Professional Documents
Culture Documents
ISBN: 978-618-80957-3-1
Σελίδες: 82
Περιεχόμενα
σελ.
Απόπειρα προλόγου 11
Ο Νορβηγός Κνουτ Χάμσουν. Μια σύντομη βιογραφία. 15
Ο Κνουτ Χάμσουν (Knut Hamsun) στη Γεωργία 29
Η έννοια του …περιπλανώμενου στα έργα του Knut Hamsun 35
In Wonderland 49
Κνουτ Χάμσουν: Ταξιδεύοντας στη χώρα των θαυμάτων (In Wonderland) 53
Αποσπάσματα από το ‘‘In Wonderland’’ του Knut Hamsun 61
I. 1899 : Ταξιδεύοντας στη Νότια Ρωσία 62
II. Ανεβαίνοντας στον Καύκασο 66
III. Η γυναίκα του Χάμσουν ανακαλύπτει ότι πολλά από τα γραπτά του, είναι
επινόηση της φαντασίας του!
72
IV. Στις πετρελαιοπηγές του Μπακού της Κασπίας θάλασσας. Μεταξύ των
ιδρυτών βρίσκονταν οι τρείς Σουηδοί αδελφοί Νόμπελ, συμπεριλαμβανομένου
του Άλφρεντ, του ιδρυτού των Βραβείων Νόμπελ
75
V. Ο Χάμσουν συναντάει έναν πέρση δερβίση 78
8
9
Απόπειρα προλόγου
Ανεξαρτήτως όμως της μυθολογίας και των αναπόφευκτων συνοδών μύθων και
θρύλων, το ενδιαφέρον της περιοχής, και για τους Έλληνες, υπήρξε πάντοτε
ζωηρό. Γεωγραφική γέφυρα και πέρασμα μεταξύ ανατολής και δύσεως, βορρά
και νότου, κατοικήθηκε και εποικήθηκε, για άλλοτε άλλα χρονικά διαστήματα,
από πανάρχαιους λαούς. Αρμένιοι, Γεωργιανοί, Έλληνες, Χαζάροι, Ρώσοι, έδωσαν
το δικό τους παρόν σε διάφορες φάσεις της ιστορίας. Ιδιαίτερο ενδιαφέρον όμως
απέκτησε η περιοχή για τους Πέρσες, επειδή η αυτόματη και αβίαστη έξοδος
φυσικών αερίων από το έδαφος και οι αιώνιες φωτιές που προκαλούνταν και
συνεχίζουν βέβαια και στις μέρες μας, ήταν περιοχή-στόχος για τους πυρολάτρες
Ζωροάστρες ανατολίτες αφού ταίριαζε απόλυτα με τις απαιτήσεις της
πανάρχαιας αυτής, αλλά απελπιστικά άτυχης, θρησκείας. Οι Άραβες άρχιζαν να
κάνουν την εμφάνισή τους εδώ πριν από την έλευση του Ισλάμ, μαζί με άλλες
ομάδες από την ανατολή και από το βορρά. Με τις επιτυχίες των Μογγόλων του
Τζένγκις Χαν και του Ταμερλάνου τον δέκατο τρίτο αιώνα, ο Καύκασος άρχισε να
εποικίζεται από Τουρκομάνους, οι οποίοι ίδρυσαν τα δικά τους πρώτα μικρά
κρατίδια, κάνοντας έκτοτε πλέον αισθητή την παρουσία τους.
Οι επόμενοι αιώνες υπήρξαν μάρτυρες και βίωσαν ένα ατέλειωτο πόλεμο και
αέναη προσπάθεια επικράτησης σε όσο το δυνατόν περισσότερα εδάφη του
Καυκάσου, μεταξύ Οθωμανών, Περσών και Ρώσων. Εθνικές, πολιτικές, κοινωνικές
και θρησκευτικές έριδες, πάντα στο προσκήνιο, αναλόγως βεβαίως των
συμφερόντων ενός εκάστου, με θύματα πάντοτε τους γηγενείς ! Οι παγκόσμιοι
πόλεμοι που ακολούθησαν δεν λησμόνησαν την περιοχή, ούτε την άφησαν έξω
από τα ενδιαφέροντά τους. Κατά τον πρώτο μεγάλο πόλεμο (1914-1918), ο
Καύκασος υπήρξε θέατρο άγριων συγκρούσεων μεταξύ τουρκικών και ρωσικών
στρατευμάτων. Η μεγάλη οκτωβριανή επανάσταση εν τω μεταξύ, τροποποίησε
σταδιακά, αλλά ριζικά, την επικρατούσα στην περιοχή κατάσταση, με την
αναγνώριση αυτονομίας στις τρεις ανεξάρτητες πλέον σοσιαλιστικές σοβιετικές
δημοκρατίες της Αρμενίας, της Γεωργίας και του Αζερμπαϊτζάν. Στο Δεύτερο πάλι
Παγκόσμιο Πόλεμο, οι Ναζί κατέβαλαν απεγνωσμένες προσπάθειες, με αρκετές
επιτυχίες στην αρχή και βαθειά διείσδυση στα εδάφη, με απώτερο σκοπό να
φτάσουν έως τις χρυσοφόρες κυριολεκτικά πετρελαιοφόρες περιοχές στις ακτές
της Κασπίας Θάλασσας, χωρίς όμως τελικά να κάνουν κατορθωτό το στόχο τους.
13
‘‘… πόνεσα την αιώνια σταυρωνόμενη ράτσα μου που κιντύνευε και πάλι στο
προμηθεϊκό βουνό του Καυκάσου. Δεν ήταν ο Προμηθέας, ήταν η Ελλάδα
καρφωμένη πάλι από το Κράτος και τη Βία στον Καύκασο -αυτός είναι ο σταυρός
ο δικός της- και φωνάζει. Φωνάζει τους ανθρώπους, τα παιδιά της να τη
σώσουν’’, έγραφε κάποια στιγμή ο μεγάλος έλληνας στοχαστής Νίκος
Καζαντζάκης στην ‘‘Αναφορά στον Γκρέκο’’, όταν βρέθηκε στην περιοχή του
Καυκάσου σε επίσημη αποστολή σωτηρίας του Ελληνισμού με την ιδιότητα του
ειδικού απεσταλμένου, μετά από υπόδειξη του Βενιζέλου, του Υπουργείου
Περιθάλψεως που συγκροτήθηκε για την υποδοχή και εγκατάσταση του μεγάλου
ρεύματος προσφύγων μετά τη λήξη του Α' Παγκοσμίου Πολέμου.
Τη ζωή της στη Ρωσία περιγράφει και η Μαρία Ιορδανίδου στο βιβλίο της
‘‘Διακοπές στον Καύκασο’’. Από το 1914 ως το 1919 έζησε εγκλωβισμένη από το
ξέσπασμα του πρώτου παγκοσμίου πολέμου και τις ταραχές της ρωσικής
επανάστασης κατά τη διάρκεια επίσκεψής της σε συγγενείς της στη Ρωσία, στη
Μαριούπολη του Καυκάσου.
Στον Καύκασο, όπως ήταν απόλυτα φυσικό, υπηρέτησαν τη θητεία τους και
μεγάλοι Ρώσοι συγγραφείς, όπως ο Λέων Τολστόι και Μιχαήλ Λέρμοντωφ, οι
οποίοι και αποτύπωσαν στα έργα τους τις μνήμες τους από τη ζωή στην περιοχή
της Tσετσενίας. O Τολστόι στους ‘‘Κοζάκους’’ αναφέρεται στις αψιμαχίες μεταξύ
Ρώσων και Tσετσένων στον ποταμό Tερέκ στα τέλη της δεκαετίας του 1850 και
περιγράφει τη ζωή των Κοζάκων όπως κανείς άλλος. Άνθρωποι ακέραιοι, δίχως
ευαισθησίες και συναισθηματισμούς για τον εχθρό, λατρεύουν τον τόπο και τη
14
φυλή τους. Όταν εμφανίζεται ο εχθρός τον σημαδεύουν μέσα στο στόχαστρο,
αλλά πριν πυροβολήσουν κάνουν τον σταυρό τους για να τους δώσει δύναμη ο
θεός και φιλάν το όπλο τους...
Αλλά βεβαίως δεν ήταν μόνο αυτοί! Στο πέρασμα των αιώνων, αρκετοί και
γνωστοί συγγραφείς πέρασαν τα δύστροπα μέρη εδώ και μας άφησαν όμορφες
περιγραφές του απλοϊκού κόσμου του και της περήφανης αυτής γης. Ο
νομπελίστας νορβηγός Κνουτ Χάμσουν, με το πολυδαίδαλο βιογραφικό σημείωμα
και συγγραφικό έργο, ήταν ένας από αυτούς!
15
Ο Knut Hamsun γεννήθηκε το 1859, ως Knud Pedersen στην Λομ της κοιλάδας
Gudbrandsdal της Νορβηγίας. Ήταν ο τέταρτος γιος, από τα επτά παιδιά του
Peder Pedersen και της Tora Olsdatter. Όταν ήταν τριών ετών, η οικογένειά του
μετακόμισε στο Hamsund, του Hamarøy στη Nordland. Ήταν τόσο φτωχοί, ώστε
ένας θείος τους κάλεσε να καλλιεργήσουν τη γη του έναντι κάποιας αμοιβής. Λίγα
χρόνια αργότερα, στην ηλικία των εννέα, ο Knut χωρίστηκε από την οικογένειά
του για να ζήσει με το θείο του, Hans Olsen, που χρειαζόταν βοήθεια για το
ταχυδρομείο που χειριζόταν. Ο Olsen όμως, συνήθιζε να συμπεριφέρεται άσχημα
στον ανιψιό του, χτυπώντας τον και κάπου κάπου αφήνοντάς τον νηστικό, και δεν
είναι τυχαίο το γεγονός ότι κάποια χρόνια μετά, ο Χάμσουν δήλωσε ότι όλες
χρόνιες νευρικές δυσκολίες του και εκδηλώσεις, οφείλονταν στον τρόπο με τον
οποίο αντιμετωπιζόταν από το θείο του.
Το 1874, τελικά δραπέτευσε και ξαναγύρισε πίσω στην Λομ. Στα επόμενα πέντε
χρόνια, ασχολήθηκε με οποιαδήποτε δουλειά, αρκεί αυτή να του απέδιδε κάποια
οικονομική αποζημίωση, όπως υπάλληλος καταστήματος, γυρολόγος, μαθητευ-
17
του Φραντς Κάφκα και μερικών άλλων μυθιστοριογράφων του εικοστού αιώνα,
με κύριο χαρακτηριστικό τον εσωτερική μονόλογο και μια παράξενη λογική.
Ένα θέμα στο οποίο ο Κνουτ Χάμσουν συχνά επιστρέφει είναι αυτό του αιώνιου
ταξιδευτή, ένας περιοδεύοντος ξένου που συχνά είναι και ο αφηγητής του
κειμένου. Αυτό το θέμα του περιπλανώμενου ταξιδευτή, είναι κεντρικής σημασίας
για τα μυθιστορήματα Μυστήρια, Παν, Κάτω από τα φθινοπωρινά άστρα και
μερικά άλλα. Η πεζογραφία του Χάμσουν περιέχει αρκετά συχνά εκστατικές
απεικονίσεις του φυσικού κόσμου, με σκέψεις εστιασμένες στα νορβηγικά δάση
και τις ακτογραμμές αυτής της βόρειας χώρας. Ο Κνουτ Χάμσουν έχει συνδεθεί
με το πνευματικό κίνημα, γνωστό ως πανθεϊσμό. Δεν υπάρχει Θεός, έγραψε
κάποτε, μόνο Θεοί! Ο Χάμσουν είδε την ανθρωπότητα και τη φύση ενωμένα με
ένα ισχυρό και μερικές φορές μυστικιστικό δεσμό. Αυτή η σύνδεση μεταξύ των
χαρακτήρων και του φυσικού τους περιβάλλοντος εξηγείται στα μυθιστορήματα
‘Παν’, αλλά κυρίως στην ‘Ευλογία της Γης’, το μνημειώδες έργο του, με το οποίο
πιστώνεται με το βραβείο Νομπέλ στη λογοτεχνία το 1920.
