Professional Documents
Culture Documents
Ορμόνες
Ορμόνες
Χημικές ουσίες που παράγονται σε εξειδικευμένα κύτταρα και δρουν στα κύτταρα οργάνων στόχων τους,
όπου προκαλούν συγκεκριμένες βιοχημικές αντιδράσεις με ρυθμιστικό, κυρίως, ρόλο.
Κατάταξη ορμονών με βάση τον τρόπο παραγωγής τους και δράσης τους:
Ενδοκρινείς Αδένες: Παράγουν ορμόνες που εκκρίνονται στην κυκλοφορία του αίματος για να
συναντήσουν τα όργανα στόχους (π.χ θυρεοειδείς αδένας).
Εξωκρινείς Αδένες: Παράγουν ορμόνες που δεν εκκρίνονται στην κυκλοφορία του αίματος αλλά
συναντούν τα όργανα στόχους επι τόπου ή διαμέσου ειδικής κυκλοφορίας άλλων υγρών (π.χ εξωκρινής
μοίρα του παγρέατος).
Υπόφυση
Υποθάλαμος Ρυθμίζει την εκκριτική λειτουργία της υποφύσεως μέσω των νευροεκκριτικών ορμονών:
Η επικοινωνία
υποφύσεως &
υποθαλάμου
γίνεται μέσω του
μίσχου της υποφύσεως
Σωματοτρόπος ορμόνη (σωματοτροπίνη, αυξητική ορμόνη, GH)
Προλακτίνη (PRL)
Πρωτεΐνη που αποτελείται από 198 αμινοξέα. Αλληλουχία αμινοξέων με μεγάλη ομοιότητα με τη
σωματοτρόπο ορμόνη.
Παράγεται στα οξεόφιλα κύτταρα της υπόφυσης.
Διεγείρει την παραγωγή και έκκριση γάλακτος.
Η έκκρισή της ρυθμίζεται από τον υποθάλαμο, μέσω της προλακτοεκλυτίνης (PRF) και της
προλακτοστατίνης (PIF).
Υπερπαραγωγή προλακτίνης οδηγεί στο σύνδρομο της γαλακτόρροιας και συνήθως οφείλεται σε
αδενώματα της υπόφυσης.
H προλακτίνη συμμετέχει στην καταστολή των μηνιαίων ωοθηκικών κύκλων στη γυναίκα κατά τη
διάρκεια της γαλουχίας ως εξής: Οι νευρικές ίνες που αποστέλλονται από τη θηλή του μαστού
στον υποθάλαμο για να προκαλέσουν την έκκριση προλακτίνης κατά τη διάρκεια του θηλασμού,
προκαλούν και αναστολή έκλυσης της εκλυτικής ορμόνης των γοναδοτροπινών, ωχρινοτρόπου και
θηλακιοτρόπου, που είναι κύριες ορμόνες του ωοθηκικού κύκλου.
Πολυπεπτίδιο 39 αμινοξέων.
Παράγεται στα β-κύτταρα της αδενοϋπόφυσης με ημερήσιες αυξομειώσεις: μέγιστο ~ 6 π.μ. και
ελάχιστο ~6 μ.μ.
Δρα στον φλοιό των επινεφριδίων, διεγείροντας τον μηχανισμό παραγωγής στεροειδών ορμονών,
κυρίως κορτιζόλης. Λιποδιαλυτική δράση στον λιπώδη ιστό.
Η έκκρισή της ρυθμίζεται από τον υποθάλαμο, μέσω της φλοιεπινεφριδιοεκλυτίνης.
Υπερπαραγωγή ACTH οδηγεί σε υπερπλασία του φλοιού των επινεφριδίων με αποτέλεσμα την
αύξηση των γλυκοκορτικοειδών στον ορό.
Έλλειψη ACTH οδηγεί σε ατροφία του φλοιού των επινεφριδίων με ταυτόχρονη μείωση των
γλυκοκορτικοειδών στον ορό.
Θυρεοειδοτρόπος ορμόνη (TSH)
Γλυκοπρωτεΐνη με μοριακή μάζα 28.000 g/mol. Αποτελείται από δύο πεπτιδικές αλυσίδες (α και β).
Δρα στον θυρεοειδή αδένα, ρυθμίζοντας την έκκριση των θυρεοειδικών ορμονών.
Η έκκρισή της ρυθμίζεται υποθαλαμικά, μέσω της θυρεοεκλυτίνης (TSH-RΗ ή TRH) και μέσω της
συγκέντρωσης στον ορό των ορμονών του θυρεοειδούς.
Σε υπερλειτουργία του θυρεοειδούς παρατηρείται ελάττωση του TSH, λόγω μεγάλης έκκρισης των
ορμονών του.
