You are on page 1of 9

https://enfrascopequeno.blogspot.com/2020/05/el-monton-adela-fernandez.

html

Adela Fernández-Ο σωρός

Κύλισε ο βώλος πάνω στο χώμα, πέρασε πάνω από τον κύκλο που είχαμε χαράξει με ένα
ξυλάκι, χωρίς να πέσει στην τρύπα. Σκύβοντας, έσκισα το παντελόνι στα γόνατα. Έχασες!
Μου χρωστάς τρεις βώλους. Με ρώτησε, τι θέλω να γίνω όταν μεγαλώσω. Φυλακισμένος,
του είπα. Με διόρθωσε: Δεσμοφύλακας. Όχι, φυλακισμένος, επέμεινα· σκέφτομαι να
σκοτώσω τον κερατά, τον πατέρα μου.

Μου έφυγε η όρεξη για παιχνίδι. Δεν υπήρχε λόγος να κάθομαι να εξηγώ τις έγνοιες μου.
Μετάνιωσα που είπα στον Γκρίγιο, ότι ήθελα να σκοτώσω τον πατέρα μου. Ευτυχώς δεν
έχει καλή μνήμη, αύριο θα το έχει ξεχάσει.

Εκεί στο ψιλικατζίδικο, μάζεψα πολλά μεταλλικά καπάκια, τα έβαλα στις τσέπες μου και
βάλθηκα να τρέχω, για να ακούω τον θόρυβο· μ’ αυτόν τον τρόπο δεν άκουγα πια τις φωνές
που πάντα κουβαλούσα στο κεφάλι μου. Κατάλαβα ότι νύχτωνε, γιατί η πείνα φούντωνε
μέσα μου σκοτεινή· αυτός ο πονάκος που πάντοτε μετατρέπεται στο στόμα μου σε μια ξινή
γεύση. Γύρισα στο σπίτι. Στην είσοδο της γειτονιάς η Μάργαρα σκότωνε αρουραίους με ένα
ραβδί. Επειδή, η γριά, δεν μπορεί να κοιμηθεί, περνάει τις νύχτες σκοτώνοντας
αρουραίους, γι’ αυτό ο κερατάς, της έβγαλε το παρατσούκλι, η Γάτα, κι επειδή έχει ακόμα
γκρίζο δέρμα και κίτρινα μάτια, κι επειδή τρώει το ψωμί της μουσκεμένο στο γάλα, είναι
αλήθεια, το παρατσούκλι, της ταιριάζει γάντι.

Μπήκα στο δωμάτιο κι είδα όπως πάντα τα ίδια. Για τον καθένα, θα υπήρχε ακαταστασία,
όμως όχι, το κάθε τι βρισκόταν στην θέση του: περισσέματα επάνω στο τραπέζι και στην
φουφού. Στην γωνία, αριστερά στο βάθος, η λεκανίτσα. Φάρμακα, κεριά και χαρτάκια στο
ράφι. Μπουκάλια μπύρας στερεωμένα στο σπασμένο τζάμι. Οι ξηλωμένες πετσέτες
κρεμασμένες στα καρφιά, δεξιά στον τοίχο, εκεί, μαζί με το κόκκινο σακάκι του γέρου: πάει
καιρός που δεν το φοράει πια, από τότε που του έκατσε το δερμάτινο. Στο ντουλάπι, τα
φασόλια, το βούτυρο, το αλάτι, ο καφές και η ζάχαρη. Ακόμα, η εικονίτσα του Αγίου Ιούδα
του Ταδαίου κι ένα βάζο με βότανα που ξορκίζουν τα πνεύματα, αρμυρήθρα και βασιλικός.
Στις γωνίες σωροί από ρούχα, το σακίδιο του κερατά, η λάμπα του πετρελαίου…

Είχε νυχτώσει πια, όλα τα αδέλφια μου κοιμόντουσαν, εκτός από την Χασίντα, εκείνη έτριβε
την πλάτη της μαμάς. Σερβίρισα ένα πιάτο φασόλια και τα έφαγα αργά, κάνοντας τον
καλοαναθρεμμένο (το αγαπημένο μου φανταστικό παιχνίδι) παρ’ όλο τον πόνο που
προκαλεί η πείνα. Συγκράτησα το ζωώδες ένστικτο και το έκανα έτσι αργά, σαν να μη τρώμε
για να τραφούμε, αλλά για να λιποθυμήσουμε. Έτρωγα με την πλάτη γυρισμένη, για να μην
τους βλέπω. Μετά γύρισα και τους είδα: ήταν εκεί στο πάτωμα, σωριασμένοι, σαν
πτώματα, τυλιγμένοι σε κουρέλια, ένας βρωμερός λεκές, τα μέλη μπερδεμένα,
ανακατεμένα, κακοχυμένα, ένα πόδι επάνω από ένα μπράτσο, κάτι πλάτες, ένα χέρι μονάχο
του σε μια γωνία, τρεις σωροί μαλλιά, κι ένα κεφάλι πρώτο πλάνο, του Χουανίτο, με το
στόμα ανοιχτό. Έτσι είναι τα αδέλφια μου κάθε νύχτα: ένα πράγμα βρώμικο, πνιγμένο,
κομμάτια βυθισμένα σε έναν εφιάλτη, κάτι δυσώδες, παχύ και βραχνό.

