You are on page 1of 16

ΔΙ0ΓΕΝ0Γ2 ΛΑΕΡΤΙΟΓ 34

Α, Γέρος πίθηκος δεν πιάνεται σε παγίδα,


Β. Πιάνεται στο τέλος,, αλλά υστέρα άπδ μακροχρόνια προ­
σπάθεια».

Καί προσέθετε: «Ό Ήρακλείδης είναι αγράμματος καί ούτε


ντράπηκε γ ι’ αυτή του την αγραμματοσύνη»44.
94. Υπήρξαν δέ δεκατέσσερις Ήρακλεΐδαι: 1. Αυτός πού
εξετάσαμε. 2. 'Ένας συμπατριώτης, του πού εγραψε πυρρίχιους45
στίχους καί μύθους, 3.. 'Ένας άπό την Κύμη πού εγραψε γιά' την
Περσία σε πέντε βιβλία, 4. 'Ένας άλλος; άπό την Κύμη πού εγρα­
ψε ρητορικά εγχειρίδια,, 5. 'Ένας Καλλατιανός ή Άλεξανδρεύς
την καταγωγήν, συγγραφεύς της «Διάδοχης» (φιλοσόφων) σέ εξη
βιβλία, καί του έργου· «Λεμβευτικός»,, άπό τό όποιο τού βγήκε καί
τό όνομα Λέμβος46. 6. 'Ένας, άπό την Αλεξάνδρεια πού εγραψε
για τον χαρακτήρα των ίίερσών, 7., 'Ένας, διαλεκτικός Βαργυληί-
της την καταγωγήν πού στα συγγράμματα του ήσκησε πολεμικήν
κατά τού Επικούρου., 8. 'Ένας γιατρός τής σχολής, τού Ίκεσίου.
9., ’Άλλος γιατρός άπό τον Τάραντα, εμπειρικός. 10. 'Ένας, ποιη­
τής πού εγραψε παραινέσεις, 11. 'Ένας άνδριαντοποιός άπό τή
Φώκαια. 12. 'Ένας ποιητής επιγραμμάτων άπό τή Λιγυρία. 13.
Ό εκ Μαγνησίας Ήρακλείδης πού εγραψε ιστορία τού Μιθραδά-
τη. 14. Ό Ήρακλείδης πού εγραψε Ανθολογία Αστρονομίας,
ΒIΒΛ IΟΝ ΣΤ

1. Α Ν Τ Ι Σ Θ Ε Ν Η Σ

1. Ό ’Αντισθένης του Ά ντι σθένους ήταν ’Αθηναίος47. Έλέ-


γετο δμως δτι δεν ήτο καθαρόαιμος ’Αθηναίος. Γι’ αυτό καί σ’
εκείνον πού τον κοροΐδευε για τό ζήτημα αυτό του είπε «καί ή
μητέρα των θεών είναι από τή Φρυγία». Γιατί,, φαίνεται,, ή μη­
τέρα του ήταν Θράκισσα. Γι’ αυτό καί όταν διεκρίθη εις την μά­
χην τής Τανάγρας48,, εδωκε τήν ευκαιρία στο Σωκράτη να παρα-
τηρήση δτι δεν μπορούσε από δύο ’Αθηναίους γο,νεΐς να γεννηθή
εν ας τόσο γενναίος άνθρωπος. ’Αλλά κι5 ό ίδιος εδειχνε τήν περι­
φρόνησή του στους ’Αθηναίους πού 'καμάρωναν δτι είναι γηγενείς,
λέγοντας τους δτι αυτό καθόλου· δέν τούς κάνει άριστοκρατικώ-
τερη τήν καταγωγή από εκείνη των σαλιγκαριών καί των- άπτέ-
ρων άκρίδων.
2. Κατ’ άρχάς ακούσε τήν διδασκαλίαν του ρήτορος Γοργίου’
γ ι’ αυτό στους διαλόγους του εισάγει τό ρητορικό ύφος, καί προπάν­
των στις συγγραφές του «’Αλήθεια» καί «Προτρεπτικοί»49. Ό Έ ρ -
μιππος γράφει δτι είχε σκοπό νά μιλήση στον κόσμο πού μαζευό­
ταν στούς αγώνες των Ίσθμιων για τά ελαττώματα καί τά προ­
τερήματα των ’Αθηναίων, των Θηβαίων καί τών Λακεδαιμονίων*
άλλα ύστερα παρητήθη τής ιδέας αυτής, σαν είδε πολλούς πού
ήρθαν απ’ αυτές τις πόλεις.
’Αργότερα, ήλθε εις επαφήν μέ τον Σωκράτη, καί τόση ωφέ­
λεια προσεπορίσθη από αυτόν, ώστε συνιστουσε στους δικούς του
τούς μαθητάς να γίνουν μαζί του μαθηταί του Σωκράτη·. ’Έμενε
στον Πειραια, καί ανέβαινε κάθε μέρα μέ τά πόδια τά σαράντα
στάδια για τάς ’Αθήνας, για ν’ άκούη τό Σωκράτη. ’Από τον
οποίον πήρε τήν καρτερικότητα, δείχνοντας τήν άπάθειά του έναντι
τών αντιξοοτήτων καί τών δεινών τής ζωής, καί ετσι εγκαινίασε
ΔΙΟΓΕΝΟΓΣ ΛΑΕΡΤΙΟΓ 36:

τον Κυνικόν τρόπον ζωής., Καί άπεδείκνυε οτι ό κόπος κι’ ό αγώ­
νας (πόνος) είναι αγαθόν μέ απόδειξη τον μεγάλον Ηρακλή καί
rov' Kupo, "παίρνοντας έτσι ενα υπόδειγμα άπό τον έλληνικό κό­
σμο καί ενα άλλο άπό τον βαρβαρικό.
3. Πρώτος ώρισε τον λ ό γ ο ν είπών, «λόγος είναι αυτό πού·
δηλώνει τό τι ενα πράγμα ήταν ή είναι». Συνήθιζε δε νά λέη δτι
«καλύτερα νά τρελλαθή παρά νά παραδοθη στήν ηδονή»,, καί δτι
πρέπει νά πλησιάζωμε εκείνες τις γυναίκες πού θά αισθανθούν εύ-
γνωμοσύνη»50. Στο παιδί άπό τον Πόντο πού έπρόκειτο νά φο'ΐτήση
στη σχολή του καί τον’ ρωτούσε τί σύνεργα χρειάζονται του απάν­
τησε δτι χρειάζεται «ενα καινούργιο βιβλίο (βιβλιαρίου καινού) ,
μία καινούργια πέννα (γραφείου καινού) καί μία καινούργια πλά­
κα» (πινακιδίου καινού) ύπονοών (μέ την έπανάληψιν τής λέ-
ξεως καινού) την ανάγκην καί νοΰ καί μυαλού. Προς εκεί­
νον πού τον ρωτούσε τί γυναίκα νά πάρη (όμορφη ή άσχημη) ,,
απάντησε «αν πάρης όμορφη,, θά την εχης «κοινήν»,, αν άσχημη·
«ποινήν1».. Σάν ακούσε δτι ό Πλάτων τον κακολογεί,, είπε δτι «είναι
βασιλικό προνόμιο,, νά κάνης καλό καί νά κατακρίνεσαι»51.
4. Μυούμενος κάποτε στά ’Ορφικά μυστήρια, σάν τού είπε ό
ίερεύς δτι οι μυούμενοι σ’ αυτά θά άπολαύσουν πολλά καλά στον
άλλον κόσμο, «τί κάθεσαι,, τού ειπε, καί δεν πεθαίνεις!» Ό νειδι-
ζόμενος γιατί δεν ήταν άπό δύο- ελευθέρους γονείς52, είπε «μά ούτε
άπό παλαιστάς είμαι,, καί δμως είμαι παλαιστής»., Έρωτηθείς γιατί
εχει ολίγους μαθητάς, «γιατί με ασημένιο ραβδί, είπε, τούς πε-
τάω εξω». "Όταν πάλιν τον ρώτησαν γιατί τόσο αυστηρά μαλώνει
τούς μαθητάς του, «μά κι’ οί γιατροί, είπε,, τό ίδιο κάνουν στους
άρρωστους». Βλέποντας μιά μέρα εναν μοιχό πού ετρεχε γιατί κιν­
δύνευε ή ζωή του, «νΑ, κακομοίρη,, φώναξε, τί μεγάλο κίνδυνο
χρειάστηκε νά διαφυγής γιά εναν όβολό». Καλύτερα, ελεγε, δπως
αναφέρει, δ Έκάτων στά. «’Ανέκδοτά» του,, νά πέσης σέ κόρακες
παρά σέ κόλακες* γιατί οί πρώτοι σέ τρών νεκρόν, οι δεύτεροι
δμως, σέ τρών ζωντανόν.
5. Έρωτηθείς ποιά είναι ή ύψίστη ανθρώπινη μακαριότης,
«τό νά πεθάνη κανείς ευτυχών», άποκρίθηκε53. 'Όταν κάποτε ένας
φίλος του τού παραπονιόταν δτι είχε χάσει τις σημειώσεις,, «επρεπε
νά τις καταγράφεις στο μυαλό σου, του είπε, κι’ όχι στά χαρτιά».
"Οπως ή σκουριά κατατρώγει τό σίδερο, έτσι, ελεγε, καί οί φθο­
νεροί κατατρώγονται άπό τό δικό τους τό πάθος. ’Εκείνοι πού Θέ­
λουν νά γίνουν άθάνατοι, πρέπει, είπε, εύσεβώς καί δικαίως νά.
ζούν. Τότε, είπε, τά κράτη άφανίζονται, όταν δέ μπορούν νά ξεχω-
37 ΑΝΤΙΣΘΕΝΗΣ

οίσουν τούς φαύλους, άπό· τούς καλούς,. Επαινούμενος κάποτε άπό


αχρείους «άγωνιώ, είπε, μήπως, έκανα τίποτε κακό»..
6. Ή συμβίωσις όμονοούντων αδελφών, είπε, είναι ισχυρότε­
ρα παντός τείχους, καί δτι τά καλύτερα εφόδια για ενα ταξίδι εί­
ναι κείνα πού καί σέ περίπτωση ναυαγίου θά μπορούν να επι­
πλέουν μαζί σου. Όνειδιζόμενος δτι κάνει παρέα μέ παλιανθρώ­
πους, «καί οι γιατροί, είπε, μέ τούς άρρωστους ανακατεύονται, άλλα
πυρετό δεν έχουν»., Είναι παράξενο1, είπε, άπό τό στάρι νά βγά-
ζωμε τήν ήρα, καί στον πόλεμο νά παραμερίζωμε τούς άκατάλ-
ληλους, αλλά νά μην άπομακρύνωμε άπό την διοίκηισιν τού κρά­
τους τούς κακούς πολίτες. Έρωτηθείς τι ώφέλεια είχε άπό τή
■φιλοσοφία, «τό νά μπορώ, είπε, νά -κουβεντιάζω μέ τον εαυτό μου».
'Όταν- κάποιος, εκεί πού πίνανε, του είπε «πες μας καί· κάνα τρα­
γούδι», «συνόδεψε με κι* εσύ μέ τή φλογέρα σου», τού είπε., 'Όταν
δ Διογένης τού· ζήτησε ενα σακκάκι54, του είπε νά άναδιπλώση τό
πανωφόρι του.
7.. Έρωτηθείς ποιό μάθημα είναι αναγκαιότατο, «εκείνο, είπε,
πού θά μάς έξασφαλίζ,η άπό τό νά ξεμαθαίνωμε δ,τι μάθαμε».
Καί συμβούλευε νά- είμαστε περισσότερο καρτερικοί δταν μάς συ­
κοφαντούν παρά δταν μάς λιθοβολούν.
Ειρωνεύονταν τον Πλάτωνα ως ματαιόδοξο (τετυφωμένον).
Σάν είδε σε κάποια πομπή ενα ζωηρό πολεμικό άλογο·, άπευθυνό-
μενος προς τον Πλάτωνα τού είπε, «Μου φαινόσουν καί σύ σάν
περήφανο άλογο». Τούτο δέ γιατί διαρκώς δ Πλάτων επαινούσε
τά άλογα. Καί δταν κάποια μέρα τον έπισκέφτηκε πού ήταν άρ­
ρωστος καί είδε τή λεκάνη1 πού έκανε εμετό δ Πλάτων, «χολή
βλέπω εδώ, είπε, ματαιο·δοξία. δμως δέ βλέπω·» (δηλ. αυτήν εξα­
κολουθούσε νά τήν εχη) .
8. Συνήθιζε νά συνιστα ατούς Αθηναίους νά κάμουν ψήφι­
σμα δτι τά γαϊδούρια είναι άλογα55, κι* επειδή αυτοί τό θεώρη­
σαν αυτό· παράλογο, «Μήπως καί τούς στρατηγούς56, τούς είπε,,
δέν τούς διορίζετε χωρίς καμμιά ειδική εκπαίδευση άλλα μόνον
καί μόνον έπειδή αυτοί έξελέγησαν hi άνυψώσεως των χειρών;
(χειροτονηθέντες) ». Σέ κείνον πού τού είπε,,«πολύς κόσμος σέ επαι­
νεί», «γιατί, τού είπε, τι κακό έκανα;». Σάν γύρισε τό σκισμένο
μέρος τού τρίβωνός του- (φτωχικό ένδυμα) ετσι πού νά φαίνεται,
άμα τό είδε δ Σωκράτης, τού είπε: «Μπορώ νά ίδώ τή ματαιοδο-
ξία σου, Αντισθένη, άπό τις τρύπες τού τρίβωνά σου»57. Ό Φι-
νίας εις τό Περί των Σωκρατικών εργον του διηγείται δτι κάποιος
τον ρώτησε τί νά κάνη γιά νά είναι γερός, δμορφος κι5’ ενάρετος
ΔΙΟΓΕΝΟΓΣ ΛΑΕΡΤΙΟΓ

