You are on page 1of 18

ΧΑΡΑΛΑΜΠΟΣ Β.

ΚΡΙΤΖΑΣ

ΝΕΑ ΕΠΙΓΡΑΦΙΚΑ ΣΤΟΙΧΕΙΑ


ΠΑ ΤΗΝ ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ ΤΟΥ ΛΑΣΥΘΙΟΥ

Στους Λασυνθίους συνοδοιπόρους

Με τον γεωγραφικό όρο Αασύθι προσδιορίζεται, τουλάχιστον από την


τελευταία Βυζαντινή περίοδο και εξής, το ομώνυμο οροπέδιο της ανα­
τολικής Κρήτης και η οροσειρά της Δίκτης που το περιβάλλει, γνωστή
με τη λαϊκή ονομασία Αασυθιώτικα Βουνά.1 Οι κάτοικοι αποκαλούνται
γενικά Αασυθιώτες, άσχετα από ποιο συγκεκριμένο χωριό κατάγονται,
όπως αντίστοιχα συμβαίνει με τους Μεραμπελιώτες, τους Πεδιαδίτες,
τους Μεσαρίτες κλπ.
Από το όνομα του οροπεδίου ονομάσθηκε και ολόκληρος ο Νομός
Λασυθίου. Πρόκειται φυσικά για διοικητική ονομασία, χωρίς αυτό να
σημαίνει ότι η γεωγραφική έννοια Αασύθι επεκτείνεται σε όλοντο Νομό.
Άλλωστε, σαφής διάκριση του Λασυθίου από τον υπόλοιπο “Νομό”
ή καλύτερα “διαμέρισμα” (εκτημόριον, sestiere) υπάρχει ήδη στην ενετι-
κή carta concessionis, δηλαδή το εκχωρητήριο έγγραφο με το οποίο γινό­
ταν διανομή περιοχών στους Ενετούς εποίκους το 1211, όπου υπάρχει
και η αρχαιότερη γνωστή μνεία του ονόματος Αασύθι2 (σ. 37): Το
sestiere Canaregio ο S. Apostolo περιελάμβανε τις τούρμες:

1. Από την αρκετά πλούσια βιβλιογραφία περιορίζομαι να παραθέσω τα εξής γενικά έρ­
γα: L. V. Watrous, Lasithi, A History of Settlement on a highland Plain in Crete, Hesperia
Suppi. XVIII (1982), όπου και η παλαιότερη αρχαιολογική βιβλιογραφία. Στ. Σπανάκη,
Συμβολή στην ιστορία του Αασιθίον κατά την Βενετοκρατία (Ηράκλειον, 1957). Του ίόι-
ου, Κρήτη. Τουρισμός - Ιστορία - Αρχαιολογία, τόμ. A (Ηράκλειον, 1968), 241 - 248.
2. Βλ. Fiam. Cornelii, Creta Sacra, t. II (Venetiis 1755). 237 - 239. X. Μαλτέζου, Concessio
Crete, AOIBH εις μνήμην Ανόρ. Καλοκαιρινού (Ηράκλειον 1994), 107-131.

Original from
Digitized by
UNIVERSITY OF MICHIGAN
82 ΠΕΠΡΑΓΜΕΝΑ Η ΔΙΕΘΝΟΥΣ ΚΡΗΤΟΛΟΠΚΟΥ ΣΥΝΕΔΡΙΟΥ

Settia Gerapetra Mirambello e L a s i t i con tutte le sue habende e


pertinentie de militie...3
Για το τι εννοούσαν οι Ενετοί ως Λασύθι χαρακτηριστική είναι η πε­
ριγραφή του Onorio Belli το 1591:
...Lasciti, che è un monte molto alto, il quale nella sua cima ha una
belissima pianura chiamata Lasciti.4
Από τα παραπάνω προκύπτει ότι οι Ενετοί βρήκαν το όνομα Λασύ­
θι όταν ήλθαν στην Κρήτη, το οποίο συνεπώς θα ήταν τουλάχιστον βυ­
ζαντινό και ότι διαχώριζαν σαφώς τη Σητεία από το Λασύθι, έστω και
αν οι δύο λέξεις ηχητικά μοιάζουν κάπως.
Υπάρχουν πολλές παραλλαγές της γραφής του ονόματος σε ενετικές
πηγές ήδη τον 13ο αιώνα,5 από τις οποίες ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρου­
σιάζει η γραφή Lasytho, ως ονομασία ιπποτικού φέουδου (cavalleria) σε
δουκική απόφαση του 1234,6 καθώς και η μνεία casali di Riza de Laxito σε
νοταριακό έγγραφο του 1290.7
Η ετυμολογία της λέξης απασχόλησε από πολύ παλιά τους μελετητές
και αξίζει να θυμηθούμε τις διάφορες προτάσεις, έστω κι αν μερικές
από αυτές είναι κάπως αφελείς ή γραφικές.
Η παλαιότερη γνωστή απόπειρα ετυμολόγησης έγινε από τον Αθα­
νάσιο Πικρό, που πέθανε λίγο πριν την πτώση του Χάνδακος το 1669, ο
οποίος στο θρηνητικό ποίημά του για τον Κρητικό Πόλεμο8 μεταξύ άλ­
λων αναφέρει (5,77-79):

3. Στη σ. 39 υπάρχει και η λατινική παραλλαγή Lasithi (με δάσυνση).


4. Βλ. Κ.Γ. Τσικνάκης, Ένα άγνωστο κείμενο τον Onorio Belli για τις αρχαιότητες της
Κρήτης (1591), Παλίμψηστο 9/10 (1989 - 90). σ. 210. σειρά 200 κ.ε. Ανάλογη αντίληψη
υπήρχε και στην περίοδο της τουρκοκρατίας, όπως δείχνει για παράδειγμα η εγγραφή
της 12 Απριλίου 1831 στο Ημερολόγιο του Κωσταντίνου Κοζύρη από την Κριτσά (βλ.
Μ.Γ. Παρλαμά. Κρητ. Χρον. 1 (1947), σ. 194: “...και επήγαμε (οι 5 σύμβουλοι) στην
Έ[μ]παρο και εξανοίξαμε τα σύνορα, όπου χωρίζει το Λασίθι..."
5. Βλ. συγκεντρωμένες τις διάφορες παραλλαγές από τους Στ. Σπανάκη, Κρήτη (βλ.
σημ.1), σ. 345 και P. Faure, D’où vient le nom de Lasithi?, Ονόματα 13 (1989 - 90), 103 - 106,
ειδικά σ. 104.
6. Βλ. S. Borsari, Il dominio veneziano a Creta nel XIII secolo (Napoli, 1963), 91.
7. Αυτόθι, σ. 83 (συμβόλαιο του νοτάριου του Χάνδακα L. Marcello).
8. Βλ. Κων.Ν. Σάθα, Ελληνικά ανέκδοτα περισυναχθέντα και εκόιόόμενα... υπό Κ.Σ., τ.
2ος: Αθανασίου Σκληρού, Κρητικός Πόλεμος (Αθήνησι 1867). Πρβλ. Ν. Τωμαδάκη, Ο
Αθανάσιος Πικρός (και ονχί Σκληρός) ως γεωγράφος, Αθηνά 75 (1974), 3 - 48, και add.
σ. 76, ειδικά σ. 43.

Original from
Digitized by
UNIVERSITY OF MICHIGAN
X. ΚΡΙΤΖΑΣ: ΕΠΙΓΡΑΦΙΚΑ ΣΤΟΙΧΕΙΑ ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ ΤΟΥ ΛΑΣΥΘΙΟΥ 83

πρώτιστα 0' ίκάνονσιν εις αίπύν χώρον


ΛάσιΘι εκ πολλοϋ μεν ώς κεκλημένον,
ώς εϊγε λ à ς έφασκεν ΐ θ ι ές θέαν.