Η Λουπίτα ήταν ξαπλωμένη στο κρεβάτι, στο μοναδικό κρεβάτι. Τυλιγμένη καλά, ίσα που
έφτανε το μισό μέτρο. Τα μαλλιά της μουσκεμένα από τον ιδρώτα, κολλημένα στο
πρόσωπο. Θα έλεγες, ότι μούσκεψε από ένα μεγάλο φόβο.

Είχε πυρετό και αυτή η αρρώστια, της κρατούσε μέρες και δεν ξέραμε πώς να την
ονομάσουμε· ούτε και την είχαμε πάει στον γιατρό για να μας πει τι αρρώστια είναι κι αν
θεραπεύεται. Ήταν εκεί· μιλούσε ακατάληπτα και αδυνάτιζε. Εγώ μπορούσα να ακούσω
αυτόν τον λεπτό θόρυβο· όταν τα σώματα εξαϋλώνονται, είναι πολύ παρόμοιος με τον
θόρυβο που κάνουν τα άχρηστα πράγματα, εκεί στο σκουπιδαριό, όταν αποχρωματίζονται.

Έτσι ακουγότανε η Λουπίτα. Η Χασίντα, με το μασάζ της, πίεζε το κουρασμένο κορμί της
μαμάς και κουτούλαγε από την νύστα. Η μαμά, της είπε να πάει για ύπνο. Ξάπλωσε εκεί
δίπλα στους άλλους. Ο όγκος των σωμάτων έγινε τεράστιος, όλοι τόσο ακίνητοι στην
δυστυχία της φτώχιας. Παράλληλα κάτι κουνιότανε, το ήξερα, το ένιωθα· το βράσιμο που
κάνουν οι κοριοί και οι ψείρες, τα χιλιάδες αλύπητα τσιμπήματα που ρουφάνε το αίμα· η
μόνη σου ιδιοκτησία, να ζεις και να κοιμάσαι ανάμεσα στη στέρηση.

Η μαμά κι εγώ αρχίσαμε να συζητάμε για πράγματα που μας φαινόντουσαν ευχάριστα, αν
άνθισαν τα τριαντάφυλλα της Δόνας Αμάδα, που φέρανε στην μονόφθαλμη την Χοσεφίνα,
ένα μικρό Χριστούλη για να τον ντύσει, και που τα υφάσματα ήταν όμορφα, που η κόρη της
Ρεμέδιος εκεί που ήταν να πεθάνει, τώρα μέχρι και που χαμογελούσε, που η γιαγιούλα της
Πέτρα ζωγράφισε λευκή την πολυθρόνα της. Όλα αυτά τα λέγαμε, ενώ εκείνη σιδέρωνε τα
ρούχα με το σίδερο με κάρβουνο.

Που και που έσφιγγε την κοιλιά και έκανε έναν μορφασμό. Άντε κοιμήσου, μου έλεγε. Εγώ
δεν σταμάταγα να μιλάω. Δεν πρόλαβε να τελειώσει τον σωρό με τα ρούχα, αρχίσανε οι
πόνοι της γέννας. Κάρφωσα τα μάτια μου εκεί, σε αυτή τη σφαίρα της αγωνίας, που
φούσκωνε, από μέσα ένα καινούργιο αδελφάκι, ανάμεσα σε νερό και αίμα, να γυρνάει, να
σπρώχνει, να ανοίγει δρόμο ανάμεσα στα κόκκαλα.

