You are on page 1of 261

 

Περιεχόμενα

       
1.  Το γεωκεντρικό και ηλιοκεντρικό σύστημα 
  1.1  Το γεωκεντρικό σύστημα  1
  1.2  Η ηλιοκεντρική υπόθεση  4
  1.3  Παλίρροιες  14
  1.4  Τα σημεία Lagrange  19
       
2.  Ουράνιες κινήσεις 
  2.1  Αστερισμοί  23
    2.1.1  Η ονομασία των αστέρων  25
  2.2  Η ουράνια σφαίρα  26
    2.2.1  Οι ουρανογραφικές συντεταγμένες  28
    2.2.2  Το σύστημα συντεταγμένων του παρατηρητή.   29
      Οριζόντιο ή αλταζιμουθιανό σύστημα 
    2.2.3  Σχέση μεταξύ του ουρανογραφικού συστήματος και            31 
      του αλταζιμουθιακού 
    2.2.4  Ισημερινές συντεταγμένες  33
    2.2.5  Εκλειπτικές (Ηλιακές) συντεταγμένες  34
    2.2.6  Γαλαξιακές συντεταγμένες  36
  2.3  Ουράνιες κινήσεις  37
  2.4  Φαινόμενη κίνηση του Ήλιου στην ουράνια σφαίρα – Εποχές           40 
  2.5  Παρατηρήσιμες αλλαγές στις συντεταγμένες. Μετάπτωση               46 
    και κλόνιση 
  2.6  Κινήσεις των πλανητών  49
  2.7  Φάσεις της Σελήνης  53
  2.8  Εκλείψεις  61
  2.9  Ο χρόνος στην αστρονομία  63
    2.9.1  Αστρικός χρόνος  63
    2.9.2  Ηλιακός χρόνος  64
    2.9.3  Πολιτικός ή τοπικός χρόνος (Civil Time)  65
    2.9.4  Παγκόσμιος χρόνος (Universal Time, UT)  66
    2.9.5  Είδη χρόνων  67
  Παράρτημα Α: Στοιχεία σφαιρικής Γεωμετρίας  69
  Παράρτημα Β: Εκτίμηση γωνιακών μεγεθών ‐  Σχέση μονάδων χρόνου   70 
                      και μονάδων γωνίας 
       
3.  Το φως 
  3.1  Το φως  73
  3.2  Υπολογισμός της ταχύτητας του φωτός  75
  3.3  Διάδοση της ακτινοβολίας – Νόμος του αντιστρόφου τετραγώνου   75 
    της απόστασης 
 

  3.4  Ακτινοβολία μέλανος σώματος ή θερμική ακτινοβολία  76
  3.5  Είδη φασμάτων  79
  3.6  Ατομικά μοντέλα  81
  3.7  Ερμηνεία φασματικών γραμμών  86
  3.8  Το φάσμα του υδρογόνου  88
  3.9  Μετατόπιση Doppler  90
       
4.  Tα τηλεσκόπια 
  4.1  Ατμοσφαιρικά παράθυρα  94
  4.2  Γενικά χαρακτηριστικά των τηλεσκοπίων  95
  4.3  Τα είδη των οπτικών τηλεσκοπίων  100
    4.3.1  Διοπτρικά ή διαθλαστικά τηλεσκόπια  100
    4.3.2  Κατοπτρικά ή ανακλαστικά τηλεσκόπια  102
    4.3.3  Καταδιοπτρικά τξλεσκόπια  104
    4.3.4  Στήριξη τηλεσκοπίων  105
  4.4  Ατμοσφαιρικές διαταραχές  106
  4.5  Καταγραφή εικόνας  108
  4.6  Ραδιοτηλεσκόπια  110
  4.7  Τηλεσκόπια σύνθετων κατόπτρων  111
  4.8  Τηλεσκόπια ακτίνων Χ  112
       
5.  Το ηλιακό σύστημα 
  5.1  Γενικά χαρακτηριστικά  115
    5.1.1  Ταξινόμηση των πλανητών  116
    5.1.2  Τροχιακά χαρακτηριστικά των πλανητών  117
    5.1.3  Εποχές  121
  5.2  Δομή του εσωτερικού των πλανητών  121
    5.2.1  Το εσωτερικό των γεωειδών πλανητών  126
    5.2.2  Μοντέλα του εσωτερικού των πλανητών τύπου Διός  126
  5.3  Ατμόσφαιρες πλανητών  128
    5.3.1  Ατμόσφαιρες γήινων πλανητών  131
    5.3.2  Το φαινόμενο του θερμοκηπίου  132
    5.3.3  Ατμόσφαιρες πλανητών τύπου Διός  133
  5.4  Οι επιφάνειες των πλανητών και δορυφόρων  135
  5.5  Δορυφόροι  139
  5.6  Δακτύλιοι  142
  5.7  Υπολείμματα του ηλιακού μας συστήματος  143
    5.7.1  Αστεροειδείς  143
    5.7.2  Κομήτες  145
    5.7.3  Μετεωρίτες  148
  5.8  Η δημιουργία του ηλιακού συστήματος  150
  5.9  Η ηλικία του ηλιακού συστήματος  151
    5.9.1  Ζώνη Kuiper  153
       
6.  Ο Ήλιος 
  6.1  Φυσικές παράμετροι του Ήλιου  155
 

  6.2  Πηγή ηλιακής ενέργειας  158


  6.3  Δομή του Ήλιου  160
  6.4  Το «λυμένο» πρόβλημα των νετρίνων  162
  6.5  Ηλιακές ταλαντώσεις  164
  6.6  Χημική σύσταση  165
  6.7  Φωτόσφαιρα  166
  6.8  Χρωμόσφαιρα  170
  6.9  Στέμμα  171
  6.10  Μηχανισμός θέρμανσης του εσωτερικού του Ήλιου  174
  6.11  Χαρακτηριστικά της φωτόσφαιρας  176
    6.11.α  Ηλιακές κηλίδες  176
    6.11.β  Πυρσοί  180
    6.11.γ  Κοκκίαση  181
  6.12  Χαρακτηριστικά της χρωμόσφαιρας  182
    6.12.α  Πίδακες  182
    6.12.β  Προεξοχές, νήματα και εκτάσεις  183
    6.12.γ  Χρωμοσφαιρικό δίκτυο  184
  6.13  Ενεργός Ήλιος  185
    6.13.α  Εκλάμψεις  185
    6.13.β  Μαζικές στεμματικές εκτινάξεις  186
  6.14  Ηλιακός άνεμος  187
  6.15  Μοντέλο του Ήλιου  190
       
7.  Οι αστέρες 
  7.1  Παρατηρήσιμες ιδιότητες των αστέρων  192
    7.1.1  Αστρικές αποστάσεις  192
    7.1.2  Κίνηση των αστέρων  194
    7.1.3  Φωτεινότητα  196
    7.1.4  Μεγέθη των αστέρων  196
    7.1.5  Χρώματα των αστέρων και δείκτες χρώματος  199
    7.1.6  Θεροκρασία  201
    7.1.7  Αστρικά φάσματα  202
    7.1.8  Διάγραμμα HR  206
    7.1.9  Αστρικές μάζες – Διπλά συστήματα αστέρων  209
    7.1.10  Σχέση μάζας ‐ φωτεινότητας  212
  7.2  Δομή και εξέλιξη των αστέρων  213
    7.2.1  Γέννηση και δομή των αστέρων  214
    7.2.2  Παραγωγή ενέργειας στους αστέρες  216
    7.2.3  Μεταφορά ενέργειας  218
    7.2.4  Εκφυλισμένη ύλη  218
  7.3  Εξέλιξη αστέρων μικρής μάζας  219
  7.4  Εξέλιξη αστέρων μεγάλης μάζας  221
  7.5  Υπερκαινοφανείς  222
  7.6  Αστρικά σμήνη  226
  7.7  Αστρικά πτώματα  228
    7.7.1  Λευκοί νάνοι  228
 

    7.7.2  Αστέρες νετρονίων  229


    7.7.3  Μελανές οπές  230
  7.8  Μεσοαστρική ύλη  233
    7.8.1  Ουδέτερο μοριακό υδρογόνο  233
    7.8.2  Μοριακά νέφη  234
    7.8.3  Περιοχές ιονισμένου υδρογόνου (ΗΙΙ)  235
    7.8.4  Πλανητικά νεφελώματα  236
    7.8.5  Υπολείμματα υπερκαινοφανών  238
    7.8.6  Μεσοαστρική σκόνη  239
    7.8.7  Κοσμικές ακτίνες  242
  Παράρτημα Α : Υπολογισμός Αποστάσεων  243
  Παράρτημα Β : Πίνακες σταθερών και κοσμικές κλίμακες  249
       
       
       
       
       
       
       
       
       
       
       
       
       
       
 
 


 
Το γεωκεντρικό και 
ηλιοκεντρικό σύστημα 
 

1.1  Tο γεωκεντρικό σύστημα 
 
Οι  πρώτες  ανθρώπινες  προσπάθειες  ερμηνείας  του  ουρανού  χρονολογούνται  
γύρω στο 500 π.Χ. και έγιναν παράλληλα από διάφορους πολιτισμούς στην Ασία, 
Ινδία,  Αμερική  και  Μεσόγειο  από  την  οποία  και  προέρχονται  οι  κυριότερες  ιδέες 
της  σύγχρονης  αστρονομίας.  Οι  Βαβυλώνιοι  ήταν  οι  πρώτοι  που  κατέγραψαν  σε 
πίνακες πολλές από τις κυκλικές ουράνιες κινήσεις (1700 π.Χ.) και μέχρι το 200 π.Χ. 
μπόρεσαν  να  προβλέπουν  εκλείψεις  και  κινήσεις  πλανητών.  Η  πρώτη  όμως 
προσπάθεια επινόησης κοσμολογικών μοντέλων ερμηνείας του κόσμου μέσα από 
συστηματική  μελέτη  και  παρατήρηση  αποδίδεται  στους  Έλληνες  φιλόσοφους‐
επιστήμονες της Ιωνίας. Από το 570 π.Χ. ο Πυθαγόρας και η σχολή του ανέπτυξαν 
την ιδέα της περιγραφής του κόσμου με αριθμούς (γεωμετρία) και υιοθέτησαν την 
ιδέα  της  σφαιρικής  Γης.  Αναζητώντας  την  ερμηνεία  της  φαινόμενης  κίνησης  των 
πλανητών  στον νυχτερινό  ουρανό, υπέθεσαν ότι η Γη είναι ακίνητη και  αποτελεί  
το κέντρο του Σύμπαντος. Οι αστέρες βρίσκονταν μέσα σε μία ουράνια σφαίρα με 
κέντρο  τη  Γη  και    περιφέρονταν  γύρω  της  μαζί  με  τους  πλανήτες,  τη  Σελήνη  και 
τον Ήλιο.  
  Ένας  από  τους  ένθερμους  υποστηρικτές  αυτού  του  συστήματος  ήταν  ο 
Αριστοτέλης  (384‐322  π.Χ.)  ο  οποίος  εκθέτει  στο  φιλοσοφικό  έργο  του  «Περί 
Ουρανού» όχι μόνο τις αστρονομικές του απόψεις αλλά και τη γενική θεωρία για 
τα  τέσσερα  στοιχεία  των  σωμάτων:  τη  γη,  το  νερό,  τον  αέρα  και  το  «πυρ».  Ο 
Αριστοτέλης    υποστήριζε  ότι  εάν  η  Γη  κινείτο  θα  γινόταν  αντιληπτή  από  την 
κίνηση  του  εδάφους  ή  του  αέρα  και  από  την  αλλαγή  της  θέσης  των  κοντινών 

 
2     

αστέρων  (φαινόμενο  που  αργότερα  ονομάστηκε  παράλλαξη).  Στα  έργα  του 


επιπλέον  περιέχονται  ορθές  και  σαφείς  ερμηνείες  των  φάσεων  της  Σελήνης  και 
των  εκλείψεων  –  αν  και  η  ερμηνεία  τους  αποδίδεται  στον  προγενέστερό  του 
Αναξαγόρα (430 π.Χ.). Ο Αρίσταρχος ο Σάμιος (310‐230 π.Χ), ο τελευταίος από τους 
πυθαγόρειους  αστρονόμους,  συγκρίνοντας  το  μέγεθος  της  σκιάς  της  Γης  στη 
Σελήνη  κατά  τη  διάρκεια  των  εκλείψεων  υπολόγισε  τη  σχετική  διάμετρο  της 
Σελήνης (το ένα τέταρτο της γήινης). Εκατό χρόνια αργότερα ο Ερατοσθένης (276‐
196 π.Χ) βασιζόμενος σε παρατηρήσεις της θέσης του Ήλιου σε δύο διαφορετικούς 
τόπους, υπολόγισε με μια πρωτότυπη μαθηματική μέθοδο και με μεγάλη ακρίβεια 
την περίμετρο της Γης την οποία βρήκε ίση με  250 000 στάδια (περίπου 42 000 km, 
σε σχέση με την πραγματική τιμή 40 100 km). Γνωρίζοντας τη διάμετρο της Γης και 
το  σχετικό  μέγεθος  της  Σελήνης,  οι  αρχαίοι  Έλληνες  αστρονόμοι  υπολόγισαν  το 
μέγεθος της Σελήνης. 
      Ο  σημαντικότερος  των  αστρονόμων  της  αρχαιότητας  ήταν  ο  Ίππαρχος  ο 
οποίος επινόησε το πρώτο και ακριβέστερο για την εποχή του γεωμετρικό σύστημα 
περιγραφής των κινήσεων του Ήλιου και της Σελήνης με έκκεντρους κύκλους και 
επίκυκλους1.  Επιπλέον  συνέταξε  κατάλογο  850  αστέρων,  τη  θέση  των  οποίων 
προσδιόρισε με σύστημα συντεταγμένων  ανάλογο του γεωγραφικού πλάτους και 
μήκους  και  τους  κατέταξε  ανάλογα  με  τη  λαμπρότητά  τους  σε  μεγέθη.  Κατά  τη 
διάρκεια  των  παρατηρήσεων  των  αστέρων  και  συγκρίνοντας  τα  δεδομένα  του  με 
παλαιότερες  παρατηρήσεις  ανακάλυψε  ότι  η  διεύθυνση  του  άξονα  περιστροφής 
της  ουράνιας  σφαίρας  μεταβάλλεται  (φαινόμενο  που  ονομάζεται  μετάπτωση). 
Υπολόγισε με ακρίβεια την απόσταση της Σελήνης και το μέγεθός της καθώς και 
τη διάρκεια του έτους με ακρίβεια 6 λεπτών.  
  Ο  Κλαύδιος  Πτολεμαίος  (165‐85  π.Χ.)  ήταν  ο  τελευταίος  από  τους  Έλληνες 
αστρονόμους και μαθηματικούς της εποχής του ο οποίος βασιζόμενος στο έργο του 
πρώτου  θεωρητικού  αστρονόμου,  του  Απολλώνιου  πρότεινε  το  γεωκεντρικό 
σύστημα τροχιών και επικυκλίων που επικράτησε για τα επόμενα 1400 έτη (Σχήμα 
1.1).  Στο  γεωκεντρικό  σύστημα  η  Γη  θεωρείται  ως  το  κέντρο  του  ηλιακού 
συστήματος.  Η  Σελήνη,  οι  πλανήτες,  ο  Ήλιος  και  οι  αστέρες  περιφέρονται  γύρω 
από  την  ακίνητη  Γη  με  ομαλή  κυκλική  κίνηση,  συνιστούν  τον  ουρανό  ο  οποίος 
θεωρείται αιθέριος και αμετάβλητος.  
  Ο  Πτολεμαίος  επινόησε  μοντέλα,  παρατηρώντας  τις  κινήσεις  του  Ήλιου,  της 
Σελήνης  και  των  5  γνωστών  πλανητών  (Ερμή,  Αφροδίτης,  Άρη,  Δία  και  Κρόνου) 
στον  ουρανό  με  μεγάλη  ακρίβεια  προσπαθώντας  να  ερμηνεύσει  τη  φαινόμενη 

                                                      
1 Eπίκυκλος  ονομάζεται ένας κύκλος του οποίου το κέντρο κινείται έτσι ώστε να διαγράφει 

έναν άλλο μεγαλύτερο κύκλο που ονομάζεται «έκκεντρος». 

 
 

 
Σχήμα 1.1
Ο  Κλαύδιος  Πτολεμαίος  (αριστερά)  είχε  συγγράψει  αρκετές  πραγματείες,  εκ  των 
οποίων οι 3 έπαιξαν σημαντικότατο ρόλο στην μεταγενέστερη ευρωπαϊκή επιστήμη. Η 
πρώτη από αυτές, η «Αλμαγέστη» είχε αστρονομικό περιεχόμενο, η δεύτερη, η «Γεωγρα‐
φία» αφορούσε τη γεωγραφική γνώση του έως τότε κόσμου και η τρίτη, η «Τετράβιβλος» 
εφάρμοζε την αστρολογία στη φιλοσοφία του Αριστοτέλη. Το σύστημα των επικύκλων 
που  κατασκεύασε  προκειμένου  να  εξηγήσει  τις  πλανητικές  τροχιές  παρέμεινε  στην 
επικαιρότητα για περισσότερα από 1400 χρόνια. 

ανάδρομη  κίνηση  των  πλανητών  καθώς  και  τη  διαφορετική  τους  λαμπρότητα  σε 
όλη  τη  διάρκεια  του  έτους.  Θεώρησε  ότι  το  κάθε  σώμα  κινείται  σε  μία  μικρή 
κυκλική τροχιά (έναν επίκυκλο) το οποίο με τη σειρά του διέγραφε μία μεγαλύτερη 
κυκλική  τροχιά  (έκκεντρο)  γύρω  από  τη  Γη  (Σχήμα  1.1)  .  Αυτός  ο  συνδυασμός 
κινήσεων (όπως οι τροχοί στο εσωτερικό ενός ρολογιού) παρήγαγε μια τροχιά που 
έμοιαζε  με  την  παρατηρούμενη  μη  κυκλική  των  πλανητικών  τροχιών.  Προς  τιμή 
του  έχει  ονομαστεί  ο  φερώνυμος  κρατήρας  της  Σελήνης  και  του  Άρη.  Ο 
Πτολεμαίος  είχε  συστηματοποιήσει  όλη  τη  μαθηματική  και  αστρονομική  γνώση 
της εποχής του (από τους  Αλεξανδρινούς και Μεσαιωνικούς χρόνους , 2ος μ.Χ‐ 16ος  
μ.Χ αιώνας) καθώς και τη δική του συμβολή, σε ένα έργο 13 βιβλίων (159 π.Χ), το 
οποίο  μετριόφρονα  ονόμασε  Μαθηματική  Σύνταξις  και  αργότερα  Άραβες 
σχολαστικιστές  μετέφρασαν  στα  αραβικά  και  μετονόμασαν  σε  Almagest  (Μέγα 
Βιβλίοʺ  ή  ʺΗ  Μεγίστη  Σύνταξηʺ  ή  “Μεγίστη”).  Αυτή  η  εικόνα  του  γεωκεντρικού 
ηλιακού  συστήματος  ονομάστηκε  Πτολεμαϊκό  σύμπαν.  Για  τους  επόμενους  14 
αιώνες,  οι  μόνες  αξιόλογες  αστρονομικές  παρατηρήσεις  έγιναν  από  Κινέζους, 
Ινδούς  και  Άραβες  οι  οποίοι  μελέτησαν  τα  αρχεία  των  Ελλήνων  αστρονόμων  και 
συνέταξαν μεγάλους καταλόγους αστέρων και ανέπτυξαν ακριβή ημερολόγια. 
 
 

 
4     

1.2   Η ηλιοκεντρική υπόθεση  
 
Οι  ιδέες  του  γεωκεντρικού  σύμπαντος  επανήλθαν  στο  Μεσαίωνα  και  υιοθετή‐
θηκαν από φιλόσοφους – θεολόγους όπως ο Θωμάς Ακινάτης. Η ιδέα της Γης ως το 
κέντρο  δημιουργίας  μέσα  σε  μία  σφαίρα  που  ταυτίστηκε  με  τον  Χριστιανικό 
Ουρανό είχε ως αποτέλεσμα την ενίσχυση του χριστιανικού δόγματος και η εικόνα 
του Σύμπαντος δεν ήταν πλέον επιστημονικό ερώτημα. 
  Το  16ο  αιώνα  (μετά  από  σχεδόν  2000  έτη)  μια  νέα  ιδέα  προτάθηκε  από  τον 
Πολωνό  ιερωμένο  και  αστρονόμο  Nικόλαο  Κοπέρνικο  (1473‐1543) στο  βιβλίο  ʺDe 
Revolutionibus  Orbitum  Coelestium”  («Περί  περιφοράς  των  ουρανίων  σωμάτων») 
που  δημοσιεύτηκε  μετά  το  θάνατό  του,  η  οποία  έφερε  την  επανάσταση  και 
θεμελίωσε  το  ηλιοκεντρικό  σύστημα  με  τον  Ήλιο  στο  κέντρο  του  Σύμπαντος  και 
τη  Γη  να  περιφέρεται  γύρω  του  (στην  τρίτη  θέση  σε  σχέση  με  τους  άλλους 
πλανήτες). Σ΄ αυτό το σύστημα η Γη περιστρεφόταν γύρω από τον εαυτό της σε 24 
ώρες, η Σελήνη γύρω από τη Γη και οι αστέρες ήταν ακίνητοι αλλά με φαινόμενη 
κίνηση  εξαιτίας  της  γήινης  περιστροφής.  Αν  και  το  ηλιοκεντρικό  σύστημα  του 
Κοπέρνικου  αυτόματα  εξήγησε  τη  μεταβαλλόμενη  λαμπρότητα  των  πλανητών 
λόγω  της  μεταβαλλόμενης  απόστασής  τους  και  την  ανάδρομη  κίνησή  τους  με 
στοιχεία  γεωμετρίας  και  ταχύτερης  κίνησης  των  πλανητών  με  τις  μικρότερες 
τροχιές,  διατήρησε  την  ιδέα  της  κυκλικής  τροχιάς  και  χρησιμοποίησε  λιγότερους 

Σχήμα 1.2
Ο  Αριστοτέλης  (αριστερά)  γεννήθηκε  στη  Χαλκιδική  το  384  π.Χ.  Ήταν  φιλόσοφος,  μα‐
θητής του Πλάτωνα και δάσκαλος του Μεγάλου Αλεξάνδρου. Ο Νικόλαος Κοπέρνικος 
(κέντρο)  γεννήθηκε  στην  Πολωνία  το  1793.  Στην  ουσία  ήταν  ο  πρώτος  αστρονόμος  ο 
οποίος  κατασκεύασε  ένα  επιστημονικά  τεκμηριωμένο  ηλιοκεντρικό  σύστημα  το  οποίο 
εκθρόνισε τη Γη από το  κέντρο του σύμπαντος. Ο Αρίσταρχος ο Σάμιος  (δεξιά) ήταν ο 
πρώτος που συνέλαβε την ιδέα του ηλιοκεντρικού συστήματος, τοποθετώντας τον Ήλιο 
στο  κέντρο  του  σύμπαντος.  Οι  ιδέες  του  είχαν  απορριφθεί  για  περισσότερα  από  1  800 
χρόνια,  ώσπου  τις  αναβίωσε  αρχικά  ο  Κοπέρνικος  και  στη  συνέχεια  ο  Κέπλερ  και  ο 
Νεύτωνας. 

 
 

επίκυκλους από το Πτολεμαϊκό.  
  Οι  ιδέες  του  Κοπέρνικου  παρέμειναν  ασαφείς  για  τα  επόμενα  100  έτη.  Αλλά 
τον 17ο   αιώνα το έργο των Κέπλερ, Γαλιλαίου και Νεύτωνα θεμελίωσε το ηλιοκε‐
ντρικό  Σύμπαν  του  Κοπέρνικου  και  έφερε  την  επανάσταση  στην  αστρονομία  και 
στις φυσικές επιστήμες. 
  Θα  πρέπει  να  σημειωθεί  ότι  η  ιδέα  του  ηλιοκεντρικού  συστήματος  δεν  ήταν 
τόσο  καινούρια.  Είχε  προταθεί  το  200  π.Χ  από  τον  Αρίσταρχο  το  Σάμιο  (310‐230 
π.Χ.), τον τελευταίο από τους πυθαγόρειους αστρονόμους  (όπως μαρτυρείται από 
αναφορά  του  Αρχιμήδη  και  του  Πλούταρχου)  αλλά  δεν  είχε  επιβιώσει  λόγω  της 
αριστοτέλειας  επιρροής.  Για  τη  ριζοσπαστική  συμβολή  του  ο  Αρίσταρχος  αναφέ‐
ρεται ως «ο Κοπέρνικος της αρχαιότητας». 
  Σημαντικό  ρόλο στην ανάπτυξη της  σύγχρονης  αστρονομίας  του  Κοπέρνικου 
έπαιξε  η  ακριβής  καταγραφή  των  κινήσεων  των  σωμάτων  στην  ουράνια  σφαίρα, 
του Δανού Τycho Brahe (1546‐1601) ο οποίος πριν την ανακάλυψη του τηλεσκοπίου 
επινόησε  όργανα  που  του  επέτρεψαν  να  πραγματοποιήσει  μετρήσεις  μεγάλης 
ακρίβειας . Συγκεκριμένα: 
• Κατέγραψε  επακριβώς  τις  θέσεις  του  Άρη  και  τα  δεδομένα  του 
χρησιμοποιήθηκαν  αργότερα  από  τον  Κέπλερ  για  την  διατύπωση  των  νόμων 
της κίνησης των πλανητών. 
• Ανακάλυψε  έναν  υπερκαινοφανή  (έναν  «νέο»  αστέρα)  το  1572, 
αποδεικνύοντας ότι ήταν αστέρας του οποίου η λαμπρότητα μεταβλήθηκε σε 
18 μήνες και όχι κάποιο τοπικό γεγονός. 
• Μέτρησε με ακρίβεια την παράλλαξη του κομήτη του 1577 αποδεικνύοντας ότι 
είναι πιο μακρινό αντικείμενο από τη Σελήνη. 
• Πραγματοποίησε  τις  ακριβέστερες  μετρήσεις  της  παράλλαξης  των  αστέρων 
(μετρώντας μηδενική παράλλαξη) – αν και οδηγήθηκε σε λάθος συμπέρασμα. 
Ο  Tycho  (με  βάση  τις  μηδενικές  παραλλάξεις  των  αστέρων)  πρότεινε  ένα  ενδιά‐
μεσο μοντέλο του Σύμπαντος μεταξύ του Πτολεμαϊκού και του Κοπερνίκειου όπου 
η  Γη  βρισκόταν  στο  κέντρο  αλλά  οι  υπόλοιποι  πλανήτες  περιφερόταν  γύρω  από 
τον Ήλιο καθώς ο Ήλιος περιφερόταν γύρω από τη Γη.  
  Το  Κοπερνίκειο  σύστημα  με  τους  30  περίπου  επίκυκλους  κίνησης  των 
πλανητών  αντικατέστησαν  οι  τρεις  νόμοι  που  διατύπωσε  ο  βοηθός  του  Brahe,  ο 
Γερμανός  Johannes  Kepler    (1571‐1630)  στην  προσπάθειά  του  να  ερμηνεύσει  την 
κίνηση  του  Άρη.  Οι  νόμοι  του  Kepler  όχι  μόνο  περιγράφουν  με  μεγάλη  ακρίβεια 
μέχρι  σήμερα  τις  κινήσεις  των  πλανητικών  συστημάτων  και  των  διπλών 
συστημάτων των αστέρων αλλά σηματοδότησαν και την έναρξη μιας νέας εποχής 
όπου η επιστήμη άρχισε να περιγράφει τη φύση με μαθηματική ακρίβεια. 
 

 
6     

Πρώτος Νόμος Του Kepler 
 
Σύμφωνα με τον πρώτο νόμο η τροχιά κάθε πλανήτη είναι επίπεδη ελλειπτική με 
τον Ήλιο τοποθετημένο σε μία από τις εστίες της ελλείψεως  (S, S’) όπως φαίνεται 
στο Σχήμα  1.3 όπου  έχουν σημειωθεί  ο  μεγάλος  ημιάξονας  α  και  η  απόσταση  CS 
του κέντρου  C από την εστία  S  που καταλαμβάνει ο Ήλιος. Την ελλειπτική τροχιά 
του  πλανήτη  χαρακτηρίζουν  δύο  παράμετροι:  ο  μεγάλος  ημιάξονας  a  που 
καθορίζει το μέγεθος της τροχιάς και η εκκεντρότητα e που ορίζεται από τη σχέση  
 
CS
e=  
a
 
όπως καθορίζεται από το Σχήμα 1.3. Η εκκεντρότητα είναι μικρότερη της μονάδας  
για ελλειπτικές τροχιές και καθορίζει το πόσο πεπλατυσμένη είναι μία έλλειψη ή 
αλλιώς  το  πόσο  αποκλίνει  από  τον  κύκλο  (για  τον  οποίο  είναι  e = 0 ).  (Όταν  ο 
Νεύτων ανακάλυψε το νόμο της βαρύτητας, οι ελλειπτικές τροχιές προέκυψαν ως 
μαθηματικό αποτέλεσμα του νόμου του αντιστρόφου τετραγώνου της απόστασης 
που ακολουθεί η βαρυτική δύναμη). 
 
Δεύτερος Νόμος Του Kepler 
 
Σύμφωνα  με  τον  δεύτερο  νόμο  η  επιβατική  ακτίνα,  η  υποθετική  δηλαδή  ευθεία 
που  συνδέει  τον  Ήλιο  με  τον  εκάστοτε  πλανήτη,  διαγράφει  κατά  τη  διάρκεια  της 
κινήσεως του πλανήτη γύρω από τον Ήλιο ίσα εμβαδά σε ίσα χρονικά διαστήματα 
όπως φαίνεται στο σχήμα 1.3. Αυτός ο σταθερός ρυθμός με τον οποίο διαγράφεται 
η  παραπάνω  επιφάνεια  είναι  διαφορετικός  για  κάθε  πλανήτη.  Από  τον  δεύτερο 
νόμο  προκύπτει  ότι  η  ταχύτητα  κάθε  πλανήτη  δεν  είναι  σταθερή  σε  κάθε  σημείο 
της τροχιάς του. Γίνεται μέγιστη στο  περιήλιο, στο πιο κοντινό δηλαδή στον Ήλιο 
σημείο της τροχιάς του και  ελάχιστη στο  αφήλιο, στο πιο μακρινό. Η Γη βρίσκεται 
στο  περιήλιο  της  τροχιάς  της  περίπου  στις  2  Ιανουαρίου  κάθε  έτους  (η  σχεδόν 
σύμπτωση με την αρχή του ημερολογιακού έτους είναι τυχαία). 
 
Τρίτος Νόμος Του Kepler 
 
Σύμφωνα με τον τρίτο νόμο (ο οποίος δημοσιεύτηκε μετά από εννέα έτη από τους 
άλλους  δύο)  τα  τετράγωνα  των  περιόδων  P  περιφοράς  των  πλανητών  γύρω  από 
τον  Ήλιο  είναι  ανάλογα  των  τρίτων  δυνάμεων  των  μεγάλων  ημιαξόνων  a  των 
τροχιών τους δηλαδή  
 

 
 

 
 

 
Σχήμα 1.3
Επάνω: Το  μνημείο  των  Tycho  Brahe και  Johannes  Kepler  στην  Πράγα.  Ο  Brahe,  γεννή‐
θηκε στη Δανία το 1546 και έγινε ιδιαίτερα γνωστός για τις ακριβείς αστρονομικές πα‐
ρατηρήσεις που πραγματοποίησε. Ο Kepler γεννήθηκε στη Γερμανία το 1571 και υπήρξε 
βοηθός του Brahe. 
Κάτω Αριστερά: Οι ελλειπτικές τροχιές των πλανητών σύμφωνα με τον πρώτο νόμο του 
Kepler, e είναι η εκκεντρότητα, a ο μεγάλος και b ο μικρός ημιάξονας της έλλειψης, με 
b2=a2(1 ‐ e2 )  
Κάτω Δεξιά: Σχηματική αναπαράσταση του δεύτερου νόμου του Κepler. 

P2
= σταθερό  
a3
 
ή για δύο πλανήτες  
 
⎛ P1 ⎞⎟ ⎛ a1 ⎞⎟
2 3
⎜⎜ ⎟ = ⎜⎜ ⎟  
⎜⎝ P2 ⎠⎟⎟ ⎝⎜ a2 ⎠⎟⎟
 
Αυτό  σημαίνει  ότι  όσο  πιο  μακριά  είναι  ένας  πλανήτης  από  τον  Ήλιο  τόσο 
περισσότερο  χρόνο  κάνει  για  να  ολοκληρώσει  μία  περιφορά  στην  τροχιά  του.  Για 

 
8     

τη  Γη  a  = 1  AU  (όπου  ΑU  είναι  η  αστρονομική  μονάδα)  και  P = 1  έτος,  άρα  η 
σταθερά σ΄ αυτές τις μονάδες είναι 1 οπότε ο 3ος νόμος εκφράζεται ως  
 
(περίοδος σε έτη) = (απόσταση σε AU)  
2 3

 
απ΄  όπου  μπορεί  να  υπολογιστεί  η  «ακτίνα»  της  τροχιάς  ενός  πλανήτη  (ή  ενός 
άλλου σώματος) ή η περίοδος περιστροφής του. 
 
O Γαλιλαίος (1564 ‐1642) ήταν ο πρώτος που παρείχε σημαντικά στοιχεία που 
υποστήριζαν  το  ηλιοκεντρικό  σύστημα.  Με  το  πρωτοπόρο  του  τηλεσκόπιο  έκανε 
πολλές παρατηρήσεις και ανακάλυψε : 
• Όρη και ηφαίστεια στη Σελήνη. 
• Κινούμενες ηλιακές κηλίδες στον Ήλιο. 
• Μεμονωμένους αστέρες μέσα στο Γαλαξία μας. 
• Φάσεις της Αφροδίτης όπως αυτές της Σελήνης. 
• 4 «φεγγάρια» του Δία (δορυφόροι του Γαλιλαίου). 
Η  παρατήρηση  των  φάσεων  της  Αφροδίτης  ήταν  και  η  πιο  σημαντική  απόδειξη 
υπέρ του ηλιοκεντρικού συστήματος.  
  Στο σχήμα 1.4, παριστάνεται η Αφροδίτη όπως θα φαινόταν στο ηλιοκεντρικό 
(αριστερά)  και  στο  γεωκεντρικό  σύστημα  (δεξιά).  Η  γραμμοσκιασμένη  πλευρά 
κάθε  κύκλου  (εικόνα  της  Αφροδίτης  στις  θέσεις  1‐12)  παριστάνει  την  προς  τον 
Ήλιο  πλευρά  ενώ  η  πάνω  σειρά  παριστάνει  την  Αφροδίτη  όπως  φαίνεται  από  τη 
Γη  για  τις  δώδεκα  θέσεις  της.  Όπως  φαίνεται  στο  γεωκεντρικό  μοντέλο  επειδή  η 
Αφροδίτη κινείται πάνω σε επίκυκλο και βρίσκεται πάντα πλησιέστερα στη Γη απ΄ 
ότι στον Ήλιο (δεν περνά ποτέ πίσω από τον Ήλιο), δεν μπορεί ποτέ να φωτίζεται 
πλήρως  κι  άρα  να  παρατηρείται  σε  «πλήρη»  φάση  εκτός  από  ημικύκλιο,  σε 
αντίθεση με τις παρατηρήσεις.  
    Πέρα όμως από τις πολυάριθμες εφευρέσεις του, ο Γαλιλαίος διατύπωσε τους 
πρώτους  ακριβείς  νόμους  κίνησης  των  σωμάτων  μετρώντας  ότι  όλα  τα  σώματα 
επιταχύνονται  με  τον  ίδιο  ρυθμό  ανεξαρτήτως  της  μάζας  τους,  ανοίγοντας  το 
δρόμο  για  τη  μηχανική  του  Νεύτωνα.  Αναλυτικότερα  διεύρυνε  την  έννοια  της 
κίνησης  εισάγοντας  τον  όρο  της  ταχύτητας  μέσα  από  πειράματα  με  κεκλιμένα 
επίπεδα,  εισήγαγε  την  ιδέα  της  δύναμης  ως  αίτιο  της  κίνησης  καθώς  και  την 
έννοια της «αδράνειας» που έκανε τα σώματα να αντιστέκονται στην αλλαγή της 
κατάστασής  τους.  Για  τις  ριζοσπαστικές  για  την  εποχή  του  ιδέες  δικάστηκε  από 
την  Εκκλησία  και  περιορίστηκε  σε  κατ΄οίκο  φυλάκιση  (1632)  μέχρι  το  θάνατό  του 
ενώ  τo  έργο  του  “Dialogo  dei  Massimi  Sistemi”,  (“Διάλογος  περί  των  δύο  κύριων 
κοσμικών συστημάτων”) μπήκε στη λίστα των απαγορευμένων έργων μαζί με το 

 
 

    
1     2     3      4     5      6      7     8      9     10   11   12 
 
  1     2     3      4     5      6      7     8     9     10    11   12 

  1
 2   12 
 11 
 3 
   1 
 2   12    4    10 
 11 
 3   5  9 
  4    10    6    8 
  7 
 5  9 
  6    8 
  7

   
Σχήμα 1.4
Οι  φάσεις  της  Αφροδίτης  στο  ηλιοκεντρικό  (αριστερά)  και  στο  γεωκεντρικό  σύστημα 
(δεξιά).  Όπως  φαίνεται,  στο  γεωκεντρικό  σύστημα  η  Αφροδίτη  δεν  μπορεί  να  έχει 
φωτισμένο παρά ένα μόνο μέρος του δίσκου της. Το ποσοστό του δίσκου που φωτίζεται 
εξαρτάται  από  τις  σχετικές  θέσεις  μεταξύ  Γης,  Αφροδίτης  και  Ήλιου  και  σε  καμία 
περίπτωση δεν μπορεί να ξεπερνά το 50%. 

“De  Revolotionibus”  του  Κοπέρνικου  και  τη  «Νέα  Αστρονομία»  του  Kepler  ,  όπου 
και παρέμειναν έως το 1835. 
  Ενώ  η  Εκκλησία  του  17ου  αιώνα  υποστήριζε  το  γεωκεντρικό  Σύμπαν,  οι 
περισσότεροι επιστήμονες ήταν υπέρμαχοι του ηλιοκεντρικού. Εν τούτοις οι νόμοι 
του  Kepler  αν  και  παρείχαν  την  πρώτη  επιτυχή  κινηματική  περιγραφή  των 
πλανητικών  τροχιών  ήταν  εμπειρικοί  και  χρειαζόταν  μία  θεωρία  για  να  τους 
ερμηνεύσει,  να  εξηγήσει  δηλαδή  ποια  δύναμη  κρατούσε  τους  πλανήτες  στις 
καμπύλες  τροχιές  τους.  Ο  Ισαάκ  Νεύτων  (1642‐1727)  γεννήθηκε  τη  χρονιά  που 
πέθανε  ο  Γαλιλαίος  και  ασχολήθηκε  με  τη  μηχανική  και  την  οπτική  αν  και  δεν 
δημοσίευσε  πολλές  από  τις  ανακαλύψεις  του  παρά  μετά  από  τη  δημοσίευση τους 
από άλλους επιστήμονες. Βασιζόμενος στο έργο του Γαλιλαίου διατύπωσε το 1687 
στο  έργο  του  «Philosophiae  Naturalis  Principia  Mathematica”  γνωστό  απλώς  ως 
«Principia» τους τρεις θεμελιώδεις νόμους της μηχανικής που ερμηνεύουν και την 
πλανητική κίνηση.  
1. Ένα  σώμα  θα  συνεχίσει  να  κινείται  σε  ευθεία  γραμμή  με  σταθερή  ταχύτητα 
εκτός  εάν  ασκηθεί  πάνω  του  μια  εξωτερική  μη  μηδενική  δύναμη  (νόμος  της 
αδράνειας) 
2. Η δύναμη  παράγει επιτάχυνση  ( a ) με μέτρο που εξαρτάται από τη μάζα του 
σώματος  
F = ma  

 
10     

Σχήμα 1.5
Ο  Γαλιλαίος  (αριστερά)  γεννήθηκε  το  1564  στην  Ιταλία.  Ένα  από  τα  επιτεύγματά  του 
ήταν  η  εφαρμογή  και  βελτιστοποίηση  του  τηλεσκοπίου  με  το  οποίο  πραγματοποίησε 
μία σειρά αστρονομικών παρατηρήσεων οι οποίες στήριζαν τις θεωρίες του Κοπέρνικου. 
Ο Ισαάκ Νεύτωνας γεν‐νήθηκε στην Αγγλία το 1643. Στις εργασίες του περιέγραψε την 
παγκόσμια  βαρύτητα  διατυπώνοντας  τους  γνωστούς  νόμους  της  κίνησης 
θεμελιώνοντας  στην  ουσία  την  κλασική  μηχανική,  ενώ  παράλληλα  επιβεβαίωσε  τις 
θεωρίες περί ηλιοκεντρικού συστήματος. 

3. Εάν  μία  δύναμη  ασκηθεί  σε  ένα  σώμα  τότε  και  το  σώμα  θα  ασκήσει  ίση  και 
αντίθετη δύναμη στο αίτιο της δύναμης. 
Παρατηρώντας  ότι  η  δύναμη  από  τον  Ήλιο    είναι  ίση  και  αντίθετη  με  αυτήν  της 
Γης – Ηλίου απέδειξε ότι μόνο εάν η δύναμη ελαττώνεται καθώς το τετράγωνο της 
μεταξύ τους απόστασης αυξάνει, προκύπτουν οι ελλειπτικές τροχιές του Kepler.  
  Αν και ο Γαλιλαίος ήταν ο πρώτος που παρατήρησε ότι τα σώματα «έλκονται» 
προς  το  κέντρο  της  Γης,  ο  Νεύτωνας  έδειξε  ότι  η  ίδια  δύναμη  (βαρύτητα)  ήταν 
υπεύθυνη για τις τροχιές των πλανητών στο ηλιακό σύστημα, διατυπώνοντας τον 
Παγκόσμιο  νόμο  της  βαρύτητας  σύμφωνα  με  τον  οποίο  όλα  τα  σώματα  στο 
Σύμπαν και έλκονται μεταξύ τους με μια δύναμη ανάλογη των μαζών τους  M  και 
m κι αντιστρόφως ανάλογή της απόστασής τους r.  
 
Mm
F = −G ˆr  
r2
 
−11 −2
όπου  G = 6.67 ×10 N ⋅ m ⋅ kg
2
 η σταθερά της βαρύτητας. 
  Η δύναμη της βαρύτητας μεταξύ των πλανητών και του Ήλιου είναι αυτή που 
συγκρατεί  τους  πλανήτες  στις  τροχιές  τους  και  κατευθύνεται  προς  το  κέντρο  της 
τροχιάς.  Εάν  η  δύναμη  της  βαρύτητας  είναι  ελκτική  πώς  μια  τροχιά  διατηρείται 
σταθερή  ή  εύλογα  γιατί  η  Σελήνη  δεν  πέφτει  πάνω  στη  Γη  ή  η  Γη  στον  Ήλιο;  Η 

 
 

 
Σχήμα 1.6
Πάνω: Η τροχιά της Σελήνης λόγω της βαρύτητας της Γης και της αδράνειας. 
Κάτω: Ένα βαρυτικό σύστημα δύο σωμάτων (εδώ της Γης και της Σελήνης). 

διατήρηση  μιας  τροχιάς  είναι  το  αποτέλεσμα  της  ισορροπίας  μεταξύ  των 
αδρανειακών  και  των  βαρυτικών  δυνάμεων.  Αυτό  σημαίνει  ότι  η  Σελήνη  καθώς 
κινείται  στην  τροχιά  της  κάθε  1  sec  «πέφτει»  προς  τη  Γη  κατά  0.14  cm  λόγω  της 
επιτάχυνσης της βαρύτητας. Λόγω όμως της καμπυλότητας της Γης, το έδαφος της 
Γης κάτω από τη Σελήνη έχει «πέσει» κατά την ίδια απόσταση (0.14   cm/sec) κι άρα 
η  Σελήνη  παραμένει  στην  ίδια  απόσταση  από  τη  Γη  δηλαδή  στην  τροχιά  της 
(Σχήμα 1.6). 
Στην  επιφάνεια  ενός  πλανήτη  ή  ενός  δορυφόρου  η  βαρυτική  δύναμη  που 
ασκείται σε ένα σώμα μάζας  m αποτελεί και το βάρος του σώματος και προκύπτει 
ως  συνέπεια  του  νόμου  της  βαρύτητας  από  το  γινόμενο  της  μάζας  του  επί  την 
επιτάχυνση της βαρύτητας του  g ( g = GM / R 2 , όπου  R η ακτίνα και  Μ η μάζα του 
πλανήτη ή του δορυφόρου) η οποία στην επιφάνεια της Γης έχει μετρηθεί ως  9.81 
m / sec 2 . Έτσι ένα σώμα μάζας  m στην Γη και στη Σελήνη, θα έχει βάρος μικρότερο 
στη Σελήνη γιατί η επιτάχυνση της βαρύτητας εκεί είναι 6 φορές μικρότερη απ΄ ότι 
στην επιφάνεια της Γης. 
  Επιπλέον  ο  Νεύτων  παρατήρησε  ότι  στο  σύστημα  Ήλιος  –  πλανήτης  που 
απέχουν απόσταση  d, ο πλανήτης δεν περιφέρεται γύρω από έναν στατικό Ήλιο ο 
οποίος βρισκόταν στην προνομιακή θέση του Kepler, αλλά και οι δύο περιφέρονται 
γύρω  από  ένα  κοινό  σημείο,  το  κέντρο  μάζας  του  συστήματος  το  οποίο  απέχει 

 
12     

αποστάσεις  d1 και  d 2 από τις μάζες  m1 ,m2 αντίστοιχα (Σχήμα 1.6) και για το οποίο 


ισχύει 
m1d1 + m2 d2 = (m1 + m2 ) dκμ  όπου   d1 + d2 = d  
Στο σύστημα του κέντρου μάζας  dκμ = 0  οπότε 
  m1d1 + m2 d2 = 0
m1 d
=− 2
m2 d1
 
Δηλαδή  οι  αποστάσεις  d1 ,  d2 άρα  και  d  μεταβάλλονται  αλλά  ο  λόγος  τους 
παραμένει  σταθερός.  Άρα  σύμφωνα  με  τον  αναθεωρημένο  πρώτοο  νόμο  του 
Kepler : 
Κάθε  πλανήτης  κινείται  σε  ελλειπτική  τροχιά,  με  το  κέντρο  μάζας    στη  μία 
εστία της. 
Ο δεύτερος νόμος του Kepler προκύπτει από την αρχή διατήρησης της στροφορμής 
των  δύο  σωμάτων.  Εάν  θεωρήσουμε  ένα  μικρό  τμήμα  της  επιφάνειας  της 
ελλεπτικής τροχιάς dA που διαγράφει το σώμα σε χρόνο dt.  
 
 
 
 
 
1
dA = (r )(r dθ )  
2
 
με ρυθμό  
dA 1 dθ 1
= (r )(r ) = rυθ  
dt 2 dt 2
ή εισάγοντας την στροφορμή 
r r r
L = m(rxυ ) = mrυθ  
Οπότε ο ρυθμός του ισούται με  
dA 1 L
=  
dt 2 m
Δηλαδή ο ρυθμός με τον οποίο ένα σώμα διαγράφει την επιφάνεια στην τροχιά 
του  είναι  ίσος  με  το  ήμισυ  της  στροφορμής  του  διά  της  μάζας  του  (ειδική 
στροφορμή) ή η στροφορμή διατηρείται. 
Εξετάζοντας  την  κυκλική  κίνηση  των  δύο  σωμάτων  στο  σύστημα  του  κέντρου 
μάζας, η δύναμη της βαρύτητας στο σώμα 2 ενεργεί ως κεντρομόλος και άρα . 
m1m2 m2υ12
F =G =  
d2 d2

 
 

αλλά  
2π d 2
υ2 =  
P
οπότε  
m1 4π 2 d 2
G 2 =  
d P2
Αλλά από τον ορισμό του κέντρου μάζας 
m1 m m1
d2 = d1 = 1 (d − d2 ) = d . 
m2 m2 m1 + m2
Αντικαθιστώντας προκύπτει  
m1 4π 2 m1
G = 2 d 
d2 P m1 + m2
Οπότε  
2 4π 2
P = d3  
G ( m1 + m 2 )
Η  παραπάνω  έκφραση  αποτελεί  και  την  αναθεωρημένη  μορφή  του  τρίτου 
νόμου του Kepler  
Στην περίπτωση που η μία μάζα είναι πολύ μεγαλύτερη από την άλλη (όπως στην 
m1
περίπτωση Ήλιου και ενός πλανήτη)  m2 >> m1 , τότε  d2 = d1 ∼ 0  
m2
ο  νόμος  μεταπίπτει  στην  αρχική  μορφή  του.  Αυτή  είναι  και  η  περίπτωση  του 
ηλιακού  συστήματος  όπου  το  κέντρο  μάζας  συμπίπτει  με  το  κέντρο  του  σώματος 
με τη μεγαλύτερη μάζα δηλαδή του Ήλιου.γιʹ αυτό και ο αρχικός νόμος του Kepler 
δίνει σωστά αποτελέσματα. Στην περίπτωση όμως που οι μάζες των δύο σωμάτων 
είναι περίπου ίσες όπως συμβαίνει στα διπλά συστήματα αστέρων η αναθεώρηση 
του  νόμου  του  Kepler  είναι  σημαντική  και  θα  πρέπει  να  χρησιμοποιείται  η 
τροποποιημένη μορφή του.  
  Η  μαθηματική  διατύπωση  του  δυναμικού  μοντέλου  του  ηλιακού  συστήματος 
του Νεύτωνα θεμελίωσε την επιστήμη της ουράνιας μηχανικής. Το 1650‐1700 με τη 
βελτίωση  των  τηλεσκοπίων  προσδιορίσθηκαν  με  μεγαλύτερη  ακρίβεια  οι  θέσεις 
των  πλανητών,  το  1780  ο  Herschel  ανακάλυψε  τυχαία  τον  πλανήτη  Ουρανό 
επιβεβαιώνοντας  την  θεωρία  της  βαρύτητας  ενώ  το  1845  με  βάση  τις  διαταραχές 
της  κίνησης  του  Ουρανού  προβλέφθηκε  η  θέση  ενός  νέου  πλανήτη  ,  του 
Ποσειδώνα, ανεξάρτητα από τoυς Adam και Leverrier. Φαινόμενα που οφείλονται 
στις  βαρύτητα  είναι  οι  παλίρροιες  ,  η  μετάπτωση  του  άξονα  της  Γης,  τα  σημεία 
Lagrange, η ύπαρξη των δακτυλίων του Κρόνου κ.α 
  Η  Νευτώνεια  μηχανική  παρέμεινε  αδιαμφισβήτη    μέχρι  την  εισαγωγή  της 
Ειδικής    Θεωρίας  της  Σχετικότητας  (1905)  από  τον  Αϊνστάιν  (1879‐1955)  με  την 
οποία  έδειξε  ότι  οι  τρεις  νόμοι  του  Νεύτωνα  είχαν  ισχύ  κάτω  από  ορισμένες 

 
14     

συνθήκες – όταν οι ταχύτητες των σωμάτων δεν προσεγγίζουν την ταχύτητα του 
φωτός  και  αργότερα  με  τη  διατύπωση  της  Γενικής  Θεωρίας  της  Σχετικότητας 
(1915) με την οποία έδειξε ότι ο νόμος της Παγκόσμιας Έλξης δεν ισχύει παρουσία 
ισχυρών βαρυτικών πεδίων.  

 
Σχήμα 1.7
Ο  Albert  Einstein  γεννήθηκε  το  1879  στη  Γερμανία  και  ασχολήθηκε  με  τη  θεωρητική 
Φυσική. Έγινε ιδιαίτερα γνωστός για τη Θεωρία της Σχετικότητας την οποία διατύπωσε 
και  ιδιαίτερα  για  τη  σχέση  ισοδυναμίας  μάζας  –  ενέργειας  .  Το  1921  τιμήθηκε 
με  βραβείο  Νόμπελ  Φυσικής  για  την  ανακάλυψη  και  περιγραφή  του  φωτοηλεκτρικού 
φαινομένου. 

 
1.3  Παλίρροιες 
 
Μία από τις συνέπειες του νόμου της βαρύτητας είναι η δημιουργία παλιρροιών. Οι 
παλιρροϊκές δυνάμεις στη Γη λόγω της βαρυτικής έλξης της Σελήνης (ή του Ήλιου) 
είναι  διαφορικές  βαρυτιακές  δυνάμεις  δηλαδή  προέρχονται  από  τη  διαφορά  των 
βαρυτικών δυνάμεων που ασκούνται στα διάφορα σημεία της επιφάνειας της Γης 
σε  σχέση  με  το  κέντρο  της,  αυξανομένης  της  απόστασης  από  τη  Σελήνη  (ή  τον 
Ήλιο).  Αυτές  επηρεάζουν  τη  Γη  πρώτον  γιατί  δεν  είναι  στερεή  και  ένα  μεγάλο 
μέρος  της  επιφάνειάς  της  καλύπτεται  από  νερό  και  δεύτερον  γιατί  είναι  τόσο 
μεγάλες που ουσιαστικά την «παραμορφώνουν». Όπως φαίνεται στο σχήμα 1.8 οι 
βαρυτικές  δυνάμεις  που  ασκούνται  σε  ένα  σώμα  μάζας  m  που  βρίσκεται  σε 
αποστάσεις   από ένα σώμα μάζας Μ είναι    όπου 
Mm
F = −G 2 ˆr
r . 

 
15 
 

και   είναι το μοναδιαίο διάνυσμα που έχει φορά από το σώμα Μ  προς  το σώμα 


μάζας  m.  Η  παλιρροιακή  δύναμη  σε  κάποιο  σημείο    της  επιφάνειας  της  Γης  
υπολογίζεται από τη διανυσματική διαφορά της βαρυτικής έλξης την οποία ασκεί 
η Σελήνη σε μια στοιχειώδη μάζα m στο εν λόγω σημείο, και της βαρυτικής έλξης 
που  θα  ασκούσε  στην  ίδια  μάζα  εάν  αυτή  βρισκόταν  στο  κέντρο  της  Γης.  
Μπορούμε  να  αποδείξουμε  ότι  σε  κάθε  σημείο  η  παλιρροϊκή  δύναμη  ισούται  με 
r r
r mM ⎡ r r rκμ ⋅ R ⎤
Fπαλ ≈ −G r 3 ⎢ R − 3rκμ ⎥ 
rκμ ⎣⎢ rκμ 2 ⎦⎥
δηλαδή  για  τα  αντιδιαμετρικά  σημεία  στα  δύο  άκρα  του  ισημερινού  οι  δυνάμεις 
r
είναι  ίσες  και  έχουν  την  ίδια  φορά  με  το  R   δηλαδή  κάθετα  προς  το  εξωτερικό 
r mM r
μέρος της Γης:   Fπαλ =2 R 
rκμ 3
r
ενώ στους πόλους είναι ίσες και έχουν αντίθετη φορά με το R  δηλαδή κάθετα προς 
το εσωτερικό μέρος της Γης  
r mM r
Fπαλ ≈ −G r 3 R  
rκμ
  Δηλαδή το μέτρο των παλιρροϊκών δυνάμεων είναι αντιστρόφως ανάλογο με τον 
κύβο  της  απόστασης  μεταξύ  των  κέντρων  μαζών  των  δύο  σωμάτων  M  και  m.  Η 
διαφορά μεταξύ των παραπάνω επιταχύνσεων (βαρυτικών δυνάμεων ανά μονάδα 
μάζας)  στο  κέντρο  και  στα  δύο  άκρα  του  ισημερινού,  σε  συνδυασμό  με  την 
φυγόκεντρο  και  τη  βαρυτική  δύναμη  σε  κάποιο  τυχαίο  σημείο  προκαλεί  τη 
δημιουργία δύο προεξοχών στα δύο αντιδιαμετρικά σημεία των ωκεανών της  Γης 
στον ισημερινό και την ροή του ύδατος από τα δύο ημισφαίρια προς τον ισημερινό. 
Καθώς  η  Γη  περιστρέφεται  γύρω  από  τον  άξονά  της  η  στερεή  επιφάνειά  της 
περιστρέφεται κάτω από αυτές τις υδάτινες προεξοχές των ωκεανών. Κατ΄ αυτόν 
τον  τρόπο  πρακτικά  για  κάθε  σημείο  της  επιφάνειας  της  Γης  το  οποίο  είναι 
παραθαλάσσιο τα νερά ανυψώνονται (πλημμυρίς) όταν το γήινο σημείο βρίσκεται 
προς  τη  διεύθυνση  της  Σελήνης,  γεγονός  το  οποίο  συμβαίνει  κάθε  12  ώρες  και 
κατεβαίνουν  (άμπωτις)  όταν  το  γήινο  σημείο  βρίσκεται  σε  διεύθυνση  κάθετη  με 
την πρώτη, επίσης κάθε 12 ώρες δηλαδή δημιουργούνται δύο παλίρροιες μέσα στο 
24ωρο.  Οι  παλίρροιες  αυτές  ενισχύονται  επιπλέον  από  τις  παλιρροϊκές  δυνάμεις 
του  Ήλιου  (40%  των  δυνάμεων  της  Σελήνης)  κατά  τη  νέα  Σελήνη  και  την 
Πανσέληνο (Γη – Ήλιος – Σελήνη στην ίδια ευθεία) και έχουν το μέγιστο ύψος ενώ 
όταν  ο  Ήλιος  και  Σελήνη  σχηματίζουν  ορθή  γωνία  (κατά  το  πρώτο  και  το  τρίτο 
τέταρτο) οι παρατηρούμενες παλίρροιες έχουν το μικρότερο ύψος (Σχήμα 1.10).  
     Η  παραπάνω  ανάλυση  αποτελεί  φυσικά  μία  πρώτη  προσεγγιστική  ερμηνεία 
του φαινομένου και προκειμένου να προβλεφθεί η ακριβής ώρα και η διάρκεια της 
παλίρροιας σ΄έναν τόπο θα πρέπει να ληφθούν υπόψη και άλλοι παράγοντες που 
περιπλέκουν  το  πρόβλημα  όπως  η  μορφολογία  της  γήινης  επιφάνειας  που 

 
16     

αποτελεί  εμπόδιο  στη  ροή  των  υδάτων,  η  τριβή  μεταξύ  των  ωκεανών  και  των 
πυθμένων τους, η περιστροφή της Γης, το μεταβαλλόμενο βάθος των ωκεανών, οι 
άνεμοι κ.λ.π. 
        Επιπλέον  η  παλίρροια  δεν  επηρεάζει  μόνο  τη  ροή  των  ωκεανών  αλλά  και  το 
στέρεο υλικό της Γης με αποτέλεσμα το σχήμα της να γίνεται ελλειψοειδές και στο 
σύνολό της να ανυψώνεται και να κατέρχεται κατά  300  mm δύο φορές την ημέρα. 
Αυτή η κίνηση γίνεται με απώλειες λόγω τριβής οι οποίες αναπληρώνονται από τη 
μηχανική ενέργεια του συστήματος Γη ‐ Σελήνη.       

Μ 

Σχήμα 1.8
Οι παλιρροϊκές δυνάμεις που ασκούνται από ένα σώμα μάζας  m σε ένα άλλο μάζας Μ 
που βρίσκεται σε απόσταση rcm. Όπως φαίνεται, η δύναμη F2 που ασκείται από το σώμα 
μάζας m στην κοντινή πλευρά του σώματος μάζας Μ, είναι μεγαλύτερη από τη δύναμη 
που  ασκείται  σε  οποιοδήποτε  άλλο  σημείο,  ενώ  η  F1  που  ασκείται  στο  πιο 
απομακρυσμένο σημείο είναι η μικρότερη. 

Πάντως επειδή οι ωκεανοί δεν ακολουθούν αυτόματα την περιστροφή της Γης, οι 
παλιρροϊκές  προεξοχές  δεν  βρίσκονται  στην  ίδια  ευθεία  Γης  ‐  Σελήνης  (όπως  θα 
συνέβαινε αν η Γη ήταν ακίνητη) αλλά ο άξονας που τους ενώνει προηγείται της 
Σελήνης  με  αποτέλεσμα  την  δημιουργία  ροπής  που  τείνει  να  επιβραδύνει  την 
περιστροφή  της  Γης  γύρω  από  τον  άξονά  της  (γεγονός  που  ενισχύεται 
επιπρόσθετα  και  από  τη  δράση  των  παλιρροϊκών  δυνάμεων  του  Ήλιου).  Όπως 
φαίνεται  στο  σχήμα  1.9.  Αστρονομικές  μετρήσεις  έχουν  δείξει  ότι  η  περίοδος 
περιστροφής  της  Γης  (και  άρα  η  διάρκεια  της  ημέρας)  αυξάνει  με  ρυθμό  0,0015  
δευτερόλεπτων  ανά  αιώνα  (1  δευτερόλεπτο  ανά  50.000  έτη)  ενώ  τα  γεωλογικά 
δεδομένα (ρυθμός αυξήσεως κοραλλιών) μαρτυρούν ότι πριν από 400 εκατομμύρια 
έτη η συνολική διάρκεια ημέρας και νύχτας ήταν 22 ώρες.  

 
17 
 

  Αυτό  σημαίνει  ότι  τα  ρολόγια  «τρέχουν»  σε  σχέση  με  τον  μειούμενο  ρυθμό 
περιστροφής  της  Γης  και  για  να  συγχρονιστούν  απόλυτα  η  ατομική  και  η 
αστρονομική  ώρα,  προστίθεται  1  εμβόλιμο  δευτερόλεπτο  περίπου  ανά  18  μήνες 
στη  Συντονισμένη  Παγκόσμια  Ώρα,  η  οποία  γενικά  συμπίπτει  με  την  Ώρα 
Greenwich  (το  τελευταίο  εμβόλιμο  δευτερόλεπτο  προστέθηκε  μόλις  πριν  από  τα 
μεσάνυχτα της 31ης Δεκεμβρίου 2008). 
  Συνέπεια  της  απώλειας  στροφορμής  της  Γης  είναι  η  αύξηση  της  τροχιακής 
ταχύτητας  της  Σελήνης  έτσι  ώστε  η  ολική  στροφορμή  του  κλειστού  συστήματος 
Γης  ‐  Σελήνης  να  διατηρηθεί  σταθερή  (μεταφορά  στροφορμής  εκ  περιστροφής  σε 
στροφορμή  εκ  περιφοράς).  Άμεσο  αποτέλεσμα  μιας  τέτοιας  εξέλιξης  είναι  η 
περιφορά της Σελήνης γύρω από τη Γη σε ολοένα και πιο απομακρυσμένη τροχιά 

A
  d

C
b

Σχήμα 1.9
Η απώλεια στροφορμής της Γης λόγω των παλιρροϊκών δυνάμεων της Σελήνης. 

(κατά  3  περίπου  μέτρα    ανά  αιώνα).  Μακροπρόθεσμα  η  περιστροφή  της  Γης,  η 


περιστροφή  της  Σελήνης  και  η  τροχιακή  περίοδος  της  Σελήνης  αναμένεται  να 
συγχρονιστούν όπως συνέβη στη περίπτωση του Πλούτων και του δορυφόρου του 
Χάροντα. 

 
18     

Σχήμα 1.10
Οι παλίρροιες της Γης για τις διάφορες σχετικές θέσεις μεταξύ Γης, Σελήνης και Ήλιου. 
Με κόκκινο χρώμα σημειώνεται η δύναμη που ασκεί η Σελήνη στην επιφάνεια της Γης 
ενώ με πορτοκαλί η αντίστοιχη του Ήλιου. 

   Όπως  η  Σελήνη  προκαλεί  την  εμφάνιση  παλιρροιών  στη  Γη,  κατά  τον  ίδιο 
τρόπο και η Γη προκαλεί την εμφάνιση παλιρροιών στη Σελήνη με τη διαφορά ότι 
το  μέγεθος  των  παλιρροϊκών  δυνάμεων  είναι  πολύ  μεγαλύτερο.  Άρα  και  η  ροπή 
που εξασκεί η Γη σε κάθε παλιρροϊκή προεξοχή που δεν βρίσκεται στην ευθεία Γη ‐ 
Σελήνη  θα  είναι  μεγαλύτερη  με  αποτέλεσμα,  όπως  η  περιστροφή  της  Γης 
επιβραδύνεται  από  τη  δράση  της  Σελήνης  έτσι  και  η  περιστροφή  της  Σελήνης  να 
έχει  επιβραδυνθεί  κατά  το  παρελθόν  από  τη  ισχυρότερη  παλιρροϊκή  δράση  της 
Γης.  Τη  στιγμή  κατά  την  οποία  η  περίοδος  περιστροφής  της  Σελήνης  μειώθηκε 
τόσο ώστε να συμπέσει με την τροχιακή περιφορά της γύρω από τη Γη (έτσι ώστε η 
προεξοχή να βρίσκεται πάντα προς την Γη), δεν υπήρχε  πλέον ροπή στρέψης και 
αποκαταστάθηκε  μία σταθερή κατάσταση που έχει ως αποτέλεσμα η  Σελήνη να 
παρουσιάζει  πάντα  την  ίδια  πλευρά  της  (με  μικρές  αποκλίσεις)  προς  τη  Γη.  Το 
φαινόμενο αυτό του συγχρονισμού είναι γνωστό ως  «παλιρροϊκό» κλείδωμα και 
παρατηρείται  στους  περισσότερους  δορυφόρους  του  Ηλιακού  συστήματος  σε 
σχέση με τους πλανήτες γύρω από τους οποίους περιφέρονται.  
     Το  φαινόμενο  όμως  των  παλιρροιών  επηρεάζει  όλα  τα  αστρονομικά  σώματα. 
Η μεταβολή της συνολικής βαρυτικής δύναμης στο κοντινότερο δορυφόρο του Δία 

 
19 
 

την Ιώ κατά την περιφορά της έχει σαν αποτέλεσμα τη θέρμανση του δορυφόρου. 
Οι  παλιρροικές  δυνάμεις  μεταξύ  των  στενών  διπλών  συστημάτων  μπορεί  να 
προκαλέσoυν σοβαρές διαταραχές της τροχιάς τους ενώ κοντά σε μία μελανή οπή 
μπορεί  να  προκαλέσουν  απόσπαση  του  προσπίπτοντος  υλικού.  Η  παλιρροική 
δύναμη  στο  σύστημα  ενός  μικρού  λευκού  νάνου  και  ενός  ερυθρού  γίγαντα 
προκαλεί την απόσπαση ύλης από τον τελευταίο και την συσσώρευσή της σε δίσκο 
γύρω  από  τον  λευκό  νάνο,  όπως  διαπιστώνεται  από  την  ανάλυση  της 
εκπεμπόμενης ακτινοβολίας.  
 
1.4   Τα σημεία Lagrange 
 
Γνωρίζουμε  ότι  αν  δύο  σφαιρικά  συμμετρικά  σώματα  με  μάζες  M1   και  M 2  
παραμένουν σταθερά ως προς ένα αδρανειακό σύστημα συντεταγμένων τότε ένα 
σωματίδιο  αμελητέας  μάζας  κάτω  από  την  βαρυτική  τους  επίδραση  ισορροπεί 
μόνο σε ένα σημείο που βρίσκεται στην ευθεία που ενώνει τα κέντρα μάζας τους 
και απέχει από το καθένα απόσταση  r1  και   r2   έτσι ώστε 
 
M1 M2
= 2   
r12 r2
      Το πρόβλημα όμως του προσδιορισμού της κίνησης ενός σώματος κάτω από τη 
βαρυτική  επίδραση  άλλων  σωμάτων  που  αλληλεπιδρούν  μεταξύ  τους  (βαρυτικά) 
είναι  αρκετά  πολύπλοκο  με  την  έννοια  ότι  δεν  υπάρχει  μία  εξίσωση  που  να 
περιγράφει  την  κίνησή  του  κάθε  χρονική  στιγμή.  Τέτοιες  αλγεβρικές  εξισώσεις 
υπάρχουν  μόνο  σε  ειδικές  περιπτώσεις  όπου  τα  σώματα  έχουν  έναν  ειδικό  (και 
σπάνιο)  σχηματισμό.  Τέτοια  ειδική  περίπτωση  αποτελεί  η  κίνηση  ενός  μικρού 
σωματιδίου  (αμελητέας  μάζας)  στο  βαρυτικό  πεδίο  δύο  σωμάτων  που  περιφέρο‐
νται  γύρω  από  το  κοινό  κέντρο  μάζας  σε  κυκλικές  τροχιές,  την  οποία  πρώτος 
μελέτησε  ο  Γάλλος  μαθηματικός  και  αστρονόμος  Joseph‐Louis  Lagrange  (1736‐
1813). Τέτοια συστήματα είναι ο Ηλιος ‐ Γη, ο ΄Ηλιος ‐ Δίας, η Γη Σελήνη.  
     Σε ένα σύστημα αναφοράς που περιστρέφεται με γωνιακή ταχύτητα  ω ίση με 
τη γωνιακή ταχύτητα περιφοράς των δύο αστέρων σε κυκλική τροχιά γύρω από το 
κοινό  κέντρο  μάζας  θα  πρέπει  να  λάβουμε  υπόψη  τη  συνολική  δύναμη  που 
ασκείται  σε  κάθε  σημείο  όχι  μόνο  λόγω  του  βαρυτικού  πεδίου  της  κάθε  μάζας 
αλλά και λόγω της περιστροφικής κίνησης του συστήματος αναφοράς. Κοντά στο 
κέντρο της κάθε μάζας περισσότερο ισχυρή είναι η επίδραση της ελκτικής δύναμης 
της βαρύτητάς της παρά η βαρυτική επίδραση της άλλης μάζας και  η περιστροφή 
του  συστήματος  ,  με  αποτέλεσμα  η  συνολική  δύναμη  που  ασκείται  να  έχει 
διεύθυνση προς το κέντρο του Στο ισημερινό επίπεδο μακριά από τις δύο μάζες η 

 
20   
T A   Σ Η Μ Ε Ι Α   L A G R A N G E

συνολική δύναμη που εξασκείται σε ένα σωματίδιο κυριαρχείται από την επίδραση 
της περιστροφής δηλαδή από την προς τα έξω «φυγόκεντρη δύναμη».  
     Η λύση του παραπάνω προβλήματος οδηγεί στον εντοπισμό 5 σημείων  L1 ,  L2 , 
L3 ,  L4   και  L5   (σημεία  Lagrange)  στο  επίπεδο  της  αμοιβαίας  κυκλικής  περιφοράς 
των  δύο  σωμάτων  περί  το  κοινό  κέντρο  μάζας    τα  οποία  η  συνολική  δύναμη  που 
ασκείται είναι μηδέν (ή η συνολική δυναμική ενέργεια είναι μηδέν). Αυτό σημαίνει 
ότι η τοποθέτηση του σωματιδίου σε ένα από αυτά τα σημεία θα έχει ως συνέπεια 
να  κινηθεί  σε  κυκλική  τροχιά  διατηρώντας  τον  ίδιο  πάντα  προσανατολισμό  σε 
σχέση με τα δύο μεγαλύτερα σώματα. Από τα σημεία αυτά τα τρία πρώτα  L1 ,  L2 , 
L3   βρίσκονται  πάνω  στην  ευθεία  που  συνδέει  τις  δύο  μάζες  και  είναι  ασταθή  με 
την  έννοια  ότι  αν  το  σωματίδιο  βρεθεί  σ΄ένα  από  αυτά  και  υποστεί  μία  μικρή 
διαταραχή  θα  αναγκαστεί  να  εγκαταλείψει  την  κυκλική  τροχιά  του  ενώ  τα  άλλα 
L4 , L5 σχηματίζουν (το καθένα) ισόπλευρα τρίγωνα με τα σημεία όπου βρίσκονται 
 
οι  μάζες  ( M1 , M 2 )   και  είναι  ευσταθή  (αν  το  σωματίδιο  βρεθεί  σ΄ένα  από  αυτά 
ακόμη  και  αν  υποστεί  μία  μικρή  διαταραχή  θα  επανέλθει  πάλι  σ΄αυτό  το  σημείο 
ισορροπίας).  
     Τέτοιες  μικρές  διαταραχές  συμβαίνουν  πολύ  συχνά  λόγω  των    ασθενών  βα‐
ρυτικών επιδράσεων των άλλων σωμάτων και γι αυτό τέτοιοι ειδικοί σχηματισμοί 
τριών  σωμάτων  είναι  σπάνιοι.  Το  πιο  γνωστό  φυσικό  παράδειγμα  ενός  τέτοιου 
σχηματισμού  τριών  σωμάτων  αποτελεί  ο  ‘Ήλιος,  ο  Δίας  και  οι  Τρωικοί 
αστεροειδείς (ο Ήλιος και ο Δίας κινούνται σχεδόν σε κυκλικές αμοιβαίες τροχιές 

Σχήμα 1.11
Τα σημεία Lagrange για το σύστημα Γης – Ήλιου. 

 
 

και οι αστεροειδείς έχουν αμελητέα μάζα σε σχέση μ΄αυτούς) που παρατηρούνται 
σε  εκείνα  τα  σημεία  της  τροχιάς  του  Δία  τα  οποία  μαζί  με  τον  Ήλιο  και  το  Δία 
σχηματίζουν ισόπλευρα τρίγωνα .  
Στο  βαρυτικό  σύστημα  Ηλίου  ‐  Γης  τα  αντίστοιχα  σημεία  φαίνονται  στο 
σχήμα  1.11.  Από  αυτά  εάν  τοποθετηθεί  ένα  σώμα  στα  ευσταθή  σημεία  θα 
παραμένει σε σταθερή απόσταση από τη Γη και τον Ήλιο,  καθώς η Γη περιφέρεται 
γύρω  από  τον  Ήλιο.  Τα  σημεία  L1 ,  L2 αν  και  ασταθή  (σε  χρονική  κλίμακα  23 
ημερών χρειάζονται διόρθωση τροχιάς) επιτρέπουν την περιφορά ενός σώματος κι 
επειδή  είναι  απαλλαγμένα  από  μεσοπλανητική  σκόνη  χρησιμοποιούνται  για  την 
τοποθέτηση διαστημικών ανιχνευτήρων όπως το SOHO που περιφέρεται γύρω από 
το  L1 , σε απόσταση 1 ΑU από τη Γη, μονίμως προς την κατεύθυνση του Ήλιου και 
καταγράφει  όλα  τα  χαρακτηριστικά  του  και  το  ΑCE  που  καταγράφει  τη  σύνθεση 
του ηλιακού ανέμου. Πίσω από τη Γη και γύρω από το  L2 , «κοιτώντας» μακριά από 
τη  Γη  περιφέρεται  ο  ανιχνευτής  μικροκυματικής  ακτινοβολίας  WMAP,  ο 
ανιχνευτής  υπέρυθρης  ακτινοβολίας  Herschel  Space  Observatory  της  ESA  και 
πιθανόν το 2011 το διαστημικό τηλεσκόπιο James Webb. 

 
 


 
Ουράνιες κινήσεις 
 

2.1   Αστερισμοί 
 
Στη μια μεριά φτιάχνει τη γη , τον ουρανό στην άλλη , αλλού τη θάλασσα και τον 
ακούραστο ήλιο και τη σελήνη ολόγεμη . 
 
Σ` άλλη μεριά τα ζώδια όλα φτιάχνει , τ` άστρα που στεφανώνουν τον ουρανό. 
 
Τις Πλειάδες και τις Υάδες και το δυνατό Ωρίωνα και την Άρκτο, που Άμαξα μερικοί 
την ονομάζουν, 
 
γιατί γύρω από τον εαυτό της στρέφεται και τον Ωρίωνα παραφυλάει και μόνο αυτή 
μες στα νερά του Ωκεανού δε λούζεται. 
(Ιλιάδα, ραψωδία Σ) 
 
Ο  νυχτερινός  ουρανός  όπως  φαίνεται  από  τη  Γη  αποτελείται  από  σχηματισμούς 
αστέρων  που  προκύπτουν  από  τη  σύνδεση  των  λαμπρότερων  αστέρων  με 
φανταστικές  γραμμές  και  ορίζουν  τους  αστερισμούς.  Αστερισμός  είναι  το 
φαινόμενο σχέδιο λαμπρών αστέρων στον ουρανό, που θύμιζε ιστορικά τη μορφή 
ενός  ζώου,  ανθρώπου,  μυθολογικού  προσώπου    ή  αντικειμένου:  π.χ  Ωρίωνας  ο 
κυνηγός,  η  Μεγάλη  Άρκτος,  Ζυγός  κ.λ.π.  (σε  διαφορετικές  εποχές  και 
διαφορετικούς πολιτισμούς οι αστερισμοί είχαν διαφορετικά ονόματα).  
     Στην  πραγματικότητα  η  εικόνα  των  αστερισμών  ως  δισδιάστατων 
παραστάσεων  στον  ουρανό  είναι  πλασματική  γιατί  οι  αστέρες  που  απαρτίζουν 
έναν  αστερισμό  βρίσκονται  σε  διαφορετικές  αποστάσεις  και  δεν  αποτελούν 
πραγματική  ομάδα  στον  τρισδιάστατο  χώρο  κι  άρα  μόνο  στον  ανθρώπινο 
οφθαλμό σχηματίζουν τις υποτιθέμενες παραστάσεις ως αποτέλεσμα  προοπτικής 
όπως  φαίνεται  για  τον  Ωρίωνα  (Σχήμα  2.1).  Αυτό  σημαίνει  ότι  από  ένα  άλλο 
σημείο του Γαλαξία το σχέδιο ενός αστερισμού θα ήταν διαφορετικό. 

 
ΟΥΡΑΝΙΕΣ ΚΙΝΗΣΕΙΣ  23
  23

                       
  (α) (β)
  α 

γ 
δ
ε 

100.000 έτη φωτός η

(γ)

Σχήμα 2.1
(α) O αστερισμός του Ωρίωνα ως μυθικού κυνηγού, (β) ο αστερισμός του Ωρίωνα στον 
ουρανό, (γ) οι θέσεις στον χώρο των   κύριων αστέρων που σχηματίζουν τον αστερισμό 
του Ωρίωνα 

  Αν και λόγω των μακρινών αποστάσεων των αστέρων ακόμα και η μικρότερη 
ιδία κίνησή τους δεν μεταβάλλει το σχήμα του αστερισμού σε χρονική κλίμακα του 
μέσου  ανθρώπινου  χρόνου  ζωής  (<100  έτη),  μακροπρόθεσμα  το  σχήμα  τους 
μεταβάλλεται  όπως  θα  συμβεί  μετά  από  100.000  έτη  με  την  Μεγάλη  Άρκτο 
(βλ.Σχήμα 2.21). 
  Οι  αρχαιότεροι  αστερισμοί  είχαν  αναγνωριστεί  από  τους  λαούς  της 
Μεσοποταμίας  (4  000  π.Χ)  όπως  π.χ.  ο  Σκορπιός,  ο  Λέων  όπως  φαίνεται  από  τα 
χαραγμένα  λίθινα  μνημεία  ενώ  κατά  την  αρχαιότητα  οι  Έλληνες  πρόσθεσαν 
πλούσια  μυθολογικά  στοιχεία  (π.χ  Ηρακλής,  Περσεύς,  Ανδρομέδα).  Ο  Όμηρος 

 
24  Η ΟΥΡΑΝΙΑ ΣΦΑΙΡΑ 
  24

στην  Ιλιάδα  αναφέρει  ότι  στην  ασπίδα  την  οποία  παρέδωσε  ο  Ήφαιστος  στον 
Αχιλλέα  είχε  απεικονίσει  τις  Πλειάδες,  τις  Υάδες,  τον  Ωρίωνα  και  τη  Μεγάλη 
Άρκτο  την  οποία  ονομάζει  και  Άμαξα  (βλ.  εισαγωγή).  Ο  Ησίοδος  στο  «Έργα  και 
Ημέραι» αναφέρει πολλούς από τους γνωστούς αστερισμούς. Ο Άρατος (270 π.Χ.) 
στο επικό του ποίημα «Τα φαινόμενα» περιγράφει τους αστερισμούς ως μνημονικό 
κανόνα  βοήθειας  προς  τους  ναυτικούς.  Ο  Ίππαρχος  κατέγραψε  τους  48  ορατούς 
αστερισμούς από τον ελληνικό χώρο και αργότερα ο Πτολεμαίος στην «Μεγίστη» 
τις  θέσεις  των  1  022  αστέρων  των  48  αστερισμών  σε  κατάλογο  που 
χρησιμοποιήθηκε  για  τα  επόμενα  1.400  έτη.  Οι  Ρωμαίοι  υιοθέτησαν  τους 
ελληνικούς  μύθους  και  έδωσαν  πολλά  λατινικά  ονόματα  στους  αστερισμούς  ενώ 
πολλά  σύγχρονα  ονόματα  αστέρων  έχουν  αραβική  ρίζα  Αlgol  (Αλγκόλ:  ʺκεφάλι 
του Γκουλ, δαίμονα της αραβικής μυθολογίαςʺ), Antares (Αντάρης: ʺΣαν τον Άρηʺ 
λόγω  του  ερυθρωπού  του  χρώματος  σαν  τον  πλανήτη),  Betelgeuse  (Μπέντελγκεζ: 
ʺώμος του Ωρίωναʺ).  Το 1600 προστέθηκαν και άλλοι αστερισμοί για να καλύψουν 
τις μη ορατές από τους αρχαίους Έλληνες περιοχές όπως π.χ Τηλεσκόπιο, Πυξίδα 
και  το  1930  η  Διεθνής  Αστρονομική  Ένωση  έθεσε  τα  όρια  των  88  επίσημων 
αστερισμών  έτσι  ώστε  κάθε  τμήμα  του  ουρανού  να  ανήκει  σε  κάποιο  αστερισμό  
και  προσδιόρισε  τον  τρόπο  αναγραφής  τους  (με  τα  τρία  πρώτα  λατινικά 
γράμματα) π.χ Η Μεγάλη Άρκτος λατινικά:  Ursa Major, συντομογραφία: UMa. Οι 
περισσότεροι  από  τους  αστερισμούς  του  Β.  Ημισφαιρίου  φέρουν  τα  ονόματα  τους 
από την αρχαιοελληνική εποχή ενώ του Ν. Ημισφαιρίου από τους θαλασσοπόρους 
που πρώτοι τους χαρτογράφησαν.  
  Θα  πρέπει  να  σημειωθεί  ότι  το  τμήμα  του  ουρανού  που  ορίζεται  στην 

Σχήμα 2.2
Ο αστερισμός της Μεγάλης Άρκτου και ο σχηματισμός των αστέρων με  το όνομα 
 Big Dipper 

 
ΟΥΡΑΝΙΕΣ ΚΙΝΗΣΕΙΣ  25
  25

Αστρονομία ως  αστερισμός (constellation) της Μεγάλης Άρκτου (Ursa Major), και 
είναι  ο  τρίτος  μεγαλύτερος  σε  «έκταση»  πάνω  στην  ουράνια  σφαίρα  από  όλους 
τους  σύγχρονους  αστερισμούς  (διακεκομμένη  γραμμή),  δεν  ταυτίζεται  με  την 
ομάδα των σχετικώς φωτεινών αστέρων (ʺasterismʺ) που σχηματίζουν το γνώριμο 
σχήμα  της  «κατσαρόλας»  (Big  Dipper)  που  αποτελεί  υποσύνολο  του  πρώτου  –  αν 
και καταχρηστικά χρησιμοποιείται (Σχήμα 2.2). Το ίδιο συμβαίνει και στους άλλους 
αστερισμούς. 
  Οι  γνωστοί  αστερισμοί  που  βρίσκονται  κατά  μήκος  της  εκλειπτικής  και  τους 
οποίους διατρέχει ο Ήλιος κατά τη φαινόμενη πορεία του αποτελούν τον ζωδιακό 
κύκλο  (κύκλο  των  ζώων).  Οι  ζωδιακοί  αστερισμοί  είναι  σύμφωνα  με  την  κλασική 
αστρονομία  12  –  ένας  για  κάθε  μήνα,  ενώ  σύμφωνα  με  τoν  αυστηρό  ορισμό  των 
αστερισμών 13 (αστερισμός του Οφιούχου και πιθανόν του Κήτους) 
   Θα  πρέπει  να  σημειωθεί  ότι  κατά  το  παρελθόν  ο  χωρισμός  των  αστέρων  σε 
αστερισμούς έγινε, για να διευκολυνθεί η μελέτη των ουράνιων σωμάτων, για να 
προσδιοριστεί  το  χρονικό  διάστημα  της  νύχτας,  των  ωρών  του  έτους  και  για  να 
περιγραφεί η όψη του ουρανού. Σήμερα με την ακριβή μέτρηση των αποστάσεων, 
οι  αστερισμοί  χρησιμοποιούνται  για  ιστορικούς  λόγους  για  την  περιγραφή  της 
θέσης  διαφόρων  σωμάτων.  Μερικές  φορές  όμως  χρησιμοποιούνται  και  για  τον 
έλεγχο της σωστής κατεύθυνσης των διαστημικών οχημάτων (οι αστροναύτες του 
Apollo  γνώριζαν  τη  χρήση  τους  στην  περίπτωση  βλάβης  των  οργάνων).  Ένα  απο 
τα  σύγχρονα  τεχνολογικά  επιτεύγματα  προσανατολισμού  των  διαστημικών 
οχημάτων αποτελεί η Αδρανειακή Αστρική Πυξίδα  (Inertial  Stellar Compass, ISC)1
η  οποία  αποτελείται  από  μία  κάμερα  που  καταγράφει  τους  σχηματισμούς  των 
αστερισμών στο πεδίο οράσεως του  (αστρικός ιχνηλάτης) και τη συγκρίνει με την 
αντίστοιχη στους αστρικούς χάρτες ώστε να καθορίζει την πορεία του οχήματος κι 
ένα γυροσκόπιο που ελέγχει τη σταθερότητα της πορείας του με βάση τα δεδομένα 
της κάμερας ανά μερικά δευτερόλεπτα. 
 
2.1.1  Η ονομασία των αστέρων  

Οι  λαμπρότεροι  αστέρες  φέρουν  τα  παραδοσιακά  τους  ονόματα  ως  μείγμα 
Ελληνικών, Αραβικών και Λατινικών ονομάτων. Συνήθως οι λαμπρότεροι του 14ου 
μεγέθους αστέρες καταγράφονται σε καταλόγους ενώ η πλειοψηφία (αμυδρότεροι 
αστέρες)  δεν  περιλαμβάνονται.  Το  1603  ο  Johann  Bayer  στον  άτλαντα 
Ουρανομετρία  (Uranometria)  κατέγραψε  1600  αστέρες  προσδιορίζοντας  τους 
λαμπρότερους αστέρες ενός αστερισμού με γράμματα του ελληνικού αλφαβήτου : 
ο  λαμπρότερος  με  α,  o  αμέσος  λαμπρότερος  με  β,  κ.ο.κ  .  Σε  μερικές  περιπτώσεις 

                                                      
1  που φέρει ο δορυφόρος TacSat‐2 ο οποίος εκτοξεύτηκε στις 16/12/ 2006 

 
26  Η ΟΥΡΑΝΙΑ ΣΦΑΙΡΑ 
  26

όμως λόγω λαθών ή εγγενών μεταβολών λαμπρότητας  η σειρά δεν ισχύει π.χ ο α 
του  Ωρίωνα  (Betelgeuse)  είναι  αμυδρότερος  από  τον  β  του  Ωρίωνα  (Rigel).  Ο 
Flamsteed  (1712)  αρίθμησε  τους  λαμπρούς  αστέρες  κάθε  αστερισμού  με  σειρά 
αυξανομένης    ορθής  αναφοράς  (RA)  π.χ.  ο  Μπέτελγκεζ  είναι  ο  58  Ori.  Οι 
σύγχρονοι  κατάλογοι  περιέχουν  περίπου  108    αστέρες  (δηλαδή  ένα  πολύ  μικρό 
τμήμα  των  αστέρων  του  γαλαξία  μας).  Οι  λαμπροί  αστέρες  αναφέρονται  με 
διαφορετικά  ονόματα  ανάλογα  με  τον  κατάλογο  π.χ  ο  λαμπρότερος  ορατός  στον 
ουρανό  αστέρας  βρίσκεται  στον  αστερισμό  του  Μεγάλου  Κυνός  και  αναφέρεται 
ως: 

• Σείριος  
• α του Μεγάλου Κυνός, στον κατάλογο Bayer 
• 9 του Μεγάλου Κυνός , στον κατάλογο Flamsteed 
• HD 48915, στον κατάλογο Henry Draper 
• HD ‐16 1591 στον κατάλογο Bonner Durchmusterung 
• 0640‐16 στον κατάλογο συντεταγμένων RA/DEC  
• ΗD 48915 στον κατάλογο Henry Draper. 

 
2.2  Η ουράνια σφαίρα 
 
  Η  ουράνια σφαίρα  είναι  μία  φανταστική σφαίρα άπειρης ακτίνας με  κέντρο 
το  κέντρο  της  Γης,  πάνω  στην  επιφάνεια  της  οποίας  υποθέτουμε  ότι  προβάλλο‐
νται  όλα  τα  ουράνια  σώματα.  Θεωρώντας  τη  Γη  ακίνητη,  η  ουράνια  σφαίρα  φαί‐
νεται να κινείται κατά την αντίθετη από τη Γη διεύθυνση, από ανατολικά προς τα 
δυτικά (μία φορά την ημέρα). Αν και δεν είναι η ουράνια σφαίρα που  περιστρέφεται 
γύρω από τη Γη αλλά η Γη περιστρέφεται μέσα της, χρησιμοποιούμε το μοντέλο αυτό 
για  την  κατανόηση  και  την  πρόβλεψη  ων  κινήσεων  των  αστέρων  και  των  πλανητών 
στον  ουρανό.  Ο  άξονας  περιστροφής  της  Γης  καθορίζει  τον  φαινόμενο  άξονα 
περιστροφής  της  ουράνιας  σφαίρας  και  τέμνει  την  ουράνια  σφαίρα  στους 
ουράνιους  πόλους  που  αποτελούν  φυσική  προέκταση  των  γεωγραφικών  πόλων. 
Το ισημερινό επίπεδο της Γης είναι κάθετο στον άξονα περιστροφής της κι άρα το 
επίπεδο του ουράνιου ισημερινού είναι φυσική προέκταση του γήινου. 
  Στη Γη χρησιμοποιούμε τις γραμμές του γεωγραφικού πλάτους και μήκους για 
να  δηλώσουμε  την  απόσταση  ενός  αντικειμένου  από  τον  ισημερινό  και  από  τον 
μεσημβρινό  που  διέρχεται  από  το  αστεροσκοπείο  του  Greenwich  αντίστοιχα. 
Μεσημβρινοί  (Meridians)  καλούνται  οι  περιφέρειες  των  μέγιστων  κύκλων  (βλ. 
παράρτημα) που περιέχουν τον άξονα της γης (άρα και τους πόλους) και επομένως 
είναι κάθετοι στον ισημερινό. Ο μεσημβρινός που διέρχεται από το αστεροσκοπείο 

 
ΟΥΡΑΝΙΕΣ ΚΙΝΗΣΕΙΣ  27
  27

του  Greenwich ονομάζεται  πρώτος μεσημβρινός ή  μεσημβρινός του  Greenwich. 


Το  γεωγραφικό  μήκος  μετράται  πάνω  στο  μεσημβρινό  ενός  τόπου  και  παίρνει 
τιμές από 0 ο έως ( + 90 ο) βόρεια και από 0ο έως ( − 90ο) νότια του ισημερινού (Σχήμα 
2.3). Ο Βόρειος και ο Νότιος πόλος της Γης έχουν πλάτη  − 90ο και  + 90ο αντίστοιχα 
ενώ ο ισημερινός  0ο. Το γεωγραφικό μήκος μετράται πάνω στον ισημερινό από  0ο 
έως ( + 180ο) δυτικά του μεσημβρινού του Greenwich και 0ο έως ( − 180ο) αριστερά ή 
από 0ο έως 360ο ή με την αναφορά της χρονικής ζώνης ( η Γη χωρίζεται σε 24 ζώνες 
πλάτους  15ο)  του  τόπου  (Σχήμα  2.3).  Έτσι  η  θέση  ενός  σώματος  δηλώνεται  σε 
μοίρες ως : 
• γεωγραφικό πλάτος 43.0758ο Βόρεια, 
•  γεωγραφικό μήκος 77.6647ο Δυτικά του Greenwich 
ή με υποδιαιρέσεις της μοίρας (λεπτά και δευτερόλεπτα τόξου) ως: 
• γεωγραφικό πλάτος 43:04:33  Βόρεια  
•  γεωγραφικό μήκος 77:39:53 Δυτικά   
ή στην περίπτωση του γεωγραφικού μήκους με την βοήθεια των ζωνών διαφο‐ράς 
χρόνου, δηλώνοντας δηλαδή ότι ο Ήλιος στη συγκεκριμένη θέση δύει 5 ώρες και 11 
λεπτά αργότερα από το Greenwich ως: 
• γεωγραφικό πλάτος 43:04:33  Βόρεια 
• γεωγραφικό μήκος 5 ώρες και 11  λεπτά Δυτικά. 

Βόρειος 
Πρώτος 
πόλος 
μεσημβρινός 
Greenwich 
(Μήκος 0ο) 

Κύκλοι γεωγραφικού μήκους 
(Μέγιστοι κύκλοι) 
 Αθήνα

 πλάτος
 μήκος
Ισημερινός 
 
(Μέγιστος κύκλος) 
(πλάτος 0ο) 

Κύκλοι γεωγραφικού πλάτους 
(Μικροί κύκλοι, εκτός από τον 
Νότιος  ισημερινό) 
πόλος 

Σχήμα 2.3
Οι γεωγραφικές συντεταγμένες 

 
28  Η ΟΥΡΑΝΙΑ ΣΦΑΙΡΑ 
  28

2.2.1  Ουρανογραφικές συντεταγμένες 
 
Στην ουράνια σφαίρα σε αντιστοιχία με το πλέγμα των γήινων συντεταγμένων (το 
γεωγραφικό  μήκος  και  πλάτος)  μπορεί  να  οριστεί  το  σύστημα  των  ουρανο‐
γραφικών συντεταγμένων (απόκλιση, ορθή αναφορά). Το ισοδύναμο των μικρών 
κύκλων  του  πλάτους  στην  ουράνια  σφαίρα  αποτελούν  οι  μικροί  κύκλοι  της 
απόκλισης  (Declination,  Dec,  δ)  και  σε  αναλογία  με  τους  γήινους  πόλους  οι 
ουράνιοι πόλοι έχουν απόκλιση  ±  90 ο και ο ουράνιος ισημερινός 0ο. 
  Το ισοδύναμο των «γραμμών γεωγραφικού μήκους» της Γης είναι οι «γραμμές 
ορθής αναφοράς» στην ουράνια σφαίρα οι οποίες την χωρίζουν σε  24 ίσες ζώνες , 
σε αντιστοιχία με τις χρονικές ζώνες μέτρησης του γεωγραφικού μήκους. Η  ορθή 
αναφορά  (Right  Ascension,  RA,  a)  μετράται  πάνω  στον  ισημερινό  σε  μονάδες 
χρόνου  δηλαδή  σε  ώρες  (h),  λεπτά  (m)  και  δευτερόλεπτα  (s).  Επειδή  η  ουράνια 
σφαίρα διαιρείται σε 24 τμήματα, κάθε ώρα της ορθής αναφοράς ισούται με 150 . Το 
σημείο  0h  0m  0s  δηλαδή  η  αρχής  μέτρησης  της  ορθής  αναφοράς  έχει  επιλεγεί  να 
είναι το σημείο στο οποίο φαίνεται ο Ήλιος να τέμνει τον ουράνιο ισημερινό από 
Βορρά  προς  Νότο  κατά  τη  φαινόμενη  κίνησή  του  στον  ουρανό  κατά  τη  διάρκεια 
ενός  έτους  (εαρινό  ισημερινό  σημείο).  Ένας  πλήρης  κύκλος  στην  ουράνια  σφαίρα 
χωρίζεται  σε  24  ώρες  γιατί  τόσο  χρειάζεται  ο  Ήλιος  για  να  κινηθεί  μεταξύ  δύο 
ανατολών όπως φαίνεται στο σχήμα 2.4.  

Βόρειος Ουράνιος Πόλος

Φθινοπωρινή  Θερινό Ηλιοστάσιο 
Ισημερία 
Ουράνιος 
Εαρινή  
Ισημερινός 
Εκλειπτική  Ισημερία  1h 2h 3h

Χειμερινό    ‐10 Ορθή Αναφορά


ο
Ηλιοστάσιο  ‐20
ο
 ‐30   Απόκλιση

Νότιος Ουράνιος Πόλος

Σχήμα 2.4 
Οι ουρανογραφικές συντεταγμένες 

 
ΟΥΡΑΝΙΕΣ ΚΙΝΗΣΕΙΣ  29
  29

Το πλεονέκτημα ενός τέτοιου συστήματος είναι ότι είναι σταθερό ως προς τους 
αστέρες  και  λαμβάνει  υπόψιν  την  περιστροφή  της  Γης  (την  αγνοεί)  κι  άρα  οι 
συντεταγμένες  των  ουράνιων  αντικειμένων  παραμένουν  σταθερές  για  παρα‐
τηρητές  σε  διαφορετικά  σημεία  (αυτό  ισχύει  για  τα  αντικείμενα  που  είναι  εκτός 
του  πλανητικού  μας  συστήματος,  αντίθετα  οι  συντεταγμένες  των  πλανητών 
αλλάζουν γρήγορα). Εν τούτοις ο παρατηρητής δεν μπορεί να αγνοήσει το γεγονός 
ότι βρίσκεται πάνω σε μια περιστρεφόμενη πλατφόρμα, τη Γη.  
 
 
2.2.2  Το σύστημα συντεταγμένων του παρατηρητή. 
  Οριζόντιο ή αλταζιμουθιανό σύστημα 
 
Ποτέ δεν μπορούμε να παρατηρήσουμε ολόκληρη την ουράνια σφαίρα γιατί κάθε 
παρατηρητής  έχει  την  εντύπωση  ότι  βρίσκεται  σε  ένα  οριζόντιο  επίπεδο  και  στο 
κέντρο ενός τεράστιου ημισφαιρίου πάνω στο οποίο τα ουράνια σώματα κινούνται. 
Το επίπεδο αυτό που εφάπτεται της σφαιρικής Γης στο σημείο του τόπου καθορίζει 
τον  ορίζοντά  του παρατηρητή και το σημείο στην κατακόρυφη διεύθυνση ακριβώς 
πάνω από τον παρατηρητή (που περνά πό το κέντρο της Γης και είναι κάθετο στον 
ορίζοντα)  ονομάζεται  ζενίθ  (πάνω  από  τον  ορίζοντα,  πάντα  ορατό)  ενώ  το 
αντιδιαμετρικό  ναδίρ  (κάτω  από  τον  ορίζοντα,  μη  ορατό  από  τον  παρατηρητή) 
(σχήμα  2.5). Επειδή η ακτίνα του ημισφαιρίου  της ουράνιας σφαίρας είναι  άπειρη 
σε  σχέση  με  την  ακτίνα  της  Γης,  οι  διευθύνσεις  του  βόρειου  ουράνιου  πόλου  και 
του  ουράνιου  ισημερινού  για  τον  παρατηρητή  είναι  παράλληλες  με  τις 
πραγματικές τους διευθύνσεις οι οποίες ορίζονται σε σχέση με την ακτίνα της Γης. 
  Κάθε μέγιστος κύκλος που περιέχει το ζενίθ και είναι κάθετος στον ορίζοντα 
ονομάζεται  κατακόρυφος  (κύκλος).  Ειδικά  ο  κατατακόρυφος  που  διέρχεται  από 
τους  ουράνιους  πόλους  και  το  ζενίθ  ονομάζεται  μεσημβρινός  του  τόπου  και 
τέμνει τον ορίζοντα σε δύο σημεία το πλησιέστερο στον βόρειο πόλο, το Βορρά (Ν) 
και  το  αντιδιαμετρικό  του,  το  Νότο  (S).  Το  σημείο  του  ορίζοντα  που  απέχει  90ο 
κατά τη φορά των δεικτών του ρολογιού από τον Βορρά για έναν παρατηρητή στο 
βόρειο  ημισφαίριο  της  Γης  ονομάζεται  Ανατολή  (E)  και  αντίστοιχα  90  ο  από  το 
Νότο,  Δύση  (W).  Οι  θέσεις  του  ζενίθ  και  του  μεσημβρινού  σε  σχέση  με  τους 
αστέρες  αλλάζουν  καθώς  η  ουράνια  σφαίρα  περιστρέφεται  και  μεταβάλλονται 
ανάλογα με τη θέση του παρατηρητή πάνω στη Γη αλλά παραμένουν σταθερές σε 
σχέση με τον ορίζοντα του παρατηρητή.  
    Συνήθως  είναι  χρήσιμο  να  αναφερόμαστε  στα  ουράνια  αντικείμενα  με  βάση 
τον ορίζοντα, τα σημεία του ορίζοντα και το ζενίθ με τη βοήθεια δύο γωνιών που 
ορίζουν και το πιο απλό σύστημα συντεταγμένων το αλταζιμουθιανό. Ο μέγιστος 

 
30  Η ΟΥΡΑΝΙΑ ΣΦΑΙΡΑ 
  30

κύκλος  που  περνά  από  το  ζενίθ  (Z,  το  σημείο  που  βρίσκεται  κατακόρυφα  πάνω 
από τον ορίζοντα) και τον βόρειο ουράνιο πόλο BOΠ τέμνουν τον ορίζοντα NESYW 
στο βορρά (N) και στο νότο (S), ενώ ο μέγιστος κύκλος WZE (μεσημβρινός) κάθετα 
στον  NPZS  τέμνει  τον  ορίζοντα  στην  δύση  (W)  και  στην  ανατολή  (E),  όπως 
φαίνεται  στο  σχήμα  2.5.  Όπως  φαίνεται  η  γωνιακή  απόσταση  (σε  μοίρες)  του 
βόρειου  ουράνιου  πόλου  (ΒΟΠ)  από  τον  βόρειο  ορίζοντα  είναι  ίση  με  το 
γεωγραφικό  πλάτος  του  παρατηρητή  (LAT).    Η  θέση  ενός  αστέρα  X 
προσδιορίζεται από το αζιμούθιο (Α) και το ύψος (a) .  

