You are on page 1of 11

Ἰωάννης Γρυπάρης - Ποιήµατα

Ἰωάννης Γρυπάρης (1870-1942): ποιητής,


µεταφραστὴς καὶ φιλόλογος ἀπὸ τὴν Σίφνο.

Ἑστιάδες
Μάθε τὸν πόνο...
Κάποιο τάµα...
Τὸ ὡραῖο νησί
Τρελὴ Χαρά
Γιατί ἡ χαρά
Δικό µου φῶς
Ὁ πραµατευτής
Ὁ κισσός
Τὰ ρόδα τοῦ Ἡλιογάβαλου
Ὁ λύχνος τῆς ψυχῆς
Τὸ ἀπόβροχο
Ὕπνου δάκρυα
Ὁ ὄρθρος τῶν ψυχῶν
Χωρισµός
Στερνὸ ταξίδι
Ὁ Νυµφίος
Δυὸ λαµπάδες

Ἑστιάδες
Βαθι᾿ ἄκραχτα µεσάνυχτα, τρισκότεινοι οὐρανοὶ
πάν᾿ ἀπ᾿ τὴ Πολιτεία τὴ κοιµισµένη
κι ἄξαφνα σέρνει τοῦ Κακοῦ τὸ Πνεῦµα µία φωνή,
-τρόµου φωνή- κι ὅλοι πετιοῦνται φοβισµένοι.

-«Ἒσβησ᾿ ἡ ἄσβηστη φωτιά!» κι ὅλοι δροµοῦν φορὰ


τυφλοὶ µέσα στὴ νύχτα νὰ προφτάσουν,
ὄχι µ᾿ ἐλπίδα πὼς µπορεῖ νἆν᾿ ψεύτρα ἡ συφορὰ
παρὰ νὰ δοῦν τὰ µάτια τους καὶ τὴ χορτάσουν.

Θαρρεῖς νεκροὶ κι ἀπάρηασαν τὰ µνήµατ᾿ ἀραχνὰ


σύγκαιρα ὀρθοὶ γιὰ τὴ στερνὴ τὴ κρίση,
κι ἐνῷ οἱ ἀνέγνωµοι σπαρνοῦν µὲς σὲ κακὸ βραχνὰ
µὴ τύχει, τρέµουνε, κανεὶς καὶ τοὺς ξυπνήσει.

Μ᾿ ἕνα µονόχνωτο ἀναφυλλητὸ σκυφτοὶ


πρὸς τῆς Ἑστίας τὸ ναὸ τραβοῦνε
καὶ µπρὸς στὴ πύλη διάπλατα τὴ χάλκινη ἀνοιχτῆ
ἕνα τὰ µύρια γίνονται µάτια νὰ δοῦνε.

Καὶ βλέπουν: µὲ τῆς γνώριµης ἀρχαίας τῶν ἀρετῆς


τὸ σχήµατ᾿ ἀνωφέλευτο ντυµένες
στὸν προδοµένο τὸ βωµὸ ἐµπρὸς γονυπετεῖς

http://users.uoa.gr/~nektar/arts/poetry/iwannhs_gryparhs_poems.htm 25/10/16, 01:43


Σελίδα 1 από 11
τὶς Ἐστιάδες τὶς σεµνές, µὰ κολασµένες.

Τὸ κρῖµα τους ἐστάθηκεν ἄβουλη ἀνεµελιὰ


κι ἀραθυµιὰ -σὰν τῆς δικῆς µας νιότης!
Μὰ ἡ Ἅγια ἡ Φωτιά, µιὰ πού ᾿σβησε, δὲ τὴν ἀνάβει πλιὰ
ἀνθρώπινο προσάναµµα ἢ πυροδότῃς.

Κι ὅσο κι ἂν µὲ τὶς φοῦχτες των σκορπίζουν στὰ µαλλιὰ


µὲ συντριβὴ καὶ µὲ ταπεινοσύνη,
τοῦ κάκου! Στὴ χλιὰ χόβολη καὶ µὲς στὴ στάχτη πλιὰ
σπίθας ἰδέα οὐδ᾿ ἔλπιση δὲν ἔχει µείνει.

Κι εἶναι γραµµένη τοῦ χαµοῦ ἡ Πολιτεία, ἐχτὸς


ἂν πρὶ ὁ καινούργιος ἥλιος ἀνατείλει
κάµει τὸ θάµα του ὁ οὐρανὸς καὶ στ᾿ ἄωρα τῆς νυχτὸς
µακρόθυµος τὸν κεραυνό του στείλει.

Κι ἂν πέσει πάνω τους, ἂς πέσει! ὅπως ζητᾷ


τὸ δίκιο κι οἱ Παρθένες τὸ ζητοῦνε,
ποὺ ἰδού τες, µὲ τὰ χέρια τους στὰ οὐράνια σηκωτὰ
καὶ τὴ ψυχὴ στὰ µάτια τοὺς τὸν προσκαλοῦνε.