Έτσι όπως ήταν άρπαξε μια στοίβα μωρουδιακά και ετοιμάστηκε να φύγει. Θα έρθω μαζί
σου, μαμά. Όχι, αυτά είναι γυναικεία πράγματα, κοιμήσου. Η νύστα μου είχε φύγει μακριά,
ένιωθα αυτόν τον ίδιο φόβο, όπως τις άλλες φορές, αυτό το χέρι μέσα μου, που μου
σφίγγει τα σωθικά, κάτι μάτια μέσα στο στομάχι να κοιτάζουν κυκλικά, προσπαθώντας να
καταλάβουν το μυστήριο της γέννησης και του θανάτου και μετά αυτό το τεράστιο μίσος,
το εκρηκτικό εναντίον του κερατά του πατέρα μου.
Αφού δεν με άφησε να την συνοδεύσω, ξύπνησα την Χασίντα και της είπα να πάει ξωπίσω
της. Έμεινα εκεί με το βλέμμα χαμένο. Η Λουπίτα έκλαιγε βγάζοντας βουητά, τα μάτια στο
κενό, το στόμα παραμορφωμένο, ανοιχτό, σε πλήρη απελπισία. Φοβήθηκα, ότι θα πεθάνει,
το σώμα της έτριζε, το κλάμα της κάθε φορά και πιο τρομακτικό, όπως το κλάμα της
αράχνης, αλλά με όγκο. Οι αράχνες κλαίνε με φοβερό τρόπο, τόσο σιγά που οι άνθρωποι
δεν τις ακούνε, μόνο μερικοί, όπως εγώ κι ο Μπερνάρντο ο πουλάκιας. Είναι ανυπόφορο,
λυπητερό, προπαντός όταν κλαίνε από έρωτα και απελπισμένες τρώνε τον ίδιο τον ιστό
τους, αφήνοντας τρύπες από τις οποίες προβάλλουν μέσα στην μοναξιά τους.

Η Λουπίτα έκλαιγε σαν αράχνη, προσπάθησα να την καλμάρω, ξάπλωσα δίπλα της και την
αγκάλιασα δυνατά· με ύγρανε. Άκουσα θόρυβο στην καγκελόπορτα, τα βήματα και την
βραχνιασμένη φωνή του κερατά. Έπρεπε να βγω από το κρεβάτι, αλλά δεν το έκανα.

Κάτι με παρέλυσε: ήταν ο θυμός, ο πόνος, η τρομάρα, όλα μαζί. Με ένα χτύπημα άνοιξε την
πόρτα. Το πρώτο που πρόβαλλε, ήταν η τεράστια κοιλιά του. Πάντα με αηδίαζε η κοιλιά
του. Με τράβηξε από το κρεβάτι και με πέταξε στον σωρό. Ήθελε να κάνει το ίδιο και στην
Λουπίτα. Του είπα, όχι, πως ήταν πολύ άρρωστη. Μου απάντησε, ότι δεν τον ένοιαζε και
στον πούτσο του και ότι το κρεβάτι ήταν δικό του, όλο δικό του, για τον μπαμπούλη, τον
βασιλιά και την πέταξε στο πάτωμα. Υπναλέα και με πυρετό, σύρθηκε, σαν ισχνό ποντίκι,
κόλλησε στα σώματα των άλλων και σταμάτησε να κλαίει. Ποτέ δεν έκλαιγε, όταν αυτός
ήταν στο σπίτι, δεν θα του χάριζε ποτέ το μοναδικό πράγμα που μπορούσε να εκφράσει: το
κλάμα.

Αυτός άρχισε όπως κάθε βράδυ τις φωνές. Αντωνίααααα… και το άλλο για έλα στο κρεβάτι,
γριά, με ρημάξανε οι κάλοι και η κρούστα της πληγής. Με δυσκολία βγήκε η φωνή μου, για
να του πω, ότι είχε πάει στην μαμή· γεννάει κι άλλο μωρό. Του ξέφυγε ένα χοντρό γέλιο,
που πήγε να εκραγεί στο ταβάνι.

Κατά διαστήματα γελούσε και σιγοτραγουδούσε. Κοιμήθηκε. Ήμουν ο μοναδικός τελείως


ζωντανός, ανάμεσα στον σωρό των κουρασμένων, στην τσίτα ανάμεσα σε όλη εκείνη την
πολλαπλή αναπνοή, ρουφώντας βρώμικο αέρα που είχε περάσει από τόσα πνευμόνια. Το
τρεμάμενο φως των κεριών λέρωνε κιτρινίζοντας τα παλιόρουχα και τα ακάλυπτα σκοτεινά
σώματα. Τράβηξα την εφημερίδα που χρησιμεύει για να ανάβουμε το κάρβουνο της
σόμπας. Η διάθεσή μου άλλαζε με τους τίτλους, με κάθε γράμμα, σε κάθε έγκλημα ένα
αιμάτινο ξέσπασμα· πεθαμένοι να διασχίζουν ματωμένοι το κατώφλι, δολοφόνοι με
κίνητρο μια τρελή ικανοποίηση: «σκότωσε τον εραστή της με τσεκούρι», «37 μαχαιριές
έδωσε ο διαβολικός γιος στον πατέρα του, γιατί δεν του έδωσε δέκα δραχμές», «η
διαμελισμένη της Τλανεπλάντλα», «τον στραγγάλισε και τον έκρυψε στην ντουλάπα».
Μπερδεύτηκαν όλες οι εικόνες, εμφανίζονταν, αντηχούσαν, διαλύονταν, και
σχηματιζόντουσαν ξανά, μερικές συγκεντρώνονταν, άλλες γινόντουσαν καπνός· η αλήθεια,
το όνειρο, οι εικόνες από τις ειδήσεις, οι θύμησες: η μαμά να πλένει ρούχα, ο κερατάς να
ροχαλίζει. Το χωμένο γυαλί στο βρώμικο πόδι του Ρομπέρτο. Η Χασίντα να μπανιάρεται με
τους κουβάδες πίσω από την κουρτίνα, ο κερατάς να την παρενοχλεί, η Χασίντα να τρέχει
γυμνή με το νερό, να τρέχει σε όλο το σπίτι, να φεύγει, να διασχίζει την γειτονιά, να βρίσκει
καταφύγιο στο δωμάτιο της φουρνάρισσας. Το κόκκινο σακάκι του κερατά, όπως πάντα
κρεμασμένο. Να πέφτει ο κερατάς με την πλάτη στη κατσαρόλα με τα φασόλια, να καίγεται·
τα χέρια και τα στόματα όλων να τρώνε τα φασόλια από το πάτωμα.