• Το ύψος (altitude, a) είναι η γωνιακή απόσταση ενός σώματος πάνω από τον 
ορίζοντα του τόπου όπου βρίσκεται και παίρνει τιμές από  0  ο έως  90  ο στον 
ορίζοντα  και  στο  ζενίθ  αντίστοιχα.  Πολλές  φορές  αντί  του  ύψους 
χρησιμοποιείται η ζενίθια απόσταση z  ( z = 90 − a ) 
• To  αζιμούθιο  (Azimuth,  Α)  είναι  η  γωνιακή  απόσταση  ενός  σώματος  και 
μετράται πάνω στον ορίζοντα από 0ο από το  Βορά με τη φορά των δεικτών 
του  ρολογιού  προς  την  Ανατολή  (90  ο)  ,  το  Νότο  (180ο)  και  τη  Δύση  (360ο) 
μέχρι τη γραμμή του ύψους του σώματος.  

  Το  πλεονέκτημα  αυτού  του  συστήματος  είναι  ότι  αυτές  οι  δύο  γωνίες 
καθορίζουν  κατά  μοναδικό  τρόπο  τη  θέση  ενός  σώματος  στον  ουρανό.  Το 
μειονέκτημα όμως είναι ότι για δύο παρατηρητές σε διαφορετικές θέσεις στη Γη, το 

  ΒΟΠ  Μεσημβρινός 
του τόπου 

 X

z
E
A
a
N S

W
Ορίζοντας

Σχήμα 2.5
Οι αλταζιμουθιακές συντεταγμένες 

 
ΟΥΡΑΝΙΕΣ ΚΙΝΗΣΕΙΣ  31
  31

ύψος  και  το  αζιμούθιο  ενός  σώματος  διαφέρουν  και  επιπλέον  καθώς  η  Γη 
περιστρέφεται από την Δύση προς την Ανατολή, για τον κάθε παρατηρητή αυτές 
οι συντεταγμένες του σώματος αλλάζουν συνέχεια 

2.2.3  Σχέση μεταξύ του ουρανογραφικού συστήματος και του 
αλταζιμουθιακού 
 
Σύμφωνα  με τα παραπάνω καθώς ένας παρατηρητής κινείται προς  Βορρά, αυξα‐
νομένου  του  γεωγραφικού  του  πλάτους  ο  βόρειος  ουράνιος  πόλος  κινείται  πλη‐
σιέστερα στο ζενίθ και ταυτίζεται με αυτό όταν ο παρατηρητής φτάσει στο Βόρειο 
Πόλο.  Κατά  την  αντίστροφη  πορεία  προς  νότια  γεωγραφικά  πλάτη,  ο  βό‐ρειος 
ουράνιος πόλος απομακρύνεται  από το ζενίθ και βρίσκεται στον ορίζοντα όταν ο 
παρατηρητής φτάσει στον γήινο ισημερινό. 
 Για έναν παρατηρητή σε έναν από τους πόλους (π.χ το Βόρειο Πόλο): 
 
• ο Βόρειος Ουράνιος Πόλος είναι στο ζενίθ  
• ο ουράνιος ισημερινός είναι στο επίπεδο του ορίζοντα. 
 
Για έναν παρατηρητή στον ισημερινό: 
 
• ο Βόρειος και Νότιος Ουράνιος Πόλος βρίσκονται στο επίπεδο του ορίζοντα 
• ο ουράνιος ισημερινός είναι στο ζενίθ. 
 
Στην  πιο  συνηθισμένη  περίπτωση  όπου  ένας  παρατηρητής  βρίσκεται  σε  κάποιο 
άλλο γεωγραφικό πλάτος (LAT) σύμφωνα με το σχήμα 2.6: 
 
• Ο Βόρειος Ουράνιος Πόλος (για LAT > 00) είναι σε γωνία ίση με το γεωγραφικό 
πλάτος  πάνω  από  το  Βορρά  του  παρατηρητή  πάνω  στο  μεσημβρινό  (για 
παρατηρητή σε  LAT< 0ο, ο Νότιος Ουράνιος Πόλος βρίσκεται σε γωνία ίση με –
LAT πάνω από τον Νότο του παρατηρητή πάνω στον μεσημβρινό) 
• Ο Ουράνιος Ισημερινός σχηματίζει με τον μεσημβρινό γωνία  (90  +  LAT) πάνω 
από το Βορρά του παρατηρητή και (LAT) μοίρες κάτω από το ζενίθ (προς Νότο).  
 
Όταν  ένας  αστέρας  είναι  πάνω  στον  μεσημβρινό,  σύμφωνα  με  το  σχήμα  2.7 
υπάρχει μία απλή σχέση που συνδέει την απόκλιση  (DEC) και το ύψος του  (ALT) 
με το γεωγραφικό πλάτος του παρατηρητή (LAT): 
 
α = DEC  +  (90 – LAT) 
 

 
32  Η ΟΥΡΑΝΙΑ ΣΦΑΙΡΑ 
  32

Σχήμα 2 6: 
Η σχέση μεταξύ ουρανογραφικών και αλταζιμουθιακών συντεταγμένων 

Παράδειγμα:  

• Για την Αθήνα, LAT ∼ 38o άρα ALT = DEC + 52 o 


• Τα αντικείμενα με  DEC = LAT έχουν ύψος  90o  κι άρα βρίσκονται στο  ζενίθ 
του παρατηρητή. 
• Ο ουράνιος ισημερινός (DEC =  0 o) έχει ύψος  α =  (90 o  − LAT) 
  Το  ύψος  ενός  σώματος  (αστέρας,  πλανήτης,  Σελήνη)  έχει  πρακτική  σημασία 
γιατί  καθορίζει  πόσο  ψηλά  στον  ουρανό  μπορεί  να  είναι  σε  μία  συγκεκριμένη 
νύχτα  και  άρα  πότε  ένα  σώμα  είναι  ορατό  κι  άρα  παρατηρήσιμο  αφού  ύψος 
μικρότερο από μηδέν σημαίνει ότι το σώμα είναι κάτω από τον ορίζοντα.  
 
Παράδειγμα:  
• H μέγιστη απόκλιση της Σελήνης είναι  + 28.5o και άρα το μέγιστο ύψος στο 
οποίο μπορούμε να δούμε τη Σελήνη από την Αθήνα  είναι α =   + 28.5o  +  
(90ο − 38o) = 80.5o 
 
 
Επιπλέον  το  ύψος  ενός  σώματος  συνδέεται  με  την  αέρια  μάζα  (airmass),  που 
αποτελεί μέτρο της ποσότητητας της ατμόσφαιρας που παρεμβάλεται μεταξύ του 

 
ΟΥΡΑΝΙΕΣ ΚΙΝΗΣΕΙΣ  33
  33

Ζενίθ
Ουράνιος 
DEC Ισημερινός 

Βόρειος 
πόλος 

90 – LAT  

ALT
LAT 

Ν  S 

Σχήμα 2.7
Η σχέση μεταξύ ουρανογραφικών και αλταζιμουθιακών συντεταγμένων 

φωτός  του  σώματος  και  του  παρατηρητή.  Όσο  μεγαλύτερη  είναι  η  αέρια  μάζα 
κατά  την  παρατήρηση  ενός  αντικειμένου,  τόσο  μεγαλύτερη  ποσότητα  φωτός 
σκεδάζεται  ή  απορροφάται  από  την  ατμόσφαιρα  κι  άρα  το  σώμα  θα  φαίνεται 
αμυδρότερο. 
 Άρα  μπορεί  κανείς  να  μετατρέψει  τις  συντεταγμένες  από  το  ένα  σύστημα  στο 
άλλο χρησιμοποιώντας τριγωνομετρία σφαιρικών τριγώνων αρκεί να γνωρίζει 
 
• Τη θέση του παρατηρητή στη Γη. 
• Την ώρα παρατήρησης. 
 
2.2.4  Ισημερινές συντεταγμένες 
 
    Σ΄ αυτό το σύστημα συντεταγμένων το ανάλογο του γεωγραφικού μήκους είναι 
η  ωριαία  γωνία  (hour  angle,  H  ή  ΗΑ)  και  του  πλάτους  η  απόκλιση  (δ)  η  οποία 
μετράται  όπως  στις  ουρανογραφικές  συντεταγμένες.  Ορίζοντας  ως  μεσημβρινό 
του  τόπου  (του  παρατηρητή)  το  τόξο  του  μεγίστου  κύκλου  που  περνά  από  το 
βόρειο  ουράνιο  πόλο,  το  ζενίθ  και  το  νότιο  ουράνιο  πόλο,  η  ωριαία  γωνία  ενός 
αστέρα  μετράται  στον  ισημερινό,  από  τον  μεσημβρινό  του  παρατηρητή  προς 
δυσμάς (και για τα δύο ημισφαίρια) μέχρι τον μεσημβρινό του αστέρα (από  0° έως 
360°). Λόγω της περιστροφής της Γης, η ωριαία γωνία αυξάνεται από 0° σε 360° σε 
24  ώρες  και  γι  αυτό  δείχνει  τη  γωνιακή  απόσταση  μεταξύ  του  σώματος  και  του 
μεσημβρινού (1 ώρα =150) . Άρα η ωριαία γωνία ενός αντικειμένου αποτελεί μέτρο 
του χρόνου που πέρασε αφότου διέσχισε τον μεσημβρινό του παρατηρητή. Γι αυτό 
και συχνά μετράται σε ώρες και υποδιαιρέσεις της παρά σε γωνιακά μεγέθη (όπως 

 
34  Η ΟΥΡΑΝΙΑ ΣΦΑΙΡΑ 
  34

90‐LAT Z
Μεσημβρινός
BOΠ 
Η U Φαινόμενη 
LAT  Κίνηση Αστέρα 
90‐δ T
X Ουράνιος 
L  δ Ισημερινός 
E
B S
N  O
Ορίζοντας 
V  W
Y

NOΠ

Σχήμα 2.8
Το σύστημα ισημερινών συντεταγμένων 

το γεωγραφικό μήκος). Στο σχήμα 2.8 η ωριαία γωνία Η του αστέρα X, είναι ίση με 
το τόξο ΒΤ αλλά όχι με το τόξο XU .

Παράδειγμα : Εάν ένα σώμα έχει  ωριαία γωνία  2.5 ώρες  σημαίνει  ότι η διέλευσή 


του  από  τον  τοπικό  μεσημβρινό  έγινε  πριν  από  2.5  ώρες  και  βρίσκεται  τώρα  37.50 
(=2.5  x  150)  δυτικά  του  μεσημβρινού.  Αρνητική  ωριαία  γωνία  δείχνει  το  χρονικό 
διάστημα  μέχρι  την  επόμενη  διέλευση  από  τον  μεσημβρινό.  Μηδενική  ωριαία 
γωνία ΗΑ=0 δείχνει ότι το σώμα βρίσκεται πάνω στον μεσημβρινό.
 
 Θα  πρέπει  να  σημειωθεί  ότι  όλοι  οι    αστέρες  έχουν  το  μέγιστο  ύψος  τους  όταν 
διασχίζουν το μεσημβρινό του τόπου. Λόγω της μεταβολής της ωριαίας γωνίας με 
το χρόνο, αυτό το σύστημα δεν είναι εύχρηστο για την καταγραφή συντεταγμένων 
αντικειμένων σε καταλόγους. 
 
2.2.5  Εκλειπτικές (Ηλιακές) συντεταγμένες 
 
Για  τα  σώματα  του  ηλιακού  συστήματος  ‐  πλανήτες,  αστεροειδείς,  κομήτες  ‐  ένα 
εύχρηστο  σύστημα,  έχει  ως  κέντρο  τον  Ήλιο  και  ως  κύριο  ισημερινό  επίπεδο,  το 
επίπεδο των τροχιών των πλανητών δηλαδή την εκλειπτική, τη φαινόμενη δηλαδή 
πορεία  του  Ήλιου  στην  ουράνια  σφαίρα  λόγω  της  ετήσιας  κίνησης  της  Γης.  Σε 
αυτό το σύστημα το εκλειπτικό πλάτος (β) μετράται από την εκλειπτική προς το  

 
ΟΥΡΑΝΙΕΣ ΚΙΝΗΣΕΙΣ  35
  35

βόρειο  πόλο  της  εκλειπτικής  (ΝΕP),  που  είναι  η  Κόμη  της  Βερενίκης  (με 
συντεταγμένες  περίπου  RA  =   18:00  και  DEC  = + 66:34)  και  προς  τον  νότιο  πόλο 
της  εκλειπτικής  (SΕP)  από  0ο  έως  ± 90ο  αντίστοιχα.  Το  εκλειπτικό  μήκος  (λ)  είναι 
ανάλογο της ορθής αναφοράς, και μετράται από το εαρινό ισημερινό σημείο (E ) 
κατά την ίδια διεύθυνση με την ορθή αναφορά – δηλαδή ανατολικά από τον Ήλιο 
και αυξάνεται προς ανατολάς αλλά πάνω στην εκλειπτική. Το εκλειπτικό πλάτος 
του αστέρα Χ  (β) δίνεται από τη γωνία μεταξύ (E ) και Y. Τα περισσότερα σώματα 
στο  ηλιακό  σύστημα  έχουν  εκλειπτικό  πλάτος  περίπου  μηδέν  επειδή  οι  τροχιές 
τους έχουν μικρή κλίση από το επίπεδο της εκλειπτικής.  
Οι εκλειπτικές συντεταγμένες είναι χρήσιμες όταν  θέλει κανείς  να αποφύγει 
τα  σώματα  του  ηλιακού  συστήματος  όπως  στην  περίπτωση  των  διαστημικών 

NEP  Εκλειπτικός
Κύκλοι μήκους  ισημερινός  NCP
NEP
(μέγιστοι κύκλοι)  (μέγιστος  Εκλειπτική
κύκλος) 
λ Χ 
 
β 

 
ε 
α  
γ Ουράνιος 
Ισημερινός 

 
SEP  
SCP
Κύκλοι   
πλάτους  SEP 

Σχήμα 2.9
Το σύστημα εκλειπτικών συντεταγμένων.

Στόχος 

Ιούνιος  Στόχος Αύγουστος 

Σχήμα 2.10
Χρήση των εκλειπτικών συντεταγμένων  

 
36  Η ΟΥΡΑΝΙΑ ΣΦΑΙΡΑ 
  36

τηλεσκοπίων (Hubble Space Telescope, Chandra X‐ray), που στοχεύουν αντικείμενα 
μακριά  από  τον  Ήλιο  προκειμένου  να  μην  καταστραφούν  οι  ανιχνευτές  τους. 
Επιπλέον  στην  περίπτωση  εκθέσεων  μεγάλης  διάρκειας  (ημερών  ή  εβδομάδων), 
λόγω  της  μετακίνησης  της  Γης  στην  τροχιά  της,  στο  πεδίο  οράσεως  του 
τηλεσκοπίου  ένα  αντικειμένο  που  αρχικά  ήταν  πολύ  απομακρυσμένο  από  τον 
Ήλιο  παρατηρείται  να  μετατοπίζεται  πλησίον  του,  γι  αυτό  αυτές  οι  εκθέσεις 
(Hubble Deep Field, Hubble Ultra Deep Field, Chandra Deep Field South) επιλέγονται 
κοντά στους πόλους της εκλειπτικής δηλαδή σε κάθετη θέση από τον Ήλιο (Σχήμα 
2.10). 
 
2.2.6   Γαλαξιακές συντεταγμένες 
 
Για τη μελέτη της κατανομής των αστέρων στο Γαλαξία μας ή μακρινών γαλαξιών 
χρησιμοποιούνται (σχήμα 2.11) το: 
• Γαλαξιακό πλάτος (b) που μετράται βόρεια από το επίπεδο του Γαλαξία  προς 
τον  Βόρειο  Γαλαξιακό  Πόλο  (NGP)  που  είναι  κοντά  στην  Κόμη  της  Βερενίκης 
(περίπου RA  =  12:52  και Dec  = + 26:19) από 0ο έως   90ο. Το γαλαξιακό επίπε‐δο 
έχει  προσδιοριστεί  με  ακρίβεια  από  μετρήσεις  της  κατανομής  των  νεφών 
ουδέτερου υδρογόνου. 
• Γαλαξιακό  μήκος  (l)  που  μετράται  στο  γαλαξιακό  επίπεδο  ανατολικά  από  τη 
διεύθυνση  του  γαλαξιακού  κέντρου  (GC)  που  βρίσκεται  στον  αστερισμό  του 
Τοξότη  περίπου  RA = 17:45  και  Dec = − 29:22  και  αυξάνεται  προς  βορά 
αυξανομένης  της  απόκλισης.  Το  γαλαξιακό  κέντρο  καθορίζεται  με  ακρίβεια 
από το γαλαξιακό μήκος του Βόρειου ουράνιου Πόλου (NCP) που είναι 123ο. Τo  

NCP
Ουράνιος
Χ Ισημερινός
NGP 
123ο  b
l

63o
γ
a
G
SGP

Γαλαξιακός
SCP
Ισημερινός

Σχήμα 
Οι γαλαξιακές συντεταγμένες.

 
ΟΥΡΑΝΙΕΣ ΚΙΝΗΣΕΙΣ  37
  37

γαλαξιακό μήκος του αστέρα Χ δίνεται απο τη γωνία μεταξύ του GC και του Υ. 
 
Το επίπεδο του ηλιακού συστήματος είναι σχεδόν κάθετο στο γαλαξιακό επίπεδο. 
  Ανακεφαλαιώνοντας  συνοψίζουμε  τα  χαρακτηριστικά  των  τεσσάρων  κυρίων 
συστημάτων  συντεταγμένων  που  ορίζονται  με  βάση  την  ουράνια  σφαίρα,  έναν 
πρεωτεύοντα μέγιστο κύκλο και έναν δευτερεύοντα μέγιστο κύκλο (μέγιστο κύκλο 
που περνά από τους πόλους του πρωτεύοντος) στον Πίνακα 2.1. 
  Θα  πρέπει  να  σημειωθεί  ότι  μπορούμε  να  μετατρέψουμε  τις  συντεταγμένες 
από το ένα σύστημα στο άλλο χρησιμοποιώντας την περιστροφή των γωνιών Euler 
γύρω από άξονες σε ένα Καρτεσιανό σύστημα αναφοράς.  
 
Πίνακας 2.1 : Συστήματα συντεταγμένων 
 
Πρωτεύον 
Σύστημα  Δευτερεύον μέγιστος 
μέγιστος  Συντεταγμένες 
συντεταγμένων  κύκλος 
κύκλος 
Οριζόντιες 
Ορίζοντας του 
(τοπικό  Ύψος Α 
τόπου του  Β‐Ν μεσημβρινός 
σύστημα του  αζιμούθιο a 
παρατηρητή 
παρατηρητή) 
Ισημερινές ή  Ουράνιος  Μεσημβρινός του  Ορθή αναφορά α, 
ουρανογραφικές  ισημερινός  τόπου (Β‐Ν‐ζενίθ)  απόκλιση δ 
Μέγιστος κύκλος που 
Εκλειπτικό μήκος 
Επίπεδο  περνά  από τους 
Εκλειπτικές  λ, εκλειπτικό 
τροχιάς της Γης πόλους εκλειπτικής και 
πλάτος β 
το εαρινό σημείο 
γαλαξιακό μήκος 
Επίπεδο του 
Γαλαξιακές  Γαλαξιακό κέντρο  l, γαλαξιακό 
Γαλαξία 
πλάτος b 
 
2.3   Ουράνιες Κινήσεις 
 
   Τα  αντικείμενα  κινούνται  είτε  πραγματικά  είτε  φαινομενικά  λόγω  της  κίνησης 
της Γης. Από την περιστρεφόμενη πλατφόρμα παρατήρησης (τη Γη) βλέπουμε όλο 
τον ουρανό (όπως ορίζεται από τον μεσημβρινό του παρατηρητή) να γυρίζει γύρω 
από  φανταστικά  σημεία  (ουράνιους  πόλους)  κάθε  24  ώρες  ως  αποτέλεσμα  της 
περιστροφής  της  Γης  γύρω  από  τον  άξονά  της.  Αυτή  η  κίνηση  που  ονομάζεται 
ημερήσια κίνηση  της ουράνιας σφαίρας επηρρεάζει όλα τα αντικείμενα χωρίς να 
αλλάζει  τις  σχετικές  τους  θέσεις.  Τα  μόνα  σημεία  που  δεν  φαίνεται  να 
μετακινούνται  είναι  ο  βόρειος  και  νότιος  ουράνιος  πόλος  γιατί  βρίσκονται  πάνω 
στον άξονα περιστροφής.  

 
38  ΟΥΡΑΝΙΕΣ ΚΙΝΗΣΕΙΣ 
 

Αν  και  σε  όλα  τα  παραπάνω  παραδείγματα  αγνοήσαμε  την  περιστροφή  της  Γης, 
καθώς  η  Γη  περιστρέφεται  από  τη  Δύση  στην  Ανατολή,  οι  αστέρες  φαίνονται  να 
περιστρέφονται  δηλαδή  να  διαγράφουν  τροχιές  σε  παράλληλους  κύκλους  με  τον 
ουράνιο  ισημερινό  (ή  πάνω  σ΄αυτόν)  από  την  Ανατολή  στη  Δύση  όπως  φαίνεται 
στο  σχήμα  2.13  όπου  σημειώνονται  διαφορετικά  ύψη  (22.5o  ,  45o,  67.5o)  και  τόξα 
σταθερής  απόκλισης  ‐οι  αστέρες  και  οι  κύκλοι  απόκλισης  είναι  σταθεροί  πάνω 
στην  Ουράνια  Σφαίρα.  Από  τη  στιγμή  που  δεν  μεταβάλλεται  η  απόκλιση  ενός 
αστέρα,  οι  κύκλοι  απόκλισης  δείχνουν  την  πορεία  του  στον  ουρανό  από  την 
ανατολή  μέχρι  και  τη  δύση  του.  (Ο  ουράνιος  Ισημερινός  τέμνει  τον  ορίζοντα 
ακριβώς  στην  Ανατολή  και  στη  Δύση  του  παρατηρητή  όπως  ο  μεσημβρινός  στο 
Βορρά  και  στο  Νότο).  Κατά  τη  διάρκεια  της  ημέρας,  ο  μεσημβρινός  του  τόπου 
χωρίζει  τις  πρωϊνές  από  τις  απογευματινές  θέσεις  του  Ήλιου.  Το  πρωί  ο  Ήλιος 
είναι  «προ  του  μεσημβρινού»  (λατινικά  ʹʹante  meridiemʹʹ)  ή  ανατολικά  του 
μεσημβρινού  και  συντομογραφικά  δηλώνεται  ως  «π.μ»  (ʹʹa.mʹʹ).  Το  μεσημέρι  
βρίσκεται  «μετά  το  μεσημβρινό»  (λατινικά    ʹʹpost  meridiemʹʹ  )  ή  δυτικά  του 
μεσημβρινού και συντομογραφικά δηλώνεται ως «μ.μ» (ʹʹp.m.ʹʹ).  
Για  την  απλή  περίπτωση  όπου  ο  παρατηρητής  είναι  στον  Βόρειο  Πόλο,  ο 
ουρανός  φαίνεται  να  περιστρέφεται  γύρω  από  το  ζενίθ  κι  επειδή  το  επίπεδο  του 
ουράνιου  ισημερινού  είναι  το  επίπεδο  του  ορίζοντα,  τα  αντικείμενα  στον  ουράνιο 
ισημερινό  φαίνεται  να  περιστρέφονται  γύρω  απο  τον  ορίζοντα.  Για  ένα 
παρατηρητή  στον  ισημερινό  ο  ουρανός  φαίνεται  να  περιστρέφεται  γύρω  από  τη 
διεύθυνση Βορας – Νότος κι επειδή το επίπεδο του ουράνιου ισημερινού διέρχεται 
από ζενίθ τα αντικείμενα στον ουράνιο ισημερινό φαίνεται να ανατέ‐λουν από τον 
ανατολικό  ορίζοντα,  να  μεσουρανούν  στο  ζενίθ  και  μετά  να  δύουν  στον  δυτικό 
ορίζοντα. 

Ζενίθ
67.5 67.5
NCP

  45.0  45.0

22.5  22.5 
  W

S  N

    E
Ουράνιος  Ορίζοντας
Ισημερινός 

Σχήμα 2.12 
Η ημερήσια κίνηση ενός αστέρα.

 
 

Σχήμα 2.13
Τα ίχνη των αστέρων γύρω από τον Βόρειο Ουράνιο πόλο για έκθεση 10 ωρών 

Ερώτηση:  Ποιοί  αστέρες  φαίνονται  πάντα  για  έναν  παρατηρητή  σε 


γεωγραφικό πλάτος LAT; 
‘Οπως  φαίνεται  από  το  σχήμα  2.8  ο  Βόρειος  Ουράνιος  Πόλος  (όταν  LAT > 00) 
σχηματίζει  γωνία LAT πάνω από τον βόρειο ορίζοντα στον μεσημβρινό, οπότε τα 
σώματα  που  είναι  πιο  κοντά  στον  ΒΟΠ  βρίσκονται  για  περισσότερο  χρόνο  πάνω 
από τον ορίζοντα και πλησιέστερα στον ΒΟΠ όταν ανατέλλουν ή δύουν. 
Ένας αστέρας που έχει απόκλιση δ  <LAT δεν δύει ποτέ κάτω από τον ορίζοντα κι 
άρα  είναι  πάντα  ορατός  ενώ  οι  αστέρες  που  βρίσκονται  σε  απόκλιση  δ<LAT  από 
τον  Νότιο  Ουράνιο  Πόλο  δεν  φαίνονται  ποτέ.  Το  αντίθετο  ισχύει  για  έναν 
παρατηρητή στο Νότιο Ημισφαίριο.  
Ένας  αστέρας  όμως  είναι  ορατός  μόνο  κατά  τη  διάρκεια  του  έτους  όταν  ο 
Ήλιος  βρίσκεται  στην  αντίθετη  πλευρά  του  ουρανού.  Αυτοί  οι  «αστέρες  περί  του 
πόλου» (circumpolar) είναι  διαρκώς ορατοί  (αειφανείς) – και κατά τη διάρκεια της 
ημέρας.  Αυτό  σημαίνει  ότι  για  έναν  παρατηρητή  στους  γήινους  πόλους,  όλοι  οι 
αστέρες  είναι  αειφανείς  ενώ  δε  βλέπει  κανέναν  από  τους  αστέρες  του  αντίθετου 
ημισφαιρίου.  Για  παρατηρητή  που  βρίσκεται  στον  γήινο  ισημερινό,  κανείς  απο 
τους  αστέρες  δεν  είναι  αειφανής  και  βλέπει  όλη  την  ουράνια  σφαίρα  κατά  τη 
διάρκεια του έτους 
Ένας  αστέρας  που  βρίσκεται  σε  γωνία  μεγαλύτερη  από  LAT,  φτάνει  σε  ένα 
μέγιστο  ύψος  πάνω  από  τον  ορίζοντα  (διέλευση  αστέρα)  και  λέμε  ότι  μεσουρανεί 
τη  στιγμή  της  διάβασής  του  από  τον  μεσημβρινό  του  τόπου  του  παρατηρητή  και 
στη  συνέχεια  δύει.  Είναι  εμφανές  ότι  ένα  σώμα  μεσουρανεί  την  ίδια  στιγμή  για 

 
40  ΟΥΡΑΝΙΕΣ ΚΙΝΗΣΕΙΣ 
 

όλους  τους  παρατηρητές  που  βρίσκονται  στον  ίδιο  μεσημβρινό  (ίδιο  γεωγραφικό 
μήκος).  
     Από την παραπάνω ανάλυση αιτιολογείται η μέτρηση της ορθής  αναφοράς με 
μονάδες  χρόνου.  Ο  μεσημβρινός  είναι  σαν  ένα  ρολόι  χειρός,  οπότε  οι  γραμμές 
απόκλισης  που  τον  διασχίζουν  μας  λένε  και  τί  ώρα  είναι  (με  προσέγγιση  γιατί  η 
πραγματική περίοδος περιστροφής της Γης σε σχέση με τους αστέρες είναι 23 ώρες 
και  56  λεπτά,  βλ.  2.10  ).  Προκειμένου  να  συνδέσουμε  την  επίδραση  της 
περιστροφής  της  Γης,  η  Ωριαία  Γωνία  (Hour  Angle,  HA)  δείχνει  το  χρονικό 
διάστημα  πριν  ή  μετά  τη  διέλευση  κάθε  αντικειμένου.  Όπως  έχει  αναφερθεί  στις 
ισημερινές  συντεταγμένες  η  ωριαία  γωνία  είναι  η  γωνία  που  σχηματίζει  στον 
ουρανό,  ο  μεσημβρινός  και  η  γραμμή  της  ορθής  αναφοράς  του  εν  λόγω 
αντικειμένου. Σε αντίθεση με την ορθή αναφορά που είναι πάντα σταθερή, η ΗΑ 
των αντικειμένων αυξάνει συνεχώς και δίνεται από τη σχέση HA = LST − RA, όπου 
LST o τοπικός αστρικός  χρόνος (βλ. 2.10) 
  Εισάγοντας και τη συντεταγμένη της ωριαία γωνίας (ΗΑ) μπορούμε να δούμε 
ότι  ανάλογα  με  τη  θέση  (γεωγραφικό  πλάτος  παρατηρητή)  μερικοί  αστέρες  είναι 
ορατοί πάντα, άλλοι ανατέλλουν και δύουν και άλλοι δεν είναι ποτέ ορατοί (ορατοί 
πάντα, εννούμε ότι φαίνονται πάντα στον ουρανό εάν δεν υπήρχε το ηλιακό φως! 
). Όπως φαίνεται στο σχήμα  2.8, ο αστέρας  Χ ή πλανήτης, διασχίζει τον ορίζοντα 
στα σημεία  L και V, κινούμενος από το  L διαμέσου του  U πάνω στον μεσημβρινό 
προς το V.  
  Επιπροστιθέμενη  σε  αυτήν  την  ημερήσια  κίνηση  είναι  η  κίνηση  μερικών 
σωμάτων  που  κινούνται  (πλανώνται)  στην  ουράνια  σφαίρα  μεταβάλλοντας  τις 
σχετικές  τους  θέσεις.  Αυτά  είναι  οι  πλανήτες,  ο  Ήλιος  και  η  Σελήνη.  Αυτή  η 
πραγματική  κίνηση  δεν  παρατηρείται  στους  μακρινούς  αστέρες  γιατί  λόγω  της 
μεγάλης  απόστασης  η  κίνηση  φαίνεται  πολύ  μικρή.  Επιπλέον  κατά  τη  διάρκεια 
ενός  έτους  οι  κοντινότεροι  αστέρες  φαίνονται  να  κινούνται  λόγω  της  ετήσιας 
περιφοράς  της  Γης  και  η  κίνηση  αυτή  ονομάζεται  παράλλαξη  (Κεφ.7.1).  Οι 
περισσότεροι  αστέρες  πάντως  είναι  πολύ  μακριά  ώστε  αυτή  η  φαινόμενη  κίνησή 
τους να μην μπορεί να παρατηρηθεί. Ακόμα και για τους κοντινότερους απαιτείται 
καλό ανιχνευτικό σύστημα στο τηλεσκόπιο για να ανιχνευθεί. 
 
2.4  Φαινόμενη κίνηση του Ήλιου στην ουράνια σφαίρα‐ 
Εποχές 
 
Ο Ήλιος όχι μόνο περιστρέφεται μαζί με τους αστέρες στην ουράνια σφαίρα κάθε 
ημέρα αλλά και κινείται πολύ αργά σε σχέση με αυτούς. Οι εικονικές του κινήσεις 
είναι 

 
 

                          Taurus                          Pisces                  Aquarius 
                                               Aries                                
 
          Gemini                                                                                                        Capricornus 
 
 
                                  
   Άυγουστος
            Cancer                        Sagittarius 
 
  Μάιος
 
 
                      Scorpius 
 
                                                                                            
   Leo                                                      Libra 
Virgo

Σχήμα 2.14 
 Ο ζωδιακός κύκλος όπως φαίνεται από τη Γη κατά τους μήνες Μάιο και Αύγουστο. 

 
• Ημερήσια  κίνηση  από  ανατολικά  προς  δυτικά  λόγω  της  περιστροφής  της 
Γης γύρω από τον άξονά της με περίοδο 24 ώρες. 
• Μετατόπιση ανατολικά σε σχέση με τους αστέρες περίπου  10 την ημέρα με 
περίοδο περίπου 365.25 ημέρες (3600/365.25 ημ.).  
 
  Η δεύτερη κίνησή του οφείλεται στο γεγονός ότι η Γη εκτελεί μία περιστροφή 
γύρω  από  τον  Ήλιο  και  ο  Ήλιος  είναι  πολύ  κοντύτερα  στη  Γη  απ΄ότι  οι  αστέρες. 
Ένας παρατηρητής που σημειώνει κάθε μήνα ποιοί αστερισμοί φαίνονται  αρχικά 
πάνω  από  τον  δυτικό  ορίζοντα  μετά  το  ηλιοβασίλεμα,  θα  παρατηρήσει  ότι 
εμφανίζονται νέοι και προχωράνε σταδιακά κατά μήκος μίας ζώνης στην ουράνια 
σφαίρα.  Αυτή  η  μεταβολή  οφείλεται  στην  ετήσια  κίνηση  της  Γης.  Καθώς  η  Γη 
κινείται  γύρω  από  τον  Ήλιο,  βλέπουμε  τους  αστέρες  στην  ουράνια  σφαίρα  εκτός 
από αυτούς που δεν βρίσκονται στην ευθεία του Ήλιου και αποκρύπτονται από το 
φως του. Αυτή η ζώνη των 13 αστερισμών κατά μήκος της εκλειπτικής ονομάζεται 
ζωδιακός κύκλος (αν και παραδοσιακά αναγνωρίζονται οι 12 αστερισμοί πλην του 
Οφιούχου)  και  οι  αστερισμοί  πάνω  σ΄αυτή  τη  λωρίδα  είναι  γνωστοί  ως  ζώδια.  
Όπως φαίνεται στο σχήμα 2.14 στις αρχές Μαϊου η ευθεία που συνδέει τη Γη με τον 
Ήλιο δείχνει στον αστερισμό του Κριού κι άρα οι αστέρες του Κριού δεν φαίνονται. 
Όμως μετα τη δύση του Ήλιου μπορούμε να δούμε το γειτονικό του αστερισμό τον 
Ταύρο  να  ανατέλει  πάνω  από  τον  δυτικό  ορίζοντα.  Στις  αρχές  Ιουνίου  λόγω  της 

 
42  ΟΥΡΑΝΙΕΣ ΚΙΝΗΣΕΙΣ 
 

μετακίνησης της Γης, ο Ήλιος προβάλλεται στον Ταύρο κι άρα οι αστέρες του δεν 
φαίνονται  ενώ  μετά  το  ηλιοβασίλεμα  μπορούμε  να  δούμε  το  γειτονικό  του 
αστερισμό,  τους  Διδύμους  να  ανατέλει  πάνω  από  τον  δυτικό  ορίζοντα  κ.ο.κ.  Η 
ετήσια κίνηση της Γης μας επιτρέπει να δούμε αστέρες που αποκρύβονται από το 
φως του Ήλιου και κάνει κάθε αστέρα να ανατέλλει 3 λεπτά και 56 δευτερόλεπτα 
νωρίτερα  κάθε  νύχτα  (περίπου  4  λεπτά).  Σε  ένα  χρόνο  η  συνολική  καθυστέρηση 
είναι 24 ώρες κι άρα ένα χρόνο αργότερα όταν η Γη βρεθεί στο ίδιο ακριβώς σημείο 
της  τροχιάς  της,  η  εικόνα  του  ουρανού  θα  είναι  ακριβώς  η  ίδια.  (Το  εάν  φαίνεται 
ένας  αστερισμός  από  ένα  συγκεκριμένο  γεωγραφικό  τόπο  εξαρτάται  από  την 
απόκλισή του αστερισμού). 
  Eπειδή ο άξονας περιστροφής της Γης (που καθορίζει την ουράνια σφαίρα) δεν 
είναι κάθετος στην ετήσια τροχιά της γύρω από τον Ήλιο αλλά σχηματίζει γωνία 
περίπου 670, η φαινόμενη κίνηση του Ήλιου στον ουρανό δηλαδή η διαδρομή που 
φαινομενικά  ακολουθεί  ο  Ήλιος  κατά  τη  διάρκεια  ενός  έτους  (εκλειπτική)  δεν 
γίνεται  πάνω  στον  ισημερινό  αλλά  σε  ένα  κύκλο  που  σχηματίζει    κλίση  23.5º  με 
τον  ουράνιο  ισημερινό.  Αυτή  η  κλίση  ονομάζεται  λόξωση  (obliquity)  και  είναι 
υπεύθυνη  για  το  φαινόμενο  των  εποχών  και  τη  μεταβολή  της  διάρκειας  της 
ημέρας  και  της  νύχτας  σε  ένα  γεωγραφικό  τόπο.  Η    φαινόμενη  διαδρομή  του 
Ήλιου  ονομάζεται  εκλειπτική  (γιατί  εκεί  συμβαίνουν  οι  εκλείψεις)  και  βρίσκεται 
ψηλότερα το καλοκαίρι απ΄ότι το χειμώνα σε σχέση με τον ουράνιο ισημερινό. 
  Το φαινόμενο των εποχών. Η εναλλαγή των  εποχών  οφείλονται στην κλίση 
του  άξονα  περιστροφής  της  Γης  (23.5ο)  με  την  τροχιά  της,  δηλαδή  στη  γωνία  που 
σχηματίζει  η  εκλειπτική  με  τον  ουράνιο  ισημερινό    και  άρα  στην  γωνία  που 
σχηματίζουν οι ηλιακές ακτίνες με το έδαφος. Αυτή η κλίση έχει ως αποτέλεσμα το 
ημισφαίριο  που  κάθε  φορά  κλίνει  προς  τον  Ήλιο  –  κι  άρα  οι  αντίστοιχοι 
γεωγραφικοί  τόποι‐  να  δέχεται  περισσότερη  ποσότητα  ηλιακής  ακτινοβολίας  σε 
διαφορετικές χρονικές περιόδους κατά την περιφορά της Γης γύρω  από τον Ήλιο, 

Φθινόπωρο

Χειμώνας Καλοκαίρι

Άνοιξη

Σχήμα 2.15  
 Οι  σχετικές θέσεις Γης και Ήλιου στις διάφορες εποχές του έτους 

 
 

να θερμαίνεται περισσότερο κι άρα να έχει καλοκαίρι,  σε αντίθεση με το αντίθετο 
ημισφαίριο  που  αποκλίνει  και  έχει  χειμώνα.  Κατά  την  άνοιξη  και  το  φθινόπωρο 
κανένα από τα δύο ημισφαίρια δεν κλίνει ή αποκλίνει άρα δεν έχουν ούτε χειμώνα, 
ούτε καλοκαίρι (Σχήμα 2.15). Στο ημισφαίριο που έχει καλοκαίρι, το τμήμα του που 
φωτίζεται  από  τον  Ήλιο  είναι  μεγαλύτερο  από    το  τμήμα  που  δεν  φωτίζεται    κι 
άρα η διάρκεια της ημέρας το καλοκαίρι είναι μεγαλύτερη από 12 ώρες.  
      Σύμφωνα με τα παραπάνω η διαδρομή του Ήλιου στον ουρανό μεταβάλλεται 
ανάλογα  με  την  εποχή  και  σηματοδοτείται  από  κάποιες  ημερομηνίες  που  
καθορίζουν  την έναρξη των εποχών  (και τη διάρκεια της ημέρας και της νύχτας) 
σε  κάθε  γεωγραφικό  τόπο  στη  Γη,  οι  οποίες  ονομάζονται  ηλιοστάσια  και 
ισημερίες.  Υπάρχουν  δύο  ισημερίες  και  δύο  ηλιοστάσια  μέσα  στο  χρόνο  με 
αντίθετες συνέπειες για τα δύο ημισφαίρια της Γης. 
  Ισημερίες: όπως μαρτυρεί και η ετυμολογία, σε αυτές τις ημερομηνίες όλοι οι 
γεωγραφικοί  τόποι  έχουν  ίση  μέρα  και  ίση  νύχτα  γιατί  η  Γη  βρίσκεται  σε  εκείνες 
τις θέσεις της τροχιάς της που ο άξονας δεν έχει κάποια κλίση ως προς τον Ήλιο. 
Αυτές είναι: η εαρινή ισημερία στις 21 Μαρτίου γιατί σηματοδοτεί την έναρξη της 
άνοιξης  για  το  Β.  Ημισφαίριο  (και  του  φθινοπώρου  για  το  Νότιο)  και  η 
φθινοπωρινή στις 23 Σεπτεμβρίου γιατί σηματοδοτεί την έναρξη του φθινοπώρου 
για το Β. Ημισφαίριο (και της άνοιξης για το Νότιο). 
  Ηλιοστάσια: σε αυτές τις ημερομηνίες η Γη βρίσκεται σε εκείνες τις θέσεις της 
τροχιάς  της  που  ο  άξονας  έχει  κλίση  ως  προς  τον  Ήλιο.  Αυτά  είναι:  το  θερινό 
ηλιοστάσιο στις 21 Ιουνίου γιατί σηματοδοτεί την έναρξη του καλοκαιριού για το Β. 
Ημισφαίριο  (και  του  χειμώνα  για  το  Νότιο)  και  το  χειμερινό  στις  21  Δεκεμβρίου 
γιατί  σηματοδοτεί  την  έναρξη  του  χειμώνα  για  το  Β.  Ημισφαίριο  (και  του 
καλοκαιριού για το Νότιο). 
    Το  εαρινό  (spring  ή  vernal)  και  φθινοπωρινό  ισημερινό  (automnal  equinox) 
σημείο  αντίστοιχα  βρίσκονται  στον  ισημερινό  και  συνδέονται  με  τους  ζωδιακούς 
αστερισμούς του Κριού (E) και του Ζυγού (K). Καθώς ο Ήλιος κινείται κατά μήκος 
της  εκλειπτικής  διασχίζει  τον  ουράνιο  ισημερινό  δύο  φορές,  πρώτα  στο  εαρινό 
ισημερινό σημείο (E) κινούμενος απο το Νότο προς τον Βορρά περίπου στις 20‐21 
Μαρτίου στον αστερισμό του Κριού και στη συνέχεια στο  φθινοπωρινό ισημερινό 
σημείο  (K)  κινούμενος  από  τον  βορρά  προς  τον  νότο  στον  αστερισμό  του  Ζυγού 
γύρω στις 22‐23 Σεπτεμβρίου (Σχήμα 2.16).  
Όταν  ο  Ήλιος  είναι  στα  ισημερινά  σημεία  υπάρχει  ίση  μέρα  και  νύχτα  (12  ώρες) 
όπως  μαρτυρεί  και  η  ετυμολογία  του  όρου,  ανατέλλει  ακριβώς  στην  κατεύθυνση 
της ανατολής και δύει ακριβώς στην κατεύθυνση της δύσης. Σε αυτό διαφέρει από 
όλους  τους  υπόλοιπους  ασέρες  που  πάντοτε  ανατέλλουν  στο  ίδιο  σημείο  του 
ορίζοντα. 

 
44  ΟΥΡΑΝΙΕΣ ΚΙΝΗΣΕΙΣ 
 

   Το  μέγιστο  ύψος  στο  οποίο  φτάνει  ο  Ήλιος  στον  ουρανό  (από  το  βόρειο 
ημισφαίριο)  σταδιακά  αυξάνει  από  την  εαρινή  ισημερία  και  φτάνει  στο  μέγιστο 
στις  20‐21  Ιουνίου  –  στο  θερινό  ηλιοστάσιο  όπου  ο  Ήλιος  «στέκεται»  δηλαδή 
σταματά  να  κινείται  προς  Βορά  πριν  να  αρχίσει  να  κινείται  πάλι  πίσω  προς  τον 
ουράνιο  ισημερινό.  Ομοίως  ο  Ήλιος  φτάνει  στο  ελάχιστο  ύψος  του  στον  ουρανό 
(από  το  βόρειο  ημισφαίριο)  στις  21‐22  Δεκεμβρίου  –  στο  χειμερινό  ηλιοστάσιο. 
Αφού η εκλειπτική σχηματίζει γωνία  23.5º σε σχέση με τον ουράνιο ισημερινό, το 
μέγιστο  ή  ελάχιστο  ύψος  στο  οποίο  φτάνει  ο  Ήλιος  στον  ουρανό  (από  το  βόρειο 
ημισφαίριο)  είναι 23.5º.  
Κατά  το  θερινό  (21  Ιουνίου)  και  το  χειμερινό  ηλιοστάσιο  (21  Δεκεμβρίου)  η 
διεύθυνση  του  Ήλιου  είναι  αντίστοιχα  23.5o πάνω  και  κάτω  από  τον  ουράνιο 
ισημερινό  δηλαδή  ο  Ήλιος  είναι  στο  ζενίθ  το  μεσημέρι  για  τους  παρατηρητές  σε 
LAT = 23.5o και LAT = −23.5o αντίστοιχα και αυτά τα γεωγραφικά πλάτη καλούνται 
Τροπικός  του  Καρκίνου  και  Τροπικός  του  Αιγόκερου  αντίστοιχα  γιατί  αυτοί 
είναι  οι  ζωδιακοί  αστερισμοί  που  συνδέονται  με  το  τμήμα  της  εκλειπτικής  στο 
οποίο βρίσκεται ο Ήλιος τότε.  
Το θερινό ηλιοστάσιο είναι και το υψηλότερο (βορειότερο) σημείο που φτάνει ο 
Ήλιος στο βόρειο ημισφαίριο στις 21 Ιουνίου και το χειμερινό το νοτιότερο περίπου 
στις  21  Δεκεμβρίου.  Στο  χειμερινό  ηλιοστάσιο  βλέπουμε  το  μικρότερο  μέρος  της 
ημερήσιας κίνησής του (μικρότερη ημέρα) και σηματοδοτεί την έναρξη της εποχής 
του  χειμώνα  για  το  Β.  ημισφαίριο  ενώ  στο  θερινό  το  μεγαλύτερο  μέρος  της 
ημερήσιας  κίνησής  του  (μεγαλύτερη  ημέρα)  και  σηματοδοτεί  την  έναρξη  της 
εποχής  του  καλοκαιριού.  Από  την  εμπειρία  γνωρίζουμε  ότι  ο  Ήλιος  ανατέλλει 

NCP Θερινό
ηλιοστάσιο 

Εαρινή
 ισημερία 

ε
Ουράνιος 
γ
Φθινοπωρινή  Ισημερινός 
Εκλειπτική  ισημερία 
 
Χειμερινό
ηλιοστάσιο 
SCP
Σχήμα 2.16
Η ετήσια πορεία του Ήλιου στον ουρανό.

 
 

βορειοανατολικά το καλοκαίρι και στα νοτιοανατολικά τον χειμώνα. 
  Με  βάση  τις  παραπάνω  θέσεις  του  Ήλιου  μπορούμε  να  υπολογίσουμε  τις 
ουράνιες συντεταγμένες του  μέσα στο χρόνο: 

21 Μαρτίου και 22 Σεπτεμβρίου :  πάνω στον ουράνιο ισημερινό (δ =0) 

21‐22 Δεκεμβρίου χειμερινό ηλιοστάσιο  :  ‐ 23.5ο κάτω από τον ουράνιο ισημερινό 

20‐21 Ιουνίου θερινό ηλιοστάσιο:   δ= 23.5ο  πάνω από τον ουράνιο ισημερινό. 

     Ο  Ήλιος  το  καλοκαίρι  βρίσκεται  πάνω  από  τον  ορίζοντα  για  περισσότερες 
ώρες  απ΄ότι  το  χειμώνα.  Άρα  οι  ημέρες  το  καλοκαίρι  έχουν  μεγαλύτερη  διάρκεια 
απ΄ότι  το  χειμώνα  κι  άρα  το  συνολικό  ποσό  της  ενέργειας  που  δεχόμαστε  είναι 
μεγαλύτερο. Όταν η γωνία που σχηματίζουν οι ηλιακές ακτίνες με το έδαφος είναι 
μεγάλη, προσπίπτουν περισσότερες ακτίνες ανά μονάδα επιφάνειας στη Γη (είναι 
πιο  συγκεντρωμένες)  κι  άρα  περισσότερη  ενέργεια  (θερμότητα)  ανά  μονάδα 
επιφάνειας (τετραγωνικό μέτρο) απ΄όταν σχηματίζουν μικρή γωνία όπως φαίνεται 
στο σχήμα 2.17. 
  Έτσι  στις  ισημερίες  ο  Ήλιος  βρίσκεται  στον  ουράνιο  ισημερινό  δηλαδή  στο 
ζενίθ για LAT = 00  και σχεδόν όλοι στη Γη έχουν τον Ήλιο περιπου 12 ώρες πάνω 
και κάτω από τον ορίζοντα. Οι ηλιακές ακτίνες του Ήλιου πέφτουν στον ισημερινό 
κάθετα εκείνες τις ημέρες. 
  Γύρω  στις  στις  22  Ιουνίου  για  τους  κατοίκους  του  Β.  Ημισφαιρίου  όχι  μόνο  οι 
ημέρες  είναι  μεγαλύτερες  αλλά  οι  ακτίνες  του  Ήλιου  πέφτουν  με  μικρή  κλίση  κι 
άρα προσπίπτει περισσότερη ενέργεια ανά μονάδα επιφάνειας κι άρα λαμβάνουν 
περισσότερη  θερμότητα.  Οι  παρατηρητές  που  βρίσκονται  σε  πλάτος  μεγαλύτερο 
από  90o − 23.5o = 66.5o έχουν συνεχώς ημέρα και αυτό το πλάτος καλείται Αρκτικός 
κύκλος.  Οι  παρατηρητές  κάτω  από  πλάτος  66.5o έχουν  24‐ωρο  σκοτάδι  κι  αυτό  το 

1 m3 

 1 m3

1 m3  2 m3
Οι ακτίνες του Ήλιου  Οι ακτίνες του Ήλιου πέφτουν 
πέφτουν κάθετα  πλάγια 

Σχήμα 2.17 
Η πρόσπτωση των ηλιακών ακτίνων στον ισημερινό και σε πλάτος  63.5ο. 

 
46  ΟΥΡΑΝΙΕΣ ΚΙΝΗΣΕΙΣ 
 

πλάτος καλείται Ανταρκτικός κύκλος . 
      Γύρω  στις  22  Δεκεμβρίου  για  τους  κατοίκους  του  Β.  Ημισφαιρίου  όχι  μόνο  οι 
νύχτες  είναι  μεγαλύτερες  αλλά  οι  ακτίνες  του  Ήλιου  πέφτουν  με  μεγαλύτερη 
κλίση  κι  άρα  προσπίπτει  μικρότερη  ενέργεια  ανά  μονάδα  επιφάνειας  κι  άρα 
λαμβάνουν  μικρότερη  θερμότητα.  Για  τους  κατοίκους  πάνω  από  τον  Αρκτικό 
κύκλο  ( 66.5o )  υπάρχει  24  ώρες  σκοτάδι  και  γι  αυτούς  κάτω  από  τον  Ανταρκτικό 
κύκλο 24 ώρες ημέρα. 
  Θα  πρέπει  να  σημειωθεί  όπως  φαίνεται  κι  από  το  σχήμα  2.19  ότι  η  Γη  είναι 
πλησιέστερα  στον  Ήλιο  στο  Β.  Ημισφαίριο  το  χειμώνα  (στις  4  Ιανουαρίου)!  Στην 
πραγματικότητα βέβαια οι εποχές ξεκινούν με μια χρονική καθυστέρηση περίπου 
ενός  μηνός  λόγω  της  θερμότητας  που  αποθηκεύεται  στους  ωκεανούς. 
 
2.5  Παρατηρήσιμες αλλαγές στις συντεταγμένες 
Μετάπτωση, κλόνιση 
 
   Καθώς  η  Γη  περιστρέφεται  γύρω  από  τον  άξονά  της  είναι  πλατύτερη  στον 
ισημερινό  κατά  1:298  δηλαδή  σημαίνει  ότι  έχει  ακτίνα  43  km  μεγαλύτερη  απ΄ότι 
στους  πόλους.  Το  πεπλατυσμένο  σχήμα  της  Γης  και  η  κλίση  του  άξονα 
περιστροφής της ως προς το επίπεδο της εκλειπτικής  δημιουργούν συνθήκες ώστε 
οι ελκτικές δυνάμεις του Ήλιου και της Σελήνης να ασκούν μια ροπή στη Γη που 
τείνει να στρέψει τον άξονά της ώστε να γίνει κάθετος στο επίπεδο της τροχιάς της 
‐η  οποία  μεταβάλλεται  ανάλογα  με  τη  θέση  των  δύο  σωμάτων  ως  προς  τη  Γη 
(σχήμα 2.18). Επειδή όμως η Γη περιστρέφεται, αυτή η ροπή αναγκάζει τον άξονα 
περιστροφής της να μετατοπίζεται  (μετάπτωση) δηλαδή να διαγράφει μία κωνική 
επιφάνεια γύρω από τον άξονας της εκλειπτικής,  κίνηση όμοια με αυτή του άξονα 
μιας σβούρας (σχήμα 2.18). Αυτή η ομαλή κυκλική κίνηση του άξονα περιστροφής 

Ν 23.5ο

Σελήνη 

Σχήμα 2.18 
Οι σεληνιακές δυνάμεις και το αποτέλεσμά τους, η μετάπτωση του άξονα της Γης.  

 
 

ΝΕΡ

ΝCΡ  Deneb 

o
23.5  
Πολικός Vega 

Ισημερινό  α Draconis 
επίπεδο 

Ήλιος, 
Εκλειπτικό  Σελήνη 
επίπεδο Βόρειος 
Πόλος

SCP 

SEP

Σχήμα 2.19 
Αλλαγή του πολικού αστέρα λόγω μετάπτωσης του άξονα περιστροφής 

είναι πολύ αργή κι έχειπερίοδο περίπου  26 000 έτη. Αυτό σημαίνει ότι οι ουράνιοι 
πόλοι  κάνουν  κύκλους  γύρω  από  τους  πόλους  της  εκλειπτικής  κι  άρα 
μεταβάλλεται ο χρόνος κατά τον οποίο ένας αστέρας θεωρείται πολικός. Προς το 
παρόν ο Βόρειος Πόλος δείχνει προς τον α της Μικρής Άρκτου που γι αυτό το λόγο 
λέγεται πολικός αστέρας (Polaris) αλλά πριν από 14 000 έτη έδειχνε προς τον Βέγα, 
και  σε  2200  έτη  θα  δείχνει  προς  τον  γ  του  Κηφέως  που  είναι  3ο  από  τον  Βόρειο 
Ουράνιο Πόλο (σχήμα 2.19). 
Είναι εμφανές ότι εάν η θέση των ουράνιων πόλων αλλάζει τότε θα αλλάζουν 
και οι αστέρες/αστερισμοί που είναι πάντα ορατοί για κάποιον παρατηρητή.  
 Επιπλέον  επειδή  όπως  αναφέρθηκε,  οι  αστρονόμοι  χρειάζονται  συστήματα 
συντεταγμένων  (RA,  DEC)  ευθυγραμμισμένα  με  τον  άξονα  περιστροφής  της  Γης, 
καθώς  η  Γη  μεταπίπτει  μετακινούν  και  το  σύστημα  συντεταγμένων  ώστε  να 
ακολουθεί  τη  μετάπτωσή  της.  Αυτό  σημαίνει  ότι  οι  συντεταγμένες  θα 
μετατοπίζονται  αργά  ως  προς  το  υπόβαθρο  των  αστέρων  (περίπου  1  λεπτό 
τόξου/έτος  κατά  μήκος  της  εκλειπτικής).  Επειδή  δεν  είναι  εύκολη  η  αλλαγή  των 

 
48  ΠΑΡΑΤΗΡΙΣΙΜΕΣ ΑΛΛΑΓΕΣ ΣΤΙΣ ΣΥΝΤΕΤΑΓΜΕΝΕΣ ‐ΜΕΤΑΠΤΩΣΗ 
 

υπαρχόντων  καταλόγων  αστέρων  και  γαλαξιών,  αναφέρεται  το  έτος  των 


συντεταγμένων  ως  ισημερία  των  συντεταγμένων  π.χ  υπάρχουν  κατάλογοι  με 
βάση  τη  διεύθυνση  του  άξονα  περιστροφής  της  Γης  το  1950  που  αναφέρονται  ως 
(1950)  ή  (ισημερία  1950)  και  πενήντα  χρόνια  αργότερα  χρησιμοποιώντας  την 
διεύθυνση  του  άξονα  περιστροφής  το  2000  που  αναφέρονται  ως  (2000)  ή  J2000  ή 
ισημερία 2000.    
  Η μετάπτωση του άξονα περιστροφής της Γης έχει μακροπρόθεσμη επίπτωση 
και  στο  κλίμα  του  πλανήτη.  Προς  το  παρόν  ο  χειμώνας  στο  Β.  Ημισφαίριο 
συμβαίνει όταν η Γη βρίσκεται πλησιέστερα στον Ήλιο στην ελλειπτική τροχιά της 
με  τον  άξονά  της  κεκλιμένο  προς  την  αντίθετη  διεύθυνση  από  τον  Ήλιο  γι  αυτό 
και  οι  χειμώνες  είναι  συντομότεροι  και  θερμότεροι  απ΄  ότι  θα  ήταν  σε  άλλη 
περίπτωση (ο Ήλιος είναι στη χαμηλότερη θέση του). Σε 13.000 έτη όταν ο άξονας 
της  Γης  θα  δείχνει  προς  το  Βέγα,  οι  χειμώνες  θα  συμβαίνουν  όταν  η  Γη  θα  είναι 
στο πιο απομακρυσμένο σημείο της τροχιάς της κι άρα θα είναι ψυχρότεροι και με 
μεγαλύτερη χρονική διάρκεια. (Αυτό πιθανόν μπορεί να σημαίνει την έναρξη μιας 
δεύτερης  εποχής  παγετώνων  εάν  έχουμε  διαφύγει  από  το  φαινόμενο  του 
θερμοκηπίου!). 
  H  λόξωση  όμως  της  εκλειπτικής  δε  μένει  σταθερή  αλλά  μεταβάλλεται  πιο 
πολύπλοκα λόγω  του συνδυασμού των βαρυτικών δυνάμεων από τον Ήλιο και τη 
Σελήνη και λόγω του μη συμμετρικού σχήματος και της εσωτερικής δομής της Γης, 
με αποτέλεσμα η τροχιά που διαγράφει ο άξονας της Γης κατά τη μετάπτωση να 
μην  είναι  κυκλική  αλλά  κυματοειδής.  Η  κυματοειδής  κίνηση  του  άξονα  της  Γης 
γύρω  από  το  μέσο  κύκλο  μετάπτωσης  ονομάζεται  κλόνιση  (nutation)  κι  έχει 

S
Σχήμα 2.20
Το φαινόμενο της κλόνισης 

 
 

Πριν από 100.000 χρόνια 

Σήμερα

Μετά από 100.000 χρόνια

Σχήμα 2.21
Αλλαγή του σχήματος της Μ. Αρκτου λόγω ιδίας κίνησης 

περίοδο  18.6  έτη.  Κάθε  κλόνιση  διαρκεί  περίπου  18.6  έτη  (κι  άρα  γίνονται  πολύ 
περισσότερες μέσα στον κύκλο της μετάπτωσης που διαρκεί 26 000 έτη). 
Ο  ίδιος  κύριος  παράγοντας  που  επηρεάζει  την  περιστροφή  της  Γης  ,  οι  βαρυτικές 
δυνάμεις  Ήλιου‐Σελήνης    προκαλούν  επίσης  παλίρροιες  στους  ωκεανούς  και  την 
ξηρά λόγω της μη στερεής κατάστασης της Γης  
 Θα  πρέπει  να  σημειωθεί  ότι  η  μετάπτωση  περιστρέφει  μόνο  το  σύστημα 
αναφοράς  και  δεν  έχει  κάποια  επίπτωση  στις  σχετικές  θέσεις  των  αστέρων.  Εν 
τούτοις οι αστέρες δεν είναι ακίνητοι, κινούνται γύρω από το κέντρο του γαλαξία 
κι άρα για τους κοντινούς μπορούμε να υπολογίσουμε την κίνησή τους γύρω από 
τον Ήλιο. Η προβολή αυτής της κίνησης στην ουράνια σφαίρα λέγεται ιδία κίνηση 
και επιφέρει μεταβολές στην σχετική τους θέση όπως φαίνεται από την εμφάνιση 
της Μεγάλης Άρκτου λόγω της ιδίας κίνησης των αστέρων της , όπως φαίνεται στο 
σχήμα 2.21 .  
 
2.6 Κινήσεις των πλανητών 
 
 Οι  πλανήτες  κινούνται  σε  σχεδόν  κυκλικές  τροχιές  γύρω  από  τον  Ήλιο,  γι  αυτό 
και  παρατηρούνται  κοντά  στο  επίπεδο  της  εκλειπτικής  και  άρα  η  φαινόμενη 
διαδρομή  τους  γύρω  από  τη  Γη  γίνεται  σχεδόν  στο  ίδιο  επίπεδο.  Η  ζώνη  πλάτους 
18ο  με  κέντρο  την  εκλειπτική  που  οριοθετεί  τα  όρια  κίνησης  των  πλανητών 
ονομάζεται  ζωδιακός  κύκλος  γιατί  χωρίζεται  σε  12  τμήματα  που  παίρνουν  το 
όνομά  τους  από  τους  αστερισμούς  που  κυριαρχούν  σε  καθένα  από  αυτά  στην 
εκλειπτική.  Εάν  «σβήναμε»  τον  Ήλιο  τότε  ο  αστερισμός  που  θα  φαινόταν  για  τη 

 
50  ΦΑΣΕΙΣ ΤΗΣ ΣΕΛΗΝΗΣ 
 

δεδομένη  στιγμή  του  χρόνου,  καθορίζει  και  το  «ζώδιο»  εκείνης  της  χρονικής 
περιόδου2 
   Οι πλανήτες ανάλογα με το αν η απόστασή τους απο τον Ήλιο είναι μεγαλύτερη 
ή  μικρότερη  από  της  Γης  διακρίνονται  σε  εξωτερικούς  (Άρης,  Δίας,  Κρόνος, 
Ουρανός  ,  Ποσειδώνας)  και  εσωτερικούς  (Ερμης  και  Αφροδίτη).  Η  γωνία  που 
σχηματίζουν με τη διεύθυνση του Ήλιου και της Γης (αποχή, elongation) μπορεί να 
είναι δυτική ή ανατολική ανάλογα με το εάν είναι δυτικά ή ανατολικά του Ήλιου 
για έναν παρατηρητή στη Γη. Η αποχή ενός εξωτερικού πλανήτη κυμαίνεται από 
0ο  έως  180ο ενώ  για  τον  Ερμή  μεταξύ  0ο  και  28ο  και  48ο για  την  Αφροδίτη.  Όταν  οι 
πλανήτες  βρίσκονται  σε  αποχή  0ο  (συγγραμικοί  με  τη  Γη  και  τον  Ήλιο)  λέμε  ότι 
βρίκονται  σε  σύνοδο  (conjuction),  κατώτερη  (inferior)  όταν  είναι    μεταξύ  Γης  – 
Ηλίου  και  ανώτερη  (superior)  όταν  βρίσκονται  πίσω  από  τον  Ήλιο.  Μονο  οι 
εσωτερικοί μπορούν να έχουν κατώτερες συνόδους.  Όταν οι πλανήτες βρίσκονται 
σε αποχή 180ο (συγγραμμικοί με τη Γη και τον Ήλιο) βρίκονται απέναντι από τον 
Ήλιο, δηλαδή στον ουρανό βρίσκονται στον μεσημβρινό του παρατηρητή κι έχουν 
την  ευνοϊκότερη  θέση  παρατήρησης.  Οι  εσωτερικοί  πλανήτες  δε  μπορεί  να 
βρεθούν σε αντίθεση. 
  Οι  πλανήτες  ανακλούν  το  ηλιακό  φως  κι  έτσι  το  ήμισύ  τους  πάντα  είναι 
φωτεινό  και  το  άλλο  σκοτεινό.  Το  ποσοστό  όμως  της  φωτισμένης  επιφάνειας  για 
έναν  παρατηρητή  στη  Γη  εξαρτάται  από  τη  θέση  του,  γι΄  αυτό  και  οι  φάσεις  που 
δείχνουν οι εξωτερικοί πλανήτες διαφέρουν πολύ από τις φάσεις των εσωτερικών. 
Η  νέα  φάση  συμβαίνει  όταν  βλέπουμε  μόνο  το  σκοτεινό  ημισφαί‐ριο.  Αυτό 
συμβαίνει  μόνο  στους  εσωτερικούς  και  δεν  μπορεί  ποτέ  να  παρατηρη‐θεί  στους 
εξωτερικούς.  Η  γεμάτη  φάση  (σε  αντιστοιχία  με  την  Πανσέληνο,  βλ.  2.7  Φάσεις 
Σελήνης) παρατηρείται όταν φαίνεται όλο το φωτισμένο ημισφαίριο και άρα όταν 
ο  πλανήτης  είναι  σε  αντίθεση,  γι  αυτό  και  παρατηρείται  μόνο  στους  εξωτερικούς 
(οι  εσωτερικοί  στην  ανώτερη  σύνοδο  έχουν  γεμάτη  φάση  αλά  δεν  φαίνεται  λόγω 
της  επικρατείας  του  Ήλιου).  Οι  εξωτερικοί  πλανήτες  δεν  μπορούν  να 
παρατηρηθούν  σε  φάση  μηνίσκου,  όταν  λιγότερο  απο  το  ήμισυ  του  ημισφαιρίου 
τους  φωτίζεται  ενώ  οι  εσωτερικοί  μπορούν.  Παρατηρούνται  πάντα    σε  φάση 
μεταξύ πρώτου τετάρτου και πλήρους φάσης όταν περισσότερο απο το ήμισυ του 
ημισφαιρίου τους φωτίζεται, όπως και οι εσωτερικοι . 

                                                      
2  Ένα  ωροσκόπιο  είναι  στην  πράξη  ένας  χάρτης  που  δείχνει  τη  θέση  των  πλανητών,  του 
Ήλιου  και  της  Σελήνης  σε  σχέση  με  τους  αστερισμούς  του  ζωδιακού  κύκλου,  σε  μία 
δεδομένη χρονική στιγμή‐τη γέννηση. Είναι προφανές ότι ένας τέτοιος χάρτης δεν μπορεί 
να  έχει  σχέση  με  τη  διαμόρφωση  του  χαρακτήρα  του  ανθρώπου  τη  στιγμή  της  γέννησής 
του ή με τη συμπεριφορά του σε κάποια άλλη χρονική στιγμή. 

 
 

Εξωτερικός 
Πλανήτης 

Ανώτερη 
Σύνοδος 

Εσωτερικός 
Πλανήτης 

Μέγιστη  Μέγιστη 
Ανατολική  Δυτική 
Απόχή   Αποχή 

Γη

Αντίθεση

Σχήμα 2.22
Θέσεις των πλανητών 

  Όπως γνωρίζουμε από τον 2ο νόμο του Κέπλερ, όσο μακρύτερα βρίσκεται ένας 
πλανήτης από τον Ήλιο, τόσο μικρότερη είναι η ταχύτητα με την οποία κινείται κι 
άρα  όταν  η  Γη  κι  ένας  πλανήτης  κινούνται  προς  την  ίδια  πλευρά  του  Ήλιου  και 
προσπερνά  ο  ένας  τον  άλλο  (σχήμα  2.23),  ο  πλανήτης  φαίνεται  να  κινείται  ξανά 
στην  ίδια  διαδρομή  από  ανατολικά  προς  τα  δυτικά  για  λίγο  (ανάδρομη  κίνηση, 
retrograde  )  και  μετά  συνεχίζει  την  αρχκή  του  πορεία  από  δυτικά  προς  τα 
ανατολικά (ορθή κίνηση, prograte). Για έναν παρατηρητή στην κινούμενη  Γη αυτή 
η  φαινόμενη  κίνηση  του  πλανήτη  αναστρέφεται  δύο  φορές.  Όταν  οι  τροχιές  της 
Γης  και  του  πλανήτη  είναι  συνεπίπεδες,  η  κίνηση  του  πλανήτη  σχηματίζει  ένα 
βρόχο.  
  Ο  χρόνος  που  χρειάζεται    ένας  πλανήτης  να  επιστρέψει  στην  ίδια  θέση  στον 
ουρανό σε σχέση με τον Ήλιο για  έναν παρατηρητή στη Γη ονομάζεται συνοδική 
περίοδος  S  (synodic),  ενώ  ο  χρόνος  που  χρειάζεται  για  να  ολοκληρώσει  μία 
περιφορά γύρω από τον Ήλιο (τροχιακή περίοδος, P) ονομάζεται αστρική περίοδος 
(sidereal) και καθορίζει το έτος του πλανήτη. Εάν η αστρική περίοδος της Γης είναι 

 
52  ΦΑΣΕΙΣ ΤΗΣ ΣΕΛΗΝΗΣ 
 

Ε  και  η  Γη  κινείται  με  ρυθμό    ημέρα  στην  τροχιά  της  ενώ  ο  ρυθμός 
περιφοράς  ενός  εξωτερικού  πλανήτη  όπως  φαίνεται  από  τον  Ήλιο  είναι  . 
Όπως  φαίνεται  από  το  σχήμα  2.23  όταν  η  Γη  συμπληρώσει  μία  τροχιά  κινούμενη 
από τη θέση 1 στη θέση 2 , έχει   ημέρες για να έρθει σε ξανά σε αντίθεση με 
έναν  εξω‐τερικό  πλανήτη  (θέση  3)  .  Σ΄αυτό  το  διάστημα  ο  πλανήτης  έχει  κινηθεί 
από τη θέση 1 στη θέση 3 κι άρα η Γη πρέπει να διαγράψει γωνία 

 
Στον ίδιο χρόνο που ο πλανήτης διαγράφει γωνία  . Αρα 

 
ή  

 
Για  έναν  εσωτερικό  πλανήτη,  η  Γη  είναι  εξωτερικός  κι  άρα  η  παραπάνω  σχέση 
απλώς εναλλάσει τα E, P δηλαδή 
 (εσωτερικός) 
 (εξωτερικός) 
Με  αυτό  τον  τρόπο  μπορούμε  να  υπολογίσουμε  π.χ  το  χρόνο  μεταξύ  δύο 

Ήλιος 

 3
Γη

1, 2
 3 

2
Εξωτερικός πλανήτης 1

Σχήμα 2.23
Υπολογισμός του Έτους των πλανητών στο ηλιακό σύστημα 

 
 

διαδοχικών  αντιθέσεων  ενός  (εξωτερικού)  πλανήτη  S  και  να  καθορίσουμε  το 


χρονικό διάστημα που διαρκεί  το έτος P κάθε πλανήτη στο ηλιακό σύστημα. 
 
2.7  Φάσεις της Σελήνης   
 
Η  Σελήνη  κινείται  γύρω  από    τη  Γη  μέσα  σε  27.3  ημέρες  και  την  ακολουθεί  στην 
πορεία της γύρω από τον Ήλιο. Καθώς ειναι το κοντινότερο στη Γη ουράνιο σώμα 
φαίνεται  να  κινείται  ταχύτερα  από  κάθε  άλλο.    Κατά  τη  διάρκεια  της  περιφοράς 
της  παρατηρούμε διαφορετικά μέρη του φωτιζόμενου από τον Ήλιο  ημισφαιρίου 
της,  ανάλογα  με  τη  γωνία  που  σχηματίζει  ο  Ήλιος  και  η  Σελήνη  για  έναν 
παρατηρητή  στη  Γη.  Αυτές  οι  διαφορετικές  διαδοχικές  μορφές  της  Σελήνης 
ονομάζονται  φάσεις (Σχήμα 2.24) . 
  Το  σχήμα  2.28  αποτελεί  μία  σχηματική  αναπαράσταση  των  σχετικών  αυτών 
θέσεων με τη Γη στο κέντρο, την Σελήνη να περιστρέφεται γύρω της  (εσωτερικός 
κύκλος), τον Ήλιο να  βρίσκεται στα δεξιά  (τα βελάκια  αντιστοιχούν στις ηλιακές 
ακτίνες)  και  τον  εξωτερικό  κύκλο  να  παριστάνει  την  εικόνα  της  Σελήνης  όπως 
φαίνεται από τη Γη. Όπως φαίνεται από το σχήμα 2.24  αλλά και από τον Πίνακα 
2.2 όταν η Σελήνη βρίσκεται περίπου στην ευθεία ανάμεσα στη Γη και τον Ήλιο, ο 
φωτισμένος  δίσκος  της  στο  σύνολό  του  είναι  στραμμένος  προς  τον  Ήλιο  και  γι 
αυτό  δεν  φαίνεται  από  τη  Γη  (Νέα  Σελήνη).  Κατά  τη  διάρκεια  της  φάσης  αυτής, 
ανατέλλει μαζί με τον Ήλιο. Στην επόμενη φάση μετά από 1 – 2  ημέρες φαίνεται 
από τη Γη προς τα δυτικά ένας φωτεινός μηνίσκος που μεγαλώνει κάθε μέρα  και 
δύει όλο και αργότερα μέχρι να γίνει το Πρώτο Τέταρτο (μετά από 7 ημέρες και 9 
ώρες  από  τη  Νέα  Σελήνη).  Περίπου  μετά  από  την  πάροδο  του  ίδιου  χρόνου,  η 

Πρώτο  
τέταρτο  Ηλιακές  
Μηνίσκος Ακτίνες 

Τετραγωνισμός Νέα 
Πανσέληνος    Σελήνη 
  Αντίθεση  Σύνοδος
   
Τετραγωνισμός
 

Τρίτο
τέταρτο 

Σχήμα 2.24
Οι φάσεις της Σελήνης 

 
54  ΦΑΣΕΙΣ ΤΗΣ ΣΕΛΗΝΗΣ 
 

Σελήνη  βρίσκεται  πάλι  περίπου  στην  ευθεία  Γης  –  Ηλίου    αλλά  στην  αντίθετη 
διεύθυνση από τον Ήλιο και ο δίσκος της είναι πλήρης και φωτισμένος και έχουμε 
την Πανσέληνο. Κατά την πανσέληνο  η Σελήνη ανατέλλει όταν ο Ήλιος δύει. Για 
το  επόμενο  διάστημα  μέχρι  τη  Νέα  Σελήνη,  ο  φωτισμένος  δίσκος  αρχίζει  να 
μικραίνει  με  τις  ακμές  του  μηνίσκου  προς  την  ανατολή  .  Η  Σελήνη  σε  αυτό  το 
διάστημα ανατέλλει όλο πιο αργά μετά τη δύση του Ήλιου. Περίπου μετά  από το  
ίδιο χρονικό διάστημα από την Πανσέληνο, (7 ημέρες και 9 ώρες) έχουμε τη φάση 
του Τελευταίου Τετάρτου της Σελήνης ή Τρίτο Τέταρτο οπότε ανατέλλει κατά το 
μεσονύκτιο.  Όταν  συμπληρωθούν  από  την  πρώτη  Νέα  Σελήνη  29.53059  ημέρες 
τότε έρχεται πάλι στη θέση της  φάσης μιας δεύτερης Νέας Σελήνης. 

Προς ποιά διεύθυνση του ουρανού είναι η Σελήνη σε κάθε φάση; 

Επειδή η θέση του Ήλιου στον ουρανό καθορίζει την τοπική ώρα, είναι δυνατό να 
αντιστοιχίσουμε  τη  συγκεκριμένη  κάθε  φορά  φάση  της  Σελήνης  και  τη  θέση  της 
στον  ουρανό,  με  την  ώρα  της  ημέρας.  Όπως  φαίνεται  από  το  σχήμα  2.24  η  νέα 
Σελήνη  βρίσκεται  πάντα  στη  διεύθυνση  του  Ήλιου,  ο  σεληνιακός  μηνίσκος  είναι 
πάντα  κοντά  στον  Ήλιο  και    κατά  τη  διάρκεια  του  πρώτου  τετάρτου,  η  Σελήνη 
βρίσκεται  περίπου  90º  ανατολικά  του  Ήλιου  στον  ουρανό  και  γιʹ  αυτό  το  λόγο  η 
ανατολή της Σελήνης  λαμβάνει χώρα περίπου το μεσημέρι. Αντίθετα, η ανατολή 
της  πανσελήνου  συμβαίνει  κατά  τη  δύση  του  Ήλιου  και  μεσουρανεί  γύρω  στα 
μεσάνυχτα όπως φαίνεται αναλυτικά από τον παρακάτω πίνακα, καθώς η Σελήνη 
βρίσκεται σε διαφορετική θέση στον ουρανό.  
Πίνακας 2.2  
Φάσεις της Σελήνης 
Διέλευση 
Ανατολή  Δύση 
Φάση    από τον 
Σελήνης  Σελήνης 
μεσημβρινό 
 

Νέα Σελήνη 
6 π.μ.  Μεσημέρι  6 μ.μ. 
 

 
 

Αύξουσα φάση 
Μηνίσκος  9 π.μ.  3 μ.μ.  9 μ.μ. 
(Waxing Crescent) 

 
 

Πρώτο Τέταρτο 
Μεσημέρι  6 μ.μ.  Μεσάνυχτα 
Ημισέληνος 

 
 

Αύξουσα φάση 
Γεμάτη 
ημισέληνος  3 π.μ.  9 μ.μ.  3 μ.μ. 
(Waxing gibbοus) 

 
 

Πανσέληνος 
6 μ.μ.  Μεσάνυχτα  6 π.μ. 
(Full Moon) 

 
 

Φθίνουσα φάση 
Γεμάτη 
ημισέληνος  9 μ.μ.  3 π.μ.  9 μ.μ. 
(Waning gibbοus 

 
 

Τρίτο Τέταρτο 
Μεσάνυχτα  6 π.μ.  Μεσημέρι 
Ημισέληνος 

 
 

Φθίνουσα φάση 
Μηνίσκος  3 μ.μ.  9 π.μ.  3 μ.μ. 
(Waxing Crescent) 

 
56  ΦΑΣΕΙΣ ΤΗΣ ΣΕΛΗΝΗΣ 
 

Νέα Σελήνη       

 
 
Γιατί βλέπουμε τη Σελήνη κατά την ημέρα; Κατά το πρώτο τέταρτο η Σελήνη, η Γη 
και  ο  Ήλιος  σχηματίζουν  γωνία  90o  κι  άρα  η  Σελήνη  απέχει  από  τον  Ήλιο  κατά  
90o.  Εάν  θυμηθούμε  ότι  από  τον  ανατολικό  στο  δυτικό  ορίζοντα  είναι  180o  τότε 
κατά  το  πρώτο  τέταρτο,  εάν  ο  Ήλιος  δύει  στο  δυτικό  ορίζοντα  τότε  η  Σελήνη  θα 
είναι στον  μεσημβρινό. Όπως φαίνεται κι από τον Πίνακα, η Σελήνη του πρώτου 
τετάρτου  ανατέλει  το  μεσημέρι,  διασχίζει  το  μεσημβρινό  στο  ηλιοβασίλεμα  και 
δύει στη Δύση τα μεσάνυχτα.  Αλλά η πανσέληνος σχηματίζει 180o από τον Ήλιο ‐
δηλαδή βρίσκεται στην ακριβώς αντίθετη απο τον Ήλιο διεύθυνση στον ουρανό‐ κι 
άρα ανατέλει κατά το ηλιοβασίλεμα, βρίσκεται στο μεσημβρινό τα μεσάνυχτα και 
δύει κατά την ανατολή! 
 
Περιστροφή της Σελήνης 
 
   Η  Σελήνη  περιστρέφεται  όπως  και  η  Γη  γύρω  από  τον  άξονά  της,  επειδή  όμως 
βρίσκεται  σε  συντονισμό  με  την  ιδιοπεριστροφή  της  Γης  δηλαδή  περιστρέφεται 
γύρω από τον άξονά της στον ίδιο χρόνο που χρειάζεται για να συμπληρώσει μία 
πλήρη περιστροφή γύρω απο τη Γη, παρατηρούμε πάντα την ίδια  πλευρά της  (το 
ίδιο ημισφαίριο).  
Στα  διαγράμματα  του  Σχ.2.25  οι  μεγάλοι  κύκλοι  παριστάνουν  την  τροχιά  της 
Σελήνης  γύρω  από  τη  Γη  και  οι  μικροί  τη  θέση  της  Σελήνης  σε  τέσσερις 
διαφορετικές θέσεις της τροχιάς της. Η διαγώνιος γραμμή παριστάνει τη θέση ενός 
κρατήρα  της  Σελήνης.  Στο  αριστερό  διάγραμμα  (A‐B‐C‐D),  η  Σελήνη  δεν 
περιστρέφεται  γύρω από τον άξονά της κι άρα στις διάφορες θέσεις της η Σελήνη 
μετατοπίζεται αλλά δεν περιστρέφεται.. Ένας  παρατηρητής στη Γη (στο μέσο του 
μεγάλου κύκλου) βλέπει τον κρατήρα κάποιες φορές προς την κοντινή προς αυτόν 
μεριά  της  Σελήνης  και  κάποιες  φορές  προς  την  μακρινή.  Όταν  η  Σελήνη  έχει 
επιστρέψει στη θέση Α , ο κρατήρας έχει επιστρέψει στην αρχική του θέση, δηλαδή 
για  τον  παρατηρητή  στη  Γη  ο  κρατήρας  περιστρέφεται  γύρω  από  τον  άξονα 
περιστροφής  της  Σελήνης  στο  ίδιο  χρονικό  διάστημα  που  η  Σελήνη  περιφέρεται 
γύρω από τη Γη.  

 
 

  Στο διάγραμμα στα δεξιά  (E‐F‐G‐H), η Σελήνη δείχνει πάντα την ίδια πλευρά 
της  προς  τη  Γη  (γιατί  η  διαγώνιος  πάντα  δείχνει  προς  τη  Γη)  και  περιστρέφεται 
γύρω  από τον άξονά της  (που είναι κάθετος  στο επίπεδο της σελίδας). Όταν έχει 
ολοκληρώσει μία περιφορά, τότε έχει περιστραφεί μία φορά γύρω από τον άξονά 
της, όπως βλέπουμε από τη μορφή της και στις τέσσερις θέσεις (που φαίνονται για 
λόγους έμφασης στο κάτω μέρος. Το φαινόμενο αυτό ονομάζεται συγχρονισμός 1:1 
περιστροφής‐ περιφοράς. 
  Aυτό  σημαίνει  ότι  κατά  το  ήμισυ  της  τροχιάς  της  φωτίζεται  πάντα  το  ένα 
ημισφαίριό της και κατά το υπόλοιπο ήμισυ το άλλο, δηλαδή σε κάθε θέση της το 
ένα ημισφαίριό της έχει «μέρα» και το άλλο «νύχτα», όπως στη Γη,  με τη διαφορά 
ότι οι σεληνιακές ημέρες και νύχτες διαρκούν όσο 14.75 γήινες ημέρες. 
     Το  φαινόμενο  του  συντονισμού  των  περιόδων  περιστροφής  ενός  δορυφόρου 
και περιφοράς του γύρω από έναν πλανήτη είναι συχνό μέσα στο ηλιακό σύστημα 
και αποδίδεται στις παλιρρoϊκές δυνάμεις του πλανήτη.    
     Άρα  αφού  το  κάθε  ημισφαίριο  της  Σελήνης  ανακλά  το  ίδιο  ποσοστό  της 
προσπίπτουσας  ηλιακής  ακτινοβολίας  (7%),  θα  ήταν  ορθότερο  να  μιλάμε  για 

 
Σχήμα 2.25
Η σύγχρονη περιστροφή της Σελήνης 

μακρινή  πλευρά  και  όχι  για  «σκοτεινή»  γιατί  το  ήμισυ  του  σεληνιακού  δίσκου 
φωτίζεται  πάντα  απο  τον  Ήλιο  (με  εξαίρεση  τις  σεληνιακές  εκλείψεις)  αν  και  το 
φωτισμένο  ήμισυ  δεν  είναι  πάντα  προς  το  μέρος  της  Γης.  Η  πιο  απομακρυσμένη 
πλευρά  δεν  είναι  πάντα  η  ίδια  με  τη  σκοτεινή  πλευρά.  Κατά  τη  Πανσέληνο  η 
μακρινή  πλευρά  είναι  τελείως  σκοτεινή  ενώ  κατά  την  Νέα  Σελήνη  η  μακρινή 
πλευρά  είναι  πλήρως  φωτισμένη  (όπως  φαίνεται  από  τον  Ήλιο.  Επιπλέον  η 
Σελήνη  εκτελεί  μία  ταλάντωση  που  ονομάζεται  λίκνιση  (libration)    κατά  τη 

 
58  ΦΑΣΕΙΣ ΤΗΣ ΣΕΛΗΝΗΣ 
 

διάρκεια της ελλειπτικής τροχιάς της γύρω από τη Γη όπου κινείται ταχύτερα στο 
αφήγειο  από  ότι  στο  περιήγειο.    Αφού  η  περιστροφή  της  είναι  σχεδόν  σταθερή 
μπορούμε  να  δούμε  ένα  μικρό  τμήμα  γύρω  από  κάθε  άκρο  της.  Επιπλέον  επειδή 
είναι  κεκλιμένη  σε  σχέση  με  την  εκλειπτική  (5ο),  καθώς  κινείται  πάνω  και  κάτω 
από  αυτή  μπορούμε  να  δούμε  λίγο  πιο  πέρα  απο  τους  πόλους  της.    Λόγω  των 
παραπάνω  κινήσεων  μπορούμε  να  δούμε  πάντα  μόνο  το  41%  της  σεληνιακής 
επιφάνειας,    πάντα    αποκρύπτεται  το  41%  ενώ  το  υπόλοιπο  18%  είναι  κατά 
περιόδους ορατό ή αόρατο. 
Μερικές  φορές  όταν  η  Σελήνη  είναι  στη  φάση  του  λεπτού  μηνίσκου  (αύξοντα  ή 
φθίνοντα)  μπορούμε  να  δούμε  τμήματα  της  πλευράς  που  δεν  φωτίζεται  από  τον 
Ήλιο.  Αυτό  συμβαίνει  γιατί  για  έναν  παρατηρητή  στη  Σελήνη,  η  Γη  φαίνεται    σε 
πλήρη  φάση,  κι  άρα  είναι  πολύ  φωτεινή  αφού  ανακλά  οκταπλάσια  ποσότητα 
ηλιακού  φωτός  απ΄ότι  η  Σελήνη.  Αυτό  το  φως  μπορεί  να  ανακλαστεί  πάνω  στο 
σκοτεινό ημισφαίριο της Σελήνης και να το φωτίσει. Το φαινόμενο είναι καλύτερα 
ορατό λίγες ημέρες μετά τη Νέα Σελήνη.  
Θα πρέπει να σημειωθεί ότι πολλές φορές λίγο μετά την ανατολή ή πριν τη δύση ο 
δίσκος  της  Σελήνης,  κυρίως  κοντά  στη  φάση  της  Πανσελήνου,  φαίνεται  πολύ 
μεγαλύτερος  σε  μέγεθος  όταν  είναι  στον  ορίζοντα  από  ότι  όταν  είναι  στο  ζενίθ. 
Στην πραγματικότητα δεν είναι μεγαλύτερος από  0.50 (ή είναι ελάχιστα) και η όλη 
αίσθηση  είναι  αποτέλεσμα  οφθαλμαπάτης  όπως  φαίνεται  στο  σχήμα  2.26,  γιατί 
όταν  βρίσκεται  χαμηλά  μπορούμε  να  τον  συγκρίνουμε  με  αντικείμενα  στο 
υπόβαθρο κι επειδή στον ανθρώπινο εγκέφαλο φαίνεται πολύ μακριά,  συμπεραίνει   

 
 
Σχήμα 2.26 
 Η ψευδαίσθηση του μεγαλύτερου σεληνιακού δίσκου 

ότι  θα  πρέπει  να  είναι  μεγάλος  ενώ  όταν  βρίσκεται  ψηλά  στο  σκοτεινό  υπόβαθρο 
του  ουρανού,  τον  αντιλαμβανόμαστε  ως  μία  μικρότερη  πηγή  φωτός.  Η  παραπάνω 
εξήγηση δεν είναι απόλυτη γιατί την ίδια ψευδαίσθηση έχουμε κι όταν ο δίσκος είναι 

 
 

στο υπόβαθρο της θάλασσας όπου δεν υπάρχουν αντικείμενα.  
 
Πόσο γρήγορα κινείται η Σελήνη; 
 
Ο χρόνος περιφοράς της Σελήνης γύρω από τη Γη σε σχέση με τον Ήλιο δηλαδή ο 
χρόνος  στον  οποίο  διαρκούν  οι  φάσεις  της  ονομάζεται  συνοδικός  μήνας  (synodic) 
και διαρκεί 29.530589 μέρες (από τη μία Νέα Σελήνη στην άλλη) ενώ ο αντίστοιχος 
χρόνος  σε  σχέση  με  τους  μακρινούς  αστέρες  ονομάζεται  αστρικός  (sidereal)  και 
διαρκεί  27.3  ημέρες.  Καθώς  η  Γη  γυρίζει  γύρω  από  τον  Ήλιο  και  ενώ  η  Σελήνη 
ολοκληρώνει την τροχιά της, η Γη κινείται κατά το ένα δωδέκατο της πορείας της 
γύρω από τον Ήλιο. Εξαιτίας της πάρελξης των τροχιών της Γης και της Σελήνης, 
ο  πραγματικός  χρόνος  μεταξύ  των  σεληνιακών  μηνών  μπορεί  να  ποικίλει  από 
29.27  στις  29.83  μέρες  περίπου.  Έτσι  μία  συνοδική  (σεληνιακή)  μέρα  είναι  το 
χρονικό  διάστημα  που  χρειάζεται  ένας  παρατηρητής  στη  Σελήνη  για  να  δεί  τον 
Ήλιο ακριβώς στο ίδιο σημείο (Σχήμα 2.27). Ο χρόνος αυτός στο σύνολο του μήνα, 
είναι  ίδιος  με  το  συνοδικό  μήνα.  Ο  σεληνιακός  δηλαδή  μήνας  είναι  ανάλογος  με 
την συνοδική περίοδο των πλανητών. 
 
Η  Σελήνη  και  ο  Ήλιος  κινούνται  ανατολικά  πάνω  στην  εκλειπτική,  η  Σελήνη  σε 
έναν μήνα, ο Ήλιος σε έναν χρόνο. Άρα σε έναν μήνα (συνοδική περίοδος) κερδίζει 

Γη

Νέα 
Ήλιος Σελήνη 

Σχήμα 2.27
Ο αστρικός χρόνος περιφοράς της Σελήνης γύρω από τη Γη. 

δηλαδή προηγείται του Ηλίου κατά 

 
ΣΤΟΙΧΕΙΑ ΣΦΑΙΡΙΚΗΣ ΓΕΩΜΕΤΡΙΑΣ 
  ‐  ‐  60

360o / (29.53 ημέρες) = 12.19ο /  ημέρα  

Αυτό σημαίνει ότι ανατέλλει (ή δύει) κατά μέσο όρο περίπου 50 λεπτά αργότερα  

(24 ώρες/360o )×(60 λεπτά/1 ώρα)×(12.19ο /ημέρα) = 48.8 λεπτά/ημέρα  


 

2. 8  Εκλείψεις 
 
Μια  ηλιακή  έκλειψη  συμβαίνει  όταν  η  Σελήνη  διέρχεται  ανάμεσα  στη  Γη  και  τον 
Ήλιο (νέα Σελήνη), με αποτέλεσμα να τον αποκρύπτει, ρίχνοντας τη σκιά της από 
ένα  μέρος  της  Γης.  Από  τη  γεωμετρία  του  σχήματος  2.28  βλέπουμε  ότι  στις 
περιοχές  που  βρίσκονται  στο  σκοτεινό  κεντρικό  κώνο  δηλαδή  στη  σκιά  της 
Σελήνης  (umbra)  υπό  ιδανικές  συνθήκες,  ο  Ήλιος  αποκρύπτεται  τελείως  (ολική 
έκλειψη), ενώ υπάρχουν και  περιοχές που βρίσκονται στην μεγαλύτερη εξωτερική 
περιοχή  δηλαδή  στην  παρασκιά  (penumbra)  όπου  φαίνεται  μέρος  του  ηλιακού 
δίσκου (μερική έκλειψη).  
Αν  και  η  διάμετρος  του  Ήλιου  είναι  περίπου    φορές  μεγαλύτερη  από  τη 
διάμετρο  της  Σελήνης,  επειδή  ο  Ήλιος  βρίσκεται  σε  απόσταση      φορές 
μεγαλύτερη για έναν παρατηρητή στη Γη, τα δύο αντικείμενα φαίνονται από τη Γη 
ότι έχουν σχεδόν την ίδια  γωνιώδη διάμετρο (περίπου  ).  
  Όταν  αποκόπτεται  το  ηλιακό  φως,  αναδεικνύονται  τα  εξωτερικά  πολύ  αραιά 
τμήματα του ηλίου που συγκροτούν το ηλιακό στέμμα. Καθώς οι αποστάσεις των 
τριών  σωμάτων  μεταβάλλονται  οι  πιο  ευνοϊκές  συνθήκες  προκύπτουν  όταν  η 

προς 
Τροχιά σκιάς   Τροχιά  Ήλιο 
ολικής  Σελήνης 

Σχήμα 2.28
Η ηλιακή έκλειψη και ο τρόπος με τον οποίο αποκαλύπτει  το ηλιακό στέμμα 

Σελήνη  βρίσκεται  στο  περίγειο  και  η  Γη  στο  αφήλιο  οπότε  η  Σελήνη  έχει  το 
μέγιστο φαινόμενο μέγεθός της και ο Ήλιος το ελάχιστο, οπότε η μέγιστη δυνατή 

 
ΟΥΡΑΝΙΕΣ ΚΙΝΗΣΕΙΣ  61 
  61

Παρασκιά 

Σκιά

Γη 

Τροχιά μερικής  Τροχιά ολικής  
έκλειψης  έκλειψης 

Σχήμα 2.29
Η έκλειψη Σελήνης

θεωρητικά  η  ολική  έκλειψη  μπορεί  να  διαρκέσει  μέχρι  και  λεπτά  και   
δευτερόλεπτα.  Λόγω  όμως  του  συνδυασμού  της  περιστροφής  της  Γης  και  της 
τροχιακής  κίνησης  της  Σελήνης  η  κορυφή  της  σκιάς  κινείται  πολύ  γρήγορα  προς 
τα  ανατολικά  διασχίζοντας  την  επιφάνεια  της  Γης  σχηματίζοντας  ένα  μονοπάτι 
έκλειψης καθώς η σκιά κινείται με μία μέση ταχύτητα των 1700km/h, με συνέπεια 
η  ολικότητα  να  παρατηρείται  μόνο  σε  μια  στενή  περιοχή  της  Γης.  Κάθε 
παρατηρητής έξω από αυτή αλλά μέσα στην παρασκιά βλέπει μια μερική έκλειψη. 
Επιπλέον  πολύ  συχνά  συμβαίνουν  και  δαχτυλοειδείς  εκλείψεις  στις  οποίες  η 
Σελήνη φαίνεται πολύ μικρή για να καλύψει όλο τον ηλιακό δίσκο αφήνοντας ένα 
λεπτό δαχτυλίδι γύρω του όταν αποκόπτει το φως του. 
  Μία έκλειψη Σελήνης συμβαίνει όταν η Σελήνη διέρχεται μέσα από τη σκιά της 
Γης η οποία και της αποκόπτει το ηλιακό φως. Όπως φαίνεται στο σχήμα 2.29 μία 
έκλειψη Σελήνης συμβαίνει μόνο όταν βρίσκεται στην αντιδιαμετρική, σε σχέση με 
τον  Ήλιο  θέση,  δηλαδή  σε  πανσέληνο.  Όταν  η  Σελήνη  βρεθεί  στη  σκιά  της  Γης 
(umbra)  παρατηρείται  ολική  έκλειψη  Σελήνης  ενώ  όταν  βρεθεί  μερικώς  στη  σκιά 
παρατηρείται μερική έκλειψη (σχήμα 2.30). Εάν βρεθεί στην παρασκιά (penumbra), 
το φως της  αποσβένεται λίγο και  η έκλειψη είναι δύσκολα παρατηρήσιμη από τη 
Γη. 
  Περίπου το   όλων των εκλείψεων συμβαίνουν στη σκιά, το   είναι μερικές 
και  παρατηρούνται  με  γυμνό  οφθαλμό  και  το  υπόλοιπο    είναι  ολικές  και 
χαρακτηρίζονται από την ερυθρωπή απόχρωση που παίρνει η Σελήνη τελικά λόγω 
σκέδασης  των  υπολοίπων  μηκών  κύματος  από  την  ατμόσφαιρα.  Ο  ακριβής 
χρωματισμός  της  εξαρτάται  από  την  περιεκτικότητα  της  γήινης  ατμόσφαιρας  σε 
σκόνη και νέφη.  
  Ο  παρατηρητής  πάνω  στη  Σελήνη  (αστροναύτης)  θα  έβλεπε  τη  Γη  να  σκιάζει 
τον Ήλιο και θα παρατηρούσε ένα λαμπρό ερυθρό δαχτυλίδι γύρω της καθώς θα 

 
ΣΤΟΙΧΕΙΑ ΣΦΑΙΡΙΚΗΣ ΓΕΩΜΕΤΡΙΑΣ 
  ‐  ‐  62

παρατηρούσε  τα ηλιοβασιλέματα και τις ανατολές ταυτόχρονα σε όλο τον κόσμο. 
Αξίζει να σημειώσουμε ότι οι εκλείψεις Σελήνης είναι ορατές σε όλο το ημισφαίριο 
της  Γης,  σε  αντίθεση  με  αυτές  του  Ήλιου  που  είναι  ορατές  σε  ένα  μόλις  μικρό 
κομμάτι  του  ημισφαιρίου.  Επιπλέον  η  ταχύτητα  με  την  οποία  κινείται  η  Σελήνη 
μέσα στη σκιά της Γης είναι περίπου  1 km/sec, η διάρκεια της  ολικής σεληνιακής 
έκλειψης (με τη Σελήνη να περάσει δηλαδή μέσα από το σκοτεινό μέρος της γήινης 
σκιάς)  μπορεί  να  κρατήσει  περίπου  1  ώρα  και  42  λεπτά.  Στο  σύνολό  του  το 
φαινόμενο  (μέχρι η Σελήνη να βγει εντελώς από τη σκιά, δηλαδή να περάσει και 
τη γήινη παρασκιά) διαρκεί  περισσότερος χρόνο και γιʹ αυτό το λόγο οι εκλείψεις 
Σελήνης ξεπερνούν σε διάρκεια τις ηλιακές. 
  Αφού  η  Σελήνη  περιφέρεται  γύρω  από  τη  Γη  κάθε    ημέρες  (μία  φορά  το 
μήνα)  γιατί  δεν  συμβαίνει  έκλειψη  σε  κάθε  Πανσέληνο  ή  σε  κάθε  Νέα  Σελήνη;  
Επειδή το επίπεδο της τροχιάς της Σελήνης έχει κλίση    σε  σχέση  με  το  επίπεδο 
της  τροχιάς  της  Γης  γύρω  από  τον  Ήλιο,  η  Σελήνη  συνήθως  βρίσκεται  πάνω  ή 
κάτω από αυτό της Γης. Το επίπεδο όμως της τροχιάς της Γης γύρω από τον Ήλιο 
είναι αυτό στο οποίο σχηματίζεται η σκιά της Γης. Αυτό σημαίνει ότι η πανσέληνος 
περνά συνήθως πάνω ή κάτω από τη σκιά της Γης οπότε δεν συμβαίνει έκλειψη .  
  Εάν η τροχιά της Σελήνης γύρω από τη Γη ήταν απολύτως ευθυγραμμισμένη με 
την  εκλειπτική  θα  συνέβαινε  μία  ηλιακή  έκλειψη  σε  κάθε  φάση  Νέας  Σελήνης 
γιατί  τα  τρία  σώματα  θα  βρίσκονταν  σε  μία  νοητή  ευθεία  γραμμή  αλλά  και  μια 
σεληνιακή  έκλειψη  σε  κάθε  Πανσέληνο.  Για  να  συμβεί  μία  έκλειψη  θα  πρέπει  ο 
Ήλιος, η Γη και η Σελήνη να ευθυγραμμίζονται πλήρως δηλαδή τα σημεία  τομής 
του επιπέδου της τροχιάς της Γης και της Σελήνης να βρίσκονται  στην ίδια ευθεία 
με  τον  Ήλιο.  Αυτή  η  ευθεία  ονομάζεται  ευθεία  των  δεσμών  (nodes)  και  η  κίνησή 
της  είναι  αυτή  που  ρυθμίζει  το  είδος  και  τον  αριθμό  των  εκλείψεων  από  το  ένα 
έτος  στο  άλλο.  Η  σειρά  των  εκλείψεων  επαναλαμβάνεται  ακολουθώντας  ένα 

Σχήμα 2.30
Η Σελήνη κατά τη διάρκεια της ολικής σεληνιακής έκλειψης 

 
ΟΥΡΑΝΙΕΣ ΚΙΝΗΣΕΙΣ  63 
  63

κύκλο περίπου   ετών (Saros). Ο Ήλιος βρίσκεται  στην ευθεία των δεσμών μόνο 
  φορές  το  χρόνο  (γι’  αυτό  υπάρχουν  και  δυο  εποχές  εκλείψεων  κάθε  χρόνο  που 
απέχουν    μήνες)  και  αυτό  σημαίνει  ότι  μπορεί  να  υπάρχουν    ή    εκλείψεις 
οποιουδήποτε είδους ανά έτος, ανάλογα με τη θέση της Σελήνης. 
 