...........................................................................

Τάχα τὸ θάµα γένηκε; -Πές µου το νὰ στὸ πῶ,


γνώµη ἄβουλη, γνώµη ἄδικη µιᾶς νιότης
σὰν τὴ δικιά µας, πού ῾σβησεν ἔτσι χωρὶς σκοπὸ
κι ἀκόµα ζεῖ καὶ ζένεται- µὲ τὸ σκοπό της!

Μάθε τὸν πόνο...


Μάθε τὸν πόνο τὸ γερὸ
βουβὸς στὰ δόντια σου ν᾿ ἀλέθεις.
Χύνε τῆς λήθης τὸ νερὸ
µὲς στὸ τρελὸ κρασὶ τῆς µέθης.

Θὰ πάει κι αὐτὸ µίαν ὀµορφιὰ


καὶ πρὶν νὰ γύρει ἀκόµα ὁ χρόνος,
ἔχει ὁ Θεός, τὰ ἑφτὰ καρφιὰ
θὲ νὰ µᾶς βάλει ὁ νέος πόνος.

Ὅριζε, µοῖρα τῶν µοιρῶ,


ἐσὺ ποὺ γνέθεις καὶ ξεγνέθεις,
Χύνε τῆς λήθης τὸ νερὸ
µὲς στὸ τρελὸ κρασὶ τῆς µέθης.

Κάποιο τάµα...

http://users.uoa.gr/~nektar/arts/poetry/iwannhs_gryparhs_poems.htm 25/10/16, 01:43


Σελίδα 2 από 11
Γιὰ νὰ ξοφλήσω κάποιο τάµα
ξεκίνησα προσκυνητής.
Ξυπόλητη µαζί µου ἀντάµα
βουλήθηκες νὰ περπατεῖς,
µὰ ἀπόκαµες µεσοστρατίς.

Κι ἐγὼ στὰ χέρια µου σὲ πῆρα


καὶ δρόµο παίρνω καὶ περνῶ.
Βλέπω ἀντικρὺ τὴν ἅγια θύρα
καὶ τὸ ξωκλήσι στὸ βουνό...
Νὰ σὲ κοιτάξω δὲ γυρνῶ.

Σταλικοπόδιασα τοῦ δρόµου


Σφαλᾷ τὸ µάτι µου θαµπό,
δίπλα µὲ σένα, στὸ πλευρό µου
στὰ σκαλοπάτια σ᾿ ἀκουµπῶ
τῆς ἐκκλησιᾶς, ποὺ δὲ θὰ µπῶ.

Τὸ ὡραῖο νησί
Τὸ ὡραῖο νησὶ ποὺ ὁ πόθος του µ᾿ ἀνάβει,
φαντάζοµαι πὼς φεύγει κι ἀρµενίζει.
Σὰ πλῶρες τὸν ἀφρὸ σκορποῦν οἱ κάβοι.
Στῶν δέντρων τους ἱστούς, ἀγέρας τρίζει.

Τὸ δρόµο ποὺ ξεκίνησε δὲ παύει


κι ἂν οὔτε πάει µπρὸς οὔτε ποδίζει,
µὰ πάντα σὰν ὀρθόπλωρο καράβι
δίχως ἐµέ, τοῦ Αἰγαίου τὸ κῦµα σκίζει.

Δίχως ἐµέ! καὶ µέσα στὴ χαρά µου


Σὰ νύφη ἀπ᾿ τὰ στέφανα τοῦ γάµου
πῆρε τὸ πλοῖο καὶ πάει καὶ δὲ γυρνᾷ,

ἐνῷ ἀπ᾿ τὸ βράχο, ποὺ ἔρηµο καὶ µόνο


µ᾿ ἔρριξ᾿ ἡ µοῖρα, βλέπω νὰ περνᾷ
καὶ µ᾿ ἄκρα ῾πελπισιά τὰ χέρια ἁπλώνω.

Τρελὴ Χαρά
Μὲ γυµνὸ πόδι στὰ πλούσια τὰ λουλούδια,
µὲ ξέπλεγα στὶς αὖρες τὰ µαλλιά της,
πετᾷ ἡ τρελὴ Χαρὰ µὲ τὰ τραγούδια,
παιδούλα δροσερὴ σὰ µοσχοµπάτης.
Σὰν πεταλούδα βελουδένια χνούδια
τινάζει ἀπ᾿ τὰ πολύχρωµα φτερά της
καὶ στὰ τετράξανθά της τὰ πλεξούδια
κάτι ἀντιφέγγει σὰ µεσηµεριάτης.

http://users.uoa.gr/~nektar/arts/poetry/iwannhs_gryparhs_poems.htm 25/10/16, 01:43


Σελίδα 3 από 11
Καὶ τὴ χαρά της δὲν κρατάει στὰ στήθια,
µὰ ἐκεῖ ποῦ τρελὰ κράζει: τί µοῦ λείπει;
νὰ σοῦ πετιέται ἀπὸ τὰ κουφολίθια
ἡ γριὰ ἡ Ἠχὼ καὶ τῆς φωνάζει: ἡ λύπη!
εἶµαι γριὰ καὶ ξέρω· µόνον ἂν πάθῃς,
µπορεῖς καὶ τί ῾ναι ἡ χαρὰ νὰ µάθῃς.