Οι σάκοι με τα κομμάτια του διαμελισμένου πτώματος βρέθηκαν στο ποτάμι με τα μαύρα


νερά. Η μαμά χτυπημένη παντού, η κατσαρόλα με τα βρασμένα κουρέλια, η Μαλένα μαζί
της, να την περιποιείται, κάτω από την κουβέρτα, από την αποβολή, εξ αιτίας του
χτυπήματος, τα ματωμένα κουρέλια. Πάντα ένα καινούργιο μωρό στο σπίτι. Τα στόματα
που φωνάζουν· πεινασμένες τρύπες. Αφού τον σκότωσε, τον διαμέλισε, τον πακετάρισε και
τον έστειλε με το τραίνο σε διαφορετικούς προορισμούς. Ο κερατάς να χυμάει στην μάνα
μου με τη βία. Ανακουφίζεται, φτύνει σκουλήκια. Τα αδελφάκια μου φωνάζουν και τρίβουν
τα ρούχα, όταν άκουγαν το σφύριγμα του γανωτή, για να γεμίσει το σπίτι λεφτά και τύχη. Η
κοιλιά του κερατά πρώτο πλάνο. Η μάνα μου με τα πόδια μπανταρισμένα.

Κάτι ξέσπασε μέσα μου, κάτι ταρακούνησε το κορμί μου. Άρπαξα το ψαλίδι, γλίστρησα
προς τον κερατά και του το έμπηξα με βία. Κραύγασε… έτρεξα έξω, ποτέ πριν τα βήματά
μου δεν ήταν τόσο γρήγορα, ατρόμητος ο χρόνος έσπρωχνε τους πατούσες μου στο σπίτι
της μαμής. Μισόλογα και κραυγές, σε κάθε γωνία έκοβα τη φόρα μου. Συνέχιζα να τρέχω
γρηγορότερα, φωνάζοντας δυνατά: τον τελείωσα, μανούλα, τον τελείωσα τον κερατά τον
πατέρα μου. Τον τελείωσα, γιατί ποτέ δεν ήξερε να σε σεβαστεί. Τον τελείωσα για το πολύ
που σε χρησιμοποίησε, για τα πολλά παιδιά που σου έκανε. Τον τελείωσα! ΤΟΝ ΤΕΛΕΙΩΣΑ!

Τώρα όλο το κρεβάτι είναι δικό σου, για σένα και το μωράκι σου, για όσους χωράνε πλάι
σου.

Τελείωσε· σκορπισμένες οι λέξεις στον αέρα. Στην στροφή της γωνίας, στη μέση του
δρόμου, είδα την μαμά ξαπλωμένη σε χρυσό κρεβάτι, τα σεντόνια πολύ λευκά, μαλακιές οι
κουβέρτες, τα καλύμματα δαντελωτά. Οι καθαρές κοτσίδες της, καλοχτενισμένες, καθαρό
πρόσωπο και γελαστό, ξεκούραστα χέρια, λευκό νυχτικό, ήρεμη κι ευτυχισμένη. Ένιωσα τα
δάκρυα να στραγγίζουν στο λαιμό μου.

Όταν θα την έβλεπα, θα της φώναζα με δύναμη, ότι αυτός τελείωσε, για να νιώσει μέσα
στην ψυχή της την λευτεριά.

Φτάνοντας στην πόρτα της μαμής, έκοψα ταχύτητα, έσπρωξα την πόρτα και μπήκα στις
μύτες. Είχε ήδη γεννήσει. Με κοίταξε τρυφερά, με τα ίδια μάτια, όπως εκείνη η σκυλίτσα
που ο Γκρίγιο κι εγώ είχαμε βοηθήσει να γεννήσει τα κουταβάκια της, μια πονεμένη
ευχαρίστηση. Με κοίταξε, σαν να ήξερε τι είχα κάνει. Δεν φώναξα, όπως είχα σκεφτεί να
κάνω.

