You are on page 1of 5

http://www.cinefagos.net/index.

php/articulos-y-ensayos/cuentos-de-cine-mainmenu-
37/338-cuando-llorearo.html

Manuel Rivas-Όταν έκλαψε η Τσάρο

Με λένε Αντόνιο Βεντούρα και είμαι αλκοολικός.

Έτσι ξεκινούσε το τελετουργικό της παρουσίασης στην Μονάδα Υγείας και Αυτοεκτίμησης.
Όλοι είχαμε πει εκείνη την φράση, έτσι όπως πετάγεται, έξω από τον λαιμό κάποιου, ένας
σφηνωμένος φελλός. Ο φελλός κυλάει γύρω από μια αόρατη ρουλέτα, κάνει βόλτες στο
κέντρο του κύκλου, της ομάδας μας. Όμως, τις πρώτες μέρες, νιώθεις ίλιγγο και με
χαμηλωμένο το κεφάλι, καρφώνεις τα βαριά, σαν μολύβι, μάτια στον άξονα, ακριβώς στο
κέντρο του κύκλου, παρακαλώντας το Θεό, η μπίλια, να μην σταματήσει μπροστά σου. Το
να σηκώσεις το βλέμμα, να ανακαλύψεις σιγά-σιγά τους άλλους, έλεγε ο ψυχολόγος, ήταν,
σαν να ανεβαίνεις το πρώτο σκαλοπάτι, για να επιστρέψεις στην ζωή. Εμένα μου πήρε πολύ
χρόνο και προσπάθεια για να σηκώσω το βλέμμα, ίσως γιατί ποτέ δεν είχα κανένα
ενδιαφέρον για να κάνω αυτό το βήμα. Οι άνθρωποι με φόβιζαν περισσότερο από το ποτό.
Αυτό που πραγματικά συνέβαινε, είναι ότι είχα φτάσει στο σημείο, το ποτό να με κάνει να
βλέπω κατσαρίδες παντού, στα σεντόνια στο κρεβάτι, στο φλιτζάνι του καφέ και στις
παρωνυχίδες. Και ανάθεμα, φοβάμαι περισσότερο τις κατσαρίδες από ότι τους ανθρώπους.

Ο Αντόνιο Βεντούρα δεν κοιτούσε χαμηλά. Είπε, ότι είναι αλκοολικός, με την περισσή
φυσικότητα κάποιου, που δηλώνει ιδιοκτήτης μιας κρασαποθήκης ή ενός αποστακτήριου.
Ακόμα πιο φυσικά, σαν κάποιος που λέει ότι είναι χριστιανός. Τον κοιτάξαμε με καχυποψία
και διστακτικότητα, πεπεισμένοι όλοι, ότι πραγματικά ήταν μεθυσμένος. Όμως όχι. Στην
πραγματικότητα, ποτέ δεν κατάλαβα καλά, τι σκατά γύρευε ο Αντόνιο Βεντούρα στην
Μονάδα Βοήθειας και Αυτοεκτίμησης, η οποία παλιά ονομάζονταν Ένωση πρώην
Αλκοολικών. Αν ήμουνα ένας τύπος υγιής, αν ήμουνα όπως ο Θεός προστάζει, αν γίνονταν
να γεννηθώ ξανά, θα ήθελα να γίνω ο Αντόνιο Βεντούρα.

Στις θεραπευτικές συνεδρίες, όταν ερχότανε η σειρά μας, η πλειοψηφία από εμάς υπέφερε
για να νικήσει την ντροπή. Εγώ στριφογύρναγα τα χέρια χωρίς να το θέλω, και τα δάχτυλα
διπλώνονταν από τον πόνο, σαν να ήταν φωλιές ερπετών τυφλωμένων από το φως.
Πάθαινα γλωσσοδέτη και ψέλλιζα λέξεις, που μου γρατζουνούσαν τα χείλη. Μπροστά μου,
ο Βεντούρα, ρουφούσε τις λέξεις μου με αγωνία. Παρέμενε σε επιφυλακή, βοηθούσε με τα
μάτια, με ένα τρόπο, σαν να ήταν μεταφραστής κωφάλαλων. Κι όταν τύχαινε σ’ αυτόν να
μιλήσει στις θεραπευτικές συνεδρίες, έμοιαζε λες κι κόσμος έπαυε να είναι ένα χάος. Η
ζωή, σε εκείνο ακριβώς το σημείο, αποκτούσε νόημα. Κι εγώ διψούσα. Διψούσα για νερό.