(δηλαδή “κοίταξε, θαύμασε τους βράχους!). Φυσικά πρόκειται για πα­


ρετυμολογία που δεν αντέχει στην κριτική.
Ανάλογης αξίας είναι και η παρετυμολογία του Captain Spratt το
1865, ο οποίος από το τοπωνύμιο Λύττος με διάφορες γλωσσολογικές
ακροβασίες παράγει το τοπωνύμιο Ξειδάς, που με το άρθρο θα γινόταν
La Xeethe και τελικά Lasethe!9
Ο πολύ ειδικότερος Αντώνιος Γιάνναρης το 1889 διατύπωσε1011 πρώ­
τος απ’ όσο ξέρω μιαν άποψη, που την υιοθέτησε ο Ν. Σταυράκης” και
αργότερα κυρίως ο J. Pendlebury,12 η οποία ταλανίζει ακόμα την επιστή­
μη: ότι δηλαδή η λέξη Λασύθι σχηματίσθηκε στα χρόνια της Ενετοκρα­
τίας από το Σητεία, που κατά τον Γιάνναρη “αείποτε εξεφέρετο συνάρ-
θρως” (La Sithia) και που (κατ’αυτόν πάντα) “περιελάμβανε την κυρίως
Σητείαν και την Ιεράπετρον μετά της Δίκτης καλουμένης”. Γι’ αυτό και
πρότεινε την ορθογραφία Λασήθι (με ήτα, ως παραγόμενο από το La-S-
ητεία> La-S-ήτει). Είδαμε όμως ότι υπήρχε σαφής διάκριση μεταξύ Ση-
τείας και Λασυθίου, το οποίο άλλωστε, μετά τον 14ο αιώνα υπαγόταν
διοικητικά στο διαμέρισμα του Χάνδακος (territorio di Candia).
Γραφική ήταν η πρόταση του θυμόσοφου γέροντα Ελευθερίου Αλέ-
ξη, που διαβεβαίωνε τον Ξανθουδίδη: “το λέγουν Λασίθι γιατί είναι
λακκοσίτι” (δηλαδή λάκκος που παράγει σιτηρά).13
Αξιοπρόσεκτη αντίθετα είναι η άποψη που δημοσίευσε το 1926 ο
ίδιος ο Στέφανος Ξανθουδίδης,14 ο οποίος έκανε μια διπλή υπόθεση: α)

9. Travels and researches in Crete, t. A (London. 1865), 200 - 202. Τα διαδοχικά στάδια πα­
ραγωγής του ονόματος θα ήταν κατ' αυτόν: Στη Λνκτο > Tselyttiis > Tselytti >Tselethe >
Xelethe > Xeethe (Ξειόάς) > La Xeethe > Lasethe.
10. Περί Ερωτοκρίτον και τον ποιητον αντον (Αθήναι, 1889), 3.
11. Στατιστική τον πληθνσμοχι της Κρήτης... (Αθήναι 1898). 189.
12. J.D.S. Pendlebury, Excavations in the Plain of Lasithi, I, BSA 36 (1935 - 36), 5.
13. Σ. Ξανθουδίδης, Επαρχίαι και πόλεις της Κρήτης. Εκ τον τοπωνυμικού Κρήτης,
Επετ. Εταιρ. Βυζ. Σπουδών, Γ (1926). 39 - 41 και ειδικά σ. 40.
14. Αυτόθι, 40 - 41. Την υπόθεση του Ξανθουδίδη θεώρησε ως πιθανότερη και λογικότε­
ρη των άλλων ο X. Πέτρου-Μεσογείτης, Κρητικές Σελίδες Γ (1938), 220 [= Απαντα, σ.
107]. Ο ίδιος νομίζει ότι είναι δυνατόν να είναι ακόμα και προελληνικό το όνομα, λόγω
της γλωσσικής του μορφής.

Original from
Digitized by
UNIVERSITY OF MICHIGAN
84 ΠΕΠΡΑΓΜΕΝΑ Η ΔΙΕΘΝΟΥΣ ΚΡΗΤΟΛΟΓΙΚΟΥ ΣΥΝΕΔΡΙΟΥ

Αν η λέξη ήταν αρχαία, θα έπρεπε να συσχετισθεί με το επίθετο λάσιος


που σημαίνει μαλλιαρός, δασωμένος, κατάφυτος και με το οποίο σχετί­
ζονται και άλλα γνωστά τοπωνύμια στην Κρήτη και αλλού, όπως Λα-
αία, Λασική, Λασίων, Λασαία, Λασιωτίς. β) Αν η λέξη ήταν βυζαντινή,
θα έπρεπε να συσχετισθεί με το αμάρτυρο οικογενειακό επώνυμο Λασί-
θης.
Απλώς για την ιστορία αναφέρομε την γλωσσολογικά αδύνατη ετυ­
μολογία, που πρότεινε ο Σ.Ε. Βασιλάκης,15 κατά τον οποίο από το Λα-
τώ (θέμα Λατο-) είχαμε αρχικά το εθνικό *Λατοητης και με αποβολή
του θεματικού φωνήεντος *Λατήτης, από το οποίο το ουδέτερο *Λατή-
τιον (χωρίον) και στη συνέχεια με τροπή του τ σε σ Λασηθιον.
Το 1965 ο γνωστός κρητολόγος Paul Faure δημοσίευσε το πρώτο μιας
σειράς άρθρων που εξετάζουν μεταξύ άλλων το θέμα της ετυμολογίας
του Λασυθίου.16 Το συνδέει με την αμάρτυρη προελληνική λέξη *λασ-
σίνθιον και τα κρητικά τοπωνύμια Λατσίόα και Λατσίμα, όπου διακρί­
νει την πελασγική ρίζα *lass- που ανιχνεύεται στην ελληνική λ. λάκκος
και τη λατινική lacus. Την ίδια άποψη θα επαναλάβει το 196717 το 197218
και το 1973.19
Το 1975 ο Ιω. Θωμόπουλος, χωρίς αναφορά στα άρθρα του Paul
Faure, δημοσιεύει20 συστηματικότερα την ίδια γνώμη και από το λάκκος
παράγει διαδοχικάΛακκίόιον>Λατσίόιον>Λατσίόι>Λατσίθι >Λασίθι.
Τέλος, ο Γεώργιος Μαλεφιτσάκης το 1989 - 1990 υποστηρίζει21 ότι
από το Λάσινθος (κατ’ αυτόν αρχαίο όνομα της Δίκτης) είχαμε διαδο­
χικά Λασίνθιον Όρος και Λασίθι, που ετυμολογικά σχετίζεται με το
λάας, λας =πέτρα.
Μετά την αποκρυπτογράφηση των πινακίδων της Γραμμικής Β στις
αρχές της δεκαετίας του ’50, μια νέα γλωσσολογική πηγή τέθηκε πλέον

15. Συμβολή εις την μελέτην των Κρητικών Τοπωνυμίων, Κρητική Εστία, τεύχ. 45 (1954),
25 - 28, ειδικά σ. 27.
16. Noms de montagnes crétoises, Bulletin de Γ Association G. Budé, t. 24. 434.
17. Toponymes préhelleniques dans la Crète moderne. Kadmos VI, 62.
18. Cavernes et toponymes témoins en Crète des grandes migrations. Acta of the 2nd
International Colloquium on Aegean Prehistory (Athens 1971 [1972] ), 182.
19. La vie quotidienne en Crète au temps de Minos (Paris), 48, 96.
20. Το όνομα Λασίθι, Αμάλθεια ΣΤ', τεύχη 22 - 23, 137 - 143, ειδικά 141 - 143.[= Ονόμα­
τα 12(1988), 918 - 924],
21. Αχαϊκά τοπωνύμια στην Κρήτη. Ονόματα 13. 166 - 172, ειδικά 169 - 170.

Original from
Digitized by
UNIVERSITY OF MICHIGAN
X ΚΡΙΤΖΑΣ: ΕΠΙΓΡΑΦΙΚΑ ΣΤΟΙΧΕΙΑ ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ ΤΟΥ ΛΑΣΥΟΙΟΥ 85

στη διάθεση των ειδικών. Ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζουν τα το­


πωνύμια που αναφέρουν οι πινακίδες.22 Σε πολλά από αυτά αναγνωρί­
σθηκαν ονόματα πόλεων γνωστών από την κλασική παράδοση, μερικά
από τα οποία επιβιώνουν κατά θαυμαστό τρόπο μέχρι σήμερα.
Ειδικά ένα τοπωνύμιο ra-su-to και το αντίστοιχο εθνικό ra-su-ti-jo
προσήλκυσε το ενδιαφέρον των μελετητών. Το τοπωνύμιο απαντά του­
λάχιστον 26 φορές στις πινακίδες της Κνωσού.23 Πρόκειται μάλλον για
ποιμενική24 και απομονωμένη περιοχή της κεντρικής Κρήτης,25 από την
οποία στέλνονται στην Κνωσό ζώα για θυσίες, δέρματα και υφαντά. Το
γεγονός ότι δεν αναφέρεται ποτέ αποστολή λαδιού ερμηνεύθηκε ως έμ­
μεση ένδειξη ότι η περιοχή ήταν ορεινή, με υψόμετρο άνω των 80θ μέ­
τρων.26