Ίσα που βγήκε η φωνή μου. Πολύ σιγανά, είπα: Πέθανε. Η αγωνία εμφανίστηκε στο
πρόσωπό της. Χωρίς να ζητήσει βοήθεια, σηκώθηκε, φορτώθηκε το μωρό, πλήρωσε είκοσι
δραχμές στην μαμή και φύγαμε για το σπίτι.

Σκεφτόμουν, αυτό που ερχότανε: η κηδεία, το κλάμα, να βρει χρήματα για την ταφή, ο
κερατάς στον λάκκο, σκεπασμένος για πάντα. Το κρεβάτι για την μαμά μου και η ηρεμία…
Μια τεράστια σιωπή λίγο πριν ανοίξει η πόρτα, ο χρόνος σταμάτησε, κρατημένος από τον
τρόμο. Η Χασίντα έσπρωξε την πόρτα. Εκεί στεκόταν ο κερατάς, γυμνός, καθισμένος,
μονάχα μια πληγή κοντά στην κλείδα, λερωμένος με ξερό αίμα, κοίταζε σαν δαιμονισμένος,
κάρφωσε τα μάτια του στα σωθικά μου, μυτερά. Ανατρίχιασα. Ο σωρός ήταν τώρα μόνο
τρομαγμένα μάτια, χέρια να σφίγγουν τις κουβέρτες, χείλια σφραγισμένα και ξερά. Δεν
ξέρω τι σόι πουλί πήρε μακριά, όλες τις αισθήσεις του κόσμου. Κανείς δεν μίλαγε.

Παράλυτοι όλοι, σαν παγωμένοι νεκροί. Σαν αίμα βγήκε η φωνή μου: Τον ήθελα νεκρό, για
να μην αγγίξει την μαμά μου.

Το βλέμμα του είχε ένα κόκκινο ασυγκράτητο φως. Μετά μου είπε: Νομίζεις, ότι θα σου
συγχωρήσω αυτήν την πουστιά; Λοιπόν, δεν σου γουστάρει να γαμάω την μάνα σου…
λοιπόν είναι η γριά μου, έχω δικαίωμα επάνω της, όσο μου κάνει κέφι, και επάνω σου και
επάνω σε όλο αυτό το συρφετό. Θα σου δείξω τώρα. Αντωνία, γδύσου και ξάπλωσε. Όχι,
ψιθύρισε εκείνη. Η Χασίντα, του είπε ότι είναι άσχημα, ότι όλα ήταν δύσκολα. Διέταξε τότε
μια σατανική διαταγή. Με έβαλε στην καρέκλα δίπλα στο κρεβάτι και με κάθισε με βία: για
να τα βλέπεις όλα καλά και να καταλάβεις, ότι θα το κάνω, όποτε μου κάνει κέφι. Βάλε το
νεογέννητο στον σωρό. Η Χασίντα το πήρε αγκαλιά και το εναπόθεσε σε εκείνη την μάζα
από μάτια.

Εκείνη γδύθηκε, χωρίς να βγάλει την κιλότα που ήταν φουσκωμένη με κουρέλια. Την
υποχρέωσε να τα βγάλει όλα. Είχε αίμα ανάμεσα στα πόδια. Την τράβηξε στο κρεβάτι και
άρχισε να το κάνει. Έκλεισα τα μάτια. Ένιωσα ένα χαστούκι. Άνοιξέ τα για να βλέπεις. Ο
μπαμπούλης, ο βασιλιάς, έκανε αυτό που έκανε πάντα.

Κυλάει ο βώλος στο χώμα, πέρασε πάνω από τον κύκλο που είχαμε χαράξει με ένα ξυλάκι,
χωρίς να πέσει στην τρύπα. Έχασες! Άκου, και γιατί θέλεις να σκοτώσεις τον πατέρα σου;
Παρόλη την κακιά του μνήμη, ο Γκρίγιο δεν το είχε ξεχάσει. Μου έφυγε η όρεξη για
παιχνίδι. Γι’ αυτό ήρθα εδώ, για να δω περνάει το τραίνο, για να σκεφτώ τα πακέτα, να
φαντασιωθώ, πως ο κερατάς ταξιδεύει πακέτο.

El montón. Adela Fernández.

Rodó la canica por tierra, cruzó el círculo trazado con una vara, pasó de largo sin caer en el
hoyo. Al hincarme me rompí el pantalón de las rodillas. ¡Pelas! Ya me debes tres canicas. Me
preguntó qué quería ser cuando fuera grande. Encarcelado, le dije. Me corrigió: carcelero.
No, encarcelado, reafirmé; pienso matar al cabrón de mi padre.

