Professional Documents
Culture Documents
Επιγραφικά Στοιχεία Για Το Λασίθι ΚΡΙΤΖΑΣ
Επιγραφικά Στοιχεία Για Το Λασίθι ΚΡΙΤΖΑΣ
ΚΡΙΤΖΑΣ
1. Από την αρκετά πλούσια βιβλιογραφία περιορίζομαι να παραθέσω τα εξής γενικά έρ
γα: L. V. Watrous, Lasithi, A History of Settlement on a highland Plain in Crete, Hesperia
Suppi. XVIII (1982), όπου και η παλαιότερη αρχαιολογική βιβλιογραφία. Στ. Σπανάκη,
Συμβολή στην ιστορία του Αασιθίον κατά την Βενετοκρατία (Ηράκλειον, 1957). Του ίόι-
ου, Κρήτη. Τουρισμός - Ιστορία - Αρχαιολογία, τόμ. A (Ηράκλειον, 1968), 241 - 248.
2. Βλ. Fiam. Cornelii, Creta Sacra, t. II (Venetiis 1755). 237 - 239. X. Μαλτέζου, Concessio
Crete, AOIBH εις μνήμην Ανόρ. Καλοκαιρινού (Ηράκλειον 1994), 107-131.
Original from
Digitized by
UNIVERSITY OF MICHIGAN
82 ΠΕΠΡΑΓΜΕΝΑ Η ΔΙΕΘΝΟΥΣ ΚΡΗΤΟΛΟΠΚΟΥ ΣΥΝΕΔΡΙΟΥ
Original from
Digitized by
UNIVERSITY OF MICHIGAN
X. ΚΡΙΤΖΑΣ: ΕΠΙΓΡΑΦΙΚΑ ΣΤΟΙΧΕΙΑ ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ ΤΟΥ ΛΑΣΥΘΙΟΥ 83
9. Travels and researches in Crete, t. A (London. 1865), 200 - 202. Τα διαδοχικά στάδια πα
ραγωγής του ονόματος θα ήταν κατ' αυτόν: Στη Λνκτο > Tselyttiis > Tselytti >Tselethe >
Xelethe > Xeethe (Ξειόάς) > La Xeethe > Lasethe.
10. Περί Ερωτοκρίτον και τον ποιητον αντον (Αθήναι, 1889), 3.
11. Στατιστική τον πληθνσμοχι της Κρήτης... (Αθήναι 1898). 189.
12. J.D.S. Pendlebury, Excavations in the Plain of Lasithi, I, BSA 36 (1935 - 36), 5.
13. Σ. Ξανθουδίδης, Επαρχίαι και πόλεις της Κρήτης. Εκ τον τοπωνυμικού Κρήτης,
Επετ. Εταιρ. Βυζ. Σπουδών, Γ (1926). 39 - 41 και ειδικά σ. 40.
14. Αυτόθι, 40 - 41. Την υπόθεση του Ξανθουδίδη θεώρησε ως πιθανότερη και λογικότε
ρη των άλλων ο X. Πέτρου-Μεσογείτης, Κρητικές Σελίδες Γ (1938), 220 [= Απαντα, σ.
107]. Ο ίδιος νομίζει ότι είναι δυνατόν να είναι ακόμα και προελληνικό το όνομα, λόγω
της γλωσσικής του μορφής.
Original from
Digitized by
UNIVERSITY OF MICHIGAN
84 ΠΕΠΡΑΓΜΕΝΑ Η ΔΙΕΘΝΟΥΣ ΚΡΗΤΟΛΟΓΙΚΟΥ ΣΥΝΕΔΡΙΟΥ
15. Συμβολή εις την μελέτην των Κρητικών Τοπωνυμίων, Κρητική Εστία, τεύχ. 45 (1954),
25 - 28, ειδικά σ. 27.
16. Noms de montagnes crétoises, Bulletin de Γ Association G. Budé, t. 24. 434.
17. Toponymes préhelleniques dans la Crète moderne. Kadmos VI, 62.
18. Cavernes et toponymes témoins en Crète des grandes migrations. Acta of the 2nd
International Colloquium on Aegean Prehistory (Athens 1971 [1972] ), 182.
