Professional Documents
Culture Documents
Σύνδεση Κβαντικής Φυσικής και συνείδησης στον David Bohm
Σύνδεση Κβαντικής Φυσικής και συνείδησης στον David Bohm
Η κβαντική θεωρία θεωρείται γενικά σαν μια απ’ τις πιο επιτυχημένες
επιστημονικές θεωρίες που διατυπώθηκαν ποτέ. Αλλά ενώ η μαθηματική
περιγραφή του κβαντικού κόσμου επιτρέπει, οι πιθανότητες των πειραματικών
αποτελεσμάτων να είναι υπολογίσιμες με υψηλό βαθμό ακρίβειας, δεν υπάρχει
ομοφωνία στο τι σημαίνει σε εννοιολογικούς όρους.
Η θεωρία του Bohm ότι τα κβαντικά συμβάντα καθορίζονται εν μέρει από
ανεπαίσθητες δυνάμεις, που λειτουργούν σε βαθύτερα επίπεδα της
πραγματικότητας, συνδέεται στενά με τη θεωρία του νομπελίστα
νευροφυσιολόγου John Eccle ότι, οι διάνοιές μας υπάρχουν έξω από τον
υλικό κόσμο και αλληλεπιδρούν με άλλες διάνοιες στο κβαντικό επίπεδο. Τα
παραφυσικά φαινόμενα υποδεικνύουν ότι οι διάνοιές μας επικοινωνούν με
άλλες και επηρεάζουν μακρινά φυσικά συστήματα με ασυνήθιστους τρόπους.
Είτε τέτοια φαινόμενα μπορούν να εξηγηθούν ικανοποιητικά με όρους μη-
τοπικότητας και κβαντωμένου κενού είτε περιλαμβάνουν υπερφυσικές
δυνάμεις και καταστάσεις της ύλης άγνωστες ακόμα στους επιστήμονες,
αποτελεί ακόμα μια ανοικτή ερώτηση η οποία αξίζει επιπλέον πειραματικής
μελέτης.
Κβαντική αβεβαιότητα
Σύμφωνα με την αρχή της αβεβαιότητας, η θέση και η ορμή ενός υποατομικού
σωματιδίου, δεν μπορούν να υπολογισθούν ταυτόχρονα, με ακρίβεια
μεγαλύτερη απ’ αυτή που ορίζει η σταθερά του Plank. Κι αυτό επειδή, σε κάθε
μέτρηση, ένα σωματίδιο πρέπει να αλληλεπιδράσει με ένα τουλάχιστον
φωτόνιο ή κβάντα ενέργειας, το οποίο δρα και σαν σωματίδιο και σαν κύμα
και το επηρεάζει με απρόβλεπτο και ανεξέλεγκτο τρόπο. Μια ακριβή μέτρηση
της θέσης ενός ηλεκτρονίου σε τροχιά, μέσω μικροσκοπίου για παράδειγμα,
απαιτεί τη χρήση μικρού μήκους κύματος φωτός, με αποτέλεσμα να
μεταφέρεται στο ηλεκτρόνιο μια μεγάλη αλλά απρόβλεπτη ορμή. Απ’ την άλλη
μεριά, μια ακριβή μέτρηση της ορμής του ηλεκτρονίου, απαιτεί κβάντα φωτός
πολύ χαμηλής ορμής (και γι’ αυτό μεγάλου μήκους κύματος), κάτι που οδηγεί
σε μεγάλη γωνία περίθλασης στο φακό και κακό προσδιορισμό της θέσης.
