Professional Documents
Culture Documents
Περιεχόμενα
1. Το γεωκεντρικό και ηλιοκεντρικό σύστημα
1.1 Το γεωκεντρικό σύστημα 1
1.2 Η ηλιοκεντρική υπόθεση 4
1.3 Παλίρροιες 14
1.4 Τα σημεία Lagrange 19
2. Ουράνιες κινήσεις
2.1 Αστερισμοί 23
2.1.1 Η ονομασία των αστέρων 25
2.2 Η ουράνια σφαίρα 26
2.2.1 Οι ουρανογραφικές συντεταγμένες 28
2.2.2 Το σύστημα συντεταγμένων του παρατηρητή. 29
Οριζόντιο ή αλταζιμουθιανό σύστημα
2.2.3 Σχέση μεταξύ του ουρανογραφικού συστήματος και 31
του αλταζιμουθιακού
2.2.4 Ισημερινές συντεταγμένες 33
2.2.5 Εκλειπτικές (Ηλιακές) συντεταγμένες 34
2.2.6 Γαλαξιακές συντεταγμένες 36
2.3 Ουράνιες κινήσεις 37
2.4 Φαινόμενη κίνηση του Ήλιου στην ουράνια σφαίρα – Εποχές 40
2.5 Παρατηρήσιμες αλλαγές στις συντεταγμένες. Μετάπτωση 46
και κλόνιση
2.6 Κινήσεις των πλανητών 49
2.7 Φάσεις της Σελήνης 53
2.8 Εκλείψεις 61
2.9 Ο χρόνος στην αστρονομία 63
2.9.1 Αστρικός χρόνος 63
2.9.2 Ηλιακός χρόνος 64
2.9.3 Πολιτικός ή τοπικός χρόνος (Civil Time) 65
2.9.4 Παγκόσμιος χρόνος (Universal Time, UT) 66
2.9.5 Είδη χρόνων 67
Παράρτημα Α: Στοιχεία σφαιρικής Γεωμετρίας 69
Παράρτημα Β: Εκτίμηση γωνιακών μεγεθών ‐ Σχέση μονάδων χρόνου 70
και μονάδων γωνίας
3. Το φως
3.1 Το φως 73
3.2 Υπολογισμός της ταχύτητας του φωτός 75
3.3 Διάδοση της ακτινοβολίας – Νόμος του αντιστρόφου τετραγώνου 75
της απόστασης
3.4 Ακτινοβολία μέλανος σώματος ή θερμική ακτινοβολία 76
3.5 Είδη φασμάτων 79
3.6 Ατομικά μοντέλα 81
3.7 Ερμηνεία φασματικών γραμμών 86
3.8 Το φάσμα του υδρογόνου 88
3.9 Μετατόπιση Doppler 90
4. Tα τηλεσκόπια
4.1 Ατμοσφαιρικά παράθυρα 94
4.2 Γενικά χαρακτηριστικά των τηλεσκοπίων 95
4.3 Τα είδη των οπτικών τηλεσκοπίων 100
4.3.1 Διοπτρικά ή διαθλαστικά τηλεσκόπια 100
4.3.2 Κατοπτρικά ή ανακλαστικά τηλεσκόπια 102
4.3.3 Καταδιοπτρικά τξλεσκόπια 104
4.3.4 Στήριξη τηλεσκοπίων 105
4.4 Ατμοσφαιρικές διαταραχές 106
4.5 Καταγραφή εικόνας 108
4.6 Ραδιοτηλεσκόπια 110
4.7 Τηλεσκόπια σύνθετων κατόπτρων 111
4.8 Τηλεσκόπια ακτίνων Χ 112
5. Το ηλιακό σύστημα
5.1 Γενικά χαρακτηριστικά 115
5.1.1 Ταξινόμηση των πλανητών 116
5.1.2 Τροχιακά χαρακτηριστικά των πλανητών 117
5.1.3 Εποχές 121
5.2 Δομή του εσωτερικού των πλανητών 121
5.2.1 Το εσωτερικό των γεωειδών πλανητών 126
5.2.2 Μοντέλα του εσωτερικού των πλανητών τύπου Διός 126
5.3 Ατμόσφαιρες πλανητών 128
5.3.1 Ατμόσφαιρες γήινων πλανητών 131
5.3.2 Το φαινόμενο του θερμοκηπίου 132
5.3.3 Ατμόσφαιρες πλανητών τύπου Διός 133
5.4 Οι επιφάνειες των πλανητών και δορυφόρων 135
5.5 Δορυφόροι 139
5.6 Δακτύλιοι 142
5.7 Υπολείμματα του ηλιακού μας συστήματος 143
5.7.1 Αστεροειδείς 143
5.7.2 Κομήτες 145
5.7.3 Μετεωρίτες 148
5.8 Η δημιουργία του ηλιακού συστήματος 150
5.9 Η ηλικία του ηλιακού συστήματος 151
5.9.1 Ζώνη Kuiper 153
6. Ο Ήλιος
6.1 Φυσικές παράμετροι του Ήλιου 155
1
Το γεωκεντρικό και
ηλιοκεντρικό σύστημα
1.1 Tο γεωκεντρικό σύστημα
Οι πρώτες ανθρώπινες προσπάθειες ερμηνείας του ουρανού χρονολογούνται
γύρω στο 500 π.Χ. και έγιναν παράλληλα από διάφορους πολιτισμούς στην Ασία,
Ινδία, Αμερική και Μεσόγειο από την οποία και προέρχονται οι κυριότερες ιδέες
της σύγχρονης αστρονομίας. Οι Βαβυλώνιοι ήταν οι πρώτοι που κατέγραψαν σε
πίνακες πολλές από τις κυκλικές ουράνιες κινήσεις (1700 π.Χ.) και μέχρι το 200 π.Χ.
μπόρεσαν να προβλέπουν εκλείψεις και κινήσεις πλανητών. Η πρώτη όμως
προσπάθεια επινόησης κοσμολογικών μοντέλων ερμηνείας του κόσμου μέσα από
συστηματική μελέτη και παρατήρηση αποδίδεται στους Έλληνες φιλόσοφους‐
επιστήμονες της Ιωνίας. Από το 570 π.Χ. ο Πυθαγόρας και η σχολή του ανέπτυξαν
την ιδέα της περιγραφής του κόσμου με αριθμούς (γεωμετρία) και υιοθέτησαν την
ιδέα της σφαιρικής Γης. Αναζητώντας την ερμηνεία της φαινόμενης κίνησης των
πλανητών στον νυχτερινό ουρανό, υπέθεσαν ότι η Γη είναι ακίνητη και αποτελεί
το κέντρο του Σύμπαντος. Οι αστέρες βρίσκονταν μέσα σε μία ουράνια σφαίρα με
κέντρο τη Γη και περιφέρονταν γύρω της μαζί με τους πλανήτες, τη Σελήνη και
τον Ήλιο.
Ένας από τους ένθερμους υποστηρικτές αυτού του συστήματος ήταν ο
Αριστοτέλης (384‐322 π.Χ.) ο οποίος εκθέτει στο φιλοσοφικό έργο του «Περί
Ουρανού» όχι μόνο τις αστρονομικές του απόψεις αλλά και τη γενική θεωρία για
τα τέσσερα στοιχεία των σωμάτων: τη γη, το νερό, τον αέρα και το «πυρ». Ο
Αριστοτέλης υποστήριζε ότι εάν η Γη κινείτο θα γινόταν αντιληπτή από την
κίνηση του εδάφους ή του αέρα και από την αλλαγή της θέσης των κοντινών
2
1 Eπίκυκλος ονομάζεται ένας κύκλος του οποίου το κέντρο κινείται έτσι ώστε να διαγράφει
έναν άλλο μεγαλύτερο κύκλο που ονομάζεται «έκκεντρος».
Σχήμα 1.1
Ο Κλαύδιος Πτολεμαίος (αριστερά) είχε συγγράψει αρκετές πραγματείες, εκ των
οποίων οι 3 έπαιξαν σημαντικότατο ρόλο στην μεταγενέστερη ευρωπαϊκή επιστήμη. Η
πρώτη από αυτές, η «Αλμαγέστη» είχε αστρονομικό περιεχόμενο, η δεύτερη, η «Γεωγρα‐
φία» αφορούσε τη γεωγραφική γνώση του έως τότε κόσμου και η τρίτη, η «Τετράβιβλος»
εφάρμοζε την αστρολογία στη φιλοσοφία του Αριστοτέλη. Το σύστημα των επικύκλων
που κατασκεύασε προκειμένου να εξηγήσει τις πλανητικές τροχιές παρέμεινε στην
επικαιρότητα για περισσότερα από 1400 χρόνια.
ανάδρομη κίνηση των πλανητών καθώς και τη διαφορετική τους λαμπρότητα σε
όλη τη διάρκεια του έτους. Θεώρησε ότι το κάθε σώμα κινείται σε μία μικρή
κυκλική τροχιά (έναν επίκυκλο) το οποίο με τη σειρά του διέγραφε μία μεγαλύτερη
κυκλική τροχιά (έκκεντρο) γύρω από τη Γη (Σχήμα 1.1) . Αυτός ο συνδυασμός
κινήσεων (όπως οι τροχοί στο εσωτερικό ενός ρολογιού) παρήγαγε μια τροχιά που
έμοιαζε με την παρατηρούμενη μη κυκλική των πλανητικών τροχιών. Προς τιμή
του έχει ονομαστεί ο φερώνυμος κρατήρας της Σελήνης και του Άρη. Ο
Πτολεμαίος είχε συστηματοποιήσει όλη τη μαθηματική και αστρονομική γνώση
της εποχής του (από τους Αλεξανδρινούς και Μεσαιωνικούς χρόνους , 2ος μ.Χ‐ 16ος
μ.Χ αιώνας) καθώς και τη δική του συμβολή, σε ένα έργο 13 βιβλίων (159 π.Χ), το
οποίο μετριόφρονα ονόμασε Μαθηματική Σύνταξις και αργότερα Άραβες
σχολαστικιστές μετέφρασαν στα αραβικά και μετονόμασαν σε Almagest (Μέγα
Βιβλίοʺ ή ʺΗ Μεγίστη Σύνταξηʺ ή “Μεγίστη”). Αυτή η εικόνα του γεωκεντρικού
ηλιακού συστήματος ονομάστηκε Πτολεμαϊκό σύμπαν. Για τους επόμενους 14
αιώνες, οι μόνες αξιόλογες αστρονομικές παρατηρήσεις έγιναν από Κινέζους,
Ινδούς και Άραβες οι οποίοι μελέτησαν τα αρχεία των Ελλήνων αστρονόμων και
συνέταξαν μεγάλους καταλόγους αστέρων και ανέπτυξαν ακριβή ημερολόγια.
4
1.2 Η ηλιοκεντρική υπόθεση
Οι ιδέες του γεωκεντρικού σύμπαντος επανήλθαν στο Μεσαίωνα και υιοθετή‐
θηκαν από φιλόσοφους – θεολόγους όπως ο Θωμάς Ακινάτης. Η ιδέα της Γης ως το
κέντρο δημιουργίας μέσα σε μία σφαίρα που ταυτίστηκε με τον Χριστιανικό
Ουρανό είχε ως αποτέλεσμα την ενίσχυση του χριστιανικού δόγματος και η εικόνα
του Σύμπαντος δεν ήταν πλέον επιστημονικό ερώτημα.
Το 16ο αιώνα (μετά από σχεδόν 2000 έτη) μια νέα ιδέα προτάθηκε από τον
Πολωνό ιερωμένο και αστρονόμο Nικόλαο Κοπέρνικο (1473‐1543) στο βιβλίο ʺDe
Revolutionibus Orbitum Coelestium” («Περί περιφοράς των ουρανίων σωμάτων»)
που δημοσιεύτηκε μετά το θάνατό του, η οποία έφερε την επανάσταση και
θεμελίωσε το ηλιοκεντρικό σύστημα με τον Ήλιο στο κέντρο του Σύμπαντος και
τη Γη να περιφέρεται γύρω του (στην τρίτη θέση σε σχέση με τους άλλους
πλανήτες). Σ΄ αυτό το σύστημα η Γη περιστρεφόταν γύρω από τον εαυτό της σε 24
ώρες, η Σελήνη γύρω από τη Γη και οι αστέρες ήταν ακίνητοι αλλά με φαινόμενη
κίνηση εξαιτίας της γήινης περιστροφής. Αν και το ηλιοκεντρικό σύστημα του
Κοπέρνικου αυτόματα εξήγησε τη μεταβαλλόμενη λαμπρότητα των πλανητών
λόγω της μεταβαλλόμενης απόστασής τους και την ανάδρομη κίνησή τους με
στοιχεία γεωμετρίας και ταχύτερης κίνησης των πλανητών με τις μικρότερες
τροχιές, διατήρησε την ιδέα της κυκλικής τροχιάς και χρησιμοποίησε λιγότερους
Σχήμα 1.2
Ο Αριστοτέλης (αριστερά) γεννήθηκε στη Χαλκιδική το 384 π.Χ. Ήταν φιλόσοφος, μα‐
θητής του Πλάτωνα και δάσκαλος του Μεγάλου Αλεξάνδρου. Ο Νικόλαος Κοπέρνικος
(κέντρο) γεννήθηκε στην Πολωνία το 1793. Στην ουσία ήταν ο πρώτος αστρονόμος ο
οποίος κατασκεύασε ένα επιστημονικά τεκμηριωμένο ηλιοκεντρικό σύστημα το οποίο
εκθρόνισε τη Γη από το κέντρο του σύμπαντος. Ο Αρίσταρχος ο Σάμιος (δεξιά) ήταν ο
πρώτος που συνέλαβε την ιδέα του ηλιοκεντρικού συστήματος, τοποθετώντας τον Ήλιο
στο κέντρο του σύμπαντος. Οι ιδέες του είχαν απορριφθεί για περισσότερα από 1 800
χρόνια, ώσπου τις αναβίωσε αρχικά ο Κοπέρνικος και στη συνέχεια ο Κέπλερ και ο
Νεύτωνας.
επίκυκλους από το Πτολεμαϊκό.
Οι ιδέες του Κοπέρνικου παρέμειναν ασαφείς για τα επόμενα 100 έτη. Αλλά
τον 17ο αιώνα το έργο των Κέπλερ, Γαλιλαίου και Νεύτωνα θεμελίωσε το ηλιοκε‐
ντρικό Σύμπαν του Κοπέρνικου και έφερε την επανάσταση στην αστρονομία και
στις φυσικές επιστήμες.
Θα πρέπει να σημειωθεί ότι η ιδέα του ηλιοκεντρικού συστήματος δεν ήταν
τόσο καινούρια. Είχε προταθεί το 200 π.Χ από τον Αρίσταρχο το Σάμιο (310‐230
π.Χ.), τον τελευταίο από τους πυθαγόρειους αστρονόμους (όπως μαρτυρείται από
αναφορά του Αρχιμήδη και του Πλούταρχου) αλλά δεν είχε επιβιώσει λόγω της
αριστοτέλειας επιρροής. Για τη ριζοσπαστική συμβολή του ο Αρίσταρχος αναφέ‐
ρεται ως «ο Κοπέρνικος της αρχαιότητας».
Σημαντικό ρόλο στην ανάπτυξη της σύγχρονης αστρονομίας του Κοπέρνικου
έπαιξε η ακριβής καταγραφή των κινήσεων των σωμάτων στην ουράνια σφαίρα,
του Δανού Τycho Brahe (1546‐1601) ο οποίος πριν την ανακάλυψη του τηλεσκοπίου
επινόησε όργανα που του επέτρεψαν να πραγματοποιήσει μετρήσεις μεγάλης
ακρίβειας . Συγκεκριμένα:
• Κατέγραψε επακριβώς τις θέσεις του Άρη και τα δεδομένα του
χρησιμοποιήθηκαν αργότερα από τον Κέπλερ για την διατύπωση των νόμων
της κίνησης των πλανητών.
• Ανακάλυψε έναν υπερκαινοφανή (έναν «νέο» αστέρα) το 1572,
αποδεικνύοντας ότι ήταν αστέρας του οποίου η λαμπρότητα μεταβλήθηκε σε
18 μήνες και όχι κάποιο τοπικό γεγονός.
• Μέτρησε με ακρίβεια την παράλλαξη του κομήτη του 1577 αποδεικνύοντας ότι
είναι πιο μακρινό αντικείμενο από τη Σελήνη.
• Πραγματοποίησε τις ακριβέστερες μετρήσεις της παράλλαξης των αστέρων
(μετρώντας μηδενική παράλλαξη) – αν και οδηγήθηκε σε λάθος συμπέρασμα.
Ο Tycho (με βάση τις μηδενικές παραλλάξεις των αστέρων) πρότεινε ένα ενδιά‐
μεσο μοντέλο του Σύμπαντος μεταξύ του Πτολεμαϊκού και του Κοπερνίκειου όπου
η Γη βρισκόταν στο κέντρο αλλά οι υπόλοιποι πλανήτες περιφερόταν γύρω από
τον Ήλιο καθώς ο Ήλιος περιφερόταν γύρω από τη Γη.
Το Κοπερνίκειο σύστημα με τους 30 περίπου επίκυκλους κίνησης των
πλανητών αντικατέστησαν οι τρεις νόμοι που διατύπωσε ο βοηθός του Brahe, ο
Γερμανός Johannes Kepler (1571‐1630) στην προσπάθειά του να ερμηνεύσει την
κίνηση του Άρη. Οι νόμοι του Kepler όχι μόνο περιγράφουν με μεγάλη ακρίβεια
μέχρι σήμερα τις κινήσεις των πλανητικών συστημάτων και των διπλών
συστημάτων των αστέρων αλλά σηματοδότησαν και την έναρξη μιας νέας εποχής
όπου η επιστήμη άρχισε να περιγράφει τη φύση με μαθηματική ακρίβεια.
6
Πρώτος Νόμος Του Kepler
Σύμφωνα με τον πρώτο νόμο η τροχιά κάθε πλανήτη είναι επίπεδη ελλειπτική με
τον Ήλιο τοποθετημένο σε μία από τις εστίες της ελλείψεως (S, S’) όπως φαίνεται
στο Σχήμα 1.3 όπου έχουν σημειωθεί ο μεγάλος ημιάξονας α και η απόσταση CS
του κέντρου C από την εστία S που καταλαμβάνει ο Ήλιος. Την ελλειπτική τροχιά
του πλανήτη χαρακτηρίζουν δύο παράμετροι: ο μεγάλος ημιάξονας a που
καθορίζει το μέγεθος της τροχιάς και η εκκεντρότητα e που ορίζεται από τη σχέση
CS
e=
a
όπως καθορίζεται από το Σχήμα 1.3. Η εκκεντρότητα είναι μικρότερη της μονάδας
για ελλειπτικές τροχιές και καθορίζει το πόσο πεπλατυσμένη είναι μία έλλειψη ή
αλλιώς το πόσο αποκλίνει από τον κύκλο (για τον οποίο είναι e = 0 ). (Όταν ο
Νεύτων ανακάλυψε το νόμο της βαρύτητας, οι ελλειπτικές τροχιές προέκυψαν ως
μαθηματικό αποτέλεσμα του νόμου του αντιστρόφου τετραγώνου της απόστασης
που ακολουθεί η βαρυτική δύναμη).
Δεύτερος Νόμος Του Kepler
Σύμφωνα με τον δεύτερο νόμο η επιβατική ακτίνα, η υποθετική δηλαδή ευθεία
που συνδέει τον Ήλιο με τον εκάστοτε πλανήτη, διαγράφει κατά τη διάρκεια της
κινήσεως του πλανήτη γύρω από τον Ήλιο ίσα εμβαδά σε ίσα χρονικά διαστήματα
όπως φαίνεται στο σχήμα 1.3. Αυτός ο σταθερός ρυθμός με τον οποίο διαγράφεται
η παραπάνω επιφάνεια είναι διαφορετικός για κάθε πλανήτη. Από τον δεύτερο
νόμο προκύπτει ότι η ταχύτητα κάθε πλανήτη δεν είναι σταθερή σε κάθε σημείο
της τροχιάς του. Γίνεται μέγιστη στο περιήλιο, στο πιο κοντινό δηλαδή στον Ήλιο
σημείο της τροχιάς του και ελάχιστη στο αφήλιο, στο πιο μακρινό. Η Γη βρίσκεται
στο περιήλιο της τροχιάς της περίπου στις 2 Ιανουαρίου κάθε έτους (η σχεδόν
σύμπτωση με την αρχή του ημερολογιακού έτους είναι τυχαία).
Τρίτος Νόμος Του Kepler
Σύμφωνα με τον τρίτο νόμο (ο οποίος δημοσιεύτηκε μετά από εννέα έτη από τους
άλλους δύο) τα τετράγωνα των περιόδων P περιφοράς των πλανητών γύρω από
τον Ήλιο είναι ανάλογα των τρίτων δυνάμεων των μεγάλων ημιαξόνων a των
τροχιών τους δηλαδή
Σχήμα 1.3
Επάνω: Το μνημείο των Tycho Brahe και Johannes Kepler στην Πράγα. Ο Brahe, γεννή‐
θηκε στη Δανία το 1546 και έγινε ιδιαίτερα γνωστός για τις ακριβείς αστρονομικές πα‐
ρατηρήσεις που πραγματοποίησε. Ο Kepler γεννήθηκε στη Γερμανία το 1571 και υπήρξε
βοηθός του Brahe.
Κάτω Αριστερά: Οι ελλειπτικές τροχιές των πλανητών σύμφωνα με τον πρώτο νόμο του
Kepler, e είναι η εκκεντρότητα, a ο μεγάλος και b ο μικρός ημιάξονας της έλλειψης, με
b2=a2(1 ‐ e2 )
Κάτω Δεξιά: Σχηματική αναπαράσταση του δεύτερου νόμου του Κepler.
P2
= σταθερό
a3
ή για δύο πλανήτες
⎛ P1 ⎞⎟ ⎛ a1 ⎞⎟
2 3
⎜⎜ ⎟ = ⎜⎜ ⎟
⎜⎝ P2 ⎠⎟⎟ ⎝⎜ a2 ⎠⎟⎟
Αυτό σημαίνει ότι όσο πιο μακριά είναι ένας πλανήτης από τον Ήλιο τόσο
περισσότερο χρόνο κάνει για να ολοκληρώσει μία περιφορά στην τροχιά του. Για
8
τη Γη a = 1 AU (όπου ΑU είναι η αστρονομική μονάδα) και P = 1 έτος, άρα η
σταθερά σ΄ αυτές τις μονάδες είναι 1 οπότε ο 3ος νόμος εκφράζεται ως
(περίοδος σε έτη) = (απόσταση σε AU)
2 3
απ΄ όπου μπορεί να υπολογιστεί η «ακτίνα» της τροχιάς ενός πλανήτη (ή ενός
άλλου σώματος) ή η περίοδος περιστροφής του.
O Γαλιλαίος (1564 ‐1642) ήταν ο πρώτος που παρείχε σημαντικά στοιχεία που
υποστήριζαν το ηλιοκεντρικό σύστημα. Με το πρωτοπόρο του τηλεσκόπιο έκανε
πολλές παρατηρήσεις και ανακάλυψε :
• Όρη και ηφαίστεια στη Σελήνη.
• Κινούμενες ηλιακές κηλίδες στον Ήλιο.
• Μεμονωμένους αστέρες μέσα στο Γαλαξία μας.
• Φάσεις της Αφροδίτης όπως αυτές της Σελήνης.
• 4 «φεγγάρια» του Δία (δορυφόροι του Γαλιλαίου).
Η παρατήρηση των φάσεων της Αφροδίτης ήταν και η πιο σημαντική απόδειξη
υπέρ του ηλιοκεντρικού συστήματος.
Στο σχήμα 1.4, παριστάνεται η Αφροδίτη όπως θα φαινόταν στο ηλιοκεντρικό
(αριστερά) και στο γεωκεντρικό σύστημα (δεξιά). Η γραμμοσκιασμένη πλευρά
κάθε κύκλου (εικόνα της Αφροδίτης στις θέσεις 1‐12) παριστάνει την προς τον
Ήλιο πλευρά ενώ η πάνω σειρά παριστάνει την Αφροδίτη όπως φαίνεται από τη
Γη για τις δώδεκα θέσεις της. Όπως φαίνεται στο γεωκεντρικό μοντέλο επειδή η
Αφροδίτη κινείται πάνω σε επίκυκλο και βρίσκεται πάντα πλησιέστερα στη Γη απ΄
ότι στον Ήλιο (δεν περνά ποτέ πίσω από τον Ήλιο), δεν μπορεί ποτέ να φωτίζεται
πλήρως κι άρα να παρατηρείται σε «πλήρη» φάση εκτός από ημικύκλιο, σε
αντίθεση με τις παρατηρήσεις.
Πέρα όμως από τις πολυάριθμες εφευρέσεις του, ο Γαλιλαίος διατύπωσε τους
πρώτους ακριβείς νόμους κίνησης των σωμάτων μετρώντας ότι όλα τα σώματα
επιταχύνονται με τον ίδιο ρυθμό ανεξαρτήτως της μάζας τους, ανοίγοντας το
δρόμο για τη μηχανική του Νεύτωνα. Αναλυτικότερα διεύρυνε την έννοια της
κίνησης εισάγοντας τον όρο της ταχύτητας μέσα από πειράματα με κεκλιμένα
επίπεδα, εισήγαγε την ιδέα της δύναμης ως αίτιο της κίνησης καθώς και την
έννοια της «αδράνειας» που έκανε τα σώματα να αντιστέκονται στην αλλαγή της
κατάστασής τους. Για τις ριζοσπαστικές για την εποχή του ιδέες δικάστηκε από
την Εκκλησία και περιορίστηκε σε κατ΄οίκο φυλάκιση (1632) μέχρι το θάνατό του
ενώ τo έργο του “Dialogo dei Massimi Sistemi”, (“Διάλογος περί των δύο κύριων
κοσμικών συστημάτων”) μπήκε στη λίστα των απαγορευμένων έργων μαζί με το
1 2 3 4 5 6 7 8 9 10 11 12
1 2 3 4 5 6 7 8 9 10 11 12
1
2 12
11
3
1
2 12 4 10
11
3 5 9
4 10 6 8
7
5 9
6 8
7
Σχήμα 1.4
Οι φάσεις της Αφροδίτης στο ηλιοκεντρικό (αριστερά) και στο γεωκεντρικό σύστημα
(δεξιά). Όπως φαίνεται, στο γεωκεντρικό σύστημα η Αφροδίτη δεν μπορεί να έχει
φωτισμένο παρά ένα μόνο μέρος του δίσκου της. Το ποσοστό του δίσκου που φωτίζεται
εξαρτάται από τις σχετικές θέσεις μεταξύ Γης, Αφροδίτης και Ήλιου και σε καμία
περίπτωση δεν μπορεί να ξεπερνά το 50%.
“De Revolotionibus” του Κοπέρνικου και τη «Νέα Αστρονομία» του Kepler , όπου
και παρέμειναν έως το 1835.
Ενώ η Εκκλησία του 17ου αιώνα υποστήριζε το γεωκεντρικό Σύμπαν, οι
περισσότεροι επιστήμονες ήταν υπέρμαχοι του ηλιοκεντρικού. Εν τούτοις οι νόμοι
του Kepler αν και παρείχαν την πρώτη επιτυχή κινηματική περιγραφή των
πλανητικών τροχιών ήταν εμπειρικοί και χρειαζόταν μία θεωρία για να τους
ερμηνεύσει, να εξηγήσει δηλαδή ποια δύναμη κρατούσε τους πλανήτες στις
καμπύλες τροχιές τους. Ο Ισαάκ Νεύτων (1642‐1727) γεννήθηκε τη χρονιά που
πέθανε ο Γαλιλαίος και ασχολήθηκε με τη μηχανική και την οπτική αν και δεν
δημοσίευσε πολλές από τις ανακαλύψεις του παρά μετά από τη δημοσίευση τους
από άλλους επιστήμονες. Βασιζόμενος στο έργο του Γαλιλαίου διατύπωσε το 1687
στο έργο του «Philosophiae Naturalis Principia Mathematica” γνωστό απλώς ως
«Principia» τους τρεις θεμελιώδεις νόμους της μηχανικής που ερμηνεύουν και την
πλανητική κίνηση.
1. Ένα σώμα θα συνεχίσει να κινείται σε ευθεία γραμμή με σταθερή ταχύτητα
εκτός εάν ασκηθεί πάνω του μια εξωτερική μη μηδενική δύναμη (νόμος της
αδράνειας)
2. Η δύναμη παράγει επιτάχυνση ( a ) με μέτρο που εξαρτάται από τη μάζα του
σώματος
F = ma
10
Σχήμα 1.5
Ο Γαλιλαίος (αριστερά) γεννήθηκε το 1564 στην Ιταλία. Ένα από τα επιτεύγματά του
ήταν η εφαρμογή και βελτιστοποίηση του τηλεσκοπίου με το οποίο πραγματοποίησε
μία σειρά αστρονομικών παρατηρήσεων οι οποίες στήριζαν τις θεωρίες του Κοπέρνικου.
Ο Ισαάκ Νεύτωνας γεν‐νήθηκε στην Αγγλία το 1643. Στις εργασίες του περιέγραψε την
παγκόσμια βαρύτητα διατυπώνοντας τους γνωστούς νόμους της κίνησης
θεμελιώνοντας στην ουσία την κλασική μηχανική, ενώ παράλληλα επιβεβαίωσε τις
θεωρίες περί ηλιοκεντρικού συστήματος.
3. Εάν μία δύναμη ασκηθεί σε ένα σώμα τότε και το σώμα θα ασκήσει ίση και
αντίθετη δύναμη στο αίτιο της δύναμης.
Παρατηρώντας ότι η δύναμη από τον Ήλιο είναι ίση και αντίθετη με αυτήν της
Γης – Ηλίου απέδειξε ότι μόνο εάν η δύναμη ελαττώνεται καθώς το τετράγωνο της
μεταξύ τους απόστασης αυξάνει, προκύπτουν οι ελλειπτικές τροχιές του Kepler.
Αν και ο Γαλιλαίος ήταν ο πρώτος που παρατήρησε ότι τα σώματα «έλκονται»
προς το κέντρο της Γης, ο Νεύτωνας έδειξε ότι η ίδια δύναμη (βαρύτητα) ήταν
υπεύθυνη για τις τροχιές των πλανητών στο ηλιακό σύστημα, διατυπώνοντας τον
Παγκόσμιο νόμο της βαρύτητας σύμφωνα με τον οποίο όλα τα σώματα στο
Σύμπαν και έλκονται μεταξύ τους με μια δύναμη ανάλογη των μαζών τους M και
m κι αντιστρόφως ανάλογή της απόστασής τους r.
Mm
F = −G ˆr
r2
−11 −2
όπου G = 6.67 ×10 N ⋅ m ⋅ kg
2
η σταθερά της βαρύτητας.
Η δύναμη της βαρύτητας μεταξύ των πλανητών και του Ήλιου είναι αυτή που
συγκρατεί τους πλανήτες στις τροχιές τους και κατευθύνεται προς το κέντρο της
τροχιάς. Εάν η δύναμη της βαρύτητας είναι ελκτική πώς μια τροχιά διατηρείται
σταθερή ή εύλογα γιατί η Σελήνη δεν πέφτει πάνω στη Γη ή η Γη στον Ήλιο; Η
Σχήμα 1.6
Πάνω: Η τροχιά της Σελήνης λόγω της βαρύτητας της Γης και της αδράνειας.
Κάτω: Ένα βαρυτικό σύστημα δύο σωμάτων (εδώ της Γης και της Σελήνης).
διατήρηση μιας τροχιάς είναι το αποτέλεσμα της ισορροπίας μεταξύ των
αδρανειακών και των βαρυτικών δυνάμεων. Αυτό σημαίνει ότι η Σελήνη καθώς
κινείται στην τροχιά της κάθε 1 sec «πέφτει» προς τη Γη κατά 0.14 cm λόγω της
επιτάχυνσης της βαρύτητας. Λόγω όμως της καμπυλότητας της Γης, το έδαφος της
Γης κάτω από τη Σελήνη έχει «πέσει» κατά την ίδια απόσταση (0.14 cm/sec) κι άρα
η Σελήνη παραμένει στην ίδια απόσταση από τη Γη δηλαδή στην τροχιά της
(Σχήμα 1.6).
Στην επιφάνεια ενός πλανήτη ή ενός δορυφόρου η βαρυτική δύναμη που
ασκείται σε ένα σώμα μάζας m αποτελεί και το βάρος του σώματος και προκύπτει
ως συνέπεια του νόμου της βαρύτητας από το γινόμενο της μάζας του επί την
επιτάχυνση της βαρύτητας του g ( g = GM / R 2 , όπου R η ακτίνα και Μ η μάζα του
πλανήτη ή του δορυφόρου) η οποία στην επιφάνεια της Γης έχει μετρηθεί ως 9.81
m / sec 2 . Έτσι ένα σώμα μάζας m στην Γη και στη Σελήνη, θα έχει βάρος μικρότερο
στη Σελήνη γιατί η επιτάχυνση της βαρύτητας εκεί είναι 6 φορές μικρότερη απ΄ ότι
στην επιφάνεια της Γης.
Επιπλέον ο Νεύτων παρατήρησε ότι στο σύστημα Ήλιος – πλανήτης που
απέχουν απόσταση d, ο πλανήτης δεν περιφέρεται γύρω από έναν στατικό Ήλιο ο
οποίος βρισκόταν στην προνομιακή θέση του Kepler, αλλά και οι δύο περιφέρονται
γύρω από ένα κοινό σημείο, το κέντρο μάζας του συστήματος το οποίο απέχει
12
αλλά
2π d 2
υ2 =
P
οπότε
m1 4π 2 d 2
G 2 =
d P2
Αλλά από τον ορισμό του κέντρου μάζας
m1 m m1
d2 = d1 = 1 (d − d2 ) = d .
m2 m2 m1 + m2
Αντικαθιστώντας προκύπτει
m1 4π 2 m1
G = 2 d
d2 P m1 + m2
Οπότε
2 4π 2
P = d3
G ( m1 + m 2 )
Η παραπάνω έκφραση αποτελεί και την αναθεωρημένη μορφή του τρίτου
νόμου του Kepler
Στην περίπτωση που η μία μάζα είναι πολύ μεγαλύτερη από την άλλη (όπως στην
m1
περίπτωση Ήλιου και ενός πλανήτη) m2 >> m1 , τότε d2 = d1 ∼ 0
m2
ο νόμος μεταπίπτει στην αρχική μορφή του. Αυτή είναι και η περίπτωση του
ηλιακού συστήματος όπου το κέντρο μάζας συμπίπτει με το κέντρο του σώματος
με τη μεγαλύτερη μάζα δηλαδή του Ήλιου.γιʹ αυτό και ο αρχικός νόμος του Kepler
δίνει σωστά αποτελέσματα. Στην περίπτωση όμως που οι μάζες των δύο σωμάτων
είναι περίπου ίσες όπως συμβαίνει στα διπλά συστήματα αστέρων η αναθεώρηση
του νόμου του Kepler είναι σημαντική και θα πρέπει να χρησιμοποιείται η
τροποποιημένη μορφή του.
Η μαθηματική διατύπωση του δυναμικού μοντέλου του ηλιακού συστήματος
του Νεύτωνα θεμελίωσε την επιστήμη της ουράνιας μηχανικής. Το 1650‐1700 με τη
βελτίωση των τηλεσκοπίων προσδιορίσθηκαν με μεγαλύτερη ακρίβεια οι θέσεις
των πλανητών, το 1780 ο Herschel ανακάλυψε τυχαία τον πλανήτη Ουρανό
επιβεβαιώνοντας την θεωρία της βαρύτητας ενώ το 1845 με βάση τις διαταραχές
της κίνησης του Ουρανού προβλέφθηκε η θέση ενός νέου πλανήτη , του
Ποσειδώνα, ανεξάρτητα από τoυς Adam και Leverrier. Φαινόμενα που οφείλονται
στις βαρύτητα είναι οι παλίρροιες , η μετάπτωση του άξονα της Γης, τα σημεία
Lagrange, η ύπαρξη των δακτυλίων του Κρόνου κ.α
Η Νευτώνεια μηχανική παρέμεινε αδιαμφισβήτη μέχρι την εισαγωγή της
Ειδικής Θεωρίας της Σχετικότητας (1905) από τον Αϊνστάιν (1879‐1955) με την
οποία έδειξε ότι οι τρεις νόμοι του Νεύτωνα είχαν ισχύ κάτω από ορισμένες
14
συνθήκες – όταν οι ταχύτητες των σωμάτων δεν προσεγγίζουν την ταχύτητα του
φωτός και αργότερα με τη διατύπωση της Γενικής Θεωρίας της Σχετικότητας
(1915) με την οποία έδειξε ότι ο νόμος της Παγκόσμιας Έλξης δεν ισχύει παρουσία
ισχυρών βαρυτικών πεδίων.
Σχήμα 1.7
Ο Albert Einstein γεννήθηκε το 1879 στη Γερμανία και ασχολήθηκε με τη θεωρητική
Φυσική. Έγινε ιδιαίτερα γνωστός για τη Θεωρία της Σχετικότητας την οποία διατύπωσε
και ιδιαίτερα για τη σχέση ισοδυναμίας μάζας – ενέργειας . Το 1921 τιμήθηκε
με βραβείο Νόμπελ Φυσικής για την ανακάλυψη και περιγραφή του φωτοηλεκτρικού
φαινομένου.
1.3 Παλίρροιες
Μία από τις συνέπειες του νόμου της βαρύτητας είναι η δημιουργία παλιρροιών. Οι
παλιρροϊκές δυνάμεις στη Γη λόγω της βαρυτικής έλξης της Σελήνης (ή του Ήλιου)
είναι διαφορικές βαρυτιακές δυνάμεις δηλαδή προέρχονται από τη διαφορά των
βαρυτικών δυνάμεων που ασκούνται στα διάφορα σημεία της επιφάνειας της Γης
σε σχέση με το κέντρο της, αυξανομένης της απόστασης από τη Σελήνη (ή τον
Ήλιο). Αυτές επηρεάζουν τη Γη πρώτον γιατί δεν είναι στερεή και ένα μεγάλο
μέρος της επιφάνειάς της καλύπτεται από νερό και δεύτερον γιατί είναι τόσο
μεγάλες που ουσιαστικά την «παραμορφώνουν». Όπως φαίνεται στο σχήμα 1.8 οι
βαρυτικές δυνάμεις που ασκούνται σε ένα σώμα μάζας m που βρίσκεται σε
αποστάσεις από ένα σώμα μάζας Μ είναι όπου
Mm
F = −G 2 ˆr
r .
15
16
αποτελεί εμπόδιο στη ροή των υδάτων, η τριβή μεταξύ των ωκεανών και των
πυθμένων τους, η περιστροφή της Γης, το μεταβαλλόμενο βάθος των ωκεανών, οι
άνεμοι κ.λ.π.
Επιπλέον η παλίρροια δεν επηρεάζει μόνο τη ροή των ωκεανών αλλά και το
στέρεο υλικό της Γης με αποτέλεσμα το σχήμα της να γίνεται ελλειψοειδές και στο
σύνολό της να ανυψώνεται και να κατέρχεται κατά 300 mm δύο φορές την ημέρα.
Αυτή η κίνηση γίνεται με απώλειες λόγω τριβής οι οποίες αναπληρώνονται από τη
μηχανική ενέργεια του συστήματος Γη ‐ Σελήνη.
Μ
Σχήμα 1.8
Οι παλιρροϊκές δυνάμεις που ασκούνται από ένα σώμα μάζας m σε ένα άλλο μάζας Μ
που βρίσκεται σε απόσταση rcm. Όπως φαίνεται, η δύναμη F2 που ασκείται από το σώμα
μάζας m στην κοντινή πλευρά του σώματος μάζας Μ, είναι μεγαλύτερη από τη δύναμη
που ασκείται σε οποιοδήποτε άλλο σημείο, ενώ η F1 που ασκείται στο πιο
απομακρυσμένο σημείο είναι η μικρότερη.
Πάντως επειδή οι ωκεανοί δεν ακολουθούν αυτόματα την περιστροφή της Γης, οι
παλιρροϊκές προεξοχές δεν βρίσκονται στην ίδια ευθεία Γης ‐ Σελήνης (όπως θα
συνέβαινε αν η Γη ήταν ακίνητη) αλλά ο άξονας που τους ενώνει προηγείται της
Σελήνης με αποτέλεσμα την δημιουργία ροπής που τείνει να επιβραδύνει την
περιστροφή της Γης γύρω από τον άξονά της (γεγονός που ενισχύεται
επιπρόσθετα και από τη δράση των παλιρροϊκών δυνάμεων του Ήλιου). Όπως
φαίνεται στο σχήμα 1.9. Αστρονομικές μετρήσεις έχουν δείξει ότι η περίοδος
περιστροφής της Γης (και άρα η διάρκεια της ημέρας) αυξάνει με ρυθμό 0,0015
δευτερόλεπτων ανά αιώνα (1 δευτερόλεπτο ανά 50.000 έτη) ενώ τα γεωλογικά
δεδομένα (ρυθμός αυξήσεως κοραλλιών) μαρτυρούν ότι πριν από 400 εκατομμύρια
έτη η συνολική διάρκεια ημέρας και νύχτας ήταν 22 ώρες.
17
Αυτό σημαίνει ότι τα ρολόγια «τρέχουν» σε σχέση με τον μειούμενο ρυθμό
περιστροφής της Γης και για να συγχρονιστούν απόλυτα η ατομική και η
αστρονομική ώρα, προστίθεται 1 εμβόλιμο δευτερόλεπτο περίπου ανά 18 μήνες
στη Συντονισμένη Παγκόσμια Ώρα, η οποία γενικά συμπίπτει με την Ώρα
Greenwich (το τελευταίο εμβόλιμο δευτερόλεπτο προστέθηκε μόλις πριν από τα
μεσάνυχτα της 31ης Δεκεμβρίου 2008).
Συνέπεια της απώλειας στροφορμής της Γης είναι η αύξηση της τροχιακής
ταχύτητας της Σελήνης έτσι ώστε η ολική στροφορμή του κλειστού συστήματος
Γης ‐ Σελήνης να διατηρηθεί σταθερή (μεταφορά στροφορμής εκ περιστροφής σε
στροφορμή εκ περιφοράς). Άμεσο αποτέλεσμα μιας τέτοιας εξέλιξης είναι η
περιφορά της Σελήνης γύρω από τη Γη σε ολοένα και πιο απομακρυσμένη τροχιά
A
d
C
b
B
Σχήμα 1.9
Η απώλεια στροφορμής της Γης λόγω των παλιρροϊκών δυνάμεων της Σελήνης.
18
Σχήμα 1.10
Οι παλίρροιες της Γης για τις διάφορες σχετικές θέσεις μεταξύ Γης, Σελήνης και Ήλιου.
Με κόκκινο χρώμα σημειώνεται η δύναμη που ασκεί η Σελήνη στην επιφάνεια της Γης
ενώ με πορτοκαλί η αντίστοιχη του Ήλιου.
Όπως η Σελήνη προκαλεί την εμφάνιση παλιρροιών στη Γη, κατά τον ίδιο
τρόπο και η Γη προκαλεί την εμφάνιση παλιρροιών στη Σελήνη με τη διαφορά ότι
το μέγεθος των παλιρροϊκών δυνάμεων είναι πολύ μεγαλύτερο. Άρα και η ροπή
που εξασκεί η Γη σε κάθε παλιρροϊκή προεξοχή που δεν βρίσκεται στην ευθεία Γη ‐
Σελήνη θα είναι μεγαλύτερη με αποτέλεσμα, όπως η περιστροφή της Γης
επιβραδύνεται από τη δράση της Σελήνης έτσι και η περιστροφή της Σελήνης να
έχει επιβραδυνθεί κατά το παρελθόν από τη ισχυρότερη παλιρροϊκή δράση της
Γης. Τη στιγμή κατά την οποία η περίοδος περιστροφής της Σελήνης μειώθηκε
τόσο ώστε να συμπέσει με την τροχιακή περιφορά της γύρω από τη Γη (έτσι ώστε η
προεξοχή να βρίσκεται πάντα προς την Γη), δεν υπήρχε πλέον ροπή στρέψης και
αποκαταστάθηκε μία σταθερή κατάσταση που έχει ως αποτέλεσμα η Σελήνη να
παρουσιάζει πάντα την ίδια πλευρά της (με μικρές αποκλίσεις) προς τη Γη. Το
φαινόμενο αυτό του συγχρονισμού είναι γνωστό ως «παλιρροϊκό» κλείδωμα και
παρατηρείται στους περισσότερους δορυφόρους του Ηλιακού συστήματος σε
σχέση με τους πλανήτες γύρω από τους οποίους περιφέρονται.
Το φαινόμενο όμως των παλιρροιών επηρεάζει όλα τα αστρονομικά σώματα.
Η μεταβολή της συνολικής βαρυτικής δύναμης στο κοντινότερο δορυφόρο του Δία
19
την Ιώ κατά την περιφορά της έχει σαν αποτέλεσμα τη θέρμανση του δορυφόρου.
Οι παλιρροικές δυνάμεις μεταξύ των στενών διπλών συστημάτων μπορεί να
προκαλέσoυν σοβαρές διαταραχές της τροχιάς τους ενώ κοντά σε μία μελανή οπή
μπορεί να προκαλέσουν απόσπαση του προσπίπτοντος υλικού. Η παλιρροική
δύναμη στο σύστημα ενός μικρού λευκού νάνου και ενός ερυθρού γίγαντα
προκαλεί την απόσπαση ύλης από τον τελευταίο και την συσσώρευσή της σε δίσκο
γύρω από τον λευκό νάνο, όπως διαπιστώνεται από την ανάλυση της
εκπεμπόμενης ακτινοβολίας.
1.4 Τα σημεία Lagrange
Γνωρίζουμε ότι αν δύο σφαιρικά συμμετρικά σώματα με μάζες M1 και M 2
παραμένουν σταθερά ως προς ένα αδρανειακό σύστημα συντεταγμένων τότε ένα
σωματίδιο αμελητέας μάζας κάτω από την βαρυτική τους επίδραση ισορροπεί
μόνο σε ένα σημείο που βρίσκεται στην ευθεία που ενώνει τα κέντρα μάζας τους
και απέχει από το καθένα απόσταση r1 και r2 έτσι ώστε
M1 M2
= 2
r12 r2
Το πρόβλημα όμως του προσδιορισμού της κίνησης ενός σώματος κάτω από τη
βαρυτική επίδραση άλλων σωμάτων που αλληλεπιδρούν μεταξύ τους (βαρυτικά)
είναι αρκετά πολύπλοκο με την έννοια ότι δεν υπάρχει μία εξίσωση που να
περιγράφει την κίνησή του κάθε χρονική στιγμή. Τέτοιες αλγεβρικές εξισώσεις
υπάρχουν μόνο σε ειδικές περιπτώσεις όπου τα σώματα έχουν έναν ειδικό (και
σπάνιο) σχηματισμό. Τέτοια ειδική περίπτωση αποτελεί η κίνηση ενός μικρού
σωματιδίου (αμελητέας μάζας) στο βαρυτικό πεδίο δύο σωμάτων που περιφέρο‐
νται γύρω από το κοινό κέντρο μάζας σε κυκλικές τροχιές, την οποία πρώτος
μελέτησε ο Γάλλος μαθηματικός και αστρονόμος Joseph‐Louis Lagrange (1736‐
1813). Τέτοια συστήματα είναι ο Ηλιος ‐ Γη, ο ΄Ηλιος ‐ Δίας, η Γη Σελήνη.
Σε ένα σύστημα αναφοράς που περιστρέφεται με γωνιακή ταχύτητα ω ίση με
τη γωνιακή ταχύτητα περιφοράς των δύο αστέρων σε κυκλική τροχιά γύρω από το
κοινό κέντρο μάζας θα πρέπει να λάβουμε υπόψη τη συνολική δύναμη που
ασκείται σε κάθε σημείο όχι μόνο λόγω του βαρυτικού πεδίου της κάθε μάζας
αλλά και λόγω της περιστροφικής κίνησης του συστήματος αναφοράς. Κοντά στο
κέντρο της κάθε μάζας περισσότερο ισχυρή είναι η επίδραση της ελκτικής δύναμης
της βαρύτητάς της παρά η βαρυτική επίδραση της άλλης μάζας και η περιστροφή
του συστήματος , με αποτέλεσμα η συνολική δύναμη που ασκείται να έχει
διεύθυνση προς το κέντρο του Στο ισημερινό επίπεδο μακριά από τις δύο μάζες η
20
T A Σ Η Μ Ε Ι Α L A G R A N G E
συνολική δύναμη που εξασκείται σε ένα σωματίδιο κυριαρχείται από την επίδραση
της περιστροφής δηλαδή από την προς τα έξω «φυγόκεντρη δύναμη».
Η λύση του παραπάνω προβλήματος οδηγεί στον εντοπισμό 5 σημείων L1 , L2 ,
L3 , L4 και L5 (σημεία Lagrange) στο επίπεδο της αμοιβαίας κυκλικής περιφοράς
των δύο σωμάτων περί το κοινό κέντρο μάζας τα οποία η συνολική δύναμη που
ασκείται είναι μηδέν (ή η συνολική δυναμική ενέργεια είναι μηδέν). Αυτό σημαίνει
ότι η τοποθέτηση του σωματιδίου σε ένα από αυτά τα σημεία θα έχει ως συνέπεια
να κινηθεί σε κυκλική τροχιά διατηρώντας τον ίδιο πάντα προσανατολισμό σε
σχέση με τα δύο μεγαλύτερα σώματα. Από τα σημεία αυτά τα τρία πρώτα L1 , L2 ,
L3 βρίσκονται πάνω στην ευθεία που συνδέει τις δύο μάζες και είναι ασταθή με
την έννοια ότι αν το σωματίδιο βρεθεί σ΄ένα από αυτά και υποστεί μία μικρή
διαταραχή θα αναγκαστεί να εγκαταλείψει την κυκλική τροχιά του ενώ τα άλλα
L4 , L5 σχηματίζουν (το καθένα) ισόπλευρα τρίγωνα με τα σημεία όπου βρίσκονται
οι μάζες ( M1 , M 2 ) και είναι ευσταθή (αν το σωματίδιο βρεθεί σ΄ένα από αυτά
ακόμη και αν υποστεί μία μικρή διαταραχή θα επανέλθει πάλι σ΄αυτό το σημείο
ισορροπίας).
Τέτοιες μικρές διαταραχές συμβαίνουν πολύ συχνά λόγω των ασθενών βα‐
ρυτικών επιδράσεων των άλλων σωμάτων και γι αυτό τέτοιοι ειδικοί σχηματισμοί
τριών σωμάτων είναι σπάνιοι. Το πιο γνωστό φυσικό παράδειγμα ενός τέτοιου
σχηματισμού τριών σωμάτων αποτελεί ο ‘Ήλιος, ο Δίας και οι Τρωικοί
αστεροειδείς (ο Ήλιος και ο Δίας κινούνται σχεδόν σε κυκλικές αμοιβαίες τροχιές
Σχήμα 1.11
Τα σημεία Lagrange για το σύστημα Γης – Ήλιου.
και οι αστεροειδείς έχουν αμελητέα μάζα σε σχέση μ΄αυτούς) που παρατηρούνται
σε εκείνα τα σημεία της τροχιάς του Δία τα οποία μαζί με τον Ήλιο και το Δία
σχηματίζουν ισόπλευρα τρίγωνα .
Στο βαρυτικό σύστημα Ηλίου ‐ Γης τα αντίστοιχα σημεία φαίνονται στο
σχήμα 1.11. Από αυτά εάν τοποθετηθεί ένα σώμα στα ευσταθή σημεία θα
παραμένει σε σταθερή απόσταση από τη Γη και τον Ήλιο, καθώς η Γη περιφέρεται
γύρω από τον Ήλιο. Τα σημεία L1 , L2 αν και ασταθή (σε χρονική κλίμακα 23
ημερών χρειάζονται διόρθωση τροχιάς) επιτρέπουν την περιφορά ενός σώματος κι
επειδή είναι απαλλαγμένα από μεσοπλανητική σκόνη χρησιμοποιούνται για την
τοποθέτηση διαστημικών ανιχνευτήρων όπως το SOHO που περιφέρεται γύρω από
το L1 , σε απόσταση 1 ΑU από τη Γη, μονίμως προς την κατεύθυνση του Ήλιου και
καταγράφει όλα τα χαρακτηριστικά του και το ΑCE που καταγράφει τη σύνθεση
του ηλιακού ανέμου. Πίσω από τη Γη και γύρω από το L2 , «κοιτώντας» μακριά από
τη Γη περιφέρεται ο ανιχνευτής μικροκυματικής ακτινοβολίας WMAP, ο
ανιχνευτής υπέρυθρης ακτινοβολίας Herschel Space Observatory της ESA και
πιθανόν το 2011 το διαστημικό τηλεσκόπιο James Webb.
2
Ουράνιες κινήσεις
2.1 Αστερισμοί
Στη μια μεριά φτιάχνει τη γη , τον ουρανό στην άλλη , αλλού τη θάλασσα και τον
ακούραστο ήλιο και τη σελήνη ολόγεμη .
Σ` άλλη μεριά τα ζώδια όλα φτιάχνει , τ` άστρα που στεφανώνουν τον ουρανό.
Τις Πλειάδες και τις Υάδες και το δυνατό Ωρίωνα και την Άρκτο, που Άμαξα μερικοί
την ονομάζουν,
γιατί γύρω από τον εαυτό της στρέφεται και τον Ωρίωνα παραφυλάει και μόνο αυτή
μες στα νερά του Ωκεανού δε λούζεται.
(Ιλιάδα, ραψωδία Σ)
Ο νυχτερινός ουρανός όπως φαίνεται από τη Γη αποτελείται από σχηματισμούς
αστέρων που προκύπτουν από τη σύνδεση των λαμπρότερων αστέρων με
φανταστικές γραμμές και ορίζουν τους αστερισμούς. Αστερισμός είναι το
φαινόμενο σχέδιο λαμπρών αστέρων στον ουρανό, που θύμιζε ιστορικά τη μορφή
ενός ζώου, ανθρώπου, μυθολογικού προσώπου ή αντικειμένου: π.χ Ωρίωνας ο
κυνηγός, η Μεγάλη Άρκτος, Ζυγός κ.λ.π. (σε διαφορετικές εποχές και
διαφορετικούς πολιτισμούς οι αστερισμοί είχαν διαφορετικά ονόματα).
Στην πραγματικότητα η εικόνα των αστερισμών ως δισδιάστατων
παραστάσεων στον ουρανό είναι πλασματική γιατί οι αστέρες που απαρτίζουν
έναν αστερισμό βρίσκονται σε διαφορετικές αποστάσεις και δεν αποτελούν
πραγματική ομάδα στον τρισδιάστατο χώρο κι άρα μόνο στον ανθρώπινο
οφθαλμό σχηματίζουν τις υποτιθέμενες παραστάσεις ως αποτέλεσμα προοπτικής
όπως φαίνεται για τον Ωρίωνα (Σχήμα 2.1). Αυτό σημαίνει ότι από ένα άλλο
σημείο του Γαλαξία το σχέδιο ενός αστερισμού θα ήταν διαφορετικό.
ΟΥΡΑΝΙΕΣ ΚΙΝΗΣΕΙΣ 23
23
(α) (β)
α
γ
δ
ε
100.000 έτη φωτός η
(γ)
Σχήμα 2.1
(α) O αστερισμός του Ωρίωνα ως μυθικού κυνηγού, (β) ο αστερισμός του Ωρίωνα στον
ουρανό, (γ) οι θέσεις στον χώρο των κύριων αστέρων που σχηματίζουν τον αστερισμό
του Ωρίωνα
Αν και λόγω των μακρινών αποστάσεων των αστέρων ακόμα και η μικρότερη
ιδία κίνησή τους δεν μεταβάλλει το σχήμα του αστερισμού σε χρονική κλίμακα του
μέσου ανθρώπινου χρόνου ζωής (<100 έτη), μακροπρόθεσμα το σχήμα τους
μεταβάλλεται όπως θα συμβεί μετά από 100.000 έτη με την Μεγάλη Άρκτο
(βλ.Σχήμα 2.21).
Οι αρχαιότεροι αστερισμοί είχαν αναγνωριστεί από τους λαούς της
Μεσοποταμίας (4 000 π.Χ) όπως π.χ. ο Σκορπιός, ο Λέων όπως φαίνεται από τα
χαραγμένα λίθινα μνημεία ενώ κατά την αρχαιότητα οι Έλληνες πρόσθεσαν
πλούσια μυθολογικά στοιχεία (π.χ Ηρακλής, Περσεύς, Ανδρομέδα). Ο Όμηρος
24 Η ΟΥΡΑΝΙΑ ΣΦΑΙΡΑ
24
στην Ιλιάδα αναφέρει ότι στην ασπίδα την οποία παρέδωσε ο Ήφαιστος στον
Αχιλλέα είχε απεικονίσει τις Πλειάδες, τις Υάδες, τον Ωρίωνα και τη Μεγάλη
Άρκτο την οποία ονομάζει και Άμαξα (βλ. εισαγωγή). Ο Ησίοδος στο «Έργα και
Ημέραι» αναφέρει πολλούς από τους γνωστούς αστερισμούς. Ο Άρατος (270 π.Χ.)
στο επικό του ποίημα «Τα φαινόμενα» περιγράφει τους αστερισμούς ως μνημονικό
κανόνα βοήθειας προς τους ναυτικούς. Ο Ίππαρχος κατέγραψε τους 48 ορατούς
αστερισμούς από τον ελληνικό χώρο και αργότερα ο Πτολεμαίος στην «Μεγίστη»
τις θέσεις των 1 022 αστέρων των 48 αστερισμών σε κατάλογο που
χρησιμοποιήθηκε για τα επόμενα 1.400 έτη. Οι Ρωμαίοι υιοθέτησαν τους
ελληνικούς μύθους και έδωσαν πολλά λατινικά ονόματα στους αστερισμούς ενώ
πολλά σύγχρονα ονόματα αστέρων έχουν αραβική ρίζα Αlgol (Αλγκόλ: ʺκεφάλι
του Γκουλ, δαίμονα της αραβικής μυθολογίαςʺ), Antares (Αντάρης: ʺΣαν τον Άρηʺ
λόγω του ερυθρωπού του χρώματος σαν τον πλανήτη), Betelgeuse (Μπέντελγκεζ:
ʺώμος του Ωρίωναʺ). Το 1600 προστέθηκαν και άλλοι αστερισμοί για να καλύψουν
τις μη ορατές από τους αρχαίους Έλληνες περιοχές όπως π.χ Τηλεσκόπιο, Πυξίδα
και το 1930 η Διεθνής Αστρονομική Ένωση έθεσε τα όρια των 88 επίσημων
αστερισμών έτσι ώστε κάθε τμήμα του ουρανού να ανήκει σε κάποιο αστερισμό
και προσδιόρισε τον τρόπο αναγραφής τους (με τα τρία πρώτα λατινικά
γράμματα) π.χ Η Μεγάλη Άρκτος λατινικά: Ursa Major, συντομογραφία: UMa. Οι
περισσότεροι από τους αστερισμούς του Β. Ημισφαιρίου φέρουν τα ονόματα τους
από την αρχαιοελληνική εποχή ενώ του Ν. Ημισφαιρίου από τους θαλασσοπόρους
που πρώτοι τους χαρτογράφησαν.
Θα πρέπει να σημειωθεί ότι το τμήμα του ουρανού που ορίζεται στην
Σχήμα 2.2
Ο αστερισμός της Μεγάλης Άρκτου και ο σχηματισμός των αστέρων με το όνομα
Big Dipper
ΟΥΡΑΝΙΕΣ ΚΙΝΗΣΕΙΣ 25
25
Αστρονομία ως αστερισμός (constellation) της Μεγάλης Άρκτου (Ursa Major), και
είναι ο τρίτος μεγαλύτερος σε «έκταση» πάνω στην ουράνια σφαίρα από όλους
τους σύγχρονους αστερισμούς (διακεκομμένη γραμμή), δεν ταυτίζεται με την
ομάδα των σχετικώς φωτεινών αστέρων (ʺasterismʺ) που σχηματίζουν το γνώριμο
σχήμα της «κατσαρόλας» (Big Dipper) που αποτελεί υποσύνολο του πρώτου – αν
και καταχρηστικά χρησιμοποιείται (Σχήμα 2.2). Το ίδιο συμβαίνει και στους άλλους
αστερισμούς.
Οι γνωστοί αστερισμοί που βρίσκονται κατά μήκος της εκλειπτικής και τους
οποίους διατρέχει ο Ήλιος κατά τη φαινόμενη πορεία του αποτελούν τον ζωδιακό
κύκλο (κύκλο των ζώων). Οι ζωδιακοί αστερισμοί είναι σύμφωνα με την κλασική
αστρονομία 12 – ένας για κάθε μήνα, ενώ σύμφωνα με τoν αυστηρό ορισμό των
αστερισμών 13 (αστερισμός του Οφιούχου και πιθανόν του Κήτους)
Θα πρέπει να σημειωθεί ότι κατά το παρελθόν ο χωρισμός των αστέρων σε
αστερισμούς έγινε, για να διευκολυνθεί η μελέτη των ουράνιων σωμάτων, για να
προσδιοριστεί το χρονικό διάστημα της νύχτας, των ωρών του έτους και για να
περιγραφεί η όψη του ουρανού. Σήμερα με την ακριβή μέτρηση των αποστάσεων,
οι αστερισμοί χρησιμοποιούνται για ιστορικούς λόγους για την περιγραφή της
θέσης διαφόρων σωμάτων. Μερικές φορές όμως χρησιμοποιούνται και για τον
έλεγχο της σωστής κατεύθυνσης των διαστημικών οχημάτων (οι αστροναύτες του
Apollo γνώριζαν τη χρήση τους στην περίπτωση βλάβης των οργάνων). Ένα απο
τα σύγχρονα τεχνολογικά επιτεύγματα προσανατολισμού των διαστημικών
οχημάτων αποτελεί η Αδρανειακή Αστρική Πυξίδα (Inertial Stellar Compass, ISC)1
η οποία αποτελείται από μία κάμερα που καταγράφει τους σχηματισμούς των
αστερισμών στο πεδίο οράσεως του (αστρικός ιχνηλάτης) και τη συγκρίνει με την
αντίστοιχη στους αστρικούς χάρτες ώστε να καθορίζει την πορεία του οχήματος κι
ένα γυροσκόπιο που ελέγχει τη σταθερότητα της πορείας του με βάση τα δεδομένα
της κάμερας ανά μερικά δευτερόλεπτα.
2.1.1 Η ονομασία των αστέρων
Οι λαμπρότεροι αστέρες φέρουν τα παραδοσιακά τους ονόματα ως μείγμα
Ελληνικών, Αραβικών και Λατινικών ονομάτων. Συνήθως οι λαμπρότεροι του 14ου
μεγέθους αστέρες καταγράφονται σε καταλόγους ενώ η πλειοψηφία (αμυδρότεροι
αστέρες) δεν περιλαμβάνονται. Το 1603 ο Johann Bayer στον άτλαντα
Ουρανομετρία (Uranometria) κατέγραψε 1600 αστέρες προσδιορίζοντας τους
λαμπρότερους αστέρες ενός αστερισμού με γράμματα του ελληνικού αλφαβήτου :
ο λαμπρότερος με α, o αμέσος λαμπρότερος με β, κ.ο.κ . Σε μερικές περιπτώσεις
1 που φέρει ο δορυφόρος TacSat‐2 ο οποίος εκτοξεύτηκε στις 16/12/ 2006
26 Η ΟΥΡΑΝΙΑ ΣΦΑΙΡΑ
26
όμως λόγω λαθών ή εγγενών μεταβολών λαμπρότητας η σειρά δεν ισχύει π.χ ο α
του Ωρίωνα (Betelgeuse) είναι αμυδρότερος από τον β του Ωρίωνα (Rigel). Ο
Flamsteed (1712) αρίθμησε τους λαμπρούς αστέρες κάθε αστερισμού με σειρά
αυξανομένης ορθής αναφοράς (RA) π.χ. ο Μπέτελγκεζ είναι ο 58 Ori. Οι
σύγχρονοι κατάλογοι περιέχουν περίπου 108 αστέρες (δηλαδή ένα πολύ μικρό
τμήμα των αστέρων του γαλαξία μας). Οι λαμπροί αστέρες αναφέρονται με
διαφορετικά ονόματα ανάλογα με τον κατάλογο π.χ ο λαμπρότερος ορατός στον
ουρανό αστέρας βρίσκεται στον αστερισμό του Μεγάλου Κυνός και αναφέρεται
ως:
• Σείριος
• α του Μεγάλου Κυνός, στον κατάλογο Bayer
• 9 του Μεγάλου Κυνός , στον κατάλογο Flamsteed
• HD 48915, στον κατάλογο Henry Draper
• HD ‐16 1591 στον κατάλογο Bonner Durchmusterung
• 0640‐16 στον κατάλογο συντεταγμένων RA/DEC
• ΗD 48915 στον κατάλογο Henry Draper.
2.2 Η ουράνια σφαίρα
Η ουράνια σφαίρα είναι μία φανταστική σφαίρα άπειρης ακτίνας με κέντρο
το κέντρο της Γης, πάνω στην επιφάνεια της οποίας υποθέτουμε ότι προβάλλο‐
νται όλα τα ουράνια σώματα. Θεωρώντας τη Γη ακίνητη, η ουράνια σφαίρα φαί‐
νεται να κινείται κατά την αντίθετη από τη Γη διεύθυνση, από ανατολικά προς τα
δυτικά (μία φορά την ημέρα). Αν και δεν είναι η ουράνια σφαίρα που περιστρέφεται
γύρω από τη Γη αλλά η Γη περιστρέφεται μέσα της, χρησιμοποιούμε το μοντέλο αυτό
για την κατανόηση και την πρόβλεψη ων κινήσεων των αστέρων και των πλανητών
στον ουρανό. Ο άξονας περιστροφής της Γης καθορίζει τον φαινόμενο άξονα
περιστροφής της ουράνιας σφαίρας και τέμνει την ουράνια σφαίρα στους
ουράνιους πόλους που αποτελούν φυσική προέκταση των γεωγραφικών πόλων.
Το ισημερινό επίπεδο της Γης είναι κάθετο στον άξονα περιστροφής της κι άρα το
επίπεδο του ουράνιου ισημερινού είναι φυσική προέκταση του γήινου.
Στη Γη χρησιμοποιούμε τις γραμμές του γεωγραφικού πλάτους και μήκους για
να δηλώσουμε την απόσταση ενός αντικειμένου από τον ισημερινό και από τον
μεσημβρινό που διέρχεται από το αστεροσκοπείο του Greenwich αντίστοιχα.
Μεσημβρινοί (Meridians) καλούνται οι περιφέρειες των μέγιστων κύκλων (βλ.
παράρτημα) που περιέχουν τον άξονα της γης (άρα και τους πόλους) και επομένως
είναι κάθετοι στον ισημερινό. Ο μεσημβρινός που διέρχεται από το αστεροσκοπείο
ΟΥΡΑΝΙΕΣ ΚΙΝΗΣΕΙΣ 27
27
Βόρειος
Πρώτος
πόλος
μεσημβρινός
Greenwich
(Μήκος 0ο)
Κύκλοι γεωγραφικού μήκους
(Μέγιστοι κύκλοι)
Αθήνα
πλάτος
μήκος
Ισημερινός
(Μέγιστος κύκλος)
(πλάτος 0ο)
Κύκλοι γεωγραφικού πλάτους
(Μικροί κύκλοι, εκτός από τον
Νότιος ισημερινό)
πόλος
Σχήμα 2.3
Οι γεωγραφικές συντεταγμένες
28 Η ΟΥΡΑΝΙΑ ΣΦΑΙΡΑ
28
2.2.1 Ουρανογραφικές συντεταγμένες
Στην ουράνια σφαίρα σε αντιστοιχία με το πλέγμα των γήινων συντεταγμένων (το
γεωγραφικό μήκος και πλάτος) μπορεί να οριστεί το σύστημα των ουρανο‐
γραφικών συντεταγμένων (απόκλιση, ορθή αναφορά). Το ισοδύναμο των μικρών
κύκλων του πλάτους στην ουράνια σφαίρα αποτελούν οι μικροί κύκλοι της
απόκλισης (Declination, Dec, δ) και σε αναλογία με τους γήινους πόλους οι
ουράνιοι πόλοι έχουν απόκλιση ± 90 ο και ο ουράνιος ισημερινός 0ο.
Το ισοδύναμο των «γραμμών γεωγραφικού μήκους» της Γης είναι οι «γραμμές
ορθής αναφοράς» στην ουράνια σφαίρα οι οποίες την χωρίζουν σε 24 ίσες ζώνες ,
σε αντιστοιχία με τις χρονικές ζώνες μέτρησης του γεωγραφικού μήκους. Η ορθή
αναφορά (Right Ascension, RA, a) μετράται πάνω στον ισημερινό σε μονάδες
χρόνου δηλαδή σε ώρες (h), λεπτά (m) και δευτερόλεπτα (s). Επειδή η ουράνια
σφαίρα διαιρείται σε 24 τμήματα, κάθε ώρα της ορθής αναφοράς ισούται με 150 . Το
σημείο 0h 0m 0s δηλαδή η αρχής μέτρησης της ορθής αναφοράς έχει επιλεγεί να
είναι το σημείο στο οποίο φαίνεται ο Ήλιος να τέμνει τον ουράνιο ισημερινό από
Βορρά προς Νότο κατά τη φαινόμενη κίνησή του στον ουρανό κατά τη διάρκεια
ενός έτους (εαρινό ισημερινό σημείο). Ένας πλήρης κύκλος στην ουράνια σφαίρα
χωρίζεται σε 24 ώρες γιατί τόσο χρειάζεται ο Ήλιος για να κινηθεί μεταξύ δύο
ανατολών όπως φαίνεται στο σχήμα 2.4.
Βόρειος Ουράνιος Πόλος
Φθινοπωρινή Θερινό Ηλιοστάσιο
Ισημερία
Ουράνιος
Εαρινή
Ισημερινός
Εκλειπτική Ισημερία 1h 2h 3h
Νότιος Ουράνιος Πόλος
Σχήμα 2.4
Οι ουρανογραφικές συντεταγμένες
ΟΥΡΑΝΙΕΣ ΚΙΝΗΣΕΙΣ 29
29
Το πλεονέκτημα ενός τέτοιου συστήματος είναι ότι είναι σταθερό ως προς τους
αστέρες και λαμβάνει υπόψιν την περιστροφή της Γης (την αγνοεί) κι άρα οι
συντεταγμένες των ουράνιων αντικειμένων παραμένουν σταθερές για παρα‐
τηρητές σε διαφορετικά σημεία (αυτό ισχύει για τα αντικείμενα που είναι εκτός
του πλανητικού μας συστήματος, αντίθετα οι συντεταγμένες των πλανητών
αλλάζουν γρήγορα). Εν τούτοις ο παρατηρητής δεν μπορεί να αγνοήσει το γεγονός
ότι βρίσκεται πάνω σε μια περιστρεφόμενη πλατφόρμα, τη Γη.
2.2.2 Το σύστημα συντεταγμένων του παρατηρητή.
Οριζόντιο ή αλταζιμουθιανό σύστημα
Ποτέ δεν μπορούμε να παρατηρήσουμε ολόκληρη την ουράνια σφαίρα γιατί κάθε
παρατηρητής έχει την εντύπωση ότι βρίσκεται σε ένα οριζόντιο επίπεδο και στο
κέντρο ενός τεράστιου ημισφαιρίου πάνω στο οποίο τα ουράνια σώματα κινούνται.
Το επίπεδο αυτό που εφάπτεται της σφαιρικής Γης στο σημείο του τόπου καθορίζει
τον ορίζοντά του παρατηρητή και το σημείο στην κατακόρυφη διεύθυνση ακριβώς
πάνω από τον παρατηρητή (που περνά πό το κέντρο της Γης και είναι κάθετο στον
ορίζοντα) ονομάζεται ζενίθ (πάνω από τον ορίζοντα, πάντα ορατό) ενώ το
αντιδιαμετρικό ναδίρ (κάτω από τον ορίζοντα, μη ορατό από τον παρατηρητή)
(σχήμα 2.5). Επειδή η ακτίνα του ημισφαιρίου της ουράνιας σφαίρας είναι άπειρη
σε σχέση με την ακτίνα της Γης, οι διευθύνσεις του βόρειου ουράνιου πόλου και
του ουράνιου ισημερινού για τον παρατηρητή είναι παράλληλες με τις
πραγματικές τους διευθύνσεις οι οποίες ορίζονται σε σχέση με την ακτίνα της Γης.
Κάθε μέγιστος κύκλος που περιέχει το ζενίθ και είναι κάθετος στον ορίζοντα
ονομάζεται κατακόρυφος (κύκλος). Ειδικά ο κατατακόρυφος που διέρχεται από
τους ουράνιους πόλους και το ζενίθ ονομάζεται μεσημβρινός του τόπου και
τέμνει τον ορίζοντα σε δύο σημεία το πλησιέστερο στον βόρειο πόλο, το Βορρά (Ν)
και το αντιδιαμετρικό του, το Νότο (S). Το σημείο του ορίζοντα που απέχει 90ο
κατά τη φορά των δεικτών του ρολογιού από τον Βορρά για έναν παρατηρητή στο
βόρειο ημισφαίριο της Γης ονομάζεται Ανατολή (E) και αντίστοιχα 90 ο από το
Νότο, Δύση (W). Οι θέσεις του ζενίθ και του μεσημβρινού σε σχέση με τους
αστέρες αλλάζουν καθώς η ουράνια σφαίρα περιστρέφεται και μεταβάλλονται
ανάλογα με τη θέση του παρατηρητή πάνω στη Γη αλλά παραμένουν σταθερές σε
σχέση με τον ορίζοντα του παρατηρητή.
Συνήθως είναι χρήσιμο να αναφερόμαστε στα ουράνια αντικείμενα με βάση
τον ορίζοντα, τα σημεία του ορίζοντα και το ζενίθ με τη βοήθεια δύο γωνιών που
ορίζουν και το πιο απλό σύστημα συντεταγμένων το αλταζιμουθιανό. Ο μέγιστος
30 Η ΟΥΡΑΝΙΑ ΣΦΑΙΡΑ
30
κύκλος που περνά από το ζενίθ (Z, το σημείο που βρίσκεται κατακόρυφα πάνω
από τον ορίζοντα) και τον βόρειο ουράνιο πόλο BOΠ τέμνουν τον ορίζοντα NESYW
στο βορρά (N) και στο νότο (S), ενώ ο μέγιστος κύκλος WZE (μεσημβρινός) κάθετα
στον NPZS τέμνει τον ορίζοντα στην δύση (W) και στην ανατολή (E), όπως
φαίνεται στο σχήμα 2.5. Όπως φαίνεται η γωνιακή απόσταση (σε μοίρες) του
βόρειου ουράνιου πόλου (ΒΟΠ) από τον βόρειο ορίζοντα είναι ίση με το
γεωγραφικό πλάτος του παρατηρητή (LAT). Η θέση ενός αστέρα X
προσδιορίζεται από το αζιμούθιο (Α) και το ύψος (a) .
• Το ύψος (altitude, a) είναι η γωνιακή απόσταση ενός σώματος πάνω από τον
ορίζοντα του τόπου όπου βρίσκεται και παίρνει τιμές από 0 ο έως 90 ο στον
ορίζοντα και στο ζενίθ αντίστοιχα. Πολλές φορές αντί του ύψους
χρησιμοποιείται η ζενίθια απόσταση z ( z = 90 − a )
• To αζιμούθιο (Azimuth, Α) είναι η γωνιακή απόσταση ενός σώματος και
μετράται πάνω στον ορίζοντα από 0ο από το Βορά με τη φορά των δεικτών
του ρολογιού προς την Ανατολή (90 ο) , το Νότο (180ο) και τη Δύση (360ο)
μέχρι τη γραμμή του ύψους του σώματος.
