You are on page 1of 55

Ευριπίδη

ΕΚΑΒΗ
Μετάφραση: Νίκος Χουρμουζιάδης
ΤΑ ΠΡΟΣΩΠΑ
ΤΟΥ ΔΡΑΜΑΤΟΣ

Φάντασμα Πολύδωρου
Εκάβη
Πολυξένη
Οδυσσέας
Ταλθύβιος
Θεράπαινα
Αγαμέμνων
Πολυμήστωρ
Χορός Αιχμαλώτων Τρωάδων
1
ΠΡΟΛΟΓΟΣ
Φάντασμα Έρχομαι απ' των νεκρών τη φυλακή, την άβυσσο του ερέβους,
Πολύδωρου
όπου, μακριά από τους άλλους θεούς, ο Άδης κατοικεί.
Είμαι ο Πολύδωρος, γιος της Εκάβης και του Πριάμου.
Όταν την Τροία, την πατρίδα μου, κίνδυνος έζωσε
να υποταχτεί κάτω απ' τα όπλα των Ελλήνων,
φοβήθηκε ο πατέρας μου και μ' έστειλε κρυφά
στη Θράκη, στον παλιό μας φίλο Πολυμήστορα.
Εγώ ήμουν ο μικρότερος από τους γιους του Πριάμου
γι' αυτό και με φυγάδεψαν.
Χρυσάφι αμύθητο έστειλε ο πατέρας μου μαζί μου,
ώστε, αν κάποτε έπεφτε του Ιλίου το κάστρο, στέρηση
να μην γνωρίσουν όποια απ’ τα παιδιά του θα επιζούσαν.
Κι όσο άθικτα έμεναν τα σύνορα της χώρας,
κι αήττητος στη μάχη ήταν ο Έκτωρ, ο αδερφός μου,
στη Θράκη σαν βλαστάρι εγώ μεγάλωνα
κάτω απ’ την προστασία του πατρικού μας φίλου.
Μα κάποτε του Έκτορα η ψυχή μαζί κι η Τροία χάθηκαν.
Τότε ο παλιός μας φίλος, για να πάρει το χρυσάφι
και να το χαίρεται μονάχος, έσφαξε κι εμένα τον δύσμοιρο
κι έρμαιο με παρέδωσε στη θάλασσα·
κι εκεί το ταραγμένο κύμα με ταξίδεψε πολύ,
ώσπου με ξέρασε εδώ στην ακτή, όπου τώρα κείτομαι
άκλαυτος κι άταφος. Και τώρα, μακριά απ' το σώμα μου,
άυλος αιωρούμαι πάνω απ' την αγαπημένη μου
μητέρα, την Εκάβη, ολόκληρες τρεις μέρες.
Σύσσωμος ο στρατός των Αχαιών με τα καράβια του

2
ακινητεί εδώ στις ακτές της χώρας των Θρακών·
γιατί εμφανίστηκε ο Αχιλλέας
πάνω απ' τον τάφο του και από τους Έλληνες
απαίτησε πάνω στο μνήμα του,
την αδελφή μου Πολυξένη να θυσιάσουν.
Θα γίνει η απαίτησή του. Το πεπρωμένο όρισε σήμερα
να πορευθεί το δρόμο του θανάτου η αδελφή μου.
Κι είναι γραφτό τα μάτια της μητέρας να αντικρίσουν
νεκρά τα δυο της τέκνα, εμένα και τη δύσμοιρη παρθένα.
Μα τώρα ας απομακρυνθώ από εδώ· μεγάλη ταραχή το είδωλο μου
έφερε στον ύπνο της.
Μητέρα μου, αχ, πώς ξέπεσες από τα φωτεινά παλάτια
στο σκότος της δουλείας! Της τωρινής σου δυστυχίας το μέτρο
όσο της ευτυχίας σου κάποτε: σίγουρα κάποιος θεός
πληρώνει με τις συμφορές σου την παλιά σου ευδαιμονία.

Εκάβη Βοηθήστε με, καλές μου, βοηθήστε με, το γέρικο μου χέρι
πιάστε, στηρίξτε με.
Κρατήστε με ορθή, σκλάβα τώρα και μένα
σαν κι εσάς, Τρωαδίτισσες, κι όχι βασίλισσα πια.
Κι εγώ, σ' αυτό το άθλιο ραβδί ακουμπώντας,
στα βαριά μου πόδια θα δώσω ζωή,
το βραδύπορο βήμα μου να γρηγορέψουν.
Αχ αστέρια που λάμπετε στη θεοσκότεινη νύχτα,
γιατί τάχα ξυπνώ, ταραγμένη
από τρόμου φαντάσματα; Ω πάνσεπτη Γη,
των μελανοπτερύγων ονείρων μητέρα,
εξορκίζω τον μαύρο εφιάλτη της νύχτας

3
είδα όνειρα και με κυρίεψε τρόμος για το γιό μου σταλμένο στη
Θράκη και την κορούλα μου την Πολυξένη.
Χθόνιοι θεοί, προστατέψτε το γιο μου, τη μόνη μου ελπίδα
μες στα ερείπια του οίκου μας.
Νιώθω να έρχεται κι άλλο κακό·
τέτοιος άγριος φόβος ως τώρα ποτέ
την καρδιά μου δεν τάραξε.
Πού θα βρω τη θεόπνευστη κόρη μου,
την Κασσάνδρα, την ψυχή του γιού μου, του Έλενου πού θα τη βρω;
τα όνειρά μου να κρίνουν;
Μακριά το κακό απ' τα παιδιά μου, θεοί,
μακριά τους κρατήστε το, σας ικετεύω.

4
ΠΑΡΟΔΟΣ
Χορός Με σπουδή ήρθα πλάι σου, Εκάβη,
τη σκηνή του δεσπότη μου αφήνοντας,
όπου μ' έριξε σκλάβα του ο κλήρος.
Των παθών σου το βάρος δεν θ' ανακουφίσω,
φορτωμένη όπως είμαι με μήνυμα τόσο πικρό,
που καινούριες οδύνες θα φέρει σε σένα.
Στου στρατού τους τη σύναξη πήραν απόφαση
οι Αχαιοί στου Αχιλλέα τον τάφο την κόρη σου
να θυσιάσουν·

Εκάβη Α!

Χορός Επάνω στον τύμβο του στάθηκε εκείνος,


μες στα ολόχρυσα λάμποντας όπλα του,
και τα πλοία τους σταμάτησε τα ποντοπόρα,
με ανοιχτά τα πανιά στα κατάρτια, κραυγάζοντας:
«Δαναοί, για πού βάζετε πλώρη
και τον τάφο μου ατίμητο αφήνετε;»
Στο στρατό τότε άγρια ξέσπασε λογομαχία
και διχάστηκαν των Πανελλήνων οι γνώμες·
άλλοι επέμεναν στου ήρωα τον τάφο
να προσφέρουν το σφάγιο· άλλοι το αρνούνταν.
Ένας ήταν που πάλευε πιότερο για το δικό σου καλό:
Αυτός που με τη μάντισσα κόρη σου σμίγει,
ο Αγαμέμνων.
Αλλά πήραν το λόγο οι δυο γιοι του Θησέα,

5
της Αθήνας βλαστάρια, κι η γνώμη τους ήταν κοινή:
του Αχιλλέα να τιμήσουν τον τάφο με αίμα νωπό·
κι όσο για της Κασσάνδρας τον έρωτα,
ποτέ αυτοί τα πρωτεία δεν θα του 'διναν,
είπαν, μπρος στην ανδρεία ενός ήρωα.
Και των λόγων οι εντάσεις ισόρροπα
ταλαντεύονταν, ώσπου ο πολύτροπος εκμαυλιστής,
ο δεινός δημοκόπος, ο γιος του Λαέρτη,
τους Αργείους κατορθώνει και πείθει
να μην καταφρονέσουν τον άριστο των Δαναών
για το αίμα μιας σκλάβας και κάποιος νεκρός
να σταθεί και να ειπεί μπροστά στην Περσεφόνη
πως αχάριστοι στάθηκαν στους Δαναούς
που θυσιάστηκαν για την Ελλάδα
οι Δαναοί που απ' την Τροία σαλπάρησαν.
Κι όπου να 'ναι θα φθάσει ο Οδυσσέας
να σου αρπάξει από την αγκαλιά την κόρη.
Γι' αυτό, τρέξε στους ναούς, στους βωμούς,
στου Αγαμέμνονα πέσε τα γόνατα ικέτης,
στους θεούς προσευχήσου,
του ουρανού και του Άδη.
Οι ικεσίες σου ίσως να μην επιτρέψουν
το κακότυχο σπλάχνο σου να στερηθείς·
αλλιώς είναι γραφτό σου να ιδείς την παρθένα
ολοπόρφυρη απ' το αίμα της πάνω στον τάφο
και τον πριν χρυσοφόρο της τράχηλο
χαλασμένο από μαύρη ρωγμή.

6
ΠΡΩΤΟ ΕΠΕΙΣΟΔΙΟ
Εκάβη Αχ, η δύσμοιρη εγώ, ποια να υψώσω φωνή;
Ποια κραυγή, ποιον οδυρμό,
για τα δύστυχα η δύστυχη γεράματά μου,
την αβάσταχτη, σκλαβιά μου,
την ανείπωτη;
Ποιος θα με υπερασπίσει; Ποιο τέκνο μου;
Ποια πατρίδα; Χαμένος ο άντρας μου,
τα παιδιά μου χαμένα.
Ποιον δρόμο να πάρω;
Σε ποιον να προσπέσω; Ποιος θεός
ή ποιος δαίμονας θα έρθει αρωγός μου;
Αχ Τρωαδίτισσες, ζωή πια δεν έχω
να χαρώ κάτω απ' του ήλιου το φως.
Παιδί μου, της πιο δύστυχης μάνας παιδί, έλα·
Έλα ν' ακούσεις, κόρη μου,
ποιο μαντάτο έχει φτάσει για τη ζωή σου.

Πολυξένη Αχ μητέρα, μητέρα, γιατί με φωνάζεις;


τι καινούριο κακό έχεις ακούσει και
με καλείς τη σκηνή μου ν' αφήσω σαν τρομαγμένο πουλί;

Εκάβη Κόρη μου.

Πολυξένη Πες μου γιατί κακομελετάς; Τι κακό προμαντεύεις;

Εκάβη Για τη ζωή σου, αλίμονο.

7
Πολυξένη Αχ, μητέρα, φοβάμαι, φοβάμαι.

Εκάβη Οι Αργείοι με ομόφωνη γνώμη αποφάσισαν


στου Αχιλλέα τον τάφο να σε σφάξουν, παιδί μου.

Πολυξένη Μητέρα μου,


καθαρά μίλησέ μου.

Εκάβη Οι Αργείοι με ψήφο αποφάσισαν


της ζωής σου το τέλος.

Πολυξένη Αχ βαριόμοιρη, μάνα, πολύπαθη, τόσο μαύρη η ζωή σου·


τι αβάσταχτο ανείπωτο χτύπημα.
Κόρη δεν έχεις πια· πλάι σου δεν θα σταθώ,
στα πικρά γερατειά σου πικρή σου συντρόφισσα,
το ζυγό της δουλείας να σηκώσω μαζί σου.
Σαν αγρίμι ορεσίβιο,
θα με ιδείς να με αρπάζουν απ' την αγκαλιά σου
και με μια μαχαιριά στο λαιμό

Εκάβη Αααα!