Αλλά, σύμφωνα με τη συνηθισμένη ερμηνεία της κβαντικής φυσικής, όχι μόνο
μας είναι αδύνατο να υπολογίσουμε ταυτόχρονα τη θέση και την ορμή ενός
σωματιδίου με ίδια ακρίβεια, αλλά και ένα σωματίδιο δεν έχει καλά
καθορισμένες ιδιότητες όταν δεν αλληλεπιδρά με ένα όργανο μέτρησης. Γι’
αυτό, η αρχή της αβεβαιότητας συνεπάγεται ότι, ένα σωματίδιο δεν μπορεί
ποτέ να βρίσκεται σε ακινησία, αλλά υπόκειται σε σταθερές ταλαντώσεις
ακόμα κι όταν δεν διεξάγεται κάποια μέτρηση και αυτές οι ταλαντώσεις
υποτίθεται ότι δεν έχουν καθόλου αιτία. Με άλλα λόγια, ο κβαντικός κόσμος
πιστεύεται ότι χαρακτηρίζεται από πλήρη έλλειψη αιτιοκρατίας, εγγενή
ασάφεια και αμείωτη ανομία. Όπως το θέτει ο σύγχρονος φυσικός David
Bohm (1984): "υποτίθεται ότι σε κάθε πείραμα, το ακριβές αποτέλεσμα που θα
επιτευχθεί, είναι εντελώς αυθαίρετο, με την έννοια ότι δεν έχει σχέση με
ο,τιδήποτε άλλο που υπάρχει ή που έχει υπάρξει στον κόσμο."
Ο Bohm θεωρεί ότι, η εγκατάλειψη της αιτιότητας υπήρξε πολύ βιαστική: "είναι
αρκετά πιθανό, ενώ η κβαντική θεωρία και μαζί της και η αρχή της
απροσδιοριστίας είναι έγκυρες με πολύ βαθμό προσέγγισης σε ένα
συγκεκριμένο πεδίο παύουν και οι δύο να είναι έχουν αξία σε νέα πεδία κάτω
απ’ αυτό το οποίο η σύγχρονη θεωρία είναι εφαρμόσιμη. Έτσι, το
συμπέρασμα ότι δεν υπάρχει βαθύτερο επίπεδο αιτιατά καθορισμένης
κίνησης, είναι απλά κυκλική αιτιολόγηση, αφού θα προκύψει μόνο αν
υποθέσουμε προκαταβολικά ότι δεν υπάρχει τέτοιο επίπεδο." Παρ’ όλα αυτά,
οι περισσότεροι φυσικοί αρκούνται να δεχθούν την υπόθεση του απόλυτα
τυχαίου. Θα επιστρέψουμε σ’ αυτό το θέμα αργότερα, σε συνδυασμό με την
ελεύθερη βούληση.
Η ενυπάρχουσα τάξη
Η οντολογική ερμηνεία της κβαντικής φυσικής του Bohm, απορρίπτει την
υπόθεση ότι η κυματοσυνάρτηση δίνει την πιο σωστή περιγραφή της δυνατής
πραγματικότητας και έτσι αρνείται την ανάγκη να εισάγει μια άρρωστα-
ορισμένη και μη ικανοποιητική έννοια της κατάρρευσης της
κυματοσυνάρτησης (και όλων των παραδόξων που την συνοδεύουν).
Αντίθετα υποθέτει την πραγματική ύπαρξη των σωματιδίων και των πεδίων:
τα σωματίδια έχουν μια περίπλοκη εσωτερική δομή και συντροφεύονται πάντα
από ένα κβαντικό κυματικό πεδίο· επηρεάζονται όχι μόνο από κλασικές
ηλεκτρομαγνητικές δυνάμεις, αλλά και από μια λεπτότερη δύναμη, το κβαντικό
δυναμικό, που ορίζεται απ’ το κβαντικό τους πεδίο, το οποίο υπακούει στην
εξίσωση Schrodinger (Bohm & Hiley, 1993, Bohm & Peat, 1989, Hiley & Peat,
1991).
Το κβαντικό δυναμικό μεταφέρει πληροφορίες απ’ όλο το περιβάλλον και
παρέχει άμεσες, μη-τοπικές συνδέσεις μεταξύ κβαντικών συστημάτων.
