You are on page 1of 19

ΚΕΦΑΛΑΙΟ III

Τό όν ώς έξαντικειμενοποίηση.
Τό όν καί τό υπαρκτό, ή ύπαρξη. Τό όν καί τό μή όν.
Τό όν καί ή γνώση. Τό όν καί ή αξία.
Τό όν καί τό πνεύμα

Από την Αρχαιότητα οί φιλόσοφοι αναζήτησαν νά


γνωρίσουν τό όν (ουσία, βδδβηίία). Τό μεγαλύτερο καύχημα
της φιλοσοφίας υπήρξε ή θεμελίωση μιας οντολογίας. Πα-
ράλληλα οί φιλόσοφοι αμφέβαλαν ότι μπορούσαν νά πε-
τύχουν τό σκοπό τους. Μερικές φορές φαινόταν ότι ή αν-
θρώπινη σκέψη κυνηγούσε ένα φάντασμα. Τό ζήτημα τού
περάσματος άπό τό πολυειδές στό Ένα καί άπό τό Ένα
στό πολυειδές ήταν θεμελιώδες γιά τήν ελληνική φιλοσο-
φία. Ήταν έπίσης σημαντικό, άλλά μέ άλλο τρόπο, γιά τήν
ινδική φιλοσοφία ή όποια βασανιζόταν άπό τό ζήτημα τής
γνώσης πώς τό όν προερχόταν άπό τό μή όν* αύτή ή φιλο-
σοφία έπικέντρωνε έντονα τήν προσοχή της στό πρόβλημα
τού μηδενός, τού μή όντος, τού παραισθητικοΰ, καί καταγι-
νόταν νά βρει τό Απόλυτο καί νά άπελευθερωθεΐ άπό τό
σχετικό, πράγμα πού θα έφερνε τή σωτηρία. Ή ινδική σκέ-
ψη προσπαθούσε νά τοποθετηθεί πέρα άπό τό όν καί τό μή
όν καί άνακάλυψε τή διαλεκτική τού όντος καί τού μή όν-
τος. Σ’ αύτό βρίσκεται καί ή σπουδαιότητά της1. Οί Έλλη-

1
Δες Κ. ΟΐΌΐΐδδθύ. ίβδ ρΙιίΙοδορΗίεδ ίηάίεηηβδ; Ο. δίΓαιΐδδ:
ΙηάίζοΗβ
ΡΜΙοδορΗίε; Α. δάπνοίΙζθΓ: Εβδ χταηάεδ ρεηδεητδ άε I ’ Ιηάε.
νες αναζητούσαν τήν αρχή, την πρωτογενή αρχή. ΣτΟχ«.
ζονταν τό άμετάτρεπτο, βασανίζονταν μέ τό πρόβΛημα
τής σχέσης ανάμεσα στό άμετάτρεπτο καί σέ ό,τι τροπο-
ποιείται- ήθελαν νά εξηγήσουν τό μεταβαλλόμενο όν μέ τθ
άμετάτρεπτο όν. Ή φιλοσοφία ήθελε νά άρθεϊ πάνω από
τόν αισθητό καί άπατηλό κόσμο, νά διεισδύσει στό Ένα,
πέρα άπό αυτόν τόν πολυειδή καί άστατο κόσμο. Αμφέβα-
λαν άκόμα καί γιά τήν πραγματικότητα τής κίνησης. Αν ό
άνθρωπος βρει πέρασμα στή γνώση τού όντος, θά φτάσει
στό άποκορύφωμα τής γνώσης, καί ή φιλοσοφία πίστεψε
μερικές φορές ότι ό άνθρωπος θά πετύχαινε τή σωτηρία,
κατά τήν ένωσή του μέ τήν πρωτογενή πηγή. Καί όμως ό
Χέγκελ λέει ότι ή έννοια τού όντος είναι ό,τι κενότερο υ-
πάρχει- Ό Λότσε δηλώνει ότι τό όν είναι άπροσδιόριστο καί
μόνο ή βίωσή του είναι δυνατή2. Ό Χάιντεγκερ θέλοντας
νά θεμελιώσει μιά καινούρια οντολογία, λέει ότι ή έννοια
τού όντος είναι ό,τι τό πιό σκοτεινό. Τό καθαρό όν είναι α-
φαίρεση καί σέ αύτή τήν άφαίρεση θέλουμε νά συλλάβου-
με τήν πρωτογενή πραγματικότητα, τήν πρωτογενή ζωή.
Ή σκέψη τού άνθρώπου κυνηγάει τό δικό της δημιούργη-
μα- σέ αυτό βρίσκεται ή τραγωδία τής φιλοσοφικής γνώ-
σης, ή τραγωδία κάθε άφηρημένης φιλοσοφίας. Βρισκόμα-
στε μπροστά στό πρόβλημα: τό όν δέν είναι έξαντικειμενο-
ποίηση; Ή έξαντικειμενοποίηση δέν μετατρέπει ό,τι μάς
παρουσιάζει ή φιλοσοφική γνώση ώς άντικείμενα στά ό-
ποια εξαφανίζεται ό νοούμενος κόσμος; Ή έννοια τού όν-
τος δέν σχετίζεται μέ τό όν ώς έννοια; Τό όν υπάρχει; Ό
Παρμενίδης είναι ό ιδρυτής της όντολογικής παράδοσης