Πολυξένη να με στέλνουν στον Άδη,


στο σκοτάδι της γης, για να κείτομαι η δύσμοιρη
με τους άλλους νεκρούς.
Κλαίω για σένα, μητέρα, με θρήνους γοερούς·
δεν θρηνώ τη δική μου ζωή,

8
του χαμού μου τη φρίκη δεν κλαίω· ο θάνατος είναι για μένα καλύτερη
τύχη.

Χορός Μα να ο Οδυσσέας έρχεται τρέχοντας,


Εκάβη∙ σίγουρα κάποιο πικρό μαντάτο φέρνει.

Οδυσσέας Γυναίκα, θα έμαθες, φαντάζομαι, τη γνώμη του στρατού


οι Αχαιοί αποφάσισαν να σφάξουν πάνω στην κορφή
του τάφου του Αχιλλέα την κόρη σου την Πολυξένη.
Κι εμένα όρισαν να έρθω εδώ και να την οδηγήσω
στον τόπο της θυσίας· ιερέας κι επόπτης
της τελετής θα είναι ο ίδιος ο γιος του Αχιλλέα.
Και τώρα πρόσεξε: μη γαντζωθείς επάνω της
και μη τολμήσεις να μου αντισταθείς –γνωρίζεις
την πλήρη αδυναμία σου και τα κακά που σε βαραίνουν.
Είναι σοφία να ξέρεις πώς να φέρνεσαι μες στα δεινά.

Εκάβη Αλίμονο· μεγάλο αγώνα έχω μπροστά μου, ως φαίνεται,


πλημμυρισμένον από στεναγμούς και δάκρυα.
Γι' αυτό δεν πέθανα εγώ, που έπρεπε να πεθάνω,
ο Δίας δεν με αφάνισε, αλλά με τρέφει, για να βλέπω
η δύσμοιρη και άλλα δεινά δεινότερα από αυτά που ζω.
Αν και οι δούλοι έχουν δικαίωμα ν' ανιστορούν
στους ελεύθερους πράγματα που δεν τους ενοχλούν
ούτε πληγώνουν την καρδιά τους, έχεις χρέος απάντηση να δώσεις σε
ό,τι θα σε ρωτώ -κι εγώ θέλω να την ακούσω.

Οδυσσέας Ρώτησε, εμπρός -δεν πρόκειται να σου αρνηθώ την ευκαιρία.

9
Εκάβη Θυμάσαι όταν μπήκες κρυφά, κατάσκοπος στην Τροία,
αγνώριστος κάτω από τα κουρέλια, και απ' τα μάτια σου
στάζαν στα γένια σου δάκρυα ματωμένα;

Οδυσσέας Θυμάμαι· ο φόβος με άρπαξε ως τα βάθη της καρδιάς μου.

Εκάβη Και που σε γνώρισε η Ελένη και σε μένα μόνο το είπε;

Οδυσσέας Δεν το ξεχνώ πως τότε βρέθηκα σε κίνδυνο μεγάλο.

Εκάβη Και ταπεινά πρόσπεσες και μου αγκάλιασες τα γόνατα;

Οδυσσέας Το χέρι μου νεκρώθηκε μέσα στα πέπλα σου.

Εκάβη Κι εγώ σε έσωσα και σε βοήθησα να φύγεις;

Οδυσσέας Κι έτσι μπορώ και χαίρομαι το φως του ήλιου.

Εκάβη Τι μου είπες τότε που σε είχα στα χέρια μου;

Οδυσσέας Διάφορα επινόησα και είπα, για να μην πεθάνω.

Εκάβη Φαυλότητα λοιπόν δεν δείχνουν τώρα οι πράξεις σου,


ενώ ομολογείς πως από εμένα έτσι ευεργετήθηκες, να μου το
ανταποδίδεις με το μεγαλύτερο κακό;
Ω εσείς φύτρα αχάριστη, όσοι παραπλανώντας κατακτάτε
την εύνοια των άλλων, άμποτε να μη σας συναντούσα!

10
Εσείς είστε ικανοί και φίλους να προδώσετε,
φτάνει τα λόγια σας να κολακέψουν τους πολλούς.
Τόση σοφία πιστέψατε πως δείξατε στ' αλήθεια
ψήφο θανάτου ρίχνοντας γι' αυτό το αθώο παιδί;
Ή ο Αχιλλέας, εκδίκηση για τον φονέα του ζητώντας,
βρήκε στο θάνατο της κόρης μου δίκαιο αντάλλαγμα;
Και ποιο κακό αυτή διέπραξε εναντίον του;
Στον τάφο του ας ζητούσε άλλην να σφάξουν: την Ελένη.
Εκείνη τον εξόντωσε οδηγώντας τον στην Τροία.
Κι αν έπρεπε κάποιαν επίλεκτη από τις αιχμάλωτες,
πρώτη στην ομορφιά, να θυσιάσετε -δε θα τη βρείτε ανάμεσά μας.
Η θυγατέρα του Τυνδάρεω έχει τα πρωτεία σ' αυτό,
καθώς και στο κακό που διέπραξε εναντίον μας.
Αυτός είναι ο αντίλογός μου στον αγώνα για το δίκαιο·
και όσο για το αντάλλαγμα που μου χρωστάς και στο ζητώ,
άκουσε: μου άγγιξες, το ομολογείς, το χέρι· ικέτης
πρόσπεσες και μου χάιδεψες το γέρικο μου μάγουλο.
Έτσι τώρα κι εγώ αυτά τα ίδια αγγίζω μέλη σου
και σε ικετεύω
το τέκνο μου μη μου το αρπάζεις απ' τα χέρια μου,
μη μου το θανατώσετε· αρκούν τόσοι νεκροί.
Αυτή είναι η μόνη μου χαρά, η λήθη των δεινών μου·
παρηγοριά μου είναι για όσα έχω χάσει,
πόλη, τροφός και στήριγμα, στο δρόμο μου οδηγός.
Δεν πρέπει οι νικητές και όπου δεν πρέπει να νικούν
κι οι ευτυχισμένοι να πιστεύουν πως αιώνια θα ευτυχούν.
Κι εγώ ήμουν κάτι κάποτε, τώρα είμαι ένα τίποτε
-όλη μου την ευδαιμονία τη ρήμαξε μια μόνη μέρα.

11
Στ' όνομα της αντρειοσύνης σου, σεβάσου με,
σπλαχνίσου με· γύρνα στο στράτευμα των Αχαιών·
μετάπεισέ τους, πες τους ότι είναι ανόσιο
γυναίκες να σκοτώνετε, αφού απ' τους βωμούς όταν τις σύρατε
με βία, τις λυπηθήκατε και δεν τις θανατώσατε.
Σε σας, όταν κρίνεται φόνος, πάντα ισχύει
ισονομία για ελεύθερους και δούλους.

Χορός Ανθρώπου φύση δεν υπάρχει τόσο άκαμπτη,


που, ακούγοντας τους θρήνους και τους οδυρμούς σου,
να μείνει με τα μάτια αδάκρυτα.

Οδυσσέας Εκάβη, σκέψου λογικά και μη θεωρείς εχθρό σου,


παρασυρμένη από θυμό, έναν που μιλάει σωστά.
Εγώ την ίδια εσένα, που κάποτε με ευεργέτησες,
είμαι έτοιμος να σώσω∙
εκείνα όμως που είπα στη συνέλευση δεν θα τα ανακαλέσω:
εννοώ, τώρα που αλώθηκε η Τροία, να θυσιάσουμε
την κόρη σου στον πρώτο του στρατού, αφού το ζητά.
Για μας, γυναίκα, ο Αχιλλέας, ένας άντρας που πέθανε
ηρωικά για την Ελλάδα, αξίζει και τη μεγαλύτερη τιμή.
Και δεν θα ήταν ντροπή αν, όσο ζούσε εκείνος, ήταν φίλος,
ενώ, τώρα που πέθανε, τον είχαμε ήδη λησμονήσει;
Και πες μου, τι θα πει ο καθένας, αν εμφανισθεί και πάλι
κάποια συνάθροιση εχθρικού στρατού ή πολέμου απειλή;
Θα είναι έτοιμος να πολεμήσει ή θα λιποψυχήσει
ξέροντας ότι όποιος στη μάχη πέσει δεν θα τιμηθεί;
Κι όσο για τα δεινά που, καθώς λες, σε χτύπησαν,

12
αυτό έχω να σου ειπώ: υπάρχουν και σε μας γερόντισσες, δυστυχισμένες,
το ίδιο όπως κι εσύ, και γέροντες
και νιόπαντρες γυναίκες στερημένες απ' τους άντρες τους,
που τα κορμιά τους έχει καταπιεί της Τροίας το χώμα.
Λοιπόν, υπομονή. Όσο για μας, άξεστους θα μας πουν,
ανίκανοι αν φανούμε να τιμήσουμε έναν ήρωα.
Εσείς οι βάρβαροι μπορείτε μήτε φίλους να τιμάτε
μήτε να σέβεστε όσους πέθαναν γενναία·
κι έτσι να δρέπετε καρπούς σαν τις ιδέες σας και η Ελλάδα
ν' απολαμβάνει ευημερία παντοτινή.

Χορός Αλίμονο, είναι αβάσταχτη του σκλάβου η μοίρα.

Εκάβη Αχ, κόρη μου,


τα λόγια που ξεστόμισα για τη σφαγή σου σκόρπισαν,
τα πήρε
ο άνεμος. Μα εσύ, αν έχεις μεγαλύτερη από μένα δύναμη,
με ήχους λυπητερούς θρηνώντας σαν αηδόνα
πάλεψε να μη σου στερήσουν τη ζωή.
Στα πόδια του Οδυσσέα πρόσπεσε ταπεινά
και ικέτεψε τη μοίρα σου να λυπηθεί
-θα βρεις τι να του πεις: έχει κι αυτός παιδιά.

Πολυξένη Βλέπω, Οδυσσέα, πως κρύβεις το δεξί σου χέρι


κάτω από το μανδύα σου και το πρόσωπο σου στρέφεις
αλλού, μην τύχει και σου αγγίξω τη γενειάδα σου.
Μα μη φοβάσαι· δεν θα σε ενοχλήσω με ικεσίες.
Θα σε ακολουθήσω και επειδή το επιβάλλει η ανάγκη

13
κι επειδή θέλω να πεθάνω -αν δεν δεχτώ, θα δείξω
ότι είμαι δειλή και ότι αγαπάω τη ζωή υπερβολικά.
Γιατί να ζήσω; Κάποτε ο πατέρας μου βασίλευε
στους Φρύγες όλους -μέγα αυτό αγαθό και πρώτο·
ύστερα, με μεγάλωναν γεμάτη ωραίες ελπίδες
να γίνω νύφη βασιλιά, και ανταγωνίζονταν πολλοί
ποιος θα με παντρευτεί, κυρία στον οίκο του να με οδηγήσει.
Και ήμουν, η δύσμοιρη, της Τροίας η πιο ζηλευτή γυναίκα
σε όλες ανάμεσα, ανύπαντρες και παντρεμένες,
όμοια με τους θεούς, εκτός από τη μοίρα του θανάτου.
Και τώρα είμαι μια σκλάβα -και η λέξη μόνο με αναγκάζει,
καθώς μού είναι ανοίκεια, το θάνατο να ερωτευτώ.
Ύστερα, ίσως στα χέρια πέσω ενός σκληρού δεσπότη,
κάποιου που θα με αγοράσει δίνοντας άφθονα χρήματα
εμένα, του Έκτορα την αδελφή κι άλλων πολλών πριγκίπων,
περνώντας όλη μου τη ζωή μες στη μιζέρια∙
και το κορμί μου θα μολύνει πάλι κάποιος δούλος,
ενώ κάποτε με προόριζαν για βασιλικό κρεβάτι.
Όχι, ποτέ. Είμαι έτοιμη να αφήσω του ήλιου το φέγγος
με μάτια ελεύθερα, χαρίζοντας το σώμα μου στον Άδη.
Πάρε με, Οδυσσέα, και οδήγησέ με στο χαμό μου∙
Κι εσύ, μητέρα μου, μη στέκεσαι μπροστά μου εμπόδιο
με λόγια ή πράξεις∙ και συμφώνησε μαζί μου να πεθάνω,
προτού με πλήξουν συμφορές αισχρές και ανάξιες.
Γιατί όποιος δεν συνήθισε στη γεύση του κακού
γι' αυτόν καλύτερη είναι τύχη να πεθάνει.