(καλός κάγαθός), «πρέπει να μάθης, τού είπε,, από κείνους πού


γνωρίζουν δτι τα ελαττώματα πού έχεις είναι άποφευκτά».
9., Σέ κείνον πού εξυμνούσε τήν τρυφή, «τα παιδιά τώιν εχ­
θρών σου·, τού είπε, να περιπέσουν στην τρυφηλή ζωή». «Δέ μου
λές, είπε στόν νεαρό πού θεωρούσε τον εαυτό του καλλιτεχνικό
μοντέλο, αν απόχτηση λαλιά ό μπροΰτζος, γιά τί πράγμα, νομίζεις:
θά καυχηθή;» —- «Γιά ομορφιά».. «Δέν ντρέπεσαι λοιπόν, τού
είπε, νά εύχαριστησαι μέ ιδιότητες δμοιες μέ ενός άψυχου αντικει­
μένου;». Καθώς ένας νεαρός άπό τον Πόντο του υπόσχονταν1 πώς;
θά τού δώση μεγάλη αμοιβή μόλις θάρθη τό πλοίό του μέ τ’ αλί­
παστα, ό Αντισθένης τον πήρε άπό τό χέρι, πήρε κι’ ένα άδειο·
σακκίδιο καί πήγε σέ μιά άλευροπώλιδα,, κι* άφοϋ τό γέμισε, Απο­
μακρύνονταν·’ σάν τού ζητούσε τά λεπτά ή γυναίκα, «θά σοΰ τά
δώση δ νεαρός,, τής είπε, άμα θάρθη τό καράβι του μέ τά αλί­
παστα».
10. Φαίνεται δέ δτι υπήρξε ό αίτιος καί τής εξορίας τού
Άνύτου καί τής έκτελέσεως του Μελήτου58. Γιατί σάν συνάντησε
μερικούς νεαρούς άπό τον Πόντο, πού ή φήμη του Σωκράτη τούς
είχε τραβήξει στην Α θήνα, τούς πήρε καί τούς πήγε στόν Ά,νυ-
το, δπου είπε (είρωνικώς) δτι είναι σοφώτερος άπό τον Σωκράτη..
Αυτό προεκάλεσε τέτοια άγανάκτηση στούς περιεστώτες πού τον
κατεδίωξαν (τον νΑνυτο) εξω τών ορίων τής πόλεως, 'Άμα εβλεπε
καμμιά γυναίκα φορτωμένη κοσμήματα, πήγαινε στο σπίτι της καί
ζητούσε άπό τον άντρα της νά βγάλη έξω τό άλογό του καί τά
δπλα* καί αν μέν τά είχε, τού έπέτρεπε αυτή τή σπατάλη* γιατί
(έλεγε) θά μπορούσε μ5' αυτά νά ύπερασπισθή τον εαυτό του59* άλ­
λο ιώς, τον διέτασσε νά άφαιρέση τά κοσμήματα.
11., Τά δόγματά του60 ήταν τά εξής: Άπεδείκνυε διδακτή·
τήν αρετή! (δτι δηλ. μπορεί νά άποκτηθή μέ διδασκαλία) . ’Αρι­
στοκράτες δέν ε,ίναι άλλοι παρά οι ενάρετοι* ή δέ αρετή είναι αρ­
κετή γιά τήν ευδαιμονία, καί δέ χρειάζεται τίποτε άλλο (ή αρεσ­
τή) παρά τή δύναμη ενός Σωκράτη* ή έπίτευξίς της είναι ζήτημα
πρακτικό καί δέν χρειάζεται πολλά λόγια καί γνώσεις. Ό σοφός
είναι αυτάρκης, γιατί δλα τά αγαθά τών άλλων είναι δικά του. Ή
ελλειψις δόξης, ή άφάνεια, είναι αγαθόν καί ίσης αξίας μέ τόν-
κόπο καί τον αγώνα. Ό σοφός, δηλαδή οι εξαιρετικές φύσεις, δέν
θά συμπεριφέρωνται κατα τούς κειμένους νόμους61, αλλά κατά τον
νόμον τής αρετής. Καί θά παντρευτή δ σοφός αλλά χάριν τεκνο­
ποιίας, νυμφευόμενος προς τούτο καλοφτιαγμένες γυναίκες. Έ π ί
πλέον δέν θά άπαξιώση καί νά έρωτευθή, γιατί μοναχά δ σοφός
ξέρει ποιές γυναίκες πρέπει ν’ αγαπάμε.
39 ΑΝΤΙΣΘΕΝΗΣ

12. Ό Διοκλής αναγράφεικαί τά άκόλουθα δικά του· ρητά:


Στον σοφόν τίποτε δεν είναι ξένο ή ακατόρθωτο'62.. Ό αγαθός αξί­
ζει να άγαπαται, Οί ενάρετοι είναι (πραγματικοί) φίλοι. Συμμά­
χους νά κάνωμε τούς θαρραλέους άλλα καί δικαίους συγχρόνως.
5Αναφαίρετοι δπλο> είναι ή αρετή. Καλύτερα είναι μέ ολίγους αγα­
θούς νά μαχώμεθα εναντίον δλων των κακών1, παρά μέ πολλούς
κακούς εναντίον ολίγων αγαθών. Νά προσέχωμε τί λένε οι εχθροί,
μας, γιατί αυτοί πρώτοι αντιλαμβάνονται τά λάθη μας. Τον έντιμο
άνθρωπο νά τον βάζης πάνω άπό τον συγγενή. Ό άντρας καί ή
γυναίκα έχουν, τήν ίδιαν άξία. Οι καλές πράξεις είναι ωραίες,, οί
κακές άσχημες. Νά θεωρής δλα τά φαύλα ξενικά.
13. Τείχος άσφαλέστατον είναι ή φρόνησις* γιατί ούτε κα­
ταρρέει ούτε προσδίδεται., Τά τείχη νά τά στηρίξωμε στην άπόρ-
θητη λογική μας. Δίδασκε δέ στο γυμναστήριο τού Κυνοσάργους
λίγο πιό πέρα άπό τις πύλες τής. πόλεως* καί άπ" αυτό,, λένε μερι­
κοί', ώνομάστηκαν Κυνικοί63. Ό ιδοις άποκαλούσε τόν: εαυτό του
απλώς σκυλί64 (χωρίς άλλους προσδιορισμούς) Καί ύπήρξε ό πρώ­
τος κατά την μαρτυρίαν1 τού Διο-κλή πού δίπλωσε τό τριμμένο πα­
νωφόρι του1 καί μόνον αυτό φορούσε (χειμώνα - καλοκαίρι) ’ καί
γύριζε μ5 ενα ραβδί στο χέρι καί μ” ενα σακκούλι στον ώμο. Ε π ί­
σης κι5' ό Νεάνθης άναφέρει δτι πρώτος αυτός δίπλωσε τό ρούχο
του. Ό Σωσικράτης δμως ισχυρίζεται στο τρίτο βιβλίο- τών1 «Δια­
δοχών» του·,, δτι την αρχή- την Ικανέ ο Διόδωρος δ Άσπέδιος, δ
οποίος επίσης εφερε καί γενειάδα,, καί σακκούλι καί ραβδί..
14., Αυτόν μόνον άπ5 δλους τούς Σωκρατικούς επαινεί δ Θεό­
πομπος,. γιά τον δποίον λέει πώς ήταν εξαιρετικά ικανός άνθρω­
πος καί μπορούσε μέ την εύχάριστη1 δμιλία του νά κατακτήση
οποίον ήθελε.; Αυτό γίνεται φανερό κι5 άπό τά συγγράμματα του,
καθώς καί άπό τό «Συμπόσιο» τού Ξενοφώντος. Εις αυτόν δέ φαί­
νεται χρεωστεί τήν απαρχήν του καί τό· πλέον ανδροπρεπές τμήμα
τής Στωϊκής Σχολής. Γι’ αυτό καί δ ’Αθηναίος δ επιγραμματο­
ποιός, εκφράζεται ώς έξης γ ι’1αυτούς:
Εσείς οί έμπιστοι τών στωϊκών λόγων, εσείς πού πα"/ά­
ριστα δόγματα εμπιστευτήκατε στις ιερές σελίδες — δτι μόνον
ή αρετή: είναι αγαθό τής ψυχής,, γιατί μονάχα ή αρετή. σώ~
νει ανθρώπους και πολιτείες. Τ η σαρκική όμως απόλαυση.',, πού
άλλοι έταξαν γιά σκοπό τους,, μόνον ή μία. από τις θυγατέρες
τής Μνήμης65 τήν έπιδοκιμάζει.
15. Ό ’Αντισθένης66 Εδωσε τήν παρόρμηση καί στου Διογέ­
ΔΙΟΓΕΝΟΓΣ ΛΑΕΡΤΙΟΓ 40

νη τήν απάθεια καί στοΰ Κράτη· τήν εγκράτεια καί στου- Ζήνωνος
τήν καρτερία:, θέσας δ ίδιος τά θεμέλια της καταστάσεώς των. Ό
Ξενοφών τον λέει εξαιρετικά ευχάριστο στήν δμιλία,, καί έγκρα-
τέστατο στα άλλα.

