You are on page 1of 10

https://enfrascopequeno.blogspot.com/2020/04/la-fiesta-ajena-liliana-heker.

html

Liliana Heker-Η ξένη γιορτή

Με το που έφτασε, πήγε στην κουζίνα για να δει αν ήταν η μαϊμού. Εκεί ήταν κι αυτό την
ηρέμησε: δεν της άρεσε, να έχει δίκιο η μητέρα της. Μαϊμούδες σε γενέθλια; Την είχε
ρωτήσει· κάνε μου την χάρη! Εσύ λοιπόν πιστεύεις όλες τις χαζομάρες που σου λένε. Ήταν
ενοχλημένη, αλλά όχι για την μαϊμού, σκέφτηκε η μικρή: ήταν για τα γενέθλια.

- Δεν θέλω να πας – της είχε πει-. Είναι μια γιορτή για τους πλούσιους.
- Και οι πλούσιοι επίσης πάνε στον ουρανό – είπε η μικρή, που μάθαινε θρησκευτικά
στο σχολείο.
- Τι ουρανό μου τσαμπουνάς – είπε η μητέρα-. Αυτό που συμβαίνει τσούπρα μου,
είναι ότι σου γουστάρει να χέζεις πιο ψηλά από τον κώλο σου.

Της μικρής, δεν της άρεσε καθόλου ο τρόπος που μιλούσε η μητέρα της: ήταν εννιά χρόνων
και ήταν μια από της καλύτερες μαθήτριες της τάξης της.

- Θα πάω γιατί είμαι καλεσμένη – είπε-. Και είμαι καλεσμένη γιατί η Λουσιάνα είναι
φίλη μου. Τέρμα και τελείωσε.
- Α, ναι, φίλη σου – είπε η μαμά. Έκανε μια παύση-. Άκου με Ροσάουρα – είπε στο
τέλος -, αυτή δεν είναι φίλη σου. Ξέρεις τι είσαι εσύ για όλους αυτούς; Είσαι η κόρη
της υπηρέτριας και τίποτα άλλο.

Η Ροσάουρα ανοιγόκλεισε τα μάτια με ζωντάνια: όχι, δεν θα έβαζε τα κλάματα.

- Σώπασε – φώναξε -. Τι ξέρεις εσύ από φιλία.

Εκείνη πήγαινε σχεδόν όλα τα απογεύματα στο σπίτι της Λουσιάνας και διαβάζανε μαζί τα
μαθήματα, ενώ η μητέρα της έκανε καθαριότητα.

Έπιναν το γάλα τους στην κουζίνα και έλεγαν τα μυστικά τους. Της Ροσάουρας, της άρεσε
τρελά, ότι υπήρχε σε αυτό το σπίτι. Και οι άνθρωποι της άρεσαν.

- Θα πάω, γιατί θα είναι η πιο ωραία γιορτή του κόσμου, μου το είπε η Λουσιάνα. Θα
έρθει ένας μάγος και θα φέρει μαζί του μια μαϊμού, κυρία μου. Η μητέρα γύρισε το
σώμα της για να την βλέπει καλύτερα και ακούμπησε φαρδιά-πλατιά τα χέρια
στους γοφούς.
- Μαϊμούδες σε γενέθλια; - είπε-. Κάνε μου τη χάρη. Εσύ πιστεύεις όλες τις
χαζομάρες που σου λένε.