Το πλεονέκτημα αυτού του συστήματος είναι ότι αυτές οι δύο γωνίες
καθορίζουν κατά μοναδικό τρόπο τη θέση ενός σώματος στον ουρανό. Το
μειονέκτημα όμως είναι ότι για δύο παρατηρητές σε διαφορετικές θέσεις στη Γη, το
ΒΟΠ Μεσημβρινός
του τόπου
X
z
E
A
a
N S
W
Ορίζοντας
Σχήμα 2.5
Οι αλταζιμουθιακές συντεταγμένες
ΟΥΡΑΝΙΕΣ ΚΙΝΗΣΕΙΣ 31
31
ύψος και το αζιμούθιο ενός σώματος διαφέρουν και επιπλέον καθώς η Γη
περιστρέφεται από την Δύση προς την Ανατολή, για τον κάθε παρατηρητή αυτές
οι συντεταγμένες του σώματος αλλάζουν συνέχεια
2.2.3 Σχέση μεταξύ του ουρανογραφικού συστήματος και του
αλταζιμουθιακού
Σύμφωνα με τα παραπάνω καθώς ένας παρατηρητής κινείται προς Βορρά, αυξα‐
νομένου του γεωγραφικού του πλάτους ο βόρειος ουράνιος πόλος κινείται πλη‐
σιέστερα στο ζενίθ και ταυτίζεται με αυτό όταν ο παρατηρητής φτάσει στο Βόρειο
Πόλο. Κατά την αντίστροφη πορεία προς νότια γεωγραφικά πλάτη, ο βό‐ρειος
ουράνιος πόλος απομακρύνεται από το ζενίθ και βρίσκεται στον ορίζοντα όταν ο
παρατηρητής φτάσει στον γήινο ισημερινό.
Για έναν παρατηρητή σε έναν από τους πόλους (π.χ το Βόρειο Πόλο):
• ο Βόρειος Ουράνιος Πόλος είναι στο ζενίθ
• ο ουράνιος ισημερινός είναι στο επίπεδο του ορίζοντα.
Για έναν παρατηρητή στον ισημερινό:
• ο Βόρειος και Νότιος Ουράνιος Πόλος βρίσκονται στο επίπεδο του ορίζοντα
• ο ουράνιος ισημερινός είναι στο ζενίθ.
Στην πιο συνηθισμένη περίπτωση όπου ένας παρατηρητής βρίσκεται σε κάποιο
άλλο γεωγραφικό πλάτος (LAT) σύμφωνα με το σχήμα 2.6:
• Ο Βόρειος Ουράνιος Πόλος (για LAT > 00) είναι σε γωνία ίση με το γεωγραφικό
πλάτος πάνω από το Βορρά του παρατηρητή πάνω στο μεσημβρινό (για
παρατηρητή σε LAT< 0ο, ο Νότιος Ουράνιος Πόλος βρίσκεται σε γωνία ίση με –
LAT πάνω από τον Νότο του παρατηρητή πάνω στον μεσημβρινό)
• Ο Ουράνιος Ισημερινός σχηματίζει με τον μεσημβρινό γωνία (90 + LAT) πάνω
από το Βορρά του παρατηρητή και (LAT) μοίρες κάτω από το ζενίθ (προς Νότο).
Όταν ένας αστέρας είναι πάνω στον μεσημβρινό, σύμφωνα με το σχήμα 2.7
υπάρχει μία απλή σχέση που συνδέει την απόκλιση (DEC) και το ύψος του (ALT)
με το γεωγραφικό πλάτος του παρατηρητή (LAT):
α = DEC + (90 – LAT)
32 Η ΟΥΡΑΝΙΑ ΣΦΑΙΡΑ
32
Σχήμα 2 6:
Η σχέση μεταξύ ουρανογραφικών και αλταζιμουθιακών συντεταγμένων
Παράδειγμα:
ΟΥΡΑΝΙΕΣ ΚΙΝΗΣΕΙΣ 33
33
Ζενίθ
Ουράνιος
DEC Ισημερινός
Βόρειος
πόλος
90 – LAT
ALT
LAT
Ν S
Σχήμα 2.7
Η σχέση μεταξύ ουρανογραφικών και αλταζιμουθιακών συντεταγμένων
φωτός του σώματος και του παρατηρητή. Όσο μεγαλύτερη είναι η αέρια μάζα
κατά την παρατήρηση ενός αντικειμένου, τόσο μεγαλύτερη ποσότητα φωτός
σκεδάζεται ή απορροφάται από την ατμόσφαιρα κι άρα το σώμα θα φαίνεται
αμυδρότερο.
Άρα μπορεί κανείς να μετατρέψει τις συντεταγμένες από το ένα σύστημα στο
άλλο χρησιμοποιώντας τριγωνομετρία σφαιρικών τριγώνων αρκεί να γνωρίζει
• Τη θέση του παρατηρητή στη Γη.
• Την ώρα παρατήρησης.
2.2.4 Ισημερινές συντεταγμένες
Σ΄ αυτό το σύστημα συντεταγμένων το ανάλογο του γεωγραφικού μήκους είναι
η ωριαία γωνία (hour angle, H ή ΗΑ) και του πλάτους η απόκλιση (δ) η οποία
μετράται όπως στις ουρανογραφικές συντεταγμένες. Ορίζοντας ως μεσημβρινό
του τόπου (του παρατηρητή) το τόξο του μεγίστου κύκλου που περνά από το
βόρειο ουράνιο πόλο, το ζενίθ και το νότιο ουράνιο πόλο, η ωριαία γωνία ενός
αστέρα μετράται στον ισημερινό, από τον μεσημβρινό του παρατηρητή προς
δυσμάς (και για τα δύο ημισφαίρια) μέχρι τον μεσημβρινό του αστέρα (από 0° έως
360°). Λόγω της περιστροφής της Γης, η ωριαία γωνία αυξάνεται από 0° σε 360° σε
24 ώρες και γι αυτό δείχνει τη γωνιακή απόσταση μεταξύ του σώματος και του
μεσημβρινού (1 ώρα =150) . Άρα η ωριαία γωνία ενός αντικειμένου αποτελεί μέτρο
του χρόνου που πέρασε αφότου διέσχισε τον μεσημβρινό του παρατηρητή. Γι αυτό
και συχνά μετράται σε ώρες και υποδιαιρέσεις της παρά σε γωνιακά μεγέθη (όπως
34 Η ΟΥΡΑΝΙΑ ΣΦΑΙΡΑ
34
90‐LAT Z
Μεσημβρινός
BOΠ
Η U Φαινόμενη
LAT Κίνηση Αστέρα
90‐δ T
X Ουράνιος
L δ Ισημερινός
E
B S
N O
Ορίζοντας
V W
Y
NOΠ
Σχήμα 2.8
Το σύστημα ισημερινών συντεταγμένων
το γεωγραφικό μήκος). Στο σχήμα 2.8 η ωριαία γωνία Η του αστέρα X, είναι ίση με
το τόξο ΒΤ αλλά όχι με το τόξο XU .
ΟΥΡΑΝΙΕΣ ΚΙΝΗΣΕΙΣ 35
35
βόρειο πόλο της εκλειπτικής (ΝΕP), που είναι η Κόμη της Βερενίκης (με
συντεταγμένες περίπου RA = 18:00 και DEC = + 66:34) και προς τον νότιο πόλο
της εκλειπτικής (SΕP) από 0ο έως ± 90ο αντίστοιχα. Το εκλειπτικό μήκος (λ) είναι
ανάλογο της ορθής αναφοράς, και μετράται από το εαρινό ισημερινό σημείο (E )
κατά την ίδια διεύθυνση με την ορθή αναφορά – δηλαδή ανατολικά από τον Ήλιο
και αυξάνεται προς ανατολάς αλλά πάνω στην εκλειπτική. Το εκλειπτικό πλάτος
του αστέρα Χ (β) δίνεται από τη γωνία μεταξύ (E ) και Y. Τα περισσότερα σώματα
στο ηλιακό σύστημα έχουν εκλειπτικό πλάτος περίπου μηδέν επειδή οι τροχιές
τους έχουν μικρή κλίση από το επίπεδο της εκλειπτικής.
Οι εκλειπτικές συντεταγμένες είναι χρήσιμες όταν θέλει κανείς να αποφύγει
τα σώματα του ηλιακού συστήματος όπως στην περίπτωση των διαστημικών
NEP Εκλειπτικός
Κύκλοι μήκους ισημερινός NCP
NEP
(μέγιστοι κύκλοι) (μέγιστος Εκλειπτική
κύκλος)
λ Χ
β
Y
ε
α
γ Ουράνιος
Ισημερινός
SEP
SCP
Κύκλοι
πλάτους SEP
Σχήμα 2.9
Το σύστημα εκλειπτικών συντεταγμένων.
Στόχος
Σχήμα 2.10
Χρήση των εκλειπτικών συντεταγμένων
36 Η ΟΥΡΑΝΙΑ ΣΦΑΙΡΑ
36
τηλεσκοπίων (Hubble Space Telescope, Chandra X‐ray), που στοχεύουν αντικείμενα
μακριά από τον Ήλιο προκειμένου να μην καταστραφούν οι ανιχνευτές τους.
Επιπλέον στην περίπτωση εκθέσεων μεγάλης διάρκειας (ημερών ή εβδομάδων),
λόγω της μετακίνησης της Γης στην τροχιά της, στο πεδίο οράσεως του
τηλεσκοπίου ένα αντικειμένο που αρχικά ήταν πολύ απομακρυσμένο από τον
Ήλιο παρατηρείται να μετατοπίζεται πλησίον του, γι αυτό αυτές οι εκθέσεις
(Hubble Deep Field, Hubble Ultra Deep Field, Chandra Deep Field South) επιλέγονται
κοντά στους πόλους της εκλειπτικής δηλαδή σε κάθετη θέση από τον Ήλιο (Σχήμα
2.10).
2.2.6 Γαλαξιακές συντεταγμένες
Για τη μελέτη της κατανομής των αστέρων στο Γαλαξία μας ή μακρινών γαλαξιών
χρησιμοποιούνται (σχήμα 2.11) το:
• Γαλαξιακό πλάτος (b) που μετράται βόρεια από το επίπεδο του Γαλαξία προς
τον Βόρειο Γαλαξιακό Πόλο (NGP) που είναι κοντά στην Κόμη της Βερενίκης
(περίπου RA = 12:52 και Dec = + 26:19) από 0ο έως 90ο. Το γαλαξιακό επίπε‐δο
έχει προσδιοριστεί με ακρίβεια από μετρήσεις της κατανομής των νεφών
ουδέτερου υδρογόνου.
• Γαλαξιακό μήκος (l) που μετράται στο γαλαξιακό επίπεδο ανατολικά από τη
διεύθυνση του γαλαξιακού κέντρου (GC) που βρίσκεται στον αστερισμό του
Τοξότη περίπου RA = 17:45 και Dec = − 29:22 και αυξάνεται προς βορά
αυξανομένης της απόκλισης. Το γαλαξιακό κέντρο καθορίζεται με ακρίβεια
από το γαλαξιακό μήκος του Βόρειου ουράνιου Πόλου (NCP) που είναι 123ο. Τo
NCP
Ουράνιος
Χ Ισημερινός
NGP
123ο b
l
63o
γ
a
G
SGP
Γαλαξιακός
SCP
Ισημερινός
Σχήμα
Οι γαλαξιακές συντεταγμένες.
ΟΥΡΑΝΙΕΣ ΚΙΝΗΣΕΙΣ 37
37
γαλαξιακό μήκος του αστέρα Χ δίνεται απο τη γωνία μεταξύ του GC και του Υ.
Το επίπεδο του ηλιακού συστήματος είναι σχεδόν κάθετο στο γαλαξιακό επίπεδο.
Ανακεφαλαιώνοντας συνοψίζουμε τα χαρακτηριστικά των τεσσάρων κυρίων
συστημάτων συντεταγμένων που ορίζονται με βάση την ουράνια σφαίρα, έναν
πρεωτεύοντα μέγιστο κύκλο και έναν δευτερεύοντα μέγιστο κύκλο (μέγιστο κύκλο
που περνά από τους πόλους του πρωτεύοντος) στον Πίνακα 2.1.
Θα πρέπει να σημειωθεί ότι μπορούμε να μετατρέψουμε τις συντεταγμένες
από το ένα σύστημα στο άλλο χρησιμοποιώντας την περιστροφή των γωνιών Euler
γύρω από άξονες σε ένα Καρτεσιανό σύστημα αναφοράς.
Πίνακας 2.1 : Συστήματα συντεταγμένων
Πρωτεύον
Σύστημα Δευτερεύον μέγιστος
μέγιστος Συντεταγμένες
συντεταγμένων κύκλος
κύκλος
Οριζόντιες
Ορίζοντας του
(τοπικό Ύψος Α
τόπου του Β‐Ν μεσημβρινός
σύστημα του αζιμούθιο a
παρατηρητή
παρατηρητή)
Ισημερινές ή Ουράνιος Μεσημβρινός του Ορθή αναφορά α,
ουρανογραφικές ισημερινός τόπου (Β‐Ν‐ζενίθ) απόκλιση δ
Μέγιστος κύκλος που
Εκλειπτικό μήκος
Επίπεδο περνά από τους
Εκλειπτικές λ, εκλειπτικό
τροχιάς της Γης πόλους εκλειπτικής και
πλάτος β
το εαρινό σημείο
γαλαξιακό μήκος
Επίπεδο του
Γαλαξιακές Γαλαξιακό κέντρο l, γαλαξιακό
Γαλαξία
πλάτος b
2.3 Ουράνιες Κινήσεις
Τα αντικείμενα κινούνται είτε πραγματικά είτε φαινομενικά λόγω της κίνησης
της Γης. Από την περιστρεφόμενη πλατφόρμα παρατήρησης (τη Γη) βλέπουμε όλο
τον ουρανό (όπως ορίζεται από τον μεσημβρινό του παρατηρητή) να γυρίζει γύρω
από φανταστικά σημεία (ουράνιους πόλους) κάθε 24 ώρες ως αποτέλεσμα της
περιστροφής της Γης γύρω από τον άξονά της. Αυτή η κίνηση που ονομάζεται
ημερήσια κίνηση της ουράνιας σφαίρας επηρρεάζει όλα τα αντικείμενα χωρίς να
αλλάζει τις σχετικές τους θέσεις. Τα μόνα σημεία που δεν φαίνεται να
μετακινούνται είναι ο βόρειος και νότιος ουράνιος πόλος γιατί βρίσκονται πάνω
στον άξονα περιστροφής.
38 ΟΥΡΑΝΙΕΣ ΚΙΝΗΣΕΙΣ
Αν και σε όλα τα παραπάνω παραδείγματα αγνοήσαμε την περιστροφή της Γης,
καθώς η Γη περιστρέφεται από τη Δύση στην Ανατολή, οι αστέρες φαίνονται να
περιστρέφονται δηλαδή να διαγράφουν τροχιές σε παράλληλους κύκλους με τον
ουράνιο ισημερινό (ή πάνω σ΄αυτόν) από την Ανατολή στη Δύση όπως φαίνεται
στο σχήμα 2.13 όπου σημειώνονται διαφορετικά ύψη (22.5o , 45o, 67.5o) και τόξα
σταθερής απόκλισης ‐οι αστέρες και οι κύκλοι απόκλισης είναι σταθεροί πάνω
στην Ουράνια Σφαίρα. Από τη στιγμή που δεν μεταβάλλεται η απόκλιση ενός
αστέρα, οι κύκλοι απόκλισης δείχνουν την πορεία του στον ουρανό από την
ανατολή μέχρι και τη δύση του. (Ο ουράνιος Ισημερινός τέμνει τον ορίζοντα
ακριβώς στην Ανατολή και στη Δύση του παρατηρητή όπως ο μεσημβρινός στο
Βορρά και στο Νότο). Κατά τη διάρκεια της ημέρας, ο μεσημβρινός του τόπου
χωρίζει τις πρωϊνές από τις απογευματινές θέσεις του Ήλιου. Το πρωί ο Ήλιος
είναι «προ του μεσημβρινού» (λατινικά ʹʹante meridiemʹʹ) ή ανατολικά του
μεσημβρινού και συντομογραφικά δηλώνεται ως «π.μ» (ʹʹa.mʹʹ). Το μεσημέρι
βρίσκεται «μετά το μεσημβρινό» (λατινικά ʹʹpost meridiemʹʹ ) ή δυτικά του
μεσημβρινού και συντομογραφικά δηλώνεται ως «μ.μ» (ʹʹp.m.ʹʹ).
Για την απλή περίπτωση όπου ο παρατηρητής είναι στον Βόρειο Πόλο, ο
ουρανός φαίνεται να περιστρέφεται γύρω από το ζενίθ κι επειδή το επίπεδο του
ουράνιου ισημερινού είναι το επίπεδο του ορίζοντα, τα αντικείμενα στον ουράνιο
ισημερινό φαίνεται να περιστρέφονται γύρω απο τον ορίζοντα. Για ένα
παρατηρητή στον ισημερινό ο ουρανός φαίνεται να περιστρέφεται γύρω από τη
διεύθυνση Βορας – Νότος κι επειδή το επίπεδο του ουράνιου ισημερινού διέρχεται
από ζενίθ τα αντικείμενα στον ουράνιο ισημερινό φαίνεται να ανατέ‐λουν από τον
ανατολικό ορίζοντα, να μεσουρανούν στο ζενίθ και μετά να δύουν στον δυτικό
ορίζοντα.
Ζενίθ
67.5 67.5
NCP
45.0 45.0
22.5 22.5
W
S N
E
Ουράνιος Ορίζοντας
Ισημερινός
Σχήμα 2.12
Η ημερήσια κίνηση ενός αστέρα.
Σχήμα 2.13
Τα ίχνη των αστέρων γύρω από τον Βόρειο Ουράνιο πόλο για έκθεση 10 ωρών
40 ΟΥΡΑΝΙΕΣ ΚΙΝΗΣΕΙΣ
όλους τους παρατηρητές που βρίσκονται στον ίδιο μεσημβρινό (ίδιο γεωγραφικό
μήκος).
Από την παραπάνω ανάλυση αιτιολογείται η μέτρηση της ορθής αναφοράς με
μονάδες χρόνου. Ο μεσημβρινός είναι σαν ένα ρολόι χειρός, οπότε οι γραμμές
απόκλισης που τον διασχίζουν μας λένε και τί ώρα είναι (με προσέγγιση γιατί η
πραγματική περίοδος περιστροφής της Γης σε σχέση με τους αστέρες είναι 23 ώρες
και 56 λεπτά, βλ. 2.10 ). Προκειμένου να συνδέσουμε την επίδραση της
περιστροφής της Γης, η Ωριαία Γωνία (Hour Angle, HA) δείχνει το χρονικό
διάστημα πριν ή μετά τη διέλευση κάθε αντικειμένου. Όπως έχει αναφερθεί στις
ισημερινές συντεταγμένες η ωριαία γωνία είναι η γωνία που σχηματίζει στον
ουρανό, ο μεσημβρινός και η γραμμή της ορθής αναφοράς του εν λόγω
αντικειμένου. Σε αντίθεση με την ορθή αναφορά που είναι πάντα σταθερή, η ΗΑ
των αντικειμένων αυξάνει συνεχώς και δίνεται από τη σχέση HA = LST − RA, όπου
LST o τοπικός αστρικός χρόνος (βλ. 2.10)
Εισάγοντας και τη συντεταγμένη της ωριαία γωνίας (ΗΑ) μπορούμε να δούμε
ότι ανάλογα με τη θέση (γεωγραφικό πλάτος παρατηρητή) μερικοί αστέρες είναι
ορατοί πάντα, άλλοι ανατέλλουν και δύουν και άλλοι δεν είναι ποτέ ορατοί (ορατοί
πάντα, εννούμε ότι φαίνονται πάντα στον ουρανό εάν δεν υπήρχε το ηλιακό φως!
). Όπως φαίνεται στο σχήμα 2.8, ο αστέρας Χ ή πλανήτης, διασχίζει τον ορίζοντα
στα σημεία L και V, κινούμενος από το L διαμέσου του U πάνω στον μεσημβρινό
προς το V.
Επιπροστιθέμενη σε αυτήν την ημερήσια κίνηση είναι η κίνηση μερικών
σωμάτων που κινούνται (πλανώνται) στην ουράνια σφαίρα μεταβάλλοντας τις
σχετικές τους θέσεις. Αυτά είναι οι πλανήτες, ο Ήλιος και η Σελήνη. Αυτή η
πραγματική κίνηση δεν παρατηρείται στους μακρινούς αστέρες γιατί λόγω της
μεγάλης απόστασης η κίνηση φαίνεται πολύ μικρή. Επιπλέον κατά τη διάρκεια
ενός έτους οι κοντινότεροι αστέρες φαίνονται να κινούνται λόγω της ετήσιας
περιφοράς της Γης και η κίνηση αυτή ονομάζεται παράλλαξη (Κεφ.7.1). Οι
περισσότεροι αστέρες πάντως είναι πολύ μακριά ώστε αυτή η φαινόμενη κίνησή
τους να μην μπορεί να παρατηρηθεί. Ακόμα και για τους κοντινότερους απαιτείται
καλό ανιχνευτικό σύστημα στο τηλεσκόπιο για να ανιχνευθεί.
2.4 Φαινόμενη κίνηση του Ήλιου στην ουράνια σφαίρα‐
Εποχές
Ο Ήλιος όχι μόνο περιστρέφεται μαζί με τους αστέρες στην ουράνια σφαίρα κάθε
ημέρα αλλά και κινείται πολύ αργά σε σχέση με αυτούς. Οι εικονικές του κινήσεις
είναι
Taurus Pisces Aquarius
Aries
Gemini Capricornus
Άυγουστος
Cancer Sagittarius
Μάιος
Scorpius
Leo Libra
Virgo
Σχήμα 2.14
Ο ζωδιακός κύκλος όπως φαίνεται από τη Γη κατά τους μήνες Μάιο και Αύγουστο.
• Ημερήσια κίνηση από ανατολικά προς δυτικά λόγω της περιστροφής της
Γης γύρω από τον άξονά της με περίοδο 24 ώρες.
• Μετατόπιση ανατολικά σε σχέση με τους αστέρες περίπου 10 την ημέρα με
περίοδο περίπου 365.25 ημέρες (3600/365.25 ημ.).
Η δεύτερη κίνησή του οφείλεται στο γεγονός ότι η Γη εκτελεί μία περιστροφή
γύρω από τον Ήλιο και ο Ήλιος είναι πολύ κοντύτερα στη Γη απ΄ότι οι αστέρες.
Ένας παρατηρητής που σημειώνει κάθε μήνα ποιοί αστερισμοί φαίνονται αρχικά
πάνω από τον δυτικό ορίζοντα μετά το ηλιοβασίλεμα, θα παρατηρήσει ότι
εμφανίζονται νέοι και προχωράνε σταδιακά κατά μήκος μίας ζώνης στην ουράνια
σφαίρα. Αυτή η μεταβολή οφείλεται στην ετήσια κίνηση της Γης. Καθώς η Γη
κινείται γύρω από τον Ήλιο, βλέπουμε τους αστέρες στην ουράνια σφαίρα εκτός
από αυτούς που δεν βρίσκονται στην ευθεία του Ήλιου και αποκρύπτονται από το
φως του. Αυτή η ζώνη των 13 αστερισμών κατά μήκος της εκλειπτικής ονομάζεται
ζωδιακός κύκλος (αν και παραδοσιακά αναγνωρίζονται οι 12 αστερισμοί πλην του
Οφιούχου) και οι αστερισμοί πάνω σ΄αυτή τη λωρίδα είναι γνωστοί ως ζώδια.
Όπως φαίνεται στο σχήμα 2.14 στις αρχές Μαϊου η ευθεία που συνδέει τη Γη με τον
Ήλιο δείχνει στον αστερισμό του Κριού κι άρα οι αστέρες του Κριού δεν φαίνονται.
Όμως μετα τη δύση του Ήλιου μπορούμε να δούμε το γειτονικό του αστερισμό τον
Ταύρο να ανατέλει πάνω από τον δυτικό ορίζοντα. Στις αρχές Ιουνίου λόγω της
42 ΟΥΡΑΝΙΕΣ ΚΙΝΗΣΕΙΣ
μετακίνησης της Γης, ο Ήλιος προβάλλεται στον Ταύρο κι άρα οι αστέρες του δεν
φαίνονται ενώ μετά το ηλιοβασίλεμα μπορούμε να δούμε το γειτονικό του
αστερισμό, τους Διδύμους να ανατέλει πάνω από τον δυτικό ορίζοντα κ.ο.κ. Η
ετήσια κίνηση της Γης μας επιτρέπει να δούμε αστέρες που αποκρύβονται από το
φως του Ήλιου και κάνει κάθε αστέρα να ανατέλλει 3 λεπτά και 56 δευτερόλεπτα
νωρίτερα κάθε νύχτα (περίπου 4 λεπτά). Σε ένα χρόνο η συνολική καθυστέρηση
είναι 24 ώρες κι άρα ένα χρόνο αργότερα όταν η Γη βρεθεί στο ίδιο ακριβώς σημείο
της τροχιάς της, η εικόνα του ουρανού θα είναι ακριβώς η ίδια. (Το εάν φαίνεται
ένας αστερισμός από ένα συγκεκριμένο γεωγραφικό τόπο εξαρτάται από την
απόκλισή του αστερισμού).
Eπειδή ο άξονας περιστροφής της Γης (που καθορίζει την ουράνια σφαίρα) δεν
είναι κάθετος στην ετήσια τροχιά της γύρω από τον Ήλιο αλλά σχηματίζει γωνία
περίπου 670, η φαινόμενη κίνηση του Ήλιου στον ουρανό δηλαδή η διαδρομή που
φαινομενικά ακολουθεί ο Ήλιος κατά τη διάρκεια ενός έτους (εκλειπτική) δεν
γίνεται πάνω στον ισημερινό αλλά σε ένα κύκλο που σχηματίζει κλίση 23.5º με
τον ουράνιο ισημερινό. Αυτή η κλίση ονομάζεται λόξωση (obliquity) και είναι
υπεύθυνη για το φαινόμενο των εποχών και τη μεταβολή της διάρκειας της
ημέρας και της νύχτας σε ένα γεωγραφικό τόπο. Η φαινόμενη διαδρομή του
Ήλιου ονομάζεται εκλειπτική (γιατί εκεί συμβαίνουν οι εκλείψεις) και βρίσκεται
ψηλότερα το καλοκαίρι απ΄ότι το χειμώνα σε σχέση με τον ουράνιο ισημερινό.
Το φαινόμενο των εποχών. Η εναλλαγή των εποχών οφείλονται στην κλίση
του άξονα περιστροφής της Γης (23.5ο) με την τροχιά της, δηλαδή στη γωνία που
σχηματίζει η εκλειπτική με τον ουράνιο ισημερινό και άρα στην γωνία που
σχηματίζουν οι ηλιακές ακτίνες με το έδαφος. Αυτή η κλίση έχει ως αποτέλεσμα το
ημισφαίριο που κάθε φορά κλίνει προς τον Ήλιο – κι άρα οι αντίστοιχοι
γεωγραφικοί τόποι‐ να δέχεται περισσότερη ποσότητα ηλιακής ακτινοβολίας σε
διαφορετικές χρονικές περιόδους κατά την περιφορά της Γης γύρω από τον Ήλιο,
Φθινόπωρο
Χειμώνας Καλοκαίρι
Άνοιξη
Σχήμα 2.15
Οι σχετικές θέσεις Γης και Ήλιου στις διάφορες εποχές του έτους
να θερμαίνεται περισσότερο κι άρα να έχει καλοκαίρι, σε αντίθεση με το αντίθετο
ημισφαίριο που αποκλίνει και έχει χειμώνα. Κατά την άνοιξη και το φθινόπωρο
κανένα από τα δύο ημισφαίρια δεν κλίνει ή αποκλίνει άρα δεν έχουν ούτε χειμώνα,
ούτε καλοκαίρι (Σχήμα 2.15). Στο ημισφαίριο που έχει καλοκαίρι, το τμήμα του που
φωτίζεται από τον Ήλιο είναι μεγαλύτερο από το τμήμα που δεν φωτίζεται κι
άρα η διάρκεια της ημέρας το καλοκαίρι είναι μεγαλύτερη από 12 ώρες.
Σύμφωνα με τα παραπάνω η διαδρομή του Ήλιου στον ουρανό μεταβάλλεται
ανάλογα με την εποχή και σηματοδοτείται από κάποιες ημερομηνίες που
καθορίζουν την έναρξη των εποχών (και τη διάρκεια της ημέρας και της νύχτας)
σε κάθε γεωγραφικό τόπο στη Γη, οι οποίες ονομάζονται ηλιοστάσια και
ισημερίες. Υπάρχουν δύο ισημερίες και δύο ηλιοστάσια μέσα στο χρόνο με
αντίθετες συνέπειες για τα δύο ημισφαίρια της Γης.
Ισημερίες: όπως μαρτυρεί και η ετυμολογία, σε αυτές τις ημερομηνίες όλοι οι
γεωγραφικοί τόποι έχουν ίση μέρα και ίση νύχτα γιατί η Γη βρίσκεται σε εκείνες
τις θέσεις της τροχιάς της που ο άξονας δεν έχει κάποια κλίση ως προς τον Ήλιο.
Αυτές είναι: η εαρινή ισημερία στις 21 Μαρτίου γιατί σηματοδοτεί την έναρξη της
άνοιξης για το Β. Ημισφαίριο (και του φθινοπώρου για το Νότιο) και η
φθινοπωρινή στις 23 Σεπτεμβρίου γιατί σηματοδοτεί την έναρξη του φθινοπώρου
για το Β. Ημισφαίριο (και της άνοιξης για το Νότιο).
Ηλιοστάσια: σε αυτές τις ημερομηνίες η Γη βρίσκεται σε εκείνες τις θέσεις της
τροχιάς της που ο άξονας έχει κλίση ως προς τον Ήλιο. Αυτά είναι: το θερινό
ηλιοστάσιο στις 21 Ιουνίου γιατί σηματοδοτεί την έναρξη του καλοκαιριού για το Β.
Ημισφαίριο (και του χειμώνα για το Νότιο) και το χειμερινό στις 21 Δεκεμβρίου
γιατί σηματοδοτεί την έναρξη του χειμώνα για το Β. Ημισφαίριο (και του
καλοκαιριού για το Νότιο).
Το εαρινό (spring ή vernal) και φθινοπωρινό ισημερινό (automnal equinox)
σημείο αντίστοιχα βρίσκονται στον ισημερινό και συνδέονται με τους ζωδιακούς
αστερισμούς του Κριού (E) και του Ζυγού (K). Καθώς ο Ήλιος κινείται κατά μήκος
της εκλειπτικής διασχίζει τον ουράνιο ισημερινό δύο φορές, πρώτα στο εαρινό
ισημερινό σημείο (E) κινούμενος απο το Νότο προς τον Βορρά περίπου στις 20‐21
Μαρτίου στον αστερισμό του Κριού και στη συνέχεια στο φθινοπωρινό ισημερινό
σημείο (K) κινούμενος από τον βορρά προς τον νότο στον αστερισμό του Ζυγού
γύρω στις 22‐23 Σεπτεμβρίου (Σχήμα 2.16).
Όταν ο Ήλιος είναι στα ισημερινά σημεία υπάρχει ίση μέρα και νύχτα (12 ώρες)
όπως μαρτυρεί και η ετυμολογία του όρου, ανατέλλει ακριβώς στην κατεύθυνση
της ανατολής και δύει ακριβώς στην κατεύθυνση της δύσης. Σε αυτό διαφέρει από
όλους τους υπόλοιπους ασέρες που πάντοτε ανατέλλουν στο ίδιο σημείο του
ορίζοντα.
44 ΟΥΡΑΝΙΕΣ ΚΙΝΗΣΕΙΣ
Το μέγιστο ύψος στο οποίο φτάνει ο Ήλιος στον ουρανό (από το βόρειο
ημισφαίριο) σταδιακά αυξάνει από την εαρινή ισημερία και φτάνει στο μέγιστο
στις 20‐21 Ιουνίου – στο θερινό ηλιοστάσιο όπου ο Ήλιος «στέκεται» δηλαδή
σταματά να κινείται προς Βορά πριν να αρχίσει να κινείται πάλι πίσω προς τον
ουράνιο ισημερινό. Ομοίως ο Ήλιος φτάνει στο ελάχιστο ύψος του στον ουρανό
(από το βόρειο ημισφαίριο) στις 21‐22 Δεκεμβρίου – στο χειμερινό ηλιοστάσιο.
Αφού η εκλειπτική σχηματίζει γωνία 23.5º σε σχέση με τον ουράνιο ισημερινό, το
μέγιστο ή ελάχιστο ύψος στο οποίο φτάνει ο Ήλιος στον ουρανό (από το βόρειο
ημισφαίριο) είναι 23.5º.
Κατά το θερινό (21 Ιουνίου) και το χειμερινό ηλιοστάσιο (21 Δεκεμβρίου) η
διεύθυνση του Ήλιου είναι αντίστοιχα 23.5o πάνω και κάτω από τον ουράνιο
ισημερινό δηλαδή ο Ήλιος είναι στο ζενίθ το μεσημέρι για τους παρατηρητές σε
LAT = 23.5o και LAT = −23.5o αντίστοιχα και αυτά τα γεωγραφικά πλάτη καλούνται
Τροπικός του Καρκίνου και Τροπικός του Αιγόκερου αντίστοιχα γιατί αυτοί
είναι οι ζωδιακοί αστερισμοί που συνδέονται με το τμήμα της εκλειπτικής στο
οποίο βρίσκεται ο Ήλιος τότε.
Το θερινό ηλιοστάσιο είναι και το υψηλότερο (βορειότερο) σημείο που φτάνει ο
Ήλιος στο βόρειο ημισφαίριο στις 21 Ιουνίου και το χειμερινό το νοτιότερο περίπου
στις 21 Δεκεμβρίου. Στο χειμερινό ηλιοστάσιο βλέπουμε το μικρότερο μέρος της
ημερήσιας κίνησής του (μικρότερη ημέρα) και σηματοδοτεί την έναρξη της εποχής
του χειμώνα για το Β. ημισφαίριο ενώ στο θερινό το μεγαλύτερο μέρος της
ημερήσιας κίνησής του (μεγαλύτερη ημέρα) και σηματοδοτεί την έναρξη της
εποχής του καλοκαιριού. Από την εμπειρία γνωρίζουμε ότι ο Ήλιος ανατέλλει
NCP Θερινό
ηλιοστάσιο
Εαρινή
ισημερία
ε
Ουράνιος
γ
Φθινοπωρινή Ισημερινός
Εκλειπτική ισημερία
Χειμερινό
ηλιοστάσιο
SCP
Σχήμα 2.16
Η ετήσια πορεία του Ήλιου στον ουρανό.
βορειοανατολικά το καλοκαίρι και στα νοτιοανατολικά τον χειμώνα.
Με βάση τις παραπάνω θέσεις του Ήλιου μπορούμε να υπολογίσουμε τις
ουράνιες συντεταγμένες του μέσα στο χρόνο:
21 Μαρτίου και 22 Σεπτεμβρίου : πάνω στον ουράνιο ισημερινό (δ =0)
21‐22 Δεκεμβρίου χειμερινό ηλιοστάσιο : ‐ 23.5ο κάτω από τον ουράνιο ισημερινό
20‐21 Ιουνίου θερινό ηλιοστάσιο: δ= 23.5ο πάνω από τον ουράνιο ισημερινό.
Ο Ήλιος το καλοκαίρι βρίσκεται πάνω από τον ορίζοντα για περισσότερες
ώρες απ΄ότι το χειμώνα. Άρα οι ημέρες το καλοκαίρι έχουν μεγαλύτερη διάρκεια
απ΄ότι το χειμώνα κι άρα το συνολικό ποσό της ενέργειας που δεχόμαστε είναι
μεγαλύτερο. Όταν η γωνία που σχηματίζουν οι ηλιακές ακτίνες με το έδαφος είναι
μεγάλη, προσπίπτουν περισσότερες ακτίνες ανά μονάδα επιφάνειας στη Γη (είναι
πιο συγκεντρωμένες) κι άρα περισσότερη ενέργεια (θερμότητα) ανά μονάδα
επιφάνειας (τετραγωνικό μέτρο) απ΄όταν σχηματίζουν μικρή γωνία όπως φαίνεται
στο σχήμα 2.17.
Έτσι στις ισημερίες ο Ήλιος βρίσκεται στον ουράνιο ισημερινό δηλαδή στο
ζενίθ για LAT = 00 και σχεδόν όλοι στη Γη έχουν τον Ήλιο περιπου 12 ώρες πάνω
και κάτω από τον ορίζοντα. Οι ηλιακές ακτίνες του Ήλιου πέφτουν στον ισημερινό
κάθετα εκείνες τις ημέρες.
Γύρω στις στις 22 Ιουνίου για τους κατοίκους του Β. Ημισφαιρίου όχι μόνο οι
ημέρες είναι μεγαλύτερες αλλά οι ακτίνες του Ήλιου πέφτουν με μικρή κλίση κι
άρα προσπίπτει περισσότερη ενέργεια ανά μονάδα επιφάνειας κι άρα λαμβάνουν
περισσότερη θερμότητα. Οι παρατηρητές που βρίσκονται σε πλάτος μεγαλύτερο
από 90o − 23.5o = 66.5o έχουν συνεχώς ημέρα και αυτό το πλάτος καλείται Αρκτικός
κύκλος. Οι παρατηρητές κάτω από πλάτος 66.5o έχουν 24‐ωρο σκοτάδι κι αυτό το
1 m3
1 m3
1 m3 2 m3
Οι ακτίνες του Ήλιου Οι ακτίνες του Ήλιου πέφτουν
πέφτουν κάθετα πλάγια
Σχήμα 2.17
Η πρόσπτωση των ηλιακών ακτίνων στον ισημερινό και σε πλάτος 63.5ο.
46 ΟΥΡΑΝΙΕΣ ΚΙΝΗΣΕΙΣ
πλάτος καλείται Ανταρκτικός κύκλος .
Γύρω στις 22 Δεκεμβρίου για τους κατοίκους του Β. Ημισφαιρίου όχι μόνο οι
νύχτες είναι μεγαλύτερες αλλά οι ακτίνες του Ήλιου πέφτουν με μεγαλύτερη
κλίση κι άρα προσπίπτει μικρότερη ενέργεια ανά μονάδα επιφάνειας κι άρα
λαμβάνουν μικρότερη θερμότητα. Για τους κατοίκους πάνω από τον Αρκτικό
κύκλο ( 66.5o ) υπάρχει 24 ώρες σκοτάδι και γι αυτούς κάτω από τον Ανταρκτικό
κύκλο 24 ώρες ημέρα.
Θα πρέπει να σημειωθεί όπως φαίνεται κι από το σχήμα 2.19 ότι η Γη είναι
πλησιέστερα στον Ήλιο στο Β. Ημισφαίριο το χειμώνα (στις 4 Ιανουαρίου)! Στην
πραγματικότητα βέβαια οι εποχές ξεκινούν με μια χρονική καθυστέρηση περίπου
ενός μηνός λόγω της θερμότητας που αποθηκεύεται στους ωκεανούς.
2.5 Παρατηρήσιμες αλλαγές στις συντεταγμένες
Μετάπτωση, κλόνιση
Καθώς η Γη περιστρέφεται γύρω από τον άξονά της είναι πλατύτερη στον
ισημερινό κατά 1:298 δηλαδή σημαίνει ότι έχει ακτίνα 43 km μεγαλύτερη απ΄ότι
στους πόλους. Το πεπλατυσμένο σχήμα της Γης και η κλίση του άξονα
περιστροφής της ως προς το επίπεδο της εκλειπτικής δημιουργούν συνθήκες ώστε
οι ελκτικές δυνάμεις του Ήλιου και της Σελήνης να ασκούν μια ροπή στη Γη που
τείνει να στρέψει τον άξονά της ώστε να γίνει κάθετος στο επίπεδο της τροχιάς της
‐η οποία μεταβάλλεται ανάλογα με τη θέση των δύο σωμάτων ως προς τη Γη
(σχήμα 2.18). Επειδή όμως η Γη περιστρέφεται, αυτή η ροπή αναγκάζει τον άξονα
περιστροφής της να μετατοπίζεται (μετάπτωση) δηλαδή να διαγράφει μία κωνική
επιφάνεια γύρω από τον άξονας της εκλειπτικής, κίνηση όμοια με αυτή του άξονα
μιας σβούρας (σχήμα 2.18). Αυτή η ομαλή κυκλική κίνηση του άξονα περιστροφής
Ν 23.5ο
Σελήνη
Σχήμα 2.18
Οι σεληνιακές δυνάμεις και το αποτέλεσμά τους, η μετάπτωση του άξονα της Γης.
ΝΕΡ
ΝCΡ Deneb
o
23.5
Πολικός Vega
Ισημερινό α Draconis
επίπεδο
Ήλιος,
Εκλειπτικό Σελήνη
επίπεδο Βόρειος
Πόλος
SCP
SEP
Σχήμα 2.19
Αλλαγή του πολικού αστέρα λόγω μετάπτωσης του άξονα περιστροφής
είναι πολύ αργή κι έχειπερίοδο περίπου 26 000 έτη. Αυτό σημαίνει ότι οι ουράνιοι
πόλοι κάνουν κύκλους γύρω από τους πόλους της εκλειπτικής κι άρα
μεταβάλλεται ο χρόνος κατά τον οποίο ένας αστέρας θεωρείται πολικός. Προς το
παρόν ο Βόρειος Πόλος δείχνει προς τον α της Μικρής Άρκτου που γι αυτό το λόγο
λέγεται πολικός αστέρας (Polaris) αλλά πριν από 14 000 έτη έδειχνε προς τον Βέγα,
και σε 2200 έτη θα δείχνει προς τον γ του Κηφέως που είναι 3ο από τον Βόρειο
Ουράνιο Πόλο (σχήμα 2.19).
Είναι εμφανές ότι εάν η θέση των ουράνιων πόλων αλλάζει τότε θα αλλάζουν
και οι αστέρες/αστερισμοί που είναι πάντα ορατοί για κάποιον παρατηρητή.
Επιπλέον επειδή όπως αναφέρθηκε, οι αστρονόμοι χρειάζονται συστήματα
συντεταγμένων (RA, DEC) ευθυγραμμισμένα με τον άξονα περιστροφής της Γης,
καθώς η Γη μεταπίπτει μετακινούν και το σύστημα συντεταγμένων ώστε να
ακολουθεί τη μετάπτωσή της. Αυτό σημαίνει ότι οι συντεταγμένες θα
μετατοπίζονται αργά ως προς το υπόβαθρο των αστέρων (περίπου 1 λεπτό
τόξου/έτος κατά μήκος της εκλειπτικής). Επειδή δεν είναι εύκολη η αλλαγή των
48 ΠΑΡΑΤΗΡΙΣΙΜΕΣ ΑΛΛΑΓΕΣ ΣΤΙΣ ΣΥΝΤΕΤΑΓΜΕΝΕΣ ‐ΜΕΤΑΠΤΩΣΗ
S
Σχήμα 2.20
Το φαινόμενο της κλόνισης
Πριν από 100.000 χρόνια
Σήμερα
Μετά από 100.000 χρόνια
Σχήμα 2.21
Αλλαγή του σχήματος της Μ. Αρκτου λόγω ιδίας κίνησης
περίοδο 18.6 έτη. Κάθε κλόνιση διαρκεί περίπου 18.6 έτη (κι άρα γίνονται πολύ
περισσότερες μέσα στον κύκλο της μετάπτωσης που διαρκεί 26 000 έτη).
Ο ίδιος κύριος παράγοντας που επηρεάζει την περιστροφή της Γης , οι βαρυτικές
δυνάμεις Ήλιου‐Σελήνης προκαλούν επίσης παλίρροιες στους ωκεανούς και την
ξηρά λόγω της μη στερεής κατάστασης της Γης
Θα πρέπει να σημειωθεί ότι η μετάπτωση περιστρέφει μόνο το σύστημα
αναφοράς και δεν έχει κάποια επίπτωση στις σχετικές θέσεις των αστέρων. Εν
τούτοις οι αστέρες δεν είναι ακίνητοι, κινούνται γύρω από το κέντρο του γαλαξία
κι άρα για τους κοντινούς μπορούμε να υπολογίσουμε την κίνησή τους γύρω από
τον Ήλιο. Η προβολή αυτής της κίνησης στην ουράνια σφαίρα λέγεται ιδία κίνηση
και επιφέρει μεταβολές στην σχετική τους θέση όπως φαίνεται από την εμφάνιση
της Μεγάλης Άρκτου λόγω της ιδίας κίνησης των αστέρων της , όπως φαίνεται στο
σχήμα 2.21 .
2.6 Κινήσεις των πλανητών
Οι πλανήτες κινούνται σε σχεδόν κυκλικές τροχιές γύρω από τον Ήλιο, γι αυτό
και παρατηρούνται κοντά στο επίπεδο της εκλειπτικής και άρα η φαινόμενη
διαδρομή τους γύρω από τη Γη γίνεται σχεδόν στο ίδιο επίπεδο. Η ζώνη πλάτους
18ο με κέντρο την εκλειπτική που οριοθετεί τα όρια κίνησης των πλανητών
ονομάζεται ζωδιακός κύκλος γιατί χωρίζεται σε 12 τμήματα που παίρνουν το
όνομά τους από τους αστερισμούς που κυριαρχούν σε καθένα από αυτά στην
εκλειπτική. Εάν «σβήναμε» τον Ήλιο τότε ο αστερισμός που θα φαινόταν για τη
50 ΦΑΣΕΙΣ ΤΗΣ ΣΕΛΗΝΗΣ
δεδομένη στιγμή του χρόνου, καθορίζει και το «ζώδιο» εκείνης της χρονικής
περιόδου2
Οι πλανήτες ανάλογα με το αν η απόστασή τους απο τον Ήλιο είναι μεγαλύτερη
ή μικρότερη από της Γης διακρίνονται σε εξωτερικούς (Άρης, Δίας, Κρόνος,
Ουρανός , Ποσειδώνας) και εσωτερικούς (Ερμης και Αφροδίτη). Η γωνία που
σχηματίζουν με τη διεύθυνση του Ήλιου και της Γης (αποχή, elongation) μπορεί να
είναι δυτική ή ανατολική ανάλογα με το εάν είναι δυτικά ή ανατολικά του Ήλιου
για έναν παρατηρητή στη Γη. Η αποχή ενός εξωτερικού πλανήτη κυμαίνεται από
0ο έως 180ο ενώ για τον Ερμή μεταξύ 0ο και 28ο και 48ο για την Αφροδίτη. Όταν οι
πλανήτες βρίσκονται σε αποχή 0ο (συγγραμικοί με τη Γη και τον Ήλιο) λέμε ότι
βρίκονται σε σύνοδο (conjuction), κατώτερη (inferior) όταν είναι μεταξύ Γης –
Ηλίου και ανώτερη (superior) όταν βρίσκονται πίσω από τον Ήλιο. Μονο οι
εσωτερικοί μπορούν να έχουν κατώτερες συνόδους. Όταν οι πλανήτες βρίσκονται
σε αποχή 180ο (συγγραμμικοί με τη Γη και τον Ήλιο) βρίκονται απέναντι από τον
Ήλιο, δηλαδή στον ουρανό βρίσκονται στον μεσημβρινό του παρατηρητή κι έχουν
την ευνοϊκότερη θέση παρατήρησης. Οι εσωτερικοί πλανήτες δε μπορεί να
βρεθούν σε αντίθεση.
Οι πλανήτες ανακλούν το ηλιακό φως κι έτσι το ήμισύ τους πάντα είναι
φωτεινό και το άλλο σκοτεινό. Το ποσοστό όμως της φωτισμένης επιφάνειας για
έναν παρατηρητή στη Γη εξαρτάται από τη θέση του, γι΄ αυτό και οι φάσεις που
δείχνουν οι εξωτερικοί πλανήτες διαφέρουν πολύ από τις φάσεις των εσωτερικών.
Η νέα φάση συμβαίνει όταν βλέπουμε μόνο το σκοτεινό ημισφαί‐ριο. Αυτό
συμβαίνει μόνο στους εσωτερικούς και δεν μπορεί ποτέ να παρατηρη‐θεί στους
εξωτερικούς. Η γεμάτη φάση (σε αντιστοιχία με την Πανσέληνο, βλ. 2.7 Φάσεις
Σελήνης) παρατηρείται όταν φαίνεται όλο το φωτισμένο ημισφαίριο και άρα όταν
ο πλανήτης είναι σε αντίθεση, γι αυτό και παρατηρείται μόνο στους εξωτερικούς
(οι εσωτερικοί στην ανώτερη σύνοδο έχουν γεμάτη φάση αλά δεν φαίνεται λόγω
της επικρατείας του Ήλιου). Οι εξωτερικοί πλανήτες δεν μπορούν να
παρατηρηθούν σε φάση μηνίσκου, όταν λιγότερο απο το ήμισυ του ημισφαιρίου
τους φωτίζεται ενώ οι εσωτερικοί μπορούν. Παρατηρούνται πάντα σε φάση
μεταξύ πρώτου τετάρτου και πλήρους φάσης όταν περισσότερο απο το ήμισυ του
ημισφαιρίου τους φωτίζεται, όπως και οι εσωτερικοι .
2 Ένα ωροσκόπιο είναι στην πράξη ένας χάρτης που δείχνει τη θέση των πλανητών, του
Ήλιου και της Σελήνης σε σχέση με τους αστερισμούς του ζωδιακού κύκλου, σε μία
δεδομένη χρονική στιγμή‐τη γέννηση. Είναι προφανές ότι ένας τέτοιος χάρτης δεν μπορεί
να έχει σχέση με τη διαμόρφωση του χαρακτήρα του ανθρώπου τη στιγμή της γέννησής
του ή με τη συμπεριφορά του σε κάποια άλλη χρονική στιγμή.
Εξωτερικός
Πλανήτης
Ανώτερη
Σύνοδος
Εσωτερικός
Πλανήτης
Μέγιστη Μέγιστη
Ανατολική Δυτική
Απόχή Αποχή
Γη
Αντίθεση
Σχήμα 2.22
Θέσεις των πλανητών
Όπως γνωρίζουμε από τον 2ο νόμο του Κέπλερ, όσο μακρύτερα βρίσκεται ένας
πλανήτης από τον Ήλιο, τόσο μικρότερη είναι η ταχύτητα με την οποία κινείται κι
άρα όταν η Γη κι ένας πλανήτης κινούνται προς την ίδια πλευρά του Ήλιου και
προσπερνά ο ένας τον άλλο (σχήμα 2.23), ο πλανήτης φαίνεται να κινείται ξανά
στην ίδια διαδρομή από ανατολικά προς τα δυτικά για λίγο (ανάδρομη κίνηση,
retrograde ) και μετά συνεχίζει την αρχκή του πορεία από δυτικά προς τα
ανατολικά (ορθή κίνηση, prograte). Για έναν παρατηρητή στην κινούμενη Γη αυτή
η φαινόμενη κίνηση του πλανήτη αναστρέφεται δύο φορές. Όταν οι τροχιές της
Γης και του πλανήτη είναι συνεπίπεδες, η κίνηση του πλανήτη σχηματίζει ένα
βρόχο.
Ο χρόνος που χρειάζεται ένας πλανήτης να επιστρέψει στην ίδια θέση στον
ουρανό σε σχέση με τον Ήλιο για έναν παρατηρητή στη Γη ονομάζεται συνοδική
περίοδος S (synodic), ενώ ο χρόνος που χρειάζεται για να ολοκληρώσει μία
περιφορά γύρω από τον Ήλιο (τροχιακή περίοδος, P) ονομάζεται αστρική περίοδος
(sidereal) και καθορίζει το έτος του πλανήτη. Εάν η αστρική περίοδος της Γης είναι
52 ΦΑΣΕΙΣ ΤΗΣ ΣΕΛΗΝΗΣ
Ε και η Γη κινείται με ρυθμό ημέρα στην τροχιά της ενώ ο ρυθμός
περιφοράς ενός εξωτερικού πλανήτη όπως φαίνεται από τον Ήλιο είναι .
Όπως φαίνεται από το σχήμα 2.23 όταν η Γη συμπληρώσει μία τροχιά κινούμενη
από τη θέση 1 στη θέση 2 , έχει ημέρες για να έρθει σε ξανά σε αντίθεση με
έναν εξω‐τερικό πλανήτη (θέση 3) . Σ΄αυτό το διάστημα ο πλανήτης έχει κινηθεί
από τη θέση 1 στη θέση 3 κι άρα η Γη πρέπει να διαγράψει γωνία
Στον ίδιο χρόνο που ο πλανήτης διαγράφει γωνία . Αρα
ή
Για έναν εσωτερικό πλανήτη, η Γη είναι εξωτερικός κι άρα η παραπάνω σχέση
απλώς εναλλάσει τα E, P δηλαδή
(εσωτερικός)
(εξωτερικός)
Με αυτό τον τρόπο μπορούμε να υπολογίσουμε π.χ το χρόνο μεταξύ δύο
Ήλιος
3
Γη
1, 2
3
2
Εξωτερικός πλανήτης 1
Σχήμα 2.23
Υπολογισμός του Έτους των πλανητών στο ηλιακό σύστημα
Πρώτο
τέταρτο Ηλιακές
Μηνίσκος Ακτίνες
Τετραγωνισμός Νέα
Πανσέληνος Σελήνη
Αντίθεση Σύνοδος
Τετραγωνισμός
Τρίτο
τέταρτο
Σχήμα 2.24
Οι φάσεις της Σελήνης
54 ΦΑΣΕΙΣ ΤΗΣ ΣΕΛΗΝΗΣ
Σελήνη βρίσκεται πάλι περίπου στην ευθεία Γης – Ηλίου αλλά στην αντίθετη
διεύθυνση από τον Ήλιο και ο δίσκος της είναι πλήρης και φωτισμένος και έχουμε
την Πανσέληνο. Κατά την πανσέληνο η Σελήνη ανατέλλει όταν ο Ήλιος δύει. Για
το επόμενο διάστημα μέχρι τη Νέα Σελήνη, ο φωτισμένος δίσκος αρχίζει να
μικραίνει με τις ακμές του μηνίσκου προς την ανατολή . Η Σελήνη σε αυτό το
διάστημα ανατέλλει όλο πιο αργά μετά τη δύση του Ήλιου. Περίπου μετά από το
ίδιο χρονικό διάστημα από την Πανσέληνο, (7 ημέρες και 9 ώρες) έχουμε τη φάση
του Τελευταίου Τετάρτου της Σελήνης ή Τρίτο Τέταρτο οπότε ανατέλλει κατά το
μεσονύκτιο. Όταν συμπληρωθούν από την πρώτη Νέα Σελήνη 29.53059 ημέρες
τότε έρχεται πάλι στη θέση της φάσης μιας δεύτερης Νέας Σελήνης.
Προς ποιά διεύθυνση του ουρανού είναι η Σελήνη σε κάθε φάση;
Επειδή η θέση του Ήλιου στον ουρανό καθορίζει την τοπική ώρα, είναι δυνατό να
αντιστοιχίσουμε τη συγκεκριμένη κάθε φορά φάση της Σελήνης και τη θέση της
στον ουρανό, με την ώρα της ημέρας. Όπως φαίνεται από το σχήμα 2.24 η νέα
Σελήνη βρίσκεται πάντα στη διεύθυνση του Ήλιου, ο σεληνιακός μηνίσκος είναι
πάντα κοντά στον Ήλιο και κατά τη διάρκεια του πρώτου τετάρτου, η Σελήνη
βρίσκεται περίπου 90º ανατολικά του Ήλιου στον ουρανό και γιʹ αυτό το λόγο η
ανατολή της Σελήνης λαμβάνει χώρα περίπου το μεσημέρι. Αντίθετα, η ανατολή
της πανσελήνου συμβαίνει κατά τη δύση του Ήλιου και μεσουρανεί γύρω στα
μεσάνυχτα όπως φαίνεται αναλυτικά από τον παρακάτω πίνακα, καθώς η Σελήνη
βρίσκεται σε διαφορετική θέση στον ουρανό.
Πίνακας 2.2
Φάσεις της Σελήνης
Διέλευση
Ανατολή Δύση
Φάση από τον
Σελήνης Σελήνης
μεσημβρινό
Νέα Σελήνη
6 π.μ. Μεσημέρι 6 μ.μ.
Αύξουσα φάση
Μηνίσκος 9 π.μ. 3 μ.μ. 9 μ.μ.
(Waxing Crescent)
Πρώτο Τέταρτο
Μεσημέρι 6 μ.μ. Μεσάνυχτα
Ημισέληνος
Αύξουσα φάση
Γεμάτη
ημισέληνος 3 π.μ. 9 μ.μ. 3 μ.μ.
(Waxing gibbοus)
Πανσέληνος
6 μ.μ. Μεσάνυχτα 6 π.μ.
(Full Moon)
Φθίνουσα φάση
Γεμάτη
ημισέληνος 9 μ.μ. 3 π.μ. 9 μ.μ.
(Waning gibbοus
Τρίτο Τέταρτο
Μεσάνυχτα 6 π.μ. Μεσημέρι
Ημισέληνος
Φθίνουσα φάση
Μηνίσκος 3 μ.μ. 9 π.μ. 3 μ.μ.
(Waxing Crescent)
56 ΦΑΣΕΙΣ ΤΗΣ ΣΕΛΗΝΗΣ
Νέα Σελήνη
Γιατί βλέπουμε τη Σελήνη κατά την ημέρα; Κατά το πρώτο τέταρτο η Σελήνη, η Γη
και ο Ήλιος σχηματίζουν γωνία 90o κι άρα η Σελήνη απέχει από τον Ήλιο κατά
90o. Εάν θυμηθούμε ότι από τον ανατολικό στο δυτικό ορίζοντα είναι 180o τότε
κατά το πρώτο τέταρτο, εάν ο Ήλιος δύει στο δυτικό ορίζοντα τότε η Σελήνη θα
είναι στον μεσημβρινό. Όπως φαίνεται κι από τον Πίνακα, η Σελήνη του πρώτου
τετάρτου ανατέλει το μεσημέρι, διασχίζει το μεσημβρινό στο ηλιοβασίλεμα και
δύει στη Δύση τα μεσάνυχτα. Αλλά η πανσέληνος σχηματίζει 180o από τον Ήλιο ‐
δηλαδή βρίσκεται στην ακριβώς αντίθετη απο τον Ήλιο διεύθυνση στον ουρανό‐ κι
άρα ανατέλει κατά το ηλιοβασίλεμα, βρίσκεται στο μεσημβρινό τα μεσάνυχτα και
δύει κατά την ανατολή!
Περιστροφή της Σελήνης
Η Σελήνη περιστρέφεται όπως και η Γη γύρω από τον άξονά της, επειδή όμως
βρίσκεται σε συντονισμό με την ιδιοπεριστροφή της Γης δηλαδή περιστρέφεται
γύρω από τον άξονά της στον ίδιο χρόνο που χρειάζεται για να συμπληρώσει μία
πλήρη περιστροφή γύρω απο τη Γη, παρατηρούμε πάντα την ίδια πλευρά της (το
ίδιο ημισφαίριο).
Στα διαγράμματα του Σχ.2.25 οι μεγάλοι κύκλοι παριστάνουν την τροχιά της
Σελήνης γύρω από τη Γη και οι μικροί τη θέση της Σελήνης σε τέσσερις
διαφορετικές θέσεις της τροχιάς της. Η διαγώνιος γραμμή παριστάνει τη θέση ενός
κρατήρα της Σελήνης. Στο αριστερό διάγραμμα (A‐B‐C‐D), η Σελήνη δεν
περιστρέφεται γύρω από τον άξονά της κι άρα στις διάφορες θέσεις της η Σελήνη
μετατοπίζεται αλλά δεν περιστρέφεται.. Ένας παρατηρητής στη Γη (στο μέσο του
μεγάλου κύκλου) βλέπει τον κρατήρα κάποιες φορές προς την κοντινή προς αυτόν
μεριά της Σελήνης και κάποιες φορές προς την μακρινή. Όταν η Σελήνη έχει
επιστρέψει στη θέση Α , ο κρατήρας έχει επιστρέψει στην αρχική του θέση, δηλαδή
για τον παρατηρητή στη Γη ο κρατήρας περιστρέφεται γύρω από τον άξονα
περιστροφής της Σελήνης στο ίδιο χρονικό διάστημα που η Σελήνη περιφέρεται
γύρω από τη Γη.
Στο διάγραμμα στα δεξιά (E‐F‐G‐H), η Σελήνη δείχνει πάντα την ίδια πλευρά
της προς τη Γη (γιατί η διαγώνιος πάντα δείχνει προς τη Γη) και περιστρέφεται
γύρω από τον άξονά της (που είναι κάθετος στο επίπεδο της σελίδας). Όταν έχει
ολοκληρώσει μία περιφορά, τότε έχει περιστραφεί μία φορά γύρω από τον άξονά
της, όπως βλέπουμε από τη μορφή της και στις τέσσερις θέσεις (που φαίνονται για
λόγους έμφασης στο κάτω μέρος. Το φαινόμενο αυτό ονομάζεται συγχρονισμός 1:1
περιστροφής‐ περιφοράς.
Aυτό σημαίνει ότι κατά το ήμισυ της τροχιάς της φωτίζεται πάντα το ένα
ημισφαίριό της και κατά το υπόλοιπο ήμισυ το άλλο, δηλαδή σε κάθε θέση της το
ένα ημισφαίριό της έχει «μέρα» και το άλλο «νύχτα», όπως στη Γη, με τη διαφορά
ότι οι σεληνιακές ημέρες και νύχτες διαρκούν όσο 14.75 γήινες ημέρες.
Το φαινόμενο του συντονισμού των περιόδων περιστροφής ενός δορυφόρου
και περιφοράς του γύρω από έναν πλανήτη είναι συχνό μέσα στο ηλιακό σύστημα
και αποδίδεται στις παλιρρoϊκές δυνάμεις του πλανήτη.
Άρα αφού το κάθε ημισφαίριο της Σελήνης ανακλά το ίδιο ποσοστό της
προσπίπτουσας ηλιακής ακτινοβολίας (7%), θα ήταν ορθότερο να μιλάμε για
Σχήμα 2.25
Η σύγχρονη περιστροφή της Σελήνης
μακρινή πλευρά και όχι για «σκοτεινή» γιατί το ήμισυ του σεληνιακού δίσκου
φωτίζεται πάντα απο τον Ήλιο (με εξαίρεση τις σεληνιακές εκλείψεις) αν και το
φωτισμένο ήμισυ δεν είναι πάντα προς το μέρος της Γης. Η πιο απομακρυσμένη
πλευρά δεν είναι πάντα η ίδια με τη σκοτεινή πλευρά. Κατά τη Πανσέληνο η
μακρινή πλευρά είναι τελείως σκοτεινή ενώ κατά την Νέα Σελήνη η μακρινή
πλευρά είναι πλήρως φωτισμένη (όπως φαίνεται από τον Ήλιο. Επιπλέον η
Σελήνη εκτελεί μία ταλάντωση που ονομάζεται λίκνιση (libration) κατά τη
58 ΦΑΣΕΙΣ ΤΗΣ ΣΕΛΗΝΗΣ
διάρκεια της ελλειπτικής τροχιάς της γύρω από τη Γη όπου κινείται ταχύτερα στο
αφήγειο από ότι στο περιήγειο. Αφού η περιστροφή της είναι σχεδόν σταθερή
μπορούμε να δούμε ένα μικρό τμήμα γύρω από κάθε άκρο της. Επιπλέον επειδή
είναι κεκλιμένη σε σχέση με την εκλειπτική (5ο), καθώς κινείται πάνω και κάτω
από αυτή μπορούμε να δούμε λίγο πιο πέρα απο τους πόλους της. Λόγω των
παραπάνω κινήσεων μπορούμε να δούμε πάντα μόνο το 41% της σεληνιακής
επιφάνειας, πάντα αποκρύπτεται το 41% ενώ το υπόλοιπο 18% είναι κατά
περιόδους ορατό ή αόρατο.
Μερικές φορές όταν η Σελήνη είναι στη φάση του λεπτού μηνίσκου (αύξοντα ή
φθίνοντα) μπορούμε να δούμε τμήματα της πλευράς που δεν φωτίζεται από τον
Ήλιο. Αυτό συμβαίνει γιατί για έναν παρατηρητή στη Σελήνη, η Γη φαίνεται σε
πλήρη φάση, κι άρα είναι πολύ φωτεινή αφού ανακλά οκταπλάσια ποσότητα
ηλιακού φωτός απ΄ότι η Σελήνη. Αυτό το φως μπορεί να ανακλαστεί πάνω στο
σκοτεινό ημισφαίριο της Σελήνης και να το φωτίσει. Το φαινόμενο είναι καλύτερα
ορατό λίγες ημέρες μετά τη Νέα Σελήνη.
Θα πρέπει να σημειωθεί ότι πολλές φορές λίγο μετά την ανατολή ή πριν τη δύση ο
δίσκος της Σελήνης, κυρίως κοντά στη φάση της Πανσελήνου, φαίνεται πολύ
μεγαλύτερος σε μέγεθος όταν είναι στον ορίζοντα από ότι όταν είναι στο ζενίθ.
Στην πραγματικότητα δεν είναι μεγαλύτερος από 0.50 (ή είναι ελάχιστα) και η όλη
αίσθηση είναι αποτέλεσμα οφθαλμαπάτης όπως φαίνεται στο σχήμα 2.26, γιατί
όταν βρίσκεται χαμηλά μπορούμε να τον συγκρίνουμε με αντικείμενα στο
υπόβαθρο κι επειδή στον ανθρώπινο εγκέφαλο φαίνεται πολύ μακριά, συμπεραίνει
Σχήμα 2.26
Η ψευδαίσθηση του μεγαλύτερου σεληνιακού δίσκου
ότι θα πρέπει να είναι μεγάλος ενώ όταν βρίσκεται ψηλά στο σκοτεινό υπόβαθρο
του ουρανού, τον αντιλαμβανόμαστε ως μία μικρότερη πηγή φωτός. Η παραπάνω
εξήγηση δεν είναι απόλυτη γιατί την ίδια ψευδαίσθηση έχουμε κι όταν ο δίσκος είναι
στο υπόβαθρο της θάλασσας όπου δεν υπάρχουν αντικείμενα.
Πόσο γρήγορα κινείται η Σελήνη;
Ο χρόνος περιφοράς της Σελήνης γύρω από τη Γη σε σχέση με τον Ήλιο δηλαδή ο
χρόνος στον οποίο διαρκούν οι φάσεις της ονομάζεται συνοδικός μήνας (synodic)
και διαρκεί 29.530589 μέρες (από τη μία Νέα Σελήνη στην άλλη) ενώ ο αντίστοιχος
χρόνος σε σχέση με τους μακρινούς αστέρες ονομάζεται αστρικός (sidereal) και
διαρκεί 27.3 ημέρες. Καθώς η Γη γυρίζει γύρω από τον Ήλιο και ενώ η Σελήνη
ολοκληρώνει την τροχιά της, η Γη κινείται κατά το ένα δωδέκατο της πορείας της
γύρω από τον Ήλιο. Εξαιτίας της πάρελξης των τροχιών της Γης και της Σελήνης,
ο πραγματικός χρόνος μεταξύ των σεληνιακών μηνών μπορεί να ποικίλει από
29.27 στις 29.83 μέρες περίπου. Έτσι μία συνοδική (σεληνιακή) μέρα είναι το
χρονικό διάστημα που χρειάζεται ένας παρατηρητής στη Σελήνη για να δεί τον
Ήλιο ακριβώς στο ίδιο σημείο (Σχήμα 2.27). Ο χρόνος αυτός στο σύνολο του μήνα,
είναι ίδιος με το συνοδικό μήνα. Ο σεληνιακός δηλαδή μήνας είναι ανάλογος με
την συνοδική περίοδο των πλανητών.
Η Σελήνη και ο Ήλιος κινούνται ανατολικά πάνω στην εκλειπτική, η Σελήνη σε
έναν μήνα, ο Ήλιος σε έναν χρόνο. Άρα σε έναν μήνα (συνοδική περίοδος) κερδίζει
Γη
Νέα
Ήλιος Σελήνη
Σχήμα 2.27
Ο αστρικός χρόνος περιφοράς της Σελήνης γύρω από τη Γη.
δηλαδή προηγείται του Ηλίου κατά
ΣΤΟΙΧΕΙΑ ΣΦΑΙΡΙΚΗΣ ΓΕΩΜΕΤΡΙΑΣ
‐ ‐ 60
Αυτό σημαίνει ότι ανατέλλει (ή δύει) κατά μέσο όρο περίπου 50 λεπτά αργότερα
2. 8 Εκλείψεις
Μια ηλιακή έκλειψη συμβαίνει όταν η Σελήνη διέρχεται ανάμεσα στη Γη και τον
Ήλιο (νέα Σελήνη), με αποτέλεσμα να τον αποκρύπτει, ρίχνοντας τη σκιά της από
ένα μέρος της Γης. Από τη γεωμετρία του σχήματος 2.28 βλέπουμε ότι στις
περιοχές που βρίσκονται στο σκοτεινό κεντρικό κώνο δηλαδή στη σκιά της
Σελήνης (umbra) υπό ιδανικές συνθήκες, ο Ήλιος αποκρύπτεται τελείως (ολική
έκλειψη), ενώ υπάρχουν και περιοχές που βρίσκονται στην μεγαλύτερη εξωτερική
περιοχή δηλαδή στην παρασκιά (penumbra) όπου φαίνεται μέρος του ηλιακού
δίσκου (μερική έκλειψη).
Αν και η διάμετρος του Ήλιου είναι περίπου φορές μεγαλύτερη από τη
διάμετρο της Σελήνης, επειδή ο Ήλιος βρίσκεται σε απόσταση φορές
μεγαλύτερη για έναν παρατηρητή στη Γη, τα δύο αντικείμενα φαίνονται από τη Γη
ότι έχουν σχεδόν την ίδια γωνιώδη διάμετρο (περίπου ).
Όταν αποκόπτεται το ηλιακό φως, αναδεικνύονται τα εξωτερικά πολύ αραιά
τμήματα του ηλίου που συγκροτούν το ηλιακό στέμμα. Καθώς οι αποστάσεις των
τριών σωμάτων μεταβάλλονται οι πιο ευνοϊκές συνθήκες προκύπτουν όταν η
προς
Τροχιά σκιάς Τροχιά Ήλιο
ολικής Σελήνης
Σχήμα 2.28
Η ηλιακή έκλειψη και ο τρόπος με τον οποίο αποκαλύπτει το ηλιακό στέμμα
Σελήνη βρίσκεται στο περίγειο και η Γη στο αφήλιο οπότε η Σελήνη έχει το
μέγιστο φαινόμενο μέγεθός της και ο Ήλιος το ελάχιστο, οπότε η μέγιστη δυνατή
ΟΥΡΑΝΙΕΣ ΚΙΝΗΣΕΙΣ 61
61
Παρασκιά
Σκιά
Γη
Τροχιά μερικής Τροχιά ολικής
έκλειψης έκλειψης
Σχήμα 2.29
Η έκλειψη Σελήνης
θεωρητικά η ολική έκλειψη μπορεί να διαρκέσει μέχρι και λεπτά και
δευτερόλεπτα. Λόγω όμως του συνδυασμού της περιστροφής της Γης και της
τροχιακής κίνησης της Σελήνης η κορυφή της σκιάς κινείται πολύ γρήγορα προς
τα ανατολικά διασχίζοντας την επιφάνεια της Γης σχηματίζοντας ένα μονοπάτι
έκλειψης καθώς η σκιά κινείται με μία μέση ταχύτητα των 1700km/h, με συνέπεια
η ολικότητα να παρατηρείται μόνο σε μια στενή περιοχή της Γης. Κάθε
παρατηρητής έξω από αυτή αλλά μέσα στην παρασκιά βλέπει μια μερική έκλειψη.
Επιπλέον πολύ συχνά συμβαίνουν και δαχτυλοειδείς εκλείψεις στις οποίες η
Σελήνη φαίνεται πολύ μικρή για να καλύψει όλο τον ηλιακό δίσκο αφήνοντας ένα
λεπτό δαχτυλίδι γύρω του όταν αποκόπτει το φως του.
Μία έκλειψη Σελήνης συμβαίνει όταν η Σελήνη διέρχεται μέσα από τη σκιά της
Γης η οποία και της αποκόπτει το ηλιακό φως. Όπως φαίνεται στο σχήμα 2.29 μία
έκλειψη Σελήνης συμβαίνει μόνο όταν βρίσκεται στην αντιδιαμετρική, σε σχέση με
τον Ήλιο θέση, δηλαδή σε πανσέληνο. Όταν η Σελήνη βρεθεί στη σκιά της Γης
(umbra) παρατηρείται ολική έκλειψη Σελήνης ενώ όταν βρεθεί μερικώς στη σκιά
παρατηρείται μερική έκλειψη (σχήμα 2.30). Εάν βρεθεί στην παρασκιά (penumbra),
το φως της αποσβένεται λίγο και η έκλειψη είναι δύσκολα παρατηρήσιμη από τη
Γη.
Περίπου το όλων των εκλείψεων συμβαίνουν στη σκιά, το είναι μερικές
και παρατηρούνται με γυμνό οφθαλμό και το υπόλοιπο είναι ολικές και
χαρακτηρίζονται από την ερυθρωπή απόχρωση που παίρνει η Σελήνη τελικά λόγω
σκέδασης των υπολοίπων μηκών κύματος από την ατμόσφαιρα. Ο ακριβής
χρωματισμός της εξαρτάται από την περιεκτικότητα της γήινης ατμόσφαιρας σε
σκόνη και νέφη.
Ο παρατηρητής πάνω στη Σελήνη (αστροναύτης) θα έβλεπε τη Γη να σκιάζει
τον Ήλιο και θα παρατηρούσε ένα λαμπρό ερυθρό δαχτυλίδι γύρω της καθώς θα
ΣΤΟΙΧΕΙΑ ΣΦΑΙΡΙΚΗΣ ΓΕΩΜΕΤΡΙΑΣ
‐ ‐ 62
παρατηρούσε τα ηλιοβασιλέματα και τις ανατολές ταυτόχρονα σε όλο τον κόσμο.
Αξίζει να σημειώσουμε ότι οι εκλείψεις Σελήνης είναι ορατές σε όλο το ημισφαίριο
της Γης, σε αντίθεση με αυτές του Ήλιου που είναι ορατές σε ένα μόλις μικρό
κομμάτι του ημισφαιρίου. Επιπλέον η ταχύτητα με την οποία κινείται η Σελήνη
μέσα στη σκιά της Γης είναι περίπου 1 km/sec, η διάρκεια της ολικής σεληνιακής
έκλειψης (με τη Σελήνη να περάσει δηλαδή μέσα από το σκοτεινό μέρος της γήινης
σκιάς) μπορεί να κρατήσει περίπου 1 ώρα και 42 λεπτά. Στο σύνολό του το
φαινόμενο (μέχρι η Σελήνη να βγει εντελώς από τη σκιά, δηλαδή να περάσει και
τη γήινη παρασκιά) διαρκεί περισσότερος χρόνο και γιʹ αυτό το λόγο οι εκλείψεις
Σελήνης ξεπερνούν σε διάρκεια τις ηλιακές.
Αφού η Σελήνη περιφέρεται γύρω από τη Γη κάθε ημέρες (μία φορά το
μήνα) γιατί δεν συμβαίνει έκλειψη σε κάθε Πανσέληνο ή σε κάθε Νέα Σελήνη;
Επειδή το επίπεδο της τροχιάς της Σελήνης έχει κλίση σε σχέση με το επίπεδο
της τροχιάς της Γης γύρω από τον Ήλιο, η Σελήνη συνήθως βρίσκεται πάνω ή
κάτω από αυτό της Γης. Το επίπεδο όμως της τροχιάς της Γης γύρω από τον Ήλιο
είναι αυτό στο οποίο σχηματίζεται η σκιά της Γης. Αυτό σημαίνει ότι η πανσέληνος
περνά συνήθως πάνω ή κάτω από τη σκιά της Γης οπότε δεν συμβαίνει έκλειψη .