Se me quitaron las ganas de seguir jugando. No tenía caso decir mis cosas. Me arrepentí de
haberle contado al Grillo que yo quería matar a mi padre. Por fortuna tiene tan mala
memoria que mañana ya lo habrá olvidado.

Allá en la refresquería junté muchas corcholatas, me las eché a los bolsillos y me puse a
correr para oír su ruido, de esa manera ya no escuchaba las voces que traía siempre en la
cabeza. Sentí cómo se hacía de noche porque el hambre me crecía oscura; ese dolorcito de
siempre que revierte en mi boca un sabor agrio. Me fui para la casa. A la entrada de la
vecindad la Márgara mataba ratas con un palo. La vieja como no puede dormir se pasa las
noches matando ratas, por eso el cabrón le puso de apodo La Gata, y como tiene la piel
grisácea y los ojos amarillos, y como sólo come pan remojado con leche, pues la verdad el
apodo le queda muy bien.

Entré al cuarto y vi las mismas cosas de siempre. Para cualquiera todo eso estaba en
desorden, y no, cada cosa estaba en su lugar: los trastos en la estufa y en la mesa. En el
rincón, izquierda al fondo, la bacinica. Medicinas, veladoras y papelitos en la repisa. Los
quintos encajados en la rendija de la ventana. Las toallas deshilachadas colgadas en los
clavos de la pared derecha, ahí junto, la chamarra roja del viejo: hace mucho que ya no se la
pone, desde que consiguió la de cuero. En la alacena los kilos de frijoles, la manteca, la sal, el
café y el piloncillo. Ahí la estampita de San Judas Tadeo y un vaso con hierbas espanta
espíritus, epazote y albahaca. En los rincones los montones de ropa, el costal de carbón, la
lata de petróleo...

Ya era de noche, todos mis hermanos dormían menos la Jacinta, ella le sobaba la espalda a
mi mamá. Me serví un plato de frijoles y me los comí muy despacio haciéndome a la idea de
que estoy educado (mi bonito juego fantasioso) muy por encima del dolor que produce el
hambre. Contuve el gesto animal y lo hice así, despacio como si comer no fuera nutrirse sino
desmayarse. Comí de espaldas para no verlos. Luego me viré y los vi: ahí estaban en el suelo,
amontonados como cadáveres envueltos en trapos, una mancha color mugre, los miembros
confundidos, entrelazados o desparramados, una pierna encima de aquel brazo, unas
espaldas, una mano como sola en aquella esquina, tres montones de cabellos, y una cabeza
muy visible, la de Juanito, con la boca abierta. Así son mis hermanos todas las noches: algo
sucio y sofocado, seres en fragmentos sumergidos en una pesadilla, algo hediondo, espeso y
ronco.

Lupita estaba acostada en la cama, la única cama. Bien envuelta medía apenas medio metro.
Tenía los cabellos mojados de sudor, embarrados sobre el rostro. Cualquiera diría que un
gran miedo la había empapado.

Tenía calentura y esa enfermedad que ya le había durado varios días y a la que no sabíamos
qué nombre ponerle; ni siquiera la habíamos llevado al doctor para que él nos dijera el
nombre de lo que tenía y cómo curarla. Ahí estaba; balbuceaba y se enflaquecía. Yo podía
oír ese ruidito; cuando las carnes se enjutan, es muy parecido al ruido de cuando las cosas
inútiles, allá en el basurero, pierden su color.

A eso sonaba Lupita. Jacinta, con su masaje, apretaba la carne cansada de mamá, y
cabeceaba de sueño. Mi mamá le dijo que se fuera a dormir. Se echó ahí entre los otros. La
estructura de los cuerpos se hizo inmensa, tan quietos todos en la desgracia de ser pobres.
Sin embargo algo se movía, yo podía saberlo y sentirlo: el hervidero de chinches y piojos, esa
crueldad de puntitos miles que sustraen la sangre; vivir y dormir con la plaga como única
posesión.
Mamá y yo nos pusimos a platicar de cosas que nos parecían bonitas, que si el rosal de Doña
Amada se había logrado, que a Josefina la tuerta le habían traído un niño Dios para que lo
vistiera y que las telas eran muy finas, que la niña de Remedios siempre no se llegó a morir y
ahora hasta sonreía, que la abuelita de la Petra pintó su silla de blanco. Todo esto lo
decíamos mientras ella alisaba la ropa con plancha de carbón.

De vez en vez se apretaba el vientre y disfrazaba una mueca. Ya duérmete, me decía. Yo no


dejaba de hablar. No terminó de planchar el montón de ropa, le comenzaron los dolores de
parto. Fijé los ojos ahí, en ese globo de angustia que se inflaba y desinflaba, adentro un
nuevo hermanito entre agua y sangre, en giro e impulso, separando huesos, abriendo
camino.

