You are on page 1of 8

«Ἐγενόμην ἐν Πνεύματι ἐν τῇ Κυριακῇ ἡμέρᾳ καὶ ἤκουσα φωνὴν ὀπίσω μου μεγάλην ὡς σάλπιγγος» (Ἀπ.

1,10)
Ἐκδίδεται ἀπὸ τὴν Κοινοβιακὴ Γυναικεία Ἱερὰ Μονὴ Ἁγίου Αὐγουστίνου Φλωρίνης – 531 00 ΦΛΩΡΙΝΑ – τηλ. 23850-28610 –imaaflo@yahoo.gr

Περίοδος Δ΄ - Ἔτος ΛΣΤ΄ Κυριακὴ Ε΄ Λουκᾶ (Λουκ. 16,19-31) Συντάκτης (†) ἐπίσκοπος
Φλώρινα - ἀριθμ. φύλλου 2236 3 Νοεμβρίου 2019 Αὐγουστῖνος Ν. Καντιώτης

Θεϊκὰ ἀγωνίσματα γιὰ πλούσιους καὶ φτωχοὺς


Σ τὴ σημερινὴ παραβολὴ τοῦ εὐαγγελίου,
ἀγαπητοί μου, τὴν παραβολὴ τοῦ πλουσί-
ου καὶ τοῦ Λαζάρου, βλέπουμε δύο ἀνθρώ-
καὶ ὁ φτωχὸς ἀξιώθηκε νὰ μπῇ στὸν παράδει-
σο; μήπως ὁ μὲν πλούσιος ἀποκλείσθηκε ἀπὸ
τὴ βασιλεία τῶν οὐρανῶν μόνο καὶ μόνο γιατὶ
πους ποὺ διαφέρουν τελείως μεταξύ τους στὴ ἦταν πλούσιος, καὶ ὁ φτωχὸς ἔγινε τρισευτυ-
νοοτροπία καὶ τὸν τρόπο ζωῆς. Δύο ἀντίθετοι χισμένος κληρονόμος τῆς οὐρανίου βασιλεί-
κόσμοι, ὁ ἕνας ἀπέναντι στὸν ἄλλο. ας μόνο καὶ μόνο γιατὶ ἦταν φτωχὸς καὶ ἀξιο-
Ἀπὸ τὸ ἕνα μέρος εἶνε ὁ πλούσιος. Μὲ τὰ λύπητος; Κάνει λοιπὸν καὶ ἡ θρησκεία τοῦ
λεπτὰ ποὺ διαθέτει περνάει αὐτὴ τὴ ζωὴ μὲ Χριστοῦ διάκρισι μεταξὺ φτωχῶν καὶ πλου-
κάθε ἄνεσι. Δὲν σκέπτεται ὅτι ὑπάρχει ἄλλη σίων; κ᾽ ἐδῶ δηλαδὴ προσωποληψία;
ζωή. Τά ᾽χει ἐδῶ ὅλα ἄφθονα, δὲν τοῦ λείπει Στὰ ἐρωτήματα αὐτὰ πρέπει ν᾽ ἀπαντήσου-
τίποτε· ντύνεται μὲ τὰ πιὸ ἀκριβὰ ροῦχα ποὺ με τώρα, ἔστω μὲ συντομία.
ὑπάρχουν, λὲς κ᾽ εἶνε βασιλιᾶς, τρώει καὶ πί- ***
νει κάθε μέρα ἀπολαυστικὰ καὶ χορταστικά, Ὁ πλούσιος, ἀγαπητοί μου, ῥίχτηκε στὴν
γεύεται κάθε τέρψι τῶν αἰσθήσεων. Ὅταν ὅ- κόλασι, ὄχι γιατὶ ἦταν πλούσιος, ἀλλὰ γιατὶ ἦ-
μως τελειώνει ἡ ζωὴ αὐτὴ καὶ φεύγει γιὰ τὸν ταν κακός, σκληρόκαρδος, ἄσπλαχνος, σαρ-
ἄλλο κόσμο, ἐκεῖ ἀλλάζουν τὰ πράγματα καὶ κολάτρης, ἄπιστος· καὶ τὸ ἄφθονο χρῆμα ποὺ
αὐτὸς αἰφνιδιάζεται· ἀπὸ τὴ χαρὰ καὶ εὐτυχία διέθετε τὸ εἶχε καὶ τὸ χρησιμοποιοῦσε μόνο
ῥίχνεται στὰ βάθη τῆς κολάσεως, ὅπου δὲν γιὰ τὸν ἑαυτό του, γιὰ τὸ σαρκίο του, γιὰ τὴν
ὑπάρχει οὔτε σταγόνα χαρᾶς καὶ εὐτυχίας, ἱκανοποίησι τῶν πέντε αἰσθήσεων. Ἡ κακία
Ἀπὸ τὸ ἄλλο μέρος εἶνε ὁ Λάζαρος· ὁ φτω- του λοιπὸν καὶ ὄχι ὁ πλοῦτος ἦταν ἐκεῖνο
χὸς καὶ ἀπένταρος, ὁ ῥακένδυτος καὶ κουρε- ποὺ τοῦ ἔκλεισε τὴν θύρα τοῦ παραδείσου.
λῆς, ὁ ἀσθενὴς καὶ πληγιασμένος. Πιστεύει Ἂν ὁ πλούσιος ζοῦσε ἐδῶ στὴ γῆ ἐνάρετα, ἂν
ὅμως ὅτι ὑπάρχει ἄλλος κόσμος, κι αὐτὸ τοῦ χρησιμοποιοῦσε τὰ ἀγαθά του ὅπως θέλει ὁ
δίνει ἀντοχὴ καὶ ὑπομένει ὅλα τὰ δεινὰ τῆς Θεός, ἂν στὴ ζωή του ἀκολουθοῦσε τὸν τρό-
παρούσης ζωῆς. Τίποτα δὲν χάρηκε ὁ ταλαί- πο ζωῆς τῶν ἁγίων, ἂν ἐμιμεῖτο τὸ ὑπόδειγμα
πωρος ἐδῶ· δὲν εἶχε οὔτε τὰ στοιχειώδη καὶ π.χ. τοῦ Ἀβραάμ, τοῦ Ἰσαάκ, τοῦ Ἰὼβ καὶ ἄλ-
ἀπαραίτητα. Σερνόταν μπρὸς τὴν πύλη τοῦ λων σὰν αὐτούς, πλουσίων δηλαδὴ ἀλλὰ πι-
μεγάρου τοῦ πλουσίου μὲ τὸ σῶμα γεμᾶτο στῶν ἀνδρῶν τῆς παλαιᾶς διαθήκης, θὰ ἀξιω-
πληγὲς ποὺ ἔρχονταν καὶ τὶς ἔγλειφαν τὰ νόταν νά ᾽νε κι αὐτὸς μαζί τους στὸν παρά-
σκυλιά, καὶ περίμενε πότε θὰ πέσουν τὰ ψί- δεισο· ὅπως μπῆκαν ἐκεῖνοι, ἔτσι θὰ ἔμπαινε
χουλα ἀπ᾽ τὰ τραπέζια τῆς κραιπάλης, γιὰ νὰ κι αὐτός. Καὶ τότε θὰ τοῦ ἄξιζε αὐτό, θὰ ἦταν
κορέσῃ λίγο τὴν πεῖνα του. Ὅταν ὅμως ἔφυ- βραβεῖο ἀγῶνος· θὰ ἔμπαινε δηλαδὴ στὸν
γε ἀπ᾽ τὴ ζωὴ αὐτή, τότε τὸν παρέλαβαν ἄγγε- παράδεισο σὰν νικητής. Γιατὶ πόλεμος, καὶ
λοι τοῦ Θεοῦ καὶ τὸν μετέφεραν στὸν παρά- μάλιστα μεγάλος καὶ σφοδρός, ἀπαιτεῖται γιὰ
δεισο· κ᾽ ἐκεῖ ὁ φτωχὸς δὲν εἶχε πλέον καμ- νὰ νικήσῃ ἕνας πλούσιος τὴν ἕλξι καὶ τὸν ἔ-
μιά ἔλλειψι, τὸ πονεμένο σῶμα του βρῆκε θε- ρωτα τοῦ χρήματος, νὰ ποδοπατήσῃ τὴν ὕλη,
ραπεία, καὶ ἡ ψυχή του ἀναπαύθηκε μὲ ἀγαλ- καὶ νὰ ἀγαπήσῃ τὸ Θεὸ καὶ τὸν πλησίον του.
λίασι μέσα στὴν ἀγκάλη τοῦ Ἀβραάμ, μαζὶ μὲ Ἀλλὰ δυστυχῶς στὸν ἀγῶνα αὐτὸν ὁ πλού-
ὅλους τοὺς ἁγίους στὴ βασιλεία τοῦ Θεοῦ. σιος νικήθηκε. Ὄχι γιατὶ δὲν μποροῦσε, ὄχι
Γεννᾶται τώρα ἐδῶ μιὰ ὑποψία. Γιατί ἆρα- γιατὶ δὲν εἶχε δυνάμεις νὰ νικήσῃ, ἀλλὰ γιατὶ
γε ὁ μὲν πλούσιος ῥίχτηκε στὸ φοβερὸ καμίνι δὲν θέλησε νὰ ἀγωνιστῇ. Ἡ ψυχή του προτί-
2
μησε νὰ λατρεύσῃ τὸν χρυσὸ Μόσχο καὶ ὄχι γιὰ τὴν σκληροκαρδία καὶ ἀσπλαχνία του, δὲν
τὸν Θεό· προτίμησε νὰ μείνῃ δεμένος μὲ τὸ ἔγινε βλάσφημος καὶ γογγυστὴς κατὰ τῆς
χρῆμα, δοῦλος στὸ μαμωνᾶ, παρὰ νὰ γίνῃ θείας Προνοίας· ὑπέμεινε ὅλα τὰ δεινά του
δοῦλος τοῦ Θεοῦ. Καὶ ἔτσι τὸ χρῆμα τὸν ἔσυ- ἔχοντας ὡς πολύτιμο ἐφόδιο τὴν ὑπομονὴ
ρε σὰν ἀνδράποδο, σὰν κτῆνος, σὲ ὅλους τοὺς καὶ ὡς θησαυρὸ τῆς καρδιᾶς του τὴν ἀγάπη
δρόμους καὶ τοὺς τόπους τῆς σπατάλης, τῆς πρὸς ὅλους, εὐχαριστώντας καὶ δοξάζοντας
ἀσωτίας, τῆς διαφθορᾶς, ἐκεῖ ποὺ θυσιάζεται τὸ Θεό. Ὁ Λάζαρος ἔμοιαζε μὲ μιὰ πανύψηλη
τὸ πνεῦμα καὶ θεοποιεῖται τὸ σαρκίο. Ὁ πλού- βελανιδιὰ ποὺ στέκει ὄρθια καὶ ἀντέχει μέσα
σιος ἔγινε ὁ δύστυχος ὅλος μιὰ σάρκα. Μέσα σὲ ὅλες τὶς θύελλες αὐτῆς τῆς ζωῆς. Δὲν κλο-
του δὲν εἶχε ἀπομείνει καμμιά ἀνώτερη σκέ- νίστηκε, δὲν ἔχασε τὴν ὑπομονή του, δὲν ἀ-
ψι, δὲν τὸν ἀπασχολοῦσε καμμιά λογικὴ μέρι- πελπίστηκε. Γι᾿ αὐτὸ καὶ ἀνταμείφθηκε μὲ δό-
μνα γιὰ τὸ μέλλον. Ἡ καρδιά του κατήντησε ξα καὶ χαρὰ αἰώνια· ὄχι γιατὶ ἦταν φτωχός, ἀλ-
μιὰ πέτρα, ἀναίσθητη ἀπέναντι στὴν ἀνθρώ- λὰ γιατὶ ἀποδείχθηκε ἥρωας τῆς ἀρετῆς. Νί-
πινη δυστυχία· γιατὶ ἂν τοῦ ᾽χε μείνει λίγη εὐ- κησε στὸ στάδιο τῆς ζωῆς αὐτῆς τὰ δυὸ με-
αισθησία, θὰ ἄκουγε τὴ δυστυχία ποὺ ἀνα- γάλα θηρία, τὸ θηρίο τῆς φτώχειας καὶ τὸ θη-
στέναζε κάθε μέρα μπροστὰ στὴν πόρτα του, ρίο τῆς θλίψεως, τὰ ὁποῖα –ἀλλοίμονο–τόσους
κάτω ἀπ᾽ τὰ μεγαλοπρεπῆ ἀνάκτορά του, κά- καὶ τόσους νικοῦν καὶ τρομοκρατοῦν.
τω ἀπ᾽ τὰ φωτισμένα παράθυρά του. Εἶχε κα- ***
ταντήσει ἀναίσθητος, ἕνα παχύδερμο κτῆνος· Ἡ ζωὴ αὐτή, ἀγαπητοί μου, εἶνε τὸ στάδιο
εἶχε καταντήσει –μὲ συγχωρεῖτε– ἕνας χοῖ- τῆς ἀρετῆς. Σ᾽ αὐτὸ ὅλοι εἴμαστε ὑποχρεωμέ-
ρος, ἀφοῦ τὸ ἰδανικό του ἦταν τὸ ἴδιο μὲ τοῦ νοι ν᾽ ἀγωνιστοῦμε. Γιὰ τὸν καθένα ἀπὸ μᾶς
χοίρου, ἕνα ἀδηφάγο καταβρόχθισμα. Νά λοι- ὁ Θεὸς ἔχει ὁρίσει καὶ ἰδιαίτερα ἀγωνίσματα.
πὸν γιατί ἦταν φύσει ἀδύνατον ἕνα τέτοιο ὄν, Ἔτσι ἔχει ὁρίσει γιὰ μὲν τὸν πλούσιο τὸ ἀγώ-
ἕνα τέτοιο ἀκάθαρτο «ζωντανό», νὰ εἰσέλθῃ νισμα τῆς ἐλεημοσύνης, τῆς εὐσπλαχνίας, τῆς
στὰ ἀνάκτορα τῆς βασιλείας τῶν οὐρανῶν ποὺ ἀγάπης στοὺς φτωχοὺς καὶ δυστυχισμένους,
ἀστράφτουν ἀπὸ ἠθικὴ καθαρότητα. Νά για- καὶ γιὰ τὸν φτωχὸ καὶ ἀσθενῆ τὸ ἀγώνισμα τῆς
τί ἔμεινε ἔξω ἀπὸ τὸν παράδεισο· ἀποκλεί- ὑπομονῆς καὶ ἐγκαρτερήσεως στὰ δεινά.
στηκε, γιατὶ δὲν εἶχε τὸ ἔνδυμα τῆς ἀρετῆς. Εὐτυχισμένοι ὅποιοι νικήσουν, σὲ ὁποιαδή-
Ὁ Λάζαρος τώρα. Γιατί ἀξιώθηκε αὐτῆς τῆς ποτε παράταξι καὶ ἂν ἀνήκουν. Θὰ στεφανω-
ἐξαιρετικῆς τιμῆς στὴ βασιλεία τοῦ Θεοῦ καὶ θοῦν καὶ οἱ πλούσιοι, θὰ στεφανωθοῦν καὶ οἱ
βρῆκε τὴν ἀνάπαυσι στοὺς κόλπους τοῦ Ἀ- φτωχοί· οἱ μὲν πλούσιοι ἂν ἀναδειχθοῦν ἥρω-
βραάμ; μόνο ἐπειδὴ ἦταν φτωχός; Ἂν ἦταν ες φιλανθρωπίας, καὶ οἱ φτωχοὶ ἂν ἀναδει-
ἔτσι, τότε καὶ κάθε ἄλλος φτωχὸς θὰ ἦταν ἄ- χθοῦν ἥρωες ὑπομονῆς. Καὶ ἀντιθέτως θὰ τι-
ξιος γιὰ τὸν παράδεισο. Ὄχι λοιπὸν γιατὶ ἦ- μωρηθοῦν καὶ οἱ πλούσιοι καὶ οἱ φτωχοί, οἱ
ταν φτωχὸς καὶ ἀσθενὴς καὶ ἀξιολύπητος, ἀλ- μὲν πρῶτοι ἂν καταντήσουν σκληροὶ καὶ ἀπάν-
λὰ γιατὶ ἦταν ἄνθρωπος τῆς ἀρετῆς, γι᾽ αὐτὸ θρωποι, οἱ δὲ δεύτεροι ἂν φανοῦν ἀνυπόμο-
ἀξιώθηκε τῆς σωτηρίας. Μεταχειρίστηκε μὲ νοι, μεμψίμοιροι καὶ γογγυσταί.
θεία φώτισι ὅλες τὶς ἀντιξοότητες· χρησιμο- Ἂς ἀγωνιστοῦμε λοιπὸν ὅλοι, πλούσιοι καὶ
ποίησε τὴ φτώχεια του καὶ τὴ δυστυχία του, φτωχοί, γιὰ νὰ κερδίσουμε καὶ οἱ μὲν καὶ οἱ δὲ
τὴν ἀσθένειά του καὶ τὶς πληγές του, τὸν πα- τὰ αἰώνια βραβεῖα τῆς ἀρετῆς, τὰ ὁποῖα ὁ Κύ-
ραγκωνισμό, τὴν ἐγκατάλειψι καὶ τὴν ἀπομό- ριος θ᾿ ἀπονείμῃ μὲ ἀπόλυτη δικαιοσύνη, χω-
νωσί του ὡς μέσα γιὰ νὰ ἀσκηθῇ· τὰ πῆρε ὡς ρὶς χαριστικὴ διάκρισι κοινωνικῶν τάξεων καὶ
εὐκαιρίες γιὰ νὰ καλλιεργήσῃ τὴν ἁγιότητα. καταστάσεων, στοὺς νικητὰς τῆς πίστεως καὶ
Ὅλα τὰ θλιβερὰ περιστατικὰ τῆς ζωῆς ἔγιναν τῆς ἀρετῆς. Διότι εἶνε γραμμένο στὴ Γραφή·
γιὰ τὸ Λάζαρο σκαλοπάτια καὶ κλίμακες, γιὰ «Σ᾽ αὐτὸν ποὺ νικᾷ θὰ τοῦ δώσω (νὰ φάῃ) ἀπὸ
νὰ πατήσῃ ἡ ψυχή του καὶ ν᾽ ἀνεβῇ σὲ ὕψη ἀ- τὸ μάννα ποὺ ἔχω κρυφὰ φυλαγμένο, καὶ θὰ
ρετῆς. Ἔτσι πλησίασε στὸν οὐρανὸ καὶ ἔτσι τοῦ δώσω λευκὴ πέτρα ποὺ ἐπάνω της εἶνε
κατέκτησε τὸν οὐρανό· μὲ ὅλα αὐτὰ καθαρί- γραμμένο ἕνα νέο ὄνομα, τὸ ὁποῖο δὲν τὸ ξέ-
στηκε, λαμπρύνθηκε, στολίστηκε, ἀπέκτησε τὸ ρει κανείς παρὰ μόνο ἐκεῖνος ποὺ τὸ παίρ-
ἔνδυμα γιὰ νὰ εἰσέλθῃ στὸν θεῖο νυμφῶνα. νει»· «Τῷ νικῶντι δώσω αὐτῷ τοῦ μάννα τοῦ
Σὲ ὅλο τὸ διάστημα τοῦ μαρτυρίου του –ἀλη- κεκρυμμένου καὶ δώσω αὐτῷ ψῆφον λευκήν,
θινὸ μαρτύριο δὲν ἦταν ὁ βίος του;– δὲν ζή- καὶ ἐπὶ τὴν ψῆφον ὄνομα καινὸν γεγραμμέ-
λεψε καὶ δὲν φθόνησε τὸν πλούσιο γιὰ τὰ νον, ὃ οὐδεὶς οἶδεν εἰμὴ ὁ λαμβάνων» (Ἀπ. 2,17).
πλούτη του καὶ τὰ ἀγαθά του, δὲν τὸν μίσησε (†) ἐπίσκοπος Αὐγουστῖνος
Ἄρθρο ποὺ δημοσιεύθηκε στὸ περιοδικὸ τῆς ἱ. μητροπόλεως Αἰτωλίας & Ἀκαρνανίας «Κοσμᾶς ὁ Αἰτωλός» (Μεσολόγγι, φ. 224-225/5-11-1939, σσ. 115-116).
Μεταφορὰ σὲ ἁπλῆ γλῶσσα καὶ μικρὴ ἀνάπτυξις 16-10-2019.