(Σκαραβαῖοι καὶ τερακότες)

Γιατί ἡ χαρά
Γιατί ἡ χαρά, ἡ λίγη µας χαρὰ
σὲ λύπη θὰ µᾶς βγάλει;
Σὰ σύννεφο θλίψη µᾶς σκέπασε
καὶ γέρνουµε στὴ θλίψη τὸ κεφάλι.

Λιώνω ἀδερφὴ κι ἀπόκρυφη


σὲ σῴνει ψυχοπόνια.
Φεύγουν οἱ µαῦροι γερανοὶ καὶ παίρνουνε
στὰ µαῦρα τους φτερὰ τὰ χελιδόνια.

Γιατί ἡ χαρά, ἡ λίγη µας χαρὰ


σὲ λύπη νὰ µᾶς βγάλει;
Ἐξεχειµωνιαστήκαµε
σὲ ξένους τόπους πάλι.

Δικό µου φῶς


Μεσουρανὶς ἡ ὁλόφεγγη ἡ Σελήνη
λαµποκοπᾷ κι ἀστράφτει πέρα ὡς πέρα
τὸ φῶς τῆς µὲς στὸν ἔρηµον αἰθέρα
τῆς νύχτας ὅλα τἆλλα φῶτα σβύνει.

Μὰ ἐκεῖ βαθιὰ ποὺ ροδοφέγγει ἡ µέρα


ὅταν µικρὴ ζωὴ στὴ νύχτα µείνη,
ἕν᾿ ἄστρο λίγο µὰ δικό του χύνει
φῶς τρέµιο ἀπὸ τὴν ἄγνωστή του σφαῖρα.

K᾿ εἶπα: τέτοιο καλὸ µακριὰ ῾πό µένα,


ἀφοῦ κοντὰ σὲ µεγαλεῖα ξένα
ὅ,τι σιµώνει τὸ δικό του χάνει,

Καλύτερα µακριὰ καὶ µοναχός µου!


σὲ µιὰ ἄγνωστη κρυφὴ γωνιὰ τοῦ κόσµου
λίγο µὰ καὶ δικό µου φῶς µὲ φτάνει.

http://users.uoa.gr/~nektar/arts/poetry/iwannhs_gryparhs_poems.htm 25/10/16, 01:43


Σελίδα 4 από 11
Ὁ πραµατευτής
Ἦρθε ἀπ᾿ τὴ Πόλη νιὸς πραµατευτὴς
µὲ διαλεχτὴ πραµάτεια,
µ᾿ ἀσηµικὰ καὶ χρυσικὰ
καὶ µὲ γλυκὰ τὰ µαῦρα µάτια.

Κι οἱ νιὲς ποθοπλαντάζουν τοῦ χωριοῦ


στὶς πόρτες καὶ στὰ παρεθύρια,
κι οἱ παντρεµµένες ξενυχτᾶν
γιὰ τὰ σµιχτὰ γραφτά του φρύδια.

Τρίζωστη ζώνη ὁλόχρυση φορεῖ


σὲ δαχτυλίδι-µέση,
καὶ πιὰ ἡ ὡραία χήρα δὲ βαστᾷ:
- «Πραµατευτή, πολὺ µ᾿ ἀρέσει
ἡ ζώνη ποὺ φορεῖς κι ὅ,τι νὰ πεῖς
σοῦ τάζω κι ἄλλα τόσα...»
- «Δὲ τὴν πουλῶ µ᾿ οὐδὲ φλουριὰ
µ᾿ οὐδ᾿ ὅσα κι ἄλλα τόσα γρόσα.
Ἔτσι ὡραία, -ὡραία πῶς νὰ σὲ πῶ,
ρόδο ἢ κρίνο;-
ἕνα µοῦ κόστισε φιλὶ
κι ὅπου βρῶ δύο τὴ δίνω...»
- «Σύρε ταχιὰ στὴν Ὥρια τὴ σπηλιά,
πραµατευτὴ µὲ τὰ ὡραῖα µάτια,
καὶ ῾κεῖ σοῦ φέρνω τὴ τιµὴ
καὶ παίρνω τὴ πραµάτεια».