Χορός Σφραγίδα αναλλοίωτη και θαυμαστή στα πλήθη

14
η ευγενής καταγωγή, και η δόξα διαρκώς αυξάνει
γι' όσους είναι αντάξιοι της ευγένειάς τους.

Εκάβη Ωραία, κόρη μου, τα λόγια σου, μα στην ωραιότητά τους


η πίκρα ελλοχεύει. Αν πρέπει, Οδυσσέα, να αποδώσετε
αντίχαρη στο τέκνο του Πηλέα και ν' αποφύγετε
τον ψόγο, μη θανατώσετε την κόρη μου,
εμένα οδηγήσετε στον τάφο του Αχιλλέα
και σφάξτε με, μη με λυπάστε· εγώ γέννησα τον Πάρη,
που με το τόξο του θανάτωσε τον γιο της Θέτιδας.

Οδυσσέας Αλλά, γερόντισσα, το φάντασμα του Αχιλλέα


ζήτησε από τους Αχαιούς αυτή, μια νέα, να πεθάνει.

Εκάβη Τότε σκοτώστε με κι εμένα με την κόρη μου μαζί,


αίμα διπλάσιο θα πιει το χώμα
μαζί του κι ο νεκρός που σας το ζήτησε.

Οδυσσέας Ο θάνατος της κόρης σου είναι αρκετός· δεν πρέπει


κι άλλος να προστεθεί· μακάρι ούτε κι αυτός να χρειαζόταν.

Εκάβη Θέλω μαζί της να πεθάνω -τίποτε άλλο δεν μου μένει.

Οδυσσέας Α, ναι; Δεν ήξερα ότι έχω κάποιον να με ορίζει.

Εκάβη Σαν κισσός γύρω από βαλανιδιά πάνω της θα μπλεχτώ.

Οδυσσέας Όχι, αν ακούσεις τι σου λέει ένας σοφότερός σου.

15
Εκάβη Κανείς δεν θα μου αρπάξει το παιδί χωρίς τη θέλησή μου.

Οδυσσέας Κι εγώ δεν πρόκειται να φύγω, αν δεν την πάρω.

Πολυξένη Μητέρα υπάκουσε· κι εσύ, γιε του Λαέρτη, δείξε επιείκεια


σ' ένα γονιό που με όλο του το δίκιο έχει οργισθεί.
Ταλαίπωρη, μη μάχεσαι με αυτούς που έχουν νικήσει.
Θέλεις να σωριαστείς στο χώμα, να πληγώσεις
το γέρικό σου σώμα, καθώς θα σε σέρνουν με τη βία·
και να ταπεινωθείς, όταν τα δυνατά του χέρια
θα σε αρπάζουν; Όχι, σε παρακαλώ· είναι ανάξιο σου.
Μητέρα αγαπημένη, δώσ' μου το γλυκό σου χέρι
κι άσε το μάγουλό μου ν' ακουμπήσει επάνω στο δικό σου·
γιατί για τελευταία φορά και πια ποτέ ξανά
δεν θ' αντικρίσω τις λαμπρές ακτίνες του ήλιου.
Αυτά είναι τα ύστατά μου λόγια προς εσένα.
Μητέρα μου, μητέρα, οδεύω για τον Κάτω Κόσμο.

Εκάβη Κι εγώ, κόρη μου, σκλάβα θα μείνω να βλέπω εδώ το φως του ήλιου.

Πολυξένη Χωρίς νυμφίο και ήχους υμεναίου όπως μου έπρεπε.

Εκάβη Δυστυχισμένο εσύ, παιδί μου, αλλά κι εγώ τρισάθλια.

Πολυξένη Εκεί θα κείτομαι στον Άδη μακριά από σένα.

Εκάβη Αλίμονο μου, τι να κάμω; Πώς τη ζωή μου να τελειώσω;

16
Πολυξένη Τι μήνυμα στον Έκτορα ή στον γέροντα άντρα σου να φέρω;

Εκάβη Πες τους πως άλλη πιο δυστυχισμένη δεν υπάρχει.

Πολυξένη Χαίρε, μητέρα μου, Κάσσάνδρα, αδερφή μου, χαίρε.

Εκάβη Άλλοι χαίρονται· τη χαρά η μητέρα σου έχει χάσει.

Πολυξένη Κι εσύ, Πολύδωρε, αδελφέ μου.

Εκάβη Αν ζει· μέσα σε τόση συμφορά τίποτε δεν πιστεύω.

Πολυξένη Ζει και τα μάτια θα σου κλείσει αυτός, όταν πεθάνεις.

Εκάβη Μ' έχουν πεθάνει, πριν πεθάνω, οι συμφορές μου.

Πολυξένη Οδήγησέ με μακριά απ' τη μάνα μου, Οδυσσέα. Πριν σφαγώ


μου ράγισε η καρδιά απ' τους θρήνους της κι εγώ την πέθανα
με το δικό μου κλάμα.
Ω φως· μπορώ μονάχα τ' όνομά σου να προφέρω:
και άλλο τίποτε.

Εκάβη Αλίμονο μου, σβήνω· λύθηκαν τα μέλη μου.


Κόρη μου, άγγιξε τη μητέρα σου, άπλωσε το χέρι,
δώσ' το μου· έρημη μη μ' αφήνεις. Καλές μου, χάθηκα.
Ας ήταν, έτσι να 'σερναν και την Ελένη.
Τη Σπαρτιάτισσα, τα γλυκά της μάτια βύθισαν

17
στον όλεθρον τη δοξασμένη Τροία.
ΠΡΩΤΟ ΣΤΑΣΙΜΟ
Χορός Αύρα, αύρα θαλασσινή, που σπρώχνεις
του πόντου καράβια, για ποια στεριά με διώχνεις;
Αύρα θαλασσινή στα ξένα, σε ποια άξενα λιμάνια
σκλάβα θα σύρουνε και μένα.

Μην της Δωρίδας κάποια ακτή προσμένει;


Ή την ταλαίπωρη μακριά στα ξένα,
για μια πικρή ζωή, γοργά κουπιά
απ' το κύμα νοτισμένα θα με οδηγήσουν
στο άγιο νησί.
Και με τις Δήλιες κόρες θα τιμώ
της θεάς Αρτέμιδος τα χρυσά τόξα
και το διάδημά της;

Ή στην Αθήνα, λες,


την πόλη που η Παλλάδα ορίζει,
στο χρυσαφένιο πέπλο της για να κεντώ,
άλογα σε όμορφα άρματα ζεμένα.

Παιδιά μου, αλίμονο·


κι αλίμονο, γονιοί μου,
κι εσύ, πατρίδα, που χαλάσματα έγινες,
το σπιτικό μου αφήνω και μακριά του,
σκλάβα, ανταλλάσσω την Ασία την πατρική μου
με την Ευρώπη, χώρα του θανάτου.

18
Φεύγω πια σ' αφήνω, πατρική μου γη,
αλίμονο γονιοί μου κι ακριβοί νεκροί
πού να 'βρω άλλο δάκρυ, λόγια πού να βρω
χείλια για ν' αντέξουν το στερνό ασπασμό.
Χάθηκες, πατρίδα, κι έμεινα ορφανή
σκλάβα ρημαγμένη έρμη και βουβή.
Χάθηκες πατρίδα στάχτη έγινες πια
αύριο ξημερώνει μαύρη ξενητιά.

19
ΔΕΥΤΕΡΟ ΕΠΕΙΣΟΔΙΟ
Ταλθύβιος Κόρες της Τροίας, πού θα βρω την Εκάβη,
που κάποτε ήταν η βασίλισσα του Ιλίου;

Χορός Εκεί πλάι σου, Ταλθύβιε, σωριασμένη κείτεται


στο χώμα, σκεπασμένη κάτω από τα πέπλα της.

Ταλθύβιος Ω Δία, τι να ειπώ; πως παρακολουθείς τ’ ανθρώπινα


ή πως μια πλάνη είναι κι αυτό που την πιστεύουν οι άνθρωποι
γιατί πιστεύουν μάταια στων θεών το γένος,
ενώ τα πάντα η τύχη ορίζει στη ζωή τους;
Αυτή δεν είναι των πολύχρυσων Φρυγών η άνασσα;
Δεν είναι η σύζυγος αυτή του Πριάμου του πανίσχυρου;
Τώρα την πόλη της σάρωσε ο πόλεμος συθέμελα
κι αυτή, γερόντισσα χωρίς παιδιά, κείτεται σκλάβα
στη γη και το κεφάλι της στα χώματα ρυπαίνει.
Αλίμονο αχ· γέρος είμαι κι εγώ, αλλά παρακαλώ
να με βρει ο θάνατος πριν με χτυπήσει συμφορά ντροπής.
Δύστυχη, ανασηκώσου· πάρε μακριά απ' το χώμα
τα γερασμένα μέλη και την πάλλευκή σου κεφαλή.

Εκάβη Ποιος δεν αφήνει εδώ το σώμα μου να κείτεται;


Όποιος κι αν είσαι, την οδύνη μου γιατί ταράζεις;

Ταλθύβιος Είμαι ο Ταλθύβιος, ο κήρυκας των Δαναών∙


μ' έστειλε ο Αγαμέμνων να σε βρω, κυρά μου.

20
Εκάβη Ήρθες, καλέ μου. Οι Αχαιοί αποφάσισαν
να σφάξουνε κι εμένα; Γλυκό το μήνυμα σου.
Ας μην καθυστερούμε, γέροντα. Έλα, οδήγησέ με.

Ταλθύβιος Ήρθα, γυναίκα, να σε πάρω, για να θάψεις


την κόρη σου, που πέθανε· οι Ατρείδες μ' έστειλαν.

Εκάβη Αλίμονο, τι λες; Δεν ήρθες για να οδηγήσεις


στο θάνατο κι εμένα παρά για να μου φέρεις πικρό φρικτό μήνυμα;
Και πώς την σφάξατε; Τουλάχιστον με σεβασμό;
Ή σαν εχθρό την στείλατε στο θάνατο;
Πες μου, κι ας είναι ο λόγος σου βαρύς.