Τὸ φυλλάδιο διανέμεται ἀπὸ τὸν Ἱεραποστολικὸ Σύλλογο Κυριακή, τηλ: 23510 22183 – Κατερίνη,
μὲ τὴν εὐλογία τῆς Ἱερᾶς Μητροπόλεως.
Στὸ διαδίκτυο στὸν ἱστότοπο: http://www.iskiriaki.com
«Ἐγενόμην ἐν Πνεύματι ἐν τῇ Κυριακῇ ἡμέρᾳ καὶ ἤκουσα φωνὴν ὀπίσω μου μεγάλην ὡς σάλπιγγος» (Ἀπ. 1,10)
Ἐκδίδεται ἀπὸ τὴν Κοινοβιακὴ Γυναικεία Ἱερὰ Μονὴ Ἁγίου Αὐγουστίνου Φλωρίνης – 531 00 ΦΛΩΡΙΝΑ – τηλ. 23850-28610 –imaaflo@yahoo.gr

Περίοδος Δ΄ - Ἔτος ΛΣΤ΄ Κυριακὴ Η΄ Λουκᾶ (Λουκ. 10,25-37) Συντάκτης (†) ἐπίσκοπος
Φλώρινα - ἀριθμ. φύλλου 2238 10 Νοεμβρίου 2019 Αὐγουστῖνος Ν. Καντιώτης

