You are on page 1of 34

Βυζάντιο

Τόμος Α

Ιστορικό, πολιτικό και στρατιωτικό πλαίσιο του Βυζαντινού Πολιτισμού &


Πολιτική και κοινωνική ζωή στο Βυζάντιο (ενότητα 1.2 & κεφάλαιο 2)
Οι Βυζαντινοί θεωρούσαν τους εαυτούς τους ρωμαίους πολίτες και συνεχιστές της
ρωμαϊκής πολιτικής παράδοσης. Ο αυτοκράτοράς τους ονομάζονταν Αυτοκράτωρ
των Ρωμαίων, οι κάτοικοι Ρωμαίοι και τα εδάφη Ρωμανία. Τα λατινικά έως τον 6 ο
αιώνα ήταν επίσημη γλώσσα του κράτους, ενώ οι ρωμαϊκοί νόμοι διατηρούνταν
σχεδόν ανέπαφοι.
Ο Μέγας Κωνσταντίνος κατείχε την πολιτική και θρησκευτική εξουσία και οι πολίτες
ορίστηκαν ως υπήκοοι. Ο αυτοκράτορας ήταν στην ουσία η επίγεια παρουσία του
θεού και το αυστηρά δομημένο και μεγαλοπρεπές κράτος ήταν το επουράνιο
βασίλειο.
Ο Μέγας Κωνσταντίνος σφράγισε με τρία γεγονότα τη δημιουργία ενός θεοκεντρικού
κράτους:
Α) Διάταγμα του Μεδιολάνου (313), με το οποίο αναγνώρισε τη νομιμότητα του
χριστιανισμού.
Β) Α’ Οικουμενική Σύνοδο στη Νίκαια (325), όπου καταπολέμησε την αίρεση του
αρειανισμού.
Γ) Η βάφτιση στην επιθανάτια κλίνη του.
Οι τρεις αυτές αποφάσεις έδωσαν έναν θεοκεντρικό χαρακτήρα στη βυζαντινή
αυτοκρατορία.
Η σχέση της κοσμικής και εκκλησιαστικής εξουσίας ήταν ένα είδος συμμαχίας.
Βέβαια πάντα υπήρχαν τάσεις ανεξαρτησίας από μοναχούς. Όμως, η πολιτική δύναμη
ήταν μεγάλη. Ουσιαστικά η Εκκλησία δρούσε ως εξισορροπητικός παράγοντας
ανάμεσα σε αυτοκράτορα και οικογένειες ευγενών. Φρόντιζε για την πολιτισμική
ομοιογένεια και άφηνε τα θεολογικά – φιλοσοφικά ζητήματα να επηρεάζουν τα
κοινωνικά, πολιτικά και οικονομικά ζητήματα.
Σημαντικός επίσης ήταν ο θεσμός των θεμάτων, δηλαδή στρατιωτικών περιοχών
όπου η διοίκηση ανήκε στον στρατηγό. Παράλληλα, εμφανίστηκαν επαγγελματίες
στρατιώτες, οι ακρίτες, οι οποίοι συχνά επενέβαιναν στη διοίκηση της
αυτοκρατορίας και συχνά επέβαλαν αυτοκράτορες της αρεσκείας τους. Ο λαός ήταν
δυναμικός και είχε έντονο το αίσθημα της πολιτικής ευθύνης.
Μετά το θάνατό του το έργο του συνέχισε ο γιος του Κωνστάντιος. Εξαιτίας των
εξωτερικών απειλών η κατάσταση στη Νέα Ρώμη ήταν δυσχερής.
Μετά από αρκετούς διαδόχους που δεν υποστήριξαν το χριστιανισμό το θρόνο
ανέλαβε ο Μέγας Θεοδόσιος. Το 383 συγκάλεσε τη Β’ Οικουμενική Σύνοδο και
ένωσε το κράτος υπό τη χριστιανική θρησκεία, ενώ παράλληλα σύναψε ειρήνη και με
τους Πέρσες.
Στην Γ’ Οικουμενική Σύνοδο (432) ενέκυψε το πρόβλημα του μονοφυσιτισμού (η
θεία φύση του Χριστού θεωρείται κυρίαρχη επί της ανθρώπινης). Το χριστολογικό
πρόβλημα ήταν στην ουσία πρόβλημα επιρροής. Το Πατριαρχείο της Αλεξάνδρειας
αντιδρούσε στην αυξανόμενη επιρροή του Πατριαρχείου της Κωνσταντινούπολης.
Στην Δ’ Οικουμενική Σύνοδο (451) καταδικάστηκε ο μονοφυσιτισμός, όμως
αποσχίστηκαν κομμάτια του χριστιανικού κόσμου, τα οποία έγιναν λεία για του
Άραβες.
Τον 6ο αιώνα κυριάρχησε η φυσιογνωμία του Ιουστινιανού. Μέσα από τη
συγκεντρωτική του διοίκηση έδωσε νέα αίγλη στο Βυζάντιο. Αναθεώρησε τους

1
ρωμαϊκούς νόμους και πρόσθεσε νέους. Έκανε έργα εξωραϊσμού της πρωτεύουσας
και έχτισε την Αγία Σοφία. Με την Ε’ Οικουμενική Σύνοδο καταδίκασε τις
μονοφυσιτικές αιρέσεις, ήρθε σε ρήξη με τον πάπα της Ρώμης και κατάργησε το
διαχωρισμό μεταξύ κοσμικής και εκκλησιαστικής εξουσίας. Όμως, η βασιλεία του
στιγματίστηκε από πολλούς πολέμους, που εξασθένισαν το λαό, με αποτέλεσμα να
εκδηλωθεί η Στάση του Νίκα.
Τον 7ο αιώνα η αυτοκρατορία διασπάται, καθώς οι Άραβες ενώνονται υπό το
έμβλημα της πίστης του Μωάμεθ και κατακτούν κομμάτια της αυτοκρατορίας,
φτάνοντας μέχρι τα τείχη της Κωνσταντινούπολης.
Τον 8ο αιώνα στέφεται αυτοκράτορας ο Λέων Γ’ ο Ίσαυρος και με τον γιο του
Κωνσταντίνο τον Ε’ χαρίζουν στην αυτοκρατορία μια σχετική ευημερία. Με το
διάταγμα της απαγόρευσης των εικόνων φτάνουμε στην Ζ’ Οικουμενική Σύνοδο
(787) όπου αναστηλώνονται οι εικόνες. Αυτήν την περίοδο, η Ρώμη αποκόβεται από
την Κωνσταντινούπολη, καθώς έστεψε τον Καρλομάγνο «αυτοκράτορα των
Ρωμαίων».
Τον 9ο αιώνα αναζωπυρώθηκε η εικονομαχία. Εν τέλει αναστηλώθηκαν οι εικόνες και
θεσπίστηκε ο εορτασμός της Κυριακής της Ορθοδοξίας. Η αυτοκρατορία ανέκαμψε,
καθώς νικήθηκαν πολλοί εξωτερικοί εχθροί, καθιερώθηκαν τα ελληνική ως επίσημη
γλώσσα, κωδικοποιήθηκαν οι νόμοι και ισχυροποιήθηκαν οι γαιοκτήμονες. Ο
Ρωμανός ο Α’ ξεκίνησε πολέμους για την κατάκτηση των χαμένων εδαφών. Επίσης,
έστειλε τους μοναχούς Μεθόδιο και Κύριλλο να εκχριστιανίσουν Σέρβους και
Ρώσους.
Στη συνέχεια, ο Βασίλειος Β’ ο Βουλγαροκτόνος, περιόρισε τη δύναμη των
γαιοκτημόνων και έφερε την εσωτερική ειρήνη.
Όμως, από το 1071 αρχίζει η πτώση του Βυζαντίου. Οι Νορμανδοί κατακτούν την
Ιταλία. Οι δημοκρατίες των ιταλικών πόλεων αναπτύσσουν σημαντικό εμπορικό
στόλο. Ο αυτοκρατορικός στρατός ηττήθηκε στο Μάντζικερτ από τους Σελτζούκους,
οι οποίοι κατέστρεψαν υποδομές, υδραγωγεία, δρόμους. Ο Αλέξιος Κομνηνός
απώθησε Νορμανδούς και Τούρκους.
Το 1204 έχουμε την κατάληψη της Πόλης από δυτικούς σταυροφόρους, που
δημιούργησε ένα αντι-δυτικό μένος. Οι υπόδουλοι πολίτες απέκτησαν συνείδηση της
ελληνικής τους ταυτότητας και είδαν την αυτοκρατορία ως ελληνική. Τελικά, οι
Δυτικοί παρέδωσαν στον Μιχαήλ Η’ μια φτωχή, γεμάτη ερείπια Κωνσταντινούπολη.
Τον 13ο αιώνα η αυτοκρατορία σημαντικά συρρικνωμένη άρχισε να αισθάνεται τον
ασφυκτικό κλοιό των επεκτατικών διαθέσεων των Οθωμανών, ώσπου το 1453 έχουμε
την άλωση της Κωνσταντινούπολης.

2
Κοινωνία & Οικονομία (Mango 44-76)
Το κυριότερο χαρακτηριστικό του βυζαντίου είναι η απεριόριστη δύναμη της
αυτοκρατορικής εξουσίας. Παραδόξως, δεν έχουμε ένα και μοναδικό τρόπο για την
αυτοκρατορική διαδοχή. Αυτοκράτορας μπορούσε να είναι ο νόμιμος κληρονόμος ή
ένας στρατηγός ή οποιοσδήποτε άλλος την εκλογή του οποίου πιστοποιούσαν οι
επιφωνήσεις του στρατού και της συγκλήτου και τη στέψη πραγματοποιούσε ο
πατριάρχης. Πάντως, η διακυβέρνηση ασκούνταν από το αυτοκρατορικό παλάτι και
όχι μόνο από τον αυτοκράτορα.
Βρισκόμαστε ενώπιον μιας ταξικής κοινωνίας, η οποία χωρίζεται στον κλήρο, τους
δικαστές, τους συγκλητικούς, τους «οικονομολόγους», τους τεχνίτες, τους εμπόρους,
τους προμηθευτές πρώτων υλών, τους υποτακτικούς, τους άχρηστους (τρελοί,
ανάπηροι, γέροι) και τους ανθρώπους του θεάματος.
Κατά την πρώιμη περίοδο κάθε αυτοκρατορική υπηρεσία, στρατιωτική ή πολιτική
χαρακτηρίζονταν με τον όρο στρατεία. Πιο συγκεκριμένα, ο στρατός αποτελούνταν
από δύο κύρια σώματα:
Α) μια κινητή δύναμη, η οποία δεν ήταν σε μόνιμα στρατόπεδα και είχε συνήθως
αστυνομικά καθήκοντα.
Β) τη φρουρά των συνόρων, η οποία αποτελούνταν από γεωργούς που επάνδρωναν
τα φρούρια όταν δεν καλλιεργούσαν τα χωράφια.
Κατά την ιουστινιανή περίοδο η στρατολογία είχε γίνει εθελοντική ή
χρησιμοποιούνταν μισθοφορικός στρατός.
Στην πρώιμη βυζαντινή περίοδο η στρατιωτική και η πολιτική εξουσία ήταν
χωρισμένες. Η επαρχιακή διοίκηση βρισκόταν στα χέρια των έπαρχων ενώ η
Κωνσταντινούπολη είχε ξεχωριστή διοίκηση υπό τον έπαρχο της πόλης. Ο αριθμός
των δημοσίων υπαλλήλων ήταν μηδαμινός, αλλά απασχολούσε την αφρόκρεμα των
διανοούμενων. Οι πόλεις αυτοδιοικούνταν μέσω των αστικών βουλευτηρίων, όπου
συμμετείχαν οι πλουσιότεροι τοπικοί γαιοκτήμονες. Η αστική αριστοκρατία ήταν
υποχρεωμένη, από νομική άποψη, να υπηρετεί τα κοινά. Συχνά δε, έπρεπε να βάζουν
το χέρι στην τσέπη για να καλύπτουν δημόσιες ανάγκες. Η συνεχής πίεση έκανε το
θεσμό των βουλευτηρίων να παρακμάσει ώσπου τελικά τον να διαλυθεί. Τα
φτωχότερα μέλη της βουλευτικής τάξης εξαφανίστηκαν, ενώ οι πλούσιοι έγιναν
πλουσιότεροι σε βάρος των γειτόνων τους.
Το κενό που δημιουργήθηκε αναπληρώθηκε από τους διοικητές των επαρχιών και εν
μέρει από τους επισκόπους. Η βυζαντινή Εκκλησία λειτουργούσε ως κοινωνική
πρόνοια και σιγά-σιγά αναλάμβανε εξωθρησκευτικές ασχολίες. Ο επίσκοπος ήταν
ισότιμος με τον επαρχιακό διοικητή, προέρχονταν από αριστοκρατική οικογένεια και
έπρεπε να διαθέτει διοικητική πείρα.
Κατά την πρώιμη βυζαντινή περίοδο η Εκκλησία απέκτησε τεράστια πλούτη.
Έπαιρνε κρατικές επιχορηγήσεις, κατείχε κτήματα και απολάμβανε δωρεές πλουσίων.
Βέβαια, όπως τα έσοδα έτσι και τα έξοδα ήταν μεγάλα. Χαρακτηριστικό παράδειγμα
αποτελεί η Εκκλησία της Αλεξάνδρειας, η οποία τον 6ο αιώνα διέθετε μια απέραντη
γραφειοκρατική οργάνωση, πολλούς υπαλλήλους και κτηματική περιουσία. Δεν είναι
περίεργο λοιπόν, που η Εκκλησία της Αλεξάνδρειας έπαιζε το ρόλο του τραπεζίτη για
τους επιχειρηματίες της εποχής. Μια επίσης εντυπωσιακή επιβεβαίωση του
εκκλησιαστικού πλούτου είναι το γεγονός ότι μέσα σε δύο αιώνες (4 ο-6ο) είχαν
κτιστεί βασιλικές κατά δεκάδες. Πάντως η κοινωνική δράση της ήταν μεγάλη και
συνεισέφερε στην ανακατανομή του πλούτου, εξασφαλίζοντας παράλληλα το
κοινωνικό της κύρος,
Το νομισματικό σύστημα βασιζόταν στο χρυσό νόμισμα, κρατώντας σε ισορροπία τις
τιμές των αγαθών και τα ημερομίσθια (μέχρι τον 11ο αιώνα που άρχισε να νοθεύεται)

3
Τελικά, η εικόνα της πρώιμης βυζαντινής περιόδου δείχνει:
1. Το χάσμα φτωχών και πλουσίων είναι τεράστιο.
2. Οι κυβερνητικές θέσεις ήταν μορφές πλουτισμού.
3. Ο λαός μόλις που επιβίωνε.
4. Οι τιμές των αγαθών ήταν πολύ ψηλές.
Το ποσοστό των απόρων έφτανε το 10%, ενώ παράλληλα οι χειρώνακτες και άλλοι
που ζούσαν από ταπεινά επαγγέλματα ζούσαν στα όρια της φτώχειας. Οι τεχνίτες,
που ήταν πιο οργανωμένοι, αποκόμιζαν καλύτερα κέρδη. Όμως, το εμπόριο δεν
δημιουργούσε τεράστιες περιουσίες. Οι έμποροι δεν μπορούσαν να συσσωρεύσουν
χρήμα λόγω α) των κινδύνων των μεγάλων ταξιδιών, β) του ότι πολλές πόλεις ήταν
αυτάρκεις, γ) η ναυσιπλοία το χειμώνα ήταν χαμηλή, δ) τα επιτόκια ήταν υψηλά, ε) η
αγοραστική δύναμη χαμηλή.
Η κύρια πηγή πλούτου ήταν η γεωργία. Η γαιοκτησία όμως δεν ήταν ενωμένη και
τεράστια. Συνήθως υπήρχε ένας μεγάλος αριθμός διασκορπισμένων κτημάτων που
ανήκαν σε έναν ιδιοκτήτη. Γενικά υπήρχε κατάτμηση της περιουσίας, όπως επίσης
έντονη ήταν η παρουσία των μεσαίων και μικρών ιδιοκτητών. Οι εξαρτημένοι
αγρότες (κολονοί) ήταν κυρίως η ομάδα που στήριζε την γεωργική παραγωγή. Ο
κολονός ήταν δεμένος με τον αγρό του. Η θέση του ήταν κληρονομική, η ελευθερία
του για σύναψη γάμου περιορισμένη και δεν του επιτρεπόταν να στρατευτεί. Ο
αφέντης εισέπραττε τη φορολογία από τον κολονό και μπορούσε να τον αλυσοδέσει
αν προσπαθούσε να δραπετεύσει. Έτσι, εξασφαλιζόταν η φορολογία που ήταν επίσης
σημαντική πηγή πλούτου για το κράτος. Ο αγρότης πλήρωνε το 1/3 της σοδειάς του
στο κράτος και πλήρωνε και ενοίκιο, καθεστώς εξαντλητικό.
Η εισαγωγή ενός σχεδιασμού στην οικονομία αποτελούσε αναγκαίο μέτρο για τη
βιωσιμότητα της αυτοκρατορίας. Η σχεδιασμένη οικονομία προϋπέθετε έναν κρατικό
προϋπολογισμό, που θα βοηθούσε στην εκλογίκευση του φορολογικού συστήματος.
Έτσι, αναπτύχθηκε η γραφειοκρατία. Αλλά τα γρανάζια της διοίκησης κύλαγαν αργά.
Οι αποστάσεις ήταν μεγάλες και τα περιθώρια για υπεκφυγή και απάτη μεγάλα.
Εμφανίστηκε λοιπόν ο τύπος του προστάτη, με τη βοήθεια του οποίου ξεπερνιόταν με
πλάγια μέσα η ακαμψία των κοινωνικών και οικονομικών δομών.
Τέλος, η κοινωνική κινητικότητα ήταν μεγάλη. Ο στρατός, η εκκλησία και οι
δημόσιες υπηρεσίες εξασφάλιζαν την κοινωνική άνοδο, αφού μπορούσε μέσα από
αυτά τα κανάλια να φτάσει ακόμη και στον αυτοκρατορικό θρόνο. Σίγουρο είναι ότι
τα αξιώματα έφερναν χρήματα.
Μέση βυζαντινή περίοδος: Τον 7ο αιώνα ένας διαφορετικός κόσμος γεννιέται. Οι
μεγάλες υπηρεσίες και οι μεγάλες στρατιωτικές διοικήσεις καταργήθηκαν. Στην θέση
τους βρίσκεται ένας μεγάλος αριθμός αξιωματούχων, που έδιναν απευθείας λόγο
στον αυτοκράτορα. Με τη δημιουργία των θεμάτων ολόκληρη η έκταση της
αυτοκρατορίας μεταβλήθηκε σε παραμεθόρια περιοχή. Στους στρατιώτες των
θεμάτων γίνονταν παραχωρήσεις γαιών, με αντάλλαγμα τη στρατιωτική τους θητεία.
Αυτή η εικόνα των σθεναρών στρατιωτών – καλλιεργητών που προάσπιζαν τις εστίες
τους έρχεται σε αντίθεση με την εκλεπτυσμένη κοινωνία της προηγούμενης περιόδου,
που πλήρωνε βαρβάρους για να διεξάγουν πολέμους.
Η θεματική μεταρρύθμιση και η πλήρης στρατικοποίηση της αυτοκρατορίας
συνοδεύτηκε από γενική κατάτμηση της μεγάλης γαιοκτησίας. Έτσι, δημιουργήθηκαν
οι ελεύθερες κοινότητες μεσαίων και μικρών ιδιοκτητών. Αυτό βέβαια δεν σημαίνει
ότι τα μεγάλα κτήματα εξαφανίστηκαν.
Στην πραγματικότητα η αστική ζωή κατέρρευσε και επικράτησαν αγροτικές συνθήκες
ζωής. Η απουσία μεγάλων αστικών πληθυσμών και η εισροή άφθονου εργατικού
δυναμικού στην ύπαιθρο είχαν ως αποτέλεσμα τον 8 ο αιώνα να υπάρχουν άφθονα και

4
φτηνά τρόφιμα. Ταυτόχρονα, το κόστος του στρατού μειώθηκε, αφού δεν
στρατολογούνταν σε ευρεία κλίμακα μισθοφόροι. Οι χωρικοί ανέκτησαν ένα βαθμό
ελευθερίας, εξαφανίστηκε ο κολονός και στη θέση του εμφανίστηκε ο πάροικος.
Από την κατάρρευση των πόλεων η Εκκλησία επηρεάστηκε πολύ. Οι επαρχιακοί
επίσκοποι δεν ήταν παρά μόνο η σκιά των προκατόχων τους. Τρομοκρατούνταν από
τους τοπικούς διοικητές και έδειχναν πλήρη υποταγή. Οι δωρεές κατευθύνθηκαν προς
τα μοναστήρια και οι επίσκοποι συμπεριφέρονταν ως γαιοκτήμονες, ξεχνώντας το
κοινωνικό τους έργο.
Οι αναστατώσεις του 7ου και 8ου αιώνα φαίνεται ότι εξαφάνισαν τις ηγετικές
οικογένειες της προηγούμενης περιόδου. Οι επιφανείς άντρες της εποχής ήταν
νεοφερμένοι και ξενικής καταγωγής, οι οποίοι με τους κατάλληλους γάμους
αναρριχήθηκαν στην κοινωνική πυραμίδα.
Το τοπίο αλλάζει για άλλη μια φορά τον 9 ο αιώνα, όταν τη δυστυχία των πτωχών την
εκμεταλλεύτηκαν οι δυνατοί. Οι δυνατοί ήταν οι μάγιστροι και οι πατρίκιοι, κάτοιχοι
στρατιωτικών και πολιτικών τίτλων. Οι κατώτεροι δημόσιοι υπάλληλοι (σεκρετικοί)
και τα μέλη της φρουράς (σχολάριοι) αποτελούσαν τα ανώτερα στρώματα της τάξης
των φτωχών.
Το 10ο αιώνα εδραιώνεται μια αριστοκρατία της γης και σταδιακά απομακρύνθηκε ο
άμεσος έλεγχος της κυβέρνησης από τα τεράστια κτήματα. Υπήρξε λοιπόν, μια τάση
προς τον εκφεουδαλισμό, η οποία πριμοδοτήθηκε από δύο θεσμούς:
Α. την πρόνοια: παροχή ενός κτήματος μαζί με τους παροίκους σε έναν πολεμιστή,
υπό τον όρο της στρατιωτικής υπηρεσίας.
Β. ανάπτυξη των ιδιωτικών στρατών.
Ο φεουδαλισμός πάντως ποτέ δεν απέκτησε νομική μορφή.
Την ίδια περίοδο εμφανίστηκε και η αστική ζωή λόγω ανάπτυξης του εμπορίου και
μείωσης των πολέμων. Η αναγέννηση της αστικής οικονομίας αντιμετωπίστηκε με
καχυποψία από το κράτος, για αυτό άλλωστε οι έμποροι και οι επαγγελματικές
ενώσεις ήταν υπό καθεστώς στενής επίβλεψης. Το καθεστώς απέτρεπε την
πρωτοβουλία και αποθάρρυνε τον πλουτισμό. Πάντως, το άνοιγμα στο εμπόριο ήταν
χαρακτηριστικό της εποχής. Η επικράτηση του πασιφισμού βοήθησε στην οικονομική
άνθηση και στη σταδιακή κατάργηση του θεσμού των θεμάτων.
Από νομισματική άποψη παρατηρείται μια ελαφρά νόθευση του χρυσού νομίσματος.
Τα αργυρά και χάλκινα νομίσματα αυξήθηκαν, γεγονός που μαρτυρά την ανάπτυξη
της αστικής οικονομίας. Η τάξη των εμπόρων και των επαγγελματιών ξέφυγε σιγά-
σιγά από τα ασφυκτικά όρια των προηγούμενων περιοριστικών κανονισμών και
ανέλαβε ένα ρόλο με πολιτική δύναμη.
Όμως, η οικονομική και κοινωνική ανάπτυξη του 11 ου αιώνα κόπηκε πριν προλάβει
να αποδώσει βιώσιμα αποτελέσματα. Όταν ο Αλέξιος Α’ Κομνηνός κλήθηκε να
υπερασπιστεί τα εδάφη της αυτοκρατορίας, αναγκάστηκε να παραχωρήσει στη
Βενετία οικονομικά προνόμια και υποθήκευσε το οικονομικό μέλλον της
αυτοκρατορίας. Ο Αλέξιος Α’ και οι διάδοχοί του ξεκαθάρισαν την παλιά
αριστοκρατία και περιτριγυρίστηκαν από συγγενείς, κρατώντας με δυσκολία την
αυτοκρατορία.