2
Δες Εοίζε: ΜείαρΡιρβΑ.
155

φιλοσοφία, πολύ σημαντικής παράδοσης καί ή οποία


ουνδέετιχι μέ μιά μεγαλοφυή προσπάθεια τού λόγου. Γι’
«υιόν τό όν είναι ένα καί άμετάτρεπτο. Δεν ύπάρχει μή όν:
υπάρχει μόνο τό όν. Γιά τόν Πλάτωνα, ό όποιος συνεχίζει
αΰτη τήν όντολογική παράδοση, τό άληθινό όν είναι τό βα-
σίλειο τών ιδεών πού διακρίνεται πίσω άπό τόν μεταβαλ-
λόμενο καί πολυειδή κόσμο τών νοημάτων άλλά ό Πλά-
των ύποστηρίζει ταυτόχρονα τό πρωτείο τού καλού, τού
καλού έναντι τού όντος: είσηγεϊται έτσι μιά άλλη φιλοσο-
φική παράδοση. Στόν Πλάτωνα ή μονάδα τής τελειότητας
είναι ή πλέον ύψηλή ιδέα καί ή ιδέα τού όντος είναι τό ίδιο
τό όν. Ό Έκαρτ ήταν τής γνώμης ότι τό Εδδε ήταν Όειίδ. Ό
Χούσερλ, μέ παρελθόν στόν ιδεαλισμό πού ύποστηρίζει τό
πρωτείο τής συνείδησης, θά συνεχίσει τήν πλατωνική πα-
ράδοση μέ τόν στοχασμό τού ιδεατού όντος, τών ΙΥεδεη-
Ηείίεη. Στή διαδικασία τής σκέψης, στό λόγο, άναζητούσαν
νά αρθούν ύπεράνω αύτού τού δεδομένου αισθητού κό-
σμου, στόν όποιο τίποτε δέν είναι στέρεο, ύπεράνω τού κό-
σμου τού γίγνεσθαι, όχι τού όντος. Άλλά έτσι, ακόμα καί ή
αναζήτηση τού όντος έμπαινε κάτω άπό τήν εξάρτηση τής
σκέψης, έφερνε τή σφραγίδα τής σκέψης. Τό όν γινόταν αν-
τικείμενο τής σκέψης καί αυτό σήμαινε έξαντικειμενοποίη-
ση. Ό λόγος συναντά ένα προϊόν πού είναι δικό του. Ή
πραγματικότητα γίνεται έξαρτώμενη, καθιστάμενη ύλη
πρός γνώση, δηλαδή άντικείμενο. Άλλά στό βάθος, συμ-
βαίνει ακριβώς τό αντίθετο: ή πραγματικότητα δέν βρίσκε-
ται μπροστά άπό τό υποκείμενο πού γνωρίζει: είναι πίσω
του, μέσα στήν ύπαρκτικότητά του.
Τό σφάλμα τού παλιού πραγματισμού είναι ιδιαίτερα
ορατό στό παράδειγμα τού θωμισμού, τής φιλοσοφίας τού
κοινού νού. Αυτή ή φιλοσοφία δεχεται ως αντικειμενικές
πραγματικότητες προϊόντα τής σκέψης, ύποστασιώσεις
τής σκέψης3. Νά γιατί ό Άγιος Θωμάς ό Άκινάτης πιστεύει
ότι ό νούς καί μόνο ό νούς βρίσκεται σέ έπαφή μέ τό όν.
Τό όν γίνεται δεκτό έκ τών έξω. Είναι μιά άπολυτοποίηση
τής μέσης καί κανονικής συνείδησης, πού γίνεται αποδε-
κτή καί ώς άμετάτρεπτη ανθρώπινη φύση. Μιά παρόμοια
οντολογία είναι χτυπητό παράδειγμα πραγματιστικής με-
ταφυσικής, δέν δέχεται τίς άντινομίες πού έκτρέφει ό λό-
γος. Ή νοητική γνώση τού όντος έπιδιορίζεται άπό τό ό,τι
τό όν είναι ήδη έκ προοιμίου προϊόν τής διάνοιας. Γιά τόν
θωμισμό τό όν προηγείται τής σκέψης, άλλά ήδη τήν απα-
σχολεί Τό όν όμως έρχεται μετά, όχι πρίν. Στόν Μεσαίω-
να τό ζήτημα τής σχέσης ανάμεσα στήν ε58εηϋα καί τήν
εχίδίεηϋα παίζει σημαντικό ρόλο. Τό όν είναι εδδβηίία. Αλλά
μένει νά μάθουμε: ή ούσία έχει ύπαρξη; Στή σύγχρονη ον-
τολογία (Χάιντεγκερ, Γιάσπερς) αύτό τό ζήτημα παίρνει
καινούρια μορφή, αύτή τής σχέσης ανάμεσα στό 8είη καί
τό Ώα$είη4. Ό Αριστοτέλης καί οί σχολαστικοί δέχονταν
στή λογική μιά κατάταξη παρόμοια μέ τήν κατάταξη τών
ζώων, στήν όποια ή έννοια τού όντος ήταν ή εύρύτερη καί
ή ύψηλότερη. Ό Μπρουνσβίκ έχει δίκαιο όταν λέει ότι ό
Ντεκάρτ ξεκόβει άπό αύτούς τούς φυσιοκράτες στή λογι-
κή καί τή μεταφυσική5. Αλλά ή οντολογία δέν κατόρθωσε
ποτέ νά απαλλαγεί πλήρως άπό τό φυσιοκρατικό πνεύμα.

3 /
Δες θ3ΓΐΊ§οιι-Ε&βΓ3π§θ: Εβ δβηδ οοπιπταη.
4
Δές Ηθίά觧θΓ: 5βίη αηά Ζβίί καί ΙαδροΓδ: ΡΜΙοδορΗίβ, 3
τόμοι.
5
Δές Ε. ΒΓαπ8οΗνίο§: 8ρίηοζα βί δβδ βοηίβηιροΓαίηδ· καί Ιβ
ρτο-
10/