Το 1954, δόθηκε στη δημοσιότητα μια έκδοση δεκαπέντε τόμων με τα Άπαντά
του. Το 2009, με αφορμή τα εκατόν πενήντα χρόνια από τη γέννησή του, μια νέα
20
έκδοση είκοσι επτά τόμων των Απάντων του, δόθηκε στη δημοσιότητα, η οποία
συμπεριελάμβανε και τα διηγήματα, την ποίηση, τα θεατρικά έργα και όλη την
αρθρογραφία του συγγραφέα, υλικό που δεν περιλαμβανόταν στην έκδοση του
1954. Για τη νέα αυτή έκδοση, όλα τα έργα του Χάμσουν είχαν υποστεί ελαφριές
γλωσσικές τροποποιήσεις προκειμένου να γίνουν πιο προσιτά στους σύγχρονους
νορβηγούς αναγνώστες. Βεβαίως ανάλογη απήχηση είχαν τα έργα του στις
υπόλοιπες γλώσσες, με μεταφράσεις των σημαντικότερων βιβλίων του,
δεδομένου ότι παραμένουν πάντοτε δημοφιλή. Πρόσφατα, το 2009, μια νορβηγός
βιογράφος δήλωσε πως, ‘‘δεν γίνεται να μην τον αγαπούμε, αν και τον έχουμε
μισήσει όλα αυτά τα χρόνια ... Αυτό είναι το τραύμα που μας άφησε ο Χάμσουν.
Είναι ένα φάντασμα που δεν θα μείνει στον τάφο του’’!
Ο στρατιωτικός καθεδρικός ναός του Alexander Nevsky στο Μπατούμι, έναν αιώνα πριν.
Σήμερα δυστυχώς δεν υπάρχει!
21
Διαβάζουμε κάπου στην αρχή του εμβληματικού του βιβλίου, στην ‘‘Ευλογία της
Γης’’, κάποιες γραμμές που δίνουν ίσως το στίγμα των όσων επρόκειτο να
ακολουθήσουν, όχι μόνο στις σελίδες του βιβλίου αυτού, αλλά και στη ζωή του,
σε διάφορα βεβαίως χρονικά διαστήματα: ‘‘ ..έρχεται οδοιπορώντας ίσια κατά τα
βορεινά. Κουβαλά ένα ταγάρι στη ράχη του και το ταγάρι αυτό έχει μέσα τρόφιμα
και κάμποσα σύνεργα… Μπορεί να έρχεται από τη φυλακή και θέλει να κρυφτεί,
μπορεί να είναι και κανένας φιλόσοφος κι αποζητά την ειρήνη, μα όπως κι αν έχει
το πράμα, προς τα εδώ έρχεται, οδοιπορώντας, ένας ολομόναχος άνθρωπος μες
την καρδιά της απέραντης μοναξιάς…’’.
23
Από τα νεότερα ήδη χρόνια του, ο Χάμσουν είχε εκδηλώσει κάποιες περίεργες
αναρχικές τάσεις, που ήταν μακρυά από τις έννοιες της ισότητας ανάμεσα στους
ανθρώπους και τις φυλές τους. Στο έργο του που αναφέρεται στη πολιτιστική ζωή
της Αμερικής (1889), εξέφρασε τον φόβο του για την άρση των διακρίσεων: ‘‘ Οι
νέγροι είναι και θα παραμείνουν νέγροι. Μια εκκολαπτόμενη ανθρώπινη μορφή
από τις τροπικές περιοχές, υποτυπώδη όργανα στο σώμα της λευκής κοινωνίας.
Αντί η Αμερική να δημιουργήσει μια ελίτ διανοούμενων, έφτιαξε ένα συνοθύλευμα
μιγάδων’’!
Μετά από τον δεύτερο πόλεμο των Μπόερ (1899-1902) μεταξύ της Βρετανικής
Αυτοκρατορίας και των αφρικανών εποίκων στην περιοχή της νότιας Αφρικής και
ο οποίος κατέληξε με βρεττανική νίκη και την προσάρτηση των εδαφών εκείνων
από τη Βρεττανική Αυτοκρατορία, υιοθέτησε ολοένα και συντηρητικότερες
απόψεις. Αργότερα βεβαίως έφτασε στο σημείο να είναι εξέχων υπέρμαχος της
Γερμανίας και της γερμανικής κουλτούρας, καθώς και ένα ρητορικός αντίπαλος
του βρεττανικού ιμπεριαλισμού και ακόμα της Σοβιετικής Ένωσης. Έτσι κατά τη
διάρκεια και του πρώτου και του δευτέρου παγκοσμίου πολέμου, εξέφρασε
δημόσια τη συμπάθειά του για τη χώρα της Γερμανίας. Η συμπάθειά του αυτή σε
μεγάλο βαθμό επηρεάστηκε από τις δυσμενείς επιπτώσεις του Πολέμου των
Μπόερ, ο οποίος θεωρήθηκε από τον Χάμσουν ως βρεττανική καταπίεση ενός
μικρού λαού, καθώς και από την απέχθεια και αποστροφή του όχι μόνο για τη
Μεγάλη Βρεττανία, αλλά και για τις ΗΠΑ. Πρέπει εδώ να σημειώσουμε ότι κατά τη
διάρκεια της δεκαετίας του 1930, οι περισσότερες νορβηγικές δεξιές
εφημερίδες και τα πολιτικά κόμματα συμπαθούσαν, σε διάφορο βαθμό βεβαίως,
τα φασιστικά καθεστώτα στην Ευρώπη και ο Χάμσουν ήταν ένας από τους
εξέχοντες υπέρμαχους αυτών των πολιτικών και κοινωνικών απόψεων. Κατά τη
διάρκεια του Β' Παγκοσμίου Πολέμου, συνέχισε ανοικτά να εκφράζει την
υποστήριξή του για τη Γερμανία, και τις δημόσιες δηλώσεις του, οδήγησαν σε
αντιπαραθέσεις, ιδίως αμέσως μετά το πέρας του πολέμου. Όταν ξεκίνησε ο
μεγάλος αυτός πόλεμος, ο Χάμσουν ήταν ηλικιακά άνω των ογδόντα ετών, σχεδόν
κουφός και η κύρια πηγή των πληροφοριών του ήταν η συντηρητική εφημερίδα
Aftenposten, η οποία ήταν γνωστή για τις φιλικές της τάσεις και συμπάθεια προς
τη φασιστική Ιταλία και τη ναζιστική Γερμανία από την αρχή. Πρέπει ακόμα να
σημειώσουμε, ότι κατά τη διάρκεια επίσης του πολέμου, υπέστη και δύο σοβαρές
ενδοκρανιακές εγκεφαλικές αιμορραγίες.
24
‘‘Δεν είμαι άξιος να εγκωμιάσω δυνατά τον Αδόλφο Χίτλερ, μα ούτε εξάλλου ταιριάζουν
συναισθηματισμοί για τη ζωή και το έργο Του. Ήταν ένας μαχητής, ένας μαχητής για την
Ανθρωπότητα κι ένας Απόστολος του Ευαγγελίου για τα Δικαιώματα όλων των Λαών.
Ήταν μία ανακαινιστική μορφή υψηλοτάτου επιπέδου, μα η ιστορική Του μοίρα ήταν πως
έδρασε σε μία εποχή ωμότητας, χωρίς προηγούμενο που τελικά Τον κατέρριψε. Έτσι
ατενίζει ο κοινός Δυτικοευρωπαίος τον Αδόλφο Χίτλερ. Εμείς δε, οι στενοί οπαδοί Του,
σκύβουμε το κεφάλι μπρος στη σωρό Του. Κνουτ Χάμσουν’’.
(Εφημερίδα Άφτεν Πόστεν / 7 Μαΐου 1945, μία εβδομάδα μετά τον θάνατο του Χίτλερ)
Η ιστορία γράφει επίσης ότι και σε άλλες περιπτώσεις, ο Χάμσουν βοήθησε τους
Νορβηγούς που είχαν φυλακιστεί για αντιστασιακή δράση και προσπάθησε να
επηρεάσει ακόμα όσο μπορούσε τις καταστροφικές πολιτικές της Γερμανίας στη
Νορβηγία. Παρ' όλα αυτά, μια εβδομάδα μετά το θάνατο του Χίτλερ, ο Χάμσουν
έγραψε ένα εγκώμιο για τον Χίτλερ, λέγοντας ότι ‘‘‘Ήταν ένας πολεμιστής, ένας
πολεμιστής για την ανθρωπότητα και προφήτης του ευαγγελίου της δικαιοσύνης
για όλα τα έθνη’’. Αποτέλεσμα όλων αυτών των δηλώσεων του Χάμσουν, ήταν το
γεγονός ότι, μετά το τέλος του πολέμου, ένα αγριεμένο πλήθος έκαψε τα βιβλία
του δημόσια στις μεγάλες πόλεις της Νορβηγίας και ο Χάμσουν ετέθη υπό
περιορισμό για αρκετούς μήνες σε ένα ψυχιατρικό νοσοκομείο. Εκεί
αναγκάστηκε να υποβληθεί σε ψυχιατρική εξέταση, η οποία κατέληξε στο
26
‘‘Αυτή η χώρα δεν είναι σαν όλα τα άλλα κράτη που έχω δει. Σκέφτομαι πάλι ότι
μπορώ να ζήσω εδώ όλη μου τη ζωή. Η Σελήνη και ο Ήλιος λάμπουν σαν να έχουν
κάποια αντιπαλότητα. Εδώ ο άνθρωπος υποτιμάται από την ομορφιά της φύσης.
30
Ακόμη και οι ιθαγενείς της χώρας, οι οποίοι παρακολουθούν αυτή την ομορφιά
κάθε μέρα, δεν μπορούν να κρύψουν τον θαυμασμό τους. Ο Καυκάσιος δεν έχει
καμία ιδέα για το χρηματιστήριο της Νέας Υόρκης, σχετικά με την τιμή της
μετοχής και τη διακύμανσή της. Η ζωή του Καυκάσιου δεν μοιάζει με ιπποδρομία,
ο Καυκάσιος ζει αργά, τρώει αρνίσιο κρέας και φρούτα ...’’.
Τουρκία για πολλούς αιώνες και τώρα κυβερνάται από τη Ρωσία. Η ευημερία της
Τιφλίδας εξαρτάται από την πλεονεκτική της γεωγραφική θέση, αφού βρίσκεται
στο εμπορικό σταυροδρόμι το οποίο συνδέει τα βουνά, την Κασπία Θάλασσα, τη
Ρωσία και την Αρμενία. Υπάρχουν υπέροχα μουσεία, θέατρα και γκαλερί
ζωγραφικής, εδώ είναι ένας βοτανικός κήπος, ένα κάστρο, το Γεωργιανό Βασιλικό
Παλάτι το οποίο σήμερα χρησιμοποιείται ως φυλακή. Και επιτέλους, ένα άγαλμα
ρώσου στρατηγού, στέκεται εδώ ... Και στην πλαγιά του βουνού είναι το
μοναστήρι του Αγίου Δαβίδ. Για τους Γεωργιανούς βρίσκεται στο Άγιο Όρος
Mtatsminda. Υπάρχει το άγαλμα του Γκριμπογιέντοφ, προσπαθώ να θυμάμαι
Ρώσους συγγραφείς των οποίων τα ονόματα συνδέονται με την Τιφλίδα: Πούσκιν,
Λέρμοντοφ , Τολστόι, και άλλοι..’’.
Η ιστορία του τραμ στην Τιφλίδα άρχισε το 1883 με το πρώτο ιππήλατο τραμ. Αργότερα,
το 1904, αντικαταστάθηκαν με ηλεκτροφόρο γραμμή.
‘‘… Στην Τιφλίδα, υπάρχουν παράθυρα με καθρέφτες, τραμ, κυρίες και κύριοι
ντυμένοι με ευρωπαϊκό στυλ, μια ασιατική περιοχή πολύ διαφορετική. Ειλικρινά
μιλώντας, δεν μπορώ να βρω μια λέξη για το δρόμο: μια λωρίδα, ένα δρομάκι, μια
σκάλα, αυτό είναι όλο! Σκαλοπάτια συνδέουν το ένα σπίτι με το άλλο από τα
πλάγια. Από πάνω, από κάτω. Υπάρχουν εκπρόσωποι διαφόρων φυλών στα
‘‘Dukani’’ και τι καταπληκτικά πράγματα που πωλούν ! Πέρσες και οι Τούρκοι
ασχολούνται με το εμπόριο στην Κωνσταντινούπολη και στην Τεχεράνη. Και εδώ ο
καθένας πουλάει, ο καθένας που ζει στον Καύκασο: Πέρσες, Τούρκοι, Αρμένιοι,
Άραβες, Θιβετιανοί, Παλαιστίνιοι. Είναι ήσυχα εδώ, δεν υπάρχει φασαρία. Η
ανατολίτικη ησυχία είναι ελκυστική. Κυριαρχούν τα λευκά και χρωματιστά
καλύμματα κεφαλής, ανάμεσα στις πολύχρωμες κομμώσεις… Οι μεταλλικές
ζώνες ήταν ζωγραφισμένες. Έχω δει περσικές ζώνες επίσης, κατασκευασμένες
από πολύχρωμο μετάξι. Οι Καυκάσιοι, οι Κούρδοι και οι Αρμένιοι, οπλοφορούν.