Así como estaba agarró un montón de ropa de niño y se dispuso a salir. Voy con usted,
mamá. Deja, esto es cosa de mujeres, duérmete. El sueño se me había ido muy lejos, sentía
ese mismo miedo de todas las veces, esa mano adentro que me apretaba las tripas, unos
ojos en el estómago mirando circularmente, tratando de comprender el misterio del
nacimiento y de la muerte, y luego ese odio inmenso, explosivo hacia el cabrón de mi padre.

Como se fue sin dejarme acompañarla, desperté a la Jacinta y la hice ir tras ella. Me quedé
ahí, con la mirada vaga. Lupita lloró con unos gritos zumbantes, los ojos en blanco, la boca
grotesca abierta en fundamental desesperación. Temí que se fuera a morir, sus carnes
crujían, su llanto cada vez más atormentado, exacto al de las arañas, pero con volumen. Las
arañas lloran en forma horripilante, tan quedito que los hombres no las oyen, sólo algunos
como yo y Bernardo el pajarero. Es insoportable y lastimoso, sobre todo cuando lloran de
amor y desesperadas se comen su propia tela de araña dejando boquetes para asomarse por
ellos en soledad.

Lupita lloraba como araña, traté de calmarla, me acosté con ella y la abracé muy fuerte; me
humedeció. Oí el ruido del barandal, los pasos y la voz aguardientosa del cabrón. Debí de
haberme quitado de la cama pero no lo hice.

Algo me paralizó: era la rabia, el dolor, el susto, todo junto. De un golpe abrió la puerta. Lo
primero que asomó fue su barriga desparramada. Siempre me repugnó su barriga. Me jaló
de la cama y me tiró al montón. Quiso hacer lo mismo con Lupita. Le dije que no, que estaba
muy enferma. Me contestó que a él eso le importaba un carajo, que la cama era suya, toda
para él, para el Papi, para el Rey, y también la botó al suelo. Somnolienta y febril se arrastró
como rata escuálida, se pegó a los otros cuerpos y dejó de llorar. Nunca lloraba cuando él
estaba en casa, no le daba la gana soltar lo único que podía expresar: llanto.

Él comenzó con sus gritos de todas las noches. Antoniaaa... Y ese vente pa' la cama, vieja,
me reventó los callos y la costra de la herida. A penas y me salió la voz para decirle que se
había ido con la partera; ya está naciendo otro niño. Soltó una carcajada gruesa que fue a
estrellarse contra el techo.

En intervalos reía y canturreaba. Se quedó dormido. Yo era lo único enteramente vivo entre
el montón de fatigados, alerta entre toda aquella respiración múltiple, absorbiendo un aire
sucio que había ya pasado por todos los pulmones. La luz movediza de las veladoras
manchaba de amarillo los andrajos y los pedazos descubiertos de cuerpos oscuros. Jalé el
periódico que sirve para arder el carbón de la estufa. Mi ánimo se fue alterando con los
encabezados, con cada letra, sobre el crimen un estallido de sangre; muertos que cruzan el
umbral ensangrentados, asesinos cuya substancia es la locura satisfecha: "Mató a su amante
a hachazos", "37 puñaladas le dio el hijo diabólico a su padre porque no le quiso dar diez
pesos", "La descuartizada de Tlanepantla", "Lo estranguló y lo guardó en el ropero". Se me
confundieron todas las imágenes, aparecían, rebotaban, se disolvían y volvían a ser,
concretándose unas, esfumándose otras; la verdad, el sueño, las imágenes de las noticias,
los recuerdos: mamá lavando la ropa, el cabrón roncando. El vidrio encajado en el pie
mugroso de Roberto. Jacinta bañándose a cubetadas ahí tras la cortina, el cabrón
acosándola, Jacinta corriendo desnuda y chorreando agua por toda la casa, huyendo,
cruzando la vecindad y refugiándose en el cuarto de la tamalera. La chamarra roja del
cabrón colgada siempre. La caída del cabrón sobre la olla de los frijoles, se ardió la espalda;
las manos y las bocas de todos comiendo los frijoles del suelo.

Los sacos con los pedazos del cadáver descuartizado fueron hallados en el río de aguas
negras. Mamá toda golpeada, la olla con trapos hervidos, Malena junto a ella curándola por
debajo de la cobija del aborto provocado por la golpiza, los trapos sanguinolentos. Un niño
nuevo siempre en casa. Las bocas gritando; hoyos de hambre. Después de matarlo lo
descuartizó, lo empaquetó y lo envió por ferrocarril a diferentes provincias. El cabrón
revolcándose con mi madre a la fuerza. Consuelo expulsando lombrices. Mis hermanitos
girando y frotándose las ropas cuando escuchaban el silbato del afilador para que entrara
dinero y suerte a la casa. La barriga del cabrón en primer término. Mi madre con las piernas
vendadas.