5
Πρώιμη βυζαντινή πόλη (Mango 77-107)
Η Βυζαντινή Αυτοκρατορία είναι μια «Αυτοκρατορία των πόλεων», καθώς η ιστορία
της ταυτίζεται με την ιστορία του αστικού φαινομένου. Ο πολυεθνοτισμός και η
πολυπολυτισμικότητα που χαρακτηρίζουν τα αχανή εδάφη της, βρίσκουν κοινό
σημείο αναφοράς τον αστικό χώρο, ο οποίος ανέκαθεν υπήρξε πόλος έλξης, κέντρο
ζωής, βασική διοικητική μονάδα και εν τέλει παραγωγός πολιτισμού. Ακολουθώντας
τη λογική του πρώτου ρωμαίου κατακτητή, ο οποίος δεν είχε αφαιρέσει το δικαίωμα
της αυτοδιαχείρισης, αλλά τουναντίον είχε χορηγήσει την εσωτερική αυτονομία στις
πόλεις της Ανατολής, όλοι οι μετέπειτα αυτοκράτορες ενθάρρυναν την τοπική
αυτοδιοίκηση, όπως επίσης αναστηλώσαν και οχύρωσαν εκ νέου τους ήδη
υπάρχοντες οικισμούς. Ως εκ τούτου, άστυ και επικράτεια, πόλη και κεντρική
διοίκηση συναρθρώνονται και οδηγούν στη γένεση της πρώιμης βυζαντινής πόλης, η
οποία παραμένει το ουσιαστικό κύτταρο της αυτοκρατορίας. Συνεπώς, φαίνεται πως ο
πρωτοβυζαντινός αστικός χώρος αποτελεί αναπόσπαστη συνέχεια της αρχαίας
ελληνικής και υστερορωμαϊκής πόλης.
Ειδικά το Ανατολικό τμήμα της αυτοκρατορίας, το οποίο χαρακτηρίζεται από
δημογραφική ευρωστία, οικονομική αυτάρκεια, αυξημένη εμπορική δραστηριότητα,
υψηλό κατά κεφαλήν εισόδημα και οργανωμένη γραφειοκρατία, καθίσταται
κατάλληλη μήτρα υποδοχής για τη δημιουργία πλούσιων αστικών κέντρων.
Αντίστοιχα, βοηθητικό ρόλο στην ανάπτυξη του αστικού φαινομένου διαδραματίζει
το δίκτυο μεταφορών. Από τη μια, υπάρχει ένα προηγμένο οδικό δίκτυο που είναι
προσανατολισμένο από τη Δύση στην Ανατολή και ελέγχεται από την
Κωνσταντινούπολη. Από την άλλη, υπάρχει το ναυτικό δίκτυο που συνδέει Ινδία,
Κίνα και Ευρώπη, όπου με κέντρο την Αλεξάνδρεια συντονίζεται όλο το εμπόριο της
Συρίας, της Φοινίκης, της Αιγύπτου και των μικρασιατικών παραλίων. Οι πόλεις,
λοιπόν, είτε ως διοικητικά «ιδρύματα», είτε ως τόποι λατρείας, είτε ως κέντρα
οικονομίας, ανθούν και εξαπλώνονται διαρκώς στη φυσική ενδοχώρα της νέας
πρωτεύουσας. Έτσι, τον 4ο αιώνα στον πολιτικό χάρτη του Βυζαντίου απεικονίζονται
η βασιλεύουσα και η Αλεξάνδρεια που σε 920 εκτάρια συγκεντρώσουν 500.000
πληθυσμό, η Αντιόχεια που με επιφάνεια 650 εκταρίων έχει 200.000 κατοίκους,
άλλες περιφερειακές μητροπόλεις των 220 εκταρίων που φιλοξενούν 100.000 και
πολλές μεσαίες πόλεις μικρότερου μεγέθους, οι οποίες απαριθμούν από 10 έως
20.000 άτομα.
Η τοποθεσία, η φύση του εδάφους, οι κλιματολογικές συνθήκες, η προσβασιμότητα,
οι οικιστικές συνήθειες, τα οχυρωματικά έργα και η εσωτερική οργάνωση,
προσδίδουν σε κάθε πόλη τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά της και προσδιορίζουν τη
μετέπειτα πορεία της. Οι βυζαντινές πόλεις, παρά τις όποιες μορφολογικές διαφορές
τους, τελικά καταφέρνουν να αποπνέουν μια ενιαία αύρα, καθώς η αγάπη των
κατοίκων της για το «Ωραίο» οδηγεί σε μια κοινή αισθητική. Εκτός λοιπόν από τα
τείχη που προβάλλουν εκ του μακρόθεν και είναι σήμα κατατεθέν τους, οι πόλεις
επιδεικνύουν και μια εσώτερη πολεοδομική ομοιομορφία. Ακολουθώντας το
ιπποδάμειο σύστημα, το σχήμα της πόλης ορίζεται από δύο φαρδιές κύριες
λεωφόρους που διασταυρώνονται κάθετα και δεσπόζουν την εικόνα της. Εκατέρωθεν
αυτών στεγάζονται τα μαγαζιά, όπου αναπτύσσεται η αγορά. Υπάρχουν σιταποθήκες,
υδραγωγεία, δεξαμενές και λουτρά. Στη συνέχεια, υπάρχουν δημόσια οικοδομήματα,
όπως στρατιωτικά κτίρια, ξενοδοχεία, θέατρο και ιππόδρομος. Ο ιππόδρομος και η
αγορά είναι χώροι πολιτικού λόγου, καθώς εκεί οι πολίτες αποκτούν βήμα στη
δημόσια ζωή Ο δημόσιος χώρος είναι πλούσιος και έχει να επιδείξει διακοσμημένες
πλατείες, αγάλματα και τοιχογραφίες. Επίσης, σύμφωνα με το χριστιανικό ιδεώδες
υπάρχουν έργα κοινής ωφελείας, όπως νοσοκομεία και ξενώνες. Τέλος, στο πρώιμο

6
Βυζάντιο χτίζονται πολλές εκκλησίες που κάνουν εμφανή τη μετάβαση από την
ειδωλολατρία στο χριστιανισμό.
Είναι εμφανές ότι ο δημόσιος χώρος και η δημόσια ζωή είναι εκτεταμένα. Οι πόλεις
όμως δεν είναι μόνο οικονομικοί πνεύμονες ή τόποι θρησκείας αλλά και κέντρα
διοίκησης. Μπορεί η κεντρική εξουσία να έχει τον τελευταίο λόγο και να αποτελεί το
ισχυρό συνεκτικό στοιχείο του Βυζαντίου, ωστόσο οι αστικές οντότητες είναι
ουσιαστικά αυτοδιοίκητες. Ο θεσμός των βουλευτηρίων που για άλλη μια φορά οι
ρίζες του ανάγονται στη Ρώμη, ανθεί, διασφαλίζοντας την καλή λειτουργία των
πόλεων. Τα βουλευτήρια οργανώνουν την πολιτική και κοινωνική ζωή της πόλης. Οι
βουλευτές επιλέγονται με 3 κριτήρια: περιουσιακό πλαφόν, μόνιμη κατοικία,
καταγωγή. Εδώ, η δημοκρατία αντικαθίσταται από την τιμοκρατία, με την περιουσία
να υποχρεώνει τον κάτοχο σε συμμετοχή στα κοινά. Οι βουλευτές αναλαμβάνουν τα
ηνία του τόπου τους, αλλά ταυτόχρονα με δικά τους έξοδα φροντίζουν για τις παντός
είδους αναστηλώσεις, ανοικοδομήσεις και ανανεώσεις κοινόχρηστων χώρων. Όσο η
οικονομία είναι ανθηρή ο θεσμός των βουλευτηρίων αποτελεί ιδιαίτερη τιμή, όμως
όταν οι καταστάσεις αλλάζουν και έρχεται η παρακμή το λειτούργημα γίνεται
δυσβάσταχτο για τους πολιτευόμενους. Έτσι, μηχανεύονται διάφορους τρόπους για
να απαλλαγούν από το δημόσιο αξίωμα. Σταδιακά, από τα τέλη του 6ου αιώνα, η
αστική και ακολούθως η αυτοκρατορική εικόνα αρχίζει να διαφοροποιείται.

Μέση βυζαντινή πόλη


Το Βυζάντιο τον 7ο αιώνα μπαίνει σε περίοδο παρακμής, έχοντας να αντιμετωπίσει
φυσικούς εχθρούς και ποικίλους εισβολείς. Σεισμοί, λοιμοί και αρρώστιες, με
αποκορύφωμα τη μαύρη πανώλη, αποδεκατίζουν τον πληθυσμό και αποδυναμώνουν
τη διοίκηση. Όμως, τα προβλήματα των Βυζαντινών δεν σταματούν εδώ, αφού η
επικράτεια βάλλεται από ξένες φυλές, οι οποίες εποφθαλμιούν τα εδάφη της. Οι
σλαβικές επιδρομές που έχουν ξεκινήσει από τον 6ο αιώνα αναστατώνουν τους
κατοίκους, οι οποίοι βιώνουν καθημερινά την ανασφάλεια και την αβεβαιότητα.
Αυτοί όμως που αλλάζουν άρδην το τοπίο είναι οι Άραβες, οι οποίοι καταφέρνουν να
ακρωτηριάσουν εδαφικά την αυτοκρατορία. Οι Βυζαντινοί χάνουν την Αίγυπτο και
τη Συρία, δηλαδή χάνουν την Αλεξάνδρεια και την Αντιόχεια μαζί με όλα τα
εμπορικά και οικονομικά οφέλη που αυτές απέδιδαν. Όλα τα παραπάνω έχουν ως
συνέπεια την εξαφάνιση της αρχαίας πόλης και τη σταδιακή «αποαστικοποίηση» του
χώρου.
Η αυτοκρατορική πολιτική, πλέον, επηρεάζεται άμεσα από τις αμυντικές ανάγκες της
αυτοκρατορίας, με αποτέλεσμα να δίνεται προτεραιότητα στην ασφάλεια εις βάρος
της αστικοποίησης. Οι πόλεις τώρα τραυματισμένες από τις εξώτερες απειλές
μετατρέπονται σε κάστρα. Περιορίζονται εδαφικά γύρω από ένα λόφο, γίνονται
δυσπρόσιτες και μοιάζουν με σωτήρια καταφύγια. Συνεπώς, τίποτα δεν υπάρχει που
να θυμίζει τη μνημειακή πόλη της πρώιμης περιόδου. Ο συστηματικός κεντρικός
σχεδιασμός απουσιάζει, οι κοινόχρηστοι χώροι καταργούνται ή χρησιμοποιούνται για
άλλους σκοπούς, τα αγάλματα αποκτούν δυσοίωνη σημασία και καταστρέφονται, τα
χαμηλής ποιότητας σπίτια και καταστήματα είναι άναρχα χτισμένα και οι δρόμοι
γίνονται στενοί, δαιδαλώδεις, αδιέξοδοι. Η δημόσια ζωή απογυμνώνεται και η
στροφή προς την ιδιωτικότητα είναι πασίδηλη, με την εικόνα εγκατάλειψης και
ερήμωσης να είναι διάσπαρτη παντού. Ουσιαστικά ο δημόσιος χώρος τώρα πια
ταυτίζεται με την εκκλησιαστική ζωή.
Η απώλεια των δύο τρίτων της επικράτειας σε συνδυασμό με την παρακμή του
αστικού φαινόμενου αλλοιώνουν συθέμελα την εικόνα της αυτοκρατορίας. Κατ’
αρχήν, σε πολιτικό επίπεδο ο στρατός καθίσταται πανταχού παρών. Με τη

7
δημιουργία του «θεσμού των θεμάτων» οι στρατηγοί αποκτούν τέτοια δύναμη που
επεμβαίνουν ακόμα και στις αποφάσεις της κεντρικής διοίκησης. Στη συνέχεια, σε
διοικητικό επίπεδο ισχυροποιείται η κεντρική εξουσία και υπονομεύεται η τοπική
αυτονομία. Ουσιαστικά καταργείται ο θεσμός της βουλής, ενώ ταυτόχρονα
ισχυροποιείται η θέση του επισκόπου. Ωστόσο, η πλέον σημαντική αλλαγή είναι ότι
οι αστικοί χώροι εξαρτώνται άμεσα από τον κρατικό μηχανισμό και περιμένουν ως
ανάσες ζωής τις δωρεές του εκάστοτε Αυτοκράτορα. Είναι εμφανές πως το κράτος
καθίσταται απόλυτος ρυθμιστής των πάντων. Τέλος, σε οικονομικό επίπεδο επέρχεται
η αγροτοποίηση του πληθυσμού, αφού ακόμα και οι στρατιώτες λαμβάνουν ως
αμοιβή τεμάχια γης. Την περίοδο αυτή, λοιπόν, η Βυζαντινή Αυτοκρατορία αποκτά
αγροτικό χαρακτήρα, γεγονός που ευνοεί πολιτικά και οικονομικά τους
μεγαλογαιοκτήμονες. Ταυτόχρονα, το εμπόριο βαθμιαία ευνουχίζεται, η κυκλοφορία
του χρήματος μειώνεται και οι βυζαντινοί προσπαθούν να τραφούν από τα αποθέματα
που κρατούν στις μεγάλες σιταποθήκες τους.
Από τον 9ο αιώνα το διεθνές περιβάλλον αλλάζει και η αυτοκρατορία χαράζει
ανοδική πορεία. Η βυζαντινή κοινωνία ξεφεύγει από την πανώλη και ανθεί
δημογραφικά. Επίσης, επεκτείνεται πέρα από τα συρρικνωμένα σύνορα της, καθώς ο
αμυντικός στρατός γίνεται επιθετικός και επαναπατρίζει χαμένα εδάφη. Ταυτόχρονα,
η οικονομία ξανανιώνει σταδιακά, καθώς το εμπόριο ανθεί με τους βυζαντινούς να
εκμεταλλεύονται τις ευκαιρίες και να δημιουργούν μονοπωλιακά καθεστώτα σε
προϊόντα όπως το κινέζικο μετάξι, τη ρώσικη γούνα και το ινδικό μπαχάρι. Τέλος, μια
νέα νοοτροπία αναδύεται αφού η ασυνέχεια που υπάρχει στην άρχουσα τάξη κάνει τα
όρια ανάμεσα στην αριστοκρατία και τους «μέσους» να ξεθωριάσουν. Οι τίτλοι και
τα δημόσια αξιώματα εξαγοράζονται από τους εύπορους πολίτες, ισχύουν ισοβίως
αλλά δεν είναι κληρονομικοί. Ως εκ τούτου, η άρχουσα τάξη συνεχώς ανανεώνεται
Ως εκ τούτου, οι αστοί αποκτούν ταξική συνείδηση και διεκδικούν το μερίδιο τους
στην εξουσία. Μέσα σε αυτές τις νέες συνθήκες, οι πόλεις αναβιώνουν,
ανοικοδομούνται, εξαπλώνονται εκτός των τειχών και ανακτούν τον αστικό τους
χαρακτήρα. Αντίστοιχα, η Βυζαντινή Αυτοκρατορία, ούσα μεγαλύτερη και
πολυπληθέστερη, ανακτά την πρόσκαιρα χαμένη πολιτική και πολιτιστική της
επιρροή.

Εκπαίδευση (Mango, 151-177 & Α’ τόμος – 4ο κεφάλαιο)


Το αγαθό της μόρφωσης και η οργάνωση της εκπαίδευσης
Η καλή μόρφωση ήταν ιδανικό κάθε Βυζαντινού, που ένιωθε τον πολιτισμό ως ένα
κομμάτι του εαυτού του. Έτσι, το Βυζάντιο έρχεται σε αντίθεση με τη Δύση, όπου το
ιδανικό της μόρφωσης αφορούσε μόνο τις ανώτερες τάξεις. Το πόσο σημαντική είναι
η μόρφωση για τους βυζαντινούς μαρτυρά το γεγονός ότι και οι γυναίκες είχαν
αυξημένες απαιτήσεις για εκπαίδευση. Ως εκ τούτου, το αίσθημα πνευματικής
ελευθερίας ήταν αυξημένο στο βυζάντιο, με επιφανείς γυναίκες (Ειρήνη, Θεοδώρα,
Άννα Κομνηνή, Κασσιανή, Υπατία) να δηλώνουν το πολιτισμικό παρόν.
Η οργάνωση της παιδείας γινόταν από τον αυτοκράτορα και την Εκκλησία.
Κατά τον 4ο αιώνα η εκπαίδευση χωρίζεται σε τρία στάδια:
1. Πρωτοβάθμια: Σχολή του γραμματιστού ή χαμαιδιδασκαλείον, που ήταν συνήθως
δωμάτια σε εκκλησίες ή μοναστήρια. Στην ηλικία των 7 ετών τα αγόρια
στέλνονται στο γραμματιστή που τους διδάσκει αλφάβητο, ανάγνωση, γραφή και
αριθμητική. Στοιχειώδεις γνώσεις, βέργα, αποστηθίσεις και επαναλήψεις είναι
στην καθημερινότητα των παιδιών. Για τους περισσότερους η εκπαίδευση
σταματάει εδώ.