Ό Χέγκελ εισάγει ένα νέο στοιχείο στήν έννοια τού


όντος: τό μή όν, τό μηδέν, στό οποίο δέν υπάρχει γίγνε-
σθαΐ/ Χωρίς τό όποιο δέν εμφανίζεται τίποτε τό καινούριο.
Τό όν είναι ό,τι κενότερο υπάρχει· ίσοδυναμεϊ μέ τό μή όν.
Ή άρχή είναι όν καί μηδέν, ενότητα, όν καί μηδέν. Τό όν
δέν είναι τίποτε, είναι όν Απροσδιόριστο καί χωρίς ποιόν.
Τό ΰαδείη στόν Χέγκελ είναι ενότητα τού όντος καί τού μή
όντος, είναι γίγνεσθαι, ο προσδιορισμένο. Η Αλήθεια
βρίσκεται στο πέρασμα άπό τό όν στό μή όν και απο τό μή
όν στό όν. Ό Χέγκελ θέλει νά εισάγει τή ζωή στό νεκρό, ά-
καμπτο όν. Θέλει νά περάσει άπό τήν έννοια στό συγκε-
κριμένο όν. Πιστεύει ότι θά τό κατορθώσει δεχόμενος
όντικό χαρακτήρα τής ίδιας τής έννοιας ή οποία είναι, και
αύτή, όν γεμάτο εσωτερική ζωή. «Ή ταυτότητα, Λέει ό Χέ-
γκεΛ, είναι προσδιορισμός μόνο τού άπλοΰ, άμεσου, νε-
κρού όντος· ή αντίφαση όμως είναι ή ρίζα κάθε κίνησης
καί κάθε ζωής- καί μόνο στό μέτρο πού τό μηδέν παρέχει
στόν έαυτό του μιά άντίφαση τότε κινείται, άποκτά κίνη-
ση καί ένεργητικότητα6».
Ή διαλεκτική είναι άληθινή ζωή. Αλλά ό Χέγκελ δέν
φτάνει στό άληθινό συγκεκριμένο: κυριαρχείται άπό τήν
αντικειμενικότητα. Ό Βλαδιμίρ Σολοβυώφ, πού είχε επη-
ρεαστεί έντονα άπό τόν Χέγκελ, κάνει μιά σημαντική καί
πολύτιμη διάκριση Ανάμεσα στό όν καί τό συγκεκριμένο
υπαρκτό. Τό όν είναι κατηγόρημα τού υποκειμένου, τού
συγκεκριμένου υπαρκτού. Λέμε: «αύτό τό δημιούργημα
είναι», καί: «αύτό τό αίσθημα είναι». Συντελεϊται μιά ύπο-

6
Δες ΗΘ§Θ1: άβτ ίοξΐο.
στασίωση τού κατηγορήματος7. Μέ τήν άφαίρεση και τήν
ύποστασίωση τών κατηγορημάτων καί των ποιοτήτων
σχηματίζονται ποικιλόμορφα είδη τού όντος. Μέ αύτόν
τόν τρόπο δημιουργήθηκαν οί οντολογίες, οί όποιες ήταν
θεωρίες τού άφηρημένου όντος καί όχι τού συγκεκριμέ-
νου υπαρκτού. Αλλά, τό άληθινό άντικείμενο τής φιλοσο-
φίας πρέπει νά είναι όχι τό όν γενικά, αλλά αυτό στό ό-
ποιο ή στόν όποιο άνήκει τό όν, δηλαδή τό συγκεκριμένο
υπαρκτό, τό ύπαρκτό. Ή συγκεκριμένη φιλοσοφία είναι ύ-
παρξιακή φιλοσοφία, στήν όποια δέν φτάνει ό Βλ. Σολο-
βυώφ καί παραμένει άφηρημένος μεταφυσικός. Ή διδα-
σκαλία τής ένοολότητας είναι όντολογικός μονισμός 8. Εί-
ναι σφάλμα νά λέμε ότι τό όν είναι: μόνο τό συγκεκριμέ-
νο ύπαρκτό, τό ύπαρκτό είναι. Τό όν δείχνει ότι κάτι είναι,
άλλά όχι αύτό πού είναι. Τό ύπαρκτό όν αυτό δημιουργεί
τό όν. Λογικά καί γραμματολογικά ή έννοια τού όντος εί-
ναι - ενώνονται σ’ αυτή δύο έννοιες ΓΤΊ / V
. Ιο ον ση-
μαίνει ότι κάτι είναι καί ορίζει έπίσης τί είναι, Ή δεύτερη
έννοια τού «όντος» θά πρέπει να αποκλειστεί. Τό όν
ρεϊται υποκείμενο και κατηγόρημα, υποκείμενο καί Λεγό-
μενο πράγμα. Στην πραγματικότητα τό όν είναι μόνο κα-
τηγόρημα. Τό όν είναι γενικό, «καθόλου». Αλλά τό γενικό
δεν έχει ύπαρξη. Τό καθόλου βρίσκεται μόνο μέσα στό υ-
παρκτό, μέσα στό υποκείμενο τής ύπαρξης, καί όχι μέσα
στό αντικείμενο. Ό κόσμος είναι πλουραλιστικός, σ’ αύ-
τόν όλα είναι ατομικά καί έπιμέρους. Τό καθόλου-γενικό

Δες VI. δοϊονίθν: ϋήίίηιιβ άβδ Ρήηεΐρβδ αύδίταίίδ και


Ρπηβίρβδ
ρΗίΙοδορΙϊίηιιβδ άβ Ια ωηηαίδδαηεβ ιπΐέχταϊβ.
8
159 I
είναι μόνο κατοχή τοΰ ποιου ενότητας καί κοινωνίας σέ
αυτή τήν πολλαπλότητα ατομικοτήτων.
Υπάρχει μιά αλήθεια στήν διαβεβαίωση τοϋ Ρίκερτ ό-
τι τό όν είναι κρίση εκτίμησης, ότι τό πραγματικό είναι
αντικείμενο κρίσης. Από έδώ ξεκινώντας κάνουμε τήν έ-
σφαλμένη άναγωγή ότι ή άλήθεια είναι καθήκον καί όχι
όν, καί ότι τό υπερβατικό είναι μόνο ΟβΙίιιηξ. Ή ΟβΙίιιηβ α-
φορά στήν άξια καί όχι στήν πραγματικότητα. Όταν ύπο-
στηρίζουμε τό πρωτείο τοΰ καθήκοντος έναντι τοϋ όντος
αυτό ίσως μοιάζει με τό πλατωνικό πρωτείο τοΰ καλού έ-
ναντι του όντος. Αλλά ό Βλ. Σολοβυώφ λέει πώς ό,τι θά υ-
πάρξει σέ αύτόν τόν κόσμο, είναι αιωνίως άπόλυτο όν σέ
μιά άλλη σφαίρα. Τίθεται ένα θεμελιώδες πρόβλημα: τό
νόημα, ή ιδεατή άξια, υπάρχει, καί μέ ποιά έννοια ύπάρ-
χει; Υπάρχει υποκείμενο τού νοήματος, τής άξίας, τής ιδέ-
ας; Σ’ αύτή τήν έρώτηση άπαντώ ότι ύπάρχει ώς πνεύμα.
Τό πνεύμα όμως δέν είναι άφηρημένο όν: είναι τό συγκε-
κριμένο ύπαρκτό. Τό πνεύμα είναι πραγματικότητα μιας
τάξης διαφορετικής άπό τήν «άντικειμενική» φύση ή τήν
«άντικειμενικότητα» πού παράγει ό λόγος. Ή οντολογία
πρέπει νά άντικατασταθεΐ άπό μιά πνευματολογία. Ή ύ-
παρξιακή φιλοσοφία άπομακρύνεται άπό τήν «όντολογι-
κή» παράδοση στήν όποια διακρίνει μιά ασυνείδητη έξαν-
τικειμενοποίηση. Όταν ό Λάιμπνιτς βλέπει στή μονάδα
μιά άπλή ύλη ή οποία εισέρχεται σέ έναν πολύπλοκο ορ-
γανισμό, όταν διδάσκει τήν παγκόσμια άρμονία τών μο-
νάδων καί ένδιαφέρεται κυρίως γιά τό ζήτημα τού απλού
καί τού σύνθετου, βρίσκεται άκόμα κάτω άπό τήν έξουσία
τής φυσιοκρατικής μεταφυσικής, τής έξαντικειμενοποιη-
μένης οντολογίας. Είναι άναγκαιο νά καταλάβουμε τή
160

