You are on page 1of 82

1

Γεώργιος Νικ. Σχορετσανίτης

Ο Κνουτ Χάμσουν στη Χώρα των Θαυμάτων


2
3

Γεώργιος Νικ. Σχορετσανίτης

Ο Κνουτ Χάμσουν στη Χώρα των Θαυμάτων


4

Τίτλος: “Ο Κνουτ Χάμσουν στη Χώρα των Θαυμάτων ”

Συγγραφέας: Γεώργιος Νικ. Σχορετσανίτης

ISBN: 978-618-80957-3-1

Επίλεκτες Ψηφιακές Εκδόσεις: 24grammata.com

Σειρά: εν καινώ, Αριθμός σειράς: 88

Τόπος και Χρονολογία πρώτης έκδοσης: Ηράκλειο Κρήτης, 2014

Μέγεθος Αρχείου: 10,20 Mb

Σελίδες: 82

Μορφή αρχείου: pdf

Γραμματοσειρά: Franklin Gothic Medium

Απαγορεύεται η αναδημοσίευση δίχως την έγγραφη άδεια


του δημιουργού ή του εκδότη.
5
6

Άλλα έργα του ιδίου

1. Επιστρέφοντας στο Δρόμο του Μεταξιού (e-book). Ηλεκτρονικές εκδόσεις


24grammata.com (Σειρά: εν καινώ, αριθμός σειράς 80). Ημερομηνία έκδοσης:
28 Απριλίου 2014. Αθήνα.
2. Μυθικές Πολιτείες της Ανατολής-Εικονογραφημένο Ημερολόγιο του 2014. Ειδική
έκδοση των ΒΗΤΑ Ιατρικών Εκδόσεων. 2014. Αθήνα.
3. Παράπλευρες σημειώσεις και μελετήματα. Ηλεκτρονικές εκδόσεις
24grammata.com (Σειρά: εν καινώ, αριθμός σειράς 60). Ημερομηνία έκδοσης:
29 Οκτωβρίου 2013. Αθήνα.
4. Τυνησία - Η πύλη της ερήμου. Ηλεκτρονικές εκδόσεις 24grammata.com (Σειρά:
εν καινώ, αριθμός σειράς 59). Ημερομηνία έκδοσης: 20 Οκτωβρίου 2013.
Αθήνα.
5. Οδοιπορικό στη Σοβιετική και Νέα Βαλτική. ΒΗΤΑ Ιατρικές Εκδόσεις. Ιούνιος
2013. Αθήνα.
6. Στη… σιωπηρή Ζωροαστρική πόλη της Γιαζντ (e-book). Ηλεκτρονικές εκδόσεις
24grammata.com (Σειρά: εν καινώ, αριθμός σειράς 46). Ημερομηνία έκδοσης: 9
Ιουνίου 2013. Αθήνα.
7. Η Ιστορία της Ισλαμικής Ιατρικής. ΒΗΤΑ Ιατρικές Εκδόσεις. 2011. Αθήνα.
8. Ενδοκρινείς όγκοι του πεπτικού συστήματος. Ιατρικές Εκδόσεις Π.Χ. Πασχαλίδη.
1990. Αθήνα.
9. Παθήσεις παραθυρεοειδών αδένων. 1989. Αθήνα.
7

Περιεχόμενα

σελ.
Απόπειρα προλόγου 11
Ο Νορβηγός Κνουτ Χάμσουν. Μια σύντομη βιογραφία. 15
Ο Κνουτ Χάμσουν (Knut Hamsun) στη Γεωργία 29
Η έννοια του …περιπλανώμενου στα έργα του Knut Hamsun 35
In Wonderland 49
Κνουτ Χάμσουν: Ταξιδεύοντας στη χώρα των θαυμάτων (In Wonderland) 53
Αποσπάσματα από το ‘‘In Wonderland’’ του Knut Hamsun 61
I. 1899 : Ταξιδεύοντας στη Νότια Ρωσία 62
II. Ανεβαίνοντας στον Καύκασο 66
III. Η γυναίκα του Χάμσουν ανακαλύπτει ότι πολλά από τα γραπτά του, είναι
επινόηση της φαντασίας του!
72
IV. Στις πετρελαιοπηγές του Μπακού της Κασπίας θάλασσας. Μεταξύ των
ιδρυτών βρίσκονταν οι τρείς Σουηδοί αδελφοί Νόμπελ, συμπεριλαμβανομένου
του Άλφρεντ, του ιδρυτού των Βραβείων Νόμπελ
75
V. Ο Χάμσουν συναντάει έναν πέρση δερβίση 78
8
9

Όπως πάντα για την Ειρήνη


10
11

Απόπειρα προλόγου

Ο Καύκασος είναι περίεργη περιοχή που εκτείνεται ουσιαστικά από την


Κασπία μέχρι τη Μαύρη θάλασσα σε μήκος χιλιάδων χιλιομέτρων, από
βορειοδυτικά προς νοτιοανατολικά, περιοχή που βρίσκεται μεταξύ των ηπείρων
της Ευρώπης και της Ασίας, ως ένα είδος διαχωριστικής γραμμής ανάμεσά τους,
η οποία συχνά αποκαλείται Καυκασία ή Ευρασία. Μία από τις αρχαιότερες
γνωστές περιοχές, ειδικά σε μας, αφού συνδέεται με τις παραδόσεις της αρχαίας
ελληνικής μυθολογίας και ειδικότερα το μύθο του Προμηθέα, τον οποίο τιμώρησε
ο Δίας και τοποθέτησε βιαίως στον Καύκασο, Κι ακόμα βέβαια την
πολυδιαφημισμένη Αργοναυτική εκστρατεία όπου όλοι αναζητούσαν απεγνω-
σμένα το χρυσόμαλλο δέρας το οποίο βρισκόταν κάπου καλά κρυμμένο μέσα σε
τούτη την αφιλόξενη, αλλά άκρως ελκυστική περιοχή.
12

Ανεξαρτήτως όμως της μυθολογίας και των αναπόφευκτων συνοδών μύθων και
θρύλων, το ενδιαφέρον της περιοχής, και για τους Έλληνες, υπήρξε πάντοτε
ζωηρό. Γεωγραφική γέφυρα και πέρασμα μεταξύ ανατολής και δύσεως, βορρά
και νότου, κατοικήθηκε και εποικήθηκε, για άλλοτε άλλα χρονικά διαστήματα,
από πανάρχαιους λαούς. Αρμένιοι, Γεωργιανοί, Έλληνες, Χαζάροι, Ρώσοι, έδωσαν
το δικό τους παρόν σε διάφορες φάσεις της ιστορίας. Ιδιαίτερο ενδιαφέρον όμως
απέκτησε η περιοχή για τους Πέρσες, επειδή η αυτόματη και αβίαστη έξοδος
φυσικών αερίων από το έδαφος και οι αιώνιες φωτιές που προκαλούνταν και
συνεχίζουν βέβαια και στις μέρες μας, ήταν περιοχή-στόχος για τους πυρολάτρες
Ζωροάστρες ανατολίτες αφού ταίριαζε απόλυτα με τις απαιτήσεις της
πανάρχαιας αυτής, αλλά απελπιστικά άτυχης, θρησκείας. Οι Άραβες άρχιζαν να
κάνουν την εμφάνισή τους εδώ πριν από την έλευση του Ισλάμ, μαζί με άλλες
ομάδες από την ανατολή και από το βορρά. Με τις επιτυχίες των Μογγόλων του
Τζένγκις Χαν και του Ταμερλάνου τον δέκατο τρίτο αιώνα, ο Καύκασος άρχισε να
εποικίζεται από Τουρκομάνους, οι οποίοι ίδρυσαν τα δικά τους πρώτα μικρά
κρατίδια, κάνοντας έκτοτε πλέον αισθητή την παρουσία τους.
Οι επόμενοι αιώνες υπήρξαν μάρτυρες και βίωσαν ένα ατέλειωτο πόλεμο και
αέναη προσπάθεια επικράτησης σε όσο το δυνατόν περισσότερα εδάφη του
Καυκάσου, μεταξύ Οθωμανών, Περσών και Ρώσων. Εθνικές, πολιτικές, κοινωνικές
και θρησκευτικές έριδες, πάντα στο προσκήνιο, αναλόγως βεβαίως των
συμφερόντων ενός εκάστου, με θύματα πάντοτε τους γηγενείς ! Οι παγκόσμιοι
πόλεμοι που ακολούθησαν δεν λησμόνησαν την περιοχή, ούτε την άφησαν έξω
από τα ενδιαφέροντά τους. Κατά τον πρώτο μεγάλο πόλεμο (1914-1918), ο
Καύκασος υπήρξε θέατρο άγριων συγκρούσεων μεταξύ τουρκικών και ρωσικών
στρατευμάτων. Η μεγάλη οκτωβριανή επανάσταση εν τω μεταξύ, τροποποίησε
σταδιακά, αλλά ριζικά, την επικρατούσα στην περιοχή κατάσταση, με την
αναγνώριση αυτονομίας στις τρεις ανεξάρτητες πλέον σοσιαλιστικές σοβιετικές
δημοκρατίες της Αρμενίας, της Γεωργίας και του Αζερμπαϊτζάν. Στο Δεύτερο πάλι
Παγκόσμιο Πόλεμο, οι Ναζί κατέβαλαν απεγνωσμένες προσπάθειες, με αρκετές
επιτυχίες στην αρχή και βαθειά διείσδυση στα εδάφη, με απώτερο σκοπό να
φτάσουν έως τις χρυσοφόρες κυριολεκτικά πετρελαιοφόρες περιοχές στις ακτές
της Κασπίας Θάλασσας, χωρίς όμως τελικά να κάνουν κατορθωτό το στόχο τους.
13

Τις τελευταίες δύο δεκαετίες με τη διάλυση της Σοβιετικής Ένωσης εις τα εξ ων


συνετέθη, η περιοχή ατενίζει το μέλλον ελπιδοφόρα, αλλά με εστίες εύφλεκτες οι
οποίες όπως αποδείχτηκε περίτρανα, καιροφυλακτούν και πυροδοτούνται ανά
πάσα στιγμή με ανεξέλεγκτες αιτίες, διαστάσεις και αποτελέσματα, ακόμα και για
τους προαιώνιους εκεί Έλληνες. Κάπως απότομη, δύσκολα προσπελάσιμη,
κουραστική σε μερικά σημεία, ανεξερεύνητη ακόμα, ειδικά στα μικρά πρωτόγονα
χωριουδάκια που βρίσκονται κρυμμένα μέσα στις πλαγιές του, μερικά σημεία
όμως στο γεωμετρικό τόπο του πρόσφατου τουριστικού ενδιαφέροντος, με
συνεχώς αυξανόμενο κόσμο που πηγαινοέρχεται στα κέντρα αλλά και στις
απόμερες γωνιές του, περιοχή η οποία ήδη άρχισε να συνέρχεται από τον
σοβιετικό κλοιό, προσβλέποντας προς τα εμπρός με εθνική αισιοδοξία.

‘‘… πόνεσα την αιώνια σταυρωνόμενη ράτσα μου που κιντύνευε και πάλι στο
προμηθεϊκό βουνό του Καυκάσου. Δεν ήταν ο Προμηθέας, ήταν η Ελλάδα
καρφωμένη πάλι από το Κράτος και τη Βία στον Καύκασο -αυτός είναι ο σταυρός
ο δικός της- και φωνάζει. Φωνάζει τους ανθρώπους, τα παιδιά της να τη
σώσουν’’, έγραφε κάποια στιγμή ο μεγάλος έλληνας στοχαστής Νίκος
Καζαντζάκης στην ‘‘Αναφορά στον Γκρέκο’’, όταν βρέθηκε στην περιοχή του
Καυκάσου σε επίσημη αποστολή σωτηρίας του Ελληνισμού με την ιδιότητα του
ειδικού απεσταλμένου, μετά από υπόδειξη του Βενιζέλου, του Υπουργείου
Περιθάλψεως που συγκροτήθηκε για την υποδοχή και εγκατάσταση του μεγάλου
ρεύματος προσφύγων μετά τη λήξη του Α' Παγκοσμίου Πολέμου.
Τη ζωή της στη Ρωσία περιγράφει και η Μαρία Ιορδανίδου στο βιβλίο της
‘‘Διακοπές στον Καύκασο’’. Από το 1914 ως το 1919 έζησε εγκλωβισμένη από το
ξέσπασμα του πρώτου παγκοσμίου πολέμου και τις ταραχές της ρωσικής
επανάστασης κατά τη διάρκεια επίσκεψής της σε συγγενείς της στη Ρωσία, στη
Μαριούπολη του Καυκάσου.
Στον Καύκασο, όπως ήταν απόλυτα φυσικό, υπηρέτησαν τη θητεία τους και
μεγάλοι Ρώσοι συγγραφείς, όπως ο Λέων Τολστόι και Μιχαήλ Λέρμοντωφ, οι
οποίοι και αποτύπωσαν στα έργα τους τις μνήμες τους από τη ζωή στην περιοχή
της Tσετσενίας. O Τολστόι στους ‘‘Κοζάκους’’ αναφέρεται στις αψιμαχίες μεταξύ
Ρώσων και Tσετσένων στον ποταμό Tερέκ στα τέλη της δεκαετίας του 1850 και
περιγράφει τη ζωή των Κοζάκων όπως κανείς άλλος. Άνθρωποι ακέραιοι, δίχως
ευαισθησίες και συναισθηματισμούς για τον εχθρό, λατρεύουν τον τόπο και τη
14

φυλή τους. Όταν εμφανίζεται ο εχθρός τον σημαδεύουν μέσα στο στόχαστρο,
αλλά πριν πυροβολήσουν κάνουν τον σταυρό τους για να τους δώσει δύναμη ο
θεός και φιλάν το όπλο τους...
Αλλά βεβαίως δεν ήταν μόνο αυτοί! Στο πέρασμα των αιώνων, αρκετοί και
γνωστοί συγγραφείς πέρασαν τα δύστροπα μέρη εδώ και μας άφησαν όμορφες
περιγραφές του απλοϊκού κόσμου του και της περήφανης αυτής γης. Ο
νομπελίστας νορβηγός Κνουτ Χάμσουν, με το πολυδαίδαλο βιογραφικό σημείωμα
και συγγραφικό έργο, ήταν ένας από αυτούς!
15

Ο Νορβηγός Κνουτ Χάμσουν. Μια σύντομη βιογραφία.

Ο Κνουτ Χάμσουν (Knut Hamsun, 1859-1952) ήταν ένας Νορβηγός


συγγραφέας, ο οποίος τιμήθηκε με το βραβείο Νόμπελ Λογοτεχνίας το 1920. Έχει
δημοσιεύσει περισσότερα από είκοσι μυθιστορήματα, μια ποιητική συλλογή,
μερικά διηγήματα και θεατρικά έργα, ένα οδοιπορικό και μερικά δοκίμια. Ο
νεαρός Χάμσουν απέρριπτε τον ρεαλισμό και τον νατουραλισμό. Υποστήριζε ότι
‘‘ο κύριος στόχος της σύγχρονης λογοτεχνίας πρέπει να είναι οι περιπλοκές του
ανθρώπινου νου, και ότι οι συγγραφείς πρέπει να περιγράφουν τον ψίθυρο του
αίματος και να υπερασπίζονται τις ιδιαιτερότητες και απαιτήσεις που σχετίζονται
με την έννοια του μυελού των οστών’’. Ο Χάμσουν θεωρείται ο πρωτοπόρος, ο
ηγέτης που χάραξε την πορεία της νεορομαντικής εξέγερσης στο γύρισμα του
εικοστού αιώνα, με έργα όπως η Πείνα (1890), τα Μυστήρια (1892), Παν (1894)
και Βικτώρια (1898). Τα μεταγενέστερα έργα του, κυρίως αυτά τα
μυθιστορήματα που αναφέρονται στη Nordland, επηρεάστηκαν από το νορβηγικό
νεορεαλισμό που απεικονίζει την καθημερινή ζωή στις αγροτικές περιοχές της
16

Νορβηγίας, με συχνές αναφορές στην τοπική διάλεκτο, και με την απαραίτητη


φυσικά δόση ειρωνείας και χιούμορ. Έχει ειπωθεί κατά κόρον, και όχι άδικα, ότι ο
Χάμσουν θεωρείται ένας από τους πλέον σημαίνοντες και καινοτόμους στυλίστες
της λογοτεχνίας των τελευταίων εκατόν πενήντα ετών. Πρωτοστάτησε δεόντως
στην ψυχολογική βιβλιογραφία με τις τεχνικές της ροής της συνείδησης και τον
εσωτερικό μονόλογο, και επηρέασε πολλούς συγγραφείς όπως τον Τόμας Μαν,
Φραντς Κάφκα, Μαξίμ Γκόρκι, Στέφαν Τσβάιχ, Χένρυ Μίλερ, Χέρμαν Έσσε κι
ακόμα τον Έρνεστ Χέμινγουεϊ!
Ο αμερικανός, εβραϊκής καταγωγής, Isaac Bashevis Singer (1902-1991),
επίσης κάτοχος του βραβείου Νομπέλ του 1978, απεκάλεσε τον Χάμσουν,
πατέρα της σύγχρονης σχολής της λογοτεχνίας από κάθε άποψη, τον
υποκειμενισμό του, την αποσπασματικότητά του, τη χρήση αναδρομών από το
παρελθόν και τον λυρισμό του, και ότι ολάκαιρη η σύγχρονη σχολή της φαντασίας
του εικοστού αιώνα, προέρχεται από τον Χάμσουν. Ο Έρνεστ Χέμινγουεϊ, επίσης,
δήλωσε χωρίς περίσκεψη, ότι ο Χάμσουν ήταν ‘‘αυτός που μου έμαθε να γράφω’’.

Ο Knut Hamsun γεννήθηκε το 1859, ως Knud Pedersen στην Λομ της κοιλάδας
Gudbrandsdal της Νορβηγίας. Ήταν ο τέταρτος γιος, από τα επτά παιδιά του
Peder Pedersen και της Tora Olsdatter. Όταν ήταν τριών ετών, η οικογένειά του
μετακόμισε στο Hamsund, του Hamarøy στη Nordland. Ήταν τόσο φτωχοί, ώστε
ένας θείος τους κάλεσε να καλλιεργήσουν τη γη του έναντι κάποιας αμοιβής. Λίγα
χρόνια αργότερα, στην ηλικία των εννέα, ο Knut χωρίστηκε από την οικογένειά
του για να ζήσει με το θείο του, Hans Olsen, που χρειαζόταν βοήθεια για το
ταχυδρομείο που χειριζόταν. Ο Olsen όμως, συνήθιζε να συμπεριφέρεται άσχημα
στον ανιψιό του, χτυπώντας τον και κάπου κάπου αφήνοντάς τον νηστικό, και δεν
είναι τυχαίο το γεγονός ότι κάποια χρόνια μετά, ο Χάμσουν δήλωσε ότι όλες
χρόνιες νευρικές δυσκολίες του και εκδηλώσεις, οφείλονταν στον τρόπο με τον
οποίο αντιμετωπιζόταν από το θείο του.
Το 1874, τελικά δραπέτευσε και ξαναγύρισε πίσω στην Λομ. Στα επόμενα πέντε
χρόνια, ασχολήθηκε με οποιαδήποτε δουλειά, αρκεί αυτή να του απέδιδε κάποια
οικονομική αποζημίωση, όπως υπάλληλος καταστήματος, γυρολόγος, μαθητευ-
17

όμενος τσαγκάρης, βοηθός σερίφη και βοηθός ενός δασκάλου δημοτικού


σχολείου.
Στα δεκαεφτά του, έγινε μαθητευόμενος σε μια βιοτεχνία κατασκευής σχοινιών,
αρχίζοντας παράλληλα να γράφει. Τότε δεν έχασε την ευκαιρία να ζητήσει κάποια
οικονομική ενίσχυση από τον επιχειρηματία Erasmus Zahl, την οποία ευτυχώς και
έλαβε. Αργότερα, ο Χάμσουν χρησιμοποίησε τον Zahl ως μοντέλο για το
χαρακτήρα του Mack, ο οποίος εμφανίζεται σε πολλά από τα μυθιστορήματά του,
μεταξύ άλλων, στον Παν (1894), τον Ονειροπόλο (1904) και στο Μπενόνι και Ρόζα
(1908). Πέρασε πολλά χρόνια στην Αμερική, ταξιδεύοντας και εργαζόμενος σε
διάφορες δουλειές. Οι εντυπώσεις του από την ήπειρο αυτή, δημοσιεύτηκαν με
τίτλο ‘Η Πνευματική Ζωή της Σύγχρονης Αμερικής’ (Fra det moderne Amerikas
Aandsliv, 1889).

Δουλεύοντας σε όλες εκείνες τις δουλειές του ποδαριού, κατάφερε και


δημοσίευσε το πρώτο του βιβλίο, Den Gaadefulde : En Kjærlighedshistorie fra
Nordland (Ο Αινιγματικός: Μια ιστορία αγάπης από τη Βόρεια Νορβηγία, 1877)
που τυπώθηκε στο Τρόμζε.

Η χώρα του Κνουτ Χάμσουν.


18

Στο δεύτερο μυθιστόρημά του, Bjørger (1878), προσπάθησε να μιμηθεί το στυλ


του Μπιέρνστιερνε Μαρτίνους Μπιέρνσον (Bjørnstjerne Bjornson) στη γραφή της
αφήγησης του ισλανδικού έπους. Ο τελευταίος ήταν επίσης ένας μεγάλος
Νορβηγός συγγραφέας (1832-1910), βραβευμένος κι αυτός με το Νομπέλ στη
Λογοτεχνία (1903). Η μελοδραματική αυτή ιστορία ακολουθεί έναν ποιητή, τον
Bjørger, και την αγάπη του για τη Λάουρα. Το βιβλίο αυτό εκδόθηκε με το
ψευδώνυμο Knud Pedersen Hamsund και τα οποίο αργότερα χρησίμευσε ως
βάση για τη ‘Βικτώρια’.

