροστά της, σαν να άκουγε μια σιωπηρή διάλεξη.
«Ώστε δεν πέθανε», μουρμούρισε ο Κάμερον.
«Είστε σίγουρος;» απάντησε η Καλλιόπη. «Η Λότι λέει πως είναι
ένα πνεύμα, και αρχίζω να πιστεύω πως έχει δίκιο».
Καθώς τον παρακολουθούσαν υπνωτισμένοι σαν να έβλεπαν το
φάντασμα του Άμλετ στην Ντρούρι Λέιν, ο δούκας διέσχισε αργά και
επιβλητικά το διάδρομο και κάθισε σε μια άδεια θέση μπροστά. Μό-
λις έγινε φανερό ότι δε θα έκανε τίποτα το εντυπωσιακό, οι ψίθυροι
κόπασαν και ο χερ Μίλερ άρχισε ξανά.
«Μολονότι οι θεοί απεικονίζονται καθιστοί, οι αναλογίες είναι αρ-
κετά ασυνήθιστες, σαν να είναι τα κεφάλια τους παράλληλα μ’ εκείνα
των ανθρώπων που πλησιάζουν...»
«Χρειάζομαι λίγο καθαρό αέρα», μουρμούρισε σφιγμένη η Κλειώ.
Πριν η Καλλιόπη προλάβει να την εμποδίσει, πετάχτηκε από το κά-
θισμά της κι έφυγε γρήγορα από την αίθουσα, μέσα σ’ ένα τιρκουάζ
μεταξωτό σύννεφο. Καθώς ορισμένες από τις κυρίες βρήκαν την ευ-
καιρία να αποδράσουν κι αυτές στις γυναικείες τουαλέτες, η έξοδος
της Κλειώς πέρασε απαρατήρητη.
Η Καλλιόπη όμως ανησύχησε. Θυμήθηκε πόσο ταραγμένη ήταν η
Κλειώ μετά το χορό μεταμφιεσμένων, σκυμμένη πάνω από το κατε-
στραμμένο κοστούμι της σαν να ήταν έτοιμη να καταρρεύσει. Τελικά
δεν άντεξε.
«Με συγχωρείτε», μουρμούρισε και πήγε να βρει την αδερφή της.
Έξω στο φουαγιέ υπήρχε αρκετός κόσμος που τριγύριζε ψιθυ-
ρίζοντας εικασίες για την ξαφνική εμφάνιση του δούκα. Η Κλειώ δεν
ήταν εκεί, ούτε στις γυναικείες τουαλέτες ούτε στη βιβλιοθήκη. Οι
αίθουσες μελέτης και οι αποθήκες στον επάνω όροφο ήταν κλειδω-
μένες για τη νύχτα, οπότε δεν μπορεί να ήταν εκεί.
Με την ανησυχία της να μεγαλώνει ολοένα, η Καλλιόπη έτρεξε έξω
και κοίταξε με αγωνία αριστερά και δεξιά στο δρόμο. Η νύχτα ήταν
σκοτεινή και κρύα και μόνο κάποιες περαστικές άμαξες διέκοπταν
την ησυχία.
«Κλειώ!» φώναξε, αν και ήξερε πως δε θα έπαιρνε απάντηση.
«Δεσποινίς Τσέις;» άκουσε τη φωνή του Κάμερον και γυρίζοντας
είδε πως την είχε ακολουθήσει. Ο ψυχρός αέρας ανακάτευε τα μαλ-
λιά του καθώς την κοιτούσε σοβαρός.
Η Καλλιόπη ποτέ δεν είχε νιώσει τόσο ανήμπορη στη ζωή της. Η
οικογένειά της, ο κλέφτης, ο δούκας -ήταν όλα τόσο μπερδεμένα που
δεν καταλάβαινε τίποτα. Πάσχιζε να διατηρήσει την ψυχραιμία της,
αλλά ένιωθε με τρόμο να χάνει και τα τελευταία ίχνη της.
Άπλωσε τα τρεμάμενα χέρια της. «Δεν τη βρίσκω», είπε, έτοιμη να
βάλει τα κλάματα.
«Το ξέρω». Ο Κάμερον κατέβηκε τις σκάλες, στάθηκε δίπλα της και
πήρε το χέρι της στο δικό του. Πόσο ζεστός, πόσο δυνατός ήταν! Πέ-
ρασε τα δάχτυλά της μέσα από το μπράτσο του και την οδήγησε πί-
σω στο κτίριο, «Η αδερφή σας είναι λογική γυναίκα. Είμαι σίγουρος
ότι δε θα έφευγε έτσι μέσα στη νύχτα».
«Τότε πού μπορεί να είναι;»
«Τουλάχιστον ξέρουμε ότι ο δούκας δεν είναι μαζί της, γιατί αυτός
κάθεται στην αίθουσα και ακούει τη διάλεξη του χερ Μίλερ. Μήπως
πήγε σε κάποια από τις αίθουσες μελέτης;»
Η Καλλιόπη έγνεψε αρνητικά. «Είναι κλειδωμένες το βράδυ».
«Όλες;»
«Δεν ξέρω». Σήκωσε το βλέμμα της στη σκοτεινή σκάλα. Οι στριφο-
γυριστοί διάδρομοι εκεί πάνω φαίνονταν άδειοι και σιωπηλοί, αλλά
ποτέ δεν ήξερε κανείς. Οι Μούσες Τσέις, αν μη τι άλλο, ήταν επινοη-
τικές, δεν πτοούνταν μπροστά σε κλειδωμένες πόρτες. «Θα ψάξετε
μαζί μου;»
Ο Κάμερον ύψωσε το φρύδι του μ’ εκείνη την πειρακτική έκφραση
που η Καλλιόπη είχε αρχίσει να αντιπαθεί -και να βρίσκει πολύ γοη-
τευτική. «Δεσποινίς Τσέις! Με σοκάρετε».
«Αφήστε τα τώρα αυτά! Κανείς δε θα μας δει. Και δεν... Είναι πολύ
σκοτεινά εκεί πάνω. Τι θα γίνει αν ο δούκας αποφασίσει να φύγει
από τη διάλεξη;»
«Πάντα είμαι πρόθυμος να παίξω το ρόλο του προστατευτικού ιπ-
πότη. Οδηγήστε με, δεσποινίς Τσέις».
Πριν χάσει το κουράγιο της, η Καλλιόπη όρμησε στις σκάλες, με το
παχύ κόκκινο χαλί να πνίγει τον ήχο των βημάτων της. Δεν ήξερε τι
την είχε πιάσει. Συνήθως δεν ήταν τόσο φοβητσιάρα. Δεν ήταν τόσο
άφοβη όσο η Θάλεια, αλλά σίγουρα μπορούσε να ψάξει σε ένα έρημο
δωμάτιο μόνη της.
Μετά το χορό μεταμφιεσμένων, ωστόσο, κάτι είχε αλλάξει στον τα-
κτοποιημένο κόσμο της. Το ασφαλές, άνετο περιβάλλον της είχε γε-
μίσει με καινούριες σκιές, με κινδύνους που δεν καταλάβαινε ούτε
περίμενε. Έτσι τώρα χαιρόταν νιώθοντας την καθησυχαστική πα-
ρουσία του Κάμερον πίσω της.
Καθώς διέσχιζαν το διάδρομο, θυμήθηκε την περιήγησή τους στο
εφιαλτικό σπίτι του δούκα του Άβερτον. Όχι ότι το σκοτεινό, ογκώ-
δες κτίριο της Εταιρείας Αρχαιοτήτων έμοιαζε με τον τερατώδη Οίκο
της Ακρόπολης, όμως υπήρχαν κι εδώ αγάλματα και πίνακες ζωγρα-
φικής. Στους τοίχους παιχνίδιζε το φως με τις σκιές και από τον κά-
τω όροφο ακούγονταν πνιχτά μουρμουρητά. Επιπλέον, ήταν μόνη με
τον Κάμερον, ένιωθε έντονα τον ήχο της ανάσας του, τη μυρωδιά
του σαπουνιού του.
Οι πρώτες πόρτες που συνάντησαν ήταν όντως κλειδωμένες κι από
μέσα δεν ακουγόταν το παραμικρό.
«Πώς είναι δυνατό να εξαφανίστηκε έτσι;» μουρμούρισε η Καλλιό-
πη στρίβοντας μάταια ένα ακόμα πόμολο.
«Δεν μπορούμε να την κατηγορήσουμε που δεν ήθελε να βρίσκεται
εκεί μέσα με τον Άβερτον».
«Μπορούσε να μου πει τουλάχιστον πού πήγαινε».
«Ίσως δεν ήξερε. Ελάτε, πάμε να δοκιμάσουμε σ’ εκείνο το δωμάτιο
εκεί πέρα».
Η επόμενη πόρτα ήταν ξεκλείδωτη. Ήταν ένα δωμάτιο που χρησι-
μοποιούσαν τα μέλη της Εταιρείας Αρχαιοτήτων, με δύο γραφεία,
μερικές καρέκλες και μία βιβλιοθήκη, όλα βυθισμένα στο σκοτάδι.
Από το μοναδικό παράθυρο έμπαινε αδύναμο το φως του φεγγαριού.
Η Καλλιόπη κοίταξε μέσα από το χοντρό τζάμι κάτω στο δρόμο. Η
Κλειώ δε φαινόταν πουθενά. Τύλιξε τα χέρια της σφιχτά γύρω της και
παρακολούθησε τις άμαξες που περνούσαν.
«Είπατε ότι γνωρίσατε το δούκα στο πανεπιστήμιο», είπε στον Κά-
μερον.
«Ναι, δυστυχώς». Δεν ήρθε κοντά της. Στάθηκε ακριβώς μέσα από
την πόρτα, αλλά και πάλι η Καλλιόπη αισθανόταν τη θέρμη και την
παρουσία του. Την καθησύχαζε και ταυτόχρονα της προκαλούσε
νευρικότητα.
«Και τότε... κακομεταχειριζόταν τις γυναίκες; Συμπεριφερόταν α-
νέντιμα;»
Ο Κάμερον αναστέναξε. «Ω Καλλιόπη. Είμαι σίγουρος ότι στα μάτια
πολλών ανθρώπων δεν έκανε τίποτα ανέντιμο. Τίποτα που οι περισ-
σότεροι άντρες της σειράς του δεν κάνουν καθημερινά».
«Εσείς όμως δε συμφωνείτε».
«Οι περισσότερες γυναίκες τις οποίες, όπως λέτε, κακομεταχειρι-
ζόταν ήταν πόρνες, κόρες εμπόρων, καπελούδες ή υπηρέτριες. Δεν
ήταν αριστοκράτισσες για να προστατεύονται από τον περίγυρό
τους. Εκείνος όμως τις έπαιρνε, είτε συμφωνούσαν είτε όχι, μερικές
φορές μάλιστα τις χτυπούσε κιόλας. Μια κοπέλα αυτοκτόνησε. Πνί-
γηκε».
Η Καλλιόπη ένιωσε να της κόβεται η ανάσα όταν φαντάστηκε την
Κλειώ να βουλιάζει κάτω από τα κρύα κύματα.
Ο Κάμερον πήγε δίπλα της και ακούμπησε απαλά το μπράτσο της.
«Λυπάμαι. Δεν έπρεπε να το αναφέρω».
«Όχι, πρέπει να ξέρω την αλήθεια. Είναι τρομερός άνθρωπος. Εκεί-
να τα φτωχά κορίτσια...»
«Ναι, ήταν φτωχά. Απροστάτευτα και μόνα. Δεν είχε κανένα δικαί-
ωμα να τους φερθεί έτσι».
Η Καλλιόπη ένιωσε το θυμό που έβραζε μέσα του, την οργή που
του προκαλούσαν οι αναμνήσεις. Ωστόσο, το άγγιγμά του στο χέρι
της εξακολουθούσε να είναι τρυφερό.
«Τι μπορεί να θέλει από την αδερφή μου; Η Κλειώ δεν είναι ούτε
φτωχή ούτε απροστάτευτη!»
«Ίσως να την παντρευτεί, να αποκτήσει ένα διάδοχο».
Η Καλλιόπη ρουθούνισε περιφρονητικά. «Τότε καλύτερα να ψάξει
αλλού. Η Κλειώ δε θα παντρευτεί ποτέ έναν εγκληματία σαν αυτόν, κι
εκείνος πρέπει να το ξέρει ήδη, μετά το χτύπημα που τον άφησε α-
ναίσθητο».
«Ίσως απολαμβάνει την πρόκληση. Εσείς οι Μούσες Τσέις είστε
αγρίμια, πρέπει να είναι κανείς πολύ γενναίος για να σας πλησιάσει».
Η Καλλιόπη γύρισε και κοίταξε το πρόσωπό του στο φως του φεγ-
γαριού. Ήταν τόσο όμορφος, ένα πλάσμα του ελληνικού ήλιου και
της θάλασσας, γεμάτο ζωντάνια και ελευθερία. Χάιδεψε ανάλαφρα τη
γραμμή του σαγονιού του και ένιωσε ένα μυ να συσπάται κάτω από
τα δάχτυλά της. «Εσείς πάντως με πλησιάσατε».
«Τότε πρέπει να είμαι γενναίος. Ή πολύ ανόητος». Τα χέρια του κύ-
κλωσαν τη μέση της και την τράβηξαν κοντά του. Η Καλλιόπη δεν
αντιστάθηκε, κυριευμένη από την περιέργεια και ένα ακατανόητο,
μεθυστικό συναίσθημα. Γαντζώθηκε από τους ώμους του για να
στηριχτεί.
Ποτέ δεν είχε βρεθεί τόσο κοντά σε έναν άντρα. Η αίσθηση τη ζά-
λισε, σαν να είχε πιει πολλή σαμπάνια! Όλες οι αισθήσεις της βρί-
σκονταν σε εγρήγορση και στροβιλίζονταν μεθυστικά.
«Ποιο από τα δύο πιστεύετε ότι ισχύει;» του ψιθύρισε.
«Πολύ ανόητος, σίγουρα», της απάντησε, με φωνή τόσο τραχιά
που ήταν σχεδόν αγνώριστη.
Σαν μέσα σε όνειρο, το κεφάλι του έγειρε επάνω της και τη φίλησε.
Το άγγιγμα των χειλιών του ήταν στην αρχή απαλό, βελούδινο, σαν
ανάλαφρο παιχνίδι. Όταν όμως η Καλλιόπη, μη μπορώντας να απο-
μακρυνθεί, κόλλησε επάνω του, το φιλί του βάθυνε. Έγινε πιο πα-
θιασμένο, πιο επιτακτικό.
Κάτι μέσα στην καρδιά της ανταποκρίθηκε σ’ εκείνη την επιτακτι-
κότητα, σ’ εκείνη την άγρια έξαψη που φούντωνε διαρκώς μέσα της,
μέχρι που νόμιζε ότι θα εκραγεί. Βόγκηξε, μισάνοιξε τα χείλη της και
ένιωσε την άκρη της γλώσσας του να αναζητά δίοδο. Ο κόσμος εξα-
φανίστηκε εντελώς, υπήρχε μόνο εκείνος. Μόνο αυτή η μοναδική, τέ-
λεια στιγμή.
Η στιγμή όμως διαλύθηκε γρήγορα. Μια κραυγή από το δρόμο έ-
βγαλε την Καλλιόπη από το όνειρο και την προσγείωσε ανώμαλα
στην πραγματικότητα. Τράβηξε το στόμα της από το δικό του και έ-
γειρε πίσω το κεφάλι της για να πάρει μια βαθιά ανάσα.
Ο Κάμερον πισωπάτησε ανασαίνοντας βαριά. «Καλλιόπη», είπε
βραχνά. «Καλλιόπη, δεν...»
«Όχι», κατάφερε να του πει, νιώθοντας πως θα έβαζε τα κλάματα.
«Σε παρακαλώ, μην πεις ότι λυπάσαι».
«Δε θα το πω. Πώς θα μπορούσα; Αλλά...»
«Ούτε “αλλά”. Δεν μπορώ. Αυτό είναι... εγώ...» Για πρώτη φορά στη
ζωή της η Καλλιόπη Τσέις ξέμενε από λέξεις. Έκανε μεταβολή και
βγήκε τρέχοντας από το δωμάτιο. Διέσχισε το διάδρομο, κατέβηκε τη
σκάλα και όρμησε στις γυναικείες τουαλέτες σαν να την κυνηγούσε
κάποιος δαίμονας. Και ο δαίμονας ήταν το φάντασμα των δικών της
συναισθημάτων. Η αδυναμία της.
Κλείδωσε πίσω της την πόρτα και κοίταξε στον καθρέφτη.
Δεν μπορούσε να το πιστέψει ότι αυτό που έβλεπε ήταν ο εαυτός
της. Τα μάγουλά της ήταν κατακόκκινα, τα μαλλιά της ανακατωμένα,
τα μάτια της πυρετώδη. Έμοιαζε...
Έμοιαζε με την Κλειώ, όταν η αδερφή της είχε τρέξει μακριά από το
δούκα του Άβερτον.
Κεφάλαιο 13

Η Καλλιόπη έγειρε μπροστά και κοίταξε από το παράθυρο της ά-


μαξας με κομμένη την ανάσα, περιμένοντας να εμφανιστεί άλλο ένα
θαύμα. Εκείνη, η Κλειώ και η Θάλεια ταξίδευαν μέρες προς το Γιόρ-
κσαϊρ, διαβάζοντας δυνατά ή παίζοντας χαρτιά. Το μόνο που δεν έ-
λεγαν ήταν αυτό που υπήρχε πραγματικά στο μυαλό τους. Βλέπο-
ντας όμως τώρα το παράξενο και θεσπέσιο τοπίο, η Καλλιόπη σκε-
φτόταν πως άξιζε τον κόπο.
Ποτέ δεν είχε κυριευτεί πραγματικά από την πρόσφατη τρέλα για
τη «φύση» και τα παράφορα αισθήματα που καλλιεργούνταν από
τους ποιητές. Η ίδια λαχταρούσε την κλασική τάξη της πόλης, με τα
σπίτια και τα καταστήματα, τις περιποιημένες πλατείες και τα πάρκα,
πράγματα που εδώ ήταν αδιανόητα. Εδώ η Καλλιόπη μπορούσε να
καταλάβει καλύτερα τους ποιητές. Και θυμόταν ότι ούτε οι Έλληνες
είχαν πάθος με την τάξη, αλλά με την τρέλα, το αίμα και τα τέρατα.
Το εξοχικό τοπίο ήταν όμορφο, αλλά δεν είχε το λευκό κάλλος ενός
μαρμάρινου αγάλματος. Υπήρχε κάτι άγριο σ’ εκείνο το τοπίο, μια
αίσθηση απομόνωσης και βαθιάς μοναξιάς. Απόκρημνες βραχώδεις
λοφοπλαγιές, σκούρο γκρι πάνω σε πράσινο πορφυρό φόντο, άνισα
σχήματα που χάνονταν στις βουνοκορφές.
Εδώ το παρελθόν ήταν εμφανές. Ρωμαίοι, Βίκινγκς, Σάξονες, Νορ-
μανδοί είχαν περάσει από δω, αφήνοντας τα ίχνη τους στη γη. Ακόμα
και πειρατές λίγο πιο πέρα, στον κόλπο του Ρομπέν των Δασών.
Η Καλλιόπη χαμήλωσε το παράθυρο κι άφησε να μπει στην άμαξα
η δροσερή αύρα μαζί με τη βαριά, γήινη μυρωδιά της τύρφης. Πέρα
μακριά είδε ένα στενό μονοπάτι, σαν μια άσπρη ουλή πάνω στην
γκρίζα γη που οδηγούσε προς μια ερειπωμένη εκκλησία. Τα άδεια
παράθυρά της την κοιτούσαν σαν μάτια που της έγνεφαν. Ναι, το
παρελθόν σίγουρα ήταν ζωντανό εκεί στην εξοχή, δεν ήταν μόνο
κρύες, νεκρές πέτρες. Μπορούσε να φανταστεί τον Κάμερον να καλ-
πάζει στο ανεμοδαρμένο τοπίο...
Έγειρε βαριά πίσω στο κάθισμά της. Γιατί αυτός ο άντρας ξεπετα-
γόταν διαρκώς στο μυαλό της κάθε ώρα και στιγμή, είτε διάβαζε είτε
περπατούσε στο πάρκο είτε έπαιζε χαρτιά με τις αδερφές της; Κι ό-
μως, είχε να τον δει από τη βραδιά στην Εταιρεία Αρχαιοτήτων. Είχε
ακούσει πως είχε φύγει από την πόλη, για να φροντίσει κάποιες υ-
ποθέσεις στα κτήματά του στην εξοχή.
Της ήταν εξαιρετικά δύσκολο να συγκεντρώνεται στην καθημερι-
νότητά της, να μη σκέφτεται το φιλί τους. Εκεί που άρχιζε να τον ξε-
χνάει καθώς διάβαζε ένα βιβλίο για τον Τρωικό Πόλεμο, μια αναφο-
ρά στον Ερμή τον έφερνε ξανά στο μυαλό της. Τη λάμψη των ματιών
του στο φως του φεγγαριού, την απαλή πίεση των χειλιών του πάνω
στα δικά της, τη μυρωδιά της επιδερμίδας του. Πάντα πίστευε ότι
αυτού του είδους οι περιγραφές του σωματικού πάθους ήταν υπερ-
βολικές. Πώς μπορούσε ένα απλό αντρικό άγγιγμα να σε κάνει να ξε-
χάσεις τα πάντα;
Τώρα ήξερε πως δεν ήταν καθόλου υπερβολικό να αναστενάζει μια
γυναίκα για το φιλί ενός άντρα, να λαχταράει να το ξανανιώσει και
την ίδια στιγμή να το φοβάται. Και τι θα γινόταν αν ξεμυαλιζόταν ε-
ντελώς μαζί του και πνιγόταν για χάρη του; Μα πώς τα είχε καταφέ-
ρει, ανάμεσα σε τόσους άντρες, να ερωτευτεί τον Κάμερον ντε Βιρ;
Ήταν γελοίο!
Αν έκρινε όμως από τον τρόπο που είχε φύγει από την πόλη, εκεί-
νος δεν αισθανόταν το ίδιο. Δεν ήξερε καν αν θα ερχόταν κι εκείνος
στο Γιόρκσαϊρ, και δεν τολμούσε να ρωτήσει την Έμελιν. Δεν ήθελε
να καταλάβει κανείς την ανοησία της. Ούτε καν οι αδερφές της.
Άραγε η Κλειώ θα την καταλάβαινε; Ήταν πολύ απόμακρη μετά τη
διάλεξη, σαν να είχε διαρκώς κάπου αλλού το μυαλό της. Σε κάτι που
κανείς δεν μπορούσε να καταλάβει.
«Θα πρέπει να κοντεύουμε», είπε η Θάλεια. «Ω, δε βλέπω την ώρα
να περπατήσω σ’ αυτά τα λιβάδια! Λέτε να μπορούμε να πάμε για κο-
λύμπι σ’ εκείνο τον ποταμό που προσπεράσαμε νωρίτερα;»
«Αν θέλεις να παγώσει το αίμα στις φλέβες σου», απάντησε η Κλειώ
κοιτώντας έξω απ’ το παράθυρο καθώς ανηφόριζαν σ’ έναν απόκρη-
μνο λόφο.
«Ε, καλά! Δεν είναι δα και Ιανουάριος. Είμαι σίγουρη πως το νερό
είναι μια χαρά. Αναζωογονητικό».
«Αρκεί να μη σε δει κανείς», είπε η Καλλιόπη. Οι αδερφές Τσέις εί-
χαν φλερτάρει με αρκετά σκάνδαλα τον τελευταίο καιρό. Ήταν τυχε-
ρές που δεν τις είχαν τσακώσει ακόμα.
«Είμαι η προσωποποίηση της διακριτικότητας. Ω, κοιτάξτε! Νομί-
ζω πως φτάσαμε».
Πέρασαν μέσα από τις ανοιχτές πύλες και προχώρησαν σ’ ένα χα-
λικόστρωτο μονοπάτι, πλαισιωμένο με δέντρα λυγισμένα από τον
άνεμο. Στο τέρμα του μακριού, ολόισιου δρόμου υψωνόταν το Κένλι
Άμπι, το σπίτι των γονιών της Έμελιν, του κόμη και της κόμισσας του
Κένλι.
Όπως ακριβώς το είχε περιγράφει η Έμελιν στην τελευταία συνά-
ντηση στη Λέσχη Κυριών, ήταν ένα μεσαιωνικό αββαείο διαμορφω-
μένο σε κατοικία και δωρισμένο σε κάποιον από τους προγόνους της
Έμελιν από το βασιλιά Ερρίκο Η', μαζί με τον τίτλο. Χτισμένο με την
τοπική γκρίζα πέτρα, ήταν ανεμοδαρμένο και τραχύ, σκεπασμένο
από πράσινα βρύα. Οι επάνω όροφοι είχαν σύγχρονα γυάλινα πα-
ράθυρα, ενώ το κάτω μέρος αποτελούνταν ακόμα από παλιές στοές
και διαδρόμους. Στο χλιαρό ηλιόφως του απογεύματος και με φόντο
τον αχνογάλαζο ουρανό, φάνταζε αλλόκοτο και γοητευτικό. Μήπως
όμως τις νύχτες ξετρύπωναν από εκείνες τις στοές τα φαντάσματα
των καλόγερων;
Αυτό ήταν, Καλλιόπη, μάλωσε τον εαυτό της. Τέρμα τα μυθιστορήμα-
τα! Πρώτα οι ήρωες του Μπάιρον που κάλπαζαν στους βάλτους, τώ-
ρα τα φαντάσματα των καλόγερων. Τι άλλο θα έβλεπε ακόμα;
Στην πρόσοψη του σπιτιού υπήρχε ένα κυκλικό δρομάκι με σκεπα-
στή είσοδο, προστατευμένο από τον άνεμο. Η άμαξα σταμάτησε και
την ίδια στιγμή βγήκε η Έμελιν να τους υποδεχτεί μ’ ένα πλατύ χα-
μόγελο.
«Επιτέλους, ήρθατε!» φώναξε μόλις οι τρεις αδερφές κατέβηκαν.
«Ήταν τόσο πληκτικό να περιμένω τους καλεσμένους μας αυτές τις
μέρες».
«Πληκτικό; Με τον χερ Μίλερ για παρέα;» την πείραξε η Καλλιόπη.
Η Έμελιν γέλασε. «Σίγουρα είναι πολύ μορφωμένος άνθρωπος, αλ-
λά θα νιώθω καλύτερα όταν θα έχει μεγαλύτερο ακροατήριο να μοι-
ραστεί τη σοφία του. Πού είναι ο πατέρας σας; Ο δικός μου ανυπο-
μονεί να του δείξει μια επιτύμβια στήλη που μόλις αγόρασε».
«Σταμάτησε στο τελευταίο χωριό για να επισκεφθεί το μικρό μου-
σείο τους», είπε η Κλειώ. «Μια έκθεση με σαξονικά βέλη».
«Καλά, δεν πειράζει. Ελάτε μέσα να πιείτε λίγο τσάι. Θα πρέπει να
είστε εξαντλημένες από το ταξίδι», είπε η Έμελιν και τις οδήγησε στο
σπίτι.
Μετά βίας πρόλαβαν να ρίξουν μια ματιά στους πέτρινους δια-
δρόμους και τις στοές, πριν τις οδηγήσει σε μια στενή σκάλα κι από
εκεί σε ένα μοντέρνο καθιστικό με αναμμένο τζάκι. Η Λότι ήταν ήδη
εκεί με την οικογένειά της και οι υπηρέτριες τοποθετούσαν στο τρα-
πέζι ένα σερβίτσιο του τσαγιού.
«Πρέπει να σας πω όλα τα σχέδιά μου», είπε η Έμελιν σερβίροντας
τσάι και κόβοντας κέικ. «Υπάρχουν τόσα ερείπια για να επισκεφθού-
με! Μπορούμε να πάμε και στην παραλία, αν θέλετε. Ο κόλπος του
Ρομπέν των Δασών είναι κάπως μακριά, αλλά αξίζει τον κόπο να τον
δείτε».
«Εκεί όπου βρίσκονται οι σπηλιές των λαθρεμπόρων;» αναφώνησε
η Θάλεια. «Αχ, ναι, πρέπει να πάμε. Δεν έχω δει ποτέ κάτι τέτοιο».
«Μάλλον δε θα το δεις ούτε αυτή τη φορά», είπε η Κλειώ.
«Είναι γνωστό πως οι λαθρέμποροι δεν αφήνουν όποιον κι όποιον
να μπαίνει στις στοές τους».
«Έλα τώρα, Κλειώ, απλώς θέλεις να μου καταστρέφεις τη χαρά»,
αντιγύρισε η Θάλεια. «Γιατί κάνεις σαν γεροντοκόρη;»
Εκείνη τη στιγμή ακούστηκαν βήματα στη σκάλα και η Έμελιν έ-
σπευσε να προειδοποιήσει τις φίλες της. «Σουτ! Είναι η μαμά. Μη
σας ακούσει να μιλάτε για λαθρέμπορους, γιατί δε θα μας αφήσει να
κατεβούμε στον κόλπο».
Μόλις μπήκε στο δωμάτιο η φιλόξενη λαίδη Κένλι, μια γηραιότερη
εκδοχή της Έμελιν, άρχισαν να συζητάνε τα νέα από την πόλη και τις
επισκέψεις στα αξιοθέατα που είχαν προγραμματιστεί.
Καθώς κουβέντιαζαν και αργόπιναν το τσάι τους, η Καλλιόπη συ-
νειδητοποίησε ότι δεν είχε σκεφτεί τον Κάμερον για είκοσι ολόκληρα
λεπτά. Δεν είχε ρωτήσει καν αν ο λόρδος Γουέστγουντ συμπεριλαμ-
βανόταν στους καλεσμένους. Αρκετά μεγάλη επιτυχία, που σίγουρα
έδειχνε πως επιτέλους η σκέψη του άρχιζε να σβήνει από το μυαλό
της.
***
Ο Κάμερον στάθηκε στην κορυφή του λόφου και κοίταξε το γκρι-
ζοπράσινο τοπίο που απλωνόταν στα πόδια του. Το βλέμμα του έ-
φτανε μέχρι τους μακρινούς βάλτους και τα αγροκτήματα. Από κάτω
ο δρόμος φιδογύριζε σαν ροζ κορδέλα, ενώ το μόνο ορατό ίχνος ζω-
ής ήταν το άλογό του που έβοσκε στους πρόποδες της απότομης
πλαγιάς.
Διόλου παράξενο που οι Ρωμαίοι είχαν χτίσει ένα φρούριο σ’ αυτή
την τοποθεσία, απ’ το οποίο τώρα δεν απέμεναν παρά μονάχα μερι-
κά τμήματα του τείχους και λίγα θραύσματα μωσαϊκού δαπέδου. Από
εκεί μπορούσαν να δουν όλη εκείνη την απέραντη και μαγευτική έ-
κταση.
Έβγαλε το καπέλο του κι ένιωσε τον άνεμο στα μαλλιά και στο
δέρμα του. Είχε μείνει πολύ καιρό στην πολύβουη, βρομερή πόλη
και του είχε λείψει η μυρωδιά της γης και του τζακιού. Επιτέλους,
ήταν μόνος. Μόνος με τον άνεμο και το φως της ημέρας και τα παλιά
πνεύματα του κάστρου.
Μόνος, με εξαίρεση τη σκέψη της Καλλιόπης Τσέις. Ακόμα κι εκεί,
τον ακολουθούσε η ανάμνηση των σοβαρών καστανών ματιών της. Η
αίσθηση του ζεστού, απαλού σώματός της κάτω από τα χέρια του. Η
γεύση των χειλιών της, η γεμάτη αθωότητα και πάθος έκφραση στο
πρόσωπό της. Το πώς είχε φύγει μακριά του χωρίς να ρίξει ούτε μα-
τιά πίσω της.
Πόσο λαχταρούσε να τρέξει πίσω της, να την αγκαλιάσει, να τη φι-
λήσει ξανά! Είχε τρέξει μέχρι την πόρτα του σκοτεινού δωματίου κα-
θώς άκουγε τα βήματά της να απομακρύνονται, νιώθοντας απελπι-
σμένα την ανάγκη να την πάρει ξανά στην αγκαλιά του, να κρατήσει
αυτό το σπάνιο συναίσθημα που φούντωνε ανάμεσά τους όποτε φι-
λιόντουσαν.
Αλλά κάτι τον συγκράτησε. Ίσως εκείνο το σαστισμένο βλέμμα στα
μάτια της. Ή η ανάμνηση του Άβερτον και η βίαιη συμπεριφορά του
προς τις γυναίκες -τόσο διαφορετική από τον τρόπο που ήθελε να
φέρεται ο Κάμερον.
Έτσι δεν έτρεξε πίσω της, όσο κι αν λαχταρούσε να το κάνει. Μόλις
ο ρυθμός της καρδιάς του ηρέμησε και το κορμί του ήταν σε κατά-
σταση να ιδωθεί χωρίς να προκαλέσει σκάνδαλο, βεβαιώθηκε ότι η
Καλλιόπη ήταν ασφαλής μέσα στις γυναικείες τουαλέτες και επέ-
στρεψε στο σπίτι του. Για μια φευγαλέα στιγμή σκέφτηκε να επι-
σκεφθεί το διακριτικό, ακριβό σπίτι της κυρίας Πάρκερ στην Χαφ
Μουν Στρητ, όπου ήταν σίγουρος ότι θα τύχαινε ενθουσιώδους υ-
ποδοχής από τα όμορφα κορίτσια της. Σχεδόν αμέσως όμως απέρρι-
ψε την ιδέα. Καμιά απ’ αυτές δε θα ήταν η Καλλιόπη, και η μόνη που
ήθελε εκείνος ήταν η Καλλιόπη.
Πώς είχε συμβεί αυτό; Πότε έπαψε να εκνευρίζεται με τις λογομα-
χίες τους και άρχισε να λαχταράει να της κάνει έρωτα;
Ο πόθος του δεν εξαφανίστηκε ούτε όταν έμεινε μακριά της. Έφυγε
από την πόλη για τα κτήματά του κι εκεί προσπάθησε να πνίξει την
ερωτική απόγνωσή του καλπάζοντας μέσα στους αγρούς του. Είχε
σκεφτεί να μην έρθει στη συνάντηση στο σπίτι των Κένλι. Η Καλλιό-
πη θα ήταν σίγουρα εκεί.
Όμως δεν μπορούσε να μείνει άλλο μακριά της. Δεν ήθελε να την
τρομάξει, αλλά το ελληνικό αίμα του έβραζε και δεν μπορούσε να το
αρνηθεί πια. Ήταν αναγκασμένος να το ομολογήσει στον εαυτό του:
Ήθελε την Καλλιόπη Τσέις.
Και σκόπευε να την αποκτήσει.
Κεφάλαιο 14