Κατευθύνει τα σωματίδια με τον ίδιο τρόπο που κατευθύνουν τα ραδιοφωνικά
κύματα ένα πλοίο με αυτόματο πιλότο – όχι με την έντασή τους, αλλά με τη
μορφή τους. Είναι εξαιρετικά ευαίσθητο και περίπλοκο, ώστε οι σωματιδιακές
τροχιές εμφανίζονται χαοτικές. Αντιστοιχούν σ’ αυτό που ο Bohm ονομάζει
ενυπάρχουσα τάξη, η οποία μπορεί να θεωρηθεί, σαν ένας αχανής ωκεανός
ενέργειας στον οποίο ο φυσικός ή αναπτυσσόμενος κόσμος είναι ένας απλός
κυματισμός. Ο Bohm δείχνει ότι η ύπαρξη μιας δεξαμενής ενέργειας αυτού του
είδους αναγνωρίζεται, αλλά της δίνεται μικρή εκτίμηση, απ’ την κοινώς
αποδεκτή κβαντική θεωρία, η οποία αξιώνει ένα καθολικό κβαντικό πεδίο – το
κβαντικό κενό ή πεδίο μηδενικού σημείου – που αποτελεί τη βάση του υλικού
κόσμου. Πολύ λίγα είναι σήμερα γνωστά για το κβαντικό κενό, αλλά η
ενεργειακή του πυκνότητα εκτιμάται στο αστρονομικό 10108 J/cm3 (Forward,
1996, σελ. 328-37).
Στην συμπεριφορά της θεωρίας του για το κβαντικό πεδίο, ο Bohm προτείνει
ότι, το κβαντικό πεδίο (η ενυπάρχουσα τάξη) υπόκειται στη
διαμορφωτική και οργανωτική επιρροή ενός υπερ-κβαντικού
δυναμικού, που εκφράζει τη δράση μιας υπερ-ενυπάρχουσας τάξης. Το
υπερ-κβαντικό δυναμικό κάνει τα κύματα να συγκλίνουν ή να αποκλίνουν,
παράγονταν ένα είδος συμπεριφοράς όμοιας με των σωματιδίων. Οι
φαινομενικά διαφορετικές μορφές που βλέπουμε γύρω μας είναι συνεπώς
μόνο σχετικά σταθερά και ανεξάρτητα μοτίβα, που δημιουργούνται και
υποστηρίζονται από μια ακατάπαυστη και βασική κίνηση τυλίγματος και
ξετυλίγματος, με τα σωματίδια να διαλύονται σταθερά σε μια ενυπάρχουσα
τάξη και μετά να κρυσταλλοποιούνται ξανά. Αυτή η διαδικασία
πραγματοποιείται ακατάπαυστα και με μια εκπληκτική γρηγοράδα και δεν
εξαρτάται από κάποια μέτρηση που γίνεται.
Στο μοντέλο του Bohm, ο κβαντικός κόσμος υπάρχει όταν δεν
παρατηρείται και μετριέται. Απορρίπτει την θετικιστική άποψη, ότι κάτι
που δεν μπορεί να μετρηθεί ή να γίνει γνωστό με ακρίβεια, δεν μπορεί
να ειπωθεί ότι υπάρχει. Με άλλα λόγια δεν συγχέει την επιστημολογία με
την οντολογία, τον χάρτη με την περιοχή. Για τον Bohm, οι πιθανότητες που
υπολογίζονται για την κυματοσυνάρτηση, υποδεικνύουν τις πιθανότητες ενός
σωματιδίου να βρίσκεται σε διαφορετικές θέσεις, άσχετα από το αν γίνεται μια
μέτρηση, ενώ στην κοινά αποδεκτή ερμηνεία, υποδεικνύουν τις πιθανότητες
ενός σωματιδίου να δημιουργείται σε διαφορετικές θέσεις όταν γίνεται μια
μέτρηση. Το σύμπαν αυτοπροσδιορίζεται συνεχώς μέσα απ’ τις
ακατάπαυστες αλληλεπιδράσεις του – απ’ τις οποίες η μέτρηση είναι μόνο ένα
συγκεκριμένο παράδειγμα – και γι’ αυτό δεν μπορούν να προκύπτουν
παράλογες καταστάσεις, όπως νεκρο-ζωντανές γάτες.