8
2. Δευτεροβάθμια: Στην ηλικία των 10 ή 12 ετών αναλαμβάνει ο γραμματικός, ο
οποίος συνήθως είναι εξαιρετικά μορφωμένος λαϊκός. Διδάσκει επιλεγμένους
κλασικούς συγγραφείς, όπως τον Όμηρο. Για κάθε κείμενο ακολουθούνται
τέσσερις φάσεις.
(α) η διόρθωση, που είναι η σύγκριση κειμένων για να εξακριβωθεί αν είναι
εντελώς όμοια.
(β) η ανάγνωση, η απαγγελία του κειμένου
(γ) η εξήγηση, η ερμηνεία δηλαδή του κειμένου
(δ) η κρίση, που αφορά στα ηθικά διδάγματα που μπορούσαν να αντληθούν.
Η μελέτη των ποιητών συμπληρώνεται από τη μελέτη της γραμματικής. Τα παιδιά
μάθαιναν ένα είδος στενογραφίας, την σημειογραφία, γιατί αργότερα αναλάμβαναν
υπηρεσία ως νοτάριοι ή γραμματείς. Καλλιεργούσαν λοιπόν τον προφορικό και
γραπτό λόγο, ώστε να αργότερα να είναι σε θέση να αναλάβουν δημόσια αξιώματα ή
να γίνουν κληρικοί. Η ρητορική αντιδιαστέλλεται με τη φιλοσοφία, η οποία θεωρείται
επιστήμη. Επίσης, στη δευτεροβάθμια εκπαίδευση περιλαμβάνεται και η διδασκαλία
του quadrivium, τεσσάρων μαθημάτων θετικών επιστημών που αποτελούσαν την
«κυκλική» παιδεία. Ωστόσο, οι θετικές επιστήμες περιορίζονται κυρίως στην
ανώτερη εκπαίδευση.
3. Ανώτερη: Στην ηλικία των 15 ετών ο μαθητής πήγαινε κοντά σε εξαιρετικά
μορφωμένους δασκάλους. Τη γνώση την παρέχουν ρήτορες ή σοφιστές στις
μεγάλες πόλεις, οι οποίοι διορίζονται από την τοπική βουλή, παίρνουν μισθό και
απολαμβάνουν διάφορες απαλλαγές. Παράλληλα, μισθώνονται και από τους
μαθητές από τους οποίους λαμβάνουν δώρα. Για αυτό οι περισσότεροι
σπουδαστές προέρχονταν από ευκατάστατες οικογένειες.
Εκτός από τη ρητορική, που ήταν το κύριο αντικείμενο της ανώτερης εκπαίδευσης,
διδάσκονταν και η φιλοσοφία, η ιατρική και η νομική. Αφού ο εκκολαπτόμενος
λόγιος τελείωνε τη δευτεροβάθμια εκπαίδευση έπρεπε να πάει σε ένα μεγάλο αστικό
κέντρο για να συνεχίσει τις σπουδές του. Η επιδίωξη της μόρφωσης λοιπόν ήταν
συνώνυμη με το ταξίδι.
Όσο το γραφειοκρατικό σύστημα αυξανόταν, τόσο εντονότερη ήταν η ανάγκη για
γνώσεις στενογραφίας, λογιστικής και νομικής. Οι «τεχνοκράτες» ανέρχονταν στις
ανώτερες διοικητικές θέσεις. Έτσι, το 425 από τον Θεοδόσιο Β’ ιδρύεται το
πανεπιστήμιο της Κωνσταντινούπολης με σκοπό να εκπαιδεύσει κρατικούς
υπαλλήλους. Οι καθηγητές διορίζονταν από τον έπαρχο της πόλης. Την πλειονότητα
των διδασκόντων αποτελούσαν οι γραμματικοί (δάσκαλοι της δευτεροβάθμιας).
Έχουμε να κάνουμε με ένα θεσμό που συνδύαζε τις λειτουργίες του γυμνασίου και
της πανεπιστημιακής σχολής υπό την άμεση κρατική επίβλεψη. Βασικό
χαρακτηριστικό του ήταν η μη διδασκαλία της θεολογίας, η οποία θεωρούνταν
αποτέλεσμα της θεοπτίας (άμεση γνώση του θεού από τη φώτιση) και δεν μπορούσε
να γίνει αντικείμενο επιστημονικής μελέτης. Στην αρχή πολεμήθηκε από την
Εκκλησία, ωστόσο ποτέ δεν απορρίφθηκε αυτή η «ειδωλολατρική» κληρονομιά.
Τελικά, η Εκκλησία ωφελήθηκε από την ελληνική γραμματεία, αφού ο χριστιανισμός
διδάχθηκε τις δεξιοτεχνίες της πειθούς. Έτσι, μέσα από το κήρυγμα εφάρμοσε τη
ρητορική για έναν θεάρεστο σκοπό.
Μέση βυζαντινή περίοδος: Ο Ιουστινιανός αποφασισμένος να επιβάλει τη
θρησκευτική ομοιομορφία σε όλους τους υπηκόους του, δημιούργησε ένα νέο
εκπαιδευτικό καθεστώς. Στη προσπάθειά του να αυξήσει το κύρος του πανεπιστημίου
της Κωνσταντινούπολης το 529 έκλεισε την Ακαδημία της Αθήνας και κυνήγησε
συστηματικά τους ειδωλολάτρες. Η παράδοση της ανώτερης παιδείας επέζησε μόνο

9
στην Κωνσταντινούπολη, την Αλεξάνδρεια και τη Βηρυτό. Μάλιστα, χώρισε το
πανεπιστήμιο της Πόλης σε δύο ανεξάρτητες σχολές:
Α) τη νομική: ο διευθυντής ήταν ο νομοφύλαξ και διδάσκονταν ιστορία της νομικής,
κώδικες των νόμων, η ελληνική και η λατινική γλώσσα. Το σημαντικό είναι ότι σε
όλη την επικράτεια παραχωρείται στους απόφοιτους του πανεπιστημίου το
αποκλειστικό δικαίωμα άσκησης της νομικής επιστήμης.
Β) τη φιλοσοφική: διευθυντής ήταν ο ύπατος των φιλοσόφων και διδάσκονταν
γραμματική, ρητορική και διαλεκτική. Ανώτατο όργανο της διοίκησης ήταν ο ίδιος ο
αυτοκράτορας, ο οποίος είχε άμεσο έλεγχο των λειτουργιών του πανεπιστημίου.
Εξέταζε την ομαλή λειτουργία του, παρακολουθούσε μαθήματα και έκανε ερωτήσεις
στους φοιτητές. Οι καθηγητές ελέγχονταν επίσης από τους φοιτητές αλλά και από την
αυλή. Φρόντιζαν λοιπόν να μην θίγουν τα δικαιώματα κανενός για να μην βρεθούν
δίχως έδρα.
Η πραγματική όμως αιτία κατάρρευσης της εκπαίδευσης ήταν η εξαφάνιση των
πόλεων. Ειδικά την εποχή του Ηράκλειου οι ανώτερες σπουδές μειώθηκαν στο
ελάχιστο και άρχισαν να αναγεννιόνται στα τέλη του 8 ου αιώνα. Και πάλι οι
μορφωμένοι κατείχαν τις ανώτερες βαθμίδες της δημοσιοϋπαλληλίας. Η μόρφωση
αποκτιόταν ιδιωτικά και μεταδιδόταν στην επόμενη γενιά με ανεπίσημο τρόπο. Την
ίδια εποχή άρχισαν να παράγονται βιβλία με μικρογράμματη γραφή, αλλά η ζήτηση
δεν ήταν ιδιαίτερα μεγάλη. Ο πρώτος καθηγητής της Κωνσταντινούπολης ήταν ο
Λέων ο μαθηματικός, ο οποίος δίδαξε σε ένα ίδρυμα θετικών επιστημών ανώτερης
εκπαίδευσης, όπου αποκλείονταν τα λατινικά και τα νομικά.
Τον 9ο αιώνα η παιδεία αναπτύχθηκε με εντυπωσιακούς ρυθμούς. Ο Κωνσταντίνος ο
Πορφυρογέννητος ανέπτυξε ιδιαίτερα την ανώτατη εκπαίδευση, διορίζοντας
καθηγητές για τη διδασκαλία ελευθέριων τεχνών και επιστημών. Ο αυτοκράτορας
έδειχνε αμέριστο ενδιαφέρον για τους σπουδαστές και συχνά τους προσκαλούσε να
γευματίσουν μαζί του. Οι απόφοιτοι διορίζονταν δικαστές, γραμματείς νομικών
υπηρεσιών και μητροπολίτες.
Ο 11ος αιώνας χαρακτηρίζεται από πιο δραστήριο πνευματικό κλίμα, καθώς
αναπτύχθηκε η αστική ζωή και αναδύθηκε εκ νέου η τάξη των αστών. Είναι η εποχή
που δρα ο Μιχαήλ Ψελλός. Τα σχολεία αυξήθηκαν και εμφανίστηκαν οι
διανοούμενοι που απέκτησαν σημαντικές θέσεις στην αυλή και την Εκκλησία.
Φαίνεται ξεκάθαρα πως η σχέση ανάμεσα στη μόρφωση και τις δημόσιες υπηρεσίες
αποτελούσε παράδοση στο Βυζάντιο.
Ο μαθητής του Ψελλού, ο Ιωάννης Ιταλός, σπούδασε φιλοσοφία, αλλά εξαιτίας των
νεωτερικών ιδεών του καταδικάστηκε. Το γεγονός αυτό αποτέλεσε αφορμή, ώστε η
Εκκλησία να αναλάβει τον άμεσο έλεγχο της εκπαίδευσης. Ως εκ τούτου, η
πατριαρχική σχολή κυριάρχησε στην εκπαιδευτική σκηνή της Κωνσταντινούπολης
μέχρι το 1204. Όμως, δεν υπήρξε ποτέ στο Βυζάντιο μοναστική εκπαίδευση πέρα από
το στοιχειώδες επίπεδο. Η φιλοσοφία δεν περιλαμβανόταν στη διδασκαλία, η οποία
περιοριζόταν στη γραμματική και τη ρητορική. Η λεηλασία από τους σταυροφόρους
έφερε τρομερές δυσκολίες στην εκπαίδευση. Αυτό βέβαια δεν σημαίνει ότι το
Βυζάντιο δεν «παρήγαγε» σπουδαίες φυσιογνωμίες όπως ο Γεννάδιος, ο
Βησσαρίωνας, ο Πλήθων, ο Χρυσολωράς κ.α.

Φώτιος (820-891), ο εγκυκλοπαιδιστής. Ο κατεξοχήν αριστοτελιστής φιλόσοφος


του ύστερου βυζαντίου.
Ο Φώτιος είναι γνωστός για την ευρυμάθεια του. Η Βιβλιοθήκη είναι ένα δεκάτομο
έργο που περιέχει περιλήψεις όλων των βιβλίων που διάβασε. Εκεί μπορούμε να
βρούμε πολύτιμες πληροφορίες και αποσπάσματα έργων φιλοσόφων, καθώς και

10
αναλύσεις-συγκρίσεις πνευματικών έργων του αιώνα του. Επίσης, στο Αμφιλόχια
αναλύει θέματα δογματικά των ιερών κειμένων, φιλοσοφικά, φυσικά, ιατρικά και
ιστορικά. Πρόκειται λοιπόν για μια πολυσχιδή πνευματική προσωπικότητα. Υιοθετεί
την αριστοτελική οντολογική θεωρία και αντικρούει τις θεωρίες του Πλάτωνα, η
οποία ήταν γεμάτη ιστορίες και μύθους. Ο Φώτιος πίστευε ότι η θεωρία των Ιδεών
του Πλάτωνα μείωναν τη δημιουργική δύναμη του Θεού, ο οποίος δεν έχει ανάγκη
προτύπων για να δημιουργήσει τα όντα.
Στο πρόβλημα μεταξύ πραγματοκρατίας και νομιναλισμού υιοθετεί μια συμβιβαστική
τακτική.
1. Ο Φώτιος αποδέχεται ότι τα «καθόλου» υπάρχουν, αποφεύγοντας την υιοθέτηση
της ονοματοκρατίας.
2. Παράλληλα, όμως υποστηρίζει ότι τα γένη δεν έχουν την ίδια μορφή ύπαρξης. Για
π.χ. ο άνθρωπος υπάρχει ως συγκεκριμένος άνθρωπος (ο Πέτρος). Ταυτόχρονα,
υπάρχει και ως άνθρωπος, Έλληνας, Ιουδαίος.
3. Άρα, είναι ο Πέτρος ο Έλληνας. Έτσι, γένος και είδος αποκτούν ύπαρξη. Τελικά
για το Φώτιο τα συγκεκριμένα είδη υπάρχουν.

Ψελλός (11ος αιώνας), η κορύφωση του πλατωνισμού


Ο Ψελλός αναδείχθηκε η πιο πολυμαθής προσωπικότητα του 11 ου αιώνα, έχοντας
ιδιαίτερες επιδόσεις στη φιλοσοφία, τη θεολογία και τη ρητορική. ασχολήθηκε
ιδιαίτερα με τα έργα του Πλάτωνα, του Πλωτίνου και του Πρόκλου, αλλά και με
φιλοσόφους άλλων λαών όπως των Αιγυπτίων.
Έγραψε πλήθος θεολογικών, φιλοσοφικών και επιστημονικών πραγματειών. Στη
φυσική έδειχνε προτίμηση στη θεωρία της κίνησης των πλανητών του Αριστοτέλη,
αλλά στη μεταφυσική προτιμούσε τη θεωρία των ιδεών του Πλάτωνα. Θεωρούσε
λοιπόν, ότι όταν ο άνθρωπος βγαίνει από τη σπηλιά, στην κατάσταση του φωτισμού,
σταματά να νοεί και αρχίζει να βλέπει. Ωστόσο, στα φιλοσοφικά του έργα απέρριπτε
τις νεοπλατωνικές δοξασίες για το πώς ο άνθρωπος ενώνεται με το θείο και την
έκσταση.
Ο πλατωνισμός του τον έφερε σε σύγκρουση με τις εκκλησιαστικές αρχές της εποχής
του, που τον κατηγόρησαν ότι εισάγει στο χριστιανισμό δοξασίες ειδωλολατρικές. Ο
Ψελλός τόνιζε ότι η χρήση της συλλογιστικής μεθόδου δεν αντίκειται στο
χριστιανισμό και ότι είναι θεμιτή. Ο λόγιος έβλεπε ότι πρώτα από όλα το χριστιανικό
δόγμα μπορεί να φωτίσει τις ψυχές και να μετριάσει τα πάθη. Έτσι, η φώτιση έρχεται
με τη βοήθεια του θεού, αλλά ταυτόχρονα ο άνθρωπος έρχεται σε επαφή με τον
κόσμο και τη φύση. Τι πιο συνετό λοιπόν από το να χρησιμοποιεί τη γνώση της
λειτουργίας της φύσης και να βοηθά την κάθαρση του νου. Ο Ψελλός φαίνεται πως
χρησιμοποιεί τη φιλοσοφία ως θεραπαινίδα της θρησκείας. Πάντως, η σημαντικότερη
προσφορά του είναι η καταδίκη της αποκρυφιστικής παράδοσης.

Γεώργιος Πλήθων Γεμιστός (1355-1452), ελληνοκεντρισμός


Όλο το έργο του Πλήθωνα διαπνεόταν από μια βούληση αναγέννησης του ελληνικού
έθνους με την παιδεία και την επιστήμη. Επέλεξε να ζήσει στο Μυστρά, την οποία
θεωρούσε κοιτίδα ελληνισμού. Μάλιστα, αποστράφηκε το χριστιανισμό γιατί τον
θεωρούσε εμπορευματοποιημένο.
Η επίδραση των ιδεών του στην Ιταλική Αναγέννηση υπήρξε καταλυτική. Στη
σύνοδο Φερράρας – Φλωρεντίας, και ενώ προσπαθούσε για την ένωση των
Εκκλησιών συναντήθηκε με τον Κοσμά Μέδικο και τον έπεισε να ιδρύσει την
Ακαδημία της Φλωρεντίας, όπου θα προστατεύονταν τα γράμματα και οι τέχνες.

11
Επίσης, ενέπνευσε το ζήλο στους Ιταλούς για τον νεοπλατωνισμό και τον συμβολικό
μυστικισμό των αριθμών.
Το σημαντικότερο έργο του ήταν το Πλήθωνος νόμων συγγραφή, όπου ασχολείται με
τη θεολογία του Πλάτωνα και του Ζωροάστρη, την πολιτειακή οργάνωση των
Σπαρτιατών και τις φυσικές επιστήμες του Αριστοτέλη. Σημαντικό είναι το γεγονός
ότι ο Πλήθων δεν σταματά στην ανάλυση των κειμένων αλλά προχωρά σε
μετατροπές.
Κύριο χαρακτηριστικό του έργου του είναι η αντίθεσή του στον αριστοτελικό
σχολαστικισμό. Κατηγορεί τον Αριστοτέλη ότι με την ανάλυση του αφήνει τις
έννοιες του καθολικού και του ειδικού διφορούμενες και μετέωρες. Επίσης, τον
κατηγορεί ότι με την αναγνώριση της τύχης ως αιτίας των κοσμικών αλλαγών, δεν
αφήνει χώρο στην αιτιοκρατία. Αντίθετα, ο Πλάτωνας υποστηρίζει την αιτιοκρατία
και τις πλατωνικές θέσεις που θεωρούσαν ανώτερο το καθολικό από το ειδικό, και
έδιναν πλήρη σημασία στον όρο ύπαρξη.
Μαθητής του ήταν ο Βησσαρίων, ο οποίος με τη σειρά του επηρέασε την πολιτισμική
εξέλιξη του ευρωπαϊκού πολιτισμού.

Γεννάδιος: αναβίωση του βυζαντινού πολιτισμού


Πατριάρχης της Κωνσταντινούπουλης, γνώριζε πολύ καλά τα λατινικά και μελέτησε
Λατίνους συγγραφείς. Στην αρχή επιθυμούσε την ένωση των Εκκλησιών, αλλά μετά
έγινε πολέμιος. Έγραψε βιβλία όπου αντιμετώπιζε τον παπισμό και τον ισλαμισμό
εχθρικά. Επιτέθηκε στον Πλήθωνα για τις ειδωλολατρικές του απόψεις και διέταξε να
καούν τα βιβλία του.
Ο ίδιος υποστήριξε ότι η θεϊκή ενέργεια έχει 2 όψεις:
Α) δεν είναι άπειρη, όταν τη δούμε απλώς ως μια ενέργεια.
Β) γίνεται όμως άπειρη όταν τη δούμε συνδεδεμένη με την θεϊκή ουσία.
Γενικά με το βυζαντινό ανθρωπισμό και την Αναγέννηση γίνεται εμφανής η δύναμη
του ανθρώπου, αποδαιμονοποιείται ο κόσμος και δίνεται έμφαση στον επίγειο κόσμο.

Το σχίσμα (Α τόμος - κεφάλαιο 7)


Ένα από τα πιο πολυσυζητημένα προβλήματα που οι συνέπειές του διατηρούνται έως
σήμερα είναι το σχίσμα μεταξύ της ρωμαιοκαθολικής και ορθόδοξης εκκλησίας.
Μετά τη μεταφορά της πρωτεύουσας στην Κωνσταντινούπολη η ανάγκη των
αυτοκράτορα να επιβληθεί ως μονάρχης με θεϊκή υποστήριξη, έδωσε ώθηση σο
χριστιανισμό και τον έκανε επίσημη θρησκεία του κράτους. Έκτοτε, οι πατριάρχες
απέκτησαν πολιτική δύναμη και επηρέαζαν το κοινωνικό γίγνεσθαι (αλλά ποτέ δεν
ανέλαβαν τον ηγετικό ρόλο που είχε ο πάπας). Η σχέση κοσμικής και εκκλησιαστικής
εξουσίας ήταν στο Βυζάντιο αρμονική.
Βέβαια, οι κάτοικοι της Ρώμης δεν αποδέχτηκαν με χαρά τη μεταφορά της
πρωτεύουσας του ρωμαϊκού κόσμου, αφού είδαν ξαφνικά να μετατρέπεται ο χώρος
τους από κέντρο του πολιτισμένου κόσμου σε μια περιφέρεια μηδαμινής σημασίας.
Έτσι, δημιουργήθηκαν οι προϋποθέσεις για την αντιπαράθεση μεταξύ της Ρώμης και
του Νέου Πατριαρχείου. Όταν πια η απλή επισκοπή της Μητρόπολης του Ηρακλείου
έγινε Πατριαρχείο της Κωνσταντινούπολης και στην Β’ Οικουμενική Σύνοδο
απέκτησε τη δεύτερη θέση στην εκκλησιαστική ιεραρχία άρχισαν για τα καλά οι
έριδες.
Τα Πατριαρχεία των Ιεροσολύμων, της Αντιόχειας και της Αλεξάνδρειας δεν
δέχτηκαν ως αυτονόητη τον υποβιβασμό τους, αλλά και η Ρώμη δεν μπορούσε να
δεχτεί την αυξανόμενη ισχύ ενός νεοσύστατου Πατριαρχείου. Το Πατριαρχείο της
Αλεξάνδρειας ανεξαρτητοποιήθηκε, ενώ αργότερα όταν τα Ιεροσόλυμα και η

12
Αντιόχεια καταλήφθηκαν από αλλόθρησκούς, οι μόνοι πόλοι εκκλησιαστικής
εξουσίας παρέμειναν η Ρώμη και η Κωνσταντινούπολη.
Το Πατριαρχείο μετά τον 7ο αιώνα είχε τη δομή της αυτοκρατορικής διοίκησης, με
τον πατριάρχη να είναι ο ιεραρχικά ανώτερος και τους μητροπολίτες, επισκόπους και
απλούς κληρικούς να έπονται.
Τα μοναστήρια υπάγονταν άλλα σε επισκόπους, άλλα σε μητροπολίτες και άλλα στον
αυτοκράτορα (όπως το άγιο όρος). Αυτή η διοικητική διαφοροποίηση είχε αντίκτυπο
στην καθημερινότητα των μοναχών, αφού καθόριζε τις εργασίες και την ασκητική.
Ο λαός έδειχνε αφοσίωση στους ησυχαστές και οι αυτοκράτορες θέλησαν να
ελέγξουν τη δύναμη της Εκκλησίας. Ως εκ τούτου, εξόριζαν πατριάρχες,
καταπολεμούσαν δυναμικά τις αιρέσεις και επενέβαιναν στα εκκλησιαστικά
δρώμενα. Έτσι, οι πατριάρχες φρόντιζαν να ασκούν έλεγχο στα όρια του
πατριαρχείου και παράλληλα ήταν ιδιαίτερα προσεκτικοί στη σχέση τους με το
βασιλιά.
Το ιστορικό του σχίσματος: Την αρχή της σημαντικής διαφωνίας αποτέλεσε η
Εικονομαχία. Ωστόσο, πάντα υπήρχαν ανταγωνιστικές σχέσεις μεταξύ των
Πατριαρχείων για τα χριστολογικά δόγματα. Ο πάπας θεωρούσε ότι έπρεπε όλοι να
δεχτούν τις θέσεις του ως δόγματα και αγανακτησμένος έλεγε ότι δεν μπορεί να
δεχτεί ποτέ αρχηγούς εκκλησιών που δεν ιδρύθηκαν από τους αποστόλους (όπως το
πατριαρχείο της Κωνσταντινούπολης), ενώ ο πατριάρχης ήθελε να επικυρωθούν
αυτές οι θέσεις από την Σύνοδο. Τελικά, για χάρη της ενότητας υπερίσχυσε αρχικά το
δόγμα της Ρώμης, αλλά η σχέση χάλασε για πάντα, ώσπου με την εικονομαχία έλαβε
μια νέα μορφή.
Τον 8ο αιώνα με τη δικαιολογία ότι ο Πατριάρχης και ο Αυτοκράτορας είναι
αιρετικοί, ο πάπας αρνήθηκε να πάρει έγκριση για την εκλογή του. το τελειωτικό
χτύπημα δόθηκε όταν ο πάπας Λέων Γ’ έστεψε τον Καρλομάγνο αυτοκράτορα της
Αγίας Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας. Το ψυχρό κλίμα εντάθηκε με την άρνηση του πάπα
να υπογράψει τη δήλωση πίστεως του πατριάρχη, υποστηρίζοντας ότι η ενθρόνισή
του είναι παράνομη. Ο πατριάρχης εν συνεχεία υποστήριξε πως ο πάπας αλλοίωνε το
δόγμα των οικουμενικών συνόδων και προέκυψε το filioque,
Τελικά, το 1054 πατριάρχης και πάπας αλληλο-αφορίζονται. Τα πατριαρχεία της
Ανατολής ακολουθούν το πατριαρχείο της Κωνσταντινούπολης και απομονώνουν τον
πάπα. Οι σταυροφορίες ενέτειναν και άλλο το κλίμα, ώσπου το 1204 το μίσος των
βυζαντινών για τους Λατίνους θεριεύει, μετά τις σφαγές και τις λεηλασίες. Οι σχέσεις
των δύο εκκλησιών ψυχράθηκαν και οι δύο Εκκλησίες ακολούθησαν ξεχωριστούς
δρόμους. Στη Δύση επικράτησε μια ορθολογιστική παιδεία, ενώ πολύ αργότερα με τη
μεταρρύθμιση τέθηκαν οι βάσεις για την οικονομική ανάπτυξη της ευρώπης.
Αντίθετα, στην Ανατολή, το πατριαρχείο στερέωσε την παρουσία του στα εδάφη που
κατέλαβαν οι Οθωμανοί και ανέλαβε το ρόλο του προστάτη του ελληνικού γένους.

