Professional Documents
Culture Documents
Ευριπίδη-Εκάβη Χουρμουζιάδης αρχικό
Ευριπίδη-Εκάβη Χουρμουζιάδης αρχικό
ΕΚΑΒΗ
Μετάφραση: Νίκος Χουρμουζιάδης
ΤΑ ΠΡΟΣΩΠΑ
ΤΟΥ ΔΡΑΜΑΤΟΣ
Φάντασμα Πολύδωρου
Εκάβη
Πολυξένη
Οδυσσέας
Ταλθύβιος
Θεράπαινα
Αγαμέμνων
Πολυμήστωρ
Χορός Αιχμαλώτων Τρωάδων
1
ΠΡΟΛΟΓΟΣ
Φάντασμα Έρχομαι απ' των νεκρών τη φυλακή, την άβυσσο του ερέβους,
Πολύδωρου
όπου, μακριά από τους άλλους θεούς, ο Άδης κατοικεί.
Είμαι ο Πολύδωρος, γιος της Εκάβης και του Πριάμου.
Όταν την Τροία, την πατρίδα μου, κίνδυνος έζωσε
να υποταχτεί κάτω απ' τα όπλα των Ελλήνων,
φοβήθηκε ο πατέρας μου και μ' έστειλε κρυφά
στη Θράκη, στον παλιό μας φίλο Πολυμήστορα.
Εγώ ήμουν ο μικρότερος από τους γιους του Πριάμου
γι' αυτό και με φυγάδεψαν.
Χρυσάφι αμύθητο έστειλε ο πατέρας μου μαζί μου,
ώστε, αν κάποτε έπεφτε του Ιλίου το κάστρο, στέρηση
να μην γνωρίσουν όποια απ’ τα παιδιά του θα επιζούσαν.
Κι όσο άθικτα έμεναν τα σύνορα της χώρας,
κι αήττητος στη μάχη ήταν ο Έκτωρ, ο αδερφός μου,
στη Θράκη σαν βλαστάρι εγώ μεγάλωνα
κάτω απ’ την προστασία του πατρικού μας φίλου.
Μα κάποτε του Έκτορα η ψυχή μαζί κι η Τροία χάθηκαν.
Τότε ο παλιός μας φίλος, για να πάρει το χρυσάφι
και να το χαίρεται μονάχος, έσφαξε κι εμένα τον δύσμοιρο
κι έρμαιο με παρέδωσε στη θάλασσα·
κι εκεί το ταραγμένο κύμα με ταξίδεψε πολύ,
ώσπου με ξέρασε εδώ στην ακτή, όπου τώρα κείτομαι
άκλαυτος κι άταφος. Και τώρα, μακριά απ' το σώμα μου,
άυλος αιωρούμαι πάνω απ' την αγαπημένη μου
μητέρα, την Εκάβη, ολόκληρες τρεις μέρες.
Σύσσωμος ο στρατός των Αχαιών με τα καράβια του
2
ακινητεί εδώ στις ακτές της χώρας των Θρακών·
γιατί εμφανίστηκε ο Αχιλλέας
πάνω απ' τον τάφο του και από τους Έλληνες
απαίτησε πάνω στο μνήμα του,
την αδελφή μου Πολυξένη να θυσιάσουν.
Θα γίνει η απαίτησή του. Το πεπρωμένο όρισε σήμερα
να πορευθεί το δρόμο του θανάτου η αδελφή μου.
Κι είναι γραφτό τα μάτια της μητέρας να αντικρίσουν
νεκρά τα δυο της τέκνα, εμένα και τη δύσμοιρη παρθένα.
Μα τώρα ας απομακρυνθώ από εδώ· μεγάλη ταραχή το είδωλο μου
έφερε στον ύπνο της.
Μητέρα μου, αχ, πώς ξέπεσες από τα φωτεινά παλάτια
στο σκότος της δουλείας! Της τωρινής σου δυστυχίας το μέτρο
όσο της ευτυχίας σου κάποτε: σίγουρα κάποιος θεός
πληρώνει με τις συμφορές σου την παλιά σου ευδαιμονία.
Εκάβη Βοηθήστε με, καλές μου, βοηθήστε με, το γέρικο μου χέρι
πιάστε, στηρίξτε με.
Κρατήστε με ορθή, σκλάβα τώρα και μένα
σαν κι εσάς, Τρωαδίτισσες, κι όχι βασίλισσα πια.
Κι εγώ, σ' αυτό το άθλιο ραβδί ακουμπώντας,
στα βαριά μου πόδια θα δώσω ζωή,
το βραδύπορο βήμα μου να γρηγορέψουν.
Αχ αστέρια που λάμπετε στη θεοσκότεινη νύχτα,
γιατί τάχα ξυπνώ, ταραγμένη
από τρόμου φαντάσματα; Ω πάνσεπτη Γη,
των μελανοπτερύγων ονείρων μητέρα,
εξορκίζω τον μαύρο εφιάλτη της νύχτας
3
είδα όνειρα και με κυρίεψε τρόμος για το γιό μου σταλμένο στη
Θράκη και την κορούλα μου την Πολυξένη.
Χθόνιοι θεοί, προστατέψτε το γιο μου, τη μόνη μου ελπίδα
μες στα ερείπια του οίκου μας.
Νιώθω να έρχεται κι άλλο κακό·
τέτοιος άγριος φόβος ως τώρα ποτέ
την καρδιά μου δεν τάραξε.