Τραβᾶ ταχιὰ στὴν Ὥρια τὴ σπηλιὰ


καὶ στοῦ µεσηµεριοῦ τὴ ντάλα
φτάνει στὴν Ὥρια τὴ σπηλιὰ
σὲ µούλα χρυσοκάπουλη καβάλλα.
Δένει τὴ µούλα στὴ ξυνοµηλιὰ
ποὺ σκιώνει µπρὸς στὸ σπήλιο,
στὰ µάτια του ποὺ τὸν πλανᾶν
βάζει συχνὰ τὸ χέρι ἀντήλιο
καὶ τρώει καὶ τρώει τὴ στράτα τοῦ χωριοῦ,
δὲ φαίνεται κι οὐδὲ γρικιέται
καὶ µπαίνει µέσα στὴ σπηλιὰ
κι ἀποκοιµιέται...

Μέσα στὴ στοιχειωµένη τὴ σπηλιὰ


ποὺ ἀποσταµένος γέρνει,
ὕπνος τὶς φέρνει, ὕπνος τὶς παίρνει:
Νεράιδες περδικόστηθες στητὲς
καὶ µαρµαροτραχῆλες,
ἀνίσκιωτα κορµιὰ ἀδειανά,
διανέµατα κι ἀνατριχίλες,
στὶς κοµπωτὲς πλεξοῦδες των φοροῦν
νεραϊδογνέµατα καὶ πολυτρίχια
κι ἔχουνε κρίνους δάχτυλα
ῥοδόφυλλα γιὰ νύχια
καὶ χρυσοµέταξα µαλλιὰ
κι ἐλιόµαυρες λαµπῆθρες

http://users.uoa.gr/~nektar/arts/poetry/iwannhs_gryparhs_poems.htm 25/10/16, 01:43


Σελίδα 5 από 11
-τέτοιες µὲ µέλι σύγκαιρο µεστὲς
οἱ Ὑβλαῖες κερῆθρες.
Καὶ µία, ἡ Ἐξωτέρα, ἡ Παγανή,
παγάνα τοῦ θανάτου,
χτυπᾷ τὸν νιὸ πραµατευτὴ
καὶ παίρνει τὰ συλλοϊκά του.

Τώρα στὴ χώρα ὁ νιὸς πραµατευτὴς


κλαίει καὶ λέει πάλι κεῖνο:
- «Ἕνα µοῦ κόστισε φιλὶ
κι ὅπου βρῶ δύο τὴ δίνω,
τὴ ζώνη πὄπλεξε ἡ καλὴ -ὢ ἕνα φιλί,
ἡ ἀρρεβωνιαστικιά µου-
µὲ πλάνεσε µιὰ ξωτικιὰ στὴ ξενητειὰ
καὶ πῆρε τὰ συλλοϊκά µου!»

Ὁ κισσός
Ὁ µαῦρος κι ἄχαρος κισσός, τὸν πόνο του τρυγῶ
καὶ λέω καὶ µὲς στὰ στήθια µου ριζώνει
καὶ λέω κ᾿ εἶµαι τὸ χάλασµα τὸ ραγισµένο ἐγὼ
ποὺ ὁ µαῦρος κι ἄχαρος κισσὸς τὸ περιζώνει.

Μυριόριζος µυριόκλωνος - ὁ πόνος ποὺ πονῶ,


στείρα ζωὴ βυζαίνει ἀπὸ τὸν τοῖχο
καὶ δὲν τοῦ παίρνει πνέοντας γλυκὰ ἀπ᾿ τὸν οὐρανὸ
ἕναν ἡ αὔρα ἢ στεναγµὸν ἢ χαρᾶς ἦχο.

Toὺς δρόµους του ἀπόσωσε τὸ Φῶς τοὺς µακρυνούς,


ὥρα καὶ θἄβγουνε τὰ νυχτοπούλια
καὶ ρόδα ἡ δύση ἁπλόχερα σκορπᾷ στοὺς οὐρανοὺς
καὶ στῶν βουνῶν τὶς κορυφὲς σκορπάει ζεµπούλια.

Καὶ φτάνουν στὰ φυλλώµατα τοῦ πένθιµου κισσοῦ


κοπαδιαστοὶ οἱ σπουργῖτες νὰ κουρνιάσουν
κι ἀπὸ τὴ µέθη τῆς ζωῆς καὶ τοῦ ἥλιου τοῦ χρυσοῦ
µὲς σ᾿ ἀτρικύµιστη ἀγκαλιὰ νὰ ξαποστάσουν.

Καὶ τὰ ξελαρυγγιάσµατα σκορπίζουν τὰ στερνά,


τρελλά, ὡς ποὺ ὁ ὕπνος φτάνει καὶ τὰ πνίγει,
ἐνῷ ὡς τὶς ρίζες τοῦ κισσοῦ τὶς τρίσβαθες περνᾷ
µιὰ ἀνατριχίλα ἀπ᾿ τῆς ζωῆς τὴ µέθη ὀλίγη.