13
Donald Nicol

Σχέση Βυζαντίου-Βενετίας (Κεφάλαιο 4)


Αρχή του 11ου αιώνα η ισορροπία δυνάμεων άρχισε να μετατοπίζεται από την
Ανατολή προς τη Δύση, καθώς οι γερμανοί αυτοκράτορες επιδιώκουν τα πρωτεία και
ο πάπας στρέφεται ενάντια στο πατριάρχη αποκαλώντας τον αιρετικό. Όμως, η
παρακμή του Βυζαντίου οφειλόταν στην κοινωνική και οικονομική δομή της. Οι
πλούσιοι είχαν γίνει πλουσιότεροι και δεν ανέχονταν να ζουν κάτω από μια μορφή
στρατιωτικού νόμου και υπό συνθήκες πειθαρχίας. Επίσης, η διαίρεση των επαρχιών
σε θέματα είχε καταρρεύσει και ο αυτοκράτορας είχε συγκεντρώσει στο πρόσωπό του
όλες τις εξουσίες της αχανούς αυτοκρατορίας. Τέλος, η αδυναμία να αντιμετωπίσει
τους εξωτερικούς εχθρούς που εποφθαλμιούν τον πλούτο και τη δόξα του Βυζαντίου
(Νορμανδούς από τη δύση και Σελτζούκους από ανατολή) ήταν εμφανής. Η
χαλάρωση της άμυνας του Βυζαντίου ήταν μεγάλη και οι πύλες της αυτοκρατορίας
ήταν διάπλατα ανοιχτές.
Μέσα σε αυτό το πλαίσιο η σχέση Βενετίας – Βυζαντίου βασίζονταν στο ρεαλισμό.
Τον 11ο αιώνα η Βενετία και η Κωνσταντινούπολη είχαν λίγες επίσημες συναλλαγές.
Ως απόδειξη της αξίας που προσέδιδαν οι Βυζαντινοί αυτοκράτορες στη διατήρηση
των σχέσεων με τη Βενετία είναι ότι ο δόγης έφερε από τότε το βυζαντινό τίτλο του
πρωτοσπαθάριου, του ανθύπατου και του μάγιστρου. Αντίστοιχα, οι Βενετοί:
Πρώτον, έβλεπαν τα βυζαντινά λιμάνια ως θησαυροφυλάκια, ως τόπους επέκτασης
του βενετικού εμπορίου.
Δεύτερον, έβλεπαν το βυζάντιο ως σύμμαχο κατά των αυξανόμενων φιλοδοξιών των
δυτικών αυτοκρατόρων.
Τρίτον, ήταν θερμοί θαυμαστές της τέχνης και του βυζαντινού πολιτισμού και ήξεραν
ότι μπορούσαν να μάθουν πολλά. Το μεγαλύτερο μνημείο της βυζαντινής επιρροής
είναι ο Άγιος Μάρκος, ο οποίος χτίστηκε από Κωνσταντινουπολίτη αρχιτέκτονα και
επιδείκνυε την βενετική αστική περηφάνια.
Η κατάκτηση της βυζαντινής Ιταλίας και της μουσουλμανικής Σικελίας από τους
Νορμανδούς έδειξαν ότι ο νέος εχθρός ήταν ισχυρός. Όταν, λοιπόν, οι Νορμανδοί το
1074 στρέφουν την προσοχή τους στην πηγή του πλούτου, την Κωνσταντινούπολη, ο
Βυζαντινός αυτοκράτορας (Μιχαήλ Ζ’) ορίζει τον αρχηγό τους ως υπερασπιστή της
αυτοκρατορίας στη Δύση και παράλληλα ζητάει βοήθεια από τον πάπα για να
αντιμετωπίσει τους αλλόθρησκους Τούρκους από την Ανατολή. Για να δελεάσει τον
πάπα του τάζει ως αντάλλαγμα την ένωση των Εκκλησιών, όμως όταν αναλαμβάνει
την ηγεσία ο Νικηφόρος Γ’ τα πάντα αλλάζουν για άλλη μια φορά. Ο πάπας αφορίζει
τον νέο αυτοκράτορα, ενώ ταυτόχρονα ευλογεί τη νορμανδική κατάκτηση της
βυζαντινής αυτοκρατορίας. Οι Βενετοί ανησυχούν με αυτές τις εξελίξεις, καθώς δεν
μπορούν να επιτρέψουν στους εμπορικούς τους αντιπάλους ελευθερία κινήσεων σε
όλη την Αδριατική. Ο δόγης αναλαμβάνει δράση. Επαναεπιβεβαιώνει τα δικαιώματά
του κατά μήκος της δαλματικής ακτής, κατατροπώνει τους Νορμανδούς και
επαναφέρει την καθεστηκυία τάξη. Στη συνέχεια χρησιμοποιεί το βυζαντινό τίτλο του
πρωτοπροέδρου, αγνοώντας ωστόσο το βυζαντινό πρωτόκολλο. Έτσι, η Βενετία
γίνεται πλήρως αυτόνομο κράτος, που ασκεί την κυριαρχία του χωρίς να αναφέρεται
σε ανώτερη αρχή.
Μια νέα σελίδα για το Βυζάντιο ανοίγει όταν το 1081 αναλαμβάνει την εξουσία ο
ισχυρός αυτοκράτορας Αλέξιος Α’ της οικογένειας των Κομνηνών. Ο Αλέξιος με
έναν ετερόκλητο στρατό ξένων μισθοφόρων έχει να αντιμετωπίσει τους
πειθαρχημένους Νορμανδούς στο Δυρράχιο. Έτσι, στρέφεται στη Βενετία για
βοήθεια. Πράγματι, οι Βενετοί συντάσσονται με τους βυζαντινούς και ζουν μια

14
εξευτελιστική ήττα στην Κέρκυρα. Ωστόσο, όταν ο νορμανδός Γυισκάρδος πεθαίνει
από πανούκλα, οι Νορμανδοί αποσύρονται και η πολιορκία σταματά.
Οι Βενετοί παρότι μαζί με τα βυζαντινά συμφέροντα προάσπισαν και τα δικά τους,
περίμεναν την έμπρακτη ανταμοιβή για τις θυσίες τους. Ο Αλέξιος παραχωρεί το
πρώτο χρυσόβουλο, ένα λεπτομερή καταστατικό χάρτη προνομίων και στην ουσία
θέτει τον ακρογωνιαίο λίθο της αποικιοκρατικής αυτοκρατορίας των Βενετών στην
Ανατολική Μεσόγειο. Οι Βενετοί, λοιπόν, αμείβονται για την αφοσίωση τους και
ταυτόχρονα δηλώνουν την αφοσίωση τους. Αναλυτικότερα, το χρυσόβουλο αναφέρει:
1. Οι Βενετοί έχουν λαμβάνειν μια ετήσια προσφορά είκοσι λιβρών
2. Ο δόγης τιμείται με τον τίτλο του πρωτοσεβαστού, τον οποίο κληροδοτεί
στους διαδόχους του.
3. Ο πατριάρχης του Γκράντο λαμβάνει ετήσιο μισθό είκοσι λιβρών και παίρνει
τον τίτλο του υπέρτιμου.
4. Η Εκκλησία του Αγίου Μάρκου λαμβάνει ετησίως τρία χρυσά νομίσματα
5. Στους Βενετούς παραχωρούνται εντός της Πόλης καταστήματα, σπίτια,
εργοστάσια, αποθήκες και αποβάθρες.
6. Τους παραχωρείται η κυριότητα της Εκκλησίας του Αγίου Ανδρέα στο
Δυρράχιο με την περιουσία και τα έσοδά της.
7. Τους παραχωρείται το δικαίωμα να εμπορεύονται σε ολόκληρη την
αυτοκρατορία, δίχως να καταβάλλουν δασμούς και φόρους.
8. Οι Βενετοί υπόσχονται να υπηρετούν τον Αυτοκράτορα με όλη τους τη
δύναμη για πάντα.
9. Όποιος παραβεί τις ανωτέρω διατάξεις τιμωρείται με πρόστιμο δέκα λιβρών
και υποχρεούται να καταβάλλει αποζημίωση, εις το τετραπλό, στους
Βενετούς.
Οι θυσίες των Βενετών δεν ήταν μάταιες. Το προνόμιο του ελεύθερου εμπορίου θα
έθετε τους ανταγωνιστές εμπόρους τους εκτός βυζαντινών αγορών. Με λίγα λόγια, το
χρυσόβουλο έδειχνε στους Βενετούς το δρόμο για το βυζαντινό πλούτο. Ο δόγης
εκμισθώνει στην Εκκλησία μεγάλη περιουσία, αποθήκες και αποβάθρες στην
Κωνσταντινούπολη. Έτσι, οι κληρικοί του Αγίου Ακινδύνου γίνονται φύλακες των
μέτρων και των σταθμών που χρησιμοποιούν όλοι οι Βενετοί έμποροι.
Από την άλλη μεριά βέβαια, το έγγραφο έχει στόχο να επαναφέρει τους Βενετούς στη
σφαίρα επιρροής του βυζαντίου. Για αυτό μάλιστα δεν περιγράφονταν ως «ξένοι»,
αλλά ως «αληθινοί και πιστοί υπηρέτες».
Πάντως το 1082 η αυτονομία των Βενετών εντός των πυλών της Κωνσταντινούπολης
είναι γεγονός, αφού μπορούν να εισάγουν ρυθμίσεις που να αφορούν αυτούς και
τους συμπατριώτες τους (πάντα βέβαια υπακούοντας τους νόμους της Πόλης). Το
1084 ο δόγης αποκόμισε τα πρώτα οφέλη από το αυτοκρατορικό χρυσόβουλο, καθώς
ο λαός της Βενετίας αποκτούσε μακροπρόθεσμες επενδύσεις από το Δυρράχιο ως την
Κωνσταντινούπολη και από την Λαοδικεία μέχρι τη Μικρά Ασία.
Το 1105 έχουμε τη δεύτερη νορμανδική επίθεση κατά του Βυζαντίου και πάλι με τις
ευλογίες του πάπα. Αυτή τη φορά όμως οι Βυζαντινοί ήταν έτοιμοι και μαζί με τους
Βενετούς απέκρουσαν γρήγορα τους Νορμανδούς, οι οποίοι δήλωσαν την υποτέλειά
τους στον αυτοκράτορα.
Μετά την 4η Σταυροφορία το 1204 ο δόγης της Βενετίας οικειοποιήθηκε τον σχεδόν
αυτοκρατορικό τίτλο του ηγεμόνα των 3/8 της Κωνσταντινούπολης και ο
συνεταιρισμός μεταξύ Βυζαντίου και Βενετίας διαλύθηκε.

15
Η τέταρτη σταυροφορία και ο ρόλος της Βενετίας (κεφάλαιο 8)
Λίγο πριν την εκπνοή του 12ου αιώνα, ο Ιννοκέντιος Γ΄ εκλέχθηκε στο θρόνο του
αγίου Πέτρου και αμέσως εκδήλωσε την πρόθεσή του να οργανώσει νέα
σταυροφορία. Καθώς οι ευγενείς της Ευρώπης αναλώνονταν σε εσωτερικές διαμάχες,
η οργάνωση της σταυροφορίας καθυστέρησε τρία χρόνια. Έτσι, το 1201 ο κόμης της
Φλάνδρας Βαλδουίνος, ο Γοδεφρείδος Βιλλεαρδουίνος και ο Βονιφάτιος του
Μομφερά τέθηκαν μεταξύ άλλων επικεφαλής της εκστρατείας. Το επιτελικό σχέδιο
προέβλεπε απόβαση στην Αίγυπτο, όπου ο σιτοβολώνας του Νείλου θα έλυνε τα
προβλήματα επιμελητείας, και προσβολή των Σαρακηνών από την ενδοχώρα. Για να
μεταφερθεί όμως ο στρατός στην Αίγυπτο, χρειαζότανε στόλος. Οι προεξάρχοντες
της σταυροφορίας στράφηκαν στην ισχυρότερη ναυτική δύναμη, τη Βενετία. Οι
Βενετοί, ήταν σαφώς ευσεβείς χριστιανοί, αλλά έως τώρα δεν ήταν και οι
φανατικότεροι των σταυροφόρων, καθώς δεν είχαν κανένα λόγο να ανοίξουν πόλεμο
με τους πελάτες και τους προμηθευτές τους. Εκτός λοιπόν της ευσέβειας, κίνητρο
απετέλεσε και η επιδίωξη ακόμα περισσότερων εμπορικών προνομίων στην Ανατολή.
Πόσο μάλλον τώρα που η αμοιβή που συμφώνησε με τους σταυροφόρους ο ευφυής
πολιτικός και εμπνευσμένος ηγέτης τους, δόγης Ερρίκος Δάνδολος, ήταν αρκούντως
συμφέρουσα. Για την κατασκευή και διάθεση στόλου ικανού για μεταφορά περίπου
τριάντα πέντε χιλιάδων ανδρών και τεσσερισήμισι χιλιάδων ίππων, συμφωνήθηκε
αμοιβή 85000 ασημένιων μάρκων.
Ο δόγης τήρησε τα συμφωνηθέντα, αλλά οι σταυροφόροι που συγκεντρώθηκαν στη
νησίδα Λίντο η οποία ορίστηκε ως χώρος συγκέντρωσης και αφετηρίας, ήταν
αριθμητικά λιγότεροι από τους αναμενόμενους και δεν κάλυψαν το συμφωνηθέν
ποσό. Ο Δάνδολος θεώρησε ότι είναι ευκαιρία να απαλλαγεί από μια πόλη – αγκάθι
στα πλευρά της Βενετίας. Την Ζάρα, η οποία ανθούσε εμπορικά στην ανατολική ακτή
της θάλασσας της Δαλματίας, που τότε ονομαζότανε «κόλπος της Βενετίας». Παρά
τις αντιρρήσεις του πάπα Ιννοκέντιου, οι σταυροφόροι πήραν πίστωση χρόνου για την
αποπληρωμή των συμφωνηθέντων, καταλαμβάνοντας και λεηλατώντας τη Ζάρα.
Εκεί τους προσέγγισε ο νόμιμος διάδοχος του βυζαντινού θρόνου, Αλέξιος, γιός του
εκπεσόντος αυτοκράτορα Ισαάκιου Β΄, που τους υποσχέθηκε πλούσια ανταλλάγματα
αν βοηθούσαν στην αποκατάσταση της νόμιμης διαδοχής στο βυζαντινό θρόνο.
Συγκεκριμένα συμφώνησαν στο ποσό των διακοσίων χιλιάδων ασημένιων μάρκων,
παροχή εφοδίων για το στρατό και προσωπική του συμμετοχή στη σταυροφορία με
δέκα χιλιάδες άνδρες. Πέραν των χρηματικών ανταλλαγμάτων, αυτό σήμαινε και
αλλαγή πολιτικής του Βυζαντίου απέναντι στις σταυροφορίες. Η αντίδραση του πάπα
ήταν χλιαρή και αμφίσημη, δεδομένου ότι ο Αλέξιος πέραν των άλλων είχε υποσχεθεί
άρση του σχίσματος και πρωτοκαθεδρία της Ρώμης. Έτσι ο σταυροφορικός στόλος
εξετράπη της πορείας του και έπλευσε προς την Πόλη.
Οι βυζαντινοί δε δέχθηκαν τους σταυροφόρους με φιλική διάθεση και ο λαός της
πόλης αδιαφόρησε για την παρουσία του πρίγκιπα Αλέξιου. Ούτε όμως και οι δυτικοί
ήταν φίλα διακείμενοι απέναντι στους βυζαντινούς, καθώς είχαν προηγηθεί η
αθέτηση υποσχέσεων για βοήθεια το 1098 στην πολιορκία της Αντιόχειας, η σφαγή
των Δυτικών της Πόλης το 1182, η συμμαχία με τον Σαλαδίνο και γενικά όπως
προείπαμε η ευκαιριακή και διπρόσωπη πολιτική των βυζαντινών. Όταν ο
σταυροφορικός στόλος κατέπλευσε στον Κεράτιο, η βυζαντινή αυτοκρατορία
βρισκόταν σε αποσύνθεση. Στόλος δεν υπήρχε και ο στρατός ήταν μεν πολυπληθής
αλλά ανεκπαίδευτος και χωρίς ηγεσία. Χαρακτηριστικά, σε διάστημα μικρότερο του
έτους κατέλαβαν τον αυτοκρατορικό θρόνο έξι αυτοκράτορες. Από αυτούς οι τρεις
έφυγαν νύχτα (Αλέξιος Ε΄ ο Μούρτζουφλος και Κωνσταντίνος Λάσκαρις) παίρνοντας
ό,τι μπορούσαν να κουβαλήσουν από το αυτοκρατορικό θησαυροφυλάκιο Αλέξιος Γ,

16
δύο δολοφονήθηκαν (Αλέξιος Δ΄ και Νικόλαος Καναβός) και ένας πέθανε από θλίψη
(Ισαάκιος Β). Μόνοι εμπειροπόλεμοι, οι Βαράγγοι της αυτοκρατορικής φρουράς, οι
οποίοι πολέμησαν ως συνεπείς μισθοφόροι, και ως τέτοιοι μέσα στη φωτιά της μάχης
διαπραγματεύονταν αύξηση μισθού. Απέναντι είχαν έναν αριθμητικά μικρότερο,
αλλά καλά εκπαιδευμένο, εμπειροπόλεμο και πιστό στην ηγεσία του στρατό που
διψούσε για λάφυρα, καθώς και την ιδιοφυία του Δάνδολου.
Μετά από μία αποτυχημένη πολιορκία το καλοκαίρι του 1203, δύο καταστροφικούς
εμπρησμούς, έναν ολιγόμηνο αιματηρό συγχρωτισμό βυζαντινών και σταυροφόρων
και αφού έγινε αντιληπτό από τους δεύτερους ότι δεν πρόκειται να τηρηθούν τα
οικονομικά ανταλλάγματα που είχε υποσχεθεί ο εκθρονισμένος Αλέξιος Δ΄, έχοντας
παράλληλα θαμπωθεί από τον απαράμιλλο πλούτο της Πόλης, οι Δυτικοί αποφάσισαν
νέα προσπάθεια κατάληψής της. Αυτό εξάλλου ζητούσε ο δόγης μήνες τώρα.
Συνεπικουρούσης της τύχης, την 9 η Απριλίου, η Θεοφύλακτος έπεσε. Ακολούθησαν
τα συνήθη σε τέτοιες περιπτώσεις. Εδώ όμως το όργιο των βανδαλισμών και της
κτηνωδίας που ακολούθησε ήταν πρωτόγνωρο, σε βαθμό τέτοιο ώστε να
χαρακτηριστεί από μερίδα ιστορικών ως «ένα από τα ειδεχθέστερα εγκλήματα στην
παγκόσμια ιστορία» και που ανάγκασε οκτώ αιώνες αργότερα, τον πάπα Ιωάννη
Παύλο να ζητήσει δημόσια συγνώμη. Οι σταυροφόροι ξέχασαν τους όρκους τους και
επιδόθηκαν σε ένα όργιο δολοφονιών, βιασμών και λεηλασιών. Ακόμα και οι
αυτοκρατορικοί τάφοι συλήθηκαν και βεβηλώθηκαν. Σε αντίθεση με τους Φράγκους
που κατελήφθησαν από καταστροφική μανία, οι Βενετοί ήταν πιο ψύχραιμοι και με
σαφώς πιο εκλεπτυσμένο γούστο. Ό,τι αφαίρεσαν από την Πόλη το μετέφεραν στη
Βενετία, όπως πλήθος λειψάνων, αλλά και τα τέσσερα άλογα του ιπποδρόμου που
μέχρι σήμερα κοσμούν την πλατεία του Αγίου Μάρκου συμβολίζοντας τη μεταφορά
της πολιτικής εξουσίας από τη Βασιλεύουσα στη Γαληνότατη.

Ο διαμελισμός της Βυζαντινής αυτοκρατορίας.