19. La vie quotidienne en Crète au temps de Minos (Paris), 48, 96.
20. Το όνομα Λασίθι, Αμάλθεια ΣΤ', τεύχη 22 - 23, 137 - 143, ειδικά 141 - 143.[= Ονόμα
τα 12(1988), 918 - 924],
21. Αχαϊκά τοπωνύμια στην Κρήτη. Ονόματα 13. 166 - 172, ειδικά 169 - 170.
Original from
Digitized by
UNIVERSITY OF MICHIGAN
X ΚΡΙΤΖΑΣ: ΕΠΙΓΡΑΦΙΚΑ ΣΤΟΙΧΕΙΑ ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ ΤΟΥ ΛΑΣΥΟΙΟΥ 85
22. Βλ. κυρίως τις ειδικές μελέτες: J. Chadwick, Relations between Knossos and the rest of
Crete at the time of the Linear B Tablets, Πρακτικά του 3ου Διεθνούς Κρητολογικού Συνε
δρίου, (Ρέθυμνο 1971) [Αθήνα 1973], τ. 1, 39 - 45. A.L.Wilson, The Place - names in the
Linear B Tablets from Knossos: Some preliminary considerations, Minos 16 (1977). M.V.
Cremona - D. Marcozzi · E. Scafa - Μ. Sinatra, La toponomastica cretese nei documenti in
lineare B di Cnosso (Roma, 1978). J. Bennet, The Structure of the Linear B Administration at
Knossos, AJA 89 (1985), 231 - 249. J. K. Mc Arthur, The Place- names of the Knossos Tablets,
Minos 19, Suppl. (1985). Της ίδιας. Place- names in the Knossos Tablets. Identification and
location, Minos Supl. 9, (1993) [Αναθεωρημένη έκδοση της διατριβής της συγγραφέως του
Monash University 1979],
23. Βλ. σχετ. καταλόγους στα έργα των Μ. Ventris - J. Chadwick. Documents in Mycenaean
Greek (1956) 146, (6' έκδοση 1973), 163. J. P. Olivier - L. Godart - C. Seydel - C. Sourvinou.
Index Généraux du Linéaire B (Roma. 1973), 191. M.V. Cremona et al., ό.π., 21. J. Me Arthur,
ό.π. (1985). 81 - 82 και (1993), 272. Πρόκειται για τις πινακίδες: (ΚΝ) Ai 739.1 As( 1 )
604.2.2 C(3) 979 Dal 189; 1194.b; 1195; 1197.b; 5213.b; 5295.B; 8355.B Db 1196; 1198;
5359.B; 7172.B; 1046.B; 8360; 5272 (μη πλήρης) Df 5406.B Dk(l) 1049.b Dl( 1 ) 1046.B Dm
1175.b; Dn 1200.2; Dv 1199; 5357 X <1033>; 7860.2.
24. Οι πινακίδες αναφέρουν τουλάχιστον 19 κοπάδια με 100 πρόβατα κατά μέσο όρο το
καθένα. Για τα κοπάδια και τους βοσκούς (ή ενοικιαστές), τους συλλογείς εισφορών κλπ.
βλ. J.-P. Olivier, KN: Da-Dg, εν J.-P. Olivier - Th.G. Palaima, Eds.. Texts, Tablets and
Scribes. Studies in mycenaean epigraphy and economy offered to Emmett L Bennet Jr,
(Supl.Minos 10, Salamanca 1988), 219 - 267, ειδικά πίνακες σ. 246 και 266.
25. Σε αντίθεση με τη γενικά αποδεκτή αυτή άποψη οι L. Godart - Yannis Tzedakis,
Témoignages archéologiques et épigrarhiques en Créte occidental du néolithique au Minoen
récent III b (Roma, 1992), 274 τοποθετούν τη ra- su- to στην περιοχή μεταξύ της κοιλάδος
του Αμαρίου και της πόλης του Ρεθύμνου.
26. Βλ. J. K. Mc Arthur, ό.π. (1993), 254.
Original from
Digitized by
UNIVERSITY OF MICHIGAN
86 ΠΕΠΡΑΓΜΕΝΑ Η ΔΙΕΘΝΟΥΣ ΚΡΗΤΟΛΟΓΙΚΟΥ ΣΥΝΕΔΡΙΟΥ
Ήδη στην πρώτη έκδοση των Documents το 1956 οι Ventris και Chad
wick μετέγραφαν το ra-su-to Lasunthosl και το παρέβαλλαν με τα Λάοος
και Λασαία.