«Η Έμελιν έχει κάνει πολλά σχέδια γι’ αυτές τις μέρες», είπε η λαίδη
Κένλι σερβίροντας κι άλλο τσάι στα πορσελάνινα φλιτζάνια. «Πικνίκ
δίπλα στο ποτάμι, περίπατοι στη φύση, παντομίμες. Ακόμα και ένας
χορός έχει προγραμματιστεί σε μερικές μέρες, στη λέσχη του χω-
ριού. Δεν είναι βέβαια το Άλμακ’ς, θα είναι όμως αρκετά διασκεδα-
στική εκδήλωση. Εσείς οι νέοι χρειάζεστε τη μουσική και το χορό!»
«Ακούγεται υπέροχο», είπε η Καλλιόπη κρυφοκοιτάζοντας την Έ-
μελιν πάνω από το φλιτζάνι του τσαγιού της. Εκείνη κοκκίνισε, επι-
βεβαιώνοντας την υποψία της Καλλιόπης ότι όλα αυτά ήταν ένας
τρόπος για να περάσει περισσότερο χρόνο με τον κύριο Σμίθσον.
«Θα έχουμε όμως χρόνο με τις διαλέξεις του χερ Μίλερ;»
Η λαίδη Κένλι χαμογέλασε με νόημα. «Δε χρειάζεται να ανησυχείτε,
δεσποινίς Τσέις. Θα υπάρχει με το παραπάνω χρόνος για τον χερ
Μίλερ. Ο σύζυγός μου πιστεύει ότι οι άνθρωποι μπορούν να ζουν
αποκλειστικά και μόνο με τέχνη και ιστορία, η Έμελιν κι εγώ όμως
ξέρουμε πως αυτό δεν ισχύει. Θέλουμε να περάσετε όμορφα εδώ.
Στο κάτω κάτω, φύγατε από την πόλη στη αποκορύφωμα της κοινω-
νικής σεζόν. Θα πρέπει να αναπληρώσουμε αυτή την απουσία, αν
μπορούμε».
Η Καλλιόπη της χαμογέλασε, αν και καταλάβαινε τι εννοούσε η
λαίδη Κένλι. Η μητέρα της Έμελιν ήταν μία από τις πιο διάσημες
προξενήτρες της Αγγλίας. Από τη στιγμή που είχε δει την κόρη της
να τακτοποιείται -αν και όχι με τον καημένο τον Φρέντι Μαουντ-
μπανκ που ήταν η πρώτη της επιλογή!-, έπρεπε να εστιάσει σε άλλες
κοπέλες την προσοχή της. Και οι ορφανές από μητέρα αδερφές Τσέις
ήταν ιδανικός στόχος.
Η Καλλιόπη κοίταξε την Κλειώ στην απέναντι πλευρά του δωματί-
ου. Η αδερφή της άκουγε χαμογελώντας τις φλυαρίες της Λότι, όμως
στο πρόσωπό της υπήρχε ακόμα εκείνη η γκρίζα σκιά που τη στοί-
χειωνε από τη βραδιά του χορού μεταμφιεσμένων. Η Καλλιόπη αμ-
φέβαλλε αν η λαίδη Κένλι θα κατάφερνε να προξενέψει την Κλειώ,
ίσως όμως η απόκρουση κάποιων προτάσεων να ήταν ο περισπα-
σμός που χρειαζόταν η αδερφή της.
Όσο για τη Θάλεια...
Η Καλλιόπη έστρεψε το βλέμμα της στην άλλη αδερφή της, που
έπαιζε μια θυελλώδη συμφωνία του Μπετόβεν στο πιάνο. Με το φως
που έπεφτε από τα παράθυρα στα ξανθά μαλλιά της, αποτελούσε
υπόδειγμα αγγλικής ομορφιάς, αλλά η Καλλιόπη ήξερε ότι μόνο ένας
ξεχωριστός, δυνατός άντρας θα μπορούσε να ταιριάξει με την Αμα-
ζόνα που έκρυβε η Θάλεια μέσα της.
Όσο για τον εαυτό της, δε σκεφτόταν καθόλου το γάμο. Ήταν πολύ
απασχολημένη με τον πατέρα και τις αδερφές της, τον κλέφτη, τη
Αλαβάστρινη Θεά. Κανένας άντρας δε θα μπορούσε να την καταλά-
βει. Κανένας απ’ όσους είχε γνωρίσει ως τώρα.
Εκτός...
Ξαφνικά είδε με τα μάτια της φαντασίας της το σκοτεινό δωμάτιο
στην Εταιρεία Αρχαιοτήτων. Θυμήθηκε το καυτό, τραχύ άγγιγμα του
Κάμερον στην επιδερμίδα της, την πίεση του φιλιού του. Η αναμφι-
σβήτητη ερωτική επιθυμία έκανε το αίμα να κοχλάζει στις φλέβες
της. Εκείνος δεν έμοιαζε με κανέναν από τους άντρες που είχε γνωρί-
σει.
Όμως δεν ήταν κατάλληλος για εκείνη. Δεν ήταν φτιαγμένοι ο ένας
για τον άλλο.
Η Καλλιόπη συνοφρυώθηκε. Ακούμπησε το φλιτζάνι της στο τρα-
πέζι και πήγε στο παράθυρο. Κοίταξε αφηρημένη τον κήπο, τα περι-
ποιημένα, στενά μονοπάτια και το απέραντο, καλοφροντισμένο γρα-
σίδι ως εκεί όπου χανόταν μέσα στα δέντρα. Στα όρια του κήπου διέ-
κρινε μια στοίβα από σκούρες γκρι πέτρες.
Μια παράξενη δομή που ξεφύτρωνε απροσδόκητα, σαν τα τείχη
που χώριζαν τις λοφοπλαγιές στα δύο.
Μήπως ήταν κάποιο είδος τύμβου; Είχαν δει παρόμοια κτίσματα
στο δρόμο τους, πάνω σε κορφές, παλιές, στιβαρές κατασκευές που
είχαν αντέξει στο χρόνο και απέμεναν ενθύμια ενός κόσμου που είχε
από αιώνες χαθεί. Σίγουρα η Λότι θα ήταν πρόθυμη να εξερευνήσει
το συγκεκριμένο κτίσμα, υφαίνοντας γύρω από τις κρύες πέτρες τις
δικές της ευφάνταστες ιστορίες.
Η Έμελιν ήρθε δίπλα της και της πρόσφερε ένα ακόμα φλιτζάνι
τσάι. «Σκεφτόμουν πως θα είχε ενδιαφέρον να κάναμε έναν περίπατο
ως τους καταρράκτες αύριο το πρωί», της είπε. «Είναι πολύ γραφικά.
Λένε μάλιστα ότι υπάρχει μια κρυμμένη σπηλιά πίσω από το νερό, αν
και δε φαντάζομαι πως θα θέλει καμιά από εμάς να την εξερευνήσει!
Πολλή υγρασία!»
«Μην το πεις στη Θάλεια. Είμαι σίγουρη ότι εκείνη θα το επιχειρή-
σει με την παραμικρή ευκαιρία».
Η Έμελιν γέλασε. «Δε θα το πω, αλλά είμαι σίγουρη ότι θα το ακού-
σει από άλλους. Οι αγρότες λατρεύουν να αφηγούνται τοπικούς
θρύλους».
«Υπάρχει κανένας θρύλος γι’ αυτό εκεί;» ρώτησε η Καλλιόπη δεί-
χνοντας τις πέτρες.
«Δεν έχω ιδέα. Βρίσκονταν πάντα εκεί. Πάμε να ρίξουμε μια ματιά;»
Η Έμελιν κοίταξε τη μητέρα της, η οποία συζητούσε ζωηρά με τη μη-
τέρα της Λότι. «Είναι αποφασισμένη να προξενέψει τον Φρέντι Μά-
ουντμπανκ σε κάποια, βλέπεις. Καημένη Λότι».
«Μια βόλτα θα ήταν υπέροχη», συμφώνησε βιαστικά η Καλλιόπη,
τρομοκρατημένη στη σκέψη ότι η λαίδη Κένλι θα επιχειρούσε να
προξενέψει τον Φρέντι Μάουντμπανκ σ’ εκείνη.
Λίγα λεπτά αργότερα είχαν πάρει όλες τα καπέλα και τις εσάρπες
τους και διέσχιζαν τους κήπους με κατεύθυνση τις μυστηριώδεις πέ-
τρες. Η Θάλεια έτρεξε μπροστά και, λασπώνοντας γρήγορα τον πο-
δόγυρο της, έσκυψε να κοιτάξει πάνω από το χαμηλό τείχος.
«Έμελιν», φώναξε, «πώς και δεν παρατήρησες ποτέ από κοντά αυτά
τα βράχια; Είναι συναρπαστικά».
«Δεν ερχόμαστε συχνά εδώ», απάντησε η Έμελιν. «Είναι πολύ απο-
μονωμένα και δεν αρέσει στη μαμά. Γιατί; Τι βλέπεις;»
«Είναι πολύ σκοτεινά εκεί κάτω, φαίνονται όμως σαν σκαλοπάτια ή
κάτι τέτοιο. Σκαλισμένα πάνω στη γη. Μήπως είναι κανένα αρχαίο
υπόγειο;»
«Ή κελάρι των Βίκινγκς;» Η Καλλιόπη κοίταξε πάνω από τον ώμο
της Θάλειας, αλλά δεν έβλεπε παρά μόνο χώματα και σκοτάδι. Φαί-
νονταν πράγματι σαν σκαλοπάτια, αλλά δεν ήταν σίγουρη.
«Θα πρέπει να είναι ένα μυστικό πέρασμα!» φώναξε η Λότι. «Κά-
ποιος μυστικός τάφος, όπου κείτονται άγρια δολοφονημένοι παρά-
νομοι εραστές. Διάβασα κάτι τέτοιο...»
«Είμαι σίγουρη», είπε βιαστικά η Καλλιόπη, πριν μπουν σε περισ-
σότερες λεπτομέρειες. «Αν όμως αυτά είναι πράγματι σκαλοπάτια, δε
φαίνονται να οδηγούν κάπου. Θα πρέπει να ανήκαν σε κάποιο κτί-
σμα που δεν υπάρχει πια. Στην καλύβα κάποιου κηπουρού, ίσως».
Η Λότι μούτρωσε. «Θα μπορούσε να είναι τάφος», επέμεινε.
«Η Καλλιόπη έχει δίκιο», είπε ζωηρά η Κλειώ. «Αυτά τα σκαλοπάτια
τελειώνουν εκεί, βλέπετε; Θάλεια, φύγε από εκεί, θα γεμίσεις λά-
σπες».
«Έτσι κι αλλιώς θα πλυθώ πριν το δείπνο», διαμαρτυρήθηκε εκεί-
νη. «Τι θα πάθω αν λερωθώ λίγο;»
«Ναι, αλλά η Μαίρη δε θα ενθουσιαστεί που θα χρειαστεί να καθα-
ρίσει ξανά τα γάντια σου», είπε η Καλλιόπη, ξαφνικά ανυπόμονη. Μα
την αλήθεια, η συμβίωση με τις αδερφές της ήταν σαν να προσπα-
θούσε να βοσκήσει ένα κοπάδι απείθαρχα πρόβατα. Ή κάτι πιο ά-
γριο. Αλεπούδες, ίσως. Καβγατζούδες αλεπούδες!
Οι υπόλοιπες κοπέλες τελικά απομακρύνθηκαν για μια βόλτα προς
τα δέντρα, ενώ η Καλλιόπη γύρισε κι άρχισε να προχωρεί προς την
αντίθετη κατεύθυνση, αποζητώντας λίγη ησυχία.
Έκανε το γύρο του σπιτιού και κατηφόρισε στο πλαισιωμένο με
δέντρα δρομάκι. Στο βάθος έβλεπε τις πύλες. Ήταν μισάνοιχτες, σαν
να την προσκαλούσαν να αναζητήσει την ελευθερία.
Ξαφνικά οι πύλες άνοιξαν διάπλατα και ένας μοναχικός καβαλάρης
πέρασε μέσα στο κτήμα. Κάλπαζε γρήγορα προς το μέρος της και η
ελπίδα της Καλλιόπης για λίγη ηρεμία εξατμίστηκε σαν καπνός στον
ουρανό.
Ήταν ο Κάμερον. Δε φορούσε καπέλο και τα μαλλιά του ήταν πιο
μακριά και πιο ατίθασα απ’ ό,τι συνήθως, ενώ το ανοιχτό πανωφόρι
ανέμιζε πίσω του σαν δυο πελώρια φτερά. Ένας Άγγλος Περσέας πά-
νω στον Πήγασο. Η Καλλιόπη δεν είχε πουθενά να κρυφτεί, έτσι έ-
μεινε εκεί παγωμένη, παρακολουθώντας τον να τη ζυγώνει.
Τράβηξε τα ηνία λίγα μέτρα μπροστά της σηκώνοντας ένα σύννεφο
σκόνης. Στο μέτωπό του έλαμπε ιδρώτας, όπως και στο γυαλιστερό
τρίχωμα του αλόγου του. Σαν να είχε καλπάσει με μανία. Μήπως ή-
θελε κι αυτός να ξεφύγει από τις σκέψεις του όπως η ίδια;
Την κοιτούσε σιωπηλός, λαχανιασμένος. Η Καλλιόπη σκέφτηκε
προς στιγμήν ότι μπορεί να ήταν όραμα, ένα ονειρικό πλάσμα, αλλά
όταν ξεπέζεψε και προχώρησε προς το μέρος της ήταν πέρα για πέρα
πραγματικός.
Πισωπάτησε και ένιωσε τον τραχύ κορμό ενός δέντρου στην πλάτη
της. Εκείνος σταμάτησε αρκετά βήματα μακριά της και απλώς την
κοίταζε καθώς έβγαζε τα γάντια του.
«Καλησπέρα, δεσποινίς Τσέις», της είπε
«Κ-καλησπέρα, λόρδε Γουέστγουντ», του απάντησε. «Πώς ήταν το
ταξίδι σας;»
«Χωρίς απρόοπτα. Εσείς είστε καλά; Ο πατέρας και οι αδερφές σας;
Η δεσποινίς Κλειώ ειδικά».
«Πολύ καλά, ευχαριστώ. Η Κλειώ φαίνεται να έχει συνέλθει αρκετά.
Ανυπομονούν να ακούσουν τον χερ Μίλερ».
«Τι μου λέτε;» Τα χείλη του τρεμόπαιξαν. «Δεν επωφελήθηκαν αρ-
κετά στην πόλη από τη... χμ, μεγάλη σοφία του;»
Η Καλλιόπη ήθελε να γελάσει, αλλά διατήρησε την έκφρασή της
σοβαρή. «Ο αέρας της εξοχής είναι εξίσου ωφέλιμος, πιστεύω. Μά-
θαμε ότι εκμεταλλευτήκατε κι εσείς πρόσφατα το υγιεινό περιβάλλον
της εξοχής. Δε σας είδαμε καθόλου την προηγούμενη εβδομάδα στην
πόλη».
«Είχα να συζητήσω κάποια θέματα με το διαχειριστή των κτημά-
των μου-, έτσι πέρασα από εκεί καθώς ερχόμουν εδώ».
«Αλήθεια;» Η Καλλιόπη έψαξε να βρει κάτι ουδέτερο να πει, οτιδή-
ποτε εκτός από αυτό που λαχταρούσε -γιατί την είχε φιλήσει; Και
γιατί είχε φύγει από την πόλη αμέσως μετά;
Ήταν στ’ αλήθεια τόσο φρικτή;
«Έχω ακούσει πως το κτήμα σας είναι πολύ όμορφο», του είπε τε-
λικά.
«Ναι, είναι. Αλλά πολύ έρημο μετά το θάνατο της μητέρας μου. Η
διακόσμηση της έπαυλης είναι θλιβερά παλιομοδίτικη και χρειάζεται
ένα γυναικείο άγγιγμα».
Ένα γυναικείο άγγιγμα; Η Καλλιόπη δεν ήξερε τι να πει. Γύρισε προς
το σπίτι και άρχισε να περπατάει γρήγορα. «Θα πρέπει να είστε κου-
ρασμένος μετά το ταξίδι σας», του είπε. «Η λαίδη Κένλι έχει σερβίρει
τσάι στο σαλόνι. Και η Έμελιν σχεδιάζει διάφορες εκδρομές για τις
επόμενες ημέρες. Αύριο λέμε να κάνουμε έναν περίπατο στους κα-
ταρράκτες».
Ο Κάμερον έπιασε τα χαλινάρια του αλόγου του και την ακολού-
θησε, προλαβαίνοντάς τη στο έρημο υπόστεγο της εισόδου.
«Καλλιόπη», της είπε ήρεμα και τη σταμάτησε ακουμπώντας απαλά
τον αγκώνα της. «Ήθελα να σου μιλήσω μετά από εκείνη τη νύχτα
στην Εταιρεία Αρχαιοτήτων».
«Ω. Ναι». Μη μπορώντας να συναντήσει το βλέμμα του, η Καλλιό-
πη κοιτούσε το ήρεμο άλογό του. Το ζώο την κοιτούσε με το υγρό,
εντελώς αδιάφορο βλέμμα του. Όπως το σπίτι και τα φαντάσματα
των καλόγερων. «Δεν έχετε λόγο να απολογηθείτε. Ήταν αποκλειστι-
κά δικό μου λάθος. Ήμουν τόσο ανήσυχη για την αδερφή μου, για
τον Κλέφτη με τα Κρίνα, που... τέλος πάντων, δεν ήμουν ο εαυτός
μου. Λυπάμαι. Μην το σκέφτεστε». Ανέβηκε γρήγορα τις σκάλες.
«Τσάι στο σαλόνι, λόρδε Γουέστγουντ», του φώναξε χωρίς να στρα-
φεί προς τα πίσω.
Η φωνή του όμως την ακολούθησε. Ήταν ένα ήσυχο, τραχύ μουρ-
μουρητό, αλλά έφτασε καθαρά στ’ αυτιά της. «Δεν μπορείς να φεύ-
γεις τρέχοντος από κοντά μου για πάντα, Καλλιόπη Τσέις».
Ίσως όχι για πάντα. Προς το παρόν όμως μπορούσε.
Κεφάλαιο 15

Η εκδρομή που διοργάνωσε η Έμελιν για την πρώτη μέρα τους ή-


ταν ένας περίπατος στη φύση, μια διαδρομή για να εξερευνήσουν
τους διάσημους καταρράκτες της περιοχής. «Θα ενθουσιαστείτε»,
είπε η Έμελιν καθώς απομακρύνονταν από το σπίτι τυλιγμένες με τις
κάπες τους. «Είναι ένα τοπίο μυστηριώδες, σαν να έχει βγει-από μια
άλλη εποχή».
Ένα τοπίο από μια άλλη εποχή. Αυτό έβλεπε γύρω της η Καλλιόπη,
καθώς η πρωινή ομίχλη σκέπαζε τη γη και τα παλιά πέτρινα τείχη μ’
ένα ασημένιο πέπλο. Η σιωπή ήταν βαριά και τη διέκοπτε μόνο κά-
ποιο μακρινό βέλασμα ή τα πνιχτά γέλια της παρέας τους.
Ο Κάμερον ήρθε δίπλα της και του χαμογέλασε διστακτικά. Κι εκεί-
νος φαινόταν διαφορετικός εδώ, με το μπλε πανωφόρι και τις χο-
ντρές μπότες του αντί για τα κομψά ρούχα της πόλης. Τα μαλλιά του
έπεφταν πίσω ανέμελα και μερικές σταγόνες πάχνης λαμπύριζαν ε-
πάνω τους σαν μικροσκοπικά διαμάντια. Παραδόξως, έδειχνε απόλυ-
τα ταιριαστός με το περιβάλλον, ακριβώς όπως και σε μια χοροε-
σπερίδα. Ένιωθε άνετα παντού.
Η Καλλιόπη τον ζήλευε γι’ αυτό.
«Μοιάζουμε με μια αρχαία συμμορία Βίκινγκς, δε συμφωνείτε;»
του είπε. «Σαν να βγήκαμε με το χάραμα για μάχη».
Ο Κάμερον γέλασε μ’ εκείνο το ζεστό, μεταδοτικό γέλιο του. «Γνω-
ρίζετε και τους Βίκινγκς, λοιπόν; Νόμιζα ότι οι Τσέις ενδιαφέρονταν
μόνο για την αρχαία Ελλάδα. Δημοκρατία, φιλοσοφία και θεοί του
Ολύμπου».
«Όπως και οι Ντε Βιρ, εννοείτε;»
«Πληρωμένη απάντηση».
«Είναι αλήθεια πως η Ελλάδα είχε προτεραιότητα στην εκπαίδευσή
μας. Αλλά διαβάζουμε επίσης για τους Βίκινγκς και τους Γαλάτες.
Κάποτε είχαμε μια γκουβερνάντα που μας έλεγε ιστορίες για πλοία
των Βίκινγκς και αιματηρές επιδρομές. Μας άρεσαν πολύ αυτές οι
ιστορίες».
«Και τι απέγινε αυτή η Βίκινγκ νταντά;»
«Έφυγε, φυσικά, και η μητέρα μου βρήκε μια καινούρια γκου-
βερνάντα. Κάποια που μας έμαθε πιο κατάλληλες αιμοδιψείς ιστορίες
από την Ελλάδα και τη Ρώμη».
Ο Κάμερον την έπιασε από το χέρι για να τη βοηθήσει να περάσει
πάνω από ένα χαμηλό τοιχίο και τα γαντοφορεμένα δάχτυλά τους
έμειναν ενωμένα λίγο παραπάνω απ’ όσο χρειαζόταν. Η Καλλιόπη έ-
νιωσε την πρωτόγνωρη λαχτάρα να κρατήσει σφιχτά το χέρι του και
να τρέξουν μαζί στα λιβάδια.
«Είχα καιρό να σκεφτώ αυτές τις ιστορίες», του είπε καθώς συνέχι-
σαν να περπατούν πίσω από τους άλλους. «Αυτό το μέρος μού τις
θυμίζει πολύ ζωντανά».
«Είναι διαφορετικά εδώ. Ο τόπος έχει κάτι μυστηριώδες».
«Πιστεύετε πως υπήρχαν Βίκινγκς εδώ; Ίσως ζούσαν σ’ εκείνα τα
ερείπια εκεί, στην κορυφή του λόφου, και λάτρευαν τον Θορ, τον
Όντιν και τη Φρέια».
Ο Κάμερον γέλασε. «Εκείνο ήταν ρωμαϊκό φρούριο, φοβάμαι όμως
ότι ως εκεί φτάνουν οι γνώσεις μου. Οι Ντε Βιρ, όπως και οι Τσέις,
πιστεύουν ότι η ιστορία τελείωσε γύρω στο 300 π.Χ.».
Η Έμελιν, που ήταν επικεφαλής της ομάδας μαζί με τον κύριο
Σμίθσον, γύρισε πίσω και φώναξε: «Βιαστείτε εσείς οι δύο! Φτάσαμε
σχεδόν».
Η Καλλιόπη και ο Κάμερον άνοιξαν το βήμα τους και έφτασαν κο-
ντά στους άλλους τη στιγμή που έμπαιναν σε ένα μικρό συγκρότημα
βράχων που σχημάτιζε ένα φαράγγι. Ο ήλιος είχε αρχίσει να ξεπρο-
βάλλει ανάμεσα στα σύννεφα διαλύοντας την ομίχλη, αλλά όχι εκεί.
Εκεί βασίλευαν οι σκιές, μαζί με μια αρχαία μαγεία που η Καλλιόπη
δεν μπορούσε να εξηγήσει.
Ο Κάμερον πήρε πάλι το χέρι της κι άρχισαν να κατεβαίνουν το
απότομο, αμμώδες μονοπάτι που τους οδηγούσε μέσα σ’ εκείνη τη
μαγεμένη γη. Το ασημογάλαζο ποτάμι ξαφνικά άρχισε να κυλάει
βουερό σαν να έπαιρνε δύναμη από κάποιο αόρατο χέρι. Διέτρεχε με
ορμή το φαράγγι και έπεφτε δεκάδες μέτρα πιο κάτω στις βραχώδεις
πλάκες μιας λίμνης.
Η μυρωδιά του χώματος ήταν έντονη και έφτασε στα ρουθούνια
της Καλλιόπης ανάμεικτη με την οσμή άγριου σκόρδου και βρύων,
καθώς και αγριολούλουδων που ξεφύτρωναν ανάμεσα στους βρά-
χους. Σταμάτησε κι έμεινε εκεί να κοιτάζει την αλλόκοσμη σκηνή.
Κρατούσε σφιχτά το χέρι του Κάμερον, σαν να είχαν εξαφανιστεί τα
πάντα γύρω της και δεν υπήρχε παρά μόνο αυτή η στιγμή.
«Καλλιόπη;» τη ρώτησε σιγανά ο Κάμερον κοιτώντας την. «Είσαι
καλά;»
«Είναι τόσο όμορφα», ψιθύρισε εκείνη. «Έχεις ξαναδεί ποτέ κάτι
πιο όμορφο;»
«Μόνο μια φορά», της είπε και χάιδεψε με το γαντοφορεμένο δά-
χτυλό του μια μπούκλα που είχε ξεφύγει από την κουκούλα της.
Η Καλλιόπη τραβήχτηκε ταραγμένη μακριά του. Η μαγική στιγμή
είχε χαθεί μέσα στην παλιά αμηχανία της κι άρχισε να προχωρεί
γρήγορα προς τους υπόλοιπους. Πώς μπορούσε να της το κάνει αυτό
κάθε φορά που τον έβλεπε; Να την κάνει να ξεχνάει τον εαυτό της, το
στόχο της, τον τόσο καλά τακτοποιημένο κόσμο της; Την παρέσυρε
με τη χρυσαφένια λάμψη του, με την ελευθερία και την ομορφιά του,
κι εκείνη ξεχνούσε τα πάντα προκειμένου να απολαύσει εκείνη την
ευτυχισμένη στιγμή. Ήταν μπλεγμένη στα μάγια του όπως όλες οι
γυναίκες στο Λονδίνο. «Έλληνα θεό», θυμήθηκε ότι τον αποκαλούσαν
οι φίλες της αναστενάζοντας.
Ένας θεός του φωτός και της ευθυμίας. Κι εκείνη ήταν η πιο σοβα-
ρή απ’ όλες τις Μούσες, πάντα πρακτική και συμβουλευτική, μελετη-
ρή και προστατευτική. Δεν είχε καμιά σχέση με το ρομαντισμό.
Αυτό δεν έπρεπε να το ξεχνάει ποτέ. Εκείνη και ο Κάμερον είχαν
συμμαχήσει για να σώσουν την Αλαβάστρινη Θεά, αλλά όταν η Άρ-
τεμις θα ήταν ασφαλής, θα ήταν και πάλι αυτοί που ήταν: δύο εντε-
λώς διαφορετικοί άνθρωποι.
Φτάνοντας δίπλα στην Κλειώ, έστρεψε το βλέμμα της στον γκριζο-
γάλανο ουρανό, που μόλις και φώτιζε τη σκοτεινιά του φαραγγιού.
Έριξε ένα κλεφτό βλέμμα στην αδερφή της, που παρατηρούσε σοβα-
ρή τον ορμητικό καταρράκτη. Με κάποιο τρόπο είχε γίνει σαν αυτό
το φαράγγι, σκοτεινή και μυστηριώδης, γεμάτη άγνωστες χαράδρες
όπου κρύβονταν φαντάσματα. Η Καλλιόπη θα έκανε τα πάντα για να
σώσει την Κλειώ από αυτό που τη στοίχειωνε. Αλλά δεν μπορούσε να
τη σώσει, αν δεν ήξερε τι ήταν αυτό που τη βασάνιζε.
«Μου αρέσει εδώ», είπε η Κλειώ. «Είναι ένα αρχαίο μέρος, πέρα
από την ανθρώπινη μνήμη και φαντασία».
«Λένε πως υπάρχει μια σπηλιά εκεί, πίσω από τον καταρράκτη»,
είπε η Έμελιν.
«Πρέπει να κολυμπήσω ως εκεί για να τη δω!» είπε η Θάλεια. Α-
στειευόταν, φυσικά, αλλά η Καλλιόπη έκλεισε τα μάτια απελπισμένη,
ξέροντας πως η αδερφή της ήταν ικανή να το κάνει.
«Πες μας περισσότερα γι’ αυτούς τους καταρράκτες, Έμελιν. Είμαι
σίγουρη ότι υπάρχουν πολλοί θρύλοι», είπε η Κλειώ.
Για την επόμενη ώρα η συντροφιά κάθισε στις πέτρινες πλάκες κι
άκουσε τις διηγήσεις της Έμελιν για τα αρχαία πνεύματα του νερού.
Όλη αυτή την ώρα η Καλλιόπη ένιωθε τα μάτια του Κάμερον καρφω-
μένα επάνω της από την απέναντι πλευρά του μαγικού ποταμού.
***
Όταν πήραν το δρόμο της επιστροφής, ο ήλιος είχε διαλύσει τα τε-
λευταία ίχνη της πρωινής ομίχλης. Η γη δεν ήταν λιγότερο όμορφη,
όμως ήταν λιγότερο μυστηριώδης. Τετράγωνα και παραλληλόγραμμα
κομμάτια γης χωρίζονταν από τα πανταχού παρόντα τείχη, αγρότες
δούλευαν στα χωράφια τους, άλογα έσερναν κάρα και πρόβατα τρι-
γύριζαν αναζητώντας βοσκή. Εικόνες της καθημερινής ζωής χωρίς
καμία μαγεία.
Όμως η Καλλιόπη βρισκόταν ακόμα κάτω από την επήρεια της μα-
γείας των καταρρακτών. Και δεν της άρεσε καθόλου να νιώθει χαμέ-
νη, σαστισμένη.
Μόνο ένας τρόπος υπήρχε να λύσει τα μάγια. Έπρεπε να συγκε-
ντρωθεί στη σκέψη της Αλαβάστρινης Θεάς. Θυμήθηκε το χαρτί που
είχε χώσει κρυφά στις αποσκευές της, τα ονόματα που είχε αντιγρά-
ψει από τη λίστα που είχε βρει η Κλειώ στη βάση του αγάλματος της
Άρτεμης. Σίγουρα ήταν κάτι σημαντικό. Ίσως ακόμα και το κλειδί που
θα έλυνε όλο το μυστήριο.
Κοίταξε πίσω της τον Κάμερον, που περπατούσε με τη Λότι και την
άκουγε να μιλά για το τελευταίο μυθιστόρημά της. Την άκουγε σο-
βαρός, γνέφοντας κάθε τόσο και κάνοντας ευγενικά σχόλια. Τίποτα
στη στάση του δεν έδειχνε πως δυσανασχετούσε.
Η Καλλιόπη δεν μπορούσε να κάνει διαφορετικά, έπρεπε να του
δείξει σύντομα τη λίστα. Δεν μπορούσε να την αποκρυπτογραφήσει
μόνη της και ίσως ο Κάμερον, ξέροντας κάποια πράγματα για το
δούκα και το περιβάλλον του, είχε κάποιες ιδέες.
«Πάμε από εδώ», είπε η Έμελιν διακόπτοντας τις σκέψεις της. «Θα
κόψουμε δρόμο και ο μπαμπάς με τον χερ Μίλερ θέλουν να μας μι-
λήσουν πριν το γεύμα. Κάτι για το Σωκράτη, νομίζω. Ή μήπως για το
Σοφοκλή;»
«Δε βλέπω την ώρα», μουρμούρισε η Κλειώ. «Μας βλέπω να καθό-
μαστε εκεί μέχρι το βράδυ, πεθαίνοντας της πείνας. Για, φροϊλάιν...»
Η Καλλιόπη γέλασε. «Πάψε! Ο χερ Μίλερ είναι ένας διακεκριμένος
επιστήμονας. Είμαστε τυχερές που μπορούμε να επωφεληθούμε από
τις γνώσεις του».
«Ό,τι πεις», είπε με αμφιβολία η Κλειώ. «Σίγουρα η γνώση δεν πάει
ποτέ χαμένη. Εγώ πάντως προτιμώ τον καταρράκτη».
Ακολούθησαν την Έμελιν σε ένα στενότερο μονοπάτι, κάτω από
μια καμάρα που σχημάτιζαν τα λυγισμένα από τον άνεμο δέντρα.
Ήταν πολύ ήσυχα εκεί, σχεδόν τρομακτικά σιωπηλά, οι μόνοι ήχοι
που ακούγονταν ήταν τα μουρμουρητά τους και το τρίξιμο των βη-
μάτων τους πάνω στα χαμόκλαδα.
«Αυτό η Λότι θα το αποκαλούσε Το Άντρο της Μάγισσας του Δάσους»,
ψιθύρισε η Κλειώ. «Το νου σας, διαβάτες που περνάτε από δω!»
Η Καλλιόπη γέλασε, όχι όμως χωρίς μια ανατριχίλα.
Επιτέλους βγήκαν από το δάσος σε ένα πιο φαρδύ και ηλιόλουστο
μονοπάτι, και βρέθηκαν να αντικρίζουν άλλο ένα μαγευτικό τοπίο.
Ένα κάστρο, σκαρφαλωμένο σε κάποιο μακρινό λόφο, πλαισιωμένο
από το φόντο του απέραντου ουρανού.
Δεν ήταν αρχαίο όπως οι Βίκινγκς, σίγουρα όμως ήταν αρκετά πα-
λιό. Του δέκατου τέταρτου αιώνα, υπέθεσε η Καλλιόπη, κοιτάζοντας
τους χοντρούς πέτρινους τοίχους και τις ψηλές επάλξεις. Αν πλησία-
ζαν, το δίχως άλλο θα έβλεπαν και μια κρεμαστή γέφυρα πάνω από
μια τάφρο. Ήταν ένας σιωπηλός, συμπαγής όγκος που φρουρούσε το
τοπίο. Όμορφος, με το δικό του τρόπο. Ανέπαφος, σε αντίθεση μα
άλλα διάσημα ερείπια κάστρων της περιοχής, όπως του Μπόλτον και
του Ρίτσμοντ.
Ένα κάστρο αμετάβλητο και παγερό.
«Εκείνο είναι το κάστρο Άβερτον», είπε η Έμελιν.
Για κάποιο λόγο, η Καλλιόπη δεν ξαφνιάστηκε. Το κτίσμα έμοιαζε
με το δούκα. Μυστηριώδες, όμορφο αλλά με τρόπο απωθητικό, πα-
ράξενα αρχαϊκό.
Η Αλαβάστρινη Θεά βρισκόταν κάπου μέσα σ’ εκείνο το παγερό
φρούριο. Κλειδωμένη. Κρυμμένη.
Η Καλλιόπη έπιασε το χέρι της Κλειώς. Εκείνη δεν ξεκολλούσε το
βλέμμα της από το κάστρο. Τα δάχτυλά της έσφιξαν δυνατά το χέρι
της Καλλιόπης. «Τυπικό», ήταν το μόνο που είπε. Ύστερα τράβηξε το
χέρι της και συνέχισε να περπατά.
Κεφάλαιο 16