Μια μέρα, μας βάλανε να μιλήσουμε για το κλάμα. Το κλάμα είναι σπουδαίο, είπε ο
ψυχολόγος.

Η μπίλια, ευτυχώς, πήγε και στάθηκε απέναντι από τον Βεντούρα.


Υπάρχουν πολλοί τύποι κλάματος, είπε. Όμως η πρώτη φορά που άκουσα κλάμα,
πραγματικό κλάμα, η πρώτη φορά που είπα, αυτό είναι το κλάμα, ήταν όταν έκλαψε η
Τσάρο η Ξανθιά, στο σινεμά το Ρεξ. Προβάλλανε τους Ατρόμητους Λοχαγούς, μια ταινία
που έπαιζε ο Σπένσερ Τρέισι, ο οποίος έκανε επίσης και τον Τόμας Έντισον, αυτόν που
εφηύρε το φως. Λοιπόν, σ’ αυτήν την ταινία, Ατρόμητοι Λοχαγοί, ο Σπένσερ Τρέισι, έκανε
ένα ψαρά στην Νέα Γη. Ήταν η ιστορία ενός παιδιού, ενός πλούσιου πατέρα, που ταξιδεύει
με ένα καράβι και ναυαγεί και σώζεται από το πλήρωμα ενός βαποριού που ψαρεύει
μπακαλιάρους. Εκείνη την εποχή δεν ήταν όπως τώρα, δεν υπήρχε τρόπος να στείλεις
μήνυμα και οι ψαράδες δεν μπορούσαν να γυρίσουν πίσω, όσο πλούσιο και να ήταν το
παιδί που ναυάγησε. Κι έτσι το πλούσιο παιδί, έπρεπε να κάνει την φασίνα. Όλοι τον
αποστρέφονταν, ήταν ο πλούσιος γιος. Δεν ήθελε να βοηθήσει σε τίποτα και απειλούσε με
αντίποινα εκ μέρους του πατέρα του, όταν θα γύριζαν στο λιμάνι, για να μην σφουγγαρίσει
το κατάστρωμα ή για να μην καθαρίσει καμιά πατάτα. Το ψάρεμα δεν πήγαινε καλά και
μερικοί άντρες άρχισαν να μουρμουρίζουν, ότι έφταιγε το μυξιάρικο, το οποίο έφερε
κατάρα. Και εκεί μπαίνει ο Σπένσερ Τρέισι, που στην ταινία λεγόταν Μανουέλ και ήταν
Πορτογάλος. Λοιπόν, ο Μανουέλ, σιγά-σιγά πλησιάζει το παλικαράκι. Με λίγα λόγια του
αποκαλύπτει έναν άγνωστο κόσμο. Το αληθινό νόημα της τιμής και της δουλειάς. Εκείνοι οι
άντρες, άξεστοι και χωρίς μόρφωση, φαίνονται τώρα στα μάτια του παιδιού, σαν ήρωες. Ο
Μανουέλ, ήταν τώρα γι’ αυτόν ένα είδος Οδυσσέα που ψάρευε μπακαλιάρο, αλλά
ταυτόχρονα και η πατρική φιγούρα που του έλλειπε, κάποιος που του δίδασκε να παλεύει
στην ζωή με όλη του τη δύναμη. Ναι, είχε πατέρα στην στεριά, όμως δεν ήταν Οδυσσέας,
αλλά ο μεσιέ Φραγκάτος. Ο νεαρός έπαψε να είναι ο καπριτσιόζος εισβολέας και έγινε το
παιδί του καραβιού. Και ήρθε και η καλή ψαριά.