Πού θα βρω τη θεόπνευστη κόρη μου,
την Κασσάνδρα, την ψυχή του γιού μου, του Έλενου πού θα τη βρω;
τα όνειρά μου να κρίνουν;
Μακριά το κακό απ' τα παιδιά μου, θεοί,
μακριά τους κρατήστε το, σας ικετεύω.
4
ΠΑΡΟΔΟΣ
Χορός Με σπουδή ήρθα πλάι σου, Εκάβη,
τη σκηνή του δεσπότη μου αφήνοντας,
όπου μ' έριξε σκλάβα του ο κλήρος.
Των παθών σου το βάρος δεν θ' ανακουφίσω,
φορτωμένη όπως είμαι με μήνυμα τόσο πικρό,
που καινούριες οδύνες θα φέρει σε σένα.
Στου στρατού τους τη σύναξη πήραν απόφαση
οι Αχαιοί στου Αχιλλέα τον τάφο την κόρη σου
να θυσιάσουν·
Εκάβη Α!
5
της Αθήνας βλαστάρια, κι η γνώμη τους ήταν κοινή:
του Αχιλλέα να τιμήσουν τον τάφο με αίμα νωπό·
κι όσο για της Κασσάνδρας τον έρωτα,
ποτέ αυτοί τα πρωτεία δεν θα του 'διναν,
είπαν, μπρος στην ανδρεία ενός ήρωα.
Και των λόγων οι εντάσεις ισόρροπα
ταλαντεύονταν, ώσπου ο πολύτροπος εκμαυλιστής,
ο δεινός δημοκόπος, ο γιος του Λαέρτη,
τους Αργείους κατορθώνει και πείθει
να μην καταφρονέσουν τον άριστο των Δαναών
για το αίμα μιας σκλάβας και κάποιος νεκρός
να σταθεί και να ειπεί μπροστά στην Περσεφόνη
πως αχάριστοι στάθηκαν στους Δαναούς
που θυσιάστηκαν για την Ελλάδα
οι Δαναοί που απ' την Τροία σαλπάρησαν.
Κι όπου να 'ναι θα φθάσει ο Οδυσσέας
να σου αρπάξει από την αγκαλιά την κόρη.
Γι' αυτό, τρέξε στους ναούς, στους βωμούς,
στου Αγαμέμνονα πέσε τα γόνατα ικέτης,
στους θεούς προσευχήσου,
του ουρανού και του Άδη.
Οι ικεσίες σου ίσως να μην επιτρέψουν
το κακότυχο σπλάχνο σου να στερηθείς·
αλλιώς είναι γραφτό σου να ιδείς την παρθένα
ολοπόρφυρη απ' το αίμα της πάνω στον τάφο
και τον πριν χρυσοφόρο της τράχηλο
χαλασμένο από μαύρη ρωγμή.
6
ΠΡΩΤΟ ΕΠΕΙΣΟΔΙΟ
Εκάβη Αχ, η δύσμοιρη εγώ, ποια να υψώσω φωνή;
Ποια κραυγή, ποιον οδυρμό,
για τα δύστυχα η δύστυχη γεράματά μου,
την αβάσταχτη, σκλαβιά μου,
την ανείπωτη;
Ποιος θα με υπερασπίσει; Ποιο τέκνο μου;
Ποια πατρίδα; Χαμένος ο άντρας μου,
τα παιδιά μου χαμένα.
Ποιον δρόμο να πάρω;
Σε ποιον να προσπέσω; Ποιος θεός
ή ποιος δαίμονας θα έρθει αρωγός μου;
Αχ Τρωαδίτισσες, ζωή πια δεν έχω
να χαρώ κάτω απ' του ήλιου το φως.
Παιδί μου, της πιο δύστυχης μάνας παιδί, έλα·
Έλα ν' ακούσεις, κόρη μου,
ποιο μαντάτο έχει φτάσει για τη ζωή σου.
7
Πολυξένη Αχ, μητέρα, φοβάμαι, φοβάμαι.
Εκάβη Αααα!
8
του χαμού μου τη φρίκη δεν κλαίω· ο θάνατος είναι για μένα καλύτερη
τύχη.
9
Εκάβη Θυμάσαι όταν μπήκες κρυφά, κατάσκοπος στην Τροία,
αγνώριστος κάτω από τα κουρέλια, και απ' τα μάτια σου
στάζαν στα γένια σου δάκρυα ματωμένα;
10
Εσείς είστε ικανοί και φίλους να προδώσετε,
φτάνει τα λόγια σας να κολακέψουν τους πολλούς.
Τόση σοφία πιστέψατε πως δείξατε στ' αλήθεια
ψήφο θανάτου ρίχνοντας γι' αυτό το αθώο παιδί;
Ή ο Αχιλλέας, εκδίκηση για τον φονέα του ζητώντας,
βρήκε στο θάνατο της κόρης μου δίκαιο αντάλλαγμα;
Και ποιο κακό αυτή διέπραξε εναντίον του;
Στον τάφο του ας ζητούσε άλλην να σφάξουν: την Ελένη.
Εκείνη τον εξόντωσε οδηγώντας τον στην Τροία.
Κι αν έπρεπε κάποιαν επίλεκτη από τις αιχμάλωτες,
πρώτη στην ομορφιά, να θυσιάσετε -δε θα τη βρείτε ανάμεσά μας.
Η θυγατέρα του Τυνδάρεω έχει τα πρωτεία σ' αυτό,
καθώς και στο κακό που διέπραξε εναντίον μας.