Εάν η τροχιά της Σελήνης γύρω από τη Γη ήταν απολύτως ευθυγραμμισμένη με
την εκλειπτική θα συνέβαινε μία ηλιακή έκλειψη σε κάθε φάση Νέας Σελήνης
γιατί τα τρία σώματα θα βρίσκονταν σε μία νοητή ευθεία γραμμή αλλά και μια
σεληνιακή έκλειψη σε κάθε Πανσέληνο. Για να συμβεί μία έκλειψη θα πρέπει ο
Ήλιος, η Γη και η Σελήνη να ευθυγραμμίζονται πλήρως δηλαδή τα σημεία τομής
του επιπέδου της τροχιάς της Γης και της Σελήνης να βρίσκονται στην ίδια ευθεία
με τον Ήλιο. Αυτή η ευθεία ονομάζεται ευθεία των δεσμών (nodes) και η κίνησή
της είναι αυτή που ρυθμίζει το είδος και τον αριθμό των εκλείψεων από το ένα
έτος στο άλλο. Η σειρά των εκλείψεων επαναλαμβάνεται ακολουθώντας ένα
Σχήμα 2.30
Η Σελήνη κατά τη διάρκεια της ολικής σεληνιακής έκλειψης
ΟΥΡΑΝΙΕΣ ΚΙΝΗΣΕΙΣ 63
63
κύκλο περίπου ετών (Saros). Ο Ήλιος βρίσκεται στην ευθεία των δεσμών μόνο
φορές το χρόνο (γι’ αυτό υπάρχουν και δυο εποχές εκλείψεων κάθε χρόνο που
απέχουν μήνες) και αυτό σημαίνει ότι μπορεί να υπάρχουν ή εκλείψεις
οποιουδήποτε είδους ανά έτος, ανάλογα με τη θέση της Σελήνης.
2.9 Ο Χρόνος στην Αστρονομία
H διάρκεια που έχει η «ημέρα» ενός ουράνιου σώματος καθορίζεται από το
χρονικό διάστημα ιδιοπεριστροφής του γύρω από τον άξονά του με σημείο
αναφοράς τον Ήλιο. Η διάρκεια που έχει το «έτος» ενός ουράνιου σώματος
καθορίζεται από το χρονικό διάστημα περιφοράς του γύρω από κάποιο άλλο π.χ το
έτος της Γης διαρκεί 365 ημέρες ενώ το έτος του Πλούτωνα διαρκεί 248.6 γήινα έτη
2.9.1 Αστρικός χρόνος
Η βάση του αστρονομικού χρόνου είναι η περιστροφή της Γης γύρω από τον άξονά
της. Αυτή η κίνησή της, όπως είδαμε προκαλεί μία κανονική μεταβολή στις
φαινόμενες θέσεις των αστέρων δηλαδή κάνει στους αστέρες να ανατέλουν στη
Ανατολή, να διαγράφουν τοξοειδή πορεία στον ουρανό, να διασχίζουν τον
μεσημβρινό (να μεσουρανούν) και τελικά να δύουν (εκτός από ορισμένες θέσεις
όπως στους πόλους). Άρα θα μπορούσαμε να μετρήσουμε το χρονικό διάστημα
μεταξύ δύο διαδοχικών διελεύσεων από το μεσημβρινό με βάση την ωριαία γωνία
κάποιου σταθερού σημείου στην ουράνια σφαίρα. Επειδή οι αστέρες είναι πολύ
μακριά, η ετήσια κίνηση της Γης είναι αμελεητέα σε σχέση με τη διεύθυνσή τους.
Άρα ο χρόνος που χρειάζεται για μία πλήρη περιστροφή της Γης (360ο) σε σχέση με
τους αστέρες ονομάζεται αστρική (sidereal) ημέρα. Μία αστρική ημέρα είναι το
χρονικό διάστημα μεταξύ δύο διαδοχικών εμφανίσεων ενός μακρινού αστέρα στο
ίδιο σημείο του μεσημβρινού της Γης. Αυτή η περιστροφή της Γης κατά 360ο διαρκεί
χρονικό διάστημα 24 αστρικών ωρών, μέσα στο οποίο η Γη περιστρέφεται με ρυθμό
(γωνιακή ταχύτητα) 15ο ανά ώρα (Σχήμα 2.31).
Ως σημείο αναφοράς του αστρικού χρόνου χρησιμοποιούμε την ωριαία γωνία της
εαρινής ισημερίας (εαρινό σημείο του Κριού) ΗΑ(E) η οποία παίρνει την τιμή 0h
όταν το εαρινό σημείο του Κριού διασχίζει τον μεσημβρινό του παρατηρητή και
ονομάζεται τοπικός αστρικός χρόνος (Local Sidereal Time, LST) δηλαδή
LST (E)= ΗΑ(E).
ΣΤΟΙΧΕΙΑ ΣΦΑΙΡΙΚΗΣ ΓΕΩΜΕΤΡΙΑΣ
‐ ‐ 64
Όπως φαίνεται και από την ετυμολογία της λέξης ο LST εξαρτάται από το
γεωγραφικό μήκος του παρατηρητή. Επειδή η ωριαία γωνία ΗΑ του εαρινού
σημείου ισούται με το άθροισμα της ορθής απόκλισης ενός αστέρα Χ, RA(Χ) και
της ωριαίας γωνίας του αστέρα ΗΑ(Χ) προκύπτει ότι
LST = RA(Χ)+ ΗΑ(Χ)
Επειδή το Χ μπορεί να είναι οποιοδήποτε ουράνιο σώμα αστέρας, Ήλιος, Σελήνη,
πλανήτης, διαστημικό όχημα, η παραπάνω σχέση είναι πολύ σημαντική γιατί
γνωρίζοντας ότι η ωριαία γωνία ενός αστέρα είναι μηδενική όταν διασχίζει τον
μεσημβρινό του παρατηρητή, η ορθή αναφορά του δίνει τον τοπικό αστρικό χρόνο.
Γενικά ο τοπικός αστρικός χρόνος συνδέεται με τον αστρικό χρόνο του Greenwich
(GST ή ST0) δηλαδή τον τοπικό αστρικό χρόνο στο μεσημβρινό του Greenwich με τη
σχέση
LST = ST0 + LΑΤ
όπου LΑΤ είναι το γεωγραφικό μήκος.
Τροχιά της Γης
Το άστρο μπροστά
Ημέρα 1
0.986ο
Ο Ήλιος και το άστρο μπροστά
Ο Ήλιος μπροστά
Ημέρα 2
Σχήμα 2.31
Αστρικός χρόνος
2.9.2 Ηλιακός χρόνος
Στην καθημερινή ζωή μετράμε το χρόνο σε σχέση με τη θέση του Ήλιου (ηλιακός
χρόνος) π.χ μεσάνυχτα, μεσημέρι (θέση του Ήλιου κατακόρυφα πάνω από τον
μεσημβρινό). Επειδή η Γη κινείται σε τροχιά γύρω από τον Ήλιο κάθε 365 ημέρες,
σε μία ηλιακή ημέρα εκτελεί μία περιστροφή μεγαλύτερη από 360ο κι άρα η
φαινόμενη θέση του Ήλιου στον ουρανό αλλάζει .
ΟΥΡΑΝΙΕΣ ΚΙΝΗΣΕΙΣ 65
65
Μία ηλιακή ημέρα είναι το χρονικό διάστημα μεταξύ δύο διαδοχικών
εμφανίσεων του Ήλιου στο ίδιο σημείο του μεσημβρινού. Ο φαινόμενος ηλιακός
χρόνος (AST) βασίζεται στην ωριαία γωνία του Ήλιου (ΗΑS) και όχι του εαρινού
σημείου και παίρνει την τιμή μηδέν όταν ο Ήλιος διασχίζει τον μεσημβρινό του
παρατηρητή. Μία ηλιακή ημέρα διαρκεί ακριβώς 24 ώρες και τη χρησιμοποιούμε
στην καθημερινή μας ζωή. Λόγω της περιφοράς όμως της Γης μία ηλιακή ημέρα
διαρκεί λίγο περισσότερο από την αστρική ημέρα γιατί μεταξύ των δύο διαδοχικών
εμφανίσεων του Ήλιου στο ίδιο σημείο του μεσημβρινού πρέπει να περιστραφεί
επιπλέον κατά 0.986ο/ημέρα (360o/365 ημέρες) όπως φαίνεται στο σχήμα 2.35. Άρα
σε 24 ώρες, η Γη περιστρέφεται 360.986ο.
Η παραπάνω κίνηση έχει σαν αποτέλεσμα η αστρική ημέρα να διαρκεί 23 ώρες
και 56 λεπτά δηλαδή περίπου 4 πρώτα λεπτά χρόνου λιγότερο από μία ηλιακή
ημέρα. Άρα ενώ ένα ηλιακό έτος περιλαμβάνει περίπου 365.25 ηλιακές ημέρες,
περιλαμβάνει περίπου 366.25 αστρικές ημέρες. Στην πράξη ο ηλιακός χρόνος που
μετράμε με τα ρολόγια μας είναι ο μέσος (ηλιακός) χρόνος1.
Όπως είδαμε επειδή παρόμοιες κινήσεις κάνει η Σελήνη γύρω από τη Γη, λόγω της
ετήσιας περιφοράς της Γης, η Σελήνη περιστρέφεται περισσότερο από 360ο σε ένα
συνοδικό σεληνιακό μήνα (synodic lunar month) δηλαδή μεταξύ δύο διαδοχικών
φάσεων Νέας Σελήνης μέχρι να επανέλθει σε ευθεία γραμμή με τον Ήλιο .
1οι αστρονομικές παρατηρήσεις γίνονται με βάση την αστρική ώρα.
2.9.3 Πολιτικός ή τοπικός χρόνος (Civil Time)
Ο μέσος (ηλιακός) χρόνος που ακολουθούν τα ρολόγια μας σε κάθε τόπο ορίζουν
και τον πολιτικό χρόνο (civil time) του τόπου αυτού. Σύμφωνα με αυτόν το χρονικό
διάστημα μεταξύ δύο μεσημβριών του Ήλιου καθορίζει την ημέρα η οποία
διαιρείται σε 24 ίσα τμήματα που ονομάζονται ώρες. Για λόγους συντονισμού η
επιφάνεια της Γης έχει διαιρεθεί σε 24 χρονικές ζώνες πλάτους περίπου 15ο
γεωγραφικού μήκους, οι οποίες μετρούνται σε ώρες μπροστά ή πίσω από την ώρα
Greenwich που είναι η ώρα στον Πρώτο Μεσημβρινό. Σε κάθε ζώνη οι άνθρωποι
ρυθμίζουν τα ρολόγια τους σε μία συγκεκριμένη ώρα που συνήθως είναι ο μέσος
τοπικός ηλιακός χρόνος του κεντρικού μεσημβρινού της ζώνης.
Η Γη χρειάζεται περίπου 365.25 ημέρες για την περιφορά της γύρω από τον Ήλιο
και προκειμένου να διατηρήσουμε το ημερολόγιο σύμφωνα με τις εποχές,
προσθέτουμε μία διορθωτική ημέρα (leap day) κάθε τέσσερα έτη. Επιπλέον
χρησιμοποιούμε τη θερινή ώρα για εξοικονόμηση ενέργειας (αν και όχι
ταυτόχρονα στην Ευρώπη και Αμερική και στις πόλεις της Αμερικής).
ΣΤΟΙΧΕΙΑ ΣΦΑΙΡΙΚΗΣ ΓΕΩΜΕΤΡΙΑΣ
‐ ‐ 66
2.9.4 Παγκόσμιος χρόνος (Universal Time, UT)
O παγκόσμιος χρόνος (Universal Time, UT) βασίζεται στην κίνηση του Ήλιου
(στην περιστροφή της Γης) δηλαδή έχει 24 ώρες σε μία ημέρα αλλά καθορίζεται με
βάση τον μέσο ηλιακό χρόνο (Greenwich mean time, GMT) στο μεσημβρινό του
Greenwich (πλάτος 0ο) στην πόλη Greenwich της Αγγλίας, και δεν ακολουθεί τη
θερινή ώρα. Λόγω της περιστροφής της Γης προς την Ανατολή όταν είναι
μεσημβρία (μεσημέρι) στο Greenwich δηλαδή όταν ο Ήλιος μεσουρανεί, θα είναι
προ μεσημβρίας για τις περιοχές δυτικά του Greenwich και μετά μεσημβρίας για
τις περιοχές ανατολικά όπως φαίνεται στο σχήμα 2.32 .
Ο τοπικός μέσος ηλιακός χρόνος (Local Mean Solar Time, LMT) ενός τόπου
δίνεται από την εξίσωση
LMT = UT +LΑΤ
όπου LΑΤ είναι το γεωγραφικό μήκος (το γεωγραφικό μήκος ανατολικά έχει
θετικό πρόσημο)1. Θα πρέπει να σημειωθεί ότι γενικά ο LMT είναι διαφορετικός
από τον πολιτικό χρόνο (επίσημο χρόνο) ενός τόπου αφού ο πολιτικός χρόνος είναι
ο ίδιος για όλες τις θέσεις που ανήκουν στην ίδια ζώνη και είναι ο LMT για το
επίσημο γεωγραφικό μήκος της ζώνης.
Επειδή ο παγκόσμιος χρόνος είναι ανεξάρτητος της θέσης του παρατηρητή,
Σχήμα 2.32
Παγκόσμιος χρόνος
1 Σύμφωνα με τη Διεθνή Αστρονομική ένωση (International Astronomical Union, IAU) το
1982.
ΟΥΡΑΝΙΕΣ ΚΙΝΗΣΕΙΣ 67
67
χρησιμοποιείται από τους αστρονόμους σε όλο τον κόσμο, δηλαδή τα αστρονομικά
γεγονότα υπολογίζονται και αναφέρονται σε σχέση με τον UT που συμβαίνουν π.χ
εάν ένας μεταβλητός αστέρας πρόκειται να μπει στη φάση της έκλειψής του στις
5:35 UT, τότε οι παρατηρητές σε όλο τον κόσμο γνωρίζουν πού να τον
παρατηρήσουν αρκεί να κάνουν τις ανάλογες διορθώσεις (για την Ελλάδα: UT =
τοπικός χρόνος +2 ώρες)1 .
2.9.5 Είδη χρόνων
Σε περιπτώσεις που θέλουμε να λάβουμε υπόψη περισσότερες λεπτομέρειες της
κίνησης μπορούμε να κάνουμε κάποιες διορθώσεις π.χ
Μετάπτωση. Επειδή η μάζα της Γης έχει σφαιρική συμμετρία (εξογκωμένη στον
ισημερινό) η βαρυτική έλξη του Ήλιου και της Σελήνης αναγκάζει τον άξονα της
Γης να εκτελεί μεταπτωτική κίνηση όπως μία σβούρα. Το αποτέλεσμα είναι το
σημείο της εαρινής ισημερίας να κινείται δυτικά με ρυθμό περίπου 50
δευτερόλεπτα της μοίρας ανά έτος (πλήρη περιστροφή σε 26 000 έτη) κι άρα αν και
η «αληθινή» αστρική περιστροφή της Γης διαρκεί 86 164 100 δευτερόλεπτα, η
περιστροφή σε σχέση με το εαρινό σημείο (κι άρα σε σχέση με την ορθή αναφορά
RA=0) να διαρκεί 86 164 092 δευτερόλεπτα.
UT1 (Παγκόσμιος Χρόνος). Μεταβολές στην κατανομή της μάζας της Γης (κυρίως
στην ατμόσφαιρά της) έχουν ως αποτέλεσμα μικρές μεταβολές στη θέση των
πόλων. Λαμβάνοντας υπόψιν αυτή τη διόρθωση ο τοπικός μέσος χρόνος του
Greenwich (GMT) ονομάζεται UT1.
Χρόνος των εφημερίδων (Ephemeris Time, ET). Την περίοδο 1952‐1984, οι
υπολογισμοί προσδιορισμού των τροχιακών κινήσεων των πλανητών προκειμένω
να σχεδιαστούν οι τροχιές των διαστημικών οχημάτων, δημιούργησε την ανάγκη
εύρεσης του χρόνου ως ανεξάρτητη μεταβλητή στο σύστημα των εξισώσεων
κίνησης του ηλιακού συστήματος. Αυτός είναι ο χρόνος των εφημερίδων των
αστρονομικών σωμάτων που ορίζεται ως ο παγκόσμιος χρόνος (UT) του 1900
(χωρίς εμβόλιμα δευτερόλεπτα).
Γήινος δυναμικός χρόνος (terrestrial dynamical time, TDE). O σύγχρονος
επίσημος χρόνος βασίζεται στο δευτερόλεπτο του Διεθνούς Συστήματος μονάδων
που ισοδυναμεί με 9192631770 μία συγκεκριμένης μετάβασης του ισοτόπου του
στοιχείου 133Cs. Ο TDE χρησιμοποιείται για μετρήσεις από την επιφάνεια της Γης
1 Ο επίσημος χρόνος όμως ενός κράτους είναι ο πολιτικός χρόνος της πρωτεύουσας
του κράτους
ΣΤΟΙΧΕΙΑ ΣΦΑΙΡΙΚΗΣ ΓΕΩΜΕΤΡΙΑΣ
‐ ‐ 68
ΟΥΡΑΝΙΕΣ ΚΙΝΗΣΕΙΣ 69
69
ΠαράρτημαA
Στοιχεία σφαιρικής γεωμετρίας
Μέγιστος κύκλος μιας σφαίρας είναι κάθε κύκλος που έχει το ίδιο κέντρο με τη
σφαίρα και προκύπτει από την τομή της επιφάνειας της σφαίρας και κάθε επιπέ‐
δου που περιέχει το κέντρο της, ενώ κάθε άλλος κύκλος – που δεν έχει το ίδιο
κέντρο – ονομάζεται μικρός κύκλος (σχήμα 2.33). Κάθε μέγιστος κύκλος χωρίζει
τη σφαίρα σε δύο ημισφαίρια. Για κάθε μέγιστο κύκλο ορίζουμε δύο πόλους ως τα
άκρα της καθέτου στο επίπεδό του που περνά από το κέντρο του.
Μέγιστοι κύκλοι Μικροί κύκλοι
Σχήμα 2.33 Μέγιστοι και μικρoί κύκλοι σε μία σφαίρα.
Από δύο μη αντιδιαμετρικά σημεία της επιφάνειας μιας σφαίρας, διέρχεται
ένας και μόνο μέγιστος κύκλος. Η κοντινότερη διαδρομή μεταξύ τους είναι το τόξο
του μέγιστου κύκλου που ορίζεται από αυτά. Για να ενώσουμε τρία σημεία μιας
σφαιρικής επιφάνειας χρησιμοποιώντας τις ελάχιστες αποστάσεις τους
Β
Α
E
C D
Σχήμα 2.34: Σφαιρικά τρίγωνα στην επιφάνεια μίας σφαίρας
ΣΤΟΙΧΕΙΑ ΣΦΑΙΡΙΚΗΣ ΓΕΩΜΕΤΡΙΑΣ
‐ ‐ 70
χρησιμοποιούμε τόξα μέγιστων κύκλων και σχηματίζουμε ένα σφαιρικό τρίγωνο
(σχήμα 2.3) . Κάθε σφαιρικό τρίγωνο έχει τις εξής ιδιότητες:
• Οι πλευρές του είναι τόξα μεγίστων κύκλων
• Το άθροισμα δύο πλευρών του είναι μεγαλύτερο από την τρίτη πλευρά
• Το άθροισμα των γωνιών του είναι μεγαλύτερο από 180 ο
• Κάθε σφαιρική γωνία είναι μικρότερη από 180 ο.
Παράρτημα B
Α) Εκτίμηση γωνιακών μεγεθών
Πώς μετράμε το φαινόμενο γωνιακό μέγεθος ενός σώματος στην ουράνια σφαίρα
ή τη μεταξύ τους φαινόμενη απόσταση; Στην αστρονομία χρησιμοποιούνται τα
γωνιακά μεγέθη γνωρίζοντας ότι
Ο κύκλος χωρίζεται σε 360ο (μοίρες)
1ο χωρίζεται σε 60 πρώτα λεπτά τόξου (ή απλώς πρώτα) =60΄
1΄ χωρίζεται σε 60 δεύτερα λεπτά τόξου (ή απλώς δεύτερα) = 60ʺ
Αν και υπάρχουν
πολλές μέθοδοι και
όργανα ακριβούς
προσδιορισμού των
γωνιακών
αποστάσεων μεταξύ
δύο σημείων στον
ουρανό, ένας εύκολος
τρόπος εκτίμησης
των γωνιακών
ΟΥΡΑΝΙΕΣ ΚΙΝΗΣΕΙΣ 71
71
περίπου 10ο .Με την ίδια προσέγγιση μπορούμε να εκτιμήσουμε τα γωνιακά
μεγέθη που φαίνονται στο σχήμα όπως το πλάτος του Ηλιακού και Σεληνιακού
δίσκου (0.5ο) ή τη γωνιακή απόσταση μεταξύ των δύο αστέρων στο «μπωλ» της
Μεγάλης Άρκτου σε 5ο (σχήμα 2.34). Σε συνθήκες καλού φωτισμού ο ανθρώπινος
οφθαλμός μπορεί να αναγνωρίσει γωνιακές αποστάσεις μέχρι και 1‐2ʺ ενώ το
Hubble Space Telescope μέχρι και 0.1ʺ. (Πίνακας 2.3).
Πίνακας 2.3
Γωνιακά μεγέθη
Μεγάλη Άρκτος 24o
Δάχτυλο στο ύψος του χεριού ~ 1o
Σελήνη 1/2o (=30ʹ)
Δίσκος Δία 40ʺ
Όριο διακριτικής ικανότητας ~1΄
οφθαλμού
Όριο διακριτικής ικανότητας λόγω 1ʺ
ατμόσφαιρας
Διακριτική ικανότητα ΗUBBLE 0.1ʺ
Κοντινότερος αστέρας 0.03ʺ
Για να βρούμε όμως την πραγματική διάσταση (γραμμική) ενός σώματος πρέπει
να γνωρίζουμε την απόσταση του r . Με τη βοήθεια της τριγωνομετρίας από το
σχήμα προκύπτει tanθ= s/r άρα s= r tanθ για μικρές γωνίες θ
θ
μ
s= r θ /57.3ο ή s= r θ /206265”
Η απόσταση ενός σώματος μπορεί να υπολογιστεί με τη μέθοδο της παράλλαξης
για τους κοντινούς αστέρες.
Β. Σχέση μονάδων χρόνου και μονάδων γωνίας
Ο κύκλος χωρίζεται 24 ώρες=24h
1h χωρίζεται σε 60 πρώτα λεπτά = 60m
1m χωρίζεται σε 60 δεύτερα λεπτά = 60s
ΣΤΟΙΧΕΙΑ ΣΦΑΙΡΙΚΗΣ ΓΕΩΜΕΤΡΙΑΣ
‐ ‐ 72
Όταν μετράμε σε ακτίνια (rad) : o κύκλος περιέχει 2π ακτίνια
Αφού π ακτίνια =180o , υπάρχουν 206265 δεύτερα λεπτά τόξου/ ακτίνιο.
Έτσι αναφέρουμε τις συντεταγμένες ενός αντικειμένου στην ουράνια σφαίρα π.χ
του αστέρα Βέγα ως:
Απόκλιση (DEC) 38ο 46΄ 24ʺ ή 38ο 46.4΄ αφού 0.4΄=24ʺ ή 38:46:24 δηλώνοντας και την
ορθή αναφορά
Ορθή Αναφορά (RA) 18h 36m 36s ή 18h 36.6m αφού 0.6m=36s ή 18:36:36 δηλώνοντας
όμως και την απόκλιση.
Το γωνιακό μέγεθος της ορθής αναφοράς στις μονάδες χρόνου είναι μεταβλητό
και εξαρτάται από την απόκλιση. Στον Ουράνιο Ισημερινό RA =1h αντιστοιχεί σε
360ο/24=15ο. Επειδή οι γραμμές της ορθής αναφοράς συγκλίνουν στους πόλους κι
άρα στενεύουν με την απόκλιση, ισχύει
1h =15o cos (DEC)
1m = 15 cos (DEC)΄
1s = 15 cos (DEC) ʺ
Γενικά το πρώτο λεπτό χρόνου είναι μεγαλύτερο από το πρώτο λεπτό τόξο και το
ίδιο ισχύει και για τα δευτερόλεπτα. Για να υπάρχει ή ίδια ακρίβεια και στις δύο
συντεταγμένες είναι σύνηθες στην ορθή αναφορά να αναγράφεται ένα
περισσότερο σημαντικό ψηφίο απ΄ ότι στην απόκλιση δηλαδή για τον Βέγα
Για Dec=38:46 η ορθή αναφορά γράφεται RA=18:36.6
Για Dec=38:46:24 η ορθή αναφορά γράφεται RA=18:36:36.1
3
Η φύση του φωτός
Το φως ταξιδεύει γρηγορότερα από τον ήχο.
Γι αυτό μερικοί άνθρωποι φαίνονται λαμπεροί μέχρι να αρχίσουν να μιλάνε.
3.1 Το φως
Το φως είναι μορφή ηλεκτρομαγνητικής ενέργειας που όταν προσπίπτει πάνω σε
φορτισμένα σωματίδια τα επιταχύνει και ανάστροφα εκπέμπεται από την
επιτάχυνση των φορτισμένων σωματιδίων. O Einstein έδειξε ότι το φως
εκπέμπεται κατά διακριτές ποσότητες ενέργειας που ονομάζονται φωτόνια, το
Πορτοκαλί
Πράσινο
Κόκκινο
Κίτρινο
Ιώδες
Μπλε
Ορατό φάσμα (nm)
Μήκος κύματος (μm)
10 10 10 10 10 10 1 10 10 10 10 10 10 10 10
Σχήμα .
Το ηλεκτρομαγνητικό φάσμα.
3.2 ΥΠΟΛΟΓΙΣΜΟΣ ΤΗΣ ΤΑΧΥΤΗΤΑΣ ΤΟΥ ΦΩΤΟΣ 73
όπου 6.64 10 · η σταθερά του Planck. Από τη σχέση αυτή φαίνεται ότι
τα φωτόνια μεγάλου μήκους κύματος μεταφέρουν μικρότερη ενέργεια από αυτά
του μεγαλύτερου μήκους κύματος.
Το σύνολο των μηκών κύματος αποτελεί το ηλεκτρομαγνητικό φάσμα (Σχήμα
3.1) το οποίο περιλαμβάνει : τις ακτίνες (10 ), τις ακτίνες (10 ), το
υπεριώδες μέρος (10 ), το ορατό μέρος ( 400‐700 10 , ιώδες, κυανό, πράσινο,
κίτρινο, ερυθρό), το υπέρυθρο (10 ), τα μικροκύματα (10 ), και τα
ραδιοφωνικά κύματα ( 0.1 – 10 ).
3.2 Υπολογισμός της ταχύτητας του φωτός
Ο πρώτος αξιόπιστος υπολογισμός της ταχύτητας του φωτός έγινε με βάση ένα
αστρονομικό φαινόμενο το 1.675 από τον Δανό Ole Roemer ο οποίος σκέφτηκε να
χρησιμοποιήσει τον Δία ως ένα «κοσμικό ρολόι» και να προβλέψει τη θέση των
δορυφόρων του, οι οποίοι ήταν γνωστοί πάνω από μισό αιώνα να περιφέρονται
γύρω του με περιοδικότητα. Οι υπολογισμοί του προσδιόριζαν με ακρίβεια πότε ο
δορυφόρος του Ιώ θα έμπαινε στην σκιά του Δία καθώς ήταν γνωστό ότι η Ιώ
περιφέρεται περίπου με περίοδο 1.76 ημερών οπότε κάθε 1.76 ηµέρες, 2 1.76 ,
ηµέρες κ.ο.κ η τροχιά της θα την έφερνε πίσω από το Δία για έναν γήινο
παρατηρητή. O Roemer παρατήρησε ότι αυτές οι εκλείψεις υστερούσαν χρονικά
όλο και περισσότερο καθώς η Γη απομακρυνόταν από το Δία κατά την ετήσια
κίνησή της. Συγκεκριμένα όπως φαίνεται στο σχήμα 3.2 κάνοντας παρατηρήσεις
όταν η Γη βρίσκεται στις θέσεις Α και Β που διαφέρουν χρονικά μισό έτος (180
ημέρες) δηλαδή όταν η Γη βρίσκεται στη πιο απομακρυσμένη θέση της τροχιάς της
γύρω από τον Ήλιο ( ) και πολύ μακρύτερα από τον Δία1, θα περίμενε κανείς την
Ιώ να αναδύεται από τη σκιά του Δία στη συγκεκριμένη χρονική στιγμή που είχε
προβλέψει ο Roemer με μεγάλη ακρίβεια. Η Ιώ όμως παρατηρήθηκε περίπου ένα
τέταρτο αργότερα ενώ όταν η απόσταση Δία‐Γης μίκραινε, οι εκλείψεις πλησίαζαν
1
ο Δίας περιφέρεται σχετικά αργά στην τροχιά του γύρω από τον Ήλιο ( 12 έτη) κι άρα μόνο η κίνηση
της Γης επηρεάζει το φαινόμενο
74 Η Φ Υ Σ Η Τ Ο Υ Φ Ω Τ Ο Σ
Β Α
Δίας
Α
Ήλιος
Β Γη
Σχήμα .
Ο υπολογισμός της ταχύτητας του φωτός από τον Roemer.
ξανά την αποδεκτή τιμή της 1.76 ημέρας. Ο Roemer απέδωσε την απόκλιση των
προβλέψεών του στην πεπερασμένη ταχύτητα του φωτός. To φαινόμενο όντως
συνέβη στο χρονικό διάστημα που προβλέφθηκε αλλά το πληροφορηθήκαμε
αργότερα από το αναμενόμενο γιατί το φως από τον Δία πρέπει να ταξιδέψει την
επιπλέον απόσταση κατά την οποία είχε μετακινηθεί η Γη (περίπου ίση προς τη
διπλάσια απόσταση Γης – Ηλίου δηλαδή περίπου 300.000.000 ) και η
καθυστέρηση είναι λίγο περισσότερη από περίπου 16 λεπτά. Θα πρέπει να
σημειωθεί ότι η παρατήρηση του Δία από τη Γη στη θέση του σχήματος 3.2 δεν
είναι εύκολη γιατί βρίσκεται κοντά στον Ήλιο και μπορεί να παρατηρηθεί όταν
είναι χαμηλά στον δυτικό ορίζοντα μετά το ηλιοβασίλεμα.
Αργότερα ο Huygens υπολόγισε με βάση τα δεδομένα του Roemer, τιμή ίση με
τα 2/3 της σημερινής αποδεκτής τιμής, λόγω των εσφαλμένων εκτιμήσεων των
τροχιών Γης και Δία εκείνη την εποχή. Η άποψη περί πεπερασμένης ταχύτητας
του φωτός δεν έγινε αποδεκτή παρά μέχρι το 1727 με τις μετρήσεις της απόκλισης
του φωτός του James Brandley. Η μέθοδος του Roemer όμως από ιστορική σημασία
απετέλεσε και την πρώτη ένδειξη ότι κάθε παρατήρησή μας αναφέρεται σε ένα
γεγονός που έχει ήδη γίνει ή όπως συνήθως λέγεται «όσο μακρύτερες αποστάσεις
παρατηρούμε τόσο πίσω χρονικά στην ιστορία του σύμπαντος πηγαίνουμε».
3.3 ΔΙΑΔΟΣΗ ΤΗΣ ΑΚΤΙΝΟΒΟΛΙΑΣ. ΝΟΜΟΣ ΤΟΥ ΑΝΤΙΣΤΡΟΦΟΥ ΤΕΤΡΑΓΩΝΟΥ
75
ΤΗΣ ΑΠΟΣΤΑΣΗΣ.
4
Για παράδειγμα, η μετρούμενη φωτεινή ροή ενέργειας ενός λαμπτήρα ισχύος
100 είναι μικρότερη κατά 1/4 αν διπλασιάσουμε την απόστασή μας από αυτόν
άρα το πόσο λαμπρός φαίνεται ο λαμπτήρας (φαινόμενη λαμπρότητα) εξαρτάται
από την απόστασή του και συνδέεται με τη μετρούμενη ροή του (Σχήμα 3.3) . Άρα,
αν είναι η απόσταση ενός σώματος από τη Γη, αυτό που τελικά μετράμε στην
/
/
Σχήμα .
Ο νόμος του αντιστρόφου τετραγώνου της απόστασης διάδοσης ακτινοβολίας.
76 Η Φ Υ Σ Η Τ Ο Υ Φ Ω Τ Ο Σ
επιφάνεια της Γης με τα τηλεσκόπια ή με γυμνό οφθαλμό είναι ένα μέρος της
ακτινοβολίας που περνά από τη σφαίρα ακτίνας γι αυτό και η μετρούμενη ροή
ενέργειας είναι αυτή που συνδέεται με τη φαινόμενη λαμπρότητα του σώματος .
Η μετρούμενη ροή ενέργειας στη Γη από τον Ήλιο είναι
1 ·
Εάν γνωρίζουμε τη φωτεινότητα ενός σώματος και μετρήσουμε τη ροή του ,
τότε μπορούμε να προσδιορίσουμε και την απόστασή του. Για αυτό το λόγο και τα
σώματα με γνωστές φωτεινότητες – αν και λίγα – είναι πολύ σημαντικά στην
αστροφυσική γιατί μπορούν να χρησιμοποιηθούν ως σταθεροί φωτεινοί δείκτες
για τη μέτρηση αποστάσεων. Θα πρέπει να σημειωθεί ότι ο γεωμετρικός νόμος της
εξασθένησης δεν μας δίνει πληροφορίες για τη φύση της ακτινοβολίας που
εκπέμπεται.
Ερώτηση : Αν η απόσταση Ήλιου – Δία είναι πενταπλάσια της απόστασης Ήλιου‐
Γης, ποια θα ήταν η φαινόμενη λαμπρότητα του Ήλιου για έναν παρατηρητή στο
Δία, σε σχέση με την φαινόμενη λαμπρότητά του για έναν παρατηρητή στη Γη;
3.4 Ακτινοβολία μέλανος σώματος ή θερμική ακτινοβολία.
Προκειμένου να μελετήσουμε τη φύση της ακτινοβολίας που εκπέμπουν τα
σώματα παρατηρούμε ότι όταν σε ένα αδιαφανές σώμα προσπέσει ακτινοβολία,
ένα μέρος της ανακλάται και το υπόλοιπο απορροφάται. Το σώμα λόγω της
απορρόφησης ακτινοβολίας (ενέργειας) θερμαίνεται και εκπέμπει ενέργεια
προκειμένου να απάγει τη θερμότητα. Η κατανομή του ρυθμού έκλυσης της
ακτινοβολίας σε σχέση με το μήκος κύματος που εκπέμπει ένα τέτοιο σώμα
καθορίζεται από την θερμοκρασία την οποία έχει όταν εγκαθιδρυθεί
θερμοδυναμική ισορροπία, όταν δηλαδή επανεκπέμπει ενέργεια με τον ίδιο ρυθμό
που την απορροφά. Ένα υποθετικό σώμα το οποίο απορροφά πλήρως όποια
ακτινοβολία προσπέσει επάνω του ονομάζεται μέλαν σώμα. Η θερμοκρασία του
εξαρτάται μόνο από τη συνολική ενέργεια που προσπίπτει επάνω του. Όπως
φαίνεται στο σχήμα 3.4, το φάσμα της ενέργειας που επανεκπέμπει ένα μέλαν
σώμα είναι διαφορετικό από αυτό της ακτινοβολίας που απορροφά και έχει ένα
χαρακτηριστικό σχήμα το οποίο εξαρτάται μόνο από τη θερμοκρασία και όχι από
άλλους παρά‐γοντες όπως η χημική σύνθεση. Αυτή η μορφή εκπεμπόμενης
ενέργειας ονομάζεται θερμική ακτινοβολία. Αυτό σημαίνει ότι όταν για παρά‐
δειγμα ένα μέλαν σώμα απορροφήσει ενέργεια από πηγή που χαρακτηρίζεται από
γραμμικό φάσμα εκπομπής, τότε θερμαίνεται και εκπέμπει ακτινοβολία που έχει
τη χαρακτηριστική μορφή του σχήματος 3.4 χωρίς να διατηρήσει κανένα ίχνος της
ακτινοβολίας που προσέπεσε πάνω του. Η ένταση της ακτινοβολίας , που
3.4 ΑΚΤΙΝΟΒΟΛΙΑ ΜΕΛΑΝΟΣ ΣΩΜΑΤΟΣ Η ΘΕΡΜΙΚΗ ΑΚΤΙΝΟΒΟΛΙΑ. 77
εκπέμπει ένα μέλαν σώμα θερμοκρασίας , το ποσό δηλαδή της ενέργειας που
ακτινοβολείται ανά μονάδα του χρόνου, ανά μονάδα μήκους κύματος, ανά
μονάδα επιφάνειας και ανά μονάδα στερεάς γωνίας σε διεύθυνση κάθετη στη
στοιχειώδη επιφάνεια, δίνεται από το νόμο του Planck
2 1
/
1
όπου είναι το μήκος κύματος μετρούμενο σε , είναι η απόλυτη θερμοκρασία
του σώματος μετρούμενη σε βαθμούς , είναι η σταθερά του Boltzmann, είναι η
ταχύτητα του φωτός και είναι η σταθερά του Planck. Οι μονάδες της έντασης στο
σύστημα είναι · · · · Å .
Στο σχήμα 3.4 παρουσιάζεται η κατανομή της ενέργειας που ακτινοβολείται
από ένα μέλαν σώμα σε σχέση με το μήκος κύματος όπως υπολογίζεται από το
νόμο του Planck για μέλανα σώματα διαφορετικών θερμοκρασιών. Από το σχήμα
3.4 παρατηρείται ότι ένα μέλαν σώμα με θερμοκρασία μεγαλύτερη του απολύτου
μηδενός εκπέμπει σε όλα τα μήκη κύματος αλλά όχι το ίδιο ποσό ενέργειας. Επι‐
πλέον παρατηρείται ότι υπάρχει ένα συγκεκριμένο μήκος κύματος στο οποίο
ένα μέλαν σώμα εκπέμπει το μέγιστο της ακτινοβολίας του. Αυτό προσδιορίζεται
από το νόμο μετατοπίσεως του Wien
0.3 ·
οπτικό μέρος
ενέργεια
λ (nm)
Σχήμα 3.4
Το φάσμα μέλανος σώματος
78 Η Φ Υ Σ Η Τ Ο Υ Φ Ω Τ Ο Σ
(όπου το μήκος κύματος λ μετράται σε cm και η θερμοκρασία Τ σε βαθμούς Κ) και
δείχνει ότι το χρώμα (μήκος κύματος) της μέγιστης εκπομπής ακτινοβολίας ενός
μέλανος σώματος μεταβάλλεται αντιστρόφως ανάλογα της θερμοκρασίας του.
Αυτό σημαίνει όπως φαίνεται και από το σχήμα 3.4 ότι ένα θερμότερο μέλαν σώ‐
μα εκπέμπει το μεγαλύτερο μέρος της ενέργειάς του σε μικρότερα μήκη κύματος
απ΄ότι ένα ψυχρότερο μέλαν σώμα. Επιπλέον αν αθροίσουμε την ενέργεια που
ακτινοβολείται από ένα μέλαν σώμα μιας συγκεκριμένης θερμοκρασίας σε όλα
τα μήκη κύματος (σε όλο το φάσμα), αν δηλαδή εμβαδομετρήσουμε την επιφάνεια
που περικλείεται από την καμπύλη, υπολογίζοντας το ολοκλήρωμα
∞
βρίσκουμε την ολική ένταση της ακτινοβολίας που εκπέμπεται από αυτό. Αυτή
είναι η ενέργεια ανά μονάδα χρόνου, ανά μονάδα επιφάνειας και ανά μονάδα
στερεάς γωνίας κατά διεύθυνση κάθετο στην στοιχειώδη επιφάνεια. Στη συνέχεια
μπορούμε να υπολογίσουμε τη ροή ενέργειας που εκλύεται από την επιφάνειά
του προς το εξωτερικό μέρος του, δηλαδή την ενέργεια ανά μονάδα χρόνου ανά
μονάδα επιφάνειας και αυτό γιατί τα δύο μεγέθη συνδέονται εγγενώς μέσω της
σχέσης
Αυτή ακολουθεί το νόμο των Stefan‐Boltzmann
3.5 ΕΙΔΗ ΦΑΣΜΑΤΩΝ 79
3.5 Είδη φασμάτων
Όταν το φως, το οποίο δεν είναι παρά ενέργεια υπό μορφή ακτινοβολίας, που
εκπέμπεται από μία φωτεινή (διάπυρη) πηγή περάσει μέσα από ένα πρίσμα ή
άλλη ανάλογη συσκευή ανάλυσης, σχηματίζεται το φάσμα της πηγής, η κατανομή
δηλαδή της ενέργειάς της σε σχέση με το μήκος κύματος. Τα φάσματα μελετώνται
αναλυτικά με τη χρήση φασματοσκοπίου και φωτογραφίζονται με τη χρήση
φασματογράφου. Όπως φαίνεται στο σχήμα 3.5, διακρίνουμε τρία είδη φασμάτων,
ανάλογα με τη φύση της πηγής. Ο πρώτος που τα διέκρινε πειραματικά ήταν ο
Gustav Kirchoff το 1859 ο οποίος κατέληξε στις εξής διαπιστώσεις που είναι
γνωστές ως οι τρείς εμπειρικοί νόμοι της φασματικής ανάλυσης.
1. Ένα θερμό στερεό, υγρό ή ισχυρά συμπιεσμένο αέριο εκπέμπει ακτινοβολία σε
όλα τα μήκη κύματος και σχηματίζει φάσμα που αποτελείται από μία συνεχή
επαλληλία μηκών κύματος (χρωμάτων) που διαδέχονται ομαλά το ένα το άλλο
(σχήμα 3.5. α). Λόγω της μορφής του αυτό το φάσμα ονομάζεται συνεχές.
2. Ένα θερμό αραιό (χαμηλής πυκνότητας) αέριο εκπέμπει ακτινοβολία μόνο σε
ορισμένα μήκη κύματος, σχηματίζοντας φάσμα το οποίο ονομάζεται γραμμικό
φάσμα εκπομπής που αποτελείται από συγκεκριμένες λαμπρές γραμμές σε
σκοτεινό υπόβαθρο (σχήμα 3.5. ). Ο αριθμός και η θέση αυτών των γραμμών (το
μήκος κύματός τους) εξαρτώνται από τα στοιχεία που περιέχονται στο αέριο.
3. Εάν το φως μίας πηγής συνεχούς ακτινοβολίας περάσει μέσα από ένα
Συνεχής πηγή Νέφος
Σχήμα .
Τα τρία είδη φασμάτων που παρατηρούνται στη φύση.
80 Η Φ Υ Σ Η Τ Ο Υ Φ Ω Τ Ο Σ
3.5 ΕΙΔΗ ΦΑΣΜΑΤΩΝ 81
Σχ
χήμα
Το ηλεκτρόν
νιο του Ruth
herford καθώ
ώς κινείται σ
σπειροειδώς προς τον πυ
υρήνα.
82 Η Φ Υ Σ Η Τ Ο Υ Φ Ω Τ Ο Σ
εξωτερική περιοχή του ατόμου ή θα περνούσαν πολύ κοντά από τον πυρήνα ώστε
να αλληλεπιδράσουν μαζί του.
Το μοντέλο του Bohr
Ο Niels Bohr παρατήρησε ότι καθώς τα ηλεκτρόνια είναι φορείς φορτίου, εάν
περιφέρονται γύρω από τον πυρήνα θα πρέπει να επιταχύνονται και να
εκπέμπουν ενέργεια. Θα έπρεπε τότε να παρατηρούμε
• Εκπεμπόμενη ενέργεια μικρότερης συχνότητας γιατί καθώς το ηλεκτρόνιο
χάνει ενέργεια, θα κινείται σε χαμηλότερη ενεργειακή τροχιά (μικρότερη
ακτίνα) κι επειδή η ενέργεια που θα εκπέμπει εξαρτάται από την ενέργεια της
τροχιάς του (ανάλογη της επιτάχυνσής του) θα εκπέμπει και λιγότερη
ενέργεια.
• Το ηλεκτρόνιο αφού συνεχώς θα εκπέμπει ενέργεια θα μεταπίπτει σε τροχιές
μικρότερης ενέργειας, οπότε τελικά θα εκτελεί σπειροειδή κίνηση γύρω από
τον πυρήνα μέχρι να πέσει πάνω του (Σχήμα 3.6).
Τα άτομα όμως παρατηρήθηκαν να εκπέμπουν ακτινοβολία μόνο σε
συγκεκριμένα μήκη κύματος και τα ηλεκτρόνια να βρίσκονταν σε σταθερές, μη
φθίνουσες τροχιές. Ο Bohr για να ερμηνεύσει το φάσμα του ατόμου του
υδρογόνου2 πρότεινε μία καινοτόμο ιδέα που απείχε από την κλασσική θεωρία και
χρησιμοποιούσε το νέο πεδίο της κβαντικής μηχανικής, εισάγοντας τα εξής
αξιώματα (υποθέσεις).
1. Τα ηλεκτρόνια βρίσκονται σε συγκεκριμένες ενεργειακές στάθμες μέσα στα
άτομα που είναι χαρακτηριστικές του ατόμου στις οποίες η στροφορμή, L, είναι
ακέραιο πολλαπλάσιο της σταθεράς του Planck, h
2
Αυτές διαφέρουν από τις κλασικές στάθμες με την έννοια ότι ένα
επιταχύνομενο ηλεκτρόνιο δεν εκπέμπει συνεχώς ενέργεια (Σχήμα 3.7). Από
τη συνθήκη κβάντωσης της στροφορμής και από τις εξισώσεις της κυκλικής
κίνησης (δύναμη Coulomb ( / ) = κεντρομόλος δύναμη ( / , ),
μπορεί να υπολογιστεί η ακτίνα της τροχιάς , η ενέργεια, , και η
ταχύτητα του ηλεκτρονίου που βρίσκεται στη στάθμη με κβαντικό αριθμό
στο άτομο του υδρογόνου.
2
Το 1885 ο Johann Balmer ανακάλυψε πειραματικά μια εμπειρική σχέση για τον υπολογισμό
του μήκους κύματος των φασματικών γραμμών του υδρογόνου (γραμμές Balmer) την οποία ο
Niels Bohr χρησιμοποίησε ανάστροφα για να οδηγηθεί στη θεωρία του από την οποία μπορούσε
να εξαχθεί μαθηματικά αυτή η σχέση με βάση τα αξιώματά του
3.5 ΕΙΔΗ ΦΑΣΜΑΤΩΝ 83
Ηλεκτρόνιο
Ηλεκτρόνιο
Ενεργός διατομή Πυρήνας
θετικά φορτισμένης
σφαίρας
Μοντέλο Thomson Μοντέλο Rutherford
Ηλεκτρόνιο
Ηλεκτρονιακό
νέφος
Πυρήνας Πυρήνας
Μοντέλο
Μοντέλο Bohr ηλεκτρονιακού νέφους
Σχήμα .
Τα 4 κύρια ατομικά μοντέλα.
/2
/2
0.529 Å
13.6
2 2
/2 137
Για άτομα με Ζ πρωτόνια στον πυρήνα, το e2 στους παραπάνω τύπους γίνε‐ται
Ζe2.
2. Το άτομο εκπέμπει ή απορροφά ενέργεια μόνο κατά τις μεταβάσεις του
μεταξύ των σταθμών και η συχνότητα της εκπεμπόμενης (ή απορροφούμενης)
ακτινοβολίας είναι ανάλογη της διαφοράς των ενεργειών τους . Δηλαδή
αφού η ακτινοβολία αποτελείται από φωτόνια ενέργειας / , τα μόνα μήκη
κύματος που μπορεί να απορροφήσει ή να εκπέμψει είναι αυτά που
αντιστοιχούν σε φωτόνια ενέργειας των μεταβάσεων (Σχήμα 3.8)
84 Η Φ Υ Σ Η Τ Ο Υ Φ Ω Τ Ο Σ
e– e–
Ατομική
διέγερση
Όταν ένα άτομο απορροφά συγκεκριμένη ακτινοβολία, ένα ηλεκτρόνιο μετατοπίζεται από
μία στάθμη μικρής ενέργεια σε μία μεγαλύτερη.
e– e–
Ατομική
αποδιέγερση
Όταν ένα άτομο εκπέμπει ακτινοβολία, ένα ηλεκτρόνιό του μετατοπίζεται από μία στάθμη
μεγάλης ενέργειας σε μία μικρότερης.
Σχήμα .
Η απορρόφηση (διέγερση) και η εκπομπή ακτινοβολίας (αποδιέγερση) από ένα άτομο.
κβαντισμένες. Για το μοντέλο του αυτό, ο Bohr τιμήθηκε με το βραβείο Nobel το
1922.
Μοντέλο ηλεκτρονιακού νέφους
Το μοντέλο του Bohr αναπτύχθηκε και εξελίχθηκε τις επόμενες δεκαετίες για να
ερμηνεύσει τις πιο πολύπλοκες ενεργειακές στάθμες ατόμων που περιείχαν
πολλά ηλεκτρόνια , το χωρισμό των φασματικών γραμμών παρουσία μαγνητικού
πεδίου και τους δεσμούς μεταξύ των ατόμων προς σχηματισμό μορίων . Επιπλέον
• εισήχθη η ιδέα του spin (στροφορμή λόγω αυτοπεριστροφής) για να διακριθούν
δύο ηλεκτρόνια που βρίσκονται στην ίδια ενεργειακή στάθμη του ίδιου
ατόμου.
• Η ειδική θεωρία της σχετικότητας φάνηκε να επηρεάζει την τροχιά των
ηλεκτρονίων λόγω των μεγάλων ταχυτήτων τους και οδήγησε τον Sommerfeld
στην εισαγωγή της ιδέας των ελλεπτικών (αντί κυκλικών) τροχιών των
ηλεκτρονίων.
Η ερμηνεία των αξιωμάτων του Bohr δόθηκε από τον De Broglie, to 1923 με βάση
τον κυματικό χαρακτήρα των ηλεκτρονίων γύρω από τον πυρήνα (διττή φύση) η
3.5 ΕΙΔΗ ΦΑΣΜΑΤΩΝ 85
86 Η Φ Υ Σ Η Τ Ο Υ Φ Ω Τ Ο Σ
• Για κάθε στοιχείο ο αριθμός των πρωτονίων και των νετρονίων του
συμβολίζεται με (μαζικός αριθμός) ενώ ο αριθμός των πρωτονίων του με
(ατομικός αριθμός) δηλαδή , .
3.7 Ερμηνεία των φασματικών γραμμών
Οι φασματικές γραμμές δημιουργούνται όταν μεταβάλλεται η ενέργεια ενός
ατόμου, ιόντος (ελεύθερη ρίζα) ή μορίου μεταξύ συγκεκριμένων (κβαντισμένων)
ενεργειακών σταθμών. Σύμφωνα με το ατομικό μοντέλο του Bohr τα άτομα
χαρακτηρίζονται από συγκεκριμένες ενεργειακές στάθμες οι οποίες σε πρώτη
αντιμετώπιση αντιστοιχούν στις διαφορετικές αποστάσεις των ηλεκτρονίων τους
από τον πυρήνα. Μεταβάσεις των ηλεκτρονίων είναι δυνατές μόνο μεταξύ αυτών
των επιτρεπτών σταθμών. Στο άτομο του υδρογόνου ( ) που είναι το πιο απλό με
ένα μόνο ηλεκτρόνιο γύρω από τον πυρήνα του, η σταθερότερη θέση του
ηλεκτρονίου είναι η στάθμη ελαχίστης ενέργειας (θεμελιώδης στάθμη). Όταν
εφοδιάσουμε το άτομο με αρκετή ενέργεια π.χ. υπό μορφή ακτινοβολίας (σχήμα
3.9. ), το ηλεκτρόνιο μπορεί να μεταπηδήσει σε άλλη ενεργειακή στάθμη
μεγαλύτερης ενέργειας ( , όπου ) με απορρόφηση ενός φωτονίου
συγκεκριμένης ενέργειας (δηλαδή συγκεκριμένης συχνότητας έτσι ώστε να έχει
ενέργεια ) με αποτέλεσμα τη δημιουργία μίας γραμμής απορρόφησης.
Το άτομο τότε λέμε ότι διεγείρεται (σχήμα 3.9. ). Αυτή η κατάσταση διατηρείται
για πολύ μικρό χρονικό διάστημα (10 ) γιατί το άτομο επιστρέφει στη
θεμελιώδη στάθμη απευθείας (ή με διαδοχικές μεταπηδήσεις σε στάθμες
χαμηλότερης ενέργειας, όταν αυτό είναι εφικτό) αποβάλλοντας την επιπλέον
ενέργεια (αποδιεγείρεται). Σε κάθε μεταπήδησή του εκπέμπει ένα φωτόνιο
συγκεκριμένου μήκους κύματος / που αντιστοιχεί στην ενεργειακή
διαφορά μεταξύ των δύο σταθμών που ενέχονται στη μεταπήδηση
, με αποτέλεσμα την εκπομπή μίας γραμμής σε αυτό το μήκος κύματος
(σχήμα 3.9. ). Όσο μεγαλύτερη είναι η ενεργειακή διαφορά μεταξύ των δύο
σταθμών της μεταπήδησης τόσο μεγαλύτερη είναι η συχνότητα (και άρα τόσο
μικρότερο είναι το μήκος κύματος) της γραμμής εκπομπής που παράγεται κατά
την μεταπήδηση.
Επειδή τα άτομα μέσα σε ένα αέριο κινούνται (με μέση ταχύτητα που καθορίζει
και τη θερμοκρασία του), ένα άτομο μπορεί να διεγερθεί (ή να αποδιεγερθεί) όχι
μόνο μέσω απορρόφησης (και αντίστοιχα εκπομπής) ακτινοβολίας αλλά και μέσω
συγκρούσεων με τα άλλα σωματίδια (κρουστική διέγερση και αποδιέγερση
αντιστοίχως). Αν γνωρίζουμε τη θερμοκρασία του αερίου μπορούμε να
3.7 ΕΡΜΗΝΕΙΑ ΤΩΝ ΦΑΣΜΑΤΙΚΩΝ ΓΡΑΜΜΩΝ 87
υπολογίσουμε το ποσοστό των ατόμων που είναι διεγερμένα σε μία συγκεκριμένη
ενεργειακή στάθμη.
Αν το άτομο απορροφήσει τόση ενέργεια ώστε να χάσει ένα ή περισσότερα
ηλεκτρόνια (λόγω απόσπασής τους από τον πυρήνα) τότε λέμε ότι ιονίζεται ή
(ισοδύναμα) ότι μετατρέπεται σε ιόν. Η ελάχιστη ενέργεια που απαιτείται για τον
ιονισμό του ονομάζεται ενέργεια ιονισμού. Κάθε ενέργεια που είναι πάνω από την
Φωτόνιο
Σχήμα .
Η διαδικασία της αποδιέγερσης ενός ατόμου.
ενέργεια ιονισμού προσδίδεται ως κινητική ενέργεια στο ελεύθερο ηλεκτρόνιο που
αποσπάται από τον πυρήνα. Ένα άτομο μπορεί να ιονιστεί μέσω απορρόφησης
ακτινοβολίας αλλά και μέσω συγκρούσεων.
Θα πρέπει να σημειωθεί ότι επιτρεπτές θεωρούνται οι μεταβάσεις που
υπακούουν στον κανόνα επιλογής 1 γιατί θα πρέπει τα φωτόνια που
εκπέμπονται ή απορροφώνται να έχουν στροφορμή 1, 0, 1. Οι
έντονες φασματικές γραμμές αντιστοιχούν σε μεταβάσεις με μεγάλη πιθανότητα.
Ο μέσος χρόνος ζωής μιας διεγερμένης κατάστασης είναι αντιστρόφως ανάλογος
με την πιθανότητα μετάβασης (τυπική τιμή: 10‐8 sec). Πειραματικά έχει
διαπιστωθεί ότι μεταβάσεις για τις οποίες 1 είναι σπάνιες (απαγορευμένες)
και η πιθανότητα να συμβούν είναι πολύ πιο μικρή (1/10‐5 sec ) .
Στην περίπτωση των μορίων, η δημιουργία των φασματικών γραμμών είναι
πιο πολύπλοκη γιατί δεν οφείλεται μόνο στη μεταβολή της ενέργειας των
ηλεκτρονίων λόγω μεταβάσεων μεταξύ συγκεκριμένων ενεργειακών σταθμών
αλλά και στη μεταβολή του πλάτους της ταλάντωσης (ή της σχετικής θέσης) των
ατόμων τους καθώς και στη μεταβολή της στροφορμής τους λόγω περιστροφής του
μορίου. Θεωρητικά μπορούμε να δείξουμε (από τον υπολογισμό των διαφορών των
ενεργειακών σταθμών) ότι οι φασματικές γραμμές στην οπτική περιοχή οφεί‐
88 Η Φ Υ Σ Η Τ Ο Υ Φ Ω Τ Ο Σ
λονται κυρίως σε ενεργειακές μεταπτώσεις των ηλεκτρονίων των ατόμων και όχι
σε μεταπτώσεις μορίων ή ιόντων.
3.8 Το φάσμα του υδρογόνου
To μοντέλο του ατόμου του Bohr επιτυχώς το γραμμικό φάσμα του ατόμου του
υδρογόνου, που είναι το απλούστερο αλλά και το αφθονότερο στοιχείο στο
Σύμπαν, και των ατόμων που συμπεριφέρονται παρόμοια με αυτό. Οι
χαρακτηριστικές ομάδες των φασματικών γραμμών του υδρογόνου ονομάζονται
φασματικές σειρές και απεικονίζονται ως μεταβάσεις ανάμεσα στις επιτρεπτές
ενεργειακές στάθμες στο αντίστοιχο ενεργειακό διάγραμμα του σχήματος 3.10
όπου η ενέργεια της κάθε στάθμης (Ε) δίνεται από τη σχέση
13.6
όπου είναι ο κύριος κβαντικός αριθμός που προσδιορίζει την ενεργειακή στάθμη
και παίρνει τις τιμές 1, 2, 3, …. Kατά τη μετάβαση του ηλεκτρονίου από μία
στάθμη σε μία στάθμη (ή ανάστροφα), η συχνότητα ή το μήκος κύματος
του φωτονίου που εκπέμπεται (ή απορροφάται αντίστοιχα) δίνεται από τη σχέση
1 | | 1 1
Από τη διαδοχική εφαρμογή της παραπάνω σχέσης προκύπτουν οι συχνότητες ή
τα μήκη κύματος των γραμμών των φασματικών σειρών ως εξής:
• Για 1 (η οποία αντιστοιχεί στη θεμελιώδη στάθμη) και προκύπτει η
σειρά εκπομπής Lyman. Για αποδιεγέρσεις της μορφής οι γραμμές σειράς
Lyman είναι
2 1 1.216 Å
3 1
4 1
Όριο σειράς
∞ 1 ∞ 912 Å
Lyman
Η διαφορά ενέργειας μεταξύ των σταθμών ∞ 1 εκφράζει την ενέργεια ή έργο
ιονισμού του ατόμου του υδρογόνου που είναι ίσο με 13.6 .
• Για 2 και προκύπτει η σειρά εκπομπής Balmer. Για αποδιεγέρσεις
της μορφής οι γραμμές σειράς Balmer είναι
3 2 6563 Å
3.8 ΤΟ ΦΑΣΜΑ ΤΟΥ ΥΔΡΟΓΟΝΟΥ 89
4 2
Ιονισμός
5 2
∞ 2 ∞ 3564 Å Όριο Balmer
• Για 3 και προκύπτει η σειρά εκπομπής Paschen. Για αποδιεγέρσεις
της μορφής οι γραμμές σειράς Balmer είναι
4 3 18751Å
5 3
6 3
Όριο
∞ 3 ∞ 8204 Å
Paschen
Οι υπόλοιπες σειρές προκύπτουν κατά παρόμοιο τρόπο: Brackett για 4,
Paschen για 5 κ.ο.κ. Αν στις παραπάνω γραμμές εναλλαχθούν τα με τα
τότε παίρνουμε τις αντίστοιχες γραμμές απορρόφησης. Όπως πα‐ρατηρούμε, από
όλες τις φασματικές σειρές του υδρογόνου, μόνο οι γραμμές της σειράς Balmer
βρίσκονται στο ορατό μέρος του φάσματος. Οι γραμμές της σειράς Lyman
βρίσκονται στο υπεριώδες ενώ οι γραμμές της σειράς Paschen και όλες οι επόμενες
στο υπέρυθρο για 30. Οι φασματικές γραμμές που προέρχονται από
Στάθμη
Στάθμη
Στάθμη
Στάθμη
18.571
12.818
Στάθμη
656,3
486,1
434,0
95,0
121,6
102,6
97,3
Σχήμα .
Οι κύριες αποδιεγέρσεις του ατόμου του υδρογόνου.
90 Η Φ Υ Σ Η Τ Ο Υ Φ Ω Τ Ο Σ
Πηγή που πλησιάζει.
Πηγή που απομακρύνεται.
Μικρότερο μήκος κύματος.
Μεγαλύτερο μήκος κύματος.
Μετατόπιση προς το ιώδες.
Μετατόπιση προς το ερυθρό.
Σχήμα .
Το φαινομένου Doppler.
3.9 ΜΕΤΑΤΟΠΙΣΗ DOPPLER 91
1 /
, όπου 1
1 /
Από την παρατήρηση της μετατόπισης Doppler των αστρικών σωμάτων, μπορούμε
να πάρουμε πληροφορίες για την ταχύτητά τους στην ευθεία οράσεως (ακτινική
ταχύτητα) αλλά και για την περιστροφή τους.
Παράδειγμα
Έστω ότι παίρνουμε το φάσμα ενός γαλαξία (Σχήμα 3.12) και μετράμε τις γραμμές
του ιονισμένου ασβεστίου στα 397 nm και στα 401 , του ατομικού υδρογόνου στα
414 , 438 , 491 , 663 , του ουδετέρου μαγνησίου στα 523 και ουδετέρου
νατρίου στα 595 . Γνωρίζοντας ότι το μήκος κύματος στο σύστημα του
εργαστηρίου ( ), για το ιονισμένο ασβέστιο είναι 393 , για το ατομικό υδρογόνο
410 , 434 , 486 , 656 , για το ουδέτερο μαγνήσιο 518 και για το
ουδέτερο νάτριο 589 , μπορούμε να υπολογίσουμε την ακτινική του ταχύτητα.
Παρατηρούμε ότι οι γραμμές είναι μετατοπισμένες στο ερυθρό κι άρα από τη
μετατόπιση Doppler
1
οι ερυθρές μετατοπίσεις για κάθε στοιχείο είναι:
Ιονισμένο σβέστιο
397 401
1 1 0.01
393 397
Υδρογόνο
Εργαστήριο
Σχήμα .
Φάσματα εργαστηρίου (κάτω) και γαλαξία (πάνω)
92 Η Φ Υ Σ Η Τ Ο Υ Φ Ω Τ Ο Σ
Άρα, η ερυθρά μετατόπιση του γαλαξία είναι 0.01 Η ακτινική ταχύτητα μπορεί
να προσεγγιστεί από τη σχέση
3.000 /
άρα συμπεραίνουμε ότι κινείται με υ= 0.01 , γιατί το μήκος κύματος των γραμμών
του είναι μετατοπισμένο κατά 1% προς το ερυθρό.
Θα πρέπει να σημειωθεί ότι για 1 η ταχύτητα δεν προσεγγίζεται από την
παραπάνω σχέση ούτε από την σχετικιστική σχέση του φαινομένου Doppler
1 /
1
1 /
αλλά εξαρτάται από κοσμολογικές παραμέτρους (Κεφάλαιο 8).
Επιπλέον όταν ένα σώμα (αστέρας, γαλαξίας) περιστρέφεται τότε τα
διαφορετικά τμήματά του φαίνονται να κινούνται με διαφορετικές ακτινικές
ταχύτητες. Τα τμήματα που απομακρύνονται θα παρατηρούνται μετατοπισμένα
στο ερυθρό, τα τμήματα που πλησιάζουν μετατοπισμένα στο κυανό ενώ το
μεγαλύτερο μέρος του που κινείται κάθετα στον παρατηρητή δεν θα παρουσιάζει
μετατόπιση. Έτσι εάν το παρατηρήσουμε σε μία φασματική γραμμή, αυτή θα έχει
την κατατομή του σχήματος 3.13 δηλαδή θα έχει μία συνιστώσα προς το ερυθρό
Ένταση φωτός
Μήκος κύματος Å
Σχήμα .
Η επίδραση της περιστροφής ενός σώματος στην κατανομή μίας φασματικής γραμμής.
3.9 ΜΕΤΑΤΟΠΙΣΗ DOPPLER 93
και μία προς το κυανό κι από το πλάτος της μπορούμε να υπολογίσουμε την
ταχύτητα περιστροφής του αντικειμένου.
4
Τα τηλεσκόπια
4.1 Ατμοσφαιρικά Παράθυρα
Τα μόρια της γήινης ατμόσφαιρας απορροφούν ένα μεγάλο μέρος της
ηλεκτρομαγνητικής ακτινοβολίας με αποτέλεσμα να είναι αδιαφανής σε ορισμένα
μήκη κύματος όπως φαίνεται από το σχήμα 4.1. Οι ακτίνες Χ και γ απορροφούνται
κυρίως από μόρια οξυγόνου και αζώτου στην ιονόσφαιρα (100 km, πάνω από το
140
120
)
100
Ύψος απορρόφησης (
ορατό
80
ακτίνες ακτίνες υπεριώδες υπέρυθρο ραδιοκύματα
60
40
20
0 10 10 1 10 10 10 10 10 10
Μήκος κύματος λ (Αο)
Σχήμα .
Τα παράθυρα ακτινοβολίας της Γήινης ατμόσφαιρας.
ύψος που μπορούν να φτάσουν τα μετεωρολογικά αερόστατα και αεροπλάνα), η
υπεριώδης ακτινοβολία από μόρια οξυγόνου και όζοντος σε ύψος 30 km, ενώ η
υπέρυθρη από υδρατμούς και διοξείδιο του άνθρακα στο κατώτερο μέρος της
ατμόσφαιρας (κάτω από 20 km). Οι δύο περιοχές του φάσματος στις οποίες η
ΓΕΝΙΚΑ ΧΑΡΑΚΤΗΡΙΣΤΙΚΑ ΤΩΝ ΤΗΛΕΣΚΟΠΙΩΝ 95
ατμόσφαιρα είναι διαφανής ονομάζονται «ατμοσφαιρικά παράθυρα» και είναι το
οπτικό και εγγύς‐υπέρυθρο μέρος του φάσματος και το ραδιοφωνικό ενώ στις
υπόλοιπες φασματικές περιοχές η παρατήρηση της ακτινοβολίας των αστρικών
αντικειμένων γίνεται με διαστημικά τηλεσκόπια σε τροχιά.
Τα σημαντικότερα διαστημικά τηλεσκόπια που μέχρι πρόσφατα ήταν σε τροχιά ή
παραμένουν ακόμα σε λειτουργία είναι:
Παρατηρητήριο Ακτίνων X Chandra (NASA): Λειτουργεί από το 1999 . Έχει
βελτιώσει πολύ τις παρατηρήσεις που αφορούν μακρινούς γαλαξίες και άλλες
πηγές ακτίνων‐Χ όπως και το ΧΜΜ (Χ‐ray Multi Mirrors) Newton (ESA) ενώ
σχεδιάζεται το XEUS ευαισθησίας 200 φορές μεγαλύτερης από το ΧΜΜ Newton.
Διαστημικό Τηλεσκόπιο Spitzer (NASA): Λειτουργεί από το 2003 και είναι
τηλεσκόπιο υπέρυθρης ακτινοβολίας ενώ μέχρι το 1998 σημαντική πηγή ήταν το
ευρωπαϊκό διαστημικό τηλεσκόπιο υπέρυθρης ακτινοβολίας ISO (ESA). Την
άνοιξη του 2009 προγραμματίζεται η εκτόξευση του τηλεσκοπίου Herschel που θα
είναι το μοναδικό διαστημικό τηλεσκόπιο που θα καλύπτει την περιοχή από 60‐670
μm.
Διαστημικό Τηλεσκόπιο ASTRO‐F (JAXA): Τέθηκε το 2007 σε λειτουργία και
στόχο έχει να χαρτογραφήσει ολόκληρο τον ουρανό στο υπέρυθρο.
IUE ‐ Διεθνής Εξερευνητής Υπεριώδους (ESA, NASA, UK): Λειτούργησε από το
1978 έως το 1996, κάνοντας σημαντικές παρατηρήσεις στο υπεριώδες μέρος του
φάσματος.
Παρατηρητήριο Ακτίνων γ Compton (NASA): Μέχρι το 2000 ήταν η κύρια πηγή
παρατήρησης ακτίνων γ. Εξίσου σημαντικό το ΙΝΤΕGRΑL και ο δορυφόρος HETE
(High Energy Transient Explorer) για αναζήτηση εκλάμψεων ακτίνων γ.
Παρατηρητήριο WMAP το οποίο από το 2001 μετρά την ανισοτροπία της
μικροκυματικής ακτινοβολίας υποβάθρου σε όλο τον ουρανό προκειμένου να
αποκαλύψει τις συνθήκες που επικρατούσαν στα πρώτα στάδια δημιουργίας του
Σύμπαντος (διαδέχθηκε το COBE).
Επιπλέον σημαντικά διαστημικά τηλεσκόπια αποτελούν το SOHO (ESA) που
μελετά τον Ήλιο και ο Οδυσσέας που εξερευνά το περιβάλλον του Ήλιου
εκατέρωθεν των πόλων του καθώς και o Hipparcos (ESA), παρατηρητήριο
μέτρησης της αστρικής παράλλαξης πάνω από 118000 αστέρων του Γαλαξία.
Επίσης μελετούμε τη σωματιδιακή ροή που παράγουν οι αστρικές πηγές (Solar
Neutrino Experiment) και σχεδιάζονται τηλεσκόπια για την ανίχνευση βαρυτικών
κυμάτων (LISA).
4.2 Γενικά χαρακτηριστικά των τηλεσκοπίων
Τα τηλεσκόπια εξυπηρετούν δύο βασικούς σκοπούς:
96 T Α Τ Η Λ Ε Σ Κ Ο Π Ι Α
Σχήμα .
Δύο τηλεσκόπια διαφορετικών διαμέτρων.
1. Την ανίχνευση και συλλογή του φωτός από αμυδρά αντικείμενα.
2. Την ικανότητα να διακρίνουν τις λεπτομέρειές τους.
Κατά δεύτερο λόγο εξυπηρετούν την μεταφορά του φωτός σε καταγραφικές
διατάξεις όπως η φωτογραφική πλάκα, οι ανιχνευτές συζευγμένου φορτίου (CCD) ,
ο φασματογράφος για την καταγραφή του φάσματος και τη μεγέθυνση των
αντικειμένων.
Tα κύρια οπτικά στοιχεία ενός τηλεσκοπίου είναι:
1. Η διάμετρος (άνοιγμα) ( ) του κύριου συλλεκτικού οπτικού του στοιχείου
(φακού ή κατόπτρου) η οποία αποτελεί και το σημαντικότερο στοιχείο αφού
καθορίζει τη συλλεκτική ικανότητα φωτός του τηλεσκοπίου που είναι
ανάλογη του (Σχήμα 4.2). H διάμετρος συνήθως εκφράζεται σε ίντσες (1
ίντσα 2.54 ). Η συλλεκτική ικανότητα ενός τηλεσκοπίου 2 m σε σχέση με
αυτή ενός τηλεσκοπίου 1m είναι 2 ⁄1 δηλαδή είναι τετραπλάσια.
2. Το εστιακό μήκος ή εστιακή απόσταση . Είναι η απόσταση πίσω από τον
αντικειμενικό φακό ή το κάτοπτρο στην οποία συγκεντρώνονται οι
Σχήμα .
Τα κύρια χαρακτηριστικά ενός τηλεσκοπίου.
ΓΕΝΙΚΑ ΧΑΡΑΚΤΗΡΙΣΤΙΚΑ ΤΩΝ ΤΗΛΕΣΚΟΠΙΩΝ 97
παράλληλες δέσμες φωτός από ένα μακρινό αντικείμενο στην κύρια εστία του
φακού ή του κατόπτρου, όπου σχηματίζεται και το είδωλο του αντικειμένου
(πραγματικό και ανεστραμμένο). Δεν θα πρέπει να συγχέεται με το μήκος του
σωλήνα του τηλεσκοπίου γιατί τα σύγχρονα συμπαγή τηλεσκόπια αν και
έχουν μικρό μήκος σωλήνα έχουν μεγάλη εστιακή απόσταση.
3. Ο εστιακός λόγος που εκφράζεται ως το πηλίκο της εστιακής απόστασης του
αντικειμενικού φακού ή κατόπτρου F δια της διαμέτρου τουD , δηλαδή
και συμβολίζεται / π.χ εάν 16 ίντσες ( 40 ) και 252 o εστιακός
λόγος είναι /6.3.
Ο εστιακός λόγος αποτελεί μία σημαντική παράμετρο του γιατί από αυτήν
εξαρτάται η ανάλυση των λεπτομερειών μιας εκτεταμένης αστρονομικής πηγής
δηλαδή. Εάν θεωρήσουμε δύο διακριτά σημεία μιας τέτοιας πηγής, το ένα επί του
οπτικού άξονα του φακού και το άλλο υπό γωνία , τότε εάν τα είδωλά τους
σχηματίζονται σε πέτασμα τοποθετημένο στο εστιακό επίπεδο του φακού θα
απέχουν μεταξύ τους απόσταση
tan
ή για μικρές γωνίες
·
Τα ίδια σημεία παρατηρούμενα μέσα από φακό της ιδίας διαμέτρου αλλά
διπλάσιας εστιακής αποστάσεως 2 θα σχημάτιζαν τα είδωλά τους σε απόσταση
το ένα από το άλλο
2 2
και άρα η αποτύπωσή τους σε μία φωτογραφική πλάκα τοποθετημένη στο εστιακό
του επίπεδο θα υπερείχε από απόψεως ευκρίνειας λεπτομέρειας. Στην πρώτη
περίπτωση αν υποθέσουμε ότι , ο εστιακός λόγος του τηλεσκοπίου είναι /1
ενώ στη δεύτερη /2. Αυξανομένου δηλαδή του εστιακού λόγου ενός τηλεσκοπίου
επιτυγχάνεται μεγαλύτερη ευκρίνεια στην καταγραφή λεπτομερειών.
Με τον τρόπο όμως αυτό η φωτογραφική πλάκα στην δεύτερη περίπτωση
δέχεται λιγότερη φωτεινή ενέργεια ανά μονάδα επιφάνειας με αποτέλεσμα την
αύξηση του χρόνου εκθέσεως για την επίτευξη της καταγραφής της
πληροφορίας ( ~ όπως και στις φωτογραφικές μηχανές).
