Professional Documents
Culture Documents
Ana María Matute-Το Ξερό Κλαρί
Ana María Matute-Το Ξερό Κλαρί
html
Ίσα που είχε κλείσει τα έξη κι ακόμα δεν την έπαιρναν στο χωράφι. Ήταν ο καιρός της
συγκομιδής, κι έκανε πολύ ζέστη, καύσωνα, πάνω στα μονοπάτια. Την άφηναν στο σπίτι,
κλειδωμένη και της έλεγαν:
- Να είσαι φρόνιμη, μην κάνεις φασαρία,, αν κάτι συμβεί, βγες στο παράθυρο και
φώναξε την δόνα Κλημεντίνη.
Εκείνη έλεγε, ναι, με το κεφάλι. Αλλά ποτέ δεν της συνέβη κάτι και περνούσε την μέρα
καθισμένη πλάι στο παράθυρο, παίζοντας με την «Πίπα».
Η δόνα Κλημεντίνη την έβλεπε από το κηπάκι. Τα σπίτια τους ήταν κολλητά το ένα με το
άλλο, παρόλο που της δόνα Κλημεντίνης ήταν πολύ πιο μεγάλο και είχε ακόμη ένα περιβόλι
με μια αχλαδιά και δυο δαμασκηνιές. Από την άλλη πλευρά του τοίχου, άνοιγε το
παραθυράκι, πίσω από το οποίο καθόταν πάντοτε το κορίτσι. Μερικές φορές, η δόνα
Κλημεντίνη, σήκωνε τα μάτια από το κέντημα και την κοιτούσε.
- Τι κάνεις, μικρούλα;
Το πρόσωπο του κοριτσιού ήταν αδύνατο, ωχρό, ανάμεσα στις λεπτές θαμπές μαύρες
κοτσίδες.
- Παίζω με την «Πίπα» - έλεγε.
Η Δόνα Κλημεντίνη συνέχιζε να κεντά και σταματούσε να σκέφτεται το κορίτσι. Μετά, σιγά-
σιγά, άκουγε εκείνη την παράξενη συνομιλία που ερχότανε από πέρα, ανάμεσα από τα
κλαδιά της αχλαδιάς. Στο παράθυρό της, η μικρή των Μεδιαβίγια, περνούσε την μέρα της,
μιλώντας, όπως ήταν φανερό, με κάποιον.
Μέρα με τη μέρα, την δόνα Κλημεντίνη, την κυρίευε μια ελαφριά, τρυφερή περιέργεια για
το κορίτσι και για την «Πίπα». Η δόνα Κλημεντίνη ήταν παντρεμένη με τον Λεόνσιο, τον
γιατρό. Ο δον Λεόνσιο ήταν ένας άντρας βλοσυρός, το έτσουζε το κρασάκι, και περνούσε
την ημέρα τους μαλώνοντας στο χωριό με τους χωριάτες. Δεν είχαν παιδιά και η δόνα
Κλημεντίνη είχε συμφιλιωθεί με την μοναξιά της. Στην αρχή, ίσα που σκεφτόταν εκείνο το
επίσης μοναχικό πλασματάκι, που καθότανε στο πρεβάζι στο παράθυρο. Από ευσπλαχνία
την κοιτούσε που και που, για να σιγουρευτεί, ότι δεν συνέβαινε κάτι. Η κυρία Μεδιαβίγια,
της το είχε ζητήσει:
- Όταν τελειώσουν με τις δουλειές στο χωράφι, και το κορίτσι θα πάει να παίξει στον
δρόμο, θα μου λείψει – μονολογούσε.
Το κορίτσι σήκωσε στο φτωχό της χεράκι, ένα αντικείμενο που η δόνα Κλημεντίνη δεν
μπορούσε να δει καθαρά.
Το κορίτσι δίστασε.
Η δόνα Κλημεντίνη σηκώθηκε από την καρέκλα και έριξε ξανά την «Πίπα» προς το
παράθυρο. Η «Πίπα» πέρασε πάνω από το κεφάλι του κοριτσιού και μπήκε στο σκοτάδι
του σπιτιού. Το κεφάλι του κοριτσιού εξαφανίστηκε και αμέσως πρόβαλλε ξανά, μαζί με το
παιχνίδι του.