«... Στον Οιδίποδα, ο Σοφοκλής μας δείχνει έναν άντρα καταραμένο


και ευλογημένο, δικαιωμένο μέσα από τις πάμπολλες ταλαιπωρίες
του. Βίωσε τις έννοιες της ελευθερίας και του πεπρωμένου, όπως
βλέπετε σ’ αυτό εδώ το κείμενο...»
Η Καλλιόπη αναδεύτηκε ελαφρά στο κάθισμά της, παρακολουθώ-
ντας ευγενικά τον χερ Μίλερ να μιλάει για τα έργα του Οιδίποδα.
Απόψε, όμως, δεν είχε χρόνο για έναν πατροκτόνο που παντρεύτηκε
τη μητέρα του και κατέληξε να περιπλανιέται τυφλός στη χώρα! Είχε
τις δικές της έγνοιες.
Έγνοιες που ήλπιζε να μην την οδηγήσουν σε μια σύγκρουση με
την «ελευθερία και το πεπρωμένο».
Δίπλωσε τα χέρια πάνω στο χάντρινο τσαντάκι της, όπου βρι-
σκόταν διπλωμένη η λίστα. Στην απέναντι πλευρά του δωματίου, ο
Κάμερον παρακολουθούσε κι αυτός τον καθηγητή. Όμως τα μάτια
του φαίνονταν απλανή, σαν να βρισκόταν κάπου αλλού.
Τι να σκεφτόταν άραγε; Μήπως την ελληνική γη πάνω στην οποία
περιπλανιόταν ο Οιδίποδας; Η Καλλιόπη σχεδόν έβλεπε μπροστά της
τον καυτό ήλιο να ζεματίζει τα σπασμένα μαρμάρινα αγάλματα,
σαύρες να τρυπώνουν στα ξερόχορτα. Ένας άλλος τόπος αρχαίας
μαγείας και ατέλειωτης ζέστης.
Ίσως αυτό ήταν που προσπαθούσαν να κατανοήσουν εκεί, μ’ αυτές
τις διαλέξεις και τις ατελείωτες συζητήσεις γύρω από την αρχαία πο-
λιτική και τους αρχαίους θεούς. Όχι τόσο την ελευθερία ή το πε-
πρωμένο, αλλά τον ελληνικό ήλιο, τα όντα που βασίλευαν στον τόπο
εκείνο. Τους θεούς, τις νύμφες και τις ναϊάδες.
Κοίταξε πάλι τον Κάμερον, ο οποίος φαινόταν όπως πάντα να εν-
σαρκώνει αυτές τις ιδέες. Την καλοκαιρινή ραθυμία που έκρυβε μια
αστραπιαία μεταβλητότητα.
Μετακινήθηκε στην καρέκλα του και την έπιασε να τον κοιτάζει.
Της χαμογέλασε κι εκείνη του έγνεψε, σφίγγοντας το τσαντάκι πε-
ρισσότερο στην ποδιά της. Μετά τη διάλεξη θα έβρισκε μια ευκαιρία
να του μιλήσει ιδιαιτέρως, χωρίς να υποστεί την περιέργεια των φί-
λων της -ή τις ερωτήσεις της Κλειώς. Για κάποιο λόγο η Καλλιόπη δεν
ήταν έτοιμη να πει στην αδερφή της πως είχε επιστρατεύσει τη βοή-
θεια του Κάμερον.
Έστρεψε το βλέμμα της στη αδερφή της, που καθόταν μαζί με τη
Θάλεια και τη Λότι. Έδειχνε να ακούει τον χερ Μίλερ, αλλά, όπως ο
Κάμερον, φαινόταν να βρίσκεται αλλού.
Σύντομα θα είχαν όλες τις απαντήσεις. Ο κλέφτης θα πιανόταν, η
θεά. θα ήταν ασφαλής και η ζωή θα ξαναγινόταν φυσιολογική.
Μόνο που η Καλλιόπη φοβόταν ότι μετά απ’ όλα αυτά, μετά τον
Κάμερον, τίποτα πια δε θα μπορούσε να είναι φυσιολογικό. Ο Κάμε-
ρον είχε φέρει αυτό που εκείνη θεωρούσε φυσιολογικό τα πάνω κά-
τω, και δεν ήξερε αν μπορούσε να το επαναφέρει.
Ή αν ήθελε.
Ώρες αργότερα η λαίδη Κένλι κατάφερε επιτέλους να δώσει τέλος
στη μακρόσυρτη ομιλία του χερ Μίλερ. Ο πατέρας της Καλλιόπης και
μερικοί ακόμα μαζεύτηκαν γύρω από τον καθηγητή για να του κά-
νουν ερωτήσεις, ενώ η Έμελιν οδήγησε τη νεολαία στην τραπεζαρία,
όπου είχε στηθεί ένας μπουφές με το δείπνο.
«Οι περιπέτειες του Οιδίποδα μου άνοιξαν την όρεξη!» είπε η Θά-
λεια παίρνοντας ανυπόμονα το πιάτο της.
«Εμένα όλη αυτή η ιστορία με το βγάλσιμο των ματιών μάλλον μου
την έκοψε», μουρμούρισε η Κλειώ. «Μόνο τσάι για μένα,- ευχαρι-
στώ».
Η Καλλιόπη πλησίασε δήθεν αδιάφορα τον Κάμερον, παρακο-
λουθώντας άγρυπνα τις αδερφές της, ώστε να είναι σίγουρη ότι ήταν
αρκετά μακριά για να μπορέσουν να την ακούσουν.
«Κι εσείς ποια γνώμη έχετε για τον Οιδίποδα, δεσποινίς Τσέις;» τη
ρώτησε, δίνοντάς της ένα φλιτζάνι τσάι από το δίσκο ενός υπηρέτη.
«Οι απόψεις του χερ Μίλερ είναι πολύ ενδιαφέρουσες».
«Οι απόψεις του είναι εξαιρετικά κοινότοπες. Τις ίδιες έχουν όλοι
οι επιστήμονες σήμερα. Πότε θα βγει κάποιος να πει κάτι συνταρα-
κτικό, όπως ότι η πτώση του Οιδίποδα ήταν μια σπαρτιατική συνω-
μοσία; Ή μια περσική μηχανορραφία;»
Η Καλλιόπη γέλασε. «Αυτό πιστεύετε εσείς;»
Ο Κάμερον ανασήκωσε τους ώμους του. «Φοβάμαι πως δε με εν-
διαφέρει ιδιαίτερα η ιστορία του Οιδίποδα».
«Ούτε εμένα, είναι αλήθεια. Είμαι πολύ φαντασιόπληκτη. Προτιμώ
τους μύθους με θεούς και θεές».
«“Φαντασιόπληκτη” είναι η τελευταία λέξη που θα χρησιμοποιού-
σα για να σας χαρακτηρίσω, αγαπητή μου δεσποινίς Τσέις».
Και ποια λέξη θα χρησιμοποιούσε; Η Καλλιόπη φοβόταν να ρωτή-
σει. Μήπως «ανιαρή»; «Ενοχλητική»; «Φοβάμαι ότι μπορεί να αλλά-
ξετε γνώμη μόλις σας δείξω τι έχω στο τσαντάκι μου», του είπε.
Μια λάμψη φώτισε τα μάτια του. «Καίγομαι από περιέργεια».
«Δεν μπορώ να σας το δείξω εδώ. Αργότερα η Έμελιν θα οργανώσει
ένα παιχνίδι παντομίμας. Θα βρω μια δικαιολογία να αποσυρθώ και
φροντίστε να με συναντήσετε στο μικρό καθιστικό έξω από τη βι-
βλιοθήκη. Δε θα πάρει πολλή ώρα».
Του έκανε ένα νεύμα και απομακρύνθηκε προς την Έμελιν και τον
κύριο Σμίθσον. Θα πετύχαινε άραγε το σχέδιό της;
Και βέβαια θα πετύχαινε. Έπρεπε να πετύχει.
***
Η Καλλιόπη στεκόταν δίπλα στο παράθυρο του μικρού καθιστικού.
Από εκεί έβλεπε κανείς την είσοδο της έπαυλης και τη μακριά δε-
ντροστοιχία που οδηγούσε στην εξωτερική πύλη. Το φεγγάρι ήταν
λαμπερό, ο ουρανός ασυννέφιαστος και η Καλλιόπη φαντάστηκε ότι
έβλεπε τις επάλξεις του κάστρου του δούκα.
Έβγαλε τη λίστα από το τσαντάκι της και την ίσιωσε πάνω στο
περβάζι. Τι σήμαιναν αυτά τα ονόματα; Πώς συνδέονταν μεταξύ
τους;
Πίσω της η πόρτα άνοιξε απαλά. Γύρισε και είδε τον Κάμερον να
κοντοστέκεται πριν κλείσει την πόρτα πίσω του. Έμεινε στην απένα-
ντι μεριά του δωματίου γέρνοντας στον τοίχο, αλλά η απόσταση ή-
ταν μικρή και η Καλλιόπη ένιωσε έντονα την παρουσία του. Μύρισε
τη μυρωδιά του, ένιωσε τη ζεστασιά του. Θυμήθηκε την τελευταία
φορά που ήταν μόνοι στο σκοτάδι, μέσα στο γραφείο της Εταιρείας
Αρχαιοτήτων. Τότε την είχε φιλήσει και δεν μπορούσε να ξεχάσει
πώς είχε νιώσει.
Έσφιξε την εσάρπα γύρω από τους ώμους της. «Σε είδε κανείς να
φεύγεις;» τον ρώτησε.
Κούνησε το κεφάλι του αρνητικά. «Οι περισσότεροι άντρες απο-
σύρθηκαν για ένα μπράντι πριν αναγκαστούν να συμμετάσχουν στο
παιχνίδι της παντομίμας. Οι κυρίες θα νομίζουν ότι έκανα κι εγώ το
ίδιο, ενώ οι κύριοι θα φαντάζονται πως έμεινα με τις κυρίες. Για λίγα
λεπτά, τουλάχιστον».
«Πολύ έξυπνο».
«Φυσικά. Για την εξυπνάδα μου δε με κάλεσες εδώ; Ή μήπως για τα
όμορφα... μάτια μου;»
«Και για τα δύο, για να είμαι ειλικρινής».
«Αλήθεια; Μου κεντρίζεις το ενδιαφέρον». Πλησίασε και στάθηκε
δίπλα της στο παράθυρο.
«Χρειάζομαι τα μάτια σου για να κοιτάξουν αυτό και την εξυπνάδα
σου για να μου πει τι σημαίνει», του εξήγησε, προσπαθώντας να
διώξει απ’ το μυαλό της την ανάμνηση εκείνου του φιλιού. Του έδω-
σε το χαρτί.
Ο Κάμερον το έγειρε προς το φως συνοφρυωμένος. «Το Χρυσό Γε-
ράκι; Ο Πορφυρός Υάκινθος; Φοβάμαι ότι η εξυπνάδα μου δεν είναι
αρκετή για να καταλάβω. Πού το βρήκες αυτό;»
«Το βρήκε η Κλειώ το βράδυ του χορού στο σπίτι του δούκα. Ήταν
κρυμμένο στη βάση της Αλαβάστρινης Θεάς».
Την κοίταξε έκπληκτος. «Αυτό;»
«Το συγκεκριμένο είναι αντίγραφο. Η Κλειώ έχει το πρωτότυπο.
Δεν μπορώ να καταλάβω τίποτα. Λες να είναι κάποιος κώδικας;»
«Δεν έχω ιδέα». Το διάβασε ξανά. «Στο πανεπιστήμιο ο Άβερτον και
οι φίλοι του χρησιμοποιούσαν μεταξύ τους κάτι γελοία παρατσού-
κλια. Δε νομίζω πως είναι αυτά, αλλά ίσως πρόκειται για κάτι παρό-
μοιο».
«Κατάλογος των φίλων του; Κάτι σαν μυστική λέσχη;»
«Σαν τη δική σας Λέσχη Κυριών;» της είπε χαμογελώντας.
«Η λέσχη μας δεν είναι καθόλου μυστική. Και δε δίνουμε η μια
στην άλλη γελοία παρατσούκλια».
«Όχι βέβαια. Οι άλλοι σας αποκαλούν Μούσες Τσέις».
«Δε διάλεξα εγώ το όνομα Καλλιόπη, ξέρεις. Θα προτιμούσα το Ε-
λίζαμπεθ. Ή το Τζέιν».
«Αλήθεια; Δε μου φαίνεσαι σαν Τζέιν».
«Είμαι πολύ περισσότερο Τζέιν παρά Καλλιόπη. Και έχουμε ξεφύ-
γει απ’ το θέμα μας! Τι νομίζεις πως είναι αυτή η λίστα; Καμιά εγκλη-
ματική οργάνωση;»
«Δε θα με ξάφνιαζε κάτι τέτοιο για τον Άβερτον. Ο άνθρωπος είναι
ικανός για όλα. Δεν καταλαβαίνω όμως γιατί. Η εποχή του λαθρε-
μπορίου γαλλικών κρασιών και μεταξιού έχει παρέλθει, όμως είναι
αλήθεια πως από εδώ έχει πρόσβαση στις υπόγειες στοές του κόλ-
που του Ρομπέν των Δασών, ό,τι κι αν σκαρώνει». Ο Κάμερον κοίταξε
έξω απ’ το παράθυρο, σαν να φανταζόταν κι εκείνος ότι έβλεπε τις
επάλξεις του απειλητικού κάστρου. «Πρέπει να το σκεφτώ, κι εσύ
πρέπει να γυρίσεις στο σαλόνι. Μπορώ να κρατήσω τη λίστα;»
Η Καλλιόπη έγνεψε καταφατικά. Έτσι κι αλλιώς εκείνα τα αλλόκοτα
ονόματα είχαν χαραχτεί ανεξίτηλα στη μνήμη της. «Φυσικά. Εσύ δε
θα έρθεις;»
«Όχι ακόμα». Της χαμογέλασε και άγγιξε απαλά το χέρι της. «Τι θα
έλεγε ο κόσμος αν μας έβλεπε να επιστρέφουμε μαζί;»
Η Καλλιόπη γέλασε. Τα κουτσομπολιά θα φούντωναν, φυσικά, ο-
πότε θα αναγκάζονταν να αρραβωνιαστούν. Κι αυτό θα ήταν τρομε-
ρό.
Δε θα ήταν;
***
Η Καλλιόπη άνοιξε τα μάτια της και βρέθηκε ξαπλωμένη όχι στο άνετο,
απομονωμένο με κουρτίνες κρεβάτι του ξενώνα, αλλά πάνω σε κρύο πέ-
τρινο δάπεδο. Γύρω της σκοτάδι και το μυαλό της θολό. Ανακάθισε αργά,
σαστισμένη. Δε θυμόταν να είχε φύγει από το κρεβάτι της! Και σίγουρα
δεν είχε ξαναδεί εκείνο το μέρος.
Ήταν ένα είδος σπηλιάς, ένας πέτρινος θάλαμος σαν πειρατικό λημέρι.
Το μοναδικό φως προερχόταν από μια μυστηριώδη πηγή ψηλά πάνω απ’
το κεφάλι της, ένα χλομό, κιτρινοπράσινο φέγγος. Ένας μουντός θόρυβος
ακουγόταν σαν από μακριά.
Α, σκέφτηκε. Βρίσκομαι πίσω από τον καταρράκτη.
Και την ίδια στιγμή, Θα πρέπει να ονειρεύομαι.
Φυσικά. Ήταν ένα όνειρο. Αλλά τι μπορεί να σήμαινε; Γιατί να ονειρευ-
τεί ένα μέρος όπου δεν είχε βρεθεί ποτέ; Ένα κρύο, πέτρινο δωμάτιο γε-
μάτο ρεύματα και μούχλα.
Η Καλλιόπη σηκώθηκε στα πόδια της. Φορούσε το νυχτικό και τις πα-
ντόφλες της, όμως δεν κρύωνε καθόλου. Τώρα που ήξερε πως ονειρευό-
ταν, ήταν απλώς περίεργη. Ακολούθησε την πηγή του φωτός.
Οδηγούσε έξω από τη σπηλιά, σ’ ένα μακρύ, στενό διάδρομο. Το ταβάνι
ήταν πολύ χαμηλό, το πέτρινο πάτωμα γλιστρούσε κάτω από τις παντό-
φλες της. Το πιο παράξενο απ’ όλα ήταν ότι στους τοίχους υπήρχαν αντι-
κείμενα από τον Οίκο της Ακρόπολης. Η Δάφνη, η αιγυπτιακή λέαινα, ο
Παν με το φλάουτο. Τα μαρμάρινα μάτια τους την ακολουθούσαν παντού,
με βλέμματα γεμάτα κατηγορία. Γιατί δε μας έσωσες; τα άκουγε σχεδόν
να ψιθυρίζουν. Γιατί μας άφησες;
Η Καλλιόπη άρχισε να τρέχει στο διάδρομο θέλοντας να αφήσει πίσω
της τα παγωμένα βλέμματα και τις αλλόκοσμες φωνές τους. Έτρεχε ώ-
σπου σκόνταψε κι έπεσε μπροστά, παρασυρμένη από τον άνεμο σε ένα
απέραντο κενό. Πολύ τρομοκρατημένη για να ουρλιάξει, έκλεισε τα μάτια
της και περίμενε τη συντριβή της.
Μα ο θάνατος δεν ήρθε ποτέ. Αντί γι ’ αυτό, η Καλλιόπη προσγειώθηκε
σ’ ένα απαλό, ζεστό κρεβάτι. Κοίταξε γύρω της αργά.
Δεν ήταν κρεβάτι, αλλά μια σαρκοφάγος. Μπροστά της η Αλαβάστρινη
Θεά, λουσμένη σ’ ένα θολό πράσινο φως, κρατούσε το τόξο της ψηλά.
Ήταν και τα δικά της μάτια γεμάτα ζωντάνια, αλλά δεν περιείχαν κατηγο-
ρία. Μόνο... συμπόνια. Ανησυχία. Παράξενο, αφού η Άρτεμις ήταν η λιγό-
τερο στοργική από ολόκληρο το ασυγκίνητο Πάνθεον! Δε δίσταζε να με-
ταμορφώσει τους ανθρώπους σε ελάφια και να τους τρυπήσει με τα βέλη
της αν τη δυσαρεστούσαν.
Μην είσαι ανόητη, μάλωσε τον εαυτό της και ανακάθισε μέσα στη
σαρκοφάγο. Αυτό δεν είναι παρά ένα όνειρο. Η φιλική Άρτε- μις ήταν το
ίδιο φανταστική όσο και μια σπηλιά γεμάτη αντίκες.
«Τι κάνω εδώ;» ρώτησε.
«Εγώ σε κάλεσα, φυσικά», αποκρίθηκε η Άρτεμις. Τα μαρμάρινα χείλη
της δεν κινούνταν, αλλά η φωνή της αντήχησε καθαρά τριγύρω. Μια φω-
νή νεανική αλλά γεμάτη αυταρχισμό, αυτοπεποίθηση. Ακουγόταν αρκετά
σαν τη φωνή της Κλειώς.
«Γιατί;» Η Καλλιόπη κατέβασε τα πόδια της από την επιχρυσωμένη ά-
κρη της σαρκοφάγου, αλλά δεν τόλμησε να κατεβεί. Κάτω έβλεπε μόνο
σκοτάδι. „
«Εσύ και οι φίλοι σου με αγαπήσατε και με υπηρετήσατε καλά», είπε η
Άρτεμις. «Πρέπει να σε προειδοποιήσω, όμως. Η αποστολή σου εδώ έχει
πολλούς κινδύνους».
«Κινδύνους;» Η Καλλιόπη θυμήθηκε το δούκα να κείτεται αιμόφυρτος
στο πάτωμα. Το κατεστραμμένο κοστούμι της Κλειώς. Τον Κάμερον να τη
φιλάει στο σκοτάδι. «Έχουμε αντιμετωπίσει ήδη αρκετούς κινδύνους».
«Όχι σαν αυτούς που σε περιμένουν, Μούσα μου. Έχω πολλούς κρυ-
φούς εχθρούς, ξέρεις. Εχθρούς που τώρα είναι και δικοί σου. Πρέπει να
μείνεις δυνατή. Συνέχισε το δρόμο σου -το δικό μου δρόμο- και όλα θα
πάνε καλά. Να το θυμάσαι αυτό όταν έχεις αμφιβολίες. Να το θυμηθείς
όταν αποκαλυφθούν οι εχθροί και διαπιστώσεις πως τα πράγματα δεν εί-
ναι όπως νόμιζες».
«Μα...» άρχισε να λέει η Καλλιόπη, αλλά η Άρτεμις χάθηκε μέσα στις
σκιές. Τότε η Καλλιόπη έπεσε σ’ εκείνο το μαύρο σκοτάδι που ανοιγόταν
στα πόδια της. Όταν προσγειώθηκε, βρέθηκε σ’ ένα χλοερό καλοκαιρινό
λιβάδι. Ένιωσε να κατρακυλάει ασταμάτητα σε μια πλαγιά που μοσχοβο-
λούσε λιακάδα και αγριολούλουδα.
Η κατρακύλα της διακόπηκε μόνο όταν συγκρούστηκε μ ’ ένα ζευγάρι
καλογυαλισμένες μπότες. Σήκωσε έκπληκτη το βλέμμα της και αντίκρισε
τον Κάμερον να την κοιτάζει από ψηλά. Τον πλαισίωνε το εκτυφλωτικό
ηλιόφωτο και οι μπούκλες του ανέμιζαν στην αύρα.
«Καλλιόπη», της είπε με φωνή καθησυχαστική. Σαγηνευτική. Έγειρε πά-
νω της χαμογελώντας. Ήταν εκείνο το χαρούμενο, αμέριμνο χαμόγελο
που τόσο της άρεσε. Τι να έκρυβε άραγε; «Σε παρακαλώ, άσε με να σε
βοηθήσω...»
Άπλωσε το χέρι του και η Καλλιόπη λαχταρούσε να το πιάσει. Να νιώσει
την επιδερμίδα του πάνω στη δική της. Αλλά τότε θυμήθηκε τα λόγια της
Άρτεμης. Κρυφοί εχθροί.
Σηκώθηκε παραπατώντας και τραβήχτηκε μακριά του -μακριά από αυτό
που ένιωθε. Ήταν ανώφελο, όμως, γιατί βρέθηκε ολομόναχη σ’ εκείνο το
λιβάδι. Κι ένα σύννεφο περνούσε πάνω από τον ήλιο...
***
Η Καλλιόπη ξύπνησε με ένα βογκητό. Κοίταξε γύρω της μανιασμέ-
να, σαν να περίμενε πως θα βρισκόταν ακόμα στην υγρή σπηλιά.
Όμως είδε την κρεβατοκάμαρά της, τη θράκα που σιγόκαιγε στο τζά-
κι και τα πεταμένα σκεπάσματά της. Το κόκκινο μπροκάρ ύφασμα
στον ουρανό του κρεβατιού και στις μισοτραβηγμένες κουρτίνες ή-
ταν αποπνικτικό, συγκριτικά με τη γαλάζια και λευκή ταπετσαρία στο
δικό της σπίτι. Σηκώθηκε απ’ το κρεβάτι, τυλίχτηκε σφιχτά με τη ρό-
μπα της και πήγε στο παράθυρο.
Το φεγγάρι έλαμπε ακόμα φωτεινό στους έρημους κήπους. Το α-
σημένιο φέγγος του έδινε στο σιντριβάνι και τα αγάλματα μια μαγική
χροιά.
Πόσο ζωντανά ήταν εκείνα τα αγάλματα στο όνειρό της, τα άδεια
βλέμματά τους και οι ανατριχιαστικοί ψίθυροί τους! Τέτοιου είδους
αντικείμενα ποτέ δεν της είχαν φανεί ζωντανά στο παρελθόν. Ήταν
βεβαίως σημαντικά και όμορφα, σύμβολα μιας αλλοτινής εποχής,
αλλά ποτέ δεν τα είχε δει σαν ζωντανά, παλλόμενα αντικείμενα από
μόνα τους, με δικές τους επιθυμίες. Με δική τους θέληση.
Τη δική τους θέση στον κόσμο.
Σταύρωσε σφιχτά τα μπράτσα της, νιώθοντας την ψύχρα της νύ-
χτας. Εκείνο το ενοχλητικό ρίγος μέσα της. Αυτό λοιπόν εννοούσε ο
Κάμερον όταν μιλούσε για την τέχνη; Όταν έστελνε τις συλλογές του
πατέρα του πίσω στην Ελλάδα; Δεν το είχε καταλάβει τότε. Αλλά ούτε
και τώρα το καταλάβαινε. Η σύγχρονη Ελλάδα δεν ήταν η Ελλάδα
που δημιούργησε εκείνα τα αντικείμενα. Από την άλλη μεριά...
Οι σκέψεις της διακόπηκαν από μια κίνηση στις σκιές κάτω από το
παράθυρό της. Έγειρε πιο κοντά στο κρύο τζάμι για να δει καλύτερα.
Μήπως ονειρευόταν ακόμα; Έβλεπε πράγματα που δεν υπήρχαν;
Ώρα ήταν να δει την ίδια την Άρτεμη να βολτάρει στον κήπο!
Οι μορφές όμως που ξεπρόβαλαν απ’ τις σκιές και φάνηκαν στο
φεγγαρόφωτο ήταν αληθινές. Ένας ψηλός, λεπτός άνθρωπος με χο-
ντρό πανωφόρι και πλατύγυρο καπέλο, μαζί με μια μικρότερη σιλου-
έτα τυλιγμένη σε μανδύα. Στάθηκαν για λίγο δίπλα στο σιντριβάνι
και μιλούσαν με τα κεφάλια σκυμμένα.
Η Καλλιόπη άνοιξε πολύ προσεκτικά το παράθυρό της, σίγουρη
πως επρόκειτο για κάποιο κρυφό ραντεβού. Δε θα έβλαπτε όμως να
κρυφακούσει. Η Άρτεμις την είχε προειδοποιήσει για κρυφούς ε-
χθρούς.
Δυστυχώς, δε φυσούσε αρκετά για να φτάνουν οι φωνές στ’ αυτιά
της. Το μόνο που μπορούσε να ακούσει ήταν ένα απαλό, αδιευκρίνι-
στο μουρμουρητό. Και κάποιες σκόρπιες λέξεις -«...σύντομα»,
«...παλίρροια», «...εδώ».
Η Καλλιόπη συνοφρυώθηκε. Δεν μπορούσε να βγάλει άκρη με τόσο
λίγα στοιχεία! Συνέχισε να παρακολουθεί, ώσπου λίγες στιγμές αρ-
γότερα η μορφή με το μανδύα έδωσε στον άλλο ένα γράμμα, ένα ά-
σπρο τετράγωνο σχήμα μέσα στο σκοτάδι. «Περίμενε», άκουσε η
Καλλιόπη. Ύστερα εκείνος με το καπέλο έφυγε βιαστικά και ο άν-
θρωπος με το μανδύα γύρισε προς το σπίτι. Για μια μόνο στιγμή η
κουκούλα έπεσε και μια φεγγαραχτίδα έλαμψε πάνω σ’ ένα ζευγάρι
γυαλιά. Σε μια μακριά κοτσίδα από πυρρόξανθα μαλλιά.
Η Καλλιόπη, τα έχασε, έκανε πίσω για να κρυφτεί στις κουρτίνες. Η
Κλειώ! Καθώς κοιτούσε εμβρόντητη, η αδερφή της ξαναφόρεσε την
κουκούλα και έτρεξε προς το σπίτι. Σε λίγο εξαφανίστηκε και η σιω-
πή απλώθηκε και πάλι στη νύχτα.
Η Καλλιόπη έκλεισε το στόμα με το χέρι της. Τι έκανε η Κλειώ;
Ποιος ήταν ο άνθρωπος με το καπέλο; Κανένα παράνομο αίσθημα; Κι
όμως, η σκηνή δεν είχε καμία ρομαντική χροιά, φευγαλέες αγκαλιές ή
παθιασμένα φιλιά. Σίγουρα η Κλειώ φερόταν παράξενα τελευταία.
Ήταν υπερβολικά σοβαρή και ευέξαπτη. Ποιος μπορούσε να την κα-
τηγορήσει, όμως, ύστερα από όσα είχαν συμβεί με το δούκα; Μήπως
αύτό είχε κάποια σχέση με τον Άβερτον;
Κρυφοί εχθροί, είχε ψιθυρίσει η Άρτεμις. Η Καλλιόπη έκλεισε τα αυ-
τιά της σαν ανόητη, τα λόγια όμως αντηχούσαν ακόμα. Φοβόταν ότι
δε θα έσβηναν ποτέ.
Κεφάλαιο 17

Η επόμενη μέρα ξημέρωσε λαμπερή και ηλιόλουστη, σαν να κορόι-


δευε την προηγούμενη νύχτα της Καλλιόπης. Άνοιξε το παράθυρο
της κρεβατοκάμαράς της κι έγειρε έξω να αναπνεύσει οξυγόνο και
την καθαρή μυρωδιά της γης. Η κρύα αύρα μαστίγωσε το πρόσωπό
της, αναζωογονώντας τη μετά τα παράξενα όνειρα της νύχτας. Η ει-
κόνα της Κλειώς στον κήπο τώρα φαινόταν εξίσου ονειρική.
Αναρωτήθηκε αν ήταν λάθος που έδειξε στον Κάμερον τη λίστα. Ι-
δίως τώρα που η Κλειώ έδειχνε να έχει κάποια ανάμειξη. Θυμήθηκε
το ανεξιχνίαστο βλέμμα του, τη διπλωματική απάντησή του. Έτριψε
τα μάτια της και προσπάθησε να καταλαγιάσει τις σκέψεις που
στροβιλίζονταν ασταμάτητα στο κεφάλι της, να σβήσει τα κατάλοιπα
των ονείρων της. Σχεδόν ευχόταν να μην είχε δει ποτέ εκείνο τον κα-
τάλογο, να μην είχε ακούσει ποτέ για τον Κλέφτη με τα Κρίνα και τις
πράξεις του!
Γιατί είχε εμπιστευτεί τον Κάμερον; Τι είχε διακρίνει πίσω από τη
γοητευτική όψη του που την έπεισε να ζητήσει τη βοήθεια του, να
του δείξει τη λίστα;
Αυτός ο άνθρωπος ήταν ένας γρίφος, κι εκείνο το πρωί η Καλλιόπη
δεν είχε χρόνο να τον αποκρυπτογραφήσει. Έπρεπε να ετοιμαστεί
για το πικνίκ και για τις επόμενες διαλέξεις του χερ Μίλερ, αν και δεν
είχε καθόλου στο μυαλό της τον αρχαίο κόσμο. Για πρώτη φορά το
παρόν φαινόταν πολύ πιο σημαντικό. Πιο επιτακτικό.
Καθώς ετοιμαζόταν να κλείσει το παράθυρο, άκουσε κάτω μια
πόρτα να ανοίγει. Να ήταν πάλι η Κλειώ; Έγειρε έξω και είδε έκπλη-
κτη τον Κάμερον. Μετά τα χτεσινοβραδινά όνειρά της, κόντευε να
πιστέψει πως τον είχαν υλοποιήσει οι σκέψεις της.
Με το σκούρο πανωφόρι του και τα μαλλιά του να ανεμίζουν ελεύ-
θερα, φαινόταν απόλυτα ταιριαστός με αυτό το άγριο τοπίο. Η Καλ-
λιόπη θυμήθηκε τις φήμες που κυκλοφορούσαν γι’ αυτόν, ότι κρυβό-
ταν με τη συμμορία του στα βουνά της Ελλάδας. Τώρα μπορούσε να
πιστέψει αυτές τις φήμες, καθώς τον παρακολουθούσε να διασχίζει
την πρασιά, τινάζοντας με τις μπότες του την πρωινή πάχνη από το
γρασίδι. Υπήρχε κάτι παράξενο επάνω του, κάτι ξένο προς την αγγλι-
κή καθημερινή πραγματικότητα. Ίσως γι’ αυτό του είχε εμπιστευτεί
τη λίστα. Ένας Έλληνας ληστής δε θα αντιδρούσε ποτέ με τον τρόπο
που θα το έκαναν όλοι οι άλλοι άντρες που γνώριζε η Καλλιόπη.
Ο Κάμερον ήταν διαφορετικός, πράγμα που τη φόβιζε και την έλ-
κυε ταυτόχρονα από την πρώτη στιγμή που τον είδε. Τι μπορεί να
έβρισκε όμως ένας άντρας σαν αυτόν σε μια γυναίκα σαν εκείνη;
«Κάμερον», φώναξε σιγανά.
Γύρισε το κεφάλι του και την είδε στο παράθυρο. Η σκεφτική έκ-
φρασή του δεν άλλαξε, όμως σήκωσε το χέρι να τη χαιρετήσει. Εκεί-
νη του έγνεψε να μείνει εκεί που ήταν και έκλεισε το παράθυρο. Έρι-
ξε την κάπα στους ώμους της και κατέβηκε βιαστικά.
Ο Κάμερον την περίμενε στο χαλικόστρωτο μονοπάτι δίπλα στο
σιντριβάνι, στο ίδιο σημείο όπου η Κλειώ είχε συναντήσει το μυστη-
ριώδη άντρα. «Νωρίς σηκώθηκες», της είπε. Τα μάτια του στο χρώμα
του κονιάκ δεν πρόδιδαν ούτε έκπληξη ούτε ευχαρίστηση -ούτε ε-
κνευρισμό που τον διέκοπτε από την πρωινή εξόρμησή του.
«Το ίδιο κι εσύ», του απάντησε. «Δεν μπορούσα να κοιμηθώ με όλα
όσα σκεφτόμουν». Δε θα του έλεγε για το όνειρό της, για την παρου-
σία του σ’ αυτό.
«Η λίστα», της είπε. «Ναι, με προβλημάτισε κι εμένα».
«Κατάφερες να την αποκρυπτογραφήσεις;»
Κούνησε το κεφάλι του αρνητικά. «Φαίνεται να είναι κάποιου εί-
δους κώδικας, χωρίς το κλειδί όμως...»
«Η λίστα μιας συμμορίας κακοποιών;»
«Με αρχηγό το δούκα;»
«Στο σπίτι του δε βρέθηκε; Θα σε ξάφνιαζε αν μάθαινες πως είναι
επικεφαλής κάποιας παράνομης ομάδας αρχαιοκαπηλίας; Ότι σχε-
διάζει κάτι εγκληματικό;»
Ο Κάμερον γέλασε θλιμμένα. «Καθόλου. Γιατί όμως να το κάνει;
Μπορεί να αποκτήσει όποιο έργο τέχνης επιθυμεί με πολύ πιο νόμι-
μα μέσα».
Η Καλλιόπη θυμήθηκε τη λάμψη στα μάτια του δούκα καθώς κοι-
τούσε τη Δάφνη, καθώς χάιδευε το μαρμάρινο μάγουλο συγκρίνο-
ντάς τη με την Κλειώ. «Ίσως για την απόλαυση του κυνηγιού. Για την
ηδονή του απαγορευμένου, αφού σχεδόν όλα επιτρέπονται σε ένα
δούκα».
Ο Κάμερον της χαμογέλασε και η σοβαρή έκφραση εξαφανίστηκε
από το πρόσωπό του σαν την ομίχλη. «Του απαγορευμένου; Όπως το
ότι μου μιλάς τώρα μόνη στον κήπο, πριν ξυπνήσουν οι υπόλοιποι
στο σπίτι;»
Η Καλλιόπη γέλασε. Δεν είχε άδικο. Κι ήταν άλλη μια ένδειξη του
πόσο είχαν αλλάξει τα πράγματα μεταξύ τους. Η παλιά Καλλιόπη δε
θα έκανε ποτέ κάτι τέτοιο! «Δεν είναι το ίδιο με την κλοπή έργων τέ-
χνης. Νομίζω όμως ότι τώρα κατανοώ κάπως καλύτερα την έλξη
προς το... αντισυμβατικό».
«Το ήξερα ότι στο τέλος θα προσηλυτιζόσουν», της είπε και άπλω-
σε το χέρι του να αγγίξει μια μακριά, ατίθαση μπούκλα των μαλλιών
της. Το άγγιγμά του ήταν ελαφρύ, παιχνιδιάρικο, κάτι όμως στο
βλέμμα του της έκοψε την ανάσα. Το στομάχι της σφίχτηκε.
Ανόητη, είπε στον εαυτό της. Είναι επειδή δεν πήρες πρωινό. Έδιωξε
απαλά το χέρι του και έκανε ένα βήμα πίσω. «Δεν “προσηλυτίστηκα”
τόσο πολύ σε οτιδήποτε αντισυμβατικό, κύριε», του είπε ανάλαφρα.
Ο Κάμερον ανασήκωσε τους ώμους του και έχωσε τα χέρια στις
τσέπες του, σαν για να τα εμποδίσει να την αγγίξουν ξανά.
«Είναι απλώς θέμα χρόνου, Καλλιόπη. Μόλις γευτεί κανείς την ε-
λευθερία, γίνεται εθιστική».
«Αυτό ανακάλυψες εσύ, Κάμερον;» τον ρώτησε ήρεμα. «Σου λείπει
η ελευθερία;»
Της χαμογέλασε, δεν ήταν όμως το εύθυμο χαμόγελό του. Ήταν μια
απλή σκιά. Σαν το όνειρό της. «Δεν είμαι ελεύθερος;»
«Λένε ότι στην Ελλάδα ζούσες με ληστές».
«Ναι, το έκανα. Για ένα διάστημα. Χρειάζονταν χρήματα, και τους
πλήρωνα για να με πηγαίνουν σε αρχαία ερείπια που δε βλέπει κα-
νείς. Ναούς και τάφους, μακριά από τον πολιτισμό».
«Αυτό εννοώ. Θα πρέπει να είναι δύσκολο μετά από εκείνη τη ζωή
να βρίσκεσαι... σ’ αυτήν».
«Να είμαι ένας Άγγλος λόρδος, εννοείς; Όλοι κάνουμε αυτό που
πρέπει. Αυτό για το οποίο είμαστε προορισμένοι. Έτσι δεν είναι,
Καλλιόπη;»
Κάνουμε αυτό που πρέπει. Αυτό δεν έκανε πάντα και η ίδια; Το κα-
θήκον της. «Δε σου λείπει η Ελλάδα; Δε θέλεις να γυρίσεις πίσω;»
«Ίσως μια μέρα γυρίσω».
Ακούστηκε κάποιος θόρυβος πίσω τους, κάποιο παράθυρο άνοιξε
κι ένας κουβάς νερό χύθηκε στον τοίχο του παλιού μοναστηριού. Το
σπίτι ξυπνούσε.
«Πρέπει να πάω μέσα», του είπε απρόθυμα. Δεν ήθελε να φύγει,
ήθελε να μείνει εκεί και να ακούσει περισσότερα για την Ελλάδα. Για
τη λιακάδα και τους ληστές.
«Ναι».
«Αλλά πρέπει να ξαναμιλήσουμε για τη λίστα. Στο πικνίκ».
Ο Κάμερον έγνεψε καταφατικά και η Καλλιόπη έτρεξε πίσω στο
σπίτι. Υπηρέτες ανεβοκατέβαιναν τις σκάλες, κουβαλώντας ρούχα
που έπρεπε να σιδερωθούν, νερό για πλύσιμο, δίσκους με το πρό-
γευμα. Η Καλλιόπη τους προσπέρασε γρήγορα και μπήκε στην κρε-
βατοκάμαρά της σαν να την κυνηγούσαν τα οράματα εκείνων των
ληστών.
***
Ο Κάμερον παρακολούθησε την Καλλιόπη να φεύγει τρέχοντας, να
εξαφανίζεται μέσα στο σπίτι, αφήνοντας μόνο μια υποψία από άρω-
μα τριαντάφυλλου πίσω της.
Ποτέ δεν είχε ξαναδεί τα μαλλιά της ελεύθερα. Ήταν πολύ όμορφα.
Μακριές μαύρες μπούκλες ξεχύνονταν στους ώμους της και έπεφταν
ατίθασες στην πλάτη της. Δεν έμοιαζε με την Αθηνά έχοντας έτσι τα
μαλλιά της, αλλά με κάποια νύμφη του δάσους που έτρεχε ελεύθερη
και ξέγνοιαστη ανάμεσα στα προϊστορικά δέντρα.
Προϊστορικά δέντρα; Τώρα την είχε πράγματι άσχημα, αφού κατέ-
φευγε σε τέτοια φτηνή ποίηση! Η Καλλιόπη Τσέις ήταν απλώς μια γυ-
ναίκα, μια κυρία, όμως ο Κάμερον διαπίστωνε ότι δεν ήταν μια γυ-
ναίκα σαν όλες τις άλλες. Ήταν μια γυναίκα που δεν έλεγε να φύγει
από το μυαλό του, από τις φαντασιώσεις του.
Τώρα φανταζόταν ότι περπατούσαν χέρι χέρι σε μια ελληνική α-
κρογιαλιά, με τα καταγάλανα νερά να χαϊδεύουν τα γυμνά πόδια
τους. Ότι τη φιλούσε κάτω από τον καυτό ήλιο της Μεσογείου και
γευόταν το αλάτι στα χείλη της.
Άρχισε να περπατάει ζωηρά στο μονοπάτι, σαν να μπορούσε με
την ίδια ευκολία να απομακρυνθεί από εκείνη. Από την ανάμνηση ε-
κείνης της νύχτας στην Εταιρεία Αρχαιοτήτων, την αίσθηση του α-
παλού κορμιού της επάνω του μέσα στο σκοτάδι. Δεν ήταν όμως εύ-
κολο, γιατί το φάντασμά της τον ακολουθούσε. Και η λίστα; του ψι-
θύριζε.
Α, ναι, η λίστα. Εκείνα τα παράξενα ονόματα, σαν αυτά που θα
σκαρφιζόταν μια μυστική λέσχη ανόητων νεαρών αντρών. Καρλομά-
γνος, Γκρίζο Περιστέρι, Πορφυρός Υάκινθος. Φαινόταν πράγματι σαν
σχέδιο που ταίριαζε στον Άβερτον, με τη μανία του προς το δραμα-
τικό, το αρχαϊκό. Για ποιο σκοπό όμως; Γιατί να γράψει αυτή τη λί-
στα και μετά να την κρύψει στη βάση της Αλαβάστρινης Θεάς; Και τι
ρόλο έπαιζε η Κλειώ Τσέις σε όλα αυτά;
Ήταν ένας γρίφος που δεν καταλάβαινε. Ακόμα. Αλλά θα έβρισκε
την άκρη σύντομα. Ήταν αποφασισμένος.
***
Καθώς προχωρούσε το απομεσήμερο και μάζευαν τα υπολείμματα
του πικνίκ, η Καλλιόπη ένιωσε τη νωχέλεια της ημέρας να την κατα-
κλύζει. Ο ήλιος ήταν ζεστός, το στομάχι της ευχάριστα χορτάτο και η
αϋπνία της προηγούμενης νύχτας ξαφνικά βάρυνε τα βλέφαρά της.
Έγειρε πίσω στον κορμό ενός δέντρου, έκλεισε τα μάτια της και ά-
κουγε το μουρμουρητό του ποταμού και τις φωνές των άλλων που
έκαναν τον περίπατό τους στην όχθη. Τα γέλια τους αυξομειώνο-
νταν, ώσπου έγιναν ένα ακαθόριστο μουρμουρητό, καθησυχαστικό
και οικείο. Τώρα οι έγνοιες της φάνταζαν πολύ μακρινές.
«“Δίπλα στη γαλάζια, αστραφτερή λίμνη με το ψηλό χορτάρι, α-
πλώνω το άλικο ρούχο μου στις χρυσαφιές ηλιαχτίδες”», άκουσε τον
Κάμερον να λέει.
Άνοιξε τα μάτια της και του χαμογέλασε. Ήταν μισοξαπλωμένος
στην άκρη της κουβέρτας του πικνίκ και είχε στρέψει το πρόσωπό
του στο φως, με τα μαλλιά του να πέφτουν πάνω στο μέτωπο και στα
όμορφα ζυγωματικά του. Άπλωσε το δάχτυλό του για να αγγίξει το
στρίφωμα της φούστας της κι εκείνη τον κλότσησε απαλά, παιχνι-
διάρικα. Όμως το χέρι του έσφιξε περισσότερο το ρούχο, σαν να
σκόπευε να την τραβήξει κοντά του.
«Νόμιζα πως θα πήγαινες για περίπατο με τους άλλους», του είπε
γελώντας.
Εκείνος έγνεψε αρνητικά, με τα μάτια του ακόμα κλειστά. «Έχω φά-
ει πάρα πολλή από εκείνη την εξαίσια τάρτα λεμονιού για να σκεφτώ
έστω να κουνηθώ. Εκτός αυτού, θα πρέπει να απολαύσουμε τη λια-
κάδα όσο την έχουμε. Σε λίγο ο ουρανός θα σκοτεινιάσει».
«Αυτό είναι αλήθεια». Η Καλλιόπη τον παρακολούθησε σαν μαγε-
μένη να χαϊδεύει το στρίφωμα της φούστας της. «Είναι μια υπέροχη
μέρα. Όλα γύρω είναι γαλάζια και κίτρινα».
«Οι αρχαίοι Έλληνες αναφέρονταν πάντα στις αποχρώσεις σε συν-
δυασμό με το φως».
«Η στεφανωμένη με μενεξεδί φως Αθήνα».
«Ακριβώς. Μόνο όταν το είδα κατάλαβα τι σημαίνει. Αυτή η πόλη
έχει μια παράξενη φωτεινότητα».
Η Καλλιόπη κοίταξε νωχελικά τους άλλους, που είχαν καθίσει στην
όχθη του ποταμού και τραγουδούσαν. Τα λαμπερά μαλλιά των γυ-
ναικών και οι παστέλ μουσελίνες έμοιαζαν με λουλούδια. Ναι, τώρα
καταλάβαινε αυτό το παιχνίδι των χρωμάτων με το φως. Το γκριζο-
πράσινο της γης, το ασημί του νερού, όλα άστραφταν στον ήλιο σαν
να ήταν ζωντανά. «Μίλησέ μου περισσότερο για την Ελλάδα», του
είπε. «Τη μελετάω σ’ όλη μου τη ζωή, αλλά δεν την ξέρω καθόλου.
Όχι όπως εσύ, σαν κάτι ζωντανό».
Ο Κάμερον γέλασε. «Στην Ελλάδα κάνει ζέστη. Έχει ξηρασία, σκόνη.
Ο ουρανός και η θάλασσα έχουν έντονο γαλάζιο χρώμα, μερικές φο-
ρές τιρκουάζ, άλλοτε βαθύ μπλε σαν ζαφείρι και μυστηριώδες. Οι
Έλληνες έχουν μια σχέση με τη φύση που εμείς δεν έχουμε. Προσω-
ποποιούν βουνά, δάση και ποτάμια, τον ουρανό, ακόμα και την αλ-
μυρή αύρα της θάλασσας».
«Όπως οι Μούσες στα δάση τους ή ο Δίας στην κορυφή του Ολύ-
μπου;»
«Ακριβώς. Η γη είναι ζωντανή γι’ αυτούς».
«Και ζωντάνεψε και για σένα;»
Δεν της απάντησε αμέσως. Ανακάθισε και γύρισε προς το ποτάμι,
φέρνοντας τα γόνατα κοντά στο στήθος του. Έδειχνε να μην κοιτάζει
πραγματικά τα λαμπερά νερά ή την παρέα των φίλων τους. Η Καλ-
λιόπη διαισθάνθηκε ότι βρισκόταν μίλια μακριά, στη ζεστή, σκονι-
σμένη Ελλάδα.
«Ένα από τα αγαπημένα μέρη της μητέρας μου ήταν η Δήλος», είπε
τελικά. «Ο πατέρας της, ο οποίος ήταν σπουδαίος επιστήμονας, την
πήγαινε εκεί όταν ήταν μικρή κι εκείνη με τη σειρά της μου διηγιόταν
ιστορίες για το νησί όταν ήμουν παιδί. Μύθους για τη γέννηση του
Απόλλωνα και της δίδυμης αδερφής του της Άρτεμης εκεί, αλλά και
πως, πολύ πριν από το Χρυσό Αιώνα της Αθήνας και την επικράτηση
των Δελφών, η Δήλος είχε συγκεντρωμένα όλα τα πλούτη της χώρας
μέσα στο μαρμάρινο ιερό της. Χρυσό, ασήμι, πολύτιμους λίθους, το
περιδέραιο της Εριφύλης, το πηδάλιο του Αγαμέμνονα».
Η Καλλιόπη έγειρε μπροστά, συνεπαρμένη από το αναπάντεχο αυ-
τό άνοιγμα της ψυχής του Κάμερον. «Πήγες κι εσύ εκεί;»
«Φυσικά. Αλλά δεν ήταν το μέρος που είχα πλάσει με τη φαντασία
μου. Σήμερα η Δήλος δεν είναι ο τόπος που ήταν πριν από χιλιάδες
χρόνια, με τους μαρμάρινους κίονες και τους πελώριους ναούς, το
λίκνο της ελευθερίας».
«Ίσως τότε είναι καλύτερα που μένω εδώ, συντηρώντας τις αυτα-
πάτες μου!»
Ο Κάμερον της χάρισε ένα πλατύ χαμόγελο. «Κι εγώ αναρωτήθηκα
γι’ αυτό όταν είδα για πρώτη φορά την πραγματικότητα της σύγχρο-
νης Ελλάδας. Κι όμως, στη Δήλο βρήκα κάτι απροσδόκητο. Κάτι... μα-
γικό».
Η Καλλιόπη σύρθηκε κοντά και κάθισε δίπλα του, αργά, προ-
σέχοντας να μη διαλύσει τη μαγεία εκείνης της ηλιόλουστης στιγμής.
«Μίλησέ μου γι’ αυτό».
«Γνωρίζεις την Ομηρική Ωδή προς τον Δήλιο Απόλλωνα;»
«Λίγο. “Πώς να υμνήσω τον περήφανο θεό, αυτόν που διαφεντεύει
θεούς και ανθρώπους πάνω στην εύφορη τη γη;”».
«Ναι. Ο Δήλιος Απόλλωνας έγινε ο προστάτης της ανθρώπινης
διάνοιας. Μπορεί να κυβερνούσε από τους Δελφούς, όμως γεννήθηκε
και μεγάλωσε στη Δήλο, έναν τόπο φαινομενικά ακατάλληλο για νέ-
ους θεούς. Μια στάλα γης, σχεδόν πέντε χιλιόμετρα μήκος και δύο
πλάτος, χέρσα, με βάλτους και γκρεμούς. Πρώτη φορά είδα το νησί
νωρίς ένα πρωί- ήταν γκρίζο και θολό καθώς το καΐκι πλησίαζε να
δέσει. Έμοιαζε με εγκαταλειμμένο λατομείο, γεμάτο σπασμένες πέ-
τρες και αγριόχορτα.
»Όμως το μεσημέρι η ομίχλη καθάρισε και ο ήλιος έλαμψε δυνα-
τός. Τότε είδα όλα όσα είχε δει η μητέρα μου. Οι πέτρες εκεί δεν έ-
χουν το μελένιο χρώμα του Παρθενώνα, Καλλιόπη, αλλά ένα τόσο
δυνατό λευκό που αστράφτει σαν ασήμι. Λάμπουν και αντανακλούν
όπως το νερό και τα μάρμαρα. Ζωντανές μέσα στην καυτή σιωπή ό-
που ζουν μόνο σαύρες».
Η Καλλιόπη σχεδόν τα έβλεπε όλα αυτά μπροστά της. «Δεν ήταν ο
Απόλλωνας διώκτης των σαυρών, μεταξύ των άλλων ταλέντων του;»
Ο Κάμβρον γέλασε. «Πράγματι. Φαίνεται όμως πως τελικά έκανε
ειρήνη μαζί τους. Τριγυρίζουν ελεύθερες ανάμεσα στους ιερούς κύ-
κνους του, αυτά τα πέτρινα πτηνά που περιβάλλουν ειρηνικά την
αποξηραμένη λίμνη τους».
«Φαίνεται πως αυτοί οι κύκνοι δε φυλάνε πολύ προσεκτικά τους
θησαυρούς του νησιού».
«Δε χρειάζεται να το κάνουν. Αυτή τη δουλειά την έχουν αναλάβει
η Άρτεμις και οι λέαινές της».
«Σαν τη λέαινα στο σπίτι του δούκα; Οι Ελληνίδες ξαδέρφες της,
ίσως;»
«Πράγματι, πιστεύω πως πρέπει να ήταν πρόγονός τους. Λένε πως
κάποτε ήταν δεκατέσσερις συνολικά· τώρα είναι μόνο πέντε, και μία
από αυτές φρουρεί το Οπλοστάσιο στη Βενετία. Αλλά έστω και λιγό-
τερες, είναι άγριες και φρουρούν άγρυπνα το νησί».
«Σ’ εσένα πάντως επέτρεψαν την είσοδο».
«Ίσως θυμούνταν τη μητέρα μου. Η Άρτεμις ήταν η αγαπημένη της
θεά».
Η Καλλιόπη θυμήθηκε την Αλαβάστρινη Θεά και για μια στιγμή τη
φαντάστηκε στην είσοδο της Δήλου, πολεμοχαρή και κομψή, να κρα-
τάει τους εισβολείς μακριά από τους αμέριμνους κύκνους. «Πόσο θα
ήθελα να πάω εκεί».
«Μια μέρα θα πας, Καλλιόπη».
Η Καλλιόπη έγνεψε αρνητικά «Δεν είμαι ατρόμητη όπως εσύ. Δεν
κυνηγάω την περιπέτεια».
«Έτσι νομίζεις; Εγώ θα έλεγα πως κάποιος που είναι αποφασισμέ-
νος να κυνηγήσει έναν κλέφτη έχει την περιπέτεια στο αίμα του».
«Όχι. Θέλω μόνο να αποδοθεί δικαιοσύνη». Κι ας μην ήξερε πια τι
σήμαινε δικαιοσύνη.
Ο Κάμερον ανασήκωσε τους ώμους του και έψαξε μέσα στο καλάθι
του πικνίκ ώσπου βρήκε τις τελευταίες τάρτες λεμονιού. «Νομίζω
πως μια μέρα μπορεί να εκπλαγείς με τον εαυτό σου, Καλλιόπη
Τσέις».
Κράτησε μια τάρτα δελεαστικά μπροστά στα χείλη της. Εκείνη δά-
γκωσε, νιώθοντας την έκρηξη της γεύσης του λεμονιού στο στόμα
της σαν αντανάκλαση του καυτού ήλιου.
Κατάπιε τη γλυκιά μπουκιά και χαμογέλασε στον Κάμερον. Της ά-
ρεσαν ο ήλιος και ο ουρανός, ο ψίθυρος του νερού, η παρέα των φί-
λων της. Της άρεσε η παράξενη, αρχαία μαγεία αυτής της γης. Ένιωθε
ελεύθερη από τα αδιάκριτα μάτια της πόλης, από τα δεσμά του πρα-
κτικού εαυτού της. Ήταν σαν να ζούσε μια στιγμή έξω από το χρόνο,
χωρίς την υποχρέωση να είναι ο εαυτός της. Μπορούσε να είναι ό-
ποια ήθελε.
Ακόμα και περιπετειώδης. Και ήταν ο Κάμερον που την έκανε να
αισθάνεται έτσι. Να το πιστέψει. Γιατί όταν ήταν μαζί του, ένιωθε ε-
λεύθερη σαν εκείνον.
«Τι σκέφτεσαι;» τη ρώτησε, σκουπίζοντας με τον αντίχειρά του λί-
γη κρέμα από το πιγούνι της.
Η Καλλιόπη ρίγησε στο άγγιγμά του. «Σκεφτόμουν πόσο όμορφη
μέρα είναι σήμερα».
Εκείνος της χαμογέλασε και έγειρε λίγο πιο κοντά της. Η λάμψη
στα μάτια του έδειχνε ότι σκόπευε να τη φιλήσει και, παρ’ όλο που οι
άλλοι ήταν τόσο κοντά, η Καλλιόπη το ήθελε πολύ.
Αλλά πριν προλάβουν τα χείλη τους να αγγιχτούν, το πρόσωπό
του συννέφιασε καθώς κοίταζε πάνω από τον ώμο της. Γεμάτη απο-
γοήτευση, η Καλλιόπη γύρισε να κοιτάξει. Και πάγωσε.
Στην κορυφή της πλαγιάς στεκόταν ο δούκας του Άβερτον, καβάλα
σ’ ένα μεγάλο μαύρο άλογο που ρουθούνιζε και χτυπούσε τις οπλές
του στο χώμα. Με το μακρύ μανδύα και τα λυτά μαλλιά του, άρχισε
να κατεβαίνει την πλαγιά, θυμίζοντας στην Καλλιόπη έναν κακόβου-
λο θεό. Τον Πλούτωνα, ίσως, που διέκοπτε μια χαρούμενη καλοκαι-
ρινή γιορτή για να αρπάξει την ανυποψίαστη Περσεφόνη.
Η Καλλιόπη γύρισε πανικόβλητη προς την Κλειώ. Η αδερφή της
δεν τον είχε δει και παρατηρούσε κάτι νούφαρα μαζί με τη Θάλεια
γελώντας. Ήταν η πρώτη φορά που η Καλλιόπη την έβλεπε να γελάει
μετά από εκείνη τη μυστηριώδη νύχτα. Γιατί έπρεπε ο δούκας να κα-
ταστρέψει άλλη μια φορά τα πάντα;
Δίπλα της ο Κάμερον σηκώθηκε όρθιος, ενώ η Καλλιόπη έκλεισε το
καλάθι, όπου υπήρχαν τα μαχαίρια -για κάθε ενδεχόμενο.
Στο τέλος δε χρειάστηκε να κάνουν τίποτα, αφού ο δούκας γύρισε
με το άλογό του και έφυγε μακριά, χωρίς η Κλειώ να τον έχει δει καν.
Η Καλλιόπη κάθισε πάλι στην κουβέρτα, μουδιασμένη από ανα-
κούφιση. Ο Κάμερον όμως παρέμεινε σε εγρήγορση, μαχητικός όπως
όλοι οι ακόλουθοι της Άρτεμης.
«Αυτό δεν μπορεί να συνεχιστεί», μουρμούρισε.
***
Κι όμως, η Κλειώ είχε δει το δούκα. Πώς μπορούσε να μην τον δει,
έτσι απειλητικός που εμφανίστηκε πάνω στο λόφο; Όμως καμώθηκε
πως δεν τον πρόσεξε και συνέχισε να μιλάει, σαν να μην είχε σκιάσει.
κανένα σύννεφο εκείνη την όμορφη μέρα.
Γιατί έπρεπε να την καταδιώκει έτσι; Γιατί εμφανιζόταν πάντα ό-
που πήγαινε κι εκείνη, παρακολουθώντας την, υπενθυμίζοντάς της
την παρουσία του;
Η Κλειώ ήξερε γιατί, και σκόπευε να βγει νικήτρια σ’ αυτό το παι-
χνίδι. Δεν είχε άλλη επιλογή.
Μετά από μερικές στιγμές, διαισθάνθηκε πως ο δούκας είχε φύγει.
Τότε σηκώθηκε όρθια, τεντώθηκε και κοίταξε την έρημη κορφή του
λόφου. Έπρεπε να είναι πιο προσεκτική, περισσότερο από κάθε άλλη
φορά.
Όχι μόνο εξαιτίας του δούκα, αλλά και της αδερφής της. Η Κλειώ
αναστέναξε. Δεν της άρεσε καθόλου να εξαπατά την Καλλιόπη. Αγα-
πούσε πολύ την αδερφή της, παρά την επιμονή της Καλλιόπης να
διορθώνει όλα τα πράγματα γύρω της. Αλλά τώρα δεν υπήρχε άλλη
επιλογή. Η Κλειώ δε θα έβαζε ποτέ σε κίνδυνο την Καλλιόπη ή ο-
ποιοδήποτε άλλο μέλος της οικογένειάς της.
Είχε διαλέξει αυτό το μονοπάτι και ήταν πρόθυμη να αντιμετωπί-
σει τους κινδύνους. Στην πραγματικότητα, η Καλλιόπη ήταν ένας
από αυτούς τους κινδύνους!
Όμως ο μεγαλύτερος απ’ όλους τους κινδύνους ήταν ο δούκας του
Άβερτον. Ήταν σαν τη Λερναία Ύδρα. Αν του έκοβε κανείς ένα από τα
κεφάλια, ξεπεταγόταν άλλο στη θέση του.
Η Κλειώ κούνησε το χέρι της στην Καλλιόπη και της χαμογέλασε
πλατιά. Δεν ήταν ανάγκη να αντιμετωπίσει τη Λερναία Ύδρα σήμερα.
Ο ήλιος ήταν ζεστός, ο αέρας μοσχομύριζε και το νερό του ποταμού
άστραφτε κρυστάλλινο δίπλα στην καταπράσινη γη. Μια σπάνια μέ-
ρα γαλήνης και αρμονίας που δεν έπρεπε να χαραμιστεί.
Κεφάλαιο 18