Ο πρώτος, απ’ όσο γνωρίζω, που συνέδεσε το *Λάσυνθος με το ση
μερινό Λασύθι ήταν ο Oscar Landau το 1958, αν και διατύπωσε την υπό
θεση με κάποιο δισταγμό εξ αιτίας της παλιάς προκατάληψης για την
παραγωγή της λέξης από το La Sitia.27
Έκτοτε οι μελετητές δέχονται κατά κανόνα για το ra-su-to τη μετα
γραφή *Λάσυνθος (ή παραλλαγές του), χωρίς πολλοί να το συνδέουν με
το Λασύθι. Αναφέρω ενδεικτικά και κατά χρονολογική σειρά τους:
Ruijgh (1967)28
Doria (1970-71 )29
Lejeune (1972)30
Hooker (1980)31
Jorro - Adrados (Diccionario Micenico, 1993)32
Ruiperez - Melena (1996).33
Αντίθετα άλλοι μελετητές προχωρούν, όχι πάντα χωρίς επιφυλάξεις,
σε προτάσεις για πιθανούς γεωγραφικούς συσχετισμούς:
Το 1959 ο Giovanni Capovilla μεταγράφει το ra-su-to ως Λάσνθος, που
πιστεύει ότι επιβιώνει στο σημερινό Λασύθι.34
Στο Κρητολογικό Συνέδριο του 1971 ο ίδιος ο J. Chadwick διατύπω
νε επίσης την πιθανότητα σύνδεσης του *Λάσυν0ος με το Λασύθι, αλλά
δέσμιος της παλιάς και αστήρικτης, όπως είδαμε, γνώμης του Γιάνναρη
προσέθετε: “but this is said to be from the Italian, La Sitia”.35
Original from
Digitized by
UNIVERSITY OF MICHIGAN
X. ΚΡ1ΤΖΑΣ: ΕΠΙΓΡΑΦΙΚΑ ΣΤΟΙΧΕΙΑ ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ ΤΟΥ ΛΑΣΥΘΙΟΥ 87
Original from
Digitized by
UNIVERSITY OF MICHIGAN
88 ΠΕΠΡΑΓΜΕΝΑ Η ΔΙΕΘΝΟΥΣ ΚΡΗΤΟΛΟΓΙΚΟΥ ΣΥΝΕΔΡΙΟΥ
(13ος αι. μ.Χ.), κατά την οποία έχομε τις πρώτες γραπτές μνείες του το
πωνυμίου Lasithi - Lasytho.44
Όμως δύο νέα επιγραφικά ευρήματα φαίνεται ότι μας χαρίζουν την
πολυπόθητη γέφυρα και μάλιστα με δύο στέρεα τόξα.
Η πρώτη επιγραφή είναι αδημοσίευτη και παρουσιάζεται εδώ για
πρώτη φορά. Βρέθηκε στην ανασκαφή της Αρχαιολογικής Εταιρείας,
που διεξάγεται από το 1972 υπό τη διεύθυνση της Δρος Αγγελικής Λε-
μπέση45 στο γνωστό Ιερό του Ερμή Κεδρίτη και Αφροδίτης στην Κάτω
Σύμη Βιάννου, σε υψόμετρο 1130 μ.46 Είναι ακόμη in situ, εντοιχισμένη
ανάποδα, σε δεύτερη χρήση, στην εσωτερική παρειά του ανατολικού
τοίχου του ελληνιστικού ναΐσκου47 στην ΒΑ γωνία του ιερού (Εικ. 1).
Πρόκειται για το αριστερό τμήμα στήλης από τεφροκύανο ασβεστόλι
θο, η επιφάνεια του οποίου είναι κομμένη φυσικά, σχεδόν χωρίς λάξευ
ση. Είναι λοξά σπασμένη στη δεξιά πλευρά, χωρίς να μπορεί να υπολο-
γισθεί το μήκος του κομματιού που λείπει, ενώ σώζει τις τρεις άλλες αρ
χικές πλευρές. Οι σωζόμενες διαστάσεις του λίθου είναι: Ύψος 0,35 μ.,
πλάτος 0,55 μ., πάχος απροσδιόριστο λόγω εντοιχισμού.