Η συνθήκη για τη μοιρασιά των λαφύρων είχε υπογραφεί πριν την κατάληψη της
πόλης, τον Μάρτιο του 1204. Τα «κέρδη της επιχείρησης», ανέρχονταν σε ποσό
υπερδιπλάσιο των υποσχεθέντων από τον Αλέξιο Δ΄. Όπως είχε ήδη συμφωνηθεί, στη
διανομή που ακολούθησε, κρατήθηκε το ένα τέταρτο για τον μελλοντικό
αυτοκράτορα και τα υπόλοιπα μοιράστηκαν μεταξύ Βενετών και σταυροφόρων.
Αμέσως μετά εξοφλήθηκε το χρέος προς τη Βενετία. Επιπλέον, ο δόγης
απαλλασσόταν από οποιαδήποτε υπηρεσία απέναντι στον αυτοκράτορα. Η συμφωνία
ήταν κομμένη και ραμμένη στα μέτρα της Βενετίας. Μετά την άλωση, το θρόνο του
Κωνσταντίνου κατέλαβε ο εκλεκτός του Δάνδολου, Βαλδουίνος της Φλάνδρας και
πατριάρχης στέφθηκε ο βενετός Θωμάς Μοροζίνι.

17
Αναγέννηση ( Β τόμος )

Ο όρος Αναγέννηση επινοήθηκε από τον Giorgio Vasari το 1550, όταν προσπάθησε
μέσα σε μια μόνο λέξη να αποδώσει την έκρηξη της καινοτόμου καλλιτεχνικής
δημιουργίας που χαρακτήριζε την εποχή του. Το 19 ο αιώνα πια, ο όρος καθιερώνεται
από τους Μισελέ και Μπούρκχαρντ, οι οποίοι θεωρούν ότι κατά την διάρκεια της
συγκεκριμένης περιόδου συντελέστηκαν όλες οι απαραίτητες κοινωνικοπολιτικές
ζυμώσεις, που οδήγησαν στη μεταλλαγή του δυτικοευρωπαϊκού τρόπου σκέψης,
θέασης και αναπαράστασης του κόσμου. Ο μύθος της μίας και μοναδικής
Αναγέννησης, όπως επίσης, η λογική της ιστορικής ασυνέχειας καταρρίπτονται πολύ
αργότερα, όταν ιστορικοί του 21ου αιώνα υποστηρίζουν πως αναγεννησιακά
συμβάντα σημειώνονται αρχικά κατά την εποχή του Καρλομάγνου, εν συνεχεία στη
Γαλλία του 12ου αιώνα και τέλος επί της Δυναστείας των Παλαιολόγων.
Ωστόσο, είναι αποδεκτό από όλους ότι η Αναγέννηση του 14 ου αιώνα σηματοδοτεί τη
μετάβαση από το Μεσαίωνα στη Νεωτερικότητα, καθώς ολόκληρο το
κοινωνικοπολιτικό υπόβαθρο της γηραιάς ηπείρου μεταλλάσσεται και η
ανθρωπότητα αφήνει πίσω της μια για πάντα τα θέσφατα του παρελθόντος. Πληθώρα
γεγονότων συντελούν σε αυτήν την αλλαγή. Οι Ανακαλύψεις για παράδειγμα,
αλλάζουν το πλάτος, τις συντεταγμένες και τον οπτικό ορίζοντα των Ευρωπαίων, στα
τέλη του ίδιου αιώνα. Η νέα αυτή βίωση του χώρου διευρύνει το πνευματικό και
συναισθηματικό υπόβαθρο των ανθρώπων, που συνειδητοποιούν το απέραντο βάθος
τους. Επιπλέον, παρατηρούνται φαινόμενα όπως η δημογραφική αύξηση και μια
υπερ-μεγέθυνση της οικονομίας. Ειδικότερα, στην οικονομική ανέλιξη συμβάλλουν
παράγοντες όπως η βελτίωση των καλλιεργητικών μεθόδων, η ποσοτική αύξηση των
γεωργικών προϊόντων, οι μικροεφευρέσεις, η νομισματική αφθονία, η διεύρυνση της
αγοράς, η αλλαγή των καταναλωτικών συνηθειών, η ενδυνάμωση της ζήτησης, η
ανάπτυξη του εμπορίου και η αναβάθμιση της λογιστικής επιστήμης. Παράλληλα, οι
πόλεις αναβιώνουν και καταγράφονται τα πρώτα βήματα αστικοποίησης του
πληθυσμού. Ιδιαίτερα, η ξεπεσμένη ιπποτική αριστοκρατία παρέα με την ακμάζουσα
αστική δύναμη βρίσκουν καταφύγιο εντός του κλεινού άστεως και υφαρπάζουν την
εξουσία. Τελικά, μέσα σε αυτές τις συνθήκες, η Εκκλησία και η φεουδαρχία, που
αποτελούσαν τους δύο βασικούς πυλώνες άσκησης εξουσίας των μεσαιωνικών
χρόνων, αδυνατούν να διατηρήσουν την πρωτοκαθεδρία τους, ενώ παράλληλα, οι
«μέσοι», εκφραζόμενοι μέσα από τις τέχνες και τα γράμματα καταφέρνουν να
ανάγουν τον αυλικό πολιτισμό σε πρότυπο για όλη την Ευρώπη και να
νομιμοποιηθούν μπροστά στα μάτια όλων.

Το ουμανιστικό ιδεώδες
Το καλλιτεχνικό κίνημα της Αναγέννησης έχει συγγενές το πνευματικό κίνημα του
Ουμανισμού. Η ευμάρεια και η πολιτική ασφάλεια όχι μόνο εδραιώνουν την αστική
τάξη, αλλά επιπλέον οδηγούν στην ωρίμανση της σκέψης, όπου επικρατούν η
αντικειμενικότητα και ο ρεαλισμός. Οι λόγιοι της εποχής προβάλλουν ένα όραμα, τη
σύσταση μιας ιδανικής πολιτείας, η οποία θα διοικείται από αιρετούς ηγεμόνες και ο
άνθρωπος θα ζει σύμφωνα με τη φύση του. Ταυτόχρονα, όντας δεινοί ρήτορες και
πολιτικά ενεργοί, ασκούν έντονη κριτική στους θεσμούς, τα ήθη και τα έθιμα. Οι
«Δημοκράτες των Γραμμάτων» καταστρέφουν τις μεσαιωνικές μήτρες της
πνευματικής εθελοδουλίας και απορρίπτουν. Αυτό βέβαια δε σημαίνει ότι ο πυρήνας
δεν παραμένει χριστιανικός, αλλά βάζουν πάνω από όλα την ανθρώπινη ύπαρξη και
θεωρούν σημαντικότερο όλων την ανθρώπινη αξιοπρέπεια, για αυτό μάλιστα δίνουν
προτεραιότητα στον άνθρωπο και εξυμνούν την επίγεια ζωή. Πιο συγκεκριμένα, με

18
τον πολιτικό ουμανισμό αιτούνται τη θεσμική οχύρωση της ατομικότητας και την
προάσπιση του κοινωνικού συνόλου. Ουσιαστικά, οι ουμανιστές θέτουν ως στόχο τη
δημιουργία αυτοσυνείδητων αστών και κυρίαρχων ηγεμόνων, εκλεκτών πολιτών
δηλαδή, που θα προωθούν ταυτόχρονα το ατομικό και κοινωνικό συμφέρον.
Συγκεντρωτικά, θα έλεγε κανείς ότι το ιδεώδες των ουμανιστών αντικατοπτρίζεται
στον Virtuo, τον ηθικό άνθρωπο με θάρρος, χάρη και κοινωνική ευπρέπεια, τον
ενάρετο χαρακτήρα με ταπεινοφροσύνη, ευσεβή βούληση, ρητορική κομψότητα και
καλλιέπεια, που έχει πάθος για τη ζωή.
Επικεντρώνοντας στην Ιταλική χερσόνησο, ήτοι την αναγεννησιακή εστία,
παρατηρούμε τη συγκρότηση των πόλεων-κρατών. Εκεί, η εξουσία ασκείται σε
τοπικό επίπεδο από μια ελίτ εμπόρων και πλούσιων τραπεζιτών, οι οποίοι θέτουν τα
σπερματικά στοιχεία για τη συγκρότηση «δημοκρατικών» πολιτευμάτων. Παρότι, οι
νεοπαγείς δημοκρατίες μεταπίπτουν πολύ γρήγορα στο δεσποτισμό, οι νεόκοποι
ηγεμόνες δεν αρκούνται στην άσκηση της πολιτικής, αλλά επεκτείνουν την εξουσία
τους στον πολιτιστικό και πνευματικό τομέα, προσπαθώντας να διαμορφώσουν μια
νέα κοσμοθεωρία, η οποία θα τους εδραιώσει στη συνείδηση των υπηκόων τους.
Εστιάζοντας ακόμα περισσότερο, φτάνουμε στη Φλωρεντία, η οποία υπό την
ηγεμονία του ισχυρού τραπεζικού οίκου των Μεδίκων μετατρέπεται σε χωνευτήρι της
πρώιμης καλλιτεχνικής και πνευματικής Αναγέννησης. Οι σφετεριστές της εξουσίας
λειτουργούν ως προστάτες των τεχνών και των γραμμάτων. Επηρεασμένοι από το
ουμανιστικό πρότυπο θέτουν τις βάσεις μιας νέας αισθητικής που έχει ως πυρήνα τις
αρχαϊκές γραμμές και το ένδοξο ιταλικό παρελθόν. Έτσι, έχοντας στην υπηρεσία τους
καλλιτέχνες και λογίους, κερδίζουν τις καρδιές των Ιταλών και αλλάζουν το ρου της
ιστορίας.
Ο Πετράρχης (14ος αιώνας), ηγετική πνευματική φυσιογνωμία της εποχής,
αναγνωρίζει τη σπουδαιότητα των κλασικών έργων της ελληνικής και ρωμαϊκής
εποχής στη διαμόρφωση του ενάρετου χαρακτήρα, με αποτέλεσμα να στρέφει το
βλέμμα του στην Αρχαιότητα. Το σημαντικό είναι ότι παύει να αντιμετωπίζει τα
αρχαία κείμενα ως άψυχα σώματα, αλλά αναζητά τη ζωντάνια του πνεύματος και τη
«λάμψη της αιώνιας ομορφιάς» που κρύβεται μέσα στην «αρχαία στάχτη». Εν
συνεχεία, οι Νικόλι, Μπρατσιολίνι και Αουρίσπα συλλέγουν αυτούσια κείμενα, τα
δημοσιεύουν και τα σχολιάζουν με κριτικό πνεύμα, αποφεύγοντας την παθητική
αντιγραφή. Επιπροσθέτως, οι ουμανιστές κάνουν φιλολογική στροφή επαινώντας την
ποίηση τη λογοτεχνία, το φανταστικό μυθιστόρημα, την ιστορία, την ηθική
φιλοσοφία, τη ρητορική, τα λατινικά ρωμαϊκού τύπου και τα αρχαία ελληνικά.
Μετά από όλα αυτά, το πνευματικό τοπίο και η εικόνα των πόλεων αλλάζει. Στη
Φλωρεντία των Μεδίκων ιδρύεται η «Πλατωνική Ακαδημία», στη Γαληνοτάτη
δημιουργείται η «Νέα Ακαδημία» και στη Ρώμη συγκροτείται το «Ελληνικό Κολέγιο
του Αγίου Αθανασίου». Επίσης, χαρακτηριστικό είναι το γεγονός πως η διδακτέα ύλη
διαφοροποιείται. Από τη στιγμή που οι ανθρωπιστές ενδιαφέρονται περισσότερο για
την απόκτηση αγαθής βούλησης, παρά για ένα καθαρό λογικό, ο «μεσαιωνικός
επιστημονικός Αριστοτέλης» αντικαθίσταται από τον «ουμανιστικό ποιητικό
Πλάτωνα». Η διάδοση των νέων ιδεών σε όλη τη γηραιά ήπειρο γίνεται με
ταχύτατους ρυθμούς όταν, το 1440, ο Γουτεμβέργιος ανακαλύπτει την τυπογραφία
και δίνει ώθηση στο ουμανιστικό ιδεώδες. Έτσι, ο Βορράς, μέσα από το χώρο της
ιταλικής χερσονήσου, συναντά την Ανατολή, με αποτέλεσμα στην καρδιά της
Ευρώπης να σχηματίζεται ο πρώτος θύλακας της Μεταρρύθμισης.
Ωστόσο, το ουμανιστικό κίνημα ενέχει αντιφάσεις. Το «δημοκρατικό» ιδεώδες ζωής
των ουμανιστών καταλήγει ρητά αριστοκρατικό. Εύπορες οικογένειες της
Φλωρεντίας και Βενετίας, όπως των Pazzi, Manetti και Sforza, υποστηρίζουν τους

19
ανθρωπιστές και αντίστοιχα τέρπονται εντός των αυλών τους τις υπηρεσίες τους.
Μολονότι, λοιπόν, ο ουμανισμός είναι οικουμενικό κίνημα τελικά ευνοεί τους
ισχυρούς, αφήνοντας για άλλη μια φορά το πλήθος έξω από τα δρώμενα.

Βυζαντινός Ουμανισμός
Η Βυζαντινή Αυτοκρατορία μέχρι το 12ο αιώνα φαντάζει στα μάτια όλων ως την
υπερδύναμη της εποχής. Η Κωνσταντινούπολη έχει κοινή πορεία προς την
Αναγέννηση με τη Δύση, καθώς οι οικονομικές και κοινωνικές συντεταγμένες του
βυζαντίου είναι αντίστοιχες με αυτές των ιταλικών πόλεων-κρατών. Την ύστερη
βυζαντινή περίοδο, οι πόλεις ανοικοδομούνται, αναβιώνουν και ανακτούν τον αστικό
τους χαρακτήρα. Αναλογικά με τη δυτική, η βυζαντινή κοινωνία ανθεί δημογραφικά
και ευημερεί οικονομικά. Το εμπόριο αναπτύσσεται, με τους βυζαντινούς να
εκμεταλλεύονται τις ευκαιρίες και να δημιουργούν μονοπωλιακά καθεστώτα σε
διάφορα προϊόντα. Ομοίως, η αστική τάξη αποκτά συνείδηση, προασπίζεται τα
πολιτικά της συμφέροντα και αναλαμβάνει το μερίδιό της στην εξουσία. Τελικά, οι
στενές οικονομικές συναλλαγές με την ιταλική χερσόνησο διευκολύνουν την
επικοινωνία και οδηγούν στην πολιτισμική και πνευματική όσμωση.
Παρότι, λοιπόν, στο εσωτερικό της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας, στις επαρχίες και τα
μοναστήρια, η κοινωνία επιδεικνύει μια άρνηση στην πνευματική, πολιτική και
κοινωνική αλλαγή, το περιβάλλον στα μεγάλα αστικά κέντρα είναι εντελώς
διαφοροποιημένο. Εκεί, υφίστανται ισχυρά κόμματα φιλικά προσκείμενα προς τους
Λατίνους, όπου η άρχουσα τάξη των γαλαζοαίματων ενώνει τις δυνάμεις της με την
αστική ελίτ και μαζί προωθούν την ένωση των δύο Εκκλησιών. Αντίστοιχα, η αστική
κουλτούρα υιοθετεί μια νέα στάση ζωής και εναγκαλίζει νέες αξίες, οι οποίες
έρχονται σε συνάφεια με τα ουμανιστικά ιδεώδη. Με την αρωγή του Μανουήλ Β.
Παλαιολόγου (15ος αιώνας), λοιπόν, γίνονται συντεταγμένες προσπάθειες ώστε να
δοθεί ώθηση στη σκέψη, την κλασική παιδεία και το αρχαιοελληνικό πνεύμα. Οι
διανοούμενοι οργανώνονται σε ομάδες και δημιουργούν κλειστούς φιλοσοφικούς-
φιλολογικούς κύκλους, μέσα στους κόλπους των οποίων παράγεται η νέα σκέψη.
Εδώ, εξέχουσα προσωπικότητα αποτελεί ο Γεώργιος Γεμιστός Πλήθων, ο οποίος
εγκαθιδρύεται στην παλαιά κοιτίδα του Ελληνισμού, αποστρέφεται το χριστιανισμό
και ανασύρει από τη λήθη τις ιδέες του Πλάτωνα. Ο λόγιος πιστεύει στην αναγέννηση
του αρχαιοελληνικού πνεύματος, η οποία θα επέλθει με τη βοήθεια της παιδείας και
της επιστήμης.

Οι βυζαντινοί λόγιοι στη Δύση


Μια ασταθής ισορροπία και μια έκρυθμη κατάσταση εγκαθιδρύεται στην Πόλη,
καθώς οι βυζαντινοί νιώθουν πλέον την ανάσα των Οθωμανών και βιώνουν σε
καθημερινό επίπεδο την ανασφάλεια. Πολλοί λόγιοι αφήνουν τα πάτρια εδάφη τους,
αναζητώντας μια καλύτερη τύχη σε μια νέα πατρίδα, που θα τους προσφέρει
καταλληλότερες συνθήκες ζωής. Ωστόσο, η μεγάλη έξοδος λαμβάνει χώρα μετά την
άλωση της Κωνσταντινούπολης, αφότου δηλαδή, αυτό που άλλοτε έμοιαζε εφιάλτης
γίνεται πραγματικότητα. Οι βυζαντινοί λόγιοι-φυγάδες δηλώνουν το πολιτισμικό
παρών του ελληνισμού, αφού προσπαθούν να κρατήσουν ζωντανή την ελληνική
παιδεία και παράλληλα να αφήσουν τη δική τους πνευματική παρακαταθήκη. Ως εκ
τούτου, η παρουσία τους γίνεται πολύ έντονη στα εδάφη της ιταλικής χερσονήσου.
Πρωτοπόρος Έλληνας και ενταγμένος στην ουμανιστική σκέψη, ο Εμμανουήλ
Χρυσολωράς (1355-1415), βρίσκεται στη Βενετία ως απεσταλμένος του Μανουήλ
Παλαιολόγου ώστε να προωθήσει ζητήματα που άπτονται της Ένωσης των δύο
Εκκλησιών. Πολύ γρήγορα ο λόγιος, γίνεται το μήλον της έριδος, καθώς οι ιταλικές

20
πόλεις τον διεκδικούν θεωρώντας τον ως τον καταλληλότερο διδάσκαλο ελληνικών.
Στην πραγματικότητα, ο Χρυσολωράς προσφέρει τα πνευματικά «εργαλεία» στη
Δύση. Λεπτομερέστερα, συντάσσει τη Γραμματική και προωθεί την εκτενή
ανάγνωση, τη χρήση σημειώσεων, την πειθαρχία μελέτης και την απομνημόνευση. Εν
συνέχεια, ο νεοπλατωνικός Πλήθων πλαισιώνεται από τους πνευματικούς κύκλους
της Φλωρεντίας, στους οποίους μεταλαμπαδεύει μια βαθιά και θετική γνώση που
αφορά στο έργο του αρχαίου φιλοσόφου. Ταυτόχρονα, πείθει τους Λατίνους να
ασχοληθούν με την ποσοτικοποίηση των φυσικών ερευνών και να ερευνήσουν
επιστημονικά τις μετρήσεις των μεγεθών. Άλλη λαμπρή φυσιογνωμία που βάζει την
προσωπική του σφραγίδα στην Αναγέννηση είναι ο Βησσαρίων (15 ος αιώνας), ο
οποίος δρα σε πολιτικό και φιλοσοφικό επίπεδο. Ο λόγιος κρούει τον κώδωνα του
οθωμανικού κινδύνου και συγχρόνως αποκαθιστά το διανοητικό ορίζοντα
αναχαιτίζοντας τη στείρα αντιπαράθεση αριστοτελισμού και πλατωνισμού.
Επιπροσθέτως, κληροδοτεί τα χειρόγραφά του και ιδρύει τη Μαρκιανή Βιβιλιοθήκη .
Ωστόσο, δεν είναι μονάχα το διδακτικό ή το διπλωματικό έργο που κρίνει την
προσφορά των Ελλήνων καθοριστική. Οι βυζαντινοί φροντίζουν μαζί με τους ελπίδες
να μεταφέρουν μέσα στις βαλίτσες τους πρωτότυπα αρχαία κείμενα και
εκκλησιαστικά χειρόγραφα. Η συνεισφορά των βυζαντινών συνεχίζεται και η
περίοδος που ακολουθεί είναι άκρως παραγωγική. Οι Έλληνες λόγιοι καταπιάνονται
με τις μεταφράσεις και τις αντιγραφές, ενώ παράλληλα ασχολούνται με την
τυπογραφία και εκδίδουν νέες φροντισμένες γραμματικές, λεξικά και θρησκευτικά
βιβλία. Ειδικά με την συγγραφή και έκδοση του λεξικού Ετυμολογικόν Μέγα ή με τα
Ευριπίδου Τραγωδίαι και Αριστοφάνους Κωμωδίαι, οι «εισερχόμενοι» λόγιοι
δυναμιτίζουν τον πνευματικό κόσμο. Καταληκτικά, αφενός βλέπουμε τους Έλληνες
να διασώζουν, μεταφέρουν, συλλέγουν, αντιγράφουν, εκδίδουν, διδάσκουν και
συγγράφουν, τους παρακολουθούμε να προωθούν την ιδέα μια νέας σταυροφορίας
έναντι των αλλόθρησκων Σελτζούκων-Τούρκων, οι οποίοι καταπατούν τα πάτρια
εδάφη και καταδυναστεύουν τους χριστιανούς.
Κατά τη διάρκεια της Αναγέννησης θέτονται οι βάσεις των σύγχρονων κοινωνιών,
καθώς επιτυγχάνεται η μετάβαση από το θρησκευτικό στο κοσμικό, από την πίστη
στη λογική, από το ανορθολογικό στο λογικό και από το υπερφυσικό στο αισθητό.
Μέσα στις ολοζώντανες μεσαιωνικές παραδόσεις διεισδύει το παγανιστικό παρελθόν
του κλασικού αρχαίου κόσμου, το οποίο διυλίζεται από το χριστιανικό παρόν, ώσπου
τελικά γεννιέται μια νέα κοσμοθεωρία που αντικατοπτρίζει τις επιθυμίες της
ανερχόμενης αστικής τάξης. Μέσα σε μια εποχή που ο άνθρωπος και η επίγεια ζωή
χαίρουν ιδιαίτερης εκτίμησης, οι ουμανιστές φροντίζουν για την ανάταση του
πνευματικού βίου. Αντιγράφουν, μεταφράζουν, σκέπτονται, ασκούν κριτική, ενώ
παράλληλα απολαμβάνουν το κλέος και την προστασία των ισχυρών της εποχής τους.
Τέλος, όσον αφορά τη συμβολή των βυζαντινών λογίων στο αναγεννησιακό κίνημα,
βλέπουμε δύο ακραίες θέσεις, αφού από τη μια μεριά, υπάρχει η ελληνοκεντρική
προσέγγιση σύμφωνα με την οποία οι Έλληνες λόγιοι αποτελούν την θεμελιώδη
αναγεννησιακή αιτία, και από την άλλη μεριά, υπάρχει η κοινωνικοπολιτική
προσέγγιση η οποία αναλύει τις συνθήκες της ιταλικής χερσονήσου και αξιολογεί την
ελληνική συνεισφορά ως ήσσονος σημασίας. Νεότερες έρευνες έχουν καταδείξει
λοιπόν, πως η πραγματικότητα εκφράζεται από τη μέση, καθώς οι «εξόριστοι» χωρίς
να είναι η γενεσιουργός αιτία της Αναγέννησης, ουσιαστικά μεταλαμπαδεύοντας το
ελληνικό πνεύμα και προσφέροντας τα εργαλεία στις Άλπεις, επέδειξαν μια τεράστια
στρατευμένη πνευματική κίνηση και συνέβαλαν με καθοριστικό τρόπο στην
πολιτιστική εξέλιξη.