Η λέσχη του χωριού σίγουρα δεν ήταν το Άλμακ’ς, αλλά έτσι κι αλ-
λιώς η Καλλιόπη πάντα έβρισκε φοβερά υπερεκτιμημένο το Αλμακ’ς -
μουσική αδιάφορη, απαίσια αναψυκτικά, συζητήσεις ανούσιες και
κανονισμοί υπερβολικά αυστηροί. Άλλο πράγμα η τάξη και άλλο η
χωρίς νόημα ανοησία.
Αυτό το κτίριο ήταν το μεγαλύτερο του χωριού, μακρόστενο και
χαμηλό, από γερή γκρίζα πέτρα και με ψηλά παράθυρα απ’ όπου τα
λαμπερά φώτα καλωσόριζαν τους επισκέπτες. Η Καλλιόπη άκουσε
τις ζωηρές νότες καθώς κατέβαιναν από την άμαξα. Μουσική, γέλια
και πολύχρωμα ρούχα την προσκαλούσαν πίσω από τα παλιά παρά-
θυρα να συμμετάσχει στο γλέντι.
«Τουλάχιστον εδώ δε συχνάζουν δούκες», ψιθύρισε η Κλειώ πιά-
νοντας αγκαζέ την Καλλιόπη καθώς ανέβαιναν τα χαμηλά πέτρινα
σκαλοπάτια.
«Ας το ελπίσουμε, τουλάχιστον», της απάντησε εκείνη.
«Η αλήθεια είναι πως έχει την ενοχλητική συνήθεια να ξεφυτρώνει
όπου πηγαίνουμε, παραμονεύοντας πίσω από δέντρα και αγάλματα.
Αμφιβάλλω όμως αν θα ήθελε να τραβήξει την προσοχή επάνω του
μπαίνοντας στην αίθουσα χορού ενός χωριού». Η Κλειώ έδωσε την
εσάρπα της σε έναν υπηρέτη και κοντοστάθηκε να στρώσει τα μαλ-
λιά της και τη φούστα της τουαλέτας της στο χρώμα του πράσινου
μήλου. «Δε συμφωνείς;»
Η Καλλιόπη έστρωσε το δικό της φόρεμα από γαλάζια και λευκή
κεντημένη μουσελίνα, ελπίζοντας να είχε δίκιο η Κλειώ. Θα προκα-
λούσε όντως μεγάλη αίσθηση αν η εξοχότητά του εμφανιζόταν εκεί,
αλλά στον Άβερτον πάντα άρεσε να τραβάει την προσοχή.
Και ο μυστηριώδης νυχτερινός επισκέπτης της Κλειώς; Αυτός θα
ήταν εκεί;
Η κεντρική αίθουσα είχε αρκετό κόσμο και οι μουσικοί, περισσό-
τερο ενθουσιώδεις παρά ταλαντούχοι κατά την άποψη της Θάλειας,
έπαιζαν πάνω σε μια εξέδρα στο βάθος. Οι χορευτές στροβιλίζονταν
με κέφι, χτυπώντας ζωηρά τα πόδια τους στο φθαρμένο ξύλινο πά-
τωμα. Πάνω σε μακρόστενα τραπέζια κάτω απ’ τα παράθυρα υπήρ-
χαν αναψυκτικά, χορταστικά σάντουιτς και πίτες, καθώς και τερά-
στια μπολ με παντς -μεγάλη διαφορά στ’ αλήθεια από το Άλμακ’ς.
Καθώς προχωρούσαν ανάμεσα στο πλήθος, η Καλλιόπη παρατη-
ρούσε γύρω της τα πρόσωπα. Ελάχιστοι από τους άντρες ήταν ψη-
λοί, κι αυτοί όχι τόσο όσο ο επισκέπτης της Κλειώς. Στην πλειοψηφία
τους ήταν στρουμπουλοί, κοκκινοπρόσωποι επαρχιακοί γαιοκτήμο-
νες. Ανάμεσά τους ήταν ένας ηλικιωμένος εφημέριος κι ένας πάρα
πολύ νέος βοηθός εφημέριου. Δεν μπορούσε να φανταστεί κάποιον
από αυτούς να φοράει καπέλο και μανδύα και να τριγυρίζει τα μεσά-
νυχτα! Ούτε έβλεπε την Κλειώ να αντιμετωπίζει κάποιον από αυτούς
με ξεχωριστό τρόπο.
Η Καλλιόπη αναστέναξε και κάθισε σε μια καρέκλα κοντά σε ένα
απ’ τα παράθυρα. Σίγουρα δεν ήταν φτιαγμένη για ντετέκτιβ! Υπήρχε
κάτι κάτω από την επιφάνεια, κάτι που της διέφευγε.
«Πολύ σοβαρή είστε απόψε, δεσποινίς Τσέις», σχολίασε ανάλαφρα
ο Κάμερον και κάθισε δίπλα της. «Δε σας αρέσει ο χορός;»
Του χαμογέλασε, ευχαριστημένη που την είχε αποσπάσει από τις
σκέψεις της. «Φυσικά και μου αρέσει ο χορός».
«Μα βέβαια, θυμάμαι πως η Αθηνά χόρευε πολύ όμορφα στο χορό
μεταμφιεσμένων».
«Και ο χορός της με τον Ερμή ήταν σίγουρα η μόνη φωτεινή στιγμή
εκείνη τη ζοφερή βραδιά!»
«Ε, τότε να μην αφήσουμε και την αποψινή βραδιά να χαλάσει.
Μπορώ να έχω την τιμή του επόμενου χορού;»
Η Καλλιόπη κοίταξε τους χορευτές που στροβιλίζονταν με κέφι.
«Ίσως αργότερα. Θα θέλατε αντί γι’ αυτό να κάνουμε μια βόλτα στην
αίθουσα;»
«Ό,τι επιθυμεί η κυρία».
Τριγύρισαν αργά στο χώρο, χαιρετώντας κάθε τόσο με ευγένεια
διάφορους ανθρώπους. Ο Κάμερον έσκυψε κάποια στιγμή στο αυτί
της. «Νομίζω πως έχω βρει κάτι. Μπορείς να με συναντήσεις απόψε;
Στον κήπο ίσως, κοντά στο φράχτη;»
Να τον συναντήσει; Το στομάχι της Καλλιόπης φτερούγισε από εν-
θουσιασμό και για μια στιγμή φοβήθηκε. Όχι τον Κάμερον, τα δικά
της συναισθήματα. Ήθελε να το βάλει στα πόδια, να επιστρέψει στην
παλιά, γνώριμη καθημερινότητά της. Μετά όμως θυμήθηκε τον κα-
ταρράκτη, τους Έλληνες ληστές και κατάλαβε ότι δεν μπορούσε.
Έπρεπε να προχωρήσει μπροστά.
Ίσα που πρόλαβε να γνέψει καταφατικά καθώς πλησίαζαν τη λαίδη
Κένλι και την Έμελιν, τον πατέρα της Καλλιόπης και τη λαίδη
Ράσγουορθ. Άρχισαν να συζητούν, ενώ ο Κάμερον πήγε να φέρει πο-
τήρια με παντς.
Σε λίγο η Καλλιόπη μασουλούσε ένα σάντουιτς μπαίνοντας στο
κεφάτο πνεύμα της βραδιάς. Ήταν ενθουσιασμένη με την ιδέα -ένα
νυχτερινό ραντεβού! Γελούσε καθώς η λαίδη Κένλι αφηγούνταν μια
ιστορία από την παιδική ηλικία της Έμελιν, όπου εκείνη και ο αδερ-
φός της έσκαβαν τρύπες στον κήπο παίζοντας «το κυνήγι του αρχαι-
ολογικού θησαυρού».
«...ήταν σίγουροι πως θα έβρισκαν μια θαμμένη πόλη σαν την Πο-
μπηία», έλεγε η λαίδη. «Ο κηπουρός ήταν έξαλλος».
«Αυτό μοιάζει με κάτι που κάνατε εσύ και οι αδερφές σου, Καλλιό-
πη», είπε ο σερ Γουόλτερ. «Ήσασταν πάντα τόσο... ευεπηρέαστες».
«Θα προτιμούσα τη λέξη “επινοητικές”, πατέρα», διαμαρτυρήθηκε
η Καλλιόπη. «Το “ευεπηρέαστες” ακούγεται σαν να ήμασταν φερέφω-
να. Πάντα μας δίδασκες να σκεφτόμαστε μόνες μας, να εφαρμόζουμε
όσα μαθαίναμε».
«Κι εσείς παίρνατε τα λόγια μου υπερβολικά σοβαρά!» είπε χαχα-
νίζοντας ο σερ Γουόλτερ. «Την είχατε σκάσει την καημένη τη μητέρα
σας. Θυμάσαι τότε που η Θάλεια...»
Η διήγηση του σερ Γουόλτερ διακόπηκε όταν οι πόρτες της λέσχης
άνοιξαν σαν να τις είχε σπρώξει κάποιο γιγάντιο αόρατο χέρι. Όλοι
γύρισαν να δουν ποιος είχε φτάσει με τόση καθυστέρηση. Ακόμα και
η μουσική φάνηκε να χαμηλώνει. Μόνο ένας άνθρωπος θα μπορούσε
να είναι, φυσικά.
«Ο δούκας του Άβερτον», μουρμούρισε η λαίδη Κένλι. «Τι στην ευ-
χή γυρεύει αυτός στη λέσχη του χωριού;»
Η λαίδη Ράσγουορθ σήκωσε το φασαμέν της για να κοιτάξει τον
νεόφερτο. «Πάντως φαίνεται αρκετά μετρημένος. Για τα δικά του δε-
δομένα, δηλαδή. Πάντα κυκλοφορεί σαν το παγόνι αυτός ο άνθρω-
πος».
«Λένε ότι δε βγαίνει πολύ από το κάστρο του», είπε ηΈμελιν.
«Να όμως που καταδέχτηκε να κατέβει ανάμεσα σ’ εμάς τους τα-
πεινούς», μουρμούρισε η Κλειώ. «Τι περίεργο. Μήπως πρέπει να υ-
ποκλιθούμε όλοι μπροστά του;»
Πράγματι, ο κόσμος έδειχνε να μην ξέρει τι έπρεπε να κάνει με μια
τέτοια προσωπικότητα ανάμεσα τους. Η αίθουσα ήταν τόσο γεμάτη
από κόσμο, που με δυσκολία μπορούσε κανείς να διασχίσει το πλή-
θος για να πάει στην πίστα. Κάποιος είχε ανοίξει τα παράθυρα, αλλά
και πάλι η ατμόσφαιρα ήταν ζεστή και αποπνικτική, βαριά από τη
μυρωδιά των αρωμάτων. Η μουσική είχε γίνει πιο ζωηρή, ο χορός
πιο γρήγορος και άτακτος.
Τώρα όμως ήταν σαν να είχε πέσει μια βαριά σκιά πάνω στην αί-
θουσα. Η μουσική δεν είχε σταματήσει, η προσοχή του κόσμου όμως
είχε στραφεί στην πόρτα και οι ζωηρές συζητήσεις είχαν μετατραπεί
σε ψιθυρίσματα και μουρμουρητά.
Η Καλλιόπη πλησίασε την Κλειώ. Ο δούκας όντως έδειχνε μετρη-
μένος. Δε φορούσε μανδύα με μεταξωτή φόδρα ούτε κεντημένο γιλέ-
κο ή γούνα λεοπάρδαλης ή χιτώνα. Θα έλεγε κανείς πως φαινόταν
ακόμα και σεμνός με το μαύρο ακριβό πανωφόρι και την κατάλευκη
γραβάτα, την οποία είχε στερεώσει με μια καρφίτσα καμέο αντίκα.
Τα μαλλιά του ήταν δεμένα πίσω σε μια συντηρητική αλογοουρά και
το πρόσωπό του ήταν σοβαρό αλλά όχι υπεροπτικό καθώς κοιτούσε
γύρω του στην αίθουσα.
Η Καλλιόπη έριξε μια λοξή ματιά στην Κλειώ και την είδε να κοιτά-
ζει το δούκα με ύφος σοβαρό και γαλήνιο. Το φως των κεριών α-
στραφτε πάνω στα γυαλιά της, κρύβοντας τα μάτια της.
Ο Κάμερον δεν είχε επιστρέφει ακόμα με τα παντς και η Καλλιόπη
δεν τον έβλεπε ανάμεσα στο πλήθος.
«Νομίζω πως έρχεται προς τα εδώ», είπε η λαίδη Κένλι, ισιώνοντας
την αραχνοΰφαντη εσάρπα στους ώμους της.
Και είχε δίκιο. Το πλήθος παραμέριζε στο πέρασμά του, σαν μια
υπάκουη Ερυθρά Θάλασσα. Εκείνος έγνεψε στον εφημέριο και τους
άλλους τοπικούς προύχοντες, συνέχισε όμως με βήμα σταθερό προς
τον προορισμό του.
Η Καλλιόπη έπιασε αυθόρμητα το πράσινο ύφασμα από τη ζώνη
της Κλειώς, λες και έτσι θα μπορούσε να τη συγκρατήσει αν επιχει-
ρούσε να φύγει τρέχοντας ή να δημιουργήσει σκηνή.
Αλλά η Κλειώ ποτέ δε δημιουργούσε σκηνές. Παρακολουθούσε το
δούκα να πλησιάζει μ’ ένα αχνό, ευγενικό χαμόγελο στα χείλη της.
«Καλησπέρα, λαίδη Κένλι. Λαίδη Ράσγουορθ, λαίδη Έμελιν, Σερ
Γουόλτερ. Δεσποινίς Τσέις. Δεσποινίς Κλειώ», είπε σκύβοντας το κε-
φάλι του μπροστά τους. Κάτω από το παιχνίδισμα του φωτός τα
μαλλιά του έμοιαζαν με καπνιστό χρυσάφι, σαν την κορνίζα κάποιου
παλιού καθρέφτη. «Χαίρομαι που σας βλέπω. Δεν έχουμε συναντηθεί
μετά τη διάλεξη του χερ Μίλερ στην Εταιρεία Αρχαιοτήτων, νομίζω».
Η Καλλιόπη συνειδητοποίησε έκπληκτη πως τον έβρισκε αρκετά
όμορφο. Κρίμα που ήταν επίσης τόσο... αλλόκοτος.
«Καλησπέρα σας, εξοχότατε», αποκρίθηκε η λαίδη Κένλι, ευγενική
όπως πάντα, παρά την έκπληξή της. «Τι ευχάριστη έκπληξη να σας
βλέπουμε εδώ απόψε».
«Ελπίζω να περνώ περισσότερο χρόνο στο κάστρο Άβερτον στο
μέλλον, λαίδη Κένλι, έτσι σκέφτηκα ότι θα έπρεπε να γνωρίσω καλύ-
τερα τους γείτονές μου. Περνάτε ευχάριστα τις διακοπές σας;» Η ε-
ρώτησή του απευθυνόταν προς όλους, το βλέμμα του όμως καρφώ-
θηκε στην Κλειώ. Η Καλλιόπη φαντάστηκε δυο λιοντάρια έτοιμα να
επιτεθούν το ένα στο άλλο στην παραλία της Δήλου.
Έσφιξε περισσότερο τη ζώνη της Κλειώς και είπε: «Πράγματι, εξο-
χότατε. Το τοπίο εδώ είναι πολύ όμορφο. Κάναμε και έναν περίπατο
στους καταρράκτες».
«Είδατε και τη μυστική σπηλιά;» ρώτησε ο δούκας. «Υπάρχουν συ-
ναρπαστικοί θρύλοι για τα πνεύματα του νερού που ζουν εκεί».
Πνεύματα του νερού όπως η καημένη, παγιδευμένη Δάφνη;
αναρωτήθηκε η Καλλιόπη. Από κοντά διέκρινε την κόκκινη ουλή στο
μέτωπό του, εκεί όπου τον είχε χτυπήσει η δική του Δάφνη. Αλλά εί-
δε και κάτι άλλο. Αυτό που υπήρχε χαραγμένο πάνω στο καμέο της
γραβάτας του. Ήταν ένας μικροσκοπικός πάπυρος, το σύμβολο της
Κλειώς, της Μούσας της Ιστορίας.
«Αλίμονο, οι περισσότεροι από εμάς δεν ξέρουμε κολύμπι», είπε η
Έμελιν πρόσχαρα, διαλύοντας την αμηχανία στην ατμόσφαιρα.
«Μπορούμε μόνο να φανταστούμε τα θαύματα της κρυμμένης σπη-
λιάς».
«Ίσως είναι καλύτερα έτσι, λαίδη Έμελιν», είπε ο δούκας. «Πιθανό-
τατα είναι απλώς ένα κρύο, βραχώδες σπήλαιο».
«Ή ένα μέρος με κρυμμένα θαύματα», είπε σιγανά η Κλειώ. «Που
κάποιος βασιλιάς των ξωτικών θέλει να κρατήσει για τον εαυτό του».
«Τότε είναι μεγάλη ατυχία για το βασιλιά των ξωτικών που μερικοί
από εμάς τους θνητούς ξέρουμε κολύμπι», απάντησε ο δούκας.
Σαν να διαισθάνθηκε την ένταση που αυξανόταν πάλι, η λαίδη Κέ-
νλι βιάστηκε να επέμβει. «Εσείς είχατε χρόνο να εξερευνήσετε το το-
πίο, εξοχότατε; Το ρωμαϊκό κάστρο ή κάποιους από τους αρχαίους
τύμβους;»
«Όχι ακόμη, λαίδη Κένλι. Ελπίζω όμως να επανορθώσω σύντομα.
Και στην προσπάθεια να γνωρίσω τους γείτονές μου, οργανώνω ένα
μικρό δείπνο μεθαύριο. Ξέρω ότι σας προσκαλώ πολύ αργά, ελπίζω
όμως να μπορέσετε να παρευρεθείτε. Όλη η συντροφιά σας, φυσικά,
λαίδη Κένλι».
Η λαίδη Κένλι και η λαίδη Ράσγουορθ αντάλλαξαν έκπληκτες μα-
τιές. «Φυσικά, εξοχότατε», είπε η λαίδη Κένλι. «Δεν έχουμε κανονίσει
κάτι άλλο. Θα ήταν τιμή μας να παρευρεθούμε».
«Θαυμάσια! Θα σας δω τότε λοιπόν».
Με μια τελευταία υπόκλιση, ο δούκας γύρισε και εξαφανίστηκε μέ-
σα στο πλήθος.
«Θεέ μου», είπε αδύναμα η λαίδη Κένλι. «Πρόσκληση σε δείπνο στο
κάστρο Άβερτον».
«Τα θαύματα δε σταματούν ποτέ», απάντησε η λαίδη Ράσγουορθ.
«Ελάτε, σερ Γουόλτερ, νομίζω πως πρέπει να βρω λίγο καλό, δυνατό
κρασί για να συνέλθω από το σοκ». Τον έπιασε αγκαζέ και απομα-
κρύνθηκαν φλυαρώντας χαρούμενα, χωρίς να φαίνεται ούτε στο ε-
λάχιστο «σοκαρισμένη».
Η Κλειώ όμως ήταν κατάχλομη. Άνοιξε τη βεντάλια της κι άρχισε
να κάνει αέρα.
«Αναρωτιέμαι αν θα δούμε την Αλαβάστρινη Θεά», είπε η Έμελιν.
«Λένε πως την έχει κρυμμένη κάπου μέσα σ’ εκείνες τις μεσαιωνικές
κατακόμβες!»
«Δε θα άξιζε να πάμε αν δεν τη βλέπαμε!» είπε η Κλειώ. «Όπως και
ό,τι άλλο κρύβει εκεί μέσα. Μούμιες, ίσως; Καταραμένα πετράδια;»
Η Έμελιν γέλασε. «Μην το πεις αυτό στη Λότι! Θα φαντάζεται μού-
μιες να περιφέρονται τη νύχτα σε σκοτεινούς διαδρόμους εκτοξεύο-
ντας κατάρες σε όσους τόλμησαν να μπουν στους τάφους τους».
«Δε θα ήταν περίεργο, αν βρίσκονται αιχμάλωτες του δούκα», είπε
η Κλειώ. «Κοίτα, Έμελιν, να ο όμορφος αδερφός σου. Νομίζω ότι του
υποσχέθηκα τον επόμενο χορό».
Η Κλειώ έκλεισε τη βεντάλια της κι έτρεξε προς τον αδερφό της
Έμελιν. Όταν έφτασε κοντά του, τον έπιασε αγκαζέ και τον οδήγησε
στην πίστα. Η Έμελιν έφυγε κι εκείνη για να χορέψει με τον κύριο
Σμίθσον, έτσι η Καλλιόπη απέμεινε μόνη της.
Πού στο καλό ήταν ο Κάμερον;
***
Ο Κάμερον προχωρούσε αργά ανάμεσα στο πλήθος ισορροπώντας
τα λεπτά ποτήρια του παντς στα χέρια του. Η ουρά στον μπουφέ ή-
ταν πολύ μεγάλη, κι όταν τελικά πήρε τα ποτά και άρχισε να επι-
στρέφει προς την Καλλιόπη και τη συντροφιά της, βρέθηκε μπροστά
στο δούκα του Άβερτον.
Ο δούκας στάθηκε μπροστά του σαν ένα βλοσυρό ασπρόμαυρο
άγαλμα. Εκείνα τα άδεια πράσινα μάτια δεν πρόδιδαν κανένα συναί-
σθημα -καμιά σκέψη ή ανάμνηση, κανένα ίχνος θυμού ή τύψεων.
Ο Κάμερον ένιωσε μια απέραντη παγωνιά να τυλίγει την καρδιά
του. Έσφιξε τα ποτήρια που κρατούσε στα χέρια του.
«Αβερτον», είπε ψυχρά.
«Γουέστγουντ», απάντησε ήρεμα εκείνος. «Χαίρομαι που σε βλέπω
εδώ. Δεν είχα την ευκαιρία να σε ευχαριστήσω».
«Να με ευχαριστήσεις;»
«Μου είπαν ότι εσύ με βρήκες στην πινακοθήκη του σπιτιού μου
και έφερες βοήθεια».
Ο Κάμερον έγνεψε κοφτά. «Πράγματι».
«Είμαι ευγνώμων. Θα μπορούσες κάλλιστα να με αφήσεις εκεί».
«Δε συνηθίζω να εγκαταλείπω τραυματισμένα πλάσματα».
Ένα μικρό ειρωνικό χαμόγελο άγγιξε το σοβαρό πρόσωπο του
δούκα. «Έτσι, ε; Ο “Έλληνας θεός” αποφεύγει τις βαναυσότητες;» Άγ-
γιξε το πλάι της ελαφρά γαμψής μύτης του.
«Αντίθετα από κάποιους άλλους».
«Μμμ. Τέλος πάντων, όποιο κι αν ήταν το κίνητρό σου, είμαι ευ-
γνώμων! Όταν βρίσκομαι κοντά στις αρχαιότητές μου, δεν προσέχω
τίποτε άλλο».
«Δε χρειάζεται να υποκρίνεσαι, Άβερτον. Ξέρω τι συνέβη. Ξέρω ότι
δεν ήσουν μόνος εκεί μέσα».
Ένας μυς συσπάστηκε στο σαγόνι του δούκα. Το βλέμμα του πήγε
στην πίστα, όπου η Κλειώ χόρευε με το γιο των Κένλι. «Α, ναι. Ήμουν
με την ευέξαπτη όσο και όμορφη Μούσα της Ιστορίας».
«Αν την πλησιάσεις ξανά...» γρύλισε ο Κάμερον.
«Πόσο προστατευτικός είσαι απέναντι της, Γουέστγουντ! Αλλά, απ’
ό,τι λένε, έχεις μια μικρή αδυναμία στη μεγαλύτερη Μούσα. Ίσως
προσπαθείς να την εντυπωσιάσεις με τις απειλές σου».
«Δε σε απειλώ. Απλώς σε προειδοποιώ».
«Θυμάμαι πολύ καλά τις “προειδοποιήσεις” σου. Στη συγκεκριμένη
περίπτωση, είναι αβάσιμες. Δε θέλω να πάθει κακό η δεσποινίς
Κλειώ- το αντίθετο. Εσύ κι εγώ δε χρειάζεται να είμαστε εχθροί».
Ο Άβερτον τον αποχαιρέτησε μ’ ένα νεύμα και έφυγε. Ο Κάμερον
κατάπιε την οργή του και συνέχισε το δρόμο του.
Δε χρειάζεται να είμαστε εχθροί; Το αντίθετο.
***
«Τι σου είπε ο δούκας;» ρώτησε η Καλλιόπη παίρνοντας ένα ποτή-
ρι από τα χέρια του.
«Τίποτα σημαντικό».
«Σε προσκάλεσε στο δείπνο του;»
«Όχι. Οργανώνει και δείπνα τώρα; Σαν πολύ φυσιολογικά δε φέρε-
ται;»
«Αυτό είναι αλήθεια. Αλλά μας προσκάλεσε όλους στο σπίτι του.
Για κάποιον ακατανόητο λόγο, δείχνει αποφασισμένος να γίνει κοι-
νωνικός».
Ο Κάμερον ρουθούνισε περιφρονητικά. «Αμφιβάλλω αν με θέλει
στο πολύτιμο κάστρο του».
«Ίσως όχι, αλλά πρέπει να έρθεις. Ίσως είναι η τελευταία ευκαιρία
μας να δούμε την Αλαβάστρινη Θεά».
«Ή να στριμώξουμε έναν κλέφτη;»
Η Καλλιόπη συνοφρυώθηκε. «Δεν είμαι σίγουρη. Είναι δυνατό να
μας ακολούθησε ο Κλέφτης με τα Κρίνα ως εδώ; Ή να είναι τελικά έ-
νας από εμάς;»
«Ίσως η φίλη σου η δεσποινίς Πράις».
«Η Λότι; Είναι σίγουρα ικανή να συλλάβει ένα τέτοιο δραματικό
σχέδιο, όχι όμως και να το πραγματοποιήσει».
«Ο ίδιος ο δούκας, τότε».
«Αυτό θα μου άρεσε. Είναι ήδη αχρείος, τι θα τον πείραζε να α-
μαυρώσει λίγο ακόμα τη φήμη του; Αλλά γιατί να το κάνει; Η Αλαβά-
στρινη Θεά είναι ήδη δική του».
Ο Κάμερον κούνησε το κεφάλι του πέρα δώθε. «Δεν μπορώ να α-
παλλαγώ από το προαίσθημα ότι όλα έχουν σχέση μ’ εκείνη τη λίστα.
Γιατί να την έχει;»
«Και μάλιστα κρυμμένη εκεί που την είχε». Η Καλλιόπη ήπιε μια
γουλιά από το ποτό της. «Ίσως το ανακαλύψουμε στο δείπνο».
Κεφάλαιο 19