Τά συγράμματά του διεσώθησαν σέ δέκα τόμους67. Ό πρώ­


τος περιέχει:
Περί έκφράσεως, ή περί ΰφους ομιλίας.
Αίας ή δ λόγος του Αίαντος.
Όδυσσεύς ή περί Όδυσσέως.
Όρέστου απολογία ή πε,ρί τών γραφόντων δικανικούς λόγους.
Ίσογραφήι (δμοιία συγγράμματα) , ή Αυσίας καί "Ισοκράτης.
Εις άπάντησιν του λόγου του· ’Ισοκράτους; που τιτλοφορείται
Αμάρτυρος ( = άνευ μαρτύρων) .
Ό δεύτερος τόμος περιέχει:
1.6., Περί τής φύσεως τών ζώων.
Περί παιδοποιίας ή περί γάμου,, δμιλία περί έρωτος.
Περί δικαιοσύνης καί ανδρείας: προτρεπτικό εργο σέ 3 βιβλία.
Περί Θεόγνιδος,, τέταρτο καί πέμπτο βιβλίο.

Ό τρίτος τόμος περιέχει πραγματείες:


Περί αγαθού.
Περί ανδρείας.
Περί νόμου ή περί πολιτείας.
Περί νόμου ή περί καλωσύνης καί δικαιοσύνης.
Περί ελευθερίας καί δουλείας.
Περί πίστεως (δοξασίας) .
Περί κηδεμόνος ή περί εύπειθείας.
Περί νίκης: οικονομικό· εργο.
Εις τον τέταρτον τόμον περιέχονται:
Κύρος.
Μέγας Ηρακλής ή περί ισχύος68.

Ό πέμπτος περιλαμβάνει:
Κΰρος ή περί κυριαρχίας.
Ασπασία,
41 ΑΝΤΙΣΘΕΝΗΣ

Ό έκτος:
Α λή θεια.
Περί τοο διαλέγεσθαι: εγχειρίδια περί συζητήσεως.
Σάθο>ν ή περί τοο αντιλέγειν, τρία βιβλία69.
Περί ομιλίας..

17. Έ β δομος; τόμος:


ΙΙερί παιδείας ή ονομάτων, πέντε βιβλία.
Περί τής χρήσεως τών ονομάτων: εριστικό έργο·.
Περί έρωτήσεως καί άποικρίσεως.
ΙΙερί γνώμης (δόξα) καί γνώσεως,, τέσσερα βιβλία.
ΙΙερί τοΰ· άποθν ήσκοντος.
Περί ζωής καί θανάτου.
ΙΙερί του κάτω κόσμου.
Περί φύσε ως, δυο βιβλία.
"Ένα·, πρόβλημα σχετικώς προς τήν φύσιν.
Γνώμες,, δοξασίες,, ή εριστικός.
Προβλήματα γύρω άπό την μάθησιν.
’Όγδοος τόμος:
Περί μουσικής.
Περί σχολιαστών.
Περί "Ομήρου·.
Περί αδικίας καί άσεβείας.
Περί Κάλχαντος.
ΙΙερί προσκόπου.
Περί ηδονής.
Τόμος ένατος:
Περί Όδυσσείας.
Περί τής ράβδου· τών ραψφδών.
Άθηνα ή περί Τηλεμάχου.
Περί Ελένης καί Πηνελόπης.
ΙΙερί Πρωτέως.
Κύκλωψ ή: περί Όδυσσέως.
18. Περί τής χρήσεως του οίνου,, ή περί μέθης, ή περί του
Κύκλωπος.
Περί Κίρκης,.;.;:'·..
ΔΙΟΓΕΝΟΓΣ ΛΑΕΡΤΙΟΓ 42

Περί ’Αμφιαράου.
Περί τοο Όδυσσέως, της Πηνελόπης καί του κυνος.

Δέκατος τόμος:
Ηρακλής ή Μίδας.
Η ρακλής ή περί φρονήσεως η ουνάμεως.
Κύρος, ή ό πολυαγαπημένος.
Κύρος ή οί πρόσκοποι.
Μενέξενος ή περί του άρχειν.
’Αλκιβιάδης.
’Αρχέλαος ή' περί βασιλείας.
Αυτά είναι τά δσα εγραψε.

Ό Τίμων τον επικρίνει πού εγραψε τόσα πολλά καί τον λέει.
«γόνιμον μικρολόγο». ΙΙέθανε άπό αρρώστια τήν ώρα ακριβώς πού
είχε μπή ό Διογένης καί του είπε: «Μήπως εχης ανάγκην φί­
λου;»., Μια άλλη· φορά μπήκε ό Διογένης έχοντας ενα ξιφίδιο*
Καί σαν φώναξε ό ’Αντισθένης,, «ποιος θά μέ γλυτώση άπό τούς
πόνους;»,, «Τούτο δώ» του είπε,, δείχνοντας τό μαχαίρι. «’Από τούς:
πόνους είπα,, παρετήρηισε δ ’Αντισθένης, δχι άπό τη ζωή».
19. Φαινόταν νά ύποφέρη εύκολώτερα τήν άρρώστια μέ τή:
φιλοζωία., Γράψαμε γ ι’ αυτόν τούς έξης στίχους:

Τέτοιο ήταν τό φυσικό σου,, ’Αντισθένη,, πού σ’' δλη! σου


τη ζωή, στάθηκες ενα σωστό σκυλί πού δάγκανε τήν καρδιά
μέ τά λόγια κι’' δχι μέ τά δόντια. Καί δμως πέθανες φθισι-
κός5, θά πή ίσως κανείς. ’Αλλά τί μ” αυτό;
Πάντως πρέπει- νάχωμε στον άλλο κόσμο· κάποιον1 οδηγό.