Ἡ εὐσπλαχνία τοῦ Θεοῦ


Ἀ κούσατε, ἀγαπητοί μου, τὸ εὐαγγέλιο; Δὲν
ἐννοῶ μὲ τὰ φυσικὰ αὐτιά, ἀλλὰ μὲ τὰ ἄλ-
λα ἐκεῖνα αὐτιὰ ποὺ ἐννοοῦσε ὁ Χριστὸς ὅταν
***
Κάποιος, λέει, ποὺ ἔμενε σὲ πόλι χτισμένη
ψηλά, πῆρε, ἀγαπητοί μου, τὸ δρόμο νὰ πάῃ σὲ
εἶπε «Ὁ ἔχων ὦτα ἀκούειν ἀκουέτω» (Ματθ. 11,15· 13,9,43. ἄλλη πόλι ποὺ ἦταν πιὸ χαμηλά, ἀπ᾽ τὰ Ἰεροσό-
Μᾶρκ. 4,9· βλ. & 4,23· 7,16. Λουκ. 8,8· 14,35), τὰ αὐτιὰ τῆς ψυχῆς δηλα- λυμα νὰ πάῃ στὴν Ἰεριχώ. Καθὼς βάδιζε ἀνύ-
δή. Ὅποιος ἀκούει τὰ λόγια τοῦ Χριστοῦ, τὰ ποπτος, σὲ ἕνα σημεῖο τοῦ δρόμου πίσω ἀπὸ
βάζει βαθειὰ μέσα του καὶ προσπαθεῖ νὰ τὰ ἐ- βράχους καραδοκοῦσαν κρυμμένοι λῃστές.
φαρμόζῃ, εἶνε εὐτυχισμένος· ὅποιος δὲν τὰ ἐκ- Πετάγονται ξαφνικὰ μπροστά του ἀγριεμένοι,
τελεῖ ἀλλὰ τὰ περιφρονεῖ, εἶνε δυστυχισμένος μὲ ἡλιοκαμένα πρόσωπα, καὶ φωνάζουν· Ἄλτ,
(βλ. Ματθ. 7,24-27). Ἰσχύει γι᾽ αὐτὸν ὁ βαρὺς ἐκεῖνος λό- ψηλὰ τὰ χέρια! Ἔρημος ὁ τόπος, ἄοπλος αὐτός.
γος τοῦ Χριστοῦ γιὰ τὸν Ἰούδα· προτιμότερο Πῆγε ν᾽ ἀντισταθῇ. Τὸν χτύπησαν, τὸν ἔρριξαν
νὰ μὴν εἶχε γεννηθῆ στὸν κόσμο (βλ. ἔ.ἀ. 26,24). κάτω, τοῦ πῆραν ὅ,τι εἶχε, κι ἀφήνοντάς τον
–Δύσκολες οἱ ἐντολὲς στὴν ἐποχή μας, λέ- μισόγυμνο καὶ πληγωμένο ἔφυγαν στὸ δάσος.
νε μερικοί, ποιός μπορεῖ νὰ τὰ κάνῃ αὐτά;… Πεσμένος στὸ δρόμο τώρα, φωνάζει ζητών-
Τί ν᾽ ἀπαντήσουμε σ᾽ αὐτούς; Τὰ λόγια τοῦ τας βοήθεια. Ποιός νὰ τὸν ἀκούσῃ σ᾽ ἐκείνη τὴν
Χριστοῦ δὲν εἶνε δύσκολα· φαίνονται δύσκολα, ἐρημιά; Νά ὅμως ποὺ κάποιος φαίνεται νά ᾽ρχε-
γιατὶ κακομάθαμε. Ὁ σημερινὸς ἄνθρωπος ἔ- ται καβάλλα. Πλησιάζει, τὸν κοιτά ζει, βλέπει τὰ
φυγε ἀπ᾽ τὸ δρόμο τοῦ Θεοῦ, κόλλησε στὴν κα- αἵματα, ἀκούει τὰ ἐλεεινὰ παρακάλια, κατο-
κία καὶ διαφθορά, γι᾽ αὐτὸ τοῦ φαίνονται δύσ- πτεύει τὸ μέρος, μὰ ὣς ἐκεῖ· κεντᾷ τὸ ζῷο κι ἀ-
κολα. Ὅποιος εἶνε πολὺ ἀδύνατος, δὲν μπορεῖ πομακρύνεται. Ἦταν δυστυχῶς ἱερεύς, ἄνθρω-
νὰ σηκώσῃ οὔτε ἕνα χαλίκι. Ὁ Χριστὸς δὲν ἔ- πος ὑποτίθεται τοῦ Θεοῦ, ποὺ ξέρει τὸ νόμο κι
δωσε ἐντολὲς τέτοιες ποὺ νὰ μὴ μποροῦμε νὰ ἀπ᾽ τὸν ὁποῖο περιμένει κανεὶς συμπόνια. Νά
τὶς τηρήσουμε· ἕνα χαλικάκι μᾶς ἔδωσε, κι ὁ σὲ λίγο ἕνας ἄλλος πάνω σὲ ἄλογο· αὐτὸς εἶνε
πιὸ ἀδύναμος μπορεῖ νὰ τὸ σηκώσῃ. λευΐτης, ὑπηρέτης τοῦ ναοῦ, ἄνθρωπος ἐπίσης
Ἀνοῖξτε τὸ Εὐαγγέλιο, διαβάστε το ὅλο καὶ θρησκευόμενος· ζωντανεύει πάλι ἡ ἐλπίδα τοῦ
τί θὰ δῆτε· ὅλες οἱ ἐντολὲς τοῦ Κυρίου συνο- τραυματία. Κοντοστέκεται λίγο, ἀκούει τὸ θῦ-
ψίζονται σὲ μία, σὲ μιὰ λέξι. Δὲν εἴμαστε ἄξιοι μα ποὺ τοῦ ζητάει βοήθεια, γυρίζει ὅμως ἀλλοῦ
νὰ τὴν ποῦμε, μόνο μικρὰ ἀθῷα παιδιά. Ποιά λέ- τὸ πρόσωπο, προσπερνᾷ, φεύγει κι αὐτός.
ξι; «Ἀγάπη»! Ὅλο τὸ Εὐαγγέλιο αὐτὸ μᾶς λέει· Καὶ ὁ τραυματίας μένει πάλι ἐκεῖ ἀβοήθητος.
νὰ ἀγαποῦμε. Τί ν᾽ ἀγαποῦμε; Πρῶτα καὶ πάνω Ὁ ἥλιος κοντεύει νὰ βασιλέψῃ, ἔρχεται ἡ νύ-
ἀπ᾽ ὅλα τὸ Θεό, τὸν «βασιλέα τῶν βασιλευόντων χτα. Θὰ μείνῃ λοιπὸν ἔτσι μέσ᾽ στὸ δρόμο, νὰ
καὶ κύριον τῶν κυριευόντων» (Α΄ Τιμ. 6,15). Καὶ μετὰ τὸν φᾶνε οἱ λύκοι; Ἀλλὰ νά καὶ φαίνεται τώρα ἕ-
τὸν πλησίον μας· τὸν πατέρα, τὴ μητέρα, τὸν ἀ- νας ἄλλος. Δὲν εἶνε ὅμως οὔτε φίλος οὔτε συγ-
δελφό· τὸ συγγενῆ, τὸ χωριανό, τὸ συμπατρι- γενής του· εἶνε ἀπὸ ἀλλοῦ, Σαμαρείτης, δηλαδὴ
ώτη, τὸ συνάνθρωπο· τὸν εὐεργέτη· ἀλλ᾽ ἀκό- ἐχθρός του! Τὸν βλέπει ὁ ταλαίπωρος μὲ τὰ σβη-
μα καὶ αὐτὸ τὸν ἐχθρό. Εἶνε δύσκολο αὐτό; Τὸ σμένα του μάτια καὶ σκέπτεται· Πάει χάθηκα,
μῖσος εἶνε δύσκολο, ἡ ἀγάπη εἶνε εὔκολη. τώρα αὐτὸς θὰ μὲ ἀποτελειώσῃ!… Ἐνῷ ὅμως
Τὴν ἀγάπη κηρύττει ὁ Χριστὸς καὶ στὸ ση- αὐτὸς τρέμει, ὁ Σαμαρείτης σταματάει, ξεπεζεύ-
μερινὸ εὐαγγέλιο. Πῶς; Μὲ μιὰ παραβολή, τὴν ει, σκύβει πάνω του μὲ καλωσύνη, τοῦ δίνει θάρ-
παραβολὴ τοῦ καλοῦ Σαμαρείτου. Τὴν εἶπε ὡς ἀ- ρος, τὸν σκουπίζει καὶ τὸν περιποιεῖται σὰν νοσο-
πάντησι σὲ πειρακτικὸ ἐρώτημα ἑνὸς νομικοῦ. κόμος· βγάζει ἕνα μπουκάλι μὲ κρασὶ (ποὺ περι-
2
έχει οἰνόπνευμα) καὶ τοῦ ἀπολυμαίνει τὰ τραύ- δος), καὶ χαμήλωσε· «μᾶς ἐπισκέφθηκε ἀνα-
ματα, ἀλείφει μὲ λάδι τὶς πληγὲς καὶ τὶς δένει μὲ τολὴ ἐξ ὕψους» (Λουκ. 1,78). Ἦρθε ἐδῶ κάτω στὴ
πανὶ ποὺ κόβει ἀπ᾽ τὸ πουκάμισό του. Τέλος τὸν γῆ, βρέθηκε κοντὰ στὸν ἄνθρωπο, τόσο ὅσο
σηκώνει στὸν ὦμο σὰν χαμάλης, τὸν ἀνεβάζει κανείς ἄλλος. Εἶνε ἀληθινὰ «πλησίον», πιὸ κον-
στὸ ζῷο του καὶ τὸν ὁδηγεῖ σὰν ἀγωγιάτης σ᾽ ἕνα τὰ κι ἀπ᾽ τὴ μάνα, κι ἀπ᾽ τὸ παιδί, ἀκόμη κι ἀπ᾽
πανδοχεῖο, χάνι. Μένει ὅλη νύχτα δίπλα του· καὶ τὴ γυναῖκα ποὺ ἦταν «σὰρξ ἐκ τῆς σαρκὸς»
τὸ πρωί, ὅταν ἦρθε ἡ ὥρα νὰ φύγῃ, λέει στὸ ξενο- τοῦ Ἀδάμ (Γέν. 2,23). Τὸν ἀγγίζεις διὰ τῆς πίστεως.
δόχο· Σοῦ ἐμπιστεύομαι τὸν τραυματία αὐτόν· Ποιό εἶνε τέλος τὸ πανδοχεῖο; Ἡ Ἐκκλησία
περιποιήσου τον σὲ ὅ,τι χρειαστῇ, κ᾽ ἐγὼ ὅταν τοῦ Χριστοῦ! Δέχεται ὅλους ὁποιαδήποτε ὥρα,
ξαναγυρίσω θὰ σοῦ πληρώσω τὰ ἔξοδα. χωρὶς καμμιά διάκρισι. Εἶνε τὸ ἀνάκτορο τοῦ
Στὸ τέλος τῆς παραβολῆς ὁ Χριστὸς ρωτάει οὐρανοῦ· «ὡς φοβερὸς ὁ τόπος οὗτος· οὐκ ἔ-
τὸ νομικό· –Ἀπὸ τοὺς τρεῖς ποὺ εἶδαν τὸν στι τοῦτο ἀλλ᾽ ἢ οἶκος Θεοῦ, καὶ αὕτη ἡ πύλη
χτυπημένο, ποιός κατὰ τὴ γνώμη σου στάθη- τοῦ οὐρανοῦ» (Γέν. 28,17). Κανένα δὲν διώχνει ἡ Ἐκ-
κε πλησίον του; –Αὐτὸς ποὺ τὸν σπλαχνίστη- κλησία· σὰν μάνα ἀγκαλιάζει ὅλα τὰ παιδιά της.
κε καὶ τοῦ ᾽δειξε ἀγάπη. Καὶ ὁ Κύριος τοῦ λέει· Μιὰ Κυριακή, λέει ἕνα ἀνέκδοτο, ἔξω ἀπὸ
–Πήγαινε λοιπὸν καὶ κάνε κ᾽ ἐσὺ τὸ ἴδιο. μιὰ ἐκκλησία καθόταν ἕνας ἀσκητής, ποὺ εἶχε
χάρισμα νὰ διακρίνῃ τὶς καρδιές. Ἔμπαιναν γυ-
***
Αὐτή, ἀδελφοί μου, εἶνε ἡ παραβολή. Ποιά ναῖκες - ἄντρες. Τοὺς ἔβλεπε ὅλους μαύρους.
εἶνε ἡ ἑρμηνεία της; ποιός εἶνε ὁ ὁδοιπόρος Ὅταν σχόλασε ἡ ἐκκλησία κ᾽ ἔβγαιναν μὲ τὸ
ποὺ ἔφυγε ἀπὸ τὰ ὑψηλὰ καὶ πῆγε στὰ χαμη- ἀντίδωρο στὸ χέρι, ἦταν πάλι μαῦροι. Κανείς
λά; ποιοί εἶνε οἱ λῃσταὶ ποὺ τὸν τραυμάτισαν; δὲν ὠφελήθηκε; ἀποροῦσε ὁ ἀσκητής. Ἀλλὰ νά
ποιοί εἶνε ὁ ἱερεὺς καὶ ὁ λευΐτης; ποιός εἶνε κ᾽ ἕνας ποὺ μπῆκε μαῦρος καὶ τώρα βγαίνει ἄ-
ὁ Σαμαρείτης; καὶ τέλος ποιό εἶνε τὸ πανδο- σπρος. Τὸν πλησιάζει. –Πές μου, τοῦ λέει, ποιός
χεῖο στὸ ὁποῖο ὡδηγήθηκε ὁ τραυματίας; εἶσαι; –Χρόνια εἶχα νὰ μπῶ σ᾽ ἐκκλησία, ἀπὸ
Ὁδοιπόρος εἶνε ὁ ἄνθρωπος. Ἔφυγε ἀπὸ ψη- τότε ποὺ παιδὶ μ᾽ ἔφερνε ἡ μάνα μου. Μετὰ ἔ-
λά, γιατὶ κάποτε ζοῦσε στὸν παράδεισο· ὁ νοῦς μπλεξα, ἔγινα λῃστής, ἔβαψα τὰ χέρια στὸ αἷ-
του ἦταν καθαρός, ἡ καρδιά του εὐγενής, ἡ μα. Σήμερα ὅμως, σὰν ἄκουσα καμπάνα, κάτι
θέλησί του δυνατὴ στὸ καλό, πετοῦσε σὰν ἀ- ξύπνησε μέσα μου. Δὲν πάω ὣς ἐκεῖ; σκέφτηκα.
ετός. Ἀλλὰ ἔπεσε χαμηλά. Ἂν πάρῃς ἕναν ἀετὸ Δυὸ δυνάμεις πάλεψαν μέσα μου. Ἡ μία ἔλεγε
καὶ τοῦ δέσῃς στὰ πόδια μολύβια, δὲν μπορεῖ νὰ «Ἐσύ, τέτοιος ἁμαρτωλός, στὴν ἐκκλησιά;…».
πετάξῃ· πέφτει στὴ γῆ, προσπαθεῖ νὰ τινάξῃ Ἡ ἄλλη μὲ τραβοῦσε δυνατά. Ἔτσι μπῆκα. Ὅ-
τὶς φτεροῦγες του, ἀλλὰ μένει καθηλωμένος. ταν εἶδα τὶς εἰκόνες κι ἄκουσα τὰ λόγια τοῦ
Δυστυχισμένο πουλί! μολύβια εἶνε τὰ πάθη· Χριστοῦ, ἔκλαψα. Εἶπα «Μνήσθητί μου, Κύριε,
κόψτε του τὰ μολύβια νὰ πετάξῃ πάλι ψηλά. ὅταν ἔλθῃς ἐν τῇ βασιλείᾳ σου» (Λουκ. 23,42), καὶ
Ποιοί εἶνε οἱ λῃσταί; Οἱ δαίμονες, οἱ πειρα- μυστικὰ ὑποσχέθηκα, νὰ μὴ ξαναγυρίσω στὸ
σμοί, οἱ λογισμοί, οἱ ἐπιθυμίες. Αὐτὰ τραυματί- βουνό, νὰ γίνω κ᾽ ἐγὼ ἄνθρωπος τοῦ Θεοῦ.
ζουν τὸν ἄνθρωπο. Ὁ νοῦς θολώνει, δὲν μπο- Βλέπετε, ἀγαπητοί μου; Ὅλοι οἱ ἄλλοι κο-
ρεῖ νὰ διακρίνῃ μεταξὺ ἀρετῆς καὶ κακίας· ἡ ράκια μπῆκαν, κοράκια βγῆκαν. Ἐμεῖς; μπαί-
καρδιά του μολύνεται ἀπὸ πάθη, ἡ θέλησις ἐξ- νουμε μὲ κατάνυξι στὸν οἶκο τοῦ Θεοῦ;
ασθενεῖ· ὁ ἄνθρωπος γίνεται ἕνας τραυματίας. ***
Ἔτσι κατήντησε ὅλη ἡ ἀνθρωπότης. Ποιός Τελείωσα. Ἡ Ἐκκλησία εἶνε τὸ πανδοχεῖο
νὰ τὴ σώσῃ; Πέρασαν ἀπὸ κοντά της διὰ μέ- τῶν πληγωμένων ψυχῶν. Καὶ μόνο αὐτό; Μὴ
σου τῶν αἰώνων, σὰν τὸν ἱερέα καὶ τὸ λευΐτη, λησμονοῦμε οἱ Ἕλληνες ὅτι τῆς ὀφείλουμε καὶ
φιλόσοφοι, ποιηταί, κοινωνιολόγοι, ἱδρυταὶ πολλὰ ἄλλα. Στὰ χρόνια τῆς σκλαβιᾶς ποιός μᾶς
θρησκειῶν· κανείς ἀπὸ αὐτοὺς δὲν μπόρεσε κράτησε καὶ μᾶς παρηγόρησε; ποιά ἦταν ἡ μά-
νὰ τῆς προσφέρῃ οὐσιαστικὴ βοήθεια. να ποὺ ἔχυνε «βαθειά μας στὴν ψυχὴ γλυκὲς
Ἀλλά, εὐλογητὸς ὁ Θεός! ἦρθε ἐκεῖνος ποὺ χρυσὲς ἐλπίδες»; (Κ. Κρυστάλλης). Ἡ Ἐκκλησία!
οἱ Ἰουδαῖοι τῆς ἐποχῆς του τὸν ὠνόμασαν περι- Γι᾽ αὐτό, ἀδελφοί μου, νὰ τρέχουμε στὴν
φρονητικὰ Σαμαρείτη (βλ. Ἰω. 8,48)· εἶνε ὁ Κύριος ἡ- Ἐκκλησία, νὰ πιστεύουμε στὸ Χριστό. Καὶ τό-
μῶν Ἰησοῦς Χριστός. Τὸν ἔλεγαν ἔτσι, γιατὶ ἔ- τε, ἐφ᾽ ὅσον ἀνατέλλει ἥλιος καὶ λάμπουν ἄ-
θιγε ἰουδαϊκὲς συνήθειες (π.χ. τὸ Σάββατο κ.λπ.), στρα, ὁ τόπος αὐτὸς θὰ μείνῃ Ἑλληνικὸς καὶ
ὅπως ἔκαναν οἱ Σαμαρεῖτες. Ὁ Χριστὸς ἦταν Ὀρθόδοξος, εἰς ἔπαινον καὶ λατρείαν τοῦ Κυ-
ψηλά, πάνω ἀπὸ τὰ ἄστρα καὶ τοὺς οὐρανούς ρίου, ᾧ ἡ δόξα εἰς αἰῶνας αἰώνων· ἀμήν.
(εἶνε ὁ ἕνας ἀπὸ τὰ πρόσωπα τῆς ἁγίας Τριά- (†) ἐπίσκοπος Αὐγουστῖνος
Ἀπομαγνητοφωνημένη ὁμιλία, ἡ ὁποία ἔγινε στὸν ἱ. ναὸ Ἁγ. Γεωργίου (παλαιό) Ἀναρράχης - Ἑορδαίας τὴν Κυριακὴ 10-11-1968 τὸ πρωί. Καταγραφὴ καὶ σύντμησις 13-10-2019.