«Αχ!» βόγκηξε η Καλλιόπη όταν χτύπησε τον αγκώνα της στον τοί-
χο. Πιάνοντας το πονεμένο χέρι της με το άλλο, κατέβηκε βιαστικά
τη στενή σκάλα, κρατώντας την ανάσα της για να μην την ακούσει
κανένας. Επιτέλους βγήκε στο νυχτερινό αέρα τραβώντας την κου-
κούλα της κάπας πάνω από το κεφάλι της.
Χαιρόταν για τον πονεμένο αγκώνα της, γιατί της αποσπούσε το
μυαλό από τις ενοχλητικές αμφιβολίες.
«Τι κάνω εδώ;» μουρμούρισε καθώς διέσχιζε τρέχοντας τον κήπο.
Πήγαινε να βρει τον Κάμερον, τουρτουρίζοντας, τρέχοντας σαν...
Σαν την Κλειώ και το μυστηριώδη νυχτερινό επισκέπτη της.
Αυτό που έκανε, να πετάξει κάθε επιφύλαξη στον αέρα και να πάει
να συναντήσει κρυφά έναν άντρα, ήταν ασυνήθιστο για το χαρακτή-
ρα της. Αλλά ίσως αυτό ήταν το θέμα. Δεν ήταν πια ο εαυτός της, η
συνετή και λογική Καλλιόπη. Από τότε που είχε έρθει σ’ αυτό το μέ-
ρος, ένιωθε την παράξενη μαγεία του. Κάτι καινούριο και τρομαχτικό
την είχε κυριέψει και το μόνο που ήθελε ήταν να δει εκείνον. Να εί-
ναι κοντά του.
Και να την τώρα που ξεγλιστρούσε μόνη από το σπίτι. Γέλασε δυ-
νατά με την υπέροχη αυτή αίσθηση! Καθόλου παράξενο που η Θά-
λεια ήταν εθισμένη στην αστόχαστη συμπεριφορά. Ήταν φανταστι-
κό!
Όμως έφτασε νωρίς στο ραντεβού της. Ο Κάμερον δεν ήταν εκεί, κι
έτσι έμεινε μόνη με τα αρχαία φαντάσματα. Με μια στοίβα παλιές
πέτρες που οδηγούσαν σ’ εκείνα τα ανύπαρκτα σκαλοπάτια.
Κατευθύνθηκε προς τα εκεί, σαν να την τραβούσε μια άγκυρα μέσα
στην απέραντη θάλασσα της νύχτας. Τα σκαλοπάτια παρέμεναν ένα
μυστήριο. Αναρωτήθηκε πώς δεν τα είχε ξηλώσει ως τώρα κανείς για
να χρησιμοποιήσει την πέτρα σε κάποιο τοίχο ή κάποια αγροικία.
Μήπως το συγκεκριμένο σημείο είχε κάποια μυστηριώδη σημασία
και γι’ αυτό κανείς δεν τολμούσε να τα αγγίξει; Μήπως υπήρχε κά-
ποια κατάρα;
Πλησίασε προσεκτικά, νιώθοντας μια ξαφνική περιέργεια. Οι πέ-
τρες ήταν διαφορετικές από πριν. Ήταν σίγουρη ότι καμία δεν ήταν
χαλαρή όταν τις είχαν εξετάσει εκείνη και οι αδερφές της. Έσπρωξε
προσεκτικά μια πέτρα με το μποτίνι της, αλλά δεν μπορούσε να τη
μετακινήσει.
Κοίταξε πίσω της για να βεβαιωθεί ότι ο Κάμερον δεν ήταν κάπου
εκεί κι ύστερα έσκυψε πάνω από το χαμηλό τοίχο. Κοίταξε αυτό που
τις προάλλες ήταν ένας ρηχός λάκκος και μερικά σκαλοπάτια σκαλι-
σμένα στο χώμα. Αν και ήταν σκοτεινά, με μόνο φωτισμό το ολόλα-
μπρο φεγγάρι, ο λάκκος δε φαινόταν τόσο ρηχός τώρα. Οι σκιές μά-
κραιναν, σαν να ανοιγόταν ένας διάδρομος μέσα στην ίδια τη γη. Η
Καλλιόπη θυμήθηκε το όνειρό της, έναν αλλόκοτο καινούριο κόσμο.
Πήρε μια βαθιά ανάσα. Τι ήταν όλα αυτά; Σίγουρα κάποιος είχε έρ-
θει εκεί από την τελευταία φορά που είχε δει τις πέτρες, κάποιος που
είχε ξεσκεπάσει και ανοίξει μια παλιά καταπακτή. Μήπως η Κλειώ και
ο επισκέπτης της; Αλλά γιατί;
Οι κήποι του Κένλι Άμπι ήταν ένα παράξενα πολυσύχναστο μέρος.
Πλησίασε περισσότερο και έκανε ένα διστακτικό βήμα μέσα στο
λάκκο. Το χώμα ήταν αφράτο κάτω από τα πόδια της, αλλά αρκετά
σταθερό. Έκανε άλλο ένα βήμα, ύστερα άλλο ένα, πιο βαθιά μέσα
στις σκιές, μη τολμώντας σχεδόν να ανασάνει...
«Ώστε εδώ είστε, δεσποινίς Τσέις! Πήγατε να το σκάσετε από το
ραντεβού μας;»
«Αχ!» τσίριξε η Καλλιόπη και η καρδιά της κόντεψε να σπάσει απ’
την τρομάρα. Έχασε την ισορροπία της, γλίστρησε και κατέβηκε άλλο
ένα σκαλοπάτι.
Κοίταξε ψηλά τον Κάμερον που την παρατηρούσε, πλαισιωμένος
από το φως του φεγγαριού σαν μια νυχτερινή οπτασία. «Ανάθεμά σε,
Κάμερον!» φώναξε. «Με τρόμαξες!»
«Λυπάμαι, Καλλιόπη. Νόμιζα πως με περίμενες», της είπε και κατέ-
βηκε δίπλα της. Οι μπότες του κλότσησαν μερικά χαλίκια που κατρα-
κύλησαν στην άβυσσο. «Είσαι καλά;»
«Αν εξαιρέσεις την αξιοπρέπειά μου, ναι», μουρμούρισε και πήρε
το απλωμένο χέρι του για να σηκωθεί στα πόδια της. Στάθηκε δίπλα
του στο επάνω σκαλοπάτι έχοντας την αίσθηση ότι ισορροπούσαν
πάνω από ένα παγερό βάραθρο -ακριβώς όπως στο όνειρό της.
«Δε χτύπησες;» τη ρώτησε απαλά.
«Όχι ακόμα».
«Είμαι σίγουρος ότι σου ζήτησα να με συναντήσεις κοντά στο
φράχτη, όχι στον τάφο του γίγαντα», την πείραξε.
«Τάφος είναι;» ούρλιαξε εκείνη. Αυτό δεν της είχε περάσει από το
μυαλό. Υπήρχαν στ’ αλήθεια οστά κάτω από τα πόδια τους;
«Όχι στην κυριολεξία, νομίζω. Παρ’ όλα αυτά, τα σκαλοπάτια πρέ-
πει να οδηγούν κάπου. Φαίνονται να κατεβαίνουν πολύ χαμηλά».
«Αυτό είναι το παράξενο. Την πρώτη φορά που οι αδερφές μου κι
εγώ είδαμε αυτό το μέρος, υπήρχαν μόνο ένα ή δύο σκαλοπάτια. Κι
ύστερα μόνο χώμα».
Ο Κάμερον κοίταξε το άνοιγμα πάνω απ’ τα κεφάλια τους. «Θα
πρέπει να ήταν σκεπασμένο».
«Και γιατί τώρα είναι ανοιχτό; Τι είναι;» Αν όχι τάφος.
«Αν το ξέραμε αυτό, αγαπητή μου Καλλιόπη, είμαι σίγουρος πως
όλες οι ερωτήσεις μας θα έπαιρναν απάντηση. Από την άλλη μεριά,
δε θα είχαμε λόγο να συναντιόμαστε κρυφά!» Το χέρι του έσφιξε το
δικό της και την οδήγησε πάλι επάνω στο νυχτερινό αέρα. «Θα πρέ-
πει να ξαναέρθουμε εδώ όταν θα έχει περισσότερο φως».
Η Καλλιόπη κράτησε το χέρι του, νιώθοντας την ασφάλεια της ζε-
στασιάς του να την τυλίγει, μέχρι που εξαφανίστηκαν όλα τα φαντά-
σματα και όσα έκρυβε γύρω το σκοτάδι. Καθώς την αγκάλιαζε από τη
μέση και την τραβούσε κοντά του, η Καλλιόπη ένιωσε την έξαψή της
να φουντώνει, ερεθιστική και ακαταμάχητη σαν την ίδια τη ζωή.
Δεν ήθελε να πάψει ποτέ να νιώθει έτσι. Δεν ήθελε να χάσει αυτή
την εύθραυστη, εξαίσια μαγεία.
Του χαμογέλασε και τύλιξε τα μπράτσα της γύρω από το λαιμό του
για να μην μπορέσει να φύγει μακριά της. Τα μαλλιά του, τόσο μα-
κριά και σγουρά, ήταν σαν ζεστό μετάξι στην επιδερμίδα της, το
κορμί του ζεστό και δυνατό και υπέροχο πάνω στο δικό της. Πόσο
λαχταρούσε να μείνει στην αγκαλιά του όλη τη νύχτα -όλη της τη
ζωή! Να τον φιλάει, να τον αισθάνεται, και να ξεχάσει κλέφτες και φα-
ντάσματα και οικογένειες. Να ξεχάσει τα πάντα.
«Πόσο όμορφος είσαι, Κάμερον», του ψιθύρισε.
Τα μάτια του άνοιξαν διάπλατα από έκπληξη, αλλά πριν προλάβει
να της απαντήσει, εκείνη ανασηκώθηκε στις μύτες των ποδιών της
και τον φίλησε. Τα χείλη της χάιδεψαν απαλά τα δικά του, ύστερα
ξανά και ξανά, βασανίζοντάς τον, ώσπου ο Κάμερον βόγκηξε και την
τράβηξε ακόμα πιο κοντά, έτσι που δεν τους χώριζε ούτε καν μια α-
νάσα. Τη φίλησε παθιασμένα, η γλώσσα του αναζήτησε τη δική της
και η Καλλιόπη του παραδόθηκε. Παραδόθηκε στην ανάγκη της να
είναι τόσο κοντά του, να τον γεύεται, να τον μυρίζει, να τον απορ-
ροφά ώσπου να γίνει δικός της.
Δεν ήταν σαν το πρώτο φιλί τους, απαλό και διατακτικό, καθώς
μάθαιναν ο ένας τη γεύση του άλλου. Ήταν βιαστικό και παθιασμένο,
γεμάτο από τη λαχτάρα να είναι μαζί, από την ανάγκη να βρεθούν
κοντά και να καταλάβουν πως αυτό που συνέβαινε ήταν αληθινό.
Για πρώτη φορά στη ζωή της η Καλλιόπη δεν αμφέβαλλε για τον
εαυτό της. Δεν ήξερε τι σήμαινε όλη αυτή η καταιγίδα συναισθημά-
των- ήξερε μόνο ότι έπρεπε να είναι κοντά του. Η Μούσα ενωμένη με
το θεό.
Ο Κάμερον τραβήχτηκε αργά, σκορπίζοντας μικρά, φευγαλέα φιλιά
στο μάγουλο, στο σαγόνι της, στο ευαίσθητο σημείο πίσω από το
αυτί της. Η Καλλιόπη ρίγησε από τη θέρμη της ανάσας του.
«Αχ, Καλλιόπη». Ακούμπησε το μέτωπό του πάνω στα μαλλιά της.
«Δεν μπορούμε να συνεχίσουμε έτσι!»
Εκείνη έγνεψε καταφατικά και έκρυψε το πρόσωπό της στην κα-
μπύλη του λαιμού του, ανασαίνοντας βαθιά την αλμυρή, μεθυστική
μυρωδιά της επιδερμίδας του. Ναι, τώρα το καταλάβαινε. Αυτή ήταν
η αλήθεια που πάντα αναζητούσε, η αιώνια ομορφιά. Και ήξερε τι
έπρεπε να κάνει.
Έπρεπε να απαλλαγεί εντελώς από τον παλιό εαυτό της, από τις
παλιές αναστολές και τους φόβους της. Έπρεπε να ξαναγεννηθεί -
μαζί με τον Κάμερον.
Έπρεπε να γίνει τολμηρή.
«Έλα μαζί μου», του ψιθύρισε. Έσφιξε το χέρι του στα δικά της και
τον οδήγησε μέσα στο σκοτεινό κήπο, μακριά από τα μυστικά σκα-
λοπάτια. Τα βήματά της ήταν αβέβαια, αδύναμα από το φιλί τους,
από αυτό που ετοιμαζόταν να κάνει. Ένιωθε το σάστισμά του, όμως
την ακολουθούσε χωρίς λέξη. Η εμπιστοσύνη ήταν ένα από τα πράγ-
ματα που θα έπρεπε να ανακαλύψουν μαζί.
Τον οδήγησε μέσα σε μια συστάδα δέντρων, κατά μήκος ενός στε-
νού, δασωμένου μονοπατιού, ώσπου βρήκε ένα μικρό ξέφωτο, ένα
μικρό κλειστό κύκλο. Στο κέντρο του υπήρχε ένας παλιός λάκκος με
στάχτη που ασήμιζε στο φεγγαρόφωτο. Ένας κύκλος μαγικός, το τέ-
λειο σημείο.
«Καλλιόπη...» άρχισε να της λέει ο Κάμερον με φωνή τραχιά.
«Σσσς». Έφερε τα δάχτυλά της στα χείλη του. Τα λόγια θα διέλυαν
τη μαγεία. Η Καλλιόπη είχε βαρεθεί τα λόγια, την αγωνία, τις σκέψεις
και τον καθωσπρεπισμό. «Απλώς ακολούθησε με».
Έκανε πίσω, έλυσε την κάπα της και την άφησε να πέσει γύρο από
τα πόδια της. Καθώς ο Κάμερον την παρακολουθούσε με μάτια μισό-
κλειστα, κατέβασε το χαμηλό ντεκολτέ του φορέματος της, αποκαλύ-
πτοντας την καμπύλη του στήθους της και τους λευκούς ώμους της.
Μέσα της αναρωτήθηκε για μια στιγμή αν έκανε λάθος. Μήπως δεν
ήταν αρκετά όμορφη; Μήπως...;
Όχι! είπε στον εαυτό της παραμερίζοντας το φόβο. Αυτό που έκανε
ήταν σωστό. Είχε ανάγκη να το κάνει για να απελευθερώσει τον εαυ-
τό της -να απελευθερώσει και τους δύο.
Έλυσε τα μαλλιά της και τίναξε τις μαύρες μπούκλες πάνω στους
ώμους της.
«Βλέπεις, Κάμερον», του είπε, βρίζοντας μέσα της το κοριτσίστικο
τρέμουλο στη φωνή της, γιατί προσπαθούσε να είναι σαγηνευτική,
«μπορώ να είμαι Αφροδίτη όσο και Αθηνά». Άπλωσε το χέρι της, πή-
ρε το δικό του και τον τράβηξε κοντά της.
«Καλλιόπη!» Οι μύες του τεντώθηκαν, σαν να αντιστεκόταν. «Τι έ-
χεις στο μυαλό σου;»
«Σε παρακαλώ, Κάμερον». Κούνησε πέρα δώθε το κεφάλι της
σπρώχνοντας τα μαλλιά πίσω στην πλάτη της, έτσι ώστε να του απο-
καλύψει τα στήθη της στο φως του φεγγαριού, ευχόμενη να ήταν με-
γαλύτερα. «Πρέπει να γίνει εδώ, τώρα, σ’ αυτό το μέρος». Κόλλησε
επάνω του και φίλησε το μάγουλο, το λαιμό και τη γραμμή του σα-
γονιού του. Ο Κάμερον πήρε μια κοφτή ανάσα.
«Σε θέλω, Καμ», του ψιθύρισε. «Εσύ δε με θέλεις;»
«Φυσικά και σε θέλω, όμορφή μου Καλλιόπη. Αλλά...» Τα λόγια του
πνίγηκαν μέσα στο φιλί της και μ’ ένα βαθύ βογκητό ο Κάμερον πα-
ραδόθηκε, ανεβάζοντας τα χέρια του στους γυμνούς ώμους της.
Ήταν λες και πράγματι είχε κυριέψει την ψυχή της η Αφροδίτη,
σκέφτηκε η Καλλιόπη καθώς έλυνε με τόλμη τη γραβάτα του και την
έριχνε στο χώμα. Η θεά οδηγούσε τα χέρια της καθώς άνοιγε το που-
κάμισό του, το στόμα της καθώς φιλούσε τη μικρή λακκούβα στο
λαιμό του, την καμπύλη του ώμου του. Πόσο απαλή ήταν η επιδερ-
μίδα του, πόσο καυτή κάτω από το χάδι της! Η πυρετώδης έξαψη την
είχε ποτίσει ως την ψυχή της.
Ναι, αυτό που έκανε ήταν σωστό.
Ξάπλωσαν αγκαλιασμένοι πάνω στην κάπα της με τα δέντρα να
στροβιλίζονται τρελά πάνω απ’ το κεφάλι της. Η Καλλιόπη προσ-
γειώθηκε επάνω του και πέταξε μακριά το πουκάμισό του.
Ήταν εξαίσιος, σκέφτηκε με κομμένη την ανάσα. Πιο όμορφος από
οποιοδήποτε αρχαίο άγαλμα, γιατί ήταν ζωντανός, παλλόμενος, γε-
μάτος πόθο και δύναμη. Τα χέρια της άγγιξαν διερευνητικά το αραιό
τρίχωμα στο στέρνο του, τη λεπτή γραμμή που οδηγούσε σκανδαλι-
στικά στη ζώνη του παντελονιού του. Οι μύες του στομαχιού του
συσπάστηκαν, η ανάσα του βγήκε ακανόνιστη όταν το χέρι της άγγι-
ξε απαλά το τεντωμένο ύφασμα ακριβώς κάτω από τη ζώνη.
«Καλλιόπη», της είπε μ’ ένα βογκητό. «Πρόσεχε. Αν δεν είσαι σί-
γουρη...»
«Είμαι η Αφροδίτη, το ξέχασες; Δε θα βρισκόμουν εδώ αν δεν ή-
μουν σίγουρη». Ενθουσιασμένη, τολμηρή, φοβισμένη, αμήχανη, ά-
νοιξε το παντελόνι του και το κατέβασε πάνω στους λεπτούς γοφούς
του.
Ο Κάμερον, ξαπλωμένος ανάσκελα, την παρακολουθούσε ακίνητος,
επιφυλακτικός.
«Ω, δεν είναι ακριβώς όπως στις ερμαϊκές στήλες;» είπε συλλογι-
σμένη. Εκείνες οι αρχαίες, ψηλές, επίπεδες στήλες με έναν περίεργα
μεγάλο φαλλό στο κέντρο ήταν μέχρι στιγμής η μόνη της εμπειρία σε
ό,τι αφορούσε αυτό το μέρος της αντρικής ανατομίας. Η πραγματι-
κότητα ήταν πολύ καλύτερη. «Μπορώ να σε αγγίξω;»
Ο Κάμερον γέλασε τραχιά. «Μόνο αν θέλεις να τελειώσουν όλα
πριν ακόμα αρχίσουν. Έλα εδώ, Αφροδίτη μου, και φίλησέ με ξανά
πριν χάσω τελείως τα λογικά μου».
Η Καλλιόπη έπεσε πάλι πανευτυχής στην αγκαλιά του, τα χείλη
τους έσμιξαν, οι καρδιές του χτύπησαν σαν να ήταν μία. Αυτό το φιλί
δεν ήταν καθόλου προσεκτικό, ήταν καυτό, απεγνωσμένο και επιτα-
κτικό, σαν πυροτέχνημα που σκάει στο νυχτερινό ουρανό. Ένιωσε τα
χέρια του να πηγαίνουν στην πλάτη της λύνοντας τις τελευταίες
κορδέλες του φορέματος. Η αύρα ήταν ψυχρή πάνω στην επιδερμίδα
της, αλλά δεν το ένιωθε. Τα ρούχα τώρα ήταν μόνο φυλακή,, ένα ε-
μπόδιο ανάμεσα σ’ εκείνη και στο γυμνό κορμί του. Πέταξε το φόρε-
μά της μακριά και υψώθηκε επάνω του σαν μια γυμνή θεά.
«Καλλιόπη». Ο Κάμερον βόγκηξε και την κράτησε από τους γο-
φούς, αφήνοντας τα μάτια του να απολαύσουν τη θέα της. «Είσαι στ’
αλήθεια υπέροχη».
«Όχι όσο υπέροχος είσαι εσύ», του ψιθύρισε. «Όμορφέ μου Έλλη-
να θεέ».
Κρατώντας τη σφιχτά, την κύλησε από κάτω του, πάνω στη μαλακή
κάπα. Η Καλλιόπη γέλασε καθώς τα μαλλιά της απλώνονταν γύρω
της. Ένιωθε στ’ αλήθεια όμορφη και ελεύθερη έτσι όπως την κοιτού-
σε. Το παρελθόν είχε χαθεί. Υπήρχε μόνο το παρόν, αυτή η στιγμή
που βρισκόταν στη αγκαλιά του άντρα που αγαπούσε. Ο Κάμερον τη
φίλησε και κάθε άλλη σκέψη έσβησε.
Έκλεισε τα μάτια της απολαμβάνοντας το χάδι του, την πίεση του
στόματός του στο στήθος της, στην καμπύλη των πλευρών της. Οι
παλάμες της γλίστρησαν στην πλάτη του, τόσο δυνατή και νεανική,
τόσο ζωντανή κάτω από το άγγιγμά της. Τα πόδια της χωρίστηκαν
και ένιωσε ανάμεσά τους το βάρος του, την πίεση του καυτού, ορ-
θωμένου φύλου του που είχε θαυμάσει πριν λίγο.
Ήξερε τι θα συνέβαινε. Εκείνη και η Κλειώ είχαν κρυφοκοιτάξει μια
φορά κάποια αρχαία σκίτσα από διονυσιακές τελετές και οίκους α-
νοχής της Πομπηίας που είχε ο πατέρας τους. Αλλά καμία από εκεί-
νες τις εικόνες δεν έδινε έστω και μια υποτυπώδη πληροφορία για
την αίσθηση. Αυτό το μεθυστικό συναίσθημα ότι έπεφτε κι όλο έπε-
φτε, παραδομένη σε ένα άλλο άτομο. Σε έναν εντελώς άλλο κόσμο.
«Δε θέλω να σε πονέσω», της είπε ξέπνοος.
Του χαμογέλασε, νιώθοντας ολόκληρο το σώμα της να περιμένει
με λαχτάρα αυτή την τελική ένωση που θα τον έκανε δικό της. «Δε θα
μπορούσες ποτέ να με πονέσεις».
Άνοιξε περισσότερο τα πόδια της προσκαλώντας τον, κι εκείνος
μπήκε μέσα της. Ναι, πόνεσε· πώς θα μπορούσε να μην πονέσει; Ό-
μως αυτός ο πόνος δεν ήταν τίποτα μπροστά στην αίσθηση ότι επι-
τέλους είχε γίνει ένα μαζί του. Τύλιξε γύρω του τα μπράτσα και τις
γάμπες της και τον έσφιξε δυνατά, σαν να μην ήθελε ποτέ να τον α-
φήσει.
«Βλέπεις; Δε με πόνεσες», του ψιθύρισε. «Νιώθω τέλεια».
Ο Κάμερον γέλασε σφιγμένα. «Όχι όσο τέλεια νιώθω εγώ, όμορφή
μου, υπέροχη Καλλιόπη».
Άρχισε να κινείται μέσα της αργά, όλο και πιο οικεία. Η Καλλιόπη
έκλεισε σφιχτά τα μάτια της και ένιωσε τον πόνο να υποχωρεί, μέχρι
που έμεινε μόνο η απόλαυση. Ένα απολαυστικό μυρμήγκιασμα που
φούντωνε μέσα της, μέχρι που απλώθηκε σ’ όλο το κορμί της από
την κορφή μέχρι τα νύχια σαν πυρκαγιά. Ήταν μια απόλαυση που
όμοιά της ούτε είχε νιώσει ούτε είχε φανταστεί ποτέ.
Έβγαλε μια κραυγή θαυμασμού για όλα αυτά, για τις εκρήξεις φω-
τός πίσω από τα κλειστά βλέφαρά της, γαλάζιες, άσπρες και κόκκινες
σαν πολύχρωμα πυροτεχνήματα. Η έξαψη, η πίεση ήταν αβάσταχτη!
Πώς θα επιβίωνε χωρίς να καεί, χωρίς να την καταπιεί η φωτιά;
Πάνω της, γύρω της, ένιωσε την ένταση του Κάμερον να κορυφώ-
νεται, την πλάτη του να καμπυλώνεται. «Καλλιόπη!» τον άκουσε να
κραυγάζει.
Και τότε η Καλλιόπη εξερράγη, χάθηκε μέσα σ’ εκείνα τα φώτα. Αρ-
πάχτηκε σφιχτά από πάνω του και έπεσε μαζί του στη φωτιά.
Μετά από πολλές στιγμές -ώρες ή μέρες;-, η Καλλιόπη άνοιξε αργά
τα μάτια της, σίγουρη πως είχε κατρακυλήσει μέσα σ’ ένα ηφαίστειο.
Αλλά βρισκόταν ακόμη σ’ εκείνο το ξέφωτο του δάσους, ανάμεσα στα
δέντρα, κάτω από το χλομό φως του φεγγαριού της καθημερινής ζω-
ής.
Μιας ζωής που είχε αποκτήσει καινούρια λάμψη.
Δίπλα της, σωριασμένος πάνω στην κάπα της, με τα μπράτσα του
τυλιγμένα σφιχτά γύρω από τη μέση της, ήταν ο Κάμερον. Τα μάτια
του ήταν κλειστά, τα μέλη του απλωμένα χαλαρά από την εξάντληση.
Η Καλλιόπη χαμογέλασε, νιώθοντας να κατεβαίνει αιωρούμενη ξα-
νά στη γη. Ένιωσε το τρίξιμο μικρών κλαδιών και φύλλων κάτω από
την κάπα, πέτρες να πιέζουν το γοφό της, τον ελαφρύ πόνο στα άκρα
της, στα απόκρυφα σημεία της. Δεν την πείραζε, όμως. Τίποτα δεν εί-
χε σημασία εκτός από αυτή τη στιγμή έξω από το χρόνο. Είχε γίνει η.
Αφροδίτη, τουλάχιστον για λίγο. Ή ίσως είχε γίνει ο πραγματικός ε-
αυτός της.
***
Μεταξύ ύπνου και ξύπνου, η Καλλιόπη ρίγησε νιώθοντας τη νυ-
χτερινή αύρα στο κορμί της. Πονούσε και ήταν κουρασμένη -αλλά
και πιο ανάλαφρη απ’ όσο είχε νιώσει ποτέ στη ζωή της! Είχε την αί-
σθηση πως μπορούσε να πετάξει ψηλά μέχρι τα δέντρα.
Το μπράτσο του Κάμερον ήταν βαρύ στη μέση της και κουλουριά-
στηκε πιο σφιχτά πάνω στον παράδεισο του κορμιού του, νιώθοντας
την ανάσα του στον ώμο της, τη συγκρατημένη δύναμη των μυών
του κάτω από τα δάχτυλά της καθώς χάιδευε απαλά το χέρι του από
τον αγκώνα μέχρι τον καρπό.
«Ω Καλλιόπη», μουρμούρισε εκείνος μέσα στα μαλλιά της. «Δε θα
ισχυριστώ πως σε καταλαβαίνω, αλλά ξέρω ένα πράγμα».
Εκείνη του χαμογέλασε. «Και ποιο είναι αυτό;»
«Ότι είσαι στ’ αλήθεια υπέροχη».
Η Καλλιόπη γέλασε και γύρισε προς το μέρος του. Στο φως του
φεγγαριού τα όμορφα χαρακτηριστικά του φάνταζαν μυστηριώδη
και τα χάιδεψε προσεκτικά με το χέρι της.
«Πάλι καλά που δε με λες δεσποτική», του είπε. «Αυταρχική...»
«Και αυτά, επίσης», την πείραξε και, παίρνοντας το χέρι της, άρχι-
σε να φιλάει ένα ένα τα δάχτυλά της. Η Καλλιόπη ρίγησε. «Αγαπημέ-
νη μου δεσποτική Αθηνά, τι σε έκανε αυτό που είσαι;»
«Αναρωτιόμουν το ίδιο για σένα», του είπε. «Δε μοιάζεις με κανέ-
ναν απ’ όσους ξέρω. Απ’ όσους γνώρισα ποτέ».
Ο Κάμερον ξάπλωσε πίσω, ενώ η. Καλλιόπη ανακάθισε και τον κοί-
ταξε από ψηλά. Η έκφρασή του ήταν άδεια. «Εγώ; Μα εγώ είμαι ο πιο
απλός άνθρωπος του κόσμου, εύκολος σαν ανοιχτό βιβλίο».
Η Καλλιόπη ρουθούνισε σαρκαστικά. «Ένα βιβλίο λατινικών, ίσως.
Σπάνια σε καταλαβαίνω».
«Απόψε πάντως με κατάλαβες πολύ καλά!» της είπε γελώντας και
την τράβηξε πάλι κοντά του.
«Μη με πειράζεις». Τον χτύπησε ανάλαφρα στον ώμο. «Θέλω να
καταλάβω και το μυαλό σου».
«Ίσως σου φαίνομαι ακατανόητος επειδή δε μεγάλωσα εδώ, όπως
οι άλλοι θαυμαστές σου. Συχνά δε νιώθω καθόλου Άγγλος».
Η Καλλιόπη έγειρε το κεφάλι της στον ώμο του. «Νιώθεις Έλληνας,
λοιπόν;»
«Όχι, ούτε αυτό. Ίσως να μην ανήκω πουθενά».
Η Καλλιόπη ένιωσε ένα παγερό σφίξιμο θλίψης στην καρδιά της.
Όσο κι αν την εκνεύριζε η οικογένειά της, οι καβγάδες τους, ήξερε
πως ανήκε σ’ αυτούς. Ήταν κομμάτι του εαυτού της, είτε της άρεσε
είτε όχι. «Πώς ήταν η παιδική ηλικία σου, Κάμερον;»
Ανασήκωσε τους ώμους του και η Καλλιόπη ένιωσε τους μυς του
να συσπώνται ελαφρά από κάτω της. Τα δάχτυλά του χάιδεψαν απα-
λά τα μαλλιά της. «Απολύτως συνηθισμένη, θα έλεγα τότε. Δεν ήξερα
τίποτε άλλο. Νόμιζα πως όλοι περνούσαν τη ζωή τους ταξιδεύοντας
από τη Φλωρεντία στη Νάπολη, από τη λίμνη της Γενεύης στη Ρώμη
ή στη Βιέννη. Μου άρεσε να βλέπω καινούρια μέρη και να μαθαίνω
καινούριους τρόπους ζωής».
Καινούριους τρόπους ζωής. Και η Καλλιόπη είχε μάθει μόνο έναν.
«Γιατί διάλεξαν τέτοια νομαδική ζωή οι γονείς σου; Εξαιτίας των με-
λετών του πατέρα σου;»
«Γι’ αυτό, φυσικά. Βρισκόταν πάντα σε αναζήτηση νέων αντικειμέ-
νων. Εκτός αυτού, όμως...»
«Εκτός αυτού, τι;»
«Η μητέρα μου δεν ένιωθε πολύ... άνετα στην Αγγλία».
Η Καλλιόπη συνειδητοποίησε πόσο λίγα ήξερε για τη μακαρίτισσα
λαίδη Γουέστγουντ, εκτός από το ότι ήταν Ελληνίδα. Και πολύ όμορ-
φη, κρίνοντας από τις ελάχιστες φορές που την είχε δει η Καλλιόπη,
με τα ίδια σμιλεμένα χαρακτηριστικά και τα μάτια στο χρώμα του
κονιάκ όπως ο γιος της. «Νοσταλγούσε τη ν πατρίδα της;»
«Μάλλον. Αλλά είχε και μια έμφυτη μελαγχολία. Ποτέ δεν την έδει-
χνε σ’ εμένα, φυσικά. Μαζί μου ήταν πάντα πρόσχαρη και χαμογελα-
στή, μου έλεγε ιστορίες για την παιδική ηλικία της ή για τους αρχαί-
ους θεούς της Ελλάδας. Η Άρτεμις ήταν η αγαπημένη της. Αλλά ακό-
μα και όταν ήμουν παιδί, μπορούσα να διακρίνω τη θλίψη στα μάτια
της. Τη μοναξιά που ένιωθε σ’ έναν τόπο όπου δε θα ήταν ποτέ από-
λυτα αποδεκτή».
«Μα ήταν μια κόμισσα!» αναφώνησε η Καλλιόπη, νιώθοντας έναν
πόνο στην καρδιά για τη δυστυχία εκείνης της γυναίκας που δεν είχε
γνωρίσει ποτέ.
«Μια κόμισσα που ήταν κόρη ενός Έλληνα λόγιου. Ναι, την καλού-
σαν συχνά σε διάφορες εκδηλώσεις και μερικοί άνθρωποι -όπως οι
γονείς σου- ήταν φίλοι της. Όμως νομίζω πως πάντα νοσταλγούσε τη
ζεστασιά της πατρίδας της, το πνεύμα των δικών της ανθρώπων.
Νοσταλγούσε ιδιαίτερα τη Δήλο, τη γενέτειρα της Άρτεμης και του
Απόλλωνα, εκεί όπου την πήγαινε συχνά ο πατέρας της».
«Ήταν ευτυχισμένη όταν ο πατέρας σου την πήγε στην Ευρώπη;»
«Πιο ευτυχισμένη από πριν, νομίζω. Είχε πιο πολύ ήλιο εκεί, οι
άνθρωποι ήταν πιο εκδηλωτικοί. Όμως δεν επέστρεψε ποτέ στην Ελ-
λάδα. Πέθανε στη Νάπολη όταν ήμουν ακόμα μικρός και τότε με έ-
στειλαν πίσω στην Αγγλία, εσωτερικό σ’ ένα σχολείο».
«Κι έτσι πήγες στην Ελλάδα για λογαριασμό της».
Ο Κάμερον γέλασε. «Υποθέτω πως ναι, αν και ποτέ δεν το σκέφτηκα
έτσι! Ήθελα να δω αν οι ιστορίες της ήταν αληθινές».
«Και ήταν;»
«Ω, ναι. Κάτι παραπάνω από αληθινές. Ήταν το καλύτερο δώρο
που μου έκανε».
Η Καλλιόπη τον κοίταξε και είδε τη νοσταλγία στα μάτια του. «Σου
έδωσε την ελευθερία σου».
«Την ελευθερία μου;»
«Ήταν αυτό που πάντα θαύμαζα και ζήλευα σ’ εσένα. Η αδιαφορία
σου για τη γνώμη των άλλων, ο τρόπος που ακολουθούσες το δικό
σου μονοπάτι στη ζωή».
«Είναι αλήθεια πως δε νοιάζομαι για τη γνώμη των άλλων, Καλλιό-
πη. Δεν μπορώ να ανήκω σε μια κοινωνία που φέρθηκε άκαρδα στη
μητέρα μου, έτσι αδιαφορώ για τους κανόνες και ας απαγορεύσεις
τους. Όμως νοιάζομαι αρκετά για τη γνώμη ορισμένων ανθρώπων
για μένα, όπως είναι οι Σόντερς. Εσύ».
«Εγώ;»
«Ειδικά εσύ. Η αποδοκιμασία σου με έχει αποκαρδιώσει πολλές
φορές στο παρελθόν, Αθηνά».
Η Καλλιόπη γέλασε ξαφνιασμένη. «Ποτέ δεν περίμενα ότι οι από-
ψεις μου θα είχαν τέτοιο αντίκτυπο! Και, εν πάση περιπτώσει, τώρα
νιώθω πολύ διαφορετική».
«Ζηλεύεις την ελευθερία; Την αμεριμνησία;»
«Μερικές φορές, ναι».
«Κι εγώ που ζήλευα πάντα την οικογένειά σου».
«Την οικογένειά μου; Την ατίθαση, εριστική οικογένειά μου;»
«Φυσικά. Ζηλεύω τον τρόπο που εσύ και οι αδερφές σου είστε τό-
σο δεμένες, ώστε κανείς δεν μπορεί να σας χωρίσει. Αυτό είναι πολύ
σαγηνευτικό για κάποιον που δεν έχει καθόλου οικογένεια».
«Τις αγαπώ πάρα πολύ. Δε θα μπορούσα να ζήσω χωρίς αυτές. Με-
ρικές φορές όμως θέλω απλώς...»
«Τι είναι αυτό που θέλεις, Καλλιόπη;»
Στηρίχτηκε στον αγκώνα της και ξεροκατάπιε. Μπορούσε να του το
πει; Δεν το είχε ξεστομίσει σε κανέναν, ούτε καν στην Κλειώ.
«Όταν πέθαινε η μητέρα μου», είπε αργά, «καθόμουν δίπλα της και
της κρατούσα το χέρι ενόσω ψηνόταν στον πυρετό. Τότε με έβαλε να
της υποσχεθώ ότι θα φροντίζω πάντα τον πατέρα και τις αδερφές
μου. Είπε ότι ήμουν τόσο προστατευτική απέναντι τους, τόσο υπεύ-
θυνη, ώστε μπορούσε να πεθάνει ήσυχη ξέροντας πως βρίσκονταν
σε καλά χέρια. Πως θα ήμουν η καινούρια μητέρα τους».
Ο Κάμερον πήρε το χέρι της στο δικό του. «Τόσο ντελικάτα χέρια
για μια τόσο σκληρή δουλειά».
Η Καλλιόπη προσπάθησε να αρνηθεί τον έπαινο, ακριβώς όπως
έκανε πάντα. Ήταν μια υπάκουη κόρη, ή τουλάχιστον προσπαθούσε
να είναι. Πώς μπορούσε όμως να του μεταφέρει το βαρύ συναίσθημα
που την είχε κυριέψει τότε, την αίσθηση ότι την είχαν αλυσοδέσει
για πάντα; «Ήμουν η μεγαλύτερη και ένιωθα έτσι κι αλλιώς πάντα
υπεύθυνη για τις αδερφές μου. Από τότε που γεννήθηκε η Κλειώ».
Ο Κάμερον έσφιξε περισσότερο το χέρι της. «Αγαπητή μου, δεσπο-
τική Αθηνά, είναι φυσικό να νοιάζεσαι για την οικογένειά σου, να θέ-
λεις να είναι καλά και ευτυχισμένη. Αυτό όμως δε σημαίνει πως είναι
ένα φορτίο μόνο για τους δικούς σου ώμους».
«Τι εννοείς;»
«Εννοώ ότι εγώ έχω πολλή ελευθερία κι εσύ έχεις πολλές ευθύνες.
Θα πρέπει να τα μοιραστούμε».
Η Καλλιόπη ανακάθισε και τον κοίταξε, τόσο έκπληκτη όσο και ε-
πιφυλακτική. Μήπως εννοούσε... «Τι θες να πεις;»
Την τράβηξε πάνω στο στέρνο του και χάιδεψε τα μακριά μαλλιά
της όπως θα καθησύχαζε κάποιος ένα τρομαγμένο πουλί. «Συνεργα-
ζόμαστε καλά οι δυο μας, έτσι δεν είναι;»
«Διαφωνούμε συνέχεια».
«Όχι και συνέχεια. Εδώ και... ε, τουλάχιστον δύο ώρες δεν τσακω-
θήκαμε καθόλου, έτσι δεν είναι;»
Η Καλλιόπη δεν μπόρεσε να μη γελάσει. «Τα στόματά μας ήταν πο-
λύ απασχολημένα».
«Α, βλέπεις; Έκανες ένα αστείο. Πρέπει ήδη να νιώθεις πιο ελεύθε-
ρη». Την πήρε στην αγκαλιά του σαν να μην ήθελε να την αφήσει να
φύγει. «Τώρα ξεκουράσου. Έχουμε μερικές ώρες ακόμα ως το χάρα-
μα».
Και μερικές ώρες μέχρι την καινούρια ζωή της...
Κεφάλαιο 20

«Αφού οι κυρίες πήγαν στο χωριό για ψώνια, σκέφτηκα ότι εσείς,
κύριοι, μπορεί να θέλατε να ρίξετε μια ματιά σ’ αυτά», είπε ο λόρδος
Κένλι ξεκλειδώνοντας ένα χρηματοκιβώτιο κρυμμένο στη βιβλιοθή-
κη του και βγάζοντας από μέσα ένα άλμπουμ με μεταξωτό εξώφυλλο.
«Η λαίδη Κένλι αγνοεί την ύπαρξή τους, φυσικά. Τα αγόρασα στην
Ιταλία πριν ένα χρόνο, όταν έκανα τη μεγάλη περιοδεία».
Ο Κάμερον άκουγε με μισή προσοχή το λόρδο Κένλι και όσα έλεγε
για το άλμπουμ του, που όπως ήταν αναμενόμενο περιείχε ερωτικά
χαρακτικά διαφόρων θεοτήτων και μυθολογικών μορφών. Στο δικό
του μυαλό στριφογύριζε ακόμα η προηγούμενη νύχτα, η Καλλιόπη
και η έκρηξη του ασυγκράτητου πάθους τους.
Είχε στ’ αλήθεια μαγευτεί από τα αβυσσαλέα μαύρα μάτια της. Πώς
αλλιώς μπορούσε να εξηγήσει την ανάμειξή του στο ανόητο σχέδιό
της να τσακώσουν τον Κλέφτη με τα Κρίνα; Όποιος είχε την ευφυΐα
να αρπάξει εκείνο το διάδημα θα διέφευγε εύκολα από την αδέξια
αστυνομική έρευνά τους. Εκτός αυτού, ο Κάμερον καταλάβαινε ποιο
ήταν το κίνητρο του κλέφτη -ο Άβερτον, η λαίδη Τενμπρέ και οι ό-
μοιοι τους ήταν αναξιόπιστοι φύλακες του αρχαίου πολιτισμού.
Όμως είχε αρχίσει να κατανοεί και την άποψη της Καλλιόπης. Η
κλοπή, ανεξάρτητα από τα καλλιτεχνικά κίνητρα του δράστη, δεν
αποτελούσε λύση. Εδώ δεν ήταν Ελλάδα όπου κυριαρχούσε η λη-
στεία. Στην Αγγλία υπήρχαν αποτελεσματικοί και αυστηροί κανόνες
για την κλοπή. Και ο Κάμερον είχε αρχίσει να φοβάται πως ο κλέφτης
βρισκόταν πιο κοντά τους απ’ όσο νόμιζε η Καλλιόπη. Ίσως μάλιστα
να ήταν μία από τα μέλη της αγαπημένης της Λέσχης Κυριών.
Δεν ήθελε να δει την Καλλιόπη να πληγώνεται, δεν ήθελε να δει
ποτέ εκείνα τα όμορφα μάτια να συννεφιάζουν από λύπη. Ειδικά με-
τά τη χτεσινή νύχτα. Τίποτα δεν ήταν πια το ίδιο.
«Α, να, αυτό εδώ είναι εξαίσιο», είπε ο χερ Μίλερ. Ο Κάμερον σή-
κωσε το βλέμμα του και είδε ότι ο καθηγητής είχε εγκαταλείψει τα
πονηρά χαρακτικά με τη Λήδα και τον κύκνο, τη Δανάη και τη βροχή
από χρυσάφι, και παρατηρούσε τους πιο συντηρητικούς πίνακες
που εκτίθονταν στους τοίχους.
Ο Κάμερον πλησίασε για να παρατηρήσει κι εκείνος τον καμβά.
Ήταν το Ο Έρωτας Δένει τα Μάτια της Νιότης, όπου ένας μικρός λευκο-
ρόδινος άγγελος έδενε γελώντας ένα μαντίλι γύρω από τα μάτια μιας
νεαρής γυναίκας. Γυαλιστερές μαύρες μπούκλες σκέπαζαν τους γυ-
μνούς ώμους της καθώς ο λευκός μεταξωτός χιτώνας της γλιστρούσε
και εκείνη, γελώντας επίσης, άπλωνε το χέρι σαν να ήθελε να αγγίξει
το θεατή.
Έμοιαζε με την Καλλιόπη, σ’ εκείνες τις σπάνιες στιγμές που αφη-
νόταν στη χαρά. Η καμπύλη του στόματός της, το απαλό κοκκίνισμα
στα μάγουλα.
«Πανέμορφο, πράγματι», είπε ο Κάμερον.
«Κι αυτό εδώ είναι εξαιρετικό επίσης», είπε ο χερ Μίλερ δείχνοντας
μια σκηνή με το Σωκράτη να μιλάει στους μαθητές του στην αγορά.
Σε αντίθεση με τον προηγούμενο πίνακα, αυτός δεν επηρέαζε συναι-
σθηματικά τον Κάμερον, παρ’ όλα αυτά θαύμασε τη λεπτομερή απει-
κόνιση του θέματος.
«Ναι, οι κίονες εδώ και εδώ, τα σκαλιά πάνω στα οποία κάθεται ο
Σωκράτης, τα χρώματα», σχολίασε ο χερ Μίλερ. «Θυμίζει όλα όσα
αγαπάμε στον κλασικό κόσμο, για; Την τάξη και τη συμμετρία».
Ο Κάμερον χαμογέλασε. «Κάποιοι ισχυρίζονται πως η τάξη και η
συμμετρία είναι ψυχρές».
«Εσείς κι εγώ όμως ξέρουμε πως αυτό δεν είναι αλήθεια, λόρδε
Γουέστγουντ! Οι ελληνικές φόρμες μπορεί να είναι αυστηρές και μα-
θηματικές, όμως είναι επίσης γεμάτες ζωή».
Ο Κάμερον κοίταξε τη μαυρομάλλα Νιότη. «Μια αρμονία μεταξύ
πάθους και τάξης;»
«Ακριβώς, λόρδε Γουέστγουντ. Λένε πως έχετε ταξιδέψει στην Ελ-
λάδα, σωστά;»
«Ναι. Η μητέρα μου ήταν Ελληνίδα, έτσι μεγάλωσα ακούγοντας
μύθους για τους θεούς και τις θεές που ζούσαν κάτω από τον καυτό
ήλιο της Ελλάδας».
«Τότε πρέπει να καταλαβαίνετε καλύτερα από τους περισσότερους
Άγγλους αυτόν το διχασμό ανάμεσα στη λογική και στο συναίσθημα.
Και πολύ καλύτερα από εμάς τους Γερμανούς! Μελετώ την τάξη σ’
όλη τη ζωή μου. Αδυνατώ ωστόσο να συλλάβω το συναίσθημα. Ίσως
οφείλω να ταξιδέψω κι εγώ στην Ελλάδα, για;»
«Θα σας το συνιστούσα ανεπιφύλακτα», είπε ο Κάμερον. «Ποτέ δεν
κατάλαβα πραγματικά τους μύθους μέχρι που πάτησα στη γη όπου
γεννήθηκαν».
Στην πραγματικότητα τους είχε καταλάβει απόλυτα μόνο όταν
γνώρισε την Καλλιόπη. Τότε είδε για πρώτη φορά πόσο τέλεια μπο-
ρούσαν να συνυπάρχουν η ψυχρή τάξη και το καυτό πάθος.
«Τότε πρέπει να πάω. Όπως όλοι οι Άγγλοι ποιητές σας άλλωστε! Α,
να κι ένας πίνακας με τις Μούσες στον Ελικώνα!» Ο χερ Μίλερ έδειξε
τη μεγάλη σκηνή με τις Εννέα Μούσες, συγκεντρωμένες γύρω από
την ιερή πηγή με τα διάφορα σύμβολα και τον εξοπλισμό τους. «Ό-
πως οι νεαρές δεσποινίδες, οι Τσέις».
Το βλέμμα του Κάμερον προσηλώθηκε στην κεντρική φιγούρα, η
οποία έστεκε ελαφρώς ψηλότερα απ’ τις υπόλοιπες. Η Καλλιόπη, η
μεγαλύτερη από τις Μούσες, προστάτιδα της επικής ποίησης, κρα-
τούσε την πλάκα γραφής της. Σε αντίθεση με την αληθινή Καλλιόπη,
είχε χρυσαφένια μαλλιά, αλλά η έκφρασή της ήταν η ίδια -σταθερή
και σοβαρή καθώς κοίταζε το θεατή.
«Ίσως όχι ακριβώς όπως οι δεσποινίδες Τσέις», είπε.
«Α, όχι! Βλέπετε, αυτή η Κλειώ δεν έχει κόκκινα μαλλιά. Και αυτή η
Θάλεια δεν είναι, πώς το λέτε, τόσο πληθωρική».
Ο Κάμερον κοίταξε τη Θάλεια, που το μισό πρόσωπό της ήταν
κρυμμένο πίσω από τη θεατρική μάσκα την οποία κρατούσε. Δίπλα
της καθόταν η Κλειώ, με τα ανοιχτά καστανά μαλλιά της πλεγμένα σ’
ένα περιποιημένο στεφάνι. Κρατούσε μια περγαμηνή και μια στοίβα
από βιβλία. Δίπλα στο σανδαλοφορεμένο πόδι της που ξεπρόβαλλε
μέσα από το γρασίδι υπήρχε ένας πορφυρός υάκινθος.
«Ο καλλιτέχνης χρησιμοποίησε περίφημα το συμβολισμό», είπε ο
χερ Μίλερ γνέφοντας προς το άνθος.
«Πράγματι. Η Κλειώ ήταν η μητέρα του Υάκινθου...» Η φωνή του
Κάμερον έσβησε καθώς θυμόταν τη μυστηριώδη λίστα. Το Γκρίζο Πε-
ριστέρι, το Χρυσό Γεράκι, ο Πορφυρός Υάκινθος...
Ο Πορφυρός Υάκινθος. Δεν ήταν δυνατό. Κι από την άλλη μεριά,
ήταν παράξενα λογικό.
«...και εδώ βλέπουμε το Μαντείο των Δελφών», έλεγε τώρα ο χερ
Μίλερ, έχοντας προχωρήσει στον επόμενο πίνακα. Ο Κάμερον όμως
κοιτούσε ακόμα την Κλειώ και το πορφυρό λουλούδι. Το ζωγραφι-
σμένο βλέμμα της, ευθύ και κοροϊδευτικό, έμοιαζε να τον προκαλεί
να το πει δυνατά. «Σίγουρα έχετε πάει στους Δελφούς, έτσι δεν είναι,
λόρδε Γουέστγουντ;»
Ο Κάμερον κατέπνιξε την ψυχρή αίσθηση της έκπληξης και της συ-
νειδητοποίησης. Της επίγνωσης ότι ήταν πολύ, πάρα πολύ ανόητος.
Δεν είχε τώρα χρόνο γι’ αυτά. Δεν μπορούσε να κατηγορήσει ανοιχτά
την αδερφή της γυναίκας που αγαπούσε! Δεν ήταν καν εντελώς σί-
γουρος. Δεν είχε τίποτα περισσότερο από ένα λουλούδι και το ένστι-
κτό του. Έπρεπε να κινηθεί αργά, προσεκτικά.
Και, διάβολε, πώς θα το έλεγε στην Καλλιόπη;
«Ναι», είπε γυρίζοντας την πλάτη του στις Μούσες. «Αν και σήμερα
οι Δελφοί δεν είναι παρά ένα μικρό χωριό που το λένε Καστρί. Δεν
έχει απομείνει ίχνος από την Πυθία, μόνο μερικοί σπασμένοι κίονες
ανάμεσα στα γαϊδουράγκαθα».
«Θλιβερό. Παρ’ όλα αυτά, θα πρέπει να είναι συναρπαστικό να
στέκεται κανείς στο μέρος όπου έζησαν τόσο σπουδαίοι μάντεις!»
Ο Κάμερον συνέχισε να κουβεντιάζει με τον χερ Μίλερ και να πα-
ρατηρεί τους πίνακες και τα έργα τέχνης στις γυάλινες προθήκες του
λόρδου Κένλι. Οι σκέψεις του όμως έτρεχαν διαρκώς σ’ εκείνο το μι-
κρό λουλούδι.
***
Η Καλλιόπη έγειρε πίσω στο κάθισμα της άμαξας και κοίταξε έξω
στο δρόμο καθώς επέστρεφαν στο Κένλι Άμπι. Η Θάλεια και η Έμελιν
φλυαρούσαν χαρούμενα για τα καινούρια καπέλα τους, ενώ η Λότι
ήταν κρυμμένη πίσω από ένα μυθιστόρημα που είχε αγοράσει στο
μικρό βιβλιοπωλείο στο χωριό και έβγαζε κραυγές κάθε φορά που
διάβαζε κάτι δραματικό. Μόνο η Καλλιόπη και η Κλειώ, καθισμένες η
μία δίπλα στην άλλη, ήταν αμίλητες.
Η Καλλιόπη δεν μπορούσε να μαντέψει τις σκέψεις της αδερφής
της, αλλά εκείνη θυμόταν την προηγούμενη νύχτα. Το σμίξιμό της με
τον Κάμερον, τα φιλιά και τα βογκητά τους μέσα στο σκοτάδι, τις ε-
ξομολογήσεις που είχαν μοιραστεί.
Ο Κάμερον ήταν.... Εντάξει, ήταν υπέροχος. Τι θα συνέβαινε όμως
από εδώ και πέρα;
Τα είχε χαμένα. Δεν είχε βρει περισσότερες απαντήσεις από την
ημέρα που ήρθαν στο Γιόρκσάίρ, ούτε για τον Κλέφτη με τα Κρίνα
ούτε για τον Κάμερον ούτε και για τον εαυτό της.
Έστριψαν σε έναν άλλο δρόμο και εμφανίστηκε μπροστά τους το
κάστρο του δούκα, ένας αγνός γκρίζος όγκος στο μπλε φόντο του
ουρανού. Την πρώτη φορά που το είχε δει η Καλλιόπη, είχε σκεφτεί
που του έλειπαν μόνο οι σημαίες που προσκαλούσαν τούς πολεμι-
στές στην κονταρομαχία πλαταγίζοντας στον άνεμο. Η σημαίες ήταν
τώρα εκεί, ζωηρόχρωμα πράσινα, λευκά και χρυσαφιά ορθογώνια
υφάσματα.
«Λες να θέλει να το παρουσιάσει σαν το νέο Κάμελοτ, Καλ;» ρώτησε
η Κλειώ.
Η Καλλιόπη γύρισε και είδε την αδερφή της να κοιτάζει με βλέμμα
ανεξιχνίαστο το κάστρο. «Ίσως είναι ένας τρόπος να μας καλωσορί-
σει στο δείπνο του. Σε μια θεματική βραδιά».
«Μια αναφορά στη μεσαιωνική εποχή; Τότε να βρω το πέπλο και
την μπέρτα μου και να ελπίζω να μην περιλαμβάνονται βασανιστή-
ρια στις εκδηλώσεις».
«Λες να μας ρίξει όλους στο μπουντρούμι;»
Η Κλειώ χαμογέλασε ειρωνικά. «Εσύ δε χρειάζεται να ανησυχείς για
κάτι τέτοιο, Καλ. Ο λόρδος Γουέστγουντ σίγουρα θα έρθει καλπάζο-
ντας πάνω στο άσπρο άλογό του και θα σε σώσει».
Η Καλλιόπη πήρε το χέρι της αδερφής της. «Ούτε εσύ πρέπει να
φοβάσαι το δούκα, Κλειώ. Δε χρειάζεται καν να πας στο δείπνο! Δεν
καταλαβαίνω γιατί μας προσκάλεσε. Νόμιζα πως ήρθε εδώ για να
απομονωθεί μαζί με την Αλαβάστρινη Θεά μακριά από τον κόσμο».
Η Κλειώ έσφιξε το χέρι της. «Ούτε εγώ το καταλαβαίνω, αλλά για
κάποιο λόγο νιώθω πως πρέπει να πάω».
«Για να προστατεύσεις τη θεά;»
«Ναι. Και...»
«Και τι άλλο;»
Η Κλειώ ανασήκωσε τους ώμους της. «Τι άλλο μπορεί να υπάρχει;»
Κεφάλαιο 21