Algo se me reventó adentro, algo agitado entre las paredes de mi carne. Agarré las tijeras,
me deslicé hasta el cabrón y se las encajé con furia. Gritó... Corrí hacia afuera, nunca mis
pasos habían sido antes tan veloces, en las plantas de mis pies el tiempo intrépido me
empujaba hacia la casa de la partera. Balbuceos y gritos, obligado a disminuir la avanzada en
cada esquina. Continuaba con aquella carrera cada vez más rápido y gritando más fuerte: se
acabó, mamacita, ya acabé con el cabrón de mi padre. Lo acabé porque nunca supo ni
siquiera respetar sus cuarentenas. Lo acabé por lo mucho que la usó, por los muchos hijos
que le hizo. ¡Se acabó! ¡SE ACABÓ!

Ahora toda la cama es para usted y para su niño más chiquito, y para los que quepan junto a
su cuerpo.

Se acabó; reventadas en el aire las palabras. Al doblar una esquina ahí a mitad de la calle vi a
mi mamá acostada en una cama dorada, de sábanas muy blancas, de cobijas suavecitas, de
colchas con encajes. Sus trenzas limpias y bien peinadas, rostro claro y sonriente, manos
descansadas, camisón blanco, tranquila y feliz. Sentí que las lágrimas me escurrían hasta el
cuello.

Cuando la viera a ella, le gritaría con estruendo el SE ACABÓ para que sintiera en toda su
alma la liberación lograda.
Al llegar a la puerta de la partera corté la velocidad, me puse como pardo, empujé la puerta
y entré de puntitas. Ya había dado a luz. Me miró con ternura, con los mismos ojos de la
perra aquella a la que el Grillo y yo ayudamos a tener sus perritos, una gratitud muy
dolorosa. Me miró como si ya supiera lo que yo había hecho. No grité como lo había
pensado.

Apenas y me salió la voz. Muy quedito le dije: ya se murió apá. La angustia le apareció en el
rostro. Sin pedir ayuda se levantó, cargó a su chiquito, le pagó veinte pesos a la partera y nos
fuimos para la casa.

Pensaba en lo que venía: el velorio, el llanto, el conseguir dinero para el entierro, el cabrón
en el hoyo aplacado para siempre. La cama para mi mamá, y la tranquilidad...

Se hizo un silencio largo antes de abrir la puerta, el tiempo se quedó muy quieto, detenido
en el espanto. Jacinta empujó la puerta. Ahí estaba el cabrón, desnudo, sentado, apenas con
un boquete cerca de la clavícula, manchado de sangre seca, miraba con rabia de demonio,
me clavó los ojos en la entraña, muy punzantes. Me estremecí. El montón era ahora ojos
todos muy espantados, manos apretando las cobijas, labios pegados y secos. Yo no sé qué
pájaro se había llevado todos los sentidos del mundo. Nadie hablaba. Paralizados todos
como muertos congelados. A mí me salió la voz como con sangre: lo quería muerto para que
ya no tocara a mi mamá.

Su mirada tuvo una luz roja de incontinencia. Luego me dijo: ¿crees que te voy a pasar esta
carajada? Conque no te gusta que yo me coja a tu mamá... pues es mi vieja, tengo derecho a
ella cuantas veces me dé la gana, por encima de ti y de todo este montón. Te voy a
aleccionar. Antonia, desnúdate y acuéstate. No, musitó ella. Y Jacinta le dijo que estaba muy
mal, que todo había sido muy difícil. Ordenó entonces con mando satánico. Me puso la silla
ahí muy junto a la cama y me sentó a la fuerza: para que lo veas todo muy bien y entiendas
que lo seguiré haciendo cuando me dé la gana. Pon al escuincle en el montón. Jacinta lo
tomó en brazos y se fue a colocar en aquella masa de ojos.

Ella se desvistió sin quitarse la pantaleta abultada por los trapos. La obligó a quitárselo todo.
Tenía sangre en las piernas. La tiró en la cama y empezó a hacer aquello. Cerré los ojos. Sentí
un bofetón. Ábralos bien y vea. El Papi, el Rey hacía lo de siempre.

Rueda la canica por tierra, cruza el círculo trazado con una vara, pasa de largo sin caer en el
hoyo. ¡Perdiste! Oye, y ¿por qué quieres matar a tu padre? A pesar de su mala memoria el
Grillo no lo había olvidado. Se me quitaron las ganas de seguir jugando. Por eso me vine
aquí, a ver pasar el ferrocarril, a pensar en los bultos, a imaginarme que el cabrón ya está
empaquetado.

You might also like