Τὸ φυλλάδιο διανέμεται ἀπὸ τὸν Ἱεραποστολικὸ Σύλλογο Κυριακή, τηλ: 23510 22183 – Κατερίνη,
μὲ τὴν εὐλογία τῆς Ἱερᾶς Μητροπόλεως.
Στὸ διαδίκτυο στὸν ἱστότοπο: http://www.iskiriaki.com
«Ἐγενόμην ἐν Πνεύματι ἐν τῇ Κυριακῇ ἡμέρᾳ καὶ ἤκουσα φωνὴν ὀπίσω μου μεγάλην ὡς σάλπιγγος» (Ἀπ. 1,10)
Ἐκδίδεται ἀπὸ τὴν Κοινοβιακὴ Γυναικεία Ἱερὰ Μονὴ Ἁγίου Αὐγουστίνου Φλωρίνης – 531 00 ΦΛΩΡΙΝΑ – τηλ. 23850-28610 –imaaflo@yahoo.gr

Περίοδος Δ΄ - Ἔτος ΛΣΤ΄ Κυριακὴ Θ΄ Λουκᾶ (Λουκ. 12,16-21· 14,35) Συντάκτης (†) ἐπίσκοπος
Φλώρινα - ἀριθμ. φύλλου 2241 17 Νοεμβρίου 2019 Αὐγουστῖνος Ν. Καντιώτης

Τὰ ἁμαρτήματα τοῦ πλεονέκτου πλουσίου


Ἀ κούσατε, ἀγαπητοί μου, τὸ ἱερὸ καὶ ἅγιο εὐ-
αγγέλιο. Εἴδατε πῶς τελειώνει; «Ὁ ἔχων
ὦτα ἀκούειν», λέει, «ἀκουέτω» (Ματθ. 14,35)· ὅποιος
ρια του, μετράει χαρτονομίσματα καὶ λίρες.
Ποῦ νὰ ἀσφαλίσω, λέει, τὰ ὑπάρχοντά μου;
Καὶ αἴφνης βρίσκει μιὰ λύσι. Νά τί θὰ κάνω,
ἔχει αὐτιά, ἂς ἀκούῃ. –Μά, θὰ πῆτε, ὅλοι ἔχου- λέει· θὰ γκρεμίσω τὶς παλιὲς ἀποθῆκες, θὰ
με αὐτιὰ κι ἀκοῦμε, δὲν εἴμαστε κουφοί· πῶς χτίσω καινούργιες, κ᾽ ἐκεῖ θὰ μαζέψω ὅλους
λοιπὸν μᾶς λέει «Ὅποιος ἔχει αὐτιά, ἂς ἀκούῃ»; τοὺς καρπούς· τὸ σιτάρι, τὸ καλαμπόκι, τὶς ἐ-
Τὸ λέει, διότι μᾶς ἔδωσε μὲν ἐκεῖνος αὐτιὰ γιὰ λιές, τὸ κρασί, τὸ λάδι. Καὶ μετὰ θὰ πῶ στὴν
ν᾽ ἀκοῦμε τὰ λόγια του, ἀλλὰ δυστυχῶς οἱ πολ- ψυχή μου· «Ψυχή, ἔχεις πολλὰ ἀγαθά», ποὺ
λοὶ βούλωσαν τ᾽ αὐτιά τους καὶ δὲν θέλουν ν᾽ θὰ βαστάξουν γιὰ πολλὰ χρόνια· τώρα λοιπὸν
ἀκούσουν τὸ λόγο τοῦ Θεοῦ. Μέσα σὲ 20 χι- «ἀναπαύου, φάγε, πίε, εὐφραίνου» (ἔ.ἀ. 12,19).
λιάδες ἀνθρώπους, εἶνε ζήτημα ἂν ὑπάρχουν Ἔτσι λογάριαζε. Μὰ «χωρὶς τὸν ξενοδόχο».
10 αὐτιὰ ν᾽ ἀκούσουν τὰ λόγια τοῦ Κυρίου. Τὴ νύχτα τοῦ ᾽ρθε «ἀστροπελέκι». Τί; Αἰφνίδι-
Ἂν οἱ ἄνθρωποι ἄκουγαν τὰ λόγια τοῦ Θεοῦ, ος θάνατος. Δὲν τοῦ ᾽δωσε ὁ χάρος οὔτε λί-
ἡ γῆ αὐτὴ θὰ ἦταν παράδεισος. γα λεπτά. Μπρός, τοῦ λέει, σὲ παίρνω στὰ φτε-
Τί λέει λοιπὸν σήμερα τὸ εὐαγγέλιο; Ἕνας ρά μου!… Τὸν πῆρε, καὶ δὲν χάρηκε τίποτα.
ἄνθρωπος, λέει, ἦταν πλούσιος· εἶχε σπίτια, ***
κτήματα, ἀποθῆκες, κοπάδια, περιβόλια, χω- Τί κακὸ ἔκανε αὐτὸς ὁ ἄνθρωπος; θὰ ρωτή-
ράφια· κ᾽ ἐκείνη τὴ χρονιὰ οἱ καλλιέργειες εἶ- σετε· γιατί τὸν τιμώρησε ἔτσι ὁ Θεός; Σκότω-
χαν μεγάλη ἀπόδοσι, ἀμπέλια καὶ ἐλιὲς λύγι- σε; Ὄχι. Ἔκλεψε; Δὲν φαίνεται. Μπῆκε σὲ ξέ-
ζαν ἀπ᾽ τὸ βάρος τῶν καρπῶν. Εἶχε τέτοια εὐ- νο σπίτι ν᾿ ἀτιμάσῃ γυναῖκα ἢ κορίτσι; Οὔτε.
φορία, ὥστε γέμισαν οἱ ἀποθῆκες καὶ δὲν εἶ- Πῆρε ψεύτικο ὅρκο σὲ δικαστήριο; Ὄχι. Βλα-
χε ποῦ νὰ βάλῃ τὸ σιτάρι, τὸ καλαμπόκι, τὰ στήμησε; Δὲν ἀκούστηκε. Τί ἔκανε τέλος πάν-
λάδια, τὰ κρασιά. Ἄρχισε νὰ στενοχωριέται. των καὶ τὸν πῆρε ὁ χάρος τόσο ἀπότομα;
«Τί νὰ κάνω;» ἔλεγε μὲ ἀγωνία (Λουκ. 12,17). Πε- Τί ἔκανε! Ἁμάρτησε. Καὶ ποιά εἶνε τὰ ἁμαρ-
ρίεργος λόγος. Νά ᾽χῃ γεμᾶτες τὶς ἀποθῆκες τήματά του; Ἕνα, δύο, τρία, τέσσερα.
ἀπὸ τρόφιμα, νὰ κολυμπάῃ μέσα στὰ λεφτά,  Τὸ πρῶτο. Τὸν ἀκοῦτε τί λέει; Ξένα πράγμα-
καὶ νὰ τὸν πιάνῃ ἡ ἀγωνία! Τὸ «τί νὰ κάνω;» τα τά ᾽κανε δικά του. Ποιά εἶνε τὰ ξένα; Τὰ χω-
δὲν τὸ λέει ἡ χήρα μὲ τὰ ὀρφανά, δὲν τὸ λέ- ράφια. Μὰ αὐτὰ δὲν εἶνε δικά του; Λάθος κά-
ει ὁ ἐργάτης ποὺ σκάβει στὰ ὀρυχεῖα, δὲν τὸ νεις. Ἕνας εἶνε ὁ Ἰδιοκτήτης. Δὲν ἀκοῦτε τί
λέει ὁ φτωχὸς ποὺ ζητιανεύει, καὶ τὸ λέει ὁ λέμε στὴν ἐκκλησία· «Τοῦ Κυρίου ἡ γῆ καὶ τὸ
πλούσιος; Τί σημαίνει αὐτό· σημαίνει ὅτι ἔχει πλήρωμα αὐτῆς», στὸν Κύριο ἀνήκει ἡ γῆ καὶ
ἀγωνία ὁ φτωχός, ἀλλὰ πιὸ μεγάλο καρδιο- ὅλα ὅσα σηκώνει πάνω της (Ψαλμ. 23,1). Τὸ χῶμα
χτύπι ἔχει ὁ πλούσιος. Ὁ φτωχὸς κοιμᾶται ἥ- ποὺ πατοῦμε ποιός τὸ ἔκανε; Δικό μας εἶνε;
συχος· ὁ πλούσιος δὲν κοιμᾶται, φοβᾶται μή- Φαίνεται κάτι εὐτελές, μὰ αὐτὸ ἀξίζει παρα-
πως ἔρθουν κλέφτες καὶ τὸν κλέψουν. πάνω ἀπὸ χρυσάφι. Σᾶς φαίνεται περίεργο;
Νύχτωσε, κι αὐτὸς ἀκόμη σπάει τὸ κεφάλι Πάρτε δύο γλάστρες, μία γεμάτη χῶμα καὶ μία
του. «Τί νὰ κάνω;» λέει. Ὅλοι κοιμοῦνται, τὰ γεμάτη χρυσόσκονη - χρυσάφι. Ποιά προτιμᾶ-
πουλιὰ στὰ δέντρα, τὰ παιδιὰ στὶς κοῦνιες, κι τε; Τὸ χρυσάφι εἶνε στεῖρο, ἄγονο· τὸ χῶμα ἔ-
αὐτοὶ ἀκόμα οἱ φυλακισμένοι στὰ κελλιά τους. χει τὴν ἀξία, γιατὶ γεννάει. Καὶ μόνο τὸ χῶμα; Ὁ
Ἕνας δὲν κοιμᾶται· ὁ πλεονέκτης δοῦλος σπόρος; αὐτὸ τὸ μικρούτσικο πραγματάκι, ποὺ
τῆς φιλαργυρίας. Τὴ νύχτα ἀνοίγει τὰ τεφτέ- καὶ μόνο αὐτὸ φτάνει ν᾽ ἀποδείξῃ ὅτι ὑπάρχει
σπόρος! Τοῦ Θεοῦ εἶνε ὅλα· ἡ γῆ, οἱ σπόροι, 2 λένε– ἁρπάζει μικροὺς καὶ μεγάλους.
Θεός;
τὸ νερό, Ὅὁ ληἀἡ ἐπιστήμη
έρας, ὁ ἥλιος. νὰ μαζευτῇ,
Καὶ ὅμωςἕνα ὁ πλού-σπό- γεράκι • Στὴ πέφτειΦλώρινα ξαφνικὰἕνα παιδὶ στὸ λιβάδι
19 χρονῶν, κι ἁρπάζει ἔξυ-
ρο δὲν μπορεῖ νὰ κάνῃ· κρύβει τόση δύναμι
σιος αὐτὸς τί ἔλεγε· «τοὺς καρπούς μου», «τὰ πνο, ἱκανώτατο, ὡραιότατο, πῆρε τὸ ἁρ
Θεός; Ὅ λη ἡ ἐπιστήμη νὰ μαζευτῇ, ἕνα σπό- ὁ 2 τὴν
γεράκι ὄρνιθα,
πέφτει ἔτσι καὶ
ξαφνικὰ ὁ θάνατος
στὸ λιβάδι –ὁ χάρος
κι πάζει
αὐτοκί- ποὺ
σπόρος!
ρο δὲν
γεν νήματά Τοῦ
μπορεῖ Θεοῦ
μου»,νὰ κάνῃ· εἶ νε
«τὰ ἀγαθά ὅλα·
κρύβειμου»,ἡ γῆ,
τόση τὰ οἱ σπόροι,
δύναμι
ὑπάρ- ὁ νητο λένε–
τὴν ὄρνιθα, ἁρ πάζει
τοῦ πατέρα μικροὺς
ἔτσι καὶ τουὁ νὰ καὶ
θάνατος μεγάλους.
κάνῃ μιὰ –ὁ χάρος
βόλτα·ποὺ πέ-
Θεός; τά Ὅ
τὸ νερό,
σπόρος!
χον μου λη
Τοῦ ἀἡέρας,
ὁ(Λουκ. ἐπιστήμη
12,17-18).ὁεἶ
Θεοῦ Ὤ ἥλιος.νὰ
νεἐκεῖνο
ὅλα· μαζευτῇ,
Καὶἡτὸ ὅ«μου»!…
γῆ, μως οἱἕνα σπό- ρασε
ὁ πλού-
σπόροι, γεράκι
λένε–• Στὴ ἁρ
ἀπὸ πέφτει
Φλώρινα
πάζει ξαφνικὰ
μικροὺς
ἕνα γεφύρι, ἕνα ἐκεῖ στὸ
παιδὶ λιβάδι
19 χρονῶν,
καὶ γλίστρησε,
μεγάλους. κι ἁρ πάζει
ἔπεσε, ἔξυ-
ρο
σιος
τὸ δὲν αὐμπορεῖ
νερό, τὸς
ὁ ἀτίέρας, νὰ κάνῃ·
ἔλεγε· «τοὺς
ὁ ἥλιος. κρύβει Καὶ τόση
καρπούς ὅμωςμου», δύναμι
ὁ πλού- «τὰ τὴν
ὁ σκοτώπνο, ὄρνιθα,
• Στὴ ἱκανώτατο,
Φλώρινα
θηκε. ἔτσι
Ποιός καὶ ὁ θάνατος
ὡραιότατο,
ἕνατὸ παιδὶ
περίμενε; 19 –ὁ
πῆρε χάρος
τὸ
χρονῶν,
Ὁ αὐτοκί-
πατέρας ποὺ
ἔξυ-
 Τὸ
σπόρος! ἕνα λοιπὸν
Τοῦ Θεοῦ ἁμάρτημά
εἶ«τοὺς
νεἀγαθάὅλα· του ἦταν,
ἡμου»,
γῆ, οἱ ὅτι πρά
σπόροι, - λένε– ἁρπάζει μικροὺς καὶ μεγάλους.
γεννή
σιος αὐματά
τὸς τίμου»,
ἔλεγε· «τὰ καρπούς τὰ
μου», ὑπάρ-
«τὰ του νητο
πνο, τοῦ
ἑἱκανώτατο,
τοιμα πατέρα
ζόταν τουτὸννὰ
ὡραιότατο,
νὰ κάνῃ πῆρε
ἀρραβωνιάσῃ, μιὰ τὸ βόλτα·αὐτοκί-
μὰ τὸν πέ-
γματα
τὸ νερό, ποὺ ὁ ἀνήκουν
ἀ έρας, ὁ στὸ
ἥλιος. ΘεὸΚαὶ αὐτὸςὅ μως τὰὁσφετεπλού- - • Στὴ Φλώρινα ἕνα παιδὶ 19 χρονῶν, ἔξυ-
χον τά μου (Λουκ. 12,17-18). Ὤ
γεννήματά μου», «τὰ ἀγαθά μου», τὰ ὑπάρ- «ἀρ ἐκεῖνο τὸ «μου»!… ρασε
νητο ἀπὸ ἕνα
τοῦ πατέραὁ του
ραβώνιασε» γεφύρι, θάνατος. ἐκεῖ
νὰ κάνῃ γλίστρησε,
• Μιὰ μιὰγριὰβόλτα· ἔπεσε,
πάλιπέ- ἀ-
ρίστηκε,
σιος αὐμουτὸςτὰτί παρουσίασε
ἔλεγε· «τοὺς ὡςκαρπούς
δικά του. Τὸ δεύ-
μου», «τὰ πὸ πνο, ἱκανώτατο, ὡραιότατο, πῆρε τὸπατέρας
αὐτοκί-
 Τὸ
χον τά ἕνα λοιπὸν(Λουκ. 12,17-18). Ὤ
ἁμάρτημά ἐκεῖνο του τὸ «μου»!…
ἦταν,του ὅτιγέμι-
πρά- σκοτώ
ρασε ἕ να ἀπὸθηκε.
χωριὸἕνα Ποιός
γεφύρι,
ἦρθε τὸ περίμενε;
ἐκεῖ
κλαμένη· γλίστρησε,
–Ἔχασα Ὁ ἔπεσε,
τὸν ἄν -
τε
γενρονήποιόματάεἶνε· μου», ὅτι, ἐνῷἀγαθά
«τὰ οἱ ἀπο θῆκες
μου», τὰ ὑπάρ- νητο τοῦ πατέρα του νὰ κάνῃ μιὰ βόλτα· πέ-
του
σκοτώ ἑ τοιμα
θηκε. ζόταν
Ποιός νὰ τὸν
τὸ ἀρραβωνιάσῃ,
περίμενε; Ὁ πατέραςμὰ τὸν
γματα ποὺ ἀνήκουν στὸ Θεὸ αὐτὸς τὰ πρά-- τρα μου!… –Τί εἶχε; –Τίποτα· σηκωθήκαμε τὸ
σφετε
Ὤδὲν εἶπε ἕνα εὐχαριστῶ
σανΤὸἀἕνα πὸ λοιπὸν
ἀγαθά, ἁμάρτημά
αὐτὸς του ἦταν, ὅτι
χοντά μου (Λουκ. 12,17-18). ἐκεῖνο τὸ «μου»!… ρασε
«ἀρἑ
του ἀπὸ
ραβώνιασε»
τοιμα ἕνα
ζόταν γεφύρι,