Αυτός είναι ο αντίλογός μου στον αγώνα για το δίκαιο·
και όσο για το αντάλλαγμα που μου χρωστάς και στο ζητώ,
άκουσε: μου άγγιξες, το ομολογείς, το χέρι· ικέτης
πρόσπεσες και μου χάιδεψες το γέρικο μου μάγουλο.
Έτσι τώρα κι εγώ αυτά τα ίδια αγγίζω μέλη σου
και σε ικετεύω
το τέκνο μου μη μου το αρπάζεις απ' τα χέρια μου,
μη μου το θανατώσετε· αρκούν τόσοι νεκροί.
Αυτή είναι η μόνη μου χαρά, η λήθη των δεινών μου·
παρηγοριά μου είναι για όσα έχω χάσει,
πόλη, τροφός και στήριγμα, στο δρόμο μου οδηγός.
Δεν πρέπει οι νικητές και όπου δεν πρέπει να νικούν
κι οι ευτυχισμένοι να πιστεύουν πως αιώνια θα ευτυχούν.
Κι εγώ ήμουν κάτι κάποτε, τώρα είμαι ένα τίποτε
-όλη μου την ευδαιμονία τη ρήμαξε μια μόνη μέρα.
11
Στ' όνομα της αντρειοσύνης σου, σεβάσου με,
σπλαχνίσου με· γύρνα στο στράτευμα των Αχαιών·
μετάπεισέ τους, πες τους ότι είναι ανόσιο
γυναίκες να σκοτώνετε, αφού απ' τους βωμούς όταν τις σύρατε
με βία, τις λυπηθήκατε και δεν τις θανατώσατε.
Σε σας, όταν κρίνεται φόνος, πάντα ισχύει
ισονομία για ελεύθερους και δούλους.
12
αυτό έχω να σου ειπώ: υπάρχουν και σε μας γερόντισσες, δυστυχισμένες,
το ίδιο όπως κι εσύ, και γέροντες
και νιόπαντρες γυναίκες στερημένες απ' τους άντρες τους,
που τα κορμιά τους έχει καταπιεί της Τροίας το χώμα.
Λοιπόν, υπομονή. Όσο για μας, άξεστους θα μας πουν,
ανίκανοι αν φανούμε να τιμήσουμε έναν ήρωα.
Εσείς οι βάρβαροι μπορείτε μήτε φίλους να τιμάτε
μήτε να σέβεστε όσους πέθαναν γενναία·
κι έτσι να δρέπετε καρπούς σαν τις ιδέες σας και η Ελλάδα
ν' απολαμβάνει ευημερία παντοτινή.
13
κι επειδή θέλω να πεθάνω -αν δεν δεχτώ, θα δείξω
ότι είμαι δειλή και ότι αγαπάω τη ζωή υπερβολικά.
Γιατί να ζήσω; Κάποτε ο πατέρας μου βασίλευε
στους Φρύγες όλους -μέγα αυτό αγαθό και πρώτο·
ύστερα, με μεγάλωναν γεμάτη ωραίες ελπίδες
να γίνω νύφη βασιλιά, και ανταγωνίζονταν πολλοί
ποιος θα με παντρευτεί, κυρία στον οίκο του να με οδηγήσει.
Και ήμουν, η δύσμοιρη, της Τροίας η πιο ζηλευτή γυναίκα
σε όλες ανάμεσα, ανύπαντρες και παντρεμένες,
όμοια με τους θεούς, εκτός από τη μοίρα του θανάτου.
Και τώρα είμαι μια σκλάβα -και η λέξη μόνο με αναγκάζει,
καθώς μού είναι ανοίκεια, το θάνατο να ερωτευτώ.
Ύστερα, ίσως στα χέρια πέσω ενός σκληρού δεσπότη,
κάποιου που θα με αγοράσει δίνοντας άφθονα χρήματα
εμένα, του Έκτορα την αδελφή κι άλλων πολλών πριγκίπων,
περνώντας όλη μου τη ζωή μες στη μιζέρια∙
και το κορμί μου θα μολύνει πάλι κάποιος δούλος,
ενώ κάποτε με προόριζαν για βασιλικό κρεβάτι.
Όχι, ποτέ. Είμαι έτοιμη να αφήσω του ήλιου το φέγγος
με μάτια ελεύθερα, χαρίζοντας το σώμα μου στον Άδη.
Πάρε με, Οδυσσέα, και οδήγησέ με στο χαμό μου∙
Κι εσύ, μητέρα μου, μη στέκεσαι μπροστά μου εμπόδιο
με λόγια ή πράξεις∙ και συμφώνησε μαζί μου να πεθάνω,
προτού με πλήξουν συμφορές αισχρές και ανάξιες.
Γιατί όποιος δεν συνήθισε στη γεύση του κακού
γι' αυτόν καλύτερη είναι τύχη να πεθάνει.
14
η ευγενής καταγωγή, και η δόξα διαρκώς αυξάνει
γι' όσους είναι αντάξιοι της ευγένειάς τους.
Εκάβη Θέλω μαζί της να πεθάνω -τίποτε άλλο δεν μου μένει.
15
Εκάβη Κανείς δεν θα μου αρπάξει το παιδί χωρίς τη θέλησή μου.
Εκάβη Κι εγώ, κόρη μου, σκλάβα θα μείνω να βλέπω εδώ το φως του ήλιου.
16
Πολυξένη Τι μήνυμα στον Έκτορα ή στον γέροντα άντρα σου να φέρω;
17
στον όλεθρον τη δοξασμένη Τροία.