Έτσι, αν και ο Bohm απορρίπτει την άποψη ότι η ανθρώπινη συνείδηση
δημιουργεί τα κβαντικά συστήματα και δεν πιστεύει ότι οι διάνοιές μας
έχουν φυσιολογικά σημαντική επίδραση στο αποτέλεσμα μιας
μέτρησης (εκτός με την έννοια ότι επιλέγουμε τη διευθέτηση του πειράματος),
η ερμηνεία του ανοίγει το δρόμο για τη λειτουργία βαθύτερων, λεπτότερων και
περισσότερο νοητικών επιπέδων της πραγματικότητας.
Υποστηρίζει ότι η συνείδηση ριζώνει βαθιά στην ενυπάρχουσα τάξη και
γι’ αυτό είναι παρούσα σε κάποιο βαθμό σε όλες τις υλικές μορφές.
Προτείνει, ότι ίσως υπάρχει μια άπειρη σειρά από ενυπάρχουσες τάξεις, με
την καθεμιά να έχει ταυτόχρονα μια υλική πλευρά και μια συνειδησιακή
πλευρά: "καθετί υλικό είναι επίσης και νοητικό και καθετί νοητικό είναι
επίσης υλικό, αλλά υπάρχουν ακόμα λεπτότερα επίπεδα ύλης απ’ όσα
γνωρίζουμε" (Weber, 1990, σελ. 151). Η έννοια του ενυπάρχοντος πεδίου θα
μπορούσε να ειδωθεί σαν μια εκτεταμένη μορφή υλισμού, αλλά, λέει, "θα
μπορούσε εξίσου να αποκαλείται ιδεαλισμός, πνεύμα, Συνείδηση. Ο
διαχωρισμός των δύο – ύλης και πνεύματος – αποτελεί μία αφαίρεση. Το
έδαφος είναι πάντα ένα." (Weber, 1990, σελ. 101)
Νους και ελεύθερη βούληση
Η κβαντική απροσδιοριστία
είναι ξεκάθαρα ανοικτή σε
ερμηνεία: είτε σημαίνει
κρυμμένες (για μας) αιτίες, ή
πλήρη απουσία αιτιών. Η
θέση πως κάποια γεγονότα
"μόλις συμβαίνουν" για
κανένα λόγο δεν είναι
δυνατό να αποδειχθούν,
επειδή η ανικανότητά μας να
αναγνωρίσουμε μια αιτία,
δεν σημαίνει αναγκαστικά ότι
δεν υπάρχει αιτία. Η έννοια
της απόλυτης πιθανότητας συνεπάγεται ότι τα κβαντικά συστήματα μπορούν
να δράσουν εντελώς αυθόρμητα, εντελώς απομονωμένα και ανεπηρέαστα
από καθετί άλλο στο σύμπαν. Η αντίθετη άποψη είναι ότι, όλα τα συστήματα
συμμετέχουν συνεχώς σε ένα περίπλοκο δίκτυο αιτιατών αλληλεπιδράσεων
και διασυνδέσεων, σε πολλά διαφορετικά επίπεδα. Μεμονωμένα κβαντικά
συστήματα συμπεριφέρονται σίγουρα απρόβλεπτα, αλλά παρ’ όλα αυτά αν
δεν υπόκεινταν σε κάποιους αιτιατούς παράγοντες, θα ήταν δύσκολο να
καταλάβουμε, γιατί η ομαδική τους συμπεριφορά παρουσιάζει στατιστικές
κανονικότητες.