νὰθάνατος.
τὸν ἐκεῖ γλίστρησε,
• τὸ γριὰ ἔπεσε,
Μιὰτσεκούρι
ἀρραβωνιάσῃ, πάλι
μὰ τὸνἀ-
ρίστηκε,
στὸ
γματα Θεό. ποὺ τὰ παρουσίασε
ἀνήκουν
Βλέπεις τὴν στὸ ὡς δικά
Θεὸ αὐτὸς
κόττα· του.
πίνει μιὰ Τὸ
τὰ σφετε λα- πρωί,
σταδεύ- σκοτώ
ἤπιαμε
θηκε.
καφφέ,
Ποιός τὸ
πήραμε
περίμενε; Ὁ πατέρας
καὶ
τεΤὸ
ροἕνα
ρίστηκε,
γματιὰ ποιό λοιπὸν
τὰεἶνε·
νερὸ ἁμάρτημά
καὶὅτι,
παρουσίασε
ὑψώνειἐνῷ οἱ του
τὸἀπο
ὡς δικά ἦταν,
θῆκες
κεφάλι του. ὅτι
του
τηςΤὸπρὸςπρά
γέμι-
δεύ- - πήγαπὸ ἕ να
«ἀρραβώνιασε» χωριὸ
με γιὰ ξύλα,ὁκ᾽ ἦρθε κλαμένη·
θάνατος.
ἐκείνη τὴν –Ἔχασα
• Μιὰ ὥρα γριὰ κάτι τὸν
πάλι ἔπα-ἄνἀ--
του
τρα ἑ τοιμα
μου!… ζόταν
–Τί νὰ τὸν
εἶχε;κλαμένη· ἀρραβωνιάσῃ,
–Τίποτα·καὶ σηκωθήκαμε μὰ τὸντὸ
Σ᾽δὲν εἶπε ἕνα εὐχαριστῶ
γματα ποὺ ἀνήκουν στὸ Θεὸ αὐτὸς τὰ σφετε πὸ ἕνα χωριὸ ἦρθε –Ἔχασα τὸν ἄν
σαν
τε
τὰ ρο ἀποιό
πάνω,πὸ ἀγαθά,
εἶνε·
σὰ νὰὅτι,αὐτὸς
λέῃ· ἐνῷ οἱ ἀπο
εὐχαριστῶ, θῆκες του
Θεέ μου.- θε
γέμι-
«ἀρ
καὶ πέφτει
ραβώνιασε»
κάτω·

συγκοπὴ
θάνατος. • Μιὰ
πέθανε.
γριὰ πάλι
• Ἄλ

-
-
στὸ ἀΘεό. πρωί,
τρα μου!…ἤπιαμε –Τί καφφέ,
εἶχε; πήραμε
–Τίποτα· τὸ τσεκούρι
σηκωθήκαμε καὶ
τὸ
ρίστηκε,
σαν
Βλέπεις τὰ
πὸ ἀγαθά,
τὸ παρουσίασε
Βλέπεις
σκύλο· αὐτὸςτὴν τοῦ δὲν ὡς
κόττα· εἶπε
πετᾷς δικά ἕνα
πίνει
ἕνα του. εὐχαριστῶ
μιὰ Τὸστα
κόκκαλο, δεύ-
λα- λος πάλι πέθανε στὸ καφφενεῖο, ἐνῶ περίμε-
πὸ
πήγα
πρωί,ἕνα με χωριὸ
γιὰ
ἤπιαμε ἦρθε
ξύλα,
καφφέ, κ᾽κλαμένη·
ἐκείνη
πήραμε τὴν–Ἔχασα
τὸ ὥρα
τσεκούρικάτιτὸνἔπα- ἄν
καὶ-
στὸ
τε ροΘεό.
γματιὰ
δὲν ἔποιό
χεινερὸ εἶνε·
Βλέπεις
γλῶσσα καὶὅτι, ἐνῷ
ὑψώνει
τὴν
νὰ πῇ οἱεὐχαριστῶ,
κόττα· ἀπο
τὸ θῆκες
κεφάλι
πίνει μιὰτου
της
καὶστα γέμι-
λα- νε
πρὸς
κου- νὰ τοῦ φέρῃ ὁ σερβιτόρος τὸν καφφὲ ποὺ
σαν ἀτὴν
πὸνερὸ
ἀγαθά, αὐτὸς δὲν εἶπε ἕνα εὐχαριστῶ τρα
θε μου!…
καὶ πέφτει
πήγαμε γιὰ ξύλα, –Τί εἶχε;
κάτω· –Τίποτα·
συγκοπὴ
κ᾽ ἐκείνη τὴν σηκωθήκαμε
καὶ πέ
ὥρα θανε.
κάτι ἔπα- • Ἄλτὸ-
τὰ πάνω,
γματιὰ
νάει οὐσὰ νὰ
ράκαὶ του λέῃ· σὰΣ᾽
ὑψώνει νὰεὐχαριστῶ,
τὸ
σοῦ κεφάλι
λέῃ, Θεέπρὸς
της
Ἀφεντικό, μου. παρήγγειλε. • Ἄλλος μπαίνει στὸ ἀεροπλάνο
στὸ Θεό. Βλέπεις τὴν πρωί,
λος
θεπὸκαὶ ἤπιαμε
πάλι πέθανε
πέφτει καφφέ,
κάτω· στὸ πήραμε
καφφενεῖο,
συγκοπὴ τὸ τσεκούρι
πέἐνῶ
καὶφτάσῃ θανε. περίμε-
• Ἄλκαὶ
Βλέπεις
τὰ
σ᾽ πάνω,
εὐ χαριστῶ τὸ
σὰ σκύλο·
νὰ
ποὺ λέῃ·μὲ Σ᾽κόττα·
τοῦ πετᾷς
εὐχαριστῶ,
θυμήθηκες. πίνειἕνα Κιμιὰ στα
κόκκαλο,
Θεέ
ὁ ἄνθρω- λα- ἀ
μου. Θεσσαλονίκη καὶ μέχρι νὰ στὴν Ἀ-
γματιὰ νερὸ καὶ ὑψώνει τὸ κεφάλι πήγα
νε
λος νὰ με
πάλιτοῦ γιὰ ξύλα,
φέρῃ
πέθανε ὁ κ᾽
στὸ ἐκείνη
σερβιτόρος
καφφενεῖο, τὴν ὥρα
τὸν κάτι
καφφὲ
ἐνῶ περίμε- ἔπα-
ποὺ
δὲν ἔτὴ
Βλέπεις
πος; χει γλῶσσα
τὸ
μπουκιὰσκύλο· νὰτοῦ
ἔχει πῇ
στὸ εὐχαριστῶ,
πετᾷς
στόμα ἕνα καὶτης καὶπρὸς
κόκκαλο,
βλαστη- κου- θήνα πεθαίνει. • Ἄλλος μπαίνει στὸ καράβι νὰ
θε καὶ πέφτει
τὰ πάνω, σὰ νὰ λέῃ· Σ᾽ εὐχαριστῶ, Θεέ μου. παρήγγειλε.
νε νὰ τοῦ φέρῃ •κάτω·
Ἄλλος συγκοπὴ
ὁ σερβιτόρος μπαίνεικαὶ στὸ
τὸνπέκαφφὲ
θανε.
στὸν •ὠποὺ
ἀεροπλάνο Ἄλ
κε--
νάει
δὲν ἔτὸ
μάει τὴν
χειΘεὸ οὐ ρά
γλῶσσα του σὰ νὰ
νὰ πῇ εὐχαριστῶ,
ὁ ἀχάριστος, σοῦ λέῃ,
ὁ ἀχαρακτήριστος! καὶ κου- πάῃ
Ἀφεντικό, στὴν Αὐστραλία, πεθαίνει μέσ᾿
Βλέπεις τὸ σκύλο· τοῦ λος
ἀπὸ πάλι
παρήγγειλε. πέθανε
Θεσσαλονίκη στὸ
• Ἄλλοςστὴ καὶ καφφενεῖο,
μέχρι
μπαίνει νὰ στὸ ἐνῶ
φτάσῃ περίμε-
ἀεροπλάνοστὴν Ἀ-
σ᾽ εὐτὴν
νάει χαριστῶοὐρά ποὺ
τουμὲ σὰ νὰπετᾷς
θυμήθηκες.
σοῦ λέῃ, ἕνα κόκκαλο,
ὁ ἄνθρω- ανὸ
ΚιἈφεντικό, καὶ τὸν ῥίχνουν θάλασ σα…

