You are on page 1of 22

Β'

Έκκλησία=Εύχαριστία;
Ένα δογματικό πρόβλημα
μέ σωτηριολογική σημασία
Εισαγωγικά

Στόν σύγχρονο θεοΛογικό προβληματισμό δεν


παύουν κατά καιρούς νά επανέρχονται ερωτήμα­
τα καί θέματα, γιά τά όποια θά έλεγε κανείς μέ
τήν πρώτη ματιά πώς ύπήρξε απάντηση καί δεν έ­
χουν αφήσει πίσω τους σημαντικά έρωτηματικά.
Ένα άπό αύτοϋ τού είδους τά θεολογικά ζητήμα­
τα είναι τό θέμα τής ταύτισης τής εκκλησίας μέ
τήν ευχαριστία καί άντίστροφα. Τό θέμα δέν είναι
επουσιώδες δογματικά, έφόσον μάλιστα δέν είναι
άμοιρο σωτηριολογικής σημασίας.
Εισηγητής καί έκφραστής τής συγκεκριμένης
θεολογικής θέσης πού άφορά τήν άνωτέρω ταύτι­
ση είναι ό άκαδημαϊκός σεβ. έπίσκοπος Περγάμου
Ιωάννης Ζηζιούλας, σέ πρόσφατο μελέτη μα τού
οποίου έρωτά προκαταβολικά έπί τού θέματος:

«Ό ταυτισμός αυτός τού είναι τής Εκκλησίας


μέ τή Βασιλεία τού Θεοϋ, απόρροια τού ταυτι-
σμού Ευχαριστίας καί Εκκλησίας, θέτει τό πρό­
βλημα τής σχέσεως τής Εκκλησίας μέ τήν ιστο­
ρία. Δέν είναι Εκκλησία έξω άπό τή Θ. Ευχαρι­
στία ή Εκκλησία; Δέν πρέπει νά μεριμνά ή Εκ­
κλησία γιά τά προβλήματα τής ιστορίας καί τις
καθημερινές άνάγκες τού λαού της; Τά έρωτή-
98 Λόγος Θεολογίας

ματα αυτά επιβάλλουν νά διευκρινίσουμε τί ση­


μαίνει ότι ή Ευχαριστία καί ή Έκκλησιολογία
ταυτίζονται»1.

Ή παραπάνω διατύπωση θέτει τό πλαίσιο τού


προβληματισμού, ένώ αμέσως πιό κάτω ό σεβα-
σμιώτατος έκφράζεται μέσα άπό μία έμφανή αν­
τίθεση. Μέ τήν άποψη δτι «Ή Εκκλησία δέν παύει
νά είναι Εκκλησία καί έξω άπό τήν Ευχαριστία, εί­
ναι όμως καί παραμένει Εκκλησία μόνο διότι είναι
Ευχαριστία, δηλ. εικόνα τής Βασιλείας» ό σεβασμι-
ώτατος επιδιώκει νά πει πώς ή εκκλησία δέν εμ­
πλέκεται σε μία ούσιαστική σχέση μέ τόν κόσμο,
αλλά σέ μία διαλεκτική σχέση μαζί του, παροικώ­
ντας καί όχι κατοικώντας στόν κόσμο2. Είναι έμ-
φανής δηλ. μία διαφοροποίηση τού κόσμον άπό
τήν εκκλησία καί μία αντίφαση, αφού δέν διασα­
φηνίζεται, έν προκειμένω, αν ή έκκλησία ταυτίζε­
ται μέ τή βασιλεία ή αν είναι εικόνα τής βασιλεί­
ας, γεγονός πού θά φανερωθεί στή συνέχεια.
Πρωταρχικά θά τόνιζα γιά τόν άναγνώστη
τού βιβλίου αύτού τή θεολογική μου εκτίμηση ότι
ή εύχαριστία είναι ό δημιουργικός χώρος ένσαρ-
ΓΟ­

κης κοινωνίας τριαδικό Θεό. Έτσι ή


Ο'
Η
3=

μου εντύπωση άπό μία τέτοια προσέγγιση τού θέ-

1 Βλ. Θεία Ευχαριστία, σ. 34.


2 Βλ. Θεία Ευχαριστία, σσ. 34-35.
Εκκλησία = Ευχαριστία; 99

ματος, όπως τού σεβασμιωτάτου, μοϋ δίνει τήν αί­


σθηση ότι ή οπτική αυτή γωνία, πού ταυτίζει τεΛι-
κά τήν εύχαριστία με τήν εκκλησία χωρίς ιδιαίτε­
ρες διευκρινήσεις, δεν αφήνει νά φανεί ή σημασία
πού έχει ή ενεργειακή ρχέση^τού Θεού μέ τόν κό­
σμο. Ό κόσμος έδώ θά μπορούσε νά θεωρηθεί ώς
κάτι πού δεν κινείται στήν ενεργειακή σχέση μέ
τόν Θεό, άν βέβαια άπολυτοποιεϊται ή εύχαριστία
μυστηριακά (μέσα άπό συγκεκριμένα θρησκευτι­
κά μυστήρια), ώστε έντέλει νά δίνεται ή έντύπω-
ση πώς ή εκκλησία διαφοροποιείται άπό τόν κό­
σμο καί τήν τύχη του3.
Αξίζει έδώ νά σημειώσω τήν έκφραση τού Π.
Βασιλειάδη ότι «Όσο κι άν σε πολλούς φαίνεται
παράδοξο, ή Εκκλησία δεν υπάρχει γιά τόν εαυτό
της, άλλά γιά τόν κόσμο»4. Τήν ύποστήριξη τής άν-