Η θέση ότι, καθετί έχει μια αιτία, ή μάλλον πολλές αιτίες, δεν συνεπάγεται
απαραίτητα ότι όλα τα γεγονότα, συμπεριλαμβανομένων των πράξεων και
των επιλογών μας, είναι αυστηρά προκαθορισμένα από καθαρά φυσικές
διαδικασίες – μια άποψη που συχνά αποκαλείται "αυστηρή αιτιοκρατία"
(Thornton, 1989). Η έλλειψη αιτιοκρατίας στο κβαντικό επίπεδο, παρέχει ένα
άνοιγμα για δημιουργικότητα και ελεύθερη βούληση. Αλλά αν αυτή η έλλειψη
αιτιοκρατίας ερμηνεύεται σαν απόλυτη πιθανότητα, θα σήμαινε ότι οι επιλογές
και οι δράσεις μας απλά "ξεφυτρώνουν" με εντελώς τυχαίο και αυθαίρετο
τρόπο, κατά την οποία περίπτωση μετα βίας θα αποκαλούνταν δικές μας
αποφάσεις και έκφραση της δικιάς μας ελεύθερης βούλησης.
Εναλλακτικά, η έλλειψη κβαντικής αιτιοκρατίας θα μπορούσε να ερμηνευθεί
σαν αιτιότητα από λεπτότερα, μη-φυσικά επίπεδα, έτσι ώστε οι πράξεις της
ελεύθερης βούλησής μας έχουν αιτία – αλλά αυτή των αυτοσυνείδητων
διανοιών μας. Απ’ αυτή την προοπτική – που μερικές αποκαλείται "ήπια
αιτιοκρατία" – η ελεύθερη βούληση περιλαμβάνει την ενεργή, αυτό-συνείδητη
αυτό-αιτιοκρατία.
Σύμφωνα με τον ορθόδοξο επιστημονικό υλισμό, οι διανοητικές καταστάσεις
είναι πανομοιότυπες με τις καταστάσεις του εγκεφάλου· οι σκέψεις μας και τα
συναισθήματά μας και η αίσθηση του εαυτού μας, γεννιούνται από
ηλεκτροχημική δραστηριότητα στον εγκέφαλο. Αυτό θα σήμαινε είτε ότι ένα
μέρος του εγκεφάλου ενεργοποιεί ένα άλλο, το οποίο ενεργοποιεί μετά ένα
άλλο κ.λπ. ή ότι μια ιδιαίτερη περιοχή του εγκεφάλου ενεργοποιείται
αυτόματα, χωρίς κάποια αιτία και είναι δύσκολο να δούμε πώς καθεμία απ’ τις
εναλλακτικές λύσεις θα παρείχε μια βάση για ένα συνειδητό εαυτό και μια
ελεύθερη βούληση. Ο Francis Crick (1994), για παράδειγμα, που πιστεύει
ότι η συνείδηση είναι βασικά ένα πακέτο νεύρων, λέει ότι η κύρια έδρα
της ελεύθερης βούλησης είναι πιθανόν μέσα ή κοντά σε ένα κομμάτι του
εγκεφαλικού φλοιού γνωστό σαν anterior cingulate sulcus, αλλά
υπαινίσσεται ότι η αίσθηση της ελευθερίας μας είναι σε μεγάλο μέρος,
αν όχι ολοκληρωτικά, μια παραίσθηση.
Εκείνοι που μειώνουν τη συνείδηση σε ένα υποπροϊόν του εγκεφάλου
διαφωνούν για τη σπουδαιότητα των κβαντο-μηχανικών απόψεων των
νευρωνικών δικτύων: για παράδειγμα, ο Francis Crick, ο αείμνηστος Roger
Sperry (1994), και ο Daniel Dennett (1991), τείνουν να αγνοήσουν την
κβαντική φυσική, ενώ ο Stuart Hameroff (1994) πιστεύει ότι η συνείδηση
προέρχεται από κβαντική συνοχή στους μικροσωληνίσκους πρωτοπλάσματος
μέσα στους νευρώνες του εγκεφάλου. Μερικοί ερευνητές βλέπουν μια σχέση
μεταξύ της συνείδησης και του κβαντικού κενού: για παράδειγμα, ο Charles
Laughlin (1996) υποστηρίζει ότι οι νευρωνικές δομές που μεσολαβούν για την
συνείδηση ίσως να αλληλεπιδρούν μη-τοπικά με το κενό (ή κβαντική
θάλασσα), ενώ ο Edgar Mitchell (1996) πιστεύει ότι, τόσο η ύλη όσο και η
συνείδηση απορρέουν απ’ το ενεργειακό δυναμικό του κενού.