Κατά τη διάρκεια του Β' Παγκοσμίου Πολέμου, ο Χάμσουν εξέφρασε την


υποστήριξή του για τον πόλεμο των Γερμανών, και κάποια στιγμή συναντήθηκε με
τον Χίτλερ. Το 1940 μάλιστα έγραψε, ότι ‘‘οι Γερμανοί αγωνίζονται για μας’’! Μετά
από το θάνατο του Χίτλερ, δημοσίευσε μια σύντομη νεκρολογία στην οποία τον
χαρακτήρισε ως ‘‘κήρυκα του ευαγγελίου της δικαιοσύνης για όλα τα έθνη’’.
Συνελήφθη από την αστυνομία στις 14 Ιουνίου 1945, για τέλεση πράξεων
προδοσίας, και κλείστηκε σ’ ένα νοσοκομείο στο Grimstad λόγω της
προχωρημένης ηλικίας του. Το 1947 δικάστηκε στο Grimstad με χρηματικό
πρόστιμο, το οποίο αργότερα μειώθηκε από το ανώτατο δικαστήριο της
Νορβηγίας από 575.000 σε 325.000 νορβηγικές κορόνες. Ο Κνουτ Χάμσουν
πέθανε στις 19 Φεβρουαρίου του 1952, στην ηλικία των 92 ετών, στην Grimstad.
Οι στάχτες του θάφτηκαν στον κήπο του σπιτιού του στο Nørholm.
Ο Τόμας Μαν, τον χαρακτήρισε ως απόγονο του Φιοντόρ Ντοστογιέφσκι και του
Φρίντριχ Νίτσε. Ο Άρθουρ Κέστλερ ήταν οπαδός όλων των ιστοριών αγάπης που
έγραψε, ο δε Isaac Bashevis Singer οπαδός του Χάμσουν και αρεσκόταν κυρίως
στο σύγχρονο υποκειμενισμό του, τη χρήση των αναδρομών που έκανε στο
παρελθόν, και στη χρήση ακόμα του κατακερματισμού και του λυρισμού του.
Κάποιος άλλος, ο Τσαρλς Μπουκόφσκι τον αποκάλεσε ως τον μεγαλύτερο
συγγραφέα που έζησε ποτέ. H πρώτη μεγάλη αναγνώριση του Χάμσουν, ήρθε το
1890 με το μυθιστόρημα, Πείνα (Sult). Αυτή η σε μεγάλο βαθμό αυτοβιογραφική
εργασία του, περιγράφει τον ξεπεσμό, τον κατήφορο ενός νεαρού συγγραφέα
που φτάνει σχεδόν στην τρέλα, αποτέλεσμα της πείνας και της φτώχειας που
βιώνει με το χειρότερο τρόπο στη νορβηγική πρωτεύουσα της Κριστιάνια, το
σημερινό Όσλο. Για πολλούς κριτικούς, το μυθιστόρημα προοιωνίζει τα γραπτά
19

του Φραντς Κάφκα και μερικών άλλων μυθιστοριογράφων του εικοστού αιώνα,
με κύριο χαρακτηριστικό τον εσωτερική μονόλογο και μια παράξενη λογική.

Προσωπογραφία του Χάμσουν (1903).

Ένα θέμα στο οποίο ο Κνουτ Χάμσουν συχνά επιστρέφει είναι αυτό του αιώνιου
ταξιδευτή, ένας περιοδεύοντος ξένου που συχνά είναι και ο αφηγητής του
κειμένου. Αυτό το θέμα του περιπλανώμενου ταξιδευτή, είναι κεντρικής σημασίας
για τα μυθιστορήματα Μυστήρια, Παν, Κάτω από τα φθινοπωρινά άστρα και
μερικά άλλα. Η πεζογραφία του Χάμσουν περιέχει αρκετά συχνά εκστατικές
απεικονίσεις του φυσικού κόσμου, με σκέψεις εστιασμένες στα νορβηγικά δάση
και τις ακτογραμμές αυτής της βόρειας χώρας. Ο Κνουτ Χάμσουν έχει συνδεθεί
με το πνευματικό κίνημα, γνωστό ως πανθεϊσμό. Δεν υπάρχει Θεός, έγραψε
κάποτε, μόνο Θεοί! Ο Χάμσουν είδε την ανθρωπότητα και τη φύση ενωμένα με
ένα ισχυρό και μερικές φορές μυστικιστικό δεσμό. Αυτή η σύνδεση μεταξύ των
χαρακτήρων και του φυσικού τους περιβάλλοντος εξηγείται στα μυθιστορήματα
‘Παν’, αλλά κυρίως στην ‘Ευλογία της Γης’, το μνημειώδες έργο του, με το οποίο
πιστώνεται με το βραβείο Νομπέλ στη λογοτεχνία το 1920.
Το 1954, δόθηκε στη δημοσιότητα μια έκδοση δεκαπέντε τόμων με τα Άπαντά
του. Το 2009, με αφορμή τα εκατόν πενήντα χρόνια από τη γέννησή του, μια νέα
20

έκδοση είκοσι επτά τόμων των Απάντων του, δόθηκε στη δημοσιότητα, η οποία
συμπεριελάμβανε και τα διηγήματα, την ποίηση, τα θεατρικά έργα και όλη την
αρθρογραφία του συγγραφέα, υλικό που δεν περιλαμβανόταν στην έκδοση του
1954. Για τη νέα αυτή έκδοση, όλα τα έργα του Χάμσουν είχαν υποστεί ελαφριές
γλωσσικές τροποποιήσεις προκειμένου να γίνουν πιο προσιτά στους σύγχρονους
νορβηγούς αναγνώστες. Βεβαίως ανάλογη απήχηση είχαν τα έργα του στις
υπόλοιπες γλώσσες, με μεταφράσεις των σημαντικότερων βιβλίων του,
δεδομένου ότι παραμένουν πάντοτε δημοφιλή. Πρόσφατα, το 2009, μια νορβηγός
βιογράφος δήλωσε πως, ‘‘δεν γίνεται να μην τον αγαπούμε, αν και τον έχουμε
μισήσει όλα αυτά τα χρόνια ... Αυτό είναι το τραύμα που μας άφησε ο Χάμσουν.
Είναι ένα φάντασμα που δεν θα μείνει στον τάφο του’’!

Ο στρατιωτικός καθεδρικός ναός του Alexander Nevsky στο Μπατούμι, έναν αιώνα πριν.
Σήμερα δυστυχώς δεν υπάρχει!
21

Μαζί με τους Αύγουστο Στρίντμπεργκ, Ίψεν και Sigrid Undset, ο Χάμσουν


σχημάτισε το κουαρτέτο των σκανδιναβικών συγγραφέων που έγιναν διεθνώς
γνωστοί για τα έργα τους. Ο Χάμσουν ήταν όμως πρωτοπόρος στην ψυχολογική
λογοτεχνία, με τις τεχνικές της ‘‘ροής της συνείδησης και τον εσωτερικό
μονόλογο’’.

Όπως ανασύρουμε από το πολυδαίδαλο βιογραφικό του σημείωμα, το 1898 ο


Χάμσουν παντρεύτηκε τη Bergljot Göpfert, η οποία έφερε στον κόσμο την κόρη
τους, Βικτώρια, αλλά ο γάμος του τελείωσε το 1906. Στη συνέχεια, το 1909,
παντρεύτηκε την Marie Andersen (1881-1969) η οποία υπήρξε και η σύντροφός
του μέχρι το τέλος της ζωής του. Μαζί της απέκτησε τέσσερα παιδιά, τους γιούς
Tore και Arild και τις κόρες Elinor και Cecilia. Η Μαρία έγραψε αρκετά κείμενα
που αφορούσαν τη ζωή της με τον Χάμσουν. Ήταν μια πολλά υποσχόμενη
ηθοποιός, αλλά όταν συνάντησε τον Χάμσουν, έκλεισε οριστικά την καριέρα της
και ταξίδεψε μαζί του στο Hamarøy. Αγόρασαν λοιπόν ένα αγρόκτημα, με
απώτερο σκοπό ‘‘να κερδίζουν τα προς το ζην, με την ιδιότητα του γεωργού, και
κάποιο επιπλέον εισόδημα από τα γραπτά του’’. Μετά από μερικά χρόνια,
αποφάσισαν να κινηθούν νότια, στο Larvik. Το 1918, το ζευγάρι αγόρασε το
Nørholm, ένα παλιό και κάπως ερειπωμένο αρχοντικό μεταξύ Lillesand και
Grimstad. Η κύρια κατοικία ανακαινίστηκε και διακοσμήθηκε. Εδώ όπου ο
Χάμσουν μπορούσε να ασχοληθεί με το γράψιμο ανενόχλητα, παρόλο που
ταξίδευε συχνά σε άλλες πόλεις και τόπους.
22

Ο Κνουτ Χάμσουν και η Μαρία Χάμσουν, κάπου στα 1909.

Διαβάζουμε κάπου στην αρχή του εμβληματικού του βιβλίου, στην ‘‘Ευλογία της
Γης’’, κάποιες γραμμές που δίνουν ίσως το στίγμα των όσων επρόκειτο να
ακολουθήσουν, όχι μόνο στις σελίδες του βιβλίου αυτού, αλλά και στη ζωή του,
σε διάφορα βεβαίως χρονικά διαστήματα: ‘‘ ..έρχεται οδοιπορώντας ίσια κατά τα
βορεινά. Κουβαλά ένα ταγάρι στη ράχη του και το ταγάρι αυτό έχει μέσα τρόφιμα
και κάμποσα σύνεργα… Μπορεί να έρχεται από τη φυλακή και θέλει να κρυφτεί,
μπορεί να είναι και κανένας φιλόσοφος κι αποζητά την ειρήνη, μα όπως κι αν έχει
το πράμα, προς τα εδώ έρχεται, οδοιπορώντας, ένας ολομόναχος άνθρωπος μες
την καρδιά της απέραντης μοναξιάς…’’.
23

Από τα νεότερα ήδη χρόνια του, ο Χάμσουν είχε εκδηλώσει κάποιες περίεργες
αναρχικές τάσεις, που ήταν μακρυά από τις έννοιες της ισότητας ανάμεσα στους
ανθρώπους και τις φυλές τους. Στο έργο του που αναφέρεται στη πολιτιστική ζωή
της Αμερικής (1889), εξέφρασε τον φόβο του για την άρση των διακρίσεων: ‘‘ Οι
νέγροι είναι και θα παραμείνουν νέγροι. Μια εκκολαπτόμενη ανθρώπινη μορφή
από τις τροπικές περιοχές, υποτυπώδη όργανα στο σώμα της λευκής κοινωνίας.
Αντί η Αμερική να δημιουργήσει μια ελίτ διανοούμενων, έφτιαξε ένα συνοθύλευμα
μιγάδων’’!
Μετά από τον δεύτερο πόλεμο των Μπόερ (1899-1902) μεταξύ της Βρετανικής
Αυτοκρατορίας και των αφρικανών εποίκων στην περιοχή της νότιας Αφρικής και
ο οποίος κατέληξε με βρεττανική νίκη και την προσάρτηση των εδαφών εκείνων
από τη Βρεττανική Αυτοκρατορία, υιοθέτησε ολοένα και συντηρητικότερες
απόψεις. Αργότερα βεβαίως έφτασε στο σημείο να είναι εξέχων υπέρμαχος της
Γερμανίας και της γερμανικής κουλτούρας, καθώς και ένα ρητορικός αντίπαλος
του βρεττανικού ιμπεριαλισμού και ακόμα της Σοβιετικής Ένωσης. Έτσι κατά τη
διάρκεια και του πρώτου και του δευτέρου παγκοσμίου πολέμου, εξέφρασε
δημόσια τη συμπάθειά του για τη χώρα της Γερμανίας. Η συμπάθειά του αυτή σε
μεγάλο βαθμό επηρεάστηκε από τις δυσμενείς επιπτώσεις του Πολέμου των
Μπόερ, ο οποίος θεωρήθηκε από τον Χάμσουν ως βρεττανική καταπίεση ενός
μικρού λαού, καθώς και από την απέχθεια και αποστροφή του όχι μόνο για τη
Μεγάλη Βρεττανία, αλλά και για τις ΗΠΑ. Πρέπει εδώ να σημειώσουμε ότι κατά τη
διάρκεια της δεκαετίας του 1930, οι περισσότερες νορβηγικές δεξιές
εφημερίδες και τα πολιτικά κόμματα συμπαθούσαν, σε διάφορο βαθμό βεβαίως,
τα φασιστικά καθεστώτα στην Ευρώπη και ο Χάμσουν ήταν ένας από τους
εξέχοντες υπέρμαχους αυτών των πολιτικών και κοινωνικών απόψεων. Κατά τη
διάρκεια του Β' Παγκοσμίου Πολέμου, συνέχισε ανοικτά να εκφράζει την
υποστήριξή του για τη Γερμανία, και τις δημόσιες δηλώσεις του, οδήγησαν σε
αντιπαραθέσεις, ιδίως αμέσως μετά το πέρας του πολέμου. Όταν ξεκίνησε ο
μεγάλος αυτός πόλεμος, ο Χάμσουν ήταν ηλικιακά άνω των ογδόντα ετών, σχεδόν
κουφός και η κύρια πηγή των πληροφοριών του ήταν η συντηρητική εφημερίδα
Aftenposten, η οποία ήταν γνωστή για τις φιλικές της τάσεις και συμπάθεια προς
τη φασιστική Ιταλία και τη ναζιστική Γερμανία από την αρχή. Πρέπει ακόμα να
σημειώσουμε, ότι κατά τη διάρκεια επίσης του πολέμου, υπέστη και δύο σοβαρές
ενδοκρανιακές εγκεφαλικές αιμορραγίες.
24

Ο Χάμσουν έγραψε αρκετά άρθρα στις εφημερίδες κατά τη διάρκεια του


πολέμου, συμπεριλαμβανομένου και του πασίγνωστου ισχυρισμού του 1940, ότι
‘‘οι Γερμανοί αγωνίζονται για μας και τώρα θα συνθλίψουν την τυραννία της
Αγγλίας πάνω μας’’! Το 1943 μάλιστα, έστειλε στον υπουργό προπαγάνδας της
Γερμανίας, Γιόζεφ Γκαίμπελς, το μετάλλιο του βραβείου Νόμπελ που έλαβε, ως
δώρο. Ο βιογράφος του, Thorkild Hansen, ερμήνευσε αυτή τη χειρονομία ως
μέρος της στρατηγικής του για να πετύχει κάποια συνάντηση και ακρόαση από
τον παντοδύναμο τότε Χίτλερ.

Ο Κνουτ Χάμσουν επισκέπτεται τον Αδόλφο Χίτλερ, το 1943.

Τελικά τα κατάφερε, και συναντήθηκε μαζί του. Κατά τη διάρκεια της


συνάντησης, παραπονέθηκε στο Χίτλερ για τον γερμανικό πολιτικό διοικητή στη
Νορβηγία, Josef Terboven, και για κάποιες αγριότητες που αυτός διέπραττε εκεί,
προτείνοντας να απελευθερωθούν όλοι οι φυλακισμένοι νορβηγοί πολίτες,
γεγονός βέβαια που εξόργισε τον Χίτλερ. Κι όπως λέγεται ήταν από τα λίγα
πρόσωπα που τόλμησαν να ζητήσουν κάτι τέτοιο από τον Χίτλερ, ο οποίος για
τρεις ολόκληρες μέρες ήταν θυμωμένος μαζί του!
25

‘‘Δεν είμαι άξιος να εγκωμιάσω δυνατά τον Αδόλφο Χίτλερ, μα ούτε εξάλλου ταιριάζουν
συναισθηματισμοί για τη ζωή και το έργο Του. Ήταν ένας μαχητής, ένας μαχητής για την
Ανθρωπότητα κι ένας Απόστολος του Ευαγγελίου για τα Δικαιώματα όλων των Λαών.
Ήταν μία ανακαινιστική μορφή υψηλοτάτου επιπέδου, μα η ιστορική Του μοίρα ήταν πως
έδρασε σε μία εποχή ωμότητας, χωρίς προηγούμενο που τελικά Τον κατέρριψε. Έτσι
ατενίζει ο κοινός Δυτικοευρωπαίος τον Αδόλφο Χίτλερ. Εμείς δε, οι στενοί οπαδοί Του,
σκύβουμε το κεφάλι μπρος στη σωρό Του. Κνουτ Χάμσουν’’.
(Εφημερίδα Άφτεν Πόστεν / 7 Μαΐου 1945, μία εβδομάδα μετά τον θάνατο του Χίτλερ)

Η ιστορία γράφει επίσης ότι και σε άλλες περιπτώσεις, ο Χάμσουν βοήθησε τους
Νορβηγούς που είχαν φυλακιστεί για αντιστασιακή δράση και προσπάθησε να
επηρεάσει ακόμα όσο μπορούσε τις καταστροφικές πολιτικές της Γερμανίας στη
Νορβηγία. Παρ' όλα αυτά, μια εβδομάδα μετά το θάνατο του Χίτλερ, ο Χάμσουν
έγραψε ένα εγκώμιο για τον Χίτλερ, λέγοντας ότι ‘‘‘Ήταν ένας πολεμιστής, ένας
πολεμιστής για την ανθρωπότητα και προφήτης του ευαγγελίου της δικαιοσύνης
για όλα τα έθνη’’. Αποτέλεσμα όλων αυτών των δηλώσεων του Χάμσουν, ήταν το
γεγονός ότι, μετά το τέλος του πολέμου, ένα αγριεμένο πλήθος έκαψε τα βιβλία
του δημόσια στις μεγάλες πόλεις της Νορβηγίας και ο Χάμσουν ετέθη υπό
περιορισμό για αρκετούς μήνες σε ένα ψυχιατρικό νοσοκομείο. Εκεί
αναγκάστηκε να υποβληθεί σε ψυχιατρική εξέταση, η οποία κατέληξε στο
26

συμπέρασμα ότι είχε μόνιμα μειωμένες διανοητικές ικανότητες και σε αυτή τη


βάση όλες οι περιρρέουσες κατηγορίες εναντίον του για προδοσία, κατέπεσαν.
Αντ' αυτού, του επεβλήθη πρόστιμο και το 1948 έπρεπε να πληρώσει στη
νορβηγική κυβέρνηση το καταστροφικό ποσό των 325.000 κορωνών για την
υποτιθέμενη συμμετοχή του στο φασιστικό κόμμα της Νορβηγίας Nasjonal
Samling και κάποιες παραστρατιωτικές πτέρυγές του, και ακόμα για την ηθική
υποστήριξη που έδωσε στους Γερμανούς. Το εάν όμως υπήρξε μέλος του
Nasjonal Samling ή όχι, και αν οι νοητικές ικανότητές του ήταν μειωμένες ή έστω
επηρεασμένες, είναι ένα πολυσυζητημένο θέμα ακόμα και σήμερα, γιατί λέγεται
ότι ο ίδιος δήλωσε ότι δεν ήταν ποτέ μέλος κανενός πολιτικού κόμματος.
Το τελευταίο του βιβλίο, Paa giengrodde Stier (Κατάφυτα μονοπάτια), γράφτηκε
το 1949, ένα βιβλίο που πολλοί πιστεύουν ότι αποτελεί απόδειξη των διανοητικών
του ικανοτήτων. Ίσως τελικά και να ήταν μια προσπάθεια του ίδιου του
συγγραφέα για να αποδείξει περίτρανα την καλή του ακόμη ψυχική υγεία, η
οποία όμως είχε τεθεί, όπως είδαμε, υπό αμφισβήτηση. Το βιβλίο είναι αλλού
φαντασιακό κι αλλού μέρος κάποιου ημερολογίου με διάσπαρτα απολογητικά
στοιχεία ενός ηλικιωμένου ανθρώπου που το δικαστήριο τον έκρινε ένοχο με την
απόφαση που εξέδωσε το 1948 στη δίκη εναντίον του, ότι είχε δηλαδή ‘‘μόνιμα
μειωμένες νοητικές ικανότητες’’. Η αρχική νορβηγική έκδοση, είχε τίτλο ‘Paa
gjengrodde Stier’. Μέσα στις σελίδες του, επικρίνει δριμύτατα τους ψυχιάτρους
και τους δικαστές και με τα λόγια του ή καλύτερα τα γραπτά του, αποδεικνύει ότι
δεν είναι ψυχικά ασθενής.