3 Αυτή ή άκοσμη προοπτική είναι άσύμφωνη πρός τήν


έρμηνεία πού καταθέτει καί ό π. Ν. Λουδοβίκος στή μελέτη
του Ή αποφατική έκκλησιολογία του όμοουσίου, Αθήνα 2002,
σ. 73, διαβάζοντας τόν άγιο Μάξιμο τόν Ομολογητή: «Μάς
αναμένει έτσι ή επίγνωση πώς ή Εκκλησία είναι έπίσης συ-
μπεριληπτική είκών όχι μόνον τού γένους τών άνθρώπων άλ­
λά καί του σΰμπαντος κόσμου τού "έξ ορατών καί αοράτων
ουσιών ϋφεστώτος"».
4Βλ. ΒΑΣΙΛΕΙΑΔΗΣ, Τό βιβλικό υπόβαθρο, σ. 67. Ό Π.
Βασιλειάδης, όμως, ουσιαστικά άκολουθεϊ τόν σεβ. Ιωάννη
Ζηζιούλα, προκρίνοντας καί αυτός ένα έπισκοποκεντρικό
σκεπτικό, πού δέν γνωρίζω πώς μπορεί νά διαλεχθεί είλι-
ιοο
τον κόσμον άπό τήν έκκΛησία θά
λής
τιδαχστοΛης λογικά ασθενή εκκλησιολογμ
θεωρού^ , V, πιστεύω ότι ό Χριστός δέν ύ-
κή θε^ησητ'όνΨέίχυτό του, αλλά τριαδικά γιά τόν
πάρΧει \ μπορούμε νά κατανοήσουμε
κόσμο. η^'όχι έχε\ σημαντική σχέση ή εύχαρμ
τό εκκλησία χωρίς ταυτόχρονα νά μέ-
Ζν^χνη μίας άφηρημένηί θεολογΙΚής θεώ.
ρησης περί σωτηρίας;
Ό ίδιος πάντως ό σεβασμιωτατος στα εισαγω­
γικά τής μελέτης του άναφέρει παλαιότερους α­
καδημαϊκούς δασκάλους, στους όποιους ή άποψη

κρινά μέ τόν προτεσταντικό κόσμο. Όπως ό σεβ. Ιωάννης


Ζηζιούλας τονίζει μία έσχατολογική εκκλησία, όπου χρειά­
ζεται νά επουλωθεί τό κενό τού διαλόγου, τό όποιο κενό υ­
πάρχει, βέβαια, καί σε σχέση μέ τούς ρωμαιοκαθολικούς, ε­
φόσον καί αυτοί, αν καί δέσμιοι ένός θεσμικού έπισκοπο-
κεντρισμοΰ, δέν αισθάνονται θεολογικά άνετα μέσα σέ αυ­
τόν. Οί παραπομπές μου, λοιπόν, πού θά γίνουν στόν Π. Βα-
σιλειάδη, προϋποθέτουν τούτη την εκτίμηση μου καί όφά-
λουν νά διαβαστούν μέσα άπό αύττ,

έκκΛ αΰτη δέν συμπορεύεται μέ τή θεώρηση τής


ποιο άνυψώ** ένσαρκου τής Σοφίας τού Θεού, τό ό-
δή»/ όπως £1 τήν ΚΤίσΤ1 στιί σοΦ*-α τ°ύ όμοουσίου, «δηλα
"^μφυϊα"^!^ θ Ν' Λουδοβίκ°ζ' «στί?ν ταυτότητά
τής αίτ^ν αδιαίρετον ομόνοιαν" των διεστώτ^>
τού Θ^ς' Τ0 'Έν τού δώματος τής ένοαρκηζ
(Λ°ΪΑΟΒΙΚ τ0ν ΧΡίστού δηλαδή-, τήν Έκκληάα»
Ογ ϊ
Αποφατική ™
Λησία = Ευχαριστία;
101
ταντκτης τής θείας εύχ
σίΛ ίηρουργουσε προβΛι)μβτα( τήν έΚκΛ
γνωστές πανεπιστημιακές εοίδε άτι° τίϊ

αντίδραση παλαιότερων καθη^' ότι 0

ας, όπως ό Κ. Μπόνης καί ό Κ. θεολολ·

τέτοια θεολογική θεώρηση Λ™. °^ατίδ^ °έ μία


κλησίας μέ τήν τϋχαρ,στία. "Κ έκ-
ένος ,ώ,Χ* ά-
^,άΛΛά καί μία άνθ9ώ άγωνία^«-
ποω δ£ν <™ροΰντα, ακόμη κα·η: °^ν°'
(™νεπΙστημΜκο() έρευνητίς καίΜο;“δ^™ί

ο τελείά 1 ° Μθν^τ^ ° Αί»Μ


το τή Γ εγρ°Φε ταυτ0χΡ°να σχεδόν σεβασμιώτα-
λου^ — εκκΛίΐσιοΛογΐΙαί εκτίμηση. Εξάπαντος ό^εί-
πώς ό Α&πμκ# υπήρξε ΰποστηρι-
_^_οπως καί ό σεβασμιωτατος Ιωάννης Ζηζιουλας, τής ά-
•—έξΧ Μυστηριακης ζωής τής εκκλησίας στή θεία εύχα-
^^υΠΛΟΣΕΒΠΣ, Ή θεία Ευχαριστία, σ. 25, νποσ. 20)~
ν
ήταν έτσι τά πράγματα, όλοι Θά μπορούσαν έν πολ-
όο ζ (7υΜφωνήσουν επιστημονικά. Καμιά φορά, όμως, τά
τα^ £ηίστημ°νικτϊς καί χαρισματικής θεολογίας είναι άδιόρα-
κό και κινούνται σέ τεντωμένο σχοινί. Δεν θά πώ εδώ κάτι δι-
θ °ί^(^ θά ^παναΛάβω όσα μέ ειλικρίνεια άναρωτιόταν
γα ατσ°υκας μέ οικουμενική άγωνία: «Ποιά θέση έχει ή
Ρ σματική θεολογία, άνεξάρτητα από τήν όποιαδήποτε σχέ
στή ΚΡός τθν επιστημονική των καθηγητών τής θεολογίας,