Η Ροσάουρα προσβλήθηκε πολύ. Επί πλέον, της φαινόταν άσχημο, που η μητέρα της
κατηγορούσε τους άλλους, ότι ήταν ψεύτες, μόνο και μόνο επειδή ήταν πλούσιοι. Κι
εκείνης θα της άρεσε να είναι πλούσια, και λοιπόν; Αν μια μέρα κατόρθωνε να ζήσει σε ένα
όμορφο παλάτι, η μητέρα της θα έπαυε να την αγαπάει, ακόμα κι εκείνη; Ένιωσε πολύ
λυπημένη. Ήθελε να πάει σε εκείνη την γιορτή, όσο τίποτα στον κόσμο.
- Αν δεν πάω, θα πεθάνω – μουρμούρισε, χωρίς σχεδόν να κουνήσει τα χείλια. Δεν
ήταν σίγουρη, αν ακούστηκε αυτό που είπε, αλλά το θετικό ήταν, ότι το επόμενο
πρωί της γιορτής, η μητέρα της είχε σιδερωμένο το χριστουγεννιάτικο φόρεμα της.
Και το απόγευμα, αφού της έπλυνε το κεφάλι, της πέρασε τα μαλλιά με μηλόξυδο,
για να τα κάνει να γυαλίζουν. Πριν ξεκινήσει, η Ροσάουρα, κοιτάχτηκε στον
καθρέφτη, με το λευκό της φόρεμα και τα γυαλιστερά μαλλιά, και της άρεσε αυτό
που είδε.

Η κυρία Ινές επίσης το παρατήρησε. Με το που την είδε να μπαίνει, της είπε:

- Τι όμορφη που είσαι σήμερα, Ροσάουρα.

Εκείνη, με τα χέρια στην σιδερωμένη φούστα, έκανε μια χαρούμενη υπόκλιση: μπήκε στην
γιορτή με σταθερό βήμα. Χαιρέτησε την Λουσιάνα και την ρώτησε για την μαϊμού. Η
Λουσιάνα πήρε συνωμοτικό ύφος· πλησίασε το στόμα στο αυτί της Ροσάουρας.

- Είναι στην κουζίνα – της ψιθύρισε στο αυτί -. Όμως μην το πεις σε κανένα, είναι
μυστικό.

Η Ροσάουρα ήθελε να το επιβεβαιώσει. Αθόρυβα μπήκε στην κουζίνα και την είδε.
Συλλογιζόταν στο κλουβί της. Τόσο αστεία που η μικρή κάθισε και την κοιτούσε και μετά,
κάθε τόσο, παρατούσε στα κρυφά την γιορτή και πήγαινε να την δει. Ήταν η μόνη που είχε
το ελεύθερο να μπαίνει στην κουζίνα, η κυρία Ινές της το είχε πει: «Μόνο εσύ, κανείς άλλος,
είναι πολύ άτακτοι, μπορεί να σπάσουν τίποτα». Η Ροσάουρα, αντίθετα, δεν έσπασε
τίποτα. Δεν είχε πρόβλημα ούτε με την κανάτα με την πορτοκαλάδα, όταν την μετέφερε
από την κουζίνα στην τραπεζαρία. Την κρατούσε πολύ προσεκτικά και δεν έχυσε ούτε μια
σταγόνα. Αυτό της είχε πει η κυρία Ινές: «Νομίζεις ότι θα τα καταφέρεις με αυτήν την
τεράστια κανάτα;». Φυσικά και θα τα κατάφερνε: δεν ήταν από βούτυρο, σαν τις άλλες.
Από βούτυρο, ήταν η ξανθιά με τον κότσο στο κεφάλι. Με το που την είδε, αυτή με τον
κότσο, της είπε:

- Κι εσύ πια είσαι;


- Είμαι φίλη της Λουσιάνας – απάντησε η Ροσάουρα.
- Όχι – είπε η κοτσιδού – εσύ δεν είσαι φίλη της Λουσιάνας γιατί εγώ είμαι ξαδέλφη
της και ξέρω όλες τις φίλες της. Κι εσένα δεν σε ξέρω.
- Κι εμένα, τι με νοιάζει – είπε η Ροσάουρα – εγώ έρχομαι όλα τα απογεύματα με την
μαμά μου και κάνουμε μαζί τα μαθήματα.
- Εσύ και η μαμά σου κάνετε μαζί τις δουλειές; - είπε η κοτσιδού με ένα γελάκι.
- Εγώ και η Λουσιάνα κάνουμε μαζί τα μαθήματα – είπε η Ροσάουρα, σοβαρή. Η
κοτσιδού σήκωσε τουςώμους.
- Αυτό δεν σημαίνει, ότι είσαι φίλη – είπε -. Πάς στο ίδιο σχολείο μαζί της;
- Όχι.
- Και τότε, από πού την ξέρεις; - είπε η κοτσιδού, που άρχισε να χάνει την υπομονή
της.