Μία χρήσιμη παράμετρος είναι η κλίμακα του ειδώλου η οποία εκφράζει το
πόσα δεύτερα λεπτά του τόξου στον ουράνιο θόλο αντιστοιχούν σε 1 της
φωτογραφικής πλάκας. Από τα παραπάνω προκύπτει ότι
′′
· ·
206 265
κι άρα
98 T Α Τ Η Λ Ε Σ Κ Ο Π Ι Α
Σχήμα 4.4
Είδωλο δύο μακρινών σημειακών πηγών μέσα από οπή
′′ 206.265
αλλά συνήθως εκφράζεται στην αντίστροφη μορφή ως γωνία/απόσταση οπότε
′′ 206.265
Η παραπάνω ανάλυση γεννά αυτόματα το ερώτημα σχετικά με την ελάχιστη
γωνία θ υπό την οποία δύο σημεία του ουράνιου θόλου μπορούν να
απεικονίζονται ως δύο σημεία μέσα από την παρατήρησή τους με ένα
συγκεκριμένο τηλεσκόπιο, χωρίς να συγχέονται τα είδωλά τους. Η εν λόγω γωνία
δίδεται από την έκφραση
′′
1.22 206 265
ή
ΓΕΝΙΚΑ ΧΑΡΑΚΤΗΡΙΣΤΙΚΑ ΤΩΝ ΤΗΛΕΣΚΟΠΙΩΝ 99
′′
2.5 10
και αποτελεί μία από τις χαρακτηριστικότερες παραμέτρους ενός τηλεσκοπίου που
ονομάζεται διακριτική ικανότητα. Αυτό το όριο προκύπτει από το γεγονός ότι το
είδωλο κάθε σημειακής πηγής σχηματίζει ένα δίσκο περίθλασης στο εστιακό
επίπεδο του αντικειμενικού φακού ή κατόπτρου που ονομάζεται δίσκος Airy .
Προκειμένου να διακρίνονται δύο σημειακές πηγές εφαρμόζεται το κριτήριο
Rayleigh στους δίσκους Airy (το πρώτο ελάχιστο του ενός δίσκου Airy να συμπίπτει
με το μέγιστο του άλλου) (Σχήμα 4.4).
Θα πρέπει να σημειωθεί ότι η διακριτική ικανότητα ενός τηλεσκοπίου εξαρτάται
εκτός από το μέγεθος του τηλεσκοπίου από την ποιότητα των οπτικών του
στοιχείων και τις συνθήκες παρατήρησης. Γενικά το ιδανικό όριο, το οποίο είναι
γνωστό ως όριο Dawes είναι 116′′ / ή 4.46′′ / . Η διακριτική ικανότητα
ενός τηλεσκοπίου 14 ιντσών είναι
Αντικειμενικός φακός
Προσοφθάλμιο
ς φακός
αντικείμε είδωλο
Σχήμα .
Το σύστημα φακών ενός απλού τηλεσκοπίου.
4.46′′
′′
0.3′′
14
4. Ο προσοφθάλμιος φακός ο οποίος βρίσκεται πίσω από την εστία του
αντικειμενικού (προς τον παρατηρητή) . Ο προσοφθάλμιος είναι ένας μικρός
φακός που μεγεθύνει το πραγματικό είδωλο του αντικειμένου που
σχηματίζεται ανεστραμμένο στην εστία του και κάνει παράλληλες πάλι τις
ακτίνες, επιτρέποντας στον παρατηρητή (ανθρώπινο οφθαλμό) να σχηματίσει
μία οξεία εικόνα (είδωλο – εικόνα μεγεθυσμένο και φανταστικό). Όλα τα
αστρονομικά τηλεσκόπια αναστρέφουν τις εικόνες πάνω – κάτω και από δεξιά
στα αριστερά.
Εάν είναι η εστιακή απόσταση του προσοφθάλμιου και του αντικειμενικού
φακού, η μεγέθυνση δίνεται από την έκφραση
κι άρα δεν είναι ιδιότητα που έχει το τηλεσκόπιο από την κατασκευή του αλλά
εξαρτάται από τον προσοφθάλμιο που χρησιμοποιείται κάθε φορά.
100 T Α Τ Η Λ Ε Σ Κ Ο Π Ι Α
Παράδειγμα:
Ένα εκπαιδευτικό τηλεσκόπιο με αντικειμενικό φακό 60
και εστιακό λόγο
/12 είναι εφοδιασμένο με δύο προσοφθάλμιους που χαρακτηρίζονται από τον
κατασκευαστή ως 9 και 25 αντίστοιχα. Οι αριθμοί 9 και 25 αναφέρονται
συμβατικά στην εστιακή τους απόσταση και ως εκ τούτου η χρήση του πρώτου μας
διασφαλίζει μεγέθυνση σε σχέση με αυτό που βλέπουμε δια γυμνού οφθαλμού
ίση με
60 12 720
80
9 9
ενώ η χρήση του δευτέρου
60 12 720
28.8
25 25
Πεδίο του ουρανού
Επιπλέον ο ρόλος του προσοφθάλμιου είναι ο καθορισμός του οπτικού πεδίου του
τηλεσκοπίου δηλαδή της γωνιώδους διαμέτρου του ουρανού που παρατηρούμε με
το τηλεσκόπιο. Το πεδίο του ουρανού (φαινόμενο) σε μοίρες είναι αυτό που
φαίνεται από τον προσοφθάλμιο μόνο του δηλαδή από τον τύπο του και δίνεται
από τον κατασκευαστή (45 80 ) και το πραγματικό αυτό που φαίνεται από τον
προσοφθάλμιο πάνω στο τηλεσκόπιο (φαινόμενο πεδίο/μεγέθυνση).
Παράδειγμα:
Ένας προσοφθάλμιος εστιακού μήκους 15 με πεδίο 52 και μεγέθυνση 53
δίνει πεδίο
52 /53 0 58′ 52′′
δηλαδή λίγο μικρότερο από 1 .
4.3 Τα είδη των οπτικών τηλεσκοπίων
Υπάρχουν τρεις βασικές κατηγορίες οπτικών τηλεσκοπίων
1. Τα διοπτρικά (διαθλαστικά) όπου το φως συλλέγεται από φακούς.
2. Τα κατοπτρικά όπου το φως συλλέγεται από κάτοπτρα.
3. Τα καταδιοπτρικά που αποτελούν συνδυασμό των παραπάνω.
4.3.1 Διοπτρικό ή διαθλαστικό τηλεσκόπιο (refractor)
Όπως μαρτυρεί και το όνομά του ένα διαθλαστικό τηλεσκόπιο χρησιμοποιεί το
φαινόμενο της διάθλασης της κάμψης δηλαδή του φωτός κατά τη διάδοσή του από
το ένα οπτικό μέσο σε ένα άλλο διαφορετικής πυκνότητας, όπως για παράδειγμα
ΓΕΝΙΚΑ ΧΑΡΑΚΤΗΡΙΣΤΙΚΑ ΤΩΝ ΤΗΛΕΣΚΟΠΙΩΝ 101
Αντικειμενικός φακός Προσοφθάλμιος
φακός
Λευκό
φως
(α) (β)
Σχήμα .
(α) Ένα τυπικό διοπτρικό τηλεσκόπιο. (β) Η χρωματική εκτροπή ενός φακού.
από τον αέρα στο γυαλί. Τα πρώτα τηλεσκόπια χρησιμοποίησαν ένα φακό για τη
συλλογή του φωτός δηλαδή ήταν διαθλαστικά (Σχήμα 4.6.α).
Ο Γαλιλαίος ήταν ο πρώτος που χρησιμοποίησε ένα τέτοιο τηλεσκόπιο (μόνο
1 2 ίντσες) για αστρονομική χρήση, για να παρατηρήσει τις φάσεις της
Αφροδίτης και τους δορυφόρους του Δία1. Το σύγχρονο διαθλαστικό τηλεσκόπιο
αποτελείται από ένα σύστημα φακών (κοίλων, κυρτών ή επίπεδων) μέσα σε ένα
σωλήνα γύρω από τον αντικειμενικό και από ένα κάτοπτρο κοντά στον σύνθετο
προσοφθάλμιο που επιτρέπει τη6 αναστροφή του ειδώλου για πιο άνετη θέση
παρατήρησης.
Τα μειονεκτήματα των διαθλαστικών τηλεσκοπίων είναι
• η δυσκολία κατασκευής φακών μεγάλης διαμέτρου που καμπυλώνουν κάτω
από το ίδιο το βάρος τους
• η δυσκολία στήριξής
• η απορρόφηση και σκέδαση του φωτός από το γυαλί
• η χρωματική εκτροπή (ή χρωματικό σφάλμα των φακών) που οφείλεται στην
εξάρτηση του δείκτη διάθλασης από το μήκος κύματος του προσπίπτοντος και
διαθλόμενου φωτός που προσδίδει πολλές φορές γύρω από το σχηματιζόμενο
είδωλο μία άλω ουράνιου τόξου (σχήμα 4.6.β).
Γι αυτό το λόγο το μεγαλύτερο διαθλαστικό τηλεσκόπιο περιορίζεται σε
διάμετρο 102 στο αστεροσκοπείο Yerkes στο Wisconsin (1897). Το χρωματικό
σφάλμα συνήθως διορθώνεται εν μέρει ή ολικώς από αχρωματικούς ή
αποχρωματικούς φακούς (δύο φακούς με διαφορετικούς δείκτες διάθλασης),
μεγαλύτερου όμως κόστους.
1 Η εφεύρεση του τηλεσκοπίου αποδίδεται στον Ολλανδό Hans Lipperhey (1608) που
κατασκεύασε ένα σωλήνα, με έναν κοίλο και έναν κυρτό φακό που μπορούσε να μεγεθύνει τα
αντικείμενα έως 3 – 4 φορές. Ο Γαλιλαίος (1 609) σχεδίασε και βελτίωσε δραστικά το αρχικό
σχέδιο και το χρησιμοποίησε στην αστρονομία.
102 T Α Τ Η Λ Ε Σ Κ Ο Π Ι Α
4.2.2 Κατοπτρικά ή ανακλαστικά τηλεσκόπια (reflectors).
Για την κατασκευή μεγαλύτερων τηλεσκοπίων με σκοπό τη συλλογή
περισσότερου φωτός από αμυδρά αντικείμενα, τα περισσότερα οπτικά τηλεσκόπια
είναι ανακλαστικά, δηλαδή χρησιμοποιούν ένα κοίλο κάτοπτρο (κύριο ή πρωτεύον)
που ανακλά τις προσπίπτουσες ακτίνες και σχηματίζει την εικόνα του
αντικειμένου στην κύρια εστία, όπως φαίνεται στο σχήμα 4.7. . Επειδή οι ακτίνες
των αστρικών αντικειμένων είναι παράλληλες το κύριο κάτοπτρο είναι
παραβολικό.
Χρησιμοποιώντας παραβολικά κάτοπτρα περιορίζεται το σφάλμα της
χρωματικής εκτροπής, αλλά παραμένουν τα υπόλοιπα (κόμη, αστιγματισμός και
παραμόρφωση πεδίου) γι αυτό τα μεγάλα τηλεσκόπια χρησιμοποιούν ένα
διορθωτικό σύστημα φακών σε μικρή απόσταση από την κύρια εστία (prime focus
corrector). Τα περισσότερα τηλεσκόπια χρησιμοποιούν ένα σύστημα τριών φακών
ενώ αυτά που χρησιμοποιούν κάτοπτρα υδραργύρου χρησιμοποιούν σύστημα
τεσσάρων στοιχείων για να διορθώνουν την παραμόρφωση.
Ανάλογα με τη θέση της εστίας (παρατηρητής) υπάρχουν τέσσερις
διαφορετικοί τύποι (σχήμα 4.7) οι οποίοι επιλέγονται ανάλογα με τη χρήση του
τηλεσκοπίου. Έτσι στα μικρά τηλεσκόπια ο πρωτεύον τύπος (σχήμα 4.7. ) δεν
Πρωτεύον Cassegrain
( ) ( )
Νευτώνιο Κοίλο
Δευτερεύον φακός Δευτερεύον φακός
Κοίλος
( ) ( )
Νευτώνια εστίαση Κοίλη εστίαση
Σχήμα .
Τα 4 είδη κατοπτρικών τηλεσκοπίων.
ΓΕΝΙΚΑ ΧΑΡΑΚΤΗΡΙΣΤΙΚΑ ΤΩΝ ΤΗΛΕΣΚΟΠΙΩΝ 103
είναι εύχρηστος γιατί ο παρατηρητής πρέπει να παρεμβάλλεται στην πορεία των
ακτίνων κι άρα να χάνει μέρος της φωτεινής δέσμης. Στα Cassegrain (σχήμα 4.7. )
η φωτεινή δέσμη ανακλάται σε μία οπή στον πρωτεύοντα και πίσω από αυτόν
όπου μπορούν να τοποθετηθούν οι ανιχνευτές ή ο προσοφθάλμιος. Αυτό το
σχεδιασμό ακολουθούν πολλά από τα μεγάλα τηλεσκόπια καθώς και το . Tα
περισσότερα εμπορικά τηλεσκόπια είναι νευτώνεια (σχήμα 4.7. ) όπου
παρεμβάλλεται ένα μικρό επίπεδο διαγώνιο κάτοπτρο το οποίο εκτρέπει τις
ακτίνες σε ένα προσοφθάλμιο φακό στο πλαϊνό μέρος του τηλεσκοπίου. Ο
Νευτώνιος τύπος επιλέγεται και για μεγάλα τηλεσκόπια (διάμετρος κατόπτρου
μεγαλύτερη από 2 ) γιατί περιέχει το μικρότερο αριθμό οπτικών στοιχείων που
παρεμβάλλονται στην πορεία του φωτός και μπορούν να επιφέρουν
παραμορφώσεις.
Όταν για την ανίχνευση φωτός χρησιμοποιείται ένα βαρύ όργανο όπως μία
κάμερα CCD αυτή τοποθετείται στην εστία Cassegrain και για ακόμα βαρύτερα
όργανα το φως ανακλάται με βοηθητικά κάτοπτρα σε ξεχωριστούς χώρους κάτω
από το τηλεσκόπιο (σχεδίαση Coudé, σχήμα 4.7. ).
Η κατασκευή όμως πολύ μεγάλων κατόπτρων περιορίζεται από την
παραμόρφωση του ίδιου του υλικού τους γι αυτό και τα ανακλαστικά
περιορίζονται σε διάμετρο πρωτεύοντος κατόπτρου 8 . Το μεγαλύτερο
μονολιθικό (με ένα κάτοπτρο) ανακλαστικό τηλεσκόπιο είναι το διαμέτρου
8.4 και τα τα δίδυμα τηλεσκόπια Keck αποτελούν τα μεγαλύτερα του κόσμου
χρησιμοποιώντας τεχνολογία σύνθεσης (segmented) του πρωτεύοντος ώστε να
συνιστούν ένα κάτοπτρο των 10 (βλ. παράγραφος 4.6). Αν και τα κάτοπτρα δεν
εμφανίζουν χρωματική εκτροπή, εμφανίζουν άλλα σφάλματα που είναι
• Σφαιρική εκτροπή (Spherical aberration) – όταν η φωτεινή δέσμη δεν εστιάζεται
σε ένα σημείο λόγω της διαφορετικής εστίασης του ανακλώμενου φωτός από
το κέντρο και τα άκρα του πρωτεύοντος. Αυτή οφείλεται στην απόκλιση του
κατόπτρου ή φακού από την σωστή καμπυλότητά του. Από το σφάλμα της
σφαιρικής εκτροπής διορθώθηκε και το (1 993).
• Αστιγματισμό – όταν το κάτοπτρο δεν είναι συμμετρικό ως προς το κέντρο του
π.χ ωοειδές και το είδωλο εστιάζεται σε σταυρό παρά σε σημεία.
• Κόμη – οι αστέρες που βρίσκονται κοντά στην άκρη του πεδίου φαίνονται
επιμηκυμένοι –όπως οι κομήτες – ενώ αυτοί στο κέντρο φαίνονται σαν
φωτεινά σημεία.
Επιπλέον όλα τα ανακλαστικά τηλεσκόπια έχουν απώλειες λόγω της παρεμβολής
του δευτερεύοντος κατόπτρου και λόγω ατελειών της ανακλαστικής επίστρωσής
τους. Τα παραβολικά κάτοπτρα δεν παρουσιάζουν σφαιρική εκτροπή αλλά
104 T Α Τ Η Λ Ε Σ Κ Ο Π Ι Α
παρουσιάζουν το σφάλμα της κόμης και παράγουν καλές εικόνες μόνο για το
κέντρο του πεδίου οράσεως.
4.2.3 Καταδιοπτρικά τηλεσκόπια
Για μεγαλύτερα πεδία υπάρχουν τα καταδιοπτρικά τηλεσκόπια που συνδυάζουν
σφαιρικά κάτοπτρα και φακούς (ή
σύνθετο φακό από διαφορετικά υλικά) Schmidt Camera
για να εστιάσουν το φως στο πρωτεύον
κάτοπτρο το οποίο στη συνέχεια
ανακλάται στο δευτερεύον και Schmidt
διορθωτικός
διορθώνεται από φακό. Χωρίζονται σε
φακός
τρεις κύριες κατηγορίες τα Scmidt, τα
Scmidt – Cassegrain και τα Maksutov
από το όνομα των σχεδιαστών τους
Schmidt Cassegrain
(Σχήμα 4.8). Τα πρώτα φέρουν το όνομα
του κατασκευαστή τους και της
φερώνυμης κάμερας που κατασκεύασε
για το Palomar (1930) με την προσθήκη
ενός διορθωτικού φακού (παχύτερου
στο μέσο απ΄ ότι στην άκρη) στην είσοδο
Maksutov
του σφαιρικού πρωτεύοντος κατόπτρου
του τηλεσκοπίου για διορθώσει το
σφάλμα της σφαιρικής εκτροπής και να
καλύψει την ανάγκη ενός πολύ ευρέος
οπτικού πεδίου. Το αποτέλεσμα θυμίζει
ένα κλασσικό Cassegrain εκτός από το Σχήμα .
Οι τρεις τύποι καταδιοπτρικών τηλε‐
γεγονός ότι ο διορθωτικός φακός έχει
σκοπίων.
πολύ μεγάλη καμπυλότητα ώστε να
αναγκάζει το κάτοπτρο πίσω του να είναι 1.5 φορές μεγαλύτερό του αλλά και δεν
υπάρχει οπή στον πρωτεύοντα και ο δευτερεύον έχει αντικατασταθεί από
φωτογραφική πλάκα (Σχήμα 4. 9)
Τα κύρια πλεονεκτήματά τους είναι
1. συμπαγής σχεδιασμός τους, διότι με τη συνεχή ανάκλαση των ακτίνων μέσα
σε έναν οπτικό σωλήνα π.χ τέσσερις φορές μικρότερο από ένα κατοπτρικό ή
διοπτρικό, μπορεί να επιτευχθεί η ίδια εστιακή απόσταση όσο και
ΓΕΝΙΚΑ ΧΑΡΑΚΤΗΡΙΣΤΙΚΑ ΤΩΝ ΤΗΛΕΣΚΟΠΙΩΝ 105
Σχήμα 4.9
Ο Edwin Hubble στο 48 ιντσών τηλεσκόπιο Scmidt στο Palomar
2. Το μεγάλο πεδίο οράσεως (πολλές τετραγωνικές μοίρες) σε σχέση με τα
κατοπτρικά ή διοπτρικά που όσο μεγαλύτερα είναι τόσο περιορισμένο οπτικό
πεδίο έχουν.
Μία παραλλαγή αποτελεί το Scmidt – Cassegrain, το οποίο χρησιμοποιεί ένα
σφαιρικό πρωτεύον κάτοπτρο με διορθωτικό φακό Schmidt και στη συνέχεια ένα
μικρότερο δευτερεύον κάτοπτρο στο μπροστινό μέρος που ανακλά το φως σε μία
Cassegrain εστία. Τα Maktsutov χρησιμοποιούν σφαιρικά πρωτεύοντα κάτοπτρα
και δευτερεύοντα που πολλές φορές αποτελούν μέρος του διορθωτικού φακού που
έχει το σχήμα μηνίσκου μεγάλης καμπυλότητας και δίνουν τη δυνατότητα ακόμη
μεγαλύτερης συμπίεσης του οπτικού δρόμου.
4.2.4 Στήριξη των τηλεσκοπίων
Υπάρχουν δύο κύριοι τύποι στήριξης:
• Αλταζιμουθιανή ( / ) στήριξη: Αυτή η στήριξη παρέχει τη δυνατότητα δύο
ειδών περιστροφής , μία γύρω από τον άξονα του αζιμούθιου (αριστερά‐δεξιά)
και μία κάθετη (πάνω‐κάτω) στον άξονα του γεωγραφικού πλάτους.
Οικονομικότερη στήριξη αλλά χρειάζεται έλεγχος μέσω υπολογιστή για
μεγαλύτερους στόχους αφού απαιτείται μετακίνηση σε δύο άξονες
ταυτόχρονα για την παρακολούθηση της θέσης των αστέρων.
• Ισημερινή στήριξη: Έχουν τη δυνατότητα κίνησης παράλληλα και κάθετα στον
άξονα περιστροφής της Γης. Ο πολικός άξονας είναι κεκλιμένος παράλληλα
με τον άξονα περιστροφής της Γης οπότε η κίνηση γύρω από αυτόν τον άξονα
106 T Α Τ Η Λ Ε Σ Κ Ο Π Ι Α
Ο πολικός άξονας περιστρέφεται κατά τη
φορά των δεικτών του ρολογιού
Προς
Άξονας
Βόριο Πόλο
απόκλισης
Πολικός
άξονας
Η Γη περιστρέφεται
αντίθετα προς τη φορά
των δεικτών του ρολογιού
Σχήμα .
Η ισημερινή στήριξη ενός τηλεσκοπίου.
ΓΕΝΙΚΑ ΧΑΡΑΚΤΗΡΙΣΤΙΚΑ ΤΩΝ ΤΗΛΕΣΚΟΠΙΩΝ 107
μεγάλης διαμέτρου που τα κάνει εύκαμπτα κι άρα ευαίσθητα σε μεταβολές της
καμπυλότητάς και της ευθυγράμμισής τους είτε λόγω του βάρους τους είτε λόγω
φυσικών φαινομένων (μεταβολές θερμοκρασίας, άνεμοι). Το σημαντικότερο
πρόβλημα που αντιμετώπιζαν οι κατασκευαστές ήταν ότι όσο μεγαλύτερο είναι το
κάτοπτρο τόσο ισχυρότερη τάση έχει να παραμορφώνεται καθώς περιστρέφεται. Γι
αυτό έχουν ενσωματωμένα συστήματα αισθητήρων που παρακολουθούν την
παραμόρφωσή τους και τη διορθώνουν (ενεργός οπτική) φτάνοντας σε διακριτική
ικανότητα έως και 0.2′′ υπό ιδανικές συνθήκες παρατήρησης.
Ακόμα όμως κι ένα μεγάλης διαμέτρου επίγειο τηλεσκόπιο τέλειο
κατασκευαστικά δε θα μπορεί να έχει πολύ καλύτερη γωνιακή διακριτική
ικανότητα από ένα μικρότερο λόγω ατμοσφαιρικής διαταραχής. Κάθε στρώμα της
ατμόσφαιρας λόγω των διαφορετικών συνθηκών χαρακτηρίζεται από το δικό του
δείκτη διάθλασης με αποτέλεσμα η φωτεινή δέσμη να κάμπτεται σε διαφορετικές
γωνίες μέχρι να φτάσει στη Γη. Επιπλέον η ατμόσφαιρα βρίσκεται σε διαρκή
κίνηση (τυρβώδη) αφού κάθε στρώμα αέρα σε διαφορετικό ύψος κινείται με
διαφορετική ταχύτητα οπότε και το ποσό διάθλασης της φωτεινής δέσμης σε κάθε
στρώμα διαρκώς μεταβάλλεται. Το τελικό αποτέλεσμα είναι η μετακίνηση του
αστρικού ειδώλου. Το φαινόμενο εντείνεται όσο μεγαλύτερη είναι η ποσότητα της
ατμόσφαιρας που παρεμβάλλεται, γι αυτό και τα οπτικά τηλεσκόπια βρίσκονται
στις κορυφές υψηλών βουνών (Σχήμα 4.11) .
Η ποιότητα των αστρονομικών παρατηρήσεων που οφείλεται σε αυτήν
Σχήμα .
Η μετακίνηση των αστρικών ειδώλων λόγω ατμοσφαιρικών διαταραχών.
108 T Α Τ Η Λ Ε Σ Κ Ο Π Ι Α
χαρακτηρίζεται από το αστρονομικό seeing της δεδομένης νύχτας και καθορίζει τον
κύκλο μέσα στον οποίο διασπείρεται το φως μιας σημειακής πηγής. Χωρίς την
εφαρμογή ιδιαίτερης τεχνικής το σύνηθες παρατηρησιακό όριο είναι 1 για
μια καλή νύχτα και στις ατμοσφαιρικές συνθήκες της κορυφής βουνών οι οποίες
επιλέγονται για τα σύγχρονα τηλεσκόπια όπως είναι το Ευρωπαϊκό Βόρειο
Αστεροσκοπείο στις Άνδεις (Χιλή). Προς αποφυγή της ατμοσφαιρικής επίδρασης
τοποθετήθηκε το 1.990 το Διαστημικό τηλεσκόπιο Hubble των 2.4 στο διάστημα
επιτυγχάνοντας γωνιακή διακριτική ικανότητα 0.05 .
Με την είσοδο ενός μικρού ευμετάβλητου κατόπτρου στη διαδρομή του φωτός
μέσα στο τηλεσκόπιο ή ξεχωριστά πίσω από την εστία του μετράται (με τη
βοήθεια μικρών εμβόλων) η παραμόρφωση που επιφέρει η γήινη ατμόσφαιρα και
εφαρμόζονται οι κατάλληλες διορθώσεις (αντίστροφη παραμόρφωση) ώστε να
επιτυγχάνεται την καλύτερη δυνατή αποκατάσταση της αστρικής εικόνας
επανέρχεται στην ίδια κατάσταση (πληροφορία) που είχε το ηλεκτρομαγνητικό
κύμα πριν την είσοδό του στην ατμόσφαιρα προσαρμοστική οπτική). Για την
ακρίβεια της μεθόδου απαιτείται η παρακολούθηση μιας φωτεινής πηγής κοντά
στο παρατηρούμενο αντικείμενο κι επειδή αυτό δεν είναι πάντα εφικτό (για μικρά
πεδία) χρησιμοποιούνται τεχνητές φωτεινές πηγές με laser (90 km πάνω από την
επιφάνεια της Γης).
Θα πρέπει να σημειωθεί ότι για να περιοριστεί παραμόρφωση από το βάρος
των μεγάλων κατόπτρων στα σύγχρονα τηλεσκόπια σχηματίζεται μία μεγάλη
συλλεκτική επιφάνεια με τη χρήση μικρότερων επιμέρους κατόπτρων ενώ ακόμα
πιο πρωτοποριακή υπήρξε η κατασκευή υγρών κατόπτρων από υδράργυρο.
4.4 Καταγραφή εικόνας
Οι αστρονομικές παρατηρήσεις απαιτούν πάντα τη σύζευξη του τηλεσκοπίου με
ένα κατάλληλο ανιχνευτικό σύστημα. Έτσι για άμεση οπτική παρατήρηση
απαιτείται η σύζευξη τηλεσκοπίου‐οφθαλμού, όπως φαίνεται από το σχέδιο του
νεφελώματος Helix όπως φαίνεται στον προσοφθάλμιο του τηλεσκοπίου ενώ για
την καταγραφή της παρατηρούμενης εικόνας απαιτείται η σύζευξη τηλεσκοπίου –
φωτογραφικής κάμερας ή κάμερας CCD η οποία έχει την καλύτερη δυνατή
απόκριση σε σχέση με τους άλλους ανιχνευτές, όπως φαίνεται στην εικόνα του
ίδιου νεφελώματος (μετά από επιπρόσθεση πολλών εικόνων σε διαφορετικά
φίλτρα).
Πέρα από την κλασική μέθοδο της φωτογραφίας με την οποία καταγράφεται
μόνο το 5% του φωτός, η πληροφορία (90%) ανιχνεύεται με CCD κάμερα που
προσαρμόζεται στην έξοδο του τηλεσκοπίου και αναπαράγεται ηλεκτρονικά μέσω
ΓΕΝΙΚΑ ΧΑΡΑΚΤΗΡΙΣΤΙΚΑ ΤΩΝ ΤΗΛΕΣΚΟΠΙΩΝ 109
Σχήμα 4.12
Πάνω: To νεφέλωμα Helix ( ) στο οπτικό και ( ) με επεξεργασία σε διάφορα φίλτρα.
Κάτω: Το σμήνος 136 ( ) από τη Γη ( ) από το HST πριν τη διόρθωση και χωρίς
επεξεργασία ( ) από το HST μετά την επεξεργασία και ( ) μετά τη διόρθωση του HST
υπολογιστή. Μια κάμερα CCD είναι ένας ανιχνευτής συζευγμένου φορτίου που
αποτελείται από διατεταγμένα στοιχεία ημιαγώγιμου υλικού ευαίσθητου στο φως
(πυρίτιο) ώστε κάθε φορά που πέφτουν πάνω τους φωτόνια (από τη φωτεινή πηγή)
απελευθερώνονται ηλεκτρόνια (σε αναλογία με τα φωτόνια). Η σύγχρονη
μέθοδος επεξεργασίας εικόνας (image processing) καθιστά δυνατή την ανάδειξη των
επιμέρους χαρακτηριστικών των αστρονομικών αντικειμένων όπως φαίνεται
συγκριτικά στην απεικόνιση του σμήνους 136 ( ) από τη Γη, ( ) από το HST πριν
τη διόρθωσή του και χωρίς επεξεργασία εικόνας, ( ) από το HST με επεξεργασία
εικόνας και ( ) μετά τη διόρθωσή του (1.994) .
Για φωτομετρικές παρατηρήσεις (συνολική δηλαδή καταγραφή της
ακτινοβολίας) απαιτείται η σύζευξη τηλεσκοπίου CCD κάμερας και επεξεργασία
της εικόνας με ειδικά αστρονομικά λογισμικά πακέτα. Για φασματοσκοπικές
παρατηρήσεις που στοχεύουν στη λήψη και την καταγραφή του φάσματος μιας
αστρικής πηγής απαιτείται η σύζευξη τηλεσκοπίου – φασματογράφου.
110 T Α Τ Η Λ Ε Σ Κ Ο Π Ι Α
Σχήμα .
Η χρωματική ανάλυση του φωτός από ένα πρίσμα
ΓΕΝΙΚΑ ΧΑΡΑΚΤΗΡΙΣΤΙΚΑ ΤΩΝ ΤΗΛΕΣΚΟΠΙΩΝ 111
0.25 0.5
0.125
1
η οποία είναι πολύ καλύτερη από την αντί‐στοιχη ενός ραδιοτηλεσκόπιου των
25 στο 1
0.25 1 10
10
1
Για την επίτευξη καλύτερης διακριτικής ικανότητας χρησιμοποιείται το
φαινόμενο της συμβολής όπου με τη χρήση πολλών κεραιών που λειτουργούν
συγχρόνως, τη μέτρηση και το συν‐δυασμό των σχημάτων συμβολής από μακρινές
πηγές (σχήμα 4.14), κατασκευάζονται λεπτομερείς χάρτες της ραδιοφωνικής
εκπομπής, όπως συμβαίνει με την Πολύ Μεγάλη Διάταξη (Very Long Array, VLA)
στο Νέο Μεξικό όπου τα ραδιοτηλεσκόπια βρίσκονται πάνω σε σιδηροδρομικές
γραμμές για εύκολη αναδιάταξη.
Σχήμα .
Αριστερά: Μία συμβολομετρική διάταξη ραδιοτηλεσκοπίων.
Δεξιά: Η διάταξη τηλεσκοπίων VLA
112 T Α Τ Η Λ Ε Σ Κ Ο Π Ι Α
(α) (β) (γ) (δ)
Σχήμα 4.15
Τα επόμενα (2010‐2017) μεγάλα τηλεσκόπια (α) το Γιγάντιο Τηλεσκόπιο Μαγγελάνος
των 25.2 m (με 7 κάτοπτρα των 8.4 m) (β) το Τηλεσκόπιο των 30 m με 492 κάτοπτρα των
1.44 m και (γ) το Ευρωπαϊκό Υπερβολικά Μεγάλο Τηλεσκόπιο των 42 m με 984 κάτοπτρα
των 1.45m. Για λόγους σύγκρισης παρατίθεται ο πύργος Big‐Ben ύψους 96.6 m.
ΓΕΝΙΚΑ ΧΑΡΑΚΤΗΡΙΣΤΙΚΑ ΤΩΝ ΤΗΛΕΣΚΟΠΙΩΝ 113
ενέργειας απορροφώνται όταν προσπέσουν στην επιφάνεια ενός κατόπτρου και τη
διαπερνούν – όπως όταν μία σφαίρα εισχωρεί σε ένα τοίχο. Όπως όμως οι
σφαίρες όταν χτυπήσουν τον τοίχο υπό γωνία αναπηδούν, έτσι και οι ακτίνες
αναπηδούν όταν προσπέσουν στο κάτοπτρο υπό μικρή γωνία. Γι αυτό το λόγο τα
κάτοπτρα των σύγχρονων τηλεσκοπίων ακτίνων (Chandra) μοιάζουν
περισσότερο με γυάλινους κυλίνδρους (ώστε να είναι σχεδόν ευθυγραμμισμένα με
τις προσπίπτουσες ακτίνες ) παρά σαν τα πιάτα των κλασσικών οπτικών
τηλεσκοπίων. Τα κάτοπτρα εστιάζουν τα φωτόνια σε προηγμένους ανιχνευτές οι
οποίοι καταγράφουν τη θέση, την ενέργεια των φωτονίων και μετά την ανάλυση
των δεδομένων ανασυστήνονται οι εικόνες των ουράνιων αντικειμένων τα οποία
τα εξέπεμψαν.
Πίνακας 4.1
Τα μεγαλύτερα οπτικά τηλεσκόπια
Διάμετρος(m) Όνομα Θέση Σχόλια
Gran Αστεροσκοπείο del Roque de los
La Palma, Κανάριοι
10.4 Telescopio Muchachos, τεχνική πολλαπλών
Νήσοι, Ισπανία
Canarias κατόπτρων με βάση το Keck
Keck Το κάθε κάτοπτρο αποτελείται από 36
κορυφή ηφαιστείου εξαγωνικά τμήματα. Ανεξάρτητα
10.0
Keck II Maunα Kea, Χαβάη τηλεσκόπια αλλά και συνδυασμένα με
την τεχνική της συμβολομετρίας
Αστεροσκοπείο
~10 SALT βασισμένο στο σχέδιο του HET
Νότιας Αφρικής
Hobby-Eberly Ορος Fowlkes, οικονομικό, τεχνική πολλαπλών
9.2
(ΗΕΤ) Τέξας κατόπρων, μόνο για φασματοσκοπία
δύο κάτοπτρα των 8.4-m mirrors που
Large
Όρος Graham, ισοδυναμούν με ένα των 11.8m και
8.4 Binocular
Αριζόνα διακριτικής ικανότητας ενός κατόπτρου
Telescope
των 23-m
κορυφή ηφαιστείου
8.3 Subaru NAOJ
Mauna Kea , Χαβάη
Antu
Kueyen ξεχωριστά ή συνδυασμένα για το
8.2 Cerro Paranal, Χιλή
Melipal συμβολόμετρο VLT
Yepun
κορυφή ηφαιστείου
Gillett Gemini North
8.1 Mauna Kea , Χαβάη
Gemini South Cerro Pachon, Χιλή δίδυμο του Gemini North
114 T Α Τ Η Λ Ε Σ Κ Ο Π Ι Α
Όρος Hopkins,
MMT
Αριζόνα
6.5 Magellan I; Αστεροσκοπείο Las
Walter Baade
La Serena, Χιλή Campanas.
Landon Clay Magellan II
Bolshoi
Nizhny Arkhyz,
Teleskop Large Altazimuth Telescope
Ρωσία
6.0 Azimutalnyi
Βρετανική Τεχνολογία υγρού κατόπτρου, μόνο στο
LZT
Κολομβία, Καναδάς ζενίθ, UBC
Ορος Palomar ,
5.0 Hale
Καλιφόρνια
(Πληροφορίες από http://bill.nineplanets.org/arnett.html, )
5
Το ηλιακό σύστημα
5.1 Γενικά χαρακτηριστικά
Το σύγχρονο ηλιακό σύστημα σύμφωνα με την Διεθνή Αστρονομική Ένωση
(International Astronomical Union, IAU) αποτελείται από τον Ήλιο και όλα τα
σώματα που υπόκεινται στη βαρυτική του επίδραση και περιφέρονται γύρω από
αυτόν. Αυτά είναι:
1. οι πλανήτες με σειρά αυξανομένης απόστασης από τον Ήλιο: Ερμής,
Αφροδίτη, Γη, Άρης, Δίας, Κρόνος, Ουρανός και Ποσειδώνας.
2. μια καινούρια κατηγορία ουράνιων σωμάτων, οι νάνοι πλανήτες (dwarf
planets) στην οποία ανήκουν ο Πλούτωνας (που μέχρι σήμερα θεωρείτο
πλανήτης), η Δήμητρα (που μέχρι σήμερα θεωρείτο αστεροειδής) και η
Έριδα (αντικείμενο γνωστό με το όνομα 2003 UΒ313, πέρα από την τροχιά
του Ποσειδώνα).
3. Οι δορυφόροι των πλανητών (όπως η Σελήνη είναι δορυφόρος της Γης)
4. Πολλά άλλα μικρά σώματα (αστεροειδείς, σώματα της ζώνης Kuiper,
κομήτες,).
Τί είναι ένας πλανήτης;
Καθοριστικός παράγοντας για να θεωρηθεί ένα ουράνιο σώμα πλανήτης είναι η
βαρύτητα. Σύμφωνα με τoν επίσημο ορισμό της Διεθνούς Αστρονομικής Ένωσης
στις πλανήτης είναι ένα ουράνιο σώμα το οποίο:
1. Βρίσκεται σε τροχιά γύρω από τον Ήλιο.
2. Έχει την κρίσιμη μάζα ώστε λόγω της ιδιοβαρύτητάς του να βρίσκεται σε
υδροστατική ισορροπία και να συγκροτείται σε ένα ενιαίο σφαιρικό σώμα .
3. έχει «καθαρίσει» την περιοχή της τροχιάς του από άλλα παρόμοια
αντικείμενα και δεν είναι ούτε αστέρι, ούτε δορυφόρος κάποιου πλανήτη
(δηλαδή, λόγω της βαρυτικής του επίδρασής δεν υπάρχουν άλλα ουράνια
σώματα παρόμοιου μεγέθους κατά μήκος της τροχιάς του).
Από την εποχή της ανακάλυψής του (1930) ο Πλούτωνας θεωρείτο ο πιο
μακρινός, μικρός και ψυχρός πλανήτης του ηλιακού συστήματος αλλά με την
ανακάλυψη κι άλλων σωμάτων παρόμοιων ή μεγαλύτερων διαστάσεων, το
116
Σχήμα 5. 1 Οι Γεωειδείς πλανήτες και η Σελήνη (NASA)
• Αέριους πλανήτες ή τύπου Διός λόγω της ομοιότητάς τους με το Δία (Δίας,
Κρόνος, Ουρανός, Ποσειδώνας) που αποτελούνται από παγετώδη υλικά,
όπως απλές ενώσεις των , , και κυρίως νερό , αμμωνία ) και
μεθάνιο ) που εξαερώνονται εύκολα (πτητικά υλικά) και αέρια, όπως το
υδρογόνο (σε ελεύθερη μορφή και όχι σε χημική ένωση με άλλα στοιχεία)
το οποίο είναι και το πιο άφθονο κοσμικό στοιχείο και ήλιο.
1
To διοξείδιο του πυριτίου (silica) στη Γη αποτελεί το πιο άφθονο ορυκτό του στερεού
φλοιού της Γης (δηλαδή της λιθόσφαιρας) αφού βρίσκεται στη φύση στην άμμο
(χαλαζίας, quartz)
117
Θα μπορούσαμε να πούμε ότι συνολικά το ηλιακό σύστημα αποτελείται από
εσωτερικούς γεωειδείς πλανήτες , τη ζώνη των αστεροειδών που αποτελείται
από μικρά πέτρινα σώματα, τους τέσσερις αέριους γίγαντες πλανήτες τύπου
Δίας Κρόνος Ουρανός Ποσειδώνας
Σχήμα 5. 2: ¨Οι πλανήτες τύπου Διός (NASA)
Διός και μία δεύτερη περιοχή πέρα από τον Πoσειδώνα, τη ζώνη Kuiper που
αποτελείται από μικρά παγωμένα σώματα (πιθανούς νάνους πλανήτες).
5.1.2 Τροχιακά χαρακτηριστικά των πλανητών
Η απόσταση μεταξύ των πλανητών αυξάνει καθώς αυξάνεται η απόσταση τους
από τον Ήλιο και πολλές προσπάθειες έχουν γίνει ώστε να βρεθεί ένας κανόνας
από τον οποίο να προκύπτει. Ο πιο γνωστός είναι η μαθηματική σχέση που
διατύπωσαν το 1766 οι Γερμανοί αστρονόμοι Bode, Titius για την απόσταση α από
τον Ήλιο (σε αστρονομικές μονάδες, ΑU), των πέντε γνωστών από την αρχαιότητα
πλανητών (Ερμή, Αφροδίτη, Άρη, Δία και Κρόνο) η οποία είναι γνωστή ως νόμος
των Bode‐ Titius (παρόλο που δεν είναι φυσικός νόμος):
α = 0.4+0.3 κ
για κ=0 για τον Ερμή και τις δυνάμεις του 2 για τους υπόλοιπους πλανήτες.
Ο νόμος αυτός προέβλεπε την ύπαρξη και άλλων πλανητών άγνωστων για εκείνη
την εποχή σε αποστάσεις 2.8 και 19.2 AU Στις αποστάσεις αυτές ανακαλύφθηκαν
αργότερα ο αστεροειδής Δήμητρα (1801) και ο πλανήτης Ουρανός (1782)
αντίστοιχα.
118
Όλοι οι πλανήτες περιφέρονται σε ελλειπτικές τροχιές μικρής όμως εκκεντρότητας
(σχεδόν κυκλικές) γύρω από τον Ήλιο που περιγράφονται από τους τρεις νόμους
του Kepler, στο επίπεδο της γήινης τροχιάς, της εκλειπτικής, με μεγαλύτερη
απόκλιση αυτή της τροχιάς του Ερμή (απόκλιση ~7ο). Αυτό σημαίνει ότι το
τετράγωνο της περιόδου κάθε πλανήτη είναι ανάλογο με τον κύβο της τροχιακής
του ακτίνας (P2 = R3) όπως φαίνεται στον Πίνακα 5.1
Σχήμα 5.3
Πάνω: Οι τροχιές των εσωτερικών (αριστερά) και των εξωτερικών πλανητών (δεξιά).
Κάτω: Οι κλίσεις των τροχιών των πλανητών.
119
Πίνακας 5.1
Ακτίνα
Περίοδος
Πλανήτης τροχιάς P2 / R3
P
R
Αυτή η κίνηση οφείλεται στο γεγονός ότι όσο πιο κοντά είναι ένας πλανήτης στον
Ήλιο, τόσο πιο γρήγορα πρέπει να περιστρέφεται για να αντιστέκεται στη
βαρυτική του έλξη (και φυσικά για να μην συνθλιβεί πάνω του ).
Εξαίρεση αποτελούσε μέχρι σήμερα ο Πλούτωνας που έχει ελλειπτική τροχιά
μεγάλης εκκεντρότητας και μεγάλης γωνίας κλίσης ( ) σε σχέση με τις υπό‐
λοιπες.
Ο χρόνος που χρειάζεται ένας πλανήτης για να ολοκληρώσει μία πλήρη περιφορά
ονομάζεται έτος του πλανήτη. Όλοι οι πλανήτες περιφέρονται κατά την ίδια
διεύθυνση – αντίθετα με τη φορά των δεικτών του ρολογιού για έναν παρατηρητή
που βρίσκεται έξω από το ηλιακό σύστημα, στον υποθετικό βόρειο πόλο του Ήλιου
(ορθή φορά). Κατά την ίδια φορά περιστρέφεται και ο Ήλιος γύρω από τον άξονά
του ο οποίος είναι κεκλιμένος ως προς την κάθετο στο επίπεδο της εκλειπτικής.
Εκτός από την περιφορά του γύρω από τον Ήλιο, κάθε πλανητικό σώμα του
ηλιακού συστήματος περιστρέφεται γύρω από έναν νοητό άξονα που περνάει από
το κέντρο μάζας του. Οι περισσότεροι πλανήτες περιστρέφονται κατά την ίδια
φορά με τη φορά περιφοράς (με εξαίρεση τον Ουρανό και την Αφροδίτη) με
περίοδο περιστροφής που κυμαίνεται μεταξύ και ώρες (με εξαίρεση τον Ερμή
και την Αφροδίτη). Αναλυτικά τα χαρακτηριστικά τους φαίνονται στον Πίνακα
(5.2).
Η περίοδος περιστροφής ενός πλανήτη προσδιορίζεται με μέτρηση της
μετατόπισης Doppler ανακλώμενων ραδιοφωνικών παλμών στην επιφάνειά του ή
με την παρακολούθηση της κίνησης των νεφών της ατμόσφαιράς, ή κάποιας
χαρακτηριστικής μορφολογίας πάνω στην επιφάνεια του. Η περίοδος περιστροφής
120
κάθε πλανήτη δηλαδή ο χρόνος που χρειάζεται ένας πλανήτης για μια πλήρη
περιστροφή γύρω από τον άξονά του (αστρική ημέρα) στους περισσότερους
Σχήμα 5.4 : Λόξωση των πλανητών ( Copyright 2008 by Calvin J. Hamilton)
συμπίπτει με την διάρκεια της ηλιακής ημέρας με εξαίρεση τον Ερμή που η
περίοδος περιστροφής του (περίπου 59 γήινες ημέρες ) είναι το 1/3 της ημέρας του
(176 ημέρες) και τα 2/3 της τροχιακής του περιόδου δηλαδή του έτους του (περίπου
88 γήινες ημέρες). Αυτό σημαίνει ότι μία ημέρα διαρκεί όσο 3 περιστροφές ή 2 έτη
του. Η Αφροδίτη περιστρέφεται κατά την ανάδρομη φορά και η διάρκεια της
ημέρας (117 γήινες ημέρες) είναι πολύ μικρότερη από την περίοδο περιστροφής της
(243 γήινες ημέρες) κι από το έτος της (225 γήινες ημέρες).
Ο άξονας περιστροφής κάθε πλανήτη παρουσιάζει λόξωση σχηματίζει δηλαδή μία
μικρή γωνία με την κάθετο στο επίπεδο της τροχιάς του (κλίση του άξονα
περιστροφής) στην οποία οφείλεται και το φαινόμενο των εποχών. Τη μεγαλύτερη
λόξωση έχει ο πλανήτης Ουρανός του οποίου ο άξονας είναι τόσο κεκλιμένος ώστε
ο άξονας περιστροφής του να συμπίπτει σχεδόν με το επίπεδο της τροχιάς του
(σχήμα 5.4).
Πίνακας 5.2
Απόσταση Ακτίνα Μάζα Περιστροφή Δορυ Κλίση Εκκεντρό Λόξωση Πυκνό
(AU) (ακτίνα (μάζα (γήινη ημέρα) φόροι τροχιάς τητα τητα
Γής) Γης) (g/cm3)
332,8
Ήλιος 0 109 25-36 9 --- --- --- 1.410
00
Ερμής 0.39 0.38 0.05 58.8 0 7 0.2056 0.1° 5.43
Αφροδίτη 0.72 0.95 0.89 244 0 3.394 0.0068 177.4° 5.25
Γη 1.0 1.00 1.00 1.00 1 0.000 0.0167 23.45° 5.52
Άρης 1.5 0.53 0.11 1.029 2 1.850 0.0934 25.19° 3.95
Δίας 5.2 11 318 0.411 16 1.308 0.0483 3.12° 1.33
Κρόνος 9.5 9 95 0.428 18 2.488 0.0560 26.73° 0.69
Ουρανός 19.2 4 17 0.748 15 0.774 0.0461 97.86° 1.29
Ποσειδώνας 30.1 4 17 0.802 8 1.774 0.0097 29.56° 1.64
Πλούτωνας 39.5 0.18 0.002 0.267 1 17.15 0.2482 119.6° 2.03
121
5.1.3 Εποχές
Όπως έχει αναφερθεί στην περίπτωση της Γης, η περιστροφή ενός πλανήτη γύρω
από τον άξονα του υπό γωνία σε σχέση με το επίπεδο περιφοράς του γύρω από τον
Ήλιο, προκαλεί την άνιση θέρμανση του πλανήτη. Μία παρόμοια κλίση του άξονα
του Άρη με αυτόν της Γης, του προσδίδει ένα πρότυπο εποχών παρόμοιο με αυτό
της Γης. Ωστόσο εξαιτίας της με‐γαλύτερης τροχιακής περιόδου ( έτος στον Άρη
ισούται με γήινες ημέρες) η διάρκεια κάθε εποχής είναι σχεδόν η διπλάσια
Η ασυνήθιστη κλίση του Ουρανού δημιουργεί εξαιρετικά μεγάλες εποχές. Κατά
την κίνηση του πλανήτη γύρω από τον Ήλιο, κάθε πόλος του δέχεται επί γήινα
έτη το ηλιακό φως και για άλλα τόσα έχει νύχτα (τροχιακή περίοδος γήινα έτη).
Ωστόσο η θερμοκρασία του δεν μεταβάλλεται με τις εποχές επειδή ο Ουρανός
βρίσκεται πολύ μακριά από τον Ήλιο.
Ο Ποσειδώνας αν και περιστρέφεται γύρω από τον άξονά του με την ίδια
περίπου γωνία κλίσης από την κατακόρυφο με αυτή της Γης (ίδια περίπου
λόξωση), η μεγάλη του απόσταση από τον Ήλιο του στερεί παρόμοιο κύκλο επο‐
χών.
5.2 Δομή του εσωτερικού των πλανητών
Η διερεύνηση της δομής του εσωτερικού των πλανητών, δηλαδή τα υλικά από το
οποίο από‐τελείται ένας πλανήτης βασίζεται σε πληροφορίες που παίρνουμε από
έμμεσες παρατηρήσεις, με βάση τις οποίες κατασκευάζεται μία σειρά πιθανών
θεωρητικών μοντέλων. Αυτές είναι:
1. Η μέση πυκνότητά του , ο λόγος δηλαδή της μάζας του προς τον όγκο
που καταλαμβάνει αυτή, δηλαδή
m
ρ=
V
Ο όγκος υπολογίζεται με βάση την ακτίνα του πλανήτη υποθέτοντας ότι αυτός
είναι σφαιρικός
4
V = π R3
3
ενώ η ακτίνα του υπολογίζεται
• από το είδωλό του που παρατηρείται με τη βοήθεια τηλεσκοπίου και
μικρομέτρου ή φωτογραφικής συσκευής ή
• από το χρόνο που κάνει ένα διαστημόπλοιο, το οποίο κινείται σε γνωστή
τροχιά, να διανύσει το αόρατο από τον γήινο παρατηρητή μέρος του
πλανήτη (χρόνο κατά τον οποίο δεν λαμβάνονται ραδιοσήματα από το
διαστημόπλοιο).
Η μάζα του πλανήτη υπολογίζεται με βάση τη βαρυτική επίδραση που έχει
πάνω σε ένα άλλο σώμα που μπορεί να είναι
• δορυφόρος του με μάζα (από τον τρίτο νόμο του Kepler)
122
4πα 3
M=
GP 2
• διαστημόπλοιο που περνά κοντά του (από την απόκλιση της τροχιάς του)
και
• από τις διαταραχές που προκαλεί στις τροχιές των γειτονικών πλανητών.
Οι τιμές της υπολογιζόμενης μέσης πυκνότητας και των άλλων φυσικών
παραμέτρων των πλανητών του ηλιακού μας συστήματος και της Σελήνης
περιλαμβάνονται στον Πίνακα 5.3, o οποίος δείχνει ότι οι εσωτερικοί πλανήτες
έχουν μέση πυκνότητα περίπου ενώ οι εξωτερικοί περίπου .
Εάν ένα σώμα έχει πυκνότητα μικρότερη από αποτελείται εξ΄
ολοκλήρου από παγωμένα πτητικά υλικά δηλαδή νερό, αμμωνία, διοξείδιο του
άνθρακα και μεθάνιο ενώ εάν είναι μικρότερη από αποτελείται κυρίως
από αέρια. Εάν η πυκνότητα είναι μεγαλύτερη από αποτελείται
αποκλειστικά από πετρώδη υλικά. Εάν είναι πάνω από θα πρέπει να
υπάρχει ένας πυρήνας από σίδηρ0 και νικέλιο στο εσωτερικό του σώματος ενώ εάν
είναι μεταξύ από‐τελείται από μείγμα λίθινων και παγωμένων υλι‐
κών.
Για τη δημιουργία ενός θεωρητικού μοντέλου συμβατού με την παρατηρούμενη
μέση πυκνότητα, απαιτείται η εύρεση της κατανομής της πυκνότητας και
κατά συνέπεια της κατανομής της μάζας στο εσωτερικό του πλανήτη. Αυτή
προσεγγίζεται υπολογίζοντας παράγοντες που εξαρτώνται από τη ροπή
αδρανείας του πλανήτη οι οποίοι προσδιορίζονται παρατηρησιακά με βάση το
«πεπλατυσμένο» του πλανήτη στο οποίο οδηγείται λόγω της ίδιας της περι‐
στροφής του (ταχεία περιστροφή οδηγεί σε ισχυρή συμπίεση των πόλων και
πλάτυνση κατά μήκος του ισημερινού). Για τους πλανήτες Γη, Άρη, Δία και Κρόνο
και τη Σελήνη για τους οποίους υπάρχουν σημαντικά παρατηρησιακά δεδομένα, η
κατανομή της πυκνότητας δείχνει μία ταχεία αύξηση προς το κέντρο, γεγονός
που υποδηλώνει
• ανομοιογενή σύνθεση και
• τάση των πιο πυκνών υλικών να συγκεντρώνονται προς το κέντρο λόγω
βαρύτητας.
Η παραδοχή ενός πυρήνα από σίδηρο και νικέλιο στα μοντέλα του εσωτερικού της
Γης στοιχειοθετείται από τη διαφορά της μέσης πυκνότητας της Γης ( )
από την πυκνότητα των πυριτικών πετρωμάτων του φλοιού ( ) της,
γεγονός που υποδηλώνει την ύπαρξη πυρήνα από υλικό μεγάλης πυκνότητας. Το
πιο πιθανό υλικό είναι ο σίδηρος που είναι και το αφθονότερο βαρύ στοιχείο στο
Σύμπαν (ο σίδηρος έχει πυκνότητα 7.8 gr/cm3).
123
2. Η μελέτη σεισμικών κυμάτων. Μία άλλη σημαντική μέθοδος διερεύνησης της
δομής του εσωτερικού των γεωειδών πλανητών στηρίζεται στη μελέτη της
σεισμικής δραστηριότητας ενός πλανήτη, της διάδοσης δηλαδή των ελαστικών
κυμάτων που δημιουργούνται είτε στο εσωτερικό του (σεισμός ή τεχνητή έκρηξη) ή
στην επιφάνειά του (πρόσπτωση μετεωρίτη ή έκρηξη βόμβας). Τα κύματα
καταγράφονται από ειδικά όργανα (σεισμογράφοι) και διακρίνονται σε κύματα
που καταγράφονται πρώτα (primary) γιατί κινούνται με διπλάσια ταχύτητα και
κύματα που έπονται χρονικά και καταγράφονται αργότερα (secondary). Τα
κύματα P είναι διαμήκη δηλαδή διαδίδονται όπως τα ηχητικά κύματα στον αέρα,
παράλληλα προς την διεύθυνση
ταλαντώσεως, σε οποιοδήποτε μέσο.
Αντίθετα τα κύματα είναι εγκάρσια,
Διάθλαση διαδίδονται δηλαδή κάθετα προς την
κυμάτων διεύθυνση ταλαντώσεως, και μόνο
Ρευστός διαμέσου των στερεών (Σχήμα 5.5). Η
Πυρήνας τυπική ταχύτητα αυτών των κυμάτων
κύματα είναι της τάξης των και
κύματα μεταβάλλεται ανάλογα με την
πυκνότητα του μέσου μέσα στο οποίο
διαδίδονται. Έτσι παρατηρώντας τις
μεταβολές τόσο στην ταχύτητα όσο και
Σχήμα 5.5 στη διεύθυνση διαδόσεως, εξάγονται
Η διάδοση σεισμικών κυμάτων στο συμπεράσματα σχετικά με τις φυσικές
εσωτερικό ενός πλανήτη.
ιδιότητες του εσωτερικού του
μελετούμενου πλανήτη όπως στην
περίπτωση της Γης, της Σελήνης, αλλά
και του Άρη (για τον οποίο υπάρχουν λιγότερα σεισμικά δεδομένα). Στην
περίπτωση της Γης η ασυνεχής ελάττωση της ταχύτητας των σεισμικών κυμάτων
από στα που παρατηρείται σε βάθος 2920 km δείχνει την
ύπαρξη εξωτερικού μεταλλικού πυρήνα κάτω από τον μανδύα. Η απουσία
παρατήρησης σεισμικών κυμάτων πέρα από αυτή την ασυνέχεια οδηγεί στο
συμπέρασμα ότι ο εξωτερικός πυρήνας βρίσκεται σε ρευστή κατάσταση ενώ η
παρατήρησης της διά‐δοσης των σεισμικών κυμάτων σε μεγαλύτερο βάθος
υποδηλώνει την παρουσία εσωτερικού πυρήνα σε στερεή κατάσταση. Έτσι ο
εσωτερικός στερεός πυρήνας (ακτίνας περίπου ) αποτελείται κυρίως από
σίδηρο και νικέλιo ενώ ο εξωτερικός (ακτίνας περίπου ) από ρευστό σίδηρο
και νικέλιο αναμεμειγμένα πιθανώς με άλλα ελαφρύτερα υλικά όπως θείο ή
οξυγόνο (αναγκαία για να υπάρχει πλήρης συμφωνία με την παρατηρούμενη τιμή
πυκνότητας) ενώ ο πλαστικός μανδύας εκτείνεται σε ένα βάθος περίπου 2890 km
και αποτελείται από υλικά πλούσια σε σίδηρο και μαγνήσιο. Άλλη μια ασυνέχεια
στην ταχύτητα διάδοσης των σεισμικών κυμάτων συνιστά το όριο μανδύα – φλοιού
( ), γνωστή ως ασυνέχεια Moho και οφείλεται στην αλλαγή της σύστασης
των πετρωμάτων.
Άλλη εκδήλωση της σεισμικής δραστηριότητας ενός πλανήτη είναι η
παρατηρούμενη μετά από ισχυρούς σεισμούς, ελεύθερη ταλάντωση ολόκληρου
του πλανήτη με περιόδους πολύ μεγαλύτερες από την χαρακτηριστική περίοδο
των σεισμικών κυμάτων (της τάξεως των λίγων δευτερολέπτων) οι οποίες
124
εξαρτώνται από την κατανομή της πυκνότητας στο εσωτερικό του πλανήτη. Για τη
Γη οι περίοδοι τέτοιων ελεύθερων ταλαντώσεων κυμαίνονται μεταξύ 5‐55 λεπτών
και μετά από έναν ισχυρό σεισμό διαρκούν μερικές ημέρες.
3. H παρουσία μαγνητικού πεδίου. Το μαγνητικό πεδίο της Γης όπως και του
Ηλίου, ερμηνεύεται επιτυχώς από το μηχανισμό δυναμό που προϋποθέτει την
ύπαρξη υγρού στρώματος υψηλής αγωγιμότητας στο εσωτερικό του εντός του
οποίου λόγω περιστροφής δημιουργούνται ηλεκτρικά ρεύματα που ενισχύουν το
πρωτογενές ασθενές μαγνητικό τους πεδίο που προέρχεται αρχικά από τον
Γαλαξία. Μία από τις πιο επιτυχημένες εφαρμογές της θεωρίας του δυναμό ήταν η
πρόβλεψη των μαγνητικών πεδίων των άλλων πλανητών του Ηλιακού συ‐
στήματος. Έτσι η ανίχνευση μαγνητικού πεδίου σε έναν πλανήτη μπορεί να
Πίνακας 5.3*
)
)
Παράγοντας ροπής
πεδίο επιφάνειας (
πεδίο επιφάνειας (
αδράνειας ( )
(θεωρητικό)
(μετρήσεις)
Μαγνητικό
Μαγνητικό
Πλανήτες*
Ερμής
Αφροδίτη
Γη
Σελήνη
Άρης
Δίας
Κρόνος
Ουρανός
Ποσειδώνας
Πλούτωνας
*συμπεριλαμβανομένης και της Σελήνης
υποδηλώνει την παρουσία τέτοιων ρευστών στρωμάτων και η μέτρηση του μπορεί
να καθορίσει το μέγεθος και τη θέση τους.
Οι προβλεπόμενες τιμές των μαγνητικών πεδίων των πλανητών και της
Σελήνης καθώς και οι με‐τρούμενες από τις παρατηρήσεις (για λόγους σύγκρισης)
παρατίθενται στον Πίνακα 5.3. Όπως φαίνεται για όσους πλανήτες έχουν ανι‐
χνεύσιμο μαγνητικό πεδίο (εκτός από τον Άρη και την Αφροδίτη που έχουν πολύ
ασθενές) οι παραπάνω τιμές βρίσκονται σε καλή συμφωνία με τις μετρούμενες.
Από την παραπάνω σχέση είναι εμφανές ότι η τιμή του μαγνητικού πεδίου
125
καθορίζεται όχι μόνο από το είδος του ηλεκτρικά αγώγιμου ρευστού, αλλά και από
τις διαστάσεις και την ταχύτητα περιστροφής του πλανήτη. Έτσι το μαγνητικό
πεδίο της Γης αποδίδεται στην περιστροφή του εξωτερικού υγρού πυρήνα της ενώ
το ασθενές μαγνητικό πεδίο που παρατηρείται στον Ερμή, την Αφροδίτη
αποδίδεται στη βραδεία περιστροφή τους. Ο Άρης ίσως είναι πιο παχύρευστος και
ψυχρός.
Το ισχυρό μαγνητικό πεδίο ορισμένων εξωτερικών πλανητών, όπως του Δία, το
εγγενώς συνδεδεμένο με την ταχεία περιστροφή τους, οδηγεί σε θεωρητικά
μοντέλα στα οποία είναι απαραίτητη η παρουσία ζωνών υγρού υλικού μεγάλης
αγωγιμότητας (βλ. παρακάτω μοντέλο του Δία).
4. Διαφοροποίηση: Το φαινόμενο της διαστρωμάτωσης του εσωτερικού της Γης με
τα βαρύτερα υλικά να πέφτουν προς το κέντρο, παρατηρείται και στο εσωτερικό
και άλλων σωμάτων του ηλιακού συστήματος (πλανητών, δορυφόρων,
αστεροειδών) και οφείλεται στη θερμότητα του εσωτερικού. Η προσπίπτουσα
ηλιακή ακτινοβολία είναι αμελητέα πηγή θέρμανσης του εσωτερικού των
πλανητών γιατί δεν διαπερνά την εξωτερική επιφάνεια (στερεή επιφάνεια ή / και
ατμόσφαιρα) αλλά επανεκπέμπεται προς τα έξω (βλ. ). Οι κυριότερες πηγές
θέρμανσης του εσωτερικού είναι:
α. Η αρχική θερμότητα κατά το σχηματισμό του πλανήτη στα πρώτα στάδια
δημιουργίας που προέρχεται όπως και στην περίπτωση ενός αστέρα, από τη
βαρυτική συστολή των αρχικών συστατικών του. Για σώματα της ίδιας περίπου
πυκνότητας αυτά που έχουν μεγαλύτερη μάζα αναμένεται να έχουν
μεγαλύτερη αρχική θερμότητα, έτσι οι πλανήτες τύπου Διός κατά το
σχηματισμό τους θα πρέπει να ήταν πιο θερμοί από τους γεωειδείς πλανήτες.
Επειδή γενικά ο χρόνος ψύξης ενός πλανήτη είναι ανάλογος του μεγέθους του,
οι μικρότεροι ψύχθηκαν γρηγορότερα από την εναπομένουσα αρχική
θερμότητά τους.
β. Η ενέργεια από το διαχωρισμό των συστατικών τους (με τα πυκνότερα να
συγκεντρώνονται προς το κέντρο, διαδικασία διαφοροποίησης) που προέρχεται
από τη βαρυτική ενέργεια.
γ. Η ενέργεια από τη ραδιενεργή διάσπαση ισοτόπων, ιδιαίτερα των καλίου,
ουρανίου και θορίου τα οποία ήταν άφθονα στα πρώτα στάδια και η οποία
αποτελεί και την πηγή διατήρησης της θερμοκρασίας του εσωτερικού της Γης.
Θα πρέπει να σημειωθεί ότι η θερμοκρασία στο εσωτερικό ενός πλανήτη
αποκαθίσταται όταν ο ρυθμός εκλύσεως ενέργειας εξισωθεί με το ρυθμό
απώλειας ενέργειας από την εξωτερική του επιφάνεια. Ο ρυθμός απώλειας ενέρ‐
γειας εξαρτάται από το ρυθμό μεταφοράς της εκλυόμενης από το εσωτερικό
ενέργειας στην επιφάνεια του πλανήτη (που μπορεί να είναι και στην
ατμόσφαιρα) απ’ όπου η θερμότητα εκπέμπεται προς τα έξω συνεισφέροντας στην
επανεκπεμπόμενη ηλιακή ακτινοβολία. Στο Δία η παρατηρούμενη
ακτινοβολούμενη ενέργεια είναι σχεδόν διπλάσια απ’ όση δέχεται από τον Ήλιο
γεγονός που υποδηλώνει ότι θα πρέπει να προέρχεται από την εναπομένουσα
θερμότητά σχηματισμού του δηλαδή απ΄ τη βαρυτική συστολή του ενώ στον Κρόνο
είναι ακόμα μεγαλύτερη από του Δία και αποδίδεται σε άλλο εσωτερικός
ενεργειακό μηχανισμό.
Για τους γεωειδείς ο ρυθμός απώλειας ενέργειας είναι τόσο μικρός γιατί τα
εξωτερικά στερεά στρώματά εμποδίζουν τη μεταφορά θερμότητας προς τα έξω,
126
ώστε δεν λαμβάνεται υπόψη στην κατασκευή των μοντέλων του εσωτερικού τους.
Στη Γη η ροή θερμότητας από το εσωτερικό της προς την επιφάνεια είναι μόνο το
( ) της ενέργειας που λαμβάνει από τον Ήλιο.
Ο βαθμός θέρμανσης του εσωτερικού των πλανητών είναι σημαντικός για τη
γεωλογική τους δραστηριότητα αφού από αυτή εξαρτάται η μεταφορά θερμότητας
προς τα εξωτερικά στρώματα που αποτελεί σημαντικό παράγοντα διαμόρφωσης
της επιφάνειάς τους.
5.2.1 Το εσωτερικό των γεωειδών πλανητών.
Σύμφωνα με τα παραπάνω προκύπτει ότι η Γη όπως και όλοι οι γεωειδείς
πλανήτες, έχει διαφοροποιημένη δομή αποτελούμενη από φλοιό – μανδύα –
πυρήνα όπως προκύπτει κι από τις σεισμολογικές μελέτες. Γενικά στους γεωειδείς
πλανήτες η πυκνότητα αυξάνει αυξανομένων των διαστάσεων ενός σώματος,
υποδηλώνοντας ότι στους μεγαλύτερους πυρήνες υπάρχει μεγαλύτερη
περιεκτικότητα σιδήρου και νικελίου. Εξαίρεση αποτελεί ο Ερμής, του οποίου ο
πυρήνας σιδήρου είναι μεγαλύτερος από τον αναμενόμενο για έναν μικρό
πλανήτη. Επιπλέον όπως φαίνεται στο σχήμα 5.6 ο μανδύας και ο πυρήνας έχουν
και τηγμένα και στερεά τμήματα κι άρα πιθανόν οι γεωειδείς πλανήτες να ήταν
κάποτε όλοι σε ρευστή μορφή και τα πυκνότερα υλικό να κατακάθισαν στον
πυθμένα καθώς ψύχονταν. Από την άμεση εμπειρία μας γνωρίζουμε ότι οι
επιφάνειες αυτών των πλανητών είναι στερεές. Το ασθενές μαγνητικό πεδίο του
Ερμή παρά τη βραδεία περιστροφή του οδηγεί σε μοντέλο με μεγάλο για τις
διαστάσεις του πυρήνα σιδήρου που στο παρελθόν ήταν ρευστός. Η Σελήνη λόγω
της απουσίας μαγνητικού πεδίου και της πυκνότητάς της που υποδεικνύει ότι είναι
πετρώδης, δεν έχει μεταλλικό πυρήνα.
5.2.2 Μοντέλα του εσωτερικού πλανητών τύπου Διός.
Σε αντίθεση με τους γεωειδείς που αποτελούνται από πετρώματα και μέταλλα,
το εσωτερικό των πλανητών τύπου Διός είναι τελείως διαφορετικό και βρίσκεται
κυρίως σε υγρή φάση. Ο Δίας και ο Κρόνος έχουν παρόμοια περιεκτικότητα (
υδρογόνο, ήλιο αντίστοιχα κατά μάζα) ενώ ο Ουρανός και ο Ποσειδώνας
μικρότερη. Επειδή τα παρατηρησιακά δεδομένα είναι λιγότερα τα μοντέλα του
εσωτερικού είναι πιο αβέβαια. Οι επιφάνειές τους δεν είναι στέρεες και τα αέρια
υλικά τους συμπυκνώνονται κι αλλάζουν φάση στις θερμοκρασίες και στις πιέσεις
που χαρακτηρίζουν το εσωτερικό τους όπως φαίνεται στο σχήμα 5.7.
127
( )
( ) ( )
( ) ( ) ( ) ( )
( )
Μανδύας Αέριες ατμόσφαιρες
Υγρό μοριακό υδρογόνο
( ) Υγρό μεταλλικό υδρογόνο
Πάγοι ( , , )
Στερεοί μεταλλικοί Ρευστός πυρήνας
πυρήνες σιδήρου Πυριτικά πετρώματα και μέταλλα
Λόγω της χαμηλής πίεσης και της υψηλής θερμοκρασίας τα μοντέλα των
πλανητών τύπου Διός χαρακτηρίζονται από:
1. Πετρώδη πυρήνα από σίδηρο, μέταλλα και πυριτικά υλικά (στο Δία ο
πυρήνας έχει το μέγεθος της Γης αλλά μάζα πιθανόν 10πλάσια της Γης).
2. Εξωτερικούς μανδύες από υγρό μοριακό και μεταλλικό υδρογόνο και ήλιο.
Το μεταλλικό υδρογόνο είναι στην ουσία ιονισμένο υδρογόνο όπως στο εσωτερικό
του Ή‐λιου αλλά σε πολύ υψηλότερη θερμοκρασία ( ). Όταν το υδρογόνο
βρεθεί σε συνθήκες μεγάλης πίεσης περίπου τα ελεύθερα ηλεκτρόνια
αποσχίζονται από τον πυρήνες (οι οποίοι πλησιάζουν ο ένας τον άλλο
περισσότερο) και κινούνται ελεύθερα προσδίδοντας του υψηλή ηλεκτρική και
θερμική αγωγιμότητα (όπως ακριβώς στα μέταλλα απ’ όπου και η ονομασία του
μεταλλικό). Το μεταλλικό υδρογόνο βρίσκεται σε συνεχή κίνηση λόγω της
εκλύσεως ενέργειας από το εσωτερικό αυτών των πλανητών και σε συνδυασμό με
την ταχεία περιστροφή είναι υπεύθυνο για δημιουργία του μαγνητικού πεδίου
(ισχυρού στην περίπτωση του Δία) αφού στο Δία η περιοχή του μεταλλικού
υδρογόνου αποτελεί το 75% της μάζας του.
Στον Κρόνο η απαιτούμενη πίεση για την ύπαρξη μεταλλικού υδρογόνου
επιτυγχάνεται σε μεγαλύτερος βάθος γι αυτό και το στρώμα του μεταλλικού
υδρογόνου καταλαμβάνει μικρότερο όγκο (σχήμα 5.7), γεγονός που ερμηνεύει και
το ασθενέστερο σε σχέση με το Δία μαγνητικό του πεδίο. Επιπλέον επειδή ο
Κρόνος έχει στην ατμόσφαιρά του μικρότερη περιεκτικότητα σε ήλιο σε σχέση με
το Δία, το ήλιο λόγω μικρότερης θερμοκρασίας αντί να διαλυθεί στο υγρό
υδρογόνο, πέφτει υπό μορφή σταγόνων λόγω βαρύτητας προς το κέντρο του
ελευθερώνοντας την ενέργεια που αποτελεί και την πηγή της εσωτερικής του
θέρμανσης.
Θα πρέπει να σημειωθεί ότι δεν υπάρχουν σαφείς διαχωριστικές επιφάνειες με‐
ταξύ των διαφόρων στρωμάτων του υδρογόνου αλλά η μετάβαση από τη μία φάση
στην άλλη είναι σταδιακή αυξανομένου του βάθους (υψηλότερη πίεση).
Οι δύο μικρότεροι γίγαντες πλανήτες Ουρανός και Ποσειδώνας, κυριαρχούνται
από την παρουσία εκτεταμένων υγρών μανδυών από πάγους, μεθανίου, αμμωνίας
128
και νερού και μοιάζουν στη σύσταση περισσότερο με τους δορυφόρους των αέριων
γιγάντων.
Γιατί οι χημική σύνθεση των πλανητών είναι διαφορετική; Η απάντηση θα
πρέπει να αναζητηθεί στη δημιουργία του ηλιακού συστήματος.
5.3 Ατμόσφαιρες πλανητών
Η παρουσία ατμόσφαιρας γύρω από έναν πλανήτη γίνεται αντιληπτή
1. Από τη μεγάλη ανακλαστική ικανότητα του πλανήτη (albedo), το ποσοστό
δηλαδή της προσπίπτουσας ηλιακής ακτινοβολίας που σκεδάζεται από τον
πλανήτη πάνω στα μόρια των νεφών της ατμόσφαιράς του.
2. Από τη διαφορετική φωτογραφική εμφάνιση του πλανήτη (μεγαλύτερο
μέγεθος και απουσία συγκεκριμένης μορφολογίας) στα μικρότερα μήκη
κύματος λόγω της μεγαλύτερης ικανότητας σκέδασης των μορίων της
ατμόσφαιρας (σκέδαση Rayleigh).
3. Από τη φασματοσκοπική ανάλυση του ανακλώμενου ηλιακού φωτός, βάσει
της οποίας διαπιστώνεται η παρουσία γραμμών απορρόφησης (εκτός των
ηλιακών) που οφείλονται στα αέρια της ατμόσφαιρας του πλανήτη. Αυτό
δεν σημαίνει ότι όλα τα αέρια της ατμόσφαιρας μπορούν να ανιχνευθούν
φασματοσκοπικά. Αυτό συμβαίνει διότι ανάλογα με την θερμοκρασία του
πλανήτη, αέρια όπως το υδρογόνο, το ήλιο και το άζωτο ενδέχεται να μην
μπορούν να σχηματίσουν γραμμές στο μέρος του φάσματος που μπορεί να
διαπεράσει τη γήινη ατμόσφαιρα.