ωιί όλων των έκκλησιών, καί πόσο μπορεί νά


στ ,
γε ? σΓΐΡερινούς άνθρώπονς; Εξάπαντος τό ερώτημα αυτό ,
να
102

θά μείνω, Λοιπον' για ^ίγο στον ό?ιπ ό


.στ^ ™ν κανεί °
εύχαρ ώς
κ«ε θα ε^μανω στήν
δη «ή »· ΕνΧαΡ,στία εκ^ ™
του
ητει καί πραγματώνει μέσα στην ιστορία τήν «

τήνΕκκλησία, όχι απλώς όπως είναι, άλλά Κυρε


δπως θά είναι, όταν Επικρατήσει ή Βασι\£ία τού
Θεόν»8. Έχω την εντύπωση ότι ή όλη έν λόγφ
φράση έχει μία μονομέρεια. Θά δώ πάντως αύτές
τις απόψεις καί την προβληματική τους, προσπα­
θώντας νά τίς κατανοήσω στη συνάφειά τους, άγ
λά καί νά κρίνω την πιθανή τους άπόσταση άπό
την προοπτική, μέσω τής όποιας Θά προσέγγιζα
θεολογικά τά πράγματα. Υπογραμμίζω πώς ή
παρέμβασή μου μέ τήν Εξέταση τού παρόντος θέ­
ματος διεκδικεΐ τόν διάλογο καί όχι τή στείρα αν­
τιπαράθεση. Έτσι εξαρχής κάνω μία σημαντική
διευκρίνηση πού άφορά τή δική μου οπτική γωνία.
Θεωρώ πρώτ' άπ' όλα ότι ή ευχαριστία ταυτί­
ζεται μέ τόν μετεχόμενο, άλλά μή διαιρούμενο,
Χριστό. Είναι ό ίδιος ό ένσαρκος Λόγος πού προ
σφέρεται. Θεωρώ, εξάλλου, ότι ή ευχαριστία (ό/'
διος ό Λόγος), ώς μετεχόμενο άγαθό, δέν ταυτίζω
ταί μηχανικά καί στατικά μέ τούς άνθρώπονς, άλ

^Θε°οληυμί^Κών άναζ/ίτ/ίσε^» (Οικουμενική κίνηση: Ίστ°Ρι


γΐα' Θεσσ«Αονίκη 1996, σ. 69).
8
~' - — ΟΓ7
Εκκλησία = Ευχαριστία; 103

λά δυναμικά. Από αυτή την προοπτική κατανοώ


τόν όρο κοινωνία. Έτσι ή εκκλησία, ώς ευχαριστια­
κή κοινωνία, είναι ό ίδιος ό αύτοπροσφερόμενοςόν\
Χριστός έν άγίω Πνεύματι, καί άπό αύτή τήν άπο­
ψη έχουμε σχέση ευχαριστίας καί εκκλησίας μέ ό­
ρους ταύτισης9. Όμως, έπειδή κάνουμε Λόγο άπό
τήν άποψη τού μετέχοντα, αϋτοϋ πού ζητά νά γο-
νιμοποιηθεΐ στή σάρκα τού Λόγου, δεν μιλάμε γιά
ταύτιση μέ άπολυτότητα καί άποκΛειστικό λόγο.
Γι' αύτό στήν εκκλησιαστική γλώσσα τονίστηκε ό
μελιζόμενος καί μή μεριζόμενος Χριστός. Ό όρος
περιχώρηση θά ήταν πιό ούσιαστικός καί μάλλον
εναντιώνεται στήν αύτοματοποίηση καί τήν άπο-
κλειστικότητα, τόν ολοκληρωτισμό, όπου συμβαί­
νει τό βραχυκύκλωμα ανάμεσα στή μεσσιανική Ε­
τερότητα καί έναν προσδιορισμένο τελεταρχικό
δρώντα. Όλη ή άπό μέρους μου άνάπτυξη τού θέ­
ματος στήν παρούσα έργασία βασίζεται πάνω
στόν συγκεκριμένο προβληματισμό.

9 Καλύτερα θά μιλούσα μέ τόν όρο έν-νπαρξία πού αφο­


ρά τή γονιμοποίηση τού πιστού στό σώμα τού παγκόσμιου
Χριστού. Στό σώμα αύτό γεύεται ό μετέχων την οικουμενική
σάρκα τού Λόγου καί τήν αποφατική αίσθηση μέσα σέ αύτό
πού μετέχει καί δέν κατέχει. Μετέχει δηλ. σέ κάτι πού δέν
είναι ούσιαστικά μεθεκτό καί παραμένει κοινό, όχι ίδιο άγα-
θό.
104 Αογος θεολογίας

1. Ή άντισχολαστική περίοδος;

Φαίνεται σήμερα πώς πολΛοί νεότεροι θεολό­


γοι περνούν ακόμη μία άντισχολαστική περίοδο, ή
όποια θέλει νά άπορρίψει τή σχολαστική (θεο)λο-
γική. Έχω πάντως τή γνώμη πώς σέ αυτή τήν, ό­
που πρέπει σωστή, προσπάθεια παρατηρείται ενί­
οτε μία άκρότητα, μπροστά στήν όποια θά στεκό­
μουν μέ άρκετές έπιφυλάξεις. Ό σεβ. Ιωάννης Ζη-
λΧάύζιούλας έπιρρίπτει στόν σχολαστικισμό τό λάθος
νά μή θέλει νά δεχτεί τόν «μέχρι ταύτιστης» σύνδε-
σμο μεταξύ έκκλησίας καί ευχαριστίας10. Άν ό
σχολαστικισμός κατατεμάχισε τό ενιαίο μυστήριο
τής σωτηρίας σέ αυτοτελείς πτυχές, έτσι ώστε κά­
θε μία από αυτές είναι νοητή χωρίς αναφορά στις
άλλες11, τότε καί ή προσπάθεια έπανασύνδεσής
τους οφείλει νά έχει σίγουρα θεολογικό καί όχι
λογικό χαρακτήρα12.
Διαφωνώ, επομένως, κατά πρώτο λόγο μέ τή
γενικευμένη άποψη ότι ό σχολαστικός τρόπος

10 Βλ. Θεία Ευχαριστία, σ. 27.