22. Βλ. κυρίως τις ειδικές μελέτες: J. Chadwick, Relations between Knossos and the rest of
Crete at the time of the Linear B Tablets, Πρακτικά του 3ου Διεθνούς Κρητολογικού Συνε­
δρίου, (Ρέθυμνο 1971) [Αθήνα 1973], τ. 1, 39 - 45. A.L.Wilson, The Place - names in the
Linear B Tablets from Knossos: Some preliminary considerations, Minos 16 (1977). M.V.
Cremona - D. Marcozzi · E. Scafa - Μ. Sinatra, La toponomastica cretese nei documenti in
lineare B di Cnosso (Roma, 1978). J. Bennet, The Structure of the Linear B Administration at
Knossos, AJA 89 (1985), 231 - 249. J. K. Mc Arthur, The Place- names of the Knossos Tablets,
Minos 19, Suppl. (1985). Της ίδιας. Place- names in the Knossos Tablets. Identification and
location, Minos Supl. 9, (1993) [Αναθεωρημένη έκδοση της διατριβής της συγγραφέως του
Monash University 1979],
23. Βλ. σχετ. καταλόγους στα έργα των Μ. Ventris - J. Chadwick. Documents in Mycenaean
Greek (1956) 146, (6' έκδοση 1973), 163. J. P. Olivier - L. Godart - C. Seydel - C. Sourvinou.
Index Généraux du Linéaire B (Roma. 1973), 191. M.V. Cremona et al., ό.π., 21. J. Me Arthur,
ό.π. (1985). 81 - 82 και (1993), 272. Πρόκειται για τις πινακίδες: (ΚΝ) Ai 739.1 As( 1 )
604.2.2 C(3) 979 Dal 189; 1194.b; 1195; 1197.b; 5213.b; 5295.B; 8355.B Db 1196; 1198;
5359.B; 7172.B; 1046.B; 8360; 5272 (μη πλήρης) Df 5406.B Dk(l) 1049.b Dl( 1 ) 1046.B Dm
1175.b; Dn 1200.2; Dv 1199; 5357 X <1033>; 7860.2.
24. Οι πινακίδες αναφέρουν τουλάχιστον 19 κοπάδια με 100 πρόβατα κατά μέσο όρο το
καθένα. Για τα κοπάδια και τους βοσκούς (ή ενοικιαστές), τους συλλογείς εισφορών κλπ.
βλ. J.-P. Olivier, KN: Da-Dg, εν J.-P. Olivier - Th.G. Palaima, Eds.. Texts, Tablets and
Scribes. Studies in mycenaean epigraphy and economy offered to Emmett L Bennet Jr,
(Supl.Minos 10, Salamanca 1988), 219 - 267, ειδικά πίνακες σ. 246 και 266.
25. Σε αντίθεση με τη γενικά αποδεκτή αυτή άποψη οι L. Godart - Yannis Tzedakis,
Témoignages archéologiques et épigrarhiques en Créte occidental du néolithique au Minoen
récent III b (Roma, 1992), 274 τοποθετούν τη ra- su- to στην περιοχή μεταξύ της κοιλάδος
του Αμαρίου και της πόλης του Ρεθύμνου.
26. Βλ. J. K. Mc Arthur, ό.π. (1993), 254.

Original from
Digitized by
UNIVERSITY OF MICHIGAN
86 ΠΕΠΡΑΓΜΕΝΑ Η ΔΙΕΘΝΟΥΣ ΚΡΗΤΟΛΟΓΙΚΟΥ ΣΥΝΕΔΡΙΟΥ

Ήδη στην πρώτη έκδοση των Documents το 1956 οι Ventris και Chad­
wick μετέγραφαν το ra-su-to Lasunthosl και το παρέβαλλαν με τα Λάοος
και Λασαία.
Ο πρώτος, απ’ όσο γνωρίζω, που συνέδεσε το *Λάσυνθος με το ση­
μερινό Λασύθι ήταν ο Oscar Landau το 1958, αν και διατύπωσε την υπό­
θεση με κάποιο δισταγμό εξ αιτίας της παλιάς προκατάληψης για την
παραγωγή της λέξης από το La Sitia.27
Έκτοτε οι μελετητές δέχονται κατά κανόνα για το ra-su-to τη μετα­
γραφή *Λάσυνθος (ή παραλλαγές του), χωρίς πολλοί να το συνδέουν με
το Λασύθι. Αναφέρω ενδεικτικά και κατά χρονολογική σειρά τους:
Ruijgh (1967)28
Doria (1970-71 )29
Lejeune (1972)30
Hooker (1980)31
Jorro - Adrados (Diccionario Micenico, 1993)32
Ruiperez - Melena (1996).33
Αντίθετα άλλοι μελετητές προχωρούν, όχι πάντα χωρίς επιφυλάξεις,
σε προτάσεις για πιθανούς γεωγραφικούς συσχετισμούς:
Το 1959 ο Giovanni Capovilla μεταγράφει το ra-su-to ως Λάσνθος, που
πιστεύει ότι επιβιώνει στο σημερινό Λασύθι.34
Στο Κρητολογικό Συνέδριο του 1971 ο ίδιος ο J. Chadwick διατύπω­
νε επίσης την πιθανότητα σύνδεσης του *Λάσυν0ος με το Λασύθι, αλλά
δέσμιος της παλιάς και αστήρικτης, όπως είδαμε, γνώμης του Γιάνναρη
προσέθετε: “but this is said to be from the Italian, La Sitia”.35

27. Mykenish - Griechische Personennamen (Göteborg), 163, σημ. 1.


28. C.J. Ruijgh, Études sur la grammaire et le vocabulaire du grec Mycénien (Amsterdam), 181,
§153, σημ.418. θεωρεί το ra - su -to αβέβαιης ερμηνείας, που θα μπορούσε να μεταγραφεί
ως Λάσυστος ή Αάσννθος, που περιέχουν το θέμα του προελληνικού Λ,άσος και την κα­
τάληξη του Κάρυστος ή του Όλυνθος.
29. Μ. Doria, Problemi di toponomastica micenea (πολιτγραφημένο δημοσίευμα του 1st. di
Glottologia, Trieste), 113: *Αάσννθος.
30. Μ. Lejeune, Mémoires de philologie Mycénienne. IIle série (1964 - 1968). Roma. 231.
31. J.T. Hooker, Linear B. An Introduction (Bristol), 71 .§159: * Αάσννθος?
32. Fr. A. Jorro - Fr. Adrados, Diccionario griego-espanol, Anejo II: Die. Micenico, vol. II
(Madrid), 225-6, s.v. ra-su-to: Probablemente *Αάσυνθος.
33. M.S. Ruiperez - J.L. Melena, Οι Μνκηναΐοι Έλληνες (ελληνική έκδοση συμπληρωμένη,
Αθήνα), 125: Lasunthos (την τοποθετοίτν αόριστα κάπου στην επαρχία Πεδιάδος).
34. Aegyptiaca III. L’Egitto e il mondo Miceneo, Aegyptus 39, 301.
35. Πεπραγμένα του Γ Διεθνούς Κρητολογικού Συνεδρίου, Ρέθυμνο 1971 [Αθήνα. 1973],
τ. Α'. 39-45.