Σαν το Κάμελοτ, πράγματι, σκέφτηκε η Καλλιόπη την επόμενη νύχτα


καθώς η άμαξά τους περνούσε τις σιδερένιες πύλες και ανηφόριζε το
απόκρημνο μονοπάτι προς το κάστρο του δούκα. Αν δεν είχε χτιστεί
πραγματικά το Μεσαίωνα, ήταν μια εξαιρετική απομίμηση, απομο-
νωμένο πάνω σ’ ένα βραχώδη λόφο, στο κέντρο μιας αποξηραμένης
πλέον τάφρου. Τα στενά παράθυρα στους πέτρινους τοίχους έλα-
μπαν κατάφωτα, ενώ οι σημαίες πλατάγιζαν στον άνεμο. Η Καλλιόπη
νόμιζε πως από στιγμή σε στιγμή θα έβλεπε ιππότες με πανοπλίες να
καλπάζουν προς το μέρος τους για να τους υποδεχτούν στον εσωτε-
ρικό περίβολο του κάστρου.
Ήταν ένα αυστηρό, πέτρινο κτίριο με πανύψηλους τοίχους και μια
ίσια σειρά από αναμμένους πυρσούς να οδηγεί προς την είσοδο. Στο
κέντρο, ένα παλιό πηγάδι είχε μετατραπεί σε σύγχρονο σιντριβάνι.
«Σου το είπα πως έπρεπε να φορέσω το πέπλο μου», είπε η Κλειώ.
Η Καλλιόπη γέλασε. Ακόμα και χωρίς πέπλο, η Κλειώ είχε απόψε
κάτι μεσαιωνικό στην εμφάνισή της. Φορούσε μια τουαλέτα σε
σκούρο κεχριμπαρένιο χρώμα με μακριά, ντραπέ μανίκια και στη μέ-
ση μια φαρδιά ζώνη κεντημένη με δράκους και λουλούδια. Για πρώ-
τη φορά μετά από πολλές μέρες το βλέμμα της ήταν καθαρό και το
γέλιο της αβίαστο.
Η Καλλιόπη είχε τις αμφιβολίες της για την παρουσία τους στο
δείπνο του δούκα, με δεδομένα τα όσα είχαν συμβεί στην προηγού-
μενη πρόσκλησή του! Κατά παράξενο τρόπο, όμως, έδειχνε να έχει
κάνει καλό στην Κλειώ.
«Το πέπλο θα κατέστρεφε την κόμμωσή σου», είπε κατεβαίνοντας
από την άμαξα.
«Ίσως όμως θα αισθανόμουν λιγότερο παράταιρη». Η Κλειώ κατέ-
βηκε δίπλα στην Καλλιόπη και έσπρωξε τα γυαλιά πάνω στη μύτη
της. «Νομίζει κανείς πως θα δει το Γουλιέλμο τον Κατακτητή να
μπαίνει έφιππος στο κάστρο. Λες να μας σερβίρουν σουβλιστό α-
γριογούρουνο για να το φάμε με τα χέρια;»
«Αυτό θα ήταν πολύ διασκεδαστικό», είπε η Θάλεια ανεβαίνοντας
μαζί τους προς την είσοδο του κάστρου. «Φοβάμαι όμως πως θα α-
κούσουμε μια ακόμα ανιαρή ομιλία του χερ Μίλερ».
«Ω, αμφιβάλλω αν ο εξοχότατος θα επιτρέψει να τον επισκιάσει
ένας απλός καθηγητής μέσα στο ίδιο του το σπίτι», είπε η Κλειώ.
«Αλλά δε νομίζω πως χρειάζεται να ανησυχείς ότι θα βαρεθείς, Θά-
λεια».
«Αν βαρεθώ, θα πάω να εξερευνήσω μπουντρούμια και μυστικές
κατακόμβες», απάντησε ανέμελα η Θάλεια. «Δεν μπορεί, το σπίτι θα.
είναι γεμάτο από τέτοια. Πώς αλλιώς μπορεί κανείς να δραπετεύσει
από μια πολιορκία;»
«Πώς αλλιώς, πράγματι;» μουρμούρισε η Κλειώ. Ακολούθησαν την
υπόλοιπη συντροφιά από το μικρό, κρύο φουαγιέ προς το σαλόνι.
Αν μπορούσε να το αποκαλέσει κανείς σαλόνι, σκέφτηκε η Καλλιό-
πη. Ήταν ένας μακρύς, παραλληλόγραμμος χώρος με τζάκια σε κάθε
άκρη του, αρκετά μεγάλα για να ψηθεί εκεί ένα ολόκληρο βόδι. Οι
πελώριες φωτιές έδιωχναν κάθε ίχνος παγωνιάς από το φτιαγμένο εξ
ολοκλήρου με πέτρα δωμάτιο -πέτρινο δάπεδο, πέτρινοι τοίχοι που
έφταναν ψηλά ως τα δοκάρια της οροφής. Τα έπιπλα -ογκώδη, σκού-
ρα κομμάτια, σκαλισμένα με σκηνές του δάσους και τερατόμορφα
πρόσωπα- φαίνονταν επίσης παλιά,. Οι πολυθρόνες ήταν σκεπασμέ-
νες με χρυσά βελούδινα μαξιλάρια, ενώ στους τραχείς τοίχους κρέ-
μονταν ταπισερί με ιππότες και τις κυρίες τους.
«Η εξοχότητά του θα βρίσκεται μαζί σας πολύ σύντομα», ανήγγειλε
ο υπηρέτης κι έφυγε κλείνοντας πίσω του την πόρτα, σαν να τους
φυλάκιζε όλους σ’ αυτή τη μεσαιωνική φυλακή. Αμέσως άρχισαν γέ-
λια, συζητήσεις και επιφωνήματα για το σπίτι, την επίπλωση και
τους πίνακες.
«Λένε ότι ο Άβερτον είναι πολύ εκκεντρικός, χειρότερος από τον
παππού του. Και εκείνον τον αποκαλούσαν Τρελό Δούκα!» είπε η λαί-
δη Κένλι διαλέγοντας μια θέση κοντά στη φωτιά. «Εγώ πάντως το πι-
στεύω. Είδατε το σπίτι του στην πόλη; Μια πραγματική αποθήκη...»
Η Καλλιόπη είδε τη Θάλεια να ανακαλύπτει ένα παλιό είδος πιάνου
στη γωνία και η Κλειώ στράφηκε να εξετάσει μια ταπισερί. Ο πατέρας
της συζητούσε με τη λαίδη Ράσγουορθ. Αφού βεβαιώθηκε ότι ήταν
όλοι απασχολημένοι, αναζήτησε με το βλέμμα τον Κάμερον.
Δεν είχαν καταφέρει να βρεθούν μόνοι μετά τη μυστική συνάντησή
τους στο δάσος. Ίσως ήταν καλύτερα έτσι, αφού τα μάγουλά της γί-
νονταν κατακόκκινα κάθε φορά που θυμόταν με πόση τόλμη τον είχε
παρασύρει στο ερωτικό σμίξιμό τους! Μπορούσε να μιλήσει για σο-
βαρά πράγματα μαζί του, για κλέφτες και μυστικούς κώδικες, χωρίς
να τον αρπάξει και να τον φιλήσει;
Ωστόσο, ήξερε πάντα ενστικτωδώς σε ποιο σημείο ενός δωματίου
βρισκόταν. Διαισθανόταν πότε την πλησίαζε. Όλα γίνονταν πιο φω-
τεινά όταν έμπαινε σ’ ένα δωμάτιο. Θα έλεγε κανείς πως έφερνε μαζί
του τον ήλιο της Ελλάδας, όπου κι αν πήγαινε.
Τώρα ο Κάμερον στεκόταν δίπλα σε μια γυάλινη προθήκη κοντά
στο τζάκι στην άλλη άκρη του απέραντου εκείνου χώρου, μελετώ-
ντας ένα σετ από ελληνικά αγγεία. Αφού έριξε μια τελευταία ματιά
στην οικογένειά της για να βεβαιωθεί ότι όλοι οι δικοί της ήταν α-
πασχολημένοι, η Καλλιόπη τον πλησίασε.
Εκείνος δεν την κοίταξε, φάνηκε όμως να διαισθάνεται κι αυτός
την παρουσία της. Ένα χαμόγελο άγγιξε τις άκρες των χειλιών του
όταν η εσάρπα της χάιδεψε το χέρι του.
«Εκπληκτικά δεν είναι;» της είπε γνέφοντας προς τα αγγεία.
Η Καλλιόπη τα παρατήρησε. Ήταν μια εξαιρετικά μικρή συλλογή
για έναν άνθρωπο άπληστο σαν το δούκα. Χωρίς αμφιβολία, τα υπό-
λοιπα βρίσκονταν αποθηκευμένα κάπου αλλού και εκτίθονταν μόνο
τα πιο γυαλιστερά και τέλεια που είχε επιλέξει ο ιδιοκτήτης τους. Η
Καλλιόπη αναγνώρισε ένα ερυθρόμορφο αγγείο του ζωγράφου Αν-
δοκίδη, ένα χαλκοκόκκινο σχέδιο πάνω σε μαύρο φόντο. Δίπλα υ-
πήρχε ένας αμφορέας που απεικόνιζε μια σκηνή γλεντιού, με μεθυ-
σμένους χορευτές σε στάσεις εκπληκτικής κίνησης.
Η Καλλιόπη έγειρε πιο κοντά να διαβάσει τη χαραγμένη επιγραφή
στη βάση του αμφορέα. «‘Ό Ευφρόνιος ποτέ δεν έφτιαξε κάτι σαν
αυτό”», διάβασε δυνατά. «Αυτά τα κομμάτια είναι απίστευτα. Φαίνο-
νται ολοκαίνουρια! Πού τα βρήκε ο δούκας;»
«Στο έδαφος της Ελλάδας, ή ίσως της Ιταλίας», είπε με φωνή σφιγ-
μένη ο Κάμερον. «Θα πρέπει να βρίσκονταν θαμμένα επί αιώνες στον
τόπο της καταγωγής τους για να διατηρούνται σε τόσο καλή κατά-
σταση».
Η Καλλιόπη ένιωθε την ένταση στους μυς του, στις σφιγμένες γρο-
θιές του. Τώρα γνώριζε καλά το κορμί του. Ο θυμός του είχε επι-
στρέφει, η άγρια οργή που είχε διαισθανθεί να τον κυριεύει όταν εί-
χαν δει την πινακοθήκη του δούκα στο Λονδίνο. Όταν μιλούσε για
τις γυναίκες που είχε κακομεταχειριστεί ο Άβερτον στα νιάτα του.
Αλλά ένας καβγάς απόψε δε θα βοηθούσε σε τίποτα. Όχι τώρα που
ήταν τόσο κοντά στο στόχο τους να βρουν τον κλέφτη, και ταυτό-
χρονα τόσο μακριά. Γέλασε και τράβηξε το μπράτσο του, γυρίζοντάς
τον προς έναν κρατήρα.
«Αυτό εδώ μου θυμίζει εσένα και το δούκα», του είπε πειρακτικά. Σ’
αυτό απεικονίζονταν δύο άντρες, ο Ηρακλής και ο Ανταίος, να πα-
λεύουν, ενώ δύο θεές τους παρακολουθούσαν με απάθεια. Η σκια-
γράφηση των μυών ήταν εκπληκτική, καθώς τα κορμιά των δύο δυ-
νατών αντρών ήταν μπλεγμένα σε μια θανάσιμη μάχη. Ήταν φανερό
ότι ο Ανταίος έχανε. Στο πρόσωπό του διακρινόταν η ωχρότητα του
επικείμενου θανάτου.
Χμμ, σκέφτηκε η Καλλιόπη. Ίσως τελικά το συγκεκριμένο αγγείο δεν
ήταν καλός περισπασμός.
Παρ’ όλα αυτά, ο Κάμερον γέλασε. «Αχ, Καλλιόπη», είπε ήρεμα.
«Μακάρι να γινόταν».
«Ελπίζω να μη θελήσεις να αναβιώσεις αυτή τη σκηνή απόψε. Υπο-
τίθεται πως ήρθαμε σε πάρτι, ξέρεις».
«Πάρτι χωρίς οικοδεσπότη, απ’ ό,τι φαίνεται».
«Φαίνεται ότι στο δούκα αρέσει να καθυστερεί ακόμα και ο τις δι-
κές του εκδηλώσεις», είπε η Καλλιόπη. «Έχω ωστόσο ένα προαίσθη-
μα ότι αυτό δεν είναι ένα απλό δείπνο».
«Δεν είναι δηλαδή μια απλή επίδειξη κοινωνικότητας εκ μέρους
του; Φοβάμαι πως μάλλον έχεις δίκιο».
Η Καλλιόπη έστρεψε το βλέμμα της από τον Ανταίο σε μια ταπισε-
ρί, μια ξεθωριασμένη σκηνή μεσαιωνικού θερισμού. Το κάστρο στο
φόντο έμοιαζε πολύ με αυτό που βρίσκονταν. «Μήπως σκέφτηκες
καθόλου τη λίστα;» τον ρώτησε.
Μια σκιά φάνηκε να περνάει από το πρόσωπο του Κάμερον. «Ναι,
τη σκέφτηκα», απάντησε χωρίς να την κοιτάζει. «Στην πραγματικότη-
τα, Καλλιόπη, ίσως ανακάλυψα κάτι».
«Αλήθεια;» αναφώνησε ενθουσιασμένη. Επιτέλους! «Τι έξυπνος που
είσαι. Εγώ δεν μπορώ να αποκρυπτογραφήσω τίποτα, όσο κι αν
προσπαθώ».
«Ήταν απλώς θέμα τύχης, όχι εξυπνάδα».
«Τι είναι; Τι ανακάλυψες;»
Ο Κάμερον κοίταξε πάνω από τον ώμο του την ομάδα που είχε συ-
γκεντρωθεί δίπλα στο τζάκι. Ήταν όλοι εκεί, εκτός από την Κλειώ, η
οποία κοιτούσε έξω από ένα παράθυρο ανασηκωμένη στις μύτες των
ποδιών της σαν να ήταν έτοιμη να πετάξει. «Δεν μπορούμε να μιλή-
σουμε εδώ».
«Μα είναι μακριά, δεν μπορούν να μας ακούσουν», διαμαρτυρήθη-
κε η Καλλιόπη, αλλά το βλέμμα του Κάμερον την έκανε να «κοπάσει.
Το χαμόγελό του είχε χαθεί και την κοιτούσε αυστηρός και ανέκφρα-
στος σαν ένα από τα αγάλματα του δούκα. Επομένως, αυτό που είχε
ανακαλύψει θα πρέπει να ήταν πολύ σοβαρό.
Ήθελε πραγματικά να το μάθει;
Ξαφνικά η Καλλιόπη συνειδητοποίησε ότι αυτή η αναζήτηση του
κλέφτη ήταν, μέχρι τώρα, κάτι σαν παιχνίδι. Ο κλέφτης ήταν κάτι
αφηρημένο, ένα σύμβολο τιμωρίας για την παράνομη διακίνηση έρ-
γων τέχνης, την αδιαφορία για τη σωστή φροντίδα και μελέτη τους.
Δεν ήταν αληθινός άνθρωπος. Τώρα ήταν, και πολύ αληθινός μάλι-
στα.
«Ξέρεις ποιος είναι;» ψιθύρισε.
«Ίσως. Ή τουλάχιστον ξέρω ένα μέρος από την αλήθεια», της απά-
ντησε. «Θα τα πούμε αργότερα. Προς το παρόν, νομίζω πως πρέπει
να πάμε κοντά στους υπόλοιπους και να περιμένουμε τον οικοδε-
σπότη μας».
«Ναι, φυσικά», είπε η Καλλιόπη, νιώθοντας το στομάχι της να ανα-
κατεύεται.
«Επ’ ευκαιρία, νομίζω πως απόψε θα πρέπει να έχεις στο νου σου
τις κυρίες της λέσχης σου. Για να είμαστε σίγουροι».
«Τις φίλες μου;» Ένιωσε άλλη μια αναγούλα. «Κινδυνεύουν;»
«Σε παρακαλώ, Καλλιόπη, απλώς μείνε κοντά τους».
Ο Κάμερον απομακρύνθηκε προς το τζάκι. Η Καλλιόπη τον ακο-
λούθησε, αποφασισμένη να τον αναγκάσει να της πει τι ήξερε. Στο
διάβολο η διακριτικότητα, αν κινδύνευαν οι φίλες και οι αδερφές
της!
Σταμάτησε απότομα όταν ένιωσε ένα κρύο ρεύμα αέρα στον α-
στράγαλό της. Μέσα στη ζεστασιά του χώρου ήταν παράξενη αυτή η
κρύα αύρα που ανασήκωσε τον ποδόγυρο της λευκής μουσελίνας
της και φαινόταν να έρχεται κάτω από την ταπισερί.
Η Καλλιόπη παραμέρισε την άκρη του υφάσματος αρκετά ώστε να
δει τη μικρή χαραγματιά όπου ήταν κρυμμένη μια πόρτα. Η αύρα ερ-
χόταν από κάτω, εκεί όπου τελείωνε η πόρτα αφήνοντας κενό ενός
εκατοστού. Μια μυστική είσοδός; Ήταν δυνατό;
Θυμήθηκε τα χωμάτινα σκαλοπάτια στο Κένλι Άμπι. Αυτό το μέρος
είχε περισσότερες μυστικές εισόδους κι από τις ιστορίες μυστηρίου
της Λότι! Άπλωσε το χέρι προσεκτικά και άγγιξε τη χαραμάδα με το
γαντοφορεμένο δάχτυλό της. Το ξύλο ήταν πολύ σφιχτά ενσωματω-
μένο στον τοίχο, βαμμένο γκρίζο για να ταιριάζει με την πέτρα, αλλά
ένιωσε τη μεταλλική προεξοχή του μεντεσέ.
Η πόρτα του σαλονιού -η κανονική πόρτα- άνοιξε και η Καλλιόπη
αναπήδησε τρομαγμένη, αφήνοντας την ταπισερί να πέσει στη θέση
της. Ο οικοδεσπότης τους επιτέλους εμφανίστηκε, αυτή τη φορά όχι
σαν Διόνυσος ή Κέλτης βασιλιάς, αλλά σαν ένας κομψός τζέντλεμαν
με φίνο βυσσινί σακάκι και τα μαλλιά του μαζεμένα πίσω. Τα πράσι-
να μάτια του, ωστόσο, διαπεραστικά όπως πάντα, σάρωσαν τους συ-
γκεντρωμένους καλεσμένους του. Η Καλλιόπη δίπλωσε σφιχτά τα
χέρια της που έτρεμαν ακόμα, νιώθοντας σαν παιδί που το τσάκω-
σαν να κλέβει γλυκά.
«Καλησπέρα σε όλους σας», είπε ό Άβερτον. «Ζητώ συγνώμη για
την καθυστέρηση, υπήρχε μια υπόθεση που δεν μπορούσε να περι-
μένει».
«Δεν πειράζει, εξοχότατε», απάντησε η λαίδη Κένλι. «Εμείς εδώ
θαυμάζαμε το τόσο ασυνήθιστο σπίτι σας».
«Α, ναι, το μεσαιωνικό κάστρο μου». Ο δούκας διέσχισε το δωμάτιο
και στάθηκε δίπλα στο τζάκι, ακουμπώντας το χέρι του στο πελώριο
περβάζι. Τα σμαράγδια και τα ρουμπίνια των δαχτυλιδιών του ά-
στραψαν στις φλόγες. «Είναι μια αδυναμία μου, δυστυχώς, που προ-
έρχεται από τις ιστορίες του βασιλιά Αρθούρου που απολάμβανα
όταν ήμουν παιδί. Το στρογγυλό τραπέζι, οι κονταρομαχίες, οι ιερές
εκστρατείες...»
«Ο κώδικας των ιπποτών;» είπε η Κλειώ. «Ιππότες που πολιορκούν
τις αρχόντισσες της καρδιάς τους;»
Ο δούκας γύρισε προς το μέρος της με πρόσωπο ανέκφραστο. Η
Καλλιόπη πλησίασε αυθόρμητα πιο κοντά στην αδερφή της. Ο Άβερ-
τον απλώς χαμογέλασε. «Εκτός από τον Πλάτωνα, έχετε διαβάσει και
το Μυθιστόρημα του Ρόδου, δεσποινίς Τσέις;»
«Δε μελετώ το Μεσαίωνα», είπε η Κλειώ. «Σίγουρα όμως κάθε κυρία
πρέπει να ξέρει τα υπέρ -και τα κατά- της πολιορκίας ενός ιππότη».
«Είναι το Μυθιστόρημα του Ρόδου σαν το Πεπρωμένο της Λαίδης Ε-
ντουίνα;» μπήκε στη μέση η Λότι. «Σ’ αυτό υπάρχει μια κατάρα και
μπορεί να λυθεί μόνο με το δώρο της αληθινής αγάπης. Ένα μαγικό
ρόδο, φυσικά...»
«Η δεσποινίς Πράις είναι πολύ ρομαντική», είπε η Κλειώ χαμογε-
λώντας ευγενικά στη Λότι.
«Τότε είστε τυχερή, δεσποινίς Πράις», είπε ο δούκας. «Οι περισσό-
τεροι από εμάς δεν έχουν πια αυτή την πολυτέλεια και πρέπει να ι-
σορροπούμε το ρομαντισμό του Αρθούρου με τον πραγματισμό του
Καρλομάγνου». Καρλομάγνος.
Ένα καμπανάκι που αντήχησε από μακριά διέκοψε την ένταση. «Το
δείπνο είναι έτοιμο. Λαίδη Κένλι, μπορώ να σας συνοδεύσω στην
τραπεζαρία; Φοβάμαι πως λόγω έλλειψης οικοδέσποινας δεν τηρώ
σωστά τους κανόνες φιλοξενίας απόψε, όμως ο μάγειράς μου έχει
εργαστεί σκληρά για να ετοιμάσει ένα εξαιρετικό δείπνο. Σπανίως
δέχομαι κόσμο, βλέπετε, έτσι οι υπηρέτες αισθάνονται πως τα ταλέ-
ντα τους πηγαίνουν χαμένα».
Η Καλλιόπη έψαξε με το βλέμμα της τον Κάμερον, αλλά εκείνος εί-
χε εξαφανιστεί μέσα στο πλήθος.
***
Φυσικά δεν τους σέρβιραν αγριογούρουνο να το φάνε με τα χέρια.
Μπροστά σ’ αυτό το πολυτελές δείπνο θα ωχριούσε οποιοδήποτε
αριστοκρατικό τραπέζι του Λονδίνου. Βολ-ο-βαν, σκουμπρί αλά
Στιούαρτ, πίτα πουλερικών, ψητά λαχανικά και Σαρλότ βατόμουρου.
Όλα τέλεια μαγειρεμένα και νοστιμότατα.
Η συζήτηση περιστράφηκε, φυσικά, γύρω από τις συλλογές του
δούκα, περιγραφές των αγαπημένων του αντικειμένων, ερωτήσεις
από τον χερ Μίλερ καθώς και ταξιδιωτικές εντυπώσεις όλων των κα-
λεσμένων.
Η Καλλιόπη άκουγε με μισό αυτί μασουλώντας τις νοστιμιές του
πιάτου της και παρακολουθώντας την Κλειώ, η οποία καθόταν απέ-
ναντι της, ευτυχώς πολύ μακριά από το δούκα. Η Κλειώ άκουγε α-
νέκφραστη ιστορίες για αγάλματα που είχαν σωθεί από γκρεμισμέ-
νους ναούς ή είχαν ανασυρθεί από τη θάλασσα. Η Καλλιόπη, ωστό-
σο, πρόσεξε ότι έτρωγε ελάχιστα και έδειχνε να πίνει περισσότερο
κρασί από όσο συνήθως.
Αλλά και ο Κάμερον φερόταν παράξενα. Είχε τρυπώσει στην ταπε-
ζαρία τη στιγμή που σέρβιραν τη σούπα. Είχε χαμογελάσει φευγαλέα
στην Καλλιόπη και, παραδόξως, είχε μείνει αμίλητος.
Η Καλλιόπη αργόπινε το κρασί της, διερωτώμενη αν έβλεπε ένα
ακόμα ακατανόητο όνειρο, όπου σε ένα αλλόκοτα μπερδεμένο αρχα-
ϊκό, μεσαιωνικό και σύγχρονο περιβάλλον, όλοι οι γνωστοί της ήταν
ύποπτοι και δεν καταλάβαινε τίποτα πια. Τα ονόματα σ’ εκείνη τη λί-
στα θα μπορούσαν να αντιστοιχούν σε οποιονδήποτε απ’ αυτούς,
αφού κανείς δεν ήταν πια ο εαυτός του. Όλοι ήταν γεράκια, λουλού-
δια, περιστέρια. Κικέρωνες. Καρλομάγνοι.
Τελικά ακούμπησε το ποτήρι της στο τραπέζι. Ως εδώ ήταν!
Η συζήτηση, τα γέλια ακούγονταν σαν ουρλιαχτό στ’ αυτιά της, το
υπέροχο φαγητό είχε γίνει άγευστο. Λαχταρούσε να πεταχτεί από τη
βελούδινη καρέκλα της και να φύγει τρέχοντας! Να συνεχίσει να τρέ-
χει μέχρι να φτάσει στο Λονδίνο και να κουκουλωθεί στο κρεβάτι
της. Να γυρίσει το χρόνο πίσω, στις μέρες που δεν είχε ακούσει τί-
ποτα για τον Κλέφτη με τα Κρίνα. Που δεν είχε κάνει έρωτα με τον
Κάμερον.
Αλλά αυτό δε θα μπορούσε ποτέ να γίνει. Η Καλλιόπη εκείνων των
ημερών δεν υπήρχε πια, όλα είχαν αλλάξει. Δεν μπορούσε να γυρίσει
πίσω. Αλλά ούτε και το ήθελε.
Έριξε μια ματιά στον Κάμερον, που συζητούσε με τη Λότι σαν να
μην είχε καμιά έγνοια στον κόσμο. Πόσο όμορφος ήταν ο αστόχα-
στος Έλληνας θεός της! Τον λαχταρούσε, παρ’ όλο που μπορούσε
πολύ εύκολα να κάνει τον κόσμο της κομμάτια.
Τον ήξερε καλά πια και καταλάβαινε πως δεν ήθελε να της αποκα-
λύψει όσα είχε μάθει για να μην την πληγώσει. Έβλεπε στα μάτια του
την καλοσύνη, τη συμπόνια. Της άρεσε αυτό, αλλά το φοβόταν κιό-
λας. Αν ήταν ο δούκας ο Κλέφτης με τα Κρίνα ή κάποιος ξένος -ο κύ-
ριος Σμίθσον ή ο Φρέντι Μάουντμπανκ, για παράδειγμα-, δε θα την
πλήγωνε. Επομένως, αυτό πρέπει να σήμαινε πως δεν ήταν ένας από
αυτούς. Πρέπει να σήμαινε...
«...δε συμφωνείτε, δεσποινίς Τσέις;» ρώτησε ξαφνικά ο χερ Μίλερ.
Η Καλλιόπη γύρισε ξαφνιασμένη προς το μέρος του, μη ξέροντας
σε ποια δεσποινίδα Τσέις απευθυνόταν. Όχι σ’ εκείνη, ευχήθηκε, για-
τί δεν παρακολουθούσε καθόλου τη συζήτηση. Αλλά εκείνος την κοί-
ταζε, περιμένοντας την απάντησή της. «Ω, ναι, βεβαίως», απάντησε,
ελπίζοντας να μην είχε συμφωνήσει σε κάτι ηλίθιο.
«Ορίστε, εξοχότατε. Το λέει και μία Μούσα», είπε ο χερ Μίλερ.
Ο δούκας χαμογέλασε. Το γυάλινο βλέμμα του μεταφέρθηκε στην
Κλειώ, η οποία είχε βαλθεί να κόψει σε παράλογα μικροσκοπικές
μπουκιές ένα κομμάτι κρέας. «Οι Μούσες φημίζονται για τον άστατο
χαρακτήρα τους, χερ Μίλερ, όπως θα πρέπει να γνωρίζετε. Αποσύ-
ρουν την εύνοιά τους από τη μια στιγμή στην άλλη, στερώντας ά-
σπλαχνα έναν άνθρωπο από αυτήν».
«Όχι οι δικές μου Μούσες», είπε κατηγορηματικά ο σερ Γουόλτερ.
«Είναι τέλειες κυρίες, όπως ήταν και η μητέρα τους».
«Βεβαίως, σερ Γουόλτερ», απάντησε ο δούκας. «Δεν είχα πρόθεση
να προσβάλω τις κόρες σας. Έχουν όλες άψογη ανατροφή».
«Η λαίδη Τσέις κι εγώ είχαμε ίδιες απόψεις σε ό,τι αφορούσε την
εκπαίδευση των θυγατέρων μας», είπε η λαίδη Κένλι. «Όταν η Έμελίν
μου ήταν μικρή...»
***
Η συζήτηση για την εκπαίδευση και την ανάγκη να έρχονται τα
παιδιά σε επαφή με τα θαύματα της τέχνης και της ιστορίας συνεχί-
στηκε μέχρι το τέλος του δείπνου. Ύστερα οι κυρίες επέστρεψαν στο
σαλόνι, αφήνοντας τους άντρες στο μπράντι τους και τις ιστορίες
τους για αρχαίους πολέμους. Η Κλειώ ζήτησε συγνώμη και πήγε να
πάρει την εσάρπα της από τον υπηρέτη.
«Πολύ συμπαθητικός άνθρωπος ο δούκας», σχολίασε η λαίδη Κένλι
καθώς έπαιρνε τη θέση της δίπλα στο τζάκι. Ένας υπηρέτης έφερε το
δίσκο με το τσάι. «Μέχρι τώρα, πάντα τον θεωρούσα μάλλον ψυ-
χρό».
«Ψυχροί δεν είναι οι περισσότεροι δούκες, μαμά;» είπε η Έμελιν.
«Φαίνεται πως το κληρονομούν μαζί με τον τίτλο τους -ανείπωτη
υπεροψία».
«Κάθε άλλο», αντέτεινε η μητέρα της. «Ο πατέρας σου ήταν στενός
φίλος με το δούκα του Ρόθχιλ, και εκείνος δεν ήταν διόλου ψυχρός.
Ο Άβερτον, πάλι, είναι διαφορετικός».
Κάποια στιγμή η Καλλιόπη ζήτησε συγνώμη με τη δικαιολογία ότι
ήθελε να πάει στην τουαλέτα και πλησίασε την κρυμμένη πόρτα στην
άλλη άκρη του δωματίου. Ήταν ακόμα εκεί, δεν την είχε φανταστεί.
Γλιστρώντας πίσω από την ταπισερί, ψαχούλεψε για λίγο ώσπου
βρήκε ένα πόμολο. Το έσπρωξε ελαφρά και η πόρτα άνοιξε.
Ένα ρεύμα κρύου αέρα μαστίγωσε το πρόσωπό της, κόβοντάς της
την ανάσα και σπρώχνοντάς την πάνω στη βαριά ταπισερί. Πίσω της
είχε τις πνιχτές, καθησυχαστικές φωνές των κυριών. Μπροστά της...
δεν είχε ιδέα τι υπήρχε. Παγωνιά. Σκοτάδι, εκτός από μια αμυδρή
λάμψη στο βάθος.
Η Καλλιόπη ήταν λογική κοπέλα -ή, τουλάχιστον, έτσι πίστευε πά-
ντα. Το πιο συνετό θα ήταν να γυρίσει πίσω, να κλείσει την πόρτα
και να ξεχάσει την ύπαρξή της. Αλλά δεν είχε ήδη αποφασίσει ότι δεν
ήταν πια η παλιά Καλλιόπη; Ότι δεν μπορούσε να γυρίσει πίσω;
Μόνο μια μικρή ματιά, αποφάσισε. Μετά πάτησε αποφασιστικά το
πρώτο πέτρινο σκαλοπάτι, κλείνοντας πίσω της την πόρτα.
Η σκάλα ήταν απότομη και οδηγούσε ψηλά σ’ εκείνο το αμυδρό
φως. Έκανε πολύ κρύο και, σφίγγοντας επάνω της την εσάρπα, προ-
χώρησε προς τα πάνω. Είχε αρχίσει να μετανιώνει, αλλά ήταν πια
πολύ αργά. Ήταν μια Μούσα, στο κάτω κάτω, και οι Μούσες μπορεί
να ήταν άστατες, αλλά ήταν επίσης γενναίες.
Το φως προερχόταν από ένα φανάρι που κρεμόταν στην είσοδο
ενός διαδρόμου. Εκεί δεν υπήρχαν παράθυρα, μόνο γυμνοί πέτρινοι
τοίχοι. Ο διάδρομος ήταν στενός και απογοητευτικά άδειος. Η Καλ-
λιόπη αναστέναξε. Τι περίμενε να βρει; Σεντούκια με κοσμήματα; Ένα
γράμμα που να λέει «Εγώ είμαι ο Κλέφτης με τα Κρίνα» με την υπο-
γραφή του δούκα του Άβερτον;
Νιώθοντας ανόητη, γύρισε να κατεβεί πάλι τη σκάλα, τότε όμως
άκουσε έναν πνιχτό μεταλλικό ήχο.
Γύρισε τρομαγμένη. «Ποιος είναι εκεί;» φώναξε.
Μια σκιά ξεπρόβαλε απ’ τα σκοτάδια της εισόδου. «Θα έπρεπε να
το περιμένω ότι θα εμφανιστείς», είπε ειρωνικά μια γνώριμη φωνή.
«Κάμερον!» Έτρεξε στο διάδρομο και τύλιξε τα μπράτσα της γύρω
απ’ το λαιμό του. Εκείνος την πήρε στην αγκαλιά του σηκώνοντάς
την ψηλά. Πόσο ζεστός ήταν, πόσο ασφαλής ένιωθε κοντά του! «Τι
κάνεις εδώ; Δεν ήσουν στην τραπεζαρία;»
«Τους είπα ότι πάω... ε, για μια φυσική ανάγκη. Εσύ;»
«Το ίδιο, φυσικά. Έπρεπε οπωσδήποτε να δω πού οδηγούσε αυτή η
πόρτα».
«Η Αθηνά μου, όπως πάντα». Φίλησε τα μαλλιά της και την άφησε
από την αγκαλιά του, κρατώντας την πάντα από το χέρι. «Έπρεπε να
το περιμένω ότι δε θα έμενες άπρακτη από τη στιγμή που ανακάλυ-
ψες την κρυμμένη πόρτα».
«Δε φαίνεται να οδηγεί πουθενά».
«Υπάρχει άλλη μία πόρτα στο τέρμα. Έλα, θα σου δείξω». Ξεκρέμα-
σε το φανάρι και προχώρησε μαζί της ως την απέναντι γωνία του
άδειου διαδρόμου. Μαζί του όλα αυτά έμοιαζαν περισσότερο με πε-
ριπέτεια παρά με ιστορία τρόμου. Η Καλλιόπη κοίταξε περίεργη πά-
νω από τον ώμο του όταν ο Κάμερον άνοιξε εκείνη τη δεύτερη πόρ-
τα.
«Κι άλλα σκαλοπάτια;»
«Αυτά κατεβαίνουν».
«Στα έγκατα της γης;»
«Όπως εκείνα στον κήπο του Κένλι Άμπι. Θέλεις να γυρίσουμε πί-
σω;»
Η Καλλιόπη κοίταξε αβέβαιη τα σκαλοπάτια. Φυσικά και ήθελε να
γυρίσει πίσω! Δεν ήταν ανόητη. Όχι συνήθως, εν πάση περιπτώσει.
Αλλά πότε θα είχαν πάλι την ευκαιρία να εξερευνήσουν αυτό το μέ-
ρος; Πιθανότατα δε θα έρχονταν ποτέ ξανά στο κάστρο Άβερτον. Και
είχε ορκιστεί να βρει την αλήθεια πάση θυσία.
Φέρσου σαν Αθηνά, είπε αυστηρά στον εαυτό της. Χωρίς φόβο.
«Θέλω να συνεχίσουμε. Δε θα έχουμε ξανά αυτή την ευκαιρία».
Της χαμογέλασε πλατιά. «Τότε πάμε. Μόνο πρόσεχε μην πατήσεις
κανέναν αρουραίο».
Αρουραίοι! Η Καλλιόπη σήκωσε τον ποδόγυρο του φορέματος της
και κατέβηκε τα σκαλοπάτια πίσω από τον Κάμερον πατώντας στις
μύτες των ποδιών της.
Στη βάση της σκάλας υπήρχε άλλη μια πόρτα. «Δεν υπάρχει φόβος
να χαθούμε;» τον ρώτησε.
«Και να περιπλανιόμαστε αιώνια κάτω από το κάστρο του δούκα;
Μη φοβάσαι, θα θυμηθούμε το δρόμο να γυρίσουμε. Κοίτα, άλλη μια
πόρτα».
Αυτή η πόρτα δεν οδηγούσε σε άλλον ένα διάδρομο αλλά σε ένα
μικρό δωμάτιο. Ο Κάμερον σήκωσε ψηλά το φανάρι και η Καλλιόπη
έμεινε άναυδη. Αυτό ακριβώς ήλπιζε να βρει!
Το δωμάτιο ήταν γεμάτο θησαυρούς. Μια γυμνόστηθη θεά με φί-
δια και ένα μπρούντζινο μαχαίρι από την Κνωσσό. Χρυσά κύπελλα
της Λακωνίας. Μια ακέφαλη μαρμάρινη Αφροδίτη και ένα ασώματο
κεφάλι πολεμιστή.
Και στο βάθος, σαν μια βασίλισσα πάνω απ’ το χαοτικό βασίλειό
της, η Αλαβάστρινη Θεά. Η βάση της ήταν τώρα επισκευασμένη και
έστεκε περήφανη με το τόξο της σε θέση άμυνας.
Όμως δεν ήταν μόνη. Σαν πιστοί ακόλουθοι, δύο άνθρωποι στέκο-
νταν δίπλα σ’ εκείνη τη βάση. Γύρισαν ξαφνιασμένοι μόλις τους φώ-
τισε το φανάρι του Κάμερον.
«Κλειώ!» φώναξε η Καλλιόπη. «Τι κάνεις εδώ; Και τι...;» Κοίταξε σο-
καρισμένη την αδερφή της και τον άνθρωπο δίπλα της. Έμοιαζε με
τσιγγάνο και είχε μακριά, κατάμαυρα μαλλιά κι ένα χρυσό κρίκο στο
ένα αυτί του. Ήταν ψηλός και πολύ λεπτός, ακόμα πιο αδύνατος χω-
ρίς το πανωφόρι και το καπέλο που φορούσε στον κήπο. Τα μαύρα
μάτια του κοίταξαν την Καλλιόπη επιφυλακτικά.
Ένα ανοιχτό κουτί με εργαλεία βρισκόταν στα πόδια της Κλειώς,
ενώ εκείνη κρατούσε μια μακριά σιδερένια βέργα χωμένη κάτω από
την επισκευασμένη βάση της θεάς.
«Όχι», είπε η Καλλιόπη. «Δεν είναι δυνατό».
Η Κλειώ άφησε τη βέργα να πέσει με κρότο και άπλωσε τα χέρια
της. «Καλ, λυπάμαι! Δεν ήθελα να...»
«Βρε, βρε, για φαντάσου. Ο Πορφυρός Υάκινθος», είπε ο Άβερτον
από την πόρτα. «Αφήστε με να μαντέψω. Και το Χρυσό Γεράκι; Επιτέ-
λους συναντιόμαστε». Χαμογέλασε σε όλους. «Και ο Γουέστγουντ. Δε
θα έπρεπε να εκπλήσσομαι».
Οι μόνοι ήχοι που ακούγονταν ήταν το σφύριγμα του ανέμου χα-
μηλά στη σκάλα και το σταθερό στάξιμο νερού κάπου ψηλά. Μέχρι
που η Κλειώ σήκωσε τη βέργα και το σύρσιμο του μετάλλου στο πά-
τωμα ακούστηκε εκκωφαντικό.
«Ω, όχι, αγαπητή μου», είπε ο Άβερτον. «Δεν είναι καθόλου καλή
ιδέα».
Κεφάλαιο 22