Από εκείνη την ημέρα, η δόνα Κλημεντίνη άρχισε να την ακούει. Το κορίτσι μιλούσε
ακούραστα με την «Πίπα».
- «Πίπα», μη φοβάσαι, κάτσε ήσυχα. Αχ, «Πίπα», πως με κοιτάς! Θα πάρω ένα
μεγάλο ξύλο και θα του σπάσω το κεφάλι, του λύκου. Μη φοβάσαι, «Πίπα»…
Κάθισε, φρόνιμη, θα σου πω, τώρα ο λύκος είναι κρυμμένος στο βουνό…
Το κορίτσι μιλούσε με την «Πίπα» για τον λύκο, για τον ζητιάνο, που είχε το τσουβάλι
του γεμάτο ψόφια γατιά, για τον φούρνο, για το φαγητό. Όταν έφτανε η ώρα του
φαγητού, το κορίτσι έπαιρνε το πιάτο, που της είχε αφήσει σκεπασμένο η μητέρα της
δίπλα στη χόβολη και έτρωγε αργά, με το κοκάλινο κουτάλι της. Κρατούσε την «Πίπα»
στα γόνατα και την έκανε να συμμετέχει στο φαγητό της.
Η δόνα Κλημεντίνη την άκουγε σιωπηλά. Την άκουγε, ρουφούσε κάθε της λέξη. Όπως
άκουγε τον άνεμο πάνω από τα χορτάρια κι ανάμεσα στα κλαδιά, το ξεφάντωμα των
πουλιών και το μουρμουρητό του νερού στο αυλάκι.
Μια μέρα το κορίτσι δεν βγήκε στο παράθυρο. Η δόνα Κλημεντίνη ρώτησε την κυρία
Μεδαβίγια:
- Και η μικρούλα;
- Αχ, είναι αρρωστούλα, ξέρετε τώρα. Ο δον Λεόνσιο λέει, ότι κόλλησε τους πυρετούς
της Μάλτας.
- Δεν το ήξερα…
Φυσικά, πώς να το ξέρει; Ο άντρας της, ποτέ δεν της έλεγε τα συμβάντα του χωριού.
Το σπίτι ήταν στενόχωρο, βρωμούσε και ήταν σκοτεινό. Δίπλα από την αποθήκη ξεκινούσε
μια σκάλα, στην οποία ξεκουράζονταν οι κότες. Ανέβηκε πατώντας με προσοχή τα
σκοροφαγωμένα σκαλοπάτια, που έτριζαν κάτω από το βάρος της. Το κορίτσι πρέπει να την
άκουσε, γιατί φώναξε:
- Πασκουαλίν! Πασκουαλίν!
Μπήκε σε ένα χώρο πολύ μικρό, όπου το φως ίσα που έφτανε διαμέσου ενός επιμήκη
φωταγωγού. Έξω, από την άλλη πλευρά, θα πρέπει να κουνιόντουσαν τα κλαδιά κάποιου
δέντρου, γιατί το φως είχε ένα χρώμα πράσινο, ζωηρό και ξαναμμένο, παράξενο σαν όνειρο
στο σκοτάδι. Η δέσμη του πράσινου φωτός αντανακλούσε στο προσκεφάλι του σιδερένιου
κρεβατιού, στο οποίο βρισκόταν το κορίτσι. Βλέποντας την, άνοιξε περισσότερο τα
μισόκλειστα βλέφαρα.
Το κορίτσι άρχισε να κλαίει με τρόπο σιωπηλό και απαλό. Η δόνα Κλημεντίνη, έσκυψε και
εξέτασε το κιτρινωπό προσωπάκι της, ανάμεσα στις μαύρες κοτσίδες.
- Ξέρετε – είπε το κορίτσι-, ο Πασκουαλίν είναι κακός. Είναι παλιόπαιδο. Πείτε του,
να μου δώσει πίσω την «Πίπα», βαριέμαι χωρίς την «Πίπα»…
Συνέχιζε να κλαίει. Η δόνα Κλημεντίνη δεν ήταν συνηθισμένη να μιλάει με παιδιά και κάτι
παράξενο έσφιγγε τον λαιμό και την καρδιά της.