11 Θεία Ευχαριστία, σ. 27.
12
Σέ καμία περίπτωση δεν αντιδιαστέλλω τό θεολογικό
Ό

τό λογικό. Απλά τά διακρίνω στό μέτρο πού τό θεολο-


£

γικό χωράει καί τό λογικό καί τό παραδοξο-λογικό. Γιά τό


ποσο, όμως, συγχέουν σύγχρονοι έπιστή μονές αυτά τά
πράγματα βλ. I. ΚΟΥΡΕΜΠΕΛΕΣ, Ρωμανού Μελωδοΰ Θεο-
λογική Δόξα, Θεσσαλονίκη 2006, σ. 287 εξ.
Έκκλησή = Ευχαριστία; 105

σκέψης έχει διαβρωσει σήμερα τήν άκαδημαϊκή


θεολογία. Επίσης διαφωνώ πού, επειδή σήμερα
θεωρείται ότι υπάρχει χαλαρή σχέση τών άλλων
μυστηρίων μέ τήν εύχαριστία, έκτιμάται ή περίο­
δος πού ζοΰμε ώς περίοδος θεολόγησες παρακ-
ρής13. Ή χαλαρή δηλ. αυτή ένωση, πού ύπάρχει
δώ καί αιώνες στήν τελετουργική ζωή, σημαίνει
τι ό Λόγος καί ή σάρκα του έχουν πάψει νά μετέ­
χοντας Μήπως τελικά, θέλοντας νά έξωραΐσουμε
τό απώτερο παρελθόν (σέ αυτό υπήρξαν άκόμη
καί άναγκαστικοί βαπτισμοί άπό αύτοκράτορες
καί εκκλησιαστικούς ήγέτες ή καί θρησκευτικοί
διωγμοί αιρετικών καί καταστροφές συγγραμμά­
των), παίζουμε μέ τίς λέξεις; Μήπως τελικά λη-
σμονείται ή προσαρμοστικότητα τής έκκλησιαστι-
κής-λατρευτικής ζωής στίς ανάγκες τών καιρών,
χωρίς αυτό πάντα νά σημαίνει ότι άγνοήθηκε τό
κέντρο της, ό φιλάνθρωπος εγγυητής της; Μήπως
τελικά αυτή ή λατρεία τού παρελθόντος δεν άφή-
νει νά ζήσουμε τόν πάντα παρόντα Θεό στό σύγ­
χρονο παρόν, πού έχει τά δικά του προβλήματα;
Ή άκαδημαϊκή θεολογία έχει νά κάνει σωστά
τό επιστημονικό της έργο καί νά άπαξιώσει τή θε­
ώρησή της (άπό τό γύρω επιστημονικό της περι­
βάλλον) ώς καρικατούρας. Δεν χρειάζονται, λοι­
πόν, οί γενικεύσεις καί οί δαιμονοποιήσεις ούτε

13 ΒΛ. ΜΙΛΟΣΕΒΙΤΣ, Ευχαριστία, σ. 298.


106 Λόγος Θεολογίας

τής επιστημονικής ούτε τής χαρισματικής θεολο­


γίας14. Πολλά χρόνια τώρα καί κάθε χρόνο έκδί-
δονται μελέτες δογματικές —καί όχι μόνον τέτοι­
ες- πού άποδεικνύουν τού έπιστημονικού λόγου
τό άληθές, μιά καί ή θεολογική επιστήμη έχει χρέ­
ος νά έρευνήσει τά μνημεία καί τόν θεολογικό πο­
λιτισμό. Τό νά κάνει κανείς ταυτίσεις καί αναγω­
γές ήθικιστικού χαρακτήρα μέ αντικείμενο τή δή-

14 Μάλλον πρέπει σήμερα νά αρχίζουμε νά διαβάζουμε


σωστά τούς δυτικούς θεολόγους, οί όποιοι έδειξαν πώς δεν
τούς εντυπώσιασε τόσο ό σχολαστικισμός, άλλά αναζή­
τησαν τήν παράδοση στήν ορθή κατανόηση τής σχέσης α­
γάπης καί δόγματος. Ό Η.-ϋ. νοη ΒαΙίΚαδητ, έπί παραδείγ-
ματι, είναι χαρακτηριστικότατος: «Ή δογματική, ώς "έκλογί-
κενση” τής κένωσης τής αγάπης τον Θεού, είναι εφικτή καί α­
ναγκαία γιά τόν ευαγγελισμό καθώς καί γιά τόν εκκλησιαστι­
κό σχολαστικό διαλογισμό, μέ τήν προϋπόθεση ότι τό μυστή­
ριο τής αγάπης παραμένει εκείνο τό κέντρο πρός τό όποιο πα­
ραπέμπουν οί έννοιές της. Όμως τό πνεύμα τής άγιότητας καί
τής άγάπης καί τό πνεύμα τής σοφίας καί τής επιστήμης πρέ­
πει νά εκλαμβάνονται ώς ένα καί τό αυτό πνεύμα: "Αλήθεια
καί άγάπη είναι φτερά άξεχώριστα -άφον ή άλήθεια δέν μπο­
ρεί νά πετάξει δίχως τήν άγάπη- καί ή άγάπη δέν μπορεί νά
μείνει στούς αιθέρες δίχως τήν άλήθεια» {Ηαπβ Είτε νοη ΒΑΕ-
ΤΑ5ΑΚ, Άξια πίστεως είναι μόνο ή άγάπη, Αθήνα 2002, μτφ.
Κ. ΚΟΥΤΣΟΥΡΕΛΗΣ, σ. 93}. Τονίζω, λοιπόν, πώς αν δέν
χαθεί τό οπτικό πεδίο τής θεϊκής φιλανθρωπίας καί συγκα­
τάβασης στούς διαλογισμούς των σοφών θεολόγων, τότε ό
προβληματισμός τους θά έχει πράγματι νά πει πολλά γιά
τήν αλήθεια τής άγάπης καί τήν άγάπη τής άλήθειας.
I