Αργότερα, το 1978, ο Δανός συγγραφέας Thorkild Hansen διερεύνησε κάποια


στοιχεία και λεπτομέρειες της δίκης και μετά απ’ όλα αυτά, έγραψε το βιβλίο ‘Η
Δίκη του Χάμσουν’ (1978) το οποίο δημιούργησε θύελλα συζητήσεων και
αντεγκλήσεων στη Νορβηγία. Μεταξύ των άλλων, ο Hansen δήλωσε: ‘‘Αν θέλετε
να συναντήσετε ηλίθιους, πηγαίνετε στη Νορβηγία’’, γιατί όπως είπε και
αισθάνθηκε ο ίδιος, η μεταχείριση των παλιών βραβευμένων συγγραφέων με
Νόμπελ, ήταν από πάσης πλευράς, εξωφρενική.
27

Βιβλιογραφία σχετικών παραθεμάτων και αναφορών

 Βιστωνίτης Αναστάσης: Ο αντιφατικός Κνουτ Χαμσουν. Το Βήμα. 1η Μαρτίου


2009.
 Χάμσουν Κνουτ: Η ευλογία της γης. Μετάφραση: Άρης Δικταίος. Εκδόσεις Σ. Ι.
Ζαχαρόπουλος. 2008. Αθήνα.
 Alieva Elmira: A complex legacy. The Hamsun fest finale pushes Norwegian
culture to the forefront. The St. Petersburg Times. November 6, 2009.
 Norway: Put out three flags. Times Magazine. Monday, August 17, 1959.
 Gibbs Walter: Norwegian Nobel Laureate, Once Shunned, Now Celebrated.
The New York Times. February 27, 2009.
 Shaer Matthew: Tackling Knut Hamsun. Book review. Los Angeles Times.
October 25, 2009.
 Wood James: Addicted to Unpredictability. London Review of Books. Vol. 20.
No 23: 16-19. November 26, 1998.
 Frank Jeffrey: In From the Cold. The Return of Knut Hamsun. December 26,
2005. The New Yorker.
 Zagar Monica: Knut Hamsun: The Dark Side of Literary Brilliance (New
Directions in Scandinavian Studies). University of Washington Press, 2009.
 Goodson Stephen: Profiles In History. Knut Hamsun: The Soul of Norway.
Inconvenient History. A Quarterly Journal for Free Historical Inquiry. Vol.5.
Number 2. 2013.
 Sjavik Jan: Historical Dictionary of Scandinavian Literature and Theater.
Published in the United States of America, by Scarecrow Press. 2006.
28
29

Ο Κνουτ Χάμσουν (Knut Hamsun) στη Γεωργία

Πολλοί ευρωπαίοι συγγραφείς και καλλιτέχνες προσελκύστηκαν κατά καιρούς


από τις μακρινές και δύστροπες χώρες του Καυκάσου. Ο συγγραφέας Κνουτ
Χάμσουν (Knut Hamsun) αφιέρωσε δύο έργα του στην άγρια περιοχή του
Καυκάσου. Είναι τα “Στη χώρα των θαυμάτων’’ (In wonderland) και ‘‘Βασίλισσα
Ταμάρα’’ (Dronning Tamara, The Queen Tamar). Η παρουσίαση των έργων του,
έλαβε χώρα το 1904 στο Εθνικό Θέατρο στο Όσλο. Οι κριτικοί χαρακτήρισαν το
“In wonderland” του Knut Hamsun, ως μια άκρως τεκμηριωμένη καταγραφή του
ταξιδιού του στη Ρωσία και τον Καύκασο και τονίστηκε δεόντως ότι αποτελεί την
πιο υποκειμενική, ταξιδιωτική καταγραφή και απεικόνιση στη συνολική ιστορία
της σκανδιναβικής ταξιδιωτικής λογοτεχνίας.

Ο Κνουτ Χάμσουν στη Γεωργία.

‘‘Αυτή η χώρα δεν είναι σαν όλα τα άλλα κράτη που έχω δει. Σκέφτομαι πάλι ότι
μπορώ να ζήσω εδώ όλη μου τη ζωή. Η Σελήνη και ο Ήλιος λάμπουν σαν να έχουν
κάποια αντιπαλότητα. Εδώ ο άνθρωπος υποτιμάται από την ομορφιά της φύσης.
30

Ακόμη και οι ιθαγενείς της χώρας, οι οποίοι παρακολουθούν αυτή την ομορφιά
κάθε μέρα, δεν μπορούν να κρύψουν τον θαυμασμό τους. Ο Καυκάσιος δεν έχει
καμία ιδέα για το χρηματιστήριο της Νέας Υόρκης, σχετικά με την τιμή της
μετοχής και τη διακύμανσή της. Η ζωή του Καυκάσιου δεν μοιάζει με ιπποδρομία,
ο Καυκάσιος ζει αργά, τρώει αρνίσιο κρέας και φρούτα ...’’.

Η Τιφλίδα στις μέρες μας.

Σε αντίθεση με τους διάσημους ταξιδιώτες, ο Κνουτ Χάμσουν (Knut Hamsun)


δεν αποκαλύπτει την ταυτότητά του και σε ειδικές περιπτώσεις χρησιμοποιεί ξένη
ταυτότητα. Η σύντροφος του συγγραφέα κατά τη διάρκεια αυτού του ταξιδιού,
είναι η σύζυγός του Berglijot Göpfert, η οποία αναφέρεται από τον ίδιο ως
‘‘Missis’’. Μετά από ένα μακρύ και δύσκολο ταξίδι, ο διάσημος συγγραφέας
παραμένει στην πόλη της Τιφλίδας.
‘‘… Το ξενοδοχείο μου, το ‘Λονδίνο’, υποδεικνύεται από ένα αστέρι, υπάρχουν
170 χιλιάδες κάτοικοι στην Τιφλίδα και ο αριθμός των ανδρών είναι δύο φορές
περισσότερος από ότι των γυναικών. Μπορείς να ακούσεις ομιλίες από
εβδομήντα γλώσσες. Το καλοκαίρι, η μέση θερμοκρασία στην Τιφλίδα είναι 21 °C
και το χειμώνα – 10ο C… Η Τιφλίδα έχει κατακτηθεί από τη Ρώμη, την Περσία, την
31

Τουρκία για πολλούς αιώνες και τώρα κυβερνάται από τη Ρωσία. Η ευημερία της
Τιφλίδας εξαρτάται από την πλεονεκτική της γεωγραφική θέση, αφού βρίσκεται
στο εμπορικό σταυροδρόμι το οποίο συνδέει τα βουνά, την Κασπία Θάλασσα, τη
Ρωσία και την Αρμενία. Υπάρχουν υπέροχα μουσεία, θέατρα και γκαλερί
ζωγραφικής, εδώ είναι ένας βοτανικός κήπος, ένα κάστρο, το Γεωργιανό Βασιλικό
Παλάτι το οποίο σήμερα χρησιμοποιείται ως φυλακή. Και επιτέλους, ένα άγαλμα
ρώσου στρατηγού, στέκεται εδώ ... Και στην πλαγιά του βουνού είναι το
μοναστήρι του Αγίου Δαβίδ. Για τους Γεωργιανούς βρίσκεται στο Άγιο Όρος
Mtatsminda. Υπάρχει το άγαλμα του Γκριμπογιέντοφ, προσπαθώ να θυμάμαι
Ρώσους συγγραφείς των οποίων τα ονόματα συνδέονται με την Τιφλίδα: Πούσκιν,
Λέρμοντοφ , Τολστόι, και άλλοι..’’.

Τα λουτρά στην παλιά πόλη της Τιφλίδας.

Δεδομένου ότι η Γεωργία έγινε μέρος της Ρωσικής Αυτοκρατορίας, η Τιφλίδα


έγινε το κύριο διοικητικό και πολιτιστικό κέντρο της Υπερκαυκασίας. Η
αρχιτεκτονική του 19ου αιώνα της Τιφλίδας ακολουθεί την ευρωπαϊκή και
ρωσική αρχιτεκτονική εκείνων των ημερών. Ο αριθμός των οικιστικών κτιρίων και
των δημοσίων σπιτιών χτίζονται από ευρωπαίους αρχιτέκτονες. Η φεουδαρχική
32

πόλη μετατρέπεται σε ευρωπαϊκή πλέον πόλη. Ωστόσο, ο διάσημος συγγραφέας


είναι ιδιαίτερα εντυπωσιασμένος από την περιοχή της Ασίας την οποία και
επισκέπτεται συχνά.

Η ιστορία του τραμ στην Τιφλίδα άρχισε το 1883 με το πρώτο ιππήλατο τραμ. Αργότερα,
το 1904, αντικαταστάθηκαν με ηλεκτροφόρο γραμμή.

‘‘… Στην Τιφλίδα, υπάρχουν παράθυρα με καθρέφτες, τραμ, κυρίες και κύριοι
ντυμένοι με ευρωπαϊκό στυλ, μια ασιατική περιοχή πολύ διαφορετική. Ειλικρινά
μιλώντας, δεν μπορώ να βρω μια λέξη για το δρόμο: μια λωρίδα, ένα δρομάκι, μια
σκάλα, αυτό είναι όλο! Σκαλοπάτια συνδέουν το ένα σπίτι με το άλλο από τα
πλάγια. Από πάνω, από κάτω. Υπάρχουν εκπρόσωποι διαφόρων φυλών στα
‘‘Dukani’’ και τι καταπληκτικά πράγματα που πωλούν ! Πέρσες και οι Τούρκοι
ασχολούνται με το εμπόριο στην Κωνσταντινούπολη και στην Τεχεράνη. Και εδώ ο
καθένας πουλάει, ο καθένας που ζει στον Καύκασο: Πέρσες, Τούρκοι, Αρμένιοι,
Άραβες, Θιβετιανοί, Παλαιστίνιοι. Είναι ήσυχα εδώ, δεν υπάρχει φασαρία. Η
ανατολίτικη ησυχία είναι ελκυστική. Κυριαρχούν τα λευκά και χρωματιστά
καλύμματα κεφαλής, ανάμεσα στις πολύχρωμες κομμώσεις… Οι μεταλλικές
ζώνες ήταν ζωγραφισμένες. Έχω δει περσικές ζώνες επίσης, κατασκευασμένες
από πολύχρωμο μετάξι. Οι Καυκάσιοι, οι Κούρδοι και οι Αρμένιοι, οπλοφορούν.
Στα “Dukani”, πωλούνται ως επί το πλείστον μεταξωτά υφάσματα, χαλιά, όπλα,
κοσμήματα, διακοσμητικά. Η ζωή στις ασιατικές περιοχές είναι ήσυχη και αργή,
βρίσκεται μακρυά από την φασαρία του υπόλοιπου κόσμου. Είναι άνετα εδώ.
Αλλά τριγύρω υπάρχει θόρυβος τυπικός μιας σύγχρονης εμπορικής πόλης, σαν να
33

είναι Αμερική. Σπάνια, μπορείτε να ακούσετε εγκωμιαστικές ομιλίες ή κλάματα,


αργά κουνήματα του κεφαλιού, και αυτό είναι όλο. Πάω στην ασιατική περιοχή
κάθε φορά που βρίσκομαι στην Τιφλίδα. Επειδή ακριβώς αυτός ο κόσμος είναι
διαφορετικός από τον κόσμο μας. Έχουμε ξεχάσει πώς να είναι να
εκπλησσόμαστε…’’!

Το ανατολίτικο παρελθόν της Τιφλίδας.


34

Βιβλιογραφία σχετικών παραθεμάτων και αναφορών

 Henning Howlid Waerp: Knut Hamsun as a Travel Writer: In Wonderland.


Scandinavian-Canadian Studies/Études Scandinaves au Canada. 2006;
16:56-64.
35

Η έννοια του …περιπλανώμενου στα έργα του Knut Hamsun

Ο Κνουτ Χάμσουν (Knut Hamsun) πέρασε ένα μεγάλο μέρος της ζωής του,
ταξιδεύοντας και περιπλανώμενος, από το ένα μέρος στο άλλο. Στην εφηβεία του,
περιπλανιόταν σε διάφορα μέρη της χώρας του, κι αργότερα σε διάφορα άλλα
σημεία της σκανδιναβικής χερσονήσου, δύο φορές στην Αμερική στη δεκαετία
του 1880, στο Παρίσι στη δεκαετία του '90, στη Φινλανδία και τον Καύκασο σε
μια χρονική περίοδο γύρω από το γύρισμα του αιώνα, ενώ συνέχισε να
περιφέρεται γύρω από εγχώρια ξενοδοχεία και πανσιόν, μέχρι τα τέλη της
δεκαετίας του 1930. Αλλά και μετά τον πόλεμο, αναγκάστηκε να μείνει τόσο σε
γηροκομείο, καθώς και σε μια ψυχιατρική κλινική.

Κάστρα και βουνά της Γεωργίας.


36

Ως εκ τούτου, δεν εκπλήσσει το γεγονός ότι ο ‘περιπλανώμενος’ είναι μια


επαναλαμβανόμενη συμβολική φιγούρα στο σύνολο των έργων του Knut Hamsun,
η οποία για πρώτη φορά ήλθε στο προσκήνιο στο πρώτο του μυθιστόρημα, ‘‘Ο
Αινιγματικός’’ (Ο αινιγματικός άνθρωπος: Μια ιστορία αγάπης από τη Βόρεια
Νορβηγία, Den Gaadefulde. En kjærlighedshistorie fra Nordland, 1877). Ο Knud
Sonnenfield προέρχεται από ένα σπίτι πλουσίων, αλλά υιοθετεί την ταυτότητα του
φτωχού Rolf Andersen. Φεύγει από την πόλη στην ύπαιθρο, πριν επιστρέψει και
πάλι στην πόλη προς το τέλος του μυθιστορήματος. Το ακόλουθο μυθιστόρημα,
‘‘Bjørger’’ (1878), μας εισάγει στην πεμπτουσία της έννοιας ‘περιπλανώμενος’
μέσω του κύριου χαρακτήρα του Bjørger και των συνεχών εξορμήσεών του στον
κόσμο της φύσης. Η μελοδραματική ιστορία ακολουθεί έναν ποιητή, τον Bjørger
και την αγάπη του για τη Λάουρα. Το βιβλίο αυτό εκδόθηκε με το ψευδώνυμο
Knud Pedersen Hamsund και αργότερα χρησίμευσε ως βάση για τη ‘Βικτώρια’
(1898).

Επίσης, ο ήρωας της ‘‘Πείνας’’ (Sult, 1890), που εκδόθηκε στην Κοπεγχάγη
ανώνυμα, είναι χωρίς αμφιβολία ένας ακόμα περιπλανώμενος. Αυτό είναι
ιδιαίτερα εμφανές στους πυρετώδεις και δαιδαλώδεις περιπάτους στους
δρόμους της Kristiania, αλλά το μοτίβο του περιπλανώμενου τονίζεται περαιτέρω
από το γεγονός ότι ο ήρωας της ‘‘Πείνας’’ έρχεται από το εξωτερικό, είναι ένας
επισκέπτης, ένα οδοιπόρος και η διάλεκτός του, τον εκθέτει :
‘‘Είστε ξένος εδώ’’; είπε.
‘‘Ναι’’ .[ ... ]
Για το ενδιαφέρον του θέματος αυτού, θα μπορούσε να ακούσει αμέσως ότι
ήμουνα ξένος. Υπήρχε κάτι στην προφορά μου που τον πληροφόρησε.

Και σε κάποιο άλλο σημείο της ‘‘Πείνας’’ του:


‘‘Ακόμη κι όταν βρέθηκα έξω, όταν ένιωσα τα συμπτώματα της πείνας, δεν
μετάνιωσα που δεν ζήτησα εκείνη την κορώνα. Έβγαλα από την τσέπη μου το
δεύτερο ροκανίδι που είχα, και το έβαλα στο στόμα μου. Αυτό με ανακούφισε
κάπως. Πώς δεν το σκέφτηκα πιο νωρίς;
“Θα έπρεπε να ντρέπεσαι, είπα δυνατά. Σκέφτηκες στ’ αλήθεια να ζητήσεις από
αυτόν τον άνθρωπο μια κορώνα, και να τον φέρεις σε δύσκολη θέση…
37

“Kι επέπληξα σκληρά τον εαυτό μου, τον κατηγόρησα για την ταπεινή αυτή ιδέα
που είχε’’.
‘’Μα το Θεό, είναι ότι πιο αγενές υπάρχει! Να πολιορκήσεις έναν άνθρωπο και να
του ξεριζώσεις σχεδόν τα μάτια, απλά και μόνο επειδή εσύ, άθλιο σκυλί, έχεις
ανάγκη από μια κορώνα! Εμπρός, προχώρα! Πιο γρήγορα! Πιο γρήγορα τεμπέλη!
Θα σου μάθω εγώ’’!
Κι άρχισα να τρέχω, για να τιμωρήσω τον εαυτό μου, διαβαίνοντας τους
δρόμους τον ένα μετά τον άλλο, παροτρύνοντας με λυσσαλέα προστάγματα,
χαλιναγωγώντας την ορμή μου έξαλλα και σιωπηλά, όταν ήθελα να σταματήσω…
…Σταμάτησα τελικά, έτοιμος να κλάψω από λύσσα, επειδή δεν μπορούσα να
τρέξω άλλο: έτρεμα ολόκληρος, και κάθισα βαριά σ’ ένα πεζούλι.
‘‘Αλτ’’!» είπα.
Και για να με βασανίσω καλά, σηκώθηκα και υποχρέωσα τον εαυτό μου να
μείνει όρθιος, και γέλασα με απόλαυση για το κακό μου χάλι. Τελικά, ύστερα από
αρκετά λεπτά, μου έδωσαν την άδεια, με ένα νεύμα του κεφαλιού, να καθίσω,
ωστόσο, διάλεξα το λιγότερο άνετο σημείο του πεζουλιού.
‘‘…. Σκούπισα τον ιδρώτα από το πρόσωπό μου και ρούφηξα βαθιές ανάσες
αέρα. Πόσο είχα τρέξει! Αλλά δεν μετάνιωνα, γιατί μου άξιζε. Τι στο διάβολο μου
είχε έρθει να ζητήσω εκείνη την κορώνα; Τώρα έβλεπα τις επιπτώσεις. Κι άρχισα
να μιλώ στον εαυτό μου ήρεμα, να τον μαλώνω όπως θα έκανε μια μητέρα.
Γινόμουν όλο και πιο ευσυγκίνητος και, μέσα σε όλη την κούραση και την
εξάντλησή μου, άρχισα να κλαίω. Ήταν μια λύπη σιωπηλή και βαθιά, ένας
εσωτερικός λυγμός δίχως δάκρυα.

Ο ιδιόμορφος Kven, ένας όρος που χρησιμοποιείται για να περιγράψει ένα


άτομο νορβηγικής και φινλανδικής καταγωγής, Johan Nilsen Nagel των
‘Μυστηρίων’ (1892) χρησιμοποιεί δύο φορές τον όρο ‘περιπλανώμενος’ σε σχέση
με τον εαυτό του, αλλά με το επίρρημα σταματημένα ή παγωμένα, που
τοποθετείται πριν από αυτό. Αναμφίβολα, το επίρρημα αναφέρεται στη θέση του
Nagel ως ξένου, καθώς και την αίσθηση εκείνη της αποξένωσης που τον
διακατείχε, αλλά πάνω απ' όλα με τη θεμελιώδη αίσθηση ότι η ζωή του έχει
38

σταματήσει, και ίσως στο γεγονός ότι τα κίνητρα και την όρεξη του για ζωή έχουν
μειωθεί, αν όχι εξαφανιστεί εντελώς.

Κεντρική πλατεία της πόλεως του Μπατούμι σήμερα.

Ο υπολοχαγός Thomas Glahn, ο πρωταγωνιστής του ‘‘Πάν’’ (Pan, 1894),


εκδοθέντος στην Κοπεγχάγη, μοιράζεται πολλά από τα χαρακτηριστικά του
περιπλανώμενου, καθώς έχει παραιτηθεί από την αξιοζήλευτη στρατιωτική
σταδιοδρομία του, μια καριέρα που σχετίζεται με τον πολιτισμό και την αστική
ζωή, με απώτερο σκοπό να ταξιδέψει προς βορρά, βαθιά μέσα στη φύση και τα
νορβηγικά δάση του βορρά, αναζητώντας απελπισμένα την αγάπη, την
αυθεντικότητα και τη μέθη. Όταν αυτή η ξέφρενη αναζήτηση αποτυγχάνει και το
όνειρο της αγάπης του συντρίβεται βάναυσα, ξεκινά μια περιπλάνηση μακριά
προς την Ανατολή, σε μια περιπλάνηση από τις βόρειες περιοχές της γης προς την
Ανατολή και τα δάση της Ινδίας, όπου ενδίδει στο αλκοόλ, την ψυχρολουσία, την
αυταπάτη και τελικά την απογοήτευση.
Το μυθιστόρημα ‘‘Pan’’ (1894) του Νορβηγού Knut Hamsun, γράφτηκε ενώ
αυτός ζούσε στο Παρίσι και στη Κρίστιανσαντ της Νορβηγίας, και βεβαίως είναι
εμφανές ότι ο συγγραφέας του επηρεάστηκε άμεσα από τα έργα του Φιοντόρ
39

Ντοστογιέφσκι. Σήμερα ακόμα παραμένει ένα από τα πιο διάσημα έργα του. Έτσι
λοιπόν, για να υπεισέλθουμε σε κάποιες λεπτομέρειες του έργου, ο υπολοχαγός
Thomas Glahn, κυνηγός και πρώην στρατιωτικός, ζει μόνος του σε μια καλύβα
στο δάσος με το πιστό σκυλί του, Αίσωπο. Μετά την συνάντησή του με τη Edvarda,
την κόρη ενός εμπόρου μιας κοντινής πόλης, ακολουθεί μια περίεργη έλξη μεταξύ
τους, αλλά δυστυχώς κανένας τους δεν αντιλαμβάνεται την βαθιά αγάπη από την
πλευρά του άλλου. Συγκλονισμένος και καταπιεσμένος από την κοινωνία των
ανθρώπων, όπου ζει η Edvarda, ο Glahn βιώνει μια σειρά από τραγωδίες, πριν
φύγει για πάντα. Οι εποχές που αλλάζουν αντανακλώνται στην πλοκή του
μυθιστορήματος. Η Edvarda και ο Glahn ερωτεύονται την άνοιξη, κάνουν έρωτα
το καλοκαίρι και βάζουν τέλος στη σχέση τους, το φθινόπωρο. Τα αντιφατικά
σύμβολα του πολιτισμού και της φύσης, είναι άκρως σημαντικά στοιχεία και
παράμετροι στο μυθιστόρημα. Ο Glahn ανήκει στη φύση, ενώ η Edvarda, στον
πολιτισμό. Πολλά από αυτά που συμβαίνουν μεταξύ του Glahn και της Edvarda
έχει προαναγγελθεί όταν ο Glahn ονειρεύεται το μέλλον των δύο εραστών. Οι
συνομιλίες των εραστών προβλέπουν φυσικά και το μέλλον της σχέσης τους. Ο
επίλογος; Ο θάνατος του Glahn αναγγέλλεται από την οπτική γωνία ενός άλλου
ατόμου. Στην κύρια αφήγηση του βιβλίου, όμως πρέπει να τονίσουμε, το οποίο
είναι γραμμένο σε πρώτο πρόσωπο από τον Glahn, ο τελευταίος βλέπει τον εαυτό
του ως δύσκολο, αδέξιο, όχι ελκυστικό άντρα και ασύμφορο άτομο. Ο επίλογος
βεβαίως δείχνει ότι δεν είναι κάπως έτσι τα πράγματα, γιατί από τη σκοπιά ενός
ξένου παρατηρητή και αναγνώστη, ο Glahn είναι όμορφος, ταλαντούχος και
επιθυμητός. Ο Glahn έχει αφήσει την Nordland και έχει μετακομίσει στην Ινδία για
να είναι μόνος του στο δάσος και να κυνηγάει, αλλά παρουσιάζει κάποιες τάσεις
αυτοκτονίας εξαιτίας της χαμένης αγάπης του, και όταν ο ίδιος δεν μπορεί να το
αντέξει πια, προκαλεί με τον τρόπο του τον αφηγητή του επιλόγου… στο
απονενοημένο διάβημα.