Η παράξενη ονειρική ατμόσφαιρα που επικρατούσε όλη τη βραδιά


εντάθηκε, τυλίγοντας την Καλλιόπη σαν πυκνή ομίχλη. Πίεσε τα δά-
χτυλα στα μηνίγγια της και σαν μέσα από ένα σύννεφο παρακολού-
θησε το σύντροφο της Κλειώς να πλησιάζει προστατευτικά την α-
δερφή της, σιωπηλός, αγριεμένος.
Ο Κάμερον έπιασε το χέρι της απαλά, λες και φοβόταν πως θα έ-
σπαζε σαν πορσελάνη. Κατά βάθος το φοβόταν κι εκείνη, γιατί ένιω-
θε εύθραυστη και λεπτεπίλεπτη σαν τον καδραρισμένο πάπυρο που
κρεμόταν στον τοίχο.
Κοίταξε σιωπηλή εκείνη τη σκηνή, την εναλλαγή μπλε και κόκκινου
στην απεικόνιση του Θωθ να παρακολουθεί το ζύγισμα των ψυχών,
καταγράφοντας στον πάπυρό του ποιες θα σώζονταν και ποιες θα
καταδικάζονταν.
Ο δούκας στεκόταν στην πόρτα σαν εκδικητικό πνεύμα, παρατη-
ρώντας τους με τα πράσινα μάτια του, γεμάτος ένταση, απρόβλε-
πτος. Η Καλλιόπη όμως δεν πρόσεχε εκείνον ούτε τον Κάμερον που
κρατούσε το χέρι της. Σκεφτόταν μόνο ένα πράγμα.
Ο Κλέφτης με τα Κρίνα ήταν η Κλειώ, η αδερφή της. Εκείνη άρπαζε
τα αρχαία αντικείμενα για να μην τα δει ποτέ ξανά κανείς. Η Κλειώ,
που άκουγε τόσο καιρό τις αγωνίες και τα σχέδιά της, που της είχε
δείξει εκείνη τη λίστα. Η Κλειώ, την οποία εμπιστευόταν και αγαπού-
σε περισσότερο από όλες τις άλλες, από τότε που ήταν ένα μικρό
κοκκινομάλλικο μωρό στην κούνια της.
Η Κλειώ, που σχεδίαζε όλο αυτό τον καιρό να κλέψει την Αλαβά-
στρινη Θεά.
«Πώς μπόρεσες;» ρώτησε την αδερφή της έτοιμη να βάλει τα κλά-
ματα. Δεν ήθελε να νιώσει πληγωμένη και ευάλωτη ποτέ ξανά! «Πώς
μπόρεσες να κάνεις κάτι τέτοιο, Κλειώ;»
«Καλ, σε παρακαλώ», την ικέτεψε εκείνη. Πλησίασε και άπλωσε το
χέρι της να αγγίξει την Καλλιόπη, αλλά έμεινε ακίνητη όταν η αδερ-
φή της της έριξε ένα παγερό βλέμμα. «Δεν ήθελα να σε πληγώσω, δε
μου άρεσε να σου λέω ψέματα. Θα σου έλεγα τα πάντα, μόλις τελεί-
ωναν όλα».
«Μόλις έκλεβες όλα τα αρχαία που υπάρχουν στην Αγγλία;»
Η Κλειώ κούνησε αρνητικά το κεφάλι της. «Δεν είναι έτσι!»
«Δεν είναι, δεσποινίς Τσέις;» ρώτησε σε φιλικό τόνο ο δούκας, σαν
να έπιναν το τσάι τους σε ένα σαλόνι και μιλούσαν για τον καιρό.
«Πολύ ενδιαφέρον. Σας βρίσκουμε εδώ να παίρνετε την Άρτεμη μου
από τη βάση της, ενώ η καταπακτή του μυστικού διαδρόμου είναι
ανοιχτή. Πείτε μας, λοιπόν, πώς ακριβώς είναι; Με κάθε λεπτομέρεια.
Είπα στους άλλους ότι σκόπευα να δείξω σε όλους σας μερικά ξεχω-
ριστά έργα τέχνης. Δε θα μας αναζητήσουν για λίγο».
Η Κλειώ γύρισε απότομα προς το μέρος του σφίγγοντας τις γρο-
θιές της. «Θα σας πω πώς είναι, εξοχότατε. Άπληστε Δούκα. Πήρατε
όλα αυτά τα αριστουργήματα από τον τόπο όπου ανήκαν και τα
στοιβάξατε εδώ για να μουχλιάσουν. Να γίνουν σκόνη απλώς και
μόνο για να ικανοποιήσετε τον εγωισμό και την αλαζονεία σας. Ξέρω
πώς τα αποκτήσατε αυτά τα αντικείμενα, πώς τα ανασύρατε από το
χώμα, από τους βωμούς τους. Ή μάλλον όχι, εσείς δε θα λερώνατε τα
διαμαντοστόλιστα χέρια σας! Πληρώσατε φτωχούς τυμβωρύχους,
ανθρώπους που θα έκαναν τα πάντα για να ταΐσουν τις οικογένειές
τους, και τα άρπαξαν για λογαριασμό σας. Έτσι είναι».
Ο δούκας ξαφνικά όρμησε μπροστά σβέλτος σαν φίδι, άρπαξε την
Κλειώ απ’ τους καρπούς και την τράβηξε επάνω του. Κοιτάζονταν
στα μάτια και, παρ’ όλο που αγγίζονταν μόνο στα χέρια, η ατμόσφαι-
ρα ήταν φορτισμένη από την ένταση μιας θανάσιμης μάχης. Μιας
μάχης που η Καλλιόπη δεν μπορούσε να σταματήσει, γιατί είχε πα-
ραλύσει.
«Νομίζεις πως ξέρεις τα πάντα, έτσι δεν είναι, Κλειώ, σπουδαία
Μούσα της Ιστορίας;» ρώτησε σε μαλακό τόνο ο δούκας. «Νομίζεις
πως είσαι ο υπερασπιστής του αρχαίου κόσμου, η πολυθρύλητη η-
ρωίδα που σώζει τους ιερούς θησαυρούς από το μοχθηρό, άπληστο
δράκο».
«Δεν είμαι ηρωίδα. Είμαι μια θνητή γυναίκα που προσπαθεί να κά-
νει το σωστό, να σώσει ό,τι μπορεί. Δε σου αξίζει η Αλαβάστρινη Θε-
ά. Ο προορισμός της είναι...»
«Να γίνει δική σου;»
«Να επιστρέψει στην πατρίδα της. Δεν μπορεί να ανήκει σε κανέ-
ναν, και πολύ λιγότερο σ’ εσένα. Είσαι τόσο άπληστος...»
«Πρόσεχε, Κλειώ». Την τράβηξε έναν πόντο πιο κοντά του κι εκείνη
προσπάθησε να ξεφύγει. «Δεν ξέρεις τα πάντα».
«Ξέρω εσένα. Ξέρω ανθρώπους σαν εσένα. Νομίζεις πως μπορείς
να έχεις στην κατοχή σου πράγματα και ανθρώπους, ότι έχεις το δι-
καίωμα να φυλακίζεις ό,τι επιθυμείς».
Τα μάτια του στένεψαν απειλητικά. «Μήπως τα κάνεις όλα αυτά
επειδή σε φίλησα στην πινακοθήκη; Γιατί ήσουν...»
«Άφησέ με!» ξέσπασε η Κλειώ ξαφνικά και τον κλότσησε στο πόδι.
Αλλά τα μεταξωτά γοβάκια της ήταν πολύ μαλακά και ο δούκας ούτε
καν μόρφασε.
Ο Κάμερον άφησε την Καλλιόπη, την έσπρωξε προς το άγαλμα και
έβαλε τρικλοποδιά στο δούκα. Ο Άβερτον, απορροφημένος στην α-
ντιπαράθεσή του με την Κλειώ, είχε προφανώς ξεχάσει την παρουσία
των άλλων στο δωμάτιο και έπεσε με μια κραυγή έκπληξης στο πά-
τωμα, πασχίζοντας να πάρει ανάσα όταν τα χέρια του Κάμερον σφί-
χτηκαν γύρω από το λαιμό του.
«Δε θα σ’ αφήσω να ξανασηκώσεις χέρι σε άλλη γυναίκα», γρύλισε
ο Κάμερον ακινητοποιώντας τον Άβερτον στο πάτωμα.
Εκείνος γέλασε ξέπνοα. «Σκοπεύεις να μου σπάσεις ξανά τη μύτη,
Γουέστγουντ;»
«Τίποτα λιγότερο απ’ ό,τι αξίζεις. Σου είπα να μείνεις μακριά από
τις Τσέις».
«Σωστά. Και έχεις δίκιο -τίποτα λιγότερο απ’ ό,τι μου αξίζει. Ναι, τη
φίλησα. Ξέρεις τώρα, οι παλιές συνήθειες. Νομίζω πως θα συμφωνή-
σεις μαζί μου ότι οι Μούσες Τσέις είναι ακαταμάχητες. Για ποιον άλ-
λο λόγο θα ακολουθούσες τη δεσποινίδα Καλλιόπη σ’ όλη την Αγγλία
σε μια τόσο άκαρπη αποστολή;»
Το πρόσωπο του Κάμερον έγινε κάτασπρο από οργή και σήκωσε το
κεφάλι του δούκα σαν να σκόπευε να το κοπανήσει στο πάτωμα.
«Όχι!» φώναξε η Καλλιόπη, αλλά σκόνταψε και έπεσε πάνω στην
Αλαβάστρινη Θεά, μέσα στην απελπισμένη προσπάθειά της να τρέξει
κοντά του -όπως θα συνέβαινε σε έναν εφιάλτη.
Ο τσιγγάνος σύντροφος της Κλειώς τη βοήθησε να σηκωθεί. «Προ-
σέξτε, σινιορίνα», της είπε με καθαρή βενετσιάνικη προφορά. Ίσως
λοιπόν να μην ήταν τσιγγάνος.
«Ω, αφήστε τον», είπε η Κλειώ, κρύβοντας το πρόσωπό της στα χέ-
ρια της. «Όσο κι αν θα ήθελα να δω την όμορφη μύτη του σπασμένη,
αυτό δε θα έλυνε τίποτα. Μας έχει ήδη τσακώσει. Χωρίς αμφιβολία, η
εξοχότητά του θα φροντίσει εγώ κι ο Μάρκο να οδηγηθούμε στην
κρεμάλα».
Στην κρεμάλα; Η Καλλιόπη δεν άντεχε τη σκέψη της αδερφής της
στην κρεμάλα. Αποτραβήχτηκε από τον αριστοκράτη Τσιγγάνο -
Μάρκο τον είχε πει;-, έτρεξε κοντά στην αδερφή της και την έπιασε
σφιχτά από το μπράτσο.
Χωρίς να πει τίποτα, η Κλειώ έγειρε εξαντλημένη πάνω στην αδερ-
φή της.
«Βλέπετε, δεσποινίς Τσέις, αυτό είναι κάτι ακόμα που αγνοείτε»,
είπε μελιστάλαχτα ο δούκας. Ο Κάμερον είχε απομακρυνθεί απρόθυ-
μα, υπακούοντας στην παράκληση της Κλειώς, και τώρα ο Άβερτον
σηκωνόταν με κόπο στα πόδια του, τινάζοντας τη σκόνη από το πα-
νωφόρι του. «Είναι αλήθεια ότι πρέπει να σταματήσετε αμέσως τη
δραστηριότητα του Κλέφτη με τα Κρίνα, νομίζω όμως ότι υπάρχουν
πολύ πιο αποτελεσματικά μέσα από την κρεμάλα».
«Και νομίζετε ότι εσείς μπορείτε να είστε αυτά τα μέσα;» είπε η
Κλειώ.
«Ω, αμφιβάλλω αν υπάρχει άνθρωπος που θα μπορούσε να σας
εμποδίσει να κάνετε οτιδήποτε. Ίσως όμως μπορείτε να πειστείτε». Ο
δούκας έβγαλε από την τσέπη του ένα διπλωμένο χαρτί.
«Τι είναι αυτό;» ρώτησε η Κλειώ. «Κανένα ένταλμα σύλληψης;»
«Κλειώ», μουρμούρισε η Καλλιόπη κοιτώντας προς την καταπακτή
την οποία είχε αναφέρει ο Άβερτον νωρίτερα. Θα μπορούσαν άραγε
να τρέξουν προς τα εκεί αρκετά γρήγορα;
«Τίποτα τέτοιο. Είναι μια επιστολή από το διευθυντή της Εταιρείας
Αρχαιοτήτων, το λόρδο Νόουλτον. Αν δεν απατώμαι, είναι φίλος του
πατέρα σας».
«Τι σχέση μπορεί να έχει ο λόρδος Νόουλτον με όλα αυτά;» ρώτη-
σε σαστισμένη η Καλλιόπη.
«Μεγάλη, έτσι όπως έχουν τα πράγματα. Εκείνος και τα άλλα μέλη
της Εταιρείας Αρχαιοτήτων, συμπεριλαμβανομένου του σερ Γουόλ-
τερ, ανησυχούν πάρα πολύ για την κλοπή τόσο πολύτιμων αντικει-
μένων όπως εκείνη η σαρκοφάγος εκεί πέρα. Ή η Άρτεμις, για την
οποία όλοι δείχνουν τόσο μεγάλο ενδιαφέρον αυτή τη στιγμή. Είχαν
ακούσει ιστορίες για την απερίσκεπτη νιότη μου». Ο δούκας κοίταξε
τον Κάμερον, ο οποίος στεκόταν σιωπηλός και τον αγριοκοίταζε, σαν
να ήταν έτοιμος να του χιμήξει με την παραμικρή αφορμή. «Εκείνη
την εποχή συναναστρεφόμουν ορισμένα άτομα που δεν ταίριαζαν
στο διάδοχο ενός δούκα, και ακόμα έχω επαφή με κάποια απ’ αυτά.
Ήξεραν επίσης ότι ενδιαφέρομαι κάπως για τις συλλογές».
Η Κλειώ ρουθούνισε περιφρονητικά. «Κάπως; Η μισή Ελλάδα και η
Αίγυπτος σαπίζουν μέσα στο σπίτι σας».
«Ξεχνάτε την Ασσυρία, αγαπητή μου. Έχω στην κατοχή μου κάποια
εξαιρετικά αγάλματα λεόντων, συν μία ή δύο επιτύμβιες στήλες».
«Μα τι σχέση έχουν όλα αυτά με την Εταιρεία Αρχαιοτήτων;» ρώ-
τησε η Κλειώ.
«Είστε πολύ ανυπόμονη. Αλλά θα σας πω. Γνωρίζοντας όλα αυτά, ο
λόρδος Νόουλτον και η Εταιρεία Αρχαιοτήτων απευθύνθηκαν σ’ εμέ-
να και μου ζήτησαν να χρησιμοποιήσω κάποιες από τις παλιές δια-
συνδέσεις μου για να ανακαλύψω ποιος κρυβόταν πίσω από αυτές
τις κλοπές -του Κλέφτη με τα Κρίνα αλλά και άλλες, λιγότερο δημο-
σιοποιημένες κλοπές. Δε γίνονται μόνο εδώ, βλέπετε, αλλά και στην
Ιταλία και τη Γαλλία. Τους εντοπίζω με κάθε δυνατό μέσο και τελικά
φροντίζω να επιστραφούν τα αντικείμενα στους ιδιοκτήτες τους». Ο
Άβερτον ακούμπησε απαλά το σανδάλι της Αλαβάστρινης Θεάς. «Έ-
τσι λοιπόν, όσο εξαίσια κι αν είναι όλα αυτά τα αντικείμενα, όσο κι
αν με ευχαρίστησε να τα έχω για ένα διάστημα, δε μου ανήκουν».
Η Κλειώ αποτραβήχτηκε κάτωχρη από την Καλλιόπη. «Δε σας πι-
στεύω».
«Φυσικά και δε με πιστεύετε». Ο δούκας της έδωσε το γράμμα.
«Μήπως όμως αναγνωρίζετε τις υπογραφές; Ή τη σφραγίδα της Ε-
ταιρείας Αρχαιοτήτων; Αυτό το έγγραφο αποδεικνύει το δικό μου
ρόλο στην υπόθεση. Επέμεινα να συνταχθεί για την περίπτωση που
θα προέκυπτε ανάγκη να δώσω εξηγήσεις. Όπως και προέκυψε, φυ-
σικά».
Η Κλειώ διάβασε το γράμμα με σφιγμένα χείλη. Η Καλλιόπη κοίτα-
ξε πάνω από τον ώμο της αδερφής της τις καλογραμμένες λέξεις και
τις υπογραφές στο κάτω μέρος. «Φαίνεται νόμιμο», είπε αργά.
«Πώς ανακαλύψατε πως ήμουν εγώ;» ρώτησε η Κλειώ διπλώνοντας
το γράμμα.
«Θα πρέπει να είστε πολύ περήφανη για τον εαυτό σας», είπε ο
δούκας. «Ξεγλιστρούσατε πολύ εύκολα. Μόνο όταν βρήκα κατά τύχη
τη λίστα των επαφών σας μπόρεσα να κάνω τους τελευταίους συσχε-
τισμούς. Ήξερα πως η Αλαβάστρινη Θεά ήταν ακριβώς το δόλωμα
που χρειαζόμουν για να σας ξετρυπώσω. Είναι ακριβώς το είδος του
αρχαίου έργου τέχνης που σας αρέσει, έτσι δεν είναι; Όμορφη, ξε-
χωριστή, κλεμμένη από ένα ναό ή κάποια ιερή τοποθεσία».
«Απλώς δόλωμα ήταν για σας;»
«Όχι απλώς, αγαπητή μου. Το “απλώς” δεν είναι η κατάλληλη λέξη
για ένα τόσο σπάνιο αντικείμενο. Ο πατέρας μου την αγόρασε πριν
από πολλά χρόνια, αλλά ο γερο-εγωιστής δεν ήθελε να τη μοιραστεί
με κανέναν. Αγνοούσα την ύπαρξή της μέχρι που κληρονόμησα τον
τίτλο».
Η Κλειώ κοίταξε την Άρτεμη. «Ώστε είναι...»
«Το μοναδικό αντικείμενο εδώ μέσα που μου ανήκει απόλυτα». Το
βλέμμα του δούκα έμεινε για λίγο στο μάγουλο της Κλειώς πριν απο-
τραβηχτεί αλλού. «Θα πρέπει να επιστρέψουμε στους άλλους, νομί-
ζω. Τους δώσαμε αρκετό χρόνο για να μας κουτσομπολέψουν».
«Δε θα με κρεμάσετε, λοιπόν;» τον ρώτησε καχύποπτα η Κλειώ.
Ο δούκας δεν κοίταξε πίσω του, σαν να μην άντεχε να δει ξανά το
πρόσωπο της Κλειώς. «Νομίζω πως αρκετό δράμα ζήσαμε για μια
νύχτα, δε συμφωνείτε; Θα πρέπει να αρκεστούμε στο ότι ο Κλέφτης
με τα Κρίνα θα φύγει από τη μέση. Και φροντίστε να πάρετε τα εργα-
λεία σας όταν φύγετε. Ήδη αυτός ο χώρος είναι πολύ φορτωμένος».
Ο δούκας έφυγε, με τα βήματά του να αντηχούν στα πέτρινα σκα-
λοπάτια. Η σιωπή μέσα στο δωμάτιο ήταν βαριά, αποπνικτική. Η
Καλλιόπη δεν ήξερε τι να πει, τι να κάνει. Ήταν μια από τις ελάχιστες
φορές στη ζωή της που το πρακτικό πνεύμα και η πολύτιμη λογική
σκέψη της ήταν εντελώς άχρηστα. Όλα όσα πίστευε ότι προσπαθού-
σε να καταφέρει είχαν χαθεί.
«Με μισείς, Καλ;» τη ρώτησε ήρεμα η Κλειώ.
Η Καλλιόπη κούνησε αρνητικά το κεφάλι της και έκλεισε τα μάτια,
σαν να μπορούσε έτσι να διαγράψει όλη εκείνη τη νύχτα. «Γιατί έ-
κλεψες αυτά τα πράγματα, Κλειώ; Δε χρειαζόμαστε χρήματα! Ούτε
περισσότερα αντικείμενα για τη συλλογή μας».
«Καλ, σίγουρα με ξέρεις αρκετά καλά για να πιστέψεις ότι το έκανα
για τα χρήματα;»
«Νόμιζα πως σε ήξερα. Αλλά τώρα πώς μπορώ να σε πιστέψω; Μου
τα έκρυψες όλα αυτά. Ήξερες πόσο μισούσα τον Κλέφτη με τα Κρίνα,
πόσο μισούσα την εξαφάνιση αυτών των αρχαίων αντικειμένων και
το γεγονός πως οι επιστήμονες δε θα είχαν πια την ευκαιρία να τα
μελετήσουν. Κι όμως, δεν είπες τίποτα. Με άφησες να γελοιοποιη-
θώ!»
«Πώς μπορούσα να σου μιλήσω; Γι’ αυτούς ακριβώς τους λόγους
έπρεπε να σου τα κρύψω όλα. Κάθε στιγμή μυστικότητας με πονού-
σε. Είσαι αδερφή μου, λαχταρούσα να σου μιλήσω! Να σου εξομολο-
γηθώ τα πάντα».
«Τότε γιατί δεν το έκανες;»
«Επειδή η δουλειά ήταν υπερβολικά σημαντική. Δεν μπορούσα να
αφήσω τα προσωπικά μου συναισθήματα να παρέμβουν». Τα δακρυ-
σμένα μάτια της Κλειώς μετατοπίστηκαν από την Καλλιόπη στον Κά-
μερον. «Εσείς με καταλαβαίνετε, έτσι δεν είναι, λόρδε Γουέστγουντ;
Στο κάτω κάτω, εσείς στείλατε όλη τη συλλογή του πατέρα σας πίσω
στην Ελλάδα».
«Ναι, την έστειλα», της είπε. «Αλλά ήταν δική μου».
Η Κλειώ ανασήκωσε περήφανα το πρόσωπό της. «Οι άνθρωποι
που κρατούσαν αυτά τα αντικείμενα στα σπίτια τους δεν ήταν οι α-
ληθινοί ιδιοκτήτες. Τα είχαν κλέψει από το αληθινό σπίτι τους».
«Κλειώ, δε σκέφτηκες εμάς, τον πατέρα και τα κορίτσια, όταν το έ-
κανες αυτό;» ρώτησε η Καλλιόπη, νιώθοντας αφάνταστα θλιμμένη
και κουρασμένη. «Κι αν σε έπιαναν;»
«Αν με έπιανε κάποιος άλλος εκτός από τον αινιγματικό δούκα, εν-
νοείς; Φυσικά και το σκέφτηκα. Έχω κρύψει στο δωμάτιό μου γράμ-
ματα για όλους σας, στα οποία εξηγώ τα πάντα. Όμως ήμουν καλή σ’
αυτό που έκανα και έχω -είχα- ένα εξαιρετικό δίκτυο συνεργατών.
Χαμογέλασε στον τσιγγάνο αριστοκράτη της. «Έτσι δεν είναι, Μάρ-
κο;»
Εκείνος της ανταπέδωσε το χαμόγελο και για πρώτη φορά η Καλ-
λιόπη είδε πόσο όμορφος ήταν ο σιωπηλός συνεργός της αδερφής
της. «Σι, σινιορίνα. Η αδερφή σας, σινιορίνα Καλλιόπη, είναι η καλύτε-
ρη λαθρέμπορος σε όλη την Αγγλία».
«Ναι, μπορεί να καυχιέται γι’ αυτό στο Άλμακ’ς», μουρμούρισε η
Καλλιόπη.
«Λυπάμαι ειλικρινά που σε πλήγωσα, Καλ», είπε η Κλειώ. «Σε παρα-
καλώ, πίστεψέ με. Έπρεπε να το κάνω». Γύρισε και πήγε να βοηθήσει
τον Μάρκο να μαζέψει τα εργαλεία τους.
«Έλα μαζί μου, Καλλιόπη», είπε μαλακά ο Κάμερον πιάνοντάς την
από το μπράτσο. «Κάνει κρύο εδώ μέσα και δείχνεις να έχεις ανάγκη
από λίγο ζεστό, δυνατό τσάι».
«Η μητέρα μου πίστευε πάντα ότι το τσάι μπορεί να γιατρέψει χα
πάντα», είπε η Καλλιόπη και τον άφησε να την οδηγήσει προς την
πόρτα.
«Ίσως είχε δίκιο, ιδίως αν συμβαίνει να περιέχει και μια δόση
μπράντι».
Ανέβηκαν τα σκαλοπάτια και έστριψαν πάλι στον άδειο διάδρομο.
Όταν έκαναν για πρώτη φορά εκείνη τη διαδρομή πριν από μία ώρα -
ή μήπως ήταν εκατό χρόνια;-, η Καλλιόπη ήταν γεμάτη ένταση, αγω-
νία και προσμονή. Τώρα ήταν απλώς κουρασμένη. Κατάπληκτη.
«Η αδερφή μου ήταν, από την αρχή», είπε. «Πώς δεν το κατάλαβα;
Πώς ήμουν τόσο τυφλή;»
«Πιθανόν το κατάλαβες, αλλά το αρνήθηκες. Ακόμα και στον εαυτό
σου. Είναι δύσκολο να παραδεχτούμε τα λάθη των ανθρώπων που
αγαπάμε. Σχεδόν τόσο δύσκολο όσο και το να παραδεχτούμε τα δικά
(X-
λύ
μας».
Η Καλλιόπη θυμήθηκε την αδερφή της να καίει το κοστούμι της
Μέδουσας, να της δείχνει τη λίστα. Τόσο σιωπηλή, τόσο σοβαρή, τό-
σο επιφυλακτική με το δούκα. Το είχε όντως καταλάβει και είχε α-
πλώς αρνηθεί να παραδεχτεί το γεγονός ότι ο κλέφτης ήταν μπροστά
στα μάτια της; «Δεν ξέρω. Απλώς δεν καταλαβαίνω. Και δε θέλω να τη
δω να παθαίνει κάτι κακό».
«Φυσικά και δε θέλεις. Είναι αδερφή σου. Και σίγουρα έκανε λάθη».
«Αυτό ξαναπές το!»
«Όμως είχε λόγους γι’ αυτό που έκανε. Όπως σου είπε και η (δια,
νόμιζε πως έκανε το σωστό».
Η Καλλιόπη σώπασε και παρατήρησε τον Κάμερον στο αμυδρό
φως. Εκείνος της αντιγύριζε το βλέμμα σταθερά, με τα μάτια του στο
χρώμα του κονιάκ γεμάτα ανησυχία και... Και οίκτο. Τη λυπόταν και
πίστευε πως η Κλειώ είχε δίκιο.
Ξαφνικά η απόλυτη ηρεμία του, η συμπόνια του την εξόργισαν.
Αντιστάθηκε στην παράξενη, πρωτόγονη παρόρμηση να τον χτυπή-
σει, να ορμήσει επάνω του και να τον ρίξει στο έδαφος όπως είχε κά-
νει εκείνος με το δούκα. «Δε φαίνεσαι πολύ έκπληκτος μ’ αυτό που
έγινε απόψε», του είπε. «Εννοώ με την ομολογία της Κλειώς».
Το βλέμμα του έγινε επιφυλακτικό. «Καλλιόπη, άκουσέ με. Θυμά-
σαι που σου είπα πως σκόπευα να σου μιλήσω αργότερα;»
«Δηλαδή το ήξερες; Ήξερες για την Κλειώ;»
«Όχι πολύ καιρό. Με έβαλε σε υποψίες το όνομα, ο Πορφυρός Υά-
κινθος».
«Και αυτό ήταν που ήθελες να μου πεις;»
«Ναι».
«Γιατί, λοιπόν, δε μου το είπες αμέσως·, Με άφησες στην άγνοιά
μου, ώσπου βρεθήκαμε σ’ εκείνο το φρικτό δωμάτιο, αντιμέτωποι με
την αδερφή μου και τον τσιγγάνο της. Με άφησες να...» Την είχε α-
φήσει να κάνει έρωτα μαζί του. Ξαφνικά η Καλλιόπη δεν άντεχε άλλο.
Τα γεγονότα της βραδιάς την είχαν συντρίψει και ήθελε να βάλει τα
κλάματα, να ουρλιάζει, να χτυπήσει τις γροθιές της στον τοίχο. Να
εκφράσει με παιδιάστικες πράξεις τα παράφορα, παιδιάστικα συναι-
σθήματά της.
Αυτοί που αγαπούσε περισσότερο, αυτοί στους οποίους βασιζόταν
περισσότερο της είχαν πει ψέματα. Της είχαν κρύψει την αλήθεια για
το καλό της.
«Θέλω να πάω στο σπίτι», είπε και απομακρύνθηκε από τον Κάμε-
ρον. «Είμαι κουρασμένη. Με όλους και με όλα».
«Καλλιόπη, σε παρακαλώ, άκουσέ με!» είπε με αγωνία ο Κάμερον.
Αλλά εκείνη έφυγε τρέχοντας προς το φως και το θόρυβο του σαλο-
νιού. Αν βρισκόταν ξανά ανάμεσα σε ανθρώπους, πίσω στον αληθινό
κόσμο, μακριά από τις κρύες σπηλιές που ήταν γεμάτες με αρχαία
αντικείμενα και ψέματα, θα μπορούσε να ξαναγίνει ο εαυτός της. Να
βρει το δρόμο της.
Αλλά ήξερε, ακόμα και καθώς έτρεχε, πως τίποτα δε θα ήταν το ίδιο
ξανά.
Ο Κάμερον παρακολούθησε την Καλλιόπη να το βάζει στα πόδια,
ώσπου το λευκό φόρεμά της χάθηκε σαν φάντασμα στις σκιές. Κάθε
ίνα της ύπαρξής του τον παρότρυνε να τρέξει πίσω της, να την πάρει
στην αγκαλιά του και να την αναγκάσει να τον ακούσει, να τον κατα-
λάβει.
Όμως γνώριζε πια αρκετά καλά την Καλλιόπη και ήξερε πως τέ-
τοιες τακτικές δεν έφερναν αποτέλεσμα μαζί της. Θυμήθηκε το δού-
κα να κρατάει την Κλειώ, καρφώνοντάς τη με το βλέμμα ενώ εκείνη
αρνιόταν να τον ακούσει. Οι Τσέις είχαν πείσμα και ισχυρογνωμοσύ-
νη, ήθελαν να γίνεται το δικό τους, και η βία δε θα τις έκανε ποτέ να
αλλάξουν. Μόνο με την ήρεμη, λογική πειθώ ίσως μπορούσε να γίνει
κάτι. Κι αυτό ο Άβερτον δεν το καταλάβαινε, αλλά ο Κάμερον είχε
αρχίσει να το συνειδητοποιεί.
Ήταν ακριβώς αυτό το πείσμα και η ισχυρογνωμοσύνη που τον εί-
χαν κάνει να αγαπήσει την Καλλιόπη τόσο πολύ. Εκείνη η σιγουριά,
εκείνο το πάθος της για ένα σκοπό, για το σωστό -έστω κι αν αυτό
που ήταν σωστό για εκείνη δεν ήταν και για τον ίδιο. Είχε μέσα της
μια φωτιά που νόμιζε πως έκρυβε πίσω από τους ψυχρούς, καλούς
τρόπους της, τις κομψές, λευκές τουαλέτες της. Αλλά δεν μπορούσε
να την κρύψει από τα μάτια της. Από το γέλιο της. Ο Κάμερον λαχτα-
ρούσε αυτή τη φωτιά. Είχε περιπλανηθεί πάρα πολύ καιρό μόνος
στον ψυχρό κόσμο.
Χρειαζόταν την Καλλιόπη στο πλευρό του για όλη την υπόλοιπη
ζωή του. Να τσακώνεται μαζί της, να εξοργίζεται, να τη φιλάει και να
την αγαπάει. Μακάρι να μπορούσε να κερδίσει την αγάπη της, να ε-
λευθερώσει αυτή τη φωτιά μια για πάντα!
Ανάθεμα το πείσμα της! Ο Κάμερον κλότσησε τον τοίχο, αλλά ούτε
καν το κατάλαβε. Γιατί δεν ήθελε να τον ακούσει;
«Πού είναι η Καλλιόπη;» άκουσε την Κλειώ να τον ρωτάει. Σήκωσε
το βλέμμα του και την είδε να έρχεται προς το μέρος του από την
απέναντι πλευρά του διαδρόμου κρατώντας ένα φανάρι. Κανείς δε
θα μάντευε πως είχε περάσει τη βραδιά της προσπαθώντας να απο-
σπάσει ένα αλαβάστρινο άγαλμα από τη βάση του. Από τα πυρρό-
ξανθα μαλλιά της δεν ξέφευγε ούτε τρίχα, το φόρεμά της στο χρώμα
του κεχριμπαριού ήταν άψογο. Ψύχραιμη και κομψή.
Η στάση της, για κάποιον παράξενο λόγο, έδωσε στον Κάμερον ελ-
πίδα. Γιατί ένα άλλο χαρακτηριστικό των Μουσών ήταν η ευμετά-
βλητη φύση τους. Ίσως η Καλλιόπη να μην έμενε θυμωμένη για πο-
λύ.
«Επέστρεψε στο πάρτι», της είπε.
«Χωρίς εσάς;»
«Επέμεινε... ε... ιδιαίτερα πως ήθελε να μείνει μόνη».
«Ξέσπασε πάνω σας, έτσι; Πολύ ασυνήθιστο για την Καλ. Αλλά
ποιος μπορεί να την κατηγορήσει; Ήταν πολύ δύσκολη βραδιά, και
για όλα φταίω εγώ».
«Ήταν πράγματι, Πορφυρέ Υάκινθε. Κλέφτη με τα Κρίνα. Ή όποια κι
αν είστε απόψε».
«Αρκεί το Κλειώ, αφού είμαι σίγουρη ότι σύντομα θα γίνετε αδερ-
φός μου».
«Αν με συγχωρέσει η αδερφή σας».
«Να συγχωρέσει εσάς, λόρδε Γουέστγουντ; Για ποιο λόγο; Δεν προ-
σπαθήσατε εσείς να κλέψετε την Αλαβάστρινη Θεά. Μήπως επειδή
υπερασπιστήκατε τα κίνητρά μου;»
«Γι’ αυτό και για το γεγονός ότι ανακάλυψα κάποια στιγμή την ταυ-
τότητά σας και δεν της το είπα».
«Α, κατάλαβα. Και πώς το μαντέψατε;»
«Θα έπρεπε να το έχω αντιληφθεί νωρίτερα, αν σκεφτεί κανείς πό-
σο ασχολούμαστε όλοι με τον κλασικό κόσμο. Είδα έναν πίνακα των
Εννέα Μουσών στη βιβλιοθήκη του λόρδου Κένλι. Η Κλειώ είναι η
μητέρα του Υάκινθου».
«Ήταν λάθος. Έπρεπε να διαλέξω ένα λιγότερο προφανές παρα-
τσούκλι. Τα ονόματα ωστόσο πρέπει να είναι στοιχειωδώς αναγνω-
ρίσιμα, τουλάχιστον από τους ανθρώπους του δικτύου».
«Όπως ο φίλος σας ο Μάρκο;»
«Ναι. Το Χρυσό Γεράκι». Χαμογέλασε. «Είναι πολύ δραματικός.
Όπως οι περισσότεροι Βενετσιάνοι, ξέρετε».
«Δραματικός και φευγάτος, ελπίζω».
«Φυσικά. Έφυγε από τη σήραγγα που βγάζει κοντά στο Κένλι Ά-
μπι».
«Τα σκαλοπάτια στον κήπο».
«Αυτό το πάρτι ήταν θεόσταλτο. Όλο το Γιόρκσαϊρ είναι γεμάτο με
μυστικές σήραγγες και κατακόμβες. Από την εποχή των λαθρεμπό-
ρων, φυσικά».
«Και η θεά;»
«Είναι ακόμα εδώ. Δεν είμαι τόσο ανόητη ώστε να την πάρω τώρα
που με τσάκωσαν. Ξέρω να αναγνωρίζω την ήττα μου. Προς το πα-
ρόν».
Καθώς ο Κάμερον παρατηρούσε την ψυχρή λάμψη στα πράσινα
μάτια της, ένιωσε να λυπάται λίγο, πολύ λίγο, το δούκα. Το να ποθεί
κανείς μια Μούσα δεν ήταν ποτέ εύκολη υπόθεση.
«Ελάτε, λόρδε Γουέστγουντ, μπορείτε να με συνοδεύσετε πίσω στο
πάρτι», είπε η Κλειώ πιάνοντάς τον αγκαζέ. «Και μην ανησυχείτε για
την Καλλιόπη. Μ’ εμένα είναι ουσιαστικά θυμωμένη, όχι μ’ εσάς. Και
οι φουρτούνες της ποτέ δεν κρατούν πολύ». Σώπασε για μια στιγμή.
«Συνήθως, τουλάχιστον».
Αυτό το «συνήθως» ήταν που τον ανησυχούσε.
Κεφάλαιο 23