2.9 Ο Χρόνος στην Αστρονομία 
H  διάρκεια  που  έχει  η  «ημέρα»  ενός  ουράνιου  σώματος  καθορίζεται  από  το 
χρονικό  διάστημα  ιδιοπεριστροφής  του  γύρω  από  τον  άξονά  του  με  σημείο 
αναφοράς  τον  Ήλιο.  Η  διάρκεια  που  έχει  το  «έτος»  ενός  ουράνιου  σώματος 
καθορίζεται από το χρονικό διάστημα περιφοράς του γύρω από κάποιο άλλο π.χ το 
έτος της Γης διαρκεί 365 ημέρες ενώ το έτος του Πλούτωνα διαρκεί 248.6 γήινα έτη  
 
2.9.1 Αστρικός χρόνος 
 
Η βάση του αστρονομικού χρόνου είναι η περιστροφή της Γης γύρω από τον άξονά 
της.  Αυτή  η  κίνησή  της,  όπως  είδαμε  προκαλεί  μία  κανονική  μεταβολή  στις 
φαινόμενες  θέσεις  των  αστέρων  δηλαδή  κάνει  στους  αστέρες  να  ανατέλουν  στη 
Ανατολή,  να  διαγράφουν  τοξοειδή  πορεία  στον  ουρανό,  να  διασχίζουν  τον 
μεσημβρινό  (να  μεσουρανούν)  και  τελικά  να  δύουν  (εκτός  από  ορισμένες  θέσεις 
όπως  στους  πόλους).  Άρα  θα  μπορούσαμε  να  μετρήσουμε  το  χρονικό  διάστημα 
μεταξύ δύο διαδοχικών διελεύσεων από το μεσημβρινό με βάση την ωριαία γωνία 
κάποιου  σταθερού  σημείου  στην  ουράνια  σφαίρα.  Επειδή  οι  αστέρες  είναι  πολύ 
μακριά, η ετήσια κίνηση της Γης είναι αμελεητέα σε σχέση με τη διεύθυνσή τους. 
Άρα ο χρόνος που χρειάζεται για μία πλήρη περιστροφή της Γης (360ο) σε σχέση με 
τους  αστέρες  ονομάζεται  αστρική  (sidereal)  ημέρα.  Μία  αστρική  ημέρα  είναι  το 
χρονικό διάστημα μεταξύ δύο διαδοχικών εμφανίσεων ενός μακρινού αστέρα στο 
ίδιο σημείο του μεσημβρινού της Γης. Αυτή η περιστροφή της Γης κατά 360ο διαρκεί 
χρονικό διάστημα 24 αστρικών ωρών, μέσα στο οποίο η Γη περιστρέφεται με ρυθμό 
(γωνιακή ταχύτητα) 15ο ανά ώρα (Σχήμα 2.31).  
Ως σημείο αναφοράς του αστρικού χρόνου χρησιμοποιούμε την ωριαία γωνία της 
εαρινής  ισημερίας  (εαρινό  σημείο  του  Κριού)  ΗΑ(E)  η  οποία  παίρνει  την  τιμή  0h 
όταν  το  εαρινό  σημείο  του  Κριού  διασχίζει  τον  μεσημβρινό  του  παρατηρητή  και 
ονομάζεται τοπικός αστρικός χρόνος (Local Sidereal Time, LST) δηλαδή  
LST (E)= ΗΑ(E). 

 
ΣΤΟΙΧΕΙΑ ΣΦΑΙΡΙΚΗΣ ΓΕΩΜΕΤΡΙΑΣ 
  ‐  ‐  64

 Όπως  φαίνεται  και  από  την  ετυμολογία  της  λέξης  ο  LST  εξαρτάται  από  το 
γεωγραφικό  μήκος  του  παρατηρητή.  Επειδή  η  ωριαία  γωνία  ΗΑ  του  εαρινού 
σημείου ισούται με το άθροισμα της ορθής απόκλισης ενός αστέρα   Χ,  RA(Χ) και 
της ωριαίας γωνίας του αστέρα ΗΑ(Χ) προκύπτει ότι  
LST = RA(Χ)+ ΗΑ(Χ) 
Επειδή το  Χ μπορεί να  είναι  οποιοδήποτε  ουράνιο σώμα  αστέρας, Ήλιος, Σελήνη, 
πλανήτης,  διαστημικό  όχημα,  η  παραπάνω  σχέση  είναι  πολύ  σημαντική  γιατί 
γνωρίζοντας  ότι  η  ωριαία  γωνία  ενός  αστέρα  είναι  μηδενική  όταν  διασχίζει  τον 
μεσημβρινό του παρατηρητή, η ορθή αναφορά του δίνει τον τοπικό αστρικό χρόνο.  
Γενικά ο τοπικός αστρικός χρόνος συνδέεται με τον αστρικό χρόνο του Greenwich 
(GST ή ST0) δηλαδή τον τοπικό αστρικό χρόνο στο μεσημβρινό του Greenwich με τη 
σχέση  
LST = ST0 + LΑΤ 
όπου LΑΤ είναι το γεωγραφικό μήκος. 
 

Τροχιά της Γης 

Το άστρο μπροστά
Ημέρα 1
0.986ο

Ο Ήλιος και το άστρο μπροστά
Ο Ήλιος μπροστά 
Ημέρα 2 

Σχήμα 2.31
Αστρικός χρόνος

 
2.9.2 Ηλιακός χρόνος 
 
Στην καθημερινή ζωή μετράμε το χρόνο σε σχέση με τη θέση του Ήλιου (ηλιακός 
χρόνος)  π.χ  μεσάνυχτα,  μεσημέρι  (θέση  του  Ήλιου  κατακόρυφα  πάνω  από  τον 
μεσημβρινό). Επειδή η Γη κινείται σε τροχιά γύρω από τον Ήλιο κάθε 365 ημέρες, 
σε  μία  ηλιακή  ημέρα  εκτελεί  μία  περιστροφή  μεγαλύτερη  από  360ο  κι  άρα  η 
φαινόμενη θέση του Ήλιου στον ουρανό αλλάζει . 

 
ΟΥΡΑΝΙΕΣ ΚΙΝΗΣΕΙΣ  65 
  65

  Μία  ηλιακή  ημέρα  είναι  το  χρονικό  διάστημα  μεταξύ  δύο  διαδοχικών 
εμφανίσεων  του  Ήλιου  στο  ίδιο  σημείο  του  μεσημβρινού.  Ο  φαινόμενος  ηλιακός 
χρόνος  (AST)  βασίζεται  στην  ωριαία  γωνία  του  Ήλιου  (ΗΑS)  και  όχι  του  εαρινού 
σημείου  και  παίρνει  την  τιμή  μηδέν  όταν  ο  Ήλιος  διασχίζει  τον  μεσημβρινό  του 
παρατηρητή.  Μία  ηλιακή  ημέρα  διαρκεί  ακριβώς  24  ώρες  και  τη  χρησιμοποιούμε 
στην  καθημερινή  μας  ζωή.  Λόγω  της  περιφοράς  όμως  της  Γης  μία  ηλιακή  ημέρα 
διαρκεί λίγο περισσότερο από την αστρική ημέρα γιατί μεταξύ των δύο διαδοχικών 
εμφανίσεων  του  Ήλιου  στο  ίδιο  σημείο  του  μεσημβρινού  πρέπει  να  περιστραφεί 
επιπλέον  κατά 0.986ο/ημέρα  (360o/365 ημέρες) όπως φαίνεται στο σχήμα 2.35. Άρα 
σε 24 ώρες, η Γη περιστρέφεται 360.986ο.  
  Η παραπάνω κίνηση έχει σαν αποτέλεσμα η αστρική ημέρα να διαρκεί 23 ώρες 
και  56  λεπτά  δηλαδή  περίπου  4  πρώτα  λεπτά  χρόνου  λιγότερο  από  μία  ηλιακή 
ημέρα.  Άρα  ενώ  ένα  ηλιακό  έτος  περιλαμβάνει  περίπου  365.25  ηλιακές  ημέρες, 
περιλαμβάνει περίπου  366.25 αστρικές ημέρες. Στην πράξη ο ηλιακός χρόνος που 
μετράμε με τα ρολόγια μας είναι ο μέσος (ηλιακός) χρόνος1. 
Όπως είδαμε επειδή παρόμοιες κινήσεις κάνει η Σελήνη γύρω από τη Γη, λόγω της 
ετήσιας περιφοράς της Γης, η Σελήνη περιστρέφεται περισσότερο από 360ο σε ένα 
συνοδικό  σεληνιακό  μήνα  (synodic  lunar  month)  δηλαδή  μεταξύ  δύο  διαδοχικών 
φάσεων Νέας Σελήνης  μέχρι να επανέλθει σε ευθεία γραμμή με τον Ήλιο . 
 
 
1οι αστρονομικές παρατηρήσεις γίνονται με βάση την αστρική ώρα. 

 
2.9.3 Πολιτικός ή τοπικός χρόνος (Civil Time)  
 
Ο μέσος (ηλιακός) χρόνος που  ακολουθούν τα ρολόγια μας σε κάθε τόπο ορίζουν 
και τον πολιτικό χρόνο (civil time) του τόπου αυτού. Σύμφωνα με αυτόν το χρονικό 
διάστημα  μεταξύ  δύο  μεσημβριών  του  Ήλιου  καθορίζει  την  ημέρα  η  οποία 
διαιρείται  σε  24  ίσα  τμήματα  που  ονομάζονται  ώρες.  Για  λόγους  συντονισμού  η 
επιφάνεια  της  Γης  έχει  διαιρεθεί  σε  24  χρονικές  ζώνες  πλάτους  περίπου  15ο 
γεωγραφικού μήκους, οι οποίες μετρούνται σε ώρες μπροστά ή πίσω από την ώρα 
Greenwich που είναι η ώρα στον Πρώτο Μεσημβρινό. Σε κάθε ζώνη  οι άνθρωποι 
ρυθμίζουν τα ρολόγια τους σε μία συγκεκριμένη ώρα που συνήθως είναι ο μέσος 
τοπικός  ηλιακός χρόνος του κεντρικού μεσημβρινού της ζώνης.  
   Η Γη χρειάζεται περίπου 365.25 ημέρες για την περιφορά της γύρω από τον Ήλιο 
και  προκειμένου  να  διατηρήσουμε  το  ημερολόγιο  σύμφωνα  με  τις  εποχές, 
προσθέτουμε  μία  διορθωτική  ημέρα  (leap  day)  κάθε  τέσσερα  έτη.  Επιπλέον 
χρησιμοποιούμε  τη  θερινή  ώρα  για  εξοικονόμηση  ενέργειας  (αν  και  όχι 
ταυτόχρονα στην Ευρώπη και Αμερική και στις πόλεις της Αμερικής). 

 
ΣΤΟΙΧΕΙΑ ΣΦΑΙΡΙΚΗΣ ΓΕΩΜΕΤΡΙΑΣ 
  ‐  ‐  66

 
2.9.4 Παγκόσμιος χρόνος (Universal Time, UT) 
 
O  παγκόσμιος  χρόνος  (Universal  Time,  UT)  βασίζεται  στην  κίνηση  του  Ήλιου 
(στην περιστροφή της Γης) δηλαδή έχει 24 ώρες σε μία ημέρα αλλά καθορίζεται με 
βάση  τον  μέσο  ηλιακό  χρόνο  (Greenwich  mean  time,  GMT)  στο  μεσημβρινό  του 
Greenwich  (πλάτος  0ο)  στην  πόλη  Greenwich  της  Αγγλίας,  και  δεν  ακολουθεί  τη 
θερινή  ώρα.  Λόγω  της  περιστροφής  της  Γης  προς  την  Ανατολή  όταν  είναι 
μεσημβρία  (μεσημέρι)  στο  Greenwich  δηλαδή  όταν  ο  Ήλιος  μεσουρανεί,  θα  είναι 
προ  μεσημβρίας  για  τις  περιοχές  δυτικά  του  Greenwich  και  μετά  μεσημβρίας  για 
τις περιοχές ανατολικά όπως φαίνεται στο σχήμα 2.32 .  
  Ο  τοπικός  μέσος  ηλιακός  χρόνος  (Local  Mean  Solar  Time,  LMT)  ενός  τόπου 
δίνεται από την εξίσωση  
LMT = UT +LΑΤ 
όπου  LΑΤ  είναι  το  γεωγραφικό  μήκος  (το  γεωγραφικό  μήκος  ανατολικά  έχει 
θετικό  πρόσημο)1.  Θα  πρέπει  να  σημειωθεί  ότι  γενικά  ο  LMT  είναι  διαφορετικός 
από τον πολιτικό χρόνο (επίσημο χρόνο) ενός τόπου αφού ο πολιτικός χρόνος είναι 
ο  ίδιος  για  όλες  τις  θέσεις  που  ανήκουν  στην  ίδια  ζώνη  και  είναι  ο  LMT  για  το 
επίσημο γεωγραφικό μήκος της ζώνης.  
Επειδή  ο  παγκόσμιος  χρόνος  είναι  ανεξάρτητος  της  θέσης  του  παρατηρητή, 

 
Σχήμα 2.32
Παγκόσμιος χρόνος 

                                                      
1 Σύμφωνα με τη Διεθνή Αστρονομική ένωση (International Astronomical Union, IAU) το 
1982.

 
ΟΥΡΑΝΙΕΣ ΚΙΝΗΣΕΙΣ  67 
  67

χρησιμοποιείται από τους αστρονόμους σε όλο τον κόσμο, δηλαδή τα αστρονομικά 
γεγονότα υπολογίζονται και αναφέρονται σε σχέση με τον UT που συμβαίνουν π.χ 
εάν ένας μεταβλητός αστέρας πρόκειται να μπει στη φάση της έκλειψής του στις 
5:35  UT,  τότε  οι  παρατηρητές  σε  όλο  τον  κόσμο  γνωρίζουν  πού  να  τον 
παρατηρήσουν  αρκεί  να  κάνουν  τις  ανάλογες  διορθώσεις  (για  την  Ελλάδα:    UT  = 
τοπικός χρόνος +2 ώρες)1 .  
 
2.9.5 Είδη χρόνων 
 
Σε  περιπτώσεις  που  θέλουμε  να  λάβουμε  υπόψη  περισσότερες  λεπτομέρειες  της 
κίνησης μπορούμε να κάνουμε κάποιες διορθώσεις π.χ  
Μετάπτωση.  Επειδή  η  μάζα  της  Γης  έχει  σφαιρική  συμμετρία  (εξογκωμένη  στον 
ισημερινό) η βαρυτική έλξη του Ήλιου και της Σελήνης αναγκάζει τον άξονα  της 
Γης  να  εκτελεί  μεταπτωτική  κίνηση  όπως  μία  σβούρα.  Το  αποτέλεσμα  είναι  το 
σημείο  της  εαρινής  ισημερίας  να  κινείται  δυτικά  με  ρυθμό  περίπου  50 
δευτερόλεπτα της μοίρας ανά έτος (πλήρη περιστροφή σε 26 000 έτη) κι άρα αν και 
η  «αληθινή»  αστρική  περιστροφή  της  Γης  διαρκεί  86  164  100  δευτερόλεπτα,  η 
περιστροφή σε σχέση με το εαρινό σημείο (κι άρα σε σχέση με την ορθή αναφορά 
RA=0) να διαρκεί 86 164 092 δευτερόλεπτα. 
UT1 (Παγκόσμιος Χρόνος). Μεταβολές στην κατανομή της μάζας της Γης (κυρίως 
στην  ατμόσφαιρά  της)  έχουν  ως  αποτέλεσμα  μικρές  μεταβολές  στη  θέση  των 
πόλων.  Λαμβάνοντας  υπόψιν  αυτή  τη  διόρθωση  ο  τοπικός  μέσος  χρόνος  του 
Greenwich (GMT) ονομάζεται UT1. 
Χρόνος  των  εφημερίδων  (Ephemeris  Time,  ET).  Την  περίοδο  1952‐1984,  οι 
υπολογισμοί προσδιορισμού των τροχιακών  κινήσεων των πλανητών προκειμένω 
να  σχεδιαστούν  οι  τροχιές  των  διαστημικών  οχημάτων,  δημιούργησε  την  ανάγκη 
εύρεσης  του  χρόνου  ως  ανεξάρτητη  μεταβλητή  στο  σύστημα  των  εξισώσεων 
κίνησης  του  ηλιακού  συστήματος.    Αυτός  είναι  ο  χρόνος  των  εφημερίδων  των 
αστρονομικών  σωμάτων  που  ορίζεται  ως  ο  παγκόσμιος  χρόνος  (UT)  του  1900 
(χωρίς εμβόλιμα δευτερόλεπτα).  
Γήινος  δυναμικός  χρόνος  (terrestrial  dynamical  time,  TDE).  O  σύγχρονος 
επίσημος χρόνος βασίζεται στο δευτερόλεπτο του Διεθνούς Συστήματος μονάδων 
που  ισοδυναμεί  με  9192631770  μία  συγκεκριμένης  μετάβασης  του  ισοτόπου  του 
στοιχείου  133Cs.  Ο TDE χρησιμοποιείται για μετρήσεις από την επιφάνεια της Γης 

                                                      
1 Ο επίσημος χρόνος όμως ενός κράτους είναι ο πολιτικός χρόνος  της πρωτεύουσας 
του κράτους 
 

 
ΣΤΟΙΧΕΙΑ ΣΦΑΙΡΙΚΗΣ ΓΕΩΜΕΤΡΙΑΣ 
  ‐  ‐  68

(σχεδιασμό  τροχιάς  διαστημικών  οχημάτων,  μελέτες  τροχιάς  μελών  ηλιακού 


συστήματος).  
Συντονισμένος  Παγκόσμιος  Χρόνος  (Coordinated  Universal  Time,  UTC).  O 
Συντονισμένος  Παγκόσμιος  Χρόνος  χρησιμοποιεί  το  δευτερόλεπτο  του  SI  αλλά 
ρυθμίζεται    εάν  είναι  αναγκαίο  ώστε    να  διαφέρει  από  τον  UT1  ακέραιο  αριθμό 
δευτερολέπτων.  Αυτό  γίνεται  με  την  προσθήκη  ενός  διορθωτικού  δευτερολέπτου 
(leap  second)  δύο  φορές  το  χρόνο  (στις  30  Ιουνίου  και  στις  31  Δεκεμβρίου).  Θα 
πρέπει  να  σημειωθεί  ότι  ενώ  ο  TDΕ  βασίζεται  στη  φυσική,  ο  UT1  βασίζεται  στην 
πραγματική παρατήρηση του ρυθμού περιστροφής της Γης.  
Ιουλιανή  ημερομηνία  (Julian  Date,  JD).  Επειδή  ο  τοπικός  χρόνος  περιλαμβάνει 
μήνες με διαφορετικό αριθμό ημερών και δίσεκτα έτη, για υπολογισμό γεγονότων 
στην αστρονομία (π.χ περίοδος μεταβλητών αστέρων) που διαρκούν πάνω από μία 
ή δύο ημέρες, χρησιμοποιούμε το σύστημα της Ιουλιανής ημερομηνίας (Julian Date, 
JD ) που προσδιορίζεται με βάση τον αριθμό των ημερών από τη μεσημβρία της 1ης 
Ιανουαρίου  4713  π.Χ  (U.T)  .  Η  σημασία  της  Ιουλιανής  ημερομηνίας  δεν  έγκειται 
στον  καθορισμό  του  σημείου  αφετηρίας  μέτρησης  αλλά  στο  γεγονός  ότι  όλα  τα 
γνωστά  καταγεγραμμένα  ιστορικά  γεγονότα  έχουν  θετική  Ιουλιανή  ημερομηνία 
(το  όνομα  της  προέρχεται  από  τον  Julius  Scaliger,  πατέρα  του  Joseph  Justus 
Scalinger  (1540‐1609)  που  εισήγαγε  το  σύστημα  και  όχι  από  τον  Ιούλιο  Καίσαρα). 
Στην πράξη η ακριβής περιγραφή των γεγονότων απαιτεί την μέτρηση με βάση το 
διεθνή χρόνο (χρόνος Greenwich) π.χ μεσημβρία UT 12/3/02 =  JD 2452346. 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 

 
ΟΥΡΑΝΙΕΣ ΚΙΝΗΣΕΙΣ  69 
  69

ΠαράρτημαA 
  
Στοιχεία σφαιρικής γεωμετρίας 
 
Μέγιστος  κύκλος  μιας  σφαίρας  είναι  κάθε  κύκλος  που  έχει  το  ίδιο  κέντρο  με  τη 
σφαίρα και προκύπτει από την τομή της επιφάνειας της σφαίρας και κάθε επιπέ‐
δου  που  περιέχει  το  κέντρο  της,  ενώ  κάθε  άλλος  κύκλος  –  που  δεν  έχει  το  ίδιο 
κέντρο  –  ονομάζεται  μικρός  κύκλος  (σχήμα  2.33).  Κάθε  μέγιστος  κύκλος  χωρίζει 
τη σφαίρα σε δύο ημισφαίρια. Για κάθε μέγιστο κύκλο ορίζουμε δύο πόλους ως τα 
άκρα της καθέτου στο επίπεδό του που περνά από το κέντρο του. 
 
 
 
 
 
 
 
Μέγιστοι κύκλοι  Μικροί κύκλοι 
 
 
Σχήμα 2.33 Μέγιστοι και μικρoί κύκλοι σε μία σφαίρα.
 
  Από  δύο  μη  αντιδιαμετρικά  σημεία  της  επιφάνειας  μιας  σφαίρας,  διέρχεται  
ένας και μόνο μέγιστος κύκλος. Η κοντινότερη διαδρομή μεταξύ τους είναι το τόξο 
του  μέγιστου  κύκλου  που  ορίζεται  από  αυτά.  Για  να  ενώσουμε  τρία  σημεία  μιας 
σφαιρικής  επιφάνειας  χρησιμοποιώντας  τις  ελάχιστες  αποστάσεις  τους 

  Β
Α 
E

C  D

Σχήμα 2.34: Σφαιρικά τρίγωνα στην επιφάνεια μίας σφαίρας 

 
ΣΤΟΙΧΕΙΑ ΣΦΑΙΡΙΚΗΣ ΓΕΩΜΕΤΡΙΑΣ 
  ‐  ‐  70

χρησιμοποιούμε τόξα μέγιστων κύκλων και σχηματίζουμε ένα σφαιρικό τρίγωνο 
(σχήμα 2.3) . Κάθε σφαιρικό τρίγωνο έχει τις εξής ιδιότητες: 
• Οι πλευρές του είναι τόξα μεγίστων κύκλων  
• Το άθροισμα δύο πλευρών του είναι μεγαλύτερο από την τρίτη πλευρά 
• Το άθροισμα των γωνιών του είναι μεγαλύτερο από 180 ο 
• Κάθε σφαιρική γωνία είναι μικρότερη από 180 ο. 
 
Παράρτημα B 
 

Α) Εκτίμηση γωνιακών μεγεθών 
Πώς μετράμε το φαινόμενο γωνιακό μέγεθος ενός σώματος στην ουράνια σφαίρα 
ή  τη  μεταξύ  τους  φαινόμενη  απόσταση;  Στην  αστρονομία  χρησιμοποιούνται  τα 
γωνιακά μεγέθη γνωρίζοντας ότι  
Ο κύκλος χωρίζεται σε  360ο (μοίρες) 
1ο χωρίζεται σε  60 πρώτα λεπτά τόξου (ή απλώς πρώτα) =60΄ 
1΄ χωρίζεται σε  60 δεύτερα λεπτά τόξου (ή απλώς δεύτερα) = 60ʺ 
Αν  και  υπάρχουν 
πολλές  μέθοδοι  και 
όργανα  ακριβούς 
προσδιορισμού  των 
γωνιακών 
αποστάσεων  μεταξύ 
δύο  σημείων  στον 
ουρανό, ένας εύκολος 
τρόπος  εκτίμησης 
των  γωνιακών 

μεγεθών  είναι  με  τη  χρήση  του 


χεριού.  Κρατώντας  τη  γροθιά  με 
τεντωμένο  το  χέρι  και 
σκοπεύοντας  με  τον  ένα  οφθαλμό 
σε  ένα  αστέρι,  καλύπτουμε  μία 
απόσταση 10ο από τη μία άκρη της 
στην  άλλη  δηλαδή  μέχρι  κάποιο 
άλλο  αστέρι  (σχήμα  2,34).  Αυτό 
  σημαίνει  ότι  η  γωνία  που 
Σχήμα 2.34  σχηματίζουν οι δύο αστέρες (νοητή 
Εκτίμηση γωνιακών μεγεθών  προέκταση)  με  το  μάτι  είναι 

 
ΟΥΡΑΝΙΕΣ ΚΙΝΗΣΕΙΣ  71 
  71

περίπου  10ο  .Με  την  ίδια  προσέγγιση  μπορούμε  να  εκτιμήσουμε  τα  γωνιακά 
μεγέθη  που  φαίνονται  στο  σχήμα  όπως  το  πλάτος  του  Ηλιακού  και  Σεληνιακού 
δίσκου  (0.5ο)  ή  τη  γωνιακή  απόσταση  μεταξύ  των  δύο  αστέρων  στο  «μπωλ»  της 
Μεγάλης Άρκτου σε 5ο   (σχήμα 2.34). Σε συνθήκες καλού φωτισμού ο ανθρώπινος 
οφθαλμός  μπορεί  να  αναγνωρίσει  γωνιακές  αποστάσεις    μέχρι  και  1‐2ʺ  ενώ  το 
Hubble Space Telescope μέχρι και 0.1ʺ. (Πίνακας 2.3).  
 
Πίνακας 2.3 
Γωνιακά μεγέθη 
 
Μεγάλη Άρκτος  24o 
Δάχτυλο στο ύψος του χεριού  ~ 1o 
Σελήνη  1/2o (=30ʹ) 
Δίσκος Δία  40ʺ 
Όριο διακριτικής ικανότητας  ~1΄ 
οφθαλμού 
Όριο διακριτικής ικανότητας λόγω  1ʺ 
ατμόσφαιρας 
Διακριτική ικανότητα ΗUBBLE  0.1ʺ 
Κοντινότερος αστέρας  0.03ʺ 
 
Για  να  βρούμε  όμως  την  πραγματική  διάσταση  (γραμμική)  ενός  σώματος  πρέπει 
να  γνωρίζουμε  την  απόσταση  του  r  .  Με  τη  βοήθεια  της  τριγωνομετρίας  από  το 
σχήμα  προκύπτει tanθ= s/r  άρα s= r tanθ  για μικρές γωνίες θ 
 
 
θ 
 
 
 
μ        
 
s= r θ /57.3ο ή s= r θ /206265” 
Η απόσταση ενός σώματος μπορεί να υπολογιστεί με τη μέθοδο της  παράλλαξης 
για τους κοντινούς αστέρες. 
 
Β. Σχέση μονάδων χρόνου και μονάδων γωνίας  
 
Ο κύκλος χωρίζεται 24 ώρες=24h 
1h χωρίζεται σε 60 πρώτα λεπτά = 60m 
1m χωρίζεται σε 60 δεύτερα λεπτά = 60s 

 
ΣΤΟΙΧΕΙΑ ΣΦΑΙΡΙΚΗΣ ΓΕΩΜΕΤΡΙΑΣ 
  ‐  ‐  72

Όταν μετράμε σε ακτίνια (rad) : o κύκλος περιέχει 2π ακτίνια 
Αφού π ακτίνια =180o , υπάρχουν 206265 δεύτερα λεπτά τόξου/ ακτίνιο. 
Έτσι αναφέρουμε τις συντεταγμένες ενός αντικειμένου στην ουράνια σφαίρα π.χ 
του αστέρα Βέγα ως:  
Απόκλιση (DEC)  38ο 46΄ 24ʺ ή 38ο 46.4΄ αφού 0.4΄=24ʺ ή 38:46:24 δηλώνοντας και την 
ορθή αναφορά 
Ορθή  Αναφορά  (RA)    18h  36m  36s  ή  18h  36.6m    αφού  0.6m=36s  ή  18:36:36  δηλώνοντας 
όμως και την απόκλιση. 
Το  γωνιακό  μέγεθος  της  ορθής  αναφοράς  στις  μονάδες  χρόνου  είναι  μεταβλητό 
και  εξαρτάται  από  την  απόκλιση.  Στον  Ουράνιο  Ισημερινό  RA  =1h  αντιστοιχεί  σε 
360ο/24=15ο.  Επειδή  οι  γραμμές  της  ορθής  αναφοράς  συγκλίνουν  στους  πόλους  κι 
άρα στενεύουν με την απόκλιση, ισχύει 
1h =15o cos (DEC) 
1m = 15 cos (DEC)΄ 
1s = 15 cos (DEC) ʺ 
Γενικά το πρώτο λεπτό χρόνου είναι μεγαλύτερο από το πρώτο λεπτό τόξο και το 
ίδιο  ισχύει  και  για  τα  δευτερόλεπτα.  Για  να  υπάρχει  ή  ίδια  ακρίβεια  και  στις  δύο 
συντεταγμένες  είναι  σύνηθες  στην  ορθή  αναφορά  να  αναγράφεται    ένα 
περισσότερο σημαντικό ψηφίο απ΄ ότι στην απόκλιση δηλαδή για τον Βέγα 
Για Dec=38:46 η ορθή αναφορά γράφεται  RA=18:36.6 
Για Dec=38:46:24 η ορθή αναφορά γράφεται  RA=18:36:36.1 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 

 
 


 
Η φύση του φωτός 
Το φως ταξιδεύει γρηγορότερα από τον ήχο.  
Γι αυτό μερικοί άνθρωποι φαίνονται λαμπεροί μέχρι να αρχίσουν να μιλάνε. 
 
 
3.1  Το φως 
 
Το φως είναι μορφή ηλεκτρομαγνητικής ενέργειας που όταν προσπίπτει πάνω σε 
φορτισμένα  σωματίδια  τα  επιταχύνει  και  ανάστροφα  εκπέμπεται  από  την 
επιτάχυνση  των  φορτισμένων  σωματιδίων.  O  Einstein  έδειξε  ότι  το  φως 
εκπέμπεται  κατά  διακριτές  ποσότητες  ενέργειας  που  ονομάζονται  φωτόνια,  το 
Πορτοκαλί 
Πράσινο 

Κόκκινο 
Κίτρινο 
Ιώδες 

Μπλε 

400 446 500 542 578 600 700

Ορατό φάσμα (nm) 

Μήκος κύματος (μm) 
10 10 10 10 10 10 1 10 10 10 10 10 10 10 10    

                                                                              

Ακτίνες    Ακτίνες    Υπεριώδες  υπέρυθρο  Μικροκύματα  Ραδιοκύματα 

Σχήμα  .
Το ηλεκτρομαγνητικό φάσμα.

 
  3.2  ΥΠΟΛΟΓΙΣΜΟΣ ΤΗΣ ΤΑΧΥΤΗΤΑΣ ΤΟΥ ΦΩΤΟΣ  73 

καθένα  από τα οποία  μπορεί να  θεωρηθεί ως ένα μικρό κύμα που  διαδίδεται  στο 


χώρο. Όπως κάθε κύμα, τα φωτεινά κύματα χαρακτηρίζονται από μήκος κύματος 
( ),  συχνότητα  ( ),  ταχύτητα  και  ενέργεια.  Τα  φωτεινά  κύματα  μπορεί  να  έχουν 
διαφορετικά  μήκη  κύματος,  διαδίδονται  όμως  όλα  στο  κενό  με  την  ίδια  ταχύτητα 
που ονομάζεται ταχύτητα του φωτός ( ). Η ενέργεια κάθε φωτονίου (E) συνδέεται 
με το εκπεμπόμενο μήκος κύματος μέσω της σχέσης 

όπου  6.64 10 ·   η  σταθερά  του  Planck.  Από  τη  σχέση  αυτή  φαίνεται  ότι 
τα  φωτόνια  μεγάλου  μήκους  κύματος  μεταφέρουν  μικρότερη  ενέργεια  από  αυτά 
του μεγαλύτερου μήκους κύματος.  
  Το  σύνολο  των  μηκών  κύματος  αποτελεί  το  ηλεκτρομαγνητικό  φάσμα  (Σχήμα 
3.1)  το  οποίο  περιλαμβάνει  :    τις  ακτίνες    (10 ),  τις  ακτίνες   (10 ),  το 
υπεριώδες μέρος (10 ), το ορατό μέρος ( 400‐700 10 , ιώδες, κυανό, πράσινο, 
κίτρινο,  ερυθρό),  το  υπέρυθρο  (10 ),  τα  μικροκύματα  (10 ),  και  τα 
ραδιοφωνικά κύματα ( 0.1 – 10 ). 
 
 
3.2  Υπολογισμός της ταχύτητας του φωτός 
 
Ο  πρώτος  αξιόπιστος  υπολογισμός  της  ταχύτητας  του  φωτός  έγινε  με  βάση  ένα 
αστρονομικό φαινόμενο το 1.675 από τον Δανό Ole Roemer ο οποίος σκέφτηκε να 
χρησιμοποιήσει  τον  Δία  ως  ένα  «κοσμικό  ρολόι»  και  να  προβλέψει  τη  θέση  των 
δορυφόρων  του,  οι  οποίοι  ήταν  γνωστοί  πάνω  από  μισό  αιώνα  να  περιφέρονται 
γύρω του με περιοδικότητα. Οι υπολογισμοί του προσδιόριζαν με ακρίβεια πότε ο 
δορυφόρος  του  Ιώ  θα  έμπαινε  στην  σκιά  του  Δία  καθώς  ήταν  γνωστό  ότι  η  Ιώ 
περιφέρεται  περίπου  με  περίοδο  1.76  ημερών  οπότε  κάθε  1.76 ηµέρες,  2 1.76 , 
ηµέρες  κ.ο.κ  η  τροχιά  της  θα  την  έφερνε  πίσω  από  το  Δία  για  έναν  γήινο 
παρατηρητή.  O  Roemer  παρατήρησε  ότι  αυτές  οι  εκλείψεις  υστερούσαν  χρονικά 
όλο  και  περισσότερο  καθώς  η  Γη    απομακρυνόταν  από  το  Δία  κατά  την  ετήσια 
κίνησή  της.  Συγκεκριμένα  όπως  φαίνεται  στο  σχήμα  3.2  κάνοντας  παρατηρήσεις 
όταν  η  Γη  βρίσκεται  στις  θέσεις    Α  και  Β  που  διαφέρουν  χρονικά  μισό  έτος  (180 
ημέρες) δηλαδή όταν η Γη βρίσκεται στη πιο απομακρυσμένη θέση της τροχιάς της 
γύρω από τον Ήλιο ( ) και πολύ μακρύτερα από τον Δία1,  θα περίμενε κανείς την 
Ιώ να αναδύεται  από  τη  σκιά  του  Δία  στη  συγκεκριμένη  χρονική  στιγμή που είχε 
προβλέψει  ο  Roemer  με  μεγάλη  ακρίβεια.  Η  Ιώ  όμως  παρατηρήθηκε  περίπου  ένα 
τέταρτο αργότερα ενώ όταν η απόσταση Δία‐Γης μίκραινε, οι εκλείψεις πλησίαζαν 

                                                           
1
 ο Δίας περιφέρεται σχετικά αργά στην τροχιά του γύρω από τον Ήλιο ( 12 έτη) κι άρα μόνο η κίνηση 
της Γης επηρεάζει το φαινόμενο 

 
74    Η   Φ Υ Σ Η   Τ Ο Υ   Φ Ω Τ Ο Σ  

Β  Α 

Δίας 

Α 

Ήλιος 

Β  Γη 

Σχήμα  .
Ο υπολογισμός της ταχύτητας του φωτός από τον Roemer. 

ξανά  την  αποδεκτή  τιμή  της  1.76  ημέρας.  Ο  Roemer  απέδωσε  την  απόκλιση  των 
προβλέψεών  του  στην  πεπερασμένη  ταχύτητα  του  φωτός.  To  φαινόμενο  όντως 
συνέβη  στο  χρονικό  διάστημα  που  προβλέφθηκε  αλλά  το  πληροφορηθήκαμε 
αργότερα από το αναμενόμενο γιατί το φως από τον Δία πρέπει να ταξιδέψει την 
επιπλέον  απόσταση  κατά  την  οποία  είχε  μετακινηθεί  η  Γη  (περίπου  ίση  προς  τη 
διπλάσια  απόσταση  Γης  –  Ηλίου  δηλαδή  περίπου  300.000.000  )  και  η 
καθυστέρηση  είναι  λίγο  περισσότερη  από  περίπου  16  λεπτά.  Θα  πρέπει  να 
σημειωθεί  ότι  η  παρατήρηση  του  Δία  από  τη  Γη  στη  θέση  του  σχήματος  3.2  δεν 
είναι  εύκολη  γιατί  βρίσκεται  κοντά  στον  Ήλιο  και  μπορεί  να  παρατηρηθεί  όταν 
είναι χαμηλά στον δυτικό ορίζοντα μετά το ηλιοβασίλεμα. 
    Αργότερα ο Huygens υπολόγισε με βάση τα δεδομένα του Roemer, τιμή ίση με 
τα  2/3  της  σημερινής  αποδεκτής  τιμής,  λόγω  των  εσφαλμένων  εκτιμήσεων  των 
τροχιών  Γης  και  Δία  εκείνη  την  εποχή.  Η  άποψη  περί  πεπερασμένης  ταχύτητας 
του φωτός δεν έγινε αποδεκτή παρά μέχρι το 1727 με τις μετρήσεις της απόκλισης 
του φωτός του James Brandley. Η μέθοδος του Roemer όμως από ιστορική σημασία 
απετέλεσε  και  την  πρώτη  ένδειξη  ότι  κάθε  παρατήρησή  μας  αναφέρεται  σε  ένα 
γεγονός που έχει ήδη γίνει ή όπως συνήθως λέγεται «όσο μακρύτερες αποστάσεις 
παρατηρούμε τόσο πίσω χρονικά στην ιστορία του σύμπαντος πηγαίνουμε». 
 
 

 
3.3  ΔΙΑΔΟΣΗ ΤΗΣ ΑΚΤΙΝΟΒΟΛΙΑΣ. ΝΟΜΟΣ ΤΟΥ ΑΝΤΙΣΤΡΟΦΟΥ ΤΕΤΡΑΓΩΝΟΥ 
  75 
ΤΗΣ ΑΠΟΣΤΑΣΗΣ. 

3.3  Διάδοση  της  ακτινοβολίας.  Νόμος  του  αντιστρόφου 


τετραγώνου της απόστασης. 
 
Η  διεύθυνση  διάδοσης  του  φωτός  στο  κενό  είναι  ευθεία.  Όταν  όμως  διαδίδεται 
μέσα    ή  κοντά  από  ένα  υλικό  σώμα,  η  διεύθυνσή  του  μεταβάλλεται  λόγω 
ανάκλασης, διάθλασης ή περίθλασης. Η μελέτη αυτών των φαινομένων είναι ση‐
μαντική για την κατασκευή ανιχνευτικών συσκευών (τηλεσκόπια, ανιχνευτές).  
  Μια σημαντική όμως ιδιότητα της διάδοσης του φωτός αλλά και άλλων μορφών 
ηλεκτρομαγνητικής  ακτινοβολίας  (για  παράδειγμα  ήχος)  είναι  ότι  ακολουθεί  το 
νόμο  του  αντιστρόφου  τετραγώνου  της  απόστασης  κατά  τη  διάδοσή  του.  Αν 
θεωρήσουμε ένα σώμα ακτίνας   (έναν αστέρα ή ακόμη και έναν κοινό λαμπτήρα) 
που  εκπέμπει  ακτινοβολία    (ενέργεια  ανά  μονάδα  χρόνου),  η  γεωμετρική 
εξασθένιση  της  εκπεμπόμενης  ενέργειας  από  την  επιφάνεια  του  σώματος    (ροή 
ενέργειας  δηλαδή  ενέργεια  ανά  μονάδα  χρόνου  ανά  μονάδα  επιφάνειας), 
ακολουθεί  το  νόμο  του  αντιστρόφου  τετραγώνου  της  απόστασης.  Δηλαδή,  η 
μετρούμενη ροή   που λαμβάνει ένας ανιχνευτής συγκεκριμένης επιφάνειας, (είτε 
ένα τηλεσκόπιο είτε ο γυμνός οφθαλμός), σε απόσταση   θα είναι 
 
4
 
4
επειδή η εκπεμπόμενη ενέργεια   θα διασπείρεται σε μία σφαίρα επιφάνειας 4 . 
Κατά  συνέπεια,  η  παρατηρούμενη  ροή  ενέργειας    συνδέεται  με  την  ενέργεια   
που εκπέμπει το σώμα με τη σχέση 

 
4
Για  παράδειγμα,  η  μετρούμενη  φωτεινή  ροή  ενέργειας  ενός  λαμπτήρα  ισχύος 
100   είναι  μικρότερη  κατά  1/4  αν  διπλασιάσουμε  την  απόστασή  μας  από  αυτόν 
άρα το πόσο λαμπρός φαίνεται ο λαμπτήρας  (φαινόμενη λαμπρότητα) εξαρτάται 
από την απόστασή του και συνδέεται με τη μετρούμενη ροή του (Σχήμα 3.3) . Άρα, 
αν    είναι  η  απόσταση  ενός  σώματος  από  τη  Γη,  αυτό  που  τελικά  μετράμε  στην 

/
/

Σχήμα  .
Ο νόμος του αντιστρόφου τετραγώνου της απόστασης διάδοσης ακτινοβολίας. 

 
76    Η   Φ Υ Σ Η   Τ Ο Υ   Φ Ω Τ Ο Σ  

επιφάνεια  της  Γης  με  τα  τηλεσκόπια  ή  με  γυμνό  οφθαλμό  είναι  ένα  μέρος  της 
ακτινοβολίας  που  περνά  από  τη  σφαίρα  ακτίνας    γι  αυτό  και  η  μετρούμενη  ροή 
ενέργειας είναι αυτή που συνδέεται με τη φαινόμενη λαμπρότητα του σώματος  .  
Η μετρούμενη ροή ενέργειας στη Γη από τον Ήλιο είναι 

 1 ·  

Εάν  γνωρίζουμε  τη  φωτεινότητα    ενός  σώματος  και  μετρήσουμε  τη  ροή  του  , 
τότε μπορούμε να προσδιορίσουμε και την απόστασή του. Για αυτό το λόγο και τα 
σώματα  με  γνωστές  φωτεινότητες  –  αν  και  λίγα  –  είναι  πολύ  σημαντικά  στην 
αστροφυσική  γιατί  μπορούν  να  χρησιμοποιηθούν  ως  σταθεροί  φωτεινοί  δείκτες 
για τη μέτρηση αποστάσεων. Θα πρέπει να σημειωθεί ότι ο γεωμετρικός νόμος της 
εξασθένησης  δεν  μας  δίνει  πληροφορίες  για  τη  φύση  της  ακτινοβολίας  που 
εκπέμπεται. 
Ερώτηση : Αν η απόσταση Ήλιου – Δία είναι πενταπλάσια της απόστασης Ήλιου‐
Γης, ποια θα ήταν η φαινόμενη λαμπρότητα του Ήλιου για έναν παρατηρητή στο 
Δία, σε σχέση με την φαινόμενη λαμπρότητά του για έναν παρατηρητή στη Γη; 
 
3.4  Ακτινοβολία μέλανος σώματος ή θερμική ακτινοβολία. 
 
Προκειμένου  να  μελετήσουμε  τη  φύση  της  ακτινοβολίας  που  εκπέμπουν  τα 
σώματα  παρατηρούμε  ότι  όταν  σε  ένα  αδιαφανές  σώμα  προσπέσει  ακτινοβολία, 
ένα  μέρος  της  ανακλάται  και  το  υπόλοιπο  απορροφάται.  Το  σώμα  λόγω  της 
απορρόφησης  ακτινοβολίας  (ενέργειας)  θερμαίνεται  και  εκπέμπει  ενέργεια 
προκειμένου  να  απάγει  τη  θερμότητα.  Η  κατανομή  του  ρυθμού  έκλυσης  της 
ακτινοβολίας  σε  σχέση  με  το  μήκος  κύματος  που  εκπέμπει  ένα  τέτοιο  σώμα 
καθορίζεται  από  την  θερμοκρασία  την  οποία  έχει  όταν  εγκαθιδρυθεί 
θερμοδυναμική ισορροπία, όταν δηλαδή επανεκπέμπει ενέργεια με τον ίδιο ρυθμό 
που  την  απορροφά.  Ένα  υποθετικό  σώμα  το  οποίο  απορροφά  πλήρως  όποια 
ακτινοβολία  προσπέσει  επάνω  του  ονομάζεται  μέλαν  σώμα.  Η  θερμοκρασία  του 
εξαρτάται  μόνο  από  τη  συνολική  ενέργεια    που  προσπίπτει  επάνω  του.  Όπως 
φαίνεται  στο  σχήμα  3.4,  το  φάσμα  της  ενέργειας  που  επανεκπέμπει  ένα  μέλαν 
σώμα  είναι  διαφορετικό  από  αυτό  της  ακτινοβολίας  που  απορροφά  και  έχει  ένα 
χαρακτηριστικό σχήμα  το οποίο  εξαρτάται μόνο από τη θερμοκρασία και όχι από 
άλλους  παρά‐γοντες  όπως  η  χημική  σύνθεση.  Αυτή  η  μορφή  εκπεμπόμενης 
ενέργειας  ονομάζεται  θερμική  ακτινοβολία.  Αυτό  σημαίνει  ότι  όταν  για  παρά‐
δειγμα ένα μέλαν σώμα απορροφήσει ενέργεια από πηγή που χαρακτηρίζεται από 
γραμμικό φάσμα εκπομπής, τότε θερμαίνεται και εκπέμπει ακτινοβολία που έχει 
τη χαρακτηριστική μορφή του σχήματος 3.4  χωρίς να διατηρήσει κανένα ίχνος της 
ακτινοβολίας  που  προσέπεσε  πάνω  του.  Η  ένταση  της  ακτινοβολίας  ,   που 

 
  3.4  ΑΚΤΙΝΟΒΟΛΙΑ ΜΕΛΑΝΟΣ ΣΩΜΑΤΟΣ Η ΘΕΡΜΙΚΗ ΑΚΤΙΝΟΒΟΛΙΑ.  77 

εκπέμπει  ένα  μέλαν  σώμα  θερμοκρασίας  ,  το  ποσό  δηλαδή  της  ενέργειας  που 
ακτινοβολείται  ανά    μονάδα  του  χρόνου,  ανά  μονάδα  μήκους  κύματος,  ανά 
μονάδα  επιφάνειας  και  ανά  μονάδα  στερεάς  γωνίας  σε  διεύθυνση  κάθετη  στη 
στοιχειώδη επιφάνεια, δίνεται από το νόμο του Planck 
2 1
/
 
1
όπου  είναι το μήκος κύματος μετρούμενο σε  ,   είναι η απόλυτη θερμοκρασία 
του σώματος μετρούμενη σε βαθμούς  ,   είναι η σταθερά του Boltzmann,   είναι η 
ταχύτητα του φωτός και   είναι η σταθερά του Planck. Οι μονάδες της έντασης στο 
σύστημα   είναι  · · · · Å . 
  Στο  σχήμα  3.4  παρουσιάζεται  η  κατανομή  της  ενέργειας  που  ακτινοβολείται 
από  ένα  μέλαν  σώμα  σε  σχέση  με  το  μήκος  κύματος  όπως  υπολογίζεται  από  το 
νόμο του Planck για μέλανα σώματα διαφορετικών θερμοκρασιών. Από το σχήμα 
3.4 παρατηρείται ότι ένα μέλαν σώμα με θερμοκρασία μεγαλύτερη του  απολύτου 
μηδενός εκπέμπει σε όλα τα μήκη κύματος αλλά όχι το ίδιο ποσό ενέργειας. Επι‐
πλέον παρατηρείται ότι υπάρχει ένα συγκεκριμένο μήκος κύματος   στο οποίο 
ένα μέλαν σώμα εκπέμπει το μέγιστο της ακτινοβολίας του. Αυτό προσδιορίζεται 
από το νόμο μετατοπίσεως του Wien 

0.3 ·  

οπτικό μέρος 
ενέργεια 

λ (nm)

Σχήμα 3.4   
Το φάσμα μέλανος σώματος

 
78    Η   Φ Υ Σ Η   Τ Ο Υ   Φ Ω Τ Ο Σ  

 (όπου το μήκος κύματος λ μετράται σε cm και η θερμοκρασία Τ σε βαθμούς Κ) και 
δείχνει  ότι  το  χρώμα  (μήκος  κύματος)  της  μέγιστης  εκπομπής  ακτινοβολίας  ενός 
μέλανος  σώματος  μεταβάλλεται  αντιστρόφως  ανάλογα  της  θερμοκρασίας  του. 
Αυτό σημαίνει όπως φαίνεται και από το σχήμα  3.4 ότι ένα θερμότερο μέλαν σώ‐
μα εκπέμπει το μεγαλύτερο μέρος  της ενέργειάς του σε μικρότερα μήκη κύματος 
απ΄ότι  ένα  ψυχρότερο  μέλαν  σώμα.  Επιπλέον  αν  αθροίσουμε  την  ενέργεια  που 
ακτινοβολείται από ένα μέλαν σώμα μιας συγκεκριμένης θερμοκρασίας   σε όλα 
τα μήκη κύματος (σε όλο το φάσμα), αν δηλαδή εμβαδομετρήσουμε την επιφάνεια 
που περικλείεται από την καμπύλη, υπολογίζοντας το ολοκλήρωμα  

 

βρίσκουμε  την  ολική  ένταση  της  ακτινοβολίας  που  εκπέμπεται  από  αυτό.  Αυτή 
είναι  η  ενέργεια  ανά  μονάδα  χρόνου,  ανά  μονάδα  επιφάνειας  και  ανά  μονάδα 
στερεάς γωνίας κατά διεύθυνση κάθετο στην στοιχειώδη επιφάνεια. Στη συνέχεια 
μπορούμε  να  υπολογίσουμε  τη  ροή  ενέργειας    που  εκλύεται  από  την  επιφάνειά 
του  προς  το  εξωτερικό  μέρος  του,  δηλαδή  την  ενέργεια  ανά  μονάδα  χρόνου  ανά 
μονάδα  επιφάνειας  και  αυτό  γιατί  τα  δύο  μεγέθη  συνδέονται  εγγενώς  μέσω  της 
σχέσης 

Αυτή ακολουθεί το νόμο των Stefan‐Boltzmann 
 

όπου  είναι  η  σταθερά  των  Stefan‐Boltzmann.  Η  τελευταία  σχέση  δείχνει  ότι  η 


ακτινοβολία  που  εκπέμπεται  από  ένα  μέλαν  σώμα  αυξάνει  πολύ  γρήγορα 
αυξανομένης της θερμοκρασίας του. Αυτό σημαίνει ότι εάν ένα μέλαν σώμα είναι 
δύο φορές θερμότερο (διπλάσια θερμοκρασία) από ένα άλλο, εκπέμπει 2  δηλαδή 
16  φορές  περισσότερη  ενέργεια  ανά  μονάδα  επιφάνειας  σε  όλα  τα  μήκη  κύματος 
σε σχέση με το ψυχρότερο μέλαν σώμα. Αυτό είναι εμφανές από το σχήμα 3.4 που 
δείχνει ότι  το ύψος της καμπύλης Planck για το ίδιο αντικείμενο αυξανομένης της 
θερμοκρασίας  του,  αυξάνει  κι  άρα  αυξάνει  το  ολικό  ποσό  της  εκπεμπόμενης 
ενέργειας. 
   Θα  πρέπει  επίσης  να  σημειωθεί  ότι  ο  όρος  μέλαν  (μαύρο)  χρησιμοποιείται  για 
να  γίνει  διάκριση  από  τα  σώματα  που  ανακλούν  το  φως  και  αναφέρεται  στο 
γεγονός ότι ένα τέτοιο σώμα απορροφά κάθε μήκος κύματος ορατής ακτινοβολίας 
(γι αυτό και φαίνεται μαύρο) χωρίς αυτό να σημαίνει ότι δεν εκπέμπει ακτινοβολία 
σε άλλα μέρη του φάσματος όπως για παράδειγμα υπέρυθρη. 
 

 
  3.5  ΕΙΔΗ ΦΑΣΜΑΤΩΝ  79 

3.5  Είδη φασμάτων 
 
Όταν  το  φως,  το  οποίο  δεν  είναι  παρά  ενέργεια  υπό  μορφή  ακτινοβολίας,  που 
εκπέμπεται  από  μία  φωτεινή  (διάπυρη)  πηγή  περάσει  μέσα  από  ένα  πρίσμα  ή 
άλλη ανάλογη συσκευή ανάλυσης, σχηματίζεται το φάσμα της πηγής, η κατανομή 
δηλαδή της ενέργειάς της σε σχέση με το μήκος κύματος. Τα φάσματα μελετώνται 
αναλυτικά  με  τη  χρήση  φασματοσκοπίου  και  φωτογραφίζονται  με  τη  χρήση 
φασματογράφου. Όπως φαίνεται στο σχήμα 3.5, διακρίνουμε τρία είδη φασμάτων, 
ανάλογα  με  τη  φύση  της  πηγής.  Ο  πρώτος  που  τα  διέκρινε  πειραματικά  ήταν  ο 
Gustav  Kirchoff  το  1859  ο  οποίος  κατέληξε  στις  εξής  διαπιστώσεις  που  είναι 
γνωστές  ως οι τρείς εμπειρικοί νόμοι της φασματικής ανάλυσης. 
 
1.  Ένα θερμό στερεό, υγρό ή ισχυρά συμπιεσμένο αέριο εκπέμπει ακτινοβολία σε 
όλα  τα  μήκη  κύματος  και  σχηματίζει  φάσμα  που  αποτελείται  από  μία  συνεχή 
επαλληλία  μηκών  κύματος  (χρωμάτων)  που  διαδέχονται  ομαλά  το  ένα  το  άλλο 
(σχήμα 3.5. α). Λόγω της μορφής του αυτό το φάσμα ονομάζεται συνεχές.  
 
2.  Ένα θερμό αραιό (χαμηλής πυκνότητας) αέριο εκπέμπει ακτινοβολία μόνο σε 
ορισμένα  μήκη  κύματος,  σχηματίζοντας  φάσμα  το  οποίο  ονομάζεται  γραμμικό 
φάσμα  εκπομπής  που  αποτελείται  από  συγκεκριμένες  λαμπρές  γραμμές  σε 
σκοτεινό υπόβαθρο (σχήμα 3.5. ). Ο αριθμός και η θέση αυτών των γραμμών  (το 
μήκος κύματός τους) εξαρτώνται από τα στοιχεία που περιέχονται στο αέριο.  
 
3.   Εάν  το  φως  μίας  πηγής  συνεχούς  ακτινοβολίας  περάσει  μέσα  από  ένα 

   

Συνεχής πηγή  Νέφος 
 

Σχήμα  .
Τα τρία είδη φασμάτων που παρατηρούνται στη φύση.

 
80    Η   Φ Υ Σ Η   Τ Ο Υ   Φ Ω Τ Ο Σ  

ψυχρότερο  (χαμηλότερης  θερμοκρασίας)  αραιό  αέριο,  το  ψυχρότερο  αέριο 


προκαλεί  την  εμφάνιση  σκοτεινών  (ή  αμυδρών)  γραμμών  πάνω  στο  συνεχές 
φάσμα  της  πηγής  (σχήμα  3.5. ).  Το  φάσμα  αυτό  ονομάζεται  φάσμα  απορρόφησης 
και οι σκοτεινές γραμμές, γραμμές απορρόφησης. Η θέση και ο αριθμός τους στο 
φάσμα εξαρτώνται από τα στοιχεία που περιέχει το ψυχρό αέριο. 
 
  Η  σημασία  των  νόμων  του  Kirchoff    έγκειται  στο  γεγονός  ότι  κάθε  χημικό 
στοιχείο  ή  ένωση,  όταν  βρεθεί  σε  αέρια  μορφή  μπορεί  να  παράγει  μία 
συγκεκριμένη  σειρά  γραμμών  εκπομπής  όταν  είναι  διεγερμένο  ή  γραμμές 
απορρόφησης, όταν διαμέσου του περάσει μία συνεχής ακτινοβολία, η οποία είναι 
χαρακτηριστική  του  στοιχείου  (ή  των  στοιχείων  που  περιέχει  η  ένωση).  Αυτό  ση‐
μαίνει ότι κάθε αέριο μπορεί να απορροφήσει ή να εκπέμψει ακτινοβολία μόνο σε 
συγκεκριμένα  μήκη  κύματος  που  είναι  χαρακτηριστικά  αυτού  του  αερίου.  Η 
παρουσία  λοιπόν  μιας  σειράς  συγκεκριμένων  γραμμών  εκπομπής  (ή  απορρό‐
φησης)  χαρακτηριστικών  ενός  στοιχείου  αποτελεί  ένδειξη  της  παρουσίας  αυτού 
του στοιχείου σε κάποια τουλάχιστον σημεία της διαδρομής που ακολουθεί το φως  
της πηγής της οποίας το φάσμα αναλύουμε. 
  Θα  πρέπει  να  σημειωθεί  ότι  αν  και  χρειάστηκε  η  ανάπτυξη  της 
κβαντομηχανικής  προκειμένου  να  κατανοηθεί  η  εκπομπή  των  φασματικών 
γραμμών  και  η  εξάρτησή    τους  από  τη  χημική  σύσταση,  για  πολλές  δεκαετίες  τα 
φάσματα  χρησιμοποιήθηκαν  φαινομενολογικά    και  μόνο  για    τη  διάγνωση  της 
παρουσίας ή της απουσίας ενός  χημικού στοιχείου (Σχήμα 3.6).   
 
Σχόλιο 
Στο  εργαστήριο  η  πιο  απλή  πηγή  παραγωγής  συνεχούς  φάσματος  είναι  το  φως  ενός  απλού 
ηλεκτρικού λαμπτήρα. Για την παραγωγή γραμμικών φασμάτων χρησιμοποιούνται στοιχεία 
ή  ενώσεις.  Μία  χημική  ένωση  που  σε  θερμοκρασία  δωματίου  βρίσκεται  σε  στερεά  μορφή, 
όπως το κοινό αλάτι ( ) μετατρέπεται σε θερμοκρασία δωματίου βρίσκεται σε στερεά 
μορφή,  όπως  το  κοινό  αλάτι  ( )  μετατρέπεται  σε  διάπυρο  αέριο  με    θέρμανση 
πάνω  από  φλόγα  (λύχνο),  αποσυντίθεται  και  όταν  περάσει  από  το  φασματοσκόπιο 
παράγει τις δύο χαρακτηριστικές λαμπρές κίτρινες γραμμές του νατρίου ( ). Ένα 
στοιχείο που σε θερμοκρασία δωματίου βρίσκεται σε αέρια μορφή, όπως το υδρογόνο ( )  
μετατρέπεται  σε  διάπυρο  αέριο  με  εφαρμογή  ηλεκτρικής  τάσης  στα  άκρα  του  σωλήνα  που 
περιέχεται και εκπέμπει όπως διαπιστώνουμε όταν περάσει από φασματοσκόπιο δύο έντονες 
χαρακτηριστικές  λαμπρές  γραμμές  στο  κυανό  (4.861 Å)  και  στο  ερυθρό  (6.563 Å) μέρος  του 
φάσματος. Οι ίδιες γραμμές θα εμφανιστούν σαν σκοτεινές όταν το φως μίας συνεχούς πηγής 
περάσει  από  ψυχρό  (και  αραιό)  αέριο  υδρογόνο  πριν  να  αναλυθεί  στο  φασματοσκόπιο.  Αυτό 
σημαίνει  ότι  σε  ένα  φάσμα  απορρόφησης  με  πολλές  σκοτεινές  γραμμές,  η  αναγνώριση  των 
αερίων  των  υπεύθυνων  για  αυτές,  γίνεται  μετά  από  τη  σύγκριση  των  γραμμών  που 

 
  3.5  ΕΙΔΗ ΦΑΣΜΑΤΩΝ  81 

ηρίζουν    τοο  φάσμα  εκπομπής 


χαρακτη ε των  στοιχείω
ων  με  τις  γραμμές  τ
του  φάσματ
τος 
απορρόφ
φησης. 
 
 
3.6   Ατομικά
ά μοντέλ
λα 
 
μική  θεωρίία  αναπτύχθηκε  με  γρήγορουςς  ρυθμούς  τον  20ο  α
Η  ατομ αιώνα  καθώ
ώς 
λύφθηκαν  οι ιδιότητεςς των ατόμ
ανακαλ μων και προτάθηκαν  μία σειρά α
από μοντέλ
λα 
που το ένα βελτίω
ωνε το προη
ηγούμενο. 
 
Το μον
ντέλο του T
Thomson ((το μοντέλ
λο του στα
αφιδόψωμο
ου)  
 
Ο  Josep
ph  John  Tho
omson  ο  οπ
ποίος  είχε  ανακαλύψ
ψει  το  ηλεκτρόνιο,  πρό
ότεινε  ότι  τα 
θετικά  φορτία  ήταν  ομοιόμορφα  κατα
ανεμημένα  μέσα  σε  μία  α  (το  άτομο), 
μ σφαίρα
ενώ τα  αρνητικά  (τα ηλεκτρ
ρόνια) ήταν
ν εμβαπτισ α σ΄ αυτήν  (Σχήμα  3.7). 
σμένα μέσα
Σ΄ αυτό
ό το μοντέλ
λο όλη η μά
άζα του ατό
όμου  ήταν α ηλεκτρόνια, 
ν συγκεντρωμένη στα
γεγονός που σήμα α περισσότεερα άτομα  θα έπρεπεε να περιέχ
αινε ότι τα χουν χιλιάδ
δες 
ηλεκτρό
όνια  και  ότι 
ό δύο  στο
οιχεία  θα  έπρεπε 
έ να  διαφέρουν
ν  περισσότερο  από  έν
να 
ηλεκτρό
όνιο. 
 
Το μον
ντέλο του R
Rutherford

 
Ο  Erneest  Rutherfo
ord  για  να
α  ελέγξει  το 
τ μοντέλο
ο  του  Thom
mson  πραγ
γματοποίησε 
πειράματα  σκέδα
ασης  σωματτίων    (πυ
υρήνων    αποτελού
ύμενων  από
ό  2  νετρόν
νια 
και 2 πρ
ρωτόνια) σ αι μέτρησε την απόκλ
σε άτομα κα λισή τους. Σ
Σύμφωνα μ
με το μοντέλ
λο 
του  Thomson  ανέέμενε  τα  σωμάτια 
σ   να  περάσ
σουν  ανεπ μέσα  από  το 
πηρέαστα  μ
άτομο α
αλλά τα πεειραματικά
ά του δεδομ
μένα έδειξα
αν ότι μερικ
κά σωμάτιια απέκλινα
αν 
της  πορείας  τουςς.  Ο  Rutheerford  συμπ
πέρανε  ότιι  τα  άτομα
α  είχαν  έν
ναν  κεντριικό 
πυρήνα
α, ο οποίος  περιείχε το
ο θετικό φο ω από τον  οποίο περιιφέρονταν  τα 
ορτίο, γύρω
ηλεκτρό
όνια  (Σχήμ α  σωμάτια    είτε  θα  διαπερνού
μα  3.7).  Τα ύσαν  την  σ
σχετικά  κεν
νή 

Σχ
χήμα 
Το ηλεκτρόν
νιο του Ruth
herford καθώ
ώς κινείται σ
σπειροειδώς προς τον πυ
υρήνα. 

 
82    Η   Φ Υ Σ Η   Τ Ο Υ   Φ Ω Τ Ο Σ  

εξωτερική περιοχή του ατόμου ή θα περνούσαν πολύ κοντά από τον πυρήνα ώστε 
να αλληλεπιδράσουν μαζί του. 
 
Το μοντέλο του Bohr 
 
Ο  Niels  Bohr  παρατήρησε  ότι  καθώς  τα  ηλεκτρόνια  είναι  φορείς  φορτίου,  εάν 
περιφέρονται  γύρω  από  τον  πυρήνα  θα  πρέπει  να  επιταχύνονται  και  να 
εκπέμπουν ενέργεια. Θα έπρεπε τότε να παρατηρούμε 
• Εκπεμπόμενη  ενέργεια  μικρότερης  συχνότητας  γιατί  καθώς  το  ηλεκτρόνιο 
χάνει  ενέργεια,  θα  κινείται  σε  χαμηλότερη  ενεργειακή  τροχιά  (μικρότερη 
ακτίνα) κι επειδή η ενέργεια που θα εκπέμπει εξαρτάται από την ενέργεια της 
τροχιάς  του  (ανάλογη  της  επιτάχυνσής  του)  θα  εκπέμπει  και    λιγότερη 
ενέργεια. 
• Το ηλεκτρόνιο αφού συνεχώς θα εκπέμπει ενέργεια θα μεταπίπτει σε τροχιές 
μικρότερης  ενέργειας,  οπότε  τελικά  θα  εκτελεί  σπειροειδή  κίνηση  γύρω  από 
τον πυρήνα μέχρι να πέσει πάνω του (Σχήμα 3.6). 
Τα  άτομα  όμως  παρατηρήθηκαν  να  εκπέμπουν  ακτινοβολία  μόνο  σε 
συγκεκριμένα  μήκη  κύματος  και  τα  ηλεκτρόνια  να  βρίσκονταν  σε  σταθερές,  μη 
φθίνουσες  τροχιές.  Ο  Bohr  για  να  ερμηνεύσει  το  φάσμα  του  ατόμου  του 
υδρογόνου2 πρότεινε μία καινοτόμο ιδέα που απείχε από την κλασσική θεωρία και 
χρησιμοποιούσε  το  νέο  πεδίο  της  κβαντικής  μηχανικής,  εισάγοντας  τα  εξής 
αξιώματα (υποθέσεις).  
1. Τα  ηλεκτρόνια  βρίσκονται  σε  συγκεκριμένες  ενεργειακές  στάθμες  μέσα  στα 
άτομα που είναι χαρακτηριστικές του ατόμου  στις οποίες η στροφορμή, L, είναι 
ακέραιο πολλαπλάσιο της σταθεράς του Planck, h   
 
2
Αυτές  διαφέρουν  από  τις  κλασικές  στάθμες  με  την  έννοια  ότι  ένα 
επιταχύνομενο  ηλεκτρόνιο  δεν  εκπέμπει  συνεχώς  ενέργεια  (Σχήμα  3.7).  Από 
τη  συνθήκη  κβάντωσης  της  στροφορμής  και  από  τις  εξισώσεις  της  κυκλικής 
κίνησης  (δύναμη  Coulomb  ( / )  =  κεντρομόλος  δύναμη  ( / ,  ), 
μπορεί  να    υπολογιστεί  η  ακτίνα  της  τροχιάς  ,  η  ενέργεια,  ,  και  η 
ταχύτητα   του ηλεκτρονίου που βρίσκεται στη στάθμη με κβαντικό αριθμό   
στο άτομο του υδρογόνου.  

                                                           
2
  Το  1885  ο  Johann  Balmer  ανακάλυψε  πειραματικά  μια  εμπειρική  σχέση  για  τον  υπολογισμό 
του μήκους κύματος των φασματικών γραμμών του υδρογόνου (γραμμές Balmer) την οποία ο 
Niels Bohr χρησιμοποίησε ανάστροφα για να οδηγηθεί στη θεωρία του από την οποία μπορούσε 
να εξαχθεί μαθηματικά αυτή η σχέση με βάση τα αξιώματά του 
 

 
  3.5  ΕΙΔΗ ΦΑΣΜΑΤΩΝ  83 

Ηλεκτρόνιο 
Ηλεκτρόνιο 

Ενεργός διατομή  Πυρήνας 
θετικά φορτισμένης 
σφαίρας 

Μοντέλο Thomson  Μοντέλο Rutherford 
Ηλεκτρόνιο 
Ηλεκτρονιακό 
νέφος 

Πυρήνας  Πυρήνας 

Μοντέλο  
Μοντέλο Bohr  ηλεκτρονιακού νέφους 

Σχήμα  .
Τα 4 κύρια ατομικά μοντέλα. 

/2

/2
0.529 Å

13.6
 
2 2
 
/2 137
Για άτομα με Ζ πρωτόνια στον πυρήνα, το e2 στους παραπάνω τύπους γίνε‐ται 
Ζe2. 
2. Το  άτομο  εκπέμπει  ή  απορροφά  ενέργεια  μόνο  κατά  τις  μεταβάσεις  του 
μεταξύ των σταθμών και η συχνότητα της εκπεμπόμενης (ή απορροφούμενης) 
ακτινοβολίας  είναι  ανάλογη  της  διαφοράς  των  ενεργειών  τους  .  Δηλαδή 
αφού  η  ακτινοβολία  αποτελείται  από  φωτόνια  ενέργειας  / ,  τα  μόνα  μήκη 
κύματος  που  μπορεί  να  απορροφήσει  ή  να  εκπέμψει  είναι  αυτά  που 
αντιστοιχούν σε φωτόνια ενέργειας των μεταβάσεων   (Σχήμα 3.8) 
 

Υποθέτοντας  λοιπόν  ότι  η  ακτίνα  των  τροχιών  των  ηλεκτρονίων  είναι 


συγκεκριμένη, η κινητική ενέργεια του ατόμου μπορεί να εκφραστεί με τη γωνιακή 
συχνότητα  περιστροφής  του  κι  άρα  ως  ακέραιο  πολλαπλάσιο  του  /2.  Αυτή  η 
ενέργεια  είναι  κβαντισμένη  με  την  έννοια  ότι  εκπέμπεται  σε  συγκεκριμένες 
συχνότητες  και  άρα  οι  πιθανές  ενέργειες  του  ατόμου  του  υδρογόνου  είναι 

 
84    Η   Φ Υ Σ Η   Τ Ο Υ   Φ Ω Τ Ο Σ  

e–    e–   
Ατομική  
διέγερση 

Όταν ένα  άτομο απορροφά συγκεκριμένη ακτινοβολία, ένα ηλεκτρόνιο μετατοπίζεται από 
μία στάθμη μικρής ενέργεια σε μία μεγαλύτερη. 

e–    e–   

Ατομική  
αποδιέγερση 

Όταν ένα άτομο εκπέμπει ακτινοβολία, ένα ηλεκτρόνιό του μετατοπίζεται από μία στάθμη 
μεγάλης ενέργειας σε μία μικρότερης. 

Σχήμα  .
Η απορρόφηση (διέγερση) και η εκπομπή ακτινοβολίας (αποδιέγερση) από ένα άτομο.

κβαντισμένες.  Για  το  μοντέλο  του  αυτό,  ο  Bohr  τιμήθηκε  με  το  βραβείο  Nobel  το 
1922. 
 
Μοντέλο ηλεκτρονιακού νέφους  
 
Το  μοντέλο  του  Bohr  αναπτύχθηκε  και  εξελίχθηκε  τις  επόμενες  δεκαετίες  για  να 
ερμηνεύσει  τις  πιο  πολύπλοκες  ενεργειακές  στάθμες  ατόμων  που  περιείχαν 
πολλά ηλεκτρόνια , το χωρισμό των φασματικών γραμμών παρουσία μαγνητικού 
πεδίου και τους δεσμούς μεταξύ των ατόμων προς σχηματισμό μορίων . Επιπλέον 
• εισήχθη η ιδέα του spin (στροφορμή λόγω αυτοπεριστροφής) για να διακριθούν 
δύο  ηλεκτρόνια  που  βρίσκονται  στην  ίδια  ενεργειακή  στάθμη  του  ίδιου 
ατόμου. 
• Η  ειδική  θεωρία  της  σχετικότητας  φάνηκε  να  επηρεάζει  την  τροχιά  των 
ηλεκτρονίων λόγω των μεγάλων ταχυτήτων τους και οδήγησε τον Sommerfeld 
στην  εισαγωγή  της  ιδέας  των  ελλεπτικών  (αντί  κυκλικών)  τροχιών  των 
ηλεκτρονίων. 
Η ερμηνεία των αξιωμάτων του  Bohr δόθηκε  από τον  De  Broglie,  to  1923 με βάση 
τον  κυματικό  χαρακτήρα  των  ηλεκτρονίων  γύρω  από  τον  πυρήνα  (διττή  φύση)  η 

 
  3.5  ΕΙΔΗ ΦΑΣΜΑΤΩΝ  85 

οποία αποδείχθηκε πειραματικά από τους  1927 από τους  Davisson‐Germer (μήκος 


κύματος De Broglie).   
  Η  σημερινή  εικόνα  των  ηλεκτρονίων  δεν  είναι  πλέον  αυτή  των  στερεών 
σφαιρικών  σωματίων  που  περιφέρονται  γύρω  από  τον  πυρήνα  του  ατόμου  αλλά 
θεωρούνται  ως  μια  διάχυτη  δομή  (δίκην  νέφους)  η  οποία  καταλαμβάνει  μία 
περιοχή  του  ατόμου  που  καθορίζεται  από  συγκεκριμένη  ενέργεια.  Το  ηλεκτρόνιο 
δεν  καταλαμβάνει  μία  συγκεκριμένη  θέση  στο  άτομο  αλλά  η  θέση  του 
περιγράφεται  από  μία  συνάρτηση  πιθανότητας  με  την  οποία  προσδιορίζεται  η 
πιθανότητα  να  βρεθεί  σε  μία  συγκεκριμένη  θέση.  Το  άθροισμα  όλων  των 
πιθανοτήτων στο άτομο έχει άθροισμα ένα.  
  Αν  και  οι  επιτρεπτές  τιμές  ενέργειας  δίνονται  από  την  ίδια  εξίσωση  με  αυτή 
της θεωρίας του  Bohr και εξαρτώνται μόνο από τον κύριο κβαντικό αριθμό  n, για 
να  περιγράψουμε  πλήρως  μια  κβαντική  κατάσταση  του  ατόμου  του  υδρογόνου 
χρειαζόμαστε  τους  κβαντικούς  αριθμούς  l  (της  τροχιακής  στροφορμής),    (της 
προβολής  της  τροχιακής  στροφορμής  σε  μαγνητικό  πεδίο)  και  του  μαγνητικού 
κβαντικού  αριθμού  του  spin  .  Για  τα  ηλεκτρόνια  όμως  (όπως  και  για  τα 
πρωτόνια)  ισχύει  η  απαγορευτική  αρχή  του  Pauli  σύμφωνα  με  την  οποία  στο  ίδιο 
άτομο δεν  μπορεί να  υπάρξουν  δύο  φερμιόνια  (σωματίδια με ημιακέραιο  spin)  με 
ίδιους  τους  τέσσερις  κβαντικούς  αριθμούς.  Με  βάση  τα  παραπάνω  μπορούμε  να 
κατανοήσουμε την ατομική δομή των στοιχείων. 
  (Σκεφτείτε την πρωτοποριακή ιδέα του Richard Feynman  ότι πιθανόν υπάρχει 
μόνο ένα ηλεκτρόνιο στο Σύμπαν το οποίο ταυτόχρονα βρίσκεται σε όλα τα άτομα 
σε κάθε στιγμή!).  
   
Συμβολισμός 
Ένα  άτομο  αποτελείται  από  ένα  πυρήνα  μεγάλης  μάζας  από  πρωτόνια  (θετικά 
φορτισμένα σωμάτια,  ) και νετρόνια (ουδέτερα σωμάτια  ), γύρω από τον οποίο 
περιφέρεται  ένα  νέφος  πολύ  μικρής  μάζας  ηλεκτρονίων  (αρνητικά  φορτισμένα 
σωμάτια,  μάζας  1/1836  της  μάζας  του  πρωτονίου,  ).  Αυτό  που  καθορίζει  ένα 
στοιχείο είναι ο αριθμός των πρωτονίων στον πυρήνα του ατόμου του. 
• Τα άτομα του υδρογόνου ( ) έχουν μόνο 1 πρωτόνιο.  
• Τα  άτομα  του  υδρογόνου  με  1  πρωτόνιο  και  1  ηλεκτρόνιο  αποτελούν  το 
ουδέτερο υδρογόνο    
• Τα  άτομα  του  υδρογόνου  με  1  πρωτόνιο,  1  ηλεκτρόνιο  και  ένα  νετρόνιο 
αποτελούν ένα βαρύ ισότοπο του υδρογόνου που καλείται δευτέριο  . 
• Εάν ένα πρωτόνιο προστεθεί στο υδρογόνο προκύπτει ένα διαφορετικό στοιχείο, 
το ήλιο  . 

 
86    Η   Φ Υ Σ Η   Τ Ο Υ   Φ Ω Τ Ο Σ  

• Για  κάθε  στοιχείο    ο  αριθμός  των  πρωτονίων  και  των  νετρονίων  του 
συμβολίζεται  με    (μαζικός  αριθμός)  ενώ  ο  αριθμός  των  πρωτονίων  του  με 
(ατομικός αριθμός) δηλαδή ,  . 
 
 
 
3.7  Ερμηνεία των φασματικών γραμμών 
 
Οι  φασματικές  γραμμές  δημιουργούνται  όταν  μεταβάλλεται  η  ενέργεια  ενός 
ατόμου,  ιόντος  (ελεύθερη  ρίζα)  ή  μορίου  μεταξύ  συγκεκριμένων  (κβαντισμένων) 
ενεργειακών  σταθμών.  Σύμφωνα  με  το  ατομικό  μοντέλο  του  Bohr  τα  άτομα 
χαρακτηρίζονται  από  συγκεκριμένες  ενεργειακές  στάθμες  οι  οποίες  σε  πρώτη 
αντιμετώπιση  αντιστοιχούν  στις  διαφορετικές  αποστάσεις  των  ηλεκτρονίων  τους 
από τον πυρήνα. Μεταβάσεις των ηλεκτρονίων είναι δυνατές μόνο μεταξύ αυτών 
των επιτρεπτών σταθμών. Στο άτομο του υδρογόνου ( ) που είναι το πιο απλό με 
ένα  μόνο  ηλεκτρόνιο  γύρω  από  τον  πυρήνα  του,  η  σταθερότερη  θέση  του 
ηλεκτρονίου  είναι  η  στάθμη  ελαχίστης  ενέργειας  (θεμελιώδης  στάθμη).  Όταν 
εφοδιάσουμε  το  άτομο  με  αρκετή  ενέργεια  π.χ.  υπό  μορφή  ακτινοβολίας  (σχήμα 
3.9. ),  το  ηλεκτρόνιο  μπορεί  να  μεταπηδήσει  σε  άλλη  ενεργειακή  στάθμη 
μεγαλύτερης  ενέργειας  ( ,  όπου  )  με  απορρόφηση  ενός  φωτονίου 
συγκεκριμένης ενέργειας (δηλαδή συγκεκριμένης συχνότητας   έτσι ώστε να έχει 
ενέργεια  ) με αποτέλεσμα τη δημιουργία μίας γραμμής απορρόφησης. 
Το  άτομο  τότε  λέμε  ότι  διεγείρεται  (σχήμα  3.9. ).  Αυτή  η  κατάσταση  διατηρείται 
για  πολύ  μικρό  χρονικό  διάστημα  (10 )  γιατί  το  άτομο  επιστρέφει  στη 
θεμελιώδη  στάθμη  απευθείας  (ή  με  διαδοχικές  μεταπηδήσεις  σε  στάθμες 
χαμηλότερης  ενέργειας,  όταν  αυτό  είναι  εφικτό)  αποβάλλοντας  την  επιπλέον 
ενέργεια  (αποδιεγείρεται).  Σε  κάθε  μεταπήδησή  του  εκπέμπει  ένα  φωτόνιο 
συγκεκριμένου  μήκους  κύματος  /   που  αντιστοιχεί  στην  ενεργειακή 
διαφορά  μεταξύ των δύο σταθμών που ενέχονται στη μεταπήδηση 
,  με  αποτέλεσμα  την  εκπομπή  μίας  γραμμής  σε  αυτό  το  μήκος  κύματος 
(σχήμα  3.9. ).  Όσο  μεγαλύτερη  είναι  η  ενεργειακή  διαφορά  μεταξύ  των  δύο 
σταθμών  της  μεταπήδησης  τόσο  μεγαλύτερη  είναι  η  συχνότητα  (και  άρα  τόσο 
μικρότερο  είναι  το  μήκος  κύματος)  της  γραμμής  εκπομπής  που  παράγεται  κατά 
την μεταπήδηση.  
     Επειδή τα άτομα μέσα σε ένα αέριο κινούνται (με μέση ταχύτητα που καθορίζει 
και  τη  θερμοκρασία  του),  ένα  άτομο  μπορεί  να  διεγερθεί  (ή  να  αποδιεγερθεί)  όχι 
μόνο μέσω απορρόφησης (και αντίστοιχα εκπομπής) ακτινοβολίας αλλά και μέσω 
συγκρούσεων  με  τα  άλλα  σωματίδια  (κρουστική  διέγερση  και  αποδιέγερση 
αντιστοίχως).  Αν  γνωρίζουμε  τη  θερμοκρασία  του  αερίου  μπορούμε  να 

 
  3.7  ΕΡΜΗΝΕΙΑ ΤΩΝ ΦΑΣΜΑΤΙΚΩΝ ΓΡΑΜΜΩΝ  87 

υπολογίσουμε το ποσοστό των ατόμων που είναι διεγερμένα σε μία συγκεκριμένη 
ενεργειακή στάθμη.  
  Αν  το  άτομο  απορροφήσει  τόση  ενέργεια  ώστε  να  χάσει  ένα  ή  περισσότερα  
ηλεκτρόνια  (λόγω  απόσπασής  τους  από  τον  πυρήνα)  τότε  λέμε  ότι  ιονίζεται  ή 
(ισοδύναμα) ότι μετατρέπεται σε ιόν. Η ελάχιστη ενέργεια που απαιτείται για τον 
ιονισμό του ονομάζεται ενέργεια ιονισμού. Κάθε ενέργεια που είναι πάνω από την 

Πριν  Κατά τη διάρκεια   Μετά 


Διεγερμένο άτομο   Αποδιεγερμένο άτομο  

Φωτόνιο    

( )   ( )   ( )  

Σχήμα  .
Η διαδικασία της αποδιέγερσης ενός ατόμου.

ενέργεια ιονισμού προσδίδεται ως κινητική ενέργεια στο ελεύθερο ηλεκτρόνιο που 
αποσπάται  από  τον  πυρήνα.  Ένα  άτομο  μπορεί  να  ιονιστεί  μέσω  απορρόφησης 
ακτινοβολίας αλλά και μέσω  συγκρούσεων.  
  Θα  πρέπει  να  σημειωθεί  ότι  επιτρεπτές  θεωρούνται  οι  μεταβάσεις  που 
υπακούουν  στον  κανόνα  επιλογής  1  γιατί  θα  πρέπει  τα  φωτόνια  που 
εκπέμπονται  ή  απορροφώνται  να  έχουν  στροφορμή  1,  0, 1.  Οι 
έντονες φασματικές γραμμές αντιστοιχούν σε μεταβάσεις με μεγάλη πιθανότητα. 
Ο μέσος χρόνος ζωής μιας διεγερμένης κατάστασης είναι αντιστρόφως ανάλογος 
με  την  πιθανότητα  μετάβασης  (τυπική  τιμή:  10‐8  sec).  Πειραματικά  έχει 
διαπιστωθεί  ότι  μεταβάσεις  για  τις  οποίες  1 είναι  σπάνιες  (απαγορευμένες) 
και η πιθανότητα  να συμβούν είναι πολύ πιο μικρή (1/10‐5 sec ) . 
  Στην  περίπτωση  των  μορίων,  η  δημιουργία  των  φασματικών  γραμμών  είναι 
πιο  πολύπλοκη  γιατί  δεν  οφείλεται  μόνο  στη  μεταβολή  της  ενέργειας  των 
ηλεκτρονίων  λόγω  μεταβάσεων  μεταξύ  συγκεκριμένων  ενεργειακών  σταθμών 
αλλά και στη μεταβολή του πλάτους της ταλάντωσης  (ή της σχετικής θέσης) των 
ατόμων τους καθώς και στη μεταβολή της στροφορμής τους λόγω περιστροφής του 
μορίου. Θεωρητικά μπορούμε να δείξουμε (από τον υπολογισμό των διαφορών των 
ενεργειακών  σταθμών)  ότι  οι  φασματικές  γραμμές  στην  οπτική  περιοχή  οφεί‐

 
88    Η   Φ Υ Σ Η   Τ Ο Υ   Φ Ω Τ Ο Σ  

λονται κυρίως σε ενεργειακές μεταπτώσεις των ηλεκτρονίων των ατόμων και όχι 
σε μεταπτώσεις μορίων ή ιόντων. 
 
 
3.8  Το φάσμα του υδρογόνου 
 
To  μοντέλο  του  ατόμου  του  Bohr  επιτυχώς  το  γραμμικό  φάσμα  του  ατόμου  του 
υδρογόνου,  που  είναι  το  απλούστερο  αλλά  και  το  αφθονότερο  στοιχείο  στο 
Σύμπαν,  και  των  ατόμων  που  συμπεριφέρονται  παρόμοια  με  αυτό.  Οι 
χαρακτηριστικές  ομάδες  των  φασματικών  γραμμών  του  υδρογόνου  ονομάζονται 
φασματικές  σειρές  και  απεικονίζονται  ως  μεταβάσεις  ανάμεσα  στις  επιτρεπτές 
ενεργειακές  στάθμες  στο  αντίστοιχο  ενεργειακό  διάγραμμα  του  σχήματος  3.10 
όπου η ενέργεια της κάθε στάθμης (Ε) δίνεται από τη σχέση 
13.6
 

όπου   είναι ο κύριος κβαντικός αριθμός που προσδιορίζει την ενεργειακή στάθμη  
και  παίρνει  τις  τιμές  1, 2, 3, ….  Kατά  τη  μετάβαση  του  ηλεκτρονίου  από  μία 
στάθμη   σε μία στάθμη   (ή ανάστροφα), η συχνότητα ή το μήκος κύματος 
του φωτονίου που εκπέμπεται (ή απορροφάται αντίστοιχα) δίνεται από τη σχέση 
1 | | 1 1
 

Από  τη  διαδοχική  εφαρμογή  της  παραπάνω  σχέσης  προκύπτουν  οι  συχνότητες  ή 
τα μήκη κύματος των γραμμών των φασματικών σειρών ως εξής: 
 
• Για  1 (η οποία αντιστοιχεί στη θεμελιώδη στάθμη) και   προκύπτει η 
σειρά εκπομπής Lyman. Για αποδιεγέρσεις της μορφής   οι γραμμές σειράς 
Lyman είναι 
2 1    1.216 Å 
3 1     
4 1     
     
Όριο σειράς 
∞ 1  ∞  912 Å 
Lyman
 
Η  διαφορά  ενέργειας  μεταξύ  των  σταθμών  ∞ 1    εκφράζει  την  ενέργεια  ή  έργο 
ιονισμού του ατόμου του υδρογόνου που είναι ίσο με 13.6 . 
 
• Για  2  και  προκύπτει  η  σειρά  εκπομπής  Balmer.  Για  αποδιεγέρσεις 
της μορφής   οι γραμμές σειράς Balmer είναι 
 
3 2    6563 Å 

 
  3.8  ΤΟ ΦΑΣΜΑ ΤΟΥ ΥΔΡΟΓΟΝΟΥ  89 

4 2 
Ιονισμός       
5 2       
       
∞ 2  ∞  3564 Å  Όριο Balmer
 
• Για  3 και   προκύπτει η σειρά εκπομπής  Paschen. Για αποδιεγέρσεις 
της μορφής   οι γραμμές σειράς Balmer είναι 
 
4 3    18751Å    
5 3       
6 3       
       
Όριο 
∞ 3  ∞  8204 Å 
Paschen
 
Οι  υπόλοιπες  σειρές  προκύπτουν  κατά  παρόμοιο  τρόπο:  Brackett  για  4, 
Paschen για  5 κ.ο.κ. Αν στις παραπάνω γραμμές εναλλαχθούν τα   με τα   
τότε παίρνουμε τις αντίστοιχες γραμμές απορρόφησης. Όπως πα‐ρατηρούμε, από 
όλες  τις  φασματικές  σειρές  του  υδρογόνου,  μόνο  οι  γραμμές  της  σειράς  Balmer 
βρίσκονται  στο  ορατό  μέρος  του  φάσματος.  Οι  γραμμές  της  σειράς  Lyman 
βρίσκονται στο υπεριώδες ενώ οι γραμμές της σειράς Paschen  και όλες οι επόμενες 
στο  υπέρυθρο  για  30.  Οι  φασματικές  γραμμές  που  προέρχονται  από 

Στάθμη   
Στάθμη   
Στάθμη   
Στάθμη   
18.571
12.818

Στάθμη   
656,3
486,1
434,0
 95,0  
121,6
102,6
97,3

410.1 434.0 486.1 656.3

410.1 434.0 486.1 656.3

Σχήμα  .
Οι κύριες αποδιεγέρσεις του ατόμου του υδρογόνου.

 
90    Η   Φ Υ Σ Η   Τ Ο Υ   Φ Ω Τ Ο Σ  

μεταβάσεις  ηλεκτρονίων  μεταξύ  δύο  διαδοχικών  ενεργειακών  σταθμών  για 


30 έχουν χαμηλή ενέργεια και ανήκουν στο ραδιοφωνικό μέρος του φάσματος 
(όπως  η  γραμμή  109   η  οποία  αποδιεγείρεται  από  τη  στάθμη    110 στην 
109).  
  Η παραπάνω εικόνα του φάσματος αποτελεί την απλοποιημένη περιγραφή της 
κάθε  στάθμης  μόνο  με  τον  κύριο  κβαντικό  αριθμό    και  δεν  περιλαμβάνει  το 
διαχωρισμό  σε  υποστάθμες  ανάλογα  με  τους  υπόλοιπους  κβαντικούς  αριθμούς 
(, , )  με  τους  οποίους  περιγράφεται  πλήρως  η  κατάσταση  του  ηλεκτρονίου. 
Όπως αναφέρθηκε οι μεταβάσεις ηλεκτρονίων μεταξύ των διαφόρων ενεργειακών 
σταθμών που δίνουν γένεση στις παρατηρούμενες φασματικές γραμμές, δεν είναι 
όλες επιτρεπτές αλλά υπόκεινται σε συγκεκριμένους κανόνες επιλογής. 
 
 
3.9  Μετατόπιση Doppler 
 
To φως των κινουμένων αντικειμένων παρατηρείται σε διαφορετικά μήκη κύματος 
σε  σχέση  με  αυτά  που  εκπέμπεται  ανάλογα  με  τη  σχετική  κίνηση  της  πηγής  και 
του  παρατηρητή,  όπως  φαίνεται  στο  σχήμα  3.11.  Αυτή  η  μετατόπιση  ονομάζεται 
μετατόπιση  Doppler  και  όταν  η  ταχύτητα  της  πηγής  είναι  μικρή  μπορεί  να 
υπολογιστεί από τη σχέση  

όπου   είναι η ταχύτητα της πηγής,   η ταχύ‐τητα του φωτός,   το μήκος κύματος 


της  παρατηρούμενης  γραμμής  εάν  η  πηγή  ήταν  ακίνητη  (δηλαδή  όπως  μετράται 
στο εργαστήριο) και   = (λ‐ ) η παρατηρούμενη μετατόπιση του μήκους κύματος. 
  Όταν  ο  παρατηρητής  παρατηρεί  ένα  αντικείμενο  που  απομακρύνεται  από 
αυτόν  με  ταχύτητα  ,  παρατηρεί  ακτινοβολία  μεγαλύτερου  μήκους  κύματος  από 
αυτήν  που  εκπέμφθηκε  (μετατόπιση  στο  ερυθρό),  ενώ  όταν  παρατηρεί  ένα 
Παρατηρητής. 

Πηγή που πλησιάζει. 
Πηγή που απομακρύνεται. 
Μικρότερο μήκος κύματος. 
Μεγαλύτερο μήκος κύματος. 
Μετατόπιση προς το ιώδες. 
Μετατόπιση προς το ερυθρό. 

Σχήμα  .
Το φαινομένου Doppler.

 
  3.9  ΜΕΤΑΤΟΠΙΣΗ DOPPLER  91 

αντικείμενο  που  πλησιάζει,  παρατηρεί  ακτινοβολία  μικρότερου  μήκους  κύματος 


από αυτήν που εκπέμφθηκε (μετατόπιση στο κυανό). 
  Εάν η πηγή κινείται με ταχύτητα παραπλήσια της ταχύτητας του φωτός τότε η 
παραπάνω σχέση παίρνει τη μορφή  

1 /
, όπου 1 
1 /

 
Από την παρατήρηση της μετατόπισης Doppler των αστρικών σωμάτων, μπορούμε 
να  πάρουμε  πληροφορίες  για  την  ταχύτητά  τους  στην  ευθεία  οράσεως  (ακτινική 
ταχύτητα) αλλά και για την περιστροφή τους. 
 
Παράδειγμα  
 
Έστω ότι παίρνουμε το φάσμα ενός γαλαξία (Σχήμα 3.12) και μετράμε τις γραμμές 
του ιονισμένου ασβεστίου στα 397 nm και στα 401 , του ατομικού υδρογόνου στα 
414 , 438 , 491 , 663 , του ουδετέρου μαγνησίου στα 523  και ουδετέρου 
νατρίου  στα  595 .  Γνωρίζοντας  ότι  το  μήκος  κύματος  στο  σύστημα  του 
εργαστηρίου ( ), για το ιονισμένο ασβέστιο είναι 393 , για το ατομικό υδρογόνο 
410 ,  434 ,  486 ,  656 ,  για  το  ουδέτερο  μαγνήσιο  518   και  για  το 
ουδέτερο νάτριο 589  , μπορούμε να υπολογίσουμε την ακτινική του ταχύτητα.  
  Παρατηρούμε ότι οι γραμμές είναι μετατοπισμένες στο ερυθρό κι  άρα από τη 
μετατόπιση Doppler  

οι ερυθρές μετατοπίσεις για κάθε στοιχείο είναι: 
 
 
Ιονισμένο σβέστιο 
397 401
1 1 0.01 
393 397
Υδρογόνο 

Εργαστήριο 

Σχήμα .
Φάσματα εργαστηρίου (κάτω) και γαλαξία (πάνω) 
 
 
92    Η   Φ Υ Σ Η   Τ Ο Υ   Φ Ω Τ Ο Σ  

414 438 491 663


1 1 1 1 0.01 
410 434 486 656
Μαγνήσιο 
523
1 0.01 
518
Νάτριο 
595
1 0.01 
589

Άρα, η ερυθρά μετατόπιση του γαλαξία είναι  0.01 Η ακτινική ταχύτητα μπορεί 
να προσεγγιστεί από τη σχέση 
3.000 /   

 άρα συμπεραίνουμε ότι κινείται με υ= 0.01 , γιατί το μήκος κύματος των γραμμών 
του είναι μετατοπισμένο κατά 1% προς το ερυθρό.  
  Θα πρέπει να σημειωθεί ότι για  1 η ταχύτητα δεν προσεγγίζεται από την 
παραπάνω σχέση ούτε από την σχετικιστική σχέση του φαινομένου Doppler 

1 /

1 /

αλλά εξαρτάται από κοσμολογικές παραμέτρους (Κεφάλαιο 8). 
  Επιπλέον  όταν  ένα  σώμα  (αστέρας,  γαλαξίας)  περιστρέφεται  τότε  τα 
διαφορετικά  τμήματά    του  φαίνονται  να  κινούνται  με  διαφορετικές  ακτινικές 
ταχύτητες.  Τα  τμήματα  που  απομακρύνονται  θα  παρατηρούνται  μετατοπισμένα 
στο  ερυθρό,  τα  τμήματα  που  πλησιάζουν  μετατοπισμένα  στο  κυανό  ενώ  το 
μεγαλύτερο μέρος του που κινείται κάθετα στον παρατηρητή δεν θα παρουσιάζει 
μετατόπιση. Έτσι εάν το παρατηρήσουμε σε μία φασματική γραμμή, αυτή θα έχει 
την  κατατομή  του  σχήματος  3.13 δηλαδή  θα  έχει  μία  συνιστώσα  προς  το  ερυθρό 
Ένταση φωτός 

 
Μήκος κύματος  Å  

Σχήμα  .
Η επίδραση της περιστροφής ενός σώματος στην κατανομή μίας φασματικής γραμμής. 

 
  3.9  ΜΕΤΑΤΟΠΙΣΗ DOPPLER  93 

και  μία  προς  το  κυανό  κι  από  το  πλάτος  της  μπορούμε  να  υπολογίσουμε  την 
ταχύτητα περιστροφής του αντικειμένου.  
 
 
 

 
 


 

 
Τα τηλεσκόπια 
 
 
4.1   Ατμοσφαιρικά Παράθυρα 
 
Τα  μόρια  της  γήινης  ατμόσφαιρας  απορροφούν  ένα  μεγάλο  μέρος  της  
ηλεκτρομαγνητικής ακτινοβολίας με αποτέλεσμα να είναι αδιαφανής σε ορισμένα 
μήκη κύματος όπως φαίνεται από το σχήμα 4.1. Οι ακτίνες Χ και γ απορροφούνται 
κυρίως  από  μόρια  οξυγόνου  και  αζώτου  στην  ιονόσφαιρα  (100  km,  πάνω  από  το 

140
 
120

100
Ύψος απορρόφησης (

ορατό
80
ακτίνες    ακτίνες  υπεριώδες υπέρυθρο ραδιοκύματα 
60

40

20

0      10 10 1 10 10 10 10 10 10  
                                              Μήκος κύματος λ (Αο) 

Σχήμα  .
Τα παράθυρα ακτινοβολίας της Γήινης ατμόσφαιρας. 
ύψος  που  μπορούν  να  φτάσουν  τα  μετεωρολογικά  αερόστατα  και  αεροπλάνα),  η 
υπεριώδης  ακτινοβολία  από  μόρια  οξυγόνου  και  όζοντος  σε  ύψος  30  km,  ενώ    η 
υπέρυθρη  από  υδρατμούς  και  διοξείδιο  του  άνθρακα  στο  κατώτερο  μέρος  της 
ατμόσφαιρας (κάτω από 20 km). Οι δύο περιοχές του φάσματος στις οποίες η  
 

 
  ΓΕΝΙΚΑ ΧΑΡΑΚΤΗΡΙΣΤΙΚΑ ΤΩΝ ΤΗΛΕΣΚΟΠΙΩΝ  95

ατμόσφαιρα είναι διαφανής ονομάζονται «ατμοσφαιρικά παράθυρα» και είναι το 
οπτικό  και  εγγύς‐υπέρυθρο  μέρος  του  φάσματος  και  το  ραδιοφωνικό  ενώ  στις 
υπόλοιπες  φασματικές  περιοχές  η  παρατήρηση  της  ακτινοβολίας  των    αστρικών 
αντικειμένων γίνεται με διαστημικά τηλεσκόπια σε τροχιά.  
Τα σημαντικότερα διαστημικά τηλεσκόπια που μέχρι πρόσφατα ήταν  σε τροχιά ή 
παραμένουν ακόμα σε λειτουργία είναι:  
Παρατηρητήριο  Ακτίνων  X  Chandra  (NASA):  Λειτουργεί  από  το  1999  .  Έχει 
βελτιώσει  πολύ  τις  παρατηρήσεις  που  αφορούν  μακρινούς  γαλαξίες  και  άλλες 
πηγές  ακτίνων‐Χ  όπως  και  το  ΧΜΜ  (Χ‐ray  Multi  Mirrors)  Newton  (ESA)  ενώ 
σχεδιάζεται το XEUS ευαισθησίας 200 φορές μεγαλύτερης από το ΧΜΜ  Newton. 
Διαστημικό  Τηλεσκόπιο  Spitzer  (NASA):  Λειτουργεί  από  το  2003  και  είναι 
τηλεσκόπιο υπέρυθρης ακτινοβολίας ενώ μέχρι το 1998 σημαντική πηγή ήταν το  
ευρωπαϊκό  διαστημικό  τηλεσκόπιο  υπέρυθρης  ακτινοβολίας  ISO  (ESA).  Την 
άνοιξη του 2009 προγραμματίζεται η εκτόξευση του τηλεσκοπίου Herschel που θα 
είναι το μοναδικό διαστημικό τηλεσκόπιο που θα καλύπτει την περιοχή από 60‐670 
μm. 
Διαστημικό  Τηλεσκόπιο  ASTRO‐F  (JAXA):  Τέθηκε  το  2007  σε  λειτουργία  και 
στόχο έχει να χαρτογραφήσει ολόκληρο τον ουρανό στο υπέρυθρο.  
IUE  ‐  Διεθνής  Εξερευνητής  Υπεριώδους  (ESA,  NASA,  UK):  Λειτούργησε  από  το 
1978  έως  το  1996,  κάνοντας  σημαντικές  παρατηρήσεις  στο  υπεριώδες  μέρος  του 
φάσματος.  
Παρατηρητήριο Ακτίνων γ  Compton (NASA): Μέχρι το 2000 ήταν η κύρια πηγή 
παρατήρησης ακτίνων γ. Εξίσου σημαντικό το ΙΝΤΕGRΑL και ο δορυφόρος HETE 
(High Energy Transient Explorer) για αναζήτηση εκλάμψεων ακτίνων γ. 
Παρατηρητήριο  WMAP  το  οποίο  από  το  2001  μετρά  την  ανισοτροπία  της 
μικροκυματικής  ακτινοβολίας  υποβάθρου  σε  όλο  τον  ουρανό  προκειμένου  να 
αποκαλύψει  τις  συνθήκες  που  επικρατούσαν  στα  πρώτα  στάδια  δημιουργίας  του 
Σύμπαντος (διαδέχθηκε το COBE). 
  Επιπλέον  σημαντικά  διαστημικά  τηλεσκόπια  αποτελούν  το  SOHO  (ESA)  που 
μελετά  τον  Ήλιο  και  ο  Οδυσσέας  που  εξερευνά  το  περιβάλλον  του  Ήλιου 
εκατέρωθεν  των  πόλων  του  καθώς  και  o  Hipparcos  (ESA),  παρατηρητήριο 
μέτρησης της αστρικής παράλλαξης πάνω από 118000 αστέρων του Γαλαξία. 
  Επίσης μελετούμε τη σωματιδιακή ροή που παράγουν οι αστρικές πηγές (Solar 
Neutrino Experiment) και σχεδιάζονται τηλεσκόπια για την ανίχνευση  βαρυτικών 
κυμάτων (LISA). 
 
4.2  Γενικά χαρακτηριστικά των τηλεσκοπίων 
 
Τα τηλεσκόπια εξυπηρετούν δύο βασικούς σκοπούς: 

 
96    T Α   Τ Η Λ Ε Σ Κ Ο Π Ι Α  

Σχήμα  .  
Δύο τηλεσκόπια διαφορετικών διαμέτρων.

1. Την ανίχνευση και  συλλογή του φωτός από αμυδρά αντικείμενα. 
2. Την ικανότητα να διακρίνουν τις λεπτομέρειές τους.  
Κατά  δεύτερο  λόγο  εξυπηρετούν  την  μεταφορά  του  φωτός  σε  καταγραφικές 
διατάξεις όπως η φωτογραφική πλάκα, οι ανιχνευτές συζευγμένου φορτίου (CCD) , 
ο  φασματογράφος  για  την  καταγραφή  του  φάσματος  και  τη  μεγέθυνση  των 
αντικειμένων. 
Tα κύρια οπτικά στοιχεία ενός τηλεσκοπίου είναι:  
1. Η  διάμετρος  (άνοιγμα)  ( )  του  κύριου  συλλεκτικού  οπτικού  του  στοιχείου 
(φακού  ή  κατόπτρου)  η  οποία  αποτελεί  και  το  σημαντικότερο  στοιχείο  αφού 
καθορίζει  τη  συλλεκτική  ικανότητα  φωτός  του  τηλεσκοπίου  που  είναι 
ανάλογη  του    (Σχήμα  4.2).  H  διάμετρος  συνήθως  εκφράζεται  σε  ίντσες  (1 
ίντσα  2.54 ). Η συλλεκτική ικανότητα ενός τηλεσκοπίου 2 m σε σχέση με 
αυτή ενός τηλεσκοπίου 1m είναι  2 ⁄1  δηλαδή είναι τετραπλάσια. 
 