Ταλθύβιος Διπλά δάκρυα μου ζητάς, κυρά, να ξοδέψω


για το παιδί σου, αφού και τώρα που θα λέω για το κακό
θα κλάψω, όπως κι όταν την έσφαζαν πάνω στον τάφο.
Το πλήθος σύσσωμο απ' το στράτευμα των Αχαιών
γύρω απ' τον τάφο είχε συγκεντρωθεί για τη θυσία της.
Και ο γιος του Αχιλλέα πήρε την Πολυξένη από το χέρι
και την οδήγησε στην κορυφή του τύμβου -εγώ ήμουν πλάι·
ακολουθούσαν διαλεχτοί νεαροί στρατιώτες,
για να την συγκρατήσουν, αν η κόρη αντιστεκόταν
την ώρα της σφαγής. Κύπελλο τότε ολόχρυσο
πήρε στα χέρια ο γιος του Αχιλλέα και άρχισε σπονδή
για τον νεκρό πατέρα, αφού πρώτα μού μήνυσε
να κηρύξω σιωπή σε όλο το στράτευμα των Αχαιών.
Κι εγώ στάθηκα ορθός ανάμεσά τους και είπα:
«Σωπάστε, Αχαιοί· τηρήστε όλοι σας σιγή!»

21
Κι έτσι σιωπηλούς κι ασάλευτους τους κράτησα όλους.
Κι εκείνος είπε: «Τέκνο του Πηλέα και πατέρα μου,
δέξου αυτές τις εξιλαστήριες χοές, παρακαλώ σε,
που σε καλούν απ' τους νεκρούς, κι έλα να πιεις της κόρης
το πορφυρό καθάριο αίμα, που σου προσφέρουμε
το στράτευμα κι εγώ. Κι η χάρη σου ας μας βοηθήσει
άγκυρα να σηκώσουμε
κι όλοι μας γυρισμό καλό να βρούμε στην πατρίδα».
Αυτά είπε κι όλος ο στρατός μαζί του προσευχήθηκε.
Ύστερα άρπαξε από τη λαβή ξίφος ολόχρυσο,
το 'συρε απ' το θηκάρι του κι έκαμε νεύμα
στους διαλεχτούς στρατιώτες των Αργείων την κόρη να κρατήσουν.
Μα εκείνη, μόλις το ένιωσε, τους είπε αυτά τα λόγια:
«Αργείοι, που εκπορθήσατε την πόλη μου,
πεθαίνω με την θέλησή μου και κανείς μη με αγγίξει·
τον τράχηλό μου θα προσφέρω χωρίς δισταγμό.
Αφήστε με, στ' όνομα των θεών, και σφάξτε με όπως είμαι:
ελεύθερη, για να πεθάνω ελεύθερη· ντρέπομαι, αλήθεια,
σκλάβα να φτάσω στους νεκρούς εγώ, μια κόρη βασιλιά».
Βοή θαυμασμού υψώθηκε απ' το στράτευμα και ο Αγαμέμνων
στους στρατιώτες είπε να αφήσουν την παρθένα.
Και η κόρη, όταν άκουσε του στρατηγού το λόγο,
άρπαξε το χιτώνα της ψηλά απ' τον ώμο
κι ως τα λαγόνια, πάνω από τον αφαλό, τον έσκισε·
και φάνηκαν πανέμορφοι οι μαστοί κι ο κόρφος της
σαν αγαλμάτινοι. Τότε στη γη γονάτισε
και είπε τα ηρωικότερα λόγια που έχω ακούσει:
«Να, παλικάρι μου, το στέρνο· αν θέλεις να χτυπήσεις

22
εδώ, μπρος, χτύπα∙ αν πάλι θέλεις κάτω απ' τον αυχένα,
να κι ο λαιμός, στη διάθεσή σου».
Με διχασμένη βούληση, από οίκτο για την κόρη, εκείνος
της κόβει με το ξίφος του το δρόμο της αναπνοής.
Κρουνοί αίματος πετάχτηκαν. Κι όπως έσβηνε η κόρη,
έγνοια μεγάλην έδειξε με ευπρέπεια να πέσει
κι έκρυψε ό,τι δεν έπρεπε να ιδούν τα μάτια των ανδρών.
Κι όταν την τελευταία πνοή της άφησε κάτω απ' το ξίφος,
όλοι οι Αργείοι, ο ένας έτσι ο άλλος αλλιώς, την φρόντισαν:
άλλοι έφερναν και έρραιναν τη νεκρή με φύλλα,
άλλοι ετοίμαζαν τη νεκρική πυρά στοιβάζοντας
πεύκων κορμούς· κι όποιον δεν συμμετείχε στην ετοιμασία
οι άλλοι που κουβαλούσαν τον στηλίτευαν με αυτά τα λόγια: «Άπραχτος
στέκεσαι, άθλιε, μπροστά σ' αυτή την κόρη,
χωρίς ούτε ένα πέπλο ή κάποιο κόσμημα στα χέρια;
Τρέξε και κάτι πρόσφερε στην κόρη αυτή, την άριστη,
με την αδάμαστη καρδιά». Έτσι εγκωμίαζαν τη νεκρή κόρη.
Και τώρα εγώ βλέπω μπροστά μου τη μητέρα εκείνη
που αξιώθηκε τα πιο καλά παιδιά και έχει την πιο μαύρη τύχη.

Χορός Άγρια συμφορά, σταλμένη απ' τους θεούς,


τον οίκο του Πριάμου εξόντωσε και την πατρίδα μου.

Εκάβη Σε ποια από τις μύριες συμφορές


το βλέμμα μου να στρέψω; Πάω ν' αγγίξω μια από εδώ,
μια άλλη δεν με αφήνει, ενώ άλλη καινούρια με καλεί.
Και τώρα τον δικό σου πόνο, πώς να τον διώξω απ' την καρδιά κόρη
μου, και πώς να μη στενάζω.

23
Με ανακουφίζει μόνο η αντρεία που έδειξες.
Γέροντα, τρέξε και στους Αργείους μήνυσε
κανείς να μην αγγίξει το παιδί μου· το πλήθος να κρατήσουν
μακριά.
Κι εσύ, καλή θεράπαινα, πήγαινε από τη θάλασσα νερό να
φέρεις για να προσφέρω το ύστατο λουτρό στην κόρη μου·
τη νύμφη την ανύμφευτη και απάρθενη παρθένα
να λούσω, να νεκροστολίσω, όπως το αξίζει -αλλά με τι;
τώρα πια με ό,τι έχω -πώς να κάμω αλλιώς;
Θα βρω κάποια στολίδια να μαζέψω απ' τις αιχμάλωτες
που τα φυλάνε στις σκηνές τους κρυφά από τον καινούριο τους
αφέντη.
Αχ του οίκου μου εικόνα, αχ σπιτικό μου άλλοτε ευτυχισμένο,
Πρίαμε, που ζούσες με όλα τα καλά, τριγυρισμένος
από άξια παιδιά κι εγώ η καημένη η μάνα τους,
πώς τώρα χάσαμε την περηφάνια μας και φτάσαμε
σ' αυτό το τίποτε.

24
ΔΕΥΤΕΡΟ ΣΤΑΣΙΜΟ
Χορός Τότε ήταν του κακού η αρχή
Τότε
τότε γεννήθηκε το μέγα κρίμα
Τότε
όταν ο Πάρης απ' της Ίδης την κορφή
διέσχισε το αφρισμένο κύμα
ως της Ελένης το κρεβάτι,
της πιο όμορφης γυναίκας που φωτίζει
του Ήλιου το χρυσοβόλο μάτι.

Ενός μονάχα ανθρώπου έφτασε η κρίση


της Τροίας ολόκληρης τα κάστρα να γκρεμίσει
σε Τρώες κι Αχαιούς θάνατο να σκορπίσει.
Δακρύων και στεναγμών κρουνοί
δεινών ανήκεστων μάς έχουν πνίξει.

Και τα έπαθλα στην κρίση εκείνη


πόλεμος, σκοτωμοί κι ερειπωμένα σπίτια.
Αλλά και κάποια πολυδάκρυτη κόρη της Σπάρτης,
εκεί πλάι στα κρυστάλλινα νερά του Ευρώτα,
αναστενάζει μες στο σπίτι ή κάποια μάνα
θρηνεί για τα χαμένα της παιδιά, μαδώντας
τ' άσπρα της μαλλιά· κι όπως γδέρνει τις παρειές της
ματώνει από τους άγριους σπαραγμούς τα νύχια.

Ενός μονάχα ανθρώπου έφτασε η κρίση

25
της Τροίας ολόκληρης τα κάστρα να γκρεμίσει
σε Τρώες κι Αχαιούς θάνατο να σκορπίσει.
Δακρύων και στεναγμών κρουνοί
δεινών ανήκεστων μάς έχουν πνίξει.

26
ΤΡΙΤΟ ΕΠΕΙΣΟΔΙΟ
Θεράπαινα Αϊαί Αϊαί... Εκάβη δύστυχη.
Τώρα πια με τις συμφορές σου νίκησες γυναίκες κι άντρες·
Κανένας δεν μπορεί το έπαθλο να σου διεκδικήσει.

Χορός Τι κακομελετάει, ταλαίπωρη, η κραυγή σου;


Δεν θα 'βρουν ύπνο τα πικρά μηνύματά μας;

Θεράπαινα Φέρνω για την Εκάβη αυτό το οδυνηρό φορτίο:


μες στα δεινά δεν βρίσκει εύκολα η γλώσσα γλυκά λόγια.

Χορός Να την που μόλις βγαίνει απ' τη σκηνή της


-λες κι είναι απάντηση στα λόγια σου.

Θεράπαινα Αχ, δέσποινά μου, δύσμοιρη να σε ονομάσω ή κάτι ακόμα


βαρύτερο; Χάθηκες πια· είσαι μια ζωντανή νεκρή,
με αφανισμένα τα παιδιά, τον άντρα, την πατρίδα.

Εκάβη Καινούριο τίποτε δεν είπες· πικραμένους δεν πικραίνεις.


Αλλά γιατί της Πολυξένης μου το νεκρό σώμα
εδώ το φέρνεις, αφού οι Αργείοι έταξαν
με τα ίδια τους τα χέρια να φροντίσουν την ταφή της;

Θεράπαινα Τίποτε δεν κατάλαβε και μου θρηνεί την Πολυξένη·


ακόμη δεν την άγγιξε η καινούρια συμφορά.

Εκάβη Μήπως μου φέρνεις

27
της θεόπνευστης Κασσάνδρας μου το σώμα;

Θεράπαινα Μην κλαις τη ζωντανή· τους στεναγμούς σου φύλαξε


για τον νεκρό αυτόν∙ κοίτα το σώμα του
και πες αν θέαμα πιο ανέλπιστο έχουν δει τα μάτια σου.

Εκάβη Πολύδωρε, τέκνο μου, στερνό


που σε προστάτευε ο άρχοντας της Θράκης, νεκρό σε
αντικρίζω.
Γιατί πια να υπάρχω.
Γιε μου,
Μοιρολόγι αρχίζω, αλλοπαρμένη,
πάνω σε νέο σκοπό,
που μου έμαθε ένας ανελέητος δαίμονας.
Γιόκα μου ακριβέ μου έφυγες και πας
Έρημη καλέ μου πού με παρατάς.
Πώς να σ' αντικρίσω δάκρυα που να βρω
Πώς να σου μιλήσω τι να σου ειπώ.
Χάθηκα μαζί σου τέκνο μου στερνό
έσβησε η ζωή σου έσβησα κι εγώ
Έσβησα…
Ανέλπιστο κι απίστευτο το νέο κακό που βλέπω εμπρός μου.
Άλλα δεινά από τα παλιά δεινά γεννιούνται·
ποτέ πια αστέναχτη κι αδάκρυτη
δεν θα με βρει μια μέρα.