Η Ροσάουρα θυμόταν καλά τα λόγια της μητέρας της. Αναστέναξε βαθιά:

- Είμαι η κόρη της υπαλλήλου – είπε.


Η μητέρα της, της το είχε πει ξεκάθαρα: Αν σε ρωτήσει κανείς, θα πεις ότι είσαι η κόρη της
υπαλλήλου, τελεία και παύλα.

Επίσης, της είχε πει ότι έπρεπε να το πει με αξιοπρέπεια. Όμως η Ροσάουρα σκέφτηκε ότι
ποτέ στην ζωή της δεν θα μπορούσε να πει θαρρετά κάτι τέτοιο.

- Τι υπάλληλος – είπε η κοτσιδού – Πουλάει κάτι σε κάποιο μαγαζί;


- Όχι – είπε η Ροσάουρα θυμωμένη -, η μαμά μου δεν πουλάει τίποτα, για να ξέρεις.
- Και τότε, πως είναι υπάλληλος; - είπε η κοτσιδού.

Εκείνη την στιγμή, πλησίασε η κυρία Ινές, κάνοντας σσσς…. Και είπε στην Ροσάουρα, αν θα
μπορούσε να την βοηθήσει να σερβίρει τα λουκάνικα, εκείνη ήξερε το σπίτι καλύτερα από
τον καθένα.

-Τα είδες – της είπε η Ροσάουρα, της κοτσιδούς, και της πάτησε στα κρυφά το πόδι.

Εκτός από την κοτσιδού, όλα τα παιδιά την διασκέδαζαν. Πιο πολύ της άρεσε η Λουσιάνα,
με την χρυσή κορώνα· μετά τα αγόρια. Βγήκε πρώτη στο τρέξιμο με τους σάκους και
κανένας δεν την έπιασε στο φτου ξελευτερία.

Όταν χωρίστηκαν σε ομάδες για να παίξουν, τα μήλα, όλα τα αγόρια φώναζαν και την
ήθελαν στην ομάδα τους. Η Ροσάουρα αισθάνονταν ότι ποτέ στην ζωή της δεν ήταν πιο
ευτυχισμένη.

Όμως έμενε το καλύτερο. Το καλύτερο ήρθε, αφού η Λουσιάνα έσβησε τα κεράκια. Πρώτα
η τούρτα: η κυρία Ινές, της είχε ζητήσει να την βοηθήσει, να σερβίρει την τούρτα και η
Ροσάουρα το διασκέδασε πολύ, γιατί όλα τα παιδιά ερχόντουσαν επάνω της και της
φώναζαν «σε μένα, σε μένα». Η Ροσάουρα θυμήθηκε μια ιστορία, όπου υπήρχε μια
βασίλισσα που είχε δικαίωμα ζωής ή θανάτου επάνω στους υπηκόους της. Πάντα της
άρεσε, να έχει δικαίωμα ζωής ή θανάτου. Στα αγόρια, η Λουσιάνα, έδωσε τα πιο μεγάλα
κομμάτια και στην κοτσιδού ένα κομμάτι της συμφοράς.

Μετά την τούρτα ήρθε ο μάγος. Ήταν αδύνατος και φορούσε μια κόκκινη εσάρπα. Κι ήταν
αληθινός μάγος. Έλυνε πανιά με ένα μόνο φύσημα και συναρμολογούσε στεφάνια που δεν
ήταν κομμένα πουθενά. Μάντευε τραπουλόχαρτα κι η μαϊμού ήταν η βοηθός του. Ήταν
παράξενος μάγος: την μαϊμού την φώναζε συνεταιτεράκι. «Λοιπόν, πάμε συνεταιράκι,
γύρνα μια κάρτα», της έλεγε. «Μη την κάνεις, συνεταιράκι, είμαστε εν ώρα δουλειάς».