Υπήρξαν καί άλλοι τρεις Άντισθένεις: ένας οπαδός του Η ­


ρακλείτου, ενας άλλος άπό τήν ’Έφεσο, καί κάποιος άπό τή Ρόδο
ιστορικός..
Ε πειδή εχομε άπαριθμήσει τούς μαθητάς του· ’Αριστίππου- καί
του Φαίδωνος, άς κάμωμε τώρα μίαν εκθεσιν γιά τούς Κυνικούς
καί τούς Στωϊκούς πού 'προέρχονται από τον ’Αντισθένη. Καί άς
γίνη αυτό κατά τήν άκόλουθον τάξιν.
43 ΔΙΟΓΕΝΗΣ

2. Δ Ι Ο Γ Ε Ν Η Σ

20. Ό Διογένης70 του Ίκεσίου πού ήταν τραπεζίτης,, κατή-


γετο από τή Σινώπη. Ό Διοκλής; διηγείται δτι αναγκάστηκε νά
έκπατρισθή γιατί δ πατέρας του· πού του είχαν1έμπιστευθή τά, χρή­
ματα, του κράτους,, είχε κύψει κίβδηλα, νομίσματα. Ό Εύβουλίδης
δμο>ς εις τό Περί Διογένους βιβλίον του διηγείται δτι δ ίδιος δ
Διογένης τό εκαμε αυτό καί εφυγε μαζί μέ τον πατέρα, του.. Ά λλα
κι* δ ίδιος ομολογεί στή συγγραφή του «Πόρδαλος»,, δτι πραγμα­
τικά δίέπρα,ξε τήιν παραχάραξιν. ’Άλλοι πάλιν συγγραφείς λέγουν
δτι επόπτης του νομισματοκοπείου1 τυγχάνων έπείσθη υπό τών τε­
χνιτών νά προβή εις τή',ν παραχάραξιν καί δτι έπήγε στους Δελ­
φούς ή στό- Δήλιο (μαντείο) „ στήν πατρίδα, του·, για νά ρωτήση
τον Απόλλωνα άν πρέπει νά κάμη αυτά πού του λένε, Ό θεός
του έδωσε τήν άδεια νά παραχαράξη τό πολιτικό νόμισμα,, δηλαδή
τις ισχύουσες αξίες εις τό πολιτικόν πεδιον, άλλα αυτός δέν κατά­
λαβε καί έκιβδήλευσε τά λεπτά, οπότε άνακαλυφθείς, κατ’ άλλους
μέν έξωρίσθ'η, κατ’ άλλους δέ εφυγε μόνος του διά τον φόβον τών
συνεπειών.
21. Κατ’ άλλην εκδοχήν, παραλαβών άπό τον πατέρα του τά
νομίσματα τά ένόθευσε, μέ συνέπεια δ μέν πατέρας του νά συλλη-
φθη καί πεθάνη στις φυλακές,, αυτός; δέ νά πά.η στους Δελφούς καί
νά ρωτήση, όχι άν πρέπει νά κάνη παραχαράξεις,, αλλά τί πρέπει
νά κάνη γιά νά γίνη διάσημος* δπότε καί πήρε τον ανωτέρω
χρησμό71.
Φθάσας εις Αθήνας συνάντησε τον Αντισθένη:. Αύτός δμως
τον άπέκρουσε, γιατί δέ δέχονταν κανένα μαθητή, άλλα μπροστά
στήν επιμονή τού Διογένη ύποχώρησε. 'Ό ταν κάποτε δ ’Αντισθέ­
νης σήκωσε τή μαγκούρα του,, αυτός,, προτείνοντας τό κεφάλι του,,
«χτύπα, του· είπε,,, δέ θά βρής τόσο σκληρό- ξύλο πού θά μέ κρα-
τήση μακρυά άπό σένα, δσο θά μου φαίνεσαι πώς κάτι λες». Άπό·
κείνηι τή στιγμή έγινε μαθητής του, καί σάν εξόριστος, πού ήταν,
ρίχτηκε στήν άπλή ζωή.
22. Σάν είδε ενα ποντίκι πού έτρεχε δώ κι* εκεί,, λέει δ Θεό-
φραστός στον Μέγαρικό διάλογο,‘καί ούτε γιά κατάλαμα σκοτίζον­
ταν, ούτε τό σκοτάδι φοβόταν, ούτε ποθούσε κάτι άπό δσα θεωρούν­
ται άξια άπολαύσεως, άνεκάλυψε τά μέσα νά προσαρμοσθή δ ίδιος
στις περιστάσεις. Πρώτος κατά τινας δίπλωσε τό φτωχικό πανω­
φόρι του1,, γιατί έπρεπε καί νά κοιμάται μέσα σ” αυτό, καί είχε ένα
ΑΙΟΓΕΝΟΓΣ ΛΑΕΡΤΙΟΓ 44

οακκούλι πού έ'βαζε τά τρόφιμά του,, καί δέν τον ενοιαζε νά έκ-
πληρώνη κάθε ανάγκη του δπου τύχαινε, νά τρώη δηλαδή,, νά κοι­
μάται καί νά συζητή. Ό πότε καί ελεγε, δείχνοντας τή στοά τού
Διός καί τό· ΙΙομπείο, δτι οι Αθηναίοι τάφκιασαν γιά νά κάθεται
αυτός.,
23. 'Ύστερα άπό κάποια αρρώστια του,, περπατούσε, μέ μπα­
στούνι. Αργότερα όμως τό είχε πάντοτε, ογι μόνο μέσα στην πό­
λη άλλα δέν τό άφηνε καί όταν οδοιπορούσε,, καθώς καί τό σακ-
•κούλι του, βπως αναφέρει δ διατελέσας άρχων τών Αθηναίων Ό -
λυμπιόδωρος72,, καί δ Πολύευκτος δ ρήτωρ, καί δ Αυσανίας τού
Αίσχρίωνος., Είχε γράψει σέ κάποιον νά τού βρη ενα καλύβι, άλλά
επειδή εκείνος άργησε, πήγε καί εγκαταστάθηκε στό πιθάρι πού
ήταν στην αυλή τού Μητρώου73*, όπως δ ίδιος διασαφηνίζει στις
επιστολές του. Καί τό μέν καλοκαίρι συνήθιζε νά κυλιέται επάνω
στη ζέστη άμμο, τό δέ χειμώνα Αγκάλιαζε τά χιονισμένα άγάλ-
ματα, χρησιμοποιών κάθε μέσον1γιά νά άσκή τον εαυτό του.
24. Προς τούτοις, ήταν καί δεινός νά καταφρονή τούς συγ­
χρόνους του.. Τή σχολή τού Εύκλείδου τήν ελεγε χολή, τή διατρι­
βή (τά μαθήματα) τού Πλάτωνος κατατριβή ( = χασομέρια) , τούς
Διονυσιακούς αγώνες μεγάλα τσιρίγματα καί επιδείξεις γιά μω­
ρούς καί τούς δημαγωγούς υπηρέτες τού· όχλου., Ε πίσης συνήθιζε
νά λέη πώς όταν εβλεπε γιατρούς, φιλοσόφους καί πλοηγούς επί
τό έργον των, θεωρούσε τον1 άνθρωπο σάν τό εξυπνότερο άπό τά
ζώα. 'Όταν εξ άντιθέτου εβλεπε έρμηνευτάς ονείρων καί μάντεις
καί κείνους πού έδιναν σημασία σ αύτά, ή κείνους, πού κορδώ­
νονταν γιά τή δόξα ή τά πλούτη τους.,, τίποτε, δέ θεωρούσε πιό χα ­
μένο πλάσμα άπό· τον άνθρωπο. Καί συνήθιζε νά λέη δτι γιά τή
ζωή μάς χρειάζεται ορθός λόγος ή βρόχος (θηλειά) .
25. Βλέποντας κάποια μέρα τον Πλάτωνα νά τρώη ελιές σ’
ενα πολυτελές δείπνο, «Πώς γίνεται αυτό, τού· είπε, εσύ δ φιλόσο­
φος πού πήγες ώς τή Σικελία γ ι’ αύτά τά πλούσια τραπέζια,, τώρα
πού είναι μπροστά σου δέν τά γλεντάς;».. «’Ό χ ι, μά τούς θεούς,
Διογένη, άποκρίθηκε δ Πλάτων, κι* εκεί μέ ελιές ώς επί τό πλεί-
-στον περνούσα καί μέ τέτοια». «’Αλλά τότε, ποιά άνάγκη νά πάς
ώς τις Συρακούσες τού είπε δ Διογένης’ μήπως δέν έβγαζε τότε
ή ’Αττική ελιές;». Ό Φαβωρΐνος όμως λέει στην «Παντοδαπή Ι ­
στορία» τοο δτι δ ’Αρίστιππος τήν είπε αυτή τήν κουβέντα74., Μιά
άλλη φορά ετυχε νά τρώη σύκα (ξερά) όταν τον συνάντησε δ
Πλάτων. «Μπορείς νά συμμετάσχης, τού είπε». Κ ι” όταν εκείνος
45 ΔΙΟΓΕΝΗΣ