Original from
Digitized by
UNIVERSITY OF MICHIGAN
X. ΚΡ1ΤΖΑΣ: ΕΠΙΓΡΑΦΙΚΑ ΣΤΟΙΧΕΙΑ ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ ΤΟΥ ΛΑΣΥΘΙΟΥ 87

Τη σχετική θέση της ra-su-to σε σχέση με άλλους γειτονικούς οικι­


σμούς επιχείρησε να προσδιορίσει ο L.R. Palmer το 1972.36
Σ’ ένα κοινό άρθρο το 1977 οι Μ.Α. Van Spitael και Paul Faure συσχέ­
τισαν το ra-su-to/ *Λάσυνθος με το Λασίθι ή τη Λατσίδα στο Σμάρι Πε-
διάδος.3738
Ο A. Heubeck το 1983 δέχθηκε επίσης κοινή ρίζα των ra-su-to και
Lasytho, Lassythi, Lassithi, Λασίθι.36
Τη σύνδεση Λασύνθου με το Λασίθι φαίνεται να δέχεται και η Α.
Quattordio Moreschini το 1984.39 Κάνει μάλιστα σύγκριση με τα κρητικά
επίσης τοπωνύμια Πύρανθος - Πυράθι, αρχαίο και σύγχρονο αντίστοι­
χα.
Τον συσχετισμό ra-su-to με το *Λάσυνθος - Λασύθι έκαναν επίσης ο
John Bennet το 198540 και η Jennifer Mc Arthur το 1993.41
Εκείνος όμως που αναθεωρώντας ή τροποποιώντας παλιότερες από­
ψεις του, υποστήριξε απερίφραστα και κατά τρόπο συστηματικό τη σχέ­
ση Λασύνθου με το Λασύθι είναι ο Paul Faure με δύο άρθρα του το 1989
- 9042 και 1993.43 Πρότεινε μάλιστα την ταύτιση της Λασύνθου με την αρ­
χαιολογική θέση Παπούρα Αγ. Γεωργίου της Κοινότητας Λαγού Λασυ-
θίου.
Οι ενδοιασμοί των μελετητών για την ανεπιφύλακτη αποδοχή της
σύνδεσης οφείλονταν κατά κύριο λόγο στην πραγματικά μεγάλη χρονι­
κή απόσταση 26 αιώνων ανάμεσα στην Ύστερη Εποχή του Χαλκού
(13ος αι. π.Χ.), κατά την οποία χρονολογούνται οι πινακίδες της Γραμ­
μικής Β της Κνωσού με μνεία της ra-su-to και την πρώιμη ενετοκρατία

36. Kadmos 11, 27-46, ειδικά σ. 38 και εικ. 4 σ. 37.


37. Villes et villages de la Crète centrale, Κρητολογία V, 45-98. ειδικά σ. 91.
38. Überlegungen zur Sprache von Linear Α, εν A. Heubeck - G. Neumann (Eds.), "Res
Mycenaeae", Akten des VII Intern. Mykenologischen Colloquiums, Nürnberg 1981 [Göttingen
1983], 159, σημ. 22.
39. Le formazioni nominali greche in -nth-. (Roma), 98. Από τον πίνακα των σ. 99-100 στα­
χυολογώ τα τοπωνύμια σε -υνθος: Άμάρυνθος, Άράκυνθος, Βερέκννθος, Ζάκυνθος,
Ζήρννθος, Κόκυνθος, Κύνθος, "Ολννθος, Τίρυνς,- υνθος.
40. Ό.π. (σημ. 22), 240.
41. Ό.π., 241,252, 254.
42. Ό.π. (σημ 5), 104-5.
43. Nouvelles identifications d’ antiques localités Cretoises, Kadmos XXXII, 67-74, ειδικά σ.
69.

Original from
Digitized by
UNIVERSITY OF MICHIGAN
88 ΠΕΠΡΑΓΜΕΝΑ Η ΔΙΕΘΝΟΥΣ ΚΡΗΤΟΛΟΓΙΚΟΥ ΣΥΝΕΔΡΙΟΥ

(13ος αι. μ.Χ.), κατά την οποία έχομε τις πρώτες γραπτές μνείες του το­
πωνυμίου Lasithi - Lasytho.44
Όμως δύο νέα επιγραφικά ευρήματα φαίνεται ότι μας χαρίζουν την
πολυπόθητη γέφυρα και μάλιστα με δύο στέρεα τόξα.
Η πρώτη επιγραφή είναι αδημοσίευτη και παρουσιάζεται εδώ για
πρώτη φορά. Βρέθηκε στην ανασκαφή της Αρχαιολογικής Εταιρείας,
που διεξάγεται από το 1972 υπό τη διεύθυνση της Δρος Αγγελικής Λε-
μπέση45 στο γνωστό Ιερό του Ερμή Κεδρίτη και Αφροδίτης στην Κάτω
Σύμη Βιάννου, σε υψόμετρο 1130 μ.46 Είναι ακόμη in situ, εντοιχισμένη
ανάποδα, σε δεύτερη χρήση, στην εσωτερική παρειά του ανατολικού
τοίχου του ελληνιστικού ναΐσκου47 στην ΒΑ γωνία του ιερού (Εικ. 1).
Πρόκειται για το αριστερό τμήμα στήλης από τεφροκύανο ασβεστόλι­
θο, η επιφάνεια του οποίου είναι κομμένη φυσικά, σχεδόν χωρίς λάξευ­
ση. Είναι λοξά σπασμένη στη δεξιά πλευρά, χωρίς να μπορεί να υπολο-
γισθεί το μήκος του κομματιού που λείπει, ενώ σώζει τις τρεις άλλες αρ­
χικές πλευρές. Οι σωζόμενες διαστάσεις του λίθου είναι: Ύψος 0,35 μ.,
πλάτος 0,55 μ., πάχος απροσδιόριστο λόγω εντοιχισμού.
Στην πρόσθια επιφάνεια φέρει δύο διαδοχικές επιγραφές, από δύο
και τρεις στίχους αντίστοιχα, που έχουν γραφεί κατά την έννοια του
πλάτους του λίθου, με διαδοχικά κτυπήματα αιχμηρού εργαλείου (ένα
είδος pointillé). Η χάραξη είναι μάλλον αμελής και τα γράμματα άνισου
ύψους, που ποικίλλει από 0,02 μ. (το πρώτο Ο) έως 0,05 μ., όπως και το

44. Βλ. π.χ. A. Quattordio Moreschini, ό.π. (σημ. 39), 98. Πρβλ. J. Bennet, ό.π. (σημ. 22), 240:
“The problem, however, is documenting the pre-Greek name beyond the end of the Bronze Age,
and before the Venetian period”.
45. Ευχαριστώ θερμά τη φίλη συνάδελφο για τη γενναιόδωρη παραχώρηση του δικαιώ­
ματος δημοσίευσης των επιγραφών του Ιερού, την οποία ενέκρινε και το Δ.Σ. της Αρχαι­
ολογικής Εταιρείας με το υπ’ αρ. πρωτ. 80/15-2-90 έγγραφο. Ευχαριστώ επίσης τον Δρα
J.-P. Olivier για τις χρήσιμες συζητήσεις που είχαμε σχετικά με τις πινακίδες της Γραμ­
μικής Β.
46. Προκαταρκτικές εκθέσεις για τη σημαντική αυτή ανασκαφή βλ. στα Πρακτικά της
Αρχαιολογικής Εταιρείας (ΠΑΕ) από το 1972 κ.ε. Συγκεντρωμένη την κυριότερη βι­
βλιογραφία μέχρι το 1991 βλ. στο Bulletin de Correspondance Hellénique (BCH), CXV
(1991), 103, σημ. 20, 21 και 104, σημ. 22.
47. Ο τοίχος αυτός συμπίπτει με τον διαχωριστικό διάδρομο μεταξύ των τετραγώνων
48Λ και 48Μ του καννάβου του σχεδίου που δημοσιεύεται στα ΠΑΕ 1985, πίν.ΙΒ. Για
την ανασκαφή του ναΐσκου βλ. ΠΑΕ 1973,195-198, πίν. 204, 206α. Ειδική μνεία της επι­
γραφής γίνεται στη σ. 197. Επίσης Αρχ. Εφημερίς 1981, σ. 3. εικ. 1, σ. 5.

Original from
Digitized by
UNIVERSITY OF MICHIGAN
X. ΚΡΙΤΖΑΣ: ΕΠΙΓΡΑΦΙΚΑ ΣΤΟΙΧΕΙΑ ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ ΤΟΥ ΛΑΣΥΘΙΟΥ 89

διάστιχο (0,005 μ. - 0,04 μ.). Τα γράμματα της πρώτης επιγραφής είναι


πιο αραιογραμμένα. Παραθέτω το κείμενο χωρίς συμπληρώσεις:
(α)
Ον συν Λνβύρν[ω---]
άνέσαξα[ν---]
(β)
Έπι Λασννθνων[----]
ντ αν κόσμων π [---- ]
5 à V έ σ a ξ ε. vacat
vacat

Επνγραφνκές παρατηρήσεις:
Οι δύο επιγραφές έχουν χαραχθεί από διαφορετικό χαράκτη. Τα Σ και
των δύο, καθώς και το τελευταίο Ε της δεύτερης είναι μηνοειδή. Τα Ν
και των δύο έχουν βραχύτερη τη δεξιά κεραία. Η οριζόντια κεραία των
A της πρώτης επιγραφής είναι ελαφρώς καμπύλη. Τα Ω της δεύτερης
(της πρώτης δεν σώζονται) είναι του ανοικτού τύπου, όπως στη μικρο-
γράμματη γραφή. Λόγω της αδρότητας της επιφάνειας του λίθου δεν
σώζεται η μεσαία στιγμή του Θ στον τρίτο στίχο. Από το Π του στ. 4 σώ­
ζεται μικρό τμήμα της δεξιάς κάθετης κεραίας.