Η τελική δοκιμασία ήταν η πιο συναρπαστική. Ένα κορίτσι, κρατούσε αγκαλιά την μαϊμού
και ο μάγος θα την εξαφάνιζε.

- Το κορίτσι; - φώναξαν όλοι.


- Την μαϊμού – απάντησε ο μάγος.

Η Ροσάουρα σκέφτηκε, ότι αυτή ήταν η πιο διασκεδαστική γιορτή του κόσμου.

Ο μάγος φώναξε ένα χοντρούλη, αλλά ο χοντρούλης τρόμαξε και άφησε την μαϊμού να του
πέσει. Ο μάγος την σήκωσε προσεκτικά και της είπε κάτι μυστικό και η μαϊμού
συγκατένευσε με το κεφάλι.
- Δεν πρέπει να είσαι τόσο φοβιτσιάρης, φιλαράκο – είπε στον χοντρούλη ο μάγος.
- Τι είναι φοβιτσιάρης; - είπε ο χοντρούλης. Ο μάγος γύρισε το κεφάλι μια από την
μια και μια από την άλλη για να βεβαιωθεί ότι δεν τον ακούνε.
- Χέστης – είπε -. Έλα, κάτσε τώρα κάτω, φιλαράκο.

Έπειτα, μας κοίταξε όλους στα μάτια. Της Ροσάουρα η καρδιά χτυπούσε σαν τρελή.

- Λοιπόν, αυτή με τα μαύρα μάτια – είπε ο μάγος. Και όλοι είδαν, ότι έδειχνε εκείνη.

Δεν φοβόταν. Ούτε όταν κρατούσε αγκαλιά την μαϊμού, ούτε όταν ο μάγος την εξαφάνισε,
ούτε στο τέλος, όταν ο μάγος κυμάτισε την κόκκινη εσάρπα του επάνω από το κεφάλι της
Ροσάουρα, είπε τις μαγικές λέξεις… και η μαϊμού εμφανίστηκε ξανά εκεί, χαρούμενη, στην
αγκαλιά της. Όλα τα παιδιά χειροκρότησαν με δύναμη. Και πριν η Ροσάουρα επιστρέψει
στην θέση της, ο μάγος είπε:

- Ευχαριστώ πολύ, δεσποινίς κοντέσα.

Αυτό της άρεσε τόσο, που λίγο μετά, όταν ήρθε η μητέρα της να την πάρει, ήταν το πρώτο
που της είπε.

- Εγώ βοήθησα τον μάγο κι ο μάγος μου είπε: «Ευχαριστώ πολύ, δεσποινίς κοντέσα».

Ήταν πολύ παράξενο, γιατί μέχρι εκείνη τη στιγμή, η Ροσάουρα πίστευε ότι ήταν θυμωμένη
με την μητέρα της. Συνέχεια σκεφτόταν, ότι θα της έλεγε: «Είδες, δεν ήταν ψέμα αυτό με
την μαϊμού». Αλλά όχι, ήταν ευχαριστημένη, έτσι, της διηγήθηκε αυτό με τον μάγο.

Η μητέρα της την σκούντηξε και της είπε:

- Για κοιτάξτε μια κοντέσα.

Όμως φαινόταν κι εκείνη χαρούμενη.

Και τώρα βρισκόντουσαν και οι δυο στο χολ, γιατί λίγο πριν η κυρία Ινές, χαμογελαστή, είχε
πει: «Περιμένετέ με ένα λεπτάκι».

Εκεί, η μητέρα φάνηκε στενοχωρημένη.

- Τι συμβαίνει; - ρώτησε την Ροσάουρα.