Μειωμένη παραγωγή TSH οδηγεί σε υποφυσιακό μυξοίδημα (υπολειτουργία του θυρεοειδούς).
Οι τιμές αναφοράς της TSH στον ορό είναι 0.2-5.4 μU/L.
Υπερπαραγωγή γλυκοκορτικοειδών
Σύνδρομο Cushing
Οφείλεται σε
Αδένωμα ή όγκους του φλοιού των επινεφριδίων που παράγουν γλυκοκορτικοειδή.
Αδένωμα της υπόφυσης με υπερπαραγωγή φλοιεπινεφριδιοτρόπου ορμόνης
(ACTH).
Σπανιότερα σε έκτοπους όγκους που παράγουν ACTH.
Χορήγηση μεγάλων δόσεων κορτικοστεροειδών.
Συμπτώματα
Στεροειδικός διαβήτης.
Ατροφία μυών, οστεοπόρωση.
Καταστολή ανοσοποιητικού συστήματος.
Κατά περίπτωση, αύξηση ανδρογόνων (αμηνόρροια, αρρενοποίηση, υπερτρίχωση).
Διαφορική διάγνωση με μέτρηση επιπέδων ACTH.
Στεροειδείς ορμόνες, γνωστές ως ανδρογόνα, κυριότερα των οποίων είναι η τεστοστερόνη και η
ανδροστενδιόνη.
Η βιοσύνθεση της τεστοστερόνης γίνεται στα κύτταρα του Leydig των όρχεων, από την
χοληστερίνη και μέσω της πρεγνενολόνης και της ανδροστενδιόνης.
Ρύθμιση από την υπόφυση, μέσω των γοναδοτροπινών FSH και LH.
Αποικοδόμηση στο ήπαρ με αναγωγή της Δ4-3-οξοομάδας.
Δρουν στην πορεία της σπερματογένεσης, στη δραστηριότητα του προστάτη και της
σπερματοδόχου κύστης.
Αναβολική δράση- ανταγωνίζονται τις φλοιοεπινεφριδιακές ορμόνες.
Σπάνια η υπερπαραγωγή ανδρογόνων, κυρίως σε όγκους Leydig.
Μειωμένη παραγωγή ανδρογόνων παρουσιάζεται στον υπογοναδισμό και σε παθήσεις στην
περιοχή της υπόφυσης (μειωμένη παραγωγή γοναδοτροπινών). Συνοδεύεται από προβλήματα
κατά τη διάρκεια της εμβρυϊκής ανάπτυξης και σε έλλειψη ή υποπλασία γονάδων.
Παιδικός υποθυρεοειδισμός
Οφείλεται σε υποπλαστικούς ή έκτοπους θυρεοειδείς αδένες, ενδημική έλλειψη ιωδίου,
γενετική βλάβη στην βιοσύνθεση της θυροξίνης.
Σωματική και πνευματική καθυστέρηση, διόγκωση θυρεοειδούς
Υποθυρεοειδισμός στους ενήλικες
Οι γυναίκες ηλικίας άνω των 40 ετών προσβάλλονται σε αναλογία 6:1 σε σχέση με τους
άνδρες.
Αυτοάνοσο νόσημα (νόσος Hashimoto), μπορεί να οφείλεται σε χρόνια φλεγμονή του
θυρεοειδούς που καταλήγει σε καταστροφή του αδένα, σε ελαττωματική παραγωγή TSH ή
σε υπερβολική χορήγηση αντιθυρεοειδικών και άλλων φαρμάκων. Έλλειψη ιωδίου,
φάρμακα (αποχρεμπτικά σιρόπια, παρα-άμινοσαλικυλικό οξύ) καθώς και σε έλλειψη
ιωδίου.
Αύξηση βάρους, δυστυχία, δυσκοιλιότητα, δυσανεξία στο ψύχος, μηνορραγία, βράγχος
φωνής, λήθαργος, κατάθλιψη, άνοια, βραδυκαρδία, ψηλαφητοί όζοι θυρεοειδούς. Μείωση
του βασικού μεταβολισμού και της παραγωγής θερμότητας, επιβραδυμένες σωματικές και
πνευματικές ικανότητες.
Ενδημική ευθυρεοειδική βρογχοκήλη
Έλλειψη ιωδίου, Ενδημικός κρετινισμός.
Σε υποψία υπερθυρεοειδισμού, η πιο ευαίσθητη εξέταση είναι ο έλεγχος της Τ3 του πλάσματος (θα
είναι αυξημένη). Σε υποψία υποθυρεοειδισμού, η πιο ευαίσθητη εξέταση είναι η ραδιοανοσολογική
μέτρηση της Τ4 (θα είναι μειωμένη) και της TSH (θα είναι αυξημένη) στο πλάσμα.