Εκκλησία = Ευχαριστία; 107

θεν καημένη θεολογία (πού δέν σχετίζεται με τόν


επιστήμονα) καί υποκείμενο τόν δήθεν βασανί-
ζοντα αυτήν (μή ευσεβή) ερευνητή είναι ή αιώνια
υποκρισία όσων θέλησαν κατά καιρούς νά καλύ-
ψουν τήν έπιστημονική αδυναμία τους μέ άλλες
δήθεν χαρισματικές ιδιότητες (μέχρι κι άπό τοί­
χους λένε ότι μπορούν νά περάσουν κάτι τέτοιοι,
σπρώχνοντας τούς άλλους άπό τά παράθυρα νά
γκρεμιστούν)!
Όπωσδήποτε, λοιπόν, τήν άπεξάρτηση τού
μυστηρίου τού βαπτίσματος, ή όποιου άλλου μυ­
στηρίου, άπό τή θεία εύχαριστία, στήν οποία (ένν.
στήν άπεξάρτηση) άντιτίθεται μέσα άπό τήν άνα-
φερθείσα μελέτη του ό σεβασμιώτατος, δέν είμα­
στε τόσο σίγουροι ότι τή δίδαξαν άκαδημαϊκοί θε­
ολόγοι μέ τίς μελέτες τους15, όσο είμαστε σίγουροι
ότι δύσκολα πολλοί βαπτισμένοι ορθόδοξοι σήμε­
ρα δέν θά δέχονταν ότι ή βάπτισή τους έχει σωτη-
ριολογικό έλλειμμα ή ότι δέν εδραιώνει τήν ένερ-

15 Ή άποσυνδεση φερ' είπεΐν τού βαπτίσματος άπό τη


θεία Λειτουργία, στήν οποία άντιτίθεται ό σεβ. Ιωάννης Ζη-
ζιούλας, είναι πρόδηλη άπό τόν 11ο αιώνα. Περισσότερα βλ.
ΜΙΛΟΣΕΒΙΤΣ, Ευχαριστία, σ. 85, σ. 92 εξ. καί σσ. 98-99: «Ση­
μειωτέου όμως, ότι πλήν τής πράξεως τής τελέσεως τού μυ­
στηρίου τού βαπτίσματος άποσυνδεδεμένου άπό τήν θείαν
Λειτουργίαν, ήδη άπό τού ΙΛ' αίώνος συναντώμεν κώδικας
κατά τούς όποιους τό μυστήριον τούτο τελείται άνευ μεταδό-
σεως τής θείας κοινωνίας εις τούς νοεφωτιστούς».
108
, τής ανθρωπότητας στό καθ' όμοί.
γούμε^Ί πού δεν συνυπολογίζει τή δύ-
Ή Ζορί^ καί Κ°ΐνωνΐΚών IάΑ^
1
ναμη ζόηΟϊ£ς άνταποκρινεται η ίδια ή έκ-
άλλαγ^' °τ1^, όχι απαραίτητα από άκαδημαϊ-
κΑηΰΐαοτΐκη ό /νάγΚ£ς, κινδυνεύει νά ζητά στην
κές ή κ°ομικεϊ δ ές καί ταυτότητες, άρνούμενη
ίστ°ΡΐαηΤλυτα) τή σωτηρία ώς πάντοτε παρούσα
°™ όΡ·α της άνβρώπ'νης
αδυναμίας.
Τό ζητούμενο, Λοιπόν, είναι Ποιος παρέχει τή
σωτηρία, γιά νά μπορούμε νά δούμε τήν πραγμα­
τική σωτηρία στην πολλαπλότητα των τρόπων,
κάτι πού εκφράζεται μέ τό Πώς τής σωτηρίας, τό
όποιο μπορεί νά είναι ανάλογα μέ τούς καιρούς
θέμα συζήτησης (καί πρόξενος ανανέωσης). Θά έ­
λεγα, επομένως, ότι ό άνθρωπος οφείλει νά άνα-
ζητήσει τό έγώ του στό πραγματικό Έγώ τού Λό­
γου, χωρώντας (κινούμενος) στη σάρκα τού Λό­
γου. Είδάλλως κινδυνεύει ή θεολογία νά γεμίσει
τόν κόσμο, άντί μέ αισιοδοξία γι' αύτό πού έγινε
Χάριν όλου τού κόσμου άπό τόν ίδιο Θεό, μέ αύτα-
Εκκλησία = Ευχαριστία; 109