Ήμουνα κι εγώ παιδί, όταν είδα εκείνη την ταινία, είπε ο Αντόνιο. Μικρότερο από εκείνο της
ταινίας. Κρεμόντουσαν τα πόδια μου από το κάθισμα. Το θυμάμαι, σαν να είναι σήμερα.
Ήταν ένα κυριακάτικο απόγευμα του Φλεβάρη, μια από αυτές τις θλιμμένες μέρες, με το
αρρωστημένο φως, που έκαναν τις νύχτες να μοιάζουν απαράλλαχτα. Η θάλασσα χτυπούσε
στην προκυμαία, σαν να θέλει να την σπάσει, με την ορμή ενός γαϊδάρου που κλωτσάει τα
δοκάρια στον στάβλο του. Εγώ, είχα ένα μάλλινο παλτουδάκι με πολύ βαθιές τσέπες και
στον δρόμο για το σινεμά, δεν έβγαζα τα χέρια έξω, κρατώντας σφιχτά τα κέρματα, από
φόβο μήπως και μου τα πάρει ο βοριάς, όπως τους κοκκινολαίμηδες.

Κι εκεί ήμασταν όλοι χωμένοι, στο σκοτάδι του σινέ Ρεξ, διπλωμένοι στα καθίσματα, με τα
φώτα της οθόνης να μας γλύφουν το πρόσωπο. Ο Μανουέλ, ο ψαράς, έπαιζε μια
τσαμπούνα, και τραγουδούσε για το πλούσιο παιδί, με μια αγάπη που όλοι ζηλεύαμε.

Αχ, μικρέ μου ψαρά, πάψε να κλαις!

Αχ, μικρέ μου ψαρά, μην κλαις άλλο!

Και τότε έκλαψε η Τσάρο η Ξανθιά.

Στην αρχή, ήταν ένα κλάμα ήπιο, που μπερδεύονταν με την τσαμπούνα. Το κατάλαβα, γιατί
εκείνη καθόταν πολύ κοντά μου, ακριβώς δίπλα μου. Έπιασε ένα λευκό μαντήλι και
προσπάθησε να συγκρατηθεί, σκεπάζοντας τα μάτια. Αλλά το κλάμα δυνάμωσε, μέχρι που
οι ασυγκράτητοι θρήνοι ακούστηκαν σε όλη την αίθουσα, σαν να έβγαιναν από την ίδια την
οθόνη. Τα κεφάλια γύρισαν προς τα κείνη, αλλά επέστρεψαν στην θέση τους. Οι μεγάλοι
έφεραν τον δείχτη στα χείλια τους, για να σταματήσουν τις ερωτήσεις τα ανήσυχα παιδιά.
Έκλαιγε η Τσάρο η Ξανθιά και μέχρι που και ο Σπένσερ Τρέισι φάνηκε να σταματά την
τσαμπούνα για να κοιτάξει με νοσταλγική συμπάθια προς την αίθουσα. Θυμάμαι με ρίγος
εκείνο το απαρηγόρητο κλάμα, την θάλασσα από τα δάκρυα να πέφτουν, μουσκεύοντας το
μάλλινο παλτό μου.

Ο άντρας της Τσάρο της Ξανθιάς είχε πεθάνει δυο χρόνια πριν στην Νέα Γη. Ότι θυμάμαι
από αυτόν, είναι ότι είχε κάτι τεράστια χέρια με ουλές στα δάχτυλα. Τα πρόσεξα, γιατί με
αυτά τα χέρια μου πρόσφερε ένα πακέτο γεμάτο με καραμέλες. Μου είπαν αργότερα, ότι ο
ίδιος είχε κάνει εκείνες τις πληγές, σκίζοντας με μαχαίρι το κρέας, έτσι ώστε με το ζεστό
αίμα να μην παγώσουν τα χέρια του, μια μέρα με πολικό ψύχος στην Νέα Γη.