Χορός Γιόκα μου ακριβέ μου έφυγες και πας


Έρημη καλέ μου πού με παρατάς.

28
Πώς να σ' αντικρίσω δάκρυα που να βρω
Πώς να σου μιλήσω τι να σου ειπώ.

Εκάβη Τώρα νιώθω


το νόημα των ονείρων μου·
δεν με ξεγέλασε το μελανόπτερο είδωλο
που μου έστειλες παιδί μου,
να μου μηνύσει πως δε βλέπεις πια
το θείο το φως της μέρας.
Τέκνο μου, βλαστάρι δύστυχης μητέρας,
ποιος θάνατος σε βρήκε;
ποια μαύρη μοίρα σ' έριξε στο χώμα;
ποιος ο φταίχτης;

Θεράπαινα Στην ακτή της θάλασσας τον βρήκα.

Εκάβη Έπεσε από όπλο φονικό ή τον έβγαλε το κύμα


πάνω στη μαλακή αμμουδιά;

Θεράπαινα Τον έφερε από τα βαθιά το πελαγίσιο κύμα.

Εκάβη Τώρα νιώθω


το νόημα των ονείρων μου·
δεν με ξεγέλασε το μελανόπτερο είδωλο
που μου έστειλες παιδί μου,
να μου μηνύσει πως δε βλέπεις πια
το θείο το φως της μέρας.
Τέκνο μου βλαστάρι δύστυχης

29
μητέρας… ποιος φταίχτης;

Χορός Και ποιος τον σκότωσε;

Εκάβη Ο φίλος μας, ο φίλος άρχοντας της Θράκης,


Άρρητα κι ακατονόμαστα, απίστευτα,
ανόσια κι απάνθρωπα
-ποιος προστατεύει τα ιερά και όσια της φιλίας;
Ω τρισκατάρατε άνθρωπε,
πώς μπόρεσες αυτό το σώμα να χαράξεις,
με το ανελέητο μαχαίρι να σπαράξεις
τα μέλη ενός παιδιού; Δεν το λυπήθηκες;

Χορός Αχ δύστυχη, κάποιος απ' τους θεούς που σε μισεί


σου έριξε το βαρύτερο κακό που σήκωσε άνθρωπος.
Μα να, βλέπω και πλησιάζει ο ίδιος ο Αγαμέμνων∙
καμιά μας, φίλες, από δω και πέρα ας μην ξαναμιλήσει.

Αγαμέμνων Γιατί, Εκάβη, αργείς για την ταφή της κόρης σου;
Δεν ήρθες, όπως είπες στον Ταλθύβιο, που μας μήνυσε
την κόρη σου κανείς απ' τους Αργείους να μην αγγίξει.
Ήρθα λοιπόν για να σε συνοδέψω∙ εκεί τα πάντα
Είναι όπως πρέπει –αν στην περίσταση ταιριάζει αυτός ο λόγος.
Μα ποιος από τους Τρώες είναι ο νεκρός που βλέπω
μπρος στη σκηνή; Για Αργείο δεν τον μαρτυρούν
τα ρούχα που τυλίγουνε το άψυχο σώμα του.

Εκάβη Και τώρα, δύσμοιρη Εκάβη -σου μιλώ σαν να είσαι άλλη-

30
Και τώρα τι θα κάνεις; Στα πόδια του Αγαμέμνονα
θα πέσεις ή θα υπομείνεις σιωπηρά τη συμφορά σου;

Αγαμέμνων Γιατί στρέφεις αλλού το πρόσωπο και κλαις;


Τι έχει συμβεί; πες μου: ο νεκρός αυτός ποιος είναι;

Εκάβη Αν έτσι που είσαι σκλάβα και σ' εχθρεύεται


σε σπρώξει από τα γόνατά του, άλλη ταπείνωση.

Αγαμέμνων Μάντις δεν έχω γεννηθεί κι αν δεν ακούσω,


αδυνατώ τα μονοπάτια του μυαλού σου ν' ανιχνεύσω.

Εκάβη Κι όμως χωρίς αυτόν εκδίκηση για τα παιδιά μου


να πάρω δεν μπορώ. Γιατί λοιπόν παιδεύω το μυαλό μου;
Πρέπει να το τολμήσω, κι ας μην πετύχω.
Πέφτω στα γόνατά σου ικέτισσα, Αγαμέμνων·
στο κύρος του προσώπου σου και στο ισχυρό δεξί σου χέρι
σ' εξορκίζω.

Αγαμέμνων Ποια χάρη μου ζητάς; Μήπως να σου χαρίσω


ελεύθερη ζωή;

Εκάβη Καθόλου. Αν μπορέσω τους κακούς να εκδικηθώ,


δέχομαι να είμαι σκλάβα στην υπόλοιπη ζωή μου.

Αγαμέμνων Και πώς ζητάς εγώ σ' αυτό να σε συνδράμω;

Εκάβη Όχι όπως εσύ φαντάζεσαι, άρχοντά μου.

31
Βλέπεις ετούτον τον νεκρόν, που ραίνω με τα δάκρυα μου;

Αγαμέμνων Τον βλέπω· τα παραπέρα δεν μπορώ να καταλάβω.

Εκάβη Τον έκλεινα στα σπλάχνα μου κάποτε και τον γέννησα.

Αγαμέμνων Και ποιος απ' τα παιδιά σου είναι αυτός ταλαίπωρη;

Εκάβη Όχι απ’ τους γιους του Πρίαμου που έπεσαν στον πόλεμο.

Αγαμέμνων Και πού βρισκόταν το παιδί σου, όταν η πόλη του έπεσε;

Εκάβη Τον φυγάδευσε ο πατέρας του από φόβο για τη ζωή του.

Αγαμέμνων Και πού τον έστειλε μακριά από τα υπόλοιπα παιδιά του;

Εκάβη Εδώ σ’ αυτή τη χώρα, όπου και βρέθηκε νεκρός.

Αγαμέμνων Στον Πολυμήστορα, τον άρχοντα της χώρας;

Εκάβη Σ’ αυτόν τον έστειλε, φύλακα των πικρών μας θησαυρών.

Αγαμέμνων Και ποιος τον σκότωσε;

Εκάβη Ποιος άλλος; Ο Θρακιώτης φίλος.

Αγαμέμνων Έτσι μπόρεσε το θησαυρό ν’ αρπάξει;

32
Εκάβη Ναι, μόλις έμαθε τη συμφορά που χτύπησε τους Φρύγες.

Αγαμέμνων Και πού τον βρήκες; Ποιος σου τον έφερε νεκρόν;

Εκάβη Αυτή∙ τον βρήκε πλάι στην ακροθαλασσιά.

Αγαμέμνων Τον σκότωσε και τον επέταξε, όπως φαίνεται.

Εκάβη Παίγνιο της θάλασσας, ένα ακρωτηριασμένο σώμα.

Αγαμέμνων Αχ δύσμοιρη, είναι αμέτρητα τα πάθη σου.

Εκάβη Χάθηκα, Αγαμέμνων∙ συμφορές δεν περισσεύουν άλλες.

Αγαμέμνων Ω Θεοί! Άλλη γυναίκα τόσο δύστυχη δεν είδα.

Εκάβη Καμιά∙ εκτός αν ονόμαζες τη δυστυχία την ίδια.


Μα άκουσε τώρα αυτό που σου ζητώ κι έχω προσπέσει
στα γόνατά σου. Αν δίκαια όσα παθαίνω τα πιστεύεις,
θα τα αντέξω∙ αν όμως όχι, ο ίδιος γίνε τιμωρός
αυτού του ανθρώπου, του πανάθλιου φίλου μας,
που ούτε στους χθόνιους ούτε στους ουράνιους θεούς
φοβήθηκε και έπραξε αυτό το ανόσιο έγκλημα∙
κι ενώ για την κηδεμονία του ανταμείφθηκε όπως πρέπει,
το γιο μου σκότωσε∙ κι όχι μόνο τον σκότωσε αλλά και τάφο
του αρνήθηκε: τον πέταξε έρμαιο στη θάλασσα.
Εμείς είμαστε σκλάβοι, μας λείπει η δύναμη∙
αλλά οι θεοί είναι δυνατοί, καθώς κι ο νόμος

33
που και αυτούς ορίζει∙ ο νόμος θεμελιώνει τη ζωή μας και την πίστη μας
στους θεούς, ο νόμος κρίνει το δίκιο και το άδικο.
Αν σε σένα περιέλθει ο νόμος και καταστρατηγηθεί
και δεν τιμωρηθούν όπως τους πρέπει όσοι τους φίλους
σκοτώνουν ή τολμούν τα ιερά και όσια των θεών να καταπατούν,
τότε το δίκιο έχει σβήσει από το γένος των ανθρώπων.
Αν κι εσύ αυτό πιστεύεις, δείξε σεβασμό σ’ εμένα.
Λυπήσου με∙ σαν τον ζωγράφο στάσου σε απόσταση
και κοίταξέ με να διακρίνεις πόσα πάθη μ’ έχουν πλήξει.
Βασίλισσα ήμουν κάποτε τρανή, τώρα είμαι σκλάβα σου∙
παιδιά είχα κάποτε πολλά, τώρα μια έρημη γριά, άτεκνη,
απάτριδη, η αθλιότερη πάνω στη γη.
Φεύγεις μακριά μου! Αγαμέμνων;
Τίποτε δεν θα κατορθώσω φαίνεται η ταλαίπωρη.
Γιατί εμείς οι άνθρωποι παλεύουμε
να μάθουμε όλα τ' άλλα και τα αναζητούμε
και την Πειθώ, που δυναστεύει τους ανθρώπους,
να την σπουδάσουμε βαθιά δεν προσπαθούμε,
πληρώνοντας και χρήματα, για να μπορούμε κάποτε
να πείθουμε γι' αυτά που θέλουμε και να τα καταχτούμε;
Αλλιώς, ελπίδα πού να βρει κανείς πως θα πετύχει κάτι;
Όσα παιδιά μου είχαν γλιτώσει δεν υπάρχουν πια·
εγώ μια αιχμάλωτη, είμαι, χαμένη μέσα στην ντροπή.
Και βλέπω τον καπνό να υψώνεται απ' την πόλη μου.
Ίσως κι αυτός ο λόγος μάταιος ν' ακουστεί,
ο λόγος του έρωτα∙ μάταιος μα θα τον πω.
Στο πλευρό σου η θυγατέρα μου κοιμάται,
η θεόπνευστη, Κασσάνδρα.

34
Πώς θα δείξεις, άρχοντά μου, τι αξία έχουν της νύχτας οι χαρές,
ή ποιαν αντίχαρη για τα φιλιά της στο κρεβάτι σου
θα έχει η θυγατέρα μου κι εγώ από κείνην;
Γιατί μόνο μες στο σκοτάδι και στους γλυκασμούς της νύχτας
γεννιούνται στους θνητούς ανάμεσα τα μεγαλύτερα χατίρια.
Λοιπόν, τον βλέπεις τούτο τον νεκρόν;
Αν τον ευεργετήσεις, συγγενή σου ευεργετείς.
Άρχοντά μου, της Ελλάδας το λαμπρότερο εσύ φως,
εισάκουσέ με, δώσε σε μένα τη γερόντισσα ένα χέρι
να εκδικηθώ, κι ας είμαι πια ένα τίποτε· σε ικετεύω.
Καθήκον του έχει ο άντρας ο σωστός τη δικαιοσύνη
να υπηρετεί και το κακό παντού και πάντα να χτυπά.