Βγήκε από εκεί αθόρυβα και έψαξε τον Πασκουαλίν. Ήταν καθισμένος στον δρόμο με την
πλάτη στηριγμένη στον τοίχο του σπιτιού. Ήταν ξυπόλυτος και τα μελαμψά του πόδια,
γυμνά, γυάλιζαν στον ήλιο, σαν δυο κομμάτια κάρβουνο.
Το αγόρι σήκωσε τα δυο καχύποπτα μάτια του. Είχε τις κόρες γκρίζες και πολύ κοντά τη μια
με την άλλη και τα μαλλιά του άφθονα, σαν κοριτσίστικα πάνω από τα αυτιά.
- Πασκουαλίν, τι έκανες την κούκλα της αδελφής σου; Δώσε την πίσω.
Την επόμενη μέρα, η δόνα Κλημεντίνη, πήγε να επισκεφτεί ξανά το κορίτσι. Μόλις την είδε,
σαν να επρόκειτο για καμιά φιλενάδα της, η μικρή, της μίλησε για την «Πίπα»:
- Να μου την φέρει την «Πίπα», πείτε του, να μου την φέρει…
Το κλάμα έφτανε στο στήθος του κοριτσιού, γέμιζε το πρόσωπο δάκρυα, που έπεφταν αργά
στην κουβέρτα.
Στις έξη το πρωί, η δόνα Κλημεντίνη, πήρε το λεωφορείο της γραμμής και στις έντεκα
κατέβηκε στο Φουενμαγιόρ. Στο Φουενμαγιόρ υπήρχαν μαγαζιά, αγορά και ένα μεγάλο
παζάρι που το έλεγαν «Το Τέλειο». Η δόνα Κλημεντίνη κουβαλούσε μαζί της, τις μικρές της
αποταμιεύσεις, τυλιγμένες σε ένα μεταξωτό μαντήλι. Στο παζάρι «Το Τέλειο», αγόρασε μια
κούκλα με κατσαρά μαλλιά και στρογγυλά, ευθεία μάτια, που της φάνηκε πολύ όμορφη. «Η
μικρούλα θα χαρεί, στ’ αλήθεια» σκέφτηκε. Της φάνηκε πιο ακριβή, από ότι το περίμενε,
αλλά πλήρωσε με ευχαρίστηση.
Νύχτωνε πια, όταν έφτασε στο χωριό. Ανέβηκε στην σκάλα και, κάπως ντροπαλά,
παρατήρησε ότι η καρδιά της χτυπούσε δυνατά. Η κυρία Μεδιαβίγια ήταν στο σπίτι,
ετοιμάζοντας το δείπνο. Όταν την είδε σήκωσε τα δυο της χέρια.
- Αχ, εσείς είστε δόνα Κλημεντίνη! Θεέ μου βόηθα, σε τι κατάσταση σας υποδέχομαι!
Τι θα σκεφτείτε…!
Σταμάτησε τα επιφωνήματα.
Το κορίτσι σήκωσε το κεφάλι από το μαξιλάρι. Η φλόγα από ένα καντήλι που ήταν
κρεμασμένο στον τοίχο, τρεμόπαιζε, κίτρινη.
- Κοίτα, τι σου φέρνω: σου φέρνω μια άλλη «Πίπα», πολύ πιο όμορφη.
Τα μάτια του κοριτσιού ήταν γεμάτα με ένα καινούργιο φως, το οποίο ομόρφαινε το
άσχημο προσωπάκι της. Ένα χαμόγελο ξεκίνησε, που όμως πάγωσε στην θέα της κούκλας.
Άφησε το κεφάλι να πέσει πάλι στο μαξιλάρι και άρχισε να κλαίει αργά και σιωπηρά, όπως
συνήθιζε.
- Τα νεύρα μου, η βλαμμένη! Τα νεύρα μου, η αχάριστη. Αχ, Θεέ μου, δόνα
Κλημεντίνη, μην την παίρνετε στα σοβαρά, αυτό το θηλυκό, μας βγήκε
καθυστερημένο…!