Στην πρόσθια επιφάνεια φέρει δύο διαδοχικές επιγραφές, από δύο
και τρεις στίχους αντίστοιχα, που έχουν γραφεί κατά την έννοια του
πλάτους του λίθου, με διαδοχικά κτυπήματα αιχμηρού εργαλείου (ένα
είδος pointillé). Η χάραξη είναι μάλλον αμελής και τα γράμματα άνισου
ύψους, που ποικίλλει από 0,02 μ. (το πρώτο Ο) έως 0,05 μ., όπως και το
44. Βλ. π.χ. A. Quattordio Moreschini, ό.π. (σημ. 39), 98. Πρβλ. J. Bennet, ό.π. (σημ. 22), 240:
“The problem, however, is documenting the pre-Greek name beyond the end of the Bronze Age,
and before the Venetian period”.
45. Ευχαριστώ θερμά τη φίλη συνάδελφο για τη γενναιόδωρη παραχώρηση του δικαιώ
ματος δημοσίευσης των επιγραφών του Ιερού, την οποία ενέκρινε και το Δ.Σ. της Αρχαι
ολογικής Εταιρείας με το υπ’ αρ. πρωτ. 80/15-2-90 έγγραφο. Ευχαριστώ επίσης τον Δρα
J.-P. Olivier για τις χρήσιμες συζητήσεις που είχαμε σχετικά με τις πινακίδες της Γραμ
μικής Β.
46. Προκαταρκτικές εκθέσεις για τη σημαντική αυτή ανασκαφή βλ. στα Πρακτικά της
Αρχαιολογικής Εταιρείας (ΠΑΕ) από το 1972 κ.ε. Συγκεντρωμένη την κυριότερη βι
βλιογραφία μέχρι το 1991 βλ. στο Bulletin de Correspondance Hellénique (BCH), CXV
(1991), 103, σημ. 20, 21 και 104, σημ. 22.
47. Ο τοίχος αυτός συμπίπτει με τον διαχωριστικό διάδρομο μεταξύ των τετραγώνων
48Λ και 48Μ του καννάβου του σχεδίου που δημοσιεύεται στα ΠΑΕ 1985, πίν.ΙΒ. Για
την ανασκαφή του ναΐσκου βλ. ΠΑΕ 1973,195-198, πίν. 204, 206α. Ειδική μνεία της επι
γραφής γίνεται στη σ. 197. Επίσης Αρχ. Εφημερίς 1981, σ. 3. εικ. 1, σ. 5.
Original from
Digitized by
UNIVERSITY OF MICHIGAN
X. ΚΡΙΤΖΑΣ: ΕΠΙΓΡΑΦΙΚΑ ΣΤΟΙΧΕΙΑ ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ ΤΟΥ ΛΑΣΥΘΙΟΥ 89
Επνγραφνκές παρατηρήσεις:
Οι δύο επιγραφές έχουν χαραχθεί από διαφορετικό χαράκτη. Τα Σ και
των δύο, καθώς και το τελευταίο Ε της δεύτερης είναι μηνοειδή. Τα Ν
και των δύο έχουν βραχύτερη τη δεξιά κεραία. Η οριζόντια κεραία των
A της πρώτης επιγραφής είναι ελαφρώς καμπύλη. Τα Ω της δεύτερης
(της πρώτης δεν σώζονται) είναι του ανοικτού τύπου, όπως στη μικρο-
γράμματη γραφή. Λόγω της αδρότητας της επιφάνειας του λίθου δεν
σώζεται η μεσαία στιγμή του Θ στον τρίτο στίχο. Από το Π του στ. 4 σώ
ζεται μικρό τμήμα της δεξιάς κάθετης κεραίας.
Χρονολόγηση:
Η σχετικά αμελής χάραξη των γραμμάτων δεν βοηθά σε μια ακριβή
χρονολόγηση των δύο επιγραφών. Πάντως η επιγραφή (α) πρέπει να εί
ναι λίγο παλαιότερη της (β). Κρίνοντας από το μικρό όμικρον, το A με
ελαφρώς καμπύλη την οριζόντια κεραία, το Ξ με βραχύτερη τη μεσαία
κεραία, τη μορφή του Ν, θα μπορούσε να προταθεί μια χρονολόγηση για
την επιγραφή (α) γύρω στο πρώτο μισό του 2ου π.Χ. αιώνα. Αντίθετα
το Π με ίσα τα δύο κάθετα σκέλη, το Ξ με ίσες και τις τρεις κεραίες, σε
συνδυασμό με την απουσία ακρεμόνων οδηγούν σε μια χρονολόγηση της
επιγραφής (β) πιθανώς στο β' μισό του δεύτερου π.Χ. αιώνα, για την
οποία δεν αποτελεί εμπόδιο η μορφή του ανοικτού Ω, που στην Κρήτη
εμφανίζεται τουλάχιστον από τον 2ο π.Χ. αιώνα.