2. Το  εστιακό  μήκος  ή  εστιακή  απόσταση  .  Είναι  η  απόσταση  πίσω  από  τον 
αντικειμενικό  φακό  ή  το  κάτοπτρο  στην  οποία  συγκεντρώνονται  οι 

Σχήμα  .
Τα κύρια χαρακτηριστικά ενός τηλεσκοπίου. 

 
  ΓΕΝΙΚΑ ΧΑΡΑΚΤΗΡΙΣΤΙΚΑ ΤΩΝ ΤΗΛΕΣΚΟΠΙΩΝ  97

παράλληλες δέσμες φωτός από ένα μακρινό αντικείμενο στην κύρια εστία του 
φακού  ή  του  κατόπτρου,  όπου  σχηματίζεται  και  το  είδωλο  του  αντικειμένου 
(πραγματικό και ανεστραμμένο). Δεν θα πρέπει να συγχέεται με το μήκος του 
σωλήνα  του  τηλεσκοπίου  γιατί  τα  σύγχρονα  συμπαγή  τηλεσκόπια  αν  και 
έχουν μικρό μήκος σωλήνα έχουν μεγάλη εστιακή απόσταση. 
3. Ο εστιακός λόγος   που εκφράζεται ως το πηλίκο της εστιακής απόστασης του 
αντικειμενικού φακού ή κατόπτρου F δια της διαμέτρου τουD , δηλαδή  
 
και  συμβολίζεται  /  π.χ  εάν  16  ίντσες  ( 40 )  και  252     o  εστιακός 
λόγος είναι  /6.3. 
  Ο  εστιακός  λόγος  αποτελεί  μία  σημαντική  παράμετρο  του  γιατί  από  αυτήν 
εξαρτάται  η  ανάλυση  των  λεπτομερειών  μιας  εκτεταμένης  αστρονομικής  πηγής 
δηλαδή.  Εάν θεωρήσουμε δύο διακριτά σημεία μιας τέτοιας πηγής, το ένα επί του 
οπτικού  άξονα  του  φακού    και  το  άλλο  υπό  γωνία  ,  τότε  εάν  τα  είδωλά  τους 
σχηματίζονται  σε  πέτασμα  τοποθετημένο  στο  εστιακό  επίπεδο  του  φακού  θα 
απέχουν μεταξύ τους απόσταση 
tan  
ή για μικρές γωνίες   
·  
Τα  ίδια  σημεία  παρατηρούμενα  μέσα  από  φακό  της  ιδίας  διαμέτρου    αλλά 
διπλάσιας εστιακής αποστάσεως  2  θα σχημάτιζαν τα είδωλά τους  σε απόσταση 
το ένα από το άλλο    
2 2  
και άρα η αποτύπωσή τους σε μία φωτογραφική πλάκα τοποθετημένη στο εστιακό 
του  επίπεδο  θα  υπερείχε  από  απόψεως  ευκρίνειας  λεπτομέρειας.  Στην  πρώτη 
περίπτωση αν υποθέσουμε ότι  , ο εστιακός λόγος του τηλεσκοπίου είναι  /1 
ενώ στη δεύτερη  /2. Αυξανομένου δηλαδή του εστιακού λόγου ενός τηλεσκοπίου 
επιτυγχάνεται μεγαλύτερη ευκρίνεια στην καταγραφή λεπτομερειών.  
     Με  τον  τρόπο  όμως  αυτό  η  φωτογραφική  πλάκα  στην  δεύτερη  περίπτωση 
δέχεται  λιγότερη  φωτεινή  ενέργεια  ανά  μονάδα  επιφάνειας  με  αποτέλεσμα  την 
αύξηση  του  χρόνου  εκθέσεως    για  την  επίτευξη  της  καταγραφής  της 
πληροφορίας ( ~  όπως και στις φωτογραφικές μηχανές).  
  Μία  χρήσιμη  παράμετρος  είναι  η  κλίμακα  του  ειδώλου  η  οποία  εκφράζει  το 
πόσα  δεύτερα  λεπτά  του  τόξου  στον  ουράνιο  θόλο  αντιστοιχούν  σε  1   της 
φωτογραφικής πλάκας. Από τα παραπάνω προκύπτει ότι  
′′
· ·  
206 265
 κι άρα   

 
98    T Α   Τ Η Λ Ε Σ Κ Ο Π Ι Α  

 
Σχήμα  4.4 
Είδωλο δύο μακρινών σημειακών πηγών μέσα από οπή 

 
′′ 206.265
 
αλλά συνήθως εκφράζεται στην αντίστροφη μορφή ως γωνία/απόσταση οπότε   
 
′′ 206.265
 

και  αποτελεί  πληροφορία  απαραίτητη  για  την  μέτρηση  των  γωνιωδών 


αποστάσεων μεταξύ των αστρικών αντικειμένων που απεικονίζονται σε αυτήν. 
Παράδειγμα:  
 
Ένα  εκπαιδευτικό  τηλεσκόπιο  με  αντικειμενικό  φακό  14  ιντσών  κι  εστιακό 
λόγο  /11 δηλαδή  3910 , έχει κλίμακα 
 
206.265′′
52.7′′ /  
3.910
 
δηλαδή το είδωλο του Ήλιου ο οποίος έχει γωνιακό μέγεθος 31′θα καταλαμβάνει 
31′ 35.3  
. /

Η  παραπάνω  ανάλυση  γεννά  αυτόματα  το  ερώτημα  σχετικά  με  την  ελάχιστη 
γωνία  θ  υπό  την  οποία  δύο  σημεία  του  ουράνιου  θόλου  μπορούν  να 
απεικονίζονται  ως  δύο  σημεία  μέσα  από  την  παρατήρησή  τους  με  ένα 
συγκεκριμένο τηλεσκόπιο, χωρίς να συγχέονται τα είδωλά τους. Η εν λόγω γωνία 
δίδεται από την έκφραση 
′′
1.22 206 265 
ή     

 
  ΓΕΝΙΚΑ ΧΑΡΑΚΤΗΡΙΣΤΙΚΑ ΤΩΝ ΤΗΛΕΣΚΟΠΙΩΝ  99

′′
2.5 10  

και αποτελεί μία από τις χαρακτηριστικότερες παραμέτρους ενός τηλεσκοπίου που 
ονομάζεται διακριτική ικανότητα. Αυτό το όριο προκύπτει από το γεγονός ότι το 
είδωλο  κάθε  σημειακής  πηγής  σχηματίζει  ένα  δίσκο  περίθλασης  στο  εστιακό 
επίπεδο  του  αντικειμενικού  φακού  ή  κατόπτρου  που  ονομάζεται  δίσκος  Airy  . 
Προκειμένου  να  διακρίνονται  δύο  σημειακές  πηγές  εφαρμόζεται  το  κριτήριο 
Rayleigh στους δίσκους Airy (το πρώτο ελάχιστο του ενός δίσκου Airy να συμπίπτει 
με το μέγιστο του άλλου) (Σχήμα 4.4).  
Θα  πρέπει  να  σημειωθεί  ότι  η  διακριτική  ικανότητα  ενός  τηλεσκοπίου  εξαρτάται 
εκτός  από  το  μέγεθος  του  τηλεσκοπίου  από  την  ποιότητα  των  οπτικών  του 
στοιχείων  και  τις  συνθήκες  παρατήρησης.  Γενικά  το  ιδανικό  όριο,  το  οποίο  είναι 
γνωστό  ως  όριο  Dawes  είναι  116′′ /   ή  4.46′′ / .  Η  διακριτική  ικανότητα 
ενός τηλεσκοπίου  14 ιντσών είναι 

Αντικειμενικός φακός 
Προσοφθάλμιο
ς φακός 

αντικείμε είδωλο 

Σχήμα  .
Το σύστημα φακών ενός απλού τηλεσκοπίου. 

4.46′′
′′
0.3′′ 
14
 
4. Ο  προσοφθάλμιος  φακός  ο  οποίος  βρίσκεται  πίσω  από  την  εστία  του 
αντικειμενικού  (προς  τον  παρατηρητή)  .  Ο  προσοφθάλμιος  είναι  ένας  μικρός 
φακός  που  μεγεθύνει  το  πραγματικό  είδωλο  του  αντικειμένου  που 
σχηματίζεται  ανεστραμμένο  στην  εστία  του  και  κάνει  παράλληλες  πάλι  τις 
ακτίνες, επιτρέποντας στον παρατηρητή (ανθρώπινο οφθαλμό) να σχηματίσει 
μία  οξεία  εικόνα  (είδωλο  –  εικόνα  μεγεθυσμένο  και  φανταστικό).  Όλα  τα 
αστρονομικά τηλεσκόπια αναστρέφουν τις εικόνες πάνω – κάτω και από δεξιά 
στα αριστερά. 
 
Εάν   είναι η εστιακή απόσταση του προσοφθάλμιου και   του αντικειμενικού 
φακού, η μεγέθυνση δίνεται από την έκφραση 
 
κι άρα δεν είναι ιδιότητα που έχει το τηλεσκόπιο από την κατασκευή του αλλά 
εξαρτάται από τον προσοφθάλμιο που χρησιμοποιείται κάθε φορά.  
 

 
100    T Α   Τ Η Λ Ε Σ Κ Ο Π Ι Α  

Παράδειγμα: 
 
Ένα εκπαιδευτικό τηλεσκόπιο με αντικειμενικό φακό  60
  και εστιακό λόγο 
/12  είναι  εφοδιασμένο  με  δύο  προσοφθάλμιους  που  χαρακτηρίζονται  από  τον 
κατασκευαστή  ως  9   και  25   αντίστοιχα.  Οι  αριθμοί  9  και  25  αναφέρονται 
συμβατικά στην εστιακή τους απόσταση και ως εκ τούτου η χρήση του πρώτου μας 
διασφαλίζει  μεγέθυνση    σε  σχέση  με  αυτό  που  βλέπουμε  δια  γυμνού  οφθαλμού 
ίση με 
60 12 720
80  
9 9
ενώ η χρήση του δευτέρου 
60 12 720
28.8  
25 25
 
Πεδίο του ουρανού 
 
 Επιπλέον ο ρόλος του προσοφθάλμιου είναι ο καθορισμός του οπτικού πεδίου του 
τηλεσκοπίου δηλαδή της γωνιώδους διαμέτρου του ουρανού που παρατηρούμε με 
το  τηλεσκόπιο.  Το  πεδίο  του  ουρανού  (φαινόμενο)  σε  μοίρες  είναι  αυτό  που 
φαίνεται  από  τον  προσοφθάλμιο  μόνο  του  δηλαδή  από  τον  τύπο  του  και  δίνεται 
από τον κατασκευαστή (45 80 ) και το πραγματικό αυτό που φαίνεται από τον 
προσοφθάλμιο πάνω στο τηλεσκόπιο (φαινόμενο πεδίο/μεγέθυνση).  
Παράδειγμα:  
Ένας  προσοφθάλμιος  εστιακού  μήκους  15     με  πεδίο  52   και  μεγέθυνση  53  
δίνει πεδίο 
52 /53 0 58′ 52′′ 
δηλαδή λίγο μικρότερο από 1 . 
 
4.3  Τα είδη των οπτικών τηλεσκοπίων 
 
Υπάρχουν τρεις βασικές κατηγορίες οπτικών τηλεσκοπίων 
1. Τα διοπτρικά (διαθλαστικά) όπου το φως συλλέγεται από φακούς. 
2. Τα κατοπτρικά όπου το φως συλλέγεται από κάτοπτρα. 
3. Τα καταδιοπτρικά που αποτελούν συνδυασμό των παραπάνω. 
 
4.3.1  Διοπτρικό ή διαθλαστικό τηλεσκόπιο (refractor) 
 
Όπως  μαρτυρεί  και  το  όνομά  του  ένα  διαθλαστικό  τηλεσκόπιο  χρησιμοποιεί  το 
φαινόμενο της διάθλασης της κάμψης δηλαδή του φωτός κατά τη διάδοσή του από 
το ένα οπτικό μέσο σε ένα άλλο διαφορετικής πυκνότητας, όπως για παράδειγμα 

 
  ΓΕΝΙΚΑ ΧΑΡΑΚΤΗΡΙΣΤΙΚΑ ΤΩΝ ΤΗΛΕΣΚΟΠΙΩΝ  101

Αντικειμενικός φακός  Προσοφθάλμιος  
φακός 
Λευκό 
    
φως 

(α)                                                                                                       (β) 

Σχήμα  .  
(α) Ένα τυπικό διοπτρικό τηλεσκόπιο. (β) Η χρωματική εκτροπή ενός φακού. 

από τον αέρα στο γυαλί. Τα πρώτα τηλεσκόπια χρησιμοποίησαν ένα φακό για τη 
συλλογή του φωτός δηλαδή ήταν διαθλαστικά (Σχήμα 4.6.α).   
Ο  Γαλιλαίος  ήταν  ο  πρώτος  που  χρησιμοποίησε  ένα  τέτοιο  τηλεσκόπιο  (μόνο 
1 2  ίντσες)  για  αστρονομική  χρήση,  για  να  παρατηρήσει  τις  φάσεις  της 
Αφροδίτης  και  τους  δορυφόρους  του  Δία1.  Το  σύγχρονο  διαθλαστικό  τηλεσκόπιο 
αποτελείται  από  ένα  σύστημα  φακών  (κοίλων,  κυρτών  ή  επίπεδων)  μέσα  σε  ένα 
σωλήνα  γύρω  από  τον  αντικειμενικό  και  από  ένα  κάτοπτρο  κοντά  στον  σύνθετο 
προσοφθάλμιο  που  επιτρέπει  τη6  αναστροφή  του  ειδώλου  για  πιο  άνετη  θέση 
παρατήρησης.  
  Τα μειονεκτήματα των διαθλαστικών τηλεσκοπίων είναι  
• η  δυσκολία  κατασκευής  φακών  μεγάλης  διαμέτρου  που  καμπυλώνουν  κάτω 
από το ίδιο το βάρος τους 
• η  δυσκολία στήριξής  
• η απορρόφηση και σκέδαση του φωτός από το γυαλί  
• η χρωματική εκτροπή  (ή χρωματικό σφάλμα των φακών) που οφείλεται στην 
εξάρτηση του δείκτη διάθλασης από το μήκος κύματος του προσπίπτοντος και 
διαθλόμενου φωτός που προσδίδει πολλές φορές γύρω από το σχηματιζόμενο 
είδωλο μία άλω ουράνιου τόξου (σχήμα 4.6.β).  
Γι  αυτό  το  λόγο  το  μεγαλύτερο  διαθλαστικό  τηλεσκόπιο  περιορίζεται  σε 
διάμετρο  102   στο  αστεροσκοπείο  Yerkes  στο  Wisconsin  (1897).  Το  χρωματικό 
σφάλμα  συνήθως  διορθώνεται  εν  μέρει  ή  ολικώς  από  αχρωματικούς  ή 
αποχρωματικούς  φακούς  (δύο  φακούς  με  διαφορετικούς  δείκτες  διάθλασης), 
μεγαλύτερου όμως κόστους. 

                                                      
1  Η  εφεύρεση  του  τηλεσκοπίου  αποδίδεται  στον  Ολλανδό  Hans  Lipperhey  (1608)    που 
κατασκεύασε  ένα σωλήνα, με έναν κοίλο και έναν κυρτό φακό που μπορούσε να μεγεθύνει τα 
αντικείμενα έως 3 – 4  φορές. Ο Γαλιλαίος (1 609) σχεδίασε και βελτίωσε δραστικά το αρχικό 
σχέδιο και το χρησιμοποίησε στην αστρονομία. 

 
102    T Α   Τ Η Λ Ε Σ Κ Ο Π Ι Α  

 
4.2.2  Κατοπτρικά ή ανακλαστικά τηλεσκόπια (reflectors). 
 
Για  την  κατασκευή  μεγαλύτερων  τηλεσκοπίων  με  σκοπό  τη  συλλογή 
περισσότερου φωτός από αμυδρά αντικείμενα, τα περισσότερα οπτικά τηλεσκόπια 
είναι ανακλαστικά, δηλαδή χρησιμοποιούν ένα κοίλο κάτοπτρο (κύριο ή πρωτεύον) 
που  ανακλά  τις  προσπίπτουσες  ακτίνες  και  σχηματίζει  την  εικόνα  του 
αντικειμένου στην κύρια εστία, όπως φαίνεται στο σχήμα 4.7. . Επειδή οι ακτίνες 
των  αστρικών  αντικειμένων  είναι  παράλληλες  το  κύριο  κάτοπτρο  είναι 
παραβολικό. 
  Χρησιμοποιώντας  παραβολικά  κάτοπτρα  περιορίζεται  το  σφάλμα  της 
χρωματικής  εκτροπής,  αλλά  παραμένουν  τα  υπόλοιπα  (κόμη,  αστιγματισμός  και 
παραμόρφωση  πεδίου)  γι  αυτό  τα  μεγάλα  τηλεσκόπια  χρησιμοποιούν  ένα 
διορθωτικό σύστημα φακών σε μικρή απόσταση από την κύρια εστία  (prime focus 
corrector). Τα περισσότερα τηλεσκόπια χρησιμοποιούν ένα σύστημα τριών φακών 
ενώ  αυτά  που  χρησιμοποιούν  κάτοπτρα  υδραργύρου  χρησιμοποιούν  σύστημα 
τεσσάρων στοιχείων για να διορθώνουν την παραμόρφωση. 
  Ανάλογα  με  τη  θέση  της  εστίας  (παρατηρητής)  υπάρχουν  τέσσερις 
διαφορετικοί  τύποι  (σχήμα  4.7)  οι  οποίοι  επιλέγονται  ανάλογα  με  τη  χρήση  του 
τηλεσκοπίου.  Έτσι  στα  μικρά  τηλεσκόπια  ο  πρωτεύον  τύπος  (σχήμα  4.7. )  δεν 

Πρωτεύον   Cassegrain

Πρωτεύον φακός  Κυρτός φακός

( ) ( )

Νευτώνιο  Κοίλο

Δευτερεύον φακός  Δευτερεύον φακός 
Κοίλος 

( ) ( )
Νευτώνια εστίαση Κοίλη εστίαση

Σχήμα  .
Τα 4 είδη κατοπτρικών τηλεσκοπίων.

 
  ΓΕΝΙΚΑ ΧΑΡΑΚΤΗΡΙΣΤΙΚΑ ΤΩΝ ΤΗΛΕΣΚΟΠΙΩΝ  103

είναι εύχρηστος γιατί ο παρατηρητής πρέπει να παρεμβάλλεται στην πορεία των 
ακτίνων κι άρα να χάνει μέρος της φωτεινής δέσμης. Στα Cassegrain (σχήμα 4.7. ) 
η  φωτεινή  δέσμη  ανακλάται  σε  μία  οπή  στον  πρωτεύοντα  και  πίσω  από  αυτόν 
όπου  μπορούν  να  τοποθετηθούν  οι  ανιχνευτές  ή  ο  προσοφθάλμιος.  Αυτό  το 
σχεδιασμό  ακολουθούν  πολλά  από  τα  μεγάλα  τηλεσκόπια  καθώς  και  το .  Tα 
περισσότερα  εμπορικά  τηλεσκόπια  είναι  νευτώνεια  (σχήμα  4.7. )  όπου 
παρεμβάλλεται  ένα  μικρό  επίπεδο  διαγώνιο  κάτοπτρο  το  οποίο  εκτρέπει  τις 
ακτίνες  σε  ένα  προσοφθάλμιο  φακό  στο  πλαϊνό  μέρος  του  τηλεσκοπίου.  Ο 
Νευτώνιος  τύπος  επιλέγεται  και  για  μεγάλα  τηλεσκόπια  (διάμετρος  κατόπτρου 
μεγαλύτερη  από  2 )  γιατί  περιέχει  το  μικρότερο  αριθμό  οπτικών  στοιχείων  που 
παρεμβάλλονται  στην  πορεία  του  φωτός  και  μπορούν  να  επιφέρουν 
παραμορφώσεις. 
   Όταν  για  την  ανίχνευση  φωτός  χρησιμοποιείται  ένα  βαρύ  όργανο  όπως  μία 
κάμερα  CCD  αυτή  τοποθετείται  στην  εστία  Cassegrain  και  για  ακόμα  βαρύτερα 
όργανα  το  φως  ανακλάται  με  βοηθητικά  κάτοπτρα  σε  ξεχωριστούς  χώρους  κάτω 
από το τηλεσκόπιο (σχεδίαση Coudé, σχήμα 4.7. ).  
  Η  κατασκευή  όμως  πολύ  μεγάλων  κατόπτρων  περιορίζεται  από  την 
παραμόρφωση  του  ίδιου  του  υλικού  τους  γι  αυτό  και  τα  ανακλαστικά 
περιορίζονται  σε  διάμετρο  πρωτεύοντος  κατόπτρου  8 .  Το  μεγαλύτερο 
μονολιθικό  (με  ένα  κάτοπτρο)  ανακλαστικό  τηλεσκόπιο  είναι  το      διαμέτρου 
8.4   και  τα  τα  δίδυμα  τηλεσκόπια  Keck  αποτελούν  τα  μεγαλύτερα  του  κόσμου 
χρησιμοποιώντας  τεχνολογία  σύνθεσης  (segmented)  του  πρωτεύοντος  ώστε  να 
συνιστούν ένα κάτοπτρο των  10  (βλ. παράγραφος 4.6). Αν και τα κάτοπτρα δεν 
εμφανίζουν χρωματική εκτροπή, εμφανίζουν άλλα σφάλματα που είναι  
• Σφαιρική εκτροπή  (Spherical  aberration) – όταν η φωτεινή  δέσμη  δεν  εστιάζεται 
σε ένα σημείο λόγω της διαφορετικής εστίασης του ανακλώμενου φωτός από 
το κέντρο  και τα άκρα   του πρωτεύοντος.  Αυτή  οφείλεται  στην  απόκλιση  του 
κατόπτρου  ή  φακού  από  την  σωστή  καμπυλότητά  του.  Από  το  σφάλμα  της 
σφαιρικής εκτροπής διορθώθηκε και το   (1 993). 
• Αστιγματισμό – όταν το κάτοπτρο δεν είναι συμμετρικό ως προς το κέντρο του 
π.χ  ωοειδές και το είδωλο εστιάζεται σε σταυρό παρά σε σημεία. 
• Κόμη  –  οι  αστέρες  που  βρίσκονται  κοντά  στην  άκρη  του  πεδίου  φαίνονται 
επιμηκυμένοι  –όπως  οι  κομήτες  –  ενώ  αυτοί  στο  κέντρο  φαίνονται  σαν 
φωτεινά σημεία. 
Επιπλέον όλα τα ανακλαστικά τηλεσκόπια έχουν απώλειες λόγω της παρεμβολής 
του  δευτερεύοντος  κατόπτρου  και  λόγω  ατελειών  της  ανακλαστικής  επίστρωσής 
τους.  Τα  παραβολικά  κάτοπτρα  δεν  παρουσιάζουν  σφαιρική  εκτροπή  αλλά 

 
104    T Α   Τ Η Λ Ε Σ Κ Ο Π Ι Α  

παρουσιάζουν  το  σφάλμα  της  κόμης    και  παράγουν  καλές  εικόνες  μόνο  για  το 
κέντρο του πεδίου οράσεως. 
 
 
4.2.3  Καταδιοπτρικά τηλεσκόπια 
 
Για  μεγαλύτερα  πεδία  υπάρχουν  τα  καταδιοπτρικά  τηλεσκόπια  που  συνδυάζουν 
σφαιρικά  κάτοπτρα  και  φακούς  (ή 
σύνθετο  φακό  από  διαφορετικά  υλικά)  Schmidt Camera
για να εστιάσουν το φως στο πρωτεύον 
κάτοπτρο  το  οποίο  στη  συνέχεια 
ανακλάται  στο  δευτερεύον  και  Schmidt 
διορθωτικός  
διορθώνεται  από  φακό.  Χωρίζονται  σε 
φακός 
τρεις  κύριες  κατηγορίες  τα  Scmidt,  τα 
Scmidt  –  Cassegrain    και  τα  Maksutov 
από  το  όνομα  των  σχεδιαστών  τους 
Schmidt Cassegrain 
(Σχήμα 4.8). Τα πρώτα φέρουν το όνομα 
του  κατασκευαστή  τους  και  της 
φερώνυμης  κάμερας  που  κατασκεύασε 
για  το  Palomar  (1930)  με  την  προσθήκη 
ενός  διορθωτικού  φακού  (παχύτερου 
στο μέσο απ΄ ότι στην άκρη) στην είσοδο 
Maksutov
του  σφαιρικού  πρωτεύοντος  κατόπτρου 
του  τηλεσκοπίου  για  διορθώσει  το 
σφάλμα της σφαιρικής εκτροπής και να 
καλύψει  την  ανάγκη  ενός  πολύ  ευρέος 
οπτικού πεδίου. Το αποτέλεσμα  θυμίζει 
ένα  κλασσικό  Cassegrain  εκτός  από  το  Σχήμα  .  
Οι  τρεις  τύποι  καταδιοπτρικών  τηλε‐
γεγονός  ότι  ο  διορθωτικός  φακός  έχει 
σκοπίων.
πολύ  μεγάλη  καμπυλότητα  ώστε  να 
αναγκάζει το κάτοπτρο πίσω του να είναι 1.5 φορές μεγαλύτερό του  αλλά και δεν 
υπάρχει  οπή  στον  πρωτεύοντα  και  ο  δευτερεύον  έχει  αντικατασταθεί  από 
φωτογραφική πλάκα (Σχήμα 4. 9) 
  Τα κύρια πλεονεκτήματά τους είναι  
1. συμπαγής  σχεδιασμός  τους,  διότι  με  τη  συνεχή  ανάκλαση  των  ακτίνων  μέσα 
σε  έναν  οπτικό  σωλήνα  π.χ  τέσσερις  φορές  μικρότερο  από  ένα  κατοπτρικό  ή 
διοπτρικό, μπορεί να επιτευχθεί η ίδια εστιακή απόσταση όσο και  

 
  ΓΕΝΙΚΑ ΧΑΡΑΚΤΗΡΙΣΤΙΚΑ ΤΩΝ ΤΗΛΕΣΚΟΠΙΩΝ  105

Σχήμα 4.9 
Ο Edwin Hubble στο 48 ιντσών τηλεσκόπιο  Scmidt στο Palomar 

2. Το  μεγάλο  πεδίο  οράσεως  (πολλές    τετραγωνικές  μοίρες)  σε  σχέση  με  τα 
κατοπτρικά ή διοπτρικά που όσο μεγαλύτερα είναι τόσο περιορισμένο οπτικό 
πεδίο έχουν. 
Μία  παραλλαγή  αποτελεί  το  Scmidt  –  Cassegrain,  το  οποίο  χρησιμοποιεί  ένα 
σφαιρικό  πρωτεύον  κάτοπτρο  με  διορθωτικό  φακό  Schmidt  και  στη  συνέχεια  ένα 
μικρότερο  δευτερεύον  κάτοπτρο  στο  μπροστινό  μέρος  που  ανακλά  το  φως  σε  μία 
Cassegrain  εστία.  Τα  Maktsutov  χρησιμοποιούν  σφαιρικά  πρωτεύοντα  κάτοπτρα 
και δευτερεύοντα που πολλές φορές αποτελούν μέρος του διορθωτικού φακού που 
έχει το σχήμα μηνίσκου μεγάλης καμπυλότητας και δίνουν τη δυνατότητα ακόμη 
μεγαλύτερης συμπίεσης του οπτικού δρόμου. 
 
4.2.4  Στήριξη των τηλεσκοπίων 
 
Υπάρχουν δύο κύριοι τύποι στήριξης:  
• Αλταζιμουθιανή ( / ) στήριξη: Αυτή η στήριξη παρέχει τη δυνατότητα δύο 
ειδών περιστροφής , μία γύρω από τον άξονα του αζιμούθιου (αριστερά‐δεξιά) 
και  μία  κάθετη  (πάνω‐κάτω)  στον  άξονα  του  γεωγραφικού  πλάτους. 
Οικονομικότερη  στήριξη  αλλά  χρειάζεται  έλεγχος  μέσω  υπολογιστή  για 
μεγαλύτερους  στόχους  αφού  απαιτείται  μετακίνηση  σε  δύο  άξονες 
ταυτόχρονα για την παρακολούθηση της θέσης των αστέρων.  
• Ισημερινή στήριξη: Έχουν τη δυνατότητα κίνησης παράλληλα και κάθετα στον 
άξονα  περιστροφής  της  Γης.  Ο  πολικός  άξονας  είναι  κεκλιμένος  παράλληλα 
με τον άξονα περιστροφής της Γης οπότε η κίνηση γύρω από αυτόν τον άξονα 

 
106    T Α   Τ Η Λ Ε Σ Κ Ο Π Ι Α  

Ο πολικός άξονας περιστρέφεται κατά τη 
φορά των δεικτών του ρολογιού 

Προς  
Άξονας  
Βόριο Πόλο 
απόκλισης 
Πολικός  
άξονας 

Η Γη περιστρέφεται 
αντίθετα προς τη φορά 
των δεικτών του ρολογιού 

Σχήμα  .
Η ισημερινή στήριξη ενός τηλεσκοπίου. 

ακολουθεί  την  πορεία  των  αστέρων  (Σχήμα  4.10)  Κατασκευαστικά  είναι 


δυσκολότερο  σύστημα  αλλά  είναι  πιο  εύχρηστο.  Τα  περισσότερα  τηλεσκόπια 
χρησιμοποιούν ισημερινή στήριξη αλλά τα μεγαλύτερα την αλταζιμουθιανή. 
Η  βάση  στήριξης  ενός  τηλεσκοπίου  είναι  ένα  από  τα  βασικότερα  στοιχεία 
λειτουργίας  των  μικρότερων  τηλεσκοπίων  (σχεδόν  ισοδύναμη  σε  σημασία  με  τα 
οπτικά του στοιχεία), δεδομένου ότι παρέχει τη δυνατότητα παρακολούθησης των 
αστρονομικών  στόχων  με  ακρίβεια.  Τα  τηλεσκόπια  με  ισημερινή  στήριξη 
διαθέτουν  δύο  κύκλους  ρύθμισης  γύρω  από  τους  άξονες  περιστροφής,  με  τους 
οποίους  γίνεται  η  πλοήγηση  στις  ουράνιες  συντεταγμένες.  Τα  σύγχρονα  όμως 
τηλεσκόπια  διαθέτουν  GPS  (Global  Positioning  System)  στη  στήριξη  και  με  τη 
σκόπευση  τριών  εμφανών  ουράνιων  αντικειμένων  (κεντραρισμένων  στον 
προσοφθάλμιο) κάνουν ευθυγράμμιση οπότε κινούνται αυτόματα προς τον στόχο 
ο οποίος επιλέγεται από μία βάση δεδομένων.  
 
4.3  Ατμοσφαιρικές διαταραχές 
 
Η  διακριτική  ικανότητα  των  επίγειων  τηλεσκοπίων  περιορίζεται  είτε  λόγω  της 
επιρροής  εξωτερικών  παραγόντων  (κραδασμοί,  άνεμοι,  μεταβολή  θερμοκρασίας) 
είτε λόγω της μεσολάβησης της ατμόσφαιρας στην πορεία των φωτεινών ακτίνων. 
Τα  σύγχρονα  μεγάλα  τηλεσκόπια  χρησιμοποιούν  κάτοπτρα  μικρού  πάχους  και 

 
  ΓΕΝΙΚΑ ΧΑΡΑΚΤΗΡΙΣΤΙΚΑ ΤΩΝ ΤΗΛΕΣΚΟΠΙΩΝ  107

μεγάλης  διαμέτρου  που  τα  κάνει  εύκαμπτα  κι  άρα  ευαίσθητα  σε  μεταβολές  της 
καμπυλότητάς και της ευθυγράμμισής τους είτε λόγω του βάρους τους είτε λόγω 
φυσικών  φαινομένων  (μεταβολές  θερμοκρασίας,  άνεμοι).  Το  σημαντικότερο 
πρόβλημα που αντιμετώπιζαν οι κατασκευαστές ήταν ότι όσο μεγαλύτερο είναι το 
κάτοπτρο τόσο ισχυρότερη τάση έχει να παραμορφώνεται καθώς περιστρέφεται. Γι 
αυτό  έχουν  ενσωματωμένα  συστήματα  αισθητήρων  που  παρακολουθούν  την 
παραμόρφωσή τους και τη διορθώνουν  (ενεργός οπτική) φτάνοντας σε διακριτική 
ικανότητα έως και 0.2′′  υπό ιδανικές συνθήκες παρατήρησης. 
  Ακόμα  όμως  κι  ένα  μεγάλης  διαμέτρου  επίγειο  τηλεσκόπιο  τέλειο 
κατασκευαστικά  δε  θα  μπορεί  να  έχει  πολύ  καλύτερη  γωνιακή  διακριτική 
ικανότητα από ένα μικρότερο λόγω ατμοσφαιρικής διαταραχής. Κάθε στρώμα της 
ατμόσφαιρας  λόγω  των  διαφορετικών  συνθηκών  χαρακτηρίζεται  από  το  δικό  του 
δείκτη διάθλασης με αποτέλεσμα η φωτεινή δέσμη να κάμπτεται σε  διαφορετικές 
γωνίες  μέχρι  να  φτάσει  στη  Γη.  Επιπλέον  η  ατμόσφαιρα  βρίσκεται  σε  διαρκή 
κίνηση  (τυρβώδη)  αφού  κάθε  στρώμα  αέρα  σε  διαφορετικό  ύψος  κινείται  με 
διαφορετική ταχύτητα οπότε και το ποσό διάθλασης της φωτεινής δέσμης σε κάθε 
στρώμα  διαρκώς  μεταβάλλεται.  Το  τελικό  αποτέλεσμα  είναι  η  μετακίνηση  του 
αστρικού ειδώλου. Το φαινόμενο εντείνεται όσο μεγαλύτερη είναι η ποσότητα της 
ατμόσφαιρας  που  παρεμβάλλεται,  γι  αυτό  και  τα  οπτικά  τηλεσκόπια  βρίσκονται 
στις κορυφές υψηλών βουνών (Σχήμα 4.11) . 
  Η  ποιότητα  των  αστρονομικών  παρατηρήσεων  που  οφείλεται  σε  αυτήν 

Σχήμα  .  
Η μετακίνηση των αστρικών ειδώλων λόγω ατμοσφαιρικών διαταραχών. 

 
108    T Α   Τ Η Λ Ε Σ Κ Ο Π Ι Α  

χαρακτηρίζεται από το αστρονομικό seeing της δεδομένης νύχτας και καθορίζει τον 
κύκλο  μέσα  στον  οποίο  διασπείρεται  το  φως  μιας  σημειακής  πηγής.  Χωρίς  την 
εφαρμογή  ιδιαίτερης  τεχνικής  το  σύνηθες  παρατηρησιακό  όριο  είναι  1   για 
μια  καλή  νύχτα  και  στις  ατμοσφαιρικές  συνθήκες  της  κορυφής  βουνών  οι  οποίες 
επιλέγονται  για  τα  σύγχρονα  τηλεσκόπια  όπως  είναι  το  Ευρωπαϊκό  Βόρειο 
Αστεροσκοπείο  στις  Άνδεις  (Χιλή).  Προς  αποφυγή  της  ατμοσφαιρικής  επίδρασης 
τοποθετήθηκε το 1.990 το Διαστημικό τηλεσκόπιο Hubble των 2.4  στο διάστημα 
επιτυγχάνοντας γωνιακή διακριτική ικανότητα 0.05 . 
  Με την είσοδο ενός μικρού ευμετάβλητου κατόπτρου στη διαδρομή  του φωτός 
μέσα  στο  τηλεσκόπιο  ή  ξεχωριστά  πίσω  από  την  εστία    του  μετράται  (με  τη 
βοήθεια μικρών εμβόλων) η παραμόρφωση που επιφέρει η γήινη ατμόσφαιρα και 
εφαρμόζονται  οι  κατάλληλες  διορθώσεις  (αντίστροφη  παραμόρφωση)  ώστε  να 
επιτυγχάνεται  την  καλύτερη  δυνατή  αποκατάσταση  της  αστρικής  εικόνας 
επανέρχεται  στην  ίδια  κατάσταση  (πληροφορία)  που  είχε  το  ηλεκτρομαγνητικό 
κύμα  πριν  την  είσοδό  του  στην  ατμόσφαιρα  προσαρμοστική  οπτική).  Για  την 
ακρίβεια  της  μεθόδου  απαιτείται  η  παρακολούθηση  μιας  φωτεινής  πηγής  κοντά 
στο παρατηρούμενο αντικείμενο κι επειδή αυτό δεν είναι πάντα εφικτό (για μικρά 
πεδία)  χρησιμοποιούνται  τεχνητές  φωτεινές  πηγές  με  laser  (90  km  πάνω  από  την 
επιφάνεια της Γης). 
  Θα  πρέπει  να  σημειωθεί  ότι  για  να  περιοριστεί  παραμόρφωση  από  το  βάρος 
των  μεγάλων  κατόπτρων  στα  σύγχρονα  τηλεσκόπια  σχηματίζεται  μία    μεγάλη 
συλλεκτική επιφάνεια  με τη χρήση  μικρότερων επιμέρους  κατόπτρων ενώ ακόμα 
πιο πρωτοποριακή υπήρξε η κατασκευή υγρών κατόπτρων από υδράργυρο. 
 
4.4  Καταγραφή εικόνας 
 
Οι  αστρονομικές  παρατηρήσεις  απαιτούν  πάντα  τη  σύζευξη  του  τηλεσκοπίου  με 
ένα  κατάλληλο  ανιχνευτικό  σύστημα.  Έτσι  για  άμεση  οπτική  παρατήρηση 
απαιτείται  η  σύζευξη  τηλεσκοπίου‐οφθαλμού,  όπως  φαίνεται  από  το  σχέδιο  του 
νεφελώματος  Helix  όπως  φαίνεται  στον  προσοφθάλμιο  του  τηλεσκοπίου  ενώ  για 
την καταγραφή της παρατηρούμενης εικόνας απαιτείται η σύζευξη τηλεσκοπίου – 
φωτογραφικής  κάμερας  ή  κάμερας  CCD  η  οποία  έχει  την  καλύτερη  δυνατή 
απόκριση    σε  σχέση  με  τους  άλλους  ανιχνευτές,    όπως  φαίνεται  στην  εικόνα  του 
ίδιου  νεφελώματος  (μετά  από  επιπρόσθεση  πολλών  εικόνων  σε  διαφορετικά 
φίλτρα). 
  Πέρα από την κλασική μέθοδο της φωτογραφίας με την οποία καταγράφεται 
μόνο  το  5%  του  φωτός,  η  πληροφορία  (90%)  ανιχνεύεται  με  CCD  κάμερα    που 
προσαρμόζεται στην έξοδο του τηλεσκοπίου και αναπαράγεται ηλεκτρονικά μέσω 

 
  ΓΕΝΙΚΑ ΧΑΡΑΚΤΗΡΙΣΤΙΚΑ ΤΩΝ ΤΗΛΕΣΚΟΠΙΩΝ  109

          
 

Σχήμα 4.12 
Πάνω: To νεφέλωμα Helix ( ) στο οπτικό και ( ) με επεξεργασία σε διάφορα φίλτρα.  
Κάτω:  Το  σμήνος  136  ( )  από  τη  Γη  ( ) από  το  HST  πριν  τη  διόρθωση  και  χωρίς 
επεξεργασία ( ) από το HST μετά την επεξεργασία και ( ) μετά τη διόρθωση του HST 

υπολογιστή.  Μια  κάμερα  CCD  είναι  ένας  ανιχνευτής  συζευγμένου  φορτίου  που 
αποτελείται από διατεταγμένα στοιχεία ημιαγώγιμου υλικού ευαίσθητου στο φως 
(πυρίτιο) ώστε κάθε φορά που πέφτουν πάνω τους φωτόνια (από τη φωτεινή πηγή) 
απελευθερώνονται  ηλεκτρόνια  (σε  αναλογία  με  τα  φωτόνια).    Η  σύγχρονη 
μέθοδος επεξεργασίας εικόνας (image processing) καθιστά δυνατή την ανάδειξη των 
επιμέρους  χαρακτηριστικών  των  αστρονομικών  αντικειμένων  όπως  φαίνεται 
συγκριτικά στην απεικόνιση του σμήνους  136 ( ) από τη Γη, ( ) από το HST πριν 
τη  διόρθωσή  του  και  χωρίς  επεξεργασία  εικόνας,  ( )  από  το  HST  με  επεξεργασία 
εικόνας και ( ) μετά τη  διόρθωσή του (1.994) . 
  Για  φωτομετρικές  παρατηρήσεις  (συνολική  δηλαδή  καταγραφή  της 
ακτινοβολίας)  απαιτείται  η  σύζευξη  τηλεσκοπίου  CCD  κάμερας  και  επεξεργασία 
της  εικόνας  με  ειδικά  αστρονομικά  λογισμικά  πακέτα.  Για  φασματοσκοπικές 
παρατηρήσεις  που  στοχεύουν  στη  λήψη  και  την  καταγραφή  του  φάσματος  μιας 
αστρικής πηγής απαιτείται η σύζευξη τηλεσκοπίου – φασματογράφου.  

 
110    T Α   Τ Η Λ Ε Σ Κ Ο Π Ι Α  

Σχήμα  .  
Η χρωματική ανάλυση του φωτός από ένα πρίσμα 

Ένας  φασματογράφος  χαρακτηρίζεται  από  ένα  στοιχείο  διασποράς  της  ακτι‐


νοβολίας, συνήθως πρίσμα ή φράγμα περίθλασης, μέσω του οποίου επιτυγχάνεται 
η ανάλυση του φωτός. 
  Το  πρίσμα  παρέχει  εν  γένει  λαμπρότερα  φάσματα  απ’  ότι  το  φράγμα,  λόγω 
της  διασποράς  του  φωτός  από  το  τελευταίο  σε  κροσσούς  συμβολής.  Το  φράγμα 
όμως  υπερέχει  λόγω  του  ότι  η  κλίμακα  του  μήκους  κύματος  στα  παρατηρούμενα 
φάσματα είναι γραμμική και μεγαλύτερο μέρος του φωτός φτάνει στον ανιχνευτή 
και  δεν  χάνεται  από  απορροφήσεις  και  σκεδάσεις  πάνω  στο  πρίσμα.  Συνήθως 
τοποθετείται  μία  σχισμή  στο  εστιακό  επίπεδο  του  τηλεσκοπίου  με  κέντρο  το  υπό 
μελέτη  αντικείμενο  ώστε  να  φτάνει  στο  φράγμα  ή  στο  πρίσμα  μόνο  το  φως  που 
περνά από τη σχισμή κι έτσι το πα‐ρατηρούμενο φάσμα να έχει τη χαρακτηριστική 
μορφή των κάθετων φασματικών γραμμών σε ένα οριζόντιο υπόβαθρο. 
 
4.5  Ραδιοτηλεσκόπια 
 
Τηλεσκόπια  υπό  την  ευρύτερη  έννοια  υπάρχουν  και  για  την  παρατήρηση  της 
ακτινοβολίας  στα  υπόλοιπα  μέρη  του  φάσματος,  ακόμα  και  για  τη  μελέτη 
εξωτικών  μορφών  ακτινοβολίας  όπως  είναι  τα  νετρίνα  ή  η  βαρύτητα.  Η 
ραδιοαστρονομία  ξεκίνησε  από  την  έρευνα  του  Karl  Janskys  το  1931  ο  οποίος 
κατέγραψε  το  ραδιοφωνικό  υπόβαθρο  του  κέντρου  του  Γαλαξία  μας  και 
αναπτύχθηκε  ραγδαία  μετά  τον  Δεύτερο  Παγκόσμιο  Πόλεμο.  Επειδή  τα 
ραδιοφωνικά  κύματα  ανακλώνται  από  τα  μέταλλα,  τα  ραδιοτηλεσκόπια 
κατασκευάζονται  από  «πιάτα»  από  αλουμίνιο  ή  μείγμα  ατσαλιού  χωρίς 
περιορισμό  διαμέτρου,  τα  οποία  συλλέγουν  και  εστιάζουν  τη  ραδιοφωνική 
ακτινοβολία των αντικειμένων σε δέκτες. Λόγω του μεγαλύτερου μήκους κύματος 
(από    έως  )  για  να  επιτύχουν  την  ίδια  διακριτική  ικανότητα  με  ένα  οπτικό 
τηλεσκόπιο πρέπει να έχουν πολύ μεγάλη διάμετρο πρωτεύοντος.  
Παράδειγμα:  
Ένα οπτικό τηλεσκόπιο διαμέτρου 100  για  0.5  έχει διακριτική ικανότητα 

 
  ΓΕΝΙΚΑ ΧΑΡΑΚΤΗΡΙΣΤΙΚΑ ΤΩΝ ΤΗΛΕΣΚΟΠΙΩΝ  111

0.25 0.5
0.125  
1
η  οποία  είναι  πολύ  καλύτερη  από  την  αντί‐στοιχη  ενός  ραδιοτηλεσκόπιου  των 
25  στο 1   
0.25 1 10
10  
1
Για  την  επίτευξη  καλύτερης  διακριτικής  ικανότητας  χρησιμοποιείται  το 
φαινόμενο  της  συμβολής  όπου  με  τη  χρήση  πολλών  κεραιών  που  λειτουργούν 
συγχρόνως, τη μέτρηση και το συν‐δυασμό των σχημάτων συμβολής από μακρινές 
πηγές  (σχήμα  4.14),  κατασκευάζονται  λεπτομερείς  χάρτες  της  ραδιοφωνικής 
εκπομπής, όπως συμβαίνει με την Πολύ Μεγάλη Διάταξη  (Very Long Array, VLA) 
στο  Νέο  Μεξικό  όπου  τα  ραδιοτηλεσκόπια  βρίσκονται  πάνω  σε  σιδηροδρομικές 
γραμμές για εύκολη αναδιάταξη.   
 

 
Σχήμα  .
Αριστερά: Μία συμβολομετρική διάταξη ραδιοτηλεσκοπίων. 
Δεξιά: Η διάταξη τηλεσκοπίων VLA 

  Επέκταση  της  ίδιας  τεχνικής  αποτελεί  η  συμβολομετρική  διάταξη  10 


ραδιοτηλεσκοπίων  μεγέθους  25  μέτρων  που  καλύπτουν  μια  έκταση  8.600   σε 
διαφορετικές  ηπείρους  (Very  Long  Baseline  Interferometry,  VLBI)  με    την  οποία 
επιτυγχάνεται  μία  πολύ  καλή  διακριτική  ικανότητα  0.001   .  Η  τεχνική  της 
συμβολομετρίας χρησιμοποιείται και στα οπτικά τηλεσκόπια. 
 
4.6 Τα τηλεσκόπια σύνθετων κατόπτρων  
 
Μετά την κατασκευή του τηλεσκοπίου των 5 m Hale στο όρος Palomar το 1948 και 
την  παράλληλη  ανάπτυξη  των  υπολογιστών,  αναπτύχθηκε  η  τεχνική  της 
κατασκευής  τηλεσκοπίων  πολλαπλών  κατόπτρων  όπως  το  MMT  (Multi  Mirror 
Telescope) στην Αριζόνα (1979) που αποτελείται από έξι κάτοπτρα διαμέτρου 1.8 m  
σε  κοινή  βάση,  το  τηλεσκόπιο    των  10  μέτρων  Keck  Ι  που  αποτελείται  από  36 
εξαγωνικά  κάτοπτρα  διαμέτρου  1.8  μέτρων  σε  ενιαία  επιφάνεια  (1993)    και  του 
διδύμου  του  Keck  ΙΙ  με  το  οποίο  συνδέεται  με  την  τεχνική  της  συμβολομετρίας 

 
112    T Α   Τ Η Λ Ε Σ Κ Ο Π Ι Α  

προκειμένου  να  αυξηθεί  η  συλλεκτική  και  η  γωνιακή  διακριτική  ικανότητα  τους 


(κάτοπτρο  μεγέθους  ποδοσφαιρικού  γηπέδου).  Παράλληλα  αναπτύχθηκε  νέα 
τεχνολογία  κατασκευής  μεγάλων  ενιαίων  κατόπτρων  και  το  MMT 
αντικαταστάθηκε με το 6.5 μέτρων ενιαίο κάτοπτρο .  
  Το  μεγαλύτερο  νέας  τεχνολογίας  είναι  το  Large  Binocular  Telescope  (από  την 
ομοιότητά  του  με  κυάλια)  με  δύο  κάτοπτρα  των  8.4  m  που  ισοδυναμούν  με  ένα 
ενιαίο  των  11.8    m  ,  έχει  δει  το  πρώτο  φως  στην  Αριζόνα  και  αναμένεται  με  την 
τεχνική της συμβολομετρίας να επεκταθεί και να ισοδυναμεί με ενιαίο των 22.8  m 
  Την  τεχνική  της  συμβολομετρίας  χρησιμοποιεί  και  το  Πολύ  Μεγάλο 
Τηλεσκόπιο  (Very  Large  Telescope,  VLT)  που  συνδυάζει  4  ανεξάρτητα  τηλεσκόπια 
των  8.2  μέτρων  στη  Βόρεια  Χιλή  και  ισοδυναμεί  με  ένα  ενιαίο  διαμέτρου  16.4  m. 
Αναλυτικά τα μεγαλύτερα οπτικά τηλεσκόπια παρουσιάζονται στον Πίνακα 4.1.  
Όπως  φαίνεται  από  τον  Πίνακα,  τα  περισσότερα  είναι  συγκεντρωμένα  στην 
κορυφή του ηφαιστείου Mauna Kea στη Χαβάη, σε υψόμετρο 4 200 μέτρα. 

             (α)                         (β)                             (γ)                             (δ) 

Σχήμα 4.15 
Τα  επόμενα  (2010‐2017)  μεγάλα  τηλεσκόπια  (α)  το  Γιγάντιο  Τηλεσκόπιο  Μαγγελάνος 
των 25.2 m (με 7 κάτοπτρα των 8.4 m)  (β) το Τηλεσκόπιο των 30 m με  492 κάτοπτρα των 
1.44 m και (γ) το Ευρωπαϊκό Υπερβολικά Μεγάλο Τηλεσκόπιο των 42 m με 984 κάτοπτρα 
των 1.45m. Για λόγους σύγκρισης παρατίθεται ο πύργος Big‐Ben ύψους 96.6 m. 

Τα  επόμενα  τεράστια  σύγχρονα  τηλεσκόπια  που  σχεδιάζονται  να  κατασκευα‐


στούν παρουσιάζονται στο Σχήμα 4. 15 και αναμένεται να δώσουν απαντήσεις στα 
σύγχρονα αστρονομικά προβλήματα.   
 
4.7   Τηλεσκόπια ακτίνων Χ 
 
Τα τηλεσκόπια των ακτίνων   είναι διαφορετικά από τα οπτικά αφού τα φωτόνια 
των  ακτίνων    δεν  ανακλώνται  όπως  τα  οπτικά  αλλά  λόγω  της  μεγάλης  τους 

 
  ΓΕΝΙΚΑ ΧΑΡΑΚΤΗΡΙΣΤΙΚΑ ΤΩΝ ΤΗΛΕΣΚΟΠΙΩΝ  113

ενέργειας απορροφώνται όταν προσπέσουν στην επιφάνεια ενός κατόπτρου και τη 
διαπερνούν  –  όπως  όταν  μία  σφαίρα  εισχωρεί  σε    ένα  τοίχο.    Όπως  όμως  οι 
σφαίρες  όταν  χτυπήσουν  τον  τοίχο  υπό  γωνία  αναπηδούν,  έτσι  και  οι  ακτίνες   
αναπηδούν όταν προσπέσουν στο κάτοπτρο υπό μικρή γωνία. Γι αυτό το λόγο τα 
κάτοπτρα  των  σύγχρονων  τηλεσκοπίων  ακτίνων    (Chandra)  μοιάζουν 
περισσότερο με γυάλινους κυλίνδρους (ώστε να είναι σχεδόν ευθυγραμμισμένα με 
τις  προσπίπτουσες  ακτίνες  )  παρά  σαν  τα  πιάτα  των  κλασσικών  οπτικών 
τηλεσκοπίων. Τα κάτοπτρα εστιάζουν τα φωτόνια   σε προηγμένους ανιχνευτές οι 
οποίοι καταγράφουν  τη θέση, την ενέργεια  των φωτονίων και μετά την ανάλυση 
των  δεδομένων  ανασυστήνονται  οι  εικόνες  των  ουράνιων  αντικειμένων  τα  οποία 
τα εξέπεμψαν. 
Πίνακας 4.1 
Τα μεγαλύτερα οπτικά τηλεσκόπια 
 
Διάμετρος(m) Όνομα Θέση Σχόλια
Gran Αστεροσκοπείο del Roque de los
La Palma, Κανάριοι
10.4 Telescopio Muchachos, τεχνική πολλαπλών
Νήσοι, Ισπανία
Canarias κατόπτρων με βάση το Keck
Keck Το κάθε κάτοπτρο αποτελείται από 36
κορυφή ηφαιστείου εξαγωνικά τμήματα. Ανεξάρτητα
10.0
Keck II Maunα Kea, Χαβάη τηλεσκόπια αλλά και συνδυασμένα με
την τεχνική της συμβολομετρίας
Αστεροσκοπείο
~10 SALT βασισμένο στο σχέδιο του HET
Νότιας Αφρικής
Hobby-Eberly Ορος Fowlkes, οικονομικό, τεχνική πολλαπλών
9.2
(ΗΕΤ) Τέξας κατόπρων, μόνο για φασματοσκοπία
δύο κάτοπτρα των 8.4-m mirrors που
Large
Όρος Graham, ισοδυναμούν με ένα των 11.8m και
8.4 Binocular
Αριζόνα διακριτικής ικανότητας ενός κατόπτρου
Telescope
των 23-m
κορυφή ηφαιστείου
8.3 Subaru NAOJ
Mauna Kea , Χαβάη
Antu
Kueyen ξεχωριστά ή συνδυασμένα για το
8.2 Cerro Paranal, Χιλή
Melipal συμβολόμετρο VLT

Yepun
κορυφή ηφαιστείου
Gillett Gemini North
8.1 Mauna Kea , Χαβάη
Gemini South Cerro Pachon, Χιλή δίδυμο του Gemini North

 
114    T Α   Τ Η Λ Ε Σ Κ Ο Π Ι Α  

Όρος Hopkins,
MMT
Αριζόνα
6.5 Magellan I; Αστεροσκοπείο Las
Walter Baade
La Serena, Χιλή Campanas.
Landon Clay Magellan II
Bolshoi
Nizhny Arkhyz,
Teleskop Large Altazimuth Telescope
Ρωσία
6.0 Azimutalnyi
Βρετανική Τεχνολογία υγρού κατόπτρου, μόνο στο
LZT
Κολομβία, Καναδάς ζενίθ, UBC
Ορος Palomar ,
5.0 Hale
Καλιφόρνια
(Πληροφορίες από http://bill.nineplanets.org/arnett.html, ) 
 
 
 
 
 
 
 

 
 

 

 
 

Το ηλιακό σύστημα 
 
5.1 Γενικά χαρακτηριστικά 
 
Το  σύγχρονο  ηλιακό  σύστημα  σύμφωνα  με  την  Διεθνή  Αστρονομική  Ένωση 
(International  Astronomical  Union,  IAU)  αποτελείται  από  τον  Ήλιο  και  όλα  τα 
σώματα  που  υπόκεινται  στη  βαρυτική  του  επίδραση  και  περιφέρονται  γύρω  από 
αυτόν. Αυτά είναι: 
1. οι    πλανήτες  με  σειρά  αυξανομένης  απόστασης  από  τον  Ήλιο:  Ερμής, 
Αφροδίτη, Γη, Άρης, Δίας, Κρόνος, Ουρανός και Ποσειδώνας. 
2. μια  καινούρια  κατηγορία  ουράνιων  σωμάτων,  οι  νάνοι  πλανήτες  (dwarf 
planets)  στην  οποία  ανήκουν  ο  Πλούτωνας  (που  μέχρι  σήμερα  θεωρείτο 
πλανήτης),  η  Δήμητρα  (που  μέχρι  σήμερα  θεωρείτο  αστεροειδής)  και  η 
Έριδα  (αντικείμενο  γνωστό  με  το  όνομα  2003  UΒ313,  πέρα  από  την  τροχιά 
του Ποσειδώνα). 
3. Οι δορυφόροι των πλανητών (όπως η Σελήνη είναι δορυφόρος της Γης) 
4.  Πολλά  άλλα  μικρά  σώματα  (αστεροειδείς,  σώματα  της  ζώνης  Kuiper, 
κομήτες,).  
 
Τί είναι ένας πλανήτης;  
 
Καθοριστικός  παράγοντας  για  να  θεωρηθεί  ένα  ουράνιο  σώμα  πλανήτης  είναι  η 
βαρύτητα.  Σύμφωνα  με  τoν  επίσημο  ορισμό  της  Διεθνούς  Αστρονομικής  Ένωσης 
στις    πλανήτης είναι ένα ουράνιο σώμα το οποίο: 
1. Βρίσκεται σε τροχιά γύρω από τον Ήλιο. 
2. Έχει  την  κρίσιμη  μάζα  ώστε  λόγω  της  ιδιοβαρύτητάς  του  να  βρίσκεται  σε 
υδροστατική ισορροπία και να συγκροτείται σε ένα ενιαίο σφαιρικό σώμα . 
3. έχει  «καθαρίσει»  την  περιοχή  της  τροχιάς  του  από  άλλα  παρόμοια 
αντικείμενα  και  δεν  είναι  ούτε  αστέρι,  ούτε  δορυφόρος  κάποιου  πλανήτη 
(δηλαδή,  λόγω  της  βαρυτικής  του  επίδρασής  δεν  υπάρχουν  άλλα  ουράνια 
σώματα παρόμοιου μεγέθους κατά μήκος της τροχιάς του). 
Από  την  εποχή  της  ανακάλυψής  του  (1930)  ο  Πλούτωνας  θεωρείτο  ο  πιο 
μακρινός,  μικρός  και  ψυχρός  πλανήτης  του  ηλιακού  συστήματος  αλλά  με  την 
ανακάλυψη  κι  άλλων  σωμάτων  παρόμοιων  ή  μεγαλύτερων  διαστάσεων,  το   

 
  116 

επανεξετάσθηκε  η  θέση  του  και  σύμφωνα  με  τον  παραπάνω  ορισμό 


επαναταξινομήθηκε στην κατηγορία των νάνων πλανητών μαζί με την Έριδα και 
τη  Δήμητρα.  Σύμφωνα  με  τον  παραπάνω  ορισμό  ένας  νάνος  πλανήτης  είναι  ένα 
ουράνιο  σώμα  που  ικανοποιεί  τις  συνθήκες  ( )  και  ( )  αλλά  όχι  την  ( )  δηλαδή 
υπάρχουν κι άλλα σώματα στην περιοχή γύρω του (επιπλέον δεν είναι δορυφόρος 
κάποιου πλανήτη). 
 
 
5.1.1  Ταξινόμηση των πλανητών 
 
Υπάρχουν πολλοί τρόποι ταξινόμησης των   πλανητών. 
Ανάλογα με τη θέση τους ως προς τον Δία διακρίνονται σε: 
• Εσωτερικούς (Ερμής, Αφροδίτη, Γη, Άρης). 
• Εξωτερικούς (Δίας, Κρόνος, Ουρανός, Ποσειδώνας). 
Ανάλογα με τη θέση τους ως προς τη Γη διακρίνονται σε: 
• Κατώτερους (Ερμής, Αφροδίτη) που βρίσκονται πλησιέστερα στον Ήλιο και 
παρουσιάζουν φάσεις όπως της Σελήνης όταν παρατηρούνται από τη Γη. 
• Ανώτερους (Άρης έως Ποσειδώνας) που είναι σε μεγαλύτερη απόσταση από 
τον Ήλιο και φαίνονται πάντα σε πλήρη φάση όταν παρατηρούνται από τη 
Γη. 
Ανάλογα με τη χημική τους σύσταση διακρίνονται σε: 
• Γεωειδείς ή πετρώδεις λόγω της ομοιότητάς τους με τη Γη (Ερμής, Αφροδίτη, 
Γη, Άρης) που αποτελούνται κυρίως από διοξείδιο του πυριτίου  (SiO2)1, από 
μέταλλα  και  χημικές  ενώσεις  αυτών,  κυρίως  σιδήρου  (Fe)  αλουμινίου 
(αργιλίου, Al), μαγνησίου (Mg) ασβεστίου (Ca) (σχήμα 5.1). 
 
      Ερμής                     Αφροδίτη                    Γη                          Σελήνη                         Άρης 

Σχήμα 5. 1 Οι Γεωειδείς πλανήτες και η Σελήνη (NASA) 
 
• Αέριους πλανήτες ή τύπου Διός λόγω της ομοιότητάς τους με το Δία (Δίας, 
Κρόνος,  Ουρανός,  Ποσειδώνας)  που  αποτελούνται  από  παγετώδη  υλικά, 
όπως απλές ενώσεις των  ,  ,   και   κυρίως νερό  , αμμωνία  ) και 
μεθάνιο ) που εξαερώνονται εύκολα (πτητικά υλικά) και αέρια, όπως το 
υδρογόνο  (σε  ελεύθερη  μορφή  και  όχι  σε  χημική  ένωση  με  άλλα  στοιχεία) 
το οποίο είναι και το πιο άφθονο κοσμικό στοιχείο και ήλιο. 
 
                                                           
1
  To διοξείδιο του πυριτίου (silica) στη Γη αποτελεί το πιο άφθονο ορυκτό του στερεού 
φλοιού  της  Γης  (δηλαδή  της  λιθόσφαιρας)  αφού  βρίσκεται  στη  φύση  στην  άμμο 
(χαλαζίας, quartz) 
 
  117 

Θα μπορούσαμε να πούμε ότι συνολικά το ηλιακό σύστημα αποτελείται από   
εσωτερικούς  γεωειδείς  πλανήτες  ,  τη  ζώνη  των  αστεροειδών  που  αποτελείται 
από μικρά πέτρινα σώματα, τους τέσσερις αέριους γίγαντες πλανήτες τύπου  

                               Δίας                                       Κρόνος                       Ουρανός        Ποσειδώνας    

Σχήμα 5. 2: ¨Οι πλανήτες τύπου Διός  (NASA) 
 
Διός  και  μία  δεύτερη  περιοχή  πέρα  από  τον  Πoσειδώνα,  τη  ζώνη  Kuiper  που 
αποτελείται από μικρά παγωμένα σώματα (πιθανούς νάνους πλανήτες). 
 
 
5.1.2 Τροχιακά χαρακτηριστικά των πλανητών 
 
Η  απόσταση  μεταξύ  των  πλανητών  αυξάνει  καθώς  αυξάνεται  η  απόσταση  τους 
από τον Ήλιο και πολλές προσπάθειες έχουν γίνει ώστε να βρεθεί  ένας κανόνας 
από  τον  οποίο  να  προκύπτει.  Ο  πιο  γνωστός  είναι  η  μαθηματική  σχέση  που 
διατύπωσαν το 1766 οι Γερμανοί αστρονόμοι Bode, Titius για την απόσταση α από 
τον Ήλιο (σε αστρονομικές μονάδες, ΑU), των πέντε γνωστών από την αρχαιότητα 
πλανητών  (Ερμή,  Αφροδίτη,  Άρη,  Δία  και  Κρόνο)  η  οποία  είναι  γνωστή  ως  νόμος 
των Bode‐ Titius (παρόλο που δεν είναι φυσικός νόμος):   
α = 0.4+0.3 κ 
 
για κ=0 για τον Ερμή και τις δυνάμεις του 2 για τους υπόλοιπους πλανήτες.  
Ο νόμος αυτός προέβλεπε την ύπαρξη  και άλλων πλανητών άγνωστων για εκείνη 
την εποχή σε αποστάσεις 2.8 και 19.2 AU Στις αποστάσεις αυτές ανακαλύφθηκαν 
αργότερα  ο  αστεροειδής  Δήμητρα  (1801)  και  ο  πλανήτης  Ουρανός  (1782) 
αντίστοιχα. 

 
  118 

Όλοι οι πλανήτες περιφέρονται σε ελλειπτικές τροχιές μικρής όμως εκκεντρότητας 
(σχεδόν κυκλικές) γύρω από τον Ήλιο που περιγράφονται από τους τρεις νόμους 
του  Kepler,  στο  επίπεδο  της  γήινης  τροχιάς,  της  εκλειπτικής,  με  μεγαλύτερη 
απόκλιση  αυτή  της  τροχιάς  του  Ερμή  (απόκλιση  ~7ο).  Αυτό  σημαίνει  ότι  το 
τετράγωνο της περιόδου κάθε πλανήτη είναι ανάλογο με τον κύβο της τροχιακής 
του ακτίνας (P2 = R3) όπως φαίνεται στον Πίνακα 5.1 
 
 
 
 

Σχήμα 5.3
Πάνω: Οι τροχιές των εσωτερικών (αριστερά) και των εξωτερικών πλανητών (δεξιά). 
Κάτω: Οι κλίσεις των τροχιών των πλανητών. 

 
 
 
 
 
 

 
  119 

Πίνακας 5.1 
 

Ακτίνα 
Περίοδος
Πλανήτης   τροχιάς  P2 / R3 
P  
R  

    (έτη)   (A.U.)   (έτη2 / A.U.3) 

Ερμής   0.241   0.39   0.98  

Αφροδίτη   0.615   0.72   1.01  

Γη   1.00   1.00   1.00  

Άρης   1.88   1.52   1.01  

Δίας   11.8   5.20   0.99  

Κρόνος   29.5   9.54   1.00  

Ουρανός   84.0   19.18   1.00  

Ποσειδώνας   165   30.06   1.00  

Πλούτωνας   248   39.44   1.00  

 
Αυτή η κίνηση οφείλεται στο γεγονός ότι όσο πιο κοντά είναι ένας πλανήτης στον 
Ήλιο,  τόσο  πιο  γρήγορα  πρέπει  να  περιστρέφεται  για  να  αντιστέκεται  στη 
βαρυτική του έλξη (και φυσικά για να μην συνθλιβεί πάνω του ).  
Εξαίρεση  αποτελούσε  μέχρι  σήμερα  ο  Πλούτωνας  που  έχει  ελλειπτική  τροχιά 
μεγάλης  εκκεντρότητας  και  μεγάλης  γωνίας  κλίσης  ( )  σε  σχέση  με  τις  υπό‐
λοιπες.  
Ο χρόνος που χρειάζεται ένας πλανήτης για να ολοκληρώσει μία πλήρη περιφορά 
ονομάζεται  έτος  του  πλανήτη.  Όλοι  οι  πλανήτες  περιφέρονται  κατά  την  ίδια 
διεύθυνση – αντίθετα με τη φορά των δεικτών του ρολογιού για έναν παρατηρητή 
που βρίσκεται έξω από το ηλιακό σύστημα, στον υποθετικό βόρειο πόλο του Ήλιου 
(ορθή φορά). Κατά την ίδια φορά περιστρέφεται και ο Ήλιος γύρω από τον άξονά 
του ο οποίος είναι κεκλιμένος ως προς την κάθετο στο επίπεδο της εκλειπτικής.  
  Εκτός  από  την  περιφορά  του  γύρω  από  τον  Ήλιο,  κάθε  πλανητικό  σώμα  του 
ηλιακού συστήματος περιστρέφεται γύρω από έναν νοητό άξονα που περνάει από 
το  κέντρο  μάζας  του.  Οι  περισσότεροι  πλανήτες    περιστρέφονται  κατά  την  ίδια 
φορά  με  τη  φορά  περιφοράς  (με  εξαίρεση  τον  Ουρανό  και  την  Αφροδίτη)  με 
περίοδο περιστροφής που κυμαίνεται μεταξύ   και   ώρες (με εξαίρεση τον Ερμή 
και  την  Αφροδίτη).  Αναλυτικά  τα  χαρακτηριστικά  τους  φαίνονται  στον  Πίνακα 
(5.2).  
Η  περίοδος  περιστροφής  ενός  πλανήτη  προσδιορίζεται  με  μέτρηση  της 
μετατόπισης Doppler ανακλώμενων ραδιοφωνικών παλμών στην επιφάνειά του ή 
με  την  παρακολούθηση  της  κίνησης  των  νεφών  της  ατμόσφαιράς,  ή  κάποιας 
χαρακτηριστικής μορφολογίας πάνω στην επιφάνεια του. Η περίοδος περιστροφής 

 
  120 

κάθε  πλανήτη  δηλαδή  ο  χρόνος  που  χρειάζεται  ένας  πλανήτης  για  μια  πλήρη 
περιστροφή γύρω από τον άξονά του (αστρική ημέρα) στους περισσότερους  
 

Σχήμα 5.4 : Λόξωση των πλανητών ( Copyright 2008 by Calvin J. Hamilton) 
 
συμπίπτει  με  την  διάρκεια  της  ηλιακής  ημέρας  με  εξαίρεση  τον  Ερμή  που  η 
περίοδος περιστροφής του (περίπου 59 γήινες ημέρες ) είναι το 1/3 της ημέρας του  
(176 ημέρες) και τα 2/3 της τροχιακής του περιόδου δηλαδή του έτους του (περίπου 
88 γήινες ημέρες). Αυτό σημαίνει ότι μία ημέρα διαρκεί όσο 3 περιστροφές ή 2 έτη 
του.  Η  Αφροδίτη  περιστρέφεται  κατά  την  ανάδρομη  φορά  και  η  διάρκεια  της 
ημέρας (117 γήινες ημέρες) είναι πολύ μικρότερη από την περίοδο περιστροφής της 
(243 γήινες ημέρες) κι από το έτος της (225 γήινες ημέρες).   
Ο άξονας περιστροφής κάθε πλανήτη παρουσιάζει λόξωση σχηματίζει δηλαδή μία 
μικρή  γωνία  με  την  κάθετο  στο  επίπεδο  της  τροχιάς  του  (κλίση  του  άξονα 
περιστροφής) στην οποία οφείλεται και το φαινόμενο των εποχών. Τη μεγαλύτερη 
λόξωση έχει ο πλανήτης Ουρανός του οποίου ο άξονας είναι τόσο κεκλιμένος ώστε 
ο  άξονας  περιστροφής  του  να  συμπίπτει  σχεδόν  με  το  επίπεδο  της  τροχιάς  του 
(σχήμα 5.4).  
 
Πίνακας 5.2 
 
Απόσταση Ακτίνα Μάζα Περιστροφή Δορυ Κλίση Εκκεντρό Λόξωση Πυκνό
(AU) (ακτίνα (μάζα (γήινη ημέρα) φόροι τροχιάς τητα τητα
Γής) Γης) (g/cm3)

332,8
Ήλιος 0 109 25-36 9 --- --- --- 1.410
00
Ερμής 0.39 0.38 0.05 58.8 0 7 0.2056 0.1° 5.43
Αφροδίτη 0.72 0.95 0.89 244 0 3.394 0.0068 177.4° 5.25
Γη 1.0 1.00 1.00 1.00 1 0.000 0.0167 23.45° 5.52
Άρης 1.5 0.53 0.11 1.029 2 1.850 0.0934 25.19° 3.95
Δίας 5.2 11 318 0.411 16 1.308 0.0483 3.12° 1.33
Κρόνος 9.5 9 95 0.428 18 2.488 0.0560 26.73° 0.69
Ουρανός 19.2 4 17 0.748 15 0.774 0.0461 97.86° 1.29
Ποσειδώνας 30.1 4 17 0.802 8 1.774 0.0097 29.56° 1.64
Πλούτωνας 39.5 0.18 0.002 0.267 1 17.15 0.2482 119.6° 2.03
 
 
 

 
  121 

5.1.3 Εποχές 
 
Όπως έχει αναφερθεί στην περίπτωση της Γης, η περιστροφή ενός πλανήτη γύρω 
από τον άξονα του υπό γωνία σε σχέση με το επίπεδο περιφοράς του γύρω από τον 
Ήλιο, προκαλεί την άνιση θέρμανση του πλανήτη. Μία παρόμοια κλίση του άξονα 
του Άρη  με αυτόν της  Γης, του προσδίδει ένα πρότυπο εποχών παρόμοιο  με αυτό 
της  Γης.  Ωστόσο  εξαιτίας  της  με‐γαλύτερης  τροχιακής  περιόδου  (   έτος  στον  Άρη 
ισούται με   γήινες ημέρες) η διάρκεια κάθε εποχής είναι σχεδόν η διπλάσια  
  Η ασυνήθιστη κλίση του Ουρανού δημιουργεί εξαιρετικά μεγάλες εποχές. Κατά 
την κίνηση του πλανήτη γύρω από τον Ήλιο, κάθε πόλος του δέχεται επί   γήινα 
έτη το ηλιακό φως και για άλλα τόσα έχει νύχτα (τροχιακή περίοδος   γήινα έτη). 
Ωστόσο  η  θερμοκρασία  του  δεν  μεταβάλλεται  με  τις  εποχές  επειδή  ο  Ουρανός 
βρίσκεται πολύ μακριά από τον Ήλιο.  
  Ο  Ποσειδώνας  αν  και  περιστρέφεται  γύρω  από  τον  άξονά  του  με  την  ίδια 
περίπου  γωνία  κλίσης  από  την  κατακόρυφο  με  αυτή  της  Γης  (ίδια  περίπου 
λόξωση), η  μεγάλη του απόσταση  από τον Ήλιο του στερεί παρόμοιο  κύκλο επο‐
χών. 
 
 
5.2   Δομή του εσωτερικού των πλανητών 
 
Η  διερεύνηση  της  δομής  του  εσωτερικού  των  πλανητών,  δηλαδή  τα  υλικά  από  το 
οποίο από‐τελείται ένας πλανήτης βασίζεται σε πληροφορίες που παίρνουμε από 
έμμεσες  παρατηρήσεις,  με  βάση  τις  οποίες  κατασκευάζεται  μία  σειρά  πιθανών 
θεωρητικών μοντέλων. Αυτές είναι: 
 
1.  Η  μέση  πυκνότητά  του  ,  ο  λόγος  δηλαδή  της  μάζας  του    προς  τον  όγκο     
που καταλαμβάνει αυτή, δηλαδή 
m
ρ=  
V
Ο όγκος υπολογίζεται με βάση την ακτίνα   του πλανήτη υποθέτοντας ότι αυτός 
είναι σφαιρικός 
4
V = π R3  
3
ενώ η ακτίνα του υπολογίζεται  
• από  το  είδωλό  του  που  παρατηρείται  με  τη  βοήθεια  τηλεσκοπίου  και 
μικρομέτρου ή φωτογραφικής συσκευής ή  
•  από  το  χρόνο  που  κάνει  ένα  διαστημόπλοιο,  το  οποίο  κινείται  σε  γνωστή 
τροχιά,  να  διανύσει  το  αόρατο    από  τον  γήινο  παρατηρητή  μέρος  του 
πλανήτη  (χρόνο  κατά  τον  οποίο  δεν  λαμβάνονται  ραδιοσήματα  από  το 
διαστημόπλοιο).  
  Η  μάζα  του  πλανήτη    υπολογίζεται  με  βάση  τη  βαρυτική  επίδραση  που  έχει 
πάνω σε ένα άλλο σώμα που μπορεί να είναι  
• δορυφόρος του με μάζα   (από τον τρίτο νόμο του Kepler) 
 

 
  122 

4πα 3
M=  
GP 2
• διαστημόπλοιο  που  περνά  κοντά  του  (από  την  απόκλιση  της  τροχιάς  του) 
και  
•  από τις διαταραχές που προκαλεί στις τροχιές των γειτονικών πλανητών. 
  Οι  τιμές  της  υπολογιζόμενης  μέσης  πυκνότητας  και  των  άλλων  φυσικών 
παραμέτρων  των  πλανητών  του  ηλιακού  μας  συστήματος  και  της  Σελήνης 
περιλαμβάνονται  στον  Πίνακα  5.3,  o  οποίος  δείχνει  ότι  οι  εσωτερικοί  πλανήτες 
έχουν μέση πυκνότητα περίπου   ενώ οι εξωτερικοί περίπου  . 
  Εάν  ένα  σώμα  έχει  πυκνότητα  μικρότερη  από    αποτελείται  εξ΄ 
ολοκλήρου  από  παγωμένα  πτητικά  υλικά  δηλαδή  νερό,  αμμωνία,  διοξείδιο  του 
άνθρακα  και  μεθάνιο  ενώ  εάν  είναι  μικρότερη  από    αποτελείται  κυρίως 
από  αέρια.  Εάν  η  πυκνότητα  είναι  μεγαλύτερη  από    αποτελείται 
αποκλειστικά  από  πετρώδη  υλικά.  Εάν  είναι  πάνω  από    θα  πρέπει  να 
υπάρχει ένας πυρήνας από σίδηρ0 και νικέλιο στο εσωτερικό του σώματος ενώ εάν 
είναι  μεταξύ    από‐τελείται  από  μείγμα  λίθινων  και  παγωμένων  υλι‐
κών. 
Για  τη  δημιουργία  ενός  θεωρητικού  μοντέλου  συμβατού  με  την  παρατηρούμενη 
μέση  πυκνότητα,  απαιτείται  η  εύρεση  της  κατανομής  της  πυκνότητας    και 
κατά  συνέπεια  της  κατανομής  της  μάζας  στο  εσωτερικό  του  πλανήτη.  Αυτή 
προσεγγίζεται  υπολογίζοντας  παράγοντες  που  εξαρτώνται  από  τη  ροπή 
αδρανείας  του  πλανήτη  οι  οποίοι  προσδιορίζονται  παρατηρησιακά  με  βάση  το 
«πεπλατυσμένο»  του  πλανήτη  στο  οποίο  οδηγείται  λόγω  της  ίδιας  της  περι‐
στροφής  του  (ταχεία  περιστροφή  οδηγεί  σε  ισχυρή  συμπίεση  των  πόλων  και 
πλάτυνση κατά μήκος του ισημερινού). Για τους πλανήτες Γη, Άρη, Δία και Κρόνο 
και τη Σελήνη για τους οποίους υπάρχουν σημαντικά παρατηρησιακά δεδομένα, η 
κατανομή της πυκνότητας  δείχνει μία ταχεία αύξηση προς το κέντρο, γεγονός 
 
που υποδηλώνει 
• ανομοιογενή σύνθεση και  
• τάση  των  πιο  πυκνών    υλικών  να  συγκεντρώνονται  προς  το  κέντρο  λόγω 
βαρύτητας.  
Η παραδοχή ενός πυρήνα από σίδηρο και νικέλιο στα μοντέλα του εσωτερικού της 
Γης  στοιχειοθετείται  από  τη  διαφορά  της  μέσης  πυκνότητας  της  Γης  ( ) 
από  την  πυκνότητα  των  πυριτικών  πετρωμάτων  του  φλοιού  ( )  της, 
γεγονός που υποδηλώνει την ύπαρξη πυρήνα από υλικό μεγάλης πυκνότητας. Το 
πιο  πιθανό  υλικό  είναι  ο  σίδηρος  που  είναι  και  το  αφθονότερο  βαρύ  στοιχείο  στο 
Σύμπαν (ο σίδηρος έχει πυκνότητα 7.8 gr/cm3).  

 
  123 

2.  Η μελέτη σεισμικών κυμάτων. Μία άλλη σημαντική μέθοδος διερεύνησης της 
δομής  του  εσωτερικού  των  γεωειδών  πλανητών  στηρίζεται  στη  μελέτη  της 
σεισμικής  δραστηριότητας  ενός  πλανήτη,  της  διάδοσης  δηλαδή  των  ελαστικών 
κυμάτων που δημιουργούνται είτε στο εσωτερικό του (σεισμός ή τεχνητή έκρηξη) ή 
στην  επιφάνειά  του  (πρόσπτωση  μετεωρίτη  ή  έκρηξη  βόμβας).  Τα  κύματα 
καταγράφονται  από  ειδικά  όργανα  (σεισμογράφοι)  και  διακρίνονται  σε  κύματα   
που  καταγράφονται  πρώτα  (primary)  γιατί  κινούνται  με  διπλάσια  ταχύτητα  και 
κύματα    που  έπονται  χρονικά  και  καταγράφονται  αργότερα  (secondary).  Τα 
κύματα  P  είναι  διαμήκη  δηλαδή  διαδίδονται  όπως  τα  ηχητικά  κύματα  στον  αέρα, 
παράλληλα  προς  την  διεύθυνση 
ταλαντώσεως,  σε  οποιοδήποτε  μέσο. 
Αντίθετα  τα  κύματα    είναι  εγκάρσια, 
Διάθλαση  διαδίδονται  δηλαδή  κάθετα  προς  την 
κυμάτων  διεύθυνση  ταλαντώσεως,  και  μόνο 
Ρευστός  διαμέσου  των  στερεών  (Σχήμα  5.5).  Η 
Πυρήνας  τυπική  ταχύτητα  αυτών  των  κυμάτων 
κύματα   είναι  της  τάξης  των    και 
κύματα    μεταβάλλεται  ανάλογα  με  την 
πυκνότητα  του  μέσου  μέσα  στο  οποίο 
διαδίδονται.  Έτσι  παρατηρώντας  τις 
μεταβολές τόσο στην ταχύτητα όσο και 
Σχήμα 5.5  στη  διεύθυνση  διαδόσεως,  εξάγονται 
Η διάδοση σεισμικών κυμάτων στο  συμπεράσματα  σχετικά  με  τις  φυσικές 
εσωτερικό ενός πλανήτη. 
ιδιότητες  του  εσωτερικού  του 
μελετούμενου  πλανήτη  όπως  στην 
περίπτωση της Γης, της Σελήνης, αλλά 
και  του  Άρη  (για  τον  οποίο  υπάρχουν  λιγότερα  σεισμικά  δεδομένα).  Στην 
περίπτωση της Γης η ασυνεχής ελάττωση της ταχύτητας των σεισμικών κυμάτων 
  από    στα    που  παρατηρείται  σε  βάθος  2920  km  δείχνει  την 
ύπαρξη  εξωτερικού  μεταλλικού  πυρήνα  κάτω  από  τον  μανδύα.  Η  απουσία 
παρατήρησης  σεισμικών  κυμάτων    πέρα  από  αυτή  την  ασυνέχεια  οδηγεί  στο 
συμπέρασμα  ότι  ο  εξωτερικός  πυρήνας  βρίσκεται  σε  ρευστή  κατάσταση  ενώ  η 
παρατήρησης  της  διά‐δοσης  των  σεισμικών  κυμάτων    σε  μεγαλύτερο  βάθος 
υποδηλώνει  την  παρουσία  εσωτερικού  πυρήνα  σε  στερεή  κατάσταση.  Έτσι  ο 
εσωτερικός  στερεός  πυρήνας  (ακτίνας  περίπου    )  αποτελείται  κυρίως  από 
σίδηρο και νικέλιo ενώ ο εξωτερικός (ακτίνας περίπου  ) από ρευστό σίδηρο 
και  νικέλιο  αναμεμειγμένα  πιθανώς  με  άλλα  ελαφρύτερα  υλικά  όπως  θείο  ή 
οξυγόνο (αναγκαία για να υπάρχει πλήρης συμφωνία με την παρατηρούμενη τιμή 
πυκνότητας) ενώ ο πλαστικός μανδύας εκτείνεται σε ένα βάθος περίπου  2890 km 
και αποτελείται από υλικά πλούσια σε σίδηρο και μαγνήσιο. Άλλη μια ασυνέχεια 
στην ταχύτητα διάδοσης των σεισμικών κυμάτων συνιστά το όριο μανδύα – φλοιού 
( ), γνωστή ως ασυνέχεια  Moho και οφείλεται στην  αλλαγή της σύστασης 
των πετρωμάτων.   
   Άλλη  εκδήλωση  της  σεισμικής  δραστηριότητας  ενός  πλανήτη  είναι  η 
παρατηρούμενη  μετά  από  ισχυρούς  σεισμούς,  ελεύθερη  ταλάντωση  ολόκληρου 
του  πλανήτη  με  περιόδους  πολύ  μεγαλύτερες  από  την  χαρακτηριστική  περίοδο 
των  σεισμικών  κυμάτων  (της  τάξεως  των  λίγων  δευτερολέπτων)  οι  οποίες 

 
  124 

εξαρτώνται από την κατανομή της πυκνότητας στο εσωτερικό του πλανήτη. Για τη 
Γη οι περίοδοι τέτοιων ελεύθερων ταλαντώσεων κυμαίνονται μεταξύ 5‐55 λεπτών 
και μετά από έναν ισχυρό σεισμό διαρκούν μερικές ημέρες. 
3.  H  παρουσία  μαγνητικού  πεδίου.  Το  μαγνητικό  πεδίο  της  Γης  όπως  και  του 
Ηλίου,  ερμηνεύεται  επιτυχώς  από  το  μηχανισμό  δυναμό  που  προϋποθέτει  την 
ύπαρξη  υγρού  στρώματος  υψηλής  αγωγιμότητας  στο  εσωτερικό  του  εντός  του 
οποίου  λόγω  περιστροφής  δημιουργούνται  ηλεκτρικά  ρεύματα  που  ενισχύουν  το 
πρωτογενές  ασθενές  μαγνητικό  τους  πεδίο  που  προέρχεται  αρχικά  από  τον 
Γαλαξία. Μία από τις πιο επιτυχημένες εφαρμογές της θεωρίας του δυναμό ήταν η 
πρόβλεψη  των  μαγνητικών  πεδίων  των  άλλων  πλανητών  του  Ηλιακού  συ‐
στήματος.  Έτσι  η  ανίχνευση  μαγνητικού  πεδίου  σε  έναν  πλανήτη  μπορεί  να 

Πίνακας 5.3*


Παράγοντας ροπής 

πεδίο επιφάνειας (

πεδίο επιφάνειας (
αδράνειας ( ) 

(θεωρητικό) 

(μετρήσεις) 
Μαγνητικό 

Μαγνητικό 
Πλανήτες* 

Ερμής       

Αφροδίτη       

Γη       
 
Σελήνη       

Άρης       

Δίας       

Κρόνος       

Ουρανός       

Ποσειδώνας       

Πλούτωνας       

*συμπεριλαμβανομένης και της Σελήνης 

υποδηλώνει την παρουσία τέτοιων ρευστών στρωμάτων και η μέτρηση του μπορεί 
να καθορίσει το μέγεθος και τη θέση τους.  
  Οι  προβλεπόμενες  τιμές  των  μαγνητικών  πεδίων  των  πλανητών  και  της 
Σελήνης καθώς και οι με‐τρούμενες από τις παρατηρήσεις (για λόγους σύγκρισης) 
παρατίθενται  στον  Πίνακα  5.3.  Όπως  φαίνεται  για  όσους  πλανήτες  έχουν  ανι‐
χνεύσιμο μαγνητικό πεδίο  (εκτός από τον Άρη και την Αφροδίτη που έχουν πολύ 
ασθενές)  οι  παραπάνω  τιμές  βρίσκονται  σε  καλή  συμφωνία  με  τις  μετρούμενες. 
Από  την  παραπάνω  σχέση  είναι  εμφανές  ότι  η  τιμή  του  μαγνητικού  πεδίου 

 
  125 

καθορίζεται όχι μόνο από το είδος του ηλεκτρικά αγώγιμου ρευστού, αλλά και από 
τις  διαστάσεις  και  την  ταχύτητα  περιστροφής  του  πλανήτη.  Έτσι  το  μαγνητικό 
πεδίο της Γης αποδίδεται στην περιστροφή του εξωτερικού υγρού πυρήνα της ενώ 
το  ασθενές    μαγνητικό  πεδίο  που  παρατηρείται  στον  Ερμή,  την  Αφροδίτη 
αποδίδεται στη βραδεία περιστροφή τους. Ο Άρης ίσως είναι πιο παχύρευστος και 
ψυχρός. 
  Το ισχυρό μαγνητικό πεδίο ορισμένων εξωτερικών πλανητών, όπως του Δία, το 
εγγενώς  συνδεδεμένο  με  την  ταχεία  περιστροφή  τους,  οδηγεί  σε  θεωρητικά 
μοντέλα  στα  οποία  είναι  απαραίτητη  η  παρουσία  ζωνών  υγρού  υλικού  μεγάλης 
αγωγιμότητας (βλ. παρακάτω μοντέλο του Δία). 
4. Διαφοροποίηση:  Το φαινόμενο της διαστρωμάτωσης του εσωτερικού της Γης με 
τα  βαρύτερα  υλικά  να  πέφτουν  προς  το  κέντρο,  παρατηρείται  και  στο  εσωτερικό 
και  άλλων  σωμάτων  του  ηλιακού  συστήματος  (πλανητών,  δορυφόρων, 
αστεροειδών)  και  οφείλεται  στη  θερμότητα  του  εσωτερικού.  Η  προσπίπτουσα 
ηλιακή  ακτινοβολία  είναι  αμελητέα  πηγή  θέρμανσης  του  εσωτερικού  των 
πλανητών γιατί δεν διαπερνά την εξωτερική επιφάνεια  (στερεή επιφάνεια ή / και 
ατμόσφαιρα)  αλλά  επανεκπέμπεται  προς  τα  έξω  (βλ.  ).  Οι  κυριότερες  πηγές 
θέρμανσης  του εσωτερικού είναι:  
α.  Η  αρχική  θερμότητα  κατά  το  σχηματισμό  του  πλανήτη  στα  πρώτα  στάδια 
δημιουργίας  που  προέρχεται  όπως  και  στην  περίπτωση  ενός  αστέρα,  από  τη 
βαρυτική συστολή των αρχικών συστατικών του. Για σώματα της ίδιας περίπου 
πυκνότητας  αυτά  που  έχουν  μεγαλύτερη  μάζα  αναμένεται  να  έχουν 
μεγαλύτερη  αρχική  θερμότητα,  έτσι  οι  πλανήτες  τύπου  Διός  κατά  το 
σχηματισμό τους θα πρέπει να ήταν πιο θερμοί από τους γεωειδείς πλανήτες. 
Επειδή γενικά ο χρόνος ψύξης ενός πλανήτη είναι ανάλογος του μεγέθους του, 
οι  μικρότεροι  ψύχθηκαν  γρηγορότερα  από  την  εναπομένουσα  αρχική 
θερμότητά τους.  
β.  Η  ενέργεια  από  το  διαχωρισμό  των  συστατικών  τους  (με  τα  πυκνότερα  να 
συγκεντρώνονται προς το κέντρο, διαδικασία διαφοροποίησης) που προέρχεται 
από τη βαρυτική ενέργεια. 
γ.  Η  ενέργεια  από  τη  ραδιενεργή  διάσπαση  ισοτόπων,  ιδιαίτερα  των  καλίου, 
ουρανίου  και  θορίου  τα  οποία  ήταν  άφθονα  στα  πρώτα  στάδια  και  η  οποία 
αποτελεί και την πηγή διατήρησης της θερμοκρασίας του εσωτερικού της Γης. 
  Θα  πρέπει  να  σημειωθεί  ότι  η  θερμοκρασία  στο  εσωτερικό  ενός  πλανήτη 
αποκαθίσταται  όταν  ο  ρυθμός  εκλύσεως  ενέργειας  εξισωθεί  με  το  ρυθμό 
απώλειας ενέργειας  από την εξωτερική του  επιφάνεια.  Ο ρυθμός απώλειας  ενέρ‐
γειας  εξαρτάται  από  το  ρυθμό  μεταφοράς  της  εκλυόμενης  από  το  εσωτερικό 
ενέργειας  στην  επιφάνεια  του  πλανήτη  (που  μπορεί  να  είναι  και  στην 
ατμόσφαιρα) απ’ όπου η θερμότητα εκπέμπεται προς τα έξω συνεισφέροντας στην 
επανεκπεμπόμενη  ηλιακή  ακτινοβολία.  Στο  Δία  η  παρατηρούμενη 
ακτινοβολούμενη  ενέργεια  είναι  σχεδόν  διπλάσια  απ’  όση  δέχεται  από  τον  Ήλιο 
γεγονός  που  υποδηλώνει  ότι  θα  πρέπει  να  προέρχεται  από  την  εναπομένουσα 
θερμότητά σχηματισμού του δηλαδή απ΄ τη βαρυτική συστολή του ενώ στον Κρόνο 
είναι  ακόμα  μεγαλύτερη  από  του  Δία  και  αποδίδεται  σε  άλλο  εσωτερικός 
ενεργειακό μηχανισμό. 
 Για  τους  γεωειδείς  ο  ρυθμός  απώλειας  ενέργειας  είναι  τόσο  μικρός  γιατί  τα 
εξωτερικά  στερεά  στρώματά  εμποδίζουν  τη  μεταφορά  θερμότητας  προς  τα  έξω, 

 
  126 

ώστε δεν λαμβάνεται υπόψη στην κατασκευή των μοντέλων του εσωτερικού τους. 
Στη Γη η ροή θερμότητας από το εσωτερικό της προς την επιφάνεια είναι μόνο το 
 ( ) της ενέργειας που λαμβάνει από τον Ήλιο.  
Ο  βαθμός  θέρμανσης  του  εσωτερικού  των  πλανητών  είναι  σημαντικός  για  τη 
γεωλογική τους δραστηριότητα αφού από αυτή εξαρτάται η μεταφορά θερμότητας 
προς  τα  εξωτερικά  στρώματα  που  αποτελεί  σημαντικό  παράγοντα  διαμόρφωσης 
της επιφάνειάς τους. 
 
 
5.2.1  Το εσωτερικό των γεωειδών πλανητών. 
 
Σύμφωνα  με  τα  παραπάνω  προκύπτει  ότι  η  Γη  όπως  και  όλοι  οι  γεωειδείς 
πλανήτες,  έχει  διαφοροποιημένη  δομή  αποτελούμενη  από  φλοιό  –  μανδύα  – 
πυρήνα όπως προκύπτει κι από τις σεισμολογικές μελέτες. Γενικά στους γεωειδείς 
πλανήτες  η  πυκνότητα  αυξάνει  αυξανομένων  των  διαστάσεων  ενός  σώματος, 
υποδηλώνοντας  ότι  στους  μεγαλύτερους  πυρήνες  υπάρχει  μεγαλύτερη 
περιεκτικότητα  σιδήρου  και  νικελίου.  Εξαίρεση  αποτελεί  ο  Ερμής,  του  οποίου  ο 
πυρήνας  σιδήρου  είναι  μεγαλύτερος  από  τον  αναμενόμενο  για  έναν  μικρό 
πλανήτη. Επιπλέον όπως φαίνεται στο σχήμα 5.6 ο μανδύας και ο πυρήνας έχουν 
και  τηγμένα  και  στερεά  τμήματα  κι  άρα  πιθανόν  οι  γεωειδείς  πλανήτες  να  ήταν 
κάποτε  όλοι  σε  ρευστή  μορφή  και  τα  πυκνότερα  υλικό  να  κατακάθισαν  στον 
πυθμένα  καθώς  ψύχονταν.  Από  την  άμεση  εμπειρία  μας  γνωρίζουμε  ότι  οι 
επιφάνειες  αυτών  των  πλανητών  είναι  στερεές.  Το  ασθενές  μαγνητικό  πεδίο  του 
Ερμή  παρά  τη  βραδεία  περιστροφή  του  οδηγεί  σε  μοντέλο  με  μεγάλο  για  τις 
διαστάσεις του πυρήνα σιδήρου που στο παρελθόν ήταν ρευστός.  Η Σελήνη λόγω 
της απουσίας μαγνητικού πεδίου και της πυκνότητάς της που υποδεικνύει ότι είναι 
πετρώδης, δεν έχει μεταλλικό πυρήνα.  
 
 
5.2.2  Μοντέλα του εσωτερικού πλανητών τύπου Διός. 
 
  Σε αντίθεση με τους γεωειδείς που αποτελούνται από πετρώματα και μέταλλα, 
το  εσωτερικό  των  πλανητών  τύπου  Διός  είναι  τελείως  διαφορετικό  και  βρίσκεται 
κυρίως  σε  υγρή  φάση.  Ο  Δίας  και  ο  Κρόνος  έχουν  παρόμοια  περιεκτικότητα  (  
υδρογόνο,    ήλιο  αντίστοιχα  κατά  μάζα)  ενώ  ο  Ουρανός  και  ο  Ποσειδώνας 
μικρότερη.  Επειδή  τα  παρατηρησιακά  δεδομένα  είναι  λιγότερα  τα  μοντέλα  του 
εσωτερικού  είναι  πιο  αβέβαια.  Οι  επιφάνειές  τους  δεν  είναι  στέρεες  και  τα  αέρια 
υλικά τους συμπυκνώνονται κι αλλάζουν φάση στις θερμοκρασίες και στις πιέσεις 
που χαρακτηρίζουν το εσωτερικό τους όπως φαίνεται στο σχήμα 5.7. 

 
  127 

( ) 

( )  ( ) 

( )  ( )  ( )  ( ) 

( ) 
Μανδύας    Αέριες ατμόσφαιρες 
  Υγρό μοριακό υδρογόνο 
( )    Υγρό μεταλλικό υδρογόνο 
  Πάγοι ( ,  ,  ) 
Στερεοί μεταλλικοί  Ρευστός πυρήνας 
πυρήνες  σιδήρου    Πυριτικά πετρώματα και μέταλλα 

Σχήμα 5.6   Σχήμα  5.7 


Μοντέλο του εσωτερικού ( ) της  Μοντέλο του εσωτερικού ( ) του 
Σελήνης, ( ) του Ερμή, ( ) του Άρη, ( )  Ποσειδώνα, ( ) του Ουρανού, ( ) του 
της Αφροδίτης και  ( ) της Γης.  Κρόνου και ( ) του Δία. 

Λόγω  της  χαμηλής  πίεσης  και  της  υψηλής  θερμοκρασίας  τα  μοντέλα  των 
πλανητών τύπου Διός χαρακτηρίζονται από: 
1. Πετρώδη  πυρήνα  από  σίδηρο,  μέταλλα  και  πυριτικά  υλικά  (στο  Δία  ο 
πυρήνας έχει το μέγεθος της Γης αλλά μάζα πιθανόν 10πλάσια της Γης). 
2. Εξωτερικούς μανδύες από υγρό μοριακό και μεταλλικό υδρογόνο και ήλιο. 
Το μεταλλικό υδρογόνο είναι στην ουσία ιονισμένο υδρογόνο όπως  στο εσωτερικό 
του  Ή‐λιου  αλλά  σε  πολύ  υψηλότερη  θερμοκρασία  ( ).  Όταν  το  υδρογόνο 
βρεθεί  σε  συνθήκες  μεγάλης  πίεσης  περίπου    τα  ελεύθερα  ηλεκτρόνια 
αποσχίζονται  από  τον  πυρήνες  (οι  οποίοι  πλησιάζουν  ο  ένας  τον  άλλο 
περισσότερο)  και  κινούνται  ελεύθερα  προσδίδοντας  του  υψηλή  ηλεκτρική  και 
θερμική  αγωγιμότητα  (όπως  ακριβώς  στα  μέταλλα  απ’  όπου  και  η  ονομασία  του 
μεταλλικό).  Το  μεταλλικό  υδρογόνο  βρίσκεται  σε  συνεχή  κίνηση  λόγω  της 
εκλύσεως ενέργειας από το εσωτερικό αυτών των πλανητών και σε συνδυασμό με 
την  ταχεία  περιστροφή  είναι  υπεύθυνο  για  δημιουργία  του  μαγνητικού  πεδίου 
(ισχυρού  στην  περίπτωση  του  Δία)  αφού  στο  Δία  η  περιοχή  του  μεταλλικού 
υδρογόνου αποτελεί το 75% της μάζας του. 
  Στον  Κρόνο  η  απαιτούμενη  πίεση  για  την  ύπαρξη  μεταλλικού  υδρογόνου 
επιτυγχάνεται  σε  μεγαλύτερος  βάθος  γι  αυτό  και  το  στρώμα  του  μεταλλικού 
υδρογόνου καταλαμβάνει μικρότερο όγκο (σχήμα 5.7), γεγονός που ερμηνεύει και 
το  ασθενέστερο  σε  σχέση  με  το  Δία  μαγνητικό  του  πεδίο.  Επιπλέον  επειδή  ο 
Κρόνος έχει στην ατμόσφαιρά του μικρότερη περιεκτικότητα σε ήλιο σε σχέση με 
το  Δία,  το  ήλιο  λόγω  μικρότερης  θερμοκρασίας  αντί  να  διαλυθεί  στο  υγρό 
υδρογόνο,  πέφτει  υπό  μορφή  σταγόνων  λόγω  βαρύτητας  προς  το  κέντρο  του 
ελευθερώνοντας  την  ενέργεια  που  αποτελεί  και  την  πηγή  της  εσωτερικής  του 
θέρμανσης.   
Θα  πρέπει  να  σημειωθεί  ότι  δεν  υπάρχουν  σαφείς  διαχωριστικές  επιφάνειες  με‐
ταξύ των διαφόρων στρωμάτων του υδρογόνου αλλά η μετάβαση από τη μία φάση 
στην άλλη είναι σταδιακή αυξανομένου του βάθους (υψηλότερη πίεση).  
  Οι δύο μικρότεροι γίγαντες πλανήτες Ουρανός και Ποσειδώνας, κυριαρχούνται 
από την παρουσία εκτεταμένων υγρών μανδυών από πάγους, μεθανίου, αμμωνίας 
 
  128 

και νερού και μοιάζουν στη σύσταση περισσότερο με τους δορυφόρους των αέριων 
γιγάντων. 
  Γιατί  οι  χημική  σύνθεση  των  πλανητών  είναι  διαφορετική;  Η  απάντηση  θα 
πρέπει να αναζητηθεί στη δημιουργία του ηλιακού συστήματος. 
 