Φουντώνει ἡ νύχτα· κ᾿ ἔρχουνται τριγύρω µου µιὰ µία


κι ὅλες µαζὶ ἀπ᾿ ἀλάργου ἀρµενισµένες
σκιῶν σκιὲς οἱ ἀνάµνησες, στὴν ἄχαρή µου ἐρµιὰ
νὰ φέρουν ψεύτικια παρηγοριὰ οἱ θλιµµένες.

Μάταια! ζῇ ποτὲ ἡ ζωὴ µ᾿ ἀνάµνησες ποὺ ζῇ,


ποὺ θὰ ξυπνήση καὶ µ᾿ αὐτὲς θὰ γύρῃ,
ἐνῷ ὁλοτρόγυρα βροντᾷ ἡ µέθη ὅλη µαζὶ
ἀπ᾿ τῆς ζωῆς, ποῦ ζῇ, τὸ πανηγύρι;

http://users.uoa.gr/~nektar/arts/poetry/iwannhs_gryparhs_poems.htm 25/10/16, 01:43


Σελίδα 6 από 11
Ὁ µαῦρος κι ἄχαρος κισσός, τὸν πόνο του τρυγῶ
καὶ λέω καὶ µὲς στὰ στήθια µου ριζώνει
καὶ λέω κ᾿ εἶµαι τὸ χάλασµα τὸ ραγισµένο ἐγὼ
ποὺ ὁ µαῦρος κι ἄχαρος κισσὸς τὸ περιζώνει.

Τὰ ρόδα τοῦ Ἡλιογάβαλου


Σοὔγραφε ροδοθάνατο ἡ τριµεροῦσα ἡ Μοῖρα!
πὲ τὸ στερνὸ τραγούδι σου, ἀγλύκαντη καρδιά,
κι ὅλο ἀνεβαίνει ἀκράτητα ἡ µυστικιὰ ἡ πληµµύρα,
ποὺ ἀφρίζει µὲ ροδόφυλλα καὶ πνίγει µ᾿ εὐωδιά.

Ποιὸς σὲ εἶπε νεκροθάλασσα ἀτάραγη καὶ στεῖρα,


κῦµα, ποῦ σῴνεται κουφὸ στὴν ἄκαρπη ἀµµουδιά;
καὶ σύ ῾σαι - στρῶµα ἑνὸς φτωχοῦ µιανῆς νυχτιᾶς πορφύρα,
γιὰ τὴ ζωή µου ὁλάκερη µία ἐρωτικὴ βραδιά.

Ἦρθε ἡ ἀράθυµη ψυχὴ σ᾿ ἀκρογιαλιὰ κ᾿ ἐστάθη,


ὅπου φεγγάρι ἀπόκρυφο τραβάει φυρονεριὰ
καὶ τὴ ξεσέρνει ἀνίδεη στῆς θάλασσας τὰ βάθη.

Μὰ δὲν σοῦ βαρυγνώµησεν, Ἀγάπη, οὐδ᾿ ἐκεῖ κάτου,


κι ἂν τὴν καρδιά της σκόρπησες µὲ τόση ἁπλοχεριὰ
τὰ ρόδα τοῦ Ἠλιογάβαλου, τὰ ρόδα τοῦ Θανάτου!

Ὁ λύχνος τῆς ψυχῆς


Πάρε τὸ λύχνο τῆς ψυχῆς ποὺ ἂν τρέµει µὰ δὲ σβήνει
καὶ τὰ σκοτάδια τὰ πηχτὰ στὸ λίγο φῶς ποὺ χύνει
ἀριοπερίχυτα ἂς διαβοῦν κι ἀτράνταχτα ἂς µεριάσουν
κι οἱ πεντασκότιδες σπηλιὲς ἂς ξεµεσηµεριάσουν.

Σκιαχτὰ τ᾿ ἀγρίµια οὐρλιάζοντας στὰ βάθη ἀποτραβιοῦνται,


µὲ τὶς οὐρές τους δέρνονται καὶ µὲ τὰ νύχια σκιοῦνται,
σὰ νὰ µὴ φτάνει ὁ τρόµος τους µονάχα νὰ τοὺς δώσει
δρόµο νὰ φύγουνε τὸ φῶς ποὺ θὰ τὰ περιζώσει.

Τὸ ἀπόβροχο
Τὴ νύχτ᾿ ἀπόψε - ἡ θλίψη της µ᾿ ἀνάστησε ἡ τρανή,
τὴ θλίψι µας σὰ νὰ εἶχε µελετήσῃ-
τὴ νύχτ᾿ ἀπόψε ἀνοίξανε οἱ ἕβδοµοι οὐρανοὶ
καὶ πόντισε νερὸ κατακλυσµὸς τὴ χτίση.

http://users.uoa.gr/~nektar/arts/poetry/iwannhs_gryparhs_poems.htm 25/10/16, 01:43


Σελίδα 7 από 11
Στὰ σκοτεινὰ ἐξεχείλισαν τῶν θλίψεων οἱ πηγὲς
καὶ χύθηκαν οἱ κρατηµένοι οἱ θρῆνοι
κ᾿ ἐλπίδα πιὰ δὲν ἔµεινε γιὰ νέες πάλι αὐγὲς
τὴ νύχτα, ποὺ εἶπες ἡ στερνὴ πὼς θὰ εἶχε µείνῃ.