Χορός Παράξενο στ' αλήθεια πως τα πάντα μπορεί να συμβούν


στον άνθρωπο· κι όλα απαράβατοι νόμοι τα ορίζουν:
δένουν φιλίες ανάμεσα σε αμείλικτους εχθρούς
κι έχθρες ανάβουν σε άλλους που τους έδενε η αγάπη.

Αγαμέμνων Εκάβη, εγώ και σένα συμπονώ και το παιδί σου,


και θέλω, στ' όνομα των θεών και του δικαίου,
να τιμωρήσεις τον ανόσιο φίλο σας, αλλά με τέτοιο τρόπο
που ικανοποίηση κι εσύ πραγματική να πάρεις
και να μη φανταστεί ο στρατός ότι για χάρη της Κασσάνδρας
το φόνο μηχανεύτηκα εναντίον του άρχοντα της Θράκης.
Για όλο αυτό το ζήτημα μέσα μου νιώθω διχασμό:
σύμμαχο αυτόν τον άνθρωπο τον θεωρεί ο στρατός
κι εχθρόν ετούτον τον νεκρόν∙ η αγάπη σου γι' αυτόν
σε σένα ανήκει -εμείς δεν την συμμεριζόμαστε.

35
Σκέψου καλά∙ είμαι στη διάθεσή σου
στο πλάι σου να σταθώ, να σε συνδράμω πρόθυμα,
αλλά κι απρόθυμα, αν αυτό πρόκειται να με διαβάλει στους Αχαιούς.

Εκάβη Αλίμονο∙ κανείς απ' τους θνητούς δεν είναι ελεύθερος∙


δούλος στο χρήμα θα είναι ή στην τύχη
ή μες στην πόλη ο όχλος ή των νόμων οι γραφές
κατά τη γνώμη του να πράξει θα τον εμποδίζουν.
Κι επειδή εσύ φοβάσαι και τον όχλο υπολογίζεις,
εγώ θα σε απαλλάξω ολότελα από αυτόν το φόβο.
Αν τρόπο βρω να εκδικηθώ τον δολοφόνο του παιδιού μου,
θέλω να είσαι συμμέτοχος στο σχέδιο, όχι στην πράξη.
Κι αν αντιδράσουν οι Αχαιοί ή θελήσουν να βοηθήσουν,
όταν παθαίνει όσα του μέλλονται να πάθει ο άρχοντας της Θράκης,
εμπόδισέ τους δίχως να φανεί ότι ενεργείς για χάρη μου.
Όσο για τ' άλλα, μη φοβάσαι, εγώ θα τα τακτοποιήσω.

Αγαμέμνων Και τι θα πράξεις. Τον βάρβαρο θα θανατώσεις


οπλίζοντας με ξίφος το γεροντικό σου χέρι,
με δηλητήριο ή με κάποιον άλλον τρόπο;
Και ποιος θα σε βοηθήσει; Πού θα βρεις συμμάχους;

Εκάβη Πλήθος Τρωαδίτισσες στεγάζονται μες στις σκηνές.

Αγαμέμνων Λες τις αιχμάλωτες, τις σκλάβες των Ελλήνων;

Εκάβη Μαζί με αυτές σκοπεύω τον φονιά να εκδικηθώ.

36
Αγαμέμνων Και πώς μπορούν τους άντρες να νικήσουν οι γυναίκες;

Εκάβη Το πλήθος φοβερό κι αν οπλισθεί με δόλο, ανίκητο.

Αγαμέμνων Απίστευτο∙ κι εγώ είχα γνώμη ταπεινή για τις γυναίκες.

Εκάβη Γιατί; Γυναίκες δεν θανάτωσαν τους γιους του Αιγύπτου;


Γυναίκες δεν ερήμωσαν τη Λήμνο από αρσενική σπορά;
Έτσι ας γίνει∙ μόνο εσύ
βοήθησε ετούτη τη γυναίκα με ασφάλεια να διασχίσει
το στράτευμα. Κι εσύ, όταν βρεις τον φίλο από τη Θράκη, πες του:
«Η Εκάβη τον καλεί, η άλλοτε βασίλισσα του Ιλίου
-όχι τόσο για το δικό της μα για το δικό του το καλό-
μαζί με τα παιδιά του, αφού κι αυτά πρέπει ν' ακούσουν
όσα έχει να του πει». Κι όσο για την ταφή της Πολυξένης,
Αγαμέμνων, που μόλις σφάχτηκε, καθυστέρησέ την·
θέλω κοινή πυρά πλάι-πλάι να κάψει τα δυο αδέλφια
και με διπλήν οδύνη η μάνα τους στο χώμα να τα κρύψει.

Αγαμέμνων Ας γίνει όπως το λες. Αν ήταν ν' αποπλεύσει ο στόλος,


δεν θα μπορούσα ν' ανταποκριθώ στη χάρη που ζητάς·
τώρα όμως, όσο ο θεός δεν στέλνει ούριο άνεμο,
μένοντας αδρανείς την ευκαιρία καραδοκούμε.
Και είθε να παν όλα καλά· γιατί όλους μας συμφέρει,
και στον καθένα ως άτομο αλλά και στο σύνολο,
να αμείβεται ο καλός κι ο φαύλος να πληρώνει.

37
ΤΡΙΤΟ ΣΤΑΣΙΜΟ
Χορός Κανείς ποτέ, Τροία πατρίδα μου,
απόρθητη ξανά δεν θα σ' ορίσει.
Σα σύννεφο, πικρή πατρίδα μου,
των Αχαιών τα όπλα σ' έχουν σκορπίσει.
Ρημάχτηκε, Τροία πατρίδα μου,
ρημάχτηκε του κάστρου σου η κορώνα.
Σε σκέπασε, Τροία πατρίδα μου,
Του θλιβερού καπνού τ' άθλιο χρώμα.
Κι εγώ ποτέ, Τροία πατρίδα μου,
το άγιο σου χώμα πια δε θα πατήσω.
Ποτέ ξανά, πικρή πατρίδα μου,
την ιερή σου γη δε θ' αντικρίσω.
Ποτέ! Ποτέ ξανά! Ποτέ! Ποτέ ξανά!
Ρημάχτηκε! Πατρίδα μου! Χάθηκες πια!

Με βρήκε η συμφορά μεσάνυχτα,


καθώς πάνω στα μάτια στάλαζε του ύπνου το χνούδι
μετά το δείπνο· κι ως δεν ακουγόταν
ούτε θυσία ευχαριστήρια ούτε τραγούδι,
στην κάμαρά μας ο άντρας μου κοιμόταν·
κι είχε το δόρυ του ακουμπήσει
στον τοίχο λίγο ν' ανασάνει
και δεν ονειρευόταν πως ο εχθρός
την Τροία είχε πατήσει.

Κι εγώ χτένιζα τα λυτά μαλλιά μου

38
μες στην πλεχτή μου μπόλια να τα δέσω.
Κι ως έγερνα στην κλίνη μας να πέσω,
κραυγή απ' την πόλη υψώθηκε τραχιά
κι αντήχησε το πρόσταγμα σπέρνοντας τρόμο:
«Παίδες Ελλήνων, πότε, πότε πια
του Ιλίου θα εκπορθήσετε το κάστρο
να πάρετε κι εσείς του γυρισμού το δρόμο;»

Πετάχτηκα από τη ζεστή μου κλίνη


μισόγυμνη, σαν κόρη απ' τη Δωρίδα,
και ικέτευα την πάνσεπτη Άρτεμη -του κάκου:
νεκρό η κακόμοιρη τον άντρα μου είδα
κι εμένα τώρα στην πικρή σκλαβιά
πάνω στο πέλαγο με σέρνουν το αφρισμένο.
Κι όπως τα πλοία σήκωναν πανιά
και μ' έπαιρναν την άμοιρη απ' την Τροία,
έβλεπα κι ένιωθα απ' τον πόνο να πεθαίνω.

Και καταριόμουν
την αδελφή των Διοσκούρων, την Ελένη,
και τον βοσκό της Ίδης, τον πανάθλιο Πάρη·
που την πατρίδα μου μου έχει στερήσει,
ο γάμος τους στα ξένα μ' έχει εξορισμένη.
Άμποτε η θάλασσα μαζί της να την πάρει,
την πατρική της γη ποτέ μην αντικρίσει.

Ποτέ μην αντικρίσει.


Κανείς ποτέ, Τροία πατρίδα μου,

39
απόρθητη ξανά δεν θα σ' ορίσει.
Σα σύννεφο, πικρή πατρίδα μου,
των Αχαιών τα όπλα σ' έχουν σκορπίσει.
Κι εγώ ποτέ, Τροία πατρίδα μου, το άγιο σου χώμα
πια δε θα πατήσω.
Ποτέ ξανά πικρή πατρίδα μου
την ιερή σου γη δεν θ' αντικρίσω.

40
ΕΞΟΔΟΣ
Πολυμήστωρ Πρίαμε πολυαγαπημένε και πολυαγαπημένη Εκάβη,
δάκρυα μού έφερες στα μάτια κι εσύ κι η πόλη σου
κι η κόρη σου που θανατώθηκε πριν από λίγο.
Αλίμονο·
μόνιμο τίποτε δεν μένει· ούτε η φήμη ούτε μπορείς
να πεις, αν ευτυχείς, πως δεν θα δυστυχήσεις κάποτε.
Κι αν σκόπευες την απουσία μου να ψέξεις,
μην προχωρείς· έλειπα κάπου μακριά στη Θράκη
τότε που εσύ ήρθες εδώ· αλλά, μόλις έφθασα,
ετούτη εδώ η σκλάβα σου με πρόλαβε
και μου έδωσε το μήνυμα· τ' άκουσα κι είμαι εδώ.

Εκάβη Δεν αντέχω, Πολυμήστωρ, κατάματα να σε κοιτάξω


έτσι όπως είμαι βυθισμένη στη συμφορά,
χτυπημένη καθώς είμαι από τη μοίρα, νιώθω ντροπή
να αντικρίσω καταπρόσωπο κάποιον που με γνώρισε
ευτυχισμένη κάποτε.
Μη φαντασθείς λοιπόν πως νιώθω δυσαρέσκεια
για σένα, Πολυμήστωρ· άλλωστε είναι κι η συνήθεια
να μην κοιτούν κατάματα τους άντρες οι γυναίκες.

Πολυμήστωρ Παράξενο καθόλου· αλλά σε τι με χρειάζεσαι;


Για ποιο λόγο έστειλες βιαστικά να με καλέσουν;

Εκάβη Θέλω να αποκαλύψω κάποιο μυστικό σε σένα


και στους γιους σου· πρόσταξε λοιπόν τη συνοδεία σου

41
σε κάποια απόσταση από τις σκηνές μας να σταθεί.

Πολυμήστωρ Πηγαίνετε· νιώθω ασφαλής εδώ να μείνω μόνος·


εσύ είσαι φίλη μου έμπιστη και μου είναι αγαπητό
το στράτευμα των Αχαιών. Λοιπόν, ακούω το μήνυμά σου.
Σε τι μπορεί ένας άνθρωπος ευτυχισμένος να βοηθήσει
φίλους που δυστυχούν; Είμαι έτοιμος να σου παρασταθώ.