Χρονολόγηση:
Η σχετικά αμελής χάραξη των γραμμάτων δεν βοηθά σε μια ακριβή
χρονολόγηση των δύο επιγραφών. Πάντως η επιγραφή (α) πρέπει να εί­
ναι λίγο παλαιότερη της (β). Κρίνοντας από το μικρό όμικρον, το A με
ελαφρώς καμπύλη την οριζόντια κεραία, το Ξ με βραχύτερη τη μεσαία
κεραία, τη μορφή του Ν, θα μπορούσε να προταθεί μια χρονολόγηση για
την επιγραφή (α) γύρω στο πρώτο μισό του 2ου π.Χ. αιώνα. Αντίθετα
το Π με ίσα τα δύο κάθετα σκέλη, το Ξ με ίσες και τις τρεις κεραίες, σε
συνδυασμό με την απουσία ακρεμόνων οδηγούν σε μια χρονολόγηση της
επιγραφής (β) πιθανώς στο β' μισό του δεύτερου π.Χ. αιώνα, για την
οποία δεν αποτελεί εμπόδιο η μορφή του ανοικτού Ω, που στην Κρήτη
εμφανίζεται τουλάχιστον από τον 2ο π.Χ. αιώνα.

Σχόλνα:
Στίχ. 1: Η σπανιότητα του ονόματος Λίβυρνος καθιστά την συμπλήρω­
ση ασφαλή. Υπάρχει ένα ακόμα παράδειγμα του ονόματος αυτού σε επι­

Original from
Digitized by
UNIVERSITY OF MICHIGAN
90 ΠΕΠΡΑΓΜΕΝΑ Η ΔΙΕΘΝΟΥΣ ΚΡΗΤΟΑΟΠΚΟΥ ΣΥΝΕΔΡΙΟΥ

τύμβια επιγραφή από τη Λύττο, επίσης του 2ου αιώνα π.Χ.4* Φυσικά δεν
μπορεί να αποδειχθεί αλλά ούτε και να αποκλεισθεί ενδεχόμενη ταύτι­
ση των δύο Λιβύρνων. Ως όνομα πρέπει να παράγεται από το εθνικό At-
βυρνός (Liburnus), όνομα των κατοίκων της Λιβυρνίας (Liburnia) στη
βόρεια παραλία της Ιλλυρίας του Αδριατικού πελάγους, που έδωσε το
όνομά της και σε ιδιαίτερη κατηγορία ταχύπλοων σκαφών, τις λιβνρνί-
όες νήες.
Η συνήθης έκφραση οί συν Αιόνρνω, ενίοτε ακολουθούμενη από τη
λ. κόσμοι*9 ή από το πατρώνυμο (τώ όεϊνος) σημαίνει ότι ο Λίβυρνος
ήταν ο πρωτόκοσμος, ο επί κεφαλής δηλαδή του σώματος των κόσμων,
επί της αρχής των οποίων έγιναν οι εργασίες για τις οποίες θα μιλήσο­
με. Η μνεία κόσμων μιας (μη κατονομαζόμενης) πόλεως σημαίνει ότι η
πόλη αυτή, τουλάχιστον κατά την ελληνιστική περίοδο, είχε τον έλεγχο
του ιερού και την πρωτοβουλία για διάφορες επισκευαστικές εργασίες.48
50
49
Στίχ. 2 και 4: Οι δύο τύποι άνέσαξα[ν] και άνεσαξε είναι του αορί­
στου του ρήματος άνα-σάττειν. Μέχρι τώρα ήταν γνωστό κυρίως από το
παράγωγο ρηματικό επίθετο άνασάξιμον, που από τα μέσα του 4ου π.Χ.
αιώνα χαρακτήριζε μία κατηγορία μεταλλείων του Λαυρίου, τα λεγάμε­
να άνασάξιμα και παλαιά άνασάξιμα μέταλλα.5'
Λεπτομερής αναφορά στην ετυμολογία της λ. σάττω και των διαφό­
ρων συνθέτων της, καθώς και στις μέχρι τώρα ερμηνείες52 που έχουν

48. 1C I, XVIII, 122: Λίβυρνος Σωτάόα.


49. Πρ6λ. για παράδειγμα την 1C I, V, 5 ( Αρκάδες. ± 2ος π.Χ. αιώνας): Οί συν Σωτηρί-
όαι κόσμοι έπεμελήθην τώ ναώ τάς Άρτέμιόος...
50. Έχει υποστηριχθεί ότι στην προελληνιστική τουλάχιστον εποχή το Ιερό δεν είχε
εξάρτηση από μία συγκεκριμένη πόλη, αλλά ήταν ένα “συνοριακό” ιερό, με παγκρήτια
ακτινοβολία. Βλ. Αγγ. Αεμπέση, Η συνέχεια της κρητομνκηναϊκής λατρείας. Επιβιώσεις
και αναβιώσεις, Αρχ. Εφημερίς 1981, 1 - 24, ειδικά σ. 4. Α. Chaniotis, Habgierige Götter,
habgierige Städte. Heiligtumsbesitz und Gebietsanspruch in den kretischen Staatsverträgen,
Ktema 13 (1988), 21 -39, ειδικά σ. 33 - 34. Είναι χαρακτηριστικό ότι ακόμα και σήμερα
προσκυνητές από τα χωριά του Οροπεδίου Λασυθίου, της Πεδιάδας, της Βιάννου. του
Μονοφατσίου, του Μύρτου και της Ιεραπέτρας συρρέουν στις 6 Αυγούστου, εορτή της
Μεταμορφώσεως του Σωτήρος, στο εξωκκλήσι του Αφέντη Χριστού, στην ομώνυμη κο­
ρυφή της Δίκτης (υψόμ. 2141 μ.), που βρίσκεται πάνω από το Ιερό του Ερμή, ακριβώς
στα όρια τριών Επαρχιών.
51. Ως γνωστόν οι άλλες δύο κατηγορίες ήταν τα λεγάμενα εργάσιμα και αί καινοτομίαι.
Βλ. Μ. Crosby. The leases of the Laureimi Mines, Hesperia 19 ( 1950), 196 κ.ε.
52. Κυριότερη σχετική βιβλιογραφία, εκτός από το άρθρο της Μ. Crosby που προαναφέ-

Original from
Digitized by
UNIVERSITY OF MICHIGAN
X. ΚΡΙΤΖΑΣ: ΕΠΙΓΡΑΦΙΚΑ ΣΤΟΙΧΕΙΑ ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ ΤΟΥ ΛΑΣΥΟΙΟΥ 91

προταθεί για τη λ. άνασάξιμον θα γίνει κατά την οριστική δημοσίευση


της επιγραφής. Σύμφωνα με την επικρατέστερη ερμηνεία, (παλαιόν)
άνασάξιμον μέταλλον ήταν το μεταλλείο που μετά από μια περίοδο εκ­
μετάλλευσης εγκαταλείφθηκε (για μικρό ή μεγαλύτερο διάστημα), πα­
ραμελήθηκε, γέμισε χώματα, αλλά που μετά από κατάλληλη εκχωμάτι-
ση, επισκευή, στερέωση και διαρρύθμιση μπορεί να τεθεί και πάλι σε λει­
τουργία.
Στην περίπτωση του ιερού της Σύμης δεν έχομε υπόγειες στοές, δεξα­
μενές ή άλλες παρόμοιες κατασκευές, δεδομένου ότι το άφθονο νερό της
πηγής αναβλύζει και ρέει στην επιφάνεια του εδάφους. Αντίθετα έχομε
συχνές κατολισθήσεις και πτώσεις βράχων, που προκαλούσαν κατα­
στροφές κτηρίων του ιερού και υποχρέωναν σε συχνές επισκευές.53 Είναι
επομένως πολύ πιθανόν οι εργασίες επισκευής να έγιναν σε κάποιο από
τα κτήρια του ιερού, ίσως στον ίδιο το ναό, στον οποίο κατά μία μετα­
γενέστερη ανακατασκευή εντοιχίσθηκε σε δεύτερη χρήση ο λίθος.54 Η
επιγραφή μας και ένα χάλκινο νόμισμα της Λύττου, που βρέθηκε κάτω
από το δάπεδο του υπάρχοντος ναΐσκου και που χρονολογείται κατά
την ανασκαφέα μεταξύ του 2ου και Ιου π.Χ. αιώνα,55 αποτελούν terminus
post quem για τον χρόνο κατασκευής του υπάρχοντος ναΐσκου. Η ανα-
σκαφέας σημειώνει,56 ότι βρέθηκαν ανασκαφικές ενδείξεις για μια επι­
σκευή της στέγης του μικρού ναού. Επί πλέον μια άλλη επιγραφή των
προχωρημένων αυτοκρατορικών χρόνων (2ος - 3ος μ.Χ. αι.;), που βρέ­
θηκε στις επιφανειακές επιχώσεις του ίδιου χώρου, αναφέρει ότι κάποι­
ος Νικάνωρ θεομνάστον αφιέρωσε ναό στον Ερμή Κεδρίτη.57 Δεν είναι