- Τι να συμβαίνει – της είπε η Ροσάουρα -. Πηγαίνει να φέρει τα δώρα για όσους
είμαστε έτοιμοι να φύγουμε. Έδειξε τον χοντρούλη και ένα κορίτσι με κοτσιδάκια,
που περίμεναν επίσης στο χολ δίπλα στις μητέρες τους. Και της εξήγησε, πως
γινόταν με τα δώρα. Το ήξερε, γιατί είχε δει αυτούς που είχαν φύγει πριν. Όταν
έφευγε ένα κορίτσι, η κυρία Ινές της χάριζε ένα κολιεδάκι. Όταν έφευγε ένα αγόρι
του χάριζε ένα γιο-γιο. Της Ροσάουρας, της άρεσε περισσότερο το γιο-γιο, γιατί
έβγαζε σπίθες, αλλά αυτό δεν το είπε στην μητέρα της. Ήξερε, ότι θα της έλεγε:
«Και τότε, γιατί δεν το ζητάς, χαζούλα;» Έτσι ήταν η μητέρα της. Η Ροσάουρα δεν
είχε όρεξη να της εξηγήσει, ότι ντρεπόταν να είναι η μόνη διαφορετική. Αντίθετα
της είπε: «Ήμουν η καλύτερη στην γιορτή». Και δεν είπε τίποτα άλλο, γιατί η κυρία
Ινές έμπαινε στο χολ με μια θαλασσί και μια ροζ τσάντα. Πρώτα πλησίασε τον
χοντρούλη και του έδωσε ένα γιο-γιο που έβγαλε από την θαλασσί τσάντα κι ο
χοντρούλης έφυγε με την μαμά του. Μετά πλησίαζε το κορίτσι με τα κοτσιδάκια,
και του έδωσε ένα κολιεδάκι, που έβγαλε από την ροζ τσάντα και έφυγαν κι αυτές.

Μετά πλησίασε εκεί που καθόταν εκείνη με την μητέρα της. Είχε ένα πλατύ χαμόγελο
και αυτό της άρεσε της Ροσάουρας. Η κυρία Ινές την κοίταξε, μετά κοίταξε την μητέρα
και είπε κάτι που την Ροσάουρα την γέμισε υπερηφάνεια. Είπε:

- Τι κορίτσι είναι αυτό που έχεις Ερμίνια!

Για μια στιγμή, η Ροσάουρα νόμισε ότι επρόκειτο να της δώσει και τα δυο δώρα: το
κολιεδάκι και το γιο-γιο. Όταν η κυρία Ινές ξεκίνησε να ψάχνει, εκείνη έκανε την κίνηση να
απλώσει το χέρι. Όμως δεν ολοκλήρωσε την κίνηση, γιατί η κυρία Ινές δεν έψαξε ούτε στην
θαλασσί, ούτε στην ροζ τσάντα. Έψαξε κάτι στο πορτοφόλι της.

Στο χέρι της εμφανίστηκαν δυο χαρτονομίσματα.

- Αυτό το κέρδισες με το σπαθί σου – είπε απλώνοντας το χέρι -. Ευχαριστώ για όλα,
αγάπη μου. Τώρα η Ροσάουρα είχε τα χέρια της σφιγμένα, κολλημένα στο σώμα της
κι ένιωθε το χέρι της μητέρας της να ακουμπά στον ώμο της. Ενστικτωδώς πίεσε το
σώμα της επάνω στο σώμα της μητέρας της. Τίποτα άλλο. Έστρεψε το βλέμμα της.
Το παγωμένο της βλέμμα επάνω στο πρόσωπο της κυρίας Ινες.

Η κυρία Ινές, ακίνητη, συνέχιζε με το χέρι απλωμένο. Σαν να μην είχε την δύναμη να το
τραβήξει πίσω. Σαν και η παραμικρή παρεκτροπή, να μπορούσε να διαταράξει αυτήν
την εύθραυστη ισορροπία.

La fiesta ajena. Liliana Heker.

Nomás llegó, fue a la cocina a ver si estaba el mono. Estaba y eso la tranquilizó: no le hubiera
gustado nada tener que darle la razón a su madre. ¿Monos en un cumpleaños?, le había
dicho; ¡por favor! Vos sí que te creés todas las pavadas que te dicen. Estaba enojada pero no
era por el mono, pensó la chica: era por el cumpleaños.