Επίσης ο Johannes, ο γιος του μυλωνά στη ‘‘Βικτώρια’’ (1898), έχει πολλά
χαρακτηριστικά του τυπικού τύπου του περιπλανώμενου του Κνουτ Χάμσουν. Όχι
μόνο αφήνει το χωριό της καταγωγής του για να ταξιδέψει στην πόλη και
αργότερα στο εξωτερικό, για να επιστρέψει τελικά πίσω στο σπίτι και πάλι, αλλά
40

όπως ακριβώς ο Glahn, ο ήρωας της ‘‘Πείνας’’, και σε κάποιο βαθμό ο Nagel,
είναι απροσάρμοστος ως ποιητής και πέφτει θύμα της δύσμοιρης αγάπης του. Ο
γιος ενός μυλωνά, Johannes, ερωτεύεται την κόρη ενός πλούσιου γαιοκτήμονα,
τη Βικτώρια. Το μυθιστόρημα τους ακολουθεί στην εφηβεία, όπου ο μεν Johannes
αγωνίζεται με την κοινωνική ιεραρχία και γίνεται ένας επιτυχημένος συγγραφέας,
η δε Βικτώρια εξαναγκάζεται σε γάμο με τον Otto, έναν υπολοχαγό, για να σώσει
την ταραγμένη οικονομία της οικογένειας. Μια λυρική εκδρομή θα λέγαμε, στην
ανολοκλήρωτη αγάπη. Ο Κνουτ Χάμσουν αργότερα, μετά από το μυθιστόρημα,
έδωσε στην κόρη του, το όνομα Βικτώρια.

Σχεδόν το ίδιο μπορεί να λεχθεί και για τον κύριο χαρακτήρα Munken Vendt στο
ομώνυμο μυθιστόρημα (1902). Ακριβώς όπως και ο συνταξιούχος υπολοχαγός
Thomas Glahn, ο πρώην φοιτητής θεολογίας Munken Vendt, εγκαταλείπει μια
πολιτισμένη καριέρα για να αναζητήσει ‘‘κάτι άλλο’’ στα βόρεια δάση της
Nordland, όπου σε μια κατάσταση νευρικού ενθουσιασμού, συμπεριφέρεται ως
ποιητής, γυναικάς, μέθυσος και τυχοδιώκτης, με τις αναμενόμενες βεβαίως
τραγικές συνέπειες.

Το συναρπαστικό οδοιπορικό στη ‘‘Χώρα των Θαυμάτων’’ (1903), βασίζεται σε


κάποιο βαθμό σε ένα ταξίδι του Χάμσουν το οποίο πραγματοποίησε μαζί με την
πρώτη σύζυγό του, το φθινόπωρο του 1899, από την Αγία Πετρούπολη προς την
πόλη του Βατούμι, στη Μαύρη Θάλασσα. Αλλά μόνο σε κάποιο βαθμό! Η πρώτη
έκδοση είχε ως υπότιτλο ‘Εμπειρίες και Όνειρα στον Καύκασο’, και δεν μπορεί
κάποιος να παραβλέψει το γεγονός ότι το κείμενο περιέχει πολλές πραγματικές
εμπειρίες οι οποίες αρκετά συχνά ανατρέπονται πάνω σε ονειρικές αναφορές και
στη σφαίρα της φαντασίας. Εδώ, δεν είναι άλλος, αλλά ο ίδιος ο Χάμσουν, που
παίρνει το μέρος του περιπλανώμενου, συγγραφέας και περιπλανώμενος ιππότης
μαζί, σε αναζήτηση της περιπέτειας. Αξίζει να σημειωθεί πως η Ανατολή φέρνει
στο νου του συγγραφέα, αμέτρητες μαγικές αναμνήσεις δυτικών θαυμάτων,
δηλαδή για να το πούμε διαφορετικά, μνήμες παιδικής ηλικίας που εντοπίζονται
στην περιοχή της Nordland και βεβαίως στην ιδιαίτερη μητρική πατρίδα,
41

Hamarøy, του συγγραφέα: ‘Τίποτα, τίποτα στον κόσμο δεν είναι όπως το να είσαι
μακριά από όλα’ !
Στη λεγόμενη Τριλογία του Περιπλανώμενου (Wanderer trilogy), τουτέστιν το
Under Høststjærnen. En Vandrers Fortælling ή Under the Autumn Star (1906), το
En Vandrer spiller med Sordin ή A Wanderer Plays on Muted Strings (1909), και
στο Den sidste Glæde ή The Last Joy (1912), ο Χάμσουν παίρνει το αρχικό όνομα
γέννησής του, δηλαδή το Knut Pedersen. Ένα παρόμοιο μοτίβο με εκείνο που
παρατηρήσαμε σε σχέση τόσο με τον Glahn, όσο και με τον Munken Vendt,
συμμερίζονται και τα τρία προαναφερθέντα μυθιστορήματα, την αναχώρηση, την
εγκατάλειψη δηλαδή της συνήθους αστικής ζωής υπέρ της αναζήτησης της
φύσεως. Τα πρώτα δύο μυθιστορήματα της Τριλογίας του Περιπλανώμενου,
λαμβάνουν χώρα στην περιοχή γύρω από τη Kongsberg στη Νοτιοανατολική
Νορβηγία, αλλά το τελευταίο φέρνει τον Knut Pedersen προς την κατεύθυνση των
βόρειων δασών της Nordland. Ένας από τους παράγοντες που φαίνεται πως
πυροδότησαν αυτή την επιλογή του Knut Pedersen, ήταν κάποια προβλήματα που
εντοπίζονταν στη ψυχική του σφαίρα.

Απλή υπενθύμιση κάποιων ιστορικών παραμέτρων. Μπατούμι.


42

Διαβάζουμε κάπου στο Φθινοπωρινό Αστέρι του 1906: ‘Αχ, ακόμα έχω τη
νευρασθένεια μου’! Και στο αμέσως επόμενο μυθιστόρημα, το En Vandrer spiller
med Sordin του 1909: ‘ Φταίνε τα νεύρα μου’, και ομοίως βεβαίως στο τελευταίο
βιβλίο της τριλογίας αυτής: ‘Και αυτή η νευρασθένειά μου [ ... ] με ακολουθεί
παντού’ !

Το διπλό μυθιστόρημα Benoni και Rosa (1908), μας παρουσιάζει μια σειρά
περιπλανώμενων χαρακτήρων, μεταξύ άλλων τους Svend Vekter, Nikolai
Arentsen, Gilbert Lapp, Edvarda, αλλά πάνω απ’ όλα τον Munken Vendt και το
φοιτητή Parelius, στη Rosa: ‘Είχα μια γνωριμία κι ένα φίλο σε αυτά τα μέρη, και
το όνομά του ήταν Munken Vendt. Κι οι δυό μας συμφωνήσαμε να κανονίσουμε
ένα ταξίδι με τα πόδια μαζί’.

Η μονή Jvari, ένα μοναστήρι του 6ου αιώνα, που βρίσκεται στη βραχώδη κορυφή,
ακριβώς στη συμβολή των ποταμών Κουρά και Aragvi με υπέροχη θέα προς τα κάτω.
43

Από μια άποψη, είναι δυνατό να δούμε και τον Thobias Homengraa στα βιβλία
Børn av Tiden (1913) και Segelfoss (1915) ως έναν περιπλανώμενο, ένα φτωχό
αγόρι από το Segelfoss, το οποίο επιστρέφει στην γενέτειρά του ως πλούσιος και
ευκατάστατος άνθρωπος του κόσμου, για να ξεκινήσει τη λειτουργία ενός
εργοστασίου άλεσης και κάποια άλλα έργα μεγάλης κλίμακας.
Αλλά κι ένας άλλος χαρακτήρας, έχει πάμπολλα από τα τυπικά χαρακτηριστικά
του περιπλανώμενου του Χάμσουν, ο Baardsen, ένας επιπόλαιος χειριστής
τηλεγράφου. Προς το τέλος των ‘Παιδιών της Εποχής’ (Børn av Tiden), ο
γεροδεμένος Baardsen, παρουσιάζεται στο προσκήνιο. Είναι ιδιαιτέρως
αξιοσημείωτο, ότι ο Baardsen εμφανίζεται επανειλημμένα ως φερέφωνο μιας
υπαρξιακής φιλοσοφικής απαισιοδοξίας και της τραγικής συνείδησης της ζωής
σύμφωνα με τη φιλοσοφία του Σοπενχάουερ, ο οποίος πρέπει να τονίσουμε, ότι
σαφώς άσκησε μεγάλη επιρροή στον Χάμσουν.

Ο αστυφύλακας Geissler στην ‘Ανάπτυξη του Εδάφους’ ή την ‘Ευλογία της Γης’
(Markens Grøde, Growth of the Soil, 1917) είναι από τη φύση του ένας
περιπλανώμενος, καθώς τριγυρίζει από δω κι από εκεί, ολόγυρα στα βουνά, στη
Σουηδία και στο Τρόντχαϊμ. Μια σειρά από άλλα χαρακτηριστικά γεγονότα και
λεπτομέρειες, μιλούν για το γεγονός ότι ο Χάμσουν, τουλάχιστον σε κάποιο βαθμό,
χρησιμοποίησε τον Geissler ως συνήγορο του εαυτού του: ‘‘Είμαι κάτι, είμαι η
ομίχλη, είμαι εδώ και εκεί, έχω κολυμπήσει, μερικές φορές είμαι βροχή σ’ ένα
ξερό μέρος’’. Και επιπλέον, ο Geissler εκφράζει, όπως κι αυτός τη νοσταλγία των
παιδικών του χρόνων και της περιοχής του: ‘‘ Θυμάμαι όταν ήμουν ενάμιση
χρονών, στάθηκα λικνίζοντας στη γέφυρα του αχυρώνα στο αγρόκτημα Garmo
στο Lom, και παρατήρησα μια χαρακτηριστική μυρωδιά. Ακόμα θυμάμαι αυτή τη
μυρωδιά εκείνης της ημέρας’’.
Ο William Worster, στον επίλογο μιας μετάφρασης του 1920, περιγράφει το
μυθιστόρημα ως εξής: ‘‘….Είναι η ιστορία της ζωής ενός ανθρώπου στην άγρια
φύση, η γένεση και τη σταδιακή ανάπτυξη ενός πατρικού σπιτιού, μιας μονάδας
της ανθρωπότητας, στις άδειες και όχι ξεκαθαρισμένες εκτάσεις που
εξακολουθούν να υπάρχουν στα νορβηγικά υψίπεδα. Πρόκειται για ένα έπος της
γης, η ιστορία ενός μικρόκοσμου. Η κυρίαρχη παρατήρηση είναι αυτή που
44

αναφέρεται στη δύναμη και την απλότητα των απλών και υπομονετικών
ανθρώπων. Ο στυλοβάτης της εργασίας του είναι η σιωπηρή, αυστηρή, αλλά
αγαπημένη συμμαχία μεταξύ της Φύσεως και του Ανθρώπου, ο οποίος την
αντιμετωπίζει ως τον ίδιο του τον εαυτό, πιστεύοντας στον εαυτό του και σ’ αυτή
για τα φυσικά μέσα της ζωής και την πνευματική ικανοποίηση με τη ζωή που
αυτή οφείλει να του χορηγήσει, αν αποδειχτεί άξιος! Ο σύγχρονος άνθρωπος
αντιμετωπίζει τη Φύση μόνο με πληρεξούσιο αντιπρόσωπο, είτε μέσω τρίτου ή
άλλων και η οικειότητα χάνεται. Στις ερημιές η επαφή είναι άμεση και απευθείας,
είναι το στήριγμα πάνω στη γη, το άγγιγμα του ίδιου του εδάφους, που δίνει
δύναμη. Η ιστορία είναι επική σε μέγεθος, ήρεμη, με σταθερή εξέλιξη, και ρυθμό
που δεν βιάζεται, στην αχανή και οικεία ανθρωπιά. Ο συγγραφέας κοιτάζει επάνω
στους χαρακτήρες του με μια μεγάλη, ανεκτική συμπάθεια, απόμακρα αλλά
ευγενικά, σαν θεός. Δύσκολα θα μπορούσε να βρεθεί μια πιο αντικειμενική
καταγραφή της φαντασίας, αυτό που συνηθίζαμε να αποκαλούμε, ο
νευρασθενικός βορράς’’.

Ο Αύγουστος, ο παθολογικός ψεύτης της τριλογίας Vagabond, γνωστής επίσης


ως ‘Τριλογία του Αυγούστου’, η οποία περιλαμβάνει τα έργα Landstrykere ή
Wayfarers (1927), August (1930), και Men Livet lever ή The Road Leads On
(1933), είναι φυσικά η αρχετυπική φιγούρα του περιπλανώμενου, που
παραδέρνεται σε ξηρά και θάλασσα, σε όλη τη Βόρεια Νορβηγία, την Ευρώπη
και την Αμερική. Δεν υπάρχει όμως αμφιβολία, ότι η άποψη του Χάμσουν όσον
αφορά τον ονειροπόλο Αύγουστο, είναι μάλλον ασαφής. Από τη μία πλευρά,
παίζει το ρόλο του ηθικολόγου και του επικριτικού διδασκάλου, και από την άλλη,
είναι γενναιόδωρος, φιλικός και χωρίς αποκλεισμούς. Ίσως αυτό δεν είναι και
τόσο περίεργο, καθώς ο μυστηριώδης και ανήσυχος Αύγουστος, μπορεί να
θεωρηθεί ως μια γκροτέσκο εκτροπή του ίδιου του συγγραφέα Χάμσουν.
45

Ο Martin από το Hamarøy, στο μυθιστόρημα Paa gjengrodde Stier ή On


Overgrown Paths, το 1949, ήταν ο τελευταίος περιπλανώμενος μυθιστορηματικός
ήρωας και χαρακτήρας του Χάμσουν, ο οποίος στο άκουσμα μιας τυπικής λέξης
της πατρίδας του, αντέδρασε κάπως έτσι:

‘‘Μην ενοχλείστε απ’ αυτό. Μια ανάμνηση πέρασε μέσα απ’ αυτές τις απλές
λέξεις. Είσαι από τη Nordland ’’, ρώτησα.
‘‘Ω, ναι. Αλλά δε με ξέρεις’’, είπε!

Το να δούμε τον Martin ως ένα είδος παραμορφωμένης εικόνας του καθρέφτη


του Χάμσουν, φαίνεται απολύτως εύλογο. Οι παραλληλισμοί κι εδώ, αφθονούν.
Όπως και ο Χάμσουν, έτσι και ο Martin είναι ένας περιπλανώμενος που έχει
ξεστρατίσει και απομακρυνθεί από το Hamarøy. Ο ίδιος μιλάει δημόσια, γράφει
ιστορίες που περιστρέφονται γύρω από τη Nordland και από ένα κορίτσι που
ονομάζεται Alvilde, το οποίο εμφανίζεται επίσης σε ποιητικές συλλογές του
Χάμσουν, και το οποίο διαθέτει ένα κρησφύγετο μέσα στο δάσος όπου πηγαίνει
τακτικά για να γράψει. Αλλά πάνω απ' όλα όμως, η βαθιά συγγένεια και η ταύτιση
του ενός με τον άλλο, συνδέεται με τον κοινό τόπο γέννησης, τη Nordland και το
Hamarøy.

Κυριολεκτικά, το μοτίβο του περιπλανώμενου ανθρώπου στο έργο του Χάμσουν,


αντιπροσωπεύει συγκεκριμένες φυσικές και γεωγραφικές διαδρομές. Ωστόσο,
αυτές οι διαδρομές και τα ταξίδια, αντικατοπτρίζουν πάντα την αναζήτηση για
κάτι πνευματικό ή εγκεφαλικό, μερικές φορές ακόμη και μια αναζήτηση για
ψυχολογική ανάπτυξη και φώτιση. Αλλά και πάλι εμφανίζεται το ερώτημα: Τι
στόχο έχει ο περιπλανώμενος του Χάμσουν, τι τον οδηγεί και ποια τελικά είναι η
αποστολή του; Είναι η αναζήτηση για φώτιση, γνώση, αυθεντικότητα, καταγωγή,
υπαρξιακή αρμονία, ή μήπως η αναζήτηση ταυτότητας, καταγωγής ή
συναδελφότητας; Ναι, κατά μία έννοια, όλα τα παραπάνω, αλλά εξίσου είναι μια
προσπάθεια να φύγει ο περιπλανώμενος μακρυά, μια άνευ όρων αποχώρηση από
οτιδήποτε μπορεί να αποκαλεστεί σπίτι, μια συνολική απελευθέρωση από όλα
αυτά, και όχι τόσο σπάνια με μια ορμή και μέθη η οποία ταυτόχρονα συνοδεύεται
46

από μια υποκείμενη καλλιτεχνική παρόρμηση. Θα μπορούσαμε όμως να


δικαιολογήσουμε τον ισχυρισμό ότι πολλοί περιηγητές και περιπλανώμενοι του
Χάμσουν είναι ξένοι, με κάποια επικρατούσα αίσθηση αποξένωσης στα ενδότερα
του περιβάλλοντος και του πολιτισμού τους, και όχι τουλάχιστον όσον αφορά τον
εαυτό τους.
Είναι η ίδια η πράξη της περιπλάνησης, αυτή η οποία τους δίνει νόημα μέσα στο
όλο πλαίσιο της φύσεως, που συνοδεύεται ακόμα από καλλιτεχνική αναζήτηση,
και που τους επιτρέπει να επιτύχουν κάποια μοναδική αίσθηση στο βαθύτερο
νόημα της ύπαρξης.

Αρμένιος υπάλληλος σύγχρονου πανδοχείου στον Καύκασο, 84 πια ετών!

Εν κατακλείδι λοιπόν, μπορούμε να ισχυρισθούμε άφοβα, ότι ένας σημαντικός


αριθμός περιπλανώμενων προσωπικοτήτων του Χάμσουν, έχουν μια ξεχωριστή
πινελιά, της προσωπικής φυσικά ιδιοσυγκρασίας του συγγραφέα. Οι περισσότεροι
από αυτούς είναι ευέξαπτοι και μαστίζονται από μια περίεργη νευρασθένεια,
τυπική των ανθρώπων των γραμμάτων και των τεχνών, οντοτήτων με πλεόνασμα
νευρικής ευαισθησίας, έντασης και ερωτικής όρεξης. Πολλοί είναι από μια έννοια
μισοαναρχικοί στη στάση τους απέναντι στη ζωή, ασταθείς ονειροπόλοι και
47

σχολαστικοί που αντιτίθενται απέναντι σε καθιερωμένες αλήθειες και ιεραρχίες


εξουσίας. Και βεβαίως, πολλοί από αυτούς κατάγονται από τη Βόρεια Νορβηγία,
ή έχουν κάποια σχέση ή δεσμούς με το τμήμα εκείνο της βόρειας αυτής χώρας.