Εκάβη Πρώτα για τον Πολύδωρο, το γιο μου, πες μου,


που σου εμπιστευτήκαμε ο πατέρας του κι εγώ,
αν ζει· ύστερα θα σε ρωτήσω και για τ' άλλα.

Πολυμήστωρ Και βέβαια ζει· από τη δική του την πλευρά μείνε ήσυχη.

Εκάβη Αγαπημένε φίλε, καλός ο λόγος σου κι αντάξιός σου.

Πολυμήστωρ Θέλεις και τίποτ' άλλο να μάθεις από μένα;

Εκάβη Πες μου, θυμάται πότε-πότε εκείνη που τον γέννησε;

Πολυμήστωρ Και μάλιστα προσπάθησε να 'ρθει κρυφά κοντά σου.

Εκάβη Κι ο θησαυρός που σου ήρθε από την Τροία φυλάγεται καλά;

Πολυμήστωρ Ακέραιος φυλάγεται καλά στο ανάκτορό μου.

Εκάβη Να τον φυλάξεις· μη φθονείς ό,τι έχει ο διπλανός σου.

42
Πολυμήστωρ Καθόλου· ας είναι μόνο τα δικά μου εγώ να χαίρομαι.

Εκάβη Ξέρεις λοιπόν τι θα ήθελα να ειπώ σε σένα και στους γιους σου;

Πολυμήστωρ Δεν ξέρω· περιμένω ο λόγος σου να μου το ειπεί.

Εκάβη Υπάρχει, φίλε μου, που τώρα σε αγαπώ όσο κι εσύ εμένα

Πολυμήστωρ Τι πράγμα; τι πρέπει να ξέρω εγώ και τα παιδιά μου;

Εκάβη κρυμμένος θησαυρός πανάρχαιος των Πριαμιδών.

Πολυμήστωρ Αυτό ήθελες λοιπόν να αποκαλύψεις στο παιδί σου;

Εκάβη Αυτό ακριβώς· εσύ να το μηνύσεις· γιατί είσαι ευσεβής.

Πολυμήστωρ Και γιατί είναι απαραίτητη και των παιδιών μου η παρουσία;

Εκάβη Καλύτερα κι αυτά να ξέρουν, αν τυχόν εσύ πεθάνεις.

Πολυμήστωρ Πολύ σωστά μιλάς∙ έτσι είναι φρονιμότερο.

Εκάβη Ξέρεις πού είναι ο ναός της Αθηνάς στο Ίλιο;

Πολυμήστωρ Εκεί βρίσκεται ο θησαυρός; και τι σημάδι υπάρχει;

Εκάβη Μια μαύρη πέτρα που προεξέχει από τη γη.

43
Πολυμήστωρ Θέλεις και τίποτε άλλο να μου πεις γι' αυτό;

Εκάβη Θέλω να σώσεις το χρυσάφι που έφερα μαζί μου.

Πολυμήστωρ Και πού είναι; Το έχεις κρύψει μες στους πέπλους σου;

Εκάβη Είναι κρυμμένο ανάμεσα στα λάφυρα μες στις σκηνές.

Πολυμήστωρ Και πού; Εδώ είναι οι περίβολοι όπου ναυλοχούν οι Αχαιοί.

Εκάβη Έχουν ξεχωριστές σκηνές για εμάς τις σκλάβες.

Πολυμήστωρ Και υπάρχει ασφάλεια εκεί μέσα; λείπουν οι άντρες;

Εκάβη Ούτε ένας Αχαιός· μονάχα εμείς είμαστε εδώ.


Λοιπόν, πέρασε μέσα· γιατί βιάζονται οι Αργείοι
πλώρη να βάλουν για την πατρίδα.
Κι όταν τελειώσεις όσα πρέπει, να επιστρέψεις πάλι,
μαζί με τα παιδιά σου, εκεί όπου άφησες το γιο μου.

Χορός Η τιμωρία δεν σ' έπληξε ακόμη -αλλά καραδοκεί!


Σαν τον πνιγμένο,
που τον ξερνάει το κύμα, είσαι:
χωρίς ζωή. Δίκη. Προσμένει η θεία δίκη. Η Νέμεση αγρυπνά.
Τα πανθ' ορά. Ζυγώνει. Τη βλέπω σε ζυγώνει. Ολέθρια,
συμφορά. Ολέθρια. Ολέθρια συμφορά. Ωϊ, αϊ
Θα σε διαψεύσει η ελπίδα αυτού του δρόμου, ταλαίπωρε,
που στον Άδη σ' οδηγεί.

44
Σε χέρια απόλεμα θ' αφήσεις τη ζωή σου.
Χέρια μαινάδων.
Σε γυναικών σπαθί. Δίκη. Προσμένει η θεία δίκη τα πανθ' ορά.
Ζυγώνει. Τη βλέπω σε ζυγώνει. Ολέθρια συμφορά. Ολέθρια.

Πολυμήστωρ Τυφλώνομαι∙ αλίμονο∙ χάνω το φέγγος των ματιών μου!

Χορός Δίκη. Θεία Δίκη.

Πολυμήστωρ Παιδιά μου, αλίμονο, αλίμονο -τόσο φριχτά σφαγμένα!


Ούτε με πόδια φτερωτά δεν μου ξεφεύγετε.
Χτυπώ τους τοίχους γύρω μου, να τους γκρεμίσω.

Εκάβη Χτύπα! Τίποτα μην αφήνεις. Γκρέμισε τη θύρα.


Το φως πίσω στα μάτια σου δεν φέρνεις·
και τα παιδιά σου, που θανάτωσα, δεν ζωντανεύεις.
Σε λίγο θα τον ιδείς κι εσύ τυφλό εδώ μπροστά σου
να έρπει παράφορα με τα τυφλά του πόδια
και τ' άψυχα σώματα των παιδιών του, δες, που τα έσφαξα
μαζί με τις γενναίες Τρωάδες μου -έτσι πήρα εκδίκηση.

Πολυμήστωρ Αλίμονο μου, και πώς να βαδίσω;


πώς να σταθώ και προς τα πού να πορευθώ;
Προς τα εδώ ή προς τα εκεί να κινηθώ,
να πιάσω αυτές τις φόνισσες Τρωάδες,
που με εξόντωσαν;
Ανόσιες γυναίκες των Φρυγών ανόσιες
καταραμένες, σε ποιαν κρυψώνα έχουν λουφάξει

45
και δεν τις βρίσκω;
Αχ Ήλιε, και να μου θεράπευες,
να μου ξανάφερνες το τυφλωμένο φως μου.
Α α σιγά!
Ακούω τα κρυφά πατήματα
των γυναικών -πού να οδηγήσω, πού τα βήματα,
σαν άγριο θηρίο να τις κατασπαράξω,
να κορεσθώ απ' τις σάρκες και τα οστά τους
και απ' την εξόντωσή τους να κερδίσω
τα αντίποινα του ολέθρου μου -αχ ο δύσμοιρος!
Πώς και για πού πορεύομαι, που άφησα τα παιδιά μου μόνα
να τα διαμελίσουν οι άγριες μαινάδες του θανάτου
και να πετάξουν τα σφαγμένα μέλη τους
βορά στους λυσσασμένους σκύλους
και στου βουνού τα ανήμερα θηρία;
Πού να σταθώ; πού να στραφώ;

Χορός Δύσμοιρε, πόσο αβάσταχτα δεινά σ' έχουν χτυπήσει·


για την ανόσια πράξη σου βαρύ το αντίτιμο.

Πολυμήστωρ Αϊαί, ω λογχοφόρο ένοπλο εύιππο


πολεμόχαρο γένος των Θρακών!
Ιώ Αχαιοί -ιώ Ατρείδες,
κραυγή, κραυγή υψώνω, δυνατή κραυγή.
Βοήθεια! Τρέξετε, για όνομα των θεών!
Γυναίκες με εξόντωσαν, αιχμάλωτες γυναίκες.

Αγαμέμνων Κραυγές άκουσα.

46
Κι αν δεν ξέραμε πως έπεσαν
οι πύργοι των Φρυγών κάτω απ' τα όπλα των Ελλήνων,
όχι και λίγο φόβο θα μας έφερνε η φωνή σου.

Πολυμήστωρ Ω φίλτατε Αγαμέμνων, ο ήχος της φωνής σου μου μηνά


πως είσαι εδώ. Βλέπεις το μέγεθος της συμφοράς μου;

Αγαμέμνων Ποιος είναι η αιτία των δεινών σου Πολυμήστωρ;


το φως σου ποιος σου στέρησε πληγώνοντας τα μάτια σου;
ποιος τα παιδιά σου σκότωσε; Μεγάλη οργή,
όποιος κι αν ήταν, έτρεφε για σένα και τους γιους σου.

Πολυμήστωρ Η Εκάβη, ναι, μαζί με τις αιχμάλωτες γυναίκες,


μ' έστειλε στο χαμό -τι λέω; χαμό; κι ακόμη πάρα πέρα.

Αγαμέμνων Εσύ, Εκάβη, τόλμησες αυτό το ανείπωτο κακό;

Πολυμήστωρ Θεοί μου, τι ακούω; Βρίσκεται εδώ γύρω κάπου;


Μίλησε, εξήγησε μου πού είναι, να την αρπάξω
και με τα χέρια μου να την κατασπαράξω σε κομμάτια.

Αγαμέμνων Συγκρατήσου· διώξε απ' την καρδιά τη βάρβαρη αγριάδα


και μίλησε· θέλω ν' ακούσω και τους δυο σας
κι έτσι να κρίνω δίκαια την αιτία της συμφοράς σου.

Πολυμήστωρ Λοιπόν, αρχίζω. Ήταν κάποιος Πολύδωρος, ο πιο μικρός


απ' τα παιδιά του Πριάμου και της Εκάβης. Απ' την Τροία
τον έστειλε ο πατέρας του σ' εμένα, να τον προστατέψω.