 
5.3  Ατμόσφαιρες πλανητών 
 
Η παρουσία ατμόσφαιρας γύρω από έναν πλανήτη γίνεται  αντιληπτή 
1. Από τη μεγάλη ανακλαστική ικανότητα του πλανήτη  (albedo), το ποσοστό 
δηλαδή της προσπίπτουσας ηλιακής ακτινοβολίας που σκεδάζεται από τον 
πλανήτη πάνω στα μόρια των νεφών της ατμόσφαιράς του.  
2. Από  τη  διαφορετική  φωτογραφική  εμφάνιση  του  πλανήτη  (μεγαλύτερο 
μέγεθος  και  απουσία  συγκεκριμένης  μορφολογίας)  στα  μικρότερα  μήκη 
κύματος  λόγω  της  μεγαλύτερης  ικανότητας  σκέδασης  των  μορίων  της 
ατμόσφαιρας (σκέδαση Rayleigh).  
3. Από τη φασματοσκοπική ανάλυση του ανακλώμενου ηλιακού φωτός, βάσει 
της  οποίας  διαπιστώνεται  η  παρουσία  γραμμών  απορρόφησης  (εκτός  των 
ηλιακών)  που  οφείλονται  στα  αέρια  της  ατμόσφαιρας  του  πλανήτη.  Αυτό 
δεν  σημαίνει  ότι  όλα  τα  αέρια  της  ατμόσφαιρας  μπορούν  να  ανιχνευθούν 
φασματοσκοπικά.  Αυτό  συμβαίνει  διότι  ανάλογα  με  την  θερμοκρασία  του 
πλανήτη, αέρια όπως  το υδρογόνο, το ήλιο και το άζωτο ενδέχεται  να μην 
μπορούν να σχηματίσουν γραμμές στο μέρος του φάσματος που μπορεί να 
διαπεράσει τη γήινη ατμόσφαιρα. 
   Το  είδος  της  ατμόσφαιρας  που  χαρακτηρίζει  ένα  πλανήτη  εξαρτάται  από  τη 
σχέση  μεταξύ  του  πεδίου  βαρύτητάς  του  πλανήτη  (το  οποίο  προσπαθεί  να 
συγκρατήσει τα αέρια της) και της θερμοκρασίας (δηλαδή της κινητικότητας) των 
σωματιδίων  της  ατμόσφαιρας  (τα  οποία  προσπαθούν  να  διαφύγουν).  Τα 
σωματίδια της ατμόσφαιρας για να διαφύγουν θα πρέπει να έχουν μέση ταχύτητα 
 μεγαλύτερη από την ταχύτητα διαφυγής   που χαρακτηρίζει την επιφάνεια του 
πλανήτη.  Η  πιθανότητα  πάντως  δραπετεύσεως  ενός  μορίου    με  είναι  συ‐
 
νυφασμένη  και  από  την  διεύθυνση  του  μορίου  και  από  την  πυκνότητα  της 
ατμόσφαιρας  στο  σημείο  που  βρίσκεται  το  μόριο  (από  την  οποία  εξαρτάται  και  ο 
ρυθμός  συγκρούσεως  του  με  άλλα  σωματίδια  με  αποτέλεσμα  την  αλλαγή 
διευθύνσεως και απώλεια κινητικής ενέργειας). Επιπλέον επειδή η μέση ταχύτητα 
αποτελεί  μία  μόνο  χαρακτηριστική  τιμή  γύρω  από  την  οποία  κατανέμονται  οι 
ταχύτητες  των  μορίων  που  απαρτίζουν  ένα  αέριο  (κατανομή  Maxwell),  πι‐
θανότητα  δραπετεύσεως  έχουν  και  τα  μόρια  των  οποίων  η  μέση  ταχύτητα  είναι 
μικρότερη  της  ταχύτητας  διαφυγής  λόγω  του  ότι  πολλά  από  αυτά 
χαρακτηρίζονται από ταχύτητες  . Στην πράξη για να διαφύγει ένα αέριο από 
την ατμόσφαιρα ενός πλανήτη αρκεί να ισχύει 
1
6u > uδιαφ ή u > uδιαφ  
6
Η  έκφραση    αποτελεί  την  «πρακτική  ταχύτητα  διαφυγής».  Η  ταχύτητα 
διαφυγής  ενός  σώματος  μάζας    από  την  επιφάνεια  ενός  πλανήτη  μάζας    και 
ακτίνας   με   είναι:  

 
  129 

Πίνακας 5.4
Οι θερμοκρασίες των πλανητών 
Μέση θερμοκρασία  Ενεργός 
Ανακλαστική 
Πλανήτες  επιφάνειας* σε   και σε    θερμοκρασία σε   και σε   
ικανότητα    
(σε παρένθεση)  (σε παρένθεση) 
Ημέραα:   ( ) 
Ερμής       ( ) 
Νύχτα:   ( ) 
 β,γ
Αφροδίτη     ( )  ( ) 
γ 
Γη    ( )   ( ) 

Ημέρα:   ( ) 
Σελήνη       ( ) 
Νύχτα:   ( ) 
γ 
Άρης    ( )   ( ) 

Δίας       ( ) 

Κρόνος       ( ) 

Ουρανός       ( ) 

Ποσειδώνας       ( ) 

Πλούτωνας       

*   Θερμοκρασία της στερεάς επιφάνειας για τους γεωειδείς πλανήτες και της κορυφής των 
νεφών για τους πλανήτες τύπου Διός 
α)  Στο περιήλιο και στον ισημερινό 
β)  Στα νέφη του εξωτερικού μέρους της ατμόσφαιρας 
γ)  Υψηλότερη  από  τη  θεωρητική  (ενεργό  θερμοκρασία)  λόγω  του  φαινομένου  του 

 
2GM
uδιαφ =  
R
και  άρα  μπορεί  να  υπολογισθεί  από  γνωστές  φυσικές  παραμέτρους.  Για  να 
επιτευχθεί η σύγκρισή της με τη μέση κινητική ταχύτητα   των διαφόρων μορίων 
μάζας    και  να  διαπιστωθεί  ποια  από  αυτά  δεσμεύονται  και  ποια  από  αυτά 
διαφεύγουν απαιτείται  η εύρεση της θερμοκρασίας της ατμόσφαιρας του πλανήτη 
δεδομένου ότι  
1 3
mu 2 = kT  
2 2
απʹ όπου 
3kT
u=  
2m
    Η  θερμοκρασία  της  ατμόσφαιρας  ενός  πλανήτη  (ή  αν  δεν  υπάρχει  της 
επιφάνειας  του  πλανήτη)  καθορίζεται  από  την  ισορροπία  μεταξύ  της  ενέργειας 
που  απορροφά  αυτός  από  τον  Ήλιο  και  της  ενέργειας  που  επανεκπέμπει  και 
μπορεί  δε  να  υπολογιστεί  προσεγγιστικά  από  την  ενεργό  θερμοκρασία  του  που 

 
  130 

είναι  η  θερμοκρασία  ενός  μέλανος  σώματος  ίδιου  μεγέθους  με  τον  πλανήτη  που 
απορροφά  το  ίδιο  ποσό  της  ηλιακής  ακτινοβολίας.  Η  ενεργός  θερμοκρασία  είναι 
κατά  προσέγγιση  ίση  με  την  κινητική  θερμοκρασία  και  χαρακτηρίζει  τη 
θερμοκρασία  της  στερεάς  επιφάνειας  του  πλανήτη  όταν  η  ατμόσφαιρα  είναι 
διαπερατή  (όπως  στην  περίπτωση  του  Άρη)  ή  τη  θερμοκρασία  των  νεφών  της 
ατμόσφαιρας  όταν  η  ατμόσφαιρα  είναι  πυκνή  (όπως  στην  περίπτωση  της 
Αφροδίτης  και  των  πλανητών  τύπου  Διός).  Για  τον  θεωρητικό  υπολογισμό  της 
ενεργού  θερμοκρασίας  απαιτείται  επιπλέον  η  γνώση  της  ανακλαστικής 
ικανότητας  (albedo) του πλανήτη. Οι προκύπτουσες θερμοκρασίες  των πλανητών 
συνοψίζονται  στον  Πίνακα  5.4  απ’  όπου  είναι  επιπλέον  εμφανές  ότι  οι  πλανήτες 
εκπέμπουν  την  ακτινοβολία  που  απορρόφησαν  στο  υπέρυθρο  κυρίως  μέρος  του 
φάσματος.  Γι  αυτό  και  ο  βασικός  πειραματικός  τρόπος  μετρήσεως  της 
θερμοκρασίας των πλανητών που περιβάλλονται από ατμόσφαιρες απαιτεί χρήση 
συσκευών υπέρυθρου. 
  Από  τα  παραπάνω  φαίνεται  ότι  τα  ελαφρύτερα  μόρια  γενικά  κινούνται 
ταχύτερα  κι  άρα  μπορούν  να  βρεθούν  σε  μεγαλύτερο  ύψος  από  την  επιφάνεια 
(όπου η βαρύτητα είναι ασθενέστερη) γι αυτό και δραπετεύουν ευκολότερα απ’ ότι 
τα  βαρύτερα.  Έτσι  η  ατμόσφαιρα  της  Γης  αποτελείται  από  μόρια  αζώτου, 
οξυγόνου,  νερού  και  αργού  κοντά  στην 
επιφάνεια  αλλά  στα  υψηλά  στρώματά 
Δίας 
Κρόνος  της κυριαρχεί το ήλιο και το υδρογόνο. 
 
     Η  συμπεριφορά  των  διαφόρων 

Ποσειδώνας 
    χαρακτηριστικών  αερίων  μίας 
Ταχύτητα διαφυγής (

Ουρανός 
πλανητικής  ατμόσφαιρας 

  ( ) 
φαίνεται  στο  σχήμα  5.8  στο  οποίο 
    Γη 
Αφροδίτη 
παρουσιάζεται αφ’ ενός μεν η κατανομή 
  Τρίτων 
  Άρης  των  μέσων  ταχυτήτων  των  εν  λόγω 
Ερμής  
μορίων  σε  συνάρτηση  με  την 
  Σελήνη  Τιτάνας  θερμοκρασία,  αφ’  ετέρου  δε  οι  θέσεις 
  των  πλανητών  (συμπεριλαμβανομένης 
0
Επιφανειακή θερμοκρασία ( )  της  Σελήνης,  του  Τιτάνα  και  του 
Σχήμα 5.8 
Τρίτωνα)  τοποθετημένων  υπό  μορφή 
Οι ταχύτητες διαφυγής των διαφόρων  σημείων  στο  διάγραμμα,  όπως 
αερίων από τους πλανήτες του ηλιακού  προσδιορίζονται  με  βάση  δύο 
συντεταγμένες,  την  χαρακτηριστική 
θερμοκρασία  τους    (ως  προς  τον  άξονα  των  θερμοκρασιών)  και  την  ταχύτητα 
διαφυγής που χαρακτηρίζει την επιφάνειά τους (στον άξονα των ταχυτήτων). 
  Εάν  η  κατανομή  (γραμμή)  που  χαρακτηρίζει  ένα  αέριο  περνά  πάνω  από  το 
σημείο που χαρακτηρίζει έναν πλανήτη τότε το αέριο έχει κατά πάσα πιθανότητα 
διαφύγει  από  την  ατμόσφαιρα  του  πλανήτη.  Θεωρώντας    ότι  όλοι  οι  πλανήτες 
είχαν πρωτογενείς ατμόσφαιρες από υδρογόνο και ήλιο (υλικά του κοινού ηλιακού 
νέφους από το οποίο σχηματίστηκαν) από το σχήμα 5.8 μπορούμε να δούμε ότι οι 
τέσσερις εσωτερικοί δεν τις συγκράτησαν. Οι ατμόσφαιρες που έχουν σήμερα είναι 
δευτερογενείς  δηλαδή  δημιουργήθηκε  από  την  έκλυση  αερίων  από  το  εσωτερικό 
τους,  είτε  καθώς  το  εσωτερικό  τους  ρευστοποιήθηκε  από  τα  πτητικά  υλικά  που 
εξαερώθηκαν  από  τις  ηφαιστειακές  εκρήξεις  (δηλαδή  δια  εξαερώσεως  των  πε‐

 
  131 

τρωμάτων τους) είτε από τη δράση του ηλιακού ανέμου και των κομητών. Το είδος 
των  αερίων  της  ατμόσφαιρας  ενός  πλανήτη  εξαρτάται  από  τον  τρόπο 
σχηματισμού του πλανήτη και την περαιτέρω εξέλιξή του.  
 
5.3.1 Ατμόσφαιρες γήινων πλανητών  
 
Η  ατμόσφαιρα  που  έχει  σήμερα  η  Γη  αποτελεί  το  τελικό  στάδιο  μιας  σειράς 
διαφορετικών  διεργασιών  α)  Η  πρωτογενής  της  ατμόσφαιρα  ήταν  ένα  λεπτό 
στρώμα  από  υδρογόνο  και  ήλιο  τα  οποία  σύντομα  διέφυγαν  β)  λόγω  έντονης 
ηφαιστειακής δραστηριότητας εκλύθηκαν πολλά πτητικά υλικά και απέκτησε ένα 
παχύ  στρώμα  ατμόσφαιρας  αζώτου,  διοξειδίου  του  άνθρακα  και  υδρατμών,  100 
φορές  πιο  πυκνό  από  τη  σημερινή.  Σε  αυτή  συνέβαλε  η  πτώση  αστεροειδών  που 
ήταν έντονη στα πρώτα στάδια δημιουργίας του ηλιακού συστήματος.(εξαέρωση). 
Σε  αυτή  τη  δευτερογενή  ατμόσφαιρα  καθώς  η  Γη  ψύχθηκε,  οι  υδρατμοί 
υγροποιήθηκαν στους ωκεανούς και το διοξείδιο του άνθρακα απορροφήθηκε και 
ενσωματώθηκε  στα  πετρώματα  του  πυθμένα  (ασβεστόλιθος)  τους  αλλά 
απορροφήθηκε και από τα  φυτά.  Το οξυγόνο που εκλύθηκε από τα φυτά, αρχικά 
παγιδεύτηκε σε χημικές αντιδράσεις με τα ορυκτά (γι αυτό είναι και το δεύτερο σε 
περιεκτικότητα  ορυκτό  του  γήινων  πετρωμάτων)  αλλά  λόγω  της  φωτοσύνθεσης 
εμπλούτισε  την  ατμόσφαιρα.  γ)  στην  τελική  ατμόσφαιρα  έμεινε  το  άζωτο  και  το 
οξυγόνο, με αναλογία   που παρατηρούμε σήμερα  (τα υπόλοιπα αέρια έχουν 
μικρό ποσοστό). Η ατμόσφαιρά της Γης ανάλογα με τη βαθμίδα της θερμοκρασίας 
διακρίνεται  σε  τέσσερα  στρώματα  και  τα  κλιματικά  φαινόμενα  που  συμβαίνουν 
στην  πλησιέστερη  στην  επιφάνειά  της  την  τροπόσφαιρα  (οι  επόμενες  είναι  η 
στρατόσφαιρα, η μεσόσφαιρα και η θερμόσφαιρα). 
  Ο  Ερμής  (όπως  και  η  Σελήνη)  λόγω  της  μικρής  επιφανειακής  βαρύτητας 
(   και  )  και  άρα  της  μικρής  ταχύτητας  διαφυγής,  έχει  χάσει 
ακόμα  και  τη  δευτερογενή  ατμόσφαιρα.  Η  απώλεια  της  ατμόσφαιρας  μπορεί  να 
οφείλεται επιπλέον στην υψηλή θερμοκρασία της επιφάνειάς του που  φτάνει  και 
τους    ( )  στον  ισημερινό  κατά  τη  διάρκεια  της  μεσημβρίας. 
Κυριαρχούμενος  από  τον  Ήλιο  παρουσιάζει  τις  μεγαλύτερες  διαφορές  επιφα‐
νειακής θερμοκρασίας από κάθε άλλο πλανήτη στο ηλιακό σύστημα  – πάνω από  
 (από τους –  τη νύχτα  έως τους   την ημέρα). Έτσι η ατμόσφαιρα του 
Ερμή  είναι  εξαιρετικά  αραιή  με  πυκνότητα  μικρότερη  από  το  ένα 
τρισεκατομμυριοστό της γήινης  (κατά την ημέρα) και σχηματίζεται από τη δράση 
του  ηλιακού  ανέμου  επάνω  στα  άτομα  των  στοιχείων  της  επιφάνειάς  του.  Έτσι 
στοιχεία  όπως  το  να‐τριο  και  το  κάλιο  συναντώνται  μόνο  κατά  τη  διάρκεια  της 
ημέρας  ενώ  τη  νύχτα  τα  στοιχεία  αυτά  απορροφώνται  και  πάλι  από  τα  πετρώ‐
ματα  της  επιφάνειάς  του.  Αυτό  σημαίνει  ότι  η  αραιή  ατμόσφαιρά  του  δεν  είναι 
σταθερή όπως της Γης ή της Αφροδίτης αλλά συνεχώς αναπληρώνεται. 
     Ο  Άρης  χαρακτηρίζεται  πρακτικά  από  ταχύτητα  διαφυγής  λίγο  μεγαλύτερη 
από αυτή του Ερμή αλλά λόγω της μεγαλύτερης απόστασής του από τον Ήλιο και 
άρα  της  μικρότερης  θερμοκρασίας  του,  έχει  διατηρήσει  την  ατμόσφαιρά  του  και 
αναμένεται  να  έχει  συγκρατήσει  όλα  τα  αέρια  εκτός  του  υδρογόνου  και  ηλίου.  Η 
Αφροδίτη και ο Άρης αποτελούνται κυρίως από διοξείδιο του άνθρακα  και μικρές 
ποσότητες από άζωτο, αργό και οξυγόνο. 

 
  132 

  Η διατήρηση της δευτερογενούς ατμόσφαιρας ενός πλανήτη όπως αναφέρθηκε 
εξαρτάται από τη μάζα του και τη θερμοκρασία της επιφάνειάς του (άρα από την 
απόστασή  του  από  τον  Ήλιο).  Η  τελική  όμως  θερμοκρασία  της  ατμόσφαιράς  του 
καθορίζεται  κι  από  άλλους  παράγοντες  όπως  είναι  το  φαινόμενο  του 
θερμοκηπίου. 
 
5.3.2 Το φαινόμενο του θερμοκηπίου 
 
Όταν ένας πλανήτης απορροφά την ηλιακή ακτινοβολία  (ακτινοβολία στο οπτικό 
μέρος  του  φάσματος),  θερμαίνεται  η  επιφάνειά  του  και  προσπαθεί  να  ψυχθεί 
εκπέμποντας  στο  υπέρυθρο  (μεγάλο  μήκος  κύματος).  Όταν  η  ατμόσφαιρά  του 
περιέχει  αέρια  ,    (αέρια  θερμοκηπίου,)  τα  οποία  ανακλούν  μέρος  της  προς 
τα  έξω  υπέρυθρης  ακτινοβολίας  προς  το  έδαφος,  την  παγιδεύουν  προς  τα 
κατώτερα  στρώματά  της  με  αποτέλεσμα  την  αύξηση  της  θερμοκρασίας  της 
επιφάνειά  του  πλανήτη  (παρόμοιος  τρόπος  θέρμανσης  του  εσωτερικού  των 
θερμοκηπίων). Μέρος βέβαια της υπέρυθρης ακτινοβολίας δραπετεύει γιατί τότε η 
θερμοκρασία του πλανήτη θα αυξανόταν συνεχώς. 
  H Γη εκπέμπει το μεγαλύτερο μέρος της ακτινοβολίας της στο υπέρυθρο ως ένα 
ψυχρό μέλαν σώμα θερμοκρασίας   ( ). Μόνο το   της γήινης υπέρυθρης 
ακτινοβολίας διαφεύγει στο διάστημα ενώ η υπόλοιπη απορροφάται από τα μόρια 
του  διοξειδίου  του  άνθρακα  ( )  και  των  υδρατμών  ( )  που  υπάρχουν  στην 
ατμόσφαιρα  τα  οποία  την  επανεκπέμπουν  στο  υπέρυθρο  με  απoτέλεσμα  την 
επιστροφή  της  ακτινοβολίας  στην  επιφάνειά  της  Γης  που  την  απορροφά  και 
αυξάνει  τη  θερμοκρασία  της.  Με  αυτόν  τον  τρόπο  η  θερμοκρασία  της  γήινης 
επιφάνειας  αυξάνει  περίπου  κατά    πάνω  από  την  ενεργό  θερμοκρασία  της 
(την  θερμοκρασία  που  θα  είχε  αν  μόνη  πηγή  θέρμανσής  της  ήταν  ο  Ήλιος)  και 
πάνω  από  το  σημείο    όπου  παγώνει  το  νερό.    Λόγω  ό‐μως  της  βιολογικής 
δραστηριότητας  των  φυτών  (φωτοσύνθεση),  το    της  γήινης  ατμόσφαιρας  δεν 
αυξάνεται  συνεχώς  αλλά  διασπάται  και  το  μεν    ελευθερώνεται  στην 
ατμόσφαιρα,  ο  δε    άνθρακας  ( )  ενσωματώνεται  στη  ζώσα  ύλη  αρχικά  και  στη 
συνέχεια δεσμεύεται σε γεωλογικά ιζήματα μέχρι να επαναοξειδωθεί. Κατ’ αυτόν 
τον  τρόπο  μεγάλα  ποσά    αποσύρονται  από  την  κυκλοφορία  της  ατμόσφαιρας 
(το    επανα‐ελευθερώνεται)  και  άρα  στη  Γη  το  φαινόμενο  θερμοκηπίου 
λειτουργεί ήπια. 
  Η  αύξηση  όμως  της  συγκέντρωσης  των  αερίων  του  θερμοκηπίου  λόγω 
ανθρώπινων  δραστηριοτήτων  (συνεχή  καύση  των  πετρελαιοειδών,  συνεχής 
ρύπανση της ατμόσφαιρας  με  , καταστροφή  δασών  και  παραγωγή  μεθανίου) 
έχει οδηγήσει σε ένταση του φαινομένου. Όμως ο κίνδυνος μιας τέτοιας αρνητικής 
εξέλιξης  της  γήινης  ατμόσφαιρας  είναι  υπαρκτός,  και  η  εξέλιξή  του  σε  
καταστροφικό  φαινόμενο  θερμοκηπίου  όπως  αυτό  που  επικρατεί  στην    Αφροδίτη 
λόγω  της  μεγάλης  περιεκτικότητας  σε    (θερμοκρασία  στην  οποία  τήκεται  ο 
μόλυβδος και πίεση   φορές μεγαλύτερη της γήινης)!.   
     Στην Αφροδίτη το φαινόμενο του θερμοκηπίου θεωρείται ότι ξεκίνησε από την 
παρουσία  μεγάλης  ποσότητας  υδρατμών  οι  οποίοι  δεν  υγροποιήθηκαν  λόγω  της 
έντονης  θέρμανσής  της  από  τον  Ήλιο,  η  οποία  εξαέρωσε  και  το  διοξείδιο  τον 
άνθρακα  που  ήταν  αρχικά  παγιδευμένο  στα  πετρώματά  της  (η  Αφροδίτη  σήμερα 

 
  133 

δεν  περιέχει  νερό  λόγω  διάσπασης  του  από  την  υπεριώδη  ηλιακή  ακτινοβολία). 
Στον Άρη από την άλλη λόγω της μικρότερης αρχικής θερμοκρασίας σχηματισμού 
του,  οι  υδρατμοί  υγροποιήθηκαν  και  οδήγησαν  στη  διάλυση  του  διοξειδίου  του 
άνθρακα της ατμόσφαιρας του κι άρα στην αντίστροφη δράση του φαινομένου του 
θερμοκηπίου  που  οδήγησε  στην  ψύξη  του  πλανήτη.  Το  νερό  στον  Άρη  βρίσκεται 
σήμερα σε ένα στρώμα πάχνης κάτω από την επιφάνειά του και η ατμόσφαιρά του 
είναι τόσο λεπτή (  της γήινης) ώστε το φαινόμενο του θερμοκηπίου να είναι 
αμελητέο. Κατά τη διάρκεια της νύχτας η θερμοκρασία μειώνεται κατά  . 
 
 
5.3.3 Ατμόσφαιρες πλανητών τύπου Διός 
 
Οι πλανήτες τύπου Διός λόγω της χαμηλής θερμοκρασίας και της μεγάλης μάζας 
έχουν  συγκρατήσει  την  πρωτογενή  ατμόσφαιρά  τους.  Σ΄  αυτούς  το  υδρογόνο 
βρίσκεται  είτε  υπό  μοριακή  μορφή  ( )  είτε  ενωμένο  με  τον  άνθρακα  υπό  μορφή 
μεθανίου  ( )  (στο  Δία  και  υπό  μορφή  αμμωνίας  )  ενώ  δεν  αναμένεται  η 
παρουσία ατμοσφαιρικού  οξυγόνου  γιατί λόγω της παρουσίας  υδρογόνου  και  της 
επικρατούσας  χαμηλής  θερμοκρασίας  αυτό  δεσμεύεται  μετέχοντας  στο 
σχηματισμό  νεφών  υδάτινου  πάγου.  Στους  Ουρανό  και  Ποσειδώνα  λόγω  της 
χαμηλής  θερμοκρασίας  τους  τα  περισσότερα  αέρια  (εκτός  του  υδρογόνου  και  του 
ηλίου) αναμένεται να είναι σε υγρή ή στερεά μορφή. Επιπλέον δύο δορυφόροι τους, 
ο Τιτάνας του Κρόνου και ο Τρίτων του Ποσειδώνα έχουν ατμόσφαιρες κυρίως από 
άζωτο  ενώ  ο  Πλούτωνας  λόγω  της  μικρής  ανακλαστικής  του  ικανότητας  δεν 
φαίνεται  να  έχει  ατμόσφαιρα  ή  έχει  πολύ  αραιή.  Στο  κοντινότερο  μέρος  της 
τροχιάς  του  έχει  αέρια  ατμόσφαιρα  σαν  του  Τρίτωνα  από  άζωτο  και  μεθάνιο,  τα 
οποία όμως παγώνουν στο πιο μακρινό τμήμα της τροχιάς του. 
    Θα  πρέπει  να  σημειωθεί  ότι  η  κατάσταση  (υγρή  στερεά  ή  αέρια)  στην  οποία 
μπορεί να βρεθεί ένα στοιχείο ή μία ένωση εξαρτάται από την καμπύλη της τάσης 
κορεσμού των ατμών του σε σχέση με τη θερμοκρασία κι από την περιεκτικότητά 
του.  Μία  τέτοια  καμπύλη  μας  δίνει  τη  δυνατότητα  να  προβλέψουμε  την  ύπαρξη 
νερού  σε  υγρή  φάση  σε  κάποιο  πλανήτη  ενώ  παρόμοιες  τέτοιες  καμπύλες  μας 
επιτρέπουν την πρόβλεψη των φάσεων άλλων ενώσεων (όπως ). 
  Επιπλέον η παρουσία της ατμόσφαιρας σε έναν πλανήτη επιβραδύνει το ρυθμό 
απώλειας  της  εσωτερικής  του  θερμότητας  και  ρυθμίζει  την  εκπομπή  της  προς  τα 
έξω  αλλά  και  την  κατανομή  της  στην  επιφάνεια  του  μέσω  μεταφοράς  θερμών 
αέριων  μαζών  από  τον  ισημερινό  προς  από  τις  ψυχρούς  πόλους.  Η  εμφάνιση 
ζωνών  και  λωρίδων  στους  Δία,  Κρόνο  και  Ποσειδώνα  είναι  κοινή  σε  όλους  τους 
πλανήτες με ατμόσφαιρα. Στη Γη, αυτές οι ζώνες είναι δυτικοί άνεμοι επιφανείας 
και  ρεύματα  ανατολικά  ανοδικά.  Στη  Γη  και  στην  Αφροδίτη  κινητήρια  δύναμη 
αυτών των ανέμων είναι ο Ήλιος ο οποίος θερμαίνει το έδαφος και το κα‐τώτερο 
στρώμα  της  ατμόσφαιρας  και  υποκινεί  τη  διαδικασία  της  μεταφοράς  των  αερίων 
μαζών.   
  Στο  Δία,  Κρόνο  και  Ουρανό  όμως  δεν  υπάρχει  «έδαφος»  και  οι  άνεμοι  δεν 
υποκινούνται από τον Ήλιο (λόγω της μεγάλης απόστασης) αλλά από την  
 

 
  134 

λωρίδα 

ζώνη 

σκιά  ερυθρά κηλίδα 
δορυφόρου 

 
Σχήμα 5. 9:  Χαρακτηριστικά της ατμόσφαιρας του Δία 
 
εσωτερική πηγή θερμότητας του πλανήτη. Η διάδοση της θερμότητας γίνεται δια 
ρευμάτων  μεταφοράς  στον  υγρό  μανδύα  μεταλλικού  υδρογόνου  όπως  στον 
μανδύα της Γης με τη διαφορά ότι στη Γη εκδηλώνεται με ηφαιστειακές εκρήξεις. 
Σύμφωνα  με  αυτό  το  μοντέλο  (το  οποίο  είναι  συμβατό  με  τις  παρατηρήσεις)  για 
δεδομένο  γεωγραφικό  πλάτος  οι  φωτεινές  ζώνες  αποτελούν  περιοχές  υψηλής 
πίεσης διαμέσου των οποίων ανέρχονται θερμά αέρια από το εσωτερικό τα οποία 
ψύχονται και κατέρχονται στις περιοχές των σκοτεινών λωρίδων που χαρακτηρί‐
ζονται  από  χαμηλότερη  πίεση  (σχήμα  5.9).  Η  ταχεία  περιστροφή  του  πλανητών 
τύπου  Διός    οδηγούν  στην  οριζόντια  κυκλοφορία  της  ατμόσφαιρας  (παράλληλη 
προς τον ισημερινό) και σε ανέμους μεγάλης ταχύτητας  . Αυτό σημαίνει 
ότι  τα  νέφη  του  αλλάζουν  μέσα  σε  ώρες  ή  και  ημέρες.  Ο  Δίας  έχει  πολλές 
καταιγίδες  σαν  τους  τυφώνες  της  Γης  αλλά  μεγαλύτερους  σε  μέγεθος  και 
διάρκεια,  με  πιο  χαρακτηριστική  την  μεγάλη  ερυθρά  κηλίδα  η  οποία  είναι  ένας 
αντικυκλώνας  διαμέτρου  τετραπλάσιας  της  γήινης  και  ηλικίας  περίπου  ετών 
που  ανυψώνεται  8  km  πάνω  από  τα  γειτονικά  νέφη.  Αυτή  συνοδεύεται  από  μία 
νεότερη που παρατηρήθηκε το 2006 και πιθανόν από Τρίτη (Σχήμα 5.10). Το ερυθρό 
χρώμα  της  πιθανόν  οφείλεται  σε  στοιχεία  που  ανασυρόμενα  από  το  κατώτερο 
στρώμα  της  ατμόσφαιρας  του  Δία  με  την  επίδραση  της  ηλιακής  ακτινοβολίας 
οδηγούνται  σε  χημικές  αντιδράσεις  που  παράγουν  χημικές  ενώσεις  με  το 
χαρακτηριστικό ερυθρό χρώμα. 
 

 
Σχήμα 5.10  Οι ερυθρές κηλίδες του Δία 
 
 

 
  135 

5.4  Οι επιφάνειες των πλανητών/δορυφόρων. 
 
Η  τελική  διαμόρφωση  της  επιφάνειάς  είναι  το  αποτέλεσμα  συνδυασμού 
ενδογενών  μηχανισμών,  μηχανισμών  δηλαδή  που  οφείλονται  στη  γεωλογική 
δραστηριότητα  του  πλανήτη  (ηφαιστειακή  δραστηριότητα,  δραστηριότητα  που 
απορρέει  από  κίνηση  του  μανδύα,  διαβρωτική  δράση  της  ατμόσφαιράς  και  της 
υδρόσφαιράς)  και  μηχανισμών  που  οφείλονται  σε  εξωτερικούς  παράγοντες  όπως 
πρόσπτωση  στερεών  σωμάτων  από  το  διάστημα  (μετεωρίτες)  επάνω  στην 
επιφάνεια  του  πλανήτη.  Ένα  σύνηθες  αποτέλεσμα  της  δράσης  τέτοιων 
μηχανισμών  στην  επιφάνεια  ενός  πλανήτη  είναι  η  δημιουργία  κρατήρων, 
«βυθισμάτων»  δηλαδή  του  εδάφους,  συνήθως  κυκλικού  σχήματος.  Οι  κρατήρες 
μπορεί να είναι είτε «κρουστικής» προελεύσεως, να σχηματίζονται δηλαδή από τις 
προσπτώσεις  εξωτερικών  σωμάτων  (σχήμα  5.11)  είτε  «ηφαιστειογενούς»  ‐  να 
αποτελούν  δηλαδή  τους  κώνους  από  τους  οποίους  εκτινάχθηκε  η  λάβα  από  το 
εσωτερικό  του  πλανήτη.  Στη  Γη  υπάρχουν  και  τα  δύο  είδη  κρατήρων,  χαρακτη‐
ρίζονται  όμως  από  διαφορετικό  μέγεθος,  δεν  υπάρχει  για  παράδειγμα 
ηφαιστειογενής  κρατήρας  διαμέτρου  μεγαλύτερης  των    ενώ  πολλοί  από  τους 
παρατηρούμενους «κρουστικούς» κρατήρες είναι μεγαλύτεροι.  
Φυσικά η μορφολογία του τοπίου ενός πλανήτη ή δορυφόρου μετά την πρόσπτωση 
μπορεί  να  αλλάξει  και  με  την  δράση  διαβρωτικών  μηχανισμών  όπως  για 
παράδειγμα  με  την  παρουσία  ατμόσφαιρας  όπως  συμβαίνει  στην  περίπτωση  της 
Γης (όπου οι πιο καλοδιατηρημένοι κρατήρες είναι εν γένει και οι πιο πρόσφατοι). 
Απουσία ατμόσφαιρας η διάβρωση οφείλεται  
• Στην κατάρρευση των τοιχωμάτων λόγω βαρύτητας.  
• Σε άλλες προσπτώσεις.   
• Σε μεταβολή θερμοκρασίας.  
• Σε σεισμούς. 
Στην επιφάνεια Σελήνης διακρίνουμε τα εξής χαρακτηριστικά:  
1.  Κρατήρες,  η  πλειοψηφία  των  οποίων  πιστεύεται  ότι  έχει  «κρουστική» 
προέλευση. Αυτήν την ερμηνεία ενισχύουν : 
• Η  παρατηρούμενη  ομοιότητα  της  κατανομής  του  αριθμού  των  σωμάτων 
που  μπορούν  να  προκαλέσουν  την  διάνοιξη  τέτοιων  κρατήρων,    με  την 
αντίστοιχη  κατανομή  που  διέπει  τους  αστεροειδείς  του  πλανητικού  μας 
συστήματος  αλλά  και  τους  μετεωρίτες  που  πέφτουν  στη  Γη  ‐συνήθως  οι 
κρατήρες έχουν δεκαπλάσια διάμετρο από το σώμα που το προκαλεί.  
• ο  εναλλακτικός  ηφαιστειογενής  μη‐χανισμός  κρατήρων  δεν  θεωρείται 
ικανός  να  δη‐μιουργήσει  κρατήρες  τόσο  μεγάλων  διαστάσεων  όσο  οι 
σεληνιακοί.  
• Η  μορφολογία  των  σεληνιακών  κρατήρων,  δεδομένου  ότι  πολλοί  από 
αυτούς  συνοδεύονται  από  ακτίνες  (και  ακτινικά  διατεταγμένους 
μικρότερους δευτερογενείς κρατήρες) που ξεχύνονται από τον κρατήρα και 
προέρχονται τόσο από τα θραύσματα του «βλήματος» όσο και από το υλικό 
που εκτινάσσεται κατά τη διάνοιξη του πρωτογενούς κρατήρα (σχήμα 5.11). 
Αντίθετα  οι  ηφαιστειογενείς  κρατήρες  περιβάλλονται  από  κύματα 
στερεοποιημένης  λάβας  (βασαλτικά  πετρώματα)  που  τους  προσδίδουν  μία 
χαρακτηριστική  κυματοειδή  ομαλότητα.  Ο  μεγαλύτερος  κρατήρας  της 

 
  136 

Σελήνης (South Pole Aitken) διαμέτρου   και βάθους   βρίσκεται 


στη  μη  ορατή  πλευρά  της  και  από‐τελεί  την  μεγαλύτερη  κρουστική 
κοιλότητα του ηλιακού συστήματος.  

Δευτερογενείς   Χείλος 
κρατήρες    Κάλυμμα από 
Κεντρική   εκτινάγματα 
  κορυφή 

Ακτίνες  Καταρρέον 
Πυθμένας κρατήρα  τοίχωμα 
   
 

Σχήμα 5.11
Η δομή ενός τυπικού κρατήρα
2.  Τις  «πεδιάδες»  που  καλύπτουν  το    της  επιφάνειάς  της,  μεγάλες  εκτάσεις, 
σχετικά  επίπεδες  που  λόγω  της  βασαλτικής  τους  σύνθεσης,  φαίνονται  ως 
σκοτεινές  περιοχές  (σκοτεινότερες  από  τον  περίγυρό  τους)  γιατί  δεν  ανακλούν 
αρκετά το ηλιακό φως και είναι εύκολα ορατές κατά την Πανσέληνο. Στην ουσία 
αποτελούν τον πυθμένα μεγάλων κρατήρων που έχει γεμίσει από στερεοποιημένη 
λάβα  μετά  την  πρόπτωση  μεγάλων  αστεροειδών  κατά  τις  πρώτε  φάσεις  του 
σχηματισμο της. Ονομάζονται  «θάλασσες» (maria), γιατί παλαιότερα θεωρούσαν 
ότι  καλύπτονται  από  νερό.  Οι    «θάλασσες»  βρίσκονται  συγκεντρωμένες  στο 
ορατό ημισφαίριο της Σε‐λήνης με μεγαλύτερη τη  «Θάλασσα των Βροχών»  (Mare 
Imbrium) που έχει διάμετρο περίπου    (Σχήμα 5.12) .  
3.  Τα φωτεινά υψίπεδα τα οποία είναι καλυμμένα με κρατήρες.  
4. Οροσειρές συγκεντρωμένες στο νότιο ημισφαίριο μέχρι και 7500 m. 
Το  έδαφος  της  καλύπτεται  από  ένα  παχύ  στρώμα  σκόνης  (ρηγόλιθος)  που 
οφείλεται  στην  καταστροφή  της  εξωτερικής  επιφάνειας  από  βομβαρδισμό 
μετεωριτών.  
Θα  πρέπει  να  σημειωθεί  ότι  τα  πετρώματα  της  Σελήνης  δεν  περιέχουν  πτητικά 
υλικά  που  εξαερώνονται  σε  χαμηλές  θερμοκρασίες  όπως  νάτριο  και  κάλιο  αλλά 
υλικά  που  εξατμίζονται  σε  υψηλότερες  θερμοκρασίες  όπως  ασβέστιο  και 
αλουμίνιο. 
Θάλασσες 

κρατήρες 
υψίπεδα 

 
Σχήμα 5.12 Χαρακτηριστικά της Σελήνης 

 
  137 

 
Η  κατανομή  των  κρατήρων  είναι  ενδεικτική  της  ηλικίας  της  μελετούμενης 
επιφάνειας, διότι  σε μία επιφάνεια που βομβαρδίζεται συνεχώς από αστεροειδείς, 
οι  πρώτοι  κρατήρες  διακρίνονται  ευκρινώς  ο  ένας  από  τον  άλλο  ενώ  στην  συνέ‐
χεια το τοπίο υφίσταται κορεσμό από τις συνεχιζόμενες προσπτώσεις. Επιπλέον η 
αριθμητική πυκνότητα των κρατήρων μιας επιφάνειας δείχνει για πόσο καιρό  έχει 
εκτεθεί  η  επιφάνεια  στον  «βομβαρδισμό»  κι  άρα  είναι  ανά‐λογη  της  ηλικίας  της. 
Έτσι  τα  υψίπεδα  λόγω  της  μεγαλύτερης  αριθμητικής  πυκνότητας  των  κρατήρων 
είναι μεγαλύτερης ηλικίας (  δισεκατομμύρια έτη) από τις θάλασσες (  δισεκα‐
τομμύρια έτη), γεγονός που επιβεβαιώνεται και από την ραδιενεργή χρονολόγηση 
των  πετρωμάτων  των  αντίστοιχων  σεληνιακών  περιοχών.  Στη  Σελήνη  δεν  έχουν 
βρεθεί  πετρώματα  νεότερα  από    δισεκατομμύρια  έτη,  γεγονός  που  δείχνει  ότι 
είναι γεωλογικά ανενεργή για αρκετό καιρό. 
 Παρόμοια  με  την  επιφάνεια  της  Σελήνης  είναι  η  επιφάνεια  του  Ερμή  που 
καλύπτεται  σε  ποσοστό    από  κρατήρες  με  μικρότερη  όμως  αριθμητική 
πυκνότητα  (αριθμός  κρατήρων  ανά  μονάδα  επιφάνειας).  Ο  μεγαλύτερος 
κρατήρας,  η  λεκάνη  Καλόρις  έχει  διάμετρο    και  θεωρείται  ότι 
σχηματίστηκε  στο  τέλος  της  πε‐ριόδου  του  έντονου  βομβαρδισμού.  Η  επιφάνεια 
του  Ερμή,  σε  αντίθεση  με  αυτή  της  Σελήνης,  χαρακτηρίζεται  από  ρηχά  ρήγματα 
μήκους εκατοντάδων χιλιομέτρων (όμοιων με τις «ρυτίδες» που εμφανίζονται κατά 
τη συρρίκνωση ενός παλιού μήλου) τα οποία φαίνεται ότι έχουν προέλθει είτε από 
καταβυθίσεις  του  φλοιού  ή  από  τα  σεισμικά  κύματα  που  δημιουργήθηκαν  μετά 
την  πρόσκρουση  μεγάλων  σωμάτων  ή  ακόμη  κατά  την  περίοδο  ψύξης  του 
πλανήτη.  Τα  νεότερα  δεδομένα  του  δορυφόρου  MESSENGER  (2006)  που 
χαρτογράφησε  άγνωστες  μέχρι  σήμερα  περιοχές  του  Ερμή  (σχήμα  5.13), 
αποκάλυψε  ένα  σύστημα  ακτίνων  που  διατρέχει  όλο  τον  πλανήτη  ξεκινώντας 
από  τις  βόρειες  περιοχές  του,  από  έναν  νέο  σχετικά  κρατήρα  (γνωστό  μόνο  από 
γήινα δεδομένα radar )  
 

   
Σχήμα 5.13 Ο Eρμής από το MESSENGER (2006). 
 
  Η  επιφάνεια  του  Άρη  είναι  η  μόνη  από  τους  γεωειδείς  πλανήτες  μετά  τη  Γη 
που παρουσιάζει μεγάλη ποικιλία γεωλογικών χαρακτηριστικών. Σε αντιδιαστολή 
με  τον  Ερμή  και  τη  Σελήνη  χαρακτηρίζεται  από  κρατήρες  ηφαιστειογενούς 

 
  138 

προέλευσης  (ηφαίστεια  σε  σχήμα  ασπίδας)  όπως  το  ψηλότερο  βουνό  στο  ηλιακό 
μας σύστημα το όρος Όλυμπος (Mons Olympus) ύψους   και διαμέτρου  . 
Η  έλλειψη  αντίστοιχου  μεγέθους  σχηματισμών  στη  Γη  από‐δίδεται  στην  απουσία 
συστήματος  κινήσεως  τε‐κτονικών  πλακών  όπως  στη  Γη.  Στην  συγκέντρωση 
ηφαιστειακών υλικών που καλύπτει σχεδόν το ένα τρίτο του πλανήτη αποδίδεται ο 
σχηματισμός  ενός    μεγάλου  υψώματος  –  ύψωμα  Tharsis  –  που  καλύπτει  ένα 
μεγάλο  μέρος  της  επιφάνειάς  του  (τυπική  διάσταση    και  ύψος  )  το 
οποίο  χαρακτηρίζεται  από  ένα  δίκτυο  ρωγμών  που  πιθανότατα  δημιουργήθηκε 
από το βάρος των ηφαιστειακών υλικών. Στη ρηγμάτωση και τη διάβρωση, που δεν 
είναι γνωστό αν προήλθε από υπόγεια ύδατα ή από την εξάχνωση του πάγου από 
το έδαφος, αποδίδονται τα δαιδαλώδη συστήματα μεγάλων φαραγγιών που κατά 
τόπους  έχουν  πλάτος    και  βάθος  ως  και    τα  οποία  βρίσκονται    στην 
κοιλάδα  (Valles)  Marineris  που  εκτείνεται  σε  μήκος    παράλληλα  στον 
ισημερινό  του  πλανήτη,  στα  οποία  έχουν  σημειωθεί  σημαντικές  γεωλογικές 
μεταβολές.  Υπάρχουν  επίσης  πολλά  στοιχεία  διάβρωσης  που  μαρτυρούν  την 
παρουσία  υγρού  –  πιθανόν    νερού  –  στην  επιφάνεια  του  κατά  το  παρελθόν  όπως 
πλημμύρες  που  δημιούργησαν  συστήματα  καναλιών  μήκους    και 
βάθους   μέσα  σε  μικρές  εναποθέσεις  λάβας  με  πολλά  διακλαδιζόμενα 
«ρυάκια». Ένα άλλο χαρακτηριστικό της επιφάνειάς του αποτελούν οι πόλοι του οι 
οποίοι  καλύπτονται  από  παγοκαλύμματα  (πολικά  καπέλα  –  polar  caps)  κυρίως 
από  πα‐γωμένο    και  ,  τα  οποία  αλλάζουν  μέγεθος  ανάλογα  με  την  εποχή 
του πλανήτη. Τον Ιούνιο του 2006 το Phoenix Mars Lander της NASA επιβεβαίωσε 
την παρουσία πάγου στην επιφάνειά του. 
  Η  επιφάνεια  της  Αφροδίτης  χαρακτηρίζεται  από  όρη  ηφαιστειογενούς 
προέλευσης αλλά και υψίπεδα με μέγεθος παρόμοιο των ηπείρων (με μεγαλύτερο, 
τη Γη της Αφροδίτης  (Terra Aphrodite) που εκτείνεται κατά μήκος του ισημερινού 
κι έχει περίπου το μέγεθος της Βορείου Αμερικής) αν και το μεγαλύτερο μέρος της 
επιφάνειας  του  πλανήτη    (   καλύπτεται  από  πεδιάδες  που 
χαρακτηρίζονται  από  ρήγματα  και  ρηχούς  κρατήρες  πιθανώς  κρουστικής 
προέλευσης.  Το  υπόλοιπο    της  επιφάνειας  αποτελείται  από  έντονους 
κρατήρες  και  πλατιά  γραμμικά  ρήγματα.  Η  έλλειψη  μικρών  κρατήρων  στην 
επιφάνειά  της  σε  συνδυασμό  με  την  πυκνή  και  θερμή  ατμόσφαιρά  της 
καταδεικνύει  τη  διάλυση  των  μικρών  μετεωριτών  πριν  φτάσουν  στην  επιφάνειά. 
Τα  παραπάνω  χαρακτηριστικά  υποδηλώνουν  την  ύπαρξη  γεωλογικής  δραστηριό‐
τητας  τουλάχιστον  κατά  το  παρελθόν  ενώ  η  ανάλυση  των  πετρωμάτων  της 
κατέδειξε  ότι  ένα  μεγάλο  μέρος  της  επιφάνειά  της  ( )  καλύπτεται  από  λάβα 
(βασαλτικά  πετρώματα).  Η  ύπαρξη  ηφαιστείων  (παρόμοιων  του  όρους  Όλυμπος 
του Άρη) αφήνει ανοιχτό το ερώτημα περί ενεργής ηφαιστειακής δραστηριότητας.  
  Συνοψίζοντας  θεωρούμε  ότι  οι  γήινοι  πλανήτες  έχουν  περάσει  από  τα  εξής   
εξελικτικά στάδια: 
1.  Διαφοροποίηση, διαστρωμάτωση του εσωτερικού. 
2.  Σχηματισμό κρατήρων. 
3.  Πλημμύρες (νερού ή λάβας) του πυθμένα των κρατήρων. 
4.  Εξέλιξη  της  επιφάνειας  –  κίνηση  τεκτονικών  πλακών,  απομάκρυνση  ηπείρων, 
ηφαιστειογενής δράση. 
Την ένταση των παραπάνω μηχανισμών καθορίζουν: 
1.  Το μέγεθος του πλανήτη. 

 
  139 

2.  Η παρουσία ή απουσία ατμόσφαιρας. 
3.  Η απόσταση από τον Ήλιο. 
 
 
5.5  Δορυφόροι 
 
Η παρουσία ή απουσία ενός δορυφόρου ως ανεξάρτητου σώματος γύρω από έναν 
πλανήτη ανά‐γεται στον υπολογισμό της κρίσιμης απόστασης   (όριο Roche) στην 
οποία ένα  σώμα μάζας  m και ακτίνας    (το οποίο  διατηρεί τη συνοχή του λόγω 
της  ίδιας  του  της  βαρύτητας)  μπορεί  να  πλησιάσει  ένα  άλλο  σώμα  πολύ 
μεγαλύτερης  μάζας    ( )  χωρίς  να  καταστραφεί  από  τις  παλιρροϊκές 
δυνάμεις βαρύτητος που εξασκούνται πάνω του. Αυτή δίνεται από τη σχέση 
1/ 3
⎛ 8M ⎞
d =⎜ ⎟ Rm  
⎝ m ⎠
Η παραπάνω σχέση εκφράζει το όριο Roche ενός πλανήτη που γενικά είναι   
όπου   είναι η ακτίνα του πλανήτη.  
  Για  το  σύστημα  Γης  –  Σελήνης  το  όριο  Roche  είναι  ,  μικρότερο 
δηλαδή  από  την  πραγματική  μεταξύ  τους  απόσταση  που  είναι  .  Το  όριο 
Roche  θα  μπορούσε  να  χαρακτηρισθεί  και  σαν  ακτίνα  βαρυτικής  κυριαρχίας  του 
εκάστοτε  μεγάλου  σώματος  η  οποία  οριοθετεί  την  περιοχή  απαγόρευσης  άλλης 
βαρυτικής  συμπύκνωσης  (δορυφόρος)  επί  ποινή  καταστροφικής  διαλύσεώς  της. 
Έτσι  στον  Κρόνο  –  όπως  και  στον  Ουρανό  και  τον  Δία  –  πολυάριθμα    μικρά 
κομμάτια (πάγου ή πετρώδη επικαλυμμένα με πάγο) που βρέθηκαν σε από‐σταση 
μικρότερη  του  ορίου  Roche  του  πλανήτη,  δεν  μπόρεσαν  να  συνενωθούν  για  να 
δημιουργήσουν  ένα  μεγαλύτερο  συμπαγή  δορυφόρο  και  περιφέρονται  γύρω  από 
αυτόν  υπό  μορφή  δακτυλίων.  Αυτά  μπορεί  πάντως  να  αποτελούν  και  τα 
υπολείμματα  ενός  παλαιότερου  μεγαλύτερου  δορυφόρου  που  διαλύθηκε  λόγω 
ακριβώς της υπεροχής των παλιρροϊκών δυνάμεων του Κρόνου. 
     Οι  γεωειδείς  πλανήτες,  έχουν  λίγους  δορυφόρους  και  δεν  περιβάλλονται  από 
δακτυλίους.  Οι  δύο  πρώτοι,  ο  Ερμής  και  η  Αφροδίτη  στερούνται  δορυφόρων,  η  Γη 
έχει μόνο ένα, τη Σελήνη και ο Άρης δύο, τον Φόβο και τον Δείμο που είναι κατά 
πάσα  πιθανότητα  αστεροειδείς  που  έχουν  παγιδευτεί  στο  πεδίο  βαρύτητας  του 
Άρη.  Θα  πρέπει  να  σημειωθεί  ότι  σε  σχέση  με  τους  δορυφόρους  των  μεγάλων 
πλανητών τύπου Διός οι οποίοι έχουν συγκρίσιμο μέγεθος με τον Ερμή (ασήμαντο 
όμως  σε  σύγκριση  με  τους  πλανήτες  γύρω  από  τους  οποίους  περιφέρονται),  οι 
δορυφόροι των γεωειδών πλανητών είναι πολύ μικροί, με εξαίρεση τη Σελήνη που 
έχει  διαστάσεις  συγκρίσιμες  της  Γης.  Οι  μεγαλύτεροι  δορυφόροι  του  Ηλιακού 
συστήματος (με ακτίνα μεγαλύτερη των  ) παρουσιάζονται στον Πίνακα 5.5 
μαζί  με τον Ερμή και τον Πλούτωνα για λόγους σύγκρισης. 

  Καθένας  από  τους  πλανήτες  τύπου  Διός  συνοδεύεται  από  περισσότερους  του 
ενός  δορυφόρους,  μερικοί  από  τους  οποίους  έχουν  ανακαλυφθεί  από  τις 
πρόσφατες  διαστημικές  αποστολές.  Από  τους    δορυφόρους  του  Ηλιακού 
συστήματος  μόνο  τέσσερις  (Ιώ,  Γανυμήδης,  Τιτάνας  και  Τρίτων)  έχουν 
ατμόσφαιρες.  Ο  Δίας  έχει  τουλάχιστον  ,  οι  πιο  κοντινοί  και  μεγαλύτεροι  από 

 
  140 

τους  οποίους  –  γνωστοί  και  ως  δορυφόροι  του  Γαλιλαίου  –  είναι  με  σειρά  αυξα‐
νομένης  απόστασης  η  Ιώ,  η  Ευρώπη,  ο  Γανυμήδης  και  η  Καλλιστώ  που  τα 
χαρακτηριστικά  τους  (πυκνότητα,  σχετική  περιεκτικότητα  πε‐τρώδους  υλικού, 
διάρκεια και ένταση γεωλογικής δραστηριότητας) ελαττώνονται αυξανομένης της 
απόστασής τους από το Δία (σχήμα 5.14).  
  Από  αυτούς  η  Ιώ  είναι  γεωλογικά  ενεργή  λόγω  της  τεράστιας  βαρυτιακής 
επίδρασης του Δία και των παλιρροϊκών δράσεων των υπόλοιπων δορυφόρων που 
διατηρούν το εσωτερικό της σε ρευστή κατάσταση κάτω από τον λεπτό φλοιό της 
που  έχει  χρώμα  ερυθροπορτοκαλί  λόγω  της  παρουσίας  ενώσεων  θείου.  Χα‐
ρακτηρίζεται από μεταβαλλόμενα ενεργά ηφαίστεια (ταχύτητα εκτόξευσης υλικού 
εικοσαπλάσια  των  γήινων  (υλικό  που  εκτοξεύεται  σε  ύψος    πάνω  από  την 
επιφάνειά της εξαφανίζεται σε διάστημα 4 μηνών). 
     Οι  υπόλοιποι  τρείς  μεγάλοι  δορυφόροι  του  Διός  καλύπτονται  από  πάγο  ενώ  η 
επιφάνειά  τους  χαρακτηρίζεται  από  κρατήρες  (η  Καλλιστώ  έχει  επιφάνεια 
διάστικτη  από  κρατήρες,  ο  Γανυμήδης  μόνο  σε  ορισμένες  περιοχές  του  ενώ  η 
Ευρώπη  έχει  πολύ  λίγους).  Η  Ευρώπη  αποτελεί  μία  ιδιαίτερη  περίπτωση  καθώς 
κάτω  από  την  πλήρως  καλυμμένη  με  λεπτό  πάγο  και  ρωγμές  επιφάνειά  της  έχει 
ωκεανό  από  νερό  που  διατηρείται  σε  υγρή  μορφή  λόγω  της  βαρυτικής  επίδρασης 
του  Δία  .  Η  ανίχνευση  νέων  μορφών  ζωής  στα  βάθη  των  γήινων  ωκεανών  και 
βακτηρίων  σε  ιδιάζουσες  συνθήκες  την  καθιστά  ένα  από  τα  υποψήφια  σώματα 
που μπορεί  εν δυνάμει να περιέχει το φαινόμενο της ζωής.  
 

Ιώ  Ευρώπη  Γανυμήδης   Καλλιστώ 


Σχήμα 5.14 : Οι δορυφόροι του Γαλιλαίου του Δία 
 
  Ο  Γανυμήδης  είναι  ο  μεγαλύτερος  δορυφόρος  του  Ηλιακού  συστήματος 
(διάμετρος    ),  μεγαλύτερος  από  τον  Πλούτωνα  ή  τον  Ερμή,  θεωρείται  ότι 
αποτελείται κατά το ήμισυ από πυριτικά πετρώματα και πάγους. Η επιφάνεια του 
καλύπτεται σε ορισμένες περιοχές από παλαιούς κρατήρες (ηλικίας παρόμοιας της 
Σελήνης)  και  σε  άλλες  από  νεότερα  γεωλογικά  χαρακτηριστικά  που  αποδίδονται 
πιθανώς  σε  τεκτονική  δραστηριότητα.  Τέλος  η  Καλλιστώ  αν  και  παρόμοια  σε 
μέγεθος  με  τον  Γανυμήδη,  δεν  έχει  υποστεί  καμία  γεωλογική  δραστηριότητα  και 
χαρακτηρίζεται από παλαιούς κρατήρες (ο μεγαλύτερος ονομάζεται Βαλχάλλα και 
έχει  διάμετρο  )  εκτεινόμενους  επάνω  στην  επιφάνεια  του  πάγου    που 
περιβάλλει το λίθινο πυρήνα της. Έχει πολύ αραιή ατμόσφαιρα από διοξείδιο του 
άνθρακα.  
 
 

 
  141 

Πίνακας 5. 5 
 
  Σώμα  γύρω  από  το  οποίο  Ακτίνα (km) 
Πλανήτες και Δορυφόροι  περιφέρονται 
Γανυμήδης  Δίας      2 631 
 Τιτάνας  Κρόνος       2 575   
Ερμής  Ήλιος      2 439 
Καλλιστώ  Δίας      2 400 
Ιώ  Δίας      1 815 
Σελήνη  Γη      1 738 
Ευρώπη  Δίας       1 569 
Τρίτων  Ποσειδώνας       1 353 
Πλούτωνας  Ήλιος      1 160 
 
    Ο  Κρόνος  έχει  τουλάχιστον    δορυφόρους  αλλά  ιδιαίτερο  ενδιαφέρον 
παρουσιάζει ο Τιτάνας ο οποίος είναι ο μόνος δορυφόρος του Ηλιακού συστήματος 
με  πυκνή  ατμόσφαιρα  αποτελούμενη  κυρίως  από  μοριακό  άζωτο  (όπως  στη  Γη) 
και  παγωμένο  μεθάνιο.  Ιδιαίτερο  ενδιαφέρον  αποτελεί  η  παρουσία 
υδρογονανθράκων  στην  ατμόσφαιρά  του,  όπως  για  παράδειγμα      (προπάνιο) 

και  μορίων  όπως    (υδροκυάνιο)  που  είναι  απαραίτητα  για  την  εμφάνιση 
εμβίων όντων. Το διαστημικό όχημα Cassini αποκάλυψε την παρουσία λιμνών και 
θαλασσών  από  μεθάνιο  και  αιθάνιο  προς  την  περιοχή  του  βόρειου  πόλου  του 
(2008). 
     Ο  Ουρανός  έχει  δορυφόρους  που  φέρουν  ονόματα  από  τα  έργα  του  Σαίξπηρ 
(Άριελ,  Τιτάνια,  Όμπερον  κ.λ.π).  Ο  Ποσειδώνας  έχει   δορυφόρους  από  τους 
οποίους ο Τρίτων είναι ο μεγαλύτερος σε μέγεθος  (διάμετρος  ) δορυφόρος 
του  ηλιακού  συστήματος  που  κινείται  κατά  την  ανάδρομη  φορά  σε  σχέση  με  την 
περιστροφή  του  πλανήτη.  Είναι  όσο  ψυχρός  είναι  και  ο  Πλούτωνας  ( ),  έχει 
αραιή  ατμόσφαιρα,  κυρίως  από  άζωτο  κι  ένα  παγοκάλυμμα  στο  νότιο  πόλο  του 
από  πάγο  αζώτου  και    μεθανίου.  Η  ροζ  εμφάνιση  του  πάγου  αποδίδεται  στην 
παρουσία  σύνθετων  οργανικών  ενώσεων  που  σχηματίστηκαν  από  τη  δράση  του 
ηλιακού  φωτός.  Το  πιο  ενδιαφέρον  και  απρόσμενο  χαρακτηριστικό  του,  που 
αποκάλυψαν οι φωτογραφίες του Voyager, είναι τα παγωμένα ηφαίστεια με υλικό 
πιθανόν  από  υγρό  άζωτο,  σκόνη  κι  ενώσεις  μεθανίου  του  εσωτερικού  του.  Αυτά 
αποδίδονται  στην  κατά  περιόδους  θέρμανσή  του  από  τον  Ήλιο  γιατί  λόγω  της 
μεγάλης κλίσης του άξονα περιστροφής του ως προς τον Ποσειδώνα (  σε σχέση 

με  την  κλίση  του  Ποσειδώνα  που  είναι  περίπου  )  παρουσιάζει  τον  ίδιο 
φαινόμενο με τον Ουρανό, στρέφοντας διαδοχικά τους πόλους προς το ηλιακό φως 
.     Ο τελευταίος των δορυφόρων από απόψεως αποστάσεως από τον  Ήλιο είναι ο 
δορυφόρος  του  Πλούτωνα,  Χάρων,  ο  οποίος  αποτελεί  το  δεύτερο  στο  Ηλιακό 
σύστημα,  σύστημα  πλανήτη  –  δορυφόρου  μετά  τη  Γη  –  Σελήνη  με  συ‐γκρίσιμες 
μάζες.  H  κίνηση  του  Χάροντα  στην  τροχιά  του  έχει  συγχρονιστεί  με  την 
περιστροφή του Πλούτωνα έτσι ώστε περιφορά και περιστροφή να έχουν την ίδια 
περίοδο  (   ημέρες)  με  αποτέλεσμα  η  ίδια  πλευρά  του  να  είναι  πάντοτε 
στραμμένη προς την ίδια πλευρά του Πλούτωνα  (ο Χάροντας είναι πάντα ορατός 
από τη μία πλευρά του Πλούτωνα ενώ δεν είναι από την άλλη). 
 

 
  142 

 
5.6 Δακτύλιοι  
 
Εκτός  όμως  από  τα  εκτεταμένα  δορυφορικά  συστήματα,  πολλοί  από  τους 
πλανήτες  τύπου  Διός  περιβάλλονται  από  δακτυλίους  από  πολυάριθμα  δηλαδή 
κομμάτια  πάγου,  βράχου  και  σκόνης.  Αν  και  οι  δακτύλιοι  δίνουν  την  εντύπωση 
ενός  στερεού  δίσκου  που  περιστρέφεται,  οι  πρόσφατες  φωτογραφίες  του  Voyager 
επιβεβαίωσαν  τα  συμπεράσματα  των  παλαιότερων  φασματοσκοπικών 
παρατηρήσεων  περί  διαφορικής  περιστροφής  του  συστήματος  (η  ταχύτητα 
περιστροφής  των  εσωτερικών  δακτυλίων  είναι  μεγαλύτερη  από  την  αντίστοιχη 
ταχύτητα  των  εξωτερικών)  (σχήμα  5.15).  Αν  και  η  ύπαρξη  των  δακτυλίων  του 
Κρόνου είναι γνωστή από την εποχή του Γαλιλαίου, σύστημα λεπτών και ασθενών 
δακτυλίων  ανακαλύφθηκε  και  στους  υπόλοιπους  πλανήτες  τύπου  Διός.  Ο  Δίας 
περιβάλλεται  από  τρεις  λεπτούς  επίπεδους,  ο  Ουρανός  διαθέτει  τουλάχιστον  11 
που  ανακαλύφθηκαν  κατά  την  έκλειψη  ενός  αστέρα  ( )  από  τον  πλανήτη 
καθώς και ο Ποσειδώνας περιβάλλεται από 4 δακτυλίους διαφορετικού εύρους.  
   Οι δακτύλιοι του Κρόνου σε σχέση με αυτούς των άλλων πλανητών είναι οι μόνοι 
που  είναι  πολύ  λαμπροί  (λόγω  μεγαλύτερης  περιεκτικότητας  σε  πάγο, 
ανακλαστική ικανότητα  ) με αποτέλεσμα ορισμένοι να είναι ορατοί και από 
τη  Γη  (οι  έντονοι  δακτύλιοι  και    καθώς  και  ο  ασθενέστερος  ).  Οι  δακτύλιοι 
ονομάζονται  με  τα  γράμματα  D,  C,  B,  A,  F,  G  από  τον  εσωτερικό  προς  τον  πιο 
εξωτερικό)  και  χωρίζονται  σε  ομάδες,  υπάρχουν  δηλαδή  μεταξύ  τους  χάσματα 
(χώροι που χαρακτηρίζονται από μικρή πυκνότητα σωματιδίων). Το χάσμα μεταξύ 
των    και    είναι  γνωστό  ως  χάσμα  Cassini  ενώ  το  πολύ  ασθενέστερο  στο 
εξωτερικό μέρος του δακτυλίου   και F είναι γνωστό ως χάσμα Encke. 
 
 
 

 
Σχήμα 5.15 
Οι δακτύλιοι του Κρόνου από το διαστημικό όχημα Cassini (αριστερά) και το εσωτερικό 
τους (δεξιά) 
 
Η  δημιουργία  χασμάτων  αποδίδεται  στις  βαρυτιακές  δυνάμεις  των  τριών 
εσωτερικών δορυφόρων του. Έτσι για παράδειγμα το χάσμα Cassini αποδίδεται σε 
συντονισμό  της  τροχιάς  που  θα  είχε  ένα  σωμάτιο  που  θα  ακολουθούσε  την  κενή 
τώρα  τροχιά,  με  την  τροχιά  του  δορυφόρου  του  Κρόνου,  Μίμα,  η  περίοδος 
περιφοράς  του  οποίου  γύρω  από  τον  Κρόνο  (   ώρες)  είναι  το  διπλάσιο  της 
αντίστοιχης  περιόδου  που  θα  είχε  κάθε  τέτοιο  σωμάτιο  (   ώρες).  Αυτό  θα  είχε 
σαν συνέπεια το πέρασμα ενός τέτοιου σώματος από την ευθεία Ηλίου – Μίμα σε 
κάθε δεύτερη περιφορά του και άρα τη συχνή δράση ισχυρών δυνάμεων βαρύτητας 

 
  143 

πάνω  του  οι  ο‐ποίες  και  θα  διατάραζαν  την  αρχική  τροχιά  του  και  τελικά  θα  το 
ανάγκαζαν  να  ακολουθήσει  διαφορετική  τροχιά  αφήνοντας  πίσω  του  ένα  κενό 
(χάσμα). 
  Παρ’  όλη  όμως  τη  μεγάλη  έκταση  που  καταλαμβάνουν  και  την  συμπαγή 
εμφάνιση,  η  συνολική  μάζα  του  συστήματος  των  δακτυλίων  είναι  μόνο  το   
της μάζας της Σελήνης (αν όλοι οι δακτύλιοι συμπιέζονταν σε ένα σώμα, το πάχος 
του  θα  ήταν  μόνο  ).  Κάθε  ομάδα  δακτυλίων  αποτελείται  από  πολύ 
λεπτότερους,  πλάτους  μικρότερου  των  .  Μερικοί  από  αυτούς  τους 
λεπτότερους  δακτυλίους  συγκρατούνται  στην  τροχιά  τους  λόγω  της  βαρυτιακής 
επίδρασης  μερικών  από  τους  κοντινότερους  στον  Κρόνο  μικρούς  δορυφόρους,  οι 
οποίοι ονομάζονται και  «δορυφόροι – βοσκοί», βρίσκονται μέσα στους δακτυλίους 
και τους κάνει να μοιάζουν με «στριμμένα» σχοινιά. 
 
 
5.7  Υπολείμματα του ηλιακού συστήματος 
 
Πέρα  από  τους  πλανήτες  υπάρχουν  οι  νάνοι  πλανήτες  όπως  ο  Πλούτων,  η 
Δήμητρα και η Έρις, οι αστεροειδείς που αποτελούν τα πετρώδη υπολείμματα του 
ηλιακού  συστήματος,  οι  κομήτες  που  αποτελούν  τα  παγωμένα  υπολείμματα  και 
τα  μετέωρα  που  αποτελούν  μικροσκοπικά  κομμάτια  κομητών  ή  αστεροειδών  που 
μπαίνοντας  στην  γήινη  ατμόσφαιρα  θερμαίνονται  λόγω  τριβής,  τήκονται  και  και 
εμφανίζονται  ως  φωτεινές  εκλάμψεις  με  μορφή  ουράς  (διάττοντες  αστέρες).  Όσα 
επιβιώνουν και πέφτουν στο έδαφος ονομάζονται μετεωρίτες. 
 
 
5.7.1 Αστεροειδείς 
 
Πρόκειται  για  βράχους  ακανόνιστου  σχήματος  διαφορετικού  μεγέθους  και 
λαμπρότητας  που  περιφέρονται  γύρω  από  τον  Ήλιο  κατά  την  ίδια  διεύθυνση  με 
τους πλανήτες, σε τροχιές που βρίσκονται κυρίως σε μία ζώνη μεταξύ του Άρη και 
του Δία σε απόσταση    και   από τον Ήλιο, μάζας περίπου   της μάζας 
τη Γης (σχήμα 5.16). Ο μεγαλύτερος και ο πρώτος αστεροειδής που ανακαλύφθηκε 
είναι η Δήμητρα (Ceres) που έχει διάμετρο περίπου   (  της διαμέτρου του 
Πλούτωνα  και  το    της  Σελήνης).  Το  σφαιρικό  της  σχήμα  και  η  διαφοροποίηση 
του  εσωτερικού  της  (έχει  φλοιό  και  πάγο)  οδήγησαν  την  Διεθνή  Αστρονομική 
Ένωση  ( )  να  την  κατατάξει  στους  νάνους  πλανήτες.  Μέχρι  σήμερα  έχει 
καταγραφεί  το    των  αστεροειδών  με  διάμετρο  (ή  ορθότερα  χαρακτηριστική 
διάσταση)  μεγαλύτερη  των    και  περίπου  οι  μισοί  από  αυτούς  που  έχουν 
διάμετρο  . 
Πηγή  πληροφορίας  για  τους  αστεροειδείς  αποτελούν  τα  υπολείμματα  τους  που 
πέφτουν  στη  Γη  καθώς  οι  αστεροειδείς  που  βρίσκονται  σε  πιθανή  σύγκρουση    με 
τη Γη ονομάζονται μετεωροειδή (βλ. παράγραφο 5.8) 
  Οι αστεροειδείς δεν εκπέμπουν φως αλλά ανακλούν το ηλιακό φως και με βάση 
τη  μελέτη  του  φάσματός  τους  (παρουσία  γραμμών  απορρόφησης)  ταξινομούνται  
στις εξής κατηγορίες: 
1. Τύπου    η  οποία  περιλαμβάνει  την  πλειοψηφία  των  αστεροειδών  ( )  που 

 
  144 

έχουν  μορφή  γκριζωπών,  σκοτεινών  βράχων  (albedo  )  σαν  τη  Σελήνη 


αποτελούμενων  από  ενώσεις  του  άνθρακα  (οργανικές),  πτητικές  ενώσεις  (όπως 
) και απουσία ισχυρών γραμμών απορρόφησης. 
2. Τύπου    η  οποία  περιλαμβάνει  περίπου  το    των  αστεροειδών  που  είναι 
σχετικά φωτεινοί (albedo  ), πολλές φορές ερυθρωποί, αποτελούμενοι από 
σίδηρο, νικέλιο και πυριτικές ενώσεις μαγνησίου. 
3. Τύπου   στην οποία ανήκουν όλοι οι υπόλοιποι ιδιαίτερα φωτεινοί αστεροειδείς 
(albedo  ) που αποτελούνται μόνο από σίδηρο και νικέλιο. 
  Από  αυτούς  οι  τύπου    που  έχουν  πέσει  στη  Γη  (μετεωρίτες)  είναι  αρκετά 
αρχέγονοι δηλαδή δεν δείχνουν να έχουν υποστεί υψηλή θέρμανση ή πίεση, ενώ οι 
 και οι   το αντίθετο. 
  Η κατανομή των τροχιών στη ζώνη των αστεροειδών δεν είναι ομογενής αλλά 
χαρακτηρίζεται  από  επτά  μεγάλα  χάσματα  (Kirwood  gaps),  απουσία  δηλαδή 
αστεροειδών από ορισμένες τροχιές, γεγονός που αποδίδεται στις διαταραχές που 
προκάλεσε  η  βαρύτητα  του  Δία  σε  σώματα  που  βρίσκονταν  αρχικά  σ’  αυτές  τις 
τροχιές ( με περίοδο περιφοράς ένα κλάσμα της περιόδου περιφοράς του Δία) κατ’ 
ανάλογο  τρόπο  με  αυτόν  με  τον  οποίο  προκλήθηκαν  τα  χάσματα  που 
παρατηρούνται  στους  δακτυλίους  του  Κρόνου.  Εκτός  από  την  κυρία  ζώνη  των 
αστεροειδών  οι  υπόλοιποι  ανάλογα  με  τη  θέση  τους  στο  Ηλιακό  σύστημα 
διακρίνονται στις εξής κατηγορίες: 
1. Τρωϊκοί  αστεροειδείς.  Βρίσκονται  συγκεντρωμένοι  σε  δύο  σημεία  της 
τροχιάς  του  Δία  (σημεία  ισορροπίας  Lagrange,  βλ.παράγραφος  κεφάλαιο 
1.3)  τα  οποία  (το  καθένα  από  αυτά)  σχηματίζουν  μαζί  με  τον  Ήλιο  και  το 
Δία ισόπλευρα τρίγωνα. Οι αστεροειδείς αυτοί ταλαντώνονται γύρω από τα 
δύο  αυτά  τα  σημεία  ισορροπίας  πολύ  αργά  με  περιόδους  που  φτάνουν  τα 
 έτη. Σύμφωνα με πρόσφατες μετρήσεις μπορεί να είναι αριθμητικά όσοι 
και οι αστεροειδείς της κυρίας ζώνης. 
2. Αστεροειδείς  που  περνούν  πολύ  κοντά  από  τη  Γη.  Περιλαμβάνουν  τις 
οικογένειες αστεροειδών 
• Aten (  και αφήλιο μεγαλύτερο από  ) 
• Απόλλωνα  (   και  περιήλιο  μικρό‐τερο  από    )  οι 
οποίοι  χαρακτηρίζονται  από  ελλειπτικές  τροχιές  όμοιες  με  τροχιές 
κομητών με τους οποίους συνδέονται εγγενώς. 
• Amors  που  έχουν  τροχιές  που  τέμνουν  την  τροχιά  του  Άρη 
(  περιήλιο μεταξύ των   και  ). 

   
Σχήμα 5.16 : Αστεροειδείς 
Κομμάτι  του  αστεροειδή  Vesta  (NASA/HST  Ο αστεροειδής Έρως (NASA/NEAR) 
Kempton) 

 
  145 

  Η  πιθανότητα  που  έχει  ένας  αστεροειδής  να  συγκρουστεί  με  τη  Γη  ή  να 
αποβληθεί από το Ηλιακό σύστημα εξαρτάται από τις διαταραχές της τροχιάς του 
οι οποίες οφείλονται στο πεδίο βαρύτητας των πλανητών τύπου Διός. 
Σύμφωνα  με  την  επικρατέστερη  θεωρία  οι  μεγαλύτεροι  αστεροειδείς 
σχηματίστηκαν  με  τον  ίδιο  τρόπο  που  σχηματίστηκαν  και  οι  πλανήτες  –  με 
επιπρόσθεση  δηλαδή  μάζας  γύρω  από  έναν  αρχικό  πυρήνα  έλξεως  –  που  λόγω 
όμως  της  δράσης  των  βαρυτικών  δυνάμεων  του  Δία  δεν  συγκροτήθηκε  ποτέ  σε 
πλανήτη (αρχικά  είχαν θεωρηθεί ως τα υπολείμματα έκρηξης ενός πλανήτη που 
βρίσκονταν σε τροχιά μεταξύ του Άρη και του Δία). Οι μικρότεροι θεωρούνται είτε 
υπολείμματα  του  αρχικού  υλικού  είτε  το  αποτέλεσμα  σύγκρουσης  δύο  ή 
περισσοτέρων  μεγάλων  αστεροειδών.  Υπέρ  αυτής  της  άποψης  συνηγορεί  η  μικρή 
συνολική  μάζα  όλων  των  αστεροειδών  (περίπου    της  μάζας  της  Σελήνης),  η 
μορφή των τροχιών τους καθώς και η ορυκτολογική δομή πολλών μετεωριτών που 
προήλθαν από αστεροειδείς που δείχνει ότι ποτέ δεν βρέθηκαν στο εσωτερικό ενός 
πλανήτη).  Για  το  λόγο  αυτό  η  μελέτη  του  αρχέγονου  υλικού  τους  έχει  μεγάλη 
σημασία  για  την  κατανόηση  των  πρώτων  σταδίων  δημιουργίας  του  ηλιακού 
συστήματος. Πρόσφατες όμως παρατηρήσεις του αστεροειδή Εστία  (Vesta) από το 
HST  δείχνουν  ότι  χαρακτηρίζεται  από  σαφή  διαστρωμάτωση  (φλοιός  –  μανδύας  ) 
όπως  οι  γεωειδείς  πλανήτες  καθώς  και  από  μία  γιγάντια  λεκάνη  κρουστικής 
προέλευσης  μεγάλου  βάθους  ώστε  να  αποκαλύπτεται  ο  μανδύας  κάτω  από  τον 
εξωτερικό φλοιό. Αυτή η εικόνα ανατρέπει το μέχρι σήμερα αποδεκτό μοντέλο του 
αστεροειδή. 
 
Σχόλια 
Το μέγεθός των αστεροειδών  υπολογίζεται έμμεσα  
• από  την  ασθενή  τους  λαμπρότητα  σε  συνδυασμό  με  κάποια  γνώση  της 
ανακλαστικής τους ικανότητας και γνώση της απόστασής τους από τη Γη.  
•  Με  μέτρηση  της  λαμπρότητας  τους  στο  υπέρυθρο  μέρος  του  φάσματος  σε 
συνδυασμό  με  το  οπτικό  τους  μεγέθους  και  υπολογισμό  της  ανακλαστικής 
τους ικανότητας.  
•  Από τη μέτρηση της πόλωσης του ανακλώμενου σε αυτούς ηλιακού φωτός. 
Η  Ματίλδη  (πορώδης  αστεροειδής)  είναι  ο  πρώτος  από  τους  μελετηθέντες 
αστεροειδείς  τύπου    οι  οποίοι  θεωρείται  ότι  αποτελούν  την  πηγή  της 
σημαντικότερης ομάδας μετεωριτών, των ανθρακικών χονδριτών. Μαζί με τον αστε‐
ροειδή  Έρωτα  και  άλλους  δύο  αστεροειδείς  τύπου    που  έχουν  μελετηθεί  από  το 
διαστημικό  όχημα  NEAR  (1996)  αποτελούν  τους  μόνους  αστεροειδείς  που  έχουν 
μελετηθεί από τόσο κοντά. 
 
 
5.7.2  Κομήτες 
 
Οι  κομήτες  είναι  μία  κατηγορία  μικρών  σωμάτων,  με  χαρακτηριστική  διάμετρο 
μερικών δεκάδων χιλιομέτρων οι οποίοι προέρχονται από το εξωτερικό μέρος του 
ηλιακού  συστήματος.  Ακολουθούν  τροχιές  γύρω  από  τον  Ήλιο  ελλειπτικές  με 
μεγάλη εκκεντρότητα, παραβολικές ή υπερβολικές, κατά τη διάρκεια των οποίων 
πλησιάζουν  και  απομακρύνονται  προς  τον  Ήλιο  και  διασταυρώνονται  με  τις 

 
  146 

τροχιές των πλανητών.  
Σύμφωνα με το επικρατέστερο μοντέλο οι κομήτες μοιάζουν με  «βρώμικες χιονό‐
μπάλες»  αποτελούμενες  από  σκόνη  (πυριτικοί  κόκκοι  διαμέτρου  ), 
παγωμένα πτητικά υλικά κυρίως οργανικών ενώσεων (νερό, αμμωνία και μεθάνιο) 
και  προσμίξεις  βαρύτερων  στοιχείων  (για  παράδειγμα  ,  ,  ,  ,  ,  ).  Στη 
μεγαλύτερη  πτητικότητα    των  υλικών  τους  οφείλεται  και  η  κυριότερη  διαφορά 
τους από τους μικρούς αστεροειδείς. Ένας κομήτης όπως φαίνεται στο σχήμα  5.17 
αποτελείται από: 
1) Τον πυρήνα ( ) που αποτελεί το στερεό μέρος του από πάγο και διοξείδιο 
του άνθρακα και υπάρχει πάντα ανεξαρτήτου της απόστασης από τον Ήλιο. 
2) Την κόμη ( ), φωτεινή νεφελώδη άλω που περιβάλλει τον πυρήνα όταν 
ο  κομήτης  βρίσκεται  σε  απόσταση    λόγω  της  εξαέρωσης  και  της 
φωτοδιάσπασής των πτητικών ενώσεων, το φάσμα της οποίας χαρακτηρίζεται  

ουρά   Γη 
ιόντων 

ουρά σκόνης 

πυρήνας 

κόμη 

 
Σχήμα 5.17 : Ανατομία ενός κομήτη 
 
3) από μοριακές γραμμές εκπομπής ( ,  ,  ,  ,  ). Όταν πλησιάσουν ακόμα 
πιο  πολύ  ( )  το  φάσμα  της  κόμης  χαρακτηρίζεται  από  τις  γραμμές 
εκπομπής των αερίων πιο βαρύτερων στοιχείων. 
4) Την  ουρά  που  αποτελείται  από  αέρια  και  σκόνη  η  οποία  φτάνει  στο  μέγιστο 
μήκος της (   ) στο περιήλιο και εξαφανίζεται με την απομάκρυνση τους από 
τον Ήλιο. Πολύ κοντά στον Ήλιο η ουρά διαχωρίζεται σε ουρά  των αερίων του 
κομήτη  που  οφείλεται  στο  «φύσημα»  των  αερίων  από  τον  ηλιακό  άνεμο  και 
έχει διεύθυνση  πάντα μακριά από τον Ήλιο σε κάθε θέση του κομήτη και στην 
ουρά  της  σκόνης  που  αποτελεί  τα  σωματίδια  που  ελευθερώνονται  από  την 
επιφάνεια  τoυ  κομήτη  λόγω  πίεσης  της  ηλιακής  ακτινοβολίας  και  είναι 
καμπυλωμένη σε σχέση με την ουρά αερίων. 
Πολλές  φορές  ιονισμένο  αέριο  δραπετεύει  από  το  εσωτερικό  του  πυρήνα  του 
κομήτη σαν πίδακας λόγω της θέρμανσης και της εξαέρωσης του πάγου από την 
ηλιακή ακτινοβολία και την διάτρηση του λεπτού φλοιού του πυρήνα. Ένας τέτοιος 
πίδακας αερίων (που ιονίζεται στη συνέχεια από την ηλιακή ακτινοβολία  μπορεί 

 
  147

να  λειτουργήσει  σαν  προωστική  δύναμη  και  να  αλλάξει  την  τροχιά  και  κατά 
συνέπεια την περίοδο του κομήτη. 
  
Η προέλευση των κομητών 
 
Οι κομήτες προέρχονται από : 
Το  νέφος  του  Oort,  ένα  μεγάλο  σφαιρικό  νέφος  διαμέτρου  περίπου   
    το  οποίο  περιβάλλει  το  Ηλιακό  σύστημα  (Σχήμα  5.18).  Το  νέφος  αυτό 
υπολογίζεται  ότι  περιέχει  περίπου    κομήτες  σε  στατική  σχεδόν  κατάσταση 
(μηδενική σχεδόν ταχύτητα) από την εποχή δημιουργίας του ηλιακού συστήματος 
και  διαταράσσεται  κατά  καιρούς  από  τις  βαρυτικές  παρέλξεις  αστέρων 
προκαλώντας  την  εκτίναξη  κομητών  στο  μεσοαστρικό  χώρο  και  κατά  συνέπεια 
την  κίνηση  μερικών  από  αυτούς  και  προς  το  Ηλιακό  σύστημα.  Από  τη  περιοχή 
αυτή  θεωρείται  ότι  προέρχεται  η  μεγάλη  πλειοψηφία  των  κομητών  μεγάλης 
περιόδου, δηλαδή κομήτες με περίοδο   ετών οι οποίοι αποτελούν και το   
των γνωστών κομητών (περίπου  ). 
 

νέφος 
Τροχιά Ποσειδώνα 
Οοrt 

Ζώνη Kuiper 

 
Σχήμα 5.18 : Hζώνη Kuiper και το νέφος Oort 
 
  Ζώνη Kuiper (Kuiper belt) στα όρια του ηλιακού συστήματος η οποία βρίσκεται 
πέρα  από  την  τροχιά  του  Ποσειδώνα,  σε  απόσταση  περίπου    από  τον 
Ήλιο (Σχήμα 5.18). Αυτή η ζώνη κατά καιρούς διαταράσσεται από την βαρυτιακή 
επί‐δραση των μεγάλων πλανητών και στέλνει τους κομήτες σε τροχιές  γύρω από 
τον Ποσειδώνα. Από εκεί, είτε συγκρούονται με τον Πλούτωνα και αποβάλλονται 
από το Ηλιακό σύστημα είτε εκτοξεύονται  σε τροχιά γύρω από έναν εξωτερικό  ή 
ακόμα  και  εσωτερικό  πλανήτη.  Όπως  υπολογίζεται  αυτή  ζώνη  περιέχει 
τουλάχιστον   σώματα με διαμέτρους μεγαλύτερες των   και είναι κατά 
πολύ μεγαλύτερη σε αριθμό και μάζα από τα σώματα ίδιας διάστασης της ζώνης 
των  αστεροειδών.  Πολλά  από  τα  νεοανακαλυφθέντα  σώματα  της  ζώνης  Kuiper 
είναι  μικρά  και  παγωμένα  και  θυμίζουν  τον  Πλούτωνα  και  τον  Τρίτωνα  –  είναι 
όμως  μικροτέρων  διαστάσεων  (βλ.  παράγραφο  5.9.2).  Πρόσφατα  ανιχνεύθηκαν 
από το HST εξαιρετικά αμυδρά σώματα αυτής της ζώνης, πιθανής διαμέτρου μόλις 

 
  148

.  Από  την  περιοχή  αυτή  θεωρούνται  ότι  προέρχονται  κομήτες  μικρής 


περιόδου ή περιοδικοί με περίοδο   ετών οι οποίοι αποτελούν περίπου το   
των γνωστών κομητών. Στους μικρής πε‐ριόδου συγκαταλέγονται οι γνωστότεροι 
ιστορικοί  κομήτες  όπως  ο  κομήτης  του  Halley  με  περίοδο    ετών,  ο  κομήτης  του 
Encke με περίοδο   ετών και ο κομήτης του Biela με περίοδο   ετών. 
      Συνήθως  μετά  από  πολλές  διελεύσεις  από  το  περιήλιο  (   φορές)  ένας 
περιοδικός  κομήτης  σβήνει  με  αποτέλεσμα  στην  ελλειπτική  τροχιά  του  να 
περιφέρονται τα υπολείμματα του πυρήνα του ή τα θραύσματά του τα οποία απο‐
τελούν πλέον μία οικογένεια αστεροειδών   και τα οποία κατά καιρούς  «βουτούν» 
στη  γήινη  ατμόσφαιρα  προκαλώντας  το  θεαματικό  φαινόμενο  των  «μετεώρων  ή 
διαττόντων αστέρων» (βλ. παράγραφο 5.7.3). 
  Διάλυση όμως υφίστανται και οι κομήτες που η τροχιά τους περνά κοντά από το 
ισχυρό  βαρυτιακό  πεδίο  του  Δία  όπως  ο  κομήτης  Shoemaker‐Levy  ο  οποίος 
περνώντας κοντά στο Δία το   διασπάστηκε σε πολλά θραύσματα τα οποία τον 
Ιούλιο  του   «βομβάρδισαν»  τον  Δία  προκαλώντας  σειρά  τεράστιων  εκρήξεων 
στην ατμόσφαιρά του. 
 
 
5.7.3 Μετεωρίτες 
 
Κομμάτια  αστεροειδών  (τροχιές  συγκρούσεως  με  τη  Γη),  σκόνη  κομητών  και 
κομμάτια  πλανητών  (σπανίως)  αποτελούν  τα  μετεωροειδή  που  είναι  συνήθως 
πολύ  μικρά για να είναι ορατά εκτός της γήινης ατμόσφαιρας. Στα σημεία που η 
τροχιά  τους  συναντά  την  τροχιά  της  Γης  εισέρχονται  στη  ατμόσφαιρα, 
θερμαίνονται λόγω τριβής κατά το πέρασμά της, τήκονται και εξατμίζονται. Τότε 
εμφανίζονται ως φωτεινές εκλάμψεις με μορφή ουράς και ονομάζονται μετέωρα ή 
διάττοντες αστέρες. Κατ’ αυτόν τον τρόπο ένας τυπικός μετεωροειδής με μάζα της 
τάξης  του      διαλύεται  πολύ  πριν  φτάσει  στη  Γη.  Τα  περισσότερα  μετέωρα 
παρατηρούνται υπό μορφή βροχής που φαίνεται σαν να ξεκινά από ένα σημείο της 
ουράνιας  σφαίρας,  το  ακτινοβόλο    και  αποτελούν  συνήθως  τα  μη  πτητικά 
υπολείμματα  ενός  κομήτη  τα  οποία  εισέρχονται  στην  ατμόσφαιρα    κατά  τη 
συνάντηση  της  τροχιάς  της  Γης  με  την  ελλειπτική  τροχιά  του  κομήτη.  Στην 
περίπτωση που τα υπολείμματα του κομήτη είναι κατανεμημένα σε μεγάλο μέρος 
ή σε ολόκληρη την τροχιά του (ρεύμα μετεώρων) οι βροχές μετεώρων είναι περιο‐
δικές (μία ή δύο φορές τον χρόνο) ενώ αν είναι συγκεντρωμένα σε ένα σημείο της 
τροχιάς (σμήνος μετεώρων) είναι σποραδικές (σποραδικοί διάττοντες).  
  Παρά τις μικρές μάζες τους ο ρυθμός εισόδου των μετεωροειδών είναι μεγάλος 
με  αποτέλεσμα  την  ημερήσια  είσοδο  περίπου    τόνων  μετεωρικού  υλικού  στη 
γήινη ατμόσφαιρα με μέση ταχύτητα  . Εάν η μάζα του μετεωροειδούς 
είναι  μικρότερη  από  ,  δεν  εξατμίζεται  τελείως  αλλά  λόγω  του  μικρού  του 
μεγέθους (διάμετρος  ) ψύχεται μετά την ταχεία επιβράδυνσή του και φτάνει 
στο  έδαφος  (μικρομετεωρίτης).  Εάν  είναι  μεγαλύτερη  από      μπορεί  να 
διαλυθεί  σε  κομμάτια  που  είναι  δυνατόν  να  φτάσουν  στην  επιφάνεια  της  Γης 
(μετεωρίτες).  Μετεωροειδείς  με  μάζα  της  τάξης  μερικών  εκατοντάδων  τόνων 
επιβραδύνονται πολύ λίγο και πέφτουν ως μετεωρίτες (διαμέτρου έως και μερικών 
δεκάδων  μέτρων)  οι  οποίοι  μπορούν  να  δημιουργήσουν  κατά  την  πτώση  τους 

 
  149 

κρατήρα όπως στην περίπτωση όλων των γεωειδών πλανητών και της Σελήνης.  
     Με  βάση  τη  σχετική  περιεκτικότητά  τους  σε  πετρώδες  (πυριτικό)  υλικό  και 
μέταλλο, οι μετεωρίτες διακρίνονται σε τρείς γενικές κατηγορίες: 
1) Στους  πετρώδεις  ή  λιθομετεωρίτες  που  αποτελούνται  κυρίως  από  πετρώματα 
και  θυμίζουν  τις  κοινές  πέτρες  και  αποτελούν  το    των  μετεωριτών  που 
πέφτουν στην επιφάνεια της Γης. Η χημική σύστασή τους θυμίζει τους μανδύες 
και τους φλοιούς των γεωειδών πλανητών. Ονομάζονται και χονδρίτες από τα 
μι‐κροσκοπικά  σφαιρίδια  πυριτίου  που  μερικές  φορές  περιέχουν,  τα  οποία 
αποτελούν  τα  μερικώς  τηγμένα  υπολείμματα  των  αρχικών  συμπυ‐κνώσεων 
σκόνης από την οποία δημιουργήθηκε όλο το Ηλιακό σύστημα. Ειδικότερα, μία 
υποομάδα  ( )  των  χονδριτών,  οι  ανθρακικοί  χονδρίτες,  περιέχουν  κυρίως 
ενώσεις άνθρακα (ορ‐γανικές ενώσεις) σε σχετικά υψηλή περιεκτικό‐τητα ( ) 
μαζί  με    πτητικά  υλικά  και  μοιάζουν  ως  προς  την  χημική  σύνθεση  με  την 
πλειοψηφία  των  αστεροειδών  (αστεροειδείς  τύπου  ).  Η  παρουσία  ενώσεων 
άνθρακα  δείχνει  ότι  αυτοί  οι  μετεωρίτες  και  άρα  και  η  πλειοψηφία  των 
αστεροειδών  δεν  έχει  υποστεί  ποτέ  την  επί‐δραση  υψηλών  θερμοκρασιών  (οι 
ενώσεις  του  άνθρακα  καταστρέφονται  εύκολα  ακόμα  και  σε  μέτριες 
θερμοκρασίες)  και  άρα  αποτελούν  δημιουργήματα  των  αρχικών 
συμπυκνώσεων  του Ηλιακού συστήματος και όχι θραύσματα ενός πλανήτη. 
2) Στους  σιδηρούχους  ή  σιδηρομετεωρίτες  ( )  που  αποτελούνται  κυρίως  από 
σίδηρο  με  προσμίξεις  νικελίου  και  μοιάζουν    με  τους  αστεροειδείς  τύπου    γι 
αυτό  είναι  και  οι  πιο  εύκολα  παρατηρήσιμοι.  Η  ανίχνευση  ειδικών 
κρυσταλλικών  σχηματισμών  (σχηματισμοί  Widmanstätten)  μετά  από  ειδική 
επεξεργασία,  υπο‐δηλώνει  ότι  η  ψύξη  τους  έγινε  αργά  στο  εσωτερικό 
μικρότερων σωμάτων κι άρα αποτελούν κομμάτια κάποιου πλανητοειδούς και 
όχι κά‐ποιου πλανήτη. 
3) Στους  πετρώδεις  –  σιδηρούχους  ή  σιδηρόλιθους  ή  λιθοσιδηρομετεωρίτες  που 
περιέχουν  και  πυριτικά  υλικά  και  μεταλλικό  σίδηρο  και  μοιάζουν  με  τους 
αστεροειδείς τύπου   . 
  Επιπλέον υπάρχει άλλη μία κατηγορία μετεωριτών οι αχονδρίτες που θυμίζουν  
 

   
Σχήμα 5.18 
Λιθομετεωρίτης  Λιθομετεωρίτης  Ανθρακικός χονδρίτης 
 
τα γήινα βασαλτικά πετρώματα. Σ΄ αυτήν την κατηγορία θεωρείται ότι ανήκουν οι 
αχονδρίτες  που  συνελέγησαν  στην  Ανταρκτική  το    και  που  αποδόθηκαν  σε 
μετεωρίτες  που  προήλθαν  από  τη  Σελήνη  μετά  από  την  αναγνώριση  της  ίδιας 
χημικής  σύστασης  με  τα  δείγματα  που  είχαν  φέρει  στα  γήινα  εργαστήρια  οι 
σεληνιακές  δια‐στημικές  αποστολές  Απόλλων  .  Μία  διαφορετική 
ομάδα  αχονδριτών  που  επίσης  συνελέγησαν  στην  Ανταρκτική,  θεωρείται  ότι  έχει 

 
  150 

προέλθει  από  τον  Άρη  μετά  από  σύγκριση  των  παγιδευμένων  ατμοσφαιρικών 
αερίων  (μέσα  σε  τηγμένα  ορυκτά)  με  τη  χημική  σύσταση  της  αρειανής 
ατμόσφαιρας όπως προέκυψε από τις μετρήσεις του διαστημικού οχήματος Viking 
το  . 
 
 
5.8   Η δημιουργία του ηλιακού συστήματος 
 
Κάθε  προτεινόμενη  θεωρία  δημιουργίας  του  Ηλιακού  Συστήματος  θα  πρέπει  να 
ερμηνεύει  όλα  τα  ιδιαίτερα  δυναμικά  χαρακτηριστικά  του  (τροχιές,  περιστροφή, 
αποστάσεις  κ.λ.π.)  καθώς  και  τη  χημική  του  σύνθεση.  Σύμφωνα  με  την 
επικρατέστερη  το  ηλιακό  σύστημα  σχηματίστηκε  από  ένα  πεπλατυσμένο  δίσκο 
αερίου  και  σκόνης  (πρωτοπλανητικός  δίσκος  ή  ηλιακό  νεφέλωμα)  που  υπήρχε 
γύρω  από  τον  πρωτοαστέρα  (πρωτο  –  Ήλιος),  μιας  δηλαδή  πυκνής  αέριας  μάζας 
(κυρίως από  ) που γεννήθηκε από τη βαρυτική κατακρήμνιση ενός μεσοαστρικού 
νέφους. Μία τέτοια εξέλιξη ερμηνεύει τις ομοεπίπεδες τροχιές των πλανητών και 
την διεύθυνση περιφοράς τους γύρω από τον Ήλιο. 
  Μέσα  στον  πρωτοπλανητικό  δίσκο  η  σκόνη  καθίσταται  ασταθής  λόγω 
βαρύτητας  και  μέσα  από  τις  μη  ελαστικές  συγκρούσεις  και  συγκολλήσεις  των 
κόκκων  της  δημιουργεί  μικρούς  στερεούς  πυρήνες,  τους  πλανητοειδείς  (μεγέθους 
μερικών  ).  Η  ακριβής  διαδικασία  σχηματισμού  των  πλανητοειδών  δεν  είναι 
σαφής, πιστεύεται ότι οφείλεται στις βαρυτικές αστάθειες του δίσκου σκόνης που 
καθιζάνει  από  το  ηλιακό  νεφέλωμα  στο  ισημερινό  επίπεδο  περιστροφής  του 
πρωτο–Ήλιου.  Οι  πλανητοειδείς  στη  συνέχεια  λόγω  της  βαρύτητάς  τους  μέσω 
του  μηχανισμού  επιπροσθέσεως  (συσσώρευσης)  μάζας  και  σύγκρουσης  – 
συγκόλλησης δημιουργούν στερεούς πυρήνες μεγαλύτερων διαστάσεων ( ) 
που  αποτελούν  την  απαρχή  δημιουργίας  πλανητών.  Σ’  αυτή  τη  διαδικασία 
καθοριστικό ρόλο έχει η δύναμη  της βαρύτητας η οποία καθορίζει  τις  τροχιές  και 
το μέγεθος των πρωτοπλανητών  οι οποίοι  μπορεί να ήταν μεγαλύτεροι από τους 
σημερινούς. 
  Το  μέγεθος  και  η  διαφορετική  χημική  σύνθεση  των  πλανητών  καθορίστηκε 
κυρίως  από  τη  θερμοκρασίας  που  επικρατούσε  στον  ηλιακό  δίσκο.  Διαφορετικά 
στοιχεία συμπυκνώνονται και στερεοποιούνται σε διαφορετικές θερμοκρασίες που 
επικρατούσαν  σε  διαφορετικές  αποστάσεις  του  δίσκου  όπως  φαίνεται  από  τον 
Πίνακα 5.6. Τα πιο άφθονα στοιχεία, το υδρογόνο και το ήλιο δεν στερεοποιούνται 
ποτέ  αλλά  οι  ενώσεις  τους  όπως  για  παράδειγμα  το  νερό,  στερεοποιούνται  σε 
χαμηλές  θερμοκρασίες,  όπως  αυτές  που  επικρατούσαν  στο  εξωτερικό  μέρος  του 
ηλιακού  συστήματος.  Έτσι  στο  εσωτερικό  ηλιακό  σύστημα,  όπου  η  θερμοκρασία 
ήταν  πολύ  μεγάλη  στα  πλανητοειδή 
Πίνακας 5.6 
κυριάρχησαν στερεά  πυριτικά υλικά  και 
Θερμοκρασίες συμπύκνωσης διαφόρων   μέταλλα  από  τα  οποία  σχηματίστηκαν 
υλικών 
οι  εσωτερικοί  πλανήτες  ενώ  πιο  μακριά 
Υλικό  (0 )  στα πλανητοειδή του εξωτερικού μέρους 
Μέταλλα  1000‐1600  όπου  η  θερμοκρασία  ήταν  χαμηλή, 
Πυριτικά 
500‐1300  κυριάρχησαν  υλικά  που  συγκολλούνται 
υλικά 
Πάγοι (νερό,  και  συμπυκνώνονται  ευκολότερα  κατά 
μεθάνιο,  <500 
  αμμωνία) 
  151 

τις μεταξύ τους συγκρούσεις όπως πάγοι από  ,   και  .  