δὲνΤὸ τρίτο ἁμάρτημά του ποιό ἦταν; Ἔπρεπε κου- ἀθή νεπὸ νὰ τοῦ
ναΘεσσαλονίκηφέρῃ
πεθαίνει. ὁ σερβιτόρος
• Ἄλλος
καὶνυκτὶ
μέχριμπαίνει τὸν
νὰψυχήν καφφὲ
στὸ καράβι
φτάσῃ στὴν ποὺ νὰ
Ἀ -
εὐἔχαριστῶ
πος;
σ᾽ χειμπουκιὰ
τὴ γλῶσσα ποὺἔχει νὰ πῇ στὸ
μὲ θυμήθηκες.εὐχαριστῶ,
στόμα Κι καὶὁκαὶ βλαστη-
ἄνθρω- «Ἄ φρον, ταύτῃ τῇ τὴν σου ἀπαι-
νὰ
νάει σκεφτῇ, ὅτι ἔξω ἀπ᾽ τὸ σπίτι του ὑπάρχουν παρήγγειλε.
πάῃ
θή να στὴν • Ἄλλος
Αὐστραλία,
πεθαίνει. • Ἄλλος μπαίνει
πεθαίνει
μπαίνει στὸ
μέσ᾿
στὸ ἀεροπλάνο
στὸν
καράβι ὠ κε-
νὰ
μάει τὴν
πος; οὐρά
τὸ μπουκιὰ
τὴ Θεὸ του
ὁ ἀχάριστος,
ἔχεισὰ στὸ νὰ σοῦ λέῃ,
ὁ ἀχαρακτήριστος!
στόμα καὶ Ἀφεντικό,
βλαστη- τοῦσιν ἀπὸ σοῦ» (ἔ.ἀ. 12,20). Ἄγνωστη ἡ ὥρα. Γι᾽ αὐ-
καὶ
σ᾽ κάποιοι
εὐ χαριστῶ πεινασμένοι.
ποὺ μὲ Τί ἔπρεπε Κι
θυμήθηκες. νὰὁκάνῃ;
ἄνθρω- Νὰ τὸ ἀανὸ
πὸ
πάῃ Θεσσαλονίκη
καὶ
νάστὴν τὸν
᾽χουμε ὅλοι ἕκαὶ
ῥίχνουν
Αὐστραλία, τοιστὴμέχρι
μα τὰθάλασ
πεθαίνει νὰιτήριά
εἰσ φτάσῃ
σα…
μέσ᾿ μας.
στὸν στὴν ὠ Ἀ-
κε-
Ποιό
 Τὸ τὸ
μάει
κρατήσῃ τρίτοΘεὸἁμάρτημά
ὅ,τι
ὁ ἀχάριστος,
χρειαζόταν του γιὰ
ὁ ἀχαρακτήριστος!
ποιότὸν ἦταν;
ἑ αυτό Ἔπρεπε
του, τὴ θή να
«Ἄ πεθαίνει.
φρον, ταύτῃ • Ἄλλοςτῇ νυκτὶ μπαίνει
τὴν στὸ
ψυχήν καράβι
σου ἀπαι-νὰ
πος; τὴ μπουκιὰ ἔχει στὸ στόμα καὶ βλαστη- εἶνε ανὸ καὶ τὸν ῥίχνουν
τὸ εἰσιτήριο· νὰ στὴπιστεύουμε
θάλασσα… στὸ Χριστό,
νὰΤὸσκεφτῇ,
γυναῖκα τρίτο ὅτιπαιδιά
καὶἁμάρτημά
τὰ ἔξω ἀπ᾽ του
του, τὸκαὶσπίτι
ποιό του
τὰἦταν; ὑπάρχουν
περισσεύοντα
Ἔπρεπε πάῃ τοῦσιν στὴν ἀπὸ Αὐστραλία,
σοῦ» (ἔ.ἀ. πεθαίνει
τῇ12,20). Ἄγνωστη μέσ᾿ στὸν
ἡ ὥρα. Γι᾽ὠμᾶς
κε-
αὐ-
μάει τὸ Θεὸ
καὶ κάποιοι
ὁ ἀχάριστος,
πεινασμένοι. Τί
ὁ ἀχαρακτήριστος!
ἔπρεπε νὰ κάνῃ; Νὰ νὰ μετανοοῦμε
«Ἄ φρον, ταύτῃ καὶ νὰ
νυκτὶεἴμαστε
τὴν ψυχήν ἕτοιμοι σου νὰ ἀπαι-
ἀγαθὰ νὰ τὰ μοιράσῃ. Τὰ λέει αὐτὰ τὸ Εὐαγ- πάρῃ
νὰ σκεφτῇ, ὅτι ἔξω ἀπ᾽ τὸ σπίτι του ὑπάρχουν ανὸ
τὸ νά ὁ
τοῦσιν καὶ τὸν
᾽χουμε ῥίχνουν
ὅλοι ἕ τοι μα
στὴ τὰ
θάλασ
Κύριος κοντά του, ἐκεῖ, μαζὶ μὲ τοὺς-
ἀπὸ σοῦ» (ἔ.ἀ. 12,20). Ἄγνωστη εἰσ ιτήριά
σα…
ἡ ὥρα. μας. Γι᾽ Ποιό
αὐ
 Τὸ
κρατήσῃτρίτο
δὲνὅ,τιἁμάρτημά
χρειαζόταν του ποιό
Τίγιὰ τὸνἦταν; ἑαυτό Ἔπρεπε
του,Νὰ τὴ εἶνε
καὶ
γέ κάποιοι
λιο, πεινασμένοι.
εἶνε ἀνάγκη νὰ ἔπρεπε
ἔρθουν νὰοἱ κάνῃ;
κομμου- τὸ «Ἄ
νά
ἀγγέλους φρον,
τὸ ταύτῃ
εἰσιτήριο·
᾽χουμε καὶ ὅλοι ἕτῇνὰνυκτὶ
τοι
ἀρχαγγέλους. πιστεύουμε
μα τὰτὴν εἰσψυχήν
ιτήριά στὸ μας.
σου Χριἀπαι-στό,
Ποιό
νὰ σκεφτῇ,
γυναῖκα
κρατήσῃ νὰκαὶ
ὅ,τι ὅτι
τὰ ἔξω
παιδιά
χρειαζόταν ἀπ᾽ τὸγιὰ
του, σπίτι
καὶτὸντὰτουἑπερισσεύοντα
αυτό ὑπάρχουν
του, τὴ εἶνε νὰ μετανοοῦμε καὶ νὰ εἴμαστε ἕτοιμοι
νισταὶ μᾶς τὰ ποῦν· τά ᾿πε πολὺ ἐνωρίτερα τοῦσιν τὸ εἰσιτήριο· νὰ πιστεύουμε
ἀπὸ σοῦ» (ἔ.ἀ. 12,20). Ἄγνωστη ἡ ὥρα.
στὸ Χριστό, Γι᾽
νὰ αὐ-
μᾶς
ἀγαθὰ
καὶ κάποιοι
γυναῖκα νὰκαὶτὰ τὰμοιράσῃ.
πεινασμένοι.
παιδιά του, Τίκαὶ
Τὰ τὰαὐτὰ
ἔπρεπε
λέει περισσεύοντα
οἱνὰ κάνῃ;
τὸ Εὐαγ-Νὰ τὸ νά ᾽χουμε ὅλοι ἕτοι*μα * *τὰ εἰσιτήριά μας.
ὁ Χριστός· καὶ ὅ,τι ὡραῖο ἔχουν κομμουνι- νὰ
πάρῃμετανοοῦμε
Αὐτὰ τὰ λίγα,καὶ
ὁ Κύριος κοντά νὰ εἴμαστε
ἀγαπητοί του, ἐκεῖ,
μου, ἕτοιμοι
μα
εἶχαζὶ μὲ νὰτοὺς
νὰ Ποιό
μᾶς
σᾶς
ἀγαθὰ
κρατήσῃ
γέλιο,
σταί –ἂν νὰὅ,τι
δὲν ἔτὰ εἶνε
χουν μοιράσῃ.
χρειαζόταν
ἀνάγκη
κάτι Τὰ
ὡραῖο–, γιὰ
νὰ τὸν
ἔρθουν
λέει τόαὐτὰἑ αυτό
᾽χουν οἱτὸ του,
κομμου-
Εὐαγ-
παρμέ- τὴ εἶνε
ἀγγέλους
πάρῃ τὸὁ εἰσιτήριο·
Κύριοςκαὶ νὰ
ἀρχαγγέλους.
κοντά πιστεύουμε
του, ἐκεῖ, στὸ
μα ζὶ Χρι
μὲ στό,
τοὺς
γυναῖκα
νισταὶ νὰ καὶ
μᾶς τὰ τὰπαιδιά
ποῦν· του, τά καὶ
᾿πε τὰ
πολὺ περισσεύοντα
ἐνωρίτερα πῶ κι ἂς τὰ προσέξουμε ὅλοι. Νὰ ζήσουμε
γέ
νο λιο,
ἀπ᾽ δὲντὸ εἶνε
Εὐαγγέλιο. ἀνάγκη Ἂν νὰ ἔρθουν
ἀκοῦμε τὰοἱ κομμου-
λόγια τοῦ στὸν νὰ μετανοοῦμε
ἀγγέλους καὶ καὶσκέψι,
μὲἀρχαγγέλους. νὰ* εἴμαστε
* * ὅτι γυμνοὶ ἕτοιμοι νὰ μᾶς
γεννηθή-
ἀγαθὰ
ὁ Χριστός·
νισταὶ νὰδὲν
νὰ τὰκαὶ
μᾶς μοιράσῃ.
τὰὅ,τιποῦν·ὡραῖο Τὰ λέει
ἔχουν
τάτίποτε
᾿πε αὐτὰ
πολὺ τὸ Εὐαγ- πάρῃ κόσμο
οἱἐνωρίτερα
κομμουνι- ὁ Κύριος
τὴ
κοντά του, ἐκεῖ, μα ζὶ μὲ
Χριστοῦ, χρειά ζεται ἄλλο. Αὐτὰ τὰ λίγα, ἀγαπητοί μου, εἶχα νὰτοὺς σᾶς
γέ λιο,–ἂν
ὁσταί
Χριστός· δὲνἔχουν
εἶνε
καὶ ὅ,τιἀνάγκη
κάτι ὡραῖο νὰἔχουν
ὡραῖο–, ἔρθουν οἱοἱ
τό ᾽χουν παρμέ- καμε
κομμου-
κομμουνι- ἀγγέλους
καὶ γυμνοὶ θὰ πεθάνουμε.
καὶ ἀρχαγγέλους.
***
 Καὶ ἡνὰ
νισταὶ τέταρτη ἁμαρτία τάποιά ὅτι ἔζησε πῶΑὐτὰ
ἦταν·ἐνωρίτερα ὉκιΧριστὸς
ἂςτὰτὰ προσέξουμε
λίγα,δὲνἀγαπητοί
ἔπιασε στὰ ὅλοι.
μου, χέρια Νὰ του
εἶχα ζήσουμε
νὰ χρή- σᾶς
νο ἀπ᾽
σταί –ἂν τὸἔμᾶς
χουν τὰκάτι
Εὐαγγέλιο. ποῦν· Ἂν
ὡραῖο–, ᾿πε τό
ἀκοῦμε πολὺ τὰ λόγια
᾽χουν παρμέ- τοῦ στὸν γυμνοὶ γεννηθή-
σὰν
ὁ κτῆνος,καὶ
Χριστός· σὰν τὸ ὡραῖο
ὅ,τι ζῷο. Ἔχετε ἔχουνδεῖ οἱ
πῶ κι κόσμο
ἂς τὰ μὲ τὴ
προσέξουμε
χοῖρο; Δὲν ματα, γι᾽ αὐτὸ δὲν εἶνε μὲ τοὺς πλουσίους *
σκέψι, * * ὅτιὅλοι. Νὰ ζήσουμε
Χριστοῦ,
νο δὲν χρειά
ἀπ᾽ τὸ Εὐαγγέλιο. ζεται
Ἂν ἀκοῦμετίποτε τὰκομμουνι-
ἄλλο. λόγια τοῦ στὸν καμε
Αὐτὰ καὶτὰ γυμνοὶ
λίγα, θὰ πεθάνουμε.
ἀγαπητοί ὅτιμου, γυμνοὶ εἶχα γεννηθή-
νὰ εἶνε σᾶς
ση
σταίκώνει
–ἂν ποτὲ
ἔ χουν τὸ κεφάλι
κάτι ὡραῖο–,του ἐπάνω·
τό ᾽χουν εἶνεπαρμέ-
πάντα πλε κόσμο
ονέκτες μὲ
καὶτὴ σκέψι,
φιλαργύρους· ὁ Χριστὸς

Χριστοῦ,
Καὶ
σκυμμένος ἡ δὲν χρειά
τέταρτη ζεται τίποτε
ἁμαρτία
κάτω, ψάχνει ποιά
μέσ᾿ στὶς
ἄλλο.
ἦταν· ὅτι ἔζησε
καὶ μὲ καμε
πῶ Ὁκι
τοὺς καὶφτωχούς,
ἂς γυμνοὶ θὰαὐτοὺς
Χριστὸςτὰ προσέξουμε
δὲν πεθάνουμε.
ἔπιασε ὅλοι.
στὰ Νὰ
χέρια ζήσουμε
του χρή-
νο ἀπ᾽ τὸ Εὐαγγέλιο. Ἂν ἀκοῦμε τὰλάσπες
λόγια τοῦ ποὺ ἀρκοῦνται στὰ
γυμνοὶ γεννηθή-
σὰν
Καὶκτῆνος,
ἡ τέταρτη
καταβροχθίζει σὰν τὸ ζῷο. Ἔχετε
ἁμαρτία
ἀποφάγια. ποιά ἦταν·
Μόνο δεῖφορὰ
μιά ὅτι ἔζησε
χοῖρο; ὁ Δὲν
χοῖ - στὸν
ματα,
λίγα. κόσμο
Ὁ Αὐτὸς γι᾽ αὐτὸ
Χριστὸς μὲδὲν
ποὺ τὴδὲν σκέψι,
εἶνε ὅτι
ἔπιασε
ἀρκεῖται μὲ
στὰ
στὰ τοὺς
χέρια
λίγα πλουσίους
εἶνετουεὐλο- χρή-
Χριστοῦ, δὲν χρειάζεται τίποτε ἄλλο. καμε καὶ γυμνοὶ θὰ πεθάνουμε.
ρος βλέπει τὸν οὐρανό· ὅταν τὸν πιάσῃ ὁ χασά- γημένος· ἐκεῖνος ποὺ θέλει τὰ πολλὰ δὲνεἶνε
σὰν
ση κτῆνος,
κώνει ποτὲ σὰντὸ κεφάλι
τὸ ζῷο. του
Ἔχετε ἐπάνω·δεῖ εἶνε
χοῖρο; πάνΔὲντα πλε
ματα, ονέκτες
γι᾽ αὐτὸ καὶ φιλαργύρους·
δὲν εἶνε μὲ τοὺς ὁ Χριστὸς
πλουσίους εἶ-