21
Το όραμα του Δάντη
Φλωρεντινός βάρδος που στην προσπάθειά του να εξωτερικεύσει τον ψυχισμό του
καθιέρωσε τη λαϊκή διάλεκτο της Τοσκάνης. Χρησιμοποιώντας πολλούς
συμβολισμούς εκφράζει την κοινωνικοπολιτική κατάσταση της πατρίδας του. Με τη
θεία κωμωδία ο Δάντης δηλώνει το εύρος των ανθρώπινων δυνατοτήτων. Το βιβλίο
του αναφέρεται στην ανθρώπινη τραγωδία, όπου η ψυχή προσπαθεί να ανέβει για να
ενωθεί με τον θεό, αλλά πάντα βρίσκεται παγιδευμένη από τους δαίμονες της φυσικής
πραγματικότητας. Η εμφάνιση της Βεατρίκης, του ερωτικού πόθου που είναι
απαλλαγμένος από τη σαρκικότητα, αποκαθιστά το ερωτικό βίωμα στο κέντρο της
ποιητικής ζωής. Ο Δάντης προμηνύει τους προβληματισμούς που θα κυριαρχήσουν
στην Αναγέννηση και θα απασχολήσουν τον καινούργιο τύπο ανθρώπου.

Η νεωτερική συνείδηση στην ποιητική του Πετράρχη


Ο αρχετυπικός διανοούμενος της καινούργιας εποχής είναι ο Πετράρχης. Ο ίδιος
αντιλαμβάνεται ότι ζει στο μεταίχμιο δύο κόσμων και θεωρεί καθήκον του να ανοίξει
το δρόμο στο νέο.
Τελειοποιεί το σονέτο, όπου με έναν ρέων λυρισμό φέρνει στο φως τα αισθήματα της
ζωντανής ψυχής. Έχουμε λοιπόν έναν ασυγκράτητο συναισθηματισμό και μια
αυστηρά πειθαρχημένη γλώσσα που μας δίνει μια μουσική αρμονία. Το
ανικανοποίητο πάθος για τη Λάουρα είναι ουσιαστικά μια παραβολή της
αγωνιζόμενης ψυχής να φτάσει στο ιδεώδες της. Το αυτενεργό υποκείμενο ζει μέσα
σε μια αντίφαση, αφού η σαρκικότητα οφείλει να μετουσιωθεί σε λόγο. Η Λάουρα
παραμένει ποθεινή αλλά ανέγγιχτη, με τον θάνατό της να μοιάζει σαν θεία
παρέμβαση καθώς βοηθά τον ποιητή να ανταποκριθεί στον πνευματικό του
προορισμό.
Ο ίδιος ο Πετράρχης επιδιώκει το μοντέρνο κλέος. Ποθεί την προσωπική του φήμη
και είναι ευαίσθητος σε κάθε σχόλιο που τον αφορά. Μαζί με τον μαθητή του
Βοκκάκιο αυτονομούνται από τα Πανεπιστήμια, κέντρα διανοητικής εξουσίας, και
πορίζονται τα προς το ζην από την πνευματική τους εργασία. Χορηγίες πολιτικά και
κοινωνικά ισχυρών δεσμεύουν τους διανοούμενους, που ταλαντεύονται συνειδησιακά
αφού από την μια βιώνουν έναν πνευματικό ηρωισμό και από την άλλη ζουν μέσα
στους συμβιβασμούς. Πάντως, ο Πετράρχης συλλαμβάνει τη νεωτερική συνείδηση.

Ανατομία της πραγματικότητας μέσα από τα μάτια του Βοκκάκιου


Ο Βοκκάκιος ζει σε έναν κόσμο που βρίθει πτωμάτων από την επιδημία της πανώλης.
Στο Δεκαήμερο θίγει το θέμα του έρωτα, με απώτερο στόχο να επιστρέψει διεισδυτικά
στη ζωή. Ο ποιητής αφιερώνεται στο πραγματικό μυστήριο του κόσμου που δεν είναι
άλλο από τη φλόγα της αγάπης, η οποία λυτρώνει από τη δυστυχία που κατακλύζει τη
γη. Καθολικός και ιδεώδης ο έρωτας του Βοκκάκιου, εξυψώνει τη ζωή και δείχνει το
δρόμο προς τη νέα κοινωνικότητα.
Ο πεζός λόγος είναι το καταλληλότερο όχημα για να αποδώσει ο λογοτέχνης την
πολυχρωμία και τη δυναμική του κοινωνικού βίου. Ο Βοκκάκιος διαλύει τα
κοινωνικά στεγανά και γίνεται γενάρχης του ευρωπαϊκού ρεαλισμού.
Για τον λογοτέχνη το πρόβλημα της ερωτικής συμπεριφοράς δεν εγγράφεται στο
θεολογικό ορίζοντα, ένα δείγμα ότι έχουμε διασκελίσει το κατώφλι της
νεωτερικότητας. Την Εκκλησία την αποτελούν άνθρωποι που είναι το ίδιο ζωντανοί,
όπως όλοι οι άλλοι. Οι κληρικοί χρησιμοποιούν τα προνόμια τους για να επιτύχουν
τους σκοπούς τους. Όλο το μεταφυσικό σύστημα του μεσαίωνα οφείλει να έρθει στην
επιφάνεια, να αποκαλυφθεί. Ο Βοκκάκιος ανυψώνει τη σαρκικότητα και απαλλάσσει

22
το θρησκευτικό συναίσθημα από κάθε θεσμικό καταναγκασμό. Ο έρωτας λοιπόν
γίνεται ένας αγώνας αυτοσυνειδησίας και λογικού ελέγχου.
Ο Βοκκάκιος στοχεύει στην ψυχαγωγία και την ευχαρίστηση του αναγνώστη και
σκηνοθετεί έναν αγώνα ανάμεσα στις δυνάμεις της τύχης και την αρετή, δίνοντας ένα
θεωρητικό πάτημα στον Μακιαβέλλι.

Φυσική βούληση και πολιτική κοινότητα στη σκέψη του Μακιαβέλλι


Η προσφορά της αναγέννησης ήταν προπαρασκευαστική στον πολιτικό στοχασμό. Τη
ρήξη με το θεοκρατικό παρελθόν την κάνει ο Μακιαβέλλι στις αρχές του 16ου αιώνα.
Ο πολιτικός στοχαστής καταδεικνύει πως κάτω από τον εκλεπτυσμένο ιπποτισμό, ο
μεσαιωνικός κοινωνικός βίος επιδεικνύει μεγάλη ωμότητα. Η θρησκευτικότητα το
μόνο που έκανε είναι να θέτει με τις μεταφυσικές κυρώσεις έναν ιδεατό φραγμό.
Τοποθετούσε πάνω από τον «κακό άρπαγα» την απειλή της θεϊκής ανταπόδοσης και
έκανε τον κοσμικό να υποκλίνεται στη δύναμη του πνευματικού. Η αναγέννηση όμως
διέρρηξε αυτόν τον υπερκόσμιο υμένα.
Η νεώτερη πολιτική σκέψη ριζώνει στην κοινωνικοπολιτική εμπειρία και την
ψυχολογία των φυσικών υποκειμένων. Η προσκόλληση στα μεσαιωνικά μυθεύματα
αποτελεί πλέον ξεκάθαρη υποκρισία και ο Μακιαβέλλι δεν υποκύπτει σε αυτήν.
Ο στοχαστής περιγράφει ατρόμητα τον κοινωνικό άνθρωπο όπως είναι και όχι όπως
θα όφειλε να είναι βάσει των θεολογικών προτύπων. Κατανοεί και περιγράφει την
ηθική της νέας εποχής και ζητά τον επανακαθορισμό της δεοντολογίας της κοινής
ζωής. Καταπιάνεται με την πολιτική συγκυρία της Ιταλίας, καθώς βλέπει ότι υπάρχει
κίνδυνος εξάλειψης της αστικής ελευθερίας. Εξάλλου, πολιτική για τον Μακιαβέλλι
σημαίνει πραγμάτωση ενός κοινωνικού ιδεώδους δημόσιας συμμετοχής.
Ο Μακιαβέλλι είναι ο ίδιος πρότυπο του αναγεννησιακού ανθρώπου. Είναι
διπλωμάτης, ποιητής, ιστορικός, φιλόσοφος, πατριώτης. Κατεξοχήν «δημοκρατικός»
στοχαστής κατατάσσεται διανοητικό στο λαικό κόμμα και πολλές φορές βρίσκεται
αντιμέτωπος με την αυλή των Μεδίκων. Αυτό που απλά υποστηρίζει είναι πως ο
άρχοντας όσο ανεξέλεγκτη και εάν είναι η εξουσία του, οφείλει να κυβερνά προς
όφελος της κοινωνίας και να διασφαλίζει το κοινωνικό καλό. Έτσι, ο λαός
μεταμορφώνεται σε ενεργητικό και παραγωγικό κομμάτι. Από τη στιγμή που ο λαός
δεν μπορεί να αυτοκυβερνηθεί το ρόλο τον αναλαμβάνει ο ενάρετος ηγεμόνας, που
οφείλει να δαμάσει την τύχη και να φροντίσει για το κοινό συμφέρον.
Η σκέψη του έχει επηρεάσει σύγχρονους διανοητές όπως τον Γκράμσι, τον Παρέτο
κ.α.

Ο χριστιανικός ανθρωπισμός του Θωμά Μώρου


Στον αντίποδα του κοινωνικού ρεαλισμού του Μακιαβέλλι διαμορφώνεται ένας
άλλος τύπος πολιτικού λόγου, αυτός του Θωμά Μώρου (16ος αιώνας).
Ο συγγραφέας της Ουτοπίας επηρεασμένος από την πλατωνική πολιτεία, φανερώνει
τις ανησυχίες του για τη σύγχρονη πραγματικότητα. Με λογοτεχνική μορφή και
ειρωνική διάθεση καταγράφει την άσχημη πραγματικότητα και επεξεργάζεται ένα
ιδεατό πολιτικό πρότυπο, σύμφωνα με τη χριστιανική ιδέα και την αληθινή
δικαιοσύνη. Βλέπει τις διαλυτικές επιπτώσεις από την κεφαλαιοκρατική ανάπτυξη.
Στη συνέχεια, παραδειγματίζεται από την κοινοβιακή ζωή των μονών του Άθω και
βλέπει πως υπάρχουν ακόμα εστίες αδελφότητας και αλληλεγγύης.
Η Ουτοπία αντανακλά την πρωτόγνωρη εμπειρία των γεωγραφικών ανακαλύψεων,
που έφεραν σε επαφή για πρώτη φορά τους Ευρωπαίους με άλλους πολιτισμούς, που
φαίνεται να ανταποκρίνονται περισσότερο στις ηθικές επιταγές του χριστιανισμού. Η
Ουτοπία, η κοινότητα της γνήσιας ατοπίας έρχεται σε αντίθεση με την αγγλική

23
πραγματικότητα και την κατ’ όνομα χριστιανική Ευρώπη. Ο Μώρος βλέπει πως στην
Αγγλία των «περιφράξεων» το χρήμα γίνεται το μέτρο των πάντων και αντί οι
άνθρωποι να τρωνε τα πρόβατα, τα πρόβατα τρωνε τους ανθρώπους. Η αγριότητα
επικρατεί και το πλήθος ξεριζωμένο από τη γη και τα θέσφατα του παρελθόντος,
αδυνατεί να βρει το νέο του στήριγμα.
Ο Μώρος παρέχει ένα νέο πρότυπο. Στην πόλη της ουτοπίας επικρατεί η
κοινοκτημοσύνη, η εργασία οργανώνεται ορθολογικά και παραμένει χρόνος για
προσωπική καλλιέργεια. Σεμνότητα, αμοιβαιότητα, ειλικρίνεια πατάσσουν την
επιδεικτικότητα και την ανισότητα του σήμερα. Η κοινωνία που εγγυάται τα προς το
ζην σε όλους, δεν μπορεί παρά να οδηγεί στην ελευθερία και την ευτυχία. Τώρα πια
το χρήμα δεν έχει καμία εγγενή αξία και τα πολύτιμα μέταλλα χρησιμοποιούνται για
να φτιάχνονται «δοχεία νυκτός». Αυτό λοιπόν που οφείλει ο νεώτερος άνθρωπος
είναι να επανακαθορίσει τα θέλω του και να επαναεπιβεβαιώσει τη χριστιανική
διδασκαλία.
Ο Μώρος πλήρωσε με τη ζωή του τα πιστεύω του, αφού όταν του ζήτησε ο Ερρίκος
Η’ να αποσκιρτήσει από τη ρωμαιοκαθολική Εκκλησία και να ιδρύσει την
αγγλικανική αρνήθηκε.

Η ελευθερία της βούλησης δια στόματος Εράσμου και η ρήξη με τον Λούθηρο
Ο Έρασμος ταυτίστηκε με το ιδεώδες ενός ενιαίου ευρωπαϊκού πολιτισμού. Ο
ύψιστος φιλόλογος και θεμελιωτής της επιστημονικής μελέτης της ελληνικής
γλώσσας έβλεπε καθαρά την αυθαιρεσία της παπικής εξουσίας και ζητούσε την
αποκατάσταση της χριστιανικής ηθικής στην καρδιά της χριστιανοσύνης.
Διακωμωδούσε την αγραμματοσύνη των καλόγερων και όλοι αναγνώριζαν στο
πρόσωπό του το σοφό μεταρρυθμιστή που θα βοηθούσε στην αναστήλωση της
Εκκλησίας.
Ο Έρασμος όμως δεν ήταν άνθρωπος της πράξης, αλλά διανοητής. Το μέλημά του
ήταν η αποκατάσταση της χριστιανικής πίστης, την οποία μπορούσε να επαναδομήσει
πάνω στα πρωτότυπα κείμενα. Αποκαθιστώντας λοιπόν το αυθεντικό κείμενο του
Ευαγγελίου, ο Έρασμος πίστευε ότι θα μπορούσε φέρει σε επαφή τη συνείδηση του
πιστού με το θεό. Η Αναγέννηση για τον Έρασμο σήμαινε την αποβολή του παλαιού
ανθρώπου και η εγκαθίδρυση της «σύγχρονης ευσέβειας». Διακρίνει το
εκκλησιαστικό αξίωμα και το θεολογικό περιεχόμενο και δίνει χώρο στο
αυτοσυνείδητο υποκείμενο να αναλάβει τη μοίρα της ζωής του στα χέρια του. Έτσι,
μπορεί να επιτευχθεί η κάθαρση της χριστιανικής ζωής από το ανθρώπινο σφάλμα.
Με το Μωρίας Εγκώμιον υπερασπίστηκε ότι κάθε τι μεγάλο στη ζωή είναι
αποτέλεσμα μιας δημιουργικής παραφροσύνης. Η μωρία απαλύνει τη ζωή, γιατί
καλύπτει με το πέπλο της φαντασίας τις πραγματικότητες που αλλιώς θα ήταν
αφόρητες. Το φαίνεσθαι και όχι το είναι, αποτελεί την πηγή της τέχνης. Ένας κόσμος
αναποδογυρισμένος λοιπόν, για να μπορέσουν να βρεθούν οι νέες ισορροπίες.
Τις καταστροφικές εκφάνσεις της μωρίας τις αναγνωρίζει στο ζήλο των σχολαστικών
και ακαλλιέργητων καλόγερων. Ο μωρός του Έρασμου είναι αγνός και έντιμος
άνθρωπος που είναι προσηλωμένος στο όραμα της αμοιβαιότητας και της
επικοινωνίας. Το πραγματικό παιδί του Θεού δεν υποτάσσεται στη νέα θεότητα, το
χρήμα, και δεν κυνηγά το πρόσκαιρο κέρδος. Στην πραγματικότητα, αυτός ο σοφός εν
θεώ, φαντάζει μωρός στα μάτια των άπιστων.
Στην αντιπαπική ανταρσία ο Έρασμος προσπάθησε να κρατήσει ουδέτερη θέση.
Όμως μετά τη ρήξη των διαμαρτυρομένων με την παπική Ρώμη, ο Έρασμος
καταδίκασε τον Λούθηρο. Οι Διαμαρτυρόμενοι με πρωτεργάτη τον Λούθηρο,
ευαγγελίζονταν ένα θεό-τιμωρό και αρνούνταν την ελευθερία της ανθρώπινης

24
βούλησης, η οποία αποτελούσε για τον προϋπόθεση για κάθε ηθικό καταλογισμό. Ο
Λούθηρος επέμενε στην αθλιότητα της ανθρώπινης ύπαρξης και η αντιπαράθεση
αυτή έφερε την οριστική ρήξη. Ο Έρασμος απέρριψε το λουθηρανό πρόγραμμα,
καθώς έβλεπε ότι αποτελούσε απειλή για τα γράμματα και τον πολιτισμό. Ο ίδιος
πρωτοστάτησε στη δημιουργία μιας «Δημοκρατίας των γραμμάτων», όπου δικαίωμα
συμμετοχής είχαν αυτοδικαίως όλοι οι στοχαζόμενοι, φιλαλήθεις και καλοπροαίρετοι
άνθρωποι, ανεξαρτήτως καταγωγής. Γι’ αυτό ο διανοητής θεωρείται ο εκπρόσωπος
του ιδεώδους της ενότητας του ευρωπαϊκού πολιτισμού.

Η κοπερνίκεια επανάσταση και η αλλαγή του κοσμοειδώλου


Η εγκατάλειψη της αριστοτελικής τελολογίας, της γεωκεντρικής αστρονομίας και του
σχολαστικισμού είχαν ως αποτέλεσμα την υιοθέτηση ενός νέου επιστημονικού
παραδείγματος. Ο Κοπέρνικος που εισηγείται την ηλιοκεντρική θεωρία, ο Κέπλερ
που μιλά για τις ελλειπτικές τροχιές των πλανητών και ο Γαλιλαίος που εισάγει μια
νέα θεωρία για την κίνηση, όπως και τα καινούργια επιστημονικά εργαλεία
(τηλεσκόπιο) ωθούν προς μια νέα ερμηνεία της φύσης. Η επιστήμη δεν στηρίζεται
πλέον στις αυθεντίες αλλά στην έρευνα, τη μελέτη και την παρατήρηση του κόσμου
που αποτελεί μοναδική πηγή και κριτήριο της αληθούς θεωρίας. Η κοινωνία
εμποτίζεται πλέον από το ήθος της εμπειρικής ανάλυσης.
Οι γεωγραφικές ανακαλύψεις άλλαξαν τις συντεταγμένες του ανθρώπινου ορίζοντα
και επαναθεμελίωσαν τον τρόπο που θεάται ο κόσμος. Τίποτα δεν θεωρείται πια
δεδομένο, αφού ακόμα και το κέντρο του κόσμου αλλάζει. Ο Ευρωπαίος χάνεται
μέσα στον αχανή κόσμο και ο πλανήτης συνολικά χάνεται σε ένα άπειρο σύμπαν. Την
ιμπεριαλιστική νοοτροπία της Ισπανίας και της Πορτογαλίας ακολουθούν οι άλλες
μεγάλες δυνάμεις της γηραιάς ηπείρου, Αγλλία, Γαλλία, Ολλανδία, με αποτέλεσμα
τον ανταγωνισμό των Ευρωπαίων μύρια δεινά να ταλαιπωρούν τους γηγενείς
πληθυσμούς των «νέων» ηπείρων. Η ηθική υπεροχή των πρωτόγονων δεν αφήνει
ασυγκίνητους τους μεγάλους διανοητές της εποχής (Μώρος, Ρουσσώ), που
αντιλαμβάνονται πως οι δήθεν πολιτισμένοι ευρωπαίοι είναι πιο βάρβαροι από τους
βαρβάρους.