ΠΡΩΤΟ ΣΤΑΣΙΜΟ
Χορός Αύρα, αύρα θαλασσινή, που σπρώχνεις
του πόντου καράβια, για ποια στεριά με διώχνεις;
Αύρα θαλασσινή στα ξένα, σε ποια άξενα λιμάνια
σκλάβα θα σύρουνε και μένα.
18
Φεύγω πια σ' αφήνω, πατρική μου γη,
αλίμονο γονιοί μου κι ακριβοί νεκροί
πού να 'βρω άλλο δάκρυ, λόγια πού να βρω
χείλια για ν' αντέξουν το στερνό ασπασμό.
Χάθηκες, πατρίδα, κι έμεινα ορφανή
σκλάβα ρημαγμένη έρμη και βουβή.
Χάθηκες πατρίδα στάχτη έγινες πια
αύριο ξημερώνει μαύρη ξενητιά.
19
ΔΕΥΤΕΡΟ ΕΠΕΙΣΟΔΙΟ
Ταλθύβιος Κόρες της Τροίας, πού θα βρω την Εκάβη,
που κάποτε ήταν η βασίλισσα του Ιλίου;
20
Εκάβη Ήρθες, καλέ μου. Οι Αχαιοί αποφάσισαν
να σφάξουνε κι εμένα; Γλυκό το μήνυμα σου.
Ας μην καθυστερούμε, γέροντα. Έλα, οδήγησέ με.
21
Κι έτσι σιωπηλούς κι ασάλευτους τους κράτησα όλους.
Κι εκείνος είπε: «Τέκνο του Πηλέα και πατέρα μου,
δέξου αυτές τις εξιλαστήριες χοές, παρακαλώ σε,
που σε καλούν απ' τους νεκρούς, κι έλα να πιεις της κόρης
το πορφυρό καθάριο αίμα, που σου προσφέρουμε
το στράτευμα κι εγώ. Κι η χάρη σου ας μας βοηθήσει
άγκυρα να σηκώσουμε
κι όλοι μας γυρισμό καλό να βρούμε στην πατρίδα».
Αυτά είπε κι όλος ο στρατός μαζί του προσευχήθηκε.
Ύστερα άρπαξε από τη λαβή ξίφος ολόχρυσο,
το 'συρε απ' το θηκάρι του κι έκαμε νεύμα
στους διαλεχτούς στρατιώτες των Αργείων την κόρη να κρατήσουν.
Μα εκείνη, μόλις το ένιωσε, τους είπε αυτά τα λόγια:
«Αργείοι, που εκπορθήσατε την πόλη μου,
πεθαίνω με την θέλησή μου και κανείς μη με αγγίξει·
τον τράχηλό μου θα προσφέρω χωρίς δισταγμό.
Αφήστε με, στ' όνομα των θεών, και σφάξτε με όπως είμαι:
ελεύθερη, για να πεθάνω ελεύθερη· ντρέπομαι, αλήθεια,
σκλάβα να φτάσω στους νεκρούς εγώ, μια κόρη βασιλιά».
Βοή θαυμασμού υψώθηκε απ' το στράτευμα και ο Αγαμέμνων
στους στρατιώτες είπε να αφήσουν την παρθένα.
Και η κόρη, όταν άκουσε του στρατηγού το λόγο,
άρπαξε το χιτώνα της ψηλά απ' τον ώμο
κι ως τα λαγόνια, πάνω από τον αφαλό, τον έσκισε·
και φάνηκαν πανέμορφοι οι μαστοί κι ο κόρφος της
σαν αγαλμάτινοι. Τότε στη γη γονάτισε
και είπε τα ηρωικότερα λόγια που έχω ακούσει:
«Να, παλικάρι μου, το στέρνο· αν θέλεις να χτυπήσεις
22
εδώ, μπρος, χτύπα∙ αν πάλι θέλεις κάτω απ' τον αυχένα,
να κι ο λαιμός, στη διάθεσή σου».
Με διχασμένη βούληση, από οίκτο για την κόρη, εκείνος
της κόβει με το ξίφος του το δρόμο της αναπνοής.
Κρουνοί αίματος πετάχτηκαν. Κι όπως έσβηνε η κόρη,
έγνοια μεγάλην έδειξε με ευπρέπεια να πέσει
κι έκρυψε ό,τι δεν έπρεπε να ιδούν τα μάτια των ανδρών.
Κι όταν την τελευταία πνοή της άφησε κάτω απ' το ξίφος,
όλοι οι Αργείοι, ο ένας έτσι ο άλλος αλλιώς, την φρόντισαν:
άλλοι έφερναν και έρραιναν τη νεκρή με φύλλα,
άλλοι ετοίμαζαν τη νεκρική πυρά στοιβάζοντας
πεύκων κορμούς· κι όποιον δεν συμμετείχε στην ετοιμασία
οι άλλοι που κουβαλούσαν τον στηλίτευαν με αυτά τα λόγια: «Άπραχτος
στέκεσαι, άθλιε, μπροστά σ' αυτή την κόρη,
χωρίς ούτε ένα πέπλο ή κάποιο κόσμημα στα χέρια;
Τρέξε και κάτι πρόσφερε στην κόρη αυτή, την άριστη,
με την αδάμαστη καρδιά». Έτσι εγκωμίαζαν τη νεκρή κόρη.