συσχέτιση πού υπάρχει ανάμεσα σέ έννοιες όπως: άΛή.


θεια, όν, πραγματικότητα. Ή Λέξη πραγματικότητα είναι,
σύμφωνα μέ τη σημασία πού απόκτησε, ό πλέον άδιαμφ (.
σβήτητος όρος, ό πλέον ανεξάρτητος των φιλοσοφικών
ρευμάτων. Αλλά άρχικά συνδεόταν μέ τό Γ£8, τό πράγμα,
καί έφερε τη σφραγίδα τού έξαντικειμενοποιημένου κό-
σμου. Ή άλήθεια όμως δέν είναι απλώς ό,τι υπάρχει: είναι
κατακτημένο ποιόν καί άξια- ή αλήθεια είναι πνευματική.
Είναι άδύνατο νά υποκλινόμαστε μπροστά σέ ό,τι υπάρ-
χει, μόνο καί μόνο έπειδή ύπάρχει. Ό λανθασμένος οντο-
λογισμός οδηγεί σέ μιά είδωλολατρική λατρεία τού όντος.
Πρέπει νά ύποκλινόμαστε μπροστά στην Αλήθεια, καί όχι
μπροστά στό Όν. Ή Αλήθεια όμως υπάρχει μέ ένα συγκε-
κριμένο τρόπο, όχι μέσα στόν κόσμο, άλλά στό Πνεύμα.
Αυτό είναι τό θαύμα τού Χριστιανισμού μέ τήν ενσάρκω-
ση τής Αλήθειας, τού Λόγου, τού Νοήματος, ενσάρκωση
μοναδική, παράδοξη, άνεπανάληπτη. Καί αύτή ή ένσάρ-
κωση δέν ήταν έξαντικειμενοποίηση, άλλά ρήξη μέ τήν έ-
ξαντικειμενοποίηση. Είναι άπαραίτητο νά λέμε συνέχεια
ότι τό πνεύμα δέν είναι ποτέ άντικείμενο καί ότι δέν υ-
πάρχει άντικειμενικό πνεύμα. Τό όν δέν είναι παρά ένα α-
πό τά προϊόντα τού πνεύματος. Αλλά μόνο ό,τι είναι ΰπε-
ρυποκειμενικό ύπάρχει συγκεκριμένα. Τό όν δέν είναι πα-
ρά προϊόν τής ύποστασίωσης τής ύπαρξης.
Ό καθαρός οντολογισμός ύποτάσσει τήν άξια στό όν.
Μέ άλλα λόγια, άναγκάζεται νά θεωρεί τό όν ώς μοναδι-
κό κριτήριο τής άξίας, τής αλήθειας, τού καλού, τής ομορ-
φιάς. Τό όν, ή οντότητα, είναι έπίσης άλήθεια, καλό, ο-
μορφιά. Τό μοναδικό νόημα τής αλήθειας, τού καλού, τής
ομορφιάς εδράζεται στό ότι προέρχεται άπό τό όν. Αντί-
π
161

στροφα, τό μοναδικό κακό, ψέμα, ασχήμια, είναι μή όν,


άρνηση τοΰ όντος. Ό οντολογισμός θά δεχτεί τό όν ώς
Θεό, θά θεοποιήσει τό όν, καί θά ορίσει τό Θεό ώς όν, ό,τι
χαρακτηρίζει τήν καταφατική διδασκαλία περί Θεού καί
τήν διακρίνει ριζικά άπό τήν άποφατική διδασκαλία κατά
τήν οποία ό Θεός δεν είναι όν άλλά ύπερ-όν. Ό Σέλινγκ
λέει ότι ό Θεός δέν είναι όν άλλά ζωή 9. «Ζωή»: αυτή ή λέ-
ξη είναι προτιμότερη άπό τό «όν». Άλλά ή όντολογική φι-
λοσοφία έχει μία τυπική ομοιότητα μέ τή φιλοσοφία τής
ζωής, γιά τήν οποία ή «ζωή» είναι τό μοναδικό κριτήριο
τής αλήθειας, τού καλού καί τής ομορφιάς, καί ή περίσ-
σεια ζωής ή ύπέρτατη αλήθεια. Τό υπέρτατο άγαθό, ή ύ-
πέρτατη άλήθεια, ορίζεται ώς τό μέγιστο τού όντος ή πε-
ρίσσεια ζωής. Καί χωρίς άμφισβήτηση, είναι άπαραίτητο
νά υπάρχεις, νά ζείς γιά νά είσαι σέ θέση νά θέσεις στόν
εαυτό σου τό ζήτημα τής άξίας, τού καλού. Τίποτε πιό λυ-
πηρό καί πιό άδειο άπό αυτό πού οί Έλληνες έξέφραζαν
μέ τό ονκ όν πού είναι τό αληθινό μηδέν. Στό μή όν ή δύ-
ναμη είναι λανθάνουσα καί γι’ αυτό είναι ήμι-όν ή όν μή
πραγματωθέν. Ή ζωή είναι πιό συγκεκριμένη καί πιό οι-
κεία σέ μάς άπ’ ό,τι τό όν. Άλλά αύτό είναι τό άδύνατο
σημείο τής φιλοσοφίας τής ζωής πού έχει πάντοτε ένα βι-
ολογικό υπόβαθρο (Νίτσε, Μπερξόν, Κλάγκες). Τό όν λοι-
πόν είναι άφηρημένο καί στερείται έσωτερικής ζωής. Τό
όν μπορεί νά έχει τις πλέον ύψηλές ποιότητες· άλλά μπο-
ρεί νά μήν έχει καμία: μπορεί άκόμα νά είναι τελείως κα-
τώτερο. Καί γι’ αύτό τό λόγο τό όν δέν μπορεί νά είναι
κριτήριο τού ποιού ούτε τής άξίας. Τά πάντα ώστόσο δια-