Λεονάρντο Ντα Βίντσι: σύνθεση τέχνης και επιστήμης


Ο Ντα Βίντσι μηχανικός, μαθηματικός, ανατόμος, καλλιτέχνης, τεχνολόγος αποτελεί
πρότυπο του μοντέρνου ανθρώπου. Αυτάρεσκος, επιδεικτικός, πολυτελής στην
εμφάνιση και τους τρόπους του, υπερηφανεύεται ότι είναι ένας «αγράμματος
άνθρωπος» κατακεραυνώνοντας τους πνευματικά οκνηρούς, που θέλει μασημένη
τροφή στο στόμα τους. Συνειδητά προσηλώνεται στην έρευνα και την επιστήμη
καθώς πιστεύει πως ο μόνος σοφός δάσκαλος είναι η φύση. Η εμπειρία είναι ο
διερμηνέας της πραγματικότητας και το μόνο κριτήριο για την ισχύ ή όχι της κάθε
θεωρίας. Ο άνθρωπος για τον Λεονάρντο είναι κατ’ αρχήν τα μάτια του. Αν μάθει να
βλέπει θα φτάσει στη γνήσια γνώση, που περιγράφει τον αιτιώδη κόσμο μας.
Παρατήρηση για το Λεονάρντο σημαίνει ορθολογική τακτοποίηση και επεξεργασία
του παρατηρησιακού υλικού. Κύριο εργαλείο είναι ο μαθηματικός λογισμός που
αποτελεί το κλειδί για την αποκωδικοποίηση του φυσικού κόσμου. Όπως και ο
Γαλιλαίος πιστεύει ότι το βιβλίο της φύσης είναι γραμμένο στα μαθηματικά και με
αυτόν τον τρόπο ενώνει τον ορθολογισμό με την ευαισθησία, τον επιστήμονα και τον
καλλιτέχνη. Το πολυδύναμο πνεύμα του αναδεικνύεται μέσα από τα καλλιτεχνικά του
αριστουργήματα, κορυφαία των οποίων είναι ο Μυστικός Δείπνος (συμβολίζει το
μυστήριο της θείας ενανθρώπισης) και η Μόνα Λίζα (συμβολίζει το απέραντο βάθος
της ανθρώπινης προσωπικότητας).

25
Μεταρρύθμιση & Αντιμεταρρύθμιση (Τόμος Γ’)
Ο ύστερος μεσαίωνας (14ος-15ος) συγκλονίζεται από ένα τεράστιο κύμα πολιτικών
και πολιτισμικών ανακατατάξεων. Συντελείται η έξοδος από το κλειστό λειτουργικό
σύστημα της σχολαστικής θεολογίας. Αντίστοιχα, αμφισβητείται ο παπισμός,
διαμορφώνονται οι συνθήκες για την εμφάνιση του νεότερου έθνους-κράτους, που
αντιτίθεται στην οικουμενικότητα του παπισμού και συντελούνται εκκλησιαστικές
ανακατατάξεις.

Θεμελίωση μοναρχίας μετά τον 12ο αιώνα


Τους μεσαιωνικούς χρόνους η αναγνώριση της νομιμότητας της κοσμικής εξουσίας
εξαρτιόταν από τον πάπα. Αυτό πρακτικά σήμαινε ότι η πνευματική εξουσία ήταν σε
θέση να επιβεβαιώνει ή όχι την κοσμική, γεγονός που έφερε πολλές ρήξεις ανάμεσα
σε αυτός τους δύο πόλους ισχύος.
Η κοσμική εξουσία στην προσπάθειά της να αποδεσμευτεί από την πνευματική
Α) υποστήριξε ότι η ηγεμονική εξουσία αντλείται απευθείας από τον θεό
Β) υιοθέτησε το ρωμαϊκό δίκαιο, που καταδεικνύει την ιστορική συνέχεια του
αυτοκρατορικού θεσμού και αποδέσμευσε τον ηγεμόνα από τον πάπα
Γ) ανακάλεσε την πολιτειολογική σκέψη της Μπολόνια, όπου ο ηγεμόνας ταυτίζεται
με τον έμψυχο νόμο.
Έτσι, διαχωρίζεται η κοσμική εξουσία (συνιστά το σώμα της χριστιανοσύνης)από τη
θρησκευτική εξουσία (υποδηλώνει την παρουσία της ψυχής), με την δεύτερη να
περιορίζεται στην πνευματική της δράση.
Τον 13ο αιώνα η προβληματική γύρω από την κοσμική εξουσία είναι έντονη. Το
αναφαίρετο ηγεμονικό δικαίωμα θέσπισης νέων νόμων, δεν σημαίνει σε καμία
περίπτωση το δικαίωμα κατάχρησης εξουσίας. Ο ηγεμόνας οφείλει να λειτουργεί
προς όφελος του λαού, αλλιώς εκπίπτει σε τύραννο και ο λαός έχει το έννομο
δικαίωμα να τον ανατρέψει. Έτσι, εμφανίζεται η ιδέα του κοινωνικού συμβολαίου, η
οποία έχει ως τελικό στόχο να ελέγχει τις πράξεις του κυριάρχου.
Η συμβολή των Γάλλων συγγραφέων του 13ου αιώνα υπήρξε καθοριστική στη
διαμόρφωση της αντίληψης ότι ο βασιλιάς έπρεπε να εκληφθεί ως επίγεια εικόνα του
θεού. Με απλά λόγια, η μοναρχία εκλαμβάνεται ως θεοσύστατος ιερός θεσμός.
Η κοσμική πολιτική σκέψη αναπτύσσεται ακόμη περισσότερο όταν ο παπισμός
βάλλεται από ενδογενή προβλήματα. Τότε εμφανίζονται νομικά επιχειρήματα που
υποστηρίζουν την πολιτική αυτοδιάθεση που διεκδικούν οι πόλεις-κράτη της ιταλικής
χερσονήσου. Τα επιχειρήματα αναπτύσσονται με άξονα την έννοια ενός μεικτού
πολιτικού συστήματος, που συνδέει βασιλεία – αριστοκρατία – δημοκρατία, και
απώτερο στόχο έχουν τον περιορισμό της παπικής εξουσίας.
Η πολιτική σκέψη θεμελιώνεται μέσα από την μελέτη της αριστοτελικής σκέψης, η
οποία δημιουργεί τις προϋποθέσεις μιας νατουραλιστικής προσέγγισης του κόσμου,
μακριά από τη θεία βούληση. Ο άνθρωπος εκλαμβάνεται πρώτιστα ως πολιτικό ον
και όχι ως θρησκευτικό, ενώ παράλληλα δίνεται ιδιαίτερη σημασία στην έννοια της
συλλογικότητας.
Γιατί όμως αλλάζει η σκέψη; Με την εμφάνιση των πόλεων-κρατών ο κάτοικος των
αστικών κέντρων αρχίζει να αντιλαμβάνεται τον εαυτό του ως πολίτη. Η πόλη λοιπόν
είναι κύτταρο ανεξαρτησίας, αυτονομίας και ελευθερίας του ατόμου, καθώς ο
«πολίτης» απελευθερώνεται από τα δεσμά της προσωπικής υποτέλειας και αρχίζει να
απολαμβάνει πολιτειακή ισότητα στο πλαίσιο μιας έννομης δικαιικής τάξης.
Οι συντεχνίες όχι μόνο αυξάνουν το συναίσθημα της αλληλεγγύης, αλλά επίσης
θεμελιώνουν την ισότητα και την νόμιμη αντιπροσώπευση. οι άνθρωποι μαθαίνουν
να δρουν και να διεκδικούν μέσω των αντιπροσωπευτικών συλλογικοτήτων,

26
universitas. Στο πλαίσιο των ευρύτερων διαδικασιών εξατομίκευσης αναπτύσσονται
οι δημοτικές αρχές και τα τοπικά συμβούλια και η πολιτική κοινότητα και η
κοινότητα με την πάροδο του χρόνου αναπτύσσει μια νομική προσωπικότητα ξέχωρη
από τα μέλη που την αποτελούν και απόκτα νόμιμους εκπροσώπους. Στα τέλη του
Μεσαίωνα οι αντιλήψεις περί κράτους, ως αφηρημένης έννοιας υπερβαίνει τις
τοπικές και πολιτισμικές διαφορές. Για αυτό άλλωστε βλέπουμε και στη συνέχεια τα
κράτη να απορροφούν και να ενσωματώνουν διάφορες πολιτισμικές κοινότητες. Η
μοντέρνα ιδιότητα του πολίτη-μέλους με δικαιώματα δρα ισοπεδωτικά και καταλύει
τις πολιτισμικές διαφορές.
Στο Μεσαίωνα εμφανίζεται το μεικτό πολίτευμα που ενέχει μια σύνθεση της
βασιλείας, της αριστοκρατίας και της δημοκρατίας, με γνώμονα την αρχή της
συγκατάθεσης και της αποδοχής εκ μέρους των κυβερνωμένων. Ωστόσο, στην
πραγματικότητα μιλάμε για μια σύζευξη μοναρχικών και αριστοκρατικών στοιχείων,
που επικυρώνονται από μια παθητική λαϊκή αποδοχή, έστω και αν οι στοχαστές
επιμένουν ότι η ανάγκη συμμετοχής ενός ενάρετου πλήθους στη διακυβέρνηση
επιβάλλεται.
Υπέρ στη διακυβέρνηση μεικτού πολιτεύματος στη διακυβέρνηση της Εκκλησίας
στέκονται πολλοί μοναχοί, οι οποίοι προσπαθούν να εναρμονιστούν με τους κανόνες
θετού δικαίου.

Διάκριση εκκλησίας-κοινωνίας: Τον Μεσαίωνα γίνεται επιτακτική η πλήρης διάκριση


κοσμικής-εκκλησιαστικής εξουσίας, καθώς συλλαμβάνεται η ιδέα του κρατικού
θεσμού ως δημιούργημα ό ο Ιωάννης των Παρισίων εξέφρασε την προτίμησή του
προς ένα μεικτό πολίτευμα, όπου η ανώτατη εκκλησιαστική ιεραρχία όφειλε να
εναρμονισθεί με κανόνες (όπως εκλογή, αιρετής συνόδου κ.α.).
Ωστόσο, πολλοί ήταν που αναγνώριζαν την οικουμενικότητα του παπισμού. Την ίδια
περίοδο προβάλλεται και η ιδέα ανασύστασης μια ενιαίας φραγκικής αυτοκρατορίας
και απορρίπτεται η ιδέα της ανεξάρτητης εδαφικής κυριαρχίας των αυτόνομων
εθνικών βασιλείων. Πάντως, ο κατακερματισμός της ιταλικής χερσονήσου ήταν μια
αντίδραση του μεσαιωνικού κόσμου στην παπική κυριαρχία. Η υλοποίηση ωστόσο
ενός κοσμικού κράτους δεν επικρατεί τον Μεσαίωνα λόγω του θρησκευτικού
κοσμοειδώλου της εποχής.

Κίνημα της συνοδικότητας: πρόκειται για ένα κίνημα που προσπάθησε να μετριάσει
και να ελέγξει την παπική εξουσία.
Κατά τον ύστερο μεσαίωνα εμφανίζεται το δόγμα λαϊκής διακυβέρνησης, του οποίου
μια πρώτη μορφή αναπτύχθηκε μέσα στο πλαίσιο των ιταλικών πόλεων-κρατών. Οι
ιταλικές πόλεις είχαν οργανωτική αυτοτέλεια, όπως οι αρχαιοελληνικές πόλεις, και ο
λαός αποτελούσε την πηγή κάθε εξουσίας, την οποία διαβίβαζε σε ένα πρόσωπο ή μια
αντιπροσωπευτική συνέλευση. Αντίστοιχα πάντως και στην ρωμαϊκή αυτοκρατορία,
οι λαοί ανέθεταν την εξουσία στο λαό της Ρώμης και αυτός με τη σειρά του την
ενέθετε στο ρωμαίο αυτοκράτορα.

Νέες εκκλησιαστικές αντιλήψεις: Μετά το Μεγάλο Σχίσμα της Δυτικής Ευρώπης,


όπου δύο πάπες ένας στην Αβινιόν και ένας στη Ρώμη διεκδικούσαν τα πρωτεία, η
σκέψη μπαίνει σε νέες ατραπούς αφού κανείς από τους δύο δεν μπορούσε να κηρύξει
μια σύνοδο. Η λύση δόθηκε με τη Σύγκληση Συνόδου, καθώς η συνοδική εξουσία
απέρρεε από το φυσικό και το θείο. Επίσης, ήταν υπέρτερη του Πάπα εφόσον
αντιπροσώπευε όλη την Εκκλησία. Κύρια ιδέα του κινήματος συνοδικότητας ήταν ότι
η απώτατη εκκλησιαστική εξουσία εδράζεται στο σώμα των πιστών, οι οποίοι τελικά

27
αντιπροσωπεύονται από τη Σύνοδο. Σκοπός ήταν η απόρριψη των παπικής
υπερεξουσίας. Είναι σαφές ότι γίνεται ένα άνοιγμα στην εξουσία, αλλά ο λαός δεν
έχει περιθώρια συμμετοχής.
Ο Γουλιέλμος του Όκκαμ επιχείρησε να αντιπαραβάλει το κοσμικό κράτος με το
«εκκλησιαστικό», που το είδε και αυτό ως πολιτική οντότητα. Έτσι, προσπάθησε να
ενσωματώσει ένα σύνολο αριστοτελικών πολιτικών δογμάτων, με τη λογική της
ωφελιμότητας. Όπως λοιπόν σε κάθε κοινότητα υπάρχει η δυνατότητα επιλογής
μοναρχικού ή αριστοκρατικού στοιχείο, έτσι πρέπει και στην εκκλησία να υπάρχει
αυτή η επιλογή. Στην ουσία υποστηρίζει το μεικτό πολίτευμα, αφού ο Όκκαμ επιμένει
στην παπική μοναρχία η οποία οριοθετείται από ένα συμβουλευτικό σώμα
καρδιναλίων, ώστε να μην μετατρέπεται η μοναρχία σε τυραννία.

Ρόλος των πιστών στη διοίκηση της εκκλησίας: Αν και η συμμετοχή του σώματος
των πιστών σε οργανωτικά ζητήματα της εκκλησίας ήταν υποδεέστερη, η ανάγκη
ενός αριστοκρατικού θεσμού για τη σύγκλιση συνόδων ήταν απαραίτητη, ώστε να
μην περάσει η εξουσία στα χέρια των κοσμικών σε περίπτωση ακυβερνησίας. Η
σύνοδος συνιστά μια θεσμοθετημένη αντιπροσώπευση του έλλογου πλήθους.
Ωστόσο, επικράτησε η άποψη ότι η Εκκλησία έπρεπε να εκληφθεί ως μια ειδική
περίπτωση αριστοτελικού μεικτού πολιτεύματος, το οποίο εισάγεται με θεία
παρέμβαση ως το πλέον ενδεδειγμένο για το σώμα των χριστιανών (corpus
christianum).

Επιχειρήματα υπέρ της συνοδικότητας: οι εκπρόσωποι του κινήματος βασίζονται στα


κάτωθι επιχειρήματα:
1. Η πρωταρχική πνευματική εξουσία βρίσκεται στην οικουμενική εκκλησία. Η
εκκλησία συνιστά συλλογικότητα πιστών, η οποία εκπροσωπείται από τη
θεσμοθετημένη Σύνοδο.
2. Οι εκπρόσωποι της Συνόδου πρέπει να προέρχονται από διαφορετικές
γεωγραφικές περιοχές, να ανήκουν σε διαφορετικά τάγματα και να είναι
άντρες με σοφία και αρετή.
3. Όταν ισχύουν τα παραπάνω μεταβιβάζεται η εξουσία από το σώμα των
πιστών στη Σύνοδο.
Οι συνέπειες τώρα των θέσεων είναι:
1. Ο πάπας παύει να είναι κύριος της εκκλησίας, αλλά απλός διαχειριστής.
Προΐσταται όλων, αλλά είναι απαραίτητη η συγκατάθεση της Συνόδου.
2. Το αλάθητο δεν είναι ιδίωμα που αρμόζει στον πάπα, αλλά μια ιδιότητα που
διακρίνει τη σύνολη εκκλησία.
3. Σε περίπτωση που ο πάπας παραβιάζει το κοινό αγαθό είναι δυνατή η
παραπομπή του σε κρίση και καθαίρεση.

Αντίδραση στη συνοδικότητα: οι απόψεις περί συνοδικότητας δέχθηκαν σοβαρό


αντίλογο από τους υπέρμαχους της παπικής απολυταρχίας, οι οποίοι προσέφυγαν στη
θεωρία περί απεριόριστης ηγεμονικής ισχύος των παπών. Για τους εκπροσώπους της
θεοκρατικής σκέψης λοιπόν ο Ρωμαίος ποντίφικας αποτελεί τον υπέρτατο ηγεμών.
Όπως ο αυτοκράτορας έτσι και ο πάπας αποτελεί τον μόνο κύριο του κόσμου ως
αντιπρόσωπος του Χριστού. Για αυτό η μοναρχία αποτελεί την ορθότερη μορφή
διακυβέρνησης.
Για τους υπέρμαχους του παπικού ιδεώδους ο πάπας είναι πιο ισχυρός από κάθε
οικουμενική σύνοδο, ενώ στην καλύτερη περίπτωση η γνώμη της συνόδου είναι

28
συμβουλευτική και όχι δεσμευτική. Η αμφισβήτηση της παπικής αυτοδυναμίας δεν
βρήκε πρόσφορο έδαφος, αλλά άνοιξε το δρόμο της Μεταρρύθμισης.

Μεταρρύθμιση
Περί το έτος 1500, ψηλά, κάτω από τους θόλους μένουν οι κληρικοί, μέσα σε
πύργους οι κοσμικοί άρχοντες, ενώ χαμηλά, κάτω από πλίθινες σκέπες ζουν οι λαϊκοί.
Μέσα σε αυτό το πλαίσιο, η χριστιανοσύνη εμφανίζεται στα μάτια των κατοίκων της
γηραιάς ηπείρου ως ένα ομοιογενές σύνολο, ως ένας πελώριος καθεδρικός ναός που
υπόκειται στην εξουσία της παπικής Ρώμης. Αυτή την εποχή, ο κόσμος των παπάδων
είναι ταυτισμένος με τα πλούτη, τη δύναμη, την κυριαρχία, την πνευματική εξουσία.
Εξάλλου, μόνο ο κλήρος είναι σε θέση να μεσολαβεί ανάμεσα σε Θεό και
ανθρώπους, μονάχα αυτός έχει το δικαίωμα να εκχωρεί άφεση αμαρτιών και να σώζει
τις ψυχές των παραβατών των άγραφων νόμων. Ωστόσο, το 1517 ένας νεαρός
καθηγητής του πανεπιστημίου της Βιττεμβέργης, ο Μαρτίνος Λούθηρος (1483-1546),
αναρωτιέται γιατί αν πράγματι ο πάπας δύναται να βοηθήσει το ποίμνιο του δεν το
κάνει άνευ αμοιβής. Στη συνέχεια, θυροκολλεί έξω από τον καθεδρικό ναό της
γενέτειρας του ενενήντα πέντε θέσεις με τις οποίες διαμαρτύρεται για τα κακώς
κείμενα της εποχής του. Ο ποντίφικας αφορίζει τον Διαμαρτυρόμενο, πολυάριθμοι
ηγεμόνες σπεύδουν να αναλάβουν την προστασία του και κάπως έτσι γεννιέται ο
Προτεσταντισμός.
Η εποχή των ανακατατάξεων
Το 16ο αιώνα συντελείται η μετάβαση από το Μεσαίωνα στη Νεωτερικότητα και η
Ευρώπη αφήνει μια για πάντα πίσω της τα θέσφατα του παρελθόντος. Τούτη την
περίοδο, η σκέψη παίρνει μια νέα πνοή, καθώς κληρικοί και κοσμικοί αναζητούν
καινούργιους πνευματικούς δρόμους. Η νεοεισαχθείσα έννοια του ατομισμού αποκτά
τεράστια δυναμική μέσα από τα καλλιτεχνικά κανάλια της Αναγέννησης και το
θρησκευτικό κίνημα της Μεταρρύθμισης. Ως εκ τούτου, εγκαθιδρύονται η σύγχρονη
συνειδησιακή ελευθερία και η εξατομικευμένη θρησκευτικότητα, οι οποίες μαζί με τη
συγκρότηση μιας αστικής καλλιεργημένης τάξης και την ανάπτυξη μιας πρώιμης
εθνικής συνείδησης σημαίνουν την απαρχή της σύγχρονης εποχής. Επιπλέον, οι
ανακαλύψεις του Κολόμβου, η ανάπτυξη της τεχνολογίας, η οικονομική άνθιση των
αστικών κυττάρων και η άνοδος των απολυταρχικών καθεστώτων παρασύρουν
θεσμούς και παραδόσεις αιώνων. Καταλύτης των γεγονότων στέκεται η τυπογραφία,
με τους τυπογράφους να δουλεύουν με φρενήρεις ρυθμούς. Εκδίδοντας την Αγία
Γραφή στα γερμανικά δυναμιτίζουν το παρόν, αφού δίνουν για πρώτη φορά
πρόσβαση στο λαό να έρθει σε επαφή με το βιβλίο. Μέσα σε αυτό το πλαίσιο, οι δύο
βασικοί πυλώνες του Μεσαιωνικού καθεστώτος, η εκκλησία και η φεουδαρχία,
εμφανίζονται αποδυναμωμένες και ανίκανες να κρατήσουν τα σκήπτρα της εξουσίας
τους, με αποτέλεσμα να αλλάζει άρδην η εικόνα της γηραιάς ηπείρου.
Αίτια της προτεσταντικής επανάστασης