Το είδος της ατμόσφαιρας που χαρακτηρίζει ένα πλανήτη εξαρτάται από τη
σχέση μεταξύ του πεδίου βαρύτητάς του πλανήτη (το οποίο προσπαθεί να
συγκρατήσει τα αέρια της) και της θερμοκρασίας (δηλαδή της κινητικότητας) των
σωματιδίων της ατμόσφαιρας (τα οποία προσπαθούν να διαφύγουν). Τα
σωματίδια της ατμόσφαιρας για να διαφύγουν θα πρέπει να έχουν μέση ταχύτητα
μεγαλύτερη από την ταχύτητα διαφυγής που χαρακτηρίζει την επιφάνεια του
πλανήτη. Η πιθανότητα πάντως δραπετεύσεως ενός μορίου με είναι συ‐
νυφασμένη και από την διεύθυνση του μορίου και από την πυκνότητα της
ατμόσφαιρας στο σημείο που βρίσκεται το μόριο (από την οποία εξαρτάται και ο
ρυθμός συγκρούσεως του με άλλα σωματίδια με αποτέλεσμα την αλλαγή
διευθύνσεως και απώλεια κινητικής ενέργειας). Επιπλέον επειδή η μέση ταχύτητα
αποτελεί μία μόνο χαρακτηριστική τιμή γύρω από την οποία κατανέμονται οι
ταχύτητες των μορίων που απαρτίζουν ένα αέριο (κατανομή Maxwell), πι‐
θανότητα δραπετεύσεως έχουν και τα μόρια των οποίων η μέση ταχύτητα είναι
μικρότερη της ταχύτητας διαφυγής λόγω του ότι πολλά από αυτά
χαρακτηρίζονται από ταχύτητες . Στην πράξη για να διαφύγει ένα αέριο από
την ατμόσφαιρα ενός πλανήτη αρκεί να ισχύει
1
6u > uδιαφ ή u > uδιαφ
6
Η έκφραση αποτελεί την «πρακτική ταχύτητα διαφυγής». Η ταχύτητα
διαφυγής ενός σώματος μάζας από την επιφάνεια ενός πλανήτη μάζας και
ακτίνας με είναι:
129
Πίνακας 5.4
Οι θερμοκρασίες των πλανητών
Μέση θερμοκρασία Ενεργός
Ανακλαστική
Πλανήτες επιφάνειας* σε και σε θερμοκρασία σε και σε
ικανότητα
(σε παρένθεση) (σε παρένθεση)
Ημέραα: ( )
Ερμής ( )
Νύχτα: ( )
β,γ
Αφροδίτη ( ) ( )
γ
Γη ( ) ( )
Ημέρα: ( )
Σελήνη ( )
Νύχτα: ( )
γ
Άρης ( ) ( )
Δίας ( )
Κρόνος ( )
Ουρανός ( )
Ποσειδώνας ( )
Πλούτωνας
* Θερμοκρασία της στερεάς επιφάνειας για τους γεωειδείς πλανήτες και της κορυφής των
νεφών για τους πλανήτες τύπου Διός
α) Στο περιήλιο και στον ισημερινό
β) Στα νέφη του εξωτερικού μέρους της ατμόσφαιρας
γ) Υψηλότερη από τη θεωρητική (ενεργό θερμοκρασία) λόγω του φαινομένου του
2GM
uδιαφ =
R
και άρα μπορεί να υπολογισθεί από γνωστές φυσικές παραμέτρους. Για να
επιτευχθεί η σύγκρισή της με τη μέση κινητική ταχύτητα των διαφόρων μορίων
μάζας και να διαπιστωθεί ποια από αυτά δεσμεύονται και ποια από αυτά
διαφεύγουν απαιτείται η εύρεση της θερμοκρασίας της ατμόσφαιρας του πλανήτη
δεδομένου ότι
1 3
mu 2 = kT
2 2
απʹ όπου
3kT
u=
2m
Η θερμοκρασία της ατμόσφαιρας ενός πλανήτη (ή αν δεν υπάρχει της
επιφάνειας του πλανήτη) καθορίζεται από την ισορροπία μεταξύ της ενέργειας
που απορροφά αυτός από τον Ήλιο και της ενέργειας που επανεκπέμπει και
μπορεί δε να υπολογιστεί προσεγγιστικά από την ενεργό θερμοκρασία του που
130
είναι η θερμοκρασία ενός μέλανος σώματος ίδιου μεγέθους με τον πλανήτη που
απορροφά το ίδιο ποσό της ηλιακής ακτινοβολίας. Η ενεργός θερμοκρασία είναι
κατά προσέγγιση ίση με την κινητική θερμοκρασία και χαρακτηρίζει τη
θερμοκρασία της στερεάς επιφάνειας του πλανήτη όταν η ατμόσφαιρα είναι
διαπερατή (όπως στην περίπτωση του Άρη) ή τη θερμοκρασία των νεφών της
ατμόσφαιρας όταν η ατμόσφαιρα είναι πυκνή (όπως στην περίπτωση της
Αφροδίτης και των πλανητών τύπου Διός). Για τον θεωρητικό υπολογισμό της
ενεργού θερμοκρασίας απαιτείται επιπλέον η γνώση της ανακλαστικής
ικανότητας (albedo) του πλανήτη. Οι προκύπτουσες θερμοκρασίες των πλανητών
συνοψίζονται στον Πίνακα 5.4 απ’ όπου είναι επιπλέον εμφανές ότι οι πλανήτες
εκπέμπουν την ακτινοβολία που απορρόφησαν στο υπέρυθρο κυρίως μέρος του
φάσματος. Γι αυτό και ο βασικός πειραματικός τρόπος μετρήσεως της
θερμοκρασίας των πλανητών που περιβάλλονται από ατμόσφαιρες απαιτεί χρήση
συσκευών υπέρυθρου.
Από τα παραπάνω φαίνεται ότι τα ελαφρύτερα μόρια γενικά κινούνται
ταχύτερα κι άρα μπορούν να βρεθούν σε μεγαλύτερο ύψος από την επιφάνεια
(όπου η βαρύτητα είναι ασθενέστερη) γι αυτό και δραπετεύουν ευκολότερα απ’ ότι
τα βαρύτερα. Έτσι η ατμόσφαιρα της Γης αποτελείται από μόρια αζώτου,
οξυγόνου, νερού και αργού κοντά στην
επιφάνεια αλλά στα υψηλά στρώματά
Δίας
Κρόνος της κυριαρχεί το ήλιο και το υδρογόνο.
Η συμπεριφορά των διαφόρων
)
Ποσειδώνας
χαρακτηριστικών αερίων μίας
Ταχύτητα διαφυγής (
Ουρανός
πλανητικής ατμόσφαιρας
e
( )
φαίνεται στο σχήμα 5.8 στο οποίο
Γη
Αφροδίτη
παρουσιάζεται αφ’ ενός μεν η κατανομή
Τρίτων
Άρης των μέσων ταχυτήτων των εν λόγω
Ερμής
μορίων σε συνάρτηση με την
Σελήνη Τιτάνας θερμοκρασία, αφ’ ετέρου δε οι θέσεις
των πλανητών (συμπεριλαμβανομένης
0
Επιφανειακή θερμοκρασία ( ) της Σελήνης, του Τιτάνα και του
Σχήμα 5.8
Τρίτωνα) τοποθετημένων υπό μορφή
Οι ταχύτητες διαφυγής των διαφόρων σημείων στο διάγραμμα, όπως
αερίων από τους πλανήτες του ηλιακού προσδιορίζονται με βάση δύο
συντεταγμένες, την χαρακτηριστική
θερμοκρασία τους (ως προς τον άξονα των θερμοκρασιών) και την ταχύτητα
διαφυγής που χαρακτηρίζει την επιφάνειά τους (στον άξονα των ταχυτήτων).
Εάν η κατανομή (γραμμή) που χαρακτηρίζει ένα αέριο περνά πάνω από το
σημείο που χαρακτηρίζει έναν πλανήτη τότε το αέριο έχει κατά πάσα πιθανότητα
διαφύγει από την ατμόσφαιρα του πλανήτη. Θεωρώντας ότι όλοι οι πλανήτες
είχαν πρωτογενείς ατμόσφαιρες από υδρογόνο και ήλιο (υλικά του κοινού ηλιακού
νέφους από το οποίο σχηματίστηκαν) από το σχήμα 5.8 μπορούμε να δούμε ότι οι
τέσσερις εσωτερικοί δεν τις συγκράτησαν. Οι ατμόσφαιρες που έχουν σήμερα είναι
δευτερογενείς δηλαδή δημιουργήθηκε από την έκλυση αερίων από το εσωτερικό
τους, είτε καθώς το εσωτερικό τους ρευστοποιήθηκε από τα πτητικά υλικά που
εξαερώθηκαν από τις ηφαιστειακές εκρήξεις (δηλαδή δια εξαερώσεως των πε‐
131
τρωμάτων τους) είτε από τη δράση του ηλιακού ανέμου και των κομητών. Το είδος
των αερίων της ατμόσφαιρας ενός πλανήτη εξαρτάται από τον τρόπο
σχηματισμού του πλανήτη και την περαιτέρω εξέλιξή του.
5.3.1 Ατμόσφαιρες γήινων πλανητών
Η ατμόσφαιρα που έχει σήμερα η Γη αποτελεί το τελικό στάδιο μιας σειράς
διαφορετικών διεργασιών α) Η πρωτογενής της ατμόσφαιρα ήταν ένα λεπτό
στρώμα από υδρογόνο και ήλιο τα οποία σύντομα διέφυγαν β) λόγω έντονης
ηφαιστειακής δραστηριότητας εκλύθηκαν πολλά πτητικά υλικά και απέκτησε ένα
παχύ στρώμα ατμόσφαιρας αζώτου, διοξειδίου του άνθρακα και υδρατμών, 100
φορές πιο πυκνό από τη σημερινή. Σε αυτή συνέβαλε η πτώση αστεροειδών που
ήταν έντονη στα πρώτα στάδια δημιουργίας του ηλιακού συστήματος.(εξαέρωση).
Σε αυτή τη δευτερογενή ατμόσφαιρα καθώς η Γη ψύχθηκε, οι υδρατμοί
υγροποιήθηκαν στους ωκεανούς και το διοξείδιο του άνθρακα απορροφήθηκε και
ενσωματώθηκε στα πετρώματα του πυθμένα (ασβεστόλιθος) τους αλλά
απορροφήθηκε και από τα φυτά. Το οξυγόνο που εκλύθηκε από τα φυτά, αρχικά
παγιδεύτηκε σε χημικές αντιδράσεις με τα ορυκτά (γι αυτό είναι και το δεύτερο σε
περιεκτικότητα ορυκτό του γήινων πετρωμάτων) αλλά λόγω της φωτοσύνθεσης
εμπλούτισε την ατμόσφαιρα. γ) στην τελική ατμόσφαιρα έμεινε το άζωτο και το
οξυγόνο, με αναλογία που παρατηρούμε σήμερα (τα υπόλοιπα αέρια έχουν
μικρό ποσοστό). Η ατμόσφαιρά της Γης ανάλογα με τη βαθμίδα της θερμοκρασίας
διακρίνεται σε τέσσερα στρώματα και τα κλιματικά φαινόμενα που συμβαίνουν
στην πλησιέστερη στην επιφάνειά της την τροπόσφαιρα (οι επόμενες είναι η
στρατόσφαιρα, η μεσόσφαιρα και η θερμόσφαιρα).
Ο Ερμής (όπως και η Σελήνη) λόγω της μικρής επιφανειακής βαρύτητας
( και ) και άρα της μικρής ταχύτητας διαφυγής, έχει χάσει
ακόμα και τη δευτερογενή ατμόσφαιρα. Η απώλεια της ατμόσφαιρας μπορεί να
οφείλεται επιπλέον στην υψηλή θερμοκρασία της επιφάνειάς του που φτάνει και
τους ( ) στον ισημερινό κατά τη διάρκεια της μεσημβρίας.
Κυριαρχούμενος από τον Ήλιο παρουσιάζει τις μεγαλύτερες διαφορές επιφα‐
νειακής θερμοκρασίας από κάθε άλλο πλανήτη στο ηλιακό σύστημα – πάνω από
(από τους – τη νύχτα έως τους την ημέρα). Έτσι η ατμόσφαιρα του
Ερμή είναι εξαιρετικά αραιή με πυκνότητα μικρότερη από το ένα
τρισεκατομμυριοστό της γήινης (κατά την ημέρα) και σχηματίζεται από τη δράση
του ηλιακού ανέμου επάνω στα άτομα των στοιχείων της επιφάνειάς του. Έτσι
στοιχεία όπως το να‐τριο και το κάλιο συναντώνται μόνο κατά τη διάρκεια της
ημέρας ενώ τη νύχτα τα στοιχεία αυτά απορροφώνται και πάλι από τα πετρώ‐
ματα της επιφάνειάς του. Αυτό σημαίνει ότι η αραιή ατμόσφαιρά του δεν είναι
σταθερή όπως της Γης ή της Αφροδίτης αλλά συνεχώς αναπληρώνεται.
Ο Άρης χαρακτηρίζεται πρακτικά από ταχύτητα διαφυγής λίγο μεγαλύτερη
από αυτή του Ερμή αλλά λόγω της μεγαλύτερης απόστασής του από τον Ήλιο και
άρα της μικρότερης θερμοκρασίας του, έχει διατηρήσει την ατμόσφαιρά του και
αναμένεται να έχει συγκρατήσει όλα τα αέρια εκτός του υδρογόνου και ηλίου. Η
Αφροδίτη και ο Άρης αποτελούνται κυρίως από διοξείδιο του άνθρακα και μικρές
ποσότητες από άζωτο, αργό και οξυγόνο.
132
Η διατήρηση της δευτερογενούς ατμόσφαιρας ενός πλανήτη όπως αναφέρθηκε
εξαρτάται από τη μάζα του και τη θερμοκρασία της επιφάνειάς του (άρα από την
απόστασή του από τον Ήλιο). Η τελική όμως θερμοκρασία της ατμόσφαιράς του
καθορίζεται κι από άλλους παράγοντες όπως είναι το φαινόμενο του
θερμοκηπίου.
5.3.2 Το φαινόμενο του θερμοκηπίου
Όταν ένας πλανήτης απορροφά την ηλιακή ακτινοβολία (ακτινοβολία στο οπτικό
μέρος του φάσματος), θερμαίνεται η επιφάνειά του και προσπαθεί να ψυχθεί
εκπέμποντας στο υπέρυθρο (μεγάλο μήκος κύματος). Όταν η ατμόσφαιρά του
περιέχει αέρια , (αέρια θερμοκηπίου,) τα οποία ανακλούν μέρος της προς
τα έξω υπέρυθρης ακτινοβολίας προς το έδαφος, την παγιδεύουν προς τα
κατώτερα στρώματά της με αποτέλεσμα την αύξηση της θερμοκρασίας της
επιφάνειά του πλανήτη (παρόμοιος τρόπος θέρμανσης του εσωτερικού των
θερμοκηπίων). Μέρος βέβαια της υπέρυθρης ακτινοβολίας δραπετεύει γιατί τότε η
θερμοκρασία του πλανήτη θα αυξανόταν συνεχώς.
H Γη εκπέμπει το μεγαλύτερο μέρος της ακτινοβολίας της στο υπέρυθρο ως ένα
ψυχρό μέλαν σώμα θερμοκρασίας ( ). Μόνο το της γήινης υπέρυθρης
ακτινοβολίας διαφεύγει στο διάστημα ενώ η υπόλοιπη απορροφάται από τα μόρια
του διοξειδίου του άνθρακα ( ) και των υδρατμών ( ) που υπάρχουν στην
ατμόσφαιρα τα οποία την επανεκπέμπουν στο υπέρυθρο με απoτέλεσμα την
επιστροφή της ακτινοβολίας στην επιφάνειά της Γης που την απορροφά και
αυξάνει τη θερμοκρασία της. Με αυτόν τον τρόπο η θερμοκρασία της γήινης
επιφάνειας αυξάνει περίπου κατά πάνω από την ενεργό θερμοκρασία της
(την θερμοκρασία που θα είχε αν μόνη πηγή θέρμανσής της ήταν ο Ήλιος) και
πάνω από το σημείο όπου παγώνει το νερό. Λόγω ό‐μως της βιολογικής
δραστηριότητας των φυτών (φωτοσύνθεση), το της γήινης ατμόσφαιρας δεν
αυξάνεται συνεχώς αλλά διασπάται και το μεν ελευθερώνεται στην
ατμόσφαιρα, ο δε άνθρακας ( ) ενσωματώνεται στη ζώσα ύλη αρχικά και στη
συνέχεια δεσμεύεται σε γεωλογικά ιζήματα μέχρι να επαναοξειδωθεί. Κατ’ αυτόν
τον τρόπο μεγάλα ποσά αποσύρονται από την κυκλοφορία της ατμόσφαιρας
(το επανα‐ελευθερώνεται) και άρα στη Γη το φαινόμενο θερμοκηπίου
λειτουργεί ήπια.
Η αύξηση όμως της συγκέντρωσης των αερίων του θερμοκηπίου λόγω
ανθρώπινων δραστηριοτήτων (συνεχή καύση των πετρελαιοειδών, συνεχής
ρύπανση της ατμόσφαιρας με , καταστροφή δασών και παραγωγή μεθανίου)
έχει οδηγήσει σε ένταση του φαινομένου. Όμως ο κίνδυνος μιας τέτοιας αρνητικής
εξέλιξης της γήινης ατμόσφαιρας είναι υπαρκτός, και η εξέλιξή του σε
καταστροφικό φαινόμενο θερμοκηπίου όπως αυτό που επικρατεί στην Αφροδίτη
λόγω της μεγάλης περιεκτικότητας σε (θερμοκρασία στην οποία τήκεται ο
μόλυβδος και πίεση φορές μεγαλύτερη της γήινης)!.
Στην Αφροδίτη το φαινόμενο του θερμοκηπίου θεωρείται ότι ξεκίνησε από την
παρουσία μεγάλης ποσότητας υδρατμών οι οποίοι δεν υγροποιήθηκαν λόγω της
έντονης θέρμανσής της από τον Ήλιο, η οποία εξαέρωσε και το διοξείδιο τον
άνθρακα που ήταν αρχικά παγιδευμένο στα πετρώματά της (η Αφροδίτη σήμερα
133
δεν περιέχει νερό λόγω διάσπασης του από την υπεριώδη ηλιακή ακτινοβολία).
Στον Άρη από την άλλη λόγω της μικρότερης αρχικής θερμοκρασίας σχηματισμού
του, οι υδρατμοί υγροποιήθηκαν και οδήγησαν στη διάλυση του διοξειδίου του
άνθρακα της ατμόσφαιρας του κι άρα στην αντίστροφη δράση του φαινομένου του
θερμοκηπίου που οδήγησε στην ψύξη του πλανήτη. Το νερό στον Άρη βρίσκεται
σήμερα σε ένα στρώμα πάχνης κάτω από την επιφάνειά του και η ατμόσφαιρά του
είναι τόσο λεπτή ( της γήινης) ώστε το φαινόμενο του θερμοκηπίου να είναι
αμελητέο. Κατά τη διάρκεια της νύχτας η θερμοκρασία μειώνεται κατά .
5.3.3 Ατμόσφαιρες πλανητών τύπου Διός
Οι πλανήτες τύπου Διός λόγω της χαμηλής θερμοκρασίας και της μεγάλης μάζας
έχουν συγκρατήσει την πρωτογενή ατμόσφαιρά τους. Σ΄ αυτούς το υδρογόνο
βρίσκεται είτε υπό μοριακή μορφή ( ) είτε ενωμένο με τον άνθρακα υπό μορφή
μεθανίου ( ) (στο Δία και υπό μορφή αμμωνίας ) ενώ δεν αναμένεται η
παρουσία ατμοσφαιρικού οξυγόνου γιατί λόγω της παρουσίας υδρογόνου και της
επικρατούσας χαμηλής θερμοκρασίας αυτό δεσμεύεται μετέχοντας στο
σχηματισμό νεφών υδάτινου πάγου. Στους Ουρανό και Ποσειδώνα λόγω της
χαμηλής θερμοκρασίας τους τα περισσότερα αέρια (εκτός του υδρογόνου και του
ηλίου) αναμένεται να είναι σε υγρή ή στερεά μορφή. Επιπλέον δύο δορυφόροι τους,
ο Τιτάνας του Κρόνου και ο Τρίτων του Ποσειδώνα έχουν ατμόσφαιρες κυρίως από
άζωτο ενώ ο Πλούτωνας λόγω της μικρής ανακλαστικής του ικανότητας δεν
φαίνεται να έχει ατμόσφαιρα ή έχει πολύ αραιή. Στο κοντινότερο μέρος της
τροχιάς του έχει αέρια ατμόσφαιρα σαν του Τρίτωνα από άζωτο και μεθάνιο, τα
οποία όμως παγώνουν στο πιο μακρινό τμήμα της τροχιάς του.
Θα πρέπει να σημειωθεί ότι η κατάσταση (υγρή στερεά ή αέρια) στην οποία
μπορεί να βρεθεί ένα στοιχείο ή μία ένωση εξαρτάται από την καμπύλη της τάσης
κορεσμού των ατμών του σε σχέση με τη θερμοκρασία κι από την περιεκτικότητά
του. Μία τέτοια καμπύλη μας δίνει τη δυνατότητα να προβλέψουμε την ύπαρξη
νερού σε υγρή φάση σε κάποιο πλανήτη ενώ παρόμοιες τέτοιες καμπύλες μας
επιτρέπουν την πρόβλεψη των φάσεων άλλων ενώσεων (όπως ).
Επιπλέον η παρουσία της ατμόσφαιρας σε έναν πλανήτη επιβραδύνει το ρυθμό
απώλειας της εσωτερικής του θερμότητας και ρυθμίζει την εκπομπή της προς τα
έξω αλλά και την κατανομή της στην επιφάνεια του μέσω μεταφοράς θερμών
αέριων μαζών από τον ισημερινό προς από τις ψυχρούς πόλους. Η εμφάνιση
ζωνών και λωρίδων στους Δία, Κρόνο και Ποσειδώνα είναι κοινή σε όλους τους
πλανήτες με ατμόσφαιρα. Στη Γη, αυτές οι ζώνες είναι δυτικοί άνεμοι επιφανείας
και ρεύματα ανατολικά ανοδικά. Στη Γη και στην Αφροδίτη κινητήρια δύναμη
αυτών των ανέμων είναι ο Ήλιος ο οποίος θερμαίνει το έδαφος και το κα‐τώτερο
στρώμα της ατμόσφαιρας και υποκινεί τη διαδικασία της μεταφοράς των αερίων
μαζών.
Στο Δία, Κρόνο και Ουρανό όμως δεν υπάρχει «έδαφος» και οι άνεμοι δεν
υποκινούνται από τον Ήλιο (λόγω της μεγάλης απόστασης) αλλά από την
134
λωρίδα
ζώνη
σκιά ερυθρά κηλίδα
δορυφόρου
Σχήμα 5. 9: Χαρακτηριστικά της ατμόσφαιρας του Δία
εσωτερική πηγή θερμότητας του πλανήτη. Η διάδοση της θερμότητας γίνεται δια
ρευμάτων μεταφοράς στον υγρό μανδύα μεταλλικού υδρογόνου όπως στον
μανδύα της Γης με τη διαφορά ότι στη Γη εκδηλώνεται με ηφαιστειακές εκρήξεις.
Σύμφωνα με αυτό το μοντέλο (το οποίο είναι συμβατό με τις παρατηρήσεις) για
δεδομένο γεωγραφικό πλάτος οι φωτεινές ζώνες αποτελούν περιοχές υψηλής
πίεσης διαμέσου των οποίων ανέρχονται θερμά αέρια από το εσωτερικό τα οποία
ψύχονται και κατέρχονται στις περιοχές των σκοτεινών λωρίδων που χαρακτηρί‐
ζονται από χαμηλότερη πίεση (σχήμα 5.9). Η ταχεία περιστροφή του πλανητών
τύπου Διός οδηγούν στην οριζόντια κυκλοφορία της ατμόσφαιρας (παράλληλη
προς τον ισημερινό) και σε ανέμους μεγάλης ταχύτητας . Αυτό σημαίνει
ότι τα νέφη του αλλάζουν μέσα σε ώρες ή και ημέρες. Ο Δίας έχει πολλές
καταιγίδες σαν τους τυφώνες της Γης αλλά μεγαλύτερους σε μέγεθος και
διάρκεια, με πιο χαρακτηριστική την μεγάλη ερυθρά κηλίδα η οποία είναι ένας
αντικυκλώνας διαμέτρου τετραπλάσιας της γήινης και ηλικίας περίπου ετών
που ανυψώνεται 8 km πάνω από τα γειτονικά νέφη. Αυτή συνοδεύεται από μία
νεότερη που παρατηρήθηκε το 2006 και πιθανόν από Τρίτη (Σχήμα 5.10). Το ερυθρό
χρώμα της πιθανόν οφείλεται σε στοιχεία που ανασυρόμενα από το κατώτερο
στρώμα της ατμόσφαιρας του Δία με την επίδραση της ηλιακής ακτινοβολίας
οδηγούνται σε χημικές αντιδράσεις που παράγουν χημικές ενώσεις με το
χαρακτηριστικό ερυθρό χρώμα.
Σχήμα 5.10 Οι ερυθρές κηλίδες του Δία
135
5.4 Οι επιφάνειες των πλανητών/δορυφόρων.
Η τελική διαμόρφωση της επιφάνειάς είναι το αποτέλεσμα συνδυασμού
ενδογενών μηχανισμών, μηχανισμών δηλαδή που οφείλονται στη γεωλογική
δραστηριότητα του πλανήτη (ηφαιστειακή δραστηριότητα, δραστηριότητα που
απορρέει από κίνηση του μανδύα, διαβρωτική δράση της ατμόσφαιράς και της
υδρόσφαιράς) και μηχανισμών που οφείλονται σε εξωτερικούς παράγοντες όπως
πρόσπτωση στερεών σωμάτων από το διάστημα (μετεωρίτες) επάνω στην
επιφάνεια του πλανήτη. Ένα σύνηθες αποτέλεσμα της δράσης τέτοιων
μηχανισμών στην επιφάνεια ενός πλανήτη είναι η δημιουργία κρατήρων,
«βυθισμάτων» δηλαδή του εδάφους, συνήθως κυκλικού σχήματος. Οι κρατήρες
μπορεί να είναι είτε «κρουστικής» προελεύσεως, να σχηματίζονται δηλαδή από τις
προσπτώσεις εξωτερικών σωμάτων (σχήμα 5.11) είτε «ηφαιστειογενούς» ‐ να
αποτελούν δηλαδή τους κώνους από τους οποίους εκτινάχθηκε η λάβα από το
εσωτερικό του πλανήτη. Στη Γη υπάρχουν και τα δύο είδη κρατήρων, χαρακτη‐
ρίζονται όμως από διαφορετικό μέγεθος, δεν υπάρχει για παράδειγμα
ηφαιστειογενής κρατήρας διαμέτρου μεγαλύτερης των ενώ πολλοί από τους
παρατηρούμενους «κρουστικούς» κρατήρες είναι μεγαλύτεροι.
Φυσικά η μορφολογία του τοπίου ενός πλανήτη ή δορυφόρου μετά την πρόσπτωση
μπορεί να αλλάξει και με την δράση διαβρωτικών μηχανισμών όπως για
παράδειγμα με την παρουσία ατμόσφαιρας όπως συμβαίνει στην περίπτωση της
Γης (όπου οι πιο καλοδιατηρημένοι κρατήρες είναι εν γένει και οι πιο πρόσφατοι).
Απουσία ατμόσφαιρας η διάβρωση οφείλεται
• Στην κατάρρευση των τοιχωμάτων λόγω βαρύτητας.
• Σε άλλες προσπτώσεις.
• Σε μεταβολή θερμοκρασίας.
• Σε σεισμούς.
Στην επιφάνεια Σελήνης διακρίνουμε τα εξής χαρακτηριστικά:
1. Κρατήρες, η πλειοψηφία των οποίων πιστεύεται ότι έχει «κρουστική»
προέλευση. Αυτήν την ερμηνεία ενισχύουν :
• Η παρατηρούμενη ομοιότητα της κατανομής του αριθμού των σωμάτων
που μπορούν να προκαλέσουν την διάνοιξη τέτοιων κρατήρων, με την
αντίστοιχη κατανομή που διέπει τους αστεροειδείς του πλανητικού μας
συστήματος αλλά και τους μετεωρίτες που πέφτουν στη Γη ‐συνήθως οι
κρατήρες έχουν δεκαπλάσια διάμετρο από το σώμα που το προκαλεί.
• ο εναλλακτικός ηφαιστειογενής μη‐χανισμός κρατήρων δεν θεωρείται
ικανός να δη‐μιουργήσει κρατήρες τόσο μεγάλων διαστάσεων όσο οι
σεληνιακοί.
• Η μορφολογία των σεληνιακών κρατήρων, δεδομένου ότι πολλοί από
αυτούς συνοδεύονται από ακτίνες (και ακτινικά διατεταγμένους
μικρότερους δευτερογενείς κρατήρες) που ξεχύνονται από τον κρατήρα και
προέρχονται τόσο από τα θραύσματα του «βλήματος» όσο και από το υλικό
που εκτινάσσεται κατά τη διάνοιξη του πρωτογενούς κρατήρα (σχήμα 5.11).
Αντίθετα οι ηφαιστειογενείς κρατήρες περιβάλλονται από κύματα
στερεοποιημένης λάβας (βασαλτικά πετρώματα) που τους προσδίδουν μία
χαρακτηριστική κυματοειδή ομαλότητα. Ο μεγαλύτερος κρατήρας της
136
Δευτερογενείς Χείλος
κρατήρες Κάλυμμα από
Κεντρική εκτινάγματα
κορυφή
Ακτίνες Καταρρέον
Πυθμένας κρατήρα τοίχωμα
Σχήμα 5.11
Η δομή ενός τυπικού κρατήρα
2. Τις «πεδιάδες» που καλύπτουν το της επιφάνειάς της, μεγάλες εκτάσεις,
σχετικά επίπεδες που λόγω της βασαλτικής τους σύνθεσης, φαίνονται ως
σκοτεινές περιοχές (σκοτεινότερες από τον περίγυρό τους) γιατί δεν ανακλούν
αρκετά το ηλιακό φως και είναι εύκολα ορατές κατά την Πανσέληνο. Στην ουσία
αποτελούν τον πυθμένα μεγάλων κρατήρων που έχει γεμίσει από στερεοποιημένη
λάβα μετά την πρόπτωση μεγάλων αστεροειδών κατά τις πρώτε φάσεις του
σχηματισμο της. Ονομάζονται «θάλασσες» (maria), γιατί παλαιότερα θεωρούσαν
ότι καλύπτονται από νερό. Οι «θάλασσες» βρίσκονται συγκεντρωμένες στο
ορατό ημισφαίριο της Σε‐λήνης με μεγαλύτερη τη «Θάλασσα των Βροχών» (Mare
Imbrium) που έχει διάμετρο περίπου (Σχήμα 5.12) .
3. Τα φωτεινά υψίπεδα τα οποία είναι καλυμμένα με κρατήρες.
4. Οροσειρές συγκεντρωμένες στο νότιο ημισφαίριο μέχρι και 7500 m.
Το έδαφος της καλύπτεται από ένα παχύ στρώμα σκόνης (ρηγόλιθος) που
οφείλεται στην καταστροφή της εξωτερικής επιφάνειας από βομβαρδισμό
μετεωριτών.
Θα πρέπει να σημειωθεί ότι τα πετρώματα της Σελήνης δεν περιέχουν πτητικά
υλικά που εξαερώνονται σε χαμηλές θερμοκρασίες όπως νάτριο και κάλιο αλλά
υλικά που εξατμίζονται σε υψηλότερες θερμοκρασίες όπως ασβέστιο και
αλουμίνιο.
Θάλασσες
κρατήρες
υψίπεδα
Σχήμα 5.12 Χαρακτηριστικά της Σελήνης
137
Η κατανομή των κρατήρων είναι ενδεικτική της ηλικίας της μελετούμενης
επιφάνειας, διότι σε μία επιφάνεια που βομβαρδίζεται συνεχώς από αστεροειδείς,
οι πρώτοι κρατήρες διακρίνονται ευκρινώς ο ένας από τον άλλο ενώ στην συνέ‐
χεια το τοπίο υφίσταται κορεσμό από τις συνεχιζόμενες προσπτώσεις. Επιπλέον η
αριθμητική πυκνότητα των κρατήρων μιας επιφάνειας δείχνει για πόσο καιρό έχει
εκτεθεί η επιφάνεια στον «βομβαρδισμό» κι άρα είναι ανά‐λογη της ηλικίας της.
Έτσι τα υψίπεδα λόγω της μεγαλύτερης αριθμητικής πυκνότητας των κρατήρων
είναι μεγαλύτερης ηλικίας ( δισεκατομμύρια έτη) από τις θάλασσες ( δισεκα‐
τομμύρια έτη), γεγονός που επιβεβαιώνεται και από την ραδιενεργή χρονολόγηση
των πετρωμάτων των αντίστοιχων σεληνιακών περιοχών. Στη Σελήνη δεν έχουν
βρεθεί πετρώματα νεότερα από δισεκατομμύρια έτη, γεγονός που δείχνει ότι
είναι γεωλογικά ανενεργή για αρκετό καιρό.
Παρόμοια με την επιφάνεια της Σελήνης είναι η επιφάνεια του Ερμή που
καλύπτεται σε ποσοστό από κρατήρες με μικρότερη όμως αριθμητική
πυκνότητα (αριθμός κρατήρων ανά μονάδα επιφάνειας). Ο μεγαλύτερος
κρατήρας, η λεκάνη Καλόρις έχει διάμετρο και θεωρείται ότι
σχηματίστηκε στο τέλος της πε‐ριόδου του έντονου βομβαρδισμού. Η επιφάνεια
του Ερμή, σε αντίθεση με αυτή της Σελήνης, χαρακτηρίζεται από ρηχά ρήγματα
μήκους εκατοντάδων χιλιομέτρων (όμοιων με τις «ρυτίδες» που εμφανίζονται κατά
τη συρρίκνωση ενός παλιού μήλου) τα οποία φαίνεται ότι έχουν προέλθει είτε από
καταβυθίσεις του φλοιού ή από τα σεισμικά κύματα που δημιουργήθηκαν μετά
την πρόσκρουση μεγάλων σωμάτων ή ακόμη κατά την περίοδο ψύξης του
πλανήτη. Τα νεότερα δεδομένα του δορυφόρου MESSENGER (2006) που
χαρτογράφησε άγνωστες μέχρι σήμερα περιοχές του Ερμή (σχήμα 5.13),
αποκάλυψε ένα σύστημα ακτίνων που διατρέχει όλο τον πλανήτη ξεκινώντας
από τις βόρειες περιοχές του, από έναν νέο σχετικά κρατήρα (γνωστό μόνο από
γήινα δεδομένα radar )
Σχήμα 5.13 Ο Eρμής από το MESSENGER (2006).
Η επιφάνεια του Άρη είναι η μόνη από τους γεωειδείς πλανήτες μετά τη Γη
που παρουσιάζει μεγάλη ποικιλία γεωλογικών χαρακτηριστικών. Σε αντιδιαστολή
με τον Ερμή και τη Σελήνη χαρακτηρίζεται από κρατήρες ηφαιστειογενούς
138
προέλευσης (ηφαίστεια σε σχήμα ασπίδας) όπως το ψηλότερο βουνό στο ηλιακό
μας σύστημα το όρος Όλυμπος (Mons Olympus) ύψους και διαμέτρου .
Η έλλειψη αντίστοιχου μεγέθους σχηματισμών στη Γη από‐δίδεται στην απουσία
συστήματος κινήσεως τε‐κτονικών πλακών όπως στη Γη. Στην συγκέντρωση
ηφαιστειακών υλικών που καλύπτει σχεδόν το ένα τρίτο του πλανήτη αποδίδεται ο
σχηματισμός ενός μεγάλου υψώματος – ύψωμα Tharsis – που καλύπτει ένα
μεγάλο μέρος της επιφάνειάς του (τυπική διάσταση και ύψος ) το
οποίο χαρακτηρίζεται από ένα δίκτυο ρωγμών που πιθανότατα δημιουργήθηκε
από το βάρος των ηφαιστειακών υλικών. Στη ρηγμάτωση και τη διάβρωση, που δεν
είναι γνωστό αν προήλθε από υπόγεια ύδατα ή από την εξάχνωση του πάγου από
το έδαφος, αποδίδονται τα δαιδαλώδη συστήματα μεγάλων φαραγγιών που κατά
τόπους έχουν πλάτος και βάθος ως και τα οποία βρίσκονται στην
κοιλάδα (Valles) Marineris που εκτείνεται σε μήκος παράλληλα στον
ισημερινό του πλανήτη, στα οποία έχουν σημειωθεί σημαντικές γεωλογικές
μεταβολές. Υπάρχουν επίσης πολλά στοιχεία διάβρωσης που μαρτυρούν την
παρουσία υγρού – πιθανόν νερού – στην επιφάνεια του κατά το παρελθόν όπως
πλημμύρες που δημιούργησαν συστήματα καναλιών μήκους και
βάθους μέσα σε μικρές εναποθέσεις λάβας με πολλά διακλαδιζόμενα
«ρυάκια». Ένα άλλο χαρακτηριστικό της επιφάνειάς του αποτελούν οι πόλοι του οι
οποίοι καλύπτονται από παγοκαλύμματα (πολικά καπέλα – polar caps) κυρίως
από πα‐γωμένο και , τα οποία αλλάζουν μέγεθος ανάλογα με την εποχή
του πλανήτη. Τον Ιούνιο του 2006 το Phoenix Mars Lander της NASA επιβεβαίωσε
την παρουσία πάγου στην επιφάνειά του.
Η επιφάνεια της Αφροδίτης χαρακτηρίζεται από όρη ηφαιστειογενούς
προέλευσης αλλά και υψίπεδα με μέγεθος παρόμοιο των ηπείρων (με μεγαλύτερο,
τη Γη της Αφροδίτης (Terra Aphrodite) που εκτείνεται κατά μήκος του ισημερινού
κι έχει περίπου το μέγεθος της Βορείου Αμερικής) αν και το μεγαλύτερο μέρος της
επιφάνειας του πλανήτη ( καλύπτεται από πεδιάδες που
χαρακτηρίζονται από ρήγματα και ρηχούς κρατήρες πιθανώς κρουστικής
προέλευσης. Το υπόλοιπο της επιφάνειας αποτελείται από έντονους
κρατήρες και πλατιά γραμμικά ρήγματα. Η έλλειψη μικρών κρατήρων στην
επιφάνειά της σε συνδυασμό με την πυκνή και θερμή ατμόσφαιρά της
καταδεικνύει τη διάλυση των μικρών μετεωριτών πριν φτάσουν στην επιφάνειά.
Τα παραπάνω χαρακτηριστικά υποδηλώνουν την ύπαρξη γεωλογικής δραστηριό‐
τητας τουλάχιστον κατά το παρελθόν ενώ η ανάλυση των πετρωμάτων της
κατέδειξε ότι ένα μεγάλο μέρος της επιφάνειά της ( ) καλύπτεται από λάβα
(βασαλτικά πετρώματα). Η ύπαρξη ηφαιστείων (παρόμοιων του όρους Όλυμπος
του Άρη) αφήνει ανοιχτό το ερώτημα περί ενεργής ηφαιστειακής δραστηριότητας.
Συνοψίζοντας θεωρούμε ότι οι γήινοι πλανήτες έχουν περάσει από τα εξής
εξελικτικά στάδια:
1. Διαφοροποίηση, διαστρωμάτωση του εσωτερικού.
2. Σχηματισμό κρατήρων.
3. Πλημμύρες (νερού ή λάβας) του πυθμένα των κρατήρων.
4. Εξέλιξη της επιφάνειας – κίνηση τεκτονικών πλακών, απομάκρυνση ηπείρων,
ηφαιστειογενής δράση.
Την ένταση των παραπάνω μηχανισμών καθορίζουν:
1. Το μέγεθος του πλανήτη.
139
2. Η παρουσία ή απουσία ατμόσφαιρας.
3. Η απόσταση από τον Ήλιο.
5.5 Δορυφόροι
Η παρουσία ή απουσία ενός δορυφόρου ως ανεξάρτητου σώματος γύρω από έναν
πλανήτη ανά‐γεται στον υπολογισμό της κρίσιμης απόστασης (όριο Roche) στην
οποία ένα σώμα μάζας m και ακτίνας (το οποίο διατηρεί τη συνοχή του λόγω
της ίδιας του της βαρύτητας) μπορεί να πλησιάσει ένα άλλο σώμα πολύ
μεγαλύτερης μάζας ( ) χωρίς να καταστραφεί από τις παλιρροϊκές
δυνάμεις βαρύτητος που εξασκούνται πάνω του. Αυτή δίνεται από τη σχέση
1/ 3
⎛ 8M ⎞
d =⎜ ⎟ Rm
⎝ m ⎠
Η παραπάνω σχέση εκφράζει το όριο Roche ενός πλανήτη που γενικά είναι
όπου είναι η ακτίνα του πλανήτη.
Για το σύστημα Γης – Σελήνης το όριο Roche είναι , μικρότερο
δηλαδή από την πραγματική μεταξύ τους απόσταση που είναι . Το όριο
Roche θα μπορούσε να χαρακτηρισθεί και σαν ακτίνα βαρυτικής κυριαρχίας του
εκάστοτε μεγάλου σώματος η οποία οριοθετεί την περιοχή απαγόρευσης άλλης
βαρυτικής συμπύκνωσης (δορυφόρος) επί ποινή καταστροφικής διαλύσεώς της.
Έτσι στον Κρόνο – όπως και στον Ουρανό και τον Δία – πολυάριθμα μικρά
κομμάτια (πάγου ή πετρώδη επικαλυμμένα με πάγο) που βρέθηκαν σε από‐σταση
μικρότερη του ορίου Roche του πλανήτη, δεν μπόρεσαν να συνενωθούν για να
δημιουργήσουν ένα μεγαλύτερο συμπαγή δορυφόρο και περιφέρονται γύρω από
αυτόν υπό μορφή δακτυλίων. Αυτά μπορεί πάντως να αποτελούν και τα
υπολείμματα ενός παλαιότερου μεγαλύτερου δορυφόρου που διαλύθηκε λόγω
ακριβώς της υπεροχής των παλιρροϊκών δυνάμεων του Κρόνου.
Οι γεωειδείς πλανήτες, έχουν λίγους δορυφόρους και δεν περιβάλλονται από
δακτυλίους. Οι δύο πρώτοι, ο Ερμής και η Αφροδίτη στερούνται δορυφόρων, η Γη
έχει μόνο ένα, τη Σελήνη και ο Άρης δύο, τον Φόβο και τον Δείμο που είναι κατά
πάσα πιθανότητα αστεροειδείς που έχουν παγιδευτεί στο πεδίο βαρύτητας του
Άρη. Θα πρέπει να σημειωθεί ότι σε σχέση με τους δορυφόρους των μεγάλων
πλανητών τύπου Διός οι οποίοι έχουν συγκρίσιμο μέγεθος με τον Ερμή (ασήμαντο
όμως σε σύγκριση με τους πλανήτες γύρω από τους οποίους περιφέρονται), οι
δορυφόροι των γεωειδών πλανητών είναι πολύ μικροί, με εξαίρεση τη Σελήνη που
έχει διαστάσεις συγκρίσιμες της Γης. Οι μεγαλύτεροι δορυφόροι του Ηλιακού
συστήματος (με ακτίνα μεγαλύτερη των ) παρουσιάζονται στον Πίνακα 5.5
μαζί με τον Ερμή και τον Πλούτωνα για λόγους σύγκρισης.
Καθένας από τους πλανήτες τύπου Διός συνοδεύεται από περισσότερους του
ενός δορυφόρους, μερικοί από τους οποίους έχουν ανακαλυφθεί από τις
πρόσφατες διαστημικές αποστολές. Από τους δορυφόρους του Ηλιακού
συστήματος μόνο τέσσερις (Ιώ, Γανυμήδης, Τιτάνας και Τρίτων) έχουν
ατμόσφαιρες. Ο Δίας έχει τουλάχιστον , οι πιο κοντινοί και μεγαλύτεροι από
140
τους οποίους – γνωστοί και ως δορυφόροι του Γαλιλαίου – είναι με σειρά αυξα‐
νομένης απόστασης η Ιώ, η Ευρώπη, ο Γανυμήδης και η Καλλιστώ που τα
χαρακτηριστικά τους (πυκνότητα, σχετική περιεκτικότητα πε‐τρώδους υλικού,
διάρκεια και ένταση γεωλογικής δραστηριότητας) ελαττώνονται αυξανομένης της
απόστασής τους από το Δία (σχήμα 5.14).
Από αυτούς η Ιώ είναι γεωλογικά ενεργή λόγω της τεράστιας βαρυτιακής
επίδρασης του Δία και των παλιρροϊκών δράσεων των υπόλοιπων δορυφόρων που
διατηρούν το εσωτερικό της σε ρευστή κατάσταση κάτω από τον λεπτό φλοιό της
που έχει χρώμα ερυθροπορτοκαλί λόγω της παρουσίας ενώσεων θείου. Χα‐
ρακτηρίζεται από μεταβαλλόμενα ενεργά ηφαίστεια (ταχύτητα εκτόξευσης υλικού
εικοσαπλάσια των γήινων (υλικό που εκτοξεύεται σε ύψος πάνω από την
επιφάνειά της εξαφανίζεται σε διάστημα 4 μηνών).
Οι υπόλοιποι τρείς μεγάλοι δορυφόροι του Διός καλύπτονται από πάγο ενώ η
επιφάνειά τους χαρακτηρίζεται από κρατήρες (η Καλλιστώ έχει επιφάνεια
διάστικτη από κρατήρες, ο Γανυμήδης μόνο σε ορισμένες περιοχές του ενώ η
Ευρώπη έχει πολύ λίγους). Η Ευρώπη αποτελεί μία ιδιαίτερη περίπτωση καθώς
κάτω από την πλήρως καλυμμένη με λεπτό πάγο και ρωγμές επιφάνειά της έχει
ωκεανό από νερό που διατηρείται σε υγρή μορφή λόγω της βαρυτικής επίδρασης
του Δία . Η ανίχνευση νέων μορφών ζωής στα βάθη των γήινων ωκεανών και
βακτηρίων σε ιδιάζουσες συνθήκες την καθιστά ένα από τα υποψήφια σώματα
που μπορεί εν δυνάμει να περιέχει το φαινόμενο της ζωής.
141
Πίνακας 5. 5
Σώμα γύρω από το οποίο Ακτίνα (km)
Πλανήτες και Δορυφόροι περιφέρονται
Γανυμήδης Δίας 2 631
Τιτάνας Κρόνος 2 575
Ερμής Ήλιος 2 439
Καλλιστώ Δίας 2 400
Ιώ Δίας 1 815
Σελήνη Γη 1 738
Ευρώπη Δίας 1 569
Τρίτων Ποσειδώνας 1 353
Πλούτωνας Ήλιος 1 160
Ο Κρόνος έχει τουλάχιστον δορυφόρους αλλά ιδιαίτερο ενδιαφέρον
παρουσιάζει ο Τιτάνας ο οποίος είναι ο μόνος δορυφόρος του Ηλιακού συστήματος
με πυκνή ατμόσφαιρα αποτελούμενη κυρίως από μοριακό άζωτο (όπως στη Γη)
και παγωμένο μεθάνιο. Ιδιαίτερο ενδιαφέρον αποτελεί η παρουσία
υδρογονανθράκων στην ατμόσφαιρά του, όπως για παράδειγμα (προπάνιο)
και μορίων όπως (υδροκυάνιο) που είναι απαραίτητα για την εμφάνιση
εμβίων όντων. Το διαστημικό όχημα Cassini αποκάλυψε την παρουσία λιμνών και
θαλασσών από μεθάνιο και αιθάνιο προς την περιοχή του βόρειου πόλου του
(2008).
Ο Ουρανός έχει δορυφόρους που φέρουν ονόματα από τα έργα του Σαίξπηρ
(Άριελ, Τιτάνια, Όμπερον κ.λ.π). Ο Ποσειδώνας έχει δορυφόρους από τους
οποίους ο Τρίτων είναι ο μεγαλύτερος σε μέγεθος (διάμετρος ) δορυφόρος
του ηλιακού συστήματος που κινείται κατά την ανάδρομη φορά σε σχέση με την
περιστροφή του πλανήτη. Είναι όσο ψυχρός είναι και ο Πλούτωνας ( ), έχει
αραιή ατμόσφαιρα, κυρίως από άζωτο κι ένα παγοκάλυμμα στο νότιο πόλο του
από πάγο αζώτου και μεθανίου. Η ροζ εμφάνιση του πάγου αποδίδεται στην
παρουσία σύνθετων οργανικών ενώσεων που σχηματίστηκαν από τη δράση του
ηλιακού φωτός. Το πιο ενδιαφέρον και απρόσμενο χαρακτηριστικό του, που
αποκάλυψαν οι φωτογραφίες του Voyager, είναι τα παγωμένα ηφαίστεια με υλικό
πιθανόν από υγρό άζωτο, σκόνη κι ενώσεις μεθανίου του εσωτερικού του. Αυτά
αποδίδονται στην κατά περιόδους θέρμανσή του από τον Ήλιο γιατί λόγω της
μεγάλης κλίσης του άξονα περιστροφής του ως προς τον Ποσειδώνα ( σε σχέση
με την κλίση του Ποσειδώνα που είναι περίπου ) παρουσιάζει τον ίδιο
φαινόμενο με τον Ουρανό, στρέφοντας διαδοχικά τους πόλους προς το ηλιακό φως
. Ο τελευταίος των δορυφόρων από απόψεως αποστάσεως από τον Ήλιο είναι ο
δορυφόρος του Πλούτωνα, Χάρων, ο οποίος αποτελεί το δεύτερο στο Ηλιακό
σύστημα, σύστημα πλανήτη – δορυφόρου μετά τη Γη – Σελήνη με συ‐γκρίσιμες
μάζες. H κίνηση του Χάροντα στην τροχιά του έχει συγχρονιστεί με την
περιστροφή του Πλούτωνα έτσι ώστε περιφορά και περιστροφή να έχουν την ίδια
περίοδο ( ημέρες) με αποτέλεσμα η ίδια πλευρά του να είναι πάντοτε
στραμμένη προς την ίδια πλευρά του Πλούτωνα (ο Χάροντας είναι πάντα ορατός
από τη μία πλευρά του Πλούτωνα ενώ δεν είναι από την άλλη).
142
5.6 Δακτύλιοι
Εκτός όμως από τα εκτεταμένα δορυφορικά συστήματα, πολλοί από τους
πλανήτες τύπου Διός περιβάλλονται από δακτυλίους από πολυάριθμα δηλαδή
κομμάτια πάγου, βράχου και σκόνης. Αν και οι δακτύλιοι δίνουν την εντύπωση
ενός στερεού δίσκου που περιστρέφεται, οι πρόσφατες φωτογραφίες του Voyager
επιβεβαίωσαν τα συμπεράσματα των παλαιότερων φασματοσκοπικών
παρατηρήσεων περί διαφορικής περιστροφής του συστήματος (η ταχύτητα
περιστροφής των εσωτερικών δακτυλίων είναι μεγαλύτερη από την αντίστοιχη
ταχύτητα των εξωτερικών) (σχήμα 5.15). Αν και η ύπαρξη των δακτυλίων του
Κρόνου είναι γνωστή από την εποχή του Γαλιλαίου, σύστημα λεπτών και ασθενών
δακτυλίων ανακαλύφθηκε και στους υπόλοιπους πλανήτες τύπου Διός. Ο Δίας
περιβάλλεται από τρεις λεπτούς επίπεδους, ο Ουρανός διαθέτει τουλάχιστον 11
που ανακαλύφθηκαν κατά την έκλειψη ενός αστέρα ( ) από τον πλανήτη
καθώς και ο Ποσειδώνας περιβάλλεται από 4 δακτυλίους διαφορετικού εύρους.
Οι δακτύλιοι του Κρόνου σε σχέση με αυτούς των άλλων πλανητών είναι οι μόνοι
που είναι πολύ λαμπροί (λόγω μεγαλύτερης περιεκτικότητας σε πάγο,
ανακλαστική ικανότητα ) με αποτέλεσμα ορισμένοι να είναι ορατοί και από
τη Γη (οι έντονοι δακτύλιοι και καθώς και ο ασθενέστερος ). Οι δακτύλιοι
ονομάζονται με τα γράμματα D, C, B, A, F, G από τον εσωτερικό προς τον πιο
εξωτερικό) και χωρίζονται σε ομάδες, υπάρχουν δηλαδή μεταξύ τους χάσματα
(χώροι που χαρακτηρίζονται από μικρή πυκνότητα σωματιδίων). Το χάσμα μεταξύ
των και είναι γνωστό ως χάσμα Cassini ενώ το πολύ ασθενέστερο στο
εξωτερικό μέρος του δακτυλίου και F είναι γνωστό ως χάσμα Encke.
Σχήμα 5.15
Οι δακτύλιοι του Κρόνου από το διαστημικό όχημα Cassini (αριστερά) και το εσωτερικό
τους (δεξιά)
Η δημιουργία χασμάτων αποδίδεται στις βαρυτιακές δυνάμεις των τριών
εσωτερικών δορυφόρων του. Έτσι για παράδειγμα το χάσμα Cassini αποδίδεται σε
συντονισμό της τροχιάς που θα είχε ένα σωμάτιο που θα ακολουθούσε την κενή
τώρα τροχιά, με την τροχιά του δορυφόρου του Κρόνου, Μίμα, η περίοδος
περιφοράς του οποίου γύρω από τον Κρόνο ( ώρες) είναι το διπλάσιο της
αντίστοιχης περιόδου που θα είχε κάθε τέτοιο σωμάτιο ( ώρες). Αυτό θα είχε
σαν συνέπεια το πέρασμα ενός τέτοιου σώματος από την ευθεία Ηλίου – Μίμα σε
κάθε δεύτερη περιφορά του και άρα τη συχνή δράση ισχυρών δυνάμεων βαρύτητας
143
πάνω του οι ο‐ποίες και θα διατάραζαν την αρχική τροχιά του και τελικά θα το
ανάγκαζαν να ακολουθήσει διαφορετική τροχιά αφήνοντας πίσω του ένα κενό
(χάσμα).
Παρ’ όλη όμως τη μεγάλη έκταση που καταλαμβάνουν και την συμπαγή
εμφάνιση, η συνολική μάζα του συστήματος των δακτυλίων είναι μόνο το
της μάζας της Σελήνης (αν όλοι οι δακτύλιοι συμπιέζονταν σε ένα σώμα, το πάχος
του θα ήταν μόνο ). Κάθε ομάδα δακτυλίων αποτελείται από πολύ
λεπτότερους, πλάτους μικρότερου των . Μερικοί από αυτούς τους
λεπτότερους δακτυλίους συγκρατούνται στην τροχιά τους λόγω της βαρυτιακής
επίδρασης μερικών από τους κοντινότερους στον Κρόνο μικρούς δορυφόρους, οι
οποίοι ονομάζονται και «δορυφόροι – βοσκοί», βρίσκονται μέσα στους δακτυλίους
και τους κάνει να μοιάζουν με «στριμμένα» σχοινιά.
5.7 Υπολείμματα του ηλιακού συστήματος
Πέρα από τους πλανήτες υπάρχουν οι νάνοι πλανήτες όπως ο Πλούτων, η
Δήμητρα και η Έρις, οι αστεροειδείς που αποτελούν τα πετρώδη υπολείμματα του
ηλιακού συστήματος, οι κομήτες που αποτελούν τα παγωμένα υπολείμματα και
τα μετέωρα που αποτελούν μικροσκοπικά κομμάτια κομητών ή αστεροειδών που
μπαίνοντας στην γήινη ατμόσφαιρα θερμαίνονται λόγω τριβής, τήκονται και και
εμφανίζονται ως φωτεινές εκλάμψεις με μορφή ουράς (διάττοντες αστέρες). Όσα
επιβιώνουν και πέφτουν στο έδαφος ονομάζονται μετεωρίτες.
5.7.1 Αστεροειδείς
Πρόκειται για βράχους ακανόνιστου σχήματος διαφορετικού μεγέθους και
λαμπρότητας που περιφέρονται γύρω από τον Ήλιο κατά την ίδια διεύθυνση με
τους πλανήτες, σε τροχιές που βρίσκονται κυρίως σε μία ζώνη μεταξύ του Άρη και
του Δία σε απόσταση και από τον Ήλιο, μάζας περίπου της μάζας
τη Γης (σχήμα 5.16). Ο μεγαλύτερος και ο πρώτος αστεροειδής που ανακαλύφθηκε
είναι η Δήμητρα (Ceres) που έχει διάμετρο περίπου ( της διαμέτρου του
Πλούτωνα και το της Σελήνης). Το σφαιρικό της σχήμα και η διαφοροποίηση
του εσωτερικού της (έχει φλοιό και πάγο) οδήγησαν την Διεθνή Αστρονομική
Ένωση ( ) να την κατατάξει στους νάνους πλανήτες. Μέχρι σήμερα έχει
καταγραφεί το των αστεροειδών με διάμετρο (ή ορθότερα χαρακτηριστική
διάσταση) μεγαλύτερη των και περίπου οι μισοί από αυτούς που έχουν
διάμετρο .
Πηγή πληροφορίας για τους αστεροειδείς αποτελούν τα υπολείμματα τους που
πέφτουν στη Γη καθώς οι αστεροειδείς που βρίσκονται σε πιθανή σύγκρουση με
τη Γη ονομάζονται μετεωροειδή (βλ. παράγραφο 5.8)
Οι αστεροειδείς δεν εκπέμπουν φως αλλά ανακλούν το ηλιακό φως και με βάση
τη μελέτη του φάσματός τους (παρουσία γραμμών απορρόφησης) ταξινομούνται
στις εξής κατηγορίες:
1. Τύπου η οποία περιλαμβάνει την πλειοψηφία των αστεροειδών ( ) που
144
Σχήμα 5.16 : Αστεροειδείς
Κομμάτι του αστεροειδή Vesta (NASA/HST Ο αστεροειδής Έρως (NASA/NEAR)
Kempton)
145
Η πιθανότητα που έχει ένας αστεροειδής να συγκρουστεί με τη Γη ή να
αποβληθεί από το Ηλιακό σύστημα εξαρτάται από τις διαταραχές της τροχιάς του
οι οποίες οφείλονται στο πεδίο βαρύτητας των πλανητών τύπου Διός.
Σύμφωνα με την επικρατέστερη θεωρία οι μεγαλύτεροι αστεροειδείς
σχηματίστηκαν με τον ίδιο τρόπο που σχηματίστηκαν και οι πλανήτες – με
επιπρόσθεση δηλαδή μάζας γύρω από έναν αρχικό πυρήνα έλξεως – που λόγω
όμως της δράσης των βαρυτικών δυνάμεων του Δία δεν συγκροτήθηκε ποτέ σε
πλανήτη (αρχικά είχαν θεωρηθεί ως τα υπολείμματα έκρηξης ενός πλανήτη που
βρίσκονταν σε τροχιά μεταξύ του Άρη και του Δία). Οι μικρότεροι θεωρούνται είτε
υπολείμματα του αρχικού υλικού είτε το αποτέλεσμα σύγκρουσης δύο ή
περισσοτέρων μεγάλων αστεροειδών. Υπέρ αυτής της άποψης συνηγορεί η μικρή
συνολική μάζα όλων των αστεροειδών (περίπου της μάζας της Σελήνης), η
μορφή των τροχιών τους καθώς και η ορυκτολογική δομή πολλών μετεωριτών που
προήλθαν από αστεροειδείς που δείχνει ότι ποτέ δεν βρέθηκαν στο εσωτερικό ενός
πλανήτη). Για το λόγο αυτό η μελέτη του αρχέγονου υλικού τους έχει μεγάλη
σημασία για την κατανόηση των πρώτων σταδίων δημιουργίας του ηλιακού
συστήματος. Πρόσφατες όμως παρατηρήσεις του αστεροειδή Εστία (Vesta) από το
HST δείχνουν ότι χαρακτηρίζεται από σαφή διαστρωμάτωση (φλοιός – μανδύας )
όπως οι γεωειδείς πλανήτες καθώς και από μία γιγάντια λεκάνη κρουστικής
προέλευσης μεγάλου βάθους ώστε να αποκαλύπτεται ο μανδύας κάτω από τον
εξωτερικό φλοιό. Αυτή η εικόνα ανατρέπει το μέχρι σήμερα αποδεκτό μοντέλο του
αστεροειδή.
Σχόλια
Το μέγεθός των αστεροειδών υπολογίζεται έμμεσα
• από την ασθενή τους λαμπρότητα σε συνδυασμό με κάποια γνώση της
ανακλαστικής τους ικανότητας και γνώση της απόστασής τους από τη Γη.
• Με μέτρηση της λαμπρότητας τους στο υπέρυθρο μέρος του φάσματος σε
συνδυασμό με το οπτικό τους μεγέθους και υπολογισμό της ανακλαστικής
τους ικανότητας.
• Από τη μέτρηση της πόλωσης του ανακλώμενου σε αυτούς ηλιακού φωτός.
Η Ματίλδη (πορώδης αστεροειδής) είναι ο πρώτος από τους μελετηθέντες
αστεροειδείς τύπου οι οποίοι θεωρείται ότι αποτελούν την πηγή της
σημαντικότερης ομάδας μετεωριτών, των ανθρακικών χονδριτών. Μαζί με τον αστε‐
ροειδή Έρωτα και άλλους δύο αστεροειδείς τύπου που έχουν μελετηθεί από το
διαστημικό όχημα NEAR (1996) αποτελούν τους μόνους αστεροειδείς που έχουν
μελετηθεί από τόσο κοντά.
5.7.2 Κομήτες
Οι κομήτες είναι μία κατηγορία μικρών σωμάτων, με χαρακτηριστική διάμετρο
μερικών δεκάδων χιλιομέτρων οι οποίοι προέρχονται από το εξωτερικό μέρος του
ηλιακού συστήματος. Ακολουθούν τροχιές γύρω από τον Ήλιο ελλειπτικές με
μεγάλη εκκεντρότητα, παραβολικές ή υπερβολικές, κατά τη διάρκεια των οποίων
πλησιάζουν και απομακρύνονται προς τον Ήλιο και διασταυρώνονται με τις
146
τροχιές των πλανητών.
Σύμφωνα με το επικρατέστερο μοντέλο οι κομήτες μοιάζουν με «βρώμικες χιονό‐
μπάλες» αποτελούμενες από σκόνη (πυριτικοί κόκκοι διαμέτρου ),
παγωμένα πτητικά υλικά κυρίως οργανικών ενώσεων (νερό, αμμωνία και μεθάνιο)
και προσμίξεις βαρύτερων στοιχείων (για παράδειγμα , , , , , ). Στη
μεγαλύτερη πτητικότητα των υλικών τους οφείλεται και η κυριότερη διαφορά
τους από τους μικρούς αστεροειδείς. Ένας κομήτης όπως φαίνεται στο σχήμα 5.17
αποτελείται από:
1) Τον πυρήνα ( ) που αποτελεί το στερεό μέρος του από πάγο και διοξείδιο
του άνθρακα και υπάρχει πάντα ανεξαρτήτου της απόστασης από τον Ήλιο.
2) Την κόμη ( ), φωτεινή νεφελώδη άλω που περιβάλλει τον πυρήνα όταν
ο κομήτης βρίσκεται σε απόσταση λόγω της εξαέρωσης και της
φωτοδιάσπασής των πτητικών ενώσεων, το φάσμα της οποίας χαρακτηρίζεται
ουρά Γη
ιόντων
ουρά σκόνης
πυρήνας
κόμη
Σχήμα 5.17 : Ανατομία ενός κομήτη
3) από μοριακές γραμμές εκπομπής ( , , , , ). Όταν πλησιάσουν ακόμα
πιο πολύ ( ) το φάσμα της κόμης χαρακτηρίζεται από τις γραμμές
εκπομπής των αερίων πιο βαρύτερων στοιχείων.
4) Την ουρά που αποτελείται από αέρια και σκόνη η οποία φτάνει στο μέγιστο
μήκος της ( ) στο περιήλιο και εξαφανίζεται με την απομάκρυνση τους από
τον Ήλιο. Πολύ κοντά στον Ήλιο η ουρά διαχωρίζεται σε ουρά των αερίων του
κομήτη που οφείλεται στο «φύσημα» των αερίων από τον ηλιακό άνεμο και
έχει διεύθυνση πάντα μακριά από τον Ήλιο σε κάθε θέση του κομήτη και στην
ουρά της σκόνης που αποτελεί τα σωματίδια που ελευθερώνονται από την
επιφάνεια τoυ κομήτη λόγω πίεσης της ηλιακής ακτινοβολίας και είναι
καμπυλωμένη σε σχέση με την ουρά αερίων.
Πολλές φορές ιονισμένο αέριο δραπετεύει από το εσωτερικό του πυρήνα του
κομήτη σαν πίδακας λόγω της θέρμανσης και της εξαέρωσης του πάγου από την
ηλιακή ακτινοβολία και την διάτρηση του λεπτού φλοιού του πυρήνα. Ένας τέτοιος
πίδακας αερίων (που ιονίζεται στη συνέχεια από την ηλιακή ακτινοβολία μπορεί
147
να λειτουργήσει σαν προωστική δύναμη και να αλλάξει την τροχιά και κατά
συνέπεια την περίοδο του κομήτη.
Η προέλευση των κομητών
Οι κομήτες προέρχονται από :
Το νέφος του Oort, ένα μεγάλο σφαιρικό νέφος διαμέτρου περίπου
το οποίο περιβάλλει το Ηλιακό σύστημα (Σχήμα 5.18). Το νέφος αυτό
υπολογίζεται ότι περιέχει περίπου κομήτες σε στατική σχεδόν κατάσταση
(μηδενική σχεδόν ταχύτητα) από την εποχή δημιουργίας του ηλιακού συστήματος
και διαταράσσεται κατά καιρούς από τις βαρυτικές παρέλξεις αστέρων
προκαλώντας την εκτίναξη κομητών στο μεσοαστρικό χώρο και κατά συνέπεια
την κίνηση μερικών από αυτούς και προς το Ηλιακό σύστημα. Από τη περιοχή
αυτή θεωρείται ότι προέρχεται η μεγάλη πλειοψηφία των κομητών μεγάλης
περιόδου, δηλαδή κομήτες με περίοδο ετών οι οποίοι αποτελούν και το
των γνωστών κομητών (περίπου ).
νέφος
Τροχιά Ποσειδώνα
Οοrt
Ζώνη Kuiper
Σχήμα 5.18 : Hζώνη Kuiper και το νέφος Oort
Ζώνη Kuiper (Kuiper belt) στα όρια του ηλιακού συστήματος η οποία βρίσκεται
πέρα από την τροχιά του Ποσειδώνα, σε απόσταση περίπου από τον
Ήλιο (Σχήμα 5.18). Αυτή η ζώνη κατά καιρούς διαταράσσεται από την βαρυτιακή
επί‐δραση των μεγάλων πλανητών και στέλνει τους κομήτες σε τροχιές γύρω από
τον Ποσειδώνα. Από εκεί, είτε συγκρούονται με τον Πλούτωνα και αποβάλλονται
από το Ηλιακό σύστημα είτε εκτοξεύονται σε τροχιά γύρω από έναν εξωτερικό ή
ακόμα και εσωτερικό πλανήτη. Όπως υπολογίζεται αυτή ζώνη περιέχει
τουλάχιστον σώματα με διαμέτρους μεγαλύτερες των και είναι κατά
πολύ μεγαλύτερη σε αριθμό και μάζα από τα σώματα ίδιας διάστασης της ζώνης
των αστεροειδών. Πολλά από τα νεοανακαλυφθέντα σώματα της ζώνης Kuiper
είναι μικρά και παγωμένα και θυμίζουν τον Πλούτωνα και τον Τρίτωνα – είναι
όμως μικροτέρων διαστάσεων (βλ. παράγραφο 5.9.2). Πρόσφατα ανιχνεύθηκαν
από το HST εξαιρετικά αμυδρά σώματα αυτής της ζώνης, πιθανής διαμέτρου μόλις
148
149
κρατήρα όπως στην περίπτωση όλων των γεωειδών πλανητών και της Σελήνης.
Με βάση τη σχετική περιεκτικότητά τους σε πετρώδες (πυριτικό) υλικό και
μέταλλο, οι μετεωρίτες διακρίνονται σε τρείς γενικές κατηγορίες:
1) Στους πετρώδεις ή λιθομετεωρίτες που αποτελούνται κυρίως από πετρώματα
και θυμίζουν τις κοινές πέτρες και αποτελούν το των μετεωριτών που
πέφτουν στην επιφάνεια της Γης. Η χημική σύστασή τους θυμίζει τους μανδύες
και τους φλοιούς των γεωειδών πλανητών. Ονομάζονται και χονδρίτες από τα
μι‐κροσκοπικά σφαιρίδια πυριτίου που μερικές φορές περιέχουν, τα οποία
αποτελούν τα μερικώς τηγμένα υπολείμματα των αρχικών συμπυ‐κνώσεων
σκόνης από την οποία δημιουργήθηκε όλο το Ηλιακό σύστημα. Ειδικότερα, μία
υποομάδα ( ) των χονδριτών, οι ανθρακικοί χονδρίτες, περιέχουν κυρίως
ενώσεις άνθρακα (ορ‐γανικές ενώσεις) σε σχετικά υψηλή περιεκτικό‐τητα ( )
μαζί με πτητικά υλικά και μοιάζουν ως προς την χημική σύνθεση με την
πλειοψηφία των αστεροειδών (αστεροειδείς τύπου ). Η παρουσία ενώσεων
άνθρακα δείχνει ότι αυτοί οι μετεωρίτες και άρα και η πλειοψηφία των
αστεροειδών δεν έχει υποστεί ποτέ την επί‐δραση υψηλών θερμοκρασιών (οι
ενώσεις του άνθρακα καταστρέφονται εύκολα ακόμα και σε μέτριες
θερμοκρασίες) και άρα αποτελούν δημιουργήματα των αρχικών
συμπυκνώσεων του Ηλιακού συστήματος και όχι θραύσματα ενός πλανήτη.
2) Στους σιδηρούχους ή σιδηρομετεωρίτες ( ) που αποτελούνται κυρίως από
σίδηρο με προσμίξεις νικελίου και μοιάζουν με τους αστεροειδείς τύπου γι
αυτό είναι και οι πιο εύκολα παρατηρήσιμοι. Η ανίχνευση ειδικών
κρυσταλλικών σχηματισμών (σχηματισμοί Widmanstätten) μετά από ειδική
επεξεργασία, υπο‐δηλώνει ότι η ψύξη τους έγινε αργά στο εσωτερικό
μικρότερων σωμάτων κι άρα αποτελούν κομμάτια κάποιου πλανητοειδούς και
όχι κά‐ποιου πλανήτη.
3) Στους πετρώδεις – σιδηρούχους ή σιδηρόλιθους ή λιθοσιδηρομετεωρίτες που
περιέχουν και πυριτικά υλικά και μεταλλικό σίδηρο και μοιάζουν με τους
αστεροειδείς τύπου .
Επιπλέον υπάρχει άλλη μία κατηγορία μετεωριτών οι αχονδρίτες που θυμίζουν
Σχήμα 5.18
Λιθομετεωρίτης Λιθομετεωρίτης Ανθρακικός χονδρίτης
τα γήινα βασαλτικά πετρώματα. Σ΄ αυτήν την κατηγορία θεωρείται ότι ανήκουν οι
αχονδρίτες που συνελέγησαν στην Ανταρκτική το και που αποδόθηκαν σε
μετεωρίτες που προήλθαν από τη Σελήνη μετά από την αναγνώριση της ίδιας
χημικής σύστασης με τα δείγματα που είχαν φέρει στα γήινα εργαστήρια οι
σεληνιακές δια‐στημικές αποστολές Απόλλων . Μία διαφορετική
ομάδα αχονδριτών που επίσης συνελέγησαν στην Ανταρκτική, θεωρείται ότι έχει
150
προέλθει από τον Άρη μετά από σύγκριση των παγιδευμένων ατμοσφαιρικών
αερίων (μέσα σε τηγμένα ορυκτά) με τη χημική σύσταση της αρειανής
ατμόσφαιρας όπως προέκυψε από τις μετρήσεις του διαστημικού οχήματος Viking
το .
5.8 Η δημιουργία του ηλιακού συστήματος
Κάθε προτεινόμενη θεωρία δημιουργίας του Ηλιακού Συστήματος θα πρέπει να
ερμηνεύει όλα τα ιδιαίτερα δυναμικά χαρακτηριστικά του (τροχιές, περιστροφή,
αποστάσεις κ.λ.π.) καθώς και τη χημική του σύνθεση. Σύμφωνα με την
επικρατέστερη το ηλιακό σύστημα σχηματίστηκε από ένα πεπλατυσμένο δίσκο
αερίου και σκόνης (πρωτοπλανητικός δίσκος ή ηλιακό νεφέλωμα) που υπήρχε
γύρω από τον πρωτοαστέρα (πρωτο – Ήλιος), μιας δηλαδή πυκνής αέριας μάζας
(κυρίως από ) που γεννήθηκε από τη βαρυτική κατακρήμνιση ενός μεσοαστρικού
νέφους. Μία τέτοια εξέλιξη ερμηνεύει τις ομοεπίπεδες τροχιές των πλανητών και
την διεύθυνση περιφοράς τους γύρω από τον Ήλιο.
Μέσα στον πρωτοπλανητικό δίσκο η σκόνη καθίσταται ασταθής λόγω
βαρύτητας και μέσα από τις μη ελαστικές συγκρούσεις και συγκολλήσεις των
κόκκων της δημιουργεί μικρούς στερεούς πυρήνες, τους πλανητοειδείς (μεγέθους
μερικών ). Η ακριβής διαδικασία σχηματισμού των πλανητοειδών δεν είναι
σαφής, πιστεύεται ότι οφείλεται στις βαρυτικές αστάθειες του δίσκου σκόνης που
καθιζάνει από το ηλιακό νεφέλωμα στο ισημερινό επίπεδο περιστροφής του
πρωτο–Ήλιου. Οι πλανητοειδείς στη συνέχεια λόγω της βαρύτητάς τους μέσω
του μηχανισμού επιπροσθέσεως (συσσώρευσης) μάζας και σύγκρουσης –
συγκόλλησης δημιουργούν στερεούς πυρήνες μεγαλύτερων διαστάσεων ( )
που αποτελούν την απαρχή δημιουργίας πλανητών. Σ’ αυτή τη διαδικασία
καθοριστικό ρόλο έχει η δύναμη της βαρύτητας η οποία καθορίζει τις τροχιές και
το μέγεθος των πρωτοπλανητών οι οποίοι μπορεί να ήταν μεγαλύτεροι από τους
σημερινούς.
Το μέγεθος και η διαφορετική χημική σύνθεση των πλανητών καθορίστηκε
κυρίως από τη θερμοκρασίας που επικρατούσε στον ηλιακό δίσκο. Διαφορετικά
στοιχεία συμπυκνώνονται και στερεοποιούνται σε διαφορετικές θερμοκρασίες που
επικρατούσαν σε διαφορετικές αποστάσεις του δίσκου όπως φαίνεται από τον
Πίνακα 5.6. Τα πιο άφθονα στοιχεία, το υδρογόνο και το ήλιο δεν στερεοποιούνται
ποτέ αλλά οι ενώσεις τους όπως για παράδειγμα το νερό, στερεοποιούνται σε
χαμηλές θερμοκρασίες, όπως αυτές που επικρατούσαν στο εξωτερικό μέρος του
ηλιακού συστήματος. Έτσι στο εσωτερικό ηλιακό σύστημα, όπου η θερμοκρασία
ήταν πολύ μεγάλη στα πλανητοειδή
Πίνακας 5.6
κυριάρχησαν στερεά πυριτικά υλικά και
Θερμοκρασίες συμπύκνωσης διαφόρων μέταλλα από τα οποία σχηματίστηκαν
υλικών
οι εσωτερικοί πλανήτες ενώ πιο μακριά
Υλικό (0 ) στα πλανητοειδή του εξωτερικού μέρους
Μέταλλα 1000‐1600 όπου η θερμοκρασία ήταν χαμηλή,
Πυριτικά
500‐1300 κυριάρχησαν υλικά που συγκολλούνται
υλικά
Πάγοι (νερό, και συμπυκνώνονται ευκολότερα κατά
μεθάνιο, <500
αμμωνία)
151
5.9 Η ηλικία του ηλιακού συστήματος
Ο υπολογισμός της ηλικίας του ηλιακού συστήματος βασίζεται στη μέθοδο της
ραδιοχρονολόγησης των πετρωμάτων δηλαδή στη μέτρηση της αναλογίας των
152
ραδιενεργών ισοτόπων που περιέχονται σ’ αυτά. Τα άτομα του ισοτόπου ενός
στοιχείου έχουν τον ίδιο αριθμό πρωτονίων και νετρονίων στον πυρήνα τους και
ακολουθούν εκθετικό ρυθμό ελάττωσης (νόμος της ραδιενεργούς διάσπασης)
σύμφωνα με τον οποίο το ήμισυ των αρχικών πυρήνων (μητρικοί) θα ελαττωθούν
για να φτιάξουν τους θυγατρικούς πυρήνες μέσα σε χρόνο που είναι
χαρακτηριστικός κάθε στοιχείου (χρόνος ημίσειας ζωής ή υποδιπλασιασμού). Σε
αέρια ή υγρή κατάσταση οι μητρικοί και θυγατρικοί πυρήνες δραπετεύουν ενώ
όταν το υλικό στερεοποιείται, δεν μπορούν να διαφύγουν κι ο λόγος των μητρικών
προς τους θυγατρικούς πυρήνες παραμένει σταθερός εκτός εάν διασπαστεί ο
μητρικός πυρήνας αυξάνοντας τον αριθμό των θυγατρικών πυρήνων. Με την
ανακάλυψη του φασματογράφου μάζας τη δεκαετία του , με τον οποίο έγινε
δυνατός ο διαχωρισμός των στοιχείων και των ισοτόπων των υπό εξέταση
πετρωμάτων, οι γεωλόγοι υπολόγισαν με ακρίβεια την ηλικία των διαφόρων
στρωμάτων και εφήρμοσαν την ίδια τεχνική στα γήινα και σεληνιακά πετρώματα.