ραμε είναι: A. Boeckh, CIG I (1828), αρ.162, σχόλια σ. 289 - 290. J.H. Hansen. De metallis
(Paris, 1897), 13. IG II2,1582 (μέσα 4ου π.Χ. αι.) και σχόλια του J. Kirchner για τον στίχ.
20 (σ. 171). W. Dittenberger, Syll.\ 1202. H.Francotte, L’industrie dans la Grèce ancienne. Il
(1900) 186 κ.ε. G. Oikonomos, Ath. Mitt., 35 (1910), 300 - 1. U.Kahrstedt. Staatsgebiet und
Staatsangehörige in Athen (1934). 54. J.R. Hopper. BSA 48 (1953), 235 και BSA 63 (1968),
300, σημ. 55. O.J. Labarbe, Thorikos I (Les Testimonia) [Gent, 1977], κεφ. 4. passim. K. Ko-
νοφάγος, Το Αρχαίο Λαύριο (Αθήνα, 1980), 433. D.Vanhove, The Laurion revisited.
Miscellanea Graeca 9, Studies in South Attica II [Ed. H. Mussche, Gent 1994], 32 - 35.
53. Βλ. ΠΑΕ 1983, 362-3 εικ. 6. 1984, 458-9, πίν. 2306, 1985, 270, 1989.297, σημ. 4.
54. Το ασύνθετο ρήμα σάττω έχει και την έννοια του ισχυροποιώ, ενόυναμιόνω: Ήρόό.,
5,34: το τείχος έσάξαντο.
55. ΠΑΕ 1973. 196, πίν. 206 6.
56. Αυτ. σ. 197.
57. Αυτ., 198, πίν. 205. Προλ. Αρχ. Εφημ. 1981, 4.

Original from
Digitized by
UNIVERSITY OF MICHIGAN
92 ΠΕΠΡΑΓΜΕΝΑ Η ΔΙΕΘΝΟΥΣ ΚΡΗΤΟΛΟΓΙΚΟΥ ΣΥΝΕΔΡΙΟΥ

σαφές αν πρόκειται για μια πολλοστή ανακατασκευή του υπάρχοντος


ναΐσκου ή για μια νέα κατασκευή, που ένα τμήμα της βρέθηκε νότια και
ανατολικά του ναΐσκου.58 Ενδεικτικά επομένως και με κάθε επιφύλαξη
οι δύο πρώτοι στίχοι θα μπορούσαν να συμπληρωθούν ως εξής:
Οί συν Λιβΰρν[φ κόσμοι(;) τον ναόν (;)]
άνέσαξα[ν 'Ερμάι Κεόρίται(;)/
Φυσικά δεν αποκλείεται άλλη διάταξη των λέξεων ή άλλες συμπληρώ­
σεις, δεδομένου ότι αγνοούμε το αρχικό πλάτος της πέτρας, όμως το
νόημα θα είναι βασικά το ίδιο.
Στίχ. 3: ’Επί Λασυνθίων. Πρόκειται για το σημαντικότερο νέο στοι­
χείο που προσφέρει η επιγραφή. Κερδίζομε την πρώτη βέβαιη μνεία της
φυλής των Λασυνθίων.5960 Κατά κανόνα στις κρητικές επιγραφές Ελληνι­
στικών και Ρωμαϊκών χρόνων η χρονολόγηση γίνεται με την πρόθεση
επί και το όνομα της φυλής, από την οποία προέρχονταν οι κόσμοι, στη
γενική, συνοδευόμενο κατά κανόνα από το οριστικό άρθρο και τη μετο­
χή κορμιόντων, κοσμιόντων ή κοσμόντων.™ Η απουσία του άρθρου στην
επιγραφή μας δε νομίζω ότι δημιουργεί σοβαρό πρόβλημα, επειδή χα-
ράχθηκε πρόχειρα από ιδιώτη και δεν αποτελεί επίσημο κείμενο. Επί
πλέον ανάλογες παραλείψεις του οριστικού άρθρου έχουν παρατηρηθεί
και σε άλλες επιγραφές της Ελληνιστικής περιόδου.61
Η λέξη αντιστοιχεί απόλυτα στο εθνικό ra - su - ti -jo των πινακίδων
της γραμμικής Β και σημαίνει ότι οι Λασύνθιοι αρχικά ήταν οι κάτοικοι
της Λασυνθου.*'2 Όταν αργότερα ορισμένοι από αυτούς, όπως συμβαίνει
ακόμα και σήμερα,63 κατέβηκαν προς τα πεδινά και ενσωματώθηκαν με

58. βλ. Αρχ. Εφημ. 1981, 3, εικ.1.


59. Για τις φυλές των κρητικών πόλεων βασικό είναι το έργο του Ν. Jones, Public
Organization in Ancient Greece: A Documentary study (Philadelphia, 1987), 219 -231, όπου
και η παλαιότερη βιβλιογραφία.
60. Αυτόθι, 222. Σύμφωνα με τους υπολογισμούς της Μ. Bile, Le dialecte crétois ancien
(Paris, 1988), 84, με την εξαίρεση της Γόρτυνος, όπου επικρατεί ο τύπος κοσμι'οντες (sic,
εννοεί μάλλον κορμίοντες), το ποσοστό εμφάνισης του τύπου κοσμόντες είναι 25%. ένα­
ντι 68% του τύπου κοσμέοντες και 7% του κοσμίοντες.
61. Βλ. Μ. Bile, ό.π., 286.
62. ΚΝ Le 761.
63. Βλ. π.χ. Ν.θ. Καλομενόπουλος, Κρητικά, ήτοι τοπογραφία και οδοιπορικά της νήσου
Κρήτης,(Α&ηναι, 1894), 113. Είναι χαρακτηριστικό ότι η Ιερά Μονή Αγίου Ιωάννη “του
Καλλέργη”, που βρίσκεται στους πρόποδες υψώματος ποιμενικής περιοχής προς Β του
Καστελλίου Πεδιάδος, είναι μετόχιον της Μονής Βιδιανής Λασυθίου και υπάγεται εκ­
κλησιαστικά στη Μητρόπολη Πέτρας.

Original from
Digitized by
UNIVERSITY OF MICHIGAN
X. ΚΡΙΤΖΑΣ: ΕΠΙΓΡΑΦΙΚΑ ΣΤΟΙΧΕΙΑ ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ ΤΟΥ ΛΑΣΥΘΙΟΥ 93

τον καιρό στο πολιτικό σώμα άλλης ή άλλων πόλεων, αποτέλεσαν ιδιαί­
τερη φυλετική ομάδα που έλαβε το όνομα Λασύνθιοι.
Αν δεχθούμε ως πιθανή ετυμολογία της λέξης το λάσιος του Ξανθου­
δίδη, που είναι το πιθανότερο, σημαίνει ότι είναι οι ορεινοί, οι βουνήσι-
οι,64 που κατέβηκαν από τη δασωμένη Δίκτη (το ύλη εν Αίγαϊον όρος
του Ησιόδου)65 στις πόλεις της πεδιάδας.
Η συμπλήρωση της επιγραφής (β) παρουσιάζει δυσκολίες, καίτοι το
νόημα είναι σαφές. Ο τύπος χρονολόγησης με την πρόθεση επί και το
όνομα της φυλής στη γενική ακολουθείται κατά κανόνα από τη μετοχή
κοσμιόντων ή κοσμόντων, όμως υπάρχουν και άλλες παραλλαγές, με
μνεία του πρωτοκόσμου (με ή χωρίς πατρώνυμο).66 Επομένως μια πιθα­
νή συμπλήρωση του στίχ. 3 θα μπορούσε να ήταν:
Έπ'ι Λασυνθίων [κοσμιόντων των συν τφ όεϊνι (τού όείνος ;) κλπ.]
Το τρίτο ενικό πρόσωπο του στίχ. 5 (άνέσαξε) δείχνει ότι η δεύτερη
επισκευή έγινε από ένα μόνο πρόσωπο, το ελλείπον όνομα του οποίου εί­
ναι το υποκείμενο του ρήματος, ενώ αντικείμενο θα ήταν το κτήριο που
επισκευάσθηκε, πιθανότατα ο ναΐσκος: ([ ό όεϊνα τον ναόν; ] άνέσαξε).
Πρόβλημα δημιουργεί ο στίχ. 4. Το τέλος λέξεως -ίται στην αρχή του
στίχου θα μπορούσε να ήταν η κατάληξη της δοτικής χαριστικής