Βιβλιογραφία σχετικών παραθεμάτων και αναφορών

 Κνουτ Χάμσουν: Η πείνα. Μετάφραση: Δημήτρης Χορόσκελης. Εκδόσεις


Ζήτρος. 2004. Αθήνα.
48
49

In Wonderland

Ο Κνουτ Χάμσουν (Knut Hamsun) ταξιδεύει σε μια παράξενη χώρα. Αρχικά


βρίσκεται στη Μόσχα η οποία του προξενεί τεράστια εντύπωση, απολαμβάνει τις
ομορφιές της και προσπαθεί να βρει να διορθώσει ένα κουμπί, αλλά καταλήγει σε
ένα εστιατόριο, που είναι φυσικά το ‘στοιχείο’ του. Τουλάχιστον αυτό είναι κάτι
που ο συγγραφέας θυμάται όταν έγραψε τις ταξιδιωτικές του εντυπώσεις οι
οποίες δημοσιεύθηκαν το 1903 υπό τον τίτλο ‘Στη χώρα των θαυμάτων’. Ο
υπότιτλος ‘Εμπειρίες και Όνειρα στον Καύκασο’ αποκαλύπτει τα μέρη στα οποία
ταξίδεψε και δείχνει πέραν πάσης αμφιβολίας, ότι οι μνήμες του Χάμσουν
διανθίζονται καταλλήλως με φαντασιώσεις. Στο εστιατόριο της Μόσχας, υπάρχει
ασυνήθιστο ποσό της φαντασίας και περιπέτειας, τα οποία αναμιγνύονται με
αναμνήσεις πραγματικών γεγονότων. Το προβληματικό κουμπί βάζει τον
αναγνώστη του Χάμσουν, και ίσως ακόμη τον ίδιο το συγγραφέα, να θυμηθεί τα
προβλήματα Nagel στα ‘Μυστήρια’. Η επιδιόρθωση του κουμπιού και η
παρατεταμένη σκηνή που διαδραματίζεται μέσα στο εστιατόριο, διαθέτουν
μερικές ιδιότητες που θυμίζουν τόσο τον Κάφκα, όσο και κάποιες παραμέτρους
του σουρεαλισμού. Είναι πράγματι αδύνατο στον αναγνώστη να διαχωρίσει την
πραγματική Μόσχα του Χάμσουν από τη φαντασία του και είναι εξίσου δύσκολο
να προσδιοριστεί και να ειπωθεί με κάποια μεγάλη δόση πιθανότητας, κατά πόσο
τα απομνημονεύματά του είναι ένας εφιάλτης και τίποτα περισσότερο, ή απλώς
ευσεβείς πόθοι.
Ο Χάμσουν βρίσκεται μακριά όταν είναι στο σπίτι, και στο το σπίτι του όταν είναι
μακριά! Αυτό δείχνει μια ανησυχία που χαρακτηρίζει όλα τα έργα Χάμσουν, μέσα
στα οποία η ιδεολογία της βαθιάς καθήλωσης και παραμονής στα πάτρια εδάφη,
είναι διάτρητη από την ιδεολογία της κινητικότητας. Υπαινίσσεται ακόμα μια
σύγχρονη κατάσταση, στην οποία η ταυτότητα και τα υπάρχοντα βρίσκονται
πάντα κάπου αλλού, πάντα πολύ ‘μακρυά’.
50

Το βιβλίο ‘In Wonderland’, προσομοιάζει κατά κάποιο τρόπο με ένα σύγχρονο


οδοιπορικό, σχεδόν μοντερνιστικό. Ο συγγραφέας αφηγείται την ιστορία του σε
χρόνο ενεστώτα, ο οποίος παρακάμπτεται μόνο περιστασιακά για να παραδεχτεί
κάποιες φορές ότι το να ταξίδι του ήταν σε γενικές γραμμές καλά σχεδιασμένο
και ότι η όλη ιστορία του έλαβε χώρα, συντάχτηκε και εκδόθηκε, όπως είναι
αποτυπωμένη. Ο Κνουτ Χάμσουν όμως μοιάζει με τον ήρωα των ‘Μυστηρίων’,
Nagel. Αρχικά γοητεύει τους ανθρώπους γύρω του με την αβρότητα και την
εκσεσημασμένη ίσως ευγένεια, και στη συνέχεια τους εξαπατά χρησιμοποιώντας
πλαστές επαγγελματικές κάρτες. Στην πραγματικότητα, ο περιπλανώμενος
Χάμσουν θυμίζει αρκετά τον ήρωα στην ‘Πείνα’, ο οποίος ζει σε ένα διαρκή
ενεστώτα και περιπλανιέται σε μια πραγματικότητα η οποία καθοδηγείται από τις
παρορμήσεις και τις φαντασιώσεις του, και ο οποίος θα έχει βρει τον εαυτό του,
το στοιχείο του ας πούμε, αν γινόταν κατορθωτό και ήταν σε θέση να γευματίσει
σε ένα εστιατόριο της Μόσχας.
Ο Χάμσουν είναι τόσο μόνος και απόβλητος στον κόσμο, όπως ο ήρωας στην
‘Πείνα’. Το γεγονός ότι έχει πράγματι την παρέα της κυρίας Χάμσουν, δεν
φαίνεται να αποτελεί σημαντική παράμετρο ή κομβικό σημείο για την ιστορία και
την υπόθεση του έργου, η οποία απεικονίζει τον Χάμσουν, ως ένα ταξιδιώτη, ο
οποίος είναι χωρίς ρίζες, ξεσπιτωμένος και συνάμα ανήσυχος, όπως ο ίδιος ο
Χάμσουν, ίσως να μην ήθελε ποτέ για τους ανθρώπους να βρίσκονται σε τέτοια
κατάσταση!
Το ταξίδι στον Καύκασο, είναι ένα ταξίδι μετ' επιστροφής. Ο Χάμσουν επιστρέφει
στην πηγή και ίσως ελπίζει για μια εκ βάθρων αναγέννηση, εξ ολοκλήρου
ανατολίτικη. Βλέπει τον Καύκασο ως την πύλη που οδηγεί προς την Ανατολή, την
κατοικία όλων αυτών που έχασε και στερήθηκε στο σύγχρονο αμερικανοποιημένο
πολιτισμό της πατρίδας του και φυσικά, όχι μόνο. Εκεί όπου μπορούσε κάποιος
να βρει την ποίηση και την αυθεντικότητα:
‘‘Ω Καύκασε, ω Καύκασε ! Δεν είναι τυχαίο το ότι οι μεγαλύτεροι ποιητές που
έχει γνωρίσει ποτέ ο κόσμος, οι μεγάλοι Ρώσοι, σε έχουν επισκεφτεί, ανατολικά
των πηγών…’’.
Ο δρόμος προς τις πηγές, περνάει μέσα από την Ρωσία των δούλων!
51

‘‘ Σκλάβοι! Νομίζω να δείτε τους ανθρώπους του μέλλοντος. Οι νικητές του


κόσμου μετά τους Γερμανούς’’ !
Ο Χάμσουν δεν αναφέρεται στο τι είναι δουλοπρεπές και τι ανατολίτικο, αλλά
περιλαμβάνει επίσης ένα μικρό δοκίμιο για τους ρώσους συγγραφείς, μέσα στο
οποίο επαναλαμβάνει το γνωστό του έπαινο για τον Ντοστογιέφσκι και τον
ακούσιο θαυμασμό του για τον Τολστόι, σε βάρος του Ίψεν και των άλλων
Ευρωπαίων:
‘‘Οι ασιάτες είναι από τη φύση τους, μοιρολάτρες και έχουν μια περίεργη τάση
γι αυτή την παλιά δοκιμασμένη φιλοσοφία με το απλό, αλλά και απόλυτο σύστημά
της. Προφανώς, δεν επηρεάζονται από τις σύγχρονες ιδέες μας και απορρίπτουν
την έλλειψη της ταυτότητας και των εστιών μας, και δεν έχουν ανθρώπινα
δικαιώματα, δικαίωμα ψήφου και συνδικάτα…’’.
Ο Χάμσουν κάνει προφανώς εχθρούς στο δρόμο του προς την Ανατολή, κι αυτό
γιατί ο αμαξάς και οδηγός του αποδεικνύεται ότι είναι αναξιόπιστος, ενώ ένας
χρήσιμος αξιωματούχος, αποκαλύπτεται ότι στην πραγματικότητα πρόκειται περί
κοινού απατεώνα. Έτσι γράφει ένα αρκετά εκτεταμένο κομμάτι του
μυθιστορήματος, που αναφέρεται σε αυτόν τον ψεύτικο αξιωματικό. Κατά την
άποψή του, οι Εβραίοι είναι ένα δυσάρεστο και ξένο στοιχείο, που αποτελεί
εμπόδιο στο δρόμο του τι είναι πραγματικά διαφορετικό, το αυθεντικό δηλαδή
ανατολίτικο. Οι Εβραίοι συνδέονται επίσης με ερωτικές φαντασιώσεις, τις οποίες
όμως απορρίπτει ο Χάμσουν. Στην προσωπική του ‘Ανατολή’, οι γυναίκες είναι
τόσο περιθωριακές, όσο και η δική του σύντροφος στα ταξίδια του. Δυστυχώς
όμως, ακόμη και η ανατολή, αποδεικνύεται ότι είναι μολυσμένη από τον
μοντερνισμό. Η Τιφλίδα είναι ευρωπαϊκή πόλη, εμφορείται από μοντέρνες ιδέες,
έστω και αν το παλιό κομμάτι της πόλης παριστά έναν πραγματικά παραδοσιακό
ανατολίτικο θύλακα. Στο Μπακού, ο Χάμσουν διαπίστωσε ότι η Αμερική αρχίζει
παντού να διαφαίνεται και ότι η διαρκώς αυξανόμενη πετρελαϊκή βιομηχανία της
πόλης δεν ταιριάζει με τη δική του ανατολίτικη φαντασία και προσμονή. Ο
Χάμσουν φτάνει στον προορισμό του, τουτέστιν τη Μαύρη Θάλασσα, αλλά
ανακαλύπτει έντρομος ότι ο στόχος και τελικός σκοπός του, δεν υπάρχει
τουλάχιστον όχι με την έννοια της αυθεντικής ‘πηγής’ που περίμενε.
52

Ωστόσο, δεν απογοητεύεται. Όταν επιστρέφει στο σπίτι για να καταγράψει τα


ταξιδιωτικά κείμενα για την εφημερίδα του, απλώς προσθέτει στις εμπειρίες του
μπόλικες δόσεις φαντασιώσεων ενός κόσμου πέρα από αυτόν, μια πηγή και μια
μοιρολατρική μονιμότητα που ξεπερνά τη σύγχρονη παροδικότητα. Ο αναγνώστης
έχει τη δυνατότητα να μοιραστεί μαζί του, τόσο τις εμπειρίες, όσο και τα όνειρά
του. Δέχεται αρκετές αναλαμπές της Ρωσίας και του Καυκάσου πριν από τη
στροφή του αιώνα και του δίνεται μια μικτή, αλλά ισχυρή εντύπωση του
συγγραφέα Κνουτ Χάμσουν, ως του κύριου χαρακτήρας της δικής του ιστορίας.
53

Κνουτ Χάμσουν: Ταξιδεύοντας στη χώρα των θαυμάτων


(In Wonderland)

'' Στις αρχές του Σεπτεμβρίου φτάνουμε στην Αγία Πετρούπολη. Με τη βοήθεια μιας
κυβερνητικής υποτροφίας σκοπεύω να κάνω ένα ταξίδι μέχρι τον Καύκασο, την Ανατολή,
την Περσία, την Τουρκία. Φτάνουμε από τη Φινλανδία, όπου έχουμε ζήσει για ένα χρόνο.
Σχεδόν ακριβώς διακόσια χρόνια πριν, ο Μέγας Πέτρος ίδρυσε μια πόλη πάνω σε
δεκαεννέα βαλτωμένα νησιά. Ο Νέβα τρέχει παντού μέσα στην πόλη, παράξενα
διαιρεμένος και διάσπαρτος, και η ίδια η πόλη είναι ένα αξιόλογο μείγμα: φανταχτερή,
με πλήθος δυτικοευρωπαϊκών οικημάτων μαζί με βυζαντινά κτίσματα με τρούλους και
μαγευτικές φτωχογειτονιές''.

Το βιβλίο του Κνουτ Χάμσουν ‘Στη χώρα των Θαυμάτων’ (1903), είναι ένα
οδοιπορικό από το ταξίδι του μέσα από τη Ρωσία και τον Καύκασο, στην
Κωνσταντινούπολη το 1899. Αν και αυτό το βιβλίο μεταφράστηκε στα αγγλικά
σχετικά καθυστερημένα (2004), παραμένει ένα από τα λιγότερο μελετημένα έργα
του Χάμσουν, στο οποίο ο συγγραφέας θα ταξιδέψει στην Ανατολή, και με κάποια
λογοτεχνική ελευθερία θα μπορούσαμε να το χαρακτηρίσουμε ως ένα ταξίδι πίσω
στη δική του ζωή, στα μέρη του νου. Μετά την επιστροφή του, το Wonderland
γίνεται η ετικέτα για τα γραπτά του Χάμσουν γύρω από τη βόρεια γη, στο βόρειο
τμήμα της Νορβηγίας όπου μεγάλωσε, και όχι για την Ανατολή.
Το 1927, σε μια έρευνα που έγινε, ο Κνουτ Χάμσουν ρωτήθηκε ποιο βιβλίο του
άρεσε περισσότερο, απάντησε με τον συνήθη προκλητικό τρόπο του, πως δεν του
αρέσουν γενικώς τα βιβλία κι ότι μάλλον θα προτιμούσε μια αληθινή ιστορία του
Klatszko για μια απόδραση από τη Σιβηρία. Όποτε άλλωστε εξέφρασε τις
απόψεις του σχετικά με την ανάγνωση, τα μυθιστορήματα δεν συγκρίνονταν με τα
οδοιπορικά κείμενα, τις ιστορίες γύρω από το κυνήγι, τα απομνημονεύματα, την
αλληλογραφία και τα ιστορικά βιβλία. Το 1895, έγραψε από το Παρίσι στους
54

φίλους του Bolette και Ole Johan Larsen ‘‘ …Θα μπορούσατε να μου στείλετε ένα
βιβλίο της ιστορίας, όχι μυθιστορήματα, για όνομα του Θεού. Αλλά ένα ιστορικό
βιβλίο, ξέρετε τώρα, για μακρινές πράγματα και εποχές, ή ένα βιβλίο για ταξίδια
σε μακρυνές χώρες’’. Και σε μια άλλη επιστολή στο φίλο του Albert Engström,
έγραψε ότι σύντομα θα αρχίσει τα βιβλία του Hedin που αναφέρονται στο Θιβέτ,
αφού αυτά τα πράγματα προσφέρουν θαυμαστή αναγνωστική απόλαυση, σε
αντίθεση με τα μυθιστορήματα και τα θεατρικά έργα που του προξενούν αηδία.
Σε κάποια περίοδο συγκέντρωσε όλο το έργο ‘Memoirer og Breve’
(Απομνημονεύματα και Γράμματα) των Julius Clausen και Peter Frederik Rist, σε
σαράντα τόμους και αναφώνησε ευχαριστημένα το 1911, ότι: ‘‘Τώρα ολόκληρη η
σειρά μου είναι πλήρης, και είναι απολύτως το πιο ενδιαφέρον πράγμα στη
βιβλιοθήκη μου’’. Και είναι απολύτως βέβαιο, ότι τα ταξιδιωτικά βιβλία
κατελάμβαναν εξέχουσα θέση μεταξύ όλων των λογοτεχνικών του βιβλίων. Σε
άλλη μια επιστολή του, λέει πως έχει κόψει εκατοντάδες σελίδες μιας
ταξιδιωτικής σειράς από μια εφημερίδα και απαντώντας στο ερώτημα ενός
γερμανού μεταφραστή, ισχυρίζεται ότι: ‘‘ Τα ταξιδιωτικά οδοιπορικά και τα βιβλία
των εξερευνητών είναι τα πιο πολύτιμα αναγνώσματά μου’’. Σε ευχαριστήριο
σημείωμα προς τον συγγραφέα Eilert Bjerke για το ταξιδιωτικό του βιβλίο ‘Όνειρα
της Ιουδαίας’, ο Χάμσουν τον επαινεί ακριβώς για την επιλογή αυτού του είδους,
λέγοντας ότι μόνο οι άνθρωποι με ‘καλά’ κεφάλια κάνουν τέτοια πράγματα. Και
για άλλη μια φορά αναφέρεται δυσμενώς για τον Ίψεν: ‘‘…Το γεγονός ότι ο
άνθρωπος δεν είχε γράψει ούτε ένα οδοιπορικό, είναι μια ακόμη απόδειξη ότι ο
Ίψεν δεν πρέπει να συγκαταλέγεται μεταξύ των μεγάλων συγγραφέων’’!

Ο Χάμσουν έγραψε ένα οδοιπορικό, ‘‘Στη χώρα των θαυμάτων’’, το οποίο φέρει
τον υπότιτλο ‘‘Εμπειρίες και όνειρα’’ και εκδόθηκε το 1903, ενώ το ταξίδι
πραγματοποιήθηκε το 1899, εποχή κατά την οποία ο Χάμσουν ήταν νιόπαντρος
με την Bergljot Goepfert (1898), το μυθιστόρημα ‘Βικτώρια’ μόλις είχε
δημοσιευθεί, και είχε λάβει κάποια χρήματα και άδεια από τη Νορβηγικό
Υπηρεσία για την Εκκλησία και την Παιδεία. Τον Νοέμβριο του 1898 οι νεόνυμφοι
μετακόμισαν στη Φινλανδία, όπου, σύμφωνα με τις επιστολές του, πάγωσαν μέσα
σε ένα μακρύ και δυσάρεστο χειμώνα, πριν ξεκινήσουν για το μεγάλο ταξίδι τους
ανατολικά στην Αγία Πετρούπολη, Μόσχα, Vladikavkas, την Τιφλίδα, το Μπακού
55

στην Κασπία Θάλασσα, το Μπατούμι της Μαύρης Θάλασσας και στη συνέχεια
επιστροφή στο σπίτι μέσω της Κωνσταντινούπολης. Το ενδιαφέρον του Χάμσουν
για τη Ρωσία, χρονολογείται από τα χρόνια ήδη της ανάγνωσης των μεγάλων
ρωσικών συγγραφέων, για τους οποίους εκφραζόταν με τα καλύτερα λόγια. Για
τον Ντοστογιέφσκι προχωρούσε ακόμα περισσότερο από οποιονδήποτε άλλο.
Έλεγε για παράδειγμα, ότι ‘‘ο Ντοστογιέφσκι είναι ο μόνος συγγραφέας από τον
οποίο έχω μάθει κάτι, είναι ο μεγαλύτερος των ρωσικών κολοσσών’’.
Το 1899, ταξίδεψε, για να θυμηθούμε ξανά, στη Ρωσική Αυτοκρατορία, ενώ σε
δύο προηγούμενες περιόδους, 1882-1884 και 1886-1888, επισκέφτηκε τη
Βόρεια Αμερική, στις περιοχές που εγκαταστάθηκαν οι Σκανδιναβοί. Κατά τα έτη
1893-1895 έζησε για μεγάλα χρονικά διαστήματα στο Παρίσι. Στην Αμερική ήταν
ένας αλήτης και πλανόδιος και στο Παρίσι καλλιτέχνης. Έτσι, στο μέτρο που ο
Χάμσουν έλεγε αλήθεια, είπε στο γερμανό εκδότη του, Albert Langen, το 1902:
‘‘Μεταξύ των άλλων πραγμάτων, τώρα γράφω ένα μικρό βιβλίο για το ταξίδι μου
στον Καύκασο, το μοναδικό ταξίδι που έχω δρομολογήσει στη ζωή μου’’, κι αυτό
γιατί από πολύ καιρό ονειρευόταν ακριβώς αυτό το είδος του ταξιδιού! Ήδη από
το 1890, είχε κάνει σχέδια για ένα ταξίδι στην Κωνσταντινούπολη, αλλά η
οικονομική του κατάσταση τότε, δεν το επέτρεψε. Δύο χρόνια αργότερα, έκανε
μια άλλη προσπάθεια. Τον Μάιο του 1892 έγραψε στη φίλη του Caroline
Neeraas: ‘‘…Ο Θεός ξέρει πόσο ανυπομονώ να πάω στην Τουρκία, να μπω σε
αυτό το παράξενο μέρος, αυτό με ενθουσιάζει’’! Αλλά τα χρήματα ήταν και πάλι
το κύριο πρόβλημα! Όταν το 1899, τελικά δρομολόγησε το ταξίδι του, η Τουρκία
είχε γίνει λιγότερο σημαντική για αυτόν. Η Κωνσταντινούπολη ήταν μόνο μια
στάση στο κομμάτι της επιστροφής, ακόμα κι αν τα γραπτά του γύρω από το
ταξίδι τελειώνουν ήδη στο Βατούμι. Αυτό δεν οφείλεται στο γεγονός ότι δεν είχε
κάτι που να αφορούσε την Τουρκία, γιατί στην πραγματικότητα ο Χάμσουν
δημοσίευσε επτά τμήματα ενός οδοιπορικού από την Κωνσταντινούπολη στην
Aftenposten, τη μεγαλύτερη εφημερίδα της Νορβηγίας, την άνοιξη του 1903, λίγο
πριν κάνει την εμφάνισή της ‘‘Η Χώρα των Θαυμάτων’’. Ωστόσο, αυτό το τμήμα
της διαδρομής, δεν περιλήφθηκε στο τελικό βιβλίο. Η Τουρκία κατά μία έννοια
είχε βγει έξω από το βιβλίο αυτό, και βεβαίως ούτε το οδοιπορικό της
Κωνσταντινούπολης δεν είχε την ίδια λογοτεχνική ποιότητα που είναι
χαρακτηριστικό γνώρισμα του ημερολογίου του ρωσικού του ταξιδιού, γνωστού
56

όντος ότι η Κωνσταντινούπολη ήταν μεταξύ των περιοχών που γοήτευαν στις
αρχές της δεκαετίας του 1890, ειδικά τους νέους ποιητές.