Η Τσάρο η Ξανθιά ήταν η μάνα μου, είπε ο Αντόνιο Βεντούρα. Ήταν η πρώτη φορά που τον
είδα με κατεβασμένο το κεφάλι στην ομαδική συνεδρία, σαν να πεταγόταν από τον λαιμό
του ένας καταραμένος φελλός από μπουκάλι.

Cuando lloró Charo

Por Manuel Rivas

Me llamo Antonio Ventura y soy alcohólico.

Ése era el ritual de presentación en la Unidad de Ayuda y Autoestima de Monelos. Todos


habíamos dicho aquella frase como quien suelta un tapón de corcho atascado en la
garganta. El tapón rodaba por una ruleta invisible e iba dando turno en la rueda del grupo.
Pero durante varios días sentías vértigo y, cabizbajo, posabas los ojos de plomo en el eje, en
el justo centro del círculo, rogando a Dios que la rueda no girara en tu dirección. Levantar la
mirada, ir descubriendo a los otros, decía el psicólogo, era subir un primer escalón en la
vuelta a la vida. A mi me costó mucho, muchísimo trabajo levantar la mirada, quizás porque
no tenía ninguna interés en hacer esa ruta. Me daba más miedo la gente que la bebida. Lo
que pasaba es que había llegado a un punto en que la bebida me hacía ver cucarachas en
todas partes, en las sábanas de la cama, en el poso del café y en las hendiduras de las uñas.
Y bien sabe el demonio que tengo mucho más miedo a las cucarachas que a la gente.

Antonio Ventura no miró hacia abajo. Dijo que era alcohólico con la resuelta naturalidad de
quien se declara dueño de una bodega o de una destilería. Más aún como quien dice que es
católico. Lo miramos con desconcierto y prevención, convencidos todos de que en efecto
estaba borracho. Pero no. En realidad, nunca entendí muy bien qué rayos hacía Antonio
Ventura en la Unidad de Ayuda y Autoestima, antes llamada Asociación de Ex Alcohólicos. Si
yo fuera un tipo sano, si yo fuera como Dios manda, si yo volviera a nacer, me gustaría ser
Antonio Ventura.
En las sesiones de terapia, cuando nos tocaba la vez, la mayoría de nosotros sufría para
vencer la vergüenza. Yo retorcía las manos sin querer, y los dedos se enroscaban
dolorosamente como si fueran nidos de serpientes heridos por la luz. Tenía un estropajo en
la lengua y balbuceaba cosas que me arañaban los labios. Enfrente, Ventura deletreaba mis
palabras con ansia. Permanecía alerta, ayudando con los ojos, a la manera de un interprete
de sordomudos. Y cuando le tocaba a él hablar en la sesión de terapia, parecía que el mundo
dejaba de ser un caos. La vida, en aquel preciso momento, tenia sentido. Y yo sentía sed. Sed
de agua.

Un día tocó hablar del llorar. El llorar es bueno, dijo el psicólogo.

La ruleta, felizmente, fue a detenerse en la dirección de Ventura.