64. Πρβλ. τη γενική ονομασία “Ορειοι που έλαβε τον 3ο π.Χ. αι. η βραχύβια ομοσπονδία
των κατοίκων της ορεινής περιοχής γύρω από τα σημερινά Σφακιά. Βλ. θεοφρ., Περί
φυτών ίστορίαι, Β,2,2. Πολύβ., Δ" 53,6. Μ. Guarducci, Una nuova confederazione Cretese. Gli
Orioi, Riv.Fil. XVI, N.S. (1938), 50-55 και IC II, XVII, σ. 211-213. Εμμ. Μικρογιαννάκης,
Η Κρήτη κατά τους ελληνιστικούς χρόνους (1967), 66-72 και Όρειοι (της Κρήτης) στη
Λακωνία, Αρχαιογνωσία 3 (1982-84) [1987], 118-9.
65. θεογ., 484: (η Ρέα κρύβει τον Δία σε σπήλαιο) Αίγαίψ εν δρει πεφυκασμένφ ύ λ ή ε
V τ ι. Την ιδέα που είχαν οι αρχαίοι για τα δάση της Κρήτης απηχούν και τα αποσπά­
σματα του Καλλιμάχου (310-240 π.Χ.) από τον 'Ύμνον εις Άρτεμιν, στίχ. 41: .. .βαίνε δε
κούρη I λευκόν επί Κρηταϊον δρος κεκοσμημένον \ ΰ λ η. Πρβλ. στίχ. 190 κ.ε.: ...ής πο­
τέ (δηλ. της Βριτομάρτιδος) Μίνως I πτοιηθείς νπ έρωτι κατέδραμεν ούρεα Κρήτης. I
Ή δ' ότε μεν λασίησιν υπό δρυσί κρύπτετο νύμφη... Επίσης το επίγραμμα του ίδι­
ου (Παλ. Ανθολ. 7,518) για τον αίπόλον 'Αστακίδην τόν Κρήτα, τον οποίο ήρπασε Νύμ­
φη έξ δρεος και τώρα πλέον οι ποιμένες θα τον υμνούν Δ ικταίησιν υπό δρυσίν. Το όνο­
μα ’Ίδη του άλλου μεγάλου βουνού σημαίνει επίσης δάσος. Βλ. και Α.Σ. Ζάχαρη, Τα δά­
ση της Κρήτης από την αρχαιότητα έως σήμερον (β’ έκδ. Αθήναι 1977).
66. Για τους τύπους χρονολόγησης ειδικά των συνθηκών μεταξύ κρητικών πόλεων βλ.
Angelos Chaniotis, Die Verträge zwischen kretischen Poleis in der hellenistischen Zeit
(Stuttgart 1996), 86.

Original from
Digitized by
UNIVERSITY OF MICHIGAN
94 ΠΕΠΡΑΓΜΕΝΑ Η ΔΙΕΘΝΟΥΣ ΚΡΗΤΟΛΟΓΙΚΟΥ ΣΥΝΕΔΡΙΟΥ

[Ερμάι Κεόρ]ίται.6Ί Θα μπορούσε όμως να ήταν και το τέλος του ονό­


ματος του πρωτοκόσμου σε δοτική: Έπί Λασννθίων [κοσμ ιόντων των
συν — ίται. Μια τέτοια όμως συμπλήρωση είναι αδύνατη λόγω της λέ­
ξης κόσμων που ακολουθεί η οποία μπορεί να είναι γενική πληθυντικού
(κόσμων) ή ονομαστική ενικού του αρσενικού της μετοχής ενεστώτος
του κοσμέω (κόσμων). Στην πρώτη περίπτωση θα είχαμε μιαν αμάρτυ­
ρη μέχρι σήμερα και μάλλον απίθανη παραλλαγή του τύπου χρονολό­
γησης:
Έπί Λασννθίων [των συν — (όνομα) ]
ίται, κόσμων, Π [---- (όνομα) τον ναόν(;)]
άνεσαξε.
Στη δεύτερη περίπτωση θα είχαμε ενδεχομένως:
Έπί Λασννθίων [ κοσμόντων ό όεϊνα Έρμάι Κεδρ]-
ίται κόσμων π[άλιν(;) τον vaòv(;)J
άνεσαξε.
Δηλαδή ο αναθέτης θα ήταν κόσμος από τη φυλή των Λασννθίων όταν
έκανε την αποκατάσταση του κτηρίου.
Ασχέτως πάντως από την ακριβή συμπλήρωση των στίχων, το βασι­
κό νόημα και της επιγραφής (β) είναι σαφές. Έτσι, στην πρώτη περί­
πτωση οι εργασίες άνασάξεως του ιερού κτηρίου έγιναν με μέριμνα του
σώματος των κόσμων, όπως συμβαίνει κατά κανόνα και σε άλλες ανά­
68 Στη δεύτερη περίπτωση η πρωτοβουλία για τις ερ­
λογες περιπτώσεις.67
γασίες αναλήφθηκε από ένα μόνο άτομο, την περίοδο που ασκούσε κα­
θήκοντα κόσμον.
Σε ποια όμως πόλη ανήκαν οι κόσμοι που έκαναν το συγκεκριμένο
έργο και κατ’επέκταση με ποια πόλη θα πρέπει να συνδεθεί η φυλή των
Λασννθίων,
Κατηγορηματική απάντηση με μόνα τα στοιχεία της επιγραφής μας
δεν μπορεί να δοθεί. Όμως, χάρη στο κείμενο μιας επιγραφής που αντέ­
γραφε ήδη το 1584, πιθανότατα στη Λύττο, ο Onorio Belli69 έχομε (κά­
πως “αναδρομικά”) μια δεύτερη μαρτυρία για ύπαρξη φυλής Λασνν-

67. Στα χρόνια της επιγραφής μας κυριαρχεί η λατρεία του Ερμου. Θεωρώ επομένως
μάλλον απίθανη μια συμπλήρωση fΑφροό]ίτω.
68. Βλ. για παράδειγμα τις επιγραφές του 2ου π.Χ. αι. από τη Λατώ (1C I. XVI, 21 - 34
και BCH 62 - 1938,390, αρ. 1), τους Αρκάδες (1C I. V, 5), την Ιστρωνα (1C I, XIV, 2). τον
Ολούντα (1C I, XXII, 2 και 8). Ιεράπυτνα ( 1C III. III, 9). Ώλερο (1C III, V. 1) κλπ.
69. Cod. Ambrosianus D 199 inf., fol. 100 v.