Και τώρα εγώ βλέπω μπροστά μου τη μητέρα εκείνη
που αξιώθηκε τα πιο καλά παιδιά και έχει την πιο μαύρη τύχη.
23
Με ανακουφίζει μόνο η αντρεία που έδειξες.
Γέροντα, τρέξε και στους Αργείους μήνυσε
κανείς να μην αγγίξει το παιδί μου· το πλήθος να κρατήσουν
μακριά.
Κι εσύ, καλή θεράπαινα, πήγαινε από τη θάλασσα νερό να
φέρεις για να προσφέρω το ύστατο λουτρό στην κόρη μου·
τη νύμφη την ανύμφευτη και απάρθενη παρθένα
να λούσω, να νεκροστολίσω, όπως το αξίζει -αλλά με τι;
τώρα πια με ό,τι έχω -πώς να κάμω αλλιώς;
Θα βρω κάποια στολίδια να μαζέψω απ' τις αιχμάλωτες
που τα φυλάνε στις σκηνές τους κρυφά από τον καινούριο τους
αφέντη.
Αχ του οίκου μου εικόνα, αχ σπιτικό μου άλλοτε ευτυχισμένο,
Πρίαμε, που ζούσες με όλα τα καλά, τριγυρισμένος
από άξια παιδιά κι εγώ η καημένη η μάνα τους,
πώς τώρα χάσαμε την περηφάνια μας και φτάσαμε
σ' αυτό το τίποτε.
24
ΔΕΥΤΕΡΟ ΣΤΑΣΙΜΟ
Χορός Τότε ήταν του κακού η αρχή
Τότε
τότε γεννήθηκε το μέγα κρίμα
Τότε
όταν ο Πάρης απ' της Ίδης την κορφή
διέσχισε το αφρισμένο κύμα
ως της Ελένης το κρεβάτι,
της πιο όμορφης γυναίκας που φωτίζει
του Ήλιου το χρυσοβόλο μάτι.
25
της Τροίας ολόκληρης τα κάστρα να γκρεμίσει
σε Τρώες κι Αχαιούς θάνατο να σκορπίσει.
Δακρύων και στεναγμών κρουνοί
δεινών ανήκεστων μάς έχουν πνίξει.
26
ΤΡΙΤΟ ΕΠΕΙΣΟΔΙΟ
Θεράπαινα Αϊαί Αϊαί... Εκάβη δύστυχη.
Τώρα πια με τις συμφορές σου νίκησες γυναίκες κι άντρες·
Κανένας δεν μπορεί το έπαθλο να σου διεκδικήσει.
27
της θεόπνευστης Κασσάνδρας μου το σώμα;
28
Πώς να σ' αντικρίσω δάκρυα που να βρω
Πώς να σου μιλήσω τι να σου ειπώ.
29
μητέρας… ποιος φταίχτης;
Αγαμέμνων Γιατί, Εκάβη, αργείς για την ταφή της κόρης σου;
Δεν ήρθες, όπως είπες στον Ταλθύβιο, που μας μήνυσε
την κόρη σου κανείς απ' τους Αργείους να μην αγγίξει.
Ήρθα λοιπόν για να σε συνοδέψω∙ εκεί τα πάντα
Είναι όπως πρέπει –αν στην περίσταση ταιριάζει αυτός ο λόγος.
Μα ποιος από τους Τρώες είναι ο νεκρός που βλέπω
μπρος στη σκηνή; Για Αργείο δεν τον μαρτυρούν
τα ρούχα που τυλίγουνε το άψυχο σώμα του.
Εκάβη Και τώρα, δύσμοιρη Εκάβη -σου μιλώ σαν να είσαι άλλη-
30
Και τώρα τι θα κάνεις; Στα πόδια του Αγαμέμνονα
θα πέσεις ή θα υπομείνεις σιωπηρά τη συμφορά σου;
31
Βλέπεις ετούτον τον νεκρόν, που ραίνω με τα δάκρυα μου;
Εκάβη Τον έκλεινα στα σπλάχνα μου κάποτε και τον γέννησα.
Εκάβη Όχι απ’ τους γιους του Πρίαμου που έπεσαν στον πόλεμο.
Αγαμέμνων Και πού βρισκόταν το παιδί σου, όταν η πόλη του έπεσε;
Εκάβη Τον φυγάδευσε ο πατέρας του από φόβο για τη ζωή του.
Αγαμέμνων Και πού τον έστειλε μακριά από τα υπόλοιπα παιδιά του;
32
Εκάβη Ναι, μόλις έμαθε τη συμφορά που χτύπησε τους Φρύγες.
Αγαμέμνων Και πού τον βρήκες; Ποιος σου τον έφερε νεκρόν;
33
που και αυτούς ορίζει∙ ο νόμος θεμελιώνει τη ζωή μας και την πίστη μας
στους θεούς, ο νόμος κρίνει το δίκιο και το άδικο.
Αν σε σένα περιέλθει ο νόμος και καταστρατηγηθεί
και δεν τιμωρηθούν όπως τους πρέπει όσοι τους φίλους
σκοτώνουν ή τολμούν τα ιερά και όσια των θεών να καταπατούν,
τότε το δίκιο έχει σβήσει από το γένος των ανθρώπων.
Αν κι εσύ αυτό πιστεύεις, δείξε σεβασμό σ’ εμένα.
Λυπήσου με∙ σαν τον ζωγράφο στάσου σε απόσταση
και κοίταξέ με να διακρίνεις πόσα πάθη μ’ έχουν πλήξει.