Ο Νευροεπιστήμονας Sir John Eccles απορρίπτει την υλιστική άποψη σαν
"πρόληψη" και υποστηρίζει τη δυαδική διαδραστικότητα: υποστηρίζει ότι
υπάρχει ένας ψυχικός κόσμος μαζί με τον υλικό κόσμο, και ότι ο νους μας ή ο
εαυτός μας ενεργεί στον εγκέφαλο (ειδικά η συμπληρωματική κινητήρια
περιοχή του νευροφλοιού) στο κβαντικό επίπεδο, αυξάνοντας την πιθανότητα
της πυροδότησης επιλεγμένων νευρώνων (Eccles, 1994, Giroldini, 1991).
Υποστηρίζει ότι ο νους όχι μόνο δεν είναι φυσικός, αλλά απολύτως μη υλικός
και μη στερεός. Παρ’ όλα αυτά, αν δεν σχετίζονταν με κάποιο είδος ενέργειας-
ουσίας, θα ήταν μια φτωχή αφαίρεση και γι’ αυτό ανήμπορος να ασκήσει
οποιαδήποτε επιρροή στο φυσικό κόσμο. Αυτή η αντίρρηση, εφαρμόζεται
επίσης σε αυτούς που είναι αντίθετοι στην ελάττωση, οι οποίοι κρατιούνται
μακριά από τη λέξη "δυαδικός" και περιγράφουν την ύλη και τη συνείδηση σαν
συμπληρωματικές ή δυαδικές όψεις της πραγματικότητας, και ακόμα
αρνούνται στη συνείδηση κάθε ενεργητική και πραγματική φύση,
υποδηλώνοντας έτσι ότι είναι κατ’ ουσία διαφορετική απ’ την ύλη και στην
πράξη μια απλή αφαίρεση.
Μια εναλλακτική τοποθέτηση είναι αυτή που αντηχεί σε πολλές μυστικιστικές
και πνευματικές παραδόσεις: αυτή η φυσική ύλη είναι μόνο μια "οκτάβα" σε
ένα άπειρο φάσμα ύλης-ενέργειας ή συνείδησης-ουσίας και όπως ο φυσικός
κόσμος οργανώνεται και συντονίζεται κατά μεγάλο μέρος από εσωτερικούς
κόσμους (αστρικό, νοητικό και πνευματικό), έτσι το φυσικό σώμα
ενεργοποιείται και ελέγχεται κατά μεγάλο μέρος από λεπτότερα σώματα ή
ενεργειακά πεδία, συμπεριλαμβανομένου ενός αστρικού σώματος-
ομοιώματος και ενός νου ή ψυχής (βλ. Purucker, 1973). Σύμφωνα με την
άποψη αυτή, η φύση γενικά, και όλες οι οντότητες που την αποτελούν,
σχηματίζονται και οργανώνονται κυρίως από μέσα προς τα έξω, από
βαθύτερα επίπεδα της δομής τους. Αυτός ο εσωτερικός προσανατολισμός
είναι κάποτε αυτόματος και παθητικός, κάνοντας να εμφανίζονται οι αυτόματες
σωματικές λειτουργίες μας και η συνήθης και ενστικτώδης συμπεριφορά και
τακτικά, οι νομιμοφανείς λειτουργίες της φύσης γενικά, και κάποτε είναι
ενεργός και αυτοσυνείδητος, όπως στις σκόπιμες και βουλητικές πράξεις μας.
Ένα φυσικό σύστημα που υπόκειται σε τέτοιες λεπτότερες επιρροές δεν
δέχεται τόσο επιδράσεις από έξω, όσο κατευθύνεται από μέσα. Εκτός του ότι
επηρεάζουν τους εγκεφάλους και τα σώματά μας, οι διάνοιές μας φαίνεται
επίσης ότι μπορούν να επηρεάσουν άλλες διάνοιες και σώματα και άλλα
φυσικά αντικείμενα σε απόσταση, όπως φαίνεται στα παραφυσικά φαινόμενα.