Η δόνα Κλημεντίνη ανοιγόκλεισε τα βλέφαρα. (Όλοι στο χωριό ήξεραν ότι ήταν μια γυναίκα
ντροπαλή και μόνη και την συμπαθούσαν).
Βγήκε. Η κυρία Μεδιαβίγια έπιασε την κούκλα με τα τραχιά της χέρια, σαν να επρόκειτο για
ένα λουλούδι.
- Αχ, μανούλα μου, τι ακριβή που είναι! Τα νεύρα μου, μ’ αυτή τη βλαμμένη…!
Την επόμενη μέρα, η δόνα Κλημεντίνη έκοψε από το περιβόλι ένα ξερό κλαράκι και το
τύλιξε με ένα ρετάλι. Ανέβηκε να δει το κορίτσι:
Το κορίτσι σήκωσε το κεφάλι με ζωντάνια, όπως την προηγούμενη μέρα. Ξανά, η λύπη
ανέβηκε στα σκούρα μάτια της.
Καθημερινά, η δόνα Κλημεντίνη σκάρωνε την μια «Πίπα» πίσω από την άλλη, χωρίς κανένα
αποτέλεσμα. Μεγάλη λύπη την κυρίευε, και η περίπτωση έφτασε στα αυτιά του δον
Λεόνσιο.
- Άκου γυναίκα: εγώ δεν καταλαβαίνω από αυτές τις παλαβομάρες… Δεν φτάσαμε
εδώ που φτάσαμε, για να γίνουμε ο περίγελος του χωριού! Να μην ξαναπάς να δεις
αυτό το κορίτσι: ούτως ή άλλως θα πεθάνει…
- Θα πεθάνει;
- Λοιπόν, φυσικά, ποιο φάρμακο! Οι Μεδιαβίγια δεν έχουν την δυνατότητα να
κάνουν κάτι άλλο… Θα είναι καλύτερα για όλους!
Ήταν η επόμενη άνοιξη, είχαν πια λιώσει οι πάγοι, όταν ένα πρωί, παρατηρώντας το χώμα,
κάτω από τις δαμασκηνιές, εμφανίστηκε το ξερό κλαράκι, τυλιγμένο σε ένα κομμάτι
περκάλι. Ήταν καμένο από τα χιόνια, έτοιμο να σπάσει, και το κόκκινο χρώμα του
υφάσματος, είχε αλλάξει σε ένα αχνό ροζ. Η δόνα Κλημεντίνη, πήρε την «Πίπα» ανάμεσα
στα δάχτυλα, τη σήκωσε με σεβασμό και την κοίταξε, κάτω από τις χλωμές αχτίδες του
ήλιου.
- Στ’ αλήθεια – είπε -. Πόσο δίκιο είχε η μικρούλα! Τι όμορφο και τι λυπημένο
πρόσωπο έχει αυτή η κούκλα!
Apenas tenía seis años y aún no la llevaban al campo. Era por el tiempo de la siega, con un
calor grande, abrasador, sobre los senderos. La dejaban en casa, cerrada con llave, y le
decían:
—Que seas buena, que no alborotes: y si algo te pasara, asómate a la ventana y llama a doña
Clementina.
Ella decía que sí con la cabeza. Pero nunca le ocurría nada, y se pasaba el día sentada al
borde de la ventana, jugando con “Pipa”.
Doña Clementina la veía desde el huertecillo. Sus casas estaban pegadas la una a la otra,
aunque la de doña Clementina era mucho más grande, y tenía, además, un huerto con un
peral y dos ciruelos. Al otro lado del muro se abría el ventanuco tras el cual la niña se
sentaba siempre. A veces, doña Clementina levantaba los ojos de su costura y la miraba.
La niña tenía la carita delgada, pálida, entre las flacas trenzas de un negro mate.
—Con “Pipa”.
Doña Clementina, día a día, se llenó de una curiosidad leve, tierna, por la niña y por “Pipa”.
