Professional Documents
Culture Documents
Ἑστιάδες
Μάθε τὸν πόνο...
Κάποιο τάµα...
Τὸ ὡραῖο νησί
Τρελὴ Χαρά
Γιατί ἡ χαρά
Δικό µου φῶς
Ὁ πραµατευτής
Ὁ κισσός
Τὰ ρόδα τοῦ Ἡλιογάβαλου
Ὁ λύχνος τῆς ψυχῆς
Τὸ ἀπόβροχο
Ὕπνου δάκρυα
Ὁ ὄρθρος τῶν ψυχῶν
Χωρισµός
Στερνὸ ταξίδι
Ὁ Νυµφίος
Δυὸ λαµπάδες
Ἑστιάδες
Βαθι᾿ ἄκραχτα µεσάνυχτα, τρισκότεινοι οὐρανοὶ
πάν᾿ ἀπ᾿ τὴ Πολιτεία τὴ κοιµισµένη
κι ἄξαφνα σέρνει τοῦ Κακοῦ τὸ Πνεῦµα µία φωνή,
-τρόµου φωνή- κι ὅλοι πετιοῦνται φοβισµένοι.
...........................................................................
Κάποιο τάµα...
Τὸ ὡραῖο νησί
Τὸ ὡραῖο νησὶ ποὺ ὁ πόθος του µ᾿ ἀνάβει,
φαντάζοµαι πὼς φεύγει κι ἀρµενίζει.
Σὰ πλῶρες τὸν ἀφρὸ σκορποῦν οἱ κάβοι.
Στῶν δέντρων τους ἱστούς, ἀγέρας τρίζει.
Τρελὴ Χαρά
Μὲ γυµνὸ πόδι στὰ πλούσια τὰ λουλούδια,
µὲ ξέπλεγα στὶς αὖρες τὰ µαλλιά της,
πετᾷ ἡ τρελὴ Χαρὰ µὲ τὰ τραγούδια,
παιδούλα δροσερὴ σὰ µοσχοµπάτης.
Σὰν πεταλούδα βελουδένια χνούδια
τινάζει ἀπ᾿ τὰ πολύχρωµα φτερά της
καὶ στὰ τετράξανθά της τὰ πλεξούδια
κάτι ἀντιφέγγει σὰ µεσηµεριάτης.
Γιατί ἡ χαρά
Γιατί ἡ χαρά, ἡ λίγη µας χαρὰ
σὲ λύπη θὰ µᾶς βγάλει;
Σὰ σύννεφο θλίψη µᾶς σκέπασε
καὶ γέρνουµε στὴ θλίψη τὸ κεφάλι.
Ὁ κισσός
Ὁ µαῦρος κι ἄχαρος κισσός, τὸν πόνο του τρυγῶ
καὶ λέω καὶ µὲς στὰ στήθια µου ριζώνει
καὶ λέω κ᾿ εἶµαι τὸ χάλασµα τὸ ραγισµένο ἐγὼ
ποὺ ὁ µαῦρος κι ἄχαρος κισσὸς τὸ περιζώνει.
Τὸ ἀπόβροχο
Τὴ νύχτ᾿ ἀπόψε - ἡ θλίψη της µ᾿ ἀνάστησε ἡ τρανή,
τὴ θλίψι µας σὰ νὰ εἶχε µελετήσῃ-
τὴ νύχτ᾿ ἀπόψε ἀνοίξανε οἱ ἕβδοµοι οὐρανοὶ
καὶ πόντισε νερὸ κατακλυσµὸς τὴ χτίση.
Ὕπνου δάκρυα
Μπρόβαλε µέρα λιβανὴ κι ὀνειροξεδιαλύτρα
νὰ διώξῃς τὰ ἠσκιώµατα τοῦ ὕπνου ἀπὸ κοντά µου·
µπρόβαλε µέρα, κοίµισε τὴν ὑπνοφαντασιά µου,
ποὺ ἐνῷ κοιµοῦµαι ξαγρυπνᾷ ἡ νυχτοπαρωρίτρα.