ρέσκειαή τυπολατρική —καί σίγουρα μαγική— α­


παισιοδοξία, διότι ούτε ό Θεός δεν μπορεί νά είναι
προσιτός σε κάθε άνθρωπο, στην περίπτωση δηΛ.
που ό Θεός άποκλειστικοποιεϊται σε καθορισμένα
θεοΛογικά καί φραστικά σχήματα με θεωρητικό
—καί έξάπαντος μόνο καταφατικό— χαρακτήρα.
Δεν σκοπεύω νά μή γίνω πιό συγκεκριμένος,
αλλά, άκριβώς επειδή ένδιαφέρομαι νά κάνω Λό­
γο γιά τό θέμα τής σωτηρίας τού κόσμου, θά
στραφώ πρός τό έπιθυμητό: νά γίνω άπλούστατος
καί σαφέστατος. Άλλωστε δέν πρόταξα τυχαία
τήν προηγούμενη μελέτη, όπου εξέτασα τίς άπό-
ψεις τού ξ ϋιιριιίδ. Καί αν παρατήρησε κανείς κα­
λά δέν έναντιώθηκα στό γεγονός ότι ύπερτονίζει
ό ξ ϋυρυίδ τόν Λόγο. Αύτό είναι μία πολύ σημαν­
τική θεολογική άλήθεια, τήν όποια μάλιστα ό ξ
ϋυρυΐδ τή θέλει όχι άσχετη άπό τήν χριστολογική
Τριαδολόγια. Μέ παραξένεψε τό γεγονός ότι ό ξ
ϋυρυΐδ δέν άφησε στόν Λόγο νά φανεί μία κοσμική
λειτουργία του μέσα στήν άνθρώπινη σάρκα, τή
σάρκα τού κόσμου. Δέν άφησε δηλ. νά φανεί δυνα­
μικά ή οικουμενική άξια τής ένσαρκης ύπαρξης
τού Λόγου καί ό πόνος τού Θεού γιά τήν άνθρωπό-
τητα. Άς γυρίσουμε, όμως, στό θέμα μας, υπο­
γραμμίζοντας ότι μέ τίς έν λόγω άπόψεις τού σε-
βασμιωτάτου, πού είδαμε ώς τώρα, φαίνεται τό αν­
τίστροφο άπ' ό,τι κινεί τόν ξ ϋιιριιίδ, στόν όποιο ά-
ναφερθήκαμε κριτικά στήν προηγούμενη μελέτη.
110
„ή Εύχ“Ο'στί“ς Κ“
1 7„
μ
Ό σεβ· Ιωάννης ΖηζιούΛας θεωρεί ότι έξ^
στή συνείδηση τών πιστών ή εκκλησία ταυτιζ^
μέ την ευχαριστία17. Γιά νά στηριχθεϊ ή άποψ^
τή προκρίνεται από τίς άγιογραφικές μαρτζζ’
τό 11ο κεφ. τής Α' πρός Κορ. επιστολής (&ς τό^ς
κεφ.)18· Βέβαια ή παραδειγματολογία άπό τόν ’ °
Παύλο είναι καθ' όλα σημαντική19. "Ομως ΠρΟε
κτάσεις τού τόπου τής έκφρασης ότι καί ό σύγΐ^'
νος ορθόδοξος λαός έχει ταυτίσει τόν όρο^έκί£
σία» μέ τόν χώρο όπου τελείται ή θείαώχαρζφα
δείχνει πόσο περιοριστικά (αποκλειστικά)
νά κατανοηθεϊ έντέλει τόσο ή ευχαριστία όσ^ΐαί
- ή εκκλησία. Γιατί μπορεί νά θεωρείται μία τέ-ζια

Βλ. Θεία Ευχαριστία, σ. 28 έξ. Ταύτιση ευχαριστίας


και εκκλησίας βλ. καί στό ΓΙΑΝΝΑΡΑΣ, Αλφαβητάρι τής
ηιστης, σ. 197, όπου ή μή ταύτιση χρεώνεται στή θεσμική
Ρω μα ιοκαθ ολική εκκλησία.
18 Κυρίως ή ρήση «συνερχομένων υμω, - ε τή ,έκκληόα
έν
ν ν
ακούω σχίσματα εν ύμίν ύπάρχειν...». θ « » [διθκα1
κειμένω κατανοεΐται ώς «ευχαριστιακή συνα θεωρεί^1
στήν έκφραση κατ' οίκον εκκλησία τον Παν ενχαθίστίίχΚ^
πώς δείχνει τή συνείδηση ότι έκκΛησία κίχι
σύναξη ταυτίζονται (Θεία Εύχαριστία, σ. 29)·
19 Ά- · ■
Αναφερεται
I>~ καί τό Ρωμ. 16,23 (όλη εκκλησία^00
λική εκκλησία).
Εκκλησία = Ευχαριστία; 111

ταύτιση —καί σίγουρα ακραία καταφατική έκ­


φραση— θετικά20; Μία τέτοια προοπτική δείχνει£^Χ*><^^
τόν περιορισμό τού θεολογικοΰ παράγοντα, δηλ.^^'^Τ*
αυτού πού διευκρινίσαμε στήν άρχή, ότι ενχαρι-^^
στία είναι ό ίδιος ό αντοπροσφερόμενος^σοη)κω^-^χ\ύ\ο^-
νος Λόγος.
Τό θεωρούμενο άπό τόν σεβασμιώτατο ώς δυ­
νατό παράδειγμα γιά τήν άπόδειξη τού ότι ή εκ­
κλησία ταυτίζεται με τήν εύχαριστία είναι αυτό
τής πασίγνωστης έκφρασης τού άγιου Νικολάου
Καβάσιλα:
«Σημαίνεται δέ ή έκκλησία εν τοϊς μνστηρί-
οις... Τήν τον Χρίστον εκκλησίαν, ει τις ίδεΐν δύ-
νηθείη... ούδέν έτερον ή αύτό μόνον τό κνριακόν
δψεται σώμα... Έντανθα διά των μνστηρίων τήν
εκκλησίαν σημαίνεσθαι»21.
Λεν θά σταθώ έδώ στήν ερμηνεία πού δίνει ό
σεβασμιώτατος συσχετίζοντας τό «μόνον» τού Νι­
κολάου Καβάσιλα με τή θεία εύχαριστία, ένώ ταυ­
τόχρονα με θετική έκτίμηση προβάλλει ό ίδιος τόν
ανωτέρω πατέρα ώς μονομερή όσον άφορά τό θέ­
μα τής ταύτισης τής ευχαριστίας καί τής έκκλησί-

20
Είναι τό ίδιο θετικό, όταν σήμερα ταυτίζει κανείς τήν
έκκλησία μέ τήν ιεραρχία ή ακόμη καί τόν κλήρο εν γένει;
21 Βλ. ΡΟ 150, 452-453.
112 Λόγος Θεολογίας

ας22. Κι αυτό διότι δεν αμφισβητώ πώς ή εκκλησία


καί ή ευχαριστία έχουν τωόντι σχέση όμοονσιότη-
τος23. Προσοχή! Εδώ ό άγιος Νικόλαος Καβάσιλας
μιλά γιά την εκκλησία τον Χρίστον από την άπο­
ψη αυτών πού τόν μετέχουν (μυστηριακά). Έγώ,
λοιπόν, σέ αυτή τήν περίπτωση επιθυμώ άντί τής
λέξης ταντότητα νά χρησιμοποιήσω τή λέξη ένω­
ση. Έτσι, πιστεύω, ότι φαίνεται ταυτόχρονα καλύ­
τερα καί ή σημασία τής διάκρισης, ή όποια είναι ο­
ρατή στή δυναμική-μετοχική προσπάθεια πού κά­
νει ό άνθρωπος, γιά νά σταθεί στήν εκκλησία,
δηλ. στό απέραντο σώμα τον Χριστού.
Θεωρούμενος, όμως, άπό τόν σεβασμιώτατο ό
άγιος Νικόλαος Καβάσιλας, πάντα βέβαια θετικά,
ώς «υπερβολικός ενχαριστιολογικός έκκλησιολό-
γος» καί στήν προσπάθεια νά δοθεί ιδιαίτερη ση-