Στα “Dukani”, πωλούνται ως επί το πλείστον μεταξωτά υφάσματα, χαλιά, όπλα,
κοσμήματα, διακοσμητικά. Η ζωή στις ασιατικές περιοχές είναι ήσυχη και αργή,
βρίσκεται μακρυά από την φασαρία του υπόλοιπου κόσμου. Είναι άνετα εδώ.
Αλλά τριγύρω υπάρχει θόρυβος τυπικός μιας σύγχρονης εμπορικής πόλης, σαν να
33
Ο Κνουτ Χάμσουν (Knut Hamsun) πέρασε ένα μεγάλο μέρος της ζωής του,
ταξιδεύοντας και περιπλανώμενος, από το ένα μέρος στο άλλο. Στην εφηβεία του,
περιπλανιόταν σε διάφορα μέρη της χώρας του, κι αργότερα σε διάφορα άλλα
σημεία της σκανδιναβικής χερσονήσου, δύο φορές στην Αμερική στη δεκαετία
του 1880, στο Παρίσι στη δεκαετία του '90, στη Φινλανδία και τον Καύκασο σε
μια χρονική περίοδο γύρω από το γύρισμα του αιώνα, ενώ συνέχισε να
περιφέρεται γύρω από εγχώρια ξενοδοχεία και πανσιόν, μέχρι τα τέλη της
δεκαετίας του 1930. Αλλά και μετά τον πόλεμο, αναγκάστηκε να μείνει τόσο σε
γηροκομείο, καθώς και σε μια ψυχιατρική κλινική.
Επίσης, ο ήρωας της ‘‘Πείνας’’ (Sult, 1890), που εκδόθηκε στην Κοπεγχάγη
ανώνυμα, είναι χωρίς αμφιβολία ένας ακόμα περιπλανώμενος. Αυτό είναι
ιδιαίτερα εμφανές στους πυρετώδεις και δαιδαλώδεις περιπάτους στους
δρόμους της Kristiania, αλλά το μοτίβο του περιπλανώμενου τονίζεται περαιτέρω
από το γεγονός ότι ο ήρωας της ‘‘Πείνας’’ έρχεται από το εξωτερικό, είναι ένας
επισκέπτης, ένα οδοιπόρος και η διάλεκτός του, τον εκθέτει :
‘‘Είστε ξένος εδώ’’; είπε.
‘‘Ναι’’ .[ ... ]
Για το ενδιαφέρον του θέματος αυτού, θα μπορούσε να ακούσει αμέσως ότι
ήμουνα ξένος. Υπήρχε κάτι στην προφορά μου που τον πληροφόρησε.
“Kι επέπληξα σκληρά τον εαυτό μου, τον κατηγόρησα για την ταπεινή αυτή ιδέα
που είχε’’.
‘’Μα το Θεό, είναι ότι πιο αγενές υπάρχει! Να πολιορκήσεις έναν άνθρωπο και να
του ξεριζώσεις σχεδόν τα μάτια, απλά και μόνο επειδή εσύ, άθλιο σκυλί, έχεις
ανάγκη από μια κορώνα! Εμπρός, προχώρα! Πιο γρήγορα! Πιο γρήγορα τεμπέλη!
Θα σου μάθω εγώ’’!
Κι άρχισα να τρέχω, για να τιμωρήσω τον εαυτό μου, διαβαίνοντας τους
δρόμους τον ένα μετά τον άλλο, παροτρύνοντας με λυσσαλέα προστάγματα,
χαλιναγωγώντας την ορμή μου έξαλλα και σιωπηλά, όταν ήθελα να σταματήσω…
…Σταμάτησα τελικά, έτοιμος να κλάψω από λύσσα, επειδή δεν μπορούσα να
τρέξω άλλο: έτρεμα ολόκληρος, και κάθισα βαριά σ’ ένα πεζούλι.
‘‘Αλτ’’!» είπα.
Και για να με βασανίσω καλά, σηκώθηκα και υποχρέωσα τον εαυτό μου να
μείνει όρθιος, και γέλασα με απόλαυση για το κακό μου χάλι. Τελικά, ύστερα από
αρκετά λεπτά, μου έδωσαν την άδεια, με ένα νεύμα του κεφαλιού, να καθίσω,
ωστόσο, διάλεξα το λιγότερο άνετο σημείο του πεζουλιού.
‘‘…. Σκούπισα τον ιδρώτα από το πρόσωπό μου και ρούφηξα βαθιές ανάσες
αέρα. Πόσο είχα τρέξει! Αλλά δεν μετάνιωνα, γιατί μου άξιζε. Τι στο διάβολο μου
είχε έρθει να ζητήσω εκείνη την κορώνα; Τώρα έβλεπα τις επιπτώσεις. Κι άρχισα
να μιλώ στον εαυτό μου ήρεμα, να τον μαλώνω όπως θα έκανε μια μητέρα.
Γινόμουν όλο και πιο ευσυγκίνητος και, μέσα σε όλη την κούραση και την
εξάντλησή μου, άρχισα να κλαίω. Ήταν μια λύπη σιωπηλή και βαθιά, ένας
εσωτερικός λυγμός δίχως δάκρυα.
σταματήσει, και ίσως στο γεγονός ότι τα κίνητρα και την όρεξη του για ζωή έχουν
μειωθεί, αν όχι εξαφανιστεί εντελώς.
Ντοστογιέφσκι. Σήμερα ακόμα παραμένει ένα από τα πιο διάσημα έργα του. Έτσι
λοιπόν, για να υπεισέλθουμε σε κάποιες λεπτομέρειες του έργου, ο υπολοχαγός
Thomas Glahn, κυνηγός και πρώην στρατιωτικός, ζει μόνος του σε μια καλύβα
στο δάσος με το πιστό σκυλί του, Αίσωπο. Μετά την συνάντησή του με τη Edvarda,
την κόρη ενός εμπόρου μιας κοντινής πόλης, ακολουθεί μια περίεργη έλξη μεταξύ
τους, αλλά δυστυχώς κανένας τους δεν αντιλαμβάνεται την βαθιά αγάπη από την
πλευρά του άλλου. Συγκλονισμένος και καταπιεσμένος από την κοινωνία των
ανθρώπων, όπου ζει η Edvarda, ο Glahn βιώνει μια σειρά από τραγωδίες, πριν
φύγει για πάντα. Οι εποχές που αλλάζουν αντανακλώνται στην πλοκή του
μυθιστορήματος. Η Edvarda και ο Glahn ερωτεύονται την άνοιξη, κάνουν έρωτα
το καλοκαίρι και βάζουν τέλος στη σχέση τους, το φθινόπωρο. Τα αντιφατικά
σύμβολα του πολιτισμού και της φύσης, είναι άκρως σημαντικά στοιχεία και
παράμετροι στο μυθιστόρημα. Ο Glahn ανήκει στη φύση, ενώ η Edvarda, στον
πολιτισμό. Πολλά από αυτά που συμβαίνουν μεταξύ του Glahn και της Edvarda
έχει προαναγγελθεί όταν ο Glahn ονειρεύεται το μέλλον των δύο εραστών. Οι
συνομιλίες των εραστών προβλέπουν φυσικά και το μέλλον της σχέσης τους. Ο
επίλογος; Ο θάνατος του Glahn αναγγέλλεται από την οπτική γωνία ενός άλλου
ατόμου. Στην κύρια αφήγηση του βιβλίου, όμως πρέπει να τονίσουμε, το οποίο
είναι γραμμένο σε πρώτο πρόσωπο από τον Glahn, ο τελευταίος βλέπει τον εαυτό
του ως δύσκολο, αδέξιο, όχι ελκυστικό άντρα και ασύμφορο άτομο. Ο επίλογος
βεβαίως δείχνει ότι δεν είναι κάπως έτσι τα πράγματα, γιατί από τη σκοπιά ενός
ξένου παρατηρητή και αναγνώστη, ο Glahn είναι όμορφος, ταλαντούχος και
επιθυμητός. Ο Glahn έχει αφήσει την Nordland και έχει μετακομίσει στην Ινδία για
να είναι μόνος του στο δάσος και να κυνηγάει, αλλά παρουσιάζει κάποιες τάσεις
αυτοκτονίας εξαιτίας της χαμένης αγάπης του, και όταν ο ίδιος δεν μπορεί να το
αντέξει πια, προκαλεί με τον τρόπο του τον αφηγητή του επιλόγου… στο
απονενοημένο διάβημα.
Επίσης ο Johannes, ο γιος του μυλωνά στη ‘‘Βικτώρια’’ (1898), έχει πολλά
χαρακτηριστικά του τυπικού τύπου του περιπλανώμενου του Κνουτ Χάμσουν. Όχι
μόνο αφήνει το χωριό της καταγωγής του για να ταξιδέψει στην πόλη και
αργότερα στο εξωτερικό, για να επιστρέψει τελικά πίσω στο σπίτι και πάλι, αλλά
40
όπως ακριβώς ο Glahn, ο ήρωας της ‘‘Πείνας’’, και σε κάποιο βαθμό ο Nagel,
είναι απροσάρμοστος ως ποιητής και πέφτει θύμα της δύσμοιρης αγάπης του. Ο
γιος ενός μυλωνά, Johannes, ερωτεύεται την κόρη ενός πλούσιου γαιοκτήμονα,
τη Βικτώρια. Το μυθιστόρημα τους ακολουθεί στην εφηβεία, όπου ο μεν Johannes
αγωνίζεται με την κοινωνική ιεραρχία και γίνεται ένας επιτυχημένος συγγραφέας,
η δε Βικτώρια εξαναγκάζεται σε γάμο με τον Otto, έναν υπολοχαγό, για να σώσει
την ταραγμένη οικονομία της οικογένειας. Μια λυρική εκδρομή θα λέγαμε, στην
ανολοκλήρωτη αγάπη. Ο Κνουτ Χάμσουν αργότερα, μετά από το μυθιστόρημα,
έδωσε στην κόρη του, το όνομα Βικτώρια.
Σχεδόν το ίδιο μπορεί να λεχθεί και για τον κύριο χαρακτήρα Munken Vendt στο
ομώνυμο μυθιστόρημα (1902). Ακριβώς όπως και ο συνταξιούχος υπολοχαγός
Thomas Glahn, ο πρώην φοιτητής θεολογίας Munken Vendt, εγκαταλείπει μια
πολιτισμένη καριέρα για να αναζητήσει ‘‘κάτι άλλο’’ στα βόρεια δάση της
Nordland, όπου σε μια κατάσταση νευρικού ενθουσιασμού, συμπεριφέρεται ως
ποιητής, γυναικάς, μέθυσος και τυχοδιώκτης, με τις αναμενόμενες βεβαίως
τραγικές συνέπειες.
Hamarøy, του συγγραφέα: ‘Τίποτα, τίποτα στον κόσμο δεν είναι όπως το να είσαι
μακριά από όλα’ !
Στη λεγόμενη Τριλογία του Περιπλανώμενου (Wanderer trilogy), τουτέστιν το
Under Høststjærnen. En Vandrers Fortælling ή Under the Autumn Star (1906), το
En Vandrer spiller med Sordin ή A Wanderer Plays on Muted Strings (1909), και
στο Den sidste Glæde ή The Last Joy (1912), ο Χάμσουν παίρνει το αρχικό όνομα
γέννησής του, δηλαδή το Knut Pedersen. Ένα παρόμοιο μοτίβο με εκείνο που
παρατηρήσαμε σε σχέση τόσο με τον Glahn, όσο και με τον Munken Vendt,
συμμερίζονται και τα τρία προαναφερθέντα μυθιστορήματα, την αναχώρηση, την
εγκατάλειψη δηλαδή της συνήθους αστικής ζωής υπέρ της αναζήτησης της
φύσεως. Τα πρώτα δύο μυθιστορήματα της Τριλογίας του Περιπλανώμενου,
λαμβάνουν χώρα στην περιοχή γύρω από τη Kongsberg στη Νοτιοανατολική
Νορβηγία, αλλά το τελευταίο φέρνει τον Knut Pedersen προς την κατεύθυνση των
βόρειων δασών της Nordland. Ένας από τους παράγοντες που φαίνεται πως
πυροδότησαν αυτή την επιλογή του Knut Pedersen, ήταν κάποια προβλήματα που
εντοπίζονταν στη ψυχική του σφαίρα.