–No me gusta que vayas –le había dicho–. Es una fiesta de ricos.

–Los ricos también se van al cielo –dijo la chica, que aprendía religión en el colegio.

–Qué cielo ni cielo –dijo la madre–. Lo que pasa es que a usted, m’hijita, le gusta cagar más
arriba del culo.

A la chica no le parecía nada bien la manera de hablar de su madre: ella tenía nueve años y
era una de las mejores alumnas de su grado.

–Yo voy a ir porque estoy invitada –dijo–. Y estoy invitada porque Luciana es mi amiga. Y se
acabó.
–Ah, sí, tu amiga –dijo la madre. Hizo una pausa–. Oíme, Rosaura –dijo por fin–, esa no es tu
amiga. ¿Sabés lo que sos vos para todos ellos? Sos la hija de la sirvienta, nada más.

Rosaura parpadeó con energía: no iba a llorar.

–Callate –gritó–. Qué vas a saber vos lo que es ser amiga.

Ella iba casi todas las tardes a la casa de Luciana y preparaban juntas los deberes mientras su
madre hacía la limpieza.

Tomaban la leche en la cocina y se contaban secretos. A Rosaura le gustaba enormemente


todo lo que había en esa casa. Y la gente también le gustaba.

–Yo voy a ir porque va a ser la fiesta más hermosa del mundo, Luciana me lo dijo. Va a venir
un mago y va a traer un mono y todo. La madre giró el cuerpo para mirarla bien y
ampulosamente apoyó las manos en las caderas.

–¿Monos en un cumpleaños? –dijo–. ¡Por favor! Vos sí que te creés todas las pavadas que te
dicen.

Rosaura se ofendió mucho. Además le parecía mal que su madre acusara a las personas de
mentirosas simplemente porque eran ricas. Ella también quería ser rica, ¿qué?, si un día
llegaba a vivir en un hermoso palacio, ¿su madre no la iba a querer tampoco a ella? Se sintió
muy triste. Deseaba ir a esa fiesta más que nada en el mundo.

–Si no voy me muero –murmuró, casi sin mover los labios. Y no estaba muy segura de que se
hubiera oído, pero lo cierto es que la mañana de la fiesta descubrió que su madre le había
almidonado el vestido de Navidad. Y a la tarde, después que le lavó la cabeza, le enjuagó el
pelo con vinagre de manzanas para que le quedara bien brillante. Antes de salir Rosaura se
miró en el espejo, con el vestido blanco y el pelo brillándole, y se vio lindísima.

La señora Inés también pareció notarlo. Apenas la vio entrar, le dijo:

–Qué linda estás hoy, Rosaura.

Ella, con las manos, impartió un ligero balanceo a su pollera almidonada: entró a la fiesta
con paso firme. Saludó a Luciana y le preguntó por el mono. Luciana puso cara de
conspiradora; acercó su boca a la oreja de Rosaura.

–Está en la cocina –le susurró en la oreja–. Pero no se lo digas a nadie porque es un secreto.

Rosaura quiso verificarlo. Sigilosamente entró en la cocina y lo vio. Estaba meditando en su


jaula. Tan cómico que la chica se quedó un buen rato mirándolo y después, cada tanto,
abandonaba a escondidas la fiesta e iba a verlo. Era la única que tenía permiso para entrar
en la cocina, la señora Inés se lo había dicho: “Vos sí pero ningún otro, son muy revoltosos,
capaz que rompen algo”. Rosaura, en cambio, no rompió nada. Ni siquiera tuvo problemas
con la jarra de naranjada, cuando la llevó desde la cocina al comedor. La sostuvo con mucho
cuidado y no volcó ni una gota. Eso que la señora Inés le había dicho: “¿Te parece que vas a
poder con esa jarra tan grande?”. Y claro que iba a poder: no era de manteca, como otras.
De manteca era la rubia del moño en la cabeza. Apenas la vio, la del moño le dijo:

–¿Y vos quién sos?