ση
πηςΚαὶ
σκυμμένος
κώνει
καὶἡ τέταρτη
ποτὲ
τὸν τὸ ἁμαρτία
κάτω,
γυρίσῃ ψάχνει
κεφάλι
ἀνάποδα ποιά
τουμέσ᾿ ἦταν·
στὶς
ἐπάνω·
γιὰ νὰ τὸν ὅτισφά
λάσπες
εἶνε ἔζησεκαὶ
πάνξῃ·τα νε μὲτοῦ
πλε Ὁτοὺς
ονέκτες φτωχούς,
Χριστὸς
Θεοῦ, καὶ δὲν
εἶνε ἔπιασε
αὐτοὺς
φιλαργύρους·
τοῦ στὰ
ποὺχέρια
διαβόλου. ὁἀρκοῦνται
Χριστὸςτου χρή- εἶνε
στὰ
σὰν κτῆνος,
καταβροχθίζει
σκυμμένος
τότε γιὰ πρώτη σὰν
κάτω, τὸ
ἀποφάγια.ζῷο.βλέπουν
ψάχνει
φορὰ Ἔχετε
Μόνοστὶς
μέσ᾿ δεῖ
μιά χοῖρο;
μάτιαὁΔὲν
φορὰ
τὰλάσπες χοῖ
του μὲ
καὶ- ματα, τοὺς
λίγα.
Θά γι᾽φτωχούς,
Αὐτὸς
᾽ρθῃ αὐτὸ
μιὰποὺ δὲν
μέ εἶνε
ἀρκεῖται
ρα αὐτοὺς
ποὺ ὅλα μὲστὰ
ποὺ τοὺς
λίγα
αὐτὰ πλουσίους
εἶνε
ἀρκοῦνται
τὰ πλούτηεὐλο-
στὰ
ση κώνει
ρος βλέπει
καταβροχθίζει
οὐρανό· ποτὲ
καὶτὸν τὸ κεφάλι
οὐρανό·
ἀποφάγια.
μένει λίγο βουβός,του
ὅταν
Μόνο ἐπάνω·
τὸν μιά πιάσῃ
δὲν εἶνε
φορὰ πάν
ὁ ὁχαχοῖ
γρυλίζει. τα
σά-- θὰ πλε
λίγα. ονέκτες
γημένος· Αὐτὸς
ἐξανεμιστοῦν. καὶ
ἐκεῖνος φιλαργύρους·
ποὺ ἀρκεῖται ποὺτὸθέλει
Θὰ στὰτὰ
δῆτε ὁ Χριστὸς
πολλὰ
λίγα
αὐτό· εἶνεθὰ δὲν εἶνε
εὐλο-
περά- εἶ-
σκυμμένος
πηςβλέπει
ρος καὶ τὸντὸν κάτω,
γυρίσῃ ψάχνει
οὐρανό· ἀνάποδα ὅ μέσ᾿
ταν τὸνστὶς
γιὰ νὰ
πιάσῃ λάσπες
τὸνὁσφά χα καὶ
ξῃ· σουν
σά- μὲ
νε τοὺς
τοῦ
γημένος· φτωχούς,
Θεοῦ,
ἐκεῖνος εἶνε
τὰ χρόνια καὶ ὅλα αὐτὰ αὐτοὺς
τοῦ
ποὺ ποὺ
διαβόλου.
θέλει τὰ ἀρκοῦνται
νομίσματα θὰ-
πολλὰ δὲν στὰεἶ
Ἔτσι κι ὁ πλεονέκτης
καταβροχθίζει ἀποφάγια. πλού
Μόνο σιμιά
ος· φορὰπερνάει ὁ χοῖὅ-- λίγα. Αὐτὸς ποὺ ἀρκεῖται στὰ λίγα εἶνε εὐλο-
τότεκαὶ
πης γιὰ τὸνπρώτη
γυρίσῃ φορὰἀνάποδα βλέπουν γιὰ νὰτὰτὸν μάτιασφά του
ξῃ· νε Θά
τοῦ ᾽ρθῃ
Θεοῦ, μιὰ μέ
εἶνε ρα
καταργηθοῦν· ἕνα «νόμισμα» θὰ ἰσχύῃ τοῦ ποὺ ὅλα
διαβόλου. αὐτὰ τὰ πλούτη πάν-
λη
ρος τὴ ζωή του
βλέπει τὸν σκυμμένος
οὐρανό· ὅ ταν στὴν
τὸν ὕλη,
πιάσῃ καὶ
ὁ μόνο
χα σά- γημένος· ἐκεῖνος ποὺ θέλει τὰ πολλὰ δὲν εἶ-
οὐρανό·
τότε γιὰ καὶ
πρώτη μένει φορὰ λίγο βουβός,
βλέπουν δὲν
τὰ γρυλίζει.
μάτια του θὰ Θά
τοτε, ἐξανεμιστοῦν.
ἡ τίμια
᾽ρθῃ ἐργασία,
μιὰ μέ ρα Θὰ ποὺ
ἡ τὸ δῆτε
ὅλα
εὐλογημένη αὐτό·
αὐτὰ τὰ θὰπλούτη
δουλειά.περά-
ὅταν
πης ἔρχεται
καὶ τὸν ξαφνικὰ
γυρίσῃ ὁ ἀρχάγγελος
ἀνάποδα γιὰ νὰ νὰ τὸν
τὸν σφά πά
ξῃ·- νε τοῦ Θεοῦ, εἶνε τοῦ διαβόλου.
οὐρανό·
ρῃ, Ἔτσι
τόγιὰτε κικαὶ μένει τὰ
ὁ πλεονέκτης
ἀνοίγουν λίγο μάτιαβουβός,
πλού τουσικαὶ δὲν
ος· γρυλίζει.
περνάει
βλέπει
σουν
θὰ
ὅ- Ὅποιος
ὅτι,
τὰ δουλεύει
χρόνια καὶθὰ
ἐξανεμιστοῦν. Θὰὅλα τὸαὐτὰ
ζῇ, δῆτετὰ
ὅποιος νομίσματα
αὐτό·
δὲν θὰ περά-
ἀγαπᾷ θὰ
τὴ
τότε
ληρα τὴἀπ᾽ζωή πρώτη φορὰ βλέπουν τὰ μάτια του σουνΘά ᾽ρθῃ
καταργηθοῦν·
τὰ μιὰ
χρόνια μέ
ἕνα
καὶ ρα ποὺ
«νόμισμα»
ὅλα ὅλα
αὐτὰ αὐτὰ
τὰ θὰ τὰ
ἰσχύῃ
νομίσματα πλούτη πάνθὰ -
πέ Ἔτσι κιτὰὁτου σκυμμένος
πλεονέκτης
χωράφια τὰστὴν
πλού
καὶβουβός, σιος· ὕλη,
καλαμπόκια καὶκαὶ
περνάει μόνοὅ- δουλειὰ θά ᾽νε δυστυχισμένος.
τὰ
οὐρανό·
ὅταντὴ ἔρχεται
καὶ μένει λίγο δὲν γρυλίζει. θὰ ἡ τίμια
ἐξανεμιστοῦν. ἐργασία, Θὰ τὸ δῆτε
Τὸ χρῆμα, αὐτὸς ὁ «μαμωνᾶς» (Ματθ. 6,24. Λουκ. 16,13),
τοτε,
καταργηθοῦν· ἕνα ἡ
«νόμισμα»εὐλογημένη αὐτό·
θὰ ἰσχύῃθὰ περά-
δουλειά. πάν -
λη
σι τάρια ζωήκαὶτου τὰξαφνικὰ
σκυμμένος
σπίτια ὁ ἀρχάγγελος
καὶ τ᾽στὴν ὕλη,νὰ
αὐτοκίνητα καὶτὸν πά
μόνο
καὶ τὰ- σουν
ρῃ,
ὅτανἜτσι
τό τεκι
ἔρχεται ὁ πλεονέκτης
ἀνοίγουνξαφνικὰ τὰ ὁμάτια
χρήματα καὶ τοὺς πυραύλους, ὑπάρχει ἕνας ἄλ πλού του
ἀρχάγγελος σι ος·
καὶ περνάει
βλέπει
νὰ τὸν ὅ
ὅτι,
πά -
- Ὅποιος
τοτε,
διέφθειρε ἡ τίμια
τὰ χρόνια
δουλεύει
τὴνἐργασία,
καὶθὰ ὅλα
ἀνθρωπότητα· ἡ αὐτὰ
ζῇ, ὅποιος
εὐλογημένη τὰ ἡνομίσματα
δὲν ἀγαπᾷ
φιλαργυρία
δουλειά. θὰτὴ
λη
πέρατὴ ζωή
ἀπ᾽ του
τὰ σκυμμένος
χωράφια καὶ τὰ στὴν ὕλη,
καλαμπόκια καὶ μόνο
καὶ τὰ καὶ καταργηθοῦν·
δουλειὰ
Ὅποιος δουλεύει
ἡ πλεονεξία ἕνα
θά ᾽νε δυστυχισμένος.
ἔφερε «νόμισμα»
θὰ ζῇ,ὅλα ὅποιοςτὰ κακάθὰ ἰσχύῃ
δὲν (βλ. ἀγαπᾷ πάν τὴ-
Α΄ Τιμ. 6,10).
ρῃ,
λος τό τε ἀνοίγουν
κόσμος. Τότε τὰ
βλέπειμάτια του
πόσο καὶ
λάθος βλέπει ἔκανε,ὅτι,
ὅταν τοτε,
- δουλειὰ ἡ
Τὸ χρῆμα,τίμια
θά ᾽νε ἐργασία,
αὐτὸς ὁ «μαμωνᾶς»
δυστυχισμένος.ἡ εὐλογημένη δουλειά.
(Ματθ. 6,24. Λουκ. 16,13),
πέ
πόσορα ἔρχεται
σιτάρια ἀπ᾽
ἀπατήκαὶ τὰ
τὰ θηκε·ξαφνικὰ
σπίτια
χωράφια ὁκαὶ
καὶ
«λογάριασε ἀρχάγγελος
τὰ χωρὶςνὰ
τ᾽ καλαμπόκια
αὐτοκίνητα τὸν τὸνκαὶ
καὶ πά
ξενο- τὰ
τὰ Αὐτὰ μᾶς διδάσκει τὸ εὐαγγέλιο σήμερα
ρῃ, τότε
χρήματα
σι τάρια ἀνοίγουν
καὶτός.τοὺς τὰ μάτια
πυραύλους, του καὶζή
ὑπάρχει βλέπει
ἕναςκαὶὅτι,
ἄλ Ὅποιος
διέφθειρε
Τὸ χρῆμα,
τὰ- καὶ αὐτὰ νὰ τηροῦμε.
δουλεύει
τὴν
αὐτὸς θὰ «μαμωνᾶς»
ζῇ,
ἀνθρωπότητα·
ὁ ὅποιος δὲν
ἡ φιλαργυρία
(Ματθ. ἀγαπᾷ
6,24. Λουκ. τὴ
16,13),
2 δό χο» κικαὶ
αὐ τὰ σπίτια
Περίμενε καὶ τ᾽πὼς αὐτοκίνητα
θὰ σῃ ἑκατὸ
πέ
λοςρακόσμος.
χρήματα
χρόνια, ἀπ᾽καὶτὰδὲν
καὶ χωράφια
Τότε
τοὺς ἔζησε καὶ
βλέπει
πυραύλους,
παρὰ τὰπόσοκαλαμπόκια
λάθος
ὑπάρχει
ἐλάχιστο. ἕνας
Ὅπως ἔκαὶ
κανε,
ἄλτὸ
δουλειὰ
καὶ ἡ θά
πλεονεξία ᾽νε
τὰ- διέφθειρε τὴν ἀνθρωπότητα· δυστυχισμένος.
ἔφερε
(†)ὁ ἐπίσκοπος
ὅλα τὰ κακά φιλαργυρία
(βλ.
ἡΑὐγουστῖνος Α΄ Τιμ. 6,10).
σι τάρια
πόσο καὶ
ἀπατή τὰ
θηκε·σπίτια καὶ
«λογάριασε τ᾽ αὐτοκίνητα
χωρὶς τὸν καὶ τὰ
ξενο- καὶ Τὸ
Αὐτὰ
ἡ χρῆμα,μᾶς
πλεονεξία αὐτὸς
διδάσκει
ἔφερε «μαμωνᾶς»
τὸ
ὅλα εὐαγγέλιο
τὰ (Ματθ. (βλ.
κακά 6,24.σήμερα
Α΄Λουκ. 16,13),
Τιμ. 6,10).
α σπό- λος κόσμος.
γεράκι πέφτει Τότε
ξαφνικὰβλέπει στὸ πόσολιβάδι λάθος κι ἁρ ἔκανε,
πάζει διέφθειρε τὴν ἀνθρωπότητα· ἡ φιλαργυρία
χρήματα
δόχο» κι καὶ τοὺς
αὐθηκε·
τός. πυραύλους, ὑπάρχει ἕνας καὶΑὐτὰ
ἄλ-Μαυροπηγῆς αὐτὰ νὰ
μᾶς τηροῦμε.
διδάσκει τὸκαὶεὐαγγέλιο
σύντμησις 24-10-200.σήμερα
ύναμι ὁ πόσο
τὴν ἀπατή
ὄρνιθα, ἔτσι Περίμενε
«λογάριασε
καὶ ὁ θάνατος πὼς θὰ
–ὁ ζή
χωρὶς σῃ
τὸν
χάρος ἑκατὸ
ξενο-
ποὺ
Ἀπομαγνητοφωνημένη ὁμιλία, ἡ ὁποία ἔγινε στὸν ἱ. ναὸ Ἁγ. Δημητρίου - Ἑορδαίας τὴν 23-11-1975. Καταγραφὴ

λος κόσμος. Τότε βλέπει καὶ


καὶ ἡ
αὐτὰπλεονεξία
νὰ τηροῦμε.ἔφερε ὅλα
(†) ἐπίσκοπος τὰ κακά (βλ. Α΄ Τιμ. 6,10).
Αὐγουστῖνος
σπόροι, χρόνια,
δό χο»
λένε– κικαὶ
ἁρ αὐ
πάζειδὲν
τός. ἔζησε
Περίμενε
μικροὺς παρὰ καὶπόσο
ἐλάχιστο.
πὼς θὰλάθος
μεγάλους. ζήσῃ ἔἑκατὸ
Ὅπως κανε, τὸ
Αὐτὰ μᾶς διδάσκει τὸ εὐαγγέλιο σήμερα
ὁ πλού- πόσο
χρόνια,
• Στὴ ἀπατή
καὶ θηκε·
δὲν
Φλώρινα ἔζησε «λογάριασε
ἕναπαρὰ παιδὶ χωρὶς
ἐλάχιστο.
19 χρονῶν, τὸν
Ὅπως ξενο-
ἔξυ-τὸ (†) ἐπίσκοπος Αὐγουστῖνος
δόχο» κι αὐτός. Περίμενε πὼς θὰ ζή καὶ αὐτὰ νὰ τὴντηροῦμε.