Τα θυρεοειδικά αυτόαντισώματα (αντιθυρεοειδική σφαιρίνη, αντιθυρεοειδικά μικροσωμιακά)
αυξάνουν στη νόσο Hashimoto. H αύξησής τους χωρίς άλλες ενδείξεις θεωρείται κίνδυνος
απώτερου υποθυρεοειδισμού.
Ελεύθερη Τ3 και Τ4, έλεγχος TRH, σπινθηρογράφημα θυρεοειδούς είναι επίσης συνηθισμένες
εργαστηριακές αναλύσεις.
Παραθορμόνη (PTH)
Πεπτίδιο 84 αμινοξέων.
Παράγεται στους παραθυρεοειδείς αδένες, αρχικά ως μία προορμόνη, το μόριο της οποίας μικραίνει
στα δύο άκρα πριν την έκκριση.
Δεν εναποθηκεύεται στα κύτταρα του αδένα.
Δρα κυρίως στα οστά και στα σωληνάρια των νεφρών. Από τα οστά απομακρύνει ιόντα ασβεστίου
προς το αίμα ενώ στα σωληνάρια του σπειράματος των νεφρών αναστέλλει την επαναρρόφηση των
φωσφορικών ιόντων προς το αίμα (γίνεται απέκκριση). Στο έντερο προκαλλεί αυξημένη
απορρόφηση ιόντων ασβεστίου.
Για τη δράση της PTH στα οστά είναι απαραίτητη η παρουσία της βιταμίνης D.
Η βιοσύνθεση και η έκκριση ρυθμίζονται από την ποσότητα Ca2+ στο αίμα: αύξηση Ca2+
αναστέλλει και ελάττωση Ca2+ διεγείρει την σύνθεση και απόδοση της PTH.
Καλσιτονίνη
Παράγεται στα κύτταρα C, που ως παραθυλακικά κύτταρα βρίσκονται στο θύμο, στο θυρεοειδή και
στους παραθυρεοειδείς αδένες.
Πεπτίδιο αποτελούμενο από 32 αμινοξέα.
Μεγάλη εναποθήκευση της ορμόνης στον τόπο βιοσύνθεσής της, σε σχέση με την ταχύτητα
εκκρίσεως.
Στα οστά ανταγωνίζεται τη δράση της παραθορμόνης αναστέλλοντας την οστεολυτική
αποικοδόμηση, απαραίτητη για την αναστροφή της πορείας της οστεοπόρωσης.
Η έκκριση ρυθμίζεται από την συγκέντρωση Ca2+ στο αίμα: αύξηση Ca2+ αυξάνει την έκκριση και
ελάττωση Ca2+ αναστέλλει την έκκριση της ορμόνης.
Κυκλοφορεί στο αίμα δεσμευμένη με πρωτεΐνη. Η δεσμευμένη ορμόνη είναι βιολογικά ενεργή.
Δρα στους νεφρούς και στους ιστούς. Αναστέλλει στα οστά την οστεολυτική αποικοδόμηση. Δρα
ανταγωνιστικά με την παραθορμόνη στην ομοιόσταση Ca2+ και συνεργικά στην νεφρική
επαναρρόφηση φωσφορικών.
Παθοβιοχημεία Παγκρέατος
Το πάγκρεας είναι ένα μεικτός αδένας σε σχήμα σφύρας που βρίσκεται πίσω από το στόμαχο και το
περιτόναιο στο οπίσθιο κοιλιακό τοίχωμα στο ύψος του 1ου και του 2ου οσφυϊκού σπονδύλου. Αποτελείται
από την εξωκρινή μοίρα που περιέχει αδενοκυψέλες που εκρίνουν τα πεπτικά υγρά στο δωδεκαδάκτυλο
και την ενδοκρινή μοίρα που αποτελείται από τα νησίδια του Langerhans (1-2 εκατομμύρια με διάμετρο
0.3 mm). Η ενδοκρινής μοίρα περιέχει τα α-κύτταρα που παράγουν τη γλυκαγόνη, τα β- κύτταρα που
παράγουν την ινσουλίνη, τα δ κύτταρα που εκκρίνουν τη σωματοστατίνη και τα ΡΡ κύτταρα που
εκκρίνουν το παγκρεατικό πολυπεπτίδιο.
Ινσουλίνη
Πεπτιδορμόνη μοριακής μάζας 5,7 kd που εκκρίνεται από τα β-κύτταρα της ενδοκρινούς
μοίρας του παγκρέατος.
Παράγεται πρώτα η προπροϊνσουλίνη με 114 αμινοξέα. Γίνεται απόσπαση ενός
αμινοτελικού πεπτιδίου και δημιουργείται η προϊνσουλίνη με 84 αμινοξέα. Με την απόσπαση του
πεπτιδίου C απελευθερώνεται η ενεργός ινσουλίνη των 51 αμινοξέων.