9
Δες 5(±ιε11ΐη§: ΡΙτίΙοθορΠίβ άεν Οβεηύαηιη<ξ.
162

σώζονται όταν προσθέσουμε τή λέξη «αύθεντικός» αλλά


Η
Ο- «αύθεντικότητα» γίνεται υπέρτατη εκτίμηση και ύ-
πέρτατο κριτήριο, καί ό πρός επίτευξη σκοπός γίνεται τό
«αυθεντικό» όν καί όχι ή επιβεβαίωση τού μεγίστου όν-
τος. Αυτή είναι μιά απλή επιβεβαίωση ότι ό οντολογισμός
είναι ύποστασίωση κατηγορημάτων, ποιοτήτων. Τό όν α-
ποκτά άξιολογικό νόημα. Ή άξια, ή άλήθεια, τό καλό, ή ο-
μορφιά, είναι θεωρία τού ποιου ύπαρξης καί άνυψώνον-
ται πάνω άπό τό όν.
Αλλά γιά νά ορίσουμε τόν οντολογισμό στή φιλοσο-
φία, είναι σημαντικό καί κάτι άλλο άκόμα. Ή άποδοχή
τού όντος ώς υπέρτατου καλού καί ύπέρτατης άξίας ση-
μαίνει τό πρωτείο τού γενικού έναντι τού έπιμέρους* πρό-
κειται γιά φιλοσοφία τών καθολικών έννοιών. Τό όν είναι
ένας κόσμος ιδεών πού έξαφανίζει τόν κόσμο τού άτομι-
κοΰ, τού έπιμέρους, τού άνεπανάληπτου. Τό ίδιο γίνεται
όταν θεωρούμε τήν ύλη ώς ούσία τού όντος. Ό καθολικι-
στικός οντολογισμός δέν μπορεί νά άναγνωρίσει τήν υ-
πέρτατη άξια τού προσώπου* τό πρόσωπο θεωρείται τό
μέσο, τό έργαλεϊο τού γενικοΰ-καθόλου. Στήν ίδια τή ζων-
τανή πραγματικότητα, ή ούσία, στήν ύπαρκτικότητά της,
είναι έπιμέρους, άλλά τό καθόλου είναι δημιουργία τού
λόγου (Ντούνσιους Σκότιους). Ή φιλοσοφία τών ιδεατών
άξιών έχει γιά τό πρόσωπο τόν ίδιο καταπιεστικό χαρα-
κτήρα καί δέν είναι αύτή πού πρέπει νά άντιπαραθέσου-
με στή φιλοσοφία τού άφηρημένου όντος. Ή άληθινή φι-
λοσοφία είναι αύτή τής ύπαρξης καί τών συγκεκριμένων
όντων καί αύτή είναι πού άνταποκρίνεται περισσότερο
στο Χριστιανισμό. Είναι έπίσης μιά φιλοσοφία τού συγκε-
κριμένου πνεύματος, διότι, στό πνεύμα, ή άξια, ή ιδέα, τό
163

νόημα είναι έπίσης υπαρκτά καί ή ύπαρξή τους μεταδίδε-


ται από τό υπαρκτό. Τό όν καί τό συμβάν πρέπει νά έχουν
έναν ζωτικό φορέα, ένα υποκείμενο, ένα συγκεκριμένο
όν. Ό,τι υπάρχει μέ συγκεκριμένο τρόπο είναι βαθύτερο
από την άξια καί προγενέστερό της· ή ύπαρξη είναι βαθύ-
τερη άπό τό όν.
Ή οντολογία ήταν νοησιαρχική μεταφυσική. Αλλά οί
εκφράσεις: οντολογία καί οντολογισμός μπορούν νά έ-
χουν εύρύτερο νόημα καί δέν είναι σπάνιο νά ταυτίζονται
μέ κάθε μεταφυσικό ρεαλισμό. Ό Ν. Χάρτμαν λέει ότι τό
άνορθολογικό στοιχείο τής οντολογίας κεΐται βαθύτερα
άπ’ ό,τι τό άνορθολογικό τού μυστικισμοϋ, γιατί όχι μόνο
δέν μπορεί νά γίνει άντιληπτό, άλλά δέν μπορούμε καί νά
τό βιώσουμε10. Μέ αυτό τόν τρόπο τό όντολογικό βάθος
τοποθετείται υψηλότερα (ή βαθύτερα) άπό αυτό πού μπο-
ρεί νά βιωθεϊ, δηλαδή τήν ύπαρξη. Αύτό τό όντολογικό
βάθος προσιδιάζει περισσότερο πρός τό Άγνωστο τού
Σπένσερ. Γιά τόν Φίχτε τό όν ύπάρχει για τό λόγο καί όχι
αντίστροφα. Αλλά τό όν είναι προϊόν τοϋ λόγου* ό λόγος
όμως είναι λειτουργία τής πρωτογενούς ζωής ή ύπαρξης.
Ή σκέψη τού Πασκάλ ότι ό άνθρωπος βρίσκεται άνάμεσα
στό άπειρο καί τό μηδέν έχει βάθος. Εκφράζει τήν ύπαρ-
ξιακή κατάσταση τοϋ άνθρώπου καί όχι μιά άφαίρεση τής
σκέψης. Προσπάθησαν νά σταθεροποιήσουν καί νά έ-
δραιώσουν τό όν άνάμεσα στό όν καί τό μηδέν, άνάμεσα
στήν κατώτερη άβυσσο καί τήν άνώτερη άβυσσο· άλλά
αύτό δέν ήταν παρά μιά προσαρμογή τού λόγου καί τής
συνείδησης στίς κοινωνικές συνθήκες τής ύπαρξης μέσα