Παράδειγμα Το κάλιο ‐40 μετατρέπεται σε αργό‐40 με χρόνο ημίσειας ζωής 1.3
δηλαδή κάθε 1.3 δισεκατομμύρια έτη η ποσότητα καλίου‐40 σε ένα πέτρωμα που
περιέχει κάλιο‐40 θα υποδιπλασιάζεται. Ας υποθέσουμε ότι έχουμε ένα
νεοσχηματισθέν πέτρωμα που περιέχει κάλιο‐40. Το αργό είναι ευγενές αέριο και
άρα όλη η ποσότητά που περιέχεται στο πέτρωμα είναι προϊόν της ραδιενεργού
διάσπασης του καλίου‐40. Μετά από 1.3 δισεκατομμύρια έτη θα υπάρχει η μισή
ποσότητα καλίου ‐40 στο πέτρωμα και η ίδια ποσότητα αργού‐40 σε σχέση με το
κάλιο‐40. Μετά από 2.6 δισεκατομμύρια έτη θα υπάρχει το 1/4 (1/2 x 1/2) κάλιο 40
σε σχέση με την αρχική ποσότητα που υπήρχε όταν δημιουργήθηκε το πέτρωμα
ενώ θα υπάρχει 3 φορές περισσότερο αργό‐40 σε σχέση με το κάλιο‐40. Μετά από
3.9 δισεκατομμύρια έτη (3 χρόνους ημίσειας ζωής) θα υπάρχει το 1/8 κάλιο ‐40 σε
σχέση με την αρχική ποσότητα που υπήρχε όταν δημιουργήθηκε το πέτρωμα ενώ
θα υπάρχει 7 φορές περισσότερο αργό‐40 σε σχέση με το κάλιο‐40. Εάν λοιπόν
εξετάσουμε το πέτρωμα , ο λόγος της ποσότητας του μητρικού προς το θυγατρικό
ισότοπο θα μας δώσει την ηλικία του πετρώματος.
153
t
σημερινη ποσοτητα ⎛ 1 ⎞ T1/ 2
=⎜ ⎟
αρχικη ποσοτητα ⎝2⎠
Αν και τα αρχαιότερα πετρώματα τη Γης έχουν ηλικία περίπου 4.3 δισεκατομμύρια
έτη με το μεγαλύτερο μέρος του γήινου φλοιού να μην είναι γηραιότερο από 3
δισεκατομμύρια έτη, δεν αποτελούν παρά ένα κατώτερο όριο της ηλικία της άρα
και του ηλιακού συστήματος διότι η Γη ως γεωλογικά ενεργός πλανήτης υπέστη
αλλαγές που επαναδιαμόρφωσαν το υλικό της επιφάνειάς της. Λίγο γηραιότερα
πετρώματα προήλθαν από την ανάλυση των σεληνιακών πετρωμάτων που
έφεραν οι αστροναύτες του Apollo ( δισεκατομμύρια έτη) αλλά και αυτά
αντιπροσωπεύουν το κατώτατο όριο της ηλικίας της Σελήνης. Τα πιο γηραιά υλικά
του ηλιακού συστήματος (4.56 δισεκατομμύρια έτη) προέρχονται από τους
μετεωρίτες που έπεσαν στη Γη και αντιπροσωπεύουν την ηλικία ολόκληρου του
ηλιακού συστήματος (αφού προέρχονται από διαφορετικά σημεία του) κάτω από
την υπόθεση της ταυτόχρονης δημιουργίας.
5.9.2 Ζώνη Kuiper
Η ζώνη Kuiper είναι μία δισκοειδή περιοχή (ζώνη) σε απόσταση περίπου από
τον Ήλιο, που πήρε το όνομά της από τον Γερμανό αστρονόμο Gerard Kuiper που
πρότεινε την ύπαρξή της το . Περιέχει χιλιάδες μικρά παγωμένα σώματα με
Πίνακας 5.7
Τα μεγαλύτερα αντικείμενα της ζώνης Kuiper
Αντικείμενα Μέση
Επίσημο Διάμετρος Σχόλια
ζώνης Kuiper Απόσταση από
όνομα (km)
( ) τον Ήλιο (ΑU)
λαμπρότερο
Eris Έχει δορυφόρο τη
Δυσνομία
λαμπρότερο
Πλούτωνας δορυφόροι:
Χάρων, Nix, Hydra
λαμπρότερο
λαμπρότερο
δορυφόρους
Το δεύτερο
ερυθρότερο σώμα
μετά τον Άρη.
Sedna
Πιθανόν στο
εσωτερικό μέρος
του νέφους Οort
Orcus
Quaoar Όσο ο Χάρων
154
διάμετρο τουλάχιστον , σε τροχιά γύρω από τον Ήλιο, το πρώτο από τα
οποία παρατηρήθηκε το και δύο από τα οποία έχουν αναγνωριστεί από την
IAU ως νάνοι πλανήτες. Συχνά τα σώματα της ζώνης Kuiper λέγονται και Υπερ–
Ποσειδώνεια Σώματα (Τrans–Neptunian Objects, TNOs) γιατί βρίσκονται πέρα
απo την τροχιά του Ποσειδώνα. Tα μεγαλύτερα παρατηρηθέντα φαίνονται στον
Πίνακα 5.7.
Αν και ο Πλούτωνας και η Έρις έχουν αναγνωριστεί ως πλανήτες‐νάνοι είναι
αντικείμενα της ζώνης Kuiper με λαμπρότερο τον Πλούτωνα. Στην κατηγορία των
νάνων πλανητών α‐ναμένονται κι άλλα σώματα (Sedna, Orcus, και Quaoar) αφού
οι δύο πρώτοι νάνοι πλανήτες ανήκουν στην ζώνη Kuiper η οποία αποτελείται από
πολυάριθμα παγωμένα σώματα διαμέτρου τουλάχιστον , που βρίσκονται
σε τροχιά πέρα από την τροχιά του Ποσειδώνα σε απόσταση περίπου . Σε
αυτήν την κατηγορία ταξινομήθηκε και η Δήμητρα, ο μεγαλύτερος, έως σήμερα
αστεροειδής. Η Έρις που είναι και ο μεγαλύτερος πλανήτης νάνος (διάμετρος
, κατά μεγαλύτερη από τον Πλούτωνα), αποτελεί το πιο μακρινό
σώμα που έχει ανακαλυφθεί έως τώρα σε τροχιά γύρω από τον Ήλιο (πιο μακρινή
κι από τη νεοανακαλυφείσα Sedna).
Στην πολύ πιο έκκεντρη από του Πλούτωνα τροχιά της, κινείται σε απόσταση
μέσα σε έτη ενώ ο Πλούτωνας μέσα σε έτη. Όλα τα
άλλα σώματα εκτός από τους δορυφόρους ονομάζονται «τα μικρά σώματα του
Ηλιακού συστήματος».
155
6
Ήλιος
6.1 Φυσικές παράμετροι του Ήλιου
Ο Ήλιος είναι ένας συνηθισμένος αστέρας του οποίου τις κυριότερες φυσικές
παραμέτρους : απόσταση από τη Γη, μέγεθος, μάζα, μέση πυκνότητα, φωτεινότητα
μπορούμε εύκολα να μετρήσουμε ή να υπολογίσουμε από παρατηρησιακά
δεδομένα :
• Η απόσταση του Ήλιου υπολογίζεται με τη μέθοδο της παράλλαξης (βλ.
παράγραφο 7.1.1) λαμβάνοντας ως βάση την διάμετρο της Γης (AB = 12 800
). Τα δεδομένα δύο παρατηρητών που βρίσκονται σε δύο αντιδιαμετρικά
σημεία της Γης δίνουν μικρή αλλά μετρήσιμη παράλλαξη θ=0.005ο και άρα
απόσταση (κεφάλαιο 2. Παράρτημα Β)
⁄ .
~ 147 700 000 ~150×106 km
.
η οποία καλείται Αστρονομική Μονάδα (1 AU) και αποτελεί θεμελιώδη
μονάδα μέτρησης κοσμικών αποστάσεων (ιδιαίτερα δόκιμη για το πλανητικό
μας σύστημα). Η ακριβέστερη μέθοδος προσδιορισμού της αστρονομικής
Σχήμα 6.1
Ο υπολογισμός της απόστασης του Ήλιου με τη βοήθεια της παράλλαξης.
156
ΠΙΝΑΚΑΣ .
Οι κυριότερες φυσικές παράμετροι του Ήλιου
Παράμετρος Τιμή Μέθοδος προσδιορισμού
Μέση απόσταση Ανάκλαση ραδιοσήματος στην
1 149.800.000
από τη Γη Αφροδίτη
Μέση γωνιακή
32΄ Άμεση παρατήρηση
διάμετρος 2
Μέση διάμετρος 2 14 10 Τριγωνομετρική μέθοδος
Επιτάχυνση της Γης
Μάζα 1.99 10
Τρίτος νόμος του Κέπλερ
Μέση πυκνότητα 1.41 / Μάζα/όγκο
Μέτρηση με ειδικό όργανο
Ηλιακή σταθερά 1.388 10
όπως π.χ. βολόμετρο
Ηλιακή σταθερά επί το εμβαδό
Φωτεινότητα 3.98 10 /
σφαίρας ακτίνας 1
Φασματική τάξη 2 Φασματοσκοπία
Φαινόμενο οπτικό
26.8 Προσπίπτουσα ροή
μεγέθος .
Απόλυτο οπτικό
4.7 5 5 log
μέγεθος .
Ενεργός
5.780 Νόμος Stefan –Boltzman
θερμοκρασία
Θερμοκρασία Νόμος του Wien
6.000
χρώματος Φάσμα του Ήλιου
26 ημέρες Φασματοσκοπική μέθοδος
Περίοδος 37 ημέρες Doppler
περιστροφής 26 ημέρες
Κατανομή ηλιακών κηλίδων
31 ημέρες
Ταχύτητα
Φασματοσκοπική μέθοδος
Περιστροφής στον 2 /
Doppler
ισημερινό
6.2 Πηγή Ηλιακής ενέργειας
Όλα τα στοιχεία δείχνουν ότι ο Ήλιος και η Γη έχουν ηλικία 4.6 δισεκατομμύρια
έτη και η σταθερότητα των συνθηκών ζωής πάνω στη Γη υποδεικνύει ότι η
εκπεμπόμενη ηλιακή ενέργεια σε αυτό το χρονικό διάστημα παρέμεινε σχεδόν
σταθερή (υπολογίζεται ότι η φωτεινότητα του Ήλιου αυξήθηκε περίπου κατά 20
%). O μηχανισμός που μπορεί να παράγει 1026 W επί 4.6 δισεκατομμύρια έτη,
αποτέλεσε το αντικείμενο μελέτης για πολλά έτη ανάμεσα σε επιφανείς
επιστήμονες όπως ο Νεύτωνας, ο Leibnitz, ο Καρτέσιος. Ούτε η χημική ενέργεια
159
(από καύση ύλης), ούτε η βαρυτική συστολή (ενέργεια που ελευθερώνεται από
κατάρρευση του Ήλιου λόγω ιδιοβαρύτητας) επαρκούν. Ακόμα και όταν
ανακαλύφθηκε η ραδιενέργεια, – η οποία διατηρεί τη θερμοκρασία του εσωτερικού
της Γης – δεν επαρκούσε για τη συντήρηση της εκπεμπόμενης ηλιακής ενέργειας.
Η μόνη πηγή που θεωρείται υπεύθυνη για την παραγωγή ενέργειας στο
εσωτερικό του Ήλιου και κατ΄επέκταση όλων των αστέρων είναι η ενέργεια που
εκλύεται κατά τις πυρηνικές αντιδράσεις. Κάτω από ιδιαίτερες συνθήκες, τα άτομα
ενός στοιχείου μπορούν να ενωθούν για να σχηματίσουν ένα καινούριο στοιχείο
(πυρηνική σύντηξη) ή ένα άτομο να διασπασθεί σε μικρότερα άλλων στοιχείων
(πυρηνική σχάση). Οι πυρηνικές αντιδράσεις μπορούν να ελευθερώσουν μεγάλα
ποσά ενέργειας γιατί η ολική μάζα των προϊόντων πυρήνων είναι μικρότερη από
την ολική μάζα των αντιδρώντων και αυτό το έλλειμμα μάζας μετατρέπεται σε
ενέργεια ΔΕ που υπολογίζεται από τη γενική σχέση:
. .
ο δε ρυθμός παραγωγής της εξαρτάται από τη χημική σύσταση, τη θερμο‐κρασία
και την πυκνότητα της περιοχής στην οποία αναφέρεται.
Γενικότερα η σύντηξη δύο μικρότερων πυρήνων προς παραγωγή μεγαλύτερου
ελευθερώνει ενέργεια μέχρι τον σχηματισμό του πυρήνα σιδήρου ενώ η σύντηξη
μεγαλύτερων ατόμων απαιτεί ενέργεια. Αντιθέτως η σχάση μεγαλυτέρων
πυρήνων σε μικρότερους ελευθερώνει ενέργεια για άτομα μεγαλύτερης μάζας από
τον σίδηρο (Fe) ενώ η σχάση μικρότερων πυρήνων απαιτεί ενέργεια. Άρα η
παραγωγή ενέργειας στους αστέρες οφείλεται στην σύντηξη μικρότερων
πυρήνων.
Εν τούτοις για να πραγματοποιηθεί πυρηνική σύντηξη απαιτούνται ιδιαίτερες
συνθήκες διότι μέσα στο άτομο τα πρωτόνια και τα ηλεκτρόνια λόγω του
αντίθετου φορτίου συγκρατούνται με ελκτικές ηλεκτρομαγνητικές δυνάμεις ενώ
μέσα στον πυρήνα τα πρωτόνια απωθούνται και συγκρατούνται με ισχυρές
πυρηνικές δυνάμεις, οι οποίες για να υπερισχύσουν κατά τη δημιουργία νέου
πυρήνα θα πρέπει τα πρωτόνια να πλησιάσουν σε μικρή απόσταση. Έτσι ο μόνος
τρόπος να «συγκολλήσουν» δύο πυρήνες είναι εάν συγκρουσθούν τα αντίστοιχα
άτομα με μεγάλη ταχύτητα και επειδή η ταχύτητα των ατόμων εξαρτάται από τη
θερμοκρασία τους θα πρέπει να βρίσκονται σε συνθήκες υψηλής θερμοκρασίας.
Στον Ήλιο (όπως και σε όλους τους αστέρες της κοινής ακολουθίας ) πιο κοινή
σύντηξη που συμβαίνει είναι η μετατροπή του υδρογόνου σε ήλιο για 10 .
Αναλυτικότερα μέσα από μία σειρά πυρηνικών αντιδράσεων που αποτελούν την
αλυσίδα πρωτονίου‐πρωτονίου, τέσσερα άτομα υδρογόνου σχηματίζουν ένα άτομο
160
Σχήμα 6.2
Η διαδικασία σύντηξης του υδρογόνου σε ήλιο.
ηλίου ελευθερώνοντας ενέργεια με τη μορφή ακτίνων γ και νετρίνων. Η απώλεια
μάζας ανέρχεται στο 0.7 % της αρχικής μάζας των τεσσάρων πρωτονίων.
Υπολογίζοντας ότι από τη μετατροπή 1 kg υδρογόνου ελευθερώνονται 6.3 10 ,
υπολογίζεται ότι o Ήλιος χρειάζεται 6 10 / υδρογόνου για να διατηρήσει
την εκπεμπόμενη ενέργειά του.
6.3 Δομή του Ήλιου
Ο Ήλιος (και οι αστέρες της κυρίας ακολουθίας) χαρακτηρίζονται από σταθερή
φωτεινότητα που είναι επακόλουθο της μηχανικής (ή υδροστατικής) και
ενεργειακής του ισορροπίας. Αυτό σημαίνει ότι δεν διαστέλλεται ή συστέλλεται
γιατί η δύναμη της βαρύτητας εξισορροπείται από τις δυνάμεις που προέρχονται
από την πίεση των αερίων του εσωτερικού του (μηχανικής ή υδροστατικής
ισορροπία). Εάν δεν υπήρχε η εσωτερική πίεση, ο Ήλιος θα κατέρρεε κάτω από την
ιδιοβαρύτητά του σε λιγότερο από μία ώρα.
Επιπλέον η ενέργεια που παράγεται στο εσωτερικό (από τις θερμοπυρηνικές
αντιδράσεις) δεν συσσωρεύεται εκεί αλλά δραπετεύει με τον ίδιο ρυθμό από την
επιφάνειά του με μορφή ακτινοβολίας (θερμική ισορροπία). H κατάσταση
ισορροπίας της πλειοψηφίας των αστέρων σε συνδυασμό με τις διάφορες φυσικές
παραμέτρους που προσδιορίζονται από τη μελέτη της επιφάνειάς τους αποτελούν
τα βασικά δεδομένα με τα οποία επιχειρούμε την κατανόηση της δομής του
εσωτερικού τους με την κατασκευή ενός προτύπου (μοντέλου) αστέρος.
Η περιοχή στο εσωτερικό του Ήλιου όπου το υδρογόνο μετατρέπεται σε ήλιο
βρίσκεται στο κέντρο του Ήλιου και καλείται πυρήνας. Αυτή χαρακτηρίζεται από
161
Σχήμα 6.3
Ο τρόπος με τον οποίο δραπετεύει ένα φωτόνιο από το εσωτερικό του Ήλιου, μσω των
πολλαπλών σκεδάσεων με το πλάσμα.
το αέριο ψύχεται
ψυχρό θερμό
Σχήμα 6.4
Οι ζώνες μεταφοράς μάζας στον Ήλιο.
Τελικά ενώ τα φωτόνια που παράγονται στο εσωτερικό του Ήλιου θα χρειάζονταν
μόνο 2.5 να φτάσουν μέχρι την ηλιακή επιφάνεια, χρειάζονται 10 10 έτη
γεγονός που σημαίνει ότι η ηλιακή ακτινοβολία που προσπίπτει στη Γη έχει
παραχθεί την εποχή που ο πρωτόγονος άνθρωπος ζούσε σε σπηλιές! Συνολικά τα
διάφορα στρώματα του εσωτερικού του Ήλιου μαζί με τις παραμέτρους τους
παρουσιάζονται στο Σχήμα 6.5.
6.4 Το «λυμένο» πρόβλημα των νετρίνων
Ένας από τους πιο σημαντικούς ελέγχους των αρχών της δομής του εσωτερικού
του Ήλιου αφορά την ανίχνευση των σωματιδίων που παράγονται κατά τη
διάρκεια της αλυσίδας πρωτονίου‐πρωτονίου, των νετρίνων. Αυτά είναι θεμελιώδη
Πυρήνας
Ζώνη ακτινοβολίας
Θερμοκρασία Πυκνότητα Μεταφορά
(106Κ) gr/cm3 ενέργειας
Μεταφορά
Πυρήνας ~15 100
ύλης
Ζώνη
Επιφανειακή θερμοκρασία ~3 1 Ακτινοβολία
ακτινοβολίας
Τ~ 6 000Κ Ζώνη
Μεταφορά
μεταφοράς ~1 0.1
ύλης
ύλης
Σχήμα 6.5
Τα διάφορα στρώματα του εσωτερικού του Ήλιου
163
Φωτόνιο
ποζιτρόνιο
υπολογιστής
Ανιχνευτής
νετρόνιο
νετρίνο
Η20
πρωτόνιο
Σχήμα 6.6
Ανιχνευτικό σύστημα νετρίνων
σωμάτια με ιδιαίτερες ιδιότητες καθώς θεωρείται ότι δεν έχουν φορτίο, μηδενική
μάζα, ημιακέραιο spin και διακρίνονται σε τρείς τύπους , ηλεκτρονίου, μυονίου και
ταυ. Τα νετρίνα είναι λεπτόνια κι άρα δεν υπόκεινται στις ισχυρές πυρηνικές
δυνάμεις, άρα διαφεύγουν από τον πυρήνα των αστέρων, δίνοντας την ευκαιρία –
αν ανιχνευθούν – άμεσης παρατήρησης των συνθηκών του εσωτερικού των
αστέρων, σε σχέση με την αστρική ακτινοβολία που εκπέμφθηκε πριν από
εκατοντάδες ή χιλιάδες έτη. Επειδή αλληλεπιδρούν με την ύλη μόνο μέσω
ασθενών αλληλεπιδράσεων είναι τα πιο διαπεραστικά στοιχειώδη σωμάτια κι
επειδή δεν έχουν φορτίο δεν ιονίζουν το μέσο στο οποίο κινούνται. Μόνο 1 στα 10
δισεκατομμύρια, που ταξιδεύει μέσα στην ύλη απόσταση όσο η γήινη διάμετρος,
αντιδρά με ένα πρωτόνιο ή ένα νετρόνιο, επειδή όμως είναι πολυάριθμα μπορούν
να ανιχνευθούν. Για περισσότερα από 30 έτη οι επιστήμονες προσπαθούσαν να
αιτιολογήσουν τον μικρότερο αριθμό ηλιακών νετρίνων που ανιχνεύονταν στα
αρχικά πειράματα (το ½ ή 1/3 του θεωρητικά προβλεπόμενου αριθμού), γεγονός
που έθετε υπό αμφισβήτηση το ενεργειακό μοντέλο του Ήλιου. Τα σύγχρονα όμως
πειράματα (Sudbury Nautrino Observatory, SNO στον Καναδά και Super‐
Kamiokande στην Ιαπωνία) σε συνδυασμό με τις νέες θεωρίες για τις ιδιότητες των
νετρίνων έδειξαν ότι έχουν ελάχιστη μάζα και μπορούν να μετατρέπονται
(ταλαντώνονται) από τον ένα τύπο στον άλλο κατά την πορεία τους από τον Ήλιο
μέχρι τη Γη, γι αυτό και τα πρώτα πειράματα μπορούσαν να ανιχνεύσουν μόνο τα
νετρίνα ηλεκτρονίου. Σήμερα έχει μετρηθεί με ακρίβεια μόνο το 0.005% των
νετρίνων που θεωρούνται ότι εκπέμπονται από τον Ήλιο γιατί τα υπόλοιπα
εκπέμπονται σε χαμηλότερες ενέργειες και είναι πιο δύσκολο να ανιχνευθούν από
τις υπάρχουσες ανιχνευτικές διατάξεις.
Η ανίχνευση των νετρίνων βασίζεται στην σύγκρουσή τους με πρωτόνια (μέσα
σε τεράστιες δεξαμενές νερού), στη δημιουργία ποζιτρονίων τα οποία εκπέμπουν
164
Σχήμα 6.7
Αριστερά: Ο τρόπος διάδοσης των σεισμικών κυμάτων στο εσωτερικό του Ήλιου.
Δεξιά: Οι ζώνες μεταφοράς από το κέντρο προς την επιφάνεια του Ήλιου.
ακτινοβολίας Cerenkov. Συνήθως οι ανιχνευτές βρίσκονται σε μεγάλο βάθος ώστε
να περιοριστούν οι κοσμικές ακτίνες ή άλλες αλληλεπιδράσεις.
6.5 Ηλιακές ταλαντώσεις
Ένας άλλος τρόπος μελέτης του εσωτερικού του Ήλιου κι άρα ελέγχου του
μοντέλου της δομής του είναι μέσω της τεχνικής της ηλιοσεισμολογίας. Η τεχνική
είναι παρόμοια με αυτή που χρησιμοποιούν οι γεωλόγοι για τη μελέτη του
εσωτερικού της Γης μέσω διάδοσης σεισμικών κυμάτων. Η ηλιοσεισμολογία
μελετά τους διάφορους τρόπους διάδοσης και συντονισμού των ηχητικών κυμάτων
από το εσωτερικό έως την επιφάνειά του Ηλίου. Τα ηχητικά κύματα διαδίδονται με
διαφορετικούς τρόπους και διαφορετικές ταχύτητες στο εσωτερικό του ΄Ηλιου, κι
άλλες φορές ανακλώνται στην επιφάνεια του, άλλες φορές παγιδεύονται στο
στρώμα κάτω από την επιφάνειά του (ζώνη διάδοσης ακτινοβολίας με ρεύματα) κι
άλλες φορές φτάνουν μέχρι το εσωτερικό του, όπως φαίνεται από το σχήμα 6.7. Τα
ηχητικά κύματα ταλαντούμενα κινούν τα στρώματα του Ηλίου και αυτές οι
ταλαντώσεις ανιχνεύονται μέσω των μετατοπίσεων Doppler όπως φαίνεται στο
σχήμα όπου τα ερυθρά μέρη αντιπροσωπεύουν την προς τα κάτω κίνηση ενώ τα
κυανά την προς τα πάνω. Πηγή των παρατηρούμενων ηχητικών κυμάτων είναι οι
διεργασίες στη μεγαλύτερη ζώνη μεταφοράς ρευμάτων.
6.6 Χημική σύσταση
165
Η χημική σύσταση του Ήλιου όπως προκύπτει από ανάλυση του φάσματος της
ατμόσφαιράς του υπολογίζεται κατά άτομα (και κατά μάζα) σε : 92% υδρογόνο
(73% κατά μάζα), 7% ήλιο (25% κατά μάζα), και όλα τα υπόλοιπα στοιχεία
(«μέταλλα», Ο, C, N, Si, Mg, Ne, Fe, S) σε λιγότερο από 1% (2% κατά μάζα). Η
παρατηρούμενη διαφορά στην περιεκτικότητα οφείλεται στο γεγονός ότι το άτομο
του ηλίου έχει τετραπλάσια μάζα από το άτομο του υδρογόνου. Η πλειοψηφία των
αστέρων (99%) καθώς και της μεσοαστρικής ύλης έχουν περίπου την ίδια
περιεκτικότητα με τον Ήλιο!
6.7 Φωτόσφαιρα
Ο φωτεινός δίσκος του Ηλίου (που διακρίνεται ευκρινέστερα κατά την ανατολή και
τη δύση του ή όταν βρίσκεται μέσα στα σύννεφα) ονομάζεται φωτόσφαιρα
(σχήμα 6.8). Η φωτόσφαιρα δεν αποτελεί μία αυστηρά καθορισμένη «επιφάνεια»
αλλά όπως αναφέρθηκε το όριο στο οποίο η μέση ελεύθερη διαδρομή των
φωτονίων γίνεται αρκετά μεγάλη ώστε να μπορούν να διαφύγουν προς τη Γη. Εάν
τα φωτόνια ήταν ελεύθερα να διαφύγουν από το κέντρο του Ήλιου (όπου και
παράγονται) ο Ήλιος θα φαινόταν πολύ μικρός, περίπου στο 20% της σημερινής
του ακτίνας. Σε σχέση με το μέγεθος του Ήλίου (διάμετρος ~ 10 ), η
φωτόσφαιρα αποτελεί ένα είδος «επιδερμίδας» της ηλιακής επιφάνειας βάθους
περίπου 400 500 , κάτω από την οποία το ηλιακό αέριο είναι αδιαφανές.
Η ενεργειακή κατανομή της ηλιακής ακτινοβολίας της φωτόσφαιρας που
προσπίπτει έξω από τη γήινη ατμόσφαιρα καθώς και αυτή που προσπίπτει στο
ύψος της επιφάνειας της θάλασσας φαίνεται στο σχήμα σε σχέση με την
κατανομή ενός μέλανος σώματος θερμοκρασίας 6.000 (Σχόλιο 2).
166
Από τη φωτόσφαιρα προέρχεται τόσο το συνεχές φάσμα όσο και οι γραμμές
απορρόφησης που παρατηρούνται σ ΄αυτό (δεν φαίνονται στο γράφημα του
Σχήματος 6.9) οι οποίες ονομάζονται γραμμές Fraunhofer, προς τιμήν του
Γερμανού φυσικού που τις μελέτησε πρώτος από τις οποίες συμπεραίνουμε τη
χημική σύστασή της (Πλαίσιο 6.Ι).
Η εμφάνιση γραμμών απορρόφησης οφείλεται στην σταδιακή ελάττωση της
θερμοκρασίας από την τιμή των 6500 Κ που χαρακτηρίζει τα βαθύτερα στρώματά
της φωτόσφαιρας (στο όριό της με το εσωτερικό του Ηλίου) σε 4 500 Κ στα
εξωτερικά στρώματά της (στο όριό της με την χρωμόσφαιρα). Αποτέλεσμα αυτής
της βαθμιαίας πτώσης της θερμοκρασίας είναι τα άτομα των ψυχρότερων
εξωτερικών στρωμάτων να εκπέμπουν λιγότερη ακτινοβολία αλλά ταυτόχρονα να
Σχήμα 6.8
Φωτογραφία του Ήλιου με κατάλληλα φίλτρα, στην οποία αποκαλύπτεται η
φωτόσφαιρα του Ήλιου.
απορροφούν την ακτινοβολία που προέρχεται από τα βαθύτερα στρώματα. Έτσι το
συνεχές μέρος του φάσματος προέρχεται από την εκπομπή των βαθύτερων
στρωμάτων της φωτόσφαιρας ενώ οι γραμμές Fraunhofer από την απορρόφησή
των εξωτερικών στρωμάτων. Όπως έχει διαπιστωθεί από τα 92 στοιχεία που
υπάρχουν στη Γη, τα 80 υπάρχουν και στον Ήλιο αν και συνιστούν μόνο το 1% της
μάζας του αφού κυριαρχεί –όπως και σε όλους τους αστέρες‐ το υδρογόνο (70% της
μάζας του) και το ήλιο (29% της μάζας του).
167
Ροή έξω από την ατμόσφαιρα
Ροή στην επιφάνεια της θάλασσας
Ροή μέλανος σώματος Τ=5.900 Κ
Ροή
Μήκος κύματος (μm)
Σχήμα 6.9
Το φάσμα της φωτόσφαιρας του Ήλιου.
Η μείωση της θερμοκρασίας από τα εσωτερικά στα εξωτερικά στρώματα της
φωτόσφαιρας δείχνει ότι θα χαρακτηρίζονται κι από μικρότερη φωτεινότητα
(σύμφωνα με το νόμο του Planck) κι άρα ο ηλιακός δίσκος θα φαίνεται
σκοτεινότερος στα άκρα απ΄ ότι στο κέντρο (φαινόμενο συσκότισης χείλους)
(Σχήμα 6.10). Το φαινόμενο αυτό οφείλεται στο γεγονός ότι η ακτινοβολία ενός
ορισμένου μήκους κύματος που εκπέμπεται από το άκρο του ηλιακού δίσκου
(σημείο Β) έχει μεγαλύτερη πιθανότητα να απορροφηθεί πριν να φτάσει στη Γη
(μεγαλύτερη διαδρομή) απ ’ότι η αντίστοιχη που εκπέμπεται από το κέντρο του
δίσκου (σημείο Α) και άρα αυτή τελικά που φτάνει από την διεύθυνση του άκρου
πρέπει να προέρχεται από πιο εξωτερικό και άρα πιο ψυχρό στρώμα (σημείο C). Η
ακτινοβολία δηλαδή που φτάνει στον παρατηρητή προέρχεται από διαφορετικά
στρώματα της φωτόσφαιρας διαφορετικών θερμοκρασιών. Αντίστροφα η ανάλυση
αυτού του φαινομένου μπορεί να χρησιμοποιηθεί για την εύρεση της μεταβολής
της θερμοκρασίας συναρτήσει του βάθους της φωτόσφαιρας η οποία οδηγεί στην
κατασκευή ενός θεωρητικού μοντέλου της ηλιακής ατμόσφαιρας .
168
C 4.000
B
A
6.000
Σχήμα 6.10
Η μείωση της θερμοκρασίας από το εσωτερικό (Α) προς το εξωτερικό στρώμα (C) της
ατμόσφαιρας του Ήλιου.
ΠΛΑΙΣΙΟ 6.Ι : Γραμμές Fraunhofer
O Γερμανός φυσικός Joseph Fraunhofer (1814) ήταν ο πρώτος που μετά από
προσεκτική εξέταση του ηλιακού φάσματος διαπίστωσε την παρουσία 600
σκοτεινών γραμμών που ακόμα και σήμερα φέρουν το όνομά του, μέτρησε την
θέση (μήκος κύματος) των μισών περίπου και ονόμασε τις πιό έντονες από αυτές
με τα γράμματα του αλφαβήτου , , , …αρχίζοντας από το ερυθρό και
προχωρώντας προς το ιώδες μέρος του φάσματος όπως φαίνεται στο Σχήμα.
Ιδιαίτερο ενδιαφέρον τού προκάλεσε ένα ζεύγος έντονων σκοτεινών γραμμών στο
κίτρινο μέρος του ηλιακού φάσματος (τις ονόμασε γραμμές ) που εμφανίζονταν
στο ίδιο σημείο στο οποίο εμφανίζονται και οι δύο λαμπρές κίτρινες γραμμμές του
διάπυρου αερίου νατρίου .
Αργότερα (1859) ο Kirchhoff στην προσπάθειά του να ταυτοποιήσει τις γραμμές D
του Fraunhofer με τις γραμμές του νατρίου ανέλυσε το φάσμα μίας δέσμης
169
ηλιακού φωτός διαμέσω διάπυρου νατρίου και διαπίστωσε ότι αντί οι λαμπρές
γραμμές του διάπυρου νατρίου να εξουδετερώνουν τις σκοτεινές ηλιακές γραμμές
(αφού και οι δύο προέρχονταν από το ίδιο στοιχείο) τις υπερτόνιζαν (φαίνονταν
ακόμα πιο σκοτεινές). Στη συνέχεια αντικατέστησε το ηλιακό φως με ένα διάπυρο
στερεό και πήρε συνεχές φάσμα χωρίς καθόλου σκοτεινές γραμμές. Το ίδιο φως
από το διάπυρο στερεό μετά τη διέλευσή του από το αέριο νάτριο έδωσε συνεχές
φάσμα με τις γραμμές απορροφήσεως– στην ίδια θέση με αυτήν των λαμπρών
γραμμών του νατρίου. Από τα πειραματικά του δεδομένα διατύπωσε τους τρείς
εμπειρικούς νόμους της φασματικής ανάλυσης και συμπέρανε ότι ο Ήλιος
αποτελείται από θερμό, πυκνό αέριο (ή στερεό) το οποίο περιβάλλεται από ένα
στρώμα ψυχρότερου αερίου. Αυτό το ψυχρότερο αέριο που αποτελεί και την
ατμόσφαιρα το Ηλίου είναι υπεύθυνο για την δημιουργία των γραμμών Fraunhofer
που χαρακτηρίζουν το φάσμα του.
Στη συνέχεια συγκρίνοντας τις υπόλοιπες γραμμές Fraunhofer του ηλιακού
φάσματος με τις λαμπρές γραμμές άλλων στοιχείων που είχαν παρατηρηθεί
εργαστηριακά, κατέδειξε και την ύπαρξη πολλών στοιχείων στην ηλιακή
ατμόσφαιρα που περιλαμβάνονται στον παρακάτω Πίνακα.
Κύριες γραμμές απορροφήσεως (Fraunhofer) του Ηλίου
______________________________________________________________________
Γραμμή απορροφήσεως λ (Å) Στοιχείο στο οποίο οφείλονται
Fraunhofer
______________________________________________________________________
Α 7594 οξυγόνο της γήινης ατμόσφαιρας
Β 6867 οξυγόνο της γήινης ατμόσφαιρας
C 6563 υδρογόνο ( )
D 5896 νάτριο ( )
5890 νάτριο ( )
E 5270 σίδηρος ( )
F 4861 υδρογόνο ( )
G 4340 υδρογόνο ( )
Η 3968 ασβέστιο ( )
K 3933 ασβέστιο ( )
Σήμερα είναι γνωστή η παρουσία περίπου 20.000 γραμμών απορρόφησης στο
φάσμα του Ηλίου.
170
6.8 Χρωμόσφαιρα
Το αμέσως επόμενο αέριο στρώμα της ηλιακής ατμόσφαιρας που περιβάλλει τη
φωτόσφαιρα και εκτείνεται σε απόσταση περίπου 10 000 km από την επιφάνειά
της ονομάζεται χρωμόσφαιρα. Υπό κανονικές συνθήκες, η χρωμόσφαιρα δεν
είναι ορατή λόγω της έντονης συνεχούς ακτινοβολίας της φωτόσφαιρας, μπορεί
όμως να παρατηρηθεί μόνο εάν καλυφθεί ο ηλιακός δίσκος είτε κατά τη διάρκεια
μίας ολικής εκλείψεως του Ηλίου, οπότε φαίνεται με γυμνό οφθαλμό, είτε τεχνητά
με τη βοήθεια ειδικού οργάνου που ονομάζεται στεμματογράφος 1. Κατά τη
διάρκεια ολικής εκλείψεως, λίγο πριν ο δίσκος της Σελήνης καλύψει τελείως τον
ηλιακό (οι δύο δίσκοι έχουν κατά σύμπτωση παρόμοια φαινόμενα γωνιακά
μεγέθη), η χρωμόσφαιρα γίνεται αισθητή στο ακάλυπτο χείλος του Ηλίου, που
έχει τη μορφή νυχιού ή μισοφέγγαρου, ως μία ερυθρωπή λάμψη έξω από την
επιφάνεια της φωτόσφαιρα (σχήμα 6.11).
Με τη βοήθεια φασματοσκοπίου, αυτό που παρατηρείται είναι ένα
«αστραπιαίο φάσμα» που χαρακτηρίζεται από γραμμές εκπομπής διαφόρων
χρωμάτων σε ένα ασθενές συνεχές υπόβαθρο.
Το ερυθρωπό χρώμα της χρωμόσφαιρας (στο οποίο ανάγεται και το όνομά της)
οφείλεται στην εκπομπή της πρώτης γραμμής της σειράς Balmer του υδρογόνου
( , 6.563 Å). Η πλειοψηφία των γραμμών απορρόφησης της φωτόσφαιρας
εμφανίζονται ως γραμμές εκπομπής στο φάσμα της χρωμόσφαιρας, γεγονός που
σημαίνει ότι μέρος τουλάχιστον της χρωμόσφαιρας που αποτελείται από αραιό
Σχήμα 6.11
Η χρωμόσφαιρα όπως φαίνεται κατά τη διάρκεια μίας ολικής έκλειψης Ηλίου.
1 Ο στεμματογράφος είναι ένα τηλεσκόπιο στο εστιακό επίπεδο του οποίου υπάρχει ένα
πέτασμα (μαύρος δίσκος) για να καλύπτει τον ηλιακό δίσκο (φωτόσφαιρα) κατά το
επιθυμητό ποσοστό , δημιουργώντας μία τεχνητή έκλειψη.
171
αέριο (όπως τεκμαίρεται από την παρουσία του φάσματος εκπομπής) θα πρέπει να
βρίσκεται σε χαμηλότερη θερμοκρασία από την επιφάνεια της φωτόσφαιρας που
μαζί με τα ψυχρότερα στρώματά της συμβάλλει στη δημιουργία των γραμμών
απορρόφησης. Επιπλέον υπάρχουν γραμμές εκπομπής οι οποίες απουσιάζουν
εντελώς από το φάσμα της φωτόσφαιρας (ως γραμμές απορροφήσεως), όπως του
στοιχείου Ηλίου ( ) το οποίο παρατηρήθηκε για πρώτη φορά στο φάσμα της
χρωμόσφαιρας του Ηλίου, απ΄ όπου πήρε και το όνομά του, πριν να ανακαλυφθεί
στη Γη το 1895, και ουδετέρων ή ιονισμένων ατόμων (μετάλλων) υψηλής ενέργειας
διεγέρσεως όπως , . Όπως προκύπτει από τη μελέτη της κατανομής τους
τα ιονισμένα άτομα και τα ουδέτερα άτομα υψηλής ενέργειας διεγέρσεως
βρίσκονται κατανεμημένα στα εξωτερικά στρώματα της χρωμόσφαιρας.
Από τη μελέτη της ισχύος των γραμμών εκπομπής που ελέγχονται από τις
φυσικές συνθήκες που επικρατούν στη χρωμόσφαιρα (θερμοκρασία, πυκνότητα
και πίεση), διαπιστώνεται ότι αν και η πυκνότητά της τελευταίας συνεχίζει να
ελαττώνεται (περίπου 1.000 φορές αραιότερη από την φωτόσφαιρα) η θερμοκρασία
της – σε αντιδιαστολή με τη φωτόσφαιρα – μετά από μία μικρή κάμψη αυξάνεται
προς τα έξω από 4.500 που έχει κοντά στη φωτόσφαιρα σε 6.500 στα πρώτα
1.000 και σε 30.000 στα 2.000 . Σ΄ αυτό συνηγορεί και η ανίχνευση γραμμών
εκπομπής στο υπεριώδες και στην περιοχή των ακτίνων Χ ( 2.000 Å) που
προέρχονται από στοιχεία με υψηλές ενέργειες ιονισμού και διεγέρσεως (όπως π.χ.
γραμμών υδρογόνου της σειράς Lyman, , ).
6.9 Στέμμα
Πέρα από τη χρωμόσφαιρα, εκτείνεται το τελευταίο και πιο απομακρυσμένο
στρώμα της ηλιακής ατμόσφαιρας, το στέμμα. Όπως και η χρωμόσφαιρα, το
στέμμα μπορεί να παρατηρηθεί κατά τη διάρκεια μίας ολικής ηλιακής εκλείψεως
ως μία λαμπρή άλω λευκοειδούς χρώματος και ακαθόριστου σχήματος που
εκτείνεται σε απόσταση πολλών ηλιακών ακτίνων πολύ πιο πέρα από αυτό που θα
φανταζόμασταν ως εξωτερικό άκρο του Ηλίου. Η λαμπρότητα αυτού του
περιβλήματος είναι σχεδόν ίση με την λαμπρότητα του σεληνιακού δίσκου κατά
την πανσέληνο. Η μορφή του στέμματος εξαρτάται από την ενεργειακή
δραστηριότητα του Ηλίου (μέτρο της οποίας είναι η συχνότητα εμφάνισης των
ηλιακών κηλίδων). Έτσι κατά τη διάρκεια ηλιακής ηρεμίας το στέμμα εμφανίζεται
πεπλατυσμένο στον ισημερινό και πεπιεσμένο στους πόλους (Σχήμα 6.12β)
θυμίζοντας την μορφή του πεδίου ενός μαγνητικού διπόλου, ενώ κατά τη διάρκεια
μεγάλης δραστηριότητας, το στέμμα εμφανίζεται διάχυτο (Σχήμα 6.12α).
172
Ήδη από το 1867 – πριν τις φασματοσκοπικές παρατηρήσει – είχαν
παρατηρηθεί κατά τη διάρκεια εκλείψεων στο φάσμα εκπομπής του στέμματος
άγνωστες πράσινες γραμμές οι οποίες αποδόθηκαν σε ένα νέο – για τη Γη –
στοιχείο, το coronium. Τελικά όμως αναγνωρίστηκε ότι πρόκειται για
απαγορευμένες γραμμές εκπομπής που εκπέμπονται από άτομα υψηλού ιονισμού
(Fe9+, Fe13+ και Ca13+). σε πολύ υψηλές θερμοκρασίες (πάνω από 106 Κ) κάτω από
χαμηλές συνθήκες πυκνότητας. Δηλαδή σε ένα μέσο με πολύ μικρή πυκνότητα
όπως το στέμμα, οι συγκρούσεις μεταξύ των ατόμων είναι τόσο σπάνιες που οι
ατομικοί πληθυσμοί διατηρούνται στις κατάλληλες για την παρατηρούμενη
εκπομπή ενέργειες. Η πυκνότητά του στέμματος είναι της τάξης των 2 10
(α) (β)
Σχήμα 6.12
(α). : ολική ηλιακή έκλειψη 1988, ελάχιστο ηλιακής δραστηριότητας, (β) ολική ηλιακή
έκλειψη 1980, μέγιστο ηλιακής δραστηριότητας
173
φωτός της φωτόσφαιρας από τα ηλεκτρόνια του στέμματος
Στην πράξη η μελέτη της κατανομής της θερμοκρασίας στα διάφορα ύψη
δείχνει ότι υπάρχει μία στενή περιοχή (ζώνη διέλευσης) όπου η θερμοκρασία
αυξάνει πολύ απότομα από 500.000 σε απόσταση 100 πάνω από τη
χρωμόσφαιρα, σε 10 στο όριό της με το στέμμα. Αυτές οι τιμές θερμοκρασιών
6
απέχουν πολύ από την κατάσταση ισορροπίας είναι όμως πραγματικές δεδομένης
της συμφωνίας μεταξύ των πειραματικών τιμών της θερμοκρασίας όπως αυτή
υπολογίζεται από τα πλάτη των φασματικών γραμμών, τον βαθμό ιονισμού και
την ένταση της ραδιοφωνικής εκπομπής. Όσο κινείται κανείς από τη φωτόσφαιρα
προς τα εξωτερικά στρώματα του Ηλίου, τόσο η θερμοκρασία όσο και η πυκνότητα
Χρωμόσφαιρα στέμμα
ζώνη διέλευσης
Θερμοκρασία ( )
Απόσταση από τη φωτόσφαιρα (km)
Σχήμα 6.13
Η μεταβολή της θερμοκρασίας του στέμματος συναρτήσει της απόστασης από την
φωτόσφαιρα.
ελαττώνονται μέχρι ενός σημείου (σε ύψος ~2.000 ) και στη συνέχεια η
θερμοκρασία αυξάνεται ενώ η πυκνότητα συνεχίζει να ελαττώνεται.
174
Σχήμα 6.14
Στεμματική οπή (σκοτεινή περιοχή)
Λόγω των υψηλών θερμοκρασιών που επικρατούν στην χρωμόσφαιρα και στο
στέμμα, οι ζώνες αυτές εκπέμπουν στο υπεριώδες και στην περιοχή των ακτίνων
Χ (εμφανίζονται λαμπρότερες από τη φωτόσφαιρα), γεγονός που δίνει τη
δυνατότητα παρατήρησής τους σ΄ αυτές τις φασματικές περιοχές από δορυφόρους
και διαστημικούς σταθμούς (και όχι μόνο κατά τη διάρκεια ολικών ηλιακών
εκλείψεων). Η δομή του ηλιακού στέμματος όπως προκύπτει από τη μελέτη των
ακτίνων Χ που εκπέμπονται από αυτό, επιβεβαίωσε την καθοριστική επίδραση
που έχει το ηλιακό μαγνητικό πεδίο στο σχήμα του. Το ηλιακό στέμμα
διαμορφώνεται από την παγίδευση σωματιδίων του πλάσματος σε βρόχους γύρω
από κλειστές μαγνητικές γραμμές του πεδίου οι οποίες συνδέουν περιοχές
αντίθετης πολικότητας που αρχίζουν και καταλήγουν στην φωτόσφαιρα. Το
φαινόμενο αυτό φαίνεται ότι συνδέεται με τις εκρηκτικές προεξοχές και τις
χρωμοσφαιρικές εκλάμψεις. Η χαρτογράφηση του Ηλίου στην περιοχή των
ακτίνων Χ από διαστημικά τηλεσκόπια αποκάλυψε επιπλέον την ύπαρξη
«στεμματικών οπών», μεγάλων δηλαδή σκοτεινών περιοχών του στέμματος (χωρίς
καμία εκπομπή ακτίνων Χ) που χαρακτηρίζονται από ανοικτές μαγνητικές
γραμμές, από τις οποίες διαφεύγουν και επιταχύνονται τα σωματίδια του
ηλιακού ανέμου.
6.10 Μηχανισμός θέρμανσης
Ο μηχανισμός θερμάνσεως της χρωμόσφαιρας και πολύ περισσότερο του
στέμματος αποτελεί ένα από τα τρέχοντα ερευνητικά προβλήματα της
αστροφυσικής δεδομένου ότι τα φωτόνια της φωτόσφαιρας δεν μπορούν να
θερμάνουν ένα αέριο σε θερμοκρασία μεγαλύτερη από τη δική τους ενώ επιπλέον,
διέρχονται μέσα από το στέμμα χωρίς έντονη αλληλεπίδραση με την ύλη. Βασικό
175
Σχήμα 6.15
Μαγνητικοί βρόχοι στο ηλιακό στέμμα
176
δια ρευμάτων κάτω από αυτήν. Τα κοντά στην επιφάνεια ηλιακά στρώματα
αποτελούνται από άπειρους μεγάλους ή μικρούς βρόχους μαγνητικής ροής (σαν
τις δυναμικές γραμμές που συνδέουν τους πόλους ενός μαγνήτη) οι οποίοι λόγω
των κινήσεων του θερμού αερίου δια ρευμάτων συστρέφονται και επάγουν ισχυρά
ηλεκτρικά ρεύματα. Σ ΄αυτήν την εικόνα τα επιφανειακά στρώματα μπορούν να
θεωρηθούν ως μία μάζα που μεταφέρει ρευματοφόρους αγωγούς μπερδεμένους –
σαν κουβάρι‐ μεταξύ τους. Με μία διεργασία γνωστή ως ανασύνδεση (σαν
βραχυκύκλωμα των αγωγών) οι δυναμικές γραμμές αναδιατάσσονται σε ένα πιο
απλό σχήμα με αποτέλεσμα να ελευθερώνονται μεγάλα ποσά ενέργειας τα οποία
θερμαίνουν το στέμμα.
6.11 Χαρακτηριστικά της φωτόσφαιρας
6.11.α Ηλιακές κηλίδες
Πρόκειται για μεγάλες σκοτεινές περιοχές που παρατηρούνται στην φωτόσφαιρα
και με μικρό ακόμη τηλεσκόπιο (σε συνδυασμό πάντα με κατάλληλο φίλτρο), με
χρόνο ζωής που κυμαίνεται από μερικές ώρες έως και λίγους μήνες, οι οποίες
εμφανίζονται συχνά κατά ομάδες (σχήμα 6.16). Φαίνονται πρακτικά μαύρες γιατί
είναι ψυχρότερες από την υπόλοιπη φωτόσφαιρα περίπου κατά 1 700 Κ όπως
προκύπτει από φωτομετρικές παρατηρήσεις. Στην αρχή της εμφάνισής τους οι
κηλίδες φαίνονται σαν μικροί μαύροι πόροι σε απόσταση περίπου 1 000 km ο ένας
από τον άλλο. Από αυτούς, οι περισσότεροι εξαφανίζονται μέσα σε μία ημέρα
αλλά αυτοί που διατηρούνται (μέσος χρόνος ζωής μία εβδομάδα) εξελίσσονται σε
κηλίδα στην οποία διακρίνονται δύο μέρη: ο μαύρος εσωτερικός πυρήνας που
ονομάζεται σκιά και μία λιγότερο σκοτεινή περιοχή που τον περιβάλλει , η οποία
ονομάζεται παρασκιά (Σχήμα 6.16)). Το τυπικό τους μέγεθος είναι της τάξης των
104 km (όσο η Γη) ενώ μερικές έχουν διάμετρο μέχρι και 105 km. Στις περισσότερες
περιπτώσεις δύο μέχρι και εκατό κηλίδες συνιστούν ομάδες που φαίνονται να
κινούνται πάνω στον Ήλιο λόγω της περιστροφής του η οποία όπως
διαπιστώνεται από την κατανομή των κινήσεών τους είναι μεγαλύτερη στον
ισημερινό (με περίοδο περίπου 24 ημερών, απ΄ ότι στους πόλους ,με περίοδο
περίπου 30 ημερών).
Από τη μελέτη των μετατοπίσεων των φασματικών τους γραμμών προκύπτει
ότι το αέριο γύρω από μία κηλίδα και κοντά στην επιφάνεια της φωτόσφαιρας
κινείται οριζόντια μακριά από την κηλίδα ενώ σε υψηλότερα στρώματα (στη
χρωμόσφαιρα) κινείται οριζόντια προς το κέντρο της κηλίδας με ταχύτητες
0.5 1 / .
177
Η παρατήρηση του φαινομένου Zeeman στο φάσμα των ηλιακών κηλίδων
καταδεικνύει την ύπαρξη μαγνητικών πεδίων από 3.000 έως και 4.500
στην περιοχή γύρω και μέσα στην ίδια την κηλίδα, σε σχέση με το μέσο μαγνητικό
πεδίο της ηλιακής επιφάνειας ( ≅ 2 G), τα οποία διατηρούνται ακόμα κι όταν η
κηλίδα έχει εξαφανιστεί (για σύγκριση αναφέρουμε ότι το μαγνητικό πεδίο της Γης
είναι 0.3 0.5 ). Όταν οι κηλίδες παρατηρούνται σε ζεύγη ή σε ομάδες όπου
υπάρχουν δύο κύριες κηλίδες, συμπεριφέρονται σαν μεγάλοι μαγνήτες που
διατάσσουν τους πόλους τους ανάλογα με το ημισφαίριο που συναντώνται κατά
τρόπο αντίστροφο (αν π.χ. στο βόρειο ημισφαίριο είναι SN τότε στο νότιο
εμφανίζονται με αντίστροφη πολικότητα NS όπως φαίνεται χαρακτηριστικά στο
Σχήμα 6.17.
Η μικρότερη θερμοκρασία των ηλιακών κηλίδων αποδίδεται στο συνδυαστικό
αποτέλεσμα των υπαρχόντων μαγνητικών πεδίων και της διαφορικής
περιστροφής. Επειδή διαφορετικά τμήματα περιστρέφονται με διαφορετικό ρυθμό
και οι δυναμικές γραμμές του μαγνητικού πεδίου είναι άμεσα συνδεδεμένες με το
ιονισμένο αέριο, η διαφορική περιστροφή του Ηλίου προκαλεί τη συστροφή τους με
αποτέλεσμα τη δημιουργία «μαγνητικών σχοινιών» όπου παγιδεύεται το
ιονισμένο αέριο. Καθώς τα μαγνητικά σχοινιά συστρέφονται όλο και περισσότερο,
δημιουργούνται κόμβοι που απωθούνται προς την επιφάνεια («μαγνητική άνωση»)
και κατά καιρούς αναδύονται προς τη φωτόσφαιρα και ξαναβυθίζονται σ΄ αυτήν
αφού διαγράψουν ένα τόξο. Καθώς το πλάσμα ωθείται προς τα πάνω και πάλι
προς το κάτω στο σημείο τομής του με τη φωτόσφαιρα σχηματίζεται μία ηλιακή
κηλίδα (κατ΄ αναλογία με το νερό σε ένα λάστιχο ποτίσματος που ξεπηδά στα
σημεία που είναι φθαρμένο). Λόγω της ισχυρής εντάσεως των μαγνητικών πεδίων
των ηλιακών κηλίδων το μαγνητικό πεδίο «παγώνει» το αέριο στις δυναμικές
Σχήμα 6.16
Ηλιακές κηλίδες στη φωτόσφαιρα.
178
μαγνητικές
γραμμές
ζεύγος
ηλιακών
κηλίδων
Σχήμα 6.17
Ο τρόπος παραγωγής των ηλιακών κηλίδων
179
συνέχεια, μετά την παρέλευση των 11 ετών ξαναεμφανίζονται σε ηλιακά πλάτη
30 και 30 και σταδιακά εμφανίζονται όλο και πλησιέστερα στον ισημερινό
για τα επόμενα 11 έτη. Κατά τη διάρκεια του 11ετούς κύκλου η κηλίδα που
προηγείται σε κάθε ομάδα κατά τη διεύθυνση περιστροφής του Ηλίου (ηγουμένη),
έχει πάντα την ίδια πολικότητα σε κάθε ημισφαίριο δηλαδή είναι πάντα βόρειος
πόλος στο βόρειο ημισφαίριο και νότιος πόλος στο νότιο ημισφαίριο ή
αντιστρόφως. Αλλά κατά τη διάρκεια του επόμενου κύκλου η πολικότητα
αντιστρέφεται έτσι ώστε εάν η κηλίδα που προηγείτο ήταν βόρειος πόλος στον ένα
κύκλο, στον επόμενο είναι νότιος. Σε σχέση λοιπόν με τον 11ετη κύκλο
εμφανίσεως των ηλιακών κηλίδων, ο κύκλος της μαγνητικής πολικότητας τους
(μέχρι η κηλίδα να επανέλθει στην ίδια πολικότητα) διαρκεί 22 έτη.
Η περιοδική δραστηριότητα των ηλιακών κηλίδων πιστεύεται ότι επιδρά στην
διαμόρφωση των γήινων κλιματολογικών συνθηκών. Μία τέτοια ένδειξη αποτελεί
ο συσχετισμός της ετήσιας ανάπτυξης των δέντρων όπως προκύπτει από το πάχος
των δακτυλίων του κορμού τους (δενδροχρονολόγηση που επιτυγχάνεται κατά την
Αριθμός ηλιακών
Ελάχιστο
Maunder
κηλίδων
Σχήμα 6.18
Επάνω: Το διάγραμμα της έντασης των ηλιακών κηλίδων σε συνάρτηση με το χρόνο.
Κέντρο: Το διάγραμμα της θέσης των ηλιακών κηλίδων συναρτήσει του χρόνου
(διάγραμμα της πεταλούδας).
Επάνω: Το διάγραμμα της έντασης των ηλιακών κηλίδων σε συνάρτηση με το χρόνο
όπου φαίνεται ξεκάθαρα το ελάχιστο Maunder.
180
δεντροτομία) σε σχέση με με τον αριθμό των κηλίδων κατά τις ίδιες χρονικές
περιόδους παρατήρησης ή η σχεδόν παντελής έλλειψη ηλιακών κηλίδων στην
περίοδο 1645‐1715 μ.Χ. (Σχήμα 6.18) που συμπίπτει με το δριμύ ψύχος που
επικρατούσε σε όλο το Βόρειο ημισφαίριο όπως τεκμηριώνεται από τα ιστορικά
δεδομένα («εποχή των παγετώνων») τα οποία όμως για μερικούς ερευνητές δεν
θεωρούνται επαρκή λόγω της πλημμελούς καταγραφής των κηλίδων κατά την
εποχή εκείνη (ελάχιστο Maunder).Σύμφωνα με το παραπάνω μοντέλο η αντιστρο‐
φή της πολικότητας των κηλίδων οφείλεται στην αναστροφή της πολικότητας του
αρχικού μαγνητικού πεδίου κάθε 11 έτη.
Αν και η παρουσία των ηλιακών κηλίδων δεν έχει άμεση σχέση με την
εκπομπή πλάσματος από τον Ήλιο, η μαγνητική δραστηριότητα που ακολουθεί
μπορεί να προκαλέσει δραματικές μεταβολές στην εκπομπή ακτίνων στο
υπεριώδες και στις μαλακές ακτίνες Χ. Ο αριθμός των ηλιακών κηλίδων φαίνεται
επίσης ότι συνδέεται και με την παρατηρούμενη αύξηση της θερμοκρασίας του
πλανήτη μας όπως φαίνεται από το παρακάτω σχήμα 6.19.
Σχήμα 6.19
Διάγραμμα της επιφανειακής θερμοκρασίας της Γης σε συνάρτηση με το πλήθος των
ηλιακών κηλίδων και σε συνάρτηση με το χρόνο.
6.11.β Πυρσοί (faculae)
Πρόκειται για λαμπρότερες περιοχές που συνήθως παρατηρούνται στο λευκό φως
στο δίσκο της φωτόσφαιρας στην ευρύτερη περιοχή των μαγνητικών πεδίων γύρω
από τις ηλιακές κηλίδες (Σχήμα 6.20) πριν την εμφάνισή των τελευταίων και οι
181
Σχήμα 6.20
Πυρσοί στην ηλιακή φωτόσφαιρα
οποίες διατηρούνται και μετά την εξαφάνισή τους (συνολικός χρόνος ζωής 15
ημέρες). Αν και η λαμπρότητά τους είναι μεγαλύτερη της φωτόσφαιρας κατά 0.1‐1
% (λόγω της μεγαλύτερης θερμοκρασίας και πυκνότητας), γίνονται καλύτερα
αντιληπτές στο λευκό φως κοντά στο χείλος του ηλιακού δίσκου όπου η
φωτόσφαιρα δεν είναι τόσο λαμπρή.
6.11.γ Κοκκίαση
Φωτογραφίες της φωτόσφαιρας με υψηλή διακριτiκή ικανότητα ( 0˝. 5) και κάτω
από ευνοϊκές συνθήκες παρατήρησης, δείχνουν ότι αποτελείται από κυψελίδες
(κόκκοι) εξαγωνικού σχήματος μεγέθους (700 1.400 ) και μέσου χρόνου ζωής
15 λεπτών οι οποίες χωρίζονται ανάμεσά τους με σκοτεινά «λεπτότερα» κανάλια
Σχήμα 6.21
Το φαινόμενο της κοκκίασης στην ηλιακή φωτόσφαιρα.
182
όπως φαίνεται στο Σχήμα 6.21. Από τη φωτομετρική μέτρηση της ροής της
ακτινοβολίας των κόκκων και των καναλιών συμπεραίνεται ότι η θερμοκρασία
των κόκκων είναι κατά 300 υψηλότερη από αυτή των καναλιών ενώ από τη
μελέτη της μετατόπισης των φασματικών γραμμών τους (φαινόμενο Doppler)
γίνεται αντιληπτή η δυναμική τους. Λόγω της διαφοράς θερμοκρασίας στα άκρα
και στο κέντρο των κυψελίδων οι ψυχρές περιοχές στην άκρη των κυψελίδων
(κανάλια) φαίνονται σκοτεινές πάνω στην λαμπρή επιφάνειά του. Έτσι αυτό που
πραγματικά παρατηρείται είναι η άνοδος θερμού αερίου μέσα από τους κόκκους
προς το εξωτερικό μέρος της φωτόσφαιρας με ταχύτητα 1 2 / , η απώλεια
της θερμότητάς του στη φωτόσφαιρα και στη συνέχεια η εκ νέου καθίζηση ψυχρού
αερίου στα κανάλια που περιβάλλουν τους κόκκους. Το όλο φαινόμενο (κοκκίαση)
θυμίζει το βρασμό ενός υγρού μέσα σε δοχείο και καταδεικνύει ότι η διάδοση της
ενέργειας από το εσωτερικό προς τα εξωτερικά στρώματα του Ηλίου
επιτυγχάνεται και με μηχανισμούς μεταφοράς. Η ροή μέσα στις κυψελίδες μπορεί
να είναι υπερηχητική και παράγει ηχητικά κύματα στην επιφάνεια του Ήλιου.
Όταν οι κυψελίδες είναι μεγαλυτέρου μεγέθους (10.000 30.000 ) δεν
εμφανίζονται σαν λαμπρές και σκοτεινές περιοχές και μπορούν μόνο να
ανιχνευθούν από την κίνησή τους (μετατόπιση κυρίως της γραμμής Ηα λόγω του
φαινομένου Doppler που προκαλούν οι ανοδικές και καθοδικές κινήσεις).Το
φαινόμενο αυτό της υπερκοκκίασης είναι συνδεδεμένο με τη παρουσία γραμμών
μαγνητικού πεδίου που συγκεντρώνονται στα άκρα των υπερκόκκων λόγω της
κίνησης υλικού.
6.12 Χαρακτηριστικά της χρωμόσφαιρας
6.12.α Πίδακες (spiculae)
Η χρωμόσφαιρα περιέχει πολλούς μικρούς πίδακες (ακίδες) αερίου που εκτι‐
νάσσονται προς τα εξωτερικά στρώματα της και προς στα αραιότερα στρώματα
που την περιβάλλουν (στέμμα), σε ύψος της τάξεως των (500 20.000 ) πάνω
από τη φωτόσφαιρα με ταχύτητες της τάξης των 10 30 / (Σχήμα 6.22). Οι
πίδακες διαμέσoυ των οποίων ρέει συνεχώς υλικό προς το στέμμα διατηρούνται
περίπου 10 λεπτά και στη συνέχεια διαλύονται. Φαίνονται καλύτερα όταν η
Σχήμα 6.22
Οι πίδακες στη χρωμόσφαιρα του Ήλιου.
183
χρωμόσφαιρα παρατηρείται στην εκπομπή της γραμμής Ηα στο άκρο του δίσκου.
6.12.β Προεξοχές (prominences), νήματα (filaments) και
εκτάσεις (plages)
Πρόκειται για χρωμοσφαιρικές εκρήξεις θερμού αερίου που είναι παγιδευμένο σε
ισχυρά μαγνητικά πεδία πάνω από τη φωτόσφαιρα. Όταν τα τεράστια νέφη
ιονισμένου υδρογόνου παρατηρούνται στο χείλος του ηλιακού δίσκου (κατά τη
διάρκεια εκλείψεως ή με τη βοήθεια ειδικών οργάνων) μοιάζουν στην πλειοψηφία
τους με βρόχους ή τόξα που ξεκινούν από τη φωτόσφαιρα φτάνουν στο στέμμα και
επανέρχονται στη φωτόσφαιρα (Σχήμα 6.24) και μαρτυρούν την μορφή τους το
μαγνητικό πεδίο που ελέγχει τη ροή του αερίου. Όταν παρατηρούνται με
υπόβαθρο τη φωτόσφαιρα (ηλιακό δίσκο) μοιάζουν με μακριά σκοτεινά
ακανόνιστα νήματα (filaments). Οι πιό μακρόβιες ή ήρεμες προεξοχές παραμένουν
σχεδόν σταθερές για μερικές ώρες ακόμα και ημέρες και εκτείνονται σε ύψος
50.000 πάνω από την ηλιακή επιφάνεια. Οι πιό ενεργές κινούνται αργά προς το
Σχήμα 6.23
Αριστερά: Εκρηκτική προεξοχή (SOHO, στο υπεριώδες ιονισμένο ήλιο).
Δεξιά: Ηρεμη προεξοχή (ΝΑΣΑ).
στέμμα, ενώ οι πιο σπάνιες εκρηκτικές φτάνουν σε ύψος έως
500.000 εκτοξεύοντας υλικό προς το στέμμα με ταχύτητες 700 – 1.300 / .
Εκ πρώτης όψεως φαίνεται ότι οι προεξοχές αποτελούνται από υλικό που
εκτινάσσεται μακριά από την ηλιακή ατμόσφαιρα, η μελέτη τους όμως δείχνει ότι
οφείλονται πιθανώς σε συμπύκνωση του υλικού του στέμματος που ψύχεται σε
θερμοκρασία περίπου 104 Κ και κινείται προς τα κάτω αν και η όλη διαταραχή
δίνει αρχικά την εντύπωση ότι κινείται προς τα πάνω. Οι ήρεμες προεξοχές που
184
Νήματα
Εκτάσεις
Σχήμα 6.24
Νήματα και εκτάσεις στην φωτόσφαιρα του Ήλιο.
είναι σταθεροί σχηματισμοί που μπορούν να διατηρηθούν για μερικούς μήνες και
να επιμηκυνθούν, θεωρείται ότι οφείλονται σε μαγνητικά πεδία των οποίων οι
δυναμικές γραμμές είναι παράλληλες προς την ηλιακή επιφάνεια και έτσι
εμποδίζουν κινήσεις κάθετες προς αυτές, ενώ οι πιό εκρηκτικές δημιουργούνται
από αιφνίδιες μεταβολές των μαγνητικών πεδίων του στέμματος. Συχνά
εμφανίζονται κοντά σε ομάδες ηλιακών κηλίδων, στα όρια των περιοχών που
έχουν αντίθετη μαγνητική πολικότητα.
Οι εκτάσεις (από τη γαλλική λέξη plage παραλία) είναι λαμπρές περιοχές
που παρατηρούνται στις γραμμές εκπομπής της χρωμόσφαιρας (Ηα, γραμμή του
ιονισμένου ασβεστίου στο υπεριώδες), περιβάλλουν τις ηλιακές κηλίδες και
συνδέονται με τα μαγνητικά πεδία. Ονομάζονται και χρωμοσφαιρικοί πυρσοί γιατί
είναι περιοχές θερμότερες από τη χρωμόσφαιρα.
6.12.γ Χρωμοσφαιρικό δίκτυο
Πρόκειται για το δίκτυο που σχηματίζεται πάνω στη χρωμόσφαιρα από το
περίγραμμα των υπερκόκκων και φαίνεται στις γραμμές εκπομπής της
χρωμόσφαιρας ( , γραμμή του ιονισμένου ασβεστίου στο υπεριώδες)
6.13 Ενεργός Ήλιος
185
Σχήμα 6.25
Το χρωμοσφαιρικό δίκτυο
6.13.α Εκλάμψεις (flares)
Τα πιο ενεργητικά γεγονότα της ηλιακής επιφάνειας αποτελούν αιφνίδιες
εκρήξεις που ονομάζονται εκλάμψεις. Πρόκειται για απότομες αυξήσεις της
λαμπρότητας περιοχών του ηλιακού δίσκου που συνήθως βρίσκονται μεταξύ των
κηλίδων μίας ομάδας ή πολύ κοντά σ΄ αυτή (Σχήμα 6.18) και οι οποίες μέσα σε
λίγα λεπτά (103sec) ταυτόχρονα με την οπτική εκπομπή ελευθερώνουν τεράστια
ποσά ενέργειας (μέχρι και 1032 erg) υπό μορφή ηλεκτρομαγνητικής ακτινοβολίας
κυρίως στην περιοχή των ακτίνων Χ και στο υπεριώδες αλλά και στη ραδιοφωνική
Σχήμα 6.26
Έκλαμψη (γραμμή ) στις 14 Ιουλίου 1996
186
και την περιοχή ακτίνων γ . Είναι πιο συχνές κατά τη διάρκεια του μεγίστου των
ηλιακών κηλίδων ενώ μικρότερες ενεργειακά συμβαίνουν και μία φορά την ημέρα.
Γίνονται αντιληπτές από τη μεγάλη ένταση των γραμμών εκπομπής που
χαρακτηρίζουν τη χρωμόσφαιρα (ιδιαίτερα των γραμμών Ηα και του ιονισμένου
ασβεστίου CaII). Έτσι αν και το φαινόμενο μιας έκλαμψης καταλαμβάνει μόνο το
1/1000 της ηλιακής επιφάνειας, επαρκεί για να καλύψει όλη την ακτινοβολία του
Ηλίου στο υπεριώδες. Επιπλέον συνοδεύεται κι από εκρηκτικά κύματα που
εκτινάσσουν πλάσμα στο μεσοαστρικό χώρο (κοσμική, σωματιδιακή ακτινοβολία)
με ταχύτητα περίπου 1000 2000 / (βλ. ηλιακός άνεμος).
Επειδή τέτοια πυκνότητα ενέργειας (~10 / 3) δεν μπορεί να παραχθεί
από θερμικές ή τυρβώδεις κινήσεις του αερίου, θα πρέπει να συνδέεται με την
κατάρρευση των πολύπλοκων μαγνητικών πεδίων (ή ανασύνδεση κι άρα
εξαφάνιση των δυναμικών γραμμών) που χαρακτηρίζουν τις περιοχές ομάδων
ηλιακών κηλίδων που αποτελούν και τους πιθανούς τόπους γενέσεως των
εκλάμψεων. Ο ακριβής μηχανισμός συσσώρευσης δυναμικής ενέργειας σε
τοπικούς κόμβους μαγνητικών πεδίων μέσα σε ώρες ή και ημέρες πριν από την
έκλαμψη και η απελευθέρωση της με την εκκένωση που συνοδεύει την
κατάρρευση τους δεν είναι γνωστά.
6.13.β Μαζικές στεμματικές εκτινάξεις (Coronal Mass Εjections)
Σε αντίθεση με τις ηλιακές εκλάμψεις που είναι δομές μικρής κλίμακας με ισχυρά
μαγνητικά πεδία, υπάρχουν μεγάλης κλίμακας σχηματισμοί με ασθενές
μαγνητικό πεδίο που αποσπώνται και εκτινάσσονται από την ηλιακή ατμόσφαιρα
(δεν είναι σαφής η σχέση τους με τις ηλιακές εκλάμψεις). Πρόκειται για μεγάλες
Σχήμα 6.27
Μαζική στεμματική εκτίναξη σε εξέλιξη (σε στιγμιότυπα που απέχουν μερικά λεπτά).
Το μέγεθος της στη δεύτερη φωτογραφία είναι περίπου όσο ο ηλιακός δίσκος.
187
6.14 Ηλιακός Άνεμος
Εξαιτίας της υψηλής του θερμοκρασίας το ιονισμένο αέριο (αραιό πλάσμα) του
στέμματος υπερνικά το πεδίο βαρύτητας του Ηλίου και διαφεύγει στον
μεσοπλανητικό χώρο υπό μορφή ηλιακού ανέμου. Αυτή η ροή σωματιδίων (κυρίως
ίσος αριθμός ηλεκτρονίων και πρωτονίων, με 8% περιεκτικότητα σε ήλιο και ίχνη
βαρύτερων ιόντων) εκπέμπεται με την υπερηχητική ταχύτητα των 300
800 / και φτάνει στην τροχιά της Γης με μέση ταχύτητα της τάξεως των
450 / , θερμοκρασία 10 και πυκνότητα της τάξεως των 10 σωματιδία/ ,
όπως έχει διαπιστωθεί από παρατηρήσεις δορυφόρων και διαστημικών οχημάτων.
Αυτό σημαίνει ότι ο Ήλιος έχει απώλεια μάζας 10 / (ασήμαντη για τη
συνολική του μάζα). Κάτω από αυτές τις συνθήκες ο ηλιακός άνεμος μεταφέρει
μαζί του το μαγνητικό πεδίο του στέμματος δηλαδή οι δυναμικές γραμμές και τα
φορτισμένα σωματίδια κινούνται μαζί. Για τη θερμοκρασία αυτή η ταχύτητα του
ήχου είναι περίπου 50 / γεγονός που σημαίνει ότι ο ηλιακός άνεμος στην
τροχιά της Γης κινείται με υψηλή υπερηχητική ταχύτητα (9 περίπου , 9
δηλαδή φορές ταχύτερα από τον ήχο).
Τα σωματίδια του ηλιακού ανέμου προέρχονται και επιταχύνονται από τις
«στεμματικές οπές». Λόγω των διαφορετικών συνθηκών που επικρατούν στις
στεμματικές οπές, ο ηλιακός άνεμος εκτοξεύεται από τα διάφορα σημεία της
ηλιακής επιφάνειας με διαφορετικές ταχύτητες. Λόγω δε της περιστροφής του
Ηλίου, φτάνει στη Γη κατά ριπές (ρεύματα ή κύματα ηλιακού ανέμου) που έχουν
τη μορφή σπείρας όπως φαίνεται στο σχήμα 6.28. Οι μεγαλύτερες και σταθερότε‐
ρες στεμματικές οπές είναι οι πολικές απ΄ όπου εκτοξεύονται «πολικοί ηλιακοί
άνεμοι» πολύ μεγαλύτερης ταχύτητας από την παρατηρούμενη στους «ισημε‐
ρινούς ηλιακούς ανέμους».