πήρε καί τάφαγε δλα, «Νά συμμετάσχης είπα, του πα,ρετήρησε 6


Διογένης,, δχι νά τά φας δλα».
26. ’Άλλοτε, δταν δ Πλάτων έπιστρέφοντας άπό τό ταξίδι
του στο Διονύσιο είχε χαλέσει στο σπίτι του φίλους, δ Διογένης
πατούσε πάνω στά χαλιά κι* ελεγε,, «ΙΙατώ τή ματαιοδοξία του
Πλάτωνος»,. Καί δ Πλάτων του ειπε,, «Πόσο φανερώνεις τή ματαιο-
δοξία σου, Διογένη,, δείχνοντας πώς δεν είσαι ματαιόδοξος». Κατ’
άλλους δ Διογένης είπε, «Πατώ τή ματαιοδοξία του Πλάτωνος»"”'
κι5' αυτός του είπε, «Ναι, Διογένη, αλλά μέ μιά άλλη ματα ιο δο­
ξιά». Ό Σωτίων δμως στο τέταρτο βιβλίο του λέγει δτι δ Κυνικός
άπηύθυνε στον ίδιο τον Πλάτωνα τήν παρατήρησή του·,, δηλαδή
είπε «Πατώ τον Πλάτωνα». Κάποτε δ Διογένης είχε ζητήσει λίγο-
κρασί άπό τον Πλάτωνα καί σύκα. ξερά, κι5' εκείνος τουστειλε ολό­
κληρη νταμιζάνα. «Δέ μου λές, του είπε τότε δ Διογένης, αν σέ
ρωτήσουν- πόσο κάνουν δύο· καί δύο·, είκοσι θά πής; Έσύ ούτε ανά­
λογα μέ δ,τι tfo-υ ζητουν δίνεις, ούτε σχετικά μέ δ,τι σέ ρωτούν α­
παντάς». Τοιουτοτρόπως τον έσκωψε ως άπεραντολόγον.
27. Έρωτηθείς σέ ποιό μέρος τής Ελλάδος είδε αγαθούς άν­
τρες, «άντρες, είπε, πουθενά, -παιδιά στή Σπάρτη».. Κάποτε πού
μιλούσε γιά σοβαρά πράγματα, αλλά κανένας δεν πήγαινε νά τον
άκούση, άρχισε νά σφυρίζη σάν πουλί. 'Όταν μαζεύτηκε κόσμος,
τούς κατέκρινε, δτι γιά ν’ ακούσουν ’ανοησίες, τρέχουν μέ δλη τους
τή σοβαρότητα, αλλά γιά σοβαρά θέματα, άργοπορούν καί αδια­
φορούν. Επίσης ελεγε δτι γιά νά σκάβουν ορύγματα75 καί νά κλω­
τσούν, αγωνίζονται οί άνθρωποι, αλλά κανένας δεν αγωνίζεται γιά
νά γίνη ενάρετος.
28. Καί απορούσε γιά τό δτι οι μελετηταί αναζητούν τά α­
τυχήματα του Όδυσσέως, ένψ αγνοούν τά δικά τους* γιά τό δτι
οί μουσικοί προσαρμόζουν τις χορδές τής λύρας, αλλά αφήνουν σέ
ακαταστασία τις ψυχικές τους διαθέσεις* γιά τό δτι οί μαθηματικοί
ατενίζουν τον ήλιο καί τή σελήνη, αλλά παραβλέπουν1 εκείνα πού
είναι μπροστά στά πόδια, τους* καί γιά τό δτι οί ρήτορες κάνουν
μεγάλη φασαρία γύρω άπό τή δικαιοσύνη ατούς λόγους των, κα­
θόλου δμως δέν τήν εφαρμόζουν.
Ωστόσο, έλεγε καί γιά τούς φιλάργυρους δτι καταφέρονται
μέν κατά τών χρημάτων, δμως τά ύπεραγαποϋν. Κατεδίκαζε καί
κείνους πού επαινούν μέν τούς εντίμους ανθρώπους, δτι είναι ανώ­
τεροι χρημάτων, αλλά ζηλεύουν τούς πολυχρήματούς. ΙΙροκαλού-
σε δέ τήν οργήν του καί τό δτι οί άνθρωποι προσφέρουν θυσίες
στούς θεούς γιά τήν υγεία τους, καί κατά τή διάρκεια τής ίδιας
ΑΙΟΓΕΝΟΓΣ ΛΑΕΡΤΙΟΓ 46