Σχόλνα:
Στίχ. 1: Η σπανιότητα του ονόματος Λίβυρνος καθιστά την συμπλήρω
ση ασφαλή. Υπάρχει ένα ακόμα παράδειγμα του ονόματος αυτού σε επι
Original from
Digitized by
UNIVERSITY OF MICHIGAN
90 ΠΕΠΡΑΓΜΕΝΑ Η ΔΙΕΘΝΟΥΣ ΚΡΗΤΟΑΟΠΚΟΥ ΣΥΝΕΔΡΙΟΥ
τύμβια επιγραφή από τη Λύττο, επίσης του 2ου αιώνα π.Χ.4* Φυσικά δεν
μπορεί να αποδειχθεί αλλά ούτε και να αποκλεισθεί ενδεχόμενη ταύτι
ση των δύο Λιβύρνων. Ως όνομα πρέπει να παράγεται από το εθνικό At-
βυρνός (Liburnus), όνομα των κατοίκων της Λιβυρνίας (Liburnia) στη
βόρεια παραλία της Ιλλυρίας του Αδριατικού πελάγους, που έδωσε το
όνομά της και σε ιδιαίτερη κατηγορία ταχύπλοων σκαφών, τις λιβνρνί-
όες νήες.
Η συνήθης έκφραση οί συν Αιόνρνω, ενίοτε ακολουθούμενη από τη
λ. κόσμοι*9 ή από το πατρώνυμο (τώ όεϊνος) σημαίνει ότι ο Λίβυρνος
ήταν ο πρωτόκοσμος, ο επί κεφαλής δηλαδή του σώματος των κόσμων,
επί της αρχής των οποίων έγιναν οι εργασίες για τις οποίες θα μιλήσο
με. Η μνεία κόσμων μιας (μη κατονομαζόμενης) πόλεως σημαίνει ότι η
πόλη αυτή, τουλάχιστον κατά την ελληνιστική περίοδο, είχε τον έλεγχο
του ιερού και την πρωτοβουλία για διάφορες επισκευαστικές εργασίες.48
50
49
Στίχ. 2 και 4: Οι δύο τύποι άνέσαξα[ν] και άνεσαξε είναι του αορί
στου του ρήματος άνα-σάττειν. Μέχρι τώρα ήταν γνωστό κυρίως από το
παράγωγο ρηματικό επίθετο άνασάξιμον, που από τα μέσα του 4ου π.Χ.
αιώνα χαρακτήριζε μία κατηγορία μεταλλείων του Λαυρίου, τα λεγάμε
να άνασάξιμα και παλαιά άνασάξιμα μέταλλα.5'
Λεπτομερής αναφορά στην ετυμολογία της λ. σάττω και των διαφό
ρων συνθέτων της, καθώς και στις μέχρι τώρα ερμηνείες52 που έχουν
Original from
Digitized by
UNIVERSITY OF MICHIGAN
X. ΚΡΙΤΖΑΣ: ΕΠΙΓΡΑΦΙΚΑ ΣΤΟΙΧΕΙΑ ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ ΤΟΥ ΛΑΣΥΟΙΟΥ 91
ραμε είναι: A. Boeckh, CIG I (1828), αρ.162, σχόλια σ. 289 - 290. J.H. Hansen. De metallis
(Paris, 1897), 13. IG II2,1582 (μέσα 4ου π.Χ. αι.) και σχόλια του J. Kirchner για τον στίχ.
20 (σ. 171). W. Dittenberger, Syll.\ 1202. H.Francotte, L’industrie dans la Grèce ancienne. Il
(1900) 186 κ.ε. G. Oikonomos, Ath. Mitt., 35 (1910), 300 - 1. U.Kahrstedt. Staatsgebiet und
Staatsangehörige in Athen (1934). 54. J.R. Hopper. BSA 48 (1953), 235 και BSA 63 (1968),
300, σημ. 55. O.J. Labarbe, Thorikos I (Les Testimonia) [Gent, 1977], κεφ. 4. passim. K. Ko-
νοφάγος, Το Αρχαίο Λαύριο (Αθήνα, 1980), 433. D.Vanhove, The Laurion revisited.
