You are on page 1of 2

"Κάποτε ένας νεαρός προσεύχονταν να επισκεφτεί την κόλαση για να δει τι είναι αυτό που όλοι

περιγράφουν ως τόσο τρομερό. Πράγματι μια μέρα την ώρα της προσευχής του, ο Αρχάγγελος του
Θανάτου έκανε την εμφάνιση του πίσω από ένα αραχνοΰφαντο πέπλο και προθυμοποιήθηκε να
πραγματοποιήσει την επιθυμία του νέου με κάποιο αντάλλαγμα.

Όταν λοιπόν ρώτησε ο νέος ποια θα ήταν η τιμή αυτού του ανταλλάγματος ο Άγγελος απάντησε με
ένα αινιγματικό χαμόγελο, ήταν όμως τόσο έντονη η επιθυμία του νέου να γνωρίσει αυτό το
τρομερό μέρος, που ονομάζουν κόλαση, που δεν έφερε καμία αντίρρηση παραδίνοντας τον εαυτό
του στην αγκαλιά των φτερών του Θανάτου, μια αγκαλιά που εντελώς αναπάντεχα δεν ήταν
παγωμένη αλλά ζεστή και μακάρια.

Πετώντας πάνω από κοιλάδες και βουνά, από αστέρια και πλανήτες, από στροβίλους πολύχρωμους,
ήλιους και φεγγάρια έφτασαν τελικά σε ένα μέρος που τα πάντα ήταν γκρίζα, χωρίς χρώμα άλλο,
μια χώρα ή ένας κόσμος ολόκληρος μιας γκρίζας απεραντοσύνης, ένας κόσμος που ήταν
ταυτόχρονα μεγάλος και μικρός. Δεν υπήρχαν οι συνήθεις διαστάσεις τα πάντα μεγάλωναν και
μίκραιναν, στένευαν και πλάτυναν ανάλογα τα βήματα σου και την διάθεση σου. Μπορούσες να
αγγίξεις με το χέρι τον γκρίζο ουρανό για να ανακαλύψεις ότι αυτός ήταν τόσο κοντινός όσο και
μακρινός, τα αστέρια του ήταν σκόνη του χρόνου, η σελήνη και ο ήλιος του χάρτινες καρφιτσωμένες
φιγούρες σαν την ανάμνηση ενός φυλακισμένου σε ανήλιαγα μπουντρούμια.

Ο Νέος όμως δεν πτοήθηκε από την παραδοξότητα του τοπίου και υποσχέθηκε στον εαυτό του να
μην τα παρατήσει μέχρι να ανακαλύψει τον τρόμο της κόλασης, όμως μάταια προσπαθούσε να βρει
τι ήταν αυτό που έκανε την κόλαση τόσο φοβερή στα μάτια και τις ψυχές των ανθρώπων. Είδε
βέβαια πολύ κόσμο στο απέραντο γκρίζο, οι μορφές που έβλεπε όμως δεν ήταν κάτι περισσότερο
από έρπουσες σκιές στα βράχια, τις πεδιάδες και τις σχεδόν άχρωμες πόλεις της χώρας που ο
Θάνατος τον είχε φέρει.

Τότε αποφάσισε εκεί που ήταν να ευχηθεί ξανά στον άρχοντα θάνατο να γνωρίσει σε βάθος τον
τρόμο της Κόλασης. Προσέχοντας λοιπόν να μην προσβάλλει τον Αρχάγγελο και να μην φανεί
αχάριστος διάλεξε προσεχτικά μία – μία τις λέξεις και προσευχήθηκε με τα εξής λόγια:

« Αζραέλ, σε ευχαριστώ για την όραση της κόλασης, σε ευχαριστώ που με ταξίδεψες στις γωνίες του
σύμπαντος και με οδήγησες στην γη των νεκρών για να γνωρίζω την κόλαση, αλλά φαίνεται Άγιε
Αρχάγγελε, Θάνατε Φοβερέ, ότι δεν μπορώ ακόμα να καταλάβω τι σημαίνει κόλαση, το μόνο που
βλέπω είναι σκιές και ένα κόσμο που μοιάζει με γκρίζο κουτί, απροσδιόριστο και παράδοξο αλλά
δεν με φοβίζει. Σε εκλιπαρώ για μια τελευταία φόρα δείξε μου τι είναι κόλαση, κάνε με να νιώσω
τον τρόμο των κολασμένων έστω για λίγο, καθώς επιθυμία μου είναι να αποκτήσω γνώση όλων των
πραγμάτων που υπάρχουν πάνω, μέσα και ψηλότερα από την γη.»

Τότε ο Άρχοντας του Θανάτου και αχθοφόρος των ψυχών Αζραέλ εμφανίστηκε στην μέση της
κόλασης και είπε στον Νέο ότι ήλπιζε ότι δεν θα επιμείνει και ότι αν θέλει να φύγει τώρα από εκεί
θα τον γυρνούσε στο ζεστό του δωμάτιο χωρίς κανένα αντάλλαγμα και ότι ήταν από τους λίγους
που ζωντανοί είδαν τον Άδη. Ο νεαρός άνδρας κοιτώντας με έξαψη τον Άγγελο του Θανάτου του
είπε ότι είναι διατεθειμένος να κάνει τα πάντα προκειμένου να γνωρίζει τον τρόμο της κόλασης!

Ο Αζραέλ γύρισε και τον κοίταξε μισοπερήφανα μισοκοροϊδευτικά και του είπε “Θες να γνωρίζεις τα
υποχθόνια της γης; Τα υποχθόνια των θεών, των αγγέλων και των ανθρώπων;¨ εκείνος απάντησε με
αγέρωχο βλέμμα ότι θέλει! Το ίδιο επαναλήφθηκε τρεις φορές και μετά την τρίτη αποδοχή του νέου
ο άγγελος
Του Θανάτου του είπε ότι αφού επέμενε να πάρει το ρίσκο και να υποστεί το τίμημα του
ανταλλάγματος να ανέβει πάλι στην πλάτη του και να ξαπλώσει στα φτερά του και έτσι έγινε, ο
νεαρός ξάπλωσε νωχελικά στα φτερά του αγγέλου έγειρε το κεφάλι του και για ακόμα μια φορά
άρχισε να ταξιδεύει στις παρυφές του ονειροχρόνου. Κάποια στιγμή οι τρανταγμοί του ταξιδιού
σταμάτησαν και ο ανώνυμος νέος άνοιξε τα μάτια του και κοίταξε γύρω του, όταν το έκανε αυτό
είδε πως όλα είχαν εξαφανιστεί τίποτα δεν υπήρχε εκεί παρά μόνο σκοτάδι στο βάθος του οποίου
αναφαίνονταν ένα αμυδρό φως. Ακόμα και ο Αζραέλ δεν ήταν εκεί, πανικοβλήθηκε μη γνωρίζοντας
που θα πάει και ίσαμε την στιγμή που άκουσε μια φωνή μέσα στο κεφάλι του, η καρδιά του
φτερούγιζε όχι από τρόμο αλλά από αγωνία η φωνή έλεγε « Ακολούθησε το φως και θα βρεις τον
πιο μεγάλο κολασμένο, τον βασιλιά των κολασμένων, αυτόν που κάθεται στα κατακάθια της γης».
Άρχισε λοιπόν να τρέχει να προλάβει το φως λες και το φως θα έσβηνε, παρόλο που ήταν ένα
απόκοσμο, διαβολικό φως, κυνηγούσε να το φτάσει σαν το έντομο που μαγνητίζεται από το φως
των φαναριών.