Διαβάζουμε κάπου στο Φθινοπωρινό Αστέρι του 1906: ‘Αχ, ακόμα έχω τη
νευρασθένεια μου’! Και στο αμέσως επόμενο μυθιστόρημα, το En Vandrer spiller
med Sordin του 1909: ‘ Φταίνε τα νεύρα μου’, και ομοίως βεβαίως στο τελευταίο
βιβλίο της τριλογίας αυτής: ‘Και αυτή η νευρασθένειά μου [ ... ] με ακολουθεί
παντού’ !
Το διπλό μυθιστόρημα Benoni και Rosa (1908), μας παρουσιάζει μια σειρά
περιπλανώμενων χαρακτήρων, μεταξύ άλλων τους Svend Vekter, Nikolai
Arentsen, Gilbert Lapp, Edvarda, αλλά πάνω απ’ όλα τον Munken Vendt και το
φοιτητή Parelius, στη Rosa: ‘Είχα μια γνωριμία κι ένα φίλο σε αυτά τα μέρη, και
το όνομά του ήταν Munken Vendt. Κι οι δυό μας συμφωνήσαμε να κανονίσουμε
ένα ταξίδι με τα πόδια μαζί’.
Η μονή Jvari, ένα μοναστήρι του 6ου αιώνα, που βρίσκεται στη βραχώδη κορυφή,
ακριβώς στη συμβολή των ποταμών Κουρά και Aragvi με υπέροχη θέα προς τα κάτω.
43
Από μια άποψη, είναι δυνατό να δούμε και τον Thobias Homengraa στα βιβλία
Børn av Tiden (1913) και Segelfoss (1915) ως έναν περιπλανώμενο, ένα φτωχό
αγόρι από το Segelfoss, το οποίο επιστρέφει στην γενέτειρά του ως πλούσιος και
ευκατάστατος άνθρωπος του κόσμου, για να ξεκινήσει τη λειτουργία ενός
εργοστασίου άλεσης και κάποια άλλα έργα μεγάλης κλίμακας.
Αλλά κι ένας άλλος χαρακτήρας, έχει πάμπολλα από τα τυπικά χαρακτηριστικά
του περιπλανώμενου του Χάμσουν, ο Baardsen, ένας επιπόλαιος χειριστής
τηλεγράφου. Προς το τέλος των ‘Παιδιών της Εποχής’ (Børn av Tiden), ο
γεροδεμένος Baardsen, παρουσιάζεται στο προσκήνιο. Είναι ιδιαιτέρως
αξιοσημείωτο, ότι ο Baardsen εμφανίζεται επανειλημμένα ως φερέφωνο μιας
υπαρξιακής φιλοσοφικής απαισιοδοξίας και της τραγικής συνείδησης της ζωής
σύμφωνα με τη φιλοσοφία του Σοπενχάουερ, ο οποίος πρέπει να τονίσουμε, ότι
σαφώς άσκησε μεγάλη επιρροή στον Χάμσουν.
Ο αστυφύλακας Geissler στην ‘Ανάπτυξη του Εδάφους’ ή την ‘Ευλογία της Γης’
(Markens Grøde, Growth of the Soil, 1917) είναι από τη φύση του ένας
περιπλανώμενος, καθώς τριγυρίζει από δω κι από εκεί, ολόγυρα στα βουνά, στη
Σουηδία και στο Τρόντχαϊμ. Μια σειρά από άλλα χαρακτηριστικά γεγονότα και
λεπτομέρειες, μιλούν για το γεγονός ότι ο Χάμσουν, τουλάχιστον σε κάποιο βαθμό,
χρησιμοποίησε τον Geissler ως συνήγορο του εαυτού του: ‘‘Είμαι κάτι, είμαι η
ομίχλη, είμαι εδώ και εκεί, έχω κολυμπήσει, μερικές φορές είμαι βροχή σ’ ένα
ξερό μέρος’’. Και επιπλέον, ο Geissler εκφράζει, όπως κι αυτός τη νοσταλγία των
παιδικών του χρόνων και της περιοχής του: ‘‘ Θυμάμαι όταν ήμουν ενάμιση
χρονών, στάθηκα λικνίζοντας στη γέφυρα του αχυρώνα στο αγρόκτημα Garmo
στο Lom, και παρατήρησα μια χαρακτηριστική μυρωδιά. Ακόμα θυμάμαι αυτή τη
μυρωδιά εκείνης της ημέρας’’.
Ο William Worster, στον επίλογο μιας μετάφρασης του 1920, περιγράφει το
μυθιστόρημα ως εξής: ‘‘….Είναι η ιστορία της ζωής ενός ανθρώπου στην άγρια
φύση, η γένεση και τη σταδιακή ανάπτυξη ενός πατρικού σπιτιού, μιας μονάδας
της ανθρωπότητας, στις άδειες και όχι ξεκαθαρισμένες εκτάσεις που
εξακολουθούν να υπάρχουν στα νορβηγικά υψίπεδα. Πρόκειται για ένα έπος της
γης, η ιστορία ενός μικρόκοσμου. Η κυρίαρχη παρατήρηση είναι αυτή που
44
αναφέρεται στη δύναμη και την απλότητα των απλών και υπομονετικών
ανθρώπων. Ο στυλοβάτης της εργασίας του είναι η σιωπηρή, αυστηρή, αλλά
αγαπημένη συμμαχία μεταξύ της Φύσεως και του Ανθρώπου, ο οποίος την
αντιμετωπίζει ως τον ίδιο του τον εαυτό, πιστεύοντας στον εαυτό του και σ’ αυτή
για τα φυσικά μέσα της ζωής και την πνευματική ικανοποίηση με τη ζωή που
αυτή οφείλει να του χορηγήσει, αν αποδειχτεί άξιος! Ο σύγχρονος άνθρωπος
αντιμετωπίζει τη Φύση μόνο με πληρεξούσιο αντιπρόσωπο, είτε μέσω τρίτου ή
άλλων και η οικειότητα χάνεται. Στις ερημιές η επαφή είναι άμεση και απευθείας,
είναι το στήριγμα πάνω στη γη, το άγγιγμα του ίδιου του εδάφους, που δίνει
δύναμη. Η ιστορία είναι επική σε μέγεθος, ήρεμη, με σταθερή εξέλιξη, και ρυθμό
που δεν βιάζεται, στην αχανή και οικεία ανθρωπιά. Ο συγγραφέας κοιτάζει επάνω
στους χαρακτήρες του με μια μεγάλη, ανεκτική συμπάθεια, απόμακρα αλλά
ευγενικά, σαν θεός. Δύσκολα θα μπορούσε να βρεθεί μια πιο αντικειμενική
καταγραφή της φαντασίας, αυτό που συνηθίζαμε να αποκαλούμε, ο
νευρασθενικός βορράς’’.
‘‘Μην ενοχλείστε απ’ αυτό. Μια ανάμνηση πέρασε μέσα απ’ αυτές τις απλές
λέξεις. Είσαι από τη Nordland ’’, ρώτησα.
‘‘Ω, ναι. Αλλά δε με ξέρεις’’, είπε!
In Wonderland
'' Στις αρχές του Σεπτεμβρίου φτάνουμε στην Αγία Πετρούπολη. Με τη βοήθεια μιας
κυβερνητικής υποτροφίας σκοπεύω να κάνω ένα ταξίδι μέχρι τον Καύκασο, την Ανατολή,
την Περσία, την Τουρκία. Φτάνουμε από τη Φινλανδία, όπου έχουμε ζήσει για ένα χρόνο.
Σχεδόν ακριβώς διακόσια χρόνια πριν, ο Μέγας Πέτρος ίδρυσε μια πόλη πάνω σε
δεκαεννέα βαλτωμένα νησιά. Ο Νέβα τρέχει παντού μέσα στην πόλη, παράξενα
διαιρεμένος και διάσπαρτος, και η ίδια η πόλη είναι ένα αξιόλογο μείγμα: φανταχτερή,
με πλήθος δυτικοευρωπαϊκών οικημάτων μαζί με βυζαντινά κτίσματα με τρούλους και
μαγευτικές φτωχογειτονιές''.
Το βιβλίο του Κνουτ Χάμσουν ‘Στη χώρα των Θαυμάτων’ (1903), είναι ένα
οδοιπορικό από το ταξίδι του μέσα από τη Ρωσία και τον Καύκασο, στην
Κωνσταντινούπολη το 1899. Αν και αυτό το βιβλίο μεταφράστηκε στα αγγλικά
σχετικά καθυστερημένα (2004), παραμένει ένα από τα λιγότερο μελετημένα έργα
του Χάμσουν, στο οποίο ο συγγραφέας θα ταξιδέψει στην Ανατολή, και με κάποια
λογοτεχνική ελευθερία θα μπορούσαμε να το χαρακτηρίσουμε ως ένα ταξίδι πίσω
στη δική του ζωή, στα μέρη του νου. Μετά την επιστροφή του, το Wonderland
γίνεται η ετικέτα για τα γραπτά του Χάμσουν γύρω από τη βόρεια γη, στο βόρειο
τμήμα της Νορβηγίας όπου μεγάλωσε, και όχι για την Ανατολή.
Το 1927, σε μια έρευνα που έγινε, ο Κνουτ Χάμσουν ρωτήθηκε ποιο βιβλίο του
άρεσε περισσότερο, απάντησε με τον συνήθη προκλητικό τρόπο του, πως δεν του
αρέσουν γενικώς τα βιβλία κι ότι μάλλον θα προτιμούσε μια αληθινή ιστορία του
Klatszko για μια απόδραση από τη Σιβηρία. Όποτε άλλωστε εξέφρασε τις
απόψεις του σχετικά με την ανάγνωση, τα μυθιστορήματα δεν συγκρίνονταν με τα
οδοιπορικά κείμενα, τις ιστορίες γύρω από το κυνήγι, τα απομνημονεύματα, την
αλληλογραφία και τα ιστορικά βιβλία. Το 1895, έγραψε από το Παρίσι στους
54
φίλους του Bolette και Ole Johan Larsen ‘‘ …Θα μπορούσατε να μου στείλετε ένα
βιβλίο της ιστορίας, όχι μυθιστορήματα, για όνομα του Θεού. Αλλά ένα ιστορικό
βιβλίο, ξέρετε τώρα, για μακρινές πράγματα και εποχές, ή ένα βιβλίο για ταξίδια
σε μακρυνές χώρες’’. Και σε μια άλλη επιστολή στο φίλο του Albert Engström,
έγραψε ότι σύντομα θα αρχίσει τα βιβλία του Hedin που αναφέρονται στο Θιβέτ,
αφού αυτά τα πράγματα προσφέρουν θαυμαστή αναγνωστική απόλαυση, σε
αντίθεση με τα μυθιστορήματα και τα θεατρικά έργα που του προξενούν αηδία.