Η ενεργός ινσουλίνη αποτελείται από την αλυσίδα Α που περιέχει 21 αμινοξέα και την
αλυσίδα Β που περιέχει 30 αμινοξέα. Οι δύο αλυσίδες συνδέονται με δύο δισουλφιδικές γέφυρες. H
μια βρίσκεται μεταξύ των κυστεϊνών της θέσης 7 των δύο αλυσίδων και η άλλη βρίσκεται μεταξύ
των κυστεϊνών 20 και 19 της αλυσίδας Α και Β αντίστοιχα. Στην αλυσίδα Α υπάρχει και μια
επιπλέον δισουλφιδική γέφυρα μεταξύ των κυστεϊνών της θέσης 6 και 11.
Ανάλογα με το pH, τη θερμοκρασία και τη συγκέντρωση ιόντων ψευδαργύρου η ενεργός
ινσουλίνη σχηματίζει ολιγομερή 2, 6 ,ή 8 μορίων.
1 IU ινσουλίνης αντιστοιχεί σε 40μg ή 7 nmol καθαρής ινσουλίνης
Ήπαρ:
Ενεργοποίηση ενζύμων γλυκόλυσης (γλυκοκινάση, πυροσταφυλική αφυδρογονάση).
Αναστολή γλυκονεογένεσης, σχηματισμού ουρίας και γλυκογονόλυσης λόγω
αναστολής ορμονικών επιδράσεων μέσω c-AMP.
Αναστολή κετονογένεσης.
Επιτάχυνση πρωτεϊνοσύνθεσης- αναστολή πρωτεόλυσης.
H δράση της ινσουλίνης είναι ανάλογη της αυξητικής ορμόνης και αντίθετη των
γλυκοκορτικοειδών.
Η είσοδος της γλυκόζης στα κύτταρα επιτυγχάνεται με την επαγόμενη εξωκυττάρωση στην
πλασματική μεμβράνη των πρωτεϊνών που ευθύνονται για τη μεταφορά της ( δύο οικογένειες πέντε
ομόλογων διαμεμβρανικών πρωτεϊνών, GLUT).
Η είσοδος της ινσουλίνης στα κύτταρα γίνεται μέσω ορμονικών υποδοχέων.
Αποικοδομείται στο ήπαρ με την επίδραση της τρανσυδρογενάσης της γλουταθειόνης-
ινσουλίνης με την οποία γίνεται αναγωγική διάσπαση των δεσμών S-S μεταξύ Α και Β αλυσίδων:
1000 UI / min, χρόνος ημισείας ζωής = 5 min.
Γλυκαγόνη
Σακχαρώδης διαβήτης
Διαταραχές του μεταβολισμού των υδατανθράκων, λιπών και πρωτεϊνών που οφείλονται σε
απόλυτη ή μερική έλλειψη ινσουλίνης.
Πολυγονιδιακός, μη Μεντελικός τρόπος κληρονομικότητας. Οι διαταραχές που
προκαλούνται δεν οφείλονται σε παραγωγή ελαττωματικής ινσουλίνης, αλλά σε βλάβες στην
έκκριση της ορμόνης.
Στα υγιή άτομα, η έκκριση της ινσουλίνης γίνεται σε δύο στάδια: ένα ισχυρό πρωταρχικό
στάδιο, αμέσως μετά το ερέθισμα από αυξημένα επίπεδα γλυκόζης, όπου απελευθερώνεται στην
κυκλοφορία όλη η αποθηκευμένη ινσουλίνη και ένα δεύτερο στάδιο κατά το οποίο εκκρίνεται
συνεχιζόμενα και βαθμιαία νεοσυντιθέμενη κυρίως ινσουλίνη. Στους διαβητικούς ασθενείς η
αρχική μέγιστη φάση είναι ελαττωμένη ή απουσιάζει τελείως, ενώ και η έκκριση ινσουλίνης κατά
το δεύτερο στάδιο είναι κάτω από το φυσιολογικό.
Μορφές σακχαρώδη διαβήτη:
ινσουλινοεξαρτώμενος ή τύπου Ι
μη ινσουλινοεξαρτώμενος ή τύπου ΙΙ
λανθάνων αυτοάνοσος διαβήτης στους ενήλικες ( LADA- latent autoimmune diabetes in
adults) ή τύπου 1-5.
Κριτήρια της παγκόσμιας οργάνωσης υγείας για το διαβήτη σε δύο μετρήσεις γλυκόζης νηστείας:
< 110 mg/dL. Αποκλείεται ο σακχαρώδεις διαβήτης
>110 αλλά < 140 mg/dL. Ανάλογα με την δοκιμασία ανοχής της γλυκόζης
> 140 mg/dL. Σακχαρώδης διαβήτης