Μὰ ἔδωκε καὶ ξηµέρωσε ἡ ἀνέλπιστη ἡ αὐγὴ


καὶ στὴ δροσιὰ τοῦ ἀπόβροχου λουσµένη
σὰ θάµα νέο πεντοβολᾷ κι ἀναγαλλιάζ᾿ ἡ γῆ,
ὅσ᾿ ὁ χρυσὸς ὁ θρίαµβος τοῦ Ἥλιου προβαίνει.

Στὸ µυριοθορυβούµενο κ᾿ ἡλιόβολο γιαλὸ


οἱ ναῦτες τὰ πανιὰ τῶν πλοίων ἀνοίγουν
καὶ ἰδές! φαντάζουν τ᾿ ἄρµενα στὸ κῦµα τὸ ψηλὸ
πῶς πρίµα καρτεροῦνε τὸν καιρὸ νὰ φύγουν.

Πῶς µᾶς πλανεύει τὸ ὄνειρο τῆς εὐτυχίας ξανὰ


σὰν νὰ ἦταν µία φορὰ νὰ µᾶς γελάση!
σὲ νέα ταξείδια µᾶς καλοῦν τὰ πλοῖα στὰ γαλανὰ
τὰ κύµατα, ποὺ ὡς νὰ ἤπιαν φῶς κ᾿ ἔχουν χορτάση.

Κι ἂν τὰ κρατοῦνε οἱ ἄγκυρες τ᾿ ἄρµενα ἐκεῖ στὴ γῆς


κι ἂν τὰ τιµόνια στὴ στεριὰ βγαλµένα,
κρυφὴ λαχτάρα ἐπέρασε τὰ βάθη µιᾶς ψυχῆς
κι ἀνατριχιάζουν τὰ φτερὰ τὰ διπλωµένα.

K᾿ ἦρθε κ᾿ ἐστάθη ἡ µιὰ ψυχὴ σ᾿ ἀπόψηλη κορφὴ


καὶ τὶς ζυγὲς φτεροῦγες δοκιµάζει,
ξεχνώντας ποὺ τὶς λάβωσε - ψυχή, πικρὴ ἀδερφή!
τ᾿ ἀστροπελέκι τὸ παλιὸ καὶ τὸ χαλάζι.

Ὕπνου δάκρυα
Μπρόβαλε µέρα λιβανὴ κι ὀνειροξεδιαλύτρα
νὰ διώξῃς τὰ ἠσκιώµατα τοῦ ὕπνου ἀπὸ κοντά µου·
µπρόβαλε µέρα, κοίµισε τὴν ὑπνοφαντασιά µου,
ποὺ ἐνῷ κοιµοῦµαι ξαγρυπνᾷ ἡ νυχτοπαρωρίτρα.

Γιατὶ νεκρούς, γιατὶ χλωµοὺς σὰν µαραµένα κίτρα,


µὲς στὰ παράξενα πολὺ καὶ ἄγρια πολὺ ὄνειρά µου,
εἶδα καὶ τοὺς πενήντα γυιοὺς τοῦ παλαιοῦ Πριάµου
καὶ τὴν Ἑκάβη ἐπάνω τοὺς βουβὴ µοιρολογήτρα.

Δάκρι δὲν εἶχε στὸ στεγνὸ γεροντικό της µάτι


καὶ -µόσχον ἀξεθύµαστο- τὸν πόνο της ἐκράτει
µέσα στὰ στήθια της κλειστὸν ἀπ᾿ τοὺς παλιούς τους χρόνους.

Μὰ ἐσύ, καρδιά µου, πέτρινη γιὰ τὰ δικά σου πάθη,


δάκρυα ἀρχινᾷς στὸν ὕπνο σου νὰ χύνῃς γι᾿ ἄλλου πόνους
σὰν σταλαχτίτες τοῦ γκρεµνοῦ ἀπ᾿ τῆς σπηλιᾶς τὰ βάθη!

http://users.uoa.gr/~nektar/arts/poetry/iwannhs_gryparhs_poems.htm 25/10/16, 01:43


Σελίδα 8 από 11
Ὁ ὄρθρος τῶν ψυχῶν
T᾿ ἀστέρια τρεµοσβήνουνε κι ἡ νύχτα εἶναι λίγη·
µὲ φῶς χλωµὸ καὶ ἄρρωστο οἱ κάµποι ἀντιφεγγίζουν
κι ὁλόγυρά του, ὅπου στραφεῖ τὸ µάτι σου, ξανοίγει
ἐδῶ κορµιά, ἐκεῖ κορµιὰ στρωµένα νὰ µαυρίζουν.