 
Αποτέλεσμα  της  δημιουργίας  μεγάλων  πλανητοειδών  στο  εξωτερικό  μέρος  του 
πλανητικού  συστήματος  ήταν  σε  μερικές  περιπτώσεις  η  παγίδευση  μεγάλων 
ποσοτήτων  υδρογόνου  και  ηλίου  του  αρχικού  νέφους  δεδομένης  της  μεγάλης 
ενεργού διατομής αυτών των πρωτοπλανητών και της μεγάλης τροχιάς τους. Έτσι 
οι  πλανήτες  τύπου  Διός  αν  και  ξεκίνησαν  ως  σπόροι  πάγου/πετρωμάτων 
εξελίχθηκαν  σε γιγάντιες σφαίρες αερίου (διατηρώντας ένα μικρό στερεό πυρήνα 
ως  κατάλοιπο)  που  με  τη  σειρά  τους  κατέρρευσαν  βαρυτικά,  θερμάνθηκαν  και 
λόγω  της  ταχείας  περιστροφής  τους  έγιναν  πεπλατυσμένες.  Μερικοί  από  τους 
δορυφόρους  των  αέριων  πλανητών  σχηματίστηκαν  με    παρόμοια  διαδικασία  με 
τους πλανήτες. 
Σύμφωνα με την επικρατέστερη θεωρία η Σελήνη σχηματίστηκε όταν ένα μεγάλο 
πλανητοειδές (μεγέθους όσο ο Άρης) συγκρούστηκε με την πρωτο‐Γη  και από την 
εξαέρωση  των  υλικών  της  σύγκρουσης  σχηματίστηκε  θερμός  δίσκος  γύρω  απ΄τη 
Γη, από τη συμπύκνωση του οποίου προήλθε αργότερα η Σελήνη. 
  Επειδή  τα  πλανητοειδή  ήταν  πολυάριθμα,  πολλά  επέζησαν  και  μετά  το 
σχηματισμό  του  πλανητικού  συστήματος.  Σύμφωνα  μ’  αυτή  τη  θεωρία  οι 
αστεροειδείς είναι εναπομείναντες πλανητοειδείς που δημιουργήθηκαν στο εσωτε‐
ρικό  του  πλανητικού  συστήματος  από  συγκρούσεις  μεγαλύτερων  κομματιών  από 
πυριτικά  υλικά  αλλά  δεν  μπόρεσαν  να  συγκροτηθούν  σε  πλανήτη  λόγω  των 
παλιρροϊκών  δυνάμεων  του  Διός  ενώ  οι  κομήτες  προέρχονται  πιθανώς  από  τα 
θραύσματα  συγκρούσεων  μεγαλύτερων    πλανητοειδών  από  πάγους  και  πυριτική 
σκόνη  στο  εξωτερικό  του  πλανητικού  συστήματος  κατά  τις  πρώτες  φάσεις  της 
δημιουργίας  του.  Σ’  αυτές  τις  αρχικές  φάσεις  οι  συγκρούσεις  των  πλανητοειδών 
στο εσωτερικό μέρος του πλανητικού συστήματος είχαν ως αποτέλεσμα το σχημα‐
τισμό πολυάριθμων κρατήρων στην επιφάνειά τους που είναι ακόμα  ορατοί όπως 
στην Σελήνη και στον Ερμή (εποχή βομβαρδισμού). Οι αρχέγονοι μετεωρίτες είναι 
κομμάτια  από  θραύσμα‐τα  πλανητοειδών    μικρής  μάζας  που  δεν  έχουν  υποστεί 
καμία θερμική διαφοροποίηση ενώ οι υπόλοιποι αποτελούν τα θραύσματα από βα‐
ρύτερα πλανητοειδή που υπέστησαν κάποια επεξεργασία.  
  Ο υπόλοιπος μεσοπλανητικός χώρος έφτασε στη σημερινή του πυκνότητα λόγω 
της  δράσης  του  ηλιακού  ανέμου.  Θα  πρέπει  να  σημειωθεί  ότι  παρόμοιοι  δίσκοι 
σκόνης και αερίου έχουν παρατηρηθεί γύρω από το 50% των πρωτοαστέρων και γι 
αυτό  το  παραπάνω  μοντέλο  αποτελεί  την  επικρατέστερη  ερμηνεία  δημιουργίας 
του ηλιακού συστήματος πριν από  6  δισεκατομμύρια  έτη, όπως προκύπτει από 
την  ηλικία  της  Γης,  της  Σελήνης  και  των  μετεωριτών  γιατί  τότε  θεωρείται  ότι  το 
ηλιακό  σύστημα  συγκροτήθηκε  στην  δισκοειδή  μορφή  του.  Πώς  όμως  έχει 
υπολογιστεί αυτή η ηλικία. 
 
 

5.9  Η ηλικία του ηλιακού συστήματος 
 
Ο  υπολογισμός  της  ηλικίας  του  ηλιακού  συστήματος  βασίζεται  στη  μέθοδο  της 
ραδιοχρονολόγησης  των  πετρωμάτων  δηλαδή  στη  μέτρηση  της  αναλογίας  των 

 
  152 

ραδιενεργών  ισοτόπων  που  περιέχονται  σ’  αυτά.  Τα  άτομα  του  ισοτόπου  ενός 
στοιχείου  έχουν  τον  ίδιο  αριθμό  πρωτονίων  και  νετρονίων  στον  πυρήνα  τους  και 
ακολουθούν  εκθετικό  ρυθμό  ελάττωσης  (νόμος  της  ραδιενεργούς  διάσπασης) 
σύμφωνα με τον οποίο  το ήμισυ των αρχικών πυρήνων (μητρικοί) θα ελαττωθούν 
για  να  φτιάξουν  τους  θυγατρικούς  πυρήνες  μέσα  σε  χρόνο  που  είναι 
χαρακτηριστικός  κάθε  στοιχείου  (χρόνος  ημίσειας  ζωής  ή  υποδιπλασιασμού).  Σε 
αέρια  ή  υγρή  κατάσταση  οι  μητρικοί  και  θυγατρικοί  πυρήνες  δραπετεύουν  ενώ 
όταν το υλικό στερεοποιείται, δεν μπορούν να διαφύγουν κι ο λόγος των μητρικών 
προς  τους  θυγατρικούς  πυρήνες  παραμένει  σταθερός  εκτός  εάν  διασπαστεί  ο 
μητρικός  πυρήνας  αυξάνοντας  τον  αριθμό  των  θυγατρικών  πυρήνων.    Με  την 
ανακάλυψη του φασματογράφου μάζας τη δεκαετία του  , με τον οποίο έγινε 
δυνατός  ο  διαχωρισμός  των  στοιχείων  και  των  ισοτόπων  των  υπό  εξέταση 
πετρωμάτων,  οι  γεωλόγοι  υπολόγισαν  με  ακρίβεια  την  ηλικία  των  διαφόρων 
στρωμάτων και εφήρμοσαν την ίδια τεχνική στα γήινα και σεληνιακά πετρώματα.  
Παράδειγμα  Το  κάλιο  ‐40  μετατρέπεται  σε  αργό‐40  με  χρόνο  ημίσειας  ζωής  1.3 
δηλαδή κάθε  1.3  δισεκατομμύρια έτη η ποσότητα καλίου‐40 σε ένα πέτρωμα που 
περιέχει  κάλιο‐40  θα  υποδιπλασιάζεται.  Ας  υποθέσουμε  ότι  έχουμε  ένα 
νεοσχηματισθέν πέτρωμα που περιέχει κάλιο‐40. Το αργό είναι ευγενές αέριο και 
άρα  όλη  η  ποσότητά  που  περιέχεται  στο  πέτρωμα  είναι  προϊόν  της  ραδιενεργού 
διάσπασης  του  καλίου‐40.  Μετά  από  1.3  δισεκατομμύρια  έτη  θα  υπάρχει  η  μισή 
ποσότητα  καλίου  ‐40  στο  πέτρωμα  και  η  ίδια  ποσότητα  αργού‐40  σε  σχέση  με  το 
κάλιο‐40. Μετά από 2.6 δισεκατομμύρια έτη  θα υπάρχει το 1/4 (1/2 x 1/2) κάλιο 40 
σε  σχέση  με  την  αρχική  ποσότητα  που  υπήρχε  όταν  δημιουργήθηκε  το  πέτρωμα 
ενώ θα υπάρχει  3 φορές περισσότερο αργό‐40 σε σχέση με το κάλιο‐40. Μετά από 
3.9 δισεκατομμύρια έτη  (3 χρόνους ημίσειας  ζωής) θα υπάρχει το  1/8 κάλιο ‐40 σε 
σχέση με την αρχική ποσότητα που υπήρχε όταν δημιουργήθηκε το πέτρωμα ενώ 
θα  υπάρχει  7  φορές  περισσότερο  αργό‐40  σε  σχέση  με  το  κάλιο‐40.  Εάν  λοιπόν 
εξετάσουμε το πέτρωμα , ο λόγος της ποσότητας του μητρικού προς το θυγατρικό 
ισότοπο θα μας δώσει την ηλικία του πετρώματος.  
 

 
 

 
  153 

t
σημερινη ποσοτητα ⎛ 1 ⎞ T1/ 2
=⎜ ⎟  
αρχικη ποσοτητα ⎝2⎠
Αν και τα αρχαιότερα πετρώματα τη Γης έχουν ηλικία περίπου 4.3 δισεκατομμύρια 
έτη  με  το  μεγαλύτερο  μέρος  του  γήινου  φλοιού  να  μην  είναι  γηραιότερο  από  3 
δισεκατομμύρια  έτη,  δεν  αποτελούν  παρά  ένα  κατώτερο  όριο  της  ηλικία  της  άρα 
και  του  ηλιακού  συστήματος  διότι  η  Γη  ως  γεωλογικά  ενεργός  πλανήτης  υπέστη 
αλλαγές  που  επαναδιαμόρφωσαν  το  υλικό  της  επιφάνειάς  της.  Λίγο  γηραιότερα 
πετρώματα  προήλθαν  από  την  ανάλυση  των  σεληνιακών  πετρωμάτων  που 
έφεραν  οι  αστροναύτες  του  Apollo  (   δισεκατομμύρια  έτη)  αλλά  και  αυτά 
αντιπροσωπεύουν το κατώτατο όριο της ηλικίας της Σελήνης. Τα πιο γηραιά υλικά 
του  ηλιακού  συστήματος  (4.56  δισεκατομμύρια  έτη)  προέρχονται  από  τους 
μετεωρίτες  που  έπεσαν  στη  Γη  και  αντιπροσωπεύουν  την  ηλικία  ολόκληρου  του 
ηλιακού  συστήματος  (αφού  προέρχονται  από  διαφορετικά  σημεία  του)  κάτω  από 
την υπόθεση της ταυτόχρονης δημιουργίας.  
 
 
5.9.2 Ζώνη Kuiper 
 
Η ζώνη Kuiper είναι μία δισκοειδή περιοχή (ζώνη) σε απόσταση περίπου   από 
τον Ήλιο, που πήρε το όνομά της από τον Γερμανό  αστρονόμο Gerard Kuiper που 
πρότεινε  την  ύπαρξή  της  το  .  Περιέχει  χιλιάδες  μικρά  παγωμένα  σώματα  με 

Πίνακας 5.7 
Τα μεγαλύτερα αντικείμενα της ζώνης Kuiper 
Αντικείμενα  Μέση 
Επίσημο  Διάμετρος  Σχόλια 
ζώνης Kuiper  Απόσταση από 
όνομα  (km)   
( )  τον Ήλιο (ΑU) 
 λαμπρότερο 
  Eris      Έχει δορυφόρο τη 
Δυσνομία 
 λαμπρότερο 
  Πλούτωνας       δορυφόροι: 
Χάρων, Nix, Hydra 
 λαμπρότερο 
     
 
   λαμπρότερο 
     
   δορυφόρους 
Το δεύτερο 
ερυθρότερο σώμα 
μετά τον Άρη. 
  Sedna   
Πιθανόν στο 
εσωτερικό μέρος 
του νέφους Οort 
  Orcus       
  Quaoar      Όσο ο Χάρων 

 
 

  154 

διάμετρο  τουλάχιστον  ,  σε  τροχιά  γύρω  από  τον  Ήλιο,  το  πρώτο  από  τα 
οποία παρατηρήθηκε  το   και δύο  από τα οποία έχουν  αναγνωριστεί από την 
IAU ως νάνοι πλανήτες. Συχνά τα σώματα της ζώνης  Kuiper λέγονται και Υπερ–
Ποσειδώνεια  Σώματα  (Τrans–Neptunian  Objects,  TNOs)  γιατί  βρίσκονται  πέρα 
απo  την  τροχιά  του  Ποσειδώνα.  Tα  μεγαλύτερα  παρατηρηθέντα  φαίνονται  στον 
Πίνακα  5.7. 
  Αν  και  ο  Πλούτωνας  και  η  Έρις  έχουν  αναγνωριστεί  ως  πλανήτες‐νάνοι  είναι 
αντικείμενα της ζώνης Kuiper με λαμπρότερο τον Πλούτωνα. Στην κατηγορία των 
νάνων πλανητών α‐ναμένονται κι άλλα σώματα  (Sedna, Orcus, και  Quaoar) αφού 
οι δύο πρώτοι νάνοι πλανήτες ανήκουν στην ζώνη Kuiper η οποία αποτελείται από 
πολυάριθμα  παγωμένα  σώματα  διαμέτρου  τουλάχιστον  ,  που  βρίσκονται 
σε τροχιά πέρα από την τροχιά του Ποσειδώνα σε απόσταση περίπου  . Σε 
αυτήν  την  κατηγορία  ταξινομήθηκε  και  η  Δήμητρα,  ο  μεγαλύτερος,  έως  σήμερα  
αστεροειδής.  Η  Έρις  που  είναι  και  ο  μεγαλύτερος  πλανήτης  νάνος  (διάμετρος 
,  κατά    μεγαλύτερη  από  τον  Πλούτωνα),  αποτελεί  το  πιο  μακρινό 
σώμα που έχει ανακαλυφθεί έως τώρα σε τροχιά γύρω από τον Ήλιο (πιο μακρινή 
κι από τη νεοανακαλυφείσα Sedna).  
  Στην  πολύ  πιο  έκκεντρη  από  του  Πλούτωνα  τροχιά  της,  κινείται  σε  απόσταση 
  μέσα  σε    έτη  ενώ  ο  Πλούτωνας    μέσα  σε    έτη.  Όλα  τα 
άλλα  σώματα  εκτός  από  τους  δορυφόρους  ονομάζονται  «τα  μικρά  σώματα  του 
Ηλιακού συστήματος». 
 

 
  155


 
Ήλιος 
 
 
 
6.1   Φυσικές παράμετροι του Ήλιου 
     
Ο  Ήλιος  είναι  ένας  συνηθισμένος  αστέρας  του  οποίου  τις  κυριότερες  φυσικές 
παραμέτρους : απόσταση από τη Γη, μέγεθος, μάζα, μέση πυκνότητα, φωτεινότητα 
μπορούμε  εύκολα  να  μετρήσουμε  ή  να  υπολογίσουμε  από  παρατηρησιακά 
δεδομένα : 
• Η  απόσταση  του  Ήλιου  υπολογίζεται  με  τη  μέθοδο  της  παράλλαξης  (βλ. 
παράγραφο  7.1.1)  λαμβάνοντας  ως  βάση  την  διάμετρο  της  Γης  (AB  =  12  800 
).  Τα  δεδομένα  δύο  παρατηρητών  που  βρίσκονται  σε  δύο  αντιδιαμετρικά 
σημεία  της  Γης  δίνουν  μικρή  αλλά  μετρήσιμη  παράλλαξη  θ=0.005ο  και  άρα 
απόσταση (κεφάλαιο 2. Παράρτημα Β) 
⁄ .
~ 147 700 000 ~150×106 km 
.
η  οποία  καλείται  Αστρονομική  Μονάδα  (1  AU)  και  αποτελεί  θεμελιώδη 
μονάδα  μέτρησης  κοσμικών  αποστάσεων  (ιδιαίτερα  δόκιμη  για  το  πλανητικό 
μας  σύστημα).  Η  ακριβέστερη  μέθοδος  προσδιορισμού  της  αστρονομικής 

 
 
   
 

 
 

Σχήμα 6.1
Ο υπολογισμός της απόστασης του Ήλιου με τη βοήθεια της παράλλαξης. 
  156

μονάδας  στηρίζεται  στην  μέτρηση  της  αποστάσεως  του  πλανήτη  Αφροδίτη 


που  επιτυγχάνεται  με  τη  βοήθεια  εκπομπής  ενός  ραδιοσήματος  προς  αυτήν 
και  μέτρηση  των  χρόνων  εκπομπής  και  επανόδου  του  στη  Γη  λόγω 
ανακλάσεώς του στην επιφάνειά της, βάσει της σχέσης: 
c

2
όπου r η απόστασή της σε μία δεδομένη χρονική στιγμή (για την ελάχιστη και 
μέγιστη  απόσταση  της  από  τη  Γη),  c  η  ταχύτητα  της  εκπεμπόμενης 
ηλεκτρομαγνητικής ακτινοβολίας (ταχύτητα του φωτός) και  tεκπ , tεπαν οι χρόνοι 
(ώρα)  εκπομπής  και  επανόδου  του  εκπεμφθέντος  σήματος  αντίστοιχα 
(Παράρτημα: Υπολογισμός αποστάσεων). Η τιμή της είναι:   
1 1.49597870 1011 149.597.870
ή πρακτικά  
1 ~1.5 10 150 000 000
με αβεβαιότητα  μόνο  1‐2 km. Σήμερα  η μέθοδος βασίζεται στον υπολογισμό 
της απόστασης Γης‐Σελήνης με βάση τη μέτρηση του χρόνου ανάκλασης μιας 
φωτεινής  δέσμης  μιας  ακτίνας  λέιζερ  σε  ένα  κάτοπτρο  που  τοποθετήθηκε 
στην επιφάνεια της Σελήνης από το πλήρωμα του Απόλλων 11.  
• Το μέγεθός του  (διάμετρος) υπολογίζεται με βάση το φαινόμενο γωνιακό του 
μέγεθος (γωνιακή διάμετρο) που είναι  32΄ (~0.5ο, όσο και της Σελήνης) και την 
απόσταση Γης‐Ηλίου (1 AU):  
0.5/ 360 2 150.000.000 14 10 , 
       είναι δηλαδή 109 φορές μεγαλύτερη από την διάμετρο της Γης.  
• H  μάζα του μπορεί να υπολογιστεί με εφαρμογή του αναθεωρημένου από τον 
Νεύτωνα τρίτου νόμου του  Kepler δηλαδή τη σχέση περιόδου απόστασης των 
πλανητών για το σύστημα Γης – Ήλιου 
4
~ ~ 2.0 10  

όπου  G  είναι  η  σταθερά  της  βαρύτητας,    1   και    365.25  ημέρες.  Η 


ηλιακή  μάζα  είναι  333  000  φορές  μεγαλύτερη  από  τη  μάζα  της  Γής. 
Εναλλακτικά μπορεί να υπολογιστεί σε σχέση με τη μάζα της Γης από το νόμο 
της  παγκόσμιας  έλξης  του  Νεύτωνα  γνωρίζοντας  την  απόσταση  Γης‐Ηλίου 
(ΑU) και την ταχύτητα περιφοράς της Γης γύρω από αυτόν. 
• Η  μέση  πυκνότητά  του  όπως  υπολογίζεται  με  βάση  τις  διαστάσεις  και  τη 
μάζα  του  προκύπτει  ότι  είναι  μόνο  1.41 /   (το  νερό  έχει  πυκνότητα 
1 / )  είναι  δηλαδή  περίπου  4  φορές  μικρότερη  από  την  μέση  πυκνότητα 
της Γης (5.5 / ). 
• Η  ενέργεια  που  δέχεται  η  Γη  από  τον  Ήλιο  ονομάζεται  ηλιακή  σταθερά 
μετράται  με  τη  βοήθεια  ειδικών  οργάνων  σε  δορυφόρους  έξω  από  την 
  157

ατμόσφαιρά  της  και  ισούται    1370 / ².  Αφού  η  εκπεμπόμενη  ηλιακή 


ακτινοβολία  είναι  ισοτροπική  και  η  Γη  λαμβάνει  μόνο  ένα  μικρό  μέρος  της 
(λόγω  του  μικρού  γωνιακού  μεγέθους),  πολλαπλασιάζοντας  την  ηλιακή 
σταθερά  με  την  επιφάνεια  μιας  υποθετικής  σφαίρας  ακτίνας  1 . . 150
10 1.5 10   (εμβαδόν  4 ),  υπολογίζεται  ότι  η  ολική  ενέργεια 
που εκπέμπει ο Ήλιος ανά δευτερόλεπτο σε όλα τα μέρη του φάσματος είναι  
3.9 10 1 1 / ,  δηλαδή  η  ηλιακή  φωτεινότητα 
είναι 
~ 3.99 10 3.99 10 / .
Θα πρέπει να σημειωθεί ότι αν και μικρό το ποσό ενέργειας που λαμβάνει η Γη 
είναι  υπεύθυνο  για  την  κυκλοφορία  της  ατμόσφαιρας  και  των  ωκεανών 
(καταιγίδες, άνεμοι, ρεύματα, βροχοπτώσεις κ.λ.π).  
• Η  περιστροφή  του  Ηλίου  γίνεται  εύκολα  αντιληπτή  με  την  παρακολούθηση 
ορισμένων σκοτεινών περιοχών που εμφανίζονται συχνά στην επιφάνειά του. 
Αυτές  είναι  γνωστές  ως  ηλιακές  κηλίδες  (βλ.  6.11)  και  πολλές  φορές  είναι 
παρατηρήσιμες  ακόμα  και  με  γυμνό  οφθαλμό.  Η  φαινόμενη  κίνηση  των 
ηλιακών  κηλίδων  πάνω  στον  ηλιακό  δίσκο  δεν  ακολουθεί  συνήθως  ευθεία 
γραμμή  αλλά  ελαφρά  καμπυλωμένο  τόξο  λόγω  της  κλίσης  (7ο)  του  άξονα 
περιστροφής  του  Ηλίου  ως  προς  το  επίπεδο  της  εκλειπτικής.  Με  βάση  την 
παρατήρηση της κατανομής των κηλίδων  μετά από μία περιστροφή (μέχρι να 
επανέλθουν  στο  ίδιο  σημείο)  συμπεραίνεται  ότι  η  περίοδος  περιστροφής  του 
Ηλίου  στον  ισημερινό  είναι    είναι  25  ημέρες  ενώ  στους  πόλους    είναι  31 
ημέρες.  Εναλλακτικά  η  περίοδος  περιστροφής  του  Ηλίου  προσδιορίζεται 
φασματοσκοπικά  από  τη  μελέτη  της  μετατόπισης  Doppler  των  φασματικών 
γραμμών  που  προέρχονται  από  δύο  αντιδιαμετρικά  άκρα  του  δίσκου  του.  Με 
τη μέθοδο αυτή συμπεραίνεται ότι  26 ημ και   37 ημ. 
  
  Μία σύνοψη του συνόλου των φυσικών παραμέτρων του Ηλίου παρουσιάζεται 
στον  Πίνακα  6.1.  Η  υψηλή  θερμοκρασία  της  επιφάνειας  του  Ηλίου  (~6.000 ) 
καθώς  και  η  χαμηλή  μέση  πυκνότητά  του  (~1.4 / )  υποδηλώνουν  ότι  Ήλιος 
βρίσκεται  σε  αέρια  κατάσταση,  τουλάχιστον  στα  εξωτερικά  του  στρώματα.  Αυτό 
το συμπέρασμα ενισχύεται από την παρατηρούμενη περίοδο περιστροφής του που 
δείχνει  ότι  περιστρέφεται  ταχύτερα  στον  ισημερινό  και  βραδύτερα  στους  πόλους. 
Μία  τέτοια  ανομοιόμορφη  περιστροφή  (διαφορική)  δείχνει  ότι  ο  Ήλιος  δεν  είναι 
ένα  στερεό  σώμα  (ένα  στερεό  σώμα  όπως  η  Γη  περιστρέφεται  σαν  ένα  ενιαίο 
σύνολο  με  συνέπεια  κάθε  σημείο  της  επιφάνειάς  του  να  έχει  την  ίδια  περίοδο 
περιστροφής). 
 
  158

ΠΙΝΑΚΑΣ  .  
Οι κυριότερες φυσικές παράμετροι του Ήλιου 
Παράμετρος  Τιμή  Μέθοδος προσδιορισμού 
Μέση απόσταση  Ανάκλαση ραδιοσήματος στην 
1 149.800.000
από τη Γη     Αφροδίτη 
Μέση γωνιακή 
32΄  Άμεση παρατήρηση 
διάμετρος 2   
Μέση διάμετρος 2   14 10   Τριγωνομετρική μέθοδος 
Επιτάχυνση της Γης 
Μάζα                           1.99 10  
Τρίτος νόμος του Κέπλερ 
Μέση πυκνότητα    1.41 / Μάζα/όγκο 
Μέτρηση με ειδικό όργανο 
Ηλιακή σταθερά     1.388 10
όπως π.χ. βολόμετρο  
Ηλιακή σταθερά επί το εμβαδό 
Φωτεινότητα    3.98 10 /  
σφαίρας ακτίνας 1   
Φασματική τάξη        2 Φασματοσκοπία 
Φαινόμενο οπτικό 
26.8 Προσπίπτουσα ροή 
μεγέθος  .               
Απόλυτο  οπτικό 
4.7  5 5 log  
μέγεθος   .               
Ενεργός 
5.780   Νόμος Stefan –Boltzman  
θερμοκρασία   

Θερμοκρασία  Νόμος του Wien 
6.000  
χρώματος    Φάσμα του Ήλιου 
26 ημέρες  Φασματοσκοπική μέθοδος 
Περίοδος  37 ημέρες  Doppler 
περιστροφής  26 ημέρες 
Κατανομή ηλιακών κηλίδων 
31 ημέρες 
Ταχύτητα 
Φασματοσκοπική μέθοδος 
Περιστροφής στον  2 /  
Doppler 
ισημερινό 

 
 
6.2   Πηγή Ηλιακής ενέργειας  
 
Όλα τα στοιχεία δείχνουν  ότι  ο Ήλιος  και  η Γη έχουν  ηλικία  4.6 δισεκατομμύρια 
έτη  και  η  σταθερότητα  των  συνθηκών  ζωής  πάνω  στη  Γη  υποδεικνύει  ότι  η 
εκπεμπόμενη  ηλιακή  ενέργεια  σε  αυτό  το  χρονικό  διάστημα  παρέμεινε  σχεδόν 
σταθερή  (υπολογίζεται  ότι  η  φωτεινότητα  του  Ήλιου  αυξήθηκε  περίπου  κατά  20 
%).  O  μηχανισμός  που  μπορεί  να  παράγει  1026  W  επί  4.6  δισεκατομμύρια  έτη, 
αποτέλεσε  το  αντικείμενο  μελέτης  για  πολλά  έτη  ανάμεσα  σε  επιφανείς 
επιστήμονες  όπως  ο  Νεύτωνας,  ο  Leibnitz,  ο  Καρτέσιος.  Ούτε  η  χημική  ενέργεια 
  159

(από  καύση  ύλης),  ούτε  η  βαρυτική  συστολή  (ενέργεια  που  ελευθερώνεται  από 
κατάρρευση  του  Ήλιου  λόγω  ιδιοβαρύτητας)  επαρκούν.  Ακόμα  και  όταν 
ανακαλύφθηκε η ραδιενέργεια, – η οποία διατηρεί τη θερμοκρασία του εσωτερικού 
της Γης – δεν επαρκούσε για τη συντήρηση της εκπεμπόμενης ηλιακής ενέργειας.  
     Η  μόνη  πηγή  που  θεωρείται  υπεύθυνη  για  την  παραγωγή  ενέργειας  στο 
εσωτερικό  του  Ήλιου  και  κατ΄επέκταση  όλων  των  αστέρων  είναι  η  ενέργεια  που 
εκλύεται κατά τις πυρηνικές αντιδράσεις. Κάτω από ιδιαίτερες συνθήκες, τα άτομα 
ενός  στοιχείου  μπορούν  να  ενωθούν  για  να  σχηματίσουν  ένα  καινούριο  στοιχείο 
(πυρηνική  σύντηξη)  ή  ένα  άτομο  να  διασπασθεί  σε  μικρότερα  άλλων  στοιχείων 
(πυρηνική  σχάση).  Οι  πυρηνικές  αντιδράσεις  μπορούν  να  ελευθερώσουν  μεγάλα 
ποσά ενέργειας γιατί η ολική μάζα των προϊόντων πυρήνων είναι μικρότερη από 
την  ολική  μάζα  των  αντιδρώντων  και  αυτό  το  έλλειμμα  μάζας  μετατρέπεται  σε 
ενέργεια ΔΕ που υπολογίζεται από τη γενική σχέση:  

 
. .
ο δε ρυθμός παραγωγής της εξαρτάται από τη χημική σύσταση, τη θερμο‐κρασία 
και την πυκνότητα της περιοχής στην οποία αναφέρεται.  
  Γενικότερα η σύντηξη δύο μικρότερων πυρήνων προς παραγωγή μεγαλύτερου 
ελευθερώνει  ενέργεια  μέχρι  τον  σχηματισμό  του  πυρήνα  σιδήρου  ενώ  η  σύντηξη 
μεγαλύτερων  ατόμων  απαιτεί  ενέργεια.  Αντιθέτως  η  σχάση  μεγαλυτέρων 
πυρήνων σε μικρότερους ελευθερώνει ενέργεια για άτομα μεγαλύτερης μάζας από 
τον  σίδηρο  (Fe)  ενώ  η  σχάση  μικρότερων  πυρήνων  απαιτεί  ενέργεια.  Άρα  η 
παραγωγή  ενέργειας  στους  αστέρες  οφείλεται  στην  σύντηξη  μικρότερων  
πυρήνων.  
  Εν τούτοις  για να πραγματοποιηθεί πυρηνική σύντηξη απαιτούνται ιδιαίτερες 
συνθήκες  διότι  μέσα  στο  άτομο  τα  πρωτόνια  και  τα  ηλεκτρόνια  λόγω  του 
αντίθετου  φορτίου  συγκρατούνται  με  ελκτικές  ηλεκτρομαγνητικές  δυνάμεις  ενώ 
μέσα  στον  πυρήνα  τα  πρωτόνια  απωθούνται  και  συγκρατούνται  με    ισχυρές 
πυρηνικές  δυνάμεις,  οι  οποίες  για  να  υπερισχύσουν  κατά  τη  δημιουργία  νέου 
πυρήνα θα πρέπει τα πρωτόνια να πλησιάσουν σε μικρή απόσταση. Έτσι ο μόνος 
τρόπος  να  «συγκολλήσουν»  δύο  πυρήνες  είναι  εάν  συγκρουσθούν  τα  αντίστοιχα 
άτομα με μεγάλη ταχύτητα και επειδή η ταχύτητα των ατόμων εξαρτάται από τη 
θερμοκρασία  τους  θα  πρέπει  να  βρίσκονται  σε  συνθήκες  υψηλής  θερμοκρασίας. 
Στον  Ήλιο  (όπως  και  σε  όλους  τους  αστέρες  της  κοινής  ακολουθίας  )  πιο  κοινή 
σύντηξη  που  συμβαίνει  είναι  η  μετατροπή  του  υδρογόνου  σε  ήλιο  για  10 . 
Αναλυτικότερα  μέσα  από  μία  σειρά  πυρηνικών  αντιδράσεων  που  αποτελούν  την 
αλυσίδα πρωτονίου‐πρωτονίου, τέσσερα άτομα υδρογόνου σχηματίζουν ένα άτομο 
  160

Σχήμα 6.2
Η διαδικασία σύντηξης του υδρογόνου σε ήλιο.

ηλίου ελευθερώνοντας ενέργεια με τη μορφή ακτίνων γ και νετρίνων. Η απώλεια 
μάζας ανέρχεται στο 0.7 %  της αρχικής μάζας των τεσσάρων πρωτονίων.  
Υπολογίζοντας ότι από τη μετατροπή 1 kg υδρογόνου ελευθερώνονται 6.3 10 , 
υπολογίζεται  ότι  o  Ήλιος  χρειάζεται  6 10 /   υδρογόνου  για  να  διατηρήσει 
την εκπεμπόμενη ενέργειά του.  
 
6.3   Δομή του Ήλιου 
 
Ο  Ήλιος  (και  οι  αστέρες  της  κυρίας    ακολουθίας)  χαρακτηρίζονται  από  σταθερή 
φωτεινότητα  που    είναι  επακόλουθο  της  μηχανικής  (ή  υδροστατικής)  και 
ενεργειακής  του  ισορροπίας.  Αυτό  σημαίνει  ότι  δεν  διαστέλλεται  ή  συστέλλεται 
γιατί  η  δύναμη  της  βαρύτητας  εξισορροπείται  από  τις  δυνάμεις  που  προέρχονται 
από  την    πίεση  των  αερίων  του  εσωτερικού  του  (μηχανικής  ή  υδροστατικής 
ισορροπία). Εάν δεν υπήρχε η εσωτερική πίεση, ο Ήλιος θα κατέρρεε κάτω από την 
ιδιοβαρύτητά του σε λιγότερο από μία ώρα. 
Επιπλέον  η  ενέργεια  που  παράγεται  στο  εσωτερικό  (από  τις  θερμοπυρηνικές 
αντιδράσεις)  δεν  συσσωρεύεται  εκεί  αλλά  δραπετεύει  με  τον  ίδιο  ρυθμό  από  την 
επιφάνειά  του  με  μορφή  ακτινοβολίας  (θερμική  ισορροπία).  H  κατάσταση 
ισορροπίας της πλειοψηφίας των αστέρων σε συνδυασμό με τις διάφορες φυσικές 
παραμέτρους που προσδιορίζονται από τη μελέτη της επιφάνειάς τους αποτελούν 
τα  βασικά  δεδομένα  με  τα  οποία  επιχειρούμε  την  κατανόηση  της  δομής  του 
εσωτερικού τους με την κατασκευή ενός προτύπου (μοντέλου) αστέρος.   
  Η  περιοχή  στο  εσωτερικό  του  Ήλιου  όπου  το  υδρογόνο  μετατρέπεται  σε  ήλιο 
βρίσκεται στο κέντρο του Ήλιου και καλείται πυρήνας. Αυτή χαρακτηρίζεται από 
  161

Σχήμα 6.3
Ο τρόπος με τον οποίο δραπετεύει ένα φωτόνιο από το εσωτερικό του Ήλιου, μσω των 
πολλαπλών σκεδάσεων με το πλάσμα. 

θερμοκρασία  15 10 ,  πυκνότητα  100 150 / (14  φορές  μεγαλύτερη  από 


του μολύβδου) και πίεση  200 10 . Λόγω διαφορετικής θερμοκρασίας μεταξύ 
του  πυρήνα  και  της  ηλιακής  επιφάνειας,  η  παραγόμενη  ενέργεια  διαδίδεται  προς 
τα έξω μέσω ακτινοβολίας (δηλαδή με φωτόνια και πιο ενεργητικές μορφές) μέσα 
από μια ζώνη που ονομάζεται ζώνη ακτινοβολίας (radiation zone) μέσα στο πλάσμα 
των  θετικών  ιόντων  και  ηλεκτρονίων  σε  θερμοκρασία  10 10   .  Στην 
πραγματικότητα  τα  φωτόνια  που  παράγονται  στον  πυρήνα  δεν  διαδίδονται  σε 
ευθεία  γραμμή  μέχρι  την  επιφάνεια  αλλά  λόγω  της  μεγάλης  πυκνότητας 
αλληλεπιδρούν  με  την  ύλη  δηλαδή  απορροφούνται  και  επανεκπέμπονται  σε 
τυχαίες  διευθύνσεις  .  Αυτό  σημαίνει  ότι  αυτές  οι  αλληλεπιδράσεις  τα  κρατούν 
στην ουσία «παγιδευμένα» (πολύ μικρός χρόνος ελεύθερης διαδρομής) γι αυτό και 
διαχέονται με αργό ρυθμό προς την επιφάνεια του Ήλιου. 
   Όταν  τα  φωτόνια  έχουν  διανύσει  μέχρι  το  70%  της  ηλιακής  ακτίνας,  η 
θερμοκρασία  έχει  μειωθεί  αρκετά  ώστε  να  σχηματιστούν  άτομα  υδρογόνου  τα 
οποία μπορούν να τα απορροφήσουν κι άρα ο μηχανισμός διάδοσης ενέργειας με 
ακτινοβολία  προς  την  επιφάνεια  παύει  να  είναι  τόσο  αποδοτικός.  Τα  άτομα  του 
υδρογόνου  θερμαίνονται  και  η  μεταφορά  ενέργειας  γίνεται  δια  ρευμάτων 
μεταφοράς μάζας (convection) σε μία ζώνη που ονομάζεται ζώνη μεταφοράς δια 
ρευμάτων  (convection  zone)  δηλαδή  το  θερμαινόμενο  αέριο  κυκλοφορεί  σε 
μεγάλες  κυψελίδες  που  φαίνονται  στην  επιφάνεια  του  Ήλιου  (φωτόσφαιρα), 
ανέρχεται  προς  την  εξωτερική  επιφάνεια  ψύχεται  και  ξαναβυθίζεται  προς  τη 
ζώνη.  
  162

το αέριο ψύχεται 

ψυχρό θερμό
 

Σχήμα 6.4
Οι ζώνες μεταφοράς μάζας στον Ήλιο. 

 
Τελικά  ενώ τα φωτόνια που παράγονται στο εσωτερικό του Ήλιου θα χρειάζονταν 
μόνο  2.5  να φτάσουν μέχρι την ηλιακή επιφάνεια, χρειάζονται  10 10  έτη 
γεγονός  που  σημαίνει  ότι  η  ηλιακή  ακτινοβολία  που  προσπίπτει  στη  Γη  έχει 
παραχθεί την εποχή που ο πρωτόγονος άνθρωπος ζούσε σε σπηλιές! Συνολικά τα 
διάφορα  στρώματα  του  εσωτερικού  του  Ήλιου  μαζί  με  τις  παραμέτρους  τους 
παρουσιάζονται στο Σχήμα 6.5. 
 
6.4   Το «λυμένο» πρόβλημα των νετρίνων 
 
Ένας  από  τους  πιο  σημαντικούς  ελέγχους  των  αρχών  της  δομής  του  εσωτερικού 
του  Ήλιου  αφορά  την  ανίχνευση  των  σωματιδίων  που  παράγονται  κατά  τη 
διάρκεια της αλυσίδας πρωτονίου‐πρωτονίου, των νετρίνων. Αυτά είναι θεμελιώδη 

Ζώνη μεταφοράς ύλης

Πυρήνας

Ζώνη ακτινοβολίας
Θερμοκρασία Πυκνότητα Μεταφορά
(106Κ) gr/cm3 ενέργειας
Μεταφορά
Πυρήνας ~15 100
ύλης
Ζώνη
Επιφανειακή θερμοκρασία ~3 1 Ακτινοβολία
ακτινοβολίας
Τ~ 6 000Κ Ζώνη
Μεταφορά
μεταφοράς ~1 0.1
ύλης
ύλης

Σχήμα 6.5
Τα διάφορα στρώματα του εσωτερικού του Ήλιου 
  163

Φωτόνιο 
ποζιτρόνιο 
υπολογιστής 
Ανιχνευτής
νετρόνιο
νετρίνο
Η20

πρωτόνιο 
   
Σχήμα 6.6
Ανιχνευτικό σύστημα νετρίνων 

σωμάτια  με  ιδιαίτερες  ιδιότητες  καθώς  θεωρείται  ότι  δεν  έχουν  φορτίο,  μηδενική 
μάζα, ημιακέραιο spin και διακρίνονται σε τρείς τύπους , ηλεκτρονίου, μυονίου και 
ταυ.  Τα  νετρίνα  είναι  λεπτόνια  κι  άρα  δεν  υπόκεινται  στις  ισχυρές  πυρηνικές 
δυνάμεις, άρα διαφεύγουν από τον πυρήνα των αστέρων, δίνοντας την ευκαιρία –
αν  ανιχνευθούν  –  άμεσης  παρατήρησης  των  συνθηκών  του  εσωτερικού  των 
αστέρων,  σε  σχέση  με  την  αστρική  ακτινοβολία  που  εκπέμφθηκε  πριν  από 
εκατοντάδες  ή  χιλιάδες  έτη.  Επειδή  αλληλεπιδρούν  με  την  ύλη  μόνο  μέσω 
ασθενών  αλληλεπιδράσεων  είναι  τα  πιο  διαπεραστικά  στοιχειώδη  σωμάτια  κι 
επειδή δεν έχουν φορτίο δεν ιονίζουν το μέσο στο οποίο κινούνται. Μόνο 1 στα 10 
δισεκατομμύρια,  που  ταξιδεύει  μέσα  στην  ύλη  απόσταση  όσο  η  γήινη  διάμετρος, 
αντιδρά με ένα πρωτόνιο ή ένα νετρόνιο, επειδή όμως είναι πολυάριθμα μπορούν 
να  ανιχνευθούν.  Για  περισσότερα  από  30  έτη  οι  επιστήμονες  προσπαθούσαν  να 
αιτιολογήσουν  τον  μικρότερο  αριθμό  ηλιακών  νετρίνων  που  ανιχνεύονταν  στα 
αρχικά  πειράματα  (το  ½  ή  1/3  του  θεωρητικά  προβλεπόμενου  αριθμού),  γεγονός 
που έθετε υπό αμφισβήτηση το ενεργειακό μοντέλο του Ήλιου. Τα σύγχρονα όμως 
πειράματα  (Sudbury  Nautrino  Observatory,  SNO  στον  Καναδά  και  Super‐
Kamiokande στην Ιαπωνία) σε συνδυασμό με τις νέες θεωρίες για τις ιδιότητες των 
νετρίνων  έδειξαν  ότι  έχουν  ελάχιστη  μάζα  και  μπορούν  να  μετατρέπονται 
(ταλαντώνονται)  από τον ένα τύπο στον άλλο κατά την πορεία τους από τον Ήλιο 
μέχρι τη Γη, γι αυτό και τα πρώτα πειράματα μπορούσαν να ανιχνεύσουν μόνο τα 
νετρίνα  ηλεκτρονίου.  Σήμερα  έχει  μετρηθεί  με  ακρίβεια  μόνο  το  0.005%  των 
νετρίνων  που  θεωρούνται  ότι  εκπέμπονται  από  τον  Ήλιο  γιατί  τα  υπόλοιπα 
εκπέμπονται σε χαμηλότερες ενέργειες και είναι πιο δύσκολο να ανιχνευθούν από 
τις υπάρχουσες ανιχνευτικές διατάξεις.  
  Η ανίχνευση των νετρίνων βασίζεται στην σύγκρουσή τους με πρωτόνια (μέσα 
σε  τεράστιες  δεξαμενές  νερού),  στη  δημιουργία  ποζιτρονίων  τα  οποία  εκπέμπουν 
  164

   

Σχήμα 6.7
Αριστερά: Ο τρόπος διάδοσης των σεισμικών κυμάτων στο εσωτερικό του Ήλιου. 
Δεξιά: Οι ζώνες μεταφοράς από το κέντρο προς την επιφάνεια του Ήλιου. 

ακτινοβολίας Cerenkov.  Συνήθως οι ανιχνευτές βρίσκονται σε μεγάλο βάθος ώστε 
να περιοριστούν οι κοσμικές ακτίνες ή άλλες αλληλεπιδράσεις.  

6.5   Ηλιακές ταλαντώσεις 

Ένας  άλλος  τρόπος  μελέτης  του  εσωτερικού  του  Ήλιου  κι  άρα  ελέγχου  του 
μοντέλου της δομής του είναι μέσω της τεχνικής της ηλιοσεισμολογίας. Η τεχνική 
είναι  παρόμοια  με  αυτή  που  χρησιμοποιούν  οι  γεωλόγοι  για  τη  μελέτη  του 
εσωτερικού  της  Γης  μέσω  διάδοσης  σεισμικών  κυμάτων.  Η  ηλιοσεισμολογία 
μελετά τους διάφορους τρόπους διάδοσης και συντονισμού των ηχητικών κυμάτων 
από το εσωτερικό έως την επιφάνειά του Ηλίου. Τα ηχητικά κύματα διαδίδονται με 
διαφορετικούς  τρόπους  και  διαφορετικές  ταχύτητες  στο  εσωτερικό  του  ΄Ηλιου,  κι 
άλλες  φορές  ανακλώνται  στην  επιφάνεια  του,  άλλες  φορές  παγιδεύονται  στο 
στρώμα κάτω από την επιφάνειά του (ζώνη διάδοσης ακτινοβολίας με ρεύματα) κι 
άλλες φορές φτάνουν μέχρι το εσωτερικό του, όπως φαίνεται από το σχήμα 6.7. Τα 
ηχητικά  κύματα  ταλαντούμενα  κινούν  τα  στρώματα  του  Ηλίου  και  αυτές  οι 
ταλαντώσεις  ανιχνεύονται  μέσω  των  μετατοπίσεων  Doppler    όπως  φαίνεται  στο 
σχήμα  όπου  τα  ερυθρά  μέρη  αντιπροσωπεύουν  την  προς  τα  κάτω  κίνηση  ενώ  τα 
κυανά την προς τα πάνω. Πηγή των παρατηρούμενων ηχητικών κυμάτων είναι οι 
διεργασίες στη μεγαλύτερη ζώνη μεταφοράς ρευμάτων.  
 
6.6   Χημική σύσταση 
 
  165

Η  χημική  σύσταση  του  Ήλιου  όπως  προκύπτει  από  ανάλυση  του  φάσματος  της 
ατμόσφαιράς  του  υπολογίζεται  κατά  άτομα  (και  κατά  μάζα)  σε  :  92%  υδρογόνο 
(73%  κατά  μάζα),  7%  ήλιο  (25%  κατά  μάζα),  και  όλα  τα  υπόλοιπα  στοιχεία 
(«μέταλλα»,  Ο,  C,  N,  Si,  Mg,  Ne,  Fe,  S)  σε  λιγότερο  από    1%  (2%  κατά  μάζα).   Η 
παρατηρούμενη διαφορά στην περιεκτικότητα οφείλεται στο γεγονός ότι το άτομο 
του ηλίου έχει τετραπλάσια μάζα από το άτομο του υδρογόνου. Η πλειοψηφία των 
αστέρων  (99%)  καθώς  και  της  μεσοαστρικής  ύλης  έχουν  περίπου  την  ίδια 
περιεκτικότητα με τον Ήλιο!  
 
6.7   Φωτόσφαιρα 
 
Ο φωτεινός δίσκος του Ηλίου (που διακρίνεται ευκρινέστερα κατά την ανατολή και 
τη  δύση  του  ή  όταν  βρίσκεται  μέσα  στα  σύννεφα)  ονομάζεται  φωτόσφαιρα 
(σχήμα  6.8).  Η  φωτόσφαιρα  δεν  αποτελεί  μία  αυστηρά  καθορισμένη  «επιφάνεια» 
αλλά  όπως  αναφέρθηκε  το  όριο  στο  οποίο  η  μέση  ελεύθερη  διαδρομή  των 
φωτονίων γίνεται αρκετά μεγάλη ώστε να μπορούν να διαφύγουν προς τη Γη. Εάν 
τα  φωτόνια  ήταν  ελεύθερα  να  διαφύγουν  από  το  κέντρο  του  Ήλιου  (όπου  και 
παράγονται)  ο  Ήλιος  θα  φαινόταν  πολύ  μικρός,  περίπου  στο  20%  της  σημερινής 
του  ακτίνας.  Σε  σχέση  με  το  μέγεθος  του  Ήλίου  (διάμετρος  ~ 10 ),  η 
φωτόσφαιρα    αποτελεί  ένα  είδος  «επιδερμίδας»  της  ηλιακής  επιφάνειας  βάθους 
περίπου 400 500 , κάτω από την οποία το ηλιακό αέριο είναι αδιαφανές.  
Η  ενεργειακή  κατανομή  της  ηλιακής  ακτινοβολίας  της  φωτόσφαιρας  που 
προσπίπτει  έξω  από  τη  γήινη  ατμόσφαιρα  καθώς  και  αυτή  που  προσπίπτει  στο 
ύψος  της  επιφάνειας  της  θάλασσας  φαίνεται  στο  σχήμα    σε  σχέση  με  την 
κατανομή ενός μέλανος σώματος θερμοκρασίας 6.000  (Σχόλιο 2). 
  166

Από  τη  φωτόσφαιρα  προέρχεται  τόσο  το  συνεχές  φάσμα  όσο  και  οι  γραμμές 
απορρόφησης  που  παρατηρούνται  σ  ΄αυτό  (δεν  φαίνονται  στο  γράφημα  του 
Σχήματος  6.9)  οι  οποίες  ονομάζονται    γραμμές  Fraunhofer,  προς  τιμήν  του  
Γερμανού  φυσικού  που  τις  μελέτησε  πρώτος  από  τις  οποίες  συμπεραίνουμε  τη 
χημική σύστασή της (Πλαίσιο 6.Ι).  
Η  εμφάνιση  γραμμών  απορρόφησης  οφείλεται  στην  σταδιακή  ελάττωση  της 
θερμοκρασίας από  την τιμή των 6500 Κ που χαρακτηρίζει τα  βαθύτερα  στρώματά  
της  φωτόσφαιρας  (στο  όριό  της  με  το  εσωτερικό  του  Ηλίου)  σε  4  500  Κ  στα 
εξωτερικά  στρώματά  της  (στο  όριό  της  με  την  χρωμόσφαιρα).  Αποτέλεσμα  αυτής 
της  βαθμιαίας  πτώσης  της  θερμοκρασίας  είναι  τα  άτομα  των  ψυχρότερων 
εξωτερικών στρωμάτων να εκπέμπουν λιγότερη ακτινοβολία αλλά ταυτόχρονα να 

Σχήμα 6.8
Φωτογραφία του Ήλιου με κατάλληλα φίλτρα, στην οποία αποκαλύπτεται η 
φωτόσφαιρα του Ήλιου. 

απορροφούν την ακτινοβολία που προέρχεται από τα βαθύτερα στρώματα. Έτσι το 
συνεχές  μέρος  του  φάσματος  προέρχεται  από  την  εκπομπή  των  βαθύτερων 
στρωμάτων  της  φωτόσφαιρας  ενώ  οι  γραμμές  Fraunhofer  από  την  απορρόφησή 
των  εξωτερικών  στρωμάτων.  Όπως  έχει  διαπιστωθεί  από  τα  92  στοιχεία  που 
υπάρχουν στη Γη, τα 80 υπάρχουν και στον Ήλιο αν και συνιστούν μόνο το 1% της 
μάζας του αφού κυριαρχεί –όπως και σε όλους τους αστέρες‐ το υδρογόνο (70% της 
μάζας του) και το ήλιο (29% της μάζας του). 
 
  167

Ροή έξω από την ατμόσφαιρα 
 
            Ροή στην επιφάνεια της θάλασσας 
 
Ροή μέλανος σώματος Τ=5.900 Κ 
Ροή 

Μήκος κύματος (μm)  

Σχήμα 6.9
Το φάσμα της φωτόσφαιρας του Ήλιου. 

  
     Η  μείωση  της  θερμοκρασίας  από  τα  εσωτερικά  στα  εξωτερικά  στρώματα  της 
φωτόσφαιρας  δείχνει  ότι  θα  χαρακτηρίζονται  κι  από  μικρότερη  φωτεινότητα 
(σύμφωνα  με  το  νόμο  του  Planck)  κι  άρα  ο  ηλιακός  δίσκος  θα  φαίνεται 
σκοτεινότερος  στα  άκρα  απ΄  ότι  στο  κέντρο  (φαινόμενο  συσκότισης  χείλους) 
(Σχήμα  6.10).    Το  φαινόμενο  αυτό  οφείλεται  στο  γεγονός  ότι  η  ακτινοβολία  ενός 
ορισμένου  μήκους  κύματος  που  εκπέμπεται  από  το  άκρο  του  ηλιακού  δίσκου 
(σημείο  Β)  έχει  μεγαλύτερη  πιθανότητα  να  απορροφηθεί  πριν  να  φτάσει  στη  Γη 
(μεγαλύτερη  διαδρομή)  απ  ’ότι  η  αντίστοιχη  που  εκπέμπεται  από  το  κέντρο  του 
δίσκου  (σημείο Α) και άρα αυτή τελικά που φτάνει από την διεύθυνση του άκρου 
πρέπει να προέρχεται από πιο εξωτερικό και άρα πιο ψυχρό  στρώμα (σημείο C). Η 
ακτινοβολία  δηλαδή  που  φτάνει  στον  παρατηρητή  προέρχεται  από  διαφορετικά 
στρώματα της φωτόσφαιρας διαφορετικών θερμοκρασιών. Αντίστροφα η ανάλυση 
αυτού  του  φαινομένου  μπορεί  να  χρησιμοποιηθεί  για  την  εύρεση  της  μεταβολής 
της  θερμοκρασίας  συναρτήσει  του  βάθους  της  φωτόσφαιρας  η  οποία  οδηγεί  στην 
κατασκευή ενός θεωρητικού μοντέλου της ηλιακής ατμόσφαιρας . 
  168

C  4.000

6.000

Σχήμα 6.10
 Η μείωση της θερμοκρασίας από το εσωτερικό (Α) προς το εξωτερικό στρώμα (C) της 
ατμόσφαιρας του Ήλιου. 

   
ΠΛΑΙΣΙΟ  6.Ι  : Γραμμές Fraunhofer 
 
O  Γερμανός  φυσικός  Joseph  Fraunhofer  (1814)  ήταν  ο  πρώτος  που  μετά  από 
προσεκτική  εξέταση  του  ηλιακού  φάσματος  διαπίστωσε  την  παρουσία  600 
σκοτεινών  γραμμών  που  ακόμα  και  σήμερα  φέρουν  το  όνομά  του,  μέτρησε  την 
θέση (μήκος κύματος) των μισών περίπου και ονόμασε τις πιό έντονες από αυτές 
με  τα  γράμματα  του  αλφαβήτου  ,  ,  ,  …αρχίζοντας  από  το  ερυθρό  και 
προχωρώντας  προς  το  ιώδες  μέρος  του  φάσματος  όπως  φαίνεται  στο  Σχήμα. 
Ιδιαίτερο ενδιαφέρον τού προκάλεσε ένα ζεύγος έντονων σκοτεινών γραμμών στο 
κίτρινο μέρος του ηλιακού φάσματος  (τις ονόμασε γραμμές  ) που εμφανίζονταν 
στο ίδιο σημείο στο οποίο εμφανίζονται και οι δύο λαμπρές κίτρινες γραμμμές του 
διάπυρου αερίου νατρίου .    

 
 
Αργότερα  (1859) ο Kirchhoff στην προσπάθειά του να ταυτοποιήσει τις γραμμές D 
του    Fraunhofer  με  τις  γραμμές  του  νατρίου  ανέλυσε    το  φάσμα  μίας  δέσμης 
  169

ηλιακού  φωτός  διαμέσω  διάπυρου  νατρίου  και  διαπίστωσε  ότι  αντί  οι  λαμπρές 
γραμμές του διάπυρου νατρίου να εξουδετερώνουν τις σκοτεινές ηλιακές γραμμές 
(αφού  και  οι  δύο  προέρχονταν  από  το  ίδιο  στοιχείο)  τις  υπερτόνιζαν  (φαίνονταν 
ακόμα πιο σκοτεινές). Στη συνέχεια αντικατέστησε το ηλιακό φως με ένα διάπυρο 
στερεό  και  πήρε  συνεχές  φάσμα  χωρίς  καθόλου  σκοτεινές  γραμμές.  Το  ίδιο  φως 
από  το  διάπυρο  στερεό  μετά  τη  διέλευσή  του  από  το  αέριο  νάτριο  έδωσε  συνεχές 
φάσμα  με  τις γραμμές απορροφήσεως–  στην ίδια  θέση με αυτήν των λαμπρών 
γραμμών  του  νατρίου.  Από  τα  πειραματικά  του  δεδομένα  διατύπωσε  τους  τρείς 
εμπειρικούς  νόμους  της  φασματικής  ανάλυσης  και  συμπέρανε  ότι  ο  Ήλιος 
αποτελείται  από  θερμό,  πυκνό  αέριο  (ή  στερεό)  το  οποίο  περιβάλλεται  από  ένα 
στρώμα  ψυχρότερου  αερίου.  Αυτό  το  ψυχρότερο  αέριο  που  αποτελεί  και  την 
ατμόσφαιρα το Ηλίου είναι υπεύθυνο για την δημιουργία των γραμμών Fraunhofer 
που χαρακτηρίζουν το φάσμα του.  
     Στη  συνέχεια  συγκρίνοντας  τις  υπόλοιπες  γραμμές  Fraunhofer  του  ηλιακού 
φάσματος  με  τις  λαμπρές  γραμμές  άλλων  στοιχείων  που  είχαν  παρατηρηθεί 
εργαστηριακά,  κατέδειξε  και  την  ύπαρξη  πολλών  στοιχείων  στην  ηλιακή 
ατμόσφαιρα που περιλαμβάνονται στον παρακάτω Πίνακα. 
 
              Κύριες γραμμές απορροφήσεως (Fraunhofer) του Ηλίου 
______________________________________________________________________ 
Γραμμή απορροφήσεως      λ (Å)                Στοιχείο στο οποίο οφείλονται  
           Fraunhofer 
______________________________________________________________________ 
Α      7594    οξυγόνο της γήινης ατμόσφαιρας 
Β      6867    οξυγόνο της γήινης ατμόσφαιρας 
C      6563    υδρογόνο ( ) 
D      5896    νάτριο ( ) 
      5890    νάτριο ( ) 
E      5270    σίδηρος ( ) 
F      4861    υδρογόνο ( ) 
G      4340    υδρογόνο ( ) 
Η      3968    ασβέστιο ( ) 
K      3933    ασβέστιο ( ) 
 
Σήμερα  είναι  γνωστή  η  παρουσία  περίπου  20.000    γραμμών  απορρόφησης  στο 
φάσμα του Ηλίου.  
 
  170

 
6.8  Χρωμόσφαιρα 
   
 Το  αμέσως  επόμενο  αέριο  στρώμα  της  ηλιακής  ατμόσφαιρας  που  περιβάλλει  τη 
φωτόσφαιρα  και  εκτείνεται  σε  απόσταση  περίπου  10  000  km  από  την  επιφάνειά 
της  ονομάζεται  χρωμόσφαιρα.  Υπό  κανονικές  συνθήκες,  η  χρωμόσφαιρα  δεν 
είναι  ορατή  λόγω  της  έντονης  συνεχούς  ακτινοβολίας  της  φωτόσφαιρας,  μπορεί 
όμως να παρατηρηθεί μόνο εάν καλυφθεί ο ηλιακός δίσκος είτε κατά τη διάρκεια 
μίας ολικής εκλείψεως του Ηλίου, οπότε φαίνεται με γυμνό οφθαλμό, είτε τεχνητά 
με  τη  βοήθεια  ειδικού  οργάνου  που  ονομάζεται  στεμματογράφος 1.  Κατά  τη 
διάρκεια  ολικής  εκλείψεως,  λίγο  πριν  ο  δίσκος  της  Σελήνης  καλύψει  τελείως  τον 
ηλιακό  (οι  δύο  δίσκοι  έχουν  κατά  σύμπτωση  παρόμοια  φαινόμενα  γωνιακά 
μεγέθη),  η  χρωμόσφαιρα  γίνεται  αισθητή  στο  ακάλυπτο  χείλος  του  Ηλίου,  που 
έχει  τη  μορφή  νυχιού  ή  μισοφέγγαρου,  ως  μία  ερυθρωπή  λάμψη  έξω  από  την 
επιφάνεια της φωτόσφαιρα (σχήμα 6.11). 
   Με  τη  βοήθεια  φασματοσκοπίου,  αυτό  που  παρατηρείται  είναι  ένα 
«αστραπιαίο  φάσμα»  που  χαρακτηρίζεται  από  γραμμές  εκπομπής  διαφόρων 
χρωμάτων σε ένα ασθενές συνεχές υπόβαθρο.  
     Το ερυθρωπό χρώμα της χρωμόσφαιρας (στο οποίο ανάγεται και το όνομά της) 
οφείλεται  στην  εκπομπή  της  πρώτης  γραμμής  της  σειράς  Balmer  του  υδρογόνου 
( , 6.563 Å).  Η  πλειοψηφία    των  γραμμών  απορρόφησης  της  φωτόσφαιρας 
εμφανίζονται ως γραμμές εκπομπής στο φάσμα της χρωμόσφαιρας, γεγονός που 
σημαίνει  ότι  μέρος  τουλάχιστον  της  χρωμόσφαιρας  που  αποτελείται  από  αραιό 

 
Σχήμα 6.11
Η χρωμόσφαιρα όπως φαίνεται κατά τη διάρκεια μίας ολικής έκλειψης Ηλίου. 

                                                      
1 Ο στεμματογράφος είναι ένα τηλεσκόπιο στο εστιακό επίπεδο του οποίου υπάρχει ένα 
πέτασμα (μαύρος δίσκος) για να καλύπτει τον ηλιακό δίσκο (φωτόσφαιρα) κατά το 
επιθυμητό ποσοστό , δημιουργώντας μία τεχνητή έκλειψη. 
  171

αέριο  (όπως  τεκμαίρεται  από  την  παρουσία  του  φάσματος  εκπομπής)  θα  πρέπει  να 
βρίσκεται  σε  χαμηλότερη  θερμοκρασία  από  την  επιφάνεια  της  φωτόσφαιρας  που 
μαζί  με  τα  ψυχρότερα  στρώματά  της  συμβάλλει  στη  δημιουργία  των  γραμμών 
απορρόφησης.  Επιπλέον  υπάρχουν  γραμμές  εκπομπής  οι  οποίες  απουσιάζουν 
εντελώς από το φάσμα της φωτόσφαιρας  (ως γραμμές απορροφήσεως), όπως του 
στοιχείου  Ηλίου  ( )  το  οποίο  παρατηρήθηκε  για  πρώτη  φορά  στο  φάσμα  της 
χρωμόσφαιρας του Ηλίου, απ΄ όπου πήρε και το όνομά του, πριν να ανακαλυφθεί 
στη Γη το 1895, και ουδετέρων ή ιονισμένων ατόμων (μετάλλων) υψηλής ενέργειας 
διεγέρσεως όπως    ,  . Όπως προκύπτει από τη μελέτη της κατανομής τους 
τα  ιονισμένα  άτομα  και  τα  ουδέτερα  άτομα  υψηλής  ενέργειας  διεγέρσεως 
βρίσκονται κατανεμημένα στα εξωτερικά στρώματα της χρωμόσφαιρας. 
     Από  τη  μελέτη  της  ισχύος  των  γραμμών  εκπομπής  που  ελέγχονται  από  τις 
φυσικές  συνθήκες  που  επικρατούν  στη  χρωμόσφαιρα  (θερμοκρασία,  πυκνότητα 
και  πίεση),  διαπιστώνεται  ότι  αν  και  η  πυκνότητά  της  τελευταίας  συνεχίζει  να 
ελαττώνεται (περίπου 1.000 φορές αραιότερη από την φωτόσφαιρα) η θερμοκρασία 
της – σε αντιδιαστολή με τη φωτόσφαιρα – μετά από μία μικρή κάμψη αυξάνεται 
προς  τα  έξω  από  4.500    που  έχει  κοντά  στη  φωτόσφαιρα  σε  6.500    στα  πρώτα 
1.000  και σε 30.000   στα 2.000  . Σ΄ αυτό συνηγορεί και η ανίχνευση γραμμών 
εκπομπής  στο  υπεριώδες  και  στην  περιοχή  των  ακτίνων  Χ  ( 2.000 Å)  που 
προέρχονται από στοιχεία με υψηλές ενέργειες ιονισμού και διεγέρσεως (όπως π.χ. 
γραμμών υδρογόνου της σειράς Lyman,  ,  ). 
 
6.9   Στέμμα 
 
Πέρα  από  τη  χρωμόσφαιρα,  εκτείνεται  το  τελευταίο  και  πιο  απομακρυσμένο 
στρώμα  της  ηλιακής  ατμόσφαιρας,  το  στέμμα.  Όπως  και  η  χρωμόσφαιρα,  το 
στέμμα  μπορεί να παρατηρηθεί  κατά τη διάρκεια  μίας  ολικής ηλιακής εκλείψεως 
ως  μία  λαμπρή  άλω  λευκοειδούς  χρώματος  και  ακαθόριστου  σχήματος  που 
εκτείνεται σε απόσταση πολλών ηλιακών ακτίνων πολύ πιο πέρα από αυτό που θα 
φανταζόμασταν  ως  εξωτερικό  άκρο  του  Ηλίου.  Η  λαμπρότητα  αυτού  του 
περιβλήματος  είναι  σχεδόν  ίση  με  την  λαμπρότητα  του  σεληνιακού  δίσκου  κατά 
την  πανσέληνο.  Η  μορφή  του  στέμματος  εξαρτάται  από  την  ενεργειακή 
δραστηριότητα  του  Ηλίου  (μέτρο  της  οποίας  είναι  η  συχνότητα  εμφάνισης  των 
ηλιακών κηλίδων). Έτσι κατά τη διάρκεια ηλιακής ηρεμίας το στέμμα εμφανίζεται  
πεπλατυσμένο  στον  ισημερινό  και  πεπιεσμένο  στους  πόλους  (Σχήμα  6.12β) 
θυμίζοντας την μορφή του πεδίου ενός μαγνητικού διπόλου, ενώ κατά τη διάρκεια 
μεγάλης δραστηριότητας, το στέμμα εμφανίζεται διάχυτο (Σχήμα 6.12α). 
  172

      Ήδη  από  το  1867  –  πριν  τις  φασματοσκοπικές  παρατηρήσει  –  είχαν 
παρατηρηθεί  κατά  τη  διάρκεια  εκλείψεων  στο  φάσμα  εκπομπής  του  στέμματος 
άγνωστες  πράσινες  γραμμές  οι  οποίες  αποδόθηκαν  σε  ένα  νέο  –  για  τη  Γη  –
στοιχείο,  το  coronium.  Τελικά  όμως  αναγνωρίστηκε  ότι  πρόκειται  για 
απαγορευμένες γραμμές εκπομπής που εκπέμπονται από άτομα υψηλού ιονισμού 
(Fe9+,  Fe13+  και  Ca13+).  σε  πολύ  υψηλές  θερμοκρασίες  (πάνω  από  106  Κ)  κάτω  από 
χαμηλές  συνθήκες  πυκνότητας.  Δηλαδή  σε  ένα  μέσο  με  πολύ  μικρή  πυκνότητα 
όπως  το  στέμμα,  οι  συγκρούσεις  μεταξύ  των  ατόμων  είναι  τόσο  σπάνιες  που  οι 
ατομικοί  πληθυσμοί  διατηρούνται  στις  κατάλληλες  για  την  παρατηρούμενη 
εκπομπή  ενέργειες.  Η  πυκνότητά  του  στέμματος  είναι  της  τάξης  των  2 10  

σωματιδίων (ιόντα και ελεύθερα ηλεκτρόνια) ανά cm3  δηλαδή μέχρι και 10  φορές 


μικρότερη  από  την  πυκνότητα  της  φωτόσφαιρας,  γεγονός  που  υποδηλώνει  ότι 
παρ΄  όλη  την  μεγάλη  έκτασή  του,  το  στέμμα  δεν  συνεισφέρει  ουσιαστικά  στην 
ηλιακή  μάζα.  Το  αραιό  ιονισμένο  αέριο  του  στέμματος  (μείγμα  ιόντων,  δηλαδή 
γυμνών πυρήνων και ελευθέρων ηλεκτρονίων) είναι μία κατάσταση της ύλης που 
στη φυσική ονομάζεται πλάσμα.  
     Η  παρουσία  πολλαπλά  ιονισμένων  στοιχείων  δείχνει  ότι  ο  μηχανισμός 
διεγέρσεως και ιονισμού που επικρατεί στην χρωμόσφαιρα και πολύ περισσότερο 
στο  στέμμα  είναι  κρουστικός  δηλαδή  με  ηλεκτρόνια  ή  ιόντα.  Αυτή  η  διαπίστωση 
ερμηνεύει  την  θερμοκρασία  του  στέμματος  η  οποία  είναι  της  τάξης  του  106  Κ 
(Σχόλιο  1).  Το  λευκό  φως  στο  οποίο  παρατηρείται  το  στέμμα  δεν  οφείλεται  σε 
θερμική εκπομπή (λόγω της πολύ μικρής πυκνότητας του) αλλά στη σκέδαση του 

     
                                       (α)                                                                            (β) 

Σχήμα  6.12 
(α). : ολική ηλιακή έκλειψη 1988, ελάχιστο ηλιακής δραστηριότητας, (β) ολική ηλιακή       
έκλειψη 1980,  μέγιστο ηλιακής δραστηριότητας 
  173

φωτός της φωτόσφαιρας από τα ηλεκτρόνια του στέμματος  
  Στην  πράξη  η  μελέτη  της  κατανομής  της  θερμοκρασίας  στα  διάφορα  ύψη  
δείχνει  ότι  υπάρχει  μία  στενή  περιοχή  (ζώνη  διέλευσης)  όπου  η  θερμοκρασία 
αυξάνει  πολύ  απότομα  από  500.000   σε  απόσταση  100    πάνω  από  τη 
χρωμόσφαιρα,  σε  10     στο  όριό  της  με  το  στέμμα.  Αυτές  οι  τιμές  θερμοκρασιών 
6

απέχουν πολύ από την κατάσταση ισορροπίας είναι όμως πραγματικές δεδομένης 
της  συμφωνίας  μεταξύ  των  πειραματικών  τιμών  της  θερμοκρασίας  όπως  αυτή 
υπολογίζεται  από  τα  πλάτη  των  φασματικών  γραμμών,  τον  βαθμό  ιονισμού  και 
την ένταση της ραδιοφωνικής εκπομπής. Όσο κινείται κανείς από τη φωτόσφαιρα 
προς τα εξωτερικά στρώματα του Ηλίου, τόσο η θερμοκρασία όσο και η πυκνότητα 

Χρωμόσφαιρα στέμμα

ζώνη διέλευσης
Θερμοκρασία ( ) 

Απόσταση από τη φωτόσφαιρα (km)

Σχήμα 6.13
Η μεταβολή της θερμοκρασίας του στέμματος συναρτήσει της απόστασης από την 
φωτόσφαιρα.

ελαττώνονται  μέχρι  ενός  σημείου  (σε  ύψος  ~2.000 )  και  στη  συνέχεια  η 
θερμοκρασία  αυξάνεται  ενώ  η  πυκνότητα  συνεχίζει  να  ελαττώνεται.  
  174

 
Σχήμα 6.14
Στεμματική οπή (σκοτεινή περιοχή) 

Λόγω των υψηλών θερμοκρασιών που επικρατούν στην χρωμόσφαιρα και στο 
στέμμα, οι ζώνες αυτές εκπέμπουν στο υπεριώδες και στην  περιοχή των ακτίνων  
Χ  (εμφανίζονται  λαμπρότερες  από  τη  φωτόσφαιρα),  γεγονός  που  δίνει  τη 
δυνατότητα παρατήρησής τους σ΄ αυτές τις φασματικές περιοχές από δορυφόρους 
και  διαστημικούς  σταθμούς  (και  όχι  μόνο  κατά  τη  διάρκεια  ολικών  ηλιακών 
εκλείψεων).  Η  δομή  του  ηλιακού  στέμματος  όπως  προκύπτει  από  τη  μελέτη  των 
ακτίνων  Χ  που  εκπέμπονται  από  αυτό,  επιβεβαίωσε  την  καθοριστική  επίδραση 
που  έχει  το  ηλιακό  μαγνητικό  πεδίο  στο  σχήμα  του.  Το  ηλιακό  στέμμα 
διαμορφώνεται  από  την  παγίδευση  σωματιδίων  του  πλάσματος  σε  βρόχους  γύρω 
από  κλειστές  μαγνητικές  γραμμές  του  πεδίου  οι  οποίες  συνδέουν  περιοχές 
αντίθετης  πολικότητας  που  αρχίζουν  και  καταλήγουν  στην  φωτόσφαιρα.  Το 
φαινόμενο  αυτό  φαίνεται  ότι  συνδέεται  με  τις  εκρηκτικές  προεξοχές  και  τις 
χρωμοσφαιρικές  εκλάμψεις.  Η  χαρτογράφηση  του  Ηλίου  στην  περιοχή  των 
ακτίνων  Χ  από  διαστημικά  τηλεσκόπια  αποκάλυψε  επιπλέον  την  ύπαρξη 
«στεμματικών οπών», μεγάλων δηλαδή σκοτεινών περιοχών του στέμματος (χωρίς 
καμία  εκπομπή  ακτίνων  Χ)  που  χαρακτηρίζονται  από  ανοικτές  μαγνητικές 
γραμμές,  από  τις  οποίες  διαφεύγουν  και  επιταχύνονται    τα  σωματίδια    του 
ηλιακού ανέμου.  
 
 
6.10   Μηχανισμός θέρμανσης 
 
 Ο  μηχανισμός  θερμάνσεως  της  χρωμόσφαιρας  και  πολύ  περισσότερο  του 
στέμματος  αποτελεί  ένα  από  τα  τρέχοντα  ερευνητικά  προβλήματα  της 
αστροφυσικής  δεδομένου  ότι  τα  φωτόνια  της  φωτόσφαιρας  δεν  μπορούν  να 
θερμάνουν ένα αέριο σε θερμοκρασία μεγαλύτερη από τη δική τους  ενώ επιπλέον, 
διέρχονται μέσα από το στέμμα χωρίς έντονη αλληλεπίδραση με την ύλη. Βασικό 
  175

ρόλο  θεωρείται  ότι  παίζει  η  δημιουργία  ηχητικών  (ακουστικών)  κυμάτων  καθώς 


και  άλλων  μηχανικών  κυμάτων  που  δημιουργούνται  στην  αναβράζουσα 
φωτόσφαιρα    (όπως  προκύπτει  από  το  φαινόμενο  της  κοκκίασης).  Όπως  το  νερό 
που αναταράσσεται κάνει θόρυβο έτσι και ο μηχανισμός μετάδοσης ενέργειας δια 
ρευμάτων  της  επιφάνειας  παράγει  έντονα  ηχητικά  κύματα.  Τα  κύματα  αυτά 
καθώς  διαδίδονται  προς  τα  εξωτερικά  πολύ  αραιότερα  στρώματα  της 
χρωμόσφαιρας  και  του  στέμματος  σχηματίζουν  κρουστικά  κύματα  τα  οποία 
αποδίδουν  την  μηχανική  (κρουστική)  ενέργειά  τους  στη  χρωμόσφαιρα  και  το 
στέμμα  με  αποτέλεσμα  τη  θέρμανση  των  τελευταίων  (κατ΄  αναλογία  με  το 
κρουστικό  κύμα  που  προκαλεί  μία  έκρηξη  στον  αέρα  ή  τον  κρότο  που  ακούγεται 
από  το  κτύπημα  του  μαστιγίου  που  είναι  το  αποτέλεσμα  της  διαδόσεως  μιας 
ταλάντωσης  κατά  μήκος  του.  Η  προοδευτικά  λεπτότερη  διατομή  τού    μαστιγίου, 
που είναι ανάλογη με την ελάττωση της πυκνότητας ρ, έχει σαν αποτέλεσμα την 
συνεχή αύξηση της ταχύτητας ταλαντώσεως του αρχικού κύματος που διαδίδεται 
κατά μήκος του μέχρι της επιτεύξεως υπερηχητικών τιμών στο άκρο του, απ΄ όπου 
και ο ξαφνικός κρότος κατά την στιγμή της διασπάσεως του φράγματος του ήχου). 
Αυτό σημαίνει η επιφάνεια του Ήλιου δεν μόνο πολύ θερμή αλλά και θορυβώδης!. 
Σε  μια  πιο  περίπλοκη  ερμηνεία  της  πρώτης  προστίθεται  η  παρουσία  μαγνητικών 
πεδίων  (που  ισχυρά  κοντά  στις  ηλιακές  κηλίδες)  που  δίνουν  τη  δυνατότητα 
μεταφοράς  ενέργειας  προς  τα  πάνω  μέσω  μαγνητοϋδροδυναμικών  κυμάτων 
(κύματα  παρόμοια  με  τα  ηχητικά  αλλά  με  χαρακτηριστικά  που  εξαρτώνται  από 
την  ένταση  και  τη  διεύθυνση  του  μαγνητικού  πεδίου).  Μια  τρίτη  εναλλακτική 
ερμηνεία  θεωρεί  ότι  η  θερμότητα  του  στέμματος  προκύπτει  από  την 
αλληλεπίδραση των μαγνητικών δομών της φωτόσφαιρας με τη ζώνη μεταφοράς 

 
Σχήμα 6.15
Μαγνητικοί βρόχοι στο ηλιακό στέμμα 
  176

δια  ρευμάτων  κάτω  από  αυτήν.  Τα  κοντά  στην  επιφάνεια  ηλιακά  στρώματα 
αποτελούνται  από  άπειρους  μεγάλους  ή  μικρούς  βρόχους  μαγνητικής  ροής  (σαν 
τις  δυναμικές  γραμμές  που  συνδέουν  τους  πόλους  ενός  μαγνήτη)  οι  οποίοι  λόγω 
των κινήσεων του θερμού αερίου δια ρευμάτων συστρέφονται και επάγουν ισχυρά 
ηλεκτρικά  ρεύματα.  Σ  ΄αυτήν  την  εικόνα  τα  επιφανειακά  στρώματα  μπορούν  να 
θεωρηθούν ως μία μάζα που μεταφέρει ρευματοφόρους αγωγούς μπερδεμένους –
σαν  κουβάρι‐  μεταξύ  τους.  Με  μία  διεργασία  γνωστή  ως  ανασύνδεση  (σαν 
βραχυκύκλωμα  των  αγωγών)  οι  δυναμικές  γραμμές  αναδιατάσσονται  σε  ένα  πιο 
απλό σχήμα με αποτέλεσμα να ελευθερώνονται μεγάλα ποσά ενέργειας τα οποία 
θερμαίνουν το στέμμα. 
 
6.11   Χαρακτηριστικά της φωτόσφαιρας 
 
6.11.α   Ηλιακές κηλίδες 
 
 Πρόκειται για μεγάλες σκοτεινές περιοχές που παρατηρούνται στην φωτόσφαιρα  
και  με  μικρό  ακόμη  τηλεσκόπιο  (σε  συνδυασμό  πάντα  με  κατάλληλο  φίλτρο),  με 
χρόνο  ζωής  που  κυμαίνεται  από  μερικές  ώρες  έως  και  λίγους  μήνες,  οι  οποίες 
εμφανίζονται συχνά κατά ομάδες  (σχήμα 6.16). Φαίνονται πρακτικά μαύρες γιατί 
είναι  ψυχρότερες  από  την  υπόλοιπη  φωτόσφαιρα  περίπου  κατά  1  700  Κ  όπως 
προκύπτει  από  φωτομετρικές  παρατηρήσεις.  Στην  αρχή  της  εμφάνισής  τους  οι 
κηλίδες φαίνονται σαν μικροί μαύροι πόροι σε απόσταση περίπου 1 000 km ο ένας 
από  τον  άλλο.  Από  αυτούς,  οι  περισσότεροι  εξαφανίζονται  μέσα  σε  μία  ημέρα 
αλλά αυτοί που διατηρούνται (μέσος χρόνος ζωής μία εβδομάδα) εξελίσσονται σε 
κηλίδα  στην  οποία  διακρίνονται  δύο  μέρη:  ο  μαύρος  εσωτερικός  πυρήνας  που 
ονομάζεται σκιά και μία λιγότερο σκοτεινή περιοχή που τον περιβάλλει  , η οποία  
ονομάζεται  παρασκιά  (Σχήμα  6.16)).  Το  τυπικό  τους  μέγεθος  είναι  της  τάξης  των 
104 km (όσο η Γη) ενώ μερικές έχουν διάμετρο μέχρι και 105 km. Στις περισσότερες 
περιπτώσεις  δύο  μέχρι  και  εκατό  κηλίδες  συνιστούν  ομάδες  που  φαίνονται  να 
κινούνται  πάνω  στον  Ήλιο  λόγω  της  περιστροφής  του    η  οποία  όπως 
διαπιστώνεται  από  την  κατανομή  των  κινήσεών  τους  είναι  μεγαλύτερη  στον 
ισημερινό  (με  περίοδο  περίπου  24  ημερών,  απ΄  ότι  στους  πόλους  ,με  περίοδο 
περίπου 30 ημερών). 
     Από τη μελέτη των μετατοπίσεων των φασματικών τους γραμμών  προκύπτει 
ότι  το  αέριο  γύρω  από  μία  κηλίδα  και  κοντά  στην  επιφάνεια  της  φωτόσφαιρας 
κινείται  οριζόντια  μακριά  από  την  κηλίδα  ενώ  σε  υψηλότερα  στρώματα  (στη 
χρωμόσφαιρα)  κινείται  οριζόντια  προς  το  κέντρο  της  κηλίδας  με  ταχύτητες 
0.5 1 / .  
  177

      Η  παρατήρηση  του  φαινομένου  Zeeman    στο  φάσμα  των  ηλιακών  κηλίδων 
καταδεικνύει την ύπαρξη μαγνητικών πεδίων από 3.000  έως και 4.500   
στην περιοχή γύρω και μέσα στην ίδια την κηλίδα, σε σχέση με το μέσο μαγνητικό 
πεδίο  της  ηλιακής  επιφάνειας  ( ≅ 2  G),  τα  οποία  διατηρούνται  ακόμα  κι  όταν  η 
κηλίδα έχει εξαφανιστεί (για σύγκριση αναφέρουμε ότι το μαγνητικό πεδίο της Γης 
είναι 0.3 0.5 ). Όταν οι κηλίδες παρατηρούνται σε ζεύγη ή σε ομάδες όπου 
υπάρχουν  δύο  κύριες  κηλίδες,  συμπεριφέρονται  σαν  μεγάλοι  μαγνήτες  που 
διατάσσουν  τους  πόλους  τους  ανάλογα  με  το  ημισφαίριο  που  συναντώνται  κατά 
τρόπο  αντίστροφο  (αν  π.χ.  στο  βόρειο  ημισφαίριο  είναι  SN  τότε  στο  νότιο 
εμφανίζονται  με  αντίστροφη  πολικότητα  NS  όπως  φαίνεται  χαρακτηριστικά  στο 
Σχήμα 6.17. 
  Η μικρότερη θερμοκρασία των ηλιακών κηλίδων αποδίδεται στο συνδυαστικό 
αποτέλεσμα  των  υπαρχόντων  μαγνητικών  πεδίων  και  της  διαφορικής 
περιστροφής. Επειδή διαφορετικά τμήματα περιστρέφονται με διαφορετικό ρυθμό 
και οι δυναμικές γραμμές του μαγνητικού πεδίου είναι άμεσα συνδεδεμένες με το 
ιονισμένο αέριο, η διαφορική περιστροφή του Ηλίου προκαλεί τη συστροφή τους με 
αποτέλεσμα  τη  δημιουργία    «μαγνητικών  σχοινιών»  όπου  παγιδεύεται  το 
ιονισμένο αέριο. Καθώς τα μαγνητικά σχοινιά συστρέφονται όλο και περισσότερο, 
δημιουργούνται κόμβοι που απωθούνται προς την επιφάνεια («μαγνητική άνωση») 
και  κατά  καιρούς  αναδύονται  προς  τη  φωτόσφαιρα  και  ξαναβυθίζονται  σ΄  αυτήν 
αφού  διαγράψουν  ένα  τόξο.  Καθώς  το  πλάσμα  ωθείται  προς  τα  πάνω  και  πάλι 
προς το  κάτω στο σημείο τομής του  με τη φωτόσφαιρα   σχηματίζεται μία ηλιακή 
κηλίδα  (κατ΄  αναλογία  με  το  νερό  σε  ένα  λάστιχο  ποτίσματος  που  ξεπηδά  στα 
σημεία που είναι φθαρμένο). Λόγω της ισχυρής εντάσεως των μαγνητικών πεδίων 
των  ηλιακών  κηλίδων  το  μαγνητικό  πεδίο  «παγώνει»  το  αέριο  στις  δυναμικές 

         

Σχήμα 6.16
Ηλιακές κηλίδες στη φωτόσφαιρα. 
  178

γραμμές  και  εμποδίζει  τη  δημιουργία  ρευμάτων  μεταφοράς  σχηματίζοντας  κατά 


κάποιο  τρόπο  μία  μονωτική  επιφάνεια  κάθετη  προς  τα  ρεύματα  μεταφοράς  με 
αποτέλεσμα  το  θερμό  πλάσμα  να  μη  ρέει  ποτέ  στην  επιφάνεια  (στο  κέντρο  της 
ηλιακής κηλίδας) και ως εκ τούτου η κηλίδα να είναι ψυχρότερη (και σκοτεινότερη) 
από  την  περιβάλλουσα  φωτόσφαιρα  και  να  επιβιώνει  για  περίπου  2  μήνες  ή 
περίπου 2 ηλιακές περιστροφές. 
  Ο  αριθμός  των  ηλιακών  κηλίδων  μεταβάλλεται    περιοδικά  μεταξύ  ενός 
μέγιστου  κι  ενός  ελάχιστου  κάθε  11  έτη  (στην  πράξη  ακολουθεί  τον  22ετή  κύκλο 
που  οφείλεται  στην  αλλαγή  της  πολικότητας  του  ηλιακού  μαγνητικού  πεδίου) 
όπως φαίνεται από το διάγραμμα του σχήματος όπου παριστάνεται ο αριθμός των 
ηλιακών  κηλίδων  που  παρατηρούνται  κάθε  έτος.  Όταν  παρατηρούνται  πολλές 
ηλιακές κηλίδες (όπως το 1992 ή το 1959), λέμε ότι ο Ήλιος είναι σε «ενεργή φάση » 
ή σε δραστηριότητα ενώ όταν παρατηρείται μικρότερος αριθμός (όπως το 1987 ή το 
1996)  λέμε  ότι  ο  Ήλιος  είναι  σε  «ήσυχη  φάση».  Το  δεύτερο  διάγραμμα  που  είναι 
γνωστό  και  ως  διάγραμμα  πεταλούδας  λόγω  της  χαρακτηριστικής  μορφής  του 
δείχνει την κατανομή των ηλιακών κηλίδων σε σχέση με το ηλιακό  πλάτος. Στην 
αρχή  του  κύκλου  οι  κηλίδες  δημιουργούνται  σε  πλάτη    περίπου  30   (30       και 
30 )  δηλαδή  και  στα  δύο  ημισφαίρια,  και  καθώς  ο  κύκλος  προχωρά 
παρατηρούνται σε όλο και μικρότερα πλάτη μέσα στα επόμενα  11 έτη και καθώς 
πλησιάζουν    τον ισημερινό, ο αριθμός τους σταδιακά φτάνει σ΄ ένα ελάχιστο. Στη 

μαγνητικές 
γραμμές 

ζεύγος 
ηλιακών 
κηλίδων 

 
Σχήμα 6.17
Ο τρόπος παραγωγής των ηλιακών κηλίδων 
  179

συνέχεια,  μετά    την  παρέλευση  των  11  ετών  ξαναεμφανίζονται  σε  ηλιακά  πλάτη 
30   και  30   και  σταδιακά  εμφανίζονται  όλο  και  πλησιέστερα  στον  ισημερινό 
για  τα  επόμενα  11  έτη.  Κατά  τη  διάρκεια  του  11ετούς  κύκλου  η  κηλίδα  που 
προηγείται σε κάθε ομάδα κατά τη διεύθυνση περιστροφής του Ηλίου (ηγουμένη), 
έχει  πάντα  την  ίδια  πολικότητα  σε  κάθε  ημισφαίριο  δηλαδή  είναι  πάντα  βόρειος 
πόλος  στο  βόρειο  ημισφαίριο  και  νότιος  πόλος  στο  νότιο  ημισφαίριο  ή 
αντιστρόφως.  Αλλά  κατά  τη  διάρκεια  του  επόμενου  κύκλου  η  πολικότητα 
αντιστρέφεται έτσι ώστε εάν η κηλίδα που προηγείτο ήταν βόρειος πόλος στον ένα 
κύκλο,  στον  επόμενο  είναι  νότιος.  Σε  σχέση  λοιπόν  με  τον  11ετη  κύκλο 
εμφανίσεως  των  ηλιακών  κηλίδων,  ο  κύκλος  της  μαγνητικής  πολικότητας  τους 
(μέχρι η κηλίδα να επανέλθει στην ίδια πολικότητα) διαρκεί 22 έτη. 
     Η περιοδική δραστηριότητα των ηλιακών κηλίδων πιστεύεται ότι επιδρά στην 
διαμόρφωση των γήινων κλιματολογικών συνθηκών. Μία τέτοια ένδειξη αποτελεί 
ο συσχετισμός της ετήσιας ανάπτυξης των δέντρων όπως προκύπτει από το πάχος 
των δακτυλίων του κορμού τους (δενδροχρονολόγηση που επιτυγχάνεται κατά την 

 
Αριθμός  ηλιακών  

Ελάχιστο 
Maunder 
κηλίδων 

Σχήμα 6.18
Επάνω: Το διάγραμμα της έντασης των ηλιακών κηλίδων σε συνάρτηση με το χρόνο. 
Κέντρο:  Το  διάγραμμα  της  θέσης  των  ηλιακών  κηλίδων  συναρτήσει  του  χρόνου 
(διάγραμμα της πεταλούδας). 
Επάνω:  Το  διάγραμμα  της  έντασης  των  ηλιακών  κηλίδων  σε  συνάρτηση  με  το  χρόνο 
όπου φαίνεται ξεκάθαρα το ελάχιστο Maunder. 
  180

δεντροτομία)  σε  σχέση  με    με  τον  αριθμό  των  κηλίδων  κατά  τις  ίδιες  χρονικές 
περιόδους  παρατήρησης    ή  η  σχεδόν  παντελής  έλλειψη  ηλιακών  κηλίδων  στην 
περίοδο  1645‐1715  μ.Χ.  (Σχήμα  6.18)  που  συμπίπτει  με  το  δριμύ  ψύχος  που 
επικρατούσε  σε  όλο  το  Βόρειο  ημισφαίριο  όπως  τεκμηριώνεται  από  τα  ιστορικά 
δεδομένα  («εποχή  των  παγετώνων»)  τα  οποία  όμως  για  μερικούς  ερευνητές  δεν 
θεωρούνται  επαρκή  λόγω  της  πλημμελούς  καταγραφής  των  κηλίδων  κατά  την 
εποχή εκείνη (ελάχιστο Maunder).Σύμφωνα με το παραπάνω μοντέλο η αντιστρο‐
φή της πολικότητας των κηλίδων οφείλεται στην αναστροφή της πολικότητας του 
αρχικού μαγνητικού πεδίου κάθε 11 έτη.  
  Αν  και  η  παρουσία  των  ηλιακών  κηλίδων  δεν  έχει  άμεση  σχέση  με  την 
εκπομπή  πλάσματος  από  τον  Ήλιο,  η  μαγνητική  δραστηριότητα  που  ακολουθεί 
μπορεί  να  προκαλέσει  δραματικές  μεταβολές  στην  εκπομπή  ακτίνων  στο 
υπεριώδες και στις μαλακές ακτίνες Χ. Ο αριθμός των ηλιακών κηλίδων φαίνεται 
επίσης  ότι  συνδέεται  και  με  την  παρατηρούμενη  αύξηση  της  θερμοκρασίας  του 
πλανήτη μας όπως φαίνεται από το παρακάτω σχήμα 6.19. 
 

Σχήμα 6.19
Διάγραμμα της επιφανειακής θερμοκρασίας της Γης σε συνάρτηση με το πλήθος των 
ηλιακών κηλίδων και σε συνάρτηση με το χρόνο. 

6.11.β  Πυρσοί (faculae) 
 
Πρόκειται για λαμπρότερες περιοχές που συνήθως παρατηρούνται στο λευκό φως 
στο δίσκο της φωτόσφαιρας στην ευρύτερη περιοχή των μαγνητικών  πεδίων γύρω 
από  τις  ηλιακές  κηλίδες  (Σχήμα  6.20)  πριν  την  εμφάνισή  των  τελευταίων  και  οι 
  181

Σχήμα 6.20
Πυρσοί στην ηλιακή φωτόσφαιρα 

οποίες  διατηρούνται  και  μετά  την  εξαφάνισή  τους  (συνολικός  χρόνος  ζωής  15 
ημέρες). Αν και η λαμπρότητά τους είναι μεγαλύτερη της φωτόσφαιρας κατά 0.1‐1 
%  (λόγω  της  μεγαλύτερης  θερμοκρασίας  και  πυκνότητας),  γίνονται  καλύτερα 
αντιληπτές  στο  λευκό  φως  κοντά  στο  χείλος  του  ηλιακού  δίσκου  όπου  η 
φωτόσφαιρα δεν είναι τόσο λαμπρή.  
 
6.11.γ  Κοκκίαση 
 
Φωτογραφίες  της  φωτόσφαιρας  με  υψηλή  διακριτiκή  ικανότητα  ( 0˝. 5)  και  κάτω 
από  ευνοϊκές  συνθήκες  παρατήρησης,  δείχνουν  ότι  αποτελείται  από  κυψελίδες 
(κόκκοι)  εξαγωνικού  σχήματος  μεγέθους  (700 1.400 )  και  μέσου  χρόνου  ζωής 
15  λεπτών  οι  οποίες  χωρίζονται  ανάμεσά  τους  με  σκοτεινά  «λεπτότερα»  κανάλια 

Σχήμα 6.21
Το φαινόμενο της κοκκίασης στην ηλιακή φωτόσφαιρα. 
  182

όπως  φαίνεται  στο  Σχήμα  6.21.  Από  τη  φωτομετρική  μέτρηση  της  ροής  της 
ακτινοβολίας  των  κόκκων  και  των  καναλιών  συμπεραίνεται  ότι  η  θερμοκρασία 
των  κόκκων  είναι  κατά  300    υψηλότερη  από  αυτή  των  καναλιών  ενώ  από  τη 
μελέτη  της  μετατόπισης  των  φασματικών  γραμμών  τους  (φαινόμενο  Doppler) 
γίνεται  αντιληπτή  η  δυναμική  τους.  Λόγω  της  διαφοράς  θερμοκρασίας  στα  άκρα 
και  στο  κέντρο  των  κυψελίδων  οι  ψυχρές  περιοχές  στην  άκρη  των  κυψελίδων 
(κανάλια) φαίνονται σκοτεινές πάνω στην λαμπρή επιφάνειά του. Έτσι αυτό που 
πραγματικά  παρατηρείται  είναι  η  άνοδος  θερμού  αερίου  μέσα  από  τους  κόκκους 
προς  το  εξωτερικό  μέρος  της  φωτόσφαιρας  με  ταχύτητα  1 2 / ,  η  απώλεια 
της θερμότητάς του στη φωτόσφαιρα και στη συνέχεια η εκ νέου καθίζηση ψυχρού 
αερίου στα κανάλια που περιβάλλουν τους κόκκους. Το όλο φαινόμενο (κοκκίαση) 
θυμίζει το βρασμό ενός υγρού μέσα σε δοχείο και καταδεικνύει ότι η διάδοση της 
ενέργειας  από  το  εσωτερικό  προς  τα  εξωτερικά  στρώματα  του  Ηλίου 
επιτυγχάνεται και με μηχανισμούς μεταφοράς. Η ροή μέσα στις κυψελίδες μπορεί 
να είναι υπερηχητική και παράγει ηχητικά κύματα στην επιφάνεια του Ήλιου. 
 Όταν  οι  κυψελίδες  είναι  μεγαλυτέρου  μεγέθους  (10.000 30.000 )  δεν 
εμφανίζονται  σαν  λαμπρές  και  σκοτεινές  περιοχές  και  μπορούν  μόνο  να 
ανιχνευθούν από την κίνησή τους  (μετατόπιση κυρίως της γραμμής Ηα λόγω του 
φαινομένου  Doppler  που  προκαλούν  οι  ανοδικές  και  καθοδικές  κινήσεις).Το 
φαινόμενο  αυτό  της  υπερκοκκίασης  είναι  συνδεδεμένο  με  τη  παρουσία  γραμμών 
μαγνητικού  πεδίου  που  συγκεντρώνονται  στα  άκρα  των  υπερκόκκων    λόγω  της 
κίνησης υλικού. 
 
6.12   Χαρακτηριστικά της χρωμόσφαιρας 
 
6.12.α  Πίδακες (spiculae) 
 
Η  χρωμόσφαιρα  περιέχει  πολλούς  μικρούς  πίδακες  (ακίδες)  αερίου  που  εκτι‐
νάσσονται  προς  τα  εξωτερικά  στρώματα  της  και  προς  στα  αραιότερα  στρώματα 
που  την  περιβάλλουν  (στέμμα),  σε  ύψος  της  τάξεως  των  (500 20.000 )  πάνω 
από  τη  φωτόσφαιρα  με  ταχύτητες  της  τάξης  των  10 30 /   (Σχήμα  6.22).  Οι 
πίδακες  διαμέσoυ  των  οποίων  ρέει  συνεχώς  υλικό  προς  το  στέμμα  διατηρούνται 
περίπου  10  λεπτά  και  στη  συνέχεια  διαλύονται.  Φαίνονται  καλύτερα  όταν  η 

Σχήμα 6.22
Οι πίδακες στη χρωμόσφαιρα του Ήλιου. 
  183

χρωμόσφαιρα παρατηρείται στην εκπομπή της γραμμής  Ηα στο άκρο του δίσκου. 
 
6.12.β  Προεξοχές  (prominences),  νήματα  (filaments)  και 
εκτάσεις  (plages)  
 
Πρόκειται για χρωμοσφαιρικές εκρήξεις θερμού αερίου που είναι παγιδευμένο σε 
ισχυρά  μαγνητικά  πεδία  πάνω  από  τη  φωτόσφαιρα.  Όταν  τα  τεράστια  νέφη 
ιονισμένου  υδρογόνου  παρατηρούνται  στο  χείλος  του  ηλιακού  δίσκου  (κατά  τη 
διάρκεια εκλείψεως ή με τη βοήθεια ειδικών οργάνων) μοιάζουν στην πλειοψηφία 
τους με βρόχους ή τόξα που ξεκινούν από τη φωτόσφαιρα φτάνουν στο στέμμα και 
επανέρχονται  στη  φωτόσφαιρα  (Σχήμα  6.24)  και  μαρτυρούν  την  μορφή  τους  το 
μαγνητικό  πεδίο  που  ελέγχει  τη  ροή  του  αερίου.  Όταν  παρατηρούνται  με 
υπόβαθρο  τη  φωτόσφαιρα  (ηλιακό  δίσκο)  μοιάζουν  με  μακριά  σκοτεινά 
ακανόνιστα νήματα (filaments). Οι πιό μακρόβιες ή ήρεμες προεξοχές παραμένουν 
σχεδόν  σταθερές  για  μερικές  ώρες  ακόμα  και  ημέρες  και  εκτείνονται  σε  ύψος 
50.000  πάνω από την ηλιακή επιφάνεια. Οι πιό ενεργές κινούνται αργά προς το 

Σχήμα 6.23 
Αριστερά:  Εκρηκτική προεξοχή (SOHO, στο υπεριώδες ιονισμένο ήλιο).  
Δεξιά: Ηρεμη προεξοχή (ΝΑΣΑ). 

στέμμα,  ενώ  οι  πιο  σπάνιες  εκρηκτικές  φτάνουν  σε  ύψος  έως 
500.000 εκτοξεύοντας  υλικό  προς  το  στέμμα  με  ταχύτητες  700 – 1.300 / . 
Εκ  πρώτης  όψεως  φαίνεται  ότι  οι  προεξοχές  αποτελούνται  από  υλικό  που 
εκτινάσσεται μακριά από την ηλιακή ατμόσφαιρα, η μελέτη τους όμως δείχνει ότι 
οφείλονται  πιθανώς  σε  συμπύκνωση  του  υλικού  του  στέμματος  που  ψύχεται  σε 
θερμοκρασία  περίπου  104  Κ  και  κινείται  προς  τα  κάτω  αν  και  η  όλη    διαταραχή 
δίνει  αρχικά  την  εντύπωση  ότι  κινείται  προς  τα  πάνω.  Οι  ήρεμες  προεξοχές  που 
  184

Νήματα

Εκτάσεις

Σχήμα 6.24
Νήματα και εκτάσεις στην φωτόσφαιρα του Ήλιο. 

είναι σταθεροί σχηματισμοί που μπορούν να διατηρηθούν για μερικούς μήνες και 
να  επιμηκυνθούν,  θεωρείται  ότι  οφείλονται  σε  μαγνητικά  πεδία  των  οποίων  οι 
δυναμικές  γραμμές  είναι  παράλληλες  προς  την  ηλιακή  επιφάνεια  και  έτσι 
εμποδίζουν  κινήσεις  κάθετες  προς  αυτές,  ενώ  οι  πιό  εκρηκτικές  δημιουργούνται 
από  αιφνίδιες  μεταβολές  των  μαγνητικών  πεδίων  του  στέμματος.  Συχνά 
εμφανίζονται  κοντά  σε  ομάδες  ηλιακών  κηλίδων,  στα  όρια  των  περιοχών  που 
έχουν αντίθετη μαγνητική πολικότητα. 
  Οι  εκτάσεις  (από  τη  γαλλική  λέξη  plage    παραλία)  είναι  λαμπρές  περιοχές 
που παρατηρούνται στις γραμμές εκπομπής της χρωμόσφαιρας  (Ηα, γραμμή  του 
ιονισμένου  ασβεστίου  στο  υπεριώδες),  περιβάλλουν  τις  ηλιακές  κηλίδες  και 
συνδέονται με τα μαγνητικά πεδία. Ονομάζονται και χρωμοσφαιρικοί πυρσοί γιατί 
είναι περιοχές θερμότερες από τη χρωμόσφαιρα. 
 
6.12.γ  Χρωμοσφαιρικό δίκτυο 
 
Πρόκειται  για  το  δίκτυο  που  σχηματίζεται      πάνω  στη  χρωμόσφαιρα  από  το 
περίγραμμα  των  υπερκόκκων  και  φαίνεται  στις  γραμμές  εκπομπής  της 
χρωμόσφαιρας ( ,  γραμμή  του ιονισμένου ασβεστίου στο υπεριώδες) 
 
 

6.13   Ενεργός Ήλιος 
 
  185

Σχήμα 6.25
Το χρωμοσφαιρικό δίκτυο 

6.13.α   Εκλάμψεις (flares)   
 
Τα  πιο  ενεργητικά  γεγονότα  της  ηλιακής  επιφάνειας  αποτελούν  αιφνίδιες 
εκρήξεις  που  ονομάζονται  εκλάμψεις.  Πρόκειται  για  απότομες  αυξήσεις  της 
λαμπρότητας περιοχών του ηλιακού δίσκου  που συνήθως βρίσκονται  μεταξύ των 
κηλίδων  μίας  ομάδας  ή  πολύ  κοντά  σ΄  αυτή  (Σχήμα  6.18)  και  οι  οποίες  μέσα  σε 
λίγα  λεπτά  (103sec)  ταυτόχρονα  με  την  οπτική  εκπομπή    ελευθερώνουν  τεράστια 
ποσά  ενέργειας  (μέχρι  και  1032  erg)  υπό  μορφή  ηλεκτρομαγνητικής  ακτινοβολίας 
κυρίως στην περιοχή των ακτίνων Χ και στο υπεριώδες αλλά και στη ραδιοφωνική 

Σχήμα 6.26
Έκλαμψη (γραμμή  ) στις 14 Ιουλίου 1996 
  186

και την περιοχή ακτίνων γ  . Είναι πιο συχνές κατά τη διάρκεια του μεγίστου των 
ηλιακών κηλίδων ενώ μικρότερες ενεργειακά συμβαίνουν και μία φορά την ημέρα. 
Γίνονται  αντιληπτές  από  τη  μεγάλη  ένταση  των  γραμμών  εκπομπής  που 
χαρακτηρίζουν  τη  χρωμόσφαιρα  (ιδιαίτερα  των  γραμμών  Ηα  και  του  ιονισμένου 
ασβεστίου CaII). Έτσι αν και το φαινόμενο μιας έκλαμψης καταλαμβάνει μόνο το 
1/1000  της  ηλιακής  επιφάνειας,  επαρκεί  για  να  καλύψει  όλη  την  ακτινοβολία  του 
Ηλίου  στο  υπεριώδες.  Επιπλέον  συνοδεύεται  κι  από  εκρηκτικά  κύματα  που 
εκτινάσσουν πλάσμα στο μεσοαστρικό χώρο  (κοσμική, σωματιδιακή ακτινοβολία) 
με ταχύτητα περίπου 1000 2000 /  (βλ. ηλιακός άνεμος).   
  Επειδή  τέτοια  πυκνότητα  ενέργειας  (~10 / 3)  δεν  μπορεί  να  παραχθεί 
από  θερμικές  ή  τυρβώδεις  κινήσεις  του  αερίου,  θα  πρέπει  να  συνδέεται  με  την 
κατάρρευση  των  πολύπλοκων  μαγνητικών  πεδίων  (ή  ανασύνδεση  κι  άρα 
εξαφάνιση  των  δυναμικών  γραμμών)  που  χαρακτηρίζουν  τις  περιοχές  ομάδων 
ηλιακών  κηλίδων  που  αποτελούν  και  τους  πιθανούς  τόπους  γενέσεως  των 
εκλάμψεων.  Ο  ακριβής  μηχανισμός  συσσώρευσης  δυναμικής  ενέργειας  σε 
τοπικούς  κόμβους  μαγνητικών  πεδίων  μέσα  σε  ώρες  ή  και  ημέρες  πριν  από  την 
έκλαμψη  και  η  απελευθέρωση  της  με  την  εκκένωση  που  συνοδεύει  την 
κατάρρευση τους δεν είναι γνωστά. 
 