Η ροή της σωματιδιακής ακτινοβολίας του Ηλίου δεν είναι σταθερής έντασης
και παρουσιάζει το μέγιστό της σε περιόδους έντονης ηλιακής δραστηριότητας
188
όπως κατά την εκπομπή μίας έκλαμψης. Οι εκλάμψεις εναποθέτοντας μεγάλα
ποσά ενέργειας στη χρωμόσφαιρα προκαλούν εκπομπή σκληρής ακτινοβολίας Χ η
οποία όταν φτάνει στα ανώτερα στρώματα της γήινης ατμόσφαιρας (ιονόσφαιρα)
μετά από 8 λεπτά, προκαλεί έντονο ιονισμό με αποτέλεσμα τη διαταραχή και
πολλές φορές τη διακοπή των ραδιοφωνικών εκπομπών στα βραχέα κύματα
(ιονοσφαιρικές διαταραχές). Συγχρόνως δημιουργούν εκρηκτικά κύματα που
εκτινάσσουν πλάσμα στο μεσοαστρικό χώρο (μαζικές στεμματικές εκτινάξεις) με
ταχύτητα περίπου 1.000 2.000 / τα οποία συμπαρασύρουν μέρος του
μαγνητικού πεδίου με αποτέλεσμα τη δευτερογενή επιτάχυνση σωματιδίων
(ηλεκτρονίων, πρωτονίων και βαρύτερων πυρήνων) που φτάνουν στην τροχιά της
Γης μετά από 1 – 2 ημέρες.
Θα πρέπει να σημειωθεί ότι λόγω της αλληλεπίδρασης με τον ηλιακό άνεμο,
το μαγνητικό πεδίο της Γης παίρνει τη μορφή κομήτη γύρω της καλύπτοντας μια
περιοχή που ονομάζεται μαγνητόσφαιρα. Η μαγνητόσφαιρα μας προστατεύει
από τον άμεσο βομβαρδισμό του ηλιακού ανέμου αφού ανακλά και παγιδεύει τα
σωματίδιά του ( ζώνες Van Allen). Κατά το μέγιστο των ηλιακών κηλίδων οπότε
και η δραστηριότητα των εκλάμψεων είναι μεγάλη, οι ριπές του ηλιακού ανέμου
ανέμου δρούν ως ροές ηλεκτρικού ρεύματος μέσα στο μαγνητικό πεδίο της
μαγνητόσφαιρας παράγοντας πολύ ισχυρά ηλεκτρικά ρεύματα και ισχυρό
δυναμικό. Επιπλέον οι ζώνες Van Allen υπερεκχειλίζουν από φορτισμένα
σωματίδια κοντά στους μαγνητικούς πόλους της Γης τα οποία διοχετεύονται
σταδιακά διαγράφοντας ελικοειδείς τροχιές γύρω από τις δυναμικές γραμμές του
γήϊνου μαγνητικού πεδίου προς την γήινη ατμόσφαιρα. Η έντονη σωματιδιακή
ακτινοβολία διεγείρουν κρουστικά τα άτομα και τα μόρια των αερίων της
Σχήμα 6.28
Αριστερά: Η γήινη μαγνητόσφαιρα.
Δεξιά: Το πολικό σέλας
189
ατμόσφαιρας και όταν αυτά αποδιεγείρονται εκπέμπουν ορατή ακτινοβολία στην
οποία οφείλεται το φαινόμενο του πολικού σέλαος (Σχήμα 6.28). Ανάλογα με το
είδος του μορίου που ιονίζεται και αποδιεγείρεται (κι άρα με το ύψος στην
ατμόσφαιρα όπου βρίσκεται) παράγεται και το αντίστοιχο χρώμα.
Ακόμα και όταν δεν εμφανίζεται πολικό σέλας, ο συνεχής βομβαρδισμός των
ατόμων της γήινης ατμόσφαιρας από τα σωματίδια του Ηλίου καταδεικνύεται από
την παρατηρούμενη ασθενή αιγλοβολία του νυκτερινού ουρανού που προκύπτει
κυρίως από την μετάπτωση ουδετέρων (αλλά κρουστικά διεγερμένων) ατόμων
οξυγόνου στη θεμελιώδη στάθμη σε ύψος 150 350 . Αυτή η αιγλοβολία
αποτελεί την κυριότερη πηγή ακτινοβολίας του νυχτερινού ουρανού ‐ σε περιοχές
μακριά από τα φώτα της πόλης όταν δεν έχει σελήνη – και όπως τα υπόλοιπα
συναφή φαινόμενα είναι πιο έντονη σε περιόδους μέγιστης ηλιακής
δραστηριότητας των κηλίδων.
ΗΛΙΟΣ
ΜΑΓΝΗΤΟΣΦΑΙΡΑ
ΜΑΓΝΗΤΙΚΟ
Ηλιακός
ΠΕΔΙΟ
άνεμος
Σχήμα 6.29
Ο ηλιακός άνεμος και η πορεία του λόγω της μαγνητόσφαιρας της Γης
Ο ηλιακός άνεμος «λούζει» κυριολεκτικά ολόκληρο το ηλιακό σύστημα μέχρις
πλήρους διαχύσεώς του στην μεσοαστρική ύλη (πυκνότητα ~ 1 άτομο/ κοντά
στην περιοχή του Ηλίου) από την οποία χωρίζεται με την ηλιόπαυση, ένα
τοξοειδές κρουστικό κύμα το οποίο αναπτύσσεται λόγω συγκρούσεώς του με την
τελευταία και οριοθετεί την παρουσία του ηλιακού ανέμου μέσα σ΄ένα σφαιροειδή
χώρο (Σχήμα 6.29) που ονομάζεται ηλιόσφαιρα. Η μορφή της ηλιόπαυσης οφείλεται
190
στην κίνηση του Ηλίου (και του πλανητικού του συστήματος) προς τον άπηκα
(έκφανση της πορείας του γύρω από το κέντρο του Γαλαξία ) και όπως φαίνεται
από το σχήμα 6.29 είναι επιμήκης και μοιάζει με τη μαγνητόσφαιρα των
πλανητών. Η ελάχιστη από τον Ήλιο απόστασή της υπολογίζεται σε 110
160 δηλαδή πέρα από τον Πλούτωνα Τα διαστημικά οχήματα Pionneer 10 και
11 και Voyager 1 και 2 αναμένεται να διασχίσουν την ηλιόπαυση.
6.15 Μοντέλο του Ήλιου
Τα χαρακτηριστικά της Ηλιακής ατμόσφαιρας διαμορφώνονται από την
αλληλεπίδραση της ύλης με την ενέργεια που παράγεται στον πυρήνα του Ηλίου
Πυκνότητα (kg/m3)
Νετρίνα
Ζώνη μεταφοράς
με ρεύματα
Φωτόνια
Ακτίνα
Θερμοκρασία (106 Κ)
Σχήμα 6.30
Το μοντέλο του εσωτερικού του Ήλιου.
και διαδίδεται προς τα εξωτερικά στρώματα . Σύμφωνα με τα επικρατέστερα
μοντέλα (Σχήμα 6.30) ο πυρήνας του Ηλίου αποτελεί σφαίρα με ακτίνα το ένα
τέταρτο της ηλιακής. Η ενέργεια που παράγεται μέσα σ΄ αυτόν από την πυρηνική
σύντηξη του υδρογόνου ( ) σε ήλιο ( ) και τελικά εκπέμπεται από τη
φωτόσφαιρα, διαδίδεται με ακτινοβολία μέχρι μιας αποστάσεως περίπου 0.85 ~
191
από το κέντρο του. Από εκεί και πέρα, λόγω των συνθηκών που επικρατούν στα
εξωτερικά του στρώματα, η διάδοση ενέργειας μέχρι τη φωτόσφαιρα γίνεται με
μεταφορά μάζας στη ζώνη μεταφοράς. Συνέπεια του τελευταίου μηχανισμού είναι
η κοκκιώδης εμφάνιση της φωτόσφαιρας. Η ακτινοβολία που τελικά εκπέμπεται
από τη φωτόσφαιρα είναι υπεύθυνη για το συνεχές αλλά και το φάσμα
απορρόφησης του Ηλίου. Το μεγαλύτερο μέρος της ανήκει στο οπτικό φάσμα, ένα
όμως μέρος εκπέμπεται και στις υπόλοιπες περιοχές (περιοχή ακτίνων‐Χ,
υπεριώδες, ραδιοφωνικό φάσμα)
Τα ηχητικά κύματα που δημιουργούνται στη ζώνη μεταφοράς μεταφέρουν
ενέργεια από τη φωτόσφαιρα και θερμαίνουν τα εξωτερικά στρώματα της
χρωμόσφαιρας και το στέμμα σε υψηλές θερμοκρασίες. Λόγω αυτών των
θερμοκρασιών, το αέριο του στέμματος διαφεύγει και εκπέμπεται υπό μορφή
ηλιακού ανέμου. Τα μαγνητικά πεδία και το ιονισμένο αέριο αλληλεπιδρούν και
σχηματίζουν περιοχές έντονης δραστηριότητας με αποτέλεσμα τη δημιουργία
ηλιακών κηλίδων ή ακόμα πιο εκρηκτικών φαινομένων όπως των ηλιακών
εκλάμψεων.
7
Αστέρες
7.1 Παρατηρήσιμες Ιδιότητες των αστέρων
7.1.1 Αστρικές αποστάσεις
Η μέτρηση των αποστάσεων είναι ένας από τους πιο σημαντικούς και δύσκολους
στόχους στην αστροφυσική. Η πιο άμεση μέθοδος προσδιορισμού της απόστασης των
κοντινών αστέρων είναι η μέτρησης της γωνίας παράλλαξης θ η οποία βασίζεται στην
φαινόμενη μετατόπιση της θέσης ενός αστέρα που προκαλεί η ετήσια περιφορά της Γης
γύρω από τον Ήλιο, σε σχέση με τους μακρινούς αστέρες (Σχήμα 7.1).
μακρινοί αστέρες
κοντινός αστέρας
ΗΛΙΟΣ
ΓΗ ΓΗ
Σχήμα 7.1: Μέτρηση της απόστασης D ενός αστέρα με μέτρηση της γωνία παράλλαξης του
θ.
193
Αυτή η μετατόπιση είναι για όλους τους αστέρες πάντα μικρότερη από 1 arcsec (κι άρα
δύσκολα μετρήσιμη με ακρίβεια). Μετρώντας τη γωνία παράλλαξης θ σε ακτίνια (rad) ,
η απόσταση του αστέρα D είναι
1AU 1
D= ~ AU
tan θ θ
Αλλά 1 rad = 57.30 =206265” οπότε
206265 AU
D=
θ"
Ορίζοντας ως μονάδα το 1 pc=206265 AU προκύπτει ότι
1
D= pc
θ"
Άρα 1 pc όπως λέει η ετυμολογία της λέξης (par sec = parallax second) είναι η απόσταση
ενός αστέρα του οποίου η ετήσια παράλλαξη είναι θ = 1 “ . Σε σχέση με το έτος φωτός
(1 έτος φωτός είναι η απόσταση που διανύει το φως σε ένα έτος στο κενό ~ 8‐5 x 1012
km). 1pc= 3.26 έτη φωτός. Η παράλλαξη του κοντινότερου αστέρα, του Εγγύτατου του
Κενταύρου είναι 0.77” κι άρα η απόστασή του 1.30 pc (4.28 έτη φωτός). Με το τηλεσκόπιο
Hubble μπορούμε να μετρήσουμε την παράλλαξη αστέρα που βρίσκεται σε απόσταση
έως και 20 pc (1/0.05 όπου 0.05” η γωνιακή διακριτική ικανότητα του Hubble). Αφού η Γη
βρίσκεται σε απόσταση 8 kpc από το κέντρο του Γαλαξία, συμπεραίνουμε ότι με τα
γήϊνα τηλεσκόπια μπορούμε να μετρήσουμε την παράλλαξη μόνο μικρού αριθμού
κοντινών αστέρων (περίπου 200 αστέρων), γι αυτό χρησιμοποιήθηκε ο δορυφόρος
Ίππαρχος 1(1989‐1993) που έχει καταγράψει με ακρίβεια 10%, παραλλάξεις 100 000
κοντινών αστέρων έως και 1600 ε.φ‐ (δηλαδή λίγο περισσότερο από το 1% της διαμέτου
του Γαλαξία) οι οποίοι και πάλι όμως αντιπροσωπεύουν ένα μικρό ποσοστό των
αστέρων του Γαλαξία. Για πιο απομακρυσμένα αντικείμενα εφαρμόζονται έμμεσες
μέθοδοι.
Θα πρέπει να σημειωθεί ότι το έτος φωτός συνήθως χρησιμοποιείται για απoστάσεις
μεταξύ των αστέρων ενός γαλαξία (γιατί αυτή είναι η τάξη μεγέθους της απόστασής
τους. Οι χαρακτηριστικές μονάδες που χρησιμοποιούνται για τη μέτρηση των
αποστάσεων καθώς και η τάξη μεγέθους μερικών χαρακτηριστικών αποστάσεων
φαίνονται στον Πίνακα 7‐1.
Παράδειγμα: Ένας αστέρας έχει παράλλαξη α) 0.5 arcsec β) 0.01 arcsec. Ποια είναι η
απόστασή του;
O αστέρας βρίσκεται σε απόσταση α) 1/0.5=2 pc δηλαδή είναι από τους κοντινότερους
στον Ήλιο β) σε απόσταση 1/0.01 =100 pc
1
Hipparchos (High Precision Parallax Collecting Satellite) προς τιμή του Έλληνα αστρονόμου της αρχαιότητας
Ίππαρχου.
194
Πίνακας 7.1: Χαρακτηριστικές αποστάσεις και μονάδες
Αστρονομικές μονάδες αποστάσεως
Έτος φωτός (ε.φ) η απόσταση που διανύει το φως σε ένα έτος στο κενό
(8‐46 x 1012 km)
Parsec (pc) 3.26 ε.φ (3.086 x 1013 km)
Αστρονομική Μονάδα Μέση απόσταση Γης‐Ήλιου (1.496 x 108 km)
(1 ΑU)
Χαρακτηριστικές αποστάσεις
Διάμετρος Ηλιακού συστήματος ~ 80 ΑU
Πλησιέστερος αστέρας (Εγγύτατος του 4.3 ε.φ = 1.3 pc
Κενταύρου)
Διάμετρος του δικού μας Γαλαξία 100 kpc
Διάμετρος Τοπικού σμήνους γαλαξιών ~1 Mpc
(αποστάσεις γαλαξιών μέσα σε ένα σμήνος)
Αποστάσεις μεταξύ σμηνών γαλαξιών ~10 Mpc
7.1.2 Κίνηση των αστέρων
Οι αστέρες λόγω των μεγάλων αποστάσεών τους φαίνονται σταθεροί, αν και
κινούνται με μεγάλες ταχύτητες ο ένας σε σχέση με τον άλλο μεταβάλλοντας τη
σχετική τους θέση. Αυτή η φαινόμενη αλλαγή της θέσης τους που ονομάζεται ιδία
κίνηση (θ) μπορεί να χρησιμοποιηθεί για τον προσδιορισμό της απόστασης όπως
φαίνεται στο Σχήμα 7.2 όπου δύο αστέρες κινούνται με την ίδια ταχύτητα αλλά ο
κοντινότερος αστέρας έχει μεγαλύτερη ιδία κίνηση (θ1>θ2). Από τους κοντινότερους
αστέρες τη μεγαλύτερη ιδία κίνηση έχει ο αστέρας του Barnard με 10 arcsec/ έτος (1
arcsec ανά 350 έτη). Η ιδία κίνηση των κοντινών αστέρων (μετατόπιση προς μία
διεύθυνση) σε συνδυασμό με την παράλλαξη τους λόγω της περιφοράς της Γης γύρω
από τον Ήλιο (έλλειψη) οδηγεί στη διαγραφή μίας κυματοειδούς τροχιάς πάνω στην
ουράνια σφαίρα με περίοδο ενός έτους.
μακρινός αστέρας
κοντινός αστέρας
Η πραγματική κίνηση όμως των αστέρων γίνεται στο χώρο κι άρα η ιδία κίνηση
δεν αποτελεί παρά τη προβολή της πραγματικής τροχιάς του αστέρα στην
ουράνια σφαίρα. Η ετήσια κίνησή ενός αστέρα στον ουράνιο θόλο κάθετα στην ευθεία
οράσεως έχει σαν αποτέλεσμα την γωνιώδη μεταβολή (μ) της φαινόμενης θέσης του
αστέρα, όπως φαίνεται στο σχήμα και μετράται σε milliarcsec/έτος ή σε arcsec/έτος. Όπως
φαίνεται στο σχήμα 7.3εάν VS είναι η ταχύτητα του αστέρα στο χώρο, VT η ταχύτητα
του αστέρα κάθετη στην ευθεία οράσεως, VR η ταχύτητα του αστέρα στην ευθεία
οράσεως (ταχύτητα Doppler) ισχύει :
VR
d
Ήλιος VT
θ
VS
Σχήμα 7.3
Κίνηση ενός αστέρα
Η κίνηση του αστέρα στη διεύθυνση της ευθείας οράσεως – ακτινική ταχύτητα που
προσδιορίζεται από το φαινόμενο Doppler – δεν προκαλεί καμία γωνιώδη μεταβολή στη
φαινόμενη θέση του αστέρα αλλά δίνει τη δυνατότητα υπολογισμού της ιδίας κίνησης
εάν είναι γνωστή η απόσταση μέσω της σχέσης
V km/ sec
θ ′′ = T
4.74d pc
Η μέτρησή της πραγματοποιείται με σύγκριση φωτογραφιών που έχουν ληφθεί με
μεγάλη χρονική διαφορά μεταξύ τους π.χ. 10 έτη και σύγκριση της θέσης του αστέρα σε
σχέση με πολύ μακρινά αντικείμενα. Για αστέρες ορατούς με γυμνό οφθαλμό η τυπική
ιδία κίνηση είναι < 0.1′′ /έτος. Τη μεγαλύτερη ιδία κίνηση έχει ο αστέρας του Barnard
( 10.25′′ /έτος).
Από τους κοντινούς αστέρες, οι μεγαλύτερες ακτινικές ταχύτητες σε σχέση με τον
Ήλιο είναι +308 km/s (αστέρας BD‐15°4041 σε απόσταση 81.7 ε.φ) και ‐260 km/s (αστέρας
Woolley 9722 78.2 ε.φ) ‐το θετικό πρόσημο δείχνει ότι ο αστέρας απομακρύνεται και το
αρνητικό ότι πλησιάζει προς τον Ήλιο. Οι τυπικές ταχύτητες των αστέρων στο χώρο
(συνισταμένη των δύο παραπάνω ταχυτήτων) είναι της τάξης των 20‐100 km/s
Ο Ήλιος όμως και όλοι οι αστέρες συμμετέχουν στην περιστροφή του Γαλαξία με
μέση ταχύτητα 220 km/s κι άρα η παρατηρούμενη μέση ταχύτητα των αστέρων στο
χώρο είναι το αποτέλεσμα της απόκλισης από αυτή την κίνηση των αστέρων στην
περιοχή του Ήλιου (λόγω διαφορετικών τροχιών γύρω από το κέντρο του Γαλαξία).
Έτσι ο Ήλιος κινείται σε σχέση με τους γειτονικούς αστέρες με ταχύτητα περίπου 20
196
km/s προς τη διεύθυνση του αστερισμού του Ηρακλή κοντά στον λαμπρό αστέρα Βέγα
δηλαδή σε ένα χρόνο διανύει περίπου 4 AU. Αυτή η κίνηση του Ήλιου δίνει τη
δυνατότητα επέκτασης της μεθόδου της παράλλαξης και την εύρεση της μέσης
απόστασης συγκεκριμένων ομάδων αστέρων. Βασιζόμενες σε στατιστικά κριτήρια
έχουν αναπτυχθεί και άλλες μέθοδοι στατιστικών παραλλάξεων.
7.1.3 Φωτεινότητα
Η φωτεινότητα ενός αστέρα L είναι η ολική ενέργεια που εκπέμπεται ανά μονάδα
χρόνου και εξαρτάται κυρίως από τη μάζα του αλλά κα ι από τη θερμοκρασία και τη
χημική του σύσταση. Εάν ο αστέρας έχει ακτίνα R και εκπέμπει ροή F, τότε η
φωτεινότητα του μπορεί να εκφραστεί ως
L= 4π R 2 F
Για τον προσδιορισμό της φωτεινότητας ενός αστέρα που βρίσκεται σε απόσταση d
απαιτείται η μέτρηση της φαινόμενης ροής του f όπως μετράται στη Γη, η οποία
ακολουθεί το νόμο του αντιστρόφου τετραγώνου της απόστασης d (βλ. 3.3) δηλαδή
συνδέεται με τη ροή από την επιφάνειά του F με τη σχέση
2
F ⎛d⎞
=⎜ ⎟
f ⎝R⎠
και άρα η φωτεινότητά του υπολογίζεται από τη σχέση
L= 4π d 2 f
όπου L μετράται σε Watt (W) ή Joule/s, f σε W/m2 και d (m).
Γνωρίζοντας τα παραπάνω μεγέθη για τον Ήλιο μπορούμε να υπολογίσουμε τη
φωτεινότητα ενός αστέρα εάν γνωρίζουμε την απόστασή του d σε (ΑU) (ή ανάστροφα)
και τη λαμπρότητά του σε σχέση με τον Ήλιο
L ⎛ d ⎞⎟2 f
= ⎜⎜ ⎟
L~ ⎜⎝ d~ ⎠⎟⎟ f~
Παράδειγμα: εάν ένας αστέρας σαν τον Ήλιο φαίνεται 100 φορές αμυδρότερος f=10‐2 f
τότε βρίσκεται σε απόσταση διπλάσια δηλαδή d=102 d δηλαδή d= 100 AU.
7.1.4 Μεγέθη των αστέρων
Όλοι οι αστέρες δεν φαίνονται το ίδιο λαμπροί. Η φαινόμενη λαμπρότητα ενός αστέρα
εξαρτάται από τη φωτεινότητά του αλλά και από την απόστασή του. Ο αρχαίος
Έλληνας αστρονόμος ‘Ιππαρχος (Ελληνιστική Εποχή), ταξινόμησε τους αστέρες με
βάση τη λαμπρότητά τους, βάσει της οποίας προσδιόρισε τα μεγέθη τους. Συνεπώς το
«μέγεθος» ενός αστέρα δεν εκφράζει τις πραγματικές του διαστάσεις (δηλαδή την
ακτίνα του , αλλά μόνο τη λαμπρότητά του σε σχέση με εκείνη άλλων αστέρων.
197
Όλοι οι ορατοί, με γυμνό οφθαλμό, αστέρες κατετάγησαν σε έξι μεγέθη. Στο πρώτο
μέγεθος (m=1) περιλήφθηκαν οι λαμπρότεροι, στο δεύτερο (m=2) οι αμέσως
αμυδρότεροι κ.ο.κ. έτσι ώστε οι αστέρες του επόμενου μεγέθους να είναι αμυδρότεροι
του προηγουμένου και στο έκτο (m=6) να αντιστοιχούν οι μόλις ορατοί με γυμνό
οφθαλμό. Αργότερα (1830) ο Γερμανός αστρονόμος Herschel απέδειξε ότι ένας αστέρας
1ου πρώτου μεγέθους (m=1) είναι 100 φορές λαμπρότερος από έναν 6ου μεγέθους(m=6)
δηλαδή
Δm=5 → 100: 1
1
Δm=1 → 100 5 :1 ~2.512: 1
δηλαδή οι αστέρες ενός μεγέθους είναι κατά 2.512 φορές λαμπρότεροι από εκείνους του
επόμενου μεγέθους ή αναλυτικότερα ένας αστέρας 1ου μεγέθους είναι 2.512 φορές
λαμπρότερος από έναν 2ου μεγέθους και 2.5122=6.31 φορές από έναν 3ου μεγέθους και
2.5123=15.9 φορές λαμπρότερος από έναν 4ου μεγέθους, 2.5124=39.8 φορές λαμπρότερος
από έναν 5ου μεγέθους και2.5125=100 φορές λαμπρότερος από έναν 6ου μεγέθους. Τα
φαινόμενα μεγέθη γνωστών σωμάτων παρουσιάζονται στον Πίνακα 7.2
Πίνακας 7.2: Φαινόμενα μεγέθη ουράνιων αντικειμένων
Αντικείμενο Φαινόμενο οπτικό μέγεθος
Αμυδρότερος αστέρας από γήινο ~ +25
τηλεσκόπιο
Αμυδρότερος αστέρας με γυμνό οφθαλμό +(6‐7)
Βέγας 0
Σείριος (λαμπρότερος αστέρας) ‐1.5
Αφροδίτη ‐ 4.4
Δίας ‐ 3.0
Πανσέληνος ‐12.6
Ήλιος ‐ 26.8
Όπως φαίνεται από τον Πίνακα 7.2 η ακριβέστερη σύγχρονη κλίμακα μεγεθών
χρησιμοποιεί το μηδενικό μέγεθος αλλά και τα αρνητικά μεγέθη και προσδιορίζει
φωτομετρικά τα μεγέθη με ακρίβεια δεκάτου.
Τι σημαίνει όμως πραγματικά η κλίμακα των μεγεθών; Εάν σκεφτούμε ότι αυτό που
μετρούμε ως λαμπρότητα ενός αστέρα είναι η ροή που φτάνει στον ανιχνευτή μας, τότε
οι παραπάνω διαφορές μεγεθών και αντιστοιχίες λαμπρότητας εκφράζονται με τη
σχέση:
f2
= 100( m1 −m2 ) 5
ή
f1
198
f1
m1 − m2 = −2.5log
f2
Το παρατηρούμενο μέγεθος ενός αστέρα ονομάζεται φαινόμενο μέγεθος m γιατί δεν
αποτελεί πραγματικό μέτρο της λαμπρότητας ενός αστέρα αφού ένας αστέρας μπορεί
να φαίνεται λαμπρός επειδή βρίσκεται σε μικρή απόσταση. Η λαμπρότητα που θα
είχαν όλοι οι αστέρες σε απόσταση 10 pc ονομάζεται απόλυτο μέγεθος M. Για να
βρούμε τη σχέση μεταξύ m και Μ εφαρμόζουμε το νόμο αντιστρόφου τετραγώνου για
τη ροή f10 που θα λαμβάναμε εάν ήταν σε απόσταση 10 pc σε σχέση με τη ροή fπου
λαμβάνουμε στην απόσταση d στην οποία βρίσκεται
2
f10 f ⎛ d ⎞
100( m− M ) 5 = 10 = ⎜ ⎟
f f ⎝ 10 pc ⎠
m‐M = 5logd‐5
όπου η απόσταση d εκφράζεται δίνεται σε pc
Επειδή εάν γνωρίζουμε τη διαφορά m‐M υπολογίζουμε την απόσταση του αστέρα, η
διαφορά αυτή ονομάζεται μέτρο απόστασης.
Παράδειγμα Εάν το φαινόμενο μέγεθος του Ήλιου είναι ‐26.7, ποιό είναι το απόλυτο
μέγεθός του;
Η απόσταση δεν δίνεται αλλά θεωρείται γνωστή d=1 AU.
m ‐ M = 5 logd ‐5
Προσοχή στις μονάδες 1 AU σε parsecs ή 1 pc = 206265 AU
M = m ‐ 5 log(d/10 pc) = ‐26.7 ‐ 5 log(1/2062650) = 4.9
(Η απάντηση δίνεται με ένα σημαντικό ψηφίο γιατί τα αρχικά δεδομένα είναι με ένα
δεκαδικό ψηφίο. ¨Όταν προσθέτουμε ή αφαιρούμε διατηρούμε τον ίδιο αριθμό δεκαδικών
ψηφίων, όταν πολλαπλασιάζουμε ή διαιρούμε διατηρούμε τον ίδιο αριθμό σημαντικών ψηφίων)
f1
Μπορούμε να χρησιμοποιήσουμε τη σχέση m1 − m2 = −2.5log για να συνδέσουμε
f2
το απόλυτο μέγεθος με τη φωτεινότητα του αστέρα. Εάν δύο αστέρες βρίσκονται στην
ίδια απόσταση, ο λόγος των ροών τους ισούται με το λόγο των φωτεινοτήτων τους. Εάν
αυτή η απόσταση είναι 10pc μπορούμε να αντικαταστήσουμε στην παραπάνω σχέση τα
φαινόμενα μεγέθη m με απόλυτα Μ. Εάν το ένα σώμα (2) είναι ο Ήλιος τότε η
παραπάνω σχέση γίνεται
L
M = 4.76 − 2.5log
L~
199
λ
Σχήμα 7.4
Καμπύλες ευαiσθησίας S (λ) των φωτομετρικών φίλτρων U,B,V
2 Το σύστημα UBV έχει επεκταθεί και στο κόκκινο, με το φίλτρο R και το I στο κοντινό
υπερύθρου.
200
Για παράδειγμα συμβολίζοντας τα μετρούμενα απόλυτα μεγέθη με τα αντίστοιχα
φίλτρα στα οποία μετρήθηκαν, τα μεγέθη του Σείριου είναι
U=‐1.50, B=‐1.46, V=‐1.46
Άρα συμπεραίνουμε ότι ο Σείριος είναι λαμπρότερος στο φίλτρο U δηλαδή εκπέμπει το
μεγαλύτερο μέρος της ακτινοβολίας του στη φασματική περιοχή που καθορίζεται από
το φίλτρο U. (Σχήμα 7.4) . Μπορούμε να προσδιορίσουμε το χρώμα του Σείριου;
Γνωρίζουμε ότι με βάση την προσέγγιση ότι οι αστέρες βρίσκονται σε θερμοδυναμική
ισορροπία και άρα μπορούν να θεωρηθούν μέλανα σώματα, η ένταση της ακτινοβολίας
τους δίνεται από το νόμο του Planck κι άρα το φάσμα τους έχει τη μορφή του σχήματος
7.5. Άρα καταγράφοντας την ακτινοβολία ενός αστέρα σε διάφορα μήκη κύματος,
μπορούμε να προσδιορίσουμε το χρώμα του ως τη διαφορά των παρατηρούμενων
μεγεθών του. Για το Σείριο είναι U‐B= ‐0.04 και Β‐V= 0.00. Γενικά όσο μικρότερη είναι η
τιμή του U‐B τόσο κυανότερος είναι ένας αστέρες.
Σχήμα 7.5: Καμπύλη μέλανος σώματος
Οι παραπάνω διαφορές U‐B, B‐V, V‐I ονομάζονται δείκτες χρώματος γιατί δείχνουν το
χρώμα ενός αστέρα. Έτσι ένας λευκός αστέρας έχει B‐V της τάξης του 0.2, ο κίτρινος
Ήλιος έχει 0.63, ο πορτοκαλοκόκκινος Betelgeuse έχει 1.85 και το πιο κυανό αστέρι που
πιστεύεται ότι υπάρχει έχει ‐0.4 (απαλό άσπρο‐μπλε).
Προκειμένου να υπολογίσουμε την βολομετρική του φωτεινότητα, μετράμε το μέγεθός
του σε μία φασματική περιοχή π.χ V και χρησιμοποιούμε μία βολομετρική διόρθωση BC
δηλαδή
mbol = mV + BC
Παράδειγμα: όπως αναφέρθηκε στο προηγούμενο παράδειγμα το απόλυτο
(βολομετρικό) μέγεθος του Ήλιου είναι Μ= 4.76 ενώ το απόλυτο μέγεθός του είναι
V=4.83, άρα η βολομετρική του διόρθωση είναι BC=4.76‐4.83= ‐0.07
201
7.1.6 Θερμοκρασία
Eπειδή το φάσμα ενός μέλανος σώματος εξαρτάται από τη θερμοκρασία, ένας αστέρας
που έχει μικρότερο μέγεθος στο B σε σχέση με έναν άλλο αστέρα έχει μεγαλύτερη
θερμοκρασία. Όπως φαίνεται στο Σχήμα 7.5 οι ψυχροί αστέρες εκπέμπουν το
μεγαλύτερο μέρος της ακτινοβολίας τους σε μεγάλα μήκη κύματος ενώ οι θερμοί σε
μικρά μήκη κύματος. Το χρώμα που χαρακτηρίζει έναν αστέρα συνδέεται με τη
θερμοκρασία της φωτόσφαιράς του η οποία μπορεί να προσδιοριστεί από το νόμο του
Wien και ονομάζεται θερμοκρασία χρώματος ή το νόμο του Stefan Boltzmann και
ονομάζεται ενεργός θερμοκρασία. Δηλαδή η θερμοκρασία χρώματος είναι η
θερμοκρασία ενός μέλανος σώματος ίδιων διαστάσεων με τον αστέρα που έχει την ίδια
φασματική κατανομή με αυτόν ενώ η ενεργός θερμοκρασία ενός μέλανος σώματος που
εκπέμπει το ίδιο ολικό ποσό ενέργειας ανεξάρτητα με τη φασματική του κατανομή. Ο
θερμότερος αστέρας εκπέμπει περισσότερο στο B παρά στο V κι άρα φαίνεται προς το
κυανό ενώ ο ψυχρότερος ανάστροφα κι άρα φαίνεται κιτρινωπός. Το πρώτο σώμα είναι
σαν τον αστέρα Rigel και το δεύτερο σαν τον Ήλιο. Γενικά οι θερμοί αστέρες φαίνονται
κυανωποί ενώ οι ψυχροί πορτοκαλί ή ερυθρωποί.
Αν και τα χρώματα των αστέρων ποικίλουν από κυανόλευκο έως ερυθρό, η αντίληψη
του χρώματος από τον ανθρώπινο οφθαλμό τη νύχτα είναι περιορισμένη. Μόνο λίγα
αντικείμενα όπως ο Άρης και αστέρες όπως ο Betelguese, ο Antares και ο Aldebaran είναι
αρκετά λαμπροί για να αντιλαμβανόμαστε το χρώμα τους. Η χρήση του τηλεσκοπίου
βελτιώνει την αίσθηση του χρώματος (γιατί συλλέγει περισσότερο φως), ακόμα όμως
και με CCD κάμερα ή φωτογραφική πλάκα, το χρώμα ενός αστέρα αλλοιώνεται λόγω
παρουσίας μεσοαστρικής σκόνης στην ευθεία οράσεως που απορροφά περισσότερο τα
μικρά μήκη κύματος με αποτέλεσμα οι αστέρες να φαίνονται ερυθρότεροι.
Πρόκειται για την παρουσία σκοτεινών περιοχών που παρατηρούμε στην κατανομή
των αστέρων σε διάφορες διευθύνσεις στην ουράνια σφαίρα. Αυτές δεν στερούνται
αστέρων αλλά υποδεικνύουν την παρουσία αραιών μεσοαστρικών νεφών σκόνης τα
(7.8.6) τα οποία προκαλούν
• απόσβεση
• ερύθρωση και
• σκέδαση
του αστρικού φωτός. Λαμβάνοντας υπόψη την μεσοαστρική απόσβεση Α που προκαλεί
μείωση της αστρικού φωτός , το μέτρο απόστασης προσδιορίζεται από την εξίσωση
m ‐ M = 5 logd ‐5 +Α
Η ερυθρά χρώση υπολογίζεται από τη διαφορά του μετρούμενου δείκτη χρώματος B‐V
ενός αστέρα και του πραγματικού (B‐V)0 :
E(B‐V) = (B‐V) ‐ (B‐V)0
Η απόσβεση με την ερύθρωση συνδέονται με τη σχέση:
AV=3.2 E(B‐V)
Η απόσβεση όμως του αστρικού φωτός δεν οφείλεται μόνο στην απορρόφησή του αλλά
και στη σκέδαση με αποτέλεσμα τη δημιουργία νεφελωμάτων ανάκλασης (7.8.6).
202
7.1.7 Αστρικά φάσματα
Οι αστέρες χαρακτηρίζονται από συνεχές φάσμα με γραμμές απορρόφησης (αν και
μερικοί αστέρες έχουν και γραμμές εκπομπής) όπως ο Ήλιος (Σχήμα 7.6). Όλοι οι
αστέρες δεν έχουν το ίδιο φάσμα! Το φάσμα που παίρνουμε προέρχεται απο τη θερμή
ατμόσφαιρά του που ονομάζεται φωτόσφαιρα στην οποία οφείλεται τόσο η συνεχής
ακτινοβολία του μέλανος σώματος όσο και η δημιουργία γραμμών απορρόφησης
σύμφωνα με τους κανόνες του Kirchoff (βλ. παράγραφο 3.5), όπως φαίνεται το
χαρακτηριστικό φάσμα ενός θερμού κυανού αστέρα στο σχήμα 7.6
Σχήμα 7.6
Το φάσμα ενός θερμού κυανού αστέρα
Οι περισσότεροι αστέρες χαρακτηρίζονται στο οπτικό μέρος του φάσματος από τη
σειρά γραμμών Balmer του υδρογόνου (Σχήμα 7.7).
Σχήμα 7.7: Σειρά Balmer γραμμών υδρογόνου
203
Οι νόμοι του Kirchhoff ήταν γνωστοί στα τέλη του 1800 χωρίς να είναι κατανοητοί,
αλλά με την τεχνολογική ώθηση που έδωσε η λήψη φωτογραφίας πίσω από ένα
πρίσμα, καταγράφηκαν εικόνες των φασμάτων χιλιάδων αστέρων. Με πρωτοπόρο την
αστρονόμο Annie Jump Cannon στο τέλος του 19ου αιώνα, τα φάσματα ταξινομήθηκαν
σε κατηγορίες με απλή αλφαβητική σειρά και με κριτήριο την παρουσία γραμμών
υδρογόνου (ταξινόμηση κατά Harvard) π.χ οι αστέρες της τάξης Α είχαν τις ισχυρότερες
γραμμές υδρογόνου, οι Β είχαν γραμμές υδρογόνου και κάποιες ηλίου κ.ο.κ. Στην αρχή
του εικοστού αιώνα πολλοί αστρονόμοι πίστευαν ότι τα φάσματα των αστέρων
αντανακλούν τη διαφορετική χημική τους σύνθεση δηλαδή η απουσία γραμμών
υδρογόνου στο φάσμα σήμαινε ότι ο αστέρας δεν περιείχε υδρογόνο. Το άλμα ήλθε με
την ανάπτυξη της ατομικής θεωρίας και της κβαντομηχανικής. Η μεγαλύτερη συμβολή
ήταν της αστρονόμου Cecilia Payne από το Harvard (1925), η οποία εφαρμόζοντας τη
θεωρία περί ιονισμού των στοιχείων του Ινδού φυσικού Megh Nad Saha στη διδακτορική
της διατριβή, μελέτησε τις αστρικές ατμόσφαιρες, δείχνοντας ότι
• οι αστέρες είχαν σχεδόν όλοι την ίδια σύσταση, και περιείχαν σχεδόν 3/4
υδρογόνο, σχεδόν 1/4 ήλιο και ίχνη από τα άλλα στοιχεία (πυρίτιο, άνθρακα κι
άλλα μέταλλα σε παρόμοια με τη Γη αναλογία) και
• η διαφορά στην ισχύ των φασματικών γραμμών απορρόφησης στις αστρικές
ατμόσφαιρες οφειλόταν στο διαφορετικό βαθμό ιονισμού που εξαρτάτο από τη
θερμοκρασία .
Επιπλέον έδειξε ότι η ταξινόμηση της Annie Cannon δεν είχε φυσική σημασία, έτσι το
σύστημα επαναταξινομήθηκε κάτω από το νέο κριτήριο της θερμοκρασίας σε
ακολουθία φασματικών τύπων από τους θερμότερους στους ψυχρότερους OBAFGKM
(RNS)‐ (με τους τελευταίους συχνά να μην περιλαμβάνονται στη λίστα γιατί δεν είναι
ψυχρότεροι από τους Μ αλλά διαφορετικοί)
Πρόκειται για μία ακολουθία γνωστή απο τον μνημονικό κανόνα Oh Be A Fine Girl
(or Guy), Kiss Me (Right Now ‐ Smack!) η οποία αναφέρεται σε θερμοκρασία από 30 000
K για τους αστέρες O, έως 3 000 K για τους M και με τον Ήλιο στη φασματική τάξη G με
επιφανειακή θερμοκρασία 6000 K (Σχήμα 7.8).
Με τη μελέτη του φάσματος ενός αστέρα μπορεί κανείς να συμπεράνει τόσο τη
θερμοκρασία του (από την παρουσία ή όχι των φασματικών γραμμών) αλλά και τη
χημική σύστασή του (από την ίσχύ των φασματικών γραμμών).
204
Θερμότεροι αστέρες Ψυχρότεροι αστέρες
Ιώδες Κυανό Κίτρινο Κόκκινο
Σχήμα 7.8: Φασματικοί τύποι αστέρων
Κάθε μία από τις κύριες φασματικές τάξεις υποδιαιρείται σε 10 μικρότερες στις οποίες
ισχύει η ίδια φθίνουσα κλίμακα της θερμοκρασίας π.χ G0, G1, ... G9, K0, K1, ... K9, με τον
αστέρα G0 θερμότερο από τον G8. Ο Ήλιος είναι αστέρας φασματικού τύπου G2.
Στο υπέρυθρο μέρος του φάσματος έχουν ανακαλυφθεί αστέρες πολύ μικρής
θερμοκρασίας γι αυτό έχουν προστεθεί νέοι τύποι L (1300‐2500 K), T (<1300 K) ‐αν και
μπορεί να μην είναι πραγματικοί αστέρες με την έννοια της μη έναρξης πυρηνικών
αντιδράσεων στο εσωτερικό τους.
Η θερμοκρασία της αστρικής φωτόσφαιρας είναι αυτή που καθορίζει τη συχνότητα
και την ένταση των συγκρούσεων μεταξύ των μορίων, των ατόμων και των ιόντων
μεταξύ τους και στην ουσία καθορίζει
• Την ισορροπία των μορίων: εάν ένας αστέρας είναι πολύ θερμός‐ οι ευαίσθητες
μοριακές ταινίες διαλύονται Τα περισσότερα μόρια όπως το TiO ανιχνεύονται
μόνο στα φάσματα των πιο ψυχρών αστέρων ( 3 000 Κ ‐ 4 000 K). Τα πιο ισχυρά
μόρια όπως CH, CN ανιχνεύονται και σε αστέρες πιο θερμούς όπως ο Ήλιος.
• Την ισορροπία ιονισμού: όσο πιο θερμός είναι ένας αστέρας τόσο πιο πολύ
ιονισμένα είναι τα άτομά στην ατμόσφαιρά του. Τα άτομα ιονίζονται όταν
χάνουν ή όταν κερδίζουν ηλεκτρόνια. Στους ψυχρούς αστέρες τα άτομα ειναι
205
ουδέτερα. Σε υψηλότερες θερμοκρασίες, ιονίζονται τα άτομα με μικρό έργο
ιονισμού όπως Na, Ca, κ.λ.π, πάνω από 10 000 Κ ιονίζεται το υδρογόνο και πάνω
από 15 000 Κ το ήλιο (Ηe).
• τον αριθμό των ατόμων σε διεγερμένες στάθμες. Σε χαμηλή θερμοκρασία
σχεδόν κανένα άτομο Η δεν βρίσκεται στην στάθμη n=2 για να απορροφήσει ένα
φωτόνιο ʺBalmerʺ άρα δεν υπάρχουν γραμμές Balmer στους ψυχρούς αστέρες G,
αλλά καθώς η θερμοκρασία αυξάνει, αυξάνει και ο πληθυσμός της στάθμης n =
2 και ανιχνεύουμε τις χαρακτηριστικές γραμμές Balmer που φτάνουν στο
μέγιστο της έντασής τους για T = 10 000 Κ, στους θερμούς αστέρες τύπου Α.
Άρα η φασματική ταξινόμηση είναι πρωταρχικά μία ταξινόμηση με βάση τη
θερμοκρασία όπως φαίνεται κι από το ποιοτικό διάγραμμα των κυριότερων
φασματικών γραμμών που χαρακτηρίζουν τους παραπάνω φασματικούς τύπους
(Σχήμα 7.9). Αυτό σημαίνει ότι δεδομένης της ισχύς των γραμμών του υδρογόνου, ο
αστέρας μπορεί να είναι πολύ θερμός ή θερμός π.χ εάν υπάρχουν στο φάσμα του και
Ιονισμένο Υδρογόνο Ουδέτρα
Ουδέτερο
ήλιο Ιονισμένα μέταλλα
ήλιο
μέταλλα Μόρια
Ισχύς γραμμών
Σχήμα 7.9: Ισχύς των φασματικών γραμμών σε σχέση με το φασματικό τύπο.
γραμμές He, τότε είναι πολύ θερμός (φασματικός τύπος Β, ), εάν υπάρχουν γραμμές
ιονισμένου ασβεστίου (και όχι ηλίου) τότε είναι θερμός (φασματικός τύπος F, G, K).
Ο τρόπος με τον οποίο μεταβάλλονται οι φασματικές γραμμές στην ακολουθία των
φασματικών τύπων από F έως G φαίνεται στο σχήμα 7. 10
Από τις γραμμές απορρόφησης του αστρικού φάσματος μπορούμε να πάρουμε
επιπλέον πληροφορίες εκτός από τη θερμοκρασία του , για τη χημική σύνθεση, την
πυκνότητά, το μαγνητικό πεδίο και την ακτινική ταχύτητα
206
.
Σχήμα 7.10
Χαρακτηριστικά φάσματα των φασματικών τύπων F, G
7.1.6 Διάγραμμα ΗR
Το 1905 ο Εjnar Hertzsprung και ανεξάρτητα ο Henry Norris Russell παρατήρησαν
ανεξάρτητα, ότι σε ένα διάγραμμα φωτεινότητας – θερμοκρασίας οι αστέρες δεν
κατανέμονται τυχαία αλλά καταλαμβάνουν μόνο ορισμένες περιοχές. Ένα τέτοιο
διάγραμμα ονομάζεται Η‐R προς τιμή τους και κατασκευάζεται με βάση αστέρες
γνωστών αποστάσεων προκειμένου από το φαινόμενο μέγεθος να υπολογιστεί η
207
φωτεινότητά ή το απόλυτο μέγεθός τους (στον κατακόρυφο άξονα) και ο δείκτης
χρώματος Β—V ή ο φασματικός τύπος προκειμένου να προσδιοριστεί η θερμοκρασία
τους (στον οριζόντιο άξονα)3. Από αυτό φαίνεται ότι oι περισσότεροι αστέρες (το 85%
των κοντινών αστέρων συμπεριλαμβανομένου και του Ήλιου ) βρίσκονται σε μία ζώνη
που εκτείνεται διαγώνια από άνω αριστερά (θερμοί και φωτεινοί) έως κάτω δεξιά
(ψυχροί, αμυδροί) η οποία ονομάζεται κύρια ακολουθία (Σχήμα 7.11) κι άρα φανερώνει
κάποια συσχέτιση μεταξύ αυτών των φωτεινοτήτων και της θερμοκρασίας των
αστέρων. Αυτοί έχουν τα εξής χαρακτηριστικά:
Διάγραμμα Hertzsprung - Russell
Υπεργίγαντες
Απόλυτο μέγεθος
L(L~)
Γίγαντες
Κύρια ακολουθία
Λευκοί νάνοι
Φασματικός τύπος
Σχήμα 7.11: Διάγραμμα ΗR
Φωτεινότητα: L = (10‐2 ‐ 106 )L , θερμοκρασία: T = 3 000 – (>500000) K και ακτίνα:R = (0.1 ‐
10) R . Στην κύρια ακολουθία περιέχονται περισσότεροι αστέρες τύπου Κ, Μ απ΄ ότι Ο,
Β.
Λίγοι βρίσκονται στο πάνω δεξιά τμήμα του διαγράμματος όπου οι αστέρες είναι
ψυχροί αλλά πολύ φωτεινοί και μερικοί κάτω από την κύρια ακολουθία, προς το κέντρο
όπου οι αστέρες είναι θερμοί αλλά αμυδροί. Τι είναι αυτό που τους διαφοροποιεί;
Το διάγραμμα Η‐R δείχνει ότι υπάρχουν φυσικοί νόμοι που συνδέουν την φωτεινότητα
ενός αστέρα με την θερμοκρασία του όπως αναμενόταν κι από την εκπομπή τους ως
μέλανα σώματα δηλαδή επιβεβαιώνει το νόμο Stefan‐Boltzmann.
L ~ R2 T4
Εάν δύο αστέρες έχουν την ίδια θερμοκρασία, κάθε διαφορά στη φωτεινότητά τους θα
πρέπει να οφείλεται στις διαφορετικές τους διαστάσεις που καθορίζουν την επιφάνεια
από την οποία εκπέμπεται η ακτινοβολία του και άρα είναι αποτέλεσμα της
διαφορετικής τους ακτίνας. Έτσι αστέρες που ανήκουν στο πάνω δεξιά τμήμα του
διαγράμματος H‐R έχουν την ίδια θερμοκρασία με αυτούς που βρίσκονται στο κάτω
3
Για λόγους ιστορικούς στον οριζόντιο άξονα η θερμοκρασία αυξάνεται από δεξιά προς τα αριστερά.
208
τμήμα της κύριας ακολουθίας, αλλά επειδή είναι πιο φωτεινοί θα πρέπει να είναι πολύ
πιο μεγάλοι. Αυτοί οι λαμπροί, ψυχροί αστέρες λόγω των διαστάσεών τους ονομάζονται
γίγαντες και ο κλάδος του διαγράμματος κλάδος των γιγάντων. Λόγω της
θερμοκρασίας τους ονομάζονται ερυθροί γίγαντες π.χ ο Aldebaran στον αστερισμό του
Ταύρου έχει θερμοκρασία 4000 Κ και ακτίνα 30 φορές μεγαλύτερη από του Ήλιου. Με
αντίστοιχη ανάλυση προκύπτει ότι οι αστέρες κάτω από την κύρια ακολουθία είναι
θερμοί, μέχρι και 100 φορές πιο μικροί από τον Ήλιο και γι αυτό ονομάζονται λευκοί
νάνοι π.χ ο συνοδός αστέρας του Σείριου, ο Σείριος Β είναι 0.008 φορές μικρότερος από
τον Ήλιο και έχει θερμοκρασία 27 000 Κ. Αυτήν η ομαδοποίηση επιβεβαιώνεται εάν για
σταθερή ακτίνα R, μεταβάλλοντας την θερμοκρασία Τ, υπολογίσουμε την φωτεινότητα
L από το νόμο Stefan‐Boltzmann δηλαδή ένα κατασκευάσουμε ένα θεωρητικό
διάγραμμα H‐R (Σχήμα 7.12) .
Υπεργίγαντες
Γίγαντες
Λευκοί νάνοι
Σχήμα 7.12
Θεωρητικό διάγραμμα Η‐R
Μια άλλη ταξινόμηση των αστέρων, τους διακρίνει σε πέντε κύριες τάξεις
φωτεινότητας και βασίζεται στα χαρακτηριστικά των φασματικών γραμμών και στη
θέση τους στο H‐R (φωτεινότητα). Στην ουσία αυτή η ταξινόμηση δίνει πληροφορίες για
την ακτίνα τους (Σχήμα 7.13) αφού η φωτεινότητα ενός αστέρα καθορίζεται από τη
θερμοκρασία και από το μέγεθός του. Οι μεγάλοι σε μέγεθος αστέρες είναι
λαμπρότεροι από τους μικρότερους της ίδιας θερμοκρασίας και μερικές φορές ένας
μεγάλος ψυχρός αστέρας είναι λαμπρότερος από έναν μικρό θερμό. Οι τάξεις
φωτεινότητας είναι
209
• Ia : Υπέλαμπροι υπεργίγαντες
• Ib : Πολύ λαμπροί υπεργίγαντες
• II : Λαμπροί γίγαντες
• III : Γίγαντες
• IV : Yπογίγαντες
• V : Αστέρες κύριας ακολουθίας
L(L~)
Σχήμα 7.13
Τάξεις φωτεινότητας
Έτσι ένας αστέρας μπορεί πλήρως να περιγραφεί με το φασματικό του τύπο και την
τάξη φωτεινότητας π.χ ο ΄Ήλιος είναι G2V και ο Αρκτούρος Κ1 ΙΙΙ .
7.1.9 Αστρικές μάζες ‐ Διπλά συστήματα αστέρων
Μέχρι τώρα μελετήσαμε τον τρόπο υπολογισμού των βασικών φυσικών παραμέτρων
των αστέρων
• Απόσταση με βάση την παράλλαξη
• Θερμοκρασία με βάση το χρώμα
• Χημική σύνθεση με βάση το φάσμα
• Φωτεινότητα με βάση την απόσταση και τη φαινόμενη λαμπρότητα
• Την ακτίνα με βάση το νόμο Stefan Boltzmann
• Ταχύτητα με βάση τη μετατόπιση Doppler και την ιδία κίνηση.
Μία πολύ σημαντική παράμετρος είναι η μάζα ενός αστέρα για την οποία δεν έχουμε
άμεσο τρόπο υπολογισμού αλλά την υπολογίζουμε έμμεσα με βάση την βαρυτική
επίδραση του με έναν άλλο αστέρα. Το 85% των αστέρων συνιστούν ένα διπλό σύστημα
(ή πολλαπλό) αστέρων, όταν συγκρατούνται μέσω των δυνάμεων βαρύτητας και
περιφέρονται γύρω από το κοινό κέντρο μάζας τους διαγράφοντας ελλειπτική τροχιά.
Οι διπλοί αστέρες μπορεί να είναι
210
• Διπλοί ορατοί, εάν οι αστέρες βρίσκονται σε απόσταση >1” και μπορούν να
διακριθούν με τηλεσκόπιο). Τέτοια συστήματα είναι ο Α και Β του Κενταύρου και
ο Σείριος Α και Β. Παρακολουθώντας την κίνησή τους για μεγάλο χρονικό
διάστημα μπορούμε να καταγράψουμε την σχετική τροχιά τους (φαινόμενη
τροχιά) που είναι κυματοειδής ενώ το κέντρο μάζας κινείται σε ευθεία γραμμή
(Σχήμα 7.14). Υπολογίζοντας από αυτήν τα στοιχεία της τροχιάς P, το μήκος του
μεγάλου ημιάξονα α, τις ακτίνες των τροχιών των αστέρων, μπορούμε να
υπολογίσουμε από τον 3ο νόμο του Κepler το άθροισμα των μαζών τους
a3
P =
2
M1 + M 2
P =87.7 έτη
Σχήμα 7.14: Διπλοί ορατοί
Παράδειγμα Έστω ένα διπλό σύστημα που έχει περίοδο P=1 έτος και μεγάλο ημιάξονα
α= 2 AU. Ποιές είναι οι μάζες των αστέρων αν ο αστέρας με τη μεγαλύτερη μάζα. Α
1
βρίσκεται σε απόσταση από το κέντρο rA = a
4
Εφαρμόζοντας τον 3ο νόμο του Kepler προκύπτει ότι M 1 + M 2 =8 Μ~. Από τον ορισμό
του κέντρου μάζας προκύπτει ότι rA = (1/ 2) κι επειδή για το κέντρο μάζας ισχύει
rA M B
= προκύπτει ότι ΜΑ = 6 Μ~και ΜΒ =2 Μ~
rB M A
• Διπλοί αστρομετρικοί εάν ο ένας είναι πολύ αμυδρός και ανιχνεύεται μέσω της
κυματοειδούς κίνησής του γύρω από το κοινό κέντρο μάζας
211
• Διπλοί φασματοσκοπικοί εάν οι αστέρες είναι πολύ κοντά παρατηρούνται ως
ένας αστέρας αλλά με φάσμα που έχει γραμμές απορρόφησης δύο φασματικών
τύπων . Επιπλέον οι φασματικές γραμμές του συστήματος μετατοπίζονται προς
μεγαλύτερα και μικρότερα μήκη κύματος και ανάστροφα λόγω φαινομένου
Doppler όπως φαίνεται στο σχήμα 7.15. Μετατρέποντας τις μετατοπίσεις σε
ταχύτητες μπορούμε να κατασκευάσουμε την καμπύλη μεταβολής ταχύτητας
του διπλού συστήματος και να υπολογίσουμε τις ταχύτητες των μελών αλλά και
κέντρο μάζας
προς Γη
Σχήμα 7.15
Η μετατόπιση Doppler των φασματικών γραμμών σε ένα
φασματοσκοπικά διπλό σύστημα
του κέντρου μάζας (Σχήμα 7.16). Αυτές συνδέονται με τα στοιχεία της τροχιακής
κίνησης με τη σχέση:
P(υ1 + υ2 )
a=
2π
Περίοδος 60 km/sec
Ακτινική ταχύτητα
30 km/sec
. -10 km/sec
0 140
Χρόνος (μέρες)
Σχήμα 7.16: Διπλοί φασματοσκοπικοί
212
οπότε από το νόμο του Kepler μπορούμε να υπολογίσουμε το άθροισμα των μαζών
P (υ1 + υ2 )
3
M1 + M 2 =
2π G
• Διπλοί εκλειπτικοί : εάν οι αστέρες υφίστανται περιοδικές εκλείψεις ό ένας από
τον άλλο όπως φαίνεται στο Σχήμα 7.17 (σπάνιοι γιατί το επίπεδο της τροχιάς
τους θα πρέπει να διέρχεται διαμέσου της γήινης τροχιάς). Θα πρέπει να
σημειωθεί ότι οι διπλοί εκλειπτικοί αποτελούν τη μόνη άμεση μέθοδο μέτρησης
της ακτίνας ενός αστέρα (και των δύο μελών) με βάση το χρόνο μεταβολής της
λαμπρότητας του από την καμπύλη φωτός τους όπως φαίνεται στο Σχήμα 7.1.
Ένα τέτοιο σύστημα είναι ο Algol που έχει μέγεθος m=2.1 και γίνεται αμυδρός
φτάνοντας σε μέγεθος m=3.4 καθώς αποκρύπτεται από το συνοδό του. Ή
έκλειψή του διαρκεί 10 ώρες και έχει περίοδο 2.87 ημέρες.
Καμπύλη φωτός
Φαινόμενο μέγεθος
ί
Χρόνος
Σχήμα 7.17: Καμπύλη φωτός διπλών εκλειπτικών
Θα πρέπει να σημειωθεί ότι σε περιπτώσεις που δεν είναι δυνατός ο προσδιορισμός της
τροχιάς ‐ιδιαίτερα εάν το διπλό σύστημα είναι αστρομετρικό και φαίνεται μόνο ο ένας
αστέρας‐ αλλά ακόμα και στην περίπτωση που είναι ορατός, η φαινόμενη τροχιά είναι
αποτελεί την δισδιάστατη προβολή της αληθινής τροχιάς και για τον προσδιορισμό των
μαζών απαιτεί κι άλλες πληροφορίες .
7.1.10 Σχέση μάζας ‐φωτεινότητας
Παρατηρήσεις διπλών συστημάτων οδήγησαν στον υπολογισμό των αστρικών μαζών
των αστέρων της κύριας ακολουθίας και στην εύρεση της σχέσης της μάζας και της
φωτεινότητας τους που παριστάνεται στο σχήμα 7.18 .
L = Μ3
213
Από την παραπάνω σχέση προκύπτει ότι όσο μεγαλύτερη μάζα έχει ένας οι αστέρες της
κύριας ακολουθίας τόσο πιο φωτεινός είναι. Οι αστέρες της κυρίας ακολουθίας έχουν
μάζες (0.1‐20) M με την πλειοψηφία να έχει μικρές μάζες. Στο διάγραμμα Η‐R oι
μικρότεροι αστέρες έχουν μάζες περίπου 0.08 M και οι πιο μεγάλοι (Eta Carinae) μέχρι
και 150 M. Αυτή φανερώνει τον καθοριστικό παράγοντα που παίζει η μάζα στην
εξελικτική πορεία ενός αστέρα κι άρα στη θέση του στο διάγραμμα H‐R αφού όπως θα
δούμε ελέγχει τον ρυθμό παραγωγής ενέργειας δηλαδή της πυρηνικής σύντηξης στο
εσωτερικό των αστέρων, η οποία με τη σειρά της καθορίζει την ολική φωτεινότητα του
αστέρα.
L(L~)
Σχήμα 7.18
Σχέση μάζας φωτεινότητας
Το κατώτερο όριο μάζας τίθεται από την εσωτερική πίεση και τη θερμοκρασία που
απαιτείται για την έναρξη των θερμοπυρηνικών αντιδράσεων (πρωτοαστέρες) και το
ανώτερο όριο από το γεγονός ότι αστέρες με μάζα μεγαλύτερη από 150 M~ είναι
ασταθείς και εκρήγνυνται. Τα παραπάνω όρια αντιστοιχούν σε φωτεινότητες που
κυμαίνονται από 0.0001 έως 105 L~. Αυτή η ενδογενής σχέση που προκύπτει μεταξύ της
φωτεινότητας του αστέρα και της εσωτερικής δομής του μελετάται στο διάγραμμα H‐R.
7. 2 Η δομή και η εξέλιξη των αστέρων
Μελετώντας τις παρατηρούμενες ιδιότητες των αστέρων, φωτεινότητα, θερμοκρασία,
ακτίνα, μάζα και τις σχέσεις που τις συνδέουν προσπαθούμε να ερμηνεύσουμε τους
νόμους της φυσικής που τις καθορίζουν.
214
7.2.1 Γένηση και δομή των αστέρων
Οι αστέρες σχηματίζονται από νέφη αερίου και σκόνης (ψυχρά πυκνά μοριακά νέφη)
που καταρρέουν λόγω ιδιοβαρύτητας. Η έναρξη κατάρρευσης ενός ψυχρού πυκνού
μοριακού νέφους προς δημιουργία αστέρων (σμήνους ή μεμονωμένων ανάλογα με τη
μάζα του καταρρέοντος νέφους0 μέσα σε ένα περιβάλλον σκόνης, δεν είναι πλήρως
κατανοητή και μπορεί να οφείλεται σε συγκρούσεις μεταξύ των μοριακών νεφών,
κυμάτων shock που περνάνε μέσα από τα μοριακά νέφη καθώς αυτά κινούνται στις
σπείρες του γαλαξία, μαγνητικές και βαρυτικές αστάθειες ή σε συνδυασμό των
παραπάνω παραγόντων. Με τον κατακερματισμό του νέφους, τα επιμέρους τμήματα
του συμπυκνώνονται λόγω ιδιοβαρύτητας και δημιουργούν τους πρωτοαστέρες. Κατά
τη συμπύκνωση, ελευθερώνεται βαρυτική δυναμική ενέργεια – το μισό της οποίας
θερμαίνει το νέφος και το άλλο μισό ακτινοβολείται. Επειδή η βαρύτητα είναι
ισχυρότερη στο κέντρο, το κέντρο συμπυκνώνεται ταχύτερα, ελευθερώνοντας
περισσότερη βαρυτική δυναμική ενέργεια με αποτέλεσμα να έχει μεγαλύτερη
θερμοκρασία από τις εξωτερικές περιοχές
Η κατάρρευση σταματάει από την πίεση στο εσωτερικό του αστέρα (σχήμα 7.19.α).
Κατά την κατάρρευση η δυναμική ενέργεια του καταρρέοντος υλικού (άτομα
υδρογόνου) μετατρέπεται σε κινητική, θερμαίνοντας τον πυρήνα. Καθώς η
θερμοκρασία αυξάνει, η πίεση αυξάνει και σταματά την κατάρρευση. Η θερμότητα που
ιδιοβαρύτητα παραγωγή
ενέργειας
Σχήμα 7.19 :(α) υδροστατική ισορροπία (β) θερμική ισορροπία
εκλύεται λόγω βαρυτικής κατάρρευσης μπορεί να κάνει τον αστέρα να ακτινοβολήσει
αλλά μόνο για ένα μικρό χρονικό διάστημα (15 εκατομμύρια έτη) σε σχέση με την
υπολογιζόμενη ηλικία του (πάνω από 10 δισεκατομμύρια έτη).
Αναλυτικότερα τα στάδια που ακολουθεί η δημιουργία αστέρων είναι :
1. Πρωτοαστέρας: Η κατάρρευση του μοριακού νέφους γίνεται γρήγορα μέσα σε λίγα
έτη, καθώς ο αστέρας θερμαίνεται και η πίεση αυξάνει γιατί το αστρικό πλάσμα
συμπεριφέρεται σαν ιδανικό αέριο. Ο πρωτοαστέρας φτάνει σε υδροστατική ισορροπία
κι έχει τα εξής χαρακτηριστικά:
215
• Ηλικία 1‐3 έτη
• R ~ 50 R~
• Tπυρ=150 000 Κ
• Τεπιφ = 3 500 Κ
• Πηγή ενέργειας : Βαρύτητα
Ο αστέρας είναι ψυχρός άρα ερυθρός αλλά έχει μεγάλη φωτεινότητα (βλέπε θέση
πρωτοαστέρα στο H‐R διάγραμμα του Σχήματος 7.22).
2. Αστέρας προ της κύριας ακολουθίας : Η επιβράδυνση της βαρυτικής συστολής
συνεχίζει μέχρι η θερμοκρασία στον πυρήνα να φτάσει το όριο έναρξης των
θερμοπυρηνικών αντιδράσεων οι οποίες περιορίζονται στο κέντρο του πυρήνα. Ο
αστέρας βρίσκεται πάνω από την κύρια ακολουθία και χαρακτηρίζεται από έντονη
δραστηριότητα με πτώση υλικού από τον εξωτερικό πρωτοαστρικό δίσκο αλλά και
εκτίναξη αερίου με τη μορφή πιδάκων (jets) ή αστρικών ανέμων (αστέρες T‐Tauri)
όπως φαίνεται στην φωτογραφία του σχήματος 7.20.
• Ηλικία 107 έτη
• R ~ 1.33 R~
• Tπυρ=107 Κ
• Τεπιφ = 4 500 Κ
• Πηγή ενέργειας : έναρξη αλυσίδας P‐P
Σχήμα7.20: Πίδακες αερίου από νέους αστέρες (HST)
Ο μηχανισμός που θεωρείται υπεύθυνος για την παραγωγή ενέργειας στο εσωτερικό
των αστέρων είναι οι θερμοπυρηνικές αντιδράσεις (σχήμα 7.19.β).
Η δομή του εσωτερικού των αστέρων καθορίζεται από πέντε φυσικές συνθήκες:
• υδροστατική ισορροπία: Η εσωτερική πίεση ισορροπεί το βάρος των
υπερκείμενων στρωμάτων. Ο αστέρας ούτε διαστέλλεται ούτε συστέλλεται.
216
•θερμική ισορροπία: Το ποσό της ενέργειας που παράγεται στον πυρήνα από τις
θερμοπυρηνικές αντιδράσεις θα πρέπει να είναι ίσο με το ποσό της ενέργειας
που ακτινοβολείται (ή διαφεύγει με τη μορφή νετρίνων).
• αδιαφάνεια: Η αντίσταση του εσωτερικού στη διάδοση των φωτονίων. Η
αδιαφάνεια καθορίζει το πόσο γρήγορα διαδίδεται η ενέργεια με ακτινοβολία
στο εσωτερικό.
• μεταφορά ενέργειας: Ο τρόπος μεταφοράς ενέργειας από τον πυρήνα στην
φωτόσφαιρα
• παραγωγή ενέργειας με θερμοπυρηνικές αντιδράσεις.
Οι πέντε παραπάνω συνθήκες εκφράζονται με αντίστοιχες διαφορικές εξισώσεις που
επιλύονται προς κατασκευή θεωρητικών μοντέλων.
7.2.2 .Παραγωγή ενέργειας στους αστέρες
Με βάση τη γνώση μας για αστέρες όπως ο Ήλιος, η σημαντικότερη πηγή ενέργειας η
οποία ευθύνεται όχι μόνο για την τεράστια ενέργεια που ακτινοβολεί αλλά και για την
θερμότητα και την πίεση που εξισορροπούν την κατάρρρευσή του λόγω της βαρύτητας,
είναι οι θερμοπυρηνικές αντιδράσεις με τις οποίες μετατρέπεται η μάζα του σε
ενέργεια. Σημαντικό ρόλο στην παραγωγή ενέργειας κατά τη διάρκεια ζωής ενός
αστέρα, παίζει επίσης και η βαρυτική συστολή του αλλά η κύρια πηγή ενέργειας, για το
μεγαλύτερο και σταθερό μέρος της ζωής του, είναι οι θερμοπυρηνικές αντιδράσεις. Από
τα δύο είδη των θερμοπυρηνικών αντιδράσεων4 :
• τη σύντηξη (δημιουργία βαρύτερων πυρήνων από ελαφρύτερα)
4 H1 => He4 + ενέργεια
• και τη σχάση (διάσπαση ενός βαρύτερου πυρήνα σε ελαφρύτερους)
U235 + n => Ba141 + Kr92 + 3n + ενέργεια
μόνο η σύντηξη είναι εφικτή αφού οι αστέρες αποτελούνται από ελαφρύτερους πυρήνες
(κυρίως υδρογόνο και ήλιο).
To «κλειδί» για να αρχίσουν οι πυρήνες τη σύντηξη είναι να συγκρουστούν με υψηλές
ταχύτητες ώστε να πλησιάσουν και να ξεπεράσουν το ηλεκτροστατικό φράγμα
Coulomb (άπωση). Στο εσωτερικό των αστέρων αυτή η πιθανότητα εξαρτάται από τη
θερμοκρασία (ενέργεια των σωματιδίων) και την πυκνότητα (αριθμός συγκρούσεων)
στο κέντρο τους.
Η πιο κοινή σύντηξη που συμβαίνει σε όλους τους αστέρες της κοινής ακολουθίας είναι
η μετατροπή του υδρογόνου σε ήλιο για Τ>106 Κ
4 H1 => He4 + ενέργεια
Για να συνειδητοποιήσουμε το παραγόμενο ποσό της ενέργειας θα πρέπει να λάβουμε
υπόψιν τις μάζες της παραπάνω αντίδρασης
4 H1 = 6.693x10‐27 kg
1 He4 = 6.645x10‐27 kg
4
οι δείκτες συμβολίζουν τον αριθμό των πρωτονίων και των νετρονίων στον πυρήνα
217
Και να υπολογίσουμε την ενέργεια που ελευθερώνεται η οποία αντιστοιχεί στη
διαφορά των μαζών
~0.048 x10‐27 kg/ αντίδραση
E = mc2 = 0.048x10‐27 kg x (3x108 m/sec)2
δηλαδή
E ~ 4.3 x 10‐12 Joules/αντίδραση
Αυτό το ποσό ενέργειας είναι πολύ μικρό και χρειάζονται 1038 αντιδράσεις/sec με τα
οποία o Ήλιος μετατρέπει 5 x 109 kg /sec για την παραγωγή ενέργειας 1044 J/ sec. Η
απώλεια μάζας μόνο 0.7% (0.007) του πυρήνα του Ήλιου με την μετατροπή υδρογόνου
σε ήλιο, αρκούν για να συνεχίσει να ακτινοβολεί ο Ήλιος με το σημερινό ρυθμό
περίπου για 10 δισεκατομμύρια έτη.
Η πιο απλή αντίδραση σύντηξης είναι η αλυσίδα πρωτονίου πρωτονίου (P‐P) που
ακολουθούν όλοι οι αστέρες της κυρίας ακολουθίας με μάζα σαν τον Ήλιου
1
1H +1 H1⇒1 H 2 + e + + ν
1
1H +1 H 2⇒ 2 He 3 + γ
3 3 4 1 1
2 H + 2 H ⇒ 2 H +1 H +1 H
+ ενέργεια
ενώ οι αστέρες μεγαλύτερης μάζας ακολουθούν τον κύκλο CNO (άνθρακα‐αζώτου‐
οξυγόνου).
12 1 13
6 C +1 H ⇒ 7 N + γ
13 13 +
7 N ⇒6 C + e + ν
13 1 14
6 C +1 H ⇒ 7 N + γ
14 1 15
7 N +1 H ⇒8 Ο + γ
15 15 +
8 Ο ⇒7 Ν + e + ν
15 1 12 4
7 N +1 H ⇒ 6 C + 2 He
+ ενέργεια
Τα πρωταρχικά προϊόντα των θερμοπυρηνικών αντιδράσεων είναι φωτόνια με τη
μορφή ακτίνων γ αλλά όπως φαίνεται παράγεται κι ένας μεγάλος αριθμός άλλων
σωματιδίων. Τα φωτόνια των ακτίνων –γ σκεδάζονται πολλές φορές πριν να φύγουν
από τον αστρικό πυρήνα και με κάθε σκέδαση ανταλάσουν ενέργεια έτσι ώστε τελικά
μετατρέπονται σε φωτόνια στο οπτικό, υπεριώδες, υπέρυθρο, και ραδιοφωνικό μέρος
του φάσματος καθώς και σε φωτόνια υψηλής ενέργειας, παράγοντας το θερμικό φάσμα
που χαρακτηρίζει την καμπύλη Planck.
218
7.2.3 Μεταφορά ενέργειας
Το θεωρητικό μοντέλο του Ήλιου (1 M~). διακρίνει τρεις διαφορετικές περιοχές
ανάλογα με τον τρόπο μεταφοράς της ενέργειας που παράγεται στο εσωτερικό του και
τις διαφορετικές συνθήκες που επικρατούν όπως φαίνεται στο σχήμα 7.20. Οι αστέρες
μεγαλύτερης μάζας (> 2 M~) έχουν μικρούς πυρήνες διάδοσης ενέργειας με μεταφορά
ύλης και μεγαλύτερες ζώνες διάδοσης ενέργειας με ακτινοβολία ενώ οι αστέρες με
μικρή μάζα (< 1 M~) έχουν μικρούς πυρήνες όπου η ενέργεια διαδίδεται διά
ακτινοβολίας και μεγάλες ζώνες μεταφοράς ύλης (σχήμα 7.20). Θα πρέπει να σημειωθεί
ότι η πειραματική απόδειξη της ύπαρξης ζώνης μεταφοράς ύλης είναι οι κορυφές των
ανοδικών ρευμάτων τα οποία μεταφέρουν θερμό αέριο από το εσωτερικό στην
επιφάνεια του Ήλιου και προκαλούν το φαινόμενο της κοκκίασης της φωτόσφαιρας
(βλ. Κεφάλαιο 6. )
3.5 Μ~
1 Μ~
ζώνη μεταφοράς
ύλης
ζώνη
ακτινοβολίας
ζώνη
ακτινοβολίας
0.5 Μ~
Σχήμα 7.20 : Εσωτερικό των αστέρων
7.2.4 Εκφυλισμένη ύλη
Το υλικό στο εσωτερικό των αστέρων υπό κανονικές συνθήκες συμπεριφέρεται σαν
μακροσκοπικά ιδανικό αέριο δηλαδή υπακούει στην καταστατική εξίεσωση P V = n kT.
Οταν όμως τα άτομα συμπιεστούν, η συμπεριφορά του αερίου ελέγχεται απο την
219
κβαντομηχανική. Σύμφωνα με την απαγορευτική αρχή του Pauli «σε ένα σύστημα
πεπερασμένων διαστάσεων, δεν μπορούν να υπάρξουν σωματίδια (φερμιόνια) με τις
ίδιες κβαντικές καταστάσεις» κι άρα περιορίζεται ο αριθμός των σωματιδίων κάποιου
συγκεκριμένου είδους (ηλεκτρόνια, νετρόνια) που μπορούν να συμπιεστούν σε ένα
κυβικό εκατοστό. Όταν η πυκνότητα του αερίου φτάνει σ΄αυτό το όριο τότε το αέριο
συμπεριφέρεται σαν υγρό. Για τα κανονικά αέρια, σύμφωνα με την καταστατική
εξίσωση, η πίεση αυξάνεται όταν η θερμοκρασία ή η πυκνότητα αυξάνεται. Στα αέρια
όμως υψηλής πυκνότητας (1015 gr/cm3), η πίεση είναι σχεδόν ανεξάρτητη της
θερμοκρασίας γι αυτό και το αέριο λέγεται εκφυλισμένο.