Φίλους κι ἐχθροὺς ὁ θάνατος σ᾿ ἕνα τραπέζι σµίγει,


ὅπου τ᾿ ἀγρίµια ἀκάλεστα µὲ πεῖνα τριγυρίζουν·
χαρὰ στὸν ὅπου γλύτωσε, χαρὰ στὸν πὄχει φύγει,
µὰ ὅσους τὸ βόλι ἐξέσχισε, κοράκια ξανασχίζουν.

Κι ἄξαφνα ὀρθὸς ὁ Σαλπιχτὴς πηδάει ὁ λαβωµένος,


στριγγὴ φωνὴ καὶ σπαραχτὴν ἡ σάλπιγγά του βγάζει
ποὺ λὲς τὸν ἴδιο της χαλκὸ -κι ὄχι αὐτιὰ- σπαράζει.

Μὰ δὲν ξυπνάει στὸν ὀρθρινὸ κανένας πεθαµένος,


µόν᾿ τὰ κοράκια φεύγουνε κοπαδιαστά, σὰ νἆναι
τῶν σκοτωµένων οἱ ψυχές, ποὺ στὰ οὐράνια πᾶνε.

Χωρισµός
Κ᾿ ἦρθε µὲς στῆς ἀγάπης τὸ µεθύσι
ὁ χωρισµὸς µιὰ πίκρα νὰ µοῦ βάλῃ
σὰν καὶ τούτη· κι ἀκόµα πιὸ µεγάλη,
τὴ θάλασσα ποὺ µᾶς ἔχει χωρίση.

Μιὰ θάλασσα καὶ στὴν καρδιὰ ἔχω κλείση,


ποὺ ὅταν ἀκούει τὸ κῦµα στὸ ἀκρογιάλι
τὸ αἰώνιό του παράπονο νὰ ψάλλῃ,
ἕναν θρῆνον ἀντίφωνο θ᾿ ἀρχίση.

Ἀντίφωνο ἕνα θρῆνο κ᾿ ἕνα κλάµα


ποὺ κλαίοντας µὲ τὴ θάλασσαν ἀντάµα
βουρκώνει πέρα ὡς πέρα τὸ γιαλό.

Ὡς ποὺ στερνὰ τῆς θάλασσας στὸν ἄµµο


ξεψυχοῦν οἱ καηµοί· καὶ πάω καὶ γὼ
τοὺς πόνους µου τραγούδια νὰ σοῦ κάµω.

Στερνὸ ταξίδι
Σκεβρὸ καράβι, πῶς στριγγὰ τριζοβολοῦν οἱ ἁρµοί σου,
ὥρα τὴν ὥραν οἱ γοφοὶ θὰ ξεκλειδώσουν λές,
µὰ σὺ ταξίδια µελετᾷς στοὺς δρόµους τῆς ἀβύσσου,
ἐνῷ οἱ παλιὲς τὸ σῶµα σου καταδροµοῦν πληγές.

http://users.uoa.gr/~nektar/arts/poetry/iwannhs_gryparhs_poems.htm 25/10/16, 01:43


Σελίδα 9 από 11
Στηλὰ τὰ µάτια στ᾿ ἄνοιγµα τοῦ λιµανιοῦ ἡ γοργόνα
κρατᾷ, ψυχὴ ἀκατάλυτη µὲς στὸ φθαρτὸ κορµί,
στὰ πελαγοδροµίσµατα καὶ στὸν αἰώνιο ἀγῶνα
τὴ µαθηµένη νιώθοντας νὰ τὴ φτερώνει ὁρµή.

Ὤ! Ἀλήθεια! ἀντὶ ἀναγέλασµα τῆς ἄστεργής σου µοίρας


νὰ ρεύεις, σκέλεθρο ἀχαµνό, στὴν ἄκρια ἑνὸς γιαλοῦ,
κι ἂν τοῦ πέλαου νὰ σὲ πιεῖ γραφτὸ ὁ καταποτήρας,
πᾶρε ἕν ἐπίδροµο στερνὸ γιὰ κάπου πάντ᾿ ἀλλοῦ.