22«Καί γιά νά μήν άφήσει ό Καβάσιλας καμμιά αμφιβολία


ότι Ευχαριστία καί Εκκλησία ταυτίζονται -ναι, αυτός είναι ό
όρος- γράφει: μεταξύ Ευχαριστίας καί Εκκλησίας δέν ύφί-
σταται "αναλογία όμοιότητος" αλλά πράγματος ταυτότης»
(Θεία Ευχαριστία, σ. 31). Κατά τή γνώμη μου ή έκφραση
πράγματος ταυτότης, όπως θά πώ καί πιό κάτω, μπορεί νά
έχει νά κάνει με τό ένα υποκείμενο τής ευχαριστίας καί τής
εκκλησίας, τόν σαρκωμένο Λόγο.
23 Στή χρήση αϋτοΰ τού όρου έχει προηγηθεϊ, άν καί δέν
υπάρχει ονομαστικά άναφορά στή μελέτη τού σεβασμιωτά-
του, σχετική κριτική. Βλ. ΛΟΥΔΟΒΙΚΟΣ, Αποφατική έκ-
κλησιολογία, σσ. 173-174.
Εκκλησία = Ευχαριστία; 113

μασία στην ταύτιση αυτή (έκκλησίας-εύχαριστίας),


μήπως, έρωτώ, αυτός ό άντισχολαστικός τρόπος ά-
πολογητικής εν χαρ ιστίο λόγιας, αντί νά προβάλει
την ταύτιση σέ σχέση με τη δύναμη πού αυτή έχει
γκχ τή σωτηρία όλου τού κόσμου, ύπάρχει τελικά
καί ό κίνδυνος νά γίνει περιοριστική καί έπιλεκτική;
Έδώ απλά καταγράφω έναν προβληματισμό,
πού αύθόρμητα γεννιέται στόν άναγνώστη τών
παραπάνω άπόψεων, καί θά έπιχειρήσω νά άνα-
δείξω σημεία, όπου θά μπορούσε κανείς νά δώσει
περισσότερες διευκρινήσεις.
Όφείλω πάντως άπό αύτή τή θέση νά τονίσω
πώς ή θεία εύχαριστία πράγματι, άπό τήν πλευρά
τού μετέχοντα, μπορεί νά θεωρηθεί «ώς τό κέντρο
καί τό προσδιοριστικό στοιχείο τής χριστιανικής λα­
τρείας, (πού) προσδιορίζει τό είναι καί τήν ταυτότη­
τα τής Εκκλησίας». Από αύτή τήν προοπτική βλέ­
πω τό θέμα καί άπό αύτή θά ήθελα νά τό προσεγ­
γίσω. Διευκρινίζω πάντως εξαρχής πώς τό είναι
καί ή ταυτότητα τής έκκλησίας δέν άποτελεΐ κάτι
άφηρημένο· είναι ό ίδιος ό σαρκωμένος Λόγος.
Ή κατανόηση αύτή μάς κάνει έτσι, ώστε νά
προσεγγίσουμε τό γεγονός τής σάρκωσης τού Λό­
γου σέ σχέση μέ τή βασιλεία τού Θεού, χωρίς νά
είναι δυνατό στήν πορεία αύτή ή έκκλησία νά θε­
ωρείται πώς ταυτίζεται μέ στιγμές, αλλά πώς βιώ-
νει διαρκώς καί κάθε στιγμή τόσο (1) τήν ιστορική
παρουσία τού Θεού στόν κόσμο όσο καί (2) τόν (ά-
11* *
ό ^νκόσ^ονηρός,τόνΘε^ Ή έκ.
πόλντρίπρρορισ^ •ν’
ύ , αλλά σέ δύοΤκίη

μΕτ0ΧΙΚ“' 0πως ήδΊ *
α δέν μιλάμε απρόσωπα, σαν να πρόκες
κάτι αφηρημένο. Πρό^τ^
θρα,πο πού είναι (ούτως η άλλως) και γιν^τα^θ
θΜεΐΤσώμα Χριστούς Πρόκειται, κατά πρώτον, ε­
πειδή ή σάρκα τού Λογου εκκλησιάζει κατά τό ό-
μοούσιο όλη τήν ανθρωπότητα γιά κάθε άνθρωπο
πού, χάριν τής σάρκωσης τού Λόγου, είναι συγγε­
νής κατά σάρκα μέ τό θεϊκό αύτό πρόσωπο. Έτσι,
κατά δεύτερον, ή οίκειοθελής γονιμοποίηση τού
έκκλησιαζόμενου άνθρώπου στόν Λόγο είναι ταυ­
τόχρονα καί δι' αύτού τού θεϊκού προσώπου κοι­
νωνική όμοονσιοποίηση τών χριστιανών μέ όλους
τούς άνθρώπους, μέ όλον τόν κόσμο δραστικά. Άν
δέν είναι κάτι τέτοιο ή εύχαριστία, τότε δέν έχει
νά πει τίποτα γιά τόν κόσμο!
Μία τέτοια θεοΛογική προοπτική, επομένως,
δέν μπορεί νά δεχτεί αδιευκρίνιστα τήν ταύτιση
εκκλησίας καί βασιλείας τού Θεού24. Αλλιώς ύφί'