Η Ιταλία ήταν ένας κλασική προορισμός του Grand Tour, όπως ονομαζόταν το
μεγάλο ταξίδι που είχε τις ρίζες του στην Αναγέννηση και ήταν συχνό φαινόμενο
σε όλο τον δέκατο όγδοο και δέκατο ένατο αιώνα, και το οποίο συνήθιζαν να
κάνουν οι νέοι φερέλπιδες άνδρες από την Αγγλία και γενικά τη Βόρεια Ευρώπη.
Οι νέοι εν προκειμένω περίμεναν και ήλπιζαν να εξοικειωθούν με την τέχνη και τα
σημαντικά μέρη της δυτικής παράδοσης. Το ταξίδι ήταν απλώς η επιβεβαίωση
ενός καθολικά κληρονομούμενου πολιτισμού. Ενώ λοιπόν το Grand Tour ήταν για
τον ταξιδιώτη ένα βήμα πάνω στα βήματα και χνάρια του πολιτισμού, το ταξίδι
του Χάμσουν στην Ανατολή εξέφραζε την επιθυμία να κάνει ένα βήμα προς τα
πίσω στο χρόνο, σε αναζήτηση πιο αρχαϊκών μορφών συνείδησης και
πρωτογονισμού, όπως για παράδειγμα τα ταξίδια του Gauguin στην Ταϊτή.
Ο συγγραφέας του ταξιδιωτικού οδοιπορικού ‘‘Στη χώρα των θαυμάτων’’ δεν
ενδιαφερόταν να αποκτήσει την, πολυπόθητη για πολλούς, είσοδό του σε
υψηλούς κοινωνικούς κύκλους, ή να συναντήσει καλλιτέχνες και διανοούμενους,
αλλά να βιώσει απλώς την καθημερινή ζωή. Ο Καύκασος είχε μια ανατολίτικη
υποψία, δεν είχε μολυνθεί από το άγχος, το θόρυβο και τον υλισμό της Δύσης.
Στους ανθρώπους της Ανατολής αποδίδονταν θετικές ιδιότητες, όπως η ειρήνη, η
αξιοπρέπεια, και η χαλαρότητα στις ενέργειές του. Το φαγητό ήταν επίσης, για
τον Χάμσουν πάντοτε, καλύτερο στην Ανατολή: ‘‘Τα σταφύλια είναι τα πιο νόστιμα
που έχω δοκιμάσει ποτέ και αισθάνομαι λίγο ντροπή που έχω φάει στο παρελθόν
τέτοια πράγματα όπως τα σταφύλια της Ευρώπης με ευχαρίστηση’’.
Ήταν η εποχή κατά την οποία η Αμερική ερχόταν να εκπροσωπήσει τη Δύση και
από όλα αυτά, ο συγγραφέας ήθελε να ξεφύγει. Ωστόσο, υπάρχει μια κραυγαλέα
αναντιστοιχία μεταξύ του ρυθμού που αποδιδόταν στους Ανατολίτες και στην
ταχύτητα την οποία συντηρούσαν οι ταξιδιώτες. Όσον αφορά, ας πούμε, τα μέσα
μεταφοράς του δέκατου ένατου αιώνα, πρέπει σίγουρα να παρατηρηθεί ότι
ακολουθούσαν έναν κάπως αμερικανικό ρυθμό. Ωστόσο, ο αφηγητής σε πρώτο
πρόσωπο παρουσιάζει το ταξίδι ως πολύ μακρυνό. Από την Κωνσταντινούπολη
γράφει στο φίλο του Wentzel Hagelstam: ‘‘…Στο σαστισμένο μου μυαλό, είναι
τουλάχιστον ένα έτος από τότε που φύγαμε από τη Φινλανδία. Μερικές φορές
πιστεύω ότι ήταν πριν από τρία χρόνια’’.
57

Στην πραγματικότητα, ήταν μόλις τρεις εβδομάδες νωρίτερα. Αλλά ο χρόνος


στέκεται ακόμα στη Χώρα των Θαυμάτων. Για τον Χάμσουν, η Ανατολή ήταν η
έκφραση ενός είδους εκκεντρικότητας, η εικόνα μιας μορφής παραλογισμού που
είχε επαινεθεί στα γραπτά του, όπως ας πούμε στην ‘Πείνα’ του (1890).
Στην εισαγωγή του οδοιπορικού του, γράφει: ‘‘ Θα ταξιδέψω στον Καύκασο, την
Ανατολή, την Περσία και την Τουρκία με σχετική κρατική επιχορήγηση’’. Όταν
αφήνουν τους άλλους ταξιδιώτες στο Μπατούμι, στο τέλος του οδοιπορικού,
γράφει και πάλι ότι ‘‘αύριο πάλι θα φύγουμε για το Μπακού και στη συνέχεια
προς τα πέρα, στην Ανατολή’’. Στην πραγματικότητα, ο Χάμσουν δεν ταξίδευε
καθόλου ανατολικά σε αυτό το σημείο, αλλά προς τα δυτικά με πλοίο, μέσω της
Μαύρης Θάλασσας στην Κωνσταντινούπολη. Δεν προχώρησε ποτέ στην Περσία, η
οποία πάντοτε βρισκόταν μπροστά τους σαν μια υπόσχεση ή μια προφητεία.

Τι αναζητούσε όμως ο Χάμσουν στη Χώρα των Θαυμάτων; Είναι ίσως πιο εύκολο
να πούμε τι βρήκε! Βρίσκει το δρόμο για το σπίτι του! Τη γη των βορείων, τη
Νορβηγία! Το 1899 είχαν περάσει σχεδόν είκοσι χρόνια από τότε που είχε φύγει
με δανεισμένα χρήματα από κάποιον έμπορο, για να γίνει συγγραφέας στην
Κοπεγχάγη, και από τότε δεν είχε γυρίσει στο σπίτι του. Τώρα τα πράγματα
αρχίζουν να του θυμίζουν επίμονα και έντονα το σπίτι του. Ακόμη και στο
εισαγωγικό κεφάλαιο, στο δρόμο προς τη Μόσχα, ο αφηγητής αρχίζει να κάνει σε
πρώτο πρόσωπο κάποιες συγκρίσεις με τα πράγματα και τις εμπειρίες του
σπιτιού του, όχι ακριβώς τη Νορβηγία αλλά στην πραγματικότητα όλες τις βόρειες
χώρες και τόπους. Το ταξίδι σε νέο έδαφος, τώρα γίνεται ένα ταξίδι πίσω στη δική
του ζωή, στα μέρη του νου του. Από το τρένο βλέπει ανθρώπους που αλωνίζουν
τα στάχυα, παραστάσεις οι οποίες οδηγούν τις σκέψεις του πίσω στο μύλο του
πατέρα του, στο Αρχάγγελσκ, και μάλιστα όσο πιο μακρυά πηγαίνει, τόσο πιο
έντονα κάνει αισθητή την παρουσία του το παρελθόν.
‘‘… Θυμάμαι μια μυστηριώδη νύχτα από την παιδική μου ηλικία στη Νορλάνδη
(η οποία βρίσκεται στη βορειοδυτική ακτή της σκανδιναβικής χερσονήσου)…’’,
αρχίζει πολλές φορές την αναπόληση… πριν αυτή ελεγχθεί από αποσιωπητικά! Κι
αργότερα πάλι κάποια άλλη, που επίσης διακόπτεται με τον ίδιο τρόπο, γραφικό
αποτέλεσμα το οποίο δίδει την εντύπωση ενός ημιτελούς χαρακτήρα,
απροσδιόριστου αλλά ταυτόχρονα σημαντικού. Οι ελλείψεις και τα αποσιωπητικά
δείχνουν μάλλον τις καταστάσεις, παρά τις αλληλουχίες του αποτελέσματος. Έτσι
58

αντικρίζουμε θραύσματα τα οποία ο συγγραφέας δεν θέλει πραγματικά να


εξερευνήσουμε. Αλλά σταδιακά βεβαίως αποκαλύπτει ολοένα και περισσότερα,
μέχρι που στο ένατο κεφάλαιο, παίρνουμε μια μεγάλη δόση αναδρομικής ματιάς
από την παιδική του ηλικία στο Hamaroy: ‘‘…Αυτός ο κόσμος είναι όπως κανένας
άλλος στον κόσμο, απ’ όσο ξέρω, και πάλι έρχονται στιγμές που πιστεύω ότι θα
μπορούσα να επιθυμώ να παραμείνω εδώ για όλη μου τη ζωή’’. Πώς λοιπόν αυτή
η επιμονή στην παραδοξότητα, ταιριάζει με την γενικότερη αίσθηση ότι βρίσκεται
στο σπίτι του, διερωτώνται οι κριτικοί του έργου του; ‘‘ Αισθάνομαι σαν στο σπίτι
μου εδώ, αν και βρίσκομαι μακριά από αυτό’’. Κάποιοι παραπέμπουν στο δοκίμιο
‘‘Das Unheimliche’’ του Φρόιντ, ο οποίος λέει ότι ‘‘Η αγάπη είναι νοσταλγία, και
κάθε φορά που ένας άνθρωπος ονειρεύεται έναν τόπο ή μια χώρα και λέει στον
εαυτό του, ενώ εξακολουθεί να ονειρεύεται: ‘αυτό το μέρος μου είναι οικείο ή
έχω ξανάρθει εδώ’, μπορούμε να ερμηνεύσουμε εκείνο το μέρος ως τα γεννητικά
όργανα της μητέρας του ή το σώμα της’’. Είναι κατασταλμένα ίσως συναισθήματα
προς τη μητέρα που εδώ έρχονται στην επιφάνεια; Ίσως, αλλά δεν θα πρέπει να
το θεωρήσουμε απολύτως σωστό στη περίπτωση του συγγραφέα μας!
Αλλά, θα μπορούσε πάλι κανείς να αντιτάξει, γιατί ο Χάμσουν δεν επέστρεψε
σπίτι του για είκοσι ολόκληρα χρόνια; Η έλλειψη χρημάτων δεν μπορεί να είναι ο
μόνος λόγος, αφού είχε καταφέρει να αντέξει οικονομικά και να χρηματοδοτήσει
τα περάσματά του στην Αμερική, το Παρίσι, το Μόναχο, τη Σουηδία και τη Δανία.
Είχε βάλει ένα προσωρινό τέλος στις παιδικές του αναμνήσεις και τα τοπία της
πατρίδας του, σε μια ατέρμονη προσπάθεια, έναν αγώνα να γίνει και εξελιχθεί
στη συνέχεια ως συγγραφέας; Μερικοί πιστεύουν ότι η σχέση με τη μητέρα του
ήταν ιδιαιτέρως τραυματική, αλλά αυτό ήταν κάτι στο οποίο ο ίδιος ο Κνουτ
Χάμσουν δεν αναφέρθηκε ποτέ. Μια οριστική απάντηση στο ερώτημα γιατί δεν
επέστρεψε στο σπίτι του για είκοσι χρόνια, είναι μάλλον αδύνατο να βρεθεί, αλλά
είναι εντυπωσιακό όμως το πώς οι αναμνήσεις από τη Νορλάνδη, έρχονται
συνεχώς στην επιφάνεια του οδοιπορικού. Αλλά στο ταξίδι του, ή μάλλον στο
οδοιπορικό του, στην περιοχή του Καυκάσου, ο αφηγητής σε πρώτο πρόσωπο,
έχει την αίσθηση ότι έχει επιστρέψει σε μια… αρχική κατάσταση. Είναι
ενδιαφέρον ότι, κατά την επιστροφή του, ο Κνουτ Χάμσουν αποφασίζει να
επισκεφθεί τους γονείς του. Έτσι την άνοιξη του 1900, βρίσκεται πίσω στο σπίτι
του στο Hamaroy και πάλι.
59

Η Ανατολή εμφανίζεται στο οδοιπορικό του Χάμσουν ως θέαμα, ένα tableau


vivant, μια συλλογή ζωντανών εικόνων. Ο ταξιδιώτης τοποθετεί τον εαυτό του
μέσα σε αυτό το ταμπλό, κι ο συγγραφέας μας πηγαίνει πίσω στη δική του ζωή,
στην Αμερική, ιδίως μέσω των συγκρίσεων μεταξύ των πρακτικών, των μεθόδων
εργασίας και των παρεμφερών διαδικασιών, καθώς και στην Νορλάνδη της
παιδικής του ηλικίας, στην τελευταία όμως δίνοντας μεγαλύτερη έμφαση στα
παραμυθένια τοπία. Η Ανατολή γίνεται ένα στάδιο στη σύλληψη της προσοχής του
αναγνώστη.
Και εδώ φτάνουμε στο πραγματικό σκοπό του ταξιδιού. Το ταξίδι γίνεται για
χάρη της γραφής! Η κατάσταση συγγραφής υπερθεματιζόταν ξανά και ξανά,
τόσο στις καταχωρήσεις του ημερολογίου του στο τεταμένο παρελθόν, όσο και
στο μοντάζ του παρόντος χρόνου. Ο υπότιτλος, αναφέρεται σε δύο διαφορετικούς
τρόπους εμπειρίας, τους οποίους σύμφωνα με τον μεγάλο Ιρλανδό ποιητή
Seamus Heaney (1939-2013), θα μπορούσαμε να αποκαλέσουμε ‘η γεωγραφική
της χώρας (geographical country) και της χώρας του νου’ (country of the mind). Η
συνάντηση με τα τοπία γίνεται αλληλεπίδραση μεταξύ του τόπου στον οποίο
λαμβάνει χώρα το ταξίδι και του τόπου που παραπέμπουν το νου, μεταξύ των
νέων αξιοθέατων και των παλιότερων αναμνήσεων. Ο τόπος τοιουτοτρόπως,
ενεργοποιεί τη μνήμη. Η Ανατολή εμφανίζεται σε αυτήν την προοπτική, ως
θαυμαστό διακοσμητικό στοιχείο, ένα πολύτιμο κόσμημα για το παραμυθένιο
τοπίο της παιδικής του ηλικίας. Η ειρήνη και η αυθεντικότητα της Ανατολής
αγγίζουν τελικά την εμπειρία της φύσης από το μικρό παιδί, την παιδική του
τελικά ηλικία.
Το βιβλίο θα πρέπει να αναγνωριστεί ως ένα οδοιπορικό, και έτσι να εκτιμάται
αντί να συγκαταλέγονται μεταξύ των μυθιστορημάτων του Χάμσουν.
‘‘Κάθομαι κάτω και βρίσκομαι στο σπίτι μου εδώ, σαν να λέμε, μακριά, στο
στοιχείο μου’’!

Βιβλιογραφία σχετικών παραθεμάτων και αναφορών

 Heaney Seamus: Preoccupations. Selected Prose 1968-1978. 1984. Faber and


Faber. London.
60

 Henning Howlid Waerp: Knut Hamsun as a Travel Writer: In Wonderland.


Scandinavian-Canadian Studies/Études Scandinaves au Canada. 2006;
16:56-64.
 Hamsun Knut: In Wonderland (translated by Sverre Lyngstad). Published by Ig
Publishing. 2003.
 Hamsun Knut: Excerpts from In Wonderland. Literary Journalism Studies. The
Journal of the International Association for Literary Journalism Studies. 2013;
Vol. 5, No. 1, Spring 2013; 26-37.
61

Αποσπάσματα από το ‘‘In Wonderland’’ του Knut Hamsun

‘‘…Η Ίνγκερ έχει ταξιδέψει στη φαρδιά θάλασσα, πήγε στην πολιτεία και τώρα πια έχει
γυρίσει στο σπίτι της. Ο κόσμο είναι μεγάλος, μυρμηγκιάζει από μικρές μικρές
κουκίδες, ανάμεσα σε αυτές και η Ίνγκερ.
Ένα τίποτα ήτανε, σχεδόν, ανάμεσα στους ανθρώπους.
Και βραδιάζει’’.

Κνουτ Χάμσουν, Η ευλογία της γης

Το ‘‘In Wonderland’’ (Στη χώρα των Θαυμάτων του Κνουτ Χάμσουν, 1903) είναι,
όπως τονίστηκε, μια καταγραφή του ταξιδιού του συγγραφέα επάνω στα βουνά
του Καυκάσου, μέσω της Νότιας Ρωσίας, το 1899. Καταλήγει στην Τιφλίδα αφού
επισκεφτεί τα κοιτάσματα πετρελαίου του Μπακού. Φυσικά, ο βραβευμένος με
Νόμπελ, Χάμσουν, είναι πιο γνωστός για το μυθιστόρημά του Πείνα (1890). Αλλά
βεβαίως τα μυθιστορήματα του Χάμσουν, δεν ήταν το μόνο είδος του. Το ‘‘Στη
χώρα των Θαυμάτων’’, από μία άποψη, ε οδοιπορικό. Από την άλλη, όμως, είναι
πάρα πολύ ωραίο κείμενο που ακολούθησε την παράδοση της λογοτεχνικής
δημοσιογραφίας, με έμφαση στην αφηγηματική και περιγραφική λεπτομέρεια, με
ότι φυσικά συνεπάγεται αυτό. Ο Χάμσουν αποκαλύπτει συχνά τα είδη των
προκαταλήψεων που συνδέουμε με τους ευρωπαίους ταξιδιώτες των τελών του
δέκατου ένατου αιώνα, δεδομένου ότι αυτοί διερεύνησαν, περίεργες από μια
άποψη, αντιλήψεις για το τι συνιστούσε το ‘‘πρωτόγονο’’ και τελικά το
υποκειμενικό και αντικειμενικό, γύρω από έννοιες όπως Μωαμεθανοί, Τάταροι,
δερβίσηδες, αντιλήψεις που είχαν ως αποτέλεσμα την ευρωπαϊκή έμπνευση του
Οριενταλισμού. Επιπλέον, αποκαλύπτει πόσο αδύναμο θα μπορούσε να ήταν το
όριο μεταξύ της εφευρεμένης φαντασίας του συγγραφέα και του πεζού λόγου,
εκείνη την εποχή. Σε ένα από τα αποσπάσματα του βιβλίου που ακολουθούν, η
σύντροφός του, η πρώτη του γυναίκα Bergljot, διαβάζει τα κείμενα του ταξιδιού,
ενώ ο ίδιος υποφέρει από πυρετό και κοιμάται. Όταν ξυπνά, αυτή τον κατηγορεί
62

ότι λέει ψέματα. Όπως είναι γνωστό, ο αρχικός υπότιτλος του βιβλίου ‘Στη χώρα
των Θαυμάτων’ ήταν ‘Εμπειρίες και Όνειρα στον Καύκασο’, ή ‘Ζώντας και
Ονειρεύοντας στον Καύκασο’. Δεν μπορούμε να ξέρουμε φυσικά!

1899 : Ταξιδεύοντας στη Νότια Ρωσία

… Η πόρτα του διαμερίσματός μας ανοίγει στο διάδρομο. Εδώ βρίσκεται


καθισμένος ένας Αρμένιος. Έχει ετοιμάσει ένα κρεβάτι από μαξιλάρια. Από κάτω
έχει κεντημένο στρώμα από κίτρινο μετάξι, και από πάνω μια κόκκινη και καφέ
μεταξωτή κουβέρτα. Είναι ξαπλωμένος ολόκληρος μέσα σε αυτά τα δαπανηρά
στολίδια και σε ένα σύννεφο σκόνης κάτω από ένα χαμηλό παράθυρο. Έχει
βγαλμένες τις μπότες του και οι βαμβακερές κάλτσες του είναι γεμάτες τρύπες
από τις οποίες τα δάκτυλα των ποδιών του βγαίνουν έξω. Το κεφάλι του στηρίζεται
σε δύο μαξιλάρια, οι θήκες των οποίων είναι πολύ βρώμικες, αλλά γεμάτα τρύπες
όπου μέσω των ανοιγμάτων μπορεί κανείς να δει τα πραγματικά μαξιλάρια, τα
οποία είναι από μετάξι με χρυσό νήμα. Νέες άνθρωποι φτάνουν και εγκαθίστανται
στο διάδρομο από τον Αρμένιο. Είναι Καυκάσιοι Τάταροι. Οι γυναίκες τους έχουν
πέπλο, ντυμένες με μονόχρωμα κόκκινα υφάσματα από βαμβάκι, και είναι
καθισμένες κι αμίλητες πάνω στα μαξιλάρια τους. Οι άνδρες είναι ψηλοί, άτομα
με σκούρα επιδερμίδα και γκρι μανδύα πάνω τους και με πολύχρωμο μεταξωτό
ζωνάρι γύρω από τη μέση. Στη ζώνη τους βρίσκεται ένα στιλέτο σε θήκη, κι έχουν
μεγάλες ασημένιες αλυσίδες για τα ρολόγια τσέπης τους.
63

Οι οροσειρές του Καυκάσου, όπως πάντα χιονισμένες.

Η ατμομηχανή μας τώρα τροφοδοτείται με αργό πετρέλαιο από το Μπακού, και


η μυρωδιά του καυσίμου αυτού είναι πολύ πιο δυσάρεστη από ότι η δυσωδία του
άνθρακα σε μεγάλη θερμοκρασία. Ξαφνικά σταματάμε σε ένα μικροσκοπικό
σταθμό έξω στη στέπα. Πρόκειται να συναντήσουμε το τραίνο από το Vladikavkaz.
Ενώ περιμένουμε, βγαίνουμε έξω να ξεμουδιάσουμε λίγο. Ο ήλιος είναι ζεστός και
ήρεμος, και στο μεγάλο πλήθος των επιβατών ο ένας γυρίζει γύρω από τον άλλο,
κουβεντιάζοντας και τραγουδώντας. Και πιο εκεί, για άλλη μια φορά, κάνει την
παρουσία του, ο εθνοφρουρός. Δεν φαίνεται να γκρινιάζει μετά από όλες αυτές
τις μοναχικές ώρες στο κλειστό του διαμέρισμα όπου είχε πάρει έναν ανενόχλητο
ύπνο κατά τη διάρκεια αυτών των ωρών, ο Θεός ξέρει! Τώρα περπατάει μαζί με
μια νεαρή κοπέλα που καπνίζει. Ξεσκέπαστη, αφήνει τον καυτό ήλιο να λάμπει
πάνω στα πλούσια μαλλιά της. Μιλούν γαλλικά, και ενδιάμεσα στη συνομιλία τους,
ακούγονται τρανταχτά γέλια. Αλλά η κόρη του πρίγκιπα, η κυρία με τα διαμαντένια
δαχτυλίδια, πρέπει τώρα να βρίσκεται στο βωμό με κάποιον άλλο. Ένας άνδρας
πηδάει από το τρένο με ένα δέμα στο χέρι του. Το πρόσωπό του είναι κιτρινωπό
καφέ και έχει γυαλιστερά μαύρα μαλλιά και γένια. Είναι Πέρσης. Βρίσκοντας ένα
μικρό σημείο για τον εαυτό του, λύνει το δέμα του και ξεδιπλώνει δύο κομμάτια
64

ύφασμα στο έδαφος. Στη συνέχεια, βγάζει τα παπούτσια του. Η πρώτη σκέψη μου
λέει πως είναι κάποιος που ετοιμάζεται να κάνει κόλπα με μαχαίρια και σφαίρες,
αλλά κάνω λάθος. Ο Πέρσης ετοιμάζεται να προσευχηθεί. Παίρνει μερικά χαλίκια
από το καφτάνι και τα τοποθετεί στις άκρες πάνω από τα ρούχα του, και τότε
γυρίζει προς τον ήλιο και αρχίζει την προσευχή του. Πρώτα στέκεται στητός. Από
τώρα και στο εξής δεν βλέπει κανέναν σε ολόκληρο το πλήθος των
παρευρισκομένων, κρατώντας τα μάτια του πάνω στις δύο βότσαλα και είναι
απομονωμένος στην προσευχή.