Miscellanea Graeca 9, Studies in South Attica II [Ed. H. Mussche, Gent 1994], 32 - 35.
53. Βλ. ΠΑΕ 1983, 362-3 εικ. 6. 1984, 458-9, πίν. 2306, 1985, 270, 1989.297, σημ. 4.
54. Το ασύνθετο ρήμα σάττω έχει και την έννοια του ισχυροποιώ, ενόυναμιόνω: Ήρόό.,
5,34: το τείχος έσάξαντο.
55. ΠΑΕ 1973. 196, πίν. 206 6.
56. Αυτ. σ. 197.
57. Αυτ., 198, πίν. 205. Προλ. Αρχ. Εφημ. 1981, 4.
Original from
Digitized by
UNIVERSITY OF MICHIGAN
92 ΠΕΠΡΑΓΜΕΝΑ Η ΔΙΕΘΝΟΥΣ ΚΡΗΤΟΛΟΓΙΚΟΥ ΣΥΝΕΔΡΙΟΥ
Original from
Digitized by
UNIVERSITY OF MICHIGAN
X. ΚΡΙΤΖΑΣ: ΕΠΙΓΡΑΦΙΚΑ ΣΤΟΙΧΕΙΑ ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ ΤΟΥ ΛΑΣΥΘΙΟΥ 93
τον καιρό στο πολιτικό σώμα άλλης ή άλλων πόλεων, αποτέλεσαν ιδιαί
τερη φυλετική ομάδα που έλαβε το όνομα Λασύνθιοι.
Αν δεχθούμε ως πιθανή ετυμολογία της λέξης το λάσιος του Ξανθου
δίδη, που είναι το πιθανότερο, σημαίνει ότι είναι οι ορεινοί, οι βουνήσι-
οι,64 που κατέβηκαν από τη δασωμένη Δίκτη (το ύλη εν Αίγαϊον όρος
του Ησιόδου)65 στις πόλεις της πεδιάδας.
Η συμπλήρωση της επιγραφής (β) παρουσιάζει δυσκολίες, καίτοι το
νόημα είναι σαφές. Ο τύπος χρονολόγησης με την πρόθεση επί και το
όνομα της φυλής στη γενική ακολουθείται κατά κανόνα από τη μετοχή
κοσμιόντων ή κοσμόντων, όμως υπάρχουν και άλλες παραλλαγές, με
μνεία του πρωτοκόσμου (με ή χωρίς πατρώνυμο).66 Επομένως μια πιθα
νή συμπλήρωση του στίχ. 3 θα μπορούσε να ήταν:
Έπ'ι Λασυνθίων [κοσμιόντων των συν τφ όεϊνι (τού όείνος ;) κλπ.]
Το τρίτο ενικό πρόσωπο του στίχ. 5 (άνέσαξε) δείχνει ότι η δεύτερη
επισκευή έγινε από ένα μόνο πρόσωπο, το ελλείπον όνομα του οποίου εί
ναι το υποκείμενο του ρήματος, ενώ αντικείμενο θα ήταν το κτήριο που
επισκευάσθηκε, πιθανότατα ο ναΐσκος: ([ ό όεϊνα τον ναόν; ] άνέσαξε).
Πρόβλημα δημιουργεί ο στίχ. 4. Το τέλος λέξεως -ίται στην αρχή του
στίχου θα μπορούσε να ήταν η κατάληξη της δοτικής χαριστικής
64. Πρβλ. τη γενική ονομασία “Ορειοι που έλαβε τον 3ο π.Χ. αι. η βραχύβια ομοσπονδία
των κατοίκων της ορεινής περιοχής γύρω από τα σημερινά Σφακιά. Βλ. θεοφρ., Περί
φυτών ίστορίαι, Β,2,2. Πολύβ., Δ" 53,6. Μ. Guarducci, Una nuova confederazione Cretese. Gli
Orioi, Riv.Fil. XVI, N.S. (1938), 50-55 και IC II, XVII, σ. 211-213. Εμμ. Μικρογιαννάκης,
Η Κρήτη κατά τους ελληνιστικούς χρόνους (1967), 66-72 και Όρειοι (της Κρήτης) στη
Λακωνία, Αρχαιογνωσία 3 (1982-84) [1987], 118-9.