Βασίλισσα ήμουν κάποτε τρανή, τώρα είμαι σκλάβα σου∙
παιδιά είχα κάποτε πολλά, τώρα μια έρημη γριά, άτεκνη,
απάτριδη, η αθλιότερη πάνω στη γη.
Φεύγεις μακριά μου! Αγαμέμνων;
Τίποτε δεν θα κατορθώσω φαίνεται η ταλαίπωρη.
Γιατί εμείς οι άνθρωποι παλεύουμε
να μάθουμε όλα τ' άλλα και τα αναζητούμε
και την Πειθώ, που δυναστεύει τους ανθρώπους,
να την σπουδάσουμε βαθιά δεν προσπαθούμε,
πληρώνοντας και χρήματα, για να μπορούμε κάποτε
να πείθουμε γι' αυτά που θέλουμε και να τα καταχτούμε;
Αλλιώς, ελπίδα πού να βρει κανείς πως θα πετύχει κάτι;
Όσα παιδιά μου είχαν γλιτώσει δεν υπάρχουν πια·
εγώ μια αιχμάλωτη, είμαι, χαμένη μέσα στην ντροπή.
Και βλέπω τον καπνό να υψώνεται απ' την πόλη μου.
Ίσως κι αυτός ο λόγος μάταιος ν' ακουστεί,
ο λόγος του έρωτα∙ μάταιος μα θα τον πω.
Στο πλευρό σου η θυγατέρα μου κοιμάται,
η θεόπνευστη, Κασσάνδρα.
34
Πώς θα δείξεις, άρχοντά μου, τι αξία έχουν της νύχτας οι χαρές,
ή ποιαν αντίχαρη για τα φιλιά της στο κρεβάτι σου
θα έχει η θυγατέρα μου κι εγώ από κείνην;
Γιατί μόνο μες στο σκοτάδι και στους γλυκασμούς της νύχτας
γεννιούνται στους θνητούς ανάμεσα τα μεγαλύτερα χατίρια.
Λοιπόν, τον βλέπεις τούτο τον νεκρόν;
Αν τον ευεργετήσεις, συγγενή σου ευεργετείς.
Άρχοντά μου, της Ελλάδας το λαμπρότερο εσύ φως,
εισάκουσέ με, δώσε σε μένα τη γερόντισσα ένα χέρι
να εκδικηθώ, κι ας είμαι πια ένα τίποτε· σε ικετεύω.
Καθήκον του έχει ο άντρας ο σωστός τη δικαιοσύνη
να υπηρετεί και το κακό παντού και πάντα να χτυπά.
35
Σκέψου καλά∙ είμαι στη διάθεσή σου
στο πλάι σου να σταθώ, να σε συνδράμω πρόθυμα,
αλλά κι απρόθυμα, αν αυτό πρόκειται να με διαβάλει στους Αχαιούς.
36
Αγαμέμνων Και πώς μπορούν τους άντρες να νικήσουν οι γυναίκες;
37
ΤΡΙΤΟ ΣΤΑΣΙΜΟ
Χορός Κανείς ποτέ, Τροία πατρίδα μου,
απόρθητη ξανά δεν θα σ' ορίσει.
Σα σύννεφο, πικρή πατρίδα μου,
των Αχαιών τα όπλα σ' έχουν σκορπίσει.
Ρημάχτηκε, Τροία πατρίδα μου,
ρημάχτηκε του κάστρου σου η κορώνα.
Σε σκέπασε, Τροία πατρίδα μου,
Του θλιβερού καπνού τ' άθλιο χρώμα.
Κι εγώ ποτέ, Τροία πατρίδα μου,
το άγιο σου χώμα πια δε θα πατήσω.
Ποτέ ξανά, πικρή πατρίδα μου,
την ιερή σου γη δε θ' αντικρίσω.
Ποτέ! Ποτέ ξανά! Ποτέ! Ποτέ ξανά!
Ρημάχτηκε! Πατρίδα μου! Χάθηκες πια!
38
μες στην πλεχτή μου μπόλια να τα δέσω.
Κι ως έγερνα στην κλίνη μας να πέσω,
κραυγή απ' την πόλη υψώθηκε τραχιά
κι αντήχησε το πρόσταγμα σπέρνοντας τρόμο:
«Παίδες Ελλήνων, πότε, πότε πια
του Ιλίου θα εκπορθήσετε το κάστρο
να πάρετε κι εσείς του γυρισμού το δρόμο;»
Και καταριόμουν
την αδελφή των Διοσκούρων, την Ελένη,
και τον βοσκό της Ίδης, τον πανάθλιο Πάρη·
που την πατρίδα μου μου έχει στερήσει,
ο γάμος τους στα ξένα μ' έχει εξορισμένη.
Άμποτε η θάλασσα μαζί της να την πάρει,
την πατρική της γη ποτέ μην αντικρίσει.
39
απόρθητη ξανά δεν θα σ' ορίσει.
Σα σύννεφο, πικρή πατρίδα μου,
των Αχαιών τα όπλα σ' έχουν σκορπίσει.
Κι εγώ ποτέ, Τροία πατρίδα μου, το άγιο σου χώμα
πια δε θα πατήσω.
Ποτέ ξανά πικρή πατρίδα μου
την ιερή σου γη δεν θ' αντικρίσω.
40
ΕΞΟΔΟΣ
Πολυμήστωρ Πρίαμε πολυαγαπημένε και πολυαγαπημένη Εκάβη,
δάκρυα μού έφερες στα μάτια κι εσύ κι η πόλη σου
κι η κόρη σου που θανατώθηκε πριν από λίγο.