Σε κάποια περίοδο συγκέντρωσε όλο το έργο ‘Memoirer og Breve’
(Απομνημονεύματα και Γράμματα) των Julius Clausen και Peter Frederik Rist, σε
σαράντα τόμους και αναφώνησε ευχαριστημένα το 1911, ότι: ‘‘Τώρα ολόκληρη η
σειρά μου είναι πλήρης, και είναι απολύτως το πιο ενδιαφέρον πράγμα στη
βιβλιοθήκη μου’’. Και είναι απολύτως βέβαιο, ότι τα ταξιδιωτικά βιβλία
κατελάμβαναν εξέχουσα θέση μεταξύ όλων των λογοτεχνικών του βιβλίων. Σε
άλλη μια επιστολή του, λέει πως έχει κόψει εκατοντάδες σελίδες μιας
ταξιδιωτικής σειράς από μια εφημερίδα και απαντώντας στο ερώτημα ενός
γερμανού μεταφραστή, ισχυρίζεται ότι: ‘‘ Τα ταξιδιωτικά οδοιπορικά και τα βιβλία
των εξερευνητών είναι τα πιο πολύτιμα αναγνώσματά μου’’. Σε ευχαριστήριο
σημείωμα προς τον συγγραφέα Eilert Bjerke για το ταξιδιωτικό του βιβλίο ‘Όνειρα
της Ιουδαίας’, ο Χάμσουν τον επαινεί ακριβώς για την επιλογή αυτού του είδους,
λέγοντας ότι μόνο οι άνθρωποι με ‘καλά’ κεφάλια κάνουν τέτοια πράγματα. Και
για άλλη μια φορά αναφέρεται δυσμενώς για τον Ίψεν: ‘‘…Το γεγονός ότι ο
άνθρωπος δεν είχε γράψει ούτε ένα οδοιπορικό, είναι μια ακόμη απόδειξη ότι ο
Ίψεν δεν πρέπει να συγκαταλέγεται μεταξύ των μεγάλων συγγραφέων’’!
Ο Χάμσουν έγραψε ένα οδοιπορικό, ‘‘Στη χώρα των θαυμάτων’’, το οποίο φέρει
τον υπότιτλο ‘‘Εμπειρίες και όνειρα’’ και εκδόθηκε το 1903, ενώ το ταξίδι
πραγματοποιήθηκε το 1899, εποχή κατά την οποία ο Χάμσουν ήταν νιόπαντρος
με την Bergljot Goepfert (1898), το μυθιστόρημα ‘Βικτώρια’ μόλις είχε
δημοσιευθεί, και είχε λάβει κάποια χρήματα και άδεια από τη Νορβηγικό
Υπηρεσία για την Εκκλησία και την Παιδεία. Τον Νοέμβριο του 1898 οι νεόνυμφοι
μετακόμισαν στη Φινλανδία, όπου, σύμφωνα με τις επιστολές του, πάγωσαν μέσα
σε ένα μακρύ και δυσάρεστο χειμώνα, πριν ξεκινήσουν για το μεγάλο ταξίδι τους
ανατολικά στην Αγία Πετρούπολη, Μόσχα, Vladikavkas, την Τιφλίδα, το Μπακού
55
στην Κασπία Θάλασσα, το Μπατούμι της Μαύρης Θάλασσας και στη συνέχεια
επιστροφή στο σπίτι μέσω της Κωνσταντινούπολης. Το ενδιαφέρον του Χάμσουν
για τη Ρωσία, χρονολογείται από τα χρόνια ήδη της ανάγνωσης των μεγάλων
ρωσικών συγγραφέων, για τους οποίους εκφραζόταν με τα καλύτερα λόγια. Για
τον Ντοστογιέφσκι προχωρούσε ακόμα περισσότερο από οποιονδήποτε άλλο.
Έλεγε για παράδειγμα, ότι ‘‘ο Ντοστογιέφσκι είναι ο μόνος συγγραφέας από τον
οποίο έχω μάθει κάτι, είναι ο μεγαλύτερος των ρωσικών κολοσσών’’.
Το 1899, ταξίδεψε, για να θυμηθούμε ξανά, στη Ρωσική Αυτοκρατορία, ενώ σε
δύο προηγούμενες περιόδους, 1882-1884 και 1886-1888, επισκέφτηκε τη
Βόρεια Αμερική, στις περιοχές που εγκαταστάθηκαν οι Σκανδιναβοί. Κατά τα έτη
1893-1895 έζησε για μεγάλα χρονικά διαστήματα στο Παρίσι. Στην Αμερική ήταν
ένας αλήτης και πλανόδιος και στο Παρίσι καλλιτέχνης. Έτσι, στο μέτρο που ο
Χάμσουν έλεγε αλήθεια, είπε στο γερμανό εκδότη του, Albert Langen, το 1902:
‘‘Μεταξύ των άλλων πραγμάτων, τώρα γράφω ένα μικρό βιβλίο για το ταξίδι μου
στον Καύκασο, το μοναδικό ταξίδι που έχω δρομολογήσει στη ζωή μου’’, κι αυτό
γιατί από πολύ καιρό ονειρευόταν ακριβώς αυτό το είδος του ταξιδιού! Ήδη από
το 1890, είχε κάνει σχέδια για ένα ταξίδι στην Κωνσταντινούπολη, αλλά η
οικονομική του κατάσταση τότε, δεν το επέτρεψε. Δύο χρόνια αργότερα, έκανε
μια άλλη προσπάθεια. Τον Μάιο του 1892 έγραψε στη φίλη του Caroline
Neeraas: ‘‘…Ο Θεός ξέρει πόσο ανυπομονώ να πάω στην Τουρκία, να μπω σε
αυτό το παράξενο μέρος, αυτό με ενθουσιάζει’’! Αλλά τα χρήματα ήταν και πάλι
το κύριο πρόβλημα! Όταν το 1899, τελικά δρομολόγησε το ταξίδι του, η Τουρκία
είχε γίνει λιγότερο σημαντική για αυτόν. Η Κωνσταντινούπολη ήταν μόνο μια
στάση στο κομμάτι της επιστροφής, ακόμα κι αν τα γραπτά του γύρω από το
ταξίδι τελειώνουν ήδη στο Βατούμι. Αυτό δεν οφείλεται στο γεγονός ότι δεν είχε
κάτι που να αφορούσε την Τουρκία, γιατί στην πραγματικότητα ο Χάμσουν
δημοσίευσε επτά τμήματα ενός οδοιπορικού από την Κωνσταντινούπολη στην
Aftenposten, τη μεγαλύτερη εφημερίδα της Νορβηγίας, την άνοιξη του 1903, λίγο
πριν κάνει την εμφάνισή της ‘‘Η Χώρα των Θαυμάτων’’. Ωστόσο, αυτό το τμήμα
της διαδρομής, δεν περιλήφθηκε στο τελικό βιβλίο. Η Τουρκία κατά μία έννοια
είχε βγει έξω από το βιβλίο αυτό, και βεβαίως ούτε το οδοιπορικό της
Κωνσταντινούπολης δεν είχε την ίδια λογοτεχνική ποιότητα που είναι
χαρακτηριστικό γνώρισμα του ημερολογίου του ρωσικού του ταξιδιού, γνωστού
56
όντος ότι η Κωνσταντινούπολη ήταν μεταξύ των περιοχών που γοήτευαν στις
αρχές της δεκαετίας του 1890, ειδικά τους νέους ποιητές.
Η Ιταλία ήταν ένας κλασική προορισμός του Grand Tour, όπως ονομαζόταν το
μεγάλο ταξίδι που είχε τις ρίζες του στην Αναγέννηση και ήταν συχνό φαινόμενο
σε όλο τον δέκατο όγδοο και δέκατο ένατο αιώνα, και το οποίο συνήθιζαν να
κάνουν οι νέοι φερέλπιδες άνδρες από την Αγγλία και γενικά τη Βόρεια Ευρώπη.
Οι νέοι εν προκειμένω περίμεναν και ήλπιζαν να εξοικειωθούν με την τέχνη και τα
σημαντικά μέρη της δυτικής παράδοσης. Το ταξίδι ήταν απλώς η επιβεβαίωση
ενός καθολικά κληρονομούμενου πολιτισμού. Ενώ λοιπόν το Grand Tour ήταν για
τον ταξιδιώτη ένα βήμα πάνω στα βήματα και χνάρια του πολιτισμού, το ταξίδι
του Χάμσουν στην Ανατολή εξέφραζε την επιθυμία να κάνει ένα βήμα προς τα
πίσω στο χρόνο, σε αναζήτηση πιο αρχαϊκών μορφών συνείδησης και
πρωτογονισμού, όπως για παράδειγμα τα ταξίδια του Gauguin στην Ταϊτή.
Ο συγγραφέας του ταξιδιωτικού οδοιπορικού ‘‘Στη χώρα των θαυμάτων’’ δεν
ενδιαφερόταν να αποκτήσει την, πολυπόθητη για πολλούς, είσοδό του σε
υψηλούς κοινωνικούς κύκλους, ή να συναντήσει καλλιτέχνες και διανοούμενους,
αλλά να βιώσει απλώς την καθημερινή ζωή. Ο Καύκασος είχε μια ανατολίτικη
υποψία, δεν είχε μολυνθεί από το άγχος, το θόρυβο και τον υλισμό της Δύσης.
Στους ανθρώπους της Ανατολής αποδίδονταν θετικές ιδιότητες, όπως η ειρήνη, η
αξιοπρέπεια, και η χαλαρότητα στις ενέργειές του. Το φαγητό ήταν επίσης, για
τον Χάμσουν πάντοτε, καλύτερο στην Ανατολή: ‘‘Τα σταφύλια είναι τα πιο νόστιμα
που έχω δοκιμάσει ποτέ και αισθάνομαι λίγο ντροπή που έχω φάει στο παρελθόν
τέτοια πράγματα όπως τα σταφύλια της Ευρώπης με ευχαρίστηση’’.
Ήταν η εποχή κατά την οποία η Αμερική ερχόταν να εκπροσωπήσει τη Δύση και
από όλα αυτά, ο συγγραφέας ήθελε να ξεφύγει. Ωστόσο, υπάρχει μια κραυγαλέα
αναντιστοιχία μεταξύ του ρυθμού που αποδιδόταν στους Ανατολίτες και στην
ταχύτητα την οποία συντηρούσαν οι ταξιδιώτες. Όσον αφορά, ας πούμε, τα μέσα
μεταφοράς του δέκατου ένατου αιώνα, πρέπει σίγουρα να παρατηρηθεί ότι
ακολουθούσαν έναν κάπως αμερικανικό ρυθμό. Ωστόσο, ο αφηγητής σε πρώτο
πρόσωπο παρουσιάζει το ταξίδι ως πολύ μακρυνό. Από την Κωνσταντινούπολη
γράφει στο φίλο του Wentzel Hagelstam: ‘‘…Στο σαστισμένο μου μυαλό, είναι
τουλάχιστον ένα έτος από τότε που φύγαμε από τη Φινλανδία. Μερικές φορές
πιστεύω ότι ήταν πριν από τρία χρόνια’’.
57
Τι αναζητούσε όμως ο Χάμσουν στη Χώρα των Θαυμάτων; Είναι ίσως πιο εύκολο
να πούμε τι βρήκε! Βρίσκει το δρόμο για το σπίτι του! Τη γη των βορείων, τη
Νορβηγία! Το 1899 είχαν περάσει σχεδόν είκοσι χρόνια από τότε που είχε φύγει
με δανεισμένα χρήματα από κάποιον έμπορο, για να γίνει συγγραφέας στην
Κοπεγχάγη, και από τότε δεν είχε γυρίσει στο σπίτι του. Τώρα τα πράγματα
αρχίζουν να του θυμίζουν επίμονα και έντονα το σπίτι του. Ακόμη και στο
εισαγωγικό κεφάλαιο, στο δρόμο προς τη Μόσχα, ο αφηγητής αρχίζει να κάνει σε
πρώτο πρόσωπο κάποιες συγκρίσεις με τα πράγματα και τις εμπειρίες του
σπιτιού του, όχι ακριβώς τη Νορβηγία αλλά στην πραγματικότητα όλες τις βόρειες
χώρες και τόπους. Το ταξίδι σε νέο έδαφος, τώρα γίνεται ένα ταξίδι πίσω στη δική
του ζωή, στα μέρη του νου του. Από το τρένο βλέπει ανθρώπους που αλωνίζουν
τα στάχυα, παραστάσεις οι οποίες οδηγούν τις σκέψεις του πίσω στο μύλο του
πατέρα του, στο Αρχάγγελσκ, και μάλιστα όσο πιο μακρυά πηγαίνει, τόσο πιο
έντονα κάνει αισθητή την παρουσία του το παρελθόν.