24 Ττ}ν ζ
θεωρεί ό ΤΗ. δαΗοΓν^/, Κκ^Πσ^ιζ μέ τη βασιλεία τού Θεού
π ' «Κ^ τ°υς συναντησε^- ?<^ΓΠίύιίαν ήδη νωρίς στίς οίκον-
νή^£ 0ΤΙ εΐν^ °ρθ0δοξθ1· Έτσι στη Λωζάνη εί-
^ε1ι^^ΖΤασίΐήδηύπάΡχονσαέηί
* Ηεγ α^ίΙί^εν η~· 1 ααιΛεη νηά Κίτώεηυετ^'
^ηηε νοη 3 ε^ηεΗΐ ζΗ
5 27, Βετίίη 1929, σ. 225). Καί ένώ
116 Λόγος Θεολογίας

σταται ό κίνδυνος νά παραμεριστεί ή σημασία


πού έχει ή εκκλησία αναφορικά πρός τόν προορι­
σμό τού κόσμου. Ή εκκλησία είναι στην ιστορία ή

Η
άπ' άρχής τής δημιουργίας βώ^ση Σ™ άσαρκου,
τού εύσαρκου, τού σαρκωμένου καί έρχόμενου
ό οποίος κάνει πρόδηλη την τριαδική ζωή
τού Θεού στόν κόσμο (μέ κόσμο). Παραθέτω

Οχ
μετά τήν άνωτέρω έκτίμηση μου τά πολύ σημαν-
τικά γιά τήν έκτίμηση μου αύτή λεγάμενα τού κα-
θηγητή Ιωάννη Πέτρου:
«Σέ ποιά δμως σχέση βρίσκεται ή Εκκλησία
καί ό μεταμορφωτικός της ρόλος μέσα στόν κό­
σμο μέ τη βασιλεία τοϋ Θεού; Ή Εκκλησία άπο-
τελεί σημείο καί πρόγευση τής βασιλείας τού
Θεού, αλλά δέν ταυτίζεται μαζί της. Άπό τήν
ταύτισή τους προέρχονται διάφορες παρανοή­
σεις, άλλά καί λανθασμένες χρήσεις. Ή βασι­
λεία είναι παρούσα, άφοϋ παρών είναι ό Χρι­

*
στός, άλλά όχι τελειωθείσα. Βρίσκεται εντός η­
μών, άλλά καί στό πρόσωπο τοϋ άλλου, ή ορθό­
τερα ή ένταξη τοϋ ανθρώπου σέ αυτήν περνά
μέσα άπό τό πρόσωπο τοϋ άλλου καί τή διακονία
του»25.

25Βλ. Θεολογία καί κοινωνική δυναμική, σ. 29 καί σσ. 30-


31, όπου φαίνεται σαφώς στά λόγια τοΰ Ιωάννη Πέτρου μία
κοινωνική ερμηνεία τής όμοουσιότητας τοϋ Χριστού καί
Θεού μέ τήν ανθρωπότητα.
ηκΛΐ;υιιΐ"ΕυΛΐιμιυϊΐίΐ; 117

Ό περιορισμός τού Θεού σέ συγκεκριμένους


ανθρώπους ή λαούς ή τελετές είναι αύτό πού
παντού στόν άγιογραφικό λόγο άντικρούεται σθε­
ναρά από τόν ίδιο τόν σαρκωθέντα Λόγο. Αν μι­
λάμε, επομένως, γιά εκκλησία συγκεκριμένα, τό­
τε αύτή ώς σώμα Χριστού, Απλώνεται παντού26 καί
δέν θέλει νά τρομοκρατήσει κανέναν27. Πώς όμως;

26 Από τούς σύγχρονους θεοΛογούντες στοχαστές θά δι­


άλεγα εδώ νά παραπέμψω στόν Σ. Ράμφο (Τό μυστικό τού Ι­
ησού, Αθήνα 2006, σ. 417) σχετικά με τή χριστολογική παρά­
μετρο. Λέει ώραΐα ότι «Ή ίστορικότης τον Ιησού είναι ανάγκη
νά περιλάβη γόνιμα τόν Χριστό τής πίστεως, αντί νά τόν εξα­
φάνιση... Έάν ό Ιησούς ώς Χριστός ήταν παραλλαγμένη ουρά­
νια όντότης, ό άνθρωπος δέν θά είχε άλλο μέλλον άπό την υ­
ποταγή στούς διαχειριστές τού μυστηρίου τής χάριτός του,
δέν θά μπορούσε νά έλπίζη σέ άλλη πληρότητα άπό έκείνη
τών συμβόλων, παραιτούμενος άπό κάθε ιδέα άναγεννητικής
του έλευθερίας καί ιστορικής ώριμάνσεως, άπό κάθε λαχτά­
ρα αύτοπραγματώσεως. Ό Ιησούς Χριστός είναι ό Λόγος, ή
Ζωή καί ή Αλήθεια ώς προορισμός τού άνθρώπου - ένσαρκο έ­
σχατο». Ωστόσο, οφείλω νά πώ, δέν φαίνεται στό βιβλίο του,
πού ψάχνει τό μυστικό τού Ιησού, ένας ευχαριστιακός γιά τή
συνάντηση τών άνθρώπων Χριστός, παρόλο πού υπερτονί­
ζεται ή διά τής άνθρωπότητος τού Χριστού «μεθεκτική ταύ­
τιση μαζί του» (σ. 34). Είναι δηλ. αύτή ή ταύτιση άπλά νοητι-
κοΰ χαρακτήρα καί άφορά έναν άνεικονικό τρόπο συνάντη­
σης μέ τόν Θεό μέσα μας; Ίσως ό φόβος σύγχρονων στοχα­
στών τής θεολογίας είναι οί «διαχειριστές» τού Χριστού. Κι
έγώ φοβάμαι τήν καπηλεία τής χάριτος τού Θεού άπό κό­
στες. Καί τούτο φαίνεται αρκετά στό παρόν βιβλίο. Όμως,
αυτό δέν είναι ανάγκη νά γίνει άλυτος φόβος καί άρνηση
ΙΩΑΝΝΗΣ Γ. ΚΟΥΡΕΜΠΕΛΕΣ

ΛΟΓΟΣ
ΘΕΟΛΟΓΙΑΣ

Λ»

'■ Υ<

You might also like