Doña Clementina estaba casada con don Leoncio, el médico. Don Leoncio era un hombre
adusto y dado al vino, que se pasaba el día renegando de la aldea y de sus habitantes. No
tenían hijos y doña Clementina estaba ya hecha a su soledad. En un principio, apenas
pensaba en aquella criatura, también solitaria, que se sentaba al alféizar de la ventana. Por
piedad la miraba de cuando en cuando y se aseguraba de que nada malo le ocurría. La mujer
Mediavilla se lo pidió:
—Doña Clementina, ya que usted cose en el huerto por las tardes, ¿querrá echar de cuando
en cuando una mirada a la ventana, por si le pasara algo a la niña? Sabe usted, es aún
pequeña para llevarla a los pagos…
Luego, poco a poco, la niña de los Mediavilla y su charloteo ininteligible, allá arriba, fueron
metiéndosele pecho adentro.
—Cuando acaben con las tareas del campo y la niña vuelva a jugar en la calle, la echaré a
faltar —se decía.
—Enséñamela…
La niña levantó en su mano terrosa un objeto que doña Clementina no podía ver claramente.
—Claro está…
La niña le echó a “Pipa” y doña Clementina, cuando la tuvo en sus manos, se quedó
pensativa. “Pipa” era simplemente una ramita seca envuelta en un trozo de percal sujeto
con un cordel. Le dio la vuelta entre los dedos y miró con cierta tristeza hacia la ventana. La
niña la observaba con ojos impacientes y extendía las dos manos.
Doña Clementina se levantó de la silla y arrojó de nuevo a “Pipa” hacia la ventana. “Pipa”
pasó sobre la cabeza de la niña y entró en la oscuridad de la casa. La cabeza de la niña
desapareció y al cabo de un rato asomó de nuevo, embebida en su juego.
Desde aquel día doña Clementina empezó a escucharla. La niña hablaba infatigablemente
con “Pipa”.
—“Pipa”, no tengas miedo, estate quieta. ¡Ay, “Pipa”, cómo me miras! Cogeré un palo
grande y le romperé la cabeza al lobo. No tengas miedo, “Pipa”… Siéntate, estate quietecita,
te voy a contar, el lobo está ahora escondido en la montaña…
La niña hablaba con “Pipa” del lobo, del hombre mendigo con su saco lleno de gatos
muertos, del horno del pan, de la comida. Cuando llegaba la hora de comer la niña cogía el
plato que su madre le dejó tapado, al arrimo de las ascuas. Lo llevaba a la ventana y comía
despacito, con su cuchara de hueso. Tenía a “Pipa” en las rodillas, y la hacía participar de su
comida.
Doña Clementina la oía en silencio. La escuchaba, bebía cada una de sus palabras. Igual que
escuchaba al viento sobre la hierba y entre las ramas, la algarabía de los pájaros y el rumor
de la acequia.
—¿Y la pequeña?
—Ay, está delicá, sabe usted. Don Leoncio dice que le dieron las fiebres de Malta.
Claro, ¿cómo iba a saber algo? Su marido nunca le contaba los sucesos de la aldea.
—Sí —continuó explicando la Mediavilla—. Se conoce que algún día debí dejarme la leche
sin hervir… ¿sabe usted? ¡Tiene una tanto que hacer! Ya ve usted, ahora, en tanto se
reponga, he de privarme de los brazos de Pascualín.
Pascualín tenía doce años y quedaba durante el día al cuidado de la niña. En realidad,
Pascualín salía a la calle o se iba a robar fruta al huerto vecino, al del cura o al del alcalde. A
veces, doña Clementina oía la voz de la niña que llamaba. Un día se decidió a ir, aunque
sabía que su marido la regañaría.
La casa era angosta, maloliente y oscura. Junto al establo nacía una escalera, en la que se
acostaban las gallinas. Subió, pisando con cuidado los escalones apolillados que crujían bajo
su peso. La niña la debió oír, porque gritó:
—¡Pascualín! ¡Pascualín!