6.13.β   Μαζικές στεμματικές εκτινάξεις (Coronal Mass Εjections) 
 
Σε αντίθεση με τις ηλιακές εκλάμψεις που είναι δομές μικρής κλίμακας με ισχυρά 
μαγνητικά  πεδία,  υπάρχουν  μεγάλης  κλίμακας  σχηματισμοί  με  ασθενές 
μαγνητικό πεδίο που αποσπώνται και εκτινάσσονται από την ηλιακή ατμόσφαιρα 
(δεν  είναι  σαφής  η  σχέση  τους  με  τις  ηλιακές  εκλάμψεις).  Πρόκειται  για  μεγάλες 

Σχήμα 6.27
Μαζική στεμματική εκτίναξη σε εξέλιξη (σε στιγμιότυπα που απέχουν μερικά λεπτά).  
Το μέγεθος της στη δεύτερη φωτογραφία είναι περίπου όσο ο ηλιακός δίσκος. 
  187

ποσότητες  πλάσματος  (πρωτόνια  και  ηλεκτρόνια)  με    ταχύτητες  από  400 /  


έως  και  1.000 /   που  ανιχνεύονται  από  δορυφόρους  στα  όρια  της  Αφροδίτης 
και  του  Δία,  και  τροφοδοτούν  τις  ριπές  του  ηλιακού  ανέμου  που  φτάνει  στη  Γη. 
Αυτά    τα  γεγονότα  χαρακτηρίζονται  ως  παροδικά  φαινόμενα  (coronal  transients)  
και θεωρούνται υπεύθυνα για τις μεταβολές που παρατηρούνται στην ιονόσφαιρα. 
Κατά  τη  διάρκεια  της  μέγιστης  ηλιακής  δραστηριότητας  συμβαίνουν  2  –  3  τέτοια 
γεγονότα  ημερησίως  ενώ  κατά  το  ελάχιστο  1  –  2  ανά  δέκα  ημέρες.  Συνήθως  ένα 
τέτοιο  εκρηκτικό  γεγονός  αποτελεί  τον  προπομπό  για  το  έντονο  σέλας  που  θα 
ακολουθήσει στη Γη. 
 

6.14  Ηλιακός Άνεμος 
 
Εξαιτίας  της  υψηλής  του  θερμοκρασίας  το  ιονισμένο  αέριο  (αραιό  πλάσμα)  του 
στέμματος  υπερνικά  το  πεδίο  βαρύτητας  του  Ηλίου  και  διαφεύγει  στον 
μεσοπλανητικό χώρο υπό μορφή ηλιακού ανέμου. Αυτή η ροή σωματιδίων (κυρίως 
ίσος αριθμός ηλεκτρονίων και πρωτονίων, με 8% περιεκτικότητα σε ήλιο και ίχνη 
βαρύτερων  ιόντων)  εκπέμπεται  με  την  υπερηχητική  ταχύτητα  των  300
800 /   και  φτάνει  στην  τροχιά  της  Γης  με  μέση  ταχύτητα  της  τάξεως  των 
450 / , θερμοκρασία 10  και πυκνότητα της τάξεως των 10 σωματιδία/  , 
όπως έχει διαπιστωθεί από παρατηρήσεις δορυφόρων και διαστημικών οχημάτων. 
Αυτό  σημαίνει  ότι  ο  Ήλιος  έχει  απώλεια  μάζας  10 /   (ασήμαντη  για  τη 
συνολική  του  μάζα).  Κάτω  από  αυτές  τις  συνθήκες  ο  ηλιακός  άνεμος    μεταφέρει 
μαζί του το μαγνητικό πεδίο του στέμματος δηλαδή οι δυναμικές γραμμές και τα 
φορτισμένα σωματίδια  κινούνται μαζί. Για τη θερμοκρασία αυτή η ταχύτητα του 
ήχου  είναι  περίπου  50 /   γεγονός  που  σημαίνει  ότι  ο  ηλιακός  άνεμος  στην 
τροχιά  της  Γης  κινείται  με  υψηλή  υπερηχητική  ταχύτητα  (9  περίπου  ,  9 
δηλαδή φορές ταχύτερα από τον ήχο).  
  Τα  σωματίδια  του  ηλιακού  ανέμου  προέρχονται  και  επιταχύνονται  από  τις 
«στεμματικές  οπές».  Λόγω  των  διαφορετικών  συνθηκών  που  επικρατούν  στις 
στεμματικές  οπές,  ο  ηλιακός  άνεμος  εκτοξεύεται  από  τα  διάφορα  σημεία  της 
ηλιακής  επιφάνειας  με  διαφορετικές  ταχύτητες.    Λόγω  δε  της  περιστροφής  του 
Ηλίου, φτάνει στη Γη κατά ριπές  (ρεύματα ή κύματα ηλιακού ανέμου) που έχουν 
τη μορφή σπείρας  όπως φαίνεται στο σχήμα 6.28. Οι μεγαλύτερες και σταθερότε‐
ρες  στεμματικές  οπές  είναι  οι  πολικές  απ΄  όπου  εκτοξεύονται  «πολικοί  ηλιακοί 
άνεμοι»  πολύ  μεγαλύτερης  ταχύτητας  από  την  παρατηρούμενη  στους  «ισημε‐
ρινούς ηλιακούς ανέμους».  
     Η ροή της σωματιδιακής ακτινοβολίας του Ηλίου δεν είναι σταθερής έντασης 
και  παρουσιάζει  το  μέγιστό  της  σε  περιόδους  έντονης  ηλιακής  δραστηριότητας 
  188

όπως  κατά  την  εκπομπή  μίας  έκλαμψης.  Οι  εκλάμψεις  εναποθέτοντας  μεγάλα 
ποσά ενέργειας στη χρωμόσφαιρα προκαλούν εκπομπή σκληρής ακτινοβολίας Χ η 
οποία όταν φτάνει στα ανώτερα στρώματα της γήινης ατμόσφαιρας  (ιονόσφαιρα) 
μετά  από  8  λεπτά,  προκαλεί  έντονο  ιονισμό  με  αποτέλεσμα  τη  διαταραχή  και 
πολλές  φορές  τη  διακοπή  των  ραδιοφωνικών  εκπομπών    στα  βραχέα  κύματα 
(ιονοσφαιρικές  διαταραχές).  Συγχρόνως  δημιουργούν  εκρηκτικά  κύματα  που 
εκτινάσσουν  πλάσμα  στο  μεσοαστρικό  χώρο  (μαζικές  στεμματικές  εκτινάξεις)  με 
ταχύτητα  περίπου  1.000 2.000 /   τα  οποία  συμπαρασύρουν  μέρος  του 
μαγνητικού  πεδίου  με  αποτέλεσμα  τη  δευτερογενή  επιτάχυνση  σωματιδίων 
(ηλεκτρονίων, πρωτονίων και βαρύτερων πυρήνων) που φτάνουν στην τροχιά της 
Γης μετά από 1 – 2 ημέρες.  
  Θα πρέπει να σημειωθεί ότι λόγω της αλληλεπίδρασης  με τον ηλιακό άνεμο, 
το μαγνητικό πεδίο της Γης παίρνει τη μορφή κομήτη γύρω της καλύπτοντας μια 
περιοχή  που  ονομάζεται  μαγνητόσφαιρα.  Η  μαγνητόσφαιρα    μας  προστατεύει 
από  τον  άμεσο  βομβαρδισμό  του  ηλιακού  ανέμου  αφού  ανακλά  και  παγιδεύει  τα 
σωματίδιά  του  (  ζώνες  Van  Allen).    Κατά  το  μέγιστο  των  ηλιακών  κηλίδων  οπότε 
και η δραστηριότητα των εκλάμψεων είναι μεγάλη, οι ριπές του  ηλιακού ανέμου 
ανέμου  δρούν  ως  ροές  ηλεκτρικού  ρεύματος  μέσα  στο  μαγνητικό  πεδίο  της 
μαγνητόσφαιρας  παράγοντας  πολύ  ισχυρά  ηλεκτρικά  ρεύματα  και  ισχυρό 
δυναμικό.  Επιπλέον  οι  ζώνες  Van  Allen  υπερεκχειλίζουν  από  φορτισμένα 
σωματίδια  κοντά  στους  μαγνητικούς  πόλους  της  Γης  τα  οποία  διοχετεύονται 
σταδιακά διαγράφοντας ελικοειδείς τροχιές γύρω από τις δυναμικές γραμμές  του 
γήϊνου  μαγνητικού  πεδίου  προς  την  γήινη  ατμόσφαιρα.  Η  έντονη  σωματιδιακή 
ακτινοβολία  διεγείρουν  κρουστικά  τα  άτομα  και  τα  μόρια  των  αερίων  της 

Σχήμα 6.28
Αριστερά: Η γήινη μαγνητόσφαιρα. 
Δεξιά: Το πολικό σέλας 
  189

ατμόσφαιρας και όταν αυτά αποδιεγείρονται εκπέμπουν ορατή ακτινοβολία  στην 
οποία    οφείλεται  το  φαινόμενο  του  πολικού  σέλαος  (Σχήμα  6.28).  Ανάλογα  με  το 
είδος  του  μορίου    που  ιονίζεται  και  αποδιεγείρεται  (κι  άρα  με  το  ύψος  στην 
ατμόσφαιρα όπου βρίσκεται) παράγεται και το αντίστοιχο χρώμα. 
  Ακόμα και όταν δεν εμφανίζεται πολικό σέλας, ο συνεχής βομβαρδισμός των 
ατόμων της γήινης ατμόσφαιρας από τα σωματίδια του Ηλίου καταδεικνύεται από 
την  παρατηρούμενη  ασθενή  αιγλοβολία  του  νυκτερινού  ουρανού  που  προκύπτει 
κυρίως  από  την  μετάπτωση  ουδετέρων  (αλλά  κρουστικά  διεγερμένων)  ατόμων 
οξυγόνου  στη  θεμελιώδη  στάθμη  σε  ύψος  150 350 .  Αυτή  η  αιγλοβολία 
αποτελεί την κυριότερη πηγή ακτινοβολίας του νυχτερινού ουρανού ‐ σε περιοχές 
μακριά  από  τα  φώτα  της  πόλης  όταν  δεν  έχει  σελήνη  –  και  όπως    τα  υπόλοιπα 
συναφή  φαινόμενα  είναι  πιο  έντονη  σε  περιόδους  μέγιστης  ηλιακής 
δραστηριότητας των κηλίδων. 

ΗΛΙΟΣ 

ΜΑΓΝΗΤΟΣΦΑΙΡΑ

ΜΑΓΝΗΤΙΚΟ 
Ηλιακός 
ΠΕΔΙΟ 
άνεμος 

 
Σχήμα 6.29
Ο ηλιακός άνεμος και η πορεία του λόγω της μαγνητόσφαιρας της Γης 

    Ο ηλιακός άνεμος  «λούζει» κυριολεκτικά ολόκληρο το ηλιακό σύστημα μέχρις 
πλήρους  διαχύσεώς  του  στην  μεσοαστρική  ύλη  (πυκνότητα  ~  1  άτομο/   κοντά 
στην  περιοχή  του  Ηλίου)  από  την  οποία  χωρίζεται  με  την  ηλιόπαυση,  ένα  
τοξοειδές  κρουστικό  κύμα  το  οποίο  αναπτύσσεται  λόγω  συγκρούσεώς  του  με  την 
τελευταία και οριοθετεί την παρουσία του ηλιακού ανέμου μέσα σ΄ένα σφαιροειδή 
χώρο (Σχήμα 6.29) που ονομάζεται ηλιόσφαιρα. Η μορφή της ηλιόπαυσης οφείλεται 
  190

στην  κίνηση  του  Ηλίου  (και  του  πλανητικού  του  συστήματος)  προς  τον  άπηκα 
(έκφανση  της  πορείας  του  γύρω  από  το  κέντρο  του  Γαλαξία  )  και  όπως  φαίνεται 
από  το  σχήμα  6.29  είναι  επιμήκης  και  μοιάζει  με  τη  μαγνητόσφαιρα  των 
πλανητών.  Η  ελάχιστη  από  τον  Ήλιο  απόστασή  της  υπολογίζεται  σε  110
160 δηλαδή πέρα από τον Πλούτωνα Τα διαστημικά οχήματα Pionneer 10  και 
11  και Voyager 1 και 2 αναμένεται να διασχίσουν την ηλιόπαυση.  
 
 
6.15   Μοντέλο του Ήλιου  
 
 Τα  χαρακτηριστικά  της  Ηλιακής  ατμόσφαιρας  διαμορφώνονται  από  την 
αλληλεπίδραση της ύλης με την ενέργεια που παράγεται στον πυρήνα του Ηλίου  

Πυκνότητα (kg/m3) 

Νετρίνα 

Ζώνη μεταφοράς 
με ρεύματα

Φωτόνια 

Ακτίνα

Θερμοκρασία (106 Κ)
 
Σχήμα 6.30
Το μοντέλο του εσωτερικού του Ήλιου. 

και  διαδίδεται  προς  τα  εξωτερικά  στρώματα  .  Σύμφωνα  με  τα  επικρατέστερα 
μοντέλα  (Σχήμα  6.30)  ο  πυρήνας  του  Ηλίου  αποτελεί  σφαίρα  με  ακτίνα  το  ένα 
τέταρτο της ηλιακής. Η ενέργεια που παράγεται μέσα σ΄ αυτόν από την πυρηνική 
σύντηξη  του  υδρογόνου  ( )  σε  ήλιο  ( )  και  τελικά  εκπέμπεται  από  τη 
φωτόσφαιρα,  διαδίδεται  με  ακτινοβολία  μέχρι  μιας  αποστάσεως  περίπου  0.85 ~   
  191

από το κέντρο του. Από εκεί και πέρα, λόγω  των συνθηκών που επικρατούν στα 
εξωτερικά  του  στρώματα,    η  διάδοση  ενέργειας  μέχρι  τη  φωτόσφαιρα  γίνεται  με 
μεταφορά μάζας στη ζώνη μεταφοράς. Συνέπεια του τελευταίου μηχανισμού είναι 
η  κοκκιώδης  εμφάνιση  της  φωτόσφαιρας.  Η  ακτινοβολία  που  τελικά  εκπέμπεται 
από  τη  φωτόσφαιρα  είναι  υπεύθυνη  για  το  συνεχές  αλλά  και  το  φάσμα 
απορρόφησης του Ηλίου. Το μεγαλύτερο μέρος της ανήκει στο οπτικό φάσμα, ένα 
όμως  μέρος  εκπέμπεται  και  στις  υπόλοιπες  περιοχές  (περιοχή  ακτίνων‐Χ, 
υπεριώδες, ραδιοφωνικό φάσμα) 
     Τα  ηχητικά  κύματα  που  δημιουργούνται  στη  ζώνη  μεταφοράς  μεταφέρουν 
ενέργεια  από  τη  φωτόσφαιρα  και  θερμαίνουν  τα    εξωτερικά  στρώματα  της 
χρωμόσφαιρας  και  το  στέμμα  σε  υψηλές  θερμοκρασίες.  Λόγω  αυτών  των 
θερμοκρασιών,  το  αέριο  του  στέμματος  διαφεύγει  και  εκπέμπεται  υπό  μορφή 
ηλιακού  ανέμου.  Τα  μαγνητικά  πεδία  και  το  ιονισμένο  αέριο  αλληλεπιδρούν  και 
σχηματίζουν  περιοχές  έντονης  δραστηριότητας  με  αποτέλεσμα  τη  δημιουργία 
ηλιακών  κηλίδων  ή  ακόμα  πιο  εκρηκτικών  φαινομένων  όπως  των  ηλιακών 
εκλάμψεων. 
   
 
 
 

 
 

Αστέρες 
7.1 Παρατηρήσιμες Ιδιότητες των αστέρων 
 
7.1.1 Αστρικές αποστάσεις 
 
   Η  μέτρηση  των  αποστάσεων  είναι  ένας  από  τους  πιο  σημαντικούς  και  δύσκολους 
στόχους  στην  αστροφυσική.  Η  πιο  άμεση  μέθοδος  προσδιορισμού  της  απόστασης  των 
κοντινών αστέρων είναι η μέτρησης της γωνίας παράλλαξης θ η οποία βασίζεται στην 
φαινόμενη μετατόπιση της θέσης ενός αστέρα που προκαλεί η ετήσια περιφορά της Γης 
γύρω από τον Ήλιο, σε σχέση με τους μακρινούς αστέρες (Σχήμα 7.1).  
 
 
 
  μακρινοί αστέρες
 
 
 
 
 
κοντινός αστέρας
 
 
 
 
 
 
 
 
  ΗΛΙΟΣ
  ΓΗ ΓΗ

Σχήμα 7.1: Μέτρηση της απόστασης D ενός αστέρα με μέτρηση της  γωνία παράλλαξης του 
θ. 
193

Αυτή η μετατόπιση είναι για όλους τους αστέρες πάντα μικρότερη  από 1 arcsec (κι άρα 
δύσκολα μετρήσιμη με ακρίβεια). Μετρώντας τη γωνία παράλλαξης θ σε ακτίνια (rad) , 
η απόσταση του αστέρα D είναι  
1AU 1
D= ~ AU  
tan θ θ
 
Αλλά 1 rad = 57.30 =206265” οπότε  
 
206265 AU
D=  
θ"
Ορίζοντας ως μονάδα το 1 pc=206265 AU προκύπτει ότι  
1
D= pc  
θ"
Άρα 1 pc όπως λέει η ετυμολογία της λέξης (par sec = parallax second) είναι η απόσταση 
ενός αστέρα του οποίου η ετήσια παράλλαξη είναι θ = 1 “ . Σε σχέση με το έτος φωτός 
(1  έτος  φωτός  είναι  η  απόσταση  που  διανύει  το  φως  σε  ένα  έτος  στο  κενό  ~  8‐5  x    1012 
km).  1pc=  3.26  έτη  φωτός.  Η  παράλλαξη  του  κοντινότερου  αστέρα,  του  Εγγύτατου  του 
Κενταύρου είναι 0.77” κι άρα η απόστασή του 1.30 pc (4.28 έτη φωτός). Με το τηλεσκόπιο 
Hubble  μπορούμε να μετρήσουμε  την παράλλαξη αστέρα που βρίσκεται σε  απόσταση 
έως και 20 pc (1/0.05 όπου 0.05” η γωνιακή διακριτική ικανότητα του Hubble). Αφού η Γη 
βρίσκεται  σε  απόσταση  8  kpc  από  το  κέντρο  του  Γαλαξία,  συμπεραίνουμε  ότι  με  τα 
γήϊνα  τηλεσκόπια  μπορούμε  να  μετρήσουμε  την  παράλλαξη  μόνο  μικρού  αριθμού 
κοντινών  αστέρων  (περίπου  200  αστέρων),  γι  αυτό  χρησιμοποιήθηκε  ο  δορυφόρος 
Ίππαρχος  1(1989‐1993)  που  έχει  καταγράψει  με  ακρίβεια  10%,  παραλλάξεις  100  000 
κοντινών αστέρων έως και 1600 ε.φ‐ (δηλαδή λίγο περισσότερο από το 1% της διαμέτου 
του  Γαλαξία)  οι  οποίοι  και  πάλι  όμως  αντιπροσωπεύουν  ένα  μικρό  ποσοστό  των 
αστέρων  του  Γαλαξία.  Για  πιο  απομακρυσμένα  αντικείμενα  εφαρμόζονται  έμμεσες 
μέθοδοι. 
Θα  πρέπει  να  σημειωθεί  ότι  το  έτος  φωτός  συνήθως  χρησιμοποιείται  για  απoστάσεις 
μεταξύ  των  αστέρων  ενός  γαλαξία  (γιατί  αυτή  είναι  η  τάξη  μεγέθους  της  απόστασής 
τους.  Οι  χαρακτηριστικές  μονάδες  που  χρησιμοποιούνται  για  τη  μέτρηση  των 
αποστάσεων  καθώς  και  η  τάξη  μεγέθους  μερικών  χαρακτηριστικών  αποστάσεων 
φαίνονται στον Πίνακα  7‐1. 
Παράδειγμα:  Ένας  αστέρας  έχει  παράλλαξη  α)  0.5  arcsec  β)  0.01  arcsec.  Ποια  είναι  η 
απόστασή του;  
O  αστέρας  βρίσκεται  σε  απόσταση  α)  1/0.5=2  pc  δηλαδή  είναι  από  τους  κοντινότερους 
στον Ήλιο β) σε απόσταση 1/0.01 =100 pc 
 

1
Hipparchos (High Precision Parallax Collecting Satellite) προς τιμή του Έλληνα αστρονόμου της αρχαιότητας
Ίππαρχου.
194

Πίνακας 7.1: Χαρακτηριστικές αποστάσεις και μονάδες 
 
Αστρονομικές μονάδες αποστάσεως 
Έτος φωτός (ε.φ)  η απόσταση που διανύει το φως σε ένα έτος στο κενό  
(8‐46 x 1012 km) 
Parsec (pc)  3.26 ε.φ (3.086 x 1013 km) 
Αστρονομική Μονάδα   Μέση απόσταση Γης‐Ήλιου (1.496 x 108 km) 
(1 ΑU) 
Χαρακτηριστικές αποστάσεις 
Διάμετρος Ηλιακού συστήματος   ~ 80 ΑU 
Πλησιέστερος  αστέρας  (Εγγύτατος  του  4.3 ε.φ = 1.3 pc 
Κενταύρου) 
Διάμετρος του δικού μας Γαλαξία    100 kpc 
 
Διάμετρος  Τοπικού  σμήνους  γαλαξιών  ~1 Mpc 
(αποστάσεις γαλαξιών μέσα σε ένα σμήνος) 
Αποστάσεις μεταξύ σμηνών γαλαξιών  ~10 Mpc 
 
 
7.1.2 Κίνηση των αστέρων  
 
   Οι  αστέρες  λόγω  των  μεγάλων  αποστάσεών  τους  φαίνονται  σταθεροί,  αν  και 
κινούνται  με  μεγάλες  ταχύτητες  ο  ένας  σε  σχέση  με  τον  άλλο  μεταβάλλοντας  τη 
σχετική  τους  θέση.  Αυτή  η  φαινόμενη  αλλαγή  της  θέσης  τους  που  ονομάζεται  ιδία 
κίνηση  (θ)  μπορεί  να  χρησιμοποιηθεί  για  τον  προσδιορισμό  της  απόστασης  όπως 
φαίνεται  στο  Σχήμα  7.2  όπου  δύο  αστέρες  κινούνται  με  την  ίδια  ταχύτητα  αλλά  ο 
κοντινότερος  αστέρας  έχει  μεγαλύτερη  ιδία  κίνηση  (θ1>θ2).  Από  τους  κοντινότερους 
αστέρες  τη  μεγαλύτερη  ιδία  κίνηση  έχει  ο  αστέρας  του  Barnard  με  10  arcsec/  έτος  (1 
arcsec  ανά  350  έτη).  Η  ιδία  κίνηση  των  κοντινών  αστέρων  (μετατόπιση  προς  μία 
διεύθυνση)  σε  συνδυασμό  με  την  παράλλαξη  τους  λόγω  της  περιφοράς  της  Γης  γύρω 
από  τον  Ήλιο  (έλλειψη)  οδηγεί  στη  διαγραφή  μίας  κυματοειδούς  τροχιάς  πάνω  στην 
ουράνια σφαίρα με περίοδο ενός  έτους. 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
μακρινός αστέρας

κοντινός αστέρας

Σχήμα 7.2: Ιδία κίνηση των αστέρων


195

Η πραγματική κίνηση όμως των αστέρων γίνεται στο χώρο κι άρα η ιδία κίνηση 
δεν  αποτελεί  παρά  τη  προβολή  της  πραγματικής  τροχιάς  του  αστέρα  στην 
ουράνια σφαίρα. Η ετήσια κίνησή ενός αστέρα στον ουράνιο θόλο κάθετα στην ευθεία 
οράσεως  έχει  σαν  αποτέλεσμα  την  γωνιώδη  μεταβολή  (μ)  της  φαινόμενης  θέσης  του 
αστέρα, όπως φαίνεται στο σχήμα και μετράται σε milliarcsec/έτος ή σε arcsec/έτος. Όπως 
φαίνεται στο σχήμα  7.3εάν  VS   είναι  η  ταχύτητα του αστέρα  στο  χώρο,  VT  η ταχύτητα 
του  αστέρα  κάθετη  στην  ευθεία  οράσεως,  VR η  ταχύτητα  του  αστέρα  στην  ευθεία 
οράσεως (ταχύτητα Doppler) ισχύει :   

VS2 = VT2 + VR2

VR
d
Ήλιος VT
θ
VS

Σχήμα 7.3 
  Κίνηση ενός αστέρα 
 
Η  κίνηση  του  αστέρα  στη  διεύθυνση  της  ευθείας  οράσεως  –  ακτινική  ταχύτητα  που 
προσδιορίζεται από το φαινόμενο Doppler – δεν προκαλεί καμία γωνιώδη μεταβολή στη 
φαινόμενη θέση του αστέρα αλλά δίνει τη δυνατότητα υπολογισμού  της ιδίας κίνησης 
εάν είναι γνωστή η απόσταση μέσω της σχέσης 
V km/ sec
θ ′′ = T  
4.74d pc
Η  μέτρησή  της  πραγματοποιείται  με  σύγκριση  φωτογραφιών  που  έχουν  ληφθεί  με 
μεγάλη χρονική διαφορά μεταξύ τους π.χ. 10 έτη και σύγκριση της θέσης του αστέρα σε 
σχέση με πολύ μακρινά αντικείμενα. Για αστέρες ορατούς με γυμνό οφθαλμό η τυπική 
ιδία  κίνηση  είναι    < 0.1′′ /έτος.  Τη  μεγαλύτερη  ιδία  κίνηση  έχει  ο  αστέρας  του  Barnard  
( 10.25′′ /έτος).  
   Από  τους  κοντινούς  αστέρες,  οι  μεγαλύτερες  ακτινικές  ταχύτητες  σε  σχέση  με  τον 
Ήλιο είναι +308 km/s (αστέρας BD‐15°4041 σε απόσταση 81.7 ε.φ) και ‐260 km/s (αστέρας 
Woolley 9722 78.2 ε.φ) ‐το θετικό πρόσημο δείχνει ότι ο αστέρας απομακρύνεται και το 
αρνητικό  ότι  πλησιάζει  προς  τον  Ήλιο.  Οι  τυπικές  ταχύτητες  των  αστέρων  στο  χώρο 
(συνισταμένη των δύο παραπάνω ταχυτήτων) είναι της τάξης των 20‐100 km/s 
   Ο  Ήλιος  όμως  και  όλοι  οι  αστέρες  συμμετέχουν  στην  περιστροφή  του  Γαλαξία  με 
μέση  ταχύτητα  220  km/s  κι  άρα  η  παρατηρούμενη  μέση  ταχύτητα  των  αστέρων  στο 
χώρο  είναι  το  αποτέλεσμα  της  απόκλισης  από  αυτή  την  κίνηση  των  αστέρων  στην 
περιοχή  του  Ήλιου  (λόγω  διαφορετικών  τροχιών  γύρω  από  το  κέντρο  του  Γαλαξία). 
Έτσι  ο  Ήλιος  κινείται  σε  σχέση  με  τους  γειτονικούς  αστέρες  με  ταχύτητα  περίπου  20 
196

km/s προς τη διεύθυνση του αστερισμού του Ηρακλή κοντά στον λαμπρό  αστέρα Βέγα  
δηλαδή  σε  ένα  χρόνο  διανύει  περίπου  4  AU.  Αυτή  η  κίνηση  του  Ήλιου  δίνει  τη 
δυνατότητα  επέκτασης  της  μεθόδου  της  παράλλαξης  και  την  εύρεση  της  μέσης 
απόστασης  συγκεκριμένων  ομάδων  αστέρων.  Βασιζόμενες  σε  στατιστικά  κριτήρια 
έχουν αναπτυχθεί και άλλες μέθοδοι στατιστικών παραλλάξεων.  
 

7.1.3 Φωτεινότητα  
 
Η  φωτεινότητα  ενός  αστέρα  L  είναι  η  ολική  ενέργεια  που  εκπέμπεται  ανά  μονάδα 
χρόνου και εξαρτάται κυρίως από τη μάζα του αλλά κα ι από  τη θερμοκρασία και τη 
χημική  του  σύσταση.  Εάν  ο  αστέρας  έχει  ακτίνα  R  και  εκπέμπει  ροή  F,  τότε  η 
φωτεινότητα του μπορεί να εκφραστεί ως  
L= 4π R 2  F 
Για  τον  προσδιορισμό  της  φωτεινότητας  ενός  αστέρα  που  βρίσκεται  σε  απόσταση  d  
απαιτείται  η  μέτρηση  της  φαινόμενης  ροής  του  f  όπως  μετράται  στη  Γη,  η  οποία 
ακολουθεί  το  νόμο  του  αντιστρόφου  τετραγώνου  της  απόστασης  d  (βλ.  3.3)  δηλαδή 
συνδέεται με τη ροή από την επιφάνειά του F με τη σχέση  
2
F ⎛d⎞
=⎜ ⎟  
f ⎝R⎠
και άρα η φωτεινότητά του υπολογίζεται από τη σχέση 
L= 4π d 2  f 
όπου L μετράται σε Watt (W) ή Joule/s, f σε W/m2 και d (m).  
Γνωρίζοντας  τα  παραπάνω  μεγέθη  για  τον  Ήλιο  μπορούμε  να  υπολογίσουμε  τη 
φωτεινότητα ενός αστέρα εάν γνωρίζουμε την απόστασή του  d σε (ΑU) (ή ανάστροφα) 
και τη λαμπρότητά του σε σχέση με τον Ήλιο 
L ⎛ d ⎞⎟2 f
= ⎜⎜ ⎟  
L~ ⎜⎝ d~ ⎠⎟⎟ f~
Παράδειγμα: εάν ένας αστέρας σαν τον Ήλιο φαίνεται 100 φορές αμυδρότερος f=10‐2  f 
τότε βρίσκεται σε απόσταση διπλάσια δηλαδή d=102 d δηλαδή d= 100 AU. 
 
 
7.1.4 Μεγέθη των αστέρων 
 
Όλοι οι αστέρες δεν φαίνονται το ίδιο λαμπροί. Η φαινόμενη λαμπρότητα ενός αστέρα 
εξαρτάται  από  τη  φωτεινότητά  του  αλλά  και  από  την  απόστασή  του.  Ο  αρχαίος 
Έλληνας  αστρονόμος  ‘Ιππαρχος  (Ελληνιστική  Εποχή),  ταξινόμησε  τους  αστέρες  με 
βάση τη λαμπρότητά τους, βάσει της οποίας προσδιόρισε τα μεγέθη τους. Συνεπώς το 
«μέγεθος»  ενός  αστέρα  δεν  εκφράζει  τις  πραγματικές  του  διαστάσεις  (δηλαδή  την 
ακτίνα του , αλλά μόνο τη λαμπρότητά του σε σχέση με εκείνη άλλων αστέρων.  
197

Όλοι  οι  ορατοί,  με  γυμνό  οφθαλμό,  αστέρες  κατετάγησαν  σε  έξι  μεγέθη.  Στο  πρώτο 
μέγεθος  (m=1)  περιλήφθηκαν  οι  λαμπρότεροι,  στο  δεύτερο  (m=2)  οι  αμέσως 
αμυδρότεροι  κ.ο.κ.  έτσι  ώστε  οι  αστέρες  του  επόμενου  μεγέθους  να  είναι  αμυδρότεροι 
του  προηγουμένου  και  στο  έκτο  (m=6)  να  αντιστοιχούν  οι  μόλις  ορατοί  με  γυμνό 
οφθαλμό. Αργότερα (1830) ο Γερμανός αστρονόμος Herschel απέδειξε ότι ένας αστέρας 
1ου  πρώτου  μεγέθους  (m=1)  είναι  100  φορές  λαμπρότερος  από  έναν  6ου  μεγέθους(m=6) 
δηλαδή  
 
Δm=5 → 100: 1
1
Δm=1 → 100 5 :1 ~2.512: 1

δηλαδή οι αστέρες ενός μεγέθους είναι κατά 2.512 φορές λαμπρότεροι από εκείνους του
επόμενου μεγέθους  ή  αναλυτικότερα  ένας  αστέρας  1ου  μεγέθους  είναι  2.512  φορές 
λαμπρότερος  από  έναν  2ου  μεγέθους  και  2.5122=6.31  φορές  από  έναν  3ου  μεγέθους  και 
2.5123=15.9  φορές  λαμπρότερος  από  έναν  4ου  μεγέθους,  2.5124=39.8  φορές  λαμπρότερος 
από  έναν  5ου  μεγέθους  και2.5125=100  φορές  λαμπρότερος  από  έναν  6ου  μεγέθους.  Τα 
φαινόμενα μεγέθη γνωστών σωμάτων παρουσιάζονται στον Πίνακα 7.2  
 
Πίνακας 7.2: Φαινόμενα μεγέθη ουράνιων αντικειμένων 
 
Αντικείμενο  Φαινόμενο οπτικό μέγεθος 
Αμυδρότερος  αστέρας  από  γήινο  ~ +25 
τηλεσκόπιο 
Αμυδρότερος αστέρας με γυμνό οφθαλμό  +(6‐7) 
Βέγας  0 
Σείριος (λαμπρότερος αστέρας)   ‐1.5 
Αφροδίτη   ‐ 4.4 
Δίας  ‐ 3.0 
Πανσέληνος  ‐12.6 
Ήλιος  ‐ 26.8 
 
Όπως  φαίνεται  από  τον  Πίνακα  7.2  η  ακριβέστερη  σύγχρονη  κλίμακα  μεγεθών 
χρησιμοποιεί  το  μηδενικό  μέγεθος  αλλά  και  τα  αρνητικά  μεγέθη  και  προσδιορίζει 
φωτομετρικά τα μεγέθη με ακρίβεια δεκάτου.  
Τι  σημαίνει  όμως  πραγματικά  η  κλίμακα  των  μεγεθών;  Εάν  σκεφτούμε  ότι  αυτό  που 
μετρούμε ως λαμπρότητα ενός αστέρα είναι η ροή που φτάνει στον ανιχνευτή μας, τότε 
οι  παραπάνω  διαφορές  μεγεθών  και  αντιστοιχίες  λαμπρότητας  εκφράζονται  με  τη 
σχέση: 
f2
= 100( m1 −m2 ) 5
 ή 
f1
198

f1
m1 − m2 = −2.5log  
f2
Το  παρατηρούμενο  μέγεθος  ενός  αστέρα  ονομάζεται  φαινόμενο  μέγεθος  m  γιατί  δεν 
αποτελεί πραγματικό μέτρο της λαμπρότητας ενός αστέρα αφού ένας αστέρας μπορεί 
να  φαίνεται  λαμπρός  επειδή  βρίσκεται  σε  μικρή  απόσταση.  Η  λαμπρότητα  που  θα 
είχαν  όλοι  οι  αστέρες  σε  απόσταση  10  pc  ονομάζεται  απόλυτο  μέγεθος  M.  Για  να 
βρούμε τη σχέση μεταξύ  m και Μ εφαρμόζουμε το νόμο αντιστρόφου τετραγώνου για 
τη  ροή  f10  που  θα  λαμβάναμε  εάν  ήταν  σε    απόσταση  10  pc  σε  σχέση  με  τη  ροή  fπου 
λαμβάνουμε στην απόσταση d στην οποία βρίσκεται  
2
f10 f ⎛ d ⎞
100( m− M ) 5 = 10 = ⎜ ⎟  
f f ⎝ 10 pc ⎠
 
m‐M = 5logd‐5   
 
όπου η απόσταση d εκφράζεται δίνεται σε pc 
Επειδή  εάν  γνωρίζουμε  τη  διαφορά  m‐M  υπολογίζουμε  την  απόσταση  του  αστέρα,  η 
διαφορά αυτή ονομάζεται μέτρο απόστασης. 
Παράδειγμα  Εάν  το  φαινόμενο  μέγεθος  του  Ήλιου  είναι  ‐26.7,  ποιό  είναι  το  απόλυτο 
μέγεθός του; 
Η απόσταση δεν δίνεται αλλά θεωρείται γνωστή d=1 AU.  

m ‐ M = 5 logd ‐5  

Προσοχή στις μονάδες 1 AU σε parsecs ή 1 pc = 206265 AU  

M = m ‐ 5 log(d/10 pc) = ‐26.7 ‐ 5 log(1/2062650) = 4.9  

(Η  απάντηση  δίνεται  με  ένα  σημαντικό  ψηφίο  γιατί  τα  αρχικά  δεδομένα  είναι  με  ένα 
δεκαδικό  ψηφίο.  ¨Όταν  προσθέτουμε  ή  αφαιρούμε  διατηρούμε  τον  ίδιο  αριθμό  δεκαδικών
ψηφίων, όταν πολλαπλασιάζουμε ή διαιρούμε διατηρούμε τον ίδιο αριθμό σημαντικών ψηφίων)
 
f1
Μπορούμε να χρησιμοποιήσουμε τη σχέση  m1 − m2 = −2.5log  για να συνδέσουμε 
f2
το απόλυτο μέγεθος με τη φωτεινότητα του αστέρα. Εάν δύο αστέρες βρίσκονται στην 
ίδια απόσταση, ο λόγος των ροών τους ισούται με το λόγο των φωτεινοτήτων τους. Εάν 
αυτή η απόσταση είναι 10pc μπορούμε να αντικαταστήσουμε στην παραπάνω σχέση τα 
φαινόμενα  μεγέθη  m  με  απόλυτα  Μ.  Εάν  το  ένα  σώμα  (2)  είναι  ο  Ήλιος  τότε  η 
παραπάνω σχέση γίνεται  
L
M = 4.76 − 2.5log  
L~
 
199

Η  λαμπρότητα  όμως  ενός  αντικειμένου  (φαινόμενη  ή  απόλυτη)  εξαρτάται  από  το 


μήκος  κύματος  στο  οποίο  το  παρατηρούμε.  Γι  αυτό  και  όταν  αναφερόμαστε  σε 
λαμπρότητα  ή  σε  μέγεθος  πρέπει  να  προσδιορίζουμε  την  περιοχή  του  φάσματος  στην 
οποία  το  όργανό  μας  έχει  τη  μεγαλύτερη  ευαισθησία  (ανθρώπινος  οφθαλμός, 
φωτογραφική πλάκα).  
 
 
7.1.5 Χρώματα αστέρων και δείκτες χρώματος 
 
Η  ολική  φωτεινότητα  ενός  αστέρα  αναφέρεται  στην  ενέργεια  που  εκπέμπει  με  μορφή 
ακτινοβολίας σε όλα τα μήκη κύματος από την άκρη του υπέρυθρου έως την άκρη του 
υπεριώδους.  Την  φωτεινότητα  ενός  αστέρα  που  αναφέρεται  στην  ακτινοβολία  που 
εκπέμπει  σε  όλα  τα  μήκη  κύματος  την  ονομάζουμε  βολομετρική  (ολομετρική) 
φωτεινότητα.  Οι  ανιχνευτές  όμως  δεν  έχουν  την  ίδια  ευαισθησία  σε  όλα  τα  μήκη 
κύματος κι άρα αυτό που παρατηρούμε είναι ένα μέρος της φωτεινότητας του αστέρα. 
Στην πράξη η φωτεινότητα ενός αστέρα μετράται σε σαφώς καθορισμένες φασματικές 
περιοχές,  π.χ  χρησιμοποιώντας  το  πρότυπο  σύστημα  των  φίλτρων  UBV  (RI)2  όπως 
φαίνεται στο σχήμα 7.4. , όπου το U περιλαμβάνει το κοντινό υπέρυθρο, το B το κυανό 
και  το  V  το  οπτικό  με  παρόμοια  ευασθησία  με  αυτή  του  ανθρώπινου  οφθαλμού 
(κίτρινο‐πράσινο).  

λ
 
Σχήμα 7.4 
Καμπύλες ευαiσθησίας S (λ) των φωτομετρικών φίλτρων U,B,V 

2 Το σύστημα UBV έχει επεκταθεί και στο κόκκινο, με το φίλτρο R και το I στο κοντινό 
υπερύθρου.  
200

Για  παράδειγμα  συμβολίζοντας  τα  μετρούμενα  απόλυτα  μεγέθη  με  τα  αντίστοιχα 
φίλτρα στα οποία μετρήθηκαν, τα μεγέθη του Σείριου είναι 
U=‐1.50, B=‐1.46, V=‐1.46 
Άρα συμπεραίνουμε ότι ο Σείριος είναι λαμπρότερος στο φίλτρο U δηλαδή εκπέμπει το 
μεγαλύτερο μέρος της ακτινοβολίας του στη φασματική περιοχή που καθορίζεται από 
το φίλτρο U. (Σχήμα 7.4) . Μπορούμε να προσδιορίσουμε το χρώμα του Σείριου;  
Γνωρίζουμε  ότι  με  βάση  την  προσέγγιση  ότι  οι  αστέρες  βρίσκονται  σε  θερμοδυναμική 
ισορροπία και άρα μπορούν να θεωρηθούν μέλανα σώματα, η ένταση της ακτινοβολίας 
τους δίνεται από το νόμο του Planck κι άρα το φάσμα τους έχει τη μορφή του σχήματος 
7.5.  Άρα  καταγράφοντας  την  ακτινοβολία  ενός  αστέρα  σε  διάφορα  μήκη  κύματος, 
μπορούμε  να  προσδιορίσουμε  το  χρώμα  του  ως  τη  διαφορά  των  παρατηρούμενων 
μεγεθών του. Για το Σείριο είναι U‐B= ‐0.04 και Β‐V= 0.00. Γενικά όσο μικρότερη είναι η 
τιμή του U‐B τόσο κυανότερος είναι ένας αστέρες. 
 

 
Σχήμα 7.5: Καμπύλη μέλανος σώματος 
 
Οι παραπάνω διαφορές U‐B, B‐V, V‐I ονομάζονται δείκτες χρώματος γιατί δείχνουν το 
χρώμα  ενός  αστέρα.  Έτσι  ένας  λευκός  αστέρας  έχει  B‐V  της  τάξης  του  0.2,  ο  κίτρινος 
Ήλιος έχει 0.63, ο πορτοκαλοκόκκινος Betelgeuse έχει 1.85 και το πιο κυανό αστέρι που 
πιστεύεται ότι υπάρχει έχει ‐0.4  (απαλό άσπρο‐μπλε). 
Προκειμένου να υπολογίσουμε την βολομετρική του φωτεινότητα, μετράμε το μέγεθός 
του σε μία φασματική περιοχή π.χ V και χρησιμοποιούμε μία βολομετρική διόρθωση BC 
δηλαδή  
mbol = mV + BC    
Παράδειγμα:  όπως  αναφέρθηκε  στο  προηγούμενο  παράδειγμα  το  απόλυτο 
(βολομετρικό)  μέγεθος  του  Ήλιου  είναι  Μ=  4.76  ενώ  το  απόλυτο  μέγεθός  του  είναι 
V=4.83, άρα η βολομετρική του διόρθωση είναι BC=4.76‐4.83= ‐0.07 
201

7.1.6 Θερμοκρασία  

Eπειδή το φάσμα ενός μέλανος σώματος εξαρτάται από τη θερμοκρασία, ένας αστέρας 
που  έχει  μικρότερο  μέγεθος  στο  B  σε  σχέση  με  έναν  άλλο  αστέρα  έχει  μεγαλύτερη 
θερμοκρασία.  Όπως  φαίνεται  στο  Σχήμα  7.5  οι  ψυχροί  αστέρες  εκπέμπουν  το 
μεγαλύτερο  μέρος  της  ακτινοβολίας  τους  σε  μεγάλα  μήκη  κύματος  ενώ  οι  θερμοί  σε 
μικρά  μήκη  κύματος.  Το  χρώμα  που  χαρακτηρίζει  έναν  αστέρα  συνδέεται  με  τη 
θερμοκρασία  της  φωτόσφαιράς  του  η  οποία  μπορεί  να  προσδιοριστεί  από  το  νόμο  του 
Wien  και  ονομάζεται  θερμοκρασία  χρώματος  ή  το  νόμο  του  Stefan  Boltzmann  και 
ονομάζεται  ενεργός  θερμοκρασία.  Δηλαδή  η  θερμοκρασία  χρώματος  είναι  η 
θερμοκρασία ενός μέλανος σώματος ίδιων διαστάσεων με τον αστέρα που έχει την ίδια 
φασματική κατανομή με αυτόν ενώ η ενεργός θερμοκρασία ενός μέλανος σώματος που 
εκπέμπει το ίδιο ολικό ποσό ενέργειας ανεξάρτητα με τη φασματική του κατανομή. Ο 
θερμότερος αστέρας εκπέμπει περισσότερο στο  B παρά στο V κι άρα φαίνεται προς το 
κυανό ενώ ο ψυχρότερος ανάστροφα κι άρα φαίνεται κιτρινωπός. Το πρώτο σώμα είναι 
σαν τον αστέρα Rigel και το δεύτερο σαν τον Ήλιο. Γενικά οι θερμοί αστέρες φαίνονται 
κυανωποί ενώ οι ψυχροί πορτοκαλί ή ερυθρωποί.  
Αν  και  τα  χρώματα  των  αστέρων  ποικίλουν  από  κυανόλευκο  έως  ερυθρό,  η  αντίληψη 
του  χρώματος  από  τον  ανθρώπινο  οφθαλμό  τη  νύχτα  είναι  περιορισμένη.  Μόνο  λίγα 
αντικείμενα όπως ο Άρης και αστέρες όπως ο Betelguese, ο Antares και ο Aldebaran είναι 
αρκετά  λαμπροί  για  να  αντιλαμβανόμαστε  το  χρώμα  τους.  Η  χρήση  του  τηλεσκοπίου 
βελτιώνει  την  αίσθηση  του  χρώματος  (γιατί  συλλέγει  περισσότερο  φως),  ακόμα  όμως 
και με  CCD κάμερα  ή φωτογραφική πλάκα, το χρώμα  ενός αστέρα αλλοιώνεται λόγω 
παρουσίας μεσοαστρικής σκόνης  στην ευθεία οράσεως που απορροφά  περισσότερο τα 
μικρά μήκη κύματος με αποτέλεσμα οι αστέρες να φαίνονται ερυθρότεροι.  
Πρόκειται  για  την  παρουσία  σκοτεινών  περιοχών  που  παρατηρούμε  στην  κατανομή 
των  αστέρων  σε  διάφορες  διευθύνσεις  στην  ουράνια  σφαίρα.  Αυτές  δεν  στερούνται 
αστέρων  αλλά  υποδεικνύουν  την  παρουσία  αραιών  μεσοαστρικών  νεφών  σκόνης  τα 
(7.8.6) τα οποία προκαλούν 
• απόσβεση 
• ερύθρωση και  
• σκέδαση   
του αστρικού φωτός. Λαμβάνοντας υπόψη την μεσοαστρική απόσβεση Α που προκαλεί 
μείωση της αστρικού φωτός , το μέτρο απόστασης προσδιορίζεται από την εξίσωση  
m ‐ M = 5 logd ‐5 +Α 
Η ερυθρά χρώση υπολογίζεται από τη διαφορά του μετρούμενου δείκτη χρώματος B‐V 
ενός αστέρα και του πραγματικού (B‐V)0 : 
E(B‐V) = (B‐V) ‐ (B‐V)0 
Η απόσβεση με την ερύθρωση συνδέονται με τη σχέση:  
AV=3.2 E(B‐V) 
Η απόσβεση όμως του αστρικού φωτός δεν οφείλεται μόνο στην απορρόφησή του αλλά 
και στη σκέδαση με αποτέλεσμα τη δημιουργία νεφελωμάτων ανάκλασης (7.8.6).  
 
202

 
7.1.7 Αστρικά φάσματα 
 
  Οι  αστέρες  χαρακτηρίζονται  από  συνεχές  φάσμα  με  γραμμές  απορρόφησης  (αν  και 
μερικοί  αστέρες  έχουν  και  γραμμές  εκπομπής)  όπως  ο  Ήλιος  (Σχήμα  7.6).  Όλοι  οι 
αστέρες δεν έχουν το ίδιο φάσμα! Το φάσμα που παίρνουμε προέρχεται απο τη θερμή 
ατμόσφαιρά  του  που  ονομάζεται  φωτόσφαιρα  στην  οποία  οφείλεται  τόσο  η  συνεχής 
ακτινοβολία  του  μέλανος  σώματος  όσο  και  η  δημιουργία  γραμμών  απορρόφησης 
σύμφωνα  με  τους  κανόνες  του  Kirchoff  (βλ.  παράγραφο  3.5),  όπως  φαίνεται  το 
χαρακτηριστικό φάσμα ενός θερμού κυανού αστέρα στο σχήμα 7.6  
 
 

 
 
Σχήμα 7.6 
Το φάσμα ενός θερμού κυανού αστέρα 
 
Οι  περισσότεροι  αστέρες  χαρακτηρίζονται  στο  οπτικό  μέρος  του  φάσματος  από  τη 
σειρά γραμμών Balmer του υδρογόνου (Σχήμα 7.7). 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
  Σχήμα 7.7: Σειρά Balmer γραμμών υδρογόνου
203

 
Οι  νόμοι  του  Kirchhoff  ήταν  γνωστοί  στα  τέλη  του  1800  χωρίς  να  είναι  κατανοητοί,  
αλλά  με  την  τεχνολογική  ώθηση  που  έδωσε  η  λήψη  φωτογραφίας  πίσω  από  ένα 
πρίσμα, καταγράφηκαν εικόνες των φασμάτων χιλιάδων αστέρων. Με πρωτοπόρο την 
αστρονόμο  Annie Jump Cannon στο τέλος του  19ου αιώνα, τα φάσματα ταξινομήθηκαν 
σε  κατηγορίες  με  απλή  αλφαβητική  σειρά  και  με  κριτήριο  την  παρουσία  γραμμών 
υδρογόνου (ταξινόμηση κατά Harvard) π.χ οι αστέρες της τάξης Α είχαν τις ισχυρότερες 
γραμμές υδρογόνου, οι Β είχαν γραμμές υδρογόνου και κάποιες ηλίου κ.ο.κ. Στην αρχή 
του  εικοστού  αιώνα  πολλοί  αστρονόμοι  πίστευαν  ότι  τα  φάσματα  των  αστέρων 
αντανακλούν  τη  διαφορετική  χημική  τους  σύνθεση  δηλαδή  η  απουσία  γραμμών 
υδρογόνου στο φάσμα σήμαινε ότι ο αστέρας δεν περιείχε υδρογόνο. Το άλμα ήλθε με 
την ανάπτυξη της ατομικής θεωρίας και της κβαντομηχανικής. Η μεγαλύτερη συμβολή 
ήταν  της  αστρονόμου  Cecilia  Payne  από  το  Harvard  (1925),  η  οποία  εφαρμόζοντας  τη 
θεωρία περί ιονισμού των στοιχείων του Ινδού φυσικού Megh Nad Saha στη διδακτορική 
της διατριβή, μελέτησε τις αστρικές ατμόσφαιρες, δείχνοντας ότι  
• οι  αστέρες  είχαν  σχεδόν  όλοι  την  ίδια  σύσταση,  και  περιείχαν  σχεδόν  3/4 
υδρογόνο,  σχεδόν  1/4  ήλιο  και  ίχνη  από  τα  άλλα  στοιχεία  (πυρίτιο,  άνθρακα  κι 
άλλα μέταλλα σε παρόμοια με τη Γη αναλογία) και 
• η  διαφορά  στην  ισχύ  των  φασματικών  γραμμών  απορρόφησης  στις  αστρικές 
ατμόσφαιρες  οφειλόταν  στο  διαφορετικό  βαθμό  ιονισμού  που  εξαρτάτο  από  τη 
θερμοκρασία . 
Επιπλέον  έδειξε ότι η  ταξινόμηση της  Annie  Cannon  δεν είχε  φυσική σημασία,  έτσι  το 
σύστημα  επαναταξινομήθηκε  κάτω  από  το  νέο  κριτήριο  της  θερμοκρασίας  σε 
ακολουθία  φασματικών  τύπων  από  τους  θερμότερους  στους  ψυχρότερους  OBAFGKM 
(RNS)‐ (με τους τελευταίους συχνά να μην περιλαμβάνονται στη λίστα γιατί δεν είναι 
ψυχρότεροι από τους Μ αλλά διαφορετικοί)  
   Πρόκειται για μία ακολουθία γνωστή απο τον  μνημονικό κανόνα  Oh Be A Fine Girl 
(or Guy), Kiss Me (Right Now ‐ Smack!) η οποία αναφέρεται σε θερμοκρασία από 30 000 
K για τους αστέρες O, έως 3 000 K για τους M και με τον Ήλιο στη φασματική τάξη G με 
επιφανειακή θερμοκρασία 6000 K (Σχήμα 7.8).  
  Με  τη  μελέτη  του  φάσματος  ενός  αστέρα  μπορεί  κανείς  να  συμπεράνει  τόσο  τη 
θερμοκρασία  του  (από  την  παρουσία  ή  όχι  των  φασματικών  γραμμών)  αλλά  και  τη 
χημική σύστασή του (από την ίσχύ των φασματικών γραμμών). 
204

 
 
  Θερμότεροι αστέρες Ψυχρότεροι αστέρες
 
 
         
 
Ιώδες Κυανό Κίτρινο Κόκκινο
 
Σχήμα 7.8: Φασματικοί τύποι αστέρων 

 
Κάθε μία από τις κύριες φασματικές τάξεις υποδιαιρείται σε  10 μικρότερες στις οποίες 
ισχύει η ίδια φθίνουσα κλίμακα της θερμοκρασίας π.χ G0, G1, ... G9, K0, K1, ... K9, με τον 
αστέρα G0 θερμότερο από τον G8. Ο Ήλιος είναι αστέρας φασματικού τύπου G2. 
Στο  υπέρυθρο  μέρος  του  φάσματος  έχουν  ανακαλυφθεί  αστέρες  πολύ  μικρής 
θερμοκρασίας  γι  αυτό  έχουν  προστεθεί  νέοι  τύποι  L  (1300‐2500  K),  T  (<1300  K)  ‐αν  και 
μπορεί  να  μην  είναι  πραγματικοί  αστέρες  με  την  έννοια  της  μη  έναρξης  πυρηνικών 
αντιδράσεων στο εσωτερικό τους.  
   Η  θερμοκρασία  της  αστρικής  φωτόσφαιρας  είναι  αυτή  που  καθορίζει  τη  συχνότητα 
και  την  ένταση  των  συγκρούσεων  μεταξύ  των  μορίων,  των  ατόμων  και  των  ιόντων 
μεταξύ τους και στην ουσία καθορίζει  
• Την ισορροπία των μορίων: εάν ένας αστέρας είναι πολύ θερμός‐ οι ευαίσθητες 
μοριακές  ταινίες  διαλύονται    Τα  περισσότερα  μόρια  όπως  το  TiO  ανιχνεύονται 
μόνο στα φάσματα των πιο ψυχρών αστέρων  ( 3 000 Κ ‐ 4 000 K). Τα πιο ισχυρά 
μόρια όπως CH, CN ανιχνεύονται και σε αστέρες πιο θερμούς όπως ο Ήλιος.  
• Την  ισορροπία  ιονισμού:  όσο  πιο  θερμός  είναι  ένας  αστέρας  τόσο  πιο  πολύ 
ιονισμένα  είναι  τα  άτομά  στην  ατμόσφαιρά  του.  Τα  άτομα  ιονίζονται  όταν 
χάνουν  ή  όταν  κερδίζουν  ηλεκτρόνια.  Στους  ψυχρούς  αστέρες  τα  άτομα  ειναι 
205

ουδέτερα.  Σε  υψηλότερες  θερμοκρασίες,  ιονίζονται  τα  άτομα  με  μικρό  έργο 
ιονισμού όπως Na, Ca, κ.λ.π, πάνω από 10 000 Κ ιονίζεται το υδρογόνο και πάνω 
από 15 000 Κ το ήλιο (Ηe). 
• τον  αριθμό  των  ατόμων  σε  διεγερμένες  στάθμες.  Σε  χαμηλή  θερμοκρασία 
σχεδόν κανένα άτομο Η δεν βρίσκεται στην στάθμη n=2 για να απορροφήσει ένα 
φωτόνιο ʺBalmerʺ άρα δεν υπάρχουν γραμμές Balmer στους ψυχρούς αστέρες G, 
αλλά καθώς η θερμοκρασία αυξάνει, αυξάνει και ο πληθυσμός της στάθμης n = 
2  και  ανιχνεύουμε  τις  χαρακτηριστικές  γραμμές  Balmer  που  φτάνουν  στο 
μέγιστο της έντασής τους για T = 10 000 Κ, στους θερμούς αστέρες τύπου Α. 
Άρα  η  φασματική  ταξινόμηση  είναι  πρωταρχικά  μία  ταξινόμηση  με  βάση  τη 
θερμοκρασία  όπως  φαίνεται  κι  από  το  ποιοτικό  διάγραμμα  των  κυριότερων 
φασματικών  γραμμών  που  χαρακτηρίζουν  τους  παραπάνω  φασματικούς  τύπους 
(Σχήμα  7.9).  Αυτό  σημαίνει  ότι  δεδομένης  της  ισχύς  των  γραμμών  του  υδρογόνου,  ο 
αστέρας μπορεί να είναι πολύ θερμός ή θερμός π.χ εάν υπάρχουν στο φάσμα του και 
 
  Ιονισμένο Υδρογόνο Ουδέτρα
Ουδέτερο
ήλιο Ιονισμένα μέταλλα
  ήλιο
μέταλλα Μόρια
 
 
Ισχύς γραμμών

 
 
 
 
 
 
Σχήμα 7.9: Ισχύς των φασματικών γραμμών σε σχέση με το φασματικό τύπο. 
 
γραμμές  He,  τότε  είναι  πολύ  θερμός  (φασματικός  τύπος    Β,  ),  εάν  υπάρχουν  γραμμές 
ιονισμένου ασβεστίου (και όχι ηλίου) τότε είναι θερμός (φασματικός τύπος F, G, K).  
Ο  τρόπος  με  τον  οποίο  μεταβάλλονται  οι  φασματικές  γραμμές  στην  ακολουθία  των 
φασματικών τύπων από F έως G φαίνεται στο σχήμα 7. 10 
Από  τις  γραμμές  απορρόφησης  του  αστρικού  φάσματος  μπορούμε  να  πάρουμε 
επιπλέον  πληροφορίες  εκτός  από  τη  θερμοκρασία  του  ,  για  τη  χημική  σύνθεση,  την 
πυκνότητά,  το μαγνητικό πεδίο και την ακτινική ταχύτητα 
206

.
Σχήμα 7.10 
Χαρακτηριστικά φάσματα των φασματικών τύπων F, G 
 
 
7.1.6 Διάγραμμα ΗR 
 
   Το  1905  ο  Εjnar  Hertzsprung  και  ανεξάρτητα  ο  Henry  Norris  Russell  παρατήρησαν 
ανεξάρτητα,  ότι  σε  ένα  διάγραμμα  φωτεινότητας  –  θερμοκρασίας  οι  αστέρες  δεν 
κατανέμονται  τυχαία  αλλά  καταλαμβάνουν  μόνο  ορισμένες  περιοχές.  Ένα  τέτοιο 
διάγραμμα  ονομάζεται  Η‐R  προς  τιμή  τους  και  κατασκευάζεται  με  βάση  αστέρες 
γνωστών  αποστάσεων  προκειμένου  από  το  φαινόμενο  μέγεθος  να  υπολογιστεί  η 
207

φωτεινότητά  ή  το  απόλυτο  μέγεθός  τους  (στον  κατακόρυφο  άξονα)  και  ο  δείκτης 
χρώματος  Β—V    ή  ο  φασματικός  τύπος  προκειμένου  να  προσδιοριστεί  η  θερμοκρασία 
τους  (στον  οριζόντιο  άξονα)3.  Από  αυτό  φαίνεται  ότι  oι  περισσότεροι  αστέρες  (το  85% 
των κοντινών αστέρων συμπεριλαμβανομένου και του Ήλιου ) βρίσκονται σε μία ζώνη 
που  εκτείνεται  διαγώνια  από  άνω  αριστερά  (θερμοί  και  φωτεινοί)  έως  κάτω  δεξιά 
(ψυχροί, αμυδροί) η οποία ονομάζεται κύρια ακολουθία (Σχήμα 7.11) κι άρα φανερώνει 
κάποια  συσχέτιση  μεταξύ  αυτών  των  φωτεινοτήτων  και  της  θερμοκρασίας  των 
αστέρων. Αυτοί έχουν τα εξής χαρακτηριστικά:  
 
  
Διάγραμμα Hertzsprung - Russell
 
 
  Υπεργίγαντες
 

Απόλυτο μέγεθος
 
L(L~)

  Γίγαντες
 
  Κύρια ακολουθία
 
 
Λευκοί νάνοι
 
 
  Φασματικός τύπος
 
Σχήμα 7.11: Διάγραμμα ΗR 
 
Φωτεινότητα:  L = (10‐2 ‐ 106 )L , θερμοκρασία: T = 3 000 – (>500000) K και ακτίνα:R = (0.1 ‐
10) R . Στην κύρια ακολουθία περιέχονται  περισσότεροι αστέρες τύπου Κ, Μ απ΄ ότι Ο, 
Β.  
Λίγοι  βρίσκονται  στο  πάνω  δεξιά  τμήμα  του  διαγράμματος  όπου  οι  αστέρες  είναι 
ψυχροί αλλά πολύ φωτεινοί και μερικοί κάτω από την κύρια ακολουθία, προς το κέντρο 
όπου οι αστέρες είναι θερμοί αλλά αμυδροί. Τι είναι αυτό που τους διαφοροποιεί; 
Το διάγραμμα Η‐R δείχνει ότι υπάρχουν φυσικοί νόμοι που συνδέουν την φωτεινότητα 
ενός  αστέρα  με  την  θερμοκρασία  του  όπως  αναμενόταν  κι  από  την  εκπομπή  τους  ως 
μέλανα σώματα δηλαδή επιβεβαιώνει το νόμο Stefan‐Boltzmann.  
L ~ R2 T4 
Εάν δύο αστέρες έχουν την ίδια θερμοκρασία, κάθε διαφορά στη φωτεινότητά τους θα 
πρέπει να οφείλεται στις διαφορετικές τους διαστάσεις που καθορίζουν την επιφάνεια 
από  την  οποία  εκπέμπεται  η  ακτινοβολία  του  και  άρα  είναι  αποτέλεσμα  της 
διαφορετικής  τους  ακτίνας.  Έτσι  αστέρες  που  ανήκουν  στο  πάνω  δεξιά  τμήμα  του 
διαγράμματος  H‐R    έχουν  την  ίδια  θερμοκρασία  με  αυτούς  που  βρίσκονται  στο  κάτω 

3
Για λόγους ιστορικούς στον οριζόντιο άξονα η θερμοκρασία αυξάνεται από δεξιά προς τα αριστερά.
208

τμήμα της κύριας ακολουθίας, αλλά επειδή είναι πιο φωτεινοί θα πρέπει να είναι πολύ 
πιο μεγάλοι. Αυτοί οι λαμπροί, ψυχροί αστέρες λόγω των διαστάσεών τους ονομάζονται 
γίγαντες  και  ο  κλάδος  του  διαγράμματος  κλάδος  των  γιγάντων.  Λόγω  της 
θερμοκρασίας τους ονομάζονται ερυθροί γίγαντες π.χ ο Aldebaran στον αστερισμό του 
Ταύρου  έχει  θερμοκρασία  4000 Κ και ακτίνα  30 φορές μεγαλύτερη  από  του Ήλιου.  Με 
αντίστοιχη  ανάλυση  προκύπτει  ότι  οι  αστέρες  κάτω  από  την  κύρια  ακολουθία  είναι 
θερμοί, μέχρι και 100 φορές πιο μικροί από τον Ήλιο και γι αυτό  ονομάζονται  λευκοί 
νάνοι π.χ ο συνοδός αστέρας του Σείριου, ο Σείριος Β είναι 0.008 φορές μικρότερος από 
τον Ήλιο και έχει θερμοκρασία 27 000 Κ.  Αυτήν η ομαδοποίηση επιβεβαιώνεται εάν για 
σταθερή ακτίνα R, μεταβάλλοντας την θερμοκρασία Τ, υπολογίσουμε την φωτεινότητα 
L  από  το  νόμο  Stefan‐Boltzmann  δηλαδή  ένα  κατασκευάσουμε  ένα  θεωρητικό 
διάγραμμα H‐R (Σχήμα 7.12) .  
 

Υπεργίγαντες

Γίγαντες

Λευκοί νάνοι

 
Σχήμα  7.12
Θεωρητικό διάγραμμα Η‐R

 
Μια  άλλη  ταξινόμηση  των  αστέρων,  τους  διακρίνει  σε  πέντε  κύριες  τάξεις 
φωτεινότητας  και  βασίζεται  στα  χαρακτηριστικά  των  φασματικών  γραμμών  και  στη 
θέση τους στο H‐R (φωτεινότητα). Στην ουσία αυτή η ταξινόμηση δίνει πληροφορίες για 
την  ακτίνα  τους  (Σχήμα  7.13)  αφού  η  φωτεινότητα  ενός  αστέρα  καθορίζεται  από  τη 
θερμοκρασία  και  από  το  μέγεθός  του.  Οι  μεγάλοι  σε  μέγεθος  αστέρες  είναι 
λαμπρότεροι  από  τους  μικρότερους  της  ίδιας  θερμοκρασίας  και  μερικές  φορές  ένας 
μεγάλος  ψυχρός  αστέρας  είναι  λαμπρότερος  από  έναν  μικρό  θερμό.  Οι  τάξεις 
φωτεινότητας είναι  
209

• Ia : Υπέλαμπροι υπεργίγαντες 
• Ib : Πολύ λαμπροί υπεργίγαντες  
• II : Λαμπροί γίγαντες 
• III : Γίγαντες 
• IV : Yπογίγαντες 
• V : Αστέρες κύριας ακολουθίας 
 
 
 
 
 
 
L(L~)

 
 
 
       
 
 
 
 
Σχήμα 7.13 
 
 Τάξεις  φωτεινότητας 
 
Έτσι ένας αστέρας μπορεί πλήρως να περιγραφεί με το φασματικό του τύπο και την 
τάξη φωτεινότητας π.χ ο ΄Ήλιος είναι G2V και ο Αρκτούρος Κ1 ΙΙΙ .   
 
 
7.1.9 Αστρικές μάζες ‐ Διπλά συστήματα αστέρων 
 
Μέχρι  τώρα  μελετήσαμε  τον  τρόπο  υπολογισμού  των  βασικών  φυσικών  παραμέτρων 
των αστέρων 
• Απόσταση με βάση την παράλλαξη 
• Θερμοκρασία με βάση το χρώμα  
• Χημική σύνθεση με βάση το φάσμα 
• Φωτεινότητα με βάση την απόσταση και τη φαινόμενη λαμπρότητα 
• Την ακτίνα με βάση το νόμο Stefan Boltzmann 
• Ταχύτητα με βάση τη μετατόπιση Doppler και την ιδία κίνηση. 
Μία πολύ σημαντική παράμετρος  είναι η μάζα ενός αστέρα για την  οποία δεν έχουμε 
άμεσο  τρόπο  υπολογισμού  αλλά  την  υπολογίζουμε  έμμεσα  με  βάση  την  βαρυτική 
επίδραση του με έναν άλλο αστέρα. Το 85% των αστέρων συνιστούν ένα διπλό σύστημα 
(ή  πολλαπλό)  αστέρων,  όταν  συγκρατούνται  μέσω  των  δυνάμεων  βαρύτητας  και 
περιφέρονται γύρω από το  κοινό  κέντρο μάζας τους διαγράφοντας  ελλειπτική  τροχιά. 
Οι διπλοί αστέρες μπορεί να είναι  
210

• Διπλοί  ορατοί,  εάν  οι  αστέρες  βρίσκονται  σε  απόσταση  >1”  και  μπορούν  να 
διακριθούν με τηλεσκόπιο). Τέτοια συστήματα είναι ο Α και Β του Κενταύρου και 
ο  Σείριος  Α  και  Β.  Παρακολουθώντας  την  κίνησή  τους  για  μεγάλο  χρονικό 
διάστημα  μπορούμε  να  καταγράψουμε  την  σχετική  τροχιά  τους  (φαινόμενη 
τροχιά)  που  είναι  κυματοειδής  ενώ  το  κέντρο  μάζας  κινείται  σε  ευθεία  γραμμή 
(Σχήμα 7.14). Υπολογίζοντας από αυτήν τα στοιχεία της τροχιάς P, το μήκος του 
μεγάλου  ημιάξονα  α,  τις  ακτίνες  των  τροχιών  των  αστέρων,  μπορούμε  να 
υπολογίσουμε από τον 3ο νόμο του Κepler το άθροισμα των μαζών τους 
 
a3
P =
2

M1 + M 2
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
  P =87.7 έτη
 
 
   
  Σχήμα 7.14: Διπλοί ορατοί 
 
 
Παράδειγμα Έστω ένα διπλό σύστημα που έχει περίοδο P=1 έτος και μεγάλο ημιάξονα 
α=  2  AU.  Ποιές  είναι  οι  μάζες  των  αστέρων  αν  ο  αστέρας  με  τη  μεγαλύτερη  μάζα.  Α  
1
βρίσκεται σε απόσταση από το κέντρο rA = a   
4
 
Εφαρμόζοντας  τον  3ο  νόμο  του  Kepler  προκύπτει  ότι M 1 + M 2 =8 Μ~. Από τον ορισμό 
του  κέντρου  μάζας  προκύπτει  ότι  rA = (1/ 2)   κι  επειδή  για  το  κέντρο  μάζας  ισχύει  
rA M B
= προκύπτει ότι ΜΑ = 6 Μ~και ΜΒ =2 Μ~  
rB M A
 
• Διπλοί αστρομετρικοί εάν ο ένας είναι πολύ αμυδρός και ανιχνεύεται μέσω της 
κυματοειδούς κίνησής του γύρω από το κοινό κέντρο μάζας 
211

• Διπλοί  φασματοσκοπικοί  εάν  οι  αστέρες  είναι  πολύ  κοντά  παρατηρούνται  ως 
ένας αστέρας αλλά με φάσμα που έχει γραμμές απορρόφησης δύο φασματικών 
τύπων . Επιπλέον οι φασματικές γραμμές του συστήματος μετατοπίζονται προς 
μεγαλύτερα  και  μικρότερα  μήκη  κύματος  και  ανάστροφα  λόγω  φαινομένου 
Doppler  όπως  φαίνεται  στο  σχήμα  7.15.  Μετατρέποντας  τις  μετατοπίσεις  σε 
ταχύτητες  μπορούμε  να  κατασκευάσουμε  την  καμπύλη  μεταβολής  ταχύτητας 
του διπλού συστήματος και να υπολογίσουμε τις ταχύτητες των μελών αλλά και  
 

κέντρο μάζας

προς Γη 

Σχήμα 7.15 
Η μετατόπιση Doppler των φασματικών γραμμών σε ένα 
φασματοσκοπικά διπλό σύστημα 

 
του  κέντρου  μάζας  (Σχήμα  7.16).  Αυτές  συνδέονται  με  τα  στοιχεία  της  τροχιακής 
κίνησης με τη σχέση: 
P(υ1 + υ2 )
a=  

  
 
 
 
 
 
  Περίοδος 60 km/sec
Ακτινική ταχύτητα

 
 
  30 km/sec
 
 
.   -10 km/sec
  0 140
Χρόνος (μέρες)
 
Σχήμα 7.16: Διπλοί φασματοσκοπικοί 
212

οπότε από το νόμο του Kepler μπορούμε να υπολογίσουμε το άθροισμα των μαζών
P (υ1 + υ2 )
3

M1 + M 2 =
2π G

• Διπλοί εκλειπτικοί : εάν οι αστέρες υφίστανται περιοδικές εκλείψεις ό ένας από 
τον  άλλο  όπως  φαίνεται  στο  Σχήμα  7.17  (σπάνιοι  γιατί  το  επίπεδο  της  τροχιάς 
τους  θα  πρέπει  να  διέρχεται  διαμέσου  της  γήινης  τροχιάς).  Θα  πρέπει  να 
σημειωθεί ότι οι διπλοί εκλειπτικοί αποτελούν τη μόνη άμεση μέθοδο μέτρησης 
της ακτίνας ενός αστέρα  (και των δύο μελών) με βάση το χρόνο μεταβολής της 
λαμπρότητας  του  από  την  καμπύλη  φωτός  τους  όπως  φαίνεται  στο  Σχήμα  7.1. 
Ένα τέτοιο   σύστημα είναι ο  Algol που έχει  μέγεθος  m=2.1 και γίνεται αμυδρός 
φτάνοντας  σε  μέγεθος  m=3.4  καθώς  αποκρύπτεται  από  το  συνοδό  του.  Ή 
έκλειψή του διαρκεί 10 ώρες και έχει περίοδο 2.87 ημέρες. 
 
 
 
 
 
 
 
Καμπύλη φωτός
 
Φαινόμενο μέγεθος

      ί 
 
  
 
  Χρόνος
  Σχήμα 7.17: Καμπύλη φωτός διπλών εκλειπτικών 
 
Θα πρέπει να σημειωθεί ότι σε περιπτώσεις που δεν είναι δυνατός ο προσδιορισμός της 
τροχιάς ‐ιδιαίτερα εάν το διπλό σύστημα είναι αστρομετρικό και  φαίνεται μόνο ο ένας 
αστέρας‐ αλλά ακόμα και στην περίπτωση που είναι ορατός, η φαινόμενη τροχιά είναι 
αποτελεί την δισδιάστατη προβολή της αληθινής τροχιάς και για τον προσδιορισμό των 
μαζών απαιτεί κι άλλες πληροφορίες . 
 
 
7.1.10 Σχέση μάζας ‐φωτεινότητας 
 
Παρατηρήσεις  διπλών  συστημάτων  οδήγησαν  στον  υπολογισμό  των  αστρικών  μαζών 
των  αστέρων  της  κύριας  ακολουθίας  και  στην  εύρεση  της  σχέσης  της  μάζας  και  της 
φωτεινότητας τους που παριστάνεται στο σχήμα 7.18 . 
 
L = Μ3 
213

Από την παραπάνω σχέση προκύπτει ότι όσο μεγαλύτερη μάζα έχει ένας οι αστέρες της 
κύριας  ακολουθίας  τόσο  πιο  φωτεινός  είναι.  Οι  αστέρες  της  κυρίας  ακολουθίας  έχουν 
μάζες  (0.1‐20)  M    με  την  πλειοψηφία  να  έχει  μικρές  μάζες.  Στο  διάγραμμα  Η‐R  oι 
μικρότεροι αστέρες έχουν μάζες περίπου 0.08 M   και οι πιο μεγάλοι (Eta Carinae) μέχρι 
και  150  M.  Αυτή  φανερώνει  τον  καθοριστικό  παράγοντα  που  παίζει  η  μάζα  στην 
εξελικτική πορεία ενός αστέρα κι άρα στη θέση του στο διάγραμμα H‐R αφού όπως θα 
δούμε  ελέγχει  τον    ρυθμό  παραγωγής  ενέργειας  δηλαδή  της  πυρηνικής  σύντηξης  στο 
εσωτερικό των αστέρων, η οποία με τη σειρά της καθορίζει την ολική φωτεινότητα του 
αστέρα.  
 
 
 
 
 
 
 
L(L~)

 
 
 
 
 
 
 
 
  Σχήμα 7.18
  Σχέση μάζας φωτεινότητας
 
Το  κατώτερο  όριο  μάζας  τίθεται  από  την  εσωτερική  πίεση  και  τη  θερμοκρασία  που 
απαιτείται  για  την  έναρξη  των  θερμοπυρηνικών  αντιδράσεων  (πρωτοαστέρες)  και  το 
ανώτερο  όριο  από  το  γεγονός  ότι  αστέρες  με  μάζα  μεγαλύτερη  από  150  M~  είναι 
ασταθείς  και  εκρήγνυνται.  Τα  παραπάνω  όρια  αντιστοιχούν  σε  φωτεινότητες  που 
κυμαίνονται από 0.0001 έως 105 L~. Αυτή η ενδογενής σχέση που προκύπτει μεταξύ της 
φωτεινότητας του αστέρα και της εσωτερικής δομής του μελετάται στο διάγραμμα H‐R. 
 
 
 
7. 2 Η δομή και η εξέλιξη των αστέρων 
 
Μελετώντας  τις  παρατηρούμενες  ιδιότητες  των  αστέρων,  φωτεινότητα,  θερμοκρασία, 
ακτίνα,  μάζα  και  τις  σχέσεις  που  τις  συνδέουν  προσπαθούμε  να  ερμηνεύσουμε  τους 
νόμους της φυσικής που τις καθορίζουν.  
 
214

7.2.1 Γένηση και δομή των αστέρων 
 
   Οι αστέρες σχηματίζονται από νέφη αερίου και σκόνης (ψυχρά πυκνά μοριακά νέφη)  
που  καταρρέουν  λόγω  ιδιοβαρύτητας.  Η  έναρξη  κατάρρευσης  ενός  ψυχρού  πυκνού 
μοριακού  νέφους  προς  δημιουργία  αστέρων  (σμήνους  ή  μεμονωμένων  ανάλογα  με  τη 
μάζα  του  καταρρέοντος  νέφους0  μέσα  σε  ένα  περιβάλλον  σκόνης,  δεν  είναι  πλήρως 
κατανοητή  και  μπορεί  να  οφείλεται  σε  συγκρούσεις  μεταξύ  των  μοριακών  νεφών, 
κυμάτων  shock  που  περνάνε  μέσα  από  τα  μοριακά  νέφη  καθώς  αυτά  κινούνται  στις 
σπείρες  του  γαλαξία,  μαγνητικές  και  βαρυτικές  αστάθειες  ή  σε  συνδυασμό  των 
παραπάνω  παραγόντων.  Με  τον  κατακερματισμό  του  νέφους,  τα  επιμέρους  τμήματα 
του  συμπυκνώνονται  λόγω  ιδιοβαρύτητας  και  δημιουργούν  τους  πρωτοαστέρες.  Κατά 
τη  συμπύκνωση,  ελευθερώνεται  βαρυτική  δυναμική  ενέργεια  –  το  μισό  της  οποίας 
θερμαίνει  το  νέφος  και  το  άλλο  μισό  ακτινοβολείται.  Επειδή  η  βαρύτητα  είναι 
ισχυρότερη  στο  κέντρο,  το  κέντρο  συμπυκνώνεται  ταχύτερα,  ελευθερώνοντας 
περισσότερη  βαρυτική  δυναμική  ενέργεια  με  αποτέλεσμα  να  έχει  μεγαλύτερη 
θερμοκρασία από τις εξωτερικές περιοχές 
 Η  κατάρρευση  σταματάει  από  την  πίεση  στο  εσωτερικό  του  αστέρα  (σχήμα  7.19.α). 
Κατά  την  κατάρρευση  η  δυναμική  ενέργεια  του  καταρρέοντος  υλικού  (άτομα 
υδρογόνου)  μετατρέπεται  σε  κινητική,  θερμαίνοντας  τον  πυρήνα.  Καθώς  η 
θερμοκρασία αυξάνει, η πίεση αυξάνει και σταματά την κατάρρευση. Η θερμότητα που  

Πίεση αερίου ακτινοβολούμενη


ενέργεια

ιδιοβαρύτητα παραγωγή
ενέργειας

        
 
Σχήμα 7.19 :(α) υδροστατική ισορροπία (β) θερμική ισορροπία 
 
εκλύεται λόγω βαρυτικής κατάρρευσης  μπορεί  να κάνει  τον  αστέρα  να ακτινοβολήσει 
αλλά  μόνο  για  ένα  μικρό  χρονικό  διάστημα  (15  εκατομμύρια  έτη)  σε  σχέση  με  την 
υπολογιζόμενη ηλικία του (πάνω από 10 δισεκατομμύρια έτη).  
Αναλυτικότερα τα στάδια που ακολουθεί η δημιουργία αστέρων είναι : 
1. Πρωτοαστέρας: Η κατάρρευση του μοριακού νέφους γίνεται γρήγορα μέσα σε λίγα 
έτη,  καθώς  ο  αστέρας  θερμαίνεται  και  η  πίεση  αυξάνει  γιατί  το  αστρικό  πλάσμα 
συμπεριφέρεται σαν ιδανικό αέριο. Ο πρωτοαστέρας φτάνει σε υδροστατική ισορροπία 
κι έχει τα εξής χαρακτηριστικά:  
215

• Ηλικία 1‐3 έτη 
• R ~ 50 R~ 
• Tπυρ=150 000 Κ 
• Τεπιφ = 3 500 Κ 
• Πηγή ενέργειας : Βαρύτητα 
Ο  αστέρας  είναι  ψυχρός  άρα  ερυθρός  αλλά  έχει  μεγάλη  φωτεινότητα  (βλέπε  θέση 
πρωτοαστέρα στο H‐R διάγραμμα του Σχήματος 7.22). 
2.  Αστέρας  προ  της  κύριας  ακολουθίας  :  Η  επιβράδυνση  της  βαρυτικής  συστολής 
συνεχίζει  μέχρι  η  θερμοκρασία  στον  πυρήνα  να  φτάσει  το  όριο  έναρξης  των 
θερμοπυρηνικών  αντιδράσεων  οι  οποίες  περιορίζονται  στο  κέντρο  του  πυρήνα.  Ο 
αστέρας  βρίσκεται  πάνω  από  την  κύρια  ακολουθία  και  χαρακτηρίζεται  από  έντονη 
δραστηριότητα  με  πτώση  υλικού  από  τον  εξωτερικό  πρωτοαστρικό  δίσκο  αλλά  και 
εκτίναξη  αερίου  με  τη  μορφή  πιδάκων  (jets)  ή  αστρικών  ανέμων  (αστέρες  T‐Tauri) 
όπως φαίνεται στην φωτογραφία του σχήματος 7.20.  
• Ηλικία 107 έτη 
• R ~ 1.33 R~ 
• Tπυρ=107 Κ 
• Τεπιφ = 4 500 Κ 
• Πηγή ενέργειας : έναρξη αλυσίδας P‐P 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
Σχήμα7.20: Πίδακες αερίου από νέους αστέρες (HST) 
 
Ο  μηχανισμός  που  θεωρείται  υπεύθυνος  για  την  παραγωγή  ενέργειας  στο  εσωτερικό 
των αστέρων είναι οι θερμοπυρηνικές αντιδράσεις (σχήμα 7.19.β).  
Η δομή του εσωτερικού των αστέρων καθορίζεται από πέντε φυσικές συνθήκες:  
• υδροστατική  ισορροπία:  Η  εσωτερική  πίεση  ισορροπεί  το  βάρος  των 
υπερκείμενων στρωμάτων. Ο αστέρας ούτε διαστέλλεται ούτε συστέλλεται. 
216

•θερμική ισορροπία: Το ποσό της ενέργειας που παράγεται στον πυρήνα από τις 
θερμοπυρηνικές  αντιδράσεις  θα  πρέπει  να  είναι  ίσο  με  το  ποσό  της  ενέργειας 
που ακτινοβολείται (ή διαφεύγει  με τη μορφή νετρίνων). 
• αδιαφάνεια:  Η  αντίσταση  του  εσωτερικού  στη  διάδοση  των  φωτονίων.  Η 
αδιαφάνεια  καθορίζει  το  πόσο  γρήγορα  διαδίδεται  η  ενέργεια  με  ακτινοβολία 
στο εσωτερικό.  
• μεταφορά  ενέργειας:  Ο  τρόπος  μεταφοράς  ενέργειας  από  τον  πυρήνα  στην 
φωτόσφαιρα  
• παραγωγή ενέργειας με θερμοπυρηνικές αντιδράσεις. 
Οι  πέντε  παραπάνω  συνθήκες  εκφράζονται  με  αντίστοιχες  διαφορικές  εξισώσεις  που 
επιλύονται προς κατασκευή θεωρητικών μοντέλων. 
 
 
7.2.2 .Παραγωγή ενέργειας στους αστέρες 
 
   Με βάση τη γνώση μας για αστέρες όπως ο Ήλιος, η σημαντικότερη πηγή ενέργειας η 
οποία ευθύνεται όχι μόνο για την τεράστια ενέργεια που ακτινοβολεί αλλά και για την 
θερμότητα και την πίεση που εξισορροπούν την κατάρρρευσή του λόγω της βαρύτητας,  
είναι  οι  θερμοπυρηνικές  αντιδράσεις  με  τις  οποίες  μετατρέπεται  η  μάζα  του  σε 
ενέργεια.  Σημαντικό  ρόλο  στην  παραγωγή  ενέργειας  κατά  τη  διάρκεια  ζωής  ενός 
αστέρα, παίζει επίσης και η βαρυτική συστολή του αλλά η κύρια πηγή ενέργειας, για το 
μεγαλύτερο και σταθερό μέρος της ζωής του, είναι οι θερμοπυρηνικές αντιδράσεις. Από 
τα δύο είδη των θερμοπυρηνικών αντιδράσεων4 : 
• τη σύντηξη  (δημιουργία βαρύτερων πυρήνων από ελαφρύτερα) 
4 H1 => He4 + ενέργεια 
• και τη σχάση (διάσπαση ενός βαρύτερου πυρήνα σε ελαφρύτερους)  
U235 + n => Ba141 + Kr92 + 3n + ενέργεια 
μόνο η σύντηξη είναι εφικτή αφού οι αστέρες αποτελούνται από ελαφρύτερους πυρήνες
(κυρίως υδρογόνο και ήλιο).
   To «κλειδί» για να αρχίσουν οι πυρήνες τη σύντηξη είναι να συγκρουστούν με υψηλές 
ταχύτητες  ώστε  να  πλησιάσουν  και  να  ξεπεράσουν  το  ηλεκτροστατικό  φράγμα 
Coulomb  (άπωση).  Στο  εσωτερικό  των  αστέρων  αυτή  η  πιθανότητα  εξαρτάται  από  τη 
θερμοκρασία  (ενέργεια  των  σωματιδίων)  και  την  πυκνότητα  (αριθμός  συγκρούσεων) 
στο κέντρο τους.  
Η πιο κοινή σύντηξη που συμβαίνει σε όλους τους αστέρες της κοινής ακολουθίας είναι 
η μετατροπή του υδρογόνου σε ήλιο για Τ>106 Κ 
4 H1 => He4 + ενέργεια 
Για να συνειδητοποιήσουμε το παραγόμενο ποσό της ενέργειας θα πρέπει να λάβουμε 
υπόψιν τις μάζες της παραπάνω αντίδρασης 
4 H1 = 6.693x10‐27 kg 
1 He4 = 6.645x10‐27 kg 

4
οι δείκτες συμβολίζουν τον αριθμό των πρωτονίων και των νετρονίων στον πυρήνα
217

Και  να  υπολογίσουμε  την  ενέργεια  που  ελευθερώνεται  η  οποία  αντιστοιχεί  στη 
διαφορά των μαζών  
~0.048 x10‐27  kg/ αντίδραση 
E = mc2 = 0.048x10‐27 kg x (3x108 m/sec)2 
δηλαδή  
E ~ 4.3 x 10‐12 Joules/αντίδραση 
 
Αυτό  το  ποσό  ενέργειας  είναι  πολύ  μικρό  και  χρειάζονται  1038  αντιδράσεις/sec  με  τα 
οποία  o  Ήλιος  μετατρέπει    5  x  109  kg  /sec  για  την  παραγωγή  ενέργειας  1044  J/  sec.  Η 
απώλεια μάζας μόνο 0.7% (0.007) του πυρήνα του Ήλιου με την μετατροπή υδρογόνου 
σε  ήλιο,  αρκούν  για  να  συνεχίσει  να  ακτινοβολεί  ο  Ήλιος  με  το  σημερινό  ρυθμό 
περίπου για 10 δισεκατομμύρια έτη. 
Η  πιο  απλή  αντίδραση  σύντηξης  είναι  η  αλυσίδα  πρωτονίου  πρωτονίου  (P‐P)  που 
ακολουθούν όλοι οι αστέρες της κυρίας ακολουθίας με μάζα σαν τον Ήλιου  
1
1H +1 H1⇒1 H 2 + e + + ν
1
1H +1 H 2⇒ 2 He 3 + γ
 
3 3 4 1 1
2 H + 2 H ⇒ 2 H +1 H +1 H
+ ενέργεια
ενώ  οι  αστέρες  μεγαλύτερης  μάζας  ακολουθούν  τον  κύκλο  CNO  (άνθρακα‐αζώτου‐
οξυγόνου). 
12 1 13
6 C +1 H ⇒ 7 N + γ
13 13 +
7 N ⇒6 C + e + ν
13 1 14
6 C +1 H ⇒ 7 N + γ
14 1 15
7 N +1 H ⇒8 Ο + γ  
15 15 +
8 Ο ⇒7 Ν + e + ν
15 1 12 4
7 N +1 H ⇒ 6 C + 2 He
+ ενέργεια
Τα  πρωταρχικά  προϊόντα  των  θερμοπυρηνικών  αντιδράσεων  είναι  φωτόνια  με  τη 
μορφή  ακτίνων  γ  αλλά  όπως  φαίνεται  παράγεται  κι  ένας  μεγάλος  αριθμός  άλλων 
σωματιδίων.  Τα  φωτόνια  των  ακτίνων  –γ  σκεδάζονται  πολλές  φορές  πριν  να  φύγουν 
από τον αστρικό πυρήνα και με κάθε σκέδαση ανταλάσουν ενέργεια  έτσι ώστε τελικά 
μετατρέπονται  σε  φωτόνια  στο  οπτικό,  υπεριώδες,  υπέρυθρο,  και  ραδιοφωνικό  μέρος 
του φάσματος καθώς και σε φωτόνια υψηλής ενέργειας, παράγοντας το θερμικό φάσμα 
που χαρακτηρίζει την καμπύλη Planck. 
 
 
 
218

7.2.3 Μεταφορά ενέργειας 
 
   Το  θεωρητικό  μοντέλο  του  Ήλιου  (1  M~).  διακρίνει  τρεις  διαφορετικές  περιοχές 
ανάλογα με τον τρόπο μεταφοράς της ενέργειας που παράγεται στο εσωτερικό του και 
τις  διαφορετικές  συνθήκες  που  επικρατούν  όπως  φαίνεται  στο  σχήμα  7.20.  Οι αστέρες 
μεγαλύτερης  μάζας  (>  2  M~)  έχουν  μικρούς  πυρήνες  διάδοσης  ενέργειας  με  μεταφορά 
ύλης  και  μεγαλύτερες  ζώνες  διάδοσης  ενέργειας  με  ακτινοβολία  ενώ  οι  αστέρες  με 
μικρή  μάζα  (<  1  M~)  έχουν  μικρούς  πυρήνες  όπου  η  ενέργεια  διαδίδεται  διά 
ακτινοβολίας και μεγάλες ζώνες μεταφοράς ύλης (σχήμα 7.20). Θα πρέπει να σημειωθεί 
ότι η πειραματική απόδειξη της ύπαρξης ζώνης μεταφοράς ύλης είναι οι κορυφές των 
ανοδικών  ρευμάτων  τα  οποία  μεταφέρουν  θερμό  αέριο  από  το  εσωτερικό  στην 
επιφάνεια  του  Ήλιου  και  προκαλούν  το  φαινόμενο  της  κοκκίασης  της  φωτόσφαιρας 
(βλ. Κεφάλαιο 6. ) 
 
3.5 Μ~  
  1 Μ~
ζώνη μεταφοράς
 
ύλης
 
 
 
 
 
 
 
 
 
ζώνη
  ακτινοβολίας
ζώνη
  ακτινοβολίας
 
 
  0.5 Μ~
 
 
Σχήμα 7.20 : Εσωτερικό των αστέρων 
    
 
 
7.2.4  Εκφυλισμένη ύλη 
 
   Το  υλικό  στο  εσωτερικό  των  αστέρων  υπό  κανονικές  συνθήκες  συμπεριφέρεται  σαν 
μακροσκοπικά ιδανικό αέριο δηλαδή υπακούει στην καταστατική εξίεσωση P V = n kT. 
Οταν  όμως  τα  άτομα  συμπιεστούν,  η  συμπεριφορά  του  αερίου  ελέγχεται  απο  την 
219

κβαντομηχανική.  Σύμφωνα  με  την  απαγορευτική  αρχή  του  Pauli  «σε  ένα  σύστημα 
πεπερασμένων  διαστάσεων,  δεν  μπορούν  να  υπάρξουν  σωματίδια  (φερμιόνια)  με  τις 
ίδιες  κβαντικές  καταστάσεις»  κι  άρα  περιορίζεται  ο  αριθμός  των  σωματιδίων  κάποιου 
συγκεκριμένου  είδους  (ηλεκτρόνια,  νετρόνια)  που  μπορούν  να  συμπιεστούν  σε  ένα 
κυβικό  εκατοστό.  Όταν  η  πυκνότητα  του  αερίου  φτάνει  σ΄αυτό  το  όριο  τότε  το  αέριο 
συμπεριφέρεται  σαν  υγρό.  Για  τα  κανονικά  αέρια,  σύμφωνα  με  την  καταστατική 
εξίσωση, η πίεση αυξάνεται όταν η θερμοκρασία ή η πυκνότητα αυξάνεται. Στα αέρια 
όμως  υψηλής  πυκνότητας  (1015  gr/cm3),  η  πίεση  είναι  σχεδόν  ανεξάρτητη  της 
θερμοκρασίας γι αυτό και το αέριο λέγεται εκφυλισμένο. 
    Όταν εξαντληθεί το υδρογόνο στο κέντρο ενός αστέρα, το προϊόν της καύσης, το ήλιο 
συγκεντρώνεται  στον  πυρήνα  του  αστέρα.  Επειδή  η  έναρξη  θερμοπυρηνικής  καύσης 
του ηλίου απαιτεί  υψηλότερες  θερμοκρασίες,  η πυκνότητά του  μπορεί  να  αυξηθεί στα 
όρια  του  εκφυλισμού,  οπότε  ο  πυρήνας  ψύχεται  αλλά  δεν  συστέλλεται  γιατί  η 
εσωτερική  του  πίεση  (λόγω  εκφυλισμού)  παραμένει  υψηλή  καθώς  η  θερμοκρασία  του 
πέφτει. Από εκφυλισμένο αέριο αποτελείται ένας αστέρας πολλές φορές στο στάδιο του 
ερυθρού  γίγαντα  αλλά  κυρίως  στο  τέλος  της  ζωής  του  όταν  με  την  βαρυτική  του 
κατάρρευση  μετατρέπεται  σε  αστρικό  πτώμα  δηλαδή  σε  συμπαγές  αντικείμενο 
μεγάλης  πυκνότητας  της.  Έτσι  αστέρες  μικρής  μάζας  (<  5  M~)  καταλήγουν  σε  ένα 
εκφυλισμένο πυρήνα από ηλεκτρόνια (λευκός νάνος) ενώ αστέρες μεγαλύτερης μάζας 
μπορεί να καταλήξουν σε ένα εκφυλισμένο πυρήνα από νετρόνια (αστέρας νετρονίων).  
Ο  εκφυλισμός  των  ηλεκτρονίων  γίνεται  όταν  η  πυκνότητα  στο  εσωτερικό  του  αστέρα 
φτάσει την τιμή 106 gr/cm3 ενώ των  νετρονίων στην τιμή 1015 gr/cm3. 
 
 
7.3  Εξέλιξη αστέρων μικρής μάζας 
 
 
1.  Αστέρας  κύριας  ακολουθίας  :  Ο  αστέρας  εγκαθίσταται  στην  κύρια 
ακολουθία  σε  σημείο  που  καθορίζεται  από  τη  μάζα  του  ως  αστέρας  μηδενικής 
ηλικίας.  Αστέρες  μάζας  σαν  του  Ήλιου  εγκαθίστανται  στο  κάτω  μέρος  της 
ζώνης της κύριας ακολουθίας. Επειδή η καύση του υδρογόνου σε ήλιο είναι ο πιο 
αποδοτικός  μηχανισμός,  παραμένει  στην  κύρια  ακολουθία  για  το  μεγαλύτερο 
χρονικό διάστημα της ζωής του  (περίπου 10 δισεκατομμύρια έτη για αστέρα με 
μάζα 1 Μ~ ). Τα χαρακτηριστικά  του είναι: 
• Ηλικία ~  27 106 έτη 
• R ~ R~ 
• Tπυρ= 15 106 Κ 
• Τεπιφ = 6 000 Κ 
• Πηγή ενέργειας : αλυσίδα P‐P στον πυρήνα 
Κάθε  φορά  που  δημιουργείται  θερμοδυναμική  αστάθεια  ο  αστέρας  συστέλλεται  ή 
διαστέλλεται  λίγο,  οπότε  ο  πυρήνας  του  θερμαίνεται  ή  ψύχεται  αντίστοιχα  και  έτσι  η 
220

παραγωγή  ενέργειας  στο  εσωτερικό  αυξάνεται  ή  ελαττώνεται  αντίστοιχα  ώστε  να 


ισορροπήσει την ενέργεια που ακτινοβολείται από την επιφάνεια. 
2. Τέλος κύριας ακολουθίας 
• Ηλικία  ~ 10 109 έτη 
• Πηγή ενέργειας αλυσίδα P‐P σε κέλυφος γύρω από τον πυρήνα 
3. Μετά την κύρια ακολουθία 
• Ηλικία ~109 έτη απο το στάδιο 2 
• R ~  2.6 R~ 
• Τεπιφ = 4 500 Κ 
• Πηγή ενέργειας αλυσίδα P‐P σε κέλυφος 
• Βαρυτική συστολή του πυρήνα 
4. Ερυθρός  γίγαντας‐Λάμψη  Ηe:  Καθώς  ο  πυρήνας Ηe  συστέλλεται  (θερμαίνεται  ), η 
καύση του υδρογόνου συνεχίζεται σε κέλυφος γύρω από τον πυρήνα  και επιταχύνεται 
με  αποτέλεσμα  μεγαλύτερη  παραγωγή  ενέργειας  που  αναγκάζει  το  κέλυφος  να 
διασταλεί  έως  και  200  φορές.  Ο  αστέρας  γίνεται  ψυχρός,  πολύ  φωτεινός,  ερυθρός 
γίγαντας 
•  Ηλικία~ 109 έτη από το στάδιο 3 
• R ~  200 R~ 
• Τπυρ = 2  108  Κ 
• Τεπιφ = 3 500 Κ 
• Πηγή ενέργειας αλυσίδα P‐P σε κέλυφος γύρω από τον πυρήνα  
• Έναρξη τριπλής αντίδρασης α (σύντηξη 3 σωματιδίων α ‐πυρήνες  4He‐ σε 
πυρήνα  12C  και  σε  υψηλότερες  θερμοκρασίες  παραγωγή  οξυγόνου  από 
άνθρακα και ήλιο‐ μηχανισμοί α ). 
   Η  θερμοκρασία  και  η  πυκνότητα  αυξάνουν  τόσο  ώστε  με  την  έναρξη  καύσης  του 
ηλίου  (  με  εκρηκτικό  τρόπο‐φλας  ηλίου)  το  αέριο  έχει  εκφυλιστεί  .  Η  πυκνότητα  στο 
εσωτερικό  ενός  ερυθρού  γίγαντα  είναι  τόσο  μεγάλη  που  όλες  οι  χαμηλές  ενεργειακές 
καταστάσεις  είναι  κατηλειμμένες  με  αποτέλεσμα  ο  πυρήνας  να  αντιστέκεται  σε 
περαιτέρω  συμπίεση‐δημιουργείται  πίεση  ηλεκτρονίων.  Παρατηρείται  απώλεια  μάζας 
λόγω  εκπομπής  αστρικών  ανέμων  (λόγω  της  μικρής  βαρύτητας  στην  επιφάνεια 
ερυθρού γίγαντα).  
5.  Καύση  Ηe  :Με  την  τριπλή  αντίδραση  α,  ο  αστέρας  ξαναπροσαρμόζει  την 
ισορροπία  του  αν  και  η  παραγωγή  ενέργειας  αποτελεί  μόνο  το  20  %  της 
παραγόμενης  λόγω  καύσης  υδρογόνου  ενέργειας,  γι  αυτό  και  η  καύση  ηλίου 
είναι σύντομη  
• Ηλικία ~105 έτη απο το στάδιο 3 
• Τεπιφ = 9000 Κ 
• Τπυρ = 2 108 Κ 
• Πηγή ενέργειας αντίδραση 3α στον πυρήνα 
• αλυσίδα P‐P σε κέλυφος 
6.  Πλανητικό  νεφέλωμα:  Όταν  εξαντληθεί  το  ήλιο,  για  έναν  αστέρα  σαν  τον  Ήλιο  ο 
πυρήνας  C‐O  θα  συσταλλεί  αλλά  η  θερμοκρασία  δεν  θα  φτάσει  στο  όριο  έναρξης 
καύσης του C ή του O. Κατά την έναρξη καύσης ηλίου λόγω ευαίσθητης εξάρτησης από 
221

τη θερμοκρασία ο αστέρας αποβάλλει μέχρι και  10 % της μάζας του αποκαλύπτοντας 
τις  ενδότερες  περιοχές  θερμοκρασίας  100  000  Κ.  Ο  ιονισμός  του  κελύφους  από  τον 
εναπομείναντα αστέρα δημιουργεί ένα πλανητικό νεφέλωμα. 
 