τὸσῃαὐτοκί-
ἑκατὸ
Ἀπομαγνητοφωνημένη ὁμιλία, ἡ ὁποία ἔγινε στὸν ἱ. ναὸ Ἁγ. Δημητρίου Μαυροπηγῆς - Ἑορδαίας 23-11-1975. Καταγραφὴ καὶ σύντμησις 24-10-200.

υ», «τὰ πνο, ἱκανώτατο, ὡραιότατο, πῆρε


ὑπάρ- χρόνια, καὶ δὲν ἔζησε παρὰ
νητο τοῦ πατέρα του νὰ κάνῃ μιὰ βόλτα· πέ- ἐλάχιστο. Ὅπως τὸ (†) ἐπίσκοπος Αὐγουστῖνος
Ἀπομαγνητοφωνημένη ὁμιλία, ἡ ὁποία ἔγινε στὸν ἱ. ναὸ Ἁγ. Δημητρίου Μαυροπηγῆς - Ἑορδαίας τὴν 23-11-1975. Καταγραφὴ καὶ σύντμησις 24-10-200.

»!… ρασε ἀπὸ ἕνα γεφύρι,


Τὸ φυλλάδιο
Ἀπομαγνητοφωνημένη ἐκεῖ
διανέμεται
ὁμιλία, ἡ ὁποίαγλίστρησε,
ἀπὸ
ἔγινετὸν
στὸν ἱ. ναὸ Ἁγ.ἔπεσε,
Ἱεραποστολικὸ Σύλλογο
Δημητρίου Κυριακή,
Μαυροπηγῆς τηλ:τὴν
- Ἑορδαίας 23510 22183
23-11-1975. – Κατερίνη,
Καταγραφὴ καὶ σύντμησις 24-10-200.

τι πρά- σκοτώθηκε. Ποιός τὸ περίμενε; Ὁ πατέρας


μὲ τὴν εὐλογία τῆς Ἱερᾶς Μητροπόλεως.

του ἑτοιμαζόταν νὰ τὸν ἀρραβωνιάσῃ, μὰ τὸν


Στὸ διαδίκτυο στὸν ἱστότοπο: http://www.iskiriaki.com
σφετε-
Τὸ δεύ- «ἀρραβώνιασε» ὁ θάνατος. • Μιὰ γριὰ πάλι ἀ-
υ γέμι- πὸ ἕνα χωριὸ ἦρθε κλαμένη· –Ἔχασα τὸν ἄν-
τρα μου!… –Τί εἶχε; –Τίποτα· σηκωθήκαμε τὸ
«Ἐγενόμην ἐν Πνεύματι ἐν τῇ Κυριακῇ ἡμέρᾳ καὶ ἤκουσα φωνὴν ὀπίσω μου μεγάλην ὡς σάλπιγγος» (Ἀπ. 1,10)
Ἐκδίδεται ἀπὸ τὴν Κοινοβιακὴ Γυναικεία Ἱερὰ Μονὴ Ἁγίου Αὐγουστίνου Φλωρίνης – 531 00 ΦΛΩΡΙΝΑ – τηλ. 23850-28610 –imaaflo@yahoo.gr

Περίοδος Γ΄- Ἔτος ΙΘ΄


ΙΣΤ΄ Κυριακὴ ΙΓ΄ Λουκᾶ (Λουκ. 18,18-27) Συντάκτης (†) ἐπίσκοπος
Ἀριθμ. φύλλου 916
7002 24 Νοεμβρίου 2019 (2002)
(1999) Αὐγουστῖνος Ν. Καντιώτης

Περὶ πλούτου
«Πῶς δυσκόλως οἱ τὰ χρήματα ἔχοντες εἰσελεύ-


σονται εἰς τὴν βασιλείαν τοῦ Θεοῦ!» (Λουκ. 18,24)
κούσατε, ἀγαπητοί μου, τὸ ἱερὸ καὶ ἅγιο Ὑποθέστε λοιπὸν ὅτι ἔχουμε μπροστά μας
εὐαγγέλιο. Θὰ σᾶς παρακαλέσω, νὰ προσ- ἕνα πλούσιο σὰν αὐτὸν ποὺ λέει σήμερα τὸ
έξουμε ἕνα λόγο τοῦ Χριστοῦ, μία προειδο- εὐαγγέλιο, ποὺ ἦταν «πλούσιος σφόδρα» (Λουκ.
ποίησι· τὴν ἀπευθύνει ὁ Κύριος πρὸς ὅλους 18,23). Ὑποθέστε ὅτι ἔχει σπίτια, ἐπαύλεις, μέ-
τοὺς ἀνθρώπους ὅλων τῶν αἰώνων, ἀλλὰ ἰδι- γαρα, πλοῖα, μετοχές, ἐργοστάσια, ῥάβδους
αιτέρως πρὸς τοὺς πλουσίους. χρυσοῦ. Νὰ τὸν φθονήσουμε; Ἐγὼ τοὐλάχι-
Τὸ Εὐαγγέλιο δὲν εἶνε ἕνα συνηθισμένο στον δὲν τὸν φθονῶ· τὸν λυπᾶμαι. Ἀλλὰ θέ-
βιβλίο· εἶνε τρομερὸ βιβλίο. Θέτει στὸν κα- λω νὰ τὸν πλησιάσω καὶ νὰ τοῦ θέσω ἕνα ἐ-
θένα μας, εἴτε φτωχὸς εἶνε εἴτε πλούσιος, εἴ- ρώτημα· Ἀγαπητὲ φίλε, αὐτὰ ὅλα πῶς τὰ ἀπέ-
τε βασιλιᾶς εἴτε ζητιάνος, θέτει ἕνα δίλημμα. κτησες; Ἐὰν τὰ ἀπέκτησες μὲ τὸν τίμιο ἱδρῶ-
Τὸ Εὐαγγέλιο ἢ εἶνε ψέμα, ἢ εἶνε ἀλήθεια· ἕ- τα σου, τότε δὲν μπορῶ νὰ σὲ κατηγορήσω.
να ἀπὸ τὰ δυό. Ἐὰν εἶνε ψέμα, ἂς ἑνωθοῦμε Γεννᾶται ὅμως ἡ ἀπορία· Εἶνε δυνατόν, μὲ τὸ
κ᾿ ἐμεῖς μὲ τοὺς ἀθέους καὶ ὑλιστὰς καὶ ἂς τὸ Εὐαγγέλιο στὸ χέρι, ν᾿ ἀποκτήσῃ ἄνθρωπος
ῥίξουμε στὴ φωτιά· ἀλλὰ τότε θὰ ἔρθῃ ὥρα τεράστια περιουσία; Τὰ μέσα, μὲ τὰ ὁποῖα σή-
ποὺ θὰ καταλάβουμε, ὅτι «σκληρὸν πρὸς κέ- μερα οἱ πλούσιοι ἀποκτοῦν τὰ μεγάλα πλού-
ντρα λακτίζειν» (Πράξ. 26,14). Ἐὰν ὅμως τὸ Εὐαγγέ- τη, εἶνε γνωστά. Σήμερα στὸν κόσμο ἐπικρα-
λιο δὲν εἶνε ψέμα ἀλλὰ εἶνε ἀλήθεια τοῦ οὐ- τεῖ ὁ νόμος «Ἅρπαξε νὰ φᾷς καὶ κλέψε νά
ρανοῦ, τότε εἴμαστε ὑποχρεωμένοι νὰ ἐκτε- ᾿χῃς». Σήμερα τὰ μέσα, μὲ τὰ ὁποῖα ἀποκτᾶ-
λέσουμε ὅ,τι λέει μέχρι κεραίας· καὶ ἀλλοί- ται ὁ πλοῦτος, εἶνε τὰ ψεύδη, οἱ ἀπάτες, οἱ
μονο ἂν δὲν τὰ ἐκτελέσουμε. ἁρπαγές, οἱ κλοπές, οἱ πλαστογραφίες, ἡ ἀδι-
*** κία τοῦ ἄλλου, ἡ φοροδιαφυγή… Ἔτσι σχη-
Ἐὰν πιστεύουμε, ἀγαπητοί μου, τὸ Εὐαγ- ματίζεται τὸ κεφάλαιο, ἔτσι τὰ χρήματα μα-
γέλιο, τότε θὰ προσέξουμε καὶ ἐκεῖνα τὰ λό- ζεύονται σὲ λίγα χέρια. Καὶ εἶνε γεγονός, ὅτι
για του ποὺ ἀκούσαμε σήμερα. Εἶνε τρομερὰ ὁ περισσότερος πλοῦτος, τὸ κεφάλαιο, εἶνε
γιὰ ὅποιους ἔχουν περίσσευμα ἀγαθῶν. Μᾶς στὰ χέρια λίγων οἰκογενειῶν. Καταργεῖ τὶς μι-
λέει ὁ Κύριος, ὅτι εἶνε πολὺ δύσκολη ἡ σωτη- κρὲς ἐπιχειρήσεις, τὰ μικρὰ καταστήματα.
ρία τῶν πλουσίων. Πιὸ εὔκολο εἶνε, λέει, νὰ «Τὸ μεγάλο ψάρι τρώει τὸ μικρό». Ἡ ἐκμε-
περάσῃ μιὰ γκαμήλα ἀπὸ τὴν τρύπα μιᾶς βε- τάλλευσι μειώνει τοὺς μισθούς. Ἔχει ἕνας
λόνας, παρὰ νὰ μπῇ ἕνας πλούσιος στὴ βασι- στὸ ἐργοστάσιό του ἑκατὸ ἐργάτες, ποὺ δου-
λεία τῶν οὐρανῶν. λεύουν καὶ ἀπὸ τὴν ἐργασία τους ὁ ἐργοστα-
Ἐὰν τώρα μὲ ρωτήσετε, γιατί εἶνε τόσο δύ- σιάρχης κερδίζει τεράστια ποσά. Τὸ δίκαιο εἶ-
σκολο νὰ σωθοῦν οἱ πλούσιοι, γιὰ ν᾿ ἀπαντή- νε, νὰ λάβουν κι αὐτοὶ κατ᾿ ἀναλογία στὴ δια-
σω σ᾽ αὐτὸ τὸ ἐρώτημά σας θὰ μοῦ ἐπιτρέ- νομὴ τοῦ κέρδους. Ἀλλὰ ὁ πλούσιος βιομή-
ψετε νὰ κάνω δύο ἄλλα ἐρωτήματα. Τὸ ἕνα χανος παίρνει τὴ μερίδα τοῦ λέοντος, οἱ δὲ
ἀφορᾷ στὰ μέσα, μὲ τὰ ὁποῖα ἀποκτᾶται ὁ ἐργάτες κάτι ψίχουλα… Ὅταν λοιπὸν λάβῃ
πλοῦτος· πῶς ἀπέκτησαν τὰ πλούτη; Καὶ τὸ κανεὶς ὑπ᾿ ὄψιν του τὰ σατανικὰ μέσα, ποὺ
ἄλλο ἐρώτημα ἀφορᾷ στὸν τρόπο, μὲ τὸν ὁ- χρησιμοποιοῦν σήμερα οἱ ἄνθρωποι γιὰ νὰ
ποῖο τὰ μεταχειρίζονται· πῶς καὶ ποῦ διαθέ- συσσωρεύσουν πλοῦτο, τότε καταλαβαίνει
τουν τὰ πλούτη τους; αὐτὸ ποὺ εἶπε ὁ Χριστός, ὅτι «δυσκόλως οἱ
Τὸ φυλλάδιο διανέμεται ἀπὸ τὸν Ἱεραποστολικὸ Σύλλογο Κυριακή, τηλ: 23510 22183 – Κατερίνη,
μὲ τὴν εὐλογία τῆς Ἱερᾶς Μητροπόλεως.
Στὸ διαδίκτυο στὸν ἱστότοπο: http://www.iskiriaki.com

You might also like