Borjomi, μια πόλη-θέρετρο μέσα στον Καύκασο στα χρόνια της Σοβιετικής
Ένωσης.

Στη συνέχεια, ρίχνει τον εαυτό του στα γόνατα και να κάμπτει το πάνω μέρος του
σώματός του στο έδαφος, αρκετές φορές, ενώ ταυτόχρονα αλλάζει τις θέσεις των
βοτσάλων στο πανί, μετακινώντας το ένα που ήταν μακρυά, πιο κοντά και προς τα
αριστερά. Όρθιος, κρατά τις παλάμες μπροστά στο πρόσωπό του και κινεί τα χείλη
του. Εκείνη τη στιγμή ακούγεται το τρένο από το Vladikavkaz και η ατμομηχανή
μας κάνει σινιάλο, αλλά ο Πέρσης δεν δείχνει να ενοχλείται. Το τρένο δεν θα
αναχωρήσει μέχρι να τελειώσει, και το κάνει αυτό αφού ήταν θέλημα του Αλλάχ.
Και πάλι ρίχνει τον εαυτό του στο έδαφος και αλλάζει θέσεις στα βότσαλα, τα
65

οποία μπλέκει μεταξύ τους κάπως απερίσκεπτα ώστε να μη μπορώ πια να τον
παρακολουθήσω. Τώρα είναι μόνος εκεί έξω, όλοι οι επιβάτες έχουν επιβιβαστεί
στο τρένο. Βιάσου άνθρωπέ μου, λέω στον εαυτό μου! Όμως ο Πέρσης
εξακολουθεί να κάνει κάποια τόξα με τα χέρια του και τα τεντώνει μπροστά. Το
τρένο αρχίζει να κινείται, κι ο Πέρσης στέκεται για τελευταία φορά απέναντι από
τον ήλιο, κι ύστερα μαζεύει τα ρούχα του, τα βότσαλα και τα παπούτσια και
επιβιβάζεται στο τρένο, χωρίς ίχνος βιασύνης στις κινήσεις του. Μερικοί από
αυτούς που τον παρακολουθούν, δίνουν ένα είδος μπράβο σ' αυτόν, αλλά ο
ατάραχος Μοχάμεντ δεν δίνει σημασία από κάτι που ψιθυρίζεται από τα ‘άπιστα
σκυλιά’ και προχωρά αγέρωχα προς το κάθισμά του μέσα στο τρένο…

Σε ένα σταθμό όπου σταματάμε για νερό, το μάτι μου βλέπει επιτέλους τον
εισπράκτορα ο οποίος έπρεπε να αφαιρέσει το κερί από το σακάκι μου. Στεκόταν
στο έδαφος λίγα βαγόνια πιο πέρα. Του λέω γεια και του χαμογελώ, έτσι ώστε να
μην τον φοβίσω και φύγει μακρυά, γιατί σκοπεύω να τον πιάσω, και όταν τον έχω
φτάσει, του χαμογελώ με συμπάθεια. Γνέφει και χαμογελά σε αντάλλαγμα και
όταν βλέπει το κερί σαν ένα λευκό σημάδι στο σακάκι μου, ανοίγει τα χέρια του
και λέει κάτι, και τότε τρέχει στην καμπίνα του στο τρένο. Δεν κατάλαβα τι είπε,
αλλά κατά πάσα πιθανότητα ότι θα γυρίσει πίσω σε λίγο και περίμενα. Η
ατμομηχανή αφού γέμισε νερό, σφύριξε και άρχισε να κινείται, αλλά δεν
μπορούσα να περιμένω άλλο. Συναντήθηκα πολλές φορές με τον αξιωματικό από
χθες, τον μελλοντικό μας σύντροφο στο ταξίδι πάνω από τα βουνά. Δεν με ξέρει
και ίσως τον προσέβαλα. Δόξα τω Θεώ. Σε ένα σταθμό όπου είχαμε δείπνο, κάθισε
δίπλα μου. Έβαλε τα παχύ πορτοφόλι του κάτω από το φως. Ήταν κάπως δύσκολα,
όχι γιατί ήθελε να με βάλει στον πειρασμό να κλέψω το πορτοφόλι, αλλά για να
μου δείξει ότι είχε ένα μικρό στέμμα ασημί χρώματος πάνω σε αυτό. Αλλά ο Θεός
ξέρει μόνο αν το στέμμα ήταν από ασήμι και εάν είχε το δικαίωμα να το έχει. Όταν
πλήρωσα δεν είπε λέξη και δεν παρενέβη, αλλά ένας κύριος στην άλλη πλευρά
μου επεσήμανε ότι είχα πάρει πολύ λίγα ρέστα. Διόρθωσε το λάθος του
σερβιτόρου και πήρα τα χρήματα αμέσως. Σηκώνομαι και δείχνω την
ευγνωμοσύνη μου στον κύριο. Έχουμε αποφασίσει να μην τον έχουμε ταξιδιωτικό
υπεύθυνο και να τον αποφύγουμε στο Vladikavkaz…
66

Ένα όμορφο πρωί στη στέπα, το ψηλό χορτάρι, ο ψητός καφές, ο άνεμος
σφυρίζει απλά. Υπάρχει πάρα πολύ μεγάλη έκταση όπου και να κοιτάξεις…

Ανεβαίνοντας στον Καύκασο

… Και πάλι παρατηρούμε γυναίκες που θερίζουν στάχυα μέσα στα χωράφια. Οι
παλαιότερες σκύβουν δειλά προς το έδαφος και συνεχίζουν το έργο τους, αλλά
μια νεαρή κοπέλα μας κοιτάζει και γελάει. Είναι ντυμένη με μπλε σαραφάν, έχει
δεμένο ένα κόκκινο μαντήλι γύρω από τα μαλλιά της, λαμπερά λευκά δόντια και
σκούρα μάτια. Όταν πλέον αισθάνεται πως την παρακολουθούμε, σταματά το
γέλιο, τινάζει νωχελικά το κεφάλι και γυρίζει μακριά. Ένας σύντομος θαυμασμός
διαφεύγει απ’ όλους τους ταξιδιώτες. Η εκτίναξη του κεφαλιού, ήταν απαράμιλλη.
Το ένα χωριό μετά το άλλο! Ο δρόμος ζικ-ζακ λόγω της ανόδου και ο Kornei που
διαθέσει τα άλογα, τα οδηγεί απαλά και τα ποτίζει συχνά. Σε μια από αυτές τις
λακκούβες ποτίσματος, μας ξεπέρασε μια άμαξα την οποία ο Kornei άφησε να
περάσει, με αποτέλεσμα να γεμίσουμε από τη σκόνη που άφησε πίσω της. Τον
παρακαλέσαμε να σταματήσει για λίγο, ώστε να υπάρξει χρόνος να φύγει η σκόνη
μακρυά, αλλά σε γενικές γραμμές δεν εκτιμούμε και τόσο το νυσταγμένο τρόπο
της οδήγησής του. Από την άλλη μεριά, ο Kornei φαίνεται να πιστεύει ότι όλα
πηγαίνουν πολύ καλά, υποτιμώντας το γεγονός! Το βράδυ βρίσκεται επάνω μας.
Σκοτεινιάζει σιγά-σιγά, το κρύο είναι πιο αισθητό και ρίχνουμε τις κουβέρτες γύρω
από τους ώμους μας. Παρατηρώ το σημείο του κεριού στο σακάκι και πάλι και να
ασπρίζει, είναι σαν ένα θερμόμετρο εδώ πάνω στα ύψη, αφού είμαστε σε
υψόμετρο 2.000 μέτρων. Ακόμα στριφογυρίζουμε ανάμεσα στα βουνά. Ο Kornei
ποτίζει τα άλογα για μια ακόμη φορά, αν και κάνει τόσο κρύο. Κάποια στιγμή τα
χωράφια τελειώνουν, έχουμε φθάσει σχεδόν σε μια κορυφογραμμή με ξυλεία. Στη
συνέχεια περνάμε την άλλη σιδερένια γέφυρα και φτάνουμε στο σταθμό Kobi
όπου θα περάσουμε τη νύχτα. Λίγο πριν φτάσουμε εκεί, ξαφνικά ο Kornei πηδάει
κάτω από την κιβωτό και αρχίζει να τραβάει την ουρά ενός αλόγου του. Στην αρχή
δεν είχαμε καταλάβει αυτήν την περίεργη συμπεριφορά, αλλά σε λίγο
παρατηρήσαμε ότι η κοιλιά του αλόγου ήταν πολύ πρησμένη και ότι το ζώο μόλις
και μετά βίας μπορούσε να περπατήσει…
67

… Ένα καλό μέρος και πάρα πολύ ενδιαφέρον, επίσης! Ζητάμε κατάλυμα, αλλά
όλα τα ξεχωριστά δωμάτια είναι κατειλημμένα. Ωστόσο, αυτό δεν σημαίνει ότι θα
είμαστε χωρίς μια στέγη πάνω από τα κεφάλια μας. Ο συνταξιδιώτης μου δείχνει
ένα μεγάλο κοινό δωμάτιο για τις γυναίκες και ένα για τους άνδρες. Εκεί
υπάρχουν παγκάκια με δερμάτινη κατά μήκος των τοίχων και πρόκειται να
κοιμηθώ σε ένα από αυτά. Πάλι καλά! Ζητάμε κάποια φαγητά που σερβίρονται
χωρίς να περιμένουμε, ένα εξαιρετικό φιλέτο , shchi και φρούτα…
(Σημ. shchi: είδος σούπας της περιοχής. Υπάρχουν πάνω από εξήντα
διαφορετικές συνταγές για shchi, ανάλογα με το τι υλικά βάζουνε μέσα. Μπέικον,
λάπαθο, φασόλια, μανιτάρια, αυγά, ακόμα και θαλασσινά. Όλα μπορούν να
προστεθούν στην αυθεντική συνταγή για να της προσδώσουν επιπλέον γεύση.
Αλλά το βασικό υλικό αυτής της σούπας αποτελεί το λάχανο ή ακόμη
προτιμότερα, το λάχανο τουρσί. Είναι αυτό ακριβώς το συστατικό που δίνει λίγο
ξινή γεύση στη σούπα και το τοποθετεί στην κορυφή πολλών ρωσικών μενού).

…Ο πυρετός μου επιδεινώθηκε και πάλι κι έτσι είμαι αποφασισμένος να απόσχω


από ορισμένες τροφές και ποτά, αλλά η ικανοποίησή μου που βρήκα αυτό το
ευχάριστο μέρος στα βουνά, με κάνει να ξεχάσω τον πυρετό και παραγγέλνω την
παρακάτω λάθος διατροφή: φιλέτο , shchi, φρούτα, μπύρα και αργότερα, καφέ.
68

Το ιστορικό σπίτι του Αλεξάνδρου Chavchavadze στον Καύκασο, σήμερα.

Ενώ τρώμε, εμφανίζεται στο χολ ο Kornei και επιμένει να μιλήσει μαζί μας.
Μπορούμε να τον ακούσουμε πολύ καλά εκεί έξω, αλλά πέρα απ’ αυτό, μπορούμε
να τον δούμε κάθε φορά που κάποιος περπατά μέσω της πόρτας. Αλλά ο
σερβιτόρος είναι με το μέρος μας και δεν τον αφήνει να μας μιλήσει, για να
αποφευχθεί η διατάραξή μας κατά τη διάρκεια του γεύματος. Τελικά ο Kornei
βρίσκει μια ευκαιρία και γλιστρά μέσα στην τραπεζαρία κοντά μας. Τι θέλει; Ο
Kornei μας εξηγεί ότι θα φύγουμε από εδώ στις έξι το πρωί. Γιατί άραγε; Πηγαίνει
ενάντια στη συμφωνία μας, αφού έχουμε ήδη συμφωνήσει για τις πέντε η ώρα,
έτσι ώστε να φτάσουμε στο Ananuri αύριο το βράδυ (Σημ. Το Ananuri, είναι
συγκρότημα πύργων και κάστρων δίπλα στον ποταμό Aragvi της Γεωργίας, κάπου
εβδομήντα χιλιόμετρα έξω από την Τιφλίδα).
Στη συνέχεια μας δίνει μια εξαιρετικά περίπλοκη απάντηση, αλλά
αντιλαμβανόμαστε ότι μας ζητά να βγούμε έξω μαζί του. Τον ακολουθούμε. Δεν
φοράμε ούτε καπέλα ούτε κάποιο επανωφόρι, νομίζοντας ότι πηγαίνουμε ακριβώς
απέξω, αλλά ο Kornei μας πηγαίνει λίγο μακρύτερα, μέχρι το δρόμο. Το φεγγάρι
69

φαίνεται λίγο παραπάνω απ’ το μισό, αλλά λάμπει έντονα, και εκτός αυτού, έχει
βγει πλήθος αστεριών. Στην άκρη του δρόμου βλέπουμε ένα σκοτεινό σημείο. Ένα
νεκρό άλογο! Είναι ένα από τα άλογα του Kornei που έχει πεθάνει. Το πότισε μέχρι
θανάτου. Βρίσκεται εκεί ξαπλωμένο με μια κοιλιά τόσο πρησμένη, που μοιάζει με
μπαλόνι.
‘‘Εκατό ρούβλια είναι αυτά’’, λέει ο Kornei!
Είναι απαρηγόρητος. Μας οδηγεί πίσω στο γεύμα που διακόψαμε,
επαναλαμβάνοντας συνεχώς ότι αυτό είναι εκατό ρούβλια! Αυτό ήταν λοιπόν! Τα
εκατό ρούβλια χαθήκανε! Κανείς δεν θα τα δώσει πίσω στον Kornei, κι έτσι δεν
υπάρχει καμία ανάγκη να συνεχίσουμε να μιλάμε για αυτό.
Και για να τον αποπέμψω, του λέω κάτι τέτοιο: ‘‘Καληνύχτα! Θα τα πούμε αύριο
στις πέντε’’.
‘‘ Όχι, στις έξι’’, απαντά ο Kornei.

Δεν μπορούμε να καταλήξουν σε συμφωνία. Ο Kornei προσπαθεί να πει κάτι, κι


αυτό που καταλαβαίνουμε είναι ότι εκατό ρούβλια έχουν χαθεί και αύριο
αυτός θα έχει μόνο τρία άλογα. Η λογική του, δεν μας είναι σαφής. Με μόνο τρία
άλογα, υπάρχει ένας ακόμη λόγος παραπάνω για να ξεκινήσουμε το ταξίδι μας
στις πέντε, αν θέλουμε να φτάσουμε έγκαιρα στο Ananuri. Και μετά από πολλές
διαπραγματεύσεις με ρολόγια και δυνατά ρωσικά, ο Kornei γνέφει τελικά και
συμμορφώνεται.
Καληνύχτα…
Το φεγγάρι και τα αστέρια είναι έξω εκεί. Το άλογο κείται ακόμα εκεί, πρησμένο
και αφημένο, με μόνο δύο σκυλιά που το φυλάνε. Αργότερα έρχεται ένας
άνθρωπος με την τανάλια του πεταλωτή στο χέρι του, ενώ ένας νεαρός άνδρας
λέει χωρατά και αστεία για το νεκρό σώμα του αλόγου, κάτι που φυσικά δεν θα
μπορούσε να το κάνει με ένα χριστιανικό σώμα. Παίρνει τα παπούτσια του ψόφιου
αλόγου, και λίγο αργότερα έρχεται ο Kornei και προετοιμάζονται για τη λήψη του
δέρματος. Γιατί όχι;
70

Το ιστορικό συγκρότημα και η εκκλησία Gremi της Γεωργίας.

Οι δύο άνδρες σκίζουν το δέρμα κατά μήκος της κοιλιάς και στα πόδια και
αρχίζουν την εκδορά. Ο Kornei είναι ήσυχος και δεν λέει λέξη, αλλά ο νεαρός
παραπονιέται ότι δεν μπορεί να δει πολύ καλά, ρίχνοντας μια ματιά ψηλά στον
ουρανό και γκρινιάζοντας, σαν να λέει ότι έχει ξεχάσει να καθαρίσει το λυχνάρι
του απόψε. Εντάξει! Στη συνέχεια, πηγαίνει να πάρει ένα φανάρι και επιστρέφει,
φέρνοντας μαζί του πολλά άτομα, νέους και γέρους, φαίνεται μάλλον ότι η
μυρωδιά του σφαγμένου ζώου τους έκανε πρόθυμους να τον ακολουθήσουν.
Κοιτάμε όλοι!
Ξαφνικά περισσότεροι άνδρες βγάζουν τα μαχαίρια τους και αρχίζουν το
γδάρσιμο. Φαίνονται ότι ενεργούν από καθαρή επιθυμία, νιώθοντας την γυμνή
σάρκα με τα χέρια τους, ζεσταίνονται από αυτό και γελάνε με κάποιο υποτονικό
ενθουσιασμό. Ξυπνάει μήπως η εσωτερική παγανιστική τους ιδιότητα σε όλα
αυτά; Το δέρμα αφαιρείται από το ζώο σε μια μόλις στιγμή και ένα άλλο άλογο
έρχεται με ένα κάρο για να τραβήξει το πτώμα μακριά. Εκείνη τη στιγμή ένας
δυνατός νεαρός άνδρας ακουμπά την άκρη του μαχαιριού του στην κοιλιά του
ζώου και την ανοίγει.
71

Όλοι τους άφησαν ένα υπόκωφο θαυμαστικό ως μια μικρή έκφραση του πόσο
καλό τους κάνει να αισθάνονται και σε λίγο, πολλοί από αυτούς βάζουν τα χέρια
τους γύρω από τα έντερα, μιλώντας εξαιρετικά δυνατά, σαν να προσπαθούσαν να
φωνάξουν ο ένας τον άλλο. Ο Kornei δεν συμμετέχει σε αυτό, αυτός είναι πάρα
πολύ καλός Χριστιανός για κάτι τέτοιο, και πετάει το ειδωλολατρικό δέρμα στο
έδαφος, με την αιτιολογία ότι δεν θέλει δοσοληψίες με αυτό. Παρακολουθεί την
όλη σφαγή και μια χαμηλή φωτιά φαίνεται πως έχει ανάψει μέσα στα μάτια του.

Ιστορικό καραβανσεράι στην πόλη Sheki στον Καύκασο.

Ένας άντρας έρχεται από το σταθμό. Δεν μπορούμε να πιστέψουμε στα μάτια
μας, είναι ο πανδοχέας. Μήπως θέλει να λάβει μέρος κι αυτός στην διαδικασία;
Σταματά τον ακρωτηριασμό του νεκρού αλόγου και ζητά την άδεια από τον Kornei
να πάρει μερικά από τα τμήματα του σκελετού, κάποια άκρα του ζώου. Ο Kornei
γυρίζοντας αλλού, του αρνείται. Ο ξενοδόχος του γλιστρά μερικά χρήματα στο χέρι
και ο Kornei απομακρύνεται αφού δεχτεί τα χρήματα. Στη συνέχεια, οι ξενοδόχος
επισημαίνει τα μέρη που θέλει και πολλοί άνδρες διαμελίζουν με ευχαρίστηση το
πτώμα. Με τη βοήθεια των δύο ανδρών, ο ξενοδόχος παίρνει το φιλέτο και τα
πόδια μαζί του και φεύγει. Φιλέτο, λέω στον εαυτό μου, φιλέτο και shchi για τους
72

ταξιδιώτες που θα έρθουν! Ίσως ο ξενοδόχος και η οικογένειά του δοκιμάσουν κι


οι ίδιοι το κρέας απόψε, αφού είναι αλογίσιο. Ο Kornei είναι απασχολημένος στο
να πάρει το υπόλοιπο του αλόγου μαζί του στο κάρο, αλλά οι κρεοπώλες
εξακολουθούν να διασκεδάζουν με τα περισσεύματα. Εξακολουθούν να υπάρχουν
αφημένα κάποια νόστιμα κομμάτια και ο καθένας παίρνει το κομμάτι του, τους
ώμους, το συκώτι, τους πνεύμονες. Ο Kornei τους το επιτρέπει. Το μέρος που
έμεινε και ρυμουλκείται από το κάρο ήταν ακόμα αρκετά μεγάλο, δηλαδή το
πρησμένο έντερο του αλόγου…

Η γυναίκα του Χάμσουν ανακαλύπτει ότι πολλά από τα γραπτά του, είναι
επινόηση της φαντασίας του!

…Η ζέστη ήταν αρκετά υψηλή χθες το βράδυ και ο ύπνος μου ήταν
διακοπτόμενος. Ξύπνησα μέχρι πολλές φορές, σκουπίστηκα, ανέπνευσα και
ξεφύσησα και κοιμήθηκα πάλι. Μια φορά όταν ξύπνησα, η συνταξιδιώτης μου
διάβαζε ένα βιβλίο δίπλα από μια λάμπα. Ήμουν πολύ νυσταγμένος και
εξαθλιωμένος από τον πυρετό για να προσπαθήσω να ανακαλύψω τι έπρεπε να
κάνω…
Μετά από ένα ανήσυχο ημιλήθαργο, ξυπνάω πάλι και πάω να κοιτάξω έξω.
Ξημέρωσε σχεδόν πέντε η ώρα. Πετάγομαι και φοράω τα ρούχα μου. Λέω κάτι
μόνος μου στον τοίχο, και υποθέτω ότι είναι αδύνατο να κοιμηθώ περισσότερο.
Σε εκείνο το σημείο η συνταξιδιώτης μου με ρωτά ‘‘Ποιος είναι αυτός ο
αστυνομικός που μας σταμάτησε στο δρόμο’’;
‘‘Αξιωματικός της αστυνομίας’’; Λοιπόν, αυτό ήταν, το ημερολόγιό μου υπήρξε
αντικείμενο νυχτερινής ανάγνωσης !
Δεν είχα αποκαλύψει τίποτα για τον αστυνομικό και κράτησα το μυστικό στην
καρδιά μου! Μήπως δεν αξίζει κάποιας εκτίμησης; ‘‘Πώς μπορεί κανείς να
ψεύδεται τόσο απροκάλυπτα. Και δεν πιστεύω ούτε στην βόλτα σας στα βουνά
του Kobi.’’; συνεχίζει η φωνή από τον τοίχο. ‘‘…Είχα κρατήσει βέβαια τη σιωπή μου
για τη βόλτα. Είχα αναλάβει αυτή τη δέσμευση για λογαριασμό της επιστήμης,
είχα πρόθυμα θυσιάσει το βραδινό ύπνο μιας νύχτας, για να προωθήσω το έργο
73

της Γεωγραφικής Εταιρείας, υπομένοντας όλες τις κακουχίες με σιωπηλή καρδιά.