Όταν εξαντληθεί το υδρογόνο στο κέντρο ενός αστέρα, το προϊόν της καύσης, το ήλιο
συγκεντρώνεται στον πυρήνα του αστέρα. Επειδή η έναρξη θερμοπυρηνικής καύσης
του ηλίου απαιτεί υψηλότερες θερμοκρασίες, η πυκνότητά του μπορεί να αυξηθεί στα
όρια του εκφυλισμού, οπότε ο πυρήνας ψύχεται αλλά δεν συστέλλεται γιατί η
εσωτερική του πίεση (λόγω εκφυλισμού) παραμένει υψηλή καθώς η θερμοκρασία του
πέφτει. Από εκφυλισμένο αέριο αποτελείται ένας αστέρας πολλές φορές στο στάδιο του
ερυθρού γίγαντα αλλά κυρίως στο τέλος της ζωής του όταν με την βαρυτική του
κατάρρευση μετατρέπεται σε αστρικό πτώμα δηλαδή σε συμπαγές αντικείμενο
μεγάλης πυκνότητας της. Έτσι αστέρες μικρής μάζας (< 5 M~) καταλήγουν σε ένα
εκφυλισμένο πυρήνα από ηλεκτρόνια (λευκός νάνος) ενώ αστέρες μεγαλύτερης μάζας
μπορεί να καταλήξουν σε ένα εκφυλισμένο πυρήνα από νετρόνια (αστέρας νετρονίων).
Ο εκφυλισμός των ηλεκτρονίων γίνεται όταν η πυκνότητα στο εσωτερικό του αστέρα
φτάσει την τιμή 106 gr/cm3 ενώ των νετρονίων στην τιμή 1015 gr/cm3.
7.3 Εξέλιξη αστέρων μικρής μάζας
1. Αστέρας κύριας ακολουθίας : Ο αστέρας εγκαθίσταται στην κύρια
ακολουθία σε σημείο που καθορίζεται από τη μάζα του ως αστέρας μηδενικής
ηλικίας. Αστέρες μάζας σαν του Ήλιου εγκαθίστανται στο κάτω μέρος της
ζώνης της κύριας ακολουθίας. Επειδή η καύση του υδρογόνου σε ήλιο είναι ο πιο
αποδοτικός μηχανισμός, παραμένει στην κύρια ακολουθία για το μεγαλύτερο
χρονικό διάστημα της ζωής του (περίπου 10 δισεκατομμύρια έτη για αστέρα με
μάζα 1 Μ~ ). Τα χαρακτηριστικά του είναι:
• Ηλικία ~ 27 106 έτη
• R ~ R~
• Tπυρ= 15 106 Κ
• Τεπιφ = 6 000 Κ
• Πηγή ενέργειας : αλυσίδα P‐P στον πυρήνα
Κάθε φορά που δημιουργείται θερμοδυναμική αστάθεια ο αστέρας συστέλλεται ή
διαστέλλεται λίγο, οπότε ο πυρήνας του θερμαίνεται ή ψύχεται αντίστοιχα και έτσι η
220
τη θερμοκρασία ο αστέρας αποβάλλει μέχρι και 10 % της μάζας του αποκαλύπτοντας
τις ενδότερες περιοχές θερμοκρασίας 100 000 Κ. Ο ιονισμός του κελύφους από τον
εναπομείναντα αστέρα δημιουργεί ένα πλανητικό νεφέλωμα.
Ανακεφαλαιώνοντας η εξελικτική πορεία ενός αστέρα μάζας 1 Μ (δηλαδή σαν τον
Ήλιο) φαίνεται παραστατικά στο ΗR διάγραμμα του Σχήματος 7.20
Ερυθρός γίγαντας
Αστάθεια
L(L~)
Έκρηξη Πρωτοαστέρας
Συστολή
Hayashi
Κύρια ακολουθία
Κατάρρευση νέφους
Λευκός νάνος
Τ
Σχήμα 7.22: Εξέλιξη αστέρα μάζας 1 Μ~ (όπως ο Ήλιος) στο διάγραμμα ΗR
7.4 Εξέλιξη των αστέρων μεγάλης μάζας
Οι αστέρες στην κύρια ακολουθία μετατρέπουν το υδρογόνο σε ήλιο και μόλις το
εξαντλήσουν αρχίσουν να εξελίσσονται δηλαδή κινούνται σε άλλες ομάδες του
διαγράμματος H‐R. Από τη σχέση μάζας φωτεινότητας των αστέρων κύριας
ακολουθίας προκύπτει ότι ο χρόνος ζωής t κι άρα παραμονής στην κύρια ακολουθία
είναι
t~1/Μ2.5.
Τυπικές αστρικές ηλικίες φαίνονται στον Πίνακα 7. 3 Άρα οι αστέρες μεγάλης μάζας
εγκαταλείπουν την κύρια ακολουθία πολύ σύντομα.
Οι μεγάλης μάζας αστέρες M>8 Μ~5 απαιτούν υψηλότερες θερμοκρασίες για να
διατηρήσουν την υδροδυναμική τους ισορροπία γι αυτό και παράγουν ήλιο μέσω του
5
αν και αυτό το όριο έχει τη μεγαλύτερη αβεβαιότητα σε σχέση με τα παραπάνω
222
Πίνακας 7.3
Μάζα (Μ) Χρόνος ζωής κύριας ακολουθίας
1 10 δις έτη
1.5 1.5 δις έτη
3 250 εκατομ έτη
5 70 εκατομ. έτη
9 20 εκατομ. έτη
15 10 εκατομ. έτη
κύκλου CNO παρά της αλυσίδας P‐P. Λόγω της υψηλής θερμοκρασίας και πίεσης στο
εσωτερικό, ο πυρήνας τους δεν εκφυλίζεται στην αρχή της καύσης του ηλίου (δεν
υπάρχει φλας ηλίου). Λόγω μεγαλύτερης θερμοκρασίας στον πυρήνα γίνονται κι άλλες
θερμοπυρηνικές αντιδράσεις που παράγουν με ταχύτατους ρυθμούς μεγαλύτερους
πυρήνες (Πίνακας 7. 4) δηλαδή ενώ αρχίζουν από το υδρογόνο, μετατρέπουν διαδοχικά το
υδρογόνο σε He, το He σε Be, το Be σε C, O, Ne, Mg, Si, S, A, Ca και τελικά καταλήγουν
Πίνακας 7. 4
Χρόνος πυρηνικής σύντηξης για αστέρα μάζας 20‐15 Μ~
Καύση Η 10 εκατομ. έτη
Καύση He 3‐1 εκατομ. έτη
Καύση C 300 έτη
Καύση Ο 200 ημέρες
Καύση Si 2 ημέρες
στον Fe. (ατομικός αριθμός 56). Ο σίδηρος ως το σταθερότερο στοιχείο δεν μπορεί να
λάβει μέρος σε πυρηνική σύντηξη και η θερμοδυναμική ισορροπία του αστέρα
καταστρέφεται με αποτέλεσμα να καταρρέει εκρηκτικά ως υπερκαινοφανής.
7.5 Υπερκαινοφανείς
Κατά τη φάση του ερυθρού γίγαντα παράγονται βαρύτερα στοιχεία σε διαδοχικά
κελύφη μέχρι να σχηματιστεί από την καύση πυριτίου/θείου, πυρήνας σιδήρου. Μέχρι
τότε ο αστέρας κινείται απ΄ την περιοχή ερυθρού γίγαντα στην περιοχή κυανού
υπεργίγαντα και ανάστροφα ανάλογα με την εκκίνηση διαφορετικών σταδίων καύσης
στον πυρήνα και στα εξωτερικά κελύφη του (Σχήμα 7.23). Για έναν αστέρα μάζας 20 Μ~
η τυπική διάρκεια των διάφορων σταδίων του φαίνεται στον Πίνακα 7.4:
223
Σχήμα 7.23: Διαστρωμάτωση ενός αστέρα λίγο πριν την έκρηξή του σε υπερκαινοφανή
υπερκαινοφανής
υπεργίγαντας
Πρωτοαστέρας
L (L~)
sυστολή
κύρια ακολουθία Hayashi
νέφος
Σχήμα 7.24: Πορεία αστέρα μάζας 20Μ~ στο διάγραμμα H-R
και η εξελικτική του πορεία παριστάνεται στο διάγραμμα ΗR του Σχήματος 7.24.
Επειδή ο σίδηρος είναι ο πιο σταθερός πυρήνας (στο όριο σύντηξης και σχάσης)
σταματά η παραγωγή ενέργειας και ο πυρήνας συστέλλεται. Τότε λόγω υψηλής
θερμοκρασίας τα εκφυλισμένα ηλεκτρόνια δεν μπορούν να συγκρατήσουν τον πυρήνα
και αποκτούν ενέργεια ώστε να συνδεθούν με τα πρωτόνια προς δημιουργία νετρονίων
p++e- → n + νe
224
και νετρίνων (θεωρητικά οι αντιδράσεις στα κελύφη συνεχίζονται αφαιρώντας ενέργεια
από τον πυρήνα και τα φωτόνια γ του πυρήνα καταστρέφουν τα προηγούμενα
προϊόντα καύσης καταστρέφοντας την υδροδυναμική ισορροπία)
Τα νετρίνα διαφεύγουν αφαιρώντας επιπλέον ενέργεια και τα νετρόνια καταρρέουν
με ταχύτητες ~ (0.1‐0.2) c μέσα σε ~1 second. Όταν ο πυρήνας φτάνει στα 10 km λόγω της
απαγορευτικής αρχής του Pauli, η πίεση των εκφυλισμένων νετρονίων συγκρατεί το
εσωτερικό και οδηγεί ένα κύμα shock προς τα έξω (έκρηξη υπερκαινοφανούς) που
εκτοξεύει πολλά από τα νετρόνια που σαρώνουν τα υπόλοιπα υλικά με εκρηκτικό
τρόπο, ελευθερώνοντας τεράστια ποσά ενέργειας σε μικρό χρονικό διάστημα
(φωτεινότητα 1051 ergs και ενέργεια νετρίνων 1053 ergs) με αποτέλεσμα ο αστέρας να
αναλάμπει όσο ένας γαλαξίας. Οι ταχείες συλλήψεις νετρονίων σ΄ αυτό το τελευταίο
στάδιο θεωρούνται υπεύθυνες για τα δημιουργία των βαρύτερων του σιδήρου στοιχείων
(σύνθεση πυρήνων με ατομικό αριθμό μεγαλύτερο του σιδήρου).
Αν και ο υπερκαινοφανής είναι πολύ λαμπρός, μόνο το 1% της ενέργειας του
ελευθερώνεται στο οπτικό μέρος του φάσματος ενώ το υπόλοιπο με τη μορφή νετρίνων
και με τη μορφή κινητικής ενέργειας του εκτινασσόμενου κελύφους το οποίο
διαστελλόμενο ψύχεται (υπόλειμμα υπερκαινοφανούς). Όταν ψυχθεί τόσο ώστε να μην
εκπέμπει στο οπτικό μέρος, η ακτινοβολία του οφείλεται στην ραδιενεργή διάσπαση
του νικελίου και του κοβαλτίου που παρήχθησαν με τη σύνθεση νουκλεονίων κατά την
έκρηξη. Ο ρυθμός δηλαδή ελάττωσης του μεγέθους ενός υπερκαινοφανούς με το χρόνο
(καμπύλη φωτός) εξαρτάται από το ρυθμό ραδιενεργούς διάσπασης ισοτόπων.
O ρυθμός εμφανίσεως των υπερκαινοφανών υπολογίζεται σε 1/ γαλαξία /50 έτη και
στον δικό μας Γαλαξία και ο τελευταίος παρατηρήθηκε πριν από 400 χρόνια. Η
τελευταία έκρηξη παρατηρήθηκε το 1987 (SN1987A), στο Μεγάλο νέφος του
Μαγγελάνου (50 kpc) (σχήμα 7.25) εκπέμποντας μόνο το 1% της ενέργειας στο οπτικό
μέρος του φάσματος και σύμφωνα με θεωρητικούς υπολογισμούς 1058 νετρίνα, από τα
Σχήμα 7. 25
Ο υπερκαινοφανής του 1987 (πριν –αριστερά και μετά‐δεξιά την έκρηξή του)
225
Ανακεφαλαιώνοντας την εξέλιξη
Ο καθοριστικός παράγοντας στη ζωή ενός αστέρα είναι η μάζα του (θεώρημα Russell‐
Vogt). Ανάλογα με τη μάζα που έχει ο πρωτοαστέρας μπορεί να έχει διαφορετική
εξέλιξη. Έάν έχει :
• Μ<0.01 Μ~. δεν προσεγγίζει τη θερμοκρασία έναρξης των θερμοπυρηνικών
αντιδράσεων (106 Κ) και γίνεται πλανήτης γύρω από έναν πρωτο ‐Ήλιο. Γι αυτό
και οι πλανήτες π.χ. ο Δίας θεωρείται αποτυχημένος αστέρας. Η ενεργειακή
ισορροπία των πλανητών (θερμοκρασία) καθορίζεται από την ενέργεια που
λαμβάνουν από τον Hλιο (οι εξωτερικοί πλανήτες όπως ο Δίας με μάζα 0.001 Μ~
έχουν και εσωτερική ενέργεια λόγω της βαρυτικής συστολής κατά τη δημιουργία
τους)
• 0.01 Μ~<Μ<0.085 Μ~‐ Καφέ Νάνος: Η θερμότητα στο εσωτερικό του λόγω
βαρυτικής συστολής (3 106 Κ ) επαρκεί για τις πρώτες αντιδράσεις αλλά η
θερμοκρασία του δε φτάνει την έναρξη της καύσης του υδρογόνου (αλυσίδα P‐P).
Oι καφέ νάνοι με θερμοκρασία επιφάνειας < 2 000 Κ είναι αμυδροί, εκπέμπουν
στο υπέρυθρο και ανιχνεύονται δύσκολα (φασματικός τύπος L)
• 0.085 Μ~<Μ<0.4 Μ~‐ Αστέρες μακρόβιοι που δεν φτάνουν στη φάση έναρξης της
τριπλής αντίδρασης α. Στη φάση του ερυθρού γίγαντα δεν χαρακτηρίζονται απο
φλας ηλίου ούτε από στάδιο καύσης του ηλίου.
• 0.4 Μ~<Μ<1.2 Μ~‐Αστέρες σαν τον Ήλιο, καίνε το υδρογόνο σε ήλιο μέσω της
αλυσίδας P‐P και το ήλιο σε άνθρακα μέσω της τριπλής αντίδρασης α
ακολουθώντας στο διάγραμμα ΗR την εξελικτική πορεία του Σχήματος 7..
• Μ>1.2 Μ~‐ Αστέρες που η θερμοκρασία του πυρήνα τους φτάνει στην καύση
υδρογόνου με τον κύκλο CNO
• Μ >8 Μ~ Αστέρες μεγάλης μάζας έχουν μεγαλύτερο αριθμό θερμοπυρηνικών
αντιδράσεων σε σύντομο χρονικό διάστημα, εκρήγνυνται ως υπερκαινοφανείς.
Επειδή η απώλεια μάζας κατά τη διάρκεια των τελευταίων σταδίων της εξέλιξής
των ερυθρών γιγάντων μέσω αστρικών ανέμων ή πλανητικού νεφελώματος
είναι μεγάλη, οι αστέρες με μάζα Μ <8 Μ~ θεωρούνται ότι καταλήγουν ως
λευκοί νάνοι.
7.6 Αστρικά σμήνη
Τα περισσότερα αστρονομικά γεγονότα, όπως η εξέλιξη των αστέρων γίνονται σε
χρόνους απαγορευτικούς για άμεση παρατήρηση. Ο έλεγχος της θεωρίας της αστρικής
εξέλιξης γίνεται με τη μελέτη των αστρικών σμηνών, συγκεντρώσεων αστέρων που
συνδέονται βαρυτικά μεταξύ τους αφού γεννιούνται ταυτόχρονα, από το ίδιο κομμάτι
ενός μεσοαστρικού νέφους κι άρα έχουν την ίδια απόσταση, την ίδια ηλικία και την ίδια
χημική σύνθεση. Αυτές οι κοινές ιδιότητες μας επιτρέπουν να αποδώσουμε τις
227
παρατηρούμενες διαφορές μεταξύ των αστέρων του ίδιου σμήνους σε διαφορές στην
εξέλιξή τους. Διακρίνουμε τρία κύρια είδη αστρικών σμηνών
• Τα ανοικτά ή γαλαξιακά τα οποία περιέχουν εκατοντάδες αστέρες, σε
ακανόνιστες εκτεταμένες κατανομές. Βρίσκονται στο γαλαξιακό δίσκο.
• Τα σφαιρωτά τα οποία περιέχουν χιλιάδες αστέρες μεγάλης ηλικίας,
συγκεντρωμένους σε μικρή σφαιρική περιοχή . Βρίσκονται συνήθως έξω από το
γαλαξιακό επίπεδο.
• Τις ομάδες OB που αποτελούνται από χαλαρές συγκεντρώσεις αστέρων OB
Προκειμένου να μελετήσουμε την ιστορία της αστρικής εξέλιξης φτιάχνουμε το
διάγραμμα χρώματος‐μεγέθους του σμήνους το οποίο είναι σαν το διάγραμμα H‐R με
τη διαφορά ότι στον κάθετο άξονα χρησιμοποιούμε το φαινόμενο και όχι το απόλυτο
μέγεθος αφού όλοι οι αστέρες του ίδιου σμήνους βρίσκονται στην ίδια απόσταση
(σχήμα 7.27). Καθώς το σμήνος γερνάει, οι αστέρες με τη μεγαλύτερη μάζα –και άρα με
το μικρότερο χρόνο ζωής‐ εξελίσσονται πιο γρήγορα εγκαταλείποντας την κύρια
ακολουθία μόλις καταναλώσουν το υδρογόνο τους. Αφού οι μάζες των αστέρων στην
κύρια ακολουθία μειώνονται από πάνω προς τα κάτω σύμφωνα με τη σχέση
φωτεινότητας‐μάζας , καθώς το σμήνος γερνάει οι αστέρες φαίνονται να
(α) (β)
Σχήμα 7. 27
Διάγραμμα H‐R ανοικτού (α) και σφαιρωτού (β) σμήνους
«ξεφλουδίζουν» την κύρια ακολουθία. Άρα όσο μεγαλύτερη είναι η ηλικία ενός
σμήνους, τόσο μικρότερης μάζας αστέρες θα παραμένουν στην κύρια ακολουθία του
γιατί οι μεγαλύτερης μάζας θα έχουν μετακινηθεί προς τα δεξιά. Άρα η ηλικία ενός
σμήνους υποδεικνύεται από το σημείο καμπής της κύριας ακολουθίας του.
228
7.7 Αστρικά πτώματα
7.7.1 Λευκός νάνος
Το αστρικό πτώμα αποτελείται από πυρήνα άνθρακα (για αστέρες σαν τον Ήλιο) και
εκφυλισμένη ύλη ηλεκτρονίων με πυκνότητα του ανέρχεται σε 106 gr/cm3 (1 τόνο/cm3).
Τα χαρακτηριστικά του είναι:
• R ~ RΓης
• Τεπιφ = 30 000‐ 5000 Κ
• Πηγή ενέργειας : «Ψύξη»
Το όριο της μάζας που μπορεί να έχει ένας λευκός νάνος προκειμένου να είναι
σταθερός (να μην καταρρεύσει λόγω βαρύτητας προσδιορίζεται από το όριο
Chandrasekhar (1.4 –1.5) Μ (ανάλογα με τη χημική του σύνθεση) όπως φαίνεται στο
Σχήμα 7.28 το οποίο είναι η τιμή της μάζας για την οποία η ακτίνα μηδενίζεται. Αυτό
Ακτίνα (R⊕)
Όριο Chandrasekhar
1.4 M~
M(M~)
Σχήμα 7.28: Σχέση μάζας‐ακτίνας λευκού νάνου
σημαίνει ότι αστέρες με μεγάλη μάζα ακόμα κι αν εκτινάξουν το μεγαλύτερο μέρος
τους με τη μορφή πλανητικού νεφελώματος, εάν έχουν εναπομείνουσα μάζα >1.4 Μ
δεν μπορούν να σταματήσουν τη βαρυτική τους κατάρρευση με την πίεση των
εκφυλισμένων ηλεκτρονίων δηλαδή να γίνουν λευκοί νάνοι.
Καθώς το νεφέλωμα διαστέλλεται και τελικά διαλύεται στο μεσοαστρικό χώρο,
σταματά κάθε πυρηνική αντίδραση στο εναπομείναν κέλυφος και ο λευκός νάνος που
στηριζόταν λόγω της πίεσης των εκφυλισμένων ηλεκτρονίων, ψύχεται και εξασθενεί.
Ένας λευκός νάνος χρειάζεται δισεκατομμύρια έτη για να ακτινοβολήσει την θερμική
ενέργειας που του έχει απομείνει από τη μικρή του επιφάνειά. Ο αστέρας δηλαδή
σταδιακά θα μετακινηθεί προς το κάτω δεξί μέρος του διαγράμματος ΗR και καθώς
ψύχεται θα γίνει από κυανός, ερυθρός μέχρι να μην ακτινοβολεί στο οπτικό μέρος του
229
φάσματος και να «σβήσει» (καφέ νάνος). Συνήθως οι λευκοί νάνοι ανιχνεύονται σε
διπλά συστήματα αστέρων όπως είναι ο συνοδός του κοντινού αστέρα Σείριου (Σχήμα
7.29). Ο Γαλαξίας μας θεωρείται ότι περιέχει εκατομμύρια τέτοια υπολείμματα.
Σχήμα 7.29: Λευκός νάνος (συνοδός του Σείριου)
7.7.2 Αστέρες νετρονίων
Σύμφωνα με τις θεωρητικές προβλέψεις εάν ο πυρήνας ενός αστέρα μεγάλης μάζας
(8‐25) Μ δηλαδή υπερκαινοφανούς μετά τη έκρηξή του, έχει μάζα (1‐2) Μ, μεταπίπτει
στην κατάσταση του αστέρα νετρονίων δηλαδή σε ένα συμπαγές αστρικό πτώμα
ακτίνας 10 km στο οποίο η βαρυτική πίεση εξισορροπείται από την πίεση των
εκφυλισμένων νετρονίων. Όπως και σε ένα λευκό νάνο η ακτίνα του αστέρα νετρονίων
μεταβάλλεται αντιστρόφως ανάλογα της μάζας του. Σύμφωνα με τα θεωρητικά
μοντέλα κάτω από την τεράστια πίεση κατά τη συστολή του αστέρα, το αέριο των
ηλεκτρονίων καταρρέει και τα ηλεκτρόνια εισχωρούν στους πυρήνες εξουδετερώνοντας
τα πρωτόνια και δημιουργούν ένα «αέριο» νετρονίων. Κάτω από μεγάλη πυκνότητα
αυτό το «αέριο» συμπεριφέρεται σαν υπερρευστό.
Η πρώτη ανίχνευση αστέρων νετρονίων έγινε πολύ αργότερα από την θεωρητική
πρόβλεψή τους με την τυχαία παρατήρησή των ραδιοφωνικών pulsars,
περιστρεφόμενων δηλαδή αστέρων νετρονίων που εκπέμπουν περιοδικούς παλμούς
στο ραδιοφωνικό μέρος του φάσματος (σχήμα 7.30). Αν και οι περισσότεροι αστέρες
νετρονίων που έχουν ανιχνευθεί είναι pulsars, το μεγαλύτερο μέρος της ενέργειας τους
είναι φωτόνια υψηλής ενέργειας (ακτίνες –Χ και γ με ενέργειες πάνω από 100 MeV) και
δεν ανήκουν στο ραδιοφωνικό μέρος (μόνο το 1/100 000 της εκπεμπόμενης ενέργειας).
Σύμφωνα με την επικρατέστερη θεωρία τα φορτισμένα σωματίδια (πρωτόνια και
ηλεκτρόνια) που ελευθερώνονται από την επιφάνεια του αστέρα από τη διάσπαση των
νετρονίων, εισχωρούν στο ισχυρό μαγνητικό πεδίο, περιστρέφονται μαζί μ΄αυτό και
επιταχυνόμενα σε ταχύτητες παραπλήσιες της ταχύτητας του φωτός εκπέμπουν 1) μη
θερμική ακτινοβολία σύγχροτρο και 2) θερμική ακτινοβολία λόγω των συγκρούσεών
τους με την επιφάνεια του αστέρα νετρονίων στην περιοχή των μαγνητικών πόλων.
Καθώς ο αστέρας περιστρέφεται αυτές οι δέσμες ακτινοβολίας ανιχνεύονται από τη Γη
μόνο αν βρίσκονται στην διεύθυνση της (μοντέλο κεκλιμένου φάρου), γεγονός που
230
άξονας
περιστροφής
δέσμη
ακτινοβολίας
μαγνητικό πεδίο
Σχήμα 7.30: Μοντέλο pulsar
ερμηνεύει γιατί δεν ανιχνεύονται pulsars σε όλα τα υπολείμματα υπερκαινοφανών. Η
ενέργεια του περιστρεφόμενου αστέρα νετρονίου μεταφέρεται στο νεφέλωμα μέσω του
μαγνητικού πεδίου με χαρακτηριστικό παράδειγμα την αλληλεπίδραση του pulsar που
βρίσκεται στο κέντρο του νεφελώματος του Καρκίνου (υπόλειμμα υπερκαινοφανούς) το
οποίο συνεχίζει να ακτινοβολεί έντονα 1 000 έτη μετά την έκρηξη του υπερκαινοφανούς
από τον οποίο προήλθε (1054 π.Χ). Το ταχύτερο παρατηρηθέν pulsar έχει περίοδο 0.0014
sec και βρίσκεται στον αστερισμό το Τοξότη.
7.7.3 Μελανές οπές
Ένας αστέρας μεγάλης μάζας (Μ> 25 Μ ) που καταλήγει σε αστρικό πτώμα πολύ
μεγάλης πυκνότητας ώστε η ταχύτητα διαφυγής από την επιφάνειά του να είναι ίση
με την ταχύτητα του φωτός ονομάζεται μελανή οπή. Αυτό σημαίνει ότι ούτε το φως
διαφεύγει από τη βαρύτητά της‐ απ΄ όπου κι ό όρος «μελανή»‐ (εκτός από τη διαφυγή
μέσω του κβαντικού φαινομένου της σήραγγος). Η ύπαρξη της μελανής οπής είχε
διατυπωθεί από παλιά αλλά η σωστή απόδειξη έγινε από τον Schwarzschild με βάση τη
γενική θεωρία της σχετικότητας, λίγο μετά τη διατύπωση της από τον Einstein. Ο
Schwarzschild υπολόγισε την ακτίνα του βαρυτικού πεδίου μιας σημειακής μάζας M με
βάση τη βαρυτική μετατόπιση στο ερυθρό των φωτονίων που απομακρύνονται από ένα
βαρυτικό πεδίο. Όσο πιο ισχυρό είναι ένα βαρυτικό πεδίο τόση περισσότερο ενέργεια
χάνουν τα φωτόνια λόγω της βαρυτικής μετατόπισης και η οριακή περίπτωση στην
οποία όλα τα φωτόνια που περικλείονται μέσα σε μία σφαίρα συγκεκριμένης ακτίνας
(ακτίνα Schwarzschild Rs) χάνουν όλη την ενέργειά τους και γίνονται μη αντιληπτά,
231
αποτελεί τη μελανή οπή ή αυστηρότερα τον ορίζοντα γεγονότων της μελανής οπής
(Σχήμα 7.31).
Rs = 2GM/c2
Σύμφωνα με τη γενική θεωρία της σχετικότητας το βαρυτικό πεδίο μιας μελανής οπής
προκαλεί καμπύλωση του χωροχρόνου κι άρα ο ορίζοντας γεγονότων είναι η ακτίνα
Schwarzschild γύρω από τη μάζα όπου η καμπυλότητα του χωροχρόνου γίνεται άπειρη.
Αυτό σημαίνει ότι μέσα στον ορίζοντα δεν υπάρχει διαδρομή που να οδηγεί έξω από τη
Ορίζοντας
γεγονότων Ακτίνα
Schwarzschild
Μοναδικότητα
Σχήμα 7.31: Μοντέλο μελανής οπής
μελανή οπή αλλά όλες επιστρέφουν στο κέντρο της, στη μοναδικότητα (μαθηματικά η
μελανή οπή είναι ένα σώμα μηδενικής ακτίνας αλλά άπειρης πυκνότητας‐ορισμένης
όμως μάζας, που ονομάζεται μοναδικότητα). Ο μελανές οπές μπορεί να έχουν διάφορα
μεγέθη και μάζες, από (4‐15) Μ όταν προέρχονται από το αστρικό υπόλειμμα της
έκρηξης ενός υπερκαινοφανούς, υπερμαζικές (1% της μάζας ενός γαλαξία) όταν
βρίσκονται στον πυρήνα ορισμένων γαλαξιών όπου τροφοδοτούνται από την ύλη των
αστέρων του, μέχρι και μικροσκοπικές που θεωρούνται ότι δημιουργήθηκαν στα πρώτα
στάδια της δημιουργίας του σύμπαντος.
Θα πρέπει να σημειωθεί ότι η μελανή οπή που δημιουργείται από την κατάρρευση
πυρήνα 10 Μ θα έχει την ίδια βαρυτική επίδραση στους γειτονικούς αστέρες όπως ένας
κανονικός αστέρας μάζας 10 Μ και μόνο κοντά στην ακτίνα του ορίζοντα γεγονότων
θα αρχίσουν να είναι έντονα τα βαρυτικά αποτελέσματα και να γίνονται σημαντικά τα
αποτελέσματα της γενικής θεωρίας της σχετικότητας.
Τι θα έβλεπε ένας παρατηρητής που κινείται προς μία μελανή οπή, σε σχέση με τον
ακίνητο; Επειδή η μελανή οπή θεωρείται ως η τελική δεξαμενή εντροπίας αφού κάθε
πληροφορία ή αντικείμενο που εισέρχεται δεν επιστρέφει, ένας εξωτερικός
παρατηρητής θα έβλεπε το ρολόι του εισερχόμενου στη μελανή οπή παρατηρητή, να
επιβραδύνεται μέχρι να παγώσει στον ορίζοντα της μελανής οπής όπως φαίνεται στο
σχήμα 7.32 (α) ενώ ο εισερχόμενος πριν να εισέλθει θα έβλεπε το υπόλοιπο σύμπαν να
επιταχύνεται μέχρι να φτάσει στον ορίζοντα της μελανής οπής (β).
232
Σύστημα εισερχόμενου
στη μελανή οπή
παρατηρητή
Σύστημα εξωτερικού
παρατηρητή Μελανή οπή
(α)
Σύστημα εισερχόμενου
στη μελανή οπή
παρατηρητή
Μελανή οπή
Υπόλοιπο Σύμπαν
(β)
Σχήμα 7.32: Ένας εξωτερικός παρατηρητής βλέπει το ρολόι του εισερχόμενου στη μελανή οπή
παρατηρητή, να επιβραδύνεται μέχρι να παγώσει στον ορίζοντα της μελανής οπής (α) ενώ ο
εισερχόμενος πριν να εισέλθει θα έβλεπε το υπόλοιπο σύμπαν να επιταχύνεται μέχρι να φτάσει
στον ορίζοντα της μελανής οπής (β).
Η πτώση ύλης‐σωμάτων στη μελανή οπή δημιουργεί γύρω της δίσκο επαυξήσεως
ύλης που μπορεί να ανιχνευθεί από την εκπομπή στις ακτίνες Χ της προσπίπτουσας
ύλης. Αυτός είναι και ο τρόπος ανίχνευσης των μελανών οπών και ειδικότερα στον
Γαλαξία μας σε μερικά διπλά συστήματα αστέρων (Κύκνος Χ‐1). Οι μελανές οπές
θεωρούνται η μόνη ενεργειακή πηγή που μπορεί να τροφοδοτήσει τους ενεργούς
γαλαξιακούς πυρήνες (AGN). Οι πιο πρόσφατες παρατηρήσεις αφορούν την ανίχνευση
σμήνους μελανών οπών, μιας μεγάλης μάζας μελανής οπής στο κέντρο μακρινού
γαλαξία στον αστερισμό της Μεγάλης Άρκτου, της πρώτης μεσαίας μάζας μελανής
οπής στο γαλαξία μας 3 ε.φ απ΄τον Τοξότη Α και ενός κυανού γίγαντα που
απομακρύνεται απο το Γαλαξία μας με ταχύτητα διπλάσια της ταχύτητας διαφυγής,
προερχόμενος από το κέντρο του (Γαλαξία), παρατήρηση που ενισχύει τη θεωρία
υπάρξης υπερμαζικής μελανής οπής στο κέντρο του.
Συνοψίζοντας τα καταληκτικά σημεία της αστρικής εξέλιξης δηλαδή τα
χαρακτηριστικά των αστρικών πτωμάτων περιλαμβάνονται στον Πίνακα 7.5.
233
Πίνακας 7.5: Αστρικά πτώματα
Μάζα
Αστρικό Μάζα Κύριο Τελικό
αρχικού Μέγεθος Πυκνότητα
πτώμα πτώματος αίτιο στάδιο
αστέρα
Λευκός Αποδιέγερση Πλανητικό
Μ<8Μ~ ΜΛΝ<1.4Μ~ RΛΝ~R⊕ 103kgr/cm3
νάνος e‐ νεφέλωμα
Αστέρας Αποδιέγερση
8Μ~<Μ<20Μ~ MΑΝ<3Μ~ RΑΝ~10km 2x1011kgr/cm3 Supernova
νετρονίων n
Μελανή
Μ>20Μ~ MΜΟ>3Μ~ Rβαρ=2GM/c2 ∞ Καμμία ?
οπή
7.8 Μεσοαστρική Ύλη
Το αέριο και η σκόνη που υπάρχει ανάμεσα στον «κενό», μεταξύ των αστέρων, χώρο
ονομάζεται μεσοαστρική ύλη (Ιnterstellar medium, ISM). Η μεσοαστρική ύλη
αποτελείται κυρίως (99% της μάζα της) από αέριο ουδέτερο υδρογόνο, μοριακό
υδρογόνο (κυρίως H2 και Ηe) και ιονισμένο (ΗΙΙ), από λίγα μέταλλα και σκόνη. Αν και
αποτελεί κατά πολλές τάξεις μεγέθους καλύτερο κενό από το εργαστηριακό, η
μεσοαστρική ύλη αποτελεί το 15% περίπου της ορατής μάζας του Γαλαξία μας. Το
αέριο συναντάται σε δύο μορφές:
• Ψυχρά νέφη ατομικού (HI) ή μοριακού υδρογόνου (H2)
• Θερμό ιονισμένο υδρογόνο (ΗΙΙ) κοντά σε θερμούς νέους αστέρες
7.8.1 Ουδέτερο μοριακό υδρογόνο
Ο γαλαξίας περιέχει διάχυτο μοριακό υδρογόνο με πυκνότητα 1 άτομο /cm3 (10‐24 gr/cm3)
το οποίο λόγω των μεσοαστρικών συνθηκών χαρακτηρίζεται από χαμηλή θερμοκρασία,
δεν εκπέμπει στο οπτικό ή στο υπεριώδες αλλά ανιχνεύεται από την εκπομπή του στα
21 cm. Αυτή οφείλεται στον προσανατολισμό των μαγνητικών πεδίων του πρωτονίου
του πυρήνα του ατόμου του υδρογόνου και του ηλεκτρονίου που περιφέρεται γύρω του.
Επειδή το πρωτόνιο και το ηλεκτρόνιο αποτελούν περιστρεφόμενες κατανομές
ηλεκτρικού φορτίου (έχουν στροφορμή λόγω ιδιοπεριστροφής‐ spin) δημιουργούν πολύ
μικρά μαγνητικά πεδία που αλληλεπιδρούν, δημιουργώντας μία μικρή ενεργειακή
διαφορά μεταξύ της κατάστασης στην οποία οποίες οι πόλοι είναι ομόρροποι σε σχέση
με την κατάσταση όπου οι πόλοι είναι αντίρροποι.
Αυτή η ενεργειακή διαφορά αντιστοιχεί σε ακτινοβολία στο ραδιοφωνικό μέρος του
φάσματος στα 21 cm (σχήμα 7.33). Αν και αυτή η κρουστική διέγερση συμβαίνει πολύ
σπάνια (1 ανά 500 έτη) λόγω της μικρής πυκνότητας των ατόμων του υδρογόνου και ο
234
Spin πάνω
ηλεκτρόνιο
Άτομο υδρογόνου
Εκπομπή γραμμής 21 - cm
χρόνος μεταπήδησης στη στάθμη χαμηλότερης ενέργειας είναι της τάξης των 30
εκατομμυρίων ετών, το μεγάλο ποσοστό του ουδετέρου υδρογόνου που περιέχεται
κάνει την εκπομπή των 21 cm να αποτελεί το πιο σημαντικό μέτρο της περιεκτικότητας
του Γαλαξία μας σε ουδέτερο υδρογόνο (περιοχές HI). Η χαρτογράφηση της εκπομπής
των 21 cm δείχνει ότι το ουδέτερο υδρογόνο βρίσκεται στις σπείρες του Γαλαξία
Το ουδέτερο υδρογόνο παρατηρείται σε ψυχρές πυκνότερες περιοχές, θερμοκρασίας
περίπου 100 Κ και πυκνότητας 10‐100 άτομα/cm3 που ονομάζονται «νέφη» τα οποία
βρίσκονται μέσα σε ένα θερμότερο και αραιότερο μέσο πυκνότητας 0.1 άτομα/ cm3 και
θερμοκρασίας περίπου 1 000 Κ.
7.8.2 Μοριακά νέφη
Πρόκειται για σχετικά πυκνά (> 1 000 μόρια/ cm3), ψυχρά (~10 Κ) νέφη μοριακού
υδρογόνου και σκόνης που αποτελούν του τόπους γέννησης των αστέρων.
Ανιχνεύονται από την παρουσία μορίων όπως το CO (Σχήμα 7.34). Περιέχουν μόρια
όπως NH3, CH, OH, CS, αλλά και πολύπλοκα όπως η αιθυλική αλκοόλη (C2H5OH) που
μας). Τα περισσότερα μοριακά νέφη του Γαλαξία είναι συγκεντρωμένα στις σπείρες
προς το γαλαξιακό κέντρο. Η ολική μάζα του μοριακού αερίου υπολογίζεται ότι είναι
περίπου ίση (ή λίγο μικρότερη) από τη μάζα του ουδετέρου υδρογόνου (ΗΙ). Ένα
γιγάντιο μοριακό νέφος μπορεί να έχει μάζα 106 Μ~ και διάμετρο 150 ε.φ. Ο θερμός και
πυκνός πυρήνας του (100 Κ, 107‐109 μόρια / cm3) διαμέτρου 2‐3 ε.φ. θεωρείται ο τόπος
κατάρρευσης αερίων νεφών και ο τόπος γέννησης πρωτοαστέρων. Καθώς οι νέοι
αστέρες εξελίσσονται και θερμαίνουν το αέριο που τους περιβάλλει, το μοριακό νέφος
καταστέφεται και μετατρέπεται σε μία περιοχή ιονισμένου υδρογόνου όπως είναι το
νεφέλωμα του Ωρίωνα.
7.8.3 Περιοχές ιονισμένου υδρογόνου (ΗΙΙ)
Την πιο εντυπωσιακή συνιστώσα της μεσοαστρικής ύλης αποτελεί το αέριο που
απομένει μετά τη δημιουργία αστέρων μεγάλης μάζας Ο και Β μέσα στα μοριακά νέφη,
το οποίο ιονίζεται από την υπεριώδη ακτινοβολία τους κι εκπέμπει γραμμικό φάσμα
εκπομπής δημιουργώντας μία περιοχή ΗΙΙ δηλαδή μία περιοχή ιονισμένου υδρογόνου
(ΗΙΙ) η οποία περιβάλλεται από ουδέτερο υδρογόνο (ΗΙ). Μια από τις χαρακτηριστικές
περιοχές ΗΙΙ αποτελεί το νεφέλωμα του Ωρίωνα (7.35). Τα υπεριώδη φωτόνια τεσσάρων
αστέρων μεγάλης μάζας του νεφελώματος (αστέρες Τραπεζίου) ιονίζουν το υδρογόνο
Σχήμα 7.35
Το νεφέλωμα του Ωρίωνα
που τους περιβάλλει, θερμαίνοντας τη γύρω περιοχή σε θερμοκρασία περίπου 10 000 Κ.
Τα υπόλοιπα ιόντα του αερίου διεγείρονται σε υψηλότερες στάθμες λόγω συγκρούσεων
με τα ηλεκτρόνια, παράγοντας κατά την αποδιέγερσή τους τις χαρακτηριστικές
γραμμές O+, O++, N+, S+ που παρατηρούνται στο φάσμα του Σχήματος 7.36.
Καθώς η θερμαινόμενη περιοχή αυξάνεται διαχέεται και στο εξωτερικό μεσοαστρικό
περιβάλλον (Σχήμα 7.37). Η ανασύνδεση των ηλεκτρονίων του H ή του He σε
υψηλότερες στάθμες καταλήγει μέσα από μία σειρά μεταπτώσεων σε χαμηλότερες
236
Οξυγόνο
Υδρογόνο
Υδρογόνο
Υδρογόνο
Υδρογόνο
Οξυγόνο
Οξυγόνο
Ήλιο
Ήλιο
Ήλιο
Νέον
Θείο
3500Å 4000Å 4500Å 5000Å 5500Å 6000Å 6500Å
Σχήμα 7.36 : Φάσμα εκπομπής περιοχής ιονισμένου υδρογόνου
ενεργειακά στάθμες μέχρι τη n=2 (Balmer) παράγοντας τις χαρακτηριστικές γραμμές
εκπομπής. Το νεφέλωμα του Ωρίωνα αποτελεί μία φυσαλλίδα στην άκρη ενός πολύ
μεγαλύτερου συμπλέγματος γιγάντιων μοριακών νεφών το οποίο περιέχει πολλούς
νεογεννηθέντες αστέρες.
Περιοχή ΗΙΙ
Κύματα shock
Νέοι αστέρες
Μοριακό νέφος
Υπερκαινοφανής
7.8.4 Πλανητικά νεφελώματα
Τα πλανητικά νεφελώματα είναι νέφη ιονισμένου υδρογόνου, πιο θερμά και
μικρότερων διαστάσεων από τις ΗΙΙ. Ανεξάρτητα από το όνομά τους (θυμίζουν
πλανήτες με μικρά τηλεσκόπια), αντιπροσωπεύουν μία σύντομη φάση στην εξέλιξη
αστέρων με σχετικά μικρές μάζες (8‐10 Μ~) και αποτελούν τα εκτιναχθέντα κελύφη
τους γι αυτό και η γύρω τους περιοχή είναι κενή και δεν αποτελείται από πυκνά νέφη
όπως οι περιοχές ΗΙΙ. Τα πλανητικά νεφελώματα θερμαίνονται αποκλειστικά από τον
πυρήνα του υπολειπόμενου αστέρα γι αυτό και αποτελούν χαρακτηριστική περίπτωση
μελέτη της αλληλεπίδρασης της ακτινοβολίας με αραιό αέριο. Τα περισσότερα έχουν
συμμετρική μορφή και χαρακτηρίζονται από απαγορευμένες γραμμές εκπομπής
οξυγόνου που τους προσδίδουν πρασινωπό χρώμα στο οπτικό μέρος του φάσματος.
Μερικά χαρακτηριστικά πλανητικά νεφελώματα φαίνονται στις φωτογραφίες του
(HST) στο Σχήμα 7.38.
Σχήμα 7.38: Χαρακτηριστικά πλανητικά νεφελώματα (HST)
238
7.8.5 Υπολείμματα Υπερκαινοφανών
Την πιο βίαιη κι άρα και την πιο θερμή
εκτίναξη αερίου στο μεσοαστρικό χώρο
αποτελούν οι εκρήξεις
υπερκαινοφανών. Στο Γαλαξία μας
υπάρχουν λεπτά τοξοειδή νεφελώματα
που αποτελούν υπολείμματα των
αέριων διαστελλόμενων κελυφών που
κινούνται με υπερηχητικές ταχύτητες
μακριά από έναν υπερκαινοφανή που
εξερράγη. Ένα τέτοιο χαρακτηριστικό
υπόλειμμα αποτελεί ο Βρόχος του
Κύκνου (Cygnus Loop). που φαίνεται
στο σχήμα 7.39 H υπερηχητική κίνηση
του κελύφους συνοδεύεται από ένα
κύμα shock που σαρώνει και συμπιέζει
τη μεσοαστρική ύλη που βρίσκεται
Σχήμα 7.39 μπροστά του προκαλώντας τη
Το υπόλειμμα υπερκαινοφανούς Βρόχος του θέρμανση του αερίου και την
Κύκνου ακτινοβολία του. Λόγω της μεγάλης
θερμοκρασίας τους τα υπολείμματα
υπερκαινοφανών εκπέμπουν στην περιοχή των ακτίνων ‐Χ (Κασσιόπεια Α) Το πιο
πρόσφατο παράδειγμα υπερκαινοφανή κοντά στη Γη αποτελεί ο υπερκαινοφανής του
1024 π.Χ που το υπόλειμμά του είναι το νεφέλωμα του Καρκίνου (Crab Nebula) στο
κέντρο του οποίου υπάρχει ένα ταχέως περιστρεφόμενο pulsar.
Παρόλο που η διάδοση του κύματος shock ξεκινά με μία συμμετρική έκρηξη, το
υπόλειμμα χαρακτηρίζεται στην ύστερη φάση του από δομή και ασυμμετρία λόγω της
ανομοιόμορφης πυκνότητα της μεσοαστρικής ύλης. Το υπόλειμμα διαστέλλεται
ταχύτερα σε περιοχές μικρής πυκνότητας ενώ οι πυκνές περιοχές μεσοαστρικής ύλης
που σαρώνει ακτινοβολούν εντονότερα και φαίνονται στο οπτικό μέρος σαν έντονες
κηλίδες. Με την πάροδο του χρόνου (εκατομμύρια έτη) το υπόλειμμα χάνει τη
συμμετρία και τη δομή του μέχρι να διαλυθεί και να συγχωνευτεί με το μεσοαστρικό
χώρο . Με αυτό τον τρόπο όλα τα βαριά μέταλλα που παρήχθησαν κατά την αρχική
έκρηξη του υπερκαινοφανούς αναμειγνύονται μέσα σε νεοσχηματιζόμενα μοριακά
νέφη αυξάνοντας την περιεκτικότητα σε βαριά μέταλλα των μελλοντικών αστέρων ή
ηλιακών συστημάτων.
Τα υπολείμματα υπερκαινοφανών αποτελούν την κύρια πηγή ενέργειας της
μεσοαστρικής ύλης. Η περιοχή πίσω από το shock είναι πολύ θερμή αλλά αραιή γι αυτό
και ψύχεται αργά και η μορφολογία της μαρτυρεί την ιστορία εξέλιξης του
υπεκαινοφανούς. Εάν η μεσοαστρική ύλη στην οποία διαδίδεται είναι πυκνή ή ο ρυθμός
εκρήξεων των υπερκαινοφανών μικρός τότε η μεσοαστρική ύλη παίρνει τη μορφή
μεμονωμένων φυσαλλίδων θερμού αερίου. Εάν όμως είναι αραιή ή ο ρυθμός εκρήξεων
239
αστρικό φως
νέφος
σκόνης
Ανακλώμενο
φως στο κυανό
Ερύθρωση αστρικού
φωτός
Σχήμα 7.41
Επίδραση της μεσοαστρικής σκόνης, δημιουργία νεφελώματος ανάκλασης των Πλειάδων
Η σκόνη προκαλεί στο διερχόμενο αστρικό φως
• απόσβεση γιατί ένα μέρος του φωτός στο ορατό μέρος απορροφάται και
σκεδάζεται με αποτέλεσμα να φαίνεται αμυδρότερο. Κατά μέσο όρο στο επίπεδο
του γαλαξία, το αστρικό φως φαίνεται αμυδρότερο κατά 1 μέγεθος (2.51 φορές)
ανά 1 000 pc. Καθώς το μεγαλύτερο μέρος της μεσοαστρικής σκόνης βρίσκεται
στο επίπεδο του Γαλαξία μπορούμε να δούμε μόνο γαλαξίες που είναι «κάτω» ή
«πάνω» από το Γαλαξία.
• ερυθρή χρώση του φωτός που δεν διέρχεται μέσα από αυτήν γιατί το μέγεθος
των κόκκων ευνοεί τη σκέδαση του μήκους κύματος στο κυανό με αποτέλεσμα το
τελικά το διερχόμενο φως να χάνει την κυανή συνιστώσα του (λόγω σκέδασης) και
Ατομικές συγκρούσεις
Υπέρυθρη
ακτινοβλία
μm
Σχήμα 7.42: Μοντέλο υπέρυθρης εκπομπής από μεσοαστρικό κόκκο σκόνης
241
να φαίνεται πιο ερυθρό από αυτό που εκπέφθηκε όπως φαίνεται στο Σχήμα 7.41 και
7. 43. Σε αντίστοιχα φαινόμενα σκέδασης οφείλεται και στη Γη η κυανή χρώση του
ουρανού. Από μία απόσταση 3 000 pc μέσα στο δίσκο του Γαλαξία μόνο το 2.5% του
κυανού φωτός φτάνει στη Γη σε σχέση με το 6% του ερυθρού. Η ικανότητα σκέδασης
μειώνεται ανάλογα με την συχνότητα της ακτινοβολίας. Αυτό σημαίνει για να
δούμε σε μεγάλες αποστάσεις στο Γαλαξία, χρησιμοποιούμε ραδιοφωνική ή
υπέρυθρη ακτινοβολία και όχι υπεριώδη.
αστέρας
Μεσοαστρικό νέφος
Σχήμα 7.43: Ερυθρή χρώση του μεσοαστρικού φωτός
Οι μεσοαστρικοί κόκκοι σκόνης μπορούν να διασπαστούν λόγω της ισχυρής υπεριώδους
ακτινοβολίας των αστέρων και λόγω των συγκρούσεων με υψηλής ενέργειας
σωματιδίων του αερίου ή άλλους κόκκους. Γι αυτό η σκόνη ανιχνεύεται συνήθως στο
εσωτερικό των σκοτεινών νεφελωμάτων όπου υπάρχουν οι ψυχροί και πυκνοί πυρήνες
των μοριακών νεφών όπου είναι προστατευμένη από καταστροφικούς παράγοντες.
Προέλευση της μεσοαστρικής σκόνης: Σύμφωνα με τις επικρατέστερες θεωρίες οι
μεσοαστρικοί κόκκοι έχουν εκτιναχθεί από τους αστέρες. Μία πιθανή πηγή θεωρούνται
οι ερυθροί γίγαντες στα τελευταία στάδια της εξέλιξής τους στη φάση των πλανητικών
νεφελωμάτων ή κατά την εκπομπή αστρικού ανέμου γιατί γενικά οι αστέρες στον
ασυμπτωτικό κλάδο των γιγάντων του διαγράμματος H‐R εκτινάσσουν ένα
τμήμα του κελύφους τους στο μεσοαστρικό χώρο.
Η κατανομή του Αλουμινίου –26: Ένας σημαντικός δείκτης παρουσίας της
μεσοαστρικής ύλης είναι η κατανομή του ραδιοϊσοτόπου αλουμίνιο‐26 το οποίο
ανιχνεύεται με δορυφόρους στην περιοχή των ακτίνων γ (οι ακτίνες γ
απορροφώνται πλήρως από την ατμόσφαιρα). Η κατανομή του Al‐26 είναι
σημαντική 1) γιατί δημιουργείται στο εσωτερικό των αστέρων μεγάλης μάζας
και 2) γιατί μετατρέπεται σε ραδιενεργό Mg‐26 που έχει μικρό χρόνο ημίσειας
ζωής (περίπου 1 εκατομμύριο έτη) και άρα η ανίχνευσή του υποδηλώνει την
πρόσφατη δημιουργία της.
242
7.8.7 Κοσμικές ακτίνες
Πρόκειται για συνεχή ροή σωματιδίων υψηλής ταχύτητας που εισέρχονται στην γήινη
ατμόσφαιρα. Το μεγαλύτερο μέρος τους αποτελείται από πρωτόνια και πυρήνες ηλίου
που έχουν επιταχυνθεί σε σχετικιστικές ταχύτητες. Κατά τη σύγκρουσή τους με τα
άτομα της γήινης ατμόσφαιρας μετατρέπονται σε δευτερογενή σωματίδια που φτάνουν
ως τη γήινη επιφάνεια και ανιχνεύονται ως ακτινοβολία Cerenkov.ή με ανιχνευτές
σπινθηρισμού. Η ισότροπη προέλευσή τους δείχνει ότι αποκλίνουν από την αρχική τους
διεύθυνση και επιταχύνονται λόγω του μαγνητικού πεδίου του Γαλαξία. Πηγή των
μικρής ενέργειας κοσμικών ακτίνων θεωρείται η ‘Ηλιος. Η υψηλή ενέργεια και
ταχύτητά τους δείχνει ότι διαφεύγουν από το βαρυτικό πεδίο του Γαλαξία και ο
μεγάλος αριθμός τους ότι αναπληρώνονται με σταθερό ρυθμό. Η μόνη πηγή
παραγωγής σωματιδίων υψηλής ενέργειας στο Γαλαξία είναι οι εκρήξεις
υπερκαινοφανών (Σχήμα 7.39) .
Τα κύρια χαρακτηριστικά της μεσοαστρικής ύλης συνοψίζονται στον Πίνακα 7.6
Πίνακας 7.6: Κύρια χαρακτηριστικά της μεσοαστρικής ύλης
Συνολική
Μάζα νέφους Πυκνότητα Θερμοκρασία
μάζα
(Μ~) (cm‐3) (Κ)
(Μ~)
Αέριο ΗΙ ~5 x 109 0.1 – 10 1 00 – 1 000
Αέριο Η2 1 ‐ 5 x 109 105 ‐ 106 103 ‐ 105 ~10
Σκόνη ~5 x 107 ~40
Αέριο ΗΙΙ 100 – 1 000 103 – 104 10 000
243
Παράρτημα Α
Εύρεση αποστάσεων
Η πιο σημαντική παράμετρος για ένα αστρονομικό αντικείμενο είναι η απόστασή
του από τη Γη. Η κατασκευή μιας αύξουσας βαθμίδας αποστάσεων βασίζεται στην
εύρεση μιας διαδοχικής σειράς αντικειμένων γνωστών αποστάσεων καθορισμένων
με ακρίβεια. Θα πρέπει να σημειωθεί ότι αυξανομένης της απόστασης ελαττώνεται
και ο βαθμός ακρίβειας της μεθόδου(στα παρακάτω βήματα 1‐7).
1. Αστρονομική μονάδα
Τη βάση αυτής της αλυσίδας αποτελεί η κλίμακα των αποστάσεων μέσα στο ηλιακό
σύστημα που προσδιορίζεται με την εκπομπή ραδιοφωνικών παλμών (radar) και την
ανάκλασή τους από τους διάφορους πλανήτες του ηλιακού συστήματος (Σχήμα 1)
Ήλιος
υπολογιζόμενη Αφροδίτη
απόσταση
μετρούμενα μεγέθη
Γη
Σχήμα 1 : :Εύρεση της απόστασης Γης‐Ηλίου (1 ΑU)
Με τη μέθοδο αυτή προσδιορίζεται με ακρίβεια η απόσταση Γης‐Ήλιου που
ονομάζεται Αστρονομική μονάδα, Α.U (Astonomical Unit). Με τη μέθοδο αυτή
προσδιορίζονται απόστάσεις έως και 50 AU.
2. Γεωμετρικές μέθοδοι : τριγωνομετρική παράλλαξη
243
244
αστέρων. Ευτυχώς μέσα σ΄αυτό το χωρικό όριο υπάρχουν εκατοντάδες αστέρες και
σμήνη αστέρων όπως οι Υάδες και οι Πλειάδες που ο υπολογισμός των αποστάσεων
τους με τη μέθοδο της τριγωνομετρικής παράλλαξης ή με τη γεωμετρική μέθοδο
του κινούμενου σμήνους ( μέχρι εκατοντάδες pc από τα δεδομένα του δορυφόρου
μακρινοί αστέρες
κοντινός αστέρας
ΗΛΙΟΣ
ΓΗ ΓΗ
Σχήμα 2 : Υπολογισμός της απόστασης D ενός αστέρα με μέτρηση της παράλλαξης θ
Ίππαρχος) μπορεί να αποτελέσουν τους επόμενους δείκτες για την εύρεση
μεγαλύτερων αποστάσεων. Εάν η παράλλαξη ενός αστέρα είναι θ” τότε η
απόστασή του είναι D=(1/ θ”) σε pc. (Αναλυτικά στο Κεφάλαιο 7.1)
3. Δευτερογενείς Δείκτες απόστασης:
3.1 Φασματοσκοπικές παραλλάξεις και μέθοδος ταυτίσεως
κυρίων ακολουθιών
Αυτοί οι δείκτες εξαρτώνται από τις στατιστικές μετρήσεις των ιδιοτήτων των
αστέρων μιας συγκεκριμένης τάξης. Οι διάφοροι τύποι αστέρων χαρακτηρίζονται
από διαφορετική σχέση μεταξύ της φωτεινότητας και της θερμοκρασίας (χρώματος)
τους που καθορίζεται από το διάγραμμα HR (διάγραμμα φωτεινότητας σε σχέση με
την θερμοκρασία) (Σχήμα 7.8). Με τη μελέτη του φάσματος ενός αστέρα μπορεί να
προσδιοριστεί η φασματική του τάξη δηλαδή η θερμοκρασία του αλλά και η τάξη
φωτεινότητάς του, άρα η θέση του στο διάγραμμα HR, δηλαδή το απόλυτο μέγεθός
του. Μετρώντας το φαινόμενο μέγεθος του αστέρα και συγκρίνοντάς το με το
244
245
χρόνος (ημέρες)
Σχήμα 3: Καμπύλη φωτός περιοδικά μεταβλητού αστέρα
Μια ιδιαίτερη κατηγορία περιοδικών μεταβλητών αστέρων,οι Κηφείδες
χαρακτηρίζονται από μία συγκεκριμένη σχέση περιόδου‐λαμπρότητας (Σχήμα 4) κι
άρα με βάση την κατασκευή της καμπύλη φωτός Κηφείδων αστέρων άλλων
γαλαξιών, μπορούμε να προσδιορίσουμε την απόστασή τους (μέτρηση της περιόδου
από την καμπύλη φωτός, εύρεση του απολύτου μεγέθους από τη σχέση περιόδου‐
λαμπρότητας, υπολογισμός απόστασης με βάση το φαινόμενο μέγεθός του βλ.
Παράδειγμα 2). Με αυτή τη μέθοδο προσδιορίζονται αποστάσεις έως και 4 Mpc (40
Mpc με το HST).
245
246
Κηφείδες
τύπου Ι
L (L~)
Κηφείδες
τύπου ΙΙ
RR Lyrae
περίοδος (ημέρες)
Σχήμα 4: Σχέση περιόδου‐λαμπρότητας μεταβλητών αστέρων
3.3. Φωτεινότητα γαλαξία σε σχέση με ένα άλλο λαμπρό
χαρακτηριστικό
Η χρήση των μεταβλητών Κηφείδων περιορίζεται μέσα στο χώρο που καθορίζεται
από το γαλαξιακό υπερσμήνος της Παρθένου, στο άκρο του οποίου βρίσκεται το
Τοπικό γαλαξιακό σμήνος στο οποίο ανήκει ο δικός μας Γαλαξίας
Με βάση την απόσταση κοντινών γαλαξιών από την προηγούμενη μέθοδο (εύρεση
κηφειδών) και την παρατήρηση του γεωμετρικού μεγέθους περιοχών HII (σε
σπειροειδείς ή ανώμαλους γαλαξίες) μπορούμε να βαθμολογήσουμε τη σχέση
μεταξύ μεγέθους ΗΙΙ‐γαλαξιακής φωτεινότητας και να τη χρησιμοποιήσουμε για
τον υπολογισμό της απόστασης πιο απομακρυσμένων γαλαξιών. Ή μπορούμε να
βαθμολογήσουμε τη σχέση μεταξύ του παρατηρούμενου πλάτους της γραμμής
εκπομής του ουδέτερου υδρογόνου στα 21 cm σε σχέση με τη γαλαξιακή
φωτεινότητα. Η εκπομπή της γραμμής στα 21 cm οφείλεται στην περιστροφή του
γαλαξία. Η γραφική παράσταση του πλάτους της γραμμής εκπομπής του ουδετέρου
υδρογόνου στα 21 cm σε σχέση με τη φωτεινότητα του γαλαξία ονομάζεται σχέση
Tully‐Fisher.
4
[Φωτεινότητα στο υπέρυθρο (L~)] = 220 x Vπερ (km/sec)
Η ενδογενής σχέση φωτεινότητας και μάζας ενός γαλαξία οφείλεται στο κύριο
συστατικό τους, τους αστέρες (που είναι υπεύθυνοι για τη μάζα του γαλαξία και τη
φωτεινότητα του και στην μάζα με τη μορφή αερίων νεφών, σκόνης και σκοτεινής
ύλης που περιέχει. (Για τους ελλειπτικούς γαλαξίες η σχέση μεταξύ της
φωτεινότητάς τους και της παρατηρούμενης ταχύτητας προσδιορίζεται από το νόμο
Faber‐Jackson).
246
247
3.4 Φωτεινότητα ή Μέγεθος Λαμπρού Χαρακτηριστικού
Με βάση την απόσταση κοντινών γαλαξιών από την προηγούμενη μέθοδο (εύρεση
κηφειδών) υπολογίζεται η φωτεινότητα πολλών λαμπρών αστρικών αντικειμένων
• η μέγιστη φωτεινότητα των υπερκαινοφανών τύπου Ι σε κάθε άλλο τύπο
γαλαξία
• η φωτεινότητα των σφαιρωτών σμηνών στους ελλειπτικούς γαλαξίες
• η φωτεινότητα των κυανών ή ερυθρών υπεργιγάντων στους σπειροειδείς ή
ανώμαλους γαλαξίες
• η φωτεινότητα των πλανητικών νεφελωμάτων σε κάθε τύπο γαλαξία.
Ανάλογα με τη μέθοδο που χρησιμοποιείται η μέτρηση των αποστάσεων
επεκτείνεται από 50 έως και 150 Mpc.
3.5. Φωτεινότητα γαλαξία και νόμος αντιστρόφου τετραγώνου
Το φαινόμενου μέγεθος ενός γαλαξία και η παρατήρηση του λαμπρότερου μέσα σε
ένα σμήνος μπορεί να χρησιμοποιηθεί για τον προσδιορισμό αποστάσεων 100άδων
Mpc και 1000 Mpc αντίστοιχα.
3.6. Nόμος του Hubble
Πέρα από τις αποστάσεις του βήματος 3.5 χρησιμοποιείται ο νόμος του Hubble ο
οποίος είναι ένας εμπειρικός νόμος που συνδέει την ταχύτητα με την οποία
απομακρύνεται ένας γαλαξίας με την απόστασή του
[ταχύτητα]= Ho x [απόσταση].
Ο νόμος του Hubble μπορεί να βαθμολογηθεί χρησιμοποιώντας τις μεθόδους (3.1‐
3.4) για τους κοντινούς γαλαξίες και την 5 για τους πιο απομακρυσμένους ( Η
μέτρηση της ταχύτητας του γαλαξία με βάση τη μετατόπιση στο ερυθρό μέρος είναι
απλούστερη από τη μέτρηση της απόστασης). Αυτή η βαθμολόγηση οδηγεί σε
αποστάσεις γαλαξιών μέχρι και 500 Mpc
Mε το νόμο του Hubble προσδιορίζονται οι αποστάσεις όλων των απομακρυσμένων
γαλαξιών και άρα η ευρύτερη γεωμετρία του σύμπαντος η οποία καθορίζει και την
εξέλιξή του (9.10).
Το βήμα 3.2 είναι καθοριστικό στην επέκταση της κλίμακας των αποστάσεων. Με
την εύρεση Κηφειδών με το HST και τη σχέση περιόδου λαμπρότητας
προσδιορίστηκαν αποστάσεις 10 φορές μακρύτερ από τη χρήση της μεθόδου με
επίγεια τηλεσκόπια. Έτσι η σταθερά του Hubble από 50 –100 km/s/Mpc
προσδιορίστηκε με βάση την εύρεση Κηφειδών σε μακρύτερες αποστάσεις περίπου
σε 72 km/s/Mpc. Επειδή το αντίστροφο της σταθεράς προσδιορίζει την ηλικία του
σύμπαντος, σύμφωνα με τα επικρατέστερα μοντέλα μεταβολής του ρυθμού
διαστολής, υπολογίζεται σε 13.7 δισεκατομμύρια έτη. και συμφωνεί με την ηλικία
που εξάγεται με βάση τους γηραιότερους αστέρες (στα σφαιρωτά σμήνη) των 12‐13
δισεκατομμυρίων ετών.
247
248
Παραδείγματα
1. Aπό το φάσμα ενός γαλαξία μετράμε την ακτινική του ταχύτητα σε 5000
Km/s , ποια είναι η απόστασή του;
Απάντηση: Χρησιμοποιώντας το νόμο του Hubble με H = 72 km/s/Mpc
υ= Η d
υ 5000km / s
d = = = 69.5Mpc δηλαδή 69.5 εκατομμύρια pc
Η 72km / s / Mpc
2. Ένας κηφείδης μεταβλητός αστέρας στο σμήνος της Παρθένου έχει απόλυτο
μέγεθος ‐5 και φαινόμενο μέγεθος 26.3. Πόσο μακριά είναι το σμήνος της
Παρθένου;
Απάντηση: Χρησιμοποιώντας τη σχέση μεγέθους‐απόστασης (μέτρο
απόστασης , 7.1.4) m=M+5logr προκύπτει
r( pc) = 10(
m − M + 5) / 5
= 10(
26.3−( −5 ) + 5) / 5
= 1036.3 / 5 = 1.8x107 pc
Άρα η απόσταση του σμήνους της Παρθένου είναι 18 x 106pc ή 18 Μpc
248
249
ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ B
ΠΙΝΑΚΑΣ
Χρήσιμες μετατροπές
1 electronvolt (eV) =1.602 x 10-19 joules (J)
1 έτος= 3.156 x 10 7 sec
1 μοίρα= (π/180) ακτίνια (rad) = 60΄= 3 600˝
1 ακτίνιο (rad)= (180/π) μοίρες= 206 265˝
Mονάδα m AU ε.φ pc
1 m= 1 6.68 x 10-12 1.06 x 10-16 3.24 x 10-17
1 AU= 1.5 x 1011 1 1.58 x 10-5 4.85 x 10-6
15
1 ε.φ= 9.46 x 10 6.32 x 104 1 0.307
1pc= 3.09 x 1016 2.06 x 105 3.26 1
19
1 kpc= 3.09 x 10 2.06 x 108 3.36 x 103 103
1Mpc= 3.09 x 1022 2.06 x 1011 3.36 x 106 106
ΠΙΝΑΚΑΣ Ι
ΚΟΣΜΙΚΗ ΚΛΙΜΑΚΑ ΑΠΟΣΤΑΣΕΩΝ ΚΑΙ ΔΙΑΣΤΑΣΕΩΝ
Π Ι Ν Α Κ Α Σ ΙΙ
ΚΟΣΜΙΚΗ ΚΛΙΜΑΚΑ ΜΑΖΩΝ (Μ)
Π Ι Ν Α Κ Α Σ ΙΙΙ
ΚΟΣΜΙΚΗ ΚΛΙΜΑΚΑ ΠΥΚΝΟΤΗΤΩΝ (ρ)
Π Ι Ν Α Κ Α Σ ΙV
ΚΟΣΜΙΚΗ ΧΡΟΝΙΚΗ ΚΛΙΜΑΚΑ
ΠΙΝΑΚΑΣ V
ΚΟΣΜΙΚΗ ΚΛΙΜΑΚΑ ΙΣΧΥΩΝ
ΑΝΤΙΚΕΙΜΕΝΟ ΙΣΧΥΣ ΣΧΟΛΙΑ
Ψύλλος (πήδημα) 1 erg/sec
Λυχνία 100 W 109 erg/sec
΄Ηλιος 4 × 1033 erg/sec (33)
Καινοφανείς/υπερκαινοφανείς 1038 erg/sec
Πυρήνας Γαλαξία 1041 erg/sec
Ενεργοί Γαλαξίες 1045 erg/sec
Quasars 1046 - 1049 erg/sec
Π Ι Ν Α Κ Α Σ VI
253
Π Ι Ν Α Κ Α Σ VIΙ
ΚΟΣΜΙΚΗ ΚΛΙΜΑΚΑ ΜΑΓΝΗΤΙΚΩΝ ΠΕΔΙΩΝ
Π Ι Ν Α Κ Α Σ VIII
ΚΟΣΜΙΚΗ ΚΛΙΜΑΚΑ ΤΑΧΥΤΗΤΩΝ
υπερκαινοφανούς
Πηγή Κύκνος Α (ραδιογαλαξίας) 16.000 Km/sec
Πηγή 3C-295 (ραδιογαλαξίας) 138.000 Km/sec (39)
Φως 300.000 Km/sec
Β. ΓΡΑΜΜΙΚΕΣ ΤΑΧΥΤΗΤΕΣ ΠΕΡΙΦΟΡΑΣ
΄Ηλιος (ως προς το κέντρο του 250 Km/sec (40)
Γαλαξία)
Γη (ως προς τον ΄Ηλιο) 30 Km/sec
Γ. ΤΑΧΥΤΗΤΕΣ ΠΕΡΙΣΤΡΟΦΗΣ ΠΕΡΙ ΑΞΟΝΑ
(ΣΤΟΝ ΙΣΗΜΕΡΙΝΟ)
Γη 0.5 Kem/sec
΄Ηλιος 2 Kem/sec (41)
Αστέρες Ο 190 - 500 Km/sec (41)
Αστέρες Α 160 Km/sec (41)
Αστέρες F 29 - 95 Km/sec (41)
Αστέρες G < 12 Km/sec (41)
Σχόλια στους Πίνακες Ι, ΙΙ, ΙΙΙ, IV, V, VI, VII και VIII
(1) 60 περίπου φορές μεγαλύτερη από την ακτίνα της γης (6500 Km).
(2) η απόσταση Της - ΄Ηλιου είναι εξ ορισμού 1 AU (1 Astronomical Unit).
(3) ο εγγύτατος του Κενταύρου ή Proxima Centauri είναι ο κοντινότερος αστέρας μετά
τον ΄Ηλιο. η απόστασή του σε άλλες μονάδες είναι 4.3 ε.φ. ή 1..3 pc.
(4) δεν ισχύει κοντά στο κέντρο του Γαλαξία όπου είναι μικρότερη; η απόσταση που
αναφέρεται είναι 108 φορές η διάμετρος ενός τυπικού αστέρα (1011cm).
(5) το κοντινότερο νεφέλωμα. η απόστασή του σε άλλες μονάδες είναι 1650 ε.φ. ή 500
pc.
(6) 30.000 ε.φ. ή 110 Kpc
(7) 200.000 ε.φ. ή 60 Kpc από το κέντρο του Γαλαξία μας. Τα νέφη του Μαγγελάνου
(δύο τον αριθμό) είναι οι κοντινότεροι γαλαξίες.
(8) 2 × 106 ε.φ. (2 εκατομμύρια ε.φ.)
(9) μερικές δεκάδες φορές μεγαλύτερη από τη διάμετρο ενός τυπικού γαλαξία σαν το
δικό μας (1023 cm)
(10) 1010 ε.φ. (10.000 εκατομμύρια ε.φ.) ή 3 × 109 pc (3.000 εκατομμύρια p.c.)
(11) από 10-4 έως 10-5 cm της ίδιας δηλαδή τάξεως με το μήκος κύματος της ορατής
ακτινοβολίας
(12) 13.000 Km
(13) ~ 100 AU
(14) ~ 1pc ή 3.5 ε.φ.
(15) 30 Kpc ή 100.000 ε.φ. Το πάχος του πυρήνα (μέγιστο πάχος του δίσκου) είναι
περίπου 500 pc δηλαδή ~ 1.5 × 1021 cm
(16) 2 × 1010 ε.φ. ή 2 × 109 pc
(17) 9 ε.φ. ή 3 pc
M Γης
(18) = 81
M Σεληνης
255
M Δια
(19) = 381
M Γηςς
M Ηλιου M Ηλιου
(20) = ≈ 332700 ≈ 3.3 × 105 , = ≈ 1000
M Γης M Δια
(21) H μάζα του ΄Ηλιου (1 M~) ισούται με τα 99.87% της μάζας του Ηλιακού
Συστήματος
(22) τυπική περιοχή μαζών για την πλειονότητα των αστέρων
(23) στον Γαλαξία
(24) ο Γαλαξίας (και κάθε γαλαξίας) περιέχει 1011 αστέρες και άρα κατά μέσον όρο
1011Μ~ ≈ 1044 g
(25) Το γνωστό μέχρι τώρα Σύμπαν περιέχει τουλάχιστον 109 γαλαξίες (και πιθανώς
1011). ως εκ τούτου η μάζα του είναι τουλάχιστον 109 × 1011 Μ~ ≈ 1053 g (και ίσως
1011 × 1011 Μ~ ≈ 1055 g)
(26) περιοχή πυκνότητας της ορατής ύλης του Σύμπαντος
(27) πυκνότητα σε απόσταση 10 Kpc από το κέντρο του Γαλαξία
(28) μεσοαστρική ύλη στον Γαλαξία. ακριβέστερη τιμή 1.7 × 10-24 g//cm3
(29) στην επιφάνεια της Γης
(30) 10 έως 20 δισεκατομμύρια έτη
(31) 5 δισεκατομμύρια έτη
6 × 103
(32) η πολιτισμένη δηλαδή περίοδο του ανθρώπου εκπροσωπεί τα ≈ 2 ‰ του
3 × 106
χρόνου που υπάρχει στον πλανήτη
(33) ισχύς ακτινοβολίας του ΄Ηλιου που λαμβάνεται σαν μονάδα μετρήσεως της
φωτεινότητας των αστέρων (1 L~)
(34) θερμοκρασία της ακτινοβολίας που εκλύθηκε κατά την αρχική εκτόνωση σύμφωνα
με τη θεωρία της Μεγάλης Εκρήξεως (Big Bang)
(35) Διάχυτα νεφελώματα όπως π.χ. το Νεφέλωμα του Ωρίωνα, πλανητικά νεφελώματα
και υπολείμματα υπερκαινοφανών
(36) 1 × 10-6 - 3 × 10-6 Gauss
(37) από 102 έως 4 × 103 Gauss
(38) πυκνότητα της κόμης. η πυκνότητα της ουράς είναι ≈ 10-20 g/cm3
(39) ταχύτητα που υπολογίζεται με βάση το φαινόμενο Doppler από την μετατόπιση των
φασματικών γραμμών προς το ερυθρό μέρος του φάσματος. Μια τέτοια ερμηνεία
συναντά δυσκολίες για γαλαξίες και αντικείμενα που χαρακτηρίζονται από μεγάλη
μετατόπιση στο ερυθρό ⎛⎜ z = ⎞
Δλ
. ⎟ και είναι πιθανότατα εσφαλμένη. Γι΄ αυτό
f 01
⎝ λ ⎠
ταχύτητες > 300000 Km/sec (z = 0.1) που βρίσκονται με την μέθοδο που
προαναφέραμε πρέπει να αντιμετωπίζονται με επιφύλαξη.
(40) Η περίοδος περιφοράς του ΄Ηλιου γύρω από το κέντρο του Γαλαξία είναι 2 × 108
έτη. Δεδομένου ότι η ηλικία του είναι ≈ 2 × 109 έτη, ο αριθμός των περιφορών του
΄Ηλιου γύρω από το κέντρο του Γαλαξία από τη στιγμή που δημιουργήθηκε μέχρι
5 × 109
σήμερα είναι = 25 . Η ηλικία του δηλαδή είναι 25 Γαλαξιακών ετών.
2 × 108
(41) αστέρες της κυρίας ακολουθίας
(42) ~ 10 pc
(43) κάθε ανοικτό σμήνος περιέχει 50 - 1000 αστέρες και άρα η μάζα τους κυμαίνεται
μεταξύ 50 και 103 Μ~
256