«Σύντομα θα πρέπει να γυρίσουμε στην πόλη», είπε η Έμελιν κα-


θώς έσκαβε την όχθη ψάχνοντας για νερολούλουδα.
«Α, ναι», είπε αφηρημένη η Καλλιόπη. Το μπλοκ ζωγραφικής ήταν
ανοιχτό στην ποδιά της, αλλά μόνο μερικές τραχιές γραμμές είχαν
αρχίσει να σκιαγραφούν την κοντινή γέφυρα. «Για το χορό των αρ-
ραβώνων σου».
«Ναι. Τουλάχιστον κάτι καλό βγήκε από αυτές τις διακοπές, παρ’
όλο που δεν πιάσαμε τον Κλέφτη με τα Κρίνα. Οι γονείς μου παραι-
τήθηκαν από την ιδέα να με παντρέψουν με τον Φρέντι Μάουντ-
μπανκ!»
«Θα είσαι ευτυχισμένη με τον κύριο Σμίθσον;»
«Ω, ναι, έτσι νομίζω. Είναι πολύ καλόκαρδος, ξέρεις, έτσι είμαι σί-
γουρη ότι πάντα θα γίνεται το δικό μου». Η Έμελιν έστρωσε τα λου-
λούδια της μέσα σ’ ένα καλάθι και τίναξε τα χέρια της κοιτώντας με
περιέργεια την Καλλιόπη. «Θα έχουμε σύντομα νέα και για το δικό
σου αρραβώνα;»
«Το δικό μου;» Η Καλλιόπη έσκυψε το κεφάλι της πάνω από το
μπλοκ με πρόσωπο φλογισμένο, παρά την ψυχρή, συννεφιασμένη
μέρα. «Πώς σου ήρθε;»
Η Έμελιν ανασήκωσε τους ώμους της. «Είχες εξαφανιστεί αρκετή
ώρα χτες το βράδυ στο πάρτι του δούκα».
«Ο δούκας μας έδειχνε τη συλλογή του. Ο λόρδος Γουέστγουντ,
εγώ και η Κλειώ ήμασταν όλοι μαζί του».
«Μου φάνηκες λίγο χλομή και σαστισμένη όταν γύρισες στο σαλό-
νι. Σαν να είχε συμβεί κάτι».
Χλομή και σαστισμένη; Η Καλλιόπη αναστέναξε. Πολύ επιεικής πε-
ριγραφή. Εκείνες οι λίγες στιγμές στο μυστικό δωμάτιο του Άβερτον
ήταν οι πιο εξωπραγματικές και δύσκολες στιγμές της ζωής της. Α-
κόμα και τώρα, μετά από μια νύχτα ταραγμένου ύπνου, δεν ήξερε τι
να σκεφτεί. Τι να αισθανθεί. Μισούσε για πάρα πολύ καιρό τον Κλέ-
φτη με τα Κρίνα, αλλά αγαπούσε την αδερφή της.
Κοίταξε προς τα εκεί όπου η Κλειώ και η Θάλεια κάθονταν σ’ έναν
επίπεδο βράχο κάτω από τη γέφυρα, κουνώντας τα πόδια τους πάνω
από το νερό. Σήμερα η Κλειώ ήταν ήσυχη και είχε προσπαθήσει να
συναντήσει το βλέμμα της Καλλιόπης τόσο στο τραπέζι του προγεύ-
ματος όσο και στον περίπατο στο ποτάμι. Δε θα την πίεζε όμως, η
Καλλιόπη το ήξερε. Θα άφηνε την Καλλιόπη να της μιλήσει όταν θα
ήταν έτοιμη.
Μόνο που η Καλλιόπη δεν ήξερε τι να πει.
«Νομίζω απλώς ότι κανένας άνθρωπος δε χρειάζεται τόσα πλού-
τη», είπε η Καλλιόπη. «Και μάλιστα με τόσο εγωιστικό τρόπο κρυμ-
μένα».
Η Έμελιν γέλασε. «Αυτά που επιδεικνύει είναι ήδη αρκετά εντυπω-
σιακά. Δεν μπορώ να φανταστώ τι μπορεί να κρύβει».
Ούτε η Καλλιόπη μπορούσε. «Ο Άβερτον είναι μάλλον... απρόβλε-
πτος».
«Και λίγα λες». Ο κύριος Σμίθσον φώναξε την Έμελιν κι εκείνη γύ-
ρισε προς το μέρος του, αφήνοντας την Καλλιόπη μόνη με τη ζω-
γραφική της.
Η Καλλιόπη πήρε μια βαθιά ανάσα κι έκλεισε τα μάτια της. Παρά τα
όσα είχαν συμβεί εδώ, θα νοσταλγούσε αυτό το μέρος. Την απομό-
νωση, την ησυχία, τη μαγεία του. Κάτι σ’ αυτό τον τόπο την είχε αλ-
λάξει, είχε αποδεσμεύσει κάτι βαθιά μέσα της και, για λίγο τουλάχι-
στον, είχε νιώσει ξαλαφρωμένη. Ελεύθερη.
Ήταν ο τόπος, όμως, ή κάποιος άνθρωπος; Κάποιος που την είχε
κάνει να δει τα πράγματα διαφορετικά, με καινούριο τρόπο.
Είδε με τη φαντασία της το όμορφο πρόσωπο του Κάμερον, τα γε-
λαστά μάτια του καθώς την κρατούσε αγκαλιά στο φως του φεγγα-
ριού. Καθώς τη φιλούσε μέχρι που όλος ο κόσμος είχε αρχίσει να
στροβιλίζεται και δεν μπορούσε να θυμηθεί ούτε καν το όνομά της.
Τον είδε επίσης όπως ήταν το προηγούμενο βράδυ, με το πρό-
σωπό του σκληρό σαν πέτρα από το θυμό, κυριευμένο από ασυ-
γκράτητη οργή καθώς έριχνε το δούκα στο έδαφος. Όλα αυτά για να
προστατεύσει την Κλείω, να τις προστατεύσει όλες. Κι όμως, ήξερε
ήδη ότι εκείνη ήταν ο κλέφτης. Το ήξερε, και δεν το είχε πει στην
Καλλιόπη.
Πίεσε τα χέρια της στα μηνίγγια της που πονούσαν. Τίποτα δεν ή-
ταν όπως νόμιζε, τίποτα και κανείς -ούτε ο Κάμερον ούτε ο Άβερτον
ούτε η Κλειώ. Είχε χτίσει τη ζωή της πάνω σε θεμέλια βεβαιότητας
γερά σαν γρανίτη. Πάνω σε πεποιθήσεις που θεωρούσε ακλόνητες,
ισχυρές και μόνιμες όσο η ίδια η Αλαβάστρινη Θεά.
Τα θεμέλια όμως είχαν αποδειχτεί σαθρά σαν την άμμο. Τι θα τα
αντικαθιστούσε τώρα;
Για ποιο πράγμα θα μπορούσε να είναι σίγουρη;
«Μπορώ να καθίσω μαζί σου για λίγο;» άκουσε την Κλειώ να της
λέει σιγανά. Άνοιξε τα μάτια της και είδε την αδερφή της να στέκεται
δίπλα της, όμορφη όπως πάντα και περιποιημένη. Όμως φαινόταν
ανήσυχη, κάπως επιφυλακτική, σαν να ήταν έτοιμη να το βάλει στο
πόδια με το πρώτο σημάδι απόρριψης.
«Φυσικά», είπε η Καλλιόπη και μετακινήθηκε για να κάνει χώρο
στην αδερφή της.
Η Κλειώ κάθισε δίπλα της τυλιγμένη σφιχτά με την κάπα της. Έμει-
ναν για λίγο σιωπηλές, ώσπου η Κλειώ μίλησε πρώτη. «Λυπάμαι ειλι-
κρινά που σε εξαπάτησα, Καλ. Ποτέ δε θέλησα να σε πληγώσω».
«Τι θα γινόταν αν σε έπιαναν; Το σκέφτηκες αυτό;»
«Το σκεφτόμουν κάθε μέρα. Έτρεμα από φόβο. Και περισσότερο
απ’ όλους φοβόμουν εσένα».
«Εμένα;»
«Ήσουν αποφασισμένη να αποκαλύψεις τον Κλέφτη με τα Κρίνα.
Ήξερα πως ήταν απλώς θέμα χρόνου».
«Δεν είχες τίποτα να φοβηθείς. Δεν ήμουν αρκετά έξυπνη για να δω
αυτό που ήταν μπροστά στα μάτια μου».
«Δεν ήθελες να το δεις. Και ούτε εγώ ήθελα».
«Τι εννοείς;»
«Μιλάω για το δούκα, φυσικά. Πάντα κάτι δε μου πήγαινε καλά μ’
αυτό τον άνθρωπο. Νόμιζα πως ήταν απλώς παρανοϊκός. Και μονο-
μανής. Αντίθετα, είχε ένα στόχο που δεν υποψιάστηκα ποτέ. Ήμουν
ανόητη».
Η Καλλιόπη θυμήθηκε το μάτια του δούκα καθώς κοίταζε την
Κλειώ. «Όλοι ήμασταν ανόητοι».
«Έπρεπε να κάνω αυτό που θεωρούσα σωστό, Καλ. Να προστατεύ-
σω κάτι πολύτιμο και αναντικατάστατο. Τώρα βλέπω ότι δε θα έπρε-
πε να το έχω κρύψει ποτέ από σένα, γιατί και οι δύο θέλαμε το ίδιο
πράγμα».
Η Καλλιόπη γέλασε. «Εγώ δεν ήμουν ποτέ τόσο θαρραλέα για να
ασχοληθώ με τη λαθρεμπορία όπως έκανες εσύ! Ή για να συνωμοτή-
σω με ανθρώπους σαν τον Μάρκο. Φαίνεται πολύ τρομακτικός».
Η Κλειώ γέλασε επίσης και τα μάγουλά της κοκκίνισαν ελαφρά. «Ο
Μάρκο είναι εντάξει. Έχει καλή καρδιά κάτω από το ψυχρό βενετσιά-
νικο προσωπείο. Και λέγοντας ότι θέλαμε το ίδιο πράγμα, δεν εννο-
ούσα ότι έπρεπε να χάσεις την κοινή λογική σου όπως εγώ. Εννοού-
σα ότι θέλαμε και οι δύο να προστατεύσουμε την Αλαβάστρινη Θεά
και όσα συμβολίζει».
«Αυτό είναι αλήθεια». Έμειναν και πάλι σιωπηλές, αλλά λιγότερο
αμήχανες από πριν. Τελικά η Καλλιόπη άπλωσε το χέρι της και η
Κλειώ το πήρε και το κράτησε σφιχτά. «Από δω κι εμπρός μπορείς να
μου λες οτιδήποτε, Κλειώ. Έμαθα να μην κρίνω, να μην καταδικάζω.
Τουλάχιστον όχι πριν ακούσω όλες τις εξηγήσεις! Αλλά θέλω να μου
υποσχεθείς κάτι».
«Τι;»
«Ότι δε θα κάνεις κάτι τόσο επικίνδυνο στο μέλλον, Εμείς οι Μού-
σες πρέπει να μείνουμε ενωμένες».
Η Κλειώ δεν απάντησε. Αντίθετα, κοιτούσε με μισόκλειστα μάτια
μια μεγάλη, μαύρη γυαλιστερή άμαξα που είχε φανεί στον ορίζοντα.
Πέρασε με ταχύτητα πάνω από τη γέφυρα και για μια στιγμή το πα-
ράθυρο χαμήλωσε και φάνηκε ένα χέρι φορτωμένο με σμαράγδια και
ρουμπίνια. Ύστερα απομακρύνθηκε, ακολουθούμενη από ένα κάρο
γεμάτο με κιβώτια και μπαούλα. Στο κέντρο, σκεπασμένη με βαρύ
καμβά και δεμένη με χοντρά σκοινιά, ήταν η Άρτεμις, με το τόξο της
σφιχτά τυλιγμένο.
Η Κλειώ παρακολούθησε την πομπή ώσπου στον ορίζοντα έμεινε
μόνο σκόνη. «Υπόσχομαι πως η δράση του Κλέφτη με τα Κρίνα τε-
λείωσε», είπε σιγανά και έβγαλε μέσα από την κάπα της ένα λευκό
κρίνο, μαραμένο, με τα πέταλά του ελαφρά μαυρισμένα στις άκρες.
Χωρίς αμφιβολία, προορισμός του ήταν να τοποθετηθεί στη θέση
της θεάς το προηγούμενο βράδυ. Η Κλειώ το πέταξε στο ποτάμι.
«Τι γίνεται με το λόρδο Γουέστγουντ;» ρώτησε την Καλλιόπη.
«Δε νομίζω πως θα σε καταγγείλει».
«Δεν εννοούσα αυτό. Τι γίνεται μ’ εσένα και το λόρδο Γουέ-
στγουντ;»
Με εκείνη και τον Κάμερον; Πριν το προηγούμενο βράδυ η Καλ-
λιόπη είχε αρχίσει να ελπίζει. Να σκέφτεται πως μπορεί να γινόταν
πραγματικότητα το παλιό όνειρό της ότι ένας άντρας θα την κατα-
λάβαινε. Και την καταλάβαινε πραγματικά, όπως τον καταλάβαινε κι
εκείνη, γιατί είχαν τις ίδιες ελπίδες, τα ίδια ιδανικά. Μαζί του θα
μπορούσε επιτέλους να ελευθερωθεί. Να ελευθερωθεί από το ρόλο
της μεγαλύτερης Μούσας Τσέις, εκείνης που είχε πάντα τον έλεγχο
και ήξερε όλες τις απαντήσεις. Μαζί του θα μπορούσε να είναι α-
πλώς η Καλλιόπη. Θα μπορούσε να αρχίσει να μαθαίνει ποια ήταν η
πραγματική Καλλιόπη.
Αλλά είχε φερθεί τόσο παιδιάστικα το προηγούμενο βράδυ. Αρνή-
θηκε να τον ακούσει. Και μάλιστα τη στιγμή που οι καβγάδες τους
φαίνονταν να έχουν επιτέλους τελειώσει!
«Το λόρδο Γουέστγουντ κι εμένα; Δε νομίζω πως υπάρχει κάτι τέ-
τοιο τώρα».
Η Κλειώ συνοφρυώθηκε. «Καβγαδίζετε λοιπόν ακόμα;»
«Όχι. Όχι όπως παλιά, τουλάχιστον. Μάλλον βαρέθηκε κι εμένα και
τις ανόητες μηχανορραφίες μου».
«Αχ, Καλ. Ποιος άλλος άντρας θα περνούσε τόσο χρόνο βοηθώντας
σε σ’ αυτές τις “ανόητες μηχανορραφίες” σου; Ακολουθώντας σε μέ-
σα από μυστικές στοές; Είστε πλασμένοι ο ένας για τον άλλο, αγαπη-
μένη μου αδερφή. Δεν μπορεί να υπάρξει κανένας άλλος για κανέναν
απ’ τους δυο σας, επειδή αν ζευγαρώνατε με κάποιον άλλο θα τον
κάνατε δυστυχισμένο με τις εκκεντρικότητές σας». Η Κλειώ αναστέ-
ναξε δραματικά. «Είναι η κατάρα των Μουσών Τσέις. Δε μας αρκεί η
συνηθισμένη ζωή. Τουλάχιστον εσύ βρήκες κάποιον που συμμερίζε-
ται την ιδιαιτερότητά σου. Οι υπόλοιπες φαίνεται πως είμαστε κα-
ταδικασμένες στη μοναξιά».
Η Θάλεια διάλεξε εκείνη τη στιγμή για να βγάλει μια κραυγή Αμα-
ζόνας, όρθια πάνω στο βράχο της και με τα μπράτσα απλωμένα. Έ-
κανε μια στροφή στον αέρα και τα μαλλιά της έλαμψαν σαν χρυσή
φωτιά.
«Ειδικά η Θάλεια, νομίζω», μουρμούρισε η Κλειώ. «Εκείνη μόνο
στον ίδιο τον Απόλλωνα θα μπορούσε να βρει το ταίρι της».
Η Καλλιόπη γέλασε, νιώθοντας ξαφνικά τόσο ανάλαφρη που νόμι-
ζε πως θα πετούσε! Η Κλειώ είχε δίκιο, ήταν τυχερή που είχε βρει το
ταίρι της. Έναν άντρα σαν τον Κάμερον, ευγενικό, διασκεδαστικό,
όμορφο, εμποτισμένο με την ίδια αγάπη για την ιστορία όπως οι
Μούσες Τσέις. Έναν άντρα που θα μπορούσε να της γνωρίσει έναν
καινούριο κόσμο.
Μήπως όμως ήταν πολύ αργά;
«Πρέπει να φύγω», είπε και πετάχτηκε όρθια. Έπρεπε να βρει τον
Κάμερον χωρίς άλλη καθυστέρηση και να του μιλήσει για τα συναι-
σθήματά της. Για τους πόθους της.
«Ναι, πήγαινε, πήγαινε», την παρότρυνε η Κλειώ γελώντας καθώς η
αδερφή της άρχισε να τρέχει στη γλιστερή όχθη.
Η Καλλιόπη έφτασε γρήγορα στο δρόμο και τύλιξε σφιχτά την κά-
πα γύρω της, για να προφυλαχτεί από τον κρύο αέρα, αλλά και από
την εσωτερική παγωνιά που άπλωναν μέσα της οι αμφιβολίες. Όσο
ήταν με την Κλειώ, πίστευε ότι όλα θα πήγαιναν καλά. Τώρα που ή-
ταν μόνη τη βασάνιζαν οι αμφιβολίες.
Θυμήθηκε το πρόσωπο του Κάμερον, το πληγωμένο βλέμμα του τη
στιγμή που έφυγε τρέχοντας από κοντά του, αρνούμενη να τον α-
κούσει. Μήπως ήταν πολύ αργά; Ή μήπως, παρά τα φλογερά φιλιά
του, δεν είχε νοιαστεί ποτέ πραγματικά γι’ αυτήν;
«Πρέπει να του πεις πώς αισθάνεσαι», είπε στον εαυτό της περνώ-
ντας τις πύλες του Κένλι Άμπι. «Αν δεν το κάνεις, θα το μετανιώνεις
για όλη την υπόλοιπη ζωή σου».
Τον βρήκε στον κήπο. Στεκόταν στο χαμηλότερο σκαλοπάτι της
βεράντας και κοιτούσε προς το μυστικό πέρασμα, που τώρα ήταν και
πάλι κλειστό. Τα χέρια του ήταν ενωμένα πίσω από την πλάτη του,
το πρόσωπό του ανέκφραστο, σαν σμιλεμένο σε μάρμαρο. Ο άνεμος
ανακάτευε τα μαλλιά πάνω από το μέτωπό του, δίνοντάς του εκείνη
την ποιητική όψη που λάτρευε η Καλλιόπη. Ο όμορφος Έλληνας θεός
της που κοιτούσε έναν κόσμο που έβλεπε μόνο εκείνος, μια πραγμα-
τικότητα που καταλάβαινε μόνο εκείνος.
Θα μοιραζόταν αυτό τον κόσμο μαζί της;
«“Πώς να υμνήσω τον περήφανο θεό”», είπε χαμηλόφωνα, κατε-
βαίνοντας τα σκαλοπάτια για να σταθεί δίπλα του, «“αυτόν που δια-
φεντεύει θεούς και ανθρώπους πάνω στην εύφορη τη γη;”».
Την κοίταξε χωρίς να αλλάξει έκφραση. Αλλά της φάνηκε -ήλπισε-
πως είδε μια λάμψη βαθιά στα μάτια του.
«Επιστρέψατε κιόλας από τον περίπατό σας;» της είπε.
«Μόνο εγώ. Οι άλλες είναι ακόμα στο ποτάμι».
«Γιατί γύρισες μόνη;»
«Για να βρω εσένα, φυσικά».
Ανασήκωσε με έκπληξη το φρύδι του. «Να με βρεις;»
«Ήταν τόσο αργά όταν επιστρέψαμε στο Άμπι χτες το βράδυ, που
δεν είχαμε την ευκαιρία να μιλήσουμε».
«Α, ναι. Χτες το βράδυ». Δίπλωσε τα χέρια του στο στέρνο του και
έσπρωξε το χορτάρι με την μπότα του. «Περιπέτεια κι αυτή, ε;»
«Ναι, μπορείς να το πεις κι έτσι. Ποιος θα το περίμενε ότι ο δούκας
ήταν με το μέρος των καλών; Καλός όπως το εννοεί ο ίδιος, τέλος πά-
ντων. Όσο για την Κλειώ...»
«Δεν είχα σκοπό να σου κρύψω την αλήθεια», είπε τρυφερά ο Κά-
μερον. «Απλώς δεν ήθελα να πληγωθείς».
«Το ξέρω. Αν ήσουν θεός, θα ήσουν αυτός που προστατεύει τις γυ-
ναίκες! Ξέρω πως τελικά θα μου έλεγες την αλήθεια, αλλά με πολύ
πιο ευγενικό τρόπο απ’ ό,τι συνέβη χτες βράδυ».
«Την ανακάλυψα κι εγώ όταν είδα έναν πίνακα στη βιβλιοθήκη.
Αλλά και πάλι δεν ήμουν σίγουρος, μέχρι που την είδα με την Αλα-
βάστρινη Θεά».
«Μίλησα με την Κλειώ. Ορκίστηκε πως η δράση του Κλέφτη με τα
Κρίνα τελείωσε. Όταν όμως σκέφτομαι σε τι κίνδυνο έβαζε τον εαυτό
της...!»
«Έτσι είστε εσείς οι Μούσες. Νοιάζεστε βαθιά για όσα αγαπάτε. Με
πάθος».
Η Καλλιόπη γέλασε. «Ποτέ δεν είχα συνειδητοποιήσει πως διέθετα
αυτό το “πάθος”! Νόμιζα πως είχα μόνο βεβαιότητα. Τη γνώση του
σωστού και του λάθους. Ώσπου...»
«Ώσπου;»
«Ώσπου γνώρισα εσένα. Το δικό σου πάθος, η τόλμη σου, πυροδό-
τησε και το δικό μου. Με βοήθησες να ανακαλύψω πράγματα για τον
εαυτό μου, για τον κόσμο, που δεν είχα φανταστεί ποτέ. Εσύ είσαι η
Μούσα, νομίζω».
Η απαθής μάσκα του έπεσε τελικά, καθώς την κοίταζε με ένα μείγ-
μα ελπίδας, φόβου και πόθου στα μάτια του. Όλα όσα ένιωθε και ε-
κείνη. «Καλλιόπη, ποτέ δεν...»
«Όχι». Έφερε το δάχτυλό της στα χείλη του. «Έκανα λάθος που δε
σε άκουσα χτες το βράδυ. Που δε σε εμπιστεύτηκα. Δε μου είναι εύ-
κολο να εμπιστεύομαι. Τώρα όμως ξέρω ότι μπορώ να είμαι σίγουρη
πως θα μου λες πάντα την αλήθεια, είτε θέλω να την ακούσω είτε ό-
χι. Ότι θα προστατεύεις εμένα και την οικογένειά μου, ότι θα με στη-
ρίζεις ακόμα κι όταν κάνω λάθος.
Όπως όταν συμφώνησες να με βοηθήσεις να βρω τον Κλέφτη με τα
Κρίνα».
Της χαμογέλασε και πήρε το χέρι της στο δικό του. Φίλησε τα δά-
χτυλά της κι ύστερα το πίεσε πάνω στην καρδιά του. «Αχ, Καλλιόπη.
Συμφώνησα να σε βοηθήσω να πιάσεις τον Κλέφτη με τα Κρίνα επει-
δή ήθελα να είμαι μαζί σου».
«Να είσαι μαζί μου! Ακόμα και αφού είχα τσακωθεί μαζί σου και σε
είχα κατηγορήσει;»
«Ήταν ο μόνος τρόπος για να με συναναστρέφεσαι. Και είδες μέχρι
πού μπορώ να φτάσω για να είμαι κοντά σου; Περιπλανήθηκα σε
μυστικές σήραγγες, συναναστράφηκα κλέφτες και δήθεν τσιγγάνους,
ακόμα και δούκες. Φρικτά πράγματα».
«Μα γιατί ήθελες να είσαι μαζί μου;»
«Επειδή είσαι όμορφη, φυσικά», την πείραξε. Την έπιασε από τη
μέση, τη σήκωσε ψηλά και τη στριφογύρισε. «Και εξαιτίας του πά-
θους που αρνείσαι πως διαθέτεις. Διαισθάνθηκα ότι υπήρχε μέσα
σου, το είδα να καίει σαν φλόγα στα μάτια σου. Και με τράβηξε- δεν
μπορούσα να μείνω μακριά σου. Είσαι περισσότερο Σειρήνα παρά
Μούσα».
«Μια ξεροκέφαλη Σειρήνα;»
«Λατρεύω την ξεροκεφαλιά σου. Λατρεύω τον τρόπο που υπερα-
σπίζεσαι αυτούς που αγαπάς, τις ιδέες που πιστεύεις με τόσο πά-
θος».
Η Καλλιόπη τύλιξε τα χέρια της γύρω από το λαιμό του για να τον
κρατήσει κοντά της. «Κανείς δεν αγάπησε ποτέ την ξεροκεφαλιά μου.
Και νομίζεις πως είμαι όμορφη; Αλήθεια;»
«Η πιο όμορφη γυναίκα σ’ όλη την Αγγλία».
«Αλλά όχι στην Ελλάδα; Είμαι σίγουρη ότι είδες μερικές πολύ
όμορφες γυναίκες εκεί. Αληθινές θεές».
«Καμιά που να σε συναγωνίζεται, ηγέτιδα των Μουσών. Εσύ είσαι
αυτή που αναζητούσα πάντα. Ταξίδεψα σ’ όλο τον κόσμο για να σε
βρω κι εσύ ήσουν πάντα εδώ. Η παθιασμένη Αθηνά μου».
«Νομίζω πως τώρα πρέπει να κάνουμε επίκληση σε μια άλλη θεά»,
του ψιθύρισε.
«Και ποια είναι αυτή;» τη ρώτησε χαμογελώντας.
«Η Αφροδίτη. Μήπως δε μας βοήθησε ξανά;» Πήρε το χέρι του και
τον οδήγησε προς τα δέντρα. Μόνο εκεί, στη μυστική φωλιά τους,
μπορούσε να του δείξει τι είχε στην καρδιά της.
Ο Κάμερον την ακολούθησε σιωπηλός. Όταν έφτασαν στο ξέφωτο,
η Καλλιόπη γύρισε προς το μέρος του. «Καμ, πρέπει να σου πω...»
Αλλά τα χείλη του έκλεισαν τα δικά της, κλέβοντας τα λόγια, την
ανάσα, τις αισθήσεις της, ακόμα κι αυτή την ισορροπία της, ζαλίζο-
ντάς την. Υπήρχε μόνο εκείνος.
Μ’ ένα βογκητό τον αγκάλιασε σφιχτά και χαμήλωσαν μαζί στο
χώμα. Τα συναισθήματα που έπνιγε πεισματάρικα μέσα της ξεχύθη-
καν με μια άγρια παραφορά.
Τον είχε ανάγκη, τον αγαπούσε κι αυτό ήταν όλο.
Έσπρωξε το πανωφόρι από τους ώμους του, παραμέρισε τα υπό-
λοιπα ρούχα του ώσπου βρήκε αυτό που ήθελε -το γυμνό, ζεστό
κορμί του κάτω από το άγγιγμά της. Τα νύχια της σύρθηκαν απαλά
στη ραχοκοκαλιά του μέχρι τους σφιχτούς γλουτούς του, ύστερα
πάλι επάνω, για να χωθούν στις μεταξένιες μπούκλες στον αυχένα
του. Ο όμορφος Έλληνας θεός της.
Ο Κάμερον βόγκηξε και η γλώσσα του αναζήτησε τη δική της σ’ ένα
φιλί όχι έμπειρο και σαγηνευτικό, αλλά αδέξιο και πεινασμένο. Χω-
ρίς να διακόψει το φιλί, τη βοήθησε να βγάλει την κάπα και το φόρε-
μά της, ώσπου έμεινε μόνο με την καμιζόλα της.
Η Καλλιόπη τύλιξε τα πόδια της γύρω του, κρατώντας τον σφιχτά
κοντά της. Εκεί, μέσα στην κρυψώνα τους στο δάσος, ενωμένη μαζί
του, ήταν επιτέλους ελεύθερη.
***
Το γκριζοκίτρινο φως ήταν θαμπό από πάνω τους όταν άνοιξε τα
μάτια της. Ήταν αργά, όμως δεν μπορούσε να βγει από τη γλυκιά
νωχέλεια που την τύλιγε και να κινηθεί.
Τα ρούχα τους ήταν σκορπισμένα γύρω στο ξέφωτο και ανέμιζαν
απαλά στην αύρα. Τα μπράτσα του Κάμερον τυλίχτηκαν πιο σφιχτά
γύρω της. Η Καλλιόπη γύρισε στο πλάι και τον είδε να χαμογελάει με
κλειστά τα μάτια. Πόσο όμορφος, πόσο αμέριμνος και χαλαρός φαι-
νόταν! Σαν τον Απόλλωνα που αναπαυόταν έχοντας μόλις τελειώσει
την επίκληση του ήλιου. Ακαταμάχητος.
«Σ’ ευχαριστώ», του ψιθύρισε.
«Μήπως θα έπρεπε να σε ευχαριστήσω εγώ, Αφροδίτη;»
«Θα με ευχαριστείς και όταν θα διαβάζουν τους γαμήλιους όρκους
και δε θα μπορείς να ξεφύγεις;»
«Ή να ξεφύγεις εσύ. Οι Μούσες φημίζονται για τον ασταθή χαρα-
κτήρα τους».
«Ποτέ δε θα θελήσω να φύγω. Θα σε ακολουθώ όπου κι αν πας».
«Ωραία. Θα ξέρω λοιπόν πότε θα κυνηγάς κλέφτες, βάζοντας τον
εαυτό σου σε κίνδυνο».
Η Καλλιόπη χάιδεψε τους μυς του μπράτσου του και τον ένιωσε να
ριγεί κάτω από το άγγιγμά της. «Οι μέρες που κυνηγούσα κλέφτες
τελείωσαν. Βλέπεις, δε μου αρέσει πάντα αυτό που ανακαλύπτω στο
τέλος».
«Χαίρομαι που το ακούω».
Ανασηκώθηκε στον αγκώνα της και κοίταξε για λίγο το αγαπημένο
πρόσωπό του. «Αυτό βέβαια δε σημαίνει ότι θέλω να τελειώσουν οι
περιπέτειές μας. Δε σκοπεύω να ξαναγίνω σοβαρή και μετρημένη».
«Ήσουν ποτέ; Θα πρέπει να μου διέφυγε. Εγώ πάντως είμαι πια έ-
νας γέρος σπιτόγατος, ένας γέρος κόμης, σύντομα ένας γέρος, πα-
ντρεμένος κόμης. Η περιπλάνησή μου τελείωσε».
«Αυτό αποκλείεται! Η δική μου μόλις άρχισε! Δε θα αρχίσω βέβαια
να ταξιδεύω μόνη μου...»
«Πολύ καλά λοιπόν, Μούσα μου. Τι θα έλεγες για ένα γαμήλιο ταξί-
δι στην Ελλάδα;»
«Μου αρκεί... για ξεκίνημα».
«Κι όταν επιστρέφουμε, μπορούμε να φτιάξουμε τη δική μας ομά-
δα από Μούσες. Από μικρές θεές και θεούς».
Η Καλλιόπη γέλασε. «Θέλεις στ’ αλήθεια τόσο πολλές κόρες; Δεν εί-
ναι εύκολη δουλειά, ξέρεις. Ιδίως αν έχουν το πείσμα των Τσέις».
«Φυσικά και θέλω, αν μοιάζουν όλες στη μητέρα τους. Θα ήμουν ο
πιο ευτυχισμένος άντρας στον κόσμο».
«Σ’ αυτή την περίπτωση...» Τον έσπρωξε να ξαπλώσει πίσω και το
χέρι της χάιδεψε το γυμνό στέρνο του, κατεβαίνοντας προς τα κάτω,
«...καλύτερα να ξεκινήσουμε από τώρα».
Επίλογος

Καθώς η βάρκα πλησίαζε τη Δήλο γλιστρώντας απαλά πάνω στα


καταγάλανα νερά, η Καλλιόπη κοιτούσε την γκρίζα πρωινή πάχνη, το
υγρό, χωρίς βουνά και κοιλάδες νησί. Μια έρημος μέσα στη θάλασ-
σα. Πόσο απελπισμένη πρέπει να ήταν η μητέρα του Απόλλωνα, η
Λητώ, όταν ήρθε σ’ εκείνη την έρημη και άγονη γη να γεννήσει τα ιε-
ρά δίδυμά της!
Η Καλλιόπη δε φανταζόταν, όταν άκουγε τον Κάμερον στην όχθη
ενός ποταμού στο Γιόρκσαϊρ να της μιλάει γι’ αυτό το μαγικό νησί,
ότι θα το έβλεπε κάποια μέρα με τα ίδια της τα μάτια. Ούτε ότι ο Κά-
μερον θα γινόταν σύζυγός της.
Κράτησε σφιχτά το χέρι του παρακολουθώντας τον ήλιο να ξεπρο-
βάλλει, λες και το άρμα του Απόλλωνα διαπερνούσε την ' ομίχλη.
«Θα τους δούμε σήμερα τους θεούς;» ψιθύρισε. «Με τόση συννε-
φιά φοβάμαι πως θα μείνουν κρυμμένοι».
«Υπομονή, αγάπη μου», της είπε ο Κάμερον χαμογελώντας. «Θα
έπρεπε να ξέρεις ήδη ότι οι θεοί δεν εμφανίζονται κατά παραγγελία.
Είναι άστατοι σαν τις Μούσες. Σχεδόν».
Η Καλλιόπη έσπρωξε από το μέτωπό του ένα ατίθασο τσουλούφι.
Πόσο όμορφος ήταν ο άντρας της! Σαν να είχε ανεβεί στη βάρκα
τους ο ίδιος ο Απόλλωνας! Την ημέρα του γάμου τους, καθώς τον
κοίταζε να στέκεται μπροστά στον ανθοστόλιστο βωμό μέσα στο σα-
λόνι του πατέρα της και να ορκίζεται ότι θα την αγαπούσε για όλη
την υπόλοιπη ζωή τους, είχε σκεφτεί πως ποτέ δε θα μπορούσε να
είναι πιο όμορφος. Αλλά έκανε λάθος, γιατί ο Κάμερον ανήκε εκεί. Σ’
αυτό τον αρχαίο, άγριο τόπο με τον ολόλαμπρο ήλιο και το θαλασ-
σινό αέρα, ήταν ζωντανός όσο ποτέ άλλοτε.
Το ίδιο κι εκείνη. Ποτέ δεν είχε δει χρώματα τόσο ζωηρά, δεν είχε
ακούσει γέλια τόσο καθάρια και αληθινά. Από την έντονη, αλμυρή
γεύση της ελιάς και του φρέσκου κρασιού, μέχρι τη ζεστασιά του ή-
λιου στην επιδερμίδα της και από τα νωχελικά απογεύματα γεμάτα
έρωτα, μέχρι τις δροσερές, μυρωμένες και ξάστερες νύχτες, όλα τη
γέμιζαν ζωή. Μια αληθινή ζωή, όπως δεν την είχε φανταστεί ποτέ
πριν.
«Κάποτε υπήρχε μια γέφυρα μεταξύ της Δήλου και της Ρήνειας»,
είπε ο βαρκάρης κωπηλατώντας στα ρηχά νερά. «Την έχτισε ο πλού-
σιος και ματαιόδοξος Νικίας. Λένε πως ήταν φτιαγμένη από χρυσάφι,
στολισμένη με ακριβά χαλιά και γιρλάντες. Οι προσκυνητές πήγαι-
ναν με τα πόδια απέναντι και πρόσφεραν τις σπονδές τους χωρίς
πέρα δώθε με βάρκες».
Ο Κάμερον γέλασε. «Σίγουρα ήταν πολύ μεθοδικός άνθρωπος! Η
μητέρα μου μου είπε κάποτε μια ιστορία για τα προσκυνήματα πριν
από τη γέφυρα. Όλοι πηδούσαν πατείς με, πατώ σε στην ακτή τρα-
γουδώντας και πετώντας τριγύρω γιρλάντες. Χωρίς καμία τάξη ή τε-
λετουργία».
«Τότε χαίρομαι που η “μεθοδική” γέφυρα χάθηκε», είπε η Καλλιό-
πη. «Μου αρέσει η ιδέα να πηδήσω στην ακτή, να τραγουδήσω και να
σκορπίσω λουλούδια».
«Καλλιόπη ντε Βιρ! Με σοκάρεις!» είπε ο Κάμερον και την έπιασε
σφιχτά από τη μέση. «Πού είναι η πρακτική, μεθοδική γυναίκα μου;»
«Την άφησα στο Λονδίνο, φυσικά».
Η βάρκα τους έφτασε στη βραχώδη παραλία και ο Κάμερον πήδησε
πρώτος έξω, κι ύστερα γύρισε και σήκωσε την Καλλιόπη στην αγκα-
λιά του.
«Μπορώ να περπατήσω, ξέρεις!» διαμαρτυρήθηκε εκείνη γελώ-
ντας.
«Δε θέλεις όμως να βρέξεις τα παπούτσια σου, θέλεις; Άλλωστε έχει
περισσότερη πλάκα έτσι».
To τοπίο ήταν γεμάτο γαϊδουράγκαθα και στάχυα, ενώ τα μόνα ζω-
ντανά πλάσματα που φαίνονταν τριγύρω ήταν οι σαύρες, που τινά-
ζονταν να κρυφτούν στις λιγοστές σκιές των ξερών δέντρων και των
παλιών βράχων. Ο ήλιος έκαιγε ανελέητα, κάνοντας το χώμα να α-
χνίζει.
Αυτός ο γυμνός και έρημος τόπος φαινόταν εντελώς αταίριαστος
για κατοικία θεών. Κι όμως, ήταν τόσο αληθινός όσο ο ήλιος πάνω
από τα κεφάλια τους. Ήταν ένας τόπος διαχρονικός. Όσα είχε διαβά-
σει και σπουδάσει η Καλλιόπη ποτέ δε θα μπορούσαν να την έχουν
προετοιμάσει γι’ αυτή την πραγματικότητα.
Τελικά έφτασαν σε ένα φαρδύ ξέφωτο, πλαισιωμένο κυκλικά από
τις λέαινες της Άρτεμης. Διαβρωμένες, ταλαιπωρημένες από τους
αιώνες, μειωμένες στον αριθμό, αλλά πάντα άγρυπνες. Πάντα νέες
και άγριες, έτοιμες να χιμήξουν στους ανεπιθύμητους εισβολείς και
να τους κάνουν κομμάτια.
Η Καλλιόπη άφησε ένα μπουκέτο με ζωηρόχρωμα λουλούδια στα
πόδια της πρώτης λέαινας.
«Εδώ βρισκόταν κάποτε το ιερό του Απόλλωνα», είπε ο Κάμερον.
Η Καλλιόπη κοίταξε τριγύρω τα ερείπια, τους σπασμένους κίονες,
τα σκαλοπάτια που οδηγούσαν σε εξαφανισμένες πύλες, τμήματα
από τις κιονοστοιχίες που κάποτε περιέβαλλαν το ιερό άγαλμα του
Απόλλωνα. Άλλοτε ήταν ψηλό και αγέρωχο, τώρα είχε απομείνει ένα
μικρό τμήμα του κορμού του και το μάρμαρό του άστραφτε κατά-
λευκο στον ήλιο.
Η Καλλιόπη ακολούθησε τον Κάμερον ως το τέρμα της ιερής τοπο-
θεσίας, εκεί όπου υπήρχε η αποξηραμένη λίμνη του Απόλλωνα,
πλαισιωμένη από τα ερείπια των ιερών του κύκνων. Πάνω τους δέ-
σποζε ένα πέτρινο βάθρο από το ίδιο κατάλευκο μάρμαρο.
«Εδώ στεκόταν η Αλαβάστρινη Θεά σου», της είπε ήρεμα. «Ή έτσι
λένε τουλάχιστον».
Η Καλλιόπη έμεινε άφωνη. Αν και ήξερε ότι εκεί στεκόταν το άγαλ-
μα πολύ πριν πέσει στα χέρια του δούκα του Άβερτον, το γεγονός ότι
έβλεπε το σημείο από κοντά τη συγκλόνισε. Ακούμπησε το χέρι της
στη βάση κι ένιωσε την καυτή πέτρα να της μεταδίδει ενέργεια, σαν
τη δύναμη της ίδιας της θεάς.
Και για πρώτη φορά κατάλαβε τι θα πρέπει να είχε νιώσει η Κλειώ.
Την απελπισία της που η Αλαβάστρινη Θεά βρισκόταν αιχμάλωτη
του δούκα, όταν το αληθινό σπίτι της ήταν εκεί.
Αλλά τώρα η Κλειώ περιόδευε στην Ιταλία, μαζί με τον πατέρα τους
και τη Θάλεια. Ίσως μια μέρα να ερχόταν κι εδώ.
Η Καλλιόπη κοίταξε ψηλά, εκεί όπου κάποτε στεκόταν η θεά. Το
μόνο που είδε ήταν το καθάριο γαλάζιο του ουρανού και το εκτυ-
φλωτικό φως. Από μακριά νόμιζε πως άκουγε μουσικές και νεανικές
φωνές να υμνούν τον Δήλιο Απόλλωνα.
«Κάποτε άκουσα μια ιστορία», είπε. «Ο Απόλλωνας και η Καλλιόπη,
η επικεφαλής των Μουσών, ήρθαν μαζί στη Δήλο και εδώ συνέλαβαν
τον Ορφέα, το μεγαλύτερο από όλους τους μουσικούς». Πήρε το χέρι
του Κάμερον και το έβαλε πάνω στην κοιλιά της. «Λες να ευλογηθού-
με κι εμείς με ένα νέο Ορφέα, σε... οχτώ μήνες περίπου;»
Το βλέμμα του Κάμερον καρφώθηκε στο δικό της γεμάτο αμ-
φιβολία, απορία και... και χαρά. Η χαρά του ανταγωνιζόταν σε λάμ-
ψη τον ήλιο και τους θριάμβους όλων των θεών.
Φιλήθηκαν κάτω από τον απέραντο ουρανό της Ελλάδας, γιορτά-
ζοντας μια καινούρια ζωή που ήταν ήδη ευλογημένη με την προστα-
σία της Αλαβάστρινης Θεάς.

Οι Μούσες Τσέις και πάλι κοντά σας τον επόμενο μήνα,


με τη συγκλονιστική ιστορία της Κλειώς!
(#327)
Σημείωμα της συγγραφέως
Το παράνομο εμπόριο έργων τέχνης δεν είναι κάτι καινούριο, φυ-
σικά. Πολύ πιθανό να ξεκίνησε όταν ένας άνθρωπος των σπηλαίων
φθόνησε την τοιχογραφία κάποιου άλλου! Στην εποχή μας, όμως,
την εποχή του διαδικτύου και της εξέλιξης της τεχνολογίας, η λα-
θρεμπορία έχει πάρει διαστάσεις παγκόσμιας βιομηχανίας. Καθημε-
ρινά, διάφορα έργα ανεκτίμητης πολιτιστικής κληρονομιάς αφαι-
ρούνται από πολλές χώρες του κόσμου, με αποτέλεσμα να εμποδίζε-
ται η μελέτη του παρελθόντος τους.
Δύο συναρπαστικές πηγές για όσους ενδιαφέρονται γι’ αυτό το ση-
μαντικό ζήτημα είναι το The Medici Conspiracy: The Illicit Journey of
Looted Antiquities from Italy’s Tomb Raiders to the Worlds Greatest Mu-
seums των Peter Watson και Cecilia Todeschini και το Stealing History:
Tomb Raiders, Smugglers, and the Looting of the Ancient World του Rog-
er Atwood.

You might also like