αυτής της θυσίας το ρίχνουν στο φαγοπότι κατά τρόπον πού νά


βλάπτουν τήν υγεία τους, Του προξενούσε δέ κατάπληξιν τό δτι
οί δούλοι, άν καί εβλεπαν τούς κυρίους των νά έχουν παραφάει,
δέν άγγι ζ αν καν ένα.τ ρόφι μο.
29. Επαινούσε 'κείνους πού ήταν έτοιμοι νά παντρευτούν καί
δεν παντρεύονταν,, κείνους πού σκόπευαν νά ταξιδέψουν καί δέν
ταξίδευαν,, κείνους^ πού σκέπτονταν νά πολιτευθοΰν καί δέν πολι­
τεύονταν, κείνους πού σχέδιαζαν νά δημιουργήσουν οικογένεια καί
δέν τδ εκαμναν καί κείνους πού ετοιμάζονταν νά συζήσουν μέ δυ­
νάστες καί μετά δέν πήγαιναν. Προς τούτοις συνήθιζε νά λέγη δτι
δέν πρέπει μέ κλειστά τά δάχτυλα νά προτείνωμε τδ χέρι μας στούς
φίλους76. Ό Μένιππος77 στο βιβλίο του «Διογένους Πράσις» (Ή
πώλησις του Διογένους) διηγείται πώς, δταν αίχμαλωτισθείς καί
πωλούμενος ώς δούλος ρωτήθηκε τί ήξερε νά κάνη, «’Ανδρών άρ-
χειν», άποχρίθηκε. Καί στον κήρυκα είπε νά φωνάζη «Ποιος θέλει
V* άγοράση αφεντικό». Σάν τον εμπόδισαν νά καθήση, «δέν έχει
σημασία, είπε, γιατί καί τά ψάρια σ’ δποιαδήποτε στάση κι’ άν
είναι τοποθετημένα, βρίσκουν άγοραστάς».
30. Είναι άξιον απορίας, έλεγε, δτι προκειμένου ν’ άγοράσω-
με μιά χύτρα ή ενα πιάτο, τά χτυπούμε μέ τδ δάχτυλό μας γιά
νά ίδούμε άπδ τον ήχο άν είναι γερά, προκειμένου δμως γιά άν­
θρωπο άρκούμεθα στήν εξωτερική του εμφάνιση., ’Έ λεγε στον Ξε-
νιάδη, σ’ αυτόν πού τον αγόρασε, δτι επρεπε νά τον ύπακούση, άν
καί είναι .-δούλος*, γιατί βέβαια καί στο γιατρό του ή στο ναύκληρ-
ρο, καί δούλοι νά ήταν1 θά ύπ.άκουε. Ό Εύβουλος, στο βιβλίο του
τδ έπιγραφόμενο Διογένους ΙΙράσις, λέει δτι μετά τά άλλα μαθή­
ματα, δίδασκε στά παιδιά του Ξενιάδη ιππασία, τόξεμα, σφεντό-
νισμα καί άκόντισμα. ’Αργότερα, στή σχολή πάλης, δέν έπέτρεπε
στδ δάσκαλο νά τούς κάνη πλήρη αθλητική εκπαίδευση, αλλά μό­
νον δσο χρειάζεται γιά νάχουν ροδαλό χρώμα καί εύεξία..
31. Κατείχον δέ τά παιδιά πολλές περικοπές άπό τούς ποιη-
τάς καί τούς ιστορικούς, κι’ άπό τά ίδια τά συγγράμματα τού Διο­
γένη* καί τά έξασκουσε νά κάνουν σύντομη εκθεση κάθε μαθήμα­
τος ώστε ν’ άπομνημονεύεται εύκολα. Τούς δίδασκε νά αύτοεξυπη-
ρετούνται στο σπίτι, νά άρκοϋνται σέ λιτή τροφή καί νά μή! πίνουν
παρά νερό. ’Επίσης τούς συνήθιζε νά κουρεύωνται μέ τήν πρώτη,
νά μή στολίζωνται, νά ντύνωνται ελαφρά, νά περπατούν ξυπόλητα,
νά είναι σιωπηλά, καί στό δρόμο νά μή κοιτάζουν γύρω τους. ’Ε­
πίσης τά πήγαινε κυνήγι. ’Εκ μέρους των δέ αυτά είχαν μεγάλο
σεβασμό στό Διογένη;, καί ζητούσαν πολλά πράγματα γ ι’ αυτόν
47 ΔΙ0ΓΚΝ1Ι2

άπό τούς γονείς των. Ό ίδιος συγγραφεύς μας πληροφορεί πώς


έμεινε στο σπίτι του Ξε,νιάδη ώσπου γέρασε, καί πώς, δταν πέθα-
νε, τον έθαψαν τα παιδιά του·.
32., 'Όταν κάποτε τον ρώτησε δ Ξενιάδης πώς ήθελε νά τόν
θάψουν, «Μέ τδ πρόσωπο προς τά κάτω»,, είπε., «Γιατί;» τόν ρ<»>
τησε, «Γιατί σέ λίγο, είπε, πρόκειται νά γυρίσουν τά κάτω απά­
νω». Αύτδ δέ τό είπε, γιατί ήδη είχαν επικρατήσει οί Μακεδόνες,
τρεννοοΰσε δτι άπό ταπεινή θέση άνεβαίνει κανείς ψηλά. "Οταν
κάποιος τον οδηγούσε σ* ενα πολυτελώς επιπλωμένο σπίτι καί έ-
πειδή έβηξε τον προειδοποίησε νά μή φτύση, δ Διογένης έφτυσε
στό πρόσωπο του συνοδού του, λέγοντάς του δτι δέ βρήκε χειρότερο
μέρος νά φτύση, ’Άλλοι λένε δτι αυτό τό έκαμε 'δ Αρίστιππος.
Μια μέρα φώναζε, «’Έ , άνθρωποι, που είστε!». 'Όταν μαζεύτηκε
κόσμος, τούς άρχισε μέ τή μαγκούρα λέγοντάς τους: «Ανθρώπους
κάλεσα, οχι καθάρματα»., Αυτό τό άναφέρει δ Έκάτων στό πρώ­
το βιβλίο τών «Αστείων ανεκδότων» του., Ε πίσης λένε δτι καί δ
(Μέγας) Αλέξανδρος είπε πώς, αν δέν ήταν Αλέξανδρος, θά ή
θελε νά είναι Διογένης.
33. Ανάπηροί:, ελεγε, δέν πρέπει νά λέγωνται οί κουφοί καί
οί τυφλοί, άλλά εκείνοι πού δέν έχουν πήρα ( = σακκούλι) . Κά­
ποτε πού μπήκε σ’ ένα συμπόσιο νεαρών γλεντζέδων,, τόν έδειραν
βάναυσα, δπως άναφέρει δ Μητροκλής στά «Ανέκδοτά» του* αυ­
τός μετά, άφου έγραψε τά όνόματά τους σέ μία πινακίδα, γύριζε
ατούς δρόμους μέ τήν πινακίδα κρεμασμένη άπό τό λαιμό του,
ώσπου· τούς έκανε ρεζίλι, καί προκάλεσε τή γενική κατάκριση καί
δυσφήμηση εις βάρος των1. ’Έ λεγε γιά τόν εαυτό του δτι είναι σκυ­
λί άπό κείνα πού δλοι τά επαινούν,, αλλά πού κανένας δέν τολ­
μάει νά πάη κυνήγι μαζί τους. Σέ κείνον πού του είπε,,, «Στά Πύ­
θια (στους αγώνες) νικώ άντρες»,, άποκρίθηκε, «Λάθος,, έγώ ν ι­
κώ άντρες, εσύ νικάς ανδράποδα (δούλους) ».,
34. Σέ κείνους πού του είπαν, «Γέρος είσαι πιά, δέν κάθεσαι
ν* άναπαυθής;», «Μά, πώς, τούς είπε, αν έτρεχα στό στάδιο κΓ
ήμουν κοντά στό τέρμα, θάπρεπε νά χαλαρώσω- τό βήμα, μου κΓ
δχι μάλλον νά βάλω' δλα τά δυνατά μου;».. Περπατούσε μέ γυμνά πό­
δια άπάνω στά χιόνια κΓ εκανε καί δλα δσα προηγουμένως άνα-
φέραμε.
Επιχείρησε ακόμη καί ώμο κρέας νά φάη, άλλά δέ μπόρεσε
νά τό χώνεψη. Κάποτε πού έπιασε τόν Δημοσθένη τόν ρήτορα νά
γευματίζη σέ μιά ταβέρνα, κΓ' αυτός τραβιόταν πιο μέσα γιά νά
μή τόν ίδή, «'Όσο πιο μέσα τραβιέσαι, τού είπε, τόσο περισσότερο
ΔΙΟΓΕΝΟΓΣ ΛΑΕΡΤΙΟΓ 4S