10
Δές Ν. ΗαΓΐιπαηη: Οηιηάζύ<ξβ βίηβϊ ΜβΙαρΙη/δίΚ άβν ΕτΚβηηίηίδ.
164

στόν έξαντικειμενοποιημένο κόσμο. Όμως τό άπειρο ει-


σβάλλει εκ των κάτω καί έκ τών άνω καί δρά στόν άνθρω-
πο, ανατρέπει τό σταθεροποιημένο όν καί τή συνείδηση
πού είχε διαμορφωθεί, δημιουργεί τό τραγικό συναίσθημα
τής ζωής καί οδηγεί στην έσχατολογική προοπτική. Να
γιατί αυτό πού αποκαλώ έσχατολογική μεταφυσική (είναι
έπίσης καί ύπαρξιακή μεταφυσική) δέν είναι οντολογία:
άρνεϊται τό σταθεροποιημένο όν καί προβλέπει τό τέλος
τού όντος ώς έξαντικειμενοποίησης. Αλλά σέ αυτόν τον
κόσμο τό όν είναι αλλαγή καί όχι στασιμότητα. Αυτή ή
θεώρηση τού Μπερξόν είναι σωστή11. Έχω ήδη πει ότι τό
πρόβλημα τής σχέσης τής σκέψης καί τοΰ όντος τέθηκε
λανθασμένα. Ό ίδιος ό τρόπος μέ τον όποιο έτίθετο έδει-
χνε τή μή κατανόηση τοΰ γεγονότος ότι ή γνώση είναι
φως πού ανάβει στο εσωτερικό τοΰ όντος, καί όχι στάση
μπροστά στό όν-άντικείμενο.
Γιά τό πρόβλημα τοΰ όντος ή αποφατική θεολογία έ-
χει τεράστια σπουδαιότητα· άνθισε στή θρησκευτική ινδι-
κή φιλοσοφία, αλλά προπαντός στή Δύση, στόν ΠΛωτίνο,
τόν ψευδο-Διονύσιο τον Αρεοπαγίτη, τό Έκαρτ, τον Νικό-
λαο Κουζάνους καί στόν γερμανικό θεωρητικό μυστικι-
σμό. Ή καταφατική θεολογία έξορθολόγισε τήν ιδέα τού
Θεού, χρησιμοποιώντας γι’ αυτόν τις ορθολογικές κατη-
γορίες, έπεξεργασμένες σέ σχέση μέ τόν κόσμο τοϋ αντι-
κειμένου. Νά γιατί υποστήριζαν μέ ευκολία ώς βασική Α-
λήθεια ότι ό Θεός είναι όν καί χρησιμοποιούσαν γι’ Αυτόν
μιά σκέψη προσαρμοσμένη στή γνώση τοΰ όντος στό ο-
ποίο βρίσκεται ή ανεξίτηλη σφραγίδα τοΰ φαινομενικού,

11
Δές ΒΘΓ§8ΟΠ: ί ’ βνοίηίίοη ετέαίήεβ.
165

φυσικού καί ιστορικού κόσμου. Αύτή ή κοσμομορφική καί


κοινώνιομορφική γνώση τού Θεού οδήγησε στήν άρνηση
τής θεμελιώδους θρησκευτικής αλήθειας ότι ό Θεός είναι
μυστήριο, ότι τό μυστήριο βρίσκεται στο βάθος όλων τών
πραγμάτων. Ή διδασκαλία τής καταφατικής θεολογίας ή
όποια θεωρεί τό Θεό όν πού γνωρίζεται μέσω τών εννοι-
ών, είναι έκφραση θεολογικής φυσιοκρατίας. Ό Θεός κα-
τανοεϊται ώς φύση καί τού δίνουμε τα χαρακτηριστικά τής
φύσης, παράδειγμα, παντοδυναμία, ή, κοινών ικομορφικά,
τού άποδίδουμε αυτά τής εξουσίας. Αλλά ό Θεός δεν είναι
φύση: είναι ελευθερία· δεν είναι όν, είναι Πνεύμα. Τό
Πνεύμα δεν είναι όν: είναι ύπεράνω τού όντος καί βρίσκε-
ται έκτος έξαντικειμενοποίησης. Ό Θεός τής καταφατικής
θεολογίας είναι ένας Θεός πού άποκαλύπτεται μέσα στήν
έξαντικειμενοποίηση. Πρόκειται γιά μιά θεολογία τού
δευτερογενούς καί όχι τού πρωτογενούς. Ή θεμελιώδης
θρησκευτική άνέλιξη στον κόσμο είναι ή άνέλιξη άπόκτη-
σης πνευματικού περιεχομένου τής ιδέας ότι ό άνθρωπος
γίνεται Θεός12.
Ή διδασκαλία τού Έκαρτ γιά τή ΟοΙίΗβίί - βάθος μεγα-
λύτερο άπό τό ϋοίί- είναι βαθυστόχαστη. Ή ΟοίίΗβϋ είναι
μυστήριο καί δέν μπορεί νά έφαρμοστεϊ στήν ΟοϋΗβϋ ή έν-
νοια τού δημιουργού τού κόσμου. Ό Θεός ώς πρωτογενές
καί ύψιστο στοιχείο είναι μή όν ύπεράνω τού όντος. Ή άρ-
νητική θεολογία δέχεται ότι ύπάρχει ένα στοιχείο άνώτε-
ρο άπό τό όν. Ό Θεός δέν είναι όν: ξεπερνά τή δική μας έ-
ξορθολογισμένη έννοια τού όντος, είναι πιό πάνω άπό
αυτό καί πιό μυστηριώδης. Ή γνώση τού όντος δέν είναι
12
Δές Κ. Οΐ±ο: Όα& ΗβΐΙϊββ.
166