Αλίμονο·
μόνιμο τίποτε δεν μένει· ούτε η φήμη ούτε μπορείς
να πεις, αν ευτυχείς, πως δεν θα δυστυχήσεις κάποτε.
Κι αν σκόπευες την απουσία μου να ψέξεις,
μην προχωρείς· έλειπα κάπου μακριά στη Θράκη
τότε που εσύ ήρθες εδώ· αλλά, μόλις έφθασα,
ετούτη εδώ η σκλάβα σου με πρόλαβε
και μου έδωσε το μήνυμα· τ' άκουσα κι είμαι εδώ.
41
σε κάποια απόσταση από τις σκηνές μας να σταθεί.
Πολυμήστωρ Και βέβαια ζει· από τη δική του την πλευρά μείνε ήσυχη.
Εκάβη Κι ο θησαυρός που σου ήρθε από την Τροία φυλάγεται καλά;
42
Πολυμήστωρ Καθόλου· ας είναι μόνο τα δικά μου εγώ να χαίρομαι.
Εκάβη Ξέρεις λοιπόν τι θα ήθελα να ειπώ σε σένα και στους γιους σου;
Εκάβη Υπάρχει, φίλε μου, που τώρα σε αγαπώ όσο κι εσύ εμένα
Πολυμήστωρ Και γιατί είναι απαραίτητη και των παιδιών μου η παρουσία;
43
Πολυμήστωρ Θέλεις και τίποτε άλλο να μου πεις γι' αυτό;
Πολυμήστωρ Και πού είναι; Το έχεις κρύψει μες στους πέπλους σου;
44
Σε χέρια απόλεμα θ' αφήσεις τη ζωή σου.
Χέρια μαινάδων.
Σε γυναικών σπαθί. Δίκη. Προσμένει η θεία δίκη τα πανθ' ορά.
Ζυγώνει. Τη βλέπω σε ζυγώνει. Ολέθρια συμφορά. Ολέθρια.
45
και δεν τις βρίσκω;
Αχ Ήλιε, και να μου θεράπευες,
να μου ξανάφερνες το τυφλωμένο φως μου.
Α α σιγά!
Ακούω τα κρυφά πατήματα
των γυναικών -πού να οδηγήσω, πού τα βήματα,
σαν άγριο θηρίο να τις κατασπαράξω,
να κορεσθώ απ' τις σάρκες και τα οστά τους
και απ' την εξόντωσή τους να κερδίσω
τα αντίποινα του ολέθρου μου -αχ ο δύσμοιρος!
Πώς και για πού πορεύομαι, που άφησα τα παιδιά μου μόνα
να τα διαμελίσουν οι άγριες μαινάδες του θανάτου
και να πετάξουν τα σφαγμένα μέλη τους
βορά στους λυσσασμένους σκύλους
και στου βουνού τα ανήμερα θηρία;
Πού να σταθώ; πού να στραφώ;
46
Κι αν δεν ξέραμε πως έπεσαν
οι πύργοι των Φρυγών κάτω απ' τα όπλα των Ελλήνων,
όχι και λίγο φόβο θα μας έφερνε η φωνή σου.
47
Κι εγώ τον σκότωσα. Τώρα, γιατί τον σκότωσα -με πόσο
θαυμαστή προνοητικότητα θ' ακούσεις: φοβήθηκα
μήπως επιβιώσει ο νέος αυτός και, όντας εχθρός σου,
τους Τρώες συναθροίσει και την πόλη ανορθώσει πάλι∙
και οι Αχαιοί, ξέροντας πως ακόμη ζει ένας γιος του Πριάμου,
άλλη εκστρατεία ξεσηκώσουν εναντίον των Φρυγών
κι ύστερα επιτεθούν και λεηλατήσουν και τη Θράκη.
Κι η Εκάβη, μόλις έμαθε το θάνατο του γιου της,
με απάτη με παρέσυρε εδώ, λέγοντας πως τάχα
θα μου έδειχνε πού είχαν κρύψει στο Ίλιο κάσες θησαυρών
των Πριαμιδών. Μόνον λοιπόν, μαζί με τα παιδιά μου,
με μπάζει στη σκηνή, τάχα μήπως άλλος κανείς το μάθει.
Κάθομαι σ' ένα ανάκλιντρο με διπλωμένα πόδια,
ενώ πλήθος Τρωάδες, άλλες από αριστερά
κάθισαν, άλλες από δεξιά, όπως πλάι σε φίλο,
και άρχισαν να περιεργάζονται τα ενδύματά μου
και να παινεύουν τις υφάντρες που τα δούλεψαν·
και άλλες, θαυμάζοντας τα θρακικά μου δόρατα,
από τον δίδυμο οπλισμό μου με απογύμνωσαν.
Και όσες ήταν μητέρες, τάχα εκμαυλισμένες με τους γιους μου,
τους έπαιρναν στην αγκαλιά μια με την άλλη,
για να τους φέρουν όσο πιο μακριά από τον πατέρα τους.
Και ανάμεσα στα τρυφερά γλυκόλογά τους -το πιστεύεις;-
μαχαίρια βγάζουν έξαφνα κάτω απ' τα πέπλα τους
και στα παιδιά τα μπήγουν· και άλλες, όπως εχθρός σε μάχη,
με αρπάζουν και μου ακινητοποιούν χέρια και πόδια.