Ὁ Νυµφίος
– Ἰδοὺ ὁ Νυµφίος ἔρχεται…
Στὴ σκοτεινιὰ πόυ ὁλόγυρά µου ἁπλώνει
τρέµει θαµπὸ τ᾿ ἀσηµοκάντηλό µου·
καὶ ῾δῶ ὅπου ἀσυντρόφιαστη καὶ µόνη
ἀποτραβιοῦµαι, νοιώθω νὰ ζυγώνῃ
τὸ σύγκρυο ἀναφτέριασµα τοῦ τρόµου.
– Ἰδοὺ ὁ Νυµφίος ἔρχεται…
Ὁ χνουδωτὸς καντηλοσβύστης πάει
στὸ φῶς, ποὺ τὸν τραβάει, πάει καὶ πέφτει·
φάντασµα καλοθύµητο περνάει
µ᾿ ἀνάλαφρον ἀνάσυρµα καὶ πάει
καὶ πνίγεται στὰ βάθη ἑνὸς καθρέφτη.
– Ἰδοὺ ὁ Νυµφίος ἔρχεται…
Μὲ νῆµ᾿ ἀνεµοκλώστινο ἡ ἀράχνη
τῆς ἔγνοιας πλέκει στὴν καρδιά µου δίχτυ·
σὰν κάποιο χέρι κρούσταλλό µου ψάχνει
τῶν σπλάχνων µου τὰ σπλάχνη – µὰ οὔτε ἄχνη
µ᾿ οὐδ᾿ ἀνεπνιὰ γρικάω τὸ µεσανύχτι.
– Ἰδοὺ ὁ Νυµφίος ἔρχεται…
Καὶ σφαλιχτὰ τὰ µάτια µου σκεπάζω
µὲ τὰ χέρια µου καὶ κρύβω τὸ κεφάλι
βαθιὰ στὸ προσκεφάλι… καὶ κοιτάζω
τανάερο φάντασµα, ποὺ δὲν τροµάζω,
στὰ βάθια της ψυχῆς µου νὰ προβάλλῃ.
– Ἰδοὺ ὁ Νυµφίος ἔρχεται…
Πάσα στιγµή, ποὺ ζῆ τὴν πᾶσα ἡµέρα,
τὴν ἔγνοια τὴν ἀνείκαστή µου, ὦ Πόθε,
πληθαίνοντας, µοῦ κρυφολές: –Καρτέρα,
νὰ ἰδῆς, λιχνίζοντας στὸν ἴσιο ἀγέρα,
πέρα τὶς πίκρες, τὴ χαρά σου ἐδῶθε!
– Ἰδοὺ ὁ Νυµφίος ἔρχεται…
Ἔλα, ἐκλεκτέ, σφιχτοπερίπλοκέ µου,
ἡ ἐλπίδα µου κ᾿ ἡ γλυκαπαντοχή µου·
Ἔλα, ἐκλεκτέ, ποὺ ἀκαρτεράω, καὶ πιέ µου,
ροδέµνοστε καὶ παγκαλόµορφέ µου
στὴ φούχτα µου ἐδῶ µέσα τὴ ψυχή µου!

«Σκαραβαῖοι καὶ τερρακόττες» 1919, 1928

http://users.uoa.gr/~nektar/arts/poetry/iwannhs_gryparhs_poems.htm 25/10/16, 01:43


Σελίδα 10 από 11
Δυὸ λαµπάδες
Στῆς κορυφῆς τὸ ἐρηµοκλήσι
πὄχει ἡ Θλιµµένη Παναγιὰ
µυστικὸν ὄρθρον θὰ σηµάνω·
θὰ ψάλω, πρὶν ἡ αὐγὴ ροδίσῃ
σεµνὴν ἀγάπης λειτουργιὰ
µὲ τὴν Ἀγάπη µου ἐδῶ πάνω.
Λαµπάδες δυὸ ἀνάφτει ἐκείνη
µ᾿ ἀπόκρυφην ἀποθυµιὰ
στὸ µαρµαρένιο µανουάλι.
– Ὅ,τι θὰ ποῦνε καὶ θὰ γίνη·
ἃς εἶναι τῆς Ζωῆς σου ἡ µιὰ
καὶ τῆς Ἀγάπης σου ἡ ἄλλη.
Στῆς κορυφῆς τὸ ἐρηµοκλήσι
µὲ τὴν Καλὴ ξαναγυρνῶ
τὸ σήµαντρο γιὰ νὰ σηµάνω·
θὰ ψάλω, πρὶν ὁ ἥλιος δύσῃ,
ἀγάπης ἅγιο σπερνὸ
µὲ τὴν Ἀγάπη µου ἐδῶ πάνω.
Καὶ µπαίνει µὲ λαχτάρα ἐκείνη
καὶ µπαίνω θαρρευτὸς µαζί·
ποιὸ κερὶ τάχα ἀνάφτει ἀκόµα;
Ὅπως τὸ εἶπαν καὶ θὰ γίνη:
ἀκόµα ἡ ἀγάπη µου θὰ ζῆ
κι ὅταν µὲ θάψουνε στὸ χῶµα.

«Σκαραβαῖοι καὶ τερρακόττες» 1919, 1928

http://users.uoa.gr/~nektar/arts/poetry/iwannhs_gryparhs_poems.htm 25/10/16, 01:43


Σελίδα 11 από 11

You might also like