Έτσι όπως συμπεριφέρεται ένας αληθινός εξερευνητής’’. ‘‘Και εκτός αυτού’’, λέει
η συνταξιδιώτης μου, ‘‘και εκτός αυτού, νομίζω ότι γράφεις πάρα πολλά
μικροπράγματα’’!

Αυτή ήταν η τελευταία σταγόνα!


‘‘… Η καλή μου σύντροφος είχε χρησιμοποιήσει μια ήσυχη ώρα της νύχτας, όταν,
λόγω της ασθένειας και του πυρετού, δεν κατέστη δυνατό να υπερασπιστώ τον
εαυτό μου και τα υπάρχοντά μου, για να χώσει τη μύτη της στο ταξιδιωτικό μου
αρχείο. Εντάξει ! Αλλά η καλή μου σύντροφος στο ταξίδι, προσπάθησε να με κάνει
να νιώσω αβέβαιος και αδύνατος να κρατήσω ένα εξαιρετικό ημερολόγιο. Αυτή
ήταν η τελευταία σταγόνα’’!
“ Πάω έξω’’ , είπα, αφήνοντας το δωμάτιο με άσχημη διάθεση…

Η υπόγεια πόλη των σπηλαίων Βάρντζια (Vardzia) της Γεωργίας


74

Το ξενοδοχείο ακόμα κοιμόταν, αλλά όταν κατέβηκα κάτω στο προθάλαμο, ένα
θυρωρός ξεπρόβαλε τρίβοντας τα μάτια του. Ήταν ένας από αυτούς τους
τυχοδιώκτες στα ξενοδοχεία της Ανατολής που γνωρίζουν τα ταχύτερα γαλλικά
που ποτέ συνάντησα. Παρέμεινα άφωνος γιατί δεν μπορώ να απαντήσω με μια
λέξη σε χίλιες, κι άνοιξα την πόρτα.
Όταν βγήκα έξω στο δρόμο, συνειδητοποίησα τι μου είχε πει ο άνθρωπος. Μου
είχε ταυτόχρονα ευχηθεί καλή μέρα, έκανε κάποιες παρατηρήσεις σχετικά με τις
καιρικές συνθήκες, ζήτησε να μάθει πώς είχα κοιμηθεί και πρόσφερε τις
υπηρεσίες του ως οδηγός της πόλης. Αυτό είναι μόνο ότι κατάλαβα, αλλά ξέχασα
κάτι σημαντικό. Ω ναι, τώρα θυμάμαι ότι ήθελε να γυαλίσει τα παπούτσια μου.
Ωστόσο, είναι νωρίς το πρωί, οι άνθρωποι κάθονται μπροστά από τις πόρτες τους
κουβεντιάζοντας ή περιπλανούνται στους δρόμους. Οι Καυκάσιοι δεν κοιμούνται!
Ο ήλιος δεν είχε ανατείλει, αλλά ήταν ένα ζεστό, καθαρό πρωινό. Ακριβώς
απέναντι από το ξενοδοχείο βρίσκεται ένα μεγάλο πάρκο. Μπαίνω μέσα και
περπατάω ευθεία μέσα από αυτό και βγαίνω από την άλλη πλευρά. Οι
περισσότεροι άνθρωποι που βλέπω, φορούν ενδυμασίες του Καυκάσου, με όπλα,
μερικοί φορούν ευρωπαϊκά σακάκια και σκληρά καπέλα. Τις στολές των
Κιρκάσιων αξιωματικών. Βλέπω ότι δεν υπάρχουν γυναίκες στους εξωτερικούς
χώρους. Είχα σκοπό να μελετήσω την πόλη από το ένα άκρο στο άλλο πριν από το
πρωινό, αλλά σύντομα συνειδητοποίησα ότι αυτό θα ήταν αδύνατο.
Πεινασμένος καθώς ήμουνα, πήρα ένα τσαμπί σταφυλιών, να βολέψω τον εαυτό
μου, αλλά ως σκανδιναβός χρειάζομαι, φυσικά, κρέας και ορισμένες φέτες ψωμί
για να ικανοποιηθώ. Περπατώντας γύρω από το πάρκο, ήρθα και πάλι πίσω στο
ξενοδοχείο. Κανείς δεν είχε ξυπνήσει ακόμα. Στον προθάλαμο ο θυρωρός άρχισε
πάλι τα γαλλικά του, γι' αυτό έσπρωξα την πόρτα για να ξεφύγω και βρέθηκα στο
αναγνωστήριο του ξενοδοχείου. Εδώ, σε ένα τραπέζι, βρήκα έναν οδηγό για τη
Ρωσία και τον Καύκασο. Κοίταξα στην Τιφλίδα και άρχισα να διαβάζω…
75

Στις πετρελαιοπηγές του Μπακού της Κασπίας θάλασσας. Μεταξύ των ιδρυτών
βρίσκονταν οι τρείς Σουηδοί αδελφοί Νόμπελ, συμπεριλαμβανομένου του
Άλφρεντ, του ιδρυτού των Βραβείων Νόμπελ

‘‘… Ένα ατμόπλοιο από το στόλο Νόμπελ βρίσκεται στη διάθεσή μας για μια
εκδρομή στα φρεάτια πετρελαίου στην Balakhany. Δεν ήταν η πρώτη και
μοναδική φορά που τα πλοία αυτής της μεγάλης επιχείρησης μεταφέρουν
επισκέπτες εκεί πέρα. Αυτό γίνεται με μεγάλη προθυμία για πολύ καιρό, αλλά δεν
είναι και τίποτα το ιδιαίτερο. Ένα μεγάλο μέρος των Σκανδιναβών είχε την
καλοσύνη να έρθει και να μας εξηγήσει τα πάντα. Ήταν μια ήσυχη,
φεγγαρόλουστη βραδιά. Μετά από μια βόλτα μισής ώρας έξω από το Μπακού, το
νερό φαίνεται σαν να βράσει σε μαύρες δίνες. Οι στρόβιλοι αλλάζουν, κινούνται
και συγχωνεύονται με άλλους στροβίλους, κι η αδιάκοπη κίνηση σας κάνει να
σκεφτείτε λίγο τα βόρεια φώτα. Αν πετάξεις μια χούφτα άχρηστο βαμβάκι μέσα
σε αυτούς τους στροβίλους, την ίδια στιγμή η θάλασσα φλέγεται σε αυτό το
σημείο. Αυτοί οι σχηματισμοί, είναι στρόβιλοι φυσικού αερίου. Στη συνέχεια,
προχωρούμε μπρός και πίσω μέσα στις φλόγες, αφήνοντας την προπέλα του
πλοίου να σβήσει τη φωτιά. Φτάνουμε και περπατάμε στην ξηρά. Το έδαφος είναι
υγρό και λιπαρό με λάδι, το άμμος είναι όπως το σαπούνι όταν περπατάμε σε
αυτό και υπάρχει έντονη μυρωδιά πετρελαίου και κηροζίνης που μας δημιουργεί
σε εμάς τους ξένους, πονοκέφαλο. Η περιοχή του πετρελαίου χωρίζεται σε
λεκάνες, λίμνες, που περιβάλλεται από νησίδες άμμου. Δεν θέλει και πολλή
προσπάθεια να εμποδίσεις το πετρέλαιο το οποίο ρέει στις πλαγιές, κάνοντας το
έδαφος λιπαρό και υγρό, όπως το υπόλοιπο.
76

Κάποιες παλιές πετρελαιοπηγές σε αχρηστία σήμερα.

Το αργό πετρέλαιο ήταν γνωστό στους αρχαίους Εβραίους και Έλληνες, και εδώ
στη χερσόνησο Απσερόν, χρησιμοποιείται από τον πληθυσμό για καύσιμη και
φωτιστική ύλη για πολύ μεγάλο χρονικό διάστημα. Αλλά μόνο κατά τη διάρκεια
των τελευταίων τριάντα ετών, έχουν κάνει κηροζίνη από αυτό. Για να μην
αναφέρουμε τις ‘13 ποικιλίες σε φιαλίδια’, οι οποίες είναι ακόμη τα πιο
πρόσφατα προϊόντα. Τώρα, μια ολόκληρη πόλη φορτωτήρων εκτείνεται μέχρι εκεί
που μπορεί να δει το μάτι, η πιο δυσάρεστη και απίστευτη πόλη των μαύρων,
λιπαρών και κακόγουστων γερανών, σε όλο τον κόσμο. Στο εσωτερικό της,
υπάρχει βοή μηχανημάτων, ημέρα και νύχτα. Οι εργάτες φωνάζουν ο ένας στον
άλλο για να πνίξουν το θόρυβο και οι γερανοί ανακινούνται και σείονται από τα
τεράστια τρυπάνια που βυθίζονται στο έδαφος. Οι εργαζόμενοι είναι Πέρσες και
Τάταροι. Μπαίνουμε μέσα σε έναν από αυτούς τους γερανούς. Το καπέλο μου
προσκρούσει σε μία ακτίνα λιπαρή και μαύρη, αλλά με διαβεβαιώνουν ότι στα
εργοστάσια του Μπακού, δεν απαιτείται παρά ένα λεπτό για να πάρει κάποιος το
πετρέλαιο με χημικά μέσα. Ο θόρυβος είναι τρομερός. Μαυριδεροί Τάταροι και
κίτρινοι Πέρσες στέκονται ο καθένας τους στα μηχανήματά τους, φροντίζοντας το
77

έργο τους. Εδώ εξορύσσεται το αργό πετρέλαιο. Ένα ειδικής κατασκευής


μηχάνημα κατεβαίνει στο έδαφος και επιστρέφει μετά από πενήντα
δευτερόλεπτα με 1.200 λίβρες πετρελαίου, στη συνέχεια κατεβαίνει και πάλι,
εξαφανίζεται για πενήντα δευτερόλεπτα και επιστρέφει με άλλες 1,200 λίβρες
πετρελαίου, κι αυτό συνεχίζεται όλη την ώρα, για όλο το εικοσιτετράωρο. Αλλά η
τρύπα του εδάφους έχει κοστίσει πολλά χρήματα, είναι βάθους πεντακοσίων
μέτρων. Τους πήρε ένα χρόνο και κόστισε 60.000 ρούβλια.
Εμείς πάμε σε ένα άλλο πύργο γεώτρησης, όπου οι γεωτρήσεις βρίσκονται σε
εξέλιξη. Η τρύπα εξακολουθεί να είναι στεγνή, το τρυπάνι εργάζεται μέρα και
νύχτα σε άμμο, πέτρα και βράχο. Αυτή η τρύπα είναι πολύ ιδιότροπη, γνωστή για
τη δυσκολία της σε όλη την πόλη των γεωτρήσεων. Η θέση αυτή ανακαλύφθηκε
πέρυσι, όταν έδειξε σαφή σημάδια πετρελαίου όπως και όλες οι θέσεις γύρω από
εδώ και ξεκίνησε αμέσως γεώτρηση. Πενήντα μέτρα πιο κάτω, σε κοντινή
απόσταση δηλαδή, το πετρέλαιο τινάχτηκε πάνω ξαφνικά σαν ένα ισχυρό
σιντριβάνι, σκοτώνοντας ανθρώπους, καθώς ανάβλυζε και έσπαζε το γερανό. Η
πηγή είναι χωρίς τάξη, σύστημα, ρέγουλα και τόσο ξέφρενη, που αναγκάζει το
πετρέλαιο να πετάγεται σε τόσο υπερβολικές ποσότητες που δημιουργεί λίμνες
τριγύρω και πλημμυρίζει τη γη. Φτιάχνουν φράγματα, ρίχνουν αναχώματα, αλλά
οι όχθες είναι πολύ μικρές και πρόσφατες και πρέπει να γίνονται έξω από τις
αρχικές, αλλά το σιντριβάνι ξέρασε πετρέλαιο της τάξεως του ενός και μισού
εκατομμυρίου ρουβλίων σε είκοσι τέσσερεις ώρες για δυό μέρες και νύχτες και
στη συνέχεια, σταμάτησε. Και δεν υπάρχει καμιά επίγεια δύναμη που να
καταφέρει να το κάνει να δώσει άλλο ένα λίτρο πετρελαίου…
Βούλωσαν την τρύπα. Βρήκε κατά πάσα πιθανότητα βράχο στα σωθικά της γης
εκεί κάτω … Από τότε τρυπάνε και τρυπάνε χωρίς διακοπή, αλλά εις μάτην, τώρα
έχουν κατέβει ως τα 650 μέτρα, όλα όμως είναι μάταια. Και όμως συνεχίζουν
ακόμα τη γεώτρηση και κάποια μέρα, υποθέτω, ότι θα περάσουν μέσα από το
βράχο. Ο θόρυβος των μηχανών δεν ήταν αρχικά μέρος αυτού του τόπου…

Η Αμερική έχει βεβηλώσει αυτόν τον τόπο και έφερε το βρυχηθμό της ως τα
άδυτα. Γιατί εδώ βρίσκεται η έδρα της ‘αιώνιας φωτιάς’ της αρχαιότητας. Δεν
υπάρχει χώρος εδώ γύρω όπου μπορεί κανείς να ξεφύγει από την Αμερική. Η
μέθοδος γεωτρήσεων, οι λάμπες, ακόμη και το απόσταγμα βενζίνης, είναι όλα
Αμερική. Οι Μακκαβαίοι έκαψαν το ‘παχύ νερό’ μόνο για τον καθαρισμό του
78

ναού. Και όταν έχουμε καταντήσει να είμαστε κουρασμένοι από τον πολύ θόρυβο
και μισοτυφλωμένοι από το φυσικό αέριο και προετοιμαστούμε να
εγκαταλείψουμε τον τόπο, πάμε πάλι πίσω στο σκάφος τύπου Robert Fulton.
Αύριο θα επισκεφθούμε τη Surakhany. Δόξα τω Θεώ, λέγεται ότι έχει ένα τέμπλο
των Παρσών.

Ο Χάμσουν συναντάει έναν πέρση δερβίση

…Στη συνέχεια εμφανίστηκε στην πόρτα του ξενοδοχείου ένας Πέρσης


δερβίσης, μοναχός και μαθητής της θεολογίας. Ήταν τυλιγμένος σε μια
ετερόκλητη κουρελιασμένη κουβέρτα, περπατούσε ξυπόλητος και ξεσκούφωτος,
και είχε μακριά μαλλιά και πλήρη γενειάδα. Κάποια στιγμή κοιτάζει έναν ξένο με
σταθερό βλέμμα, και αρχίζει να λέει κάτι. Στο ξενοδοχείο τον περούσαν για τρελό,
τον είχε αγγίξει ο Αλλάχ και ως εκ τούτου, ήταν τρείς φορές άγιος! Εκτός κι αν η
τρέλα του ήταν απλώς θεατρινισμός. Φάνηκε ότι του άρεσε να εκθέτει τον εαυτό
του, να ξεφυτρώνει ως ένας παράξενος και ιερός συνάμα, που πρέπει να
αντιμετωπίζεται και να τον ενθυμούνται με ελεημοσύνη. Επιπλέον, το πορτρέτο
του ήταν προς πώληση σε φωτογραφείο, που δείχνει τι αξιόλογο άτομο ήταν.
Ήταν σαν είχε συνηθίσει στη λατρεία που ενέπνεε παντού, και έτσι θεωρούσε
καλό να το συνεχίζει. Ήταν ένας όμορφος άντρας με εξαιρετικά ανοιχτόχρωμο
δέρμα, ξανθωπά μαλλιά και μάτια που σιγόκαιγαν. Ακόμα και οι υπάλληλοι του
ξενοδοχείου, οι οποίοι ήταν Τάταροι, άφησαν τα πάντα για να τον κοιτάξουν, και
τον αντιμετώπισαν με ευλάβεια, όταν τον είδαν. Τι λέει;
‘‘Κάντε τον να πει κάτι, και στη συνέχεια πείτε μου, τι είπε’’, τους παρακάλεσα.
Ο θυρωρός τον ρώτησε τι θα μπορούσε να κάνει γι' αυτόν. Ο δερβίσης του
απαντάει:
‘‘Εσείς όλοι περπατάτε με το κεφάλι σας προς τα κάτω, ενώ εγώ με το κεφάλι μου
ψηλά. Βλέπω τα πάντα, όλα τα βάθη’’.
‘‘Πόσος καιρός είναι από τότε που άρχισε να βλέπει όλα τα βάθη’’ ;
“Είναι πολύς’’.
“Πώς συνέβη αυτό’’;
79

“Είδα έναν άλλο κόσμο, έτσι συνέβη. Βλέπω το μοναδικό’’.


“Ποιος είναι ο μόνος’’ ;
“Δεν ξέρω. Με κουράζει. Είμαι συχνά στο βουνό’’.
“ Ποιο βουνό’’;
“ Τα πουλιά πετούν προς το μέρος μου’’.
“ Στο βουνό’’;
“ Όχι , εδώ στη γη ....’’ .

Εγώ, βέβαια, υποτίθεται ότι έπρεπε να φανώ έξυπνος και να γνωρίζω τα πάντα
για αυτόν και δεδομένου ότι ένιωσα μια υποψία περιφρονητική μάλλον, λόγω του
ότι μάλλον παρίστανε τον τρελό, έφυγα χωρίς να του δώσω τίποτα. Αλλά όταν
είδα ότι δεν τον παρίστανε πια και μου έριξε μια δυσαρεστημένη ματιά, την οποία
περίμενα, με λιγότερη αυτοπεποίθηση γύρισα και του έδωσα κάτι. Αν αυτός ο
άνθρωπος ήταν ηθοποιός, έπαιζε το ρόλο του τόσο λαμπρά…
Ο πυρετός αποστραγγίζει τη δύναμή μου. Η ιατρική του ωρολογοποιού στην
οποία έχω ενδιατρίψει, δεν με βοηθά πια. Θα πρέπει πιθανώς να φύγω απ’ αυτό
το μέρος πριν δω τα πάντα και πριν πάω στο δάσος και γνωρίσω το σπίτι ενός
Κούρδου. Χθες το βράδυ, όταν ο πυρετός ήταν στο χειρότερο σημείο του και δεν
ήθελα να ξυπνήσω κανέναν στο ξενοδοχείο, σύρθηκα ως την απέναντι πλευρά
του δρόμου σε ένα κατάστημα, όπου είδα μερικά μπουκάλια στο παράθυρο. Ένας
άνδρας στεκόταν πίσω από ένα μικρό πάγκο και μερικοί μελαψοί άνδρες
κάθονταν κάτω στο πάτωμα και έπιναν από τενεκεδένια κύπελλα. Περπατάω
μέχρι τον άνθρωπο στον πάγκο και του ζητάω κονιάκ. Καταλαβαίνει τι του λέω,
και κατεβάζει ένα μπουκάλι. Έχει μια ετικέτα με την οποία δεν είμαι
εξοικειωμένος η οποία αναγράφει ‘Οδησσός’, και τον παρακαλώ μήπως έχει να
μου δώσει κάτι άλλο. Δεν με καταλαβαίνει. Προχωρώ έως το ράφι και ξεχωρίσω
άλλο ένα μπουκάλι κονιάκ το οποίο έχει την ίδια ετικέτα ‘Οδησσός’, αλλά με πέντε
αστέρια. Το κοιτώ, το ελέγχω αλλά τα βρίσκω ίδια. Δεν θα έχει κάτι καλύτερο τον
ρωτάω, αλλά δεν δείχνει να καταλαβαίνει. Μετρώ τα άστρα μπροστά του, πέντε,
και προσθέτω ακόμα ένα ζευγάρι με το μολύβι, το οποίο φαίνεται να κατανοεί και
μου φέρνει ένα μπουκάλι ‘Οδησσός’, με έξι αστέρια.
‘‘Πόσο κοστίζει’’, τον ρωτάω;
‘‘Τέσσερα και μισό ρούβλια’’.
‘‘Και η προηγούμενη’’ ;
80

‘‘ Τρία και μισό’’.

Έτσι λοιπόν, ένα αστέρι κοστίζει ένα ρούβλι. Πήρα αυτό με τα πέντε αστέρια, με
την ελπίδα ότι θα ήταν ισχυρό και θα μου έδινε τη δυνατότητα να κοιμηθώ. Και
σήμερα, σε πείσμα όλων των σχετικών φασκόμηλων των σοφών γυναικών και των
τουριστών, ο πυρετός μου είναι καλύτερα, αν και χθες το βράδυ, έπινα κονιάκ…
Είναι αργά το απόγευμα. Κάθομαι στο ανοιχτό παράθυρο βλέποντας κάποιους
γυμνούς άνδρες να ποτίζουν τα άλογά τους στη Μαύρη Θάλασσα. Τα σώματά
τους δείχνουν σκούρα απέναντι στο γαλάζιο της θάλασσας. Και ο ήλιος λάμπει
ακόμα πάνω από τα ερείπια του κάστρου της Ταμάρα…

Βιβλιογραφία σχετικών παραθεμάτων και αναφορών

 Χάμσουν Κνουτ: Η ευλογία της γης. Μετάφραση: Άρης Δικταίος. Εκδόσεις Σ. Ι.


Ζαχαρόπουλος. 2008.Αθήνα.
81
82

ISBN: 978-618-80957-3-1
νέο e-book
24grammata.com
σειρά: εν καινώ, αρ. σειράς: 88

You might also like