Original from
Digitized by
UNIVERSITY OF MICHIGAN
X ΚΡΙΤΖΑΣ: ΕΠΙΓΡΑΦΙΚΑ ΣΤΟΙΧΕΙΑ ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ ΤΟΥ ΛΑΣΥΘΙΟΥ 95

βίων και μια έμμεση ένδειξη για την πιθανή πόλη προέλευσης των κό­
σμων της επιγραφής μας. Πρόκειται για την 1C I, XVIII, 13, χωρίς χρο­
νολόγηση στις 1C αλλά χρονολογητέα πιθανώς στους Ρωμαϊκούς χρό­
νους. Παραθέτω αυτούσιο το κείμενο των 1C:
]Θιοί· άγαθάι Τύχαι. επί των]
' Y]α(κ)υνθίων κο(σ)μ[ιόντων]
τώ]ν συν Ένόιάλω τώ [Κωμάστα]
επ]εμελήθην κατ[αρτισθή-]
με]ν τον βωμόν----
Στον στίχ. 2 το απόγραφο του Onorio Belli γράφει ΑΣΥΝΘΙΩΝ-
ΚΟΔΙ, το οποίο ο De Sanctis, με μια διόρθωση που θεωρήθηκε επιτυ­
χής,70 μετέτρεψε σε Ύ]α(κ)υνθίων κο(σ)μ]ιόντων. Η διόρθωση του De
Sanctis έγινε γενικά αποδεκτή, επειδή υπήρχε ήδη το παράλληλο μιας
φυλής Ίακινθέων στην Τήνο,71 ενώ ήταν γνωστός ένας μήνας με το όνο­
μα Βακίνθιος (= Ύακίνθιος) στη Λατώ72 και την Μάλλα της Κρήτης.73
Έτσι, η ουσιαστικά αμάρτυρη στην Κρήτη φυλή τωνΎακυνθίων πέρα­
σε στη βιβλιογραφία ως φυλή της Λύττου, δίνοντας λαβή για διατύπω­
ση θεωριών για την πολιτική οργάνωση74 και τις λατρείες κρητικσ>ν πό­
λεων,75 που σήμερα αποδεικνύονται αστήρικτες, καθώς η ανάγνωση του
Belli αποδείχθηκε σωστή. Άλλωστε στην Κρήτη η ορθογραφία της λέξης
Ύακίνθιος είναι πάντοτε με ιώτα.
Επομένως, τόσο το σπανιότατο όνομα Λίβνρνος όσο και η μαρτυρία
ύπαρξης φυλής Λασυνθίων στη Λύττο, που απαντούν και στην επιγρα­
φή μας, μας επιτρέπουν να συνδέσομε την πλούσια και ισχυρή αυτή πό­
λη της Πεδιάδας με το Ιερό και να υποθέσομε ότι στα Ελληνιστικά και
τα Ρωμαϊκά χρόνια, όταν είχε πλέον συνελθεί και ανασυγκροτηθεί από

70. “'Υ]α(κ)υνθίων acute De Sanctis" σχολιάζει η Guarducci στις IC.


71. IG ΧΙΙ(5), 864, 872, 898 κλπ. Για τους Ίακινθεϊς της Τήνου πρβλ. Jones, ό.π., 208.
72. 1C I, XVI, 3. στίχ. 3. Η. Van Effenterre, REA 44, 1942, 35, C 61.
73. IC I, XIX,3, στίχ. A 40. Δεν θα εξετάσω εδώ αν η εορτή των FaxivöUov, πριν από την
οποία όφειλαν από κοινού οι Κνιόσιοι και οι Τυλίσιοι να θυσιάσουν στην Ηρα στο
Ηραίον , σύμφωνα με επιγραφή του 5ου π.Χ. αι. που βρέθηκε στο Αργος (Sy//.5, 56. A17),
ήταν εορτή της Αργολίδος ή της Κνωσού.
74. Βλ. για παράδειγμα B.C. Dietrich, The dorian Hyacinthia: A survival from the bronze age,
Kadmos 14 (1975), 133 - 142 ειδικά σ. 141. Jones, ό.π., 208, 219 - 231.
75. Βλ. για παράδειγμα Μ. Nilsson, GGR. I, 552. Αγγ. Λεμπέση. Το ιερό τον Ερμή και της
Αφροδίτης στη Σύμη Βιάννον. 1.1. Χάλκινα κρητικά τορεύματα. (Αθήνα, 1985), 192.

Original from
Digitized by Google UNIVERSITY OF MICHIGAN
96 ΠΕΠΡΑΓΜΕΝΑ Η ΔΙΕΘΝΟΥΣ ΚΡΗΤΟΑΟΓΙΚΟΥ ΣΥΝΕΔΡΙΟΥ

την καταστροφή του Λυττίου πολέμου, η Λύττος έπαιζε ουσιαστικό ρό­


λο στη διαχείριση θεμάτων του Ιερού του Ερμή και Αφροδίτης της Σύ­
μης, ένα ρόλο που ίσως είχε αρχίσει να παίζει από παλαιότερα.76
Η επεκτατική πολιτική της Λύκτου έχει απασχολήσει τους νεότερους
ιστορικούς, οι οποίοι συμφωνούν, ότι τουλάχιστον μετά τα τέλη του 3ου
π.Χ. αι. η Λύττος είχε περιλάβει στη ζώνη κυριαρχίας της τα εδάφη της
Δρήρου,77 της Μιλάτου, της Χερσονήσου, ίσως της Ελτυνίας και πιθα­
νότατα του οροπεδίου Λασυθίου.78 Για την τελευταία μάλιστα αυτή πε­
ριοχή υποστηρίχθηκε ότι η επέκταση της κυριαρχίας έγινε ήδη στα
Αρχαϊκά χρόνια.79 Την επέκταση της Λύττου ήδη από τα Αρχαϊκά και
Κλασικά χρόνια υποστηρίζει με πειστικά επιχειρήματα και ο D.Viviers,80
που πιστεύει ότι ορισμένες από τις πόλεις που υπέταξε η Λύττος θα πρέ­
πει να απέκτησαν ένα καθεστώς περιοικίδων πόλεων, φόρου υποτελών
στην ισχυρή Λύττο. Η επιγραφή μας αποτελεί μια ακόμα ένδειξη για την
παρουσία της Λύττου σε ιερό που βρισκόταν σε περιοχή άλλης πόλεως.
Όμως το κύριο και πολύτιμο συμπέρασμα είναι ότι το Λασύθι, με το
γραφικό οροπέδιο και τα επιβλητικά βουνά, διατηρεί μέχρι σήμερα το
πανάρχαιο όνομά του, παρά τις ιστορικές περιπέτειες και τη μακρό­
χρονη εγκατάλειψη που υπέστη.81 Από το αρχικό Λάσυνθος, που δεν
αποκλείεται να επιζούσε ακόμη στα ύστερα βυζαντινά χρόνια όπως δεί­
χνουν οι γραφές Lasytho και Laxito των πρώιμων ενετικών εγγράφων, εί­
χαμε αρχικά τον επιθετικό προσδιορισμό Λασννθιον πεόίον η Λασύν-
θιον όρος και τελικά Λασύνθιον - Λασύθι.

76. Σύμφωνα με μαρτυρία του Ψ-Σκύλακος (47, A. Peretti, Il periplo di Scilace [1979]),
που τοποθετείται στα μέσα περίπου του 4ου π.Χ. αι., η Λύττος είχε διέξοδο και στις δύο
θάλασσες της Κρήτης: Έν μεσογαίφ όέ Λύκτος, καί όιήκει αΰτη άμφοτέρωθεν. Επομέ­
νως η επικυριαρχία της έφθανε μέχρι τα εδάφη της Βιάννου, η οποία δεν αποκλείεται να
είχε καταστεί υποτελής της.
77. Ένα νέο αντίγραφο της συνθήκης Λύττου και Ολούντος του 111/0 π.Χ. ( IG 112,1135
+ add. και SEG XXXIII, 638), που βρέθηκε πρόσφατα στη Χερσόνησο επιβεβαιώνει την
κατάκτηση της Δρήρου από τη Λύττο.
78. Βλ. Η. Van Effenterre - Μ. Bourgat, Les frontières de Lato, Κρητ. Χρον. 21 (1969), 36-37,
51-52. K.J. Rigsby, REG 99 (1986), 355-356.
79. Βλ. κυρίως L.V. Watrous, AAA 7 (1974), 209. Id.. BSA 75 (1980), 283. Id., LarirAi (ό.π.),
22-23.
80. Les cités crétoises aux VI' et V' siècles avant notre ère. (πολνγραφημένη διατριβή του
Univ. libre de Bruxelles (1990-1991), II. 255, 258. Id., La cité de Datalla et Γ expansion
territoriale de Lyktos en Crète centrale, BCH 118 (1994). 229-259, ειδικά σ. 252-259.
81. Είναι γνωστό ότι η Βενετική διοίκηση είχε διατάξει την υποχρεωτική εγκατάλειψη
του Λασυθίου από το 1293-4 έως το 1463.

Original from
Digitized by
UNIVERSITY OF MICHIGAN
X. ΚΡΙΤΖΑΣ: ΕΠΙΓΡΑΦΙΚΑ ΣΤΟΙΧΕΙΑ ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ ΤΟΥ ΛΑΣΥΘ1ΟΥ 97

Εικ. 1. Επιγραφή Ιερού Ερμού-Αφροδίτης στη Σύμη Βιάννου.

Original from
Digitized by
UNIVERSITY OF MICHIGAN
Original from
Digitized by
UNIVERSITY OF MICHIGAN

You might also like