Κάποια στιγμή έφτασε σε αυτό το φως και είδε η πηγή του ήταν ένας σωρός από ρούχα, έπιπλα,
εικόνες, χρυσαφικά και άλλα αντικείμενα που καίγονταν από μία μυστηριακή αχνογάλανη φωτιά.
Στην μέση της βρίσκονταν ένας άθλιος θρόνος φτιαγμένος από κάθε λογής απορρίμματα, πάνω του
κάθονταν ένας άνθρωπος τόσο γερασμένος που θαρρείς πως είχε ζήσει τουλάχιστον τρεις χιλιετίες
με κόπο και πόνο! Ο Γέρος κοίταξε το νέο και ο νέος κοίταξε το γέρο μιλώντας αρκετές στιγμές με το
βλέμμα, στιγμές γεμάτες, μεστές, στιγμές που περιλάμβαναν ζωές ζωών και αναμνήσεις
αναμνήσεων. Μετά από μια αιωνιότητα ο Γέροντας πήρε πρώτος το λόγο και του είπε “ Από πιο
καπρίτσιο της άθλιας μοίρας η φωτιά των ματιών σου θέλει να γνωρίσει τον πάγο της ανάμνησης
και της κόλασης το χωνευτήρι;» Ο Νέος τότε αποκρίθηκε ότι ήταν επιθυμία του να γνωρίζει τα
καταχθόνια, τα χθόνια και τα υπερχθόνια του κόσμου τούτου και τότε ο Γέροντας είπε, αν αυτό
επιθυμείς αυτό και θα λάβεις άκου λοιπόν αυτό:

«Zω και κατοικώ στην Κόλαση, δεν φοβάμαι τους κολασμένους και την κόλαση γύρω μου, την
κόλαση μέσα μου φοβάμαι ειδικά όταν γυρίζει και μου λέει την φράση, με την οποία την
περιέγραψε ο δικός σας ο Ντοστογιέφσκι, «Πολύ Αργά» σε αυτές τις δύο λέξεις συνοψίζεται η
Κόλαση « Πολύ Αργά» Η Μέθεξη των μυστηρίων της ζωής διακόπτεται από αυτές τις καταραμένες
λέξεις, ζήτησες να γνωρίσεις τον τρόμο της κόλασης, ε λοιπόν τώρα τον χαράσσω στην καρδιά σου «
Πολύ αργά» αυτή είναι η επιγραφή των πυλών του Άδη»

-Ποιος είσαι; Ρώτησε ο Νέος με τρόμο…

- Μνήμη Θανάτου είναι το όνομα μου, κατοικώ ανάμεσα στα κατακάθια του Άδη και τρέφομαι από
τις ζωές που δεν ζήσατε…

Ο Νέος τότε Κατάλαβε πως για να γνωρίσει τα μυστήρια της ζωής πρέπει να την ζήσει και μάλιστα
με τέτοιο τρόπο που να μην χαθεί ποτέ και η παραμικρή στιγμή, γιατί αν χάνονταν θα κατέληγε και
αυτός να βασανίζεται με τα κατακάθια των αναμνήσεων της γης, τυλιγμένος με το παγερό σεντόνι
που θα του υπενθύμιζε στην αιωνιότητα ότι ήταν πια αργά….

Τότε ο Θάνατος γύρισε και πριν πάρει τον Νεαρό του είπε, το αντάλλαγμα της γνώσης που πήρες
είναι η επιτακτική ανάγκη να ζήσεις και τότε όταν ξανάρθω δεν θα είμαι πια ο θάνατος αλλά η ζωή
που έζησες και Ιδού ένα νέο όνομα έχεις λάβει « Περιπλανώμενος των Μυστηρίων της Ζωής». Ο
Νέος κατάλαβε πως ποτέ δεν θα ήταν πια ίδιος, παραδόθηκε στην αγκαλιά του Θανάτου και
αναχώρησαν μαζί για την μεγάλη περιπέτεια της ζωής."

You might also like