Hay muchas clases de llorar, dijo. Pero la primera vez que oí llorar, llorar de verdad, la
primera vez que dije esto es el llorar fue cuando lloró Charo A’Rubia en el cine Rex. Ponían
Capitanes intrépidos, una película en la que trabaja Spencer Tracy, que también hizo de
Thomas Alva Edison, el que inventó la luz. Mucho me gustaba a mí Spencer Tracy cuando
inventaba la luz. Bien, pues en la película ésta de Capitanes intrépidos el Spencer Tracy hacía
de pescador en Terranova. Era la historia de un niño hijo de un padre muy rico que va en un
barco que tiene un naufragio y es rescatado por un bacaladero. En aquel tiempo no era
como hoy, no había manera de enviar un aviso ni los pescadores podían volver de vació por
muy niño rico que fuera el náufrago. Así que el niño rico tuvo que hacer la marea. Era un
auténtico repugnante, el niño rico. No quería echar una mano y amenazaba con las
represalias de su padre cuando volvieran a puerto, todo por hacerle limpiar la cubierta o
mondar unas patatas. La pesca no se daba bien y algunos hombres empezaron a murmurar
que la culpa era del mocoso, que había traído una maldición. Y ahí entra Spencer Tracy, que
en la película se llamaba Manuel y era portugués. Pues bien, el Manuel, poco a poco, va
haciendo entender al chaval. Con pocas palabras, le descubre un mundo desconocido. El
verdadero sentido del valor y del trabajo. Aquellos hombres, rudos y sin estudios,
reaparecen a los ojos del niño como héroes. Manuel era para él una especie de Ulises que
pescaba bacalao y al tiempo la figura del padre que no había tenido, alguien que le enseñaba
a luchar en la vida codo a codo. Tener, tenía padre en tierra, pero no era un Ulises sino un
Señor Dólar. El muchacho deja de ser un intruso caprichoso y pasa a ser un cho, el niño del
barco. Y el pescado viene a manos llenas.

Yo también era un niño cuando vi aquella película, dijo Antonio. Mucho más pequeño que el
de la película. Me colgaban los pies en la butaca. Lo recuerdo todo como si fuera hoy. Era la
tarde de un domingo de febrero, uno de esos días agripados, de luz enferma, que
empalmaban una noche con la otra. El mar golpeaba en el espigón queriéndose echar fuera,
con la furia de un garañón coceando las tablas de un corral. Yo tenía un abriguito de cheviot
con los bolsillos muy hondos y, camino al cine, no sacaba las manos, bien apretadas las
monedas de real, por miedo a que me las llevara el viento del norte como dos petirrojos.

Y allí estábamos todos ahora metidos en la oscuridad del cine Rex, encogidos en las butacas,
con las llamas de la pantalla lamiéndonos la cara. El pescador Manuel tocaba una sanfoña y
le cantaba al niño rico con un cariño que nos daba envidia.

¡Ay mi pescadito deja de llorar¡

¡Ay mi pescadito no llores ya más¡

Y fue entonces cuando lloró Charo A’Ribia.

Era al principio un llorar manso que se confundía con la sanfoña. Me di cuenta porque ella
estaba muy cerca, justo a mi lado. Cogió un pañuelo blanco y trató de contenerse tapando
los ojos. Pero el llanto iba a más, hasta que los sollozos desbordados ocuparon todo el cine
como si hubieran salido de la misma pantalla. Las cabezas giraron hacia ella pero volvieron a
su sitio. Los mayores llevaron el índice a sus labios para acallar las preguntas inquietantes de
los niños. Lloraba Charo A’Rubia y hasta pareció que Spencer Tracy dejaba la sanfoña para
mirar con pena nostálgica hacia el patio de butacas. Recuerdo estremecido aquel llanto, el
mar de lágrimas cayendo sin consuelo, salpicando mi abrigo de cheviot.

El hombre de Charo A’Rubia había muerto dos años antes en Terranova. Todo lo que
recuerdo de él es que tenía unas manos enormes con cicatrices en las yemas de los dedos.
Me llamaron mucho la atención porque yo había visto esas manos ofreciéndoseme a modo
de cuenco lleno de caramelos. Más tarde me contaron que él mismo se había hecho aquellas
heridas, abriendo a navaja la carne para que con la sangre caliente no se le helaran las
manos un día de frió polar en Terranova.

Charo A’Rubia era mi madre, dijo Antonio Ventura. Fue la primera vez que lo vi cabizbajo en
la sesión de terapia de grupo, como si hubiera soltado de la garganta un maldito tapón de
botella.

You might also like