29
Η επανάσταση του Λούθηρου δεν αποτελεί κεραυνό εν αιθρία. Κατά τον ύστερο
μεσαίωνα (1450) ο χριστιανισμός είναι ένας αποδυναμωμένος πολιτικός, πνευματικός
και οικονομικός θεσμός. Η Εκκλησία έχοντας πανευρωπαϊκό χαρακτήρα και πυκνό
διοικητικό σύστημα, θα μπορούσε να αποτελεί μια ζωντανή εμπειρία τελετουργικών
πρακτικών και ένα φωτεινό οδηγό εσώτερων πεποιθήσεων. Ωστόσο, ουσιαστικά
απουσιάζει από τη ζωή των πιστών. Όταν, λοιπόν, οι άνθρωποι έρχονται αντιμέτωποι
καθημερινά με το θάνατο, εξ αιτίας των μεγάλων λοιμών και της εκτεταμένης
σιτοδείας, κατακλύζονται από ένα επιθανάτιο αίσθημα φόβου και αναζητούν το
δρόμο για τη σωτηρία της ψυχής, η ανεπάρκεια τόσο της πνευματικής ελίτ της
εκκλησίας όσο και των απλών κληρικών είναι σκανδαλώδης. Μέσα σε αυτό το κλίμα
ανησυχίας, οι ιερείς που μετά βίας γνωρίζουν γραφή και ανάγνωση, μουρμουρίζουν
ακατάληπτα τη θεία λειτουργία και αφήνουν τους πιστούς να στρέφονται σε
αστρολόγους και προφήτες, προκειμένου να βρουν γαλήνη στις πνευματικές τους
ανησυχίες. Επιπροσθέτως, ο έκλυτος βίος, η απληστία, η κραιπάλη, η παλλακεία, η
αυθαίρετη διακίνηση συγχωροχαρτιών, η παράνομη πώληση εκκλησιαστικών θέσεων
και προνομιακών απαλλαγών προκαλούν την έντονη δυσαρέσκεια των λαϊκών. Η
αισχροκέρδεια γίνεται εμφανής σε όλο της το μεγαλείο, όταν οι παπάδες
καπηλεύονται τα ιερά κειμήλια και καταχρώνται τα λείψανα των οσίων. Τελικά, σε
θρησκευτικό επίπεδο, η παρακμή συνοδεύεται από ηθική απαξίωση και πολυάριθμες
καταγγελίες.
Σε πολιτικό επίπεδο, καλλιεργείται ένα κλίμα μισαλλοδοξίας που σκιάζει όλη την
Ευρώπη. Ειδικότερα, στις γερμανόφωνες περιοχές οι επιταγές της κοσμικής εξουσίας
και οι νοοτροπίες είναι τόσο διαφορετικές που φέρουν τη Μεταρρύθμιση. Η πρώιμη
ανάπτυξη της εθνικής συνείδησης και η άνοδος των μοναρχικών καθεστώτων φέρουν
πολλά συμπαρομαρτούντα. Εδώ, οι φιλόδοξοι ηγέτες στην προσπάθειά τους να
αυξήσουν την επιρροή και εξουσία τους, βλέπουν τον πάπα ως αλλότριο σώμα,
απορρίπτουν οποιεσδήποτε εξωτερικής προέλευσης επεμβάσεις και αναβιώνουν το
ρωμαϊκό δίκαιο που εκχωρεί την εξουσία στον κοσμικό ηγέτη του τόπου. Οι λαοί της
«περιφέρειας» δεν αποδέχονται πλέον την παπική παρέμβαση και περιστέλλουν την
εξουσία του κλήρου.
Τέλος, πίσω από την έντονη αντίδραση των Διαμαρτυρόμενων, υφίστανται
οικονομικά αίτια και αποκρύπτονται οικονομικοί στόχοι. Οι κάτοικοι των βόρειων
χωρών έχουν επιπλέον λόγους να διαμαρτύρονται, καθώς τους επιβάλλεται έντονη
φορολογία προς όφελος της Ιταλίας και της Ρώμης. Ο φόρος της δεκάτης απομυζά το
κόσμο, που θεωρεί πια ότι η παπική φορολογία έχει καταστεί δυσβάσταχτη και
αθεμελίωτη. Επιπροσθέτως, το γεγονός ότι η καθολική εκκλησία απαξιώνει τα κέρδη
που προκύπτουν από εμπορικές δραστηριότητες και την πρακτική της τοκογλυφίας
κάνει τους επιχειρηματίες του βορρά να δυσανασχετούν. Η νέα γενιά των τραπεζιτών
απεχθάνεται τα κηρύγματα και απαιτεί να την αφήσουν ήσυχη να συνεχίσει
απρόσκοπτη το έργο της βαδίζοντας πάνω στη λογική του κέρδους. Ωστόσο, πλέον
σημαντικό είναι ότι οι κατώτεροι ευγενείς και οι ιππότες, οι οποίοι έχουν χάσει τα
προνόμια τους από την κατάρρευση της φεουδαρχίας, εποφθαλμιούν την
εκκλησιαστική περιουσία. Οι πεινασμένες για πλούτο άρχουσες ομάδες γνωρίζουν
πολύ καλά ότι ο κύριος γαιοκτήμονας της Δυτικής Ευρώπης είναι η Εκκλησία,
γεγονός που πρέπει επιτακτικά να αλλάξει. Οι γερμανόφωνοι κοσμικοί άρχοντες δεν
είναι υποτελείς κανενός, απαιτούν τα χωράφια τους πίσω και το δηλώνουν ξεκάθαρα.
Οι κεντρικές θέσεις της Μεταρρύθμισης
Οι Μεταρρυθμιστές απαιτούν τη ρήξη με το παρελθόν και επιζητούν την ανατροπή
βασικών θεολογικών αξιώσεων που έχουν ισχύ για μια χιλιετία. Ο Λούθηρος
απορρίπτει την αθεμελίωτη καταναγκαστική εξουσία των καθολικών, αμφισβητεί

30
ευθέως το αλάθητο του Πάπα και αφαιρεί από την Εκκλησία τον προνομιακό
μεσολαβητικό της ρόλο για τη σωτηρία της ψυχής. Αντίστοιχα, καταδικάζει τη
λογική της ελεημοσύνης και των αγαθοεργιών, την πρακτική των συγχωροχαρτιών
και τις διαστροφές της καθολικής Εκκλησίας. Ο γερμανός μεταρρυθμιστής θέλει να
γκρεμίσει τα θρησκευτικά στεγανά, να επιστρέψει στα πρώτα κείμενα του Αγίου
Παύλου και να αναβιώσει τη διδασκαλία του Χριστού. Η χρήση γερμανικών στη
λειτουργία, η κατάργηση του μοναχισμού και της αγαμίας του κλήρου, η άρνηση της
αξίας της νηστείας και του προσκυνήματος, η αποδοχή της θείας Ευχαριστίας και του
βαπτίσματος ως μοναδικών μυστηρίων και τέλος η αναβάθμιση της αξίας των
Γραφών αποτελούν τις ρηξικέλευθες αλλαγές του νέου δόγματος.
Για τον Λούθηρο, είναι σαφές ότι στην πίστη δεν χωρά ενδιάμεσος και ότι ο
άνθρωπος οφείλει να βαδίζει μόνος του στο δύσκολο δρόμο της σωτηρίας. Εξάλλου,
η εξωτερική συμμόρφωση του ανθρώπου δεν μπορεί να είναι προϊόν φόβου, αλλά
απόρροια μιας συνειδητής συναίνεσης. Γι’ αυτό, πιστεύει στο δόγμα του
προκαθορισμού, σύμφωνα με το οποίο οι εκλεκτοί είναι θεία προεπιλογή και η πορεία
του ανθρώπου είναι προδιαγεγραμμένη από το Θεό. Έτσι, ο άνθρωπος
απελευθερώνεται από ανησυχίες και αφοσιώνεται στο Θεό και τον πλησίον του.
Εξάλλου, για τον Λούθηρο μόνο η πίστη και όχι οι καλές πράξεις σώζουν.
Καταληκτικά, πέρα από κάθε κανονικοποίηση της ηθικής και της θρησκείας, ο
ελεύθερος από κάθε εξωτερικό καταναγκασμό προτεστάντης εθελούσια και εκούσια
αποδέχεται το λόγο του Κυρίου.
Πολιτικές και κοινωνικές συνέπειες του προτεσταντισμού
Η Μεταρρύθμιση έχει εμφανείς συνέπειες στους τομείς της καθημερινής ζωής. Η
απλοποίηση των θρησκευτικών λειτουργιών, η ανάγνωση της Βίβλου από τα λαϊκά
στρώματα, όπως και η θρησκευτική ανεξαρτησία που εγκαινιάζει ο Λούθηρος,
βγάζουν τους πιστούς από το μυστικισμό του Μεσαίωνα και δημιουργούν μια πρώτη
μορφή ατομικής συνείδησης. Επιπλέον, η δημιουργία σχολείων και κολεγίων για όλες
τις κοινωνικές τάξεις, προάγουν τη «μαζική» παιδεία. Τέλος, η θέση περί εργασίας
είναι πλήρως ενταγμένη μέσα στο πνεύμα του σύγχρονου καπιταλισμού και
συνεπικουρεί στην ανάπτυξή του. Ο μεσαιωνικός άνθρωπος που ζει «μεροδούλι-
μεροφάι» δεν υφίσταται στο βορρά του 16ου αιώνα, όπου η εργασία και ο πλουτισμός
αποτελούν τις βασικές αρχές του προτεστάντη ευρωπαίου.
Εκτός όμως από τη θρησκευτική και οικονομική ζωή, οι μεταρρυθμιστικές ιδέες
επηρεάζουν και την πολιτική σκηνή. Ο Λούθηρος, το 1528, ιδρύει τη Λουθηρανική
εκκλησία των Διαμαρτυρομένων, στην οποία επιβάλλει ριζικές αλλαγές σε
λειτουργικό και θεωρητικό επίπεδο. Για πρώτη φορά, τη διοίκηση της εκκλησίας
αναλαμβάνουν οι πρίγκιπες και οι άρχοντες των πόλεων, αφού μάλιστα η
εκκλησιαστική περιουσία μοιράζεται στους κοσμικούς άρχοντες. Είναι προφανές ότι
ο Λούθηρος βρίσκει υποστήριξη στον κόσμο των κοσμικών ηγεμόνων και την
ανταποδίδει ενισχύοντας ακόμα περισσότερο την ισχύ τους. Δικαιώνει την
απεριόριστη κυριαρχία τους και κηρύττει πως από τη στιγμή που οι άρχοντες είναι
όργανα θεϊκής βούλησης, οι χριστιανοί έχουν χρέος να υπακούν με καρτερία και να
υπομένουν στωικά τις τυραννικές μεθόδους εξουσίας.
Κοινωνικές συγκρούσεις
Πολλές από τις μεταρρυθμιστικές ιδέες χαίρουν αποδοχής από ριζοσπαστικούς
κύκλους που αξιώνουν έναν καλύτερο αύριο και προβαίνουν σε εξεγέρσεις
κοινωνικού χαρακτήρα. Το 1522 πραγματοποιείται η εξέγερση των ελεύθερων
αυτοκρατορικών Ιπποτών. Οι πάλαι ποτέ στυλοβάτες του ancien regime βάλλονται
πανταχόθεν. Αρχικά, χάνουν τη στρατιωτική τους χρησιμότητα λόγω της νέας
τεχνολογίας του πολέμου. Στη συνέχεια, εξαθλιώνονται οικονομικά αφού ο

31
πληθωρισμός καλπάζει. Τέλος, όταν η έγγεια ιδιοκτησία συγκεντρώνεται στα χέρια
των λίγων, δεν μπορούν παρά να στραφούν εναντίον της νέας τάξης πραγμάτων. Η
εξέγερση συντρίβεται ευθύς αμέσως από ευγενείς και επισκόπους, γεγονός που
αποδεικνύει στους υποστηρικτές του παλαιού καθεστώτος ότι η αντίσταση στη νέα
καθεστηκυία τάξη δεν αποτελεί πράξη σωφροσύνης.
Παρά τον αποτυχημένο ξεσηκωμό των ιπποτών και την βίαιη καταστολή από τους
ισχυρούς περιφερειακούς ηγεμόνες, το 1424 η κατώτερη τάξη των χωρικών
επαναστατεί. Η εξέγερση των αγροτών έρχεται ως απόρροια της δημογραφικής
αύξησης και της αύξησης της φορολογίας και των εισφορών. Οι άνθρωποι
διαμαρτύρονται για την επιβολή των νέων νόμων που περιορίζουν το κυνήγι και την
αλιεία, για την άμισθη «αγγαρεία» που υποχρεούνται να παρέχουν στο χωροδεσπότη,
για την περιστολή της χρήσης των κοινοτικών εδαφών και υδάτων. Με λίγα λόγια, ο
λαός διαμαρτύρεται πως η σοδειά δεν είναι αρκετή για να τραφεί, φωνάζει πως
αργοπεθαίνει. Η ανεπάρκεια και η ανικανότητα των ιθυνόντων να προστατεύσουν
τους κολίγους, όπως επίσης, η διαφθορά και η παρακμή της δημόσιας ζωής
πυροδοτούν ακόμα περισσότερο το κοινωνικό γίγνεσθαι, με αποτέλεσμα οι αγρότες
να ενώνονται και να συντάσσουν τα «Δώδεκα άρθρα του Μέμινγκεν». Σύμφωνα με
αυτά ζητούν να καταργηθεί η δουλοπαροικία, να επιτραπεί το ελεύθερο κυνήγι, να
μειωθούν οι φόροι, να περιοριστούν οι αγγαρείες, να απονέμεται η δικαιοσύνη και οι
κοινότητες να διατηρούν το δικαίωμα εκλογής των ιερέων τους. Εν ολίγοις, ζητάνε
αυτό που τους δίδαξε ο λόγος του Θεού, ελευθερία, δικαιοσύνη, δικαίωμα
αυτοδιάθεσης. Όμως, η Μεταρρύθμιση είναι ένα συντηρητικό κίνημα που
συντάσσεται με τους δυνατούς, με τους βασιλιάδες, τους τοπικούς ηγεμόνες, τους
ευγενείς και τους δημάρχους. Με αυτούς, δηλαδή, που οργανώνουν τον
προτεσταντισμό και επιβλέπουν την τήρηση της θρησκευτικής και πολιτικής
πειθαρχίας. Η απάντηση του Λούθηρου προς τους «δηλητηριώδεις, ολέθριους και
σατανικούς», όπως τους χαρακτηρίζει, ριζοσπάστες είναι άμεση και ξεκάθαρη. Η
μοίρα επιφυλάσσει θάνατο σε όποιον αμφισβητεί την καθεστηκυία τάξη. Ως εκ
τούτου, η εξέγερση καταστέλλεται βίαια, η κοινωνική ειρήνη εξασφαλίζεται με τη
χρήση όπλων και η σταθερή συμμαχία της εκκλησίας με τις ανερχόμενες κρατικές
δυνάμεις είναι γεγονός.
Επίλογος
Την Πρώιμη Νεότερη Περίοδο ο θρησκευτικός χάρτης της γηραιάς ηπείρου αλλάζει
ριζικά, επιφέροντας πολιτικές, οικονομικές και κοινωνικές αλλαγές. Η πνευματική
και θρησκευτική επανάσταση του 16ου αιώνα δυναμιτίζει το καθεστώς και πλήττει
θανάσιμα τη μεσαιωνική Ευρώπη, κατακερματίζοντας την. Έτσι, η αδιαίρετη
χριστιανική κοινότητα δεν υφίσταται πια, καθώς ο δυτικός κόσμος διχάζεται σε
καθολικό και προτεσταντικό. Σε όλα αυτά τα γεγονότα, πρωτεργάτης δεν είναι ο
«επαναστατικός» Λούθηρος, αλλά η διεφθαρμένη παπική εξουσία που θεωρούσε ότι
ζώντας αυτόν τον έκλυτο βίο θα μπορεί παράλληλα να διαφεντεύει για πάντα τις
τύχες των ανθρώπων. Οι πιστοί, όμως, επιθυμούν να επαναπροσεγγίσουν το θείο και
αναζητούν μια νέα εξαγνισμένη θρησκεία. Ωστόσο, για άλλη μια φορά,
αποδεικνύονται φρούδες οι ελπίδες των πολλών, αφού οι ισχυροί τάσσονται με τους
ισχυρούς και τα πρώιμα όνειρα της ελευθερίας καταρρέουν. Τελικά, το μόνο που
καταφέρνουν οι δυτικοευρωπαίοι είναι να ταχθούν στο εργασιακό καθήκον και να
ετοιμαστούν για να υποδεχτούν την εποχή της βιομηχανικής επανάστασης, όπου
ένας νέος ευρωπαϊκός πολιτισμός αναδύεται μέσα στα στενά τοπικά πλαίσια των
κρατών-εθνών.

Ριζοσπαστική προτεσταντική σκέψη. Κοινωνική & πολιτική κριτική 16ου αιώνα

32
Για τους ανθρώπους του 16ου αιώνα είναι πλέον ξεκάθαρο ότι κάθε άνθρωπος οφείλει
να αναλαμβάνει πρωτοβουλία. Επηρεασμένοι από τον μεταρρυθμιστή Καλβίνο, οι
θεωρητικοί της εποχής Ponet, Knox & Goodman, αμφισβητούν την παπική εξουσία
και υποστηρίζουν την ανάγκη καθαίρεσης ή θανάτωσης ενός άδικου ηγεμόνα.
Στρέφονται κατά της Μαρίας των Τυδώρ, θεωρώντας ότι μια γυναίκα είναι αδύναμη
να διαδραματίσει σημαντικό ρόλο στη διακυβέρνηση, πόσο μάλλον αυτή που είναι
νόθα διάδοχος του θρόνου και επιρρεπής στην ειδωλολατρία. Το μόνο λοιπόν που της
αρμόζει είναι ο θάνατος. Πιο αναλυτικά, ο Knox υποστηρίζει πως
Α) οι γυναίκες είναι εκ φύσεως ασταθείς και δεν επιτρέπεται να ασκούν εκτελεστική
ή δικαστική εξουσία.
Β) οι γυναίκες οφείλουν να υποτάσσονται στο αντρικό φύλο
Γ) το αρσενικό φύλο υπερέχει βιολογικά.
Η θεωρία του Knox φέρεται ενάντια στο γυναικείο φύλο και στον καθολικισμό, όχι
όμως στην ηγεμονική εξουσία. Η υποταγή στην κοσμική εξουσία είναι
αδιαμφισβήτητη, με την μόνη προϋπόθεση να άρχουν έννομοι ηγεμόνες. Όταν ο
ηγεμόνας παραβιάζει τους νόμους του θεού, χάνει την τιμή και την υπόληψή του,
μετατρέπεται σε τύραννο, δεν αποτελεί πλέον δημόσιο πρόσωπο, λαμβάνεται ως
κοινό άτομο και καταδικάζεται.

Αντιμεταρρύθμιση
Οι καθολικοί αντιδρούν και με συμμάχους της αυτοκρατορία των Αμψούργων
επιχειρούν να στηρίξουν τις θέσεις τους στην αυθεντία του χριστιανικού λόγου.
Ευθύς αμέσως ο πάπας Πίος Ε’ αφόρισε την Ελισάβετ της Αγγλίας, που ασπάστηκε
προτεσταντικές θέσεις, και εμφανίστηκε ως ηγέτης κάθε λαού και κάθε χριστιανικού
βασιλείου. Επίσης, θεώρησε ότι οι κοσμικοί ηγεμόνες όφειλαν να υπερασπισθούν την
ορθή καθολική πίστη, διαφορετικά υπήρχε κίνδυνος έκπτωσής τους από το αξίωμά
τους. Το παπικό μονοπώλιο παρέμενε θέμα αδιαπραγμάτευτο και τελεσίδικο.
Οι ιησουίτες, σκληρός πυρήνας της καθολικής μεταρρύθμισης, διέκειντο εχθρικά
προς τη συνοδική θεώρηση της εκκλησίας και προσπαθούν να επαναφέρουν το
πρότερο status quo.
Οι θεμελιώδεις απόψεις τους είναι:
1. Όταν μια πολιτική κοινότητα προσφέρει τη συγκατάθεσή της στην ηγεμονική
εξουσία πρόκειται για μορφή αλλοτρίωσης.
2. Δεν ευσταθεί συνεπώς η αντίληψη περί ηγεμόνα ως διαχειριστή της εξουσίας
που του εμπιστεύθηκε ο λαός. Είναι άστοχο να λεχθεί ότι επειδή ο βασιλιάς
αντλεί την εξουσία από το βασίλειο, το βασίλειο αυτό έχει μεγαλύτερη
σημασία από το βασιλιά.
3. Αντίστοιχα, ο πάπας δεν αποτελεί διαχειριστή αλλά κύριο και ηγέτη του
σώματος των πιστών.
Δύο σημεία της διδασκαλίας των ιησουιτών έχουν ιδιαίτερο ενδιαφέρον:
Α) οι ιησουίτες συγκρούστηκαν με την ιμπεριαλιστική πολιτική των Ισπανών, που
θεώρησαν τους αυτόχθονες του Νέου Κόσμου, υποδεέστερους ανθρώπους γιατί δεν
ασπάζονταν το χριστιανικό ιδεώδες και τους έκαναν δούλους. Οι ιησουίτες
κατέκριναν με σφοδρότητα την πολιτική υποδούλωση των ιθαγενών και υποστήριξαν
πως οι αυτόχθονες πληθυσμοί διαθέτουν αναφαίρετα το δικαίωμα της συμβίωσης.
Β) ενώ οι ιησουίτες δίστασαν να αναγνωρίσουν τη δυνατότητα δικαιώματος
αντίστασης στην τυραννία, τελικά θεώρησαν πως αν οι βασιλείς παραβιάζουν το
κοινό αγαθό, η αποδέσμευση των υπηκόων είναι νόμιμη. Ο πάπας διατηρούσε το
δικαίωμα να προσκαλέσει μια χριστιανική κοινότητα και να ανατρέψει έναν
αυταρχικό ηγεμόνα. Έτσι, φαίνεται ότι η πνευματική εξουσία είναι αδιαμφισβήτητα

33
μεγαλύτερης ισχύος από την κοσμική. Ο πάπας διατηρούσε το δικαίωμα να επιπλήξει
και να τιμωρήσει οποιονδήποτε παρέκκλινε από τις επιταγές της ρωμαιοκαθολικής
θρησκείας.

34

You might also like