θα ’είσαι μέσα στην ταβέρνα». Κάποτε πού κάποιοι ξένοι ήθελαν


νά ίδούν τον Δημοσθένη,, αυτός,, έκτείνας τον μέσον δάκτυλόν του,.
«Εκεί, πηγαίνει, τούς ειπε, ό δημαγωγός των Αθηναίων».. 'Ό ταν
κάποιου του είχε πέσει μια φραντζόλα και ντρεπόταν νά τήν πά-
ρη, ό Διογένης θέλοντας νά τον νουθετήση έδεσε ενα δοχείο κρα­
σιού, καί προχωρώντας τό εσερνε μέσα στην αγορά.
35. Συνήθιζε νά λέη δτι μιμείται τούς διδασκάλους τών χο­
ρωδιών1* γιατί κι* αυτοί τραγουδούν σέ χαμηλότερο τόνο ώστε νά
επιτυγχάνουν οί άλλοι τον προσήκοντα τόνον. Οί περισσότεροι άν­
θρωποι , ελεγε, είναι τόσο τρελλοί ώστε δλη τή διαφορά άπό τούς
γνωστικούς νά τήν άποτελή ενα δάχτυλο. Γιατί, αν περπατάς μέ
προτεταμένο τό μεσαίο δάχτυλο,, θά σέ πάρουν γιά τρελλόι, αν δ­
μως περπατάς μέ προτεταμένο- τό μικρό δάχτυλο, δέν θά σέ θεω­
ρουν πιά τρελλό. Τά μεγάλης αξίας πράγματα,, ελεγε, πουλιούν­
ται πολύ φτηνά, καί αντίστροφο.):. 'Ένα άγαλμα επί παραδείγμα-
τι πουλιέται τρεις χιλιάδες δραχμές (150.000 σημερινές δρα­
χμές) , ένφ ενα κιλό κριθαραλευρο πουλιέται δυο- «χαλκούς»78 (τέσ­
σερις περίπου σημερινές δραχμές) .
36. Στον Ξενιάδη πού τον ειχε αγοράσει, είπε «Πήγαινε νά
κάμης αυτό- πού λέω».. Καί σάν εκείνος τού παρετήρησε:

Πηγαίνουν πίσω τά νερά τών ποταμών ; (’Άνω ποταμών


~ / 7Q\
χωρουσι παγαι; ) .

«Μήπως άν, άρρωστος, είχες αγοράσει γιατρό, του είπε, δέ θά τον


υπάκουες80, αλλά θά τοΰλεγες άν1 πάνε πίσω τά νερά των ποτα­
μών;».· Κάποιος ήθελε νά σπουδάση φιλοσοφία κοντά του·.. Ό Διο­
γένης τοΰδωσε. νά κρατάη μιά ρέγγα καί του είπε νά τον άκολου-
θή* δμως αυτός άπό ντροπή τήν πέταξε κι5 εφυγε. 'Ύστερα άπό
καιρό πού τον συνάντησε 6 Διογένης του είπε γελώντας: «Είδες,
μιά ρέγγα μάς χάλασε τή φιλία»., Ό Διοκλής τό διηγείται αυτό
ώς εξής: Κάποιος του είπε, «Στις προσταγές σου, Διογένη»,, αυ­
τός δέ τοΰδωσε νά κρατάη ένα κομματάκι τυρί αξίας μισού οβολού*
σάν άρνήθηκε δ άλλος, «μιά σταλιά τυρί, τού είπε, μάς χάλασε τή
φιλία».
37.. Σάν είδε μιά μέρα ενα παιδί νά πίνη στή χούφτα του,
πέταξε άπό τό σακκούλι του τό κύπελλο λέγοντας: «'Ένα παιδί
μέ νίκησε σέ απλότητα. ζα)ής». Επίσης- πέταξε καί τό πιάτο του
δταν είδε πάλι ενα παιδί, πού επειδή είχε σπάσει τό άγγείο του,
είχε φτειάξει ένα κοίλωμα στο ψωμί του καί εκεί εβαζε τις φακές
49 ΔΙΟΓΕΝΗΣ

του. Συνήθιζε δέ να κάνη καί τον έξης συλλογισμό: 'Ό λα είναι


τών θεών. Οί σοφοί είναι φίλοι τών θεών1, κοινά δέ είναι τα τών
φίλων. Επομένως δλα ανήκουν στους σοφούς. Σαν ειδε μια μέρ#
μια γυναίκα νά σκύβη πολύ μπροστά στα αγάλματα τών θεών,: θέ­
λοντας νά τήν γλυτώση άπό τή δεισιδαιμονία, δπως γράφει ό Ζωΐ-
λος ό Περγαΐος, πήγε κοντά της καί τής είπε, «Δέ φοβάσαι,, καλή
μου κυρία, μήπως, εύρεθής εις άσεμνον στάσιν, εάν ύπάρχη κανείς
θεός πίσω^ σου, αφού τά πάντα είναι γεμάτα άπό θεούς;».
38. Αφιέρωσε στό ’Ασκληπιείο έναν πλήκτη, πού κείνους
πού προσπέφτανε έπίστομα έτρεχε καί τούς χτυπούσε. Συνήθιζε δέ
νά λέη δτι ολες οι κατάρες τής τραγωδίας, έπεσαν άπάνω του.
Πάντως ήταν

εξόριστος, δίχως σπίτι, δίχως πατρίδα,,


φτωχός, περιπλανώμενος, πού ζητιανεύει τό καθημερινό
ψωμί του.

'Όμως ισχυριζόταν δτι εις τήν τύχην ήμπορούσε νά άντιπαραθέ-


τη τό θάρρος, εις τον νόμον (τό συμβατικόν δίκαιον) τήν1 φύσιν,
και εις τό πάθος τόν ορθόν λόγον. Μιά μέρα πού λιάζονταν στό
Κρανεΐο τόν συνάντησε δ ’Αλέξανδρος καί τόν ρώτησε τί ήθελε νά
τού δώση, «Παραμέρισε άπό τόν ήλιο·», τού είπε81. Κάποιος διάβα­
ζε μεγαλοφώνως πολλή ώρα, καί καθώς προς τό τέλος τού βιβλίου
*— κυλίνδρου82, φάνηκε ένα άγραφο τμήμα, «Κουράγιο, παιδιά·,
είπε, στεριά βλέπω {γην όρώ) .
39, Προς έκεινον πού μέ σειράν συλλογισμών1 άπεδεί-
κνυε στό τέλος δτι έχει κέρατα, είπε αφού ψηλάφησε τό' μέ­
τωπό του, «Έγώ έκ μέρους μου δέν τά βλέπω»., Όμοίως δταν κά­
ποιος είπε δτι δέν υπάρχει κίνησις, σηκώθηκε καί περπατούσε γύ­
ρω σ’ αυτόν. Σέ κείνον πού μιλούσε γιά τά ουράνια φαινόμενα εί­
πε, «Πόσες μέρες έχεις πού ήρθες άπό τόν ουρανό;». Γιά τόν μο­
χθηρό ευνούχο πού έγραψε στήν πόρτα τού σπιτιού του «Κανένα
κακό νά μή μπή», «’Αλλά δ νοικοκύρης τού σπιτιού, είπε,, άπό πού
θά μπή;». 'Ό ταν είχε αλείψει τά πόδια του μέ μύρο, είπε πώς δ­
ταν τό βάζωμε στό κεφάλι φεύγει στον άέρα, άπό τά πόδια δμως
έρχεται στή μύτη. Καθώς οι ’Αθηναίοι τόν παρακινούσαν νά μυη-
θή στά μυστήρια καί τού έλεγαν δτι οι μεμυημένοι τυγχάνουν ει­
δικών προνομίων στον άλλο κόσμο, «Είναι γελοίο, τούς είπε, 6 μέν
’Αγησίλαος κι’ δ ’Επαμεινώνδας νά μένουν μέσα στό βόρβορο, με-
4

You might also like