ούτε πρωτογενής ούτε ύψιστη. Τό Μοναδικό στόν Πλωτί-


νο είναι πέρα από τό όν. Τό βάθος τής αποφατικής θεολο-
γίας τού Πλωτίνου αλλοιώθηκε από τόν μονισμό, γιά τόν
όποιο τό καθέκαστον όν προέρχεται από μιά προσθήκη
τού μή όντος. Αυτό θά ήταν άληθινό αν μέ τό μή όν εννο-
ούσαμε έλευθερία, διακριτή άπό τή φύση. Ή διδασκαλία
τού ’Έκαρτ δέν είναι ό πανθεϊσμός* είναι άμετάφραστη
στήν ορθολογική θεολογική γλώσσα* αύτοί πού προτεί-
νουν νά τήν άποκαλοΰμε θεοπανθεϊσμό νομίζω ότι είναι
π ιό κοντά στήν άλήθεια. Ό Όττο έχει δίκαιο όταν μιλάει
γιά ύπερθεϊσμό καί όχι γιά άντιθεϊσμό των Σανκάρα καί
’Έκαρτ13. Πρέπει νά ύψωθούμε πάνω άπό τό όν. Τίς σχέ-
σεις ανάμεσα στό Θεό, τόν κόσμο καί τόν άνθρωπο, δέν
μπορούμε νά τίς σκεφτόμαστε σύμφωνα μέ τίς κατηγορί-
ες τού όντος καί τής άναγκαιότητας: πρέπει νά τίς σκε-
φτόμαστε μέσα σέ μιά ολοκληρωμένη σκέψη, νά ζοΰμε τό
πνεύμα καί τήν έλευθερία, δηλαδή νά τοποθετούμαστε
πέρα άπό κάθε έξαντικειμενοποίηση, άπό κάθε άντικει-
μενική δύναμη, άπό κάθε έξουσία, αιτία, άναγκαιότητα,
έξωτερίκευση, μακριά άπό κάθε ρίξιμο πρός τά έξω. Ό ή-
λιος έξω άπό μένα δείχνει τήν έκπτωσή μου* θά έπρεπε
νά είναι μέσα μου < ακτινοβολεί από μέσα μου. Αυτό
έχει κυρίως κοσμολογική σημασία καί σημαίνει ότι ο άν-
θρωπος είναι μικρόκοσμος14. Αλλά στό πρόβλημα των
σχέσεων τού άνθρώπου καί τού Θεού αυτή ή προοπτική
δέν πρέπει νά καταλήγει σέ μιά πανθεϊστική ταυτότητα,
κάτι πού είναι πάντοτε ορθολογιστική σκέψη γιά τό όν,

13
Δές Οίίο: νΫβδΙ-ΟδίΙίεΙϊβ Μι/δϋΚ.
14
Δές τό βιβλίο τού σ.: ίε 5βη8 άβ Ια σέαίίοη.
1
167

στό όποιο όλα είναι είτε ξένα είτε ταυτόσημα. Ό Θεός καί
ό άνθρωπος δεν τοποθετούνται έξω, δεν είναι ούτε ξένοι ό
ένας πρός τον άλλον, ούτε ταυτόσημοι- ή μιά φύση δέν έ-
ξαφανίζεται μέσα στήν άλλη. Αλλά δέν μπορούμε νά δια-
μορφώσουμε γι’ αύτό τό θέμα κατάλληλες έννοιες, μόνο
μέ σύμβολα μπορούμε νά έκφραζόμαστέ έδώ. Ή συμβολι-
κή γνώση, ή οποία στήνει γέφυρες από τόν έναν κόσμο
στόν άλλο είναι αποφατική γνώση. Ή γνώση μέσω έννοι-
ών ύποκείμενων στούς οριακούς νόμους τής λογικής δέν
είναι χρήσιμη παρά μόνο γιά τό όν, τό όποιο είναι μιά δευ-
τερεύουσα έξαντικειμενοποιημένη σφαίρα- είναι άχρηστη
γιά τή σφαίρα τού πνεύματος, σφαίρα ή οποία είναι έκτος
τού όντος καί ύπεράνω του. Ή έννοια τού όντος ήταν
σύγχυση τού φαινομενικού κόσμου μέ τόν νοούμενο κό-
σμο, τού δευτερογενούς μέ τό πρωτογενές, τού κατηγορή-
ματος μέ τό ύποκείμενο. Ή ινδική σκέψη είδε σωστά υπο-
στηρίζοντας ότι τό όν έξαρτάται άπό τήν ένέργεια. Παρο-
μοίως καί ό Φίχτε υποστηρίζει τή θέση τής καθαρής ενέρ-
γειας. Τό όν νοείται ώς ενέργεια τού πνεύματος- είναι δευ-
τερογενές. Αληθινό δέν σημαίνει: άνήκον στό όν, όπως ή-
θελε ό σχολαστικός φιλόσοφος τού Μεσαίωνα. Ή "Ύπαρ-
ξη δέν γνωρίζεται μέ τόν νού, καί ή ούσία γνωρίζεται άπό
τόν νού μόνο έπειδή είναι δημιουργία του. Αληθινό δέν
σημαίνει: άνήκον στό όν, άλλά στό πνευματικό.
Γιά τό ζήτημα τής συσχέτισης τής καταφατικής καί ά-
ποφατικής γνώσης τού Θεού, ή έπεξεργασία τής έννοιας
τού Απόλυτου είναι σημαντική: ύπήρξε έργο κυρίως τής
φιλοσοφίας καί όχι τής θρησκείας. Τό Απόλυτο είναι τό ό-
ριο τής σκέψης καί θέλουμε νά μεταδώσουμε στόν άρνητι-
κό του χαρακτήρα έναν θετικό χαρακτήρα. Τό Απόλυτο
168