47
Κι εγώ τον σκότωσα. Τώρα, γιατί τον σκότωσα -με πόσο
θαυμαστή προνοητικότητα θ' ακούσεις: φοβήθηκα
μήπως επιβιώσει ο νέος αυτός και, όντας εχθρός σου,
τους Τρώες συναθροίσει και την πόλη ανορθώσει πάλι∙
και οι Αχαιοί, ξέροντας πως ακόμη ζει ένας γιος του Πριάμου,
άλλη εκστρατεία ξεσηκώσουν εναντίον των Φρυγών
κι ύστερα επιτεθούν και λεηλατήσουν και τη Θράκη.
Κι η Εκάβη, μόλις έμαθε το θάνατο του γιου της,
με απάτη με παρέσυρε εδώ, λέγοντας πως τάχα
θα μου έδειχνε πού είχαν κρύψει στο Ίλιο κάσες θησαυρών
των Πριαμιδών. Μόνον λοιπόν, μαζί με τα παιδιά μου,
με μπάζει στη σκηνή, τάχα μήπως άλλος κανείς το μάθει.
Κάθομαι σ' ένα ανάκλιντρο με διπλωμένα πόδια,
ενώ πλήθος Τρωάδες, άλλες από αριστερά
κάθισαν, άλλες από δεξιά, όπως πλάι σε φίλο,
και άρχισαν να περιεργάζονται τα ενδύματά μου
και να παινεύουν τις υφάντρες που τα δούλεψαν·
και άλλες, θαυμάζοντας τα θρακικά μου δόρατα,
από τον δίδυμο οπλισμό μου με απογύμνωσαν.
Και όσες ήταν μητέρες, τάχα εκμαυλισμένες με τους γιους μου,
τους έπαιρναν στην αγκαλιά μια με την άλλη,
για να τους φέρουν όσο πιο μακριά από τον πατέρα τους.
Και ανάμεσα στα τρυφερά γλυκόλογά τους -το πιστεύεις;-
μαχαίρια βγάζουν έξαφνα κάτω απ' τα πέπλα τους
και στα παιδιά τα μπήγουν· και άλλες, όπως εχθρός σε μάχη,
με αρπάζουν και μου ακινητοποιούν χέρια και πόδια.
Και καθώς πάλευα βοήθεια να προσφέρω στα παιδιά μου,
απ' τα μαλλιά με συγκρατούσαν, κι αν τα χέρια μου κινούσα,

48
τίποτε δεν κατόρθωνα, με όλο των γυναικών το πλήθος.
Τέλος, την έσχατη πέρα από τις οδύνες όλες
μου επιφύλαξαν: έβγαλαν πόρπες και τις έμπηξαν
στις κόρες των ματιών μου τις ταλαίπωρες,
μου τις πληγώνουν,
μου τις ρημάζουν· κι ύστερα σκόρπισαν, χάθηκαν
μες στις σκηνές. Κι εγώ αναπήδησα και σαν αγρίμι
τις λυσσασμένες σκύλες κυνηγώ, τις φόνισσες,
τον τόπο ψάχνοντας παντού σαν κυνηγός, τους τοίχους
χτυπώντας, γδέρνοντας. Αυτή είναι η πληρωμή μου
που εξόντωσα για χάρη σου Αγαμέμνων,
έναν εχθρό σου.
Όποιος ποτέ στο παρελθόν κακό για τις γυναίκες είπε
ή τώρα είναι να ειπεί ή στο μέλλον κάποτε,
όλα αυτά εγώ με ένα μου λόγο θα τα ειπώ:
παρόμοιο πλάσμα ούτε η γη τρέφει ούτε η θάλασσα
-αυτό το ξέρει μόνο όποιος τις γνώρισε καλά.

Χορός Μη σε εξαγριώνουν τα παθήματά σου


και σύσσωμο κακολογείς των γυναικών το γένος.

Εκάβη Δεν έπρεπε η γλώσσα των ανθρώπων, Αγαμέμνων,


απ' την αλήθεια μεγαλύτερη να έχει ισχύ·
για τ' αγαθά έργα έπρεπε αγαθοί να υπάρχουν λόγοι
και για τα πονηρά σαθροί
να μη μπορούν τα λόγια το άδικο να ωραιοποιούν.
Ο πρόλογος αυτός ήταν για σένα.
Και τώρα στρέφομαι σ' αυτόν για ν' απαντήσω,

49
λες ότι το γιο μου σκότωσες, για ν' απαλλάξεις
από τον κίνδυνο τον Αγαμέμνονα και τους Αχαιούς.
Και πώς μπορεί ποτέ, πανάθλιε, ένας βάρβαρος
φίλος να γίνει των Ελλήνων; Πες μου, μπορεί ποτέ;
Ή μήπως θα λεηλατούσαν τους αγρούς της χώρας σου, οι Αχαιοί,
αν εξεστράτευαν ξανά; Και ποιος, θαρρείς, θα σε πιστέψει;
Ο χρυσός, ναι, αν την αλήθεια ήθελες να ομολογήσεις,
ο χρυσός σκότωσε το γιο μου και η μανία σου για κέρδος.
Αλλιώς, εξήγησέ μου: γιατί, όσο ευτυχούσε η Τροία,
όσο ζούσε ο Πρίαμος και ανθούσε του Έκτορα το δόρυ,
γιατί τότε,
όσο τον γιο μου ανάτρεφες στο ανάκτορο σου,
δεν τον σκότωσες ή στους Αργείους δεν τον παρέδωσες
αν ήθελες να τους προσφέρεις χάρη;
Παρά, όταν οι εχθροί μας έσβησαν από το φως του κόσμου
τότε σκότωσες το παιδί που σου εμπιστεύτηκαν∙
και για ν’ αποκαλύψω όλη την ατιμία σου, προσθέτω:
Αν ήσουν, όπως ισχυρίζεσαι, φίλος των Αχαιών,
αφού του γιου μου ήταν, λες, κι όχι δικό σου το χρυσάφι,
έπρεπε να έρθεις να το παραδώσεις στους Αχαιούς,
που τόσα χρόνια μακριά απ' την πατρική τους γη
με τόση ανέχεια είχαν να παλέψουν∙ αλλά εσύ
ούτε και τώρα δεν το αφήνεις απ' τα χέρια σου
παρά το έχεις ακόμη φυλαγμένο στο παλάτι σου.
Αν όμως, όπως όφειλες, προστάτευες το γιο μου
και μου τον έσωζες, μαζί και την τιμή σου θα έσωζες·
οι φίλοι στη δυστυχία δείχνουν την αγάπη τους·
η ευτυχία από μόνη της κερδίζει εύκολα φίλους.

50
Αν πάλι χρειαζόσουν χρήματα και ζούσε ο γιος μου,
αυτός θα ήταν για σένα ο πιο μεγάλος θησαυρός·
ενώ χώρα έχασες και τη δική του αγάπη
και το χρυσάφι αλλά και τα παιδιά σου
κι ο ίδιος έπαθες αυτό το άγριο κακό.
Κι εσύ, Αγαμέμνων, φαύλος θα φανείς, αν τον συντρέξεις,
αν ευεργετήσεις αυτόν τον ασεβή, τον άθλιο προδότη της
φιλίας, τον άτιμο και ανόσιο· και θα δείξεις
πως χαίρεσαι κι εσύ με το κακό, σαν να ήσουν όμοιος του
-αλλά για τους δεσπότες λοιδορίες δεν ξεστομίζω.

Χορός Πώς γίνεται και πάντα στους ανθρώπους δίνουν


οι χρηστές πράξεις αφορμή για χρηστούς λόγους.

Αγαμέμνων Μου είναι δυσάρεστο αλλότριες να κρίνω διαφορές,


αλλ’ όμως πρέπει· γιατί θα είναι επαίσχυντο να παρακάμψω
μια τέτοια υπόθεση που εκτέθηκε μπροστά μου.
Λοιπόν, πιστεύω ότι ούτε για δική μου χάρη και ούτε
για των Αχαιών σκότωσες το παιδί παλιών του φίλων,
αλλά για να κρατήσεις για δικό σου το χρυσάφι τους·
και τώρα επινοείς ό,τι είναι πρόσφορο στο αδιέξοδο σου
-άλλωστε, σπάνιες δεν είναι σε σας δολοφονίες φίλων,
ενώ σε μας τους Έλληνες την καταισχύνη προκαλούν.
Και πώς τον ψόγο θα αποφύγω, αν δεν σε κρίνω άδικο;
Αυτό δεν το μπορώ. Αφού όμως τόλμησες να πράξεις
τόσο βαρύ κακό, τώρα και το φορτίο του ν' αντέξεις.

Πολυμήστωρ Αλίμονο, όπως φαίνεται, με νίκησε μια σκλάβα.

51
Αγαμέμνων Δίκαιο δεν είναι με το έγκλημα που έχεις διαπράξει;

Πολυμήστωρ Αλίμονο, παιδιά μου, αλίμονο, φως των ματιών μου.

Εκάβη Πονάς; Εγώ, νομίζεις, δεν πονώ για το παιδί μου;

Πολυμήστωρ Χαίρεσαι με το θρίαμβο σου εσύ, κακούργα.

Εκάβη Δεν δικαιούμαι να χαρώ που σ' εκδικήθηκα;

Πολυμήστωρ Όχι και για πολύ, ώσπου το άγριο κύμα θα-

Εκάβη Τι; Θα με στείλει με τα πλοία στην Ελλάδα;

Πολυμήστωρ Όχι, αλλά θα σε καταπιεί, όταν πέσεις απ' τα ξάρτια.

Εκάβη Και ποιος θα προκαλέσει αυτό το βίαιο άλμα;

Πολυμήστωρ Μόνη σου θ' ανέβεις στου πλοίου το κατάρτι.

Εκάβη Και με ποιον τρόπο; Μήπως φτερά θα βγάλω;

Πολυμήστωρ Θα μεταμορφωθείς σε σκύλα με πύρινο βλέμμα.

Εκάβη Και από πού ξέρεις για τη μεταμόρφωσή μου εσύ;

Πολυμήστωρ Ο θεός Διόνυσος την μάντεψε στους Θράκες.

52
Εκάβη Και τις δικές σου συμφορές δεν τις προφήτεψε;

Πολυμήστωρ Μα τότε πώς με δόλο εσύ θα με νικούσες;

Εκάβη Όταν πεθάνω ή όσο ζω έτσι τον βίο μου θα εκπληρώσω;

Πολυμήστωρ Όταν πεθάνεις· και τον τύμβο σου βράχο της Άθλιας Σκύλλας
θα τον λεν, των ναυτικών σημάδι.

Εκάβη Καθόλου δεν με νοιάζει, τώρα που σ' εκδικήθηκα.

Πολυμήστωρ Και η κόρη σου η Κασσάνδρα είναι γραμμένο να πεθάνει.

Εκάβη Άθλιε, φτου σου, επάνω σου να πέσει το κακό.

Πολυμήστωρ Θα την σκοτώσει ετούτου η γυναίκα, του οίκου του ερινύα.

Εκάβη Ποτέ τέτοια μανία την Κλυταιμνήστρα να μην πλήξει.

Πολυμήστωρ Όπως και αυτόν τον ίδιο, υψώνοντας πικρό πελέκι.

Αγαμέμνων Ε εσύ, μανία σ' έχει πλήξει και ζητάς το θάνατο σου;

Πολυμήστωρ Χτύπα με∙ έτσι κι αλλιώς, στο Άργος λουτρό θανάτου σε προσμένει.

Αγαμέμνων Στρατιώτες μου, δεν τον παίρνετε μακριά απ' τα μάτια μου;

53
Πολυμήστωρ Α, σε πονάει που το ακούς;

Αγαμέμνων Το στόμα δεν του φράζετε;

Πολυμήστωρ Φράξτε το· τον είπε το λόγο του.

Αγαμέμνων Γρήγορα πάρτε τον


και σε κάποιο έρημο νησί πετάξτε τον,
για τα αχαλίνωτα λόγια που ξεστομίζει.
Εσύ, τους δυο νεκρούς σου, Εκάβη δύσμοιρη,
να θάψεις φρόντισε. Κι εσείς, Τρωάδες, πορευθείτε,
προς των κυρίων σας τις σκηνές· γιατί αισθάνομαι ήδη
τον άνεμο ούριος να πνέει για τα καράβια.
Καλό ταξίδι να έχουμε για την πατρίδα και στο σπίτι
όλα να τα ‘βρουμε καλά, απ' τα βάσανα μας λυτρωμένοι.

Χορός Τις σκηνές τώρα, φίλες μου, αφήστε.


Για τα πλοία των Αργείων ξεκινήστε
-η πορεία της δουλείας μας αρχίζει:
έτσι ανάγκη αναπότρεπτη ορίζει.

ΤΕΛΟΣ ΤΟΥ ΔΡΑΜΑΤΟΣ

54

You might also like