Και καθώς πάλευα βοήθεια να προσφέρω στα παιδιά μου,
απ' τα μαλλιά με συγκρατούσαν, κι αν τα χέρια μου κινούσα,
48
τίποτε δεν κατόρθωνα, με όλο των γυναικών το πλήθος.
Τέλος, την έσχατη πέρα από τις οδύνες όλες
μου επιφύλαξαν: έβγαλαν πόρπες και τις έμπηξαν
στις κόρες των ματιών μου τις ταλαίπωρες,
μου τις πληγώνουν,
μου τις ρημάζουν· κι ύστερα σκόρπισαν, χάθηκαν
μες στις σκηνές. Κι εγώ αναπήδησα και σαν αγρίμι
τις λυσσασμένες σκύλες κυνηγώ, τις φόνισσες,
τον τόπο ψάχνοντας παντού σαν κυνηγός, τους τοίχους
χτυπώντας, γδέρνοντας. Αυτή είναι η πληρωμή μου
που εξόντωσα για χάρη σου Αγαμέμνων,
έναν εχθρό σου.
Όποιος ποτέ στο παρελθόν κακό για τις γυναίκες είπε
ή τώρα είναι να ειπεί ή στο μέλλον κάποτε,
όλα αυτά εγώ με ένα μου λόγο θα τα ειπώ:
παρόμοιο πλάσμα ούτε η γη τρέφει ούτε η θάλασσα
-αυτό το ξέρει μόνο όποιος τις γνώρισε καλά.
49
λες ότι το γιο μου σκότωσες, για ν' απαλλάξεις
από τον κίνδυνο τον Αγαμέμνονα και τους Αχαιούς.
Και πώς μπορεί ποτέ, πανάθλιε, ένας βάρβαρος
φίλος να γίνει των Ελλήνων; Πες μου, μπορεί ποτέ;
Ή μήπως θα λεηλατούσαν τους αγρούς της χώρας σου, οι Αχαιοί,
αν εξεστράτευαν ξανά; Και ποιος, θαρρείς, θα σε πιστέψει;
Ο χρυσός, ναι, αν την αλήθεια ήθελες να ομολογήσεις,
ο χρυσός σκότωσε το γιο μου και η μανία σου για κέρδος.
Αλλιώς, εξήγησέ μου: γιατί, όσο ευτυχούσε η Τροία,
όσο ζούσε ο Πρίαμος και ανθούσε του Έκτορα το δόρυ,
γιατί τότε,
όσο τον γιο μου ανάτρεφες στο ανάκτορο σου,
δεν τον σκότωσες ή στους Αργείους δεν τον παρέδωσες
αν ήθελες να τους προσφέρεις χάρη;
Παρά, όταν οι εχθροί μας έσβησαν από το φως του κόσμου
τότε σκότωσες το παιδί που σου εμπιστεύτηκαν∙
και για ν’ αποκαλύψω όλη την ατιμία σου, προσθέτω:
Αν ήσουν, όπως ισχυρίζεσαι, φίλος των Αχαιών,
αφού του γιου μου ήταν, λες, κι όχι δικό σου το χρυσάφι,
έπρεπε να έρθεις να το παραδώσεις στους Αχαιούς,
που τόσα χρόνια μακριά απ' την πατρική τους γη
με τόση ανέχεια είχαν να παλέψουν∙ αλλά εσύ
ούτε και τώρα δεν το αφήνεις απ' τα χέρια σου
παρά το έχεις ακόμη φυλαγμένο στο παλάτι σου.
Αν όμως, όπως όφειλες, προστάτευες το γιο μου
και μου τον έσωζες, μαζί και την τιμή σου θα έσωζες·
οι φίλοι στη δυστυχία δείχνουν την αγάπη τους·
η ευτυχία από μόνη της κερδίζει εύκολα φίλους.
50
Αν πάλι χρειαζόσουν χρήματα και ζούσε ο γιος μου,
αυτός θα ήταν για σένα ο πιο μεγάλος θησαυρός·
ενώ χώρα έχασες και τη δική του αγάπη
και το χρυσάφι αλλά και τα παιδιά σου
κι ο ίδιος έπαθες αυτό το άγριο κακό.
Κι εσύ, Αγαμέμνων, φαύλος θα φανείς, αν τον συντρέξεις,
αν ευεργετήσεις αυτόν τον ασεβή, τον άθλιο προδότη της
φιλίας, τον άτιμο και ανόσιο· και θα δείξεις
πως χαίρεσαι κι εσύ με το κακό, σαν να ήσουν όμοιος του
-αλλά για τους δεσπότες λοιδορίες δεν ξεστομίζω.
51
Αγαμέμνων Δίκαιο δεν είναι με το έγκλημα που έχεις διαπράξει;
52
Εκάβη Και τις δικές σου συμφορές δεν τις προφήτεψε;
Πολυμήστωρ Όταν πεθάνεις· και τον τύμβο σου βράχο της Άθλιας Σκύλλας
θα τον λεν, των ναυτικών σημάδι.
Αγαμέμνων Ε εσύ, μανία σ' έχει πλήξει και ζητάς το θάνατο σου;
Πολυμήστωρ Χτύπα με∙ έτσι κι αλλιώς, στο Άργος λουτρό θανάτου σε προσμένει.
Αγαμέμνων Στρατιώτες μου, δεν τον παίρνετε μακριά απ' τα μάτια μου;
53
Πολυμήστωρ Α, σε πονάει που το ακούς;
54