65. θεογ., 484: (η Ρέα κρύβει τον Δία σε σπήλαιο) Αίγαίψ εν δρει πεφυκασμένφ ύ λ ή ε
V τ ι. Την ιδέα που είχαν οι αρχαίοι για τα δάση της Κρήτης απηχούν και τα αποσπά
σματα του Καλλιμάχου (310-240 π.Χ.) από τον 'Ύμνον εις Άρτεμιν, στίχ. 41: .. .βαίνε δε
κούρη I λευκόν επί Κρηταϊον δρος κεκοσμημένον \ ΰ λ η. Πρβλ. στίχ. 190 κ.ε.: ...ής πο
τέ (δηλ. της Βριτομάρτιδος) Μίνως I πτοιηθείς νπ έρωτι κατέδραμεν ούρεα Κρήτης. I
Ή δ' ότε μεν λασίησιν υπό δρυσί κρύπτετο νύμφη... Επίσης το επίγραμμα του ίδι
ου (Παλ. Ανθολ. 7,518) για τον αίπόλον 'Αστακίδην τόν Κρήτα, τον οποίο ήρπασε Νύμ
φη έξ δρεος και τώρα πλέον οι ποιμένες θα τον υμνούν Δ ικταίησιν υπό δρυσίν. Το όνο
μα ’Ίδη του άλλου μεγάλου βουνού σημαίνει επίσης δάσος. Βλ. και Α.Σ. Ζάχαρη, Τα δά
ση της Κρήτης από την αρχαιότητα έως σήμερον (β’ έκδ. Αθήναι 1977).
66. Για τους τύπους χρονολόγησης ειδικά των συνθηκών μεταξύ κρητικών πόλεων βλ.
Angelos Chaniotis, Die Verträge zwischen kretischen Poleis in der hellenistischen Zeit
(Stuttgart 1996), 86.
Original from
Digitized by
UNIVERSITY OF MICHIGAN
94 ΠΕΠΡΑΓΜΕΝΑ Η ΔΙΕΘΝΟΥΣ ΚΡΗΤΟΛΟΓΙΚΟΥ ΣΥΝΕΔΡΙΟΥ
67. Στα χρόνια της επιγραφής μας κυριαρχεί η λατρεία του Ερμου. Θεωρώ επομένως
μάλλον απίθανη μια συμπλήρωση fΑφροό]ίτω.
68. Βλ. για παράδειγμα τις επιγραφές του 2ου π.Χ. αι. από τη Λατώ (1C I. XVI, 21 - 34
και BCH 62 - 1938,390, αρ. 1), τους Αρκάδες (1C I. V, 5), την Ιστρωνα (1C I, XIV, 2). τον
Ολούντα (1C I, XXII, 2 και 8). Ιεράπυτνα ( 1C III. III, 9). Ώλερο (1C III, V. 1) κλπ.
69. Cod. Ambrosianus D 199 inf., fol. 100 v.
Original from
Digitized by
UNIVERSITY OF MICHIGAN
X ΚΡΙΤΖΑΣ: ΕΠΙΓΡΑΦΙΚΑ ΣΤΟΙΧΕΙΑ ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ ΤΟΥ ΛΑΣΥΘΙΟΥ 95
βίων και μια έμμεση ένδειξη για την πιθανή πόλη προέλευσης των κό
σμων της επιγραφής μας. Πρόκειται για την 1C I, XVIII, 13, χωρίς χρο
νολόγηση στις 1C αλλά χρονολογητέα πιθανώς στους Ρωμαϊκούς χρό
νους. Παραθέτω αυτούσιο το κείμενο των 1C:
]Θιοί· άγαθάι Τύχαι. επί των]
' Y]α(κ)υνθίων κο(σ)μ[ιόντων]
τώ]ν συν Ένόιάλω τώ [Κωμάστα]
επ]εμελήθην κατ[αρτισθή-]
με]ν τον βωμόν----
Στον στίχ. 2 το απόγραφο του Onorio Belli γράφει ΑΣΥΝΘΙΩΝ-
ΚΟΔΙ, το οποίο ο De Sanctis, με μια διόρθωση που θεωρήθηκε επιτυ
χής,70 μετέτρεψε σε Ύ]α(κ)υνθίων κο(σ)μ]ιόντων. Η διόρθωση του De
Sanctis έγινε γενικά αποδεκτή, επειδή υπήρχε ήδη το παράλληλο μιας
φυλής Ίακινθέων στην Τήνο,71 ενώ ήταν γνωστός ένας μήνας με το όνο
μα Βακίνθιος (= Ύακίνθιος) στη Λατώ72 και την Μάλλα της Κρήτης.73
Έτσι, η ουσιαστικά αμάρτυρη στην Κρήτη φυλή τωνΎακυνθίων πέρα
σε στη βιβλιογραφία ως φυλή της Λύττου, δίνοντας λαβή για διατύπω
ση θεωριών για την πολιτική οργάνωση74 και τις λατρείες κρητικσ>ν πό
λεων,75 που σήμερα αποδεικνύονται αστήρικτες, καθώς η ανάγνωση του
Belli αποδείχθηκε σωστή. Άλλωστε στην Κρήτη η ορθογραφία της λέξης
Ύακίνθιος είναι πάντοτε με ιώτα.