Χωρισµός
Κ᾿ ἦρθε µὲς στῆς ἀγάπης τὸ µεθύσι
ὁ χωρισµὸς µιὰ πίκρα νὰ µοῦ βάλῃ
σὰν καὶ τούτη· κι ἀκόµα πιὸ µεγάλη,
τὴ θάλασσα ποὺ µᾶς ἔχει χωρίση.
Στερνὸ ταξίδι
Σκεβρὸ καράβι, πῶς στριγγὰ τριζοβολοῦν οἱ ἁρµοί σου,
ὥρα τὴν ὥραν οἱ γοφοὶ θὰ ξεκλειδώσουν λές,
µὰ σὺ ταξίδια µελετᾷς στοὺς δρόµους τῆς ἀβύσσου,
ἐνῷ οἱ παλιὲς τὸ σῶµα σου καταδροµοῦν πληγές.
Ὁ Νυµφίος
– Ἰδοὺ ὁ Νυµφίος ἔρχεται…
Στὴ σκοτεινιὰ πόυ ὁλόγυρά µου ἁπλώνει
τρέµει θαµπὸ τ᾿ ἀσηµοκάντηλό µου·
καὶ ῾δῶ ὅπου ἀσυντρόφιαστη καὶ µόνη
ἀποτραβιοῦµαι, νοιώθω νὰ ζυγώνῃ
τὸ σύγκρυο ἀναφτέριασµα τοῦ τρόµου.
– Ἰδοὺ ὁ Νυµφίος ἔρχεται…
Ὁ χνουδωτὸς καντηλοσβύστης πάει
στὸ φῶς, ποὺ τὸν τραβάει, πάει καὶ πέφτει·
φάντασµα καλοθύµητο περνάει
µ᾿ ἀνάλαφρον ἀνάσυρµα καὶ πάει
καὶ πνίγεται στὰ βάθη ἑνὸς καθρέφτη.
– Ἰδοὺ ὁ Νυµφίος ἔρχεται…
Μὲ νῆµ᾿ ἀνεµοκλώστινο ἡ ἀράχνη
τῆς ἔγνοιας πλέκει στὴν καρδιά µου δίχτυ·
σὰν κάποιο χέρι κρούσταλλό µου ψάχνει
τῶν σπλάχνων µου τὰ σπλάχνη – µὰ οὔτε ἄχνη
µ᾿ οὐδ᾿ ἀνεπνιὰ γρικάω τὸ µεσανύχτι.
– Ἰδοὺ ὁ Νυµφίος ἔρχεται…
Καὶ σφαλιχτὰ τὰ µάτια µου σκεπάζω
µὲ τὰ χέρια µου καὶ κρύβω τὸ κεφάλι
βαθιὰ στὸ προσκεφάλι… καὶ κοιτάζω
τανάερο φάντασµα, ποὺ δὲν τροµάζω,
στὰ βάθια της ψυχῆς µου νὰ προβάλλῃ.
– Ἰδοὺ ὁ Νυµφίος ἔρχεται…
Πάσα στιγµή, ποὺ ζῆ τὴν πᾶσα ἡµέρα,
τὴν ἔγνοια τὴν ἀνείκαστή µου, ὦ Πόθε,
πληθαίνοντας, µοῦ κρυφολές: –Καρτέρα,
νὰ ἰδῆς, λιχνίζοντας στὸν ἴσιο ἀγέρα,
πέρα τὶς πίκρες, τὴ χαρά σου ἐδῶθε!
– Ἰδοὺ ὁ Νυµφίος ἔρχεται…
Ἔλα, ἐκλεκτέ, σφιχτοπερίπλοκέ µου,
ἡ ἐλπίδα µου κ᾿ ἡ γλυκαπαντοχή µου·
Ἔλα, ἐκλεκτέ, ποὺ ἀκαρτεράω, καὶ πιέ µου,
ροδέµνοστε καὶ παγκαλόµορφέ µου
στὴ φούχτα µου ἐδῶ µέσα τὴ ψυχή µου!