–Soy amiga de Luciana –dijo Rosaura.

–No –dijo la del moño–, vos no sos amiga de Luciana porque yo soy la prima y conozco a
todas sus amigas. Y a vos no te conozco.

–Y a mí qué me importa –dijo Rosaura–, yo vengo todas las tardes con mi mamá y hacemos
los deberes juntas.

–¿Vos y tu mamá hacen los deberes juntas? –dijo la del moño, con una risita.

–Yo y Luciana hacemos los deberes juntas –dijo Rosaura, muy seria. La del moño se encogió
de hombros.

–Eso no es ser amiga –dijo–. ¿Vas al colegio con ella?

–No.

–¿Y entonces, de dónde la conocés? –dijo la del moño, que empezaba a impacientarse.

Rosaura se acordaba perfectamente de las palabras de su madre. Respiró hondo:

–Soy la hija de la empleada –dijo.

Su madre se lo había dicho bien claro: Si alguno te pregunta, vos le decís que sos la hija de la
empleada, y listo.

También le había dicho que tenía que agregar: y a mucha honra. Pero Rosaura pensó que
nunca en su vida se iba a animar a decir algo así.

–Qué empleada–dijo la del moño–. ¿Vende cosas en una tienda?

–No –dijo Rosaura con rabia–, mi mamá no vende nada, para que sepas.

–¿Y entonces cómo es empleada? –dijo la del moño.

Pero en ese momento se acercó la señora Inés haciendo shh shh, y le dijo a Rosaura si no la
podía ayudar a servir las salchichitas, ella que conocía la casa mejor que nadie.

–Viste –le dijo Rosaura a la del moño, y con disimulo le pateó un tobillo.

Fuera de la del moño todos los chicos le encantaron. La que más le gustaba era Luciana, con
su corona de oro; después los varones. Ella salió primera en la carrera de embolsados y en la
mancha agachada nadie la pudo agarrar.

Cuando los dividieron en equipos para jugar al delegado, todos los varones pedían a gritos
que la pusieran en su equipo. A Rosaura le pareció que nunca en su vida había sido tan feliz.
Pero faltaba lo mejor. Lo mejor vino después que Luciana apagó las velitas. Primero, la torta:
la señora Inés le había pedido que la ayudara a servir la torta y Rosaura se divirtió
muchísimo porque todos los chicos se le vinieron encima y le gritaban “a mí, a mí”. Rosaura
se acordó de una historia donde había una reina que tenía derecho de vida y muerte sobre
sus súbditos. Siempre le había gustado eso de tener derecho de vida y muerte. A Luciana y a
los varones les dio los pedazos más grandes, y a la del moño una tajadita que daba lástima.

Después de la torta llegó el mago. Era muy flaco y tenía una capa roja. Y era mago de
verdad. Desanudaba pañuelos con un solo soplo y enhebraba argollas que no estaban
cortadas por ninguna parte. Adivinaba las cartas y el mono era el ayudante. Era muy raro el
mago: al mono lo llamaba socio. “A ver, socio, dé vuelta una carta”, le decía. “No se me
escape, socio, que estamos en horario de trabajo”.

La prueba final era la más emocionante. Un chico tenía que sostener al mono en brazos y el
mago lo iba a hacer desaparecer.

–¿Al chico? –gritaron todos.

–¡Al mono! –gritó el mago.

Rosaura pensó que ésta era la fiesta más divertida del mundo.

El mago llamó a un gordito, pero el gordito se asustó enseguida y dejó caer al mono. El mago
lo levantó con mucho cuidado, le dijo algo en secreto, y el mono hizo que sí con la cabeza.

–No hay que ser tan timorato, compañero –le dijo el mago al gordito.

–¿Qué es timorato? –dijo el gordito. El mago giró la cabeza hacia uno y otro lado, como para
comprobar que no había espías.

–Cagón –dijo–. Vaya a sentarse, compañero.

Después fue mirando, una por una, las caras de todos. A Rosaura le palpitaba el corazón.