‘‘… Θυμάμαι μια μυστηριώδη νύχτα από την παιδική μου ηλικία στη Νορλάνδη
(η οποία βρίσκεται στη βορειοδυτική ακτή της σκανδιναβικής χερσονήσου)…’’,
αρχίζει πολλές φορές την αναπόληση… πριν αυτή ελεγχθεί από αποσιωπητικά! Κι
αργότερα πάλι κάποια άλλη, που επίσης διακόπτεται με τον ίδιο τρόπο, γραφικό
αποτέλεσμα το οποίο δίδει την εντύπωση ενός ημιτελούς χαρακτήρα,
απροσδιόριστου αλλά ταυτόχρονα σημαντικού. Οι ελλείψεις και τα αποσιωπητικά
δείχνουν μάλλον τις καταστάσεις, παρά τις αλληλουχίες του αποτελέσματος. Έτσι
58
‘‘…Η Ίνγκερ έχει ταξιδέψει στη φαρδιά θάλασσα, πήγε στην πολιτεία και τώρα πια έχει
γυρίσει στο σπίτι της. Ο κόσμο είναι μεγάλος, μυρμηγκιάζει από μικρές μικρές
κουκίδες, ανάμεσα σε αυτές και η Ίνγκερ.
Ένα τίποτα ήτανε, σχεδόν, ανάμεσα στους ανθρώπους.
Και βραδιάζει’’.
Το ‘‘In Wonderland’’ (Στη χώρα των Θαυμάτων του Κνουτ Χάμσουν, 1903) είναι,
όπως τονίστηκε, μια καταγραφή του ταξιδιού του συγγραφέα επάνω στα βουνά
του Καυκάσου, μέσω της Νότιας Ρωσίας, το 1899. Καταλήγει στην Τιφλίδα αφού
επισκεφτεί τα κοιτάσματα πετρελαίου του Μπακού. Φυσικά, ο βραβευμένος με
Νόμπελ, Χάμσουν, είναι πιο γνωστός για το μυθιστόρημά του Πείνα (1890). Αλλά
βεβαίως τα μυθιστορήματα του Χάμσουν, δεν ήταν το μόνο είδος του. Το ‘‘Στη
χώρα των Θαυμάτων’’, από μία άποψη, ε οδοιπορικό. Από την άλλη, όμως, είναι
πάρα πολύ ωραίο κείμενο που ακολούθησε την παράδοση της λογοτεχνικής
δημοσιογραφίας, με έμφαση στην αφηγηματική και περιγραφική λεπτομέρεια, με
ότι φυσικά συνεπάγεται αυτό. Ο Χάμσουν αποκαλύπτει συχνά τα είδη των
προκαταλήψεων που συνδέουμε με τους ευρωπαίους ταξιδιώτες των τελών του
δέκατου ένατου αιώνα, δεδομένου ότι αυτοί διερεύνησαν, περίεργες από μια
άποψη, αντιλήψεις για το τι συνιστούσε το ‘‘πρωτόγονο’’ και τελικά το
υποκειμενικό και αντικειμενικό, γύρω από έννοιες όπως Μωαμεθανοί, Τάταροι,
δερβίσηδες, αντιλήψεις που είχαν ως αποτέλεσμα την ευρωπαϊκή έμπνευση του
Οριενταλισμού. Επιπλέον, αποκαλύπτει πόσο αδύναμο θα μπορούσε να ήταν το
όριο μεταξύ της εφευρεμένης φαντασίας του συγγραφέα και του πεζού λόγου,
εκείνη την εποχή. Σε ένα από τα αποσπάσματα του βιβλίου που ακολουθούν, η
σύντροφός του, η πρώτη του γυναίκα Bergljot, διαβάζει τα κείμενα του ταξιδιού,
ενώ ο ίδιος υποφέρει από πυρετό και κοιμάται. Όταν ξυπνά, αυτή τον κατηγορεί
62
ότι λέει ψέματα. Όπως είναι γνωστό, ο αρχικός υπότιτλος του βιβλίου ‘Στη χώρα
των Θαυμάτων’ ήταν ‘Εμπειρίες και Όνειρα στον Καύκασο’, ή ‘Ζώντας και
Ονειρεύοντας στον Καύκασο’. Δεν μπορούμε να ξέρουμε φυσικά!
ύφασμα στο έδαφος. Στη συνέχεια, βγάζει τα παπούτσια του. Η πρώτη σκέψη μου
λέει πως είναι κάποιος που ετοιμάζεται να κάνει κόλπα με μαχαίρια και σφαίρες,
αλλά κάνω λάθος. Ο Πέρσης ετοιμάζεται να προσευχηθεί. Παίρνει μερικά χαλίκια
από το καφτάνι και τα τοποθετεί στις άκρες πάνω από τα ρούχα του, και τότε
γυρίζει προς τον ήλιο και αρχίζει την προσευχή του. Πρώτα στέκεται στητός. Από
τώρα και στο εξής δεν βλέπει κανέναν σε ολόκληρο το πλήθος των
παρευρισκομένων, κρατώντας τα μάτια του πάνω στις δύο βότσαλα και είναι
απομονωμένος στην προσευχή.
Borjomi, μια πόλη-θέρετρο μέσα στον Καύκασο στα χρόνια της Σοβιετικής
Ένωσης.
Στη συνέχεια, ρίχνει τον εαυτό του στα γόνατα και να κάμπτει το πάνω μέρος του
σώματός του στο έδαφος, αρκετές φορές, ενώ ταυτόχρονα αλλάζει τις θέσεις των
βοτσάλων στο πανί, μετακινώντας το ένα που ήταν μακρυά, πιο κοντά και προς τα
αριστερά. Όρθιος, κρατά τις παλάμες μπροστά στο πρόσωπό του και κινεί τα χείλη
του. Εκείνη τη στιγμή ακούγεται το τρένο από το Vladikavkaz και η ατμομηχανή
μας κάνει σινιάλο, αλλά ο Πέρσης δεν δείχνει να ενοχλείται. Το τρένο δεν θα
αναχωρήσει μέχρι να τελειώσει, και το κάνει αυτό αφού ήταν θέλημα του Αλλάχ.
Και πάλι ρίχνει τον εαυτό του στο έδαφος και αλλάζει θέσεις στα βότσαλα, τα
65
οποία μπλέκει μεταξύ τους κάπως απερίσκεπτα ώστε να μη μπορώ πια να τον
παρακολουθήσω. Τώρα είναι μόνος εκεί έξω, όλοι οι επιβάτες έχουν επιβιβαστεί
στο τρένο. Βιάσου άνθρωπέ μου, λέω στον εαυτό μου! Όμως ο Πέρσης
εξακολουθεί να κάνει κάποια τόξα με τα χέρια του και τα τεντώνει μπροστά. Το
τρένο αρχίζει να κινείται, κι ο Πέρσης στέκεται για τελευταία φορά απέναντι από
τον ήλιο, κι ύστερα μαζεύει τα ρούχα του, τα βότσαλα και τα παπούτσια και
επιβιβάζεται στο τρένο, χωρίς ίχνος βιασύνης στις κινήσεις του. Μερικοί από
αυτούς που τον παρακολουθούν, δίνουν ένα είδος μπράβο σ' αυτόν, αλλά ο
ατάραχος Μοχάμεντ δεν δίνει σημασία από κάτι που ψιθυρίζεται από τα ‘άπιστα
σκυλιά’ και προχωρά αγέρωχα προς το κάθισμά του μέσα στο τρένο…
Σε ένα σταθμό όπου σταματάμε για νερό, το μάτι μου βλέπει επιτέλους τον
εισπράκτορα ο οποίος έπρεπε να αφαιρέσει το κερί από το σακάκι μου. Στεκόταν
στο έδαφος λίγα βαγόνια πιο πέρα. Του λέω γεια και του χαμογελώ, έτσι ώστε να
μην τον φοβίσω και φύγει μακρυά, γιατί σκοπεύω να τον πιάσω, και όταν τον έχω
φτάσει, του χαμογελώ με συμπάθεια. Γνέφει και χαμογελά σε αντάλλαγμα και
όταν βλέπει το κερί σαν ένα λευκό σημάδι στο σακάκι μου, ανοίγει τα χέρια του
και λέει κάτι, και τότε τρέχει στην καμπίνα του στο τρένο. Δεν κατάλαβα τι είπε,
αλλά κατά πάσα πιθανότητα ότι θα γυρίσει πίσω σε λίγο και περίμενα. Η
ατμομηχανή αφού γέμισε νερό, σφύριξε και άρχισε να κινείται, αλλά δεν
μπορούσα να περιμένω άλλο. Συναντήθηκα πολλές φορές με τον αξιωματικό από
χθες, τον μελλοντικό μας σύντροφο στο ταξίδι πάνω από τα βουνά. Δεν με ξέρει
και ίσως τον προσέβαλα. Δόξα τω Θεώ. Σε ένα σταθμό όπου είχαμε δείπνο, κάθισε
δίπλα μου. Έβαλε τα παχύ πορτοφόλι του κάτω από το φως. Ήταν κάπως δύσκολα,
όχι γιατί ήθελε να με βάλει στον πειρασμό να κλέψω το πορτοφόλι, αλλά για να
μου δείξει ότι είχε ένα μικρό στέμμα ασημί χρώματος πάνω σε αυτό. Αλλά ο Θεός
ξέρει μόνο αν το στέμμα ήταν από ασήμι και εάν είχε το δικαίωμα να το έχει. Όταν
πλήρωσα δεν είπε λέξη και δεν παρενέβη, αλλά ένας κύριος στην άλλη πλευρά
μου επεσήμανε ότι είχα πάρει πολύ λίγα ρέστα. Διόρθωσε το λάθος του
σερβιτόρου και πήρα τα χρήματα αμέσως. Σηκώνομαι και δείχνω την
ευγνωμοσύνη μου στον κύριο. Έχουμε αποφασίσει να μην τον έχουμε ταξιδιωτικό
υπεύθυνο και να τον αποφύγουμε στο Vladikavkaz…
66
Ένα όμορφο πρωί στη στέπα, το ψηλό χορτάρι, ο ψητός καφές, ο άνεμος
σφυρίζει απλά. Υπάρχει πάρα πολύ μεγάλη έκταση όπου και να κοιτάξεις…
… Και πάλι παρατηρούμε γυναίκες που θερίζουν στάχυα μέσα στα χωράφια. Οι
παλαιότερες σκύβουν δειλά προς το έδαφος και συνεχίζουν το έργο τους, αλλά
μια νεαρή κοπέλα μας κοιτάζει και γελάει. Είναι ντυμένη με μπλε σαραφάν, έχει
δεμένο ένα κόκκινο μαντήλι γύρω από τα μαλλιά της, λαμπερά λευκά δόντια και
σκούρα μάτια. Όταν πλέον αισθάνεται πως την παρακολουθούμε, σταματά το
γέλιο, τινάζει νωχελικά το κεφάλι και γυρίζει μακριά. Ένας σύντομος θαυμασμός
διαφεύγει απ’ όλους τους ταξιδιώτες. Η εκτίναξη του κεφαλιού, ήταν απαράμιλλη.
Το ένα χωριό μετά το άλλο! Ο δρόμος ζικ-ζακ λόγω της ανόδου και ο Kornei που
διαθέσει τα άλογα, τα οδηγεί απαλά και τα ποτίζει συχνά. Σε μια από αυτές τις
λακκούβες ποτίσματος, μας ξεπέρασε μια άμαξα την οποία ο Kornei άφησε να
περάσει, με αποτέλεσμα να γεμίσουμε από τη σκόνη που άφησε πίσω της. Τον
παρακαλέσαμε να σταματήσει για λίγο, ώστε να υπάρξει χρόνος να φύγει η σκόνη
μακρυά, αλλά σε γενικές γραμμές δεν εκτιμούμε και τόσο το νυσταγμένο τρόπο
της οδήγησής του. Από την άλλη μεριά, ο Kornei φαίνεται να πιστεύει ότι όλα
πηγαίνουν πολύ καλά, υποτιμώντας το γεγονός! Το βράδυ βρίσκεται επάνω μας.