Entró en una estancia muy pequeña, a donde la claridad llegaba apenas por un ventanuco
alargado. Afuera, al otro lado, debían moverse las ramas de algún árbol, porque la luz era de
un verde fresco y encendido, extraño como un sueño en la oscuridad. El fajo de luz verde
venía a dar contra la cabecera de la cama de hierro en que estaba la niña. Al verla, abrió más
sus párpados entornados.
—Sabe usted —dijo la niña—, Pascualín es malo. Es un bruto. Dígale usted que me devuelva
a “Pipa”, que me aburro sin “Pipa”…
Seguía llorando. Doña Clementina no estaba acostumbrada a hablar a los niños, y algo
extraño agarrotaba su garganta y su corazón.
Salió de allí, en silencio, y buscó a Pascualín. Estaba sentado en la calle, con la espalda
apoyada en el muro de la casa. Iba descalzo y sus piernas morenas, desnudas, brillaban al sol
como dos piezas de cobre.
El muchacho levantó hacia ella sus ojos desconfiados. Tenía las pupilas grises y muy juntas y
el cabello le crecía abundante como a una muchacha, por encima de las orejas.
Al día siguiente, doña Clementina volvió a visitar a la niña. En cuanto la vio, como si se
tratara de una cómplice, la pequeña le habló de “Pipa”:
El llanto levantaba el pecho de la niña, le llenaba la cara de lágrimas, que caían despacio
hasta la manta.
A las seis de la mañana doña Clementina tomó el auto de línea, y a las once bajó en
Fuenmayor. En Fuenmayor había tiendas, mercado, y un gran bazar llamado “El Ideal”. Doña
Clementina llevaba sus pequeños ahorros envueltos en un pañuelo de seda. En “El Ideal”
compró una muñeca de cabello crespo y ojos redondos y fijos, que le pareció muy hermosa.
“La pequeña va a alegrarse de veras”, pensó. Le costó más cara de lo que imaginaba, pero
pagó de buena gana.
—¡Ay, usté, doña Clementina! ¡Válgame Dios, ya disimulará en qué trazas la recibo! ¡Quién
iba a pensar…!
Los ojos negros de la niña estaban llenos de una luz nueva, que casi embellecía su carita fea.
Una sonrisa se le iniciaba, que se enfrió en seguida a la vista de la muñeca. Dejó caer de
nuevo la cabeza en la almohada y empezó a llorar despacio y silenciosamente, como
acostumbraba.
—¡Habrase visto la tonta! ¡Habrase visto, la desagradecida! ¡Ay, por Dios, doña Clementina,
no se lo tenga usted en cuenta, que esta moza nos ha salido retrasada…!
Doña Clementina parpadeó. (Todos en el pueblo sabían que era una mujer tímida y solitaria,
y le tenían cierta compasión).
Salió. La mujer Mediavilla cogió la muñeca entre sus manos rudas, como si se tratara de una
flor.
—¡Ay, madre, y qué cosa más preciosa! ¡Habrase visto la tonta ésta…!
Al día siguiente doña Clementina recogió del huerto una ramita seca y la envolvió en un
retal. Subió a ver a la niña:
La niña levantó la cabeza con la viveza del día anterior. De nuevo, la tristeza subió a sus ojos
oscuros.
—No es “Pipa”.
Día a día, doña Clementina confeccionó “Pipa” tras “Pipa”, sin ningún resultado. Una gran
tristeza la llenaba, y el caso llegó a oídos de don Leoncio.
—Oye, mujer: que no sepa yo de más majaderías de ésas… ¡Ya no estamos, a estas alturas,
para andar siendo el hazmerreír del pueblo! Que no vuelvas a ver a esa muchacha: se va a
morir, de todos modos…
—¿Se va a morir?
—Pues claro, ¡que remedio! No tienen posibilidades los Mediavilla para pensar en otra
cosa… ¡Va a ser mejor para todos!
5
En efecto, apenas iniciado el otoño, la niña se murió. Doña Clementina sintió un pesar
grande, allí dentro, donde un día le naciera tan tierna curiosidad por “Pipa” y su pequeña
madre.
—Verdaderamente— se dijo—. ¡Cuánta razón tenía la pequeña! ¡Qué cara tan hermosa y
triste tiene esta muñeca!