–A ver, la de los ojos de mora –dijo el mago. Y todos vieron cómo la señalaba a ella.

No tuvo miedo. Ni con el mono en brazos, ni cuando el mago hizo desaparecer al mono, ni al
final, cuando el mago hizo ondular su capa roja sobre la cabeza de Rosaura, dijo las palabras
mágicas… y el mono apareció otra vez allí, lo más contento, entre sus brazos. Todos los
chicos aplaudieron a rabiar. Y antes de que Rosaura volviera a su asiento, el mago le dijo:

–Muchas gracias, señorita condesa.

Eso le gustó tanto que un rato después, cuando su madre vino a buscarla, fue lo primero que
le contó.

–Yo lo ayudé al mago y el mago me dijo: “Muchas gracias, señorita condesa”.


Fue bastante raro porque, hasta ese momento, Rosaura había creído que estaba enojada
con su madre. Todo el tiempo había pensado que le iba a decir: “Viste que no era mentira lo
del mono”. Pero no. Estaba contenta, así que le contó lo del mago.

Su madre le dio un coscorrón y le dijo:

–Mírenla a la condesa.

Pero se veía que también estaba contenta.

Y ahora estaban las dos en el hall porque un momento antes la señora Inés, muy sonriente,
había dicho: “Espérenme un momentito”.

Ahí la madre pareció preocupada.

–¿Qué pasa? –le preguntó a Rosaura.

–Y qué va a pasar –le dijo Rosaura–. Que fue a buscar los regalos para los que nos vamos.

Le señaló al gordito y a una chica de trenzas, que también esperaban en el hall al lado de sus
madres. Y le explicó cómo era el asunto de los regalos. Lo sabía bien porque había estado
observando a los que se iban antes. Cuando se iba una chica, la señora Inés le regalaba una
pulsera. Cuando se iba un chico, le regalaba un yo-yo. A Rosaura le gustaba más el yo-yo
porque tenía chispas, pero eso no se lo contó a su madre. Capaz que le decía: “Y entonces,
¿por qué no le pedís el yo-yo, pedazo de sonsa?”. Era así su madre. Rosaura no tenía ganas
de explicarle que le daba vergüenza ser la única distinta. En cambio le dijo:

–Yo fui la mejor de la fiesta. Y no habló más porque la señora Inés acababa de entrar en el
hall con una bolsa celeste y una bolsa rosa. Primero se acercó al gordito, le dio un yo-yo que
había sacado de la bolsa celeste, y el gordito se fue con su mamá. Después se acercó a la de
trenzas, le dio una pulsera que había sacado de la bolsa rosa, y la de trenzas se fue con su
mamá.

Después se acercó a donde estaban ella y su madre. Tenía una sonrisa muy grande y eso le
gustó a Rosaura. La señora Inés la miró, después miró a la madre, y dijo algo que a Rosaura
la llenó de orgullo. Dijo:

–Qué hija que se mandó, Herminia.

Por un momento, Rosaura pensó que a ella le iba a hacer los dos regalos: la pulsera y el yo-
yo. Cuando la señora Inés inició el ademán de buscar algo, ella también inició el movimiento
de adelantar el brazo. Pero no llegó a completar ese movimiento. Porque la señora Inés no
buscó nada en la bolsa celeste, ni buscó nada en la bolsa rosa. Buscó algo en su cartera.

En su mano aparecieron dos billetes.

–Esto te lo ganaste en buena ley–dijo, extendiendo la mano–. Gracias por todo, querida.
Ahora Rosaura tenía los brazos muy rígidos, pegados al cuerpo, y sintió que la mano de su
madre se apoyaba sobre su hombro. Instintivamente se apretó contra el cuerpo de su
madre. Nada más. Salvo su mirada. Su mirada fría, fija en la cara de la señora Inés.

La señora Inés, inmóvil, seguía con la mano extendida. Como si no se animara a retirarla.
Como si la perturbación más leve pudiera desbaratar este delicado equilibrio.

You might also like