Σκοτεινιάζει σιγά-σιγά, το κρύο είναι πιο αισθητό και ρίχνουμε τις κουβέρτες γύρω
από τους ώμους μας. Παρατηρώ το σημείο του κεριού στο σακάκι και πάλι και να
ασπρίζει, είναι σαν ένα θερμόμετρο εδώ πάνω στα ύψη, αφού είμαστε σε
υψόμετρο 2.000 μέτρων. Ακόμα στριφογυρίζουμε ανάμεσα στα βουνά. Ο Kornei
ποτίζει τα άλογα για μια ακόμη φορά, αν και κάνει τόσο κρύο. Κάποια στιγμή τα
χωράφια τελειώνουν, έχουμε φθάσει σχεδόν σε μια κορυφογραμμή με ξυλεία. Στη
συνέχεια περνάμε την άλλη σιδερένια γέφυρα και φτάνουμε στο σταθμό Kobi
όπου θα περάσουμε τη νύχτα. Λίγο πριν φτάσουμε εκεί, ξαφνικά ο Kornei πηδάει
κάτω από την κιβωτό και αρχίζει να τραβάει την ουρά ενός αλόγου του. Στην αρχή
δεν είχαμε καταλάβει αυτήν την περίεργη συμπεριφορά, αλλά σε λίγο
παρατηρήσαμε ότι η κοιλιά του αλόγου ήταν πολύ πρησμένη και ότι το ζώο μόλις
και μετά βίας μπορούσε να περπατήσει…
67
… Ένα καλό μέρος και πάρα πολύ ενδιαφέρον, επίσης! Ζητάμε κατάλυμα, αλλά
όλα τα ξεχωριστά δωμάτια είναι κατειλημμένα. Ωστόσο, αυτό δεν σημαίνει ότι θα
είμαστε χωρίς μια στέγη πάνω από τα κεφάλια μας. Ο συνταξιδιώτης μου δείχνει
ένα μεγάλο κοινό δωμάτιο για τις γυναίκες και ένα για τους άνδρες. Εκεί
υπάρχουν παγκάκια με δερμάτινη κατά μήκος των τοίχων και πρόκειται να
κοιμηθώ σε ένα από αυτά. Πάλι καλά! Ζητάμε κάποια φαγητά που σερβίρονται
χωρίς να περιμένουμε, ένα εξαιρετικό φιλέτο , shchi και φρούτα…
(Σημ. shchi: είδος σούπας της περιοχής. Υπάρχουν πάνω από εξήντα
διαφορετικές συνταγές για shchi, ανάλογα με το τι υλικά βάζουνε μέσα. Μπέικον,
λάπαθο, φασόλια, μανιτάρια, αυγά, ακόμα και θαλασσινά. Όλα μπορούν να
προστεθούν στην αυθεντική συνταγή για να της προσδώσουν επιπλέον γεύση.
Αλλά το βασικό υλικό αυτής της σούπας αποτελεί το λάχανο ή ακόμη
προτιμότερα, το λάχανο τουρσί. Είναι αυτό ακριβώς το συστατικό που δίνει λίγο
ξινή γεύση στη σούπα και το τοποθετεί στην κορυφή πολλών ρωσικών μενού).
Ενώ τρώμε, εμφανίζεται στο χολ ο Kornei και επιμένει να μιλήσει μαζί μας.
Μπορούμε να τον ακούσουμε πολύ καλά εκεί έξω, αλλά πέρα απ’ αυτό, μπορούμε
να τον δούμε κάθε φορά που κάποιος περπατά μέσω της πόρτας. Αλλά ο
σερβιτόρος είναι με το μέρος μας και δεν τον αφήνει να μας μιλήσει, για να
αποφευχθεί η διατάραξή μας κατά τη διάρκεια του γεύματος. Τελικά ο Kornei
βρίσκει μια ευκαιρία και γλιστρά μέσα στην τραπεζαρία κοντά μας. Τι θέλει; Ο
Kornei μας εξηγεί ότι θα φύγουμε από εδώ στις έξι το πρωί. Γιατί άραγε; Πηγαίνει
ενάντια στη συμφωνία μας, αφού έχουμε ήδη συμφωνήσει για τις πέντε η ώρα,
έτσι ώστε να φτάσουμε στο Ananuri αύριο το βράδυ (Σημ. Το Ananuri, είναι
συγκρότημα πύργων και κάστρων δίπλα στον ποταμό Aragvi της Γεωργίας, κάπου
εβδομήντα χιλιόμετρα έξω από την Τιφλίδα).
Στη συνέχεια μας δίνει μια εξαιρετικά περίπλοκη απάντηση, αλλά
αντιλαμβανόμαστε ότι μας ζητά να βγούμε έξω μαζί του. Τον ακολουθούμε. Δεν
φοράμε ούτε καπέλα ούτε κάποιο επανωφόρι, νομίζοντας ότι πηγαίνουμε ακριβώς
απέξω, αλλά ο Kornei μας πηγαίνει λίγο μακρύτερα, μέχρι το δρόμο. Το φεγγάρι
69
φαίνεται λίγο παραπάνω απ’ το μισό, αλλά λάμπει έντονα, και εκτός αυτού, έχει
βγει πλήθος αστεριών. Στην άκρη του δρόμου βλέπουμε ένα σκοτεινό σημείο. Ένα
νεκρό άλογο! Είναι ένα από τα άλογα του Kornei που έχει πεθάνει. Το πότισε μέχρι
θανάτου. Βρίσκεται εκεί ξαπλωμένο με μια κοιλιά τόσο πρησμένη, που μοιάζει με
μπαλόνι.
‘‘Εκατό ρούβλια είναι αυτά’’, λέει ο Kornei!
Είναι απαρηγόρητος. Μας οδηγεί πίσω στο γεύμα που διακόψαμε,
επαναλαμβάνοντας συνεχώς ότι αυτό είναι εκατό ρούβλια! Αυτό ήταν λοιπόν! Τα
εκατό ρούβλια χαθήκανε! Κανείς δεν θα τα δώσει πίσω στον Kornei, κι έτσι δεν
υπάρχει καμία ανάγκη να συνεχίσουμε να μιλάμε για αυτό.
Και για να τον αποπέμψω, του λέω κάτι τέτοιο: ‘‘Καληνύχτα! Θα τα πούμε αύριο
στις πέντε’’.
‘‘ Όχι, στις έξι’’, απαντά ο Kornei.
Οι δύο άνδρες σκίζουν το δέρμα κατά μήκος της κοιλιάς και στα πόδια και
αρχίζουν την εκδορά. Ο Kornei είναι ήσυχος και δεν λέει λέξη, αλλά ο νεαρός
παραπονιέται ότι δεν μπορεί να δει πολύ καλά, ρίχνοντας μια ματιά ψηλά στον
ουρανό και γκρινιάζοντας, σαν να λέει ότι έχει ξεχάσει να καθαρίσει το λυχνάρι
του απόψε. Εντάξει! Στη συνέχεια, πηγαίνει να πάρει ένα φανάρι και επιστρέφει,
φέρνοντας μαζί του πολλά άτομα, νέους και γέρους, φαίνεται μάλλον ότι η
μυρωδιά του σφαγμένου ζώου τους έκανε πρόθυμους να τον ακολουθήσουν.
Κοιτάμε όλοι!
Ξαφνικά περισσότεροι άνδρες βγάζουν τα μαχαίρια τους και αρχίζουν το
γδάρσιμο. Φαίνονται ότι ενεργούν από καθαρή επιθυμία, νιώθοντας την γυμνή
σάρκα με τα χέρια τους, ζεσταίνονται από αυτό και γελάνε με κάποιο υποτονικό
ενθουσιασμό. Ξυπνάει μήπως η εσωτερική παγανιστική τους ιδιότητα σε όλα
αυτά; Το δέρμα αφαιρείται από το ζώο σε μια μόλις στιγμή και ένα άλλο άλογο
έρχεται με ένα κάρο για να τραβήξει το πτώμα μακριά. Εκείνη τη στιγμή ένας
δυνατός νεαρός άνδρας ακουμπά την άκρη του μαχαιριού του στην κοιλιά του
ζώου και την ανοίγει.
71
Όλοι τους άφησαν ένα υπόκωφο θαυμαστικό ως μια μικρή έκφραση του πόσο
καλό τους κάνει να αισθάνονται και σε λίγο, πολλοί από αυτούς βάζουν τα χέρια
τους γύρω από τα έντερα, μιλώντας εξαιρετικά δυνατά, σαν να προσπαθούσαν να
φωνάξουν ο ένας τον άλλο. Ο Kornei δεν συμμετέχει σε αυτό, αυτός είναι πάρα
πολύ καλός Χριστιανός για κάτι τέτοιο, και πετάει το ειδωλολατρικό δέρμα στο
έδαφος, με την αιτιολογία ότι δεν θέλει δοσοληψίες με αυτό. Παρακολουθεί την
όλη σφαγή και μια χαμηλή φωτιά φαίνεται πως έχει ανάψει μέσα στα μάτια του.
Ένας άντρας έρχεται από το σταθμό. Δεν μπορούμε να πιστέψουμε στα μάτια
μας, είναι ο πανδοχέας. Μήπως θέλει να λάβει μέρος κι αυτός στην διαδικασία;
Σταματά τον ακρωτηριασμό του νεκρού αλόγου και ζητά την άδεια από τον Kornei
να πάρει μερικά από τα τμήματα του σκελετού, κάποια άκρα του ζώου. Ο Kornei
γυρίζοντας αλλού, του αρνείται. Ο ξενοδόχος του γλιστρά μερικά χρήματα στο χέρι
και ο Kornei απομακρύνεται αφού δεχτεί τα χρήματα. Στη συνέχεια, οι ξενοδόχος
επισημαίνει τα μέρη που θέλει και πολλοί άνδρες διαμελίζουν με ευχαρίστηση το
πτώμα. Με τη βοήθεια των δύο ανδρών, ο ξενοδόχος παίρνει το φιλέτο και τα
πόδια μαζί του και φεύγει. Φιλέτο, λέω στον εαυτό μου, φιλέτο και shchi για τους
72
Η γυναίκα του Χάμσουν ανακαλύπτει ότι πολλά από τα γραπτά του, είναι
επινόηση της φαντασίας του!
…Η ζέστη ήταν αρκετά υψηλή χθες το βράδυ και ο ύπνος μου ήταν
διακοπτόμενος. Ξύπνησα μέχρι πολλές φορές, σκουπίστηκα, ανέπνευσα και
ξεφύσησα και κοιμήθηκα πάλι. Μια φορά όταν ξύπνησα, η συνταξιδιώτης μου
διάβαζε ένα βιβλίο δίπλα από μια λάμπα. Ήμουν πολύ νυσταγμένος και
εξαθλιωμένος από τον πυρετό για να προσπαθήσω να ανακαλύψω τι έπρεπε να
κάνω…
Μετά από ένα ανήσυχο ημιλήθαργο, ξυπνάω πάλι και πάω να κοιτάξω έξω.
Ξημέρωσε σχεδόν πέντε η ώρα. Πετάγομαι και φοράω τα ρούχα μου. Λέω κάτι
μόνος μου στον τοίχο, και υποθέτω ότι είναι αδύνατο να κοιμηθώ περισσότερο.
Σε εκείνο το σημείο η συνταξιδιώτης μου με ρωτά ‘‘Ποιος είναι αυτός ο
αστυνομικός που μας σταμάτησε στο δρόμο’’;
‘‘Αξιωματικός της αστυνομίας’’; Λοιπόν, αυτό ήταν, το ημερολόγιό μου υπήρξε
αντικείμενο νυχτερινής ανάγνωσης !
Δεν είχα αποκαλύψει τίποτα για τον αστυνομικό και κράτησα το μυστικό στην
καρδιά μου! Μήπως δεν αξίζει κάποιας εκτίμησης; ‘‘Πώς μπορεί κανείς να
ψεύδεται τόσο απροκάλυπτα. Και δεν πιστεύω ούτε στην βόλτα σας στα βουνά
του Kobi.’’; συνεχίζει η φωνή από τον τοίχο. ‘‘…Είχα κρατήσει βέβαια τη σιωπή μου
για τη βόλτα. Είχα αναλάβει αυτή τη δέσμευση για λογαριασμό της επιστήμης,
είχα πρόθυμα θυσιάσει το βραδινό ύπνο μιας νύχτας, για να προωθήσω το έργο
73
Το ξενοδοχείο ακόμα κοιμόταν, αλλά όταν κατέβηκα κάτω στο προθάλαμο, ένα
θυρωρός ξεπρόβαλε τρίβοντας τα μάτια του. Ήταν ένας από αυτούς τους
τυχοδιώκτες στα ξενοδοχεία της Ανατολής που γνωρίζουν τα ταχύτερα γαλλικά
που ποτέ συνάντησα. Παρέμεινα άφωνος γιατί δεν μπορώ να απαντήσω με μια
λέξη σε χίλιες, κι άνοιξα την πόρτα.