Ανακεφαλαιώνοντας  η  εξελικτική  πορεία  ενός  αστέρα  μάζας  1  Μ  (δηλαδή  σαν  τον 
Ήλιο) φαίνεται παραστατικά στο ΗR διάγραμμα του Σχήματος 7.20 
 
 
 
  Ερυθρός γίγαντας
  Αστάθεια
 
 
 
L(L~)

  Έκρηξη Πρωτοαστέρας
 
  Συστολή
Hayashi
 
Κύρια ακολουθία
  Κατάρρευση νέφους
 
  Λευκός νάνος
 
  Τ
  Σχήμα 7.22: Εξέλιξη αστέρα μάζας 1 Μ~ (όπως ο Ήλιος) στο διάγραμμα ΗR 
 

7.4 Εξέλιξη των αστέρων μεγάλης μάζας 
 
Οι  αστέρες  στην  κύρια  ακολουθία  μετατρέπουν  το  υδρογόνο  σε  ήλιο  και  μόλις  το 
εξαντλήσουν  αρχίσουν  να  εξελίσσονται  δηλαδή  κινούνται  σε  άλλες  ομάδες  του 
διαγράμματος  H‐R.  Από  τη  σχέση  μάζας  φωτεινότητας  των  αστέρων  κύριας 
ακολουθίας  προκύπτει  ότι  ο  χρόνος  ζωής  t  κι  άρα  παραμονής  στην  κύρια  ακολουθία 
είναι  
t~1/Μ2.5. 
 
Τυπικές  αστρικές  ηλικίες  φαίνονται  στον  Πίνακα  7.  3  Άρα  οι  αστέρες  μεγάλης  μάζας 
εγκαταλείπουν την κύρια ακολουθία πολύ σύντομα. 
Οι  μεγάλης  μάζας  αστέρες  M>8 Μ~5    απαιτούν  υψηλότερες  θερμοκρασίες  για  να 
διατηρήσουν την υδροδυναμική τους ισορροπία γι αυτό και παράγουν ήλιο μέσω του  

5
αν και αυτό το όριο έχει τη μεγαλύτερη αβεβαιότητα σε σχέση με τα παραπάνω
222

Πίνακας 7.3 
 
Μάζα (Μ)   Χρόνος ζωής κύριας ακολουθίας 
1  10 δις έτη 
1.5  1.5 δις έτη 
3  250 εκατομ έτη 
5  70 εκατομ. έτη 
9  20 εκατομ. έτη 
15  10 εκατομ. έτη  
 
κύκλου  CNO  παρά  της  αλυσίδας  P‐P.  Λόγω  της  υψηλής  θερμοκρασίας  και  πίεσης  στο 
εσωτερικό,  ο  πυρήνας  τους  δεν  εκφυλίζεται  στην  αρχή  της  καύσης  του  ηλίου  (δεν 
υπάρχει φλας ηλίου). Λόγω μεγαλύτερης θερμοκρασίας στον πυρήνα γίνονται κι άλλες 
θερμοπυρηνικές  αντιδράσεις  που  παράγουν  με  ταχύτατους  ρυθμούς  μεγαλύτερους 
πυρήνες (Πίνακας 7. 4) δηλαδή ενώ αρχίζουν από  το υδρογόνο, μετατρέπουν διαδοχικά το
υδρογόνο σε He, το He σε Be, το Be σε C, O, Ne, Mg, Si, S, A, Ca και τελικά καταλήγουν

Πίνακας 7. 4 
Χρόνος πυρηνικής σύντηξης  για αστέρα μάζας 20‐15 Μ~ 
 
Καύση Η  10  εκατομ. έτη 
Καύση He  3‐1  εκατομ. έτη 
Καύση C  300  έτη 
Καύση Ο  200 ημέρες 
Καύση Si  2 ημέρες 

στον Fe.  (ατομικός  αριθμός  56).  Ο  σίδηρος  ως  το  σταθερότερο  στοιχείο  δεν  μπορεί  να 
λάβει  μέρος  σε  πυρηνική  σύντηξη  και  η  θερμοδυναμική  ισορροπία  του  αστέρα 
καταστρέφεται με αποτέλεσμα να καταρρέει εκρηκτικά ως υπερκαινοφανής. 
 

7.5 Υπερκαινοφανείς 
 
    Κατά  τη  φάση  του  ερυθρού  γίγαντα  παράγονται  βαρύτερα  στοιχεία  σε  διαδοχικά 
κελύφη  μέχρι  να  σχηματιστεί  από  την  καύση  πυριτίου/θείου,  πυρήνας  σιδήρου.  Μέχρι 
τότε  ο  αστέρας  κινείται  απ΄  την  περιοχή  ερυθρού  γίγαντα  στην  περιοχή  κυανού 
υπεργίγαντα και ανάστροφα ανάλογα με την εκκίνηση διαφορετικών σταδίων καύσης 
στον πυρήνα και στα εξωτερικά κελύφη του (Σχήμα 7.23). Για έναν αστέρα μάζας 20 Μ~ 
η τυπική διάρκεια των διάφορων σταδίων του φαίνεται στον Πίνακα 7.4: 
223

Σχήμα 7.23: Διαστρωμάτωση ενός αστέρα λίγο πριν την έκρηξή του σε υπερκαινοφανή 
 

υπερκαινοφανής

υπεργίγαντας

Πρωτοαστέρας
L (L~)

sυστολή
κύρια ακολουθία Hayashi
νέφος

Σχήμα 7.24: Πορεία αστέρα μάζας 20Μ~ στο διάγραμμα H-R

 
και η εξελικτική του πορεία παριστάνεται στο διάγραμμα ΗR του Σχήματος 7.24. 
Επειδή  ο  σίδηρος  είναι  ο  πιο  σταθερός  πυρήνας  (στο  όριο  σύντηξης  και  σχάσης) 
σταματά  η  παραγωγή  ενέργειας  και  ο  πυρήνας  συστέλλεται.  Τότε  λόγω  υψηλής 
θερμοκρασίας  τα εκφυλισμένα ηλεκτρόνια δεν μπορούν να συγκρατήσουν τον πυρήνα 
και αποκτούν ενέργεια ώστε να συνδεθούν με τα πρωτόνια προς δημιουργία νετρονίων 
 
p++e- → n + νe
224

 
και νετρίνων (θεωρητικά οι αντιδράσεις στα κελύφη συνεχίζονται αφαιρώντας ενέργεια 
από  τον  πυρήνα  και  τα  φωτόνια  γ  του  πυρήνα  καταστρέφουν  τα  προηγούμενα 
προϊόντα καύσης καταστρέφοντας την υδροδυναμική ισορροπία) 
    Τα νετρίνα διαφεύγουν  αφαιρώντας επιπλέον ενέργεια και τα νετρόνια  καταρρέουν 
με ταχύτητες ~ (0.1‐0.2) c μέσα σε ~1 second. Όταν ο πυρήνας φτάνει στα 10 km λόγω της 
απαγορευτικής  αρχής  του  Pauli,  η  πίεση  των  εκφυλισμένων  νετρονίων  συγκρατεί  το 
εσωτερικό  και  οδηγεί  ένα  κύμα  shock  προς  τα  έξω  (έκρηξη  υπερκαινοφανούς)  που 
εκτοξεύει  πολλά  από  τα  νετρόνια  που  σαρώνουν  τα  υπόλοιπα  υλικά  με  εκρηκτικό 
τρόπο,  ελευθερώνοντας  τεράστια  ποσά  ενέργειας  σε  μικρό  χρονικό  διάστημα 
(φωτεινότητα  1051  ergs  και  ενέργεια  νετρίνων  1053  ergs)  με  αποτέλεσμα  ο  αστέρας  να 
αναλάμπει  όσο  ένας  γαλαξίας.  Οι  ταχείες  συλλήψεις  νετρονίων  σ΄  αυτό  το  τελευταίο 
στάδιο θεωρούνται υπεύθυνες για τα δημιουργία των βαρύτερων του σιδήρου στοιχείων 
(σύνθεση πυρήνων με ατομικό αριθμό μεγαλύτερο του σιδήρου). 
    Αν  και  ο  υπερκαινοφανής  είναι  πολύ  λαμπρός,  μόνο  το  1%  της  ενέργειας  του 
ελευθερώνεται στο οπτικό μέρος του φάσματος ενώ το υπόλοιπο με τη μορφή νετρίνων 
και  με  τη  μορφή  κινητικής  ενέργειας  του  εκτινασσόμενου  κελύφους  το  οποίο 
διαστελλόμενο ψύχεται (υπόλειμμα υπερκαινοφανούς). Όταν ψυχθεί τόσο ώστε να μην 
εκπέμπει  στο  οπτικό  μέρος,  η  ακτινοβολία  του  οφείλεται  στην  ραδιενεργή  διάσπαση 
του νικελίου και του κοβαλτίου που παρήχθησαν με τη σύνθεση νουκλεονίων κατά την 
έκρηξη. Ο ρυθμός δηλαδή ελάττωσης του μεγέθους ενός υπερκαινοφανούς με το χρόνο 
(καμπύλη φωτός) εξαρτάται από το ρυθμό ραδιενεργούς διάσπασης ισοτόπων. 
O  ρυθμός  εμφανίσεως  των  υπερκαινοφανών  υπολογίζεται  σε  1/  γαλαξία  /50  έτη  και 
στον  δικό  μας  Γαλαξία  και  ο  τελευταίος  παρατηρήθηκε  πριν  από  400  χρόνια.  Η 
τελευταία  έκρηξη  παρατηρήθηκε  το  1987  (SN1987A),  στο  Μεγάλο  νέφος  του 
Μαγγελάνου  (50  kpc)  (σχήμα  7.25) εκπέμποντας  μόνο το  1% της ενέργειας στο οπτικό 
μέρος του φάσματος και σύμφωνα με θεωρητικούς υπολογισμούς 1058 νετρίνα, από τα  
 

 
 
Σχήμα 7. 25 
Ο υπερκαινοφανής του 1987 (πριν –αριστερά και μετά‐δεξιά την έκρηξή του) 
 
225

οποία περίπου  5x1014  διαπέρασαν κάθε τεραγωνικό  μέτρο της  γήινης επιφάνειας.  Από 


αυτά μέσα σε 13 s, ανιχνεύθηκαν 11 από ιαπωνικό πείραμα και 8 από αμερικανικό. Τα 
πειραματικά δεδομένα έδειξαν ότι το νετρίνο θα πρέπει να έχει πολύ μικρή μάζα. 
   Μια  άλλη  μέθοδος  μελέτης  ενός  υπερκαινοφανούς  είναι  η  ανίχνευση  κυμάτων 
βαρύτητας.  Κατά  τη  διάρκεια  της  κατάρρευσης  τoυ  πυρήνα,  τεράστια  ποσά  ύλης 
κινούνται με πολύ μεγάλες ταχύτητες. Επειδή η ύλη μεγάλης πυκνότητας έχει ισχυρό 
πεδίο  βαρύτητας,  και  σύμφωνα  με  τη  γενική  θεωρία  σχετικότητας  του  Einstein  η 
βαρύτητα  προκαλεί  καμπύλωση  του  χώρου,  οι  έντονες  μεταβολές  του  πεδίου 
βαρύτητας προκαλούν «αναδιπλώσεις» στη γεωμετρία του χώρου που διαδίδονται προς 
τα  έξω  με    την  ταχύτητα  του  φωτός  οι  οποίες  ονομάζονται  κύματα  βαρύτητας.  Τα 
κύματα βαρύτητας μπορούν να ανιχνευθούν έμμεσα από την επιδρασή τους σε άλλες 
μάζες  π.χ.  όταν  διέλθει  ένα  κύμα  βαρύτητας  από  δύο  μάζες  ,  αυτές  θα  ταλαντωθούν 
και  η  μικρή  μεταβολή  στην  κίνησή  τους  μπορεί  να  ανιχνευθεί  με  ευαίσθητα  όργανα 
όπως  laser  (Σχήμα  7.26).  Με  την  παρούσα  τεχνολογία  δεν  μπορούν  να  ανιχνευθούν 
κύματα  βαρύτητας  αλλά  ένα  νέο  σύστημα  (LIGO)  υπό  κατασκευή  αναμένεται  να 
λειτουργήσει. 
 
 
 
 
κυματισμοί στο
  χωροχρόνο
 
  Supernova
  Δύο lasers
Κατάρρευση
  πυρήνα
 
  Καταρρέοντα
  Δύο μάζες στρώματα
 
 
 
 
 
 
 
Σχήμα 7.26: Σύστημα ανίχνευσης κυμάτων βαρύτητας 
 
Η παραπάνω περιγραφή αναφέρεται στους υπερκαινοφανείς τύπου ΙΙ που προέρχονται 
από  την  εξέλιξη  αστέρων  Μ>8  Μ.  Υπάρχουν  και  υπερκαινοφανείς  Τύπου  Ι  οι  οποίοι 
ανάλογα  με  τα  φασματικά  χαρακτηριστικά  τους  διακρίνονται  σε  Ια,  Ib,  Ic.  Πρόκειται 
για  εξελιγμένα  διπλά  συστήματα,  στα  οποία  το  ένα  μέλος  είναι  λευκός  νάνος  που 
«ενεργοποιεί»  την  καύση  άνθρακα  στα  εξωτερικά  κελύφη  του  εκρηκτικά, 
αλληλεπιδρώντας με τον εξελιγμένο συνοδό του (ερυθρό γίγαντα). 
226

 
Ανακεφαλαιώνοντας την εξέλιξη 
Ο καθοριστικός παράγοντας στη ζωή ενός αστέρα είναι  η μάζα του  (θεώρημα  Russell‐
Vogt).  Ανάλογα  με  τη  μάζα  που  έχει  ο  πρωτοαστέρας  μπορεί  να  έχει  διαφορετική 
εξέλιξη. Έάν έχει : 
• Μ<0.01  Μ~.  δεν  προσεγγίζει  τη  θερμοκρασία  έναρξης  των  θερμοπυρηνικών 
αντιδράσεων (106 Κ) και γίνεται πλανήτης γύρω από έναν πρωτο ‐Ήλιο. Γι αυτό 
και  οι  πλανήτες  π.χ.  ο  Δίας  θεωρείται  αποτυχημένος  αστέρας.  Η  ενεργειακή 
ισορροπία  των  πλανητών  (θερμοκρασία)  καθορίζεται  από  την  ενέργεια  που 
λαμβάνουν από τον Hλιο (οι εξωτερικοί πλανήτες όπως ο Δίας με μάζα 0.001 Μ~ 
έχουν και εσωτερική ενέργεια λόγω της βαρυτικής συστολής κατά τη δημιουργία 
τους) 
• 0.01  Μ~<Μ<0.085  Μ~‐  Καφέ  Νάνος:  Η  θερμότητα  στο  εσωτερικό  του  λόγω 
βαρυτικής  συστολής  (3  106  Κ  )  επαρκεί  για  τις  πρώτες  αντιδράσεις  αλλά  η 
θερμοκρασία του δε φτάνει την έναρξη της καύσης του υδρογόνου (αλυσίδα P‐P). 
Oι  καφέ  νάνοι  με  θερμοκρασία  επιφάνειας  <  2  000  Κ  είναι  αμυδροί,  εκπέμπουν 
στο υπέρυθρο και ανιχνεύονται δύσκολα (φασματικός τύπος L)  
• 0.085 Μ~<Μ<0.4 Μ~‐ Αστέρες μακρόβιοι που δεν φτάνουν στη φάση έναρξης της 
τριπλής αντίδρασης α. Στη φάση του ερυθρού γίγαντα δεν χαρακτηρίζονται απο 
φλας ηλίου ούτε από στάδιο καύσης του ηλίου. 
• 0.4  Μ~<Μ<1.2  Μ~‐Αστέρες  σαν  τον  Ήλιο,  καίνε  το  υδρογόνο  σε  ήλιο  μέσω  της 
αλυσίδας  P‐P  και  το  ήλιο  σε  άνθρακα  μέσω  της  τριπλής  αντίδρασης  α 
ακολουθώντας στο διάγραμμα ΗR την εξελικτική πορεία του Σχήματος 7.. 
• Μ>1.2  Μ~‐  Αστέρες  που  η  θερμοκρασία  του  πυρήνα  τους  φτάνει  στην  καύση 
υδρογόνου με τον κύκλο CNO 
• Μ  >8  Μ~  Αστέρες  μεγάλης  μάζας  έχουν  μεγαλύτερο  αριθμό  θερμοπυρηνικών 
αντιδράσεων  σε  σύντομο  χρονικό  διάστημα,  εκρήγνυνται  ως  υπερκαινοφανείς. 
Επειδή η απώλεια μάζας κατά τη διάρκεια των τελευταίων σταδίων της εξέλιξής 
των  ερυθρών  γιγάντων  μέσω  αστρικών  ανέμων  ή  πλανητικού  νεφελώματος 
είναι  μεγάλη,  οι  αστέρες  με  μάζα  Μ  <8  Μ~  θεωρούνται  ότι  καταλήγουν  ως 
λευκοί νάνοι. 
 

7.6 Αστρικά σμήνη 
 
  Τα  περισσότερα  αστρονομικά  γεγονότα,  όπως  η  εξέλιξη  των  αστέρων  γίνονται  σε 
χρόνους απαγορευτικούς για άμεση παρατήρηση. Ο έλεγχος της θεωρίας της αστρικής 
εξέλιξης  γίνεται  με  τη  μελέτη  των  αστρικών  σμηνών,  συγκεντρώσεων  αστέρων  που 
συνδέονται βαρυτικά μεταξύ τους  αφού  γεννιούνται ταυτόχρονα, από το ίδιο κομμάτι 
ενός μεσοαστρικού νέφους κι άρα έχουν την ίδια απόσταση, την ίδια ηλικία και την ίδια 
χημική  σύνθεση.  Αυτές  οι  κοινές  ιδιότητες  μας  επιτρέπουν  να  αποδώσουμε  τις 
227

παρατηρούμενες  διαφορές  μεταξύ  των  αστέρων  του  ίδιου  σμήνους  σε  διαφορές  στην 
εξέλιξή τους. Διακρίνουμε τρία κύρια είδη αστρικών σμηνών  
• Τα  ανοικτά  ή  γαλαξιακά  τα  οποία  περιέχουν  εκατοντάδες  αστέρες,  σε 
ακανόνιστες εκτεταμένες κατανομές. Βρίσκονται στο γαλαξιακό δίσκο.  
• Τα  σφαιρωτά  τα  οποία  περιέχουν  χιλιάδες  αστέρες  μεγάλης  ηλικίας, 
συγκεντρωμένους σε μικρή σφαιρική περιοχή . Βρίσκονται συνήθως έξω από το 
γαλαξιακό επίπεδο. 
• Τις ομάδες OB που αποτελούνται από χαλαρές συγκεντρώσεις αστέρων OB  
Προκειμένου  να  μελετήσουμε  την  ιστορία  της  αστρικής  εξέλιξης  φτιάχνουμε  το 
διάγραμμα χρώματος‐μεγέθους του  σμήνους το οποίο είναι σαν το διάγραμμα H‐R με 
τη  διαφορά  ότι  στον  κάθετο  άξονα  χρησιμοποιούμε  το  φαινόμενο  και  όχι  το  απόλυτο 
μέγεθος  αφού  όλοι  οι  αστέρες  του  ίδιου  σμήνους  βρίσκονται  στην  ίδια  απόσταση 
(σχήμα 7.27). Καθώς το σμήνος γερνάει, οι αστέρες με τη μεγαλύτερη μάζα –και άρα με 
το  μικρότερο  χρόνο  ζωής‐  εξελίσσονται  πιο  γρήγορα  εγκαταλείποντας  την  κύρια 
ακολουθία  μόλις  καταναλώσουν  το  υδρογόνο  τους.  Αφού  οι  μάζες  των  αστέρων  στην 
κύρια  ακολουθία  μειώνονται  από  πάνω  προς  τα  κάτω  σύμφωνα  με  τη  σχέση 
φωτεινότητας‐μάζας , καθώς το σμήνος γερνάει οι αστέρες φαίνονται να  
 

 
                          (α)                                                      (β) 
 
Σχήμα 7. 27 
Διάγραμμα H‐R ανοικτού  (α) και σφαιρωτού (β) σμήνους 
 
 
«ξεφλουδίζουν»  την  κύρια  ακολουθία.  Άρα  όσο  μεγαλύτερη  είναι  η  ηλικία  ενός 
σμήνους,  τόσο  μικρότερης  μάζας  αστέρες  θα  παραμένουν  στην  κύρια  ακολουθία  του 
γιατί  οι  μεγαλύτερης  μάζας  θα  έχουν  μετακινηθεί  προς  τα  δεξιά.  Άρα  η  ηλικία  ενός 
σμήνους υποδεικνύεται από το σημείο καμπής της κύριας ακολουθίας του.  
 
 
 
 
228

7.7 Αστρικά πτώματα 
  

7.7.1 Λευκός νάνος  

Το  αστρικό  πτώμα  αποτελείται  από  πυρήνα  άνθρακα  (για  αστέρες  σαν  τον  Ήλιο)  και 
εκφυλισμένη ύλη ηλεκτρονίων  με  πυκνότητα  του ανέρχεται σε  106  gr/cm3 (1 τόνο/cm3). 
Τα χαρακτηριστικά του είναι:  
• R ~ RΓης 
• Τεπιφ = 30 000‐ 5000 Κ 
• Πηγή ενέργειας : «Ψύξη» 
Το  όριο  της  μάζας  που  μπορεί  να  έχει  ένας  λευκός  νάνος  προκειμένου  να  είναι 
σταθερός  (να  μην  καταρρεύσει  λόγω  βαρύτητας  προσδιορίζεται  από  το  όριο 
Chandrasekhar  (1.4  –1.5)  Μ  (ανάλογα  με  τη  χημική  του  σύνθεση)  όπως  φαίνεται  στο 
Σχήμα 7.28 το οποίο είναι η τιμή της μάζας για την οποία η ακτίνα μηδενίζεται. Αυτό  
 
 
 
 
 
Ακτίνα (R⊕)

Όριο Chandrasekhar
 
1.4 M~
 
 
 
 
 
 
 
M(M~)
 
Σχήμα 7.28: Σχέση μάζας‐ακτίνας λευκού νάνου 
 
σημαίνει  ότι  αστέρες  με  μεγάλη  μάζα  ακόμα  κι  αν  εκτινάξουν  το  μεγαλύτερο  μέρος 
τους  με  τη  μορφή  πλανητικού  νεφελώματος,  εάν  έχουν  εναπομείνουσα  μάζα  >1.4  Μ 
δεν  μπορούν  να  σταματήσουν  τη  βαρυτική  τους  κατάρρευση  με  την  πίεση  των 
εκφυλισμένων  ηλεκτρονίων δηλαδή να γίνουν λευκοί νάνοι. 
Καθώς  το  νεφέλωμα  διαστέλλεται  και  τελικά  διαλύεται  στο  μεσοαστρικό  χώρο, 
σταματά κάθε πυρηνική αντίδραση στο εναπομείναν κέλυφος και ο λευκός νάνος που 
στηριζόταν  λόγω  της  πίεσης  των  εκφυλισμένων  ηλεκτρονίων,  ψύχεται  και  εξασθενεί. 
Ένας  λευκός  νάνος  χρειάζεται  δισεκατομμύρια  έτη  για  να  ακτινοβολήσει  την  θερμική 
ενέργειας  που  του  έχει  απομείνει  από  τη  μικρή  του  επιφάνειά.  Ο  αστέρας  δηλαδή 
σταδιακά  θα  μετακινηθεί  προς  το  κάτω  δεξί  μέρος  του  διαγράμματος  ΗR  και  καθώς 
ψύχεται θα γίνει από κυανός, ερυθρός μέχρι να μην ακτινοβολεί στο οπτικό μέρος του 
229

φάσματος  και  να  «σβήσει»  (καφέ  νάνος).  Συνήθως  οι  λευκοί  νάνοι  ανιχνεύονται  σε 
διπλά συστήματα αστέρων όπως είναι ο συνοδός του κοντινού αστέρα Σείριου  (Σχήμα 
7.29). Ο Γαλαξίας μας θεωρείται ότι περιέχει εκατομμύρια τέτοια υπολείμματα. 
 
 

 
Σχήμα 7.29: Λευκός νάνος (συνοδός του Σείριου)
 

7.7.2 Αστέρες νετρονίων 
 
    Σύμφωνα με τις θεωρητικές προβλέψεις εάν ο πυρήνας ενός αστέρα μεγάλης μάζας 
(8‐25) Μ δηλαδή υπερκαινοφανούς μετά τη έκρηξή του, έχει μάζα (1‐2) Μ, μεταπίπτει 
στην  κατάσταση  του  αστέρα  νετρονίων  δηλαδή  σε  ένα  συμπαγές  αστρικό  πτώμα 
ακτίνας  10  km  στο  οποίο  η  βαρυτική  πίεση  εξισορροπείται  από  την  πίεση  των 
εκφυλισμένων νετρονίων. Όπως και σε ένα λευκό νάνο η ακτίνα του αστέρα νετρονίων 
μεταβάλλεται  αντιστρόφως  ανάλογα  της  μάζας  του.  Σύμφωνα  με  τα  θεωρητικά 
μοντέλα  κάτω  από  την  τεράστια  πίεση  κατά  τη  συστολή  του  αστέρα,  το  αέριο  των 
ηλεκτρονίων καταρρέει και τα ηλεκτρόνια εισχωρούν στους πυρήνες εξουδετερώνοντας 
τα  πρωτόνια  και  δημιουργούν  ένα  «αέριο»  νετρονίων.  Κάτω  από  μεγάλη  πυκνότητα 
αυτό το «αέριο» συμπεριφέρεται σαν υπερρευστό.  
   Η  πρώτη  ανίχνευση  αστέρων  νετρονίων  έγινε  πολύ  αργότερα  από  την  θεωρητική  
πρόβλεψή  τους  με  την  τυχαία  παρατήρησή  των  ραδιοφωνικών  pulsars, 
περιστρεφόμενων  δηλαδή  αστέρων  νετρονίων  που  εκπέμπουν  περιοδικούς  παλμούς 
στο  ραδιοφωνικό  μέρος  του  φάσματος  (σχήμα  7.30).  Αν  και  οι  περισσότεροι  αστέρες 
νετρονίων που έχουν ανιχνευθεί είναι pulsars, το μεγαλύτερο μέρος της ενέργειας τους 
είναι φωτόνια υψηλής ενέργειας (ακτίνες –Χ και γ με ενέργειες πάνω από 100 MeV) και 
δεν  ανήκουν  στο  ραδιοφωνικό  μέρος  (μόνο  το  1/100  000  της  εκπεμπόμενης  ενέργειας). 
Σύμφωνα  με  την  επικρατέστερη  θεωρία  τα  φορτισμένα  σωματίδια  (πρωτόνια  και 
ηλεκτρόνια) που ελευθερώνονται από την επιφάνεια του αστέρα από τη διάσπαση των 
νετρονίων,  εισχωρούν  στο  ισχυρό  μαγνητικό  πεδίο,  περιστρέφονται  μαζί  μ΄αυτό  και 
επιταχυνόμενα σε ταχύτητες παραπλήσιες της ταχύτητας του φωτός  εκπέμπουν 1) μη 
θερμική  ακτινοβολία  σύγχροτρο  και  2)  θερμική  ακτινοβολία  λόγω  των  συγκρούσεών 
τους με την επιφάνεια του αστέρα νετρονίων στην περιοχή των μαγνητικών πόλων.  
Καθώς ο αστέρας περιστρέφεται αυτές οι δέσμες ακτινοβολίας ανιχνεύονται από τη Γη 
μόνο αν βρίσκονται στην διεύθυνση της (μοντέλο κεκλιμένου φάρου), γεγονός που 
230

 
  άξονας
  περιστροφής
 
 
  δέσμη
  ακτινοβολίας
 
 
 
 
 
μαγνητικό πεδίο
 
 
 
 
 
Σχήμα 7.30: Μοντέλο pulsar 
 
ερμηνεύει  γιατί  δεν  ανιχνεύονται  pulsars  σε  όλα  τα  υπολείμματα  υπερκαινοφανών.  Η 
ενέργεια του περιστρεφόμενου αστέρα νετρονίου μεταφέρεται στο νεφέλωμα μέσω του 
μαγνητικού πεδίου με χαρακτηριστικό παράδειγμα την αλληλεπίδραση του pulsar που 
βρίσκεται στο κέντρο του νεφελώματος του Καρκίνου (υπόλειμμα υπερκαινοφανούς) το 
οποίο συνεχίζει να ακτινοβολεί έντονα 1 000 έτη μετά την έκρηξη του υπερκαινοφανούς 
από τον οποίο προήλθε (1054 π.Χ). Το ταχύτερο παρατηρηθέν  pulsar έχει περίοδο 0.0014  
sec και βρίσκεται στον αστερισμό το Τοξότη. 
 
 
7.7.3 Μελανές οπές 
 
   Ένας  αστέρας  μεγάλης  μάζας  (Μ>  25  Μ  )  που  καταλήγει  σε  αστρικό  πτώμα  πολύ 
μεγάλης πυκνότητας  ώστε η ταχύτητα διαφυγής από την επιφάνειά   του να είναι ίση 
με  την  ταχύτητα  του  φωτός  ονομάζεται  μελανή  οπή.  Αυτό  σημαίνει  ότι  ούτε  το  φως 
διαφεύγει από τη  βαρύτητά της‐ απ΄  όπου κι ό  όρος  «μελανή»‐ (εκτός  από τη διαφυγή 
μέσω  του  κβαντικού  φαινομένου  της  σήραγγος).  Η  ύπαρξη  της  μελανής  οπής  είχε 
διατυπωθεί από παλιά αλλά η σωστή απόδειξη  έγινε από τον Schwarzschild με βάση τη 
γενική  θεωρία  της  σχετικότητας,  λίγο  μετά  τη  διατύπωση  της  από  τον  Einstein.  Ο 
Schwarzschild υπολόγισε την ακτίνα  του βαρυτικού πεδίου μιας σημειακής μάζας M με 
βάση τη βαρυτική μετατόπιση στο ερυθρό των φωτονίων που απομακρύνονται από ένα 
βαρυτικό  πεδίο.  Όσο  πιο  ισχυρό  είναι  ένα  βαρυτικό  πεδίο  τόση  περισσότερο  ενέργεια 
χάνουν  τα  φωτόνια  λόγω  της  βαρυτικής  μετατόπισης  και  η  οριακή  περίπτωση  στην 
οποία  όλα  τα  φωτόνια  που  περικλείονται  μέσα  σε  μία  σφαίρα  συγκεκριμένης  ακτίνας 
(ακτίνα  Schwarzschild  Rs)  χάνουν  όλη  την  ενέργειά  τους  και  γίνονται  μη  αντιληπτά, 
231

αποτελεί  τη  μελανή  οπή  ή  αυστηρότερα  τον  ορίζοντα  γεγονότων  της  μελανής  οπής 
(Σχήμα 7.31). 
Rs = 2GM/c2 
 
   Σύμφωνα με τη γενική θεωρία της σχετικότητας το βαρυτικό πεδίο μιας μελανής οπής 
προκαλεί  καμπύλωση  του  χωροχρόνου  κι  άρα  ο  ορίζοντας  γεγονότων  είναι  η  ακτίνα 
Schwarzschild γύρω από τη μάζα όπου η καμπυλότητα του χωροχρόνου γίνεται άπειρη. 
Αυτό σημαίνει ότι μέσα στον ορίζοντα δεν υπάρχει διαδρομή που να οδηγεί έξω από τη  
 
 
Ορίζοντας
  γεγονότων Ακτίνα
  Schwarzschild
 
 
 
Μοναδικότητα
 
 
 
 
 
 
Σχήμα 7.31: Μοντέλο μελανής οπής 
 
μελανή οπή αλλά όλες επιστρέφουν στο κέντρο της, στη μοναδικότητα (μαθηματικά η 
μελανή  οπή  είναι  ένα  σώμα  μηδενικής  ακτίνας  αλλά  άπειρης  πυκνότητας‐ορισμένης 
όμως μάζας, που ονομάζεται μοναδικότητα). Ο μελανές οπές μπορεί να έχουν διάφορα 
μεγέθη  και  μάζες,  από  (4‐15)  Μ  όταν  προέρχονται  από  το  αστρικό  υπόλειμμα  της 
έκρηξης  ενός  υπερκαινοφανούς,  υπερμαζικές  (1%  της  μάζας  ενός  γαλαξία)  όταν 
βρίσκονται  στον  πυρήνα  ορισμένων  γαλαξιών  όπου  τροφοδοτούνται  από  την  ύλη  των 
αστέρων του, μέχρι και μικροσκοπικές που θεωρούνται ότι δημιουργήθηκαν στα πρώτα 
στάδια της δημιουργίας του σύμπαντος.  
   Θα  πρέπει  να  σημειωθεί  ότι  η  μελανή  οπή  που  δημιουργείται  από  την  κατάρρευση 
πυρήνα 10 Μ θα έχει την ίδια βαρυτική επίδραση στους γειτονικούς αστέρες όπως ένας 
κανονικός αστέρας μάζας  10 Μ και μόνο κοντά στην ακτίνα του ορίζοντα γεγονότων 
θα αρχίσουν να είναι έντονα τα βαρυτικά αποτελέσματα και να γίνονται σημαντικά τα 
αποτελέσματα της γενικής θεωρίας της σχετικότητας.  
Τι  θα  έβλεπε  ένας  παρατηρητής  που  κινείται  προς  μία  μελανή  οπή,  σε  σχέση  με  τον 
ακίνητο;  Επειδή  η  μελανή  οπή  θεωρείται  ως  η  τελική  δεξαμενή  εντροπίας  αφού  κάθε 
πληροφορία  ή  αντικείμενο  που  εισέρχεται  δεν  επιστρέφει,  ένας  εξωτερικός 
παρατηρητής  θα  έβλεπε  το  ρολόι  του  εισερχόμενου  στη  μελανή  οπή  παρατηρητή,  να 
επιβραδύνεται  μέχρι  να  παγώσει  στον  ορίζοντα  της  μελανής  οπής  όπως  φαίνεται  στο 
σχήμα 7.32 (α) ενώ ο εισερχόμενος πριν να εισέλθει θα έβλεπε το υπόλοιπο σύμπαν να 
επιταχύνεται μέχρι να φτάσει στον ορίζοντα της μελανής οπής (β). 
232

 
 
 
 
 
Σύστημα εισερχόμενου
 
στη μελανή οπή
  παρατηρητή
 
Σύστημα εξωτερικού
  παρατηρητή Μελανή οπή
 
(α) 
 
 
 
 
 
 
 
 
Σύστημα εισερχόμενου
  στη μελανή οπή
παρατηρητή
  Μελανή οπή
  Υπόλοιπο Σύμπαν
 
(β) 
Σχήμα 7.32:  Ένας εξωτερικός παρατηρητής  βλέπει το  ρολόι του εισερχόμενου  στη  μελανή  οπή 
παρατηρητή,  να  επιβραδύνεται  μέχρι  να  παγώσει  στον  ορίζοντα  της  μελανής  οπής  (α)  ενώ  ο 
εισερχόμενος πριν να εισέλθει θα έβλεπε το υπόλοιπο σύμπαν να επιταχύνεται μέχρι να φτάσει 
στον ορίζοντα της μελανής οπής (β).  
 
   Η  πτώση  ύλης‐σωμάτων  στη  μελανή  οπή  δημιουργεί  γύρω  της  δίσκο  επαυξήσεως 
ύλης  που  μπορεί  να  ανιχνευθεί  από  την  εκπομπή  στις  ακτίνες  Χ  της  προσπίπτουσας 
ύλης.  Αυτός  είναι  και  ο  τρόπος  ανίχνευσης  των  μελανών  οπών  και  ειδικότερα  στον 
Γαλαξία  μας  σε  μερικά  διπλά  συστήματα  αστέρων  (Κύκνος  Χ‐1).  Οι  μελανές  οπές 
θεωρούνται  η  μόνη  ενεργειακή  πηγή  που  μπορεί  να  τροφοδοτήσει  τους  ενεργούς 
γαλαξιακούς πυρήνες (AGN). Οι πιο πρόσφατες παρατηρήσεις αφορούν την ανίχνευση 
σμήνους  μελανών  οπών,  μιας  μεγάλης  μάζας  μελανής  οπής  στο  κέντρο  μακρινού 
γαλαξία  στον  αστερισμό  της  Μεγάλης  Άρκτου,  της  πρώτης  μεσαίας  μάζας  μελανής 
οπής  στο  γαλαξία  μας  3  ε.φ  απ΄τον  Τοξότη  Α  και  ενός  κυανού  γίγαντα  που 
απομακρύνεται  απο  το  Γαλαξία  μας  με  ταχύτητα  διπλάσια  της  ταχύτητας  διαφυγής, 
προερχόμενος  από  το  κέντρο  του  (Γαλαξία),  παρατήρηση  που    ενισχύει  τη  θεωρία 
υπάρξης υπερμαζικής μελανής οπής στο κέντρο του. 
   Συνοψίζοντας  τα  καταληκτικά  σημεία  της  αστρικής  εξέλιξης  δηλαδή  τα 
χαρακτηριστικά των αστρικών πτωμάτων περιλαμβάνονται στον Πίνακα 7.5. 
233

 
Πίνακας 7.5: Αστρικά πτώματα 
Μάζα 
Αστρικό  Μάζα  Κύριο  Τελικό 
αρχικού  Μέγεθος  Πυκνότητα
πτώμα  πτώματος αίτιο   στάδιο 
αστέρα 
Λευκός  Αποδιέγερση  Πλανητικό 
Μ<8Μ~  ΜΛΝ<1.4Μ~  RΛΝ~R⊕  103kgr/cm3 
νάνος  e‐  νεφέλωμα 
Αστέρας  Αποδιέγερση 
8Μ~<Μ<20Μ~  MΑΝ<3Μ~  RΑΝ~10km  2x1011kgr/cm3  Supernova 
νετρονίων   n 
Μελανή 
Μ>20Μ~  MΜΟ>3Μ~  Rβαρ=2GM/c2  ∞  Καμμία  ? 
οπή 
 
 
 
7.8 Μεσοαστρική Ύλη 
 
 Το  αέριο  και  η  σκόνη  που  υπάρχει  ανάμεσα  στον  «κενό»,  μεταξύ  των  αστέρων,  χώρο 
ονομάζεται  μεσοαστρική  ύλη  (Ιnterstellar  medium,  ISM).  Η  μεσοαστρική  ύλη 
αποτελείται  κυρίως  (99%  της  μάζα  της)  από  αέριο  ουδέτερο  υδρογόνο,    μοριακό 
υδρογόνο (κυρίως H2  και Ηe) και ιονισμένο (ΗΙΙ), από λίγα μέταλλα και σκόνη. Αν και 
αποτελεί  κατά  πολλές  τάξεις  μεγέθους  καλύτερο  κενό  από  το  εργαστηριακό,  η 
μεσοαστρική  ύλη  αποτελεί  το  15%  περίπου  της    ορατής  μάζας  του  Γαλαξία  μας.  Το 
αέριο συναντάται σε δύο μορφές: 
• Ψυχρά νέφη ατομικού (HI) ή μοριακού υδρογόνου (H2) 
• Θερμό ιονισμένο υδρογόνο (ΗΙΙ) κοντά σε θερμούς νέους αστέρες 
 
 
7.8.1 Ουδέτερο μοριακό υδρογόνο 
 
Ο γαλαξίας περιέχει διάχυτο μοριακό υδρογόνο με πυκνότητα 1 άτομο /cm3 (10‐24 gr/cm3) 
το οποίο λόγω των μεσοαστρικών συνθηκών χαρακτηρίζεται από χαμηλή θερμοκρασία, 
δεν εκπέμπει στο οπτικό ή στο υπεριώδες αλλά ανιχνεύεται από την εκπομπή του στα 
21  cm.  Αυτή  οφείλεται  στον  προσανατολισμό  των  μαγνητικών  πεδίων  του  πρωτονίου 
του πυρήνα του ατόμου του υδρογόνου και του ηλεκτρονίου που περιφέρεται γύρω του. 
Επειδή  το  πρωτόνιο  και  το  ηλεκτρόνιο  αποτελούν  περιστρεφόμενες  κατανομές 
ηλεκτρικού φορτίου (έχουν στροφορμή λόγω ιδιοπεριστροφής‐  spin) δημιουργούν πολύ 
μικρά  μαγνητικά  πεδία  που  αλληλεπιδρούν,  δημιουργώντας  μία  μικρή  ενεργειακή 
διαφορά μεταξύ της κατάστασης στην οποία οποίες οι πόλοι είναι ομόρροποι σε σχέση 
με την κατάσταση όπου οι πόλοι είναι αντίρροποι.  
Αυτή  η  ενεργειακή  διαφορά  αντιστοιχεί  σε  ακτινοβολία  στο  ραδιοφωνικό  μέρος  του 
φάσματος  στα  21  cm  (σχήμα  7.33).  Αν  και  αυτή  η  κρουστική  διέγερση  συμβαίνει  πολύ 
σπάνια (1 ανά  500 έτη) λόγω της μικρής πυκνότητας των ατόμων του υδρογόνου και ο 
234

Spin πάνω

ηλεκτρόνιο

πρωτόνιο Spin κάτω

Άτομο υδρογόνου
Εκπομπή γραμμής 21 - cm

Σχήμα 7.33: Εκπομπή της γραμμής ουδετέρου υδρογόνου στα 21-cm

χρόνος  μεταπήδησης  στη  στάθμη  χαμηλότερης  ενέργειας  είναι  της  τάξης  των  30 
εκατομμυρίων  ετών,  το  μεγάλο  ποσοστό  του  ουδετέρου  υδρογόνου  που  περιέχεται 
κάνει την εκπομπή των 21 cm να αποτελεί το πιο σημαντικό μέτρο της περιεκτικότητας 
του Γαλαξία μας σε ουδέτερο υδρογόνο  (περιοχές HI). Η χαρτογράφηση της εκπομπής 
των 21 cm δείχνει ότι το ουδέτερο υδρογόνο βρίσκεται στις σπείρες του Γαλαξία 
   Το  ουδέτερο  υδρογόνο  παρατηρείται  σε  ψυχρές  πυκνότερες  περιοχές,  θερμοκρασίας 
περίπου  100  Κ  και  πυκνότητας  10‐100  άτομα/cm3  που  ονομάζονται  «νέφη»  τα  οποία 
βρίσκονται μέσα σε ένα θερμότερο και αραιότερο μέσο πυκνότητας 0.1 άτομα/ cm3 και 
θερμοκρασίας περίπου 1 000 Κ.  
 
 
7.8.2 Μοριακά νέφη 
 
Πρόκειται  για  σχετικά  πυκνά  (>  1  000  μόρια/  cm3),  ψυχρά  (~10  Κ)  νέφη  μοριακού 
υδρογόνου  και  σκόνης  που  αποτελούν  του  τόπους  γέννησης  των  αστέρων. 
Ανιχνεύονται    από  την  παρουσία  μορίων  όπως  το  CO  (Σχήμα  7.34).  Περιέχουν  μόρια 
όπως NH3, CH, OH, CS, αλλά και πολύπλοκα όπως η αιθυλική αλκοόλη (C2H5OH) που 

Άνθρακας Οξυγόνο Ακτινοβολία 2.1 mm

Σχήμα 7.34: Μικροκυματική εκπομπή μορίου CO λόγω περιστροφής


έχουν ανιχνευθεί από τις εκπεμπόμενες μοριακές γραμμές (μοριακά νέφη του Γαλαξία 
235

μας).  Τα  περισσότερα  μοριακά  νέφη  του  Γαλαξία  είναι  συγκεντρωμένα  στις  σπείρες 
προς  το  γαλαξιακό  κέντρο.  Η  ολική  μάζα  του  μοριακού  αερίου  υπολογίζεται  ότι  είναι 
περίπου  ίση  (ή  λίγο  μικρότερη)  από  τη  μάζα  του  ουδετέρου  υδρογόνου  (ΗΙ).  Ένα 
γιγάντιο μοριακό νέφος μπορεί να έχει μάζα 106 Μ~ και διάμετρο 150 ε.φ. Ο θερμός και 
πυκνός  πυρήνας  του  (100  Κ,  107‐109  μόρια  /  cm3)  διαμέτρου  2‐3  ε.φ.  θεωρείται  ο  τόπος 
κατάρρευσης  αερίων  νεφών  και  ο  τόπος  γέννησης  πρωτοαστέρων.  Καθώς  οι  νέοι 
αστέρες εξελίσσονται και θερμαίνουν το αέριο που τους περιβάλλει, το μοριακό νέφος 
καταστέφεται  και  μετατρέπεται  σε  μία  περιοχή  ιονισμένου  υδρογόνου  όπως  είναι  το 
νεφέλωμα του Ωρίωνα.  
 
7.8.3 Περιοχές ιονισμένου υδρογόνου (ΗΙΙ) 
 
   Την  πιο  εντυπωσιακή  συνιστώσα  της  μεσοαστρικής  ύλης  αποτελεί  το  αέριο  που 
απομένει μετά τη δημιουργία αστέρων μεγάλης μάζας Ο και Β μέσα στα μοριακά νέφη, 
το  οποίο  ιονίζεται  από  την  υπεριώδη  ακτινοβολία  τους  κι  εκπέμπει  γραμμικό  φάσμα 
εκπομπής  δημιουργώντας  μία  περιοχή  ΗΙΙ  δηλαδή  μία  περιοχή  ιονισμένου  υδρογόνου 
(ΗΙΙ) η οποία περιβάλλεται από ουδέτερο  υδρογόνο  (ΗΙ). Μια από τις χαρακτηριστικές  
περιοχές ΗΙΙ αποτελεί το νεφέλωμα του Ωρίωνα (7.35). Τα υπεριώδη φωτόνια τεσσάρων 
αστέρων  μεγάλης  μάζας  του  νεφελώματος  (αστέρες  Τραπεζίου)  ιονίζουν  το  υδρογόνο 

 
Σχήμα 7.35 
Το νεφέλωμα του Ωρίωνα 

που τους περιβάλλει, θερμαίνοντας τη γύρω περιοχή σε θερμοκρασία περίπου 10 000 Κ. 
Τα υπόλοιπα ιόντα του αερίου διεγείρονται σε υψηλότερες στάθμες λόγω συγκρούσεων 
με  τα  ηλεκτρόνια,  παράγοντας  κατά  την  αποδιέγερσή  τους  τις  χαρακτηριστικές 
γραμμές O+, O++, N+, S+ που παρατηρούνται στο φάσμα του Σχήματος 7.36.  
Καθώς  η  θερμαινόμενη  περιοχή  αυξάνεται  διαχέεται  και  στο  εξωτερικό  μεσοαστρικό 
περιβάλλον  (Σχήμα  7.37).  Η  ανασύνδεση  των  ηλεκτρονίων  του  H  ή  του  He  σε 
υψηλότερες στάθμες καταλήγει μέσα από μία σειρά μεταπτώσεων σε χαμηλότερες 
 
236

Οξυγόνο

Υδρογόνο
Υδρογόνο

Υδρογόνο

Υδρογόνο
Οξυγόνο

Οξυγόνο
Ήλιο

Ήλιο

Ήλιο
Νέον

Θείο
3500Å               4000Å                4500Å                5000Å                5500Å                6000Å                6500Å

Σχήμα 7.36 : Φάσμα εκπομπής περιοχής ιονισμένου υδρογόνου 
 
ενεργειακά  στάθμες  μέχρι  τη  n=2  (Balmer)  παράγοντας  τις  χαρακτηριστικές  γραμμές 
εκπομπής.  Το  νεφέλωμα  του  Ωρίωνα  αποτελεί  μία  φυσαλλίδα  στην  άκρη  ενός  πολύ 
μεγαλύτερου  συμπλέγματος  γιγάντιων  μοριακών  νεφών  το  οποίο  περιέχει  πολλούς 
νεογεννηθέντες αστέρες. 

Περιοχή ΗΙΙ
Κύματα shock

Νέοι αστέρες

Μοριακό νέφος
Υπερκαινοφανής

Σχήμα 7.37: Δημιουργία περιοχής ΗΙΙ.από δράση υπερκαινοφανούς


Στις λαμπρές περιοχές ΗΙΙ εκτός από νέους αστέρες υπάρχουν και υπερκαινοφανείς. Οι 
εκρήξεις  των  υπερκαινοφανών  δημιουργούν  κύματα  shock  στο  μοριακό  νέφος  από  το 
οποίο  δημιουργήθηκαν  που  προκαλούν  τη  συμπίεση  του  νέφους  αυξάνοντας  τη 
δημιουργία  ακόμα  περισσότερων  αστέρων  κι  άρα  το  σχηματισμό  μιας  περιοχής  ΗΙΙ 
όπως φαίνεται στο Σχήμα 7.37. 
 
237

7.8.4 Πλανητικά νεφελώματα 
 
Τα  πλανητικά  νεφελώματα  είναι  νέφη  ιονισμένου  υδρογόνου,  πιο  θερμά  και 
μικρότερων  διαστάσεων  από  τις  ΗΙΙ.  Ανεξάρτητα  από  το  όνομά  τους  (θυμίζουν 
πλανήτες  με  μικρά  τηλεσκόπια),  αντιπροσωπεύουν  μία  σύντομη  φάση  στην  εξέλιξη 
αστέρων  με  σχετικά  μικρές  μάζες  (8‐10  Μ~)  και  αποτελούν  τα  εκτιναχθέντα  κελύφη 
τους γι αυτό και η γύρω τους περιοχή είναι κενή και δεν αποτελείται από πυκνά νέφη 
όπως οι περιοχές ΗΙΙ. Τα πλανητικά νεφελώματα θερμαίνονται αποκλειστικά από τον 
πυρήνα του υπολειπόμενου αστέρα γι αυτό και αποτελούν χαρακτηριστική περίπτωση 
μελέτη  της  αλληλεπίδρασης  της  ακτινοβολίας  με  αραιό  αέριο.  Τα  περισσότερα  έχουν 
συμμετρική  μορφή  και  χαρακτηρίζονται  από  απαγορευμένες  γραμμές  εκπομπής 
οξυγόνου  που  τους  προσδίδουν  πρασινωπό  χρώμα  στο  οπτικό  μέρος  του  φάσματος. 
Μερικά  χαρακτηριστικά  πλανητικά  νεφελώματα  φαίνονται  στις  φωτογραφίες  του 
(HST) στο Σχήμα 7.38. 

 
Σχήμα 7.38: Χαρακτηριστικά πλανητικά νεφελώματα (HST) 
 
 
238

7.8.5 Υπολείμματα Υπερκαινοφανών 
 
Την  πιο βίαιη κι  άρα  και  την  πιο  θερμή 
εκτίναξη  αερίου  στο  μεσοαστρικό  χώρο 
αποτελούν  οι  εκρήξεις 
υπερκαινοφανών.  Στο  Γαλαξία  μας 
υπάρχουν  λεπτά  τοξοειδή  νεφελώματα 
που  αποτελούν  υπολείμματα  των 
αέριων  διαστελλόμενων  κελυφών  που 
κινούνται  με  υπερηχητικές  ταχύτητες 
μακριά  από  έναν  υπερκαινοφανή  που 
εξερράγη.  Ένα  τέτοιο  χαρακτηριστικό 
υπόλειμμα  αποτελεί  ο  Βρόχος  του 
Κύκνου  (Cygnus  Loop).  που  φαίνεται 
στο  σχήμα  7.39  H  υπερηχητική  κίνηση 
του  κελύφους  συνοδεύεται  από  ένα 
κύμα  shock  που  σαρώνει  και  συμπιέζει 
  τη  μεσοαστρική  ύλη  που  βρίσκεται 
Σχήμα 7.39  μπροστά  του  προκαλώντας  τη 
Το υπόλειμμα υπερκαινοφανούς Βρόχος του  θέρμανση  του  αερίου  και  την 
Κύκνου  ακτινοβολία  του.  Λόγω  της  μεγάλης 
  θερμοκρασίας  τους  τα  υπολείμματα 
υπερκαινοφανών  εκπέμπουν  στην  περιοχή  των  ακτίνων  ‐Χ  (Κασσιόπεια  Α)  Το  πιο 
πρόσφατο  παράδειγμα  υπερκαινοφανή  κοντά  στη  Γη  αποτελεί  ο  υπερκαινοφανής  του 
1024  π.Χ  που  το  υπόλειμμά  του  είναι  το  νεφέλωμα  του  Καρκίνου  (Crab  Nebula)  στο 
κέντρο του οποίου υπάρχει ένα ταχέως περιστρεφόμενο pulsar.  
   Παρόλο  που  η  διάδοση  του  κύματος  shock  ξεκινά  με  μία  συμμετρική  έκρηξη,  το 
υπόλειμμα χαρακτηρίζεται στην ύστερη φάση του από δομή και ασυμμετρία λόγω της 
ανομοιόμορφης  πυκνότητα  της  μεσοαστρικής  ύλης.  Το  υπόλειμμα  διαστέλλεται  
ταχύτερα  σε  περιοχές  μικρής  πυκνότητας  ενώ  οι  πυκνές  περιοχές  μεσοαστρικής  ύλης 
που  σαρώνει  ακτινοβολούν  εντονότερα  και  φαίνονται  στο  οπτικό  μέρος  σαν  έντονες 
κηλίδες.  Με  την  πάροδο  του  χρόνου  (εκατομμύρια  έτη)  το  υπόλειμμα  χάνει  τη 
συμμετρία  και  τη  δομή  του  μέχρι  να  διαλυθεί  και  να  συγχωνευτεί  με  το  μεσοαστρικό 
χώρο  .  Με  αυτό  τον  τρόπο  όλα  τα  βαριά  μέταλλα  που  παρήχθησαν  κατά  την  αρχική 
έκρηξη  του  υπερκαινοφανούς  αναμειγνύονται  μέσα  σε  νεοσχηματιζόμενα  μοριακά 
νέφη  αυξάνοντας  την  περιεκτικότητα  σε  βαριά  μέταλλα  των  μελλοντικών  αστέρων  ή 
ηλιακών συστημάτων.  
   Τα  υπολείμματα  υπερκαινοφανών  αποτελούν  την  κύρια  πηγή  ενέργειας  της 
μεσοαστρικής ύλης. Η περιοχή πίσω από το shock είναι πολύ θερμή αλλά αραιή γι αυτό 
και  ψύχεται  αργά  και  η  μορφολογία  της  μαρτυρεί  την  ιστορία  εξέλιξης  του 
υπεκαινοφανούς. Εάν η μεσοαστρική ύλη στην οποία διαδίδεται είναι πυκνή ή ο ρυθμός 
εκρήξεων  των  υπερκαινοφανών  μικρός  τότε  η  μεσοαστρική  ύλη  παίρνει  τη  μορφή 
μεμονωμένων φυσαλλίδων θερμού αερίου. Εάν όμως είναι αραιή ή ο ρυθμός εκρήξεων 
239

μεγάλος  τότε  η  περιοχή  παίρνει  τη  μορφή  αλληλοσυνδεόμενων  φυσαλλίδων  ή 


συνδεόμενων σηράγγων θερμού αερίου. 
 
 
7.8.6 Μεσοαστρική σκόνη 
 
  Περίπου  το  1%  της  μεσοαστρικής 
ύλης  αποτελείται  από 
ακανόνιστους,  μικροσκοπικούς 
κόκκους  σκόνης  (χαρακτηριστικής 
διάστασης  του  μήκους  κύματος  του 
κυανού)  που  αποτελούνται  από 
γραφίτη  και  πυριτικά  υλικά  σε 
κρυσταλλική δομή (π.χ MgSiO3 όπως 
ολιβίνη)  ενώ  στα  μοριακά  νέφη  οι 
κόκκοι  σκόνης  περιβάλλονται  και 
από κελύφη πάγου. Αν και μικροί σε 
διάσταση,  οι  μεσοαστρικοί  κόκκοι 
σκόνης  απορροφούν  την  οπτική 
ακτινοβολία  και  δημιουργούν  τα 
σκοτεινά  νέφη  που  βλέπουμε  προς 
το κέντρο του Γαλαξία όπως είναι το 
νεφέλωμα της Κεφαλής του Αλόγου. 
(Σχήμα  7.40  ).  Επιπλέον  στη  σκόνη 
οφείλεται  η  δημιουργία  των 
νεφελωμάτων  ανάκλασης  όπως 
είναι  το  κυανό  νεφέλωμα  –σε 
Σχήμα 7.40 
αντίθεση  με  μια  ερυθρωπή  περιοχή  Το νεφέλωμα της Κεφαλής του Αλόγου 
ΗΙΙ‐  γύρω  από  τη  περιοχή  του 
σμήνους  των  Πλειάδων  το  οποίο 
δημιουργείται  από  την  σκέδαση  του  κυανού  φωτός  των  θερμών  αστέρων  Β  από  τη 
σκόνη  που  περιβάλλει  το  σμήνος  και  παρεμβάλλεται  στην  ευθεία  οράσεως  (Σχήμα 
7.40).  
   Τα  χαρακτηριστικά  της  μεσοαστρικής  σκόνης  μελετούνται  από  τον  τρόπο  που 
σκεδάζει  το  φως  στο  ορατό  και  υπεριώδες  μέρος  του  φάσματος.  Με  την  απορρόφηση 
του  φωτός,  η  μεσοαστρική  σκόνη  θερμαίνεται  στους  40  Κ  και  επανεκπέμπει  την 
ενέργεια που απορροφά στο υπέρυθρο (50‐ 100 μm) όπως φαίνεται στο Σχήμα 7.41. 
 
240

  αστρικό φως  
 

νέφος
σκόνης
Ανακλώμενο
φως στο κυανό

Ερύθρωση αστρικού
φωτός

Σχήμα 7.41 
Επίδραση της μεσοαστρικής σκόνης, δημιουργία νεφελώματος ανάκλασης των Πλειάδων 
 
 
Η σκόνη προκαλεί στο διερχόμενο αστρικό φως 
• απόσβεση  γιατί  ένα  μέρος  του  φωτός  στο  ορατό  μέρος  απορροφάται  και 
σκεδάζεται με αποτέλεσμα να φαίνεται αμυδρότερο. Κατά μέσο όρο στο επίπεδο 
του γαλαξία, το αστρικό φως φαίνεται αμυδρότερο κατά  1 μέγεθος (2.51 φορές) 
ανά  1  000  pc.  Καθώς  το  μεγαλύτερο  μέρος  της  μεσοαστρικής  σκόνης  βρίσκεται 
στο επίπεδο του Γαλαξία μπορούμε να δούμε μόνο γαλαξίες που είναι «κάτω» ή 
«πάνω» από το Γαλαξία. 
• ερυθρή  χρώση του φωτός που  δεν διέρχεται μέσα  από αυτήν γιατί το μέγεθος 
των  κόκκων  ευνοεί  τη  σκέδαση  του  μήκους  κύματος  στο  κυανό  με  αποτέλεσμα  το 
τελικά το διερχόμενο φως να χάνει την κυανή συνιστώσα του (λόγω σκέδασης) και 

Ατομικές συγκρούσεις
Υπέρυθρη
ακτινοβλία

μm

Πάγος νερού - CO2

Πυρήνας από άνθρακα και


πυριτικά άλατα.

Σχήμα 7.42: Μοντέλο υπέρυθρης εκπομπής από μεσοαστρικό κόκκο σκόνης 
241

να φαίνεται πιο ερυθρό από αυτό που εκπέφθηκε όπως φαίνεται στο Σχήμα 7.41 και 
7. 43. Σε αντίστοιχα φαινόμενα σκέδασης οφείλεται και στη Γη η κυανή  χρώση του 
ουρανού. Από μία απόσταση 3 000 pc μέσα στο δίσκο του Γαλαξία μόνο το 2.5% του 
κυανού φωτός φτάνει στη Γη σε σχέση με το 6% του ερυθρού. Η ικανότητα σκέδασης 
μειώνεται  ανάλογα  με  την  συχνότητα  της  ακτινοβολίας.  Αυτό  σημαίνει  για  να 
δούμε  σε  μεγάλες  αποστάσεις  στο  Γαλαξία,  χρησιμοποιούμε  ραδιοφωνική  ή 
υπέρυθρη ακτινοβολία και όχι υπεριώδη. 
 
 
 
 
 
  αστέρας
 
 
Μεσοαστρικό νέφος
 
 
    
Σχήμα 7.43: Ερυθρή χρώση του μεσοαστρικού φωτός 
 
 
Οι μεσοαστρικοί κόκκοι σκόνης μπορούν να διασπαστούν λόγω της ισχυρής υπεριώδους 
ακτινοβολίας  των  αστέρων  και  λόγω  των  συγκρούσεων  με  υψηλής  ενέργειας 
σωματιδίων  του  αερίου  ή  άλλους  κόκκους.  Γι  αυτό  η  σκόνη  ανιχνεύεται  συνήθως  στο 
εσωτερικό των σκοτεινών νεφελωμάτων όπου υπάρχουν οι ψυχροί και πυκνοί πυρήνες 
των μοριακών νεφών όπου είναι προστατευμένη από καταστροφικούς παράγοντες.  
Προέλευση  της  μεσοαστρικής  σκόνης:  Σύμφωνα  με  τις  επικρατέστερες  θεωρίες  οι 
μεσοαστρικοί κόκκοι έχουν εκτιναχθεί από τους αστέρες. Μία πιθανή πηγή θεωρούνται 
οι ερυθροί γίγαντες στα  τελευταία στάδια της εξέλιξής τους στη φάση των πλανητικών 
νεφελωμάτων  ή  κατά  την  εκπομπή  αστρικού  ανέμου  γιατί  γενικά  οι  αστέρες  στον 
ασυμπτωτικό  κλάδο  των  γιγάντων  του  διαγράμματος  H‐R  εκτινάσσουν  ένα 
τμήμα του κελύφους τους στο μεσοαστρικό χώρο.   
Η  κατανομή  του  Αλουμινίου  –26:  Ένας  σημαντικός  δείκτης  παρουσίας  της 
μεσοαστρικής ύλης είναι η κατανομή του ραδιοϊσοτόπου αλουμίνιο‐26 το οποίο 
ανιχνεύεται  με  δορυφόρους  στην  περιοχή  των  ακτίνων  γ  (οι  ακτίνες  γ 
απορροφώνται  πλήρως  από  την  ατμόσφαιρα).  Η  κατανομή  του  Al‐26  είναι 
σημαντική  1)  γιατί  δημιουργείται  στο  εσωτερικό  των  αστέρων  μεγάλης  μάζας 
και  2)  γιατί  μετατρέπεται  σε  ραδιενεργό  Mg‐26  που  έχει  μικρό  χρόνο  ημίσειας 
ζωής  (περίπου  1  εκατομμύριο  έτη)  και  άρα  η  ανίχνευσή  του    υποδηλώνει  την 
πρόσφατη δημιουργία της. 
 
 
 
242

7.8.7 Κοσμικές ακτίνες 
 
  Πρόκειται για συνεχή ροή σωματιδίων υψηλής ταχύτητας που εισέρχονται στην γήινη 
ατμόσφαιρα. Το μεγαλύτερο μέρος τους αποτελείται από πρωτόνια και πυρήνες  ηλίου 
που  έχουν  επιταχυνθεί  σε  σχετικιστικές  ταχύτητες.  Κατά  τη  σύγκρουσή  τους  με  τα 
άτομα της γήινης ατμόσφαιρας μετατρέπονται σε δευτερογενή σωματίδια που φτάνουν 
ως  τη  γήινη  επιφάνεια  και  ανιχνεύονται  ως  ακτινοβολία  Cerenkov.ή  με  ανιχνευτές 
σπινθηρισμού. Η ισότροπη προέλευσή τους δείχνει ότι αποκλίνουν από την αρχική τους 
διεύθυνση  και  επιταχύνονται  λόγω  του  μαγνητικού  πεδίου  του  Γαλαξία.  Πηγή  των 
μικρής  ενέργειας  κοσμικών  ακτίνων  θεωρείται  η  ‘Ηλιος.  Η  υψηλή  ενέργεια  και 
ταχύτητά  τους  δείχνει  ότι  διαφεύγουν  από  το  βαρυτικό  πεδίο  του  Γαλαξία  και  ο 
μεγάλος  αριθμός  τους  ότι  αναπληρώνονται  με  σταθερό  ρυθμό.  Η  μόνη  πηγή 
παραγωγής  σωματιδίων  υψηλής  ενέργειας  στο  Γαλαξία  είναι  οι  εκρήξεις 
υπερκαινοφανών (Σχήμα 7.39) . 
Τα κύρια χαρακτηριστικά της μεσοαστρικής ύλης συνοψίζονται στον Πίνακα 7.6 
 
Πίνακας 7.6: Κύρια χαρακτηριστικά της μεσοαστρικής ύλης 
Συνολική 
Μάζα νέφους  Πυκνότητα  Θερμοκρασία
  μάζα 
(Μ~)  (cm‐3)  (Κ) 
(Μ~) 
Αέριο ΗΙ  ~5 x 109    0.1 – 10  1 00 – 1 000 
Αέριο Η2  1 ‐ 5 x 109  105 ‐ 106  103 ‐ 105  ~10 
Σκόνη  ~5 x 107      ~40 
Αέριο ΗΙΙ    100 – 1 000  103 – 104  10 000 
243

Παράρτημα Α 
 
Εύρεση αποστάσεων 
Η  πιο  σημαντική  παράμετρος  για  ένα  αστρονομικό  αντικείμενο  είναι  η  απόστασή 
του από τη Γη. Η κατασκευή μιας αύξουσας βαθμίδας αποστάσεων βασίζεται στην 
εύρεση  μιας  διαδοχικής  σειράς  αντικειμένων  γνωστών  αποστάσεων  καθορισμένων 
με ακρίβεια. Θα πρέπει να σημειωθεί ότι αυξανομένης της απόστασης  ελαττώνεται 
και ο βαθμός ακρίβειας της μεθόδου(στα παρακάτω βήματα 1‐7). 
 
1. Αστρονομική μονάδα 

 Τη βάση αυτής της αλυσίδας αποτελεί η κλίμακα των αποστάσεων μέσα στο ηλιακό 
σύστημα που προσδιορίζεται με την εκπομπή ραδιοφωνικών παλμών (radar) και την 
ανάκλασή τους από τους διάφορους πλανήτες του ηλιακού συστήματος (Σχήμα 1) 
 
 
 
 
 
 
 
  Ήλιος
 
 
 
  υπολογιζόμενη Αφροδίτη
απόσταση
 
 
  μετρούμενα μεγέθη
 
  Γη
 
  Σχήμα 1 : :Εύρεση της απόστασης Γης‐Ηλίου (1 ΑU) 
 
 
Με  τη  μέθοδο  αυτή  προσδιορίζεται  με  ακρίβεια  η  απόσταση  Γης‐Ήλιου  που 
ονομάζεται  Αστρονομική  μονάδα,  Α.U  (Astonomical  Unit).  Με  τη  μέθοδο  αυτή 
προσδιορίζονται απόστάσεις έως και 50 AU. 
 
2. Γεωμετρικές μέθοδοι : τριγωνομετρική παράλλαξη 

Η  αστρονομική  μονάδα  αποτελεί  το  «μέτρο»  μέτρησης  των  αποστάσεων  των 


γειτονικών  αστέρων  με  τη  μέθοδο  της  παράλλαξης  (Σχήμα  2).  Η  μέθοδος  της 
παράλλαξης εφαρμόζεται για αστέρες σε απόσταση μέχρι και 300 έτη φωτός από τη 
Γη  λόγω  αδυναμίας  μέτρησης  μικρών  γωνιών  στη  φαινόμενη  μετατόπιση  των 

243
244

αστέρων. Ευτυχώς μέσα σ΄αυτό το χωρικό όριο υπάρχουν εκατοντάδες αστέρες και 
σμήνη αστέρων όπως οι Υάδες και οι Πλειάδες που ο υπολογισμός των αποστάσεων 
τους    με  τη  μέθοδο  της  τριγωνομετρικής  παράλλαξης  ή  με  τη  γεωμετρική  μέθοδο 
του κινούμενου σμήνους ( μέχρι εκατοντάδες pc από τα δεδομένα του δορυφόρου 
 
 
 
 
  μακρινοί αστέρες

 
 
 
 
κοντινός αστέρας
 
 
 
 
 
 
 
  ΗΛΙΟΣ
ΓΗ ΓΗ
 
 
 
  Σχήμα 2 : Υπολογισμός της απόστασης D ενός αστέρα με μέτρηση της παράλλαξης θ
 
 
Ίππαρχος)  μπορεί  να  αποτελέσουν  τους  επόμενους  δείκτες  για  την  εύρεση 
μεγαλύτερων  αποστάσεων.  Εάν  η    παράλλαξη  ενός  αστέρα  είναι  θ”  τότε  η 
απόστασή του είναι D=(1/ θ”) σε pc. (Αναλυτικά στο Κεφάλαιο 7.1) 
 
3. Δευτερογενείς Δείκτες απόστασης: 
 
 3.1  Φασματοσκοπικές  παραλλάξεις  και  μέθοδος  ταυτίσεως 
κυρίων ακολουθιών 
 
Αυτοί  οι  δείκτες  εξαρτώνται  από  τις  στατιστικές  μετρήσεις  των  ιδιοτήτων  των 
αστέρων  μιας  συγκεκριμένης  τάξης.  Οι  διάφοροι  τύποι  αστέρων  χαρακτηρίζονται 
από διαφορετική σχέση μεταξύ της φωτεινότητας και της θερμοκρασίας (χρώματος) 
τους που καθορίζεται από το διάγραμμα HR (διάγραμμα φωτεινότητας σε σχέση με 
την θερμοκρασία) (Σχήμα 7.8). Με τη μελέτη του φάσματος ενός αστέρα μπορεί να 
προσδιοριστεί  η  φασματική  του  τάξη  δηλαδή  η  θερμοκρασία  του  αλλά  και  η  τάξη 
φωτεινότητάς του, άρα η θέση του στο διάγραμμα HR, δηλαδή το απόλυτο μέγεθός 
του.  Μετρώντας  το  φαινόμενο  μέγεθος  του  αστέρα  και  συγκρίνοντάς  το  με  το 

244
245

απόλυτο  μπορεί  να  υπολογιστεί  η  απόστασή  του.  Επειδή  αυτή  η  μέθοδος 


χρησιμοποιεί το φάσμα του αστέρα φασματοσκοπική παράλλαξη. 
   Κατά τον ίδιο τρόπο χρησιμοποιείται η κυρία ακολουθία ενός ολόκληρου σμήνους. 
Με την υπόθεση ότι όλα τα σμήνη χαρακτηρίζονται από την ίδια κλίση της κύριας 
ακολουθίας  (οι  αστέρες  ίδιας  θερμοκρασίας  έχουν  την  ίδια  φωτεινότητα), 
κατασκευάζεται η κυρία ακολουθία του σμήνους άγνωστης απόστασης ‐φαινόμενο 
μέγεθος ως προς  θερμοκρασία‐  και μετατοπίζεται ώστε να ταυτιστεί με την κύρια 
ακολουθία  του  σμήνους  γνωστής  απόστασης‐απόλυτο  μέγεθος  ως  προς 
θερμοκρασία.  Από  την  κάθετη  μετατόπιση  (διαφορά  φαινόμενου  και  απόλυτου 
μεγέθους)  προσδιορίζεται  η  απόσταση  του  άγνωστου  σμήνους.  Με  αυτές  τις 
μεθόδους υπολογίζονται αποστάσεις έως και 50 kpc 
 
3.2  Σχέση περιόδου –λαμπρότητας μεταβλητών αστέρων 
 
Με  τη  μέθοδο  ταυτίσεως  κυρίων  ακολουθιών  προσδιορίζονται  οι  αποστάσεις 
κοντινών  σμηνών  που  περιέχουν  μεταβλητούς  αστερες  Κηφείδες  (ή/και  RR  Lyrae). 
Ένας  μεταβλητός  αστέρας  χαρακτηρίζεται  από  μεταβολή  της  λαμπρότητάς  του  με 
το χρόνο που φαίνεται με την κατασκευή της καμπύλης φωτός δηλαδή της γραφικής 
παράστασης της λαμπρότητάς του σε σχέση με το χρόνο (Σχήμα 3) 
 
 
περίοδος
 
 
λαμπρότητα

 
 
 
 
 
  χρόνος (ημέρες)
  Σχήμα 3: Καμπύλη φωτός περιοδικά μεταβλητού αστέρα
 
 
 Μια  ιδιαίτερη  κατηγορία  περιοδικών  μεταβλητών  αστέρων,οι  Κηφείδες 
χαρακτηρίζονται από μία συγκεκριμένη σχέση περιόδου‐λαμπρότητας (Σχήμα 4) κι 
άρα  με  βάση  την  κατασκευή  της  καμπύλη  φωτός  Κηφείδων  αστέρων  άλλων 
γαλαξιών, μπορούμε να προσδιορίσουμε την απόστασή τους (μέτρηση της περιόδου 
από  την  καμπύλη  φωτός,  εύρεση  του  απολύτου  μεγέθους  από  τη  σχέση  περιόδου‐
λαμπρότητας,  υπολογισμός  απόστασης  με  βάση  το  φαινόμενο  μέγεθός  του  βλ. 
Παράδειγμα  2).  Με  αυτή  τη  μέθοδο  προσδιορίζονται  αποστάσεις  έως  και  4  Mpc  (40 
Mpc με το HST). 
 

245
246

Κηφείδες
τύπου Ι

L (L~)

Κηφείδες
τύπου ΙΙ

RR Lyrae

περίοδος (ημέρες)

Σχήμα 4: Σχέση περιόδου‐λαμπρότητας μεταβλητών αστέρων 

 
 
3.3.  Φωτεινότητα  γαλαξία  σε  σχέση  με  ένα  άλλο  λαμπρό 
χαρακτηριστικό 
 
   Η χρήση των μεταβλητών Κηφείδων περιορίζεται μέσα στο χώρο που καθορίζεται 
από  το  γαλαξιακό  υπερσμήνος  της  Παρθένου,  στο  άκρο  του  οποίου  βρίσκεται  το 
Τοπικό γαλαξιακό σμήνος στο οποίο ανήκει ο δικός μας Γαλαξίας 
Με βάση την απόσταση κοντινών γαλαξιών από την προηγούμενη μέθοδο (εύρεση 
κηφειδών)  και  την  παρατήρηση  του  γεωμετρικού  μεγέθους  περιοχών  HII  (σε 
σπειροειδείς  ή  ανώμαλους  γαλαξίες)  μπορούμε  να  βαθμολογήσουμε  τη  σχέση 
μεταξύ  μεγέθους  ΗΙΙ‐γαλαξιακής  φωτεινότητας  και  να  τη  χρησιμοποιήσουμε  για 
τον  υπολογισμό  της  απόστασης  πιο  απομακρυσμένων  γαλαξιών.  Ή  μπορούμε  να 
βαθμολογήσουμε  τη  σχέση  μεταξύ  του  παρατηρούμενου  πλάτους  της  γραμμής 
εκπομής  του  ουδέτερου  υδρογόνου  στα  21  cm  σε  σχέση  με  τη  γαλαξιακή 
φωτεινότητα.  Η  εκπομπή  της  γραμμής  στα  21  cm  οφείλεται  στην  περιστροφή  του 
γαλαξία. Η γραφική παράσταση του πλάτους της γραμμής εκπομπής του ουδετέρου 
υδρογόνου  στα  21  cm  σε  σχέση  με  τη  φωτεινότητα  του  γαλαξία  ονομάζεται  σχέση  
Tully‐Fisher.  
4
[Φωτεινότητα στο υπέρυθρο (L~)] = 220 x  Vπερ (km/sec) 
Η  ενδογενής  σχέση  φωτεινότητας  και  μάζας  ενός  γαλαξία  οφείλεται  στο  κύριο 
συστατικό τους, τους αστέρες (που είναι υπεύθυνοι για τη μάζα του γαλαξία και τη 
φωτεινότητα  του  και  στην  μάζα  με  τη  μορφή  αερίων  νεφών,  σκόνης  και  σκοτεινής 
ύλης  που  περιέχει.  (Για  τους  ελλειπτικούς  γαλαξίες  η  σχέση  μεταξύ  της 
φωτεινότητάς τους και της παρατηρούμενης ταχύτητας προσδιορίζεται από το νόμο 
Faber‐Jackson).  
 

246
247

3.4  Φωτεινότητα ή Μέγεθος Λαμπρού Χαρακτηριστικού 
 
Με βάση την απόσταση κοντινών γαλαξιών από την προηγούμενη μέθοδο (εύρεση 
κηφειδών) υπολογίζεται η φωτεινότητα πολλών λαμπρών αστρικών αντικειμένων  
• η  μέγιστη  φωτεινότητα  των  υπερκαινοφανών  τύπου  Ι  σε  κάθε  άλλο  τύπο 
γαλαξία 
•  η φωτεινότητα των σφαιρωτών σμηνών στους ελλειπτικούς γαλαξίες  
• η  φωτεινότητα  των  κυανών  ή  ερυθρών  υπεργιγάντων  στους  σπειροειδείς  ή 
ανώμαλους γαλαξίες  
•  η φωτεινότητα των πλανητικών νεφελωμάτων σε κάθε τύπο γαλαξία. 
Ανάλογα  με  τη  μέθοδο  που  χρησιμοποιείται  η  μέτρηση  των  αποστάσεων 
επεκτείνεται από 50 έως και 150 Mpc. 
 
3.5. Φωτεινότητα γαλαξία και νόμος αντιστρόφου τετραγώνου 
 
Το φαινόμενου μέγεθος ενός γαλαξία και η παρατήρηση του λαμπρότερου μέσα σε 
ένα σμήνος μπορεί να χρησιμοποιηθεί  για τον προσδιορισμό αποστάσεων  100άδων 
Mpc και 1000 Mpc αντίστοιχα. 
 
3.6. Nόμος του Hubble 
 
Πέρα  από  τις  αποστάσεις  του  βήματος  3.5  χρησιμοποιείται  ο  νόμος  του  Hubble  ο 
οποίος  είναι  ένας  εμπειρικός  νόμος  που  συνδέει  την  ταχύτητα  με  την  οποία 
απομακρύνεται ένας γαλαξίας με την απόστασή του  
[ταχύτητα]= Ho x [απόσταση]. 
Ο  νόμος  του  Hubble  μπορεί  να  βαθμολογηθεί  χρησιμοποιώντας  τις  μεθόδους  (3.1‐
3.4)  για  τους  κοντινούς  γαλαξίες  και  την  5  για  τους  πιο  απομακρυσμένους  (  Η 
μέτρηση της ταχύτητας του γαλαξία με βάση τη μετατόπιση στο ερυθρό μέρος είναι 
απλούστερη  από  τη  μέτρηση  της  απόστασης).  Αυτή  η  βαθμολόγηση  οδηγεί  σε 
αποστάσεις γαλαξιών μέχρι και 500 Mpc 
Mε το νόμο του Hubble προσδιορίζονται οι αποστάσεις όλων των απομακρυσμένων 
γαλαξιών και άρα η ευρύτερη γεωμετρία του σύμπαντος η οποία καθορίζει και την 
εξέλιξή του (9.10). 
   Το βήμα 3.2 είναι καθοριστικό στην επέκταση της κλίμακας των αποστάσεων. Με 
την  εύρεση  Κηφειδών  με  το  HST  και  τη  σχέση  περιόδου  λαμπρότητας 
προσδιορίστηκαν  αποστάσεις  10  φορές  μακρύτερ  από  τη  χρήση  της  μεθόδου  με 
επίγεια  τηλεσκόπια.  Έτσι  η  σταθερά  του  Hubble  από  50  –100    km/s/Mpc 
προσδιορίστηκε  με  βάση  την  εύρεση  Κηφειδών  σε  μακρύτερες  αποστάσεις  περίπου 
σε  72  km/s/Mpc.  Επειδή  το  αντίστροφο  της  σταθεράς  προσδιορίζει  την  ηλικία  του 
σύμπαντος,  σύμφωνα  με  τα  επικρατέστερα  μοντέλα  μεταβολής  του  ρυθμού 
διαστολής,  υπολογίζεται  σε  13.7  δισεκατομμύρια  έτη.  και  συμφωνεί  με  την  ηλικία 
που εξάγεται με βάση τους γηραιότερους αστέρες  (στα σφαιρωτά σμήνη) των 12‐13 
δισεκατομμυρίων ετών.  
 
 

247
248

Παραδείγματα 
 
1. Aπό  το  φάσμα  ενός  γαλαξία  μετράμε  την  ακτινική  του  ταχύτητα  σε  5000 
Km/s , ποια είναι η απόστασή του;  
       Απάντηση: Χρησιμοποιώντας το νόμο του Hubble με H = 72 km/s/Mpc 
               υ= Η d 
υ 5000km / s
   d = = = 69.5Mpc  δηλαδή 69.5 εκατομμύρια pc 
Η 72km / s / Mpc
2. Ένας κηφείδης μεταβλητός αστέρας στο σμήνος της Παρθένου έχει απόλυτο 
μέγεθος  ‐5  και  φαινόμενο  μέγεθος  26.3.  Πόσο  μακριά  είναι  το  σμήνος  της 
Παρθένου; 
Απάντηση:  Χρησιμοποιώντας  τη  σχέση  μεγέθους‐απόστασης  (μέτρο   
απόστασης , 7.1.4)         m=M+5logr προκύπτει 
 
r( pc) = 10(
m − M + 5) / 5
= 10(
26.3−( −5 ) + 5) / 5
= 1036.3 / 5 = 1.8x107 pc  
Άρα η απόσταση του σμήνους της Παρθένου είναι 18 x 106pc ή 18 Μpc 

248
249

ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ B

ΠΙΝΑΚΑΣ

Σύμβολο Περιγραφή Τιμή


c Ταχύτητα του φωτός 3.00 x 108 m sec-1
h Σταθερά του Planck 6.63 x 10-34 J sec
k Σταθερά του Boltzmann 1.38 x 10-23 J K-1
G Σταθερά της παγκόσμιας 6.67 x 10-11 N m2 kgr-2
έλξης
R 8.31 J K-1 mol-1
NA Αριθμός Avogadro 6.02 x 1023 mol-1
σ Σταθερά Stefan 6.67 x 10-8 W m-2 K-4
e Στοχειώδες ηλεκτρικό 1.60 x 10-19C
φορτίο
mp Μάζα πρωτονίου 1.672649 x 10-27 kgr
mn Μάζα νετρονίου 1.674954 x 10-27 kgr
me Μάζα ηλεκτρονίου 9.11 x 10-31 kgr
(ή 0.511MeV/ c2)
mH Μάζα του ατόμου του 1.67 x 10-27 kgr
υδρογόνου
MΓ Μάζα Γης 5.98 x 1024 kgr
ρΓ Πυκνότητα Γης ≅ 5.5 gr/cm3
Μ~ Μάζα Ηλίου 1.99 x 1030 kgr
ρ~ Πυκνότητα Ηλίου ≅ 1.4 gr/cm3
R~ Ακτίνα Ηλίου 6.96 x 108 m
R~/RΓ Ακτίνα Ηλίου/ Ακτίνα Γης ≅ 100
L~ Φωτεινότητα Ηλίου 3.83 x 1026 W(Joule/sec)
3.83 x 1026 erg/sec
T~ Ενεργός θερμοκρασία 5 770 K
Ηλίου
Μ~/ MΓ Μάζα Ηλίου/ Μάζα Γης ≅ 300 000
MΓ /MΣ Μάζα Γης/ Μάζα Σελήνης ≅ 100
Μ~/ΜΔ Μάζα Ηλίου/ Μάζα Δία ≅ 1 000
ΜΔ/ΜΓ Μάζα Δία/ Μάζα Γης ≅ 300
Ηλικία του Γαλαξία ≅ 1.2 x 1010 έτη
Ηλικία του Σύμπαντος ≅ 1.5 x 1010 έτη
Ηλικία του Ηλίου και του ≅ 4.6 x 109 έτη
ηλιακού συστήματος
Διάμετρος Γαλαξία ≅ 3 x 104 pc
Αριθμός αστέρων στον ≅ 1011
Γαλαξία
Αριθμός γνωστών ≅ 1011
γαλαξιών
Τροχιά του Ποσειδώνα, 30.1 AU
μεγάλος ημιάξονας
ΑU Αστρονομική μονάδα 1.5 x 1011 m
250

ε.φ Έτος φωτός 9.46 x 1015 m


pc parsec 3.09 x 1016 m

Χρήσιμες μετατροπές
1 electronvolt (eV) =1.602 x 10-19 joules (J)
1 έτος= 3.156 x 10 7 sec
1 μοίρα= (π/180) ακτίνια (rad) = 60΄= 3 600˝
1 ακτίνιο (rad)= (180/π) μοίρες= 206 265˝

Mονάδα m AU ε.φ pc
1 m= 1 6.68 x 10-12 1.06 x 10-16 3.24 x 10-17
1 AU= 1.5 x 1011 1 1.58 x 10-5 4.85 x 10-6
15
1 ε.φ= 9.46 x 10 6.32 x 104 1 0.307
1pc= 3.09 x 1016 2.06 x 105 3.26 1
19
1 kpc= 3.09 x 10 2.06 x 108 3.36 x 103 103
1Mpc= 3.09 x 1022 2.06 x 1011 3.36 x 106 106

ΠΙΝΑΚΑΣ Ι
ΚΟΣΜΙΚΗ ΚΛΙΜΑΚΑ ΑΠΟΣΤΑΣΕΩΝ ΚΑΙ ΔΙΑΣΤΑΣΕΩΝ

ΑΝΤΙΚΕΙΜΕΝΟ ΤΑΞΗ ΜΕΓΕΘΟΥΣ ΣΧΟΛΙΑ


Α. Α Π Ο Σ Τ Α Σ Ε Ι Σ
Σελήνη 3 × 1010 cm (1)
΄Ηλιος 1.5 × 1013 cm (2)
Εγγύτατος του Κενταύρου 4 × 1018 cm (3)
Σείριος 9 × 1018 cm
Μέση απόσταση μεταξύ των 1019 cm (4)
αστέρων του Γαλαξία μας
Νεφέλωμα του Ωρίωνα 2 × 1021 cm (5)
Απόσταση ΄Ηλιου από το 3 × 1022 cm (6)
Κέντρο του Γαλαξία
Νέφη του Μαγγελάνου 2 × 1023 cm (7)
Ανδρομέδα (γαλαξίας Μ31) 2 × 1024 cm (8)
Μέση απόσταση γαλαξιών 5 × 1024 cm (9)
Μεγίστη απόσταση μέχρι της 1028 cm (10)
οποίας έχουμε κάνει
παρατηρήσεις στο Σύμπαν
Β. Δ Ι Α Σ Τ Α Σ Ε Ι Σ
Στοιχειώδη σωμάτια 10-15 cm
Ηλεκτρόνιο (διάμετρος) 10-13 cm
Πυρήνας (διάμετρος) 10-13 - 10-12 cm
΄Ατομο υδρογόνου (διάμετρος) 10-8 cm
Τυπικό μόριο 4 × 10-8 cm
Μεσοαστρικοί κόκκοι 5 × 10-5 cm (11)
΄Ανθρωπος 102 cm
251

Σελήνη (διάμετρος) 3 × 108 cm


Γη (διάμετρος) 109 cm (12)
Δίας (διάμετρος) 1010 cm
΄Ηλιος (διάμετρος) 1011 cm
Κομήτης 1012 cm
Πλανητικό Σύστημα 1015 cm (13)
(διάμετρος)
Νεφέλωμα του Ωρίωνα 1018 cm (14)
(διάμετρος)
Ανοικτά Σμήνη 1019 cm (42)
Σφαιρωτά Σμήνη (διάμετρος) 1019 cm (44)
Ομάδες αστέρων 1019 - 1020 cm (46)
Γαλαξίας (διάμετρος) 1023 cm (15)
Γνωστό Σύμπαν (διάμετρος) 2 × 1028 cm (16)

Π Ι Ν Α Κ Α Σ ΙΙ
ΚΟΣΜΙΚΗ ΚΛΙΜΑΚΑ ΜΑΖΩΝ (Μ)

ΑΝΤΙΚΕΙΜΕΝΟ ΤΑΞΗ ΜΕΓΕΘΟΥΣ ΣΧΟΛΙΑ


Ηλεκτρόνιο (e) 10-27 g
΄Ατομο υδρογόνου (Η) 2 × 10-24 g
Κομήτης του Halley 1018 g
Σελήνη 7 × 1025 g (18)
Γη 6 × 1027 g (18), (20)
Δίας 2 × 1030 g (18), (19), (20)
΄Ηλιος 2 × 1033 g (20), (21)
Νεφέλωμα του Ωρίωνα 1034 g
Αστέρες 1031 - 1035 g (22)
Ομάδες αστέρων 1034 - 1035 g (47)
Ανοικτά σμήνη 1035 - 1036 g (43)
Σφαιρωτά σμήνη 1037 - 1038 g (45)
Μεσοαστρικό αέριο 1042 g (23)
Γαλαξίας 1044 g (24)
Γνωστό Σύμπαν 1053 - 1055 g (25)

Π Ι Ν Α Κ Α Σ ΙΙΙ
ΚΟΣΜΙΚΗ ΚΛΙΜΑΚΑ ΠΥΚΝΟΤΗΤΩΝ (ρ)

ΑΝΤΙΚΕΙΜΕΝΟ ΤΑΞΗ ΜΕΓΕΘΟΥΣ ΣΧΟΛΙΑ


Σύμπαν 10-30 - 10-27 g/cm3 (26)
Γαλαξίας 2 × 10-24 g/cm3 (27)
Μεσοαστρική ΄Υλη 2 × 10-24 g/cm3 (28)
Κομήτης του Halley 10-10 g/cm3 (38)
Κηφείδες (μεταβλητοί αστέρες) 10-6 g /cm3
Γήϊνη ατμόσφαιρα 10-4 g /cm3 (29)
RR Lyrae 10-2 g /cm3
252

Κρόνος 0.7 g /cm3


Νερό 1 g /cm3
Δίας 1.3 g /cm3
΄Ηλιος 1.4 g /cm3
Σελήνη 3.3 g /cm3
Γη 5.5 g /cm3
Λευκοί Νάνοι 106 - 108 g/cm3
Αστέρες Νετρονίων 3 × 1014 g /cm3
Μελανές Οπές > 1016 g /cm3

Π Ι Ν Α Κ Α Σ ΙV
ΚΟΣΜΙΚΗ ΧΡΟΝΙΚΗ ΚΛΙΜΑΚΑ

ΑΝΤΙΚΕΙΜΕΝΟ ΔΗΜΙΟΥΡΓΙΑ ή ΣΧΟΛΙΑ


ΕΜΦΑΝΙΣΗ ΠΡΙΝ ΑΠΟ
Σύμπαν 1010 - 2 × 1010 έτη (30)
Γαλαξίας 1010 έτη
΄Ηλιος 5 × 109 έτη (31)
Γη 4.5 × 109 έτη
Απολιθώματα τριλοβιτών 6 × 108 έτη
Δεινόσαυροι 1.5 × 108 έτη
΄Ανθρωπος 3 × 106 έτη
Πολιτισμός 6 × 103 έτη (32)

ΠΙΝΑΚΑΣ V
ΚΟΣΜΙΚΗ ΚΛΙΜΑΚΑ ΙΣΧΥΩΝ
ΑΝΤΙΚΕΙΜΕΝΟ ΙΣΧΥΣ ΣΧΟΛΙΑ
Ψύλλος (πήδημα) 1 erg/sec
Λυχνία 100 W 109 erg/sec
΄Ηλιος 4 × 1033 erg/sec (33)
Καινοφανείς/υπερκαινοφανείς 1038 erg/sec
Πυρήνας Γαλαξία 1041 erg/sec
Ενεργοί Γαλαξίες 1045 erg/sec
Quasars 1046 - 1049 erg/sec

Π Ι Ν Α Κ Α Σ VI
253

ΚΟΣΜΙΚΗ ΚΛΙΜΑΚΑ ΘΕΡΜΟΚΡΑΣΙΩΝ

ΑΝΤΙΚΕΙΜΕΝΟ ΘΕΡΜΟΚΡΑΣΙΑ ΣΧΟΛΙΑ


Σύμπαν, 1 sec μετά τη 1.5 × 1010 Κ (34)
δημιουργία του
Κέντρο αστέρων 107 - 109 Κ
Κέντρο Ηλίου 107 Κ
Ηλιακό Στέμμα 10 - 106 Κ
5

Quasars 105 - 106 Κ


Περιοχές ΗΙΙ 104 Κ (35)
Επιφάνεια αστέρων 103 - 5 × 104 Κ
Επιφάνεια Ηλίου 6 × 103 Κ
Ουδέτερα/Μοριακά Νέφη 10 - 102 Κ
Κατάλοιπο ακτινοβολίας από 3Κ
την αρχική έκρηξη του
Σύμπαντος

Π Ι Ν Α Κ Α Σ VIΙ
ΚΟΣΜΙΚΗ ΚΛΙΜΑΚΑ ΜΑΓΝΗΤΙΚΩΝ ΠΕΔΙΩΝ

ΑΝΤΙΚΕΙΜΕΝΟ ΜΑΓΝΗΤΙΚΟ ΣΧΟΛΙΑ


ΠΕΔΙΟ
Γαλαξίας 10-6 Gauss (36)
Ουδέτερα Νέφη (ΗΙ) 10-6 - 10-5 Gauss
Υπολείμματα Υπερκαινοφανών 10-4 Gauss
Γη 0.5 Gauss
΄Ηλιος 5 Gauss
Ηλιακές κηλίδες 10 - 103 Gauss
2
(37)
Μαγνητικοί αστέρες 104 - 105 Gauss
Αστέρες νετρονίων 1012 Gauss

Π Ι Ν Α Κ Α Σ VIII
ΚΟΣΜΙΚΗ ΚΛΙΜΑΚΑ ΤΑΧΥΤΗΤΩΝ

ΑΝΤΙΚΕΙΜΕΝΟ ΤΑΧΥΤΗΤΑ ΣΧΟΛΙΑ


Α. ΑΚΤΙΝΙΚΕΣ ΤΑΧΥΤΗΤΕΣ ΩΣ ΠΡΟΣ ΤΟΝ ΗΛΙΟ
Μεσοαστρικά Νέφη 8 - 10 Km/sec
Τυπικοί αστέρες 10 - 25 Km/sec
Αστέρες μεγάλης ταχύτητας 100 Km/sec
Γαλαξίες κοντά στον δικό μας 100 Km/sec
Σφαιρωτά Σμήνη 120 - 180 Km/sec
Αέριο κέλυφος καινοφανούς 1.000 Km/sec
Αέριο κέλυφος 3.000 - 7.000 Km/sec
254

υπερκαινοφανούς
Πηγή Κύκνος Α (ραδιογαλαξίας) 16.000 Km/sec
Πηγή 3C-295 (ραδιογαλαξίας) 138.000 Km/sec (39)
Φως 300.000 Km/sec
Β. ΓΡΑΜΜΙΚΕΣ ΤΑΧΥΤΗΤΕΣ ΠΕΡΙΦΟΡΑΣ
΄Ηλιος (ως προς το κέντρο του 250 Km/sec (40)
Γαλαξία)
Γη (ως προς τον ΄Ηλιο) 30 Km/sec
Γ. ΤΑΧΥΤΗΤΕΣ ΠΕΡΙΣΤΡΟΦΗΣ ΠΕΡΙ ΑΞΟΝΑ
(ΣΤΟΝ ΙΣΗΜΕΡΙΝΟ)
Γη 0.5 Kem/sec
΄Ηλιος 2 Kem/sec (41)
Αστέρες Ο 190 - 500 Km/sec (41)
Αστέρες Α 160 Km/sec (41)
Αστέρες F 29 - 95 Km/sec (41)
Αστέρες G < 12 Km/sec (41)

Σχόλια στους Πίνακες Ι, ΙΙ, ΙΙΙ, IV, V, VI, VII και VIII

(1) 60 περίπου φορές μεγαλύτερη από την ακτίνα της γης (6500 Km).
(2) η απόσταση Της - ΄Ηλιου είναι εξ ορισμού 1 AU (1 Astronomical Unit).
(3) ο εγγύτατος του Κενταύρου ή Proxima Centauri είναι ο κοντινότερος αστέρας μετά
τον ΄Ηλιο. η απόστασή του σε άλλες μονάδες είναι 4.3 ε.φ. ή 1..3 pc.
(4) δεν ισχύει κοντά στο κέντρο του Γαλαξία όπου είναι μικρότερη; η απόσταση που
αναφέρεται είναι 108 φορές η διάμετρος ενός τυπικού αστέρα (1011cm).
(5) το κοντινότερο νεφέλωμα. η απόστασή του σε άλλες μονάδες είναι 1650 ε.φ. ή 500
pc.
(6) 30.000 ε.φ. ή 110 Kpc
(7) 200.000 ε.φ. ή 60 Kpc από το κέντρο του Γαλαξία μας. Τα νέφη του Μαγγελάνου
(δύο τον αριθμό) είναι οι κοντινότεροι γαλαξίες.
(8) 2 × 106 ε.φ. (2 εκατομμύρια ε.φ.)
(9) μερικές δεκάδες φορές μεγαλύτερη από τη διάμετρο ενός τυπικού γαλαξία σαν το
δικό μας (1023 cm)
(10) 1010 ε.φ. (10.000 εκατομμύρια ε.φ.) ή 3 × 109 pc (3.000 εκατομμύρια p.c.)
(11) από 10-4 έως 10-5 cm της ίδιας δηλαδή τάξεως με το μήκος κύματος της ορατής
ακτινοβολίας
(12) 13.000 Km
(13) ~ 100 AU
(14) ~ 1pc ή 3.5 ε.φ.
(15) 30 Kpc ή 100.000 ε.φ. Το πάχος του πυρήνα (μέγιστο πάχος του δίσκου) είναι
περίπου 500 pc δηλαδή ~ 1.5 × 1021 cm
(16) 2 × 1010 ε.φ. ή 2 × 109 pc
(17) 9 ε.φ. ή 3 pc
M Γης
(18) = 81
M Σεληνης
255

M Δια
(19) = 381
M Γηςς
M Ηλιου M Ηλιου
(20) = ≈ 332700 ≈ 3.3 × 105 , = ≈ 1000
M Γης M Δια
(21) H μάζα του ΄Ηλιου (1 M~) ισούται με τα 99.87% της μάζας του Ηλιακού
Συστήματος
(22) τυπική περιοχή μαζών για την πλειονότητα των αστέρων
(23) στον Γαλαξία
(24) ο Γαλαξίας (και κάθε γαλαξίας) περιέχει 1011 αστέρες και άρα κατά μέσον όρο
1011Μ~ ≈ 1044 g
(25) Το γνωστό μέχρι τώρα Σύμπαν περιέχει τουλάχιστον 109 γαλαξίες (και πιθανώς
1011). ως εκ τούτου η μάζα του είναι τουλάχιστον 109 × 1011 Μ~ ≈ 1053 g (και ίσως
1011 × 1011 Μ~ ≈ 1055 g)
(26) περιοχή πυκνότητας της ορατής ύλης του Σύμπαντος
(27) πυκνότητα σε απόσταση 10 Kpc από το κέντρο του Γαλαξία
(28) μεσοαστρική ύλη στον Γαλαξία. ακριβέστερη τιμή 1.7 × 10-24 g//cm3
(29) στην επιφάνεια της Γης
(30) 10 έως 20 δισεκατομμύρια έτη
(31) 5 δισεκατομμύρια έτη
6 × 103
(32) η πολιτισμένη δηλαδή περίοδο του ανθρώπου εκπροσωπεί τα ≈ 2 ‰ του
3 × 106
χρόνου που υπάρχει στον πλανήτη
(33) ισχύς ακτινοβολίας του ΄Ηλιου που λαμβάνεται σαν μονάδα μετρήσεως της
φωτεινότητας των αστέρων (1 L~)
(34) θερμοκρασία της ακτινοβολίας που εκλύθηκε κατά την αρχική εκτόνωση σύμφωνα
με τη θεωρία της Μεγάλης Εκρήξεως (Big Bang)
(35) Διάχυτα νεφελώματα όπως π.χ. το Νεφέλωμα του Ωρίωνα, πλανητικά νεφελώματα
και υπολείμματα υπερκαινοφανών
(36) 1 × 10-6 - 3 × 10-6 Gauss
(37) από 102 έως 4 × 103 Gauss
(38) πυκνότητα της κόμης. η πυκνότητα της ουράς είναι ≈ 10-20 g/cm3
(39) ταχύτητα που υπολογίζεται με βάση το φαινόμενο Doppler από την μετατόπιση των
φασματικών γραμμών προς το ερυθρό μέρος του φάσματος. Μια τέτοια ερμηνεία
συναντά δυσκολίες για γαλαξίες και αντικείμενα που χαρακτηρίζονται από μεγάλη
μετατόπιση στο ερυθρό ⎛⎜ z = ⎞
Δλ
. ⎟ και είναι πιθανότατα εσφαλμένη. Γι΄ αυτό
f 01
⎝ λ ⎠
ταχύτητες > 300000 Km/sec (z = 0.1) που βρίσκονται με την μέθοδο που
προαναφέραμε πρέπει να αντιμετωπίζονται με επιφύλαξη.
(40) Η περίοδος περιφοράς του ΄Ηλιου γύρω από το κέντρο του Γαλαξία είναι 2 × 108
έτη. Δεδομένου ότι η ηλικία του είναι ≈ 2 × 109 έτη, ο αριθμός των περιφορών του
΄Ηλιου γύρω από το κέντρο του Γαλαξία από τη στιγμή που δημιουργήθηκε μέχρι
5 × 109
σήμερα είναι = 25 . Η ηλικία του δηλαδή είναι 25 Γαλαξιακών ετών.
2 × 108
(41) αστέρες της κυρίας ακολουθίας
(42) ~ 10 pc
(43) κάθε ανοικτό σμήνος περιέχει 50 - 1000 αστέρες και άρα η μάζα τους κυμαίνεται
μεταξύ 50 και 103 Μ~
256

(44) από 50 έως 100 pc


(45) κάθε σφαιρωτό σμήνος περιέχει 104 έως 1055 αστέρες και άρα η μάζα τους
κυμαίνεται στην περιοχή των 104 έως 105 Μ~
(46) από 30 έως 200 pc
(47) κάθε μία από τις ομάδες αστέρων περιέχει από 10 - 100 αστέρες και άρα η μάζα τους
κυμαίνεται από 10 έως 102 Μ~

You might also like