Επομένως, τόσο το σπανιότατο όνομα Λίβνρνος όσο και η μαρτυρία
ύπαρξης φυλής Λασυνθίων στη Λύττο, που απαντούν και στην επιγρα
φή μας, μας επιτρέπουν να συνδέσομε την πλούσια και ισχυρή αυτή πό
λη της Πεδιάδας με το Ιερό και να υποθέσομε ότι στα Ελληνιστικά και
τα Ρωμαϊκά χρόνια, όταν είχε πλέον συνελθεί και ανασυγκροτηθεί από
Original from
Digitized by Google UNIVERSITY OF MICHIGAN
96 ΠΕΠΡΑΓΜΕΝΑ Η ΔΙΕΘΝΟΥΣ ΚΡΗΤΟΑΟΓΙΚΟΥ ΣΥΝΕΔΡΙΟΥ
76. Σύμφωνα με μαρτυρία του Ψ-Σκύλακος (47, A. Peretti, Il periplo di Scilace [1979]),
που τοποθετείται στα μέσα περίπου του 4ου π.Χ. αι., η Λύττος είχε διέξοδο και στις δύο
θάλασσες της Κρήτης: Έν μεσογαίφ όέ Λύκτος, καί όιήκει αΰτη άμφοτέρωθεν. Επομέ
νως η επικυριαρχία της έφθανε μέχρι τα εδάφη της Βιάννου, η οποία δεν αποκλείεται να
είχε καταστεί υποτελής της.
77. Ένα νέο αντίγραφο της συνθήκης Λύττου και Ολούντος του 111/0 π.Χ. ( IG 112,1135
+ add. και SEG XXXIII, 638), που βρέθηκε πρόσφατα στη Χερσόνησο επιβεβαιώνει την
κατάκτηση της Δρήρου από τη Λύττο.
78. Βλ. Η. Van Effenterre - Μ. Bourgat, Les frontières de Lato, Κρητ. Χρον. 21 (1969), 36-37,
51-52. K.J. Rigsby, REG 99 (1986), 355-356.
79. Βλ. κυρίως L.V. Watrous, AAA 7 (1974), 209. Id.. BSA 75 (1980), 283. Id., LarirAi (ό.π.),
22-23.
80. Les cités crétoises aux VI' et V' siècles avant notre ère. (πολνγραφημένη διατριβή του
Univ. libre de Bruxelles (1990-1991), II. 255, 258. Id., La cité de Datalla et Γ expansion
territoriale de Lyktos en Crète centrale, BCH 118 (1994). 229-259, ειδικά σ. 252-259.
81. Είναι γνωστό ότι η Βενετική διοίκηση είχε διατάξει την υποχρεωτική εγκατάλειψη
του Λασυθίου από το 1293-4 έως το 1463.
Original from
Digitized by
UNIVERSITY OF MICHIGAN
X. ΚΡΙΤΖΑΣ: ΕΠΙΓΡΑΦΙΚΑ ΣΤΟΙΧΕΙΑ ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ ΤΟΥ ΛΑΣΥΘ1ΟΥ 97
Original from
Digitized by
UNIVERSITY OF MICHIGAN
Original from
Digitized by
UNIVERSITY OF MICHIGAN