Όταν βγήκα έξω στο δρόμο, συνειδητοποίησα τι μου είχε πει ο άνθρωπος. Μου
είχε ταυτόχρονα ευχηθεί καλή μέρα, έκανε κάποιες παρατηρήσεις σχετικά με τις
καιρικές συνθήκες, ζήτησε να μάθει πώς είχα κοιμηθεί και πρόσφερε τις
υπηρεσίες του ως οδηγός της πόλης. Αυτό είναι μόνο ότι κατάλαβα, αλλά ξέχασα
κάτι σημαντικό. Ω ναι, τώρα θυμάμαι ότι ήθελε να γυαλίσει τα παπούτσια μου.
Ωστόσο, είναι νωρίς το πρωί, οι άνθρωποι κάθονται μπροστά από τις πόρτες τους
κουβεντιάζοντας ή περιπλανούνται στους δρόμους. Οι Καυκάσιοι δεν κοιμούνται!
Ο ήλιος δεν είχε ανατείλει, αλλά ήταν ένα ζεστό, καθαρό πρωινό. Ακριβώς
απέναντι από το ξενοδοχείο βρίσκεται ένα μεγάλο πάρκο. Μπαίνω μέσα και
περπατάω ευθεία μέσα από αυτό και βγαίνω από την άλλη πλευρά. Οι
περισσότεροι άνθρωποι που βλέπω, φορούν ενδυμασίες του Καυκάσου, με όπλα,
μερικοί φορούν ευρωπαϊκά σακάκια και σκληρά καπέλα. Τις στολές των
Κιρκάσιων αξιωματικών. Βλέπω ότι δεν υπάρχουν γυναίκες στους εξωτερικούς
χώρους. Είχα σκοπό να μελετήσω την πόλη από το ένα άκρο στο άλλο πριν από το
πρωινό, αλλά σύντομα συνειδητοποίησα ότι αυτό θα ήταν αδύνατο.
Πεινασμένος καθώς ήμουνα, πήρα ένα τσαμπί σταφυλιών, να βολέψω τον εαυτό
μου, αλλά ως σκανδιναβός χρειάζομαι, φυσικά, κρέας και ορισμένες φέτες ψωμί
για να ικανοποιηθώ. Περπατώντας γύρω από το πάρκο, ήρθα και πάλι πίσω στο
ξενοδοχείο. Κανείς δεν είχε ξυπνήσει ακόμα. Στον προθάλαμο ο θυρωρός άρχισε
πάλι τα γαλλικά του, γι' αυτό έσπρωξα την πόρτα για να ξεφύγω και βρέθηκα στο
αναγνωστήριο του ξενοδοχείου. Εδώ, σε ένα τραπέζι, βρήκα έναν οδηγό για τη
Ρωσία και τον Καύκασο. Κοίταξα στην Τιφλίδα και άρχισα να διαβάζω…
75
Στις πετρελαιοπηγές του Μπακού της Κασπίας θάλασσας. Μεταξύ των ιδρυτών
βρίσκονταν οι τρείς Σουηδοί αδελφοί Νόμπελ, συμπεριλαμβανομένου του
Άλφρεντ, του ιδρυτού των Βραβείων Νόμπελ
‘‘… Ένα ατμόπλοιο από το στόλο Νόμπελ βρίσκεται στη διάθεσή μας για μια
εκδρομή στα φρεάτια πετρελαίου στην Balakhany. Δεν ήταν η πρώτη και
μοναδική φορά που τα πλοία αυτής της μεγάλης επιχείρησης μεταφέρουν
επισκέπτες εκεί πέρα. Αυτό γίνεται με μεγάλη προθυμία για πολύ καιρό, αλλά δεν
είναι και τίποτα το ιδιαίτερο. Ένα μεγάλο μέρος των Σκανδιναβών είχε την
καλοσύνη να έρθει και να μας εξηγήσει τα πάντα. Ήταν μια ήσυχη,
φεγγαρόλουστη βραδιά. Μετά από μια βόλτα μισής ώρας έξω από το Μπακού, το
νερό φαίνεται σαν να βράσει σε μαύρες δίνες. Οι στρόβιλοι αλλάζουν, κινούνται
και συγχωνεύονται με άλλους στροβίλους, κι η αδιάκοπη κίνηση σας κάνει να
σκεφτείτε λίγο τα βόρεια φώτα. Αν πετάξεις μια χούφτα άχρηστο βαμβάκι μέσα
σε αυτούς τους στροβίλους, την ίδια στιγμή η θάλασσα φλέγεται σε αυτό το
σημείο. Αυτοί οι σχηματισμοί, είναι στρόβιλοι φυσικού αερίου. Στη συνέχεια,
προχωρούμε μπρός και πίσω μέσα στις φλόγες, αφήνοντας την προπέλα του
πλοίου να σβήσει τη φωτιά. Φτάνουμε και περπατάμε στην ξηρά. Το έδαφος είναι
υγρό και λιπαρό με λάδι, το άμμος είναι όπως το σαπούνι όταν περπατάμε σε
αυτό και υπάρχει έντονη μυρωδιά πετρελαίου και κηροζίνης που μας δημιουργεί
σε εμάς τους ξένους, πονοκέφαλο. Η περιοχή του πετρελαίου χωρίζεται σε
λεκάνες, λίμνες, που περιβάλλεται από νησίδες άμμου. Δεν θέλει και πολλή
προσπάθεια να εμποδίσεις το πετρέλαιο το οποίο ρέει στις πλαγιές, κάνοντας το
έδαφος λιπαρό και υγρό, όπως το υπόλοιπο.
76
Το αργό πετρέλαιο ήταν γνωστό στους αρχαίους Εβραίους και Έλληνες, και εδώ
στη χερσόνησο Απσερόν, χρησιμοποιείται από τον πληθυσμό για καύσιμη και
φωτιστική ύλη για πολύ μεγάλο χρονικό διάστημα. Αλλά μόνο κατά τη διάρκεια
των τελευταίων τριάντα ετών, έχουν κάνει κηροζίνη από αυτό. Για να μην
αναφέρουμε τις ‘13 ποικιλίες σε φιαλίδια’, οι οποίες είναι ακόμη τα πιο
πρόσφατα προϊόντα. Τώρα, μια ολόκληρη πόλη φορτωτήρων εκτείνεται μέχρι εκεί
που μπορεί να δει το μάτι, η πιο δυσάρεστη και απίστευτη πόλη των μαύρων,
λιπαρών και κακόγουστων γερανών, σε όλο τον κόσμο. Στο εσωτερικό της,
υπάρχει βοή μηχανημάτων, ημέρα και νύχτα. Οι εργάτες φωνάζουν ο ένας στον
άλλο για να πνίξουν το θόρυβο και οι γερανοί ανακινούνται και σείονται από τα
τεράστια τρυπάνια που βυθίζονται στο έδαφος. Οι εργαζόμενοι είναι Πέρσες και
Τάταροι. Μπαίνουμε μέσα σε έναν από αυτούς τους γερανούς. Το καπέλο μου
προσκρούσει σε μία ακτίνα λιπαρή και μαύρη, αλλά με διαβεβαιώνουν ότι στα
εργοστάσια του Μπακού, δεν απαιτείται παρά ένα λεπτό για να πάρει κάποιος το
πετρέλαιο με χημικά μέσα. Ο θόρυβος είναι τρομερός. Μαυριδεροί Τάταροι και
κίτρινοι Πέρσες στέκονται ο καθένας τους στα μηχανήματά τους, φροντίζοντας το
77
Η Αμερική έχει βεβηλώσει αυτόν τον τόπο και έφερε το βρυχηθμό της ως τα
άδυτα. Γιατί εδώ βρίσκεται η έδρα της ‘αιώνιας φωτιάς’ της αρχαιότητας. Δεν
υπάρχει χώρος εδώ γύρω όπου μπορεί κανείς να ξεφύγει από την Αμερική. Η
μέθοδος γεωτρήσεων, οι λάμπες, ακόμη και το απόσταγμα βενζίνης, είναι όλα
Αμερική. Οι Μακκαβαίοι έκαψαν το ‘παχύ νερό’ μόνο για τον καθαρισμό του
78
ναού. Και όταν έχουμε καταντήσει να είμαστε κουρασμένοι από τον πολύ θόρυβο
και μισοτυφλωμένοι από το φυσικό αέριο και προετοιμαστούμε να
εγκαταλείψουμε τον τόπο, πάμε πάλι πίσω στο σκάφος τύπου Robert Fulton.
Αύριο θα επισκεφθούμε τη Surakhany. Δόξα τω Θεώ, λέγεται ότι έχει ένα τέμπλο
των Παρσών.
Εγώ, βέβαια, υποτίθεται ότι έπρεπε να φανώ έξυπνος και να γνωρίζω τα πάντα
για αυτόν και δεδομένου ότι ένιωσα μια υποψία περιφρονητική μάλλον, λόγω του
ότι μάλλον παρίστανε τον τρελό, έφυγα χωρίς να του δώσω τίποτα. Αλλά όταν
είδα ότι δεν τον παρίστανε πια και μου έριξε μια δυσαρεστημένη ματιά, την οποία
περίμενα, με λιγότερη αυτοπεποίθηση γύρισα και του έδωσα κάτι. Αν αυτός ο
άνθρωπος ήταν ηθοποιός, έπαιζε το ρόλο του τόσο λαμπρά…
Ο πυρετός αποστραγγίζει τη δύναμή μου. Η ιατρική του ωρολογοποιού στην
οποία έχω ενδιατρίψει, δεν με βοηθά πια. Θα πρέπει πιθανώς να φύγω απ’ αυτό
το μέρος πριν δω τα πάντα και πριν πάω στο δάσος και γνωρίσω το σπίτι ενός
Κούρδου. Χθες το βράδυ, όταν ο πυρετός ήταν στο χειρότερο σημείο του και δεν
ήθελα να ξυπνήσω κανέναν στο ξενοδοχείο, σύρθηκα ως την απέναντι πλευρά
του δρόμου σε ένα κατάστημα, όπου είδα μερικά μπουκάλια στο παράθυρο. Ένας
άνδρας στεκόταν πίσω από ένα μικρό πάγκο και μερικοί μελαψοί άνδρες
κάθονταν κάτω στο πάτωμα και έπιναν από τενεκεδένια κύπελλα. Περπατάω
μέχρι τον άνθρωπο στον πάγκο και του ζητάω κονιάκ. Καταλαβαίνει τι του λέω,
και κατεβάζει ένα μπουκάλι. Έχει μια ετικέτα με την οποία δεν είμαι
εξοικειωμένος η οποία αναγράφει ‘Οδησσός’, και τον παρακαλώ μήπως έχει να
μου δώσει κάτι άλλο. Δεν με καταλαβαίνει. Προχωρώ έως το ράφι και ξεχωρίσω
άλλο ένα μπουκάλι κονιάκ το οποίο έχει την ίδια ετικέτα ‘Οδησσός’, αλλά με πέντε
αστέρια. Το κοιτώ, το ελέγχω αλλά τα βρίσκω ίδια. Δεν θα έχει κάτι καλύτερο τον
ρωτάω, αλλά δεν δείχνει να καταλαβαίνει. Μετρώ τα άστρα μπροστά του, πέντε,
και προσθέτω ακόμα ένα ζευγάρι με το μολύβι, το οποίο φαίνεται να κατανοεί και
μου φέρνει ένα μπουκάλι ‘Οδησσός’, με έξι αστέρια.
‘‘Πόσο κοστίζει’’, τον ρωτάω;
‘‘Τέσσερα και μισό ρούβλια’’.
‘‘Και η προηγούμενη’’ ;
80
Έτσι λοιπόν, ένα αστέρι κοστίζει ένα ρούβλι. Πήρα αυτό με τα πέντε αστέρια, με
την ελπίδα ότι θα ήταν ισχυρό και θα μου έδινε τη δυνατότητα να κοιμηθώ. Και
σήμερα, σε πείσμα όλων των σχετικών φασκόμηλων των σοφών γυναικών και των
τουριστών, ο πυρετός μου είναι καλύτερα, αν και χθες το βράδυ, έπινα κονιάκ…
Είναι αργά το απόγευμα. Κάθομαι στο ανοιχτό παράθυρο βλέποντας κάποιους
γυμνούς άνδρες να ποτίζουν τα άλογά τους στη Μαύρη Θάλασσα. Τα σώματά
τους δείχνουν σκούρα απέναντι στο γαλάζιο της θάλασσας. Και ο ήλιος λάμπει
ακόμα πάνω από τα ερείπια του κάστρου της Ταμάρα…
ISBN: 978-618-80957-3-1
νέο e-book
24grammata.com
σειρά: εν καινώ, αρ. σειράς: 88