είναι πράγμα αποσπασμένο, που άρκείται στον εαυτό


του. Δεν ύπαρχει σ* αυτό σχέση μέ άλλο στοιχείο. Μέ αυ-
τή την έννοια ο Θεός δεν είναι Απόλυτο, τό Απόλυτο δέν
μπορεί νά είναι δημιουργός καί δέν συσχετίζεται μέ τίπο-
τε. Ό Θεός της Βίβλου δέν είναι τό Απόλυτο. Θά μπορού-
σαμε νά πούμε παραδοξως ότι ό Θεός είναι σχετικός, για-
τί συσχετίζεται μέ το Αλλο του, μέ τόν άνθρωπο καί τόν
κοσμο, γνωρίζει μια σχέση άγάπης. Ή τελειότητα τού Θε-
ού είναι τελειότητα τής σχέσης του· Παραδοξως είναι ή ά-
πόλυτη τελειότητα αύτής της σχέσης. Τό Απόλυτο είναι έ-
δώ κατηγόρημα και όχι υποκείμενο. Δέν πιστεύω έπίσης
ότι μπορούμε νά δεχτούμε τη διάκριση πού κάνει ό Βλ. Σο-
λοβυώφ άνάμεσα στό υπαρκτό Απόλυτο καί στό Απόλυτο
στό γίγνεσθαι: Στό Απόλυτό δέν υπάρχει γίγνεσθαι: Τό Α-
πόλυτο είναι - ό,τι μπορεί νά δώσει ή σκέψη γιά την
ΟοϋΗβϋ' αλλά αυτό είναι πολύ λίγο. Πραγματική, όχι στά
λόγια, απόδειξη τού θείου όντος είναι άδύνατη, καί αύτό
γιατί ό Θεός δέν είναι όν, τό όν είναι ψυσιοκρατική κατη-
γορία καί ή πραγματικότητα τού Θεού είναι πραγματικό-
τητα τού πνεύματος, τής πνευματικής σφαίρας πού βρί-
σκεται εκτός καί ύπεράνω τού όντος. Είναι άπολύτως άδύ-
νατο ό Θεός νά έννοηθεϊ ώς άντικείμενο, έστω καί τό ά-
νώτερο. Είναι αδύνατο νά βρούμε τό Θεό στόν κόσμο των
άντικειμένων. Ή όντολογική άπόδειξη έχει τήν άδυναμία
κάθε οντολογισμού.
Πρέπει νά άναγνωρίσουμε τήν άξια τού αγώνα τού
Χοϋσερλ εναντίον κάθε φυσιοκρατικής μεταφυσικής15. Ή

15
Δές Εενΐη28: Εα Ιΐιέοήε άε Γ ίηίνίϋοη άαηδ Ια ΡΗέηοτηεηοΙο^ΐε άε
ΗιΐδδεΓί.
169

φυσιοκρατια αντιλαμβάνεται τήν πληρότητα τού όντος ό-


πως ενός ύλικού πράγματος* ή φυσιοκρατική άντίληψη
τής συνείδησης θεωρεί αύτή τήν πληρότητα ώς μέρος τής
φύσης. Αλλά ή ύπαρξη έχει μιά σημασία πού ποικίλει α-
νάλογα μέ τίς διάφορες σφαίρες. Ό Χούσερλ κάνει διάκρι-
ση άνάμεσα στό όν τού πράγματος καί τό όν τής συνείδη-
σης. Γι’ αύτόν ή συνείδηση είναι ή πηγή κάθε όντος* σέ
αύτό είναι ιδεαλιστής. Καταγίνεται μέ τό όν τής συνείδη-
σης. Τονίσαμε καί σωστά τή διαφορά άνάμεσα στόν Χού-
σερλ καί τόν Ντεκάρτ: Ό Ντεκάρτ δέν άναζήτησε τά διά-
φορα νοήματα τής ύπαρξης* άντίθετα ό Χούσερλ άσχολεϊ-
ται μέ αύτά, καί θέλει νά περάσει άπό τή θεωρία τής γνώ-
σης σε εκείνη τού όντος. Αλλά διατηρεί τόν όντολογισμο,
πού έρχεται Ο τόν Πλάτωνα. Επιβεβαιώνει την τάση

πρός τό ίδιο τό όν. Αλλά θά πρέπει νά πούμε εξάλλου ότι


όχι μόνο τά πράγματα, άλλά καί οι ν\ϊβ5βηΙιβΐΙβη ύπάρχουν
μόνο γιά τή συνείδηση καί άρα ύπόκεινται στη διαδικασία
τής έξαντικειμενοποίησης. Στό έπέκεινα βρίσκεται ή
σφαίρα τού πνεύματος, μιά άλλη σφαίρα. Τό πνεύμα δεν
είναι όν, ούτε ούσία, άλλά ύπαρκτό, κάτοχος άληθινής ύ-
παρξης* δέν ύπόκειται στόν έπιδιορισμό άπό όποιοδήποτε
όν. Τό πνεύμα δέν είναι άρχή άλλά πρόσωπο, δηλαδή α-
νώτερη μορφή ύπαρξης. Οί ιδεαλιστές πού δίδασκαν ότι ό
Θεός δέν είναι όν άλλά ύπαρξη καί άξια, τό μόνο πού έ-
καναν ήταν νά εκφράζουν, άλλοιώνοντας την καί μικραί-
νοντας την, τήν έσχατολογική θεωρία τού Θεού. Ό Θεός
άποκαλύπτεται σέ αύτόν τόν κόσμο καί γίνεται γνωστός
έσχατολογικά: αύτό φωτίζεται στά δύο τελευταία κεφά-
λαια. Υποστηρίζω μιά φιλοσοφία τού πνεύματος, διαφο-
ρετική άπό τήν παραδοσιακή πνευματοκρατική μεταφυ-
170

σική. Τό πνεύμα δεν κατανοεϊται ώς ουσία ούτε άλλη


ση, συγκρίσιμη με την υλική φύση. Τό πνεύμα είναι έλει>
θερία καί καθόλου φύση· είναι ενέργεια, δημιουργική,
νέργεια καί όχι όν, παγωμένο καί έπιδιορισμένο, ακόμα
καί μέ διαφορετικό τρόπο. Για την υπαρξιακή φιλοσοφία
τού πνεύματος ό φυσικός, υλικός κόσμος είναι έκπτωση,
έξαντικειμενοποίηση, αύτοαλλοτρίωση στό εσωτερικό τής
ύπαρξης· αλλά ή μορφή τού σώματος, ή έκφραση τών μα-
τιών ανήκουν στό πνευματικό πρόσωπο καί δεν αντιτί-
θενται στό πνεύμα.
<

ΝΙΚΟΛΑΟΣ ΜΠΕΡΔΙΑΓΙΕΦ
ΔΟΚΙΜΙΟ ■
ΕΣΧΑΤΟΛΟΓΙΚΗΣ
ΜΕΤΑΦΥΣΙΚΗΣ
Διάλογος μέ τή δυτική
καί τήν ινδική σκέψη

You might also like