Γραμμένο το 1997 από τον David Pratt και αναδημοσιεύεται από την
ιστοσελίδα www.esoterica.gr
Παραπομπές
Bohm, D. (1984). Causality and Chance in Modern Physics. London: Routledge & Kegan Paul. First
published in 1957.
Bohm, D. & Hiley, B.J. (1993). The Undivided Universe: An ontological interpretation of quantum theory.
London and New York: Routledge.
Bohm, D. & Peat, F.D. (1989). Science, Order & Creativity. London: Routledge.
Broughton, R.S. (1991). Parapsychology: The Controversial Science. New York: Ballantine Books.
Crick, F. (1994). The Astonishing Hypothesis: The Scientific Search for the Soul. London: Simon &
Schuster.
Dennett, D.C. (1991). Consciousness Explained. London: Allen Lane/Penguin.
Eccles, J.C. (1994). How the Self Controls Its Brain. Berlin: Springer-Verlag.
Forward, R.L. (1996). Mass Modification Experiment Definition Study, Journal of Scientific Exploration,
10:3, 325.
Giroldini, W. (1991). Eccles’s Model of Mind-Brain Interaction and Psychokinesis: A Preliminary Study,
Journal of Scientific Exploration, 5:2, pp. 145-61.
Goswami, A. with Reed, R.E. & Goswami, M. (1993). The Self-Aware Universe: How consciousness
creates the material world. New York: Tarcher/Putnam.
Hameroff, S.R. (1994). Quantum coherence in microtubules: A neural basis for emergent
consciousness? Journal of Consciousness Studies, 1:1, 91.
Herbert, N. (1993). Elemental Mind: Human Consciousness and the New Physics. New York: Dutton.
Hiley, B.J. & Peat, F.D. (eds.) (1991). Quantum Implications: Essays in honour of David Bohm. London
and New York: Routledge.
Inglis, B. (1984). Science and Parascience: A history of the paranormal, 1914-1939. London: Hodder
and Stoughton.
Inglis, B. (1992). Natural and Supernatural: A History of the Paranormal from the Earliest Times to 1914.
Bridport/Lindfield: Prism/Unity. First published in 1977.
Jahn, R.G. & Dunne, B.J. (1987). Margins of Reality: The Role of Consciousness in the Physical World.
New York: Harcourt Brace.
Laughlin, C.D. (1996). Archetypes, Neurognosis and the Quantum Sea. Journal of Scientific Exploration,
10:3, 375.
Milton, R. (1994). Forbidden Science: Suppressed research that could change our lives. London: Fourth
Estate.
Mitchell, E. with Williams, D. (1996). The Way of the Explorer: An Apollo Astronaut’s Journey Through
the Material and Mystical Worlds. New York: Putnam.
Pagels, H.R. (1983). The Cosmic Code: Quantum Physics as the Language of Nature. New York:
Bantam.
Purucker, G. de (1973). The Esoteric Tradition. Pasadena, California: Theosophical University Press.
2nd ed. first published in 1940.
Sheldrake, R. (1989). The Presence of the Past: Morphic Resonance and the Habits of Nature. New
York: Vintage.
Sperry, R.W. (1994). Holding Course Amid Shifting Paradigms. In New Metaphysical Foundations of
Modern Science, edited by W. Harman with J. Clark. Sausalito, California: Institute of Noetic Sciences.
Talbot, M. (1992). The Holographic Universe. New York: HarperPerennial.
Thornton, M. (1989). Do we have free will? Bristol: Bristol Classical Press.
Tiller, W.A. (1993). What Are Subtle Energies? Journal of Scientific Exploration, 7:3, 293.
Weber, R. (1990). Dialogues with Scientists and Sages: The Search for Unity. London: Arkana.
Το διαβάσαμε από το: Σύνδεση Κβαντικής Φυσικής και συνείδησης στον David
Bohm http://thesecretrealtruth.blogspot.com/2011/03/david-
bohm.html#ixzz1JxaU8CFf